You are on page 1of 147

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εθνικόν και Καποδιστριακόν


Πανεπιστήμιον Αθηνών

ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε.
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΤΟΜΕΑΣ Α’ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ
ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Της Χρυσούλας Εμμανουήλ Καλλέργη
ΑΜ 1193

Το βιολογικό και το κοινωνικοσυναισθηματικό θεμέλιο της


συγγένειας

Επιβλέπoντες
Χριστίνα Σταμπέλου
Διονυσία Καλλινίκου
Γεώργιος Λέκκας

Αθήνα 2012-2013

1
Copyright © , Χρυσούλα Εμμανουήλ Καλλέργη, 2012-2013

Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved.


Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή
τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για
σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να
αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα.

Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα και δεν
πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Εισαγωγή
2. Βιολογικό θεμέλιο της συγγένειας
3. Έννοια και διακρίσεις συγγένειας
Ι. Διακρίσεις -Είδη συγγένειας
ΙΙ. Συγγένεια εξ αίματος
α) Συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή..
β) Συγγένεια εξ αίματος σε πλάγια γραμμή. -ΑΚ 1461-
ΙΙΙ. Συγγένεια εξ αγχιστείας - 1462 ΑΚ
IV Προτεινόμενες μορφές φυσικής συγγένειας.
V. Βιολογικό και κοινωνικοσυναισθηματικό θεμέλιο της συγγένειας
VI. Διάσταση βιολογικής και νομικής συγγένειας
4. Βιολογικό θεμέλιο μητρότητας .
 Διακρίσεις – εφαρμογή άρθρου 1463 ΑΚ σε περίπτωση τεχνητής αναπαραγωγής.
 Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1464 ΑΚ για την θεμελίωση μητρότητας- με παρένθετη
μητέρα.
 Άσκηση αναγνωριστικής αγωγής περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας σχέσης μητέρας με
τέκνο [άρθρο 614 ΚΠολΔ]
 Η θεμελίωση της συγγένειας του τέκνου προς τον πατέρα και τους συγγενείς του.
 Άγαμη γυναίκα
 Τέκνα γεννημένα σε γάμο –τεκμήριο πατρότητας από το γάμο – άρθρα 1463 -1465
ΑΚ]
 Τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο – θεμελίωση της πατρότητας στην αναγνώριση -
άρθρα 1463 -1475-1479 ΑΚ
 Τέκνα γεννημένα σε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης - άρθρο 8 Ν 183719/2008
 Η πατρότητα ως- παρεπόμενη -της μητρότητας.
 Λύση μητρότητας

5) ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ
 Βούληση του νομοθέτη
 Σύμπτωση βιολογικής και νομικής συγγένειας με όρια ιδιωτικής αυτονομίας.
 Είδη πατρότητας

3
I. Γάμος
II. Επιγενόμενος γάμος
III. Εκούσια αναγνώριση
- Η Προσβολή Εκούσιας Αναγνώρισης
IV. Δικαστική αναγνώριση του τέκνου
 Σύμπτωση βιολογικού και βουλητικού στοιχείου.
 Ανατροπή τεκμηρίου πατρότητας .
 Θεμελίωση της πατρότητας σε περίπτωση παρατεταμένης κυοφορίας
 Αναγνωριστική αγωγή ύπαρξης σχέσης πατρότητας - κατ' άρθρο 1465 παρ 3 ΑΚ
 Συγκριτικά δε με τον θεσμό της δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας –1479 ΑΚ
 Θεμελίωση της πατρότητας σε μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ΑΚ -1465-παρ
2 και 3 .
 Θεμελίωση πατρότητας σε δικαστική άδεια .1465 ΑΚ – 1457 ΑΚ
 Θεμελίωση πατρότητας χωρίς δικαστική άδεια - ΑΚ 1465 παρ 3
 Τεκμήριο πατρότητας στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης
 Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο
 Σύγκρουση τεκμηρίων - 1466 ΑΚ
Ι. Προϋποθέσεις εφαρμογής του τεκμηρίου ΑΚ 1466
ΙΙ. Ανατροπή του τεκμηρίου 1466 ΑΚ
ΙΙΙ. Δικαίωμα προσβολής πατρότητας ως προς τον πρώτο σύζυγο.
ΙV. Δικαίωμα προσβολής πατρότητας του δεύτερου συζυγου από τον πρώτο σύζυγο.
V. Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1466 ΑΚ και σε άλλες περιπτώσεις
 Προσβολή πατρότητας
I. Μη σύλληψη από τον σύζυγο και τεκμαιρόμενο πατέρα -1467 ΑΚ
II. Φανερή αδυναμία σύλληψης από τον σύζυγο –τεκμαιρόμενο πατερά, 1467 εδ β
ΑΚ.
III. Θεμελίωση αγωγής προσβολής πατρότητας - 1467 ΑΚ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
 ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ»
 Η συγγένεια ως εκδήλωση της ιδιωτικής αυτονομίας
 Υιοθεσία
Ι) Λύση Υιοθεσίας
 Αναδοχή

4
Ι) Λήξη αναδοχής
 Θεμελίωση νομικής συγγένειας με τις μεθόδους τεχνητής γονιμοποίησης.
Ι. Μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση
ΙΙ. Παρένθετη μητρότητα
ΙΙΙ. Ανωνυμία δότη

α. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο


β. Συνταγματική θεμελίωση δικαιώματος γνώσης της καταγωγής
γ. Η σημασία πληροφόρησης της βιολογικής προέλευσης για την
προσωπικότητα του τέκνου
δ. Η αποφυγή αιμομικτικού κινδύνου
ε. Πρόσβαση σε ιατρικές πληροφορίες
στ. Σύγκριση με υιοθεσία
ζ. Εναρμόνιση με συμφέροντα δότη
η. Νομοθετικές προτάσεις ενόψει της σχετικότητας της ανωνυμίας μετά το ν
3305/2005
θ. Η άποψη υπέρ της διατήρησης της ανωνυμίας
ι. Η προστασία της ιδιωτικότητας των γονέων
ια. Η προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων του δότη
ιβ. Συμφέρον τέκνου
ιγ. Αβασιμότητα αιμομικτικού κινδύνου
 Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda
 Πλεονεκτήματα σύμπτωσης βιολογικής και νομικής πατρότητας
 Συγκριτική επισκόπηση θεμελίων βιολογικής και νομικής συγγένειας.
I. Γαλλία
ΙΙ. Γερμανία
ΙΙΙ. Ελβετία
ΙV. Αυστρία
V. Αγγλία
 Συγκριτική επισκόπηση ως προς την ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού
I. Γαλλία
ΙΙ. Δανία
ΙΙΙ. Ισπανία
ΙV. Ελβετία
V. Αυστρία
VI. Ηνωμένο Βασίλειο

5
VII. Γερμανία
VIII. Η.Π.Α
 Η Ι.Υ.Α ανά τον κόσμο
 Νομολογία Διεθνών και Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων
Ι. Παρένθετη μητρότητα
ΙΙ. Post Mortem γονιμοποίηση
III. H ανάκληση της συναίνεσης στη διενέργεια Ι.Υ.Α
ΙV. Νομολογιακή κατεύθυνση του Ε.Δ.Δ.Α
 Επίλογος
 Βιβλιογραφία
Ι. Ελληνική
ΙΙ. Ξενόγλωσση

6
Η ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ
Εισαγωγή
Το δίκαιο της συγγένειας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσον από θεωρητική όσο
και από πρακτική άποψη, ενώ έχει και μεγάλη κοινωνικοηθική σημασία, ειδικά μετά και από τις
πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της τεχνητής γονιμοποίησης και των άλλων ιατρικών μεθόδων
υποβοήθησης της ανθρώπινης αναπαραγωγής, σε σχέση και με τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις
του οικογενειακού δικαίου για τα θέματα αυτά, το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και την
εφαρμογή των νόμων 3089/2002 και 3719/2008.
Συγγένεια, κατά κανόνα νοείται η συγγένεια εξ αίματος και αποτελεί την σχέση που
δημιουργείται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ,τα οποία κατάγονται το ένα από το άλλο [γονείς με
παιδιά, παππούδες –γιαγιάδες με εγγόνια ,κλ] ή τα οποία κατάγονται από τον ίδιο γεννήτορα
[αδέλφια, θειοι, ανήψια κλπ ] ή από ένα νομικό γεγονός [γάμος –υιοθεσία].
Η συγγένεια συνυφαίνεται με τον δεσμό φυσικών προσώπων, που είτε βασίζεται στην
κοινή καταγωγή τους, οπότε γίνεται λόγος για συγγένεια εξ αίματος ή άλλως βιολογική
συγγένεια, είτε στην υιοθεσία που χαρακτηρίζεται ως τεχνητή συγγένεια και εξομοιώνεται ως
προς τα αποτέλεσμα της με την βιολογική συγγένεια, κατ’ άρθρο 1561 ΑΚ.
Μετά την τροποποίηση του ΑΚ και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν, 3089/2002 για την
τεχνητή γονιμοποίηση, ανέκυψε, αλλά και υιοθετήθηκε από τους περισσότερους συγγραφείς και
η κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια στις περιπτώσεις της ετερόλογης γονιμοποιήσεως [με
ξένο γεννητικό υλικό], όπου το παιδί συνδέεται νομικά όχι με τους – γενετικούς- γονείς του
(δότες του υλικού), αλλά με αυτούς που επιθυμούν και επεδίωξαν την απόκτηση του με τεχνητή
γονιμοποίηση ως {κοινωνικοί γονείς ] .
Ο δεσμός του ενός συζύγου με τους συγγενείς του άλλου εξ αίματος, εξ υιοθεσίας ή εκ
τεχνητής γονιμοποιήσεως, ονομάζεται αγχιστεία και διατηρείται και μετά την λύση ή ακύρωση
του γάμου από τον οποίο δημιουργήθηκε { ΑΚ 1462}.
Η υιοθεσία, η αγχιστεία ,η εξ αίματος { βιολογική } συγγένεια που βασίζεται στην
γέννηση εντός γάμου ή κατά την διάρκεια συμφώνου συμβιώσεως, ή στην αναγνώριση
πατρότητας, ως και η συγγένεια από νομική τεχνητή γονιμοποίηση, χαρακτηρίζονται ως νομική
συγγένεια, σε αντιδιαστολή προς την φυσική συγγένεια, προερχόμενη από εξώγαμη σχέση είτε
περιστασιακή, είτε μονιμότερη στο πλαίσιο συμβιώσεως δίχως γάμο ή δίχως σύμφωνο
συμβίωσης { ελεύθερη ένωση ] .
Και βέβαια, παρότι έχει επικριθεί, ως συγγένεια επικράτησε να χαρακτηρίζεται και η εξ
αναδοχής ανήλικου σχέση, υπό την έννοια ότι όταν ο νομοθέτης ομιλεί για -φυσικό γονέα- σε
σχέση δηλαδή προς τον ανάδοχο - ΑΚ 1656-1660, δεν εννοεί βέβαια τον φυσικό γονέα κατά

7
την πρώτη έννοια, παρά αντιθέτως τον νομικό γονέα, που μπορεί να είναι θετός είτε φυσικός
κατά την δεύτερη έννοια [ΑΚ 1562-1567] .
Η αναγνωριζόμενη από το δίκαιο μας συγγένεια φέρει τον χαρακτήρα διαρκούς
εξακολουθηματικής έννομης προσωπικής σχέσης δημοσίου συμφέροντος και οι ρυθμιστικές
αυτής διατάξεις είναι δημόσιας τάξης. Είναι αυστηρά προσωπική σχέση, αμεταβίβαστη και μη
κληρονομητή, ανεπίδεκτη διάθεσης ή παραίτησης, καθότι βρίσκεται έξω από τα όρια της
ελεύθερης διάθεσης, ενώ αντιθέτως είναι δυνατή η παραίτηση από τα δικαιώματα που
γεννιούνται από αυτήν, όπως πχ κληρονομικά δικαιώματα .
Σε επίπεδο δε του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου η συγγένεια, ως ιδιότητα προσώπου,
υπόκειται στην ρύθμιση του δικαίου της ιθαγένειας του προσώπου.
Κορυφαίο ζήτημα της συγγένειας αποτελεί ο τρόπος ίδρυσης – θεμελίωσης αυτής,
καθόσον στο κριτήριο της καταγωγής που παραδοσιακά αποτελούσε τον κύριο λόγο
θεμελίωσης της συγγένειας, αντιπαρατίθεται σήμερα με το κριτήριο της βούλησης των
ενδιαφερομένων μερών,καθώς και με άλους σχετικού λόγους, κοινωνικοσυναισθηματικής
συγγένειας.
Από τις τέσσερεις μορφές της νομικής συγγένειας η μεν αγχιστεία ιδρύεται αυτόματα με
την τέλεση γάμου –έστω και αν αυτός είναι άκυρος ή ακυρώσιμος, η δε τεχνητή συγγένεια –
υιοθεσία ιδρύεται με την τελεσιδικία της σχετικής δικαστικής απόφασης ΑΚ 1560. Εν αντιθέσει
η ίδρυση της βιολογικής εξ αίματος συγγένειας προϋποθέτει θεμελίωση της πατρότητας και της
μητρότητας και τέλος η κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια ιδρύεται με τεχνητή γονιμοποίηση

α. Βιολογικά θεμελιωτικά γεγονότα της συγγένειας είναι ο τοκετός για την θεμελίωση της
μητρότητας, ως και η καταγωγή στην περίπτωση της γέννησης παιδιού από γυναίκα που κατά
τον χρόνο του τοκετού βρίσκεται σε γάμο ή σε ελεύθερη συμβίωση υπό τις προϋποθέσεις του ν
3318/2008 . Το τεκμήριο είναι ισχυρό και αν το παιδί γεννήθηκε μέσα σε 300 ημέρες από την
λύση του γάμου ή του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης .
β. Νομικά γεγονότα είναι 1] Ο γάμος όσο αφορά την πατρότητα των παιδιών που
γεννιούνται από έγγαμη γυναίκα, με το οποίο γάμο εξομοιώνεται πλέον και το σύμφωνο
ελεύθερης συμβίωσης . 2] Η δικαιοπραξία όσον αφορά την πατρότητα σε σχέση με την εκούσια
αναγνώριση υπό την διάκριση αν το παιδί έχει συλληφθεί με φυσιολογικό τρόπο, ή αν αυτό
έχει συλληφθεί με ιατρική υποβοήθηση. 3] η δικαστική απόφαση, όσον αφορά την πατρότητα
μετά την έκδοση δικαστικής αναγνώρισης, ενώ όσο αφορά την μητρότητα στην περίπτωση που
μεσολάβησε παρένθετη μητρότητα. Εν αντιθέσει στην περίπτωση λύσης της υιοθεσίας και
μολονότι ειχε θεμελιωθεί συγγένεια με την ίδρυση της, η δικαστική απόφαση, παύει να
αποτελεί θεμελιωτικό λόγο πατρότητας και μητρότητας. 4] Ο συνδυασμός δικαστικής απόφασης

8
και δικαιοπραξίας ,στην περίπτωση της υιοθεσίας [αρχικής και ανασύστασης ], όπως θα
εκτεθούν αναλυτικά παρακάτω .

Βιολογικό θεμέλιο της συγγένειας

Η συγγένεια ως έννομη σχέση, ιδρύεται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου


και η έναρξη της σηματοδοτείται από τον γενεσιουργό της λόγο.
Λόγω της φύσης της συγγένειας ως ιδιότητας του προσώπου, η συγγένεια κατά κανόνα δεν
λύεται, παρά μόνον εάν μεσολαβήσει θάνατος του προσώπου, οπόταν παύει ως προς αυτό, όχι
όμως και ως προς τους συγγενείς του, η προσωπική κατάσταση των οποίων παραμένει
αμετάβλητη παρά τον θάνατο του συγγενή των.
Ακόμα και η κουρά μοναχού δεν καταλύει την συγγενή σχέση με την οικογένεια του.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1463 ΑΚ θεμέλιο και εναρκτήριο γεγονός της συγγένειας εξ
αίματος ενός προσώπου με την μητέρα του και τους συγγενείς της, αποτελεί το πραγματικό
γεγονός του τοκετού. Κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση της τεχνητής γονιμοποίησης με προσφυγή
σε παρένθετη μητέρα, ο τοκετός δεν θεμελιώνει συγγένεια εξ αίματος του τέκνου με την μητέρα
που το γεννά, αλλά μητέρα θεωρείται η γυναίκα προς την οποία δόθηκε η σχετική άδεια του
δικαστηρίου κατ’ άρθρο παρ.1458 ΑΚ. Στην τελευταία περίπτωση, η συγγένεια προς την
μητέρα και τους συγγενείς της, τεκμαίρεται από την εκδοθείσα δικαστική άδεια, αλλά που όμως
και πάλι η έναρξη της τοποθετείται στον τοκετό1.
Η συγγένεια εξ αίματος του τέκνου με τον πατέρα του και τους γονείς του θεμελιώνεται
είτε από τον γάμο του πατέρα με την μητέρα, είτε ιδρύεται με την αναγνώριση του τέκνου,
εκούσια ή δικαστική. Στην περίπτωση δε που το τέκνο γεννήθηκε σε γάμο, το σημείο έναρξης
αυτής ανατρέχει από τον τοκετό κατ άρθρο 1465 ΑΚ, ενώ στην αντίθετη περίπτωση που το
τέκνο γεννήθηκε χωρίς γάμο, η συγγένεια αρχίζει είτε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας
εκούσιας αναγνώρισης [1475-1476 ΑΚ], είτε με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση
αναγνώρισης της πατρότητας κατ άρθρο 1479, και η οποία ανατρέχει στον χρόνο γέννησης του
τέκνου κατ άρθρο κατ 1484 παρ. 3 ΑΚ.
Ως προαναφέρθηκε η συγγένεια εξ αίματος είτε προς την μητέρα και τους συγγενείς της,
είτε προς τον πατέρα και τους συγγενείς του παύει με το θάνατο του προσώπου. Κατ’ εξαίρεση,
στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας, η συγγένεια προς την τεκμαιρόμενη μητέρα κατά
το άρθρο 1464 ΑΚ, μπορεί να καταργηθεί μόνον κατόπιν επιτυχούς δικαστικής προσβολής
κατά άρθρο 1464 εδ. β’ σε συνδυασμό και το άρθρο 614 ΚΠολΔ. Στην εν λόγω περίπτωση

1
Σχόλια Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο σελ 64 – Θ Παπαχρίστου, Οικ. Δίκαιο 2005 και -
2009- σελ 250 επ – Εφ Θεσσ 2473/1998 Ελλ Δ/νη 1998 σελ 1408.-Β Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ σελ 589.

9
εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή προσβολής
μητρότητας, μητέρα του τέκνου καθίσταται και μάλιστα αναδρομικά από την γέννηση του, η
γυναίκα που το γέννησε κατά εφαρμογή του άρθρου 1463 ΑΚ.
Ομοίως σε περίπτωση επιτυχούς προσβολής της τεκμαιρόμενης πατρότητας κατ’ άρθρο
1465, 1466 ΑΚ, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή
προσβολής της πατρότητας, τότε καταργείται και μάλιστα αναδρομικά από την γέννηση του
τέκνου, η συγγένεια μεταξύ αυτού και του τεκμαιρόμενου πατέρα και των συγγενών του. Το ίδιο
επίσης ισχύει και για την περίπτωση επιτυχούς προσβολής εκούσιας αναγνώρισης, ως προς τη
σχέση του τέκνου με τον εξ αναγνωρίσεως πατέρα και τους συγγενείς του κατά άρθρο 1477 ΑΚ.
Εν αντιθέσει των ανωτέρω , σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου από τον οποίο
γεννήθηκε το τέκνο, δεν καταλύεται η συγγενική σχέση τέκνου με τον πατέρα του και τους
συγγενείς του2.
Θεμέλιο της συγγένειας από υιοθεσία, η οποία υπάγεται στην κοινωνικοσυναισθηματική
συγγένεια, αποτελεί η δικαστική απόφαση υιοθεσίας κατά άρθρο 1549 ΑΚ , με σημείο έναρξης
αυτής την τελεσιδικία της απόφασης κατά άρθρο 1560 ΑΚ και της λύσης αυτής με επίσης
δικαστική απόφαση ,υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1569 επ ΑΚ ,1571 ΑΚ και 1588 ΑΚ,
ενώ για την άρση αυτής απαιτείται αμετάκλητη δικαστική απόφαση και η υιοθεσία αίρεται για
το μέλλον. Κατ’ εξαίρεση δε, προβλέπεται αυτοδίκαιη λύση της υιοθεσίας και αντίστοιχα
κατάργηση των εξ αυτής συγγενικών σχέσεων και μάλιστα αναδρομικά, για την περίπτωση
τέλεσης γάμου μεταξύ θετού γονέα και θετού τέκνου, κατ’ άρθρο 1576 ΑΚ. Για την περίπτωση
δε της ανασύστασης της υιοθεσίας, τα αποτελέσματα αυτής επέρχονται από την τελεσιδικία της
απόφασης και χωρίς αναδρομική ενέργεια κατ’ άρθρο 1578 ΑΚ .
Επισημαίνεται δε ότι για την περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου, δεν καταργείται η συγγένεια
του τέκνου προς τους φυσικούς του γονείς, παρά απλά αδρανοποιείται και ανακτάται εάν λυθεί η
υιοθεσία3.
Αναφορικά δε με την συγγένεια εξ αγχιστείας αυτή ιδρύεται από του χρόνου τέλεσης του
γάμου, ακόμα και αν αυτός είναι άκυρος ή ακυρώσιμος. Εφόσον δε ο γάμος είναι ανυπόστατος
δεν ιδρύεται συγγένεια εξ αγχιστείας.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1462 §2 ΑΚ οι σχέσεις εξ αγχιστείας που είχαν ιδρυθεί
μέχρι και τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, διατηρούνται και μετά την λύση ή την ακύρωση
του γάμου από τον οποίο προέκυψαν.
Κατ άλλη δε άποψη, τυχόν εξ αίματος συγγενείς του ενός πρώην συζύγου που αποκτώνται
μετά την λύση ή ακύρωση του γάμου, δεν γίνονται συγγενείς εξ αγχιστείας με τον πρώην

2
Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλο αρ 66 Συγγένεια, έκδοση 2010 .-
3
Π. Φίλιος Οικ Δικ 2009 – 2011 σελ 210 επ διαφοροποιείται ότι καταργείται η συγγένεια ..

10
σύζυγο, υπό την έννοια ότι η συγγένεια δεν επεκτείνεται περαιτέρω μετά την λύση ή την
ακύρωση του γάμου4.
Επομένως ανακεφαλαιωτικά των ανωτέρω, το βιολογικό θεμέλιο της συγγένειας για μεν την
αγχιστεία ιδρύεται αυτόματα με την τέλεση γάμου – έστω και αν αυτός είναι άκυρος ή
ακυρώσιμος, η δε τεχνητή συγγένεια – υιοθεσία ιδρύεται με την τελεσιδικία της σχετικής
δικαστικής απόφασης. Αντιθέτως η ίδρυση της βιολογικής εξ αίματος συγγένειας προϋποθέτει
θεμελίωση της πατρότητας και της μητρότητας και τέλος η κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια
ιδρύεται με συγκεκριμένες, προβλεπόμενες εκ του νόμου πράξεις.

Έννοια και διακρίσεις συγγένειας


Η συγγένεια διακρίνεται σε βιολογική, κοινωνικοσυναισθηματική και αγχιστεία, όπως και
σε ευθύγραμμη [κατ’ ευθεία γραμμή] και πλάγια [ εκ πλαγίου] .
Η έννοια της συγγένειας δεν ορίζεται αυτοτελώς στον ΑΚ. Από τον συνδυασμό των
διατάξεων 1461-1463-1475-1479 και 1562 ΑΚ συνάγεται παραδοσιακά5, ότι ως συγγένεια υπό
την νομική της έννοια θεωρείται η σχέση οικογενειακού δικαίου που συνδέει δύο πρόσωπα και
ιδρύεται είτε μεταξύ των προσώπων που κατάγονται το ένα από το άλλο, ή άλλως χωρίς να
κατάγονται το ένα από το άλλο, κατάγεται από κοινό ανιόντα [συγγένεια εξ αίματος ή εν στενή
εννοία ή συγγενών λόγω καταγωγής], είτε μεταξύ του συζύγου και των εξ αίματος συγγενών του
άλλου συζύγου [συγγένεια εξ αγχιστείας ή λόγω γάμου],είτε τέλος μεταξύ υιοθετούμενου και
θετού γονέα, ενδεχομένως και των συγγενών αυτού [συγγένεια εξ υιοθεσίας].
Η κοινωνιολογική έννοια της οικογένειας διαπλέκεται με την διάκριση ανάμεσα σε –
ευρεία- ή πατριαρχική οικογένεια ,που συγκεντρώνει περισσότερα ζεύγη υπό τον κοινό
γενάρχη και την πυρηνική ή συζυγική οικογένεια, που απαρτίζεται από τους συζύγους και τα
ανήλικα και σε ορισμένες περιπτώσεις ,τα ενήλικα, αλλά άγαμα μεταξύ των τέκνα. Στις
σύγχρονες κοινωνίες, επικρατεί η μορφή της πυρηνικής οικογένειας, μολονότι ορισμένες
λειτουργίες της συνυφαίνονται και με την ενεργό παρουσία απώτερων συγγενών [πχ, συμβολή
παππούδων –γιαγιάδων στην ανατροφή των τέκνων. Μορφή οικογένειας, από κοινωνιολογική
άποψη, αποτελεί και η ελεύθερη ένωση, η εξώγαμη, δηλαδή συμβίωση με τα στοιχεία
μονιμότητας και κοινωνικής παρουσίας. Μολονότι η ελεύθερη ένωση βρίσκεται καταρχήν
εκτός δικαίου ,αφού οι σύντροφοι δεν συνδέονται νομικά μεταξύ των ,εν τούτοις το δίκαιο δεν
μπορεί να μείνει αδιάφορο μπροστά σε μια πραγματική κατάσταση, που προσιδιάζει με έγγαμη
συμβίωση. Για τον ίδιο λόγο η τάση που επικρατεί σήμερα είναι η επέκταση των ρυθμίσεων που

4
Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλο αρ 694 –Συγγένεια εκδ.2010
5
Π.Φίλιος, Οικογενειακό δίκαιο 2009 -2011 σελ 204 επ –Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη –
Σταθόπουλο σελ 23 –Θ Παπαχρίστου Οικογενειακό δίκαιο 2005 -2009σελ 245. υπό την έννοια ότι η συγγένεια ως
έννομη σχέση ιδρύεται είτε με τον γάμο, είτε με την απόκτηση τέκνων .

11
αφορούν τον γάμο και στην ελεύθερη ένωση, με την άμεση ή έμμεση αναγνώριση της από το
δίκαιο.
Όταν ο νόμος αναφέρεται στην οικογένεια, δεν προσδιορίζει την μορφή και την έκταση
της. Υπό την άποψη αυτή, η οικογένεια, ως νομική έννοια, ανήκει στις αόριστες έννοιες που
εξειδικεύονται με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές αξίες και αντιλήψεις, σε συνδυασμό και
με τον σκοπό της συγκεκριμένης διάταξης, όπως πχ στο άρθρο 137 ΑΚ, ο νόμος αναφέρεται
στην πυρηνική οικογένεια, ενώ αντίθετα στην διάταξη 932 ΑΚ, που αφορά χρηματική
ικανοποίηση από ψυχική οδύνη ,ο νόμος αναφέρεται επεκτατικά σε μέλη της οικογένειας και η
οποία οικογένεια διευρύνεται ,καθόσον αναφέρεται και σε απώτερους συγγενείς .
Στην πορεία του χρόνου οι λειτουργίες της οικογένειας έχουν υποστεί σοβαρές μεταβολές
και η οικογένεια πλέον δεν εκπληρώνει οικονομικές ,πολιτικές και θρησκευτικές λειτουργίες,
όπως συνέβαινε άλλοτε με την λειτουργία της πυρηνικής οικογένειας, και την διαμόρφωση ενός
ιδιωτικού χώρου για την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, την ολοκλήρωση προσωπικότητας
και την κοινωνικοποίηση των παιδιών.
Ενόψει πλέον των μεταρρυθμίσεων του ΑΚ και ειδικά του Ν 3089/2002, σχέση συγγένειας
ιδρύεται και στην περίπτωση τεκνοποίησης με προσφυγή σε τεχνητή γονιμοποίηση και μάλιστα
αδιακρίτως, όπως και στην περίπτωση της φυσιολογικής γονιμοποίησης κατά τις διακρίσεις των
άρθρων 1463, 1464, 1465, 1471 ΑΚ όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν.
Ως τεχνητή γονιμοποίηση νοείται τόσο η ομόλογη όσο και η ετερόλογη, δηλαδή τόσο η
τεχνητή γονιμοποίηση με τη χρήση γενετικού υλικού των προσώπων που επιθυμούν να
αποκτήσουν τέκνο, όσο και η τεχνητή γονιμοποίηση με την χρήση γενετικού υλικού τρίτων
δοτών, όπως επίσης και η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, η τεκνοποιία με προσφυγή σε
παρένθετη μητέρα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1455 ΑΚ6. Στην περίπτωση της ετερόλογης
τεχνητής γονιμοποίησης [με την χρήση γενετικού υλικού τρίτου δότη],η νομική συγγένεια του
τέκνου δεν συμπίπτει με την βιολογική καταγωγή του, καθότι πατέρας από βιολογική άποψη
είναι ο άνδρας που παρείχε το γενετικό υλικό, όχι όμως και από νομική άποψη. Το ίδιο ισχύει
και για την περίπτωση που τα γονιμοποιηθέντα ωάρια παρείχε τρίτη δότρια, καθώς και στην
περίπτωση της προσφυγής σε παρένθετη μητέρα, βιολογική μητέρα είναι η μητέρα που παρείχε
τα ωάρια και αυτή που κυοφόρησε και γέννησε το τέκνο και έτσι η βιολογική του καταγωγή
διασπάται σε περισσότερες βιολογικές μητέρες, εν αντιθέσει με τις προβλεπόμενες νομικές
ρυθμίσεις με τις οποίες μητέρα παραμένει η γυναίκα που γέννησε το τέκνο ή τεκμαίρεται η
γυναίκα που έλαβε την προβλεπόμενη από το άρθρο 1458 ΑΚ δικαστική άδεια.

6
Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο τόμος ΙΙ σελ 32- Ι Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη ,Το πλάσμα
πατρότητας της ετερόλογης τεχνητής γονιμοποίησης –Ελλ Δ.νη 2001 ,4 επ ,-Γεωργιάδης –Σταθόπουλος άρθρο
1471 -1463 -1464 ΑΚ .

12
Επομένως η ανωτέρω διάκριση σε συγγένεια λόγω καταγωγής [συγγένεια εξ αίματος],
συγγένεια λόγω γάμου [αγχιστεία], και συγγένεια από υιοθεσία κατακρίνεται πλέον ως
ανεπαρκής και ανακριβής, αφού συγγένεια ιδρύεται και στην περίπτωση της τεκνοποίησης με
τεχνητή γονιμοποίηση, που κατ’ ουσία δεν εμπίπτει σε καμία από τις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις
.
Πιο συγκεκριμένα αναφορικά με την συγγένεια και την ίδρυση αυτής, έχουν εκφρασθεί οι
παρακάτω απόψεις .:
1) Η Ε. .Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, στο οικείο κεφάλαιο του ΑΚ ,αναφέρει ότι η συγγένεια
στηρίζεται είτε στη βιολογική αλήθεια ή στο κοινωνικοσυναισθηματικό κριτήριο, με την
επιφύλαξη του όρου «εξ αίματος» για τη βιολογική συγγένεια7.
2) Ο Θ. Παπαχρίστου διακρίνει8 τη συγγένεια σε βιολογική, κοινωνικοσυναισθηματική και εξ
αγχιστείας. Για να υφίσταται βιολογικός σύνδεσμος ανάμεσα στο τέκνο και τους γονείς του, ως
και τους συγγενείς αυτών, θα πρέπει η αναπαραγωγή να είναι αποτέλεσμα είτε του φυσικού
τρόπου, είτε ομόλογης τεχνητής γονιμοποίησης, ενώ για την κοινωνικοσυναισθηματική
συγγένεια ορίζει ότι αυτή ιδρύεται με την ετερόλογη τεχνητή αναπαραγωγή (οιονεί βιολογική
συγγένεια) και στην υιοθεσία (τεχνητή συγγένεια). Ως συγγένεια εξ αγχιστείας ορίζεται επίσης η
ιδρυόμενη με το γάμο μεταξύ του συζύγου και των συγγενών του άλλου συζύγου.
3) Ο Π. Φίλιος, υποστηρίζει ότι τα πρόσωπα που προέρχονται από τεχνητή γονιμοποίηση και
υιοθεσία εξομοιώνονται προς τα συγγενή πρόσωπα χωρίς περαιτέρω διάκριση ή όρους9.
4) Ο Κ. Παναγόπουλος, επίσης προβαίνει σε διάκριση τεσσάρων μορφών συγγένειας, της
βιολογικής, της κοινωνικοσυναισθηματικής, της τεχνητής συγγένειας και της αγχιστείας10.
5) H Δήμητρα Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, προτείνει την απαλοιφή των όρων «εξ αίματος»11
και «εξ αγχιστείας» και τη χρήση απλώς του όρου συγγένεια, ο οποίος ετυμολογικά ούτως ή
άλλως παραπέμπει στην καταγωγή. Περαιτέρω η συγγένεια μπορεί να διακριθεί σε συγγένεια εν
στενή εννοία (βιολογική και οιονεί βιολογική) και σε αγχιστεία. Στην οιονεί βιολογική
συγγένεια θα υπάγεται η ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση και η υιοθεσία ή μόνον η τεχνητή
γονιμοποίηση, ενώ όσον αφορά ειδικά την περίπτωση της υιοθεσίας μπορεί να περιληφθεί είτε
στην οιονεί βιολογική, είτε να αποτελέσει ξεχωριστή κατηγορία ως τεχνητή συγγένεια.

7
Ε .Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ, έκδοση 2012
8
Θ Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Αντ. Ν Σάκκουλας, 3η έκδοση
9
Π. Φίλιος, Οικογενειακό Δίκαιο, έκδοση 2011
10
Κ. Παναγόπουλος, Συγγένεια, έκδοση 2010
11
Εντοπίζεται πρόβλημα συναρίθμησης της μη βιολογικής συγγένειας στην έννοια της συγγένειας στις γενικές
διατάξεις 1461 και 1462 ΑΚ, καθώς ορίζουν ότι πατέρας είναι και εκείνος που έχει δώσει τη συγκατάθεση του στην
ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση της συζύγου/συντρόφου του. Επομένως, είναι προβληματική η χρήση του όρου
«εξ αίματος» συγγένεια, ο οποίος παρότι τεχνικός, δεν παύει να παραπέμπει στην ομαιμότητα. (Συγγένεια,
θεμελίωση, καταχώριση, προστασία, Δήμητρα Παπαδοπούλου Κλαμαρή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή,
2010, σελ 56-57)

13
6] Ο Ι. Σπυριδάκης, επίσης προτείνει12 εύστοχα την τροποποίηση του σχετικού άρθρου 1461
ΑΚ, επισημαίνοντας ότι όσο και αν η λέξη εξ αίματος συγγένεια χρησιμοποιείται ως τεχνικός
όρος, κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει ότι υποδηλώνει βιολογική και μόνον συγγένεια,
παραπέμποντας σε ομαιμότητα και ότι αν κάποτε ο όρος αυτός αφορούσε συνδεόμενα
βιολογικά πρόσωπα με την πιο πάνω έννοια, δηλαδή παρά την διάσταση βιολογικής και νομικής
πραγματικότητας, σήμερα έχει καταστεί γλωσσική πρόκληση και εμφανίζεται ιδιαίτερα στενός
σε σχέση με τις ρυθμιζόμενες ευθέως ή εμμέσως σχέσεις, υποστηρίζοντας έτσι την άποψη, ότι
για τον λόγο αυτόν ανέκυψε η ανάγκη ανεύρεσης ενός άλλου όρου που να μην σηματοδοτεί την
έννοια της βιολογικής συγγένειας και που επιτυχώς ο όρος αυτός είναι η
κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια, ώστε κατά αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι η εξ αίματος
συγγένεια εμπεριέχει την βιολογική και κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια.
Επειδή η αγχιστεία στην ουσία της είναι η επέκταση της βιολογικής ή οιονεί βιολογικής
συγγένειας στο σύζυγο, θα ήταν δυνατόν η έννοια της αγχιστείας να αποτελεί ένα τρίτο είδος
συγγένειας, ισότιμο προς τη βιολογική και οιονεί βιολογική συγγένεια. Στην περίπτωση αυτή η
συγγένεια θα διακρινόταν σε βιολογική, οιονεί βιολογική, αγχιστεία και υιοθεσία (αν δεν
υπαγόταν τελικά η υιοθεσία στην κατηγορία της οιονεί βιολογικής συγγένειας).
7] Η άποψη δε που υποστηρίχθηκε στο 13ο πανελλήνιο Συνέδριο το έτος 2011 στην Καβάλα και
που περιέχεται στην έκδοση «Σύγχρονες τάσεις του Οικογενειακού Δικαίου», αναφέρεται στο
ότι η συγγένεια που ιδρύεται από τεχνητή γονιμοποίηση – είναι κοινωνικοσυναισθηματική- εν
τοις πράγμασι συγγένεια.
Συνεπώς εξ όλων των ανωτέρω, ως συγγένεια νοείται η έννομη σχέση οικογενειακού δικαίου
που ιδρύεται μεταξύ δύο προσώπων είτε από την απόκτηση τέκνων [συγγένεια εξ αίματος], και
συγγένεια με προσφυγή σε ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση ή σε παρένθετη μητέρα], είτε λόγω
γάμου [συγγένεια εξ αγχιστείας ], είτε με υιοθεσία.

Είδη συγγένειας
Η συγγένεια διακρίνεται σε συγγένεια εξ αίματος -αρθρο ΑΚ 1461-, σε συγγένεια εξ
αγχιστείας - άρθρο ΑΚ 1462 - και σε συγγένεια από υιοθεσία -άρθρο ΑΚ 1542. Περαιτέρω
διακρίνεται σε πλάγια και σε ευθεία γραμμή. Κατά κανόνα όμως με την αναφορά συγγένεια,
νοείται η συγγένεια εξ αίματος13.
Ειδικότερα, θεμέλιο της εξ αίματος συγγένειας αποτελεί η καταγωγή από κοινό ανιόντα,
ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι γάμου, εν αντιθέσει με την συγγένεια εξ αγχιστείας, όσο και

12
Ι. Σπυριδάκης, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006

13
Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ ΑΚ σελ 1461 -584 –Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικογενειακό δίκαιο 2008 -2012 σελ
85. επ

14
της υιοθεσίας που θεμελιώνεται σε ένα γεγονός και συγκεκριμένα η μεν πρώτη στο γάμο, η
δε δεύτερη στην δικαστική απόφαση.

Ι.. Συγγένεια εξ αίματος


Η συγγένεια εξ αίματος, άλλως βιολογική, δια γεννήσεως ή από καταγωγή14 θεωρείται
ως η βασική και θεμελιώδης μορφή συγγενικού δεσμού και αφορά την σχέση οικογενειακού
δικαίου που συνδέει δύο πρόσωπα είτε κατάγονται το ένα από το άλλο είτε κατάγονται από
το ίδιο πρόσωπο και η οποία σχέση θεμελιώνεται αμφιγραμμικά, δηλαδή τόσο από την
πλευρά του πατέρα, όσο και από την πλευρά της μητέρας.
Και βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι διάκριση μεταξύ συγγένειας εξ αίματος που
παράγεται εντός γάμου σε σχέση με την εκτός γάμου, ότι πλέον έχει εκμηδενιστεί, καθόσον
σύμφωνα με το άρθρο 1484 ΑΚ εξομοιώνονται πλήρως τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο
με εκείνα που αναγνωρίσθηκαν εκτός γάμου.

Η συγγένεια εξ αίματος υποδιαιρείται σε:


α) Συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή.
Ως συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή θεωρείται η συγγένεια μεταξύ ανιόντων και
κατιόντων που δημιουργείται από την σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα τα οποία κατάγονται
το ένα από το άλλο, όπως γονέας και τέκνο, παππούς ή γιαγιά προς το εγγόνι κλπ ή άλλως
ευθύγραμμη σχέση.
Το πρόσωπο από το οποίο κατάγεται ένα άλλο, καλείται ανιών, [πατέρας, μητέρα,
παππούς, γιαγιά, κλπ], ενώ το πρόσωπο που κατάγεται από ένα άλλο κατιών [τέκνο, εγγόνι
κλπ], ενώ οι απώτεροι σε ευθεία γραμμή ανιόντες και κατιόντες ονομάζονται πρόγονοι ή
απόγονοι.

β) Συγγένεια εξ αίματος σε πλάγια γραμμή. -ΑΚ 1461-


Ως συγγένεια εξ αίματος σε πλάγια γραμμή θεωρείται η συγγενική σχέση που συνδέει
μεταξύ των δύο πρόσωπα τα οποία χωρίς να είναι συγγενείς σε ευθεία γραμμή, κατάγονται
από κοινό ανιόντα –γεννήτορα, όπως είναι η συγγένεια μεταξύ αδελφών, ξαδέλφια, κλπ
Τα αδέλφια διακρίνονται σε αμφιθαλή όταν έχουν κοινούς και τους δύο γονείς τους και
ετεροθαλή, όταν έχουν κοινό μόνο πατέρα ή μητέρα., διάκριση η οποία παρουσιάζει
ενδιαφέρον από άποψη κληρονομικού δικαίου στην εξ αδιαθέτου διαδοχή και στην νόμιμη
μοίρα.

14
Γεωργιάδης –Σταθόπουλος σελ 681- Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή –άλλως κατά τον Π. Φίλιο ο οποίος
χαρακτηρίζει την μεν πρώτη σχέση-εξ αίματος - ως πρωτότυπη, την δε δεύτερη -αγχιστεία –παράγωγη .

15
ΙΙ.Κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια
Κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια υπάρχει όταν ο γονικός δεσμός και η περαιτέρω
συγγενική σχέση στηρίζεται, είτε σε ετερόλογη τεχνητή αναπαραγωγή [οιονει βιολογική
συγγένεια ] ,είτε σε υιοθεσία [τεχνητή συγγένεια ]. Στις εν λόγω περιπτώσεις το υπόβαθρο
της συγγένειας δεν είναι το βιολογικό ,αλλά το κοινωνικοσυναισθηματικό .

ΙΙΙ .Συγγένεια εξ αγχιστείας - 1462 ΑΚ


Η συγγένεια εξ αγχιστείας, ή άλλως παράγωγη συγγένεια15, δημιουργείται με τον γάμο
μεταξύ του ενός συζύγου και των εξ αίματος συγγενών του άλλου και υπάγεται στην
κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια. Διακρίνεται σε ευθεία γραμμή και σε πλάγια. Από
την ίδια επίσης διάταξη συνάγεται ότι δεν αναγνωρίζεται η νομική συγγένεια μεταξύ των εξ
αίματος συγγενών του ενός συζύγου και των εξ αίματος συγγενών του άλλου.
Κατά την διάκριση δε της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι η λύση ή η
ακύρωση του γάμου δεν καταργεί τις σχέσεις συγγένειας εξ αγχιστείας που ιδρύονται από
αυτόν .

ΙV. Συγγένεια από υιοθεσία - 1542 - ΑΚ -


Η συγγένεια που ιδρύεται από την υιοθεσία και υπάγεται στην
κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια, ονομάζεται τεχνητή-πλασματική, συμβατική νομική
συγγένεια ή θετή συγγένεια16,από την ολοκλήρωση της οποίας και συγκεκριμένα από την
τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης που τελεί την υιοθεσία ], θεμελιώνεται η μητρότητα ή
και η πατρότητα και ειδικά εάν αυτή αφορά ανήλικο τέκνο, θεμελιώνεται και ο περαιτέρω
συγγενικός δεσμός του θετού τέκνου με τους συγγενείς του θετού ή των θετών γονέων ..
Σύμφωνα με το άρθρο 1561 ΑΚ, σε περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου, ο συγγενικός
δεσμός που συνδέει το υιοθετούμενο τέκνο με την φυσική του οικογένεια διακόπτεται και το
υιοθετούμενο εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια των θετών γονέων του. Κατ’ εξαίρεση
του κανόνα, διατηρούνται τα κωλύματα γάμου των άρθρων 1356, 1357 ΑΚ, όπως επίσης

15
Π Φίλιος Οικ. Δίκαιο 2009 σελ 205 ,
16
Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή - Συγγένεια έκδοση 2010 σε .Γεωργιάδη- Σταθόπουλο αρ 63.
Σελ 39. όπου αναφέρεται ότι η συγγένεια που ιδρύεται ανάμεσα στο υιοθετούμενο ανήλικο τέκνο και τον θετό
γονέα είναι ευρεία και ομοιάζει με την συγγένεια του άρθρου 1461 ΑΚ επ σε συνδυασμό και με το άρθρο 1651 ΑΚ
όπου αναφέρεται ότι ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα και ότι έχει όλα τα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο, εν αντιθέσει με τις έννομες συνέπειες της υιοθεσίας
ενηλίκου τέκνου που είναι περιορισμένες κατά τις διατάξεις του άρθρου 1584 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι από την
τέλεση της υιοθεσίας, το θετό τέκνο και οι κατιόντες του που γεννήθηκαν μετά την υιοθεσία έχουν θέση κοινού
τέκνου και κοινών κατιόντων και των δυο συζύγων, αλλά και ότι ο δεσμός του θετού τέκνου με τον άλλο φυσικό
γονέα του και τους συγγενείς του διατηρείται .Κ Παντελίδου –Υιοθεσία και –υποκατάσταση –μητρότητα
Συνήγορος 2000 σελ 98.

16
διατηρούνται και οι φυσικοί δεσμοί του θετού τέκνου με την φυσική του οικογένεια κατά τις
διατάξεις του άρθρου 1562 ΑΚ, δηλαδή στην υιοθεσία τέκνου του ενός συζύγου από τον
άλλο σύζυγο.
Η νομική συγγένεια που ιδρύεται με την υιοθεσία είναι ταυτόσημη με την συγγένεια
που δημιουργείται από την σχέση γονέα με τέκνο17.
Εν αντιθέσει με την υιοθεσία ενηλίκου, υπό τις διατάξεις του άρθρου 1579 ΑΚ, η
ιδρυόμενη συγγένεια είναι περιορισμένη. Πιο συγκεκριμένα με την υιοθεσία ενηλίκου
ιδρύεται πλήρης συγγενική σχέση μεταξύ υιοθετουμένου και των κατιόντων αυτού που
γεννήθηκαν μετά την υιοθεσία, και του θετού γονέα κατ’ άρθρο 1584 ΑΚ. Αντίθετα, δεν
δημιουργείται καμία συγγένεια μεταξύ του υιοθετούμενου και των κατιόντων του [ακόμα
και θετών τέκνων του] με τους συγγενείς του θετού γονέα και αντίστροφα κατ’ άρθρο 1585
ΑΚ, αλλά ούτε και με τον σύζυγο ή τη σύζυγο του, όπως και η συγγένεια του υιοθετούμενου
ενηλίκου προς τους φυσικούς του γονείς δεν καταργείται18.
Έτσι η έννομη σχέση της συγγένειας ιδρύεται μόνον στις προβλεπόμενες από τον
νόμο περιπτώσεις, ενώ αντιθέτως δεν δημιουργείται καμία έννομη σχέση συγγένειας, λόγω
έλλειψης νομοθετικής ρύθμισης στις περιπτώσεις της ελεύθερης συμβίωσης, εκτός εάν
συναφθεί σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης υπό τις διατάξεις του Ν 3719/2008, της μνηστείας,
του βαπτίσματος, της οιονεί αγχιστείας, τριγένειας δηλαδή ανάμεσα στους συζύγους δυο
αδελφών –συνυφάδες-μπατζανάκια κλπ και τους συγγενείς του, όπως δεν υφίσταται και
σχέση συγγένειας μεταξύ συζύγων κατά την κρατούσα άποψη19,ψυχοπαίδων, ομογάλακτων,
λαδαδελφών [προσώπων που έχουν κοινό ανάδοχο, αλλά ούτε και ιδρύεται με σύμβαση,
εκτός από τις ρητά προβλεπόμενες εκ του νόμου περιπτώσεις [εκούσια αναγνώριση –
υιοθεσία].

Προτεινόμενες μορφές φυσικής συγγένειας.


Η συγγένεια ως δεσμός προσώπων φυσικών που είτε στηρίζεται στην κοινή καταγωγή
τους, οπότε ανάγεται σε συγγένεια εξ αίματος ή άλλως ορολογικά βιολογική συγγένεια, είτε
ιδρύεται με την υιοθεσία, που χαρακτηρίζεται ως τεχνητή συγγένεια και εξομοιώνεται με την
βιολογική ως προς τα αποτελέσματα της.
Η οικογένεια αποτελεί απλά ηθικό δεσμό που προστατεύεται από το άρθρο 21 του Συντ
, από τον οποίο ιδρύονται δικαιώματα και υποχρεώσεις, Το περιεχόμενο της οικογένειας δεν

17
ΑΠ 576/1967 Νοβ 16-1967
18
Σχόλια Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ σελ 589 –Δ Παπαδοπούλου -Κλαμαρή -Συγγένεια . 2010 προς
Γεωργιάδη –Σταθόπουλο.
19
Π Φιλιος οικ Δικ 2011 σελ 216 επ – Θ Παπαχρίστου οικ Δικ 2005 -2009 σελ 246 –Δ Παπαδοπούλου Κλαμαρή –
Συγγένεια 2020 – Γεωργιάδης – Σταθόπουλος άρθρα 1461 -1462 – Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικ,Δικαιο
2008 - 2012 σελ 56 επ -ΑΠ 133/2008 ΝΟΜΟΣ -

17
προσδιορίζεται από τον νόμο και υπό την ευρεία έννοια αυτής περιλαμβάνει τον κύκλο των
συγγενών μέχρι και του τέταρτο βαθμό εκ πλαγίου ,ενώ υπό την στενή της έννοια περιλαμβάνει
τον σύνδεσμο μεταξύ συζύγων, τέκνων και συζύγων με τα τέκνα .
Ο νόμος δεν δίνει τον ορισμό της οικογένειας, αλλά ούτε και καθορίζει υπό ποια έννοια
χρησιμοποιεί ανά περίπτωση τον όρο αυτό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Από πρώτης άποψης ο
ορισμός της οικογένειας παραπέμπει σε βασική κοινωνική ομάδα, από άτομα που συνδέονται
μεταξύ των με γάμο ,είτε με την γέννηση, είτε με υιοθεσία. Έτσι μπορεί να εννοεί την
ανύπανδρη μητέρα που ζει με το παιδί της ή τον ανύπανδρο πατέρα που ζεί με το
αναγνωρισμένο ή υιοθετημένο παιδί του –μονογονική οικογένεια- ή το ανδρόγυνο με τα παιδιά
τους , όταν είναι ανήλικα ή ανύπανδρα και ζουν μαζί με τους γονείς των –μικρή οικογένεια - ή
συζυγική – άλλως- πυρηνική οικογένεια -.
Μπορεί επίσης και να εννοείται ένα μεγαλύτερο κύκλο προσώπων ή οικογενειών που
20
κατάγονται από ένα κοινό γενάρχη και ζουν μαζί – ευρεία πατριαρχική οικογένεια ή και
ακόμα άτομα κοινής καταγωγής ανεξαρτήτως συγγένειας και συμβίωσης μεταξύ των ,ως
οικογένεια εν- ευρεία έννοια-.
Επιπροσθέτως υπάρχουν επίσης και ορισμένες καταστάσεις που τις συναντούμε στην
καθημερινότητα μας και που προσιδιάζουν με την οικογένεια ,όπως είναι η ελεύθερη ένωση
[μόνιμη συμβίωση χωρίς γάμο] και η αναδοχή [μόνιμη επιμέλεια ανηλίκου, χωρίς υιοθεσία] .
Κατά μια άποψη η ελεύθερη ένωση, εμπεριέχεται στην λεγόμενη φυσική οικογένεια , εν
αντιθέσει με την νόμιμη , η οποία στηρίζεται στον γάμο και προστατεύεται από το Συντ 21 παρ
1, ενώ οι -οιονεί οικογενειακές σχέσεις- που δεν είναι αμιγώς οικογενειακές ,όπως η
επιτροπεία, η επιμέλεια προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία, η
δικαστική συμπαράσταση, η αναδοχή ανηλίκων, δικαιολογείται η υπαγωγή αυτών στο
οικογενειακό δίκαιο και η ρύθμιση των να είναι ανάλογη με εκείνη των καθαρά οικογενειακών
σχέσεων [πχ γονική μέριμνα ] . Έχει επίσης διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη ότι η ελεύθερη
ένωση υπάγεται στα επωνομαζόμενα εναλλακτικά οικογενειακά σχήματα ή εναλλακτικές
οικογενειακές μορφές ,όπου απουσιάζει το στοιχείο του γάμου, δηλ αποτελεί εξώγαμη
οικογένεια εν αντιθέσει με εκείνη που έχει δημιουργηθεί με γάμο, ενώ η οικογένεια στην οποία
απουσιάζει το στοιχείο της γέννησης -θετή –οικογένεια και η οποία αντιπαραβάλλεται προς
την φυσική .
Επομένως η διαφοροποίηση των ανωτέρω απόψεων βασίζεται περισσότερο στον
χαρακτηρισμό της ελεύθερης ένωσης, όπου με αφορμή άλλα αναφυόμενα ζητήματα αστικού
δικαίου, de lege ferenda, γίνεται δεκτό ότι στην έννοια της οικογένειας εντάσσεται και η

20
Κατ’ αντιδιαστολή και μητριαρχική οικογένεια –Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη, Οικ Δικ εκδοση 2013. με
ανίχνευση της καταγωγής και της συγγένειας μέσω της μητρικής γραμμής .

18
ελεύθερη ένωση ,ως και η σχέση με τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο, αλλά και αναλογικά
εξομοιώνεται με την οικογένεια και η περίπτωση de lege lata, δηλ, και τα ζευγάρια που
συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση ,αλλά έχουν πρόσβαση στον νόμο 3089./2002 , όπως και στην
περίπτωση της ενδοοικογενειακής βιας του Ν 3500/2006, οπου εφαρμόζεται και στην μόνιμη
σύντροφο του άνδρα ή στον μόνιμο σύντροφο της γυναίκας. Το ίδιο επίσης ισχύει και για την
περίπτωση της ελεύθερης συμβίωσης του Ν 3719/2008, με εξομοίωση της ελεύθερης ένωσης
με τις οικογενειακές σχέσεις πχ επώνυμο, διατροφή, τεκμήριο πατρότητας –κληρονομικό
δίκαιο.-γονική μέριμνα κλπ
Πολλαπλή συγγένεια υφίσταται και στην περίπτωση σύναψης γάμου κατά παράβαση των
κωλυμάτων συγγένειας, [άκυρου] , κατ’ άρθρα 1356 και 1372 ΑΚ επ ,οπόταν τότε υφίσταται
συγγένεια τόσο εξ αίματος, όσο και εξ αγχιστείας μεταξύ των ιδιων προσώπων, όπως για
παράδειγμα το τέκνο που γεννήθηκε από τον γάμο μεταξύ πρώτων εξαδέλφων, όπου ως προς
τον πατέρα του είναι συγγενής εξ αίματος πρώτου βαθμού σε ευθεία γραμμή και αντίστοιχα
πέμπτου βαθμού εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή ως προς το τέκνο της εξαδέλφης του .
Στο κληρονομικό δίκαιο εμφανίζονται οι έννοιες της γραμμής ,της τάξης και της ρίζας . Η
έννοια της γραμμής αναφέρεται σε όλους τους συγγενείς ενός προσώπου από την πατρική
γραμμή ,η της μητέρας –μητρική γραμμή. Ως τάξη νοείται η σειρά με την οποία καλούνται οι
συγγενείς του θανόντος στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, που βασίζεται στην εξ αίματος συγγένεια
και ως ρίζα αναφέρεται ένα πρόσωπο και οι του κατιόντες.
Η συγγένεια είναι διαρκής έννομη σχέση, αυστηρά προσωπική, αμεταβίβαστη, μη
κληρονομητή ,ανεπίδεκτης διάθεσης και παραίτησης και οι διατάξεις που την ρυθμίζουν
αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο.
Μετά την τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
3089/2002 για την τεχνητή γονιμοποίηση, καθιερώθηκε, αλλά και υιοθετήθηκε από τους
περισσότερους συγγραφείς και η κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια στις περιπτώσεις της
ετερόλογης γονιμοποιήσεως [με ξένο γεννητικό υλικό], όπου το παιδί συνδέεται νομικά όχι με
τους – γενετικούς- γονείς του {δότες του υλικού}, αλλά με αυτούς που επιθυμούν και επεδίωξαν
την απόκτηση του με τεχνητή γονιμοποίηση ως «κοινωνικοί γονείς».
Η υιοθεσία, η αγχιστεία, η εξ αίματος (βιολογική) συγγένεια που βασίζεται στην γέννηση
εντός γάμου ή κατά την διάρκεια συμφώνου συμβιώσεως, ή στην αναγνώριση πατρότητας, ως
και η συγγένεια από νομική τεχνητή γονιμοποίηση, χαρακτηρίζονται ως νομική συγγένεια σε
αντιδιαστολή προς την φυσική συγγένεια, προερχόμενη από εξώγαμη σχέση είτε περιστασιακή
είτε μονιμότερη στο πλαίσιο συμβιώσεως δίχως γάμο ή δίχως σύμφωνο συμβίωσης (ελεύθερη
ένωση).

19
Ως φυσική επίσης συγγένεια επικράτησε να χαρακτηρίζεται, έστω και ατυχώς, και ο
αντίποδας της τεχνητής εξ υιοθεσίας συγγένειας, καθώς επίσης και της σχέσεως [όχι συγγένειας]
εκ της αναδοχής ανηλίκου, υπό την έννοια ότι όταν -ο νομοθέτης ομιλεί για -φυσικό γονέα- σε
σχέση δηλαδή προς τον ανάδοχο - ΑΚ 1656-1660, δεν εννοεί βέβαια τον φυσικό γονέα κατά την
πρώτη έννοια, παρά αντιθέτως τον νομικό γονέα, που μπορεί να είναι θετός είτε φυσικός κατά
την δεύτερη έννοια. [ΑΚ 1562, 1566-1567].
Προφανής είναι ο κίνδυνος ορολογικής σύγχυσης των παραπάνω εννοιών και ως εκ τούτου
προτιμότερο είναι να χρησιμοποιείται ο όρος -φυσική- συγγένεια μόνον, ως αντίποδας της -
νομικής– ενώ αντιθέτως όσον αφορά την υιοθεσία και την αναδοχή επιτυχέστερος όρος
θεωρείται να χρησιμοποιείται - βιολογικός πατέρας- ή εξ αίματος κατ’ άρθρο 1568 και όχι ο
όρος –φυσικός πατέρας – αλλά και αντιστρόφως φαίνεται πιο εύστοχος ο όρος φυσικός πατέρας,
αντί του βιολογικού ή εξ αίματος, όταν πρόκειται για τον εμφανιζόμενο ως πραγματικό πατέρα
σε ζητήματα προσβολής της πατρότητας ή αναγνώρισης τέκνου.
Η σχέση έτσι μεταξύ της νομικής και της φυσικής συγγένειας διαχωρίζεται σε δύο τμήματα
κύκλων, όπου το μεν πρώτο τμήμα περιλαμβάνει τις περιπτώσεις της νομικής συγγένειας που
ανταποκρίνεται και στην βιολογική πραγματικότητα, το δε δεύτερο τμήμα του πρώτου κύκλου
πέραν της τομής περιλαμβάνει τις περιπτώσεις νομικής συγγένειας προσώπων που δεν είναι
πραγματικά συγγενείς21. Το τμήμα δε του δεύτερου κύκλου περιλαμβάνει τους φυσικούς γονείς,
τόσον εκείνους που δεν απέκτησαν ακόμα το ένδυμα της νομικής συγγένειας, όσο και εκείνους
που το απέβαλαν λόγω υιοθεσίας22. Αδιάφορη επίσης πλέον μετά την κατάργηση του άρθρου
1361 ΑΚ τυγχάνει και η πρώην πνευματική συγγένεια ως κοινωνική σχέση - δηλαδή ο δεσμός
αναδόχου – αναδέκτου που δημιουργείται με το βάπτισμα.
Έτσι ανακεφαλαιωτικά των ανωτέρω καταλήγουμε στις εξής μορφές συγγένειας: 1.
Νομική συγγένεια που δεν ανταποκρίνεται στην βιολογική πραγματικότητα .
2. Νομική συγγένεια που ανταποκρίνεται στην βιολογική πραγματικότητα .
3. Φυσική συγγένεια που δεν απέκτησε [ακόμα] νομικό ένδυμα [με αναγνώριση].
4. Συγγένεια που μετατράπηκε σε απλώς φυσική, επειδή απέβαλε το νομικό ένδυμα, λόγω
υιοθεσίας.

21
Περίπτωση τοκετού μια ημέρα μετά τον γάμο όπου κατ' άρθρο 1465 ΑΚ τεκμαίρεται η πατρότητα του συζύγου
της μητέρας ακόμα και αν ο πραγματικός του πατέρας είναι άλλος, αλλά και η συναίνεση της μητέρας σε εκούσια
αναγνώριση, από τρίτο που εμφανίζεται ως πατέρας του εξώγαμου, μολονότι δεν είναι και που ενδεχόμενα το
γνωρίζουν και οι δυο συμβαλλόμενοι.
22
Εξώγαμα τέκνα χωρίς αναγνώριση .-Μετά την ισχύ του ν 2447/1996 η ίδρυση τεχνητής συγγενείας με υιοθεσία
επιφέρει και την αυτόματη κατάργηση του νομικού δεσμού με τους εξ αίματος συγγενείς, καθισταμένη νομική
μόνον η θετή συγγένεια, ενώ η βιολογική διατηρεί –ως κώλυμα γάμου - μικρό υπόλειμμα του νομικού χαρακτήρα,
ισχύουσα κατά τα λοιπά σε φυσική και χωρίς να θεμελιώνει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου ή νόμιμης μοίρας
ούτε και δικαίωμα διατροφής κλπ].

20
Βιολογικό και κοινωνικοσυναισθηματικό θεμέλιο της συγγένειας
Οι έννομες συνέπειες της βιολογικής και κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας
εκδηλώνονται κυρίως στο χώρο του οικογενειακού Δικαίου. Τα κωλύματα γάμου, η γονική
μέριμνα, η υποχρέωση διατροφής, η επιτροπεία, όλα συνυφαίνονται με αυτή τη βασική μορφή
συγγένειας. Και στο κληρονομικό δίκαιο, η βιολογική και η κοινωνικοσυναισθηματική
συγγένεια αναπτύσσουν σημαντικές έννομες συνέπειες, καθώς αποτελούν τη βάση για το
σύστημα της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, όπως και για την αναγκαστική κληρονομική
διαδοχή (νόμιμη μοίρα)23.
Η νομική σημασία της βιολογικής και κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας
εμφανίζεται σε άλλες διατάξεις του αστικού δικαίου ,όπως στα άρθρα 57, 66, 98, 256, 738 §2
και 932 §2 ΑΚ, όπου γίνεται λόγος για -οικογένεια– υπό την ευρύτερη έννοια της συγγένειας -
άρθρο 941 – ΑΚ, αλλά και σε άλλους κλάδους δικαίου, όπως στο αστικό δικονομικό δίκαιο,
κατά τα άρθρα 346-146 ΠΚ, αλλά και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο –άρθρο 156 §1 ΚΠοινΔ.
Η συγγένεια ως έννομη σχέση, συμπίπτει συνήθως με την βιολογική πραγματικότητα.
Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου διαφοροποιείται από την βιολογική πραγματικότητα,
όπως συμβαίνει, εκτός από την υιοθεσία, στην ετερόλογη τεχνητή αναπαραγωγή. Ο πατέρας του
τέκνου που γεννήθηκε με γενετικό υλικό τρίτου άνδρα, είναι ο σύζυγος ή ο σύντροφος που
συνήνεσε στην τεχνητή γονιμοποίηση και όχι το πρόσωπο από το οποίο βιολογικά προέρχεται
το τέκνο. Στην εν λόγω περίπτωση, το βουλητικό και κοινωνικοσυναισθηματικό στοιχείο
υπερτερεί του βιολογικού. Αλλά και χωρίς προσφυγή σε ετερόλογη τεχνητή αναπαραγωγή, η
διαφοροποίηση αυτή είναι ενδεχόμενη, όπως είναι η τεκμαιρόμενη πατρότητα του συζύγου της
μητέρας δεν ανατρέπεται, μολονότι το παιδί κατάγεται από άλλον άνδρα, όπως και στην
περίπτωση όπου η πατρότητα τέκνου γεννημένου εκτός γάμου το οποίο δεν έχει αναγνωρισθεί,
οπόταν το παιδί αυτό δεν είναι συγγενής με τον γεννήτορα –βιολογικό πατέρα του.
Η σύγχρονη ανάπτυξη της γενετικής τεχνολογίας και οι εφαρμογές της στην ανθρώπινη
αναπαραγωγή έχουν κάπως αποσυνδέσει το βιολογικό στοιχείο από το κοινωνικό. Έτσι
παράλληλα με την συγγένεια που στηρίζεται στην βιολογική πραγματικότητα, σταδιακά
διαμορφώνονται και διάφορες μορφές κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας, που απορρέουν
από την ιδιωτική βούληση και στηρίζονται σε συναισθηματικούς και όχι βιολογικούς δεσμούς,
με πρωταρχική μορφή αυτήν της υιοθεσίας.
Και βέβαια η συγγένεια αποτελεί κεντρικό θέμα για την ανθρωπολογία με πρωταρχικής
σημασίας θέμα των ανθρωπολογικών ερευνών, την σημασία του κοινωνικού περισσότερο

23
Θ. Παπαχρίστου Οικογ. Δικ 2009. σελ 248)-Ι. Σπυριδάκης, Οικογ Δικ 2006 σελ 37

21
στοιχείου σε σχέση με του βιολογικού – στοιχείου στην συγγένεια, αλλά και του ρόλου αυτής
στην οργάνωση του κοινωνικού ιστού.
Παρά τις επικρατούσες και διατυπούμενες κατά καιρούς επιφυλάξεις, η εξομοίωση
«γενετικής» και «κοινωνικοσυναισθηματικής» συγγένειας αποτελεί για τη χώρα μας ισχύον
δίκαιο και η συναφής ρύθμιση θα πρέπει να θεωρηθεί αναγκαία, με αντίστοιχη ρύθμιση του
κοινωνικού φαινομένου.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του ΑΚ (1461-1463, 1475,1562 επ.) ως
προαναφέρθηκε , προκύπτουν οι παραδοσιακές μορφές της συγγένειας, δηλαδή συγγένεια εξ
αίματος ή λόγω καταγωγής, συγγένεια εξ αγχιστείας ή λόγω γάμου και συγγένεια από υιοθεσία.
Ενόψει των μεταρρυθμίσεων που θεσπίσθηκαν με τις νομοθετικές ρυθμίσεις για την
ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, τα κριτήρια καθορισμού μορφών συγγένειας όμως
άλλαξαν και η νομική θεωρία εξερευνώντας τη νέα πραγματικότητα υιοθέτησε και άλλες μορφές
συγγένειας, πέραν των αρχικώς προβλεπόμενων εκ του νόμου. Έτσι υπό το δεδομένο ότι το
θεμέλιο της πατρότητας δεν είναι ένα πραγματικό – βιολογικό γεγονός, αλλά ένα νομικό
γεγονός, ενδέχεται ο πατέρας κατά τον νόμο να μην ταυτίζεται με τον βιολογικό πατέρα, όπως
συμβαίνει στην περίπτωση του γάμου, όσο και στην περίπτωση της εκούσιας αναγνώρισης, όπου
ενδέχεται ο πατέρας που προέβη σε αναγνώριση τέκνου, να μην ταυτίζεται με τον φυσικό –
βιολογικό πατέρα του τέκνου, όπως αντιθέτως και στην περίπτωση της δικαστικής αναγνώρισης
της πατρότητας, απαιτείται η διάγνωση από το δικαστήριο της βιολογικής καταγωγής του
τέκνου από τον φερόμενο πατέρα, ώστε να υπάρχει ταύτιση του πατέρα κατά τον νόμο με τον
βιολογικό πατέρα.
Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που το τέκνο γεννημένο σε γάμο ή σε σύμφωνο
ελεύθερης συμβίωσης, συνελήφθη μετά από υποβολή της μητέρας σε ετερόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση ή με μεσολάβηση παρένθετης μητέρας, με την χρήση σπέρματος τρίτου δότη και
με την συναίνεση του συζύγου ή συντρόφου αυτής ,κατά τις διατάξεις των άρθρων 1456 -1471 -
1475 ΑΚ, οπόταν γεννάται η περίπτωση της κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας του τέκνου
προς τον πατέρα, που όμως εξομοιώνεται με την βιολογική συγγένεια24.

