You are on page 1of 477

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ.

ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ

Η ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

ΤΟΜΟΣ 3

Η Οθωμανική κατοχή, Η Νεότερη Ελλάδα

ΑΘΗΝΑ
Δρ. ΔΙΟΝ. Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

ΤΟΜΟΣ 3

Η Οθωμανική κατοχή
Η Επανάσταση του 1821
Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΘΗΝΑ 2018
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του
έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με
οποιοδήποτε μέσο, χωρίς σχετική άδεια του συγγραφέα

ISBN: 978-618-83386-3-0

COPYRIGHT © 2018: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ

Τηλ.: 210 99 22 717


Στην ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος…………………………………………………………………………………………………….. 14
Σύντομη επισκόπηση ........................................................................................ 18
ΜΕΡΟΣ Α΄ ........................................................................................................... 22
Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ................................................................................... 22
ΚΕΦ. 1. Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ. .................................................... 24
1.1. Τα πρώτα μέτρα. Η παγίωση της κατάστασης. ......................................... 24
ΚΕΦ. 2. ΟΙ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. ............................................................ 29
2.1. Οι πρώτοι Τουρκοβενετικοί πόλεμοι. ......................................................... 29
2.2. Η κατάληψη της Επτανήσου (1480-1489). ................................................. 32
2.3. Οι επιπόλαιες ενέργειες της Ευρώπης ευνοούσαν τους Οθωμανούς. ...... 34
2.4. Η αντίσταση των Ιπποτών της Ρόδου. ....................................................... 37
2.5. Η επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς Δυσμάς. .................... 39
2.6. Νέα συστράτευση των Χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσης . .................... 41
2.7. Οι επόμενες εξελίξεις................................................................................. 44
2.8. Η ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Ενετούς (1684-1697). Οι
εχθροπραξίες στην Αδριατική και στο Αιγαίο. .................................................. 52
2.9. Το τέλος του 6ου κύκλου του Τουρκοβενετικού πολέμου και η Συνθήκη
του Κάρλοβιτς (1699) ......................................................................................... 57
ΚΕΦ. 3. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΒΙΤΣ (1699-
1774). ........................................................................................................................................ 59
3.1. Η αφύπνιση της Ρωσίας . Ο Μ. Πέτρος Α΄. ................................................ 59
3.2. Ο 7ος κύκλος του Τουρκοβενετικών πολέμων. Η Συνθήκη του
Πασσάροβιτς (1717). ......................................................................................... 61
3.3. Τα Ορλωφικά: Η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774). .................. 67
ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ ΚΑΪΝΑΡΤΖΗ (1774-
1821) ......................................................................................................................................... 74

8
4.1. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη του Ιασίου. .............................. 74
4.2. Η δράση του Λάμπρου Κατσώνη (1788-1804)............................................ 76
4.3. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και οι Σουλιώτες. ......................................... 78
4.4. Ο Ρήγας Φεραίος – Βελεστινλής και ο Ιωάννης Καποδίστριας. ................. 81
ΚΕΦ. 5. ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΑ, ΑΓΡΟΤΙΚΑ, ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ....................................... 85
5.1. Οι Ελληνικές κοινότητες κατά την Οθωμανική κατοχή. ............................. 85
5.2. Η Αγροτική Οικονομία................................................................................. 88
5.3. Εμπόριο και Ναυτιλία. ................................................................................ 97
ΚΕΦ. 6 Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. ................................................................................................ 102
6.1. Το ξεκίνημα και η εξέλιξη. ........................................................................ 102
6.2. Οι απόδημοι Έλληνες. ............................................................................... 103
6.3. Η ανάπτυξη της τυπογραφίας και η συμβολή της στην Ελληνική Υπόθεση.
106
6.4. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. ................................................................. 108
6.5. Η εκπαίδευση (επί Οθωμανικής κατοχής). ............................................... 112
ΚΕΦ. 7. ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ ............................................................................... 124
ΜΕΡΟΣ Β΄ ......................................................................................................... 126
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821................................................................................ 126
ΚΕΦ. 1. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ. .......................... 128
1.1. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη. ..................................................................... 128
1.2. Η Φιλική Εταιρεία. ................................................................................. 132
ΚΕΦ. 2 - Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ................................................................................................ 135
2.1. Η Επανάσταση τη Μολδοβλαχία .............................................................. 135
2.2. Η Επέκταση της επανάστασης, το ιδεολογικό πλαίσιο............................. 139
2.3. Η Επανάσταση στο Μοριά. ....................................................................... 140
2.3.1. Οι προετοιμασίες των δυο πλευρών. .................................................... 140
2.3.2. Η πρώτη πολιορκία της Τριπολιτσάς. .................................................... 145
2.3.3. Η άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη και του Αλέξ. Μαυροκορδάτου. .... 150

9
2.3.4. Η πολιορκία της Μονεμβασιάς. ............................................................. 151
2.3.5. Η πολιορκία του Νεοκάστρου. ............................................................... 152
2.3.6. Οι Λοιπές πολιορκίες. ............................................................................ 153
2.3.7. Η δεύτερη πολιορκία και κατάληψη της Τριπολιτσάς........................... 155
2.4. Η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο. .............................. 161
2.5. Η επανάσταση στα νησιά.......................................................................... 172
2.5.1. Γενική επισκόπηση................................................................................. 172
2.5.2. Οι εχθροπραξίες. Η κυριαρχία του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο. ....... 178
2.5.3. Η καταστροφή της Χίου. ........................................................................ 184
2.5.4. Η καταστροφή των Ψαρών. ................................................................... 188
2.5.5. Η Συμμαχία του Οθωμανικού στόλου με τον Αιγυπτιακό. .................... 190
2.5.6. Η Β΄ πολιορκία του Μεσολογγίου.......................................................... 195
2.5.7. Η Σάμος. ................................................................................................. 196
2.5.8. Η πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. ............................................. 198
2.5.9. Ο Τόμας Κόχραν αρχηγός του Ελληνικού στόλου. ................................ 198
2.5.10. Η Συνθήκη του Λονδίνου του 1827. .................................................... 199
ΚΕΦ. 3 . ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ. ............................................ 201
3.1. Η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και οι επόμενες. ............................ 201
3.2. Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ο Ιωάννης Καποδίστριας. .............. 208
3.3. Η χρηματοδότηση του αγώνα και τα δάνεια από την Αγγλία. ................. 208
3.4. Ο Ι. Καποδίστριας, κυβερνήτης της Ελλάδας. ........................................... 210
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ........................................................................................ 213
ΜΕΡΟΣ Γ΄.......................................................................................................... 222
ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ................................................................... 222
Το Νεότερο Ελληνικό Κράτος ........................................................................... 224
ΚΕΦ. 1. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1833-1950. ................................................................................ 225
1.1. Ο Όθωνας και η αντιβασιλεία των Βαυαρών. ....................................... 225

10
1.2. Η περίοδος του Χαρίλαου Τρικούπη και η πτώχευση. .......................... 228
1.3. Ο πόλεμος του 1897 και η εθνική εταιρεία. .......................................... 230
1.4. Το κίνημα στο Γουδί............................................................................... 232
1.5. Η εξυγίανση της οικονομίας και οι Βαλκανικοί πόλεμοι. ...................... 233
1.6. Η Συνθήκη των Σεβρών. ........................................................................ 234
1.7. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο διχασμός και η Μικρασιατική καταστροφή.
235
1.8. Η Συνθήκη της Λωζάνης. ....................................................................... 237
1.9. Το προσφυγικό και η περίοδος του Μεσοπολέμου. ............................. 238
1.10. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος............................................ 243
ΚΕΦ. 2. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1950-2017. ................................................................................. 246
2.1. Εθνικός Συναγερμός και ΕΡΕ..................................................................... 246
2.2. Οι κυβερνήσεις του Κέντρου (1963-1967)................................................ 250
1.3. Η Δικτατορία (1967-1974). ....................................................................... 254
2.4. Η Μεταπολίτευση 1974-1981. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. ................ 258
2.5. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου στην εξουσία............................... 262
2.6. Κυβέρνηση Ν.Δ., Κων/νου Μητσοτάκη..................................................... 264
2.7. Η προσχώρηση στη Ζώνη του Ευρώ (1993-2003). Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
Κώστα Σημίτη ................................................................................................... 268
2.8. Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή (2004-2009). ...................... 273
2.9. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. ............................................................. 281
2.10. Η χρηματοπιστωτική κρίση. .................................................................... 285
2.10.1. Η εκδήλωση της κρίσης. ...................................................................... 285
2.10.2. Οι εκλογές και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. .............................. 287
2.10.3. Οι χρόνιες παθογένειες της οικονομίας και της πολιτικής. ................. 288
2.10.4. Η κρίση ηθικής, δημόσιας και ατομικής. ............................................. 293
2.10.5. Η κομματοκρατία και η «α-συνέχεια του Κράτους». .......................... 296
2.10.6. Η «Τρόικα» και οι υπαγορεύσεις των θεσμών. ................................... 305

11
2.10.7. Η Ελλάδα υποτροπιάζει. ...................................................................... 311
2.10.8. Τι χρειάζεται να γίνει. .......................................................................... 316
ΚΕΦ. 3. Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΖΩΗ. ............. 326
3.1. Η Ελληνική Λογοτεχνία. ............................................................................ 327
3.1.1. Οι απαρχές της Ελληνικής Λογοτεχνίας. ................................................ 328
3.1.2. Η πνευματική ζωή στα Επτάνησα. ......................................................... 329
3.1.3. Η λογοτεχνία του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. ............................... 331
3.2. Η Νεοελληνική φιλοσοφία........................................................................ 344
3.3. Το Νεοελληνικό θέατρο. ........................................................................... 349
3.4. Μουσική. ................................................................................................... 354
3.5. Οι καλές τέχνες. ........................................................................................ 361
3.5.1. Αρχιτεκτονική . ....................................................................................... 361
3.5.2. Ζωγραφική. ............................................................................................ 364
3.5.3. Γλυπτική. ................................................................................................ 373
3.5.4. Ο κινηματογράφος ως τέχνη.................................................................. 376
3.5.4.1. Το ξεκίνημα του κινηματογράφου και η εξέλιξη του ως η 7η τέχνη. . 376
3.5.4.2. Η τέχνη του κινηματογράφου στην Ελλάδα. ...................................... 381
3.5.4.3. Η διάκριση μεταξύ παλιού Εμπορικού και Νέου Καλλιτεχνικού
Κινηματογράφου. ............................................................................................ 389
3.5.4.4. Το κινηματογραφικό ρεύμα των νεότερων σκηνοθετών. .................. 392
ΚΕΦ. 4. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ............................. 394
4.1. Επισκόπηση της Μακραίωνης πορείας της τεχνολογίας. ........................ 394
4.2. Οι σημαντικότερες επί μέρους εφευρέσεις (Από το 18ο αιώνα). ............. 408
4.2.1. Η κλωστοϋφαντουργία. ......................................................................... 408
4.2.2. Η βιομηχανία Σιδήρου και ο Σιδηρόδρομος. ......................................... 409
4.2.3. Η ναυτιλία. ............................................................................................. 411
4.2.4. Η βιομηχανία όπλων. ............................................................................. 413
4.2.5. Η Αγροτοκαλλιέργεια. ............................................................................ 413

12
4.2.6. Η Γεωλογία. ........................................................................................... 413
4.2.7. Η φωτογραφία. ...................................................................................... 414
4.2.8. Η θεωρία του Einstein (1879-1955). ..................................................... 414
4.3. Άλλα, εντυπωσιακά μεγάλα επιτεύγματα (από το 18ο αιώνα και εξής). 415
4.3.1. Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση. ...................................................... 415
4.3.2. Η δεύτερη Βιομηχανική επανάσταση. ................................................... 422
4.3.3. Ο Ηλεκτρισμός. ...................................................................................... 423
4.3.4. Το τηλέφωνο. ......................................................................................... 425
4.3.5. Η επανάσταση στις μεταφορές.............................................................. 426
4.3.5.1. Το αυτοκίνητο. .................................................................................... 426
4.3.5.2. Το αεροπλάνο. .................................................................................... 428
4.3.6. Η Ιατρική. ............................................................................................... 432
4.3.7. Η Τρίτη Βιομηχανική επανάσταση. ....................................................... 433
4.3.8. Η ατομική βόμβα. .................................................................................. 436
4.3.9. Η κατάκτηση του Διαστήματος. ............................................................. 437
4.3.10. Τα επιτεύγματα στην ψυχαγωγία. ....................................................... 438
4.3.10.1. Το ραδιόφωνο. .................................................................................. 438
4.3.10.2. Η Τηλεόραση. .................................................................................... 439
4.3.10.3. Ο κινηματογράφος. ........................................................................... 440
4.3.10.3.1. Η εφεύρεση και η εξέλιξή του. ...................................................... 440
4.3.10.3.2. Ο Ελληνικός κινηματογράφος. ....................................................... 446
4.3.10.3.3. Ο Κινηματογράφος ως Βιομηχανία. .............................................. 448
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................................... 452
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γ΄ ΤΟΜΟΥ ............................................................................................... 463

13
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάλυση της


βυζαντινής αυτοκρατορίας, το Ισλάμ έγινε κυρίαρχο στην Κεντρο-δυτική
Ασία, ενώ η Ευρώπη έχασε για πάντα τα πολιτικά, οικονομικά και
στρατηγικά πλεονεκτήματα, που τις εξασφάλιζε, στις Ασιατικές
Περιοχές η Ελληνική (Ευρωπαϊκή) αυτοκρατορία του Βυζαντίου, και
αυτοπεριορίστηκε στα όρια της γεωγραφικής περιοχής που κατέχει και
σήμερα. Η Ήπειρος της Ευρασίας χωρίστηκε ουσιαστικά στο
(μικρότερο) γεωγραφικό τμήμα της Ευρώπης, που προόδευσε και
παρήγαγε πνευματικά/πολιτιστικά αγαθά και στο μεγαλύτερο τμήμα
της ΚΔ Ασίας με τους πολυποίκιλους λαούς, που έμεινε πίσω και
παλεύει να βρει το δρόμο του, ενώ συνεχίζει να απειλεί τον
ανεπτυγμένο «Δυτικό» κόσμο με τις κατακτητικές του φιλοδοξίες.
Η Ελλάδα, με την κατάληψή της από τον Τουρκοθωμανικό
δυνάστη μπήκε για 400 χρόνια στο πιο βαθύ σκοτάδι της Ιστορίας της.
Η υποδούλωσή της καταδίκασε το λαό της στη δυστυχία και όσους
παρέμειναν στα πάτρια εδάφη στην οπισθοδρόμηση. Τα δεινά πολλά,
το σκοτάδι βαθύ, η νύχτα μεγάλη και εφιαλτική. Οι πόλεμοι μεταξύ των
Τούρκων και των Ενετών για επικράτηση κατέληγαν πάντα στην
εξολόθρευση του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού. Στη διάρκεια της
μακράς αυτής περιόδου της υποδούλωσης, του σκοταδισμού και της
καταδυνάστευσης υπήρξαν δύο εστίες φωτός στον ελληνικό
γεωγραφικό χώρο: Αυτή της Κρήτης μέχρι το 1669 και αυτή της
Επτανήσου, όσο βρίσκονταν, και οι δύο, υπό Ενετική κυριαρχία.

Όμως, κατά τη διάρκεια της υποδούλωσής του, το Ελληνικό


Έθνος δεν παρέμεινε ανενεργές, σε ύπνωση. Υπήρξε σειρά από
επαναστατικά κινήματα, υποκινούμενα, άλλοτε από ξένες δυνάμεις
(π.χ. Ρωσία), άλλοτε από ντόπιους (εθνικούς) παράγοντες...

14
Καταγράφηκαν από την Ιστορία και αναφέρονται: Τα κατορθώματα του
Λάμπρου Κατσώνη σε στεριά και θάλασσα, τα Ορλοφικά, τα κινήματα
των Οργανώσεων των αρματολών στη Στερεά Ελλάδα, οι επαναστάσεις
στην Πελοπόννησο (κυρίως στη Μάνη), οι αγώνες των Σουλιωτών, η
δράση του Ρήγα Φεραίου… και σειρά άλλων, που οδήγησαν τελικά
στην επανάσταση του 1821 και έφεραν την εθνική παλιγγενεσία.
Οι κινήσεις της Φιλικής Εταιρείας και ων Ελλήνων της διασποράς - που
έγιναν με άκρα μυστικότητα – προετοίμασαν το έδαφος. Η επίδραση
των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη και του Ευρωπαϊκού
πνευματικού ρεύματος του Διαφωτισμού ήταν επίσης έντονη. Η μύηση
στην ιδέα της επανάστασης επεκτάθηκε ταχύτατα. Στα 400 χρόνια της
υποδούλωσης του, το Έθνος δεν ξέχασε τις ηθικές αξίες του.
Υποκινούμενο από τις πιο ρομαντικές δυνάμεις του, οδηγήθηκε στο
μεγάλο ξεσηκωμό του 1821, που ήταν ο προάγγελος της ελευθερίας
του.

Η επανάσταση αυτή δεν ήταν μια «ανταρσία» όπως ήθελαν οι


Οθωμανοί να την παρουσιάσουν. Ήταν, σύμφωνα με τη διακήρυξη της
Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, ένας «πόλεμος εθνικός, πόλεμος
ιερός, του οποίου η μόνη αιτία είναι η απόκτησις των δικαίων της
προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής» 1 .
Οι ελπίδες ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης θα υπερασπίζονταν
τα δίκαια του Ελληνισμού με τον καιρό εξανεμίσθηκαν. Έγινε πια
συνείδηση ότι η μακραίωνη αναμονή ξένης βοήθειας ήταν μάταιη.
Οι Έλληνες έπρεπε να ενεργήσουν μόνοι τους.

Η μακρά κατοχή της χώρας από ξένους δυνάστες, δεν αλλοίωσε


τα χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής και τον ελληνικό πολιτισμό.
Όλοι όσοι πέρασαν από τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο (Ρωμαίοι,

1
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Μέρος Β΄, Βιβλίο 4, Έκδοση Δ.Ο.Λ.,
Αθήνα.

15
Σλάβοι, Οθωμανοί, Αρβανίτες), παρά τις επιμειξίες που ενδεχομένως
προέκυψαν δεν κατάφεραν να παρακάμψουν την ελληνική γλώσσα και
τον ελληνικό πολιτισμό, που παρέμειναν ζωντανά στοιχεία του
ελληνισμού για χιλιετίες. Η όποια ανομοιομορφία υπήρχε, δεν
εμπόδισε την πολιτιστική και γλωσσική ενσωμάτωσή τους σε ένα
ενιαίο και ομοιόμορφο σύνολο, που αποτέλεσε το σύγχρονο ελληνισμό.
Η κοινή θρησκεία έπαιξε και αυτή το δικό της ρόλο στη συσπείρωση
των Ελλήνων. Οι παράγοντες αυτοί (πολιτισμός, γλώσσα, παιδεία,
θρησκεία) συνέβαλαν στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και εθνικής
ταυτότητας. Η ικανότητα αφομοίωσης ξένων πληθυσμιακών στοιχείων
είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής φυλής.

Όμως, οι περιπέτειες της χώρας δεν εξέλιπαν με τη θετική


έκβαση της επανάστασης του 1821. Συνέβησαν πολλά μέχρι να αρχίσει
να βρίσκει το δρόμο της. Στα χρόνια της απελευθέρωσης δεν
δημιουργήθηκαν νέες δυνάμεις, ικανές να διαμορφώσουν τις
προϋποθέσεις, που θα διασφάλιζαν την άξια συνέχιση της Ιστορίας της
Ελληνικής φυλής. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και του πρώτου
ημίσεως του 20ου αιώνα, η πολιτική αστάθεια, οι βραχύβιες
κυβερνήσεις, οι νόθες εκλογές, οι ξένες παρεμβάσεις..., το πολιτειακό,
οι φανατισμοί, τα πάθη, οι διώξεις, οι δικτατορίες, ο διχασμός, η
οικονομική καχεξία, η υπερχρέωση της οικονομίας, η νομισματική
αστάθεια... οδήγησαν τη χώρα σε ασφυξία. Οι πόλεμοι για την
απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού (και το προσφυγικό), η
ανάγκη για παγίωση των συνόρων της χώρας που κερδήθηκαν το 1912-
1913 και οι διεθνείς ανακατατάξεις που επιβλήθηκαν από τους δύο
παγκοσμίους πολέμους, δεν άφηναν πολλά περιθώρια
ανασυγκρότησης του νέου ελληνικού κράτους, κατά την πρώτη αυτή
περίοδο της ύπαρξής του.

Έτσι, ήταν αναπόφευκτη ανάγκη, η ανασυγκρότησή του να


αρχίσει το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα (μετά το 1950). Τότε έγινε μια

16
σοβαρή προσπάθεια να μπουν τα θεμέλια στις υποδομές, στην
οικονομία, στη Δημόσια Διοίκηση..., στις μεγάλης κλίμακας επενδύσεις,
ώστε να οδηγηθεί η χώρα στη λέσχη των ανεπτυγμένων οικονομιών του
Δυτικού κόσμου. Όμως αυτό δεν συνεχίστηκε με την επιβεβλημένη
σύνεση και σοβαρότητα, γι’ αυτό και τα επόμενα χρόνια το Κράτος
παρέπαιε μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας». Κάποια φωτεινά
διαλείμματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Ακόμα και σήμερα η χώρα
ταλανίζεται από την παρούσα οικονομική κρίση, χωρίς να υπάρχει φως
στον ορίζοντα για την έξοδό της από την κρίση. Το σημαντικότερο
επίτευγμα της παραπαίουσας αυτής περιόδου ήταν ο Ευρωπαϊκός
προσανατολισμός της χώρας και η ένταξή της στο σκληρό πυρήνα της
Ευρωπαϊκής οικογένειας, εκεί όπου ανήκει.

Στα επόμενα, θα εξετάσουμε την περίοδο αυτή (1453-2017) με


τις εξής θεματικές ενότητες:

1. Η Οθωμανική κατοχή.

2. Η Επανάσταση του 1821 και η πολιτειακή συγκρότηση του


επαναστατημένου ελληνισμού.

3. Το Νεότερο Ελληνικό Κράτος και ειδικότερα: Η παγίωση της


επικράτειάς του, οι πολιτικές και πολιτειακές εξελίξεις, η πνευματική
και καλλιτεχνική ζωή και, τέλος, τα μεγάλα επιτεύγματα της
ανθρωπότητας που άλλαξαν τη μορφή του κόσμου (και φυσικά της
Ελλάδας).

17
Σύντομη επισκόπηση

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάρρευση


της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι Οθωμανοί έγιναν κυρίαρχοι και στην
Νοτιο-ανατολική Ευρωπαϊκή επικράτεια του βυζαντίου (βαλκανική, και
παραδουνάβιες περιοχές, ελλαδικός χώρος). Στις παραθαλάσσιες όμως
περιοχές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρος – Πελοπόννησος, στα νησιά
του Ιονίου και του Αιγαίου, στη Κρήτη και στην Κύπρο – αλλά και στις
Δαλματικές κλπ. ακτές της Αδριατικής- είχαν εγκαταστήσει οι Ενετοί
τους εμπορικούς σταθμούς τους με προνομιακές συμφωνίες που
υπέγραψαν με το Βυζάντιο και φυσικά δεν ήταν διατεθειμένοι να
παραχωρήσουν τις κτήσεις αυτές στους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί από
την πλευρά τους, δεν ένοιωθαν ήσυχοι, όταν μεγάλο μέρος
στρατηγικών περιοχών του ελλαδικού χώρου βρίσκονταν υπό τον
έλεγχο των Ενετών. Άρχισαν λοιπόν οι προστριβές, που κατέληγαν
πάντα σε Τουρκοενετικούς πολέμους με νίκες και ήττες
εναλλασσόμενες. Οι παραθαλάσσιες ελληνικές περιοχές άλλαζαν συχνά
χέρια, πότε υπό Οθωμανική, πότε υπό Βενετική κυριαρχία.
Οι συνέπειες των πολέμων αυτών ήταν πάντα οδυνηρές για το γηγενή
πληθυσμό: μαζικές σφαγές αμάχων, καταστροφές, λεηλασίες...
Οι Χριστιανικές χώρες της Δύσης έδειχναν άλλοτε ένοχη αδιαφορία
άλλοτε ανεξήγητη επιπολαιότητα.
Τελικά, οι πόλεμοι αυτοί επισφραγίζονταν με Συνθήκες
ανακωχής που κάλυπταν μεγάλες χρονικές περιόδους, μέχρι κάποιο
γεγονός να προκαλέσει νέο κύκλο πολέμων μεταξύ, Οθωμανών και
Ενετών. Η Ιστοριογραφία έχει καταγράψει τις εξής Τουρκοενετικές (και
άλλες) Συνθήκες:

 Συνθήκη της Βενετίας, το 1573. Υπογράφηκε μετά την ήττα των


Οθωμανών στη ναυμαχία των Εχινάδων το 1571, από τους συμμάχους
της Ευρώπης. Πριν από την Συνθήκη αυτή είχαν υπογραφεί δύο ακόμα

18
συνθήκες των Οθωμανών με τους Ενετούς, η πρώτη το 1479 στην
Κωνσταντινούπολη (Α΄ κύκλος Τουρκοβενετικών Πολέμων) και η
δεύτερη το 1503, που τερμάτιζε το Β΄ κύκλο των Τουρκοβενετικών
πολέμων.
 Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699. Με τη συνθήκη αυτή
ολοκληρώθηκε και ο 6ος κύκλος των Τουρκοβενετικών πολέμων, που
σφραγίζονταν με την επιτυχή εκστρατεία του Φραγκίσκο Μοροζίνι
(1684-1694) στον Ελλαδικό χώρο (Πελοπόννησος, Στερεά, Εύβοια…).
 Η Συνθήκη του Πασσάροβιτς το 1717, μεταξύ Αυστριακών (και
των συμμάχων τους Ενετών ) με τους Οθωμανούς.
 Η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή στο 1774, που οδήγησε σε
ανατροπή της επικρατούσας κατάστασης, στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό
και στην Εθνική Παλιγγενεσία.
 Η Συνθήκη του Ιασίου (Ρουμανία) το 1792, μεταξύ Ρωσίας και
Τουρκίας, με την οποία γίνεται ανακατανομή των εδαφών μεταξύ των
εμπόλεμων και συγχρόνως επιβεβαιώνονται οι όροι της Συνθήκης
Κιουτσούκ – Καϊναρτζή.
 Το 1664, έχει καταγραφεί μια ακόμα Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ
των «Ενωμένων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων» της Δύσης και των
Οθωμανών, μετά την ήττα των τελευταίων στη μάχη που δόθηκε στον
Άγιο Γοτθάρδο (Ελβετικές Άλπεις).
 κ.λπ.
Στο μεταξύ, με την ανακήρυξη του Μ. Πέτρου Α΄ (1682-1725)
Τσάρου της Ρωσίας, αφυπνίστηκε το Ρωσικό ενδιαφέρον για τους
Χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και φυσικά
για τους Έλληνες, η ιστορία των οποίων συγκινούσε ιδιαίτερα τη
Ρωσική ηγεσία. Το ενδιαφέρον αυτό εντάθηκε την εποχή της Μ.
Αικατερίνης Β΄ (1762-1796), η οποία με ζήλο ασχολήθηκε με την
ελληνική υπόθεση και τους Χριστιανικούς πληθυσμούς υπό Οθωμανική
κατοχή. Συνέχισε να υποδαυλίζει εξεγέρσεις πληθυσμών στην Ελλάδα

19
και στις βαλκανικές χώρες και να εμπλέκεται σε πολέμους με την
Οθωμανική αυτοκρατορία.

Περί το 1750, η έντονη παρουσία του απόδημου ελληνισμού


- λογίων και επιχειρηματιών - στις Ευρωπαϊκές χώρες, η πνευματική
τους δραστηριότητα και η συμμετοχή τους στα πνευματικά ρεύματα
της εποχής, διαμόρφωσαν το Νεοελληνικό Διαφωτισμό - γέννημα του
Ευρωπαϊκού - που οδήγησε στην Εθνική Παλιγγενεσία.

20
21
ΜΕΡΟΣ Α΄

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

22
23
ΚΕΦ. 1. Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ.1

1.1. Τα πρώτα μέτρα. Η παγίωση της κατάστασης.

Η βαθμιαία εδαφική συρρίκνωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας


και ειδικότερα η απώλεια της Μ. Ασίας, που κατοικούνταν από
ελληνικούς ορθόδοξους πληθυσμούς, οδήγησε στην αποδυνάμωση της
οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος της και, ως μοιραίο,
επακόλουθο, στην άλωση της βασιλεύουσας. Όμως, έμειναν ακόμα έξω
από την Οθωμανική κατάκτηση πολλές ελληνικές περιοχές, όπως το
Δεσποτάτο του Μιστρά, τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, η Τραπεζούντα,
καθώς και οι περιοχές δυτικότερα, οι οποίες ήταν υπό ενετική
κυριαρχία. Η κατάκτηση όλου του ελληνορθόδοξου χώρου και,
συνακόλουθα, η απομάκρυνση των Ενετών, ήταν ο ουσιαστικός στόχος
των Οθωμανών για την εδραίωση της πολιτικής και στρατιωτικής τους
εξουσίας.

Ο Μωάμεθ Β΄, γρήγορα κατανόησε ότι για να εξασφαλίσει την


εδαφική του κυριαρχία, ο καλύτερος δρόμος ήταν αυτός που περνάει
μέσα από το θρησκευτικό συναίσθημα, δηλ. να καλλιεργήσει την
εντύπωση στους υπόδουλους Χριστιανικούς λαούς ότι ο κατακτητής
δεν θα προσβάλει τη Χριστιανική τους πίστη. Γι’ αυτό και μετά την
άλωση, ασχολήθηκε με το θρησκευτικό ζήτημα, κατά προτεραιότητα,
ώστε να καθησυχάσει τους Χριστιανούς. Για την πλήρωση του
Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινούπολης, που χήρευε από το
Μάιο 1453, συγκάλεσε Σύνοδο τον Ιανουάριο 1454, από εκπροσώπους
κληρικούς Ασιατικών και Ευρωπαϊκών χωρών. Η σύνοδος αυτή εξέλεξε
Πατριάρχη τον Γεώργιο Γεννάδιο – Σχολάριο, Αριστοτελικό φιλόσοφο,
σημαντική πνευματική μορφή του Βυζαντίου. Ακολούθησε σειρά
θρησκευτικών προνομίων στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς,

1
Βλ. Διαμαντής Απόστολος, Από την Άλωση μέχρι τη Συνθήκη της Βενετίας (1573), Ιστορία των
Ελλήνων τόμος 8, σελ. 12-55, Εκδ. ΔΟΜΗ, Αθήνα.

24
προκειμένου να εδραιωθεί η εντύπωση ότι η βυζαντινή πολιτική στον
τομέα της Χριστιανικής λατρείας, συνεχίζεται. Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης εκπροσωπούσε -έναντι του Σουλτάνου- και τα Πατριαρχεία
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμων, καθώς και τις Βουλγαρικές
και Σερβικές Αρχιεπισκοπές. Τα εκκλησιαστικά προνόμια αφορούσαν
κυρίως ζητήματα αρμοδιοτήτων του Πατριάρχη και των Επισκόπων.
Ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει φόρους στον κλήρο και στο λαό,
είχε δικαιοδοσία στην εκπαίδευση του ποιμνίου του και στην απονομή
δικαιοσύνης – με βάση τους βυζαντινούς νόμους – καθώς και σε αστικές
και οικογενειακές υποθέσεις. Οι επίσκοποι στις περιοχές τους ήταν στην
πράξη η τοπική Διοίκηση για τους υπόδουλους Χριστιανικούς
πληθυσμούς. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης αναγνωρίζονταν
διεθνώς ως εκπρόσωπος των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας.1

Τα προνόμια αυτά δεν αναιρούσαν τις επαχθείς κοινωνικές


συνέπειες της Οθωμανικής υποδούλωσης. Οι διώξεις, οι κοινωνικοί
αποκλεισμοί, οι απαγορεύσεις…, ήταν παντού και πάντα στο προσκήνιο.
Συνακόλουθα, η βαριά φορολογία, ο βίαιος εξισλαμισμός, το
παιδομάζωμα…, συμπλήρωναν την εικόνα των ολέθριων κοινωνικών
συνεπειών της Οθωμανικής κυριαρχίας και οδηγούσαν σε αρνητικές
δημογραφικές εξελίξεις, κυρίως στις πόλεις και στις πεδινές περιοχές.
Η κατάσταση αυτή ωθούσε στη μετακίνηση των ελληνορθόδοξων
πληθυσμών από τις πεδινές στις ορεινές περιοχές. Ο έμμεσος
εξαναγκασμός στον εξισλαμισμό και το παιδομάζωμα ειδικότερα,
αποτελούσαν τα πιο δυσμενή φαινόμενα στη χριστιανική κοινωνία κατά
την Οθωμανική υποδούλωση. Ο βίαιος εξισλαμισμός επιχειρούνταν
συνήθως με τρόπο έμμεσο, εφόσον μέσω αυτού οι χριστιανικοί
πληθυσμοί απαλλάσσονταν από το καθεστώς της υποταγής, της

1
Χασιώτης Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 23, Ο Ελληνισμός τους δύο πρώτους αιώνες
μετά την Άλωση, σελ. 14-26, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα.

25
εξουθενωτικής φορολογίας, του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο
εξισλαμισμός ήταν πιο έντονος στις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες της
Μ. Ασίας, καθώς και στους λαούς της Βοσνίας, της Κροατίας και της
Αλβανίας. Το παιδομάζωμα 1 ήταν η πιο τραγική πλευρά του
εξισλαμισμού.

Εν τούτοις, το παιδομάζωμα θεωρήθηκε τότε από τους


Οθωμανούς ως προνόμιο για τους υπόδουλους λαούς, δηλ.
εμφανίστηκε ως δικαίωμα να στρατολογούνται και να ανέρχονται, με τη
θέλησή τους, στα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα. Προϋπόθεση για να
ισχύσει το δικαίωμα αυτό ήταν ο εξισλαμισμός. Οι στρατιές των
εξισλαμισμένων Χριστιανών ονομάστηκαν Τάγματα των Γεννιτσάρων, τα
οποία αποτελούσαν τις πιο ανδρείες και τις πιο δυναμικές μονάδες του
Οθωμανικού στρατού. Οι ηγέτες τους έφταναν στα πιο υψηλά αξιώματα
της στρατιωτικής ιεραρχίας.

Η στρατολόγηση των παιδιών ξεκινούσε από το 14ο έτος της


ηλικίας τους. Επιλέγονταν τα πιο ικανά παιδιά, σωματικά και
πνευματικά, και ύστερα από εντατική στρατιωτική και θρησκευτική
διαπαιδαγώγηση εντάσσονταν στο σώμα των Γεννιτσάρων.
Το παιδομάζωμα μιας δεύτερης ομάδας παιδιών, που ξεκινούσε από
την ηλικία των 6 χρόνων, εκπαιδεύονταν με σκοπό την ένταξή τους στην
υπηρεσία της Υψηλής Πύλης και της αυλής του Σουλτάνου.
Οι φανατισμένοι Γεννίτσαροι – το επίλεκτο σώμα του στρατού της
αυτοκρατορίας – έφταναν τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης, το
1.000.000 άνδρες2. Το παιδομάζωμα καταργήθηκε το 18ο αιώνα.

Η Χριστιανική Δύση άργησε πολύ να κατανοήσει την κατάσταση


που δημιουργήθηκε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τους

1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 19.
2
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 23, Το Παιδομάζωμα, σελ. 62,
Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.

26
κινδύνους που διέτρεχε από την εξάπλωση των Οθωμανών.
Οι προσπάθειες του Πάπα για συνεννόηση με τα χριστιανικά κράτη της
Ευρώπης, άρχισαν δυστυχώς με καθυστέρηση. Θερμοί υποστηρικτές για
την οργάνωση νέας σταυροφορίας με σκοπό την ανάκτηση της
Κωνσταντινούπολης ήταν ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Γ΄
και ο Δούκας της Βουργουνδίας (= ιστορική περιοχή της Αν. Γαλλίας,
τμήμα της Γαλατίας και μετά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) Φίλιππος.
Ο Πάπας Νικόλαος όμως δίσταζε ακόμα, και λίγο αργότερα (το 1445)
πέθανε. Η σταυροφορία ναυάγησε.

Ο Καρδινάλιος Βησσαρίωνας, Έλληνας, που είχε ασπαστεί τον


Καθολικισμό, ήταν μια εξέχουσα μορφή της Ανατολικής Εκκλησίας.
Μετά τη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, ασπάστηκε το καθολικό
δόγμα και συνέβαλε στην αναβίωση των Πλατωνικών σπουδών στην
Ιταλία. Είχε προτεραιότητα στη διαδοχή του Πάπα, λόγω όμως του
Ορθόδοξου παρελθόντος του δεν έγινε αποδεκτός από τους
Καρδινάλιους. Αν ο Βησσαρίων γινόταν Πάπας, μπορεί να υποθέσει
κανείς ότι η σταυροφορία θα πραγματοποιούνταν, δεν είναι όμως
σίγουρα ότι θα είχε καλύτερη τύχη από τις προηγούμενες. Οι Ευρωπαίοι
φαίνεται ότι δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα τον κίνδυνο που διέτρεχε η
Ευρώπη (ο πολιτισμός της και ο Χριστιανισμός) από την εξάπλωση της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο καιρός περνούσε και οι Ευρωπαίοι δεν
κατάφερναν να συνεννοηθούν, αν έπρεπε να επέμβουν για να
εμποδίσουν την Οθωμανική εξάπλωση και να ανακαταλάβουν τη
Βασιλεύουσα, όταν οι Οθωμανοί εδραίωναν και επεξέτειναν όλο και
περισσότερο την κυριαρχία τους. Οι διαμάχες στη Δύση και ο
ανταγωνισμός δεν άφηναν περιθώρια συμμαχιών.

Η Αθήνα βρισκόταν ακόμα (1456) στην κατοχή των Ενετών.


Το 1456, έπεσε στα χέρια των Οθωμανών και άρχισε η πολιορκία της
Ακρόπολης, που είχαν καταφύγει οι κάτοικοί της με επικεφαλής τον
Δούκα της Βενετίας. Η πολιορκία κράτησε δύο χρόνια. Τελικά, η Αθήνα

27
συνθηκολόγησε και παραδόθηκε η Ακρόπολη (και ολόκληρη η Αττική)
στους Οθωμανούς. Έτσι, το 1458, τέλειωσε και η περίοδος της
Ενετοκρατίας στην Αθήνα. Ο Σουλτάνος, σεβόμενος την ιστορία της
πόλης, παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, οι οποίοι όμως – παρά
τα προνόμια – δεν αποδέχθηκαν τους Οθωμανούς. Προτιμούσαν το
καθεστώς της Ενετοκρατίας.

Από το 1460, μαζί με την Κωνσταντινούπολη, σβήνει οριστικά και


η Αθήνα. Τους πνευματικούς φάρους του ελληνισμού που φώτιζαν
μέχρι τότε την ανθρωπότητα, διαδέχεται το βαθύ σκοτάδι. Πέρασαν 150
χρόνια μέχρι να ακουστεί ξανά στην Ευρώπη και στον κόσμο, δειλά,
η πνευματική φωνή της Ελλάδας. Το 17ο αιώνα παρατηρήθηκε στην
Αθήνα μια αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων, που εντοπίστηκε
κυρίως μέσα στους κόλπους της εκκλησίας.1

1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 25.

28
ΚΕΦ. 2. ΟΙ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ.1

2.1. Οι πρώτοι Τουρκοβενετικοί πόλεμοι.

Σημαντικός εχθρός των Οθωμανών ήταν η Βενετία, εμπορική


δύναμη που κυριαρχούσε ακόμα στις Ευρωπαϊκές και Ασιατικές
θάλασσες. Η ανερχόμενη δύναμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
ενοχλούσε και αποδυνάμωνε συνεχώς την Ενετική κυριαρχία, κυρίως
στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια. Η Βενετία αντέδρασε αρχικά διπλωματικά,
προκειμένου να υπερασπιστεί τα εμπορικά συμφέροντά της, ενώ
συγχρόνως συμμετείχε και στην οργάνωση σταυροφοριών εναντίον των
Οθωμανών, έστω και αν τελικά δεν ευοδώθηκαν. Οι Ενετοί, παρά την
υπογραφή διαφόρων Συνθηκών Ειρήνης με τους Οθωμανούς, μεταξύ
1446-1454, είχαν αποφασίσει να ετοιμαστούν για σύγκρουση. Ήταν
αναπόδραστη η ανάγκη των Ενετών να διατηρήσουν τις εμπορικές τους
κτήσεις στα Ανατολικά. Από την άλλη, οι Οθωμανοί θεωρούσαν
απόλυτα αναγκαίο να παγιώσουν την πλήρη κυριαρχία τους στα εδάφη
της βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίως στην ελληνική χερσόνησο και
στα νησιά του Αιγαίου. Η σύγκρουση των δύο πλευρών φαίνονταν
αναπόφευκτη. Οι πολεμικές συγκρούσεις που τελικά προέκυψαν σε
περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς διήρκεσαν πολλές δεκαετίες με
νίκες και ήττες εναλλασσόμενες. Οι στρατοί των δύο πλευρών
απαρτίζονταν ως επί το πλείστον από Έλληνες, οι οποίοι τελικά
πλήρωναν το τίμημα του πολέμου με ανθρώπινες απώλειες και
καταστροφές, όποιος κι αν ήταν ο νικητής.
Η πρώτη Τουρκοενετική σύγκρουση έγινε στη Μυτιλήνη2, το
Σεπτέμβριο 1462 που βρίσκονταν υπό την ηγεμονία του οίκου των

1
Μοσχονάς Ν, Παπαδόπουλος Θ., Πλουμίδης Γ., Αλεξίου Στ., Μαλτέζου Χρ., όπ., παρ., τόμος 23,
Οι Λατινοκρατούμενες Ελληνικές Χώρες, σελ. 192-239, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε..
2
Χασιώτης Ι., Βακαλόπουλος Α., Παπαδόπουλος Στ., όπ. παρ., τόμος 24, Ο πρώτος
Βενετοτουρκικός Πόλεμος (1462-1479), σελ. 27 και εξής, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.

29
Καπελούζων. Το κάστρο της Μυτιλήνης πολιορκήθηκε για δύο
εβδομάδες από τους Τούρκους του Βεζίρη Μαχμούτ (ελληνικής
καταγωγής). Οι υπερασπιστές του νησιού πρόβαλαν αντίσταση και στη
συνέχεια παραδόθηκαν. Παρά την παράδοση, σφαγιάστηκαν.
Οι αιχμάλωτοι (περίπου 10.000 Έλληνες) μεταφέρθηκαν στην
Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Ενετικός στόλος παρά τις εκκλήσεις των
Καπελούζων για βοήθεια παρέμεινε αδιάφορος.

Η μεγάλη όμως σύγκρουση των Ενετών με τους Οθωμανούς


έγινε στην Πελοπόννησο, με αφορμή στην αυτομόληση στο Ενετικό
στρατόπεδο ενός Αλβανού υπηρέτη του Πασά των Αθηνών.
Οι Οθωμανοί, μετά την άρνηση των Ενετών να παραδώσουν τον
υπηρέτη, μπήκαν στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν το Άργος.
Η αντίδραση των Ενετών ήταν άμεση με στρατό ξηράς και τη συνδρομή
πολεμικών πλοίων. Σημαντικός αριθμός Κρητών, Μανιατών, Αρκάδων
και Σπαρτιατών προσέτρεξαν σε βοήθεια των Ενετών.
Δεν αξιοποιήθηκαν όμως επαρκώς, γιατί δεν είχαν καλή οργάνωση,
πειθαρχία και εφοδισμό. Με τη συνδρομή του πολεμικού ναυτικού οι
Ενετοί ανακατέλαβαν το Άργος. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε στη Κόρινθο
και στον Ισθμό, μετά στο Ναύπλιο και αργότερα στην Πάτρα, με νίκη
των Οθωμανών. Ο Ενετικός στόλος στο Αιγαίο μάχονταν στη Λήμνο,
Ίμβρο, Τένεδο, Σαμοθράκη. Η προσπάθειά του να περάσει στον
Ελλήσποντο, μια που οι Ενετοί εκεί είχαν εμπορικά συμφέροντα,
απέτυχε. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε και στη λοιπή Ηπειρωτική Ελλάδα.
Η συντριπτικά μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη των Οθωμανών δεν
άφηνε πολλά περιθώρια επικράτησης των Ενετών, η βασική δύναμη των
οποίων βρίσκονταν στην Εύβοια. Οι Οθωμανοί στράφηκαν εναντίον του
τελευταίου προπύργιου των Ενετών στην Εύβοια και κατέλαβαν
διάφορες θέσεις έξω από το φρούριο της Χαλκίδας. Ενετοί και Έλληνες
αντιστάθηκαν γενναία. Οι Οθωμανοί είχαν μεγάλες απώλειες σε στρατό
και πλοία. Όμως τον Ιούλιο του 1470, ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε

30
το φρούριο. Η πόλη παραδόθηκες στον Μωάμεθ (που έχασε 50.000
στρατιώτες), ο οποίος παρά τα συμφωνηθέντα επέτρεψε στο στρατό
του να προβεί σε ανελέητη σφαγή των κατοίκων (ανδρών, γυναικών και
παιδιών), ενώ οι εναπομείναντες σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της
Μ. Ασίας.

Τελικά, η ασυμφωνία και τα συμφέροντα των Δυτικών Κρατών,


άφησαν τους Ενετούς μόνους να πολεμήσουν την, αριθμητικά υπέρτερη
σε στρατό , Οθωμανική αυτοκρατορία. 1

Μετά από τις εξελίξεις αυτές, οι Ενετοί συγκέντρωσαν τις


δυνάμεις τους στην Κρήτη. Στη Δύση, η νέα προσπάθεια του
Βησσαρίωνα για οργάνωση σταυροφορίας δεν καρποφόρησε. Οι
ηγεμόνες της Δύσης δεν κατάφεραν να ομονοήσουν εναντίον του
Οθωμανικού κινδύνου. Το Νοέμβριο του 1472, ο Βησσαρίων κατά την
επιστροφή του στη Ρώμη πέθανε.

Οι Ενετοί όμως δεν ησύχασαν. Οι ενετικές δυνάμεις με νέο


αρχηγό και ενισχυμένες με Έλληνες, επέδραμαν στο Αιγαίο και
κυρίευσαν αρκετά νησιά (Λέσβο, Κυκλάδες), καθώς και στα παράλια της
Μικράς Ασίας, όπου έπληξαν μουσουλμανικούς πληθυσμούς και τελικά
κατέληξαν στο Ναύπλιο. Οι Οθωμανοί τον επόμενο χρόνο στράφηκαν
στα Αλβανικά παράλια, στις εκεί ενετικές κτήσεις και το Δεκέμβριο 1472
ζήτησαν από τους Ενετούς τη σύναψη ειρήνης, η οποία όμως δεν έγινε
αποδεκτή. Οι Ενετοί έχασαν την Εύβοια, αλλά πολλές από τις κτήσεις
τους στην Πελοπόννησο παρέμειναν ζωντανές. Παράλληλα, παρά τις
ήττες τους οι Ενετοί κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Κύπρου,
η οποία αποτελούσε μια σημαντική βάση οργάνωσης επιδρομών στις
τουρκικές ακτές. Το 1477, ο Οθωμανικός στρατός υπό τον Αχμέτ Πασά
πολιόρκησε το Ναύπλιο, ο οποίος όμως συνάντησε γενναία αντίδραση
από τους υπερασπιστές του και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Η Βενετία

1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 32.

31
ωστόσο δεν είχε πολλές επιλογές, γι’ αυτό και επεδίωξε, το 1479,
συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν στην
Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από 14 χρόνια πολέμων κατάφεραν να
συμφωνήσουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Οι Ενετοί υποχρεώθηκαν να
επιστρέψουν στους Οθωμανούς τη Λήμνο και όποιες άλλες περιοχές
κατέλαβαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υποχρεώθηκαν επίσης να
πληρώσουν στους Οθωμανούς 100.000 δουκάτα (= χρυσό νόμισμα της
Βενετίας) ως αποζημίωση. Οι Οθωμανοί από την πλευρά τους
υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στους Ενετούς τις περιοχές που
κατέκτησαν στην Πελοπόννησο, στην Αλβανία και στη Δαλματία. Έτσι,
μετά τη Συνθήκη του 1479, έληξε ο πρώτος κύκλος των Τουρκοενετικών
πολέμων.

Οι συνέπειες των πολέμων αυτών για τον ελληνισμό ήταν


τραγικές. Οι σφαγές, οι καταστροφές, οι αιχμαλωσίες, οι μετακινήσεις
πληθυσμών, οι εξισλαμισμοί κλπ., – που επιδείνωναν την αγροτική
παραγωγή – η επιβράδυνση των εμπορικών συναλλαγών και η
δημογραφική συρρίκνωση…, δίνουν την πλήρη εικόνα της κατάστασης
που επικρατούσε μετά από κάθε πόλεμο. Όμως, τα δεινά δεν
σταμάτησαν εδώ. Οι μακροχρόνιες συγκρούσεις Οθωμανών και Ενετών
– τις οποίες οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν – ήταν
καθοριστικής σημασίας για τις τύχες του ελληνισμού στην μακρά αυτή
περίοδο κατοχής.

2.2. Η κατάληψη της Επτανήσου (1480-1489).

Τα Επτάνησα και η Δυτική Στερεά Ελλάδα ήταν για χρόνια υπό


την κυριαρχία του Δουκάτου των Τόκκων. Το 1479, ο τελευταίος Δούκας
Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος έμεινε ανυπεράσπιστος από τους Ενετούς
και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Λευκάδα για τη Νάπολη.
Ο Οθωμανικός στρατός με επικεφαλής τον Αχμέτ Πασά κατέλαβε

32
τη Λευκάδα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, 1 σφάζοντας και
αιχμαλωτίζοντας τους κατοίκους.

Οι Ενετοί, ανήσυχοι για τις εξελίξεις, φοβούνταν να χάσουν και


τις κτήσεις τους στα Ιόνια νησιά. Γι’ αυτό, και οι φρουρές των Ενετών
στα νησιά ενισχύθηκαν, ενώ άρχιζαν οι εχθροπραξίες στη θάλασσα.
Ο Οθωμανικός στόλος έφτασε στην Κέρκυρα, την οποία και πολιόρκησε,
χωρίς όμως επιτυχία (Αύγουστος 1537). Στο μεταξύ, ο πόλεμος των
Οθωμανών με τη Χριστιανική Δύση επανήρχησε (το 1538). Οι ενωμένες
χριστιανικές δυνάμεις 2 ετοίμασαν στρατό 70.000 ανδρών και 300
πολεμικών πλοίων3, με στόχο την ολοκληρωτική νίκη εναντίον των
Οθωμανών, την εξέγερση των ελλήνων και την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης. Οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν σε
ελληνικές περιοχές. Όμως, η ήττα του συμμαχικού στόλου στην
ναυμαχία κοντά στην Πρέβεζα, το Σεπτέμβριο του 1538, από τις
δυνάμεις του Οθωμανού Μπαρμπαρόζα κατέδειξε τις μεγάλες
αδυναμίες των συμμαχικών χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης, σε ότι
αφορά κυρίως την οργάνωση και το συντονισμό. Τον Αύγουστο το 1539,
ο Μπαρμπαρόζα κατέλαβε τη Δαλματία (και το Καστελκουοβό),
θανατώνοντας τους ηρωικούς υπερασπιστές, Έλληνες και Αλβανούς,
μαζί με την ενετική φρουρά. Η φιλόδοξη εκστρατεία των Δυτικών
κατέληξε σε φιάσκο.

Στην Πελοπόννησο, η Τουρκοενετική Συνθήκη Ειρήνης του 1479


έδωσε τη Μάνη στους Οθωμανούς, γεγονός που προκάλεσε την οργή
των Ελλήνων της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν βοηθήσει τους Ενετούς
και τώρα έμεναν εκτεθειμένοι. Η επαναστατική κίνηση του Κορκόδειλου

1
Όμως, σύντομα, η Κεφαλλονιά και η Ζάκυνθος περιήλθαν στους Ενετούς, ενώ η Λευκάδα
έμεινε κάτω από τον τουρκικό ζυγό για περισσότερο από 200 χρόνια, με μια μικρή ανάπαυλα το
1502.
2
Ισπανοί, Γάλλοι, Βενετοί, Αμβούργοι, Πάπας.
3
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παάρ., τόμος 8, σελ. 49.

33
Κλαδά να επανακτήσει με τα όπλα τη Μάνη εξέφραζε τη γενική
δυσαρέσκεια του λαού, που είχε υποστηρίξει τους Ενετούς. Οι πρώτες
προσπάθειες του Κλαδά και των Μανιατών ήταν επιτυχείς. Στο μεταξύ,
το επαναστατικό κίνημα ενισχύθηκε και από άλλες δυνάμεις, που
προσέτρεξαν σε βοήθεια και ενώθηκαν μαζί τους. Οι εξελίξεις αυτές
ανησύχησαν τους Ενετούς, οι οποίοι φοβήθηκαν τη διάσπαση της
ανακωχής από τους Οθωμανούς και κινητοποιήθηκαν εναντίον των
επαναστατών, δηλ. εναντίον του Κλαδά και των συνεργατών του.
Τον Απρίλιο του 1481, ο οθωμανικός στρατός υπό τον Αχμέτ Πασά,
κατάφερε να επιβληθεί στο επαναστατικό κίνημα και ο Κλαδάς
κατέφυγε στην Ιταλία. Μερικά χρόνια αργότερα, οι Οθωμανοί υπό το
νέο Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ επεκτάθηκαν στην Ήπειρο, την οποία βρήκαν
σχεδόν ανυπεράσπιστη.

2.3. Οι επιπόλαιες ενέργειες της Ευρώπης ευνοούσαν τους


Οθωμανούς.

Ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας, μετά την ανάληψη των καθηκόντων


του το 1483, συνέλαβε την ιδέα της οργάνωσης νέας σταυροφορίας
στην Ανατολή και ανέλαβε την πρωτοβουλία να πείσει τους Ευρωπαίους
Ηγέτες και τον Πάπα. Δεν αποκλείεται το κίνητρο του Καρόλου να ήταν η
προσάρτηση της Ιταλίας (!). Ο Πάπας όμως αρνήθηκε να συμμεριστεί
αυτή την ιδέα και επί πλέον φρόντισε να ενημερώσει το Σουλτάνο
Βαγιαζήτ για τα σχέδια του Καρόλου. Ο Κάρολος Η΄ άρχισε ωστόσο τις
προετοιμασίες. Ήρθε σε επαφή με τις Δυνάμεις εκείνες που
ενδιαφέρονταν να απελευθερωθούν από τους Οθωμανούς : Έλληνες,
Αλβανούς, Ιππότες της Ρόδου, Επίσκοπος Δυρραχείου, ... κλπ. Οι Ενετοί
αντίθετα ήταν δισταχτικοί, φοβούμενοι να διακινδυνέψουν τη Συνθήκη
Ειρήνης που είχαν υπογράψει με τους Οθωμανούς. Όμως η άρνηση του
Πάπα και πολλών ηγετών της Ευρώπης να συμμεριστούν τις απόψεις
του Καρόλου της Γαλλίας, τον ανάγκασαν να αναστείλει τα σχέδιά του,
αφήνοντας έτσι τους επαναστατημένους Έλληνες και Αλβανούς

34
εκτεθειμένους. Η αντιπαλότητα των Ενετών με τους Τούρκους
υπόβοσκε, η έλλειψη εμπιστοσύνης – εκατέρωθεν – δεν κρύβονταν. Την
αφορμή για το δεύτερο κύκλο Τουρκοβενετικών πολέμων έδωσε η
καταστροφή ενός οθωμανικού πλοίου από τους Ενετούς στη Μυτιλήνη.
Ακολούθησαν αντίποινα των Οθωμανών στην Κέρκυρα και στο Ναύπλιο,
ενώ οι δύο πλευρές εξοπλίζονταν πυρετωδώς εν όψει νέου κύκλου
συγκρούσεων1.

Ο Οθωμανικός στρατός έφτασε στη Ναύπακτο και άρχισε να


λεηλατεί τα περίχωρα, υπό τον Μουσταφά Πασά. Για την ενίσχυσή του,
ισχυρές ναυτικές δυνάμεις βγήκαν από το Βόσπορο, με κατεύθυνση τη
Ναύπακτο. Οι δύο στόλοι, ο Τουρκικός και ο Ενετικός, συναντήθηκαν
έξω από τον κόλπο του Ναβαρίνου (ΝΔ Πελοπόννησο) τον Αύγουστο του
1499. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Η νίκη ήταν με το μέρος των
Οθωμανών. Η αποτυχία αυτή των Ενετών προκάλεσε μεγάλη
απογοήτευση στην Ευρώπη. Ο Οθωμανικός στόλος έσπευσε στη
Ναύπακτο να ενισχύσει τις χερσαίες δυνάμεις του Μουσταφά Πασά.
Η πόλη της Ναυπάκτου αναγκάστηκε να παραδοθεί στου Οθωμανούς
στις 30 Αυγούστου του 1499. Στην πολιορκία της πόλης συμμετείχε και ο
Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄.

Η επιτυχία των Οθωμανών στη Ναύπακτο γέμισε με ανησυχίες


τους Ευρωπαίους ηγέτες, που έβλεπαν την Οθωμανική αυτοκρατορία να
κυριαρχεί όχι μόνο στην ξηρά, αλλά και στη θάλασσα. Οι εξελίξεις
προμήνυαν κυριαρχία των Οθωμανών στη Μεσόγειο. Το θαλάσσιο
εμπόριο της Βενετίας δέχονταν ισχυρό πλήγμα και προδίκαζε
δυσάρεστες συνέπειες για το Ενετικό εμπόριο στην Ανατολή.
Τον Απρίλιο του 1500, ο Βαγιαζήτ επικεφαλής μεγάλης δύναμης
στρατού και στόλου ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον της Πελοποννήσου :
στην Αργολίδα, στο Ναύπλιο, στη Μεσσηνία, στην Πύλο και στη
1
Χασιώτης Ι., Βακαλόπουλος Α., Παπαδόπουλος ΣΤ., όπ. παρ. τόμος 24, Ο δεύτερος
Βενετοτουρκικός Πόλεμος (1499-1503), σελ. 46 και εξής, Εκδοτική Αθηνών.

35
Μεθώνη. Ο Ενετικός στόλος έσπευσε στη Μεθώνη για να ενισχύσει την
άμυνα της πόλης. Η ναυμαχία ήταν σκληρή, η νίκη όμως ήταν με το
μέρος των Οθωμανών. Ο Ενετικός στόλος αναγκάστηκε να αποσυρθεί
στο Ιόνιο. Ενώ οι χερσαίες δυνάμεις του Βαγιαζήτ πολιορκούσαν τη
Μεθώνη, οι υπερασπιστές της πόλης αμύνονταν σκληρά. Οι Οθωμανοί
κατάφεραν όμως να γίνουν κυρίαρχοι της πόλης στις 9 Αυγούστου του
1500. Ακολούθησε τριήμερη σφαγή και λεηλασία. Μετά τη Μεθώνη, ο
Σουλτάνος στράφηκε στην Πύλο και στην Κορώνη, οι οποίες
παραδόθηκαν αμαχητί. Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επιχειρήσεων
αυτών, οι Οθωμανοί απέκτησαν τον έλεγχο της Νότιας Πελοποννήσου
– που μέχρι τότε είχαν οι Ενετοί – και διασφάλιζαν την ελεύθερη
ναυσιπλοΐα και το εμπόριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ακολούθησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των
περιοχών του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς, οι οποίες όμως άντεξαν
στην πίεση των Οθωμανών και δεν υπέκυψαν. Παρέμειναν ακόμα
υπό την κυριαρχία των Ενετών. Μετά από αυτό, τα Οθωμανικά
στρατεύματα αποχώρησαν από την Πελοπόννησο και επέστρεψαν στη
βάση τους.

Οι συγκρούσεις Οθωμανών και Ενετών δεν είχαν τέλος. Οι


καταλήψεις και ανακαταλήψεις διαδέχονταν η μια την άλλη, στην
Πελοπόννησο, τα νησιά του Ιονίου, του Αιγαίου και αλλού. Το 1500, οι
Ενετοί και οι σύμμαχοί τους ανακατέλαβαν την Κεφαλλονιά και λίγο
αργότερα το 1502 και τη Λευκάδα. Το Μάιο του 1503, Οθωμανοί και
Ενετοί ένιωσαν την ανάγκη για ανακωχή και υπέγραψαν Συνθήκη
Ειρήνης, που τερμάτιζε τις εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών.
Η Βενετία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την απώλεια της Ναυπάκτου, της
Μεθώνης, της Πύλου και της Κορώνης, καθώς και να επιστρέψει τη
Λευκάδα στους Οθωμανούς. Κράτησε μόνο τη Κεφαλλονιά και τη
Ζάκυνθο.

36
Με τη λήξη του δευτέρου κύκλου των Τουρκοβενετικών πολέμων
η Οθωμανική αυτοκρατορία βγήκε κερδισμένη: Απέκτησε υπεροχή στη
Μεσόγειο, εδραίωσε τη θέση της στη βόρεια Αφρική, πέτυχε την
πολιτική ενότητα των κτήσεών της στη Βαλκανική. Αντίθετα, η Βενετία
δέχθηκε σοβαρό πλήγμα στις κτήσεις της (εμπορικούς σταθμούς) και
στο θαλάσσιο εμπόριό της.

Ο ελληνισμός όμως στην Πελοπόννησο – και απανταχού στον


ελλαδικό χώρο – υπέστη τις τραγικότερες συνέπειες. Εκτός από τη
δημογραφική συρρίκνωση εξ αιτίας των πολέμων (σφαγές,
αιχμαλωσίες, διώξεις…) ήρθε και η πλήρης απομόνωσή του και η
αποξένωσή του από τις κοσμογονικές εξελίξεις της «αναγέννησης», που
άρχισε να συντελείται στην Ευρώπη. Τότε, που άλλαζε η μορφή της
Ευρώπης και οι τύχες των Ευρωπαίων πολιτών, η Ελλάδα ζούσε στο πιο
βαθύ σκοτάδι από κάθε άποψη: στην πλήρη οικονομική, κοινωνική και
πολιτιστική εξαθλίωση.

Η Ευρώπη με την είσοδο στον 16ο αιώνα, άρχισε πάλι να


συζητάει την ιδέα της οργάνωσης σταυροφορίας εναντίον των
Οθωμανών, ιδέα που πολλές φορές συζητήθηκε και άλλες τόσες
εγκαταλείφθηκε.

2.4. Η αντίσταση των Ιπποτών της Ρόδου.

Μετά την κατάληψη του Δουκάτου των Τόκκων, σειρά είχαν οι


Ιππότες της Ρόδου. Οι Ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννου είχαν
εγκατασταθεί στη Ρόδο το 1309. Στη διάρκεια του Τουρκοενετικού
πολέμου, οι Ιππότες είχαν ταχθεί με το μέρος των Ενετών. Μετά τη
Συνθήκη Ειρήνης των Ενετών με τους Οθωμανούς, το κρατίδιο αυτό
έμεινε ανυπεράσπιστο στις αρπαχτικές διαθέσεις των Οθωμανών.
Η στρατηγική θέση του νησιού στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο έθελγε τον
Σουλτάνο, ο οποίος σε συνδυασμό με την ενόχλησή του για την
υποστήριξη που προσέφεραν οι Ιππότες στους Ενετούς κατά τους

37
μεταξύ τους πολέμους, σχεδίασε την κατάληψή τους. Άρχισαν λοιπόν οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις των Οθωμανών εναντίον των Ιπποτών της
Ρόδου το Δεκέμβριου 1479. Η πρώτη αυτή προσπάθεια των Οθωμανών
δεν καρποφόρησε και ο τουρκικός στόλος απεχώρησε, προσωρινά.
Στο μεταξύ, ο Αχμέτ Πασάς, άρχισε τις επιδρομές στην Αδριατική.
Στις 3 Μαΐου 1481, πέθανε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄
(ο Πορθητής 1444-1446 και 1451-1480), γεγονός που προκάλεσε
μεγάλη αναστάτωση στην αυτοκρατορία, λόγω του ζητήματος της
διαδοχής. Τον διαδέχθηκε τελικά ο Βαγιαζήτ Β΄(1481-1512), κι αυτόν ο
Σελίμ Α΄ (1512-1520).

Ο Σελίμ Α΄ ο νέος Σουλτάνος των Οθωμανών, προετοιμάζονταν


για την κατάληψη της Ρόδου των Ιπποτών, την οποία θεωρούσε
στρατηγικής σημασίας στο Νοτιο - ανατολικό Αιγαίο. Η Ρόδος βλέποντας
τον Οθωμανικό κίνδυνο, ετοίμαζε κι αυτή την άμυνά της. Ο θάνατος του
Σελίμ Α΄ πρόλαβε όμως τις εξελίξεις. Νέος Σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο
Σουλεϊμάν (1520-1566), επονομαζόμενος Μεγαλοπρεπής. Ο Σουλεϊμάν,
αφού κατέλαβε το Βελιγράδι, ετοιμάστηκε για την επίθεση της Ρόδου με
100.000 άνδρες, υπό τις διαταγές του και 300 πολεμικά πλοία υπό τον
μεγάλο βεζίρη Μουσταφά. Η επίθεση των Οθωμανών στη Ρόδο έγινε το
1521 (1 Αυγούστου).

Η πολιορκία του κάστρου της Ρόδου διήρκησε μήνες. Οι Ιππότες


και ο στρατός τους – και μαζί όλος ο λαός του νησιού – αμύνονταν
σταθερά, παρά τις σφοδρές επιθέσεις του Οθωμανικού στρατού και του
ναυτικού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι απώλειες των Οθωμανών ήταν
πολλές. Οι πολιορκούμενοι ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να αντέξουν για
πολύ ακόμα, χωρίς δυνατότητα ανεφοδιασμού πολεμικού υλικού και
τροφίμων. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1521, το Συμβούλιο του τάγματος των
Ιπποτών αποφάσισε να συζητήσει την παράδοση του νησιού.
Ο Σουλτάνος συμφώνησε. Η συμφωνία προέβλεπε την ελεύθερη
αποχώρηση των Ιπποτών από το νησί, καθώς και όσων από τους

38
κατοίκους το επιθυμούσαν, το σεβασμό των εκκλησιών και την
ελεύθερη λατρεία των χριστιανών… Η συμφωνία τηρήθηκε γενικά, πλην
μερικών εξαιρέσεων. Τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν από τους
Οθωμανούς.

2.5. Η επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς Δυσμάς.

Μετά την επιτυχία αυτή, ο Σουλεϊμάν επανήλθε στο φιλόδοξο


σχέδιό του : Τον πλήρη έλεγχο των χωρών της Βαλκανικής και την
επέκταση της αυτοκρατορίας του προς Δυσμάς, ώστε να αποκτήσει τον
πλήρη έλεγχο της κατακερματισμένης από τις έριδες και τα συμφέροντα
Ευρώπης. Η πολυδιάσπαση των ηγεμόνων της Ευρώπης και η
κοντόφθαλμη πολιτική τους, σε συνδυασμό με την δύναμη της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ευνοούσαν την υλοποίηση αυτού του
σχεδίου του Σουλτάνου. Ο Σουλεϊμάν, αφού αποδυνάμωσε παραπέρα
τη Βενετία, κατέλαβε τη Σερβία, ένα μεγάλο τμήμα της Ουγγαρίας κι
έτσι μέχρι το 1528 έλεγχε τη Βαλκανική. Το 1529, έφτασε έξω από τη
Βιέννη, αλλά εκεί οι Οθωμανοί νικήθηκαν και οπισθοχώρησαν στο
Βελιγράδι.

Ο Κάρολος της Γαλλίας, σε αντιπερισπασμό στις Οθωμανικές


στρατιωτικές προκλήσεις, στην Ευρώπη, οργάνωσε τις προσπάθειες των
Ελλήνων, Ιταλών και Ισπανών για τη δημιουργία νέας σταυροφορίας
στην ελληνική χερσόνησο. Τον Αύγουστο 1532, 100 πολεμικά σκάφη και
8.000 στρατιώτες υπό τον Ανδρέα Ντόρια, έφυγαν για την Ελλάδα.
Η δύναμη αυτή έφτασε στη Σαπιέντζα (= νησίδα του Ιονίου, ανοιχτά της
Μεθώνης, ΝΔ της Πελοποννήσου) και στις 21 Σεπτεμβρίου 1532
κατέλαβε την Κορώνη. Συνέχισε προς βορρά της Πελοποννήσου και
κατέλαβε την Πάτρα, καταστρέφοντας τα Οθωμανικά οχυρά στο Ρίο –
Αντίρριο. Μετά απ’ αυτό, στις 10 Νοεμβρίου 1532, η σταυροφορία
επέστρεψε στην Ιταλία.

39
Οι επιτυχίες αυτές γέμισαν ενθουσιασμό τους ελληνικούς
πληθυσμούς. Οι επαναστατικές κινήσεις αναζωπυρώθηκαν, οι
εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά εμφανίστηκαν ξανά, η
Κορώνη έγινε το κέντρο οργάνωσης ατάκτων σωμάτων. Οι κινήσεις
αυτές ανησύχησαν τον Σουλεϊμάν, το 1533, ο οποίος έστειλε στην
Πελοπόννησο ισχυρές δυνάμεις στρατού και ναυτικού για να
καταστείλουν τις εξεγέρσεις και να επιβάλλουν την τάξη, με τις γνωστές
συνέπειες για τους Έλληνες. Ο Κάρολος όμως εγκατέλειψε την Ελλάδα
στην τύχη της. Προτίμησε να ασχοληθεί με το Γαλλοϊσπανικό
ανταγωνισμό. Το Μάρτιο το 1533 η Κορώνη είχε εγκαταλειφτεί, οι
φρουροί και οι άμαχοι έφυγαν από την πόλη και οι Οθωμανοί έγιναν και
πάλι κυρίαρχοι της Πελοποννήσου. Οι δυνάμεις του Σουλτάνου,
ελεύθερες πλέον από υποχρεώσεις στην Πελοπόννησο, κατευθύνθηκαν
σε άλλες περιοχές της χώρας, κυρίως στα παράλια, όπου υπήρχαν
ενετικές κτήσεις. Οι συνεχείς επιθέσεις των Οθωμανών σε
όλα τα ελληνικά παράλια, σήμανε το τέλος της Ενετοκρατίας (το 1538),
σε όλη την ελληνική χερσόνησο, εκτός από τα Ιόνια νησιά και την Κύπρο.

Οι Ενετοί επιδίωξαν ανακωχή και οι Οθωμανοί δέχτηκαν.


