Professional Documents
Culture Documents
μια ηθογραφία
Αθηνά Βαλασίδου
Όταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας "συνάντησε" τον Ζητιάνο μπορεί ο αρχικός του στόχος για μια πιστή
αναπαράσταση της ζωής της ελληνικής υπαίθρου σύμφωνα με τις επιταγές της ηθογραφίας να
εκπληρώθηκε. Όμως οι μελετητές διέκριναν στη νουβέλα δυο ακόμη διαφορετικές κατηγορίες,
τον νατουραλισμό που διέπει όλο το έργο καθώς και την καυστικότητα με την οποία κρίνει τα
κακώς κείμενα της εποχής του. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά που αφορούν τα εκφραστικά μέσα,
η αφηγηματική αναδρομή καθώς και η γλαφυρότητα με την οποία σχηματίζει τις αδρές
περιγραφές του φυσικού κόσμου, θα αποτελέσουν τους επιπλέον προβληματισμούς μας πάνω στο
σπουδαιότερο και όμως τόσο αμφιλεγόμενο έργο του Ήλειου συγγραφέα.
Ο νατουραλισμός, το λογοτεχνικό κίνημα του τέλους του 19ου αιώνα γεννήθηκε από το
συνδυασμό της ρεαλιστικής παράδοσης και των επιστημονικών νεωτερισμών. Η δρομολόγηση
μιας Ευρώπης δυο ταχυτήτων όπου το χάσμα ανάμεσα στην αστική τάξη η οποία συσσωρεύει
προκλητικό πλούτο και την εργατική τάξη η οποία ωθείται στην έσχατη ένδεια διευρύνεται
επικίνδυνα. Παράλληλα η εντυπωσιακή πρόοδος των εργασιών των Darwin και Taine προωθούν
αποφασιστικά τη βιολογία και την ιατρική, δυο επιστήμες που αφορούν άμεσα τον άνθρωπο. Ο
νατουραλισμός λοιπόν αναλαμβάνει να φέρει τη λογοτεχνία σε επαφή με τη νέα αυτή κοινωνική
και επιστημονική πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα μεταξύ λίγων[1] ο Ανδρέας Καρκαβίτσας επηρεασμένος από τη σφοδρότητα του
ύφους του Ζοlα και των Ρώσων συγγραφέων δημιουργεί τον Ζητιάνο ένα ζοφερό πίνακα της
ελληνικής πραγματικότητα του καιρού του όπου το κακό όχι μόνο μένει ατιμώρητο, μα και
θριαμβεύει. Η δράση τοποθετείται σε ένα τυπικό χωριό της Θεσσαλίας. Ο συγγραφέας παρατηρεί
αποστασιοποιημένος τα περιστατικά που ξεδιπλώνονται μπροστά του, (ξυλοδαρμός του ζητιάνου
από τον τελωνοφύλακα) διατυπώνει μια υπόθεση για τα αίτια του, («ο Βαλάχας περισσότερο δεν
εχώνευε τους ζητιάνους […] Γυρίζει τα σπίτια και απλώνει το χέρι σε κάθε διαβάτη») και
πειραματίζεται με τις συνθήκες που προκαλούν στους χαρακτήρες του τη συγκεκριμένη
παθολογική συμπεριφορά ώστε να επαληθεύσει την αρχική του υπόθεση («και ο τελωνοφύλακας
εξακολούθησε το νευρικό του περπάτημα […] Τι θες μωρέ ψυχοβγάλτη […] Στην τόσην επιμονήν
του ζητιάνου έχασε την υπομονήν του.»)
Ταυτίζοντας την τέχνη του με την επιστήμη του ως ιατρού δίνει έμφαση στην κλινική μέθοδο και
μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων για να δείξει ότι είναι δέσμια εξωτερικών
δυνάμεων («Η κόρη με το πρώτο ψέλλισμα των ονομάτων της οικογένειας έμαθε να ψελλίζει και
του αντρός της το όνομα […] και τόσον είχε τα αισθήματα συγχυσμένα μέσα της, ώστε δεν
ημπορούσε να διακρίνη αν εζητούσε τούτο για να αποχτήση τον άπιστον εραστήν η για να
τιμωρήση μισητήν αντίζηλο.») Αυτή ακριβώς η ντετερμινιστική θεώρηση στάθηκε η αιτία για ένα
πλήθος αρνητικών κρίσεων[2].