Διάσταση βιολογικής και νομικής συγγένειας


Η σύγχρονη ανάπτυξη της γενετικής τεχνολογίας και οι εφαρμογές της στην ανθρώπινη
αναπαραγωγή, έχουν οδηγήσει κατά κάποιο τρόπο σε αποσύνδεση του βιολογικού στοιχείου
από το κοινωνικό .Εκ παραλλήλου με την συγγένεια που στηρίζεται στην βιολογική

24
Σκορίνη –Παπαρρηγοπούλου σελ 702.-Ε.Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικ. Δίκαιο 2012 σελ 53 –Θ Παπαχρίστου
εγχ.οικογε,Δικ 2005-2009 σελ 245 επ – Γ. Λέκκα, Ελεύθερη ένωση σελ 17

22
πραγματικότητα ,διαμορφώνονται σταδιακά μορφές κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας
,που απορρέουν από την ιδιωτική βούληση και στηρίζονται σε συναισθηματικούς και όχι
βιολογικούς δεσμούς ,όπως η υιοθεσία.
Κατά κανόνα η έννομη σχέση της συγγένειας συμπίπτει με τη βιολογική πραγματικότητα.
Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η συγγένεια διαφοροποιείται από την βιολογική
πραγματικότητα ,όπως στην υιοθεσία και την ετερόλογη τεχνητή αναπαραγωγή, όπου υπερτερεί
το βουλητικό –κοινωνικοσυναισθηματικό στοιχείο από το βιολογικό.
Στο νόμο δε ορίζεται αυτοτελώς η εξ αίματος συγγένεια. Το γεγονός όμως ότι τόσον η σε
ευθεία γραμμή συγγένεια, όσο και η εκ πλαγίου γραμμή, συνδέεται με την καταγωγή, εύκολα
συμπεραίνεται, ότι η εξ αίματος συγγένεια έχει την βάση της στην βιολογική καταγωγή. Η
αγχιστεία συνδέεται με τον γάμο και το είδος αυτό συγγένειας, κατά ουσίαν υποχωρεί στην εξ
αίματος συγγένεια, αφού η τελευταία εκτείνεται, λόγω του γάμου, και στον σύζυγο .
Περαιτέρω ενδέχεται η τεκμαιρόμενη κατά άρθρο 1465 ΑΚ πατρότητα να μην συμπίπτει με
την βιολογική πραγματικότητα, δηλαδή πραγματικός – βιολογικός πατέρας του τέκνου να είναι
τρίτος άνδρας. Υπάρχει επίσης και η εκδοχή ο άνδρας που προβαίνει στην εκούσια αναγνώριση
τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο ως δικό του, να μην είναι στην πραγματικότητα πατέρας του -
άρθρο 1475 ΑΚ.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, ανακύπτει διάσταση μεταξύ πραγματικής και βιολογικής
συγγένειας. Νομικά κρίσιμη όμως για την εφαρμογή όλων των διατάξεων που ιδρύουν
δικαιώματα ή υποχρεώσεις και γενικά προϋποθέτουν την ύπαρξη συγγένειας, αποτελεί η ύπαρξη
συγγένειας υπό νομική έννοια, ενώ κατ’ αρχήν είναι αδιάφορη η βιολογική συγγένεια.
Έτσι συγγένεια δεν υφίσταται υπό νομική έννοια μεταξύ του τέκνου και του φυσικού του
πατέρα και των συγγενών του, παρά μόνον εφόσον τεκμαίρεται η πατρότητα [τεκμήριο
καταγωγής από γάμο] κατ’ άρθρο 1465 -1466 ΑΚ, ή άλλως εάν δεν ισχύει το εν λόγω τεκμήριο,
όμως επακολουθήσει αναγνώριση τέκνου, εκούσια ή δικαστική. Το ίδιο ισχύει ακόμα και στην
περίπτωση που η ταυτότητα του πατέρα είναι γνωστή και βέβαιη και δεν αμφισβητείται.
Επομένως στην περίπτωση που δύο τέκνα γεννήθηκαν από τον ίδιο πατέρα, αλλά από
διαφορετικές μητέρες και δεν έχουν αναγνωρισθεί από τον πατέρα, δεν υφίσταται ανάμεσα των
νομική συγγένεια, μολονότι βιολογικά είναι ετεροθαλή αδέλφια, ως προερχόμενα από κοινό
πατέρα.
Ομοίως στην περίπτωση που δύο τέκνα γεννήθηκαν με τεχνητή γονιμοποίηση από
γεννητικό υλικό [σπέρμα ή και ωάριο] του ίδιου δότη, και πάλι δεν υφίσταται μεταξύ των σχέση
συγγένειας, παρότι είναι βιολογικά ετεροθαλή αδέλφια.
Το ιδιο ισχύει και στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας, αν η κυοφορούσα γυναίκα
έχει παράσχει το ωάριο, οπόταν το τέκνο που θα γεννηθεί σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της

23
κυοφόρου, είναι μεν βιολογικά ετεροθαλή αδέλφια, πλην όμως δεν υφίσταται μεταξύ των νομική
συγγένεια.
Έτσι, εάν ο βιολογικός πατέρας ενός τέκνου γεννημένου εκτός γάμου και μη
αναγνωρισμένου από εκείνον, αφαιρέσει από την μητέρα του το τέκνο, διαπράττει κακούργημα
και όχι το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου κατ’ άρθρο 342 ΠΚ, καθόσον δεν θεωρείται πατέρας
του25.
Και βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις έχει συζητηθεί εάν αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται
αναλόγως και για περιπτώσεις μόνον βιολογικών συγγενών.
Επομένως κατά τα παραπάνω ανακύπτει το ερώτημα εάν θα μπορούσαν οι βιολογικοί –
φυσικοί συγγενείς που δεν συνδέονται με καμία σχέση συγγένειας, να συνάψουν μεταξύ τους
τυπικά έγκυρο γάμο, υπό το δεδομένο του κωλύματος της συγγένειας του άρθρου 1356 ΑΚ .
Κατ’ αρχήν έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η σύναψη γάμου μεταξύ βιολογικών –
φυσικών συγγενών που δεν συνδέονται νομικά μεταξύ των, δεν κωλύεται από την ως άνω
διάταξη, και ο γάμος που τελείται μεταξύ αυτών είναι έγκυρος και απρόσβλητος, υπό την
αιτιολογία ότι το κώλυμα της διάταξης του άρθρου 1356 ΑΚ αναφέρεται στην νομική και όχι
στην βιολογική συγγένεια26.
Εφόσον όμως ακολουθήσει αναγνώριση της πατρότητας, το κώλυμα γάμου του άρθρου
1356 ΑΚ ισχύει κανονικά, είτε η αναγνώριση γίνει πριν ή μετά τον γάμο, καθότι τα
αποτελέσματα της επέρχονται αναδρομικά από την γέννηση του τέκνου, καθιστώντας έτσι
άκυρο τον ήδη τετελεσμένο γάμο27.
Παρά τη διατύπωση της ως άνω πρώτης άποψης η οποία εν πολλοίς στηρίζεται σε
καταρχήν τυπικά κριτήρια, το πνεύμα του νόμου και το βιολογικό και το ηθικό βάρος
απαγόρευσης της αιμομιξίας συνάδουν προς την κατεύθυνση της λειτουργίας του κωλύματος
του ΑΚ 1356 και στην περίπτωση φυσικής συγγένειας. Η αιμομιξία εξάλλου απαγορεύεται εκ
του άρθρου 345 του Ποινικού Κώδικα, από το οποίο πολλοί συνάγουν και την απαγόρευση
σύναψης γάμου. Η ακυρότητα του γάμου μπορεί επίσης να στηριχθεί και στη διάταξη του
άρθρου 178 ΑΚ, ως δικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη.

Έτσι στις περισσότερες έννομες τάξεις ο γάμος υπό τη μορφή ενός αναβαθμισμένου
τεκμηρίου βιολογικής καταγωγής χρησιμοποιείται ως θεμέλιο της πατρότητας. Θα πρέπει να
σημειωθεί, ότι αν ο γάμος είναι έγκυρος, άκυρος ή ακυρώσιμος, δεν επηρεάζει τη θεμελίωση

25
Πλημ Αθην 4869/.1996.Ποιν Χρον ΜΖ σελ 1057 .
26
Δ Παπαδοπούλου Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλο, Συγγενεια εκδοση 2010 –Γ Κουμάντος Οικ. δικ
1988 σελ 55 – Ε. Κουνουγέρη –Μανωλεδακη, Οικογ, Δίκαιο 1998 σελ 76 – Κ. Παναγοπουλος Digesta 2000 σελ.
27
Κ Παναγόπουλος –Τρεις περιπτώσεις κωλύματος γάμου λόγω συγγένειας υπό τις αλλαγές του Ν 2447/1996.

24
συγγένειας28. Η αλλαγή που επέφερε ο νόμος 3089/2002 ως προς την γονιμοποίηση με σπέρμα
δότη ,δεν άλλαξε σχετικά με τον τεκμαιρόμενο πατέρα.Ενώ όμως προβλέπεται δυνατότητα
ανατροπής της τεκμαιρόμενης πατρότητας, στην περίπτωση συγκατάθεσης του πατέρα σε
ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, η πατρότητα δεν ανατρέπεται..
Παράλληλα επίσης προς τα τεκμήρια που προβλέπει ο νόμος σε περίπτωση αμφιβολίας
για την σύμπτωση βιολογικής συγγένειας προς την νομική, υπό την γνώση έλλειψης βιολογικής
συγγένειας, καθιερώνει νομική συγγένεια εξομοιώνοντας πρόσωπα τα οποία δεν συνδέονται
βιολογικά μεταξύ τους, με πρόσωπα που κατάγονται ή τεκμαίρεται ότι κατάγονται βιολογικά το
ένα από το άλλο.
Ειδικά δε στην χρήση τεχνητής γονιμοποίησης και ειδικότερα της ετερόλογης τεχνητής
γονιμοποίησης, ο όρος εξ αίματος συγγένεια, δεν αποδίδει την βιολογική αλήθεια και η
αναλήθεια αυτή τελεί εν γνώσει του νομοθέτη και συνεπώς ο όρος εξ αίματος συγγένεια δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όντας ανακριβής.
Η διάσταση ανάμεσα σε βιολογική και νομική συγγένεια εντοπίζεται ιδίως στην πατρότητα,
αλλά και στην μητρότητα πλέον, ειδικά στην περίπτωση της παρένθετης μητέρας, αν η
κοινωνική μητέρα δεν παράσχει δικό της ωάριο.
Αν οι γονείς τελούν σε γάμο κατά την γέννηση του παιδιού ή τελούσαν σε γάμο 300 ημέρες
πριν από την γέννηση του παιδιού, η καταγωγή τεκμαίρεται. Η ρύθμιση αυτή μπορεί να
οδηγήσει σε διάσταση ανάμεσα σε βιολογική και νομική πατρότητα29.
Η φυσική συγγένεια είναι περιορισμένης σημασίας γενικότερα στο δίκαιο και τούτο διότι
υπάρχουν άτομα που κατάγονται το ένα από το άλλο, χωρίς να είναι συγγενείς εξ αίματος, όπως
τα παιδιά που έχουν γεννηθεί εκτός γάμου και δεν έχουν αναγνωρισθεί, ενώ αντιθέτως πρόσωπα
που δεν συνδέονται βιολογικά μεταξύ των και συνδέονται νομικά, όπως τα παιδιά που
κατάγονται από τον σύζυγο της μητέρας, προτού καταρριφθεί το τεκμήριο πατρότητας30.
Στο δικαιικό μας σύστημα η συγγένεια ρυθμίζεται σε δύο πεδία. Στο πρώτο πεδίο υπάγεται
η ίδρυση της συγγένειας για την οποία δεν ερευνάται απαραίτητα η βιολογική καταγωγή, ενώ
στο δεύτερο πεδίο υπάγεται η ανεύρεση της βιολογικής καταγωγής, όταν η συγγένεια του
πρώτου πεδίου δεν συμβαδίζει με την βιολογική αλήθεια.
Παράλληλα και με τα δύο ως άνω είδη συγγένειας συμπορεύεται και η
κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια, η οποία συγκρούεται με την βιολογική συγγένεια, σε
περίπτωση που η βιολογική δεν είναι νομική ή και αντίστροφα εφόσον η νομική δεν είναι
βιολογική συγγένεια,, όπως η υιοθεσία, δωρεά ωαρίου, παρένθετη μητρότητα κλπ.
28
Εφ Θεσ- 2473/1998 ΕλλΔνη 1998, 1408-, Δήμητρα Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, «Θεμελίωση συγγένειας επί
εφαρμογών μεθόδων τεχνητής γονιμοποίησης» σε Σύγχρονες τάσεις Οικογ Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ
11, Εφ Θεσ. 59/2009, ΝΟΜΟΣ
29
Χρ.Σταμπέλου –Τεκμήρια Πατρότητας έκδοση 1992 σελ 23 –Π.Φίλιος οικ. Δικ 2009
30
Δ.Παπαδοπουλου Κλαμαρη -Συγγενεια εκδοση 2010 σελ 54 επ.

25
Κατά κανόνα ο όρος εξ αίματος συγγένεια παραπέμπει στην καταγωγή και την βιολογική
συγγένεια, ενώ ο όρος αγχιστεία είναι μόνον νομικός.
Ο νομοθέτης πλέον καθιερώνει νομική συγγένεια εξομοιώνοντας πρόσωπα, τα οποία δεν
συνδέονται βιολογικά μεταξύ τους, με πρόσωπα που κατάγονται, ή τεκμαίρεται ότι κατάγονται
βιολογικά το ένα από το άλλο ήτοι .
α . Ειδικά δε στην περίπτωση της ετερόλογης τεχνητής γονιμοποίησης η νομική συγγένεια του
τέκνου δε συμπίπτει με τη βιολογική καταγωγή του. Πατέρας από βιολογική άποψη είναι ο
άνδρας που παρείχε το γεννητικό υλικό, ωστόσο από νομική άποψη πατέρας θεωρείται ο
σύζυγος ή ο σύντροφος της μητέρας του τέκνου, ο οποίος συναίνεσε στην υποβολή της μητέρας
σε ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση. Είναι σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση το
κοινωνικοσυναισθηματικό στοιχείο υπερισχύει της βιολογικής αλήθειας.
β. Στην περίπτωση επίσης που τα ωάρια που δόθηκαν προς γονιμοποίηση ήταν αποτέλεσμα
δωρεάς, βιολογική μητέρα είναι η γυναίκα δότρια.
γ. Στην περίπτωση προσφυγής σε παρένθετη μητέρα, βιολογική μητέρα είναι εκείνη που
παρέχει το γεννητικό υλικό (ωάρια), ενώ εκείνη που κυοφορεί και γεννάει ονομάζεται
«κυοφόρος».

Έτσι στις περιπτώσεις 2 και 3 έχουμε διάσπαση της βιολογικής καταγωγής προς
περισσότερες βιολογικές μητέρες, δεδομένου ότι το δικαιικό μας σύστημα απαγορεύει την
τεχνητή γονιμοποίηση με πλήρη υποκατάσταση, να είναι δηλαδή η δότρια ωαρίων και η
παρένθετη κυοφόρος. το ίδιο πρόσωπο.
Παρά τη διάσταση ανάμεσα σε νομική και βιολογική συγγένεια που υφίσταται στις
προαναφερθείσες περιπτώσεις, το νομικά κρίσιμο έρεισμα για ίδρυση δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συγγένεια, είναι η ύπαρξη συγγένειας υπό νομική έννοια,
με τη βιολογική συγγένεια να κρίνεται κατ’ αρχήν αδιάφορη.
Συνεπώς για να υφίσταται συγγένεια υπό νομική έννοια μεταξύ ενός τέκνου και του
φυσικού του πατέρα και των συγγενών του, πρέπει να τεκμαίρεται η πατρότητα (1465 ΑΚ) ή αν
δεν λειτουργεί το τεκμήριο λόγω γέννησης εκτός γάμου ή ανατροπής του δια της δικαστικής
οδού, να αναγνωριστεί το τέκνο είτε εκούσια είτε δικαστικά, διαφορετικά, ακόμα και αν η
ταυτότητα του πατέρα είναι γνωστή και δεν έχει αμφισβητηθεί, νομική συγγένεια δεν ιδρύεται.
αυτοτελώς ,παρά αντιθέτως όταν ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης της ύπαρξης αυτής , στα
πλαίσια διαφορών σχετικά με δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από την συγγένεια
,όπως κληρονομικά δικαιώματα ,υποχρέωση διατροφής ,οπόταν συνακόλουθα αναφύεται και
ερευνάται αυτή στις σχετικές δίκες παρεμπιπτόντως, ως προδικαστικό ζήτημα .

26
Σε περίπτωση όμως που αμφισβητείται αυτοτελώς ή ύπαρξη συγγενικής σχέσης , είναι
δυνατή η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής με αίτημα την αναγνώριση ύπαρξης ή ανυπαρξίας
συγγενικής σχέσης κατά άρθρο 70 ΚΠολ Δ και 614 ΚΠολ Δ .
Η συγγένεια επίσης προστατεύεται με τις ειδικές διατάξεις του ΠΚ 354 -υποβολή
τέκνου] και 345 ΠΚ –αιμομιξία –όπως επίσης και από το αρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε
με τον ΝΔ 53/1974, προστατεύεται η οικογενειακή ζωή και κατ επέκταση οι οικογενειακοί
δεσμοί των γονέων με τα τέκνα τους ,ακόμα και αν είναι γεννημένα χωρίς γάμο31.

Βιολογικό θεμέλιο μητρότητας .


Η διάταξη του άρθρου 1463 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της από τον Ν
3089/2002, ρυθμίζει τη θεμελίωση της συγγένειας του τέκνου προς την μητέρα και τον πατέρα
του, αλλά και προς τους συγγενείς τους.
Η μητρότητα κατά κανόνα θεμελιώνεται στο βιολογικό γεγονός του τοκετού. Απόκλιση του
κανόνα εισάγει η νέα διάταξη του άρθρου 1464 ΑΚ, όπου θεσπίζεται ειδικό τεκμήριο υπέρ της
μητρότητας της γυναίκας που εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το άρθρο 1458 ΑΚ δικαστική
άδεια για την περίπτωση απόκτησης τέκνου με προσφυγή σε παρένθετη μητρότητα.
Αντιθέτως , η συγγένεια ενός προσώπου προς τον πατέρα του και τους συγγενείς του,
θεμελιώνεται πάντα σε νομικό γεγονός, που είτε είναι ο γάμος με την μητέρα του τέκνου –άρθρο
1465 ΑΚ επ, είτε η αναγνώριση της πατρότητας εκούσια ή δικαστική κατά τα άρθρα 1475 –
1479 επ ΑΚ.
Συνεπώς από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η έννομη σχέση της συγγένειας
θεμελιώνεται είτε σε ένα βιολογικό γεγονός, δηλ στον τοκετό, είτε σε ένα νομικό γεγονός δηλ σε
δικαστική απόφαση του άρθρου 1458 ΑΚ, σε γάμο, είτε σε αναγνώριση της πατρότητας,
[εκούσια ή δικαστική].
Πέραν όμως των ειδικών διατάξεων, η συγγένεια απόκτησης τέκνων με προσφυγή σε
τεχνητή γονιμοποίηση ρυθμίζεται κατά κανόνα, όπως και στην φυσική γονιμοποίηση, και έτσι
σύμφωνα με το άρθρο 1463 ΑΚ, μητέρα θεωρείται η γυναίκα που γέννησε το τέκνο και αν
ακόμα αυτό προέρχεται από γονιμοποιημένο ωάριο τρίτης δότριας. Ομοίως το τεκμήριο
καταγωγής από γάμο ισχύει και στην περίπτωση σύλληψης με τη χρήση σπέρματος τρίτου δότη.
Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1463 και 1464 ΑΚ, προκύπτει ότι η
έννομη σχέση της συγγένειας ιδρύεται κατά κανόνα με τον τοκετό, στον οποίο θεμελιώνεται η
μητρότητα της γυναίκας που γέννησε το τέκνο32.

31
ΑΠ Ολ 9/2009 ΝΟΜΟΣ –ΑΠ 510/.2008 ΝΟΜΟΣ
32
Ν 1702/1987 άρθρο 2 - Κύρωση Ευρωπαϊκής σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν
χωρίς γάμο των γονέων των ,της 15/10/1975 ,σύμφωνα με το οποίο η συγγένεια με την μητέρα κάθε τέκνου που

27
Κατ’ εξαίρεση εάν η τεκνοποίηση πραγματοποιήθηκε με προσφυγή σε παρένθετη μητέρα,
[δανεισμός μήτρας], μητέρα δεν είναι εκείνη που γέννησε το τέκνο, αλλά η γυναίκα που
επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, αφού προηγουμένως έχει εξασφαλίσει την προβλεπόμενη από το
άρθρο 1458 – 1464 ΑΚ δικαστική απόφαση, άλλως διαφορετικά είναι η κυοφόρος γυναίκα που
γέννησε το τέκνο κατ’ άρθρο 1463 ΑΚ.
Σε όλες δε τις περιπτώσεις η συγγένεια του τέκνου προς τους συγγενείς της μητέρας,
ιδρύεται κατά τον ίδιο τρόπο, ανάλογα με το πρόσωπο της μητέρας.
Επομένως, υπό την έννοια της διάταξης 1463 ΑΚ, κατά κανόνα κάθε τέκνο έχει μητέρα τη
γυναίκα που το γέννησε ,αλλά και ο βιολογικός σύνδεσμος με την μητέρα του, ανάγεται στο
πραγματικό γεγονός του τοκετού, από το οποίο ιδρύεται η συγγένεια προς την μητέρα και τους
συγγενείς αυτής, αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται καμία δικαιοπρακτική βούληση33.
Υπό την εφαρμογή της ως άνω διάταξης ,είναι αδιάφορη η προέλευση των ωαρίων, όπως
και ο τρόπος σύλληψης της μητέρας, αρκεί να γέννησε η ίδια το τέκνο, καθόσον η μητρότητα
της γυναίκας εχει ως βάση τον τοκετό και θεμελιώνεται τόσο σε περίπτωση φυσιολογικής
σύλληψης, όσο και σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, είτε ομόλογης, είτε ετερόλογης, είτε
και μεταθανάτιας.
Ομοίως αδιάφορο είναι και το γεγονός εάν η μητέρα είναι έγγαμη ή άγαμη, εάν συζεί σε
ελεύθερη ένωση με σύναψη ή χωρίς σύναψη συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης Ν 3719/2008,
αρκεί το γεγονός ότι το τέκνο γεννήθηκε από την συγκεκριμένη γυναίκα.
Η διάταξη αυτή αναφέρεται και σε προϊσχύον δίκαιο, έως και τον λατινικό κανόνα «mater
semper certa est», που σημαίνει ότι η μητέρα είναι πάντοτε βέβαιη34, και ο οποίος κανόνας
συμβαδίζει απόλυτα και με τις διεθνείς διατάξεις περί προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων35.
Επιχειρήματα υπέρ του ανωτέρω κανόνα, αποτελεί πρωτίστως το γεγονός του τοκετού
που αποτελεί και το βασικό, σταθερό και εύκολα αποδεικτέο γεγονός ,ως βασικό κριτήριο για
την μητρότητα, αλλά και ο βιολογικός και ψυχολογικός σύνδεσμος που δημιουργείται ανάμεσα
σε μητέρα και έμβρυο με την κυοφορία, ο οποίος σύνδεσμος συμπίπτει κατά κανόνα και με τον
κοινωνικοσυναισθηματικό –βουλητικό σύνδεσμο, αφού η κυοφορούσα είναι συνήθως η

γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του βασίζεται στο γεγονός της γέννησης του τεκνού . Ι Δεληγιάννης -Ίδρυση και
αμφισβήτηση συγγένειας στο Ελληνικό Δίκαιο Ελλ /νη 1992 παρ 1 επ.
33
ΕΦ θες.2473/1998 Ελ Δ.νη 1998 σελ. 1408 –Π πρωτ Καρδ 112/2005 Αρμ 2005 σελ 1573 .
34
Θ Παπαχρίστου –Εγχειρίδιο Οικ δικ 2005-2009 σελ 251 επ–Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή- Η συγγένεια 2010 –
Σκορίνη Παπαρρηγοπούλου σελ 700 .
35
Άρθρο- 2 - Ευρωπαϊκής σύμβασης της 15-10-1975 για το νομικό καθεστώς τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο
των γονέων των σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων ,όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων της
13/6/.1979.

28
γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, αλλά και επιπλέον η συγγενική σχέση του τέκνου με
τη μητέρα και τους συγγενείς της, που επίσης ξεκινά από τον τοκετό κατ’ άρθρο 1461 ΑΚ.

Διακρίσεις –εφαρμογή άρθρου 1463 ΑΚ σε περίπτωση τεχνητής αναπαραγωγής.

Με την εφαρμογή του Ν 3089/2002 για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη
αναπαραγωγή, αναγνωρίσθηκε νομοθετικά και στην Ελλάδα, η θεμελίωση της μητρότητας με
τεχνητή αναπαραγωγή, από την οποία όμως ανέκυψαν διάφορα θέματα σε σχέση και με την
εφαρμογή της διάταξης 1463 ΑΚ.
Ειδικώτερα σε περίπτωση τεχνητής αναπαραγωγής μέσω τεχνητής σπερματέγχυσης
[ομόλογης ή ετερόλογης], η διάταξη του άρθρου 1463 ΑΚ εφαρμόζεται αδιακρίτως από το εάν
η μητέρα είναι έγγαμη ή όχι, καθόσον ιδρύεται συγγένεια από το πραγματικό και μόνον γεγονός
του τοκετού36. Εν αντιθέσει, στην περίπτωση τεχνητής αναπαραγωγής με παροχή ωαρίου ξένης
γυναίκας και γονιμοποίησης του ωαρίου με σπέρμα του συζύγου ή άλλου τρίτου ή συντρόφου
της, η βιολογική μητρότητα διασπάται ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Ομοίως και στην περίπτωση
μεταμόσχευσης εμβρύου, που γονιμοποιήθηκε εντός της μήτρας ξένης γυναίκας και με το δικό
της γεννητικό υλικό, όπως και στην περίπτωση κατεψυγμένου εμβρύου. Στις εν λόγω
περιπτώσεις, βιολογική συγγένεια του τέκνου δημιουργείται τόσον προς την γυναίκα που
παρείχε το ωάριο της ή το έμβρυο, όσο και την γυναίκα που το κυοφόρησε..
Από την γραμματική όμως διατύπωση του άρθρου 1463 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και
στις περιπτώσεις αυτές, από νομικής άποψης μητέρα θεωρείται η γυναίκα που κυοφόρησε και
γέννησε το τέκνο, εν αντιθέσει με την γυναίκα που παρείχε το γεννητικό υλικό και η οποία δεν
συνδέεται νομικά με το τέκνο.
Και βέβαια η άποψη αυτή θεωρείται η πλέον κρατούσα, υπό την έννοια ότι δεν γίνεται
αποδεκτό ούτε από τον νόμο, αλλά ούτε και από την κοινή γνώμη, η διπλή μητρότητα, ως
αντίθετη με τους κανόνες ηθικής, την αρχή της βεβαιότητας και της προστασίας της
εμπιστοσύνης που δημιουργούν οι φαινομενικές αυτές καταστάσεις, σε συνδυασμό και με την
αρχή της διασφάλισης του συμφέροντος του τέκνου, αλλά και για λόγους κοινωνικής
σκοπιμότητας και ασφάλειας δικαίου .
Ομοίως αντιμετωπίζεται από το δικαιικό μας σύστημα, θεμελίωση της μητρότητας και η
περίπτωση των τρίτων –δοτών γεννητικού υλικού, είτε αυτή αφορά σπέρμα, είτε ωάριο, και η
οποία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1460 και 1479 παρ 2 ΑΚ δεν ιδρύει καμία σχέση
ανάμεσα σε δωρητή και τέκνο από την δωρεά του γεννητικού υλικού.

36
Ι Ανδρουλιδακη –Δημητριάδη Νομικά προβλήματα από την Τεχνητή Γονιμοποίηση -.

29
11. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1464 ΑΚ για την θεμελίωση μητρότητας- με παρένθετη
μητέρα .

Εν αντιθέσει με το άρθρο 1463 ΑΚ, ο κανόνας της μητρότητας δεν μπορεί να


λειτουργήσει στην περίπτωση στης παρένθετης μητρότητας, καθότι δεν παρέχεται αξιόπιστη
λύση εν προκειμένω. Εκ του λόγου αυτού προβλέφθηκε ως προς το τεκμήριο μητρότητας, το
άρθρο 1464 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο θεσπίστηκε η δυνατότητα θεμελίωσης της μητρότητας,
πέρα από το βιολογικό γεγονός του τοκετού κατ άρθρο 1463 ΑΚ, και σε μια νομική πράξη,
δηλαδή την δικαστική άδεια που προβλέπει ο νόμος για την προσφυγή της γυναίκας που
αδυνατεί να κυοφορήσει σε -δανεισμό μήτρας- κατ’ άρθρο 1458 ΑΚ.
Ειδικά με τον Ν 3089/2002 άρθρο 1485 ΑΚ ορίσθηκε ότι η γυναίκα που επιθυμεί να
αποκτήσει τέκνο ,αλλά που όμως δεν μπορεί να κυοφορήσει, μπορεί υπό προϋποθέσεις να
χρησιμοποιήσει μια άλλη γυναίκα που θα κυοφορήσει το παιδί {παρένθετη μητέρα]. Εφόσον
τηρηθούν οι διατυπώσεις του νόμου και ειδικά εφόσον εκδοθεί δικαστική απόφαση που
επιτρέπει την χρησιμοποίηση της παρένθετης μητέρας, αφενός μεν θεμελιώνεται η μητρότητα
της γυναίκας που δεν έχει γεννήσει, αλλά έχει εξασφαλίσει υπέρ αυτής την άδεια του
δικαστηρίου και αφετέρου δεν θεμελιώνεται η μητρότητα της παρένθετης γυναίκας που γέννησε
το παιδί κατ – άρθρο 1464 .ΑΚ.
Έτσι το παιδί που γεννιέται, θεμελιώνει συγγένεια με την κοινωνική του μητέρα [που δεν
αποκλείεται να είναι και η βιολογική του μητέρα], ενώ αντιμετωπίζεται διαφορετικά η
περίπτωση εκείνη της παρένθετης μητέρας, όταν εκείνη έχει παράσχει εκτός από την μήτρα της,
που κυοφόρησε το έμβρυο ,και το ωάριο της, δηλαδή το παιδί βιολογικά κατάγεται από την
παρένθετη. Στην περίπτωση αυτή, η παρένθετη ή άλλως κοινωνική μητέρα, μπορούν να
προσβάλουν την μητρότητα, με αγωγή προσβολής της μητρότητας και εφόσον η αγωγή
ευδοκιμήσει, μητέρα πλέον θεωρείται και μάλιστα αναδρομικά όχι η κοινωνική, αλλά η
παρένθετη που κυοφόρησε και γέννησε το τέκνο.
Το πλέον όμως ενδιαφέρον θέμα με την παρένθετη μητρότητα ανάγεται σε διεθνές επίπεδο
και ειδικά σε περίπτωση που το δίκαιο ιθαγένειας των κοινωνικών γονέων, ιδιαίτερα της
μητέρας, δεν αναγνωρίζει τον θεσμό της παρένθετης. Συγκεκριμένα η Γερμανική Διοίκηση
αρνήθηκε να εκδώσει διαβατήριο για ένα παιδί που απέκτησε ζεύγος Γερμανών στην Ινδία μέσω
παρένθετης, με την αιτιολογία ότι το παιδί αυτό δεν έχει θεμελιώσει μητρότητα προς την
Γερμανίδα γυναίκα [κοινωνική μητέρα] και συνακόλουθα δεν είχε αποκτήσει την γερμανική
ιθαγένεια που θα του επέτρεπε να αποκτήσει γερμανικό διαβατήριο [Δελτίο Ιατρικού Δικαίου
Και Βιοηθικής ΟΜΙ ΔΒΗ]

30
Συγκριτικά δε υπό το παλαιότερο (πριν το 2002) καθεστώς η συγγένεια ενός προσώπου με
τη μητέρα του και συνακόλουθα με τους συγγενείς αυτής συναγόταν αποκλειστικά από το
εξωτερικό πραγματικό γεγονός του τοκετού, το οποίο δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες
απόδειξης. Οι νεώτερες εξελίξεις όμως που επέτρεψαν το δανεισμό μήτρας και ωαρίων,
ανέτρεψαν τον κανόνα της απαρέγκλιτης σύμπτωσης νομικής σχέσεως μητρότητας και τοκετού
στο ίδιο πρόσωπο, κλονίζοντας την παραδοχή «mater semper certa est». Έτσι το άρθρο 1464
ΑΚ κάλυψε ένα νομικό κενό που χρόνιζε παρά τις τολμηρές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της
νομολογίας37, προσθέτοντας το κοινωνικοσυναισθηματικό ή βουλητικό κριτήριο στους τρόπους
ίδρυσης συγγένειας με τη μητέρα.
Ο τοκετός ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί θεμελιωτικό λόγο συγγένειας, διότι πρόκειται
για στοιχείο του πραγματικού της νομοθετικής διάταξης 1463 ΑΚ με έννομη συνέπεια του τη
συγγένεια. Για να μη θεωρείται μητέρα του παιδιού εκείνη που το φέρνει στον κόσμο, απαιτείται
ειδική δικαστική απόφαση ανεξάρτητα αν η βιολογική καταγωγή του παιδιού συμπίπτει με την
επιθυμούσα «κοινωνική» μητέρα.
Τίθεται όμως το ερώτημα αν μπορεί να παραβλεφθεί εντελώς κάθε βιολογικό στοιχείο
συνδεόμενο με την καταγωγή και τον τοκετό χάριν της κοινωνικοσυναισθηματικής προσέγγισης
υπό την έννοια ότι «μητέρα είναι αυτή που επιθυμεί το παιδί και όχι αυτή που το γέννησε,
ανεξάρτητα από την καταγωγή»38.
Λόγω των απρόβλεπτων κοινωνικών κινδύνων που θα προκαλούσε η θεμελίωση της
μητρότητας, βάσει ελεύθερης βούλησης, αποκομμένη από τη συνδρομή βιολογικών γεγονότων,
ο νομοθέτης θέσπισε το τεκμήριο του άρθρου 1464 ΑΚ περιοριστικά για την περίπτωση
επιλογής της μεθόδου της παρένθετης μητρότητας, ενώ για τις υπόλοιπες τεχνικές ιατρικής
υποβοήθησης (ομόλογη ή ετερόλογη σπερματέγχυση και τεχνητή αναπαραγωγή μέσω δωρεάς
ωαρίου),διατήρησε τον τοκετό ως ιδρυτικό μοχλό της συγγένειας. Η ως άνω θέσπιση εχει ως
δικαιολογητική βάση , το ευμετάβλητο της βούλησης, ιδίως των εγκύων γυναικών,
προστατεύοντας το θεσμό της μητρότητας από «εύκολες» αποποιήσεις και αποδεσμεύσεις.

Ι11. Άσκηση αναγνωριστικής αγωγής περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας σχέσης


μητέρας με τέκνο [άρθρο 614 ΚΠολΔ]

37
Η απόφαση 31/1999 ΠΠΡ Ηρακλείου ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε με το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας,
κάνοντας δεκτή την αίτηση για υιοθεσία δύο διδύμων ανηλίκων τέκνων από γονείς που κατέφυγαν στην
εξωσωματική γονιμοποίηση με δικό τους γενετικό υλικό, που γονιμοποιήθηκε εξωσωματικά σε δοκιμαστικό
σωλήνα και στη συνέχεια εμφυτεύτηκε σε ξένη μήτρα. Κατά το παλαιό καθεστώς τα τέκνα αυτά θεωρήθηκαν
γνήσια τέκνα της τεκούσας μητέρας και του συζύγου της και οι αιτούντες γονείς αν και βιολογικοί δεν θεωρούνταν
νομικά γονείς τους.
38
Δεληγιάννη, ΕλλΔνη 1992, Σύγχρονα ζητήματα σελ. 208- Συγγένεια εκδ.2010 Δήμητρα Παπαδοπούλου-
Κλαμαρή, σελ 93-96

31
Σε περίπτωση που τυχόν αμφιβητηθεί η γέννηση τέκνου από την φερόμενη μητέρα του, η
ύπαρξη ή ανυπαρξία της σχέσης μητέρας προς τέκνο μπορεί να αναγνωρισθεί με δικαστική
απόφαση μετά από άσκηση σχετικής αναγνωριστικής αγωγής κατά άρθρο 614 ΚΠολΔ και
άρθρο 12 παρ 18 Ν 344/1976 περί ληξιαρχικών πράξεων39. Η εκδοθείσα επ’ αυτής απόφαση έχει
απλά διαπιστωτικό χαρακτήρα, καθόσον η μητρότητα έχει ήδη θεμελιωθεί από τον τοκετό, αλλά
και διακρίνεται από την αντίστοιχη αγωγή προσβολής μητρότητας που προβλέπεται μόνον για
την περίπτωση της τεκμαιρόμενης μητρότητας κατ’ άρθρο 1464 ΑΚ. Για την άσκηση επίσης
της εν λόγω αναγνωριστικής αγωγής νομιμοποιείται και κάθε τρίτος που έχει έννομο
συμφέρον40.
Ως προς την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής της μητρότητας, αρκεί η απλή
επίκληση της γέννησης του τέκνου από συγκεκριμένη γυναίκα, ενώ για την απόδειξη της,
προϋποτίθεται αμφισβήτηση του πραγματικού γεγονότος, ότι πράγματι το τέκνο αυτό γεννήθηκε
από την φερόμενη μητέρα.
Εν αντιθέσει δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της ίδιας αγωγής άλλα γεγονότα, όπως ο
τρόπος γονιμοποίησης του τέκνου, φυσιολογικά ή με τεχνητή αναπαραγωγή, αλλά ούτε και ο
ειδικότερος τρόπος τεκνοποίησης, καθότι το σχετικό άρθρο 1463 ΑΚ ισχύει όχι μόνον για τις
περιπτώσεις αναπαραγωγής με φυσικό τρόπο, αλλά και για τις περιπτώσεις τεκνοποίησης με τις
μεθόδους ιατρικής υποβοήθησης και αναπαραγωγής41. Η αγωγή αυτή αποδεικνύεται με κάθε
μέσο, και κυρίως με ιατρικές εξειδικευμένες αιματολογικές εξετάσεις ,ενώ η σχετική
ληξιαρχική πράξης γέννησης συντάσσεται εντός 10 ημερών από τον τοκετό και στην οποία
πράξη θα πρέπει να δηλωθεί το όνομα της μητέρας, αποτελούσα δημόσιο έγγραφο με σχετική
αποδεικτική δύναμη ως προς την μητέρα.

Η θεμελίωση της συγγένειας του τέκνου προς τον πατέρα και τους συγγενείς του.

Στα πλαίσια εφαρμογής των άρθρων 1463 ,1465,1475,1479 ΑΚ γίνεται διάκριση μεταξύ
των τέκνων που γεννιούνται σε γάμο και σ’ εκείνα που γεννιούνται εκτός γάμου. Αναφορικά δε
με το άρθρο 1463 ΑΚ, η συγγένεια του πατέρα και των συγγενών του με το τέκνο, για μεν τα
τέκνα που γεννιούνται σε γάμο συνάγεται από το νομικό γεγονός του γάμου του φερόμενου ως
πατέρα με την μητέρα του τέκνου κατά τις διατάξεις των άρθρων 1465-1466 ΑΚ, εν αντιθέσει

39
Χρ. Σταμπέλου Κριτ. 2/2000 ,249 επ – Φ. Σκορίνη –Παπαρρηγοπούλου σελ 702- Θ Παπαχρίστου Εγχ.Οικ.Δικ
2009 σελ 251.
40
Π.Πρωτ Ηρακλ.126/2000, όπου έγινε δεκτή αγωγή συζύγων που επικαλέσθηκαν και απέδειξαν ότι το τέκνο τους,
το οποίο του δηλώθηκε ως πεθαμένο ,στην πραγματικότητα είχε παραδοθεί στους εναγόμενους της αγωγής των,
Βλεπ Σχολ Χρ,Σταμπέλου σελ 249
41
Ι Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη Νομικά προβλήματα από την Τεχνητή Γονιμοποίηση ΝοΒ 1986, 10 επ.

32
με τα τέκνα που γεννήθηκαν εκτός γάμου και για τα οποία ιδρύεται η συγγένεια από το νομικό
γεγονός της αναγνώρισης, είτε εκούσιας είτε δικαστικής42.
Επομένως, για την αναγνώριση της ύπαρξης νομικής συγγένειας μεταξύ πατέρα και
τέκνου, απαιτείται πάντα η συνδρομή ενός νομικού γεγονότος [είτε γάμου είτε αναγνώρισης]
από το οποίο ξεκινά η μεταξύ των συγγένεια43, ενώ αντιθέτως σε περίπτωση έλλειψης του
γεγονότος αυτού, δεν ιδρύεται καμία συγγένεια, ακόμα και στην περίπτωση που δεν
αμφισβητείται η ταυτότητα του φυσικού πατέρα44.
Υπό το καθεστώς επίσης του Ν 3719/2008 του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, σύμφωνα
με το άρθρο 8, θεσπίζεται τεκμήριο πατρότητας, που ανάγεται στην γέννηση του τέκνου κατά
την διάρκεια των 300 ημερών από την λύση ή την ακύρωση του συμφώνου συμβίωσης45.

Άγαμη γυναίκα
Το παιδί που γεννιέται από άγαμη γυναίκα μπορεί να θεμελιώσει πατρότητα ύστερα από
εκούσια ή δικαστική αναγνώριση.
Αν η άγαμη γυναίκα υποβληθεί σε τεχνητή γονιμοποίηση, δεν μπορεί να ασκηθεί αγωγή
δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας, ακόμα και εάν ο βιολογικός πατέρας είναι δότης
σπέρματος ή καταστεί γνωστός.46
Ειδικά δε όσον αφορά την εκούσια αναγνώριση, εάν ένας άνδρας συναινέσει σε τεχνητή
γονιμοποίηση μιας άγαμης γυναίκας, θεμελιώνεται η πατρότητα του, είτε έχει χρησιμοποιηθεί
δικό του σπέρμα ,είτε δότη. Πρόκειται για την αυτόματη εκούσια αναγνώριση. Το παιδί
γεννιέται με θεμελιωμένη πατρότητα,ενώ κατ’ άλλη άποψη απρόσβλητη εκούσια αναγνώριση,
αφού αυτή δεν υπόκειται σε προσβολή.
Η συγγένεια επίσης του τέκνου με τους συγγενείς του πατέρα θεμελιώνεται κατ’ ανάλογο
τρόπο47.

42
Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή, Η συγγένεια –σελ 109 –άρθρο 3 του Ν 1702/1987 Κύρωση Ευρωπαϊκής σύμβασης
για το καθεστώς των γεννημένων τέκνων εκτός γάμου της 15-10-1975, όπου αναφέρεται ότι η συγγένεια του τέκνου
γεννημένου εκτός γάμου με τον πατέρα, μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση η με
δικαστική απόφαση .
43
Π Πρωτ Καρδ 112/2005 Αρμ 2005 -1573, με την οποία έγινε δεκτό ότι η βιολογική καταγωγή του τέκνου από
τον πατέρα, αναγνωρίζεται από τον νόμο, μόνον εφόσον συντρέξει κάποιο νομικό γεγονός
44
ΑΠ 130/2006 Ελ Δ/.νη 2008 σελ204 σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο φυσικός βιολογικός πατέρας τέκνου
δεν καλύπτεται από το τεκμήριο του άρθρου 1465 εάν δεν έχει αναγνωρίσει αυτό και ότι εξ αυτού εάν τυχόν πάρει
το τέκνο από την μητέρα του, διαπράττει κακούργημα και όχι το πλημμέλημα της απαγωγής τέκνου ,εφόσον δεν
έχει μεσολαβήσει ανάμεσα των το νομικό γεγονός της αναγνώρισης του .
45
Χρ..Σταμπέλου Τεκμήρια Πατρότητας -Εφ ΑΔ 2009, 13, όπου αναφέρεται η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων
του Ν 3719/2008 όσο αφορά την θεμελίωση της συγγένειας και τις σχέσεις τέκνου με τους γονείς του υπό την
ύπαρξη ή όχι συμφώνου συμβίωσης .
46
contra απόφαση ΑΠ 898/2014 –κτηση τέκνου από άγαμη γυνιαία με γεννητικό υλικο του άνδρα με τον οποίο
συζεί σε ελεύθερη ένωση ,χωρις την συναινεση του με συμ/κη πραξη και την συνδρομη εκουσια αναγνγρισης -
οπου αναγνωριζεται η δυνατότητα δικαστικης αναγνωρισης τέκνου ,θεωρούμενου εκτός γάμου ,εφόσον
αποδειχθει οτι όχι μονον υπήρχε απλά συμβίωση κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ,αλλα και οτι το
γεννητικο υλικό χορηγήθηκε από τον συντροφο της μητέρας κατά το ιδιο διαστημα ,κατά εφαμρογη του 1481 ΑΚ .

33
Τέκνα γεννημένα σε γάμο –τεκμήριο πατρότητας από το γάμο – άρθρα 1463 -1465 ΑΚ]

Το τέκνο που γεννήθηκε σε γάμο θεωρείται αυτοδικαίως τέκνο του συζύγου της μητέρας
του. Ως τέκνο γεννημένο σε γάμο ορίζεται και εκείνο που γεννήθηκε κατά την διάρκεια ή εντός
τριακοσίων 300 ημερών από την λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του κατά άρθρο
1465 ΑΚ. Και βέβαια απαραίτητο θεμελιωτικό γεγονός της πατρότητας, αποτελεί να είναι
υποστατός ο γάμος της μητέρας, ενώ αντιθέτως είναι αδιάφορο εάν αυτός είναι έγκυρος, άκυρος
ή ακυρώσιμος κατ’ άρθρο -1382 ΑΚ48.

Τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο – θεμελίωση της πατρότητας στην αναγνώριση - άρθρα 1463
-1475-1479 ΑΚ

Η πατρότητα του γεννημένου εκτός γάμου τέκνου βασίζεται στο νομικό γεγονός της
αναγνώρισης, είτε εκούσιας, είτε δικαστικής, η δε ανυπαρξία της οποίας απόφασης, δεν
θεμελιώνει καμία νομική σχέση με τον βιολογικό του πατέρα49, όπως θα εκτεθεί πιο κάτω στο
οικείο κεφάλαιο.
Ως τέκνο γεννημένο εκτός γάμου θεωρείται βέβαια και εκείνο που γεννήθηκε από άγαμη
μητέρα ή που γεννήθηκε μεν κατά την διάρκεια του γάμου ή εντός 300 ημερών από την λύση ή
ακύρωση αυτού, καλυπτόμενο έτσι από το τεκμήριο καταγωγής σε γάμο του άρθρου 1565 ΑΚ,
εφόσον στην συνέχεια η τεκμαιρόμενη πατρότητα του ανατράπηκε με αμετάκλητη δικαστική
απόφαση μετά από άσκηση αγωγής προσβολής πατρότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 614
ΚΠολΔ και 1467 ΑΚ.
Οι δεσμοί συγγένειας επίσης του γεννημένου εκτός γάμου προς την μητέρα του και τους
συγγενείς του ιδρύονται κανονικά.

Τέκνα γεννημένα σε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης - άρθρο 8 Ν 3719/2008


Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του εν λόγω νόμου το τέκνο που γεννήθηκε κατά την
διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός 300 ημερών από την λύση ή την ακύρωση του
τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον συμβαλλόμενο στο σύμφωνο συμβίωσης με την μητέρα του,
όπως θα εκτεθεί στο οικείο κεφάλαιο.

Η πατρότητα ως- παρεπόμενη -της μητρότητας.

47
ΑΠ 130./2006 Ελ Δ.νη 2008 σελ 204 .
48
Εφ Θεσ 2437/1998 Ελ Δ/νη 1998 σελ 1408, Εφ Θεσ. 59/2009, ΝΟΜΟΣ
49
ΑΠ 130./2006 Ελ Δ/νη 2008 σελ 204 .

34
Εν αντιθέσει με το ισχύον καθεστώς για την μητρότητα η οποία μπορεί να υπάρξει και
χωρίς νομική πατρότητα, η πατρότητα τουναντίον ακολουθεί πάντα την μητρότητα, υπό την
έννοια ότι προϋπόθεση της συγγένειας του τέκνου με το σύζυγο της μητέρας και τους συγγενείς
της, αποτελεί το γεγονός να έχει πράγματι γεννηθεί από την μητέρα του. Έτσι στην περίπτωση
που δεν υπάρχει θεμελιωμένη μητρότητα, είτε κατά την διάταξη του άρθρου 1463 ΑΚ, είτε
κατά την διάταξη του άρθρου 1464 ΑΚ, δεν μπορεί να γίνει λόγος για θεμελίωση πατρότητας,
παρά μόνον για βιολογική πατρότητα50.
Εάν επίσης αναγνωρισθεί ότι το φερόμενο ως τέκνο κάποιας έγγαμης γυναίκας, ότι δεν
γεννήθηκε από αυτήν, τότε αν η σχέση της πατρότητας του τέκνου με τον σύζυγο της στηρίζεται
στο γάμο της γυναίκας αυτής με τον φερόμενο ως πατέρα κατά το άρθρο 1465 ΑΚ, τότε το
τέκνο αυτό δεν κατάγεται ούτε από τον σύζυγο της51.

Λύση μητρότητας

Το τεκμήριο μητρότητας που θεσπίζει το άρθρο 1464 ΑΚ κατά την κρατούσα γνώμη και
σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν 3089/2002 είναι μαχητό52, με βάση την δυνατότητα
που παρέχει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Η ανατροπή του τεκμηρίου μητρότητας
επιτυγχάνεται με την αγωγή προσβολής της μητρότητας, που ασκείται εντός αποκλειστικής
προθεσμίας έξι μηνών από τον τοκετό και μόνον για την αιτία, ότι τα ωάρια προέρχονται από
την κυοφόρο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1458 ΑΚ παρ – άρθρο 9 Ν
3305/2005]53.
Παρά ταύτα υποστηρίζεται βέβαια και η αντίθετη άποψη54, ότι δηλαδή το τεκμήριο του
άρθρου 1464 παρ 1 ΑΚ αποτελεί αμάχητο τεκμήριο ως προς όλους τους όρους, με εξαίρεση την
προέλευση των ωαρίων από την κυοφορούσα για την οποία είναι μαχητό το τεκμήριο ..
Την τεκμαιρόμενη μητρότητα μπορούν να προσβάλλουν δικαστικώς είτε η κυοφόρος, είτε
η τεκμαιρόμενη μητέρα, αποκλειστικά και μόνον αυτές, με προβαλλόμενο λόγο ανατροπής, ότι
το γονιμοποιημένο ωάριο προέρχεται από την κυοφόρο γυναίκα και όχι από την τεκμαιρόμενη

50
Θ Παπαχριστου Εγχειρίδιο οικ δικ σελ 247 – Δ Παπαδοπούλου Κλαμαρή η συγγένεια 2010 σελ 108 -Π Πρωτ
Καρ 112/2005 Αρμ 2006 σελ 1573 – Μ Πρωτ Αθ -2892/2008 με την οποία έγινε δεκτή η δυνατότητα απόκτησης
τέκνου από μοναχικό άνδρα με ιατρική αδυναμία απόκτησης τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας και με την χρήση
σπέρματος τρίτου δότη, καθόσον στην περίπτωση αυτή η μητέρα θεωρείται νομικά ανύπαρκτη .
51
Π Πρωτ Καρδ 112/2005 Αρμ 2006 σελ 1573.
52
Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη οικ δικ τομος 2 -2008 σελ 60-61 –Β βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ οικ δικ.σελ 604
- Σκορίνη –Παπαρρηγοπούλου σε ΑΚ Γεωργιάδης- Σταθόπουλος αρθρα 1463-1464 ΑΚ
53
Μ Πρωτ Ηρακλείου 678/2003 Νοβ 2004 σελ 274 –Μ Πρωτ Κατε 408/2006 Αρμ 2007 σελ 863 - Μ. Πρωτ. Καβ.
125/2004, ΝΟΜΟΣ
54
Θ Παπαχρίστου, εγχ. οικογεν. δικ 2005 σελ 252 – εν αντιθέσει με την άποψη του Γεωργιάδη Σταθόπουλου –
Σκορινη –Παπαρρηγοπουλου , όπου δεν υφίστανται τεκμήρια εν μέρει μαχητα και εν εν μέρει αμάχητα .

35
μητέρα, ή έστω από τρίτη δότρια, ενώ αντιθέτως δεν μπορούν να προσβάλλουν την
τεκμαιρόμενη μητρότητα, στην περίπτωση που το γονιμοποιημένο ωάριο προήλθε από τρίτη
γυναίκα, διαφορετική από την κυοφόρο, όσο και από την γυναίκα που έλαβε την δικαστική
άδεια, ούτε βέβαια και η τρίτη δότρια που παρείχε το ωάριο που γονιμοποιήθηκε, δικαιούται να
ασκήσει την αγωγή αυτήν, όπως και ο σύζυγος ο οποίος κατ’ ουσίαν εγκλωβίζεται από την
βούληση των δύο γυναικών, οι οποίες εφόσον δεν ασκήσουν την αγωγή αυτήν παγιδεύουν
εκείνον σε μια τετελεσμένη κατάσταση, με την οποία ο ίδιος μπορεί και να μην συμφωνεί.
Ομοίως και στην περίπτωση που αποβιώσει είτε η κυοφόρος, είτε η τεκμαιρόμενη μητέρα, χωρίς
να έχουν απωλέσει το άνω δικαίωμα προσβολής, αυτό δεν μεταβιβάζεται στο πρόσωπο των
γονέων ή των κληρονόμων τους.
Σε περίπτωση δε που το τεκμήριο μητρότητας ανατραπεί, μητέρα πλέον του τέκνου
θεωρείται η κυοφόρος γυναίκα και πατέρας αντίστοιχα ο σύζυγος αυτής, αφού η πατρότητα
ακολουθεί την μητρότητα, κατά τις διατάξεις των άρθρων- 1463 ΑΚ .-1465 και 1471 ΑΚ55.
Δικονομικά επίσης σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου,προϋπόθεση εφαρμογής του
άρθρου 1464 ΑΚ και 1465 ΑΚ σε συνδυασμό και με το άρθρο 8 του Ν 3089/2002, αποτελεί η
κατοικία τόσο της κυοφόρου, όσο και της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο στην
Ελλάδα.

ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ
Βούληση του νομοθέτη
Με την διάταξη του άρθρου 1465 ΑΚ, θεσπίζεται το τεκμήριο καταγωγής από γάμο ή
τεκμήριο πατρότητας, σύμφωνα με το οποίο το τέκνο που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του
γάμου της μητέρας του ή εντός των τριακοσίων ημερών από την λύση ή την ακύρωση του
τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας του.
Οι διατάξεις του ως άνω άρθρου εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο και συνακόλουθα κάθε
διαφορετική συμφωνία των ενδιαφερομένων μερών, είναι ανίσχυρη56.
Το τεκμήριο καταγωγής από γάμο είναι μαχητό, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1465 ΑΚ σε
συνδυασμό και με το άρθρο 1469 ΑΚ, όπου αναφέρονται και οι προϋποθέσεις ανατροπής του.
Το τεκμήριο πατρότητας βασίζεται σε ένα νομικό γεγονός, όπως είναι η ύπαρξη γάμου του
τεκμαιρόμενου πατέρα με τη μητέρα. Από την γέννηση του τέκνου ιδρύεται αυτοδικαίως η
σχέση συγγένειας του τέκνου με τον σύζυγο της μητέρας του.
Ακόμα και αν το τέκνο δεν κατάγεται από τον σύζυγο, εφόσον δεν προσβληθεί η
τεκμαιρόμενη κατ άρθρο 1465 πατρότητα, πατέρας θεωρείται ο σύζυγος.

55
Π Πρωτ. Χανίων 122/2008Νοβ 2009 σελ2136.
56
Σχολ,Γεωργιάδης –Σταθόπουλος άρθρο 1465 ΑΚ –Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή, Η Συγγένεια 2010 σελ 117.

36
Προϋποθέσεις εφαρμογής του τεκμηρίου αποτελούν οι εξής: α] η ύπαρξη νομικά
θεμελιωμένης σχέσης μητέρας προς τέκνο κατά τις διατάξεις των άρθρων 1463 και 1464 ΑΚ β]
η ύπαρξη γάμου της μητέρας 3] η γέννηση του τέκνου είτε κατά την διάρκεια του γάμου της
μητέρας του, είτε μέσα σε τριακόσιες ημέρες από την λύση ή ακύρωση του.
Ειδικότερα δε όσον αφορά την πρώτη ως άνω προϋπόθεση, το τεκμήριο λειτουργεί ως προς
τον σύζυγο της γυναίκας που θεωρείται εκ του νόμου μητέρα, ανεξαρτήτως της νομικής
θεμελίωσης αυτής. Έτσι στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας, ως πατέρας του τέκνου
τεκμαίρεται όχι ο σύζυγος της κυοφόρου γυναίκας, παρά εκείνος της γυναίκας προς την οποία
δόθηκε η δικαστική άδεια του άρθρου 1458 ΑΚ, καθόσον θεωρείται εκ του νόμου μητέρα, όπως
αντίστοιχα και στην περίπτωση της τεχνητής γονιμοποίησης, πατέρας δεν τεκμαίρεται ο
σύζυγος της γυναίκας που παρείχε το ωάριο της, αλλά ο σύζυγος της μητέρας που υποβλήθηκε
σε τεχνητή γονιμοποίηση κατ’ άρθρο 1463 ΑΚ -1465 ΑΚ.
Όσον αφορά επίσης την δεύτερη προϋπόθεση του τεκμηρίου πατρότητας, απαιτείται ο
γάμος της μητέρας με τον σύζυγο της να είναι υποστατός57, ενώ τυχόν ακυρότητα του γάμου
είναι αδιάφορη58. Το ίδιο ισχύει και για τέκνα που γεννιούνται από αιμομικτικό γάμο κατ’ άρθρο
1382 ΑΚ.
Αντιθέτως, το τεκμήριο πατρότητας δεν λειτουργεί στην περίπτωση της ελεύθερης
συμβίωσης των συζύγων, εάν δεν επακολουθήσει αναγνώριση του τέκνου , εκτός της
περίπτωσης που έχει υπογραφεί σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν
3719/2008, όπου η πατρότητα τεκμαίρεται.
Κατά την κρατούσα επίσης άποψη, το τεκμήριο πατρότητας δεν επηρεάζεται ούτε από την
διάσταση των συζύγων, αδυναμία σύλληψης από τον σύζυγο –τεκμαιρόμενο πατέρα για
οιανδήποτε λόγο, [ανικανότητα, βαριά ασθένεια, απουσία συζύγου κλπ]59, μολονότι τα γεγονότα
αυτά είναι καθοριστικά της σύλληψης του τέκνου και πιθανόν και να την καθιστούν αδύνατη,
αλλά που όμως μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνον στην περίπτωση της άσκησης αγωγής
προσβολής πατρότητας, κατ άρθρο 1465 ΑΚ, όπως δεν ανατρέπει το τεκμήριο πατρότητας , ούτε
και η δήλωση της μητέρας, ότι ο τεκμαιρόμενος πατέρας δεν είναι ο πραγματικός –βιολογικός
πατέρας, παρά συνεκτιμάται στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 1467 ΑΚ60.
Αδιάφορος πλέον είναι και ο χρόνος υποβολής της αίτησης ή αγωγής διαζυγίου, ακόμα και
στην περίπτωση που έχει αποδειχθεί η ύπαρξη διάστασης των συζύγων πριν από το διαζύγιο,

57
Το τεκμήριο δεν ισχύει για την περίπτωση γάμου άλλης μορφής, όπως μεταξύ δυο γυναικών που έχει επιτραπεί
σε άλλα δίκαια – Βέλγιο –Σκανδιναβικά κράτη κλπ .
58
Μον Πρωτ. Θεσ 33288/1996 Αρμ 1997 σελ 503, Διατ. Εις. Εφ. Πειρ 64/1999, ΝΟΜΟΣ
59
Μον Πρωτ Αθην 1605/2002 ΝΟβ 51 σελ 74- Εφ θες 2027/2003 Αρμ 2004 σελ 876 - ΑΠ 510/2008, ΝΟΜΟΣ
60
Μ.Πρωτ Θεσ. 33288/1996 Αρμ 1997 σελ 503 – Μ πρωτ Αθην 1061/1985 Ελλ Δ/νη 1985 σελ 1007

37
οπόταν κατά το πιθανότερο δεν υπήρξε σαρκική επαφή, παρότι έχει υποστηριχθεί και το
αντίθετο61, ότι δηλαδή η έναρξη της διάστασης των συζύγων συνιστά επαρκή ένδειξη διακοπής
των μεταξύ των σεξουαλικών σχέσεων και συνεπώς αφού εκλείπει το στοιχείο της διαρκούς
θέλησης για έγγαμη συμβίωση, animus deserendi ή έστω του ενός να διασπασθεί η έγγαμη
συμβίωση, εκλείπει και το στοιχείο corpus, του εξωτερικού δηλαδή στοιχείου της έγγαμης
συμβίωσης της φυσικής συνοίκησης, οπόταν πλέον η διάσταση είναι προφανής και δεν
ανακύπτει κανένα αποδεικτικό πρόβλημα και ως εκ τούτου η έλλειψη θέλησης, μολονότι
δυσχερέστατη στην απόδειξη της, πολλές φορές προϋπάρχει του χρόνου που έπαυσε να υπάρχει
το corpus.
Από το τεκμήριο καλύπτεται επίσης και το τέκνο που γεννήθηκε λίγες ημέρες ή και ώρες
μετά την τέλεση του γάμου62, η δε κατάργηση της προϋπόθεσης πλέον της σύλληψης του τέκνου
εντός γάμου του τέκνου, ως προέβλεπε ο Ν 1329/1983, είναι αποδεκτή και συμβαδίζει και με
τις σύγχρονες συνθήκες.
Παρά ταύτα σε ορισμένες περιπτώσεις όπου το τέκνο γεννήθηκε μεν εντός της προθεσμίας
των 300 ημερών από την λύση ή ακύρωση του γάμου, αλλά είναι προφανές και βέβαιο, ότι η
σύλληψη έλαβε χώρα μετά την λύση ή ακύρωση του γάμου, οπόταν κατά την κρατούσα άποψη,
το τεκμήριο του άρθρου 1465 ΑΚ δεν ισχύει63, και ότι για την ανατροπή του αρκεί η
αναγνωριστική αγωγή ανυπαρξίας της σχέσης πατέρα προς τέκνο και δεν απαιτείται η έγερση
αγωγής προσβολής πατρότητας υπό τις διατάξεις του άρθρου 1467 ΑΚ.
Και επειδή, ως προαναφέρθηκε, για την λειτουργία του τεκμηρίου πατρότητας του άρθρου
1465 §1, ο τρόπος σύλληψης του τέκνου είναι αδιάφορος ,επομένως εφόσον το τέκνο γεννήθηκε
εντός των χρονικών ορίων που ορίζει η διάταξη του άρθρου 1465 ΑΚ, πατέρας του τέκνου που
γεννήθηκε από τεχνητή γονιμοποίηση, είτε ομόλογη, είτε ετερόλογη, τεκμαίρεται ότι είναι ο
σύζυγος της μητέρας που υποβλήθηκε σε τεχνητή γονιμοποίηση και όχι ο τρίτος δότης
σπέρματος64. Έτσι ο σύζυγος – τεκμαιρόμενος πατέρας, δικαιούται να ασκήσει την αγωγή
προσβολής πατρότητας για την ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας κατ άρθρο 1467 ΑΚ, εκτός
και εάν είχε συναινέσει στην υποβολή της συζύγου του σε τεχνητή γονιμοποίηση, οπόταν
αποκλείεται η προσβολή της πατρότητας κατά τις διατάξεις του άρθρου 1471 §2 ΑΚ και άρθρο
2 §7 του Ν.3089/200265.

61
Εφ θες 1415/2005 ΝΟΜΟΣ –Π,Πρ Ροδου 91/2004 ΝΟΜΟΣ – ΠΠρωτ Ρόδου 17/2004 ΝΟΜΟΣ -Επιχειρήματα
Χριστ. Σταμπέλου τεκμήρια πατρότητας 1992 σελ 133 επ
62
Ε .Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη οικο δικΙΙ εκδοση 2012 –Θ Παπαχρίστου ΕΓ Οικ Δικ 2005-1009 σελ 257επ
63
Γεωργιάδης –Σταθόπουλος άρθρο 1465 ΑΚ
64
Σχόλια Ι.Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη Νοβ 1986 σελ 10 -11 επ. Δ Παπαδοπούλου-Κλαμαρή Συγγένεια 2010
αρθρα 1463 -1464 –Β Βαθρακοκοίλης άρθρο 1465 ΑΚ
65
Β Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ σελ 609 -ΝοΒ 39 ΣΕΛ 995 -996 .

38
Σχέση επίσης συγγένειας μεταξύ συζύγου και τέκνου ιδρύεται ακόμα και αν η σύζυγος
υποβλήθηκε σε ομόλογη τεχνητή γονιμοποίηση χωρίς την συγκατάθεση του συζύγου της, εν
αγνοία του ή και ενάντια στην θέληση του, ανεξαρτήτως του ότι η συμπεριφορά της αυτή μπορεί
να αποτελέσει λόγο διαζυγίου66.

Σύμπτωση βιολογικής και νομικής συγγένειας με όρια ιδιωτικής αυτονομίας.

Kατά κανόνα ο νομικός δεσμός τείνει να καλύψει το φυσικό δεσμό αίματος που συνδέει
το παιδί με τον πατέρα του. Έτσι θεμελιώνεται η πατρότητα στο γάμο, είτε αυτός προηγείται της
γέννησης του τέκνου, είτε έπεται αυτής, όπως συμβαίνει στην εκούσια και δικαστική
αναγνώριση, υπό την προϋπόθεση ότι το τέκνο προέρχεται από τις σχέσεις μητέρας – συζύγου
αυτής, ή από τον φερόμενο πατέρα εκείνου, μετά από αναγνώριση του.
Δεν αποκλείεται όμως και η δυνατότητα η νομική πατρότητα να στηρίζεται μόνον σε
νομικές πράξεις. Εαν η πραγματικότητα είναι διαφορετική σε σχέση με τα τεκμήρια
πατρότητας, αλλά και με την δήλωση αναγνώρισης του πατέρα και αντίστοιχα την συναίνεση
της μητέρας ,τότε η ίδρυση της πατρότητας βασίζεται μόνον στις νομικές πράξεις του γάμου ,ή
του επιγενόμενου γάμου ,της εκούσιας αναγνώρισης ή της δικαστικής απόφασης αναγνώρισης.
Η αναντιστοιχία των πράξεων αυτών με την βιολογική καταγωγή ,όμως ενδέχεται να παραμείνει
εσαεί άγνωστη ,εάν δεν ασκηθεί προσβολή πατρότητας, κατ’ αρθρο 1467 ΑΚ για τον γάμο και
κατ αρθρο 1477 και 1478 ΑΚ για την αναγνώριση.
Ομοίως γνωστή είναι και η έλλειψη δεσμού αίματος στην συγγένεια που ιδρύεται με την
υιοθεσία ,με εξαίρεση την περίπτωση που ο πατέρας υιοθετεί το τέκνο του που έχει γεννηθεί
χωρίς γάμο των γονέων του και δεν έχει αναγνωρισθεί .
Σημειωτέο δε ότι σε αρκετές περιπτώσεις η διάσταση των συζύγων συνήθως ξεκινάει πολύ
πριν από την απαγγελία του διαζυγίου. Τις περισσότερες φορές προηγείται ακόμα και από την
αίτηση ή την έγερση αγωγής διαζυγίου, αλλά και από αυτή την απόφαση που έπεται της
έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου.
Από δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες κρίνονται αγωγές διαζυγίου λόγω ισχυρού
κλονισμού για διάσταση που διήρκεσε τουλάχιστον δυο έτη ή και περισσότερο, προκύπτει ότι
από το χρονικό σημείο της έναρξης της διάστασης μέχρι το χρονικό σημείο της έκδοσης
αμετάκλητης απόφασης για το διαζύγιο, μπορεί να μεσολαβήσουν αρκετά χρόνια, όπως άλλωστε
ήδη έχουν εκδοθεί και σχετικές αποφάσεις δικαστηρίων των χώρας, ως και του ανωτάτου
ακυρωτικού δικαστηρίου μέχρι την έκδοση των οποία μεσολάβησαν πάρα πολλά χρόνια
διάστασης των διαδίκων και πάντως από 8 έως και 15 σύμφωνα με το ιστορικό των οποίων και

66
Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή -Συγγένεια 2010 σελ 122.

