You are on page 1of 1

«Δυό γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα

δίνουν κλωτσαίς συχναίς πυκναίς,


χαλούν τον κόσμο απ' τις φωνές
δαγκάνει ένας τ' αλλουνού τ' αυτιά και τη σαγόνα.

"Ποιός σούδωσε την άδεια 'δω μέσα να πατήσης;"


φωνάζει ο μαυριδερός.
Και απαντά ο σταχτερός:
"Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσης;"

Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι


άχυρο, βύκο και σανό,
στήσαν καυγά αληθινό
και δεν τολμά κανείς τους ούτε μεζέ να πάρη.

Κι απ' τον πολύ τον θόρυβο κι ο νοικοκύρης φτάνει,


κρατάει ρόπαλο γερό,
χωρίς να χάσει δε καιρό
τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.

Τους φίλιωσε η δυστυχία, η πίκρα, το φαρμάκι,


ένας τον άλλον χαιρετά
λένε πως ήσαν χωρατά
κ' επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι.»

Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942)

You might also like