Είναι οφθαλμοφανές ότι οι ήρωες του έργου παρουσιάζονται ως όντα στερημένα από ευγενικές η
θείες καταβολές τα οποία υπό την επήρεια των ενστίκτων τους εκφυλίζονται στην αρχική
κατάσταση του κτήνους, «Την άλλην όμως ημέρα έκλαψε κι επενθοφόρεσεν. Αλλά συγχρόνως
άρχισε να λογαριάζη κατά πόσο θ' αύξεναν τα εισοδήματα του έπειτα από οχτώ δέκα χρόνια, όταν
άρχιζε να ενοικιάζη και τα δυο νέα του παραλλάγματα».
Επιπλέον το κείμενο παρουσιάζει ένα πλήθος από εικόνες και λέξεις του ζωικού βασιλείου
επιβεβαιώνοντας τη ρηξικέλευθη θέση του νατουραλισμού ότι τα είδη των ζώων από όπου
κατάγεται ο άνθρωπος εξελίσσονται σύμφωνα με μια διαδικασία φυσικής επιλογής, κατά την οποία
επικρατούν τα δυνατότερα. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της επιβολής του ισχυρού
στον ανίσχυρο αποτελεί ο αποτρόπαιος φόνος των ανυπεράσπιστων βρεφών από τον ίδιο τους
τον πατέρα.
Είναι εμφανές ότι ο Τζιριτόκωστας είναι η κυρίαρχη μορφή του έργου. Εξαπατά τους χωριάτες και
τους αποσπά χρήματα ορμώμενος όχι από την πάλη για την επιβίωση αλλά από την ανήθικη
συνήθεια της κερδοσκοπίας. Οδηγεί τον ανυποψίαστο τελωνοφύλακα στα όρια της υπομονής με
απώτερο σκοπό το περιστατικό του ξυλοδαρμού. Και παρότι εμφανίζεται μπρος στα μάτια των
Καραγκούνηδων ως ανυπεράσπιστο θύμα, στην πραγματικότητα είναι αυτός η ψυχογραφική
δύναμη, ένας ανώτερος ανθρώπινος μηχανισμός που η ζωή του δίδαξε πώς να παρατηρεί και να
ελέγχει τις ανθρώπινες αδυναμίες. («Ο ζητιάνος από μακρινή σπουδή των ανθρώπων είχεν
αποχτήση και αυτά τα φιλοσοφικά πορίσματα»).
Κάτω από τις επιδράσεις των αρχών του νατουραλισμού ο Καρκαβίτσας προχωρεί «εις την
αντιγραφήν της φυσικής ζωής των ενστίκτων της ζωής της άξεστου φθάνει σχεδόν τον Ζολά με
τόσην ευκολίαν χρωματίζει τας εικόνας του.»[4] Κι αληθινά με τη χρήση ενός πλούσιου
λεξιλογίου στη θεσσαλική διάλεκτο ο συγγραφέας μας φέρνει πλησιέστερα στον κόσμο που
αναπαριστά. Φαίνεται λοιπόν πως δεν αρνείται στους ανθρώπους του λαού να μιλήσουν στη
γλώσσα τους μόνο που τη δυνατότητα αυτή την περιορίζει στους διαλόγου Ο ίδιος δεν έχει λόγο
να ταυτιστεί με τα πρόσωπα του[5] αλλά θέτει ανάμεσα τους μια απόσταση που επιβάλει η
αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο και ο νατουραλισμό Μ’ αυτό το τρόπο το έργο αποκτά μια
φωτογραφική και φωνογραφική πιστότητα,[6] άκρως αποδοτική για το σύνολο της έκφραση Ο
Πέτρος Χάρης θεώρησε ότι «η περιγραφή του δε θέλει πολύ για να πάρει τη θέση εξωτερικού και
διακοσμητικού στοιχείου με συνέπεια το έργο να φαίνεται ρηχό, ηθογραφικό και κατώτερο.»[7]
Ποιος όμως θα μπορούσε να κατηγορήσει έναν καταγραφέα της πραγματικότητας, ο οποίος
ερμήνευε τα κοινωνικά φαινόμενα χωρίς μάλιστα να υπολείπεται σε αφηγηματική ευχέρεια,
επινοητική φαντασία και κυρίως συνείδηση του ύφους; («και κάτω από την εντύπωση αυτή
συμμαζωμένος, με κομμένη αναπνοή ούτε να γυρίσει πλέον στον παραγιό τα μάτια, ούτε να
κινηθεί από τη θέση του ετολμούσε»)[8].