39
τον διαδραμόντα χρόνο από την έναρξη της διάστασης μέχρι την έκδοση της αμετάκλητης
απόφασης διαζυγίου ειδικά, αλλά και της οριστικής ή τελεσίδικης.απόφασης .
Πάντως, και αν η τόσο μακροχρόνια διάσταση μέχρι την απαγγελία του διαζυγίου ,μπορεί να
αποδοθεί στο γεγονός ότι η παλαιότερα ισχύουσα τετραετής διάσταση και ήδη διετής, δεν
συνιστούσε λόγο διαζυγίου, υπό το προϊσχύον δίκαιο, έτσι ώστε να προστίθενται επί πλέον έτη,
κατά τα οποία υπήρχε αδυναμία διάζευξης, είναι βέβαιο ότι η διάρκεια της διάστασης έως την
αμετάκλητη λύση του γάμου σε διαζύγιο με αντιδικία, αποκλείεται να είναι κατώτερη της
τριετίας πλέον υπό την καλύτερη περίπτωση ή και περισσότερο , κατά την οποία οι διάδικοι
παραιτούνται νομότυπα από τα ένδικα μέσα ,μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης (ΚΠολΔ
606) και ειδικά όταν η αγωγή έχει ασκηθεί σε πρωτοδικείο της επαρχίας, όπου δεν υπάρχει
μεγάλη συσσώρευση υποθέσεων, εν αντιθέσει με τις μεγαλουπόλεις, όπου καθυστερεί
περισσότερο η έκδοση αποφάσεων, λόγω φόρτου δουλειάς...
Παρά ταύτα, η ρύθμιση της ΑΚ 1465 §1 εξακολουθεί να βασίζεται στην εξωπραγματική
υπόθεση ότι οι σύζυγοι διακόπτουν τις σεξουαλικές τους σχέσεις μόνο με την απαγγελία της
αμετάκλητης δικαστικής απόφασης για το διαζύγιο, υπό τις διακρίσεις πλέον της προβλεπόμενης
μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης μετά από δικαστική άδεια,ως και των προϋποθέσεων
ισχύος του Ν 3719/2008 του συμφώνου συμβίωσης .
Και βέβαια ο νομοθέτης προτιμά η νομική συγγένεια να βασίζεται στη βιολογική
πραγματικότητα - στο μέτρο που δεν έρχεται σε σύγκρουση με άλλους στόχους αυτού .
Επιπλέον συνηγορούν σ αυτό και άλλοι λόγοι ,όπως η ασφάλεια του δικαίου, η εύνοια της
καταγωγής από το γάμο ,αλλά και προπάντων το συμφέρον του τέκνου.
Θεμέλιο του ιδιωτικού μας δικαίου αποτελεί η ιδιωτική αυτονομία ,δηλαδή η ελευθερία του
ατόμου να ιδρύει ή και να διαμορφώνει τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις σύμφωνα με την βούληση
του, και η οποία ιδιωτική αυτονομία απορρέει από την ατομική ελευθερία , ως στοιχείο της
προσωπικότητας, αλλά και ως έκφραση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της
ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κατ’ άρθρο 5 του Συντ , θέση την οποία υιοθετεί και
ο νομοθέτης, με το σκεπτικό ότι η ιδιωτική αυτονομία είναι το πλέον κατάλληλο μέσον για την
ρύθμιση του κοινωνικού βίου σε σχέση με τις ιδιωτικές σχέσεις .Ωστόσο τα όρια της ιδιωτικής
αυτονομίας φθάνουν μέχρι το βαθμό που το επιτρέπει το θετικό δίκαιο .
Σταδιακά στην πορεία του χρόνου η ιδιωτική αυτονομία έχει υποστεί περιορισμούς από
τις διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου .πχ δίκαιο καταναλωτή με προβλεπόμενη την ισότητα
των μερών ,μολονότι στην πράξη έχει διευρυνθεί το πεδίο αυτής συγκρινόμενα τα
προστατευόμενα αγαθά και οι οικονομικές δυνάμεις του παρελθόντος που ήταν μηδαμινά ,σε
σχέση με τις παρούσες συνθήκες ,όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επωφελείται υπό τα
σημερινά δεδομένα την αναγνώριση της ιδιωτικής αυτονομίας .

40
Οι έννομες σχέσεις του προσώπου διαμορφώνονται πλέον μέσω της κατάρτισης
δικαιοπραξιών και συμβάσεων. Τα αποτελέσματα του νόμου επέρχονται όχι επειδή τα επιθυμεί
το Κράτος ή κάποιο όργανο, παρά αντιθέτως επειδή τα επιθυμεί ο ιδιώτης –συμβαλλόμενος . Η
δικαιοπραξία είναι το μέσον πραγμάτωσης της ιδιωτικής αυτονομίας, υπό δύο μορφές ,δηλαδή
της ελευθερίας του ατόμου να ενεργεί , αλλά και της ευθύνης των πράξεων του .
Η ιδιωτική αυτονομία κατοχυρώνεται στο μέτρο που δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη ,τους
αναγκαστικούς κανόνες δικαίου ,ως και την απαγόρευση καταχρηστικής συμπεριφοράς .Μεταξύ
των εννόμων σχέσεων που ρυθμίζονται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου, εξαιρετική
μεταχείριση έχουν οι οικογενειακές σχέσεις, λόγω της βαρύνουσας σημασίας που έχει η
κοινωνία για την περιφρούρηση του θεσμού της οικογένειας. Τόσο ο γάμος, όσο και η
οικογένεια ,έχουν κοινωνιολογικά αλλάξει κατεύθυνση ,και δεν αποτελούν πλέον μόνον βάση
καθηκόντων και υποχρεώσεων ,αλλά και συναισθημάτων .Ομοίως το οικογενειακό δίκαιο έχει
ανατραπεί ριζικά ,πλην όμως οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας παραμένουν σταθερές
αξίες .
Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις οικογενειακές σχέσεις ,αλλά και οι ίδιες οι έννομες
σχέσεις είναι περιορισμένες σε αριθμό και περιεχόμενο . Νέα οικογενειακά δικαιώματα ,εκτός
από τα προβλεπόμενα εκ του νόμου ,δεν μπορούν να δημιουργήσουν οι κοινωνοί του δικαίου
,άλλα ούτε και να τα τροποποιήσουν κατά περιεχόμενο .
Υπό τα σημερινά δεδομένα ισχύει η πυρηνική -μικρή οικογένεια ,αποτελούμενη από
γονείς και παιδιά ,ενώ η ευρεία οικογένεια [δηλαδή πολλά πρόσωπα κάτω από την ίδια στέγη
υπό τον ίδιο αρχηγό ], είναι άνευ σημασίας ,αφού απώλεσε τον παραγωγικό της ρόλο ,αλλά και
έχασε την σταθερότητα και την ασφάλεια της. Από οικονομικής πλευράς η οικογένεια από
μονάδα παραγωγής έγινε καταναλωτική. Η ελεύθερη συμβίωση, η συμβίωση ομόφυλων
προσώπων ,τα αναγνωρισμένα εκτός γάμου παιδιά με τον πατέρα, είναι νέες σχέσεις που
αξιώνουν οικογενειακά δικαιώματα .
Σύμφωνα με το Γερμανικό Συνταγματικό δικαστήριο ,προστατεύεται η οικογένεια ως
κοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών, χωρίς να έχει σημασία εάν τα παιδιά είναι γεννημένα
εντός ή εκτός γάμου ,ή αν κατάγονται από την οικογένεια, αρκεί η πραγματική κοινωνία βίου
και η ανατροφή αυτών από του γονείς ,όπως ισχύει ακόμα και για την περίπτωση που ο γονέας
δεν έχει αναγνωρίσει το παιδί, εφόσον διατηρεί μαζί του σχέση. Ομοίως ως οικογένεια
αναγνωρίζεται και προστατεύεται συνταγματικά και το υιοθετημένο παιδί , ως και τα παιδιά που
τελούν υπό αναδοχή και γενικά το γερμανικό σύνταγμα ,προστατεύει τον γάμο ως θεσμό και
καθιερώνει και το ατομικό δικαίωμα.
Την ίδια θέση υιοθετεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ,εφόσον
υπάρχει μεταξύ φυσικού [μη νομικού ] πατέρα και παιδιού συγκατοίκηση με την μητέρα, έστω

41
και χωρίς να υπάρχει γάμος, αναγνωρίζοντας ως de facto ,οικογενειακή σχέση με όλα τα εξ
αυτής δικαιώματα ,ακόμα και μετά την διακοπή αυτής .
Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν με την εισαγωγή της ιδιωτικής αυτονομίας στο
οικογενειακό δίκαιο, η ιδιωτική αυτονομία έχει την έννοια ότι αφορά την υπαγωγή ενός
προσώπου σε οικογενειακή σχέση, μέσα από την οποία είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει
τους κανόνες που διέπουν αυτήν και την οποία εκείνο αυτόβουλα επέλεξε ,εξαιρουμένων των
σχέσεων που εντάσσεται χωρίς να τις επιλέγει ,όπως την υπαγωγή σε δικαστική
συμπαράσταση.
Εχει επίσης διατυπωθεί και η άποψη ότι δεν υπάρχει δικαιοπρακτική έξοδος από την
οικογένεια, αλλα ούτε και απλή δικαιοπρακτική ίδρυση .Περαιτέρω δεν αναγνωρίζονται επίσης
δικαιοπραξίες που να καθορίζουν άλλες συγγενικές σχέσεις πέραν των προβλεπομένων εκ του
νόμου ,και οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να αλλάξουν τα τεκμήρια πατρότητας ,τις διατάξεις
για τον χρόνο σύλληψης, ως αναγκαστικού δικαίου διατάξεις .Αντιθέτως μπορούν οι
ενδιαφερόμενοι να διαμορφώσουν, επί της νομικής θέσης του παιδιού, μέσω δικαιοπραξιών.
Η διάπλαση των οικογενειακών σχέσεων, η σταδιακή εξομοίωση οικογενειακών ηθών και
αντιλήψεων μεταξύ διαφόρων κοινωνιών ,τείνει να αποδεσμεύσει το οικογενειακό δίκαιο από
τον εσωστρεφή στόχο του να περιφρουρήσει τις εθνικές ,κοινωνικές και ηθικές παραδόσεις , σε
βάρος της ελευθερίας του ατόμου και συνεπώς η δεσπόζουσα λειτουργία αυτού, υποχωρεί
προς όφελος του ατομικισμού ,τον οποίο ενδυναμώνει ο πλουραλισμός αξιών και ηθών. 0
εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου με βάση τους νόμους 1250/1982 και 1329/1983
ενίσχυσαν σε μεγάλο βαθμό την ιδιωτική αυτονομία στις εκφάνσεις αυτής .Ειδικά ως προς τον
θεσμό του γάμου ,ενισχύθηκε σημαντικά η ιδιωτική αυτονομία ως ελευθερία να ιδρυθεί η
έννομη σχέση ,που απορρέει από αυτόν και γενικά φιλελευθεροποιήθηκε ο ίδιος ο θεσμός. Η
καθιέρωση του πολιτικού τύπου του γάμου, η κατάργηση πολλών αναχρονιστικών κωλυμάτων
ως προς την επιλογή του συζύγου ,το συναινετικό διαζύγιο, αλλά και ο ν.3719/2008 του
συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, ως εναλλακτική λύση συμβίωσης μεταξύ ετερόφυλων
προσώπων ,αποτελούν νομοθετικές ρυθμίσεις που υποδηλώνουν την παραχώρηση σε ιδιώτες
μεγαλύτερης δυνατότητας αυτοκαθορισμού, χωρίς βεβαίως και να παραβλέπονται ο διατάξεις
δημόσιας τάξης που εξακολουθούν να ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της έγγαμης
συμβίωσης και κυρίως τις περιουσιακές και προσωπικές σχέσεις μεταξύ συζύγων, όπου το
πεδίο της ιδιωτικής αυτονομίας υποχωρεί και ελέγχεται.

Είδη πατρότητας
Γάμος

42
Όταν ένα παιδί κατάγεται από γάμο, λογίζεται, ότι υπάρχει αφενός μεν βιολογικός
σύνδεσμος με το σύζυγο της μητέρας του, αφετέρου δε βούληση του συζύγου να συνδέεται
νομικά με το τέκνο. Δεν αποκλείεται όμως η εκδοχή ο σύζυγος της μητέρας να μην είναι ο
αληθινός πατέρας του τέκνου. Και επειδή στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ο πατέρας να
απαιτεί την απόδειξη του δεσμού αίματος ανάμεσα σε παιδί και πατέρα, προκειμένου να
αποφευχθεί η αναστάτωση οικογενειακών σχέσεων, το δίκαιο έχει υιοθετήσει για την θεμελίωση
της πατρότητας τα αντίστροφα.
Ήτοι θεωρείται δεδομένο υπό την κανονική πορεία των πραγμάτων, να είναι πατέρας ο
σύζυγος της μητέρας και μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να αποδειχθεί το αντίθετο. Η επιλογή
της άποψης αυτής, σαφώς και εξυπηρετεί λόγους οικογενειακής ειρήνης και πολλαπλής
σκοπιμότητας . Θα μπορούσε επίσης να βασισθεί στην αποδεικτική ευκολία που παρουσιάζει η
ύπαρξη σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ των συζύγων, αφού κατά κανόνα συζούν, εν αντιθέσει με
την αποδεικτική δυσκολία που παρουσιάζει η περίπτωση των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ
προσώπων, που δεν είναι παντρεμένοι και συνήθως ζουν χωριστά. Ο λόγος όμως αυτός δεν
μπορεί να δικαιολογήσει το ότι η ρύθμιση της αυτόματης αυτής καταγωγής από το σύζυγο της
μητέρας, δεν καταλαμβάνει και την περίπτωση του πατέρα που συζεί με την μητέρα του παιδιού,
εκτός γάμου. Ως εκ τούτου, αν στην εξώγαμη συμβίωση απουσιάζει το τυπικό στοιχείο, όπως
είναι η νομική πράξη του γάμου, αυτό δεν σημαίνει άνευ άλλου τινός και ότι δεν μπορεί να
αποδειχθεί η ύπαρξη της. Διαφορετικά δεν θα είχε προβλεφθεί και ως λόγος αποκλεισμού
διατροφής η ελεύθερη συμβίωση, κατά την διάταξη του άρθρου 1444 ΑΚ.

Έτσι η ίδρυση της πατρότητας από τον γάμο οδηγεί σε αυτοματοποίηση αυτής, ενόψει
και μόνον της σπουδαιότητας του θεσμού αυτού, καθόσον ο γάμος είναι ο κεντρικός θεσμός της
έννομης τάξης και αποτελεί την κανονική μορφή πατρότητας και σχέσης των δυο φύλων. Μέσω
του ελέγχου της καταγωγής, που εξασφαλίζεται ασφαλέστερα με το γάμο και τους κανόνες που
τον ρυθμίζουν, όπως η αρχή της μονογαμίας, κωλύματα συγγένειας, κληρονομικά δικαιώματα,
προϋποθέσεις διαζυγίου, σχέσεις συζύγων, ελέγχεται καλύτερα η συντήρηση του status quo στις
κοινωνικο-οικονομικές δομές και συνεπώς υπάρχει εύνοια για το θεσμό του γάμου, ώστε έτσι να
προωθείται αυτός, αλλά και συνακόλουθα υπάρχει και εύνοια καταγωγής από αυτόν, η οποία
εκδηλώνεται τόσο στις έννομες συνέπειες της καταγωγής από γάμο, όσο και στις προϋποθέσεις
ίδρυσης της.
Εν κατακλείδι, η καταγωγή από γάμο έχει το προβάδισμα και στον τρόπο θεμελίωσης της
και ενώ για την ίδρυση όλων των υπολοίπων μορφών πατρότητας [επιγενόμενου γάμου,
δικαστική αναγνώριση εκούσια –δικαστική, υιοθεσία κλπ] ,απαιτείται η διενέργεια κάποιας
θετικής πράξης προς το σκοπό αυτό, τουναντίον η πατρότητα στο γάμο, τεκμαίρεται με μόνη τη

43
γέννηση του τέκνου κατά την διάρκεια του γάμου ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από την λύση ή
την ακύρωση και επομένως η καταγωγή από γάμο ιδρύεται αυτόματα εκ του νόμου [ex lege] και
επενεργεί αυτοδικαίως, ενώ αντιθέτως απαιτείται να διενεργηθεί θετική πράξη, μόνον για την
περίπτωση ανατροπής του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο που δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα και πάντως υπό περιορισμούς και συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια67.
Και βέβαια η εύνοια της καταγωγής από γάμο έχει για όριο την πρόδηλη αντίθεση της
νομικής πατρότητας με τη βιολογική πραγματικότητα. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποβαίνει
κατά κανόνα ,(η εύνοια καταγωγής από γάμο) ,προς το συμφέρον του τέκνου, το οποίο αποτελεί
κεντρικό άξονα του νέου οικογενειακού δικαίου-,όπως στις σχετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις
σχέσεις γονέων και τέκνων – με ρητή σ’ αυτές πρόβλεψη στις ΑΚ 1511, 1512, 1515, 1517,
1522, επ., την εξομοίωση των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο με τα τέκνα που γεννήθηκαν
σε γάμο, υιοθεσία – με ρητή αναφορά στην ΑΚ 1578, στα άρθρα 2 §1 και 4 του ν.δ 610/1970,
την ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των
γονέων-συζύγων- ΑΚ 1393-κ.α).

Η σύνδεση του τέκνου σε ένα νεκρό γάμο ή και σε ένα πλασματικό πατέρα μπορεί εν
τέλει να αποβεί και επιζήμια για εκείνο, αν ληφθεί υπόψη το σοβαρό ενδεχόμενο, η μητέρα του
να συζεί με τον πραγματικό του πατέρα αναμένοντας την λύση του γάμου της, η οποία μπορεί
και να καθυστερήσει για πολλά χρόνια μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του
διαζυγίου, ή να παρέλθει η διετία για την λύση του γάμου. Τότε, υπάρχει φυσικά η δυνατότητα
προσβολής της πατρότητας του συζύγου, αλλά όχι και η βεβαιότητα ότι θα κινηθεί η σχετική
διαδικασία. Και εφόσον ασκηθεί η αγωγή για την προσβολή της πατρότητας, δεν μπορεί και
πάλι να είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι αυτή θα ευδοκιμήσει, έτσι ώστε το παιδί να αποβάλει
την πλαστή καταγωγή του. Αλλά και περαιτέρω και αν η έκβαση της δίκης για την προσβολή
είναι επιτυχής, και τότε πλέον μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για το τέκνο, η ένταση και
οι αντιπαραθέσεις που διαμείβονται σε μια τέτοια διαδικασία με σκοπό την αποκατάσταση της
αληθινής πατρότητας.
Ενώ , αν για την εφαρμογή της ΑΚ 1465 §1 ισχύει ως αφετηρία των τριακοσίων ημερών η
έναρξη της διάστασης των συζύγων, τότε δεν θα θεωρείται ότι το παιδί αυτό κατάγεται από το
σύζυγο της μητέρας του, οπότε και δεν θα χρειάζεται να προσβληθεί η πατρότητα του συζύγου
προηγουμένως και έτσι το τέκνο θα μπορεί να αναγνωρισθεί - τουλάχιστον - απευθείας από τον
πραγματικό –βιολογικό του πατέρα.

67
Βλεπ σχολ.Χριστ.Σταμπέλου, Τα τεκμήρια πατρότητας από γάμο κατά τον ΑΚ, Αντ. Ν Σάκκουλας, Αθήνα –
Κομοτηνή, 1992 σελ 44 επ.

44
Αν μάλιστα μετά τη λύση του γάμου της μητέρας, αυτή συνάψει γάμο με τον πραγματικό
πατέρα του παιδιού, αυτό θα κατάγεται από γάμο, και βέβαια επιγενόμενο, πλην όμως
πραγματικό.
Με το δεδομένο δε, ότι είναι μικρές οι διαφορές του επιγενόμενου γάμου που προηγείται
από τη γέννηση του τέκνου, όσον αφορά τα νομικά αποτελέσματα τους, είναι άνευ σημασίας η
στάθμιση μεταξύ πραγματικής κατάστασης από επιγενόμενο γάμο και πλασματικής καταγωγής
από γάμο, προγενέστερο της γέννησης του τέκνου .
Συμπερασματικά των ανωτέρω συνάγεται, ότι η εύνοια μιας μη αληθινής καταγωγής από
γάμο, μπορεί να καταλήξει σε δυσμένεια μιας άλλης, πραγματικής καταγωγής, επίσης από γάμο,
εμποδίζοντας την ενάντια προς το συμφέρον του τέκνου.

Επιγενόμενος γάμος

Με την διάταξη του άρθρου 1473 ΑΚ θεσπίζεται ο θεσμός της πλήρους εξομοίωσης του
τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, με τέκνο γεννημένο σε γάμο για την
περίπτωση που αυτό αναγνωρισθεί και εν συνεχεία αργότερα τελεσθεί γάμος των γονέων. Το εν
λόγω άρθρο καθορίζει τις συνέπειες που επέρχονται στην προσωπική κατάσταση του τέκνου με
την μεταγενέστερη σύναψη γάμου μεταξύ των γονέων του. Πρόκειται κατ ουσίαν για
ευεργέτημα νόμου, με το οποίο παρέχεται στα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο η ιδιότητα
τέκνου γεννημένου σε γάμο.
Η πρακτική σημασία της διάταξης υστερεί πλέον κατά πολύ σε σχέση με τον προϊσχύσαν
καθεστώς του Ν 1329/1983 και περιορίζεται μόνον στο ζήτημα του επωνύμου και της γονικής
μέριμνας, καθόσον τα υπόλοιπα αποτελέσματα επέρχονται αυτόματα με την αναγνώριση του
τέκνου, χωρίς να απαιτείται ο μεταγενέστερος γάμος68.
Σε κάθε όμως περίπτωση η διάταξη εναρμονίζεται πλήρως με εκείνη του άρθρου 10 της
Ευρωπαϊκής Ένωσης που κυρώθηκε με τον Ν 17-2/1987 και αφορά το νομικό καθεστώς τέκνων
που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων των69.
Έτσι χαρακτηριστικό της νέας ρύθμισης είναι η διασφάλιση της προσωπικής κατάστασης
του τέκνου, καθόσον για την εξομοίωση, απαιτείται ο συνδυασμός της αναγνώρισης της
πατρότητας και του επιγενόμενου γάμου των γονέων του τέκνου που γεννήθηκαν χωρίς γάμο
,αφού η ύπαρξη δεσμού αίματος ανάμεσα στο τέκνο και τον σύζυγο της μητέρας, βεβαιώνεται
μόνον με την αναγνώριση [εκούσια ή δικαστική] και η οποία αναγνώριση απαιτεί είτε
συμβολαιογραφική πράξη ή διαθήκη και συναίνεση της μητέρας ενώπιον του συμβολαιογράφου

68
Σχολ Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρα 1473 -1474 ΑΚ
69
Μ Πρωτ. Αθην 1239/2002΅Αρμ 2002 σελ 1617 Σχολ. Β. Βαθρακοκοίλης – Ε. Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη,
έκδοση 2012 άρθρο 1473 ΑΚ.

45
στην εκούσια αναγνώριση, κατ άρθρο 1475-1476 ΑΚ, είτε δικαστική απόφαση κατόπιν
ασκήσεως αγωγής [δικαστική αναγνώριση] κατ’ άρθρο 1479.
Επομένως, εφόσον τηρηθούν τα παραπάνω επέρχεται πλήρης και ανεπιφύλακτη
εξομοίωση, καθότι δεν προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο καμία επιφύλαξη ,ως ισχύει για την
περίπτωση του άρθρου 1484 ΑΚ70.
Και βέβαια ως τέκνο γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του νοείται από την ίδια
διάταξη , κατά την κρατούσα άποψη, εκείνο που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο της
πατρότητας του άρθρου 1465 ΑΚ ή 1466 ΑΚ, διότι άλλως στην περίπτωση που το τέκνο
καλύπτεται από το τεκμήριο πατρότητας του συζύγου της μητέρας, που δεν είναι ο φυσικός
πατέρας του, δεν μπορεί να θεωρηθεί εξομοίωση, καθόσον απαιτείται η προηγούμενη
αμετάκλητη ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής και εν
συνεχεία η αναγνώριση του τέκνου από τον βιολογικό του πατέρα που σύνηψε ή πρόκειται να
συνάψει γάμο με την μητέρα του, οπόταν και επέρχεται η εξομοίωση, ενώ η ηλικία του τέκνου
είναι νομικά αδιάφορη, το εάν δηλαδή αυτό είναι ανήλικο ή ενήλικο, όπως επίσης και στην
περίπτωση αναγνώρισης του ενήλικου, δεν επιφέρει έννομες συνέπειες, ήτοι αλλαγή του
προσώπου που ασκεί την γονική μέριμνα, ούτε αλλαγή επωνύμου.

Για την περίπτωση επίσης υιοθεσίας τέκνου έχουν υποστηριχθεί οι εξής απόψεις:
α.) Στην περίπτωση που το τέκνο έχει υιοθετηθεί από τον φυσικό του πατέρα και εν συνεχεία
αναγνωρισθεί και συναφθεί γάμος των γονέων του, επέρχεται και πάλι εξομοίωση, χωρίς
πρακτική σημασία , καθότι η γονική μέριμνα ασκείται ήδη από τον φυσικό θετό πατέρα, κατά
την διάταξη 1566 ΑΚ, το τέκνο έχει το επώνυμο του θετού γονέα και ακολουθήσει γάμος κατά
την διάρκεια της ανηλικότητας του ,εφαρμόζεται το άρθρο 1506 ΑΚ και 1505 ΑΚ .
β) Στην περίπτωση που το τέκνο είναι υιοθετημένο από τρίτο και οι γονείς του τελέσουν γάμο,
κατά μια άποψη, επέρχεται το ως άνω αποτέλεσμα επειδή συμβαδίζει με το ηθικό συμφέρον του
τέκνου και επιφέρει όλες τις συνέπειες έναντι του φυσικού πατέρα του, ενώ κατά άλλη άποψη ο
επιγενόμενος γάμος των γονέων είναι αδιάφορος ως προς την γονική μέριμνα, καθότι αυτή
ανήκει στους θετούς γονείς κατ άρθρο 1566 ΑΚ, και το ανήλικο αποκτά το επώνυμο του θετού
γονέα κατά την διάταξη του άρθρου 1563 ΑΚ.

Ως εκ τούτου η εξομοίωση έχει πλέον νομική σημασία μόνον, καθόσον επιφέρει


ευνοϊκότερη μεταχείριση του τέκνου εκ του νόμου σε ευρύτερο βαθμό.
Ο πατέρας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο, και που εν συνεχεία τελεί γάμο, πρέπει να
έχει αναγνωρίσει το τέκνο, ή να το αναγνωρίσει μετά τον γάμο είτε εκούσια είτε δικαστικά71 και

70
Εφ Λαρ 131/2008 ΤΝΣ, Μον πρωτ. Αθην 1239/ 2002 Αρμ 2002 σελ 1617 .

46
συνεπώς η νομική κατάσταση του τέκνου διαμορφώνεται με την αναγνώριση του ,κατά τα
προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1475, 1476, 1479 επ, έως 1483 ΑΚ ανά περίπτωση
και όχι με τον γάμο.
Ο επιγενόμενος γάμος των γονέων του τέκνου επηρεάζει περιορισμένα την νομική θέση
του τέκνου που επιτεύχθηκε με την αναγνώριση, καθόσον οι αλλαγές αφορούν το επώνυμο του
τέκνου, την κατοικία του και την γονική μέριμνα72, όπως επίσης εάν ανατραπεί η αναγνώριση το
τέκνο πλέον θεωρείται ως γεννημένο χωρίς γάμο. Η αναγνώριση μπορεί να γίνει είτε πριν, είτε
μετά την σύναψη του γάμου και στην τελευταία περίπτωση εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου
1483 ΑΚ, ενώ το δικαίωμα της μητέρας να ζητήσει δικαστική αναγνώριση, δεν υπόκειται σε
αποσβεστική προθεσμία73.
Και βέβαια η πλήρης εξομοίωση του άρθρου 1473 ΑΚ προϋποθέτει γάμο υποστατό και
έγκυρο74. Η ακυρότητα ή ακύρωση του γάμου δεν κωλύει την επέλευση των συνεπειών του έως
και την αναγνώριση της ακυρότητας του ή την ακύρωση του, ενώ εφόσον αναγνωρισθεί η
ακυρότητα του γάμου ή ακυρωθεί αυτός, το τέκνο επανέρχεται στην θέση στην οποία βρισκόταν
πριν από την σύναψη του, ήτοι την ιδιότητα του αναγνωρισμένου τέκνου,εάν είχε προηγηθεί
εκούσια ή δικαστική αναγνώριση75, όπως και η αυτοδίκαιη επέλευση της εξομοίωσης με
επιγενόμενο γάμο ,δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη ή μη άλλων τέκνων από τον ίδιο ή άλλο
γάμο ή και αναγνωρισμένων.
Έτσι η πλήρης εξομοίωση επιφέρει και όλες τις σχετικές με τον γάμο συνέπειες, όπως
είναι η ίδρυση συγγενικού δεσμού, κληρονομικό δικαίωμα, αξίωση διατροφής, κωλύματα γάμου
από συγγένεια [1506 παρ 3 και 1515 ΑΚ ,1505 και 1510 ΑΚ], σε συνδυασμό και με την
διάταξη του άρθρου 1484 ΑΚ, όπου τα αποτελέσματα και ειδικώτερα εκείνα που αφορούν την
μεταβολή στην προσωπική κατάσταση του τέκνου, επέρχονται από και με την αναγνώριση76 και
όχι με τον επιγενόμενο γάμο.

Εν προκειμένω ο νόμος δεν περιορίζει χρονικά την διενέργεια της εκούσιας αναγνώρισης,
ούτε υπόκειται το δικαίωμα για δικαστική αναγνώριση, σε αποσβεστική προθεσμία, σε
περίπτωση επιγενόμενου γάμου μεταξύ των γονέων και του τέκνου κατ’ άρθρο 1483 ΑΚ παρ 3,
όπως επίσης και εάν ακόμα η προθεσμία για δικαστική αναγνώριση της πατρότητας άρχισε κατ’
άρθρο 1483 ΑΚ παρ 1 και 2 και ήδη είχε παρέλθει κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου των

71
ΑΠ 78/1980 Νοβ 28 σελ 1433, ΑΠ 837/2009, Μ πρωτ Αθ 1239/2002 Αρμ 2002 σελ 1617 .
72
Μ Πρωτ . Αθην 1239/2002 Αρμ .2002 σελ 1617.
73
ΑΠ 1093/2009, Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου άρθρα 173 -1474 ΑΚ
Συγγενεια εκδ.2010 .
74
ΑΠ 78/1980 Νοβ 28 σελ 1433 – Μ Πρωτ Πειρ . 2222/1984 ΕΕΝ 1985 σελ 1111
75
Βλεπ σχόλια Ε. Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη – Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή, άρθρο 1473-1474 ΑΚ .
76
Π.Πρ.Αθ 2788/2010 ΝΟΜΟΣ

47
γονέων, και πάλι μπορεί να επιδιωχθεί η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, καθότι η
απόσβεση του σχετικού δικαιώματος τελεί υπό την διαλυτική αίρεση του δικαίου της τέλεσης
του γάμου σε μεταγενέστερο χρόνο, κατ άρθρο 1483 παρ 3 ΑΚ77.

Εκούσια αναγνώριση

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1474 ΑΚ η δήλωση βούλησης του άνδρα με την οποία
αναγνωρίζει ένα τέκνο που έχει γεννηθεί εκτός γάμου, ότι κατάγεται από τον ίδιο. Η εκούσια
αναγνώριση ολοκληρώνεται με την συναίνεση και της μητέρας, η οποία όμως παραλείπεται στις
περιπτώσεις που αυτή κηρυχθεί άφαντη ή δικαιοπρακτικά ανίκανη, ενώ στην περίπτωση που η
μητέρα αρνηθεί να συναινέσει μπορεί να εναχθεί για αυτό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρου
1475 ΑΚ78, όπως επίσης δικαιούται και να αρνηθεί την συναίνεση της, στην περίπτωση που ο
αναγνωριζόμενος ως πατέρας δεν είναι πράγματι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, κατά τις
διατάξεις των άρθρων 1478 και 1481 ΑΚ.
Έτσι θεμέλιο της πατρότητας σε περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης, δεν αποτελεί η
καταγωγή, αλλά η δικαιοπραξία της δήλωσης αναγνώρισης και ο αναγνωρίζων δεν μπορεί να
προσβάλλει την αναγνώριση, παρά μόνον λόγω απάτης, πλάνης ή απειλής κατά τις διατάξεις
περί αδικοπραξιών79.
Με το άρθρο 8 του Ν 3089/2002 προβλέπεται επίσης, ότι θέση εκούσιας αναγνώρισης
επέχει και η συμβολαιογραφική συναίνεση του άνδρα που συζεί σε ελεύθερη ένωση με άγαμη
γυναίκα, να υποβληθεί αυτή σε τεχνητή γονιμοποίηση κατ άρθρο 1475 παρ 2 ΑΚ όπως
τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 του Ν 3089/2002 και 1456 παρ ΑΚ.
Ειδική φυσικά περίπτωση αναγνώρισης αποτελεί η αυτοδικαίως συντελούμενη
αναγνώριση στην περίπτωση έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που δέχεται αγωγή
προσβολής της πατρότητας, την οποία άσκησε ο άνδρας που αναφέρεται στο άρθρου 1469 ΑΚ,
σε συνδυασμό με το άρθρο 1472 παρ 2 ΑΚ, ήτοι του άνδρα με τον οποίο είχε σαρκική συνάφεια
η γυναίκα ενόσω χρόνο βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγο της.
Η εκούσια αναγνώριση αποτελεί μονομερή, μη απευθυντέα δήλωση βουλήσεως ενός
άνδρα ή εάν αυτός έχει αποβιώσει ή είναι δικαιοπρακτικά ανίκανος του πατέρα του ή της
μητέρας του, ότι αναγνωρίζει ότι είναι πατέρας ενός τέκνου και αποδέχεται τι έννομες αυτής
συνέπειες. Το δικαίωμα εκούσιας αναγνώρισης ,ως και η δήλωση αναγνώρισης, έχουν
διαπλαστικό χαρακτήρα, ενώ με την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, ιδρύεται νομικός

77
Βλέπε σχολ. Β. Βαθρακοκοίλης, άρθρο 1483 ΑΚ σελ 658.
78
Εφ. Αθ 4665/2011 Δ/νη 2012/248, Π.Πρ.Αθ 711/2010 ΝΟΜΟΣ
79
ΑΠ 1783/2007 Χριστ 2008 σελ 804

48
δεσμός μεταξύ του τέκνου και του πατέρα, ως και των συγγενών του, διαπλαθώμενη έτσι μια
νέα έννομη σχέση80.
Η εκούσια αναγνώριση, δηλαδή η δήλωση και συγκατάθεση, συντελείται με τον νόμιμο
συστατικό τύπο κατά τις διατάξεις του άρθρου 1476 ΑΚ είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε
με διαθήκη, γίνεται αυτοπροσώπως, είναι αμετάκλητες και ανεπίδεκτες αίρεσης ή προθεσμίας,
αυστηρά προσωποπαγείς , και το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι κληρονομητέο.
Για το ίδιο θέμα άλλωστε έχει διατυπωθεί διχογνωμία, κατά πόσο δηλαδη η δήλωση
εκούσιας αναγνώρισης, αποτελεί δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία, με επικρατέστερη άποψη,
ότι πρόκειται για δικαιοπραξία, καθότι η δήλωση βούλησης αποβλέπει ακριβώς στην
θεμελίωση της πατρότητας. Ανεξαρτήτως όμως της κάθε άποψης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
περί δικαιοπραξιών, ήτοι μπορεί η δήλωση αναγνώρισης να κριθεί άκυρη λόγω έλλειψης
δικαιοπρακτικής ικανότητας 127, 130 ΑΚ, είτε ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, 178 ΑΚ,
ακυρώσιμη λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής81.
Κατά την κρατούσα επίσης άποψη, δεν είναι αποδεκτή η εικονική αναγνώριση, αλλά και
δεν μπορεί να ακυρωθεί εξ αυτού του λόγου αναγνώριση82, όπως και στην περίπτωση που
εφόσον η δικαιοπραξία που εμπεριέχει την αναγνώριση ακυρωθεί ή ματαιωθεί, αυτό δεν
επηρεάζει το κύρος της αναγνώρισης.
Τα αποτελέσματα της αναγνώρισης επέρχονται αναδρομικά, δηλαδή ανατρέχουν από τον
χρόνο γέννησης του αναγνωριζόμενου τέκνου, ως διαπλαστική σχέση83 και καταλαμβάνει τις
περιπτώσεις τέκνων που έχουν γεννηθεί εκτός γάμου και δεν καλύπτονται από το τεκμήριο
καταγωγής από γάμο, διότι στην περίπτωση αυτή η αναγνώριση είναι ανυπόστατη ή άλλως
άκυρη, όπως επίσης δεν πρέπει να έχει ήδη αναγνωρισθεί το τέκνο είτε εκούσια είτε δικαστικά
από άλλο πατέρα84.
Εν αντιθέσει τυχόν εκούσια αναγνώριση τέκνου που είναι υιοθετημένο, είναι έγκυρη, καθότι
η υιοθεσία δεν επηρεάζει την φυσική σχέση πατρότητας, παρά αντιθέτως περιορίζεται στην
δημιουργία νομικής σχέσης γονέα προς τέκνο.

Η διάταξη επίσης του άρθρου 1475 παρ. 2 ΑΚ σε συνδυασμό και με το άρθρο 1456 παρ 1
ΑΚ, θεσπίζει την έμμεση ή αυτόματη εκούσια αναγνώριση και καλύπτει την περίπτωση που ένα
ζευγάρι που συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση, χωρίς γάμο μεταξύ των, ή με σύμφωνο ελεύθερης

80
Εφ θες 2518/1995 Ελ Δ/νη 1997 σελ 1163 -σχολ. Θ Παπαχρίστου Οικ Δικ 2005 -2009 σελ 280 επ –
Γεωργιάδης Σταθόπουλος, άρθρα 1475 ΑΚ - Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη.οικ δικ 2012
81
ΑΠ 1783/2007 ,Π Πρωτ Αθην 4373/1994 -Εφ Λαρ 268/1991 Αρμ 1991 σελ 896 –ΕΦ Πατρ 608/2006 .
82
Θ Παπαχρίστου Οικ Δικ 2005 -2009 σελ 297 επ –Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ σελ 681 .
83
Εφ Θες 2518/1995 Ελ Δ./νη 1997 σελ 1163 – Μ Πρωτ. Πειρ. 3758/2008, ΝΟΜΟΣ – Μ Πρωτ. Αθ. 7433/2011,
ΝΟΜΟΣ
84
Εφ Θεσ 2027/2003 Αρμ 2004 σελ 876, Εφ Θεσ 2571/ 1996 Αρμ 50 σελ 1088

49
συμβίωσης, αποκτά τέκνο με τη μέθοδο της τεχνητής γονιμοποίησης, υπό τις εξής διακρίσεις
,κατά πλάσμα δικαίου, των εξής περιπτώσεων .
Ειδικώτερα υπό το πρώτο νομικό πλάσμα, η συμβολαιογραφική συναίνεση του άνδρα που
τελεί σε ελεύθερη συμβίωση με την άγαμη γυναίκα, με την υποβολή της σε τεχνητή
γονιμοποίηση κατά άρθρο 1456 ΑΚ παρ 1, ισχύει ως εκούσια αναγνώριση από εκείνον του
τέκνου που γεννήθηκε με τεχνητή γονιμοποίηση κατά άρθρο 1475 παρ 2 ΑΚ, και έτσι το τέκνο
θεωρείται αυτομάτως αναγνωρισμένο από τον μόνιμο σύντροφο της μητέρας με την σχετική
συμβολαιογραφική πράξη αυτού ,για την υποβολή της μητέρας σε τεχνητή υποβοήθηση για την
τεκνοποίηση της.
Υπό το δεύτερο νομικό πλάσμα η συναίνεση της μητέρας στην υποβολή της σε τεχνητή
γονιμοποίηση, κατά το ίδιο άρθρο, ισχύει ως συναίνεση στην εκούσια αναγνώριση κατ’ άρθρο
1475 παρ 2 ΑΚ.
Συνεπώς με την εξασφάλιση των ανωτέρω συναινέσεων, δηλαδή η συναίνεση του
μόνιμου συντρόφου και η συναίνεση της μητέρας στην υποβολή της σε τεχνητή γονιμοποίηση,
δεν απαιτούνται οι συμβολαιογραφικές δηλώσεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου – δηλ
αναγνώρισης πατέρα και συναίνεσης μητέρας-, ενώ αντιθέτως εάν δεν υφίσταται
συμβολαιογραφική συναίνεση, τόσο του άνδρα., όσο και της γυναίκας, τότε η πατρότητα θα
πρέπει να συσταθεί με εκούσια ή δικαστική αναγνώριση, όπως δεν έχει και σημασία η
προέλευση του γεννητικού υλικού από τον συγκεκριμένο άνδρα, καθότι η διάταξη εφαρμόζεται
αδιακρίτως τόσο στην ομόλογη, όσο και στην ετερόλογη γονιμοποίηση85 και ανεξαρτήτως του
χρόνου που παρέχεται η συναίνεση, προ η μετά την έναρξη της διαδικασίας γονιμοποίησης. Το
ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης εφόσον έχει
εκδοθεί η σχετική άδεια κατά τις διατάξεις των άρθρων 1457 1β -1465 παρ 2 και 1475 παρ 2
ΑΚ]
Κατά την κρατούσα επίσης άποψη, για την περίπτωση που στην τεχνητή γονιμοποίηση
συναινεί ο άνδρας που δεν συμβιώνει με την άγαμη μητέρα σε ελεύθερη ένωση, ισχύουν τα
παραπάνω, και η σχετική συμβολαιογραφική πράξη συναίνεσης του άνδρα για την υποβολή της
μητέρας σε τεχνητή γονιμοποίηση επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης, ενώ η αντίστοιχη
συμβολαιογραφική συναίνεση της μητέρας ισοδυναμεί με συναίνεση αυτής στην -αυτόματη-
εκούσια αναγνώριση από τον άνδρα αυτόν.

Κατά την διάταξη δε του άρθρου 1478 παρ 2 ΑΚ, η εκούσια αναγνώριση που ιδρύεται
με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να προσβληθεί με την αγωγή του άρθρου 1477 ΑΚ, ενώ εάν δεν

85
ΑΠ- 564/2003 Χρισ Δ. 2003 –Ολ ΑΠ 14/2004 Χριδ 2004 σελ 606, ΠΠρωτΑθ 6779/2000 Ελ Δ/νη 42σελ 253 –
Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη και Γεωργιάδης -Σταθόπουλος, άρθρα 1475 -1476 ΑΚ.

50
παρασχέθηκαν συμβολαιογραφικές πράξεις συναίνεσης στην τεχνητή γονιμοποίηση, η
πατρότητα δεν θεμελιώνεται αυτόματα, παρά απαιτείται να γίνει με εκούσια ή δικαστική
αναγνώριση, εφόσον πρόκειται για ομόλογη τεχνητή γονιμοποίηση. Εφόσον επίσης η γυναίκα
είναι άγαμη και χωρίς σύντροφο, ο τρίτος δότης, που κατ’ αρχήν είναι άγνωστος, μπορεί να
προβεί σε εκούσια αναγνώριση, μόνον εάν συναινέσει η μητέρα, καθότι η συγκατάθεση του σε
τεχνητή γονιμοποίηση ,δεν επέχει θέση συναίνεσης σε εκούσια αναγνώριση, όπως επίσης
αποκλείεται και η δικαστική αναγνώριση πατρότητας του τρίτου δότη, ακόμα και αν καταστεί
γνωστή η ταυτότητα αυτού κατά άρθρο 1479 ΑΚ86.
Κατά την ερμηνευτική επίσης εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1475 ΑΚ, με την
αναφορά του πατέρα, νοείται κατά κανόνα ο βιολογικός πατέρας, πλην όμως επειδή το εν λόγω
άρθρο στοχεύει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου, ερμηνευτικά συνάγεται ότι ως πατέρας
νοείται και ο άνδρας που ισχυρίζεται ότι είναι πατέρας, ανεξαρτήτως του ότι μπορεί να είναι ο
φυσικός πατέρας, χωρίς όμως και να αποκλείεται ότι μπορεί και να μην είναι, όπως στην
περίπτωση που αναγνωρίζεται ένα εξώγαμο τέκνο από τον σύζυγο της μητέρας, οπόταν
υφίσταται εν προκειμένω- (κεκρυμμένη υιοθεσία)87.
Επιπροσθέτως, έχει επίσης κριθεί και ότι η εκούσια αναγνώριση που δεν ανταποκρίνεται
στην βιολογική αλήθεια, αντίκειται στο άρθρο 178 ΑΚ, - [χρηστά ήθη] ή στο άρθρο 281 ΑΚ που
εφαρμόζεται αναλογικά σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 παρ 1 και 5 παρ 1 του Συντάγματος,
και ότι κατά μια άποψη μπορεί να προσβληθεί από τον αναγνωριζόμενο πατέρα και την μητέρα
που δεν συνέπραξαν σ’ αυτήν, ως ανήθικη κατ’ άρθρο 179 ΑΚ, ή άλλως καταχρηστική κατ’
άρθρο 281 ΑΚ ή και άκυρη, επιδιώκοντας δικαστικά την ακύρωση της.

Η Προσβολή Εκούσιας Αναγνώρισης

Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο μπορεί να προσβληθεί η εκούσια αναγνώριση είναι ότι ο
άνδρας που δηλώθηκε ως πατέρας, δεν είναι ο πραγματικός πατέρας, ώστε η δήλωση
αναγνώρισης δεν συμβαδίζει με την βιολογική αλήθεια, και η οποία αλήθεια, αποδεικνύεται με
τις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 615 ΚΠολΔ και υπό τις
διακρίσεις των δικαιούμενων ατόμων του άρθρου 1477 ΑΚ. Ο λόγος αυτός ταυτίζεται με τον
προβλεπόμενο στην διάταξη του άρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς
των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων των της 15/10/1975, που κυρώθηκε με τον
Ν 1702/1987 και ο οποίος προβλέπει ότι η εκούσια αναγνώριση πατρότητας, δεν μπορεί να

86
Σχολ Θ .Παπαχρίστου, Εγχ. οικογ δικ 2005-2009 σελ 287 –Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη, ο.π ,ΙΙ σελ 128 -129
87
Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου 357/2005 ΝΟΜΟΣ – Σχόλια Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή- Η συγγένεια - Ι
Σπυριδάκης Οικογ. Δικαιο

51
προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, παρά μόνον για την περίπτωση που το πρόσωπο που
αξιώνει την αναγνώριση ή που αναγνώρισε το τέκνο, δεν είναι ο φυσικός πατέρας.

Κατά την κρατούσα άποψη η δήλωση εκούσιας αναγνώρισης ως δικαιοπραξία, μπορεί να


προσβληθεί και για λόγους που αναφέρονται στις γενικές διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142,
147, 148, 154, 155, 157 ΑΚ επ. χωρίς αυτό να αντίκειται στις ως άνω διατάξεις της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης88.
Κατά την ορθότερη όμως άποψη, δεν πρέπει να αναγνωρίζεται δικαίωμα άσκησης
αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης κατ’ άρθρο 174, 178, 281
ΑΚ στα πρόσωπα που συμμετείχαν σ’ αυτήν, δηλαδή στον άνδρα ή στους γονείς του, που
προέβησαν στην αναγνώριση και στην μητέρα που συνήνεσε σ’ αυτήν, εν αντιθέσει με το
τέκνο που έχει την δυνατότητα αυτή εκ των ίδιων άρθρων, εκ παραλλήλου και με τις σχετικές
αγωγές ακυρότητας του άρθρου 1477 ΑΚ.
Κατ άλλη επίσης ορθή άποψη, την αναγνώριση μπορεί να προσβάλει και ο φυσικός –
βιολογικός πατέρας του τέκνου, εφόσον στην αναγνώριση προέβη τρίτος, εφαρμοζόμενης
αναλογικά της διάταξης του άρθρου 1469 παρ 5 ΑΚ και όχι μόνον βάσει του άρθρου 1477
ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 174,178 και 281 ΑΚ89.
Ιδιαίτερα στο τέκνο αναγνωρίζεται το υπέρτερο όλων συμφέρον, να αποκαταστήσει την
αλήθεια σχετικά με την πραγματική βιολογική καταγωγή του. Όταν το παιδί έχει συνδεθεί
νομικά με έναν πατέρα προς τον οποίο δεν υπάρχει καμία βιολογική ή κοινωνική σχέση,
εύλογο είναι να μην θεωρείται η σχέση αυτή ως καθοριστική και να επιτρέπεται στο παιδί η
ανεύρεση του πραγματικού πατέρα και η δημιουργία έννομης σχέσης μαζί του.
Ο νόμος περιορίζει σκόπιμα τον κύκλο των νομιμοποιούμενων προσώπων, αποκλείοντας
πρόσωπα που ενώ έχουν άμεσο έννομο συμφέρον για την έγερση σχετικής αγωγής, εντούτοις
τους αποστερεί το σχετικό δικαίωμα. Αυτό φυσικά εχει σχολιασθεί ποικιλοτρόπως, διότι
πρόσωπα όπως ο αναγνωρίσας εκουσίως το τέκνο90, ο βιολογικός πατέρας του παιδιού, ο άνδρας
του οποίου οι ανιόντες αναγνώρισαν το τέκνο, η μη συναινούσα μητέρα και ο τρίτος που είχε
μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια με τη μητέρα91, θα έπρεπε να εντάσσονται στην
περιοριστική απαρίθμηση του νόμου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αναγνωρίσεως της
πατρότητας, η οποία έχει αναδρομική ισχύ.

88
Εν αντιθέσει κατά τον Π Φιλιος Οικ δίκαιο – 2011 - αποκλείεται η ακυρότητα ή ακύρωση της εκούσιας
αναγνώρισης λόγω έλλειψης βιολογικής καταγωγής .
89
ΑΠ 58/2001 Ελλ Δ/νη 2001 σελ 941 –Εφ Πειρ 112/2000 Ελ Δ/νη 2001 σελ 492, Εφ. Ναυπλ. 63/2007 Αρμ.
2008/891
90
337/2005 ΠΠρ Ροδ, NOMOS
91
58/2001 AΠ, Ισοκράτης, όπου αναγνωρίστηκε το δικαίωμα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης του τέκνου
από τον ισχυριζόμενο ότι είναι ο πραγματικός του πατέρας. Η απόφαση εκδόθηκε με βάση τις προϊσχύουσες
διατάξεις.

52
Δικαστική αναγνώριση του τέκνου

Εάν ο πατέρας δεν προβαίνει σε εκούσια αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου του, ή
και εφόσον η μητέρα αρνείται να συναινέσει σ αυτήν , τότε σύμφωνα με την διάταξη του
άρθρου 1479 ΑΚ μπορεί να ζητηθεί η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου, υπό
τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, όπως επίσης κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ 10 του Ν.
3089/2002 αποκλείεται η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, σε περίπτωση τεχνητής
γονιμοποίησης με την χρήση γεννητικού υλικού τρίτου, κατ’ αρχήν άγνωστου δότη, τονίζοντας
έτσι την σημασία του βουλητικού στοιχείου για την ίδρυση της συγγένειας.
Το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας, αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα,
που ασκείται αποκλειστικά με την αγωγή του άρθρου 1479 ΑΚ επ, καθόσον δημιουργείται μια
νέα κατάσταση ,τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται αναδρομικά από την γέννηση του
αναγνωριζόμενου τέκνου, ενώ το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας των
αναφερομένων προσώπων στο σχετικό άρθρο 1479 ΑΚ, είναι αυτοτελές, αυτόνομο και
ανεξάρτητο.
Η εκδοθείσα κατ’ άρθρο 618 ΚΠολΔ απόφαση επί της σχετικής αγωγής, δεν δημιουργεί
δεδικασμένο για τους υπόλοιπους δικαιούχους που δεν έλαβαν μέρος στην δίκη και οι οποίοι
μπορούν και οι ίδιοι να ασκήσουν νέα αγωγή, όπως συμβαίνει όταν η αγωγή της μητέρας
απορρίφθηκε, να ασκήσει αγωγή το ίδιο το τέκνο..
Το δικαίωμα της μητέρας εκ του άρθρου 1479 παρ 1 ΑΚ είναι προσωπικό, αυτοτελές και
ανεξάρτητο για την άσκηση αγωγής για δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της
και το οποίο δικαίωμα ασκεί η μητέρα προσωπικά και όχι ως αντιπρόσωπος του τέκνου92.
Όταν το τέκνο είναι ανήλικο, την αγωγή αναγνώρισης της πατρότητας μπορεί να την
ασκήσει επ ονόματι του η μητέρα του ως νόμιμος αντιπρόσωπος του και ως ασκούσα την γονική
μέριμνα του προσώπου του93. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις μπορεί την αγωγή να την ασκήσει
και ο προσωρινός επίτροπος, ο διορισμός του οποίου επιβάλλεται στην περίπτωση που η αγωγή
του τέκνου στρέφεται κατά της μητέρας του, λόγω άρνησης αυτής να συναινέσει στην
αναγνώριση από τον πατέρα ή τους γονείς του, ενόψει της μεταξύ των σύγκρουσης
συμφερόντων κατ’ άρθρο 1517 ΑΚ. Εάν δε, την αγωγή την ασκούν από κοινού η μητέρα και το
ανήλικο τέκνο, τότε υφίσταται ανάμεσα τους ενεργητική αναγκαστική ομοδικία.

92
ΑΠ 2216/2007 –Π Πρωτ. Θεσ 2905/2000 Αρμ 2001, σελ 542
93
ΑΠ Ολ 1512/1980 ΝΟΒ 29 σελ 557 –ΑΠ 1844/2005 Χρισ Δ 2006 σελ 425 -ΠΠρωτ Αθην 890/2009 Αρχ Ν 2009
σελ 326.

53
Το δικαίωμα του τέκνου αποσβέννυται με το θάνατο του, λόγω του απολύτως
προσωποπαγούς χαρακτήρα του, που δεν είναι κληρονομητό, όπως επίσης αποσβέννυται και με
την πάροδο της ετήσιας προθεσμίας από την ενηλικίωση του κατά την διάταξη του άρθρου 1483
ΑΚ, ενώ ως προαναφέρθηκε κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας ,δεν
υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, εάν επακολουθήσει γάμος των γονέων του και η
αναγνώριση της πατρότητας ασκείται μετά την τέλεση του γάμου, συνδυαστικά των άρθρων
1483 ΑΚ και 1473 ΑΚ94, και συνεπώς το τέκνο μπορεί να ασκήσει την αγωγή αναγνώρισης του ,
ακόμα και αν έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την ενηλικότητα του, εφόσον το
προηγούμενο διάστημα αυτής εμποδίσθηκε να στραφεί κατά του φυσικού του πατέρα, λόγω
ανωτέρας βίας95.
Το αυτοτελές δικαίωμα του τέκνου για την αυτοπρόσωπη άσκηση αγωγής αναγνώρισης της
πατρότητας και μάλιστα επί ένα έτος από την ενηλικίωση του, κατ’ άρθρο 1483 ΑΚ,
προϋποθέτει να γνωρίζει το τέκνο ποιος είναι ο πατέρας του.
Περαιτέρω σύμφωνα και με την διάταξη του άρθρου 21 παρ 1 του Συντ, [προστασία
παιδικής ηλικίας], ως και την ανάγκη προστασίας του κοινωνικά ασθενέστερου τέκνου,
επιβάλλει κατά μία άποψη, την νομική υποχρέωση της μητέρας απέναντι στο τέκνο που έχει
γεννηθεί χωρίς γάμο των γονέων του, να παρέχει σ’ αυτό πληροφορίες για την καταγωγή του και
να του αποκαλύψει ποιος είναι ο πατέρας του. Κατά την ίδια άποψη αναγνωρίζεται και το
δικαίωμα του τέκνου να στραφεί δικαστικά ακόμα και κατά της μητέρας του για την δικαστική
αναγνώριση της πατρότητας του, ώστε κατ αυτόν τον τρόπο να επιτύχει να πληροφορηθεί την
ταυτότητα του πατέρα του σε περίπτωσης άρνησης της μητέρας .
Φυσικά υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, υπό το προϊσχύον κυρίως δίκαιο, ότι δηλαδή,
δεν υφίσταται νομική υποχρέωση της μητέρας να γνωστοποιεί στο τέκνο την ταυτότητα του
πατέρα του, στα πλαίσια της συνταγματικής κατοχύρωσης της προστασίας της ελεύθερης
ανάπτυξης της προσωπικότητας της μητέρας, που εν προκειμένω προσβάλλεται, εφόσον τυχόν
υποχρεωθεί να γνωστοποιήσει τον άνδρα με τον οποίο είχε εξώγαμες σχέσεις.
Στην νομική όμως υποχρέωση της μητέρας αντιστοιχεί η αξίωση του τέκνου, η οποία
συμβαδίζει και με την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση του νέου οικογενειακού δικαίου έναντι των
τέκνων που έχουν γεννηθεί χωρίς γάμο, αλλά και επίσης συμπορεύεται και με το δικαίωμα του
τέκνου να γνωρίζει από την μητέρα του την ταυτότητα του πατέρα του96.
Έτσι η αγωγή που ασκείται από το τέκνο εφόσον έχει ενηλικιωθεί, ή άλλως από τον
ειδικό επίτροπο, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μητέρας – τέκνου, με την εκτέλεση της

94
ΑΠ 1093/2009 ΝΟΜΟΣ
95
ΕΦ Αθην 5125/1985 Δ 17-243.
96
Σχόλια Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη οικ δικ 2012 σελ 893 –Κουτσουράδης Αρμ 33 σελ 643.

54
εκδοθείσας απόφασης, καταδικάζεται η μητέρα να αποκαλύψει την πατρότητα, κατά την
διάταξη του άρθρου 946 παρ 1 ΚΠολΔ .
Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1479 ΑΚ απαιτείται το τέκνο να έχει γεννηθεί
χωρίς γάμο των γονέων του και επίσης να έχει συλληφθεί από τον άνδρα που φέρεται στην
αγωγή, ως πραγματικός πατέρας.
Ως τέκνο γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του, θεωρείται το τέκνο που γεννιέται είτε
από άγαμη μητέρα, είτε από έγγαμη, αλλά που όμως δεν καλύπτεται από τα τεκμήρια καταγωγής
από γάμο των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ ή και αυτό που ενώ καλυπτόταν από τα εν λόγω
τεκμήρια, ή είχε αναγνωρισθεί, εν συνεχεία έπαυσε να καλύπτεται, λόγω επιτυχούς έκβασης της
δικαστικής διαμάχης προσβολής των.

Και βέβαια ως προς το τέκνο που γεννήθηκε μετά από τεχνητή γονιμοποίηση, η
δικαστική αναγνώριοη της πατρότητας του τρίτου δότη του γεννητικού υλικού αποκλείεται
ρητά από την διάταξη του άρθρου 1479 ΑΚ, εκτός εάν πρόκειται για άγαμη μητέρα που
υποβλήθηκε σε τεχνητή γονιμοποίηση με την χρήση σπέρματος του μόνιμου συντρόφου της και
χωρίς να έχει εξασφαλίσει την συμβολαιογραφική συναίνεση του, κατά τις διατάξεις των
άρθρων 1456 παρ 1 και 1457 παρ 2 ΑΚ.
Μπορεί επίσης να ζητηθεί η δικαστική αναγνώριση τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο, αλλά
και υιοθετημένου, είτε από τρίτον είτε από τον αληθινό πατέρα.
Δικαστική αναγνώριση από τον αληθινό πατέρα που προηγουμένως είχε υιοθετήσει το
αναγνωριζόμενο τέκνο, επιφέρει κατάλυση της υιοθεσίας και μάλιστα αυτοδικαίως και χωρίς
απόφαση δικαστηρίου, καθότι διαφορετική λύση αντιφάσκει προς την φύση των πραγμάτων.
Αντιθέτως με την αναγνώριση από τον αληθινό πατέρα, το κύρος της προηγούμενης υιοθεσίας
από τρίτον άνδρα, δεν επηρεάζεται 97.

Κατά την διάταξη του άρθρου 1479 παρ 2 ΑΚ, αποκλείεται η δικαστική αναγνώριση
πατρότητας στην περίπτωση που το τέκνο γεννήθηκε μετά από τεχνητή γονιμοποίηση με
γεννητικό υλικό τρίτου δότη, η ταυτότητα του οποίου είτε υπήρξε γνωστή από την αρχή, είτε
έγινε εκ των υστέρων, κατά παράβαση του άρθρου 1460 ΑΚ που κατοχυρώνει την ανωνυμία
του.
Ο αποκλεισμός της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας που προστέθηκε με το Ν.
3089/2002 για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, αφορά κάθε πρόσωπο,
δηλαδή τόσο στην μητέρα, όσο και το τέκνο, αλλά και τον τρίτο δότη, που ενδεχομένως να

97
Σχόλια Β. Βαθρακοκοίλης σελ 689- Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη σε ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου αρθρο
1479 σελ 880 .

55
επεδίωξε την εκούσια αναγνώριση του τέκνου, πλην όμως προσέκρουσε στην άρνηση της
μητέρας να συναινέσει. Για την ίδρυση συγγένειας ανάμεσα στο τέκνο και τον τρίτο δότη και
τους συγγενείς του, η μοναδική περίπτωση που προβλέπεται είναι η εκούσια αναγνώριση κατά
άρθρο 1475 ΑΚ.

Σύμφωνα όμως με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1456 ΑΚ, σε τεχνητή
γονιμοποίηση μπορεί να προσφύγει είτε έγγαμη γυναίκα, με συμβολαιογραφική συναίνεση του
συζύγου της, είτε άγαμη γυναίκα που βρίσκεται σε ελεύθερη ένωση με συμβολαιογραφική
πράξη του συντρόφου της, όπως και άγαμη γυναίκα που δεν έχει μόνιμο σύντροφο. Εφόσον
δοθεί συμ/κη συναίνεση του συζύγου ή του συντρόφου της γυναίκας κατ’ άρθρο 1456 ΑΚ, η
συναίνεση αυτή επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης κατ άρθρο 1475 ΑΚ παρ 2 και η οποία δεν
μπορεί προσβληθεί98 σύμφωνα με το άρθρο 1478 ΑΚ.
Η ως άνω –αυτόματη – εκούσια αναγνώριση που προήλθε από την συμβολαιογραφική
συναίνεση του συζύγου ή του συντρόφου της μητέρας για την υποβολή της σε τεχνητή
γονιμοποίηση, μπορεί να προσβληθεί στην περίπτωση που μολονότι ο σύζυγος ή ο σύντροφος
συνήναισε στην ομόλογη, και όχι στην ετερόλογη γονιμοποίηση της συζύγου ή συντρόφου του,
η γυναίκα εν τέλει υπεβλήθη σε ετερόλογη γονιμοποίηση.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που η γυναίκα υποβλήθηκε σε τεχνητή
γονιμοποίηση, χωρίς την συμβολαιογραφική συναίνεση του συντρόφου της κατ’ άρθρο 1465
ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση όμως η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1479 παρ 2 ΑΚ σπανίζει
,καθότι απαιτείται η γνώση της ταυτότητας του τρίτου δότη, κατά παράβαση της διάταξης του
άρθρου 1460 ΑΚ που διασφαλίζει την ανωνυμία του ,από την οποία αποκλείεται η άσκηση
αγωγής δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας σε περίπτωση τεκνοποιίας με προσφυγή σε
τεχνητή γονιμοποίηση, εν αντιθέσει με την εκούσια αναγνώριση, για την οποία δεν υφίσταται
καμία απαγόρευση του τρίτου δότη, εφόσον εκείνος το επιθυμεί και συντρέχουν και οι
προϋποθέσεις του άρθρου 1475 ΑΚ, δηλαδή συναίνεση της μητέρας και συμβολαιογραφική
πράξη, λύση η οποία συνάδει και με την αρχή της κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας, αλλά
και συμβαδίζει και με την αρχή της προστασίας του συμφέροντος του τέκνου, που εν

98
Υπό το προϊσχύον δίκαιο είχε κριθεί ότι η συγκατάθεση του συντρόφου της άγαμης μητέρας στην υποβολή της
σε τεχνητή γονιμοποίηση με την χρήση γενετικού υλικού τρίτου δότη, εξομοιώνεται απαρχής με άτυπη αναγνώριση
του τέκνου, και ότι εξ αυτού εάν ο σύντροφος εν συνεχεία δεν αναγνώριζε το τέκνο, η συμπεριφορά αυτού σε
αντιδικία αναγνώρισης του θεωρείτο καταχρηστική Π Πρωτ Αθην 6779/2000 Αρμ 2002 σελ 57 σχολ Β.
Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ 1479 ΑΚ.
Έν αντιθέσει όμως η με αρ. ΑΠ Ολ 14/2004 έκρινε ότι δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο τέκνο ή την
μητέρα του, να ζητήσει την δικαστική αναγνώριση του ,από τον άνδρα που συναίνεσε στην ετερόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση ωαρίου μητέρας, καθόσον το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας προϋποθέτει
απαρέγκλιτα σχέση βιολογικής πατρότητας και δεν ισχύει σε περίπτωση άνδρα που συμβιώνει εξώγαμα με τη
μητέρα και συνήνεσε στην υποβολή της σε τεχνητή γονιμοποίηση ωαρίου αυτής με σπερματοζωάριο τρίτου. Βλέπε
σχόλια Κουνουγέρη Μανωλεδάκη - Γεωργιάδης –Σταθόπουλος άρθρο 1479 ΑΚ - Θ Παπαχρίστου -Κεφαλ.
Τεχνητή αναπαραγωγή.

56
προκειμένω εξασφαλίζεται, καθότι συμφέρει περισσότερο το τέκνο να συνδέεται νομικά με
πρόσωπα που πραγματικά το ήθελαν και απέβλεψαν στην γέννηση του, παρά με άτομα με τα
οποία συνδέεται απλά και μόνον βιολογικά.
Για την εκδίκαση της αγωγής αναγνώρισης πατρότητας με στοιχεία αλλαδοπότητας, τα
Ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία [όπως η αναγνώριση τέκνου αλλοδαπής
ιθαγένειας], εφόσον κατά το δίκαιο της τρίτης Πολιτείας δεν έχουν αποκλειστική διεθνή
δικαιοδοσία για αυτό, τα δικαστήρια της εν λόγω πολιτείας, όπως επίσης και αλλοδαπή
απόφαση που αφορά αναγνώριση τέκνου ελληνικής ιθαγένειας, αναγνωρίζεται στην ημεδαπή,
εάν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και εάν εχει εφαρμογή η Ελληνική νομοθεσία.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι για την νομιμοποίηση τέκνων σε γάμο, λαμβάνεται
υπόψη η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 10/9/1970, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν
1675/1986, και δια αυτής υιοθετήθηκε η αρχή της παγκοσμιότητας.

Σύμπτωση βιολογικού και βουλητικού στοιχείου.

