You are on page 1of 67

Κεφάλαιο 18 

Δείκτες ορού επί κακοήθων συμπαγών 
νεοπλασμάτων  
Λ. Κυρίου ‐ Μάλλη 
Μ. Μ. Βασλαματζής 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ  εξαλλαγής συνδέεται με:  
Η  ιστορία  προσδιορισμού  νεοπλασμα‐ Α.  Την  παρουσία  τροποποιημένων  νου‐
τικών  δεικτών  ξεκινά  το  1848  με  την  α‐ κλεϊνικών  οξέων  (DNA  και  RNA)  στα 
νακάλυψη της μυελωματικής πρωτεΐνης  οποία είναι δυνατόν να ανιχνευθούν γε‐
από τον Bence‐Jones και της ανθρώπινης  νετικές  μεταβολές,  όπως:  μεταλλάξεις 
χοριονικής  γοναδοτροφίνης  από  τους  και πολλαπλασιασμός (mutations‐ampli‐
Ascheim  και  Zondek  το  1928  και  της  συ‐ fications)  ογκογονιδίων,  τροποποιήσεις 
σχετίσεώς  της  με  τους  ανθρώπινους  μικροδορυφορικού  DNA,  χρωμοσωμια‐
τροφοβλαστικούς  όγκους.  Στο  ενδιάμε‐ κές  μεταθέσεις,  προσθήκη  στο  γενετικό 
σο  διάστημα  ποικίλλες  βιοχημικές  και  υλικό  DNA  καρκινογόνων  ιών  και  με‐
ενδοκρινολογικές  διαταραχές  συνδέθη‐ ταλλάξεις  στο  κυτταρικό  μιτοχονδριακό 
καν με κακοήθη νεοπλάσματα. Από την  DNA,  m‐RNA  ή  ανίχνευση  ογκογονιδί‐
ανακάλυψη  της  ανθρώπινης  χοριονικής  ων3. 
γοναδοτροφίνης  το  1928  και  στην  συνέ‐ Β.  Τροποποιημένη  γονιδιακή  έκφραση 
χεια,  μεγάλος  αριθμός  πρωτεϊνών  και  των κυττάρων, η οποία είναι δυνατόν να 
μικρών  πεπτιδίων  συσχετίσθηκε  με  επηρεάσει  ή/και  να  προκαλέσει  παρα‐
πολλά κακοήθη νεοπλάσματα1,2.  γωγή  ενζύμων,  ορμονών,  υποδοχέων, 
Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησε η  πρωτεϊνών,  μεταβολιτών  και  προϊόντων 
γνώση  ότι  κατά  την  εξαλλαγή  ενός  φυ‐ ογκογονιδίων. 
σιολογικού  κυττάρου  σε  καρκινικό  με‐ Κάθε βιομόριο το οποίο παράγεται, εί‐
ταβάλλεται  η  γονιδιακή  έκφρασή  του  τε απ’ ευθείας από τα κακοήθη κύτταρα, 
ποσοτικά ή/και ποιοτικά με αποτέλεσμα  είτε  από  τα  καλοήθη,  ως  απάντηση  στην 
απώλεια της εξειδικεύσεώς του σε σχέση  παρουσία  κακοήθους  εξεργασίας  απο‐
με  τον  ιστό  προελεύσεώς  του,  ώστε  να  τελεί «δείκτη καρκίνου» (tumour marker) 
αποκτά  χαρακτηριστικά  των  χαμηλότε‐ και  εκφράζεται  σε  άλλοτε  άλλο  χρόνο 
ρης  διαφοροποιήσεως  εμβρυϊκών  κυττά‐ (έμβρυο,  ενήλικας,  φάσεις  διαφοροποιή‐
ρων  και  να  μπορεί  να  συνθέτει  εμβρυϊ‐ σεως)  και  ποσότητα.  Οι  καρκινικοί  δεί‐
κές  πρωτεΐνες,  μη  απαντωμένες  φυσιο‐ κτες  (ΔΚ)  ανιχνεύονται  κυρίως  σε  διά‐
λογικά στον ενήλικα. Κατά την εξαλλα‐ φορα  σωματικά  βιολογικά  υγρά,  συνή‐
γή των κυττάρων αλλάζει ο μεταβολικός  θως έχουν περιορισμένη ευαισθησία και 
ρυθμός των, ενώ ο έλεγχος της κυτταρι‐ ειδικότητα στην ταυτοποίηση κακοήθων 
κής  αυξήσεως  χάνεται  και  τελικά  απο‐ νεοπλασμάτων είτε διότι βρίσκονται φυ‐
κτάται  διηθητική  και  μεταστατική  ικα‐ σιολογικά  σε  υγρά  του  σώματος  (ορός, 
νότητα.  Το  φαινόμενο  της  κακοήθους  αμνιακό υγρό, γάλα, τραχηλική βλέννη), 
288 
είτε διότι μετρώνται σε αυξημένα επίπε‐ φάσεως  (β2‐μικροσφαιρίνη,  CRP,  φερρι‐
δα και σε μη κακοήθεις καταστάσεις (κυ‐ τίνη,  απτοσφαιρίνη,  α2‐μακροσφαιρίνη). 
στικά  υγρά,  περιτοναϊκές  ή  ασκιτικές  Οι  δείκτες  αυτοί  αυξάνονται  ιδιαίτερα 
συλλογές).  Επισημαίνεται  ότι  ενώ  η  μόνο  σε  προχωρημένου  βαθμού  κακοή‐
πρόσκαιρη  αύξηση  ΔΚ  συνδέεται  συνή‐ θεια και είναι ενδεικτικοί παρουσίας κα‐
θως  με  καλοήθη  νοσήματα,  η  συνεχής  κοήθειας όταν άλλα αίτια αυξήσεώς των 
και σταθερή αύξησή τους θέτει βασίμως  αποκλείονται. 
την  υπόνοια  υπάρξεως  κακοήθους  νό‐ Η  ταυτοποίηση  ορολογικών  δεικτών 
σου4,5,6,7a,8α,9α,9β,10,11,12,13.  νόσου  σε  ασθενείς  με  κακοήθη  νεοπλά‐
Οι  κυριότερες  κατηγορίες  χρησιμο‐ σματα επιχειρήθηκε και επιτεύχθηκε σε 
ποιούμενων  νεοπλασματικών  δεικτών  συμβατικά  εργαστήρια  χημείας  έως  τις 
στην κλινική πράξη είναι5:  αρχές  της  δεκαετίας  του  1980  και  με 
Α.  Δείκτες  κυτταρικού  ρυθμού  ανακυ‐ χρήση  μονοκλωνικών  αντισωμάτων  την 
κλώσεως,  όπως  τα  ένζυμα  και  ισοένζυ‐ τελευταία  25ετία.  Μολονότι  μεγάλος  α‐
μα  LDH,  PLAP,  CK‐BB,GT  II,  το  σιαλικό  ριθμός  ΔΚ  έχει  ταυτοποιηθεί  σε  πολλά 
οξύ, η φιμπρονεκτίνη και οι πολυαμίνες.  νεοπλάσματα,  μόνον  λίγοι  αποδείχθη‐
Οι δείκτες αυτοί χρησιμεύουν στην εκτί‐ καν  χρήσιμοι  στην  διάγνωση  και  παρα‐
μηση της μάζας του όγκου και στην πα‐ κολούθηση  ασθενών  με  κακοήθη  νεο‐
ρακολούθηση  ασθενών  με  εκτεταμένη  πλάσματα.  Νέοι  δείκτες  είναι  πιθανόν 
νόσο.  να υπάρξουν από τεχνικές μοριακής γε‐
Β. Δείκτες διαφοροποιήσεως, όπως ACP,  νετικής,  οι  οποίοι  ελπίζεται  να  έχουν 
PSA, HCG, NSE, SCC, 5‐HIIA, κατεχολα‐ μεγαλύτεροι  ευαισθησία  και  ειδικότητα 
μίνες,  καλσιτονίνη,  sr  IL‐2.  Πολύ  σημα‐ από τους ήδη υπάρχοντες2. 
ντική  είναι  η  συμβολή  των  δεικτών  αυ‐ Στην κλινική πράξη έχει παρατηρηθεί 
τών  στην  αναγνώριση  της  εστίας  του  ότι  η  αύξηση  των  επιπέδων  ενός  ΔΚ 
πρωτοπαθούς  όγκου  σε  ασθενείς  με  ε‐ στον  ορό  μπορεί  να  προηγείται  της  τεκ‐
κτεταμένη  μεταστατική  νόσο.  Σε  μερι‐ μηριώσεως  της  κλινικής  υποτροπής  με 
κές  περιπτώσεις  αποτελούν  προγνωστι‐ τις  κλασσικές  απεικονιστικές  μεθόδους 
κούς  δείκτες,  σπάνια  δε  χρησιμοποιού‐ κατά  διάμεσο  χρονικό  διάστημα  3‐8  μη‐
νται σε προληπτικό έλεγχο.   νών  (lead‐time).  Εντούτοις  για  τα  περισ‐
Γ.  Ογκοεμβρυϊκά  αντιγόνα,  όπως  CEA,  σότερα  κακοήθη  συμπαγή  νεοπλάσμα‐
AFP,  CA  19‐9,  CA  125,  CA  50,  CA  15‐3,  τα δεν έχει αποδειχθεί ότι η πρώιμη διά‐
TPA.  Μερικοί  από  τους  δείκτες  αυτούς  γνωση  της  υποτροπής  βελτιώνει  την 
διαθέτουν  κάποιου  βαθμού  ιστοειδικό‐ πρόγνωση  συγκεκριμένης  ομάδος  ασθε‐
τητα.  Δεν  διαθέτουν  επαρκή  ειδικότητα  νών2. 
για  χρήση  σε  προληπτικό  έλεγχο  του  Είναι  σαφές  ότι  δεν  υπάρχουν  έστω 
γενικού  πληθυσμού,  όμως  η  σταδιακή  δύο  τύποι  καρκίνου  με  την  ίδια  βιολογι‐
αύξησή τους ή πολύ υψηλά επίπεδα συ‐ κή  συμπεριφορά  και  επομένως  δεν  θα 
γκεντρώσεών  τους  είναι  ιδιαίτερα  υπαι‐ εκφράσουν απαραίτητα τον ίδιο ΔΚ, ενώ 
νικτικά υπάρξεως κακοήθους όγκου.   και  κάθε  ασθενής  παράγει  ένα  απολύ‐
Δ.  Δείκτες  τραυματισμού  οργάνου  και  τως  εξατομικευμένο  ρυθμό  παραγωγής 
απαντήσεως  ξενιστή,  όπως  τα  ένζυμα  καρκινικού  δείκτη.  Αυτό  σημαίνει  ότι 
ALP,  LDH,  γGT  και  πρωτεΐνες  οξείας  κάθε ασθενής έχει το «δικό του» ατομικό 
289 
βασικό επίπεδο τιμών (baseline level) για  γκεκριμένο  ΔΚ.  Οι  κακοήθεις  όγκοι 
τους διαφόρους ΔΚ, το οποίο είναι συνή‐ χαρακτηρίζονται  συνήθως  από  ετερο‐
θως  άγνωστο  πριν  την  εμφάνιση  κακο‐ γένεια,  αποτελούμενοι  από  υποπλη‐
ήθους νόσου και συνήθως κυμαίνεται σε  θυσμούς  οι  οποίοι  δεν  έχουν  τα  ίδια 
διαφορετικά  επίπεδα  από  το  στατιστικά  χαρακτηριστικά.  Για  τον  λόγο  αυτό  η 
καθορισμένο  ανώτατο  επίπεδο  τιμών  ανταπόκριση  του  κακοήθους  νεοπλά‐
του  ΔΚ  στους  υγιείς.  Επομένως,  μετά  σματος ενός ασθενούς στην θεραπεία, 
από  θεραπεία,  είναι  ουσιαστικής  σημα‐ δεν  συνοδεύεται  πάντοτε  από  αντί‐
σίας η εξατομικευμένη μελέτη των κινη‐ στοιχη μείωση του (ή των) ΔΚ ορού. Εξ 
τικών  μεταβολών  του  υπό  παρατήρηση  άλλου  σε  φάσεις  υποτροπής  ή  προϊού‐
ΔΚ.  Για  το  λόγο  αυτό  συστήνεται  ώστε  σας  νεοπλασματικής  νόσου  είναι  πιθα‐
στα  εργαστήρια  προσδιορισμού  ΔΚ  να  νή  η  εμφάνιση  προφίλ  εκκρίσεως  ΔΚ  ε‐
υπάρχει  τράπεζα  δειγμάτων  για  κάθε  ντελώς διαφορετικού από τον πρωτοπα‐
ασθενή,  ώστε  να  είναι  δυνατή  η  επανα‐ θή  όγκο.  Είναι  συνεπώς  προφανές  ότι 
μέτρηση8α, 8β, 9β, 10,14.  κατά  την  παρακολούθηση  των  αποτε‐
λεσμάτων  της  θεραπείας  ή  την  επιτή‐
ΙΔΕΑΤΑ OΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙ‐
ρηση  των  ασθενών  για  ενδεχόμενη 
ΜΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΑΡΚΙΝΟΥ 
εμφάνιση  υποτροπής  είναι  καλύτερο 
Η επιλογή ΔΚ στην κλινική πράξη, γί‐
να  επιλέγονται  δύο  ή  και  περισσότε‐
νεται  με  βάση  ορισμένες  εξειδικευμένες 
ροι ΔΚ (Πίνακας 2).  
ιδιότητες,  σχετικά  με  την  τεκμηρίωση 
Σε  όλες  τις  περιπτώσεις  εκτιμήσεως 
κακοήθους  νεοπλασματικής  νόσου  και 
των  νεοπλασματικών  δεικτών  και  συ‐
την  παρακολούθηση  των  ασθενών,  οι 
σχετίσεών των με την εξέλιξη της νόσου 
οποίες δίνονται στον Πίνακα 115. 
ή  τα  αποτελάσματα  της  θεραπείας  θα 
Πίνακας 1. Ιδεατά οφέλη από την χρησιμο‐
πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη ο χρόνος 
ποίηση δεικτών καρκίνου 
ημιζωής  (t1/2)  των  ΔΚ  και  ο  χρόνος  δι‐
Καθορισμός του κινδύνου αναπτύξεως κα‐
πλασιασμού  των  νεοπλασματικών  κυτ‐
κοήθους νόσου 
Μαζικοί προληπτικοί πληθυσμιακοί έλεγχοι 
τάρων  (DT).  Ο  χρόνος  ημιζωής  του  ΔΚ, 
Συμβολή στην διαφορική διάγνωση νοσημά‐ εξαρτάται  από  το  μέγεθος  του  μορίου, 
των  τα  βιοχημικά  του  χαρακτηριστικά,  τον 
Πρόβλεψη της προγνώσεως ή/και της αντα‐ τρόπο  μεταβολισμού  του  και  τις  μετα‐
ποκρίσεως στην θεραπεία  βολές στην έκφρασή του και είναι χαρα‐
Ανίχνευση πρώιμης υποτροπής της νόσου  κτηριστικός για κάθε δείκτη (Πίνακας 3) 
Ακριβής παρακολούθηση της πορείας της  16α. 
μεταστατικής νόσου 
Ο  ρυθμός  κυτταρικού  πολλαπλασια‐
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΠΗΡΕΑ‐ σμού προσδιορίζεται συνήθως με χρησι‐
ΖΟΥΝ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΚ  μοποίηση του ενζύμου κινάση της θυμι‐
ΣΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΥΓΡΑ  δίνης (TK). 
Η  παρουσία  και  η  συγκέντρωση  ενός  2.  τον  ρυθμό  παραγωγής  του  ΔΚ  από 
ΔΚ  στην  αιματική  κυκλοφορία  σε  δεδο‐ τα κύτταρα. 
μένη χρονική στιγμή εξαρτάται από:  3. τον εντοπισμό του ΔΚ στα κύτταρα. 
1. τον συνολικό αριθμό των κακοήθων  Τα  αντιγόνα  επιφανείας  της  μεμβρά‐
κυττάρων  τα  οποία  παράγουν  τον  συ‐ νης  ή  τα  μόρια  τα  οποία  αποτελούν 
290 
προϊόντα  κυτταρικής  εκκρίσεως  ελευ‐ κυττάριες  δομές  εμφανίζονται  στον 
θερώνονται  ευκολότερα  στον  εξωκυτ‐ ορό  μόνο  μετά  από  κυτταρική  νέκρω‐
τάριο  χώρο  και  τα  βιολογικά  υγρά,  ση. 
ενώ  όσα  μόρια  συνδέονται  με  ενδο‐
Πίνακας 2. Συνδυασμοί ΔΚ χρήσιμοι στην παρακολούθηση του γυναικολογικού καρκίνου 
Τύπος Γυναικολογικού Καρκίνου  Συνδυασμοί ΔΚ 
Ωοθηκών (επιθηλιακός)  CA 125+ Inhibin+CEA+TPS+CA 15‐3 
Ενδομητρίου   CA 125+CA15‐3+CEA+TPS 
 Τραχήλου :  α. Εκ πλακωδών κυττάρων  SCC+CEA+TPS 
                        β. Αδενοκαρκίνωμα  CEA+CA 125+TPS 
 

Πίνακας  3.    Βιολογικοί  χρόνοι  ημίσειας  όγκους  συμβαίνει  διάβρωση  ή  λύση 


ζωής   της  βασικής  μεμβράνης,  με  αποτέλε‐
Δείκτης  Xρόνος ημίσειας 
σμα  εμφάνιση  υψηλών  επιπέδων  ΔΚ 
καρκίνου  ζωής (μέρες)  στον ορό.  
AFP  2‐8  6.  τον  βαθμό  αγγειώσεως  του  ιστού 
CA 125  5  στον  οποίο  εντοπίζεται  ο  όγκος.  Έτσι 
CA 19‐9  4‐8  η  παρουσία  ηπατικών  μεταστάσεων 
CA 15‐3  5‐7  συνοδεύεται  από  υψηλότερα  επίπεδα 
CA 72‐4  3‐7  ΔΚ  σε  σχέση  με  μεταστάσεις  σε  άλλα 
CEA  2‐8  όργανα. 
CYFRA 21‐1  1  7.  την  διαδικασία  μεταβολισμού  του 
HCG  0,5‐1,5  ΔΚ,  τον  τρόπο  και  τον  ρυθμό  καθάρ‐
NSE  1  σεως  και  τελικής  απομακρύνσεώς  του 
PSA  2‐3 
από  την  κυκλοφορία  (11).  Επομένως  η 
SCC  1 
ύπαρξη  νεφρικής  ανεπάρκειας,  ηπα‐
4.  την  μεταβολή  της  διαπερατότητας  τικής  δυσλειτουργίας  ή  χολοστάσεως 
της  κυτταρικής  μεμβράνης  η  οποία  μπορεί να επάγει δυσανάλογα υψηλές 
επηρεάζει  τον  ρυθμό  εκκρίσεως  του  συγκεντρώσεις  ΔΚ  μεταβάλλοντας  τα 
ΔΚ από τα κύτταρα.  σχετικά  κινητικά  τους  δεδομένα  (t1/2  
5.  την  δυνατότητα  διαβάσεως  των  ΔΚ  και DT). 
μέσω  της  εξωκυττάριας  θεμέλιας  ου‐ 8. την έκταση νεκρώσεως του καρκινι‐
σίας  (extracellular  matrix)  ή  της  βασι‐ κού ιστού. Η κυτταρική λύση είναι δυ‐
κής  μεμβράνης  (basal  membrane/la‐ νατόν  να  προκαλέσει  δυσανάλογα 
minae),  οι  οποίες  αποτελούν  λειτουρ‐ μεγάλη  αύξηση  των  επιπέδων  ενός 
γικό  φραγμό  για  την  μεταφορά  των  ΔΚ σε σχέση με το μέγεθος του υπάρ‐
ΔΚ  από  τον  τόπο  παραγωγής  στην  χοντος  όγκου,  όταν  αυτός  εμφανίζει 
περιφέρεια.  Σε  καλοήθεις  όγκους  η  μεγάλη  ενδοκυττάρια  συγκέντρωση. 
συνέχεια  της  βασικής  μεμβράνης  δια‐ Νέκρωση  καρκινικών  κυττάρων  δυνα‐
τηρείται  αδιατάρακτη,  παρεμποδίζο‐ τόν  να  συμβεί  λόγω  αυξήσεως  του 
ντας την δίοδο των ΔΚ στην κυκλοφο‐ ρυθμού  κυτταρικού  πολλαπλασια‐
ρία με συνέπεια χαμηλά επίπεδά τους  σμού,  αλλά  κυρίως  μετά  ακτινοθερα‐
στον  ορό.  Αντίθετα  στους  κακοήθεις  πεία ή κυτταροτοξική θεραπεία. 
291 
9.  τα  βιολογικά  δεδομένα  κάθε  ασθε‐ ζύμου  βρίσκονται  στο  ήπαρ,  τους  νε‐
νή,  στα  οποία  περιλαμβάνονται  προ‐ φρούς,  τα  ερυθροκύτταρα,  τα  λευκοκύτ‐
σωπικά  γενετικά/κληρονομικά  και  ταρα,  τα  αιμοπετάλια,  τους  οστεοκλά‐
φυλετικά  χαρακτηριστικά,  το  φύλο,  η  στες, το ανθρώπινο γάλα, το σπέρμα και 
ηλικία  (γήρανση),  οι  τρόποι  και  οι  τον  προστατικό  αδένα.  Εκτός  των  ερυ‐
συνθήκες  διαβιώσεως  και  διατροφής  θροκυττάρων, στα οποία το ένζυμο είναι 
του, οι συνήθειες του, κλπ 17.  εξωλυσοσωμικό,  στα  υπόλοιπα  κύτταρα 
Όπως  είναι  προφανές  κάθε  παράγο‐ κυρίως είναι λυσοσωμικό. 
ντας ο οποίος επιδρά στα προαναφερθέ‐ Η  συγκέντρωση  της  ΟΠΦ  στον  προ‐
ντα  δεδομένα  είναι  δυνατόν  να  επηρεά‐ στάτη  είναι  ~1000  φορές  μεγαλύτερη  ε‐
σει  σημαντικά  τα  επίπεδα  συγκεντρώ‐ κείνης  των  άλλων  ιστών,  στους  άνδρες 
σεως του δείκτη.   δε  ο  προστάτης  συνεισφέρει  το  1/3  ‐  1/2 
της  συνολικής  δραστικότητας  του  ενζύ‐
Α. Ένζυμα, Ορμόνες, Αντιγόνα, Πρω‐
μου στον ορό. Το υπόλοιπο θεωρείται ότι 
τεΐνες 
προέρχεται  από  αποσυντιθέμενα  αιμο‐
1. Ενζυμα – Αναστολείς Ενζύμων 
πετάλια,  ερυθροκύτταρα,  λευκοκύτταρα 
Κλασσικά ένζυμα ‐ Ισοένζυμα (ACP, 
και  οστεοκλάστες  και  προφανώς  αφορά 
ALP, LDΗ, γ‐GT, CK) 
και  στα  δύο  φύλα.  Τα  δεδομένα  αυτά  ε‐
Τα  ένζυμα  του  πλάσματος  είναι,  λει‐
ξηγούν το ενδιαφέρον για την δραστικό‐
τουργικά  με  φυσιολογικά  υψηλές  συ‐
τητα ΟΠΦ στον ορό σε σχέση με νόσους 
γκέντρωση  (θρομβίνη,  πλασμίνη,  λιπο‐
του  προστάτη,  ενώ  η  πρώτη  αναφορά 
πρωτεϊνική  λιπάση)  ή  μη  λειτουργικά 
προσδιορισμού  του  ενζύμου  στον  ορό 
αναφορικά  με  το  πλάσμα  σε  χαμηλές 
ασθενών  με  καρκίνωμα  προστάτη  έγινε 
συγκεντρώσεις.  Τα  τελευταία  είναι  ι‐
το 1938 από τους Gutman και Gutman20. 
διαίτερα  σημαντικά  στα  νοσήματα  ι‐
Η  ολική  ΟΠΦ  ορού  και  το  προστατικό 
στών  και  οργάνων,  υπήρξαν  δε  από  τις 
ισοένζυμό της αυξάνονται σε αδενοκαρ‐
πρώτες  παραμέτρους  οι  οποίες  μελετή‐
κίνωμα  προστάτη,  προχωρημένου  στα‐
θηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως ΔΚ. 
δίου  (C  ή  D),  αλλά  μόνον  στο  30%  των 
Έχει  δειχθεί  ότι  η  εμφάνιση  κακοή‐
ασθενών  με  νόσο  σταδίου  Ι.  Το  γεγονός 
θειας  συνοδεύεται  από  αύξηση  συγκε‐
αυτό  σε  συνδυασμό  με  το  υψηλό  ποσο‐
ντρώσεως  γλυκολυτικών  και  άλλων  εν‐
στό  (6%)  των  ψευδώς  θετικών  αποτελε‐
ζύμων  στον  ορό,  η  οποία  είναι  ανάλογη 
σμάτων  της  εξετάσεως  (Πίνακας  4)  κα‐
της  μάζας  του  όγκου.  Οποιαδήποτε  αύ‐
θιστούν  την  εξέταση  μη  εφαρμόσιμη 
ξηση  των  ενζύμων  LDΗ,  ALP,  CK,  γGT, 
στα  πλαίσια  μαζικού  προληπτικού  ε‐
AMY στον ορό πρέπει να οδηγεί σε εκτε‐
λέγχου ή αναδείξεως εξαιρέσιμης νόσου 
ταμένη  έρευνα  παρουσίας  νόσου,  κακο‐
σταδίων  Ι,  ΙΙ.  Εξάλλου  σε  πολλές  περι‐
ήθους  ή  μη.  Πάντως  η  απομόνωση  ισο‐
πτώσεις,  ασθενείς  με  προχωρημένη  νό‐
ενζυμικών  μορφών  των  ενζύμων‐  οι  ο‐
σο  έχουν  φυσιολογική  ΟΠΦ  ορού21.  Οι 
ποίες  σχετίζονται  με  την  διαφοροποίη‐
ανοσοχημικές  μέθοδοι  προσδιορισμού 
ση‐ συνετέλεσε στην βελτίωση της αξίας 
του  προστατικού  ισοενζύμου,  παρ’ότι 
τους ως ΔΚ4,5,8γ,18,19. 
ακριβέστερες  των  ενζυμικών,  δεν  βοή‐
Όξινη  προστατική  φωσφατάση 
θησαν  στη  βελτίωση  του  ρόλου  του  ως 
(ΟΠΦ)5.  Σημαντικές  ποσότητες  του  εν‐
ΔΚ,  λόγω  της  χαμηλής  προβλεπτικής 
292 
αξίας  του.  Ασθενείς  με  οστικές  μετα‐ των οστών, τα χοληφόρα του ήπατος, το 
στάσεις  εμφανίζουν  αύξηση  της  ΟΠΦ,  επιθήλιο  του  λεπτού  εντέρου,  τα  εγγύς 
οφειλόμενη  στο  ισοένζυμο  των  οστεο‐ ουροφόρα  σωληνάρια,  οι  νεφροί,  ο  πλα‐
κλαστών.  Επίσης  σε  ασθενείς  με  ορι‐ κούντας  και  ο  μαστός  κατά  την  γαλου‐
σμένα  κακοήθη  νοσήματα  του  αιμο‐ χία. 
ποιητικού  (χρόνια  κοκκιοκυτταρική  λευ‐ Έχουν  ταυτοποιηθεί  πολλαπλά  κλά‐
χαιμία,  οξεία  ή  χρόνια  λεμφοκυτταρική  σματα της  ALP όπως το ηπατικό, το τα‐
λευχαιμία,  λευχαιμία  τριχωτών  κυττά‐ χύ  ηπατικό,  το  οστικό,  το  εντερικό,  το 
ρων  και  πλασματοκυτταρικό  μυέλωμα)  πλακουντιακό, το νεφρικό. Από αυτά τα 
παρατηρείται  αύξηση  της  λυσοσωμικής  γενετικά  καθορισμένα  ισοένζυμα  είναι 
ΟΠΦ,  που  θα  μπορούσε  να  χρησιμεύσει  τέσσερα,  το  μη  ειδικό  των  ιστών  ‐tissue 
στην  παρακολούθηση  της  θεραπείας  nonspecific  ‐ (ηπατικό,  οστικό  και  νεφρι‐
αυτών  των  ασθενών.  Η  ΟΠΦ  χάνει  το  κό,  το  κάθε  ένα  με  διαφορετικό  βαθμό 
50% της δραστικότητάς της επί παραμο‐ γλυκιώσεως),  το  εντερικό,  το  πλακου‐
νής του ορού για 1 ώρα σε θερμοκρασία  ντιακό  και  των  γεννητικών  κυττάρων 
δωματίου, ώστε το προς εξέταση δείγμα  (νομότοπων ή έκτοπων). Στον πνεύμονα 
πρέπει να αναλύεται αμέσως ή να οξινί‐ η  ALP  βρίσκεται  στην  κυτταροπλασμα‐
ζεται και να καταψύχεται.  τική  μεμβράνη  και  στα  πεταλιώδη  σω‐
Ο  διαχωρισμός  και  προσδιορισμός  του  μάτια  των  βρογχοεπιθηλιακών  κυττά‐
προστατικού  ισοενζύμου  γίνεται  ενζυ‐ ρων τύπου ΙΙ.  
μικά με χρήση αναστολέων της μη προ‐ Η ολική ALP αυξάνεται στο πρωτοπα‐
στατικής  δραστικότητας  (τρυγικά  ιόντα)  θές ΗΚΚ και σε δευτεροπαθείς μεταστα‐
ή ανοσοχημικά (RIA, EIA). (5, 22)  τικούς όγκους του ήπατος. Η αύξηση του 
Πίνακας 4. Καταστάσεις με αυξημένη ΟΠΦ  ενζύμου  συσχετίζεται  ευθέως  με  την  ο‐
εκτός καρκινώματος προστάτου  στεοβλαστική δραστηριότητα και μπορεί 
Μεταθέσεις ή τρισωμία του χρωμοσώματος 21  να  χρησιμεύσει  στην  παρακολούθηση 
Νόσοι των οστών  της  θεραπείας  και  στην  ανίχνευση  υπο‐
Προχωρημένη νόσος Paget  τροπών, σε ασθενείς με οστεοσάρκωμα. 
Μεταστατικό καρκίνωμα στα οστά  Αύξηση  του  ηπατικού  ισοενζύμου  πα‐
Πολλαπλούν μυέλωμα  ρατηρείται σε ασθενείς με κίρρωση ήπα‐
Υπερπαραθυρεοειδισμός 
τος  ή  με  πρωτοπαθές  και  μεταστατικό 
Νόσοι του ήπατος 
καρκίνωμα  ήπατος  στους  οποίους  μπο‐
Ηπατίτιδα 
Αποφρακτικός ίκτερος  ρεί  να  εμφανισθεί  και  ταχύ  ηπατικό 
Κίρρωση Laennec  κλάσμα. 
Οξεία νεφρική βλάβη  Το  1968  βρέθηκε  από  τον  Fishman  σε 
Νόσοι του ΔΕΣ με προσβολή ήπατος και  ορό  ασθενών  με  βρογχικό  καρκίνωμα 
οστών (πχ η Niemann‐Pick)  ισοένζυμο  με  εντυπωσιακή  ομοιότητα 
In vitro αιμόλυση  προς  το  πλακουντιακό,  το  οποίο  ονομά‐
Αλκαλική  φωσφατάση  (ALP)5.  Η  ζεται ισοένζυμο  Regan. Το ισοένζυμο αυ‐
ALP  είναι  ένζυμο  συνδεδεμένο  με  την  τό έχει βρεθεί και στον ορό ασθενών με 
κυτταρική  μεμβράνη  και  συνεπώς  υ‐ καρκινώματα μαστού, ωοθηκών και πα‐
πάρχει  σε  όλα  τα  κύτταρα.  Οι  πλουσιό‐ χέως  εντέρου  και  αναφέρεται  και  ως 
τερες  πηγές  ALP  είναι  οι  οστεοβλάστες  καρκινοπλακουντιακό.  Μία  άλλη  μορφή, 
293 
το  ισοένζυμο  Nagao,  αποτελεί  ποικιλία  στοί  πλούσιοι  σε  γ‐GT  είναι  κυρίως  οι 
του  Regan  και  η  παρουσία  του  στον  ορό  νεφροί και λιγότερο το πάγκρεας και το 
σχετίζεται  με  αδενοκαρκίνωμα  του  πα‐ ήπαρ.  Το  ένζυμο  ευρίσκεται  στις  μεμ‐
γκρέατος,  των  χοληφόρων  και  με  μετα‐ βράνες των κυττάρων με υψηλή εκκριτι‐
στάσεις  στον  υπεζωκότα.  Σε  ορούς  καρ‐ κή  ή  απορροφητική  ικανότητα,  όπως  τα 
κινοπαθών  έχει  βρεθεί  και  το  ισοένζυμο  εγγύς  εσπειραμένα  σωληνάρια,  ο  λο‐
Kasahara.  Ο  διαχωρισμός  και  προσδιορι‐ βιώδης  παγκρεατικός  ιστός,  τα  παρεγ‐
σμός  των  ισοενζύμων  της  ALP  επιτυγ‐ χυματικά  κύτταρα  του  ήπατος  και  το  ε‐
χάνεται  με  ηλεκτροφόρηση  (κατόπιν  πιθήλιο των χοληφόρων πόρων. 
προκατεργασίας ή μη με νευραμινιδάση  Στον  ορό  η  δραστικότητα  της  γ‐GT  έ‐
και  θερμική  αδρανοποίηση),  θερμική  χει  ηπατοχολική  προέλευση.  Η  διαφορά 
αδρανοποίηση,  αναστολή  με  ουρία  ή  α‐ φυσιολογικών τιμών μεταξύ ανδρών και 
μινοξέα  και  με  ανοσοχημικές  μεθόδους  γυναικών  αποδίδεται  εν  μέρει  στα  υψη‐
με  χρήση  ειδικών  αντιορών  έναντι  των  λά  επίπεδα του  ενζύμου  στον προστάτη 
αληθών  ισοενζύμων.  Το  οστικό  κλάσμα  και  το  καρκίνωμα  του  προστάτη  μπορεί 
αυξάνεται  επί  πρωτοπαθών  ή  μεταστα‐ να  προκαλέσει  αύξηση  της  γ‐GT  στον 
τικών  όγκων  των  οστών.  Παρουσία  ε‐ ορό. Η γ‐GT θεωρείται ο πλέον ευαίσθη‐
ντερικού  ισοενζύμου  παρατηρείται  σε  τος  δείκτης  ηπατοχολικής  νόσου  (85‐
άτομα  με  αλλοιώσεις  του  λεπτού  εντέ‐ 99%).  Υψηλά  επίπεδά  της  βρίσκονται  σε 
ρου ή στους εκκρίνοντες τύπους ομάδας  πρωτοπαθή  ή  μεταστατικά  καρκινώμα‐
αίματος Β ή Ο, ιδιαίτερα κατά από λιπα‐ τα του ήπατος. Η παρατηρούμενη αύξη‐
ρό γεύμα5,18.  ση  εμφανίζεται  ενωρίτερα  εκείνης  των 
ΠΛΑΚΟΥΝΤΙΑΚΗ ΑΛΚΑΛΙΚΗ  άλλων  ενζύμων  (SGOT,  SGPT,  ALP,  5‐
ΦΩΣΦΑΤΑΣΗ  Nd), αλλά μπορεί να προηγείται και των 
Είναι  εμβρυίκό  ισοένζυμο  της  αλκαλι‐ απεικονιστικών  ευρημάτων.  Οι  διακυ‐
κής φωσφατάσης των ενηλίκων και έχει  μάνσεις  αυξήσεως  της  γ‐GT  είναι  ανά‐
σχέση  με  τον  μεταβολισμό  του  φωσφό‐ λογες  του  ρυθμού  αναπτύξεως  ενός  με‐
ρου.  Αύξηση  της  πλακουντιακής  αλκα‐ ταστατικού  όγκου,  της  θέσεως  και  του 
λικής  φωσφατάσης  είναι  συνήθης  σε  μεγέθους  του.  Σημαντική  είναι  η  συνει‐
ασθενείς με σεμίνωμα και παρατηρείται  σφορά  της  γ‐GT  στην  διάγνωση  καρκι‐
σχεδόν  στο  100%  επί  προχωρημένου  νωμάτων  της  κεφαλής  του  παγκρέατος 
σταδίου  νόσου.  Αύξηση  του  ενζύμου  εί‐ με αποφρακτικό ίκτερο. Στην περίπτωση 
ναι  λιγότερο  συχνή  σε  μη  σεμινωματώ‐ αυτή  οι  τιμές  του  ενζύμου  μπορεί  είναι 
δεις  όγκους  των  όρχεων,  σε  καρκινώμα‐ 10‐20 φορές ανώτερες του φυσιολογικού.  
τα  πεπτικού,  ωοθηκών,  μαστού,  πνεύ‐ Η  γ‐GT  εμφανίζει  πολλαπλότητα 
μονα και σε βαρείς καπνιστές2.  μορφών,  οι  οποίες  είναι  προϊόντα  μετα‐
Γ‐Γλουταμυλο  τρανσφεράση  (γ‐ μεταφραστικής  τροποποιήσεως  αλλά 
GT)23.  Η  γ‐GT  είναι  το  μοναδικό  ένζυμο  όχι  αληθή  ισοένζυμα.  Οι  κυριότερες 
το  οποίο  διασπά  την  ανέπαφη  γλουτα‐ μορφές  είναι  η  α1‐γGT  (μικροσωμικό 
θειόνη  μεταφέροντας  μια  γ‐γλουτά‐ ηπατικής  προελεύσεως‐αυξανόμενη  σε 
μυλο‐ομάδα  σε  άλλο  πεπτίδιο  ή  αμινο‐ εξωηπατική  χολόσταση),  η  α2‐GΤ  (ηπα‐
ξύ.  Εντοπίζεται  στην  κυτταρική  μεμ‐ τικής  προελεύσεως‐  αυξανόμενη  σε  εν‐
βράνη  και  στο  μικροσωμικό  κλάσμα.  Ι‐ δοηπατική  χολόσταση)  και  η  β‐GT  (αυ‐
294 
ξανόμενη σε κακοήθεις όγκους και ίκτε‐ Αντίθετα  σε  ασθενείς  με  εντοπισμέ‐
ρο) οι οποίες στην ηλεκτροφόρηση εντο‐ νους  όγκους  τα  επίπεδα  της  LDΗ  είναι 
πίζονται  στην  περιοχή  των  α1‐,  α2‐  και  συχνά  φυσιολογικά.  Στην  νόσο  του 
β‐σφαιρινών αντίστοιχα. Σε ασθενείς με  Hodgkin  παρατηρείται  εντυπωσιακή 
ηπατώματα  έχει  ανιχνευθεί  στην  ηλε‐ αύξηση  των  επιπέδων  της  LDΗ  ορού, 
κτροφόρηση ακρυλαμιδίου άλλη μια ζώ‐ στην  οξεία  μυελοβλαστική  λευχαιμία 
νη με μεγάλη περιεκτικότητα σε σιαλικό  μέτρια  αύξηση,  ενώ  στην  λεμφοκυττα‐
οξύ και σημαντική ομοιότητα με την εμ‐ ρική  τα  επίπεδα  της  LDΗ  παραμένουν 
βρυϊκή ηπατική γ‐GT.  φυσιολογικά,  εκτός  αν  συνυπάρχει  αι‐
Έχει  δειχθεί  ότι  η  υπερεκφραζόμενη  μόλυση. 
από  τα  νεοπλασματικά  ηπατοκύτταρα  Ως  γνωστόν  το  μόριο  της  LD  είναι  τε‐
γ‐GT  σχηματίζει  σύμπλοκα  με  τις  λιπο‐ τραμερές αποτελούμενο από συνδυασμό 
πρωτεΐνες  LDL  και  VLDL.  Μάλιστα  τα  των  υπομονάδων  H  (Heart/καρδιά)  και 
σύμπλοκα  με  την  LDL  εμφανίζονται  M (Muscle/μυς), τα οποία είναι προϊόντα 
στον  ορό  ως  αποτέλεσμα  της  χολικής  δύο  διαφορετικών  γονιδίων.  Επομένως 
διαταραχής, τυπικής για το νεοπλασμα‐ τα  αληθή  ισοένζυμα  είναι  5  με  σειρά 
τικό  ήπαρ  και  αποτελούν  την  γ‐GTL  ι‐ φθίνουσας  ηλεκτροφορητικής  κινητικό‐
σομορφή,  η  οποία  έχει  υψηλή  διαγνω‐ τητας,  LD1(H4)  πλούσιο  στο  μυοκάρδιο, 
στική  ευαισθησία  και  ειδικότητα  (80‐ στα ερυθροκύτταρα, στους νεφρούς, στα 
90%)  στην  διάγνωση  μικρών  ηπατοκυτ‐ γεννητικά  κύτταρα,  LD2(H3M)  ομοίως 
ταρικών καρκινωμάτων5,23.  εκτός  των  γεννητικών  κυττάρων, 
Γαλακτική Αφυδρογονάση  (LDΗ). Η  LD3(H2M2)  πλούσιο  στους  πνεύμονες 
LDΗ είναι κυτταροπλασματικό ένζυμο η  και  άλλους  ιστούς,  LD4(HM3)  πλούσιο 
οποία  καταλύει  την  αντιστρεπτή  οξεί‐ στα  λευκοκύτταρα,  λεμφοζίδια,  μύες, 
δωση  του  γαλακτικού  οξέος  σε  πυρο‐ ήπαρ  LD5(M4)  πλούσιο  στο  ήπαρ  και 
σταφυλικό  στον  κύκλο  της  γλυκολύσε‐ τους σκελετικούς μύες5,22. 
ως.  Η  LDΗ  συνδέθηκε  με  τις  κακοήθεις  Η  κακοήθεια  συνδέεται  με  μεταστρο‐
νόσους  από  τις  παρατηρήσεις  του  War‐ φή  προς  την  έκφραση  των  βαρέ‐
burg  το  1923,  ο  οποίος  παρατήρησε  αύ‐ ων/ηλεκτροφορητικά  καθοδικών  εμβρυ‐
ξηση  της  αναερόβιας  γλυκολύσεως  ονικών και αναερόβιων ισοενζύμων LD4 
στους  όγκους.  Σήμερα  το  φαινόμενο  α‐ και  LD5.  Σε  ασθενείς  με  πρωτοπαθές 
ποδίδεται στην αύξηση του ρυθμού πολ‐ ηπάτωμα  ή  με  ηπατικές  μεταστάσεις 
λαπλασιασμού  των  καρκινικών  κυττά‐ παρατηρείται  αύξηση  του  ισοενζύμου 
ρων  και  την  ανισομέρεια  παροχής  οξυ‐ LD5  στον  ορό.  Το  ισοένζυμο  LD1  αυξά‐
γόνου  και  των  απαιτήσεων  αυτής  στα  νεται  στον  ορό  ασθενών  με  καρκινώμα‐
σημεία  της  αποδιοργανωμένης  αναπτύ‐ τα  εκ  γεννητικών  κυττάρων  Στον  ορό 
ξεως. Η συγκέντρωση του ενζύμου είναι  ασθενών με νευροβλάστωμα έχει βρεθεί 
δυνατόν  να  αυξηθεί  έως  και  40  φορές  ένα  ανώμαλο  ισοένζυμο  LD  προερχόμε‐
πάνω  από  το  φυσιολογικό  στον  ορό  α‐ νο  από  τον  όγκο,  κινούμενο  μεταξύ  της 
σθενών  με  εκτεταμένο  πρωτοπαθή  ή  LD2  και  LD3,  με  κινητικότητα  όμοια  με 
μεταστατικό  ενδοκοιλιακό  ή  ενδοθωρα‐ εκείνη του  extra LD ισοενζύμου των  φυ‐
κικό όγκο.  σιολογικών ερυθροκυττάρων5,24,25. 
Πρόσφατα  αποδείχθηκε  ότι  οι  τιμές 
295 
ορού  της  LDΗ,  της  gamma  glutamyl  στεως,  ωοθηκών,  μαστού,  μικροκυτταρι‐
transpeptidase και της superoxide dismu‐ κό καρκίνωμα του πνεύμονα και ιδιαίτε‐
tase  είναι  αυξημένες  σε  ασθενείς  με  ρα  σ’εκείνους  με  καρκίνο  προστάτη 
καρκινώματα  μαστού  σε  σχέση  με  φυ‐ προχωρημένου σταδίου5.  
σιολογικές  γυναίκες  και  σε  ασθενείς  με  Γαλακτοζυλοτρανσφεράση  (GT).  Οι 
προχωρημένα  στάδια  της  νόσου  σε  σχέ‐ γαλακτοζυλοτρανσφεράσες  είναι  ένζυ‐
ση με αρχικά26.  μα  τα  οποία  καταλύουν  την  προσθήκη 
Κρεατινοκινάση  (CK).  H  κρεατινοκι‐ σακχάρων  κατά  την  σύνθεση  γλυκο‐
νάση  καταλύει  την  αντιστρεπτή  φω‐ πρωτεϊνών  και  γλυκολιπιδίων,  μακρο‐
σφορυλίωση  της  κρεατίνης  από  το  ATP.  μορίων  συστατικών  των  κυτταρικών 
Ιστοί  πλούσιοι  σε  CK  είναι  όσοι  έχουν  μεμβρανών.  Έχει  παρατηρηθεί  αύξηση 
μεγάλες  και  κυμαινόμενες  ενεργειακές  των  επιπέδων  του  ισοενζύμου  GT  II  στο 
απαιτήσεις,  όπως  οι  σκελετικοί  μύες,  το  60‐70%  των  ασθενών  με  καρκινώματα 
μυοκάρδιο,  ο  εγκέφαλος,  ο  αμφιβλη‐ πεπτικού,  παγκρέατος,  μαστού  και 
στροειδής και τα σπερματοζωάρια.  πνεύμονα,  έναντι  μόνον  του  1,7%  των 
Το  μόριο  της  CK  είναι  διμερές,  αποτε‐ ασθενών με καλοήθεις νόσους, συνεπώς 
λούμενο  από  δύο  υπομονάδες,  τα  ο  δείκτης  μπορεί  να  χρησιμεύσει  με  α‐
πολυπεπτίδια  Μ  και  Β  (Μ=muscle/μυς,  ξιοπιστία  στην  διάκριση  μεταξύ  καλοή‐
Β=brain/εγκέφαλος),  τα  οποία  είναι  θων  και  κακοήθων  νοσημάτων,  ιδιαίτε‐
προϊόντα δύο διακριτών γονιδίων. Συνε‐ ρα σε συνδυασμό με απεικονιστικές εξε‐
πώς προκύπτουν 3 αληθή ισοένζυμα, το  τάσεις5. 
ΜΜ, το ΜΒ και το ΒΒ. Πρόσφατα ταυτο‐ Κινάση της θυμιδίνης (TK). Η  ΤΚ  κα‐
ποιήθηκε  και  τέταρτος  τύπος  CK,  το  μι‐ ταλύει την μετατροπή της διφωσφορικής 
τοχονδριακό  Mi‐CK  το  οποίο  εμφανίζε‐ θυμιδίνης  (dT)  σε  μονοφωσφορική 
ται σε δύο ισομορφές, την ubiquitous Mi‐ (dTMP)  μέσω  ATP‐εξαρτώμενης  αντι‐
CK  και  την  sarcomeric  Mi‐CK  στον  μιτο‐ δράσεως.  Έχουν  περιγραφεί  το  κυτοσο‐
χονδριακό  διαμεμβρανικό  χώρο  και  λικό  ΤΚ1  και  το  μιτοχονδριακό  ΤΚ2  ισο‐
σχηματίζουν  αλληλομετατρεπόμενα  δι‐ ένζυμα της  ΤΚ. Η ΤΚ1 συνδέεται με  τον 
μερή  και  οκταμερή.  Η  Mi‐CK  φαίνεται  κυτταρικό  κύκλο,  αυξανόμενη  απότομα 
να  συσχετίζεται  με  την  οξειδωτική  ικα‐ στο  τέλος  της  G1  και  την  αρχή  της  S‐
νότητα  των  γραμμωτών  μυών  και  τα  ε‐ φάσεων, ενώ μειώνεται στην G2 και δεν 
πίπεδά  της  είναι  υψηλότερη  στο  μυο‐ ανιχνεύεται  στην  M‐φάση.  Ευρίσκεται 
κάρδιο  και  τους  ταχέως  συσπώμενους  υπό  αυστηρή  ρύθμιση  σε  μεταγραφικό 
σκελετικούς  μύες.  Η  παρουσία  της  Mi‐ και  μετα‐μεταγραφικό  επίπεδο  και  τα 
CK σηματοδοτεί κακή πρόγνωση για τον  επίπεδά  του  TK1  mRNA  επηρεάζονται 
ασθενή  και  αποτελεί  ένδειξη  εκτεταμέ‐ από  παράγοντες  όπως  οι:  E2F,  το  Τ‐
νης  ιστικής  βλάβης.  Το  CK‐BB  εντοπίζε‐ αντιγόνο  του  ιού  πολυώματος  και  ενδε‐
ται στον εγκέφαλο και φυσιολογικά δεν  χομένως από τα c‐myc, h‐ras και p21. 
διαπερνά  τον  αιματοεγκεφαλικό  φραγ‐ Αντίθετα η έκφραση και δραστικότητα 
μό  λόγω  του  μεγάλου  μεγέθους  του.  Εν  της  ΤΚ2  είναι  σταθερή  και  ανεξάρτητη 
τούτοις αύξηση των επιπέδων της CK‐BB  των  φάσεων  του  κυτταρικού  κύκλου. 
στον  ορό  εμφανίζεται  σε  ασθενείς  με  Στον  ορό  καρκινοπαθών  έχει  ταυτο‐
καρκινώματα  νεφρού,  ουροδόχου  κύ‐ ποιηθεί  μεγάλο  φάσμα  πρωτεϊνικών 
296 
συμπλόκων  με  δραστικότητα  ΤΚ  (s‐TK),  ιστούς,  η  β‐υπομονάδα  κυρίως  στους 
των  οποίων  η  σταθερότητα  διέφερε  ε‐ μυς,  ενώ  η  γ‐υπομονάδα  ευρίσκεται 
κείνης  της  ΤΚ1  η  οποία  προήρχετο  από  φυσιολογικά‐  ως  διμερές  αγ  ή  γγ‐μόνο 
απομόνωση  κυτταρικών  εκχυλισμάτων.  στους  νευρώνες  και  στους  περιφερικούς 
Η  ΤΚ  θεωρείται  ισχυρός  προγνωστικός  νευροενδοκρινείς  ιστούς,  ιδιαίτερα  της 
δείκτης  για  πολλά  κακοήθη  νεοπλά‐ σειράς κυττάρων APUD. Ως εκ τούτου το 
σματα,  παρ’ότι  δεν  είναι  ακόμη  πλήρως  διμερές γγ ονομάζεται ειδική νευρωνική 
κατανοητοί  οι  ρυθμιστικοί  μηχανισμοί  ενολάση  (NSE),  ενώ  το  διμερές  αα  είναι 
της.  Αύξηση  των  επιπέδων  της  s‐TΚ  ε‐ γνωστό  ως  μη  νευρωνική  ενολάση 
κτιμώνται  ως  αξιόλογος  διαγνωστικός  (NNE). 
και  προγνωστικός  δείκτης  σε  αιματολο‐ Οι  δοκιμασίες  ανοσοπροσδιορισμού 
γικές  κακοήθειες.  Σημαντική  είναι  η  της  NSE  με  τα  κυκλοφορούντα  στο  ε‐
προγνωστική  και  προβλεπτική  χρησιμό‐ μπόριο  μονοκλωνικά  αντισώματα  ανα‐
τητά της  στην  αντιμετώπιση  μεμονωμέ‐ γνωρίζουν  το  ομο‐και  το  ετεροδιμερές 
νων περιστατικών μικροκυτταρικού καρ‐ (αγ, γγ)9β. 
κινώματος του πνεύμονα και η παρακο‐ Δεν  έχει  παρατηρηθεί  συσχέτιση  με‐
λούθηση ρης εκβάσεως των ασθενών.  ταξύ των επιπέδων της NSE στον καρκι‐
Στο  καρκίνωμα  του  προστάτη,  ο  συν‐ νικό  ιστό  και  της  συγκεντρώσεώς  της 
δυασμός  s‐ΤΚ  και  PSA  αναφέρεται  ότι  στο  πλάσμα,  πιθανόν  διότι  το  ένζυμο 
μπορεί  να  διακρίνει  μεταξύ  εντοπισμέ‐ δεν  εκκρίνεται  στον  εξωκυττάριο  υγρό 
νης  και  μεταστατικής  νόσου  στο  90%  από το ίδιο το κύτταρο, αλλά ελευθερώ‐
των  μελετηθέντων  ασθενών.  Στον  καρ‐ νεται  στην  κυκλοφορία  κατά  την  κατα‐
κίνωμα μαστού υψηλά επίπεδα s‐ΤΚ συ‐ στροφή  του.  Εξ  αυτού  συνάγεται  ότι  η 
σχετίζονται με ταχεία υποτροπή27.   παρουσία  της  NSE  στον  ορό  συνδέεται 
ΕΙΔΙΚΗ ΝΕΥΡΩΝΙΚΗ ΕΝΟΛΑΣΗ (NSE‐ με  υψηλό  ποσοστό  θανάτου  κυττάρων 
NEURON SPECIFIC ENOLASE)  νευροενδοκρινούς  διαφοροποιήσεως.  Εί‐
Η NSE είναι κυτταροπλασματικό γλυ‐ ναι  ενδιαφέρον  ότι  το  φαινόμενο  αυτό 
κολυτικό  ένζυμο  (2‐φωσφο‐D‐γλυκερική  χαρακτηρίζει  τα  κακοήθη  κύτταρα  τα 
υδρολάση  EC4.2.1.11),  περιγράφηκε  για  οποία παράγουν το ένζυμο, αλλά όχι τα 
πρώτη φορά το 1965 από τους Moore και  φυσιολογικά κύτταρα με υψηλά επίπεδα 
McGregor  και  καταλύει  την  ενδομετα‐ NSE4,5,6,8γ,10,28. 
τροπή  του  2‐φωσφογλυκερικού  και  του  Υψηλά  επίπεδα  της  NSE  έχουν  γενι‐
φωσφοενολπυροσταφυλικού.  κώς διαγνωστική αξία κακοήθους νόσου 
Βρίσκεται  στα  κύτταρα  του  συστήμα‐ ενώ  ψευδώς  θετικά  αποτελέσματα  του 
τος  APUD  (amine  precursor  uptake  and  δείκτου  παρατηρούνται  επί  λύσεως  ερυ‐
decarboxylation  cells)  και  σε  όλα  τα  κύτ‐ θροκυττάρων21. 
ταρα τα προερχόμενα από την αρχέγονη  Ο  ρόλος  της  NSE,  ως  δείκτου  για  την 
νευρική  ακρολοφία  κύτταρα  του  νευρι‐ παρακολούθηση  ειδικών  τύπων  καρκι‐
κού  ιστού  (21).  Η  NSE  απαντάται  σε  μορ‐ νωμάτων  εστιάζεται  σε  ασθενείς  με  ό‐
φή διμερών ισοενζύμων (ομο‐ και ετερο‐ γκους  νευροεξωδερμικής  προελεύσεως 
διμερών),  αποτελούμενων  από  3  ανοσο‐ (μικροκυτταρικό  καρκίνωμα  πνεύμονα 
λογικά διακριτές υπομονάδες, τις α, β, γ.  (ΜΚΠ),  νευροβλάστωμα,  μελάνωμα, 
Η  α‐υπομονάδα  ευρίσκεται  σε  πολλούς  καρκινοειδείς  όγκους,  παγκρεατικούς 
297 
ενδοκρινικούς όγκους, κακοήθεις όγκους  ρη  ευαισθησία  (περί  το  17%‐47%  των 
από κύτταρα  Merkel, καρκινώματα προ‐ ασθενών) από την χρωμογρανίνη Α29. 
στάτη,  νεφρού,  μαστού,  μη‐μικροκυττα‐ Στο  ΜΚΠ  έχει  δειχθεί  ότι  η  NSE,  με 
ρικό  καρκίνωμα  πνεύμονα  (ΜΜΚΠ)  με  την  αλβουμίνη  ορού,  είναι  μεταξύ  των 
αυξημένη  νευροενδοκρινική  συνιστώσα,  καλύτερων  προγνωστικών  δεικτών  για 
μυελοειδές  καρκίνωμα  του  θυρεοειδούς,  την  επιβίωση  των  ασθενών.  Αυξημένα 
όγκους  του  Wilm,  φαιοχρωμοκύττωμα,  ποσά  της  NSE  έχουν  ευρεθεί  στο  52%‐
μυελοειδές  καρκίνωμα  του  θυρεοειδούς  85%  των  ασθενών  με  ΜΚΠ,  ενώ  μόνο 
και  σε  ορισμένους  όγκους  των  γεννητι‐ στο  4%‐38%  των  ασθενών  με  μη  ΜΚΠ 
κών κυττάρων).  (ΜΜΚΠ).  Έχει  επίσης  αναφερθεί  αύξη‐
Ειδικότερα  σε  ασθενείς  με  νευροβλά‐ ση  των  επιπέδων  του  NSE  στο  1‐18%  α‐
στωμα  και  μικροκυτταρικό  καρκίνωμα  σθενών  με  μη  κακοήθη  νοσήματα  του 
πνεύμονα,  επανειλημμένες  μελέτες  α‐ πνεύμονα.  Ίσως  η  μεγαλύτερη  αξία  της 
νεδεικνύουν  ευθεία  συσχέτιση  τιμών  NSE  να  έγκειται  στην  παρακολούθηση 
NSE στον ορό με την έκταση της νόσου,  ασθενών με καλή πρόγνωση και όγκους 
την  πρόγνωση  του  ασθενούς  και  την  α‐ με χαμηλό ρυθμό αναπτύξεως9β. 
νταπόκριση  στην  θεραπεία,  ενώ  σε  με‐ Ασθενείς  με  ορμονοαθεκτικό  καρκί‐
λέτη  βρέθηκε  ότι  η  ευαισθησία  και  ειδι‐ νωμα προστάτου εμφανίζουν υψηλά πο‐
κότητα  της  NSE  για  το  σεμίνωμα  είναι  σοστά  NSE  και  χρωμογρανίνη  Α  (Chro‐
ανάλογη εκείνης της  HCG. Υπενθυμίζε‐ mogranin  A  ‐  CgA)  στον  ορό.  Σε  πρό‐
ται  ότι  όγκοι  με  αυξημένο  νευροενδο‐ σφατη  μελέτη  αποδείχθηκε  ότι  οι  τιμές 
κρινικό  στοιχείο  εκτός  αυξημένης  NSE  της  NSE  αποτελούν  αξιόπιστο  προγνω‐
ορού  μπορεί  να  εμφανίζουν  και  ορμονι‐ στικό δείκτη για την συγκεκριμένη ομά‐
κά  πεπτίδια  και  αμίνες  σε  εκκριτικά  δα των ασθενών30.  
κοκκία,  χρωμογρανίνη,  ισοένζυμο  ΒΒ  ΑΛΛΟΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΕΣ ΣΤΟΝ 
της κρεατινοκινάσης, αντιγόνο leu‐7 και  ΟΡΟ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙ ΝΕΥΡΟΕΝΔΟΚΡΙ‐
πρωτεΐνη 7Β2.  ΝΙΚΩΝ ΟΓΚΩΝ 
Η  NSE  μπορεί  να  συμβάλλει  στην  Η  αρχική  διάγνωση  (κυρίως)  των  εκ‐
διαφορική  διάγνωση  του  νευροβλαστώ‐ κριτικών  νευροενδοκρινικών  όγκων  εί‐
ματος,  από όγκους  του  Wilm  και  αδενο‐ ναι κλινική, η οποία ενισχύεται από τον 
καρκίνωμα  νεφρού  δεδομένου  ότι  στην  προσδιορισμό  βιοχημικών  δεικτών  και 
μεγίστη  πλειοψηφία  των  ασθενών  με  δη  της  χρωμογρανίνης  Α.  Η  χρωομο‐
νευροβλάστωμα οι τιμές NSE ορού είναι  γρανίνη είναι γλυκοπρωτεΐνη, βρίσκεται 
>100  ng/ml,  ενώ  στις  άλλες  περιπτώσεις  σε όλα τα νευροενδοκρινικά κύτταρα και 
οι τιμές συνήθως είναι <100 ng/ml9β.  εμφανίζεται  αυξημένη  στον  ορό  του  αί‐
Πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  σε  νευροεν‐ ματος  ασθενών  με  νευροενδοκρινικούς 
δοκρινικούς  όγκους  η  NSE  ορού  είναι  όγκους  (καρκινοειδή,  φαιοχρωμοκυττώ‐
αυξημένη,  ανεξαρτήτως  ιστογενετικής  ματα,  γαγγλιονευρώματα,  νευροβλα‐
προελεύσεως του νεοπλάσματος, από το  στώματα,  μικροκυτταρικά  καρκινώματα 
ανώτερο, το μέσο ή το κατώτερο έντερο.  πνεύμονα). 
Σε  καρκινοειδείς  όγκους  η  NSE  ορού  α‐ Οι  χρησιμοποιούμενοι  νευρονδοκρινι‐
ποτελεί  δείκτη  νόσου,  αλλά  με  μικρότε‐ κοί  ορολογικοί  δείκτες  στην  μελέτη  των 
νευροενδοκρινικών  όγκων  η  συχνότητα 
298 
ανευρέσεώς των και η συσχέτισή τους με  ξωκρινούς  εκκρίσεως.  Μετά  την  μετά‐
το τμήμα του αρχεγόνου εντέρου από το  φρασή  του,  το  μόριο  της  CgA  γλυκοζυ‐
οποίο  προέρχονται  δίδονται  στον  Πίνα‐ λιώνεται  και  παρατηρούνται  διάφορες 
κα 531.  μετα–μεταφραστικές τροποποιήσεις στα 
Πίνακας 5. Συχνότητα ανευρέσεως δεικτών  πεπτίδια  τα  οποία  προκύπτουν.  Το 
όγκου σε 301 ασθενείς με νευροενδοκρινείς  αμινοτελικό  άκρο  της  CgA,  αντιστοιχεί 
όγκους του γαστρεντερικού ανάλογα με την  στην  βασοστατίνη  και  έχει  ιδιότητες  δι‐
ιστογένεσή τους   μερισμού. 
Προέλευση  Αύξηση  Ο  φυσιολογικός  ρόλος  της  CgA  δεν  έ‐
(%)  χει  διευκρινισθεί,  εντούτοις  θεωρείται 
Πρόσθιο έντερο    ότι  δεν  περιορίζεται  στην  ρύθμιση  της 
5 ΗΙΑΑ ούρων  31 
αποθηκεύσεως  και  εκκρίσεως  ορμονών 
Χρωμογρανίνη Α πλάσματος  79 
και βιογενών αμινών από τα νευροενδο‐
Νευροπεπτίδιο Κ πλάσματος  9 
Μέσο έντερο    κρινή  κύτταρα,  αλλά  επεκτείνεται  στον 
5 ΗΙΑΑ ούρων  75  έλεγχο της κυτταρικής προσκολλήσεως. 
Χρωμογρανίνη Α πλάσματος  87  Η  CgA  αξιολογείται  ως  ο  πλέον  αξιό‐
Νευροπεπτίδιο Κ πλάσματος  46  πιστος  δείκτης  για  νευροενδοκρινείς  ό‐
Τελικό έντερο    γκους  κυρίως  λόγω  της  ειδικότητας  της 
5 ΗΙΑΑ ούρων  0  CgA,  αντικατοπτρίζοντας  το  φορτίο  του 
Χρωμογρανίνη Α πλάσματος  100  όγκου  και  τον  βαθμό  νευροενδοκρινούς 
Νευροπεπτίδιο Κ πλάσματος  0 
διαφοροποιήσεως.  Είναι  ενδιαφέρον  ότι 
ΧΡΩΜΟΓΡΑΝΙΝΗ Α – CgA /GRN‐A  η μέτρηση της CgA δεν επηρεάζεται από 
Οι  χρωμογρανίνες  και  η  νευροενδο‐ την αιμόλυση, όπως η NSE. 
κρινής εκκριτική πρωτεΐνη  NESP55 απο‐ Η  CgA  αποτελεί  αξιόπιστο  δείκτη  για 
τελούν  μια  οικογένεια  υδατοδιαλυτών,  το μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα 
όξινων  γλυκοπρωτεΐνών  οι  οποίες  εντο‐ (ΜΚΠ),  τους  νευροενδοκρινείς  όγκους 
πίζονται  στο  υπόστρωμα  των  εκκριτι‐ του  γαστρεντεροπαγκρεατικού  συστή‐
κών κοκκίων. Η σημαντικότεροι από αυ‐ ματος,  το  φαιοχρωμοκύττωμα,  το  νευ‐
τές  είναι  η  χρωμογρανίνη  Α,  η  οποία  ροβλάστωμα,  το  μυελοειδές  καρκίνωμα 
αποτελείται  από  439  αμινοξέα,  έχει  ΜΒ  του θυρεοειδούς και το αδενοκαρκίνωμα 
48‐60  kDa  και  το  γονίδιό  της  βρίσκεται  προστάτη  με  εστιακή  νευροεδοκρινή 
στο χρωμόσωμα 14.  διαφοροποίηση. Η μέτρηση της CgA είτε 
Η  CgA  εκφράζεται  αποκλειστικά  στα  υπερτερεί  άλλων  δεικτών  στη  παρακο‐
νευροενδοκρινή κύτταρα και χαρακτηρί‐ λούθηση  ανταποκρίσεως  των  ασθενών 
ζεται  από  παράλληλη  έκφραση  ορμο‐ στην  θεραπεία  (ΜΚΠ,  καρκινοειδές  ε‐
νών  ή  νευροδιαβιβαστών.  Πειραματικά  ντέρου),  είτε  συντελεί  στην  βελτίωση 
δεδομένα  επιβεβαίωσαν  ότι  από  την  ει‐ της  διαγνωστικής  ευαισθησίας  σε  συν‐
δική  πρωτεόλυση  της  χρωμογρανίνης  Α  δυασμό  με  άλλους  ΔΚ  (φαιοχρωμοκύτ‐
προκύπτουν  συγκεκριμένα  πεπτίδια:  τωμα),  είτε  αποτελεί  ανεξάρτητο  προ‐
βασοστατίνη,  β‐γρανίνη,  χρωμοστατίνη,  γνωστικό δείκτη επιβιβιώσεως (καρκινο‐
παγκρεαστίνη,  WE‐14,  LL‐33,  GE‐25  και  ειδές εντέρου, καρκίνωμα προστάτη). 
παραστατίνη.  Τα  μόρια  αυτά  θεωρού‐ Το πλήθος των πεπτιδίων εκ της πρω‐
νται  ρυθμιστές  της  ενδοκρινούς  και  ε‐ τεολυτικής  σχάσεως  της  CgA  κυκλοφο‐
299 
ρεί στο αίμα και γίνεται προσπάθεια να  Ενδοκυτταρικά  ευρίσκεται  υπό  μορφή 
ανιχνεύονται  με  τα  υπάρχοντα  εμπορι‐ ομο‐ ή ετεροδιμερών των υπομονάδων α 
κά kits ανοσοπροσδιορισμών, πράγμα το  (S100A1)  και  β(S100B)  (αβ=S100A1, 
οποίο  δεν  συμβαίνει  στην  κλινική  πρά‐ ββ=S100BB,  αβ=S100A1B).  Το  ΜΒ  της  κά‐
ξη.  Για  λύση  του  προβλήματος  εφαρμό‐ θε  υπομονάδος  της  S100  ανέρχεται  σε 
ζεται  ένα  μοντέλο  ανοσοπροσδιορισμού  ~10.5  kDa  και  ο  χρόνος  ημιζωής  της 
sandwich,  όπου  δύο  μονοκλωνικά  αντι‐ S100B υπολογίζεται ~30 λεπτά. 
σώματα κατευθύνονται κατά της μεσαί‐ Η S100 εκφράζει ρόλο υποδοχέα ασβε‐
ας  περιοχής  του  μορίου,  η οποία εκτίθε‐ στίου  συνδέεται  με  αυτό  και  ρυθμίζει 
ται λιγότερο σε πρωτεολυτική σχάση.  τον  ενδοκυττάριο  μεταβολισμό  του.  Σε 
Παθολογικές  τιμές  CgA  στον  ορό  πα‐ πειραματικές  μελέτες  αποδείχθηκε  ότι 
ρατηρούνται  επί  νεφρική  ανεπάρκειας,  το  ύψος  της  ενδοκυττάριας  εκφράσεως 
χρόνιας  ατροφικής  γαστρίτιδας  και  στο  του  S100  σε  κακοήθη  κύτταρα,  κυρίως 
30% των ασθενών υπό θεραπεία με κορ‐ μελανώματος, λιγότερο θυρεοειδούς και 
τικοστεροειδή32‐35.  του  νεφρού  είναι  ανάλογο  του  βαθμού 
S‐100   κακοήθειας. 
Η  πρωτεΐνη  S100  απομονώθηκε  αρχι‐ Τα  υπάρχοντα  εμπορικά  kits  ανοσοα‐
κά  από  εγκέφαλο  βοός  και  η  ονομασία  ναλύσεως  για  την  S100,  πρακτικά  την 
της  οφείλεται  στην  100%  διαλυτότητά  S100B και το 95% των υγιών ατόμων εμ‐
της  σε  κορεσμένο  διάλυμα  (NH4)2SO4.  φανίζει  τιμές  δείκτη  στον  ορό  <0.15 
Εκφράζεται  κυρίως  στα  κύτταρα  του  ng/ml.  
ΚΝΣ,  στα  μελανοκύτταρα  και  σε  πλεί‐ Τα  επίπεδα  της  πρωτεΐνης  S100B  στον 
στους  μη  νευρογενείς  ιστούς  (μελανο‐ ορό  ασθενών  με  μελάνωμα  θεωρείται 
κύτταρα  και  κύτταρα  Langerhans  επι‐ ότι  προέρχονται  από  κυτταρικό  θάνατο 
δερμίδος,  αστροκύτταρα  και  ολιγοδεν‐ των μελανοκυττάρων και των κυττάρων 
δρογλοιοκύτταρα  νευρικού  ιστού,  χον‐ του  ενδοθηλίου.  Εξ  όλων  των  χρησιμο‐
δροκύτταρα  των  χόνδρων,  μυελοκύττα‐ ποιούμενων  ΔΚ  του  ορού  για  το  κακόη‐
ρα  επινεφριδίων  και  μυοεπιθηλιακά  θες  μελάνωμα  (S100,  LASA,  NSE, 
κύτταρα  μαστού,  ιδρωτοποιών  και  σιε‐ βHCG),  το  S100B  είναι  ο  καλύτερος  δεί‐
λογόνων  αδένων)  καθώς  και  σε  όγκους  κτης  για  πρόγνωση,  παρακολούθηση 
προερχόμενους από τους ιστούς αυτούς.  υποτροπής  και  ανταποκρίσεως  στην  θε‐
Σημαντικό  κλάσμα  της  S100  εντοπίζε‐ ραπεία.  Βρέθηκε  ότι  ασθενείς  με  μετα‐
ται στις κυτταρικές μεμβράνες, απ΄όπου  στατικό  μελάνωμα  και  φυσιολογικές  τι‐
θεωρείται  ότι  υπεισέρχεται  στην  ρύθμι‐ μές  S100B  εμφάνιζαν  στατιστικά  σημα‐
ση/συγκρότηση  του  κυτταροσκελετού,  ντικό  πλεονέκτημα  επιβιώσεως.  Το 
την μετάδοση του σήματος  (signal trans‐ S100B  σχετίζεται  ευθέως  με  το  φορτίο 
duction) και επιδρά σημαντικά στην δια‐ του όγκου (tumour burden) και οποιαδή‐
κυτταρική  επικοινωνία.  Έχουν  περιγρα‐ ποτε  αύξηση  των  τιμών  του  από  φυσιο‐
φεί  τουλάχιστον  21  μέλη  της  πολυγονι‐ λογικά  σε  παθολογικά  επίπεδα,  σε  α‐
διακής οικογένειας των πρωτεϊνών S100,  σθενείς  με  μελάνωμα,  πρέπει  να  αξιο‐
χωρίς όμως να έχει διευκρινισθεί ο ακρι‐ λογούνται  ως  ενδεικτικές  μεταστάσεως 
βής τους ρόλος.  τοπικής ή απομακρυσμένης. 

300 
Η  S100  αυξάνει  εξάλλου  στον  ορό  α‐ καλλικρεϊνών  ανθρώπινου  ιστού  με‐
σθενών με βλάβες στα εγκεφαλικά κύτ‐ ρικές  από  τις  οποίες  είναι  η  hKLK1 
ταρα, όπως το ισχαιμικό εγκεφαλικό και  παγκρεατική/νεφρική  καλλικρεΐνη,  η 
οι  κρανιοεγκεφαλικές  κακώσεις,  στις  hKLK2  αδενική  καλλικρεΐνη,  και  η 
οποίες  θεωρείται  σημαντικός  προγνω‐ hKLK3  ή  ειδικό  προστατικό  αντιγόνο. 
στικός δείκτης36‐40.   Η  hK3  (PSA)  εκφράζεται  κυρίως  από 
ΕΙΔΙΚΟ ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟ ΑΝΤΙΓΟΝΟ ‐  τα  κυλινδροειδή  επιθήλια  του  προ‐
PSA  στάτη. 
Η  εισαγωγή  το  1986  του  προσδιορι‐  Τα  επιθήλια  τόσο  του  φυσιολογι‐
σμού του ειδικού προστατικού αντιγό‐ κού, όσο και του καλοήθους υπερπλα‐
νου  (Prostatic  Specific  Antigen  –  PSA)  στικού,  αλλά  και  του  κακοήθους  προ‐
ορού στον εργαστηριακό έλεγχο έφερε  στατικού  ιστού  συνθέτουν  PSA,  μάλι‐
σημαντικότατες  αλλαγές  στην  αντι‐ στα  τα  καρκινικά  κύτταρα  συνθέτουν 
μετώπιση  ασθενών  με  καρκίνωμα  λιγώτερο  PSA 41,44,45.  Επιπλέον  η  έκ‐
προστάτη  (41),  δίνοντας  την  δυνατότη‐ φραση  αυτή,  ανοσοϊστοχημικά,  έχει 
τα  διαγνώσεως  της  νόσου  σε  πρωιμό‐ παρατηρηθεί  ότι  μειώνεται  αυξανο‐
τερο  στάδιο  και  σε  περισσότερους  α‐ μένου  του  ιστολογικού  βαθμού  κακο‐
σθενείς  νεώτερης  ηλικίας.  Εν  τούτοις  ήθειας  (Grade) 46.  Το  γεγονός  αυτό  εξη‐
δεν  έχει  ακόμη  τεκμηριωθεί  εάν  η  γεί  την  σημαντική  αλληλοεπικάλυψη 
χρήση  του  PSA  έχει  συντελέσει  στην  των  τιμών  PSA  ορού  μεταξύ  ασθενών 
μείωση  της  νοσηρότητας  και  της  θνη‐ με  καρκινώματα  προστάτου  και  κα‐
σιμότητας  από  καρκίνωμα  προστάτη  λοήθεις  καταστάσεις,  όπως  η  καλοή‐
(ΚΑΠ).  θης  προστατική  υπερπλασία  και  η 
Σε  ασθενείς  με  ΚΑΠ  υπό  παρακο‐ προστατίτιδα.  Η  οξεία  κατακράτηση 
λούθηση,  η  αύξηση  μόνον  του  PSA  ούρων  και  χειρισμοί  στον  προστάτη 
ορού,  ονομάζεται  «βιοχημική»  υπο‐ (βιοψία  με  βελόνα,  διουρηθρική  εκτο‐
τροπή  και  συνήθως  προηγείται  της  μή),  μπορεί  να  αυξήσουν  εντυπωσια‐
κλινικής  τεκμηριώσεως  προϊούσας  κά την τιμή του δείκτου. 
νόσου  κατά  αρκετούς  μήνες.  Αντίθε‐ Κάτω από παθολογικές συνθήκες το 
τα,  η  κλινική  επιδείνωση,  χωρίς  πα‐ PSA  φθάνει  στον  ορό,  μετά  από  διά‐
ράλληλη  αύξηση  της  συγκέντρωσης  σπαση  της  βασικής  μεμβράνης  των 
του PSA στον ορό είναι σπάνια 42.  επιθηλίων,  περνά  μέσα  στα  τριχοειδή 
και  τα  λεμφαγγεία.  Υπολογίζεται  ότι 
ΒΙΟΧΗΜΙΚΑ, ΜΟΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗ‐
1gr καρκινώματος προστάτου μπορεί να 
ΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ PSA 
αυξήσει την τιμή PSA ορού έως 3 ng/ml, 
Από  βιοχημική  άποψη  το  PSA  είναι 
ενώ κάθε gr καλοήθους υπερπλαστικού 
γλυκοπρωτεΐνη  μονής  αλύσεως,  ΜΒ 
προστατικού  ιστού  μπορεί  αντιστοίχως 
περίπου  28  kD.  Ανήκει  στην  οικογέ‐
να αυξήσει την τιμή του δείκτου έως  0.3 
νεια  των  καλλικρεϊνών,  ομάδας  των 
ng/ml 2,47. 
πρωτεασών  της  σερίνης,  των  οποίων 
Η  συγκέντρωση  του  PSA  στο  σπέρ‐
το  γονίδιο  βρίσκεται  στο  χρωμόσωμα 
μα  είναι  της  τάξεως  10 6  μg/L.  Υπει‐
19q13. (43)  Το  γονίδιο  του  PSA  (hKLK3) 
σέρχεται  στην  ρευστοποίησή  του  μέ‐
ανήκει  στην  οικογένεια  γονιδίων  των 
σω πρωτεολύσεως των πρωτεϊνών του 
301 
σπερματικού  πήγματος  (σεμινοζελί‐ Το  PSA  αναγνωρίζεται  στην  αιματι‐
νες  Ι,  ΙΙ  και  φιμπρονεκτίνη)  διευκολύ‐ κή  κυκλοφορία  υπό  την  μορφή  τριών 
νοντας  έτσι  την  απελευθέρωση  των  κύριων  μοριακών  μορφών:  ως  ελευθε‐
σπερματοζωαρίων.  Η  συγκέντρωσή  ρο  (fPSA),  το  οποίο  αποτελεί  μικρό 
του  στον  ορό  υγιών  ανδρών  είναι  <4  τμήμα  του  συνολικού  PSA  (10‐30%  to‐
ng/ml.  tal  ‐  tPSA),  ως  συνδεδεμένο  με  α1‐αν‐
Το PSA, έχει εντοπιστεί σε ίχνη, είτε  τιχυμοθρυψίνη  (a1‐antichymotrypsin, 
με  ανοσοϊστοχημεία,  είτε  με  RT‐PCR,  PSA‐ACT)  (70‐90  %  tPSA  ή  συνδεδεμέ‐
είτε  με  υπερευαίσθητες  ανοσοφθορι‐ νο με α2‐μακροσφαιρίνη (a2‐macroglo‐
σμομετρικές  μεθόδους  και  σε  ιστούς,  bulin,  PSA‐AMG).  Το μεγαλύτερο  τμή‐
εκτός  του  προστάτη  και  σε  σωματικά  μα  του  κυκλοφορούντος  PSA  συνδέε‐
υγρά 41,45,48,49,50.   ται  με  ορισμένους  αναστολείς  πρωτε‐
Το  PSA  συντίθεται  στο  σωληνώδες  ασών της σερίνης.  
και  το  κυψελιδώδες  επιθήλιο  του  προ‐ Οι μορφές του PSA διαχωρίζονται με 
στάτου  και  εκκρίνεται  στον  αυλό  του  ειδικές  ανοσοϊστοχημικές  εξετάσεις 
οργάνου.  Ο  δείκτης  είναι  ειδικός  του  με  τις  οποίες  διακρίνονται  5  επίτοποι 
οργάνου,  αλλά  όχι  ειδικός  καρκίνου,  του  fPSA.  Από  το  σύμπλοκο  PSA‐ACT 
δεδομένου ότι σε καλοήθη προστατική  υπάρχουν  3  «καλυμένοι»  επίτοποι  και 
υπερπλασία  και  καλά  διαφοροποιη‐ 2  οι  οποίοι  αναγνωρίζονται  με  χρήση 
μένους  όγκους  ο  λόγος  PSA/gr  ιστού  αντισωμάτων.  Αντιθέτως  για  το  σύ‐
μπορεί  να  είναι  μεγαλύτερος  σε  σχέ‐ μπλοκο  PSA‐AMG,  όλοι  οι  επίτοποι 
ση με καρκίνωμα προστάτου και πτω‐ είναι  «καλυμένοι»  και  δεν  υπάρχουν 
χά  διαφοροποιημένους  όγκους,  αντι‐ στο  εμπόριο  διαγνωστικές  εξετάσεις 
στοίχως 51.  για  την  ανίχνευσή  του (52).  Από  τις  αρ‐
ΜΟΡΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ  χές  της  10ετίας  αποδείχθηκε  ότι  το 
ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΤΟΥ PSA  PSA‐ACT είναι η κύρια μορφή υπό την 
Παρά την έλλειψη άμεσων πειραμα‐ οποία  ανιχνεύεται  το  PSA,  ενώ  ο  συν‐
τικών  αποδείξεων,  θεωρείται  ότι  το  δυασμός  προσδιορισμού  PSA‐ACT, 
γονίδιο  του  PSA  (hKLK3)  (41)  δίνει  γέ‐ PSA  ολικού  και  ελεύθερου  (fPSA)  ε‐
νεση  στο  προστατικό  επιθήλιο  σε  μία  πάγει ευαισθησία και ειδικότητα στην 
αδρανή  πρόδρομη  μορφή,  το  pre‐pro‐ ανακάλυψη  καρκινώματος  προστά‐
PSA,  το  οποίο  κατά  τη  δίοδό  του  από  του,  σε  ποσοστά  90%  και  50%  αντι‐
τη  μεμβράνη  του  ενδοπλασματικού  στοίχως 53,54. 
δικτύου  μετατρέπεται  στο  ζυμογόνο  Το  μεγαλύτερο  ποσό  του  fPSA  στον 
pro‐PSA  (Πίνακας  6).  Αυτό  εκκρίνεται  ορό  αποτελείται  κυρίως  από  τρείς 
στις  κοιλότητες  των  προστατικών  πό‐ διακριτές μορφές: το pro‐PSA, το intact 
ρων.  Με  αποκοπή  και  της  pro‐  περιο‐ PSA (ανέπαφο  και  ενζυμικά  ανενεργό 
χής  σχηματίζεται  η  ώριμη  εξωκυττά‐ fPSA)  και  το  bPSA  (benign  PSA),  το 
ρια,  ενζυμικά  ενεργή  μορφή  του  PSA,  οποίο  αποτελεί  μερικά  αποδομημένη 
το  ελεύθερο  PSA  (free‐fPSA),  η  οποία  μορφή  του  PSA  με  υψηλά  ποσοστά 
ελευθερώνεται  στο  σπέρμα  ή  εισέρχε‐ εμφανίσεως  στην  καλοήθη  προστατι‐
ται στην κυκλοφορία.  κή υπερτροφία 55,56. 

302 
Επισημαίνεται  ότι  στα  προστατικά  τις ανοσολογικά ανιχνεύσιμες μορφές 
κύτταρα  το  fPSA  αποτελεί  το  κύριο  PSA  σε  ισομοριακή  βάση  (equimolar 
κλάσμα,  ενώ  οι  σύμπλοκες  μορφές  εί‐ assays),  με  συνέπεια  να  αναγνωρίζο‐
ναι <2% του tPSA.    νται  ακριβέστερα  το  ελεύθερο  και  το 
Για  την  μέτρηση  του  συνολικού  (to‐ δεσμευμένο PSA και να βελτιώνεται η 
tal  –  tPSA),  συνιστάται  η  χρήση  ανο‐ διαγνωστική  ικανότητα  της  εξετάσε‐
σοαναλύσεων,  οι  οποίες  ανιχνεύουν  ως. 
Πίνακας 6. Έκφραση και πορεία απελευθέρεωσηςτου PSA 
Κυλινδροειδή επιθηλιακά κύτταρα προστάτου: pre‐pro‐PSA 
↓ 
Μεμβράνη ενδοπλασματικού δικτύου: pro‐PSA 
↓ 
fPSA     →   →            Εξωκυττάριος χώρος  →  Διάχυση στην κυκλοφορία 
↓                                   Φυσ. προστάτης → Αργή διαδικασία, δράση πρωτεασών, ↓ACT‐PSA 
↓                                                                             ΚΥΠ   → nicked PSA, ↓ ACT‐PSA 
↓                                                                             ΚΑΠ   →Ταχεία διαδικασία, ↑ ACT‐PSA 
Προστατικοί πόροι 
↓ 
Σπέρμα 
 

Εξ  αρχής  πρέπει  να  τονισθεί  ότι  ο  υπερπλασία,  πιθανότατα  διότι  στην 
προσδιορισμός  του  PSA  ορού  δεν  προ‐ τελευταία  ο  βασικός  μηχανισμός  αυ‐
σφέρει  στην  μελέτη  ασθενών  με  πτω‐ ξήσεως  του  δείκτη  είναι  η  ψηλάφηση 
χά  διαφοροποιημένα  καρκινώματα  και  μάλαξη  του  οργάνου.  Εκτιμάται 
προστάτου,  τα  οποία  συνιστούν  ορμο‐ ότι  η  αύξηση  του  PSA  ορού  στην  κα‐
νοανθεκτικούς  όγκους  στην  συντρι‐ λοήθη  υπερπλασία  προστάτου,  οφεί‐
πτική τους πλειοψηφία 57.  λεται  σε  βραχείας  διάρκειας,  έκλυση 
Πρόσφατα  αποδείχθηκε  ότι  ο  προσ‐ του  δείκτου  και  με  τον  τρόπο  αυτό  ε‐
διορισμός  του  πηλίκου  fPSA/  tPSA  εί‐ ξηγείται  η  δυσανάλογα  μεγάλη  αύξη‐
ναι  στατιστικά  πολύ  αξιολογότερος  ση  του  fPSA  σε  βραχύ  χρονικό  διά‐
του  προσδιορισμού  μόνον  του  tPSA,  στημα,  στην  συγκεκριμένη  κατάστα‐
εφόσον  η  τιμή  αυτή  κυμαίνεται  μετα‐ ση.  Δεδομένου  ότι  η  κάθαρση  του 
ξύ  4‐10  ng/ml,  στην  διάκριση  του  καρκι‐ fPSA γίνεται σε <2 ώρες, ενώ ο χρόνος 
νώματος, από την καλοήθη υπερπλασία  ημισείας  ζωής  των  συμπλόκων  μορ‐
του προστάτου52.  φών  είναι  περίπου  3  ημέρες,  γίνεται 
Η  συγκεκριμένη  ομάδα  ατόμων  με  σαφής  ο  λόγος  για  τον  οποίο  η  διακύ‐
τιμές  tPSA  ορού  μεταξύ  4‐10  ng/ml,  μανση των τιμών του PSA ορού σε άν‐
προκαλεί  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  διότι  πε‐ δρες  με  καρκίνωμα  προστάτου  είναι 
ριλαμβάνει  ασθενείς  με  καρκίνωμα  ελάχιστη  σε  σχέση  με  τους  έχοντες 
προστάτου  ή  καλοήθεις  νόσους  του  ορ‐ καλοήθη υπερπλασία προστάτου 58. 
γάνου.  Πρόσφατα μελέτη σε 33 ασθενείς με 
Σε ασθενείς με καρκίνωμα προστάτου,  μεταστατικό  καρκίνωμα  προστάτου 
η διακύμανση του PSA ορού σε σύντομο  και τιμές PSA ορού <10ng/ml έδειξε ότι 
χρονικό  διάστημα  είναι  μικρότερη  σε  για  την  συγκεκριμένη  ομάδα  είναι 
σχέση  με  την  καλοήθη  προστατική  απαραίτητες  η  ανοσοϊστοχημική  εκτί‐
303 
μηση  για  PSMA  και  ανδρογονικούς  οι  ασθενείς  παρακολουθούνται  για 
υποδοχείς  για  να  τεθεί  με  ακρίβεια  η  συγκεκριμένη  χρονική  περίοδο.  Στις 
ορθή διάγνωση 59.  πρώτες  περιλαμβάνεται  η  πυκνότητα 
ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΟΥ  PSA  (PSA  density  –  PSAD),  η  συσχέτι‐
PSA  ση του  PSA με την ηλικία  (age specific 
Για  βελτίωση  των  χαρακτηριστικών  reference  ranges  ‐  ASRR),  ο  λόγος  f/t 
και  των  αποτελεσμάτων  της  εξετάσε‐ PSA  και  τα  ισοένζυμα  του  PSA  –  ενώ 
ως του PSA ορού, ώστε να περιορισθεί  στις  δυναμικές  παραμέτρους  περι‐
ο  αριθμός  των  ατόμων  τα  οποία  υφί‐ λαμβάνονται  η  ταχύτητα  (velocity –V) 
στανται  ασκόπως  σε  βιοψίες  προστά‐ PSA  (PSAV),  ο  χρόνος  διπλασιασμού 
του και να διαγιγνώσκεται η νόσος σε  (double  time  –  DT)  PSA  (PSADT)  και  ο 
αρχικά, ιάσιμα στάδια, ανεπτύχθησαν  χρόνος  υποδιπλασιασμού  PSA  (PSAt 
1 / 2 ) 42.  
τροποποιήσεις  του  προσδιορισμού  του 
δείκτη.  Σ’  αυτές  περιλαμβάνονται  η  Κατά  τον  έλεγχο  και  την  αξιολόγη‐
λεπτομερής  μελέτη  των  μοριακών  ση των τιμών του PSA ορού πρέπει να 
μορφών  του  PSA  (fPSA,  cPSA,  ισοέν‐ υπομνησθεί  ότι  υπάρχουν  διαφορές 
ζυμα  fPSA) 60  και  η  συσχέτιση  των  τι‐ στις  συγκεντρώσεις  του  μεταξύ  φυλε‐
μών  του  με  την  ηλικία  των  εξεταζο‐ τικών  ομάδων.  Οι  μελέτες  δείχνουν 
μένων ανδρών, η ταχύτητα μεταβολής  ότι  οι  Ασιάτες  παρουσιάζουν  τις  χα‐
του,  η  πυκνότητά  του  και  το  πηλίκον  μηλότερες  τιμές  PSA,  ακολουθούν  οι 
ελευθέρου/ συνολικό PSA 61,62,63.   Καυκάσιοι  με  τους  Λατίνους,  ενώ  η 
Οι  νέες  παράμετροι  του  PSA  διακρί‐ μαύρη  φυλή  διακρίνεται  για  τις  υψη‐
νονται  σε  στατικές  –  όταν  ο  προσδιο‐ λότερες  τιμές  PSA,  όπως  φαίνεται  και 
ρισμός  αναφέρεται  σε  συγκεκριμένο  από τον Πίνακα 7 64. 
χρονικό  σημείο  και  δυναμικές  –  όταν 
Πίνακας 7. Ανώτατες αναφερόμενες τιμές TPSA (ng/ml) σχετιζόμενες με την ηλικία  
ανά φυλετική ομάδα 
Εύρος ηλικίας (έτη)  40‐49  50‐59  60‐69  70‐79 
Φυλετική ομάδα         
Ασιάτες   1,9‐2,6  2,4‐4,5  4,0‐5,5  5,0‐6,8 
Καυκάσιοι   1,5‐2,5  2,3‐4,2  3,5‐7,0  3,5‐9,4 
Λατίνοι    2,1  4,3  6, 0  6,6 
Μαύροι  2,0‐2,8  3,5‐5,4  4,5‐9,5  5,5‐15,5 
 

Η ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ PSA  Το  1989  δημοσιεύθηκε  η  πρώτη  με‐


Το  πηλίκον  συγκεντρώσεως  PSA  ο‐ λέτη,  σύμφωνα  με  την  οποία  επί 
ρού/όγκο  προστατικού  αδένα  μετρώ‐ καρκινώματος του προστάτου σταδίου 
μενο  σε  ng/ml/cc,  ορίζεται  ως  πυκνό‐ D0,  ο  προσδιορισμός  της  PSAD  έχει 
τητα  PSA.  Επανειλημμένες  μελέτες  μεγαλύτερη  προβλεπτική  αξία  σε 
από τα τέλη της 10ετίας του 1980 έδει‐ σχέση  με  μόνον  την  τιμή  του  PSA 
ξαν  την  σημασία  του  προσδιορισμού  ορού 65.  Το  επόμενο  έτος  μετρήθηκε  η 
της PSAD επί καλοήθους προστατικής  PSAD  σε  33  ασθενείς  με  καρκίνωμα 
υπερπλασίας 52.   του  προστάτου  και  75  άτομα  με 
καλοήθη  προστατική  υπερπλασία  ή 
304 
τική  υπερπλασία  ή  προστατίτιδα.  Ο  Πίνακας 8 
όγκος  του  προστάτου  εκτιμήθηκε  με  Ηλικία  Ανώτερη  φυσιολογική  τιμή  PSA 
διορθικό  υπερηχογράφημα.  Οι  διάμε‐ ορού 
σες  τιμές  PSAD  ήταν  0.090,  0.099  και  40‐49  <2.5 ng/ml 
1.73  για  φυσιολογικά  άτομα,  έχοντα  50‐59  <3.5 ng/ml 
καλοήθη  προστατική  υπερπλασία  και  60‐69  <4.5 ng/ml 
καρκίνωμα προστάτου, αντιστοίχως66.  70‐79  <6.5 ng/ml 
Άλλη  μελέτη  έδειξε  στατιστικά  πο‐ Οι αυξημένες διακυμάνσεις του  PSA 
λύ  σημαντική  διαφορά  (p<0.002)  στις  με  την  πάροδο  της  ηλικίας  αποδίδο‐
διάμεσες  τιμές  και  αποκλίσεις  της  νται  στην  μεγαλύτερη  αντίστοιχα  με‐
PSAD  (0.044±0.027,  έναντι  0.581±0.739)  ταβλητότητα  των  επιπέδων  των  αν‐
σε  ασθενείς  με  καλοήθη  προστατική  δρογόνων στην κυκλοφορία. Πάντως ο 
υπερπλασία  και  καρκίνωμα  προστά‐ λόγος free/total PSA φαίνεται ότι είναι 
του αντιστοίχως 67.   ανεξάρτητος από την ηλικία 64. 
Η  πιθανότερη  εξήγηση  των  διαφο‐ Αποτελεί ενδιαφέρουσα πρόκληση η 
ρών  στις  τιμές  PSAD  σε  κακοήθεις  χρησιμοποίηση του δείκτου  ASRR (age 
από  καλοήθεις  νόσους  του  προστάτου  specific relative ratio) σε προγράμματα 
έγκειται  στο  ότι  επί  καρκινώματος  μαζικού  προληπτικού  πληθυσμιακού 
προστάτου  μεγαλύτερες  ποσότητες  ελέγχου,  δεδομένου  ότι  σε  άνδρες 
PSA  (3  ng/g)  εισέρχονται  στην  κυκλο‐ προχωρημένης  ηλικίας,  μικρή  αύξηση 
φορία  σε  σχέση  με  την  καλοήθη  προ‐ της ειδικότητας της εξετάσεως, οδηγεί 
στατική υπερπλασία (0.3 ng/g), ώστε ο  σε απώλεια της ευαισθησίας της 69.  
προσδιορισμός  της  PSAD,  μπορεί  να  Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ PSA 
διακρίνει  τις  δύο  καταστάσεις.  Εντού‐ Σε  άνδρες  με  καρκίνωμα  προστάτου 
τοις  επειδή  τα  αποτελέσματα  ποικίλ‐ η  αύξηση  των  τιμών  του  PSA  ορού  εί‐
λουν  ευρέως,  η  εξέταση  αντικαθίστα‐ ναι  ταχύτερη  σε  σχέση  με  άτομα  με 
ται από την μέτρηση του f/t PSA 63.  καλοήθεις  παθήσεις  του  οργάνου.  Σε 
Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥ PSA ΜΕ ΤΗΝ  μελέτη  στις  αρχές  της  προηγούμενης 
ΗΛΙΚΙΑ  10ετίας,  το  ετήσιο  ποσοστό  μεταβο‐
Τα  επίπεδα  του  PSA  ορού  αυξάνουν  λών  του  PSA  σε  ng/ml  ήταν  0.03,  0.12 
προϊούσης  της  ηλικίας  των  εξεταζο‐ και  0.88  σε  άνδρες  χωρίς  προστατική 
μένων,  δεδομένου  ότι  στην  συγκεκρι‐ νόσο,  με  καλοήθη  υπερπλασία  προ‐
μένη  ομάδα  αυξάνει  η  επίπτωση  της  στάτου  και  καρκίνωμα  προστάτου, 
καλοήθους  προστατικής  υπερπλασίας  αντιστοίχως70.  Έχει  υπολογισθεί  ότι  η 
και  συνεπώς  ο  όγκος  του  οργάνου  και  πρόγνωση  ενός  άνδρα  ο  οποίος  εμφα‐
η  πιθανότητα  φλεγμονών  και  εμφρά‐ νίζει  σε  ελάχιστο  χρονικό  διάστημα 
κτων  του  αδένα.  Ποικίλλες  μελέτες  παρακολουθήσεως  18  μηνών,  αύξηση 
σχεδιάσθηκαν  για  τον  καθορισμό  επί  του  PSA  ορού  μεγαλύτερη  των  0.75 
μέρους  ανώτερων  φυσιολογικών  τι‐ ng/ml/έτος, είναι συγκρίσιμη με άτομο 
μών  σε  σχέση  με  την  ηλικία  των  α‐ με PSA 4 ng/ml 71. 
σθενών  και  κατέληξαν  σε  αποτελέ‐ Οι  περισσότεροι  ειδικοί  επί  του  θέ‐
σματα τα οποία δίδονται στον Πίνακα  ματος  συμφωνούν,  ότι  η  πυκνότητα 
8 68.  και  η  ταχύτητα  PSA  και  η  ηλικία  των 
305 
εξεταζομένων,  πρέπει  να  συνεκτιμώ‐ tPSA,  αποκτά  μεγαλύτερη  σημαντικό‐
νται επί τιμών tPSA μεταξύ 4‐10 ng/ml  τητα  όταν  συνδυάζεται  με  άλλες  πα‐
για  την  έκφραση  τελικής  αξιολογικής  ραμέτρους,  όπως  είναι  το  tPSA  και  ο 
κρίσεως52.   όγκος του οργάνου 73. 
Ο ΛΟΓΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ  Έχει  ανακοινωθεί  πλήθος  εργασιών 
ΣΥΝΟΛΙΚΟ PSA (F/T PSA)  με θέμα την βελτίωση της ικανότητας 
Η  μεγαλύτερη  ποσότητα  (65%‐90%)  διακρίσεως του πρώιμου ΚΑΠ από την 
του  κυκλοφορούντος  PSA  δεσμεύεται  καλοήθη  προστατική  υπερτροφία  μέ‐
με  μόνιμους  δεσμούς  με  την  α 1‐ σω  χρήσεως  του  πηλίκου  ελευθέρου 
αντιχυμοθρυψίνη  (ACT)  η  οποία  είναι  PSA  /ολικό  PSA  (f/t  PSA) 74,75  (πίνακες 
αναστολέας  της  πρωτεάσης  και  κα‐ 9α,  9β) 77.  Η  ευαισθησία  για  ανίχνευση 
λύπτει  ειδικό  επίτοπο  της  αγκύλης  καρκινωμάτων  προστάτου  σε  άνδρες 
της  καλλικρεΐνης,  επιτρέποντας  την  με  τιμές  PSA  ορού  >  4  ng/ml  είναι  πε‐
ανίχνευση  της  ελεύθερης  μορφής  με  ρίπου 80%, έναντι 20% των ατόμων με 
ανοσολογικές  μεθόδους.  Η  μορφή  αυ‐ φυσιολογική  δακτυλική  εξέταση  και 
τή  αποτελεί  το  10%‐35%  του  συνολι‐ PSA ορού 2.5‐4 ng/ml 62. 
κού  PSA 72.  Η  επικρατούσα  μορφή  του  Σε  άνδρες  με  τιμές  PSA  ορού  4‐10 
PSA  στην  καλοήθη  προστατική  υπερ‐ ng/ml,  βιοψίες  προστάτου  υπό  υπερη‐
πλασία  είναι,  μη  δραστική  (ανενερ‐ χογραφικό  έλεγχο  αναδεικνύουν  καρ‐
γός)  μορφή,  η  οποία  δεν  αντιδρά  με  κίνωμα  στο  25%  των  περιπτώσεων, 
την α 1‐αντιχυμοθρυψίνη.  από τις οποίες στο 75% η νόσος περιο‐
Έχει  αποδειχθεί  ότι  οι  ασθενείς  με  ρίζεται  εντός  του  οργάνου.  Άτομα  με 
καλοήθη  υπερπλασία  προστάτη  εμ‐ τιμές  PSA  ορού  >10  ng/ml  έχουν  καρ‐
φανίζουν  υψηλότερα  ποσοστά  fPSA  κίνωμα  προστάτου  σε  ποσοστό  60%, 
στον  ορό  σε  σχέση  με  τους  έχοντες  αλλά  μόνον  το  40%‐50%  αυτών  είναι 
φυσιολογικό  προστάτη  ή  καρκίνωμα  περιορισμένο στο όργανο. 
του  οργάνου.  Ποσοστά  fPSA  <10%  εί‐ Η ειδικότητα του προσδιορισμού του 
ναι  υπαινικτικά  καρκινώματος  προ‐ PSA ορού ανέρχεται στο 15%‐20%, ήτοι 
στάτου  με  την  ίδια  πιθανότητα  την  1 στους 5 ή 6 άνδρες με αυξημένο PSA 
οποία προδικάζουν τιμές του δείκτη 4‐ δεν  έχουν  καρκίνωμα  προστάτου.  Ε‐
10 ng/ml 63.   ξάλλου  έχει  αποδειχθεί  ότι  άνδρες  με 
Για  την  κατανόηση  των  μηχανισμών  τιμές  PSA  ορού  2‐3  ng/ml  έχουν  5.5 
παραγωγής  PSA  ορού  και  την  διαφορι‐ φορές  περισσότερες  πιθανότητες  να 
κή  κατάσταση  των  καταστάσεων  επι‐ αναπτύξουν  καρκίνωμα  προστάτου 
χειρήθηκε  η  χρησιμοποίηση  διαφόρων  εντός  5  ετών  σε  σχέση  με  άνδρες  με 
ορολογικών  δεικτών  με  ή  χωρίς  κλινικά  τιμές  PSA  ορού  1  ng/ml 76.  Είναι  ενδια‐
στοιχεία.  Στην  προσπάθεια  αυτή  έχουν  φέρον  ότι,  για  την  περιοχή  ολικών 
αποδειχθεί ότι:  συγκεντρώσεων του δείκτη 4‐10 ng/ml, 
Πηλίκον  fPSA/  tPSA  ≥0.23  επάγει  προ‐ ουδός  τιμών  του  πηλίκου  f/tPSA  0.17‐
βλεπτικό  ποσοστό  31%  καλοήθους  0.15  μπορεί  να  διαχωρίσει  την  καλοή‐
αποτελέσματος  στις  τυχαίες  βιοψίες  θη  προστατική  υπερτροφία  από  το  α‐
του οργάνου.  δενοκαρκίνωμα  του  προστάτου  με  ευ‐
Ο  συνδυασμός  του  λόγου  fPSA/  αισθησία 79‐95%. 
306 
Η  περιοχή  ολικών  συγκεντρώσεων  η  δυνατότητα  της  ανοσοαναλύσεως 
PSA  2‐4  ng/ml  παραμένει  σκοτεινή  με  complex ή cPSA (περιλαμβάνει όλα τα 
τη μεθοδολογία αυτή, διότι καμία τιμή  σύμπλοκα του PSA πλην του PSA‐MG) 
του  πηλίκου  δεν  μπορεί  να  χρησιμεύ‐ ή  του  λόγου  cPSA/tPSA  ώστε  να  βελ‐
σει  στην  παραπάνω  διάκριση  με  α‐ τιωθεί η διαγνωστική ακρίβεια για τον 
σφάλεια.  Θεωρείται  ότι  η  χρήση  του  ΚΑΠ και να μειωθεί ο αριθμός των μη 
λόγου  f/t  PSA  στην  περιοχή  τιμών  απαραίτητων  βιοψιών  προστάτη.  Η 
tPSA  3‐4  ng/ml  αυξάνει  την  ευαισθη‐ προσπάθεια  αυτή  κατέληξε  σε  πλη‐
σία  του  PSA  στη  διάγνωση  ΚΑΠ,  ενώ  θώρα  επιστημονικών  ανακοινώσεων 
στην  περιοχή  τιμών  tPSA  4‐10  ng/ml  με  αντικρουόμενα  αποτελέσματα,  μέ‐
αυξάνει την ειδικότητα, το οποίο πρα‐ χρι  πρόσφατα 78,79.  Δεδομένου  αυτού, 
κτικά  μεταφράζεται  σε  μείωση  αριθ‐ το  δίλημμα  επιλογής  προσδιορισμού 
μού μη απαραίτητων βιοψιών. Οι προ‐ fPSA  ή  cPSA  εξακολουθεί  να  υφίστα‐
σπάθειες  σχετικά  με  την  εύρεση  ται.  Λύση  πιθανόν  να  δοθεί  από  την 
τρόπου  βελτιώσεως  της  διαγνωστικής  κλινική  εφαρμογή  νέων  μορίων  όπως 
ακρίβειας για ανάδειξη ΚΑΠ σε ασθε‐ η  HK2,  το  pro‐PSA  και  το  bPSA  τα  ο‐
νείς  με  τιμές  PSA<4mg/ml,  ήδη  συνε‐ ποία  ελπίζεται  να  διευκρινίσουν  την 
χίζονται.  περιοχή τιμών PSA 2‐4 ng/ml 55,56,80. 
Μετά  τον  λόγο  f/t  PSA,  μελετήθηκε 
Πίνακας 9α. Πιθανότης παρουσίας ΚΑΠ σε σχέση με τα επίπεδα τιμών PSA του ορού(77) 
tPSA (ng/ml)  <2,0  2,0 ‐ 4,0  4,0 ‐ 10,0  >10,0 
Πιθανότης ΚΑΠ  <1,5%  ~15%  ~25%  >50% 
Πίνακας 9β. Πιθανότης παρουσίας ΚΑΠ σε σχέση με την τιμή του λόγου f/t PSA στην περιοχή 
τιμών tPSA 4 ‐ 10 ng/ml 
Ratio f/t PSA  0 ‐ 0,10  0,10 ‐ 0,15  0,15 ‐ 0,20  0,20 ‐ 0,25  >0,25 
Πιθανότης ΚΑΠ  56%  28%  20%  16%  8% 
 

Προς  το  παρόν  η  πλειονότητα  των  ρια  διαγνωστικής  ειδικότητας  και  θε‐
εργαστηρίων προσδιορίζει τον λόγο f/t  τικής  προγνωστικής  αξίας.  Μάλιστα 
PSA,  δεδομένης  της  πλούσιας  σχετι‐ προτείνεται  η  συγκριτική  ανάλυση 
κής  βιβλιογραφικής  και  κλινικής  ε‐ DAC να αντικαταστήσει την ROC (Re‐
μπειρίας.  Το  αναλυτικό  πλεονέκτημα  ceiver  Operating  Characteristics)  στην 
του  cPSA  έναντι  του  fPSA,  λόγω  της  εκτίμηση  της  διαγνωστικής  χρησιμό‐
μεγαλύτερης  συγκεντρώσεώς  του  τητας  των δεικτών καρκίνου 81.  
στον  ορό  και  της  υποτιθέμενης  μεγα‐ Αξίζει να προστεθεί ότι σε πρόσφατες 
λύτερης  σταθερότητάς  του,  δεν  απε‐ μελέτες δείχθηκε ότι: 
δείχθη  πάντοτε,  ότι  είναι  και  κλινικά  1. Η αυξημένη συγκέντρωση hK2 στον 
χρησιμότερο του λόγου f/t PSA 80.  ορό  σχετίζεται  με  επιθετικό  ΚΑΠ.  Α‐
Εν τούτοις πρόσφατα ανακοινώθηκε  σθενής με τιμές tPSA 2.5‐ 4.5 ng/ml και 
ότι,  με  βάση  μια  νέα  μαθηματική  α‐ πηλίκον  hK2/fPSA  >1  έχει  ΚΑΠ  με  πι‐
νάλυση,  την  DAC  (Discordance  Analy‐ θανότητα 35%.  
sis  Charachteristics),  το  cPSA  διαθέτει,  2.  Στην  περιοχή  τιμών  tPSA  2‐4ng/ml, 
σε  σχέση  με  το  tPSA,  καλύτερα  κριτή‐ ο  λόγος  proPSA/fPSA  υπερτερεί  στην 

307 
ανίχνευση  ΚΑΠ  από  τον  λόγο  f/t  PSA  ιστούς,  ή/και  την  έλλειψη  αποτελε‐
ή τον c/t PSA  σματικής  συμπληρωματικής  θεραπεί‐
3. Τα  επίπεδα  του  bPSA  στον  ορό  σχε‐ ας80,84.  
τίζονται  με  την  πρόγνωση  καλοήθους  ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ 
υπερτροφίας προστάτου 55,56,60.  Αναφορικά  με  την  συλλογή  και  φύλα‐
Τέλος  σημειώνεται  ότι  μετά  από  ρι‐ ξη  ορού  για  μέτρηση  tPSA  και  fPSA,  ση‐
ζική  προστατεκτομή  η  συγκέντρωση  μειώνεται ότι εάν πρόκειται να μετρηθεί 
του PSA ορού πρέπει να μειώνεται κά‐ tPSA,  το  δείγμα  μπορεί  να  φυλάσσεται 
τω  από  το  όριο  ανιχνεύσεως  προσδιο‐ μέχρι  7  ημέρες  στους  4°C  ή  μέχρι  2  έτη 
ρισμού  PSA  (<0.04  ng/ml)  το  οποίο  στους ‐70 °C. Εάν όμως πρόκειται να με‐
διαθέτουν  τα  τρέχοντα  εμπορικά  kits.  τρηθεί και το fPSA ή το complex PSA, το 
Ο  χρόνος  ημιζωής  του  PSA  μετά  από  δείγμα  δεν  μπορεί  να  φυλάσσεται  για 
προστατεκτομή  υπολογίζεται  σε  2‐3  περισσότερο από 2 ημέρες στους 4°C και 
ημέρες, ενώ μετά από εφαρμογή ακτι‐ περισσότερο  από  2  έτη  στους  ‐70°C.  Επί 
νοθεραπείας  σε  1,9‐4,2  μήνες.  Συνη‐ πλέον  συνιστάται  ο  αποχωρισμός  του 
θέστερο  όριο  βιοχημικής  υποτροπής  ορού  να  επισπευσθεί  στα  παραπάνω 
της  νόσου  μετά  από  ριζική  προστατε‐ δείγματα64. 
κτομή είναι η τιμή 0.2‐0.4 ng/ml 82,83.  Στον  Πίνακα  10  δίδονται  οι  κατευ‐
 Πρέπει  να  υπομνησθεί  ότι  έχουν  θυντήριες  οδηγίες  διαφόρων  γνωστών 
εκφρασθεί επιφυλάξεις για την χρήση  επιστημονικών ομάδων σχετικά με τις 
των  υπερευαίσθητων  μεθόδων  ανι‐ ενδείξεις  χρήσεως  του  PSA  σε  ασθε‐
χνεύσεως  του  PSA  λόγω  μειωμένης  νείς με καρκίνωμα προστάτου 57. 
ειδικότητάς  των  με  αποτέλεσμα  την 
ανίχνευση  PSA  από  εξωπροστατικούς 
Πίνακας 10. Περίληψη ενδείξεων χρήσεως του PSA σε ασθενείς με καρκίνωμα προστάτου 
PSA για  ACBI  ACS  AJCC  AUA  EAU  EGTM  NACB 
Screening, με Δ.Ε.  Όχι  Ναι*    Ναι*    Ναι**  Ναι 
Βοηθητικό της διαγνώσεως, με Δ.Ε.  Ναι  Ναι    Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Πρόγνωση  Όχι  Ναι  Όχι#      Ναι   
Παρακολούθηση των ασθενών, μετά την  Ναι  Ναι      Ναι  Ναι(?)   
διάγνωση 
% Ελεύθερο/ Συνολικό PSA               
Βοηθητικό της διαγνώσεως, όταν το PSA  Ναι          Ναι  Ναι 
είναι μεταξύ 4‐10ng/ml και η Δ.Ε. αρνητική 
Παρακολούθηση των ασθενών.            Όχι   
Διόρθωση με την ηλικία            Όχι  Ναι 
Όχι= δεν συνιστάται, Ναι= συνιστάται, Δ.Ε.= δακτυλική εξέταση. 
ACBI=  Association  of  Clinical  Biochemists  in  Ireland,  ACS=  American  Cancer  Society,  AJCC=  American  Joint 
Committee  on  Cancer,  AUA=  American  Urological  Association,  EAU=  European  Association  of  Urology, 
EGTM= European Group on Tumour Markers, NACB= National Academy of Clinical Biochemistry. 
*= Έλεγχος κατ’ έτος για άνδρες >50 ετών, με προσδόκιμο επιβιώσεως >10 ετών. 
**= Έλεγχος σε  επιλεγμένες ομάδες,  #= Το σταδιεκτιμητικό  σύστημα κατά ΤΝΜ μπορεί να βελτιώνται με 
σύγχρονη χρήση του PSA και του Gleason score. Ιδιαιτέρως χρήσιμη είναι η μέτρηση του PSA σε ασυμπτω‐
ματικούς ασθενείς, οι οποίοι υπεβλήθησαν σε έλεγχο με βιοψία προστάτου, λόγω αυξανόμενης τιμής του 
δείκτη και σταδιεκτιμήθηκαν ως έχοντες νόσο T1C 
 

308 
ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΧΡΗΣΙ‐ μελέτες έχουν καταλήξει ότι τα επίπεδα 
ΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΑΜΕΣΟ  ορού του PSΜA βρίσκονται αυξημένα σε 
ΜΕΛΛΟΝ ΣΤΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΤΟΥ  ποσοστό  >90%  σε  ασθενείς  με  καρκίνω‐
ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ  μα προστάτου. Ο δείκτης είναι υψηλότε‐
Ήδη δοκιμάζονται πολλοί νέοι δείκτες  ρος  σε  ασθενείς  με  καρκίνωμα  προστά‐
για  την  διάγνωση  και  πρόγνωση  ασθε‐ του  σε  σύγκριση  με  πάσχοντες  από  κα‐
νών  με  καρκίνωμα  προστάτου.  Από  αυ‐ λοήθη προστατική υπερτροφία86.   
τήν  την  ομάδα  φαίνεται  ότι  ορισμένοι  ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΚΑΛΛΙΚΡΕΪΝΕΣ 
πληρούν  προϋποθέσεις  με  βάση  τις  ο‐ Οι  ανθρώπινες  ιστικές  καλλικρεΐνες 
ποίες  πιθανόν  να  χρησιμοποιηθούν  στο  κωδικοποιούνται  από  γονίδια  της  χρω‐
άμεσο μέλλον στην κλινική πράξη.  μοσωμικής  περιοχής  19q13.4,  300‐kB.  Έ‐
GRN‐A  (Chromogranin  Α).  Είναι  μέλος  χει αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη γονι‐
της  οικογένειας  των  granins  και  δρα  ως  διακή  περιοχή  φιλοξενεί  βιολογικούς 
προορμόνη.  Σε  πολυπαραγοντιακή  με‐ δείκτες,  οι  οποίοι  εκφράζονται  σε  κακο‐
λέτη αποδείχθηκε στατιστικά σημαντική  ήθη νεοπλάσματα88. 
συσχέτιση  μεταξύ  θετικότητας  του  δεί‐ Οι  καλλικρεΐνες  συμμετέχουν  στην 
κτου  και  κινδύνου  θανάτου  των  ασθε‐ μετα‐μεταφραστική  τροποποίηση  δια‐
νών από την νόσο85.  φόρων  προδρόμων  πολυπεπτιδίων  στις 
GSTP1  (GlutathioneS‐transferase  π1).  Εί‐ βιοδραστικές  μορφές  τους.  Η  καλλικρεΐ‐
ναι  μέλος  της  μεγάλης  οικογένειας  των  νη  hK1  εκφράζεται  στους  σιελογόνους 
glutathione transferases. Αρκετές μελέτες  αδένες,  στο  πάγκρεας  και  στους  νε‐
έχουν  δείξει  υψηλή  ευαισθησία  του  δεί‐ φρούς.  Η  hK2  (hGK‐1)  εκφράζεται  στον 
κτου στην ταυτοποίηση προστατικής εν‐ προστατικό  ιστό.  Το  hK2‐mRNA  είναι 
δοεπιθηλιακής  νεοπλασίας  και  καρκι‐ περίπου 10‐50% του hK3 (PSA)‐mRNA και 
νώματος προστάτου86.  αποδείχθηκε  ότι  υπάρχει  σε  σημαντική 
PSCA  (Prostate  stem  cell  antigen).  Είναι  ποσότητα  και  στο  σπερματικό  υγρό. 
αντιγόνο  επιφανείας,  βρίσκεται  κυρίως  Στον  ορό  η  συγκέντρωση  της  hK2  συνή‐
στον  προστάτη  και  έχει  ρόλο  στην  λει‐ θως  είναι  <3%  της  συγκέντρωσης  του 
τουργία  των  αρχεγόνων  κυττάρων,  ό‐ PSA.  Πρόσφατες  μελέτες  έδειξαν  ότι  οι 
πως  ο  πολλαπλασιασμός  και  η  μετάδο‐ hK2,  hK5,  hK6,  hK10  και  hK11  μπορεί  να  χρη‐
ση  του  κυτταρικού  σήματος87.  Πολλές  σιμοποιούνται  στην  διάγνωση  και  πα‐
πολυπαραγοντικές  μελέτες  έδειξαν  ότι  ρακολούθηση  ασθενών  με  καρκινώμα‐
η  έκφραση  του  PSCA  διατηρείται  σε  αν‐ τα,  ωοθηκών,  μαστού  και  προστάτου. 
δρογονοανεξάρτητο  καρκίνωμα  προ‐ Ειδικότερα  οι  καλλικρεΐνες  hK6,  hK10  ε‐
στάτου και βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα  κτιμώνται  ως  δυνητικώς  χρήσιμοι  δεί‐
επί μεταστατικής νόσου86.   κτες  στην  διάγνωση  και  παρακολούθη‐
PSΜA  (Prostate‐specific  membrane  anti‐ ση  γυναικών  με  καρκίνωμα  ωοθηκών. 
gen). Είναι πρωτεϊνικό αντιγόνο της κυτ‐ Για  την  hK5,  αποδείχθηκε  ότι  έχει  πρω‐
ταρικής  μεμβράνης  με  πολλές  ενζυμα‐ τεολυτικές  ικανότητες,  δεν  βρίσκεται 
τικές  δραστηριότητες,  το  οποίο  έχει  με‐ στον  ορό  υγιών  ατόμων  ένω  μετρήθηκε 
λετηθεί  ιδιαιτέρως  σε  ασθενείς  με  καρ‐ αυξημένη  στο  69%  και  49%  ασθενών  με 
κίνωμα  προστάτου.  Ο  δείκτης  αυξάνει  καρκινώματα  των ωοθηκών  και  του μα‐
σε  άνδρες  ηλικίας  >50  ετών  και  πολλές  στού  αντιστοίχως.  Αυξημένα  επίπεδα 
309 
hK11,  παρατηρήθηκαν  στο  70%  των  γυ‐ κοποιούν  το  CEA,  τα  γονίδια  διασταυ‐
ναικών  με  καρκίνωμα  ωοθηκών  και  το  ρούμενης  αντιδράσεως  NCA  (non‐speci‐
60% των ανδρών με καρκίνωμα προστά‐ fic  cross  reacting  antigen),  της  χολικής 
του. Συνολικά έχει αποδειχθεί ότι 13 από  γλυκοπρωτεΐνης  BGP  (biliary  glycopro‐
τις  15  γνωστές  καλλικρεΐνες  έχουν  προ‐ tein), του αντιγόνου MA (meconium anti‐
γνωστική  και  προβλεπτική  σημασία  για  gen),  του  αντιγόνου  TEX  (tumour  ex‐
πολλά  κακοήθη  νεοπλάσματα  και  κυρί‐ tracted  antigen)  και  στα  κωδικοποιούντα 
ως  για  το  καρκίνωμα  των  ωοθηκών89‐96.  την β1‐γλυκοπρωτεΐνη της εγκυμοσύνης 
Πρόσφατα,  μελέτη  στο  νέο  μέλος  της  PSG  (pregnancy  specific  protein).  Η  τε‐
ομάδας την καλλικρεΐνη 14, έδειξε ότι οι  λευταία  βρίσκεται  στον  πλακούντα  και 
τιμές  της  ήταν  αυξημένες  στο  65%  και  σε  όγκους  τροφοβλαστικής  προελεύσε‐
40%,  σε  γυναίκες  με  καρκίνωμα  ωοθη‐ ως.  
κών και μαστού αντιστοίχως97.  Λειτουργικά  το  CEA  φαίνεται  ότι  έχει 
2. Ογκοεμβρυϊκά αντιγόνα  ρόλο  διακυτταρικού  μορίου  προσκολλή‐
ΚΑΡΚΙΝΟΕΜΒΡΥΪΚΟ ΑΝΤΙΓΟΝΟ –  σεως.  Σχηματίζεται  κατά  την  εμβρυϊκή 
CEA  ανάπτυξη,  κυρίως  στον  γαστρεντερικό 
Το  καρκινοεμβρυϊκό  αντιγόνο  ανήκει  σωλήνα  και  το  αρχέγονο  πάγκρεας  ως 
στα  αντιγόνα  διαφοροποιήσεως  τα  ο‐ αντιγόνο επιφανείας και εκκρίνεται στα 
ποία  εκφράζονται  κατά  την  κυτταρική  σωματικά υγρά. Επειδή κατά την καρκι‐
ανάπτυξη.  Αρχικά  βρέθηκε  σε  αδενο‐ νική διήθηση και τις μεταστάσεις επιφέ‐
καρκινώματα  του  πεπτικού  και  αποδεί‐ ρονται  μεταβολές  στην  κυτταρική  προ‐
χθηκε  ότι  αποτελεί  συστατικό  της  κυτ‐ σκόλληση,  θεωρείται  ότι  το  CEA  μπορεί 
ταρικής  μεμβράνης.  Είναι  γλυκοπρωτεΐ‐ να  έχει  κάποιο  ρόλο  στην  διαδικασία 
νη  επιφανείας  (με  πρόσδεση  γλυκοσυ‐ αυτή. 
λοφωσφατιδυλοϊνοσιτόλης  GPI)  η  οποία  Σε δύο μεγάλες μελέτες το 85‐87% του 
αλληλεπιδρά  με  τον  μικροσκελετό  του  φυσιολογικού πληθυσμού είχε τιμές του 
κυττάρου  και  μπορεί  να  ελευθερωθεί  CEA κάτω των  2.5 ng/ml, το 95‐98 % κά‐
στον διάμεσο χώρο και στην συστηματι‐ τω των 5 ng/ml και πρακτικά κανείς δεν 
κή  κυκλοφορία  των  ασθενών  με  νεο‐ υπερέβαινε  τα  10  ng/ml.  Η  περιοχή  τι‐
πλασίες,  όπου  ανιχνεύεται  ανοσοχημι‐ μών  5‐10  ng/ml  θεωρείται  οριακή,  δεδο‐
κά.  To  CEA  έχει  ΜΒ  180‐200  kDa,  με  μένου  ότι  καλύπτει  φάσμα  καλοήθων 
πρωτεϊνικό πυρήνα μικρότερο του μισού  και κακοήθων παθήσεων, ενώ τιμές ≥ 20 
μορίου,  δεδομένου  ότι  εμφανίζει  υψηλό  ng/ml  αποτελούν  σαφή  ένδειξη  κακοή‐
βαθμό γλυκοζυλιώσεως.   θους  εξεργασίας.  Αύξηση  των  συγκε‐
Το CEA αντιπροσωπεύει μεγάλη οικο‐ ντρώσεων  του  CEA  παρατηρείται  στους 
γένεια  γλυκοπρωτεϊνών  της  μεμβράνης  καπνιστές,  και  σε  ασθενείς  με  αλκοολι‐
με  εξωκυττάριες  δομές  όμοιες  των  ανο‐ κή  κίρρωση  του  ήπατος,  χρονία  ενεργό 
σοσφαιρινών  στην  υπεροικογένεια  των  ηπατίτιδα,  αποφρακτικό  ίκτερο  μη  κα‐
οποίων  ανήκει.  Η  οικογένεια  του  CEA  κοήθους  αιτιολογίας,  εκτεταμένη  πολυ‐
περιλαμβάνει  29  γονίδια  τα  οποία  εντο‐ ποδίαση του εντέρου ή με φλεγμονώδεις 
πίζονται  σε  δύο  συστάδες  (clusters)  του  νόσους του πεπτικού (ελκώδης κολίτιδα, 
χρωμοσώματος  19.  Τα  γονίδια  αυτά  ο‐ νόσος  του  Crohn,  εκκολπωματίτιδα,  πε‐
μαδοποιούνται σε εκείνα τα οποία κωδι‐ πτικό  έλκος,  χρόνια  παγκρεατίτιδα)  ή 
310 
των πνευμόνων.  τιμές  CEA  ορού  σχετίζονται  με  υψηλό‐
Σπανίως,  αυξημένες  τιμές  του  δείκτη  τερο  κίνδυνο  υποτροπών.  Έως  τώρα  δεν 
παρατηρούνται  επί  χρονίας  νεφρικής  υπάρχει  απόδειξη  ότι  οφελούνται  ασθε‐
ανεπαρκείας  και  ινοκυστικής  μαστοπά‐ νείς,  οι  οποίοι  υποβάλλονται  σε  μετεγ‐
θειας.  Σημειώνεται  ότι  το  ήπαρ  είναι  ο  χειρητική  συμπληρωματική  χημειοθε‐
κύριος  ιστός  μεταβολισμού  του  CEA,  ε‐ ραπεία  με  μόνο  κριτήριο  τις  υψηλές 
πομένως  καλοήθη  ηπατικά  νοσήματα  προεγχειρητικές τιμές CEA ορού57. 
τα  οποία  επηρεάζουν  την  ηπατική  λει‐ Μη επάνοδος στο φυσιολογικό, αρχικά 
τουργία ‐ και την κάθαρση του CEA ‐ εί‐ αυξημένης  τιμής  CEA  ορού,  μετά  «θε‐
ναι  δυνατόν  να  προκαλέσουν  αύξησή  ραπευτική»  εγχείρηση  καρκινώματος 
του στον ορό. Σε μελέτη με περισσότερα  του  εντέρου,  πρέπει  να  θέτει  σε  αμφι‐
από  700  υγιή  άτομα  φάνηκε  ότι  τα  επί‐ σβήτηση  την  ριζικότητα  της  παρεμβά‐
πεδα  του  CEA  στους  άνδρες  είναι  υψη‐ σεως.  Σε  ασθενείς  με  καρκινώματα  του 
λότερα  των  γυναικών  ενώ  οι  διάμεσες  εντέρου έχει επανειλημμένα αποδειχθεί 
τιμές  στους  καπνιστές  γενικά  είναι  δι‐ σχέση  τιμών  CEA  ορού  και  σταδίου  νό‐
πλάσιες από τους μη καπνιστές.  σου.  Ασθενείς  με  νόσο  σταδίου  Α  κατά 
Το  CEA,  παρότι  δεν  είναι  ούτε  ιστοει‐ Dukes, έχουν αυξημένες τιμές του δείκτη 
δικός,  ούτε  ογκοειδικός  δείκτης,  παρα‐ σε ποσοστό ≤28%. Αντιστοίχως ασθενείς 
μένει  ένας  από  τους  γνωστότερους  δεί‐ με  στάδιο  Β  και  ασθενείς  με  απομακρυ‐
κτες  για  μεγάλη  ποικιλία  όγκων,  ανα‐ σμένες  μεταστάσεις  έχουν  αυξημένο 
γνωριζόμενος ως γενικός δείκτης καρκί‐ CEA  ορού  σε  ποσοστά  45%  και  ≥65%  α‐
νου7b,2,98,99. Συνήθη κακοήθη νεοπλάσμα‐ ντιστοίχως.  Αυξημένες  τιμές  για  δεδο‐
τα με αυξημένη τιμή CEA ορού κατά την  μένο στάδιο νόσου συνδέονται με χειρό‐
διαδρομή  της  νόσου  είναι  συνήθως  τα  τερη  πρόγνωση.  Αύξηση  του  CEA  ορού 
ενδοδερμικής  προελεύσεως  (εντέρου,  σε  ασθενείς  οι  οποίοι  υποβλήθηκαν  σε 
στομάχου,  πνεύμονα,  παγκρέατος)  και  ριζική  θεραπεία  για  καρκίνωμα  παχέος 
λιγότερο  συχνά  τα  μη  ενδοδερμικής  εντέρου–ορθού,  μοπορεί  να  προηγείται 
προελεύσεως  (μαστού,  ωοθηκών,  κεφα‐ έως  και  2‐6  μήνες  της  κλινικής  τεκμη‐
λής‐τραχήλου)  και  σπανιότερα  τα  μη  ε‐ ριώσεως της υποτροπής2. 
πιθηλιακά καρκινώματα2.  Εντούτοις ο ακριβής ρόλος του δείκτου 
Σε  ασθενείς  με  καρκινώματα  του  πα‐ στην  διάγνωση  της  πρώιμης  υποτροπής 
χέος  εντέρου–ορθού  ο  προσδιορισμός  σε ασθενείς με καρκινώματα του παχέος 
του  CEA  ορού  συνιστάται  από  την  εντέρου – ορθού, παραμένει ασαφής και 
ASCO,  με  σκοπό  τον  καλύτερο  προ‐ αυτό  οφείλεται  στην  διαφορά  των  κα‐
γραμματισμό  της  εγχειρήσεως  και  την  τευθυντηρίων οδηγιών των μελετών, δε‐
συμπλήρωση  της  ιστολογικής  σταδιε‐ δομένου  ότι  λίγες  από  αυτές  υποστηρί‐
κτιμήσεως100,101.  Αντίστοιχες  είναι  και  οι  ζουν  ότι  θεραπείες  σε  αρχικά  στάδια 
οδηγίες  της  AJCC  και  του  College  of  υποτροπής  βελτιώνουν  την  συνολική 
American Pathologists. Οι συγκεκριμένες  έκβαση των ασθενών. Εντούτοις δύο με‐
οδηγίες βρίσκονται σε συμφωνία με την  τα‐αναλύσεις  στα  τέλη  της  προηγούμε‐
κλινική  εμπειρία  και  τα  αποτελέσματα  νης  10ετίας  κατέληξαν  ότι  ασθενείς  οι 
των  περισσοτέρων  μελετών  τα  οποία  οποίοι  τέθηκαν  σε  κλειστή,  τακτική  πα‐
καταλήγουν ότι υψηλές προεγχειρητικές  ρακολούθηση  είχαν  στατιστικά  σημα‐
311 
ντική καλύτερη επιβίωση102,103.   στάται  η  χρήση  του  CEA  ορού  στην  πα‐
Σε  ασθενείς  οι  οποίοι  υποβάλλονται  ρακολούθηση  γυναικών  με  καρκίνωμα 
σε  εξαίρεση  μονήρους  ηπατικής  εστίας,  μαστού.  Είναι  εντούτοις  ενδιαφέρον  ότι 
σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες  η  SOR  συνιστά  τον  προσδιορισμό  του 
των  ASCO,  EGTM  και  NACB,  το  CEA  ο‐ CEA,  μόνον  εφόσον  η  τιμή  του  CA15‐3 
ρού θα πρέπει να προσδιορίζεται ανά 2‐3  δεν  είναι  αυξημένη  στην  διάγνωση  της 
μήνες,  τα  πρώτα  2  χρόνια.  Εφόσον  πα‐ νόσου104. 
ρατηρηθεί παθολογική τιμή του δείκτου,  Στον  πίνακα  11  δίδονται  οι  κατευ‐
ο ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται σε  θυντήριες  οδηγίες  διαφόρων  γνωστών 
λεπτομερή  έλεγχο  για  αναζήτηση  νέας,  επιστημονικών ομάδων σχετικά με τις 
μεταστατικής εστίας57.  ενδείξεις  χρήσεως  του  CEA  ορού  σε 
Σύμφωνα  με  τις  κατευθυντήριες  οδη‐ ασθενείς  με  καρκίνωμα  του  παχέος 
γίες  των  ομάδων  EGTM  και  SOR  συνι‐ εντέρου‐ορθού 57. 
Πίνακας 11. Περίληψη ενδείξεων χρήσεως του CEA ορού σε ασθενείς με καρκίνωμα παχέος εντέρου‐
ορθού 
CEA ορού για  ACBI  AJCC   ASCO  EGTM  ESMO  NACB  SIGN  SOR 
Screening  Όχι    Όχι  Όχι   Όχι  Όχι   Όχι   Όχι 
Διάγνωση  Όχι    Όχι  Όχι  Όχι  Όχι  Όχι  Όχι 
Σταδιεκτίμηση/ Πρόγνωση    Ναι  Ναι   Ναι    Ναι  Όχι  Ναι 
Διάγνωση υποτροπής  ?    Ναι  Ναι  *  Ναι  Όχι  Ναι^ 
Παρακολούθηση της θεραπείας  ?    Ναι  Ναι  *  Ναι  Όχι  Ναι^ 
Screening για ηπατικές μεταστάσεις     Ναι  Ναι    Ναι    Ναι 
Όχι= δεν συνιστάται, Ναι= συνιστάται. 
ACBI=  Association  of  Clinical  Biochemists  in  Ireland,  AJCC=  American  Joint  Committee  on  Cancer,  ASCO= 
American Society of Clinical Oncology, EGTM= European Group on Tumour Markers, ESMO= European Soci‐
ety  of  Medical  Oncology,  NACB=  National  Academy  of  Clinical  Biochemistry,  SIGN=  Scottish  Intercollegiate 
Guidelines Network, SOR= Standards, Options and Recommendations for tumor markers. 
? = Το όφελος από τον προσδιορισμό του CEA ορού, είναι αμφίβολο, *= Το όφελος είναι αναμφισβήτη‐
το μόνον για την ομάδα ασθενών με ύποπτη συμπτωματολογία, ^ = Το όφελος από τον προσδιορισμό 
του CEA ορού,  είναι αμφίβολο δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί όφελος  στην επιβίωση των ασθε‐
νών. 
Α‐ΕΜΒΡΥΪΚΗ ΣΦΑΙΡΙΝΗ – AFP  π.χ. για τα οιστρογόνα ή τα λιπαρά οξέα 
Η  AFP  ανήκει  στην  ομάδα  των  εμ‐ και  ότι  υπεισέρχεται  στην  εμβρυϊκή  αι‐
βρυϊκών  πρωτεϊνών,  οι  οποίες  σχηματί‐ μοποίηση.  Συντίθεται  στα  κύτταρα  του 
ζονται κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη και  λεκιθικού  ασκού,  του  ήπατος  και  του 
μετά  την  γέννηση,  η  συγκέντρωσή  τους  γαστρεντερικού  σωλήνα  του  φυσιολογι‐
μειώνεται  σε  πολύ  χαμηλά  επίπεδα.  Η  κού  εμβρύου  12‐15  εβδομάδων,  μεταφέ‐
AFP  είναι  μέλος  υπεροικογένειας  πρω‐ ρεται,  μέσω  του  εμβρυϊκού  αίματος  στο 
τεϊνών  η  οποία  περιλαμβάνει  την  αλ‐ αμνιακό υγρό από όπου περνά στην κυ‐
βουμίνη  και  την  πρωτεΐνη  την  συνδεό‐ κλοφορία της μητέρας. 
μενη  με  την  βιταμίνη  D.  Η  AFP  είναι  Κατά την 30ή εβδομάδα της κυήσεως οι 
γλυκοπρωτεΐνη η οποία λόγω της ομοιό‐ τιμές στον ορό της εγκύου φθάνουν στα 
τητάς της με την αλβουμίνη ως προς τις  μέγιστα  επίπεδα  των  ~250‐300  ng/ml. 
φυσικοχημικές  ιδιότητες  και  την  αμινο‐ Στους  φυσιολογικούς  ενήλικες  η  συγκέ‐
ξική  αλληλουχία,  θεωρείται  ότι  έχει  ρό‐ ντρωση  της  AFP  συνήθως  δεν  ξεπερνά 
λο  μεταφορικής  πρωτεΐνης  στο  έμβρυο  τα  15  ng/ml.  Φαίνεται  ότι  κατά  την  κα‐
312 
κοήθη  εξαλλαγή  μεταβαλλεται  ο  έλεγ‐ ζωής του δείκτη είναι <7 ημέρες2. 
χος  της  γονιδιακής  εκφράσεως  της  AFP  H AFP αποτελεί δείκτη πρώτης επιλο‐
και  επανενεργοποιείται  η  σύνθεσή  της  γής  για  το  πρωτοπαθές  ΗΚΚ  με  ευαι‐
στα  κακοήθη  ηπατικά  κύτταρα  και  στα  σθησία  98%  και  ειδικότητα  65%  (cut‐off 
κύτταρα των όγκων των γεννητικών ορ‐ 10 ng/ml). Μόνο το 5 % των ηπατωμάτων 
γάνων.   δεν  παράγει  AFP.  Τα  επίπεδα  της  AFP 
Η πρόσδεση της υδατανθρακικής αλύ‐ στις  νεοπλασίες  του  ήπατος  ή  των  γεν‐
σου  της  AFP  (2.5‐5%)  σε  διάφορες  λεκτί‐ νητικών  κυττάρων  μπορεί  να  φθάσουν 
νες (κονκαναβαλίνη Α, LCA) και η ισοη‐ μέχρι 3000 ng/ml, ενώ στα άλλα είδη των 
λεκτρική  εστίαση  έχουν  χρησιμοποιηθεί  προαναφερθεισών  κακοήθων  νεοπλα‐
με  επιτυχία  για  την  διάκριση  του  ιστού  σιών  φθάνουν  μέχρι  350‐400  ng/ml,  γε‐
προελεύσεως  και  της  σχετιζόμενης  νό‐ γονός  που  βοηθά  στη  διαφορική  διά‐
σου με την εμφάνιση αυξημένης συγκε‐ γνωση.  Επίσης  το  ύψος  των  τιμών  της 
ντρώσεως  του  μορίου  στον  ορό.  Έχει  α‐ στον  ορό  κατά  τη  διάγνωση  αποτελούν 
ποδειχθεί  ότι  η  διαφορά  συνδέσεως  με  προγνωστικό δείκτη για το ΗΚΚ5,9β.  
λεκτίνη  σχετίζεται  με  την  διαμόρφωση  Εξάλλου  τιμές  AFP  >400‐500  ng/ml  θε‐
της  υδατανθρακικής  αλύσου  της  AFP.  ωρούνται  διαγνωστικές  ηπατοκυτταρι‐
Στο  ηπατοκυτταρικό  καρκίνωμα  (ΗΚΚ)  κού  καρκινώματος  σε  κιρρωτικούς  α‐
εμφανίζεται  αύξηση  της  φουκοζυλιώ‐ σθενείς  με  εστιακές  ηπατικές  βλάβες. 
σεως,  με  συνέπεια  αυξημένη  συγγένεια  Εντούτοις μόνον το  1/3 των ασθενών με 
προς τις λεκτίνες και την εύκολη διάκρι‐ πρωτοπαθές  καρκίνωμα  ήπατος,  έχουν 
ση  μεταξύ  ΗΚΚ  και  καλοήθους  ηπατι‐ τιμές  του  δείκτη  >100  ng/ml,  ενώ  τιμές 
κής νόσου.  >400  ng/ml  είναι  εξαιρετικά  ασυνήθεις 
Εξ άλλου, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι  σε ασθενείς με όγκους <5cm108. 
σε  ΗΚΚ,  η  AFP  συνδέεται  με  κονκανα‐ Το  γεγονός  ότι  η  μέτρηση  της  AFP  ο‐
βαλίνη  Α,  η  AFP  η  οποία  προέρχεται  ρού  δεν  αποτελεί  χρήσιμο  δείκτη  για  α‐
από  τον  λεκιθικό  ασκό  δεν  προσδένεται  νίχνευση  αρχικών  σταδίων  ηπατοκυτ‐
στην λεκτίνη αυτή. Με την χρήση ποικί‐ ταρικού  καρκινώματος,  αποδείχθηκε  σε 
λων λεκτινών έχει γίνει εφικτή η διάκρι‐ καλά  σχεδιασμένη  πρόσφατη  μελέτη,  η 
ση  4  σχημάτων  των  ισομορφών  AFP  οποία κατέληξε ότι ποσοστό έως και 80% 
(τύπου:  ήπατος/καλοήθων  ηπατικών  των  ασθενών  της  συγκεκριμένης  ομά‐
νόσων, ΗΚΚ, γαστρεντερικού όγκου, λε‐ δας,  έχουν  τιμές  10‐20ng/ml,  ενώ  ασθε‐
κιθικού ασκού)5,12,105,106,107.  νείς  με  υψηλή  αναγεννητικότητα  του 
Η  AFP  είναι  σημαντικός  δείκτης  καρ‐ ήπατος  χωρίς  καρκίνωμα,  μπορεί  να  έ‐
κίνου  στους  όγκους  εκ  γεννητικών  κυτ‐ χουν  τιμές  AFP  ορού  υψηλότερες  του 
τάρων των όρχεων και των ωοθηκών (ό‐ φυσιολογικού109. 
γκοι  λεκιθικού  ασκού,  εμβρυϊκό  καρκί‐ Κατά  τον  χρόνο  της  διαγνώσεως  του 
νωμα),  στον  πρωτοπαθή  ΗΚΚ  σε  ενήλι‐ ηπατοκυτταρικού  καρκινώματος,  ο 
κες  και  στο  παιδικό  ηπατοβλάστωμα  προσδιορισμός  της  AFP  ορού  έχει  προ‐
(πίνακας  3),  στο  καρκίνωμα  του  στομά‐ γνωστική  αξία.  Αυτό  οφείλεται  στο  ότι 
χου, του παγκρέατος του χοληδόχου πό‐ καλά  διαφοροποιημένοι  όγκοι  εκφρά‐
ρου,  των  βρόγχων  και  επί  ηπατικών  με‐ ζουν  χαμηλότερες  τιμές  AFP  στον  ορό, 
ταστάσεων5,12,105,106,107.  Ο  χρόνος  ημισείας  ενώ  ασθενείς  με  φυσιολογικό  τον  δεί‐
313 
κτη, έχουν όγκους με μικρότερη πιθανό‐ <200  ng/ml  ‐  και  σε  ασθενείς  με  μη  κα‐
τητα αγγειακής διηθήσεως και φυσιολο‐ κοήθη νοσήματα, όπως η κυστική ίνωση, 
γική  ηπατική  λειτουργία.  Έχει  αποδει‐ η αιμοχρωμάτωση, η αταξία–τηλαγγειε‐
χθεί  ότι  οι  συγκεκριμένοι  παράγοντες  κτασία και η κληρονομική τυροσιναιμία, 
αποτελούν  καλούς  προγνωστικούς  δεί‐ καθώς και στη χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, 
κτες νόσου110.  στη  χρόνια  επιμένουσα  ηπατίτιδα,  σε 
H  des‐gamma  carboxyprothrombin  φορείς  HbsAg,  σε  οξεία  ιογενή  λευχαι‐
(DCP),  η  glutamate  carboxypeptidase,  η  μία,  σε  αλκοολική  ηπατική  κίρρωση  ή 
serine/threonine kinase 15, η interleukin‐2,  ηπατίτιδα, σε νόσο του Crohn και σε πο‐
ο  urinary  tumor  growth  factor  β1  και  ο  λυποδίαση.  Σημειώνεται  ότι  μετά  από 
προσδιορισμός  των  υποδοχέων  της  μερική  ηπατεκτομή  (όπου  συμβαίνει 
MAGE‐4  και  δύο  φωσφολιπάσες  η  φυσιολογική  ηπατοκυτταρική  αναγέν‐
PLA2G13  και  η  PLA2G7  έχουν  δοκιμα‐ νηση)  δεν  εμφανίζεται  αύξηση  της  AFP 
σθεί σε συνδυασμό με την AFP με άλλο‐ του ορού5,9β. 
τε  άλλη  επιτυχία  στην  διάγνωση  του  Ο προσδιορισμός της AFP στα πλαίσια 
ηπατοκυτταρικού καρκινώματος108,111.  μαζικού προληπτικού ελέγχου για ΗΚΚ, 
Αναπαραγωγικοί  παράγοντες  και  ει‐ χρησιμοποιείται  σε  περιοχές  αυξημένου 
δικότερα  ο  αριθμός  των  κυήσεων  και  ο  κινδύνου για την νόσο (Κίνα, Αλάσκα) ή 
χρόνος  των  τοκετών,  είναι  καλά  τεκμη‐ σε πληθυσμούς με χρονία ενεργό ηπατί‐
ριωμένοι  παράγοντες  κινδύνου  για  α‐ τιδα  ή  κίρρωση  και  θετικό  Αυστραλιανό 
νάπτυξη  καρκινώματος  μαστού.  Οι  βιο‐ αντιγόνο2. 
λογικοί μηχανισμοί με τους οποίους μια  Αυξημένη  τιμή  AFP  προ  θεραπεία,  σε 
τελειόμηνος εγκυμοσύνη μπορεί να επι‐ ασθενείς  με  μη  σεμινωματώδεις  όγκους 
δρά  στην  ανάπτυξη  καρκινώματος  μα‐ των  όρχεων  αποτελεί  ανεξάρτητο  προ‐
στού  στην  μητέρα  δεν  είναι  πλήρως  δι‐ γνωστικό  παράγοντα  κακής  τελικής  εκ‐
ευκρινισμένοι.  Ως  πλέον  αποδεκτή  υπό‐ βάσεως.  Ο  δείκτης  πρέπει  να  χρησιμο‐
θεση εκτιμάται ότι η διαφοροποίηση των  ποιείται  σε  συνδυασμό  με  την  b‐HCG, 
μητρικών  αδενικών  κυττάρων  του  μα‐ την LDH και την LDH 1. Σε ασθενείς με 
στού η οποία συμβαίνει στα τελικά στά‐ καρκινώματα  εκ  γεννητικών  κυττάρων, 
δια της εγκυμοσύνης ελαττώνει τον κίν‐ οι  οποίοι  βρίσκονται  σε  κλινική  πλήρη 
δυνο  αναπτύξεως  της  νόσου.  Έχει  απο‐ ύφεση μετά την θεραπεία, η αύξηση της 
δειχθεί ότι υψηλά επίπεδα ορού της AFP  AFP κατά την παρακολούθηση προδικά‐
σε  γυναίκες  κατά  την  διάρκεια  οποιασ‐ ζει  υποτροπή  και  μπορεί  να  προηγείται 
δήποτε εγκυμοσύνης τους, συνοδεύονται  της απεικονιστικής τεκμηριώσεώς της2. 
από  μειωμένη  συχνότητα  αναπτύξεως  Πίνακας 12. Παρουσία AFP στον ορό σε 
καρκινώματος  μαστού  στην  διάρκεια  καρκίνους γεννητικών κυττάρων 
του βίου τους ή/και μειωμένη συχνότητα  AFP (‐)  Σεμίνωμα, δυσγερμίνωμα, 
αρχικής  διαγνώσεως  της  νόσου  σε  διαφοροποιημένο τεράτωμα 
προχωρημένα στάδια112.  AFP(+)  Αμιγείς όγκοι λεκιθικού ασκού 
Εκτός  των  αυξημένων  τιμών  της  AFP  AFP(+/‐) Εμβρυονικό καρκίνωμα, Συν‐
στην κύηση, οι οποίες πρέπει να λαμβά‐ δυασμένοι όγκοι 
νονται  υπόψη,  η  AFP  είναι  δυνατόν  να 
εμφανίσει  αυξημένες  τιμές  –  συνήθως 
314 
3. ΟΡΜΟΝΕΣ  σε  σεμίνωμα.  Στους  καρκινοπαθείς  εμ‐
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΧΟΡΙΑΚΗ ΓΟΝΑΔΟ‐ φανίζεται  παραγωγή  μεταβαλλόμενων 
ΤΡΟΠΙΝΗ (HCG)  ποσών  α‐  και  β‐  υποομάδων,  καθώς  και 
Είναι  σιαλογλυκοπρωτεϊνική  ορμόνη,  τμήματα υποομάδων και υποομάδων με 
παράγεται  από  την  πλακουντιακή  τρο‐ ελλείψεις  (deletions)  αμινοξέων  (nicked 
φοβλάστη και ιδίως την συγκυτιοτροφο‐ HCG).  Η  β‐HCG  δεν  ανιχνεύεται  ποτέ 
βλάστη,  από  τις  πρώτες  ημέρες  της  γο‐ φυσιολογικά στον ορό των ανδρών, ώστε 
νιμοποιήσεως.  Ο  χρόνος  ημισείας  ζωής  μετρητές  τιμές  της  είναι  πάντοτε  ενδει‐
της HCG είναι μικρότερος από 3 ημέρες.  κτικές  κακοήθειας.  Ασθενείς  με  καρκί‐
Η  ορμόνη  αποτελείται  από  δύο  πεπτιδι‐ νωμα  των  όρχεων  μετά  από  ορχεκτομή 
κές αλύσους (υποομάδες) την α‐ και την  και  ασθενείς  με  χοριοκαρκίνωμα,  οι  ο‐
β‐,  οι  οποίες  συνδέονται  με  μη  ομοιοπο‐ ποίες  υποβλήθηκαν  σε  υστερεκτομή  ή 
λικούς δεσμούς. Η α‐υποομάδα της HCG  ωοθηκεκτομή,  όταν  εμφανίζουν  μεταγ‐
είναι  ταυτόσημη  με  τις  αντίστοιχες  δια‐ χειρητικά,  επίπεδα  β‐HCG  πρέπει  να  ε‐
φόρων ορμονών της υποφύσεως, όπως η  λέγχονται για υπολειμματική νόσο.  
LH,  FSH  και  TSH  κωδικοποιείται  από  Επίπεδα  HCG>104  mIU/mL  παρατη‐
κοινό  γονίδιο  και  ανιχνεύεται  κυρίως  ρούνται  σε  πάσχοντες  από  νομότοπους 
στην  πρώτη  φάση  της  κυήσεως.  Η  β‐ ή  έκτοπους  όγκους  εκ  γεννητικών  κυτ‐
υποομάδα  της  HCG  έχει  μοναδική  δομή  τάρων,  τροφοβλαστική  νόσο  ή  έχουν 
η  οποία  της  προσδίδει  μοναδικές  βιολο‐ τροφοβλαστική  διαφοροποίηση  πρωτο‐
γικές ιδιότητες. Η  β‐υποομάδα της  HCG  παθών όγκων πνεύμονα και στομάχου. 
βρίσκεται  υπό  τον  έλεγχο  διαφόρων  γο‐ Ήπιες  αυξήσεις  των  επιπέδων  της 
νιδίων  έχει  διακριτούς  αντιγονικούς  κα‐ HCG  έχουν  περιγραφεί  σε  καρκίνωμα 
θοριστές στο καρβοξυτελικό άκρο της οι  πνεύμονος,  γαστρεντερικού  συστήμα‐
οποίοι  και  καθορίζουν  την  ανοσολογική  τος,  μαστού,  ωοθηκών  και  στο  μελάνω‐
και την ορμονική ειδικότητα του μορίου.   μα.  Αύξηση  της  HCG  παρατηρείται  και 
Οι  τιμές  αναφοράς  της  HCG  έχουν  σε ορισμένες μη κακοήθεις καταστάσεις 
ανώτερο  όριο  τα  5  mIU/mL  για  άνδρες  όπως  η  κίρρωση,  το  δωδεκαδακτυλικό 
και μη έγκυες γυναίκες. Κατά την κύηση  έλκος  και  η  φλεγμονώδης  νόσος  του  ε‐
εμφανίζεται αύξηση, αλλά και σταδιακή  ντέρου2,5,  12,14,113‐116.  Στον  πίνακα  13  πα‐
διαφοροποίηση  των  τιμών  της  HCG  α‐ ρουσιάζεται  η  σχέση  της  AFP  και  της  b‐
νάλογα  με  την  εβδομάδα  κυήσεως  από  HCG  με  όγκους  ωοθηκών  και  όρχεων 
5‐50  mIU/mL  την  1η  εβδομάδα, σε  12000‐ από γεννητικά κύτταρα2. 
270000 mIU/mL την 6η‐8η εβδομάδα.   ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΣΕ 
Κατά  την  εγκυμοσύνη,  η  β‐HCG  απο‐ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟ‐
τελεί  <  4%  (στα  ούρα  ή  τον  ορό)  της  συ‐ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ 
νολικής  HCG,  ο  οποίος  είναι  ο  κύριος  ΚΥΤΤΑΡΩΝ 
δείκτης εγκυμοσύνης. Επειδή παράγεται  Μελέτες  από  το  International  Germ 
από  την  τροφοβλάστη,  εμφανίζει  αυξη‐ Cell  Cancer  Collaborative  Group,  έχουν 
μένα επίπεδα σε όλους τους ασθενείς με  επιβεβαιώσει την προγνωστική αξία των 
τροφοβλαστικούς  όγκους,  στο  70%  εκεί‐ δεικτών AFP, hCG και LDH στην μελέτη 
νων  με  μη  σεμινωματώδεις  όγκους  των  ασθενών  με  καρκινώματα  όρχεων.  Οι 
γεννητικών  κυττάρων  και  σπανιώτερα  συγκεκριμένοι  δείκτες  ήδη  περιλαμβά‐
315 
νονται στο σταδιεκτιμητικό σύστημα της  κυττάρων.  Οι  τιμές  προ  θεραπείας  των 
American  Joint  Committee  on  Cancer  δεικτών  συνεκτιμώνται  για  την  κατάτα‐
(AJCC)  και  της  Union  International  Con‐ ξη  ασθενών  με  μεταστατικά  καρκινώ‐
tre le Cancer (UICC) επί ασθενών με κα‐ ματα  των  όρχεων  σε  καλής,  ενδιάμεσης 
κοήθη  νεοπλάσματα  εκ  γεννητικών  και κακής προγνώσεως117, 118. 
Πίνακας 13. Όγκοι όρχεων και ωοθηκών από γεννητικά κύτταρα 
Όγκος  AFP  b‐HCG 
Σεμίνωμα  ‐  + 
Σεμίνωμα με συγκυτιοτροφοβλαστικά αρχέγονα κύτταρα  ‐  + 
Εμβρυϊκό καρκίνωμα  +  ‐ 
Εμβρυϊκό καρκίνωμα με συγκυτιοτροφοβλαστικά αρχέγονα κύτταρα  +  + 
Εκ του λεκιθικού ασκού  +  ‐ 
Εκ του λεκιθικού ασκού με συγκυτιοτροφοβλαστικά αρχέγονα κύτταρα  +  + 
Χοριοκαρκίνωμα  ‐  + 
Ώριμο τεράτωμα  ‐  ‐ 
 

Η  εκτίμηση  των  δεικτών  μετά  την  θε‐ ανά μήνα, τον 2ο χρόνο, ανά δίμηνο, τον 


ραπεία  είναι  ουσιώδης  για  τον  καθορι‐ 3ο  ανά  τρίμηνο  και  στην  συνέχεια  ανά 
σμό  του  είδους  της  ανταποκρίσεως.  Γε‐ 6μηνο, μέχρι συμπληρώσεως της πεντα‐
νικώς  σε  ασθενείς  υπό  θεραπεία,  οι  δεί‐ ετίας119. Στον πίνακα 14 δίδονται οι κα‐
κτες πρέπει να μετρώνται κάθε εβδομά‐ τευθυντήριες  οδηγίες  διαφόρων  γνω‐
δα και να εκτιμάται η ταχύτητα μειώσε‐ στών  επιστημονικών  ομάδων  σχετικά 
ώς των, ιδίως τις πρώτες 6 εβδομάδες.  με τις ενδείξεις χρήσεως δεικτών ορού 
Τον  πρώτο  χρόνο  μετά  την  θεραπεία,  σε  ασθενείς  με  καρκινώματα  εκ  γεν‐
οι  δείκτες  πρέπει  να  προσδιορίζονται  νητικών κυττάρων 57. 
Πίνακας 14. Περίληψη ενδείξεων χρήσεως δεικτών ορού σε ασθενείς με καρκίνωμα εκ γεννη‐
τικών κυττάρων 
ΑFP και hCG για  ACBI  AJCC  EAU  EGTM  ESMO  NACB  SIGN 
Screening      Όχι  Όχι   Όχι  Όχι   Όχι  
Διάγνωση      Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Σταδιεκτίμηση/ Πρόγνωση  Ναι   Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Διάγνωση υποτροπής  Ναι    Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Παρακολούθηση της θεραπείας  Ναι    Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
ΑFP για Δ.Δ., από ΜΣΟΟ      Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
LDH, για       Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Screening       Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Σταδιεκτίμηση/ Πρόγνωση      Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Διάγνωση υποτροπής       Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Παρακολούθηση της θεραπείας       Ναι  Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Όχι= δεν συνιστάται, Ναι= συνιστάται. 
ACBI= Association of Clinical Biochemists in Ireland, AJCC= American Joint Committee on Can‐
cer,  EAU=  European  Association  of  Urology,  EGTM=  European  Group  on  Tumour  Markers, 
ESMO= European Society of Medical Oncology, NACB= National Academy of Clinical Biochemis‐
try, SIGN= Scottish Intercollegiate Guidelines Network. 
ΜΣΟΟ= Μη Σεμινωματώδεις Όγκοι των Όρχεων. 
 

316 
ΚΑΛΣΙΤΟΝΙΝΗ (HCT).   ΘΥΡΕΟΣΦΑΙΡΙΝΗ (TG)  
Η  καλσιτονίνη  είναι  πεπτίδιο  32  αμι‐ Η  θυρεοσφαιρίνη  είναι  διμερής  γλυ‐
νοξέων, το οποίο παράγεται από τα κύτ‐ κοπρωτεΐνη  ΜΒ  660  kDa  και  χαρακτηρι‐
ταρα  C  κυρίως  του  θυρεοειδή,  αλλά  και  στικό  προϊόν  συνθέσεως  του  θυρεοειδή 
των  παραθυρεοειδών  αδένων  και  του  αδένα.  Χρησιμεύει  ως  υπόστρωμα  για 
θύμου.  Τα  κύτταρα  C είναι κύτταρα του  την  παραγωγή  των  θυρεοειδικών  ορμο‐
συστήματος  APUD  (κύτταρα  ικανά  για  νών  και  ως  αποθήκη  αυτών,  παραμέ‐
πρόσληψη  προδρόμων  αμινών  και  απο‐ νουσα  υπό  μορφή  κολλοειδούς  στον  αυ‐
καρβοξυλίωση)  και  προέρχονται  από  λό των θυλακίων του θυρεοειδούς  (ιωδί‐
την  αρχέγονη  νευρική  ακρολοφία  (neu‐ ωση‐φύλαξη/διάσπαση  μέσω  λυσοσω‐
ral crest). Ο μυελοειδής καρκίνος του θυ‐ ματικών πρωτεασών‐απελευθέρωση). 
ρεοειδούς  (ΜΚΘ),  προέρχεται  από  τα  Ποσοτικά  αντιπροσωπεύει  την  σημα‐
κύτταρα C και εμφανίζει υψηλά επίπεδα  ντικότερη  πρωτεΐνη  του  θυρεοειδή.  Φυ‐
της καλσιτονίνης στον ορό, τα οποία συ‐ σιολογικά  η  συγκέντρωση  της  Tg  στο 
νήθως διαδράμουν ασυμπτωματικά.   πλάσμα  είναι  χαμηλή  και  αυξάνεται  σε 
Η  καλσιτονίνη  ορού  συνιστάται  και  διαταραχές  του  θυρεοειδή,  περιλαμβα‐
εφαρμόζεται  σε  πληθυσμιακούς  προλη‐ νομένων  των  κακοήθων  νόσων  και  για 
πτικούς  ελέγχους  σε  ασυμπτωματικά  τον  λόγο  αυτό  δεν  αποτελεί  ειδική  δια‐
άτομα,  τα  οποία  έχουν  αυξημένο  κίνδυ‐ γνωστική  εξέταση  του  καρκινώματος 
νο  κληρονομικών  μορφών  της  νόσου,  του  θυρεοειδούς.  Εντούτοις  μετά  ολική 
όπως  οι  συγγενείς  ατόμων  με  ΜΚΘ  και  αφαίρεση  του  θυρεοειδούς  επί  κακοή‐
τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό πολ‐ θους νόσου, η ανίχνευση Tg στο πλάσμα 
λαπλής  ενδοκρινούς  νεοπλασίας  τύπου  αποτελεί νεοπλασματικό δείκτη υψηλής 
2 (MEN 2), στο 25% των οποίων υπάρχει  κλινικής  ευαισθησίας  και  ειδικότητας 
ΜΚΘ120.  Πολλοί  συνιστούν  την  μέτρηση  για  υπολειμματική  ή  προϊούσα  νόσο. 
της  καλσιτονίνης  στην  σταδιεκτίμηση,  Σημειώνεται  ότι  τα  αντιθυρεοειδικά  α‐
στην  παρακολούθηση  ασθενών  μετά  ντισώματα  παρεμβαίνουν  στον  προσ‐
από  θεραπεία  και  στην  διατύπωση  προ‐ διορισμό της Tg10. Η National Academy of 
γνωστικής  κρίσεως  για  αυτούς.  Σε  ορι‐ Clinical  Biochemistry  και  η  British  Thy‐
σμένες  περιπτώσεις  η  καλσιτονίνη  (βα‐ roid Association, συνιστούν τον προσδιο‐
σικών  επιπέδων  και  μετά  από  επαγωγή  ρισμό  της  θυρεοσφαιρίνης  για  την  διά‐
με Ca++) φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει  γνωση και παρακολούθηση ασθενών με 
στην  ανίχνευση  ΜΚΘ  αρνητικών  στο  καρκίνωμα του θυρεοειδούς121,122,57. 
ραδιοϊσοτοπικό scanning και την κλινική  ΙΣΤΙΚΕΣ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΕΣ 
ψηλάφηση του θυρεοειδούς αδένος5,19. Η  ΟΡΜΟΝΕΣ  
National  Academy  of  Clinical  Biochemis‐ ΓΑΣΤΡΙΝΗ  
try  και  η  British  Thyroid  Association,  συ‐ Παράγεται  από  τα  G  κύτταρα  κυρίως 
νιστούν  τον  προσδιορισμό  της  καλσιτο‐ στο  άντρο  του  στομάχου  και  εμφανίζε‐
νίνης για την διάγνωση και παρακολού‐ ται  στο  πλάσμα  και  τους  ιστούς  σε  δια‐
θηση  ασθενών  με  μυελοειδές  καρκίνω‐ φορετικά  μοριακά  μεγέθη,  τα  οποία 
μα  του  θυρεοειδούς  πριν  και  υπό  θερα‐ διαφέρουν ως προς την ένταση της δρά‐
πεία121,122,57.   σεώς τους στην έκκριση γαστρικού οξέος 
και  στον  χρόνο  ημισείας  ζωής  τους  στο 
317 
πλάσμα.  Όλα  τα  ανωτέρω  ισομερή  δια‐ γαστρίνης  και  συνήθως  προκαλεί  το 
θέτουν το υπεύθυνο για την δράση τους  σύνδρομο  Zollinger‐Ellison  (υπερχλωρυ‐
τετραπεπτίδιο  στο  C‐τελικό  άκρο.  Το  δρία,  πεπτικά  έλκη,  διάρροια).  Η  διά‐
γαστρίνωμα  εμφανίζεται  συνήθως  σε  γνωση  γίνεται  με  τον  προσδιορισμό  γα‐
πολύ  μικρό  μέγεθος  στο  δωδεκαδάκτυ‐ στρίνης στο πλάσμα. Επίπεδα γαστρίνης 
λο,  στο  πάγκρεας  και  στο  ήπαρ,  χαρα‐ πάνω από 1000 pg/ml είναι διαγνωστικά 
κτηρίζεται  από  αυξημένη  παραγωγή  γαστρινώματος6. 
Πίνακας 15 
Καρκίνος όρχεων ‐Ταξινόμηση  Εξωγοναδικοί όγκοι εκ 
σπερμοκυττάρων  
  Εκ κυττάρων   
Εκ σπερμοκυττάρων (~90‐95%)  Leydig, Sertoli   
  και κοκκιω‐ Καρκινώματα χαμηλής 
δών (~5‐10%)  διαφοροποίησης και αγνώ‐
1.Σεμίνωμα(40%)      στου πρωτοπαθούς εστίας 
α.εκ τροφοβλαστικών γιγαντο‐ HCG ,    
κυττάρων (5‐10%)  PLAP   Α.οπισθοπεριτοναίου  
β. καθαρό σεμίνωμα  NSE , ισοένζυμο ALP  Β. μεσοθωρακίου 
γενν.κυττάρων   Γ. ΚΝΣ 
2. Μη Σεμίνωμα (60%)     
α. χοριοκαρκίνωμα   HCG  HCG/AFP(+/‐) 
β. Λεκιθικού ασκού     Κυτταρογενετική ανάλυση 
γ. αδιαφοροποίητο εμβρυονικό  AFP  ισοχρωμοσώματος 12p 
καρκίνωμα, τερατοκαρκίνωμα     (LD1) 
δ. εμβρυονικό τεράτωμα,   AFP/HCG 
αδιαφοροποίητο δυσγερμίνωμα   ( ‐ ) 
 

ΑΓΓΕΙΟΕΝΕΡΓΟ ΕΝΤΕΡΙΚΟ ΠΟ‐ ντρώσεις  στα  τοιχώματα  στομάχου,  του 


ΛΥΠΕΠΤΙΔΙΟ (VASOACTIVE  εντέρου  και  στο  πάγκρεας.  Το  σωματο‐
INTESTINAL PEPTIDE‐VIP)   στατίνωμα είναι όγκος των  D‐κυττάρων 
Ανήκει  στην  οικογένεια  της  σεκρετί‐ του  παγκρέατος,  χαρακτηρίζεται  από 
νης‐γλυκαγόνης και κύρια δράση της εί‐ υπερπαραγωγή  σωματοστατίνης  και 
ναι αγγειοδιαστολή και αύξηση των πε‐ προκαλεί  διαβήτη,  διάρροια,  στεατόρ‐
ριφερικών  αγγείων  του  εντέρου.  Υπερ‐ ροια και σχηματισμό χολόλιθων6. 
παραγωγή  του  VIP  παρατηρείται  σε  ό‐ ΔΙΑΜΕΣΕΣ ΟΥΣΙΕΣ 
γκους  εντοπιζόμενους  στο  πάγκρεας  οι  ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ  
οποίοι  χαρακτηρίζονται  ως  «όγκοι  μη  Οι καρκινοειδείς όγκοι είναι όγκοι των 
προερχόμενοι  από  τα  Β‐κύτταρα  των  εντεροχρωμιόφιλων  κυττάρων  (entero‐
νησιδίων».  Οι  όγκοι  αυτοί  συνοδεύονται  chromaffin  cells)  οι  οποίοι  εκκρίνουν  ση‐
από  το  σύνδρομο  Verner‐Morrison  (Wa‐ μαντικά  ποσά  σεροτονίνης  (5‐υδροξυ‐
tery  Diarrhoea,  Hypokaliaemia,  Achlor‐ τρυπταμίνης).  Εμφανίζονται  σε  1,2  ως 
hydria‐WDHA) 6.  2,2/10000 άτομα η πλειοψηφία τους ανα‐
ΣΩΜΑΤΟΣΤΑΤΙΝΗ   πτύσσεται  πρωτοπαθώς  κυρίως  στο  πε‐
Εκτός από τον υποθάλαμο, όπου η έκ‐ πτικό, στον μαστό στον θύμο, στο ήπαρ, 
κρισή  της  αναστέλλει  την  απελευθέρω‐ στην  ουροδόχο  κύστη,  στους  πνεύμονες 
ση  της  αυξητικής  ορμόνης,  η  σωματο‐ και  στις  ωοθήκες.  Η  σεροτονίνη  φυσιο‐
στατίνη βρίσκεται σε σημαντικές συγκε‐ λογικά  παράγεται  στα  εντεροχρωμιόφι‐
318 
λα  κύτταρα  του  πεπτικού  και  στον  ε‐ στούν  περίπου  το  5%  του  συνολικού 
γκέφαλο,  μεταβολίζεται  δε  σε  5‐HIAA  πληθυσμού  και  δεν  μπορούν  να  εκφρά‐
στους  πνεύμονες.  Είναι  ισχυρό  αγγειο‐ σουν  το  CA  19‐9  και  συνεπώς  στην  συ‐
συσταλτικό,  μεταφέρεται  σε  υψηλές  συ‐ γκεκριμένη  μειοψηφία  των  ατόμων  δεν 
γκεντρώσεις  από  τα  αιμοπετάλια  και  έχει νόημα η χρήση του δείκτη.  
απελευθερώνεται  κατά την  πήξη.  Ο αυ‐ Το  CA  19‐9  υπερεκφράζεται  στα  αδε‐
ξημένος  μεταβολισμός  της  σεροτονίνης  νοκαρκινώματα του εντέρου και του πα‐
είναι  παρών  στο  σύνολο  των  καρκινοει‐ γκρέατος.  Ανιχνεύεται  σε  εμβρυϊκούς 
δών  όγκων  και  ανιχνεύεται  με  το  5‐ ιστούς  (σιελογόνους  και  δακρυϊκούς  α‐
HIAA  και  την  σεροτονίνη  στα  ούρα  και  δένες,  αναπνευστική  οδός,  πάγκρεας, 
την  σεροτονίνη  των  αιμοπεταλίων  στο  ήπαρ, στόμαχος, έντερο) και στον ενήλι‐
αίμα.  Τα  επίπεδα  της  τελευταίας  είναι  κα  σε  χαμηλές  συγκεντρώσεις  από  τα 
ανεξάρτητα  δίαιτας  πλούσιας  σε  σερο‐ επιθηλιακά  κύτταρα  του  παγκρέατος, 
τονίνη, σε αντίθεση με τους άλλους δύο  των  σιελογόνων  αδένων,  του  στομάχου, 
δείκτες.  του  ήπατος,  του  βλεννογόνου  της  ουρο‐
Το 5‐HIAA ούρων μολονότι έχει χαμη‐ δόχου  κύστεως  και  του  πνεύμονος.  Η  ε‐
λη  προβλεπτική  αξία  θετικού  αποτελέ‐ πίδραση της νευραμινιδάσης στο  CA 19‐
σματος,  είναι  χρήσιμος  δείκτης  για  την  9  προκαλεί  πλήρη  απώλεια  της  αντιγο‐
παρακολούθηση  καρκινοειδών  όγκων  νικότητας του μορίου. 
του  μεσεντέρου  με  υψηλό  ρυθμό  εκκρί‐ Το  CA  19‐9  ανευρίσκεται,  εκτός  του 
σεως σεροτονίνης, ενώ η σεροτονίνη ού‐ ορού  και  σε  άλλα  βιολογικά  υγρά  όπως 
ρων και η σεροτονίνη των αιμοπεταλίων  το  παγκρεατικό,  το  γαστρικό,  το  αμνια‐
αποτελούν  πλέον  ευαίσθητους  δείκτες  κό,  τα  ούρα,  ο  σίελος,  το  γάλα,  και  η 
καρκινοειδών  όγκων  με  μέτρια  αύξηση  τραχηλική βλέννη4.5,10,124a. 
της παραγωγής της σεροτονίνης4,5,6,123.  Ο  δείκτης  CA  19‐9  εμφανίζει  την  με‐
4. ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΙΣ  γαλύτερη  διαγνωστική  ευαισθησία,  ειδι‐
ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ  κότητα  και  προβλεπτική  αξία  στα  καρ‐
CA 19‐9  κινώματα  του  παγκρέατος  και  των  χο‐
Το CA 19‐9 είναι το αντιγόνο το οποίο  ληφόρων  πόρων.  Είναι  αυξημένος  στο 
προέρχεται από ανοσοποίηση ποντικιών  70–100%  των  ασθενών  με  καρκίνωμα 
BALB/c  με  την  ανθρώπινη  κυτταρική  παγκρέατος, αλλά έχει μικρή ειδικότητα 
σειρά  (SW1116)  καρκινώματος  του  εντέ‐ δεδομένου ότι σχετικά υψηλές τιμές  του 
ρου  και  αντιδρά  με  το  μονοκλωνικό  α‐ δείκτη  παρατηρούνται  σε  παγκρεατίτι‐
ντίσωμα 1116 NS 19‐9. Έχει ΜΒ>1000 kDa  δες.  Είναι  εξάλλου  ενδιαφέρον  ότι  οι  τι‐
με λιπιδικό τμήμα 36 kDa και βλεννινικό  μές του CA 19‐9 δεν υπερβαίνουν το 100 
~1000  kDa.  Ο  αντιγονικός  καθοριστής  U/ml  σχεδόν  στο  σύνολο  των  «καλοή‐
του μορίου του  CA 19‐9 είναι μία σιαλυ‐ θων»  παγκρεατικών  νόσων,  ενώ  στο 
λιωμένη  λακτο‐Ν‐φουκοπεντανόζη  ΙΙ  65%  των  παγκρεατικών  καρκινωμάτων 
και  συγκεκριμένα  η  2,3‐σιαλυλιωμένη  οι τιμές του υπερβαίνουν το 100 U/ml και 
μορφή  της  δομής  Lewis  a  (Lea  )  του  συ‐ δεδομένου  αυτού  το  CA  19‐9,  αποτελεί 
στήματος  ανθρώπινων  ομάδων  αίματος  κατάλληλο  δείκτη  για  διαφορική  διά‐
κατά Lewis.  γνωση  των  συγκεκριμένων  νοσολογι‐
Τα  άτομα  με  φαινότυπο  Lea‐b‐  συνι‐ κών  οντοτήτων.  Πρέπει  εντούτοις  να 
319 
σημειωθεί  ότι  ασθενείς  με  παγκρεατι‐ από  τα  άτομα  τα  αρνητικά  κατά  Lewis. 
κούς  όγκους  διαμέτρου  μικρότερης  των  Η χρησιμότητά του είναι αντίστοιχη (και 
3cm,  συχνότατα  έχουν  φυσιολογικά  ε‐ ίσως  μεγαλύτερη)  εκείνης  του  CA  19‐9 
πίπεδα CA 19‐9 ορού125. Πολύ υψηλές τι‐ στην  παρακολούθηση  καρκινωμάτων 
μές  του  δείκτου  σε  ασθενείς  με  καρκί‐ πεπτικού  και  παγκρέατος.  Αυξημένα  ε‐
νωμα  του  παγκρέατος  προδικάζουν  α‐ πίπεδα του CA 50 παρατηρούνται σε με‐
νεγχείρητη  νόσο  στην  συντριπτική  γαλύτερο  εύρος  μη  γαστρεντερικών 
πλειοψηφία  των  περιπτώσεων,  ενώ  με‐ καρκινωμάτων σε σύγκριση με το CA 19‐
τεγχειρητική αύξηση του CA 19‐9 μπορεί  9. Μελέτες δείχνουν ότι το CA 50 αποτε‐
να  προηγείται  της  κλινικής  υποτροπής  λεί τον πλέον ευαίσθητο δείκτη για όλα 
κατά 1‐7 μήνες2.   τα  στάδια  της  νόσου  επί  καρκινώματος 
Αυξημένες  τιμές  CA  19‐9  παρατηρεί‐ του  στομάχου  με  ευαισθησία  περί  το 
ται στο 65% των ασθενών με καρκίνωμα  60%,  σε  σύγκριση  με  άλλους  δείκτες 
χοληφόρων πόρων, αλλά η χολόσταση ή  (CEA,  CA  19‐9,  CA  72‐4,  CA  195)  των  ο‐
η  εφαρμογή  ανακουφιστικών  τεχνικών  ποίων η ευαισθησία δεν ξεπέρασε το 20‐
(stents,  χολικό  bypass)  συνήθως  συνο‐ 30%.  Εντούτοις  και  το  CA  50  αυξάνει 
δεύονται  από  αυξημένες  τιμές  του  δεί‐ στον ορό ασθενών με ηπατοχολική νόσο 
κτη126.   ή οξεία παγκρεατίτιδα2,5.  
Αυξημένες  τιμές  του  δείκτη  έχουν  περι‐ CA 72‐4 
γραφεί  στο  20‐30%  των  ασθενών  με  Το  αντιγόνο  CA  72‐4  έχει  ΜΒ  >400‐
καρκινώματα  εντέρου  αρχικού  σταδίου  1.000 kDa και ορίζεται ως το ειδικό αντι‐
στο 75% επί μεταστατικής νόσου, στο 22‐ γόνο  έναντι  2  Mab  μονοκλωνικών  αντι‐
51%  των  ασθενών  με  ΗΚΚ  και  στο  40‐ σωμάτων:  του  CC  49  (2ης    γενεάς  μονο‐
60%  των  ασθενών  με  προχωρημένο  γα‐ κλωνικού  αντισώματος  έναντι  του  υψη‐
στρικό καρκίνωμα2.  λού  βαθμού  καθαρότητας  αντιγονικού 
Μη  κακοήθεις  καταστάσεις,  όπως  πα‐ καθοριστή  Tumour‐Assosiated‐Glycopro‐
γκρεατίτιδα,  αποφρακτικός  ίκτερος,  κίρ‐ tein ‐ TAG 72) και του Β 72.3, το οποίο εί‐
ρωση ήπατος, χρόνια ενεργός ηπατίτιδα,  ναι 1ης  γενιάς αντίστοιχο αντίσωμα. Το Β 
πρωτοπαθής  χολική  κίρρωση  και  κυστι‐ 72.3  προέρχεται  από  ανοσοποίηση  με 
κή  ίνωση,  μπορεί  να  συνοδεύονται  από  μεταστατικά  κύτταρα  μαστού  εμπλου‐
μικρή  έως  μέτρια  αύξηση  των  επιπέδων  τισμένα σε μεμβράνες, ενώ το CC 49 από 
του, τα οποία σπανιότατα ξεπερνούν τι‐ ανοσοποίηση  με  κεκαθαρμένο  TAG  72, 
μές  100  –  120  U/ml2.  Συνοπτικά  ο  ρόλος  ληφθέν από ξενομόσχευμα ανθρώπινου 
του CA 19‐9 αφορά κυρίως στην διάγνω‐ καρκινώματος του εντέρου.  
ση  και  παρακολούθηση  ασθενών  με  Αυξημένα επίπεδα του δείκτη CA 72‐4 
καρκίνωματα  παγκρέατος  και  πεπτικού  στον  ορό  έχουν  παρατηρηθεί  σε  ασθε‐
σωλήνα.  νείς  με  ποικίλλα  επιθηλιακά  καρκινώ‐
CA 50  ματα,  όπως  στομάχου,  ΜΜΚΠ,  ωοθη‐
Το  αντιγόνο  CA‐50  είναι  ο  άμεσος  πρό‐ κών, μαστού, παγκρέατος και ορθού. Το 
δρομος  του  CA  19‐9,  είναι  δηλαδή  το  CA 72‐4 εμφανίζει μεγαλύτερη ευαισθη‐
σιαλυλιωμένο  αντιγόνο  κατά  Lewis  με  σία (50%) και ειδικότητα (100%) σε ασθε‐
απούσα  την  φουκόζη.  Η  ιδιότης  αυτή  νείς με καρκίνωμα στομάχου έναντι των 
καθιστά  το  CA  50  ικανό  να  εκφράζεται  CEA και CA 19‐9. Η ευαισθησία της εξε‐
320 
τάσεως είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με  Πίνακα  16  παρουσιάζονται  οι  κυριώτε‐
μεταστατική νόσο. Το 24% των ασθενών  ρες κακοήθεις νόσοι οι οποίες μπορεί να 
με καρκίνωμα ωοθηκών  και το  36% των  προκαλέσουν  αυξημένες  τιμές  CA  125 
ασθενών με αδενοκαρκίνωμα πνεύμονα  του ορού2.  
έχουν υψηλές τιμές του δείκτη7d.  Λαμβάνοντας  υπ’όψιν  τα  παραπάνω 
 CA 125  δεδομένα,  το  αντιγόνο  CA  125  βρίσκει 
Το  CA  125  είναι  το  αντιγόνο  το  οποίο  την  σημαντικότερη  εφαρμογή  του:  α) 
αντιδρά  με  το  μονοκλωνικό  αντίσωμα  στην  διαφορική  διάγνωση  μεταξύ  καλο‐
OC  125,  προερχόμενο  από  ανοσοποίηση  ήθων  και  κακοήθων  ενδοπυελικών  μα‐
ποντικού  με  την  ανθρώπινη  κυτταρική  ζών,  κυρίως  στις  μετεμμηνοπαυσιακές 
σειρά  OVCA  433  ορώδους  κυσταδενο‐ γυναίκες,  β)  στην  παρακολούθηση  της 
καρκινώματος  ωοθηκών.  Η  φύση  του  ε‐ θεραπείας  του  επιθηλιακού  καρκινώμα‐
πίτοπου  αυτού  του  αντιγόνου  είναι  αμ‐ τος των ωοθηκών και γ) στην ανίχνευση 
φιλεγόμενη, φαίνεται να περιέχει σιαλι‐ υποτροπών.  Έχει  παρατηρηθεί  ότι  τιμές 
κό  οξύ  και  βρίσκεται  στην  επιφάνεια  του CA 125 >250 U/ml προ της χημειοθε‐
μιας γλυκοπρωτεΐνης ΜΒ 200‐250 kDa.  ραπείας  είναι  ενδεικτικές  κακής  προ‐
Το  CA  125  είναι  αντιγόνο  διαφορο‐ γνώσεως. 
ποιήσεως  εκφράζεται  στην  αρχέγονη  Η  αξία  του  δείκτη  έγκειται  στις  περι‐
εμβρυϊκή  σπλαχνική  κοιλότητα  και  σε  πτώσεις  θετικότητάς  του,  δεδομένου  ότι 
δομές ενηλίκων προερχόμενες εξ αυτής,  αρνητική  τιμή  του,  δεν  μπορεί  να  απο‐
μεταξύ  των  οποίων  η  αναπνευστική  ο‐ κλείσει την κακοήθεια5,11,12,57,113,124c,129‐133. 
δός, το περικάρδιο, ο υπεζωκότας, το πε‐ Σημαντικός  αριθμός  μελετών  δείχνει 
ριτόναιο  και  τα  επιθήλια  του  ενδοτρα‐ την  προγνωστική  αξία  του  βαθμού 
χήλου,  της  κοιλότητας  της  μήτρας  και  μειώσεως  του  CA  125  ορού,  μετά  από 
των σαλπίγγων, όχι όμως των ωοθηκών  ογκομειωτική  εγχείρηση  ή  κατά  την 
εμβρύου ή ενηλίκου γυναικός. Ο χρόνος  διάρκεια της χημειοθεραπείας121. 
ημισείας  ζωής  του  δείκτη  είναι  4.5  ημέ‐ Σε  πρόσφατη  μελέτη  επί  18748  υγιών, 
ρες.  Το  CA  125  εκτός  του  ορού,  ευρίσκε‐ μετεμμηνοπαυσιακών  γυναικών132,  με 
ται  φυσιολογικά  σε  αρκετά  βιολογικά  σκοπό  τον  εντοπισμό  δεδομένων  μαζι‐
υγρά,  όπως  το  γάλα,  το  σπερματικό  υ‐ κού  προληπτικού  πληθυσμιακού  ελέγ‐
γρό,  το  αμνιακό  υγρό  και  η  τραχηλική  χου,  αξιολογήσιμων  σε  αλγόριθμους, 
βλέννη.  Επίσης  τα  επίπεδα  του  CA  125  παρατηρήθηκαν τα εξής:  
στον  ορό  μπορούν  να  αυξηθούν  σε  φυ‐ 1. Τα επίπεδα του CA 125 είναι σημαντι‐
σιολογικές  καταστάσεις,  όπως  στην  έμ‐ κά  χαμηλότερα  σε  γυναίκες  μετά  υστε‐
μηνο  ρύση  και  το  1ο  τρίμηνο  της  εγκυ‐ ρεκτομή. 
μοσύνης.   2.  Υπάρχει  σημαντική  αύξηση  των  επι‐
Τα  όργανα  αναπαραγωγής  καθώς  και  πέδων του δείκτη σε γυναίκες με ιστορι‐
τα εξ αυτών μεσοθηλιακά κύτταρα μπο‐ κό κακοήθειας, γενικά. 
ρούν  να  παράγουν  αυξημένα  ποσά  CA  3.  Το  ύψος  των  συγκεντρώσεων  του  CA 
125 επί καλόηθων νοσημάτων, όπως εν‐ 125  εμφανίζει  υψηλή  συσχέτιση  με  τη 
δομητρίωση,  σαλπιγγίτιδα,  φυματίωση,  φυλετική καταγωγή (Καυκάσιες: 6.0‐41.0 
πλευρίτιδα,  περικαρδίτιδα,  ασκίτις,  κίρ‐ U/ml, Ασιάτισσες: 5.9‐33.3 U/ml, Αφρικα‐
ρωση,  νεφρική  ανεπάρκεια124b,124c.  Στον  νίδες: 4.0‐26.0 U/ml). 
321 
4.  Η  ηλικία  ενάρξεως  της  εμμήνου  ρύ‐ τασκευάστρια  εταιρεία  του  kit  και  την 
σεως, της εμμηνοπαύσεως και το ιστορι‐ γενιά του μηχανήματος, ώστε πχ η ανο‐
κό κύστεων στις ωοθήκες σχετίζονται με  σοανάλυση  CA  125  με  μηχάνημα  2ας 
τα επιπέδα του CA 125.   γενεάς  της  εταιρείας  Centocor  παρέχει 
5.  Υπάρχει  μεγάλη  διακύμανση  στις  τι‐ αποτελέσματα  κατά  αρκετές  μονάδες 
μές  του  CA  125  η  οποία  σχετίζεται  με  υψηλότερα  από  τα  αντίστοιχα  μηχανή‐
τον  τύπο  της  ανοσοαναλύσεως,  την  κα‐ ματος 1ης γενιάς της ίδιας εταιρείας. 
Πίνακας 16. Κακοήθεις νόσοι δυνάμενες να προκαλέσουν αύξηση των τιμών CA 125 του ορού 
Νόσος  Συχνότητα (%) 
Μη βλεννώδη καρκινώματα ωοθήκης  85% 
Καρκινώματα εκ του Φαλλοπιανού πόρου  100% 
Αδενοκαρκινώματα του τραχήλου μήτρας  83% 
Αδενοκαρκινώματα του ενδομητρίου  50% 
Τροφοβλαστικοί όγκοι  45% 
Πλακώδη καρκινώματα αιδοίου, τραχήλου της μήτρας   <15% 
Μη μικροκυτταρικά καρκινώματα του πνεύμονα*  45% 
Κακοήθεις όγκοι του λεμφικού**  34% 
Κακοήθη εξιδρωματικά υγρά  Άλλοτε άλλα ποσοστά 
*  = Συσχετίζεται με το στάδιο της νόσου127 
** = Συνήθης η αύξηση επί συμμετοχής του περιτοναίου, του υπεζωκότα ή του περικαρδίου128 
 

Ενδιαφέρουσα είναι πρόσφατη μελέτη  σμένα  στις  παραπάνω  εξετάσεις  βελ‐


μαζικού  προληπτικού  πληθυσμιακού  τιώνουν  την  επιβίωση  των  γυναικών, 
ελέγχου  σε  5550  γυναίκες  στην  οποία  αλλά  είναι  αμφίβολο  εάν  μειώνουν  την 
επιβεβαιώθηκε  η  ύπαρξη  σημαντικού  θνησιμότητα από την νόσο. Η εισαγωγή 
κινδύνου  για  κακοήθη  νόσο  εκτός  καρ‐ και  η  ευρεία  χρήση  πρωτεομικής  τεχνο‐
κινώματος  των  ωοθηκών,  σε  γυναίκες  λογίας  σε  προγράμματα  μαζικού  προ‐
με υψηλή τιμή CA 125, με πιθανότερα τα  ληπτικού  πληθυσμιακού  ελέγχου,  ελπί‐
καρκινώματα μαστού και πνεύμονα133.  ζεται  ότι  θα  βελτιώσει  τα  αντίστοιχα 
Μολονότι  υπάρχουν  πολλές  θετικές  αποτελέσματα135. 
ενδείξεις  για  την  χρησιμότητα  του  CA  Δεδομένης  της  ελλείψεως  ριζικής  θε‐
125  ορού  στην  διάγνωση  του  καρκινώ‐ ραπείας  σε  φάσεις  υποτροπής  του  καρ‐
ματος των ωοθηκών, το AJCC με ισχυρή  κινώματος  των  ωοθηκών,  δεν  υπάρχει 
επιχειρηματολογία  δεν  το  χρησιμοποιεί  απολύτως αποδεκτή θέση για το εάν και 
στο  σταδιοποιητικό  σύστημα  της  νόσου  πόσο συχνά πρέπει να προσδιορίζεται το 
(134).  CA  125  στον  ορό  των  συγκεκριμένων 
Προοπτικές  μελέτες  κατέληξαν  ότι  ο  γυναικών. Σύμφωνα με τις κατευθυντή‐
συνδυασμός  διακολπικού  υπερηχογρα‐ ριες  οδηγίες  της  SOR  εφόσον  υπάρχει 
φήματος  και  CA  125  ορού  μπορεί  να  αύξηση  προηγούμενα  φυσιολογικής  τι‐
βοηθήσει  στην  ανίχνευση  σημαντικού  μής  του  δείκτου,  αυτός  πρέπει  να  επα‐
αριθμού  προκλινικών  καρκινωμάτων  ναλαμβάνεται  σε  2‐3  εβδομάδες,  ώστε 
ωοθηκών.  Εξάλλου  προκαταρκτικά  α‐ να γίνεται δυνατός ο προσδιορισμός του 
ποτελέσματα  δείχνουν  ότι  πρωτόκολλα  χρόνου  διπλασιασμού  των  νεοπλασμα‐
μαζικού  πληθυσμιακού  ελέγχου  βασι‐ τικών  κυττάρων.  Σε  κάθε  περίπτωση 

322 
πρέπει  να  συνεκτιμώνται  οι  τιμές  του  νόσου.  Εντούτοις  πρέπει  να  σημειωθεί 
CA  125  με  τα  αποτελέσματα  της  αξονι‐ ότι  η  ραδιοανοσολογική  ανίχνευση  του 
κής  τομογραφίας.  Υπενθυμίζεται  ότι  σε  OVX‐1  εξαρτάται  σε  σημαντικό  βαθμό 
σημαντικό  ποσοστό  ασθενών,  η  υπο‐ από  τον  τρόπο  της  αιμοληψίας135,136.  Το 
τροπή  της  νόσου  δεν  συνδυάζεται  με  lysophosphatidic  οξύ  χρησιμοποιείται 
αύξηση του δείκτου14,57,118.  για  την  διάκριση  ασθενών  με  καρκίνω‐
Επειδή στο 20%‐50% των περιπτώσεων  μα ωοθηκών από φυσιολογικά άτομα με 
γυναικών με καρκίνωμα ωοθηκών αρχι‐ άλλοτε άλλη επιτυχία137.   
κών  σταδίων  οι  τιμές  του  CA  125  ορού  Στον  πίνακα  17  δίδονται  οι  κατευ‐
είναι  φυσιολογικές,  χρησιμοποιούνται  θυντήριες  οδηγίες  διαφόρων  γνωστών 
βοηθητικοί  δείκτες  για  την  τεκμηρίωση  επιστημονικών  ομάδων,  σχετικά  με 
της  νόσου,  μεταξύ  των  οποίων  το  CEA,  τις  ενδείξεις  χρήσεως  των  δεικτών  ο‐
το  CA  19.9,  ο  OVX‐1  και  ο  macrophage  ρού CA125, CEA, CA19.9, AFP και hCG 
colony‐stimulating factor. Το CA 19.9 βρί‐ σε  ασθενείς  με  καρκινώματα  ωοθη‐
σκεται αυξημένο σε βλεννώδη καρκινώ‐ κών 57. 
ματα  ωοθήκης  ενώ  το  CEA  ορού  είναι  5. ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΒΛΕΝΝΙΝΗΣ MUC1 
αυξημένο στο 7%‐37% των περιπτώσεων  Η  βλεννίνη  MUC1  είναι  προϊόν  του 
της  νόσου.  Σε  μελέτες  βρέθηκε  ότι  ο  γονιδίου  MUC1  και  στην  βιβλιογραφία 
OVX‐1 και ο M‐CSF (Macrophage Colony‐ φέρεται και ως PEM (polymorphic epithe‐
Stimulating  Factor)  ήταν  αυξημένοι  σε  lial  protein),  EMA  (Epithelial  Membrane 
γυναίκες  με  καρκίνωμα  ωοθηκών  στα‐ Antigen) ή επισαλίνη. Η βλεννίνη MUC1 
δίου  Ι  οι  οποίες  είχαν  φυσιολογικό  CA  είναι  μία  διαμεμβρανική  γλυκοπρωτεΐ‐
125  ορού  και  ήδη  οι  δείκτες  θεωρούνται  νη. 
ως υποβοηθητικοί για την διάγνωση της 
Πίνακας 17. Περίληψη ενδείξεων χρήσεων δεικτών ορού CA125, CEA, CA19.9, AFP και HCG σε ασθενείς 
με καρκινώματα ωοθηκών 
CA125 για  ACBI  AJCC  EGTM  ESMO  NACB  SOR 
Screening  Όχι    Όχι*  Όχι  Όχι^  Όχι 
Διάγνωση  Όχι*    Όχι*  Όχι  Όχι*  Ναι 
Πρόβλεψη/ Πρόγνωση    Όχι  Όχι  Όχι  Όχι  Ναι 
Ανίχνευση υποτροπής  Ναι    Ναι  Ναι  Ναι  Ναι 
Παρακολούθηση της θεραπείας  Ναι    Όχι  Ναι  Ναι  Ναι 
CEA ή CA19.9 εφόσον το CA125            Ναι 
δεν είναι αυξημένο κατά την 
διάγνωση 
AFP και hCG για αποκλεισμό            Ναι 
ΚΕΓΚ σε νέες γυναίκες 
Όχι= δεν συνιστάται, Ναι= συνιστάται 
ACBI=  Association  of  Clinical  Biochemists  in  Ireland,  AJCC=  American  Joint  Committee  on  Cancer,  EGTM= 
European Group on Tumour Markers, ESMO= European Society of Medical Oncology, NACB= National Acad‐
emy  of  Clinical  Biochemistry,  SOR=  Standards,  Options  and  Recommendations  for  tumor  markers,  ΚΕΓΚ= 
Καρκίνωμα εκ γεννητικώ κυττάρων 
* = Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, μπορεί να είναι χρήσιμο στην διαφορική διάγνωση καλοήθων από 
κακοήθεις μάζες της ελάσσονος πυέλου 
^  =  Σε  συνδυασμό  με  διακολπικό  υπερηχογράφημα  το  CA125  μπορεί  να  είναι  χρήσιμο  στην  πρώιμη  διά‐
γνωση καρκινώματος ωοθηκών σε γυναίκες με σύνδρομο κληρονομικού καρκινώματος ωοθηκών 
 

323 
Πίνακας 18. Καρκίνος ωοθηκών –Ταξινόμηση 
Επιθηλιακού τύπου (~95%)  Εκ σπερμοκυττάρων (~1%)  Στρωματικοί όγκοι 
Εκ κοκκιωδών κυττάρων, 
Εκ κυττάρων Sertoli/Leydig 
1. ορώδες  1. χοριοκαρκίνωμα   Inhibins 
     CA 125      (ή χοριοεπιθηλίωμα)      Activins  
    50‐60%      HCG  FSH, LH 
2. βλεννώδες   2. λεκιθικού ασκού  
     TATI , CEA      AFP 
     ~10%   
3. ενδομητροειδές,   3. εμβρυονικό καρκίνωμα  
clear‐cell,       πολυεμβρύωμα    
αδιαφοροποίητο αδενοCA     + ‐ AFP/ + HCG 
CEA , TPS  4. εμβρυονικό τεράτωμα, 
25‐35%       αδιαφοροποίητο δυσγερμίνωμα  
    ( ‐ ) 
 

Παρόλον  ότι  ο  πρωτεϊνικός  πυρήνας  στού,  κυριότερος  εκπρόσωπος  είναι  το 


της  MUC1  είναι  ίδιος  σε  διαφορετικούς  αντιγόνο  CA 15‐3. Στην ομάδα αυτή συ‐
ιστούς,  ο  βαθμός  γλυκοζυλιώσεως  ποι‐ γκαταλέγονται  επίσης  και  τα  MCA,  CA 
κίλλει. Στα αδενικά επιθηλιακά κύτταρα  27.29  (αναφέρεται  και  ως    BR  27.29  ή  B 
του μαστού η MUC1 εμφανίζεται με ΜΒ  27.29),  MSA,  CA  549,  BR‐MA,  HMFG‐
250‐500  kDa  και  περιέχει  ~50%  υδατάν‐ 1(human  milk‐fat  globule),  CA  M26,  CA 
θρακες. Οι διαφορές στην γλυκοζυλίωση  M29 και CA M382,7c,10,138‐141. 
αποδίδονται στα επίπεδα δραστικότητας  CA 15‐3 
των  γλυκοσυλοτρανσφερασών  και  των  Το  CA  15‐3  είναι  γλυκοπρωτεΐνη  με‐
γλυκοσιδασών  στους  διάφορους  ιστούς.  γάλου μοριακού βάρους  της κατηγορίας 
Η  φυσιολογική  λειτουργία  των  βλεννι‐ των  βλεννινών,  συντίθεται  από  τα  κύτ‐
νών αυτών πιθανότατα είναι η κυτταρι‐ ταρα μαστού σε γαλοχία και ορίζεται ως 
κή  προστασία  και  λίπανση  και  ενδεχο‐ το  αντιγόνο  το  οποίο  αναγνωρίζουν  τα 
μένως  η  συμβολή  τους  στην  κυτταρική  μονοκλωνικά  αντισώματα  115  D8  (ένα‐
προσκόλληση.  ντι  κλάσματος  εμπλουτισμένου  σε  μεμ‐
Κατά την κακοήθη κυτταρική εκτροπή  βράνες HMFG) και DF3 (έναντι κλάσμα‐
προκαλείται:   τος  εμπλουτισμένου  σε  μεμβράνες  από 
1.  απώλεια  της  πολικότητας  του  κυττά‐ κύτταρα  μεταστατικού  καρκινώματος 
ρου,  με  συνέπεια  η  έκφραση  της  MUC1  του μαστού). Προς το παρόν έχει ταυτο‐
παύει να περιορίζεται στα κορυφαία ση‐ ποιηθεί  μόνον  ο  αντιγονικός  επίτοπος 
μεία της επιφανείας του και εκφράζεται  με τον οποίο αντιδρά το  DF3 και βρέθη‐
σε  όλη  την  επιφάνεια  της  κυτταρικής  κε  ότι  είναι  η  αμινοξική  αλληλουχία 
μεμβράνης  (υπερέκφραση),  από  εκεί  δε  TRPAPGS  της  επαναληπτικής  αλληλου‐
μεταφέρεται στην κυκλοφορία,   χίας  του  πρωτεινικού  πυρήνα  της 
2.  εκτροπή  της  γλυκοζυλιώσεως  του  μο‐ MUC1140.  
ρίου και   Έχει βρεθεί ότι η συγκέντρωση του CA 
3. παρουσίαση κρυμμένων επιτόπων.  15‐3  στον  ορό  υγιών  ατόμων  είναι  <25 
Μεταξύ  των  αντιγόνων  τα  οποία  σχε‐ U/ml  και  <30  U/ml  στο  94.5  %  και  στο 
τίζονται με την βλεννίνη  MUC1 του μα‐ 99% του πληθυσμού αντιστοίχως και δεν 

324 
διαφέρει  μεταξύ  ανδρών  και  γυναικών.  σε  ασθενείς  με  καρκίνωμα  πνεύμονα, 
Σε  μία  μελέτη,  η  οποία  δεν  επιβεβαιώ‐ παχέος  εντέρου  ‐  ορθού,  παγκρέατος, 
θηκε,  οι  μετεμμηνοπαυσιακές  γυναίκες  προστάτη και ωοθηκών141.  
εμφάνιζαν  υψηλότερες  τιμές  του  δείκτη  MCA ΚΑΙ CA 27.29  
(142).  Το  MCA  ορίζεται  ως  το  αντιγόνο,  το 
Σε  ασθενείς  με  καρκίνωμα  μαστού,  οι  οποίο  αντιδρά  με  3  μονοκλωνικά  Mab 
συγκεντρώσεις  του  CA  15‐3  στον  ορό  αντισώματα, το b12 έναντι ενός πεπτιδι‐
συσχετίζονται  θετικά  με  το  στάδιο  της  κού  αντιγονικού  καθοριστή  και  τα  b8, 
νόσου  ή  το  μέγεθος  του  πρωτοπαθούς  b15  έναντι  γλυκοπρωτεϊνικών  καθορι‐
όγκου.  Ενώ  μικρό  ποσοστό  ασθενών  με  στών7c.  
καρκίνωμα  μαστού  και  τοπική  υποτρο‐ Το CA 27.29 αντιδρά με το μονοκλωνι‐
πή  εμφανίζει  υψηλές  τιμές  του  CA  15‐3  κό  αντίσωμα  Β  27.29,  του  οποίου  ο  αντι‐
στον  ορό,  το  70%  με  απομακρυσμένες  γονικός  καθοριστής  έχει  ταυτοποιηθεί 
μεταστάσεις εμφανίζει υψηλές τιμές του  ότι  είναι  η  αμινοξική  αλληλουχία 
δείκτη.  Λόγω  της  χαμηλής  ευαισθησίας  DTRPAP  της  επαναληπτικής  αλληλου‐
και ειδικότητας του CA 15‐3, δεν προτεί‐ χίας  του  πρωτεϊνικού  πυρήνα  της 
νεται  για  μαζικούς  προληπτικούς  πλη‐ MUC1139.  
θυσμιακούς  ελέγχους,  διάγνωση  και  Οι δείκτες αυτοί είναι μετά το CA 15‐3, 
πρόγνωση  του  καρκiνώματος  του  μα‐ οι  γνωστότεροι  της  οικογενείας  των 
στού,  παρά  μόνο  για  παρακολούθηση  βλεννινών  MUC1  και  ο  προσδιορισμός 
της θεραπείας και της εμφανίσεως υπο‐ τους εφαρμόζεται στην παρακολούθηση 
τροπών11,141.   ασθενών  με  καρκίνωμα  του  μαστού  με 
Με  μαθηματικά  πρότυπα  υπολογίζε‐ αποτελέσματα  παρόμοια  με  εκείνα  του 
ται ότι πτώση αρχικών τιμών του CA 15‐ CA 15‐3 11,140. 
3  μεγαλύτερη  του  33%,  η  οποία  επιτυγ‐ Αύξηση  του  MCA  παρατηρείται  και 
χάνεται  με  εγχείρηση,  είναι  ανεξάρτη‐ επί καρκινώματος ωοθηκών, μήτρας και 
τος  προγνωστικός  παράγοντας  πολύ  σε  ασθενείς  με  προχωρημένο  καρκίνω‐
σημαντικός  (p<0.001),  για  μειωμένο  κίν‐ μα πνεύμονα και ορθού. Σε μη κακοήθη 
δυνο  υποτροπής  της  νόσου.  Με  ανάλο‐ νοσήματα, αύξηση του MCA παρατηρεί‐
γους  υπολογισμούς  αποδείχθηκε  ότι  η  ται  σε  ασθενείς  με  αυτοάνοσα  νοσήμα‐
πιθανότητα  5ετούς  ελευθέρου  νόσου  τα,  κίρρωση  ήπατος,  χρόνια  νοσήματα 
διαστήματος  μετά  ριζική  εγχείρηση,  α‐ του  πνεύμονα  και  στο  3ο  τρίμηνο  της  ε‐
φορά στο 44% και στο 65% των γυναικών  γκυμοσύνης16β,143.  
με  αρχικές  αυξημένες  και  φυσιολογικές  Έχει βρεθεί ότι το MCA υπερεκφράζε‐
(p<0,001) τιμές του δείκτη2.  ται  στον  μαστικό  αδένα  κατά  την  προε‐
Έχει παρατηρηθεί αύξηση του CA 15‐3  τοιμασία του για την γαλουχία, εκτός δε 
στον ορό ασθενών με καλοήθη νοσήμα‐ από την έντονη αυξησή του στον ορό της 
τα  του  μαστού,  αλλά  και  σε  άλλα  μη  εγκύου,  ευρίσκεται  και  στο  αμνιακό  υ‐
κακοήθη  νοσήματα,  όπως  οξεία  ηπατί‐ γρό.  Μετά  τον  τοκετό  ανευρίσκεται  στο 
τιδα, χρονία ενεργός ηπατίτιδα, κίρρωση  γάλα,  ενώ  η  συγκέντρωσή  του  στον  ορό 
ήπατος,  σαρκοείδωση,  φυματίωση  και  της  μητέρας  επανέρχεται  στο  φυσιολο‐
ερυθηματώδης  λύκος.  Επίσης  έχουν  πα‐ γικό  εντός  διμήνου.  Αύξηση  του  MCA 
ρατηρηθεί αυξημένα επίπεδα του δείκτη  παρατηρείται  αυξανομένης  της  ηλικίας 
325 
με την ηλικία και σε ασθενείς με νεφρι‐ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΪΝΗΣ ΟΡΟΥ 
κή ανεπάρκεια7c.  C‐ERB‐2 
Αύξηση  των  επιπέδων  του  CA  27.29  Είναι  γνωστός  ο  προγνωστικός  ρόλος 
στον ορό μπορεί επίσης να παρατηρηθεί  της πρωτεΐνης c‐erbB‐2 (HER‐2/neu) όταν 
σε  καρκινώματα  εντέρου,  στομάχου,  νε‐ βρίσκεται σε βιοπτικό υλικό ασθενών με 
φρού, πνεύμονα, ωοθηκών, παγκρέατος,  κακοήθη  νεοπλάσματα147.  Το  γονίδιο  c‐
ήπατος και μήτρας. Σε μη κακοήθεις νό‐ erbB‐2  κωδικοποιεί  για  την  αντίστοιχη 
σους αύξηση του CA 27.29 παρατηρείται  185‐kDa πρωτεΐνη, η οποία έχει εκφράζει 
στο  1ο  τρίμηνο  της  εγκυμοσύνης,  ενδο‐ ενδοκυτταρική,  εξωκυτταρική  και 
μητρίωση,  κύστες  ωοθηκών,  καλοήθεις  διαμεμβρανική  δραστηριότητα.  Η 
νόσων  μαστού,  νόσων  των  νεφρών  και  πρωτεΐνη  c‐erbB‐2  υπερεκφράζεται  σε 
του ήπατος144.  περίπου  20%‐30%  των  κακοήθων  νεο‐
Πολλές  μελέτες  κατέληξαν  ότι  το  CA  πλασμάτων  του  μαστού  και  χρησιμεύει 
15.3 και το CA 27.29 αποτελούν τους κα‐ στην  μετεγχειρητική  παρακολούθηση 
λύτερους  δείκτες  για  παρακολούθηση  των  ασθενών,  ως  ανεξάρτητος 
του καρκινώματος του μαστού, μολονότι  προβλεπτικός  δείκτης  μελλοντικής 
έχουν  μικρή  ευαισθησία  στα  αρχικά  υποτροπής
Σε  πρόσφατα 
148.  δημοσιευθείσα  εργασία, 
στάδια  της  νόσου,  γενικώς  χαμηλή  ειδι‐ αποδείχθηκε  θετική  συσχέτιση  των  τι‐
κότητα,  ενώ δεν  υπάρχει  σαφής  απόδει‐ μών ορού των πρωτεϊνών HER‐2/neu και 
ξη  οφέλους  στην  επιβίωση  ασθενών  με  YKL‐40  (human  cartilage  glycoprotein  39) 
καρκίνωμα  μαστού,  οι  οποίοι  παρακο‐ με καρκίνωμα μαστού και προχωρημένα 
λουθούνται  στενά  με  προσδιορισμό  των  στάδια της νόσου149.  
συγκεκριμένων  δεικτών.  Για  τους  λό‐ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ 
γους  αυτούς  δεν  συνιστώνται  σε  προ‐ ΟΡΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ 
γράμματα  μαζικού  πληθυσμιακού  ε‐ ΜΑΣΤΟΥ 
λέγχου ή για να τεθεί η διάγνωση και να  Σε  μελέτη  γυναικών  με  καρκίνωμα 
σταδιεκτιμηθούν  ασθενείς  με  καρκινώ‐ του  μαστού150,  έγινε  προσπάθεια  συσχε‐
ματα μαστού121.  τίσεως των κυκλοφορουσών ορμονών με 
Το FDA έκανε δεκτά το CA 15.3 και το  τους δείκτες ορού της νόσου και βρέθηκε 
CA 27.29 στην παρακολούθηση ασθενών  ότι: 
με  προχωρημένο  καρκίνωμα  μαστού,  Σε  προεμμηνοπαυσιακές  γυναίκες  τα 
μολονότι  η  κλινική  τους  σημασία  είναι  υψηλά  επίπεδα  γοναδοτροπινών  σχετί‐
περιορισμένη.  Είναι  ενδιαφέρον  ότι  οι  ζονταν  ευθέως  με  υπερέκφραση  του  c‐
οδηγίες  της  ASCO  αναφέρουν  ότι  μολο‐ erb‐B2  στον  όγκο  (p=0,02  και  p=0,05  για 
νότι  οι  δείκτες  CA  15.3  και  CA  27.29  δεν  FSH και LH αντιστοίχως). 
συνιστώνται  για  την  εκτίμηση  της  α‐ Υψηλά  επίπεδα  οιστραδιόλης  συνδέο‐
νταποκρίσεως  ασθενών  στην  θεραπεία,  νται  αντιστρόφως  (p=0.009)  με  την  έκ‐
μπορούν  να  χρησιμοποιούνται  για  την  φραση  του  δείκτου  Ki67  ανεξαρτήτως 
τεκμηρίωση  αποτυχίας  της  θεραπευτι‐ της  εμμηνορυσιακής  καταστάσεως  των 
κής αγωγής, όταν τα υπόλοιπα στοιχεία  γυναικών.  Σε  μετεμμηνοπαυσιακές  γυ‐
δεν  καταλήγουν  σε  σαφές  αποτέλε‐ ναίκες  τα  υψηλά  επίπεδα  οιστραδιόλης 
σμα100101145,146.  συνδέονται αντιστρόφως (p=0,03) με την 
έκφραση  του  c‐erb‐B2  και  τα  υψηλά  επί‐
326 
πεδα  προγεστερόνης  αντιστρόφως  χουν  δύο  όξινες  (τύπος  Ι)  και  δύο  βα‐
(p=0,05) με την έκφραση του Ki67.  σικές  (τύπος  ΙΙ)  κερατίνες.  Οι  συνδυα‐
Τα  επίπεδα  FSH  συνδέονται  αντιστρό‐ σμοί αυτοί είναι ειδικοί για κάθε τύπο 
φως (p=0,02) με τις τιμές του CΕA ορού.  επιθηλίου,  αναλόγως  του  εντοπισμού 
Στον  πίνακα  19  δίδονται  οι  κατευ‐ του,  δηλαδή  εξαρτώνται  από  τη  δια‐
θυντήριες  οδηγίες  διαφόρων  γνωστών  φοροποίηση  των  κυττάρων.  Κατά  την 
επιστημονικών ομάδων σχετικά με τις  κακοήθη  εξαλλαγή  τους,  τα  επιθήλια 
ενδείξεις  χρήσεως  των  δεικτών  ορού  διατηρούν  τον  αρχικό  συνδυασμό  των 
CEA, CA15‐3 ή BR27.29 σε ασθενείς με  κυτταροκερατινών τους. 
καρκινώματα μαστού 57.  Από τις μέχρι σήμερα 25 χαρακτηρι‐
6. ΚΥΤΤΑΡΟΚΕΡΑΤΙΝΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ  σμένες  CK,  οι  CK8,  CK18  και  CK19  εί‐
Οι  κυτταροκερατίνες  (CK)  είναι  ναι  οι  κυρίως  απαντώμενες  σε  καρκι‐
πρωτεΐνες  των  ενδιάμεσων  νηματίων  νώματα.  Στο  αίμα  κυκλοφορούν  υπό 
των επιθηλιακών κυττάρων και έχουν  την μορφή διαλυτών, μερικώς αποικο‐
σημαντικό  ρόλο  στην  αρτιότητά  τους.  δομημένων  συμπλόκων,  μετά  από 
Χαρακτηριστικά  των  κυτταροκερατι‐ πρωτεόλυση  και  με  τη  μορφή  αυτή 
νών είναι η ετερογένεια της αλληλου‐ χρησιμεύουν σαν δείκτες καρκίνου. Οι 
χίας τους και ο σχηματισμός τετραμε‐ κυριότεροι κυτταροκερατινικοί δείκτες 
ρών  ετεροπολυμερών,  τα  οποία  περιέ‐ είναι οι: TPA, TPS και CYFRA 21.1. 
Πίνακας 19. Περίληψη ενδείξεων χρήσεως δεικτών ορού CEA, CA15‐3 ή BR27.29 σεασθενείς 
με καρκίνωμα μαστού 
CA15‐3 ή BR27.29 για  ACBI  AJCC  EAU  EGTM  NACB  SIGN 
Screening      Όχι  Όχι  Όχι  Όχι 
Διάγνωση      Όχι  Όχι  Όχι  Όχι 
Πρόβλεψη/ Πρόγνωση    Όχι  Όχι  Όχι  Όχι  Όχι 
Παρακολούθηση της θεραπείας  Ναι    Όχι*  Ναι  Ναι  Ναι 
CEA για             
Screening      Όχι  Όχι  Όχι  Όχι 
Διάγνωση      Όχι  Όχι**  Όχι  Ναι^ 
Πρόβλεψη/ Πρόγνωση    Ναι  Ναι  Όχι  Ναι  Ναι^ 
Παρακολούθηση της θεραπείας      Όχι+  Ναι  Ναι^^  Ναι^ 
Όχι= δεν συνιστάται, Ναι= συνιστάται. 
ACBI= Association of Clinical Biochemists in Ireland, AJCC= American Joint Committee on Cancer, 
EAU=  European  Association  of  Urology,  EGTM=  European  Group  on  Tumour  Markers,  ESMO= 
European Society of Medical Oncology, NACB= National Academy of Clinical Biochemistry, SIGN= 
Scottish Intercollegiate Guidelines Network. 
* = Επί απουσίας εύκολα μετρήσιμης νόσου, η αύξηση των CA15‐3 ή BR27.29, μπορεί να είναι 
χρήσιμη  στην  ταυτοποίηση  αποτυχίας  της  θεραπείας,  **  =  Πιθανόν  να  είναι  χρήσιμα 
στην  πρώιμη  διάγνωση  απομακρυσμένων  μεταστάσεων,  ^  =  Μόνον  εφόσον  υπάρχει  αύ‐
ξηση του CEA, αλλά όχι του CA15‐3, ^^ = Για πρώιμη διάγνωση σε ασθενείς οι οποίοι εί‐
ναι ελεύθεροι νόσου και είχαν αντιμετωπισθεί σε προγενέστερο χρόνο για καρκινώματα 
σταδίου  ΙΙ  ή  ΙΙΙ,  +  =  Επί  απουσίας  εύκολα  μετρήσιμης  νόσου,  η  αύξηση  του  CEA  μπορεί  να 
συμβάλλει στην απόδειξη αστοχίας της θεραπείας  
 

327 
Σημαντική  δυσκολία  στην  ευρεία  προ θεραπείας σε ασθενείς με ΜΜΚΠ, 
χρήση αυτών των δεικτών σε κακοήθη  συνιστούν  ανεξάρτητο  προγνωστικό 
νεοπλάσματα  είναι  η  μεγάλη  ευαι‐ παράγοντα  κακής  τελικής  εκβάσε‐
σθησία  τους  σε  αρκετά  καλοήθη  νο‐ ως127. 
σήματα  και  σε  φλεγμονώδεις  κατα‐ Σύμφωνα  με  πρόσφατα  στοιχεία,  ο 
στάσεις όπως η ηπατίτιδα και η νόσος  δείκτης  CYFRA  21.1  (Cytokeratin 
του Crohn.  FRAgment)  θεωρείται  δείκτης  πρώτης 
Θεωρείται ότι οι δείκτες TPA και TPS  επιλογής  σε  μη  μικροκυτταρικό  καρ‐
(TPA:  πολυπεπτιδικό  αντιγόνο  ιστών,  κίνο  πνεύμονα  και  βοηθά  τον  κλινικό 
TPS:  ειδικό  πολυπεπτιδικό  αντιγόνο  στην εκτίμηση των ασθενών πριν από 
ιστών)  αποτελούν  δείκτες  κυτταρικού  την  θεραπεία,  στην  παρακολούθηση 
πολλαπλασιασμού  (proliferation  mar‐ και  την  πρόγνωση  των  ασθενών 127. 
kers).  Η  κύρια  διαφορά  μεταξύ  τους  Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  η  CK19  (η  ο‐
είναι η αντιγονικότητα. Το TPA διαθέ‐ ποία  ανιχνεύει  το  CYFRA  21.1)  υπε‐
τει  35  επίτοπους,  μόνο  δύο  εκ  των  ο‐ ρεκφράζεται  σε  όλους  τους  ιστολογι‐
ποίων  σχετίζονται  με  την  αυξητική  κούς  υποτύπους  καρκινώματος  πνεύ‐
και  μιτωτική  δραστηριότητα  των  κυτ‐ μονα.  Ο  συνδυασμός  CYFRA  21.1  και 
τάρων και εξ αυτών, μόνον ο επίτοπος  TPA  αυξάνει  σημαντικά  την  ευαισθη‐
Μ 3  χαρακτηρίζει  το  TPS.  Η  εξέταση  σία  για  το  καρκίνωμα  του  πνεύμονα 
ΤΡΑ  χρησιμοποιεί  πολυκλωνικό  αντί‐ εκ  μεγάλων  κυττάρων.  Επισημαίνεται 
σωμα και η εξέταση για το  TPS, μονο‐ ότι κανένας κυτταροκερατινικός δείκτης 
κλωνικό.  Το  ΤΡΑ  και  το  TPS  θεωρού‐ δεν μπορεί να υποκαταστήσει άλλον και 
νται  χρήσιμοι  δείκτες  στην  παρακο‐ πρέπει  να  χρησιμοποιούνται  συνδυα‐
λούθηση  της  θεραπευτικής  αγωγής  σμένα 155‐159.  
ενός  κακοήθου  νοσήματος  και  την  έ‐ ΑΝΑΣΤΟΛΕΑΣ ΘΡΥΨΙΝΗΣ ΣΧΕΤΙ‐
γκαιρη  αναγνώριση  υποτροπών  και  ΖΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΟΓΚΟ TATI –TUMOUR 
μεταστάσεων.  –ASSOCIATED TRYPSIN INHIBITOR 
Στα  πλαίσια  αυτά  ή  πλέον  εντυπω‐ Ο  δείκτης  TATI  απομονώθηκε  αρχικά 
σιακή  εφαρμογή  του  ΤΡΑ  είναι  το  από  τα  ούρα  ασθενούς  με  καρκίνωμα 
καρκίνωμα  εκ  μεταβατικού  επιθηλίου  ωοθηκών, είναι ισχυρός αναστολέας της 
της  ουροδόχου  κύστεως,  νόσημα  στο  θρυψίνης,  χαμηλού  ΜΒ  (6  kDa),  αποτε‐
οποίο  ο  δείκτης  έχει  μετρηθεί  σε  αυ‐ λείται  από  56  αμινοξέα,  του  οποίου  το 
ξημένα  επίπεδα  στον  ορό  και  στα  ού‐ γονίδιο εντοπίζεται στο χρωμόσωμα 5. Ο 
ρα.  Το  TPA μετράται αυξημένο  σε  κα‐ TATI  είναι  ταυτόσημος  με  τον  εκκρινό‐
κοήθειες  μαστού,  πνεύμονος,  στομά‐ μενο εκ του παγκρέατος αναστολέα της 
χου,  σε  σάρκωμα  ή  λέμφωμα.  Η  μέ‐ θρυψίνης,  (PSTI),  ο  οποίος  ονομάζεται 
τρηση  του  TPS  εφαρμόζεται  κυρίως  και  αναστολέας  Kazal.  Εκφράζεται  έ‐
στο  καρκίνωμα  του  μαστού  (όπου  ση‐ ντονα  με  το  θρυψινογόνο  από  τα  πα‐
μειώνεται  και  υπερέκφραση  της  κυτ‐ γκρεατικά  κυψελοειδή  κύτταρα  και  εκ‐
ταροκερατίνης  CK18),  αλλά  και  σε  κρίνεται  στο  παγκρεατικό  υγρό.  Η  δρά‐
καρκινώματα  ωοθηκών,  ουροδόχου  ση  του  TATI  στο  πάγκρεας  συνίσταται 
κύστεως  και  παγκρέατος 151‐154.  Έχει  στην προστασία των παγκρεατικών κυτ‐
αποδειχθεί  ότι  υψηλά  επίπεδα  TPS  τάρων  από  την  δράση  του  παράλληλα 
328 
εκφραζόμενου  θρυψινογόνου.  Λόγω  του  σες  MMP‐2  και  MMP‐9,  οι  οποίες  βρί‐
μικρού  του  ΜΒ,  ο  TATI  απεκκρίνεται  σκονται  συχνά  στους  ίδιους  όγκους  με 
από  τα  νεφρά  ενώ  ο  χρόνος  ημισείας  την  θρυψίνη.  Δεδομένων  αυτών  είναι 
ζωής του είναι 6 λεπτά.  πιθανόν  ότι  η  θρυψίνη  συμμετέχει  σε 
Η  συγκέντρωσή  του  στον  ορό  προέρ‐ καταρράκτη  πρωτεασών  οι  οποίες  σχε‐
χεται  κυρίως  από  το  πάγκρεας  και  δευ‐ τίζονται με την νεοπλασματική διήθηση 
τερευόντως  από  το  ήπαρ,  τον  γαστρε‐ και  εξ  αυτού  ερμηνεύεται  ο  προγνωστι‐
ντερικό  και  ουροποιογεννητικό  κός ρόλος του TATI160.  
βλεννογόνο,  την  ουροδόχο  κύστη,  τα  ΑΝΤΙΓΟΝΟ ΕΚ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ 
χοληφόρα,  τους  νεφρούς,  τον  πνεύμονα  ΠΛΑΚΩΔΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ‐ 
και  τον  μαστό.  Τα  καρκινώματα  από  SQUAMOUS CELL CARCINOMA (SCC) 
τους  παραπάνω  ιστούς  αυτούς  συχνά  ANTIGEN 
εκφράζουν  τον  δείκτη  TATI.  Η  Το αντιγόνο εκ καρκινώματος πλακω‐
χρησιμότερη εφαρμογή του TATI αφορά  δών  κυττάρων  SCC  πρωτοπεριγράφηκε 
στην  παρακολούθηση  ασθενών  με  το  1977  από  τους  Kato  και  Torigue  και 
βλεννώδες  καρκίνωμα  των  ωοθηκών.  Η  αρχικά  ονομάσθηκε  ΤΑ‐4.  Απομονώθη‐
συνδυασμένη  χρήση  του  με  το  CA  125  κε  από  κύτταρα  ανθρώπινου  καρκινώ‐
βελτιώνει  την  διάκριση  μεταξύ  καλοή‐ ματος  τραχήλου  της  μήτρας  και  αποτε‐
θων  και  κακοήθων  μαζών  της  ελάσσο‐ λείται  από  τουλάχιστον  10  κλάσματα, 
νος  πυέλου,  ενώ  το  ύψος  της  τιμής  του  διαφορετικών  ισοηλεκτρικών  σημείων, 
TATI  σε  ασθενείς  σταδίου  FIGO  III  και  ΜΒ  42‐48  kDa,  τα  οποία  αδρά  διακρίνο‐
IV  αποτελεί  ανεξάρτητο  προγνωστικό  νται  σε  δύο  ομάδες,  με  PH<6.5  και  με 
παράγοντα κακής εκβάσεως.  PH≥6.5. Τα μόρια της αλκαλικής ομάδας 
Εξάλλου  τα  υψηλά  επίπεδα  του  TATI  του  SCC  ευρίσκονται  γενικά  ενδοκυττα‐
αποτελούν  ένδειξη  κακής  προγνώσεως  ρικά,  ενώ  τα  μόρια  της  όξινης  ομάδας 
σε  καρκινώματα  στομάχου,  νεφρού  και  του  SCC,  ελευθερώνονται  εύκολα  στον 
πιθανότατα  ουροδόχου  κύστεως.  Θεω‐ εξωκυττάριο  χώρο  και  αυξάνονται  συ‐
ρείται  επίσης  χρήσιμος  δείκτης  στους  χνά  σε  επιθηλιακά  καρκινώματα  ή  σε 
ασθενείς με ΗΚΚ και αρνητική AFP. Αυ‐ ορισμένες μη κακοήθεις αλλοιώσεις των 
ξημένες  τιμές  του  TATI  σε  μη  κακοήθη  επιθηλίων.  Η  γονιδιακή  μελέτη  αποκά‐
νοσήματα  παρατηρούνται  σε  νεφρική  λυψε  δύο  γονίδια,  το  SCCA1  και  το 
ανεπάρκεια,  παγκρεατίτιδα,  οξέα  φλεγ‐ SCCA2  στον    γονιδιακό  τόπο  18q21.3. 
μονώδη  νοσήματα  και  οξείς  τραυματι‐ Έχει  βρεθεί  ότι  το  γονίδιο  SCCA1  κωδι‐
σμούς.  κοποιεί  για  την  ουδέτερη  και  αλκαλική 
Η  προγνωστική  αξία  του  TATI  φαίνε‐ ομάδα του πρωτεϊνών SCC και το SCCA2 
ται να σχετίζεται με παράλληλη έκφρα‐ την όξινη161.  
ση  της  θρυψίνης  σε  πολλούς  όγκους,  Η  αμινοξική  αλληλουχία  του  SCC  α‐
ώστε η έκφραση του δείκτη είναι ανάλο‐ ποκάλυψε  μεγάλη  συνάφεια  του  μορίου 
γη  με  την  έκφραση  της  θρυψίνης  στον  με  την  οικογένεια  των  αναστολέων  των 
όγκο.  Υπενθυμίζεται  ότι  η  θρυψίνη  ε‐ πρωτεασών  σερίνης  ‐σερπίνης  (serpins–
νεργοποιεί  πρωτεάσες  σχετιζόμενες  με  serine  protease  inhibitors).  Το  SCC  ανα‐
την διήθηση των νεοπλασμάτων, όπως η  στέλλει την χυμοθρυψίνη και παρεμβαί‐
προουροκινάση  και  οι  μεταλλοπρωτεά‐ νει  στην  δράση  των  πρωτεασών  της  κυ‐
329 
στεΐνης,  όπως  η  παπαΐνη,  η  καλπαΐνη  1  χου  σταδίου  και  φυσιολογικά  επίπεδα 
και  η  καθεψίνη  D.  Σημειώνεται  ότι  διά‐ SCC  ορού  24.  Ειδικότερες  μελέτες  σε  α‐
φορες πρωτεάσες της ομάδας της κυστε‐ σθενείς  με  κακόηθες  νεόπλασμα  του 
ΐνης  θεωρείται  ότι  διαμορφώνουν  την  πνεύμονα  από  πλακώδη  κύταρα,  οι  ο‐
τελική διαφοροποίηση του επιθηλίου της  ποίες  σχεδιάσθηκαν  για  να  εκτιμήσουν 
επιδερμίδας. Η παραγωγή του SCC και η  την  χρησιμότητα  του  δείκτη  στην  διά‐
αποβολή  των  όξινων  μορφών  του  επη‐ γνωση  ή  πρόγνωση  της  νόσου  κατέλη‐
ρεάζεται  από  την  συγκέντρωση  του  α‐ ξαν σε αντικρουόμενα αποτελέσματα163. 
σβεστίου  και  του  TNFα.  Φαίνεται  ότι  το  Ο  δείκτης  δεν  έχει  ευαισθησία  στην  α‐
SCC  παίζει  σημαντικό  ρόλο  στην  βιολο‐ ποκάλυψη  μικρομεταστάσεων  και  συ‐
γική  συμπεριφορά  των  επιθηλιακών  νεπώς  δεν  έχει  αξία  για  μαζικό  προλη‐
κυττάρων και εικάζεται ότι υπεισέρχεται  πτικό πληθυσμιακό έλεγχο2. 
στην  ρύθμιση  μηχανισμών  κυτταρικής  ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΠΗΡΕΑ‐
συγκολλήσεως και αποπτώσεως162.  ΖΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙ‐
Οι τιμές του SCC του ορού στο 95% πε‐ ΚΏΝ ΔΚ 
ρίπου  των  υγιών  γυναικών  είναι  μικρό‐ Οι  ανοσοαναλύσεις  για  τον  προσδιο‐
τερες  του  1.5  ng/ml.  Αύξηση  των  τιμών  ρισμό των κλασσικών ΔΚ είναι οι ετερο‐
του  δείκτη  συμβαίνει  σε  διάφορες  καλο‐ γενείς  ανοσοαναλύσεις  μη  ανταγωνι‐
ήθεις καταστάσεις και νόσους στις οποί‐ στικού  τύπου  με  επισημασμένο  αντίσω‐
ες  υπάρχει  συμμετοχή  του  επιθηλίου,  μα  σε  περίσσεια,  με  πλέον  συνήθεις  ε‐
όπως  οι  οξείες  πνευμονικές  λοιμώξεις  κείνες τύπου Sandwich. Η επιλογή βασί‐
και  φλεγμονώδη  δερματικά  νοσήματα  ζεται στο υψηλό ΜΒ των προσδιοριζόμε‐
(πέμφιγα,  ψωρίαση,  γενικευμένο  έκζε‐ νων  ΔΚ  και  στην  απαίτηση  για  υψηλή 
μα).  Αύξηση  των  επιπέδων  του  δείκτη  ευαισθησία  της  μεθόδου.  Άμεσες  συνέ‐
στον  ορό  μπορεί  να  παρατηρηθεί  σε  ε‐ πειες  της  αυτοματοποιήσεως  των  ανο‐
γκυμοσύνη,  νεφρική  και  ηπατική  δυσ‐ σοαναλύσεων  είναι  η  ευκολία  και  η  τα‐
λειτουργία5,7e,161,162.   χύτητα του χειρισμού των δειγμάτων, το 
Επί  κακοήθων  νεοπλασμάτων  το  SCC  χαμηλό  κόστος  και  η  δυνατότητα  συ‐
χρησιμοποιείται  για  την  εκτίμηση  των  χνής  επαναλήψεως  των  μετρήσεων  σε 
αποτελεσμάτων της θεραπείας και στην  σταθερά  καθορισμένες  συνθήκες,  στοι‐
πρώιμη  ανίχνευση  της  υποτροπής  σε  χεία  πολύ  σημαντικά  για  τις  μετρήσεις 
ασθενείς  με  πλακώδη  καρκινώματα  των ΔΚ, με τους οποίους οι ασθενείς πα‐
τραχήλου  της  μήτρας,  κεφαλής‐τραχή‐ ρακολουθούνται  συστηματικά.  Εν  τού‐
λου,  οισοφάγου,  πνεύμονα,  δέρματος  τοις  η  αυτοματοποίηση  των  ανοσοανα‐
και πρωκτού.  λύσεων  δεν  είναι  πάντοτε  η  ιδανική  λύ‐
Στο  καρκίνωμα  τραχήλου  της  μήτρας  ση  και  ενίοτε  στις  εξετάσεις  μπορεί  να 
ο  δείκτης  είναι  αυξημένος  στο  29%  α‐ παρέμβουν  πολλοί  παράγοντες  με  συ‐
σθενών  σταδίου  Ι  και  στο  89%  ασθενών  νέπεια  κατάληξη  σε  ψευδώς  θετικά  ή 
σταδίου  IV.  Ασθενείς  με  κακόηθες  νεό‐ ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. 
πλασμα  και  αυξημένα  επίπεδα  SCC  ο‐ Τα  κύρια  προβλήματα  στους  προσδιο‐
ρού  προ  θεραπείας  φαίνεται  ότι  έχουν  ρισμούς  των  ΔΚ  προέρχονται  από  πα‐
περισσότερες  πιθανότητες  υποτροπής  ρεμβολή  ποικιλίας  προαναλυτικών  και 
σε  σχέση  με  ομάδα  ασθενών  αντιστοί‐ αναλυτικών  παραγόντων11,64,164–167,  οι  ο‐
330 
ποίοι φαίνονται στον πίνακα 20: 
Πίνακας 20. Παράγοντες αύξησης των δεικτών καρκίνου ανεξαρτήτως παρουσίας όγκου 
Γενετικοί  Φυλε‐ Φυσιολογικά φαινόμενα  Συνήθειες  Θεραπ/τικοί  Διαγνωστικές 
Κληρ/μικοί  τικοί  εξάρτησης  παράγοντες  τεχνικές 
Ηλικία  Κιρκ. ρυθ.  Εμμ.  Εγκ/σύνη   
ρύση 
CEA  Β 2 Μ  CEA  CA‐125  AFP  αλκοόλ:  CEA  Μεταγγίσεις:  Δακτυλική    PSA 
CA‐125  CA‐15.3  CA‐125  καπνός: CEA          Φερριτίνη  προστάτου:   ΡΑΡ 
CA‐15.3  PSA  CA‐19.9                 PLAP  Κύτταρα:  AFP  Ανοσοσπινθηρογράφημα/ 
AFP  CAM26  PAP  CEA                   hTG                   CEA  ΗΑΜΑ:  CEA 
PLAP  CAM29  TK  Φερριτίνη                   HCG                 CA‐19.9 
CEA  HCG                  PLAP                 CA‐125 
TATI  MCA                    SP‐I  Βρογχοσκόπηση:    ΤΡΑ 
UGP  PLAP  β‐IFN:  B 2 M  Χολαγγειογραφία:  CA‐19.9 
SAP  hTG  γ‐IFN:  B 2 M  Λιθοτριψία 
SP‐I  α2‐rec‐IFN:B 2 M  Βιοψία λεπτής βελόνης θυ‐
TPA  ρεοειδούς:  hTG 
TPS  Προστάτου:   PSA 
                       PAP 

specific antigens – TSAs) και σε ογκοσχε‐
ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ 
τιζόμενα  ή  αντιγόνα  σχετιζόμενα/συν‐
ΚΑΡΚΙΝΟΣ 
δεόμενα  με  τους  όγκους  (tumour  associ‐
Α. Ανοσιακή αναγνώριση των όγκων 
ated antigens‐TAAs), όπως φαίνεται στον 
Η  εξέλιξη  των  γνώσεών  μας  στην  α‐
πίνακα 21168. 
νοσολογία  του  καρκίνου  συνετέλεσε 
Στοιχεία  από  επιδημιολογικές  μελέ‐
σημαντικά  στην  διαμόρφωση  της  σύγ‐
τες169  δείχνουν  ότι  ασθενείς  με  εξασθε‐
χρονης  αντιλήψεως  ότι  ανοσιακή  ανα‐
νημένο ανοσοποιητικό σύστημα από γε‐
γνώριση  των  όγκων  από  τον  ξενιστή 
νετικές  ή  επίκτητες  αιτίες  εμφανίζουν 
συμβαίνει  συχνότατα,  αν  όχι  πάντα,  σε 
αυξημένη  συχνότητα  ορισμένων  τύπων 
άτομα  με  κακοήθη  νεοπλάσματα.  Εν‐
κακοήθων  νόσων  (λεμφώματα,  σάρκω‐
δεικτικά σημειώνεται ότι:  
μα Kaposi, επιθηλιακά καρκινώματα αι‐
Α.  η  ανάπτυξη  (μεταστατικού  κυρίως) 
δοίου, περινέου, δέρματος, τραχήλου μή‐
καρκινώματος  συνοδεύεται  από  υψηλό 
τρας  καρκινώματα  στομάχου,  ουροδό‐
τίτλο  IgG  αντισωμάτων  έναντι  πολλών 
χου  κύστεως  και  ήπατος  χοληφόρων)  οι 
προϊόντων  γονιδίων  σχετιζομένων  με 
οποίοι  συχνά  σχετίζονται  με  ιούς  ή  με 
όγκους,  
μικροβιακούς  παράγοντες,  (EBV,HBV, 
Β.  παρατηρείται  παρουσία  CD4+  και 
HCV,PV, HV, helicobacter pylori, σχιστο‐
CD8+  T‐λεμφοκυττάρων  τα  οποία  αντι‐
σωμίαση).  Αντίθετα  η  ομάδα  των  ασθε‐
δρούν  με  αντιγόνα  όγκων  στο  περιφερι‐
νών  αυτών  δεν  εμφανίζει  αυξημένη  συ‐
κό  αίμα,  στα  λεμφοζίδια  και  στους  ό‐
χνότητα  των  συνήθων  καρκινωμάτων 
γκους διαφόρων ασθενών,  
του  γενικού  πληθυσμού  (πνεύμονα, 
Γ.  βρίσκεται  έκφραση  οικογένειας  γονι‐
προστάτη, μαστού, εντέρου).  
δίων σχετιζόμενων με το στρες, τα προϊ‐
Άλλες  επιδημιολογικές  μελέτες  τονί‐
όντα  των  οποίων  προκαλούν  απάντηση 
ζουν  την  στενή  σχέση  μεταξύ  χρόνιας 
των ΝΚ και άλλων κυτταροτοξικών κυτ‐
φλεγμονώδους  νόσου  και  καρκινωμά‐
τάρων.  
των.  Γενικά  θεωρείται  ότι  επιμένουσα 
Αναφορικά  με  την  αντιγονικότητα 
φλεγμονή  αυξάνει  τον  κίνδυνο  αναπτύ‐
των  όγκων,  διακρίνουμε  τα  αντιγόνα 
ξεως νεοπλασίας. Η φλεγμονή προκαλεί 
των  όγκων  (tumour  antigens)  σε  ογκοει‐
σημαντική  αύξηση  στην  ανακύκλωση 
δικά  ή  ειδικά  αντιγόνα  όγκων  (tumour 
331 
των  φυσιολογικών  κυττάρων,  η  οποία  αποδειχθεί ότι μη στεροειδείς αντιφλεγ‐
τελικώς,  διά  των  φαγοκυττάρων  τα  ο‐ μονώδεις  παράγοντες  μειώνουν  σημα‐
ποία  δυνατόν  να  επιφέρουν  βλάβες  στο  ντικά  την  πιθανότητα  αναπτύξεως  κα‐
DNA  μέσω  εκθέσεώς  του  στα  δραστικά  κοήθων όγκων σε ασθενείς με σύνδρομα 
ενδιάμεσα  Ο  και  Ν,  μπορεί  εν  τέλει  να  εντερικής πολυποδιάσεως170. 
οδηγήσει  σε  κακοήθεια.  Εξάλλου  έχει 
Πίνακας 21. Αντιγόνα Όγκων 
Ειδικά αντιγόνα όγκων ‐ TSAs  Αντιγόνα σχετιζόμενα/συνδεόμενα με τους  
όγκους ‐ TAAs 
1.TSAs που επάγονται από χημικά καρ‐ 1.Ογκοεμβρυϊκά αντιγόνα ( πχ. CEA, AFP) 
κινογόνα 
2. TSAs που επάγονται από ιούς πχ. Τ α‐
2.Αντιγόνα διαφοροποίησης (πχ. CD10/CALLA 
ντιγόνο του ιού SV40  στις Β‐κυτταρικές λευχαιμίες και λεμφώματα, 
CD34 στις μυελογενείς λευχαιμίες) 
3.TSAs των αυτομάτως εμφανιζομένων  3.Φυσιολογικά αντιγόνα με τροποποιημένη γλυ‐
όγκων  κοσυλίωση που εκφράζονται σε όγκους (πχ. 
βλεννίνη MUC1) 
Τα TSAs επάγουν δύσκολα αντισωματι‐ Τα TAAs έχουν αποδειχθεί χρήσιμα στην διά‐
κή αντίδραση και απομονώνονται δύ‐ γνωση και κύρια στην παρακολούθηση του καρ‐
σκολα με τεχνικές ανοσοκαθίζησης.  κίνου 
Η χρήση Τ‐κυττάρων ειδικών έναντι 
TSAs μελετάται σαν θεραπευτική προ‐
σέγγιση του καρκίνου. 
Κλειδί  στις  λειτουργίες  της  φλεγμο‐ στατική ικανότητές του.  
νώδους  διεργασίας  αποτελεί  η  οικογέ‐ Στα  κακοήθη  νεοπλάσματα  οι  κυττα‐
νεια  των  κυτταροκινών.  Ο  οργανισμός  ροκίνες παράγονται από τα κύτταρα του 
περιορίζει  την  φλεγμονή  αφού  την  πα‐ στρώματος  και  τα  κύτταρα  του  ανοσια‐
ραγωγή  κυτταροκινών  οι  οποίες  προά‐ κού  συστήματος  του  ξενιστή  σε  απά‐
γουν  την  φλεγμονώδη  αντίδραση  (IL‐1,  ντηση  μορίων  τα  οποία  εκκρίνουν  τα 
TNF‐α,  IFN‐γ  της  ομάδας  TH1),  ακολου‐ καρκινικά  κύτταρα  ή  ως  στοιχείο  της 
θεί η παραγωγή αντιφλεγμονωδών κυτ‐ συνοδού  φλεγμονής  στην  ανάπτυξη  ε‐
ταροκινών (IL‐1, IL‐4, IL‐5, IL‐6, IL‐10, IL‐ νός  όγκου.  Έτσι  επί  αναπτυσσόμενου 
13, της ομάδας TH2). Η χρόνια φλεγμονή  κακοήθους  νεοπλάσματος  παράγονται 
πιθανότατα οφείλεται στην επιμονή των  πρωτεΐνες  οξείας  φάσεως  (αμυλοειδές 
παραγόντων ενάρξεως ή στην αδυναμία  Α,  β2‐μικροσφαιρίνη,  Α2‐μακροσφαι‐
των  μηχανισμών  λύσεως  της  φλεγμο‐ ρίνη,  απτοσφαιρίνη,  φερριτίνη),  εξειδι‐
νώδους διαδικασίας169,171 .  κευμένα  λευκοκύτταρα  εκκρίνοντα  φά‐
Οι κυτταροκίνες έχουν ρόλους–κλειδιά  σμα  κυτταροκινών  (πχ.  TGF‐β,  TNF,  IL‐
και  στην  καρκινογένεση,  είτε  με  την  ε‐ 1),  κυτταροτοξικοί  διαμεσολαβητές,  ό‐
νεργοποίηση  των  μηχανισμών  ανοσίας  πως  μεταβολίτες  του  αραχιδονικού  οξέ‐
για  τον  περιορισμό  της  ανναπτύξεως  ος,  χημειοκίνες,  ελεύθερες  ρίζες  ενερ‐
ενός  όγκου,  είτε  επηρεάζοντας  την  κα‐ γών μορίων O και N προκαλούσες μόνι‐
κοήθη κυτταρική εξέλιξη, την ανάπτυξη  μες  βλάβες  στο  DNA,  πρωτεάσες  σερί‐
του  όγκου,  την  διήθηση  και  την  μετα‐ νης,  κυστεΐνης,  μεταλλοπρωτεάσες  (πχ. 
332 
MMP‐9),  παράγοντες  διατρήσεως  της  λούν  ένδειξη  ενεργότητάς  της.  Αντί‐
κυτταρικής  μεμβράνης  και  διαλυτές  θετα,  στην  νεφρική  ανεπάρκεια  η  αύ‐
κυτταροκίνες  προάγουσες  την  κυτταρο‐ ξηση  της  Β2Μ  οφείλεται  σε  μείωση 
διαμεσολαβούμενη  κυτταροτοξικότητα,  του  ρυθμού  καθάρσεώς  της,  λόγω 
όπως  οι  IFNs,  TNF  και  διάφορες  ιντερ‐ μειωμένης  σπειραματικής  διηθήσεως, 
λευκίνες.  ενώ  η  ελάττωση  της  σωληναριακής 
Παράλληλα  και  τα  κακοήθη  κύτταρα  λειτουργίας  προκαλεί  αύξηση  της 
παράγουν  διάφορες  κυτταροκίνες  και  Β2Μ  στα  ούρα.  Η  Β2Μ  θεωρείται  δεί‐
χημειοκίνες  στο  ίδιο  περιβάλλον,  προ‐ κτης  κακής  προγνώσεως  σε  ασθενείς 
σελκύοντας λευκοκύτταρα.  με  χρόνια  λεμφοκυτταρική  λευχαιμία 
Η  λειτουργία  του  τοπικού  αυτού  δι‐ και πολλαπλούν μυέλωμα 5,174.  
κτύου κυτταροκινών καθορίζεται από το  Φερριτίνη  
φάσμα  των  εκφραζομένων  κυτταροκι‐ Είναι  αποθηκευτική  πρωτεΐνη  για  τον 
νών,  τις  σχετικές  τους  συγκεντρώσεις  σίδηρο,  αποτελούμενη  από  ένα  απο‐
και  την  έκφραση  των  υποδοχέων  τους.  πρωτεϊνικό  κέλυφος  και  μια  κεντρική 
Το  τελικό  περιβάλλον  των  κυτταροκι‐ κοιλότητα.  Το  κέλυφος  σχηματίζεται 
νών  φαίνεται  ότι  μεταβάλλεται  κατά  από  24  υπομονάδες  δύο  τύπων  H  και  L 
την διάρκεια των διαφόρων σταδίων της  υπό  μεταβαλλόμενες  αναλογίες,  ώστε 
εξέλιξης του όγκου169‐173.  να εμφανίζεται ευρύ φάσμα ισομορφών. 
Β. Μόρια και μηχανισμοί σχετιζόμενοι  Η αναλογία H/L υπομονάδων εξαρτάται 
με την ανοσιακή αναγνώριση των  από  τον  τύπο  του  ιστού  προελεύσεως 
όγκων   και  μεταβάλλεται  σε  απάντηση  προς 
ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΟΞΕΙΑΣ ΦΑΣΕΩΣ   ποικίλες  φυσιολογικές  και  παθολογικές 
Β2‐Μικροσφαιρίνη (Β2Μ)   καταστάσεις,  περιλαμβανομένης  της 
Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1968  νεοπλασίας.  Χαμηλά  επίπεδα  φερριτί‐
από ούρα ασθενούς πάσχοντος από σω‐ νης είναι ενδεικτικά καλής προγνώσεως 
ληναριακή  πρωτεΐνουρία.  Η  Β2Μ  σχη‐ σε  ασθενείς  με  καρκινώματα  κεφαλής 
ματίζει  την  ελαφρά  άλυσο  των  αντιγό‐ και  τραχήλου.  Υψηλά  επίπεδα  φερριτί‐
νων  ιστοσυμβατότητας  HLA  και  συνε‐ νης  παρατηρούνται  συχνά  σε  λεμφοϋ‐
πώς  απαντάται  στην  κυτταρική  επιφά‐ περπλαστικά  νοσήματα.  Στις  περιπτώ‐
νεια  όλων  των  εμπύρηνων  κυττάρων,  ι‐ σεις  κακοήθων  όγκων  η  φερριτίνη  η  ο‐
διαίτερα  των  λεμφοκυττάρων.  Έχει  μο‐ ποία  ελευθερώνεται  διαθέτει  περισσό‐
ριακό  βάρος  11.8  kDa,  χρόνο  ημιζωής  20  τερο όξινο ισοηλεκτρικό σημείο από την 
λεπτά  ‐2.1  ώρες  και  ανιχνεύεται  σε  όλα  φυσιολογική  και  με  βάση  αυτό  το  στοι‐
τα  σωματικά  υγρά.  Το  ~95%  των  υγιών  χείο, διαχωρίζεται με ισοηλεκτρική εστί‐
εμφανίζει τιμές <1900 ng/ml.   αση5,114. 
Αυξημένα  επίπεδα  Β2Μ  στον  ορό  C‐Αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) 
παρατηρείται  σε  λεμφοϋπερπλαστι‐ Το μόριο της CRP έχει ΜΒ 105 kDa, εί‐
κές  νόσους,  είτε  μη  κακοήθεις,  όπως  ναι  πενταμερές  και  κωδικοποιείται  από 
ρευματοειδής  αρθρίτις,  συστηματικός  γονίδιο στο χρωμόσωμα 1. Η CRP συντί‐
ερυθηματώδης  λύκος,  σύνδρομο  Sjőg‐ θεται αποκλειστικά στο ήπαρ και αυξά‐
ren  και  νόσος  του  Crohn  οι  οποίες  συ‐ νει έως και 1000 φορές πάνω από το φυ‐
νοδεύονται  από  φλεγμονή  και  αποτε‐ σιολογικό,  έπειτα  από  τραυματικό,  λοι‐
333 
μώδες,  αντιγονικό,  φλεγμονώδες  ερέθι‐ Μεταλλοπρωτεϊνάσες  (Ενδιάμεσες  Κολ‐
σμα,  ή  παρουσία  ισχαιμίας  ή  εξαιτίας  λαγενάσες,  Κολλαγενάση  τύπου  IV  και 
νεοπλασίας. Τα ηπατοκύτταρα διεγείρο‐ Στρομελυσίνες, κ.ά) 
νται  για  σύνθεση  CRP  από  την  IL‐1  η  Πρωτεϊνάσες ασπαραγίνης (Καθεψίνη 
οποία  παράγεται  από  τα  μονοκύτταρα  D, κ.ά). 
και  μακροφάγα  ή/και  τα  τοπικά  ηπατο‐ Ενεργοποιητής του πλασμινογόνου τύ‐
κύτταρα Kupffer. Στην σύνθεση της CRP  που ουροκινάσης (uPA). 
συμμετέχουν  πιθανόν  και  άλλες  κυττα‐ Μεταλλοπρωτεϊνάσες  και  αναστολείς 
ροκίνες όπως η IL‐6, ο TNFa και η ιντερ‐ τους. 
φερόνη.  Μεταλλοπρωτεϊνάσες και αναστολείς 
Στα  κακοήθη  νοσήματα  η  αύξηση  της  τους 
CRP  σχετίζεται  με  την  έκταση  της  ιστι‐ Οι  μεταλλοπρωτεϊνάσες  ανήκουν 
κής καταστροφής, το μέγεθος του όγκου  στην  κατηγορία  των  ενδογενών  πρωτε‐
και την μεταστατική διασπορά του. Στην  ασών.  Τα  ένζυμα  αυτά  υπεισέρχονται 
περίπτωση  αυτή  συνήθως  δεν  ξεπερνά  στις  φυσιολογικές  διεργασίες  κατά  την 
τα  10  mg/dl,  ενώ  κάθε  απότομη  αύξηση  αναδιαμόρφωση  και  επιδιόρθωση  ιστών 
υποδηλώνει  παρεμπίπτουσα  λοίμωξη.  και έχουν σημαντικό ρόλο σε παθολογι‐
Σε  καρκινώματα  εντέρου,  προεγχειρητι‐ κές  καταστάσεις  όπως  η  ρευματοειδής 
κά αυξημένη τιμή της CRP αποτελεί δεί‐ αρθρίτιδα,  η  καρκινική  διήθηση  και  με‐
κτη  επιθετικότητας  του  όγκου  και  προ‐ τάσταση.  Έχει  βρεθεί  θετική  συσχέτιση 
γνωστικό  παράγοντα  της  νόσου.  Έχει  μεταξύ  της  διηθητικής  ικανότητας  διά‐
βρεθεί  ότι  η  CRP  είναι  αυξημένη  στο  φορων  ανθρώπινων  όγκων  και  των 
97,5%  των  καρκινωμάτων  ήπατος,  στο  MMPs.  Με  βάση  πειραματικά  δεδομένα, 
88,5%  των  καρκινωμάτων  ρινοφάρυγγα,  οι MMPs, εκτός των ιστών, προσδιορίζο‐
στο 90,3% των καρκινωμάτων στομάχου,  νται  ανοσοχημικά  στο  πλάσμα  και  τα 
στο 70% των καρκινωμάτων μαστού, στο  ούρα.  
58,1%  των  καρκινωμάτων  εντέρου,  στο  Ενδιαφέρον  στην  ογκολογία  παρου‐
82,6%  των  λεμφωμάτων  και  στο  73,5%  σιάζουν κυρίως οι MMP‐2 και MMP‐9. Τα 
των λευχαιμιών175,176.  επίπεδα  της  MMP‐2  στον  ορό  ασθενών 
ΠΡΩΤΕΟΛΥΤΙΚΑ ΕΝΖΥΜΑ   με  καρκίνωμα  ωοθηκών  σταδίου  ΙΙΙ 
Τα  πρωτεολυτικά  ένζυμα  θεωρείται  μπορεί να χρησιμεύσουν ως προγνωστι‐
ότι  έχουν  βασικό  ρόλο  στην  κακοήθη  κός  δείκτης,  μολονότι  υπάρχουν  και  α‐
εξαλλαγή  και  δη  στις  φάσεις  μετα‐ ντίθετα  αποτελέσματα.  Η  μέτρηση  του 
στάσεως  και  αγγειογενέσεως.  Υπεν‐ αναστολέα  των  μεταλλοπρωτεϊνασών 
θυμίζεται  ότι  τα  κακοήθη  κύτταρα  TIMP  στον  ορό,  είναι  χρήσιμη  για  την 
διαπερνούν  την  κυτταρική  μεμβράνη  εκτίμηση  της  ηπατικής  ινώσεως  σε  χρό‐
με  ενεργητικό  τρόπο  και  κυρίως  με  νια νοσήματα του ήπατος και στην ανά‐
την  παραγωγή  και  έκκριση  πρωτεολυ‐ πτυξη  ηπατοκυτταρικού  καρκινώματος 
(177,  178).  Αυξημένες  τιμές  MMP‐2  και 
τικών ενζύμων τα οποία είναι: 
Πρωτεϊνάσες σερίνης (Ελαστάση,  MMP‐9  αποτελούν  προγνωστικούς  δεί‐
Πλασμίνη, κ.ά)  κτες σε ασθενείς με καρκίνωμα ουροθη‐
Πρωτεϊνάσες θειόλης (Καθεψίνη Β και  λίου179. 
L, κ.ά). 
334 
Ενεργοποιητής του πλασμινογόνου  ματική  χημειοθεραπείας  και  σχετική 
τύπου ουροκινάσης (uPA)  αντίσταση  σε  ορμονοθεραπεία.  Έχει  α‐
Ο  ενεργοποιητής  του  πλασμινογόνου  ναφερθεί  ότι  υψηλά  επίπεδα  του  suPAR 
τύπου  ουροκινάσης  (uPA)  και  ο  ιστικός  στον  ορό  συσχετίζονται  με  χαμηλή  επι‐
ενεργοποιητής του πλασμινογόνου (tPA)  βίωση  σε  ασθενείς  με  καρκίνωμα  εντέ‐
είναι  οι  σημαντικότεροι  ενεργοποιητές  ρου ή ωοθηκών180.  
του  πλασμινογόνου.  Ο  tPA  παράγεται  Προσταγλανδίνες (PGE2) – Κυκλοοξυ‐
από τα ενδοθηλιακά κύτταρα και υπάρ‐ γενάσες (COX‐1/COX‐2) 
χει  στο  πλάσμα,  ενώ  ο  uPA  παράγεται  Οι  προσταγλανδίνες,  όπως  η  PGE2, 
στα  νεφρά, δεν  έχει  κάποια  γνωστή φυ‐ προέρχονται  από  τον  οξειδωτικό  μετα‐
σιολογική  λειτουργία  στο  πλάσμα  και  βολισμό  του  αραχιδονικού  οξέος  και  εί‐
ανιχνεύεται  στα  ούρα.  Το  σύστημα  του  ναι  λιπιδικοί  διαμεσολαβητές  της  φλεγ‐
ενεργοποιητή του πλασμινογόνου τύπου  μονώδους  ανοσιακής  απάντησης.  Θεω‐
ουροκινάσης  αποτελείται  από  την  πρω‐ ρείται  ότι  οι  προσταγλανδίνες  συμβάλ‐
τεάση  σερίνης  uPA,  τον  επιφανειακό  λουν στην ανάπτυξη καρκίνου. 
υποδοχέα  της  uPAR  και  τους  ειδικούς  Οι  κυκλοοξυγενάσες  καταλύουν  το 
αναστολείς τους PAI‐1 και PAI‐2.  πρώτο βήμα στην σύνθεση των προστα‐
Η  σύνδεση  του  uPA  στον  υποδοχέα  γλανδινών.  Η  COX‐1  είναι  δομικό  (con‐
uPAR  εντοπίζει  και  επιταχύνει  ισχυρά  stitutive)  ένζυμο  και  συντίθεται  σχεδόν 
την  ενεργοποίηση  του  επιφανειακά‐ σε  όλους  τους  κυτταρικούς  τύπους.  Η 
συνδεδεμένου  πλασμινογόνου  σε  πλα‐ COX‐2  εκφράζεται  κατά  την  φλεγμονή 
σμίνη, η οποία αποικοδομεί τα περισσό‐ κυρίως  στα  φλεγμονώδη  μονοκύτταρα 
τερα  συστατικά  του  εξωκυττάριου  υπο‐ και  μακροφάγα  και  σε  μη  φλεγμονώδη 
στρώματος  (extracellular  matrix)  και  της  κύτταρα,  όπως  οι  ινοβλαστες,  τα  επιθη‐
βασικής  μεμβράνης.  Ο  διαλυτός  υποδο‐ λιακά και τα ενδοθηλιακά κύτταρα. 
χέας  suPAR  υπάρχει  φυσιολογικά  στην  In  vitro  η  έκφραση  της  COX‐2  επάγε‐
κυκλοφορία.   ται  από  βακτηριακά  κυτταρικά  προϊό‐
Η παρουσία του uPA έχει συσχετισθεί  ντα,  υπεροξυνιτρώδες  (peroxynitrite) 
με φλεγμονώδεις καταστάσεις ή/ και με  &φλεγμονώδεις  κυτταροκίνες.  Ισχυρές 
αποικοδόμηση  ιστών.  Παράλληλα  έχει  ενδείξεις  υπέρ  του  ότι  οι  προσταγλανδί‐
εδραιωθεί  στενή  συσχέτιση  μεταξύ  κα‐ νες  μεσολαβούν  στην  καρκινογένεση 
κοήθους εκτροπής από ογκογόνους ιούς  από  χρόνια  φλεγμονή  αποτελούν  τα  ε‐
και  συνθέσεως  uPA.  Πρόσφατα  δεδομέ‐ ξής:  
να υποστηρίζουν ότι τα μόρια Upa, PAI‐ 1. Η  εμφάνιση  και  ανάπτυξη  καρκινώ‐
1  και  uPAR  έχουν  κρίσιμο  ρόλο  στην  ματος  του  εντέρου  μειώνεται  με  χρόνια 
καρκινική διήθηση και μετάσταση. Υψη‐ χορήγηση  μη  στεροειδών  αντιφλεγμο‐
λά  επίπεδα  των  τριών  αυτών  μορίων  σε  νωδών  φαρμάκων.  Τα  φάρμακα  αυτά 
κυτταρικά  εκχυλίσματα  διαφόρων  τύ‐ αναστέλλουν  την  σύνθεση  των  κυκλοο‐
πων  καρκινωμάτων  συσχετίζονται  με  ξυγενασών και των προσταγλανδινών.  
κακή πρόγνωση των ασθενών. Στο καρ‐ 2. Η  COX‐2  αυξάνει  στα  φλεγμονώδη 
κίνωμα  του  μαστού,  αυξημένα  επίπεδα  νοσήματα του εντέρου και σχετίζεται με 
uPA  και  PAI‐1  φαίνεται  να  σχετίζονται  αυξημένο  κίνδυνο  καρκινώματος  του 
με  καλύτερη  έκβαση  στην  συμπληρω‐ εντέρου.  Εξάλλου  η  COX‐2  υπερεκφρά‐
335 
ζεται  στο  85%  των  αδενοκαρκινωμάτων  ταξίας  και  ελέγχοντας  την  πλοήγηση 
και  πλακωδών  καρκινωμάτων  του  οιδο‐ των  μεταστατικών  κυττάρων.  Η  ικανό‐
φάγου  και  του  δέρματος.  Η  PGE2  είναι  τητα των χημειοκινών να στρατολογούν 
αυξημένη  στον  καρκινικό  ιστό  και  στο  DC  και  εκτελεστικά  (effector)  κύτταρα  T 
αίμα  ασθενών  με  καρκίνωμα  εντέρου.  και  NK,  αποτελεί  ένδειξη  ανταποκρίσε‐
Επιπλέον βρέθηκε ότι η  PGE2 παρεμπο‐ ως του ξενιστή κατά του όγκου181. 
δίζει  την  απόπτωση  και  αυξάνει  (upre‐ Αυξημένες  συγκεντρώσεις  της  IL‐8 
gulate) την έκφραση της Bcl‐2 σε ανθρώ‐ στον  ορό  παρατηρούνται  σε  προχωρη‐
πινη κυτταρική σειρά καρκινώματος του  μένου  σταδίου  κακόηθες  μελάνωμα,  με 
εντέρου170.  κακή  πρόγνωση  και  μικρό  διάστημα  ε‐
Χημειοκίνες  λεύθερο νόσου. 
Οι χημειοκίνες αποτελούν οικογένειες  Κυτταροκίνες 
45‐50  πρωτεϊνών  με  δομικές  ομοιότητες  Οι  κυτταροκίνες  είναι  γλυκοπρωτεϊνι‐
βασισμένες  στην  διατήρηση  μορίων  κυ‐ κά  μόρια  παροδικά  συντιθέμενα  και  εκ‐
στεΐνης  (C),  και  σύνδεση  με  ειδικούς  υ‐ κρινόμενα  από  κατάλληλα  διεγερμένα 
ποδοχείς  συζευγμένους  με  πρωτεΐνη  G  κύτταρα ανήκοντα ή όχι στο ανοσοποιη‐
(GPCR G protein‐ coupled receptors).  τικό  σύστημα  τα  οποία  επηρεάζουν  την 
Έχουν  περιγραφεί  4  οικογένειες  χη‐ εκλυτική  και  εκτελεστική  φάση  των  α‐
μειοκινών,  ανάλογα  με  την  σχετική  θέ‐ νοσοαπαντήσεων.  Η  αυτοκρινής  ή/και 
ση των διατηρημένων μορίων κυστεΐνης:  παρακρινής  δράση  των  κυτταροκινών 
CC,  CXC  (IL‐8),  XC  και  CX3C.  Οι  αντί‐ ασκείται  με  την  σύνδεσή  τους  στους  α‐
στοιχες  ομάδες  υποδοχέων  της  οικογέ‐ ντίστοιχους  υποδοχείς  στα  κύτταρα  ‐ 
νειας  GPCR  διαμεσολαβούν  τις  λειτουρ‐ στόχους  και  χαρακτηρίζεται  από  πλειο‐
γίες  των  χημειοκινών  στα  κύτταρα‐ τροπισμό.  Οι  κυτταροκίνες  επηρεάζουν 
στόχους.  Πρακτικά  όλα  τα  κύτταρα,  πε‐ την σύνθεση και λειτουργία άλλων κυτ‐
ριλαμβανομένων  και  ορισμένων  τύπων  ταροκινών  εγκαθιστώντας  δυναμικά  δί‐
καρκινικών  κυττάρων,  μπορούν  να  εκ‐ κτυα δράσεως168,182. 
φράσουν  χημειοκίνες  και  υποδοχείς  Για  τον  προσδιορισμό  των  κυτταροκι‐
τους.  Οι  χημειοκίνες  εμπλέκονται  στις  νών,  των  υποδοχέων  τους  και  των  κυτ‐
διεργασίες ενάρξεως της φλεγμονής και  τάρων  τα  οποία  τις  εκκρίνουν,  χρησιμο‐
συμμετέχουν  στην  ανταπόκριση  του  ξε‐ ποιούνται,  εκτός  από  τις  κλασσικές  με‐
νιστή  ρυθμίζοντας  την  κυτταρική  κυ‐ θόδους ELISA, βιολογικές μέθοδοι προσ‐
κλοφορία και ελέγχοντας την αγγειογέ‐ διορισμού  της  λειτουργικότητάς  τους 
νεση.  Οι  μηχανισμοί  αυτοί  λειτουργούν  μέθοδοι  μοριακής  βιολογίας  για  έλεγχο 
και επί καρκινωμάτων.  της  μεταγραφής  τους  και  μέθοδοι  κυτ‐
Οι χημειοκίνες υποστηρίζουν και προ‐ ταρομετρίας  ροής  για  ταυτοποίηση,  μέ‐
άγουν την ανάπτυξη του όγκου, αμέσως  τρηση  και  χαρακτηρισμό  των  κυττάρων 
με διέγερση της αγγειογενέσεως και της  (183).  Η  χρήση  όλων  αυτών  των  μεθοδο‐

αναπτύξεως,  ή  εμμέσως,  με  στρατολό‐ λογιών  για  διαγνωστικούς  σκοπούς, 


γηση  των  μακροφάγων  τα  οποία  σχετί‐ όπως  ο  προσδιορισμός  των  κυτταροκι‐
ζονται  με  τον  όγκο  (tumour  associated  νών  ως  ΔΚ,  φαίνεται  προς  το  παρόν  οι‐
macrophages  TAMs)  παρέχοντας  παρά‐ κονομικά  ασύμφορη  στην  καθημερινή 
γοντες  αναπτύξεως,  τροφής  και  χημειο‐ κλινική  πράξη,  αλλά  και  εξαιτίας  της 
336 
πολυπλοκότητας των αλληλεπιδράσεων  ξη) και στις μεταμοσχεύσεις. 
των  κυτταροκινών  και  του  παροδικού  Ο διαλυτός υποδοχέας της IL‐2, sIL‐2R, 
χαρακτήρα της παραγωγής τους.   εκκρίνεται στον ορό από τα ενεργοποιη‐
Ιντερλευκίνη–1 (IL‐1): Η IL‐1 αποτελεί  μένα  φυσιολογικά  περιφερικά  μονοπύ‐
συνδυασμό των IL‐1α και IL‐1β, οι οποίες  ρηνα  κύτταρα  του  αίματος  και  από  ορι‐
με τον TNF, ανήκουν στις «κυτταροκίνες  σμένες σειρές Τ‐ και Β‐κυττάρων. Υψηλά 
συναγερμού»  οι  οποίες  εκκρίνονται  από  επίπεδα  sIL‐2R  στον  ορό  συσχετίζονται 
τα  μακροφάγα  προκειμένου  να  αρχίσει  με  καλύτερη  πρόγνωση  σε  ασθενείς  με 
η φλεγμονή. Η IL‐1 και ο TNF αυτό‐ και  καρκίνωμα  ωοθηκών.  Αντίθετα  σε  καρ‐
αλληλοεπάγουν την παραγωγή τους και  κινώματα μαστού, κεφαλής – τραχήλου, 
προκαλούν  την  παραγωγή  μορίων  προ‐ πνεύμονα  στην  λευχαιμία  εκ  τριχωτών 
σκολλήσεως,  τα  οποία  προάγουν  την  κυττάρων  και  στο  μελάνωμα,  υψηλά  ε‐
λευκοκυτταρική  διήθηση  (leucocyte  infil‐ πίπεδα  του  sIL‐2R  στον  ορό  συνδέονται 
tration) από το αίμα στους ιστούς.  με κακή πρόγνωση184. 
Σε  μελέτη  βρέθηκε  ότι  το  55%  των  Η IL‐4 είναι πλειοτροπική κυτταροκίνη 
δειγμάτων  αίματος  ασθενών  με  γαστρι‐ με  πολλές  ανοσορυθμιστικές  λειτουργί‐
κά  καρκινώματα  εξέφραζαν  IL‐1  (ιδιαί‐ ες  σε  διαφόρους  κυτταρικούς  τύπους. 
τερα οι διαφοροποιημένοι όγκοι) και αυ‐ Παράγεται  από  ορισμένους  υποπληθυ‐
τό  συνδέεται  με  ύπαρξη  ηπατικών  με‐ σμούς Τ λεμφοκυττάρων και ελέγχει την 
ταστάσεων.   διαφοροποίηση των Τ και Β κυττάρων. Η 
Κυτταροκίνες κοινής γ‐αλυσίδας (γc‐ IL‐4  ελαττώνει  τις  φλεγμονώδεις  δρά‐
κυτταροκίνες):  Είναι  κυτταροκίνες  των  σεις  των  μονοκυττάρων  και  των  μακρο‐
οποίων  οι  υποδοχείς,  εκτός  των  άλλων  φάγων  ενώ  παράλληλα  ενισχύει  τις  α‐
υπομονάδων  τους,  περιλαμβάνουν  και  ντιγονοπαρουσιαστική  τους  ικανότητα. 
υποδοχείς  της  οικογένειας  των  υποδο‐ Επίσης μειώνει την έκφραση φλεγμονω‐
χέων  κοινής  γ‐αλυσίδας.  Στην  κατηγο‐ δών κυτταροκινών (IL‐1β, IL‐6, IL‐8, TNF‐
ρία αυτή ανήκουν η ιντερλευκίνη‐2 (IL‐2)  α),  αναστέλλει  την  απελευθέρωση  υπε‐
και η ιντερλευκίνη‐4 (IL‐4).  ροξειδίου, ενώ ενισχύει την έκφραση του 
Η  IL‐2  αποτελεί  την  πρώτη  ιντερλευ‐ μορίου  προσκολλήσεως  VCAM‐1.  Oι  υ‐
κίνη  η  οποία  απομονώθηκε  και  ταυτο‐ ποδοχείς της IL‐4, IL‐4R, έχουν βρεθεί σε 
ποιήθηκε  σε  μοριακό  επίπεδο.  Παράγε‐ καρκινώματα  μαστού,  πνεύμονα,  νε‐
ται  από  τα  T  λεμφοκύτταρα  μετά  από  φρού και μελανώματα.  
επίδραση  αντιγονικού  ερεθίσματος  δρα  Ιντερφερόνες:  Αντιπροσωπεύουν  με‐
παρακρινικά  και  οδηγεί  σε  πολλαπλα‐ γάλη  οικογένεια  πρωτεϊνών  με  αντιϊκή 
σιασμό και διατήρηση των αντιγονοειδι‐ δράση,  οι  οποίες  εκκρίνονται  από  τα 
κών  κυττάρων  (CD4+,  CD8+)  και  των  κύτταρα  σε  απάντηση  ποικιλίας  ερεθι‐
κυτταρολυτικών  T  κυττάρων  (CTLs),  ε‐ σμάτων. Διακρίνονται στις ιντερφερόνες 
νισχύοντας την κυτταρική μνήμη. Λόγω  τύπου  Ι  (IFNα,  IFNβ),  οι  οποίες  κυρίως 
του  κεντρικού  της  ρόλου  στην  διαμεσο‐ επάγονται  από  ιική  μόλυνση  και  τύπου 
λάβηση της ανοσιακής απαντήσεως έχει  ΙΙ  (IFNγ),  παραγόμενη  από  τα  ενεργο‐
σημαντικές  διαγνωστικές  και  θεραπευ‐ ποιημένα  T‐λεμφοκύτταρα  (CD4+, 
τικές  εφαρμογές  σε  ασθενείς  με  καρκι‐ CD8+),  τα  ΝΚΤ  κύτταρα  και  τα  ΝΚ  κύτ‐
νώματα,  λοιμώδεις  νόσους  (HIV  λοίμω‐ ταρα  μετά  από  επίδραση  ανοσογόνων 
337 
και φλεγμονωδών ερεθισμάτων. Προς το  lar  endothelial  growth  factor).  Φυσιολογι‐
παρόν  δεν  έχουν  εντοπισθεί  άτομα  με  κά η παρουσία της στον ορό είναι μηδα‐
έλλειψη των γονιδίων του υποδοχέα των  μινή ή μη ανιχνεύσιμη, αλλά επί μολύν‐
IFN τύπου Ι, στοιχείο το οποίο υποδηλώ‐ σεων ή τραύματος η σύνθεσή της επάγε‐
νει  ότι  είναι  μόρια  απαραίτητα  για  την  ται ταχύτατα, φαίνεται δε ότι είναι βασι‐
επιβίωση.  Η  IFNγ  ασκεί  τις  δράσεις  της  κός  διαμεσολαβητής  της  προκλήσεως 
μέσω  αλληλεπιδράσεων  με  τον  υποδο‐ φλεγμονής  απάντησης  σε  τοπικό  επίπε‐
χέα  της  (συνδυασμός  των  πολυπεπτιδί‐ δο, ώστε αυξημένα επίπεδά της στον ορό 
ων IFNGR1 και IFNGR2) ο οποίος χρησι‐ αποτελούν  πρώϊμο  δείκτη  φλεγμονής. 
μοποιεί  ειδικό  μονοπάτι  μεταγωγής  σή‐ Είναι  ενδιαφέρον  να  υπομνησθεί  ότι  η 
ματος  ,  το  JAK‐STAT,  για  την  ρύθμιση  παρουσία  του  διαλυτού  της  υποδοχέα 
της  μεταγραφής  των  επαγόμενων  γονι‐ sIL‐6R  μπορεί  να  παρεμποδίσει  τον 
δίων  από  την  IFNγ.  Ο  υποδοχέας  αυτός  προσδιορισμό της. Η IL‐6 έχει ανιχνευθεί 
εκφράζεται στην πράξη στην επιφάνεια  στο μελάνωμα και στο 50% των ασθενών 
όλων  των  φυσιολογικών  κυττάρων,  με  με  μεταστατικό  καρκίνωμα  νεφρού,  ενώ 
μοναδική  ίσως  εξαίρεση  τα  ερυθροκύτ‐ αυξημένα επίπεδα του sIL‐6R έχουν ανι‐
ταρα.  Η,  σπάνια,  έλλειψη  των  γονιδίων  χνευθεί σε ασθενείς με μελάνωμα185. 
του  υποδοχέα  IFNγ  καθιστά  τα  άτομα  Παράγων νεκρώσεως του όγκου (TNF 
ευπαθή  σε  μόλυνση  από  μυκοβακτηρί‐ ‐ tumour necrosis factor) ή καχεκτίνη  
διο, αλλά όχι σε κακοήθειες.   Είναι  μείζων  διαμεσολαβητής  φλεγ‐
Οι  ιντερφερόνες  τύπου  Ι  εμφανίζουν  μονής  δρα  επάγοντας  ιστική  καταστρο‐
ευρύ φάσμα βιολογικών δραστηριοτήτων  φή και ανάκαμψη από την βλάβη, ενορ‐
σε  κύτταρα  του  ανοσιακού  συστήματος  χηστρώνοντας  μεταβολές  της  αρχιτε‐
(Τ,  ΝΚ,  μονοκύτταρα,  μακροφάγα,  δεν‐ κτονικής των ιστών. Είναι πολυπεπτίδιο 
δριτικά κύτταρα), ώστε να αυξήσουν την  17  kDa  με  βιολογική  δράση  υπο  τριμερή 
έκφραση  των  επιφανειακών  αντιγόνων  μορφή186.  Ο  TNF‐α  παράγεται  κυρίως 
TAAs,  την  ενεργοποίηση  των  τάξης  Ι  από τα μονοκύτταρα ή/και τα μακροφά‐
MHC αντιγόνων, την επαγωγή ή/και κα‐ γα, ενώ ο TNF‐β (ή λεμφοτοξίνη ‐ LT) εί‐
ταστολή προ‐αποπτωτικών γονιδίων και  ναι  προϊόν  των  λεμφικών  κυττάρων. 
πρωτεϊνών  (πχ.  κασπάσες),  καταστολή  Στις δράσεις του TNF συγκαταλέγονται:  
αποπτωτικών  γονιδίων(πχ.  γονίδιο  Bcl‐ η  βλάβη  του  DNA  και  η  παρεμπόδιση 
2),  την  ρύθμιση  της  διαφοροποίησης  και  των  επιδιορθωτικών  ενζύμων  μέσω  ε‐
της αντιαγγειογόνου δράσης.  παγωγής  σχηματισμού  ελευθέρων  ρι‐
Η  ιντερλευκίνη‐6  (IL‐6  ή  IFN‐β2)  ρυθ‐ ζών οξυγόνου ή παρεμποδίσεως του κυ‐
μίζει  τη  σύνθεση  των  πρωτεϊνών  οξείας  τοχρώματος P‐450 ή των ισοενζύμων της 
φάσεως  (CRP,  αμυλοειδές  ορού,  α1‐ τρανσφεράσης  της  γλουταθειόνης,  η 
αντιθρυψίνη, ινωδογόνο) απαντώντας σε  συμβολή  στην  ανάπτυξη  και  επιβίωση 
ιστικό  τραύμα  ή  μόλυνση.  Παράγεται  των  καρκινικών  κυττάρων,  η  επαγωγή 
κυρίως από τα μακροφάγα, τους ινοβλά‐ παραγόντων  αγγειογενέσεως  (πχ. 
στες  και  τα  ενδοθηλιακά  κύτταρα,  και  VEGF),  η  απώλεια  ανταποκρίσεως  στα 
διεγείρεται  από  τον  TNF  και  την  IL‐1.  Η  ανδρογόνα επί καρκινώματος προστάτη, 
IL‐6  επάγει  έμμεσα  την  αγγειογένεση  και  η  αντίσταση  σε  κυτταροτοξικά  φάρ‐
προκαλώντας έκφραση του VEGF (vascu‐ μακα.  
338 
Ο  TNF  ενεργοποιεί  πολλαπλά  μονο‐ συσχέτισαν  πολυμορφισμούς  απλού 
πάτια  μεταδόσεως  του  κυτταρικού  σή‐ νουκλεοτιδίου  (SNPs‐  single  nucleotide 
ματος,  κινάσες  και  μεταγραφικούς  πα‐ polymorphism)  της  επαγωγικής  περιο‐
ράγοντες.  Η  καχεκτίνη  απαντάται  σε  χής  των  γονιδίων  TNF  και  LT  με  ευπά‐
διαλυτή  και  σε  διαμεμβρανική  μορφή  θεια  σε  καρκίνωμα  προστάτου,  λέμφω‐
και  συνδέεται  σε  δύο  διακριτούς  επιφα‐ μα  ή  μυέλωμα.  Μικρά  ποσά  TNF  έχουν 
νειακούς  υποδοχείς  της,  τον  υποδοχέα  ανιχνευθεί στον ορό ασθενών με γυναι‐
p55  (TNFRI)  και  τον  υποδοχέα  p75  κολογικό  καρκίνωμα  και  στο  36.5%  των 
(TNFRII).  Διάφοροι  υποδοχείς  της  οικο‐ ασθενών  με  μεταστατικό  καρκίνωμα 
γένειας  TNF  αποτελούν  συγχρόνως  «υ‐ νεφρού.  Σε  λεμφώματα,  οξεία  και  χρό‐
ποδοχείς  θανάτου»  σηματοδοτώντας  νια  μυελογενή  λευχαιμία  και  χρόνια 
την απόπτωση σε ποικιλία κυττάρων.   λεμφοκυτταρική  λευχαιμία,  υψηλά  κυ‐
Ο TNF‐α κατέχει ρόλο κλειδί στην πα‐ κλοφορούντα  επίπεδα  TNF  και  των  δια‐
θογένεια  νόσων  όπως  η  ρευματοειδής  λυτών  υποδοχέων  του  συνδέονται  με 
αρθρίτιδα,  η  νόσος  του  Crohn  και  η  ψω‐ κακή  πρόγνωση  και  αντίσταση  στη.  θε‐
ρίαση.  Επί  κακοήθων  νοσημάτων  θεω‐ ραπεία176. 
ρείται  κλασσικός  αντικαρκινικός  παρά‐ Το  μόριο  Fas  (ή  Apo‐1  ή  CD‐95)  είναι  υ‐
γων.  Κλινικές  μελέτες  έδειξαν  ότι  η  το‐ ποδοχέας  κυτταρικής  επιφανείας  της 
πική  χορήγηση  υψηλών  δόσεων  TNF‐α  υπεροικογένειας  υποδοχέων  των  TNF  / 
καταστρέφει ειδικά τα αιμοφόρα αγγεία  NGF  (nerve  growth  factor)  και  υπάρχει 
του  όγκου  ασκώντας  αντικαρκινική  ως  διαμεμβρανική  και  διαλυτή  (sFas) 
δράση. Παραδόξως όμως έχει δειχθεί ότι,  μορφή.  Η  διαμεμβρανική  μορφή  εκφρά‐
επί χρόνιας παραγωγής του, είναι δυνα‐ ζεται  ευρέως  σε  φυσιολογικά  και  κακο‐
τόν να ασκεί ενδογενώς δράση προαγω‐ ήθη κύτταρα. Η sFas συνδεόμενη με την 
γής  του  όγκου,  συμβάλλοντας  στην  α‐ επιφανειακή  Fas  αφ’ενός  αποτρέπει  την 
ναδιαμόρφωση  του  ιστού  και  στην  κα‐ μεταγωγή σήματος μέσω Fas, αφ’ετέρου 
τάλληλη  ανάπτυξη  του  στρώματος  για  παρεμποδίζει,  με  αδρανοποίηση  του 
την αύξηση και διασπορά του όγκου.   FasL (Fas‐ligand), την διαμεσολαβούμενη 
Η  έκφραση  του  TNF‐α  σε  καρκινώμα‐ από το Fas απόπτωση. Aυξημένα επίπε‐
τα  ωοθηκών,  μαστού,  ουροδόχου  κύστε‐ δα sFas ανιχνεύονται στον ορό ασθενών 
ως,  προστάτη,  εντέρου,  λεμφώματα  και  με  λευχαιμία,  καρκίνωμα  ορθού,  μα‐
λευχαιμίες  συσχετίζεται  με  κακή  πρό‐ στού,  ουροδόχου  κύστεως,  στομάχου, 
γνωση.  Ο  TNF‐α  πιθανώς  ευνοεί  την  ωοθηκών, τραχήλου μήτρας, μαστού και 
ανάπτυξη  πλακωδών  καρκινωμάτων,  συσχετίζονται  με  κακή  πρόγνωση.  Ε‐
όπως  έδειξαν  τα  αποτελέσματα  UV  α‐ ντούτοις  ο  sFas  δεν  αποτελεί  πρώιμο 
κτινοβολίας,  η  οποία  είναι  ισχυρός  επα‐ δείκτη  καρκιμωμάτων  δεδομένου  ότι  τα 
γωγέας του.   επίπεδά του σε ασθενείς με τοπική νόσο 
Φυσιολογικά  η  καχεκτίνη  δεν  ανευρί‐ δεν  διαφέρουν  των  φυσιολογικών  ατό‐
σκεται στον ορό. Τα επίπεδα παραγωγής  μων171,176. 
του  TNF  είναι  χαμηλά  και  ποικίλλουν  Το  μόριο  FasL  ανήκει  επίσης  στην  οι‐
μεταξύ  των  ατόμων,  γεγονός  το  οποίο  κογένεια  TNF  και  εκφράζεται  κυρίως 
μάλλον  οφείλεται  σε  γενετικό  υπόβα‐ στην  επιφάνεια  των  ενεργοποιημένων 
θρο.  Πάντως  τρεις  πρόσφατες  μελέτες  T‐  και  των  NK‐κυττάρων,  επάγει  δε  την 
339 
απόπτωση συνδεόμενο με τον υποδοχέα  φρασή του VEGF παρατηρείται σε μεγά‐
του,  Fas  στα  κύτταρα  στόχους.  Η  αλλη‐ λο  ποσοστό  των  συμπαγών  όγκων  και 
λεπίδραση  Fas‐FasL  παίζει  σημαντικό  σχετίζεται ευθέως με κακή πρόγνωση.  
ρόλο  στην  διαμεσολαβούμενη  από  τα  Αυξημένα  επίπεδα  VEGF  ανιχνεύο‐
κυτταροτοξικά  T‐  και  NK‐κύτταρα  από‐ νται  σε  διαφόρα  καρκινώματα  (ορθού, 
πτωση  των  καρκινικών  κυττάρων.  Εν  μαστού,  ωοθηκών,  τραχήλου,  νεφρού, 
τούτοις  η  απόκτηση  δυνατότητας  εκ‐ κεφαλής  ‐  τραχήλου,  υποφύσεως).  Ιδιαί‐
φράσεως του FasL και από τα καρκινικά  τερα  υψηλά  επίπεδα  του  VEGF  έχουν 
κύτταρα,  τα  καθιστά  ικανά  να  μεταδώ‐ αναφερθεί  σε  ασθενείς  με  λευχαιμίες 
σουν  σήματα  θανάτου  σε  Fas‐θετικά  T‐ και  συμπαγείς  όγκους  του  αιμοποιητι‐
κύτταρα του ξενιστή. Αυξημένα επίπεδα  κού18.  Σε  πρόσφατη  μελέτη  τα  επίπεδα 
sFasL  έχουν  ανιχνευθεί  σε  ορό  καρκινο‐ ορού  VEGF  και  VEGF‐C  βρέθηκαν  ότι 
παθών και συσχετίσθηκαν με προχωρη‐ ήταν υψηλότερα (p= 0,0002 και p= 0,.0007, 
μένο  στάδιο  ή  πρόοδο  νόσου  σε  καρκι‐ αντιστοίχως) σε ασθενείς με καρκίνωμα 
νώματα  ουροδόχου  κύστεως  και  στομά‐ τραχήλου της μήτρας σε σχέση με υγιείς 
χου171,176.   μάρτυρες. 
VEGF (vascular endothelial growth factor  Στην  στρωματοποίηση  των  ασθενών 
– παράγων ανάπτυξης αγγειακού ενδο‐ αποδείχθηκε ότι οι διαφορές ήταν μεγα‐
θηλίου)  λύτερες σε γυναίκες με πλακώδη καρκι‐
Ο  VEGF,  συνδεόμενος  με  τον  υποδο‐ νώματα, ενώ δεν υφίσταντο σε γυναίκες 
χέα  του  VEGF‐R2 (ή  KDR  ή  Flk‐1), μετα‐ με αδενοκαρκινώματα. Τα υψηλά επίπε‐
δίδει  σήματα  ενισχύσεως  του  πολλα‐ δα  του  δείκτου  συνδέθηκαν  με  συχνότε‐
πλασιασμού (μιτογόνος δράση), της επι‐ ρες  υποτροπές  και  παραμονή  νόσου  με‐
βιώσεως  (αντιαποπτωτική  δράση)  και  τά  θεραπεία188.  Η  μέτρηση  του  VEGF 
της  κινητικότητας  των  ενδοθηλιακών  μπορεί  να  χρησιμεύσει  στον  προσδιορι‐
κυττάρων. Παράγεται σε υψηλά επίπεδα  σμό  του  κινδύνου  για  ανάπτυξη  κακοή‐
από  μη  κακοήθη  κύτταρα  ως  απάντηση  θων  νεοπλασμάτων,  στην  ανίχνευση 
στην  υποξία  και  την  φλεγμονή  και  από  όγκων  σε  αρχικά  στάδια  και  στην  διά‐
τα  κακοήθη  κύτταρα  στην  προσπάθεια  κριση καλοήθων και κακοήθων νοσημά‐
αυξήσεως  και  πολλαπλασιασμού  των  των.  Σε  διαγνωσμένους  όγκους  μπορεί 
και  έχει  την  ικανότητα  να  διαχέεται  ε‐ να  χρησιμεύσει  στην  πρόγνωση,  στην 
λεύθερα.  Επισημαίνεται  ότι  η  χρόνια  πρόβλεψη  ανταποκρίσεως  στην  θερα‐
φλεγμονή  σχετίζεται  στενά  με  την  αγ‐ πεία  και  στην  παρακολούθηση  της  κλι‐
γειογένεση,  καθώς  ο  σχηματισμός  κοκ‐ νικής πορείας των ασθενών. Τα επίπεδα 
κιώδους  ιστού  απαιτεί  εκτεταμένη  αγ‐ του  VEGF  στο  πλάσμα  και  στα  ούρα 
γειακή τροφοδότηση.  καρκινοπαθών  προ  θεραπείας,  συσχετί‐
Οι  πρωτεΐνες  VEGF  παίζουν  σημαντι‐ ζονται  με  μικρή  διάμεση  επιβίωση.  Ε‐
κό  ρόλο,  στην  αγγειογένεση  των  όγκων  κτός  των  κακοηθειών,  οι  προσδιορισμοί 
και  στην  έκφραση  της  μεταστατικής  του  VEGF  στον  ορό  έχουν  διαγνωστική 
τους  ικανότητας,  κυρίως  παρεμποδίζο‐ και  προγνωστική  αξία  στις  καρδιαγ‐
ντας  την  αναγνώριση  και  την  κατα‐ γειακές  ανεπάρκειες  και  τα  φλεγμονώ‐
στροφή  των  καρκινικών  κυττάρων  από  δη νοσήματα. 
το  ανοσοποιητικό  σύστημα.  Η  υπερέκ‐ Προβλήματα  στους  ανοσοπροσδιορι‐
340 
σμούς του VEGF προκύπτουν λόγω σύγ‐ κτήριες  (initiator  caspases:  ‐8,  ‐9,  ‐10)  και 
χρονης  παρουσίας  του  διαλυτού  υποδο‐ εκτελεστικές  (downstream  effector  /  exe‐
χέα του, sFlk‐1 και ισομορφών του VEGF,  cutioner  caspases:  –2,  ‐3,  ‐6,  ‐7).  Οι  εναρ‐
προς  τις  οποίες  τα  αντισώματα  δεν  δια‐ κτήριες  αυτοδιασπώνται,  αυτοενεργο‐
θέτουν την ίδια ειδικότητα. Επιπλέον, Ο  ποιούνται  και  τελικά  ενεργοποιούν  τις 
δείκτης είναι προτιμότερο να προσδιορί‐ εκτελεστικές  κασπάσες  οι  οποίες  δια‐
ζεται στο πλάσμα, επειδή κατά την πήξη  σπούν  ενδοκυτταρικούς  στόχους  κατα‐
τα  αιμοπετάλια  και  τα  λευκοκύτταρα  στρέφοντας  φυσιολογικές  κυτταρικές 
απελευθερώνουν VEGF187.   λειτουργίες,  ενεργοποιούν  άλλους  απο‐
Μηχανισμοί καταστολής της απο‐ πτωτικούς παράγοντες, απενεργοποιούν 
πτώσεως   αντιαποπτωτικές  πρωτεΐνες  και  τελικά 
Δεδομένου  ότι  η  καταστολή  της  απο‐ οδηγούν σε θάνατο.  
πτώσεως  αποτελεί  προϋπόθεση  για  α‐ Έχει  παρατηρηθεί  ότι  η  κασπάση  1 
νάπτυξη  και  εξέλιξη  κακοήθων  νόσων,  τροποποιεί  πρωτεολυτικά  την  προ‐
γίνεται  σύντομη  αναφορά  και  περιγρα‐ φλεγμονώδη  κυτταροκίνη  IL‐1β,  ενερ‐
φή των μορίων και μηχανισμών οι οποί‐ γοποιεί  την  κυτταροκίνη  IL‐18  η  οποία 
οι  εμπλέκονται  στην  συγκεκριμένη  κυτ‐ είναι  παράγων  επαγωγής  της  IFNγ  και 
ταρική λειτουργία.   απαραίτητη  για  την  ικανή  παραγωγή 
Η  απόπτωση  (προγραμματισμένος  της IL‐1α. 
κυτταρικός  θάνατος),  συμβαίνει  μετά  Β.  H  αντιαποπτωτική  πρωτεΐνη  Bcl‐2  ε‐
ελάχιστη  διαταραχή  του  τοπικού  περι‐ ντοπίζεται,  επί  τα  εκτός  της  έξω  μιτο‐
βάλλοντος  και  χωρίς  επαγωγή  φλεγμο‐ χονδριακής  μεμβράνης,  στην  πυρηνική 
νής,  ενώ  η  κυτταρική  νέκρωση  επιφέρει  μεμβράνη  και  στο  ενδοπλασματικό  δί‐
λύση  των  κυττάρων  προκαλώντας  κτυο.  Η  στενή  σχέση  μεταξύ  μειωμένης 
φλεγμονώδη  αντίδραση  με  πιθανή  βλά‐ αποπτώσεως  και  της  εξελίξεως  κακοή‐
βη στον περιβάλλοντα ιστό. Επί πλέον η  θων  νόσων,  ενισχύεται  από  το  εύρημα 
καταστολή  των  αποπτωτικών  μηχανι‐ ότι  το  ογκογονίδιο  της  Bcl‐2,  το  οποίο 
σμών  συνεισφέρει  στην  καρκινογένεση  διαμεσολαβεί  στην  λευχαιμία  εκ  Β‐
και  στην  αντοχή  σε  χημειο‐  και  ακτινο‐ κυττάρων,  δρα  αναστέλλοντας  την  α‐
θεραπεία.  πόπτωση  των  Β‐κυττάρων.  Η  υπερέκ‐
Α.  Οι  κασπάσες  αποτελούν  μεγάλη  οι‐ φραση  της  Bcl‐2  προάγει  τον  κακοήθη 
κογένεια  πρωτεασών  κυστεΐνης  και  φυ‐ μετασχηματισμό  και  επάγει  χημειοα‐
σιολογικά  εκφράζονται  ως  ζυμογόνα  ντοχή  των  όγκων  μέσω  διαφυγής  τους 
(προκασπάσες), τα οποία στην συνέχεια  από  την  απόπτωση,  όπως  παρατηρήθη‐
ενεργοποιούνται189,190.  Έχουν  ουσιαστικό  κε  στο  καρκίνωμα  των  ωοθηκών,  ώστε 
ρόλο  στην  μεταφορά  του  σήματος  και  εκτιμάται  ότι  η  έκφρασή  της  σε  όγκους 
την  πρόκληση  καταρράκτου  φαινομέ‐ σχετίζεται  με  πλεονέκτημα  επιβιώσεώς 
νων  τα  οποία  συνδέονται  με  ανοσιακές  τους.  Παρότι  η  Bcl‐2  ανιχνεύεται  στον 
απαντήσεις. Είναι γνωστές τουλάχιστον  ορό,  οι  περισσότεροι  προσδιορισμοί  της 
14 κασπάσες, εκ των οποίων τα  2/3 παί‐ έχουν  γίνει  σε  ιστικά  εκχυλίσματα  ό‐
ζουν ρόλο στην απόπτωση.   γκων176. 
Οι  κασπάσες  οι  οποίες  σχετίζονται  με  Γ.  Οι  φυσιολογικές  ογκοκατασταλτικές 
την  απόπτωση  διακρίνονται  σε  εναρ‐ πρωτεΐνες  p53  και  Rb  (retinoblastoma) 
341 
προάγουν  την  απόπτωση,  σε  απάντηση  ακρίβειας και ποιοτικού ελέγχου τους, η 
τοξικών  ερεθισμάτων  επάγοντας  θάνα‐ διάδοση  των  μεθόδων  αυτών  φαίνεται 
το  στα  αλλοιωμένα  κύτταρα.  Φαίνεται  ότι θα βοηθήσει με αλματώδη ρυθμό την 
ότι  η  p53  ενεργοποιεί  την  απόπτωση,  μελέτη του κακοήθων νοσημάτων.  
μειώνοντας  τουλάχιστον  μερικά,  την  ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΕΣ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑ‐
έκφραση  της  Bcl‐2.  Οι  μεταλλάξεις  του  ΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ‐ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗ‐
γονιδίου  p53  προκαλούν  λειτουργική  ΡΙΟ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ 
αδρανοποίησή  του  και  αποτελούν  τις  Όπως  είναι  σαφές  πολλοί  δείκτες  έ‐
πλέον συνήθεις γενετικές αλλοιώσεις σε  χουν χρησιμοποιηθεί στην διάγνωση και 
στις ανθρώπινες κακοήθεις νόσους.  Με‐ παρακολούθηση  ασθενών  με  κακοήθη 
ταλλάξεις  του  p53  ανιχνεύονται  σε  >  συμπαγή  νεοπλάσματα.  Ιδιαίτερα  την 
50%  των  ανθρώπινων  καρκινωμάτων  τελευταία  20ετία  η  αναζήτηση,  χρησι‐
και  σχετίζονται  με  επιθετική  νόσο.  Αρ‐ μοποίηση  και  το  πεδίο  εφαρμογής  νεο‐
κετές  μελέτες  υποδεικνύουν  ότι  η  με‐ πλασματικών  δεικτών  έχει  αυξηθεί  ε‐
ταλλαγμένη  p53  μπορεί  να  αποτελεί  ντυπωσιακά  και  εξελίσσεται,  ώστε  το 
πολύ  ενδιαφέροντα  πρώιμο  δείκτη  στον  1996  η  American  Society  of  Clinical  On‐
εντοπισμό ατόμων υψηλού κινδύνου για  cology  πρότεινε  την  εκτίμηση  των  δει‐
καρκίνωμα του οισοφάγου176 .  κτών  με  βάση  ένα  σύστημα  συστηματι‐
Η τεχνολογία των μικροσυστοιχιών  κής αξιολογήσεως το Tumor Marker Util‐
στην υπηρεσία του καρκίνου   ity  Grading  System  (TMUGS).  Ήδη  το 
Η  τεχνολογία  των  μικροσυστοιχιών  TMUGS  χρησιμοποιείται  ευρέως  σε  κλι‐
(πρωτεϊνών  ή  DNA)  ανήκει  στις  μεθό‐ νικές μελέτες, ενώ είναι συνεχής η προ‐
δους  ολιστικής  αναλύσεως  των  βιολογι‐ σθήκη  ενδιαφερόντων  σχετικών  στοι‐
κών  σημάτων  και  πέραν  των  ιστικών  υ‐ χείων.  
λικών, ήδη χρησιμοποιείται στην μελέτη  Γενικώς,  οι  νεοπλασματικοί  δείκτες 
δειγμάτων  αίματος.  Η  μελέτη  των  καρ‐ θεωρούνται  χρήσιμοι  όταν  βελτιώνουν 
κινωμάτων  αποτελεί  κύριο  στόχο  της  την  έκβαση  ή  την  ποιότητα  ζωής  των 
νέας αυτής τεχνολογίας λόγω της μεγά‐ ασθενών με καρκινώματα ή μειώνουν το 
λης  ετερογένειας  της  νόσου  σε  κυτταρι‐ κόστος  νοσοκομειακής  και  εξωνοσοκο‐
κό,  γενετικό  και  φαινοτυπικό  επίπεδο.  μειακής φροντίδας των. 
Επισημαίνεται ότι με την οπτική των μι‐ Ένας  νεοπλασματικός  δείκτης  έχει  ι‐
κροσυστοιχιών η έννοια του δείκτη καρ‐ δεατή  χρησιμότητα  όταν  συμβάλλει 
κίνου  αλλάζει,  ώστε  την  θέση  της  τιμής  στην διάγνωση της κακοήθους νόσου σε 
ενός  ΔΚ  λαμβάνει  η  «μοριακή  υπογρα‐ συγκεκριμένο ελεγχόμενο άτομο. Ο ιδα‐
φή».  Στην  διαμόρφωση  της  μοριακής  νικός  διαγνωστικός  δείκτης  πρέπει  να 
υπογραφής  συμμετέχουν  περισσότερες  έχει  υψηλή  ευαισθησία  και  ειδικότητα 
της μιας παράμετροι με διαφορετική βα‐ για  την  ανίχνευση  συγκεκριμένων  κα‐
ρύτητα.  Πρόσφατα  αναφέρθηκε  η  ανά‐ κοήθων νεοπλασμάτων και να μην επη‐
πτυξη  συστήματος  παράλληλης  ανι‐ ρεάζεται από καλοήθεις νόσους. Βασική 
χνεύσεως  ΔΚ  στα  πλαίσια  της  διαγνώ‐ προϋπόθεση  ενός  ιδανικού  διαγνωστι‐
σεως  και  του  αδρού  ελέγχου  σε  πληθυ‐ κού δείκτου με χρησιμότητα σε μαζικούς 
σμούς  υψηλού  κινδύνου191,192.  Με  την  προληπτικούς  ελέγχους  είναι  να  ανι‐
προϋπόθεση  της  επαναληψιμότητας,  χνεύεται στα αρχικά σιάδια της υπό διε‐
342 
ρεύνηση  νόσου  Ο  ιδανικός  προγνωστι‐ τοκόλλων,  περιλαμβάνει  υποχρεωτική 
κός δείκτης πρέπει να παρέχει στον κλι‐ βιοψία προστάτου193.  
νικό  την  δυνατότητα  εκτιμήσεως  του  ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΧΡΗ‐
κινδύνου  υποτροπής  της  νόσου  ή/  και  ΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟ‐
την  εξατομικευμένη  πιθανότητα  θανά‐ ΓΝΩΣΗ 
του από το συγκεκριμένο κακόηθες νεό‐ Το  καλύτερο  παράδειγμα  προγνωστι‐
πλασμα.  Ο  ιδανικός  προβλεπτικός  δεί‐ κού  νεοπλασματικού  δείκτου  στην  κλι‐
κτης πρέπει αναδεικνύει με ακρίβεια την  νική  πρακτική  αντιπροσωπεύει  το  σύ‐
πιθανότητα  του  ασθενούς  να  ανταπο‐ στημα  ενεργοποιήσεως  του  urokinase‐
κριθεί  στην  θεραπεία.  Δείκτες  ορού  οι  type  plasminogen  (uPA)  και  o  plasmino‐
οποίοι μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην  gen‐activator  inhibitor  type‐1  (PAI‐1)  στο 
ανίχνευση  της  υποτροπής  ή  της  παρα‐ καρκίνωμα  του  μαστού.  Παράγοντες  οι 
μένουσας  νόσου,  ονομάζονται  δείκτες  οποίοι συνδέονται με την διηθητικότητα, 
παρακολουθήσεως (monitoring markers).  όπως ο uPA και αναστολέας του, όπως ο 
Η  αξιοπιστία  των  δεικτών  αυτών  ελέγ‐ PAI‐1,  αποτελούν  τους  πλέον  υποσχό‐
χεται  κατά  την  παρακολούθηση  νεο‐ μενους  δείκτες  της  κατηγορίας  αυτής. 
πλασματικών ασθενών οι οποίοι έλαβαν  Τα  κριτήρια  για  την  προγνωστική  αξιο‐
ή όχι θεραπεία. Ενδιαφέρον τομέας στην  λόγηση  των  νεοπλασματικών  δεικτών 
εφαρμογή  νέων  ορολογικών  νεοπλα‐ καθορίσθηκαν  στην  τελική  τους  μορφή 
σματικών δεικτών είναι τα εντοπισμένα  από  τον  McGuire  WL  το  1991  και  περι‐
καρκινώματα  και  η  μεταφορά  κυτταρο‐ λαμβάνουν  τα  εξής  διαδικαστικά  στά‐
στατικών  για  θεραπεία  κατά  ειδικών  δια194: 
στόχων193.  Όπως  είναι  προφανές,  δεν  1. Βιολογική  Υπόθεση:  Πολλά  πειραμα‐
υπάρχει  δείκτης  ο  οποίος  μπορεί  να  ε‐ τικά  δεδομένα  αποδεικνύουν  τον  ουσια‐
φαρμόζεται  στην  κλινική  πράξη  με  α‐ στικό  ρόλο  των  uPA  και  PAI‐1  στην  α‐
ξιοπιστία καλύπτοντας σε περισσότερες  νάπτυξη  διηθητικότητας  και  μεταστατι‐
της μιας από τις παραπάνω υποκατηγο‐ κής ικανότητας195. 
ρίες.  2. Τυποποίηση  της  μεθόδου:  Τα  επίπεδα 
ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ  αντιγόνων  μετρώνται  με  δοκιμασίες  οι 
ΜΑΖΙΚΟΥΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥΣ ΕΛΕΓ‐ οποίες  τυποποιούνται  αφού  προηγουμέ‐
ΧΟΥΣ  νως  υποστούν  επιτυχώς,  ποιοτικούς  ε‐
Συνιστούν υποκατηγορία των διαγνω‐ λέγχους196. 
στικών  νεοπλασματικών  δεικτών,  οι  ο‐ 3. Απόδειξη  κλινικού  οφέλους:  Προη‐
ποίοι  εφαρμοζόμενοι,  θα  πρέπει  να  έ‐ γούνται  βιοστατιστικές  αναλύσεις,  συ‐
χουν  υψηλή  ευαισθησία  και  ειδικότητα.  σχετίσεις  με  γνωστούς  παράγοντες,  μο‐
Ο δείκτης ο οποίος βρίσκεται πλησιέστε‐ νοπαραγοντιακές  και  πολυπαραγοντια‐
ρα  προς  τις  απαραίτητες  προϋποθέσεις  κές αναλύσεις, οι οποίες να έχουν κατα‐
είναι  το  PSA.  Χρησιμοποιούμενο  σε  μα‐ λήξει σε θετικά αποτελέσματα. 
ζικούς πληθυσμιακούς ελέγχους το  PSA  4. Αξιολόγηση  θεραπευτικών  μελετών: 
αποδείχθηκε ότι έχει υψηλή ευαισθησία,  Εκτιμώνται  δεδομένα  από  πολυκεντρι‐
αλλά  σχετικώς  χαμηλή  ειδικότητα.  Για  κές,  προοπτικές  μελέτες  με  τυχαία  κα‐
τον  λόγο  αυτό  στις  περισσότερες  περι‐ τανομή ασθενών. 
πτώσεις  ο  σχεδιασμός  αναλόγων  πρω‐ 5. Μεταφορά των δεδομένων στην κλινι‐
343 
κή πρακτική.  ΔΕΙΚΤΕΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΩΣ 
Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές φορές  Είναι  χρήσιμοι  στις  περισσότερες  κλι‐
προγνωστικοί  δείκτες  συνδεόμενοι  με  νικές  μελέτες.  Χαρακτηριστικά  παρα‐
επί μέρους έκβαση της νόσου, δεν έχουν  δείγματα  αποτελούν  οι  δείκτες  alpha‐
κλινική  χρησιμότητα.  Παράδειγμα  δει‐ fetoprotein  και  beta  chorionic  gonado‐
κτών  χαμηλής  κλινικής  χρησιμότητας,  tropin  στην  παρακολούθηση  ασθενών 
αποτελούν  δείκτες  διακρίνονοντες  πλη‐ με καρκινώματα όρχεος. Σε ασθενείς με 
θυσμούς  ασθενών  σε  δύο  ομάδες  χαμη‐ καρκινώματα  του  γαστρεντερικού  σω‐
λού ή υψηλού κινδύνου, από τις οποίες η  λήνα  ο  προσδιορισμός  των  CEA  και  CA 
μία είναι πολύ μεγάλη και η άλλη πολύ  19.9, χρησιμοποιείται μετά την θεραπεία 
μικρή. Μικρή χρησιμότητα έχουν δείκτες  1ης  γραμμής,  με  σκοπό  την  ανίχνευση 
όταν  οι  ομάδες  υψηλού  ή  χαμηλού  κιν‐ υποτροπής σε αρχικά στάδια. 
δύνου  έχουν  ελάχιστη  πιθανότητα  να  Αντίστοιχη χρησιμότητα έχει η μέτρη‐
ανταποκριθούν  σε  επιπρόσθετη  θερα‐ ση  του  CA‐125  σε  γυναίκες  με  καρκίνω‐
πεία195.  μα  ωοθήκης.  Πρέπει  να  τονισθεί  ότι  το 
ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΧΡΗ‐ όφελος  από  την  ανάδειξη  μικρού  φορτί‐
ΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟ‐ ου  νόσου  μετά  την  θεραπεία  1ης  γραμ‐
ΒΛΕΨΗ ΤΗΣ ΕΚΒΑΣΕΩΣ  μής,  εξικνείται  σε  καρκινώματα  στα  ο‐
Στον  σχεδιασμό  μελετών  οι  οποίες  α‐ ποία  η  πρώιμη  ανακάλυψη  της  υποτρο‐
ξιολογούν  προβλεπτικούς  δείκτες,  πρέ‐ πής  έχει  επίπτωση  στην  συνολική  επι‐
πει  να  γίνεται  σαφής  η  διάκριση  προ‐ βίωση.  Παράδειγμα  εξ  αντιθέτου  απο‐
βλεπτικής  ή  προγνωστικής  αξίας.  Ο  τελεί  το  καρκίνωμα  του  μαστού  στο  ο‐
προβλεπτικός  παράγων  προδικάζει  την  ποίο κανένα όφελος στην συνολική επι‐
ανταπόκριση  ή  αντίσταση  σε  ειδική  θε‐ βίωση  δεν  αποδείχθηκε,  όταν  οποιοσδή‐
ραπεία,  ενώ  ο  προγνωστικός  παράγων  ποτε  δείκτης  νόσου  βρεθεί  αυξημένος, 
προδικάζει  την  μελλοντική  υποτροπή  ή  κατά  την  διάρκεια  της  τακτικής  παρα‐
πρόοδο  νόσου  ανεξαρτήτως  θεραπεί‐ κολουθήσεως,  μετά  την  θεραπεία  1ης 
ας197.  Άμεσος  τρόπος  αξιολογήσεως  της  γραμμής193.  
προβλεπτικότητας  ενός  νεοπλασματι‐ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
κού  δείκτου,  είναι  η  ανάλυση  ανταπο‐ 1.   Suresh MR ,Classification of tumor markers. 
κρίσεως στην θεραπεία, ασθενών με το‐ Anticancer Res1996;16:2273‐2278. 
πικά  προχωρημένο  ή  μεταστατικό  κα‐ 2.   Βασλαματζής ΜΜ, Δασκαλοπούλου ΣΣΕ, 
κόηθες  νόσημα.  Το  πλέον  χαρακτηρι‐ Η  προγνωστική  σημασία  των  κυκλοφο‐
στικό  παράδειγμα  προβλεπτικού  δείκτη  ρούντων  νεοπλασματικών  δεικτών  σε 
ασθενείς  με  κακοήθη  συμπαγή  νεοπλά‐
αποτελεί  ο  προσδιορισμός  των  οιστρο‐
σματα,  Νοσοκομειακά  Χρονικά  2000;  Τό‐
γονικών  και  των  προγεστερινικών  υπο‐
μος 62, (Συμπλήρωμα): 177‐190. 
δοχέων  στο  καρκίνωμα  του  μαστού.  Εί‐ 3.   Johnson PJ, Dennis LYM: Plasma nucleic ac‐
ναι  σαφές  ότι  οι  περισσότεροι  χρησιμο‐ ids  in  the  diagnosis,      management  of  ma‐
ποιούμενοι  στην  κλινική  πράξη  δείκτες  lignant  disease.  Clin  Chem  2002;  48:1186‐
έχουν  προγνωστική  και  προβλεπτική  α‐ 1193. 
ξία193.  4.   Clinical  Chemistry.  Concepts,      Applica‐
tions:  Anderson  SC,  Cockayne  S.  H.B.J. 

344 
Int.Eds.,  Editor:  W.B.  Saunders.  (1993)  10.   Clinical  Laboratory  Diagnostics.  Use  and 
Chapter 16: Tumor Markers.  p.322‐336.  assessment  of  Clinical  Laboratory  results”. 
5.    Clinical  Diagnosis  and  Management  By  By  Lothar  Thomas,  first  edition,  TH‐Books 
Laboratory  Methods.  J.B.Henry,  MD.  H.  B.  Verlagsgesellschaft  mbH,  Frankfurt/Main, 
J.,  Int.  Eds.  W.B.Saunders.  (1991)  Chapter  Germany,  Chapter  34:  Tumor  markers.  
14:  Molecular  markers  of  malignant  trans‐ p.936‐996. 
formation.  p.285‐307.  11.   Magdelenat  H:  Tumour  markers  in  oncol‐
6.   Cancer and Clinical Biochemistry . Panall P,   ogy: past, present and future. J of Immunol 
Kotasek D, ACB Venture Publications, Eds.  Met 1992, 150: 133‐143. 
G.McCreanor, W.Marshall (1997)  12.   Swartz  MK    Tumor  Markers.    Diag  Endo 
7.    Serological Cancer Markers.  editor: Stewart  &Metab 1997, 15(12):367‐379. 
Sell,  1992,  The  Humana  Press,  Totowa,  NJ.  13.   Johnson  PJ,      Dennis  L  YM  Plasma  nucleic 
a.  Stewart  S.  Chapter  1  Cancer  markers  of  acids  in  the  diagnosis  and  management  of 
the 1990s.  p.1‐17.  malignant  disease”.  Clin  Chem  2002,  48: 
7b.   Sikorska  HM,  Fuks  A,  Gold  P:  Chapter  4,  1186‐1193. 
Carcinoembryonic Antigen.  p.47‐97.  14.   Bidart JM, Thuillier F, Augereau C, Chalas J, 
7c.   Bombardieri E,   Gion M Chapter 15: MCA  Daver  A,  Jacob  N,  Labrousse  F,  Voitot  H.  
as  available  circulating  tumor  marker  for  Kinetics of serum tumor marker concentra‐
breast cancer.  p.341‐53.  tions and usefulness in clinical monitoring.” 
7d.   Schlom J et al, Chapter 18, TAG‐72 as a tu‐ Clin  Chem.  1999  Oct;45(10):1695‐707.  Re‐
mor marker.  p.387‐415.  view.  bidart 
7e.   Kato  H.  Chapter  21:  Squamous  Cell  Carci‐ 15.  Hayes  DF.  What  are  tumor  markers,  and 
noma  Antigen.  p.437‐451.  when  should  they  be  used.  Educational 
7f.   Pohl A. Chapter 23,   Multiple testing with  Book  of  ASCO,  30th  Annual  Meeting.  Dal‐
cancer markers.  p.473‐93.  las, Texas 1994, pp: 138‐149.). 
8.   8o  σεμινάριο  ΕΕΚΧ‐ΚΒ  1995  –  «Δείκτες  16.  14ο  Εκπαιδευτικό  Σεμινάριο  ΕΕΚΧ‐ΚΒ, 
καρκίνου.  Εργαστηριακή  διερεύνηση  και  28/5/05‐«Νεοπλασματικοί Δείκτες» 
κλινική αξιολόγηση.   16α.  Β.  Βυλλιώτου  «Δείκτες  καρκίνου:  Γενικά 
 8α.  Βάρσου‐Παπαδημητρίου  Λ.  ,Χαρακτηρι‐ χαρακτηριστικά‐Ταξινόμηση‐
στικά  και  διαγνωστική  αξία  δεικτών  Εργαστηριακή αξιολόγηση.  σελ.45‐66. 
καρκίνου σε βιολογικά υγρά..  σ.10‐38.  16β.  Σαραντάκου  Α.  Δείκτες  καρκίνου  σε  φυ‐
σιολογικά  σωματικά  υγρά  .  Ογκοεμβρυϊ‐
 8β.  Σκάρλος  Δ.,Αξιολόγηση  καρκινικών  δει‐ κά  αντιγόνα.» 
κτών στην κλινική πράξη.  σ.79‐83.  17.   Up  Dating  of  Tumor  Markers  in  Tissues 
 8γ.  Κυρίου‐Μάλλη  Λ.,Τα  ένζυμα  ως  δείκτες  and  in  Biological  Fluids”.  Ballesta  AM, 
καρκίνου.  σ.39‐50.  Torre  GC,  Bombardieri  E,  Gion  M,  Molina 
9.   Κλινικό  φροντιστήριο  5ου  Πανελληνίου  R. (1993) Edizioni Minerva Medica.  
Συνεδρίου  Κλινικής  Χημείας  της  ΕΕΚΧ‐ 18.   Αναγνώστου‐Κακκαρά  Ε,  Ζουλλιέν  Ζ, 
ΚΒ,Οι  δείκτες  καρκίνου  στα  βιολογικά  Δήμα  Κ  Δελτίο  Ελληνικής  Μικροβιολογι‐
υγρά».    κής Εταιρείας 1988; 33: 571‐591.  
 9α.  Βασλαματζής  ΜΜ  και  Κατιρτζόγλου  ΝΑ  19.   Bates  SE,      Longo  DL  Use  of  serum  tumor 
,Η  προγνωστική  σημασίατων  κυκλοφο‐ markers  in  cancer  diagnosis  and  manage‐
ρούντων  νεοπλασματικών  δεικτών  σ  α‐ ment.”  Semin  Oncol.  1987  Jun;14(2):102‐38. 
σθενείς  με  κακοήθη  συμπαγή  νεοπλά‐ Review.  
σματα.  σ.64‐90.  20.   Kasper  LM  Significant  developments  in 
 9β.    Κυρίου‐Μάλλη    Λ.  Δείκτες  καρκίνου  στα  Biochemistry, Urinanalysis, and Ligand As‐
βιολογικά υγρά.  σ.7‐63.  says”  Clinical  Laboratory  Science  1998; 
11(6):330‐335. 
345 
21.   Bagshawe KD,   Rustin GJS. Circulating tu‐ 32.   Kimura N, Hoshi S, Takahashi M, Takeha S, 
mor  markers.  In:  Oxford  Textbook  of  On‐ Shizawa  S,  Nagura  H.  Plasma  chromo‐
cology  ed.  Peckham  M,  Pinedo  H,    granin A in prostatic carcinoma and neuro‐
Veronesi U. Oxford, New York, Tokyo. Ox‐ endocrine  tumors.”  J  Urol.  1997 
ford University Press 1995, pp 412‐420.  Feb;157(2):565‐8.  
22.   Tietz  NW Textbook of Clinical Chemistry”  33.   Ferrari L, Seregni E,   Bombardieri E Chro‐
1986,  Ed.  W.B.  Saunders.  Chapter  5  Enzy‐ mogranin  A:  a  useful  marker  for  neuroen‐
mes.  p.619‐774.    docrine  tumours”  Tumour  Marker  Update 
23.   Castaldo  G,  Intrieri  M,  Castellano  L  et  al.  1999; 11(4): 187‐193. 
Serum  γ‐GT  isoform  complexed  to  LDL  in  34.   Giovanella LC  Chromogranin, a circulating 
the  diagnosis  of  small  hepatocellular  carci‐ neuroendocrine  marker”  (monograph)  Oct 
noma.  Clin Chem 1999; 45; 1100A‐1102.  2003, Ed.CIS bio international. 
24.   Otsu  N,  Hirata  M,  Miyazawa  K,      Tuboi  S  35.   Degorce  F,  Goumon  Y,  Jacquemart  L, 
Abnormal  LDH  isoenzyme  in  serum  and  Vidaud  C,  Bellanger  L,  Pons‐Anicet  D, 
tumor  tissue  of  a  patient  with  neuroblas‐ Seguin  P,  Metz‐Boutigue  MH,  Aunis  D  A 
toma.  Clin Chem 1985; 31: 318‐320.  new  human  chromogranin  A  (CgA)  im‐
25.   Giannoulaki  EE,  Kalpaxis  DL,  Tentas  C,    munoradiometric  assay  involving  mono‐
Fessas P, LDH isoenzyme pattern in sera of  clonal antibodies raised against the unproc‐
patients  with  malignant  diseases”.  Clin  essed  central  domain  (145‐245).”  Br  J  Can‐
Chem 1989; 35: 396‐399.  cer. 1999 Jan;79(1):65‐71. 
26.   Seth  RK,  Kharb  S,  Kharb  DP.  Serum  bio‐ 36.  Joseph  E,  Lyman  G,  Messina  J,  Brobeil  A, 
chemical  markers  in  carcinoma  breast.  In‐ Reintgen DS Tumour markers in malignant 
dian J Med Sci 2003, 57: 350‐354.)  melanoma: a review.” Tumour Marker Up‐
27.   O’Neill  KL,  Buckwalter  MR,  Murray  BK  date 1997; 9(5): 157‐163. 
Thymidine kinase: diagnostic and prognos‐ 37.   Hauschild A, Engel G, Brenner W, Glaser R, 
tic  potential”  Expert  Rev  Mol  Diagn  2001;  Monig  H,  Henze  E,  Christophers  E.  S100B 
1(4): 428‐33.  protein  detection  in  serum  is  a  significant 
28.   Fischer  L  NSE:  Marker  of  neuroendocrine  prognostic  factor  in  metastatic  melanoma.” 
differentiation  as  a  tumor  marker.    p.264‐ Oncology. 1999;56(4):338‐44.  
266,  in:  Recent  results  in  tumor  diagnosis  38.   Jury  CS,  McAllister  EJ,  MacKie  RM.  Rising 
and  therapy”  1990,  editor:  R.Klapdor,  levels  of  serum  S100  protein  precede  other 
Wuckschwerdt Verlag.  evidence  of  disease  progression  in  patients 
29.   Jensen  RT,  Doherty  GM.  Carcinoid  tumors  with  malignant  melanoma.”  Br  J  Dermatol. 
and carcinoid syndrome. In: De Vita VT Jr,  2000 Aug;143(2):269‐74.  
Hellman  S,  Rosenberg  SA.  Cancer  Princi‐ 39.   Ghanem  G,  Loir  B,  Morandini  R,  Sales  F, 
ples  and  Practice  of  Oncology,  7th  edition.  Lienard  D,  Eggermont  A,  Lejeune  F; 
Lippincott  Williams  και  Wilkins,  Philadel‐ EORTC  Melanoma  Group.  On  the  release 
phia,  Baltimore,  New  York,  London,  Bue‐ and half‐life of S100B protein in the periph‐
nos  Aires,  Hong  Kong,  Sydney,  Tokyo,  eral blood of melanoma patients.” Int J Can‐
2005, p 1559‐1574.  cer. 2001 Nov; 94(4):586‐90. 
30.  Hvamstad  T,  Jordan  A,  Hekmat  N,  et  al.  40.   Prognostic factors in severe traumatic brain 
Neuroendocrine  serum  tumour  markers  in  injury:  The  role  of  S‐100B  protein.”  Stran‐
hormone‐resistant prostate cancer. Eur Urol  jalis  G,  Korfias  S,  Papapetrou  C,  Kou‐
2003, 44(2): 215‐221.  zounias  C,  Psachoulia  C,  Kiriou    L, 
31.   Oberg  K.  Neuroendocrine  gastrointestinal  Tsamandouraki  K,  Singounas  E,  Sakas  D. 
tumors‐a  condensed  overview  of  diagnosis  in:  Proceedings  of  World  Federation  of 
and  treatment.  Ann  Oncol  1999,  10(Suppl  Neurosurgical  Sciences,  p.455‐458,  12th  
2): S3‐S8.  World  Congress  of  Neurosurgery  ,  16‐20 
346 
September, 2001, Sydney, Australia, Editors:  prostatectomy:  molecular  staging  of  pros‐
G.A.J. McCulloch ,P.L. Reilly  tate cancer». Br J Urol 1996;77(3):411‐7. 
41.   McCormack et al. Molecular forms of pros‐ 51.   Aihara  M,  Lebovitz  RM,  Weeler  TM,  et  al. 
tate  specific  antigen  and  the  human  kallik‐ Prostate specific antigen and Gleason grade: 
rein gene family: a new era». Urology 1995;  an  immunohistochemical  study  of  prostate 
45: 729‐744.  cancer. J Urol 1994, 151: p.1558. 
42.   Schmid H.P. PSA doubling time in diagno‐ 52.   Siegal  J,  Brawer  MK.  Prostate‐specific  anti‐
sis  and  follow‐up  of  patients  with  prostate  gen.  In  Textbook  of  Prostate  Cancer,  eds 
cancer». Tumour Marker Update 1995; 8(3):  Kaisary AV, Murphy GP, Denis L, Griffiths 
71‐77.  K, ed. Martin Dunitz Ltd 1999, pp 121‐141. 
43.   Scher  HI,  Leibel  SA,  Fuks  Z,  Codon‐Carpo  53.   Stenman U, Leinonen J, Alfthan H, et al. A 
C,  Scardino  PT.  Cancer  of  the  prostate.  In:  complex  between  PSA  and  a1‐
De  Vita  VT  Jr,  Hellman  S,  Rosenberg  SA.  antichymotrypsin is the major form of PSA 
Cancer Principles and Practice of Oncology,  in  serum  of  patients  with  prostatic  cancer: 
7th  edition.  Lippincott  Williams  και  Wil‐ assay of the complex improves clinical sen‐
kins,  Philadelphia,  Baltimore,  New  York,  sitivity for cancer. Cancer Res 1991, 51: 222‐
London,  Buenos  Aires,  Hong  Kong,  Syd‐ 226.,  
ney, Tokyo, 2005, p 1192‐1259.  54.   Lilja  H,  Christensson  A,  Dahlen  U,  et  al. 
44.   Partin  AW,  Oesterling  JE  The  clinical  use‐ PSA in human serum occurs predominantly 
fulness  of  prostate  specific  antigen:  up‐ in  complex  with  alpha‐1‐antichymotrypsin. 
date1994” J Urol 1994;152:1358‐68)  Clin Chem 1991, 37: 1618‐1625. 
45.   Diamandis E.P., Yu H. New biological func‐ 55.   Mikolajczyk  SD,  Catalona  WJ,  Evans  CL, 
tions  of  PSA?»  J  Clin  Endocrinol  Metab  Linton  HJ,  Millar  LS,  Marker  KM,  Katir  D, 
1995;80:1515‐1517.  Amirkhan A,   Rittenhouse HG Proenzyme 
46.   Abrahamson  PA,  Lilja  H,  Falkmer  S,  Wad‐ forms  of  PSA  in  serum  improve  the  detec‐
strom  LB  Immunohistochemical  distribu‐ tion of prostate cancer” Clin Chem 2004;50: 
tion of the three predominant secretory pro‐ 1017‐1025. 
teins in the parenchyma of hyperplastic and  56.   Linton  HJ,  Marks  LS,  Millar  LS,  Knott  CL, 
neoplastic  prostate  glands”  Prostate  Rittenhouse  HG,      Mikolajczyk  SD  Benign 
1988;12:39‐46.)  PSA  in  serum  is  increased  in  benign  pros‐
47.   Graves  HC.  Nonprostatic  sources  of  pros‐ tate disease” Clin Chem 2003;49:253‐259. 
tate  specific  antigen:  a  steroid  hormone‐ 57.   Sturgeon  C.  Practice  guidelines  for  tumor 
dependent  phenomenon?  Clin  Chem  1995,  marker  use  in  the  Clinic.  Clin  Chem  2002, 
41: 7‐?  48(8): 1151‐1159. 
48.   Corey  E,  Arfman  EW,  Liu  AX,  Vessella  RL  58.   Nixon RG, Wener MH, Smith KM, et al. Bio‐
«Improved  reverse  transcriptase‐ logical variation of prostate‐specific antigen 
polymerase  chain  reaction  (RT‐PCR)  proto‐ levels in serum: an evaluation of day‐to‐day 
col  with  exogenous  internal  competitive  physiological  fluctuations  in  well‐defined 
control  for  PSA  mRNA  in  blood  and  bone  cohort of 24 patients. J Urol 1997, 157: 2183‐
marrow ». Clin Chem 1997;43(3):443‐52.  2190. 
49.   Clements A.,   Mukhtar A. Glandular kallik‐ 59.   Birtle AJ, Freeman A, Masters JR, et al. Tu‐
reins  and  PSA  are  expressed  in  the  human  mor  markers  for  managing  men  who  pre‐
edometrium».  J  Clin  Endocrinol  Metab  sent with metastatic prostate cancer and se‐
1994;78:1536‐1539.  rum  prostate‐specific  antigen  levels  of 
50.   Olsson CA, de Vries GM, Benson MC, Raffo  <10ng/ml. BJU Int 2005, 96(3): 303‐307. 
A, Buttyan R, Cama C, O’Toole K, Katz AE  60.   Huber  PR,  Schmid  HP,  Mattarelli  G,  Stritt‐
«The  use  of  RT‐PCR  for  PSA  assay  to  pre‐ matter  B,  van  Steenbrugge  GJ,  Maurer  A 
dict potential surgical failures before radical  «Serum free prostate specific antigen: isoen‐
347 
zymes  in  benign  hyperplasia  and  cancer  of  population:  impact  on  cancer  detection.  J 
the prostate». Prostatis 1995; 27(4):212‐219.  Urol 1995, 153: 465A. 
61.   Kardamakis  D  «Tumour  serum  markers:  70.   Carter  HB,  Pearson  JD,  Metter  EJ,  et  al. 
Clinical  and  economical  aspects»  Antican‐ Longitudinal evaluation of prostate‐specific 
cer Res 1996, 16: 2285‐2288.  antigen  levels  with  and  without  prostate 
62.   Catalona WJ, Smith DS, Ornstein DK. Pros‐ disease. JAMA 1992, 267: p.2215. 
tate  cancer  detection  in  men  with  serum  71.   Smith  DS,  Catalona  WJ.  Rate  of  change  in 
PSA  concentrations  of  2.6  to  4.0  ng/ml  and  serum  prostate‐specific  antigen  levels  as  a 
benign  prostate  examination.  Enhancement  method for prostate cancer detection. J Urol 
of specificity with free PSA measurements.”   1994, 152: p.1163 
JAMA 1997, 277: p.1452.     72.   Lilja H, Piironen TP, Rittenhouse HG, et al. 
63.   Scher  HI,  Leibel  SA,  Fuks  Z,  Codon‐Carpo  Value  of  molecular  forms  of  prostate‐
C,  Scardino  PT.  Cancer  of  the  prostate.  In:  specific antigen and related kallikreins, hk2, 
De  Vita  VT  Jr,  Hellman  S,  Rosenberg  SA.  in diagnosis and staging of prostate cancer. 
Cancer Principles and Practice of Oncology,  In:Vogelzang  NA,  Scardino  PT,  Shipley 
7th  edition.  Lippincott  Williams  και  Wil‐ WU,  et  al,  eds.  Comprehensive  textbook  of 
kins,  Philadelphia,  Baltimore,  New  York,  genitourinary  oncology.  Philadelphia:  Lip‐
London,  Buenos  Aires,  Hong  Kong,  Syd‐ pincott Williams and Wilkins 2000, p.638. 
ney, Tokyo, 2005, p.1192‐1259.  73.  Catalona  WJ,  Smith  DS,  Wolfert  RL,  et  al. 
64.   Price  CP,  Allard  J,  Davies  G,  Dawnay  A,  Evaluation of percentage of free serum PSA 
Duffy MJ, France M, Mandarino G, Milford  to  improve  specificityof  prostate  cancer 
Ward A, Patel B, Sibley P,   Sturgeon C Pre‐  screening. JAMA 1995, 274: 1214‐1220. 
and  Post‐analytical  factors  that  may  influ‐ 74.   Klein  E.  Editorial:  Can  PSA  derivatives  re‐
ence use of serum PSA and its isoforms in a  duce  frequency  of  unnecessary  prostate 
screening  programme  for  prostate  cancer”.  biopsies?” J Urology 1996; 56: 443‐444. 
Ann. Clin.Biochem 2001; 38: 188‐216.  75.   Prestigiacomo  AF,  Lilja  H,  Pettersson  K, 
65.   Benson  MC,  Ring  KS,  Olsson  CA.  The  de‐ Wolfert RL, Stamey TA A comparison of the 
termination  of  stage  D0  carcinoma  of  the  free fraction of serum PSA in men with be‐
prostate  using  PSA  density.  Urol  Corres  nign  and  cancerous  prostates:  the  best  sce‐
Club 1989, 13: 7‐9.  nario”. J Urol 1996;156(2 Pt1): 350‐354. 
66.   Veneziano S, Pavlica P, Querze R, et al. Cor‐ 76.   Gann  PH,  Hennekens  CH,  Stampfer  PT.  A 
relation between PSA and prostate volume,  prospective  evaluation  of  plasma  prostate‐
evaluated  by  transrectal  ultrasonography:  specific  antigen  for  detection  of  prostatic 
usefulness  in  diagnosis  of  prostate  cancer.  cancer. JAMA 1995, 273: 289‐294. 
Eur Urol 1990, 18: 112‐116.  77.   Catalona  WJ,  Partin  AW,  Slawin  KM, 
67.   Benson  MC,  Whang  IS,  Pantuck  A,  et  al.  Brawer  MK,  Flanigan  RC,  et  al  Use  of  the 
Prostate‐specific antigen density: a means of  percentage  of  free  prostate‐specific  antigen 
distinguishing  benign  prostatic  hypertro‐ to  enhance  differentiation  of  the  prostate 
phy  and  prostate  cancer.  J  Urol  1992,  147:  cancer from benign prostatic disease: a pro‐
815‐816.  spective  multicenter  clinical  trial.”  JAMA, 
68.   Oesterling  JE,  Jacobsen  SJ,  Chute  CG,  et  al.  1998;279(19): 1542‐7. 
Serum  prostate‐specific  antigen  in  a  com‐ 78.   Horninger  W,  Cheli  CD,  Babaian  RJ, 
munity‐based  population‐based  population  Fritsche  HA,  Lepor  H,  Taneja  SS,  Childs  S, 
of  healthy  men:  establishment  of  age  spe‐ Stamey  TA,  Sokoll  LJ,  Chan  DW,  Brawer 
cific reference ranges. JAMA 1993, 270: 860‐ MK,  Partin  AW,  Bartsch  G.  Complexed 
864.  prostate‐specific  antigen  for  early  detection 
69.   Petteway J, Brawer MK. Age specific versus  of prostate cancer in men with serum pros‐
4.0  ng/ml  as  a  PSA  cutoff  in  the  screening  tate‐specific  antigen  levels  of  2  to  4 
348 
nanograms  per  milliliter.”  Urology.  2002  88.   Diamandis EP,,   Yousef GM. Human tissue 
Oct;60(4 Suppl 1):31‐5.   kallikrein gene family: a rich source of novel 
79.   Lein  M,  Kwiatkowski  M,  Semjonow  A,  disease  biomarkers.”  Exp  Rev  Mol  Diagn 
Luboldt  HJ,  Hammerer  P,  Stephan  C,  2001, I: 182‐190. 
Klevecka  V,  Taymoorian  K,  Schnorr  D,  89.   Diamandis EP, Yousef GM, Soosaipillai AR,   
Recker F, Loening SA, Jung K. A multicen‐ Bunting  P.  Human  kallikrein  6 
ter  clinical  trial  on  the  use  of  complexed  (zyme/protease  M/neurosin):  a  new  serum 
prostate  specific  antigen  in  low  prostate  biomarker of ovarian carcinoma.” Clin Bio‐
specific antigen concentrations.”J Urol. 2003  chem 2000, 33: 579‐583. 
Oct;170(4 Pt 1):1175‐9.   90.   Luo LY, Bunting P, Scorilas A,   Diamandis 
80.   Stephan C, Jung K, Lein M, Sinha P, Schnorr  EP.  Human  kallikrein  10:  a  novel  tumor 
D,  Loening  SA.  Molecular  forms  of  pros‐ marker  for  ovarian  carcinoma?”  Clin  Chim 
tate‐specific antigen and human kallikrein 2  Acta 2001, 306: 111‐118.,  
as  promising  tools  for  early  diagnosis  of  91.   Diamandis EP, Okui A, Mitsui S, et al. Hu‐
prostate  cancer.”Cancer  Epidemiol  Bio‐ man  kallikrein  11:  A  novel  biomarker  of 
markers  Prev.  2000  Nov;9(11):1133‐47.  Re‐ prostate  and  ovarian  carcinoma.”  Cancer 
view.   Res 2002, 62: 295‐300.,  
81.   Jung K, Lein M, Butz H, Stephan C, Loening  92.   Yousef  GM,      Diamandis  EP.  Kallikreins, 
SA, Keller T New insights into the diagnos‐ steroid  hormones  and  ovarian  cancer:  is 
tic  accuracy  of  comlexed  and  total  PSA  us‐ there a link?” Minerva Endocrinol 2002, 27: 
ing Discordance Analysis Characteristics.” J  157‐166,  
Urol 2006; 175(4):1275‐80.  93.   Diamandis EP, Scorilas A, Fracchioli S, et al. 
82.   Αλεξόπουλος  ΚΓ  «Ειδικό  προστατικό  α‐ Human  kallikrein  6(hK6):  A  new  potential 
ντιγόνο»  Νοσοκομειακά  Χρονικά  1997,  serum biomarker for diagnosis and progno‐
Πρακτικά  2ου  Ετήσιου  Σεμιναρίου  Συνε‐ sis of ovarian carcinoma.” J Clin Oncol 2003, 
χιζόμενης  Ιατρικής  Εκπαίδευσης  Νοσο‐ 21: 1035‐1043.,  
κομείου «Ο Ευαγγελισμός.  σελ.56‐61.  94.   Kishi  T,  Grass  L,  Soosaipillai  A,  et  al.  Hu‐
83.   Γιαννοπουλος  Α., Γρηγοράκης Α.,Το PSA,  man  kallikrein  8,  a  novel  biomarker  for 
τα  μοριακά  του  κλάσματα  και  το  PSMA  ovarian  carcinoma.”  Cancer  Res  2003,  63: 
στον καρκίνο του προστάτη» Αθήνα 2000,  2771‐2774.,  
εκδ.Ιατρικές Εκδόσεις Ζήτα .  95.   Yousef  GM,  Polymeris  ME,  Grass  L,  et  al. 
84.   Grossfeld  GD,  Carroll  PR  Prostate  cancer  Human kallikrein 5: a potential novel serum 
early detection: a clinical perspective.” Epi‐ biomarker  for  breast  and  ovarian  cancer.” 
demiol Rev 2001; 23 (1): 173‐80 review.  Cancer Res 2003, 63: 3958‐3965.,  
85.   Cheville JC, Tindall D, Boelter C, et al. Me‐ 96.   Petraki  CD,  Gregorakis  AK,  Vaslamatzis 
tastatic  prostate  carcinoma  to  bone:  clinical  MM,  et  al.  Prognostic  implications  of  the 
and  pathologic  features  associated  with  immunohistochemical expression of human 
cancer  specific  survival.”  Cancer  (Phila)  kallikreins  5,6,10  and  11  in  renal  cell  carci‐
2002, 95: 1028‐1036.  noma.”  Tumour  Biology  2006,  Vol  27(1):  1‐
86.   Tricoli JV, Schoenfeldt M,,   Conley BA. De‐ 7. 
tection  of  prostate  cancer  and  predicting  97.   Borgono  CA,  Grass  L,  Soosaipillai  A,  et  al. 
progression:  Current  and  future  diagnostic  Human  kallikrein  14:  A  new  potential  bio‐
markers.”  Clin  Cancer  Res  2004,  10:  3943‐ marker for ovarian and breast cancer. Can‐
3953.  cer Res 2003, 63: 9032‐9041. 
87.   Reiter  RE,  Gu  Z,  Watabe  T,  et  al.  Prostate  98.   Gold  P.,      Goldenberg  N.  The  carcinoem‐
stem  cell  antigen:  a  cell  surface  marker  bryonic antigen (CEA): past, present and fu‐
overexpressed  in  prostate  cancer.”  Proc  ture.”  Mc  Gill  Journal  of  Medicine 
Natl Acad Sci USA 1998, 95: 1735‐1740.  1997;3(1):46‐83. 
349 
(www.medicine.mcgill.ca/mjm/issues/v03n 109. Llovet JM και Beaugrand M. Hepatocellular 
01/cea.html)  carcinoma:  present  status  and  future  pros‐
99.  Duffy  MJ.  Carcinoembryonic  antigen  as  a  pects. J Hepatol 2003, 38(Suppl): I‐136‐Ι‐147. 
marker  for  colorectal  cancer:  is  it  clinically  110.  The  Cancer  of  the  Liver  Italian  Program 
useful?”  Clin  Chem.  2001  Apr;47(4):624‐30.  (CLIP) Investigators. Prospective validation 
Review.   of the CLIP score: A new prognostic system 
100. Bast RC Jr, Radvin P, Hayes DF, et al. 2000  for  patients  with  cirrhosis  and  hepatocellu‐
update  of  recommendations  for  the  use  of  lar carcinoma. Hepatology 2000, 31: 840‐845. 
tumor markers in breast and colorectal can‐ 111. Smith MW, Yue ZN, Geiss GK, et al. Identi‐
cer:  clinical  practice  guidelines  of  the  fication of novel tumor markers in hepatitis 
American  Society  of  Clinical  Oncology.  J  C  virus  associated  hepatocellular  carci‐
Clin Oncol 2001, 19: 1865‐1878.  noma. Cancer Res 2003, 63: 859‐864. 
101. Bast RC Jr, Radvin P, Hayes DF, et al. 2000  112.  Melbye  M,  Wohlfahrt  J,  Lei  U,  et  al.  a‐
update  of  recommendations  for  the  use  of  Fetoprotein levels in maternal serum during 
tumor markers in breast and colorectal can‐ pregnancy and maternal breast cancer inci‐
cer:  clinical  practice  guidelines  of  the  dence. J Natl Cancer Inst 2000, 92(12): 1001‐
American Society of Clinical Oncology. [Er‐ 1005.  113.  Thomas  CMG  ,  Sweep  CGJ  Se‐
ratum]. J Clin Oncol 2001, 19: 4185‐4188  rum  tumor  markers:  past,  state  of  the  art, 
102.  Rosen  M,  Chan  L,  Beart  RW,  et  al.  Follow‐ and  future.”  The  International  Journal  of 
up of colorectal cancer: a meta‐analysis. Dis  Biological Markers 2001;16(2): 73‐86. 
Colon Rectum 1998, 41: 1116‐1125.  114. Tumor markers.  εύρεση στο δικτυακό τό‐
103.  Pietra  N,  Sarli  L,  Costi  R,  et  al.  Role  of  fol‐ πο: 
low‐up  in  the  management  of  local  recur‐ http://training.seer.cancer.gov/module_diag
rence  of  colorectal  cancer:  a  prospective,  nostic/unito3_tumor_markers.html 
randomized study. Dis Colon Rectum 1998,  115. Meyers ML,   Bosl GL Tumor‐specific mark‐
41: 1127‐1133.  ers  in  human  germ  cell  tumors.”  Tumour 
104. Basuyau JP, Blanc‐Vincent MP, Bidart JM, et  marker update 1994; 6(5): 149‐153. Review 
al.  Standards,  options  and  recommenda‐ 116. Bower M  The value of tumour markers in 
tions  (SOR)  for  tumor  markers  in  breast  ovarian  germ    cell  tumours”  Tumour 
cancer.  SOR  Working  Group.  Bull  Cancer  marker update 1996;8(1):1‐7. Review. 
2000, 87: 723‐737.  117.  International  Germ  Cell  Cancer  Collabora‐
105. Lamerz R. AFP isoforms,   their clinical sig‐ tive  Group  (IGCCCG).  International  Germ 
nificance (overview)”. Anticancer Res.  1997  Cell  consensus  classification:  a  prognostic 
Jul‐Aug;17(4B):2927‐30. Review.   factor‐based  staging  system  for  metastatic 
106.  Doherty  AP,  Bower  M,      Christmas  TJ  The  germ  cell  cancers.”  J  Clin  Oncol  1997,  15: 
role of tumour markers in the diagnosis and  594‐603. 
treatment of testicular germ cell cancers.”Br  118.  Kerbrat  P,  Lhommé  C,  Fervers  B,  et  al. 
J Urol. 1997 Feb;79(2):247‐52. Review.   Standards,  options  and  recommendations: 
107. Tsai JF, Jeng JE, Ho MS, Chang WY, Lin ZY,  ovarian  cancer.  Electronic  J  Oncol  2001,  1: 
Tsai JH.Clinical evaluation  of  serum alpha‐ 32‐42. http://www. elecjoncol.org (Accessed 
fetoprotein  and  circulating  immune  com‐ May 2002) 
plexes as tumour markers of hepatocellular  119. Pilar Laguna M, Pizzocaro G, Klepp O, et al. 
carcinoma.”Br J Cancer. 1995 Aug;72(2):442‐ EAU  guidelines  on  testicular  cancer.  Eur  J 
6.   Urol 2001, 40: 102‐110. 
108. Franca AVC, Elias Junior J, Lima BLG,  120. Lairmore TC, Moley JF. Cancer of the endo‐
et  al.  Diagnosis,  staging  and  treatment  of  crine system.” In: De Vita VT Jr, Hellman S, 
hepatocellular  carcinoma.  Braz  J  Med  Biol  Rosenberg  SA.  Cancer  Principles  and  Prac‐
Res 2004, 37: 1689‐1705.  tice  of  Oncology,  7th  edition.  Lippincott 
350 
Williams  και  Wilkins,  Philadelphia,  Balti‐ 21.1  in  patients  with  Non  Small  Cell  Lung 
more,  New  York,  London,  Buenos  Aires,  Cancer.  Preliminary  results.  8th  Central 
Hong  Kong,  Sydney,  Tokyo,  2005,  p  1489‐ European Lung Cancer Conference. Vienna, 
1502.  Austria  1‐4/9/2002.  Editor  Robert  Pirker, 
121. Fleisher M, Dnistrian AM, Sturgeon CM, et  2002  by  Monduzzi  Editore  S.p.A.  – 
al.  Practice  guidelines  and  recommenda‐ MEDIMOND Inc, International Proceedings 
tions for use of tumor markers in the clinic.  Division, pp 87‐97. 
In Diamandis EP, Fritsche H, Schwartz MK,  128.  Μ.  Βασλαματζής,  Π.  Στασινοπούλου,  Ν. 
Chan DW, eds. Tumor markers: physiology,  Αλεβιζόπουλος,  Δ.  Ροντογιάννη,  Λ.  Κυρί‐
technology  and  clinical  applications.  Chi‐ ου,  κ.ά.  Η  αξιολόγηση  του  δείκτη  CA‐125 
cago: AACC Press 2002, 33‐63.  ορού  σε  ασθενείς  με  Non  Hodgkin’s 
122.  British  Thyroid  Association.  Guidelines  for  Lymphomas (NHL) στομάχου. Προκαταρ‐
the  management  of  thyroid  cancer  in  κτικά αποτελέσματα».Annals of Gastroen‐
adults.”  London:  Royal  College  of  Physi‐ terology”  2003,  Vol  16(Supplement):  p  16, 
cians,  2002,  http://www.british‐thyroid‐ Νο 022. 
association.  org/guidelines.htm  (Accessed  129.  Duffy  MJ  New  cancer  markers.”Ann  Clin 
May 2002.   Biochem. 1989 Sep;26 ( Pt 5):379‐87. Review.  
123.  Meijer  WG,  Kema  IP,  Volmer  M,  Willemse  130.  Bates  SE  The  use  and  potential  of  serum 
PHB,   deVries EGE  Discriminating  Capac‐ tumour markers, new and old.” Drugs. 1989 
ity  of  Indole  Markers  in  the  Diagnosis  of  Jul;38(1):9‐18. Review.  
Carcinoid  Tumors”  Clin  Chem  2000;  46:  131. Engelen MJ, de Bruijn HW, Hollema H, ten 
1588‐1596.  Hoor  KA,  Willemse  PH,  Aalders  JG,  van 
124. New tumour markers and their monoclonal  der Zee AG. Serum CA 125, carcinoembry‐
antibodies.    4th    symposium  on  tumour  onic antigen, and CA 19‐9 as tumor markers 
markers,  Hamburg  1987.  Edited  by  in borderline ovarian tumors.” Gynecol On‐
R.Clapdor,  Georg  Thieme  Verlag  Stutt‐ col.  2000  Jul;78(1):16‐20.  
gart.New York.  132.  Pauler  DK,  Menon  U,  McIntosh  M, 
a.Ochi Y., Okabe H.,Imokawa M. Antigen detec‐ Symecko HL, Skates SJ, Jacobs IJ. Factors in‐
tion by the monoclonal antibodies, CA 19‐9,  fluencing  serum  CA125II  levels  in  healthy 
CA 125 and CA 15‐3 in serum and body flu‐ postmenopausal  women.”Cancer  Epide‐
ids of cancer and non‐cancerous state.” p.97.  miol  Biomarkers  Prev.  2001  May;10(5):489‐
b.Mezger J., Lamerz R. Elevated CA 125 levels in  93.  
sera  from    patients  with  benign  ascitic  or  133. Sjövall K, Nilsson B, Einhorn N The signifi‐
pleural effusions.” p.149.  cance  of  serum  CA  125  elevation  in  malig‐
c. De Bruijn HWA, Aalders JG, Kauer FM, Duk  nant  and  nonmalignant  diseases.”  Gynecol 
MJ,  Fleuren  GJ  The  biodistribution  of  CA  Oncol.  2002  Apr;85(1):175‐8.  
125 in the female genital tract.” p.335‐341.  134. Yarbo JW, Page DL,  Fielding LP, et  al. 
125. Sakahara H, Endo K, Nakajima K, et al. Se‐ American Joint Committee on Cancer prog‐
rum  CA  19‐9  concentration  and  computed  nostic factors consensus conference. Cancer 
tomography  findings  in  patients  with  pan‐ 1999, 86: 2436‐2446. 
creatic carcinoma” Cancer 1986;57: p.1324.  135.  Jacobs  IJ,      Menon  U.  Progress  and  chal‐
126. Maraveyas A,  Mansi JL CA 19‐9 in the pre‐ lenges  in  screening  for  early  detection  of 
diction  of  response  to  systemic  treatments  ovarian cancer. Molecular και Cellular Pro‐
in  inoperable  carcinoma  of  the  pancreas”  teomics 2004, 3: 355‐366. 
Tumour marker update 1999;11(2): 55‐59.  136. Karlan BY, Markman MA, Eifel PJ. Ovarian 
127.  Vaslamatzis  Μ,  Papanikolaou  F,  Kyriou  L,  cancer:  Peritoneal  carcinoma,  and  fallopian 
et  al.  Evaluation  of  serum  tumour  markers  tube  carcinoma.  In  De  Vita  VT  Jr,  Hellman 
CEA,  NSE,  CA‐125,  SCC,  TPS  and  Cyfra  S,  Rosenberg  SA.  Cancer  Principles  and 
351 
Practice of Oncology, 7th edition. Lippincott  jority  of  breast  cancers  with  phosphoryla‐
Williams  και  Wilkins,  Philadelphia,  Balti‐ tion‐state‐specific  antibodies.”  Lancet  1999, 
more,  New  York,  London,  Buenos  Aires,  353: 1591‐1592. 
Hong  Kong,  Sydney,  Tokyo,  2005,  p  1364‐ 148.  Volas  GH, Leitzel K, Teramoto Y,  et al.  Se‐
1397.  rial  serum  c‐erbB‐2  levels  in  patients  with 
137.  Xu  Y,  Shen  Z,  Wiper  DW,  et  al.  Lysophos‐ breast carcinoma.” Cancer 1996, 78: 267‐272. 
phatidic  acid  as  a  potential  biomarker  for  149.  Jensen  BV,  Johansen  JS,,      Price  PA.  High 
ovarian  and  other  gynecologic  cancers.  levels  of  serum  HER‐2/neu  and  YKL‐40  in‐
JAMA 1998, 280: p.719.  dependently  reflect  aggressiveness  of  me‐
138.  Thomas  H,      McCormack  M  Mucins  as  tastatic  breast  cancer.”  Clin  Cancer  Res 
markers  in  breast  cancer”  Tumour  Marker  2003, 9: 4423‐4434. 
Update 1998; 10(4): 107‐9. Review.  150.  Hernandez  L,  Nunez‐Villarl  MJ,  Martinez‐
139.  Van  Dalen  A,      Molina  R  Serum  tumour  Arribas F, et al. Circulating hormone levels 
markers in breast cancer: new MUC1 mark‐ in  breast  cancer  patients,  correlation  with 
ers,  c‐erb‐2  and  cytokeratins.”Tumour  serum  tumor  markers  and  the  clinical  and 
Marker Update 1999; 11(1): 1‐4. Review.  biological features of the tumors.” Antican‐
140.  Duffy  MJ  CA  15‐3  and  related  mucins  as  cer Res 2005, 25(1B): 451‐454. 
circulating  markers  in  breast  cancer.”  Ann  151. Mellerick DM, Osborn M, Weber K «On the 
Clin  Biochem.  1999  Sep;36  (  Pt  5):579‐86.  nature of serological tissue polypeptide an‐
Review.   tigen  (TPA);  monoclonal  keratin  8,  18  and 
141.  Educational  Commentary‐2004  1st  Test  19  antibodies  react  differently  with  TPA 
Event  (Chemistry)  CA  15‐3  and  CA  27.29.   prepared  from  human  cultured  carcinoma 
American Proficiency Institute.  cells and TPA in  human serum»  Oncogene 
142.  Bon  GG,  Kenemans  P,  Verstraeten  R,  van  1990; 5(7):1007‐1017. 
Kamp  GJ,  Hilgers  J  Serum  tumor  marker  152.  Sundstrom  BE,  Stigbrand  TI  Cytokeratins 
immunoassays in gynecologic oncology: es‐ and  tissue  polypeptide  antigen”  Int  J  Biol 
tablishment  of  reference  values”  Am  J  Ob‐ Markers 1994; 9(2): 102‐8. 
stet Gynecol 1996; 174: 107‐14.  153.  Marrink  J  «TP(A)  or  not  TP(S):  what’s  the 
143. Sarandakou A, Rizos  D,  Botsis  D, Kassa‐ question?»  Tumour  Marker  Update 
nos D, Thomopoulos P, Protonotariou E,  1993;5(4):71‐73. 
Phocas  I.  Mucin‐like  carcinoma‐associated  anti‐ 154.  Bjőrklund  B.  Tumour  markers  TPA,  TPA‐S 
gen (MCA) during normal pregnancy.” Eur   and  cytokeratins.  A  working  hypothesis». 
J  Obstet  Gynecol  Reprod  Biol  2001;  96(1):  Tumor Diagn Ther 1992; 13:78‐80. 
51‐54.   155.  Van  Dalen  A  «Significance  of  cytokeratin 
144.  Way  BA,  Kessler  G    Tumor  marker  over‐ markers  TPA,  TPA(CYK),  TPS  and  CYFRA 
view”  Laboratory  Medicine  Newsletter  21.1  in  metastatic  disease».  Anticancer 
1996;4(9)  Res.1996;16:2345‐2350. 
(http://medicine.wustl.edu/~labmed/1996vo 156.  Bodenmuöller  H,  Donie  F,  Kaufmann  M, 
l4no9.html accessed 6/3/2004)  Banauch D  «The tumor markers TPA, TPS, 
145. Tumor  marker  expert  panel (ASCO). Clini‐ TPS(CYK)  and  CYFRA  21.1  react  different 
cal practice  guidelines for the  use of tumor  with  the  keratins  8,  18  and  19».  Int  J  Biol 
markers  in  breast  and  colorectal  cancer.”  J  Markers 1994; 9(2):70‐74. 
Clin Oncol 1996, 14: 2843‐2877.  157.  Stieber  P,  Dienemann  H,  Hasholzner  U, 
146.  Lumachi  F,  Basso  SM.  Serum  tumor  mark‐ Muller  C,  Poley  S,  Hofmann  K,  Fateh‐
ers  in  patients  with  breast  cancer.”  Expert  Moghadam A «Comparison of CYFRA 21.1, 
Rev Anticancer Ther. 2004, 4(5): 921‐931.  TPA  and  TPS  as  tumour  markers  in  lung 
147.  Ouyang  X,  Guilliford  T,  Doherty  A,  et  al.  cancer».  Eur  J  Clin  Biochem 1993;  31(10): 
Detection  of erbB‐2 oversignalling in a  ma‐ 689‐694. 
352 
158.  Eskelinen  M,  Hippelainen  M,  Salmela  E,  immunotherapy”  Immunological  Reviews, 
Partanen  K,  Pikkarainen  P,  Penttila  I,  Al‐ 2004; 202(1): p.275. 
hava E «A prospective study of TPS». Anti‐ 172.  Nagorsen  D,  Scheibenbogen  C,  Marincola 
cancer Res 1992;12:2033‐2036.  FM,  Letsch  A,,      Keilholz  U  Natural  T  cell 
159.  Rastel  D  «Measurement  of  cytokeratin  19  immunity  against  cancer”.  Clinical  Cancer 
fragments in serum: clinical application of a  Research 2003, 9: 4296‐4303. 
tumour  marker  called  CYFRA  21.1.».  Tu‐ 173.  Dranoff  G  Tumour  immunology.  Immune 
mour marker update 1995;7:55‐63.  recognition  and  tumour  protection.    Cur‐
160. Stenman U‐H Tumor‐associated trypsin in‐ rent  Opinion  in  Immunology  2002;  14:161‐
hibitor.Clin  Chem.  2002  Aug;48(8):1206‐9.  164. 
Review.  174.  Clinical  Guide  to  Laboratory  Tests.    editor: 
161.  Kato  H    Expression  and  function  of  Tietz  N.,  2nd  edition  1990,  WB  Saunders 
squamous  cell  carcinoma  antigen.”  Company, p.400‐401. 
Anticancer  Res.  1996  Jul‐Aug;16(4B):2149‐ 175.  Βαϊόπουλος  Γ  «C‐αντιδρώσα  πρωτεΐνη» 
53. Review.  στο: «Πρωτεΐνες οξείας φάσεως.  Κλινικά 
162.  Kato  H  Recent  progress  in  biology  and  Φροντιστήρια  Ιατρικής  Εταιρείας  Αθη‐
clinical use of squamous cell carcinoma an‐ νών, τόμος  3,  τεύχος  3, σ.15‐29, 1991, Επι‐
tigen.”  Tumour  Marker  Update  1996;  8(6):  μέλεια Φ.Κακλαμάνης  
177‐179. Review.  176.  Circulating  tumor  markers  of  the  new  mil‐
163. Vassilakopoulos Th, Troupis Th, Sotiropou‐ lennium.  Target  therapy,  early  detection 
lou  Chr,  et  al.  Diagnostic  and  prognostic  and  prognosis”  by  James  T.  Wu.  2002, 
significance of squamous cell carcinoma an‐ AACC Press. 
tigen  in  non‐small  cell  lung  cancer.  Lung  177.  Murawaki  Y,  Yamamoto  H,  Kawasaki  H, 
Cancer 2001, 32: 137‐144.  Shima  H  «Serum  tissue  inhibitor  of  metal‐
164.  Lindblom  A,  Liljegren  A  Tumour  markers  loproteinases  in  patients  with  chronic  liver 
in malignancies”BMJ 2000, 320: 424‐427.  disease  and  with  hepatocellular  carci‐
165.  Selby  C.  Interference  in  immunoassay.”  noma». Clin. Chim. Acta 1993;218(1): 47‐58. 
Ann Clin Biochem. 1999 Nov;36 ( Pt 6):704‐ 178.  Garzetti  GG,  Ciavattini  A,  Lucarini  G, 
21. Review.   Goteri G, Romanini C, Biagini G «Increased 
166.  Culig  Z,  Hobisch  A,  Cronauer  MV,  Rad‐ serum 72 kDa MMP in serous ovarian can‐
mayr C, Trapman J, Hittmair A, Bartsch G,  cer:  comparison  with  CA  125».  Anticancer 
Klocker H. Androgen receptor activation in  Res1996;16(4A):2123‐2127. 
prostatic  tumor  cell  lines  by  insulin‐like  179.  Vaslamatzis  ΜΜ,  Petraki  CD,  Papathoma 
growth factor‐I, keratinocyte growth factor,  A,  et  al.  Matrix  metalloproteinases  MMP‐2 
and  epidermal  growth  factor.”  Cancer  Res.  and  MMP‐9  as  prognostic  markers  in 
1994 Oct 15;54(20):5474‐8.  urothelial  carcinoma.  Ann  Oncol  2002,  13 
167.  Immunoassay.    Chapter  21  by  D.W.Chan,  (Supplement 5), page 93, No 334P. 
p.133‐154,  Editors  Diamandis  και  Chris‐ 180.  Riisbro  R,  Christensen  IJ,  Piironen  T, 
topoulos 1996, Academic Press.  Greenall M, Larsen B   et al. Prognostic sig‐
168.  Δρόσος  Γ  «Περίληψη  Ιατρικής  Ανοσολο‐ nificance of soluble uPAR  in serum and cy‐
γίας.  Β΄ έκδοση 2005.  tosol  of  tumor  tissue  from  patients  with 
169. Coussens LM και Werb Z Inflammation and  primary  breast  cancer”  Clin  Chem  2002; 
cancer” Nature 2002; 420(19):860‐7.  8;1132‐1141. 
170. Shacter E, Wetzman SA Chronic inflamma‐ 181.  Vicari  AP,  Caux  C.  Chemokines  in  cancer” 
tion  and  Cancer”.  Oncology  2002;  16(2):  Cytokine  and  Growth  Factor  Reviews, 
p.217.  2002;13: 143‐154. 
171. Smyth MJ, Cretney E, Kershaw MH, Haya‐ 182.    «Κυτταροκίνες  στον  ορό  των  νεογνών» 
kawa  Y  Cytokines  in  cancer  immunity  and  Διδ.Διατριβή Ε.Π.Πρωτονοτάριου, 2003, Β’ 
353 
Μαιευτική  και  Γυναικολογική  Κλινική  191.  Καφετζόπουλος  Δ.  Μικροσυστοιχίες  και 
Εθνικού  και  Καποδιστριακού  Πανεπιστη‐ νέα γονίδια στον καρκίνο» στο: «Καρκινι‐
μίου Αθηνών.   κοί  Δείκτες.  Στοχευμένη  θεραπεία.    Επι‐
183. Ψαρρά Α. Οι κυτταροκίνες και ο προσδιο‐ μέλεια  Αγνάντη  Ν.,  Σκάρλος  Δ.,  Ελληνι‐
ρισμός  τους.  Μύθος  και  πραγματικότη‐ κή  Εταιρεία  Δεικτών  Καρκίνου  και  Στο‐
τα.»  Ενημερωτικό  Δελτίο  ΕΕΚΧ‐ΚΒ,  1999;  χευμένης Θεραπείας, 2004 (σε μορφή CD), 
11: σ. 3.   κεφ.3, σ.30‐34. 
184.  Sarandakou  A  et  al.  sIL‐2R  and  NSE  in  192. Sun Z et al. A protein chip system for paral‐
small cell cancer.” Anticancer Res, 1993; 13:  lel  analysis  of  multi‐tumor  markers  and  its 
173‐176.  application in cancer detection.” Anticancer 
185. Ikeda H, Old LJ, Schreiber RD. The roles of  Res, 2004; 24(2C): 1159‐1165. 
IFNγ  in  protection  against  tumor  develop‐ 193.  Schrohl  AS,  Andersen  MH,  Sweep  F,  et  al. 
ment and cancer immunoediting” Cytokine  Tumor markers. From laboratory to clinical 
and  Growth  Factor  Reviews,  2002,  13:  95‐ utility.  Molec  Cellular  Prot  2003,  2(6):  378‐
109.  387. 
186. Balkwill F Tumor necrosis factor or promot‐ (http://www.mcponline.org/cgi/content/full
ing  factor?”  Cytokine  και  Growth  Factor  /2/6/378 accessed 21/4/2005) 
Reviews, 2002; 13: 135‐141.  194.  McGuire  WL.  Breast  cancer  prognostic  fac‐
187. Jelkmann W Pitfalls in the measurement of  tors:  Evaluation  guidelines.  J  Natl  Cancer 
circulating  VEGF.”  Clin  Chem,  2001;  47:  Inst 1991, 83: 154‐155. 
617‐623.  195.  Andreasen  PA,  Kjoller  L,  Christensen  L,,   
188.  Mitsuhashi  A,  Suzuka  K,  Yamazawa  K,  et  Duffy MJ. The urokinase‐type plasminogen 
al.  Serum  vascular  endothelial  growth  fac‐ activator system in cancer metastasis. A re‐
tor  (VEGF)  and  VEGF‐C  levels  as  tumor  view. Int J Cancer 1997, 72: 1‐22. 
markers in patients with cervical carcinoma.  196.  Sweep  CG,  Geurts‐Moespot  J,  Grebenschi‐
Cancer 2005, 103(4): 724‐730.  kov N, et al. External quality assessment of 
189.  Creagh  EM,  Conroy  H,  Martin  SJ  Caspase‐ trans‐European  multicenter  antigen  deter‐
activation  pathways  in  apoptosis  and  im‐ minations  (enzyme‐linked  immunosorbent 
munity”  Immunological  Reviews,  2003;  assay)  of  urokinase‐type  plasminogen  acti‐
193(1): p.1.  vator (uPA) and its type 1 inhibitor (PAI‐1) 
190. Xuejun Jiang,   Xiadong Wang Cytochrome  in human  breast cancer tissue extracts. Br  J 
C‐mediated apoptosis” Annu Rev Biochem,  Cancer 1998, 78: 1434‐1441. 
2004; 73:87‐106.  197. Hayes DF, Isaacs C,,   Stearns V. Prognostic 
factors  in  breast  cancer:  current  and  new 
predictors of metastasis. J Mammary Gland 
Biol Neoplasia 2001, 6: 375‐392. 
 
 

354 

You might also like