Παρόλα αυτά πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Καρκαβίτσας αναπαριστά τον κόσμο όπως ο ίδιος τον
αντιλαμβάνεται, δηλαδή από τη σκοτεινή του πλευρά. Η ιδιοσυγκρασία και η ψυχοσύνθεση του
καθορίζουν την οπτική γωνία από την οποία βλέπει την εξωτερική πραγματικότητα. Μια τέτοια
παραδοχή υπονομεύει συνεπώς τη νατουραλιστική αρχή ότι ο συγγραφέας όπως ο επιστήμονας
παρατηρεί κι αναλύει τα θέματα του με ψυχρότητα κι αφήνει περιθώρια στη δράση της φαντασίας.
Η εμφάνιση της ηθογραφίας στη νεοελληνική λογοτεχνία σχετίζεται με τις ευρύτερες εξελίξεις
στον πνευματικό χώρο. Η εμφάνιση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού και η εξέλιξη της
λαογραφίας στην Ελλάδα είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες στους οποίους οφείλεται η στροφή
της λογοτεχνίας στην ελληνική καθημερινή ζωή. Επιπλέον η μετάφραση του προλόγου της Νανάς
από τον Ι. Καμπούρογλου και η προκήρυξη διαγωνισμού συγγραφής διηγήματος από το
περιοδικό Νέα Εστία με θέμα ελληνικό εγκαινίασε την καλλιέργεια του ηθογραφικού είδους.
Βέβαια ο Ζητιάνος δεν ανήκει στην κατηγορία των ωραιοποιημένων ειδυλλιακών έργων όπως την
προπαγάνδισε η Εστία[11] αλλά διατηρεί αποκλειστικά τη σχέση του με τη λαογραφία μέσα από
την απεικόνιση των ηθών και εθίμων. («Οι Καραγκούνηδες δεν άλλαζαν εύκολα τα φορέματα
τους παρά τέσσερες – πέντε φόρες το χρόνο»). Σ' αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο
Ζητιάνος χαρακτηρίζεται ως ηθογραφικό έργο «όχι γιατί έγραψε για μια γκλίτσα ολίγη γιαούρτη
καρδάρας μιαν βλαχοκάλτσαν κι ένα ζευγάρι τσαρούχια, αλλά γιατί η σχέση του με τη λαογραφία
και τα προβλήματα της είναι συνειδητή και πολύπλευρη»[12].
Ο Καρκαβίτσας επιλέγει την πιο καθυστερημένη επαρχία που μόλις είχε απελευθερωθεί από τους
Τούρκους και μας δείχνει την αθλιότητα του Για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού επιστρατεύει
λαϊκές παροιμιώδης εκφράσεις και παραδοσιακά τραγούδια. («Θεός σχωρέσ’ τη μάνα σου δως μου
λιγάκι αλεύρι […] εκείνος που ελεεί φτωχό δανείζει το Θεό»).