H συγγένεια ως εννομη σχεση ,συμπιπτει συνήθως με τη βιολογικη πραγματικότητα


,ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου διαφοροποιειται ,όπως είναι η περίπτωση της
υιοθεσίας ,αλλά και της ετερόλογης τεχνητής αναπαραγωγής που ο πατέρας του τέκνου που
γεννήθηκε με γεννητικό υλικό τρίτου άνδρα ,είναι ο σύζυγος ή ο σύντροφος που συνήνεσε
στην τεχνητή γονιμοποίηση και όχι πρόσωπο από το οποίο βιολογικά προέρχεται το τέκνο .
Στην περίπτωση αυτή ,το βουλητικό και κοινωνικοσυναισθηματικό στοιχείο υπερτερει
του βιολογικού..Ωστόσο υπάρχει και η περίπτωση και χωρίς προσφυγή σε ετερόλογη τεχνητή
αναπαραγωγή ,η διαφοροποίηση αυτή να είναι ενδεχόμενη ,όπως αυτή η περίπτωση όπου η
τεκμαιρόμενη πατρότητα του συζύγου της μητέρας δεν ανατρέπεται,μολονότι το παιδι
κατάγεται από άλλον άνδρα ,ή και η πατρότητα τέκνου γεννημένου χωρις γάμο που δεν έχει
αναγνωρισθεί ,οπόταν το παιδί δεν είναι συγγενής με τον γεννήτορα του.
Και βέβαια η σύγχρονη ανάπτυξη της γενετικής τεχνολογίας και η θέσπιση των σχετικών
διατάξεων για την ανθρώπινη αναπαραγωγή, έχουν οδηγήσει σε κάποια αποσύνδεση του
βιολογικού από το κοινωνικό στοιχείο ,καθότι παράλληλα με την συγγένεια που βασίζεται στην
βιολογική πραγματικότητα,διαμορφώνονται σταδιακά μορφές κοινωνικοσυναισθηματικής
συγγένειας ,που απορρέουν από την ιδιωτική βούληση και στηρίζονται σε συναισθηματικούς και
όχι βιολογικούς δεσμούς ,όπως συμβαίνει με την υιοθεσία .
Η διαπίστωση οτι υπάρχει ορισμένη βιολογική πραγματικότητα σε σχέση με την
συγγένεια, δεν προσδίδει στην δικαστική απόφαση αναγνωριστικό χαρακτήρα,παρά αντιθέτως

57
διαπιστώνεται απλά η βασιμότητα της αγωγής που δικαιολογεί την απονομή ή την άρση της
συγγένειας .
Χωρίς να παραγνωρίζουμε την σημασία ίδρυσης της συγγένειας και ιδιαίτερα της
πατρότητας βάσει κοινωνικοσυναισθηματικών κριτηρίων,διαπιστώνεται κατά κανόνα ότι η
σύμπτωση βιολογικής και νομικής πατρότητας αποβαίνει προς όφελος του τέκνου, καθόσον ο
υπάρχον και μόνον δεσμός αίματος ανάμεσα σε πατέρα και παιδί , συντείνει στο να
αναπτυχθούν μεταξύ των δυνατά συναισθήματα αμέριστης αγάπης και ενδιαφέροντος του
ενός προς τον άλλον .
Το τεκμήριο καταγωγής από το γάμο σημαίνει το ότι πράγματι στην πλειοψηφία των
περιπτώσεων, πατέρας του τέκνου που γεννιέται εντός γάμου είναι ο σύζυγος της μητέρας. Έτσι
με την πράξη του γάμου, ο άνδρας ταυτόχρονα αποδέχεται ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν από
τη σύζυγο του, θα είναι δικά του, πεποίθηση που ταυτόχρονα οδηγεί στην απόκτηση από
μέρους του τέκνου όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη θεμελίωση της πατρότητας
εντός γάμου.
Η βιολογική πραγματικότητα μπορεί να συνυπάρχει με την συγγένεια ,πράγμα που
αποτελεί τον κανόνα ,μπορεί όμως και μη συνυπάρχει ,όπως συμβαίνει σε σπανιότερες
περιπτώσεις όπου ο σύζυγος γνωρίζει ότι δεν συνδέεται βιολογικά με τα παιδιά της συζύγου του,
ωστόσο τα αποδέχεται ως δικά του, και τα περιβάλλει με το ίδιο ενδιαφέρον και στοργή που θα
τα φρόντιζε εάν ήταν δικά του παιδιά ,παραλείποντας να προβεί σε προσβολή πατρότητας . Το
ίδιο επίσης ισχύει και στην περίπτωση του επιγενόμενου γάμου.Ετσι το τέκνο που γεννήθηκε
χωρίς γάμο ,δεν έχει συγγένεια με τον γεννήτορα του, εάν δεν αναγνωρισθεί από εκείνον ,εν
αντιθέσει με το τέκνο που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του γάμου και το οποίο έχει συγγένεια
με τον σύζυγο της μητέρας ,ακόμα και αν αυτός δεν είναι ο γεννήτορας του ,όπως επίσης και τα
τέκνα που προέρχονται από ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση είναι συγγενείς των προσώπων
που θέλησαν αυτην ,μολονότι η βιολογική πραγματικότητα είναι διαφορετική .
Το «προβάδισμα» της σύμπτωσης βιολογικού και βουλητικού στοιχείου είναι προφανές
και στο θεσμό της εκούσιας αναγνώρισης, καθώς η εκούσια αναγνώριση εδράζεται στο γεγονός
ότι ο άνδρας που προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ενώπιον συμβολαιογράφου με τη συναίνεση
της μητέρας, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι είναι ο βιολογικός πατέρας του αναγνωριζομένου
τέκνου,χωρις φυσικα να αποκλείεται και το γεγονός να μην συνδέεται η βούληση αναγνώρισης
με την εξ’ αίματος συγγένεια πατέρα-τέκνου, ωστόσο η περίπτωση αυτή είναι σπανιώτερη . Η
εκούσια αναγνώριση υπόκειται σε προσβολή από τα άτομα που κατά τον νόμο νομιμοποιούνται
ενεργητικά να προβούν σ αυτό ,δηλαδή το τέκνο και οι κατιόντες του ,αλλά και υπό
προυποθέσεις νομιμοποιείται και ο ίδιος ο αναγνωρίζων ,ειδικά για την περίπτωση που η

58
εκούσια αναγνώριση στην πραγματικότητα είναι απόρροια πλάνης, απάτης ή απειλής ή
αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Εάν δε η μητέρα αρνείται να συναινέσει στην εκούσια αναγνώριση του τέκνου, ο πατέρας
δύναται να επιδιώξει την αναγνώριση της πατρότητας δια της δικαστικής οδού, καθώς η αγωγή
και η εκδοθείσα επι τη βάσει αυτής δικαστική απόφαση, καλύπτουν το κενό της άρνησης της
μητέρας ,αλλά και αντίστοιχα ικανοποιείται η βούληση του πατέρα να καταστεί νομικός
πατέρας του τέκνου , με προέχον εν προκειμένω το βουλητικό στοιχείο, δηλαδη την επιθυμία
του άνδρα να αναγνωριστεί το τέκνο ως δικό του παιδί και που ισοδυναμεί με εκείνη της
εκούσιας αναγνώρισης .
Επομένως, εκτός από το βιολογικό δεσμό του αίματος που κατά κανόνα υπάρχει στο
γάμο, είτε αυτός προηγείται της γέννησης του τέκνου, είτε είναι επιγενόμενος γάμος, το ίδιο
ισχύει και στην αναγνώριση, εφόσον κατά κύριο λόγο η πατρότητα βασίζεται και σε βουλητικά
στοιχεία που έχουν ως βάση συναισθήματα στοργής ,αγάπης και ενδιαφέροντος για το τέκνο και
που προέρχονται από την τεκμαιρόμενη ύπαρξη βιολογικής σχέσης ανάμεσα σε πατέρα με
παιδί,και συμπερασματικά κατά τα προεκτιθέμενα ,σε όλες τις ανωτέρω μορφές νομικής
πατρότητας εμφαίνεται οτι το βιολογικό στοιχείο συμπίπτει με το βουλητικό στοιχείο αυτης .

Ανατροπή τεκμηρίου πατρότητας .

Το τεκμήριο πατρότητας είναι μαχητό και ανατρέπεται μόνον με την έκδοση δικαστικής
απόφασης που δέχεται κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή προσβολής πατρότητας κατ' άρθρο 1467
ΑΚ σε συνδυασμό και με το άρθρο 614 επ., οπόταν το τέκνο παύει να καλύπτεται από το
τεκμήριο πατρότητας του άρθρου 1465 ΑΚ99.και μάλιστα αναδρομικα΄από την γέννηση του κατ
αρθρο 1472 ΑΚ.,θεωρούμενο έκτοτε παιδί εκτός γάμου μέχρις ότου αναγνωρισθεί εκούσια ή
δικαστικά .100
Η τεκμαιρόμενη πατρότητα δεν μπορεί να εξετασθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, αλλά ούτε
και κατ’ ένσταση, όπως επίσης δεν μπορεί και να ανατραπεί στα πλαίσια αναγνωριστικής
αγωγής περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας σχέσης πατέρα προς τέκνο, κατ’ άρθρο 614 ΚπολΔ, αλλά
ούτε και με αντίθετη δήλωση της μητέρας, ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία που αναφέρεται στην
προφανή μη σύλληψη αυτού από τον σύζυγο, κατ’ άρθρο 1467 ΑΚ παρ 2.

99
ΑΠ 1620./2000 Ελ Δ/νη 2001 σελ 728
100
Μον Πρωτ ΅Αθην 1605/2002 ΝΟβ 2003 σελ 74-75 -Εφ θεσ 2027/ 2003 Αρμ 2004 σελ 876 ,όπου απορρίπτεται
αγωγή εικοινωνίας άνδρα με παιδί για το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι ο βιολογικός του πατέρας ,ενόσω ισχύει
τοτεκμηριο πατρότητας και δεν εχει γίνει προσβολη πατρότητας του συζύ,αλλα ουτε και αναγνώριση από τον
ανδρα που ζητησε την επικοινωνια .

59
Υπό ορισμένες περιπτώσεις και μολονότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή
η γέννηση του τέκνου εντός γάμου της μητέρας του ή εντός τριακοσίων ημερών από την λύση ή
ακύρωση του, εν τούτοις αμφισβητείται εάν ισχύει το τεκμήριο του άρθρου 1465 ΑΚ, όταν
υπάρχουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει πρόδηλα και αναμφίβολα, ότι η σύλληψη έλαβε
χώρα μετά την λύση ή την ακύρωση του γάμου. Μολονότι μετά την ισχύ του Ν 1329/1983 ο
χρόνος σύλληψης είναι πλέον αδιάφορος, παρά ταύτα σε περιπτώσεις που υπάρχει προφανής
διάσταση της τεκμαιρόμενης κατάστασης από την πραγματικά υφιστάμενη, ενώ κατά την
κρατούσα άποψη, δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο πατρότητας101.
Χαρακτηριστική περίπτωση των ανωτέρω ,αποτελεί εκείνη όπου ο γάμος λύθηκε λόγω
θανάτου του συζύγου, και η μητέρα είχε διαδοχικά δυο κυήσεις, η πρώτη εκ των οποίων είτε
διακόπηκε, είτε κατέληξε στην γέννηση τέκνου λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του συζύγου, ενώ
η δεύτερη κατέληξε στην γέννηση του τέκνου, η πατρότητα του οποίου αναζητείται, εντός
τριακοσίων ημερών από την λύση του γάμου λόγω θανάτου του συζύγου, κατά το γράμμα του
άρθρου 1465 ΑΚ.
Εν προκειμένω κατά την κρατούσα και πλέον ορθή άποψη, γίνεται δεκτό ,ότι εφόσον δεν
μεσολάβησε μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, καθίσταται απόλυτα αδύνατη η εφαρμογή του
τεκμηρίου πατρότητας του άρθρου 1465 ΑΚ, που θα οδηγούσε σε θεμελίωση πατρότητας του
ήδη αποβιώσαντος κατά τον χρόνο της σύλληψης συζύγου της μητέρας, μολονότι αυτό
αντιφάσκει με την πραγματικότητα.
Συνεπώς δεν ισχύει το τεκμήριο πατρότητας για το δεύτερο τέκνο, το οποίο αποκτά αυτήν με
την γέννηση του, την ιδιότητα τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του.
Αντίθετα, υποστηρίζεται και η άποψη ότι σε περίπτωση ακύρωσης του γάμου ή λύσης
αυτού αιτία διαζυγίου, και διαδοχικής κύησης της μητέρας, ότι το τέκνο που γεννιέται από την
δεύτερη κύηση από σύλληψη που έγινε μετά την λύση ή ακύρωση του γάμου εντός 300 ημερών
από αυτήν, ότι δεν καλύπτεται από το τεκμήριο πατρότητας του άρθρου 1465 ΑΚ, ούτε και από
την ιδιότητα παιδιού γεννημένου σε γάμο, καθότι ενδέχεται η μητέρα να συνέλαβε και το
δεύτερο παιδί από τον πρώην σύζυγο της, πλην όμως αποκλείεται η σύλληψη του να έγινε εντός
γάμου. Στην εν λόγω περίπτωση δεν υφίσταται απόλυτη πραγματική –φυσική αδυναμία, πατέρας
του τέκνου να είναι ο πρώην σύζυγος, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκλεισθεί η περίπτωση
εφαρμογής του τεκμηρίου πατρότητας του 1465 ΑΚ ακόμα και στην περίπτωση που το τέκνο
γεννιέται από δεύτερη κύηση μετά από σύλληψη που έλαβε χώρα μετά την ακύρωση ή λύση
του γάμου λόγω διαζυγίου102.

101
Σχολ Γεωργιάδης -Σταθόπουλος, άρθρο 1465 ΑΚ
102
Θ Παπαχρίστου, Εγχ Οικ δΙκ 2005 σελ 258-259, όπου δεν υπάρχει απόλυτη φυσική αδυναμία σύμπτωσης με
την πραγματικότητα .

60
Περαιτέρω εχει επισης διατυπωθεί και άλλη άποψη που συμβαδίζει περισσότερο με την
ασφάλεια δικαίου, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται η αυτόματη ισχύς του τεκμηρίου
πατρότητας του άρθρου 1465 ΑΚ σε όλες γενικά τις περιπτώσεις που συντρέχουν οι όροι της και
συνακόλουθα να μην αποκλείεται η εφαρμογή της, ακόμα και αν η αντίθεση της
τεκμαιρόμενης συνέπειας προς την πραγματικότητα είναι προφανής και αδιαμφισβήτητη, όπως
για παράδειγμα στην παραπάνω περίπτωσης λύσης του γάμου λόγω θανάτου του συζύγου,
διαδοχικής κύησης και γέννησης τέκνου κατόπιν σύλληψης, μετά τον θάνατο του συζύγου,
προφανώς από άλλον άνδρα. Υπό την εκδοχή φυσικά αυτή, τυχόν ασυμφωνίας της
τεκμαιρόμενης πατρότητας προς την πραγματικότητα ,μπορεί να διερευνηθεί με αγωγή
προσβολής της τεκμαιρομένης πατρότητας και να επιτευχθεί η ανατροπή του τεκμηρίου
πατρότητας κατ’ άρθρο 1467 ΑΚ103.

Η ανωτέρω διχογνωμία έχει σημαντική πρακτική σημασία ,διότι εφόσον γίνει δεκτή η
πρώτη άποψη κατά την οποία το τέκνο που γεννιέται από την δεύτερη κύηση δεν καλύπτεται
από το τεκμήριο πατρότητας του άρθρου 1465 ΑΚ, τότε θεωρείται γεννημένο εκτός γάμου και
αρκεί απλή δήλωση της μητέρας προς τον ληξίαρχο ότι είναι γεννημένο χωρίς γάμο. Επομένως
όποιος έχει έννομο συμφέρον και άρα και οι κληρονόμοι του πρώην συζύγου της μητέρας, που
φυσιολογικά , δικαιούνται να ασκήσουν την αγωγή προσβολής πατρότητας κατ' άρθρο 1467
ΑΚ, μπορεί να ασκήσει απλή αναγνωριστική αγωγή, με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας
σχέσης γονέα προς τέκνο μεταξύ του πρώην συζύγου της μητέρας και του τέκνου κατ' άρθρο
614 ΚΠολΔ. Ακόμα μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση τέκνου από τον πραγματικό πατέρα, και
με εκούσια ή δικαστική αναγνώριση κατ’ άρθρα 1475 - 1479 ΑΚ, χωρίς να είναι απαραίτητο να
προηγηθεί η προσβολή πατρότητας του πρώην συζύγου της μητέρας, υπό τις προϋποθέσεις του
άρθρου 1467 ΑΚ επ, αφού το τέκνο είναι γεννημένο χωρίς γάμο104.
Υπό την εκδοχή δε μη εφαρμογής του τεκμηρίου του άρθρου 1465 παρ. ΑΚ στην
προαναφερόμενη περίπτωση της διαδοχικής κύησης της μητέρας και της σύλληψης του
δεύτερου τέκνου μετά την ακύρωση του γάμου ή τη λύση αυτού λόγω διαζυγίου, τότε για την

103
Γεωργιάδης –Σταθόπουλος, Ερμηνεία άρθρου 1465 ΑΚ, Αστικός Κώδικας-Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος VII,
Εκδ Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν Σάκκουλα, Αθήνα 2007 – Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή, Η συγγένεια, έκδοση 2010
.σελ 133 – contra άποψη Χρ.Σταμπελου, Τεκμήρια πατρότητας, σελ 122 επ .υπερ της ερμηνευτικής συστολής της
ΑΚ 1465 παρ 1 ,ώστε να μην ισχύει το τεκμήριο για όλες τις περιπτώσεις ,εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις
που αποδέχτεια και η κρατούσα αποψη .-Εξαιρεση του κανόνα αποτελεί και η σπάνια περιπτωση που ενώ το
παιδι καταγεται βιολογικα από τον τεκμαιρόμενο πατερα ,αλλα η συλληψη του έγινε μετά την λύση του γάμου και
προφανώς από σχέσεις της μητέρας με τον πρώην σύζυγο της μετά το διαζύγιο ή την ακύρωση του γαμου ,οπου δεν
είναι δυνατη η προσβολή της πατρότητας κατ αρθρο 1467 ΑΚ .
104
Π Φιλιος, Οικογ. Δικ, έκδοση 2011 . σελ 213. – επ .

61
θεμελίωση της πατρότητας του πρώην συζύγου, απαιτείται αναγνώριση του τέκνου εκούσια ή
δικαστική.
Και φυσικά η πλέον κρατούσα άποψη από όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις , είναι η
πρώτη με βάση και μονον τα πλεονεκτήματα που έχει .
Αντίθετα, εάν γίνει δεκτή η δεύτερη άποψη, τότε το παιδί θεωρείται γεννημένο σε γάμο
κατά άρθρο 1465 ΑΚ με όλες τις επαγόμενες έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και
εκείνη, ότι εφόσον αμφισβητηθεί η πατρότητα, μπορεί να επιτευχθεί αυτό δια της δικαστικής
προσβολής της πατρότητας κατ άρθρο 1467 ΑΚ επ. από τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 1469
ΑΚ.
Γενικά δε η ασφάλεια δικαίου με βάση την λειτουργία του τεκμηρίου της ΑΚ 1465 παρ 1
ΑΚ ,ακόμα και για την περίπτωση της τεχνητής γονιμοποίησης επιβάλλει την
αυτοματοποιημένη εφαρμογή του τεκμηρίου σε όλες τις περιπτώσεις συνδρομής των όρων της
ΑΚ 1465 παρ 1, και χωρίς να εξετάζεται τυχόν υπάρχουσα ασυμφωνία αυτής με την
πραγματικότητα .Ειδικά δε για την ετερόλογη γονιμοποίηση ,όπου μεσολαβεί η αρχή της
κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας και δεν ισχύει η παραδοσιακή μορφή καταγωγής από
γάμο που αποτελεί και την βάση του τεκμηρίου πατρότητας ,το βουλητικό στοιχείο που
θεμελιώνει την νομική συγγένεια στην ετερόλογη γονιμοποίηση ,αντικαθιστώντας την
βιολογική αλήθεια , δηλαδή την συναίνεση του τεκμαιρόμενου πατέρα κατ άρθρο 1456 ΑΚ
,δεν τίθεται εκ του νόμου ως προυπόθεση για την ισχύ του τεκμηρίου ,παρά αντιθέτως αποτελεί
αρνητική προυπόθεση για την προσβολή πατρότητας κατ άρθρο 1471 ΑΚ παρ 2 .

Θεμελίωση της πατρότητας σε περίπτωση παρατεταμένης κυοφορίας

Η εφαρμογή του τεκμηρίου πατρότητας του άρθρου 1465 παρ. 1 ΑΚ προϋποθέτει ότι το
τέκνο που γεννιέται μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει η εν λόγω διάταξη, αποκτά αυτοδικαίως
την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο, και πατέρας αυτού τεκμαίρεται ο σύζυγος της
μητέρας του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε περίπτωση γέννησης του τέκνου μετά την πάροδο
των 300 ημερών από την λύση ή την ακύρωση του γάμου, ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί η
πατρότητα του πρώην συζύγου της μητέρας του, παρά τουναντίον κατά την παρ. 3 του άρθρου
1465 ΑΚ, απαιτείται η απόδειξη της πατρότητας από εκείνον που την επικαλείται105.
Από την ερμηνεία του άρθρου 1465 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι με αυτό ρυθμίζεται η
περίπτωση όπου η μητέρα συλλαμβάνει το τέκνο από γενετήσια σχέση με τον σύζυγο της κατά

105
Π. Φίλιος, έκδοση 2011 σχολ. 1465 ΑΚ, όπου γίνεται αναφορά ότι την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου χωρίς
γάμο των γονέων του, ότι την αποκτά και εκείνο του οποίου η τεκμαιρόμενη πατρότητα προσβλήθηκε επιτυχώς.

62
την διάρκεια του γάμου, αλλά το τέκνο γεννιέται μετά την παρέλευση τριακοσίων ημερών από
την λύση ή την ακύρωση του γάμου.
Αντιθέτως δεν καλύπτει τα τέκνα που συνελήφθησαν από σαρκικές σχέσεις των πρώην
συζύγων μετά την λύση ή ακύρωση του γάμου, παρότι σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής
επιστήμης, η κυοφορία μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο από 300 ημέρες106.
Το άρθρο 1465 ΑΚ παρ 3 για την απόδειξη της πατρότητας, προϋποθέτει ότι το τέκνο
δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από άλλο γάμο [επόμενο], διότι άλλως θα πρέπει να
προηγηθεί η ανατροπή της τεκμαιρόμενης πατρότητας από τον επόμενο γάμο, ώστε να καταστεί
δυνατή η απόδειξη της πατρότητας του προηγούμενου συζύγου, κατ' άρθρο 1465 ΑΚ παρ 3107.
Εν αντιθέσει τυχόν αναγνώριση του τέκνου δεν αποκλείει την απόδειξη καταγωγής του
από τον πρώην σύζυγο, κατά την διάταξη του άρθρου 1465 ΑΚ παρ 3, οπόταν μόλις καταστεί
αμετάκλητη η εκδοθείσα απόφαση επί της αγωγής αναγνώρισης της ύπαρξης σχέσης ανάμεσα
σε πατέρα προς τέκνο, η προηγηθείσα αυτης αναγνώριση, είναι ανίσχυρη .
Επιπλέον εφόσον , λυθεί ο γάμος με διαζύγιο λόγω αφάνειας, η προθεσμία των 300
ημερών του άρθρου 1465 ΑΚ υπολογίζεται όχι από την αμετάκλητη λύση του γάμου, αλλά από
την ημέρα που ορίσθηκε δικαστικά ως χρόνος έναρξης της αφάνειας κατ άρθρο 48 παρ 2 ΑΚ.

Αναγνωριστική αγωγή ύπαρξης σχέσης πατρότητας - κατ' άρθρο 1465 παρ 3 ΑΚ

Το παιδί που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο του άρθρου 1465παρ 1 ΑΚ και δεν
θεμελιώνει νομική πατρότητα ,επειδή δεν συντρέχουν οι προυποθέσεις των άρθρων 1465 παρ 1
και 1466 ΑΚ ,ή εφόσον αμετάκλητα έχει γίνει δεκτή η αγωγή προσβολής πατρότητας ,
δικαιούται να ασκήσει την αγωγή του άρθρου 614 ΚΠολ Δ για την αναγνώριση της μη
ύπαρξης γονέα και τέκνου ,δηλαδή μεταξύ παιδιού και του συζύγου της μητέρας ..
Η αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 614 Κπολδ , διαφέρει από την διαπλαστική αγωγή
προσβολής της πατρότητας του άρθρου 1467 ΑΚ ,καθόσον στην πρώτη αγωγή αντικείμενο της
δίκης αποτελεί η αναγνώριση της ύπαρξης νομικής συγγένειας του παιδιού με ορισμένο άνδρα
,λόγω εφαρμογής ή μή των τεκμηρίων πατρότητας ,των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ .,εν
αντιθέσει με την αγωγή προσβολής της πατρότητας , η οποία προυποθέτει θεμελιωμένη
πατρότητα του συζύγου της μητέρας , με βάσει τα άρθρα 1465 και 1466 ΑΚ ,την ανατροπή της
οποίας επιδιώκει, αποδεικνύοντας ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πραγματικα ή ότι ήταν φανερά
αδύνατο να συλλάβει από τον σύζυγο της και έτσι στην μία περίπτωση αμφισβητειίται ότι το

106
Θ Παπαχρίστου, Εγχειρ, Οικ Δικ 2005-2009 σελ 259 επ- Π Φίλιος 2011 – Ε Κουνουγέρη -Μανωλεδάκη, Οικ
δικ. άρθρο 1465 ΑΚ
107
Χριστ Σταμπέλου σε Γεωργιάδη –Σταθόπουλο, άρθρο 1465 ΑΚ σελ 745 – Τεκμήρια Πατρότητας 1992 σελ 239-
242 επ.

63
παιδί έχει ως πατέρα τον εκ του νόμου σύζυγο της μητέρας του ,ενώ στην δεύτερη , έχει ήδη
θεμελιωμένη πατρότητα και ζητά την ανατροπή της ,με προσφυγή στην βιολογική αλήθεια ,η
οποία μάλιστα βιολογική καταγωγή από τον σύζυγο της μητέρας εξετάζεται μόνον στα πλαίσια
της αγωγής προσβολής πατρότητας και όχι εκείνης της 614 ΚΠολ Δ ,όπου εξετάζεται μόνον η
συνδρομή ή όχι των προυποθέσεων εφαρμογής των τεκμηρίων πατρότητας .
Για τον ίδιο δε λόγο οι δύο αγωγές αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τον νόμο και
συγκεκριμένα η μεν αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 614 ΚπολΔ είναι απρόθεσμη και μπορεί
να ασκηθεί από οιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ,εν αντιθέσει με την αγωγή προσβολής
πατρότητας του άρθρου 1470 ΑΚ, που περιορίζεται τόσον χρονικά, όσο και ποσοτικά με την
νομιμοποίηση συγκεκριμένου κύκλου ατόμων που μπορούν να ασκήσουν αυτήν , μολονότι έχει
υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη να περιορισθούν και οι δικαιούχοι της αγωγής του άρθρου
614 Κπολ Δ ερμηνευτικά και να μην διαφοροποιούνται από εκείνους του άρθρου 1470 ΑΚ .108
΄Ετσι ο έχων έννομο συμφέρον δικαιούται να ασκήσει αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της
ύπαρξης πατρότητας του πρώην συζύγου εναντίον των προσώπων που ορίζουν τα άρθρα 619
παρ 2 ΚΠολΔ και 614 ΚΠολΔ παρ 1, αιτούμενος ότι η σύλληψη του τέκνου έλαβε χώρα κατά
την διάρκεια του γάμου που λύθηκε η ακυρώθηκε και ότι η κυοφορία διήρκεσε περισσότερο από
300 ημέρες από την λύση ή την ακύρωση του γάμου.
Όταν εκδοθεί η αμετάκλητη απόφαση επί της αναγνωριστικής αγωγής της πατρότητας
κατά άρθρο 1465 παρ 3, σε συνδυασμό και με το άρθρο 614 ΚΠολΔ ,το τέκνο αποκτά την
ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο κατ' άρθρο 1465 ΑΚ και όχι του άρθρου 1484 ΑΚ, με
όλες τις προβλεπόμενες έννομες συνέπειες, ως και την δυνατότητα διόρθωσης της ληξιαρχικής
πράξης γέννησης109.

Συγκριτικά δε με τον θεσμό της δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας –1479 ΑΚ

Η δυνατότητα που παρέχει η διάταξη του άρθρου 1465 παρ 3 ΑΚ δεν σχετίζεται με την
δικαστική αναγνώριση του άρθρου 1479 ΑΚ, καθότι η διάταξη του 1465 ΑΚ αναφέρεται στην
περίπτωση που το τέκνο γεννήθηκε από παρατεταμένη κυοφορία μετά από σύλληψη εντός
γάμου, και αρκείται απλά στην απόδειξη των δυο σωρευτικά πραγματικών γεγονότων, δηλαδή
κατά πρώτον της σύλληψης κατά την διάρκεια του γάμου και κατά δεύτερον της διάρκειας της
110
κυοφορίας πέραν των 300 ημερών . Αντίθετα η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας,

108
Π Πρωτ Ηρ 126/2000 με θετικά σχολια από Χρ Σταμπελου .ρ
109
Σχόλια Φουντεδάκη σε Γεωργιάδη –Σταθόπουλο άρθρο 1465 ΑΚ –ΕΦ Θεσ 2571-/1996 σελ 1088, Π. Πρωτ.
Καβ. 263/1999 Αρμ./2001
110
Π Φίλιος, έκδοση 2011 άρθρο 1465 ΑΚ, όπου αναφέρει ότι πρόκειται όχι για απλή αναγνωριστική αγωγή, αλλά
για διαπλαστική αγωγή απόδειξης της πατρότητας, που προσιδιάζει με την δικαστική αναγνώριση πατρότητας του
άρθρου 1479 ΑΚ .

64
ασκείται από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο 1479 ΑΚ πρόσωπα και υπο τις
προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, με βάση την απόδειξη της βιολογικής καταγωγής του τέκνου
από τον φερόμενο ως πατέρα αυτού.

Θεμελίωση της πατρότητας σε μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ΑΚ -1465-παρ 2 και 3


.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην νέα διάταξη του άρθρου 1465 παρ. 2 ΑΚ, το τέκνο που
γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, έχει την ιδιότητα του τέκνου
γεννημένου σε γάμο, εφόσον έχει εκδοθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 1457 ΑΚ δικαστική
άδεια. Εάν όμως η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση έγινε χωρίς προηγούμενη δικαστική
άδεια, τότε ισχύει το άρθρο 1465 παρ 3 ΑΚ, δηλαδή θα πρέπει η πατρότητα να αποδεικνύεται
από εκείνον που την επικαλείται.
Μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση κατ άρθρο 1457 ΑΚ, θεωρείται η τεχνητή
γονιμοποίηση που πραγματοποιείται μετά τον θάνατο του συζύγου και εμπεριέχει τόσο την
γονιμοποίηση της γυναίκας με την χρήση κρυοσυντηρημένου γεννητικού υλικού του ήδη
αποβιώσαντος ατόμου και το οποίο λαμβάνει μετά τον θάνατο του συζύγου της [μεταθανάτια
γονιμοποίηση εν στενή εννοία], όσο και την εμφύτευση του ήδη γονιμοποιημένου ωαρίου μετά
τον θάνατο του συζύγου [γονιμοποίηση εν ευρεία εννοία]. Έτσι η διάταξη του άρθρου 1465 παρ
2 ΑΚ εισάγει ένα πλάσμα δικαίου111.

Θεμελίωση πατρότητας σε δικαστική άδεια .1465 ΑΚ παρ 2 – 1457 ΑΚ


Προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1465 παρ 2 ΑΚ, αποτελεί η παροχή
άδειας από το αρμόδιο δικαστήριο, για την μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση υπό την
συνδρομή των όρων του άρθρου 1457 ΑΚ, και η οποία δικαστική άδεια αποδυναμώνεται μετά
την παρέλευση διετίας από τον θάνατο του συζύγου, και επομένως εάν η τεχνητή γονιμοποίηση
γίνει μετά την πάροδο της διετίας, τότε η πατρότητα δεν θεμελιώνεται στην δικαστική άδεια,
παρά αντιθέτως απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης μετά από άσκηση αναγνωριστικής
αγωγής κατ' άρθρο 1465 παρ. 3 ΑΚ.

Θεμελίωση πατρότητας χωρίς δικαστική άδεια - ΑΚ 1465 παρ 3

111
Σχολ 1465 ΑΚ, Θ. Παπαχρίστου Εγχ.Οικ. δικ 2005 -2009 σελ 260, -Π Φίλιος, έκδοση 2011 –όπου αναφέρεται
ότι όταν η συναίνεση στην υποβολή της τεχνητής γονιμοποίησης παρέχεται από τον σύντροφο της μητέρας, τότε η
πατρότητα του συντρόφου θεμελιώνεται κατά πλάσμα δικαίου στην αναγνώριση κατ' άρθρο 1475 ΑΚ - Ε
Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη – Μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση και πρόωρη γέννηση -

65
Η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση που έγινε χωρίς την προβλεπόμενη από τον νόμο
δικαστική άδεια ,δεν δημιουργεί το ανωτέρω πλάσμα δικαίου, δηλαδή παιδιού γεννημένο σε
γάμο .Το ίδιο ισχύει και όταν αυτή έγινε μετά την πάροδο των δυο ετών που προβλέπει ο νόμος
από τον θάνατο του συζύγου, εφόσον έχει καταστεί ανίσχυρη κατ άρθρο 1457 ΑΚ.
Για την θεμελίωση της πατρότητας του νεκρού συζύγου, απαιτείται η έκδοση δικαστικής
απόφασης που δέχεται την αναγνωριστική αγωγή της πατρότητας, το βάρος απόδειξης της
οποίας έχει εκείνος που την επικαλείται κατ άρθρο 1465 ΑΚ παρ. 3 και 614 ΚπολΔ]. Έτσι το
τέκνο που γεννιέται από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση χωρίς δικαστική άδεια, ή μετά από
την πάροδο της διετίας, κατά τα προαναφερόμενα, έχει κατ' αρχήν την ιδιότητα του τέκνου
γεννημένου χωρίς γάμο, αλλά και αποκτά την ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο με πατέρα
τον θανόντα σύζυγο, μόνον αφής γίνει δεκτή η ασκηθείσα αναγνωριστική αγωγή πατρότητας ,
κατ' άρθρο 1465 παρ 3 ΑΚ112.
Ως προς την απόδειξη της πατρότητας ισχύουν τα προαναφερόμενα, πλην της δυσκολίας
που δημιουργεί ο θάνατος του συζύγου και που ενδεχόμενα ενίοτε μπορεί να διαταχθεί και η
εκταφή του πτώματος.
Για την περίπτωση δε που ένα τέκνο γεννηθεί με μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση χωρίς
δικαστική άδεια εντός 300 ημερών από τον θάνατο του συζύγου, ανακύπτει εύλογα το ερώτημα
,εάν θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 1465 παρ 3 ΑΚ ή αντιθέτως του άρθρου 1465
ΑΚ παρ 1, ενόψει του γεγονότος ότι το τέκνο γεννήθηκε εντός των χρονικών ορίων της διάταξης
του τελευταίου άρθρου .Εν προκειμένω ,εάν γίνει δεκτή η πρώτη εκδοχή, τότε για την
θεμελίωση της πατρότητας απαιτείται η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής πατρότητας, ενώ
αντιθέτως κατά την δεύτερη εκδοχή της διάταξης του άρθρου 1465 ΑΚ, το τέκνο θεωρείται
αυτομάτως από την γέννηση του, ως γεννημένο εκτός γάμου, με πατέρα τον θανόντα χωρίς να
χρειάζεται η άσκηση της σχετικής αγωγής.

Τεκμήριο πατρότητας στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης

Ο νόμος 3719/2008 θέσπισε ένα νέο τεκμήριο πατρότητας κατ’ αναλογία με αυτό που
προβλέπεται στο άρθρο 1465 ΑΚ. Εννοιολογικά ορίζεται η συμφωνία δύο ετερόφυλων ενηλίκων
ατόμων, με την οποία οργανώνουν την συμβίωση τους και κατ ουσίαν θεωρείται ως
εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και δεν αποτελεί κατά το γράμμα του νόμου μορφή
χαλαρού γάμου .Στην ελεύθερη συμβίωση κυριαρχεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων
112
Θ Παπαχρίστου, Εγχ. οικ,δικ 2005 -2009 - Τεχνητή αναπαραγωγή – Π. Φίλιος, έκδοση 2011-
Ε Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση και πρόωρη γέννηση -Ίδρυση συγγένειας
ΧριΔ 2005 σελ 97, όπου σε περίπτωση μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης με τη συναίνεση του συντρόφου της
μητέρας, με την αποδοχή της αγωγής, πατέρας του τέκνου καθίσταται ο σύντροφος με εκούσια αναγνώριση κατά
πλάσμα δικαίου.

66
και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας ,όπως συμβαίνει με τον γάμο . Η συμβίωση δημιουργεί στενό
ηθικό δεσμό μεταξύ των ατόμων ,διότι συνυφαίνεται με την προσωπικότητα αυτών,ενώ ο
δεσμός ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την απόκτηση τέκνων. Η φύση του δεσμού γεννά
επίσης μεταξύ των προσώπων ιδιαίτερα ηθικά καθήκοντα και υποχρεώσεις κοινωνικής
ευπρέπειας ,χωρίς να αναιρεί τον ηθικό χαρακτήρα της συμβίωσης η υπάρχουσα ελευθερία
αυτης ,εν αντιθέσει με την αναγκαστική επιβολή της συμβίωσης που ενίοτε την εκμηδενίζει,και
εξ αυτού η σύγχρονη πλέον διεθνής τάση τείνει να απλοποιήσει την λύση του γάμου και να
διατηρηθεί ο ηθικός χαρακτήρας του,θεσπίζοντας την διαδικασία έκδοσης συναινετικού
διαζυγίου , ή την λύση του γάμου με αντικειμενικό κλονισμό μετά από διετη διάσταση κλπ..
Οι διατάξεις του συμφώνου συμβίωσης περιέχουν αναγκαστικό δίκαιο ,ενώ η οργάνωση
της συμβίωσης από τα ενδιαφερόμενα μέρη περιέχει ενδοτικό δίκαιο ,καθότι βασίζεται στη
βούληση των μερών και οι σχετικές αποφάσεις αυτών σχηματίζονται ελεύθερα στο πλαίσιο
των περιορισμών του ορίζει ο νόμος και τα χρηστά ήθη ,όπως αντίστοιχα και οι υποχρεώσεις
που γεννώνται από αυτές, έχουν ενοχικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζουν τρίτους ,αλλά ούτε και
έχουν απόλυτη ισχύ όπως για παράδειγμα η συμφωνία για κοινοκτημοσύνη δεν ενεργεί
εμπραγμάτως ,ομοίως και η συμφωνία για παροχή διατροφής κατά την διάρκεια του
συμφώνου, επέχει θέση συμφωνίας για παροχή προσόδου.
Η σχέση των μερών διαπνέεται από την καλή πίστη και οι συμφωνίες αυτών ,δηλαδή
δικαιώματα και υποχρεώσεις ερμηνεύονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 200,281,288 ΑΚ
,ενώ η συμβίωση στο πλαίσιο του γάμου είχε κατά βάση ως πρότυπο την συμβίωση στο γάμο
και συνεπώς αναλογικά δεν αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν στο γάμο και
στην συμβίωση από το σύμφωνο.Κατά τις διαταξεις του αρθρου 8 του Ν 3719/2008
τεκμαιρόμενος πατέρας του τέκνου θεωρείται εκείνος με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το
σύμφωνο εφόσον το τέκνο γεννήθηκε κατά τη διάρκεια ισχύος συμφώνου συμβίωσης ή εντός
τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση ακυρότητας του και επομένως η συγγένεια
του προσώπου με τον πατέρα και τους συγγενείς του θεμελιώνεται από την κατάρτιση του
συμφώνου συμβίωσης της μητέρας με τον πατέρα , και το οποίο αποκτά νομική ισχύ από την
στιγμή που θα κατατεθεί αντίγραφο του στον αρμόδιο ληξίαρχο.113
Το τεκμήριο ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και σύμφωνα με το αρθρο 8 παρ
1 αυτού, εφαρμόζονται αναλογικά τα αρθρα 1466 ΑΚ και 614 επ. ΚπολΔ .

113
Χρ.Σταμπελου –Λυση του συμφωνιου συμβιωσης –Τεκμηρια πατρότητας –Εφαρμογές ΑΚ 2009 σελ 13 οπου
προτείνεται η αναλογική εφαρμογή των διαταξεων του Ν.3719/2008 ως προς την θεμελιωση της συγγενειας και τις
σχέσεις του τέκνου με τους γονείς του και τις ελεύθερες ενώσεις γενικοτερα χωρις συμφωνο συμφωνο συμβιωσης
..

67
Η ακυρότητα ή ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει την πατρότητα των τέκνων ,το
οποίο αποκτά συγγένεια με τους γονείς και τους συγγενείς αυτών ,όπως αντίστοιχα αποκτά και
ο γεννημένο σε γαμο τέκνο .
Στις δικαιολογητικές βάσεις του νέου αυτού μαχητού τεκμηρίου πατρότητας
συγκαταλέγεται αφενός η κρατούσα ηθική που αποδέχεται την ύπαρξη γενετήσιων σχέσεων στα
πλαίσια του Συμφώνου Συμβίωσης και αφετέρου η κοινωνική ηθική και εμπειρία ότι κατά
κανόνα ο σύντροφος με τον οποίο η μητέρα έχει συνάψει το σύμφωνο είναι ο βιολογικός
πατέρας του παιδιού της114. Προβλέπεται ωστόσο και η δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου
με βάσει τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν την προσβολή πατρότητας τέκνου
γεννημένου σε γάμο (1466 ΑΚ επ), όπως και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ να εφαρμόζονται
αναλογικά.
Ωστόσο στη γραμματική διατύπωση του Ν 3719/2008 δεν επαναλαμβάνεται η θεμελίωση
πατρότητας σε περίπτωση παρατεταμένης κυοφορίας που ισχύει κατ' άρθρο 1465 παρ. 3 ΑΚ.
Λαμβάνοντας υπόψη όμως το πνεύμα του νόμου που αποσκοπεί στην νομική προστασία
των τέκνων που προέρχονται από σύμφωνο συμβίωσης, θα πρέπει να γίνει δεκτή η κατ'
αναλογία ισχύ του άρθρου 1465 παρ. 3 ΑΚ. Με την ίδια προοπτική επιλύεται και το ζήτημα του
νομοθετικού κενού που δημιουργείται με την έλλειψη πρόβλεψης ρύθμισης της πατρότητας σε
περίπτωση διενέργειας post mortem τεχνητής γονιμοποίησης. Η επέκταση της ρύθμισης της
διάταξης 1465 ΑΚ παρ. 2 και 3. ώστε να καταλαμβάνει και τα τέκνα που προέρχονται από
μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση για την οποία έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος εκ του νόμου
τύπος κρίνεται ως η ορθότερη λύση.

Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο.


Αναφορικά δε με την εφαρμογή του τεκμηρίου πατρότητας στα πλαίσια του Ιδιωτικού
Διεθνούς δικαίου, προϋποτίθεται ως βάση ο προηγούμενος έλεγχος του υποστατού γάμου κατά
το εφαρμοστέο δίκαιο, όπως αυτό καθορίζεται από το άρθρο 13 ΑΚ. Όσον αφορά δε την κρίση
περί ιδιότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο, εφαρμογή έχουν τα άρθρα 14 και 17 ΑΚ που
αφορούν το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις της μητέρας με τον σύζυγο της κατά τον
χρόνο γέννησης του τέκνου ή εφόσον έχει ήδη λυθεί ο γάμος πριν από την γέννηση, κατά τον
χρόνο λύσης του γάμου .115
Η ρύθμιση του τεκμηρίου του άρθρου 1465 ΑΚ συμβαδίζει με τα διδάγματα της κοινής
πείρας και της ιατρικής επιστήμης και αναφέρεται σε λόγους επιείκειας.

114
Β. Βαθρακοκοίλης, Το σύμφωνο συμβίωσης και οι τροποποιήσεις Οικογενειακού Δικαίου, Αθήνα 2009
115
ΑΠ ΟΛ 9/2009 ΝΟΜΟΣ.

68
Σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι σύζυγοι έχουν κατά κανόνα γενετήσιες
σχέσεις, που ανάγονται στην υποχρέωση της έγγαμης συμβίωσης, και από τις οποίες σχέσεις
θεωρείται ότι η μητέρα κατά κανόνα συλλαμβάνει από τον σύζυγο της. Για τους ίδιους δε
λόγους το τεκμήριο πατρότητας μεταφέρθηκε και στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης του
άρθρου 8 Ν 3719/2008116.
Άλλωστε και από τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, έχει γίνει δεκτό, ότι η διάρκεια της
κυοφορίας σπανίως υπερβαίνει τις 300 ημέρες και έτσι εύλογος θεωρείται ο χρονικός
περιορισμός της ισχύος του τεκμηρίου αναφορικά με το πρώτο εδάφιο της διάταξης του άρθρου
1465 ΑΚ.
Η εισαγωγή του τεκμηρίου θεωρείται επιτυχής ,ενόψει της δυσκολίας απόδειξης της
πατρότητας, ειδικά όταν αυτή αφορά πατρότητα με φυσικό τρόπο, αφού παρά τα όποια
προβλήματα δημιουργεί , είναι προτιμότερη από το να παραμείνει εκκρεμής η νομική
συγγένεια του τέκνου προς τον πατέρα του.
Συμπερασματικά με βάση τα προεκτιθέμενα υποστηρίζεται ορθά ,ότι η θεμελίωση της
πατρότητας στο γάμο λειτούργει ισότιμα ως αναγνώριση τέκνου κατ άρθρο 1463 ΑΚ, αλλά και
πλεονεκτεί σε σύγκριση με αυτήν, καθότι στην πρώτη περίπτωση ιδρύεται αυτόματα με την
γέννηση του τέκνου εντός γάμου ή εντός 300 ημερών από την λύση ή ακύρωση του και χωρίς
άλλη διαδικασία, πράξη αρχής ή βούληση του ιδίου του τεκμαιρόμενου πατέρα, εν αντιθέσει με
την δεύτερη περίπτωση, όπου μεσολαβεί η εκ του νόμου διαδικασία εκούσιας ή δικαστικής
αναγνώρισης, ενώ παρά την εξομοίωση των αναγνωρισμένων τέκνων με τέκνα γεννημένα σε
γάμο, ανακύπτουν και μικρότερης σημασίας διαφορές [όπως πχ γονική μέριμνα, επωνυμία κλπ
κατ' άρθρο 1484 και 1473 ΑΚ].

Σύγκρουση τεκμηρίων - 1466 ΑΚ

Το άρθρο αυτό επιλύει την περίπτωση που μετά την λύση ή την ακύρωση του γάμου και
μέσα στις τριακόσιες ημέρες από τον θάνατο του συζύγου ή την αμετάκλητη απόφαση που
ακυρώνει ή λύνει τον γάμο με διαζύγιο ,η γυναίκα συνάψει νέο γάμο και μέσα πάντοτε στο
χρονικό διάστημα των τριακοσίων ημερών να γεννήσει .Εν προκειμένω ,συγκρούονται δύο
αντιφατικά τεκμήρια και συγκεκριμένα το τεκμήριο καταγωγής από τον πρώτο γάμο της
μητέρας [όταν το τέκνο γεννήθηκε μέσα στις τριακόσιες ημέρες από την λύση ή την ακύρωση
του και το τεκμήριο καταγωγής από τον δεύτερο γάμο της κατά την διάρκεια του οποίου
γεννήθηκε το τέκνο ].

116
Χρ. Σταμπέλου Λύση του Συμφώνου Συμβίωσης -Τεκμήριο Πατρότητας Εφ ΑΔ 2009 σελ 13 επ -Ε
Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη, Οικ δικ 2012 –Θ. Παπαχρίστου, Εγχ .Οικ δικ 2005 σελ 256 – Φουντεδάκη σε
Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΑΚ 1465.

69
Και επειδή φυσικά δεν νοείται να τεκμαίρεται οτι το τέκνο έχει δύο πατέρες και να
προκαλείται σύγχυση και ανασφάλεια δικαιου , η διάταξη του άρθρου 1466 ΑΚ επιλύει την
σύγκρουση , θεσπίζοντας νέο τεκμήριο,σύμφωνα με το οποίο υπερισχύει το τεκμήριο
πατρότητας του δεύτερου χρονικά συζύγου και εφόσον αυτό ανατραπεί δικαστικά με
αμετάκλητη απόφαση ,αναβιώνει και επαναλειτουργεί το τεκμήριο καταγωγής από τον
προηγούμενο γάμο .117
Ειδικώτερα για την επίλυση της σύγκρουσης των τεκμηρίων πατρότητας που ανακύπτει
στην περίπτωση διαδοχικών γάμων της μητέρας ,ο νομοθέτης καθιέρωσε το τεκμήριο υπερ του
δεύτερου χρονικά συζύγου ,υπό το σκεπτικό ότι με βάσει τα διδάγματα της κοινής πείρας και
λογικής ,μεταξύ των δύο συζύγων ,δηλ του παλαιού που εκλείπει, είτε αιτία θανάτου ,διαζυγίου
,κλπ και του νέου συζύγου ,ότι πιο πιθανό είναι το τέκνο να προέρχεται από τον δεύτερο
σύζυγο.
Η εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού προυποθέτει .1]. Την γέννηση του τέκνου πριν την
παρέλευση τριακοσίων ημερών από την λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του και
2.]Την σύναψη νέου γάμου της μητέρας πριν από την γέννηση του παιδιού ,δηλαδή και στις δυό
περιπτώσεις θα πρέπει να υφίσταται το τεκμήριο καταγωγής από γάμο .
Εάν γίνει ει δεκτη η αγωγή προσβολής πατρότητας του δεύτερου συζυγου ,το παιδί χάνει
την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο, και πλέον καλύπτεται από το τεκμήριο της
πατρότητας του πρώτου συζύγου και μάλιστα αναδρομικά από την γέννηση του .Εαν δε
ανατραπεί η πατρότητα και του πρώτου συζύγου ,τότε το παιδί δεν καλύπτεται πλέον από το
τεκμήριο καταγωγής από γάμο ,και θεωρείται παιδί γεννημένο εκτός γάμου ,με μόνη
δυνατότητα θεμελίωσης της πατρότητας αυτού με εκούσια ή δικαστική αναγνώριση .
Ο πρώτος σύζυγος δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την αγωγή προσβολής της
τεκμαιρόμενης πατρότητας του δεύτερου συζύγου, για να γίνει ο ίδιος πατέρας του παιδιού ,ενώ
συγχρόνως έχει δημιουργηθεί και το ερώτημα, εάν ο πρώτος σύζυγος δικαιούται να προσβάλει
την πατρότητα του δεύτερου συζύγου ,εάν ενδεχόμενα είχε την ιδιότητα του άνδρα με τον
οποίο η μητέρα είχε μόνιμη σχέση και σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της
σύλληψης κατ άρθρο 1469 παρ 5 ΑΚ , και ενώ φυσικά η μητέρα δεν βρισκόταν σε διάσταση
με τον τεκμαιρόμενο πατέρα επόμενο σύζυγο της ,αφού δεν τον είχε ακόμα παντρευτεί .Εν
προκειμένω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι νομιμοποιείται ενεργητικά και ο πρώτος σύζυγος με
τον οποίο η μητέρα ήταν παντρεμένη κατά τον κρίσιμο διάστημα της σύλληψης και αποδεικνύει
ότι είχε και σαρκικές σχέσεις μαζί του .Τότε όμως αν γίνει δεκτή η προσβολή της πατρότητας
του δεύτερου συζύγου ,δεν θα ισχύσει το άρθρο 1472 παρ 2 ΑΚ ,παρά θα ενεργοποιηθεί το

117
Χρι,Σταμπελου ,τα τεκμηρια πατροτητας από γαμο κατά τον ΑΚ –θεωρηση υπο το πρισμα της βιολογικης
αληθειας και της ισοτητας σλ 221-229 Αρμ 1985 σελ 350-351.

70
τεκμήριο πατρότητας του πρώτου συζύγου και το παιδί δεν θα θεωρείται ως παιδί δικαστικά
αναγνωρισμένο από εκείνον ,παρά παιδί γεννημένο σε γάμο του πρώτου συζύγου .118
Ειδικά δε για την πατρότητα του πρώτου συζύγου που τεκμαίρεται, αν ανατραπεί η
πατρότητα του δεύτερου συζύγου ,και ο πρώτος σύζυγος μπορεί να την προσβάλλει ,εκτός και
εάν έχει περάσει αρκετά μεγάλο διάστημα από την γέννηση του τέκνου ,θέμα για το οποίο ως
ορθότερη πλέον άποψη έχει επικρατήσει ότι αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας ,
αποτελεί η γνώση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η
προσβολή πατρότητας του δεύτερου συζύγου κατά αρθρο 1470 ΑΚ .Η λύση αυτή συμβαδίζει
αναλογικά και με την διάταξη του ΑΚ 1483 παρ 2 και ισχύει και για τους γονείς του πρώτου
συζύγου ,καθώς και για την μητέρα του τέκνου ,όχι όμως και για το δικαίωμα του παιδιού ,αφού
η μεγάλη διάρκεια της προθεσμίας για αυτό καλύπτει την περίπτωση .

Ανατροπή του τεκμηρίου 1466 ΑΚ

Το τεκμήριο του άρθρου 1466 ΑΚ ανατρέπεται όπως και το αντίστοιχο τεκμήριο του
άρθρου 1465 ΑΚ, μόνον μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που δέχεται την
κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή προσβολής πατρότητας, που ασκείται από τα αναφερόμενα στο
άρθρο 1469 ΑΚ πρόσωπα και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1467 ΑΚ συνδυαστικά και με
το άρθρο 614 ΚΠολΔ.
Εφόσον γίνει δεκτή και καταστεί αμετάκλητη η εκδοθείσα απόφαση προσβολής
πατρότητας του δεύτερου συζυγου, το τέκνο δεν χάνει την ιδιότητα του ως γεννημένο σε γάμο,
αλλά τεκμαίρεται ότι κατάγεται από τον πρώτο σύζυγο της μητέρας του και μάλιστα αναδρομικά
από την γέννηση του, κατ' άρθρο 1466 ΑΚ και έτσι στην πραγματικότητα , το τεκμήριο
καταγωγής από τον πρώτο γάμο επαναλειτουργεί και αναβιώνει.
Έχει επίσης υποστηριχθεί και η τρίτη άποψη, που βέβαια σπανίζει, ότι σε περίπτωση
σύγκρουσης τριών τεκμηρίων πατρότητας, ισχύει η ίδια λύση, δηλ . το τέκνο τεκμαίρεται ότι
κατάγεται από τον τρίτο γάμο, και αν προσβληθεί η πατρότητα αναβιώνει το τεκμήριο από τον
δεύτερο γάμο και κατ’ ακολουθίαν, αν προσβληθεί και αυτό το τεκμήριο, αναβιώνει το
τεκμήριο από τον πρώτο γάμο119.
Ως εκ τούτου εφόσον το τεκμήριο πατρότητας του πρώτου συζύγου είναι μαχητό,
συνακόλουθα είναι δυνατή και η ανατροπή του τεκμηρίου αυτού υπέρ του πρώτου συζύγου με
αμετάκλητη απόφαση, μετά την έκδοση της οποίας το τέκνο χάνει την ιδιότητα του ως

118
Χρ.Σταμπελου η οποια τάσσεται υπερ της δυνατότητας προσβολής πατρότητας από τον πρώτο σύζυγο σε κάθε
περιπτωση .Τεκμηρια πατροτητας από γαμο κατά τον ΑΚ σελ 221-229.
119
Χρ.Σταμπελου - Τεκμήρια πατρότητας από γάμο, υπό το πρίσμα της βιολογικής αλήθειας και της ισότητας
σελ 221-229 . Β Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ άρθρο 1466 ΑΚ

71
γεννημένο σε γάμο με όλες τις εξ αυτού συνέπειες κατ' άρθρο 1472 ΑΚ. Επομένως, μπορεί να
αναγνωρισθεί, εκούσια ή δικαστικά από τον αληθινό πατέρα αυτού, ο οποίος θα είναι τρίτο
πρόσωπο σε σχέση με τους άνω δυο συζύγους της μητέρας, κατά άρθρο 1475 και 1479 ΑΚ, ενώ
κατά τα λοιπά ισχύει το άρθρο 1465 ΑΚ.

Δικαίωμα προσβολής πατρότητας ως προς τον πρώτο σύζυγο.

Το πρώτο θέμα που ανακύπτει ως προς το δικαίωμα προσβολής της πατρότητας του
πρώτου συζύγου, είναι ότι μετά από την επιτυχή ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από τον
δεύτερο γάμο, αναζητείται το χρονικό διάστημα από το οποίο ξεκινά η αποσβεστική προθεσμία
του άρθρου 1470 ΑΚ, και η οποία κατά την ορθότερη άποψη ξεκινά από την γνώση του
αμετάκλητου της δικαστικής απόφασης με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή προσβολής της
πατρότητας του δευτέρου συζυγου, κατ' άρθρο 1470 παρ. 1 ΑΚ.

Δικαίωμα προσβολής πατρότητας του δεύτερου συζυγου από τον πρώτο σύζυγο.

Το δεύτερο θέμα που ανακύπτει, είναι το κατά πόσο ο πρώτος σύζυγος νομιμοποιείται
ενεργητικά να προσβάλλει την τεκμαιρόμενη πατρότητα του άρθρου 1466 ΑΚ του δεύτερου
συζυγου.
Από μια άποψη δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο πρώτος σύζυγος υπό τους περιορισμούς
του άρθρου 1469 ΑΚ.
Κατ’ άλλη άποψη, ως προναφέρθηκε , γίνεται δεκτή η νομιμοποίηση του πρωτου συζυγου,
σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 1469 ΑΚ,………από άνδρα με τον οποίο η μητέρα
ευρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγο της, ειχε μόνιμη σχέση και σαρκική συνάφεια κατά το
κρίσιμο διάστημα της σύλληψης…Κατά την τελευταία αυτή άποψη, μολονότι δεν συντρέχει η
προϋπόθεση της διάστασης με τον τεκμαιρόμενο δεύτερο σύζυγο, αφού η μητέρα δεν ειχε
ακόμα συνάψει τον δεύτερο γάμο, πλην όμως επιβάλλεται να ισχύσει η διάταξη αυτή, από το
γεγονός ότι η μητέρα δεν ειχε απλά μόνιμη σχέση, αλλά ήταν παντρεμένη με τον εν λόγω άνδρα
κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, αλλά και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να
αποδεικνύεται ότι η μητέρα ειχε σαρκικές σχέσεις με τον πρώτο σύζυγο κατά το κρίσιμο
διάστημα.
Κατά την κρατούσα δε άποψη, υιοθετείται η δεύτερη ως άνω άποψη υπαγωγής του
πρωτου συζυγου στο άρθρο 1469 ΑΚ παρ. 5, καθότι εφόσον έχει επιτυχή έκβαση η αγωγή
προσβολής πατρότητας, ο άνδρας της εν λόγω διάταξης καθίσταται αυτοδικαίως πατέρας του

72
τέκνου κατ' άρθρο 1472 ΑΚ παρ. 2, και έτσι επιτυγχάνεται τόσο η προστασία του τέκνου, όσο
και η αποκατάσταση της πραγματικότητας .
Εφόσον υιοθετηθεί η δεύτερη ως άνω άποψη και γίνει δεκτή η αγωγή προσβολής της
τεκμαιρόμενης πατρότητας κατ' άρθρο 1466 ΑΚ του δευτέρου συζύγου από τον πρώτο σύζυγο,
τότε δεν θα ισχύσει το άρθρο 1472 ΑΚ, παρά αντιθέτως θα εφαρμοσθεί το άρθρο 1465 ΑΚ για
τον πρώτο σύζυγο, ενώ εάν ασκηθεί προσβολή πατρότητας από τον πρώτο σύζυγο, θα
απορριφθεί ως προεχόντως καταχρηστική120.

Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1466 ΑΚ και σε άλλες περιπτώσεις


1] Διγαμια μητερας .
Σύγκρουση τεκμηρίων μπορεί να ανακύψει και στην περίπτωση διγαμίας της μητέρας ,δηλαδή
για την περίπτωση που η μητέρα συνάψει δεύτερο γάμο χωρίς να έχει λυθεί ή ακυρωθει ο
πρώτος γάμος αυτής , και το παιδί να γεννηθεί μετά την σύναψη του δεύτερου γάμου ,οπόταν
το παιδί πλέον καλύπτεται από δύο αντιφατικά τεκμήρια,αφού γεννήθηκε κατά την διάρκεια
δύο γάμων ,εκ των οποιων ο δευτερος είναι ακυρος κατ αρθρο 1354 και 1372 ΑΚ ,πλην όμως
παράγει έννομα αποτελέσματα και η τυχόν ακύρωση του δεν ανατρέπει το τεκμήριο πατρότητας
[ 1382 ΑΚ ] ..Και επειδή όμως η περίπτωση αυτή δεν ρυθμίζεται ευθέως από τον νόμο ,κατά την
επικρατέστερη άποψη, ισχύει αναλογικά η εφαρμογή του άρθρου 1466 ΑΚ και πατέρας
τεκμαίρεται ο σύζυγος της μητέρας από τον δεύτερο γάμο της, που υπάρχει εκ παραλλήλου με
τον πρώτο γάμο και μολονότι άκυρος ο δεύτερος γάμος , ώστε να αποτραπεί η σύγχυση και η
διπλή πατρότητα , λύση η οποία συμβαδίζει και με τα διδάγματα της κοινής πείρας121.

2] Διαδοχικοί γάμοι μητέρας .


Ομοίως ανακύπτει θέμα σύγκρουσης τεκμηρίων πατρότητας, που επιλύεται με την
αναλογική επίσης εφαρμογή του άρθρου 1466 ΑΚ και αφορά την ασυνήθη περίπτωση που η
μητέρα συνάψει και άλλους δυο διαδοχικούς γάμους και γεννήσει το τέκνο εντός της
προθεσμίας των 300 ημερών από την λύση ή την ακύρωση του πρώτου γάμου της, οπόταν το
τέκνο θα καλύπτεται από τρία τεκμήρια πατρότητας, που βασίζονται στους τρεις γάμους αυτής
και πατέρας αναλογικά της διάταξης του άρθρου 1466 ΑΚ, τεκμαίρεται ο τελευταίος σύζυγος,

120
Χρ.Σταμπέλου η οποια τάσσεται υπερ της δυνατότητας προσβολής πατρότητας από τον πρώτο σύζυγο σε κάθε
περιπτωση .Τεκμηρια πατροτητας από γαμο κατά τον ΑΚ σελ 221-229.
120
Χρ.Σταμπελου – τα τεκμηρια πατροτητας από γαμο κατά τον ΑΚ- σχολ Γεωργιάδης –Σταθοπουλος αθρορ 1466
ΑΚ.
121
Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ άρθρο 1466 ΑΚ -Π.Φίλιος οικ δικ 2009 -2011 – Κων/νος Παναγόπουλος,
Συγγένεια σελ 60 - σύμφωνα με τους οποίους στην περίπτωση διγαμίας οι βιοτικές σχέσεις είναι συγκεχυμένες και
οι πιθανότητες το τέκνο να κατάγεται από τον τελευταίο σύζυγο είναι μεγαλύτερες.

73
οπόταν για τον ίδιο λόγο αναλογικά ο δεύτερος γάμος θα θεωρηθεί πρώτος, ενώ ο τρίτος γάμος
θα θεωρηθεί δεύτερος γάμος.
Υποστηρίζεται επίσης και η άλλη αντίθετη άποψη, ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί
αναλογικά η διάταξη 1466 ΑΚ , παρά αντιθέτως πρόκειται για ευρεία ερμηνεία των όρων
πρώτος και δεύτερος γάμος, ως προηγούμενος και μεταγενέστερος. Σημασία έχει ότι, είτε υπό
την μια εκδοχή, είτε υπό την άλλη, ότι εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1466 ΑΚ για κάθε
περίπτωση που υφίσταται σύγκρουση τεκμηρίων από διαδοχικούς γάμους.
Στην εξαιρετική περίπτωση που συγκρούονται τα τεκμήρια πατρότητας από τρεις
διαδοχικούς γάμους, όπως στην περίπτωση που η μητέρα μετά από την λύση του γάμου λόγω
θανάτου, δυο προηγούμενων γάμων της, τελεί και τρίτο γάμο, κατά την διάρκεια του οποίου ή
και μετά την λύση ή ακύρωση αυτού γεννά τέκνο, προτού παρέλθει το διάστημα των 300
ημερών από την λύση του πρώτου γάμου, οπόταν και πάλι εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη
του άρθρου 1466 ΑΚ122. Ο συνολικός αριθμός των γάμων της μητέρας είναι αδιάφορος και η
διάταξη του άρθρου 1466 ΑΚ αφορά μόνον τους δύο διαδοχικούς γάμους για τους οποίους
ανακύπτει το πρόβλημα σύγκρουσης τεκμηρίων πατρότητας.Στην σπάνια περίπτωση που η
μητέρα συνάψει και τρίτο γάμο ,δηλαδή αμέσως μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της
,συνάπτει δεύτερο γάμο με άνδρα που πεθαίνει και αυτός ή και πριν περάσουν τριακόσιες
ημέρες από την λύση του πρώτου γάμου και προφανώς και του δεύτερου γάμου ,η μητέρα
συνάπτει και τρίτο γάμο και εν συνεχεία γεννάει το παιδί .Στην περίπτωση αυτή το παιδί θα
καλύπτεται από τρία τεκμήρια πατρότητας ,που αντιστοιχούν στους τρείς γάμους της μητέρας .
Όμως και πάλι ,ως προαναφέρθηκε , η σύγκρουση θα λυθεί με ανάλογη εφαρμογή του
άρθρου 1466 ΑΚ και πατέρας τεκμαίρεται ο τελευταίος κατά σειρά σύζυγος ,123 υπο την
λογική ότι πατέρας κατά κανόνα τεκμαίρεται ο τελευταίος σύζυγος με τον οποίο είχε σαρκικές
σχέσεις η μητέρα και ανεξάρτητα του ότι παρεμβάλλονται δύο άλλοι σύντροφοι, από τους
οποίους δεν αποκλείεται να έχει συλληφθεί το τέκνο .Παρόλα αυτά αναλογικά εφαρμόζεται η
1466 ΑΚ που επιλύει την πολλαπλή πατρότητα ,πέραν του ότι εάν προσβληθεί η πατρότητα του
τρίτου συζύγου αναβιώνει η πατρότητα του δεύτερου συζύγου και η οποία αν και αυτή
προσβληθεί ,επαναλειτουργεί το τεκμήριο πατρότητας του πρώτου συζύγου .
Το επιτρεπτό ή όχι της ενεργητικής νομιμοποίησης του πρώτου συζύγου να προσβάλλει την
πατρότητα του δεύτερου χρονικά συζύγου έχει απασχολήσει τη θεωρία, οδηγώντας στη
διατύπωση δύο αντίθετων απόψεων. Κατά την πρώτη άποψη , ο πρώτος σύζυγος δεν μπορεί να
ασκήσει την αγωγή προσβολής πατρότητας ,διότι δεν αναφέρεται στα περιοριστικά οριζόμενα
122
Θ Παπαχρίστου Εγχ οικ Δικ 2005 -2009 , άρθρο 1466 ΑΚ – Β,Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ 1466 ΑΚ.
Φουντεδάκη σελ 744 με επιχειρηματολογία υπέρ της πατρότητας του δεύτερου συζύγου.
123
σχ.Β Βαθρακοκοιλης αρθρο 1466 σελ 416 – Φιλιος ΙΙ ΑΠ 1620./2000 Ελλ Δ/νη 42 σελ 2001. – Χρ Σταμπελου
-Λυση του συμφωνου Συμβιωσης –τεκμηρια πατροτητας-Εφ ΑΔ 2009 σέλ 13 –Ε Κουνηγερη –Μανωλεδακη οικ
δικ 2012.

74
από το άρθρο 1469 ΑΚ πρόσωπα124. Κατ’ άλλη άποψη, θα πρέπει να γίνει δεκτή η ενεργητική
νομιμοποίηση του πρώτου συζύγου με βάση την ΑΚ 1469 αρ.5125.Τα τεκμήρια αυτά είναι
μαχητά.
Με την επέκταση της εφαρμογής του άρθρου 1466 ΑΚ και στις ανάλογες περιπτώσεις
διπλής νομικής πατρότητας τέκνων γεννημένων εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή
ακύρωση του συμφώνου συμβίωσης, κρίνεται ότι μπορεί να επιλύσει τις συγκρούσεις που
αναφύονται από διαδοχικά σύμφωνα συμβίωσης,ή από διαδοχικό σύμφωνο συμβίωσης και γάμο
και από διαδοχικό γάμο και σύμφωνο συμβίωσης126. .

3] Το παιδί που γεννιέται μετά τις τριακόσιες ημέρες από την λύση ή την ακύρωση του
πρώτου γάμου . Το παιδί αυτό δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από τον πρώτο
γάμο .Εάν η μητέρα έχει συνάψει δεύτερο γάμο πριν από την γέννηση του παιδιού ,αυτό
θεωρείται ότι έχει πατέρα τον δεύτερο σύζυγο κατ αρθρο 1465 παρ 1 ΑΚ .και επειδή ανέκυψε
το ερώτημα άν για την περίπτωση αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 1465 ΑΚ παρ 3 και να
αναγνωρισθεί η πατρότητα του πρώτου συζύγου υπό τις εξης περιπτώσεις .α] εάν υπήρξε
παρατεταμένη κυοφορία που διήρκεσε πάνω από τριακόσιες ημέρες ,δηλ αν το παιδι
συλλήφθηκε ενόσω χρόνο διαρκούσε ακόμα ο πρώτος γάμος και β] όταν το παιδί κατάγεται
πραγματικά από τον πρώτο σύζυγο ,πράγμα που επιτυγχάνεται με την αμετάκλητη απόφαση
της αγωγής του άρθρου 614 Κπολδ και γ] όταν η πατρότητα θεμελιώνεται στο άρθρο
1465παρ 3 ΑΚ , το παιδί αποκτά αμάχητα την ιδιότητα του γεννημένου σε γάμο παιδιού του
πρώτου συζύγου .Ω εκ τούτου θα έπρεπε να γίνει δεκτό ,οτι λογω εφαρμογης του αρθρου 1465
παρ 3 ΑΚ και ισχύος του τεκμηρίου πατρότητας του πρώτου συζύγου ,ότι παύει αυτοδικαίως
να ισχύει το τεκμήριο πατρότητας του δεύτερου συζύγου και ότι δεν χρειάζεται να προηγηθεί
προσβολή της πατρότητας του, εκδοχή που συμβαδίζει και με την βιολογική αλήθεια..Ωστόσο
κατά την ορθότερη άποψη έχει γίνει δεκτό,ότι θα πρέπει να προηγηθεί η ανατροπή του
τεκμηρίου πατρότητας του δεύτερου συζύγου και εν συνεχεία να εφαρμοσθεί , είτε το άρθρο
1465παρ 3 ,είτε εκούσια ή δικαστική αναγνώριση της πατρότητας τέκνου , με επίκληση
καταγωγής αυτού από τον πρώτο σύζυγο ,καθόσον η διάταξη του άρθρου 1465 παρ 3 ΑΚ που
αφορά την απόδειξη της καταγωγής από τον σύζυγο ,αναφέρεται σε τέκνο που γεννήθηκε χωρίς
γάμο και όχι σε παιδί που καλύπτεται από το τεκμήριο πατρότητας του επόμενου συζύγου της
μητέρας του .

