Professional Documents
Culture Documents
: 38333, ΒΟΛΟΣ,
ΤΗΛ.: 24210 -31756/ 6945-897049 - ΦΑΞ: 24210-76689, e-mail: nizvas@yahoo.com, Α.Φ.Μ.: 043233065 Δ.Ο.Υ. Α΄ ΒΟΛΟΥ
ως «περί κλήρου» την κριθείσα αγωγή μου, αποδεχόμενο επί λέξει ότι «οι
εναγόμενοι από τον θάνατο της μητέρας του (του ενάγοντος) νέμονται
και κατέχουν το ως άνω διαμέρισμα και έτσι κατακρατούν το
κληρονομικό αυτό αντικείμενο ως κληρονόμοι, αντιποιούμενοι
κληρονομικό δικαίωμα» (δηλ. pro herebe) [για τη διάκριση της περί κλήρου
από τη διεκδικητική αγωγή βλ. AΠ 1607/2002 ΕλλΔνη 2003/7051.
Στη συνέχεια, όμως, απέρριψε την εν λόγω αγωγή ως αόριστη
υιοθετώντας την ακριβώς αντίθετη αιτιολογία, ήτοι λόγω ακριβώς της ως άνω
ελλείψεως (αποδοχής και μεταγραφής), καθόσον θεώρησε ότι αυτή περιείχε,
πέραν του αναγνωριστικού, και καταψηφιστικό (διεκδικητικό) της κυριότητας
επί του κληρονομιαίου ακινήτου αίτημα!!
Μολαταύτα, από τις σε συνδυασμό λαμβανόμενες διατάξεις των άρθ.
1710 § β, 1846, 1103, 1094 ΑΚ και 1135 επ., 1199 αυτού προκύπτει ότι, η
κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από τον νόμο, είτε από διαθήκη,
αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητος των κληρονομιαίων ακινήτων,
η κυριότητα των οποίων, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επ`
αυτών, μεταβαίνει αναδρομικώς στον κληρονόμο από τον θάνατο του
κληρονομουμένου, εφόσον αυτός (ο κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο
έγγραφο την κληρονομιά και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωση
του, ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγράψει αυτό. Τα ανωτέρω
συμβαίνουν επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, που στηρίζεται επί
κληρονομικής διαδοχής καθώς και επί αναγνωριστικής αγωγής, που
στηρίζεται στην ανωτέρω βάση, ενώ δεν είναι απαραίτητο να
αναφέρονται προκειμένου περί αγωγής περί κλήρου, για την
πληρότητα του δικογράφου (ΑΠ 788/2005 Δ/ΝΗ 2005/1654, ΑΠ
1292/2002 ΕλΔ 44. 478, ΑΠ 491/1995 ΕλΔ 37/317, ΑΠ 1374/2000, ΑΠ
708/1973 ΝοΒ 22/142, ΕφΘεσ 81/1980 ΕλΔ 1980, 421).
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1871 ΑΚ,
εναγόμενος στην περί κλήρου αγωγή είναι εκείνος, που
κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομιά ή αντικείμενο αυτής
5
προϋποθέσεις,
αποτελέσματα ακυρώσεως,
ερμηνεία διατάξεων διαθήκης από υποκειμενική άποψη,
μη εφαρμογή του άρθρου 200 ΑΚ και
εξαιρετικές περιπτώσεις προσφυγής σε γεγονότα εκτός διαθήκης.
Σε αντίθεση με τις εν ζωή δικαιοπραξίες, η πλάνη στα
παραγωγικά αίτια της βούλησης είναι δυνατόν, κατά τη διάταξη του
άρθρου 1784 του ΑΚ, να καταλήξει σε ακύρωση της διαθήκης. Για να γίνει
όμως αυτό πρέπει:
1) ο διαθέτης να οδηγήθηκε στην κατάρτιση της τελευταίας διάταξης
από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της πραγματικής κατάστασης,
2) το περιστατικό της πλάνης να αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν ή
το μέλλον,
3) να ήταν τέτοιο που χωρίς αυτό ο διαθέτης δεν θα προέβαινε στη
διάταξη και
4) πρέπει να μνημονεύεται στη διαθήκη.
Αν όλα τα στοιχεία αυτά συντρέχουν είναι δυνατή η δικαστική
κήρυξη της διαθήκης ως άκυρης μετά από (σχετικής ιστορικής βάσης)
αγωγή αυτού που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 312/1992 Δ/ΝΗ 1994/617).
Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με
εκείνες των άρθρων 180 και 184 του ΑΚ προκύπτει ότι το αποτέλεσμα της
ακυρώσεως είναι ότι n ακυρωθείσα διάταξη τελευταίας βουλήσεως
εξομοιώνεται με εξαρχής άκυρη, δηλαδή εξαφανίζεται, χωρίς να είναι
επιτρεπτό να αντικατασταθεί με την εικαζόμενη βούληση του
διαθέτη, και επέρχεται, κατά κανόνα, η εξ αδιαθέτου κληρονομική
διαδοχή (βλ. Παπαντωνίου ο.π., Βουζίκα ο.π., Κορνηλάκη ο.π.), εκτός κι
αν από το περιεχόμενο της διαθήκης προκύπτει ποιό θα ήταν το
περιεχόμενο της ακυρωθείσης διατάξεως της διαθήκης, εάν δεν είχε
εμφιλοχωρήσει το ελάττωμα (βλ. Μπαλή ο.π., Τούση ο.π.).
9
ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να κτίσει. Είχε όμως την πρόθεση να τον
αφήσει”.
Τι συμπέρασμα βγαίνει, λοιπόν, από την κατάθεση αυτή; Ότι εάν
γνώριζε η μητέρα μου πως είχε μειωθεί ο συντελεστής, τότε δεν θα είχε την
πρόθεση να με συμπεριλάβει στη διαθήκη της;; Σαφέστατα όχι, καίτοι το
πρωτόδικο δικαστήριο βασίσθηκε σε απόσπασμα της καταθέσεως αυτής, εις
τρόπον ώστε να αντικαταστήσει την ακυρώσιμη διάταξη της τελευταίας
βουλήσεως της διαθέτιδος με μια εικαζόμενη βούληση, η οποία, πέραν των
άλλων, είναι ευφάνταστη, αφού δεν στηρίζεται ΠΟΥΘΕΝΑ!! Κι αυτό γιατί
ακολουθήθηκε μια ανεπίτρεπτη για τα νομικά δεδομένα μεθοδολογία!!
Αφ’ ης στιγμής η διατύπωση της βουλήσεως της
διαθέτιδος μητρός μου, με τις συγκεκριμένες λέξεις που
εμπεριέχονται στο σώμα της ανωτέρω διαθήκης και με τις
οποίες εκφράστηκε, είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με
πληρότητα αυτό που η ίδια η διαθέτης θέλησε – ασχέτως του
λόγω προδήλου πλάνης της ανεφάρμοστου της βουλήσεώς της-
, δεν επιτρεπόταν από το πρωτόδικο δικαστήριο η επιχείρηση
ερμηνείας, που θα απέβλεπε στην αναζήτηση βουλήσεως
(εικαζόμενης) διαφορετικής έναντι εκείνης που εκφράστηκε!!
Άλλωστε, από το περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης και ειδικότερα
σε ό,τι έχει σχέση με την εγκατάσταση εμού του εκκαλούντος ως κληρονόμου
της διαθέτιδος προκύπτει, χωρίς να υφίσταται έδαφος ερμηνείας της
διαθήκης, ότι αφενός μεν ο αναφερόμενος στη διαθήκη λόγος για τον
οποίο η διαθέτης με τίμησε ως κληρονόμο της, στηρίζεται στην
πραγματικότητα και οφείλεται σε προσωπική εκτίμηση της ιδίας της
διαθέτιδος, αφετέρου δε η αληθής βούληση της διαθέτιδος ήταν όπως
εγκαταστήσει εμένα, τον υιό της, ευθέως ως ουσιαστικό κληρονόμο της
και όχι ως κληρονόμο ενός ανύπαρκτου περιουσιακού στοιχείου ή μόνο κατά
τα φαινόμενα!!
14
περιστατικού, δηλαδή της μείωσης του συντελεστή δόμησης και της λόγω
αυτής εκλείψεως του καταλειφθέντος σε μένα τον ενάγοντα δικαιώματος
ανεγέρσεως τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου), την οποία μάλιστα όχι απλώς
δεν αμφισβήτησαν, αλλά ομολόγησαν ρητά και οι εναγόμενοι, δεν
προέβη στην ακύρωση (ούτε) της ελαττωματικής διάταξης, επειδή θεώρησε
ότι η πλάνη αυτή δεν επέδρασε αποφασιστικά στη βούληση της, δεν ήταν
δηλαδή ουσιώδης.
Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, το ουσιώδες ή μη της πλάνης κρίνεται
σε σχέση με την συγκεκριμένη διάταξη, που διατυπώθηκε από πλάνη. Άλλο
είναι το ζήτημα της τυχόν επέκτασης της ακυρότητας της συγκεκριμένης αυτής
διάταξης σε ολόκληρη τη διαθήκη, αν αποδειχθεί ότι αυτή (δηλ. η διαθήκη) δε
θα είχε επιχειρηθεί (με το ίδιο κατά τα λοιπά περιεχόμενο) χωρίς το άκυρο
μέρος. Το τελευταίο είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης, δηλαδή αναζήτησης
της αληθινής βούλησης της διαθέτιδος, για την εξακρίβωση της οποίας
λαμβάνονται υπόψη και ασθενείς, έστω, ενδείξεις που τυχόν παρέχει το
κείμενο της διαθήκης, εφόσον όμως αυτές, συμπληρούμενες και με εξωτερικά
προς τη διαθήκη στοιχεία, δημιουργούν βεβαιότητα για το τι ήθελε πραγματικά
ο διαθέτης (σχετικά βλ. Παπαντωνίου, supra, 340).
Εν προκειμένω, όφειλε δηλαδή το δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και
εφαρμόζοντας το νόμο, να εξαφανίσει σε κάθε περίπτωση την ελαττωματική
διάταξη λόγω (προφανούς) ουσιώδους πλάνης της διαθέτιδος περί τα
παραγωγικά αίτια της βουλήσεως της και περαιτέρω να ερευνήσει αν αυτή θα
συνέτασσε τη διαθήκη με το ίδιο κατά τα λοιπά περιεχόμενο, και χωρίς τη
διάταξη υπέρ του ενάγοντος. Από δε τα αποδεικτικά στοιχεία που
μνημονεύονται στην απόφαση, με προεξάρχον την ίδια την
προσβληθείσα διαθήκη, προκύπτει με ενάργεια ότι η διαθέτης ήθελε να
τιμήσει (άμεσα ή έμμεσα) τους δικαιούχους νόμιμης μοίρας στην
κληρονομιά της κατά τρόπο ακριβοδίκαιο.
Ειδικότερα, από τη φύση των καταλειπόμενων σε καθένα εξ ημών των
διαδίκων - τιμωμένων περιουσιακών στοιχείων (σ.σ. πλήρης κυριότητα επί
16
Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, κατά ρητή διάταξη του νόμου (ΑΚ
1831 §2 και 1895§2), για τον υπολογισμό της αξίας τόσο των παροχών του
άρθρου 1831 §2, όσο και των παροχών του άρθρου 1895 (εδ. α') ΑΚ
(συνεισενεκτέων), λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που έγιναν αυτές. 'Οπως
όμως γίνεται δεκτό σε σύμπασα τη θεωρία και τη νομολογία, το νόμισμα στην
περίπτωση αυτή δεν αντιμετωπίζεται ως μέσο πληρωμής, οπότε θα ίσχυε η
αρχή «δραχμή ίσον δραχμή» (και ήδη ευρώ), αλλά ως μέτρο αξίας των
αγαθών.
Για να βρεθεί λοιπόν η αξία που είχε η παροχή σε παλαιότερη εποχή,
το δικαστήριο μπορεί να καταφύγει σε σύγκριση και με άλλα αγαθά. Η αξία
πάντως της παροχής κατά το χρόνο που έγινε θα υπολογιστεί τελικά στο
σημερινό νόμισμα, επειδή η μέτρηση της αξίας των αγαθών γίνεται μόνο με το
νόμισμα που ισχύει τότε που γίνεται ο υπολογισμός (σχετικά βλ.
Παπαντωνίου, supra, 403 και 439-440). Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο Άρειος
Πάγος δέχεται παγίως ότι «αν όμως έκτοτε (δηλ. από το χρόνο που έγινε η
παροχή) και μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ο
οποίος χρόνος είναι και ο κρίσιμος, κατ' άρθρο 1831 ΑΚ, για τον
υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας, μεσολαβήσει νομισματική
έκπτωση ή ουσιώδης υποτίμηση της τρέχουσας αξίας της δραχμής
(όπως εν προκειμένω, όπου οι γονικές παροχές προς τους δύο υιούς
της αποβιωσάσης έγιναν στις 8.2.1986), πρέπει, κατ’ εφαρμογή της
καθιερουμένης από το άρθρο 288 ΑΚ, αρχή της καλής πίστεως, που
διέπει οποιαδήποτε ενοχή και την άσκηση των εξ αυτής δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων, η αξία αυτή του χρόνου της παροχής να υπολογισθεί
σε δραχμές (ήδη ευρώ με ισοτιμία 1:340,75) της ίδιας όμως πραγματικής
αξίας, την οποία αυτές είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του
κληρονομουμένου (3.9.2003). Η αξία δηλαδή του χρόνου της παροχής θα
αναχθεί, με βάση την αρχή της καλής πίστεως του άρθρου 288 ΑΚ, στο
ισάξιο της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού
ληφθεί υπόψη η τιμή και η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας σε
22
προς εμέ τον ενάγοντα να καταλογιστεί στην κατά τα ανωτέρω νόμιμη μοίρα
μου (δηλαδή να αφαιρεθεί από αυτή), για τη μισή της όμως μόνο αξία [δηλ.
17.087,28 – (13.301,78 : 2) =10.436.39 ευρώ ή 10,436/100 της πραγματικής
πλέον κληρονομικής ομάδας (δηλαδή του διαμερίσματος αξίας 100.000
ευρώ)]. Κατά το εν λόγω ποσοστό εγώ ο ενάγων μετέχω στην κληρονομιά ως
κληρονόμος, το δε δικαστήριο όφειλε τουλάχιστον, ακόμη και σε περίπτωση
απορρίψεως του - περί ακυρώσεως της διαθήκης και περί αναγνωρίσεως
εμού του ενάγοντος ως κληρονόμου εξ αδιαθέτου κατά τα 3/8 (ή, έστω, κατά τα
34,175/100, επί αποδοχής, εν μέρει, της ενστάσεως συνεισφοράς των
εναγομένων) - αιτήματος, να με αναγνωρίσει ως νόμιμο μεριδούχο κατά τα
10,436/100 της κληρονομιαίας περιουσίας.
Β΄.- ΑΙΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ:
Πραγματογνωμοσύνη, ως γνωστόν, μπορεί να διατάξει και το Εφετείο,
ώστε να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η εκκαλουμένη απόφαση και σε
καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως
και να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση (ΕφΑθ 5271/1999 Δ/νη
1624/1999).
Ενόψει των προεκτεθέντων, άκρως αναγκαία παρίσταται η διενέργεια
δικαστικής πραγματογνωμοσύνης είτε από έναν μηχανικό, είτε από έναν
μεσίτη, είτε από κοινού, προκειμένου να διαπιστωθούν ζητήματα που
απαιτούν ειδικές επιστημονικές – τεχνικές γνώσεις (άρθρο 368 παρ. 1
ΚΠολΔ), χωρίς προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως
(ΟλΑΠ 1285/1982 ΝΟΒ 31.1182) και συγκεκριμένως για να διαγνωσθεί:
ποια ήταν στις 03.09.2003, ήτοι κατά το χρόνο του θανάτου της
κληρονομουμένης μητρός μου, η πραγματική (αγοραία) αξία του
διαμερίσματος του ισογείου ορόφου πολυωρόφου οικοδομής, που κείται
στο Βόλο και επί της οδού Καραϊσκάκη αρ.135, εμβαδού του
διαμερίσματος αυτού 99,04τ.μ. και αποτελείται από δύο δωμάτια,
καθιστικό, σαλονοτραπεζαρία, κουζίνα, χωλ και διάδρομο, μετά των
ποσοστών συνιδιοκτησίας του επί του οικοπέδου, εμβαδού 289τ.μ., αλλά
25
ακυρώσιμο της διαθήκης, ισχυρίζονται ότι αυτή είναι μερικά άκυρη και ότι
τάχα κατά το υπόλοιπο είναι ισχυρή, στην § IV, όπου αρνούμαι τον
ισχυρισμό του εφεσίβλητου περί αοριστίας της επικουρικής βάσης της
αγωγής μου, στην § V, όπου αρνούμαι τον τρόπο υπολογισμού της νόμιμης
μοίρας μου, όπως την εκτιμούν οι εφεσίβλητοι, στην προσθήκη 2, όπου με την
μοναδική της παράγραφο, προσκομίζω με επίκληση επικυρωμένο
φωτοαντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της μητέρας μου, στην
προσθήκη και αντίκρουση 3 των προτάσεων μου και στα σ’ αυτήν
προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, στην οποία, ελέγχοντας τις καταθέσεις
των μαρτύρων στο ακροατήριο, καταλήγω στην κρίση ότι απεδείχθη η
ιστορική βάση της αγωγής μου και ότι ο όψιμος ισχυρισμός των
αντιδίκων ότι τάχα και να εγνώριζε η αποβιώσασα μητέρα μου την
μεταβολή του συντελεστή δόμησης, πάλι την ίδια διαθήκη θα
συνέτασσε, δεν απεδείχθη.
Ε π ε ι δ ή αρνούμαι και αποκρούω ως απαράδεκτο κάθε ισχυρισμό,
πρόταση ή ένσταση των αντιδίκων, που προτείνουν για πρώτη φορά στη
παρούσα συζήτηση της υποθέσεως.
Ε π ε ι δ ή αρνούμαι και αποκρούω, επίσης, κάθε νέο έγγραφο,
προσαγόμενο για πρώτη φορά από τους αντιδίκους μου στη παρούσα
συζήτηση της υποθέσεως και μη επικληθέν υπ’αυτών κατά την πρώτην
ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου συζήτησιν της ενδίκου αγωγής μου.
Ε π ε ι δ ή ουδένα αντίθετο ισχυρισμό, πρόταση ή ένσταση των
αντιδίκων συνομολογώ.
Για τους λόγους α υ τ ο ύ ς, ζητώ
Να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις μου, ενστάσεις μου και ισχυρισμοί
μου, επί τω τέλει όπως:
α) γίνει δεκτή καθ’ άπαν αυτής το αιτητικό η από 8/1/2007 έφεσή μου,
β) εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η πληττομένη υπ.αριθ. 221/2006
απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου (τακτική διαδικασία), επί τω
30
τέλει όπως γίνει δεκτή καθ’άπαν αυτής το αιτητικό η από 16/9/2004 αγωγή
μου και
γ) καταδικασθούν οι καθ’ων στην καταβολή της δικαστικής μου δαπάνης
αμφοτέρων των βαθμών.-
ΟΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
31