Κυρίαρχη παρουσία στο κείμενο κατέχουν οι αναφορές σε εξώκοσμα πλάσματα «στοιχειά»,
«νεράιδες» και «βρικόλακε» Ο συγγραφέας σατιρίζει τη δεισιδαιμονία των Καραγκούνηδων που
τους ωθεί στο αποτρόπαιο μέσο καταπολέμησης του κακού τη μαγεία. Βλέπουμε δηλαδή την
ηθογραφία να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις προλήψεις με συνέπεια τη δημιουργία ανθρώπινων
τύπων που έχουν τη μαγεία ως ιδιότητα που τους ξεχωρίζει από τον ευφυή ζητιάνο. «Ο
Τζιριτόκωστας γνώριζε πολύ καλά τη μαγική επιρροή που έχουν στις γυναίκες τα μυστήρια και τα
σύμβολα», «Ο Ζητιάνος όμως ούτε τα μάγια του επίστευε αλλ’ ούτε και το βρικολάκιασμα του
παραγιού του. Ποτέ τέτοιες προλήψεις δεν εκόλλησαν στο θετικό του πνεύμα.»
Η αναδρομική αφήγηση
Ωστόσο ο Καρκαβίτσας δε θέλει να εγείρει την ευαισθησία μας και να ξεχάσουμε τα σκιερά και
αποκρουστικά μέρη του έργου. Γι' αυτό το λόγο ίσως δεν εξετάζει την επαιτεία ως κοινωνικό
φαινόμενο που έχει κατ' ανάγκην οικονομικά αίτια. Κι αν ο ήρωας ζει φτωχικά σίγουρα δε ζει στην
ανέχεια. «Η επαιτεία είναι επάγγελμα που προσφέρει και την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα
και το μονόλεφτο της χήρας». Άλλωστε ο ζητιάνος όπως υπογραμμίζει ο Απ. Σαχίνης «είναι μια
ενσυνείδητη δύναμη του κακού που γνωρίζει πως πράττει το κακό»[18].
Όμως αυτό που επιτυγχάνει κυρίως η αναδρομική αφήγηση είναι η διατήρηση του ωμού
νατουραλιστικού ύφους. Το φλας μπακ διακόπτει το επεισόδιο του ξυλοδαρμού του ζητιάνου. Ο
ήρωας υπομένει στωικά το ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και ο αναγνώστης κινδυνεύει να
εξαπατηθεί από τη θλιβερή εικόνα του αιματοκυλισμένου ζητιάνου. Φροντίζοντας για την
αρχιτεκτονική οικονομία του κειμένου, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την παιδική ηλικία του
Τζιριτόκωστα «στα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας του, τα Κράκουρα που θα ειπή
καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρρας». Aυτό λοιπόν που πρέπει να αποφευχθεί είναι ο οίκτος
προς τον ζητιάνο. Κατανοούμε τη φύση του αλλά δεν τη συμμεριζόμαστε. Εξάλλου, το τέλος είναι
προδιαγεγραμμένο και σε αυτό δεν επιτρέπονται συναισθηματισμοί.
Το αριστοτεχνικό ύφος του Καρκαβίτσα βασίζεται στη λεπτή απόσταση ανάμεσα σε δυο άνισες
πραγματικότητες, μια υποκειμενική και μια αντικειμενική, ανάμεσα στον περιορισμένο τρόπο με
τον όποιο βλέπουν οι χαρακτήρες τον κόσμο και τη διαυγή όραση του αφηγητή που τους
παρακολουθεί να τον κοιτάζουν. «Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρέμενος ένα με τ’ άλλο τα
κρεμασμένα τρόπαια και ο σεβασμός άμετρος επλυμμύριζε την καρδιά του και τα στήθη του
εβάρυναν σαν μυλόπετρα στην προγονικήν εκείνη δόξα.» Το λεξιλόγιο και ο τόνος του πλάγιου
λόγου, του επιτρέπουν να κρίνει τη συμπεριφορά των χαρακτήρων χωρίς να χρειάζεται να τους
σχολιάσει. Είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο ο Καρκαβίτσας χειρίζεται τη λεπτομέρεια και
φορτίζει τα αντικείμενα με συμβολική αξία («Καθέν’ από εκείνα (τα μπαστούνια) είχεν επάνω του
ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα»), που του επιτρέπουν να υποδηλώνει μια
σειρά επιπρόσθετων νοημάτων, να δημιουργεί μια 'εντύπωση', να ολοκληρώνει μια ατμόσφαιρα
και τελικά να καταδικάζει αθόρυβα την ηθική στασιμότητα του ήρωα.
Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται σε διάστημα τεσσάρων ημερών[20] όσο ακριβώς χρειάζεται ο
ήρωας για να εξαπατήσει τους Καραγκούνηδε Η μέρα διαδέχεται τη νύχτα και από το Νυχτερέμι
ως τη Χαλκιδική όπου βρισκόταν ο τελωνοφύλακας το ελληνικό τοπίο παίρνει χρώμα και φωνή
(«Τα ήμερα πουλιά της πεδιάδας, οι πελαργοί και οι νυχτοκόρακες […] εκάθιζαν επάνω στα κλαδιά
κι εζητούσαν σπόρους θρεφτικούς […] να γεμίσουν τ’ άγρια δάση με κελαηδήματα και τα σπίτια
των δούλων με ολόχαρες φωνές»). Είναι αξιοσημείωτο ότι σ' αυτό το σημείο ο Καρκαβίτσας
ξεπερνά τα όρια του νατουραλισμού και της ηθογραφίας. Αυτό που είναι όμως πραγματικά
δυσάρεστο είναι ότι οι κριτικοί της εποχής είδαν μόνο ότι «αι λαικαί προλήψεις χανδακώνουν το
έργον της πραγματικής φιλολογικής δημιουργίας»[21]. Δε διέκριναν την εξαίσια εικόνα της
θεότητας Αυγής- όπως αυτή ζωντανεύει στο έργο του Guido Reni - η οποία υποκινεί τις Ώρες που
χορεύουν με το φαιδρό ρυθμό τους γύρω από το άρμα του Απόλλωνα, θεού του ήλιου ενώ
προπορεύεται ο Αυγερινός με το δαυλό του. («Ο αυγερινός αχτινολουσμένος τρέμει εμπρός στην
παρουσία του ήλιου, […]αναλαμπή αιματένια σημαδεύει την πρωτοπορία των Ωρών και γελά η
Αυγή κροκόπεπλη, ενώ των πύρινων αλόγων τα νύχια στίβουν τη στουρναρόπετρα και
ανεβαίνουν μέσα σε ποταμούς μεθυστικού σέλαος»)
Ωστόσο όλοι πληρώνουν για τη δεισιδαιμονία και την ανηθικότητα που στηλιτεύει ο συγγραφέας.
Κάτι τέτοιο λογικά θα οδηγούσε στην τιμωρία και τον ζητιάνο. Αυτό που τελικά πληρώνουν οι
Καραγκούνηδες είναι η έλλειψη της ελεύθερης βούλησης, της ικανότητας να ορίζουν τη ζωή τους
και να ρυθμίζουν ανάλογα τη συμπεριφορά του Όμως ο ζητιάνος η 'ενσυνείδητη δύναμη του
κακού', ορίζει τη ζωή του και παρότι η φύση του κληροδότησε μόνο τις ασχήμιες της αυτός την
υπερνικά σαν «παντοδύναμος μάγος που συγκεντρώνει στα στιβαρά χέρια του δυνάμεις της γης
και στοιχειά του αιθέρος, άγνωστα στους πολλούς θνητού Και ήταν ικανός ν’ αλλάξη όχι μόνον
την τύχην αλλά και αυτή την φύση των όντων».
Σημειώσεις
Βιβλιογραφία
Αναστασιάδου Α., κ.ά., 2000, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος
αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα.
Μαστροδημήτρης Π. Δ., 1980, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Καρδαμίτσας Αθήνα.
Μπαλούμης Επ., 1999, Ανδρέας Καρκαβίτσας ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα.
Παπαθανασόπουλος Θ., 1990, «Ο αληθινός Ζητιάνος του Καρκαβίτσα», Νέα Εστία, τομ. 128,
τεύχος 1517, (Σεπτέμβριος), Αθήνα.
Σαχίνης Απ., 1997, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Bιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
Σταυροπούλου Ερ., 1997, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές
της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Η, Σοκόλης, Αθήνα.
Χάρης Π., 1990, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Νέα Εστία, τομ. 128, τεύχος 1517, (Σεπτέμβριος),
Αθήνα.
Gombrich E. H., 1994, To χρονικό της τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
Vitti M., 1980, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα.