You are on page 1of 35

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ε. ΝΙΖΑΜΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ, ΚΟΥΤΑΡΕΛΙΑ 74, Τ.Κ.

: 38333, ΒΟΛΟΣ,
ΤΗΛ.: 24210 -31756/ 6945-897049 - ΦΑΞ: 24210-76689, e-mail: nizvas@yahoo.com, Α.Φ.Μ.: 043233065 Δ.Ο.Υ. Α΄ ΒΟΛΟΥ

Ενώπιον του Εφετείου Λάρισας


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Μιχαήλ Αγγελούση του Βησσαρίωνος, κατοίκου Βόλου, οδός
Καραϊσκάκη αρ.135.-
ΚΑΤΑ
1) Βησσαρίωνος Αγγελούση του Μιχαήλ, κατοίκου Βόλου, οδός
Καραϊσκάκη αρ.135,
2) Βαρβάρας Αγγελούση του Γεωργίου, κατοίκου Βόλου, οδός
Καραϊσκάκη αρ.135 και
2) Της υπ.αριθ. 221/2006 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Βόλου.-
Λάρισα, 9 Οκτωβρίου 2008

Συζητείται αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου Σας στις 10/10/2008 η


από 8/1/2007 (αυξ.αριθ.καταθ. 54/2007) έφεσή μου κατά των αντιδίκων μου,
εξ ων ο πρώτος είναι ο πατέρας μου και η δεύτερη θυγατέρα του αδελφού μου
Γεωργίου Αγγελούση, αλλά και κατά της πρωτοδίκου υπ’αριθ. 221/2006
αποφάσεως του Πολ.Πρωτ.Βόλου, στην οποία έφεσή μου και πάλι
αναφέρομαι ως νόμιμη, βάσιμη και αληθινή, αρνούμενος και αποκρούων
πάντα ενάντιο ισχυρισμό, πρόταση ή ένσταση αυτών ως Νόμω και ουσία
αβάσιμο, αόριστο, απαράδεκτο, αναληθή, ανυπόστατο και ως εκ τούτου
ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως.
Α΄.- Επί των λόγων της ενδίκου εφέσεώς μου:
1) Ως προς την απόρριψη κύριων και επικουρικών αιτημάτων της
αγωγής μου – σκεπτικό αποφάσεως:
I. Αιτητικό αγωγής μου
Με την από 16.9.2004 αγωγή μου κατά των εκ διαθήκης
συγκληρονόμων μου – εναγομένων και υπό την ιδιότητά μου ως υιού της
αποβιωσάσης Βαρβάρας συζ. Βησσαρίωνος Αγγελούση, είχα αιτηθεί:
2

α) την (ολική) ακύρωση της υπ' αρ. 7529/25.2.1998 δημόσιας


διαθήκης της μητέρας μου Βαρβάρας συζ. Βησσαρίωνος Αγγελούση, που
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου
στις 27.1.2004, λόγω (ουσιώδους) πλάνης περί τα παραγωγικά αίτια της
βουλήσεως της,
β) την (μετά ολική ματαίωση της εκ διαθήκης διαδοχής)
αναγνώρισή μου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της μητέρας μου κατά τα
3/8 και την απόδοση σε μένα του μοναδικού στοιχείου της κληρονομιάς
(ισογείου διαμερίσματος πολυκατοικίας) κατά το εν λόγω ποσοστό εξ
αδιαιρέτου και
γ) επικουρικώς δε (δηλαδή σε περίπτωση απορρίψεως του περί
πλάνης της διαθέτιδος αγωγικού ισχυρισμού), την (μετά μερική ματαίωση
της εκ διαθήκης διαδοχής, κατά το ποσοστό που βαρύνει τη νόμιμη
μοίρα) αναγνώρισή μου ως δικαιούχου νόμιμης μοίρας στην
κληρονομιά της αποβιωσάσης κατά τα 3/16 (ήμισυ της εξ αδιαθέτου
μερίδας) και την απόδοση σε μένα του κληρονομιαίου ακινήτου κατά το
εν λόγω ποσοστό εξ αδιαιρέτου.

II. Σκεπτικό και διατακτικό της απόφασης (περίληψη)


Με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 221/2006 απόφαση του, το Πολυμελές
Πρωτοδικείο Βόλου έκρινε ότι:
1. Η αγωγή μου, τόσο κατά την κύρια (β' σκέλος - εξ αδιαθέτου
διαδοχή), όσο και κατά την επικουρική (αναγκαστική διαδοχή) βάση της, ήταν
αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα, με την άκρως εσφαλμένη αιτιολογία ότι
“δεν εμπεριέχεται ως στοιχείο αυτών η αποδοχή των αιτουμένων
κληρονομικών δικαιωμάτων …και η μεταγραφή της αποδοχής ταύτης
στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Βόλου, το οποίο αποτελεί
στοιχείο του κύρους αυτών των αγωγών κατ’ άρθρο 216 § 1 Κ.Πολ.Δ.,
καθόσον η ένδικος αγωγή περιέχει και αίτημα διεκδίκησης,
ήτοι απόδοσης των 3/8 εξ αδιαιρέτου επί του μοναδικού
3

κληρονομιαίου ακινήτου, άλλως της απόδοσης των 3/16 εξ αδιαιρέτου


του αυτού ακινήτου και γι’αυτό οι αγωγές αυτές πρέπει να απορριφθούν
ως αόριστες”!!.
2. Η πλάνη της διαθέτιδος δεν ήταν ουσιώδης, δηλαδή ακόμη και αν
αυτή γνώριζε την πραγματικότητα (ανυπαρξία του καταληφθέντος στον
ενάγοντα περιουσιακού στοιχείου), θα συνέτασσε διαθήκη με το ίδιο
περιεχόμενο, ο δε περί του αντιθέτου αγωγικός ισχυρισμός (α' σκέλος κύριας
βάσης αγωγής) ήταν απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

III. Αξιολόγηση της απόφασης


Η απόφαση έσφαλε απορρίπτουσα την αγωγή ως αόριστη τόσο κατά
την κύρια (β.' σκέλος), όσο και κατά την επικουρική βάση της (μολονότι,
πράγματι, η λεπτομερής περιγραφή του κληρονομιαίου ακινήτου στο ιστορικό
της αγωγής και η διατύπωση των αιτημάτων ως διεκδικητικών δημιουργούν
κάποια σύγχυση), ενώ ελέγχεται και ως προς την ορθότητα του αποδεικτικού
πορίσματος (εκτίμηση των αποδείξεων) και περαιτέρω τη νομική αξιολόγηση
του επί τη βάσει των οποίων απέρριψε το περί ακυρώσεως της διαθήκης
κύριο αίτημα της αγωγής (α' σκέλος κύριας βάσης).
Με άλλα λόγια, το δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τα αποδεικτικά μέσα,
ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, όφειλε τουλάχιστον να δεχθεί (εν
μέρει) την αγωγή μου κατά την επικουρική (περί δικαιώματος νόμιμης μοίρας)
βάση της.
Ειδικότερα:
i) Δέχθηκε αρχικά, και ορθώς, το δικαστήριο ότι δεν
αποτελούν στοιχεία της βάσης της περί κλήρου αγωγής η
αποδοχή και η μεταγραφή της κληρονομιάς (καθώς και η
κυριότητα των διαδίκων στα αντικείμενα της κληρονομιάς), εφόσον η αγωγή
δεν περιέχει διεκδίκηση [από την πάγια περί αυτού νομολογία βλ.,
εκτός από τη μνημονευόμενη στην απόφαση ΑΠ 1374/2000, και την
πιο πρόσφατη ΑΠ 788/2005 εις: ΕλλΔνη 46 (2005), 1655], χαρακτήρισε δε
4

ως «περί κλήρου» την κριθείσα αγωγή μου, αποδεχόμενο επί λέξει ότι «οι
εναγόμενοι από τον θάνατο της μητέρας του (του ενάγοντος) νέμονται
και κατέχουν το ως άνω διαμέρισμα και έτσι κατακρατούν το
κληρονομικό αυτό αντικείμενο ως κληρονόμοι, αντιποιούμενοι
κληρονομικό δικαίωμα» (δηλ. pro herebe) [για τη διάκριση της περί κλήρου
από τη διεκδικητική αγωγή βλ. AΠ 1607/2002 ΕλλΔνη 2003/7051.
Στη συνέχεια, όμως, απέρριψε την εν λόγω αγωγή ως αόριστη
υιοθετώντας την ακριβώς αντίθετη αιτιολογία, ήτοι λόγω ακριβώς της ως άνω
ελλείψεως (αποδοχής και μεταγραφής), καθόσον θεώρησε ότι αυτή περιείχε,
πέραν του αναγνωριστικού, και καταψηφιστικό (διεκδικητικό) της κυριότητας
επί του κληρονομιαίου ακινήτου αίτημα!!
Μολαταύτα, από τις σε συνδυασμό λαμβανόμενες διατάξεις των άρθ.
1710 § β, 1846, 1103, 1094 ΑΚ και 1135 επ., 1199 αυτού προκύπτει ότι, η
κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από τον νόμο, είτε από διαθήκη,
αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητος των κληρονομιαίων ακινήτων,
η κυριότητα των οποίων, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επ`
αυτών, μεταβαίνει αναδρομικώς στον κληρονόμο από τον θάνατο του
κληρονομουμένου, εφόσον αυτός (ο κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο
έγγραφο την κληρονομιά και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωση
του, ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγράψει αυτό. Τα ανωτέρω
συμβαίνουν επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, που στηρίζεται επί
κληρονομικής διαδοχής καθώς και επί αναγνωριστικής αγωγής, που
στηρίζεται στην ανωτέρω βάση, ενώ δεν είναι απαραίτητο να
αναφέρονται προκειμένου περί αγωγής περί κλήρου, για την
πληρότητα του δικογράφου (ΑΠ 788/2005 Δ/ΝΗ 2005/1654, ΑΠ
1292/2002 ΕλΔ 44. 478, ΑΠ 491/1995 ΕλΔ 37/317, ΑΠ 1374/2000, ΑΠ
708/1973 ΝοΒ 22/142, ΕφΘεσ 81/1980 ΕλΔ 1980, 421).
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1871 ΑΚ,
εναγόμενος στην περί κλήρου αγωγή είναι εκείνος, που
κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομιά ή αντικείμενο αυτής
5

αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα και όχι εκείνος ο οποίος απλώς