δ] Μεταθανατια γονιμοποιηση -αρθρο 1466 ΑΚ

124
Γεωργιάδης Απόστολος, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014
125
Φουντεδάκη Κ., άρθρο 1466 αρ. 6
126
Β. Βαθρακοκοίλης, Το σύμφωνο συμβίωσης και οι τροποποιήσεις Οικογενειακού Δικαίου, Αθήνα 2009, σελ 60.

75
Σπανίζει επίσης η περίπτωση που η μητέρα του παιδιού που γεννιέται με μεταθανάτια
γονιμοποίηση συνάπτει και νέο γάμο πριν από την γέννηση του παιδιού ..Εαν η μεταθανάτια
γονιμοποίηση έγινε χωρίς την συνδρομή των όρων του άρθρου 1465 παρ 2 ΑΚ, εφαρμόζεται η
διάταξη του άρθρου 1465παρ 3 ΑΚ.και ισχύουν τα προαναφερόμενα .Έαν το παιδί γεννηθεί
μέσα σε τριακόσιες ημέρες από την λύση του πρώτου γάμου ,δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του
άρθρου 1465 παρ 2 ΑΚ,,καθόσον αφορά μεταθανάτια γονιμοποίηση χωρίς δικαστική άδεια
,παρα ισχύει η διάταξη του άρθρου 1465 παρ 1 ΑΚ υπέρ του πρώτου συζύγου . Η σύγκρουση
που ανακύπτει επιλύεται και πάλι υπό την διαταξη του αρθρου 1466.ΑΚ
Έαν όμως συντρέχουν οι προυποθέσεις του άρθρου 1465παρ 2 ΑΚ ,δηλ ομόλογη
μεταθανάτια γονιμοποίηση με δικαστική άδεια και η διενέργεια αυτής γίνει προτού παρέλθει
διετία από τον θάνατο του πρώτου συζύγου , το παιδί καλύπτεται από δυο τεκμήρια πατρότητας
,δηλ τόσον της ΑΚ 1465 παρ 2 που αφορά τον νεκρό πρώτο σύζυγο ,όσο και το τεκμήριο της
ΑΚ 1465 παρ 1 που αφορά τον δεύτερο σύζυγο.,οπόταν και πάλι ανακύπτει ζήτημα σύγκρουσης
τεκμηρίων πατρότητας και αν θα πρέπει αναλογικά να ισχύσει η διάταξη του αρθρου 1466 ΑΚ
και να θεωρηθεί πατέρας του παιδιού ο δεύτερος σύζυγος .
Εν προκειμένω η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1466 ΑΚ αποκλείεται, υπο το σκεπτικό
οτι είναι διαφορετική περίπτωση από την προβλεπόμενη στο αρθρο 1466 ΑΚ ,καθοτι το παιδί
που γεννάται από μεταθανάτια γονιμοποίηση με σπέρμα του πρώτου συζύγου ,[ αφού εάν δεν
υπάρχει αυτό, δεν έχει και εφαρμογή το άρθρο 1465 παρ 2,αλλά και δεν ανακύπτει καν θέμα
σύγκρουσης πατρότητας ],οπόταν λογικά είναι απίθανο και να μην είναι πατέρας του παιδιού ο
πρώτος σύζυγος .Επομένως ορθότερο και για την σπάνια αυτήν περίπτωση,θεωρείται ότι είναι
να παραμείνει ανενεργό το τεκμήριο πατρότητας του δεύτερου συζύγου και αντίστοιχα να
ισχύσει το τεκμήριο πατρότητας του πρώτου συζύγου, με δεδομένη και την βούληση της ίδιας
της γυναίκας ότι επιλέγει την μεταθανάτια γονιμοποίηση για να αποκτήσει παιδί προερχόμενο
από τον πρώτο σύζυγο αυτής και όχι από τον επόμενο σύζυγο της .

Προσβολή πατρότητας .

Το τεκμήριο πατρότητας που θεσπίζει το άρθρο 1465 ΑΚ ανατρέπεται με την αγωγή


προσβολής της πατρότητας των άρθρων 1467 ΑΚ και 614 ΚΠολΔ, μόνον υπό τις προϋποθέσεις
του άρθρου 1469 ΑΚ και από τα αναφερόμενα σ' αυτήν περιοριστικά πρόσωπα δικαστικά , με
την αγωγή του άρθρου 1467 ΑΚ και την διαδικασία του άρθρου 614 ΚΠολΔ επ. Η παθητική
νομιμοποίηση της ίδιας αγωγής προσδιορίζεται κατ' άρθρο 619 ΚπολΔ και η άσκηση της
προσβολής πατρότητας υπόκειται στην σύντομη αποκλειστική προθεσμία των άρθρων 1470

76
ΑΚ, ενώ το άρθρο 1471 ΑΚ προβλέπει και επιπλέον ειδικούς λόγους αποκλεισμού της άσκησης
του127.
Σύμφωνα με την διάταξη του 1467 ΑΚ και 620 ΚπολΔ ορίζεται η δυνατότητα προσβολής
της πατρότητας με την άσκηση της σχετικής διαπλαστικής αγωγής και η ανατροπή του
τεκμηρίου πατρότητας ανατρέχει από την έκδοση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που
δέχεται την αγωγή - 618 ΚπολΔ, ενώ η διάταξη του άρθρου 1467 ΑΚ αναφέρεται στην
ανατροπή των τεκμηρίων 1465 και 1466 ΑΚ και όχι στην αναγνώριση της ύπαρξης ή
ανυπαρξίας των προϋποθέσεων λειτουργίας των τεκμηρίων αυτών.
Η τεκμαιρόμενη πατρότητα του άρθρου 1465 ΑΚ μπορεί να ανατραπεί με την άσκηση
κύριας ή παρεμπίπτουσας αγωγής προσβολής πατρότητας ή και με ανταγωγή με το ίδιο αίτημα
της αγωγής, κατ’ άρθρο 1467 ΑΚ και 620 ΚπολΔ.
Για την άσκηση της αγωγής του άρθρου 1467 ΑΚ εξυπακούεται ότι θα ισχύει το τεκμήριο
καταγωγής από γάμο του άρθρου 1465 ΑΚ, με την επίκληση ενός εκ των αναφερομένων λόγων
για την μη καταγωγή του τέκνου από τον σύζυγο της μητέρας του και επομένως η άσκηση της
σχετικής αγωγής προϋποθέτει υπαρκτό γάμο, ανεξαρτήτως εάν είναι έγκυρος ή άκυρος. Εν
αντιθέσει η ανυπαρξία γάμου, ή το ανυπόστατο αυτού, δεν παράγει τεκμήριο πατρότητας και δεν
έχει εφαρμογή το άρθρο 1467 ΑΚ, καθόσον τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο ή από ανυπόστατο
γάμο θεωρούνται ως γεννημένα εκτός γάμου και δεν μπορούν να αναγνωρισθούν εκούσια ή
δικαστικά κατ' άρθρο 1475 ΑΚ και 1479 ΑΚ.
Η διάταξη του άρθρου 1467 ΑΚ προβλέπει διαζευκτικά δύο μόνον λόγους προσβολής της
πατρότητας, ήτοι:
Σύμφωνα με την πρώτη βάση, η αγωγή προσβολής πατρότητας προϋποθέτει την
επίκληση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει ότι η μητέρα δεν συνέλαβε
πράγματι από τον σύζυγο της και τεκμαιρόμενο πατέρα κατ' άρθρο 1465 και 1466 ΑΚ.
Σύμφωνα με την δεύτερη βάση, η αγωγή προϋποθέτει να εμπεριέχει πραγματικά
περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η μητέρα ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από
τον σύζυγο της και τεκμαιρόμενο πατέρα, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης128.
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δυο βάσεις έγκειται ως προς το αποδεικτέο
αντικείμενο ,και ειδικά της μη σύλληψης στην πρώτη και αδυναμία σύλληψης στην δεύτερη, η

127
Εφ Πειρ 448/1997 Ελ Δ/νη 39 σελ 663 - ΑΠ 398/1996 Ελ Δ/νη 1998 σελ 366 - ΑΠ 1620/2000 Ελ Δ/νη 2001
σελ 728 - ΑΠ ΟΛ 1043/1976, Π.Πρ. Ροδ 44/2004, ΝΟΜΟΣ, Εφ Αθ. 1098/2009 Εφ.ΑΔ 2012/596, Εφ Αθ.
847/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 159/2011 ΝΟΜΟΣ
128
ΑΠ 1546/ 2000 Ελ Δ/νη 42 σελ 2001, ΕΦ Θεσ 1709/1993, Αρμ 1993 σελ 111, Π.ΠΡ.Ροδ 188/2004 ΝΟΜΟΣ,
Π.Πρ.Ροδ 44/2004 ΝΟΜΟΣ, Εφ Αθ 4580/2009 Δ/νη 2009/1755

77
επιλογή των οποίων ανήκει στον ενάγοντα, δικαιούμενου είτε να επιλέξει την μια εκ των δυο,
είτε να επικαλεσθεί και τις δυο ως κύριες βάσεις, είτε ακόμα και να τις σωρεύσει επικουρικά129.
Έτσι, ενόψει του αυστηρού χαρακτήρα της διάταξης, δεν θεμελιώνεται επαρκώς αγωγή
προσβολής πατρότητας βασιζόμενη σε οποιοδήποτε άλλο γεγονός, όπως επί παραδείγματι ο
ισχυρισμός περί του ότι η μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, ειχε εξώγαμες
σχέσεις με άλλον άνδρα, δεν αποτελεί θεμελιωτικό της αγωγής περιστατικό, καθόσον η
διατήρηση εξωσυζυγικών σχέσεων δεν αποκλείει την προέλευση του τέκνου από τον σύζυγο
της μητέρας.

Μη σύλληψη από τον σύζυγο και τεκμαιρόμενο πατέρα -1467 ΑΚ

Υπό την ιστορική αυτήν βάση της αγωγής προσβολής πατρότητας αμφισβητείται η
σύλληψη του τέκνου από τον σύζυγο και τεκμαιρόμενο πατέρα , με αντικείμενο απόδειξης ότι το
τέκνο δεν κατάγεται πράγματι από αυτόν, πιστοποιούμενο κυρίως αυτό από ιατρικές εξετάσεις
και η οποία αγωγή παρέχει το δικαίωμα στον σύζυγο της μητέρας να ανταποδείξει ότι είναι ο
πραγματικός πατέρας του παιδιού της συζύγου του και έτσι να αποκαλυφθεί η βιολογική
πραγματικότητα.
Κατά την κρατούσα άποψη για το ορισμένο της αγωγής πατρότητας, δεν απαιτείται η
αναφορά των λόγων για τους οποίους αμφισβητείται η πατρότητα , όπως δεν απαιτείται και η
επίκληση της σαρκικής σχέσης της μητέρας με άλλον άνδρα, καθότι αντικείμενο της αγωγής δεν
αποτελεί η αναζήτηση του πραγματικού πατέρα του τέκνου, αλλά η προσβολή της
τεκμαιρόμενης πατρότητας, ως μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα, με συνακόλουθο
αυτής αντικείμενο απόδειξης να μην αποτελούν οι λόγοι αμφισβήτησης της πατρότητας, αλλά η
καταγωγή του τέκνου από τον σύζυγο και τεκμαιρόμενο πατέρα . Ο ισχυρισμός ότι η μητέρα
δεν συνέλαβε από τον σύζυγο –τεκμαιρόμενο πατέρα αποδεικνύεται με κάθε αποδεικτικό μέσο,
και ιδιαιτέρα με ιατρικές εξετάσεις, με την μέθοδο DNA αποδεικνύεται με βεβαιότητα η
πατρότητα130.

Φανερή αδυναμία σύλληψης από τον σύζυγο –τεκμαιρόμενο πατέρα - 1467 εδ β ΑΚ.

Ο δεύτερος λόγος ανατροπής της τεκμαιρόμενης πατρότητας αναάγεται στην επίκληση


των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα

129
Εφ Θεσ. 1709/1993 Αρμ 1993 σελ 111 – Π Πρωτ Αθην. 3905/1985 Ελλ Δ/νη 27 σελ 1008.
130
Π.Πρ. Αθ. 180/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1601/2013 ΝΟΜΟΣ

78
της σύλληψης, η μητέρα ήταν φανερά αδύνατον να συλλάβει από τον σύζυγο – τεκμαιρόμενο
πατέρα .
Έτσι εν προκειμένω θα πρέπει να αποδειχθεί σωρευτικά αφενός μεν το γεγονός ότι η
σύλληψη έλαβε χώρα εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, αλλά και ότι το διάστημα αυτό η
μητέρα ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από τον σύζυγο, για λόγους που ανάγονται στην
αδυναμία131 ερωτικής συνεύρεσης των συζύγων , είτε σε αυτήν την ίδια την σύλληψη, όπως επί
παραδείγματι ανικανότητα συζυγου, αποδημία, έλλειψη σχέσεων μεταξύ συζύγων.
Ως κρίσιμο διάστημα σύλληψης, κατ άρθρο 1468 ΑΚ ορίζεται το χρονικό διάστημα από
την 300η ημέρα έως την 180η ημέρα πριν από τον τοκετό, διάταξη για την οποία όμως χωρεί
ανταπόδειξη , καθότι ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ,αλλά και να αποδείξει, ότι μολονότι κατά
το κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν δυνατή η σύλληψη από τον σύζυγο, εν τούτοις δεν έγινε,
αλλά και ότι αντίστοιχα κατά τον χρόνο σύλληψης υπήρξε πραγματική αδυναμία σύλληψης, η
οποία μπορεί να οφείλεται είτε σε πρακτικούς λόγους, όπως ανυπαρξία σεξουαλικών σχέσεων,
απουσία συζυγου, ανικανότητα για ερωτική επαφή ή τεκνοποιία.
Με την αναφορά της λέξης –φανερά- ο νομοθέτης επεδίωξε να καθιερώσει ως απαραίτητη
προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 1467 ΑΚ, την επίκληση και απόδειξη
του γεγονότος, ότι αποδεδειγμένα υπήρξε αδυναμία σύλληψης και ότι η αδυναμία σύλληψης
είναι καταφανής .
Το άρθρο 1467 παρ. β ΑΚ αναφέρει ενδεικτικά και μόνον λόγους αδυναμίας σύλληψης
από τον τεκμαιρόμενο πατέρα, όπως την ανικανότητα, την αποδημία και την έλλειψη σχέσεων
μεταξύ των συζύγων, χωρίς όμως και να αποκλείει και την προσθήκη άλλων λόγων, όπως η
αποδημία της μητέρας, πιθανή ιατρική νοσηλεία αυτής , φυλάκιση, κλπ.
Υπό την έννοια της ανικανότητας νοείται τόσο η ανικανότητα για ερωτική επαφή ,όσο και
ανικανότητα για τεκνοποιία, οφειλόμενη σε παθολογικά αιτία ή και ψυχολογικά [αφαίρεση
γεννητικών οργάνων, ασθένειες κλπ]. Ειδικά ως προς την ανικανότητα για τεκνοποιία, αυτή
μπορεί να σχετίζεται είτε στην ποιότητα του σπέρματος του συζύγου, όσο και με την ικανότητα
για σαρκική επαφή ,όπως για παράδειγμα σε περίπτωση ολιγοσπερμίας,νεκροσπερμίας,
παραπληγίας, προστάτη κλπ. και που σημειωτέο ο χρόνος εμφάνισης της ανικανότητας είναι
αδιάφορος, όπως ομοίως αδιάφορη είναι και η μονιμότητα η προσωρινότητα αυτής, καθόσον
μπορεί να εμφανισθεί είτε πριν, είτε μετά την σύναψη του γάμου, αρκεί να αποδειχθεί ότι
υπήρχε καθ' όλη την διάρκεια του κρίσιμου χρόνου της σύλληψης.
Ως έλλειψη επίσης ερωτικών σχέσεων, νοείται η ανυπαρξία σχέσης μεταξύ των
συζύγων, είτε για λόγους υγείας, είτε διάστασης ή και για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ή και

131
ΑΠ 715/2006 Νοβ 2008 σελ 88

79
αποδημίας των συζύγων λόγω διάστασης αυτών και μετακόμισης των σε διαφορετικές
κατοικίες .
Λόγοι επίσης φανερής αδυναμίας σύλληψης μπορούν να είναι η φυλάκιση, ο εγκλεισμός
σε νοσοκομείο, επιστράτευση κλπ κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης132.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης είχε
διακοπεί η έγγαμη συμβίωση των συζύγων για αρκετό μεγάλο διάστημα και εξ αυτού ήταν
φανερά αδύνατη η σύλληψη του τέκνου από τον σύζυγο, αλλά αντιθέτως κατά τον ίδιο χρόνο η
σύζυγος είχε επανειλημμένα σαρκική επαφή με τον εξωσυζυγικό σύντροφο133. Έτσι δεν αρκεί
απλά η διατήρηση εξωσυζυγικών σχέσεων από την μητέρα, αλλά και δεν σημαίνει ότι
υφίσταται αδυναμία σύλληψης ,καθότι οι εξωσυζυγικές σχέσεις δεν αποκλείουν την δυνατότητα
σύλληψης του τέκνου από τον σύζυγο.

Θεμελίωση αγωγής προσβολής πατρότητας - 1467 ΑΚ

Για να θεμελιωθεί η αγωγή προσβολής πατρότητας κατ' άρθρο 1467 ΑΚ θα πρέπει να


γίνει επίκληση και απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις
προαναφερόμενες ιστορικές βάσεις της αγωγής, ότι δηλαδή η σύλληψη δεν έγινε από τον σύζυγο
– τεκμαιρόμενο πατέρα, είτε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα η σύλληψη από αυτόν ,ότι ήταν
φανερά αδύνατη για τους προαναφερόμενους έστω και ενδεικτικά λόγους.
Σε περίπτωση δε που αμφισβητείται η πραγματική σύλληψη, τότε ο ενάγων οφείλει να
επικαλεσθεί και να αποδείξει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία να προκύψει, ότι
μολονότι οι σύζυγοι είχαν ερωτική επαφή κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, εν τούτοις
το τέκνο δεν έχει πατέρα τον τεκμαιρόμενο, καθότι η σύλληψη του δεν έγινε από αυτόν, παρά
από άλλον άνδρα με τον οποίο διατηρούσε η σύζυγος σεξουαλική σχέση134, όπως αντίστοιχα
εφόσον γίνει επίκληση φανερής αδυναμίας σύλληψης από τον σύζυγο, θα πρέπει αντίστοιχα να
γίνει επίκληση και να αποδειχθεί ,ότι εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος ,ότι ήταν
αδύνατη η σύλληψη από τον σύζυγο γιατί δεν είχαν σαρκική συνάφεια μεταξύ των , αλλά και ότι
συνέλαβε από άλλο πρόσωπο, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρει και την ταυτότητα του
άλλου προσώπου ..
Η προσβολή πατρότητας αποκλείεται στην περίπτωση που ο σύζυγος είχε συναινέσει
στην υποβολή της συζύγου σε τεχνητή γονιμοποίηση, είτε ομόλογη είτε ετερόλογη κατ' άρθρο
1471 ΑΚ.,ενώ εάν η μητέρα υποβλήθηκε σε τεχνητή γονιμοποίηση χωρίς την συγκατάθεση του
132
ΑΠ 715/2006 ΝοΒ 2008 σελ 88
133
Π Πρωτ Χαν 43/2006 Εφ Νομ Κρητ 2005 σελ 283, Π.Πρ.Αθ. 1232/2010 ΝΟΜΟΣ, Π.Πρ.Αθ 48/2010
ΝΟΜΟΣ
134
Π Πρωτ Ροδ 125/2003, ΝΟΜΟΣ, Εφ. Αθ. 4101/2009, Εφ. Κρητ. 63/2011, ΝΟΜΟΣ, Π.Πρ.Αθ. 84/2010
ΝΟΜΟΣ, Π.Πρ.Αθ 88/2010 ΝΟΜΟΣ

80
συζύγου της, μπορεί κατ' εξαίρεση του άρθρου 1471 ΑΚ, να καταστεί προσβλητέα η
πατρότητα135 και ακυρώσιμη όταν ο σύζυγος εξαπατήθηκε ,ή απειλήθηκε ..
Η διάταξη του άρθρου 1467 ΑΚ δεν κάνει διάκριση της σύλληψης με τεχνητή
γονιμοποίηση, καθότι κρίσιμος χρόνος κατά τον νόμο, δεν είναι ο τρόπος σύλληψης, αν δηλαδή
υπήρξε φυσιολογική, μετά από σαρκική επαφή ή τεχνητή, αλλά αυτό καθεαυτό το γεγονός της
σύλληψης από τον σύζυγο ή όχι. Η τεχνητή γονιμοποίηση μπορεί να είναι ομόλογη, οπότε
δότης του σπέρματος είναι ο σύζυγος, είτε ετερόλογη, προερχόμενο το σπέρμα από τρίτο δότη.
Επομένως, εάν η τεχνητή γονιμοποίηση γίνει με την συναίνεση του συζύγου ή εφόσον
μεσολαβήσει ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, ενώ έχει δοθεί συναίνεση μόνον για την
υποβολή της συζύγου σε ομόλογη, και το τέκνο γεννηθεί κατά την διάρκεια ή εντός 300 ημερών
από την λύση ή ακύρωση του γάμου, τότε καλύπτεται από το τεκμήριο της πατρότητας του
άρθρου 1465 ΑΚ και μπορεί να προσβληθεί η πατρότητα του τέκνου για τους αναφερόμενους
στο άρθρο 1471 ΑΚ λόγους.
Σύμφωνα επίσης με την διάταξη του άρθρου 1469 παρ 2 ΑΚ, καθένας εκ των γονέων του
συζύγου, δικαιούται να ασκήσει την προσβολή πατρότητας ,ενεργούντες είτε από κοινού, είτε
και χωριστά έκαστος, υπό την ιδιότητα του γονέα και όχι του κληρονόμου του συζύγου ,εάν
απεβίωσε ο σύζυγος – γυιος των, χωρίς να έχει απωλέσει το σχετικό δικαίωμα . Στην έννοια
των γονέων περιλαμβάνονται αδιάκριτα τόσον οι γονείς από γάμο ή αναγνώριση, ασχέτως εάν
προσέφυγαν σε τεχνητή γονιμοποίηση ,όσο και οι θετοί γονείς .
Στην ίδια διάταξη του 1469 ΑΚ δεν εντάσσεται ο τρίτος δότης σπέρματος που παρείχε το
γεννητικό του υλικό για την τεχνητή γονιμοποίηση της μητέρας και η ταυτότητα του παραμένει
εκ του νόμου άγνωστη .
Μεταξύ των άλλων δικαιούχων έχει προστεθεί επίσης και το δικαίωμα προσβολής της
πατρότητας και στον άνδρα με τον οποίο η μητέρα ενόσω χρόνο βρισκόταν σε διάσταση με τον
σύζυγο της, διατηρούσε μόνιμη σαρκική σχέση με εκείνον κατά το κρίσιμο διάστημα της
σύλληψης, κατ’ άρθρο 1469 παρ 5 ΑΚ και 19 παρ 1 του Ν 2591/1997, που σημειωτέο
εφαρμόζεται και σε τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την ισχύ αυτού136. Η διάταξη αυτή μολονότι
αποτελεί απόκλιση από την βασική αρχή της πυρηνικής οικογένειας, αλλά και παρέχει δικαίωμα
σε τρίτο πρόσωπο να διαταράξει την οικογενειακή γαλήνη της οικογένειας, εν τούτοις και πάλι
ερμηνεύεται συσταλτικά και δεν επιτρέπεται να ασκήσει αγωγή ,ο εφήμερος εραστής της
μητέρας, παρά μόνον εκείνος με τον οποίο διατηρούσε η μητέρα μόνιμη σχέση και σαρκική
συνάφεια ενόσω χρόνο βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγο της κατ’ άρθρο 1468 ΑΚ .
135
βλέπ και ΑΠ 823/2013, ΝΟΜΟΣ, όπου έγινε δεκτό ότι και η άτυπη συγκατάθεση του συζύγου εφόσον
συμμετείχε ενεργά σε όλα τα στάδια τεχνητής γονιμοποίησης αποκλείει την προσβολή πατρότητας του.
136
Π Πρωτ Χαν 43/2005 Χρ Σταμπέλου Τεκμηρια πατροτητας σελ 168 επ.-ΑΠ 1620/2000 Ελ Δ/νη 2001 σελ 728
– ΑΠ ΟΛ 18/2009 ΧριΔ 2009 σελ 813, Μ.Πρ. Θεσσαλ. 3570/2013 Δ/νη 2013/1424, Μπρ. Θεσσαλ. 3830/2013
Δ/νη 2013/823

81
Έτσι νομοθετικά και πάλι προτείνεται η ανάγκη διατήρησης της ενότητας της
οικογένειας σε σχέση με την βιολογική αλήθεια και ειδικά για την περίπτωση που κανένας από
τους άμεσα ενδιαφερόμενους δεν επιθυμεί να ανατρέψει την υφιστάμενη οικογενειακή
κατάσταση .
Η προσβολή της πατρότητας υπόκειται σε σύντομη εκ του νόμου προθεσμία (1470 ΑΚ),
καθόσον ο νομοθέτης πρωτίστως απέβλεψε στην σύντομη παγίωση της νομικής σχέσης της
συγγένειας, με εύνοια μάλιστα προς τη διατήρηση της σχέσης καταγωγής από το γάμο, την
καλούμενη ως «νόμιμη καταγωγή».
Κατ εξαίρεση χωρεί παράταση της προθεσμίας, ιδίως όταν ενάγων είναι το ίδιο το τέκνο,
ούτως ώστε να είναι δυνατή η αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας, διότι συντρέχει
παράλληλα και η προθεσμία άσκησης της αγωγής αναγνώρισης της πατρότητας, που έπεται της
ανατροπής του τεκμηρίου. Οι σύντομες άλλωστε προθεσμίες συντείνουν στον περιορισμό του
δικαιώματος γνώσης της καταγωγής.
Παρά τη δυνητική επιμήκυνση των προθεσμιών για ανατροπή ή για θεμελίωση πατρότητας
και συγγένειας εν γένει, το πιθανότερο είναι να μην επαρκεί το χρονικό διάστημα για την
ανεύρεση της αλήθειας137. Κατά τη γνώμη της κ Χρ. Σταμπέλου138, de lege ferenda, η θεμελίωση
και η ανατροπή της συγγένειας δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία. Το επιχείρημα αυτό
ενισχύεται από το ότι η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας είναι ήδη απρόθεσμη στο δίκαιο
μας κατ’ άρθρο 1483 παρ 2 ΑΚ στην περίπτωση επιγενόμενου γάμου. Απρόθεσμη προσβολή της
πατρότητας προβλέπει άλλωστε και το Σουηδικό, το Ρωσικό και το Νορβηγικό Δίκαιο με
σχετική πρόταση που έχει ήδη διατυπωθεί και από Γερμανούς συγγραφείς.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ»

Η συγγένεια ως εκδήλωση της ιδιωτικής αυτονομίας

Διαφαίνεται σε ολόκληρο τον ΑΚ και τα επιμέρους νομοθετήματα που αφορούν τις


οικογενειακές σχέσεις, ότι ο νομοθέτης καθιερώνει ως θεμέλιο της συγγένειας το
κοινωνικοσυναισθηματικό. Ειδικότερα ο νομοθέτης δίνει προτεραιότητα στο
κοινωνικοσυναισθηματικό θεμέλιο ως προϋπόθεση δημιουργίας της συγγένειας τόσο για την
μητρότητα (πχ ΑΚ 1464 – παρένθετη μητρότητα) όσο και για την πατρότητα (πχ ΑΚ 1471 § 2

137
ΑΠ 1093/2009 ΝΟΜΟΣ
138
ΕφΑΔ 8-9/2013, έτος 6ο, σελ 711

82
περ. 1). Αυτό αποδεικνύεται από τις δυνατότητες ανατροπής της βιολογικής συγγένειας σε
ποικίλες περιπτώσεις καθώς και της ταυτόχρονης ανάδειξης της κοινωνικοσυναισθηματικής
συγγένειας. Για παράδειγμα στη θεμελίωση της πατρότητας στο γάμο όπου όταν εκλείπει η
βιολογική καταγωγή παρέχεται το δικαίωμα ανατροπής μέσω προσβολής πατρότητας. Το ίδιο
μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση της εκούσιας αναγνώρισης τέκνου139 (ΑΚ 1475), της
υιοθεσίας, της παρένθετης μητρότητας. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το βουλητικό
στοιχείο στην θεμελίωση της συγγένειας υπερισχύει του βιολογικού, το οποίο μόνο όταν το
πρώτο εκλείψει, το αντικαθιστά. Αυτό ιδρύει τον κανόνα της ανάδειξης της βιολογικής
καταγωγής ως αυταξία που προστατεύεται από τις συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 5 § 5
Συντάγματος), ως δικαίωμα προστασίας της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Όπως το
ονομάζει ο κύριος Γ.Λέκκας, λειτουργεί ως «ultimum refugium» : τελευταίο καταφύγιο που
υποκαθιστά την έλλειψη βούλησης ίδρυσης συγγένειας. Η μοναδική εξαίρεση κάμψης της
ιδιωτικής αυτονομίας στην περίπτωση του τρίτου δότη. Εδώ εντοπίζεται μια σύγκρουση
συνταγματικά θεμελιωμένων δικαιωμάτων : από τη μία μεριά η ιδιωτική αυτονομία του δότη
(άρθρο 5 § 1 Συντ.) και από την άλλη πλευρά το δικαίωμα γνώσης βιολογικής καταγωγής του
τέκνου (άρθρο 5 § 5 Συντ.) και η οποία οδηγεί στην στάθμιση συμφερόντων για την ανάδειξη
της αποτελεσματικότερης λύσης. Ο νομοθέτης προτίμησε στην περίπτωση του τρίτου δότη να
υπερισχύσει η ιδιωτική αυτονομία του τελευταίου. Ως προς την κριτική αυτής της επιλογής
βασικό κριτήριο είναι η εξέταση του μεγέθους των επιπτώσεων που θα έχει η ενδεχόμενη νομική
σύνδεση του τέκνου με το δότη ως προς και τα δύο μέρη. Συγκεκριμένα οι κυριότερες συνέπειες
είναι τα καθήκοντα της επιμέλειας και της διατροφής140 καθώς και το εξ αδιαθέτου κληρονομικό
δικαίωμα141 και η νόμιμη μοίρα. Ως προς τα παραπάνω παρατηρούμε ότι ούτε η επιμέλεια ούτε
η διατροφή είναι αναγκαίως επιβεβλημένες σε πρόσωπα που δεν επιθυμούν να τις ασκήσουν ή
κρίνονται ακατάλληλα, όπως στην περίπτωση της ΑΚ 1532. Ειδικότερα η διατροφή με ιδιωτικά
μέσα λειτουργεί ως επικουρικός θεσμός142 εφόσον πρώτιστα μπορεί να ανατεθεί σε κοινωνικούς
φορείς (όσον αφορά τη διατροφή μεταξύ κατιόντων – ανιόντων). Μόνο στην περίπτωση που οι
κοινωνικοί φορείς δεν καλύπτουν το δικαίωμα της διατροφής σε όλο του το εύρος, μπορεί αυτό
συμπληρωματικά να καλυφθεί με ιδιωτικά μέσα. Ενδιαμέσως στην ανάλυση αυτή πρέπει να
αναφερθούν κάποιες αξιοσημείωτες δικαστικές αποφάσεις143:
1. Τεκνοποιία χωρίς πατρότητα – ΕφΑθ 2171/2002, ΟλΑΠ 14/2004.

139
Δ.Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Συγγενεια εκδ.2010 αντίθετη άποψη Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,
αρθρ 1477-1478 αρ 6-7· .Θ Παπαχρίστου, εγχ οικ δικ εκδ.2009
140
Βλ. Θ. Παπαχρίστου, Οικ. Δικ. 2009, σελ 362
141
Έτσι ΕΔΔΑ Paulik v Slovakia (application n, 10699/05) 10/10/2006, §§ 45-47, ECHR 2006
142
Μιχ Σταθόπουλος,ΧρΙΔ 2009,97,106
143
Γ. Λέκκας, «Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και Συγγένεια στο Ελληνικό Δίκαιο», Το Οικογενειακό
Δίκαιο στον 21ο αιώνα- από τις συγκυριακές στις δομικές αλλαγές, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012

83
Περιληπτικά η εφεσίβλητη προχώρησε σε τεχνητή γονιμοποίηση με εξωσωματική
γονιμοποίηση ενώ παραλλήλως ανέπτυξε ερωτική σχέση και συμβίωση με τον εκκαλούντα
ιατρό. Η εν λόγω εφεσίβλητη τεκνοποίησε με ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση δηλαδή το τέκνο
δεν κατάγεται βιολογικά από τον εκκαλούντα. Ο εκκαλών υποστήριξε την ανυπαρξία
πατρότητας στο πρόσωπο του ελλείψει βούλησης θεμελίωσης πατρότητας. Εν τέλει δικαιώθηκε
και από το Εφετείο και από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
2. Τεκνοποιία χωρίς μητρότητα – ΜΠΑθ 2827/2008
Στη συγκεκριμένη υπόθεση εξετάστηκε η πρακτική εφαρμογή του συνταγματικά
κατοχυρωμένου δικαιώματος της ισότητας (άρθρα 2 και 4§1 Συντ.) μεταξύ των δύο φύλων και
όσον αφορά το θέμα της παρένθετης μητρότητας. Ο συγκεκριμένος άνδρας πληρούσε όλες τις
ανάλογες προϋποθέσεις για να προχωρήσει νομίμως στην τέλεση της παρένθετης μητρότητας
μέσω τρίτης γυναίκας και αφού λάβει τη σχετική δικαστική άδεια. Το δικαστήριο επιδίκασε την
υπόθεση του και του χορήγησε την άδεια. Έτσι το τέκνο γεννήθηκε χωρίς μητρότητα, καθώς
εκλείπει η βούληση τεκνοποίησης τόσο στην παρένθετη μητέρα όσο και στη δότρια των
ωαρίων144.
Από τα παραδείγματα διαφαίνεται ότι ενόψει της ανυπαρξίας βιολογικού θεμελίου
συγγένειας, αναδεικνύεται το βουλητικό. Αυτή είναι μία θέση η οποία εισάγεται και
υποστηρίζεται από την Εισηγητική Έκθεση του Ν 3089/2002: «η κοινωνικοσυναισθηματική
συγγένεια» μπορεί να οδηγήσει σε «νομική σύνδεση του παιδιού όχι με τους γενετικούς γονείς,
αλλά με αυτούς που επιθυμούν να το αποκτήσουν, δηλαδή με τους κοινωνικούς γονείς145, και η
οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ίδρυση της νομικής συγγένειας146, ενόψει της
ραγδαίας εξέλιξης των μεθόδων της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που συντελεί στην εκ των
πραγμάτων μείωση της σημασίας της βιολογικής καταγωγής».
Βέβαια ακόμα απασχολεί η περίπτωση υποχώρησης του βουλητικού στοιχείου της
θεμελίωσης της συγγένειας. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος το τέκνο να απομείνει χωρίς καμία
θεμελιωμένη νομική συγγένεια – με ό,τι αυτό συνεπάγεται – αν δεν αναδειχθεί στη θέση του
βουλητικού, το βιολογικό στοιχείο. Αναφερόμενοι στη βιολογική συγγένεια ορίζουμε ως τέτοια
τη συγγένεια εξ αίματος, η οποία υπάρχει όταν ένα πρόσωπο κατάγεται από άλλο ή όταν δύο
πρόσωπα, χωρίς να κατάγεται το ένα από το άλλο, κατάγονται από τον ίδιο ανιόντα. Η
βιολογική συγγένεια θεμελιώνεται είτε από την απόκτηση τέκνου με φυσικό τρόπο, είτε με
ομόλογη τεχνητή γονιμοποίηση.
Διαφαίνεται λοιπόν ότι η βιολογική συγγένεια αποτελεί προϋπόθεση για την ίδρυση
νομικής συγγένειας. Ωστόσο υπάρχουν και οι σχετικές εξαιρέσεις από αυτόν τον κανόνα: η

144
Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Συγγένεια εκδ 2010 σελ 108.
145
Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ΟικΔ ιι, σ. 85-86
146
Θ. Παπαχρίστου, ΟικΔ, 2005-2009 σ. 245

84
υιοθεσία τέκνων που γεννιούνται εκτός γάμου και η ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση όπου το
τέκνο βιολογικά συνδέεται με τρίτο δότη, αλλά νομικά με το υποβοηθούμενο άτομο.
Αντίστοιχα οι τρόποι ίδρυσης της νομικής συγγένειας δηλαδή της έννομης σχέσης μεταξύ
δύο προσώπων, η οποία ιδρύεται ως προς τον πατέρα είτε μέσω του γάμου είτε μέσω
αναγνώρισης εκούσιας ή δικαστικής (ΑΚ 1436 εδ. β) και ως προς τη μητέρα μέσω του τοκετού
ή με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας (ΑΚ 1463 εδ α’, ΑΚ 1464). Επομένως πρόσωπο
χωρίς πατρότητα ή χωρίς μητρότητα είναι αυτό που δεν διαθέτει τη νομική δυνατότητα
θεμελίωσης νομικής πατρότητας ή μητρότητας με τους γονείς και τους συγγενείς τους.
Αναλύοντας περαιτέρω τα παραδείγματα της τεκνοποιίας χωρίς πατρότητα και χωρίς
μητρότητα το Εφετείο Αθηνών, όπως και ο Άρειος Πάγος αρνήθηκαν τη θεμελίωση της
πατρότητας. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η θεμελίωση της πατρότητας μπορεί
να επιτευχθεί μόνον όταν υπάρχει το γεγονός του γάμου του άνδρα με την μητέρα του τέκνου
είτε στη βιολογική σχέση που καταλήγει σε αναγνώριση τέκνου. Έτσι στην περίπτωση της
πατρότητας χωρίς τεκνοποιία η βούληση του άνδρα που είναι σε ελεύθερη σχέση με τη μητέρα
δεν θεμελιώνει πατρότητα του τέκνου που προέρχεται από ετερόλογη γονιμοποίηση.
Διαφορετική είναι η θέση που στηρίζεται στη δικαιοηθική αρχή147 που απαγορεύει την
αντιφατική συμπεριφορά του άνδρα ο οποίος ενώ έχει συναινέσει στην αναγνώριση της
πατρότητας, έπειτα εναντιώθηκε στη νομική θεμελίωση αυτής λόγω της έλλειψης του
βιολογικού στοιχείου. Αυτή η αρχική συγκατάθεση στην γονιμοποίηση εξομοιώνεται με άτυπη
εκ των προτέρων αναγνώριση του τέκνου, οπότε ο σύντροφος δεν δικαιούται πλέον να
προσβάλλει τη θεμελιωμένη πατρότητα. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχεται αυτή την
επιχειρηματολογία και καταλήγει σ’ αυτά τα συμπεράσματα καθώς θεωρεί ότι η έννομη τάξη
επιδιώκει να μην καθίστανται αγνώστου πατρός εφόσον οι βιολογικοί γονείς από την αρχή
θέλησαν να είναι δικό τους.
Εντούτοις παρατηρούμε ότι οι προτάσεις της εισηγητικής έκθεσης του Ν 3089/2002
διαφέρουν σημαντικά από τις ρυθμίσεις του ιδίου νόμου148. Αρχικά η βούληση του άνδρα
απόκτησης παιδιού με ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση μπορεί να θεωρηθεί λόγος θεμελίωσης
πατρότητας. Ωστόσο η έλλειψη αυτής της βούλησης προστατεύεται νομικά και με ποινικές
κυρώσεις – ΑΚ 1460, άρθρα 8, 20 και 26 ν. 3305/2005) μέσω της ανωνυμίας του δότη

147
Λέκκας, ΧρΙΔ 2003,423
148
Πάντως και υπό το καθεστώς του ν 3089/2002 η πατρότητα δεν θεμελιωνόταν – κατά πάσα πιθανότητα- στην πιο
πάνω περίπτωση, διότι ο νόμος απαιτεί η βούληση για την απόκτηση τέκνου να έχει δηλωθεί ενώπιον
συμβολαιογράφου όταν το ζεύγος συμβιώνει ελεύθερα. Έχουν διατυπωθεί πάντως και ερμηνευτικές προτάσεις για
την επίλυση των ζητημάτων που μπορεί να προκύψουν από την τυπικότητα αυτή: Ι Σπυριδάκης , Η νέα ρύθμιση της
τεχνητής γονιμοποιήσεως και της συγγένειας, 2003, σ 45, ο οποίος δέχεται ότι ο τύπος εν προκειμένω είναι
αποδεικτικός.

85
γεννητικού υλικού. Επίσης απαγορεύεται η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής της πατρότητας εις
βάρος του τρίτου δότη.
Όμως το βουλητικό στοιχείο ως προς τη θεμελίωση της συγγένειας δεν αντιμετωπίζεται
ισότιμα όπως το βιολογικό στοιχείο. Από την άλλη μεριά στο κοινωνικοσυναισθηματικό θεμέλιο
προκρίνεται και είναι αναγκαία η βούληση απόκτησης τέκνου. Η έλλειψη αυτής της βούλησης
είναι προφανής :
α) σε πρόσωπο δικαιοπρακτικά ανίκανο
β) όταν υπάρχει ελάττωμα της βούλησης (πλάνη, απάτη, απειλή)
γ) όταν δεν υπάρχει σφαιρική ενημέρωση του προσώπου (άρθρο 5 Σύμβασης Οβιέδο149, άρθρο
11 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας)
δ) σε έγκαιρη και έγκυρη ανάκληση της συναίνεσης για τη διενέργεια της τεχνητής
γονιμοποίησης (ΑΚ 1456).
Καταληκτικά συμπεραίνουμε λοιπόν ότι δημιουργείται ένα νομικό αδιέξοδο λόγω αυτών
των μορφών της ακούσιας συγγένειας150, λόγω της έλλειψης βούλησης τεκνοποιίας. Αυτό
συμβαίνει διότι τελικά τα εν λόγω τέκνα δεν δύνανται να θεμελιώσουν συγγένεια με το
βιολογικό γεννήτορα τους βάσει του ΑΚ 1479 § 2 σε συνδυασμό με την νομικά καθιερωμένη
ανωνυμία των δοτών. Άρα δημιουργείται νομικό κενό ελλείψει της απουσίας του
κοινωνικοσυναισθηματικού θεμελίου και το οποίο χρήζει κάλυψης.

Υιοθεσία

Υιοθεσία είναι η νομική πράξη που διαπλάθει τεχνητή γονική σχέση που τελείται με
δικαστική απόφαση με βάση τις συναινέσεις των ενδιαφερομένων προσώπων. Η συνύπαρξη του
συναινετικού με το δικαιοδοτικό στοιχείο γεννά ερωτήματα , ως προς την φύση της υιοθεσίας.
Κατά την ορθότερη άποψη έχει διφυή χαρακτήρα, καθότι το δικαιοπρακτικό στοιχείο
συνυπάρχει με το δικαιοδοτικό και η ιδιωτική βούληση με την δημόσια παρέμβαση151. Κατ’
άλλη άποψη, η υιοθεσία αποτελεί μια σύνθετη πράξη, που έχει δικαιοπρακτικό και δικονομικό
χαρακτήρα, με προέχοντα τον δικονομικό και η δικαστική απόφαση αναδεικνύεται σε στοιχείο
που κυριαρχεί στην σύνθετη πράξη της υιοθεσίας .

149
Βασιλόγιαννης, «Η αρχή και οι κανόνες της συναινέσεως του ασθενούς : ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής»,
in Ιωάννη Παπαδημητρίου και Μαριάννας Δρακοπούλου (επιμ.), Βιοηθική και ανθρώπινα δικαιώματα: Τα 10
χρόνια της Σύμβασης του Οβιέδο- πρακτικά ημερίδας της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και της Εθνικής Σχολής
Δημόσιας Υγείας (Αθήνα-Κομοτηνή: εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010), σ 25 επ.
150
Βασιλόγιαννης, Μητρότητα και ακούσια πατρότητα , in Δίκαιο, ηθική και βιοηθική: πρακτικά διλήμματα, §§ 3.6
επ. του υπό δημοσίευση χειρογράφου
151
Θ. Παπαχρίστου .Εγχειρίδιο Οικ Δικ 2005 -2009 `σελ 221-΅Ε Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη οικ δικ εκδο 2008
.2012 .

86
Η υιοθεσία ανηλίκων διέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την υιοθεσία
ανηλίκων, που δεν είναι, αλλά ούτε υπήρξαν έγγαμοι. [κύρωση με τον Ν 1049/1980] . Η κύρωση
από την ελληνική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την υιοθεσία ανηλίκων του 1967,
υπήρξε σε αναντιστοιχία με τις διατάξεις του ΑΚ και εξ αυτού ψηφίσθηκε και ο Ν 2447/1996
που συμπεριέλαβε διατάξεις για τις διακρατικές υιοθεσίες και το διαχρονικό δίκαιο,
συμπληρούμενος εν συνεχεία και από τον Ν 2915/2001.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 2447/1996 θεσπίσθηκαν τα εξής .

α. Ουσιαστική κατάργηση της υιοθεσίας ενηλίκων – β.] καθιέρωση ανωτάτου ορίου ηλικίας
και ανώτατης διαφοράς ηλικίας γ]. κατάργηση του κωλύματος από την ύπαρξη φυσικού
κατιόντα – δ]. αυτοπρόσωπη παροχή συναινέσεων - ε]. συναίνεση 12ετούς υιοθετούμενου στ.]
κατάργηση της αμετάκλητης συναίνεσης των γονέων ζ) ρύθμιση της προσβολής υιοθεσίας η]
αποτελέσματα υιοθεσίας ανηλίκων θ] αναζήτηση βιολογικής προέλευσης από θετό τέκνο μετά
την ενηλικίωση του 1] συναινετική λύση υιοθεσίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 2915/2001 θεσπίσθηκαν τα εξής:

α] πρόβλεψη ανασύστασης υιοθεσίας που λύθηκε με δικαστική απόφαση .


β] υιοθεσία ενηλίκων υπό την διάκριση ότι επιτρέπεται όχι μόνον όταν ο υιοθετούμενος είναι
τέκνου του συζύγου εκείνου που υιοθετεί, αλλά ακόμα και όταν είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ
αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό με τον υιοθετούντα.
γ] Θεσπίσθηκε το πρώτον η δικαστική αναπλήρωση της συναίνεσης των φυσικών γονέων.
δ] η συναίνεση των φυσικών γονέων μπορεί να δηλωθεί και ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή,
που έχουν λάβει σχετική εντολή, όταν το ανήλικο τέκνο προστατεύεται από την αρμόδια
κοινωνική υπηρεσία ή αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση.
Η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης για τις διακρατικές υιοθεσίες το 1993 που κυρώθηκε από την
Ελλάδα με τον Ν 3765/2009, μετά την κύρωση της οποίας, οι υιοθεσίες που εμπίπτουν στο
πεδίο εφαρμογής της ρυθμίζονται αποκλειστικά από τις ειδικές διατάξεις, ενώ η εφαρμογή του Ν
2447/1996 περιορίζεται στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Εν συνεχεία στις 27/11/2008 θεσπίσθηκε η
νέα Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την υιοθεσία παιδιών, που αποσκοπεί να αντικαταστήσει στα
συμβαλλόμενα κράτη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1967. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 2008
μέχρι το Φεβρουάριο 2011 είχε υπογραφεί από 15 κράτη, όχι όμως και από την Ελλάδα.

87
Οι καινοτομίες που εμφανίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 2008 σε σχέση με την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση του 1967 εντοπίζονται στα εξής: .
α] η νέα ρύθμιση των συναινέσεων που απαιτούνται για να γίνει η υιοθεσία, προκειμένου να
διασφαλίζεται η συμμετοχή του ίδιου του παιδιού στην διαδικασία, αλλά και τα δικαιώματα των
φυσικών γονέων [άρθρα 5 και 6]
β ] η δυνατότητα που δίνεται στα συμβαλλόμενα κράτη να επιτρέπουν την υιοθεσία και σε
ζευγάρια διαφορετικού φύλου που δεν είναι παντρεμένα, παρά ζουν σε ελεύθερη ένωση,
αναγνωρισμένη ή μη, καθώς και σε ζευγάρια του ίδιου φύλου, που είναι παντρεμένοι ή ζουν σε
ελεύθερη ένωση, αναγνωρισμένη ή μή (άρθρο 7).
γ] η ρύθμιση των αποτελεσμάτων της υιοθεσίας υπό το πρότυπο της πλήρους υιοθεσίας (άρθρο
11).
δ] η πρόβλεψη προϋποθέσεων για την ακύρωση και τη λύση της υιοθεσίας
ε] η πρόβλεψη δυνατότητας αναστολής της διαδικασίας για την τέλεση υιοθεσίας, εάν εκκρεμεί
δίκη για την αναγνώριση της πατρότητας ή της μητρότητας του παιδιού (άρθρο 16).
στ] η ρύθμιση της μυστικότητας της υιοθεσίας και του δικαιώματος του θετού τέκνου να
πληροφορηθεί σχετικά με την καταγωγή του και την ταυτότητα των φυσικών γονέων του152.

Σύμφωνα με την διάταξη του 1542 ΑΚ η υιοθεσία επιτρέπεται, με εξαίρεση της διάταξης
του 1579 ΑΚ, εφόσον αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος. Μετά την αντικατάσταση του
άρθρου 1579 ΑΚ από το άρθρο 25 παρ 5 του Ν 2915/2001 , η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται,
εφόσον ο υιοθετούμενος είναι συγγενής εως τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας
αυτού που υιοθετεί. Από τον συνδυασμό των δύο άρθρων, συνάγεται ότι κατά τον δίκαιο μας
κατά κανόνα επιτρέπεται η υιοθεσία ανηλίκων και μόνον κατ’ εξαίρεση των ενηλίκων153 και
αυτό διότι στην πράξη αποδείχθηκε ότι η υιοθεσία ενηλίκων, υπέκρυπτε ενίοτε
καταστρατήγηση φορολογικών, στρατολογικών, συγκάλυψη ιδιόρρυθμων σχέσεων σεξουαλικών
κλπ
Το δικαιικό μας σύστημα δεν θέτει περιορισμούς ως προς το φύλο του παιδιού, ούτε και
υπηκοότητας αυτού, ούτε και φύλου ή εθνικότητας, άγαμο ή έγγαμο, αρκεί να είναι ανήλικο άνω
των τριών μηνών και να μην έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας κατ’ άρθρο 1551 ΑΚ.
Αναφορικά δε, με το συμφέρον του τέκνου η υιοθεσία θα πρέπει να αποβλέπει πρωτίστως
σ’ αυτό και να επιδιώκει την βελτίωση των συνθηκών ζωής εκείνου και όχι την δημιουργία
προβληματικών καταστάσεων κατ άρθρο 1542 ΑΚ, ενώ η κρίση του δικαστή θα πρέπει να
βασισθεί πάνω στο ίδιο θέμα, δηλαδή στο εάν εξυπηρετείται in abstacto το συμφέρον του

152
Κ. Φουντεδάκη Υιοθεσία σελ 47-48
153
Θ Παπαχρίστου οικ δικ εκδοση 2009 - ΕρμΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου - Οικογ.δικ έκδοση 2007 .

88
παιδιού154, κρίση που ελέγχεται και από τον Άρειο Πάγο, καθόσον το δικαστήριο αποφαίνεται
για την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου 1558 ΑΚ, σε συνεκτίμηση και της
έκθεσης του άρθρου 1557 ΑΚ σε σχέση και με την προσωπικότητα, την υγεία και την
οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετούμενου, καθώς
και της αμοιβαίας ικανότητας προσαρμογής αυτών, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του
υιοθετούμενου σε περιουσιακό, πνευματικό, ηθικό και κοινωνικό επίπεδο και προεχόντως το
τελευταίο155 και το οποίο συμφέρον του υιοθετούμενου θα πρέπει να εξυπηρετεί αυτό καθ’ όλη
την πορεία της ζωής του , δηλαδή και μελλοντικά156.
Το άρθρο 8 της; Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1967 κάνει διάκριση στο –συμφέρον του
παιδιού – ενώ το άρθρο 4 παρ 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 2008 γίνεται λόγος για το –
ύψιστο συμφέρον – του παιδιού (best interest).
Ο όρος - διακρατική υιοθεσία – αποτελεί μετάφραση του αγγλικού όρου – inter country
adoption – και δεν ταυτίζεται με τον όρο –Διεθνής Υιοθεσία – που είναι ευρύτερος και που
εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, εν αντιθέσει με την διακρατική που είναι κάθε διεθνής
υιοθεσία, που λόγω της τέλεσης της, αλλάζει ο τόπος της συνήθους διαμονής του παιδιού καθότι
μετακινείται από κράτος σε κράτος
Η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης του 1993 για τις διακρατικές υιοθεσίες ,κυρώθηκε από
την Ελλάδα με τον Ν 3765/2009, ενώ ο Ν 2447/1996 τροποποίησε το άρθρο 23 ΑΚ και με τα
άρθρα 3, 4, 5, 6 ρύθμισε τα θέματα των διακρατικών υιοθεσιών, όπως επίσης με τον Ν
3765/2009 τα άρθρα 23 και 3 του Ν 2447/1996 εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ τα άρθρα 4, 5
και 6 αναφέρονται πλέον σε διακρατικές υιοθεσίες και δεν υπάγονται στην Διεθνή Σύμβαση της
Χάγης157.
Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση, μετά από αίτηση του θετού γονέα, ενώ αυτός
που υιοθετεί συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 1549 ΑΚ. Αρμόδιο
καθ’ ύλην δικαστήριο είναι πλέον το Μονομελές Πρωτοδικείο [740 ΚΠΟλΔ, όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 100 παρ 21 του Ν 4055/2012.

Λύση Υιοθεσίας
Η λύση της υιοθεσίας κατά το δίκαιο μας, συντελείται υπό τους εξής τρόπους:
α. με δικαστική απόφαση κατά αντιδικία δυνάμει των άρθρων 1571-1572-1575 Ακ

154
Π.Πρ.Αθ. 16/2013, Π.Πρ.Θεσσαλ. 1476/2013, Π.Πρ.Θεσσαλ 2398/2013, Π.Πρ.Θεσσαλ. 6446/2013,
δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ
155
Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικ Δικ 2012 κεφ -Υιοθεσια .
156
Π Πρωτ Αθην 159/2005 Νοβ 2006 σελ 99 – Π Πρωτ Αθην 520/2005 ΝοΒ 2006 ΣΕΛ 249, Π.Πρ.Καβ 1/2013
ΝΟΜΟΣ, Π.Πρ. Θεσσαλ. 5429/2013 ΝΟΜΟΣ, Π.Πρ.Θεσσαλ. 8320/2007 Αρμ 2008/61, Π.Πρ.Θεσσαλ. 10204/2010
Αρμ 2010/1833
157
Κ Φουντεδάκη, Υιοθεσία σελ 130.

89
β. με δικαστική απόφαση με κοινή συμφωνία των μερών – [συναινετική λύση] δυνάμει του
άρθρου 1573 ΑΚ και
γ] με την αυτοδίκαιη λύση δυνάμει του άρθρου 1576 ΑΚ.
Επιπλέον προβλέπεται και η ανασύσταση της υιοθεσίας μετά από τη δικαστική λύση της
κατ’ άρθρο 1578 ΑΚ.
Ο τεχνητός συγγενικός δεσμός που δημιουργείται με την υιοθεσία μπορεί να λυθεί εκτός της
αυτοδίκαιης έκπτωσης από το θεσμό, και με δικαστική απόφαση είτε μονομερώς ,είτε μετά από
αίτηση των συναινούντων μερών.
Η μονομερής δικαστική λύση της υιοθεσίας (1571,1572 και 1574 ΑΚ) προβλέπεται ως ένα
ultimum remedium εάν ο θετός γονέας εκπέσει από τη γονική μέριμνα, ή του αφαιρεθεί η
άσκηση της ή αν συντρέχει λόγος αποκλήρωσης του θετού τέκνου. 158 Παρά την έλλειψη ρητής
νομοθετικής ρύθμισης, συνάγεται εκ του παιδοκεντρικού χαρακτήρα του Σύγχρονου
Οικογενειακού Δικαίου, ότι το δικαστήριο επιβάλλεται να ελέγχει ενδελεχώς όλες τις σχετικές
με το συμφέρον του ανηλίκου παραμέτρους, προκειμένου να κρίνει αν η υιοθεσία θα λυθεί
τελικά ή όχι.
Η έσχατη λύση της κατάργησης ενός κλονισμένου οικογενειακού δεσμού προβλέπεται για
κλειστό αριθμό περιπτώσεων και πάλι ύστερα από διαμόρφωση δικανικής κρίσης, γεγονός που
υπογραμμίζει τη βούληση του νομοθέτη να προστατεύσει το θεσμό της υιοθεσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 1360 ΑΚ κωλύεται ο γάμος εκείνου που υιοθέτησε ή των
κατιόντων του με εκείνον που υιοθετήθηκε και το οποίο κώλυμα διατηρείται και μετά την λύση
του υιοθετούμενου, διότι άλλως ο γάμος είναι άκυρος κατ άρθρο 1372 ΑΚ. Ομοίως στο άρθρο 2
του Ν 3719/2008 αναφέρεται,ότι δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης μεταξύ του
υιοθετούντος και του υιοθετούμενου και ότι η εξ αυτής παράβαση συνεπάγεται την ακυρότητα
του σύμφωνου συμβίωσης κατ’ άρθρο 2 παρ 3 του Ν 3719/2008.
Ο γάμος, αλλά και το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ θετού πατέρα και θετού τέκνου είναι
άκυρα, όπως επίσης αυτοδίκαιη λύση της υιοθεσίας επέρχεται, παρά την σιγή του νόμου και
όταν αναγνωρίζεται [εκούσια ή βιολογικά], η βιολογική πατρότητα του θετού γονέα απέναντι
στο θετό του τέκνο, και μάλιστα αναδρομικά.
Η τυχόν αναγνώριση της πατρότητας τρίτου απέναντι στο θετό τέκνο, δεν επηρεάζει την
υιοθεσία159.
Η ανασύσταση της υιοθεσίας αποτελεί διεθνώς πρωτοποριακό θεσμό, που καθιερώθηκε και
στο δικό μας δίκαιο, με τον Ν 2447/1996 σε συνδυασμό και με τον μεταγενέστερο Ν 2915/2001
και εφαρμόζεται σε περίπτωση δικαστικής μόνον λύσης της υιοθεσίας [αντιδικία ή συναινετική],

158
Φ. Ευαγγελίδου – Τσικρικά, Η ιδιωτική αυτονομία στο δίκαιο της υιοθεσίας, Σύγχρονες τάσεις Οικογενειακού
Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ 124.
159
Θ Παπαχρίστου Εγχ .,οικ δικ 2005-2009 σελ 235.

90
και όχι αυτοδίκαιης, και πάντως για την περίπτωση που εξέλειψε ο λόγος της λύσης ή
ακολουθήσει συγγνώμη του υπαιτίου της λύσης, χωρίς να έχει αναδρομική ισχύ, όπως και δεν
υφίστανται οι περιορισμοί της ηλικίας που ισχύουν στην τέλεση εξ αρχής μιας υιοθεσίας. Όσον
αφορά δε το επιτρεπτό της ανασύστασης υιοθεσίας για ενήλικους, η επικρατέστερη άποψη είναι
αρνητική160, καθότι θεωρείται ότι έχουν εφαρμογή τα άρθρα 1579 – 1583 ΑΚ, ενώ
υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη161, και ειδικά σύμφωνα με την θέση του Θ. Παπαχρίστου,
αφού η συγγένεια δεν λήγει ποτέ, άρα είναι πάντα δυνατή και η τέλεση νέας υιοθεσίας
ενηλίκου], εξαιρουμένων των υιοθεσιών που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του Ν 2447/ 1996.

Κατά την κρατούσα επίσης άποψη, αν μετά την τέλεση της νέας υιοθεσίας το θετό τέκνο
είναι ακόμα ανήλικο, εντάσσεται και πάλι πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα, ενώ
αντιθέτως εάν εν τω μεταξύ ενηλικιωθεί, τότε η νέα υιοθεσία έχει τα περιορισμένα
αποτελέσματα της υιοθεσίας ενηλίκων, μολονότι υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, ότι
δηλαδή, κατά την ορθή ερμηνεία του άρθρου 1578 ΑΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ακόμη και
όταν η ανασύσταση της υιοθεσίας τελείται μετά την ενηλικίωση του τέκνου, ότι και πάλι
ισχύουν τα ίδια με την υιοθεσία ανηλίκου που λύθηκε, καθόσον κατά το γράμμα της διάταξης
αυτής, τα αποτελέσματα της υιοθεσίας επέρχονται από την τελεσιδικία της απόφασης και όχι
από την τέλεση της νέας υιοθεσίας.

Αναδοχή

Η αναδοχή αποτελεί ένα νέο θεσμό που θεσπίσθηκε για την αντιμετώπιση παθολογικών
φαινομένων και ιδίως για να επιτευχθεί μια μεταβατική λύση προς δυο κατευθύνσεις, είτε για
την επανένταξη του ανηλίκου στην φυσική του οικογένεια μετά την λήξη της οικογενειακής
παθολογίας, είτε για την υιοθεσία του ανηλίκου από τους ανάδοχους γονείς.
Με την αναδοχή ανατίθεται σε τρίτους, αλλά και αναλαμβάνουν αντίστοιχα αυτοί, το έργο
της πραγματικής φροντίδας ενός ανηλίκου, χωρίς να μεταβάλλονται οι νομικές σχέσεις του με
την φυσική οικογένεια ή τον επίτροπο του. Οι τρίτοι που αναλαμβάνουν το έργο αυτό καλούνται
ανάδοχοι γονείς και το τέκνο εντάσσεται κανονικά στην ανάδοχη οικογένεια162 κατ’ άρθρο 1659
ΑΚ.
Η αναδοχή προσιδιάζει με την γονική μέριμνα ή την επιτροπεία, αλλά και διαφοροποιείται
από αυτές, καθότι είναι συμπληρωματική ως προς την γονική μέριμνα και την επιτροπεία, έχει

160
Ε.Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικ Δικ 2008- 2012 κεφ υιοθεσια
161
Κ. Παντελίδου – Θ Παπαχρίστου σε ΕΡΜΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου οικ Δικ 2003 σελ 516
162
Σκορινη στον ΑΚ Γεωργιαδη –Σταθοπουλο αρθρο 1655, Μ.Πρ.Θεσσαλ 2396/2006, ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πατρ.
13/2013 ΝΟΜΟΣ

91
προσωρινό χαρακτήρα, αλλά και επιπλέον οι ανάδοχοι γονείς έχουν περιορισμένες
αρμοδιότητες .
Έτσι κατά αναλογική εφαρμογή γίνεται αποδεκτό κατ’ άρθρο 1545 ΑΚ, ότι δεν
επιτρέπεται η ταυτόχρονη αναδοχή του ανηλίκου σε περισσότερα από ένα άτομα, εκτός εάν
πρόκειται για συζύγους και ότι αντιθέτως θα πρέπει να επιτρέπεται η αναδοχή περισσοτέρων
ανηλίκων από μια ανάδοχη οικογένεια, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, κατ αναλογική εφαρμογή του
1547 ΑΚ.
Η αναδοχή πραγματοποιείται με σύμβαση και συνίσταται στην ανάθεση και ανάληψη
αντίστοιχα της φροντίδας του ανηλίκου σε τρίτους, με συμφωνία αυτών και των γονέων ή του
επιτρόπου του ανηλίκου , κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 Ν 2082/1992. Η αναδοχή με σύμβαση δεν
εμπεριέχει και την επιμέλεια του ανηλίκου, ούτε και καθίσταται αυτή αντικείμενο συμβατικού
διακανονισμού, μολονότι υπάρχει και η αντίθετη άποψη ότι συμβαδίζει με την ανάθεση της
πραγματικής φροντίδας του ανηλίκου από τρίτους και υποκαθιστά την γονική μέριμνα163. Η
αναδοχή με δικαστική απόφαση είναι η ανάθεση και αντίστοιχα η ανάληψη της πραγματικής
φροντίδας του ανηλίκου από τρίτους που διατάσσει το δικαστήριο - Ν 2082/1992- και η οποία
δικαστική αναδοχή μπορεί να καταλήξει μέχρι και την αφαίρεση από τους γονείς [μέρους ή και
όλης] της επιμέλειας, ή της διοίκησης της περιουσίας του ανηλίκου και την ανάθεση αυτήν σε
τρίτους, σύμφωνα με τα άρθρα 1532 και 1533 ΑΚ.
Η αναδοχή αφορά το ανήλικο που τελεί υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, ανεξαρτήτως εάν
αυτός έχει γεννηθεί εντός ή εκτός γάμου, και η οποία αναδοχή κατά την διασταλτική ερμηνεία
της διάταξης, θα πρέπει να επεκτείνεται και στα παιδιά που γεννήθηκαν με ετερόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση 164.

Κατά κοινή αποδοχή , έχει γίνει επίσης δεκτό, ότι η αναδοχή είναι δυνατή και για το θετό
τέκνο, εφόσον ανακύπτει θέμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τους θετούς γονείς,
συνδυαστικά των άρθρων 1571 -1532 και 1533 ΑΚ]165και μολονότι συνηθίζεται το αντίθετο ,εν
τέλει συμβαίνει να υιοθετείται το τέκνο από τους ανάδοχους γονείς. Εξαιρετικά σπάνια
περίπτωση αποτελεί η αναδοχή έγγαμου ανηλίκου166, παρότι δεν αποκλείεται .Η αναδοχή μπορεί
να αφορά και ενήλικο με ειδικές ανάγκες ή και ηλικιωμένο, κατ’ άρθρο 9 παρ. 3 του Ν
2082/1992.

163
σχόλια Σκορινη στην ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου άρθρο 1655 .
164
Σχολ.Ισμ. Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη -Ανάδοχη οικογένεια - Κρτι 1997 /1 σελ 227 .- όπου υποστηρίζεται ότι η
ανάδοχη αποτελεί και δοκιμαστική περίοδο προ της υιοθεσίας .
165
Ι.Σπυριδάκης Οικ Δικ 2006 σελ 839 – Θ Παπαχρίστου Οικογ. δίκαιο 2005 – 2009 - Ε Ε Κουνουγέρη –
Μανωλεδάκη Οικ. Δικ. Σελ 2005 -2012 526 -527 .
166
κατά μια εκδοχή ,αναδοχή για έγγαμο ανήλικο δεν αποκλείεται ,παρόλο που είναι απίθανη - Σπυριδακης οικ δ –
Ε Κουνουγερη Μανωλεδάκη –ενώ κατ' άλλη άποψη είναι ανεπίτρεπτη -βλέπε Σκορίνη στο ΑΚ Γεωργιάδη –
Σταθόπουλο άρθρο 1655 .

92
Ανάδοχοι γονείς μπορούν να γίνουν οι σύζυγοι με φυσικά ή χωρίς παιδιά, ή με θετά
παιδιά, και κατ’ εξαίρεση και μεμονωμένα άτομα [άγαμα ή διαζευγμένα ή χήρα] με ή χωρίς
φυσικά τέκνα ή θετά παιδιά άρθρο 9 παρ. 4 του Ν 2082/1992 και ΠΔ 86/2009. Υποστηρίζεται
δε και η άποψη ότι θα πρέπει να επεκταθεί ο κύκλος των προσώπων και στα άγαμα ζεύγη
συντρόφων167, αφού τα κοινωνικά αυτά πλέον σχήματα έχουν αναγνωρισθεί και νομικά, αλλά
και έμμεσα με τον Ν 3089/2002 για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή,
κατ’ άρθρο 1456 και 1457 ΑΚ] ,σε σχέση και με τον Ν 3719/2008 που αφορά το σύμφωνο
ελεύθερης συμβίωσης. Και βέβαια ο νομοθέτης προτάσσει την συγγενική αναδοχή, [άρθρο 1 και
3 ΠΔ 86/2009 -1533 ΑΚ], καθότι ανάδοχοι γονείς μπορούν να είναι και συγγενείς εξ αίματος ή
εξ αγχιστείας, κάθε βαθμού και γραμμής με τον ανήλικο.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ 1 του ΠΔ 86/2009 τηρείται το Εθνικό Μητρώο Αναδόχων
Ανηλίκων – στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης, όπου καταχωρούνται
όσοι κρίνονται κατάλληλοι γονείς.

Λήξη αναδοχής

Η αναδοχή λήγει αυτοδίκαια υπό τις εξής περιπτώσεις:


α] με την ενηλικίωση του τέκνου
β] με την υιοθεσία του τέκνου είτε από τρίτους είτε από τους ίδιους τους αναδόχους γονείς
γ] από την αναγνώριση του εκτός γάμου γεννημένου τέκνου από τον ανάδοχο ή τρίτο και
δ] με τον θάνατο ή την κήρυξη σε αφάνεια είτε του ανηλίκου είτε των αναδόχων168.
Ο ανάδοχος γονέας που παραβιάζει τις διατάξεις του ΠΔ 86/2009 χάνει την ιδιότητα του
ανάδοχου γονέα για ένα έτος από την έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής απόφασης του φορέα,
ενώ σε περίπτωση υποτροπής χάνει οριστικά και την ιδιότητα του ανάδοχου γονέα. Ο ανάδοχος
επίσης γονέας που καταδικάσθηκε τελεσίδικα για αδικήματα ,που σύμφωνα με το άρθρο 1537
ΑΚ εκπίπτει και από την γονική μέριμνα, ή για παραμέληση ανηλίκου ή για εγκλήματα κατά
της γενετήσιας ελευθερίας ή για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών ή εμπορίας ανθρώπων ή
οργάνων, εκπίπτει αυτοδικαίως από την ιδιότητα του ανάδοχου γονέα και δεν δύναται δια βίου
στο μέλλον να κριθεί ανάδοχος γονέας, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 1662 και
1663 ΑΚ, ενώ η σχετική απόφαση κοινοποιείται στον ανάδοχο γονέα και στο Ινστιτούτο
Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης, για να καταχωρηθεί στο Εθνικό Μητρώο Αναδόχων
Ανηλίκων.

167
Σκορίνη σε ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλο άρθρο 1655 - Ι Σπυριδάκης 2006 σελ 836 .
168
Σκορίνη στον ΑΚ Σταθόπουλο –Γεωργιάδη –άρθρα 1662 -1663 ΑΚ –Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη οικ Δικ
2005 - 2012 σελ 546 –Θ.Παπαχρίστου Εγχ Οικ δικ 2005- 3009 Φίλιος Οικ Δ 2011 σε 418 .

93
Σύμφωνα επίσης με τα άρθρα 1662 -1663 ΑΚ προβλέπεται και η άρση της αναδοχής
ανηλίκου, καθόσον για την άρση αναδοχής ενηλίκου θα εφαρμοσθούν οι γενικές διατάξεις περί
εντολής ή και ακόμα ενίοτε, σύμβασης εργασίας.
Στην περίπτωση της σύστασης αναδοχής με σύμβαση, η άρση της είναι δυνατή με
ανάκληση, ενώ στην περίπτωση της αναδοχής με δικαστική απόφαση, η άρση της ανάθεσης
γίνεται με τον ίδιο τρόπο, κατ’ άρθρο 1662 ΑΚ, ενώ το άρθρο 1663 ΑΚ προβλέπει και μια τρίτη
εναλλακτική λύση , που σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να άρει την
ανάθεση και να αναθέσει την φροντίδα του παιδιού σε διαφορετική ανάδοχη οικογένεια,
αντικαθιστώντας την προηγούμενη.

Θεμελίωση νομικής συγγένειας με τις μεθόδους τεχνητής γονιμοποίησης.

Με την ψήφιση του Ν 3089/2002 προστέθηκε ένα νέο κεφάλαιο στο δικαικό μας
σύστημα ,με τίτλο Ιατρική Υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή -ΙΥΑ– με το οποίο
προβλέπεται ένας νέος τρόπος ίδρυσης συγγένειας, μητρότητας και πατρότητας.
Οι όροι «υποβοηθούμενη αναπαραγωγή – τεχνητή αναπαραγωγή – και τεχνητή
γονιμοποίηση, υποδηλώνουν την δημιουργία τέκνων με ιατρική βοήθεια χωρίς σαρκική επαφή.
Με την τεχνητή γονιμοποίηση αποξενώνεται η σεξουαλική πράξη από την αναπαραγωγική
διαδικασία κατ' άρθρο 3 παρ. 1 Ν 3305/2005 . Ως μέθοδοι τεχνητής γονιμοποίησης
προβλέπονται δυο: 1] η ενδοσωματική γονιμοποίηση [ in vivo] με την οποία μέθοδο η
γονιμοποίηση του ωαρίου γίνεται με την τεχνητή εισαγωγή σπέρματος στο γυναικείο κόλπο 2]
εξωσωματική γονιμοποίηση [in vitro ] η γονιμοποίηση του ωαρίου πραγματοποιείται εκτός του
γυναικείου σώματος σε δοκιμαστικό σωλήνα και εν συνεχεία το γονιμοποιημένο ωάριο
μεταφέρεται στο σώμα της γυναίκας και κυοφορείται από αυτήν. Το σπέρμα μπορεί να
προέρχεται είτε από τον σύζυγο ή τον σύντροφο της γυναίκας [ομόλογη τεχνητή
σπερματέγχυση] ,είτε από τρίτο δότη [ετερόλογη τεχνητή σπερματέγχυση]. Αντιστοίχως τα
ωάρια μπορεί να ανήκουν στην γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, είτε σε τρίτη δότρια.
Το γονιμοποιημένο ωάριο μεταφέρεται, εάν πρόκειται για εξωσωματική γονιμοποίηση, είτε στο
σώμα της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, είτε στο σώμα της γυναίκας που θα
κυοφορήσει και θα γεννήσει το τέκνο [κυοφόρος]. Στην περίπτωση δε που και το ωάριο
προέρχεται από την κυοφόρο, πρόκειται για πλήρη υποκατάσταση, η οποία απαγορεύεται από
το Ελληνικό Δίκαιο. Εν αντιθέσει δεν αποκλείεται, το ωάριο να προέρχεται από άλλη γυναίκα,
διαφορετική τόσο από εκείνη που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, όσο και από την κυοφόρο.

94
Το σπέρμα επίσης μπορεί να είναι του συζύγου ή του συντρόφου της γυναίκας που
επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο με την βοήθεια κυοφόρου γυναίκας ,είτε τρίτου δότη 169.
Η ομόλογη τεχνητή αναπαραγωγή δημιουργεί βιολογική συγγένεια, ενώ η ετερόλογη
δημιουργεί νέα μορφή κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας170. Οι διατάξεις του Ν 3089/2002
αλληλοσυμπληρώνονται και από τις διατάξεις του Ν 3305/2005 , ειδικά ως προς το όριο ηλικίας
αναπαραγωγής υποβοηθούμενων ατόμων, στην διάθεση και μεταχείριση του γεννητικού υλικού,
στις συναινέσεις των ενδιαφερομένων, την ανάκληση αυτών, την παρένθετη μητρότητα,
ειδικότερα θέματα ανωνυμίας δοτών κλπ.
Το δικαίωμα στην αναπαραγωγή απορρέει από το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης
της προσωπικότητας του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντ., σύμφωνα με το οποίο καθένας δικαιούται
να αναπτύσσει ελευθέρα την προσωπικότητα του, εφόσον δεν θίγει τα χρηστά ήθη και δεν
προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.
Το άρθρο 1455 ΑΚ προϋποθέτει την ιατρική αναγκαιότητα και ορίζει ότι η τεχνητή
γονιμοποίηση αποσκοπεί στην απόκτηση παιδιών από άτομο , που αδυνατεί να αποκτήσει με
φυσικό τρόπο, δηλαδή με στειρότητα, ή και για να αποφύγει την μετάδοση στο παιδί σοβαρής
ασθένειας .171 Συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή η υποβοηθουμένη αναπαραγωγή όταν συντελείται
για άλλους λόγους ,εκτός ιατρικής αναγκαιότητας της, όπως όταν επιλέγεται από άγαμη
γυναίκα που δεν αντιμετωπίζει ιατρικό πρόβλημα και η οποία απλά αποφεύγει να έχει ερωτική
συνεύρεση με άγνωστο σ' αυτήν άνδρα, αλλά και επιπλέον δεν είναι επιτρεπτή η τεχνητή
αναπαραγωγή και για λόγους αισθητικής ή επαγγελματικούς της γυναίκας , εξ αιτιας των
οποίων, θα προσέφευγε σε δανεισμό μήτρας. Ομοίως δεν επιτρέπεται εκ του νόμου και η
προσφυγή σε τεχνητή γονιμοποίηση με στόχο την απόκτηση τέκνου με σκοπό την
ιστοσυμβατότητα προς υπάρχον τέκνο που πάσχει από ασθένεια [π.χ λευχαιμία],υπό το
ενδεχόμενο να θεραπευθεί με μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Οι ιατρικοί λόγοι αδυναμίας απόκτησης τέκνων μπορεί να αναφέρονται είτε σε αδυναμία
σύλληψης, είτε σε αδυναμία κυοφορίας, γεγονός που όμως πιστοποιείται από ιατρικά έγγραφα
και αφορά γενικά το ζευγάρι. Ως εκ τούτου μια πράξη ιατρικής υποβοήθησης σε αναπαραγωγή
επιτρέπεται, ως θεραπευτική, αλλά και εφαρμόζεται και σε μέλος του ζευγαριού που δεν έχει το
ίδιο αναπαραγωγικό πρόβλημα, όπως στην περίπτωση της γυναίκας που είναι η ίδια ικανή για
τεκνοποιία υποβάλλεται σε τεχνητή σπερματέγχυση, με σπέρμα του συζύγου της ή τρίτου δότη,
καθότι ο σύζυγος της πάσχει από ολιγοσπερμία ή ασπερμία.

169
Σχόλια Β Βαθρακοκοίλη ΕρμοΝΑΚ άρθρο 1455 ,εκδ. 2004 σελ 563 - Θ Παπαχρίστου Οικο Δικ εκδ 2005-
2009 σελ 200 .
170
Ε. Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη, Οικ. δικ 2005 -2012
171
Μον. Πρωτ. Αθην 1320/2004 Αρμ 2004 σελ 374, Μον. Πρωτ. Αθ. 4175/2007 Εφ. ΑΔ 2009/1357

95
Ειδικά ως προς τους ανήλικους, η μέθοδος της υποβοηθουμένης αναπαραγωγής
εφαρμόζεται, μόνον εξαιρετικά για την περίπτωση που ο ανήλικος πάσχει από σοβαρό νόσημα
με κίνδυνο στειρότητας του, ώστε να μην στερηθεί την τεκνοποιία και που ως τέτοια ο νόμος
προβλέπει την μέθοδο της κρυοσυντήρησης του γεννητικού υλικού αυτού, επί σκοπώ να
χρησιμοποιηθεί αυτό στο μέλλον. Και φυσικά η ιατρική αναγκαιότητα ως προϋπόθεση για τους
ανηλίκους κατ’ άρθρο 4 του Ν 3305/2005, διαφέρει από την ιατρική αναγκαιότητα για τους
ενηλίκους και την σχετική διάταξη του άρθρου 1455 ΑΚ.
Αναφορικά δε με την προϋπόθεση αποφυγής μετάδοσης σοβαρής ασθενείας στο τέκνο
, ως τέτοια νοσήματα θεωρούνται αυτά που μεταβιβάζονται από τον ένα ή και τους δυο γονείς
υποχρεωτικά και όχι συμπτωματικά, όπως είναι τα γονιδιακά νοσήματα και τα χρωμοσωμικά
νοσήματα, ως και τα λοιμώδη νοσήματα και η οποία παθολογική κατάσταση η οποία
αποφεύγεται, είτε με την ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, δηλαδή με την χρήση σπέρματος
τρίτου δότη, είτε με το ωάριο τρίτης γυναίκας, αναλόγως ποιός εκ των δύο συζύγων είναι ο
πάσχων, είτε με την παρένθετη μητέρα.
Η τρίτη επίσης προϋπόθεση περιορισμού απόκτησης τέκνου υπό την ανωτέρω μέθοδο,
αφορά την ηλικία των ενδιαφερομένων να τεκνοποιήσουν. Έτσι εκ του νόμου επιτρέπεται η
υποβοήθηση μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου
προσώπου, περιορισμός που σημαίνει ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προϋποτίθεται ότι θα
βρίσκονται σε ηλικία τέτοια υπό την οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσαν να
τεκνοποιήσουν, χωρίς υποβοήθηση172. Μάλιστα δε μετά και την ψήφιση του Ν 3305/2005,
προβλέπεται και η εφαρμογή της μεθόδου αυτής και σε ενήλικα πρόσωπα εντός των ορίων της
φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής των, που ειδικά για την γυναίκα θεωρείται το 50ο έτος
ηλικίας, με προβλεπόμενο ανώτατο ηλικιακό όριο μόνον για αυτήν μέχρι το πεντηκοστό έτος
ηλικίας της, μολονότι υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή θα πρέπει να καθιερωθεί
ανώτατο όριο και για τον άνδρα ,χάριν της προστασίας των συμφερόντων του τέκνου, ενώ
αντίστοιχα προβλέπεται κατώτατο όριο ηλικίας προσφυγής στην μέθοδο αυτήν, το 18ο έτος
ηλικίας, με εξαίρεση τους ανηλίκους υπό την προαναφερόμενη και μόνον εξαιρετική περίπτωση
της συνδρομής σοβαρού νοσήματος αυτών κατ άρθρο 1459 ΑΚ και αρθρο 7 Ν 3305/2005173,
για την νόμιμη λήψη και φύλαξη γεννητικού υλικού του, στην τράπεζα κρυοσυντήρησης.

Από την διάταξη του άρθρου 1455 παρ. 3 σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν
3305/2005, απαγορεύεται η κλωνοποίηση για αναπαραγωγικούς σκοπούς, έχοντας ενσωματωθεί

172
Μον Πρωτ Αθην 1320/2004 Αρμ 2004 σελ 374 –Σχολ Θ Παπαχρίστου Οικ δικ 2003 ,όπου γίνεται λόγος ότι
καταλαμβάνει κυρίως την περίπτωση γυναικών που αδυνατούν να τεκνοποιήσουν μετά την εμμηνόπαυση.
173
Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη Οικ. Δίκαιο .εκδ.2012 .

96
σ’ αυτούς η πρόβλεψη του άρθρου του Πρόσθετου πρωτοκόλλου της 12-1-1998 Ευρωπαϊκής
Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βιοιατρική [σύμβαση Οβιέδο 1997], που
ενσωματώθηκε με τον Ν 2619/ 1998, και οι οποίες διατάξεις απαγορεύουν την παραγωγή
ανθρώπων με συγκεκριμένο γεννητικό υλικό. Δικαιολογητικός λόγος σ’ αυτό, αποτελεί ότι η
αναπαραγωγή με κλωνοποίηση, αντίκειται στην μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, αλλά και
στην αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθόσον προσβάλλει την αξία της
διαφορετικότητας, αλλά και συνακόλουθα είναι αντισυνταγματική.
Εν αντιθέσει με τα ανωτέρω από την ερμηνευτική διάταξη των ως άνω διατάξεων
συνάγεται, ότι το πλεονάζον γεννητικό υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θεραπευτικούς ή
ερευνητικούς λόγους, όπως συμβαίνει με την θεραπευτική κλωνοποίηση, όπου από
γονιμοποιημένα ωάρια τριών ημερών δημιουργούνται ιστοί και όργανα, που χρησιμοποιούνται
για την αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, δια των μεταμοσχεύσεων.
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ. απαγορεύεται η επιλογή φύλου, πλην
όμως κατ’ εξαίρεση δεν ισχύει ο περιορισμός αυτός στην περίπτωση που επιβάλλεται η επιλογή
φύλου, προκειμένου ν αποφευχθεί η μετάδοση στο έμβρυο από τον γονέα φυλοσύνδετου
νοσήματος ,πχ σοβαρής κληρονομικής ασθένειας που συνδέεσαι με το φύλο του παιδιού, όπως
είναι η αιμοφιλία, η βαριά νοητική στέρηση Duchenne, και η οποία μεταδίδεται από την μητέρα
φορέα αποκλειστικά προς τα αγόρια.
Ομοίως, απαγορεύεται και η επιλογή άλλων βιολογικών χαρακτηριστικών, ως
αντιβαίνουσα την προσωπική αυτονομία του ανθρώπου.
Ωστόσο η παραβίαση των προϋποθέσεων του άρθρου 1455 ΑΚ και του επιτρεπτού των
όρων και την χρήση των μεθόδων τεχνητής γονιμοποίησης ,δεν επηρεάζει την ίδρυση της
συγγένειας σε βάρος του γεννηθέντος τέκνου ,παρά αντιθέτως επισύρει ευθύνη του γιατρού
που επιλήφθηκε αυτής174, [αστική ή ποινική]
Για την εφαρμογή του άρθρου 1455 ΑΚ και σε συνδυασμό και με το άρθρο 1456 ΑΚ και 7
§6 και §8 του Ν 3305/2005, απαιτείται η συναίνεση για κάθε πράξη που αποσκοπεί στην
υποβοήθηση της αναπαραγωγής. και η οποία διακρίνεται από την δήλωσης βούλησης για την
κατάρτιση της σύμβασης ιατρικής αγωγής, που επίσης αποβλέπει στην ιατρική υποβοήθηση. Η
συναίνεση αυτή παρέχεται από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να αποκτήσουν τέκνο, δηλαδή από
τους συζύγους ή τους μόνιμους συντρόφους τους, ή τη γυναίκα χωρίς σύζυγο ή σύντροφο. Έτσι
υπό το καθεστώς αυτό συντελείται η κοινωνική αποδοχή, αφενός μεν ενώσεων ετερόφυλων
προσώπων175 και αφετέρου μονογονεϊκών οικογενειών, καθόσον κατά το γράμμα του νόμου,

174
Βλεπ σχολ Ισμήνη Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη – Η αστική ευθύνη του γιατρού από την τεχνητή ανθρώπινη
αναπαραγωγή 2004 σελ 440
175
Θ. Παπαχρίστου – Οικογ. δικ 2005-2009 σελ 203 – όπου αναφέρεται ότι απαγορεύεται η ιατρική υποβοήθηση
σε ομόφυλα ζεύγη είτε ανδρών, είτε γυναικών .

97
στην υποβοηθουμένη αναπαραγωγή μπορούν να καταφύγουν όχι μόνον έγγαμα ζευγάρια, αλλά
και άτομα που συζούν σε ελεύθερη συμβίωση ή ακόμα και μοναχικές και άγαμες γυναίκες,
μολονότι έχει υποστηριχθεί ειδικά ως προς τις τελευταίες και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η
πρόβλεψη αυτή αντίκειται στον άρθρο 21 του Συντάγματος για την προστασία του παιδιού176.
Η ίδια συναίνεση απαιτείται και στην περίπτωση κρυοσυντήρησης γεννητικού υλικού
από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα [λ.χ γονιμοποιημένο ωάριο], που τα καταθέτουν.
Ο απαιτούμενος τύπος συναίνεσης είναι συστατικός και δεν αρκεί η προφορική
συναίνεση. Ειδικά για μεν τους συζύγους αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο, για δε το άγαμο ζευγάρι
που συζεί σε ελεύθερη ένωση, αλλά και για την μοναδική γυναίκα, απαιτείται
συμβολαιογραφικό έγγραφο177, η έλλειψη του οποίου δημιουργεί θέμα νομιμότητας της
ιατρικής πράξης ,όπως μπορεί να θίγονται και οι δεσμοί συγγένειας του παιδιού με τον φυσικό
του πατέρα. Με το ίδιο ως άνω ιδιωτικό ή συμ/κο έγγραφο, αντίστοιχα παρέχεται και η
συναίνεση για την κρυοσυντήρηση των απλών γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων, που
θα περισσέψουν από τον πρώτο κύκλο θεραπείας των ατόμων που υποβάλλονται σε ΙΥΑ, κατά
την επιθυμία των οποίων κρυοσυντηρούνται για μελλοντική δική των χρήση, κατά τις διατάξεις
των άρθρων 1459 ΑΚ και 7 παρ. 6 του Ν 3305/2005, όπως επίσης με χωριστό ιδιωτικό έγγραφο,
επιλέγεται και η τύχη του επιπλέον γεννητικού υλικού αυτών, ως και των γονιμοποιημένων
ωαρίων των.
Οι συναινέσεις των ενδιαφερομένων χορηγούνται χρονικά, πριν από την έναρξη της
διαδικασίας ιατρικής υποβοήθησης, όπως κατά τον ίδιο χρόνο ορίζεται και η τύχη του
πλεονάζοντος γεννητικού υλικού, ενώ η μεταγενέστερη συναίνεση δεν δικαιολογείται και δεν
αναιρεί τον παράνομο χαρακτήρα της τεχνητής γονιμοποίησης, όπως και η έλλειψη συναίνεσης
σε ιατρική πράξη , δεν είναι σύννομη, μολονότι διενεργήθηκε lege artis και με την πλήρη
ιατρική επάρκεια, παρά αντιθέτως συνιστά ιατρικό σφάλμα, υπό την μορφή της αμέλειας ως
προς την νομιμότητα της πράξης του, η οποία μπορεί να θεμελιώσει ενίοτε και αδικοπρακτική
ευθύνη κατά άρθρο 914 ΑΚ, μολονότι υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη ως προς την
καθυστέρηση συναίνεσης, όταν ειδικά προέρχεται από συζύγους ή και συντρόφους κατ' άρθρο
1475 §2 και 1471 ΑΚ178.
Έτσι η τήρηση του έγγραφου τύπου, αφενός μεν νομιμοποιεί τον ίδιο τον γιατρό, αλλά
και αφετέρου δε και το παιδί που θα γεννηθεί, γεγονός που προκύπτει και από το άρθρο 1471
§2 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η πατρότητα του παιδιού είναι απρόσβλητη, εφόσον ο σύζυγος
είχε συναινέσει στην υποβολή της συζύγου του σε τεχνητή γονιμοποίηση, ενώ σε διαφορετική
περίπτωση που ο σύζυγος δεν είχε συναινέσει στην τεχνητή γονιμοποίηση με σπέρμα τρίτου ή

176
Χριδ 2002 σελ 685 .
177
Μ. Πρωτ. Αθην 1320/ 2004 Αρμ 2004 σελ 374, Μον. Πρωτ. Αθ. 4175/2007 Εφ. ΑΔ 2009/1357
178
Ισμ Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη σε Γενέθλιο ΑΠ. Γεωργιάδη 2006 σελ 32 .

98
και όταν χρησιμοποιήθηκε σπέρμα τρίτου δότη ,ενώ εκείνος είχε συναινέσει να γίνει με δικό
του σπέρμα, τότε δικαιούται να προβεί σε προσβολή πατρότητας179.

Το άρθρο 1471 §2 ΑΚ δεν κάνει διάκριση αν η γονιμοποίηση γίνει με το σπέρμα του


συζύγου ή με σπέρμα τρίτου δότη, πλην όμως έχει ενδιαφέρον στην περίπτωση της ετερόλογης
γονιμοποίησης, καθότι στην πρώτη περίπτωση δεν ανακύπτει θέμα προσβολής πατρότητας. Για
την περίπτωση δε που ένα ζευγάρι συζεί απλά σε ελεύθερη ένωση, η συμ/κη πράξη
επιβάλλεται, καθότι οδηγεί και σε αυτόματη εκούσια αναγνώριση από τον άνδρα που συνήναισε
συμ/κα, ανεξαρτήτως ομόλογης ή ετερόλογης γονιμοποίησης, όπως αντίστοιχα και η συμ/κη
συναίνεση της γυναίκας, ισχύει και ως συναίνεση στην αυτόματη εκούσια αναγνώριση. Η
περίπτωση επίσης της μοναχικής - άγαμης γυναίκας που αποφασίζει να τεκνοποιήσει, η συμ/κη
συναίνεση αυτής υποδηλώνει σαφώς την συνειδητή απόφαση αυτής να γίνει μητέρα.
Και βέβαια επ’ αυτού υπάρχει και ο αντίλογος, εάν και κατά πόσο η συναίνεση αυτή
μπορεί να θεωρηθεί ως συναίνεση σε εκούσια αναγνώριση του τέκνου από τον τρίτο άγνωστο
δότη, πλην όμως ο νόμος αποκλείει μόνον την δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του
τρίτου δότη ,όχι όμως και την εκούσια αναγνώριση. Κατά την συσταλτική βέβαια ερμηνεία των
διατάξεων 1456 και 1457, μπορεί να θεωρηθεί ότι η συναίνεση της άγαμης γυναίκας με συμ/κη
πράξη ότι επέχει θέση συναίνεσης σε εκούσια αναγνώριση, μόνον εφόσον αυτή συζεί σε
ελεύθερη ένωση με άνδρα και οι δύο συναινούν στην τεχνητή γονιμοποίηση180.
Συμπερασματικά των ανωτέρω, είναι καταφανές ότι η έγγραφη συναίνεση των συζύγων
στην ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, ως και η συμ/κη συναίνεση των ατόμων που ζουν σε
ελεύθερη ένωση, είναι απόλυτα αναγκαίες, καθότι συνδέονται άμεσα με την ίδρυση και την μη
προσβολή του δεσμού του τέκνου με τους γονείς του, εν αντιθέσει με την ομόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση, ως και την περίπτωση τεκνοποιίας της άγαμης γυναίκας, αφού η έλλειψη της δεν
έχει καμία σημασία για το δίκαιο της συγγένειας.

Συνεπώς η δήλωση βούλησης των ατόμων που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν με ΙΥΑ έχει
τριπλό νομικό χαρακτήρα και τούτο διότι:
Κατ' αρχήν είναι διαπλαστικές δικαιοπραξίες, και νομιμοποιούν τα τέκνα που θα
γεννηθούν από τις ΙΥΑ, κατά δεύτερον ιδρύουν συγγένεια και καθορίζουν την οικογενειακή
τους κατάσταση ανέκκλητα, με την έναρξη της κυοφορίας, εφόσον γεννηθούν ζωντανά, αλλά
και δημιουργούν συμφωνίες μεταξύ των ζευγαριών που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνα με

179
Εφ Αθην 1098 /2009 Ελλ Δ/νη 2009 σελ 1756 – ΑΠ 159/2011 ΝΟΜΟΣ .
180
Θ. Παπαχρίστου οικ δικ 2003 -2009 σελ 41 Ε-Κουνουγέρη -Μανωλεδάκη –Οικογ. Δίκαιο, Έκδοση 2012

99
ΙΥΑ, αλλά και κατά τρίτον είναι και νομιμοποιητικές της διενέργειας ΙΥΑ δικαιοπραξίες,
αναφορικά με τον γιατρό181.
Η έγκυρη συναίνεση προϋποθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα του προσώπου που την
παρέχει, όπως επίσης και ελεύθερη δικαιοπρακτική βούληση ,απαλλαγμένη ελαττωμάτων, διότι
άλλως μπορεί να είναι άκυρη, αιτία έλλειψης δικαιοπρακτικής ανικανότητας λόγω μη τήρησης
τύπου, είτε ακυρώσιμη, λόγω πλάνης ή απάτης , όσο αφορά την προέλευση του γεννητικού
υλικού, κατά τα προαναφερόμενα.
Εκτός των ανωτέρω η συγκατάθεση προϋποθέτει και γνώση, αλλά και ενημέρωση του
ενδιαφερομένου, πριν από κάθε επέμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης του Οβιέδο,
σε συνδυασμό και με το άρθρο 11 του Ν 3428/2005 [κώδικα ιατρικής δεοντολογίας] και
μάλιστα σε βαθμό λεπτομερειακό και κατανοητό, αλλά και επιπλέον ενημέρωση σε κάθε
επίπεδο, κοινωνικό, ηθικό, νομικό, οικονομικό κλπ γενικότερα182. Για την ιατρική ενημέρωση
του υποβοηθούμενου, δεν απαιτείται έγγραφο, παρά προφορική ενημέρωση αυτού, επί τη βάση
των σχετικών εντύπων που υπάρχουν στα κέντρα ενημέρωσης - υποβοήθησης.
Η ανάκληση επίσης της δοθείσας ως άνω συναίνεσης, μπορεί να γίνει μέχρι το χρονικό
σημείο μεταφοράς του γεννητικού υλικού, δηλαδή των γαμετών ή γονιμοποιημένων ωαρίων στο
γυναικείο σώμα ,αναλόγως αν πρόκειται για τεχνητή σπερματέγχυση ,ως χρονικό σημείο είναι
εκείνο της μεταφοράς του σπέρματος στον γυναικείο γεννητικό σύστημα, ενώ αν πρόκειται για
εξωσωματική γονιμοποίηση, ο χρόνος ανάκλησης προσδιορίζεται στον χρόνο μεταφοράς του
γονιμοποιημένου ωαρίου στην γυναικεία μήτρα, όπως επίσης θεωρείται ανακληθείσα και η
συναίνεση ατόμου που πέθανε, πριν από την μεταφορά του γεννητικού υλικού στο γυναικείο
σώμα, εξαιρουμένης της περίπτωσης του άρθρου 1457 ΑΚ που αφορά την μεταθανάτια
γονιμοποίηση, ως και της περίπτωσης της παρένθετης μητρότητας, όπου κατ' ουσίαν γίνεται
πλασματική ανάκληση. Η ανάκληση γίνεται ανά περίπτωση, όπως ακριβώς ισχύει και για την
χορήγηση συναίνεσης.
Στα πλαίσια της ως άνω διαδικασίας απόκτησης τέκνου, διατυπώθηκε και η άποψη, κατά
πόσο η άρνηση του συζύγου να συναινέσει σε τεχνητή γονιμοποίηση αποτελεί λογο διαζυγίου,
σε απάντηση της οποίας ,υποστηρίχθηκε θετικά για την περίπτωση της ομόλογης
γονιμοποίησης και αρνητικά για την σύμπραξη εκείνου σε ετερόλογη γονιμοποίηση.

Μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση


Σύμφωνα με το άρθρο 1457 ΑΚ προβλέπεται και η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση
,που συνίσταται στην χρήση κρυοσυντηρημένου σπέρματος του άνδρα μετά τον θάνατο του,

181
ΑΠ 159/2011 ΝΟΜΟΣ
182
Ισμ Ανδρουλιδακη –Δημητριάδη, Η αστική ευθύνη γιατρού στην αναπαραγωγή, digesta 2004 σελ 439.-Αρ
Πόρισμα 13218.2001 του Συνηγόρου του Πολίτη ως προς τα τυποποιημένα έγγραφα ενημέρωσης των ασθενών.

100
είτε για σπερματέγχυση στην γυναίκα που επιζεί, είτε για εξωσωματική γονιμοποίηση με το
ωάριο της και την εν συνεχεία μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου στην γυναικεία μήτρα,
όσο και η μεταθανάτια απλά εμφύτευση στην μήτρα, του γονιμοποιημένου ωαρίου, το οποίο
γονιμοποιήθηκε πριν από τον θάνατο του άνδρα, είτε με σπέρμα του θανοντος, είτε με σπέρμα
τρίτου δότη, οπόταν στην τελευταία περίπτωση απαιτείται η συναίνεση του συζύγου ή
συντρόφου της γυναίκας, τόσο για την ετερόλογη γονιμοποίηση, όσο και για την μεταθανάτια
μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου στην γυναίκα. Συνεπώς ,η εν λόγω διάταξη δεν ισχύει
για την περίπτωση που η γυναίκα χρησιμοποιεί μετά το θάνατο του συζύγου ή συντρόφου της,
σπέρμα τρίτου δότη, έστω και αν ο σύζυγος ή ο σύντροφος είχε συναινέσει σε ετερόλογη
γονιμοποίηση, χωρίς όμως και να έχει δοθεί ειδική συναίνεση αυτών για μεταθανάτια
πραγμάτωση αυτής.
Επί του ανωτέρω θέματος, έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις, όπως η άποψη του Ι.
Σπυριδάκη183, ότι η μεταθανάτια γονιμοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί ως ετερόλογη, με
σπέρμα τρίτου δότη, αλλά και ότι η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση με χρήση ξένου
γεννητικού υλικού είναι επιτρεπτή και στην περίπτωση της ετερόλογης τεχνητής γονιμοποίησης
post mortem, ως εναρμονισμένη με το άρθρο 5 παρ. 1, 4 του Συντ, ενώ αντιθέτως κατά την
άποψη της Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη στο οικειο κεφ τεχνητη γονιμοποίηση -,η μεταθανάτια
γονιμοποίηση είναι επιτρεπτή μόνον όταν είναι ομόλογη184.
Εάν προαποβιώσει η γυναίκα του συζύγου ή συντρόφου της και έχει δοθεί σε
κρυοσυντήρηση γονιμοποιημένο ωάριο, αναλογικά εφαρμοζόμενων των διατάξεων 1457 και
1458 ΑΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι ο άνδρας δικαιούται να λάβει δικαστική άδεια για να
κάνει χρήση του γονιμοποιημένου ωαρίου, με την βοήθεια κυοφόρου γυναίκας, αλλά που όμως
αυτό προϋποθέτει την παροχή διπλής άδειας, δηλαδή τόσο για την παρένθετη μητρότητα, όσο
και για την μεταθανάτια γονιμοποίηση185. Η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση επιτρέπεται
περιοριστικά για την περίπτωση που ο σύζυγος ή σύντροφος της γυναίκας έπασχε από
ασθένεια, όπως στειρότητα, ανίατη ασθένεια-καρκίνο των όρχεων, ή και σε έκτακτες
περιπτώσεις που επίκειται κίνδυνος θανάτου του, όπως λόγω συμμετοχής τους σε επιστράτευση
-πολεμικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων άλλων λόγων.
Η συναίνεση του συζύγου ή συντρόφου παρέχεται πάντα συμ/κα, εν αντιθέσει με την
γυναίκα που με το υποβληθέν αίτημα αυτής να της χορηγηθεί δικαστική άδεια ,υποδηλώνει
σιωπηρά και την συναίνεση αυτής. Η διαφορά μεταξύ των άρθρων 1456 ΑΚ και 1457 ΑΚ
εντοπίζεται, στο ότι για την μεταθανάτια γονιμοποίηση δεν αρκεί γενικώς η συναίνεση για

183
Ι. Σπυριδάκης, Οικογενειακό Δίκαιο, 2006
184
Σχολ..Β Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1457 ΑΚ – Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή Συγγένεια 2010 σελ 139
. –Ίδρυση συγγένειας με τον πατέρα μετά τον Ν 3089/2002 Χρις. 2003 σελ 503.
185
Κ Παντελίδου -Ε δ ΑΔ 2001 σελ 248.

101
τεχνητή γονιμοποίηση, αλλά απαιτείται η ειδική συναίνεση για την μετά τον θάνατο του άνδρα
τεχνητή γονιμοποίηση και η οποία προϋπόθεση για ειδική συμ/κη πράξη καλύπτεται και όταν η
συναίνεση εμπεριέχεται σε δημόσια διαθήκη, καθόσον και αυτήν συντάσσεται συμ/κα186.
Η ανάκληση της πιο πάνω συναίνεσης διενεργείται επίσης συμ/κα, ενώ ανακύπτει θέμα
εάν έχει προβλεφθεί ανάκληση σε δημόσια διαθήκη, οπόταν εάν η δημοσίευση της διαθήκης
προηγήθηκε της δικαστικής αδείας, τότε δεν υπάρχει συναίνεση και δεν εκδίδεται απόφαση, ενώ
αντιθέτως εάν δόθηκε η άδεια και εν συνεχεία δημοσιεύθηκε διαθήκη, τότε εάν δεν γίνει η
μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου στο σώμα της γυναίκας, η δικαστική άδεια ανατρέπεται
με την άσκηση των κατά νόμο ενδίκων μέσων187. Η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση
διενεργείται μόνον μετά από δικαστική άδεια188, υπό τους όρους του άρθρου 1457 ΑΚ, και η
οποία άδεια παρέχεται μετά από αίτηση της συζύγου ή συντρόφου του άνδρα που πέθανε, ενώ
έχει διατυπωθεί και η άποψη, εάν διασταλτικά μπορεί να προβεί και ο σύζυγος, μετά τον θάνατο
της συζύγου του, σε μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση με την μέθοδο της παρένθετης, με
αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1457 και 1458 ΑΚ ειδικά και μόνον για την περίπτωση που
η γυναίκα έχει λάβει άδεια χρησιμοποίησης – παρένθετης γυναίκας - και εν συνεχεία απεβίωσε
.189.
Η συζήτηση της αίτησης μπορεί να γίνει κεκλεισμένων των θυρών ,κατά την κρίση του
δικαστηρίου, προς αποφυγήν δημοσιότητας, αλλά και προστασίας της ιδιωτικής και
οικογενειακής ζωής των διαδίκων190,ενώ η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση θα πρέπει να
πραγματοποιηθεί αφότου παρέλθουν έξι μήνες από τον θάνατο του άνδρα, υπό καθεστώς
ώριμης σκέψης ,αλλά και πάντως προτού παρέλθουν δύο έτη από τον θάνατο του άνδρα, ώστε
να προηγηθεί η διελεύκανση των κληρονομικών δικαιωμάτων των συγγενών του θανόντος, αλλά
και γενικότερα για να μην ματαιώνεται ο σκοπός του νόμου, καθότι από την στιγμή που
υπάρχει κρυοσυντηρημένο σπέρμα ή κρυοντηρημένο ωάριο, η διαδικασία της τεχνητής
γονιμοποίησης είχε ήδη αρχίσει και απομένει απλά η ολοκλήρωση της μετά τον θάνατο του
άνδρα191. Ειδικά δε για την περίπτωση που μολονότι έχει παρασχεθεί η δικαστική άδεια κατά
την στιγμή της γονιμοποίησης, εν τούτοις η στιγμή αυτή προσδιορίζεται, είτε προτού παρέλθει
το εξάμηνο, είτε μετά την συμπλήρωση της διετίας από τον θάνατο του συζύγου, οπόταν θα
πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ίδρυση της πατρότητας ορίζεται μέσω της διάταξης του άρθρου 1465
ΑΚ και οτι εφαρμόζεται εν προκειμένω το τεκμήριο πατρότητας του συζύγου , με το σκεπτικό

186
Βλεπ Μ Πρωτ Αθην 5146/2007, όπου η έλλειψη της συμ/κης πράξης αναπληρώθηκε από την διάταξη της
τελευταίας βούλησης κατ’ άρθρο 7 παρ 6 του Ν 3305/2005 .
187
Δ Παπαδοπούλου- Κλαμαρή, Συγγένεια 2010 σελ 138 –Θ Παπαχρίστου, Οικ Δίκαιο 2003 -2009
188
Μ.Πρ.Θεσσαλ 7013/2013, ΕΦΑΔ 2013/336
189
Σχολ Δ Παπαδοπούλου –Κλαμαρή, Συγγένεια 2010 σελ 214 -219 επ.
190
Μ Πρωτ Ηρακλ.ι 678/2003 ΝΟβ 2004 σελ 274, Μ.Πρωτ. Καβ 125/2004 ΝΟΜΟΣ
191
Ε Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη -Τεχνητή γονιμοποίηση, έκδοση 2012 .

102
ότι από την διάταξη αυτήν καλύπτονται οι περιπτώσεις για τις οποίες υπήρχε post mortem
γονιμοποίηση χωρίς άδεια, αλλά μόνον ομόλογη, καθότι στην ετερόλογη εάν αυτή διενεργηθεί
χωρίς άδεια, δεν μπορεί και να θεμελιώσει πατρότητα προς τον νεκρό σύζυγο, διότι η διάταξη
του άρθρου 1465 ΑΚ αναφέρεται ευδιάκριτα στην βιολογική καταγωγή και όχι στην
βούληση192και συνεπώς για την περίπτωση αυτήν δεν λειτουργεί το τεκμήριο πατρότητας .
.Η διάταξη επίσης του άρθρου 1711 ΑΚ ορίζει οτι κληρονόμος μπορεί να γίνει και το τέκνο
που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, πράγμα που σημαίνει οτι εάν ο
διαθέτης εγκαταστήσει με την διαθήκη του ως κληρονόμο του τέκνο από μεταθανάτια
γονιμοποίηση ,εφόσον το τελευταίο γεννηθει ζωντατό ,οτι κληρονομεί αναδρομικά από τον
χρόνο επαγωγής, ως κληρονόμος και όχι ως καταπιστευματοδόχος κατ αρθρο 1924 ΑΚ .

Παρένθετη μητρότητα

Στο δικαιικό μας σύστημα η παρένθετη μητρότητα θεσπίσθηκε με τον Ν 3089/2002,


σύμφωνα με την οποία μεταφέρεται στο σώμα τρίτης γυναίκας για κυοφορία γονιμοποιημένο
ωάριο ξένης γυναίκας, από γεννητικό υλικό είτε του άτεκνου ζευγαριού που θέλει να
αποκτήσει τέκνο, η από σπέρμα του συζύγου ή του συντρόφου της γυναίκας που θέλει να
αποκτήσει παιδί και ωάριο άλλης γυναίκας ή από ωάριο της γυναίκας που επιθυμεί το παιδί και
σπέρμα τρίτου δότη ή ακόμα και από γεννητικό υλικό τρίτων ατόμων. Δεν επιτρέπεται να
χρησιμοποιηθεί ωάριο της κυοφορούσας γυναίκας που θα γεννήσει το τέκνο, καθότι τέτοια
περίπτωση δεν έχει προβλεφθεί στον ΑΚ.
Η εν λόγω μέθοδος, μολονότι έχει κατακριθεί ως ηθικά ανεπίτρεπτη, υπό την έννοια ότι
χρησιμοποιείται ως εργαλείο - η μήτρα της κυοφορούσας, αλλά και ως προς τον δεσμό μεταξύ
κυοφόρου και κυοφορούμενου, αλλά και περαιτέρω λόγω των πρακτικών θεμάτων που
ανέκυψαν, όπως η άρνηση της κυοφόρου να παραδώσει το τέκνο που γέννησε ή και αντίστοιχα
να το παραλάβει η αιτούσα μητέρα, και αυτά πριν από την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση, όπως
επίσης προτού θεσπισθεί το σχετικό άρθρο, ανέκυψαν και άλλα νομικά θέματα όπως, ότι το
γεννηθέν τέκνο είχε αρχικά μητέρα την κυοφορούσα και πατέρα τον σύζυγο της, εάν ήταν
έγγαμη, αλλά και ότι η οποιαδήποτε αντίθετη συμφωνία για κυοφορία, ότι ήταν άκυρη και
αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, με μοναδική νομοθετημένη δυνατότητα περιέλευσης του παιδιού
προς τους κοινωνικούς του γονείς, είτε με την προσβολή της πατρότητας από τον κατά τεκμήριο

192
Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή, Συγγένεια 2010 σελ 141 επ .

103
σύζυγο της νομικής μητέρας, ως και η εκούσια αναγνώριση του από τον κοινωνικό πατέρα, είτε
εξαρχής από κοινού υιοθεσία από τους κοινωνικούς γονείς του193.
Κατόπιν τούτου και προκειμένου να διασφαλισθεί ο νομικός σύνδεσμος μεταξύ του
τέκνου και της γυναίκας που επιθυμεί να το αποκτήσει, προέκυψε και η νομοθετική κάλυψη του
φαινομένου αυτού, σύμφωνα με την αρχή της κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας194.
Η εφαρμογή της παρένθετης μητρότητας, προϋποθέτει αδυναμία για κυοφορία με φυσικό
τρόπο, πιστοποιημένη ιατρικά και όχι άλλων λόγων, όπως αισθητικής ή και ταλαιπωρίας
εγκυμοσύνης, όπως συνέβη σε περιπτώσεις συγγενικών ανωμαλιών διάπλασης της μήτρας,
ινομυωμάτων μήτρας, συγγενείς καρδιόπαθειες, συγγενούς απουσίας της μήτρας, πολλαπλές
αποβολές, ως και μη επιτυχείς προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης195. Η κυοφορούσα
επιβάλλεται να είναι απόλυτα υγιής και κατάλληλη για κυοφορία, υποβαλλόμενη για τον ίδιο
λόγο σε προγεννητικό έλεγχο και ιατρικές εξετάσεις.
Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση αποτελεί η κατοικία των δύο γυναικών, να είναι η
Ελλάδα κατά τον χρόνο υποβολής του σχετικού αιτήματος, προς αποφυγή αναπαραγωγικού
τουρισμού με την προσέλευση γυναικών από άλλες χώρες για να αποκτήσουν παιδί μέσω της
παρένθετης μητρότητας και η οποία απαγόρευση καταλαμβάνει και τις Ελληνίδες που κατοικούν
στο εξωτερικό.
Ο νόμος απαγορεύει επίσης την πλήρη υποκατάσταση, δηλαδή τα ωάρια που εμφυτεύονται
να μην ανήκουν στην κυοφόρο, ενώ αντιθέτως επιτρέπονται τα ωάρια που ανήκουν στην μητέρα
που επιθυμεί το τέκνο , όσο και τα προερχόμενα από τρίτη γυναίκα, οπόταν στην τελευταία
περίπτωση συντρέχει διπλή βιολογική μητρότητα, καθώς η γυναίκα που επιθυμεί να γίνει
μητέρα, επιλέγει δυο γυναίκες, από τις οποίες από την μεν πρώτη λαμβάνει τα ωάρια της και από
την δεύτερη δανείζεται την μήτρα της, όπου γίνεται η εμφύτευση, μετά από προηγούμενη
γονιμοποίηση των ωαρίων με σπέρμα του συζύγου ή του μόνιμου συντρόφου της γυναίκας που
επιθυμεί να γίνει μητέρα.
Για την ολοκλήρωση της παρένθετης μητρότητας, απαιτείται έγγραφη συμφωνία με
ιδιωτικό έγγραφο, μεταξύ των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί, [δηλ έγγαμους,

193
Πολ Πρωτ . Ηρακλείου 31/1999 Νοβ 48 σελ 495 , με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή γενετικών γονέων και
υιοθετηθήκαν δίδυμα τεκνά που γεννηθήκαν με γεννητικό υλικό των από τρίτη γυναίκα, δηλαδή με δανεική
μήτρα.
194
Σχόλια,Ε . Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη. Τεχνητή γονιμοποίηση οικ δικ 2012 άρθρο 1464 ΑΚ ,όπου αναφέρεται
ότι στην κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια ανάμεσα σε δυο γυναίκες ,οι οποίες και οι δυο συνδέονται βιολογικά
με το τεκνό, αλλά όμως επιλέγεται ως νομική μητέρα εκείνη που επιθυμεί το παιδί, που συνήθως η τελευταία, είναι
η γενετική του μητέρα, χωρίς όμως και να αποκλείεται βάσει του νομού, η γυναικά που επιθυμεί το παιδί να πάρει
ωάριο από τρίτη γυναικά, αρκεί να μην είναι η κυοφόρος. Ωστόσο αν χρησιμοποιηθεί ωάριο τρίτης γυναίκας, το
μοναδικό κριτήριο για την νομική σύνδεση παιδιού και γυναίκας που το επιθυμεί, είναι πράγματι το
κοινωνικοσυναισθηματικό κριτήριο.
195
Μ Πρωτ Ηρακλ 678/ 2003 Νοβ 2004 σελ 274 – Αρμ 2003 σελ 1603- Μον Πρωτ Ροδ .400/2007 Αρμ 2008 σελ
1046 – Μ Πρωτ Κατ- 408/2006 Αρμ 2007 σελ 863 – Μον πρωτ Καβ 125/2004 ΝΟΜΟΣ – Μον Πρωτ Αθην
4175/2007 Εφ ΑΔ 2009 σελ 1357

104
ζευγάρι σε ελεύθερη ένωση ή μοναχική γυναίκα], με την γυναίκα που προσφέρεται να
κυοφορήσει καθώς και του συζύγου της, εάν αυτή είναι έγγαμη196.
Η δικαστική απόφαση που αποφαίνεται για έγγαμο ζευγάρι, θα πρέπει να θεωρηθεί
ότι εμπεριέχει και τις έγγραφες συναινέσεις του άρθρου 1456 ΑΚ, με εξαίρεση του ζευγαριού
που ζουν σε ελεύθερη συμβίωση, όπου απαιτείται συμ/κη συναίνεση των ενδιαφερομένων, ώστε
το παιδί που θα γεννηθεί να είναι από την γέννηση του εκούσια αναγνωρισμένο από τον
σύντροφο της μητέρας του, κατ' άρθρο 1475 ΑΚ, όπως συμ/κη πράξη απαιτείται και στην
περίπτωση της άγαμης μοναχικής γυναίκας. Και βέβαια η ως άνω συμφωνία γίνεται χωρίς
αντάλλαγμα, διότι διαφορετικά είναι άκυρη κατ άρθρο 1458 ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο
13 του Ν 3305/ 2005, όπου διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν αντάλλαγμα οι δαπάνες για την
καταβολή δαπανών του τοκετού, λοχείας και κυοφορίας, αλλά και οι δαπάνες εκείνες που
αφορούν την απώλεια εσόδων εργασίας της κυοφορούσας για όλη την διάρκεια της κυοφορίας
και του τοκετού.
Η παρένθετη μητρότητα προϋποθέτει δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από την
μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων από το Μονομελές Πρωτοδικείο με την διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας197.
Έτσι μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα που εξασφάλισε την σχετική άδεια και
που επιθυμούσε να αποκτήσει το τέκνο, ανεξαρτήτως εάν η ίδια παρείχε δικό της γεννητικό
υλικό ή όχι και φυσικά όχι η κυοφόρος198.
Η απόφαση άδειας που εκδόθηκε κατά παράβαση των προϋποθέσεων του νόμου, αυτή
είναι άκυρη και προσβλητέα από ένδικα μέσα, πλην της περίπτωσης που καταστεί αμετάκλητη,
οπόταν η ατέλεια καλύπτεται, αλλά που όμως και στην περίπτωση αυτήν, μητέρα θεωρείται
εκείνη που έλαβε την άδεια, όπως επίσης και αναγράφεται αυτή, ως μητέρα του τέκνου, στο
οικείο ληξιαρχείο199. Εάν επιτευχθεί κυοφορία δια της παρένθετης μεθόδου, χωρίς την
απαιτούμενη δικαστική άδεια, δεν ισχύει το τεκμήριο μητρότητας υπέρ της γυναίκας που
επιθυμεί την απόκτηση τέκνου, καθόσον μητέρα θεωρείται τότε η κυοφόρος που γέννησε το
τέκνο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1463 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των
άρθρων 1458 και 1464 ΑΚ, όπου ρυθμίζεται η ίδρυση της συγγένειας με την έκδοση της

196
Μ Πρωτ Αθην 4175 /2007 ΕΦ Αδ – Μ Πρωτ Αθην 1320/2004 Αρμ 2004 σελ 374
197
Π Πρωτ Χαν 122/ 2008 ΝΟΜΟΣ - Π Πρωτ Θες 27035/2003 Αρμ 2003 σελ 225 όπου η αίτηση και η έκδοση
της σχετικής αδείας πρέπει να προηγείται της μεταφοράς- Μ.Πρ. Θεσσαλ. 976/2013, Δ/νη 2013/814
198
Βλέπε σχόλια Δ. Παπαδοπούλου –Κλαμαρή συγγένεια 2010 σελ 146, όπου αναφέρεται ότι στην παρένθετη
μητρότητα, η απόκτηση πατρότητας είναι παρακολουθηματική της απόκτησης μητρότητας, καθόσον ο σύζυγος είτε
έχει δώσει σπέρμα είτε όχι θεωρείται πατέρας εφόσον η σύζυγος του είναι μητέρα και εάν ανατραπεί η μια ιδιότητα
ακολούθως ανατρέπεται και η άλλη.
199
Μον Πρωτ Ηρακλ 678/2003 Νοβ 2004 σελ 274 - Μον Πρωτ Κατ 408/2006 Αρμ 2007 σελ 863, Μ.Πρωτ. Καβ
125/2004 ΝΟΜΟΣ

105
δικαστικής άδειας και το οποίο τεκμήριο μητρότητας του άρθρου 1464 ΑΚ, μπορεί να
ανατραπεί με την αγωγή προσβολής μητρότητας εντός προθεσμίας έξι μηνών από τον τοκετό.
Ο νόμος αποκλείει την δυνατότητα άγαμου άνδρα και χωρίς μόνιμη σύντροφο, να
προσφύγει σε ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μολονότι και πάλι σ αυτό έχουν
ανακύψει ερωτηματικά, εάν ο αποκλεισμός αυτός είναι αντισυνταγματικός, υπό την έννοια ότι
αποστερεί στον άνδρα την δημιουργία οικογένειας. Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία
κρίθηκε ότι αναλογικά, εφόσον επιτρέπεται αυτό στην άγαμη γυναίκα, ότι θα πρέπει στα πλαίσια
της ίσης μεταχείρισης , να επιτραπεί και στον άγαμο άνδρα , υπό την συνδυαστική εφαρμογή
των άρθρων 1455, 1456, 1457 και 1458 ΑΚ ,και υπό το οποίο σκεπτικό δόθηκε η δικαστική
άδεια και σε άγαμο άνδρα να προβεί σε μεταφορά στο σώμα της κυοφόρου ξένων προς την ίδια,
γονιμοποιημένων ωαρίων, επί σκοπό να κυοφορήσει το τέκνο, που εκείνος θέλησε να αποκτήσει
μετά από συμφωνία, χωρίς αντάλλαγμα200 και που συνακόλουθα δημιουργεί η εκδοθείσα προς
εκείνον άδεια, το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1464 ΑΚ, δηλαδή της καταγωγής του τέκνου
από τον αιτούντα να λάβει αυτήν, ο οποίος τεκμαίρεται και ως πατέρας201.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση συναρτάται αναγκαστικά με την γονιμοποίηση ωαρίων in
vitro, ήτοι σε μεγαλύτερη ποσότητα από εκείνα που θα μεταφερθούν στο γυναικείο σώμα και
επομένως παραμένουν σε εκκρεμότητα πλεονάζοντα κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια ,
τα οποία δεν θα χρησιμοποιηθούν πλέον από τα πρόσωπα τα οποία προσέφυγαν στην ιατρική
υποβοήθηση, οπόταν συνακόλουθα γεννάται θέμα για την τύχη αυτών. Το πρόβλημα αυτό
συνδέεσαι με τις δυνατότητες εξωσωματικής γονιμοποίησης και της κρυοσυντήρησης, ενώ από
νομικής πλευράς συνδέεται και με την νομική φύση του γεννητικού υλικού202.
Ειδικά πριν από την ισχύ του Ν. 3089/2002 γεννήθηκε το ερώτημα, εάν το εξωσωματικό
υλικό θα πρέπει να καταστρέφεται ή να δωρίζεται σε άλλα ζευγάρια, η άλλως να δίνεται για
ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς, υπό την έννοια ότι το γεννητικό υλικό είναι φορέας
ανθρώπινης ζωής και ως εκ τούτου ,εάν είναι επιτρεπτή η χρήση ή η διάθεση του με τους
προαναφερόμενους τρόπους. Από ιατρική άποψη υποστηρίζεται ότι η ανθρώπινη ζωή αρχίζει
μετά την 14η ημέρα από την γονιμοποίηση, οπότε και αρχίζει να αναπτύσσεται η νωτιαία χορδή,
δηλαδή η βάση του νευρικού συστήματος. Επομένως, το σύνολο του γεννητικού υλικού, ήτοι το
σπέρμα, το ωάριο, το εξωσωματικά γονιμοποιημένο ωάριο των δεκατεσσάρων πρώτων ημερών
και πριν από την μεταφορά αυτών, στην μήτρα, έχουν κατά το ισχύον δίκαιο μας διπλή νομική

200
Μον Πρωτ ΑΘην 2827/2008 Χρις Δ 2009 σελ 818 με contra σχόλια Δ Παπαδοπούλου -Κλαμαρή –Συγγένεια
2010, σελ 233 που θεωρεί αυτήν εσφαλμένη, Εφ. Αθ. 3357/2010 ΝΟΒ 2012/1437
201
Γνωμ. ΝΣΚ 261/ 2010 ΕΦ ΑΔ 2010 σελ 1205 με την οποία κρίθηκε ότι η καταχώριση του ονόματος της
παρένθετης μητέρας στην θέση του ονόματος μητέρας του τεκνού είναι εσφαλμένη και ότι χρήζει διόρθωσης καθότι
δεν δημιουργείται συγγενικός δεσμός του παιδιού με εκείνη και τους συγγενείς της .όπως επίσης αναφέρει και ότι
στην θέση των γεννηθέντων τέκνων αγνώστων γονέων, να συμπληρωθούν τα ελλείποντα στοιχεία αυτών από τον
Νομάρχη .
202
Χριστ. Σταμπέλου σε Γεωργιάδη –Σταθόπουλο Οικ. Δικ, άρθρο 1459, έκδοση 2007 σελ 640.

106
φύση, καθότι αφενός μεν αποτελούν πράγματα και αφετέρου στοιχεία της προσωπικότητας των
δοτών αυτών, και άρα η τύχη αυτών καθορίζεται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, θέση
και άποψη που πλέον ασπάζονται διακεκριμένοι επιστήμονες της Βιολογίας και Γυναικολογίας,
αλλά και υιοθέτησε και η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Ν 3089/2002.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1459 ΑΚ , η δήλωση για υποβολή σε τεχνητή
γονιμοποίηση παρέχεται πριν από την έναρξη της θεραπείας, με κοινή δήλωση των
ενδιαφερομένων προς τον γιατρό ή τον υπεύθυνο του ιατρικού κέντρου, αλλά και .με το άρθρο
επίσης 7 παρ 6 του ν 3305/2005 καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι
αποφασίζουν για την τύχη του εναπομένοντος γεννητικού υλικού, δηλαδή του
κρυοσυντηρημένου υλικού των ζυγωτών και των γονιμοποιημένων ωαρίων ,πλην της
περιπτώσεων των συντρόφων και άγαμης γυναίκας, των οποίων η δήλωση γίνεται με ειδικό
έγγραφο, εν αντιθέσει με τους έγγαμους που συναινούν με απλό έγγραφο, τόσον για την
υποβολή των σε τεχνητή γονιμοποίηση και στην κρυοσυντήρηση, ενώ για τους ς συντρόφους
που συμβιώνουν ή και οι άγαμες μοναχικές γυναίκες ,συναινούν και στα δυο ανωτέρω, μόνον
με συμ/κο έγγραφο, εκτός από το πλεονάζον υλικό για το οποίο δηλώνουν την επιλογή των και
με ξεχωριστό έγγραφο, όχι απαραίτητα συμ/κο.

Η δήλωση της τύχης του γεννητικού υλικού θα πρέπει να είναι κοινή και από δυο
συζύγους ή συντρόφους, καθόσον εάν είναι διαφορετική και ανακύπτει θέμα διαφωνίας
ανάμεσα των, δηλ ο ένας σύζυγος το παρέχει για ερευνητικούς σκοπούς και ο άλλος για
τεκνοποιία από άλλα ζευγάρια, τότε γεννάται θέμα έλλειψης κοινής δήλωσης αυτών, που όμως
έχει ως επακόλουθο τις συνέπειες του άρθρου 1459 §2 και του άρθρου 7 §7 του Ν 3305/2005,
ήτοι διατηρούνται για μια πενταετία και μετά χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς σκοπούς ή
καταστρέφονται, ενώ τα μη κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια, καταστρέφονται μετά την
πάροδο 14 ημερών από την γονιμοποίηση. Το ίδιο επίσης ισχύει και για την περίπτωση
διαφωνίας που τυχόν προκύψει μετά την αρχική κοινή δήλωση επιλογής203 , αλλά και σε
περίπτωση ανυπαρξίας δήλωσης σε περιπτώσεις που δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία των συζύγων
ή μεταξύ των συντρόφων, ως προς την τύχη του γεννητικού υλικού, λόγω διαφωνίας αυτών,
ακύρωσης γάμου, διαζυγίου, διάστασης, λήξης ελεύθερης ένωσης, θανάτου κλπ.

203
Χριστ Σταμπέλου σε Γεωργιάδη Σταθόπουλο – Οικογ Δίκαιο, έκδοση 2007 σελ 657. επ, όπου γίνεται αναφορά
για ποιο λόγο απενεργοποιείται αυτόματα η κοινή δήλωση του άρθρου 1459 ΑΚ με την λήξη της σχέσης των
ενδιαφερομένων και μην εξακολουθεί να ισχύει η απόφαση των να δοθεί το πλεονάζον γεννητικό υλικό των για την
υποβοήθηση σε αναπαραγωγή άλλων ατόμων, ενόψει του ότι η δήλωση του άρθρου 1459 ΑΚ μπορεί να ανακληθεί
και μονομερώς, λαμβανομένης υπόψη και της εκδοθείσας απόφασης Evans Αγγλίας του ΕΔΔΑ και συνδυασμό και
την ΕΣΔΑ, όπου δεν δικαιολογείται η αυτόματη ματαίωση της διαδικασίας ιατρικής υποβοήθησης αναπαραγωγής,
αιτία εξωτερικών γεγονότων, λχ διαζύγιο, διάσταση, παρά μόνον κατόπιν ρητής ανάκλησης του δοτή – Κριτική
Επισκόπηση Νομολογίας Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο αφορά την αρχή και το τέλος
της ζωής του ανθρώπου. ΔΤΑ 2009 σελ 1176 .

107
Ειδικά δε όσον αφορά το διάστημα της πενταετίας αυτό έχει πλέον επιμηκυνθεί με το
άρθρο 7 §3 του Ν 3305/2005 και αναλόγως του γεννητικού υλικού φθάνει μέχρι και την
δεκαετία, αν πρόκειται για σπέρμα και αρχικό ιστό, ενώ η πενταετία διατηρείται ως ανώτατο
χρονικό όριο για τα ωάρια, τον ωοθηκικό ιστό, τα γονιμοποιημένα ωάρια, με δυνατότητα
παράλληλης παράτασης σε όλες τις περιπτώσεις.
Η διάθεση του πλεονάζοντος γεννητικού υλικού από τους δότες προς άλλα πρόσωπα,
γίνεται χωρίς αντάλλαγμα, αλλά και από ελευθεριότητα ενίοτε. Έχει υποστηριχθεί επίσης η
άποψη στην αιτιολογική έκθεση του Ν 3089/2002 ότι μπορεί ακόμα και να δωρηθεί το
γεννητικό υλικό από τους δότες, χωρίς όμως εκείνοι να μπορούν να επιλέξουν τους
δωρεοδόχους αυτού, ενώ το ιατρικό κέντρο θα επιλέξει τα πρόσωπα που θα δοθεί αυτό και
βέβαια το γεγονός ότι θα χρησιμοποιηθεί από άλλα πρόσωπα το γεννητικό υλικό των δοτών,
και όχι από τους ίδιους, αυτό σημαίνει ότι παρέχεται η δυνατότητα ετερόλογης
γονιμοποίησης204. Οι δότες των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων, δεν μπορούν να
καθορίσουν τους αποδέκτες του γεννητικού υλικού των, επιλογή η οποία άλλωστε
εναρμονίζεται και με την ισχύουσα κατ άρθρο 1460 ΑΚ ανωνυμία των τρίτων δοτών.
Τα γονιμοποιημένα ωάρια μέχρι την 14η ημέρα των, δεν έχουν αναπτυχθεί σε ανθρώπινη
οντότητα, οπόταν παρέχεται στα πρόσωπα που προσφεύγουν σε τεχνητή γονιμοποίηση, να
επιλέξουν την λύση της καταστροφής του γεννητικού υλικού των, όπως επίσης δικαιούνται να
επιλέξουν την καταστροφή αυτού, και τα άτομα που ανακάλεσαν την αρχική δήλωση των για
την διάθεση του σε θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς205.
Το γεννητικό υλικό καταστρέφεται σε περίπτωση ανυπαρξίας βούλησης των δοτών του,
αλλά και επιπλέον κατά τις διατάξεις του άρθρου 1459 §3 ΑΚ και 9 §5 του Ν 3305/2005 με την
καταστροφή των νωπών γονιμοποιημένων ωαρίων μετά την 14η ημέρα από την γονιμοποίηση,
χωρίς τον συνυπολογισμό του ενδιάμεσου χρόνου κρυοσυντήρησης των, υπό το σκεπτικό του
νομοθέτη ότι εφόσον δεν έχει ακόμα αρχίσει η εξατομικευμένη ζωή μέχρι και την 14η ημέρα,
συνακόλουθα δεν θα πρέπει και να πραγματοποιούνται πειράματα206.
Η διάθεση του γεννητικού υλικού ανακαλείται ελεύθερα πριν από την χρησιμοποίηση
των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων, κατά το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν 3305/2005. Εν

204
Χρ. Σταμπέλου σε –Γεωργιάδη –Σταθόπουλο, Οικ Δικ έκδοση 2007 σελ 657 επ .
205
Χριστ. Σταμπέλου σε –Γεωργιάδη –Σταθόπουλο Οικ Δικ έκδοση 2007 σελ 654 επ. και Ε. Καστανίδου –
Συμεωνίδου –Γενετική τεχνολογία και ποινικό δίκαιο- οπού γίνεται αναφορά ότι η καταστροφή των γαμετών και
του γονιμοποιημένου ωαρίου εκτός ανθρωπίνου σώματος, ότι μπορεί και να θεμελιώσει κατά τον ΠΚ το αδίκημα
της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας αίρεται, εφόσον μεσολαβήσει συναίνεση των
ατόμων που έχουν δικαίωμα κυριότητας στο γενετικό υλικό, κατά αναλογική εφαρμογή με την άρση του αδίκου της
φθοράς ξένης ιδιοκτησίας στην περίπτωση που συναινεί ο ιδιοκτήτης του πράγματος.
206
Θ. Παπαχρίστου, Εγχ οικ δικ 2005 – Χριστι,Σταμπέλου ο.π - Η τεχνητή αναπαραγωγή στον ΑΚ 2003 σελ 25
,όπου αναφέρεται ότι η άνω άποψη συμβαδίζει και με την ισχύουσα νομική ρύθμιση ,ότι η άμβλωση επιτρέπεται
χωρίς περιορισμούς πριν από την συμπλήρωση 12 εβδομάδων ,όπως είναι ανεκτή και η διενέργεια πειραμάτων για
το ίδιο διάστημα, που ακόμα δεν έχει εμφανισθεί η ανθρώπινη ζωή .

108
προκειμένω, υποχρεούνται οι δότες να δηλώσουν εγγράφως εάν επιθυμούν οι γαμέτες ή τα
γονιμοποιημένα ωάρια των, είτε να χρησιμοποιηθούν από τους ίδιους και να καλύψουν την
δαπάνη των, είτε να δοθούν για θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς, ή άλλως να
καταστραφούν207.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αδιάκριτα, τόσο όταν το γεννητικό υλικό ανήκει σε απλούς
τρίτους δότες, όσο και όταν η διάθεση γίνεται από τους ενδιαφερομένους για ιατρική
υποβοήθηση, για τους οποίους πλεονάζει το γεννητικό υλικό. Επομένως με την εφαρμογή του
ανωτέρω νόμου, κατέστη δυνατή η ανάκληση της επιλογής των ενδιαφερομένων για την
διάθεση του γεννητικού υλικού των προς τρίτους, καθώς και η χρησιμοποίηση αυτών από τους
ίδιους, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν 3305/2005, όπου απαιτείται νέα
έγγραφη κοινή δήλωση για την τύχη του γεννητικού υλικού των, καθώς και την κάλυψη των
σχετικών δαπανών208. Η κοινή συμφωνία των μερών ανακαλείται και μονομερώς, εφόσον ο
ένας εκ των ατόμων που συνήνεσαν στην κρυοσυντήρηση, άλλαξε γνώμη και ακυρώσει
μονομερώς την συμφωνία κρυοσυντήρησης, αλλά που όμως και πάλι στην τελευταία
περίπτωση, απαιτείται νέα δήλωση για την περαιτέρω τύχη του γεννητικού υλικού που θα πρέπει
να είναι κοινή209.
Με ανάκληση εξομοιώνεται και η μεταγενέστερη διαφωνία των μερών ως προς την τύχη
του γεννητικού υλικού των. Εάν τα μέρη αλλάξουν γνώμη, μπορούν να συνάψουν νέα συμφωνία
διαφορετική για την περίπτωση που αρχικά είχαν επιλέξει το γεννητικό υλικό των να δοθεί σε
τρίτους, εν αντιθέσει με την περίπτωση που ενώ κατά πρώτον είχαν επιλέξει να καταστραφεί
αυτό, εν συνεχεία άλλαξαν γνώμη να δοθεί σε τρίτους κλπ ,οπόταν δεν είναι εφικτή πλέον η
λύση της νέας συμφωνίας.
Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι η δυνατότητα ανάκλησης ισχύει μόνον όταν το ζευγάρι
συμβιώνει αρμονικά και όχι σε άλλες περιπτώσεις, όπως διαζυγίου, διάστασης, λήξης ελεύθερης
ένωσης κλπ που το γεννητικό υλικό ρυθμίζεται από το άρθρο 7 παρ. 7 του Ν 3305/2005210.

207
Ε. Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη, Τεχνητή γονιμοποίηση και οικογενειακό δίκαιο σελ 77, όπου αναφέρεται ότι η
δυνατότητα ανάκλησης της διάθεσης του γεννητικού υλικού δεν προσκρούει στην αρχή της ανωνυμίας των δοτών
κατά άρθρο 1460 ΑΚ, εφόσον στην αρχή -ΙΥΑ – τηρείται αρχείο απορρήτων ιατρικών στοιχειών των δοτών του
γενετικού υλικού, με καταχωρημένα τα στοιχειά των δοτών σε κωδικοποιημένη μορφή.
208
Σύμφωνα με την άποψη της Ε Κουνουγέρη –Μανωλεδάκη σελ 76-77 από τον συσχετισμό των διατάξεων 1459
ΑΚ και του Ν 3305/2002 η δήλωση επιλογής για την τύχη του γεννητικού υλικού θεωρείται ως απαραίτητη
προϋπόθεση για την ανάκληση της διάθεσης αυτού σε τρίτους ,εν αντίθεση με την άποψη της κ Χρ.Σταμπελου που
υποστηρίζει ότι σεβόμενοι την βούληση των δοτών ,που περιέχεται στο άρθρο 1459 ΑΚ , θα πρέπει αυτοί να μην
εξαναγκάζονται να εμμένουν σε μια απόφαση που πλέον δεν επιθυμούν, επειδή και μόνον εκείνοι δεν προέβησαν
σε νέα δήλωση επιλογής .
209
Ισμ Ανδρουλιδακη –Δημητριαδη -σύμβαση ιατρικής υποβοήθησης στην ανθρώπινη αναπαραγωγή σε
Γενέθλιον Απ. Γεωργιάδη 2006 σελ 37- ΔΕΚ 7-3-2006 –Υπόθεση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου ΝΟβ 2006 σελ
1610 - Κ Φουντεδάκη – Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη 2007 σελ 285.
210
Ισμήνη Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη, όπου αναφέρει ότι η συμφωνία κρυοσυντήρησης λύεται όταν οι
ιδιοκτήτες των γενετικών στοιχείων ,δηλώσουν προς την τράπεζα Κρυοσυντήρησης ,την λήξη της σχέσης επί τη
βάσει της οποίας είχαν καταθέσει αυτά -άρθρο 7 παρ 7 του Ν 3305/2007 .

109
Ανωνυμία δότη

Μείζον θέμα προβληματισμού στα πλαίσια διενέργειας ετερόλογης τεχνητής


γονιμοποίησης υπήρξε η συμβολή τρίτου δότη γεννητικού υλικού και το γεγονός αν θα πρέπει
να γνωστοποιείται στα ενδιαφερόμενα μέρη και το τέκνο που γεννιέται η ταυτότητα του δότη,
αλλά και αντίστροφα αν θα πρέπει να πληροφορείται ο δότης για τους αποδέκτες του γεννητικού
του υλικού ή αν θα πρέπει να τηρηθεί καθεστώς πλήρους ανωνυμίας και για τις δύο πλευρές.
Επι του θέματος αυτού διατυπώθηκαν διαφορετικές θέσεις τόσον υπερ, όσο και κατά της
ανωνυμίας .

Υπέρ της ανωνυμίας .


Η επιλογή της ανωνυμίας συνυφαίνεται με την αρχή της κοινωνικοσυναισθηματικής
συγγένειας, με την οποια εναρμονίζεται και ο νέος νόμος 3089/2002 σε συνδυασμό και με τον
συμπληρωματικό νόμο 3305/ 2005 για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή
,αλλά σε σχέση και με την εξέλιξη των μεθόδων αναπαραγωγής ,όπου η βιολογική αλήθεια
υποχωρεί και προτάσσεται ως πρωτεύων παράγοντας για την ίδρυση της νομικής συγγένειας η
βούληση των κοινωνικών γονέων που πραγματικά επιθυμούν και επιδιώκουν να συνδεθούν με
το παιδι νομικά ,κοινωνικά και συναισθηματικά .
Το βασικό επιχείρημα υπερ της ανωνυμίας του δότη ,είναι η οικογενειακή ειρήνη των
κοινωνικών γονέων και του τέκνου . Με τη θέση αυτή συμπορεύθηκε και η πλειοψηφία στην
εισηγητική έκθεση της Νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του ν 3089/ 2002 ,υπό το σκεπτικό οτι
η ανωνυμία προστατεύει το παιδι από δυσάρεστες καταστάσεις ανακατάξεων στην ζωή του
,αλλα και από ψυχολογικούς προβληματισμούς αυτού και ενδεχόμενες επεμβάσεις μεταξύ
κοινωνικών και βιολογικων γονέων, που πιθανόν να αποβούν σε βάρος του παιδιού .
Ομοίως ισχύει και για τον δότη, ότι ούτε και εκείνος θα πρέπει να γνωρίζει τα πρόσωπα
που έκαναν χρήση του γεννητικού υλικού του, ως και το παιδί που γεννήθηκε ,ώστε να μην
διαταραχθεί και η δική του οικογενειακή και ιδιωτική ζωή ,αφού δεν είναι δίκαιο να βρεθεί
αντιμέτωπος με δικαστικέ διενέξεις αναγνώρισης πατρότητας ή μητρότητας με ένα παιδί
ανεπιθύμητο για εκείνον ,αλλά και κατ επέκταση υπό τον φόβο και μόνον οτι μπορεί να
αναζητηθεί κάποια στιγμή η πατρότητα τρίου δότη ,εξανεμίζεται αντίστοιχα και το ενδιαφέρον
τρίτων δοτών να χορηγήσουν γεννητικό υλικό για να χρησιμοποιηθεί αυτό από άτομα που
πραγματικά επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί . Υπό την εκδοχή αυτή διατήρησης της
ανωνυμίας του δότη ,εκφράσθηκε η άποψη ότι η βιολογική προέλευση του παιδιού δεν
αποτελεί σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητας του και ότι η συνδρομή του τρίτου δότη

110
θεωρείται ότι περιορίζεται απλά και μόνον στην ψυχρή και άνευ σπουδαίας σημασίας πράξη
χορήγησης από εκείνον γεννητικού υλικού και χωρίς να υπάρχει από μέρους αυτού καμία
πρόθεση να γίνει πατέρας και να συνδεθεί κοινωνικά και νομικά με το παιδί που θα γεννηθεί ..
Περαιτέρω θέματα τα οποία ανέκυψαν από την αναζήτηση της βιολογικής καταγωγής με
βάση την προσωπικότητα του ατόμου , δέχτηκε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της
Γερμανίας και έχουν αναπτυχθεί λεπτομερειακά στο γερμανικό δίκαιο από τον Frank, τον Gaul,
τον Gottwald.και στα οιποια επισημαίνεται ότι στην βιολογική καταγωγή η βάση της
συγγένειας εστιάζεται στην καταγωγή,εν αντιθέσει με την τεχνητή γονιμοποίηση όπου ο
νομοθέτης κάνει άλλες αξιολογήσεις διαφορετικές από εκείνες που αφορούν την βιολογική
συγγένεια. Πρόκειται δηλαδή για δυο διαφορετικά είδη συγγένειας και ειδικώτερα ..
Για τα παιδιά που έχουν συλληφθεί με ΙΥΑ, γονέας είναι μόνον εκείνος που ορίζει ο νόμος
και επομένως δεν υπάρχουν άλλοι "γονείς" οι οποίοι θα πρέπει να αποκαλυφθούν.Ότι οι δότες
δεν απέκτησαν ποτέ την ιδιότητα του γονέα υπό την έννοια του νόμου περι θεμελίωσης της
συγγένειας , με το ρόλο αυτών να εξαντλείται στην απρόσωπη προσφορά γεννητικού υλικού σε
κάποιο εργαστήριο. Ο νομοθέτης θέλησε να μείνουν ανώνυμοι και εάν αποκαλυφθεί η
ταυτότητα τους να μην μπορεί να γίνει καμία ενέργεια κατ αυτών ,αλλά ούτε και οι ίδιοι να
μπορούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του γονέα.
Η αρχή της κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας που διέπει τις νομικές ρυθμίσεις για
την ΙΥΑ συνυφαίνεται με την ανωνυμία του τρίτου δότη γεννητικού υλικού. Εφόσον ο νόμος
αναγνωρίζει ως γονείς τα πρόσωπα που απέκτησαν τέκνο με γεννητικό υλικό τρίτου ,
αγνοώντας τον δότη ,δίνει προβάδισμα στην βούληση να αποκτηθεί παιδί ενάντια στη
βιολογική αλήθεια,καθοσον ο δότης ή η δότρια γεννητικού υλικού παρέχει το γεννητικό του
υλικό και χωρίς να ενδιαφέρεται για τις μετέπειτα εξελίξεις.,αλλά και οτι αντίστοιχα η γνώση
πληροφοριών καταγωγής του παιδιού ,οτι μπορεί να το τραυματίσει και να του προκαλέσει
μεγάλη ψυχολογική αναταραχή ..
Μια ειδικότερη έκφανση της αρχής της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού συνιστά
και η αρχή της «κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας211», από την οποία διαπνέεται ο Ν
3089/2002 για την υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή.
Ο γενικός αποκλεισμός της προσβολής πατρότητας του συζύγου που έδωσε την
συγκατάθεση του για τεχνητή γονιμοποίηση της γυναίκας του με σπέρμα δότη, η ρύθμιση περί
ανωνυμίας των τρίτων δοτών, ο αποκλεισμός της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας του

211
«Η ετερόλογη γονιμοποίηση και το αναγκαίο σύστοιχο της, η αρχή της κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας,
αναθεωρούν όχι μόνο της έννοια της συγγένειας, αλλά και την ίδια την έννοια της καταγωγής, ως στοιχείου της
ταυτότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.» , Φουντεδάκη Κ., Η πληροφόρηση του παιδιού που
γεννήθηκε με ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση για την καταγωγή του σε Πρακτικά Εταιρείας Νομικών Βορείου
Ελλάδος, Τεχνητή γονιμοποίηση και γενετική τεχνολογία: η ηθικονομική διάσταση, 2003, σελ 136

111
τρίτου δότη, ο αποκλεισμός της προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης του παιδιού από το
μόνιμο σύντροφο της μητέρας του (στην περίπτωση που για την τεχνητή γονιμοποίηση της είχε
χρησιμοποιηθεί γεννητικό υλικό ξένο προς το σύντροφο).και γενικα οι σχετικές με την αρχή της
κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας ρυθμίσεις, εκφράζουν ταυτόχρονα και την αρχή της
προστασίας του παιδιού, αλλά και κατ επέκταση συμφωνα με την θεωρία της ανωνυμίας του
δοτη , το συμφέρον το παιδιου είναι να μεγαλώνει με τους γονείς που θέλησαν να το
αποκτήσουν, παρά με δότες, οι οποίοι στην πραγματικότητα απλά διευκόλυναν μια τυπική
διαδικασία, και χωρις να έχουν την πρόθεση να συνδεθούν νομικά και συναισθηματικά με
εκείνο ..

Υπερ της γνώσης του δότη .

Υπέρ της άποψης της γνώσης του δότη , διατυπώθηκε το επιχείρημα στην συνεδρίαση της
Νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του ν 3089/2002 και μολονότι επικράτησε η αντίθετη άποψη
, ότι η γνώση αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του παιδιού να γνωρίζει τον πατέρα και την
μητέρα του από τους οποίους κατάγεται ,όπως αντίστοιχα και η μητέρα του εξώγαμου παιδιού
υποχρεούται να δώσει πληροφορίες στο παιδί της για τον πατέρα του .
212
Προς τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι το δικαίωμα της γνώσης της καταγωγής
διασφαλίζεται και συνταγματικά από τον συνδυασμό των διατάξεων αρθρο 5[αρ 1 του Σ
[δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ,αρθρο 2 παρ 1 Σ [αξιοπρέπεια του
ατόμου ] ,αρθρο 4 παρ 1 [ισότητα πολιτών ] και αρθρο 25 παρ 1 Σ [ προστασία δικαιωμάτων
του ανθρώπου ]. Επιπρόσθετα δε και στο αρθρο 7 της Διεθνούς σύμβασης για τα ανθρώπινα
δικαιώματα προβλέπεται , ότι το παιδί έχει δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να
ανατρέφεται από αυτούς .
Περαιτέρω δε η γνώση του γεννήτορα έχει αξία και από την άποψη ότι αποτρέπονται
φαινόμενα αιμομιξίας και γάμων μεταξύ στενών συγγενών κατ άρθρο 1356 ΑΚ που
απαγορεύει ο νομοθέτης .213.Εκτός αυτού έχει και ιατρική αξία ,διότι το τέκνο πληροφορείται
το ιστορικό υγείας του δότη και έτσι μπορεί επαρκώς να προστατεύσει την δική του υγεία από
τυχόν κληρονομικές ασθένειες και φυσικά οι πληροφορίες του θα είναι πλήρεις και επαρκείς ,
μόνον εφόσον έχει άμεση επαφή με το πρόσωπο του τρίτου δότη ,εν αντιθέσει με την περίπτωση
που απλά δικαιούται να έχει πρόσβαση στο απόρρητο ιατρικό αρχείο ενός άγνωστου δότη και
σε ενδεχόμενα ανεπαρκή στοιχεία αυτού . .

213
Εισήγηση Χρ.Σταμπέλου σε σχέση με ανωνυμία του δότη σε -Αννα Ζαιρη –Εισαγλλέας Εφετών στο 13ο
πανελλήνιο συνέδριο Καβάλας έτος 2011 σελ 39.

112
Η ρύθμιση περί ανωνυμίας των δοτών υποδηλώνει την σύγκρουση της Πολιτείας με τον
ίδιο της τον εαυτό. Η διαύγεια των οικογενειακών σχέσεων ,αποτελεί θεμελιώδες έννομο αγαθό
και η παραβίαση του επισύρει ποινικές κυρώσεις. Με την καθιέρωση της ανωνυμίας των δοτών,
ελλοχεύει ο κίνδυνος αιμομικτικών ενώσεων υπό την ανοχή μιας Πολιτείας που ήδη έχει
θεσμοθετήσει το αξιόποινο της αιμομιξίας και της διατάραξης της οικογενειακής ειρήνης .
Εφόσον το ποινικό δίκαιο, ως έσχατο νομικό μέσο, προστατεύει το δικαίωμα της γνώσης της
οικογενειακής κατάστασης, γιατί λοιπόν η Πολιτεία να το αναιρεί , αρνούμενη την πρόσβαση
στη γνώση της βιολογικής αλήθειας;
Από τα προβαλλόμενα επιχειρήματα υπέρ της γνώσης, το πιο σημαντικό είναι το θέμα του
κωλύματος του γάμου. Ο νομοθέτης προς αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος, περιόρισε τον
αριθμό των τεχνητών γονιμοποιήσεων από τον ίδιο δότη (άρθρο 9 παρ 2 ν. 3305/2005) και
θέσπισε την ιχνηλασιμότητα.
Είναι όμως αμφίβολο αν τηρείται το ανώτατο όριο που προαναφέρθηκε. Και τούτο διότι,
δεν είναι βέβαιο ότι ο δότης εμφανίζεται μόνο σε ένα κέντρο τεχνητής γονιμοποίησης , όπως
επίσης αμφισβητείται κατά πόσο τα κέντρα επικοινωνούν μεταξύ των .
Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου το κώλυμα γάμου αφορά τη νομική συγγένεια, και όχι
τη βιολογική. Δεδομένου, όμως, ότι μεταξύ των κωλυμάτων του γάμου, κάποια επιβάλλονται για
λόγους κοινωνικής ηθικής και ευπρέπειας, είναι επιτακτική η απαγόρευση γάμου μεταξύ
προσώπων που συνδέονται με βιολογικούς δεσμούς, έστω κι αν δεν έχει θεμελιωθεί νομικά η
συγγένεια. Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται κώλυμα συνάψεως γάμου με συγγενείς μέχρι τον
4ο βαθμό εκ πλαγίου, προφανέστατα και λόγω αποφυγής των επιβαρυντικών ιατρικών
περιστάσεων -πέρα από την ηθική αποδοκιμασία- της αιμομιξίας.
Ο κίνδυνος της αιμομιξίας είναι στατιστικά μεγαλύτερος στο πλαίσιο της τεχνητής
γονιμοποίησης και μόνο εκ του λόγου της ευρείας διάδοσης της. Αν και οι δύο μελλόνυμφοι
έχουν συλληφθεί μέσω ΙΥΑ και χρήσης σπέρματος δότη, τότε μέσω προσφυγής στην Αρχής
Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής,όπου τηρούνται αρχεία δύο διαβαθμίσεων
κωδικοποιημένα και ονομαστικά (άρθρο 20 §2 γ και δ Ν 3305/2005), μπορεί να βεβαιωθεί αν
προέχονται από το ίδιο γεννητικό υλικό και να αποφευχθεί ο αιμομικτικός γάμος, χωρίς να
παραβιαστεί η ανωνυμία των δοτών. Φυσικά αυτό έχει ως προαπαιτούμενο τη γνώση των
υποψηφίων ότι έχουν συλληφθεί με ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, η οποία θα μπορούσε να
συμπίπτει και με την ενηλικίωση τους, κατ' ανάλογη εφαρμογή της 1559 §2 ΑΚ.
Παρά την διατυπωθείσα αντίθετη άποψη ,η ψυχική υγεία του τέκνου δεν κινδυνεύει εάν
αποκαλυφθεί η βιολογική συγγένεια του με άλλα φυσικά πρόσωπα ,καθότι αναπόφευκτα
κάποια ημέρα θα πληροφορηθεί την ετερόλογη καταγωγή του και θα την αναζητήσει ,οπόταν
δεν είναι δίκαιο η αναζήτηση του αυτή να του δυσκολέψει την ζωή και να καταστεί ανέφικτη

113
,καθόσον πέραν των άλλων είναι και θέμα παιδείας και ανθρωπιάς σε μια εξελιγμένη κοινωνια
να γίνει πλέον αποδεκτή η πολλαπλή πατρότητα ή μητρότητα .
Συγκρινόμενη επίσης η ετερόλογη γονιμοποίηση με την υιοθεσία και παρά τις όποιες
διαφορές έχουν μεταξυ των ,σημασία έχει το γεγονός οτι ταυτίζονται στο κοινό βασικό στοιχείο
,και ειδικά στο ότι και οι δύο μορφές νομικής συγγένειας, βασίζονται στην ιδιωτική βούληση
ενώ απουσιάζει ο δεσμός αίματος από την σχέση γονέα και τέκνου , αφού το παιδί βιολογικα
συνδέεται με άλλο πρόσωπο ,λόγος για τον οποίο και εκφράσθηκαν επιφυλάξεις για το αν το
παιδί κινδυνεύει ψυχολογικά και αν θα ανατραπεί αντίστοιχα η ψυχική του ισορροπία
,πληροφορούμενο την αλήθεια και την σχέση [τεχνητή συγγένεια ] που το συνδέει με τους
γονείς του .
Παράλληλα επισημάνθηκε ακόμα και η διαφοροποίηση μεταξύ υιοθεσίας και ετερόλογης
γονιμοποίησης,καθότι ενώ για την υιοθεσία υπερισχύει το δικαίωμα της προσωπικότητας
,έκφανση του οποίου αποτελεί και η δυνατότητα γνώσης της καταγωγής ,αλλά και μολονότι
το θετό τεκνο δικαιούται με την ενηλικίωση του να πληροφορηθεί για τους φυσικούς γονεις
του κατ άρθρο 1559 ΑΚ ,τουναντίον υπό την με την θεωρία της ανωνυμίας των δοτών ,το παιδι
της ετερόλογης καταγωγής αντιμετωπίζεται άνισα και άδικα σε σχέση με το υιοθετούμενο
,καθόσον δεν διατηρεί ανάλογο με εκείνο δικαίωμα ως προς την γνώση της καταγωγής του ..
Ομοίως υποστηρίχθηκε και η άποψη ότι το δικαίωμα γνώσης της καταγωγής του τέκνου
,ως απορρέον από το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του, μπορεί
θεωρητικά να έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής του τρίτου δότη ,όμως
στην πραγματικότητα σταθμιζόμενα τα αντικρουόμενα αυτά συμφέροντα,ως έχουν κατοχυρωθει
και συνταγματικα ,είναι προφανές οτι το δικαιωμα του τέκνου να γνωρίζει την καταγωγή του ,
υπερισχύει του συμφέροντος του δότη να παραμείνει ανώνυμος ,όπως αντίστοιχα και η ζημιά
που υφίσταται το τέκνο από την ματαίωση της επιθυμίας του να μάθει την βιολογική αλήθεια
και να καλύψει το κενό της ενδεχόμενα εσαεί αναζήτησης αυτής ,είναι πολύ μεγαλύτερη από
την ζημιά του δότη που μπορεί να συνδράμει σ αυτό ,αλλά και περαιτέρω οτι το σύστημα της
ανωνυμίας του δότη υστερεί στο γεγονός ότι αποτρέπει άγαμες γυναίκες να προσφύγουν στην
τεχνητή γονιμοποίηση ,ενώ αντιθέτως θα επέλεγαν αυτήν, εάν ήταν γνωστή η ταυτότητα του
δότη .
Συμπερασματικά δε για την εξισορρόπηση των ανωτέρω αντικρουόμενων συμφερόντων
εκφράσθηκε η άποψη οτι μπορούν αυτά να συνυπάρξουν και να εναρμονισθούν μεταξύ των
όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες ,εφόσον τηρηθούν τα στοιχεία του δότη σε απόρρητο αρχείο
,προς το οποίο θα έχει πρόσβαση μόνον το παιδί και έτσι το δικαίωμα της ιδιωτικότητας του
δότη θίγεται περιορισμένα μόνον ως προς εκείνον και το παιδί . Προτάθηκε επίσης οτι μπορεί
να εφαρμοσθεί και το ελβετικό πρότυπο δικαίου , σύμφωνα με το οποίο όταν ενηλικιωθεί το

114
παιδί να δικαιούται να πληροφορηθεί τα στοιχεία του δότη ,ενώ αντίστοιχα ο δότης αν δεν
επιθυμεί να γνωρίσει το παιδί, είναι δικαίωμα του να το αρνηθεί ,αλλά και επίσης να
συνεκτιμηθεί και το Σουηδικό δίκαιο ,σύμφωνα με το οποίο ο δότης ενημερώνεται απαρχής ,
ότι το παιδι δικαιούται να γνωρίσει την ταυτότητα του ,κάτι που όμως προβλέπει και το
Αυστριακό δίκαιο για το παιδί που συμπληρώσει το 14 έτος της ηλικίας του ,δικαιούμενο να
πληροφορηθεί για την καταγωγή του .

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο

Ο νόμος 3080/2002 ακολούθησε την λύση της ανωνυμίας των τρίτων δοτών του
γεννητικού υλικού . Σύμφωνα με το αρθρο 1460 ΑΚ θεσπίζεται ότι η ταυτότητα των τρίτων που
έχουν χορηγήσει το γεννητικό υλικό των –γαμέτες ή γονιμοποιημένα ωάρια ,ότι δεν θα
γνωστοποιείται στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί ,όπως αντίστοιχα και η
ταυτότητα του παιδιού και των γονέων αυτού δεν θα γίνεται γνωστή προς τον τρίτο δότη
γεννητικού υλικού .
Λαμβανομένου όμως υπόψη της βαρύτητας των κληρονομικών ασθενειών και του
εκάστοτε ιατρικου ιστορικου του δότη ,ο νομοθέτης προέβλεψε να τηρείται ειδικό απόρρητο
αρχείο σε κωδικοποιημένη μορφή και χωρίς τα στοιχεία του δότη .Προέβλεψε επίσης δικαίωμα
πρόσβασης στο αρχείο αυτό να έχει μόνον το τέκνο και ειδικά για λόγους που αφορούν την
υγεία του και χωρίς να θίγεται η ανωνυμία του δότη .Για την περίοδο ανηλικότητας του τέκνου
δικαίωμα πρόσβασης έχουν μόνον οι γονείς του, ως ασκούντες την γονικη μεριμνα του και οι
νόμιμοι αντιπρόσωποι του τέκνου .
Η πρόβλεψη του άρθρου 1460 ΑΚ σχετικά με την τήρηση αρχείου ιατρικών πληροφοριών
των δοτών γεννητικού υλικού συμπληρώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του Ν
3305/2005, όπου ορίζεται η τήρηση αρχείων δύο διαβαθμίσεων σχετικά με τα στοιχεία των
δοτών γεννητικού υλικού. Ως προς τις ιατρικές πληροφορίες το άρθρο 20 §2γ του ν 3305/2005
προβλέπει ότι αυτές φυλάσσονται με απόλυτη μυστικότητα και σε κωδικοποιημένη μορφή χωρίς
ένδειξη της ταυτότητας του δότη στην τράπεζα κρυοσυντήρησης και στο εθνικό αρχείο δοτών
ληπτών που τηρείται στην Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Παράλληλα, κατά το άρθρο 20 §2δ του ν 3305/2005 τα στοιχεία ταυτότητας των δοτών
καταχωρούνται σε "άκρως απόρρητα" αρχεία με τον αντίστοιχο κωδικό ,διευκρινίζοντας το
άρθρο 30 παρ 3., ότι τα αρχεία αυτά περιέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ,κατά την
έννοια του ν 2472/ 1997.
Η πρόσβαση στα ιατρικά αρχεία της πρώτης κατηγορίας είναι επιτρεπτή στο ενήλικο τέκνο
ή στους ασκούντες τη γονική του μέριμνα όσο είναι ανήλικο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για

115
λόγους που αφορούν αποκλειστικά στην υγεία του τέκνου, όπως προαναφέρθηκε. Ακόμα πιο
περιορισμένη είναι η δυνατότητα προσφυγής στα άκρως απόρρητα αρχεία που περιέχουν τα
στοιχεία ταυτότητας των δοτών, όπου δικαιολογείται μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις,
όπως επι παραδείγματι όταν ο δότης προβαίνει σε ανάκληση της διάθεσης του γεννητικού του
υλικού σε τρίτους214.
Οι διατάξεις 1460 ΑΚ και 1479 §2 ΑΚ παρουσιάζουν φαινομενικά αντίθεση μεταξύ τους,
όμως ουσιαστικά με το δεύτερο άρθρο καλύπτεται η περίπτωση κατά την οποία ο τρίτος δότης
στην πραγματικότητα είναι γνωστός κατά παράβαση της ανωνυμίας του 1460 ΑΚ. Ο νομοθέτης
προέβη σε αυτή τη ρύθμιση με σκοπό να αποκλειστεί η ίδρυση νομικής συγγένειας επί τη βάσει
βιολογικών στοιχείων χωρίς την ουσιαστική βούληση του τρίτου δότη να καταστεί πατέρας
ενόψη του ότι επιτέλεσε επιβοηθητικό και μόνο ρόλο. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας
δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας δεν εκτείνεται και στην εκούσια αναγνώριση,
αφήνοντας περιθώριο στο δότη να επιδιώξει εφόσον το επιθυμήσει να συνδεθεί νομικά με το
τέκνο. Αντιθέτως αδικα αποκλείεται από το δοτη , το δικαίωμα να καταστεί πατέρας με
δικαστική αναγνώριση εάν η μητέρα αρνηθεί να συναινέσει στην εκούσια αναγνώριση του
τέκνου ,όπως αντίστοιχα άδικα και το ίδιο το παιδί στερείται τον πατέρα του στην ίδια
περίπτωση και μολονότι στην περίπτωση αυτή συμπίπτει όχι μόνον η βούληση του δότη να
ιδρύσει κοινωνικοσυναισθηματική σχέση με το τέκνο ,αλλά και το κυριώτερο συνυπάρχει
ταυτόχρονα και το βιολογικο στοιχείο με οτι αυτό συνεπάγεται από άποψης καταγωγης ,
κληρονομικότητας ,αποτροπή αιμομιξιας κλπ . 215.
De lege ferenda, κατά την άποψη της κ .Χρ. Σταμπέλου, θα ήταν προτιμότερο ιδιαίτερα
στις περιπτώσεις που το τέκνο δεν έχει θεμελιώσει καμία νομική πατρότητα, να μην αποκλείεται
στον τρίτο δότη, η δυνατότητα άσκησης δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας, η οποία
οδηγεί στο status του νομικού γονέα, παρά την άρνηση της μητέρας να συναινέσει σε εκούσια
αναγνώριση. 216
Είναι επίσης καταφανές υπό τις προυποθέσεις εφαρμογης του αρθρου 1460 ΑΚ , σε
σχέση και με το νομοθετικό καθεστώς που προτάσσει την ανωνυμία των δοτών, ότι η επιλογή
αυτή δεν ανταποκρίνεται ούτε στις συνταγματικές επιταγές που επιβάλλουν σεβασμό του
δικαιώματος γνώσης της καταγωγής, αλλά και δεν συμβαδίζει με τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις

214
Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, Σάκκουλας Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2012, Τεχνητη
γονιμοποιηση ,όπου γίινεται μνεια οτι η τήρηση των αρχείων από την αρχή του Ν 3305/2005 γινεται σε
συνδυασμο και με τον Ν 2477./1977 ,καθότι πρόκεται για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα συνεργαζόμενων έτσι
των δύο αρχών ,μολονότι υποστηρίζεται και η άποψη της πρόσβασης σ αυτά για εξαιρετικες περιπτώσεις εστω και
υπο την συγκρουση αντικρουόμενων συμφερόντων .
215
Χρ. Σταμπέλου σε Γεωργιαδη –Σταθόπουλο Οικ Δικ .αρθρο 1460 ΑΚ.
216
Χριστ-Σταμπέλου, Προσωπικότητα και οικογενειακές σχέσεις έκδοση 2010 σελ 71-72

116
που ολοένα και περισσότερο συντάσσονται νομοθετικά με την αναζήτηση της βιολογικής
αλήθειας.
Νομοθετικά βέβαια έχει κατοχυρωθει η αρχή της ανωνυμίας και σύμφωνα με την διάταξη
του άρθρου 26 παρ 11 του ν 3305/ 2005 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιους κατά
παράβαση των οικείων διατάξεων προβαίνουν στην γνωστοποίηση των δοτών και ληπτών
γεννητικού υλικού .
Ωστόσο , η νομοθετική καθιέρωση της ανωνυμίας των τρίτων προσώπων που παρέχουν το
γεννητικό, υλικό έχει υποστεί έντονη κριτική κυρίως λόγω της έλλειψης εξασφαλίσεως του
συνταγματικού δικαιώματος του παιδιού να πληροφορείται για την πραγματική καταγωγή του.
Για το ίδιο θέμα είχε προταθεί και στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Ν 3089/2002 να
μην υπάρχει ανωνυμία των δοτών και αντίστοιχα να υπάρχει πληροφόρηση για τα στοιχεία των
δοτών, πρόταση που διατύπωσε η κ . Χρ. Σταμπέλου και η οποία εν τέλει μειοψήφησε.
Επομένως συμπερασματικά των ανωτέρω , ενόψει και της σχετικοποίησης της ανωνυμίας
με το ν 3305/2005, η αναθεώρηση του συστήματος που καθιερώνει την ανωνυμία των δοτών,
τόσο στον Αστικό Κώδικα, όσο και στα επιμέρους ειδικότερα νομοθετήματα, καθίσταται πλέον
επιβεβλημένη.

Συνταγματική θεμελίωση δικαιώματος γνώσης της καταγωγής

Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του τέκνου να γνωρίζει τον πατέρα και τη μητέρα του, δηλ
τους γονείς, από τους οποίους κατάγεται. Είναι δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα,
και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της όλης νομικής και κοινωνικής του θέσης (ΑΚ 57). Το
δικαίωμα της γνώσης της καταγωγής κατοχυρώνεται από πολλαπλές συνταγματικές διατάξεις
και ειδικώτερα το -(άρθρο 5§1 Σ δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας,
"θυγατρικό δικαίωμα" του οποίου έχει επιτυχώς χαρακτηρισθεί ότι αποτελεί + άρθρο 2§1 για
την αξιοπρέπεια του ατόμου + άρθρο 4§1 για την ισότητα των πολιτών + άρθρο 21§1 για την
προστασία της παιδικής ηλικίας + άρθρο 25§1 για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου). Επιπλέον στο άρθρο 7 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού
,ορίζεται ότι "το παιδί έχει δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατρέφεται από
αυτούς", αλλά και περαιτέρω στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ θεμελιώνεται το δικαίωμα κάθε ατόμου,
να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της προσωπικής και της οικογενειακής ζωής του.
Ως προς την προστασία της παιδικής ηλικίας στο άρθρο 21 του Συντάγματος
παρατηρούμε ότι και μόνο η κατ’ επανάληψη των όρων «οικογένεια», «μητρότητα», «παιδική
ηλικία», καταδεικνύει ότι η παιδική ηλικία αναγνωρίζεται ως αυτοτελές αγαθό, που χρήζει
προστασίας, λόγω της ιδιαιτερότητας της φύσης της.

117
Ακόμα είναι προφανές, ότι το κομβικό σημείο όλων , είναι το συμφέρον του παιδιού, στο
οποίο αναγνωρίζεται αυτοτέλεια έως κάποιο βαθμό, πράγμα που σημαίνει και νομικά πλέον την
συνύπαρξη των δικαιωμάτων γονέων και τέκνων στα πλαίσια της οικογένειας. Έτσι, η
προσωπικότητα του παιδιού και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, δεν απορροφώνται
από το θεσμό της οικογένειας και επομένως είναι προφανές ,ότι τα συμφέροντα των γονέων,
δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τα συμφέροντα του παιδιού.
Από το διαχωρισμό δε των προστατευόμενων αγαθών της παιδικής ηλικίας, της
οικογένειας, του γάμου και της μητρότητας, διαπιστώνεται επίσης η βούληση του νομοθέτη να
προστατεύσει την οικογένεια και το παιδί, ανεξαρτήτως νομικού σχήματος, Προστατεύονται,
επομένως ισότιμα και τα παιδιά που γεννιούνται εντός γάμου, καθώς και τα εκτός γάμου παιδιά.
Η παιδική ηλικία αναγνωρίζεται ως βιοτική σχέση, χωρίς να εξετάζεται αν ιδρύεται εντός γάμου
ή αν απλώς υφίσταται στο πλαίσιο μιας οικογενειακής σχέσης.217
Επομένως, αν δεχθούμε ότι υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα των γονέων να αποκτήσουν
παιδιά με ιατρική υποβοήθηση, ισότιμα θα πρέπει να αναγνωριστεί και το δικαίωμα του
παιδιού να έχει δυο γονείς, δικαίωμα που προκύπτει άλλωστε αφενός μεν από το άρθρο 21 του
Σ για την προστασία της παιδικής ηλικίας, αλλά και αφετέρου δε, από τη διάταξη 8 της ΕΣΔΑ
καθώς και 3 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού του 1989 (Ν
2101/1992). Η σχετική ρύθμιση προσβάλλει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα μεταξύ
των παιδιών, εκ των οποίων κάποια δεν μπορούν να θεμελιώσουν συγγένεια προς την πατρική
γραμμή εξαιτίας αυτής της νομοθετικής ρύθμισης218.
Σε συνδυασμό με την ανωνυμία των δοτών στην τεχνητή γονιμοποίηση, η αποδοχή και
των δύο δεδομένων (δηλ. το δικαίωμα ανεύρεσης της βιολογικής αλήθειας και η αποδοχή
μεθόδων τεχνητής γονιμοποίησης), θα οδηγήσει πρακτικά σε παιδιά δύο ταχυτήτων και
ειδικώτερα σ’ αυτά που μπορούν και τους επιτρέπεται να μάθουν την καταγωγή τους
(γεννημένα με φυσιολογικό τρόπο), και σ’ αυτά που μπορούν, αλλά δεν τους επιτρέπεται να
μάθουν την καταγωγή τους (γεννημένα με τεχνητή γονιμοποίηση).

Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda σελ124-133

Κατά κανόνα το τέκνο συνδέεται νομικά και βιολογικά με τους γονείς του ,ενδέχεται
όμως κάποιες φορές να μην συμπίπτει η νομική και βιολογική συγγένεια , όπως συμβαίνει με

217
Η αυτοτελής συνταγματική προστασία της παιδικής ηλικίας, Ηλέκτρα Ιω. Κουτσούκου, Η νομική προστασία του
παιδιού στην Ελλάδα, σελ 99-100)
218
Παπαδοπούλου-Κλαμαρή Η συγγένεια, σελ 40-41

118
την τεχνητή αναπαραγωγή ,την θεμελίωση της μητρότητας και τα τεκμήρια της πατρότητας
,οπόταν πλεον ανακύπτει θέμα βιολογικής καταγωγής..
Υπάρχει η περίπτωση ένα παιδί να έχει θεμελιώσει το τεκμήριο πατρότητας και μην
κατάγεται βιολογικά από τον σύζυγο της μητέρας ,αλλά και το αντίθετο να έχει γεννηθεί εκτός
γάμου ή να χάσει το τεκμήριο πατρότητας του, μετά από αγωγή προσβολής της πατρότητας και
να μην συνδέεται νομικά με τον βιολογικό του πατέρα, μέχρις ότου εκείνος το αναγνωρίσει
εκούσια ή δικαστικα .
Παραδοσιακά ο τοκετός υποδηλώνει την βιολογικη καταγωγή του παιδιού από την μητέρα
και άρα η βιολογική και νομική μητρότητα συνέπιπταν ,μέχρις ότου θεσπίσθηκε η δυνατότητα
χρήσης δανεικού ωαρίου που αν και μπορεί πλέον να γίνει ανάλογη διάκριση ,που όμως και
πάλι είναι περιορισμένης σημασίας για την συγγένεια ,καθόσον ιδρυτικό στοιχείο της
μητρότητας είναι ο τοκετός και συνεπώς δεν γεννάται και θέμα αμφισβήτησης της μητρότητας
. Βασικό στοιχείο συγγένειας κατά τον ΑΚ αποτελεί η βιολογική καταγωγή , η οποία κατά
βάση στηρίζεται στην σύνδεση της με τον .πατέρα και τους συγγενείς του, στα τεκμήρια της
πατρότητας που δημιουργούν την νομική συγγένεια και τα οποία εάν δεν συμβαδίζουν και με
την βιολογική αλήθεια , προβλέπεται η δυνατότητα ανατροπής των τεκμηρίων ,ώστε να
αποκατασταθεί η βιολογική αλήθεια και συνακόλουθα η αναγνώριση ανυπαρξίας βιολογικής
σχέσης ανάμεσα σε πατέρα και παιδί ,ανοίγοντας έτσι ο δρόμος για την μετέπειτα πιθανή
σύνδεση του παιδιού με τον βιολογικό του πατέρα .
Αυτό επιτυγχάνεται με τις αγωγές προσβολής της πατρότητας κατ άρθρο 1467 ΑΚ που
αναφέρεται στην ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας ,ως και με την αγωγή αναγνώρισης της
πατρότητας του άρθρου 1479 ΑΚ που αναφέρεται στην θεμελίωση της πατρότητας ,η οποία
εφόσον γίνει δεκτή, το παιδί καθίσταται παιδί εντός γάμου κατά την διάταξη του άρθρου 1484
ΑΚ .
Το άρθρο 1477 ΑΚ αναφέρεται στην προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης της
πατρότητας ,η οποια εφόσον ευδοκιμήσει το παιδί χάνει την πατρότητα του..
Εν αντιθέσει η μοναδική αγωγή που προβλέπεται για την προσβολή της μητρότητας
ανάγεται στο πλαίσιο της τεχνητής αναπαραγωγής και ειδικά στην παρένθετη μητρότητα για
την περίπτωση που το τέκνο που γέννησε η κυοφόρος γυναίκα κατάγεται βιολογικά από την
ίδια ,δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν δικά της ωάρια ή αυτή συνέλαβε με φυσιολογικό τρόπο ,οπόταν
στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο μητρότητας κατ αρθρο 1464 παρ 2
ΑΚ και η οποια αγωγή εάν ευδοκιμήσει το παιδί χάνει την μητρότητα του και θεμελιώνει
αυτήν αντίστοιχα στην παρένθετη γυναίκα ,η οποία κυοφόρησε και γέννησε αυτό .
Για την άσκηση των ανωτέρω αγωγών νομιμοποιείται ενεργητικά το παιδί ,με
περιορισμένο τον κύκλο των άλλων προσώπων που νομιμοποιούνται σ αυτό ,ενώ ειδικα για την

119
προσβολή της μητρότητας τα χρονικά περιθώρια είναι πολύ περιορισμένα ,αφού
νομιμοποιούνται μόνον οι δυο γυναίκες ,δηλαδή εκείνη που ζήτησε άδεια από το δικαστήριο
και η παρένθετη που γέννησε το παιδί ,ειδικά για την περίπτωση που το ωάριο που
χρησιμοποιήθηκε ανήκει στην τελευταία και η οποία αγωγή και πάλι ασκείται μέσα σε πολύ
σύντομη αποσβεστική προθεσμία του εξαμήνου από την γέννηση του τέκνου .
Η βιολογική προέλευση σύμφωνα με την πλειοψηφία των νομοθεσιών άλλων Κρατών
,αλλά και την δική μας, αποτελεί τον θεμελιώδη λίθο της συγγένειας με προέχον στοιχείο αυτής
το βουλητικό στοιχείο της δημιουργίας νομικής και κοινωνικοσυναισθηματικής σχέσης γονέα
–τέκνου, που εκδηλώνεται με την πράξη του γάμου και τις μορφές αναγνώρισης τέκνου ,
εκούσιας και δικαστικής .
Ιδανική περίπτωση αποτελεί η σύμπτωση βιολογικής και νομικής συγγένειας ,καθότι σ
αυτήν συνυπάρχουν τόσο ο δεσμός αίματος όσο και τα άπλετα συναισθήματα που συνοδεύουν
αυτόν, αγάπης και ενδιαφέροντος .
Η καταγωγή από τον γάμο βασίζεται στο τεκμήριο ότι πατέρας του παιδιού είναι ο
σύζυγος της μητέρας ,ωστόσο αυτό δεν είναι πάντα απόλυτο και δύσκολα ανατρέπεται
,προκειμένου να διασφαλισθούν άλλες καταστάσεις ,όπως είναι η συνοχή της οικογένειας και η
ψυχική ηρεμία αυτής ,όπως επίσης και για τον ίδιο λόγο περιορίζεται και ο αριθμός των
προσώπων που δικαιούνται να προσβάλλουν την πατρότητα από γάμο , σε συνδυασμό και με
τα στενά χρονικά περιθώρια που μπορούν να ασκήσουν αυτήν κατ αρθρο 1469 , 1470 ΑΚ.και
1471 ΑΚ και επομένως κατ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η αποκάλυψη της βιολογικης
αλήθειας .
Και ενώ αρχικά με τον Ν 1329/ 1983 δεν νομιμοποιείτο ο φυσικός πατέρας του τέκνου
για την άσκηση προσβολής της πατρότητας ,εν συνεχεία με τον Ν 2521/ 1997 κατ αρθρο 1469
ΑΚ αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα αυτό και στο βιολογικό πατέρα να προσβάλλει την πατρότητα
,υπό συγκεκριμένες όμως και πάλι προυποθέσεις.Οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή το να
βρίσκονται οι σύζυγοι σε διάσταση και η μητέρα να έχει μόνιμες σχέσεις με σαρκική συνάφεια
με τον ενάγοντα ναι μεν περιορίζουν σχεδόν υπέρμετρα το δικαίωμα του άνδρα να προσβάλλει
την πατρότητα, από την άλλη πλευρά όμως υπογραμμίζεται η ανάγκη διατήρησης της ενότητας
της οικογένειας, όταν κανένα από τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέλη της δεν επιθυμεί την ανατροπή
της υφισταμένης κατάστασης219.
Είναι γεγονός ότι στο σύστημα ίδρυσης της συγγένειας στην ελληνική έννομη τάξη
προέχοντα ρόλο έχει η βιολογική καταγωγή. Η ρύθμιση των τεκμηρίων της πατρότητας και οι
δυνατότητες ανατροπής τους με τις αγωγές προσωπικής κατάστασης αποτελούν ένδειξη ότι το
δόγμα της συμπόρευσης νομικής και βιολογικής συγγένειας εξακολουθεί να είναι ισχυρό παρά

219
Γεωργιάδης Απόστολος, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ 456

120
τη θέσπιση νέων τρόπων θεμελίωσης της συγγένειας, την προβληματική λειτουργία των
τεκμηρίων πατρότητας και την καθιέρωση του τεκμηρίου μητρότητας. Γι’ αυτό και όταν
ανακύπτει το ζήτημα της βιολογικής καταγωγής προβλέπονται για την αναζήτηση αυτής από την
έννομη τάξη μας τέσσερα ένδικα βοηθήματα προσωπικής κατάστασης : η αγωγή προσβολής
πατρότητας, η αγωγή αναγνώρισης πατρότητας, η αγωγή προσβολής εκούσιας αναγνώρισης της
πατρότητας και η αγωγή προσβολής της μητρότητας. Στις αγωγές για την πατρότητα,
νομιμοποιούμενο ενεργητικά πρόσωπο για την άσκηση τους είναι και το παιδί. Προς
διευκόλυνση της ασκήσεως των αγωγών αυτών οι γονείς υποχρεούνται να παρέχουν
πληροφορίες στο παιδί σχετικά με την καταγωγή του. Στα πλαίσια αυτά και με γνώμονα το
συμφέρον του παιδιού, το παιδί μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από τους γονείς του για το εάν
έχει συλληφθεί με τη βοήθεια δότη. Στην περίπτωση της τεχνητής γονιμοποίησης το παιδί δεν
μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για την βιολογική του καταγωγή, δεδομένης της νομοθετικής
ρύθμισης περί ανωνυμίας των δοτών.
Όταν ένα παιδί γεννηθεί εντός γαμήλιου πλαισίου, πατέρας αυτόματα θεωρείται ο
σύζυγος της μητέρας. Λόγω της ισχυρής πιθανότητας να συμπίπτει το πρόσωπο του συζύγου της
μητέρας με το φυσικό πατέρα του τέκνου, η καταγωγή από γάμο ανατρέπεται με δυσκολία παρά
το ένδικο βοήθημα της αγωγής προσβολής πατρότητας που προβλέπει το άρθρο 1467 ΑΚ.
Προβληματική έχει θεωρηθεί και η λειτουργία της αυτοδίκαιης δικαστικής αναγνώρισης
της πατρότητας, όπως τη θέτει το άρθρο 1472 παρ. 2 ΑΚ, καθώς η αμετάκλητη δικαστική
απόφαση που δέχεται την προσβολή του άνδρα που ειχε σαρκική συνάφεια με την μητέρα,
επιφέρει αυτοδικαίως αναγνώριση της πατρότητας του ενάγοντα που είχε σαρκικές σχέσεις με τη
μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα σύλληψης. Έτσι όμως αποκλείεται η θεμελίωση της
πατρότητας από μέρους του ενδεχομένως άλλου πραγματικού πατέρα του τέκνου220,.με
χαρακτηριστική περίπτωση άγαμης μητέρας που ενώ ειχε σαρκικές σχέσεις με άλλον άνδρα
κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ,εν τούτοις κατά τον χρόνο του τοκετού ήταν έγγαμη
,οπόταν ο βιολογικός πατέρας δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την πατρότητα ,όπως έκρινε η
με αρ απόφαση ΑΠ Ολ 18/2009 και μολονότι υπήρξε αντίθετη μειοψηφία η οποία τάχθηκε
υπερ της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1469 παρ 5 ΑΚ και σ αυτό .
De lege ferenda οι πιθανές λύσεις221 στα λεπτά ζητήματα που ανακύπτουν απαιτούν
ριζικές τροποποιήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας ξεκινώντας από το άρθρο 1469 παρ. 5 ΑΚ
ώστε να δύναται ο βιολογικός πατέρας να προσβάλει την πατρότητα σε κάθε περίπτωση και ο
οποίος με την ενέργεια του αυτή στοχεύει προδήλως στην ίδρυση νομικής πατρότητας αυτού
220
Σταμπέλου Χριστίνα, H αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda, Εφαρμογές
Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013, σελ 710
221
Νομοθετικές προτάσεις της Χριστίνας Σταμπέλου, όπως διατυπώθηκαν στην Εισήγηση της στην Ημερίδα της
Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου, 21/05/2013, Προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο Ιω. Σπυριδάκη, Εφαρμογές
Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013

121
με το τέκνο , εν αντιθέσει με τον σύζυγο που προσβάλλει αυτήν .Για τον ίδιο λόγο είχε επίσης
προταθεί ότι θα πρέπει να προβλεφθεί νομοθετικά,ταυτόχρονα με την προσβολή της
πατρότητας τέκνου από τον βιολογικό του πατέρα και η δυνατότητα αυτού με βάση το αρθρο
69 ΚΠΟλ δ να ζητείται συγχρόνως και η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας αυτού ,μετά
την επιτυχή έκβαση της δίκης προσβολής της πατρότητας και το αμετάκλητο της εκδοθείσας
σχετικής αποφασης . 222
. Ακολούθως προτείνεται να δοθεί η δυνατότητα προσβολής και της εκούσιας αναγνώρισης
από τον φυσικό πατέρα, με τη σχετική αλλαγή στο άρθρο 1477 ΑΚ., ενόψη του υπάρχοντος
νομοθετικού κενού, που αν χρειασθεί καλύπτεται με την αναλογική εφαρμογή του άρθρου
223
1469 παρ 5.ΑΚ . ,ενώ παλαιότερα πριν από την ισχυ του αρθρου 1469 ΑΚ, γινόταν με
προσφυγή στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ και 178 ΑΚ .
Όταν ο σύζυγος έχει συναινέσει στη διενέργεια τεχνητής γονιμοποίησης, η πατρότητα
που δημιουργείται δεν ανατρέπεται ακόμα και αν το τέκνο δεν προέρχεται από αυτήν. Η διάταξη
1471 παρ 2 αρ. 2 ΑΚ που εμπεριέχει την ρύθμιση αυτή, έχει επικριθεί ως αντισυνταγματική και
χρήζει αναθεώρησης, ώστε να επιτραπεί η άσκηση της αγωγής προσβολής της πατρότητας και
στις περιπτώσεις εκείνες που παρά την εφαρμογή μεθόδου υποβοήθησης της αναπαραγωγής, το
τέκνο προέρχεται από σαρκικές σχέσεις της μητέρας του με τρίτον άνδρα.και το οποιο ειδικα θα
πρέπει να νομιμοποιείται ενεργητικά για την προσβολή πατρότητας σε κάθε περιπτωση ,όπως
επίσης και τα υπόλοιπα πρόσωπα θα πρέπει να έχουν το ιδιο δικαίωμα , κατ εφαρμογη De lege
ferenta ,εφόσον μπορούν να αποδείξουν οτι το τέκνο δεν προέρχεται από τεχνητη
αναπαραγωγή .
Κατ’ αντιστοιχία να επεκταθεί το πλαίσιο αυτό και στο θεσμό της εκούσιας αναγνώρισης
με αλλαγές στο άρθρο 1478 παρ 2 ΑΚ, το οποίο de lege lata αποκλείει την προσβολή της
εκούσιας αναγνώρισης όταν υπάρχει συμβολαιογραφική συγκατάθεση πατέρα και μητέρας για
διενέργεια τεχνητής γονιμοποίησης εκτός γάμου.
Η ρύθμιση της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής το 2002 ανέδειξε την ιδιωτική
αυτονομία ως θεμελιωτικό της συγγένειας στοιχείο, καθώς η νομική συγγένεια ιδρύεται και δια
της συναίνεσης στη διενέργεια τεχνητής αναπαραγωγής ή της λήψη δικαστικής άδειας. Η
υποχώρηση του βιολογικού στοιχείου είναι εμφανέστατη τόσο στην ετερόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση με την ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού που επιτάσσει το άρθρο 1460 ΑΚ,
όσο και στην παρένθετη μητρότητα με την κυοφόρο να μην αποκτά νομική συγγένεια με το
παιδί.

222
σχολια Κουτσουραδης .-Δήμητρα Παπαδοπούλου –Κλαμαρή –Συγγένεια-θεμελίωση – Καταχώριση –
Προστασια - εκδοση 2010 .
223
ΑΠ 58/2001 ΧΡιΔ Α /2001 σελ 427

122
Στην ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση δεν χωρεί δικαστική αναγνώριση της πατρότητας,
παρά μόνο εκούσια μετά και τη συναίνεση της μητέρας.Ωστόσο παρατηρείται το παράδοξο όταν
συντρέχουν στο πρόσωπο του δότη τόσο ο δεσμός εξ αίματος, αλλά και η βούληση για
δημιουργία ουσιαστικής γονεϊκής σχέσης ,διότι αν εκλείπει η συναίνεση της μητέρας, η ίδρυση
της συγγένειας του παιδιού με τον τρίτο δότη δεν είναι δυνατή και το τέκνο μένει ουσιαστικά
χωρίς πατέρα.
Παρά τις δικλείδες εξασφάλισης της κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας και της
προστασίας της οικογενειακής ειρήνης, η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας εξακολουθεί να
στηρίζεται κατ' αποκλειστικότητα σε βιολογικά στοιχεία. Με την πατρότητα να εξαρτάται από
την απόδειξη σχέσεων σαρκικής συνάφειας με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα σύλληψης,
το μαχητό αυτό τεκμήριο της 1481 ΑΚ καταδεικνύει την παντελή απουσία βουλητικών
στοιχείων ,ως όρων θεμελίωσης της πατρότητας224.
Ειδικότερα στην περίπτωση της τεχνητής γονιμοποίησης το παιδί, το οποίο έχει έννομο
συμφέρον για την άσκηση όλων των αγωγών προσωπικής καταστάσεως, λόγω της ρητής
πρόβλεψης της ανωνυμίας των δοτών γεννητικού υλικού, αποστερείται του δικαιώματος
παροχής πληροφοριών ως προς τη βιολογική του καταγωγή. Ο Ν 3305/2005 λειτουργώντας
συμπληρωματικά ως προς τον Ν 3089/2002 εισήγαγε την "ιχνηλασιμότητα", σχετικοποιώντας
έτσι το πλαίσιο ανωνυμίας, καθώς εφόσον τηρούνται απόρρητα αρχεία δύο διαβαθμίσεων -
κωδικοποιημένα και ονομαστικά- και ειδικώτερα τα προβλεπόμενα από το αρθρο 20 παρ 2 γ
του Ν 3305/2005 απόρρητα αρχεια ιατρικών στοιχειων του γεννητικού υλικού του δότη που
κωδικοποιούνται χωρίς τα στοιχεία του δότη και στα οποία έχει το τέκνο πρόσβαση μόνον για
λόγους υγείας αυτού, κατ άρθρο 1460 ΑΚ ,όπως επίσης και τα προβλεπόμενα απόρρητα
αρχεία του αρθρου 20 παρ 2δ που περιέχουν στοιχεια της ταυτότητας των δοτών γεννητικού
υλικού και για τα οποία ο Ν 3305/2005 δεν προσδιορίζει ποιοι και υπό ποιές συνθήκες, έχουν
δικαίωμα πρόσβασης στα αρχεία αυτά .Δεν αποκλείεται όμως με μελλοντική νομοθετική
μεταρρύθμιση του άρθρου 1460 ΑΚ και του ν 3305/2005 , να επιτραπεί και η γνωστοποίηση
στοιχείων της ταυτότητας των δοτών στα πλαίσια της αναζήτησης της βιολογικής καταγωγής
και να αναθεωρηθεί αντίστοιχα η αρχή της ανωνυμίας των δοτών γεννητικού υλικού κατά
εφαρμογη de lege ferenta .
Αναγκαίο ηθικά , αλλά και συνταγματικά καταχυρωμένο σε κάθε περίπτωση είναι η
πληροφόρηση του τέκνου ότι έχει λάβει χώρα τεχνητή αναπαραγωγή και για λόγους πληρότητας
του ιατρικού ιστορικού του τέκνου, αλλά και για την αποφυγή του κινδύνου της αιμομιξίας

224
Σταμπέλου Χριστίνα, H αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda, Εφαρμογές
Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013

123
μέσω της προσφυγής στην ιχνηλασιμότητα225. Παρά την αναπόφευκτη σύγκρουση με την
ιδιωτικότητα των γονέων, το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει την εξασφάλιση πληροφοριών για
τη βιολογική του προέλευση και υπερτερεί στη σχετική στάθμιση από κάθε άποψη ,παρά τον
αντίλογο ότι μπορεί να διαραχθεί η ψυχική υγεια εκείνου από την αποκάλυψη της αλήθειας
καταγωγής του και την οποία όμως κάποια στιγμή θα πληροφορηθεί ,οπόταν αντι το τέκνο να
αναζητά επι μακρόν και μάταια αυτήν, υπό την ανωνυμία του δότη και να βιώνει μέσα σε
ερωτηματικά και ψευδευσθήσεις για την καταγωγή του ,το καλύτερο για εκείνο, θα ήταν να
είναι γνωστή η ταυτότητα του δότη και αντίστοιχα να αναθεωρηθει το ισχύον νομοθετικό
καθεστώς της ανωνυμίας του δότη,άποψη την οποία κι εγώ προσωπικά από την δική μου
πλευρά , θεωρώ ως την πλέον ορθή και ενδεικνυόμενη , με το σκεπτικό ότι ο καθένας από εμάς
θα πρέπει να γνωρίζει τις ρίζες του και τους πραγματικούς γονείς από τους οποίους προέρχεται
,αντί να βασανίζεται σε όλη του την ζωή και να ζει με ερωτηματικά και ψευδευσθήσεις για την
ταυτότητα του και τον προσδιορισμό της ατομικότητας του ,καθόσον στην τελική τίποτε δεν
μένει κρυφό, παρά αντιθέτως το ψεύδος μπορεί να γίνει και οδυνηρό, εάν αποκαλυφθεί
καθυστερημένα ,όπως και δεν είναι δίκαιο κάποιος να ζεί στο σκοτάδι ,παρά να βαδίζει στην
αλήθεια , η οποία από την φύση της δίνει ώθηση,ενέργεια και απελευθερώνει τον νού και την
σκέψη ,εν αντιθέσει με το ψέμα και την αβεβαιότητα ,που εγκλωβίζουν τον άνθρωπο και τον
τελματώνουν .

Εξάλλου κατ’ αντιστοιχία και με τις διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα των
υιοθετημένων παιδιών απέναντι στους γονείς τους και τις Αρχές για πρόσβαση σε πληροφορίες
για τους φυσικούς τους γονείς κατά αρθρο 1559 ΑΚ με την ενηλικίωση των, δίκαιο είναι να
αναγνωριστεί τέτοιο δικαίωμα και στα προερχόμενα από ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση
παιδιά έστω έναντι των Αρχών, διότι λόγω του καθεστώτος της ανωνυμίας των δοτών ,οι
νομικοί γονείς δεν γνωρίζουν τα στοιχεία ταυτότητας των226. Βέβαια η αναλογική εφαρμογή της
ΑΚ 1559 δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη, καθώς μέρος της θεωρίας, δεν αναγνωρίζει
δικαίωμα πληροφόρησης στα παιδιά που γεννιούνται με τη βοήθεια δοτών.
Ομοιως ορθο εναι de lege ferenta και ο δότης σπέρματος να έχει το δικαίωμα να αξιώσει
την δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του ,για το παιδί που δεν καλύπτεται από άλλη
νομική πατρότητα .
Εξετάζοντας επισης τον κρίσιμο ρόλο των προθεσμιών στην αναζήτηση της βιολογικής
ταυτότητας διαπιστώνουμε ότι τα χρονικά όρια που έχουν τεθεί για την προσβολή τόσο της

225
Δήμητρα Παπαδοπούλου - Κλαμαρή, Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας, Εφαρμογές Αστικού Δικαίου,
Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013
226
Δήμητρα Παπαδοπούλου - Κλαμαρή, Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας, Εφαρμογές Αστικού Δικαίου,
Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013

124
πατρότητας όσο και της μητρότητας είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα με δικαιολογητική βάση την
ασφάλεια δικαίου, την κοινωνική ειρήνη και την οικογενειακή γαλήνη, ωστόσο οι στενές
αποσβεστικές προθεσμίες έχουν υποστεί έντονη κριτική. λόγω του ότι παρεμποδίζουν την
αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας και το ίδιο το δικαίωμα γνώσης της βιολογικής
καταγωγής. Μάλιστα σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ έχουν διατυπωθεί έντονες
αντιρρήσεις για το αν οι νομοθετικές ρυθμίσεις, που δεν εξαρτούν την έναρξη των προθεσμιών
αποκλειστικά από τη γνώση της βιολογικής αλήθειας, συνάδουν με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το
οποίο προστατεύει τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο227. Εξάλλου de lege ferenda έχει προταθεί
να είναι απρόθεσμη τόσο η θεμελίωση όσο και η ανατροπή της συγγένειας, καθώς ήδη η
δικαστική αναγνώριση της πατρότητας σε περίπτωση επιγενόμενου γάμου είναι απρόθεσμη
σύμφωνα με τη ρύθμιση της 1483 παρ. 2 ΑΚ, ενώ στο γερμανικό δίκαιο το δικαίωμα δικαστικής
αναγνώρισης της πατρότητας δεν υπόκειται σε καμία αποσβεστική προθεσμία άσκησης του228.
Στο ίδιο πνεύμα πορεύονται οι νομοθέτες σε Σουηδία, Νορβηγία και Ρωσία, όπου η προσβολή
της πατρότητας είναι απρόθεσμη229.
Ως προς την υποχρέωση δε των γονέων για παροχή πληροφοριών στο τέκνο ώστε να
ενισχυθει στην άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του, λόγω των ιδιαίτερων πραγματικών
περιστατικών η κάθε μεμονωμένη περίπτωση στην οποία αναφύονται ζητήματα σχετικά με την
αναζήτηση της καταγωγής,θα πρέπει να υπόκειται σε στάθμιση συμφερόντων ανάμεσα στην
προστασία της προσωπικότητας των γονέων, που επιτάσσει πιθανή απόκρυψη πληροφοριών και
στην προστασία της προσωπικότητας των τέκνων, ειδική έκφανση της οποίας είναι το δικαίωμα
γνώσης της καταγωγής. Σημείο-κλειδί είναι κατά την άποψη της Δήμητρας Παπαδοπούλου -
Κλαμαρή το αν το παιδί επιδιώκει να ανατρέψει θεμελιωμένη πατρότητα ή αν δεν έχει
πατρότητα και αποσκοπεί σε θεμελίωση της230.
Ειδικότερα στην περίπτωση που το παιδί ενώ έχει θεμελιωμένη εκ του γάμου πατρότητα,
επιθυμεί την κατάργηση του συγγενικού δεσμού με το νομικό πατέρα, τότε δύναται να ζητήσει
πληροφορίες τόσο από τη μητέρα, όσο και από τον τεκμαιρόμενο πατέρα. Ωστόσο, από την
πλευρά της η μητέρα διατηρεί δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού της βίου ,ιδιως εάν δεν θελει
να αποκαλύψει οτι είχε εξωσυσυγική σχέση στο γάμο της ,η προυπάρχουσα εγκυμοσύνη της ,
πράγμα που σε συνδυασμό με την de facto δύσκολη θέση της μητέρας σε τέτοιου είδους
καταστάσεις, έχουν ωθήσει το νομοθέτη να την αμβλύνει μέσω της 1470 περ. 4 ΑΚ, που

227
Γεωργιάδης Απόστολος, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ 463
228
Χριστίνα Σταμπέλου - H αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda, Εφαρμογές
Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013
229
Χριστίνα Σταμπέλου - H αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda, Εφαρμογές
Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013
230
Δήμητρα Παπαδοπούλου - Κλαμαρή, Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας, Εφαρμογές Αστικού Δικαίου,
Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013

125
επιτρέπει την αναστολή της αποκλειστικής προθεσμίας για την προσβολή πατρότητας όσο
διαρκεί ο γάμος, θεωρώντας ότι έχει "σπουδαίο λόγο". Ο τεκμαιρόμενος πατέρας, επίσης
δικαιούται να προστατεύσει την ιδιωτικότητα του, όπως συμβαίνει με την περίπτωση που αυτός
είναι ανίκανος για τεκνοποία ,η ότι εξαπατήθηκε ,δεδομένης και της αμηχανίας που προκαλεί ο
ενδεχόμενος λόγος που το παιδί αμφισβητεί τόσο έντονα την πατρότητα του.
Ανάλογες σταθμίσεις γίνονται και όταν εξετάζονται περιπτώσεις προσβολής της εκούσιας
αναγνώρισης.
Στην περίπτωση δε της μη θεμελιωμένης πατρότητας, το παιδί στρέφεται κατά της
μητέρας του μόνο, αναζητώντας την ταυτότητα του πατέρα. Η μητέρα εδώ ενδέχεται να βρεθεί
σε ακόμα πιο δύσκολη θέση, πιεζόμενη να αποκαλύψει κατι που θελει να κρατήσει κρυφό για
την ιδια και ενδεχόμενα και να διαγράψει και από την μνήμη της , όπως είναι η περιπτωση οτι
υπήρξε θύμα βιασμού, ερωμένη παντρεμένου, ερωμένη κακοποιού, αυτουργός αιμομιξίας.,η και
ακόμα να αισθάνεται άβολα να κατονομάσει τον πατέρα, λόγω ύπαρξης πολλαπλών
σεξουαλικών συντρόφων το κρίσιμο διάστημα σύλληψης.Ετσι εν προκειμένω γεννάται το
ερώτημα αν υπερτερεί το συμφέρον του παιδιού που επιδιώκει να θεμελιώσει πατρότητα ή το
συμφέρον της μητέρας να διατηρήσει κρυφή την προσωπική της ζωή. Κατά την κρατούσα
άποψη, η πλάστιγγα γέρνει και πάλι υπέρ του παιδιού231,το συμφέρον του οποίου υπερτερει από
το δικαιωμα της μητέρας του να διατηρήσει κρυφή την προσωπική της ζωή .
Ως ειδικότερο επίσης ζήτημα εξετάζεται και η περίπτωση κατά την οποία το παιδί
απευθύνεται στους γονείς του, προκειμένου να μάθει αν η σύλληψη του έγινε με μέθοδο
ιατρικής υποβοήθησης. Οι επιτακτικοί λόγοι για την πληροφόρηση του αυτή εκτέθηκαν
αναλυτικά ανωτέρω,αναφορικά με το δικαίωμα προσφυγής του τέκνου στα κωδικοποιημένα
αρχεία για ιατρικούς λόγους ,αποφυγή αιμομιξίας,κληρονομικές ασθένειες . Φυσικά και εδώ
γίνεται στάθμιση συμφερόντων ιδίως αν έχουν χρησιμοποιηθεί δότες (για την ομόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση παρέλκει έτσι κι αλλιώς ανάλογη αξίωση του παιδιού). Οι περιορισμοί είναι
περισσότεροι, διότι το παιδί δεν μπορεί να ασκήσει αγωγή προσβολής (1471 παρ 2 ΑΚ), ούτε
αγωγή αναγνώρισης (1479 παρ 2 ΑΚ).
Ο κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, δεδομένης της αναγνώρισης του
δικαιώματος του παιδιού να μάθει την καταγωγή του, είναι η δυσκολία της εκτελέσεως232, η
οποία εντοπίζεται τόσο στα πλαίσια της τεχνητής γονιμοποίησης, όσο και στο πεδίο του δικαίου
της συγγένειας γενικότερα.

231
Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Πρωτοδικείου του Münster του 1990 που υποχρέωσε τη μητέρα να
κατονομάσει όλους τους άνδρες με τους οποίους είχε σεξουαλικές σχέσεις κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.
βλ Δήμητρα Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Η συγγένεια, σελ 270
232
Μόνο με έμμεση (αναπληρωματική) εκτέλεση μπορεί να εξαναγκαστεί ο υπόχρεος προς παροχή πληροφοριών
κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ, Δήμητρα Παπαδοπούλου - Κλαμαρή, Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας,
Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2013

126
Πλεονεκτήματα σύμπτωσης βιολογικής και νομικής πατρότητας .

Δεδομένης της νομοθετικής ρύθμισης και αποδοχής πολλαπλών τρόπων θεμελίωσης


συγγένειας επί τη βάσει κοινωνικοσυναισθηματικών κριτηρίων, δεν μπορούμε, εντούτοις να
παραγνωρίσουμε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της σύμπτωσης ανάμεσα σε βιολογική και
νομική πατρότητα.
Καταρχήν, η διασταλτική ερμηνεία του κριτηρίου του γάμου και τα στενά περιθώρια ,
τόσον ως προς τους φορείς του δικαιώματος προσβολής της φερόμενης ως πλασματικής
πατρότητας ,όσο και ως προς τις προθεσμίες νομότυπης άσκησης της, φτάνουν να προκαλούν
σύγχυση στο παιδί και τους οικείους του, η οποία σε συνδυασμό με την άγνοια της πραγματικής
του προέλευσης εντείνει τις πιθανότητες δημιουργίας αιμομικτικών σχέσεων,εν αγνοία των
εμπλεκομένων. Η αιμομιξία επισύρει ιδιαίτερα επικίνδυνες βιολογικές, κοινωνικές, ψυχικές και
ηθικές συνέπειες, γεγονός που έχει παρακινήσει τον Έλληνα νομοθέτη στη θέσπιση αστικών και
ποινικών διατάξεων προς αποφυγή ή και καταστολή της.
Επομένως, όταν η βιολογική πατρότητα συμπίπτει με την ιδρυθείσα εκ του νόμου
συγγένεια, ο κίνδυνος της αιμομιξίας περιορίζεται σημαντικά ενώ σίγουρα αποτρέπονται οι
περιπτώσεις διάπραξης της εν αγνοία των φυσικών δεσμών που διαστρεβλώνονται.
Εξετάζοντας, επίσης, τις αλλαγές οικογενειακού περιβάλλοντος ένεκα διαζυγίων, δεύτερων
γάμων, επιλογών για ελεύθερη ένωση κ.α, που πιθανόν να υποστεί το τέκνο στην πάροδο των
ετών, κρίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για την ύπαρξη ενός σταθερού σημείου
αναφοράς, ώστε να μην πάσχουν οι συγγενικές σχέσεις από φαινόμενα ρευστότητας. Η ύπαρξη
δεσμού εξ αίματος ως κριτήριο για τον προσδιορισμό της νομικής πατρότητας θεωρείται ως το
πλέον πρόσφορο μέσο για την διασφάλιση της σταθερότητας της προσωπικής κατάστασης του
τέκνου. Μέχρι και στο θεσμό της υιοθεσίας είναι χρήσιμο να γίνεται διαπίστωση της βιολογικής
καταγωγής ,διότι σε περίπτωση που λυθεί η υιοθεσία, το τέκνο ενδέχεται να επιθυμεί ή να
χρειάζεται να επανασυνδεθεί με τη φυσική του οικογένεια.
Περαιτέρω και σε περιστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως η απαγωγή233 και η εμπορία
παιδιών, όπου τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η ζωή και η υγεία τους, θεωρείται ως απαραίτητο να
υπάρχει διαύγεια ως προς τη βιολογική τους καταγωγή και μάλιστα σε σχέση με τη θεμελίωση
της πατρότητας τους, ώστε οι πραγματικοί γονείς να μη στερηθούν του δικαιώματος διεκδίκησης
του τέκνου στηριζόμενοι στην έννομη σχέση που τους συνδέει με αυτό.
Συνεπώς από τα προεκτιθέμενα συνάγεται, ότι η σύμπτωση νομικής και βιολογικής
πατρότητας εξυπηρετεί κατά κανόνα το συμφέρον του τέκνου. Όταν ένας πατέρας γνωρίζει ότι

233
Εφ. Αθ. 180/2012, ΕΦ.ΑΔ 2012/775

127
το παιδί του κατάγεται βιολογικά από εκείνον είναι εν γένει πιο πρόθυμος ως προς την ανάληψη
ευθυνών σχετικά με την φροντίδα και την ανατροφή του. Η συνείδηση του δεσμού αίματος και
το αίσθημα αγάπης και ευθύνης, που πηγάζει ως φυσικό επακόλουθο της, συνιστούν εχέγγυο
περισσότερης αγάπης και μεγαλύτερης προστασίας του τέκνου.

Συγκριτική επισκόπηση θεμελίων βιολογικής και νομικής συγγένειας.


Γαλλία
Στη γαλλική έννομη τάξη για να ιδρυθεί μια συγγενική σχέση απαιτείται η πλήρωση
περισσοτέρων του ενός κριτηρίων. Τα κριτήρια είναι βιολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα και
αφορούν πέρα από την καταγωγή και την πραγματικότητα της οικογενειακής καταστάσεως.
Προτεραιότητα όπως θα δούμε δεν έχει η καταγωγή, αλλά η εξωτερική εκδήλωση της
συγγένειας με βάση τη δήλωση.
Η μητρότητα δεν θεωρείται τόσο δεδομένη ως προς τον προσδιορισμό της, όπως ισχύει στην
πλειονότητα των αντίστοιχων περιστάσεων στο ελληνικό δίκαιο. Η μητέρα στη Γαλλία μπορεί
να δηλώσει την επιθυμία της να μείνει ανώνυμη, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί στο παιδί η
δυνατότητα θεμελίωσης μητρότητας μαζί της. Αν όμως το όνομα της εγγραφεί στη ληξιαρχική
πράξη γέννησης και μετά εξαφανιστεί, τότε ιδρύεται μητρότητα ακόμα και χωρίς την άσκηση
ενδίκου βοηθήματος.
Στον καθορισμό της πατρότητας αποφασιστικό ρόλο παίζει η στάση της μητέρας, η οποία
πρέπει να δηλώσει το όνομα του πατέρα στην πράξη γέννησης, αλλιώς πάσχει η λειτουργία των
τεκμηρίων καταγωγής από το γάμο ή τη συμβίωση που ισχύουν κατ’ αναλογία και στο γαλλικό
δίκαιο. Θεμέλιο της πατρότητας μπορεί να αποτελέσει και η εκούσια ή η δικαστική αναγνώριση.
Η νομιμοποίηση όμως του εκάστοτε γονέα στερείται σημασίας αν δεν αποκτήσει το παιδί
το λεγόμενο «possession d’ etat». Έτσι καλείται η εγκαθίδρυση της προσωπικής κατάστασης του
τέκνου μέσω ενεργής και πραγματικής ένταξης και εμφάνισης της ιδιότητας του ως τέκνο. Η
ύπαρξη possession d’ etat κρίνεται ότι υπάρχει αν λόγου χάρη έχει δοθεί το επώνυμο του άνδρα
στο παιδί, αν αυτός ο άνδρας έχει αναλάβει ενεργά την ανατροφή του παιδιού με τρόπο, ώστε η
μεταξύ τους σύνδεση να εξωτερικεύεται κοινωνικά ως σχέση πατέρα-παιδιού.
Η απόδειξη του ιδιάζοντος αυτού όρου γίνεται με 3 μάρτυρες έπειτα από αίτηση του
παιδιού ή των γονέων του. Θεμελιώνεται δε και από γονέα που δε συνδέεται βιολογικά με το
παιδί. Η κτήση της έχει δεκαετή ισχύ και είναι απρόσβλητη από τον οποιοδήποτε αμφισβητήσει
την πατρότητα ή τη μητρότητα, ακόμα και από το ίδιο το τέκνο.
Λόγω της ήδη υπάρχουσας ισχυρής επιρροής των βουλητικών στοιχείων στη διαμόρφωση
συγγενικών δεσμών, η τεχνητή γονιμοποίηση δεν «αναστάτωσε» τη γαλλική νομοθεσία.
Επιτρέπεται τόσο η ομόλογη όσο και η ετερόλογη ΙΥΑ με δωρεά σπέρματος ή ωαρίου.

128
Απαγορεύεται ρητά η δωρεά εμβρύου. Απαραίτητο είναι ο ένας έστω γονέας να συνδέεται
βιολογικά με το παιδί.
Ως προς την ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση ειδικότερα, η θέληση του ζεύγους και δη του
κοινωνικού πατέρα να αναλάβει την ευθύνη ανατροφής του παιδιού που θα γεννηθεί είναι
πρωταρχικής σημασίας για να ιδρυθεί συγγένεια. Η συγκατάθεση στην προσφυγή σε ετερόλογη
τεχνητή γονιμοποίηση έχει τη θέση της αίτησης για υιοθεσία. Οι συγγενικές σχέσεις που
αναπτύσσει το παιδί με την ένταξη του στην οικογένεια δεν προσβάλλονται με κανενός είδους
αγωγή.
Γερμανία
Στο γερμανικό σύστημα η βάση της συγγένειας αναφέρεται στην καταγωγή. Υπάρχει
σταθερότητα ως προς τη θεμελίωση της πατρότητας και της μητρότητας, καθώς η μητρότητα
ιδρύεται με τη γέννηση, η δε πατρότητα , είτε τεκμαίρεται λόγω γάμου με τη μητέρα, είτε
αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά.
Η αγωγή προσβολής της πατρότητας έχει ενοποιηθεί με την αγωγή δικαστικής προσβολής
της εκούσιας αναγνώρισης της πατρότητας. Δικαίωμα άσκησης της έχει η μητέρα και το παιδί.
Στο βιολογικό πατέρα η έγερση τέτοιας αγωγής επιτρέπεται στην περίπτωση που οι γονείς του
τέκνου έχουν εκλείψει. Στο παιδί ειδικότερα έχει αναγνωριστεί από το Ανώτατο Συνταγματικό
Δικαστήριο το δικαίωμα του για γνώση της καταγωγής του.
Η τεχνητή γονιμοποίηση έχει απασχολήσει εκτενώς το Γερμανικό δίκαιο νομοθέτη, ο
οποίος αναγνωρίζει θεσμικά την ομόλογη και την ετερόλογη γονιμοποίηση. Ανακύπτουν
προβλήματα σχετικά με την ετερόλογη λόγω του ότι δεν μπορεί να διενεργηθεί αν δεν
εξασφαλιστεί πρώτα ότι το παιδί θα έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν την καταγωγή
του. Αν δεν τηρηθεί αυτή η προϋπόθεση ο γιατρός που διενεργεί την ΙΥΑ ευθύνεται προσωπικά
για τη διατροφή του παιδιού. Το αυστηρό αυτό πλαίσιο έχει περιορίσει σημαντικά τον αριθμό
των ατόμων που επιλέγουν τη συγκεκριμένη μέθοδο με πιο σύνηθες φαινόμενο ο δότης να είναι
συγγενικό πρόσωπο του κοινωνικού γονέα. Όταν έχει συμφωνηθεί μεταξύ συζύγων η υποβολή
της γυναίκας σε ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, η συγκατάθεση αυτή του συζύγου αποκλείει
την προσβολή της πατρότητας του παιδιού που θα γεννηθεί, ενώ ταυτόχρονα έχει ισχύ σύμβασης
υπέρ τρίτου (του τέκνου) ότι θα έχει το παιδί ίδια δικαιώματα με ένα βιολογικό του τέκνο.
Ελβετία
Το Ελβετικό Δίκαιο παρουσιάζει έντονες ομοιότητες προς τις ρυθμίσεις του ημεδαπού
νομοθέτη, καθώς η σχέση γονέα-παιδιού μπορεί να βασίζεται είτε στη βιολογική καταγωγή είτε
στην πνευματικο-κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ιδρυτικός λόγος της
μητρότητας είναι ο τοκετός, ενώ απαγορεύεται η παρένθετη μητρότητα και δωρεά εμβρύων ή

129
ωαρίων. Η πατρότητα από την πλευρά της συνάγεται εκ του γάμου με τη μητέρα ή στηρίζεται σε
εκούσια ή δικαστική αναγνώριση.
Η προσβολή της πατρότητας από τον τεκμαιρόμενο πατέρα αποκλείεται αν έχει συναινέσει
σε ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση της μητέρας. Ο αποκλεισμός εκτείνεται και στην
περίπτωση που είχε δώσει τη συγκατάθεση του σε σεξουαλικές σχέσεις της συζύγου με τρίτον
αν προέκυψε εγκυμοσύνη από τις εξωσυζυγικές συνευρέσεις. Δικαίωμα προσβολής της
πατρότητας δεν αποκτά σε καμία περίπτωση η μητέρα ούτε ο βιολογικός πατέρας του τέκνου.
Η εκούσια αναγνώριση ως τυπικό δικαίωμα έχει αυστηρά προσωποπαγή χαρακτήρα.
Εντούτοις μπορεί να προσβληθεί από διευρυμένο κύκλο ατόμων αρκεί να θεμελιώνουν έννομο
συμφέρον234. Ο επιγενόμενος γάμος συρρικνώνει τον κύκλο αυτό. Η ταχθείσα προθεσμία
προσβολής είναι για το παιδί 1 έτος μετά την ενηλικίωση του και για τους υπόλοιπους πιθανούς
ενάγοντες 1 έτος από την πληροφόρηση τους για την αναγνώριση και 5 έτη από το χρόνο
διεξαγωγής της.
Η υιοθεσία ανηλίκων και κατ’ εξαίρεση ενηλίκων είναι αποτέλεσμα μιας διοικητικής
πράξης που εκδίδεται αφού προηγηθεί αίτηση και συγκατάθεση των ενδιαφερομένων. Οι
προϋποθέσεις της αφορούν ηλικιακά όρια υιοθετούντων και υιοθετούμενου, συγκατάθεση των
φυσικών γονέων ακόμα και αν έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα (όχι όμως αν είναι
αγνώστου διαμονής), προϋφιστάμενη σχέση φροντίδας με τον υιοθετούμενο (ετήσια για
ανήλικο, πενταετή για ενήλικο), συγκατοίκηση και έλλειψη άλλων παιδιών του προσώπου που
υιοθετεί. Το υιοθετημένο τέκνο έχει, επίσης, θεμελιωμένο δικαίωμα γνώσης της βιολογικής του
καταγωγής.
Αυστρία
Η αυστριακή έννομη τάξη έχει θέσει σε ισχύ ρυθμίσεις για την τεχνητή γονιμοποίηση από
το 1992, ενώ εδώ και μια δεκαετία έχουν συστηματοποιηθεί τα σχετικά με την καταγωγή του
παιδιού ζητήματα.
Η ίδρυση της πατρότητας ακολουθεί τη «γερμανική οδό» με οριζόμενο πατέρα το σύζυγο
της μητέρας κατά το χρόνο γέννησης του παιδιού ή αυτόν που υπήρξε σύζυγος και απεβίωσε σε
διάστημα 300 ημερών πριν τον τοκετό235. Το τεκμήριο του γάμου δεν ισχύει μετά το πέρας της
λήξεως του γάμου, πράγμα που σημαίνει ότι αν ένα παιδί γεννήθηκε μετά την έκδοση διαζυγίου
για να θεμελιώσει πατρότητα πρέπει είτε αυτή να αναγνωριστεί είτε να διαπιστωθεί δικαστικά.
Η τεκμαιρόμενη εκ του γάμου πατρότητα μπορεί να προσβληθεί μόνο από τον πατέρα και
το παιδί. Ενδιαφέρον είναι στην περίπτωση της Αυστρίας, το ότι οι προθεσμίες προσβολής έχουν

234
Δεν αποκλείεται και ο ίδιος ο αναγνωρίζων να προσβάλλει την εκούσια αναγνώριση του, επικαλούμενος
ελάττωμα βουλήσεως.
235
Τεκμαιρόμενος πατέρας θεωρείται και ο άνδρας που συζούσε απλά με τη μητέρα 180-300 ημέρες πριν τον
τοκετό εκτός αν αποδείξει στο δικαστήριο την πρόδηλη πατρότητα άλλου προσώπου.

130
επιμηκυνθεί σημαντικά με εκείνη του παιδιού ως ενάγοντα να φτάνει τα τριάντα έτη από τη
γέννηση του. Στο βιολογικό πατέρα επιτρέπεται να προβεί σε αναγνώριση τέκνου παρά την
κάλυψη του από άλλη πατρότητα εφόσον έχουν συναινέσει και η μητέρα και το τέκνο. Το τέκνο
βέβαια διατηρεί το δικαίωμα ακόμα κι όταν έχει θεμελιώσει πατρότητα, να ζητήσει αναγνώριση
πατρότητας του από άλλον άνδρα.
Για τα τέκνα γεννημένα εκτός γάμου προβλέπεται η νομιμοποίηση τους μέσω επιγενόμενου
γάμου ή προεδρικού διατάγματος. Η αναγνώριση του εκτός γάμου παιδιού πραγματοποιείται με
δήλωση βουλήσεως σε αρμόδιο διοικητικό όργανο. Δικαίωμα προσβολής της έχουν η μητέρα, ο
αναγνωρίσας και το παιδί εντός έτους από τη γνώση ότι επήλθε.
Αν το τεκμήριο πατρότητας εδράζεται σε παροχή συγκατάθεσης του άνδρα σε τεχνητή
γονιμοποίηση με σπέρμα τρίτου δότη, η πατρότητα του αν είναι σύζυγος της μητέρας δεν
προσβάλλεται.
Δωρεά ωαρίων και δανεισμός μήτρας είναι απαγορευμένα στο αυστριακό δίκαιο, ενώ η
μητρότητα θεμελιώνεται στον τοκετό.
Η υιοθεσία έχει τη μορφή γραπτής σύμβασης ανάμεσα σε γονείς και υιοθετούμενο, η οποία
σύμβαση διέπεται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου και χρειάζεται δικαστική επικύρωση για
να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα. Για να υιοθετηθεί ανήλικος εξετάζεται το κατά πόσο η
υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του ενώ περιορισμένης εμβέλειας είναι η εξαιρετική
περίπτωση υιοθεσίας ενηλίκου. Προβλέπεται τέλος ανάκληση ή λύση της υιοθεσίας αν εκλείψει
κάποια από τις προϋποθέσεις της πάντα με δικαστική απόφαση.
Αγγλία
Το common law θεωρεί ως γονείς του παιδιού τους βιολογικούς γονείς, αποδεχόμενο
ωστόσο τις ακόλουθες εξαιρέσεις: το τεκμήριο καταγωγής από γάμο, την περίπτωση ετερόλογης
τεχνητής γονιμοποίησης εκτός γάμου με τη συγκατάθεση του συντρόφου και τη μεταθανάτια
τεχνητή γονιμοποίηση.
Η συγγένεια του παιδιού με τη μητέρα θεμελιώνεται στο πραγματικό γεγονός του τοκετού
ακόμα και αν έχε πραγματοποιηθεί δωρεά ωαρίου ή εμφύτευση εμβρύου μη προερχομένου
βιολογικά από αυτήν. Σε περίπτωση υποκατάστασης μέσω παρένθετης μητέρας το παιδί μπορεί
να περιέλθει στους γονείς που το επιθυμούν (κοινωνικοί), αρκεί ο ένας να έχει δώσει γεννητικό
υλικό μέσω δικαστικής απόφασης σε περίπτωση που η συμφωνία μεταξύ των μερών που
επέλεξαν αυτή τη διαδικασία δε λειτουργήσει ή ως εξασφαλιστικό νομιμοποιητικό μέσο των
κοινωνικών γονέων.
Το τεκμήριο καταγωγής από το γάμο ισχύει και για τέκνα γεννημένα εντός 280 ημερών
μετά το θάνατο του συζύγου ή την έκδοση διαζυγίου χωρίς να κρίνεται απόλυτα δεσμευτικό
αυτό το διάστημα. Συμπληρωματικά του τεκμηρίου του γάμου, για την ίδρυση πατρότητας

131
λαμβάνεται υπόψη και το τεκμήριο εγγραφής του ονόματος του πατέρα στο βιβλίο γεννήσεων
του Ληξιαρχείου. Σε περίπτωση γάμου το όνομα του συζύγου καταχωρείται αυτόματα, ωστόσο
ενόψει της έλλειψης αυτοτελούς θεσμού εκουσίας ή δικαστικής αναγνώρισης το δεύτερο αυτό
τεκμήριο είναι μεγάλης βαρύτητας για τα παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου. Και τούτο διότι η
καταχώριση ονόματος πατέρα γίνεται μόνο έπειτα από κοινή δήλωση του με τη μητέρα ή αν
κάποιος από τους 2 έχει πετύχει έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης.
Β)Ως προς την ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού:
Γαλλία
Στη Γαλλία έχει καθιερωθεί η ανωνυμία των δοτών αρχικά με τους νόμους n 94-653 και 94-654
της 29/7/1994 περί βιοηθικής, οι οποίοι συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν πρώτα στις
6/8/2004 με το n 2004-800 και αργότερα στις 7/7/2011 με το νέο νόμο για τη βιοηθική με
αριθμό 2011-814236.
Δανία
Η έννομη τάξη της Δανίας καταρχήν τάσσεται υπέρ της ανωνυμίας του δότη. Η νομοθετική
απαγόρευση γνωστοποίησης της ταυτότητας εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις
υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που λαμβάνουν χώρα από ιατρούς σε ειδικά κέντρα.
Παραδόξως, όταν η τεχνητή γονιμοποίηση διενεργείται από μαίες ή παρεμφερή ειδικότητα ή σε
άλλου τύπου χώρο από αυτό που προβλέπει ο νόμος 923 της 4/9/2006, ο κανόνας της ανωνυμίας
αίρεται237.
Ισπανία
Στην Ισπανία ισχύει η «σχετική» ανωνυμία των δοτών. Η νομοθετική ρύθμιση με αριθμό 14
της 26/5/2006 για τις μεθόδους ιατρικής υποβοήθησης προβλέπει μεν την ανωνυμία,
επιτρέποντας ωστόσο τη γνωστοποίηση γενικών στοιχείων που αφορούν τους δότες ως προς
λόγου χάρη τα φυσικά χαρακτηριστικά τους, την ιθαγένεια, την εργασία, την υγεία τους.
Πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες έχουν οι γυναίκες που απέκτησαν παιδί μέσω τεχνητής
γονιμοποίησης, καθώς και τα τέκνα που γεννήθηκαν κατ’ αυτή τη μέθοδο, όπως και οι νόμιμοι
αντιπρόσωποι αυτών.
Το ισπανικό σύστημα προβλέπει επίσης την άρση του απορρήτου της ταυτότητας των δοτών
γεννητικού υλικού στις εξής δύο περιπτώσεις: α) αν συντρέχει σοβαρός κίνδυνος της ζωής ή της
υγείας του τέκνου, ώστε να κρίνεται αναγκαία η γνωστοποίηση και β) στα πλαίσια εκκρεμούς
ποινικής διαδικασίας εφόσον θεωρηθεί απαραίτητο238.

236
Χρ. Σταμπέλου, Η ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού, Σύγχρονες Τάσεις Οικογενειακού Δικαίου, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 23
237
Χρ. Σταμπέλου, Η ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού, Σύγχρονες Τάσεις Οικογενειακού Δικαίου, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 23
238
Χρ. Σταμπέλου, Η ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού, Σύγχρονες Τάσεις Οικογενειακού Δικαίου, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 23

132
Ελβετία
Η Ελβετία ανήκει στις χώρες που έχουν προχωρήσει θεσμικά σε οργάνωση του συστήματος
παροχής πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα των δοτών γεννητικού υλικού. Ήδη από το
2000 προστέθηκε διάταξη στο ελβετικό ομοσπονδιακό Σύνταγμα (άρθρο 24 novies), που
κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης του ατόμου σε πληροφορίες σχετικές με την καταγωγή
του. Παράλληλα ο ομοσπονδιακός ελβετικός νόμος σχετικά με την Ι.Υ.Α όπως τροποποιήθηκε
μαζί με το εκτελεστικό του διάταγμα με έναρξη ισχύος από 1/1/2001 επιτρέπουν τη λήψη όλων
των στοιχείων που αφορούν το δότη. Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται σε κάθε περίπτωση σε
ενήλικα τέκνα που γεννήθηκαν μέσω τεχνητής αναπαραγωγής και σε ανήλικα τέκνα εφόσον
αυτά τα τελευταία θεμελιώσουν έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση που το τέκνο επιθυμεί να
γνωρίσει το δότη, εκείνος/η ειδοποιείται και δικαιούται να αρνηθεί τη συνάντηση.
Αυστρία
Κατά την αυστριακή νομοθεσία το παιδί, αφότου συμπληρώσει ηλικιακά το 14ο έτος, δύναται
να πληροφορηθεί την ταυτότητα του δότη.
Ολλανδία
Στην Ολλανδική έννομη τάξη τα γεννηθέντα πριν τη 1/6/2004 παιδιά υπόκεινται στο παλαιό
καθεστώς της ανωνυμίας των δοτών. Όσα τέκνα γεννήθηκαν μεταγενέστερα απολαμβάνουν της
μεταρρύθμισης της 25/4/2002, που άρχισε να ισχύει μετά τη 1/6/2004 και ορίζει ότι το παιδί με
τη συμπλήρωση του δωδέκατου έτους της ηλικίας του μπορεί να έχει πρόσβαση σε γενικές
πληροφορίες αφορούσες το δότη-γεννήτορα του με την ταυτότητα του να μην περιλαμβάνεται
σε αυτές.
Ωστόσο η ταυτότητα μπορεί να γνωστοποιηθεί στο παιδί μόλις γίνει 16 ετών. Τα
δικαιώματα αυτά εκτείνονται και στους γονείς.
Ηνωμένο Βασίλειο
Στη Βρετανία έχει συσταθεί ήδη από το 1990 η Human Fertilisation and Embryology
Authority (HFEA), μια ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με την τήρηση αρχείου πληροφοριών
σχετικά με: όσους έχουν προσφύγει σε θεραπείες λόγω προβλημάτων στειρότητας, τις γεννήσεις
που προέκυψαν μετά από θεραπεία και τους δότες σπέρματος ή ωαρίων. Κάθε πρόσωπο εφόσον
έχει συμπληρώσει τα 18 έτη, μπορεί να απευθυνθεί στην αρχή αυτή προκειμένου να μάθει αν
ήρθε στον κόσμο μέσω ιατρικής υποβοήθησης. Αν πράγματι η γέννηση του ήταν απόρροια
τεχνητής γονιμοποίησης, τότε έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που η Αρχή βάσει νόμου είναι
εξουσιοδοτημένη να παρέχει.
Ως προς τις πληροφορίες σχετικά με τους δότες παρατηρούνται τα εξής. Ο νόμος του 1990
επέτρεπε τη γνωστοποίηση στοιχείων που δεν προσδιόριζαν την ταυτότητα του δότη, όπως το
φύλο, η ιθαγένεια, ο τόπος και χρόνος γέννησης του, λοιπά φυσικά χαρακτηριστικά (ύψος,

133
βάρος κτλ), το επάγγελμα, θρησκεία και το αν έχει άλλα παιδιά. Στις 14/6/2004 ο νόμος
τροποποιήθηκε και ο νέος που τέθηκε σε ισχύ από την 1/7/2004 διευρύνει τα στοιχεία που
μπορούν να γνωστοποιηθούν όσον αφορά τους δότες γεννητικού υλικού που παρείχαν αυτό μετά
από την 1/4/2005. Τα τέκνα δηλαδή δύνανται να μάθουν το ονοματεπώνυμο, καθώς και την
ταχυδρομική διεύθυνση του κατά το χρόνο χορήγησης γαμετών ή ωαρίων. Όσοι δότες
υπόκεινται στην προ της 1/4/2005 ρύθμιση μπορούν να επιλέξουν ενδεχομένως την άρση της
ανωνυμίας και ως προς την περίπτωση τους. 239.
H ανεξάρτητη Αρχή HFEA προχώρησε σε νέα αναθεώρηση της πολιτικής της σχετικά με
τα στοιχεία των δοτών που μπορεί να γνωστοποιήσει, προκειμένου να συμβαδίζει με το πνεύμα
των νομοθετικών αλλαγών. Έτσι από την 1/9/2009 το τέκνο γεννημένο με τη συμβολή δότη, που
έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του ,μπορεί να έρθει σε επαφή με τα γεννημένα από
τον ίδιο δότη βιολογικά του αδέρφια.
Ήδη από την ηλικία των 16 ετών αναγνωρίζεται στο παιδί, το δικαίωμα να πληροφορηθεί
για την ενδεχόμενη ύπαρξη βιολογικών αδελφών. Επιπλέον, καθιερώνεται η υποχρέωση της
HFEA για ενημέρωση των δοτών γεννητικού υλικού σε περίπτωση που το τέκνο αιτηθεί
πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα τους.
Γερμανία
Στη Γερμανία ο νόμος του 1990 για την προστασία των εμβρύων δεν αντιμετωπίζει το
ζήτημα της ανωνυμίας ή μη των δοτών του γεννητικού υλικού. Από την πλευρά του το
γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει σε κάθε πρόσωπο το
δικαίωμα γνώσης της καταγωγής του, ήδη από το 1989, στηριζόμενο στο ότι η γνώση της
βιολογικής συγγένειας συνυφαίνεται με το δικαίωμα στην προσωπικότητα και με το
απαραβίαστο δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η ανωνυμία των δοτών κρίνεται ως
αντιβαίνουσα στα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα που προαναφέρθηκαν.
Παρά τη θεσμική εύνοια για αναζήτηση της βιολογικής καταγωγής, η πρόσβαση στα
σχετικά με τους δότες αρχεία, δεν έχει οργανωθεί ακόμα πλήρως, με αποτέλεσμα όσοι
ενδιαφέρονται να μάθουν τα στοιχεία των γεννητόρων τους να απευθύνονται στα ιατρικά κέντρα
ή στον ιατρό που πραγματοποίησε τη διαδικασία της τεχνητής γονιμοποίησης. Ο γερμανικός
Ομοσπονδιακός Σύλλογος συνιστά στους ειδήμονες ιατρούς να διατηρούν αρχείο πληροφοριών
για τους δότες σε ορίζοντα τριακονταετίας. Ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση δε συναντάμε για το
θέμα αυτό.
Εκ του αποτελέσματος παρατηρούμε ότι με βάση το συνταγματικά αναγνωρισμένο
δικαίωμα στην καταγωγή, το τέκνο που γεννήθηκε με ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση δύναται

239
Χρ(Σταμπέλου-σύγχρονες τάσεις οικΔικαιου σελ 25)

134
να προσβάλει την πατρότητα του συζύγου της μητέρας του, ακόμα κι αν ο τεκμαιρόμενος
πατέρας είχε συναινέσει στη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου Ι.Υ.Α. Δεν αποκλείεται
επιπρόσθετα, εφόσον ευοδωθεί η ανατροπή της πατρότητας, να ασκηθεί από το τέκνο αγωγή
αναγνώρισης της πατρότητας του δότη.240
Η.Π.Α
Στις Η.Π.Α, όπου επικρατεί το σύστημα double gate, δεν έχει ρητά προβλεφθεί ούτε η
γνωστοποίηση ούτε όμως και η ανωνυμία των (τρίτων) δοτών γεννητικού υλικού. Τόσο σε
ομοσπονδιακό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο, τα αντισυμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα
να καταρτίσουν συμφωνία σχετικά με τους όρους που θα διέπουν την τεχνητή γονιμοποίηση σε
θέματα χορήγησης προσωπικών πληροφοριών. Τις ίδιες δυνατότητες ρύθμισης έχουν και οι
επιχειρήσεις που «αναμειγνύονται» στην Ι.Υ.Α ήτοι οι τράπεζες σπέρματος241.
Β) Η Ι.Υ.Α ανά τον κόσμο
1) Μόνο χρήση σπέρματος από δωρεά, αλλά όχι ωαρίων και εμβρύων ή παρένθετης μήτρας σε
Νορβηγία και Ιαπωνία
2) Θέσπιση ανωτάτου αριθμού γονιμοποιημένων ωαρίων που μπορούν να μεταφερθούν στη
μήτρα σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Αυστραλία, Γερμανία, Ελλάδα --- έλλειψη τέτοιου
ελέγχου σε Αίγυπτο, ΗΠΑ, Ιαπωνία ---- στο Βέλγιο μονάχα ένα έμβρυο για γυναίκες έως 36
ετών.
3) Κατάψυξη διαθέσιμων ωαρίων επιτρεπτή σε Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ απαγορεύεται στην
Ιταλία.. Ο χρόνος φύλαξης τους στη Δανία είναι 2 χρόνια, ενώ στη Φινλανδία απεριόριστος.
4)Κατάργηση ανωνυμίας δοτών σε Σουηδία, Δανία και Νορβηγία. (πηγή: www.perceptum.gr,
άρθρο «Ιατρικώς Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και νομοθετικές ρυθμίσεις : ένα μεγάλο άλμα
προς τη μητρότητα» Κωνσταντίνος Βουμβουράκης και Ιωάννης Μπότης)
5) Αυστρία : Ο αυστριακός νόμος για την Ι.Υ.Α δεν επιτρέπει την ετερόλογη τεχνητή
γονιμοποίηση. Μόνο ωάρια και σπέρμα από συντρόφους που ζουν σε γάμο ή σε σχέση όμοια με
γάμο μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τεχνητή γονιμοποίηση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις,
μπορεί να χρησιμοποιηθεί σπέρμα δότη, μόνο όμως in vivo με εισαγωγή του δηλαδή στο
αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας. Σε κάθε άλλη περίπτωση απαγορεύεται η χρήση του.
Απαγορευμένη επίσης είναι και η δωρεά ωαρίων. (πηγή: Ιατρικό Δίκαιο και Βιοηθική, τεύχος
15, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε, σελ 2)
6) Με τη θέσπιση ειδικών νόμων η Ισπανία, η Αγγλία, η Ελβετία, η Γαλλία και η Σουηδία
επιτρέπουν στα ζευγάρια που ζουν σε ελεύθερη ένωση να προσφεύγουν στις μεθόδους τεχνητής

240
Χρ. Σταμπέλου, Η ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού, Σύγχρονες Τάσεις Οικογενειακού Δικαίου, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 25-26
241
Χρ. Σταμπέλου, Η ανωνυμία των δοτών γεννητικού υλικού, Σύγχρονες Τάσεις Οικογενειακού Δικαίου, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 26

135
γονιμοποίησης Ο ισπανικός ειδικός νόμος δε αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό και σε άγαμη
μοναχική γυναίκα242. (Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, τόμος 2,σελ 18, υποσημείωση 2)
Νομολογια Διεθνών και Ευρωπαϊκών δικαστηρίων
Νομολογία για παρένθετη μητρότητα
Επιτρεπτή η παρένθετη μητρότητα σε Ολλανδία, Αγγλία, Ισραήλ, Βραζιλία, Ουγγαρία και σε
αρκετές από τις Πολιτείες των Η.Π.Α.
Η.Π.Α
1) Υπόθεση «Baby M» : Περίπτωση υποκατάστατης μητρότητας που αντιμετωπίστηκε από το
Ανώτατο Δικαστήριο του New Jersey το 1988, το οποίο έκρινε ότι οι συμφωνίες μεταξύ
κυοφόρου και γενετικής μητέρας ήταν άκυρες και παρέπεμψε την υπόθεση στο κατώτατο
δικαστήριο το οποίο με τη σειρά του δικαίωσε τον γενετικό πατέρα William Stern δίνοντας του
την επιμέλεια. Έδωσε όμως και στην κυοφόρο Mary Beth Whitehead δικαιώματα επίσκεψης-
επικοινωνίας.
2) Υπόθεση «Johnson v. Calvert» : Περίπτωση παρένθετης μητρότητας, κατά την οποία το
Ανώτατο Δικαστήριο της California το 1993 δέχθηκε την εγκυρότητα των συμφωνιών και έδωσε
την επιμέλεια στη γενετική μητέρα.
3) Υπόθεση «Flynn v. Bimber» : Η δεύτερη περίπτωση μετά την «Baby M», όπου
αναγνωρίσθηκαν γονικά δικαιώματα στην κυοφόρο.
Δ) Post Mortem γονιμοποίηση
Η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση απαγορεύεται από την ελβετική, τη γαλλική και τη
γερμανική νομοθεσία. Στην Ισπανία επιτρέπεται υπό αυστηρούς περιοριστικούς όρους.
(Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη τόμος 2 σελ 38)
Γαλλία
1) Υπόθεση Parpalaix (1984) : Το Tribunal de grande instance της Creteil δέχτηκε την αίτηση
της Corinne Parpalaix, η οποία ζήτησε να της επιτραπεί να χρησιμοποιήσει το κρυοσυντηρημένο
σπέρμα του συζύγου της μετά το θάνατο του. Δικαιολογητική βάση της απόφασης ήταν ότι από
την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι η αποδοχή της αίτησης της χήρας δεν ήταν αντίθετη
προς αυτό που θα ήθελε και ο αποθανών σύζυγος.
Ι.Υ.Α : Η ανάκληση της συναίνεσης του συντρόφου στην πραγματοποίηση της
Υπόθεση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου ( ΕΔΔΑ 2007)
Ιστορικό: Η Evans, Βρετανίδα υπήκοος 29 ετών, μετά από συμφωνία με το σύντροφο της,
γονιμοποίησε και κατέψυξε τα ωάρια της λόγω του ότι επρόκειτο να υποβληθεί σε χειρουργική
επέμβαση αφαίρεσης των ωοθηκών της. Πριν από την εμφύτευση των γονιμοποιημένων ωαρίων
το ζευγάρι χώρισε και ο πρώην σύντροφος της προέβη σε ανάκληση της συναίνεσης του για τη

242
Ε.Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ.Δίκαιο ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ 49

136
συνέχιση της τεχνητής γονιμοποίησης, ζητώντας και την καταστροφή του γονιμοποιημένου
υλικού. Η Evans μην έχοντας άλλη ευκαιρία για απόκτηση βιολογικού παιδιού επέλεξε τη
δικαστική οδό.
Η ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή κατά το βρετανικό δίκαιο απαιτεί την ύπαρξη
συναίνεσης και από τους δύο γονείς μέχρι και το στάδιο εμφύτευσης των γονιμοποιημένων
ωαρίων. Τα βρετανικά δικαστήρια βάσει αυτού απέρριψαν τα αιτήματα της Evans για χρήση του
γονιμοποιημένου υλικού παρά την ανάκληση της συναίνεσης του πατέρα, ωθώντας την να
προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η επιχειρηματολογία της
στηρίχθηκε στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής
ζωής) και στο άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.
Απόφαση: Το ΕΔΔΑ δε δικαίωσε την Evans, καθώς απεφάνθη κατά της χρήσης των
κρυοσυντηρημένων γονιμοποιημένων ωαρίων άνευ συναινέσεως του πρώην συντρόφου της και
δότη του γεννητικού υλικού.
Σκεπτικό:
α) Ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας περί παραβίασης του δικαιώματος των
γονιμοποιημένων ωαρίων στη ζωή, το ΕΔΔΑ απορρίπτοντας την επανέλαβε243 ότι δεν υπάρχει
κοινή ευρωπαϊκή αντίληψη για το ακριβές χρονικό σημείο έναρξης της ζωής του ατόμου,
γεγονός που αφήνει ευρύ περιθώριο καθορισμού του από τα κράτη μέλη.
β) Εξετάζοντας πιθανή παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο αρχικά αναγνώρισε
ότι στο εν λόγω άρθρο θεμελιώνεται το ατομικό δικαίωμα επιλογής απόκτησης ή όχι βιολογικού
τέκνου. Στην επίμαχη υπόθεση συγκρούεται το δικαίωμα της προσφεύγουσας να γίνει μητέρα
και το δικαίωμα του πρώην συντρόφου της να μη γίνει πατέρας. Το Δικαστήριο δεν επιχείρησε
στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων στηριζόμενο στην έλλειψη ομοιογενών ρυθμίσεων
της ιατρικώς υποβοηθούμενης γονιμοποίησης στα κράτη μέλη, η οποία έλλειψη συνεπάγεται τη
διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη ως προς τον καθορισμό των ειδικότερων παραμέτρων
της εξωσωματικής γονιμοποίησης, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και ο επιτρεπόμενος
χρόνος ανάκλησης της συναίνεσης. Επομένως, ο Άγγλος δικαστής δεν έσφαλλε διότι η
συνδρομή διμερούς συναίνεσης στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι προς όφελος του
δημόσιου συμφέροντος.
Υπήρξε, ωστόσο, μειοψηφήσασα άποψη, σύμφωνα με την οποία ο εξεταζόμενος αγγλικός
νόμος πάσχει από έλλειψη ερμηνευτικής «ευλυγισίας» με το να μην προβλέπει εξαιρέσεις από
τον κανόνα της διμερούς συναίνεσης, καθώς η αιτούσα υφίσταται δυσανάλογη βλάβη χάνοντας
κάθε ευκαιρία για απόκτηση βιολογικού τέκνου.

243
Όπως και στην υπόθεση Vo κατά Γαλλίας, στην οποία μεταξύ άλλων υποστηρίχθηκε ότι η ζωή του εμβρύου
πολλώ δε μάλλον του γονιμοποιημένου ωαρίου δεν μπορεί να εξομοιώνεται με τη ζώη μετά τη γέννηση και ως εκ
τούτου το γονιμοποιημένο ωάριο δεν απολαμβάνει της προστασίας του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

137
γ) Όσον αφορά την προτεινόμενη αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ λόγω
αρνητικής διάκρισης σε βάρος των γυναικών που καταφεύγουν σε διαδικασία Ι..Υ.Α
προκειμένου να τεκνοποιήσουν σε σχέση με εκείνες που αποκτούν παιδιά με φυσιολογικό
τρόπο, το ΕΔΔΑ συνδέοντας την παραβίαση του άρθρου 14 με εκείνη του άρθρου 8, έκρινε κατά
πλειοψηφία, ότι εφόσον δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 8, δεν παραβιάστηκε ούτε το
14.
Η μειοψηφία, από την πλευρά της, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 από την οπτική
γωνία της διακριτικής μεταχείρισης γυναικών έναντι ανδρών. Υπό το πρίσμα της αναλογικής
ισότητας, η οποία επιβάλλεται προς αντιμετώπιση ανόμοιων καταστάσεων, οι μειοψηφούντες
υποστήριξαν τη διαφορετική μεταχείριση της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα στην περίπτωση
της απόκτησης παιδιού λόγω της ασύγκριτα εντονότερης ψυχικής και σωματικής καταπόνησης
που υφίσταται εκ φύσεως244.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΔΔΑ-ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
Η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου χαρακτηρίζεται από δύο βασικές
ερμηνευτικές αρχές: την αρχή της δυναμικής-εξελικτικής ερμηνείας και την αρχή της αυτόνομης
ερμηνείας των διατάξεων. Η πρακτική σημασία της αρχής της δυναμικής-εξελικτικής ερμηνείας,
έγκειται στο ότι η ερμηνεία των υποθέσεων που εξετάζονται από το Δικαστήριο γίνεται υπό το
πρίσμα των σύγχρονων επιστημονικών εξελίξεων και συνθηκών εν γένει, ώστε να μην
αποδυναμώνονται τα έννομα αποτελέσματα των θεσμικών εγγυήσεων που παράγει η ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά την αρχή της αυτόνομης ερμηνείας των διατάξεων, η οποία επιτάσσει να
ερμηνεύονται αυτοτελώς οι νομικοί όροι χωρίς να μένει το ΕΔΔΑ στο νόημα που έχει δοθεί από
την εκάστοτε έννομη τάξη, αναγνωρίζουμε ότι απομακρύνει τις ερμηνευτικές αποκρίσεις του
Δικαστηρίου από τυχόν προσκόλληση σε τυπικά στοιχεία καταλήγοντας σε πιο ουσιαστικού
περιεχομένου σταθμίσεις.245
Παρά τις προσπάθειες για διασφάλιση μιας ουσιαστικότερης κατοχύρωσης των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η νομολογία του ΕΔΔΑ,δεν έχει άμεση
επενέργεια στην εσωτερική έννομη τάξη στην οποία διαπιστώνει την παραβίαση, μην
μπορώντας συνακόλουθα να αίρει αυτή.
Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προστατεύει το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Εξειδίκευση του
αποτελεί το δικαίωμα της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας. Κεντρικός
ερμηνευτικός άξονας για τον καθορισμό των κριτηρίων της επικοινωνίας είναι το συμφέρον του

244
Σχόλια της δικηγόρου Χ. Χοβαρδά στην υπόθεση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Περιοδικό Ιατρικό Δίκαιο
Βιοηθική, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε, τεύχος 1, σελ 2-3
245
Χρ.Σταμπέλου, Προσωπικότητα και οικογενειακές σχέσεις, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ
154-155,

138
παιδιού. Το ρεύμα τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί προς την αμφίδρομη διευκόλυνση της
επικοινωνίας του τέκνου με γονείς, αδελφούς και λοιπούς συγγενείς και μη. Οι φορείς του
δικαιώματος επικοινωνίας ολοένα και αυξάνονται εκφράζοντας την αντίστοιχη διεύρυνση του
κύκλου των προσώπων, όπως και την τάση για εξασφάλιση ολοένα περισσότερης επικοινωνίας.
Για να αναγνωριστεί κάποιος ως φορέας του δικαιώματος επικοινωνίας, συνεκτιμώνται οι
ουσιαστικοί οικογενειακοί δεσμοί σε συνδυασμό με το πραγματικό εκδηλωθέν ενδιαφέρον για
το τέκνο. Έτσι μέσω της νομολογίας έχουν εξαχθεί τα εξής:
- Στην έννοια της οικογένειας συμπεριλαμβάνονται εκείνες που ιδρύονται με γάμο, με
σύμφωνο συμβίωσης και οι de facto, των οποίων τα μέλη συμβιώνουν εκτός κάποιου
νομικού πλαισίου. Τα παιδιά στην τελευταία αυτή περίπτωση, ανήκουν στην οικογένεια
ipso iure αρχής γενομένης της γέννησης τους, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη ενός
δεσμού ανάμεσα σε γονείς και τέκνο, ισοδύναμο με αυτόν της οικογενειακής ζωής.
Συμπεραίνουμε ότι ο βιολογικός πατέρας τέκνου γεννημένου σε ελεύθερη ένωση
θεμελιώνει δικαίωμα επικοινωνίας μαζί του, προστατευόμενο από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
- Και ο βιολογικός πατέρας που δε συζεί με τη μητέρα και που δεν έχει αναγνωρίσει
εκούσια το τέκνο δύναται να επικοινωνεί με το παιδί υπό την προϋπόθεση αφενός να έχει
εκδηλώσει βούληση να αναλάβει τον πατρικό ρόλο και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται
από τη στιγμή γέννησης του τέκνου και αφετέρου η πατρότητα του να μην έχει
αμφισβητηθεί από τη μητέρα.
- Έχει κριθεί ότι υφίσταται οικογενειακός δεσμός μεταξύ του παιδιού και του μονίμου
συντρόφου της μητέρας του, παρά την έλλειψη φυσικής πατρότητας. Για να ισχύει αυτό
ο σύντροφος πρέπει να επιθυμεί την ίδρυση κοινωνικοσυναισθηματικής συγγένειας με το
παιδί και να έχει υπεισέλθει ουσιαστικά στο ρόλο του πατέρα.
Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση Söderbäck κατά Σουηδίας, κατά την οποία το ΕΔΔΑ
θεώρησε ότι η υιοθεσία του παιδιού από τον σταθερό σύντροφο της μητέρας χωρίς τη
συναίνεση του βιολογικού πατέρα, δεν παραβίασε το άρθρο 8. Αιτιολογική βάση
αποτέλεσαν οι ήδη παγιωμένες οικογενειακές σχέσεις του κοινωνικού πατέρα με το τέκνο
και η μη εκδήλωση επαρκούς ενδιαφέροντος από την πλευρά του φυσικού πατέρα, ως προς
τη διατήρηση ουσιαστικής σχέσης με το παιδί. Η αξιολογική στάθμιση του Δικαστηρίου
στην προκειμένη περίπτωση έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω μη επαρκών αποδείξεων,
ως προς την απροθυμία του βιολογικού πατέρα για επικοινωνία με το τέκνο246.

246
«Το γεγονός και μόνο ότι ο βιολογικός πατέρας απευθύνεται έως και στο ΕΔΑΔ, προκειμένου να επιτύχει
επικοινωνία με το τέκνο του, αποτελεί τεκμήριο θερμού ενδιαφέροντος για το παιδί και για τη δημιουργία
συναισθηματικού δεσμού μαζί του», Σταμπέλου Χρ, Προσωπικότητα και οικογενειακές σχέσεις : το παράδειγμα
της επικοινωνίας του τέκνου, εκδόσεις Αντ Ν. Σάκκουλα, σελ 166

139
- Η προσωπική επαφή του παιδιού με τους απώτερους του συγγενείς (αδέλφια, γιαγιά,
παππού και λοιπούς στενούς συγγενείς), θεωρείται ιδιαίτερα επωφελής για μια πιο
αποτελεσματική και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, όντας
μέρος ενός ευρύτερου οικογενειακού κύκλου. Οι στενοί συγγενείς του παιδιού
νομιμοποιούνται ως φορείς του δικαιώματος επικοινωνίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ
εφόσον υπάρχει συναισθηματική τους σύνδεση με το παιδί και εφόσον το παιδί έχει
συνείδηση του συγγενικού τους δεσμού.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αίτηση για την αναγνώριση του δικαιώματος
επικοινωνίας με το παιδί με την ιδιότητα του απλού βιολογικού γονέα, υποβάλλεται από το
φυσικό του πατέρα που όμως δεν το έχει αναγνωρίσει. Στην ελληνική νομολογιακή πρακτική
σπανίζουν τέτοιου είδους αιτήματα. Ο απλώς φυσικός γεννήτορας κατά τον Έλληνα δικαστή
δεν απολαμβάνει ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση αγωγής για τη ρύθμιση
επικοινωνίας με το τέκνο του. Είναι πρόδηλη η διάσταση ανάμεσα στην κατεύθυνση στην
οποία κινείται το ΕΔΔΑ και στα ερμηνευτικά κριτήρια που επικρατούν στα εγχώρια
δικαστήρια.

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΔΔΑ
1. Μία απόφαση του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που θα πρέπει να
αναφερθεί είναι μία απόφαση της 24 Αυγούστου 2010 κατά Ρουμανίας, η οποία αφορά την
άρνηση υποβολής σε τεστ DNA του τέκνου που απέκτησε μία γυναίκα ρουμανικής ιθαγένειας
με τον προσφεύγοντα 14 χρόνια μετά τη γέννηση του τέκνου, το οποίο και ο προσφεύγων είχε
αναγνωρίσει, με το σκεπτικό ότι το Σύνταγμα της Ρουμανίας εγγυάται το δικαίωμα του
προσώπου να διαθέτει εαυτόν. Το Δικαστήριο αφού προέβη σε στάθμιση του συμφέροντος του
προσφεύγοντος να γνωρίζει, εάν είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, και του συμφέροντος
του τέκνου να διατηρήσει το καθεστώς προσωπικής καταστάσεως που είχε ήδη διαμορφωθεί,
καθώς και του δημοσίου συμφέροντος για ασφάλεια δικαίου, απέρριψε εν τέλει την προσφυγή.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι λαμβανομένου υπ’ όψη του χρονικού
διαστήματος κατά το οποίο το τέκνο είχε μία σταθερή προσωπική κατάσταση η απόφαση του
εθνικού δικαστηρίου με βάση το συμφέρον αυτού αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της
αγωγής του προσφεύγοντος.
2. Σε απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Δεκεμβρίου 2010 κατά Βουλγαρίας ετέθη το ζήτημα
της συμβατότητας προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ της αρνήσεως του δικαιώματος του βιολογικού
πατέρα να αμφισβητήσει το τεκμήριο πατρότητας που υπάρχει υπέρ του συζύγου της μητέρας
των τέκνων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο ότι
δεν παραβιάστηκε το άρθρο 8, καθώς και τα παιδιά και η μητέρα συμβίωναν μαζί με τον

140
προσφεύγοντα, ο οποίος άλλωστε δεν είχε εξαντλήσει εσωτερικά ένδικα βοηθήματα και μέσα,
ενώ από την άλλη πλευρά παρατηρήθηκε ότι δεν υπάρχει σύγκλιση μεταξύ του δικαίου των
κρατών μελών της ΕΣΔΑ ως προς το εάν η εσωτερική τους νομοθεσία πρέπει να επιτρέπει στο
βιολογικό πατέρα να αμφισβητήσει το τεκμήριο πατρότητας υπέρ του συζύγου της μητέρας.
Θα πρέπει να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι στο πεδίο της ΕΣΔΑ και όσον αφορά το άρθρο 8
αυτής, η προστατευτέα οικογενειακή ζωή νοείται όχι απλώς κατά τρόπο αυτόνομο, αλλά κυρίως
ανεξαρτήτως της ειδικότερης φύσεως του ενδεχομένως υπάρχοντος νομικού ενδύματος αυτής ή
ακόμη και της ανυπαρξίας τέτοιου νομικού ενδύματος. Υπό αυτό το πρίσμα, το Δικαστήριο του
Στρασβούργου έχει δεχθεί ότι οικογενειακή ζωή υφίσταται όχι μόνον σε περίπτωση υπάρξεως
γάμου αλλά και σε περίπτωση de facto σχέσεων (βλ. την απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988 επί της
προσφυγής 10730 Berrehab κατά Ολλανδίας, και την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1994 επί
της προσφυγής 8535/91 Kroon και λοιποί κατά Ολλανδίας, όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι
το παιδί αποτελεί τμήμα της οικογενειακής ζωής, ακόμη κι αν οι γονείς του έχουν χωρίσει, ενώ
οικογενειακή ζωή υφίσταται επίσης και όταν το παιδί δεν συγκατοικεί με το γονέα, εφόσον όμως
υπάρχει στενή επαφή μεταξύ τους).
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου στο πεδίο του άρθρου 8 εμπίπτει και η de facto
συμβίωση ομόφυλου ζευγαριού247. Καθίσταται έτσι σαφές ότι στο προστατευτικό πεδίο του
άρθρου 8 της ΕΣΔΑ εμπίπτουν πραγματικές καταστάσεις συμβιώσεως, εφόσον πληρούν
ορισμένους όρους, και όχι συγκεκριμένες νομικές μορφές συμβιώσεως.
Ωστόσο όσον αφορά την ευρωπαϊκή νομοθεσία, παρατηρείται διαφορετική προσέγγιση,
καθώς σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα, προέχει η νομική φύση του υπάρχοντος δεσμού.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 4§ 1 της οδηγίας 2003/86 της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με το
δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, στην έννοια της οικογένειας υπάγονται η σύζυγος και τα
ανήλικα τέκνα του συντηρούντος και του/της συζύγου, όταν εκείνοι διατηρούν την επιμέλειά
τους, συμπεριλαμβανομένων και των θετών τέκνων.
Όμως, ο σεβασμός προς την ιδιωτική ζωή απαιτεί ότι ο καθένας πρέπει να έχει τη
δυνατότητα να προσδιορίσει στοιχεία για την ταυτότητα του, ως μοναδικό ανθρώπινο ον και ότι
το ατομικό του δικαίωμα για πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες είναι θεμελιώδες, λόγω των
επιπτώσεων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου. (Mikulić κατά Κροατίας,
53176/99, EΔΑΔ 2002 και Gaskin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση ΕΔΔΑ 7/7/1989). Αυτό,
όπως είναι πρόδηλο, συνεπάγεται τη λήψη πληροφοριών απαραίτητων για την αποκάλυψη της
αλήθειας, σχετικές με σημαντικές πτυχές της ταυτότητας του προσώπου, όπως και την
ταυτότητα των γονέων του ( Jäggi εναντίον Ελβετίας, αριθ. 58757/00, § 25, ΕΔΑΔ 2006)

247
Kopf κ. Αυστρίας, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010

141
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το δίκαιο της συγγένειας και οι συνεχόμενες αλλαγές που υφίσταται αποτελούν πηγή διαρκών
συζητήσεων, τοποθετήσεων και αντιπαραθέσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και
διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, επειδή στον πυρήνα των τιθέμενων διλημμάτων βρίσκεται η επιλογή
είτε της βιολογικής αλήθειας είτε της νομικής (εν πολλοίς κοινωνικοσυναισθηματικής)
συγγένειας. Η αλήθεια και το θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικότητας που αναπτύσσεται
μέσω της γνώσης της καταγωγής συγκρούεται με την κοινωνική ειρήνη που ευνοείται
περισσότερο από την κοινωνική συγγένεια.
Παρά την τάση της διεθνούς πρακτικής προς επικράτηση της βιολογικής αλήθειας, το
ιδανικό θα ήταν μια εναρμόνιση των αντίρροπων συμφερόντων. Για να επιτευχθεί αυτό,
απαιτείται η απομάκρυνση από κάθε μορφής απολυτότητα. Τα ζητήματα Οικογενειακού
Δικαίου, που επηρεάζουν σε τέτοιο καθοριστικό βαθμό την πορεία και την εξέλιξη των τέκνων
απαιτούν ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς. Σε κάθε περίπτωση οι «κοινωνικοί γονείς» θα πρέπει να
συμφιλιώνονται με τις αναγκαίες συνέπειες της βιολογικής αλήθειας και οι νομικές συνέπειες
της ύπαρξης βιολογικών δεσμών, παρά το διαφορετικό νομικό καθεστώς συγγένειας, να
επέρχονται επιλεκτικά ανάλογα με τις πραγματικές περιστάσεις.
Στη χώρα μας ιδιαίτερα, η οποία μαστίζεται από την υπογεννητικότητα με ολοένα πιο
ανησυχητικούς δείκτες ένεκα και της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, τα προβλήματα που
ανακύπτουν λόγω του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για τις συγγενικές σχέσεις χρήζουν
άμεσης αντιμετώπισης, καθώς μετά και τη διακοπή της λειτουργίας της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς
Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, δεν λειτουργεί κάποιος ενιαίος φορέας ελέγχου για τη
διενέργεια της τεχνητής γονιμοποίησης, ενισχυομένων έτσι των φαινομένων ανομίας.
Η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών υπογραμμίζει την επιτακτικότητα διορθωτικών
νομοθετικών κινήσεων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αφενός η κοινωνική τάξη και να
προστατεύεται αφετέρου στο μέτρο του δυνατού η διαύγεια των οικογενειακών σχέσεων. Χωρίς
να υποβαθμίζεται το συναισθηματικό υπόβαθρο της ιδρυθείσας νομικής συγγένειας με το ισχύον
καθεστώς, θα πρέπει εντούτοις η βιολογική αλήθεια να αντιμετωπίζεται νομοθετικά και
κοινωνικά ως αντικειμενικό γεγονός και όχι ως απειλή διατάραξης μιας παγιωμένης
κατάστασης.

142
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
 Αγαλλοπούλου Πηνελόπη , Κουτσουράδης Αχιλλέας (επιμέλεια), Ιατρική
υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, Ν.3089/2002, Προπαρασκευαστικές
εργασίες - Συζήτηση στη Βουλή, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004

 Ανδρουλιδάκη –Δημητριάδη Ισμήνη, Η αστική ευθύνη του γιατρού από την τεχνητη
ανθρώπινη αναπαραγωγή, Digesta 2004
 Ανδρουλιδάκη–Δημητριάδη Ισμήνη, Το πλάσμα πατρότητας της ετερόλογης τεχνητής
γονιμοποίησης, Ελλ Δ.νη 2001
 Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Iσμήνη, «Νομικά προβλήματα από την τεχνητή
γονιμοποίηση (Προβλήματα αστικού δικαίου)», ΝοΒ 34: 10-17, 1986
 Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Iσμήνη, Η Σύμβαση Ιατρικής Υποβοήθησης στην
Ανθρώπινη Αναπαραγωγή, Γενέθλιον Απόστολου Γεωργιάδη, Eκδ. Αντ. Σάκκουλα,
Αθήνα - Κομοτηνή, 2006
 Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Iσμήνη, Ανάδοχη οικογένεια Κριτ 1997
 Βαθρακοκοίλης Βασίλης, Ερμηνεία και Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος Ε’,
Οικογενειακό Δίκαιο, Αθήνα 2004
 Βαθρακοκοίλης Βασίλης, Το σύμφωνο συμβίωσης και οι τροποποιήσεις Οικογενειακού
Δικαίου, Αθήνα 2009
 Βασιλόγιαννης Φίλιππος, «Η αρχή και οι κανόνες της συναινέσεως του ασθενούς :
ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής», Βιοηθική και ανθρώπινα δικαιώματα: Τα 10
χρόνια της Σύμβασης του Οβιέδο- πρακτικά ημερίδας της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής
και της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα -
Κομοτηνή, 2010
 Βασιλόγιαννης Φίλιππος, Μητρότητα και ακούσια πατρότητα, Δίκαιο, ηθική και
βιοηθική: πρακτικά διλήμματα, §§ 3.6 επ. του υπό δημοσίευση χειρογράφου
 Βιδάλης Τάκης, Ζωή χωρίς πρόσωπο-Το Σύνταγμα και η χρήση του ανθρώπινου
γενετικού υλικού, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Συνταγματικό Δίκαιο
στην Ευρώπη, Εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999
 Γεωργιάδης Απόστολος, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2014
 Γεωργιάδης Απόστολος, Σταθόπουλος Μιχάλης, Αστικός Κώδικας-Οικογενειακό
Δίκαιο, τόμος VII, Εκδ Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν Σάκκουλα, Αθήνα 2007

143
 Βρέλλης Σπ. (επιμέλεια σε συλλογικό έργο), Η Διεθνής Επιτροπή Προσωπικής
Καταστάσεως και ο Οικογενειακός Βίος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011
 Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα -26, Το Οικογενειακό Δίκαιο στον 21ο αιώνα :
από τις συγκυριακές στις δομικές αλλαγές, Εκδ Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012
 Εταιρία Δικαστικών Μελετών σε συνεργασία με το Δικηγορικό Σύλλογο Καβάλας,
Σύγχρονες τάσεις του Οικογενειακού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013
 Ευαγγελίδου – Τσικρικά Φ., Η ιδιωτική αυτονομία στο δίκαιο της υιοθεσίας,
Σύγχρονες τάσεις Οικογενειακού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2013
 Καράσης Π., Ερμηνεία άρθρων 1477 και 1478 σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Εκδ
Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν Σάκκουλα, 2007
 Κουμάντος Γεώργιος, Οικογενειακό Δίκαιο (τόμοι Α΄ και Β΄), εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα,
Αθήνα 1989
 Κουμουτζής Νικόλαος, Το δικαίωμα αναπαραγωγής του άγαμου άνδρα, ΧρΙΔ 2011
 Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Έφη, Οικογενειακό Δίκαιο, Ε’ Έκδοση, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012
 Κουνουγέρη–Μανωλεδάκη Έφη, Τεχνητή γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο,
Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2005
 Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη Έφη, Μεταθανάτια γονιμοποίηση και πρόωρη γέννηση: Η
ίδρυση της συγγένειας, ΧρΙΔ, 2005
 Κουτσούκου Ηλέκτρα, Η νομική προστασία του παιδιού στην Ελλάδα: Ποινικές και
Συνταγματικές Διατάξεις, Νομική Βιβλιοθήκη 2013
 Λέκκας Γεώργιος, Προθεσμίες και Συγγένεια στον Αστικό Κώδικα, εκδ. Π.Ν
Σάκκουλας, 2012
 Λέκκας Γεώργιος, «Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και Συγγένεια στο
Ελληνικό Δίκαιο», εις Το Οικογενειακό Δίκαιο στον 21ο αιώνα- από τις συγκυριακές
στις δομικές αλλαγές, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012
 Λέκκας Γεώργιος, Ελεύθερη Ένωση και πατρότητα κατά τον ΑΚ, Εκδ Αντ. Ν
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003
 Παναγόπουλος Κωνσταντίνος, Η συγγένεια, Εκδόσεις Βας. Ν. Κατσαρού, Αθήνα 2010
 Παντελίδου Καλιρρόη, Υιοθεσία και υποκατάστατη µητρότητα, Συνήγορος, 2000
 Παντελίδου Καλιρρόη, Προσωπικά δεδομένα και υποβοήθηση στην ανθρώπινη
αναπαραγωγή, ΝοΒ, /2011
 Παπαδοπούλου – Κλαμαρή Δήμητρα, Συγγένεια, θεμελίωση, καταχώριση, προστασία,
Εκδ. Αντ Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2010

144
 Παπαδοπούλου–Κλαμαρή Δήμητρα, Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας,
Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-Σεπτέμβριος
2013
 Παπανικολάου Παναγιώτης, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των
δικαιοπραξιών, Εκδ Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000
 Παπαχρίστου Κ. Θανάσης, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Εκδ Αντ. Ν Σάκκουλα,
Αθήνα - Κομοτηνή 2009
 Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου Φώνη, Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης
Αναπαραγωγής: Εμπειρίες και προοπτικές, Σύγχρονες τάσεις Οικογενειακού Δικαίου,
Νομική Βιβλιοθήκη 2013
 Σκορίνη Παπαρρηγοπούλου Φώνη, Ερμηνεία άρθρων 1463 και 1464 σε ΑΚ
Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Εκδ Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν Σάκκουλα, 2007
 Σκορίνη Παπαρρηγοπούλου Φώνη, Ο νέος Ν. 3305/2005 για την εφαρμογή της
Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και η σχέση του με τον Ν. 3089/2002,
Συνήγορος, 2005
 Σπυριδάκης Ι, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή
2006
 Σταμπέλου Χριστίνα, Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο κατά τον ΑΚ, εκδ
Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992
 Σταμπέλου Χριστίνα, Προσωπικότητα και οικογενειακές σχέσεις - Το παράδειγμα της
επικοινωνίας του τέκνου, εκδ Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010
 Σταμπέλου Χριστίνα, H αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege
ferenda, Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 61, Αύγουστος-
Σεπτέμβριος 2013
 Σταμπέλου Χριστίνα, Ερμηνεία άρθρου 1459 (Πλεονάζον γεννητικό υλικό) και άρθρου
1460 (Ανωνυμία του δότη γεννητικού υλικού) σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Εκδ
Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν Σάκκουλα 2007
 Σταμπέλου Χριστίνα, Λύση του συμφώνου συμβίωσης – Τεκμήριο Πατρότητας,
Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2009
 Σταμπέλου Χριστίνα, Η ανωνυμία του δότη γεννητικού υλικού, Σύγχρονες τάσεις
Οικογενειακού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2013
 Σταμπέλου Χριστίνα, Η ανωνυμία του δότη γεννητικού υλικού, Αφιέρωμα στην
Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2012

145
 Σταμπέλου Χριστίνα, Τεχνητή γονιμοποίηση. Προσδιορισμός της συγγένειας επί
χορήγησης γεννητικού υλικού από τρίτα πρόσωπα, σε Σύγχρονα ζητήματα Αστικού
Δικαίου πέρα από το σύστημα του Αστικού Κώδικα, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου της
Ένωσης Αστικολόγων, Ναύπακτος 27-28.5.1994, 1995
 Σταμπέλου Χριστίνα, Αναγνωριστική αγωγή για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη σχέσης γονέα
και τέκνου, ΚριτΕ 2000
 Συμεωνίδου – Καστανίδου Ελισάβετ, Γενετική τεχνολογία και ποινικό δίκαιο, Ποινική
Δικαιοσύνη, Οκτώβριος 2002, τεύχος 10, Νομική Βιβλιοθήκη, 2002
 Φίλιος Παύλος, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011
 Φουντεδάκη Κατερίνα, Υιοθεσία, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010
 Φουντεδάκη Κατερίνα, Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη, Εκδ.
Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007
 Φουντεδάκη Κατερίνα, «Η πληροφόρηση του παιδιού που γεννήθηκε με ετερόλογη
τεχνητή γονιμοποίηση για την καταγωγή του (παρέμβαση)». Στο ΕΝΟΒΕ, Τεχνητή
γονιμοποίηση και γενετική τεχνολογία: η ηθικονομική διάσταση, 129-139, τεύχος 48, Εκδ
Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2003
 Χοβαρδά Χ., σχολιασμός της υπόθεσης Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Περιοδικό
Ιατρικό Δίκαιο Βιοηθική, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε, τεύχος 1

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
 Frank R., La place de la verité biologique dans l’ établissement de la paternité juridique,
La Commission Internationale de l’ état civil et la Vie Familiale, Nomiki Bibliothiki,
2011

 Granet-Lambrechts Frédérique, Panorama européen de droit de la filiation, Droit de la


famille, Octobre 2007

 Helms Tobias, Entkoppelung von Abstammungserklärung und Vater-kind Zuordnung;


der neue § 1598a BGB, Τιμητικός Τόμος Frank, 2008

 F. Terré, Les chemins de la verité, JCP/La Semaine Juridique 2008, I, 100


 Fehrenbach Rolf, Die Anfechtung der Kindesanerkennung durch den Vater, 1975
 F. Terré / D. Fenouillet, Droit Civil –Les personnes-La Famille - Les incapacités, 2005

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

146
1) Τσούκα Χρυσαφώ, Η ρύθμιση των ζητημάτων προσωπικής καταστάσεως υπό το πρίσμα των
διεθνών εξελίξεων, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 2012 (www.nsk.gov.gr)
2)Ρεθυμιωτάκη Ελένη, Μια συγκριτική έμφυλη ανάγνωση των αλλαγών του δικαίου της
συγγένειας μετά τη ρύθμιση της βιοϊατρικής τεχνολογίας της αναπαραγωγής, Επιστημονική
Ομάδα ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ, 2008 (http://thefyliscentre.uoa.gr/)
3) Αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων από τη NOMOS – Βάσεις Νομικών Δεδομένων
(http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos)
4) Αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων από τον ΙΣΟΚΡΑΤΗ – Τράπεζα νομικών πληροφοριών
του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (http://www.dsanet.gr/)
5) Νομικό πλαίσιο και τρόπος λειτουργίας της Βρετανικής Αρχής HFEA. (www.hfea.gov.uk)
6) «Ιατρικώς Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και νομοθετικές ρυθμίσεις : ένα μεγάλο άλμα προς
τη μητρότητα» Κωνσταντίνος Βουμβουράκης και Ιωάννης Μπότης (www.perceptum.gr)
7) Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
(http://www.ministryofjustice.gr/)

147

You might also like