αμφισβητεί το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος και κατέχει τα
κληρονομιαία ακίνητα χωρίς αντιποίηση του κληρονομικού
δικαιώματος. Αίτημα της αγωγής είναι να αναγνωριστεί το
κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος και να υποχρεωθεί ο
εναγόμενος να αποδώσει την κληρονομιά ή αντικείμενο
αυτής.
Προσέτι, όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό
προς εκείνη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, αντί της καταψηφιστικής περί
κλήρου αγωγής, με αίτημα την αναγνώριση του κληρονομικού
δικαιώματος του ενάγοντος και της υποχρεώσεως του εναγομένου
νομέα της κληρονομιάς προς απόδοση αυτής ή αντικειμένου αυτής,
είναι δυνατόν να ασκηθεί αναγνωριστική περί κλήρου αγωγή,
με αίτημα μόνο την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος επί της
κληρονομιάς (ΕφΑθ 10117/991 Δικ 23/576, ΕφΑθ 5120/1999 (αδημοσίευτη),
Κουσούλη στον ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 871 αρ. 17,
Μητσόπουλο, ΝοΒ 35, σελ. 33-636, Δωρή, ΝοΒ 31, σελ. 540), εφόσον, όμως,
γίνεται επίκληση στην αγωγή ότι ο εναγόμενος κατακρατεί την κληρονομιά ή
αντικείμενο αυτής ως κληρονόμος, αντιποιούμενος δηλαδή κληρονομικό
δικαίωμα (ΕφΑΘ 9445/2005 Δ/ΝΗ 2007/1483, ΑΠ 1406/1996, ΑΠ 187/2003,
ΕΑ 5120/1999).
Συμπερασματικά, εν προκειμένω, η ως άνω ένδικη αγωγή μου φέρει
όλα τα κύρια ουσιαστικά, αλλά και τυπικά στοιχεία της καταψηφιστικής
αγωγής περί κλήρου και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητο να
αναφέρονται για την πληρότητα του δικογράφου η αποδοχή
κληρονομίας και η μεταγραφή αυτής.
Κρίνον τα ενάντια το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε από πρόδηλη
εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατέστησε την
προσβαλλομένη απόφασή του εξαφανιστέα.
6

Κατά συνέπεια, όφειλε δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθώς


εφαρμόζοντας το νόμο, να δεχθεί την ένδικη αγωγή μου ως ορισμένη και
νόμιμη (και) κατά το περί αποδόσεως του κληρονομιαίου ακινήτου αίτημα, σε
κάθε δε περίπτωση κατά το ρητά διατυπωμένο αναγνωριστικό του
κληρονομικού δικαιώματός μου, ως προς το οποίο η αποδοχή και η
μεταγραφή της κληρονομιάς δεν αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής.

ii) Δέχθηκε, περαιτέρω, το δικαστήριο ότι η αγωγή μου, κατά


το περί ακυρώσεως της διαθήκης α' σκέλος του κυρίου αιτήματος
της, ήταν ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη επί των διατάξεων των
άρθρων 1784 και 142 ΑΚ (ακριβέστερα 143).
α) Συγκεκριμένα, όπως εκτενώς αναπτύσσω και στο σώμα της ενδίκου
αγωγής μου, αλλά και της υπό κρίσιν εφέσεώς μου, η αποβιώσασα μητέρα
μου, Βαρβάρα συζ. Βησσαρίωνος Αγγελούση, το γένος Γεωργίου
Μωραΐτη, με την υπ’αριθμ. 7529/1998 δημόσια διαθήκη, συνταγείσα κατ’
άρθρ. 1724 και 1732 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 159
ίδιου ΑΚ, ενώπιον της συμβ/φου Βόλου Κερασιάς Καλογεροπούλου-
Καλτσογιάννη και με την παρουσία δευτέρου συμβολαιογράφου και ενός
μάρτυρος, ενόψει της αυστηρής τυπικότητας που επιβάλλει ο νόμος
προς διασφάλιση της γνησιότητας και του ανόθευτου της δηλώσεως
του διαθέτη, δημοσιεύτηκε με τα υπ' αριθμ. 23/27-1-2004 πρακτικά
συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, εγκατέστησε
κληρονόμους της εμένα, τον ενάγοντα - εκκαλούντα και τους δύο
εναγόμενους - εφεσιβλήτους.
Ειδικότερα, τον πρώτο εναγόμενο – πατέρα μου εγκατέστησε
κληρονόμο της στην επικαρπία του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου που
είχε κατά τον χρόνο του θανάτου της, δηλαδή του προπεριγραφέντος ισογείου
διαμερίσματος και την δεύτερη εναγόμενη – ανεψιά μου εγκατέστησε
κληρονόμο της στην ψιλή κυριότητα του άνω διαμερίσματος.
7

Εμένα τον εκκαλούντα - ενάγοντα η μητέρα μου εγκατέστησε


κληρονόμο της στο δικαίωμα του υψούν τρίτο όροφο επί της ιδίας οικοδομής,
πιστεύοντας ότι υπήρχε δυνατότητα νομίμου ανεγέρσεως του από τον
ισχύοντα, στην περιοχή που κείται το κληρονομιαίο ακίνητο, συντελεστή
δόμησης. Μολαταύτα, όπως εκ των υστέρων άπαντες οι διάδικοι
πληροφορηθήκαμε, ήδη σε χρόνο προγενέστερο από εκείνο της
καταρτίσεως της διαθήκης αυτής, ήτοι από το έτος 1993 με την υπ’ αριθμ.
8411/1993 απόφαση του Νομάρχη Μαγνησίας, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ
341 Δ/9-4-1993, περιορίστηκε ο συντελεστής δόμησης από 2,4 σε 2,1,
δηλαδή σε ποσοστό, που δεν επιτρέπει την ανέγερση τρίτου ορόφου.
Ο περιορισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί άνευ
αντικειμένου η στην υπό κρίση διαθήκη διατυπωθείσα υπέρ εμού
βούληση της αποβιωσάσης μητρός μου κι έτσι, από προφανή ουσιώδη
πλάνη της τόσο κατά το χρόνο σύνταξης της παραπάνω
διαθήκης της, όσο και κατά το χρόνο του θανάτου της , η οποία
είναι αναμφισβήτητο ότι πίστευε καλόπιστα ότι δεν είχε μεταβληθεί ο
συντελεστής δόμησης και ότι ήταν δυνατή η ανέγερση τρίτου ορόφου
από μένα, δεν κατελήφθη κανένα υπαρκτό περιουσιακό στοιχείο σε
μένα!!
Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς αφενός μεν αιτήθηκα την αναγνώριση ως
ακύρου της εν λόγω διαθήκης, ως έχων πρόδηλο έννομο συμφέρον, αφού θα
ωφελούμην άμεσα από την ακύρωσή της, εις τρόπον ώστε να επέλθει, μετά
την ακύρωσή της, η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, κ.λ.π., αφετέρου δε
εστράφην κατά των καθ’ ων, καθόσον αυτοί ευνοήθηκαν με τις διατάξεις της
προσβληθείσης διαθήκης (βλ. Μπαλή Κληρον. Δικ. παρ. 91 Παπαντωνίου
Κληρ. Δικ. εκδ. Δ` παρ. 65, Βουζίκα Κληρ. Δικ. 1975, τεύχος Β` παρ. 131,
Τούση Κληρ. Δικ. παρ. 61, Κορνηλάκη στο ΑΚ Γεωργιάδη-ΣταΘόπουλου
άρθρ. 1783 αριθ. 6 έως 14, Εφ. Θεσ. 219/1983 Αρμ. ΛΗ 205).
β) Επί του εν λόγω ανακύψαντος ζητήματος της ακυρώσεως
διατάξεως διαθήκης ερευνητέα ζητήματα είναι τα ακόλουθα:
8

 προϋποθέσεις,
 αποτελέσματα ακυρώσεως,
 ερμηνεία διατάξεων διαθήκης από υποκειμενική άποψη,
 μη εφαρμογή του άρθρου 200 ΑΚ και
 εξαιρετικές περιπτώσεις προσφυγής σε γεγονότα εκτός διαθήκης.
Σε αντίθεση με τις εν ζωή δικαιοπραξίες, η πλάνη στα
παραγωγικά αίτια της βούλησης είναι δυνατόν, κατά τη διάταξη του
άρθρου 1784 του ΑΚ, να καταλήξει σε ακύρωση της διαθήκης. Για να γίνει
όμως αυτό πρέπει:
1) ο διαθέτης να οδηγήθηκε στην κατάρτιση της τελευταίας διάταξης
από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της πραγματικής κατάστασης,
2) το περιστατικό της πλάνης να αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν ή
το μέλλον,
3) να ήταν τέτοιο που χωρίς αυτό ο διαθέτης δεν θα προέβαινε στη
διάταξη και
4) πρέπει να μνημονεύεται στη διαθήκη.
Αν όλα τα στοιχεία αυτά συντρέχουν είναι δυνατή η δικαστική
κήρυξη της διαθήκης ως άκυρης μετά από (σχετικής ιστορικής βάσης)
αγωγή αυτού που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 312/1992 Δ/ΝΗ 1994/617).
Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με
εκείνες των άρθρων 180 και 184 του ΑΚ προκύπτει ότι το αποτέλεσμα της
ακυρώσεως είναι ότι n ακυρωθείσα διάταξη τελευταίας βουλήσεως
εξομοιώνεται με εξαρχής άκυρη, δηλαδή εξαφανίζεται, χωρίς να είναι
επιτρεπτό να αντικατασταθεί με την εικαζόμενη βούληση του
διαθέτη, και επέρχεται, κατά κανόνα, η εξ αδιαθέτου κληρονομική
διαδοχή (βλ. Παπαντωνίου ο.π., Βουζίκα ο.π., Κορνηλάκη ο.π.), εκτός κι
αν από το περιεχόμενο της διαθήκης προκύπτει ποιό θα ήταν το
περιεχόμενο της ακυρωθείσης διατάξεως της διαθήκης, εάν δεν είχε
εμφιλοχωρήσει το ελάττωμα (βλ. Μπαλή ο.π., Τούση ο.π.).
9

Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ


προκύπτει ότι στην ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται, χωρίς
προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη,
σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική,
κατά την έννοια της οποίας η βούληση αυτή θα προσδιοριζόταν κατά
τις αντιλήψεις τρίτων, σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, την
προβλεπόμενη από το άρθρο 200 του ίδιου κώδικα, το οποίο όμως δεν
έχει εφαρμογή στην ερμηνεία διαθηκών.
Εξάλλου, έδαφος για τέτοια ερμηνεία που θα αποβλέπει στην
αναζήτηση βουλήσεως διαφορετικής εκείνης που εκφράστηκε με τις
λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται όταν κατά την
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η με τις ανωτέρω λέξεις γενόμενη
διατύπωση είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που
ο διαθέτης θέλησε.
Τότε μόνο συγχωρείται η προσφυγή σε γεγονότα και στοιχεία
εκτός διαθήκης, όταν το ως άνω δικαστήριο κρίνει ότι η δήλωση της
τελευταίας βουλήσεως εμφανίζει ασαφή και αμφίβολα σημεία που
χρειάζονται για την αποσαφήνισή τους, ερμηνεία προς το σκοπό της
εξευρέσεως της αληθινής θελήσεως του διαθέτη (ΑΠ 1965/1987 ΝοΒ
36/1653, ΑΠ 1889/1985 ΝοΒ 34/1598, ΕφΠειρ 204/1998 Πειρ.Νομολ.
1998/163).
γ) Εν προκειμένω και επί σκοπώ την ερμηνεία της ως άνω
διαθήκης της ανωτέρω αποβιωσάσης μητρός μου, η οποία διατύπωσε
σαφώς και με πληρότητα την βούλησή της δια της εκφράσεως «στον γιό μου
Μιχάλη Αγγελούση αφήνω το δικαίωμα ανεγέρσεως του τρίτου (Γ)
ορόφου πάνω από το ισόγειο με το ποσοστό συνιδιοκτησίας του στο
οικόπεδο της ιδίας οικοδομής που βρίσκεται στο Βόλο, οδός
Καραϊσκάκη αρ.135 κατά πλήρη κυριότητα», το πρωτόδικο δικαστήριο
έκρινε ότι:
10

“Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο


ακροατήριο (βλ. σχ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας
συνεδριάσεως), από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως και με
επίκληση προσκομιζομένων δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, άλλα
εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και
άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 σε συνδ. με
άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ) καθώς και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: …Η υπάρχουσα κατά τον χρόνο του θανάτου της
αποβιωσάσης κληρονομιαία ακίνητη περιουσία της, αποτελείται από ένα
ισόγειο διαμέρισμα…Η αποβιώσασα εγκατέστησε κληρονόμους της τον
πρώτο εναγόμενο, την δεύτερη και τον ενάγοντα….στο δικαίωμα του
υψούν τρίτο όροφο επί της περιγραφόμενης οικοδομής στην οποία βρισκόταν
το ως άνω διαμέρισμα. Η ως άνω κληρονομουμένη όμως δεν είχε τέτοιο
δικαίωμα καθόσον εν τω μεταξύ είχε εξαντληθεί ο συντελεστής δόμησης του
οικοπέδου της από το έτος 1993, καθόσον με την υπ' αριθμ. 8411/1993
απόφαση του Νομάρχη Μαγνησίας που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 341 Δ/9-4-
1993, ο συντελεστής δόμησης περιορίστηκε σε 2.1, από 2,4 που ίσχυε μέχρι
τότε, δηλαδή αριθμός, που δεν επιτρέπει την ανέγερση τρίτου ορόφου -
καθόσον η επιτρεπόμενη κάλυψη ήταν κάλυψη ήταν 353.11 μ2. και η εν τω
μεταξύ όμως καλυφθείσα επιφάνεια ήταν 367,56 μ και έτσι καθιστούσε άνευ
αντικειμένου την στην υπό κρίση διαθήκη διατυπωθείσα υπέρ του ενάγοντος
διάταξη της. Επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία
αποδείχθηκε ότι η ως άνω κληρονομουμένη [αν] γνώριζε το
παραπάνω γεγονός θα συνέτασσε πάλι την διαθήκη με το ίδιο
περιεχόμενο καθόσον, όπως αποδείχθηκε, αυτή αγαπούσε υπερβολικά
και είχε αδυναμία στη δεύτερη των εναγομένων εγγονή της - Βαρβάρα
Γεωργίου Αγγελούση [;;!!], η οποία άλλωστε έφερε και το όνομα της και ήταν
η πρωτότοκη εγγονή των παιδιών της και υπήρχε μεταξύ τους
συναισθηματικός δεσμός ιδιαίτερα ισχυρός. Η εγκατάσταση αυτή δεν μπορεί
11

να θεωρηθεί άδικη έναντι του ενάγοντος, καθόσον αυτή όσο ζούσε


όπως και στον αδελφό του[ς] είχε εξασφαλίσει μεταβιβάζοντας σ'
αυτούς, λόγω γονικής παροχής, στον αδελφό του Γεώργιο δυνάμει της υπ'
αριθμ. 1067/8-2-1986 πράξης γονικής παροχής του τότε Συμβ/φου Βόλου
Γεωργίου Αδαμίδη, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου
Βόλου στον τόμο 283 και αριθμό 193 το δικαίωμα ανέγερσης του
πρώτου (α) πάνω από το ισόγειο ορόφου διαμερίσματος, στον ίδιο δε είχε
μεταβιβάσει, λόγω γονικής παροχής δυνάμει της υπ’ αριθμ.1068/8-2-1986
πράξης γονικής παροχής του τότε Συμβ/φου Βόλου Γεωργίου Αδαμίδη, που
μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Βόλου στον τόμο 283 και
αριθμό 194 το δικαίωμα ανέγερσης του δευτέρου (β) πάνω από το ισόγειο
ορόφου διαμερίσματος ρητά δηλώνοντας, όπως προκύπτει από τα ως άνω
συμβόλαια των γονικών παροχών, ότι η γονική παροχή θα συνυπολογισθεί
στην κληρονομική τους μερίδα, η δε αξία των παροχών αυτών κατά τον χρόνο
του θανάτου της κληρονομουμένης ανέρχονταν σε 16.773,06 ευρώ η κάθε
μία ενώ και η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας και δη η αξία του
διαμερίσματος ισογείου, το οποίο είναι παλαιό, αφού έχει κτισθεί το
1982 κατά τον χρόνο του θανάτου, της κληρονομουμένης ανέρχονταν στο
ποσό των 42.468,85 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αποβιώσασα δεν
είχε αφήσει τίποτε στον πρώτο εναγόμενο σύζυγο της. Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι η άγνοια του παραπάνω νομικού περιστατικού δεν
επέδρασε αποφασιστικά στην διαμόρφωση της βούλησης της ως άνω
κληρονομουμένης και αυτή και αν ακόμη το γνώριζε θα διατύπωνε
πάλι την διαθήκη της με το ίδιο περιεχόμενο [!!;;] και επομένως δεν
υπάρχει όπως απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο
πεπλανημένο αίτιο και στην διάταξης της τελευταίας βούλησης με
βάση την αντίληψη της διαθέτιδος κατά τον χρόνο της κατάρτισης της
διαθήκης.
Συνεπώς, με βάση όσα αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό κρίση
αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη”.
12

Μολαταύτα, καίτοι, σύμφωνα με τις ανωτέρω νομικές


σκέψεις, στην επιχειρηθείσα υπό του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Βόλου ερμηνεία της διαθήκης της μητρός μου, όφειλε τούτο να
αναζητήσει την αληθινή της βούληση, σκοπούμενη από υποκειμενική
άποψη, εντούτοις εν τοις πράγμασι, παρεκκλίνοντας ανεπίτρεπτα
από τον εν λόγω κανόνα, βασίσθηκε, ελλείψει δημοσίων και
ιδιωτικών εγγράφων, στα οποία θα μπορούσε να αποτυπωνόταν η
αληθινή της βούληση, στη μαρτυρία του μάρτυρα ανταποδείξεως
των αντιδίκων μου, ο οποίος δια της χρήσεως γεγονότων και
στοιχείων εκτός διαθήκης (ως λ.χ. ότι ήταν η β΄ εναγόμενη
πρωτότοκη εγγονή ή ότι την αγαπούσε πολύ η θανούσα),
μετέφερε, δια της ενόρκου καταθέσεώς του, την δική του
αντίληψη, ως τρίτου, για το ποια υποτίθεται ότι θα ήταν η
αληθινή βούληση της μητρός μου, σε περίπτωση που γνώριζε
κατά τον χρόνο κατάρτισης της διαθήκης ότι ο συντελεστής
δόμησης είχε μειωθεί και ότι ως εκ τούτου το δικαίωμα που
μου κατέλειπε ήταν άνευ αντικειμένου!!.
Παρότι ο Νομοθέτης γνωρίζει καλώς για ποιο λόγο δεν πρέπει και για
το λόγο αυτό δεν επιτρέπει να βασιζόμαστε στις μαρτυρίες τρίτων, στην
προσπάθεια ανευρέσεως της αληθινής βουλήσεως του διαθέτη, προς
κατάδειξιν και μόνον της άκρως εσφαλμένης προσφυγής του πρωτόδικου
δικαστηρίου στην κρίση του μάρτυρα ανταποδείξεως των αντιδίκων,
παραθέτω απόσπασμα της καταθέσεώς του αυτής, στην οποία αναφέρει
αυτολεξεί και ότι:
“…έγραψε στη διαθήκη της μέσα ότι αφήνω και το δικαίωμα του
υψούν στο Μιχάλη, γιατί νόμιζε ότι θα μπορούσε να κτίσει, έτσι θα
της είχανε πει, αγράμματη γυναίκα ήτανε. Επομένως ήθελε κατ’ αρχήν
να το αφήσει στο Μιχάλη. Όχι δεν ήθελε να αφήσει, του άφησε δεν
13

ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να κτίσει. Είχε όμως την πρόθεση να τον
αφήσει”.
Τι συμπέρασμα βγαίνει, λοιπόν, από την κατάθεση αυτή; Ότι εάν
γνώριζε η μητέρα μου πως είχε μειωθεί ο συντελεστής, τότε δεν θα είχε την
πρόθεση να με συμπεριλάβει στη διαθήκη της;; Σαφέστατα όχι, καίτοι το
πρωτόδικο δικαστήριο βασίσθηκε σε απόσπασμα της καταθέσεως αυτής, εις
τρόπον ώστε να αντικαταστήσει την ακυρώσιμη διάταξη της τελευταίας
βουλήσεως της διαθέτιδος με μια εικαζόμενη βούληση, η οποία, πέραν των
άλλων, είναι ευφάνταστη, αφού δεν στηρίζεται ΠΟΥΘΕΝΑ!! Κι αυτό γιατί
ακολουθήθηκε μια ανεπίτρεπτη για τα νομικά δεδομένα μεθοδολογία!!
Αφ’ ης στιγμής η διατύπωση της βουλήσεως της
διαθέτιδος μητρός μου, με τις συγκεκριμένες λέξεις που
εμπεριέχονται στο σώμα της ανωτέρω διαθήκης και με τις
οποίες εκφράστηκε, είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με
πληρότητα αυτό που η ίδια η διαθέτης θέλησε – ασχέτως του
λόγω προδήλου πλάνης της ανεφάρμοστου της βουλήσεώς της-
, δεν επιτρεπόταν από το πρωτόδικο δικαστήριο η επιχείρηση
ερμηνείας, που θα απέβλεπε στην αναζήτηση βουλήσεως
(εικαζόμενης) διαφορετικής έναντι εκείνης που εκφράστηκε!!
Άλλωστε, από το περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης και ειδικότερα
σε ό,τι έχει σχέση με την εγκατάσταση εμού του εκκαλούντος ως κληρονόμου
της διαθέτιδος προκύπτει, χωρίς να υφίσταται έδαφος ερμηνείας της
διαθήκης, ότι αφενός μεν ο αναφερόμενος στη διαθήκη λόγος για τον
οποίο η διαθέτης με τίμησε ως κληρονόμο της, στηρίζεται στην
πραγματικότητα και οφείλεται σε προσωπική εκτίμηση της ιδίας της
διαθέτιδος, αφετέρου δε η αληθής βούληση της διαθέτιδος ήταν όπως
εγκαταστήσει εμένα, τον υιό της, ευθέως ως ουσιαστικό κληρονόμο της
και όχι ως κληρονόμο ενός ανύπαρκτου περιουσιακού στοιχείου ή μόνο κατά
τα φαινόμενα!!
14

Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε αρχικά, κατ’


εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 1783 και 1784 σε συνδυασμό προς
εκείνες των άρθρων 140 και 141 ΑΚ, να κηρύξει άκυρη τη διάταξη της
ανωτέρω διαθήκης, με την οποία κατέλειπε εις εμέ το δικαίωμα του
υψούν, με την αιτιολογία ότι η διάταξη αυτή υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης της
διαθέτιδος μητρός μου περί τα παραγωγικά της βουλήσεώς της αίτια (σ.σ. το
κινήσαν στην σύνταξη αυτής πεπλανημένο νομικό ή πραγματικό περιστατικό),
που μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται στο παρελθόν, τα οποία,
καίτοι δεν αληθεύουν, εντούτοις δεν είχε αυτή, κατά τη σύνταξη της διαθήκης
της, γνώση των περιστατικών αυτών ή είχε εσφαλμένη γνώση ή άγνοια περί
αυτών, η δε πλάνη της για τα εν λόγω περιστατικά είναι πράγματι πολύ
σημαντική, έτσι ώστε αυτή, αν γνώριζε την πραγματικότητα, δεν θα προέβαινε
στη σύνταξη της διαθήκης της ή δεν θα διατύπωνε τη διάταξη αυτή (ΕφΑθ
536/1975 Αρμ 1976/761).
Περαιτέρω, αφ’ στιγμής δεν ήταν δυνατόν από το περιεχόμενο της
διαθήκης να προκύψει ποιό θα ήταν το περιεχόμενο της διαθήκης εάν
δεν είχε εμφιλοχωρήσει το ελάττωμα και τούτο διότι η άκυρη ή
ακυρώσιμη διάταξη της διαθήκης (Ολ.AΠ 618/1975 ΝοΒ 23.1083)
αποτελεί αδιαίρετο σύνολο με τις έγκυρες τοιαύτες, θα έπρεπε, κατ’
εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 181 Α.Κ. («[η] ακυρότητα μέρους
συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν
θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος» - για τα ανωτέρω ζητήματα βλ. αντί
πολλών Παπαντωνίου, supra, 282-284 και 299-300), το οποίο εφαρμόζεται
και στην προκείμενη περίπτωση, να προχωρήσει στην ακύρωση της
διαθήκης στο σύνολό της (Μπαλής, ΚληρΔ, παρ. 158 αριθ. 7, Γ. Τούσης,
ΚληρΔ, έκδ. 1969, παρ.117, σελ.304, σημ. 4, Ν. Παπαντωνίου, Κληρονομικόν
Δίκαιον 2α έκδοση παρ.65 σελ. 225, ΠΠρΚαρδ 136/1990 ΑΡΜ 1991/455,
ΠΠρ.Σπ. 16/89 Αρχ. Νομ. 40.349, ΠΠρΒερ 218/1998 ΑΡΧΝ 2000/103).
δ) Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο, αν
και δέχθηκε την ύπαρξη πλάνης της διαθέτιδος (άγνοια νομικού
15

περιστατικού, δηλαδή της μείωσης του συντελεστή δόμησης και της λόγω
αυτής εκλείψεως του καταλειφθέντος σε μένα τον ενάγοντα δικαιώματος
ανεγέρσεως τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου), την οποία μάλιστα όχι απλώς
δεν αμφισβήτησαν, αλλά ομολόγησαν ρητά και οι εναγόμενοι, δεν
προέβη στην ακύρωση (ούτε) της ελαττωματικής διάταξης, επειδή θεώρησε
ότι η πλάνη αυτή δεν επέδρασε αποφασιστικά στη βούληση της, δεν ήταν
δηλαδή ουσιώδης.
Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, το ουσιώδες ή μη της πλάνης κρίνεται
σε σχέση με την συγκεκριμένη διάταξη, που διατυπώθηκε από πλάνη. Άλλο
είναι το ζήτημα της τυχόν επέκτασης της ακυρότητας της συγκεκριμένης αυτής
διάταξης σε ολόκληρη τη διαθήκη, αν αποδειχθεί ότι αυτή (δηλ. η διαθήκη) δε
θα είχε επιχειρηθεί (με το ίδιο κατά τα λοιπά περιεχόμενο) χωρίς το άκυρο
μέρος. Το τελευταίο είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης, δηλαδή αναζήτησης
της αληθινής βούλησης της διαθέτιδος, για την εξακρίβωση της οποίας
λαμβάνονται υπόψη και ασθενείς, έστω, ενδείξεις που τυχόν παρέχει το
κείμενο της διαθήκης, εφόσον όμως αυτές, συμπληρούμενες και με εξωτερικά
προς τη διαθήκη στοιχεία, δημιουργούν βεβαιότητα για το τι ήθελε πραγματικά
ο διαθέτης (σχετικά βλ. Παπαντωνίου, supra, 340).
Εν προκειμένω, όφειλε δηλαδή το δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και
εφαρμόζοντας το νόμο, να εξαφανίσει σε κάθε περίπτωση την ελαττωματική
διάταξη λόγω (προφανούς) ουσιώδους πλάνης της διαθέτιδος περί τα
παραγωγικά αίτια της βουλήσεως της και περαιτέρω να ερευνήσει αν αυτή θα
συνέτασσε τη διαθήκη με το ίδιο κατά τα λοιπά περιεχόμενο, και χωρίς τη
διάταξη υπέρ του ενάγοντος. Από δε τα αποδεικτικά στοιχεία που
μνημονεύονται στην απόφαση, με προεξάρχον την ίδια την
προσβληθείσα διαθήκη, προκύπτει με ενάργεια ότι η διαθέτης ήθελε να
τιμήσει (άμεσα ή έμμεσα) τους δικαιούχους νόμιμης μοίρας στην
κληρονομιά της κατά τρόπο ακριβοδίκαιο.
Ειδικότερα, από τη φύση των καταλειπόμενων σε καθένα εξ ημών των
διαδίκων - τιμωμένων περιουσιακών στοιχείων (σ.σ. πλήρης κυριότητα επί
16

μέλλοντος ορόφου στον ενάγοντα, ψιλή κυριότητα επί ισογείου διαμερίσματος


στη θυγατέρα του αδελφού του και επικαρπία του αυτού διαμερίσματος στο
σύζυγο της) συνάγεται η σαφής βούληση της διαθέτιδος να τιμήσει με ισότιμο
τρόπο τα δυο της παιδιά (άμεσα εμένα τον ενάγοντα και έμμεσα τον αδελφό
μου Γεώργιο Αγγελούση, στο πρόσωπο της θυγατέρας του Βαρβάρας),
εξασφαλίζοντας παράλληλα τη διαμονή του α΄ εναγομένου - συζύγου της κατά
τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι και στο
παρελθόν η διαθέτης είχε αντιμετωπίσει τα δυο της παιδιά με ισότιμο τρόπο,
προβαίνοντας σε -γονικές παροχές ίσης αξίας προς αυτά. Η δε προτίμηση
που φαίνεται να επέδειξε προς την εγγονή της Βαρβάρα έναντι του νόμιμου
μεριδούχου υιού της και πατέρα της τιμώμενης, Γεωργίου Αγγελούση,
ουδόλως πρέπει να θεωρηθεί ότι υποκρύπτει μεγαλύτερη αγάπη της
διαθέτιδος προς την εγγονή της έναντι των τέκνων της και νόμιμων
μεριδούχων, αλλ' εξηγείται μάλλον από το τυχαίο γεγονός ότι η Βαρβάρα ήταν
η πρωτότοκη θυγατέρα του υιού της, αδελφού του ενάγοντος (και πρώτο
εγγόνι της διαθέτιδος εν γένει), έφερε δε το όνομα της.
Των ανωτέρω διαπιστώσεων έπεται ότι, κατά τη βούληση της
διαθέτιδος, όπως αυτή εκφράστηκε στο κείμενο της διαθήκης και
επιβεβαιώνεται από πληθώρα εξωτερικών προς τη διαθήκη στοιχείων και
γεγονότων, η διάταξη υπέρ του ενάγοντος ήταν τόσο ουσιώδης, ώστε είναι
βέβαιο πως, χωρίς αυτή, η αποβιώσασα είτε δε θα συνέτασσε διαθήκη ή θα
συνέτασσε διαθήκη -με διαφορετικό περιεχόμενο (συμπεριλαμβάνοντας και
μένα τον ενάγοντα).
Πληρουμένων, επομένως, των προϋποθέσεων εφαρμογής του
άρθρου 181 ΑΚ, το δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει ολόκληρη τη
διαθήκη και, εφαρμόζοντας, περαιτέρω, τις διατάξεις για την εξ
αδιαθέτου διαδοχή, να δεχθεί την αγωγή ως ουσία βάσιμη, τουλάχιστον
εν μέρει (σε περίπτωση αποδοχής της ενστάσεως συνεισφοράς και
καταλογισμού των εναγομένων και κατά το αντίστοιχο μέτρο) και κατά το περί
17

αποδόσεως του κληρονομιαίου ακινήτου αίτημα, σε κάθε δε περίπτωση κατά


το ρητά διατυπωμένο αναγνωριστικό του δικαιώματός μου στην κληρονομιά.
Κρίνον τα αντίθετα το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και κατέστησε την
προσβαλλόμενη απόφασή του εξαφανιστέα.
ε) Ο λόγος γίνεται βέβαια για την επιγραφόμενη στις προτάσεις των
εφεσιβλήτων - εναγομένων «ένσταση συνεισφοράς και καταλογισμού
συνεισενεκτέας και καταλογιστέας (παροχής) στην νόμιμη μοίρα, του
αντιδίκου».
Πράγματι, ο εν λόγω ισχυρισμός (αναφορά των στοιχείων της
κληρονομιάς και της αξίας αυτών) δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της
αγωγής, όπως εσφαλμένως διατείνονταν οι εναγόμενοι στις προτάσεις
τους, επικαλούμενοι, προς επίρρωση της σχετικής ενστάσεως τους περί
αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, και την ΕφΙωαν 18/2005,
δημοσιευθείσα εις ΕΕΝ 2005/566, δοθέντος ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό,
για το ορισμένο της σχετικής αγωγής δεν απαιτείται οποιαδήποτε επίκληση
των στοιχείων της κληρονομιάς και της αξίας αυτών, όταν αρκεί ο ποσοστιαίος
προσδιορισμός της νομίμου μοίρας, όπως εν προκειμένω [κατόπιν
ακυρώσεως της εγκαταστάσεως του ενάγοντος σε ανύπαρκτο περιουσιακό
στοιχείο (δήλο πράγμα)]: σχετικά και αντί πολλών βλ. τη μνημονευόμενη στην
ΕφΙωαν 18/2005 ΑΠ 633/2001 ΕλλΔνη 2002/1413, η οποία, σε ανάλογη
περίπτωση, απέρριψε ένσταση αοριστίας των εναγομένων «ενόψει του ότι
δεν αποτελεί η ύπαρξη ή μη δωρεάς αιτία θανάτου καταλογιστέας στη
νόμιμη μοίρα στοιχείο, κατά τα προεκτεθέντα, της βάσεως της αγωγής
περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος νομίμου μοίρας του επιζώντος
συζύγου, που αγνοήθηκε τελείως από την διαθήκη» (πρβλ. και
Παπαντωνίου, supra, 441).
Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε (σιωπηρά) τη
σχετική ένσταση αοριστίας των εναγομένων.
18

iii) Δέχθηκε, τέλος, το δικαστήριο, κατά πλήρη παραδοχή της


πραγματικής βάσεως σχετικής ενστάσεως των εναγομένων, ότι η
(αντικειμενική) αξία των γονικών παροχών της διαθέτιδος προς τα
τέκνα αυτής το 1986 (8.2.1986), ανερχόταν, κατά το χρόνο του
θανάτου της (3.9.2003), σε 16.773,06 ευρώ η καθεμία, ενώ η
αξία της κληρονομιαίας περιουσίας, και δη η (αντικειμενική) αξία
του ισογείου διαμερίσματος, το οποίο κτίσθηκε το 1982, σε
42.468,85 ευρώ.
Εκ τούτου δε, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως δέχθηκε το
δικαστήριο, η αποβιώσασα «δεν είχε αφήσει τίποτε στον πρώτο
εναγόμενο σύζυγο της» (εννοεί προφανώς με συνεισενεκτέα και
καταλογιστέα στη νόμιμη μοίρα του δωρεά εν ζωή), συνήγαγε ότι πρόθεση της
διαθέτιδος ήταν να τιμήσει (ευθέως) την εγγονή της και να αποκαταστήσει το
σύζυγο της.
Το εν λόγω δικαστικό τεκμήριο (αποδεικτικός λόγος - άρθρο 336 § 3
Κ.Πολ.Δ.) πάσχει όμως διττά: τόσο κατά την (πραγματική) βάση του, η
οποία προέκυψε κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας των περί προσδιορισμού και
αποτιμήσεως της κληρονομιάς και της νόμιμης μοίρας σε περίπτωση
συνεισφοράς καταλογιστέας παροχής διατάξεων των άρθρων 1831-1834 ΑΚ,
όσο και κατά το δίδαγμα της κοινής πείρας που αποτέλεσε τη μείζονα
πρόταση του αποδεικτικού συλλογισμού, ότι δηλαδή σε περιπτώσεις όπως η
προκειμένη η βούληση του διαθέτη προσδιορίζεται ως ανωτέρω.
Ειδικότερα, γίνεται παγίως δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία ότι ως
βάση για τον προσδιορισμό της κληρονομιάς το άρθρο 1851§1, σε
συνδυασμό με το άρθρο 1832§1 εδ. α' ΑΚ, που ορίζει ότι «[η] αξία της
κληρονομιάς, εφόσον είναι αναγκαίο, βρίσκεται με εκτίμηση», λαμβάνει
τη συναλλακτική αξία των στοιχείων της κατά το χρόνο θανάτου του
κληρονομουμένου, η οποία (συναλλακτική αξία) συμπίπτει σχεδόν πάντοτε
(σε ομαλές οικονομικές συνθήκες, όπως εν προκειμένω) με την αγοραία, και
πάντως όχι την αντικειμενική, όπως εντελώς αυθαίρετα και αναιτιολόγητα
19

δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά παραδοχή της πραγματικής


βάσεως της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων (από τη θεωρία βλ. αντί
πολλών Παπαντωνίου, supra, 436 και 442, και από τη νομολογία ενδεικτικά
ΕφΑθ 5675/2002, ΕλλΔνη 2003/845, ΕφΑΘ 6349/1999, ΕλλΔνη 2000/1414,
ΕφΑΘ 4897/1995, ΕλλΔνη 1996/1417).
Όφειλε, δηλαδή, το δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας το νόμο, να κάνει
δεκτή την εκτίμηση του ενάγοντος, προσηκόντως αποδεικνυόμενη (με
μάρτυρες, πραγματογνώμονες, ένορκες βεβαιώσεις μεσιτών, μηχανικών, και
λοιπά συγκριτικά στοιχεία), σύμφωνα με την οποία η πραγματική αξία του
ισογείου διαμερίσματος (με τα ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και
των κοινοχρήστων χώρων) κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης
ανερχόταν σε 100.000 ευρώ.
Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, λόγω του κατ' άρθρο 526 ΚΠολΔ
απαραδέκτου μεταβολής της βάσεως του αντικειμένου και του αιτήματος της
αγωγής στην κατ’ έφεση δίκη δεν είναι επιτρεπτή η εκ μέρους μου
αναθεώρηση (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) της εκτιμήσεώς μου για την
αγοραία αξία τον κληρονομιαίου ακινήτου κατά το χρόνο θανάτου της
κληρονομουμένης. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της αποδείξεως [αγοραίας
αξίας του κληρονομιαίου ακινήτου ίσης ή μικρότερης (και πάντως όχι
μεγαλύτερης) των 100.000 ευρώ], το βάρος της οποίας φέρω εγώ ο ενάγων,
των εναγομένων δικαιουμένων σε ανταπόδειξη.
Στη συνέχεια, εφόσον υπάρχουν περισσότεροι κατιόντες, οι οποίοι θα
είχαν κληθεί στην εξ αδιαθέτου διαδοχή (όπως εν προκειμένω) και είχε γίνει
προς έναν τουλάχιστον από αυτούς παροχή που υπόκειται σε συνεισφορά
κατ' άρθρο 1895 ΑΚ (δηλαδή, μεταξύ άλλων, και «οτιδήποτε τους δώρισε ή
οπωσδήποτε τους παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα ο κληρονομούμενος, όσο
ζούσε...»), η νόμιμη μοίρα για κάθε κατιόντα (άρα και για μένα τον ενάγοντα)
προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1834 §1 εδ. α' ΑΚ (και
όχι την ΑΚ 1831 §2, η οποία εφαρμόζεται όταν υπάρχει ένας μόνο κατιών,
20

που καλείται ως μεριδούχος), με βάση την εξ αδιαθέτου μερίδα, που θα


περιερχόταν σ' αυτόν, με συνυπολογισμό και της συνεισφοράς.
Ως βάση υπολογισμού της νόμιμης μοίρας έχουμε έτσι πλασματική
κληρονομική ομάδα, η οποία συντίθεται σύμφωνα όχι μόνο με το άρθρο 1831
ΑΚ (εφόσον είχαν γίνει παροχές και προς άλλους μεριδούχους, πλην
κατιόντων, ή/ και δωρεές προς τρίτους, προϋποθέσεις που δε συντρέχουν εν
προκειμένω) αλλά και τα άρθρα 1895, 1899 και 1900.
Το δε άρθρο 1899§1 ΑΚ ορίζει: «Η συνεισφορά γίνεται με τον
υπολογισμό της αξίας της παροχής, για την οποία υπάρχει υποχρέωση
συνεισφοράς, στην κληρονομιά που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των
κατιόντων και με την αφαίρεση κατόπιν της αξίας της από τη μερίδα εκείνου
που έχει υποχρέωση συνεισφοράς».
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 1834§2 ΑΚ προβλέπει ότι η παροχή που
λαμβάνεται υπόψη κατά την πρώτη παράγραφο του ίδιου άρθρου
(συνεισενεκτέα), όταν πρέπει και να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα
(καταλογιστέα), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1833§1 (δηλαδή πάντοτε,
εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή,
περίπτωση που δε συντρέχει εν προκειμένω), καταλογίζεται σ' αυτή για τη
μισή της μόνο αξία. Αν προκύπτει ότι έχει καταλειφθεί στο μεριδούχο λιγότερο
από τη νόμιμη μοίρα του (ή αν δεν έχει καταλειφθεί τίποτα σε αυτόν, όπως εν
προκειμένω) θα σχηματισθεί ένα κλάσμα με αριθμητή το υπόλοιπο από την
παραπάνω αφαίρεση και παρανομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της
πραγματικής πλέον ομάδας της κληρονομιάς, από τα οποία θα λάβει ο
μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό προς κάλυψη ή προς συμπλήρωση της
νόμιμης μοίρας του [για όλα τα ανωτέρω ζητήματα βλ. Παπαντωνίου, supra,
§§ 122-125, ιδίως δε σ. 442-443 και 446-452, όπου και αναλυτικά
παραδείγματα, και από την πάγια (υπό το ισχύον, μετά την τροποποίηση μέ
το ν. 1329/1983, δίκαιο) νομολογία ενδεικτικά ΕφΑΘ 5675/2002, supra, ΕφΑΘ
2576/1998, ΕλλΔνη 1999/413].
21

Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, κατά ρητή διάταξη του νόμου (ΑΚ
1831 §2 και 1895§2), για τον υπολογισμό της αξίας τόσο των παροχών του
άρθρου 1831 §2, όσο και των παροχών του άρθρου 1895 (εδ. α') ΑΚ
(συνεισενεκτέων), λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που έγιναν αυτές. 'Οπως
όμως γίνεται δεκτό σε σύμπασα τη θεωρία και τη νομολογία, το νόμισμα στην
περίπτωση αυτή δεν αντιμετωπίζεται ως μέσο πληρωμής, οπότε θα ίσχυε η
αρχή «δραχμή ίσον δραχμή» (και ήδη ευρώ), αλλά ως μέτρο αξίας των
αγαθών.
Για να βρεθεί λοιπόν η αξία που είχε η παροχή σε παλαιότερη εποχή,
το δικαστήριο μπορεί να καταφύγει σε σύγκριση και με άλλα αγαθά. Η αξία
πάντως της παροχής κατά το χρόνο που έγινε θα υπολογιστεί τελικά στο
σημερινό νόμισμα, επειδή η μέτρηση της αξίας των αγαθών γίνεται μόνο με το
νόμισμα που ισχύει τότε που γίνεται ο υπολογισμός (σχετικά βλ.
Παπαντωνίου, supra, 403 και 439-440). Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο Άρειος
Πάγος δέχεται παγίως ότι «αν όμως έκτοτε (δηλ. από το χρόνο που έγινε η
παροχή) και μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ο
οποίος χρόνος είναι και ο κρίσιμος, κατ' άρθρο 1831 ΑΚ, για τον
υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας, μεσολαβήσει νομισματική
έκπτωση ή ουσιώδης υποτίμηση της τρέχουσας αξίας της δραχμής
(όπως εν προκειμένω, όπου οι γονικές παροχές προς τους δύο υιούς
της αποβιωσάσης έγιναν στις 8.2.1986), πρέπει, κατ’ εφαρμογή της
καθιερουμένης από το άρθρο 288 ΑΚ, αρχή της καλής πίστεως, που
διέπει οποιαδήποτε ενοχή και την άσκηση των εξ αυτής δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων, η αξία αυτή του χρόνου της παροχής να υπολογισθεί
σε δραχμές (ήδη ευρώ με ισοτιμία 1:340,75) της ίδιας όμως πραγματικής
αξίας, την οποία αυτές είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του
κληρονομουμένου (3.9.2003). Η αξία δηλαδή του χρόνου της παροχής θα
αναχθεί, με βάση την αρχή της καλής πίστεως του άρθρου 288 ΑΚ, στο
ισάξιο της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού
ληφθεί υπόψη η τιμή και η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας σε
22

κυκλοφορούσες δραχμές, τόσο κατά το χρόνο της παροχής, όσο και


κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου και γίνει η μεταξύ
τους σύγκριση, αλλά και η αύξηση του τιμαρίθμου που επήλθε στο
μεταξύ, όχι δε και η αξία του αντικειμένου της παροχής κατά το χρόνο
του θανάτου του κληρονομουμένου (όπως δέχθηκε το δικαστήριο εν
προκειμένω, κατά παραδοχή της πραγματικής βάσεως της ενστάσεως
των εναγομένων), αφού κατά ρητή επιταγή του νόμου λαμβάνεται
υπόψη μόνο η αξία κατά το χρόνο της παροχής» (ΑΠ 1013/1996, ΕλλΔνη
1998/844, και από την πιο πρόσφατη νομολογία ΑΠ 1176/2002, ΕφΑΘ
3289/2001, ΕλλΔνη 2001/1394, ΕλλΔνη 2002/827, ΕφΑΘ 1305/2001, ΕλλΔνη
2001/1391, AΠ 713/2002, ΕλλΔνη 2003/707, 784 ΕΕΝ 2003/486).
Κατά δε την ίδια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει, προφανώς επί
ποινή απαραδέκτου του σχετικού ισχυρισμού (εν προκειμένω της ενστάσεως
των εναγομένων), να διαλαμβάνει αναλυτικώς στον ισχυρισμό του ο διάδικος,
ο οποίος ζητεί την αναγωγή της αξίας παροχής που έγινε από τον
κληρονομούμενο από αυτή του χρόνου που έγινε στην αξία του χρόνου του
θανάτου του κληρονομουμένου (βλ. λ.χ. την ΕφΑθ 5675/2002, supra).
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υιοθετώντας
την πραγματική βάση της ενστάσεως των εναγομένων περί συνεισφοράς και
καταλογισμού παροχής στη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος, δηλαδή την εντελώς
αυθαίρετη και αναιτιολόγητη εκτίμηση τους περί της (αντικειμενικής και όχι της
αγοραίας, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα) αξίας των γονικών παροχών της
διαθέτιδος προς τα δύο τέκνα αυτής κατά το χρόνο του θανάτου της
(3.9.2003), χωρίς οποιοδήποτε συσχετισμό της αξίας αυτής με την αξία που
δηλώθηκε στις υπ' αρ. 1067 και 1068/8.2.1986 πράξης γονικής παροχής (με
αναγωγή τους σε χρυσές λίρες Αγγλίας, τιμαριθμική αναπροσαρμογή του
σχετικού ποσού και τελικό υπολογισμό της αξίας τους σε ευρώ κατά το χρόνο
θανάτου της κληρονομουμένης), έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή
των οικείων διατάξεων.
23

'Όφειλε, δηλαδή, αρχικά να μετατρέψει τη δηλωθείσα αξία των γονικών


παροχών (400.000 δρχ.), κατά το χρόνο που έγιναν αυτές (8.2.1986), σε
χρυσές λίρες Αγγλίας, σύμφωνα με το Δελτίο Τιμών της Τράπεζας της
Ελλάδος για συναλλαγές της με ιδιώτες κατά την ημέρα εκείνη (δηλ.
400.000:11.835 = 33,798 χρυσές λίρες Αγγλίας), στη συνέχεια να
αναπροσαρμόσει το ποσό αυτό σύμφωνα με τον οικείο Πίνακα της Εθνικής
Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος για τη μηνιαία εξέλιξη του Γενικού Δείκτη
Τιμών Καταναλωτή (τιμαρίθμου κόστους ζωής) με έτος βάσης λ.χ. το 2005-
100 [δηλ. 33,798 x 94,386 (τιμάριθμος Σεπτεμβρίου 2003):18,037 (τιμάριθμος
Φεβρουαρίου 1986) = 176,862 χρυσές λίρες Αγγλίας] και τελικά να μετατρέψει
τις λίρες σε ευρώ με βάση την ισοτιμία που υφίστατο κατά το χρόνο του
θανάτου της κληρονομουμένης (3.9.2003) (δηλ. 176,862 x 75,21=13.301,78
ευρώ).
Για την εξεύρεση περαιτέρω της εξ αδιαθέτου μερίδας και εντεύθεν της
νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, το ανωτέρω ποσό (αξία της συνεισενεκτέας
παροχής κατά το χρόνο που έγινε αυτή, όπως ανήχθη στο ισάξιο της κατά το
χρόνο του θανάτου της κληρονομουμένης) θα προστεθεί (εις διπλούν, επειδή
δύο ήταν οι παροχές, ίσης αξίας, που έγιναν, κατά τον ίδιο χρόνο, προς τους
κατιόντες της αποβιωσάσης) στο ποσό της (αγοραίας) αξίας της
κληρονομιαίας (ακίνητης) περιουσίας (δηλ. 100.000 + 13.301,78 + 13.301,78
=126.603,56 ευρώ) και κατόπιν θα αφαιρεθεί (ολόκληρη) από τη μερίδα του
ενάγοντος, η οποία ανέρχεται στα 3/8 (ΑΚ 1813§§1 και 3 και 1820 εδ. α') της
πλασματικής ως άνω κληρονομικής ομάδας [δηλ. (3/8χ126.603,56)-
13.301,78=34.174,56 ευρώ ή 34,175/100 της πραγματικής κληρονομικής
ομάδας, δηλαδή του κληρονομιαίου ακινήτου]. Η δε νόμιμη μοίρα εμού του
ενάγοντος αντιστοιχεί στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας μου (AΚ 1825§1 εδ.
β') (δηλ. 34.174,56 : 2 =17.087,28 ευρώ).
Επειδή, όμως, εν προκειμένω η κληρονομουμένη, κατά το χρόνο που
προέβη στις συνεισενεκτέες παροχές προς τα τέκνα της, είχε ορίσει ότι αυτές
θα συνυπολογιστούν στις κληρονομικές τους μερίδες, πρέπει (και) η παροχή
24

προς εμέ τον ενάγοντα να καταλογιστεί στην κατά τα ανωτέρω νόμιμη μοίρα
μου (δηλαδή να αφαιρεθεί από αυτή), για τη μισή της όμως μόνο αξία [δηλ.
17.087,28 – (13.301,78 : 2) =10.436.39 ευρώ ή 10,436/100 της πραγματικής
πλέον κληρονομικής ομάδας (δηλαδή του διαμερίσματος αξίας 100.000
ευρώ)]. Κατά το εν λόγω ποσοστό εγώ ο ενάγων μετέχω στην κληρονομιά ως
κληρονόμος, το δε δικαστήριο όφειλε τουλάχιστον, ακόμη και σε περίπτωση
απορρίψεως του - περί ακυρώσεως της διαθήκης και περί αναγνωρίσεως
εμού του ενάγοντος ως κληρονόμου εξ αδιαθέτου κατά τα 3/8 (ή, έστω, κατά τα
34,175/100, επί αποδοχής, εν μέρει, της ενστάσεως συνεισφοράς των
εναγομένων) - αιτήματος, να με αναγνωρίσει ως νόμιμο μεριδούχο κατά τα
10,436/100 της κληρονομιαίας περιουσίας.
Β΄.- ΑΙΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ:
Πραγματογνωμοσύνη, ως γνωστόν, μπορεί να διατάξει και το Εφετείο,
ώστε να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η εκκαλουμένη απόφαση και σε
καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως
και να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση (ΕφΑθ 5271/1999 Δ/νη
1624/1999).
Ενόψει των προεκτεθέντων, άκρως αναγκαία παρίσταται η διενέργεια
δικαστικής πραγματογνωμοσύνης είτε από έναν μηχανικό, είτε από έναν
μεσίτη, είτε από κοινού, προκειμένου να διαπιστωθούν ζητήματα που
απαιτούν ειδικές επιστημονικές – τεχνικές γνώσεις (άρθρο 368 παρ. 1
ΚΠολΔ), χωρίς προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως
(ΟλΑΠ 1285/1982 ΝΟΒ 31.1182) και συγκεκριμένως για να διαγνωσθεί:
ποια ήταν στις 03.09.2003, ήτοι κατά το χρόνο του θανάτου της
κληρονομουμένης μητρός μου, η πραγματική (αγοραία) αξία του
διαμερίσματος του ισογείου ορόφου πολυωρόφου οικοδομής, που κείται
στο Βόλο και επί της οδού Καραϊσκάκη αρ.135, εμβαδού του
διαμερίσματος αυτού 99,04τ.μ. και αποτελείται από δύο δωμάτια,
καθιστικό, σαλονοτραπεζαρία, κουζίνα, χωλ και διάδρομο, μετά των
ποσοστών συνιδιοκτησίας του επί του οικοπέδου, εμβαδού 289τ.μ., αλλά
25

και των κοινοκτήτων, αλλά και των κοινοχρήστων χώρων της


οικοδομής.
Η πραγματογνωμοσύνη αυτή είναι απαραίτητη προς απόδειξιν των
θεμάτων της κρινόμενης υπόθεσης, σύμφωνα με τα άρθ. 270 παρ. 6 και 341
παρ. 2 και 4 του Κ.Πολ.Δ., γιατί χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης,
προσέτι δε της τρέχουσας αγοραστικής αξίας των ακινήτων, για να
αποδειχθούν οι ισχυρισμοί ημών των διαδίκων, οι οποίοι ισχυρισμοί ως προς
το εν λόγω κυρίαρχο ζήτημα τυγχάνουν άκρως αντιφατικοί και
αλληλοσυγκρουόμενοι.
Επομένως, αφού υπάρχει και σχετικό αίτημα παρ'εμού του
εκκαλούντος-ενάγοντος, πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης κατά το άρθ. 368 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. από πρόσωπο
που έχει τις απαιτούμενες ειδικές επιστημονικές γνώσεις.
Γ΄.- ΠΡΟΣΑΓΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ:
Αναφέρομαι και πάλι στην υπό κρίσιν αγωγή μου, το περιεχόμενο της
οποίας θεωρώ ως ένα σύνολο μετά των παρουσών προτάσεών μου.
Προς απόδειξιν των ισχυρισμών της υπό κρίσιν αγωγής μου, προσάγω
και επικαλούμαι κατά περιεχόμενο νομίμως κεκυρωμένα και
χαρτοσεσημασμένα αντίγραφα των κάτωθι εγγράφων μου, τα οποία και
προσήγαγα και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήτοι:
α) της προσβαλλομένης υπ.αριθ. 221/2006 οριστικής αποφάσεως του
Πολ.Πρωτ.Βόλου, μετά των ταυτάριθμων πρακτικών (βλ.υπ.αριθ. 1 & 2
σχετικά),
β) της από η 16/9/2004 (αυξ.αριθ.καταθ. 378/21-9-2004) αγωγής μου κατά
των αντιδίκων, μετά των από 26/11/2005 εγγράφων προτάσεών μου
(βλ.υπ’αριθ. 3 & 4 σχετικά),
γ) επικυρωμένο αντίγραφο των υπ' αριθ. 23/27-1-2004 πρακτικών του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με τα οποία δημοσιεύτηκε η
προσβαλλομένη διαθήκη, δηλαδή η υπ' αριθ. 7529/25-2-1998 δημόσια
26

διαθήκη τη: συμβολαιογράφου Βόλου Κερασιάς Καλτσογιάννη. που


περιέχεται στα εν λόγω πρακτικά(βλ.υπ’αριθ. 5 σχετικό),
δ) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του υπ’αριθ. 27068/1954
προικοσυμβολαίου του άλλοτε συμβολαιογράφου Βόλου Γεωρ.
Χρυσοχού, με το οποίο ολόκληρο το ακίνητο εδόθη ως προίκα στην διαθέτιδα
μητέρα μου Βαρβάρα Αγγελούση (βλ.υπ’αριθ. 6 σχετικό),
ε) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της υπ" αριθ. 946/1985 πράξης
σύστασης οροφοκτησίας επί του προικώου ακινήτου εκ μέρους της
μητέρας μου, στην οποία τούτο είχε πλέον περιέλθει, λόγω κατάργησης
προίκας(βλ.υπ’αριθ. 7 σχετικό),
στ) επικυρωμένα φωτοαντίγραφα των παρακάτω οικοδομικών αδειών:
στα) της υπ’αριθ. 192/1982 άδειας οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου
Μαγνησίας, με την οποία η μητέρα μου ανήγειρε το ισόγειο, επιφανείας
116,65 μ2, στβ) της υπ' αριθ. 340/1987 αδείας οικοδομής του Πολεοδομικού
Γραφείου Μαγνησίας, με την οποία ο αδελφός μου Γεώργιος Αγγελούσης
ανήγειρε επί του άνω ισογείου α' όροφο, επιφανείας 116,65 μ2 και στγ) της
υπ’αριθ. 509/1990 άδειας οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου
Μαγνησίας, με την οποία ανήγειρα εγώ επί της άνω οικοδομής, β' όροφο,
επιφανείας 116 μ2 (βλ.υπ’αριθ. 8 – 10 σχετικά),
ζ) φωτοτυπίες των υπ' αριθ. ΦΕΚ 571/Δ΄/4-8-1978 και 341 Δ΄/9-4-1993, απ’
τα οποία προκύπτουν οι όροι δόμησης των ακινήτων της περιοχής, που
βρίσκεται η επίδικη οικοδομή (βλ.υπ’αριθ. 11 & 12 σχετικά),
η) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του υπ’αριθ. 1067/1986 συμβολαίου
γονικής παροχής του άλλοτε συμβολαιογράφου Βόλου Γεωρ. Αδαμίδη,
με το οποίο η αποβιώσασα μητέρα μου μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής,
στον αδελφό μου Γεώργιο Αγγελούση το δικαίωμα ανέγερσης α' ορόφου
επάνω από το ισόγειο, επί του οικοπέδου της, που περιγράφεται στην ένδικη
αγωγή μου με αντιστοιχία στο οικόπεδο και στα κοινόκτητα και στα
κοινόχρηστα μέρη της αγωγής, όπως αυτά καθορίζονται στην υπό κρίση
αγωγή (βλ.υπ’αριθ. 13 σχετικό),
27

θ) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του υπ’αριθ. 1068/1986


συμβολαίου γονικής παροχής του άλλοτε συμβολαιογράφου Βόλου
Γεωρ. Αδαμίδη, με το οποίο η αποβιώσασα μητέρα μου Βαρβάρα
Αγγελούση, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, σ’ εμένα το δικαίωμα
ανέγερσης β' ορόφου επάνω από το ισόγειο, επί του άνω οικοπέδου,
που περιγράφεται στην ένδικη αγωγή μου, με αντιστοιχία στο οικόπεδο
και στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, όπως αυτά
καθορίζονται στην υπό κρίση αγωγή μου (βλ.υπ’αριθ. 14 σχετικό),
ι) το υπ’αριθ.πρωτ. 7039/22-9-2004 πιστοποιητικό του Υποθ/κείου Βόλου,
εξ ου αποδεικνύεται ότι ενεγράφη η ένδικη αγωγή μου στα βιβλία διεκδικήσεων
του Υποθ/κείου, στο τόμο 37 και αριθ.6. (βλ.υπ’αριθ. 15 σχετικό),
ια) το από 12/11/2004 πρακτικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, μετά
του από 4/1/2005 πρακτικό ματαίωσης της εξώδικης επίλυσης της
διαφοράς (βλ.υπ’αριθ. 16 & 17 σχετικά),
ιβ) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της από 27/11/2002 βεβαιώσεως του
Νοσοκομείου Βόλου, από την οποία προκύπτει ότι εκείνη την ημέρα
προσέφερα αίμα για τη διαθέτιδα μητέρα μου, η οποία το είχε άμεση ανάγκη,
γεγονός που δείχνει το αμέριστο ενδιαφέρον μου για την μητέρα μου και
συναίσθηση των υποχρεώσεών μου απέναντί της, στο μέτρο εκείνο που
επιβάλλει η σχέση τέκνου προς μητέρας (βλ.υπ’αριθ. 18 σχετικό),
ιγ) τις υπ’αριθ. 8752 & 8753/23-2-2007 εκθέσεις επιδόσεως της υπό κρίσιν
εφέσεώς μου προς τους καθ’ων, της δικαστικής επιμελητρίας του
Πρωτοδικείου Βόλου Φωτ.Κουρομπλή (βλ.υπ’αριθ. 19 – 20 σχετικά),
ιδ) αντίγραφο ληξιαρχικής πράξεως θανάτου της μητρός μου (βλ.υπ’αριθ.
21 σχετικό),
ιε) το υπ’αριθ.πρωτ. 21529/13-12-2005 πιστοποιητικό του Προϊσταμένου
της ΔΟΥ Α΄ Βόλου, από το οποίο προκύπτει ότι το επίδικο δηλώθηκε σαν
τέτοιο στην Υπηρεσία αυτή (βλ.υπ’αριθ. 22 σχετικό),
28

ιστ) τις υπ’αριθ. 5560 & 5561/23-9-2004 εκθέσεις επιδόσεως της


δικαστικής επιμελητρίας του Πρωτοδικείου Βόλου Φωτ.Κουρομπλή
(βλ.υπ’αριθ. 23 – 24 σχετικά),
ιζ) της από μηνός Δεκεμβρίου 2005 Τεχνικής Εκθέσεως του πολιτικού
μηχανικού Αθ.Γούλα, από την οποία προκύπτει ότι το υφιστάμενο σήμερα
κτίσμα, έχει καλύψει τον υφιστάμενο συντελεστή δόμησης και πομένως δεν
υφίσταται δυνατότητα υλοποίησης του καταλειφθέντος σε μένα δικαιώματος
του υψούν (βλ.υπ’αριθ. 25 σχετικό) και
ιη) της κοινής “Εκθέσεως Προσδιορισμού Αξίας Ακινήτου“ των
Αλεξάνδρου Φύτρα – πολιτικού μηχανικού, Ιωάννη Καλφόπουλου –
πολιτικού μηχανικού και Ανδρέα Δογκάκη – τοπογράφου
μηχανικού/κτηματομεσίτη, αναφορικά με την πραγματική αγοραστική αξία
του επιδίκου (βλ.υπ’αριθ.26 σχετικό).
Ε π ε ι δ ή αναφέρομαι στις πρωτόδικες προτάσεις μου, στις οποίες
και προσεκόμισα με επίκληση και ειδικότερα αναφέρομαι στην § Ι και στα σ'
αυτήν προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, στην οποία εκθέτω ότι η αγωγή
μου εισήχθη σε καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, στην § II και
στα σ' αυτήν προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, όπου εκθέτω τη νομική
βασιμότητα της αγωγής μου, στην § III και στα σ' αυτήν προσκομιζόμενα με
επίκληση έγγραφα, στην § IV και στα σ' αυτήν προσκομιζόμενα με επίκληση
έγγραφα, στην § Ι (μοναδική) της μη αριθμημένης προσθήκης και αντίκρουσης
και στο σ’αυτό επικαλούμενο έγγραφο με επίκληση (τεχνική έκθεση πολιτικού
μηχανικού Γούλα), στην § Ι της υπ' αριθμ. 1 προσθήκης και αντίκρουσης,
όπου αρνούμαι τον ισχυρισμό των καθ' ων ότι δεν ενεγράφη η αγωγή μου
στα βιβλία διεκδικήσεων (Ιδέτε προσκομιζόμενο και επικαλούμενο υπ' αριθμ.
πρωτ. 739/22-9-2004 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακας κ. Βόλου), στην § II
της ίδιας προσθήκης, όπου αρνούμαι τον ισχυρισμό των καθ' ων on η αγωγή
μου εισήχθη σε αναρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο, στην § III και στα σ' αυτήν
προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, στην οποία αρνούμαι ως νομικά και
ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό των καθ’ ων, οι οποίοι, δεχόμενοι το
29

ακυρώσιμο της διαθήκης, ισχυρίζονται ότι αυτή είναι μερικά άκυρη και ότι
τάχα κατά το υπόλοιπο είναι ισχυρή, στην § IV, όπου αρνούμαι τον
ισχυρισμό του εφεσίβλητου περί αοριστίας της επικουρικής βάσης της
αγωγής μου, στην § V, όπου αρνούμαι τον τρόπο υπολογισμού της νόμιμης
μοίρας μου, όπως την εκτιμούν οι εφεσίβλητοι, στην προσθήκη 2, όπου με την
μοναδική της παράγραφο, προσκομίζω με επίκληση επικυρωμένο
φωτοαντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της μητέρας μου, στην
προσθήκη και αντίκρουση 3 των προτάσεων μου και στα σ’ αυτήν
προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, στην οποία, ελέγχοντας τις καταθέσεις
των μαρτύρων στο ακροατήριο, καταλήγω στην κρίση ότι απεδείχθη η
ιστορική βάση της αγωγής μου και ότι ο όψιμος ισχυρισμός των
αντιδίκων ότι τάχα και να εγνώριζε η αποβιώσασα μητέρα μου την
μεταβολή του συντελεστή δόμησης, πάλι την ίδια διαθήκη θα
συνέτασσε, δεν απεδείχθη.
Ε π ε ι δ ή αρνούμαι και αποκρούω ως απαράδεκτο κάθε ισχυρισμό,
πρόταση ή ένσταση των αντιδίκων, που προτείνουν για πρώτη φορά στη
παρούσα συζήτηση της υποθέσεως.
Ε π ε ι δ ή αρνούμαι και αποκρούω, επίσης, κάθε νέο έγγραφο,
προσαγόμενο για πρώτη φορά από τους αντιδίκους μου στη παρούσα
συζήτηση της υποθέσεως και μη επικληθέν υπ’αυτών κατά την πρώτην
ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου συζήτησιν της ενδίκου αγωγής μου.
Ε π ε ι δ ή ουδένα αντίθετο ισχυρισμό, πρόταση ή ένσταση των
αντιδίκων συνομολογώ.
Για τους λόγους α υ τ ο ύ ς, ζητώ
Να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις μου, ενστάσεις μου και ισχυρισμοί
μου, επί τω τέλει όπως:
α) γίνει δεκτή καθ’ άπαν αυτής το αιτητικό η από 8/1/2007 έφεσή μου,
β) εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η πληττομένη υπ.αριθ. 221/2006
απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου (τακτική διαδικασία), επί τω
30

τέλει όπως γίνει δεκτή καθ’άπαν αυτής το αιτητικό η από 16/9/2004 αγωγή
μου και
γ) καταδικασθούν οι καθ’ων στην καταβολή της δικαστικής μου δαπάνης
αμφοτέρων των βαθμών.-
ΟΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
31

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ

Σε συνέχεια και προς υποστήριξιν των νομίμως, προσηκόντως και


εμπροθέσμως κατατεθεισών προτάσεών μου, αλλά και προς αντίκρουσιν των
προτάσεων των αντιδίκων μου, επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι. - Επειδή είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός των
εφεσίβλητων (η προβολή του προϋποθέτει την εκ μέρους των αντιδίκων
αποδοχή ότι η υπό κρίση διαθήκη είναι ακυρώσιμη) ότι η ακυρότης της
διαθήκης είναι μερική, περιοριζόμενη μόνο στην επίδικη διάταξη, δηλαδή
αυτή της διάθεσης σ' εμένα του δικαιώματος του υψούν.
Ο εν λόγω ισχυρισμός των εφεσίβλητων οδηγεί στο νομικά αβάσιμο
και λογικά παράδοξο συμπέρασμα, ότι η μοναδική κατάληξη κάθε
βλαπτομένου από ακυρώσιμη διάταξη διαθήκης, κατά της οποίας και
προσφεύγει στα δικαστήρια για να δικαιωθεί, είναι να ακυρωθεί η διάταξη
αυτή, χωρίς παραπέρα κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα για τον ενάγοντα.
Σε αυτή την άδικη και ανεδαφική συνέπεια οδηγεί ο ισχυρισμός των
καθ’ ων ότι τάχα εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται το αρθ. 181 ΑΚ, παρά
την αντίθετη άποψη της θεωρίας και νομολογίας (ΕφΚρ. 115/1973,
ΕλλΔνη 1973, σελ. 540 - Γεωργιάδη-Σταθόπουλου «ΑΚ κατ' αρθ. Ερμ.»,
αρθ. 1781-1812, σελ. 285, § 96).
Τούτο, δηλαδή το αδόκιμο της ερμηνευτικής εκδοχής της εν λόγω
διάταξης του ΑΚ (1784), προκύπτει από το περιεχόμενο της, που επί λέξει
έχει ως εξής: «Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν υπήρξε
αποτέλεσμα πλάνης από αίτια που μνημονεύονται στη διαθήκη και
ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, χωρίς τα οποία ο διαθέτης
δεν θα διατύπωνε τη διάταξη».
Όπως δε γίνεται δεκτό (Ψούνη «Κληρονομικό Δίκαιο», τομ. II, σελ. 222,
§ VI), προς τούτο δε εκτενώς αναλύεται και στις κατατεθείσες στο δικαστήριό
Σας έγγραφες προτάσεις μου, για να ακυρωθεί διάταξη διαθήκης,
32

σύμφωνα με το αρθ. 1784 ΑΚ, πρέπει να συντρέχουν οι εξής


προϋποθέσεις:
α) η δήλωση του διαθέτη να είναι προϊόν πλάνης (πεπλανημένα
αίτια),
β) τα πεπλανημένα αίτια (νομικά ή πραγματικά) να μνημονεύονται
στη διαθήκη,
γ) τα πεπλανημένα αίτια να ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το
μέλλον και
δ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην πλάνη του διαθέτη
και στη διάταξη της διαθήκης του, με την έννοια ότι ο διαθέτης, χωρίς τα
πεπλανημένα αίτια, δεν θα διατύπωνε την διάταξη, ήτοι ότι το πεπλανημένο
αίτιο αρκεί ότι επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της βούλησης του
διαθέτη.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανές ότι η διαθέτης, εάν
γνώριζε κατά τον χρόνο κατάρτισης της διαθήκης την μεταβολή των όρων
δόμησης της περιοχής, που δεν επέτρεπε την ανέγερση και άλλου ορόφου,
δεν θα κατέλειπε σε μένα ανύπαρκτο δικαίωμα, αφού δεν είχε κανένα λόγο
να με τιμωρήσει και μάλιστα κατά τρόπο ανοίκειο, κάνοντας σε βάρος
μου «μαύρο χιούμορ», δοθέντος μάλιστα ότι οι σχέσεις μας ήταν πολύ
καλές, όπως πρέπει να είναι αυτές μεταξύ μητέρας και γιου.
Ενδεικτικά, αναφέρω ότι όταν η μητέρα μου αρρώστησε, έπραξα αυτό
που έπρεπε να κάνω σαν γιος προς άρρωστη μητέρα, προσέτρεξα και
προσέφερα το αίμα μου αυθορμήτως προς την μητέρα μου – διαθέτιδα, στο
Νοσοκομείο Βόλου, όπου νοσηλευόταν (βλ. προσκομιζόμενο και
επικαλούμενο επικυρωμένο αντίγραφο της από 27-11-2002 βεβαιώσεως
του Νοσοκομείου Βόλου).
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι και εάν ακόμη η διαθέτης γνώριζε την
πραγματική κατάσταση, την ίδια διαθήκη θα συνέτασσε, γιατί είχε μεγάλη
αδυναμία στην δεύτερη εφεσίβλητη εγγονή της, λόγω του ότι είχε το όνομα
της (εγώ δεν είχα κόρη).
33

Μολαταύτα, ο ισχυρισμός αυτός, εκτός του ότι είναι ουσιαστικά


αβάσιμος, είναι και νομικά λανθασμένος και τούτο διότι εν προκειμένω,
σύμφωνα με την ρύθμιση του αρθ. 1784 ΑΚ., εκείνο που εκτιμάται είναι
εάν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της άγνοιας της μητέρας μου
για την ύπαρξη δυνατότητας, κατά τις πολεοδομικές διατάξεις, ανέγερσης
και άλλου ορόφου και της δηλώσεως της στην υπό κρίση διαθήκη, με την
οποία μου κατέλειπε το δικαίωμα του υψούν. Και τέτοια συνάφεια προκύπτει
ευθέως από το περιεχόμενο της υπό κρίση διαθήκης.
Προσέτι, είναι προφανές ότι εάν το γνώριζε δεν θα συνέτασσε διαθήκη
με αυτό το περιεχόμενο. Θα ήταν αδιανόητο για μία μητέρα να αφήσει στο
γιο της, με τον οποίο είχε πολύ καλές σχέσεις ανύπαρκτο δικαίωμα. Το μόνο
ορθό συμπέρασμα, στο οποίο κανείς μπορεί να καταλήξει, ενόψει των
συγκεκριμένων συνθηκών και των εκφρασμένων διαθέσεων της μητέρας
μου, όπως αποτυπώνονταν στην υπό κρίση διαθήκη, είναι ότι θα κατέληγε
στην σύνταξη μιας άλλης διαθήκης, με άλλο περιεχόμενο, που θα απέβλεπε
στο να μην αδικηθεί κανένας κληρονόμος της, πολλώ μάλλον να μην τεθεί
εκτός αυτής εν αγνοία της και άνευ της βουλήσεώς της, αφού η αληθινή και
αδιαμφισβήτητη βούλησή της ήταν εμένα να καταστήσει αποκλειστικό
κύριο ενός περιουσιακού της στοιχείου, που θεωρούσε ότι υφίστατο και
στους λοιπούς δύο αντιδίκους μου, τον μεν πρώτο να καταστήσει
επικαρπωτή και την δε δεύτερη ψιλή κυρία του ισογείου διαμερίσματος.
Εξάλλου, η εμμονή των εφεσίβλητων στον ισχυρισμό ότι και να γνώριζε
η διαθέτης την πραγματική κατάσταση, την ίδια διαθήκη θα συνέτασσε,
εκτός του ότι κατά τα άνω δεν είναι λογικός, στηρίζεται σε άλλη διάταξη και
δη στην αρθ. 1786 ΑΚ, που αφορά παράλειψη μεριδούχου από πλάνη,
δηλαδή σε ειδικότερη ρύθμιση της πλάνης, η οποία αφορά τον μεριδούχο,
όπου ρητά προβλέπεται ότι η ακύρωση αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι
ο διαθέτης θα προχωρούσε στην σύνταξη της διαθήκης και εάν γνώριζε
την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε.
34

Δηλαδή εν προκειμένω (παράλειψη μεριδούχου), έχουμε ειδική


ρύθμιση, που δεν εφαρμόζεται γενικά σε όλες τις περιπτώσεις πλάνης περί
τα παραγωγικά αίτια, παρά μόνο στην ειδική πλάνη περί την παράλειψη
μεριδούχου και η οποία, κατά την νομολογία (Εφθεσ. 919/1981, Αρμ. 1982,
σελ. 812), προβαλλόμενη ως ισχυρισμός, συνιστά ένσταση, υποκείμενη στο
συγκεντρωτικό σύστημα.
Σε τελευταία ανάλυση, εν προκειμένω, έχουμε διαφορετική ουσιαστική
ρύθμιση και δικονομική αντιμετώπιση. Ενδεικτικό της λανθασμένης
προβολής του ισχυρισμού αυτού εκ μέρους των εφεσίβλητων, είναι ότι τον
ισχυρισμό αυτό προέβαλαν το πρώτον με την προσθήκη και αντίκρουση και
μάλιστα μετά την εξέταση των μαρτύρων και εκ του λόγου απαραδέκτως,
πράγμα που δεν θα συνέβαινε εάν εφαρμόζονταν η ρύθμιση του αρθ. 1786
ΑΚ, όπως παραπάνω εκθέτω.
II. - Επειδή οι εφεσίβλητοι, αντιλαμβανόμενοι ότι η εκ πλάνης της
μητέρας μου γενομένη σ' εμένα αδικία είναι προφανής, προσπαθούν να
διορθώσουν την εντύπωση, επικαλούμενοι ηθικά επιχειρήματα, ότι τάχα
βοηθήθηκα από τον πρώτο αντίδικο πατέρα μου, για να ανεγείρω τον όροφο,
του οποίου το δικαίωμα του υψούν μου δώρισε η μητέρα μου, χωρίς να
προσδιορίζουν μάλιστα και το ύψος της βοήθειας.
Κατ' αρχήν, αν υπήρχε κάποια βοήθεια, που εγώ αρνούμαι, όπως
αμέσως στην συνέχεια θα εξηγήσω, δεν επηρεάζει την κρίση του δικαστηρίου
σας, διότι στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που τίθεται προς κρίσιν είναι το
κληρονομικό μου δικαίωμα και μάλιστα το εκ της διαθήκης της μητέρας μου.
Επιπλέον, είναι και καθολοκληρίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός,
διότι ο όροφος ανηγέρθη με δικά μου χρήματα, αφού είμαι πολιτικός
υπομηχανικός και από το έτος 1980 μέχρι και σήμερα εργάζομαι στις
Τεχνικές Υπηρεσίες του Δημοσίου, η δε σύζυγος μου, με την οποία είμαι
νυμφευμένος από το έτος 1988, είναι λογίστρια και εργάζεται στον ιδιωτικό
τομέα και με τις οικονομίες μας, αλλά και με δάνειο, ποσού 2.000.000 δρχ.,
που έλαβα στις 4-5-1992 με τον «Αυτόνομο Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας»
35

(βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του


υπ'αριθ. 3149/4-5-1992 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Βόλου
Κερασιάς Καλογεροπούλου-Καλτσογιάννη), ανεγείραμε τον όροφο, για τον
οποίο η μητέρα μου, δώρισε εις εμέ, κατά τα ανωτέρω πολλαπλώς λεχθέντα,
το δικαίωμα του υψούν.
Ε π ε ι δ ή ουδένα ισχυρισμό, πρόταση ή ένσταση των αντιδίκων
συνομολογώ.
Ε π ε ι δ ή κατά τα λοιπά αναφέρομαι στο περιεχόμενο της υπό κρίσιν
αγωγή μου, ως προς την οποία η παρούσα προσθήκη μου και οι εντεύθεν
προτάσεις μου αποτελούν εν ενιαίο σύνολο.
Γ ι α τ ο υ ς λ ό γ ο υ ς α υ τ ο ύ ς, ζητώ
Ότι και ανωτέρω στις προτάσεις μου.-
Οι αυτοί πληρεξούσιοι δικηγόροι

You might also like