Η Συνθήκη Ειρήνης υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1540. Το Ναύπλιο και
η Μονεμβασιά, όπως και τα νησιά του Αιγαίου, παραδόθηκαν στους
Οθωμανούς. Η Βενετία κράτησε μόνο τα Ιόνια νησιά, (εκτός Λευκάδας)
και την Κύπρο. Είχε ακόμα και τη Χίο, την οποία κατέλαβαν οι Οθωμανοί
το 1566.

Στη Δύση η ανησυχία για τη δραστηριότητα των Οθωμανών δεν


καταλάγιαζε, αλλά μόνο «ανησυχία» γιατί δράση δεν υπήρχε καμία.
Οι Οθωμανοί αντίθετα αλώνιζαν στο Αιγαίο και στην Αδριατική.
Οι συζητήσεις στη Δύση για νέα σταυροφορία παρέμειναν συζητήσεις.
Οι διάφορες εξεγέρσεις στον ελληνικό χώρο καταστέλλονταν εύκολα
από τους Οθωμανούς. Ο νέος Σουλτάνος Σελίμ Β΄ (1566-1574)
αποφάσισε να βάλει πλώρη για την Κύπρο. Επωφελήθηκε από την

40
ευνοϊκή συγκυρία – δηλ. από τον ανταγωνισμό της Βενετίας με την
Ισπανία στη θάλασσα – που απέτρεπε συμμαχίες και επιτέθηκε στην
Κύπρο, όπου οι Ενετοί ήταν απροστάτευτοι. Τον Απρίλιο 1570, 140
πολεμικά πλοία έπλευσαν στην Κύπρο και ο στρατός αποβιβάστηκε στην
Πάφο.1 Η αντίσταση των Κυπρίων και των Ελλαδιτών ήταν άμεση και
ανάγκασε τους Οθωμανούς να κατευθυνθούν προς την Λάρνακα. Στη
συνέχεια, κινήθηκαν προς τη Λευκωσία, την οποία πολιόρκησαν για δύο
μήνες και τελικά την κατέλαβαν. Ακολούθησαν ως συνήθως σφαγές,
διωγμοί, καταστροφές εκκλησιών, κλπ. Μετά την πτώση της Λευκωσίας,
η κατάληψη ολόκληρου του νησιού ήταν εύκολη υπόθεση, εκτός της
Αμμοχώστου, που ήταν οχυρωμένη. Η πολιορκία της Αμμοχώστου
κράτησε μέχρι τον Αύγουστο το 1571, που η πόλη παραδόθηκε στις
πολύ μεγαλύτερες αριθμητικά δυνάμεις των Οθωμανών. Ακολούθησαν
σφαγές, διωγμοί, και καταστροφές εκκλησιών, ενώ πολλοί Κύπριοι
οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας.

2.6. Νέα συστράτευση των Χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσης .


Οι χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης, έπειτα από τις προσπάθειες
του Πάπα Πίου, κατάφεραν να ομονοήσουν, να ξεπεράσουν τις
διαμάχες τους και να συστρατευτούν εναντίον της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Αρχηγός των ενωμένων Χριστιανικών στρατιωτικών
Δυνάμεων ορίστηκε ο Ισπανός Πρίγκιπας Δον Χουάν, νέος στην ηλικία,
αλλά προικισμένος και φιλόδοξος. Το Σεπτέμβριο του 1571 ο
χριστιανικός στόλος απέπλευσε από τη Μεσσήνη (= αποικία στο ΒΑ
άκρο της Σικελίας) με κατεύθυνση το Ιόνιο. Έφτασε στα Ιόνια νησιά,
όπου οι ελληνικοί πληθυσμοί τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό.
Ο Οθωμανικός στόλος βρίσκονταν αγκυροβολημένος στη Ναύπακτο.
Η δύναμη του στόλου των συμμάχων της Δύσης αποτελούνταν από 210
γαλέρες, 30 φρεγάτες και 24 μεταγωγικά σκάφη. Στους αριθμούς
1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 51.

41
αυτούς προστέθηκαν και σημαντικές ελληνικές δυνάμεις: 50 γαλέρες
και αρκετά μικρότερα πλοία. Συμμετείχε και μεγάλος αριθμός ελλήνων
οπλιτών. Το σύνολο των ανδρών ήταν περίπου 40.000, από τους
οποίους οι 28.000 ήταν Ισπανοί 1.

Οι Οθωμανοί από την πλευρά τους διέθεταν 230 γαλέρες και


άλλα μικρότερα σκάφη. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στην είσοδο του
Κορινθιακού Κόλπου, στα νησιά Εχινάδες, στις 7 Οκτωβρίου 1571.
Η ναυμαχία που ακολούθησε καταγράφηκε ως φοβερή. Πράγματι, και οι
δύο πλευρές μάχονταν λυσσωδώς για τη νίκη. Η υπεροχή ωστόσο των
συμμαχικών Χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης ήταν εμφανής. Μέσα σε
μερικές ώρες ο Οθωμανικός στόλος καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς.
Σώθηκαν μόνο 35 γαλέρες. Σκοτώθηκαν 20.000 άνδρες,
αιχμαλωτίστηκαν 4.000 κωπηλάτες, όλοι Οθωμανοί και 10.000
Χριστιανοί που μάχονταν στον Οθωμανικό στόλο (οι Χριστιανοί που
σώθηκαν αφέθηκαν ελεύθεροι από τους συμμάχους). Από τις
συμμαχικές Χριστιανικές Δυνάμεις σκοτώθηκαν περί τους 12.000 άνδρες
και καταστράφηκαν 15 πλοία. Καθώς οι Έλληνες μάχονταν και στους
δύο στόλους οι απώλειες ήταν μεγάλες.

Ο αντίκτυπος από τη νίκη αυτή στο Χριστιανικό κόσμο της Δύσης


ήταν τεράστιος, ευνοϊκά τεράστιος. Η Δύση πανηγύρισε. Στη ναυμαχία
πήραν μέρος πολλοί από την αφρόκρεμα της Δυτικής αριστοκρατίας.
Ο Δον Χουάν αποθεώθηκε (τον 16ο αιώνα). Όμως, όπως ήταν
αναμενόμενο, η νίκη αυτή δεν είχε συνέχεια, ώστε να επικρατήσουν οι
Δυτικές Χριστιανικές δυνάμεις έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
πράγμα που φανερώνει πως δεν ενεργούσαν με σχέδιο και στρατηγική.
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως συνέβαινε, οι ηγεσίες των
Ευρωπαϊκών χωρών να κινητοποιούν τόσο μεγάλες και δαπανηρές
στρατιωτικές δυνάμεις, χωρίς σχέδιο, δηλ. χωρίς να ξέρουν τι

1
Διαμανής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 52,53,54.

42
επιδιώκουν, που στοχεύουν, ποια θα είναι τα επόμενα βήματα; Έμοιαζε
σαν να ήταν γι’ αυτούς ένα παιχνίδι: να παρενοχλούν απλά, κατά
καιρούς, τους Οθωμανούς, να κάνουν επίδειξη δύναμης ή ένα περίπατο
στη Μεσόγειο. Δεν έβλεπαν άραγε τα δεινά που επισώρευε στην
Ευρώπη και στους Χριστιανικούς λαούς της, η εξάπλωση της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Ότι καθυστερούσε την «αναγέννηση» της
Ευρώπης; Πώς μπορούσαν να παίρνουν τόσο μικρόπνοες και
ασχεδίαστες αποφάσεις;

Ο Οθωμανικός στόλος γρήγορα αναδιοργανώθηκε και


κυριάρχησε και πάλι στη Μεσόγειο. Οι Έλληνες παρέμειναν υπόδουλοι
της Οθωμανικής βαναυσότητας, ενώ αυτοί της διασποράς
προσπαθούσαν να πείσουν τους Ευρωπαίους ηγέτες να επέμβουν
δυναμικά και με σχέδιο για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η
Οθωμανική κυριαρχία.

Ωστόσο, η πανωλεθρία αυτή του Οθωμανικού στόλου στις


Εχινάδες, ταπείνωσε την Οθωμανική αλαζονεία και σήμανε την απαρχή
της υποχώρησης του σκοταδισμού που επέβαλε. Η σταδιακή παρακμή
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον μακριά. Η πρώτη
περίοδος από την άλωση, που διήρκησε περί τα 150 χρόνια, έληξε με
την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης των Οθωμανών με τους Ενετούς
στις 7 Μαρτίου 1573. Με τη συνθήκη αυτή η Βενετία έχασε και την
Κύπρο και υπόσχονταν να μην κινητοποιηθεί πλέον εναντίον των
Οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε μόνη, είτε με συμμάχους. Οι Ενετοί
έχασαν τη συμπάθεια των Ελλήνων, οι εστίες αντίστασης όμως στον
Ελληνικό χώρο συνεχίστηκαν. Το κλείσιμο του 16ου αιώνα βρήκε τον
ελληνισμό παραδομένο ολοκληρωτικά στον Οθωμανική κυριαρχία.

43
2.7. Οι επόμενες εξελίξεις.
Όπως ήδη αναφέραμε στον προηγούμενο τόμο, οι σχέσεις της
Βενετίας με την Βυζαντινή αυτοκρατορία – τη Ρωμανία – ήταν παλιές1. Η
Βενετία είχε καταφέρει να κερδίσει ένα ζωτικό χώρο στην Βυζαντινή
επικράτεια για την ανάπτυξη των εμπορικών της δραστηριοτήτων,
απολαμβάνοντας προνομίων (φοροελαφρύνσεις και διευκολύνσεις στον
πλου των εμπορικών της πλοίων κατά τη διέλευση τους από το
Βόσπορο). Τα προνόμια αυτά στους Ενετούς, όπως ήταν φυσικό,
οδηγούσαν τους ντόπιους εμπόρους σε ασφυξία, λόγω του άνισου
ανταγωνισμού που υφίσταντο από τους Ενετούς. Η δυνατότητά τους να
αποσπούν προνόμια από μια αυτοκρατορία όπως η Βυζαντινή – πολύ
πιο ισχυρή από αυτούς – αποκαλύπτει τη δύναμή τους και τον
υπολογίσιμο ρόλο, που διαδραμάτιζαν στο Μεσογειακό χώρο. Η σχέση
αυτή – μεταξύ Βυζαντίου και Ενετών – δεν μπορούσε παρά να είναι
αποτέλεσμα «συσχετισμού δυνάμεων»: Η εκκλησία της Βενετίας
ελάμβανε δωρεές και ετήσια εισοδήματα από το Βυζάντιο, οι Ενετοί
πολίτες αποκτούσαν εκτάσεις γης ή κτίρια – και έχτιζαν τις δικές τους
επικράτειες – μέσα στην επικράτεια του Βυζαντίου. Αυτό συνέβαινε
κυρίως στις παραθαλάσσιες περιοχές της αυτοκρατορίας. Με τον καιρό
ο συσχετισμός δυνάμεων μεταβλήθηκε υπέρ των Ενετών, τα προνόμιά
τους διευρύνθηκαν, τα δικαιώματά τους εδραιώθηκαν. Η Βενετία
σταδιακά έγινε «Κράτος εν Κράτει», ιδιαίτερα μετά το 1204 (κατάληψη
της Κωνσταντινούπολης από την Δ΄ Σταυροφορία). Μέσα στην
επικράτεια της αυτοκρατορίας, απόκτησε κτήσεις : Κρήτη, Κύπρος,
νησιά του Αιγαίου, Ιόνια νησιά, Πελοπόννησος (Κορώνη, Μεθώνη,
Πύλος, Ναύπλιο, Μονεμβασιά…) και σε άλλες επίκαιρες θέσεις στα
παράλια της αυτοκρατορίας. Στις Ενετικές κτήσεις ήταν εγκατεστημένος
τοποτηρητής, επιφορτισμένος με την εφαρμογή των συμφωνιών με το
Βυζάντιο. Σύντομα, στη διαδικασία απόκτησης προνομίων και
1
Βλ. Καραπιδάκης Νίκος, Η Βενετοκρατία, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8, σελ. 56-97, Έκδοση
Δομή, Αθήνα.

44
δικαιωμάτων στην επικράτεια του Βυζαντίου, μπήκαν και οι Γενοβέζοι
και διεκδίκησαν μερίδιο από τη Βυζαντινή παραθαλάσσια ζώνη, που
μέχρι τότε νέμονταν κατ’ αποκλειστικότητα οι Ενετοί. Η σύγκρουση
πλέον μεταξύ Βενετών και Γενοβέζων ήταν αναπόφευκτη.

Η Κέρκυρα επανήλθε στην εξουσία της Βενετίας στο 1386/7.


Το ζήτησε η ίδια. Τότε, παρατηρήθηκε άφιξη στο νησί ξένων, από
περιοχές της Ρωμανίας και της Ιταλίας και ένταξή τους στη ζώνη του
νησιού. Η αρχοντική νοοτροπία διατηρήθηκε ισχυρή. Η κατοχή γης και
οι πρακτικές εκμετάλλευσής της, εξακολουθούσαν να συνιστούν το
βασικό κοινωνικό διαχωρισμό και επομένως την κοινωνική ιεραρχία.
Η τάση για κοινωνικό αποκλεισμό ορισμένων ατόμων ή ομάδων ήταν
ορατή. Η δικαιοσύνη που αποτελούσε την ιδεολογία της Βενετίας, ήταν
δύσκολο να επιτευχθεί, λόγω της αντίδρασης των αρχόντων.

Η Ζάκυνθος πέρασε στην εξουσία της Βενετίας στο 1484. Μέχρι


τότε ήταν υπό το καθεστώς των Τόκκων ηγεμόνων. Τα φέουδα των
Αρχόντων διατηρήθηκαν όπως και στην Κέρκυρα. Δημόσιες εκτάσεις γης
αποδίδονταν στους νέους εποίκους, προερχόμενους από την
Πελοπόννησο (Μεθώνη, Κορώνη, Πύλος, Ναύπλιο, Μονεμβασιά…),
πρώην βενετικές κτήσεις.

Η Κεφαλλονιά γνώρισε, κι αυτή, την Ενετική κυριαρχία, όπως και


τα λοιπά νησιά του Ιονίου. Το 1503, νέοι πληθυσμοί εποίκισαν το νησί
από άλλες ενετικές κτήσεις. Ήταν κυρίως αυτοί που είχαν βοηθήσει τους
Ενετούς στους πολέμους, τους οποίους αντάμειβαν με τίτλους
ευγενείας και εκτάσεις γης. Τα φεουδαρχικά καθεστώτα στα Επτάνησα
καταργήθηκαν με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο (= Καμποφορμίντο του
Βένετο) στις 18 Οκτωβρίου 1797, ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αυστρία,
που έδωσε τα Επτάνησα στο Ναπολέοντα.

Η Βενετία έχασε την Κρήτη το 1669 υπέρ των Οθωμανών. Λίγο


αργότερα, το 1684, η Βενετία συμμάχησε με την Αυστρία σε πόλεμο

45
εναντίον των Οθωμανών, που της απέφερε ως όφελος τη Λευκάδα, την
Αίγινα και την Πελοπόννησο, με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699.
Ο πληθυσμός της Λευκάδας το 1479, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν το
νησί ήταν 25.000 κάτοικοι. Το 1684 όταν οι Ενετοί με τις συμμαχικές
δυνάμεις ανακατέλαβαν το νησί, ο πληθυσμός του είχε μειωθεί στους
9.000 κατοίκους, λόγω της Τούρκικης κακοδιοίκησης, της πειρατείας,
των σεισμών και της πανώλης. Οι Ενετοί συνήθιζαν να εποικίζουν τις
περιοχές που εγκατέλειπαν οι Οθωμανοί, όπως εν προκειμένω τη
Λευκάδα, με Ιταλούς πρόσφυγες ή Έλληνες από άλλες Ενετικές κτήσεις.
Κοντά στο 1800 είχε εποικιστεί και το Μεγανήσι (= μικρό νησί του Ιονίου
στο Νομό Λευκάδας, επιφανείας 20 τ. χιλ.), του οποίου οι πρώτοι
κάτοικοι ήταν Ακαρνάνες.1

Το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, που


επικρατούσε την εποχή της Ενετοκρατίας ήταν το φεουδαρχικό, δηλ. το
ίδιο που επικρατούσε και στο Μεσαίωνα. Οι Μεγαλογαιοκτήμονες,
οι Άρχοντες και Φατριακοί ηγεμόνες ήταν αυτοί που καθόριζαν τη
λειτουργία του Κράτους – με τη βία – όλο το Μεσαίωνα, αλλά και μετά
μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση. Ό έλεγχος της εξουσίας παρέμενε
στα χέρια των φατριών (των Ομάδων συμφερόντων), που
λειτουργούσαν με βάση τα συμφέροντα της φατρίας. Το Χριστιανικό
λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν στις σχέσεις εξουσίας και πολιτών, στα
γραπτά κείμενα (π.χ. συμβόλαια, νόμους κλπ.) δεν ήταν παρά μια
υποκρισία.

Στην Κρήτη πρώτα, αλλά και στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλλονιά και
στην Κέρκυρα, το εμπόριο πήρε εντυπωσιακές διαστάσεις με την
εντατικοποίηση των συναλλαγών, από το 15ο αιώνα και εξής. Στη Κρήτη
ειδικότερα, εκτός από τα οργανωμένα ταξίδια των Ενετών, υπήρχαν και
οι Κρητικοί έμποροι, που εμπορεύονταν ντόπια προϊόντα, και είχαν

1
Κων/νος Γ. Μαχαιράς, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας (1684-1797) Αθήνα 1951, σελ. 137.

46
άμεση σχέση με τη τις μουσουλμανικές χώρες και τη βόρεια Αφρική,
όπου εξήγαγαν τυρί , μέλι, κερί, κατεργασμένα προϊόντα κλπ. Η Κρήτη
χρησίμευε και ως διαμετακομιστικός σταθμός των Ενετών . Μετέφεραν
εκεί προϊόντα από Ανατολή και Δύση, τα αποθήκευαν και τα διένειμαν
σε διάφορες αγορές. Σε ένα βαθμό, το ίδιο συνέβαινε και με τους
άλλους εμπορικούς σταθμούς της Βενετίας. Η Κρήτη, η Μεθώνη, η
Κορώνη, η Κέρκυρα, η Εύβοια …, ήταν μέρος ενός πυκνότατου δικτύου
σταθμών εμπορίας και διαμετακόμισης αγαθών, το οποίο εξυπηρετούσε
έναν πολυάριθμο εμπορικό στόλο μεσαίων και μικρών σκαφών. Φυσικά
δεν έλλειπαν και τα πλοία μεγάλων αποστάσεων, που εξυπηρετούσαν
περιοχές, όπως η Αγγλία, η Ολλανδία, η Αίγυπτος, η Πορτογαλία, η
Γαλλία, κλπ.

Σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη του Ενετικού


εμπορίου ήταν - εκτός από το δίκτυο των σταθμών και τα θαλάσσια
μέσα, - η τοπική παραγωγή στις Ενετικές κτήσεις: ελαιόλαδο, κρασί,
σιτηρά, σταφίδες κλπ. Η αγροτική παραγωγή, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας
και η άνεση στη διακίνηση των προϊόντων …, ήταν δημιουργοί πλούτου
για τη Βενετία και τις τοπικές αγορές.

***

Μετά την ταπεινωτική για τους Ενετούς Συνθήκη του 1573, με


την Οθωμανική αυτοκρατορία, οι ελπίδες του ελληνισμού για την
αποτίναξη της Οθωμανικής κυριαρχίας εξανεμίστηκαν. Οι ελπίδες αυτές
στράφηκαν τώρα στη Ρωσία και στην Ισπανία, για παροχή βοήθειας.
Η Βενετία είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα στη Μεσόγειο από τους
Οθωμανούς με την απώλεια σημαντικών κτήσεων.1

1
Διαμαντής Απόστολος, Από τη Συνθήκη της Βενετίας μέχρι τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, Ιστορία
των Ελλήνων, τόμος 8, σελ. 98-139, Εκδ. ΔΟΜΗ, Αθήνα.

47
Όμως, οι Έλληνες δεν «εσιώπησαν». Οι εξεγέρσεις και τα
επαναστατικά κινήματα συνεχίστηκαν στην Κύπρο, στην Β. Ήπειρο
(Χειμάρα), στην Ακαρνανία (ο αρματολός Θεόδωρος Μπονάς ή Γρίβας),
ξανά στη βόρειο Ήπειρο με πρωταγωνιστή τον Επίσκοπο Αχρίδος
Αθανάσιο, στα τέλη του 16ου αιώνα. Το 1600, ο Δούκας της Σαβοΐας
(= β. τμήμα των Γαλλικών Άλπεων) Κάρολος Β΄ οργάνωσε επαναστατικό
κίνημα στην Κύπρο. Το 1595, ο Επίσκοπος Διονύσιος οργάνωσε
επαναστατικό κίνημα στο Τυρνόβο της Βουλγαρίας, όπου διορίστηκε
Μητροπολίτης. Ο Διονύσιος κατάγονταν, όπως λέγεται, από αρχοντική
οικογένεια του Βυζαντίου (των Παλαιολόγων). Σπούδασε στη Ρώμη.
Μέχρι τέλος της ζωής του προσπαθούσε να εξεγείρει τους Βαλκανικούς
λαούς και να τους απελευθερώσει από τον Οθωμανικό ζυγό. Πέθανε το
1620.

Ένας άλλος Διονύσιος, Μητροπολίτης Τρίκκης και Λαρίσης, το


1600 στη Θεσσαλία και το 1611 στην Ήπειρο, οργάνωσε σοβαρές
επαναστατικές εξεγέρσεις. Ο Διονύσιος αυτός, με το προσωνύμιο
φιλόσοφος, κατάγονταν από εύπορη οικογένεια της Ηπείρου και ήταν
μοναχός στη Μονή του Αγίου Δημητρίου στη Θεσπρωτία. Σπούδασε
στην Ιταλία φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Οι Οθωμανοί
κατέστειλαν τις δραστηριότητές του και προχώρησαν σε αντίποινα σε
βάρος των πολιτών. Ο ίδιος κατέφυγε στη Ρώμη και συνέχισε από εκεί
τις προσπάθειες για εθνική απελευθέρωση. Το 1609, επανήλθε στην
Ήπειρο και άρχισε περιοδείες στα χωριά, όπου θεράπευε ασθενείς και
συγχρόνως ξεσήκωνε τους κατοίκους εναντίον των Οθωμανών.
Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον έγδαραν ζωντανό στην πλατεία
των Ιωαννίνων. Οι συνέπειες για τον ελληνισμό της Ηπείρου ήταν
τραγικές.

Το 1593, συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική


Σύνοδος, υπό τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ Τρανό. Η σύνοδος αποφάσισε
να ιδρυθούν ελληνικά σχολεία και έδωσε σχετική εντολή στους

48
Μητροπολίτες. Η εξέλιξη αυτή ήταν σημαντική για τη θεμελίωση της
ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης και συνέβαλε στη δημιουργία
θρησκευτικής συνείδησης και εθνικής ενότητας. Τα σχολεία
αναπτύχθηκαν γρήγορα, με την οικονομική στήριξη ευπόρων
οικογενειών και Ελλήνων της διασποράς.

Η αποδυνάμωση της ενετικής κυριαρχίας, και η διάψευση των


ελπίδων που οι Έλληνες είχαν εναποθέσει στις Δυτικές Χριστιανικές
Δυνάμεις – με την αδιάφορη στάση τους – δημιουργούσαν μια
νέα πραγματικότητα. Οι Έλληνες Χριστιανοί συνειδητοποίησαν ότι μόνο
η δημιουργία προϋποθέσεων μακροχρόνιας αντίστασης θα τους έβγαζε
από το αδιέξοδο και θα τους οδηγούσε στην απελευθέρωσή τους.

***

Από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του 15731, μέχρι την
έναρξη του νέου Τουρκοβενετικού Πολέμου το 1645 – για 70 περίπου
χρόνια – επικράτησε σχετική ηρεμία στην ευρύτερη περιοχή της
Μεσογείου, καθώς δεν έγινε κανένας σοβαρός πόλεμος. Οι Ενετοί είχαν
συρρικνωθεί και οι Οθωμανοί είχαν εδραιωθεί. Οι ελληνικοί πληθυσμοί
βρίσκονταν συχνά σε εξέγερση, σύντομα όμως επανέρχονταν στο
προηγούμενο καθεστώς, γιατί οι προσπάθειες αυτές ήταν χωρίς σοβαρή
οργάνωση, χωρίς δυνατότητα κλιμάκωσης και χωρίς βοήθεια από τη
Δύση.

Η Οθωμανική αυτοκρατορία, από τις αρχές του 17ου αιώνα


άρχισε, αργά αλλά σταθερά, να εισέρχεται σε μια διαδικασία φθοράς
και σταδιακής παρακμής, τόσο στο στρατιωτικό σκέλος, όσο και στο
οικονομικό. Υποστηρίχθηκε ότι η παρακμή αυτή έχει κάποια σχέση με
την ανακάλυψη της νέας Ηπείρου, της Αμερικής το 1492, που άνοιξε
νέους ορίζοντες στο διεθνές εμπόριο. Στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας

1
Η Συνθήκη της Βενετίας.

49
επιταχύνθηκαν οι φυγόκεντρες τάσεις με τη μορφή εξεγέρσεων
– ιδιαίτερα των χριστιανικών πληθυσμών – με στόχο την απελευθέρωση
από τον Οθωμανικό ζυγό. Στον οικονομικό τομέα, η εξαθλίωση της
κοινωνίας σε συνδυασμό με τη διευρυνόμενη διαφθορά στη Δημόσια
Διοίκηση της αυτοκρατορίας και στο στρατιωτικό τομέα, η επανάσταση
των γενιτσάρων, που το 1623 εκτέλεσαν το Σουλτάνο Οσμάν Β΄,
αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της κρίσης. Τον Οσμάν Β΄ διαδέχθηκε ο
Σουλτάνος, Μουράτ Δ΄, ο οποίος κατάφερε να καταστείλει τις ανταρσίες
στο στρατό και το 1638 να νικήσει τους Πέρσες και να καταλάβει τη
Βαγδάτη. Ο νέος Σουλτάνος Ιμπραήμ Α΄, μετά το θάνατο του Μουράτ Δ΄
το 1640, σχεδίασε επίθεση κατά της ενετοκρατούμενης Κρήτης, που
είχαν μετατρέψει, όπως πίστευε οι Ενετοί σε ορμητήριο πειρατών. Η
Κρήτη ήταν τότε σπουδαίο εμπορικό κέντρο και σημαντική στρατιωτική
βάση των Ενετών, πλούσια σε παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών
προϊόντων, γι’ αυτό και τη διεκδικούσαν τόσο οι Ενετοί, όσο και οι
Οθωμανοί. Οι κάτοικοι της Κρήτης έδειχναν δυσαρεστημένοι έναντι των
Ενετών για την Οργάνωση και Διοίκηση που επέβαλαν στο νησί.

Το καλοκαίρι του 1645, άρχισε ο Τουρκοβενετικός Πόλεμος στην


Κρήτη, ο Ε’ στη σειρά (1645-1669). Οι τουρκικές δυνάμεις σε πλοία και
άνδρες ήταν εντυπωσιακά μεγάλες σε σύγκριση με την αδύνατη φρουρά
των Ενετών για την υπεράσπιση του νησιού. Η επίθεση των Οθωμανών
άρχισε από τα Χανιά και μετά από δίμηνη πολιορκία το κάστρο
παραδόθηκε τον Αύγουστο το 1645. Η κυριαρχία των Οθωμανών στη
Δυτική Κρήτη εδραιώθηκε και ετοιμάζονταν, για πόλεμο, να καταλάβουν
ολόκληρο το νησί. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να πάρουν με το μέρος
τους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, ενισχύοντας το ρόλο της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είχε καταπιεστεί από τους Ενετούς.
Οι Κρητικοί όμως, θεωρώντας τους Οθωμανούς αναξιόπιστους,
παρέμειναν υποστηρικτές των Ενετών. Για έναν ολόκληρο χρόνο, οι
πολεμικές επιχειρήσεις στην Κρήτη ήταν αμφίρροπες. Και οι δύο

50
πλευρές είχαν προβλήματα εφοδιασμού και στρατολόγησης για
ενίσχυση των δυνάμεών τους, ενώ οι απώλειες και από τα δύο μέρη
ήταν μεγάλες. Τελικά, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη του Ρεθύμνου
και ένα μήνα αργότερα και το φρούριο. Έτσι, άρχισαν να επεκτείνονται
στην ενδοχώρα του νησιού (Νοέμβριος 1646). Μετά από αυτό, οι
Οθωμανοί κινήθηκαν προς Ανατολάς, χωρίς μεγάλη δυσκολία, καθώς
δεν υπήρχε ουσιαστική ενετική αντίσταση. Μέχρι το 1650, είχαν
καταλάβει και την Ανατολική Κρήτη, με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων
οχυρών, όπως αυτό του Χάνδακα (= Ηράκλειο) που διήρκεσε η
πολιορκία του 21 χρόνια!!

Μετά την Κρήτη, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Οθωμανών


εναντίον των Ενετών μεταφέρθηκαν στη βαλκανική. Οι Οθωμανοί
επιδίωκαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην Κεντρο-ανατολική
Ευρώπη. Με 100.000 άνδρες στρατό κατέλαβαν το 1663 ένα οχυρό της
Αυστρο-Ουγγαρίας. Οι ευρωπαϊκές χριστιανικές δυνάμεις αφυπνίστηκαν
και συγκρότησαν ιερό συνασπισμό εναντίον των Οθωμανών.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε τον Αύγουστο του 1664, στον Άγιο
Γοτθάρδο (=ορεινός όγκος των Ελβετικών Άλπεων), όπου οι ευρωπαϊκές
δυνάμεις κατατρόπωσαν του Οθωμανούς, υποχρεώνοντάς τους να
υπογράψουν Συνθήκη Ειρήνης και να εγκαταλείψουν τα εδάφη της
Αυστρο-Ουγγαρίας.

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης το 1664, οι Ενωμένες


Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, στράφηκαν εναντίον των Οθωμανών στην Κρήτη.
Μεγάλη οικονομική και υλική βοήθεια εστάλη από τους Ευρωπαίους
στην Κρήτη και πολλοί εθελοντές έσπευσαν στο Χάνδακα για να
ενισχύσουν τους πολιορκημένους. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, οι
Δυτικοί δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς. Στα επόμενα
τρία χρόνια, έξω από το φρούριο, επίλεκτα σώματα των Δυτικο-
Ευρωπαίων συγκρούονταν με Οθωμανούς, χωρίς έλεος (από το 1667
μέχρι το 1669). Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Ισπανοί και χιλιάδες ιππότες

51
και πρίγκιπες κατέφθασαν στην Κρήτη να πολεμήσουν για τη σωτηρία
του Χάνδακα. Οι Έλληνες, ανάμεσα στους εμπολέμους, προσπαθούσαν
να επιβιώσουν. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία των Κρητικών, πολεμούσε
στο πλευρό των Ενετών. Οι δυνάμεις των Δυτικοευρωπαίων είχαν
μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ενώ οι Οθωμανοί είχαν
καταφέρει να κρατήσουν τις θέσεις τους. Τον Αύγουστο του 1669, οι
Γάλλοι αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Τα τείχη του Χάνδακα είχαν
καταρρεύσει. Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι δεν είχε πλέον επιλογές.
Αναγκάστηκε να ζητήσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση της
πόλης. Το Σεπτέμβριο του 1669, υπογράφηκε η σχετική Συνθήκη. Ο
χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης, ανάμεσα στους δύο εμπολέμους
αποδεκατίστηκε. Πολλοί Κρητικοί, πλούσιοι, λόγιοι, καλλιτέχνες...,
εγκατέλειψαν το νησί και κατέφυγαν στη Δύση. Ο πληθυσμός της
Κρήτης μειώθηκε στο μισό. Οδυνηρές ήταν και οι οικονομικές
επιπτώσεις: η αγροτική παραγωγή μειώθηκε, το εμπόριο κατέρρευσε, οι
κάτοικοι αδυνατούσαν πλέον να ικανοποιήσουν τις φορολογικές
απαιτήσεις των κατακτητών. Το 1669, η Κρήτη είχε περάσει στην
Τουρκοκρατία και άρχισε ο «Μεσαίωνάς» της. Οι Κρήτες
διασκορπίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και, οι πιο
πλούσιοι έφυγαν στο εξωτερικό (στη Δύση).

2.8. Η ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Ενετούς (1684-


1697). Οι εχθροπραξίες στην Αδριατική και στο Αιγαίο.

Στο τέλος του 17ου αιώνα, οι Οθωμανοί θα υποστούν στρατηγική


ήττα μεγάλης σημασίας έξω από τη Βιέννη. Η Ουγγαρία ζήτησε τη
βοήθεια των Οθωμανών να αντιμετωπίσει την Αυστρία. Μεταξύ των
δύο χωρών (Ουγγαρίας και Αυστρίας) είχε ξεσπάσει διαμάχη, λόγω της
δεσποτικής πολιτικής, που εφήρμοζε ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος της
Αυστρίας. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ (1648-1687) συγκέντρωσε μεγάλες
δυνάμεις (200.000 άνδρες) και έφτασε έξω από τη Βιέννη, την άνοιξη

52
του 1683, υπό τον Βεζίρη Καρά Μουσταφά. Οι Αυστριακοί, βλέποντας
τις τεράστιες δυνάμεις των Οθωμανών πανικοβλήθηκαν. Ο Λεοπόλδος
εγκατέλειψε τη Βιέννη, η οποία έμεινε με 20.000 στρατιώτες να
υπερασπιστεί τον εαυτό της. Η πολιορκία κράτησε δύο μήνες και η
παράδοση της πόλης ήταν πλέον πολύ κοντά. Όμως, η τύχη χαμογέλασε
στους αυστριακούς. Η Πολωνία και ο Δούκας της Λοραίνης (=περιοχή
της ΒΑ Γαλλίας) με 100.000 άνδρες συνολικά προσέτρεξαν σε βοήθειά
τους. Η μεγάλη μάχη δόθηκε το Σεπτέμβριο 1683 και έληξε με τη
συντριβή του Οθωμανικού στρατού. Από εκείνη τη στιγμή, ο
Οθωμανική αυτοκρατορία άρχισε να υποχωρεί πολιτικά, στρατιωτικά
και ηθικά. Το ενδεχόμενο της παρακμής έγινε πλέον ορατό.
Οι επιπτώσεις της ήττας ήταν στρατηγικής σημασίας. Οι εξεγέρσεις
άρχισαν να γίνονται περισσότερο εντατικές, ενώ οι Ενετοί
αναθάρρηναν, πιστεύοντας πως οι Οθωμανοί δεν θα μπορούσαν πλέον
να διατηρήσουν τα κεκτημένα στον ελλαδικό χώρο (και στο Αιγαίο).
Οι σχεδιαζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις των Ενετών στην
Πελοπόννησο θα ήταν υπό την αρχηγία του Φραγκίσκο Μοροζίνι.
Η εξέγερση ξεκίνησε από τη Μάνη. Ο Τουρκοβενετικός πόλεμος με
σκοπό την εκδίωξη των Οθωμανών από την Πελοπόννησο είχε ήδη
αρχίσει. Η εμφάνιση των Λατίνων Χριστιανών στην Πελοπόννησο έγινε
δεκτή με ενθουσιασμό. Άρχισαν από την Κορώνη. Πολιόρκησαν και
κατέλαβαν το κάστρο, στρατηγικής σημασίας. Λίγο αργότερα, οι Ενετοί
και οι σύμμαχοι τους κατέλαβαν την Καλαμάτα και αμέσως μετά, μαζί
με τους Μανιάτες, κατάφεραν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη τη Μάνη
και τη Μεσσηνία. Τον Ιούνιο του 1686, οι Ενετοί και οι σύμμαχοι τους
κατέλαβαν το Ναυαρίνο, χωρίς σχεδόν αντίσταση και στη συνέχεια
κινήθηκαν προς τη Μεθώνη και καταδίωξαν τους Τούρκους. Από την
πλευρά τους, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν μεγάλους διωγμούς στους
ελληνικούς αγροτικούς πληθυσμούς. Στις 7 Ιουλίου 1686, έπεσε το
κάστρο της Μεθώνης και στη συνέχεια καταλήφθηκε η Κυπαρισσία. Την
ίδια περίπου στιγμή, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι έμπαινε στο λιμάνι του

53
Ναυπλίου. Οι Οθωμανοί πολιορκήθηκαν στο κάστρο. Ακολούθησαν,
έξω από το κάστρο σκληρές μάχες - για ένα μήνα – με τις στρατιωτικές
ενισχύσεις των πολιορκουμένων, που στο μεταξύ είχαν φτάσει. Οι
Τούρκοι όμως δεν άντεξαν και νικήθηκαν κατά κράτος. Το απομεινάρια
του τουρκικού στρατού κατέφυγαν στην Κόρινθο. Στις 30 Αυγούστου
1686, ο Φραγκίσκο Μοροζίνι μπήκε στην πόλη του Ναυπλίου, και
έδωσε στους ορθόδοξους κατοίκους θρησκευτικά προνόμια
αυτονομίας.
Τον Οκτώβριο του 1686, ο Φρ. Μοροζίνι έπλευσε για τον
Πειραιά. Οι Οθωμανοί είχαν εξαφανισθεί από την Πελοπόννησο και την
Αττική. Όμως, τα πράγματα στην Πελοπόννησο άρχισαν να
δυσκολεύουν για τους Ενετούς. Ο σοβαρός λοιμός που ενέσκηψε
άρχισε να αποδεκατίζει τους Ευρωπαίους μισθοφόρους. Οι Γερμανοί
και οι υπόλοιποι μισθοφόροι, άρχισαν να αποχωρούν για την πατρίδα
τους. Ο ενετικός στρατός της Πελοποννήσου αποδυναμώθηκε. Ο Φρ.
Μοροζίνι αναγκάστηκε να στρατολογήσει νέους μισθοφόρους από την
Ευρώπη και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να ενισχύσει
σημαντικά το στρατό του. Στόχος του ήταν η κατάληψη της Αθήνας και
της Πάτρας. Έφυγε για την Πάτρα. Στις 22 Ιουλίου 1687, οι Ενετικές
Δυνάμεις αποβιβάστηκαν εκεί. Οι δυο στρατοί -Ενετών και Οθωμανών-
ήταν περίπου ισοδύναμοι. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Όμως, οι Ενετοί
του Μοροζίνι, για άλλη μια φορά, επικράτησαν. Η Πάτρα και η περιοχή
του Ρίου εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς. Στις 7 Αυγούστου
1687, οι Ενετοί έφτασαν στην Κόρινθο, την οποία κατέλαβαν αμαχητί.
Ακολούθησε η Καρύταινα, η Μονεμβασιά, ο Μιστράς. Η Πελοπόννησος
ολόκληρη έπεσε στα χέρια των Ενετών.

Τώρα ήταν η σειρά της Αθήνας (1687-1694), της Χαλκίδας και


της Θήβας. Αρχικά ο Μοροζίνι απέκλεισε την Αθήνα από τη θάλασσα
για να μην είναι δυνατή η παροχή βοήθειας. Στις στρατιωτικές δυνάμεις
του Φρ. Μοροζίνι προστέθηκαν και πολλοί Έλληνες, κυρίως επτανήσιοι.

54
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1687, ο ενετικός στόλος ήταν έξω από τον Πειραιά.
Οι πανικόβλητοι Τούρκοι κλείστηκαν στην Ακρόπολη των Αθηνών. Οι
Ενετοί την πολιόρκησαν. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1687, ένα βλήμα των
Ενετών έπληξε τον Παρθενώνα και η πυρκαγιά με την έκρηξη που
ακολούθησε, τίναξε κομμάτια του ναού στον αέρα και στη γύρω
περιοχή. Οι Οθωμανοί της Ακρόπολης έχασαν κάθε ελπίδα να
επιζήσουν και παραδόθηκαν. Η Ακρόπολη και η Αθήνα ήταν πλέον στα
χέρια των Ενετών. Η καταστροφή του Παρθενώνα αμαύρωσε τις
επιτυχίες του Φραγκίσκο Μοροζίνι.

Στο μεταξύ, ενέσκηψε ένας ακόμα λοιμός, που έφτασε και στην
Αθήνα και αποδεκάτισε τους κατοίκους και το στρατό του Μοροζίνι,
ενώ οι Τούρκοι στη Θήβα συγκέντρωναν δυνάμεις για να
επανακτήσουν την Αθήνα. Ο Φρ. Μοροζίνι αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την Αθήνα και οι Αθηναίοι μετακόμισαν στη Σαλαμίνα,
στην Αίγινα και στα νησιά του Αιγαίου για να αποφύγουν το λοιμό. Ο
Φρ. Μοροζίνι επέστρεψε το καλοκαίρι του 1688 για να ολοκληρώσει το
σχέδιο της κατάληψης της Χαλκίδας. Έφτασε έξω από την πόλη,
ενισχυμένος και με ένοπλα σώματα Ελλήνων. Τον Ιούλιο του 1688,
άρχισε η πολιορκία της Χαλκίδας, κάτω από δύσκολες συνθήκες, μια
που ο λοιμός συνέχιζε ακόμα να θερίζει. Η τελευταία γενική επίθεση
των Ενετών έγινε στις 12 Οκτωβρίου 1688, χωρίς όμως θετικό
αποτέλεσμα. Απελπισμένος ο Φρ. Μοροζίνι πήρε τον εναπομένοντα
στρατό του και απεχώρησε για την Πελοπόννησο.

Το 1690, οι Ενετοί είχαν και άλλες στρατιωτικές επιτυχίες στην


Αλβανία και στη Σερβία, εναντίον των Οθωμανών. Οι Τούρκοι
αντέδρασαν, προκειμένου να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη στις
βαλκανικές περιοχές. Ο ενετικός στόλος συνέβαλε πολύ στις επιτυχίες
του Φρ. Μοροζίνι. Ρόλος του ήταν η υπεράσπιση των χερσαίων
επιχειρήσεων του, η εξασφάλιση του ανεφοδιασμού των μισθοφορικών
στρατευμάτων και η προσφορά κάθε άλλης βοήθειας στη θάλασσα.

55
Από τις πιο σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις των Ενετών κατά τον ΣΤ’
Τουρκοβενετικό πόλεμο, ήταν αυτές στα νησιά του Αιγαίου που
άρχισαν το καλοκαίρι του 1684. Οι επιχειρήσεις ωστόσο αυτές των
Ενετών καταγράφηκαν ως οι πλέον γκρίζες σελίδες τους : λεηλατούσαν
τα παράλια, εξεβίαζαν την είσπραξη φόρων, έπαιρναν αιχμαλώτους
κλπ. Οι Ενετοί κατάντησαν τελικά να γίνουν στα νησιά, τόσο μισητοί,
όσο και οι Οθωμανοί.1

Τον Ιανουάριο του 1694, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι πέθανε στο


Ναύπλιο. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των Ενετών στην Πελοπόννησο
μειώθηκαν: Αποτελούνταν μόνο από Έλληνες, Αλβανούς και Σέρβους.
Μετά το θάνατο του Φρ. Μοροζίνι, την αρχηγία του στόλου ανέλαβε ο
Μαρίνο Μικιέλι.

Ο Μικιέλι αποφάσισε να δράσει στο Αιγαίο και ειδικότερα να


επιχειρήσει την άλωση της Χίου, η οποία θεωρούνταν στρατηγικός
κόμβος για την ανάπτυξη του ενετικού εμπορίου στο Αιγαίο. Οι ενετικές
στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο νησί της Χίου το Σεπτέμβριο
1694 και άρχισε ο βομβαρδισμός από το ενετικό πυροβολικό.
Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να παραδοθούν και το νησί πέρασε στην
κυριαρχία των Ενετών. Οι Ενετοί ωστόσο δεν χάρηκαν για πολύ το νησί
της Χίου, γιατί οι Οθωμανοί αναδιοργανώθηκαν και σύντομα
το ανακατέλαβαν. Οι Ενετοί άφησαν δυσάρεστες αναμνήσεις
στους κατοίκους της Χίου, λόγω της αυταρχικής συμπεριφοράς τους
απέναντι στην ορθόδοξη εκκλησία και του λατρευτικού τυπικού των
Ορθοδόξων.

1
Διαμαντής Απόστολος, Από τη Συνθήκη της Βενετίας μέχρι τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, Ιστορία
των Ελλήνων, Τόμος 8, σελ. 133-134, Εκδ. ΔΟΜΗ, Αθήνα.

56
2.9. Το τέλος του 6ου κύκλου του Τουρκοβενετικού πολέμου και η
Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699)1

Επειδή το κλίμα γενικά στην Ευρώπη δεν ευνοούσε τη συνέχιση


του πολέμου της Δύσης με την Οθωμανική αυτοκρατορία, ο
αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ της Αυστρίας αποφάσισε να ζητήσει
διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς για τη σύναψη Ειρήνης,
απόφαση με την οποία συμφώνησε και η Βενετία, καθώς έδειχνε
ικανοποιημένη από τις επιτυχίες του Φρ. Μοροζίνι. Ο Μεγάλος Πέτρος,
Τσάρος της Ρωσίας, δεν έβλεπε με καλό μάτι τον τερματισμό του
Τουρκοβενετικού Πολέμου, η συνέχιση του οποίου ευνοούσε τα
Ρωσικά συμφέροντα. Συμφώνησε όμως τελικά, και αυτός, για τη
σύναψη της εκεχειρίας κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη Συνθήκη του
Κάρλοβιτς (=σερβικό χωριό, βόρεια του Βελιγραδίου). Οι δύο πλευρές
συμφώνησαν κατ’ αρχήν να γίνει σεβαστή η παρούσα κατάσταση.
Διαμεσολαβητές ήταν εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Ολλανδίας. ΟΙ
συζητήσεις / διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 14 Νοεμβρίου 1698. Η
Συνθήκη υπογράφηκε στις 26 Ιανουαρίου 1699 και προέβλεπε: Η
Τρανσυλβανία (= περιοχή της Ρουμανίας, παραχωρήθηκε στους
Αψβούργους της Αυστρίας, 1278-1918) περνούσε στα χέρια των
Αυστριακών, καθώς και αρκετά εδάφη της Ουκρανίας και της
Πολωνίας. Η Τουρκία διατηρούσε τις θέσεις της στη Μολδαβία, αλλά
έχανε την Πελοπόννησο. Διατηρούσε επίσης τη Σαλαμίνα και τη Στερεά
Ελλάδα. Ανέλαβε ακόμα την υποχρέωση να εξασφαλίζει ελεύθερη
ναυσιπλοΐα στον Κορινθιακό και στο Ιόνιο. Οι Ενετοί κράτησαν την
Πελοπόννησο, τη Λευκάδα και την Τήνο, ενώ οι Κυκλάδες
απαλλάχθηκαν από τη φορολογική υποχρέωση προς αυτούς

1
Χασιώτης Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 25, Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) σελ. 41
και εξής, Εκδοτική Αθηνών.

57
(τους Ενετούς). Είχαν επίσης οφέλη στα παράλια της Δαλματίας και
αλλού.
Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς ήταν μεγάλη στρατιωτική και
διπλωματική ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που επιβεβαίωσε
το ξεκίνημα της αντίστροφης πορείας της. Ευνοημένη βγήκε η
Αυστροουγγαρία. Ευνοήθηκαν όμως σημαντικά και οι ελληνικές
εμπορικές δραστηριότητες των (ελληνικών) κοινοτήτων των περιοχών
αυτών (της Ανατολικής Ευρώπης). Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς
παρατηρήθηκε ανάπτυξη του ελληνικού χερσαίου εμπορίου που
επωφελήθηκε από την κάμψη της Βενετίας και την αποδυνάμωση της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο εξής, η Αυστροουγγαρία θα παίξει
ηγετικό ρόλο στην περιοχή και ρυθμιστικό στις βαλκανικές υποθέσεις,
ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν πλέον η μόνη ηγέτιδα στην
Ανατολή. Από την άλλη, η Βενετία κατάφερε να κρατήσει τις κτήσεις,
που τις απέφεραν οι στρατιωτικές επιτυχίες του Φρ. Μοροζίνι, και να
παραμείνει αισθητή η παρουσία της στη Μεσόγειο.
Για τους Έλληνες άνοιξαν οι ορίζοντες προς τη Δύση:
διευκολύνθηκαν οι συναλλαγές, σημειώθηκαν μετακινήσεις
πληθυσμών, κυρίως προς την Ιταλία, ευνοήθηκε η ανάπτυξη των
γραμμάτων (εκκλησιαστικών και λαϊκών)... Στην Πελοπόννησο οι
σχέσεις των ντόπιων πληθυσμών με τους Ενετούς εξομαλύνθηκαν προς
όφελος της ανάπτυξης του τοπικού εμπορίου και των συνθηκών ζωής.
Ομαλοποιήθηκαν επίσης οι σχέσεις των Ελλήνων Ορθοδόξων
Χριστιανών και των Λατίνων Καθολικών...
Ωφελήθηκε όμως και η Ρωσία. Αναβαθμίστηκε ο ρόλος της στην
Ευρώπη και κατάφερε να αναδειχθεί σε σοβαρή Ευρωπαϊκή δύναμη
(Εποχή του Μ. Πέτρου Α΄ και αργότερα της Μ. Αικατερίνης Β΄).
Επωφελήθηκε της ομοθρησκείας με τους Έλληνες και τους βαλκανικούς
λαούς και εμφανίσθηκε ως προστάτης των ορθοδόξων πληθυσμών της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

58
ΚΕΦ. 3. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΒΙΤΣ
(1699-1774).

3.1. Η αφύπνιση της Ρωσίας . Ο Μ. Πέτρος Α΄.


Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς του Ιανουαρίου 1699, επανέφερε τις
σχέσεις Αυστρίας – Βενετίας και Τουρκίας – Βενετίας σε μια ισορροπία.
Όμως, στο διακανονισμό αυτό αγνοήθηκε η Ρωσία, η οποία ήταν μια
ανερχόμενη δύναμη υπό την ηγεσία του Μεγάλου Πέτρου Α΄ (1682-
1725). Ο Μ. Πέτρος Α΄ και η Οθωμανική αυτοκρατορία βρέθηκαν
πολλές φορές στρατιωτικά αντιμέτωποι. Η προσδοκία της Ελλάδας για
ανεξαρτησία, συνδέθηκε τώρα με την ορθόδοξη Ρωσία. Φιλοδοξία του
Μ. Πέτρου ήταν να παίξει το ρόλο του προστάτη των ορθοδόξων
χριστιανών, κι αυτό επηρέασε τον αναπροσανατολισμό των Ελλήνων.
Οι Έλληνες περίμεναν πλέον τη λύτρωση τους από τον Οθωμανικό ζυγό,
από την ομόθρησκη Ρωσία. Οι Ρώσοι από την πλευρά τους θεωρούσαν
τους εαυτούς τους συνεχιστές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η απογοήτευση των υπόδουλων Ελλήνων από την απραξία του Πάπα
και των Χριστιανών «ηγετών» της Δυτικής Ευρώπης, τους οδήγησε στην
ελπίδα της Ρωσίας1

Η φιλορωσική στάση της πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας,


όπως και των ανθρώπων των γραμμάτων και της διανόησης ήταν πλέον
έκδηλη. Οι τελευταίοι αφιέρωναν έργα τους, εγκωμιαστικά, στο
φιλέλληνα Ρώσο Τσάρο. Η συμπάθεια ωστόσο φαίνεται πως ήταν
αμοιβαία. Ο Μεγάλος Πέτρος Α΄ και οι διάδοχοι του, έδωσαν
σημαντικά προνόμια στους Έλληνες της Ρωσικής αυτοκρατορίας,

1
. Βλ. Διαμαντής Απόστολος, από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς μέχρι τη Συνθήκη του Κιουτσούκ
Καϊναρτζή (1699-1774), Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, σελ. 268-307, Έκδοση ΔΟΜΗ, ΑΘΗΝΑ.
. Χασιώτης Ιωάννης, όπ, παρ., τόμος 25, Από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς ως τη Συνθήκη του
Πασσάροβιτς, σελ. 44 και εξής, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.

59
προνόμια που είχαν σχέση με την άσκηση του εμπορίου και την
οργάνωση των Ελληνικών κοινοτήτων στην Ρωσία, ενώ, σε σχέση με την
Τουρκία, οι παρεμβάσεις του στόχευαν στην προστασία των
δικαιωμάτων των Χριστιανικών πληθυσμών στην Οθωμανική
αυτοκρατορία. Με το Ρώσο-Τουρκικό πόλεμο του 1710-1711 ο Τσάρος
Πέτρος Α΄ υλοποιούσε ακριβώς αυτή την πολιτική. Κάλεσε επίσης
τους Έλληνες Χριστιανούς των Βαλκανίων να εξεγερθούν.
Στο μητροπολιτικό ναό της Μόσχας, ύψωσε την Ρωσική σημαία με την
επιγραφή «Εν Τούτω Νίκα» 1 . Στους λόγους του αναφέρονταν στις
επιστήμες και στις τέχνες που διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο από τους
Έλληνες2.

Η ανταπόκριση του Ελληνισμού και της εκκλησίας υπήρξε


μεγάλη, το όνομα του Μεγάλου Πέτρου μνημονεύονταν στις εκκλησίες,
στο τυπικό της λειτουργίας. Το Μάρτιο του 1711, ο Τσάρος Πέτρος Α’ με
προκήρυξη του προς τους Έλληνες, με θερμά και κολακευτικά
χριστιανικά λόγια τους καλούσε σε εξέγερση κατά του Οθωμανικού
ζυγού. Η προκήρυξη αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την
Ελληνική πλευρά. Άρχισε να πνέει ένας επαναστατικός άνεμος σε
πολλές περιοχές, χωρίς όμως οργάνωση, ώστε το αποτέλεσμα να είναι
αξιόλογο, γι αυτό και δεν ανησύχησε την Υψηλή Πύλη. Το Ευρωπαϊκό
κλίμα δεν είχε εξ άλλου ακόμα ωριμάσει, ώστε να γίνουν αποδεκτές και
να υποστηριχθούν αυτές οι κινήσεις. Όμως, στις πολεμικές επιχειρήσεις
με τους Οθωμανούς, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τη Ρωσία.
Στον πόλεμο στον Προύθο (= ποτάμι της Α. Ευρώπης, πηγάζει από την
Ουκρανία και εκβάλλει στον Δούναβη), ηττήθηκε από τους Οθωμανούς
και αναγκάστηκε να σταματήσει τις εδαφικές διεκδικήσεις προς Νότο.
Αργότερα, την εποχή της Αυτοκράτειρας Άννας (1730-1741),

1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 272.
2
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 272.

60
παρατηρήθηκαν ξανά ανάλογες διαθέσεις της Ρωσίας για εξέγερση των
Χριστιανικών πληθυσμών εναντίον των Οθωμανών και κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης, σχέδια όμως που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η
επόμενη αυτοκράτειρα Ελισάβετ (1741-1762) δεν είχε σαφή πολιτική
τοποθέτηση και δεν υιοθέτησε με τον ίδιο τρόπο την πολιτική των
προκατόχων της. Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ (1762-1796) της
Δυναστείας των Ρομανόφ, διαδραμάτισε ένα πιο ενεργητικό ρόλο και
προσπάθησε να υλοποιήσει την παλαιότερη πολιτική της Ρωσίας υπέρ
των Ελλήνων και του Χριστιανισμού. Η Αικατερίνη Β΄ εφήρμοσε
τολμηρότερη πολιτική, από το Μεγάλο Πέτρο Α΄, τόσο ως προς το
ελληνικό πρόβλημα, όσο και ως προς τις εδαφικές βλέψεις προς Νότο,
στον Εύξεινο Πόντο και στα Βαλκάνια. Φαίνεται πως η Αικατερίνη Β΄
σχεδίαζε το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη
δημιουργία ενός νέου Βαλκανικού Κράτους, - που θα ήταν υπό τον
έλεγχο της Ρωσίας, - με Ρώσο βασιλιά και έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Με άλλα λόγια, ονειρεύονταν την αναβίωση της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, κάτω από άλλες συνθήκες.

3.2. Ο 7ος κύκλος του Τουρκοβενετικών πολέμων. Η Συνθήκη του


Πασσάροβιτς (1717).
Μετά τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, η Ρωσία επεδίωκε όχι μόνο την
προσάρτηση νέων εδαφών (π.χ. στην Κριμαία), αλλά και τον έλεγχο στο
εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με σημαία την προστασία
των ορθοδόξων πληθυσμών. Οι Ενετοί, από την πλευρά τους
θεωρούσαν σκόπιμο να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία και, αφενός, να
ενισχύσουν τη θέση τους στη Μεσόγειο, αφετέρου, να αυξήσουν την
επιρροή της καθολικής εκκλησίας στις περιοχές των κτήσεων τους, γι
αυτό και ευνοούσαν τις επαναστατικές εξεγέρσεις, που εκδηλώνονταν
κατά καιρούς στα Βαλκάνια. Οι Τούρκοι, εξ άλλου, δεν αποδέχθηκαν
ποτέ οριστικά την Ταπεινωτική Συνθήκη του Κάρλοβιτς, γιατί με αυτήν
έχαναν πολλά εδάφη στον ελληνικό χώρο και μαζί σημαντικά

61
φορολογικά έσοδα. Οι Οθωμανοί καραδοκούσαν να ανακτήσουν τα
εδάφη που έχασαν από τους Ενετούς και να ανακόψουν την επεκτατική
πορεία της Ρωσίας. Ήταν λοιπόν αναγκασμένοι να βρίσκονται σε
πολεμική ετοιμότητα.

Με αφορμή την υποκινηθείσα επανάσταση του Μαυροβουνίου,


από τους Ρώσους, ο Πασάς της Βοσνίας, πρώην Μέγας Βεζίρης, πήρε
διαταγή να κινηθεί εναντίον των επαναστατών του Μαυροβουνίου. Οι
αντάρτες του Μαυροβουνίου διαλύθηκαν και κατέφυγαν στις περιοχές
του Καττάρο (Ενετική κτήση), όπου προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο.
Ο Πασάς της Βοσνίας έστειλε μήνυμα στον Ενετό Διοικητή της περιοχής,
να παραδώσει τους αντάρτες, αλλά αυτός αρνήθηκε. Αυτό αποτέλεσε
αιτία πολέμου. Στις 9 Δεκεμβρίου 1714, οι Οθωμανοί αποφάσισαν την
κήρυξη πολέμου κατά της Βενετίας. Αυτή βρέθηκε σε δύσκολη θέση,
γιατί αδυνατούσε να ανταπεξέλθει σε ένα πόλεμο με την Οθωμανική
αυτοκρατορία. Εξ άλλου, η συγκυρία στην Ευρώπη δεν ήταν ευνοϊκή,
ώστε να ελπίζει σε βοήθεια με οποιαδήποτε μορφή (π.χ. σταυροφορία).
Ήταν επομένως υποχρεωμένη να δώσει μόνη της τον αγώνα, χωρίς
όμως πολλές πιθανότητες να τον κερδίσει. Είχε χάσει τη ναυτική
υπεροχή. Αυτά τα γνώριζαν οι Οθωμανοί, γι αυτό και άρπαξαν την
ευκαιρία να επανακτήσουν τις χαμένες περιοχές της Πελοποννήσου και
της Βαλκανικής.

Μη έχοντας καμία βοήθεια από την Ευρώπη, η Βενετία


αποφάσισε να συγκεντρώσει μόνη της μισθοφορικό στρατό για να
ανταποκριθεί στις ανάγκες του πολέμου. Τα αποτελέσματα της
προσπάθειας της δεν ήταν ικανοποιητικά. Ο μισθοφορικός στρατός που
συγκέντρωσε (Ιταλοί, Γερμανοί, Ελβετοί, Έλληνες, Αλβανοί) δεν ήταν
αρκετός ούτε σε αριθμό ούτε σε ποιότητα. Επί πλέον, δεν υπήρχε ούτε
ο απαραίτητος θρησκευτικός ζήλος, όπως συνέβαινε με τους
Οθωμανούς. Από την άλλη, η πολιτική της Βενετίας στις κτήσεις της
μέσα στον ελληνικό χώρο, δημιούργησε ψυχρότητα στους Ορθόδοξους

62
Χριστιανούς και έστρεψε τη λαϊκή ψυχολογία σε βάρος τους. Πολλές
περιοχές άρχισαν να προτιμούν τους Οθωμανούς και είχαν
προετοιμαστεί για την ομαλή διαδοχή (των Ενετών από τους
Οθωμανούς). Εξ άλλου ο Ελληνισμός διέβλεπε ότι οι Ενετοί δεν ήταν σε
θέση να αντιμετωπίσουν τον Οθωμανικό κίνδυνο και να προστατέψουν
τους Έλληνες στις κτήσεις τους, μέσα στον Ελληνικό χώρο. Αυτό λοιπόν
που ενδιέφερε την ελληνική πολιτική και θρησκευτική ηγεσία ήταν η
αντιμετώπιση με ρεαλισμό της κατάστασης και η ελαχιστοποίηση των
συνεπειών της μετάβασης από το ένα καθεστώς στο άλλο. Υπήρχαν
βέβαια και περιοχές στον ελληνικό χώρο που έμεναν πιστές στους
Ενετούς και προτιμούσαν να πολεμήσουν τους Οθωμανούς στο πλευρό
της Βενετίας.

Οι Οθωμανικές δυνάμεις βγήκαν από τον Ελλήσποντο.


Ο Τουρκικός στόλος κατέλαβε εύκολα την Τήνο και κατευθύνθηκε για
την Πελοπόννησο. Σε σύγκριση με τις ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις, οι
Ενετικές φρουρές ήταν ασήμαντες. Η Κόρινθος έπεσε στα Οθωμανικά
χέρια και οι σφαγές του άμαχου πληθυσμού ήταν ανελέητες.
Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού στην Πελοπόννησο αποδείχθηκε
εύκολη υπόθεση. Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν άνισος. Ο Οθωμανικός
στρατός, - αριθμητικά και ποιοτικά, - ήταν υπέρτερος. Οι Οθωμανοί
έμπαιναν στα αστικά κέντρα της Πελοποννήσου, λεηλατούσαν,
κατέστρεφαν και σφαγίαζαν τον άμαχο πληθυσμό και φυσικά τους
Ενετούς αξιωματούχους και τους τοπικούς άρχοντες. Στη συνέχεια, οι
Οθωμανοί έγιναν κύριοι της Μάνης, της Μεθώνης και Κορώνης, της
Μονεμβασιάς, των Κυθήρων…., χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ακόμα,
κυρίευσαν Ενετικές κτήσεις στη Κρήτη (Σούδα και Σπιναλόγκα) και σε
ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Η σημαντικότερη αντίσταση που
συνάντησαν ήταν στο Ρίο, αλλά και εκεί κατάφεραν να επικρατήσουν.
Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα (περίπου τρεις μήνες), οι Ενετοί

63
έχασαν όλες σχεδόν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο και πολλές
στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου.

Οι Οθωμανοί δεν αρκέστηκαν στις μέχρι εδώ κατακτήσεις τους.


Ήθελαν και τα Ιόνια νησιά, όπου υπήρχαν ισχυροί Ενετικοί σταθμοί.
Εκτός από την εύφορη γη τους και την αίγλη, που προσέδιδαν στον
κατακτητή, η γεωγραφική τους θέση τους παρείχε τη δυνατότητα
ελέγχου του Ιονίου και των Δαλματικών και Αλβανικών ακτών. Η
προέλαση του Τουρκικού στρατού στη Δυτική Ελλάδα, στις περιοχές της
Ακαρνανίας (Βόνιτσα κλπ.), λεηλατώντας και σφάζοντας, ανάγκαζαν
τους κατοίκους να καταφεύγουν στα Ενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά για
ασφάλεια, και κυρίως στη Λευκάδα, - που ήταν πλησίον της
Ακαρνανικής ακτής, - η οποία υπήρξε ο βασικός στόχος των Οθωμανών.
Γι αυτό και η κυριαρχία των Οθωμανών στο νησί είχε μεγαλύτερη
διάρκεια από αυτή των Ενετών.

Ο αρχηγός των Ενετικών ναυτικών δυνάμεων στη Λευκάδα,


γνωρίζοντας ότι ήταν δύσκολο να την προστατέψει, την εγκατέλειψε
και έσπευσε στην Κέρκυρα, όπου καθαιρέθηκε, ως υπεύθυνος για την
απώλεια του νησιού. Οι Τούρκοι με μια μικρή δύναμη 2.000 ανδρών
κατέλαβαν το νησί και ακολούθησαν λεηλασίες και σφαγές των
κατοίκων. Οι Ενετοί φοβήθηκαν για τουρκική επίθεση στην Κέρκυρα και
έσπευσαν να ετοιμάσουν την άμυνά τους. Ενώ οι τουρκικές δυνάμεις
πλησίαζαν το νησί, έτοιμες να επιτεθούν, η Ισπανία και η Πορτογαλία,
ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του Πάπα και υποσχέθηκαν ναυτική
ενίσχυση των Ενετών και ταυτόχρονα η Αυστρία αποφάσισε να επιτεθεί
στους Οθωμανούς στη Βαλκανική. Το 1716, ο Τουρκικός στόλος ήταν
έξω από την Κέρκυρα. Ο πανικός των κατοίκων του νησιού ήταν
μεγάλος: άλλοι κλείστηκαν στο κάστρο, άλλοι έφυγαν στην Ιταλία. Ο

64
αριθμός των υπερασπιστών του νησιού ήταν μόνο 2.500 άνδρες,
μισθοφόροι Γερμανοί, Ιταλοί και Έλληνες1.

Στις 8 Ιουλίου 1716, ο Ενετικός στόλος κατάφερε να κερδίσει τον


Οθωμανικό έξω από την Κέρκυρα. Το γεγονός αυτό, μαζί με τη βοήθεια
της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που στο μεταξύ έφθασε,
αναθάρρυνε τους Ενετούς και τους κατοίκους του νησιού. Ωστόσο, την
επόμενη της ήττας τους στη θάλασσα, οι Οθωμανοί εισήλθαν στο νησί
με 10.000 στρατιώτες και άρχισαν την πολιορκία του Κάστρου. Ενώ η
κατάσταση στην Κέρκυρα είχε γίνει απελπιστική, εξωτερικά ευνοϊκά
γεγονότα δημιούργησαν νέα αισιοδοξία: Οι Αυστριακοί νίκησαν τους
Οθωμανούς στην Βαλκανική (στις 8 Αυγούστου 1716), ενώ έφταναν έξω
από την πόλη της Κέρκυρας νέες ενισχύσεις με εφόδια από τους
συμμάχους (Ισπανία, Πορτογαλία). Επί πλέον, μια θαλασσοταραχή, που
ξέσπασε στις 20 Αυγούστου 1716, προκάλεσε μεγάλες καταστροφές
στα Οθωμανικά πλοία, ενώ τα συμμαχικά κατάφεραν να αποφύγουν τις
μεγάλες ζημιές. Την επόμενη το πρωί, ο τουρκικός στρατός έλυσε την
πολιορκία, επιβιβάστηκε στα πλοία και αποχώρησε. Έτσι, σειρά
ευνοϊκών συγκυριών βοήθησαν τους Ενετούς να κρατήσουν την
Κέρκυρα υπό την κυριαρχία τους. Λίγες μέρες μετά ανακατέλευαν και
τη Λευκάδα και αργότερα τη Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Ο Ενετικός στόλος
έδειχνε ακόμα ότι είχε την υπεροχή έναντι του Τουρκικού στη θάλασσα.
Το Μάιο του 1717, ο Ενετικός στόλος κατάφερε να επιφέρει ένα ακόμα
χτύπημα στον Τουρκικό και να κυριαρχήσει στο Αιγαίο. Οι επιτυχίες
αυτές έδωσαν μια ανάσα στη Βενετία, αλλά δεν άλλαξαν ουσιαστικά
την κατάσταση.

Στο μεταξύ, ο πόλεμος της Αυστρίας (Αυτοκράτορας Κάρολος


ΣΤ΄) με τους Οθωμανούς στα Βαλκάνια μαίνονταν, με σημαντικές
επιτυχίες των Αυστριακών. Τον Αύγουστο του 1716, οι Αυστριακοί, υπό
1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 286.

65
την πίεση του Πάπα, συμμάχησαν με τους Ενετούς. Τώρα, οι
Αυστριακοί στόχευαν να καταλάβουν το Βελιγράδι. Η μεγάλη μάχη
δόθηκε στις 16 Αυγούστου 1717, έξω από την πόλη. Οι Αυστριακοί
διέλυσαν τον Οθωμανικό στρατό, ο οποίος τράπηκε σε φυγή και άφησε
πίσω του πολλούς νεκρούς, τραυματίες και πολεμικό υλικό. Η νίκη των
Αυστριακών στο Βελιγράδι ανάγκασε τους Οθωμανούς να προσέλθουν
στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εξ άλλου, ήταν ορατός ο κίνδυνος
μιας επίθεσης της Ρωσίας εναντίον των Οθωμανών, η οποία (Ρωσία)
ξεσήκωνε τους Χριστιανικούς πληθυσμούς σε επανάσταση. Έτσι, οι
αντιμαχόμενες πλευρές οδηγήθηκαν στη Συνθήκη του Πασσάροβιτς (=
χωριό έξω από το Βελιγράδι). Διαμεσολαβητές ήταν η Αγγλία και η
Ολλανδία. Οι Αυστριακοί και οι Ενετοί, απαιτούσαν με την Συνθήκη
αυτή, μεγάλα εδαφικά οφέλη. Τελικά, συμβιβάστηκαν στη διατήρηση
της παρούσας κατάστασης. Οι Αυστριακοί πήραν εδάφη στη Σερβία
(και το Βελιγράδι), ενώ οι Ενετοί κέρδισαν τις κτήσεις στη Δαλματία,
στη Πρέβεζα, στα Κύθηρα και φυσικά στα Ιόνια νησιά.

Οι Οθωμανοί με τη Συνθήκη αυτή, υπέγραψαν το τέλος της


εποχής των μεγάλων κατακτήσεων τους και την αρχή της εποχής της
αργής αλλά σταθερής παρακμής τους, ενώ οι Ενετοί υπέγραψαν το
τέλος της ηγεμονίας τους στη Μεσόγειο. Κερδισμένη βγήκε η
Αυστροουγγαρία η οποία έγινε η πιο υπολογίσιμη Χριστιανική δύναμη
στην περιοχή και εμμέσως η Ρωσία που έβλεπε την Οθωμανική
αυτοκρατορία να φθίνει και να γίνεται πιο ευάλωτη.

Η εδραίωση της θέσης της Αυστρίας στα Βαλκάνια, παρείχε


στους ελληνικούς πληθυσμούς τη δυνατότητα να κινηθούν ελεύθερα,
να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά, να οργανωθούν σε εθνικές και
θρησκευτικές κοινότητες στο χώρο της Κεντρικής Ευρώπης, γεγονός
που καλλιέργησε την Εθνική συνείδηση και δημιούργησε ευνοϊκές
προϋποθέσεις για το εθνικό τους μέλλον.

66
3.3. Τα Ορλωφικά:1 Η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774).
Στα μέσα του 18ου αιώνα (± 1750), ο Γεώργιος Παπάζωλης,
ελληνικής καταγωγής αξιωματικός του Ρωσικού πυροβολικού, από τη
Σιάτιστα, γνώρισε στην Πετρούπολη το Γρηγόριο Ορλώφ, αξιωματικό
επίσης του Ρωσικού στρατού. Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν φιλικά, την
εποχή που η Μεγάλη Αικατερίνη Β΄ (της Δυναστείας των Ρομανόφ)
ανέβηκε στο Ρωσικό θρόνο, το 1762. Ο Γρ. Ορλώφ, στενός συνεργάτης
και εραστής της Μ. Αικατερίνης Β΄ (1762-1796) ανέβηκε γρήγορα τα
σκαλοπάτια της στρατιωτικής ιεραρχίας και έγινε από τα
σημαντικότερα πρόσωπα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο Γρ. Ορλώφ και
ο Γ. Παπάζωλης σχεδίαζαν επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα, που θα
επέτρεπε στη Μεγάλη Αικατερίνη Β΄ να αναβιώσει τη Βυζαντινή
αυτοκρατορία. Ο Γρ. Ορλώφ έστειλε τον Παπάζωλη στην Ελλάδα να
διερευνήσει την κατάσταση, δηλ. κατά πόσο ένα τέτοιο σχέδιο θα είχε
επιτυχία. Οι Ενετοί που βολιδοσκοπήθηκαν δεν έδειξαν ενδιαφέρον,
γιατί δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν σε ένα νέο πόλεμο με την
Τουρκιά. Ο Παπάζωλης, στην Ελλάδα συνάντησε εκπροσώπους της
εκκλησίας, προκρίτους, αρματολούς κλπ. και τους ενημέρωσε για το
σχέδιο της Μ. Αικατερίνης και του Πρίγκιπα Ορλώφ για την
απελευθέρωση της Ελλάδας. Είναι αυτονόητο, ότι οι ειδήσεις αυτές
ενθουσίασαν τους Έλληνες. Ρώσοι πράκτορες διέτρεχαν τη Βαλκανική
και τον ελληνικό χώρο, μεταφέροντας το μήνυμα της Μ. Αικατερίνης.
Το κλίμα στα Βαλκάνια στα μέσα του 18ου αιώνα φαίνονταν ευνοϊκό για
ένα τέτοιο εγχείρημα.

Στη Μάνη ωστόσο οι Μαυρομιχαλαίοι δεν ήταν τόσο αισιόδοξοι


για την επιτυχία του, γι αυτό συνέστησαν στον Παπάζωλη προσοχή. Οι

1
. Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 293-305.
. Παπαρρηγόπουλος Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, το Επαναστατικό Κίνημα του 1770,
Τόμος 19, σελ. 37 και εξής, Έκδοση National Geographic.

67
εμπειρίες τέτοιων κινήσεων μέχρι τώρα ήταν αρνητικές και κατέληγαν
σε σφαγιασμό των Ελλήνων.

Το 1768, ξέσπασε ο Ρώσο–Τουρκικός πόλεμος, με αφορμή τα


Ρωσικά στρατεύματα που εισέβαλαν στην Πολωνία. Οι Οθωμανοί
κήρυξαν τον πόλεμο στη Ρωσία. Η Ρωσία όμως είχε προετοιμαστεί
κατάλληλα, συγκεντρώνοντας μεγάλες δυνάμεις στη Πολωνία, για την
αντιμετώπιση της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, τα αδέλφια του Πρίγκιπα
Γρηγορίου Ορλώφ, Αλέξιος και Θεόδωρος, πήραν διαταγή να φύγουν
για τη Βενετία για να οργανώσουν την ελληνική επανάσταση (τέλη
1768). Οι αδελφοί Ορλώφ, διάσημοι στη Ρωσική αυλή για τη μόρφωση
τους και την εμφάνιση τους, λάτρεις της ελληνικής κλασσικής
αρχαιότητας, πίστευαν στην παραδοσιακή ελληνική ανδρεία του
Λεωνίδα και του Μ. Αλεξάνδρου. Είχαν μια εξιδανικευμένη εικόνα της
σύγχρονης Ελλάδας, που όμως δεν ανταποκρίνονταν στην
πραγματικότητα της εποχής. Οι αδελφοί Ορλώφ πήραν όμως τα
πράγματα στα σοβαρά. Συγκέντρωσαν στη Βενετία αρκετούς Ρώσους
αξιωματικούς, με τις ίδιες ρομαντικές ιδέες, που πείστηκαν να
συμμετάσχουν στον αγώνα. Συγκέντρωσαν χρήματα, τόσο από τη
Ρωσία, όσο και από Έλληνες μεγαλέμπορους της διασποράς, οι οποίοι
προσέφεραν μεγάλα ποσά για το σκοπό αυτό. Οι αδελφοί Ορλώφ ήταν
ιδιαίτερα αγαπητοί στους Έλληνες της Βενετίας.

Απεσταλμένοι τους έφυγαν για την Ελλάδα, προκειμένου να


ετοιμάσουν το έδαφος για τη μετάβαση τους εκεί1. Στη Ρωσία, η Μ.
Αικατερίνη Β΄ άρχισε να ετοιμάζει πολεμικό στόλο για τη ναυτική
επιχείρηση στην Ελλάδα. Το Ρωσικό πολεμικό ναυτικό μέχρι τότε δεν
είχε εμπειρίες στη Μεσόγειο, γι αυτό και η αυτοκράτειρα κάλεσε
άγγλους ειδικούς να εκπαιδεύσουν τα πληρώματα. Στα Ρωσικά λιμάνια
παρατηρήθηκε οργασμός ναυπήγησης πολεμικών πλοίων και

1
Μετά την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768.

68
εκπαίδευσης ναυτικών. Όμως, η Ρωσική στρατιωτική και διπλωματική
ηγεσία διαφωνούσε με την αυτοκράτειρα. Μια αποτυχία θα είχε
τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό και το κύρος της Ρωσίας στους
Ορθόδοξους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας.

Η φιλοδοξία όμως της Μ. Αικατερίνης δεν είχε όρια. Το 1769,


ετοιμάστηκαν 10 πολεμικά πλοία, πρόχειρα εξοπλισμένα με
ανεκπαίδευτο πλήρωμα και έπλευσαν για το Αιγαίο, από τη Βαλτική,
μέσω των αγγλικών λιμανιών. Συνέχισαν το ταξίδι για την Ελλάδα, ενώ
στην Πετρούπολη ετοιμάζονταν άλλα 8 πλοία για τον ίδιο σκοπό. Οι
Ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, από ξηρά και από θάλασσα, ήταν πολύ
μικρές για να αντιμετωπίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία. Κάποια
Ρωσικά πλοία καθ’ οδόν για την Ελλάδα έπλευσαν στην Τοσκάνη και
στη Σαρδηνία να παραλάβουν τους Ορλώφ, τον Παπάζωλη και άλλους.
Ο Ρωσικός στόλος έφτασε τελικά στην Πελοπόννησο. Ακριβείς
πληροφορίες για τις Ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν είχαν οι
Τούρκοι. Την ίδια συγκεχυμένη γνώση είχαν και οι Ελληνικές Αρχές,
πρόκριτοι και θρησκευτικοί παράγοντες. Οι Ρώσοι προσπαθούσαν να
στρατολογήσουν Έλληνες, από τις περιοχές της Πελοποννήσου,
προκειμένου να αυξήσουν τις δυνάμεις τους, ενώ οι Οθωμανοί
προχωρούσαν σε μαζικές σφαγές Ελλήνων.

Οι Οθωμανοί αντέδρασαν και απέστειλαν στρατεύματα, ικανά


να διαλύσουν τις μικρές ομάδες των Ρώσων στρατιωτών, ενώ ο
Οθωμανικός στόλος βγήκε από τον Ελλήσποντο με κατεύθυνση την
Πελοπόννησο. Τα Τουρκικά στρατεύματα στο διάβα τους επιδίδονταν
σε αιματηρά αντίποινα εναντίον των Ελλήνων: Συνέλαβαν και
θανάτωσαν όσους θεωρούσαν συνωμότες. Ακολούθησαν διωγμοί
ελλήνων, καθαιρέσεις και φυλακίσεις (Μητροπολίτες, Επίσκοποι,
ιερωμένοι, αξιωματούχοι). Στα σχέδια της Μ. Αικατερίνης ήταν η

69
συντονισμένη επίθεση εναντίον των Οθωμανών από τον Ελλήσποντο
και την περιοχή του Δούναβη…, με στόχο την Κωνσταντινούπολη.

Οι λίγοι στρατιώτες των αδελφών Ορλώφ (Αλεξίου και


Θεοδώρου), ενισχυμένοι από Μανιάτες και Επτανήσιους (2.000
Ζακυνθίους και 3.000 Κεφαλονίτες) κινήθηκαν στα εδάφη της
Πελοποννήσου με ασήμαντες επιτυχίες. Στο μεταξύ ελληνικές
εξεγέρσεις εμφανίστηκαν στο Αίγιο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στην
Ακαρνανία (Βόνιτσα και Ξηρόμερο), στο Μεσολόγγι και αλλού και
ακόμα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Επρόκειτο για ένα γενικό
ξεσήκωμα, το οποίο όμως δεν είχε καθοδήγηση και οργάνωση για να
συγκεντρώνει πιθανότητες επιτυχίας.

Στις επιχειρήσεις αυτές, συμμετείχαν, στο πλευρό των


Οθωμανών, ισχυρές δυνάμεις Αλβανών ατάκτων, οι οποίοι στη Μάχη
που έγινε στο Αγγελόκαστρο κατέσφαξαν χιλιάδες Μεσολογγίτες, αφού
λεηλάτησαν την περιοχή και στη συνέχεια κινήθηκαν προς την Πάτρα,
καίγοντας και λεηλατώντας, ενώ σε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις,
όπως στη Λάρισα και στα Τρίκαλα οι Οθωμανοί προέβαιναν σε
καταστροφές και αιματηρά αντίποινα. Όλα τα κάστρα της
Πελοποννήσου έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών το ένα μετά το άλλο.
Ήταν πλέον οφθαλμοφανές ότι πολύ σύντομα οι Οθωμανικές δυνάμεις
θα είχαν εκκαθαρίσει την κατάσταση.

Οι Ρώσοι υπό τον Αλέξιο Ορλώφ, μαζί με την Παπάζωλη, τον


Μπενάκη, τον Επίσκοπο Πατρών και άλλους, εγκατέλειψαν την
Πελοπόννησο και επιβιβάστηκαν στα Ρωσικά πλοία και έφυγαν για το
Ναύπλιο και από εκεί για την Αττική. Οι Τούρκοι στο πέρασμα τους
έκαιγαν και έσφαζαν τους άμαχους πληθυσμούς. Η επανάσταση των
Ορλώφ στην Πελοπόννησο τελείωσε άδοξα και οι κάτοικοι έμειναν, για
μια ακόμα φορά, στο έλεος της Οθωμανικής θηριωδίας.

70
Ο Αλέξιος Ορλώφ ανέλαβε την αρχηγία όλου του Ρωσικού
στόλου και συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, με σκοπό
να επιβληθεί στη θάλασσα. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Οθωμανικός
στόλος ήταν αγκυροβολημένος στο Τσεσμέ (= Ελληνική ονομασία
Κρήνη, στα Δυτικά παράλια της Μ. Ασίας, απέναντι από τη Χίο),
αποφάσισε να αναλάβει δράση. Οι Ρώσοι είχαν 20 πολεμικά πλοία και
13 μικρότερα, ενώ οι Τούρκοι είχαν 25 πολεμικά πλοία και αρκετά
μικρότερα1. Η ναυμαχία άρχισε τον Ιούνιο 1770 και έληξε με την
ολοκληρωτική επικράτηση των Ρώσων. Ο Τουρκικός στόλος
καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ το λιμάνι του Τσεσμέ γέμισε με
πτώματα των Τουρκικών πληρωμάτων. Τα Τουρκικά αντίποινα εναντίον
των Ελλήνων της Σμύρνης ήταν φοβερά: Μέσα σε μια νύχτα,
σφαγιάστηκαν 1.000 άτομα του άμαχου πληθυσμού. Η εντύπωση στην
Ευρώπη για την καταστροφή του Τουρκικού στόλου ήταν έντονα
ευνοϊκή και το κύρος της Μ. Αικατερίνης Β΄ μεσουράνησε. Η νίκη αυτή
του Ρωσικού στόλου δεν είχε δυστυχώς συνέχεια, καθώς δεν υπήρξε
στρατηγική εκμετάλλευση, όταν ο πανικός των Οθωμανών ήταν
μεγάλος και η Κωνσταντινούπολη απροστάτευτη. Ο χρόνος μετά τη νίκη
του Τσεσμέ πέρασε άπρακτος. Οι Οθωμανοί σταδιακά ανέκαμψαν και
ανακατέλαβαν νησιά, όμως για τέσσερα χρόνια το Αιγαίο ήταν στην
κυριαρχία των Ρώσων. Η εξέλιξη αυτή έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό
εμπορικό ναυτικό να αναπτυχθεί. Η συμφωνία του Κιουτσούκ
Καϊναρτζή (=χωριό της ΒΑ Βουλγαρίας κοντά στα σύνορα με τη
Ρουμανία) στις 21 Ιουλίου 17742, συνέβαλε στην παραπέρα ανάπτυξη
του. Η Συνθήκη Ειρήνης αυτή, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, σήμανε το
τέλος του Ρώσο – Τουρκικού πολέμου, ενώ ο Ελληνισμός, παρά τις
σφαγές και τις καταστροφές που υπέστη από τους Τούρκους και τους
Αλβανούς ατάκτους, βγήκε κερδισμένος. Οι Οθωμανοί υπέστησαν

1
Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ. , τόμος 8, σελ. 304.
2
Μετά τις μεγάλες νίκες της Ρωσίας στην Κριμαία (1783) και στις παραδουνάβιες
περιοχές.

71
δεινή στρατιωτική και διπλωματική ήττα. Οι Ρώσοι αποκτούσαν
εδαφικά οφέλη στον Εύξεινο Πόντο και πολιτικό έλεγχο στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες, καθώς και παρέμβαση στο εσωτερικό της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την προστασία της ορθόδοξης
εκκλησίας και εμπορικά προνόμια υπέρ των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Επομένως, η Ρωσία αναλάμβανε το ρόλο της εγγυήτριας δύναμης για
την προστασία των Ορθοδόξων Χριστιανών και του Ελληνισμού.
Εξασφάλιζε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα καράβια με Ρώσικη σημαία,
και εμπορικά προνόμια. Χορηγούνταν αμοιβαία αμνηστία σε όσους
Έλληνες πήραν μέρος σε εχθροπραξίες της μιας ή της άλλης πλευράς,
χωρίς εξαίρεση1. Όμως, παρά τις αναφορές αυτές στη Συνθήκη, οι
Αλβανοί συνέχιζαν να προξενούν μεγάλες καταστροφές και θανάτους
στην Πελοπόννησο. Τα νησιά του Αιγαίου παρέμεναν στην κατοχή της
Τουρκίας, ρήτρα ωστόσο της Συνθήκης διασφάλιζε στα νησιά το
σεβασμό της Ορθόδοξης εκκλησίας. Η Συνθήκη προέβλεπε τέλος τη
μείωση των φόρων στα νησιά και την ελεύθερη διακίνηση σε όσους το
επιθυμούσαν. Όπως ήταν αναμενόμενο, όλοι αυτοί οι όροι δεν
τηρήθηκαν κατά γράμμα, είχαν όμως ως συνέπεια τη βελτίωση των
συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων και τον περιορισμό των αντίποινων
για τα Ορλοφικά. Αποτέλεσμα της Συνθήκης αυτής ήταν επίσης η
μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών προς τα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας,
του Ευξείνου Πόντου. Η μετακίνηση αυτή οδήγησε στην ανάπτυξη του
ελληνικού εμπορίου και της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, στη
συγκέντρωση εμπορικού κεφαλαίου και στη δημιουργία πολιτικών
προϋποθέσεων, που οδήγησαν στην Ελληνική επανάσταση. Πενήντα
χρόνια μετά την Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, άνοιγε ο δρόμος για την
οικονομική και κοινωνική ανόρθωση του Ελληνισμού και την οργάνωση

1
. Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 306.
. Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ. , Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, Τόμος 19,
σελ. 52 και εξής, Έκδοση National Geoprahic.

72
μιας νέας περισσότερο αποφασιστικής εξέγερσης στην Πελοπόννησο
και στη Στερεά Ελλάδα, την ελληνική επανάσταση του 1821. Η ιδέα της
επανάστασης ήταν πλέον ώριμη στον υπόδουλο ελληνικό λαό, που
ποθούσε την εθνική του απελευθέρωση.

73
ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ ΚΑΪΝΑΡΤΖΗ
(1774-1821)1

4.1. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη του Ιασίου.


Η Μ. Αικατερίνη Β΄ 2 της Ρωσίας (1762-1796) σχεδίαζε να
οργανώσει νέα εξέγερση των Ελλήνων, να ιδρύσει ελληνική μοναρχία
και να διορίσει βασιλιά τον εγγονό της Δούκα Κωνσταντίνο. Να
προσαρτήσει τα νησιά του Αιγαίου στη Ρωσία και να εξασφαλίσει την
ελεύθερη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο στη Μεσόγειο. Για το σκοπό αυτό,
ζήτησε τη βοήθεια και τη συνεργασία του Ιωσήφ Β, αυτοκράτορα της
Αυστροουγγαρίας. Ο Ιωσήφ Β΄ δέχθηκε, έκανε όμως ορισμένες
αντιπροτάσεις, η κυριότερη των οποίων ήταν η Πελοπόννησος και τα
νησιά του Αιγαίου να παραμείνουν στην κατοχή των Ενετών, πρόταση
που η Μ. Αικατερίνη την απέρριψε με το επιχείρημα ότι το Ελληνικό
Κράτος δεν έπρεπε να περιοριστεί εδαφικά, αλλά να παραμείνει
ανέπαφο.

Η Μ. Αικατερίνη Β΄, πεπεισμένη για την ορθότητα του σχεδίου


της – για την απελευθέρωση της Ελλάδας – ανέλαβε δράση στη
Βαλκανική χερσόνησο, οργάνωσε εξεγέρσεις και διόρισε προξένους στα
ελληνικά εμπορικά κέντρα. Έτσι, στους ελληνικούς πληθυσμούς άρχισε
να πνέει επαναστατικός άνεμος. Η Μ. Αικατερίνη άρχισε την
υλοποίηση του σχεδίου της με την προσάρτηση της Κριμαίας. Το 1783,
κατέλαβε τη χερσόνησο και προχώρησε σε μαζικό εποικισμό της
περιοχής. Η συνάντηση του Ιωσήφ Β’ με την Μ. Αικατερίνη στην
Κριμαία, που προοιωνίζονταν νεκρανάσταση του Βυζαντίου, εξόργισε

1
. Διαμαντής Απόστολος, Από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή μέχρι την Ελληνική
Επανάσταση, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ, σελ. 654-679.
. Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 52-53, Αθήνα.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 37-43, Αθήνα.

74
την Υψηλή Πύλη, η οποία απέστειλε τελεσίγραφο στη Ρωσία με
απαράδεκτους όρους, τους οποίους απέρριψε φυσικά η Μ. Αικατερίνη
και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (1787-1792). Οι Οθωμανοί
αντέδρασαν άμεσα και προσπάθησαν να αποσοβήσουν τη συνεργασία
των Ελλήνων Χριστιανών με τους Ρώσους, προειδοποιώντας αυστηρά
το Πατριαρχείο και τους Επισκόπους για τις συνέπειες που θα είχε μια
τέτοια κίνηση.

Η Αυστρία αποφάσισε τελικά να συμμαχήσει με τη Ρωσία το


1788, ενώ οι Άγγλοι έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι
και να χάσουν την ευκαιρία να απαιτήσουν σημαντικά οφέλη από την
ενδεχόμενη ήττα της Τουρκίας, για αυτό και αποφάσισαν να
συμμαχήσουν με το Ρωσικό στρατό και ενωμένοι να διώξουν τους
Τούρκους από τα Βαλκάνια. Μετά τις εξελίξεις αυτές, ήταν φανερό πως
η Οθωμανική αυτοκρατορία κινδύνευε. Το 1791, ο Αλή Πασάς των
Ιωαννίνων, επιδίωξε την σύναψη συνθήκης ειρήνης με τη Ρωσία και
απόσχιση του από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο μεταξύ, ξέσπασε
η Γαλλική Επανάσταση το 1789, που οδήγησε στην έκπτωση της
Μοναρχίας στη Γαλλία. Το σοκ ήταν μεγάλο στους Μονάρχες της
Ευρώπης, οι οποίοι επέβαλαν τη σύναψη ειρήνης και πάγωμα των
εξελίξεων, τουλάχιστο προσωρινά, ώστε να αξιολογηθεί η κατάσταση.
Η Μ. Αικατερίνη της Ρωσίας αναγκάστηκε να προσαρμοστεί. Η εξέλιξη
αυτή ήταν φυσικό να ωφελήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία
κέρδιζε χρόνο. Έτσι, στο Ιάσιο στις 9 Ιανουαρίου 1792, οι εμπόλεμες
πλευρές κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια νέα
συνθήκη ειρήνης. Με τη Συνθήκη αυτή, η Τουρκία έχασε οριστικά την
Κριμαία, η Ρωσία κέρδισε νέα εδάφη στην περιοχή του Δνείπερου
(= ποτάμι της Ρωσίας, Λευκορωσίας και Ουκρανίας, που εκβάλλει στον
Εύξεινο Πόντο) και συγχρόνως επιβεβαιώνονταν οι όροι της Συνθήκης

75
Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1 , κυρίως σε ό,τι αφορά την ελευθερία του
εμπορίου και την προστασία των ορθοδόξων κατακτημένων Χριστιανών
της Βαλκανικής. Ο Ελληνισμός από την πλευρά του άντλησε οικονομικά
και πολιτικά οφέλη. Με τη Συνθήκη του Ιασίου, η Οθωμανική
αυτοκρατορία εισήλθε οριστικά σε φάση παρακμής σε όλα τα επίπεδα,
που κορυφώθηκε μερικά χρόνια αργότερα με την ελληνική
επανάσταση.

4.2. Η δράση του Λάμπρου Κατσώνη (1788-1804)2.


Στη διάρκεια του Ρώσο-Τουρκικού πολέμου (1787-1792), οι
Ελληνικές κοινότητες στη Δύση, άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα
και να στρατολογούν εθελοντές. Τον Ιανουάριο 1788 έφτασε στην
Τεργέστη ο ελληνικής καταγωγής Ρώσος αξιωματικός Λάμπρος
Κατσώνης, ο οποίος αγόρασε, με τις συνδρομές των Ελλήνων της
Τεργέστης, ένα αμερικανικό καταδρομικό και άρχισε αμέσως στις
ελληνικές θάλασσες τη δράση εναντίον των Οθωμανών. Την άνοιξη του
1790, αποστολή συνεργατών του Λ. Κατσώνη στη Μ. Αικατερίνη της
Ρωσίας, της ζητούσε τη χορήγηση υλικής βοήθειας και συγχρόνως να
θέσει υπό την αιγίδα της τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων
εναντίον των Οθωμανών. Η αποστολή συναντήθηκε με το Δούκα
Κωνσταντίνο και πήρε θετική απάντηση στα αιτήματα της: Ζήτησε
χρήματα, πολεμοφόδια και αύξηση του πολεμικού στόλου. Ο Δούκας
Κωνσταντίνος έστειλε τους Έλληνες αντιπροσώπους του Λ. Κατσώνη
στον Πρίγκιπα Γρ. Ποτέμκιν, διοικητή του Ρωσικού στρατού στη
Μολδαβία, για τα περαιτέρω.

1
Παπαδόπουλος Στεφ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 25, Η σημασία της Συνθήκης του
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, σελ. 89 και εξής, Εκδοτική Αθηνών.
2
. Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 58-63, Αθήνα.
. Βακαλόπουλος Απ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 25, ο Λάμπρος Κατσώνης,
σελ. 95 και 98 και εξής, Εκδοτική Αθηνών.

76
Η δράση του Λάμπρου Κατσώνη, - που άρχισε διαρκούντος του
Ρώσο-Τουρκικού πολέμου, - συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του.
Γεννημένος στη Λιβαδειά το 1752, έπλευσε στο Ιόνιο από την Τεργέστη
με το καταδρομικό του, το 1788, και άρχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις
εναντίον του Τουρκικού στόλου. Συνέχισε τη δράση του στο Αιγαίο και
έγινε ο φόβος και τρόμος του Τουρκικού στόλου. Στις επιχειρήσεις του
στο Καστελόριζο, στην Κάρπαθο (Απρίλιος 1789), στο Δυρράχειο και
αλλού κατήγαγε μεγάλες νίκες και κατατρόπωσε τον Τουρκικό στόλο.
Τον Ιούνιο του 1789, στη Σύρο, στην Άνδρο και σε άλλα νησιά κατάφερε
να επιφέρει σοβαρά πλήγματα στον Τουρκικό στόλο (καταστροφές
πλοίων και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες).

Οι επιδρομές του συνεχίστηκαν και την επόμενη χρονιά με


ενισχυμένο στόλο. Ο πρίγκιπας Ποτέμκιν ενημέρωσε τη Μ. Αικατερίνη
για την ηρωική δράση του Λ. Κατσώνη και αυτή τον προβίβασε σε
Χιλίαρχο και του απένειμε παράσημο. Ο Λ. Κατσώνης σχεδίαζε την
συνέχιση των επιδρομών, ώστε να επιφέρει ολική καταστροφή στον
Οθωμανικό στόλο. Όμως, τα σχέδια αυτά παρέμειναν ανεκπλήρωτα,
γιατί στο μεταξύ η Ρωσία υπέγραψε με την Τουρκία τη Συνθήκη Ειρήνης
του Ιασίου, συνέπεια της Γαλλικής Επανάστασης που, άλλαξε την
κατάσταση στην Ευρώπη.

Ο Λ. Κατσώνης αποφάσισε να παρακούσει τη Μ. Αικατερίνη Β΄


και να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον της Τουρκίας, πιστεύοντας πως
αυτή ήταν μια ευνοϊκή συγκυρία για συντριπτική νίκη εναντίον του
Οθωμανικού στόλου. Τώρα, ο Λ. Κατσώνης – με τη συμμετοχή του
Ανδρέα Ανδρούτσου1 – είχε ως ορμητήριο το Πόρτο Κάγιο (= φυσικό
λιμάνι στη Νότια Πελοπόννησο, στις δυτικές ακτές του Λακωνικού
κόλπου). Εκεί (στο Πόρτο Κάγιο) το 1792, ισχυρές Τουρκικές δυνάμεις
επιτέθηκαν στο στόλο του Λ. Κατσώνη. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, και
1
Κλεφταρματολός της Ρούμελης, στενός φίλος του Αλή Πασά, συνελήφθη από τους Ενετούς το
1793 και παραδόθηκε στους Τούρκους που τον σκότωσαν.

77
το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τον Οθωμανικό στόλο. Όμως, μετά τον
αποκλεισμό του από το στρατό του Μπέη της Μάνης, ο Λ. Κατσώνης
και οι άνδρες του αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο Ιόνιο. Τα
ανυπεράσπιστα πλοία τους που έμειναν στο Πόρτο Κάγιο,
καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς και μεταφέρθηκαν στην
Κωνσταντινούπολη «θριαμβευτικά». Ο Λάμπρος Κατσώνης κατέφυγε
στη Ρωσία, όπου πέθανε το 1804, σε ηλικία 52 χρόνων.

Οι επιτυχίες του Λ. Κατσώνη έκαναν μεγάλη – θετική - εντύπωση


και ξύπνησαν τον έντονο φιλελληνισμό στην Ευρώπη, ενώ
αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων και άνοιξαν το δρόμο στον
μελλοντικό απελευθερωτικό τους εθνικό αγώνα.

4.3. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και οι Σουλιώτες1.


Οι πόλεμοι, η εσωτερική πολιτική και οικονομική κρίση στην
Οθωμανική αυτοκρατορία, είχαν αρχίσει να προκαλούν αποσχιστικές
τάσεις. Η σημαντικότερη από αυτές στον ελλαδικό χώρο, το 18 ο αιώνα,
ήταν αυτή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων (1744-1822). Ο Αλή Πασάς με
κέντρο τα Ιωάννινα είχε οργανώσει την επικράτεια του – που κάλυπτε
τις περιοχές της Ηπείρου και Θεσσαλίας – με αυτόνομη Διοίκηση και
στρατιωτική δύναμη, οικονομική αυτοτέλεια και ανεξάρτητη πολιτική.
Μέσα σ’ αυτή την επικράτεια του Αλή Πασά δρούσαν ωστόσο ένοπλα
σώματα Ελλήνων, τα οποία συχνά προκαλούσαν φθορές στον
Οθωμανικό στρατό του Αλή. Το 1788, οι Σουλιώτες αποφάσισαν –
παρακινούμενοι από τη Ρωσία – να στραφούν εναντίον των Τούρκων
του Αλή Πασά, παράλληλα με τα ένοπλα σώματα των Ελλήνων που
δρούσαν στην περιοχή του. Έτσι, ο Αλή αποφάσισε να ενεργοποιηθεί
και να εκκαθαρίσει την περιοχή του από κάθε ένοπλη δράση.

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 69-82, Αθήνα.

78
Το Φεβρουάριο του 1789, ο Αλή Πασάς, επικεφαλής του
στρατού του, βάδισε εναντίον του Σουλίου, αλλά αντιμετώπισε την
ισχυρή αντίσταση των Σουλιωτών, για τέσσερις μήνες και υποχρεώθηκε
να υπογράψει συμφωνία ανακωχής, τον Ιούνιο του 1789. Οι όροι της
ανακωχής δεν ήταν ευνοϊκοί για τον Αλή, γι αυτό και πήρε ως ομήρους
μαζί του πέντε παιδιά από τις πιο γνωστές οικογένειες του Σουλίου. Στη
συνέχεια, ο Αλή Πασάς στράφηκε στην εξουδετέρωση του Ιμπραήμ
Πασά του Μπερατίου (= Ν. Αλβανία) κι έτσι εδραίωσε την κυριαρχία
του στην ευρύτερη περιοχή. Όλα αυτά εθορύβησαν την Υψηλή Πύλη, η
οποία επιδίωξε να τερματίσει την εξουσία του Αλή στα Γιάννενα. Αυτός
όμως, προσπαθώντας να προσεταιριστεί το Ελληνικό στοιχείο, ασκούσε
πολιτική παροχών προς τους Έλληνες της επικρατείας του, ενώ ο
στρατός του αποτελούνταν από ‘Έλληνες και Τούρκους. Οι κινήσεις του
αυτές τον καθιστούσαν ύποπτο προδοσίας στα μάτια του Σουλτάνου.
Από το άλλο μέρος, η δράση των πρακτόρων της Ρωσίας στα Βαλκάνια
για την οργάνωση εξεγέρσεων, παρότι δεν είχαν σοβαρό αποτέλεσμα
ήταν ανησυχητική για τους Οθωμανούς της Υψηλής Πύλης. Έτσι, η
ρευστή αυτή κατάσταση 1 οδήγησε στον τερματισμό του Ρώσο-
Τουρκικού πολέμου και στη Συνθήκη Ειρήνης του Ιασίου (= πόλη της
Ρουμανίας, Μολδαβία), που, στη διάρκεια αυτού του πολέμου, ο Αλή
Πασάς είχε εκδηλώσει την πρόθεση του να συνεργαστεί με τη Ρωσία
και την Μεγάλη Αικατερίνη Β’, χωρίς όμως επιτυχία. Μετά από τις
εξελίξεις αυτές, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων άλλαξε πολιτική έναντι των
Ελλήνων στην επικράτεια του, έγινε πιο σκληρός με τους αρματολούς
και κλέφτες, τους απώθησε στα Ιόνια νησιά και ετοιμάστηκε να
αντιμετωπίσει την προβλεπόμενη σύγκρουση με το Σουλτάνο.

Στο μεταξύ, άρχισαν πάλι οι εχθροπραξίες μεταξύ Σουλιωτών


και Αλή Πασά. Το Μάιο 1792, στρατεύματα του Αλή κινήθηκαν κατά
του Σουλίου, η σύγκρουση ήταν σφοδρή, όμως – ύστερα από λυσσώδη

1
Παράλληλα με την ανησυχία της καθεστηκυίας τάξης στην Ευρώπη.

79
μάχη – τα στρατεύματα του Αλή υποχώρησαν και διαλύθηκαν, αφού
υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Ο Αλή Πασάς υποχρεώθηκε σε
ταπεινωτική ανακωχή, η οποία τον υποχρέωνε να απελευθερώσει τους
ομήρους, να πληρώσει αποζημίωση και να επιστρέψει στους Σουλιώτες
τα χωριά που κατέλαβε κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.
Ακολούθησε μια αρκετά μεγάλη περίοδος ανακωχής, όμως στις αρχές
του 19ου αιώνα τα πράγματα οδηγούνταν πάλι σε σύγκρουση.

Μετά τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο (= σημερινό


Καμποφορμίντο στο Βένετο, περιφέρεια της Β. Ιταλίας με πρωτεύουσα
τη Βενετία), που έγινε το 1797 και έδινε τα Επτάνησα στον Ναπολέοντα,
ο Αλή Πασάς έδειξε προσωρινή φιλία με τους Γάλλους, εξασφαλίζοντας
τους έτσι ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα στενά της Κέρκυρας. Τον επόμενο
χρόνο προσάρτησε στην επικράτεια του την Έδεσσα και τη Νάουσα,
ενώ διέκοψε τις καλές σχέσεις με τους Γάλλους. Παράλληλα, εξαγόρασε
τους Σουλιώτες, έναντι αμοιβής, προκειμένου να κερδίσει την
ουδετερότητα τους.

Η ηγεσία των Σουλιωτών διασπάστηκε. Οι διαμάχες που


προέκυψαν μεταξύ των οπλαρχηγών, οδήγησαν το Σούλι σε αδιέξοδο.
Το καλοκαίρι του 1800, ο Αλή Πασάς κινήθηκε και πάλι εναντίον των
Σουλιωτών. Για καλή τους τύχη όμως, την ίδια στιγμή ξεσηκώθηκαν οι
μπέηδες της Αλβανίας εναντίον του Πασά των Ιωαννίνων, κι έτσι οι
Σουλιώτες πήραν μια ανάσα. Μετά τη νίκη του εναντίον των
ομοθρήσκων του, ο Αλή επανήλθε εναντίον των Σουλιωτών. Οι μάχες
πήραν μεγάλη έκταση. Στο Κούγκι (=ιστορικό οχυρό σε λόφο του
Σουλίου) οργανώθηκε η ηρωική άμυνα των Σουλιωτών. Όμως,
αποκλεισμένοι από παντού, χωρίς βοήθεια και αποδεκατισμένοι από
την πείνα και τις αρρώστιες, αποφάσισαν να κάνουν ηρωική έξοδο.
Μετά την εισβολή των Οθωμανών στο Κούγκι, ο καλόγερος Σαμουήλ
έβαλε φωτιά στα πολεμοφόδια του οχυρού και ανατινάχθηκε μαζί με
άλλους πέντε καλόγερους, παρασύροντας μαζί στο θάνατο και πολλούς

80
από τους εχθρούς. Μετά την κατάληψη του Σουλίου, ο Αλή Πασάς
καταδίωξε τους διασωθέντες Σουλιώτες μαζί με τα γυναικόπαιδα τους
στη περιοχή του Ζαλόγγου (=βουνό και χωριό στο Ν. Ιωαννίνων). Μια
ομάδα δεν κατάφερε να διαφύγει και αποκλείστηκε στο Ζάλογγο.
Είκοσι δύο (22) γυναίκες με τα παιδιά τους, που δεν πρόλαβε να τους
σκοτώσει ο Αλή Πασάς έπεσαν από τα βράχια του βουνού σε μια
χαράδρα και αυτοκτόνησαν (Δεκ. 1803). Ήταν ο «Χορός του Ζαλόγγου».
Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του Σουλίου στην Ήπειρο.

Μετά τα γεγονότα αυτά, ο Αλή Πασάς ανέπτυξε διπλωματικές


σχέσεις με το Ναπολέοντα και τους Άγγλους, αγνοώντας την Υψηλή
Πύλη. Ήδη, η κυριαρχία του στον Ελλαδικό χώρο περιελάμβανε την
Ήπειρο, τμήμα της Εύβοιας, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ο
Σουλτάνος, βλέποντας τις αποσχιστικές τάσεις του Αλή, έστειλε ισχυρές
στρατιωτικές δυνάμεις, το 1820, οι οποίες μετά από σκληρές μάχες
επικράτησαν και εισήλθαν στα Γιάννενα.

4.4. Ο Ρήγας Φεραίος – Βελεστινλής και ο Ιωάννης Καποδίστριας1.


Την ίδια αυτή εποχή, κοντά στο τέλος του 18 ου αιώνα,
εμφανίστηκαν στο προσκήνιο δύο κορυφαίες ελληνικές
προσωπικότητες που επηρέασαν τις επερχόμενες εξελίξεις. Αυτές ήταν
ο Ρήγας Φεραίος – Βελεστινλής και ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Ο Ρήγας Φεραίος – Βελεστινλής 2 , γεννήθηκε στο 1757 στο


Βελεστίνο της Θεσσαλίας. Ήταν λόγιος, πρόδρομος της Νεοελληνικού
Διαφωτισμού και πρώτο-μάρτυρας για την απελευθέρωση της
πατρίδας του από τους Οθωμανούς. Σπούδασε στο Βελεστίνο και στη
Ζαγορά του Πηλίου και περί το 1777 έφυγε για την Κωνσταντινούπολη

1
. Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 676-677.
. Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 65-66, Αθήνα.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 101 και εξής, Αθήνα.

81
να εργασθεί. Εκεί έμαθε Γαλλικά, Ιταλικά και Γερμανικά. Το 1785, έγινε
γραμματέας του Αλέξανδρου Υψηλάντη (του Πρεσβύτερου 1726-1807)
και όταν αυτός έγινε ηγεμόνας (= Οσποδάρος) της Μολδαβίας τον πήρε
μαζί του. Αργότερα, πήγε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη (1790-1796),
όπου εξέδωσε τα συγγραφικά του έργα, με κυριότερο το Θούριο και τη
Χάρτα. Οραματίζονταν την απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών και τη
δημιουργία μιας Ομοσπονδίας με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο.
Οι διακηρύξεις του κατασχέθηκαν στην Τεργέστη, ως επαναστατικές,
από την αυστριακή(;) αστυνομία. Ο ίδιος συνελήφθη και μεταφέρθηκε
στη Βιέννη, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε μαζί με άλλους 7
συντρόφους του. Κλείστηκε στο Φρούριο του Βελιγραδίου, όπου
βασανίστηκε και εκτελέστηκε το 1798.

Ο Ρήγας Φεραίος πίστευε 1 πως η ελευθερία αποκτάται με


αγώνες, που οδηγούν σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα, βασισμένη
στο Δημοκρατικό πνεύμα και τηρούνται οι βασικές αρχές των
«Δικαιωμάτων του ανθρώπου» και του Συντάγματος. Προσπάθησε να
εξυψώσει το φρόνημα των σκλαβωμένων λαών των Βαλκανίων με το
Θούριο του. Στήριζε την επανάσταση στις ντόπιες δυνάμεις, τους
γηγενείς πληθυσμούς και όχι στις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις, που
ενδιαφέρονταν, όπως πίστευε, μόνο για τα δικά τους συμφέροντα.
Ετοίμασε το δημοκρατικό Σύνταγμα – επηρεασμένο από το αντίστοιχο
Γαλλικό – απαραίτητο για την οργάνωση και Διοίκηση του νέου
Ελληνικού Κράτους. Ετοίμασε επίσης τη «Χάρτα» του, δηλ. ένα χάρτη
του γεωγραφικού χώρου που θα απελευθερώνονταν και θα
δημιουργούσε την προτεινόμενη Δημοκρατία, αντιπροσωπευτική με
κοινούς νόμους για όλους τους λαούς των Βαλκανίων «ανεξαρτήτως
εθνικής προέλευσης ή θρησκευτικών πεποιθήσεων». Επέμενε στην

1
Καραμπερόπουλος Δημήτριος, Η Δημοκρατική Ενοποίηση του Βαλκανικού χώρου, στο
επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα Βελεστινλή, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε. σελ.
442-453, Αθήνα.

82
αλληλεγγύη των λαών της Βαλκανικής, προκειμένου να
αντιμετωπίζονται από κοινού τα αναφυόμενα προβλήματα. Το Κράτος
που οραματίζονταν ο Ρήγας θα ήταν πολυεθνικό, πολυγλωσσικό και
πολυθρησκευτικό.

Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή, ο


Ιωάννης Καποδίστριας 1 που επέπρωτο να παίξει καθοριστικό ρόλο,
τόσο στα προεπαναστατικά χρόνια, όσο και κατά την περίοδο της
διακυβέρνησης του, τα πρώτα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα
(1828-1831). Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το
1776. Γόνος πολυμελούς οικογένειας ευγενών, εγγεγραμμένης στη
χρυσή βίβλο της Κέρκυρας, σπούδασε ιατρική στην Ιταλία, είχε όμως
έμφυτη την κλίση στη φιλολογία και στη φιλοσοφική. Το 1809 έφυγε
για τη Ρωσία, όπου μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία του Τσάρου
Αλέξανδρου Α’ και κατέλαβε διαδοχικά τα αξιώματα της διπλωματικής
υπηρεσίας. Το 1815, διορίστηκε από τον Τσάρο Υπουργός Εξωτερικών
της Ρωσίας. Από τη θέση αυτή, αλλά και μετέπειτα, όταν παραιτήθηκε
το 1821, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην ελληνική επανάσταση.
Κινητοποίησε τις Ελληνικές κοινότητες στην Ευρώπη, συγκέντρωσε
χρήματα για την ελληνική επανάσταση, καλλιέργησε ευνοϊκό κλίμα
υπέρ της Ελλάδας, άσκησε πίεση στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπέρ
της Ελληνικής υπόθεσης… Φρόντισε επίσης με δικά του χρήματα να
πληρώνει υποτροφίες σε Ελληνόπουλα για σπουδές στο εξωτερικό, για
την επάνδρωση των δημοσίων υπηρεσιών του αναγεννώμενου
Ελληνικού Κράτους. Στις προσπάθειες του αυτές είχε σύμμαχο την
ελληνικής καταγωγής, αριστοκρατική οικογένεια Στρούτζα (από τη
Μολδοβλαχία) και ιδιαίτερα την κόρη της Ρωξάνδρα, με την οποία τον
συνέδεε μια τρυφερή σχέση.
1
. Διαμαντής Απόστολος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 678-679.
. Διιον. Δ. Κοντογιώργης, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας, σελ. 40, Ηλεκτρονική Έκδοση
2013.

83
ΣΗΜ.: Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονεύσουμε το τραγικό γεγονός του
βανδαλισμού των μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών από το λόρδο Έλγκιν,
πρέσβη της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη (1799 - 1802). Ο Έλγκιν αφαίρεσε –
με άδεια του Σουλτάνου – το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, δηλ. όλα τα
οργανικά μέρη του μνημείου (από τη ζωφόρο, τις μετώπες και τα αετώματα),
καθώς και μια Καρυάτιδα από το Ερέχθειο, αλλά και από τις Μυκήνες (γλυπτά
από το διάκοσμο του θησαυρού του Ατρέα) και τα μετέφερε στην Αγγλία (1801-
1810). Μετά από περιπλάνηση ετών και ταλαιπωρία, τα παρέδωσε το 1912 (ή το
1916) στο Βρετανικό Μουσείο, εκεί όπου βρίσκονται ακόμα. Φωνές
διαμαρτυρίας για την αποκατάσταση του ιστορικού αυτού εγκλήματος, δεν
βρήκαν ανταπόκριση.

84
ΚΕΦ. 5. ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΑ, ΑΓΡΟΤΙΚΑ, ΕΜΠΟΡΙΚΑ Θέματα.

5.1. Οι Ελληνικές κοινότητες κατά την Οθωμανική κατοχή1.


Οι αιρετοί Άρχοντες των Ελληνικών Κοινοτήτων κατά την
Τουρκοκρατία ήταν: Οι Δημογέροντες 2 , πρώτος βαθμός τοπικής
αυτοδιοίκησης και οι Κοτζαμπάσιδες 3 , δεύτερος βαθμός τοπικής
αυτοδιοίκησης. Και οι μεν και οι δε προέρχονταν από την τάξη των
πλουσίων της περιοχής και ήταν ευφυείς και με γραμματικές γνώσεις.

Οι Δημογέροντες εκλέγονταν κατ’ ευθείαν από το λαό: Στην


αρχή κάθε έτους 4 , τα άρρενα μέλη της Ελληνικής Κοινότητας
συγκεντρώνονταν στον προαύλιο χώρο του Σχολείου ή της εκκλησίας,
παρουσία Επισκόπου ή ιερέα και εξέλεγαν δια βοής έναν ή δύο
Κοινοτικούς Άρχοντες (Δημογέροντες) με θητεία ενός χρόνου, με
δικαίωμα επανεκλογής και υποχρέωση λογοδοσίας στο τέλος της
θητείας τους. Οι Κοτζαμπάσιδες εκλέγονταν κυρίως από τους
Δημογέροντες της περιοχής τους, με «σύναξη» στο Κέντρο
(πρωτεύουσα) της περιοχής. Όχι σπάνια – σε κάποιες περιοχές-
μπορούσαν να εκλεγούν, και αυτοί, κατ’ ευθείαν από το λαό. Η θητεία
τους ήταν επίσης ενός έτους, με δικαίωμα επανεκλογής και υποχρέωση
λογοδοσίας στο τέλος της θητείας τους. Ακολουθούσε ενημέρωση του
Καδή και επικύρωση από τον Πασά.

Η προεκλογική περίοδος είχε πάθος. Οι υποψήφιοι


προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προσελκύσουν ψηφοφόρους με
γάμους, βαφτίσια, σχέσεις κοινωνικές ή συγγενικές… Κατά τη διάρκεια

1
Διαμαντής Απόστολος, Το Κοινοτικό Σύστημα, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, σελ. 502-511,
Εκδ. ΔΟΜΗ.
2
Δημογέροντας: Αιρετός άρχοντας στις Τουρκοκρατούμενες Κοινότητες, Προεστός, σύνδεσμος
με τις Τουρκικές Αρχές. Βαρύνεται για καταχρήσεις.
3
Κοτζαμπάσης: Επικεφαλής Άρχοντας Ελληνικής Κοινότητας επί Τουρκοκρατίας, Προεστός,
κυρίως στην Πελοπόννησο και στη Στερεά.
4
Το τουρκικό φορολογικό έτος άρχιζε το Μάρτιο.

85
του προεκλογικού αγώνα γίνονταν συχνά επεισόδια, ιδιαίτερα αν στην
εκλογική περιοχή (το χωριό) είχε περισσότερες πλούσιες οικογένειες
που διεκδικούσαν το αξίωμα. Οι επεμβάσεις των Τουρκικών Αρχών στο
εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν λίγες. Πολλές φορές, το αξίωμα της
εκλογικής αναμέτρησης δίνονταν στον ευνοούμενο του Τούρκου
Διοικητή της περιοχής. Οι επεμβάσεις του Χριστιανικού κλήρου ήταν
επίσης πολλές. Αναμειγνύονταν ενεργά στις εκλογές τόσο των
Δημογερόντων, όσο και των Κοτζαμπάσιδων και πρότεινε τα κατάλληλα
για τα συμφέροντα της εκκλησίας πρόσωπα να αναλάβουν τα
αξιώματα. Μερικές φορές ήταν υποψήφιοι και εκλέγονταν, ακόμα και
κληρικοί. Αναφέρεται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, όχι μόνο
αναμειγνύονταν στις τοπικές εκλογές των Δημογερόντων ή των
Κοτζαμπάσιδων, αλλά κάποια φορά ήταν και ο ίδιος υποψήφιος.

Η ανάμειξη του κλήρου στις τοπικές εκλογές πήρε διαστάσεις, οι


τοπικοί παράγοντες παραπονέθηκαν στις Οθωμανικές Αρχές, οι οποίες
με τη σειρά τους, ζήτησαν την παρέμβαση του Οικουμενικού
Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης έδωσε τη σχετική εντολή, δηλ. οι Ιεράρχες να
αποφεύγουν να αναμειγνύονται στις τοπικές Κοινοτικές εκλογές. Η
εντολή όμως αυτή σύντομα ξεχάστηκε. Οι μεγαλογαιοκτήμονες –
πλούσιοι και ισχυροί – διεκδικούσαν τις υψηλές θέσεις, εκκλησιαστικές
και πολιτικές, για τα μέλη της οικογένειας τους ή για πρόσωπα
ελεγχόμενα από αυτούς1.

Οι αρμοδιότητες των Κοινοτικών Αρχόντων ήταν:

 Η είσπραξη των φόρων. Ήταν αρμόδιοι για τον καθορισμό των


φορολογικών υποχρεώσεων των κατοίκων της Κοινότητας τους, το
είδος και το ύψος του φόρου, την είσπραξη του και φυσικά την
κατάρτιση των απαραίτητων φορολογικών καταλόγων. Εκτός του
γενικού φόρου που καταβάλλονταν στις Οθωμανικές Αρχές, επέβαλαν

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 18, σελ. 150 και εξής, Αθήνα.

86
και ειδικούς Κοινοτικούς φόρους για την εκτέλεση κοινωνικών έργων
τοπικής εμβέλειας: π.χ. Συντήρηση σχολείων, μισθοδοσία δασκάλων,
συντήρηση δρόμων, μισθοδοσία αγροφυλάκων, φυλάκων κλπ. Οι πηγές
για την είσπραξη φόρων ήταν τα ενοίκια από Κοινοτικά κτίρια, μαγαζιά,
Κοινοτικούς μύλους, εκμετάλλευση κλήρων γης… Υπήρχαν επίσης
και δωρεές, καθώς και σύναψη δανείων για εκτέλεση κοινωφελών
έργων.

 Η Δικαστική λειτουργία: Οι αστικές υποθέσεις ήταν


αρμοδιότητας των Επισκόπων. Στην περίπτωση που η Κοινότητα ήταν
απομακρυσμένη από την έδρα του Επισκόπου, τις αστικές υποθέσεις
της Κοινότητας αναλάμβαναν να λύσουν οι τοπικοί Κοινοτικοί
Άρχοντες. Οι ποινικές υποθέσεις υπάγονταν κατ’ ευθείαν στις
Οθωμανικές Αρχές, στον Καδή1 ή στον Βοεβόδα2 ή ακόμα και στον
Πασά, ανάλογα με τη σοβαρότητα τους. Στα ποινικά δικαστήρια, οι
Κοινοτικοί Άρχοντες είχαν τη δυνατότητα να εκπροσωπήσουν και να
υπερασπιστούν τους κατηγορούμενους της Κοινότητα τους. Δηλ.
αντιπροσώπευαν την Κοινότητα τους ενώπιον των ποινικών
δικαστηρίων, ως ενάγοντες ή εναγόμενοι.

 Άλλα καθήκοντα τους ήταν να χορηγούν – με χρέωση του


Κοινοτικού Ταμείου – στους διερχόμενους Τούρκους στρατιώτες
τρόφιμα και ό, τι άλλο είχαν ανάγκη, καθώς και να εξασφαλίζουν στέγη
και τροφή στους Τούρκους υπαλλήλους, που επισκέπτονταν την
Κοινότητα τους.

Ειδικότερα, οι Κοτζαμπάσιδες είχαν περισσότερες αρμοδιότητες,


που εκτείνονταν σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα όμως στην
εκπροσώπηση της Κοινότητας στις Τουρκικές Αρχές, καθώς και στην
1
Καδής: Τούρκος δικαστής, που δίκαζε κληρονομικές και οικογενειακές κυρίως υποθέσεις με
βάση το Κοράνιο.
2
Βοεβόδας: Τίτλος ανώτατου πολιτικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου, κυρίως στις βαλκανικές
χώρες.

87
κατανομή και την είσπραξη φόρων για λογαριασμό της τοπικής
Τουρκικής Αρχής.

Αναφέρεται επίσης και το αξίωμα του Μοραγιάννη, ως τρίτη


βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Μοραγιάννης λειτουργούσε ως
«Υπουργός» ή ως «Πρόεδρος» των Κοτζαμπάσιδων και Προεστών των
επαρχιών1.

5.2. Η Αγροτική Οικονομία.


Ο Τουρκοκρατούμενος ελλαδικός πληθυσμός, συνέχισε να είναι
– όπως και σε παλιότερες εποχές – καθαρά αγροτικός, με κυρίαρχο τον
ξένο δυνάστη (και τους μεγαλογαιοκτήμονες Οθωμανούς), χωρίς
ιδιοκτησιακά δικαιώματα, με βαριές φορολογικές υποχρεώσεις, που
αφαίμασσαν και τους κατώτατους πόρους επιβίωσης. Η φορολογία της
αγροτικής υπαίθρου ήταν η κύρια πηγή εσόδων των υπέρογκων
λειτουργικών και στρατιωτικών δαπανών του Κράτους. Αυτό που
άλλαξε, σε σχέση με παλιότερες εποχές, ήταν το θεσμικό πλαίσιο, που
έγινε πιο σκληρό και πιο βάναυσο. Η μάζα του λαού είχε ως μοναδική
απασχόληση επιβίωσης την αγροτική οικονομία και μάλιστα τις
ημιορεινές και ορεινές αγροτικές περιοχές. Η βιοτεχνία ήταν σχεδόν
ανύπαρκτη και το εμπόριο βρίσκονταν στα χέρια των κατακτητών. Την
πρώτη μετά-Οθωμανική περίοδο, (1833), ο αγροτικός πληθυσμός
κάλυπτε το 74% του συνολικού πληθυσμού της τότε ελληνικής
επικράτειας. Ήταν διάσπαρτος σε αγροτικούς οικισμούς και
περιελάμβανε καλλιεργητές προϊόντων και κτηνοτρόφους. Είναι δυνατό
να υποθέσει κανείς – χωρίς σημαντική πιθανότητα λάθους – ότι και την
προηγούμενη περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, η κατάσταση ήταν
σχεδόν ίδια, αν όχι χειρότερη.

1
Διαμαντής Απόστολος, Το Κοινοτικό Σύστημα, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, σελ. 506, Αθήνα.

88
Οι μεγάλες αλλαγές στο Μεσογειακό αγροτικό τοπίο άρχισαν να
συντελούνται από το 1850 και εξής, περίπου, και φυσικά μέσα στο ίδιο
αυτό περιβάλλον εντάσσεται και η ελληνική αγροτική οικονομία. Την
περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, η έλλειψη στατιστικών - γενικά και
ειδικά - δυσχεραίνουν την έρευνα.

Πάντως το βέβαιο είναι ό,τι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος


του υπόδουλου Ελληνισμού – και γενικότερα της μουσουλμανικής
κοινωνίας – ασχολούνταν με τη γεωργία και ότι αυτό το τμήμα ήταν
ανεπαρκές να καλύψει τις ανάγκες της υπάρχουσας καλλιεργήσιμης
γεωργικής γης. Η μη αύξηση του ελληνικού πληθυσμού (ή καλύτερα η
δημογραφική του συρρίκνωση) οφείλονταν στους πολέμους, όπου οι
θάνατοι στις μάχες και οι σφαγές του άμαχου πληθυσμού ήταν μαζικές,
στις επιδημίες που θέριζαν, στη βρεφική θνησιμότητα (λόγω έλλειψης
στοιχειώδους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης), στη φυγή πολλών
Ελλήνων εκτός των συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, το
προσδόκιμο ζωής ήταν πολύ χαμηλό, ενώ οι συνθήκες ανασφάλειας
ήταν αποτρεπτικές για αποφάσεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, η ψιλή


κυριότητα της καλλιεργήσιμης γης ανήκε στο Κράτος. Το ίδιο και οι
εκτάσεις που χρησιμοποιούνταν για βοσκή, καθώς και οι δασικές
εκτάσεις. Αντίθετα, τα σπίτια, τα δέντρα, οι αμπελώνες…- όχι όμως η γη
πάνω στην οποία υπήρχαν - , οι κήποι, τα κοινοτικά χωράφια…, ήταν
υπό καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, τα Κοινοτικά
χωράφια, ανήκαν συλλογικά στους κατοίκους του χωριού. Κατά
συνέπεια, μόνο στις τελευταίες αυτές ιδιοκτησίες, μπορούσαν να
γίνουν αγοραπωλησίες. Μια ακόμα κατηγορία γης αποτελούσαν τα
βακούφια, δηλ. τα βακουφικά εδάφη, των οποίων τα εισοδήματα
πήγαιναν σε διάφορα αγαθοεργά μουσουλμανικά ιδρύματα.

89
Άρα, με βάση το νόμο, δημόσια γη δεν μπορούσε να μετατραπεί
σε ιδιωτική, παρά μόνο αν ήταν δωρεά του Σουλτάνου. Τέτοιες δωρεές
ελάμβαναν μόνο στρατιωτικοί και αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας,
αυτοί που είχαν διακριθεί στον τομέα δραστηριότητας τους. Στην πράξη
όμως η δημόσια γη ήταν διαρκώς αντικείμενο διεκδικήσεων από τους
ισχυρούς, οι οποίοι τελικά κατάφεραν – κυρίως μετά το 1600 – να
πετυχαίνουν την οικειοποίηση της, παρότι η Οθωμανική Διοίκηση δεν
αναγνώριζε ποτέ επίσημα τέτοιες πράξεις, δηλ. παράνομα
αποκτηθείσες ιδιοκτησίες. Η αγροτική παραγωγή, ανεξάρτητα από το
καθεστώς γης, φορολογούνταν. Επίσης, φορολογούνταν η
κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, το χώμα με το οποίο κατασκευάζονταν
τα αντικείμενα της αγγειοπλαστικής. Οι φόροι αυτοί μπορούσε να είναι
σε χρήμα ή σε είδος. Οι χρηματικοί φόρου συνήθως πήγαιναν στην
Πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για την πληρωμή των διοικητικών
δαπανών και ενός μέρους των δαπανών του στρατού, κυρίως των
Γενίτσαρων. Μέχρι το 1600, το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού ήταν
σπαχήδες1, που διαβιούσαν στις επαρχίες τους και ήταν υποχρεωμένοι
να παρουσιάζονται στις πολεμικές επιχειρήσεις. Δεν είχαν σταθερό
μισθό, αλλά αμείβονταν από διάφορα φορολογικά έσοδα, τα τιμάρια2 ,
τα οποία τους παραχωρούσε τα κράτος. Τα τιμάρια δεν ήταν ούτε
ισόβια, ούτε κληρονομικά. Το καθεστώς αυτό παραπέμπει σε παρόμοια
εφαρμογή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ηρακλείου (610-717),
γνωστή ως «θεματική οργάνωση, που λειτούργησε με επιτυχία για
πολλούς αιώνες» (βλ. Τόμος Β΄).

Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι αγρότες είχαν στη νομή τους, αλλά


όχι στην ιδιοκτησία τους μια έκταση γης, την οποία καλλιεργούσαν και

1
Σπαχήδες: 1. Φεουδάρχες που αποτελούσαν την κυριότερη στρατιωτική τάξη των επαρχιών,
επιφορτισμένοι και με φορολογικές αρμοδιότητες. 2. Έφιπποι σωματοφύλακες του Σουλτάνου,
συνήθως Γενίτσαροι.
2
Τιμάριο: Αγροτική έκταση που παραχωρούσε ο Σουλτάνος σε στρατιωτικούς ως αμοιβή για τις
υπηρεσίες τους.

90
απέδιδαν στο Κράτος τους φόρους, που τους αναλογούσαν.
Μπορούσαν να μεταβιβάσουν τη γη αυτή στους κληρονόμους τους ή να
πωλήσουν το δικαίωμα χρήσης της…, με την προϋπόθεση ότι η
διάδοχος κατάσταση θα την καλλιεργούσε και θα ήταν συνεπής στις
φορολογικές υποχρεώσεις της. Μετά το 1600, παρατηρήθηκαν, στο
σύστημα αυτό, σημαντικές αλλαγές. Η κρίση των δημόσιων
οικονομικών με τους δαπανηρούς πολέμους, έφερε την παρακμή και
στη συνέχεια την κατάργηση του συστήματος των τιμαρίων και οι
σπαχήδες σιγά – σιγά καταργήθηκαν… κλπ.

Από το 1695, άρχισε η «ισόβια μίσθωση των φόρων», σύστημα


που κατέληξε στη δημιουργία ντόπιων ισχυρών προσώπων, με τοπική
διοικητική εξουσία, που κατάφεραν, εκτός από τη συλλογή φόρων, να
συγκεντρώσουν και μεγάλες εκτάσεις γης, μετά την εγκατάλειψη τους
από τους χωρικούς, που αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στη μεγάλη
φορολογία. Το 17ο και 18ο αιώνα, η συγκέντρωση μεγάλης ιδιοκτησίας
στα χέρια ντόπιων παραγόντων πήρε διαστάσεις. Στον ελληνικό χώρο
υπήρξε το παράδειγμα του Αλή Πασά, με τα τσιφλίκια.

Μεγάλη ανισοκατανομή της καλλιεργήσιμης γεωργικής γης


υπήρξε μεταξύ Οθωμανών και Χριστιανών πολιτών. Οι Οθωμανοί
κρατούσαν για τον εαυτό τους τα πιο εύφορα και προσοδοφόρα πεδινά
εδάφη και άφηναν τα ορεινά (και λιγότερα παραγωγικά εδάφη) - που
οι συνθήκες καλλιέργειας ήταν δύσκολες - στους Χριστιανούς.
Ορισμένα - πολύ λίγα δυστυχώς - στατιστικά στοιχεία αναφέρουν, για
παράδειγμα, ότι στην Πελοπόννησο, που οι Χριστιανοί αποτελούσαν το
85% του πληθυσμού, κατείχαν μόνο το 33% της γης (3 στρέμματα κατά
κεφαλή), ενώ στους μουσουλμάνους αντιστοιχούσαν 63 στρέμματα
κατά κεφαλή. Στην Εύβοια, όπου οι Χριστιανοί αποτελούσαν το 92%
του πληθυσμού, κατείχαν το 57% της γης (9 στρέμματα κατά κεφαλή),
ενώ στους μουσουλμάνους αντιστοιχούσαν 80 στρέμματα κατά
κεφαλή. Στην Τρίπολη Πελοποννήσου, σε 18 μουσουλμανικές

91
οικογένειες ανήκαν 203.603 στρέμματα γης (δηλ. το 88% της
Μουσουλμανικής ιδιοκτησίας στην περιοχή) 1 . Στη Λευκάδα 54
Τουρκικές οικογένειες κατείχαν 19.636 βασιλικά στρέμματα γης (δηλ.
το 48,2%) τα περισσότερα πεδινά και εύφορα, ενώ όλοι οι αγρότες του
νησιού (περί τους 6.000) κατείχαν 21.090 βασιλικά στρέμματα γης (δηλ.
το 51,8%), τα περισσότερα ορεινά και ημιορεινά2. Δεν έλειψαν βέβαια
και μειοψηφίες Ελλήνων Χριστιανών, που απέκτησαν μεγάλες εκτάσεις
γης : π.χ. Ο Κωνσταντίνος Μανέτας, 1.800 στρέμματα.

Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής βαμβακιού της


Μακεδονίας, εξάγονταν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Βενετία. Το
50% της παραγωγής καπνού εξάγονταν στην Αίγυπτο και στη Γερμανία.
Την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε σημαντική πληθυσμιακή συγκέντρωση
και η δημιουργία των πρώτων πόλεων (καθώς και η μεγέθυνση των
παλαιών). Για παράδειγμα, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης το
1520 ήταν κατ’ εκτίμηση 400.000 κάτοικοι, ενώ το 1690 έφτασε τους
800.000 κατοίκους. Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεταξύ 1723 και
1781 αυξήθηκε από 50.000 σε 80.000 κατοίκους. Οι κάτοικοι των
Ιωαννίνων το 18ο αιώνα, αυξήθηκαν από 20.000 σε 35.000 άτομα3. Η
χρησιμοποίηση δούλων στη γεωργία φαίνεται πως ήταν περιορισμένη
και μόνο στα κτήματα του Σουλτάνου, παρότι ο θεσμός της δουλείας
στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν άγνωστος.

Η τυπική αγροτική μονάδα («επιχείρηση») αποτελούνταν από


την απαραίτητης έκταση καλλιεργήσιμης γης, - το μέγεθος της οποίας
εξαρτιόνταν από την ποιότητα του χωραφιού και την απόδοση του, - τα
εργαλεία για την καλλιέργεια της και ένα ζευγάρι βόδια για την άροση,

1
Προγουλάκης Γεώργιος, Η αγροτική οικονομία κατά την Οθωμανική περίοδο, Ιστορία των
Ελλήνων, Τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 565, Αθήνα.
2
Πάνος Ροντογιάννης, Ιστορία της νήσου Λευκάδος, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Τόμος Α΄,
σελ. 425, Αθήνα 2005.
3
Προγουλάκης Γιώργος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 565.

92
ώστε να μπορεί να ζήσει μια οικογένεια αγροτών, να αντιμετωπίζει τα
έξοδα της καλλιέργειας και να πληρώνει τους φόρους της. Η έκταση της
γης για κάθε νοικοκυριό κυμαίνονταν στα 80 στρέμματα για τα εύφορα
εδάφη και τα 100 με 120 στρέμματα για τα λιγότερα εύφορα1, από το
1700 και μετά. Σύμφωνα με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871, του
πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου τα μεγέθη αυτά ανά
οικογενειακή μονάδα ήταν πολύ μικρότερα, ανάλογα αν επρόκειτο για
ποτιστική γη, για ξερική γη, ή για ορεινή γη2.

Δεδομένου ότι την εποχή αυτή, έλλειπαν τα συμπληρωματικά


(βελτιωτικά) μέσα υποστήριξης της παραγωγής (δηλ. τα λιπάσματα
κλπ.), τα κτήματα χρειάζονταν ξεκούραση, δηλ. αγρανάπαυση, η οποία
μπορούσε να ήταν διετής ή τριετής. Με άλλα λόγια, η καλλιέργεια του
κτήματος γίνονταν ανά διετία ή τριετία. Μόνη λίπανση ήταν η κοπριά
των ζώων.

Όλοι οι μη μουσουλμάνοι άρρενες ενήλικες άνω των 12 χρόνων


πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο σε χρήμα. Ο φόρος αυτός στα Κοινοτικά
κτήματα ήταν συλλογικός: ήταν ένα συγκεκριμένο σταθερό ποσό για
όλους τους κατοίκους του χωριού ή της περιοχής (μοιρασμένο σε ίσα
μέρη). Όταν οι κάτοικοι του χωριού μειώνονταν, ο κεφαλικός φόρος
μοιράζονταν σε λιγότερα άτομα και άρα ο φόρος ανά κάτοικο
αυξάνονταν.

Το χερσαίο οδικό δίκτυο ήταν ανύπαρκτο, γι αυτό και η χερσαία


μεταφορά – όπου αυτή ήταν αδύνατο να αποφευχθεί – ήταν
δαπανηρότερη από τη θαλάσσια. Η πρόσβαση της ενδοχώρας στους
θαλάσσιους δρόμους για την μετακίνηση ανθρώπων και τη μεταφορά
προϊόντων ήταν αδύνατη. Αποθηκευτικοί χώροι για την αποθήκευση

1
Προγουλάκης Γιώργος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 567.
2
Θανάσης Καλαφάτης, Η Αγροτική Οικονομία, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος 5, Εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, σελ. 71 και μετά, Αθήνα.

93
αγροτικών προϊόντων, απαραίτητοι στην ύπαιθρο, αλλά και στις πόλεις
της ενδοχώρας, ήταν ανύπαρκτοι. Οι άστατες καιρικές συνθήκες
αποτελούσαν (τότε και πάντα) έναν ακόμα παράγοντα, που μπορούσε
να καταστρέψει την αγροτική παραγωγή.

Οι κυριότερες γεωργικές καλλιέργειες ήταν κατ’ αρχήν αυτές


των δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη), του καλαμποκιού και των
οσπρίων (φακές, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά). Το σιτάρι ήταν το κύριο
είδος διατροφής στον αγροτικό και στον αστικό πληθυσμό. Το
καλαμπόκι χρησιμοποιούνταν κυρίως από τους κατοίκους της
υπαίθρου, καθώς και από τις φτωχότερες οικογένειες των πόλεων,
επειδή ήταν φθηνότερο (από το σιτάρι). Κύριο συμπλήρωμα διατροφής
ήταν τα όσπρια, ιδιαίτερα οι φακές και τα φασόλια. Ένα μέρος της
παραγωγής καταναλώνονταν από τους ίδιους του αγρότες και τις
οικογένειες τους, ένα άλλο μέρος το πωλούσαν για την πληρωμή των
φόρων - ή το έπαιρνε ο γαιοκτήμονας - και ό, τι απέμεινε το
εμπορεύονταν. Ένα, επίσης, μέρος της παραγωγής μπορούσε να το
αγοράσει το Κράτος σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της αγοράς για
της ανάγκες της Πρωτεύουσας και του στρατού. Το ίδιο συνέβαινε και
με τμήμα της κτηνοτροφικής παραγωγής. Τα λιμάνια που
συγκεντρώνονταν τα προϊόντα για τη μεταφορά τους στην
Κωνσταντινούπολη ήταν ο Βόλος, το Ναύπλιο και ο Πλαταμώνας.

Οι ελιές ήταν μια μακροπρόθεσμη επένδυση, γιατί αργούσε να


παράγει καρπούς, είχε όμως μακροζωία. Η επέκταση της γίνονταν (και
γίνεται) με την εμφύτευση νέων δέντρων είτε από τον ιδιοκτήτη
(χρήστη) του κτήματος, είτε από τρίτο πρόσωπο με τη μέθοδο του
«μισακού», δηλ. «ιδιοκτήτης» και εμφυτευτής μοιράζονταν κατά 50%
τους καρπούς (ή και τη χρήση του κτήματος), εκτός αν είχε συμφωνηθεί
αλλιώς. Ο καρπός των ελαιοδέντρων, είτε καταναλώνονταν ως βρώσιμο
είδος (με την κατάλληλη επεξεργασία), είτε οδηγούνταν στα
ελαιοτριβεία για την παραγωγή ελαιολάδου.

94
Τα αμπέλια ήταν η περισσότερο προσοδοφόρα γεωργική
καλλιέργεια. Απέδιδε καρπούς σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν
απαιτούσε πολλά ή ακριβά αγροτικά εργαλεία ή δύσκολες και
κοπιαστικές εργασίες. Το κρασί ήταν ένα εμπορεύσιμο είδος,
αποδοτικό και εύκολα μεταφερόμενο σε μακρινές αποστάσεις. Η
καλλιέργεια του αμπελιού κυριαρχούσε, εκτός από την Ηπειρωτική
χώρα, και στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Το σιτάρι, το λάδι και
το κρασί ήταν τα βασικά γεωργικά προϊόντα, τόσο για τις διατροφικές
ανάγκες της οικογένειας, όσο και για την εμπορία και φυσικά για την
πληρωμή των φόρων που διεκδικούσε το Κράτος. Οι κήποι των
αγροτών, συνήθως κοντά στα σπίτια τους, προσφέρονταν για την
καλλιέργεια πολλών, κηπευτικών προϊόντων, που συμπλήρωναν το
διατροφικό οικογενειακό ισοζύγιο.

Κατά τον 18ο αιώνα, καλλιεργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο – εκτός


από τα παραπάνω προϊόντα – και άλλα νέα για τους αγρότες προϊόντα.
Αυτά ήταν :

 Το βαμβάκι, που καλλιεργήθηκε στη Μακεδονία, την κοιλάδα


των Σερρών, όπου αντικατέστησε την παραγωγή ρυζιού. Το βαμβάκι
χρησιμοποιούνταν στην εσωτερική αγορά ως πρώτη ύλη για την
παραγωγή νημάτων και υφασμάτων χαμηλής ποιότητας. Μέρος της
παραγωγής εξάγονταν στην Κεντρική Ευρώπη.
 Ο καπνός παράγονταν στη Βόρεια Ελλάδα από τα Γιαννιτσά
μέχρι την Καβάλα, σε εδάφη που πριν καλλιεργούνταν δημητριακά.
Μέρος της παραγωγής καταναλώνονταν στα εδάφη της αυτοκρατορίας,
και το υπόλοιπο εξάγονταν στην Αίγυπτο, στο Αλγέρι, στην Ιταλία.
Και τα δύο αυτά προϊόντα (βαμβάκι, καπνός) ήταν καλλιέργειες
προοριζόμενες για εμπορία και σε μεγάλο βαθμό, εξάγονταν στο
εξωτερικό και απέφεραν στους καλλιεργητές σημαντικά ποσά, γι αυτό
και η εξάπλωση των καλλιεργειών τους ήταν ταχεία.

95
 Η καλλιέργεια της σταφίδας, κυρίως στο ΒΔ τμήμα της
Πελοποννήσου και στα νησιά του Ιονίου, εμφανίστηκε στα τέλη του
18ου αιώνα (και συνεχίστηκε το 19ο αιώνα) και αποτέλεσε ένα δυναμικό
εξαγώγιμο προϊόν που απέφερε σημαντικά έσοδα στους παραγωγούς
και στον κατακτητή. Αργότερα και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η
σταφίδα εξάγονταν στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία.

Άλλα προϊόντα ήταν το μετάξι που παράγονταν τότε, κυρίως στη


Θεσσαλία (μέρος του οποίου για εσωτερική χρήση και το υπόλοιπο για
εξαγωγή), το μέλι, παραγωγής στην Αττική και εξαγωγή στην
Κωνσταντινούπολη, το κερί παραγωγής στη Χαλκιδική και στη Θάσο και
φυσικά αρκετά άλλα προϊόντα, προοριζόμενα για αυτοκατανάλωση.

 Κτηνοτροφία: Ήταν κυρίως οικόσιτη, δηλ. μερικά κεφάλια


γιδοπρόβατα ανά οικογένεια, που τα έτρεφε κοντά της, στα χωράφια
που καλλιεργούσε, για τις ανάγκες της οικογένειας σε γάλα, τυρί, κρέας
και μαλλί, καθώς και για την κοπριά για την λίπανση του κήπου. Τα
μεγαλύτερα κοπάδια, είχαν ανάγκη από βοσκότοπους, από ανθρώπινες
δυνάμεις να ασχολούνται μαζί τους και να αξιοποιούν την παραγωγή
τους σε γάλα, κρέας, μαλλί κλπ. Η αναζήτηση βοσκότοπων χειμώνα –
καλοκαίρι για τη διατροφή των ζώων – σε πεδιάδες το χειμώνα, σε
βουνά το καλοκαίρι – έθετε προβλήματα μετακινήσεων, κατοικίας και
κινδύνων από τους ληστές. Οι πραγματικοί κτηνοτρόφοι μεγάλων
κοπαδιών ήταν υποχρεωμένοι να μετακινούνται συνεχώς, δεν
μπορούσαν να έχουν μόνιμη κατοικία, ζούσαν σε καλύβες… Πολλές
φορές στις μετακινήσεις τους, ακολουθούσε ολόκληρη η οικογένεια.
Αυτή η νομαδική ή ημι-νομαδική κτηνοτροφία ήταν αρκετά
διαδεδομένη, κυρίως στους βλάχικους πληθυσμούς. Στην ημι-νομαδική
(πιο συχνά) κτηνοτροφία, τα κοπάδια ανά ιδιοκτήτη ήταν σχετικά μικρά
(20-30 κεφάλια), ενώ στην περίπτωση των νομαδικών κοινωνιών
(εκατοντάδες ή και χιλιάδες κεφάλια ανά τσελιγκάτο) ο ιδιοκτήτης της

96
κτηνοτροφικής οικογένειας ήταν ο Τσέλιγκας και τα μέλη της συνήθως
συγγενείς. Τις πρώτες δεκαετίες της απελευθέρωσης, της πρώτης
Ελληνικής επικράτειας, το τοπίο σχετικά με την κτηνοτροφία έγινε πιο
καθαρό και η ανάπτυξη της επιταχύνθηκε. Οι γνωστότερες
κτηνοτροφικές οικογένειες ήταν των Βλάχων και των Σαρακατσαναίων1.
Η κτηνοτροφία έγινε οικονομικά αποδοτικότερη από τη γεωργία και
συνέβαλε στην δημιουργία εθνικού πλούτου, ιδιαίτερα κατά το 19 ο
αιώνα (μετά την απελευθέρωση).
Τα βιοτεχνικά εργαλεία, που είχε ανάγκη ο γεωργός ή ο
κτηνοτρόφος τα έφτιαχνε μόνος του ή τα παρήγγειλε στο σιδερά. Η
οικοτεχνία κάλυπτε τις οικογενειακές ανάγκες σε ένδυση, σε
σκεπάσματα, σε στρωσίδια κλπ. Σπάνια η οικοτεχνική παραγωγή
προορίζονταν για το εμπόριο.

5.3. Εμπόριο και Ναυτιλία.


Η εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας 2 στα
χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, παρουσιάζεται από τους ειδικούς, σε
δύο φάσεις: Η πρώτη καλύπτει την περίοδο 1720 - 1770 και αφορά την
εμφάνιση της στη Δυτική Ελλάδα και η δεύτερη – συνέπεια της
Συνθήκης Κιουτσούκ- Καϊναρτζή 1774 – καλύπτει την περίοδο 1775 –
1820 και αφορά τη δραστηριοποίηση της στα νησιά του Αιγαίου (Ύδρα,
Σπέτσες, Ψαρά…).

Στην πρώτη φάση, η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας,


συνδέεται με την αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών και ειδών
διατροφής στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που εφέλκυσε την

1
Πέτρος Πιζάμας, Ο αγροτικός κόσμος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος 4, Έκδοση
Ελληνικά Γράμματα, σελ. 88, Αθήνα.
2
. Καρδάσης Βασίλης, Εμπόριο και Ναυτιλία, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ
Α.Ε., σελ. 638-653, Αθήνα.
. Ασδραχάς Σπυρίδων, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 25, Οικονομία, σελ. 165,
ειδικότερα Οικονομία – Εμπόριο - Ναυτιλία, σελ. 220 και εξής, Εκδοτική Αθηνών.

97
ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου στην Αδριατική. Στη Δυτική Ελλάδα,
σε όλη την παραλιακή ζώνη από το Δυρράχιο και την Αυλώνα μέχρι την
Κορώνη και την Καλαμάτα, καθώς και στα νησιά του Ιονίου, μετά το
1720, αναπτύχθηκε σημαντική οικονομική και εμπορική
δραστηριότητα. Η διεξαγωγή του εμπορίου δεν ήταν ωστόσο εύκολη
υπόθεση. Η πειρατεία στη θάλασσα και οι ληστείες στην ξηρά, οι
ασυνέπειες και οι νοθείες των εμπόρων, καθώς και οι ταραχές στους
θαλάσσιους και χερσαίους εμπορικούς δρόμους, έκαναν τα πράγματα
δύσκολα και έθεταν εμπόδια – μερικές φορές αξεπέραστα – στις
εμπορικές συναλλαγές. Η αντιμετώπιση των πειρατών και των ληστών
από τις Αρχές δεν ήταν πάντα εύκολη. Αν συνυπολογιστούν και οι
φυσικές καταστροφές που μάστιζαν συχνά την τοπική γεωργική
παραγωγή και προκαλούσαν την αναστολή των θαλάσσιων εμπορικών
μεταφορών, αντιλαμβάνεται κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
διεξάγονταν το εμπόριο και η ναυτιλία την εποχή αυτή. Συνακόλουθα, η
δανειοδότηση των γεωργών και της ναυτιλίας ήταν ανύπαρκτη και αν
υπήρχε ήταν δυσανάλογα κοστοβόρος. Τραπεζικό πιστωτικό σύστημα
δεν υπήρχε.

Η παρακμή του Ενετικού εμπορίου, που κυριαρχούσε για αιώνες


στις θάλασσες της Αδριατικής και του Ιονίου, άνοιξε το δρόμο, στις
αρχές του 18ου αιώνα, στο γαλλικό και αγγλικό θαλάσσιο εμπόριο να
διεισδύσουν στην ίδια αυτή περιοχή. Οι Γάλλοι, από τις αρχές του 1720
ενδιαφέρθηκαν για την εμπορική εκμετάλλευση της τοπικής
παραγωγής. Ίδρυσαν προξενεία στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο και
συνέστησαν εμπορικές αντιπροσωπείες υπό το Γαλλικό Υπουργείο
Εξωτερικών. Οι διακρατικές σχέσεις της Γαλλίας και της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, ευνόησαν αυτή την εξέλιξη.

Η Αγγλία δεν έμεινε αδιάφορη. Εφάρμοσε τη δική της


φιλελεύθερη εμπορική πολιτική. Οργάνωσε δίκτυο εγκαταστάσεων
(διαμετακομιστικές αποθήκες) σε επίκαιρα σημεία της Μεσογείου. Το

98
Λιβόρνο, η Μάλτα, το Γιβραλτάρ έγιναν λιμάνια του αγγλικού εμπορίου
και της ναυτιλίας. Συμπεριέλαβε στο δίκτυο της και τη Δυτική ζώνη της
Ελλάδας. Χρησιμοποίησε Έλληνες εμπόρους και κατάφερε έτσι να
διεισδύσει ευκολότερα στα ελληνικά λιμάνια και να μειώσει την
επιρροή του γαλλικού παράγοντα στην περιοχή. Ο ανταγωνισμός
οξύνθηκε. Η παρέμβαση και η επιρροή των Άγγλων στην περιοχή είχε
θετικό αποτέλεσμα. Η κυριαρχία των Γάλλων άρχισε να περιορίζεται.

Τα εμπορεύματα, παραγωγής της Δυτικής Ελλάδας, σιτηρά,


ελαιόλαδο, σταφίδα, μετάξι, ακατέργαστα δέρματα, βαμβάκι, καπνός,
μαλλί, κερί…, καθώς και είδη οικοτεχνίας, ήταν περιζήτητα στις Δυτικές
αγορές. Συνέβαινε όμως και το αντίθετο: Εισάγονταν εμπορεύματα της
αναδυόμενης Δυτικής βιομηχανίας για να καλύψουν καταναλωτικές
ανάγκες των κατοίκων της Δυτικής Ελλάδας, δηλ. των νησιών του Ιονίου
και της παραλιακής Δυτικής Ηπειρωτικής χώρας.

Την ίδια αυτή χρονική περίοδο, άρχισε να κάνει, σταδιακά, την


εμφάνιση της και η ελληνική εμπορική ναυτιλία. Η Ελλάδα ήταν
ωστόσο άπειρη στον τομέα της τεχνογνωσίας κατασκευής πλοίων, λόγω
της μακραίωνης υποδούλωσης της. Η τεχνογνωσία αυτή, απαραίτητη
για την ανάπτυξη της ναυτιλίας, εικάζεται ότι μεταφέρθηκε από τις
αντίπερα ακτές της Ιταλίας. Τα Ιταλικά λιμάνια, πιστεύεται ότι διέθεταν
ναυπηγικές εγκαταστάσεις και έμπειρους ναυπηγούς. Εξ άλλου, η
διασύνδεση των Ιταλικών ακτών της Αδριατικής με τις αντίστοιχες
ελληνικές ακτές του Ιονίου φαίνεται προφανής. Ήδη από το 17641 το
Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και τα Ιόνια νησιά διέθεταν ιστιοφόρα πλοία
χωρητικότητας άνω των 200 τόνων, έκαστο. Οι πρώτοι καραβοκύρηδες
πρέπει να προέρχονταν από τη χώρο του εμπορίου. Μέσα σε λίγα
χρόνια είχαν σημαντική συμμετοχή στις θαλάσσιες μεταφορές από τη
Δυτική Ελλάδα προς τις εμπορικές αγορές της Ιταλίας.

1
Καρδάσης Βασίλης, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 648.

99
Είναι φανερό ότι την εποχή αυτή μπήκαν τα θεμέλια για τη
συγκρότηση στης προεπαναστατικής εμπορικής ναυτιλίας, που μέχρι
την επανάσταση εξελίχθηκε σε δύναμη και επιδόθηκε με επιτυχία, όταν
χρειάστηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης, σε δολιοφθορά του
Οθωμανικού πολεμικού στόλου. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή –
όπως ήδη αναφέραμε – συνέβαλε στην ανάπτυξη της ελληνικής
εμπορικής ναυτιλίας στο Αιγαίο, ενώ το τελευταίο τέταρτο του 18 ου
αιώνα, πολλαπλασιάστηκαν οι ανάγκες των χωρών της Δύσης σε
πρώτες ύλες και είδη τροφίμων, που διέθετε η Ανατολή. Η Νότια Ρωσία
και οι περιοχές του Εύξεινου Πόντου έγιναν οι βασικοί προμηθευτές
σιτηρών των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Οι Έλληνες έμποροι,
εγκατεστημένοι στις περιοχές αυτές συνέβαλαν αποτελεσματικά στην
ανάπτυξη του εμπορίου και στις εξαγωγές σιτηρών στη Δύση, με όχημα
την ελληνική ιστιοφόρο ναυτιλία. Η ναυτιλία των νησιών του Αιγαίου,
φαίνεται πως άρχισε να αναπτύσσεται μετά το 1750 - με αργούς
ρυθμούς στην αρχή. Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, πολλά νησιά
του Αιγαίου διέθεταν αξιόλογη ναυτιλία και έμπειρους ναυτικούς. Στην
Ύδρα, στις Σπέτσες, στα Ψαρά, στην Άνδρο, στη Μύκονο…,
δημιουργήθηκαν σημαντικοί εμπορικοί στόλοι, προσανατολισμένοι στις
μεταφορές σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα προς τις Μεσογειακές
χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ευνοϊκή συγκυρία που δημιουργήθηκε
από τους Ναπολεόντειους πολέμους και η αύξηση των ναύλων που
προέκυψε, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ελλείψεις ειδών διατροφής
στη Δύση, ωφέλησε την κερδοφορία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας
και την παραπέρα ανάπτυξη της.

Η ναυτιλιακή «επιχείρηση» ήταν τότε οικογενειακή.


Η συμπλοιοκτησία στηρίζονταν στη συγγένεια ή στην κοινή καταγωγή
των συνιδιοκτητών. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε χρηματοπιστωτικό
τραπεζικό σύστημα, η χρηματοδότηση της επένδυσης γινόταν από τους
ίδιους τους ιδιοκτήτες, με τη συμμετοχή των καπεταναίων και του

100
συγγενικού ή τοπικού περιβάλλοντος, που διέθετε μικρά ή μεγαλύτερα
κεφάλαια (για επένδυση). Το καθεστώς αυτό χρηματοδότησης ήταν το
μόνο που υπήρχε και συνέχισε να ισχύει και μετά την εθνική
παλιγγενεσία, όλο το 19ο αιώνα. Μετά την απελευθέρωση και φυσικά
όχι αμέσως, άρχισαν δειλά να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της
αναπτυσσόμενης ναυτιλίας και μεγαλέμποροι, με ρόλο τραπεζίτη,
καθώς και, αργότερα, μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της διασποράς στο
Λονδίνο και στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι θεωρούσαν την
ναυτιλία επικερδή επένδυση. Η πρώτη εγχώρια τράπεζα για την
χρηματοδότηση της εμπορικής ναυτιλίας ήταν η Τράπεζα Αθηνών, που
ιδρύθηκε το 1894 από Έλληνες επιχειρηματίες της διασποράς. Η
μετάβαση από την ιστιοφόρο ναυτιλία στην ατμοκίνητη, ξεκίνησε το
1870 και ολοκληρώθηκε (σχεδόν) κατά την έναρξη του Α΄ παγκοσμίου
πολέμου1.

1
Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, Το ελληνικό εμπόριο, Ιστορία του Ελληνισμού 1770-2000,
τόμος 4, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 107 και εξής, Αθήνα.

101
ΚΕΦ. 6 Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ.

6.1. Το ξεκίνημα και η εξέλιξη.


Πρόκειται για πνευματική κίνηση στην Ευρώπη που επικράτησε
στις αρχές του 1700 (18ος αιώνας) – γνωστή ως Ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός – και χαρακτηρίστηκε από της απόρριψη των
παραδόσεων, την απελευθέρωση του νου (από προλήψεις,
δεισιδαιμονίες), τον ορθολογισμό των ενεργειών, τη διάδοση της
επιστημονικής γνώσης, την πίστη στην πρόοδο, το σεβασμό των
πολιτικών ελευθεριών, την πνευματική άνθηση…. Κυριότεροι
εκπρόσωποι αυτού του κινήματος ήταν: ο Λ. Νεύτων (Άγγλος), ο
Ντέιβιντ Χιούμ (Άγγλος), ο Βολταίρος, ψευδώνυμο, (Γάλλος), ο Σαρλ
Μοντεσκιέ, βαρόνος, (Γάλλος), ο Ζάν-Ζάκ Ρουσώ, (Γαλλοελβετός), ο
Ντενί Ντιντερώ, (Γάλλος), ο Μπεκαρία, Μαρκήσιος, (Ιταλός), ο Ιμανουέλ
Καντ (Γερμανός)…. Όλοι αυτοί ήταν συγγραφείς φιλόσοφοι,
(ο Βολταίρος και ποιητής).

Το ξεκίνημα - «αναγέννηση» - της Ευρώπης το 15ο αιώνα


σήμανε βαθιές αλλαγές στο σύνολο της, δηλ. στην οικονομική,
κοινωνική, πολιτική και πνευματική δομή της. Αφετηρία των εξελίξεων
ήταν η εξάπλωση του εμπορίου και των Ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων
στον πλανήτη – μετά την ανακάλυψη και του νέου κόσμου – και η
τυπογραφία, που συνέβαλε στην εξάπλωση της παλαιότερης
γραμματείας, κυρίως της Αρχαίας Ελληνικής. Έτσι, η Ευρώπη άρχισε να
γνωρίζει τα ιδανικά του αρχαίου πολιτισμού. Άρα, ο Ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός είχε ως προϋπόθεση (ξεκίνημα) την «αναγέννηση» της
Ευρώπης, δηλαδή τις ανατροπές στην καθεστηκυία τάξη, και ως
συνέπεια τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Για τους Έλληνες της
περιόδου της τουρκοκρατίας, η Ευρώπη ασκούσε μεγάλη γοητεία. Ήταν
γι αυτούς ο τόπος της καλλιέργειας των γραμμάτων, της διανόησης, της
ελευθερίας. Ο Διαφωτισμός λοιπόν ήταν ένα καθολικό κίνημα αλλαγής
των διαθέσεων των ανθρώπων και όχι απλώς ένα φιλοσοφικό σύστημα.

102
Ενσωμάτωνε μια πολύ μεγάλη γκάμα στάσεων ζωής, από τις πιο απλές
ως τις πιο ανατρεπτικές1.

Όσο για το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, οι φορείς του ήταν οι


απόδημοι Έλληνες, η ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων (των
Ελλήνων) και φυσικά η εφεύρεση της τυπογραφίας, ενώ οι συνέπειες
του εκδηλώθηκαν στις αλλαγές στην πρωτόλεια εκπαίδευση των
υπόδουλων Ελλήνων και στην ωρίμανση της ιδέας της Ελληνικής
επανάστασης του 1821.

Στα επόμενα του Κεφαλαίου αυτού θα περιλάβουμε τις


ενότητες "Οι απόδημοι Έλληνες", "Η ανάπτυξη της τυπογραφίας και η
συμβολή της στην Ελληνική υπόθεση", " Νεοελληνικός Διαφωτισμός"
και "η Εκπαίδευση" (Παιδεία).

6.2. Οι απόδημοι Έλληνες.


Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η κατάρρευση του
Βυζαντίου οδήγησε στη μαζική φυγή των Ελλήνων σε χώρες του
εξωτερικού, η οποία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια της
Οθωμανικής κατοχής. Η επικράτηση του ξένου δυνάστη εξώθησε
πολλούς Έλληνες, αστικών κέντρων και υπαίθρου, στην αναζήτηση
καλύτερης τύχης στην ξενιτιά. Εξώθησε όμως και την βυζαντινή ελίτ του
πνεύματος και του πλούτου να καταφύγει στο εξωτερικό, αρχικά στην
Ιταλία (Φλωρεντία, Ρώμη, Νάπολη κλπ.), όπου διέδωσε τον ελληνικό
πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα, και αργότερα σε άλλα σημαντικά
κέντρα τις Δύσης. Οι χώρες που προσήλκυσαν του απόδημους Έλληνες,
εκτός της Ιταλίας, ήταν η Αυστροουγγαρία (κυρίως η Βιέννη), η Νότια
Ρωσία (Οδυσσός) και τα παράλια του Εύξεινου Πόντου, οι
παραδουνάβιες περιοχές, η Γαλλία (Παρίσι), η Γερμανία (Λειψία), η
Αίγυπτος (Κάιρο, Αλεξάνδρεια)…. Όπου η εγκατάσταση ήταν μόνιμη και
1
Βλ. Ενδιαφέρουσα εργασία Κων/νου Δημαρά, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 26, Το
Σχήμα του Διαφωτισμού, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σελ. 96 και εξής.

103
μαζική, δημιουργούνταν παροικίες με σχολείο, εκκλησία, κλπ. και
εκπροσώπους με διοικητικές, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές και
φιλανθρωπικές δραστηριότητες1.

Συνέπεια λοιπόν της υποδούλωσης ήταν η μετανάστευση για


αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής, η επαγγελματική
αποκατάσταση, οι σπουδές των παιδιών κλπ. Οι απόδημοι Έλληνες
ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το εμπόριο και τις επιχειρηματικές
δραστηριότητες, γι αυτό επέλεγαν περιοχές, όπου οι συνθήκες ήταν
κατάλληλες γι αυτό το σκοπό, αφού οι συνθήκες που επικρατούσαν
έκτοτε στον ελλαδικό χώρο, μετά την Οθωμανική κατάκτηση, ήταν
άθλιες.

Οι Συνθήκες που υπογράφηκαν, Κάρλοβιτς (1699), Πασσάροβιτς


(1718) και Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) κατά τη διάρκεια της
Τουρκοκρατίας, πρόσφεραν στους Έλληνες επαγγελματίες (εμπόρους,
βιοτέχνες, τεχνίτες…) νέες προοπτικές και νέες ευκαιρίες
δραστηριοποίησης και επέκτασής τους. Ώθησαν στην ανάπτυξη,
κυρίως, του ελληνικού εμπορίου στη Βόρεια Βαλκανική, στις
παραδουνάβιες περιοχές και στη Δυτική Ευρώπη. Η Συνθήκη του
Κιουτσούκ –Καϊναρτζή, ιδιαίτερα, που τερμάτισε το Ρωσοτουρκικό
πόλεμο, διασφάλισε ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του
ελληνικού εμπορίου και της ναυτιλίας και προκάλεσε ένα
μεταναστευτικό ρεύμα στη Νότια Ρωσία, (στην Κριμαία) και στα
παράλια του Εύξεινου Πόντου. Η εξασφάλιση ελεύθερης ναυσιπλοΐας –
στις ελεγχόμενες από την Τουρκία θάλασσες – στα πλοία υπό Ρωσική
σημαία και ναυτιλιακά έγγραφα, καθώς και η εκχώρηση εμπορικών
προνομίων, επέδρασαν ευνοϊκά στην ανάπτυξη της ελληνικής
ναυτιλίας: Οι Έλληνες πλοιοκτήτες έθεταν τα πλοία τους υπό Ρωσική

1
Βλ. Βλάμη Δέσποινα, Οι Έλληνες εκτός Οθωμανικής και Βενετικής Επικράτειας (1453-1821),
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 590-637.

104
σημαία και απολάμβαναν των ευεργετημάτων της Συνθήκης (ελεύθερα
ταξίδια υπό την προστασία της Ρωσίας).

Ειδικότερα, από την Οικουμενική Χριστιανική Σύνοδο της


Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), παρατηρήθηκε προσέλκυση
Βυζαντινών λογίων στην Ιταλία για εγκατάσταση και δραστηριοποίηση
με στόχο την προσέγγιση των πνευματικών κέντρων της Δύσης. Έλληνες
διανοούμενοι κλήθηκαν – τα χρόνια που ακολούθησαν – να διδάξουν,
στην Ιταλία, την ελληνική γλώσσα και την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Παράλληλα, πολλοί ελληνόπαιδες πήγαν να σπουδάσουν στα Ιταλικά
Πανεπιστήμια. Από το 17ο αιώνα άρχισαν να ιδρύονται ελληνικά
σχολεία, ευρύτερα στις Ελληνικές Κοινότητες του εξωτερικού, όπου
δίδασκαν Έλληνες δάσκαλοι. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με την
διάδοση των ρευμάτων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αφύπνισαν το
Νεοελληνικό Διαφωτισμό, ο οποίος μέσω της εκπαίδευσης και της
εκδοτικής δραστηριότητας των Ελλήνων λογίων στα Ευρωπαϊκά Κέντρα
πολιτισμού (Βιέννη, Παρίσι, Λειψία…) και στις Ελληνικές Κοινότητες της
Ευρώπης, επηρέασε τις εξελίξεις στην ελληνική υπόθεση της εθνικής
παλιγγενεσίας.

Ιδιαίτερα, οι Ελληνικές Κοινότητες στην Ευρώπη, σταδιακά


οργανώθηκαν – επαγγελματικά, θρησκευτικά και κοινωνικά –
απέκτησαν όργανα που τις εκπροσωπούσαν στις τοπικές κοινωνίες και
στη Διοικητική Ιεραρχία της χώρας μέσα στην οποία ήταν
εγκατεστημένες. Ίδρυσαν σχολεία και εκκλησίες, για τη διατήρηση της
ελληνικής γλώσσας και της Ορθόδοξης θρησκείας. Εύπορες οικογένειες
αποδήμων χρηματοδοτούσαν την ίδρυση σχολείων στην πατρίδα και
χορηγούσαν υποτροφίες σε Ελληνόπουλα για σπουδές στο εξωτερικό1.

1
Δημαράς Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 26, ο Διαφωτισμός, σελ. 96-124,
Εκδοτική Αθηνών.

105
6.3. Η ανάπτυξη της τυπογραφίας και η συμβολή της στην Ελληνική
Υπόθεση.
Όπως ήδη αναφέραμε, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης,
παρατηρήθηκε με ιδιαίτερη ένταση το φαινόμενο της φυγής των
Βυζαντινών λογίων στη Δύση, κυρίως στην Ιταλία, όπου διαβίωναν οι
περισσότεροι με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και της
ελληνικής γραμματείας, στις ιταλικές πόλεις. Η Βενετία, ιδίως, δέχθηκε
μεγάλο αριθμό Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι, συν τω χρόνω,
δραστηριοποιήθηκαν σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Κοσμοπολίτικο
κέντρο, που ευημερούσε ακόμα, και υιοθετούσε κάθε νεωτερισμό που
εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της, δεν άργησε να υιοθετήσει την νέα
τεχνολογία της τυπογραφίας που ανακαλύφθηκε το 1455 στη Γερμανία.
Η Βενετία σύντομα εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της
τυπογραφίας στην Ευρώπη, με τη συμβολή των εκεί Ελλήνων
προσφύγων1.

Οι Έλληνες πρόσφυγες ενσωματώθηκαν στη νέα γι αυτούς


κοινωνία της Βενετίας, άρχισαν να εργάζονται σε πολλούς τομείς, στην
παιδεία, στα γράμματα, στο εμπόριο και φυσικά στην καινούρια τέχνη,
στην τυπογραφία και συνέβαλαν στην ανάπτυξη της και κυρίως στη
διάδοση των Ελληνικών γραμμάτων στη Δύση. Εμφανίστηκαν ελληνικά
τυπογραφεία, που ανέλαβαν την παραγωγή ελληνικών βιβλίων για του
Δυτικούς λόγιους και τους Έλληνες αναγνώστες… Στην τέχνη της
τυπογραφίας οι Έλληνες εργάστηκαν είτε ως λόγιοι (που πρόσφεραν τις
γνώσεις τους), είτε ως εκδότες είτε ως τυπογράφοι, είτε ως τεχνίτες,
είτε ως χορηγοί. Όλοι αυτοί, πίστευαν στην εθνική υπόθεση της
απελευθέρωσης και ότι έτσι βοηθούσαν να αντιμετωπισθούν τα δεινά
της υποδούλωσης, καθώς και να προωθηθούν τα σχέδια για την

1
Κουμαριανού Αικατερίνη, Έλληνες λόγιοι και τυπογραφία, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 140-169, Αθήνα.

106
αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού. Άλλες πόλεις στην Ιταλία, που
ήκμασε η τυπογραφία ήταν το Μιλάνο και η Τεργέστη.

Την περίοδο της ακμής της ελληνικής τυπογραφίας στη Βενετία,


εκτός από τα έργα της αρχαίας ελληνικής και Βυζαντινής γραμματείας
που κυριάρχησαν στην εκδοτική τους δραστηριότητα την πρώτη
περίοδο, τυπώθηκαν και πολλά άλλα, ποικίλου περιεχομένου, όπως
θρησκευτικά βιβλία, κοσμικά (λαϊκά αναγνώσματα), διδακτικά (για
χρήση στα σχολεία), επιστημονικά και επαγγελματικά (για τις
επαγγελματικές ανάγκες)…. κατά την περίοδο από τα μέσα του 17ου
αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (την ελληνική επανάσταση).
Τη δεύτερη αυτή περίοδο της Ελληνικής τυπογραφίας στη Βενετία,
αναφέρονται τρία μεγάλα τυπογραφεία των οικογενειών – ιδρυτών
Νικολάου Γλυκύ, Νικολάου Σάρου και Δημητρίου Θεοδοσίου.

Η συμβολή των Ελλήνων στην εξέλιξη της τυπογραφίας στη


Βενετία ήταν μεγάλη, όχι μόνο για τον πλούτο των εκδόσεων, ποσοτικά
και ποιοτικά (διεύρυνση της θεματολογίας), αλλά και για την
τελειοποίηση της και την καλαισθησία των εκδόσεων. Οι Έλληνες
τυπογράφοι διέπρεψαν και συνέβαλαν στην ταχεία εξέλιξή της και την
τελειοποίηση της. Είναι εντυπωσιακή, η ιστορία της ελληνικής
παραγωγής βιβλίων στη Βενετία για τρεις αιώνες,
που συνέβαλε αποφασιστικά στην προαγωγή της ελληνικής γλώσσας
και παιδείας, τους δύσκολους εκείνους χρόνους της Οθωμανικής
κατοχής.

Μεγάλο κέντρο της ελληνικής παραγωγής βιβλίων αναδείχθηκε


και η Βιέννη (Αυστρία), κυρίως από το 1780 και εξής περίπου. Ήδη, τις
τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, η Βιέννη είχε εξελιχθεί σε
πολυπληθέστατο κέντρο της ελληνικής διασποράς. Λειτούργησαν
τυπογραφεία ελληνικής ιδιοκτησίας, που ανέλαβαν την έκδοση και
κυκλοφορία ελληνικών βιβλίων. Οι εκδόσεις στη Βιέννη περιελάμβαναν

107
βιβλία επιστημονικά, ιστορικά, κοινωνικά, οικονομίας και εμπορίου…,
χρήσιμα για τους Έλληνες της διασποράς. Την ίδια εποχή, εμφανίστηκε
στη Βιέννη και ο ελληνικός τύπος, μέσα από τις εκδοτικές επιδόσεις των
Ελλήνων. Ως σημαντικός εκδοτικός οίκος (στη Βιέννη) αναφέρεται
αυτός του Ζακυνθινού Γεωργίου Βεντότη, τις τελευταίες δεκαετίες του
18ου αιώνα, ο οποίος, τον Αύγουστο του 1784 εξέδωσε εφημερίδα στην
ελληνική γλώσσα, πετυχαίνοντας τη σχετική άδεια από τις Αυστριακές
αρχές. Αναφέρονται επίσης οι αδελφοί Γεώργιος και Πούμπλιος
Μαρκίδες Πούλιου, από τη Σιάτιστα, αυστριακοί υπήκοοι, που
δραστηριοποιήθηκαν στον εκδοτικό χώρο την ίδια περίοδο.

Την ίδια επίσης περίοδο, εκδόθηκαν ελληνικά βιβλία και από


ξένα τυπογραφεία στο Παρίσι, στο Βουκουρέστι, στο Ιάσιο (Ρουμανία)
και στο Λονδίνο. Ελληνικά τυπογραφεία (στον ελληνικό χώρο), δημόσια
και ιδιωτικά, ιδρύθηκαν μετά το 1828.

6.4. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός.


Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν περιορίζεται στα γεωγραφικά
όρια του ελληνικού χώρου. Επεκτείνεται στη Βαλκανική και τις
παραδουνάβιες περιοχές, καθώς και τα Μικρασιατικά παράλια του
Αιγαίου. Η έναρξη του, χρονολογικά, τοποθετείται περί το 1750, με
κορύφωση το 1800-1830, ενώ το τέλος του οριοθετείται μέσα στο
πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Αποτελούνταν από ένα πλέγμα
ανανεωτικών ρευμάτων στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο
(Νοτιοανατολική Ευρώπη), όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο
και η ελληνική γλώσσα το όχημα για την ανάπτυξη και την επέκταση
του. Συμπεριέλαβε όχι μόνο Έλληνες λογίους, αλλά και ξένους,
εξελληνισμένους, καθώς και ορισμένες εστίες παιδείας της Κεντρικής
και Δυτικής Ευρώπης (Βενετία, Παρίσι, Βιέννη) και της Νότια Ρωσίας
(Οδησσός).

108
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός1 δέχθηκε αρχικά την επίδραση της
Ιταλικής αναγέννησης και επικράτησε στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη και
στα Ιόνια νησιά, ενώ στη συνέχεια δέχθηκε την επίδραση ρευμάτων της
Δύσης. Αφομοίωσε διάφορες τάσεις των Δυτικών Ευρωπαϊκών
ρευμάτων (Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας). Έτσι, ο Νεοελληνικός
Διαφωτισμός θεωρείται γέννημα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Η Γαλλική επανάσταση και οι φιλελεύθεροι άγγλοι διανοητές
επηρέασαν τη Δημοκρατικό πρότυπο: Ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη,
ιδιοκτησία, προσωπική ασφάλεια…, ιδέες που πέρασαν στην
προβληματική των ελληνικών κειμένων, όπως του Α. Κοραή, του Β.
Λειβείου, του Ν. Βάμβα, του Κ. Κούμα, του Ιώσηπου Μοισιάδαξ, του
Δ. Καταρτζή κλπ.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός εκφράστηκε μέσω της παιδείας


και του συγγραφικού έργου των Ελλήνων λογίων, αλλά και των
εξελληνισμένων αλλοδαπών, που έδρασαν μέσα στην προαναφερθείσα
χρονική περίοδο και αναφέρονται στη συγκεκριμένη γεωγραφική
περιοχή.

Όπως ήδη αναφέραμε, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός


χρονολογείται από το 1750 περίπου. Ξεκίνησε από τις ευνοϊκές
συνθήκες που δημιουργήθηκαν μεταξύ 1718 (Συνθήκη Πασσάροβιτς)
και 1774 (Συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή) που συντέλεσαν στην
ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων στη Β. Ελλάδα, στις
Βαλκανικές χώρες και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα
αναπτυσσόμενα εμπορικά δίκτυα και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών,
εισήγαγαν το Διαφωτισμό στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

1
. Ταμπάκη Άννα, Αργυροπούλου Ρωξάνη, Νεοελληνικός διαφωτισμός, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 404-441, Αθήνα.
. Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 18, σελ. 230-247.

109
Η εκδοτική δραστηριότητα επιταχύνθηκε. Τα έργα των
Αδαμαντίου Κοραή και Ρήγα Βελεστινλή και άλλων λογίων συγγραφέων
(Κωνσταντίνου Κούμα, Νεοφύτου Βάμβα κλπ.), διέδωσαν τα
ανανεωτικά ρεύματα της Δύσης. Η περίοδος 1700-1750 ήταν για την
Νοτιοανατολική Ευρώπη ο «πρώιμος διαφωτισμός». Από το 1750-1770
αρχίζουν να μορφοποιούνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του
πνευματικού ρεύματος του Διαφωτισμού. Η εκδοτική δραστηριότητα
εντείνεται. Παρατηρείται υποχώρηση του εκκλησιαστικού και
λειτουργικού βιβλίου, καλλιεργείται το ενδιαφέρον για την ιστορία
(αρχαία και νεότερη), αυξάνονται οι μεταφράσεις βιβλίων από της
Δυτικές χώρες. Έτσι, η εκδοτική δραστηριότητα περιλαμβάνει εκδόσεις
Ιστοριογραφίας, Γεωγραφίας, φιλοσοφίας, φυσικών επιστημών… Τόσο
οι εκδότες, όσο και οι λόγιοι, φορείς του Διαφωτισμού στόχευαν κατά
προτεραιότητα στην εκπαίδευση.

Η εκπαίδευση ανανεώνεται τόσο στον τομέα της διδασκόμενης


ύλης, όσο και τον τομέα των μεθόδων διδασκαλίας. Πριν το
Διαφωτισμό, η ελληνική παιδεία στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα,
κυριαρχούνταν από τη Χριστιανική ηθική και από τη μονότονη επιλογή
κειμένων της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας. Από το 16ο αιώνα αρχίζει
να γίνεται ορατή, δειλά, η συνύπαρξη στοιχείων της παράδοσης με
στοιχεία της ανανέωσης. Η παράδοση φαίνεται ικανή να αφομοιώσει
νέα στοιχεία και να αποδεχθεί νεωτερισμούς. Οι επιπτώσεις του
Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην παιδεία υπήρξαν σημαντικές1.

1 ου
Σύμφωνα με τους Έλληνες Ουμανιστές (=ανθρωπιστές) του 16 αιώνα η αγραμματοσύνη
αποτελούσε την ουσιώδη αιτία που συντηρούσε τη «δουλοσύνη» της ψυχής. Οποιαδήποτε
απόπειρα να διορθωθεί η «απαιδευσία» προϋπόθετε τη συνειδητοποίηση ότι η μετάλλαξη της
συνείδησης συντελείται μόνο με το «φως» της γνώσης. Το φως της γνώσης αποκτάται
επομένως με συνεχή και κοπιαστική προσπάθεια και με τη βοήθεια των «σοφώτατων
δασκάλων». Με το «φως» του λόγου επιτυγχάνει ο άνθρωπος την αυτοσυνειδησία του.
(Πέτσιος Κωνσταντίνος, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ
Α.Ε., σελ. 328, Αθήνα).

110
Ορισμένοι λόγιοι τοποθετούν την αναγέννηση στης ελληνικής
παιδείας στο 1700, και φτάνει σταδιακά μέχρι την έντονη
δραστηριότητα του Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833), ο οποίος συνέδεε
το Διαφωτισμό με την έννοια της εθνικής απελευθέρωσης και την
ευθυγράμμιση του με τα φώτα της Ευρωπαϊκής Δύσης. Εισέρχονται έτσι
στην εκπαίδευση, ως διδακτέα ύλη, οι επιστήμες και η σύγχρονη
φιλοσοφία. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του 18ου αιώνα κυριαρχείται
από τη συνύπαρξη της κλασσικής παιδείας με τη Βυζαντινή. Συνεχίζεται
επομένως η ελληνοβυζαντινή παράδοση, εμπλουτισμένη
με νέα (νεωτερικά) στοιχεία. Η αποδοχή των νεωτερικών
θεωριών χρονολογείται το τρίτο τέταρτο του 18ου αιώνα και τις αρχές
του 19ου.

Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα πληθαίνουν τόσο στον ελληνικό


χώρο, όσο και στις παροικίες του απόδημου Ελληνισμού, με εντονότερη
την παρουσία τους στις αρχές του 19ου αιώνα, χωρίς φυσικά να
πιστεύει κανείς ότι η «συντήρηση» εξαφανίστηκε δια μιας.
Αναφέρονται οι παρακάτω σχολές: η Πατριαρχική Σχολή
Κωνσταντινούπολης, οι Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου
(Ρουμανία), η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης.
Στον ελλαδικό χώρο αναφέρονται οι Σχολές της Ηπείρου και της
Δυτικής Μακεδονίας (Ιωάννινα, Άρτα, Μέτσοβο, Καστοριά, Κοζάνη,
Σιάτιστα), η Ιόνιος Ακαδημία, η Πάτμος, η Χίος, η Δημητσάνα, τα
Αμπελάκια, ο Τύρναβος Θεσσαλίας, η Ζαγορά (Πηλίου)…

Ως σημαντικότεροι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού


Διαφωτισμού, αναφέρονται : Αδαμάντιος Κοραής (Ευαγγελική Σχολή
Σμύρνης), Ρήγας Φεραίος- Βελεστινλής (από το Βελεστίνο της
Θεσσαλίας – Κωνσταντινούπολη), Αθανάσιος Ψαλίδας (Ιωάννινα 1767
– Λευκάδα 1829), Κων/νος Κούμας (γόνος εύπορης οικογένειας

111
γουναράδων), Βενιαμίν Λέσβιος (ιερωμένος), Κων/νος Οικονόμος (από
οικογένεια κληρικών), Νεόφυτος Βάμβας, Άνθιμος Γαζής, Ιώσηπος
Μοισιόδαξ (εξελληνισμένος λόγιος) και άλλοι.

6.5. Η εκπαίδευση (επί Οθωμανικής κατοχής).


Στην Ηπειρωτική Ελλάδα, το 15ο και 16ο αιώνα, υπήρχε
εκτεταμένη καθυστέρηση στην παιδεία και μεγάλη αμάθεια στον
πληθυσμό, όταν στα ενετοκρατούμενα νησιά - στα Επτάνησα και στην
Κρήτη – φυσούσε Δυτικός άνεμος1. Από τους πρώτους αιώνες της
Οθωμανικής κατάκτησης υπήρχε εκεί ελληνική εκπαίδευση και
φιλολογία, για τις οποίες θα μιλήσουμε ειδικότερα στην ενότητα
«Νεοελληνική πνευματική και καλλιτεχνική ζωή».

Οι φοβερές καταστροφές στον Ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο και η


ανώμαλη κατάσταση που επικράτησε μετά την άλωση, δεν επέτρεψε
την ίδρυση σχολείων, με αποτέλεσμα οι ηπειρωτικές περιοχές να
στερηθούν για 200 χρόνια κάθε είδους εκπαίδευση. Οι περισσότεροι
από τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας μετανάστευσαν στο
εξωτερικό και τα όποια σχολεία υπήρχαν διαλύθηκαν από την έλλειψη
δασκάλων. Η αγραμματοσύνη ήταν μεγάλη και αφορούσε όλες τις
κοινωνικές κατηγορίες: τους γραμματικούς των Σουλτάνων, που
συνέτασσαν έγγραφα στα ελληνικά, τους Αρχιερείς των Μητροπόλεων,
τους προκρίτους… Τα κείμενα τους ήταν κακογραμμένα τόσο
συντακτικά, όσο και ορθογραφικά. Ακόμα και μερικοί Μητροπολίτες
και Επίσκοποι δεν ήξεραν ούτε να υπογράφουν2. Ως προς τα ευρύτερα
στρώματα της κοινωνίας εκεί η κατάσταση ήταν τραγική.

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 18, σελ. 210-229, Έκδοση
National Geographic, Αθήνα.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 18.

112
Η Οθωμανική κατάκτηση (στα μέσα του 15ου αιώνα) προκάλεσε
δραματική παρακμή στον πολιτισμό1, 2 ώστε να διακοπεί ολοσχερώς η
οργανωμένη εκπαίδευση στον Τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, ενώ οι
φωτισμένοι Έλληνες των γραμμάτων και των τεχνών κατέφυγαν στο
εξωτερικό όπου μετέδωσαν τα φώτα τους. Η κοινωνική δομή
διαλύθηκε, η παρακμή γενικεύτηκε, η ανέχεια ως επακόλουθο του
απόλυτου αγροτικού χαρακτήρα της οικονομίας και η έλλειψη
δασκάλων για την εκπαίδευση, παρέμεναν μόνιμα γνωρίσματα της
ελληνικής κοινωνίας του ηπειρωτικού χώρου μέχρι τα μέσα του 17 ου
αιώνα. Όλος ο πλούτος των ελληνικών χειρογράφων, που βρίσκονταν
στην Κωνσταντινούπολη – αυτά που δεν κάηκαν όταν ξέσπασε
πυρκαγιά στην βιβλιοθήκη της Πόλης - φυγαδεύτηκαν στη Δύση. Το
εμπόριο των ελληνικών χειρογράφων άνθισε κι έγιναν έτσι γνωστά
(στη Δύση) τα ελληνικά γράμματα.

Κατά την περίοδο της μετάβασης της Ευρώπης από το


Μεσαίωνα της στην «αναγέννηση», ο ελληνικός κόσμος της διασποράς
έδωσε τα φώτα του αρχαίου (και του μεταγενέστερου) ελληνικού
πολιτισμού και συνέβαλε ουσιαστικά στην αναγέννηση της, ενώ η
«γενέτειρα» Ελλάδα εισέρχονταν στο πιο βαθύ σκοτάδι της ιστορίας
της κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό.

Τους πρώτους αιώνες μετά την άλωση, οι εκπαιδευτικές εστίες


ήταν ελάχιστες και μεμονωμένες. Οι όποιοι μαθητές, δεν φοιτούσαν σε
οργανωμένο σχολείο, αλλά σε κάποιο δάσκαλο, που πληρώνονταν από
τις οικογένειες των μαθητών (όπως συνέβαινε και την εποχή του
Βυζαντίου). Κι αυτή ωστόσο η εκπαιδευτική λειτουργία ήταν σπάνια.
Η ευθύνη για τη μη ίδρυση σχολείων τους δύο πρώτους αιώνες της

1
Καρανάσιος Χαρίτων, Η εκπαίδευση, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ.
358-403, Αθήνα.
2
Αγγέλου Άλκης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 26, Η Εκπαίδευση, σελ. 74 και εξής,
Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.

113
υποδούλωσης και την αποτελμάτωση της εκπαίδευσης ανήκε στο
Πατριαρχείο, που ήταν η πνευματική και «πολιτική» ηγεσία του γένους.
Η αδυναμία του να ανταποκριθεί σε αυτό το έργο, πρέπει να
οφείλονταν, όχι μόνο στην ανεπάρκεια πόρων, αλλά και στην έλλειψη
δασκάλων, καθώς και στις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε, σε ένα
εχθρικό περιβάλλον, χωρίς να υποτιμάται και η απαισιοδοξία του που
είχε στερηθεί τις πνευματικές προσωπικότητες που το καθοδηγούσαν.
Ο Πατριαρχικός θρόνος - εκτός από την απαισιοδοξία, - είχε να
αντιμετωπίσει τον κατακτητή και να αμυνθεί έναντι της καθολικής
προπαγάνδας προσηλυτισμού.

Στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές το Πατριαρχείο πρόβαλε την


ανάγκη διατήρησης της βυζαντινής παράδοσης για την επιβίωση του
Έθνους, ενώ στις Ενετοκρατούμενες περιοχές του Ελληνικού χώρου
εμφανίστηκαν στοιχεία ανανέωσης της πνευματικής ζωής, χωρίς
φυσικά να παρακάμπτεται η παράδοση. Οι Έλληνες στις τελευταίες
αυτές περιοχές δέχθηκαν την επίδραση της Δύσης στην παιδεία, στη
λογοτεχνία και στην τέχνη, κι έτσι είχαν την ευκαιρία να αναπτυχθούν
πολιτιστικά.

Κατανοώντας την ανάγκη εκπαίδευσης των νέων το


Πατριαρχείο, επί Ιερεμία Β ΄ το 1593, αποφάσισε, κάθε Επίσκοπος να
φροντίζει για τη διδασκαλία των ιερών γραμμάτων στην επικράτεια
του. Η απόφαση αυτή παρότι σημαντική, δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην
πράξη στην έκταση που επιβάλλονταν, λόγω κυρίως έλλειψης των
κατάλληλων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.

Τον 16ο αιώνα, έως τις αρχές του 17ου αιώνα, παρατηρήθηκε μια
κινητικότητα στην ίδρυση σχολείων και στην παροχή οργανωμένης
εκπαίδευσης στον ελληνικό χώρο (ιδιαίτερα στις Ενετοκρατούμενες
περιοχές) και συγκεκριμένα στη Χίο, στην Κρήτη, στην Κέρκυρα, στη
Ζάκυνθο, στη Λέσβο, στη Μονεμβασιά, στα νησιά του Αιγαίου, στα

114
Ιωάννινα, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα. Στις υπόλοιπες περιοχές της
χώρας, δεν διαφαίνονταν κάποια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση,
εκτός από κάποια υποτυπώδη σχολεία, που άρχισαν να λειτουργούν σε
μονές, κυρίως στην ορεινή χώρα, όπου δίδασκαν οι μοναχοί ανάγνωση
και γραφή (τα λεγόμενα κολυβογράμματα), μάλλον για τις ανάγκες του
ψαλτηρίου της εκκλησίας. Εξού και ο χαρακτηριστικός τίτλος
«αναγνώστης, που έπαιρναν όσοι - γνωρίζοντας ανάγνωση και γραφή-
διορίζονταν ψάλτες.

Από το 17ο αιώνα, τα πράγματα άρχισαν σιγά- σιγά να


αλλάζουν, λόγω της βαθμιαίας ίδρυσης σχολείων σε πολλές περιοχές
της υποδουλωμένης ελληνικής επικράτειας. Σε αυτό βοήθησε η
ηπιότερη πολιτική της Υψηλής Πύλης, πιστεύοντας ότι αυτό τη
συνέφερε. Η ίδρυση και η οργάνωση σχολείων, καθώς και η
διαμόρφωση της διδακτέας ύλης ήταν πλέον εσωτερική υπόθεση των
ελληνικών παραγόντων, χωρίς άμεση εμπλοκή των κατακτητών.
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: Αφού υπήρχε η δυνατότητα λειτουργίας
σχολείων, χωρίς περιορισμούς, τότε γιατί ο μύθος του «κρυφού
σχολείου»; Ως απάντηση στο ερώτημα αυτό, αναφέρεται ότι, ο μύθος
αυτός - η γέννηση του οποίου τοποθετείται την εποχή της επανάστασης
του 1821 – εξυπηρετούσε σκοπιμότητες 1 , δηλ. να προβάλει την
καταπίεση που δέχονταν ο ελληνισμός από τον κατακτητή, καθώς και
τη συνεισφορά της εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικοθρησκευτικής
ταυτότητας και στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης2. Αναφέρεται
επίσης ότι από το 17ο αιώνα λειτουργούσαν πολλά σχολεία όλων των
επιπέδων – στοιχειώδους, μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης – στον
ελληνικό χώρο, με σχετική επάρκεια δασκάλων, χορηγών των σχολείων
και γραπτών κειμένων, σχετικών με την εκπαίδευση. Ο αγροτικός

1
Καρανάσιος Χαρίτων, όπ. παρ., Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, σελ. 362.
2
Βλ. Για το μύθο του «κρυφού σχολειού», Ευάγγελος Ψαράς, «Των Ελλήνων οι Αιώνες»,
Έκδοση ΔΙΟΝ, σελ. 204, Θεσσαλονίκη 2005.

115
χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας και η καθυστερημένη
κινητοποίηση του Πατριαρχείου εξηγούν την απραξία (150-200 χρόνια)
στον τομέα της παιδείας στις Ηπειρωτικές κυρίως περιοχές του
υπόδουλου ελληνισμού.

Παράλληλα, ήκμασε η ελληνική παιδεία στην εύρωστη ελληνική


κοινότητα της Βενετίας, η οποία (Κοινότητα) απαρτίζονταν από
Αθηναίους, Κρήτες, Κυπρίους, Αιγαιοπελαγίτες, Πελοποννήσιους,
επτανήσιους… κ.α., που φρόντισαν νωρίς να παράσχουν ελληνική
αγωγή στα παιδιά τους. Το 1621, ιδρύθηκε στη Βενετία η Φλαγγίνειος
Σχολή από τον Πρώτο ιδιοκτήτη της, Κερκυραίο Θωμά Φλαγγίνη (1578-
1648). Στο σχολείο αυτό γίνονταν δεκτά μόνο γνήσια ελληνόπαιδα,
χριστιανοί ορθόδοξοι και «διδάσκονταν επιστήμες και Γράμματα
ελληνικά και λατινικά από εξαίρετους εκπαιδευτές». Το 1795, το
Φροντιστήριο αυτό παρήκμασε εντελώς1. Λίγο νωρίτερα το 1593, είχε
ιδρυθεί επίσης στη Βενετία ελληνικό σχολείο από το Μητροπολίτη
Γαβριήλ Σεβήρου.

Στην προσπάθεια τόνωσης της εκπαίδευσης στον ελληνικό


χώρο, βοήθησε και η Ελληνική Κοινότητα στη Βενετία, όπως και
κάποιες άλλες κοινότητες του εξωτερικού. Επίσης, πολλοί Έλληνες της
διασποράς χρηματοδότησαν (το 17ο αιώνα) τη δημιουργία σχολείων
στον ελληνικό χώρο, κυρίως στη γενέτειρα τους (όπως π.χ. στα
Γιάννενα). Η ανάπτυξη της εκπαίδευσης στα Γιάννενα βοήθησε στην
ενίσχυση της παιδείας και σε άλλα μέρη της Ηπειρωτικής χώρας :
Πολλοί αποφοιτήσαντες των σχολείων στα Γιάννενα υπήρξαν δάσκαλοι
σε άλλα νεοϊδρυθέντα σχολεία στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκαν έτσι
σχολεία στη Στερεά, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία,
στη Χίο, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στο Ιάσιο, στο
Βουκουρέστι …

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ. , τόμος 18, σελ. 210-229, Αθήνα.

116
Από το 17ο αιώνα και εξής, άρχισε λοιπόν ουσιαστικά η
ανοδική πορεία της εκπαίδευσης. Είναι αυτονόητο ότι τον πρώτο
καιρό, η οργάνωση της, ο προσανατολισμός της, η γεωγραφική
κατανομή των σχολείων…, παρουσίαζαν διαφοροποιήσεις μέσα
στον Οθωμανοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Η βελτίωση της
εκπαίδευσης οδήγησε στην καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας, της
γλώσσας, της θρησκευτικής παράδοσης…… και κυρίως συνέβαλε στην
καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας, που
διαμόρφωσαν την ιδέα του έθνους. Συνέβαλε επίσης στην ωρίμανση
της ιδέας της επανάστασης για εθνική απελευθέρωση από τον
Οθωμανικό ζυγό, η οποία (ιδέα) έγινε πράξη το 1821.

Αυτό που χαρακτήριζε (την εποχή αυτή, του 17ου αιώνα), την
εκπαίδευση στην υπόδουλη Ελλάδα ήταν η προσπάθεια δημιουργίας
νέας παράδοσης, και όχι η συνέχιση της Βυζαντινής, η οποία
(εκπαίδευση) άλλωστε, κατά την περίοδο του Βυζαντίου, δεν ήταν
οργανωμένη ούτε γενικευμένη. Αυτή η νέα παράδοση, παρουσίαζε
σταδιακή εξάπλωση σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και σε πλατύτερα
λαϊκά στρώματα. Οι πρώτες δειλές προσπάθειες για την οργάνωση της
παιδείας προήλθαν (με μεγάλη καθυστέρηση) από το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης και απευθύνονταν σε ανώτερα και μεσαία
στρώματα της κοινωνίας. Στη συνέχεια, η εκπαίδευση εξαπλώθηκε
σε ευρύτερα στρώματα και έγινε υπόθεση των Ελληνικών Κοινοτήτων.
Αυτή η νέα παράδοση στην εκπαίδευση δημιουργήθηκε
εκ του μηδενός. Δεν ήταν συνέχεια κάποιας προγενέστερης
παράδοσης.

Οι λόγοι, λοιπόν, που επέβαλαν αρχικά την ίδρυση σχολείων και


την ανάμειξη της εκκλησίας σε αυτό, ήταν η ανάγκη κατάρτισης των
ιερωμένων στην γλώσσα (γραφή και ανάγνωση), καθώς και η
διατήρηση της εθνικοαπελευθερωτικής συνείδησης και της ελληνικής
ταυτότητας… Αργότερα, η ανάπτυξη των εμπόρων και η δημιουργία

117
αστικής τάξης, κατέστησαν αναγκαία τα σχολεία για την αντιμετώπιση
πρακτικών προβλημάτων, που σχετίζονταν με την άσκηση της
επαγγελματικής δραστηριότητας και την κοινωνική πρόοδο.

Από τα μέσα του 17ου αιώνα, παρατηρήθηκε λοιπόν μια νέα


κινητικότητα στο χώρο της εκπαίδευσης. Ενώ ως τότε τις πρωτοβουλίες
για την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων είχε το Πατριαρχείο,
από τα μέσα του 17ου αιώνα προστέθηκαν οι Κοινότητες και οι
απόδημοι Έλληνες. Από εδώ και πέρα, η εκκλησία περιορίστηκε στον
εποπτικόν ρόλο των σχολείων, χωρίς βέβαια να χάσει, μέχρι το τέλος
της Τουρκοκρατίας, τον ιδεολογικό έλεγχο των σχολείων. Έτσι, από τα
μέσα του 17ου αιώνα, η εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη χώρα
παρουσίαζε ανοδική εξέλιξη, ποσοτικά και ποιοτικά. Δημιουργήθηκαν
σχολεία σε πόλεις και κωμοπόλεις, τα μικρά κτίρια έγιναν μεγαλύτερα
για να χωράνε τους μαθητές, οι δάσκαλοι αναβαθμίστηκαν, η
οργάνωση και η διδασκόμενη ύλη βελτιώθηκαν …Η καλλιέργεια των
γραμμάτων ήταν συνεχής, παρά τις δύσκολες συνθήκες, που
δημιουργούσε η σκλαβιά και οι συντηρητικές νοοτροπίες ορισμένων
τοπικών παραγόντων και της εκκλησίας. Από τα μέσα του 18 ου αιώνα
και εξής, η εκπαίδευση αναβαθμίστηκε εκ νέου, επηρεασμένη
από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, κάτι που δεν πολυάρεσε στο
Πατριαρχείο και στην εκκλησία. Παραπέρα πρόοδος σημειώθηκε το 19 ο
αιώνα.

Η γεωγραφική κατανομή των σχολείων, στον ελληνικό χώρο,


ήταν άνιση. Είχε σχέση με την κοινωνικο-οικονομική σύνθεση και
ανάπτυξη της κάθε γεωγραφικής περιοχής. Στην Ηπειρωτική χώρα, η
ανάπτυξη της εκπαίδευσης ξεκίνησε από τον ορεινό χώρο και όχι από
τα πεδινά που κυριαρχούσε το Οθωμανικό στοιχείο. Η ανάπτυξη του
εμπορίου, θαλάσσιου και χερσαίου, επηρέασε επίσης την εξέλιξη της
εκπαίδευσης στη νησιωτική χώρα.

118
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση Κοινοτικών σχολείων,
προέρχονταν τώρα κυρίως από ισχυρές οικονομικά οικογένειες
εμπόρων και γαιοκτημόνων, οι οποίοι αναδεικνύονταν παράγοντες
εξουσίας, δίπλα στους τοπικούς εκκλησιαστικούς παράγοντες Οι
απόδημοι Έλληνες συνέβαλαν με τη θέσπιση κληροδοτημάτων,
υποτροφιών και χορηγιών. Τα σχολεία ενισχύονταν επίσης οικονομικά
από τα έσοδα της τοπικής εκκλησίας. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης
ήταν η πρόοδος της τοπικής κοινωνίας, μέσω της παιδείας. Τα χαμηλά
κοινωνικά στρώματα των αγροτών και εργατών είχαν ακόμα
περιορισμένη συμμετοχή στην εκπαίδευση.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα (και υπό την επίδραση του
Νεοελληνικού διαφωτισμού) η εκπαίδευση περιελάμβανε και την
αγωγή των μαθητών, τη διαμόρφωση της προσωπικότητας τους …κλπ.
Η εκπαίδευση στόχευε όχι μόνο στη μετάδοση της γνώσης, αλλά και
στη διαμόρφωση ηθών και στην αρετή. Στις αρχές του 19 ου αιώνα, υπό
την επίδραση του Αδ. Κοραή, παρατηρήθηκε στροφή προς την αρχαία
ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία και επιστήμες, εφαρμόζοντας
σύγχρονες διδακτικές μεθόδους, ενώ η εκπαίδευση στόχευε στην
αναγέννηση της Ελλάδας. Η διοίκηση των σχολείων ανατέθηκε από τον
τοπικό επίσκοπο σε πρόσωπα κοινωνικά και οικονομικά ισχυρά, χωρίς
βέβαια να υποβαθμίζεται ο ρόλος της εκκλησίας και του επισκόπου. Οι
επίτροποι φρόντιζαν για την επιλογή των δασκάλων, είχαν την
οικονομική διαχείριση και ήταν υπεύθυνοι για τη λειτουργία των
σχολείων.

Σχολεία επίσης δημιουργήθηκαν στις ελληνικές παροικίες των


μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης από τους απόδημους Έλληνες
με σκοπό, τη διατήρηση και ενίσχυση της ελληνικής εθνικής
συνείδησης και την μετάδοση των ελληνικών γραμμάτων στους
νεοέλληνες της διασποράς…. Αποτελούσε επίσης το σχολείο σημείο
αναφοράς για όλα τα μέλη της Κοινότητας. Η πλειονότητα των

119
σχολείων διοικούνταν από την ελληνική παροικία, τελούσαν όμως υπό
την έγκριση των αρχών της χώρας που ήταν εγκατεστημένα.

Τα σχολεία περιελάμβαναν συνήθως τρία επίπεδα: Τα κοινά


γράμματα (βασική εκπαίδευση), την εγκύκλιο παιδεία (μέση
εκπαίδευση) και τα επιστημονικά μαθήματα (ανώτερη εκπαίδευση).
Στη βασική εκπαίδευση διδάσκονταν κυρίως ανάγνωση και γραφή,
διάφορα εκκλησιαστικά μαθήματα και απλή αριθμητική. Στη μέση
εκπαίδευση διδάσκονταν κυρίως αρχαία ελληνική γλώσσα, γραμματική
και συντακτικό, μαθηματικά και εκκλησιαστικά μαθήματα. Στην
ανώτερη εκπαίδευση, διδάσκονταν επιστημονικά μαθήματα και
συγκεκριμένα, διδασκαλία λογικής, φιλοσοφίας, θεολογίας και
μαθηματικών. Σημειώνεται ότι στα μαθηματικά υπήρχε έλλειψη
καταρτισμένων δασκάλων γι αυτό και η εκπαίδευση ήταν πλημμελής.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα εμφανίστηκαν στα προγράμματα σπουδών
οι φυσικές και οι θετικές επιστήμες.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, παρουσιάζονται σημαντικότερες


αλλαγές, με την επέκταση των μαθημάτων των θετικών επιστημών. Για
παράδειγμα, στο φιλολογικό γυμνάσιο της Σμύρνης υπήρχαν τρεις
κύκλοι σπουδών. Πλην των γλωσσικών μαθημάτων, διδάσκονταν
φυσική, χημεία, αστρονομία, γεωγραφία, φυσική ιστορία, μεταφυσική,
αισθητική, φυσιολογία και ηθική. Στη Χίο, στην ελληνική σχολή της
εποχής, πλην των γλωσσικών μαθημάτων, διδάσκονταν χημεία,
μαθηματικά, γεωμετρία, ρητορική, θεολογία, λατινικά, γαλλικά,
τούρκικα. Διέθετε 14 δασκάλους και φοιτούσαν περί του 700 μαθητές.
Διέθετε επίσης εργαστήριο χημείας, τυπογραφείο και βιβλιοθήκη με
3.000 τόμους βιβλίων. Στη σχολή των Ιωαννίνων, πλην των φιλολογικών
και φιλοσοφικών μαθημάτων, διδάσκονταν, μαθηματικά, φυσική,
γεωγραφία, ιστορία, λατινικά, ιταλικά, γαλλικά και κατήχηση. Στο
πρόγραμμα της σχολής Βουκουρεστίου υπήρχαν τρεις κατηγορίες
μαθημάτων : α) Επιστήμες (μαθηματικά, φυσική, χημεία, ιστορία,

120
γεωγραφία, μεταφυσική, λογική ηθική). Β) Φιλολογία (ρητορική,
ποίηση, ιστορία, αρχαιολογία, μυθολογία). γ) Γλώσσες (Ελληνική,
Λατινική, Ρωσική, Γαλλική, Γερμανική)1.

Οι εκπαιδευτικές μέθοδοι έλλειπαν εντελώς, το ίδιο, σε μεγάλο


βαθμό, και τα βιβλία. Η μελέτη των μαθητών, ως επί το πλείστον,
γίνονταν με τη χρήση χειρογράφων. Στα τέλη του 18 ου αιώνα
καθιερώθηκαν οι εξετάσεις για πρώτη φορά, ενώ στις αρχές του 19 ου
αιώνα γενικεύτηκαν σε όλα τα σχολεία και έγιναν θεσμός.

Οι δάσκαλοι του «Κοινού σχολείου» ήταν, ως τα μέσα του 17 ου


αιώνα, κυρίως ιερωμένοι. Αργότερα, μπορούσε να διδάξει και
οποιοδήποτε άλλος είχε τις απαραίτητες γνώσεις. Από τα μέσα του 17ου
αιώνα και εξής, εμφανίστηκαν αρκετοί νέοι δάσκαλοι, που είχαν
μαθητεύσει σε παλιότερους δασκάλους ή σχολεία ή είχαν σπουδάσει
στην Πάδοβα ή στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και
συνέχισαν τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας μέχρι τα μέσα του 18ου
αιώνα. Από τα μέσα του αιώνα αυτού εμφανίστηκε μια νέα γενιά
δασκάλων, που γνώριζαν την αρχαιοελληνική γραμματεία και γλώσσα
και συγχρόνως ήταν ενήμεροι για τις εξελίξεις της επιστήμης, γιατί
είχαν σπουδάσει στη Δύση. Οι δάσκαλοι των επιστημών (από το τέλος
του 18ου αιώνα), προέρχονταν συνήθως από τα ανώτερα κοινωνικά
στρώματα, και είχαν σπουδάσει στην Ιταλία (Μπολόνια, Πάδοβα, Πίζα),
στη Γερμανία (Λειψία, Χάλλε), στη Γαλλία (Παρίσι) και στην Αυστρία
(Βιέννη). Οι δάσκαλοι της στοιχειώδους εκπαίδευσης, καθώς και
δάσκαλοι της Μέσης Εκπαίδευσης, προέρχονταν από τα μεσαία
κοινωνικά στρώματα.

1
Οι πληροφορίες αυτές αντλήθηκαν κυρίως από την Εργασία του Καρανάσιου Χαρίτωνος,
Η Εκπαίδευση (κατά την Οθωμανική υποδούλωση), στο συλλογικό έργο Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 358-403, Αθήνα.

121
Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, υπήρχε περιορισμένη
προσέλευση μαθητών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (στα Κοινά
Σχολεία). Οι γονείς δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τη μάθηση των
παιδιών τους, ακολουθώντας τη Βυζαντινή παράδοση, που δεν υπήρχε
καν οργανωμένη βασική εκπαίδευση. Οι γονείς προτιμούσαν να
κρατούν τα παιδιά τους στο σπίτι να βοηθούν στις οικογενειακές
εργασίες. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, φαίνεται πως η προσέλευση
των παιδιών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ήταν μεγαλύτερη.
Παρέμενε όμως περιορισμένη στη μέση εκπαίδευση και σπανιότερη
στην τριτοβάθμια. Η παροχή δωρεάν εκπαίδευσης και η θέσπιση
υποτροφιών για την ανώτερη εκπαίδευση, παρακίνησαν πολλές
οικογένειες από τις φτωχότερες (δηλ. τις αγροτικές) να στέλνουν τα
παιδιά τους στο Σχολείο και να μορφώνονται.

Έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο αριθμός των μαθητών στα
σχολεία πολλαπλασιάστηκε. Η αύξηση της προσέλευσης των μαθητών
στα σχολεία συντελέστηκε, όταν η εκπαίδευση άρχισε να θεωρείται
απαραίτητο μέσο οικονομικής και κοινωνικής καταξίωσης. Οι γονείς
διέθεταν τις οικονομίες τους στη μακροχρόνια εκπαίδευση των παιδιών
τους για την καλύτερη αποκατάσταση τους. Το ίδιο συνέβαινε και με
τις οικογένειες των ασχολουμένων με το εμπόριο και τις τέχνες, με
μεγαλύτερη οικονομική άνεση, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι η
μάθηση ήταν απαραίτητη για την κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη.
Είναι ωστόσο απαραίτητο να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας, η εκπαίδευση ήταν κυρίως ανδρική υπόθεση. Η ανάγκη
για εκπαίδευση του γυναικείου πληθυσμού εμφανίστηκε μετά τη
δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους και όχι αμέσως.

Η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης, άρχισε


λοιπόν να κινείται από το τέλος του 18ου αιώνα και εξής. Όλες οι
προτάσεις, που έγιναν, επικεντρώνονταν στην επέκταση της
διδασκαλίας στον τομέα των επιστημών και στον εκσυγχρονισμό των

122
μεθόδων της εκπαίδευσης. Η επίδραση του νεοελληνικού διαφωτισμού
ήταν εμφανής. Ο Αδαμάντιος Κοραής επηρέασε πολλούς διανοούμενος
και υπό την επίδραση του αυτή, ιδρύθηκαν πολλά σχολεία με
προσανατολισμό την αρχαία ελληνική φιλολογία, τις επιστήμες και τη
φιλοσοφία, εφαρμόζοντας σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας. Κατά τον
Α. Κοραή, η παιδεία μπορούσε να συντελέσει στην πνευματική και
πολιτιστική αναγέννηση της Ελλάδας. Υποστήριζε επίσης την μετάδοση
πολιτιστικών στοιχείων από τη Δύση στον ελληνικό χώρο, χωρίς φυσικά
(η μετάδοση αυτή) να αφομοιώσει την ελληνορθόδοξη παράδοση. Η
βάση του αναδυόμενου νέου ελληνισμού ήταν η ελληνική αρχαιότητα
και η ορθοδοξία. Οι ιδέες του Κοραή δεν έτυχαν ευνοϊκής αποδοχής
από το Πατριαρχείο, επηρέασαν όμως τους διανοούμενους.

Παρά λοιπόν τα προβλήματα, η εκπαίδευση κατά την περίοδο


της Τουρκοκρατίας, κατήγαγε σημαντικό έργο, ανέδειξε σημαντικό
αριθμό μορφωμένων ανθρώπων και συνέβαλε στη διαμόρφωση
εθνικής συνείδησης. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της υποδούλωσης,
κατάφερε να φωτίσει το γένος και να το οδηγήσει στην εθνική
παλιγγενεσία.

123
ΚΕΦ. 7. ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ1

Τα βασικά χαρακτηριστικά της Βυζαντινής τέχνης συνεχίζονται


και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Συνδέονται ιδιαίτερα με την
εκκλησιαστική λατρεία, άρα η τέχνη είναι θρησκευτική και όχι κοσμική.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την εμφάνιση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
τον 18ο αιώνα.
Ειδικότερα, η μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική, μέσα στις
Τουρκοκρατούμενες περιοχές, συνέχισε αμείωτη τη βυζαντινή
παράδοση, με όλη τη μορφολογική ποικιλία των τύπων, ενώ μέσα στις
Ενετοκρατούμενες περιοχές παρατηρήθηκε επίδραση από τη Δύση στα
μορφολογικά της στοιχεία, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσει τα βασικά της
χαρακτηριστικά.
Η μεταβυζαντινή ζωγραφική χαρακτηρίστηκε, και αυτή, από τις
βασικές αρχές της βυζαντινής παράδοσης. Η πολυμορφία της ωστόσο
εκφράζει διαφορετικές τάσεις. Η απομάκρυνση της θρησκευτικής
ζωγραφικής από τη Βυζαντινή παράδοση έγινε ιδιαίτερα αισθητή στα
Ενετοκρατούμενα Επτάνησα, καθώς και μετά την ίδρυση του Νέου
Ελληνικού Κράτους στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, όπου πήρε επίσημο
χαρακτήρα.
Το Άγιον Όρος υπήρξε προνομιούχος χώρος άσκησης της
εκκλησιαστικής ζωγραφικής, που σημαδεύτηκε το 16ο αιώνα από τα
έργα της Κρητικής «Σχολής», - διάσημης κατά τη μεταβυζαντινή
περίοδο - και που έζησε μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα. Κατά τον αιώνα
αυτόν, αναγεννησιακά στοιχεία εισέρχονται από τη Δύση (κυρίως την
Ιταλική ζωγραφική) στη Βυζαντινότροπη Κρητική «Σχολή». Τα έργα των
Κρητικών εργαστηρίων έγιναν περιζήτητα από όλο τον ελλαδικό χώρο
και ακόμα από τη Βενετία και τη Δαλματία.
1
Βλ. ιδιαίτερα Βιταλιώτης Ιωάννης, Μεταβυζαντινή τέχνη, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8, Εκδ.
ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 216-267, Αθήνα.
. Χατζηδάκης Μ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 24, Μεταβυζαντινή Τέχνη, σελ. 176 και
εξής, Εκδοτική Αθηνών.

124
Δεν έλειψαν βέβαια και άλλες τάσεις στην αισθητική της
ζωγραφικής στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης, στην οποία συχνά
αφομοιώνονταν στοιχεία της βυζαντινής ζωγραφικής με στοιχεία της
Δύσης. Οι τάσεις αυτές κατά το 16ο αιώνα, εκπορεύονταν από τη
λεγόμενη «σχολή» των Θηβών και από τα έργα του ιερέα Ονούφριου,
που δραστηριοποιήθηκε στις περιοχές Σπάθιας και Μπερατίου στην
Κεντρική Αλβανία.
Από το 17ο αιώνα, η Κρητική Σχολή1 - μετά την πτώση του
Χάνδακα (Ηράκλειο) στους Οθωμανούς το 1699 - υποχώρησε και οι
ζωγράφοι της σκορπίστηκαν, ενώ η Ηπειρωτική Ελλάδα, από τη Στερεά
μέχρι τη Μακεδονία, κυριαρχούνταν από εμπειροτέχνες ζωγράφους,
που ήταν παράλληλα και αγρότες, χωρίς σχεδόν ζωγραφική παιδεία.
Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παρουσίαζε, το 17ο αιώνα, η
ζωγραφική στην Πελοπόννησο, με σημαντικότερο κέντρο ζωγραφικής
το Ναύπλιο.
Η τελευταία φάση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής οριοθετείται
από το τέλος του 1700 μέχρι το 1830 (δηλ. 18ος και αρχές 19ου αιώνα).
Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699, που συντέλεσε στην
ανάπτυξη του εμπορίου σε ορισμένες περιοχές του ελλαδικού χώρου
(όπως στην Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο) είχε αντίκτυπο και στις
τέχνες. Οι εμπορικές σχέσεις με την κεντρική Ευρώπη και την
Κωνσταντινούπολη, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής
ζωγραφικής, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, αλλά και βορειότερα, σε
περιοχές που διατηρήθηκαν ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί,
ξενόγλωσσοι με ελληνική παιδεία. Γενικά, η Ήπειρος, κυρίως έπαιξε
ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία σχολής μεταβυζαντινής ζωγραφικής
κατά το 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα. Ειδικότερα, τα Άγραφα στα
Τζουμέρκα, ευρισκόμενα σε στενή σχέση με τη Βυζάντιο
(Κωνσταντινούπολη), έβγαλαν σημαντικούς Αγιογράφους που
συνέχισαν τη Βυζαντινή παράδοση.
1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 18, σελ. 92-111, Αθήνα.

125
ΜΕΡΟΣ Β΄

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

126
127
ΜΕΡΟΣ Β΄

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

ΚΕΦ. 1. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.

1.1. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη.


Το 1815, ο στρατός του Ναπολέοντα ηττήθηκε στο Βατερλό.
Ήταν το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Το ορόσημο αυτό
αποτέλεσε το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης1. Το πνεύμα
όμως της επανάστασης δεν έσβησε. Από πολλές απόψεις η περίοδος
μετά το 1815 δεν θύμιζε σε τίποτα την περίοδο πριν το 1789.
Ταυτόχρονα, κατά ευτυχή συγκυρία, νέες εξελίξεις άρχισαν να
αλλάζουν την μορφή του κόσμου. Η βιομηχανική επανάσταση στην
Αγγλία με τις εφαρμογές του ατμού, έδινε νέες προοπτικές στις
οικονομικές δραστηριότητες και δημιουργούσε νέες ευκαιρίες
πλουτισμού. Οι κοινωνικές δομές και η κοινωνική ιεραρχία άλλαζαν
μορφή. Δεν χρειάζονταν πλέον να έχεις τίτλους ευγενείας ή να είσαι
μεγαλογαιοκτήμονας και να έχεις δουλοπάροικους στην υπηρεσία σου,
για να είσαι σημαντικός. Η πυραμίδα του πλούτου πήρε άλλη μορφή.
Οι τρόποι απόκτησης πλούτου διευρύνθηκαν. Το εμπόριο, ιδιαίτερα το
διεθνές, αναπτύσσονταν ταχύτατα, ο φιλελευθερισμός επικρατούσε
στις διακρατικές συναλλαγές, η εμπορική ναυτιλία έπαιρνε τη θέση της
στις διεθνείς εμπορευματικές μεταφορές, το χρηματοπιστωτικό
σύστημα (τράπεζες) και η επενδυτική δραστηριότητα ανέδειξαν τη
δύναμη τους στο νέο οικονομικό σύστημα, που ακολούθησε τη
βιομηχανική επανάσταση, ο ανταγωνισμός και το κυνήγι του πλούτου
από ιδιωτικά και κρατικά συμφέρονται κυριαρχούσαν στις διεθνείς

1
Μαργαρίτης Γιώργος, Οθωμανοί, Έλληνες και Ευρωπαίοι στο 1821, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 9, σελ. 12-35, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε. Αθήνα.

128
αγορές… Ο καπιταλισμός, ως οικονομικό σύστημα, ήταν ήδη παρόν1.
Καινούριοι ορίζοντες ανοίγονταν για τη γηραιά Ήπειρο.

Οι φόβοι για τις νέες εξελίξεις και η αβεβαιότητα ως προς το


μέλλον, ανάγκασαν το κατεστημένο του παρελθόντος στην Ευρώπη να
προχωρήσει στην «Ιερά Συμμαχία», που ιδρύθηκε από τους ισχυρούς
ηγεμόνες της Ευρώπης - της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας –
την επόμενη της ήττας του Ναπολέοντα, προκειμένου να διαφυλάξουν
τα κεκτημένα τους, δηλ. την καθεστηκυία κατάσταση και τα προνόμια
που τους παρείχε το αναχρονιστικό καθεστώς που υπηρετούσαν. Οι
εξελίξεις αυτές ώθησαν τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις (π.χ. Αγγλία,
Ολλανδία….) να εξαπλωθούν σε όλο τον πλανήτη και να αναπτύξουν
την οικονομική, πολιτική, διοικητική και στρατιωτική δραστηριότητα
τους, δημιουργώντας αποικιακές αυτοκρατορίες.

Οι εξελίξεις αυτές στην Ευρώπη, συνέβαιναν τότε που ξέσπασε


η ελληνική επανάσταση το 1821. Η νεοϊδρυθείσα «Ιερά Συμμαχία»
ήταν, ο αστάθμητος παράγων για την επιτυχία του ελληνικού
εγχειρήματος, δηλ. ποια στάση θα κρατούσε έναντι του ελληνικού
ζητήματος, που θα έκρινε την επιτυχία ή αποτυχία της επανάστασης. Οι
ελληνικές ανησυχίες επικεντρώνονταν στην Αυστρία και στη Ρωσία, που
φιλοδοξούσαν να διαδεχθούν την Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά την
κατάρρευση της. Η Αγγλία, αντίθετα, δεν ήθελε να διακινδυνέψει
ανατροπές στο Βαλκανικό Νότο, που θα της δημιουργούσαν μελλοντικά
προβλήματα στους αποικιακούς τους στόχους.

Τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης συνυπήρχαν πολλές


δυναμικές κοινωνικές ομάδες με κοινά (ή συγγενικά) οικονομικά,
πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα, που επιθυμούσαν την απεξάρτηση
τους από την Οθωμανική πραγματικότητα. Υπήρχαν ασφαλώς και οι

1
Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας (1821-2012), σελ. 48-49,
Ηλεκτρονική Έκδοση, 2013, Αθήνα.

129
βολεμένοι. Η βιομηχανική επανάσταση του ατμού, τις παραμονές του
1821, δεν είχε ακόμα προλάβει να εξαπλωθεί και να υιοθετηθεί. Στο
μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ηπείρου (Ρωσία, Αυστρία, Κεντρική
Ευρώπη) κυριαρχούσε ακόμα η μεγαλογαιοκτησία και η
δουλοπαροικία. Η αριστοκρατία της γης κρατούσε ακόμα τα προνόμια
της. Οι αγρότες του Ευρωπαϊκού χώρου μοιράζονταν τη φτώχεια τους,
την εξαθλίωση τους. Κοινός στόχος των πεφωτισμένων της ελληνικής
επανάστασης ήταν η απεξάρτηση από την Οθωμανική κατοχή. Ωστόσο,
δεν έλειψαν και οι επί μέρος στόχοι των κοινωνικών ομάδων, που
δημιουργούσαν συχνά συγκρούσεις μεταξύ των επαναστατημένων, και
απαιτούσαν υποχωρήσεις και συμβιβασμούς για να μην ανατραπεί ο
κυρίαρχος στόχος της απελευθέρωσης από τον Οθωμανικό ζυγό.

Ο ξεσηκωμός εναντίον του δεσποτισμού της Οθωμανικής


αυτοκρατορίας «αποτελούσε ταυτόχρονα κίνηση ελευθερίας και κίνηση
πολιτισμού»1. Η επανάσταση του γένους έφερε στην επικαιρότητα
στην Ευρώπη την ελληνική αρχαιότητα, η οποία πρόσφερε
επιχειρήματα στο νέο κόσμο που έρχονταν. Ένας από τους λάτρεις της
ελληνικής αρχαιότητας ήταν ο λόρδος Μπάιρον, άγγλος ρομαντικός
ποιητής και φιλέλληνας, ο οποίος πρόσφερε πολλά στην ελληνική
επανάσταση. Πέθανε στο Μεσολόγγι το 1824 εξαντλημένος από τις
κακουχίες. Έτσι η ελληνική επανάσταση εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή
υπόθεση. Διέφερε από τα άλλα κινήματα στην Ευρώπη. «Η ελληνική
επανάστασις διακρίνεται των λοιπών διά τίνα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
πολλού άξια λόγου. Η επανάστασις αυτή μήτε τον απολιτισμόν ή τον
δεσποτισμόν επιχείρησε να χαλινώσει, μήτε το κυβερνητικόν είδος του
τόπου ν’ αλλάξει, μήτε τους μητροπολιτικούς δεσμούς να διαρρήξει.
Επιχείρησεν επιχείρημα δεινότερον και ενδοξοτέρον∙ ׄ να εξώσει δια
των όπλων εκ της Ελλάδος ξένην και αλλόθρησκον φυλήν, ήτις δια των

1
Μαργαρίτης Γιώργος, όπ. παρ., Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, σελ. 33.

130
όπλων ηχμαλώτευσεν αυτήν προ αιώνων και μέχρι τέλους την εθεώρει
αιχμάλωτον και υπό την μάχαιραν της»1.

«Αλλ’ η Ελλάς και προέθετο και εκήρυξεν ενώπιον Θεού και


ανθρώπων εξ αρχής του αγώνος, ότι ωπλίσθη προς συντριβήν του ξένου
ζυγού και προς ανέγερσιν του εθνικισμού και της ανεξαρτησίας της.
Η εκ προθέσεως αυτή διαφορά της ελληνικής επαναστάσεως και των
άλλων συναδέλφων της είναι σημειώσεως αξία»2.

Οι φιλελεύθεροι ρομαντικοί Ευρωπαίοι περίμεναν να γεννηθεί


με το νέο Έθνος η κλασική αρχαιότητα. Όμως απογοητεύτηκαν. Για
πολλές δεκαετίες ο ελληνικός λαός προσπαθούσε να βρει το δρόμο του.
Ακόμα και σήμερα, κοντά δύο αιώνες από την απελευθέρωσή του,
παραπαίει μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας».

Η συγκυρία φαίνεται πως ήταν ευνοϊκή για το ξεκίνημα της


επανάστασης. Η παρακμιακή Οθωμανική αυτοκρατορία, στα ανατολικά
είχε εμπλακεί σε πόλεμο με την Περσία, ενώ οι φυγόκεντρες τάσεις
είχαν επεκταθεί: στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο, στη Βόρεια Αφρική… και
η προσπάθεια ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας, προκαλούσε εντάσεις
στην περιφέρεια… Η ελληνική επανάσταση ξέσπασε την κατάλληλη
στιγμή: Όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία βρίσκονταν σε παρακμή, τις
παραμονές του 1821, ενώ το ελληνικό στοιχείο ήταν ισχυρό μέσα κι έξω
από την αυτοκρατορία. Στην Πελοπόννησο, όπου ξεκίνησε η
επανάσταση (Μοριάς), αλλά και στη Ρούμελη και στα νησιά του
Αιγαίου, η υπεροχή, αριθμητικά, του ελληνικού στοιχείου ήταν
συντριπτική. Οι πόλεμοι της ελληνικής ανεξαρτησίας κράτησαν – μέχρι
την αναγνώριση της πλήρους ανεξαρτησίας της χώρας με το

1
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορίαι της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μέρος Β΄, Βιβλίο 4, Έκδοση
Δ.Ο.Λ., Αθήνα, σελ. 175.
2
Σπυρίδων Τρικούπης, όπ. παρ., Μέρος Β’, βιβλίο 4, σελ. 176.

131
πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830 – 14 χρόνια. Τα
θύματα ήταν πολλά και οι καταστροφές το ίδιο.

Κοινός στόχος όλων ήταν η απελευθέρωση από τον ξένο


δυνάστη. Ο «ξένος» ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία. Όλοι οι άλλοι
ήταν Έλληνες, ανεξαρτήτως καταγωγής. Ένοιωθαν Έλληνες. Η όποια
ανομοιομορφία υπήρχε δεν εμπόδισε τη γλωσσική και πολιτιστική
ενσωμάτωση τους σε ένα ομοιόμορφο σύνολο, που αποτέλεσε το
σύγχρονο ελληνισμό. Όσοι δεν ενσωματώθηκαν τους απέρριψε το
σύστημα. Η κοινή θρησκεία, η ορθοδοξία, έπαιξε το δικό της ρόλο στη
συσπείρωση των Ελλήνων. Οι παράγοντες αυτοί (πολιτισμός, γλώσσα,
θρησκεία) συνέβαλαν στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και εθνικής
ταυτότητας1.

1.2. Η Φιλική Εταιρεία.


Η περίοδος της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 έκλεισε με το
Βατερλό του 1815. Οι Έλληνες είχαν κάνει βήματα προς την εθνική τους
συγκρότηση. Οι πρωτοβουλίες των Ελλήνων της διασποράς και των
γηγενών, συντηρούσαν την πεποίθηση της εθνικής αναγέννησης. Στο
πλαίσιο των κινήσεων αυτών γεννήθηκε το 1814 στην Οδυσσό η
«Φιλική Εταιρεία», με πρωτοβουλία του Νικολάου Σκουφά, του
Αθανασίου Τσακάλωφ και του Εμμανουήλ Ξάνθου.
Για πολύν καιρό η Φιλική Εταιρεία2 παρέμεινε στη φάση της
συνωμοσίας και σε οργανωτικές πρακτικές με απόλυτη μυστικότητα. Οι
επί κεφαλής της εταιρείας άφηναν έντεχνα να εννοηθεί ότι
καθοδηγούνταν από κάποια «αόρατη αρχή», της οποίας η ταυτότητα
δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί για σημαντικούς λόγους. Όλων η σκέψη
οδηγούσε στην αυλή του Τσάρου της Ρωσίας.

1
Διον. Δ. Κοντογιώργης, όπ. παρ., σελ. 15, Αθήνα.
2
. Μαργαρίτης Γιώργος, Η Εταιρεία των Φιλικών, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, σελ. 36-57,
Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
. Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ. , τόμος 19, σελ. 98 και εξής. Επίσης, σελ. 118-131, Αθήνα.

132
Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η
προστασία των μελών της και η έλλειψη πόρων για τη χρηματοδότηση
της, έκανε τα πράγματα δύσκολα. Από το άλλο μέρος, ο χρόνος πίεζε, οι
αποστάσεις ήταν μεγάλες, τα μέσα μεταφοράς δύσκολα…, ώστε κάθε
καθυστέρηση κινδύνευε να ακυρώσει το στόχο. Το 1816, η Φιλική
Εταιρεία είχε μόνο 30 μέλη. Σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο Άνθιμος
Γαζής, αρνήθηκαν στην αρχή να συμμετάσχουν. Η απογοήτευση ήταν
έκδηλη, όταν τα ιδρυτικά της μέλη αποφάσισαν να μεταφέρουν τις
δραστηριότητες της στην Κωνσταντινούπολη, όπου το ελληνικό
στοιχείο ήταν έντονο. Εκεί έγινε η μύηση του μεγαλέμπορου Π. Σέκερη,
που χρηματοδότησε την εταιρεία και άνοιξε το δρόμο για την μύηση
στην οργάνωση του κύκλου των εμπόρων της Κωνσταντινούπολης,
καθώς και του κύκλου των Ελλήνων καραβοκύρηδων. Ακόμα, η μύηση
του Ασημάκη Κροκίδα, άνοιξε το δρόμο προς την αυλή του Αλή
Πασά των Ιωαννίνων. Ο Μάνθος Οικονόμου και άλλοι σημαντικοί
παράγοντες της αυλής του Αλή, μυήθηκαν τους επόμενους μήνες στην
Οργάνωση.
Τα αδιέξοδα όμως κι εκεί συνεχίστηκαν. Ο θάνατος του
Νικολάου Σκουφά, από ασθένεια, το 1819 οδήγησε σε νέα αδιέξοδα
την Εταιρεία. Οι εναπομείναντες ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας
προβληματίστηκαν αν έπρεπε να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται ή
να σταματήσουν κάθε παραπέρα ενέργεια. Η επιστροφή από τη Ρωσία
των παλαιών οπλαρχηγών Αναγνωσταρά και Χρυσοσπάθη ενίσχυσε το
ηθικό και έδωσε νέο αέρα στην Εταιρεία. Την ίδια εποχή περίπου,
δημιουργήθηκαν οι πρώτοι θύλακες της οργάνωσης στην Ύδρα και στις
Σπέτσες. Έτσι, το έργο του προσηλυτισμού άρχισε να διευκολύνεται και
μαζί η δημιουργία πυρήνων στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου, στους
εκκλησιαστικούς παράγοντες (ιεράρχες), στους παλαίμαχους των
συγκρούσεων του 1806, στους εμπόρους, ακόμα και μέσα στην
Οθωμανική Διοίκηση. Στα Γιάννενα προστέθηκαν νέες επιτυχίες
προσηλυτισμού, πολύ σημαντικές, και το 1919, η Φιλική Εταιρεία

133
απλώθηκε στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία, στη Δυτική Μακεδονία
και στην Ήπειρο. Την ίδια εποχή έφτασε στα νησιά του Ανατολικού
Αιγαίου, στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια και στην Κύπρο. Δια θαλάσσης,
μέσω των εμπορικών πλοίων, μεταφέρθηκε στην Κρήτη και στα Ιόνια
νησιά.
Η Φιλική Εταιρεία απέκτησε περιεχόμενο και δύναμη. Δεν έμενε
παρά η αναζήτηση ενός σημαντικού προσώπου που θα αναλάμβανε
την ηγεσία της, και θα καταργούσε το θρύλο της «Αόρατης Αρχής».
Η αναζήτηση του προσώπου αυτού οδηγούσε στη Ρωσία, όπου δεν
έλειπαν οι επιφανείς Έλληνες, που κατείχαν υψηλά αξιώματα στην
Τσαρική αυλή και στο στρατό. Πρώτο όνομα ήταν ο Ιωάννης
Καποδίστριας, Υπουργός Εξωτερικών και στενός συνεργάτης του
Τσάρου. Η αποστολή του Εμμανουήλ Ξάνθου στη Ρωσία στις αρχές του
1820, απέβη δυστυχώς άκαρπη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας θεωρούσε τη
στιγμή ακατάλληλη και την προσπάθεια της Φιλικής Εταιρείας άκαιρη.
Τότε, ο Εμ. Ξάνθος απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη
(1792-1828), που ήταν από το 1806 στην υπηρεσία του Τσάρου της
Ρωσίας. Ήταν στρατιωτικός και είχε διακριθεί στους Ναπολεόντειους
πολέμους, όπου είχε χάσει το ένα του χέρι. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
προθυμοποιήθηκε να αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο.
Η ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας από τον 28χρονο
Αλέξανδρο Υψηλάντη1, σήμανε την έναρξη της προετοιμασίας για την
πολεμική αναμέτρηση με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο αρχηγός
προσανατολίστηκε στην άμεση ένοπλη εξέγερση. Μετέτρεψε την
Εταιρεία από συνωμοτική οργάνωση που δρούσε στο παρασκήνιο, σε
μηχανισμό δράσης. Άρα, δεν μπορούσε πλέον να παραμένει κρυφή. Η
Υψηλή Πύλη όλο και περισσότερο υποψιάζονταν το ξέσπασμα ταραχών
και επομένως η Φιλική Εταιρεία έπρεπε να σπεύσει να προλάβει τα
γεγονότα.

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελίς 96 και εξής, Αθήνα.

134
ΚΕΦ. 2 - Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

2.1. Η Επανάσταση τη Μολδοβλαχία1


Την 1 Οκτωβρίου 1820, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας
Αλέξανδρος Υψηλάντης έφτασε στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας
(=περιοχή της Μολδαβίας και της Ουκρανίας, ανάμεσα στους ποταμούς
Προύθο κα Δνείστερο) και στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε, με τη
συμμετοχή του Εμμανουήλ Ξάνθου, του Χριστόφορου Περραιβού, του
Γρηγορίου Δικαίου – Παπαφλέσσα, του Δ. Θέμελη και του Διονυσίου
Ευμορφόπουλου αποφασίστηκε η επίσπευση της επανάστασης και η
μετάβαση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, απ’ όπου θα
ξεκινούσε ο αγώνας στα τέλη Νοεμβρίου του 1820, περίπου.

Πραγματοποιήθηκε επίσης μυστική συνάντηση του Αλ.


Υψηλάντη με τον Ιάκωβο Ρίζο – Νερουλό, πρωθυπουργό της
Μολδαβίας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια
ενημέρωση – από το Νερουλό – του Ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ
Σούτσου για τις προθέσεις και τις κινήσεις της Φιλικής Εταιρείας,
σχετικά με τον επικείμενο αγώνα. Ο Αλ. Υψηλάντης επιδίωξε ακόμα τη
συνεργασία με τη Σερβία, ώστε η ελληνοσερβική συμμαχία να
συμβάλει στην επιτυχία του επιδιωκόμενου σκοπού.

Η άφιξη του Αλ. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, όπου ήταν έντονο


το ελληνικό στοιχείο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (λόγιοι,
διανοούμενοι φορείς του διαφωτισμού), προέβλεπε την κινητοποίηση
τους και την συγκρότηση ελληνικού στρατού, τον οποίο στη συνέχεια ο
αρχηγός θα οδηγούσε στον ελληνικό χώρο. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821,

1
. Πρασσά Αννίτα, Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, Ιστορία των
Ελλήνων, Τόμος 9, σελ. 58-83, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε. Αθηνών.
. Δεσποτόπουλος Αλέξ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 26, η Ελληνική Επανάσταση
1821-1830, σελ. 10. Ειδικότερα, Η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, σελ. 24 και εξής, Εκδοτική
Αθηνών.

135
ο Αλ. Υψηλάντης πέρασε τον ποταμό Προύθο και εισήλθε στο Ιάσιο, με
τη στολή του Ρώσου στρατηγού!!

Στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ακολούθησε η προκήρυξη, με την


οποία κηρύσσονταν η επανάσταση. Δυστυχώς, φάνηκε ότι το κίνημα
του Αλ. Υψηλάντη διεξάγονταν μέσα σε μία δυσμενή συγκυρία. Το
κλίμα στην Ευρώπη (Ιερά Συμμαχία) ήταν αρνητικό έναντι των
επαναστάσεων. Συνάμα, το γεγονός ότι ο Αλ. Υψηλάντης ήταν
αξιωματικός του Ρωσικού στρατού, περιόριζε τους χειρισμούς του
Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ και εξέθετε τη Ρωσική Ηγεσία. Γι αυτό και ο
Τσάρος έσπευσε να διαβεβαιώσει την ουδετερότητα της χώρας του
έναντι των ενεργειών του Αλ. Υψηλάντη. Παράλληλα, ο Πατριάρχης
Γρηγόριος Ε΄ της Κωνσταντινούπολης και η Ιερά Σύνοδος υπέγραψαν
στις 23 Μαρτίου τον αφορισμό των επαναστατών και του Αλ.
Υψηλάντη.

Το κλίμα γύρω από το πρόσωπο του Αλ. Υψηλάντη έγινε βαρύ,


το κύρος του άρχισε να μειώνεται και το ηθικό του στρατεύματος να
κλονίζεται. Η αποδοκιμασία του Τσάρου στις ενέργειες του Αλ.
Υψηλάντη προδιάθεσε εχθρικά τους Μολδαβούς και τους Βλάχους
έναντι των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί, ακόμα
περισσότερο, το γόητρο του αρχηγού και να αυξηθεί η αναρχία στο
Ιάσιο. Τα γεγονότα αυτά, την κρίσιμη εκείνη στιγμή, οδήγησαν σε
χαλάρωση και απειθαρχία το στράτευμα και ο ίδιος ο Αλ. Υψηλάντης
αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη.

Οι Οθωμανοί αποφάσισαν να επιτεθούν εναντίον των


επαναστατημένων Ελλήνων, μετά την συγκατάθεση της Ρωσίας. Η Ιερά
Συμμαχία – για τη διατήρηση των κεκτημένων – υπερίσχυσε των
όποιων συναισθηματισμών της Ρωσίας. Ο Τουρκικός στρατός με 30.000
άνδρες και 44 πλοία, έφτασε δια θαλάσσης μέσω Βάρνας και Βράιλας
στην περιοχή της Μολδαβίας. Η πρώτη μάχη δόθηκε την 1 Μαΐου 1821,

136
στο Γαλάτσι, κοντά στον ποταμό Σερέτη. Οι πενιχρές ελληνικές
δυνάμεις (900 άνδρες μαζί με τους ιππείς) αιφνιδιάστηκαν και δεν
μπόρεσαν να αντισταθούν. Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη και την
κατέστρεψαν. Ακολούθησαν και άλλες μάχες, με εναλλασσόμενες νίκες
και ήττες, που όμως δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν την προέλαση του
Οθωμανικού στρατού στη Μολδαβία. Ο Αλ. Υψηλάντης αποφάσισε να
οργανώσει την άμυνα του στο Ιάσιο. Όμως, εκεί δεν κατάφερε να
επιβάλει την τάξη. Το πλήθος ήταν εξαγριωμένο από τις ανεξέλεγκτες
παρανομίες των στρατιωτών εναντίον των κατοίκων. Το Ιάσιο
εγκαταλείφθηκε και η προσπάθεια των Οθωμανών ήταν εύκολη. Τρεις
μέρες αργότερα, ο ελληνικός στρατός αναδιοργανωμένος, αντιστάθηκε
ηρωικά στο Σκουλένι, βόρεια του Ιασίου. Η έκβαση όμως της μάχης
ήταν αρνητική για τον ελληνικό στρατό. Η Μολδοβλαχία καταλήφθηκε
από τον Οθωμανικό στρατό, χωρίς αντίσταση. Στις 16 Μαΐου 1821, οι
Τούρκοι έμπαιναν στο Βουκουρέστι.

Η πιο σημαντική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δόθηκε στο


Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου 1821, ένα χωριό δυτικά του ποταμού
Αλούτα στη Μολδαβία. Όμως, η μάχη αυτή, από επιπόλαιες ενέργειες
συνεργάτη του Αλ. Υψηλάντη, εξελίχθηκε σε πανωλεθρία
του ελληνικού στρατού (και του Ιερού Λόχου). Η ήττα αυτή
σηματοδότησε το τέλος των επαναστατικών κινήσεων στις
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία είχε άδοξο τέλος1. Η έλλειψη


προετοιμασίας και οργάνωσης, η έλλειψη ικανών συμβούλων, οι
προδοσίες, οι ραδιουργίες, οδήγησαν στην αποτυχία. Από το άλλο
μέρος, οι Βαλκανικές χώρες δεν φάνηκε ότι ήταν ακόμα έτοιμες να
διεκδικήσουν, με μια κοινή προσπάθεια, την ανεξαρτησία τους. Η
απασχόληση ωστόσο των Οθωμανών στις Παραδουνάβιες Περιοχές,

1
Παπαρρηγόπουλος Κων. όπ. παρ., τόμος 19, σελ. 108-109, Αθήνα.

137
έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες της Πελοποννήσου και της
Στερεάς Ελλάδας να σταθεροποιήσουν τη δική τους επανάσταση το
Μάρτιο του 1821.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, παρά τις υποσχέσεις της Αυστριακής


κυβέρνησης να περάσει ελεύθερα από τα Αυστριακά εδάφη για να
έλθει στην Ελλάδα, τελικά συνελήφθη ως πολιτικός αιχμάλωτος (μαζί
με τους συντρόφους του) και φυλακίστηκε σε φρούριο στην Ουγγαρία.
Οι απάνθρωπες και ανθυγιεινές συνθήκες έπληξαν σοβαρά την υγεία
του. Τα χρόνια αυτά ήταν εφιαλτικά για τον Αλ. Υψηλάντη. Μετά την
αποφυλάκιση του, το Νοέμβριο 1827 , η κλονισμένη υγεία του δεν τον
άφησε να ζήσει πολύ. Πέθανε εξαντλημένος στη Βιέννη στις 31
Ιανουαρίου 1828.

Λίγο μετά την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία από


τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Σουλτάνος αποφάσισε να προβεί σε
διωγμούς εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Το κλίμα στην
Ευρώπη (Αυστρία, Γαλλία, Αγγλία) ήταν αρνητικό έναντι των
επαναστάσεων, λόγω της Ιεράς Συμμαχίας, ενώ η Ρωσία αποδοκίμασε
το κίνημα του Αλ. Υψηλάντη, και αυτή η δυσμενής συγκυρία ενίσχυσε
την απόφαση του Σουλτάνου. Ο Μουσουλμανικός όχλος,
καθοδηγούμενος από τους γενίτσαρους, εξαγριώθηκε, δημιουργήθηκε
κλίμα τρομοκρατίας, οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις αθώων, οι
λεηλασίες και οι καταστροφές περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη
ήταν γεγονός. Οι διωγμοί επεκτάθηκαν με φυλακίσεις κληρικών και
άλλων σημαντικών προσώπων της Πόλης και εντάθηκαν όταν έφτασε η
είδηση στις Τουρκικές Αρχές για την εξέγερση στην Πελοπόννησο.
Οι διωγμοί και οι θανατώσεις των Ελλήνων δεν περιορίστηκαν
μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Σύντομα επεκτάθηκαν και σε άλλες
πόλεις, όπως στην Αδριανούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη, στην
Κύπρο…

138
2.2. Η Επέκταση της επανάστασης, το ιδεολογικό πλαίσιο.
Η επανάσταση του 1821, εδραιώθηκε μόνο στην Πελοπόννησο,
στη Στερεά Ελλάδα και σε μερικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Επαναστατικές ενέργειες υπήρξαν φυσικά και σε άλλες περιοχές, όπως
στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Η πληθυσμιακή
σύνθεση στον ελλαδικό χώρο, μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων,
διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Τις παραμονές της επανάστασης,
στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, κατοικούσαν ελάχιστοι
Μουσουλμάνοι (υπερτερούσαν αριθμητικά οι Χριστιανοί), ενώ στη
Θεσσαλία και στην Ήπειρο κατοικούσαν πυκνοί Μουσουλμανικοί
πληθυσμοί. Στη Θεσσαλία κυρίως και στην Ήπειρο υπήρχαν μεγάλες
γαιοκτησίες – τα τσιφλίκια -, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Αλή Πασά
των Ιωαννίνων. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο
(Άρτα, Θεσπρωτία) άνηκαν στους Τούρκους. Αντίθετα τα ορεινά εδάφη
της Πίνδου και του Ολύμπου, ανήκαν στους έλληνες. Αυτό συνέβαινε
παντού μέσα στον ελληνικό χώρο. Οι Τούρκοι κρατούσαν για τον εαυτό
τους τα εύφορα πεδινά εδάφη και άφηναν για τους έλληνες τα
δύσβατα και άγονα ορεινά και ημιορεινά εδάφη.

Στις ορεινές περιοχές ήταν αναπτυγμένη η κτηνοτροφία –


κυρίως η ημινομαδική κτηνοτροφία. Δεν έλλειπαν όμως και τα
τσελιγκάτα, με χιλιάδες ζώα και οργάνωση νομαδική (μετακινούμενη).
Οι συχνές ληστείες ζώων, ανάγκαζαν τους κτηνοτρόφου να είναι
οπλισμένοι για την προστασία των κοπαδιών τους.

Σε ορισμένες περιοχές της κεντρικής Ελλάδας ήταν αρκετά


ανεπτυγμένη η βιοτεχνία, κυρίως του ορεινού και ημιορεινού χώρου,
στους τομείς της νηματουργίας, της κατασκευής μάλλινων,
βαμβακερών και μεταξωτών υφασμάτων, όπως στα Αμπελάκια, στα
χωριά του Πηλίου, στα Άγραφα, σε ορισμένα χωριά της Ηπείρου και
του Ολύμπου… Σημαντική ήταν και η ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας
των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου, η οποία συνέβαλε

139
αποφασιστικά στην επιτυχή έκβαση της ελληνικής επανάστασης. Από
το 1815, παρουσιάστηκε κάμψη στις υποτυπώδεις αυτές οικονομικές
δραστηριότητες του υπόδουλου ελληνικού χώρου, η οποία δεν
αποκλείεται να συνετέλεσε στην επίσπευση της εξέγερσης των
Ελλήνων. Αυτό ήταν χονδρικά το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο την
εποχή που προετοιμάζονταν η ελληνική επανάσταση.

Η επέκταση της Φιλικής Εταιρείας με την μύηση πολλών


Χριστιανών του ελλαδικού χώρο, ιδιαίτερα της Πελοποννήσου (Μοριά)
και της Ρούμελης (Στερεά), καθώς και η επίδραση του πνευματικού
κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, παρακίνησαν την
επαναστατική έκρηξη. Το ξεκίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη
Μολδοβλαχία, μεταλαμπαδεύτηκε στον ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα στην
Πελοπόννησο και στο Μοριά. Η κάμψη των οικονομικών
δραστηριοτήτων, που είχε αρχίσει να μαστίζει την ήδη άθλια ζωή των
περισσοτέρων Ελλήνων, βοήθησε στην ανατροπή του Οθωμανικού
καθεστώτος.

Το ιδεολογικό πλαίσιο της επανάστασης πρόσφερε ο


Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η Φιλική Εταιρεία, που έδιναν έμφαση
στις αξίες της ελευθερίας, της παιδείας, της ισότητας, της δικαιοσύνης,
της ιδιοκτησίας…, αξίες που μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν το Έθνος
απαλλαγεί από τον ξένο δυνάστη.

2.3. Η Επανάσταση στο Μοριά.

2.3.1. Οι προετοιμασίες των δυο πλευρών.

Η διαμόρφωση του εδάφους στην Πελοπόννησο με απόκρημνα


βουνά και άγρια φύση, κοιλάδες και στενά περάσματα, διευκόλυνε το
έργο των επαναστατών στον κλεφτοπόλεμο και δυσκόλευε το έργο του
πολυάριθμου Οθωμανικού στρατού. Το λιμάνι της Πάτρας ήταν η Πύλη
της Πελοποννήσου προς τη Δύση. Η γειτνίασή της με τα ελεύθερα

140
Επτάνησα διευκόλυνε την επικοινωνία, ενώ οι Ευρωπαίοι
εγκατέστησαν στην Πόλη προξενεία... Η σταφίδα, το σημαντικότερο
εμπορεύσιμο προϊόν της κεντροδυτικής Πελοποννήσου, εξάγονταν,
μέσω του λιμανιού της Πάτρας στις χώρες της Ευρώπης. Μεγάλη
ανάπτυξη πήρε η καλλιέργεια της σταφίδας στην περιοχή μετά την
απελευθέρωση. Η Πελοπόννησος διέθετε επίσης πολλά φρούρια,
κληρονομιά από την ενετική περίοδο, χωρίς όμως εκσυγχρονισμό,
συντήρηση και πρόσθετες κατασκευές, με εξαίρεση την Τριπολιτσά,
όπου οι Οθωμανοί έχτισαν νέες οχυρώσεις.

Το 1820, η Υψηλή Πύλη, διαβλέποντας ταραχές στο Μοριά 1,


έστειλε στην περιοχή τον ικανότατο Χουρσίτ Πασά, με τα καλύτερα
στρατεύματα. Η είδηση για την άφιξή του εκεί, γέμισε απογοήτευση
τους μυημένους στα επαναστατικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Πριν
όμως προλάβει να αναλάβει τα καθήκοντα του στην Τριπολιτσά
(= Τρίπολη), πήρε εντολή να περάσει στην Ήπειρο και να αντιμετωπίσει
τον Αλή Πασά. Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι μυημένοι του Μοριά
αναθάρρυναν και – όσο ο Χουρσίτ ήταν απασχολημένος στα Γιάννινα –
έβαλαν μπροστά την προώθηση των σχεδίων τους : Η πολιορκία των
Ιωαννίνων απορρόφησε τις Οθωμανικές δυνάμεις για μεγάλο χρονικό
διάστημα. Η ανησυχία όμως στο Μοριά δεν έλλειψε εντελώς. Δεν ήταν
γνωστό ποια στάση θα κρατούσαν οι προύχοντες και οι αρματολοί,
μετά τις εξελίξεις στα Γιάννενα με τον Αλή Πασά, ο οποίος επηρέαζε
πολλούς από τους τοπικούς Χριστιανικούς παράγοντες, όπως και στη
Στερεά Ελλάδα.

Η Αχαΐα και ο Μοριάς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην


επανάσταση. Υπήρχαν εκεί πολλοί παράγοντες, μυημένοι στη Φιλική
Εταιρεία. Η Πάτρα, με τη σημαντική βιοτεχνία, την έντονη κινητικότητα

1
Μεσαιωνική και νεότερη ονομασία της Πελοποννήσου. Πρωτοεμφανίσθηκε ως τοπωνύμιο το
1111 και αρχικά δήλωνε την περιοχή γύρω από την Ηλεία. Αργότερα περιέλαβε ολόκληρη την
Πελοπόννησο.

141
του λιμανιού, τις ξένες Προξενικές Αρχές, τους εκπροσώπους ξένων
εμπορικών οίκων, τη γειτνίαση με τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα...
ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, του οποίου η αίγλη ήταν γνωστή.
Από το άλλο μέρος, η Μάνη, δυσπρόσιτη, σημαντικό επίσης κέντρο της
ενδοχώρας, με χαλαρή διοικητική εξάρτηση από την Τριπολιτσά 1 ,
ξέφευγε από το φορολογικό έλεγχο των Οθωμανών. Η Μάνη ήταν
πολυάνθρωπη σε χριστιανικό πληθυσμό, όπως και η Πάτρα και είχε
ισχυρές οικογένειες που την καθοδηγούσαν, όπως αυτή του Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη.

Μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων υπήρχε αμοιβαία καχυποψία.


Οι μεν υποψιάζονταν τους δε. Για τους Έλληνες η ημερομηνία της 25
Μαρτίου, ημέρα του ξεσηκωμού, ήταν κοντά. Η επιλογή της ημέρας του
Ευαγγελισμού είχε συμβολικό χαρακτήρα. Οι Μουσουλμάνοι, κάτοικοι
της Αχαΐας αντιπροσώπευαν το 10% του συνολικού πληθυσμού της
περιοχής. Οι μικροταραχές που άρχισαν να σημειώνονται – όπως
επιθέσεις Ελλήνων σε φοροεισπράκτορες, σε ταχυδρόμους, σε
ταξιδιώτες... – πανικόβαλαν τους Οθωμανούς, που έφευγαν προς κάθε
κατεύθυνση, κυρίως από την ύπαιθρο στις πόλεις ή κλείνονταν στα
κάστρα. Υποψιάζονταν ότι οι Έλληνες κάτι ετοίμαζαν εναντίον της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και ο τρόμος ήταν διάχυτος.
Αυτό συνέβαινε σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου. Η φυγή των
Μουσουλμάνων οδήγησε τους Έλληνες χωρικούς των γύρω περιοχών
σε λεηλασίες της εγκαταλειμμένης περιουσίας : σπίτια, οικόσιτα ζώα,
κοπάδια κλπ. Αυτή η τροπή των πραγμάτων, όταν συνοδεύεται με
θανάτους οδηγεί σε εξέγερση. Μεμονωμένες Οθωμανικές οικογένειες
που έφευγαν από τις επαρχίες για να βρουν καταφύγιο στην Πόλη,
σφαγιάζονταν καθ’ οδόν, ενώ η γενίκευση της αναρχίας προκάλεσε την
1 ο
Η Τρίπολη εμφανίζεται στην Ιστορία από το 15 αιώνα με την ονομασία Τριπολιτσά. Το 1719
έγινε έδρα του Τούρκου Πασά και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη ως εμπορικό κέντρο. Κατά την
επανάσταση και μετά την άλωσή της από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έλαβε το σημερινό όνομά
της.

142
επίσπευση των γεγονότων. Στις 22 Μαρτίου, τα γεγονότα ιδιαίτερα
στην Πάτρα είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι μυημένοι της Φιλικής
Εταιρείας περίμεναν ακόμα ειδήσεις για τις προθέσεις της Ρωσίας. Τα
γεγονότα όμως τους πρόλαβαν. Κατάλαβαν ότι έπρεπε να επέμβουν για
εξομάλυνση της κατάστασης. Η παρακολούθηση των γεγονότων, ως
απλοί παρατηρητές, εγκυμονούσε κινδύνους. Στην Πάτρα έφτασαν
επικεφαλής ενόπλων σωμάτων οπλαρχηγοί, προεστοί και ιερωμένοι.
Η εξέγερση πήρε επίσημη μορφή και όχι απλά μια επιχείρηση
πλιάτσικου. Έγιναν δοξολογίες και εκδόθηκε επαναστατική διακήρυξη.
Οι Οθωμανοί κλείστηκαν στο φρούριο και περιορίστηκαν σε
κανονιοβολισμούς. Όμως, το φρούριο δεν είχε νερό και η μακρά
παραμονή τους εκεί, πολιορκούμενοι, δεν ήταν δυνατή. Ευτυχώς
γι’ αυτούς ο Γιουσούφ, Πασάς της Εύβοιας, περνούσε εκείνες τις
ημέρες με κατεύθυνση τα Γιάννενα και πληροφορήθηκε τα γεγονότα
στην Πάτρα. Άλλαξε πορεία και επιτέθηκε στους Χριστιανούς της
Πόλης. Εκεί επικρατούσε χάος, γι’ αυτό και η επέμβαση ήταν εύκολη.
Απελευθέρωσε τους Οθωμανούς του κάστρου και, μαζί τους, άρχισε να
καταστρέφει και να λεηλατεί την πόλη. Πολλοί Έλληνες Χριστιανοί
σκοτώθηκαν και η Πόλη έμεινε υπό Οθωμανική κυριαρχία.

Η είδηση για τα συμβαίνοντα στην Πάτρα, έφθασε στη Μάνη.


Οι δισταγμοί διαλύθηκαν. Οι Μαυρομιχαλαίοι με τους Μανιάτες, στις
23 Μαρτίου, πήραν τα όπλα και κατέλαβαν την Καλαμάτα. Οι
Οθωμανοί παραδόθηκαν, έγινε δοξολογία και εκδόθηκε επαναστατική
διακήρυξη, που απευθύνονταν στους Μονάρχες της Ευρώπης.
Η ημερομηνία της διακήρυξης ήταν η 25 Μαρτίου 18211.

Οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης στρατιωτικών σωμάτων


είχαν ως αφετηρία τη Μάνη και οι πρώτοι στρατιώτες του

1
Μαργαρίτης Γιώργος, Η επανάσταση στο Μοριά, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 9, σελ. 130-189,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.

143
επαναστατικού στρατού ήταν παλιοί κλέφτες ή μισθοφόροι από τα
Επτάνησα. Οι Μαυρομιχαλαίοι είχαν αξιόλογο ιδιωτικό στρατό.
Ανάμεσα στους συγκεντρωθέντες στο Μοριά τις παραμονές της
επανάστασης, κεντρικό πρόσωπο, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
επικεφαλής ενόπλων που του παραχώρησαν οι Μαυρομιχαλαίοι,
προχώρησε προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου, με σκοπό να
εκδιώξει τους Οθωμανούς προς τα κάστρα και να αποκτήσει τον έλεγχο
της Υπαίθρου.

Η στρατολόγηση ωστόσο ντόπιων της υπαίθρου δεν ήταν τόσο


εύκολη υπόθεση. Οι άνθρωποι της υπαίθρου, συνήθως φιλήσυχοι
γεωργοί, δεν κατείχαν το χειρισμό όπλων, δεν γνώριζαν από
στρατιωτικές επιχειρήσεις, είχαν φοβία έναντι των Οθωμανών
στρατιωτών, δεν ήξεραν να σκοτώνουν και να καταστρέφουν... Τους
έλλειπε η αυτοπεποίθηση. Οι προσπάθειες των Προκρίτων, των
Αρχιερέων και των Οπλαρχηγών να τους ξεσηκώσουν είχαν μικρή
επιτυχία. Αλλά και αυτοί που συμμετείχαν στον ξεσηκωμό, με την
εμφάνιση του Οθωμανικού στρατού – απαίδευτοι και άπειροι όπως
ήταν – διασκορπίζονταν και οι αρχηγοί τους έμεναν μόνοι. Για να έχει
τύχη η επανάσταση χρειάζονταν στρατός που ξέρει να πολεμάει, που
πειθαρχεί στις εντολές του αρχηγού, που δεν παρατάει τα όπλα στον
πρώτο κίνδυνο. Γι’ αυτό και οι πρώτες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο
δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Για να μάθουν να πολεμούν όσοι Έλληνες έπαιρναν τα όπλα


ορίστηκε αρχιστράτηγος του Μοριά ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
ώστε να αναλάβουν οι εμπειροπόλεμοι Μανιάτες τη στελέχωση και την
οργάνωση του επαναστατικού στρατού και να εκπαιδεύουν τους
νεοφώτιστους στρατιώτες. Με τη συνδρομή των Μανιατών άρχισε
λοιπόν σιγά – σιγά να βελτιώνεται η κατάσταση. Για να αντιμετωπίσουν
τους Οθωμανούς Ιππείς και Πυροβολητές, οι επαναστατημένοι Έλληνες

144
δημιούργησαν πολεμίστρες μέσα σε πέτρινα σπίτια, με κλειστές
(χτισμένες) πόρτες και παράθυρα. Με τον τρόπο αυτό, οι νεοφώτιστοι
στρατιώτες, Έλληνες της υπαίθρου, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν
στις ανάγκες του πολέμου.

Η γενική φυγή των άμαχων Μουσουλμάνων της υπαίθρου, είχε


αφήσει στα χέρια των Ελλήνων ολόκληρη την ύπαιθρο του Μοριά, με
εξαίρεση τα φρούρια και τις οχυρωμένες πόλεις, όπου είχαν καταφύγει
οι διωκόμενοι Μουσουλμάνοι. Η κατάληψή τους μπορούσε να γίνει
μόνο με πόλεμο. Η επανάσταση δεν θα μπορούσε να πετύχει το σκοπό
της, αν έμεναν τα φρούρια και οι οχυρωμένες πόλεις απόρθητες. Έξω
από τα τείχη των φρουρίων και των οχυρωμένων πόλεων,
συγκεντρώνονταν οπλοφόροι της επανάστασης, αλλά και χωρικοί από
τη γύρω περιοχή, με την προσδοκία είτε της λεηλασίας, είτε της
εκδίκησης, είτε της ανησυχίας για τους συγγενείς που κρατούσαν οι
Μουσουλμάνοι ομήρους. Τέτοιοι χώροι συγκέντρωσης πληθυσμών
ήταν τα φρούρια Μεθώνης, Κορώνης, Ακροκορίνθου, Ναυπλίου,
Μονεμβασιάς, Νεόκαστρου, Τριπολιτσάς, Ρίου...

2.3.2. Η πρώτη πολιορκία της Τριπολιτσάς.


Η Τριπολιτσά, διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου για τους
Οθωμανούς, κατείχε στρατηγική θέση στο κέντρο της περιοχής, που
τους επέτρεπε να ελέγχουν όλο το Μοριά. Ήταν οχυρωμένη με
περιτείχισμα. Η απουσία του Χουρσίτ Πασά στα Γιάννενα, άφησε στην
Τρίπολη ένα κενό εξουσίας, που οδηγούσε στην πολυαρχία.

Στην αρχή της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ήταν κλεισμένοι στην


πόλη 30.000 άοπλοι (οι κάτοικοι της και οι πρόσφυγες) και 10.000
ένοπλοι (Αλβανοί μισθοφόροι και ντόπιοι Μουσουλμάνοι). Το
πρόβλημα των αποθεμάτων ειδών διατροφής του πληθυσμού, θα
παρουσιάζονταν σύντομα οξύ (ανεπάρκεια αγροτικών προϊόντων και
έλλειψη προετοιμασίας των Οθωμανικών αρχών).

145
Την αρχηγία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς ανέλαβε ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 1 . Επιδίωξή του ήταν η δημιουργία ενός
πολυάριθμου στρατού που θα καθήλωνε τους Οθωμανούς μέσα στην
πόλη και θα απέκλειε τους εφοδιασμούς τους με τρόφιμα και τη
βοήθεια από τους ομοθρήσκους τους. Στις αρχές Απριλίου 1821, έγινε
προσπάθεια οργάνωσης στρατοπέδου στην Πιάνα (= Νομός Αρκαδίας),
με τη στρατολόγηση Χριστιανών αγροτών, από το Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη. Ήρθαν όμως οι Τούρκοι και τους διέλυσαν.

Στη συνέχεια, ο Θ. Κολοκοτρώνης έκανε νέα προσπάθεια στα


Βέρβενα (ή Βέρβαινα) στις πλαγιές του Πάρνωνα (Ν. Αρκαδίας). Ούτε
εκεί κατάφερε να εξασφαλίσει την αναγκαία πειθαρχία στο στρατό.
Οι φυγόκεντρες δυνάμεις της αποστασίας, διασπάστηκαν και έστησαν
νέο στρατόπεδο στη Βλαχοκερασιά (Νότια της Τρίπολης, Νομός
Αρκαδίας), με 500 πολεμιστές. Οι Τούρκοι περίμεναν την ημέρα του
Πάσχα, στις 10 Απριλίου για να τους επιτεθούν. Οι «τολμηροί»
και απονήρευτοι επαναστάτες της Βλαχοκερασιάς το έριξαν στο γλέντι
με αρνιά και σούβλες, οι Τούρκοι τους αιφνιδίασαν και ήρθε η
καταστροφή. Τα αρνιά τα έφαγαν οι Οθωμανοί, το αίμα χύθηκε ποτάμι
και τα κεφάλια τους μεταφέρθηκαν θριαμβευτικά στην Τριπολιτσά.

Τη διάλυση του στρατοπέδου στη Βλαχοκερασιά, ακολούθησαν


κι άλλα γεγονότα, τις πρώτες εβδομάδες της επανάστασης. Στις 6
Απριλίου διαλύθηκε η πολιορκία στην Πάτρα, ενώ την ημέρα του
Πάσχα – πάλι – είχε την ίδια τύχη και η αντίσταση στο Ναύπλιο. Τα
ελληνικά επαναστατικά σώματα αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τα
Οθωμανικά. Η προοπτική βελτίωσης της κατάστασης φαίνονταν
μακριά, ενώ αναμένονταν σύντομα η άφιξη Οθωμανικών στρατιωτικών
ενισχύσεων στην Πελοπόννησο. Στις 12 Απριλίου 1821, σε σύσκεψη
που έγινε στα Βέρβαινα αποφασίστηκε – εκτός από το κάλεσμα από

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., οπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 156 και εξής, Εκδ. National Geographic.

146
την Καλαμάτα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να αναλάβει την
αρχιστρατηγία των επαναστατών στα Βέρβαινα, και να χρησιμοποιηθεί
το στρατιωτικό δυναμικό της Μάνης – η οικονομική ενίσχυση της
στρατολόγησης από την προσωπική περιουσία των παραγόντων της
επανάστασης (προκρίτων, οπλαρχηγών...) για την πληρωμή μισθών και
εφοδίων. Αποφασίστηκε επίσης η υποχρεωτική μαζική στρατολόγηση
χωρικών, που μπορούσαν να κρατήσουν όπλα. Έτσι, συγκροτήθηκαν
αποσπάσματα που περιόδευαν τις επαρχίες και στρατολογούσαν
άνδρες χωρικούς. Οι αποφάσεις αυτές καρποφόρησαν.
Δημιουργήθηκαν στρατιωτικά σώματα, ικανά να αλλάξουν την
κατάσταση, τα οποία τις επόμενες εβδομάδες άρχισαν να
κατευθύνονται στην Τριπολιτσά. Στις 14 Απριλίου, στο χωριό Βαλτέτσι –
με φυσική οχύρωση – κοντά στην Τρίπολη, εγκαταστάθηκαν τα
ελληνικά σώματα και άρχισαν να πιέζουν τους Τούρκους. Βρίσκονταν
εκεί οι Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Γιατράκος, ο
Αναγνωσταράς, ο Παπατσώνης και άλλοι. Η Πιάνα, δίπλα, είχε
καταληφθεί από τον Πλαπούτα και τους Κολοκοτρωναίους. Οι
αψιμαχίες δεν άργησαν να ξεκινήσουν.

Στις 24 Απριλίου, μια έξοδος των Οθωμανών από την Πόλη ήταν
αρκετή να διαλύσει το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι και οι επαναστάτες να
διασκορπιστούν. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι μη αναστρέψιμη,
αν οι Οθωμανοί δεν είχαν, κι αυτοί, τις δικές τους αδυναμίες, εξαιτίας
της αναρχίας που επικρατούσε στην Πόλη. Η άναρχη αυτή κατάσταση
που επικρατούσε στο Οθωμανικό Στρατόπεδο, άφηνε στους
επαναστατημένους Έλληνες πεδίο ελεύθερο να αναπτυχθούν και να
κυριαρχήσουν στην περιοχή.

Τις επόμενες ημέρες, η ελληνική πλευρά, ανασυγκροτήθηκε και


βελτίωσε τη Διοίκησή της. Στις 6 Μαΐου, ο Χουρσίτ έστειλε ενισχύσεις
από τα Γιάννενα, όπου ευρίσκονταν, πέρασαν ανενόχλητες από την
Κόρινθο και το Άργος και έφτασαν στην Τριπολιτσά. Στη διάρκεια του

147
Απριλίου και Μαΐου η επανάσταση εξαπλώθηκε στα νησιά, στην Αθήνα
και στις βορειότερες περιοχές.

Το Μάιο επανήλθαν οι Έλληνες στο στρατηγικό Βαλτέτσι και


περιορίστηκαν σε αψιμαχίες και επιδρομές γύρω από την Τριπολιτσά.
Στο Βαλτέτσι συγκεντρώθηκαν 900 περίπου ένοπλοι και στις γύρω
περιοχές σημαντικός αριθμός άλλων πολεμιστών (σύνολο περί τους
1500). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε και αυτός το βαθμό του
Αρχιστρατήγου (της Γορτυνίας). Η μάχη που έκρινε την κατάσταση έγινε
στις 12 Μαΐου 1821 στο Βαλτέτσι. Ο Κεχαγιάς Μπέης της Τριπολιτσάς
έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του, τη διάλυση του στρατοπέδου στο
Βαλτέτσι και τη δυναμική αντιμετώπιση της Καλαμάτας, που ήταν το
κέντρο των επαναστατών. Συγκέντρωσε για το σκοπό αυτό 6500 πεζούς
και 1500 ιππείς1. Οργάνωσε λοιπόν την κύκλωση του στρατοπέδου του
Βαλτετσίου και την αποκοπή του από τυχόν ενισχύσεις. Οι
επαναστάτες, μη μπορώντας πλέον να διαφύγουν, οργάνωσαν την
αντίστασή τους που άντεξε επί ώρες. Στο μεταξύ, άρχισαν να
καταφθάνουν ενισχύσεις από τους οπλαρχηγούς των γύρω περιοχών. Ο
Κεχαγιά Μπέης, αδυνατώντας να ανατρέψει τους αντιπάλους,
πανικοβλήθηκε, ανακάλεσε όλα τα στρατεύματα που είχε αναπτύξει
γύρω από το στρατόπεδο των ελλήνων, κι έτσι άφησε τον δρόμο
ανοικτό να περάσουν οι ενισχύσεις, να μπουν στο πεδίο της μάχης και
να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς. Με τα νέα στρατιωτικά σώματα,
που έφτασαν για ενίσχυση των ελλήνων, άλλαξε ο συσχετισμός
δυνάμεων. Τα ξημερώματα, η σύγκρουση συνεχίστηκε, νέες ενισχύσεις
των Ελλήνων έφταναν συνεχώς, οι Οθωμανοί κλονίστηκαν και
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Τώρα όμως όλα τα περάσματα ήταν
πιασμένα από τον επαναστατικό στρατό. Η πίεση που δέχτηκαν οι
Οθωμανοί από τον Θ. Κολοκοτρώνη και από τους άλλους οπλαρχηγούς,
μετέτρεψε την υποχώρηση προς την Τριπολιτσά σε άτακτη φυγή.

1
Μαργαρίτης Γιώργος, όπ. παρ., Τόμος 9, σελ. 157.

148
Τα θύματα των Οθωμανών ήταν πολλά και τα λάφυρα σε εξοπλισμό
(περίπου 1000 όπλα), που άφησαν πίσω τους, επίσης. Ο θρίαμβος της
νίκης εξαπλώθηκε παντού και είχε ευνοϊκή επίδραση στους
επαναστατημένους Έλληνες. Οι Έλληνες άρχισαν να μαθαίνουν τις
βάρβαρες πολεμικές συνήθειες, να μισούν τον αντίπαλο και να μην
φοβούνται το θάνατο.

Η συνέχιση και η εδραίωση της επανάστασης στην ύπαιθρο


απαιτούσε κεντρική εξουσία και οικονομικά μέσα για να μπορέσει να
συνεχίσει το έργο της. Μέχρι τότε αντιμετώπιζε ένα κενό εξουσίας.
Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν
αποκλεισμένος στη Μολδοβλαχία και λίγο αργότερα βρέθηκε
φυλακισμένος στην Αυστρία. Η ανάγκη λοιπόν για την δημιουργία
κεντρικής εξουσίας ήταν άμεση για τον συντονισμό του αγώνα, ενώ η
έλλειψη οικονομικών πόρων για τη χρηματοδότηση της επανάστασης,
οδηγούσε αναγκαστικά στη φορολόγηση του αγροτικού πληθυσμού.
Στις 26 Μαΐου 1821, συνήλθαν οι προύχοντες και οι Αρχιερείς του
Μοριά από κοινού με τους οπλαρχηγούς, στη Μονή των Καλτεζών
(κοντά στην Τριπολιτσά) και αποφάσισαν τη σύσταση της
«Πελοποννησιακής Γερουσίας». Η Γερουσία αυτή αποτελούνταν από
τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ασημάκη Ζαήμη, Παλαιών Πατρών
Γερμανό και πολλούς άλλους και θα κυβερνούσε «ως απόλυτη Αρχή
υπεράνω ελέγχου» 1 . Τα πρώτα μέτρα που πήρε αφορούσαν τη
φορολόγηση των αγροτών: είσπραξη της δεκάτης (10%) επί της
γεωργικής παραγωγής και του «γεώμορου», δηλ. είσπραξη του 1/5 της
παραγωγής από αυτούς που καλλιεργούσαν κτήματα Οθωμανών. Είναι
αυτονόητο ότι τα μέτρα αυτά δυσαρέστησαν τους αγρότες, οι οποίοι
πίστευαν ότι μετά την επανάσταση και την εκδίωξη των Τούρκων, θα
απαλλάσσονταν από το φορολογικό χαράτσι.

1
Μαργαρίτης Γιώργος, όπ. παρ., Τόμος 9, σελ. 160.

149
2.3.3. Η άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη και του Αλέξ.
Μαυροκορδάτου.

Στις 7 Ιουνίου 1821, λίγες μέρες μετά τις αποφάσεις των


Καλτεζών, έφθασε στο Μοριά ο Δημήτριος Υψηλάντης, ως εκπρόσωπος
του αδελφού του Αλέξανδρου. Την ίδια ημερομηνία (7 Ιουνίου) έσβηνε
και η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, μετά τη συντριβή στο Δραγασάκι.
Η είδηση όμως αυτή άργησε να φτάσει στην Ελλάδα, για αυτό και ο
ερχομός του Δημητρίου Υψηλάντη αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων,
γιατί πίστευαν ότι έτσι λύνονταν το μυστικό της «αόρατης αρχής» και η
ανάμειξη της Ρωσίας στην ελληνική υπόθεση ήταν γεγονός. Ο Δημ.
Υψηλάντης επωφελήθηκε να τους ζητήσει απόλυτη εξουσία. Τον
υποστήριξαν όσοι ήταν δυσαρεστημένοι από την Πελοποννησιακή
Γερουσία, όπως οι εκπρόσωποι της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών,
καθώς και πολλοί οπλαρχηγοί και ο λαός. Η διαμάχη μεταξύ των δύο
πλευρών (Δ. Υψηλάντη και Γερουσίας) εντάθηκε και έφθασε στα όρια
της ρήξης, χωρίς καμιά πλευρά να υποχωρεί. Καθώς η κατάσταση ήταν
κρίσιμη, η λύση αναβλήθηκε για μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Στο μεσοδιάστημα, η δυαρχία – ως ένα βαθμό – ήταν αναπόφευκτη.
Στο γεγονός αυτό προστέθηκε και η άφιξη, στις 20 Ιουλίου 1821, του
Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, που διεκδικούσε κι αυτός μερίδιο της
εξουσίας. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος ήταν γόνος σημαντικής οικογένειας
Φαναριωτών, που η είδηση της επανάστασης δεν μπορούσε να τον
αφήσει ασυγκίνητο. Με έξοδα δικά του και των ομογενών εξόπλισε ένα
πλοίο, το φόρτωσε με πολεμοφόδια στο Λιβόρνο και στη Μασσαλία,
επιβιβάστηκαν σε αυτό αρκετοί Έλληνες και οι πρώτοι φιλέλληνες και
έσπευσαν να ενισχύσουν την επανάσταση. Στο Μεσολόγγι ο Αλ.
Μαυροκορδάτος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, γιατί, μαζί του,
έφθασαν και οι ενδείξεις για το φιλελληνικό ενδιαφέρον των
Ευρωπαίων. Τόσο ο Δημήτριος Υψηλάντης, όσο και ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος κέρδισαν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στα πρόσωπά
τους. Μέσα στο χάος που επικρατούσε τότε στη χώρα, αποτέλεσαν την

150
ελπίδα του γένους, ιδιαίτερα όταν άρχισαν να φθάνουν οι ειδήσεις από
τη Μολδοβλαχία για το άδοξο τέλος της επανάστασης εκεί και του
Αλέξανδρου Υψηλάντη.

2.3.4. Η πολιορκία της Μονεμβασιάς1.

Μέσα στην οχυρωμένη πόλη της Μονεμβασιάς υπήρχαν, κατ’


εξαίρεση, και 150 Έλληνες Χριστιανοί. Οι υπερασπιστές του φρουρίου
– Τούρκοι – είχαν υποτιμήσει τον κίνδυνο για ενδεχόμενη επίθεση,
παρότι είχαν πληροφορίες για τη Φιλική Εταιρεία. Φαίνονταν
καθησυχασμένοι, ότι δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος, γι’ αυτό και δεν
φρόντισαν να προετοιμάσουν το φρούριο για τις όποιες εξελίξεις.
Η έκπληξη ήρθε, όταν κατατρομαγμένοι Μουσουλμάνοι της υπαίθρου
κατέφυγαν στο κάστρο για ασφάλεια. Τα αποθέματα σε τρόφιμα του
Φρουρίου ήταν περιορισμένα. Συνωστίζονταν στο φρούριο 4500
άνθρωποι. Οι επαναστατημένοι πολιορκητές ήταν κι αυτοί σε
αμηχανία, γιατί δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις εξελίξεις. Ισχυροί
άνδρες να τους στηρίζουν δεν υπήρχαν. Οι χωρικοί, που αποτελούσαν
την πλειονότητα των πολιορκητών, πηγαινοέρχονταν στα χωράφια τους
για ανεφοδιασμό. Μια προσπάθεια των πολιορκημένων για έξοδο
απέτυχε. Τον Ιούλιο του 1821, ο μόνος επίσημος άνδρας που
ενδιαφέρονταν για την πτώση της Μονεμβασιάς, ήταν ο Δημήτριος
Υψηλάντης, ο οποίος μάλιστα επιδίωκε να συνδέσει το όνομά του με
μια επιτυχία, που θα του προσέδιδε κύρος και θα του εξασφάλιζε
υλική και ηθική στήριξη για τον αγώνα. Οι Μανιάτες εδώ φαίνεται ότι
έπαιξαν ένα αντεθνικό ρόλο: Εφοδίαζαν τους πλέον εύπορους
πολιορκημένους με τρόφιμα έναντι χρημάτων ή τιμαλφών, ενώ
φέρονταν εχθρικά στο Δημήτριο Υψηλάντη και σαμποτάριζαν τις
ενέργειές του. Τα Σπετσιώτικα πλοία έσπευσαν να αποκλείσουν το
φρούριο της Μονεμβασίας από τη θάλασσα και δεν επέτρεπαν σε

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 160, Εκδ. National Geographic.

151
κανένα να διαφύγει. Μερικοί απελπισμένοι του φρουρίου που
κατάφεραν να διαφύγουν προς τη θάλασσα έμειναν να πεθάνουν
από την πείνα στα βράχια. Η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει
οικτρά και δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ ακόμα.
Ο Οθωμανικός στόλος αδιαφόρησε να σπεύσει σε βοήθεια των
πολιορκημένων. Η Μονεμβασία παραδόθηκε στους επαναστατημένους
Έλληνες. Όσοι διασώθηκαν είχαν μια ανατριχιαστική εικόνα.

2.3.5. Η πολιορκία του Νεοκάστρου.

Την πτώση της Μονεμβασίας ακολούθησε η πολιορκία του


Νεοκάστρου, στις δυτικές ακτές του Μοριά. Η πολιορκία είχε αρχίσει
στις 29 Μαρτίου 1821. Διακρίνονταν από τα ίδια συμπτώματα με εκείνα
της Μονεμβασίας, τόσο ως προς την καθυστέρηση της προετοιμασίας
του Κάστρου, όσο και ως προς την απειθαρχία των πολιορκητών.
Η πολιορκία σταμάτησε λίγο πριν το Πάσχα και ξανάρχισε μετά το
Πάσχα, όταν ένοπλοι Έλληνες χωρικοί από τα γύρω χωριά μαζεύτηκαν
και πάλι μπροστά στα τείχη. Οι πολιορκημένοι αρχικά διατηρούσαν την
αισιοδοξία τους, γιατί περίμεναν βοήθεια από τον Οθωμανικό στόλο,
καθώς η επικοινωνία από τη θάλασσα με τη Μεθώνη παρέμενε ακόμα
ανοιχτή. Στα μέσα Μαΐου, οι συνθήκες για τους πολιορκημένους έγιναν
εξαιρετικά δύσκολες: ελληνικά πλοία έφτασαν κοντά στο κάστρο και
διέκοψαν την επικοινωνία από τη θάλασσα. Κόπηκε και το υδραγωγείο,
περιορίζοντας την ύδρευση των πολιορκημένων από πηγάδια, που το
νερό ήταν υφάλμυρο. Στη δίψα προστέθηκε και η πείνα, που, και τα
δυο μαζί – έφεραν αρρώστιες και απελπισία.

Τον Ιούλιο 1821, οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να ειδοποιήσουν


τους ομόθρησκούς τους στη Μεθώνη για την κατάστασή τους και
ζήτησαν βοήθεια. Οι προσπάθειες των Οθωμανών της Μεθώνης να
τους βοηθήσουν παρεμποδίστηκαν από τους πολιορκητές. Όλα
έδειχναν ότι η παράδοση του φρουρίου δεν θα αργούσε. Όμως, η

152
διχογνωμία μεταξύ των πολιορκητών σχετικά με τον επωφελέστερο γι’
αυτούς τρόπο και χρόνο τερματισμού της πολιορκίας (με κριτήριο τα
συμφέροντα), οδήγησαν τις διαπραγματεύσεις – πολιορκητών,
πολιορκημένων - σε στασιμότητα για κάποιο διάστημα, μέχρι να βρεθεί
λύση στο πρόβλημα της μοιρασιάς των λαφύρων μεταξύ ναυτών,
στρατιωτών και του κοινού, μετά την κατάληψη του Κάστρου. Στο
διάστημα αυτό, πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί έξω από το Νεόκαστρο
διεκδικώντας μερίδιο από τα λάφυρα. Τον Αύγουστο 1821, ο αριθμός
των πολιορκητών έφτανε τους 2.200 πολεμιστές. Το Νεόκαστρο έπεσε,
οι πολιορκημένοι Οθωμανοί παραδόθηκαν, το πλήθος τους αφαίρεσε
ότι σημαντικό κρατούσαν πάνω τους και μετά τους σκότωσε όλους,
κατά παράβαση της συμφωνίας παράδοσης.

2.3.6. Οι Λοιπές πολιορκίες.

Στην Κόρινθο οι Οθωμανοί είχαν σημαντική παρουσία (περί τις


600 οικογένειες Μουσουλμάνων). Ο θρύλος έλεγε ότι ο αρχηγός τους
Κιαμήλ Μπέη, ήταν μεγάλος προύχοντας της περιοχής, με πολύ πλούτο.
Τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης, ο Κιαμήλ Μπέη κλήθηκε να
μεταβεί στην Τριπολιτσά και δεν κατάφερε να επιστρέψει πριν τα
γεγονότα. Όταν μαθεύτηκε ο ξεσηκωμός στο Μοριά, οι Μουσουλμάνοι
της υπαίθρου και της Κορίνθου, θορυβήθηκαν και εγκατέλειψαν τα
σπίτια τους και κατέφυγαν μέσα στα τείχη του Ακροκορίνθου. Στις 30
Μαρτίου 1821, συγκεντρώθηκαν στα Εξαμίλια (της Πελοποννήσου)
1500 Έλληνες ένοπλοι και πήγαν στην εγκαταλειμμένη πόλη της
Κορίνθου και τη λεηλάτησαν (σπίτια, καταστήματα, αποθήκες κλπ). Την
1 Απριλίου άρχισε η πολιορκία του Ακροκορίνθου. Στο στρατόπεδο των
επαναστατών/πολιορκητών επικρατούσε, ως συνήθως, απειθαρχία.
Αυτό που κρατούσε στις θέσεις τους, τους πολιορκητές (και δεν
έφευγαν) ήταν ο θρύλος για τους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, που
κρύβονταν στο φρούριο του Ακροκορίνθου, δηλ. η προσδοκία για τα
υλικά ωφελήματα. Ξέσπασαν και εδώ διαφωνίες για τη μοιρασιά των

153
λαφύρων. Οι φουσκωμένες φήμες για τους θησαυρούς του Κιαμήλ
Μπέη παρέσυραν πλήθη ανθρώπων στην Κόρινθο για να επωφεληθούν
από τη λαφυραγώγηση. Στην περιοχή έσπευσε και ο Παπαφλέσσας,
παρασυρμένος προφανώς και αυτός, από το θρύλο και προσπάθησε να
οργανώσει το στρατόπεδο της Πολιορκίας. Όμως εδώ οι πολιορκητές
ατύχησαν. Ο Μουσταφά Κεχαγιά Μπέη με 3500 άνδρες Αλβανούς
μισθοφόρους, αφού κυρίευσε και λεηλάτησε το Αίγιο, κατευθύνθηκε
προς την Ακράτα και στην Κόρινθο.

Ο Παπαφλέσσας προσπάθησε να οργανώσει τους ενόπλους του


για την αντιμετώπιση του Κεχαγιά Μπέη. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος
των δυνάμεών του, φοβήθηκε και αποχώρησε, πριν πλησιάσουν οι
Οθωμανοί. Ο Παπαφλέσσας προχώρησε στην καταστροφή της
Κορίνθου, καθώς και των Τζαμιών, ακόμα και του σπιτιού του Κιαμήλ
Μπέη. Τα αντίποινα των Οθωμανών ήταν, ως συνήθως, αποκεφαλισμοί
Χριστιανών, ανάμεσά τους και ο Ανδρίκος Νοταράς. Την 1 Μαΐου 1821,
η πολιορκία είχε εγκαταλειφθεί. Οι πολιορκητές και όλοι οι Χριστιανοί
της περιοχής της Κορίνθου και της υπαίθρου έφυγαν τρομοκρατημένοι
προς κάθε κατεύθυνση, αφήνοντας πίσω τους οπλισμό, τα μη
διανεμηθέντα ακόμα λάφυρα, τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Οι
Οθωμανοί και οι Αλβανοί του Κεχαγιά Μπέη ρίχτηκαν στο πλιάτσικο
(ό,τι είχε απομείνει), παραμελώντας την καταδίωξη των πολιορκητών.
Όσοι από τους Χριστιανούς δεν κατάφεραν να διαφύγουν έγκαιρα,
θανατώθηκαν. Μετά τη ρύθμιση των ζητημάτων της Κορίνθου, ο
Κεχαγιά Μπέη αναχώρησε για την Τριπολιτσά.

Οι πολιορκίες των οχυρών της Μεθώνης, της Κορώνης, του


Ναυπλίου και της Πάτρας, παρά τις προσπάθειες των Ελλήνων
πολιορκητών και παρά τα όποια επεισόδια συνέβησαν στη διάρκεια της
κάθε πολιορκίας, ήταν τελικά ουδέτερες ως προς το αποτέλεσμα. Δεν
απέδωσαν συγκεκριμένο έργο, ούτε για τους πολιορκητές, ούτε για
τους πολιορκημένους. Η έγκαιρη άφιξη Οθωμανικών ενισχύσεων

154
απέτρεψαν την κατάληψη των οχυρών. Τα οχυρά αυτά παρέμειναν
οθωμανικές νησίδες στη χερσόνησο της Πελοποννήσου, που περιήλθε
σχεδόν ολόκληρη στους επαναστάτες. Τώρα, η ουσιαστική αναμέτρηση
μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά.

2.3.7. Η δεύτερη πολιορκία και κατάληψη της Τριπολιτσάς1.

Όλα έδειχναν ότι η πολιορκία αυτή θα τραβούσε πολύ σε


μάκρος. Άρα, ο εφοδιασμός με τρόφιμα των πολιορκημένων ήταν
πρωταρχικής σημασίας. Στην πλευρά των πολιορκητών δεν υπήρχε
ένας αρχηγός που θα κατηύθυνε τον αγώνα, αλλά πολλοί. Οι
αποφάσεις λαμβάνονταν από τους επιμέρους αρχηγούς μετά από
ατέλειωτες συζητήσεις. Οι πολιορκητές απαρτίζονταν από πολλές
ομάδες (στρατόπεδα) πολεμιστών: α) Το στρατόπεδο του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη, το οποίο διέθετε 2.500 άνδρες, αριστερή πτέρυγα, β) το
στρατόπεδο του Γιατράκου, που διέθετε 1.500 άνδρες, δεξιά πτέρυγα,
γ) το στρατόπεδο του Αναγνωσταρά, που διέθετε 1.000 άνδρες, στο
κέντρο και δ) πίσω από το κέντρο και τη δεξιά πτέρυγα, το στρατόπεδο
του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που διέθετε 1.500 άνδρες. Υπήρχε
επίσης φύλαξη των δρόμων που οδηγούσαν στο Άργος με 150 άνδρες
και στο Λεοντάρι με 300 άνδρες.

Τον Ιούνιο οι πολιορκητές άρχισαν να πλησιάζουν τα τείχη της


Τριπολιτσάς και, επομένως, να περιορίζεται η έκταση που οι
πολιορκημένοι έβοσκαν τα κοπάδια τους και μάζευαν τους καρπούς
από τα χωράφια τους. Οι αψιμαχίες μεταξύ πολιορκητών και
πολιορκούμενων ήταν πολλές. Η παρουσία εκεί του Δημ. Υψηλάντη
έδωσε στην προσπάθεια άλλον αέρα κι έκανε την επιχείρηση επίσημη,
όχι πρόχειρη και αυθόρμητη. Από τα μέσα Αυγούστου, άρχιζαν να
εμφανίζονται εκεί και οι πρώτοι φιλέλληνες, που είχαν μαζί τους και

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 19, σελ. 163, Εκδ. National Geographic.

155
τον πρώτο σύγχρονο εξοπλισμό. Οι επαναστάτες εναθάρρυναν και τον
Αύγουστο του 1821, το σύνολο των επαναστατικών δυνάμεων είχαν
συγκεντρωθεί έξω από τα τείχη της Τριπολιτσάς. Η εγκατάλειψη όμως
της φύλαξης των δρόμων από βορρά δημιουργούσε τον κίνδυνο κάποιο
Οθωμανικό στρατιωτικό σώμα να κατέβει από τη Ρούμελη και να
εμπλακεί σε πόλεμο με τους πολιορκητές.

Η συνοχή που εμφάνιζε το ελληνικό στρατόπεδο οφείλονταν


κυρίως στην προσδοκία των λαφύρων και όχι στην προσήλωση στον
επαναστατικό στόχο της απελευθέρωσης. Γι’ αυτό και όλοι ήθελαν να
βρίσκονται κοντά στα τείχη της Τριπολιτσάς για να επωφεληθούν
πρώτοι της λαφυραγώγησης και αρνούνταν να απομακρυνθούν για να
φυλάξουν τα περάσματα, και να αποτρέψουν ενδεχόμενη αιφνίδια
επίθεση του Οθωμανικού στρατού. Όσο λιγόστευαν τα τρόφιμα και η
βοσκή στα χωράφια γύρω από τα τείχη, τόσο οι αψιμαχίες γίνονταν
αληθινές μάχες με θύματα και από τις δύο πλευρές. Οι πολιορκημένοι,
όταν έβγαιναν από τα τείχη κατά μάζες για να συλλέξουν τροφές,
υποστηρίζονταν από ενόπλους και ιππείς, οι οποίοι «θέριζαν» τους
επαναστατημένους πολιορκητές και άφηναν πίσω τους πολλά θύματα.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης επινόησε, για να προστατέψει τους στρατιώτες του
από τις επιθέσεις των Οθωμανών, να τους πείσει να ανοίξουν μια
οχυρωματική τάφρο (χαντάκι) για να συλλάβουν δήθεν τον πλούσιο
Κιαμήλ Μπέη που επρόκειτο να επιστρέψει στην Κόρινθο. Η τάφρος
αυτή θα χρησίμευε στην πραγματικότητα να επιφέρουν οι στρατιώτες
του, καίριο χτύπημα στους πολιορκημένους κατά την έξοδό τους για
συλλογή τροφίμων και συγχρόνως θα προστάτευε τους ίδιους από τις
ριπές του εχθρού.

Ο αποκλεισμός της πόλης και η αδυναμία εξόδου για τρόφιμα


έφεραν πιο κοντά την άλωση της Τριπολιτσάς. Από την πλευρά των
πολιορκητών, όλοι – απ’ όλα τα μέρη της Πελοποννήσου –
συνωστίζονταν έξω από τα τείχη με την προσδοκία για λαφυραγώγηση.

156
Οι Μανιάτες ειδικότερα, που γνώριζαν την τέχνη του πολέμου, δεν
έχαναν ευκαιρία να επωφεληθούν. Όπως συνέβαινε συνήθως,
επιδίδονταν, κάτω από τα τείχη της πόλης, σε εμπόριο τροφίμων με
τους πολιορκημένους, με εκβιαστικούς όρους, φυσικά με όσους
διέθεταν χρήματα ή τιμαλφή για να αγοράσουν τρόφιμα. Για τους
υπολοίπους στο εσωτερικό των τειχών, η κατάσταση γίνονταν
καθημερινά όλο και πιο δύσκολη, ενώ η εξάντληση των πυρομαχικών
εμπόδιζε την ανάληψη πρωτοβουλιών. Οι γνώμες των πολιορκημένων
διχάστηκαν: Άλλοι ήθελαν τον άμεσο συμβιβασμό με τους
πολιορκητές, άλλοι, οι πλουσιότεροι, επιδίωκαν να κερδίσουν την
εύνοια και την προστασία των ισχυρών ανάμεσα στους πολιορκητές,
δωροδοκώντας τους και άλλοι, οι μισθοφόροι αλβανοί, εν όψει των
διαπραγματεύσεων, που ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν με το Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη, εκβίαζαν τους Τούρκους αξιωματούχους να καταβάλουν
τους καθυστερημένους μισθούς τους, καθώς και άλλα ανταλλάγματα.
Μετά από όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις, η μόνη λύση που επικράτησε
ήταν ο συμβιβασμός. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1821, όλα ήταν έτοιμα για την
έναρξη των διαπραγματεύσεων. Οι εχθροπραξίες αναγκαστικά
σταμάτησαν, λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων. Η κατάσταση στην πόλη
είχε γίνει αφόρητη. Τα τρόφιμα για τους φτωχούς είχαν τελειώσει. Οι
πλούσιοι τα κατάφερναν ακόμα να εξασφαλίζουν τρόφιμα από τη
μαύρη αγορά των Μανιατών, που διαχειρίζονταν οι Αλβανοί μέσα από
τα τείχη. Βοήθεια δεν φαίνονταν από πουθενά. Έξω από τα τείχη, οι
Χριστιανοί συνέχισαν να συρρέουν, προσδοκώντας να επωφεληθούν
από τους υποτιθέμενους θησαυρούς της Τριπολιτσάς. Οι πρόκριτοι και
ο Δημ. Υψηλάντης ζήτησαν να γίνει η μοιρασιά με τάξη και δικαιοσύνη.
Να πάρουν μερίδιο οι στρατιώτες, αλλά να μείνει και πλούτος για τον
αγώνα και το έθνος. Βέβαια, οι πρόκριτοι ταύτιζαν το έθνος και τον
αγώνα με τον εαυτό τους, όχι όμως και ο Δημ. Υψηλάντης. Ο λαός
όμως έξω από την Τριπολιτσά ήθελε την άνευ όρων λεηλασία, ώστε να

157
ματαιώσει την μεταβίβαση του πλούτου από τους ισχυρούς
Μουσουλμάνους, στους ισχυρούς Χριστιανούς.

Οι διαπραγματεύσεις έξω από τα τείχη μεταξύ των δύο πλευρών


ήταν ένα τεράστιο παζάρι. Διήρκεσαν δύο περίπου εβδομάδες. Στη
διάρκεια των διαπραγματεύσεων, πλήθη ανθρώπων από τους
φτωχότερους των πολιορκημένων, έβγαιναν έξω από τα τείχη για να
βρουν τροφή και να ικετεύσουν το έλεος των πολιορκητών. Οι Αλβανοί
στις πύλες, τους λήστευαν και οι πολιορκητές έξω από τα τείχη τους
αφαιρούσαν τη ζωή. Το στρατόπεδο γέμισε πτώματα. Στις 15
Σεπτεμβρίου 1821, οι διαπραγματεύσεις πήραν συγκεκριμένη μορφή.
Οι Οθωμανοί ζητούσαν να αποχωρήσουν προς το Άργος, μαζί με την
κινητή τους περιουσία και τα ατομικά τους όπλα και από εκεί με πλοίο
να μεταφερθούν στη Σμύρνη. Οι Έλληνες αντιπρότειναν να κρατήσουν
την κινητή τους περιουσία, αλλά να αφήσουν τα όπλα τους και να
πληρώσουν ως αποζημίωση στους πολιορκητές 50.000.000 γρόσια1 ,2 .
Οι διαπραγματεύσεις πάγωσαν. Συνεχίστηκαν μόνο με τους Αλβανούς
και το Θ. Κολοκοτρώνη, για την ασφαλή αναχώρησή τους, με εγγυήσεις.
Συνεχίστηκαν επίσης ανεπίσημα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των
πλουσίων πολιορκημένων με παράγοντες των πολιορκητών για τη
σωτηρία τους έναντι σοβαρών ανταλλαγμάτων. Καθώς λέγεται, ακόμα
και η Σπετσιώτησσα καπετάνησσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα έσπευσε
εκεί και επιδόθηκε σε αυτή τη θλιβερή διαπραγμάτευση. Ο Δημ.
Υψηλάντης αηδιασμένος αποχώρησε.. Οι πλούσιοι Οθωμανοί
επωφελήθηκαν από την προσωρινή ανακωχή για να διαπραγματευτούν
αποτελεσματικότερα με τον Θ. Κολοκοτρώνη και τους άλλους
οπλαρχηγούς. Τους γέμισαν χρήματα, αργυρά σκεύη και χρυσά
κοσμήματα για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Φυγαδεύτηκαν νύχτα
με φορτωμένα ζώα. Στις 23 Σεπτεμβρίου συμφωνήθηκε επίσης να
1
Μαργαρίτης Γιώργος, όπ. παρ., τόμος 9 σελ. 184.
2
Γρόσι: Παλαιότερο τουρκικό νόμισμα, το 1/100 της τουρκικής λίρας. Ισοδυναμούσε με 40
παράδες.

158
μεταφερθούν οι Αλβανοί με τα όπλα τους και τα υπάρχοντά τους στην
Ήπειρο. Το πλήθος που περίμενε έξω από την πόλη εξοργίστηκε. Η
έφοδος στην πόλη ήρθε αυθόρμητη και ασχεδίαστη. Ακολούθησαν
σφαγές των πολιορκημένων μέσα και έξω από τα τείχη, καταστροφές,
λεηλασίες. 25.000 άτομα Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Χριστιανοί
εσφάγησαν κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Η κατάσταση που επικράτησε μετά την άλωση της Τριπολιτσάς,


έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της πολιτικής και διοικητικής
οργάνωσης. Χρειάζονταν κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση για την
παγίωση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτό απαιτούσε να ξεπεραστούν οι
αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των επαναστατημένων. Η πιο
ισχυρή ομάδα ήταν αυτή των προεστών της Πελοποννήσου.
Διεκδικούσαν να συνεχίσουν να κατέχουν τα διοικητικά τους προνόμια,
αφού μέσω της πελοποννησιακής Γερουσίας, είχαν κεντρική θέση στη
διοίκηση του επαναστατικού αγώνα. Ισχυρή ομάδα ήταν επίσης οι
καπεταναίοι και οι οπλαρχηγοί, που είχαν το βάρος του αγώνα. Οι
εκπρόσωποι της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών, κυρίως της Ύδρας,
διεκδικούσαν επίσης μερίδιο της εξουσίας. Όλοι αυτοί όμως δεν
γνώριζαν από Διοίκηση, δεν είχαν γνώσεις πολιτικές, διοικητικές,
νομικές. Το νέο υπό δημιουργία Κράτος, για να επιβιώσει έπρεπε να
λειτουργεί με θεσμούς , με βάση πρότυπα και αξίες της Ευρώπης και να
διοικείται από ικανούς άνδρες. Η ανάγκη αυτή για τη διακυβέρνηση
του νέου ελληνικού κράτους αντιπροσωπεύονταν από δύο άνδρες της
διασποράς, με φαναριώτικες καταβολές : Τον Δημήτριο Υψηλάντη και
τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Ο Δημ. Υψηλάντης εκπροσωπούσε τη Φιλική Εταιρεία. Όλοι


είχαν πεισθεί πλέον ότι η Φιλική Εταιρεία δεν είχε καμία σχέση με τη
Ρωσία. Η δε Ιερά Συμμαχία είχε ταυτίσει τη Φιλική Εταιρεία με τους
ανατρεπτικούς, τους επαναστάτες, που ήταν αντίπαλοι των Μοναρχών.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης λόγω της αντίθεσής του με τους προεστούς

159
του Μοριά αποτέλεσε πόλο έλξης των δυσαρεστημένων, πολλοί
απ’ τους ποίους ήταν οπλαρχηγοί. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
εδραίωσε την επιρροή του στην Δυτική Στερεά Ελλάδα. Δημιούργησε
ένα συνταγματικό κείμενο, που θεσμοθετούσε την εξουσία στη νέα
Ελλάδα. Στην Ανατολική Στερεά, τη νέα εξουσία θεσμοθέτησε ο Νέγρης,
φαναριώτης, αντι-πρέσβης της Πύλης στο Παρίσι, που βρίσκονταν στην
Ελλάδα για να υπηρετήσει την πατρίδα. Τελικά, επικράτησε, ως πλέον
αξιόπιστη πρόταση, αυτή του Αλ. Μαυροκορδάτου, η οποία
παρουσιάστηκε στην πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, που
συγκλήθηκε το Δεκέμβριο 1821. Πρόεδρος της Συνέλευσης αυτής ήταν
ο Αλ.Μαυροκορδάτος. Ο Δημ. Υψηλάντης παρακολούθησε τα
συμβαίνοντα στη Συνέλευση από την Κόρινθο. Οι στρατιωτικοί δεν
συμμετείχαν. Ο Συνταγματικός χάρτης της χώρας στηρίχθηκε στο
σχέδιο του Αλ. Μαυροκορδάτου. Το πολίτευμα που προέκυψε
θεωρήθηκε προσωρινό. Τα χρώματα γαλάζιο και λευκό έγιναν το
σύμβολο της χώρας.

Η Ακρόπολη της Αθήνας παραδόθηκε τον Ιούνιο 1822.


Η εκστρατεία του Δράμαλη με 20.000 άνδρες, λίγο αργότερα,
περνώντας από το Άργος και την Κόρινθο, με προορισμό το Ναύπλιο
(Καλοκαίρι) για να λύσει το πρόβλημα της τροφοδοσίας των
πολιορκημένων, κατέληξε σε πανωλεθρία. Οι γεωργοί κατέστρεψαν τις
σοδιές και τις βοσκές, καθώς και τις πηγές νερού και η δίψα και η πείνα
κλόνισαν τη μαχητικότητα των στρατιωτών του. Στα στενά περάσματα
των βουνών, στα Δερβενάκια, κατά την υποχώρηση του Δράμαλη, οι
επαναστάτες κατέστρεψαν τον στρατό του. Τα λάφυρα ήταν πολλά. Τον
Νοέμβριο ήρθε η παράδοση του Ναυπλίου. Η πόλη ευτυχώς δεν
καταστράφηκε και αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού
Κράτους. Το 1822, έκλεισε θετικά για τη ελληνική υπόθεση. Η Ιερά
Συμμαχία της Ευρώπης, που απείχε εμφαντικά της υποστήριξης του

160
ελληνικού αγώνα, αποτέλεσε το μελανό σημείο της Ευρώπης στην
ελληνική υπόθεση.

2.4. Η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο1.

Η έκρηξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο επεκτάθηκε στη


Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο, σε μία ευνοϊκή συγκυρία , όπως ήταν η
κρίση στη σχέση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με την Υψηλή Πύλη, μία
κρίση που υπέβοσκε καιρό πριν. Ο Αλή Πασάς είχε συγκεντρώσει
μεγάλη δύναμη και πλούτο, έλεγχε τις γύρω περιοχές από την κεντρική
Αλβανία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία, και μέρος της
Στερεάς Ελλάδας. Η μεγάλη στρατιωτική του δύναμη, του επέτρεπε να
αγνοεί τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’. Κατά τη δύσκολη περίοδο των
Ναπολεόντειων πολέμων μέχρι το 1815, ο Σουλτάνος ήταν
απασχολημένος με την επανάσταση της Γαλλίας και άρα δεν του
περίσσευε χρόνος να ασχοληθεί με τον Αλή Πασά. Γι’ αυτό και ο
τελευταίος βρήκε την ευκαιρία να αποκτήσει δύναμη και να εδραιωθεί.
Εξ΄ άλλου, την ύστερη αυτή περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
είχαν αυξηθεί οι φυγόκεντρες δυνάμεις και πολλοί περιφερειακοί
πασάδες είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ευρεία αυτονομία από την
Υψηλή Πύλη.

Την άνοιξη του 1820, ο Σουλτάνος αφαίρεσε από τον Αλή Πασά
(και τους γιούς του), τα αξιώματα που κατείχε και τον κήρυξε
αποστάτη. Κι επειδή ο Αλή Πασάς δεν υπάκουσε, ο Σουλτάνος
οργάνωσε εκστρατεία εναντίον του. Είναι αυτονόητο ότι η σύγκρουση
του Αλή Πασά με την Πύλη ευνόησε την ελληνική επανάσταση. Πολλές
διοικητικές θέσεις κλειδιά της επικράτειας και του στρατού του, ήταν
κατειλημμένες από Έλληνες Χριστιανούς, Αρβανίτες, Βλάχους..., με
κριτήριο όχι τη θρησκεία, αλλά την εμπιστοσύνη που του ενέπνεαν.

1
Παναγιώτης Στάθης, Η επανάσταση στη Στερεά, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 9, σελ. 85-129,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε.

161
Στο στρατό του είχε επίσης όχι μόνο Μουσουλμάνους αλλά και
Χριστιανούς. Ακόμα, και στις διπλωματικές αποστολές χρησιμοποιούσε
Έλληνες, που ήταν σύμβουλοί του. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη
των Ελλήνων στον πόλεμο με τον Σουλτάνο, ο Αλή Πασάς τους
υποσχέθηκε την παραχώρηση προνομίων.

Η σχέση του Αλή Πασά με την Φιλική Εταιρεία ήταν θετική και
εντάσσονταν στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να εξασφαλίσει
συμμαχίες και υποστηρικτές κατά την επικείμενη σύγκρουσή του με τον
Σουλτάνο. Οι επαφές του με τη Φιλική Εταιρεία πρέπει να ξεκίνησαν
από το 1819. Πιστεύοντας πως πίσω από τη Φιλική Εταιρεία κρυβόταν
η Ρωσία, ο Αλή επεδίωκε να εξασφαλίσει την υποστήριξή της στη
σύγκρουσή του με την Πύλη και συγχρόνως να εξασφαλίσει τη
σύμπραξη των Χριστιανών της Νότιας Βαλκανικής για τον σκοπό αυτό.
Για τον ίδιο λόγο επεδίωξε τη συνεργασία με τους Άγγλους των Ιόνιων
νήσων. Όταν το 1820, είχε ακριβέστερη πληροφόρηση για τη Φιλική
Εταιρεία, κατήγγειλε την ύπαρξή της στον Σουλτάνο, ώστε να πετύχει
την αμνήστευσή του.

Στο ελληνικό «στρατόπεδο» φαίνεται ότι υπήρχαν δύο


διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις 1 για τον τύπο του Κράτους που
ήθελαν να οικοδομήσουν: Στο ένα άκρο, οραματίζονταν τη δημιουργία
ενός φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού Εθνικού Κράτους, σύμφωνα με
το πνεύμα που διαχέετο από τον Νεοελληνικό διαφωτισμό . στο άλλο
άκρο, ήταν η παραδοσιακή τοπική ελίτ, που επιθυμούσε απλώς την
αντικατάσταση της Οθωμανικής εξουσίας από μία χριστιανική, στην
οποία θα διατηρούσαν τα προνόμιά τους και επομένως όλες τις
βασικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές του
παραδοσιακού Οθωμανικού Κράτους, όπου οι προεστοί και οι ισχυροί
στρατιωτικοί θα είχαν τον έλεγχο της επικράτειάς τους, και θα

1
Παναγιώτης Στάθης, όπ. παρ., Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, σελ. 96.

162
ασκούσαν διοίκηση με ευρεία αυτονομία από την κεντρική εξουσία.
Αυτοί οι τελευταίοι δεν απέκλιναν από το σύστημα εξουσίας του Αλή
Πασά, αλλά με ευρύτερες παραχωρήσεις. Ήταν η τελευταία αυτή
νοοτροπία, που επικράτησε τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης κι
οδήγησε στη δολοφονία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη της χώρας
Ιωάννη Καποδίστρια, το Σεπτέμβριο του 1831.

Τον Ιούλιο του 1820, ξεκίνησε η εκστρατεία του Σουλτάνου


εναντίον του Αλή Πασά. Συμμετείχαν πολλοί πασάδες με τα
στρατεύματά τους. Συγκεντρώθηκε ένας πολυάριθμος στρατός και
μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες είχε φτάσει στα Γιάννενα (τέλη
Αυγούστου 1820), τα οποία πολιόρκησε. Η επίθεση στον στρατό του
Αλή Πασά έγινε από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις : Από Βορρά
(Αλβανία), από Ανατολάς (Θεσσαλία) και από Νοτιοανατολικά και
συγχρόνως από τη θάλασσα του Ιονίου. Ο στρατός του Αλή Πασά
διαλύθηκε και οι γιοί και οι εγγονοί του, παραδόθηκαν σχεδόν αμαχητί
και εξορίστηκαν στη Μ. Ασία. Ο Αλή Πασάς εγκαταλείφθηκε
από τους περισσότερους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους
οπλαρχηγούς του.

Το Σεπτέμβριο του 1820, ο σουλτανικός στρατός είχε


ακινητοποιηθεί μπροστά στο κάστρο των Ιωαννίνων, στο οποίο είχε
κλειστεί και υπερασπίζονταν ο Αλή Πασάς με τον στρατό του. Στο
στρατόπεδο των πολιορκητών, καθώς οι τροφές και τα εφόδια
λιγόστευαν, άρχισαν οι διενέξεις. Διαφαίνονταν ένας δύσκολος
χειμώνας. Ο στρατός του Σουλτάνου άρχισε τις λεηλασίες στις περιοχές
γύρω από τα Γιάννενα. Οι υποσχέσεις που είχε δώσει ο Σουλτάνος
στους μπέηδες που τον βοήθησαν, δεν ήταν δυνατόν ικανοποιηθούν
όλες. Η δυσαρέσκεια μεγάλωσε. Ιδιαίτερα, άρχισαν να δυσφορούν
αυτοί που πέρασαν από το στρατόπεδό του Αλή Πασά στο στρατόπεδο
του Σουλτάνου. Η πολιορκία ωστόσο συνεχίζονταν, ο Αλή Πασάς άντεχε
ακόμα, οι Σουλιώτες συντάχθηκαν με το μέρος του Σουλτάνου και

163
ξανακέρδισαν ο Σούλι, που κατείχε ο Αλή. Το φθινόπωρο του 1820
εμφανίστηκαν οι πρώτες αποσκιρτήσεις από το στρατόπεδο του
Σουλτάνου. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι τα
οθωμανικά στρατεύματα θα λύσουν την πολιορκία του φρουρίου των
Ιωαννίνων.

Στα τέλη Μαρτίου του 1821, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση


στην Πελοπόννησο.

Στη Λιβαδειά και στην Άμφισσα (Σάλωνα) υπήρχαν πυρήνες της


Φιλικής Εταιρείας, στους οποίους συμμετείχαν ισχυροί παράγοντες
(προεστοί) της περιοχής. Ο Πανουργιάς ήταν παλαιός καπετάνιος των
Σαλώνων. Παρά τους αρχικούς του δισταγμούς να σηκώσει τα όπλα
εναντίον των Οθωμανών, τελικά ήταν ο πρώτος οπλαρχηγός της
Στερεάς Ελλάδας, που επαναστάτησε υπό την πίεση των Φιλικών
προεστών της Άμφισσας και του Γαλαξιδίου. Στις 27 Μαρτίου, κυρίευσε
την πόλη της Άμφισσας και ανάγκασε τους Μουσουλμάνους να
κλειστούν στο κάστρο και μερικές μέρες αργότερα παραδόθηκαν. Η
επανάσταση στα Σάλωνα μεταδόθηκε γρήγορα και στις γειτονικές
περιοχές. Στις 28 Απριλίου 1821, ο αρματολός του Λιδωρικίου Δήμος
Σκαλτσάς, κατέλαβε το Λιδωρίκι. Στις 29 Μαρτίου 1821, ο αρματολός
της Λιβαδειάς Αθανάσιος Διάκος, κατέλαβε την πόλη της Λιβαδειάς.
Στα τέλη Μαρτίου εξεγέρθησαν η Αταλάντη, η Θήβα, η Λαμία, η
Υπάτη...

Στις 26 Απριλίου 1821, στην Αττική, πολλοί χωρικοί εισέβαλαν


στην Αθήνα, απέκλεισαν τους Οθωμανούς στην Ακρόπολη και την
πολιόρκησαν. Τις πρώτες μέρες του Μαΐου 1821 επαναστάτησαν το
Πήλιο και η Εύβοια. Στο Πήλιο την επανάσταση υποκίνησε ο λόγιος της
Φιλικής Εταιρείας Άνθιμος Γαζής. Στη συνέχεια, οι επαναστάτες
πολιόρκησαν το κάστρο του Βόλου και τους πύργους του Βελεστίνου.
Στην Εύβοια η επανάσταση άρχισε, όταν έφτασε εκεί ο οπλαρχηγός

164
Βερούσης Μουτσανάς, εξάδελφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Παράλληλα, γίνονταν επαναστατικές διεργασίες στη Μακεδονία και
ειδικότερα στη Χαλκιδική. Στα τέλη Μαρτίου 1821 είχε αποβιβασθεί
στο Άγιον Όρος ο Φιλιππικός Εμμανουήλ Παπάς και προσπαθούσε να
ξεσηκώσει την περιοχή. Μέχρι τα μέσα Μαΐου, η Χαλκιδική και το Άγιον
Όρος πήραν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών.

Μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 1821, οι Σουλιώτες και οι


σύμμαχοί τους Αλβανοί Μουσουλμάνοι είχαν καταφέρει να
σταθεροποιηθούν στην περιοχή του Σουλίου και είχαν καταλάβει
ορισμένους δρόμους που, οδηγούσαν στα Γιάννενα στην Άρτα και την
Πρέβεζα. Στα μέσα Μαΐου 1821, ήταν ήδη σε εξέγερση η
Πελοπόννησος, η Ανατολική Στερεά, μερικά νησιά του Αιγαίου, το
Πήλιο, η Χαλκιδική, οι Σουλιώτες ...κλπ. Ο Αλή Πασάς παρέμενε ακόμα
απτόητος στο κάστρο του.... Ταραχές και εξεγέρσεις σημειώθηκαν και
στη Νότια Αλβανία. Αντίθετα, η Δυτική Στερεά Ελλάδα παρέμενε ακόμα
πιστή στην Οθωμανική εξουσία. Οι αρματολοί της Αιτωλοακαρνανίας,
των Αγράφων και της Νότιας Ηπείρου, δεν ήθελαν να διακινδυνέψουν
να χάσουν τα κεκτημένα από τον Αλή Πασά. Περίμεναν να δουν πρώτα
προς που θα γύρει η πλάστιγγα. Η επανάσταση στη Δυτική Στερεά1
μεταλαμπαδεύτηκε από το Μεσολόγγι. Η πρωτοβουλία των προεστών
του Μεσολογγίου – που οι περισσότεροι ήταν έμποροι – να εξεγερθούν
εναντίον των Οθωμανών, αποδίδεται στη σημαντική ανάπτυξη του
εμπορίου και της εκπαίδευσης στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό, στις
επαφές που είχαν οι Μεσολογγίτες με τα Επτάνησα και στην
οικονομική κάμψη που εμφανίστηκε κατά την τελευταία προ-
επαναστατική περίοδο. Η συμμετοχή του καπετάνιου Γεωργίου
Βαρνακιώτη ήταν καθοριστική για τη γενίκευση – μέχρι το τέλος Μαΐου
– της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα. Μέχρι τις αρχές Ιουλίου 1821
προσχώρησαν στην επανάσταση η Άρτα και ο Ασπροπόταμος

1
Παναγιώτης Στάθης, όπ. παρ., Τόμος 9, σελ. 108 και εξής.

165
(ορεινή περιοχή της Πίνδου). Στο ίδιο διάστημα οι επαναστάτες
κατέλαβαν το Αγρίνιο (Βραχώρι) και το Ζαπάντι, ενώ άρχισαν να
πολιορκούν και το κάστρο της Βόνιτσας. Παράλληλα, οι Σουλιώτες
κατάφεραν να ελέγχουν μεγάλο τμήμα της κεντρικής Ηπείρου, μετά
από νίκες στις μάχες με τους Οθωμανούς. Η πολιορκία του Αλή Πασά
στα Γιάννενα είχε αποτελματωθεί. Μέχρι το καλοκαίρι του 1821, η
επανάσταση είχε εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού
χώρου: Στερεά, Ήπειρος, Χαλκιδική, Πελοπόννησος , μερικά νησιά του
Αιγαίου.

Οι Οθωμανικές Αρχές υποτίμησαν, αρχικά, τη σημασία του


ελληνικού επαναστατικού κινήματος. Πίστευαν πως υποκινούνταν από
τη Ρωσία ή από τον Αλή Πασά (ή και από τους δύο), για αυτό και
διατήρησαν τον όγκο του στρατού τους στις Παραδουνάβιες περιοχές
και στα Γιάννενα. Ο Οθωμανικός στρατός δεν ήταν μόνιμος.
Αποτελούνταν από άτακτους μισθοφόρους, που στρατολογούνταν
εθελοντικά για κάθε συγκεκριμένη εκστρατεία, με αντάλλαγμα το μισθό
τους και τα λάφυρα. Η σύνθεση του στρατού αποτελούνταν από πεζικό
και ιππικό. Τα εφόδια (η τροφοδοσία) που έπαιρνε μαζί του ο
Οθωμανικός στρατός έφταναν για 2-3 εβδομάδες. Αν η εκστρατεία
διαρκούσε περισσότερο, η τροφοδοσία εξασφαλίζονταν από λεηλασίες
στα χωριά, που συναντούσαν στον δρόμο τους. Οι δρόμοι ήταν κακής
ποιότητας, τα μεταφορικά μέσα αρχέγονα και τα κέντρα εφοδιασμού
μακριά από τα πεδία των μαχών.

Οι Έλληνες επαναστάτες, από την πλευρά τους, απέφευγαν τις


κατά μέτωπο επιθέσεις σε ανοιχτές περιοχές, γιατί θα ήταν αδύνατο
εκεί να αντιμετωπίσουν τον μεγαλύτερο σε όγκο Οθωμανικό στρατό.
Προτιμούσαν τις ενέδρες και τους αιφνιδιασμούς, σε στενά ή δύσβατα
περάσματα, όπου κατάφερναν να δημιουργήσουν μεγάλες απώλειες
στον εχθρό ή να ματαιώσουν τα δίκτυα εφοδιασμού του και φυσικά να
έχουν δρόμους διαφυγής αν η περίσταση το απαιτούσε. Άρα, οι μάχες

166
είχαν τη μορφή ανταρτοπόλεμου/κλεφτοπολέμου από πλευράς
επαναστατών, ώστε να προκαλούν σοβαρές φθορές στον αντίπαλο.
Η στρατιωτική πειθαρχία στον Οθωμανικό στρατό ήταν χαλαρή, αφού
οι στρατιώτες στρατεύονταν και πολεμούσαν αποκλειστικά για τον
μισθό τους και τα λάφυρα. Οι εκστρατείες των Οθωμανών γίνονταν
κατά προτίμηση από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο, τον χειμώνα
σταματούσαν αι παρέμεναν στη βάση τους. Οι ελληνικές περιοχές που
χάνονταν το καλοκαίρι, γιατί τις κυρίευαν οι Οθωμανοί,
ξανακερδίζονταν τον χειμώνα από τους Έλληνες.

Ο ελληνικός επαναστατικός στρατός αποτελούνταν κυρίως από


αρματολούς και κλέφτες. Όμως, μέσα στον ενθουσιασμό της
επανάστασης και με την ελπίδα να αποκομίσουν κέρδη από τα
λάφυρα, γρήγορα προστέθηκαν κι οι άλλοι, κυρίως χωρικοί. Το
μεγαλύτερο πρόβλημα του επαναστατικού στρατού ήταν η έλλειψη
ενιαίας κεντρικής διοίκησης, που θα συντόνιζε τον αγώνα. Δεν υπήρχαν
επίσης τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να συντηρηθεί ο στρατός
και η επανάσταση. Περίμεναν να λύσουν αυτό το πρόβλημα από τα
λάφυρα. Για την αντιμετώπιση του πρώτου προβλήματος (της ενιαίας
διοίκησης) συνήλθε η πρώτη Εθνοσυνέλευση 1 της Επιδαύρου (Δεκ.
1821 - Ιαν. 1822) και αποφάσισε τη σύνταξη και ψήφιση Συντάγματος,
που θα καθόριζε την ενιαία πολιτειακή αρχή. Το «προσωρινό
πολίτευμα» ήταν αντιπροσωπευτικό και βασίζονταν στη διάκριση των
εξουσιών: βουλευτική, εκτελεστική, δικαστική. Συγκροτήθηκε έτσι η
«προσωρινή Διοίκηση», η οποία όμως δεν έτυχε ευνοϊκή υποδοχής από
τους στρατιωτικούς και τους τοπάρχες. Σε ότι αφορά το δεύτερο
πρόβλημα, το οικονομικό για την χρηματοδότηση του επαναστατικού
αγώνα, μόνο με εξωτερικό δανεισμό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Τα λάφυρα, οι αναγκαστικές ή μη εισφορές κι οι δωρεές των
φιλελλήνων, δεν αρκούσαν. Το «εκτελεστικό» της «προσωρινής

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., Τόμος 9, σελ. 147-153, Αθήνα.

167
Διοίκησης», που εκλέχτηκε από την Εθνοσυνέλευση, αποφάσισε τη
σύναψη δύο δανείων από την Αγγλία το 1824 και το 1825, συνολικού
ύψους 2.800.000 στερλινών, που έφτασαν στην Ελλάδα ψίχουλα
(λιγότερα από 600.000 στερλίνες).

Ήταν λοιπόν δύσκολο να συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός


επαναστατικού στρατού, με ενιαία δυναμική ηγεσία, χωρίς πόρους, για
να αντιμετωπιστεί ο Οθωμανικός στρατός. Επιπρόσθετα, ο
ανταγωνισμός που υπήρχε μεταξύ των οπλαρχηγών των διάφορων
περιοχών, δεν επέτρεπε τον συντονισμό του αγώνα από μία κεντρική
εξουσία. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ενιαίο στρατιωτικό μέτωπο,
αλλά πολλά μέτωπα. Κάθε περιοχή και κάθε καπετάνιος κινούνταν
αυτόνομα. Η έλλειψη πειθαρχίας στο επαναστατικό ελληνικό στρατό
ήταν ένα πρόβλημα. Ακόμα, δεν φαίνεται να ήταν έντονο - μέσα στους
εθελοντές στρατιώτες - το συναίσθημα του «εθνικού πατριωτισμού».
Το συναίσθημα αυτό, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της επανάστασης
φαίνεται να ήταν άγνωστο. Η λαφυραγώγηση, ο μισθός και ίσως
κάποιας μορφής κοινωνική προβολή, ήταν τα κίνητρα κατά τη
στρατολόγηση. Η έννοια της ελληνικής πατρίδας φαίνεται πως είχε
ξεχαστεί στα 400 χρόνια της υποδούλωσης. Για αυτό και οι
στρατολογημένοι αποσύρονταν αν καθυστερούσε η καταβολή του
μισθού ή αν δεν υπήρχε προοπτική για λάφυρα ή αν υπήρχαν
αυξημένοι κίνδυνοι στη σύγκρουση με τον εχθρό. Οι σφαγές των
αμάχων και των αιχμαλώτων ήταν συχνές, μετά από μία αποτυχημένη
εξέγερση.

Η πρώτη οργανωμένη Οθωμανική εκστρατεία για την καταστολή


της επανάστασης στον ελληνικό χώρο, έγινε τον Απρίλιο του 1821, υπό
την αρχηγία των τριών Πασάδων : Του Ομέρ Βρυώνη, του Χουρσίτ και
του Κιοσέ Μεχμέτ. Τους Έλληνες επαναστάτες κατήυθηναν ο Αθανάσιος
Διάκος, στη γέφυρα της Αλαμάνας, ο Διοβουνιώτης στη γέφυρα του
Γοργοποτάμου και ο Πανουριάς στις πλαγιές του Καλλίδρομου. Ο

168
Οθωμανικός στρατός ήταν αριθμητικά πολυπληθέστερος, τα
επαναστατικά στρατεύματα ηττήθηκαν και ο Αθανάσιος Διάκος
αιχμαλωτίστηκε και είχε οικτρό τέλος. Μετά τον θάνατο του Αθανάσιου
Διάκου , επανήλθε στην Ανατολική Στερεά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και
μαζί με άλλους οπλαρχηγούς αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον Ομέρ
Βρυώνη στο στενό της Γραβιάς, στον δρόμο για τα Σάλωνα (Άμφισσα).
Ο Οδ. Ανδρούτσος, οχυρωμένος σε ένα χάνι κατάφερε να αντιταθεί
ολόκληρη την ημέρα της 8ης Μαΐου 1821, προκαλώντας σημαντικές
απώλειες στο στρατό του Ομέρ Βρυώνη και τη νύχτα διέφυγε
στα βουνά. Μετά από αυτό το επεισόδιο, οι τρεις Οθωμανοί Πασάδες
αποφάσισαν να αλλάξουν προορισμό. Αντί για το Μοριά, προτίμησαν
να μείνουν στην Ανατολική Στερεά και τον Ιούνιο κατέλαβαν
τη Λιβαδειά και μετά τη Θήβα. Τον Ιούλιο 1821, ο Ομέρ Βρυώνης
πήγε στην Εύβοια να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες και στη
συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και διέλυσε την πολιορκία της
Ακρόπολης.

Στις αρχές Αυγούστου 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος


ανακατέλαβε τη Λιβαδειά. Δύο εκστρατευτικά Οθωμανικά σώματα με
επικεφαλής τον Μπεϋράν Πασά και το Δράμαλη Πασά, κατευθύνθηκαν
στην Ανατολική Στερεά για ενίσχυση του Ομέρ Βρυώνη και μετά θα
πήγαιναν στο Μοριά. Οι επαναστατημένοι Έλληνες περίμεναν τον
Οθωμανικό στρατό σε στενή διάβαση στο όρος Καλλίδρομο (στα
Βασιλικά), στο δρόμο για τη Λιβαδειά. Στη μάχη που ακολούθησε, ο
Οθωμανικός στρατός έπαθε πανωλεθρία, τα δε υπολείμματά του,
επέστρεψαν στη Λαμία. Στην Αττική, ο ερχομός του χειμώνα ανάγκασε
τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να αποχωρήσουν για τη Λαμία
και μετά για τα Γιάννενα, κι έτσι στην Αθήνα ξανάρχισε η πολιορκία της
Ακρόπολης.

Στο διάστημα Μαΐου-Ιουλίου 1821, οι Οθωμανοί


εξουδετέρωσαν εύκολα τις επαναστατικές εστίες στις βορειότερες

169
περιοχές. Ο Δράμαλης, Πασάς των Τρικάλων, το Μάιο κατέστειλε την
επανάσταση στο Πήλιο και τον Ιούλιο την επανάσταση στα Άγραφα.
Την ίδια τύχη είχε και η Χαλκιδική: Οι επαναστάτες υποχρεώθηκαν σε
συνθηκολόγηση, με πολλές απώλειες για τον άμαχο πληθυσμό. Όμως,
μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν συμμετείχε ενεργά στην
επανάσταση, ενώ οι ορεινές περιοχές του Ολύμπου, του Μετσόβου,
του Βερμίου και των Πιερίων..., παρέμεναν πιστές στην Οθωμανική
εξουσία.

Η επανάσταση στη Δυτική Στερεά Ελλάδα είχε σημαντικές


επιτυχίες. Κατάφερε να ελέγξει ένα ευρύ χώρο της Ηπείρου (Νότιο
τμήμα Ιωαννίνων, Νομός Πρεβέζης και Άρτας), περιορίζοντας τη δράση
των Οθωμανών. Έτσι, στα τέλη του 1821, οι επαναστάτες κατείχαν την
Ανατολική και Δυτική Στερεά Ελλάδα, καθώς και μεγάλο τμήμα της
Ηπείρου.

Τον Ιανουάριο του 1822, ο Αλή Πασάς συνθηκολόγησε με τους


πολιορκητές του Σουλτάνου και μεταφέρθηκε στο νησί της λίμνης των
Ιωαννίνων. Εκεί δολοφονήθηκε και το κεφάλι του στάλθηκε στο
Σουλτάνο, στην Κωνσταντινούπολη για να κοσμίσει την «κόγχη της
ντροπής»1, μαζί με τα κεφάλια των γιών του.

Την εποχή αυτή (Δεκ. 1821-Ιαν. 1822) συνήλθε η Πρώτη


Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και αποφάσισε την ψήφιση
Συντάγματος που καθόριζε το «προσωρινό πολίτευμα» και τη
συγκρότηση «προσωρινής διοίκησης» για τη συνέχιση και το
συντονισμό του αγώνα, η οποία όμως «προσωρινή διοίκηση» δεν έτυχε
ευνοϊκής υποδοχής από τους στρατιωτικούς και τους τοπάρχες.

Οι Σουλιώτες, αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τον τόπο τους,


παρά τις απειλές του Σουλτάνου, ζήτησαν βοήθεια από τον Αλέξανδρο

1
Παναγιώτης Στάθης, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 147.

170
Μαυροκορδάτο, μέσω του Μάρκου Μπότσαρη, που βρίσκονταν στην
Αιτωλοακαρνανία. Την άνοιξη του 1822, το Σούλι πολιορκήθηκε από τα
Οθωμανικά στρατεύματα. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος οργάνωσε μεγάλη
εκστρατεία στην Ήπειρο για τη διάσωση του Σουλίου. Το εκστρατευτικό
αυτό σώμα ήταν ικανοποιητικό σε όγκο και σε ποιότητα. Συμμετείχαν
πολλοί φιλέλληνες και επτανήσιοι. Αποφάσισαν να συμμετάσχουν και
ορισμένοι οπλαρχηγοί της περιοχής. Άλλοι, προτίμησαν να περιμένουν
να δουν προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα, για να αποφασίσουν με
ποιο μέρος θα ταχθούν στη μάχη. Όμως, η ασυνεννοησία και η
ανομοιογένεια του ελληνικού επαναστατικού στρατού, σε συνδυασμό
με την ατυχία να βρίσκεται στην Άρτα ένας από τους πιο ικανούς
στρατηγούς του Οθωμανικού στρατού, ο Κιουταχής, οδήγησε στις 4
Ιουλίου 1822, σε πανωλεθρία τον επαναστατικό στρατό. Μετά την
εξέλιξη αυτή, οι Σουλιώτες ήρθαν σε συμφωνία με τους Οθωμανούς, με
την διαμεσολάβηση του Άγγλου προξένου, για την παράδοση του
Σουλίου και την αποχώρησή τους, μαζί με τις οικογένειές τους, στα
Επτάνησα.

Το φθινόπωρο του 1822, ο Ομέρ Βρυώνης, άρχισε την


προετοιμασία της εκστρατείας στο Μεσολόγγι, ενώ ταυτόχρονα
προσπάθησε να προσεταιριστεί τους τοπικούς αρματολούς. Και το
πέτυχε. Μαζί με τους άλλους αρματολούς, που προσκύνησαν τους
Οθωμανούς, ήταν και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, με αντάλλαγμα να γίνει
αρματολός στα Άγραφα.1 Στη συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης προχώρησε
προς το εξεγερμένο Μεσολόγγι, με το οποίο ζήτησε διαπραγματεύσεις.
Τον Ομέρ Βρυώνη εκπροσωπούσαν στις διαπραγματεύσεις οι
Γ. Βαρνακιώτης και Άγος Βασιάρης και τους πολιορκημένους
Μεσολογγίτες ο Μάρκος Μπότσαρης. Οι διαπραγματεύσεις
σταμάτησαν, όταν άρχισαν να φτάνουν στους πολιορκημένους

1
Παναγιώτης Στάθης, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 129

171
ενισχύσεις από την Πελοπόννησο και από τα νησιά.1 Στο μεταξύ, ο
χειμώνας ανάγκασε τους Οθωμανούς να λύσουν την πολιορκία στις 31
Δεκ. 1822 και να αποσυρθούν στο Αγρίνιο (Βραχώρι).

2.5. Η επανάσταση στα νησιά.


2.5.1. Γενική επισκόπηση.
Τις παραμονές της επανάστασης, τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και
Ψαρά διέθεταν μια αρκετά σημαντική ναυτική δύναμη. Κατά την
τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και κυρίως μετά τη Συνθήκη
Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774, μεταξύ Οθωμανών και Ενετών, η
εμπορική ναυτιλία- ιδιαίτερα των νησιών του Αιγαίου – άρχισε να
αναπτύσσεται και να κυριαρχεί στις θάλασσες της εποχής και να
αποκομίζει σημαντικά κέρδη. Μάλιστα, κατά την περίοδο των
Ναπολεόντειων πολέμων, όταν παραβίαζε με επιτυχία τους αγγλικούς
αποκλεισμούς και τροφοδοτούσε τα Γαλλικά λιμάνια με δημητριακά, η
κερδοφορία μεγιστοποιήθηκε. Η ιδιοκτησία των πλοίων στα νησιά
ανήκε στους «νοικοκυραίους» και τα πληρώματα ήταν συγγενείς ή
συντοπίτες. Στο κεφάλαιο της επένδυσης συμμετείχαν ο πλοίαρχος, το
πλήρωμα, οι συγγενείς, οι συντοπίτες…, για να μοιράζονται, εκτός από
τα κέρδη, και τους κινδύνους (τα ναυάγια), καθώς την εποχή αυτή δεν
ήταν ακόμα αναπτυγμένη η τραπεζική πίστη. Μετά τη λήξη των
Ναπολεόντειων πολέμων το 1815, παρατηρήθηκε κάμψη στην ελληνική
εμπορική ναυτιλία, με παράλληλη ανάπτυξη της Δυτικοευρωπαϊκής
(Αγγλικής, Νορβηγικής κλπ.). Έτσι, τις παραμονές της ελληνικής
επανάστασης υπήρχε διαθέσιμος εμπορικός στόλος, κυρίως
στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στα Ψαρά, και έμπειροι ναυτικοί σε
υποαπασχόληση.

Κατά την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και στη


Στερεά Ελλάδα, τα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά παρέμεναν αμέτοχα. Πρώτα,

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 19, σελ. 187 και εξής.

172
εξεγέρθηκαν οι Σπέτσες. Αρκετοί πρόκριτοι του νησιού είχαν μυηθεί
στη Φιλική Εταιρεία, όπως π.χ. η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Αρκετοί
άλλοι, παρά την επιθυμία τους παρέμεναν αμέτοχοι, φοβούμενοι τις
συνέπειες από τους Μουσουλμάνους. Οι μνήμες από τότε με τα
Ορλωφικά και το Λάμπρο Κατσώνη ήταν ακόμα νωπές. Οι Σπετσιώτες
επίσημα κήρυξαν την επανάσταση στις 2 Απριλίου 1821, ξημερώματα
Κυριακής των Βαΐων και ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Στο
συμβούλιο που έγινε υπό τον Χατζηγιάννη Μέξη, αρχηγό της
συντηρητικής παράταξης των Σπετσών, αποφασίστηκε να σταλούν
πλοία στα πολιορκημένα Πελοποννησιακά φρούρια και να
υποκινήσουν την επανάσταση στα άλλα νησιά. Οι Σπετσιώτες έστειλαν
οκτώ πλοία (ανάμεσά τους και το πλοίο της καπετάνισσας
Μπουμπουλίνας) για να βοηθήσουν στον αποκλεισμό του Ναυπλίου
και επτά πλοία στη Μονεμβασιά και στο Νεόκαστρο. Ταυτόχρονα με τις
Σπέτσες επαναστάτησαν και τα γειτονικά νησιά Πόρος, Αίγινα και
Σαλαμίνα. Οι Ψαριανοί, όταν έμαθαν για την επανάσταση,
ξεσηκώθηκαν, χωρίς χρονοτριβή, στις 10 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα.
Τα Ψαρά, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης κοντά στα Δαρδανέλια,
απ’ όπου μπορούσαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του Τουρκικού
στόλου κατά την έξοδο από τα στενά, είχαν μεγάλη στρατηγική
σημασία. Επί πλέον, οι ναυτικοί των Ψαρών, εκπαιδευμένοι από τη
συμμετοχή τους στον καταδρομικό στόλο του Λάμπρου Κατσώνη και
στο Ρώσο – Τουρκικό πόλεμο, ήταν πολύ χρήσιμοι για την ελληνική
επανάσταση, γι αυτό και σήκωσαν με ενθουσιασμό την επαναστατική
σημαία1.

Οι Υδραίοι ήταν διστακτικοί, δεν φαίνονταν πρόθυμοι να


συμμετάσχουν στην επανάσταση, γεγονός που δυσαρέστησε τα άλλα
νησιά. Δεν ήθελαν να βάλουν σε κίνδυνο της ευημερία τους και να

1
Βλ. Πρασσά Αννίτα, Επανάσταση στα νησιά…, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, σελ. 264-335,
Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.

173
διαταράξουν τα προνόμια που απολάμβαναν μέχρι τότε από τους
Οθωμανούς. Οι μνήμες από τις αποτυχίες του παρελθόντος, τους
οδηγούσαν σε σκεπτικισμό. Δεν ήθελαν να χάσουν τα «κεκτημένα»
προνόμια τους. Τότε ο Υδραίος Αντώνιος Οικονόμου, πλοίαρχος,
μυημένος στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα, ξεσήκωσε το νησί
σε στάση και το οδήγησε στην επανάσταση. Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε
η κρίση που υπόβοσκε στο ναυτικό επάγγελμα από το 1815. Στις 15
Απριλίου 1821, επισήμως πλέον, η Ύδρα κήρυξε την επανάσταση και ο
αρχιεπίσκοπος Γεράσιμος ευλόγησε τα όπλα. Ο Αντώνιος Οικονόμου
ανέλαβε την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση του νησιού, προχώρησε
στη στρατολόγηση και ναυτολόγηση Υδραίων, με την οικονομική
συνδρομή των προκρίτων, οι οποίοι υποσχέθηκαν τη χρηματοδότηση
της επανάστασης των Υδραίων από ξηρά και από θάλασσα.

Η κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά των Κυκλάδων, δεν


ήταν σε όλα η ίδια. Τα νησιά που είχαν κατοίκους Καθολικούς, όπως η
Σύρος, η Νάξος και η Σαντορίνη, τύχαιναν διακριτικής προστασίας από
τους Οθωμανούς. Γι αυτό οι Έλληνες των νησιών αυτών τήρησαν
ουδέτερη στάση έναντι της επανάστασης. Η διακριτική αυτή
διαφοροποίηση, τα κατέστησε άσυλο καταφυγής των διωκομένων των
επαναστατημένων νησιών. Σ’ αυτό το ειδικό καθεστώς όφειλε την
ανάπτυξη της ιδιαίτερα η Σύρος. Τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου
συμμετείχαν στην επανάσταση. Η Σάμος ήταν από τα νησιά που
πρωταγωνίστησαν (στην επανάσταση). Αρκετοί από τους κατοίκους
είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Στις 8 Μαΐου 1821, η επαναστατική
σημαία είχε υψωθεί στο Καρλόβασι. Παράλληλα, κινητοποιήθηκε και η
Κάσος, σοβαρή ναυτική δύναμη, και πολλά άλλα νησιά (Κάρπαθος,
Νίσυρος, Κάλυμνος, Πάτμος, Λέρος, … κλπ.).

Η πείρα και η ικανότητα των Ελλήνων ναυτικών, οφείλονταν στις


επιδόσεις τους στην εμπορική ναυτιλία (και στην πειρατεία) κατά τη
διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής, καθώς και στην εμπειρία που

174
απόκτησαν ως πληρώματα στα Οθωμανικά πολεμικά πλοία. Τα σκάφη
των νησιών του Αιγαίου ήταν εμπορικά (και όχι πολεμικά), τα οποία
μετατράπηκαν σε πολεμικά για τις ανάγκες του αγώνα. Αντίθετα, ο
Οθωμανικός στόλος διέθετε πολεμικά πλοία, κατασκευασμένα στα
ναυπηγεία της Δυτικής Ευρώπης, πλήρως εξοπλισμένα με πολεμική
υποδομή. Ήταν επίσης πολύ περισσότερα από τα ελληνικά. Το κάθε
ελληνικό νησί (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) είχε δικό του αρχηγό/ναύαρχο.
Στις ομαδικές επιχειρήσεις αναγνωρίζονταν όμως η Γενική αρχηγία της
Ύδρας που διέθετε το μεγαλύτερο αριθμό πλοίων. Μπορούσαν βέβαια
τα νησιά να δρουν και ανεξάρτητα. Στο ναυτικό αγώνα της
ανεξαρτησίας διακρίθηκε και η Σπετσιώτισσα Λασκαρίνα
Μπουμπουλίνα.

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός στόλος ήταν


οικονομικό: οι δαπάνες συντήρησης και επισκευών, η μετατροπή τους
σε πολεμικά και ο εξοπλισμός τους, οι προμήθειες σε τρόφιμα κατά τις
πολεμικές επιχειρήσεις, οι μισθοί των πληρωμάτων. Όλα αυτά
απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με
κάποιο τρόπο. Η έλλειψη οικονομικών πόρων δεν επέτρεπε την
ανάληψη από τον ελληνικό στόλο μεγάλης διάρκειας επιχειρήσεων. Οι
βιοποριστικές ανάγκες των πληρωμάτων και των οικογενειών τους,
ιδιαίτερα, ανάγκαζε πολλούς από τα πληρώματα και εγκαταλείπουν τα
σκάφη και να ασχολούνται με την πειρατεία.

Οι νησιώτες την εποχή αυτή, ακόμα, λόγω της μακραίωνης


κατοχής στην Οθωμανική αυτοκρατορία, διακρίνονταν από τοπικιστική
νοοτροπία. Περιορίζονταν δηλ. στα στενά συμφέροντα του τόπου
καταγωγής τους. Δεν είχαν «εθνική συνείδηση». Δεν έβλεπαν την
Ελλάδα ως σύνολο, ως πατρίδα. Γι αυτούς η ελληνική ιστορία
σταμάτησε το 146 π.χ. (τέλος ελληνιστικής περιόδου, κατάκτηση των
Ρωμαίων) και παίρνουν το νήμα από την εποχή αυτή και συνεχίζουν.
Άρα, θεωρούν τους εαυτούς τους ως κατ’ ευθείαν απόγονους των

175
Αρχαίων Ελλήνων. Το Βυζάντιο δεν το θεωρούσαν ελληνική υπόθεση.
Ήταν γι αυτούς Ρωμαϊκή και η συνέχεια του, Οθωμανική υπόθεση. Ο
Οθωμανικός στόλος αναφέρεται συχνά στα «ναυτικά ημερολόγια»
(και όχι μόνο), ως Βυζαντινός1.

Ο Οθωμανικός στόλος αποδείχθηκε γενικά άτολμος να αναλάβει


επιθετικές πρωτοβουλίες εναντίον των μικρών σκαφών του ελληνικού
στόλου στο Αιγαίο. Φαίνεται πως υποτίμησε τις δυνατότητες του. Αν το
είχε πράξει, θα επέφερε καίριο πλήγμα στην ελληνική επανάσταση. Δεν
είναι περίεργο που ο Οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στο Αιγαίο δύο
μήνες μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης; Η ελληνική ναυτική
δύναμη κατάφερε αντίθετα, παρά τις δυσχέρειες από την έλλειψη
πόρων και την απειθαρχία των πληρωμάτων, να διατηρεί ζωντανή την
παρουσία της στο Αιγαίο και να έχει το θαλάσσιο έλεγχο,
αποδεικνύοντας έτσι την υπεροχή – σε εμπειρία και ικανότητες – των
Ελλήνων ναυτικών πληρωμάτων.

Οι μόνιμες ναυτικές βάσεις του Οθωμανικού στόλου ήταν στα


Δαρδανέλια (Ελλήσποντος), ενώ του ελληνικού, οι κύριες βάσεις του
ήταν η Ύδρα και οι Σπέτσες και οι βοηθητικές τα Ψαρά και η Κάσος.
Έτσι, έλεγχαν όλο το Αιγαίο και τις θαλάσσιες συγκοινωνίες από την
Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αίγυπτο. Η καταστροφή των νησιών -
βάσεων του ελληνικού στόλου το 1824 (Ψαρά, Κάσος, Σάμος) επέφερε
σοβαρό πλήγμα στην επανάσταση. Το γεγονός αυτό συνέβη, όταν οι
Οθωμανοί συμμάχησαν με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος
διατηρούσε οργανωμένο ναυτικό στόλο, με Γάλλους συμβούλους.
Η συμμαχία των δύο στόλων οδήγησε στη δημιουργία βάσεων
στις θάλασσες του Αιγαίου, του Κρητικού πελάγους και του Ιονίου2.

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 277 και 298.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 20, σελ. 10 και εξής.

176
Μεγάλο καταστροφικό όπλο του ελληνικού στόλου ήταν τα
πυρπολικά σκάφη, επανδρωμένα με άξιους ναυτικούς και γεμάτα
εκρηκτικές ύλες. Το πλήρωμα τους, τα προσκολλούσε στα πλευρά των
εχθρικών πλοίων, τους έβαζε φωτιά και απομακρύνονταν γρήγορα με
βάρκα. Η πυρπόληση των Τουρκικών πλοίων επέφερε την καταστροφή
τους και πολλούς θανάτους των πληρωμάτων. Τα πυρπολικά έγιναν «ο
φόβος και ο τρόμος» του Οθωμανικού στόλου.

Η συνεννόηση μεταξύ των πλοίων του ελληνικού στόλου γινόταν


με κωδικοποιημένα σήματα, ορατά από απόσταση, με τα οποία
διαβιβάζονταν πληροφορίες ή εντολές. Στις 16 Απριλίου 1821, δόθηκαν
σαφείς οδηγίες στους πλοιάρχους και στα πληρώματα του ελληνικού
στόλου, που θα έπλεε για τη Χίο, να επιδείξουν συμπεριφορά ανάλογη
με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και να αποφεύγονται ακρότητες που
θα τους εξέθεταν. Ο στόλος έφτασε τη Χίο στις 27 Απριλίου1 και την
επόμενη μέρα έδωσε τον όρκο του ο Τομπάζης, ναύαρχος του στόλου2.
Η ναυτική αποστολή στη Χίο δεν πέτυχε και οι προσπάθειες να
πεισθούν οι κάτοικοι να κηρύξουν την επανάσταση δεν ευοδώθηκαν.
Το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού δεν αξιοποιήθηκε, αφού οι Τούρκοι
τους αντιλήφθηκαν και τους πρόλαβαν. Συνέλαβαν τις Αρχές του
νησιού (προκρίτους και αρχιερέα) και τους κράτησαν ομήρους, ενώ
έστειλαν στο νησί 5.000 στρατιώτες για την ενίσχυση της δύναμης του
φρουρίου. Στις 7 Μαΐου, αποφασίστηκε η επιστροφή του ελληνικού
στόλου στις βάσεις τους, εγκαταλείποντας τη Χίο. Κατά το διάστημα της
παραμονής εκεί του ελληνικού στόλου, κάποια πλοία αποσπάστηκαν –
παραβαίνοντας τις οδηγίες – συνέλαβαν Τουρκικά (επιβατικά;) πλοία,
συμπεριφέρθηκαν βάναυσα στους επιβάτες και τους λεηλάτησαν. Λίγο
μετά την επιστροφή στην Ύδρα, η προσπάθεια για δίκαιη κατανομή των

1
Καθ’ οδόν, πληροφορήθηκε ο στόλος το τραγικό θάνατο και τη διαπόμπευση του Πατριάρχου
Γεωργίου Ε΄ στην Κωνσταντινούπολη.
2
Τομπάζης: Ιάκωβος Γιακουμάκης, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία από το 1818, αρχηγός του
Υδραίικου στόλου το 1821. Διέθεσε όλη του την περιουσία στην επανάσταση.

177
λαφύρων, οδήγησε σε συνωμοσία εναντίον του Αντώνη Οικονόμου, την
καθαίρεση του από τη διοίκηση του νησιού και λίγο αργότερα το
θάνατο του.

Στην κινητοποίηση των κατοίκων στο Πήλιο, στην Εύβοια και στη
Χαλκιδική και την επέκταση της επανάστασης, ο ελληνικός στόλος
συνέβαλε αποφασιστικά. Στις 5 Μαΐου 1821, μικρός ελληνικός στόλος
εισήλθε στον Παγασητικό κόλπο για τη μεταφορά πολεμοφοδίων και
βοήθειας στην πολιορκία του φρουρίου του Βόλου και δημιούργησε
ενθουσιασμό στους κατοίκους και ανησυχία στους Οθωμανούς. Στην
Εύβοια, τον ίδιο μήνα, ο ελληνικός στόλος με πλοίαρχο τον Αλέξανδρο
Κριεζή, ενθάρρυνε την έκρηξη της επανάστασης και βοήθησε στην
πολιορκία του κάστρου της Χαλκίδας. Δυναμική υπήρξε επίσης η
παρουσία του ελληνικού στόλου (των Ψαρών) στο Θερμαϊκό κόλπο και
η ενίσχυση των επαναστατών της Κασσάνδρας. Οι Υδραίοι και οι
Σπετσιώτες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση των Πελοποννησίων για
ενίσχυση του Κορινθιακού κόλπου, προκειμένου να αποσοβηθεί τυχόν
προέλαση τουρκικών στρατευμάτων από τη Στερεά. Το μήνα Ιούνιο
1821, επιχειρήθηκαν και άλλες επιθετικές ενέργειες του ελληνικού
στόλου εναντίον των Οθωμανών, αλλά ανεπιτυχείς.

2.5.2. Οι εχθροπραξίες. Η κυριαρχία του ελληνικού στόλου στο


Αιγαίο.

Η Υψηλή Πύλη θορυβήθηκε με τις επιτυχίες των Ελλήνων στη


θάλασσα και διέταξε την έξοδο του στόλου της – από τη βάση του στον
Ελλήσποντο – στο Αιγαίο. Τα ελληνικά νησιά αποφάσισαν να
συγκεντρώσουν το δικό τους στόλο κοντά τη νήσο Τένεδο. Στα Ψαρά
έγινε σύσκεψη του πλοιάρχου και των προκρίτων των νησιών με θέμα
το σχέδιο δράσης εναντίον του αντίπαλου στόλου. Αρχιναύαρχος
ορίστηκε ο Τομπάζης, ο οποίος απέπλευσε στις 23 Μαΐου για τη Λέσβο.

178
Την επόμενη φάνηκε ένα τουρκικό πολεμικό δίκροτο1 να βγαίνει στο
Αιγαίο, ως προφυλακή του τουρκικού στόλου και προσορμίστηκε στα
παράλια της Εφέσου. Στο πολεμικό συμβούλιο αποφασίστηκε η
επίθεση εναντίον του με πυρπολικό, μια που τα άλλα μέσα ήταν
ανίσχυρα να καταβάλλουν την αντοχή του. Στις 27 Μαΐου,
αποφασίστηκε να ξεκινήσει η επίθεση πρώτα με τα πυροβόλα. Το
τουρκικό δίκροτο απαντούσε με τον ίδιο τρόπο, υποστηριζόμενο από το
στρατό ξηράς. Μέσα στον πυκνό καπνό που δημιουργήθηκε και την
αναταραχή, δύο ελληνικά πυρπολικά, το ένα με την Δημ. Παπανικολή
και το άλλο με το Γεωρ. Καφαντάρη, επωφελήθηκαν να επιτεθούν και
από τις δύο πλευρές του τουρκικού σκάφους. Μόνο όμως αυτό του
Παπανικολή πέτυχε να προσκολληθεί στα πλευρά του (τουρκικού
δίκροτου) και να το ανατινάξει. Το πλοίο καταστράφηκε ολοσχερώς και
περισσότεροι από 1000 επιβαίνοντες βρήκαν το θάνατο. Το γεγονός
αυτό αναπτέρωσε το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων, ενώ οι
Οθωμανοί ξέσπασαν για εκδίκηση εναντίον του άμαχου πληθυσμού με
διώξεις και σφαγές. Οι κάτοικοι των Κυδωνίων (= Αϊβαλί, απέναντι από
τη Μυτιλήνη) εγκατέλειψαν από φόβο την πατρίδα τους και κατέφυγαν
ως πρόσφυγες σε περιοχές που είχε αρχίσει να επικρατεί η
επανάσταση. Στη Σμύρνη, η οργή τους εκδηλώθηκε με βιαιότητες και
λεηλασίες εναντίον του ελληνικού και ευρωπαϊκού πληθυσμού. Στο
Κουσάντασι (= Νέα Έφεσος) και αλλού, ακολούθησαν σφαγές και
λεηλασίες, ενώ οι κάτοικοι τους, όσοι μπόρεσαν, κατέφυγαν στη Σάμο
και στα Ψαρά.

Η έλλειψη οικονομικών πόρων, η καθυστέρηση καταβολής των


μισθών στα πληρώματα και η απειθαρχία, ανάγκασε τον ελληνικό
στόλο να εγκαταλείψει την περιοχή και να επιστρέψει στη βάση του.

1 ου ου
Δίκροτο: Ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο του 17 -19 αιώνα, που τα πυροβόλα του ήταν
κατανεμημένα σε δύο επάλληλα πυροβολεία.

179
Στο μεταξύ, ο Οθωμανικός στόλος ετοιμάστηκε να μεταβεί στη
Σάμο να καταστείλει την ελληνική επανάσταση. Στις 4 Ιουλίου 1821
έφθασε στη Σάμο και επιχείρησε απόβαση, ανεπιτυχώς. Στις 8 Ιουλίου,
ο ελληνικός στόλος των τριών νησιών, ξεκίνησε – από τα Ψαρά – για τη
Σάμο και την επόμενη έφτασε εκεί. Η Οθωμανική αρμάδα, στη θέα του
ελληνικού στόλου, απομακρύνθηκε. Στις 12 Ιουλίου, οι δύο στόλοι
συναντήθηκαν στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κω και Αλικαρνασσού, όμως
ο αντίθετος άνεμος και η αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών,
ματαίωσαν την επίθεση.

Πριν προλάβει, ο ελληνικός στόλος να ανασυγκροτηθεί για νέα


επιχείρηση – έπειτα από 10 ημέρες – έγινε γνωστή η έξοδος του
τουρκικού στόλου από τον Ελλήσποντο με κατεύθυνση προς τα Δυτικά.
Στις 25 Αυγούστου έφτασε στη Μονεμβασιά για τη μεταφορά στρατού
στην Πελοπόννησο και την ενίσχυση των πολιορκημένων φρουρίων.
Πριν όμως, στη Ρόδο, τα 35 Οθωμανικά πλοία είχαν ενωθεί με 14
Αιγυπτιακά και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στην Κρήτη, όπου
προστέθηκαν άλλα 10 Αλγερινά. Στις 26 Αυγούστου 1821, εφοδίασαν
τα κάστρα της Κορώνης και της Μεθώνης και μετά κατευθύνθηκαν στον
Κορινθιακό κόλπο. Στις 23 Σεπτεμβρίου κατέλαβαν το Γαλαξίδι,
κατέστρεψαν την πόλη και αιχμαλώτισαν 34 πλοία1 τους. Ο ελληνικός
στόλος καθυστέρησε να βγει από τις βάσεις του, λόγω επισκευών.
Η καθυστέρηση αυτή ανησύχησε τους κατοίκους και τους οπλαρχηγούς
της Πελοποννήσου , που ζήτησαν την επίσπευση του, πριν είναι αργά.
Ναύαρχος στην Υδραίικη μοίρα, ήταν τον πρώτο χρόνο ο Ιάκωβος
Τομπάζης και από το δεύτερο χρόνο ο Ανδρέας Μιαούλης και στη
Σπετσιώτικη ο Γεώργιος Πάνου. Ο ελληνικός στόλος έφτασε το
Νεόκαστρο στις 28 Σεπτεμβρίου, αλλά αδυνατούσε να αντιπαραταχθεί
στο συμμαχικό Οθωμανικό, που ήταν ασύγκριτα υπέρτερος αριθμητικά.
Τελικά, ναυμαχία δεν έγινε. Ο εχθρικός στόλος δεν κατάφερε να πλήξει

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9 σελ. 287.

180
τον ελληνικό. Τα μεγάλα σκάφη του Οθωμανικού στόλου, δεν
μπορούσαν να πλησιάσουν στα αβαθή νερά του κόλπου, όπου είχαν
προσαράξει τα πολύ μικρότερα ελληνικά. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος
επέστρεψε στον Ελλήσποντο και ο ελληνικός στις βάσεις του
(10-12 Οκτωβρίου 1821).

Αυτή ήταν η τελευταία θαλάσσια επιχείρηση του πρώτου έτους


(1821) της επανάστασης. Ο απολογισμός ήταν θετικός: Ματαιώθηκε η
τουρκική επίθεση στη Σάμο, ο ελληνικός στόλος είχε κυρίαρχη θέση
στις ελληνικές θάλασσες, τα παράλια φρούρια της Πελοποννήσου
παρέμειναν απομονωμένα, το θαλάσσιο εμπόριο συνεχίστηκε
κανονικά.1

Κατά την έναρξη του δεύτερου χρόνου, η Υψηλή Πύλη ήταν


προβληματισμένη. Δεν κατάφερε να καταστείλει την ελληνική
επανάσταση ούτε στη ξηρά ούτε στη θάλασσα. Η συνέχιση αυτής της
κατάστασης, θα μπορούσε με επιφέρει μεγαλύτερους κλυδωνισμούς
στην παρηκμασμένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Έγινε πλέον φανερό ότι
η κυριαρχία στη θάλασσα ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την ευνοϊκή
εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη στεριά. Ετοίμασε λοιπόν τον
πολεμικό της στόλο να υποστηρίξει τις χερσαίες επιχειρήσεις στη
Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.

Οι Ψαριανοί πληροφορηθέντες πρώτοι τις ετοιμασίες του


Οθωμανικού στόλου, ειδοποίησαν του Υδραίους και τους Σπετσιώτες
για την επικείμενη έξοδο του από τα Δαρδανέλια. Στις 24 Ιανουαρίου
1822, ο Τουρκικός στόλος βγήκε στο Αιγαίο με 4.000 Οθωμανούς της
Μ. Ασίας και κατευθύνθηκε στην Πελοπόννησο. Δραστηριοποιήθηκε
άμεσα και ο ελληνικός στόλος, αλλά για άλλη μια φορά, προέκυψε
θέμα απειθαρχίας για οικονομικούς λόγους. Η Α΄ Εθνοσυνέλευση της
Επιδαύρου που ήταν σε εξέλιξη, υποσχέθηκε μέσω του Αλέξανδρου

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9 σελ. 288-289.

181
Μαυροκορδάτου και του Θεοδώρου Νέγρη (Δυτικής και
Ανατολικής Στερεάς) οικονομική βοήθεια, αλλά παράλληλα συνιστούσε
«υπομονή» και «γενναιοψυχία». Η αποφασισθείσα από το
«Εκτελεστικό» (προσωρινή Διοίκηση), γενική συνεισφορά όλων των
Ελλήνων κατά 1 γρόσι, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και το πρόβλημα
παρέμεινε άλυτο.

Οι προετοιμασίες του ελληνικού στόλου συνεχίστηκαν ωστόσο


παρά το προβλήματα. Στις 27 Ιανουαρίου 1822, ο Οθωμανικός στόλος
εθεάθη έξω από την Ύδρα και στις 29 Ιανουαρίου είχε φτάσει στη
Δυτική Πελοπόννησο και ανεφοδίαζε το φρούριο της Μεθώνης, την δε
επόμενη μέρα πολιόρκησε το Νεόκαστρο. Εκεί όμως βρήκε το Γερμανό
φιλέλληνα Karl Norman με 300 άνδρες, που μόλις είχε φτάσει να
βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Ο Οθωμανικός
στόλος αναγκάστηκε να αποχωρήσει και να κατευθυνθεί
προς τη Ζάκυνθο, όπου η Αγγλική Διοίκηση, παρά την ουδετερότητα
που είχε διακηρύξει, επέτρεψε να παραμείνουν για επισκευές και
ανεφοδιασμό.

Ο ελληνικός στόλος είχε προετοιμαστεί για τον απόπλου,


καλύπτοντας εξ ιδίων τα έξοδα, με, συνολικά, 63 πλοία και 4
πυρπολικά. Στο μεταξύ ο Τουρκικός στόλος, μετά τον απόπλου από τη
Ζάκυνθο, αποβίβασε στρατιώτες στην πολιορκημένη από τους Έλληνες
Πάτρα, και αγκυροβόλησε στην Ναύπακτο. Στον ελληνικό στόλο – στο
πολεμικό συμβούλιο που έγινε με πρόταση του Ανδρέα Μιαούλη –
αποφασίστηκε να αναζητηθεί ο Οθωμανικός στόλος και να γίνει άμεση
επίθεση με το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων. Μέχρι τότε τα
ελληνικά πλοία συνήθιζαν να παρενοχλούν το Τουρκικό στόλο για να
δημιουργούν προβλήματα στις μετακινήσεις του και όχι για να τον
πλήξουν. Ο Α. Μιαούλης ανέλαβε την ευθύνη της απόφασης αυτής και

182
αναγνωρίστηκε από όλους ως αρχηγός του ελληνικού στόλου1. Στις 20
Φεβρουαρίου 1822, παρά την κακοκαιρία, ο Μιαούλης διέταξε τα
ελληνικά πλοία να πλεύσουν προς την Πάτρα, όπου είχε σταθμεύσει
μοίρα του τουρκικού στόλου από 36 πλοία και να λάβουν θέσεις για
άμεση επίθεση. Ο Μιαούλης άρχισε να πυροβολεί πρώτος εναντίον του
ανύποπτου Τουρκικού στόλου, που δεν ανέμενε να δεχθεί επίθεση
από τα μικρά ελληνικά πλοία και μάλιστα σε ημέρα μεγάλης τρικυμίας.
Οι Τούρκοι πανικόβλητοι άρχισαν να σηκώνουν άγκυρες για να φύγουν,
αλλά τα ελληνικά πλοία τους έκλεισαν το δρόμο. Ακολούθησε φοβερή
ναυμαχία, που διήρκησε πέντε ώρες. Καταστράφηκε ολοσχερώς μια
τούρκικη φρεγάτα και σε πολλά άλλα Τουρκικά πλοία προξενήθηκαν
σοβαρές ζημιές, ενώ πολλοί Τούρκοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Ο
Τουρκικός στόλος κατάφερε με δυσκολία να διαφύγει με κατεύθυνση
τη Ζάκυνθο.

Όπως ήταν φυσικό, η επιτυχία της ναυμαχίας αυτής ανύψωσε


το ηθικό των Ελλήνων. Συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να
αντιμετωπίσουν τον εχθρό κατά μέτωπο. Ο ελληνικός στόλος, στις
αρχές Μαρτίου, επέστρεψε στο Αιγαίο, εκτός από μια μικρή μοίρα υπό
τον Α. Μιαούλη, που παρέμεινε στον Κορινθιακό μέχρι τέλος Μαρτίου
και έκανε ανιχνευτικές περιπολίες στις γύρω θάλασσες και μετέφερε
στρατιώτες και πολεμοφόδια στον αγώνα των Σουλιωτών. Το
οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κεντρική (προσωρινή)
διοίκηση, παρέμεινε οξύ και είχε σοβαρό αντίκτυπο στην πειθαρχία των
πληρωμάτων (λόγω της καθυστέρησης των μισθών) και στον αγώνα για
την απελευθέρωση.

1
Από την αρχή της επανάστασης και για όλο το 1821, αρχηγός του Ελληνικού Επαναστατικού
Στόλου ήταν ο Τομπάζης (Ιάκωβος Γιακουμάκης). Από το 1822, ανέλαβε ο Ανδρέας Μιαούλης.

183
2.5.3. Η καταστροφή της Χίου.

Όσο ο ελληνικός στόλος ήταν στο Ιόνιο, ο Χιώτης Αντώνιος


Μπουρνιάς έπεισε το Λυκούργο Λογοθέτη της Σάμου, να αναλάβει
εκστρατεία στο νησί της Χίου, χωρίς ενημέρωση της ελληνικής
επαναστατικής κυβέρνησης. Ο Οθωμανικός στόλος, όταν έλαβε γνώση
της κινητικότητας αυτής, προετοιμάστηκε για την έξοδο στο Αιγαίο. Η
επιχείρηση στη Χίο πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου 1822, με τη
βοήθεια λίγων ελληνικών πλοίων. Στις 30 Μαρτίου έφτασε ο Τουρκικός
στόλος και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στο νησί. Η επανάσταση
καταπνίγηκε άμεσα. Οι Σαμιώτες εγκατέλειψαν το νησί, αφήνοντας
τους Χιώτες στην τύχη τους. Με την μεσολάβηση των ξένων προξένων,
οι Τούρκοι ανακοίνωσαν ότι, εφόσον παραδοθούν, θα τους χορηγηθεί
αμνηστία. Όμως, οι Τούρκοι δεν τήρησαν τη συμφωνία και
προχώρησαν σε ομαδικές σφαγές. Άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και
πωλήθηκαν, ως σκλάβοι, στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η κτηνώδης
αυτή συμπεριφορά των Τούρκων έγινε γνωστή στο εξωτερικό και
συνέβαλε στην ενεργοποίηση του φιλελληνικού κινήματος στην
Ευρώπη και στην Αμερική.

Στα Ψαρά, παρά τις πληροφορίες για την άφιξη Αιγυπτιακού


στόλου στο Αιγαίο, Υδραίοι και Ψαριανοί παρέμεναν σταθεροί στο
σχέδιο τους να επιτεθούν με πυρπολικά στην τουρκική αρμάδα.
Ετοιμάστηκαν δύο πυρπολικά, το ένα Ψαριανό υπό τον Κ. Κανάρη και
το άλλο Υδραίικο υπό τον Ανδρέα Πιπίνο και ξεκίνησαν από τα Ψαρά,
συνοδευόμενα από τέσσερα πλοία των Ψαριανών και των Υδραίων,
που θα βοηθούσαν στη διάσωση των πληρωμάτων των πυρπολικών.
Περίμεναν ευνοϊκό άνεμο και τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου – ενώ τα
πλοία ήταν φωταγωγημένα και γιόρταζαν το ραμαζάνι – το πυρπολικό
του Α. Πιπίνου πλησίασε την αντιναυαρχίδα και πυροδότησε, με
αποτέλεσμα την πυρπόληση του τουρκικού πλοίου. Το πυρπολικό του
Κ. Κανάρη προσδέθηκε στη ναυαρχίδα, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι

184
οι επίσημοι και εκπυρσοκρότησε. Η ναυαρχίδα τυλίχτηκε στις φλόγες
και από τους επίσημους που ήταν μέσα ελάχιστοι διασώθηκαν, ενώ οι
πυρπολητές και τα πληρώματα έφτασαν όλοι σώοι στα Ψαρά, όπου
τους υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό.

Στις 12 Ιουλίου 1822, ο Οθωμανικός στόλος, διερχόμενος ΒΔ των


Ψαρών κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο. Όμως, αντί να ενισχύσει
το Δράμαλη και τους πολιορκημένους Τούρκους στο Ναύπλιο, που
περίμεναν βοήθεια, έπλευσε προς τη Δυτική Πελοπόννησο και
προσπάθησε – τέλη Ιουλίου – να πολιορκήσει το Μεσολόγγι,
ανεπιτυχώς. Επέστρεψε στο λιμάνι της Πάτρας και μετά από ένα μήνα
παραμονής εκεί, έφυγε για τον Αργολικό κόλπο για να ανεφοδιάσει
τους πολιορκημένους του Ναυπλίου. Οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες,
ανήσυχοι για ενδεχόμενη επίθεση, του Οθωμανικού στόλου παρέμεναν
σε αναμονή, χωρίς φυσικά να παραμελούν τη φροντίδα που έπρεπε να
παρέχουν στο Ναύπλιο, για τον ανεφοδιασμό του με πολεμοφόδια και
τρόφιμα, ώστε να συντηρείται η πολιορκία του φρουρίου (Αύγουστος
1822).

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822, ο τουρκικός στόλος πέρασε έξω από


τις Σπέτσες. Ενώ άλλες φορές ο ελληνικός στόλος παρακολουθούσε
απλώς την πορεία του τουρκικού, αυτή τη φορά δραστηριοποιήθηκε. Ο
τουρκικός στόλος διέθετε 84 πολεμικά πλοία, ο ελληνικός 58 πολεμικά
και 14 πυρπολικά. Την αρχηγία της επιχείρησης είχε ο Ανδρέας
Μιαούλης. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε σωτήρια για τον αγώνα της
Πελοποννήσου. Πραγματοποιήθηκε στο στενό ανάμεσα στις Σπέτσες
και στον Αργολικό κόλπο. Ο τουρκικός στόλος, μετά την αποτυχία του
να φτάσει στο Ναύπλιο και να βοηθήσει στον ανεφοδιασμό των
πολιορκημένων, έφυγε στις 15 Σεπτεμβρίου 1822 για το ανοιχτό
πέλαγος. Μπορεί η ναυμαχία αυτή να μην προξένησε ζημιές στον
εχθρικό στόλο, όμως ματαίωσε το σκοπό του. Τελικά, το Ναύπλιο έπεσε
μετά από δύο μήνες.

185
Το πρόβλημα της μισθοδοσίας των πληρωμάτων του ελληνικού
στόλου παρέμενε πάντα άλυτο και επίκαιρο. Οι ναύτες διαμαρτύρονταν
και απειλούσαν ότι θα αποχωρήσουν. Ο Α. Μιαούλης φρόντιζε να
επαναφέρει το θέμα στους προκρίτους για επίλυση. Η ενδεχόμενη
ματαίωση των ναυτικών επιχειρήσεων αυτή την ώρα θα ήταν
επικίνδυνη για την πορεία του αγώνα.

Στις 30 Σεπτεμβρίου, ο τούρκικος στόλος κατευθύνθηκε στην


Κρήτη για να ενισχύσει τις Οθωμανικές δυνάμεις στο νησί και στις
αρχές Οκτωβρίου επέστρεψε, στη βάση του, στα Δαρδανέλια. Ο
ελληνικός στόλος επέστρεψε, κι αυτός, στις βάσεις του, αφού τα
οικονομικά μέσα δεν επέτρεπαν να βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει στις
θάλασσες. Ο κίνδυνος όμως στο Αιγαίο εξακολουθούσε να υπάρχει,
απόδειξη η αποβίβαση 100 αλγερινών στη Μύκονο, οι οποίοι όμως
αποκρούστηκαν από τους κατοίκους. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η
Μαντώ Μαυρογένους.1

Στο τέλος Οκτωβρίου 1822, η επίθεση δύο Ψαριανών


πυρπολικών υπό τον Κ. Κανάρη και Φίλιππο Αντωνίου, στον τουρκικό
στόλο που βρίσκονταν στην Τένεδο, είχε ως αποτέλεσμα την
καταστροφή ενός δίκροτου πλοίου. Μετά το γεγονός αυτό, ο τουρκικός
στόλος κλείστηκε στον Ελλήσποντο. Το Νοέμβριο 1822, κατά την
πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου εστάλησαν 8 ελληνικά πλοία να
διασπάσουν το θαλάσσιο αποκλεισμό της πόλης και να βοηθήσουν στη
μεταφορά ενισχύσεων και εφοδίων στους πολιορκημένους
Μεσολογγίτες. Η πολιορκία αυτή διήρκησε μέχρι το Δεκέμβριο του
1822 χωρίς όμως επιτυχία για τους Οθωμανούς.

1
Η Μαντώ Μαυρογένους, μεγαλωμένη στην Τεργέστη, με ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία,
ευγενική φυσιογνωμία και εύθραυστη ομορφιά. Μυήθηκε στον αγώνα της απελευθέρωσης
μετά την έκρηξη της επανάστασης και διέθεσε όλη την πατρική της περιουσία για το σκοπό
αυτό, ενώ έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Πέθανε πάμφτωχη και λησμονημένη.
Δικαιώθηκε μετά το θάνατό της για την προσφορά της στον αγώνα.

186
Το 1823, ο Σουλτάνος αποφάσισε να αντικαταστήσει τα μεγάλα
και δυσκίνητα πλοία με μικρότερα και ευκίνητα και συγχρόνως να
βελτιώσει τα πληρώματα τους. Το πρώτο εξάμηνο του 1823, δεν
υπήρξαν μεγάλης σημασίας ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις. Τον
Αύγουστο, ο Οθωμανικός στόλος βρίσκονταν στο ανατολικό Αιγαίο. Ο
ελληνικός στόλος άνοιξε πορεία προς αναζήτηση του και στις 15
Σεπτεμβρίου συναντήθηκαν ανοιχτά του Άθω. Στη ναυμαχία που
ακολούθησε, η ελληνική πλευρά υπέστη αρκετές ζημιές. Η φιλονικία,
λόγω διαφωνιών, που προέκυψε μεταξύ Υδραίων και Σπετσιωτών,
ανάγκασε τους τελευταίους να αποχωρήσουν. Τα δύο άλλα νησιά, Ύδρα
και Ψαρά, έμειναν μόνα. Το μεγάλο πρόβλημα του επαναστατικού
αγώνα στη θάλασσα ήταν οικονομικό, δηλ. η χρηματοδότηση του, του
οποίου η λύση δεν ήταν εύκολη. Από την πλευρά τους οι Οθωμανοί,
– πέραν της ανανέωσης του στόλου και της βελτίωσης των
πληρωμάτων – προχώρησαν σε συμμαχία με τον Αιγυπτιακό στόλο,
εξέλιξη που δυσκόλευε τα πράγματα στο Αιγαίο για τους Έλληνες.

Ο Οθωμανικός στόλος κατευθύνθηκε προς το Βόλο. Στις 8


Οκτωβρίου 1823, ήταν έξω από τη Σκιάθο. Στις Σποράδες είχαν
καταφύγει πολλοί οπλαρχηγοί με τους άνδρες τους και τις οικογένειες
τους, από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ηπειρωτικής χώρας,
κυρίως της Θεσσαλίας και περιοχών του Ολύμπου, οι οποίοι
δημιουργούσαν προβλήματα στους ντόπιους κατοίκους. Οι ντόπιοι των
Σποράδων ζήτησαν λοιπόν την προστασία του Οθωμανικού στόλου. Η
απόβαση των Τούρκων στις 9 Οκτωβρίου, τελικά δεν πέτυχε και στις 21
Οκτωβρίου ο στόλος τους αποχώρησε. Συναντήθηκε με τον ελληνικό
στόλο κοντά στους Ωραιούς της Εύβοιας, όπου στη ναυμαχία αυτή,
υπήρξαν μικρές μόνο απώλειες.

Το 1824, ήταν κρίσιμο για την επανάσταση: εμφύλιες διαμάχες


στο ελληνικό «στρατόπεδο», έριδες και αναστάτωση στον ελληνικό
στόλο, συμμαχία των Τούρκων με την Αίγυπτο που διέθετε σημαντικές

187
ναυτικές δυνάμεις με γάλλους συμβούλους, καταστροφή της Κάσου και
των Ψαρών (βλ. αμέσως παρακάτω). Στην αρχή του 1824, ο Σουλτάνος
Μαχμούτ, φοβούμενος ότι η επανάσταση θα επικρατήσει, σύναψε
συμφωνία με τον Πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, με αντάλλαγμα να
τον διορίσει Πασά της Πελοποννήσου, μετά την επικράτηση τους.
Επικεφαλής της επιχείρησης του αιγυπτιακού στόλου, τέθηκε ο θετός
γιος του Μεχμέτ Αλή, Ιμπραήμ. Το σχέδιο των επιχειρήσεων ήταν να
καταστρέψουν σημαντικές βάσεις του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο
(Ψαρά, Κάσος, Σάμος) και μετά ενωμένοι οι δύο στόλοι να επιτεθούν
στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιώντας ως βάση για τις επιδρομές, την
Κρήτη. Η επίθεση στην Κάσο έγινε από τον Αιγυπτιακό στόλο, στις 27
Μαΐου. Οι Κάσιοι οργάνωσαν μόνοι τους την άμυνα τους, χωρίς όμως
επιτυχία. Παρά την ηρωική αντίσταση τους, το νησί έπεσε στους
Αιγυπτίους. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης. Μετά την Κάσο, οι Αιγύπτιοι
κατέλαβαν την Κάρπαθο. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στην Κάσο
ήταν πλέον αργά, το νησί είχε καταστραφεί.

2.5.4. Η καταστροφή των Ψαρών.

Ακολούθησε η καταστροφή τω Ψαρών από τους Οθωμανούς.


Στις 21 Ιουνίου 1824, ο τουρκικός στόλος κατάφερε να αποβιβάσει
στρατό στο νησί. Σημειώθηκαν άγριες μάχες σώμα με σώμα, με
πολλούς νεκρούς. Περικυκλωμένοι οι κάτοικοι, συγκεντρώθηκαν στο
στρατώνα, έβαλαν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν
στον αέρα, μαζί με τους εισβολείς. Όσοι έτρεξαν στο λιμάνι για να
φύγουν με τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα εκεί, συνελήφθησαν
αιχμάλωτοι και πολύ λίγοι κατάφεραν να σωθούν. Ανάμεσα σ’ αυτούς
που τα κατάφεραν να σωθούν ήταν και η σύζυγος του Κ. Κανάρη,
Δέσποινα, έγκυος το γιο τους Λυκούργο και στην αγκαλιά της το γιό
τους Μιλτιάδη, δύο χρόνων. Η Δέσποινα κολύμπησε μέχρι να φτάσει
στο πλοίο και σώθηκε με τα παιδιά της. Πρόφτασαν να φύγουν μόνο 19
πλοία. Οι Ψαριανοί ζήτησαν από το «Εκτελεστικό», ως προσωρινό τόπο

188
διαμονής τους, το κάστρο της Μονεμβασιάς. Η κυβέρνηση
(εκτελεστικό) κράτησε, να συμμετέχουν στις ναυτικές επιχειρήσεις,
μόνο 15 καράβια και τα πληρώματά τους να παίρνουν τις αναγκαίες
οικονομικές επιχορηγήσεις. Τα υπόλοιπα πληρώματα έμειναν χωρίς
δουλειά, με αποτέλεσμα να στραφούν στην πειρατεία. Τελικά, ούτε και
τα πληρώματα των 15 πλοίων η κυβέρνηση μπόρεσε να ικανοποιήσει
οικονομικά. Η ζημιά για τον αγώνα ήταν μεγάλη. Η έλλειψη
οικονομικών μέσων εμπόδιζε την έγκαιρη προετοιμασία του ελληνικού
στόλου για την υπεράσπιση των νησιών. Το πρώτο δάνειο
(ονομαστικού ποσού 800.000 στερλινών), που συνήψε η «Προσωρινή
Διοίκηση» από την Αγγλία, έφτασε με καθυστέρηση και κουτσουρεμένο
(μόνο 308.000 λίρες), το οποίο κατασπαταλήθηκε με πρωτοφανή
ταχύτητα. Η «κυβέρνηση» λοιπόν ήταν σε οικτρή οικονομική
κατάσταση.

Όταν οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες πληροφορήθηκαν για την


επίθεση στα Ψαρά, χωρίς ακόμα να γνωρίζουν για την ολοσχερή
καταστροφή του νησιού, έστειλαν εκεί πλοία (στις 3 Ιουλίου 1824).
Παρέμεναν ακόμα εκεί 25 εχθρικά πλοία. Ο ελληνικός στόλος
έκανε απόβαση και κατέστρεψε τα υπολείμματα των Οθωμανών στο
νησί.

Οι Σάμιοι ανησυχούσαν και για τη δική τους τύχη και ζητούσαν


επίμονα βοήθεια από τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες. Στις 10
Ιουλίου 1824, έφτασε η πρώτη δόση του δανείου από την Αγγλία, κι
αυτό διευκόλυνε τα πράγματα. Στις 27 Ιουλίου προσέγγισαν τη Σάμο,
16 πλοία (εκ των οποίων 1 πυρπολικό), από τις Σπέτσες, 15 πλοία (εκ
των οποίων 5 πυρπολικά) από τα Ψαρά και τρεις μέρες αργότερα, 25
πλοία (εκ των οποίων 4 πυρπολικά) από την Ύδρα.1 Στην απέναντι ακτή,
οι Τούρκοι ετοίμαζαν το στόλο τους για την εκστρατεία. Την 1

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 308.

189
Αυγούστου 1824, 18 τουρκικά πολεμικά επιτέθηκαν στον ελληνικό
στόλο, αλλά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, φοβούμενοι τα ελληνικά
πυρπολικά. Τις επόμενες ημέρες, ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε ξανά
στον ελληνικό, αλλά – μετά από πολύωρες συγκρούσεις – η εξόρμηση
των ελληνικών πυρπολικών, τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Στις 5
Αυγούστου 1824, δόθηκε η πιο αποφασιστική ναυμαχία, ανάμεσα στα
ακρωτήρια Αγίας Μαρίνας και Κολόνας, όπου η δράση των ελληνικών
πυρπολικών, τους υποχρέωσε να υποχωρήσουν και να κατευθυνθούν
προς την Κω, όπου τους περίμενε ο Αιγυπτιακός στόλος.

2.5.5. Η Συμμαχία του Οθωμανικού στόλου με τον Αιγυπτιακό.

Ο Αιγυπτιακός στόλος έφυγε από την Αλεξάνδρεια στις 7


Ιουλίου, λόγω όμως των καιρικών συνθηκών έφτασε στην Κω στα μέσα
Αυγούστου. Διέθετε 100 περίπου οπλιταγωγά, 10.000 τακτικό στρατό
και 25 πολεμικά πλοία. Ενωμένος ο Τουρκικός με τον Αιγυπτιακό στόλο
διέθεταν 100 πολεμικά, 2.500 κανόνια, 400 περίπου οπλιταγωγά και
20.000 στρατιώτες. Η δύναμη του ελληνικού στόλου ήταν 70 πολεμικά
και πυρπολικά και 800 πυροβόλα.1 Στις 24 Αυγούστου, ελληνική μοίρα
με 26 πλοία (20 πολεμικά και 6 πυρπολικά) υπό τον Υδραίο
αντιναύαρχο Γεώργιο Σταχτούρη εισήλθε στο στενό μεταξύ Κω και
Αλικαρνασσού. Η ναυμαχία γενικεύτηκε, όμως η στενότητα του χώρου
και ο δυνατός άνεμος εμπόδιζαν τους ελιγμούς των πλοίων, που συχνά
συγκρούονταν μεταξύ τους. Η ναυμαχία κράτησε δυόμιση ώρες και ο
ελληνικός στόλος έχασε δύο πυρπολικά.

Η ναυμαχία του Γέροντα2 (=ακρωτήριο της Μ. Ασίας, απέναντι


από τη Σάμο) έγινε στις 29 Αυγούστου 1824. Νωρίς το πρωί, πριν από
την ανατολή του ηλίου, η ναυαρχίδα του Α. Μιαούλη και η
υποναυαρχίδα του Γ. Σταχτούρη, που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο –

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 308-309.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 20, σελ. 97-100.

190
περικυκλώθηκαν από τον Αιγυπτιακό στόλο. Ο Μιαούλης προσπάθησε
να διασπάσει τον κλοιό, να βγει από το Γέροντα και να ενωθεί με τον
υπόλοιπο ελληνικό στόλο, τα Αιγυπτιακά πλοία ήταν όμως
πολλαπλάσια. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Η ναυμαχία συνεχίστηκε
μέχρι τις βραδινές ώρες που έπεσε το σκοτάδι και ο αντίπαλος στόλος
απεχώρησε. Ο απολογισμός ήταν, από την πλευρά των Ελλήνων, η
απώλεια 6 πυρπολικών και από την πλευρά των αντιπάλων μια
φρεγάτα και ένα ακόμα πλοίο. Η ναυμαχία ανέδειξε για μια ακόμα
φορά τις ικανότητες και την ανδρεία του Α. Μιαούλη.

Μετά τη ναυμαχία του Γέροντα, ο ελληνικός στόλος στάθμευσε


στους Λειψούς και ήταν σε επιφυλακή. Πίστευε ότι οι Οθωμανοί δεν
εγκατέλειψαν τα σχέδια τους να καταλάβουν τη Σάμο. Γι αυτό ο
ελληνικός στόλος έπλευσε στο στενό της Σάμου, ενώ ο αντίπαλος
στόλος, μη μπορώντας να πλησιάσει τον ελληνικό, απομακρύνθηκε.
Στις 10 Σεπτεμβρίου οι δύο αντίπαλοι στόλοι συναντήθηκαν στην
Ικαρία. Ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος επιτέθηκε εναντίον πέντε
ελληνικών πλοίων, που προπορεύονταν. Ένα ελληνικό πυρπολικό
κινήθηκε εναντίον της εχθρικής φρεγάτας και την ανάγκασε να
απομακρυνθεί. Ακολούθησαν και τα υπόλοιπα πλοία του
Τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Στο μεταξύ νύχτωσε και ο ελληνικός
στόλος κατευθύνθηκε προς τους Φούρνους, εν αναμονή της επόμενης
μέρας.

Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στόλος στάθμευσε στο


Μαραθόκαμπο της Σάμου για ανεφοδιασμό και στις 14 Σεπτεμβρίου
1824 απέπλευσε προς αναζήτηση του εχθρού. Τελικά, οι αντίπαλοι
στόλοι συναντήθηκαν μεταξύ Μυτιλήνης και Χίου. Ο ελληνικός
επιτέθηκε στον Τουρκοαιγυπτιακό (στις 24 Σεπτεμβρίου), ο οποίος
προσπάθησε να διαφύγει. Τα ελληνικά πολεμικά τον καταδίωξαν και
χωρίς καθυστέρηση του επιτέθηκαν. Στο αντίπαλο στρατόπεδο
επικράτησε σύγχυση και πανικός. Η ναυμαχία κράτησε 16 ώρες, στη

191
διάρκεια των οποίων τα ελληνικά πλοία καταδίωκαν τα
αντίπαλα. Τελικά, τα εχθρικά πλοία μπήκαν στο λιμάνι της Μυτιλήνης
και τα ελληνικά κατευθύνθηκαν προς τη Σάμο. Ο απολογισμός του
ελληνικού στόλου ήταν η απώλεια 4 Υδραίικων πυρπολικών και 1
Ψαριανού.

Ενώ αναμένονταν νέα σύγκρουση με τον Τουρκοαιγυπτιακό


στόλο, οι Σπετσιώτες και οι Ψαριανοί απεχώρησαν από το μέτωπο για
τις βάσεις τους και επανήλθαν μετά από ένα μήνα. Ο Ψαριανός
Κων/νος Κανάρης δεν έφυγε, αλλά προσχώρησε στους Υδραίους για να
συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Ο Α.
Μιαούλης με τα 25 Υδραίικα πλοία παρέμεινε στην περιοχή και
επιτηρούσε τις κινήσεις των Τουρκοαιγυπτίων.

Τη νύχτα της 9ης Οκτωβρίου 1924, ο Ιμπραήμ ξέφυγε από την


επιτήρηση του ελληνικού στόλου και στις 27 Οκτωβρίου έφυγε για την
Κρήτη. Ο ελληνικός στόλος τον πήρε είδηση και άρχισε να τον
καταδιώκει. Την 1 Νοεμβρίου, ο Α. Μιαούλης συνάντησε τον
Αιγυπτιακό στόλο κοντά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ακολούθησε
ναυμαχία, λόγω όμως των επιθέσεων των ελληνικών πυρπολικών μέσα
στη νύχτα, ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή να απομακρυνθεί ο στόλος του για
να αποφύγει τις ζημιές.

Μετά από την πίεση των ναυτών και των πλοιάρχων του στόλου
του, ο Α. Μιαούλης αναγκάστηκε – παρά την αντίθεση του – να
επιστρέψει στη βάση του στην Ύδρα, ενώ ο Αιγυπτιακός παρέμεινε στη
Σούδα να ξεχειμωνιάσει και να ανασυγκροτηθεί. Οι διενέξεις των
φατριών σε πολιτικό επίπεδο και η έλλειψη οικονομικών πόρων στον
ελληνικό στόλο, δημιουργούσαν δυσάρεστη κατάσταση και προς
παντός επικίνδυνη για τον αγώνα.

Ο Ιμπραήμ ετοίμαζε απόβαση στην Πελοπόννησο. Οι Τούρκοι


της Πάτρας, εξαντλημένοι από την πολιορκία ζητούσαν

192
συνθηκολόγηση, ενώ η ελληνική πλευρά ετοίμαζε εναντίον τους
επίθεση, η οποία όμως δεν έγινε γιατί ο Ιμπραήμ έκανε απόβαση στη
Μεθώνη, στις αρχές Φεβρουαρίου 1825 1 και προείχε πλέον η
αντιμετώπιση των Αιγυπτίων στη ΝΔ Πελοπόννησο. Τότε φάνηκε
καθαρά η ανάγκη συντονισμού των ελληνικών δυνάμεων από ξηρά και
από θάλασσα.

Μετά την απόβαση στη Μεθώνη, ο Ιμπραήμ ετοίμαζε τον


επόμενο στόχο του, που ήταν η κατάληψη του φρουρίου του
Ναβαρίνου με πολιορκία από ξηρά και από θάλασσα. Οι εχθροπραξίες
άρχισαν στις 24 Απριλίου 1825. Στη Σφακτηρία (Νότιο Ιόνιο, νησίδα που
προστατεύει τον όρμο του Ναβαρίνου), βρίσκονταν η ελληνική φρουρά
με 800 άνδρες υπό τον Αναγνωσταρά και τον Σαχίνη. Εκείνη την ημέρα
έτυχε να βρίσκεται εκεί και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, γραμματέας του
Εκτελεστικού. Η Αιγυπτιακή μοίρα μπήκε στον όρμο και άρχισε σφοδρό
βομβαρδισμό. Αποβιβάστηκαν οι Αιγύπτιοι στη νησίδα, προξενώντας
θανάτους και καταστροφές: 350 νεκροί, μεταξύ των οποίων ο
Αναγνωσταράς, ο Αν. Τσαμαδός και ο φιλέλληνας Ιταλός
Σάντα Ρόζα. Στις 7 Μαΐου, οι εναπομείναντες από τους
πολιορκημένους του Νεοκάστρου υπέγραψαν συμφωνία παράδοσης
και αποχώρησαν.

Η δεύτερη ναυτική μοίρα των Υδραίων, που παρέμενε στο


Αιγαίο, υπό τον αντιναύαρχο Γ. Σαχτούρη, αναχώρησε από την Ύδρα
στις 31 Μαρτίου 1825 σε αναζήτηση του Οθωμανικού στόλου, ο οποίος
τελικά στις 14 Μαΐου, βγήκε από τα Δαρδανέλια. Ο ελληνικός στόλος
τον παρακολούθησε και περίμενε την ευκαιρία να επιτεθεί. Στις 20
Μαΐου, όταν ο Οθωμανικός στόλος μπήκε στον στενό μεταξύ Κάβο
ντόρο (= Καφηρέας, ΝΑ της Εύβοιας) και Άνδρου, αποφασίστηκε η
επίθεση του ελληνικού στόλου. Στη ναυμαχία καταστράφηκαν δύο

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 20, σελ. 119,120 …

193
τουρκικά πλοία και ο Οθωμανικός στόλος έφυγε προς νότο,
καταδιωκόμενος από τον ελληνικό. Καθ΄ οδόν, πυρπολήθηκε ένα
ακόμα τουρκικό πλοίο και αιχμαλωτίστηκαν πέντε μεταγωγικά. Ο
Οθωμανικός στόλος κατέφυγε τελικά στην Κρήτη, όπου ενώθηκε στη
Σούδα με τον Αιγυπτιακό.

Μετά τη ναυμαχία στον Κάβο Ντόρο, ο ελληνικός στόλος


κατευθύνθηκε προς Νότο και στις 26 Μαΐου ενώθηκε με το στόλο του
Α. Μιαούλη, ο οποίος είχε την πληροφορία ότι οι εχθρικές δυνάμεις θα
αποβίβαζαν στρατεύματα στην Κρήτη και στη συνέχεια θα τα
μετέφεραν στην Πελοπόννησο. Γι αυτό και αποφασίστηκε ο ελληνικός
στόλος να πλεύσει στο Κρητικό Πέλαγος. Έγιναν δύο συμπλοκές με τον
αντίπαλο στόλο: η μια έξω από τη Σούδα στις 2 Ιουνίου και η άλλη στο
ακρωτήριο Ταίναρο, στο νοτιότερο άκρο της Λακωνίας στην
Πελοπόννησο, στις 16 Ιουνίου, χωρίς να αποφευχθεί η υλοποίηση των
σχεδίων της απόβασης στη Σούδα, των Τουρκοαιγυπτίων. Στις 20
Ιουνίου η Τουρκοαιγυπτιακή συμμαχία αποβίβασε στο Ναβαρίνο 4000
άνδρες, τρόφιμα και πολεμοφόδια. Στις 24 Ιουνίου 1825, ο Αιγυπτιακός
στόλος αναχώρησε για την Αίγυπτο και ο Τουρκικός για το Μεσολόγγι.
Ο ελληνικός στόλος αποφάσισε, επίσης να επιστρέψει στις βάσεις του
για επισκευές των ζημιών, τροφοδοσία και πολεμοφόδια. Άφησαν μόνο
10 πλοία (6 Υδραίικα και 4 Σπετσιώτικα) στην περιοχή για να
παρακολουθούν τις κινήσεις του εχθρού.1

Ο Κων/νος Κανάρης είχε μια τολμηρή ιδέα: Να χτυπήσει


αιφνιδιαστικά τον Αιγυπτιακό στόλο μέσα στη βάση του, στο λιμάνι της
Αλεξάνδρειας. Την ιδέα αυτή αποδέχθηκαν οι Υδραίοι Τομπάζης και
Λάζαρος Κουντουριώτης. Φαίνεται πως ο Κ. Κανάρης είχε ενημερώσει
και τον Άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον, ο οποίος συμφώνησε με το σχέδιο.
Στις 23 Ιουλίου, ο Κ. Κανάρης ξεκίνησε από την Ύδρα με μια μικρή μοίρα

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 317 και εξής.

194
στόλου και στις 29 Ιουλίου έφτασε έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Με τη δύση του Ηλίου, ο Κ. Κανάρης και το πλήρωμα του μπήκαν με το
ταχύπλοο πυρπολικό στο λιμάνι με κατεύθυνση τη ναυαρχίδα. Ξαφνικά
όμως σηκώθηκε δυνατός αντίθετος άνεμος και το σχέδιο ματαιώθηκε.
Τότε, ο Κ. Κανάρης έσπρωξε το φλεγόμενο πυρπολικό προς τα
Αιγυπτιακά καράβια, κι αυτός με τους άνδρες του απομακρύνθηκαν με
το εφεδρικό σκάφος τους. Τα πληρώματα του Αιγυπτιακού στόλου
κατάφεραν να απομακρύνουν το φλεγόμενο πυρπολικό και ο κίνδυνος
για την ναυαρχίδα απεσοβήθη. Ο απόηχος όμως του εγχειρήματος
αυτού ήταν πολύ έντονος.

2.5.6. Η Β΄ πολιορκία του Μεσολογγίου1.

Η εκπόρθηση του Μεσολογγίου ανατέθηκε από την Υψηλή Πύλη


στον Κιουταχή Πασά. Η πολιορκία είχε αρχίσει από τον Απρίλιο του
1825 και οι πολιορκούμενοι κινδύνευαν να ξεμείνουν από τρόφιμα και
πολεμοφόδια. Το «Εκτελεστικό» ζήτησε από το ναυτικό να σπεύσει για
την υπεράσπιση της πόλης. Τον Ιούλιο 1825, άρχισε ο εφοδιασμός του
Μεσολογγίου από τον ελληνικό στόλο υπό τον Γ. Σαχτούρη,
Γ. Ανδρούτσο και Ν. Αποστόλη, υπό τη γενική Αρχηγία του Α. Μιαούλη,
με κύριο στόχο τον ανεφοδιασμό της πόλης και όχι τη σύγκρουση με
τον Οθωμανικό στόλο που ήταν αριθμητικά μεγαλύτερος. Στις 21
Νοεμβρίου ο Οθωμανικός στόλος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά
πυρπολικά. Η πρώτη απόπειρα κατά του ελληνικού στόλου απέτυχε,
γιατί το πυρπολικό έγινε αντιληπτό και βυθίστηκε μαζί με το πλήρωμα
του, από τους Έλληνες ναυτικούς. Ο Ανδρέας Μιαούλης παρέμεινε στο
Μεσολόγγι μέχρι την 1 Δεκεμβρίου 1825 και εφοδίαζε τους
πολιορκημένους με πολεμοφόδια και τρόφιμα.

Μετά την υποταγή στον Ιμπραήμ μεγάλου μέρους της


Πελοποννήσου, το Μεσολόγγι ήταν το τελευταίο προπύργιο της

1
Παπαρρηγόπουλος Κων. όπ. παρ., τόμος 20, σελ. 159 και εξής.

195
Ελλάδας και η πτώση του θα είχε συνέπειες στον αγώνα της
απελευθέρωσης. Το «Εκτελεστικό» έστειλε πάλι τον ελληνικό στόλο στο
Μεσολόγγι, στις 5 Ιανουαρίου 1826, με 30 πλοία. Στις 8 Ιανουαρίου
κατάφεραν να αποβιβάσουν στο Βασιλάδι (=νησίδα στη λιμνοθάλασσα
του Μεσολογγίου) τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι αψιμαχίες μεταξύ
των αντιπάλων στόλων δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο ανεφοδιασμός
των πολιορκημένων γίνονταν με δυσκολία – λόγω των καιρικών
συνθηκών – και η κατάσταση εντός των τειχών του Μεσολογγίου ήταν
άθλια.

Το οικονομικό πρόβλημα της επανάστασης ήταν πάντα


επίκαιρο. Το Φεβρουάριο 1826, ο στόλος έπρεπε να πλεύσει πάλι για
το Μεσολόγγι για ανεφοδιασμό, με πολεμικά πλοία και πυρπολικά, που
σημαίνει ότι χρειάζονταν χρήματα για να πληρωθούν τα πληρώματα. Το
«Εκτελεστικό» δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αυτή τη δαπάνη. Έγινε
αναγκαστικός έρανος στην Ύδρα και συγκεντρώθηκαν 88.367 γρόσια1.
Το Μάρτιο κρίθηκε πάλι απαραίτητο ο ελληνικός στόλος να πλεύσει
για το Μεσολόγγι. Πολύ λίγα πλοία κατάφεραν όμως να ετοιμαστούν.
Στις 19 Μαρτίου 1826 ο ελληνικός στόλος απέπλευσε για το Μεσολόγγι
με 39 πλοία. Η κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Το Μεσολόγγι
φαίνονταν πως ήταν αδύνατο να αντέξει περισσότερο. Η πτώση του
ήταν αναπόφευκτη. Στις 10 Απριλίου 1826, Κυριακή των Βαΐων, έγινε η
Ηρωική Έξοδος.

2.5.7. Η Σάμος.

Ο Σουλτάνος δεν παραιτήθηκε από το ενδιαφέρον του να


καταλάβει το νησί της Σάμου. Τη 1 Ιουλίου 1826, τουρκική μοίρα με 30
πλοία ξεκίνησε από τον Ελλήσποντο με προορισμό τη Σάμο. Ο
ελληνικός στόλος αντέδρασε άμεσα. Απέπλευσε από τις βάσεις του στις

1
Πρασσά Αννίτα, όπ. παρ., τόμος 9, σελ.321.

196
10 και 11 Ιουλίου 1826 με 33 πλοία και 8 πυρπολικά. Μεταξύ 14 και 25
Ιουλίου, οι αντίπαλοι στόλοι είχαν αρκετές συγκρούσεις, χωρίς όμως
ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οπότε, οι δύο στόλοι αποσύρθηκαν, ο
Οθωμανικός στη Μυτιλήνη και ο ελληνικός στην Ικαρία. Στις 20
Αυγούστου έφτασε στη Σάμο ο Α. Μιαούλης με 13 Υδραίικα πολεμικά
και 8 Σπετσιώτικα, και ενώθηκε με τον υπόλοιπο στόλο. Στις 29 Ιουλίου
1826, έγινε η ναυμαχία της Μυτιλήνης, όπου και οι δύο στόλοι είχαν
αρκετές ζημιές. Την επομένη, έγινε σφοδρή ναυμαχία στην Φώκαια
(=Ιωνία, παράλια της Μ. Ασίας). Ο Οθωμανικός στόλος κατέφυγε στον
κόλπο της Σμύρνης, ενώ το ελληνικό πολεμικό ναυτικό είχε ζημιές και
απώλειες που χρειάζονταν επισκευές. Η έλλειψη τροφίμων και η μη
καταβολή των μισθών επιδείνωσαν την κατάσταση. Στις 3 Σεπτεμβρίου
1826, τα περισσότερα πλοία, Υδραίικα και Σπετσιώτικα, απεχώρησαν
και ο Α. Μιαούλης έμεινε με 10 πλοία και πολλές αντιξοότητες.
Σύντομα, όμως οι Υδραίοι έστειλαν ακόμα 4 πολεμικά και 1 πυρπολικό,
με τρόφιμα, αλλά όχι χρήματα για τους μισθούς των πληρωμάτων. Στις
25 Σεπτεμβρίου 11 πολεμικά και 3 πυρπολικά βρίσκονταν στο στενό της
Μυτιλήνης, όταν εμφανίστηκε ο Οθωμανικός στόλος με 40 πολεμικά
πλοία και πολλά μεταγωγικά. Στη ναυμαχία που ακολούθησε, ο Α.
Μιαούλης κατάφερε να διαφύγει στη Σάμο, αφού η ναυαρχίδα του
υπέστη σοβαρές ζημιές. Τον Οκτώβριο του 1826, έφτασαν νέες
ενισχύσεις και ο ελληνικός στόλος αριθμούσε συνολικά 33 πλοία. Λίγο
αργότερα, έφτασε και το νέο ατμοκίνητο σκάφος Καρτερία, αλλά πριν
προλάβει να χρησιμοποιηθεί, ο Οθωμανικός στόλος επέστρεψε στον
Ελλήσποντο, ο δε ελληνικός επανήλθε στη βάση του. Στις 24 Νοεμβρίου
1826 έφτασε στο Ναύπλιο η φρεγάτα Ελλάς, η οποία διέθετε 64
κανόνια και είχε κατασκευαστεί στην Αμερική (Η.Π.Α.) με τα χρήματα
του δεύτερου δανείου (Συνολικό ονομαστικό ποσό 2.000.000 στερλίνες
Αγγλίας, που έφτασε στην Ελλάδα πετσοκομμένο: 232.558 λίρες
στερλίνες). Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η φρεγάτα Ελλάς
πυρπολήθηκε στο Ναύσταθμο του Πόρου από τον Ανδρέα Μιαούλη,

197
όταν οι Υδραίοι στασίασαν κατά του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας,
Ιωάννη Καποδίστρια.

2.5.8. Η πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών.1

Στις αρχές του 1827, η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν άθλια, το


πολιτικό κλίμα βαρύ, η στρατιωτική εικόνα απελπιστική. Ο Ιμπραήμ
είχε καταλάβει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, η Ακρόπολη των Αθηνών
επολιορκείτο από τους Τούρκους και ένας νέος εμφύλιος ήταν στα
πρόθυρα της έκρηξης…. Αποφασίστηκε να αποτραπεί ο εφοδιασμός
των Τούρκων πολιορκητών της Ακρόπολης, που γίνονταν από την
Εύβοια και για το σκοπό αυτό οργάνωσαν εκστρατεία για τον
αποκλεισμό του λιμανιού της Ερέτριας. Έγινε απόβαση στον Ωρωπό,
αλλά οι εκεί αποθήκες ήταν άδειες. Χάρη στην εκστρατεία αυτή
αποκόπηκε η επικοινωνία του Κιουταχή για ένα διάστημα. Μετά το
τέλος της αποστολής στον κόλπο της Ερέτριας, ζητήθηκε από το
«Εκτελεστικό» η αποστολή πλοίων για τον αποκλεισμό του
Παγασητικού κόλπου (στο Βόλο) και στο Μαλιακό κόλπο. Η επιχείρηση
πέτυχε και τα καταληφθέντα τουρκικά πλοία οδηγήθηκαν στις 9
Απριλίου 1827, στον Πόρο.

2.5.9. Ο Τόμας Κόχραν αρχηγός του Ελληνικού στόλου.

Κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση το


1827, έφθασαν στην Ελλάδα, οι Άγγλοι Τόμας Κόχραν για να αναλάβει
την αρχηγία των ναυτικών δυνάμεων και Ριτσαρντ Τσωτς, για να
αναλάβει των αρχηγία των δυνάμεων ξηράς, υποστηριζόμενοι από την
Αγγλική φατρία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Η Ρωσική φατρία
του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη υποστήριζε το διορισμό του Ιωάννη
Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Έτσι, επήλθε
ισορροπία δυνάμεων και επιρροών.

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 20, σελ. 171.

198
Το Μάρτιο του 1827, το «Εκτελεστικό» επικύρωσε το διορισμό
του Τόμας Κόχραν ως αρχηγού όλων των ναυτικών δυνάμεων, ενώ ο Α.
Μιαούλης τέθηκε υπό τις διαταγές του, αδιαμαρτύρητα.

Η σκέψη του Τόμας Κόχραν να χτυπήσει τον Αιγυπτιακό στόλο


στη βάση του στην Αλεξάνδρεια, καταστρέφοντας τον, για να
αποτρέψει τα σχέδια του Σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή να πλήξουν
την επαναστατημένη Ελλάδα, ξεκινώντας από την καταστροφή της
Ύδρας, υλοποιήθηκε με την επιχείρηση της 16ης Ιουνίου 1827, αλλά
απέτυχε, τόσο γιατί έλλειπε η κατάλληλη προετοιμασία, όσο και γιατί
έλλειπε το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Ο Μεχμέτ Αλή καταδίωξε τον
ελληνικό στόλο, υπό τον Κόχραν, ο οποίος επέστρεψε στη βάση του
άπραγος.

2.5.10. Η Συνθήκη του Λονδίνου του 1827. 1

Οι αποτυχίες των Ελλήνων οδηγούσαν την επανάσταση στο


θάνατο. Οι Τουρκοαιγύπτιοι κυριαρχούσαν στην Πελοπόννησο, στη
Στερεά και στις θάλασσες. Την κατάσταση έσωσε η Συνθήκη του
Λονδίνου που υπογράφηκε στις 6 Ιουλίου 1827 από τις Δυνάμεις
Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Η Συνθήκη αυτή προέβλεπε την ειρήνευση των
εμπολέμων (Ελλήνων και Τούρκων) και τη μεσολάβηση των τριών
δυνάμεων για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Αν κάποια από τις δύο
εμπόλεμες Δυνάμεις δεν αποδέχονταν την ανακωχή, οι τρεις δυνάμεις
θα την επέβαλαν αναγκαστικά. Η ελληνική πλευρά πληροφορήθηκε με
ανακούφιση την απόφαση αυτή για άμεση κατάπαυση των
εχθροπραξιών, από τους ναυάρχους της Αγγλίας Κόδριγκτον και της
Γαλλίας Δεριγνύ.

Οι στρατιωτικοί εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας


διαμήνυσαν στον Μεχμέτ Αλή να ανακαλέσει το στόλο του στην

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 20, σελ. 184 και εξής.

199
Αλεξάνδρεια, αυτός όμως αρνήθηκε και περίμενε οδηγίες από το
Σουλτάνο. Ο τελευταίος αρνήθηκε κατηγορηματικά να αποδεχθεί το
Πρωτόκολλο του Λονδίνου, πιστεύοντας στη δύναμη καταστολής που
είχε ο ενωμένος Τουρκοαιγυπτιακός στόλος, ο οποίος από τις 26
Αυγούστου ήταν αγκυροβολημένος στο Ναβαρίνο. Έτσι, ο ενωμένος
στόλος των τριών προστάτιδων Δυνάμεων κατευθύνθηκε στο
Ναβαρίνο. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε καμία διάθεση συμμόρφωσης και
διέταξε επιδρομές και λεηλασίες στην Πελοπόννησο. Οι τρεις ναύαρχοι
Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Ευδέκ διέταξαν τους στόλους τους να
παραταχθούν ενωμένοι μπροστά στον κόλπο του Ναβαρίνου. Αυτό
έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1827. Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου,
τα συμμαχικά πλοία εισήλθαν στον όρμο και αγκυροβόλησαν κοντά
στον Τουρκοαιγυπτικό στόλο. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις δεν επιδίωκαν
τη σύγκρουση, ήθελαν μόνο να πείσουν τους Τούρκο – αιγύπτιους να
σεβαστούν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Παρά την επιθυμία τους
αυτή, μια μικρής έκτασης σύγκρουση, που διήρκησε μερικές ώρες, με
ευθύνη των Τούρκο-αιγυπτίων, δεν αποφεύχθηκε – και προκάλεσε
σημαντικές ζημιές στο στόλο τους.

***

Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης παρατηρήθηκε


έξαρση της πειρατείας στο Αιγαίο, κυρίως, λόγω των άθλιων συνθηκών
ζωής που βίωνε ο κόσμος λόγω του πολέμου. Τα βιοτικά προβλήματα
των ναυτικών και η ανάγκη για συντήρηση (και επισκευές) των πλοίων
μεγάλωναν ανησυχητικά. Πειρατικό κέντρο ανάμεσα σ’ άλλα ήταν και
η Μάνη. Το 1823, ο φιλέλληνας Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας
Τζόρτζ Κάνιγκ αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμους, κι αυτό ήταν
ένα θετικό βήμα για την πορεία της επανάστασης. Τα υπόλοιπα
Ευρωπαϊκά κράτη επέμεναν ωστόσο να μην αναγνωρίζουν την
εμπόλεμη κατάσταση στην Ελλάδα.

200
ΚΕΦ. 3 . ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ.1

3.1. Η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και οι επόμενες.


Στα προηγούμενα αναφερθήκαμε αρκετές φορές στο
«Εκτελεστικό» και στο «Βουλευτικό», δηλ. στα συλλογικά σώματα της
«Προσωρινής» κεντρικής Διοίκησης, όπως αυτά καθορίστηκαν στην Α΄
Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Στα επόμενα θα αναφερθούμε
διεξοδικά στις συνολικές αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης αυτής, όπως
και της επόμενης της Κυνουρίας (Β΄ Εθνοσυνέλευσης), σχετικά με το
υπό υιοθέτηση πολιτικό σύστημα και την ενιαία πολιτική Αρχή για τη
Διοίκηση του Αγώνα τη Ανεξαρτησίας.

Από τις αρχές Δεκεμβρίου 1821, οι εκπρόσωποι (παραστάτες)


των επαναστατημένων περιοχών είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται σε
χωριό της Επιδαύρου, προκειμένου να συμμετάσχουν στην Α΄
Εθνοσυνέλευση, με στόχο της ψήφιση Συντάγματος, το οποίο θα
καθόριζε το προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδας, δηλ. μια ενιαία
πολιτική και πολιτειακή αρχή, απαραίτητη να κατευθύνει τον αγώνα
της ανεξαρτησίας. Το υπό υιοθέτηση πολιτικό σύστημα, θα ήταν
αντιπροσωπευτικό και θα βασίζονταν στη διάκριση των εξουσιών:
βουλευτική, εκτελεστική, δικαστική. Στις 20 Δεκεμβρίου, η
Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε τις εργασίες της και την 1 Ιανουαρίου 1822,
ψηφίστηκε το Σύνταγμα. Με βάση το Σύνταγμα αυτό συγκροτήθηκε η
«Προσωρινή Διοίκηση», η οποία αποτελούνταν από δύο συλλογικά
σώματα το «Βουλευτικό» και το «Εκτελεστικό» με θητεία ενός έτους. Το
«Βουλευτικό» αποτελούνταν από εκπροσώπους των διαφόρων

1
. Διον. Α. Κόκκινος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος 1800-1945, Μέλισσα, τόμοι 4, Αθήνα.
. Ομάδα Συγγραφέων, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμοι 10, Εκδ. Ελληνικά
Γράμματα. Τα ΝΕΑ, Αθήνα.
. Ροτζώκος Νίκος, Η πολιτική και θεσμική θεμελίωση του επαναστατικού έθνους 1822-1825,
Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, σελ. 190-263, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.

201
περιοχών και στην πρώτη συγκρότηση του, τα μέλη του προήλθαν από
τους παραστάτες που συμμετείχαν στη Συνέλευση. Πρόεδρος του
«Βουλευτικού» εκλέχτηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης και αντιπρόεδρος ο
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Το «Εκτελεστικό» ήταν η κυβέρνηση, δηλ.
το συλλογικό όργανο άσκησης της εξουσίας και φυσικά ήταν
επανδρωμένο με το στελεχιακό δυναμικό (π.χ. Υπουργούς κλπ.), που
χρειάζονταν για να εκτελέσει το έργο του. Το «Εκτελεστικό» ήταν
πενταμελές. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος εκλέγονταν από τα πέντε
μέλη. Είχε οχτώ Υπουργεία: Εξωτερικών και Αρχιγραμματείας της
Επικράτειας, Εσωτερικών, Οικονομίας, Δικαιοσύνης, Πολέμου,
Ναυτικού, Αστυνομίας, Θρησκείας. Οι Υπουργοί διορίζονταν από το
«Εκτελεστικό». Πρώτος πρόεδρος του εκτελεστικού εκλέχτηκε ο
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εμποτισμένος με τις αρχές του
φιλελευθερισμού της Δυτικής Ευρώπης. Η «Προσωρινή Διοίκηση»
δεν είχε από την αρχή καθολική αποδοχή. Η νομοθετική
εξουσία ανατέθηκε από κοινού στα δύο σώματα, βουλευτικό και
εκτελεστικό, αλλά ταυτόχρονα είχαν – το κάθε σώμα – το δικαίωμα τα
αρνησικυρίας.

Διατηρήθηκαν επίσης οι τρεις τοπικές διοικήσεις, οι τρεις


Γερουσίες – της Πελοποννήσου, της Δυτικής Στερεάς και της Ανατολικής
Στερεάς –. Έπρεπε όμως να μεταφερθούν αρμοδιότητες από τα
υφιστάμενα περιφερειακά κέντρα εξουσίας, στην Κεντρική Διοίκηση για
να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά το νέο σύστημα
Διοίκησης, αλλιώς θα οδηγούσε σε πολυδιάσπαση της εξουσίας.
Η μεταφορά αρμοδιοτήτων αποδείχθηκε όμως έργο δύσκολο.

Οι συμμετέχοντες στην Εθνοσυνέλευση ήταν, στην πλειοψηφία


τους, πρόκριτοι και κληρικοί από την Πελοπόννησο, τη Στερεά
(Ρούμελη) και τα νησιά του Αιγαίου. Συμμετείχαν επίσης Φαναριώτες
και διανοούμενοι (οι «καλαμαράδες»), δηλ. Έλληνες της διασποράς
από την Ιταλία, τη Βιέννη, την Οδησσό, το Παρίσι …, που έφεραν μαζί

202
τους τις ιδέες του διαφωτισμού και τις αρχές του φιλελευθερισμού.
Δεν συμμετείχαν οι Έλληνες στρατιωτικοί της επανάστασης. Επρόκειτο
για μια συνάντηση με διαφορετικές πολιτικές καταβολές και
προσανατολισμούς, που εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνονταν
να τους συνδέει τίποτα. Τους ένωνε όμως η μύηση στην «Εθνική Ιδέα»,
δηλ. στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Η Φιλική Εταιρεία
έπαιξε μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της Εθνικής Ιδέας.

Το έργο λοιπόν της Κεντρικής Διοίκησης δεν ήταν εύκολο.


Αντιμετώπιζε κεκτημένα δικαιώματα και αλληλοσυγκρουόμενα
συμφέροντα. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τους τοπικούς άρχοντες που
διατηρούσαν την νοοτροπία της Οθωμανοκρατίας, τους καπεταναίους
και οπλαρχηγούς, που είχαν τον έλεγχο της περιοχής τους και τη
λαφυραγώγηση του πολέμου, τους καραβοκύρηδες των νησιών, τους
μεγαλέμπορους, τη θαλάσσια πειρατεία των ναυτικών… Έτσι, παρότι
είχε εκλεγεί η «Προσωρινή Διοίκηση», την εξουσία στις
επαναστατημένες περιοχές συνέχιζαν να ασκούν οι τοπικές Γερουσίες,
που δεν ήθελαν να παραχωρήσουν αρμοδιότητες στην κεντρική
εξουσία. Ενώ η «Προσωρινή Διοίκηση» επιδίωκε να διευρύνει τις
αρμοδιότητες της, ισχυροί άνδρες, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης,
αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της και τη δικαιοδοσία της να
ασχολείται με τοπικά ζητήματα.

Η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ολοκλήρωσε τις εργασίες


της στις 15 Ιανουαρίου 1822. Την ημέρα εκείνη προέβη στη διακήρυξη
του αγώνα της ανεξαρτησίας, που συμπύκνωνε τις πολιτικές και
ιδεολογικές αρχές της επανάστασης. Ο πόλεμος εναντίον της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας παρουσιάζονταν ως ιερός αγώνας
υπέρ της ελευθερίας και εναντίον της σκλαβιάς, ένας αγώνας
υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ζωή, στην τιμή και
στην ιδιοκτησία.

203
Σύμφωνα με τη διακήρυξη: «Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών
μακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις
ή ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος ελληνικού έθνους σκοπούς,
είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, του οποίου η μόνη αιτία είναι η
ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της
ιδιοκτησίας και της τιμής, τα οποία, ενώ την σήμερον όλοι οι
ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς
μόνον η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία
επροσπάθησεν με την βίαν να αφαιρέσει…».1

Το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα πραγματοποιούνταν στην


Ευρώπη μεγάλες ιδεολογικές και κοινωνικές αλλαγές. Οι ιδέες της
Γαλλικής Επανάστασης, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, τα επαναστατικά
κινήματα και η επέκταση των εμπορευματικών συναλλαγών,
ενέπνευσαν την ελληνική επανάσταση και με την κινητοποίηση των
Ελλήνων της διασποράς και χάρη σε αυτούς, ξεσηκώθηκε ο ελληνικός
λαός για να κερδίσει τις αξίες του πολιτισμού που απολάμβαναν οι λαοί
της Ευρώπης. Υπήρχαν λοιπόν οι άνθρωποι των γραμμάτων, οι λόγιοι,
του ελληνισμού της διασποράς, αλλά και οι έμποροι που διέπρεπαν στο
εξωτερικό, και συνέδεαν την ελληνική επανάσταση με τις φιλελεύθερες
ιδέες που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Θεόδωρος Νέγρης, οι αδελφοί
Υψηλάντη και πολλοί άλλοι που επιδίωκαν την αποτίναξη του
Οθωμανικού ζυγού και την εμπέδωση θεσμών στα πρότυπα της
δημοκρατικής Ευρώπης.

Ο απλός λαός καταδικασμένος στη φτώχεια και τον


αναλφαβητισμό, πολύ λίγα γνώριζε για τις αξίες της ελευθερίας. Ο
καθημερινός αγώνας για επιβίωση, οι παντός είδους κίνδυνοι, η
έλλειψη γνώσης και παραστάσεων και ο περιορισμός στον μικρόκοσμο
1
Ροτζώκος Νίκος, όπ. παρ., τόμος 9, σελ. 194.
Απόσπασμα από τη διακήρυξη της Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου 1821/1822.

204
του …, τον είχαν καταδικάσει στην διηνεκή σκλαβιά, γι αυτό και ο
ξεσηκωμός του, προκειμένου να κατακτήσει μια άλλη ποιότητα ζωής
υπήρξε δύσκολος. Χρειάζονταν χρόνος και καθοδήγηση. Υπήρχε ακόμα
μια άλλη μερίδα, εκείνη των Ελλήνων πολιτών, που είχαν βολευτεί με
το καθεστώς της Οθωμανοκρατίας – κατέχοντας θέσεις και προνόμια –,
που ήταν δύσκολο να πεισθούν να συμμετάσχουν στην εξέγερση.
Υπήρχαν ακόμα και οι Προύχοντες, οι αρχηγοί των περιοχών
(οι Τοπάρχες), οι οποίοι επιδίωκαν βέβαια την απελευθέρωση, αλλά με
την προϋπόθεση να μην αλλάξει τίποτα στο τρόπο της πολιτικής,
κοινωνικής και περιφερειακής οργάνωσης, ώστε να κρατήσουν τα
«κεκτημένα» δικαιώματα τους. Αυτοί οι τελευταίοι επιδίωκαν, στη νέα
κατάσταση που θα προκύψει από την επανάσταση, να διατηρήσουν
τους ηγετικούς τους ρόλους και να συνδέσουν την επανάσταση με τη
διασφάλιση των προνομίων τους. Υπήρχαν τέλος και οι άρχοντες των
νησιών, οι έμποροι, οι καραβοκύρηδες..., που είχαν αποδεχθεί την
εθνική ιδέα του υπέρτατου αγώνα για την ανεξαρτησία και γνώριζαν το
ρόλο που έπαιζαν οι ίδιοι στον επαναστατικό αγώνα. Πολλοί απ’
αυτούς δυσκολεύονταν να απαρνηθούν τα προνόμια που
απολάμβαναν για μια αβέβαιη επιτυχία της εξέγερσης. Όμως,
πείστηκαν και συμμετείχαν ενεργά και αποτελεσματικά. Αυτοί οι
«νοικοκυραίοι» υποστήριζαν την Ενιαία Πολιτική Αρχή, την
Κρατική Οργάνωση, την ισχυρή κεντρική εκτελεστική εξουσία,
γιατί πίστευαν ότι αυτή η Πολιτική Αρχή θα μπορούσε να είναι
περισσότερο αποτελεσματική στη Διοίκηση και θα είχε δυνατότητες να
εξασφαλίσει τους οικονομικούς πόρους, που χρειάζονταν για τις
επισκευές και την κίνηση του στόλου, καθώς και για τις αμοιβές των
πληρωμάτων.

Οι προσπάθειες του Δημητρίου Υψηλάντη να διεκδικήσει


περισσότερες εξουσίες στην οργάνωση του στρατού και τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και στο «Βουλευτικό», – με

205
παράλληλη κατάργηση της Γερουσίας –, που θα τον βοηθούσαν να
συμβάλει αποφασιστικά στον αγώνα, απέτυχαν. Οι προύχοντες, οι
τοπάρχες, οι στρατιωτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να του εκχωρήσουν
περισσότερες εξουσίες, που θα διασάλευαν τους συσχετισμούς
δυνάμεων.

Η διαμάχη για τον έλεγχο της κεντρικής «Προσωρινής


Διοίκησης» ήταν έντονη και διαρκής. Ο χρόνος περνούσε και πλησίαζε
η στιγμή που έληγε η πρώτη θητεία τους. Ένα χρόνο μετά την εκλογή
της, χωρίς αρμοδιότητες στο στρατό και χωρίς έσοδα, αδυνατούσε να
εκπληρώσει το ρόλο της, χώρια η αμφισβήτηση που δέχονταν τόσο από
τους Μοραΐτες, όσο και από τους Ρουμελιώτες (στρατιωτικούς και
Γερουσία). Παράλληλα, άρχισε η οργάνωση της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, η
οποία θα αναδείκνυε τους εκπροσώπους (παραστάτες) των περιοχών
και θα προέβαινε στις διαδικασίες ανανέωσης της «Προσωρινής
Διοίκησης».

Στις 29 Μαρτίου 1823, άρχισαν λοιπόν οι εργασίες της Β΄


Εθνοσυνέλευσης στο Άργος Κυνουρίας, με κύριο θέμα την αναθεώρηση
του Συντάγματος, επομένως του πολιτεύματος που είχε αποφασιστεί
στην Επίδαυρο. Πρόεδρος της Συνέλευσης εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης
Μαυρομιχάλης. Αυτή τη φορά συμμετείχαν και οι στρατιωτικοί. Μετά
από ολιγοήμερη επεξεργασία του Συντάγματος της Επιδαύρου από
ειδική επιτροπή, η Εθνοσυνέλευση προχώρησε στην αναθεώρηση του
και το νέο Σύνταγμα ψηφίστηκε τον Απρίλιο 1823. Παράλληλα, η
Συνέλευση επέλεξε το νέο «Βουλευτικό» και το νέο «Εκτελεστικό».
Ενισχύθηκε θεσμικά η κεντρική εξουσία και απομακρύνθηκαν όσοι την
αντιστρατεύονταν. Στη Συνέλευση αυτή επικράτησαν οι πρόκριτοι, που
επιδίωκαν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους περισσότερες εξουσίες
στο «Βουλευτικό» και επέβαλαν τροποποιήσεις που τους ευνοούσαν:
Η απόλυτη αρνησικυρία του «Εκτελεστικού» περιορίστηκε σε
αναβλητική (σχετική), οι Υπουργοί περιορίστηκαν σε επτά (αντί οκτώ), η

206
θέση του Αρχιγραμματέα Επικρατείας καταργήθηκε και
αντικαταστάθηκε από εκείνη του Γενικού Γραμματέα. Οι κατά τόπους
Διοικητικές Αρχές (Γερουσίες) καταργήθηκαν και επεκτάθηκε ο θεσμός
των επαρχιών, τροποποιήθηκαν κάποιοι νόμοι, όπως αυτοί που
αφορούσαν τους «βουλευτές» και τα μέλη του «Εκτελεστικού». Στο
εξής, η εκλογή των μελών του εκτελεστικού θα γίνονταν από το
«βουλευτικό» σώμα.

Έτσι, άλλαξαν οι συσχετισμοί ανάμεσα στα δύο πολιτικά


σώματα της «Προσωρινής Διοίκησης»: ενισχύθηκε η θέση του
«Βουλευτικού» και απέκτησε μεγάλες εξουσίες σε βάρος του
«Εκτελεστικού». Το εκτελεστικό διατήρησε το δικαίωμα διορισμού των
Υπουργών και των υπαλλήλων της Διοίκησης. Ο διορισμός και η παύση
των επάρχων θα γίνεται στο εξής από το βουλευτικό. Η ευθύνη για τις
εξωτερικές υποθέσεις παρέμεινε στο εκτελεστικό , καθώς και ο Γενικός
Γραμματέας, που ήταν το αρμόδιο όργανο για τη διεκπεραίωση τους.
Πρόεδρος του εκτελεστικού εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
και αντιπρόεδρος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η θητεία τους παρέμεινε
στον ένα χρόνο. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στην επικράτηση των
προκρίτων και των στρατιωτικών.

Η Εθνοσυνέλευση της Κυνουρίας αποφάσισε επίσης – καθώς


δεν υπήρχαν χρήματα να υποστηρίξουν τον αγώνα της απελευθέρωσης
– να εξουσιοδοτήσει την «Προσωρινή Διοίκηση» να συνάψει εξωτερικό
δάνειο, με υποθήκη τα εθνικά κτήματα. 1 Ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος και οι Υδραίοι ανέλαβαν να επισπεύσουν τις
διαδικασίες σύναψης του δανείου. Η πολιτική αντιπαράθεση
μεταφέρθηκε στα όργανα της «Προσωρινής Διοίκησης», το βουλευτικό

1
. Για τα δάνεια βλ. Ανδρέας Ανδρεάδης, Ιστορία των εθνικών δανείων, τυπογραφείο «ΕΣΤΙΑ»,
Αθήνα 1904. Επίσης, του ιδίου, Εθνικά Δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία, Δ.Ν.Καραβία,
ανατύπωση, Αθήνα 2010.

207
και το εκτελεστικό. Το ένα σώμα υπονόμευε το άλλο. Οι εξελίξεις
σχετικά με τη σύναψη του δανείου οδήγησαν σε ρήξη. Το Φεβρουάριο
του 1824, η φήμη ότι το δάνειο έχει εγκριθεί και η διαχείριση του θα
πήγαινε στα χέρια των Υδραίων, ξεσήκωσε τους στρατιωτικούς της
Πελοποννήσου και πήραν την απόφαση να κινηθούν στρατιωτικά. Έτσι,
άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Τρία χρόνια (1821-1824) χρειάστηκαν για
να μπορέσει η «Προσωρινή Διοίκηση» να επιβληθεί ως Πολιτική Αρχή
της επανάστασης.

3.2. Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Υπό την απειλή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ, ο οποίος έκαμε


απόβαση στην Πελοπόννησο το Φεβρουάριο του 1825 και τις αποτυχίες
του ελληνικού στρατού στην αντιμετώπιση του, αποφασίστηκε η
σύγκληση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο στις 6 Απριλίου 1826.
Όμως η Εθνοσυνέλευση αυτή αναβλήθηκε και μετά από
αντιπαραθέσεις ως προς τον τόπο διεξαγωγής (Αίγινα ή Ερμιόνη),
τελικά έγινε στην Τροιζήνα στις 19 Μαρτίου 1827. Στην Εθνοσυνέλευση
αυτή η «Ρωσόφιλη φατρία» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
κατάφερε να επιβάλει στο όνομα του ελληνικού έθνους, την εκλογή του
Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας για 7 χρόνια, ενώ το
Αγγλόφιλο μέτωπο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου
πέτυχε το διορισμό δύο Άγγλων, του Τόμας Κόχραν και
του Ρίτσαρντ Τσωτς, ως διοικητών του ναυτικού και του στρατού ξηράς,
αντίστοιχα.

3.3. Η χρηματοδότηση του αγώνα και τα δάνεια από την Αγγλία.

Για να επιβιώσει η επανάσταση και να φέρει σε πέρας το έργο


της, χρειάζονταν οικονομικά μέσα να χρηματοδοτήσουν τον Εθνικό
Αγώνα. Και τα μέσα αυτά δεν υπήρχαν, πλην κάποιων μεμονωμένων
περιπτώσεων, που δεν αρκούσαν. Η επανάσταση ήταν αδύνατο να
ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες του στρατού και του στόλου, για

208
να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο έργο τους. Η ανάγκη για εξωτερικό
δανεισμό ήταν λοιπόν επιτακτική. Η σύναψη δανείων στο εξωτερικό
ήταν μονόδρομος:

Δάνειο 1824: Ονομαστικό ποσό 800.000 λ. στερλίνες, τιμή


έκδοσης 59%, κρατήσεις: προμήθειες, ασφάλιστρα, προκαταβολή
τόκων, παρακράτηση για χρεολύσια, έξοδα αποστολής στην Ελλάδα,
έκδοση συναλλαγματικών, έξοδα πρακτόρων, δικηγορικά έξοδα, ναύλα,
ατομικά έξοδα ελληνικής αντιπροσωπείας, αγορά διαφόρων προϊόντων
που δεν ζήτησε η Ελλάδα, ώστε το απομένον ποσό που έφτασε στην
Ελλάδα να πέσει στις 308.000 λ. στερλίνες.

Δάνειο 1825: Ονομαστικό ποσό 2.000.000 λ. στερλίνες, τιμή


έκδοσης 55,5% και επιτόκιο 5% επί του ονομαστικού ποσού. Κρατήσεις
όπως και παραπάνω. Επί του υπολοίπου 603.780 λ. στερλινών,
παρακρατήθηκαν ποσά για στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα,
πολεμοφόδια κλπ., κατασκευή 6 ατμόπλοιων στην Αγγλία και 8
φρεγατών στις ΗΠΑ. Οι περισσότερες από της αναληφθείσες
(αυθαίρετα) αυτές υποχρεώσεις των δανειστών, δεν
πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Παραδόθηκε μόνο η φρεγάτα ΕΛΛΑΣ από τις
ΗΠΑ, η οποία πυρπολήθηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη στο Ναύσταθμο
του Πόρου, όταν οι Υδραίοι στασίασαν εναντίον του Ιωάννη
Καποδίστρια.

Τα χρήματα του δεύτερου δανείου που έφτασαν στην Ελλάδα


ήταν μόνο 232.550 λ. στερλίνες. Ακόμα και το μικρό αυτό ποσό, όπως
και αυτό του προηγούμενου δανείου, κατασπαταλήθηκαν για την
επικράτηση των αντίπαλων ομάδων. Η ληστρική συμπεριφορά των
Άγγλων και η ανευθυνότητα των επαναστατημένων Ελλήνων
ξεπέρασαν κάθε όριο.

209
3.4. Ο Ι. Καποδίστριας, κυβερνήτης της Ελλάδας.

Τον Ιανουάριο του 1828, μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου του


Ιουνίου του 1827, που επέβαλε την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ
των εμπολέμων, ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα με
Αγγλικό πολεμικό πλοίο και αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, όπου έγινε
δεκτός με ενθουσιασμό. Ανέλαβε τη διακυβέρνηση του υπό δημιουργία
ελληνικού κράτους. Ζήτησε την προσωρινή αναστολή του Συντάγματος1
αυτό που αποφασίστηκε τελικά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας
(ΒΑ παράλια της Πελοποννήσου, κοντά στον Πόρο) και την
αντικατάσταση του «Βουλευτικού» με το «Πανελλήνιο» συμβουλευτικό
όργανο της κυβέρνησης. Το έργο που επιτέλεσε ο Ιωάννης
Καποδίστριας, μέσα στη βραχεία περίοδο διακυβέρνησης του ήταν
μεγάλο, παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισε. Ο τρόπος
διακυβέρνησης του ήταν συγκεντρωτικός, αυταρχικός, αλλά και
μοναχικός. Με την προσπάθεια του να πατάξει τη σπατάλη, τη
φοροδιαφυγή και τις υπερβολικές διεκδικήσεις των στρατιωτικών και
των τοπαρχών, απέκτησε πολλούς εχθρούς, που πολέμησαν το έργο
του και του στοίχισαν τη ζωή. Το μεταρρυθμιστικό έργο του κυβερνήτη
επεκτάθηκε στην παιδεία, στη Διοίκηση, στην οικονομία, στο στρατό,
στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια υγεία, στην αστυνομία…., στη Γεωργία,
στη διανομή εθνικών κτημάτων στους ακτήμονες… Δημιούργησε επίσης
Νομισματοκοπείο και έκοψε το πρώτο εθνικό νόμισμα, το φοίνικα, που
αντικατέστησε το γρόσι, και ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα,
πρόδρομο της σημερινής Εθνικής. Η κυβέρνηση του απομακρύνθηκε
από τους προκρίτους και τους στρατιωτικούς. Η επιβίωση της οφείλεται
στις σημαντικές χορηγίες που δέχθηκε από τη Γαλλία και τη Ρωσία, από
τις δωρεές των φιλελλήνων και των φιλανθρωπικών οργανώσεων …

1
. Διον. Α. Κόκκινος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος 1800-1945, Έκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1970.
. Συλλογικό έργο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τόμοι 10, Έκδοση Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2000.

210
κλπ. Συνέβαλε επίσης η προσωπική του περιουσία, ο ίδιος αρνήθηκε να
εισπράξει αμοιβή. Τα δάνεια1 από την Αγγλία του 1824 (800.000 λ.
στερλίνες) και του 1825 (2.000.000 λ. στερλίνες), συνολικού
ονομαστικού ύψους 2.800.000 λ. στερλινών, κατασπαταλήθηκαν, το
μεγαλύτερο μέρος από τους Άγγλους δανειστές και τους μεσάζοντες και
το υπόλοιπο – που έφτασε στην Ελλάδα (308.000+232.500= 540.500 λ.
στερλίνες) – από τις αντίπαλες τοπικές ομάδες για επικράτηση.
Τη μερίδα του Λέοντος πήρε ωστόσο το ναυτικό (Ύδρα, Σπέτσες,
Ψαρά).

Το πρώτο νόμισμα της νεότερης Ελλάδας:


ο ασημένιος φοίνικας.

Η Ελλάδα κέρδισε την πλήρη ανεξαρτησία της με το


Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830. Τα σύνορα του
νέου Ελληνικού Κράτους ορίστηκαν στη γραμμή του Αχελώου και του
Σπερχειού, χωρίς την Κρήτη και τη Σάμο. Το πρωί της Κυριακής, στις 17
Σεπτεμβρίου 1831, ο αδελφός και ο γιός του φυλακισμένου Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη, δολοφόνησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια στην είσοδο της
εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο.

1
Βλ. Ανδρέα Μ. Ανδρεάδη, Ιστορία των εθνικών δανείων, «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα, 1904, σελ. 29.

211
Παρέμενε ακόμα σε εκκρεμότητα ένα μεγάλο κομμάτι της
ελληνικής επικράτειας, και του αλύτρωτου ελληνισμού σε αναμονή της
εθνικής παλιγγενεσίας. Αυτό θα γίνει με τους επόμενους αγώνες των
Ελλήνων και με τη συμπαράσταση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

212
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Α΄ και Β΄
(Σύνοψη και συμπεράσματα)

Παρά την οριστική κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας (το


1453) και την επικράτηση των Οθωμανών σε Ασία και Βαλκανική
Ευρώπη, ο ελληνισμός δεν έσβησε, το πνεύμα του συνέχισε να
αιωρείται στους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και να επιβεβαιώνει τη
διαχρονική του διάσταση και τις πανανθρώπινες αξίες του. Οι
περισσότεροι και διασημότεροι Έλληνες λόγιοι που αναγκάστηκαν να
ξενιτευτούν στη Δύση, αναζωογόνησαν τη μελέτη της Αρχαίας (και
Νεότερης) ελληνικής γραμματείας και συνέβαλαν στη διάδοση της, σε
ευρύτερα στρώματα της Ευρωπαϊκής διανόησης.

Έτσι η εκτεταμένη μελέτη των ελληνικών γραμμάτων (και της


τέχνης) στην Ιταλία, που συνέβαλε στην πνευματική και ηθική
διαμόρφωση της Ευρώπης, ήταν έργο των Ελλήνων της διασποράς, που
ζήτησαν άσυλο στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η Οθωμανική
κατάκτηση του Βυζαντίου μείωσε, αν δεν κατέστρεψε ολοσχερώς τους
πνευματικούς θησαυρούς, που κληρονόμησε ο ελληνισμός στην
ανθρωπότητα και τους στέρησε για πάντα από το νεότερο κόσμο. Πόσα
χειρόγραφα, πόσο συγγράμματα θα είχαν διασωθεί, αν δεν είχε γίνει η
άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι πηγές αναφέρουν ότι πάνω από
120.000 τόμοι καταστράφηκαν από τους κατακτητές.1

Οι ηγεμόνες και οι ιεράρχες της Δύσης, αφού πρώτα έδειξαν


αδικαιολόγητη αδιαφορία για τα συμβαίνοντα στην Ανατολή και την
άλωση της Βασιλεύουσας, στη συνέχεια καταλήφθηκαν από φόβο για
τους κινδύνους που απειλούσαν την Ευρώπη. Φοβήθηκαν την
εξάπλωση των Οθωμανών και την μετατροπή των εκκλησιών τους σε
τζαμιά. Η Οθωμανική κατάκτηση του Βυζαντίου έσβησε κάθε μορφή

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 18, σελ. 10 και εξής, Έκδ.
National Geographic, Αθήνα.

213
πολιτισμού στις αρχικές Ανατολικές εστίες του και στέρησε την Ευρώπη
από τα πλεονεκτήματα που θα είχε, αν ο Χριστιανισμός της Ανατολής
διέσωζε την αυτονομία του.

Η Δύση λοιπόν όφειλε να προλάβει ή να ανατρέψει την εξέλιξη


αυτή, δηλ. την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την επέκταση
των Οθωμανών. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης είχαν σοβαρούς
λόγους- οικονομικούς, γεωπολιτικούς και ηθικούς – να αναλάβουν την
πρωτοβουλία αυτή, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι δαπάνησαν
τεράστια χρηματικά ποσά και θυσίασαν πολυάριθμες ανθρώπινες ζωές,
με τις ανοργάνωτες και άκαρπες σταυροφορίες τους, που όχι μόνο δεν
ωφέλησαν τη Δύση, αλλά ζημίωσαν όσο και οι Οθωμανοί, την Ανατολή,
ιδίως με την κατάλυση και καταστροφή της Κωνσταντινούπολης από
την Δ΄ Σταυροφορία (το 1204). Μία οργανωμένη και σοβαρή
επιχείρηση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης εναντίον των Οθωμανών,
πιθανόν να είχε αποσοβήσει την άλωση της Κωνσταντινούπολης και της
Βαλκανικής Ευρώπης, καθώς και των Δυτικότερων Μεσογειακών
περιοχών της Ασίας.

Η επιβίωση του Χριστιανισμού στις περιοχές αυτές της Ασίας, θα


διατηρούσε ζωντανό τον Ελληνο-Ευρωπαϊκό πολιτισμό και τις στενές
σχέσεις με τη Δύση (πολιτιστικές, οικονομικές, γεωπολιτικές…) και η
Βασιλεύουσα θα παρέμενε ένα λαμπερό αστέρι, που θα φώτιζε την
ανθρωπότητα (και όχι μια περιθωριακή πόλη όπως είναι σήμερα) και
θα προσέλκυε προσκυνητές από όλο τον κόσμο. Με την κατάλυση του
Βυζαντίου και την κυριαρχία των Οθωμανών, η Ευρώπη, διέκοψε, για
400 χρόνια την επαφή και τις σχέσεις της με την Ανατολή, ενώ οι εστίες
του ελληνισμού της Ανατολής και η μητροπολιτική Ελλάδα βυθίστηκαν
στο πιο βαθύ σκοτάδι της ιστορίας τους. Αν για παράδειγμα είχε
επιβιώσει ο Χριστιανισμός στην Ανατολική Θράκη, στις Ασιατικές
περιοχές που Εύξεινου Πόντου, στη Συρία και στην Αίγυπτο, πόσα
οφέλη θα είχε η Ευρώπη, οικονομικά και γεωπολιτικά. Ακόμα, όπως

214
αναφέρει ο Κων. Παραρρηγόπουλος,1 πόσο νωρίτερα θα μπορούσε να
ανοίξει η διώρυγα του Σουέζ, ώστε να μπορεί η Ευρώπη να επικοινωνεί
με τις χώρες της Άπω Ανατολής, αντί να κάνει το γύρο της Αφρικής,
μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος. 2

Η Δυτική Ευρώπη έκανε λοιπόν μεγάλο λάθος που δεν


επιχείρησε έγκαιρα την εξόντωση του Οθωμανικού κράτους και τη
διατήρηση στην περιοχή μιας ισχυρής Χριστιανικής Οντότητας με
έντονο το ελληνικό στοιχείο, – λόγω της γλώσσας που ήταν οικεία στην
Ανατολή – και που θα σέβονταν τους ντόπιους πολιτισμούς. Το
Ελληνικό Έθνος – και οι λοιποί Βαλκανικοί λαοί – θα διακρίνονταν για
τα πολιτιστικά επιτεύγματα τους και θα είχε αποφευχθεί η
υποδούλωση τους για 400 χρόνια στον Οθωμανικό δυνάστη. Το
Ελληνικό Έθνος ειδικότερα, θα συνέχιζε να αναπτύσσεται και να
προσφέρει πνευματικά αγαθά στην Ευρώπη και στην ανθρωπότητα και
θα κατείχε σήμερα στον κόσμο μια αξιοζήλευτη θέση, αντάξια της
ιστορίας του. Θα πείτε, πολύ ρομαντικά ακούγονται όλα αυτά. Ίσως…
Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Ευρώπη θα ήταν ικανή να αντιμετωπίσει
την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν είχε δηλαδή το Όραμα, τη σύνεση,
την οργάνωση και την πνευματική ευλυγισία …, για να πετύχει ένα
τέτοιο εγχείρημα. Αν θα μπορούσε να υπερβεί το τοπικά εθνικά
συμφέροντα της και να δείξει τη μεγαλοσύνη και την ευρύτητα
πνεύματος, που χρειάζονταν για να πετύχει ένα τόσο μεγάλο στόχο,
αφού ακόμα και σήμερα – μετά από 600 χρόνια – δεν καταφέρνει να
υπερβεί τις εθνικές ιδεοληψίες της και να αντιμετωπίσει την Ευρώπη με

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 18, σελ. 10 και εξής, Έκδ.
National Geographic, Αθήνα.
2
H διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ έγινε από Γάλλους μηχανικούς. Τα επίσημα εγκαίνια
πραγματοποιήθηκαν στις 17 Νοεμβρίου 1869. Έχει συνολικό μήκος 192 χιλιόμετρα και ενώνει
τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα.
Το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος στη Νότιο Αφρική ανακαλύφθηκε από τον Πορτογάλο
θαλασσοπόρο Βαρθολομαίο Ντίας το 1488 Το 1497, το περιέπλευσε ο Βάσκο Ντα Γκάμα,
Πορτογάλος κι αυτός, κατευθυνόμενος στις Ινδίες.

215
μακρόπνοη προοπτική και όχι στενόμυαλα. Η Ευρώπη λοιπόν θα
μπορούσε να εμποδίσει την εξάπλωση των Οθωμανών, αν δεν
στερούνταν τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Σε ότι αφορά το παιδομάζωμα και τη δημιουργία του


στρατιωτικού σώματος των Γενιτσάρων στον Οθωμανικό στρατό, η
κατάσταση συνεχίστηκε, όπως το 1326, την εποχή του πρώτου
Σουλτάνου, Ορχάν, του μικρού Οθωμανικού Κράτους. Μετά την άλωση,
το σχέδιο αυτό οριστικοποιήθηκε και εφαρμόστηκε, άλλοτε με βίαιο
τρόπο, κυρίως, άλλοτε με λιγότερο βίαιο ή ακόμα και εθελοντικό:
Οι Οθωμανοί μάζευαν τα Χριστιανόπουλα – τα περισσότερα εύρωστα
και όμορφα –, τα εξισλάμιζαν, τα εκπαίδευαν και συγκροτούσαν τα
ισχυρά στρατιωτικά σώματα των Γενιτσάρων.

Μετά το 1453, το Οθωμανικό κράτος εδραιώθηκε πλέον στην


Ανατολική και υπήγαγε το Πατριαρχείο στην εξουσία του, που
αποτελούσε το πνευματικό κέντρο του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Τα υψηλά αξιώματα, διοικητικά και στρατιωτικά, τα εμπιστεύονταν σε
εξισλαμισμένους χριστιανούς, οι οποίοι ήταν περισσότερο
πειθαρχημένοι, ικανοί και αποτελεσματικοί στη δουλειά τους. Ο
εξισλαμισμός την χριστιανών γενικεύτηκε, λόγω της καταπίεσης που
δέχονταν από τους Οθωμανούς. Η ανάγκη να απαλλαγούν από την
αφόρητη αυτή καταπίεση, οδηγούσε ορισμένους να ασπαστούν τον
Ισλαμισμό.

Οι περισσότεροι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου, πριν και μετά


την άλωση, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Δυτική Ευρώπη,
αρχίζοντας από την Ιταλία. Οι λόγιοι αυτοί συνέβαλαν στην
αναζωπύρωση της μελέτης των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, στη
διάδοση τους και στην ευνοϊκή αντιμετώπιση (από τους Ευρωπαίους)
του ελληνικού έθνους. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι Έλληνες που
μετέβαιναν για εμπορικούς σκοπούς στα εμπορικά κέντρα της

216
Ευρώπης, με ή χωρίς τις οικογένειες τους, οι οποίοι αγωνίζονταν να
διατηρήσουν την εθνικότητα τους και τα χαρακτηριστικά της φυλής
τους.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής υποδούλωσης, εκτός από


τους χριστιανούς που εξισλαμίσθηκαν, για να αποφύγουν τα δεινά,
υπήρχαν και εκείνοι (οι πολλοί), που διατήρησαν τη θρησκεία και τη
γλώσσα τους και, παρότι αναμείχθηκαν με το Οθωμανικό στοιχείο,
κράτησαν τα εθνολογικά χαρακτηριστικά τους. «Το Έθνος λοιπόν του
1821 ήταν το ίδιο με το Έθνος του 1453. Αλλοιώθηκε ηθικά, πνευματικά
και αριθμητικά, όχι όμως και εθνολογικά».1 Είναι βέβαια γνωστό ότι
κυρίως, από το 13ο μέχρι το 15ο αιώνα, πολύ ξένο αίμα αναμείχθηκε με
το ελληνικό. Και ερωτάται: Η επιμειξία ήταν τέτοια, ώστε να αλλοιώσει
ουσιαστικά την ελληνική φυλή; Ασφαλώς όχι. Είναι αναμφισβήτητο ότι
η ελληνική γλώσσα επικράτησε σε όλες τις περιπτώσεις. Παρά τις
επιδρομές κυρίως Σλάβων που δέχθηκαν οι ελληνικές περιοχές
ιδιαίτερα από το 13ο / 14ο αιώνα, η γλώσσα που κυριάρχησε (και
υιοθετήθηκε από τους επιδρομείς) ήταν η ελληνική. Οι επιδρομείς, αντί
να εκσλαβίσουν τους Έλληνες, επιδίωκαν οι ίδιοι να εξελληνιστούν.
Ακόμα, όλοι οι λόγιοι της εποχής, εκκλησιαστικοί και κοσμικοί,
ανεξαρτήτως καταγωγής, έγραφαν στα ελληνικά. Η γλώσσα λοιπόν που
επικράτησε στην Ελλάδα, σε όλες τις τάξεις του ελληνικού λαού, ήταν η
ελληνική. Όλοι οι ξένοι λαοί που έφτασαν και κατοίκησαν στην Ελλάδα
την ταραγμένη εποχή του βίου της, τελικά αφομοιώθηκαν από το
ελληνικό στοιχείο, επικράτησε η ελληνική γλώσσα και ο εθνολογικός
χαρακτήρας της φυλής. Λόγω λοιπόν της δύναμης της γλώσσας και της
υπεροχής της ελληνικής φυλής στο πνεύμα, στην παιδεία, στον
πολιτισμό και στη δράση, γίνεται (ο ελληνισμός) κυρίαρχος
και αφομοιώνει τα ξένα στοιχεία, ακόμα και μέσα στις περιοχές, όπως η
Μακεδονία και η Θράκη, όπου τα ξένα στοιχεία ήταν

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 18, σελ. 64 και εξής, Αθήνα.

217
περισσότερο πιεστικά. Το συμπέρασμα είναι ότι παρά τα
δεινά που υπέστη ο ελληνικός λαός από τους ξένους επιδρομείς και την
Τουρκοκρατία δεν έχασε τα εθνολογικά του χαρακτηριστικά, τα οποία
παρέμειναν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.1

«Στις κρίσιμες στιγμές και σε δύσκολες καταστάσεις ο Έλληνας


εκδηλώνει εξαιρετικές αρετές, στις λεπτομέρειες όμως αναδεικνύεται
ανεπαρκής και ελλιπής»….. «Συνήθως διακρίνει το πραγματικό εθνικό
συμφέρον, σπάνια όμως επιμένει στην ευθεία οδό που οδηγεί σε
2
αυτό » .

Σημειώνεται εδώ μια παρατήρηση του Κ. Παπαρρηγόπουλου :


Την εποχή αυτή της Οθωμανικής κατοχής, υπήρξε μια αξιόλογη
ευκαιρία για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης να εξελληνίσει
τους ξενόγλωσσους χριστιανικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν κάτω
από την Οθωμανική κυριαρχία. Δεν επωφελήθηκε όμως από τη δύναμη
που είχε ο Πατριαρχικός Θρόνος στη χριστιανική Ανατολή για να
στηρίξει τα συμφέροντα του ελληνισμού. Ο Πατριάρχης ήταν πάντα ο
πνευματικός ηγέτης όλων των Ορθόδοξων Χριστιανών της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των αλλοεθνών
(Βούλγαρων, Σέρβων, Αλβανών και Αρμενίων). Αυτός διόριζε άμεσα
τους ανώτερους λειτουργούς της εκκλησίας και έμμεσα τους
κατώτερους. Αυτός είχε τον τελικό έλεγχο της διαχείρισης των
εκκλησιαστικών και μοναστηριακών κτημάτων και διοίκησης των
μοναστηρίων3.

1
Το 1624, ο σοφός Κύριλλος Λάσκαρις, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, ίδρυσε στην πόλη το
πρώτο ελληνικό τυπογραφείο. Ο μοναχός Νικόδημος Μεταξάς αγόρασε τον εξοπλισμό του
τυπογραφείου αυτού από το Λονδίνο και τον εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη,
προκειμένου να διαφωτίζει με ενημερώσεις, το Ορθόδοξο Ποίμνιο του Πατριαρχείου. Η
ενέργεια αυτή συκοφαντήθηκε από τους Ιησουίτες (= Ρωμαιοκαθολικό θρησκευτικό τάγμα που
ιδρύθηκε το 1540) και το τυπογραφείο καταστράφηκε από τις Τουρκικές Αρχές. (Κ.
Παπαρρηγόπουλος, όπ. παρ., τόμος 18, σελ. 89).
2
Κ. Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 18, σελ. 83.
3
Κ. Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 18, σελ. 90 και εξής .

218
Είχε λοιπόν τον τρόπο να επιδράσει και να εδραιώσει τον
ελληνισμό με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής
παιδείας στους διάφορους χριστιανικούς λαούς που αποτελούσαν το
ποίμνιο του. Κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, οι λαοί αυτοί
αποτελούσαν ένα συμπαγές σώμα με τους Έλληνες, αφού υπάγονταν
στην ίδια εκκλησιαστική Αρχή και βρίσκονταν πολιτικά κάτω από τον
ίδιο αδίστακτο δυνάστη. Εξ άλλου, η Οθωμανική εξουσία αποκαλούσε
όλους αυτούς του χριστιανικούς λαούς, Ρωμαίους.

Οι διακρίσεις που υπήρχαν μεταξύ των λαών αυτών και το


πνεύμα της φυλετικής ανεξαρτησίας την εποχή του Βυζαντίου,
καταλάγιασαν κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία. Άρα, το κλίμα ήταν
θετικό για μια τέτοια προσπάθεια (δηλ. τη διάδοση της ελληνικής
γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού) για το Πατριαρχείο.1 Δεν είχε
κανένα εμπόδιο να εξελληνίσει, μέσω της εκκλησίας και της εθνικής
παιδείας, τις χριστιανικές περιοχές του Οθωμανικού Κράτους.
Τετρακόσια χρόνια, παρέμεινε η ευκαιρία αυτή ανεκμετάλλευτη. Όπως
καθυστέρησε να κινητοποιηθεί για την ίδρυση σχολείων στον ελλαδικό
χώρο για την καλλιέργεια της γλώσσας και την διατήρηση και ανάπτυξη
της εθνικής συνείδησης.

Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πιο εύκολο θα ήταν το έργο του


Ρήγα Φεραίου Βελεστινλή, – αν είχε προηγηθεί ο εξελληνισμός των
λαών της Βαλκανικής από το Πατριαρχείο – , ο οποίος οραματίζονταν
την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών από την Οθωμανική
κυριαρχία και τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας, με κυρίαρχο το
ελληνικό στοιχείο.

1
Είναι προφανές ότι συμμεριζόμαστε τις απόψεις του Κων. Παπαρρηγόπουλου, όπως αυτές
εκφράζονται στη γνωστή ιστορία του (του Ελληνικού Έθνους), τόμος 18, σελ. 10-91, Έκδοση
National Geographic.

219
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, γέννημα του αντίστοιχου
Ευρωπαϊκού, πρόσφερε το ιδεολογικό πλαίσιο της επανάστασης,
παράλληλα με τη Φιλική Εταιρεία, η οποία εργάστηκε για την ωρίμανση
της ιδέας της απελευθέρωσης, που οδήγησε στον ξεσηκωμό του
ελληνικού λαού και στην επανάσταση του 1821, η οποία, παρά τις
αντιξοότητες, τελικά επικράτησε.
Στον πρώτο εθνικό στρατό της ελληνικής επανάστασης το
συναίσθημα του πατριωτισμού δεν ήταν έντονο. Η έννοια της πατρίδας
είχε ξεχαστεί στα 400 χρόνια της σκληρής υποδούλωσης. Το κίνητρο
που πρυτάνευε ήταν η λαφυραγώγηση ή ο μισθός. Εξ άλλου, οι
υπόδουλοι και εξαθλιωμένοι Έλληνες της υπαίθρου δεν γνώριζαν το
χειρισμό των όπλων, δεν γνώριζαν από στρατιωτικές επιχειρήσεις, δεν
ήξεραν να σκοτώνουν και να καταστρέφουν, ο φόβος κυριαρχούσε στις
ψυχές τους. Παρά λοιπόν την απογοήτευση και το φόβο του ντόπιου
ελληνικού πληθυσμού και παρά την αρχική αντίδραση των ολίγων, που
είχαν ενσωματωθεί στο Οθωμανικό σύστημα Διοίκησης…., η
επανάσταση κατάφερε να εξελιχθεί και να επικρατήσει. Όμως έλειπε η
στιβαρή Διοίκηση του αγώνα. Οι ασυμφωνίες, τα συμφέροντα, ο
πρωτογονισμός, η υποχώρηση της εθνικής συνείδησης στις μάζες του
λαού, στα χρόνια της υποδούλωσης…., οδήγησαν σε
εμφυλίους πολέμους, που κόντεψαν να στοιχίσουν ακριβά στον
υπέρτατο στόχο της απελευθέρωσης. Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας
αποφάσισε να καλέσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει τη
διακυβέρνηση της χώρας, το 1828 (για 7 χρόνια). Με το Πρωτόκολλο
του Λονδίνου το 1930, επισημοποιήθηκε η ανεξαρτησία της Πρώτης
Επικράτειας του Ελληνικού κράτους, που αναγκάστηκε να δεχθεί και η
Υψηλή Πύλη.
Πρωταγωνιστές των ιδεών της επανάστασης ήταν ο Αδαμάντιος
Κοραής, ο Ρήγας Φεραίος – Βελεστινλής (πρόδρομος του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού), ο Κων/νος Κούμας, ο Νεόφυτος Βαμβας, ο Άνθιμος
Γαζής, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και άλλοι.

220
221
ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

222
223
ΜΕΡΟΣ Γ΄

Το Νεότερο Ελληνικό Κράτος1


Στη διαδρομή του ΜΕΡΟΥΣ αυτού, του παρόντος τόμου, θα
διατρέξουμε την πολυτάραχη ζωή του Νεότερου Ελληνικού Κράτους
(κεφ. 1 και 2) μέχρι και την τελευταία περιπέτεια της χώρας στην
παρούσα οικονομική κρίση, που τη βρήκε απροετοίμαστη και ανίσχυρη
να παλεύει, δίχως επιδέξιο καπετάνιο, μέσα την διεθνή τρικυμία, με
κίνδυνο να καταποντιστεί. Την κρίσιμη αυτή στιγμή, οι Ευρωπαίοι
εταίροι της, της έριξαν «σωσίβια λέμβο», αλλά και τότε δεν κατάφερε
να επωφεληθεί και να επιπλεύσει. Η προσπάθεια της συνεχίζεται και
σήμερα (2017), χωρίς να μπορεί κανείς να προδιαγράψει το μέλλον της
με ασφάλεια.
Στο Κεφ. 3 του Μέρους αυτού, θα ασχοληθούμε με τη
Νεοελληνική πνευματική και καλλιτεχνική ζωή και στο Κεφ. 4 με τα
μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας, που επηρέασαν
την πορεία του κόσμου και φυσικά της Ελλάδας.
Θα περάσουμε σύντομα την περίοδο αυτή του Νεότερου
Ελληνικού Κράτους, εστιάζοντας στους σημαντικότερους σταθμούς της
Ελληνικής Ιστορίας, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις εξελίξεις που
συντελέστηκαν στη διεθνή σκηνή.

1
. Διον. Α. Κόκκινου, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος (1800-1945) , Τόμοι 4, Εκδ. Μέλισσα,
Αθήνα.
. Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμοι 39, Ειδικότερα Τόμοι 36-39, Εκδοτική
Αθηνών.
. Συλλογικό έργο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1770-2000), Τόμοι 10, Εκδ. Ελληνικά
Γράμματα.
. Συλλογικό έργο, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμοι 14, Ειδικότερα, Τόμοι 10-14, ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
. Kων. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμοι 20-26, Έκδοση National
Geographic, Αθήνα.
. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Έκδοση Δ.Ο.Λ., Αθήνα.

224
ΚΕΦ. 1. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1833-1950.

1.1. Ο Όθωνας και η αντιβασιλεία των Βαυαρών.

Στις 19 Ιανουαρίου 1833 έφτασε στο Ναύπλιο, ο ανήλικος


πρίγκιπας Όθωνας (1833-1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της
Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄ με τη συνοδεία της αντιβασιλείας,
απαρτιζομένης από πέντε μέλη Βαυαρούς. Η επιλογή έγινε από τους
εκπροσώπους των τριών μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και
Ρωσίας, που συνεδρίαζαν στο Λονδίνο.1

Η Πλατεία Ομονοίας
Διαμορφώθηκε το 1846 επί Όθωνος. Η φωτογραφία είναι νεότερη.

Την πραγματική κυβέρνηση ασκούσε πλέον η αντιβασιλεία των


Βαυαρών. Το (ελληνικό) Υπουργικό Συμβούλιο δεν ήταν παρά ένα απλό
συμβουλευτικό Όργανο. Η αντιβασιλεία επάνδρωσε της Δημόσιες
υπηρεσίες με Βαυαρούς, οργάνωσε τη Δημόσια Διοίκηση σύμφωνα με
τα Δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, ρύθμισε τις σχέσεις εκκλησίας και

1
Για περισσότερες πληροφορίες, κυρίως οικονομικές (και γενικότερες) παραπέμπουμε στο
βιβλίο μας «Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας, 1821-2012», Ηλεκτρονική έκδοση 2013:
≠dionysioskontogiorgos.blogspot.gr (economy).

225
κράτους, καθόρισε το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, θέσπισε
μέτρα για τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των ατομικών
ελευθεριών. Οργάνωσε το στρατό σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό και
μηχανικό και ίδρυσε το Σώμα της Χωροφυλακής. Δημιούργησε τομέα
εποπτείας των δημοσίων οικονομικών, με σκοπό την αποτροπή της
φοροδιαφυγής και των καταχρήσεων. Οι κρατικοί υπάλληλοι είχαν
άμεση εξάρτηση από την Κεντρική εξουσία.

Στις 8 Φεβρουαρίου 1883, με βασιλικό διάταγμα καθιερώθηκε η


δραχμή ως επίσημο νόμισμα του Κράτους, σε αντικατάσταση του
Φοίνικα του Ιωάννη Καποδίστρια. Στις 30 Μαρτίου 1841, ιδρύθηκε η
Εθνική Τράπεζα, η οποία είχε και το εκδοτικό προνόμιο, το οποίο
διατήρησε μέχρι το 1827, που μεταφέρθηκε στη νεοϊδρυθείσα τότε
Τράπεζα της Ελλάδος. Στο τέλος του 1834, η πρωτεύουσα του Κράτους
μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα.

Το 1833, οι Μεγάλες Δυνάμεις – προκειμένου να υποστηρίξουν


το νεαρό βασιλιά Όθωνα – εγγυήθηκαν, κατά το 1/3 η κάθε μία, τη
σύναψη ενός νέου δανείου ονομαστικού ποσού 60.000.000 φράγκων
(τελικά το ονομαστικό ποσό του δανείου ήταν 57.229.000 φρ.),
καταβλητέο σε τρεις ισόποσες δόσεις των 20 εκατομμυρίων περίπου με
επιτόκιο 5% τιμή εκδόσεως 94% της ονομαστικής αξίας και περίοδος
αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου
υποθηκεύτηκαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα έσοδα
του νέου ελληνικού Κράτους. Μετά την αφαίρεση των πάσης φύσεως
δαπανών, τόκων και προμηθειών, το απομένον ποσό, που έφτασε
στην Ελλάδα ήταν 21.360.000 φράγκα. Από τα χρήματα
αυτά πληρώθηκε η Τουρκία για την εξαγορά της Φωκίδας και
εξοφλήθηκαν οι παλιότεροι δανειστές, επί Ιωάννη Καποδίστρια. Το
τελικό απομένον ποσό του δανείου για την κάλυψη των αναγκών της
χώρας – που έφτασε στην Ελλάδα – ήταν 8.145.000 φράγκα.
Το ποσό αυτό δαπανήθηκε απερίσκεπτα από τη Βαυαρική

226
αντιβασιλεία1. Το 1843, η Ελλάδα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στην
εξυπηρέτηση του δανείου και εκήρυξε τη δεύτερη πτώχευση (η πρώτη
ήταν το 1827).

Τον Όθωνα, μετά την απομάκρυνση του, τον Οκτώβριο του


1862, τον διαδέχθηκε ο Γεώργιος Γουλιέλμος, δευτερότοκος γιος του
πρίγκιπα και μετέπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού. Ήταν κι αυτός
επιλογή των τριών Δυνάμεων. Έφτασε στην Αθήνα το Οκτώβριο του
1863. Σημειώνουμε ότι στις 21 Μαΐου 1864, τα Ιόνια νησιά ενώθηκαν
με τη μητέρα Ελλάδα, τα οποία από το 1810 βρίσκονταν «υπό την
άμεσον και αποκλειστικήν προστασία του βασιλέως της Μεγάλης
Βρετανίας και των διαδόχων αυτού, των λοιπών Δυνάμεων
παραιτουμένων παντός δικαιώματος και οιασδήποτε αξιώσεως επί των
νήσων αυτών…».2

Τον Ιούνιο του 1878, στη διάσκεψη των Δυνάμεων στο


Βερολίνο, αποφασίστηκε να δοθεί στην Ελλάδα ολόκληρη η Θεσσαλία
και μεγάλο μέρος της Ηπείρου μέχρι τον Άραξο ποταμό (Άρτα).

Από τα σημαντικότερα, αρνητικά, γεγονότα για τον ελληνισμό


στη διάσκεψη του Βερολίνου (το 1878) ήταν η παραχώρηση της Κύπρου
από την Τουρκία στην Αγγλία. Όσο το συνέδριο ήταν σε εξέλιξη, ο
πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη υπέγραψε μυστική
συμφωνία με του Σουλτάνο, σύμφωνα με την οποία
η Αγγλία ανελάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει την Τουρκία με
στρατό και υλικά πολέμου σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης και η
Τουρκία, με τη σειρά της, παραχωρούσε στην Αγγλία την Κύπρο, σε
αντάλλαγμα.

1
Βλ. Ανδρεάδης Ανδρέας, Ιστορία των Εθνικών δανείων Εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1904.
Του ιδίου Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία, ανατύπωση Δ.Μ. Καραβία, Αθήνα
2010.
2
Κων/νος Μαχαιράς, Λευκάς και Λευκάδιοι επί Αγγλικής προστασίας (1810-1864), Βιβλιοθήκη
Ιστορικών Μελετών, Κέρκυρα 1940, σελ. 33.

227
1.2. Η περίοδος του Χαρίλαου Τρικούπη και η πτώχευση.1

Η περίοδος του Χαρ. Τρικούπη (1881-1895) ήταν πολύ


παραγωγική κυρίως σε έργα υποδομής. Ο Χαρίλαος Τρικούπης
επιδίωξε την αναδιοργάνωση του Κράτους και τη βελτίωση της
διεθνούς εικόνας της χώρας. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με μια
μακροπρόθεσμη και συνεπή στρατηγική, που θα αντιμετώπιζε τον
εκσυγχρονισμό του Κράτους και της οικονομίας, ώστε η χώρα να
καταστεί ισάξια των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης. Αυτό
απαιτούσε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα εξασφάλιζε τη
διαμόρφωση υποδομών στις συγκοινωνίες και στις μεταφορές (οδικό
και σιδηροδρομικό δίκτυο, διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου), στον
αγροτικό τομέα (π.χ. αποξήρανση λιμνών), στη Δημόσια Διοίκηση, στην
παιδεία, στο στρατό …, και θα άνοιγε ο δρόμος για ιδιωτικές
επενδύσεις των ομογενών της διασποράς που είχαν σημαντικά
κεφάλαια για επένδυση. Εξ άλλου, η επέκταση της ελληνικής
επικράτειας στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο ευνοούσε την επιτάχυνση
της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας και της Ανάπτυξης. Όμως οι
εξελίξεις δεν εδικαίωσαν τις προσδοκίες του.

Η επιτυχία ενός τόσο φιλόδοξου σχεδίου απαιτούσε και την


ανάλογη δημοσιονομική πολιτική, που θα εξασφάλιζε τους πόρους.
Όμως, τα έσοδα του Κράτους ήταν πενιχρά και δεν επαρκούσαν ούτε
για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της Δημόσιας Διοίκησης και
τη διατήρηση ενός αξιόμα- στρατού. Πόσω μάλλον (δεν επαρκούσαν)
για την αντιμετώπιση των δαπανών των δημοσίων επενδύσεων. Χωρίς
υποδομές και θεσμικές ρυθμίσεις, χωρίς εξειδίκευση και γνώσεις, δεν
μπορούσε κανείς να περιμένει την εκκίνηση της αναπτυξιακής πορείας
της χώρας. Ο δανεισμός λοιπόν ήταν αναπόφευκτος. Ευτυχώς, το 1878,
επήλθε συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ομολογούχων δανειστών για το

1
Διον. Α. Κόκκινος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος, 1800-1845, Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1970.

228
διακανονισμό των μέχρι τότε δανείων που ήταν σε εκκρεμότητα, κι έτσι
άνοιξαν οι «αγορές» για την Ελλάδα, η οποία μπορούσε να προσφύγει
σε εξωτερικό δανεισμό.

Μεταξύ 1879 και 1890, οι κυβερνήσεις της περιόδου αυτής


(Χ. Τρικούπη και Θ. Δεληγιάννη) δανείστηκαν συνολικά 630.000.000
φράγκα1 ονομαστικό ποσό, με επιτόκιο 4-6% και τιμή έκδοσης από 53%
έως 75%. Έτσι το πραγματικό κεφάλαιο που εισέπραξε η χώρα ήταν
458-622.000 φράγκα. Μετά την αφαίρεση διαφόρων δαπανών έκδοσης
και απόσβεσης ομολόγων του πρώτου δανείου, το ποσό που απέμεινε
ήταν 365.000.000 φρ. Από το ποσό αυτό μόνο τα 120.000.000 φρ.
πήγαν στα δημόσια έργα, τα υπόλοιπα κάλυψαν ανάγκες του στρατού,
ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και απόσβεσης παλαιότερων χρεών.
Την ίδια αυτή περίοδο, το κράτος είχε συνάψει και εσωτερικά δάνεια
ύψους 65.000.000 δρχ.

Η αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων αυτών οδήγησε στην


πτώχευση του 1893 και στην έλευση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου,
μετά το χαμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Μετά την πτώχευση
έκλεισαν οι «αγορές» και η χώρα δεν είχε πλέον τη δυνατότητα
δανεισμού. Το 1895, ο Χαρίλαος Τρικούπης έχασε τις εκλογές και ο
ίδιος δεν βγήκε ούτε βουλευτής στην ιδιαίτερη του πατρίδα.
Εγκατέλειψε την πολιτική και κατέφυγε στις Κάννες της Γαλλίας, όπου
λίγο αργότερα πέθανε. Οι συνέπειες της πτώχευσης στους πολίτες ήταν
οδυνηρές, αν αναλογιστεί κανείς ότι το μέσο ετήσιο κατά κεφαλή ΑΕΠ
ήταν 270 δρχ. σε τρέχουσες τιμές, που αντιστοιχούσε σε 150 γαλλικά
Φράγκα. 2

1
Ανδρέας Α. Ανδρέαδη, Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία, Δ. Ν. Καραβία,
ανατύπωση, Αθήνα 2010, σελ. 82 και μετά. Ευάγγελος Χεκίμογλου, Η πτώχευση του 1893 και ο
Δ.Ο.Ε. , Ε΄ Ιστορικά, Απρίλιος 2011, σελ. 136-137. Τάσος Μ. Ηλιαδάκης, Ο εξωτερικός δανεισμός
1824-2009, Εκδ. Μπατσιούλας 2011, σελ. 56-74.
2
Ευάγγελος Χεκίμογλου, όπ. παρ., σελ. 146.

229
1.3. Ο πόλεμος του 1897 και η εθνική εταιρεία.

Μέσα στη χαώδη αυτή κατάσταση, που βρίσκονταν η χώρα,


ήρθε και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που προκάλεσε η
ανευθυνότητα των φορέων της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα. Για
πολλές δεκαετίες, η Μακεδονία ήταν το μήλο της Έριδος για τις όμορες
Βαλκανικές χώρες. Η μακροχρόνια κατοχή της από την Οθωμανική
αυτοκρατορία δημιούργησε τις συνθήκες εποικισμού της από ένα
συνονθύλευμα λαών: Έλληνες, Τούρκους, Σλάβους… Οι Χριστιανοί της
Μακεδονίας ήταν ελληνόφωνοι, αλβανόφωνοι, σλαβόφωνοι,
βλαχόφωνοι, που το κύριο χαρακτηριστικό στη μεταξύ τους διάκριση
ήταν η γλώσσα. Η πληθυσμιακή αυτή σύνθεση – μέχρι την πρώτη
δεκαετία του 20ου αιώνα – δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα, που
εκδηλώθηκε με εδαφικές διεκδικήσεις των αναδυόμενων γειτονικών
χωρών, ιδιαίτερα της Βουλγαρίας.

Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτους ήταν αυστηρά περιορισμένο.


Ένα μεγάλο μέρος του ελληνισμού ήταν ακόμα εκτός συνόρων και
προσδοκούσε τη διεύρυνση τους, ώστε να συμπεριλάβει τους
αλύτρωτους Έλληνες. Η στιγμή που αφύπνισε το ενδιαφέρον της
Ελλάδας ήταν τότε που η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (προάστιο της
Κωνσταντινούπολης), το 1878, δημιούργησε τη Μεγάλη Βουλγαρία,
εκχωρώντας της ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας, μαζί με τη
Θεσσαλονίκη, μέχρι το Αιγαίο, ευτυχώς προσωρινά,
γιατί κινητοποιήθηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, κυρίως η Αγγλία, και
απεσόβησαν αυτή την εξέλιξη, καθώς δεν ήθελαν την επέκταση
της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Στο μεταξύ, μεσολάβησε
η Συνθήκη του Βερολίνου, που ακύρωσε τη Συνθήκη του Αγίου
Στεφάνου.

Το κενό πολιτικής που επικρατούσε στη χώρα έφερε, το 1824,


την ίδρυση της μυστικής πατριωτικής οργάνωσης, – της «εθνικής

230
εταιρείας» – και ο συντονισμός των κινήσεων της ελληνικής πλευράς
πέρασε στα χέρια της οργάνωσης αυτή, η οποία συγκρότησε, το 1886,
αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία. Εμποτισμένη από τον εθνικό στόχο
της «Μεγάλης Ιδέας» προετοίμασε το έδαφος για την επερχόμενη
ελληνοτουρκική σύγκρουση του 1897. Η «εθνική εταιρεία»
μετατράπηκε, σύντομα, σε παράλληλη κυβέρνηση, τώρα κυβέρνηση
Θεοδώρου Δεληγιάννη. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ήταν
προσανατολισμένος στους διπλωματικούς χειρισμούς και ήθελε να
αποφευχθεί η πολεμική σύγκρουση, την οποία θεωρούσε
καταδικασμένη σε αποτυχία. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της
«εθνικής εταιρείας», η Ελλάδα ετοιμάστηκε (;) για πόλεμο. Όμως, σε
καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι έτοιμη για πόλεμο. Η χώρα
έβγαινε μόλις από την χρεοκοπία του 1893. Ο πρωθυπουργός Θεοδ.
Δεληγιάννης και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ πίστευαν πως τελικά οι
Δυνάμεις Αγγλία και Γαλλία θα στήριζαν την απελευθέρωση των
αλύτρωτων περιοχών. Όμως ο ελπίδες τους διαψεύστηκαν και το
αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό για τα ελληνικά συμφέροντα.

Ο ενθουσιασμός μετατράπηκε σε απογοήτευση. Η «εθνική


εταιρεία» διαλύθηκε το 1900. Μετά την ήττα αυτή η Ελλάδα
αναγκάστηκε να δεχθεί τη «Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου», η οποία το 1899
μετονομάσθηκε σε «Διεθνή Οικονομική Επιτροπή».

Με παράκληση του βασιλιά Γεωργίου Α΄(1863-1913), ο Τσάρος


της Ρωσίας διαμεσολάβησε στο Σουλτάνο, ο οποίος δέχθηκε τελικά την
ανακωχή και υπογράφηκε η σχετική Συνθήκη Ειρήνης. Η Τουρκία είχε
μικρά εδαφικά οφέλη και κυρίως μεγάλη αποζημίωση πολέμου 4
εκατομμυρίων τούρκικων λιρών, που αποτελούσε όρο για την
αποχώρηση της από τη Θεσσαλία. Για να πληρώσει την αποζημίωση
αυτή η Ελλάδα, αναγκάστηκε να προβεί στη σύναψη δανείου 170
εκατομμυρίων χρυσών φράγκων, με τη στήριξη της Διεθνούς Επιτροπής
Ελέγχου, η οποία (επιτροπή) συνέβαλε στην εξυγίανση της ελληνικής

231
οικονομίας, με την επιτευχθείσα νομισματική σταθερότητα και την
επανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας.

Παράλληλα, ο επαναστατικός αναβρασμός στην Κρήτη την


περίοδο αυτή (1905) είχε κορυφωθεί. Τα γεγονότα στην Κρήτη
επηρέασαν άμεσα την κατάσταση στη Μακεδονία. Τα αστυνομικά
μέτρα των Νεότουρκων αυξήθηκαν. Ακολούθησαν δολοφονίες,
τρομοκρατική δράση, φυλακίσεις (στη Μακεδονία). Μέσα σε αυτό το
κλίμα, αναπτύχθηκαν δυνάμεις αλλαγής στη χώρα που οδήγησαν στο
κίνημα στο Γουδί του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», το 1909, που έφερε
τον Ελ. Βενιζέλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Προετοίμασε και
διεξήγαγε τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, που οδήγησαν στην
απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών (Υπόλοιπο Ηπείρου,
Μακεδονία και Δυτική Θράκη, νησιά).

1.4. Το κίνημα στο Γουδί.

Στο κίνημα στο Γουδί το βράδυ της 14ης Αυγούστου 1909,


συμμετείχαν κατώτεροι αξιωματικοί, αργότερα και ανώτεροι, και
επιδίωκαν τη διόρθωση της «θλιβερής» κατάστασης στην οποία είχε
περιέλθει η χώρα. Η αρχηγία του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», όπως
ονομάστηκε το κίνημα, ανατέθηκε στο Νικόλαο Ζορμπά,
Συνταγματάρχη. Βασικός στόχος του Συνδέσμου ήταν η δημιουργία
αξιόμαχου στρατού και όχι οι πολιτειακές αλλαγές. Αναζητούσε ικανό
άνδρα να του αναθέσει την πολιτική ηγεσία του. Έκανε πρόταση στον
Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος εκλήθη να επισκεφθεί το Σύνδεσμο στην
Αθήνα, προκειμένου να συζητηθεί το ενδεχόμενο της ανάληψης απ’
αυτόν της πολιτικής ηγεσίας (του Συνδέσμου). Η γνωριμία του Ελ.
Βενιζέλου με το βασιλιά Γεώργιο Α΄ είχε θετική έκβαση. Μετά τις
εκλογές της 8 Αυγούστου 1910, ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ελ.
Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση. Οι παλαιοκομματικοί δεν του
έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης και ο Ελ. Βενιζέλος προκήρυξε νέες

232
εκλογές για τις 28 Νοεμβρίου 1910, στις οποίες επικράτησε άνετα και
σχημάτισε κυβέρνηση. Ίδρυσε το κόμμα του φιλελεύθερων, προχώρηση
στην αναθεώρηση του Συντάγματος και άρχισε την προετοιμασία των
Βαλκανικών πολέμων.

1.5. Η εξυγίανση της οικονομίας και οι Βαλκανικοί πόλεμοι.

Για να επιτευχθεί ο εθνικός στόχος της απελευθέρωσης των


αλύτρωτων περιοχών, χρειάστηκε να συγκεντρωθούν χρήματα για τη
χρηματοδότηση των (Βαλκανικών) πολέμων. Η ανάκαμψη της
οικονομίας που επιτεύχθηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα
με τη συνετή πολιτική που εφαρμόστηκε – με τη βοήθεια της Διεθνούς
Επιτροπής Ελέγχου, – την περίοδο αυτή, (όπως η επίτευξη της
νομισματικής ισορροπίας, η αύξηση των δημοσίων εσόδων με την
εντατικοποίηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, τις περικοπές
δαπανών σε όλους τους τομείς του δημοσίου, τα μεταναστευτικά
εμβάσματα, την ανάπτυξη του εμπορίου και των υπηρεσιών…, που
οδήγησαν στη δημοσιονομική εξυγίανση και στην αύξηση του ΑΕΠ), οι
κρατικοί προϋπολογισμοί έγιναν πλεονασματικοί και δημιούργησαν τις
προϋποθέσεις σχηματισμού και οργάνωσης αξιόμαχου στρατού και
ναυτικού με σύγχρονα οπλικά συστήματα. Παράλληλα, η χρηστή
διαχείριση των εξωτερικών και εσωτερικών δανείων και η πολύτιμη
βοήθεια της εθνικής τράπεζας, υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Βαλαωρίτη,
γιου του ποιητή, συνέβαλαν στην ενίσχυση των δύο προικισμένων
ανδρών - του Ελευθερίου Βενιζέλου στο πολιτικό σκέλος και του
διαδόχου Κωνσταντίνου στο στρατιωτικό - να επιτελέσουν το λαμπρό
έργο τους.1

1
Για τη χρηματοδότηση των Βαλκανικών Πολέμων, βλ. περισσότερο Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η
οικονομία της Νεότερης Ελλάδας, 1821-2012, ηλεκτρονική έκδοση, σελ. 85-91.
(Δαδίκτυο: dionysioskontogiorgis.blogspot.gr)
(economy)

233
Η Ακρόπολη των Αθηνών και ο περίγυρός της, όπως ήταν το 1990.

1.6. Η Συνθήκη των Σεβρών.

Χάρη λοιπόν στην προετοιμασία που έγινε και στην πολιτική και
στρατιωτική ηγεσία των Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, η επιτυχής
διεξαγωγή των Βαλκανικών πολέμων έφεραν την ελληνική επικράτεια
στα σημερινά της σύνορα. Η Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφηκε
μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1920, με
πρωταγωνιστή της ελληνικής πλευράς τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν η
καλύτερη που υπογράφηκε ποτέ για τα ελληνικά συμφέροντα.
Προέβλεπε τα εξής:

 Η Οθωμανική αυτοκρατορία έχανε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος


των εδαφών της και, μέσα απ’ αυτά, αναδύθηκαν αυτόνομα
/ανεξάρτητα κράτη, όπως η Αίγυπτος, η Συρία, η Μεσοποταμία, η
Παλαιστίνη, η Αρμενία…, αλλά και στην Ευρώπη το ίδιο .
 Προστατεύονταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
 Διασφαλίζονταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά του Βοσπόρου με
τον έλεγχο Επιτροπής, που συμμετείχε και η Ελλάδα.

234
 Ρυθμίζονταν θέματα συνοριακά, οικονομικά, στρατιωτικά.
 Η Δυτική Θράκη επικυρώθηκε στην Ελλάδα (την είχε παραδώσει η
Βουλγαρία στους συμμάχους με τη Συνθήκη του Νεϊγύ).
 Η Ιταλία συμφώνησε να δοθούν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός
Ρόδου και Καστελόριζου, αν και όταν επιστραφεί η Κύπρος στην
Ελλάδα από τους Άγγλους.
 Κατοχυρώνονταν τα δικαιώματα της Ελλάδας επί των υπολοίπων
νησιών του Αιγαίου.
 Η Βουλγαρία παραιτήθηκε οριστικά από οποιεσδήποτε απαιτήσεις
στη Δυτική Θράκη.
 Η Ανατολική Θράκη, (εκτός της Κωνσταντινούπολης) και τα νησιά
Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
 Η τύχη της Κωνσταντινούπολης θα αποφασίζονταν αργότερα. Έως
τότε θα συνέχιζε να βρίσκεται υπό συμμαχική κατοχή.
 Η Προσωρινή Διοίκηση της Σμύρνης - Αϊδινίου και της ενδοχώρας
τους, θα αναθέτονταν στην Ελλάδα για πέντε χρόνια. Μετά το πέρας
της πενταετίας θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της
παραμονής τους με την Ελλάδα.

ΣΗΜ. Δεδομένου ότι στην περιοχή Σμύρνης – Αϊδινίου πλειοψηφούσε ο


ελληνικός και ο ευρωπαϊκός πληθυσμός, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η
περιοχή αυτή θα παρέμενε ελληνική.

1.7. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο διχασμός και η Μικρασιατική


καταστροφή.

Με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, ξέσπασε (το 1914) ο Α’


Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ
(entente) – Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας … κλπ. -. Η διχογνωμία του Ελ.
Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο (τώρα βασιλιάς από το Μάρτιο του 1913)
για τη συμμετοχή ή όχι της χώρας στον πόλεμο με το μέρος των
συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ (Ελ. Βενιζέλος) ή την ουδετερότητα

235
(Κωνσταντίνος) οδήγησε στο διχασμό, που ταλάνισε τη χώρα μέχρι το
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κινδύνεψε να ανατρέψει ό, τι είχε επιτευχθεί
με τους Βαλκανικούς πολέμους. Η απερισκεψία των αντι-βενιζελικών
κυβερνήσεων και του Κωνσταντίνου (που είχε επιστρέψει μετά την
εκθρόνιση του) να οδηγήσουν τον ελληνικό στρατό κατά τη
Μικρασιατική εκστρατεία του 1920-1922, πολύ πέραν της περιοχής
Σμύρνης – Αϊδινίου, στα βάθη της αχανούς Τουρκίας, χωρίς
δυνατότητες εφοδιασμού του ελληνικού στρατού με τρόφιμα και
πολεμοφόδια - και χωρίς δυνατότητες ξεκούρασης – οδήγησε στη
Μικρασιατική καταστροφή, στην απώλεια της Σμύρνης – Αϊδινίου, στην
καταρράκωση του εθνικού γοήτρου, στην ακύρωση της Συνθήκης των
Σεβρών και στην καταδίκη σε θάνατο των έξι: Δημ. Γούναρης,
Ν. Σράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης
(πολιτικοί) και Γ. Χατζηανέστης (στρατηγός). Οι Μ. Γούδας και Ξ.
Στρατηγός καταδικάστηκαν σε ισόβια. Κλόνισε επίσης την εμπιστοσύνη
των Προστάτιδων Δυνάμεων στην Ελλάδα που έστρεψαν την
υποστήριξη τους (κυρίως η Γαλλία, ακολουθούμενη από τη Ιταλία) στο
Μουσταφά Κεμάλ με το προσωνύμιο Ατατούρκ. Ασφαλώς, η αλλαγή
αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων, εξυπηρετούσε κυρίως δικά τους
γεωπολιτικά συμφέροντα, που είχαν σχέση με τις βλέψεις τους στην
Ανατολή. Οι νεκροί στρατιώτες και άμαχοι από την άτακτη
υποχώρηση του ελληνικού στρατού έφτασαν τις 300.000. Χάθηκαν
είτε από τις επιθέσεις των Τούρκων στρατιωτικών, είτε από το
εξαγριωμένο πλήθος, είτε από πνιγμό, πέφτοντας στη θάλασσα
να προλάβουν κάποιο πλοίο. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε σε
παραίτηση, το Σεπτέμβριο 1922, υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄ και
έφυγε για το Παλέρμο της Ιταλίας, όπου το Δεκέμβριο 1922 πέθανε
από συγκοπή σε ξενοδοχείο στη Σικελία. Η Μικρασιατική εκστρατεία
ήταν η αιτία που οι σύμμαχοι παραχώρησαν την Ανατολική Θράκη
στην Τουρκία με το Πρωτόκολλο των Μουδανιών, στις 28 Σεπτεμβρίου
1822.

236
1.8. Η Συνθήκη της Λωζάνης.

Μια νέα Συνθήκη ήταν πλέον στα σκαριά, σε αντικατάσταση


αυτής των Σεβρών, η Συνθήκη της Λωζάνης. Η πρώτη συνεδρία έγινε το
Νοέμβριο του 1922 στη πόλη της Ελβετίας με πρωτοβουλία των τριών
Δυνάμεων. Της ελληνικής αντιπροσωπείας ηγείτο και πάλι ο Ελ.
Βενιζέλος , παρότι δεν ήταν αυτή την περίοδο ούτε βουλευτής. Οι
αξιώσεις της Τουρκίας ήταν απαράδεκτες, όχι μόνο για την Ελλάδα,
αλλά και για τις Δυνάμεις, γι αυτό και δεν έγιναν αποδεκτές από
κανέναν. Μετά από διακοπή μηνών, οι εργασίες της συνδιάσκεψης στη
Λωζάνη επαναλήφθηκαν και στις 23 Ιουλίου 1923, υπογράφηκε η
Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Η Συνθήκη της Λωζάνης προέβλεπε τα εξής:

 Επικυρώνονται ορισμένες παραχωρήσεις εδαφών, που προέβλεπε η


Συνθήκη των Σεβρών στη Συρία, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη,
στην Αίγυπτο κλπ.
 Τα σύνορα της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης μετατοπίζονται
δυτικότερα.
 Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραμένουν στην Τουρκία. Όλα τα
υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, πλην
των Δωδεκανήσων. Η Τουρκία παραιτήθηκε ωστόσο του
δικαιώματος της στα Δωδεκάνησα υπέρ της Ιταλίας και αναγνώρισε
την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία.
 Απαγορεύεται ο εξοπλισμός με ναυτικές βάσεις και οχυρωματικά
έργα στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου και περιορίζεται ο αριθμός των
στρατιωτικών δυνάμεων εκεί.
 Επιβάλλεται στη Θράκη ουδέτερη ζώνη πλάτους 30 χιλιομέτρων,
χωρίς οχυρωματικά έργα, πολεμικό υλικό και στρατιωτικές δυνάμεις,
εκτός της αστυνομίας.

237
 Δεν γίνεται μνεία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αποφασίστηκε
ωστόσο να γίνει σεβαστό με ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς και με
τον όρο να περιορίζεται στα καθαρά εκκλησιαστικά του καθήκοντα.
 Έγινε παραίτηση - και από τις δύο πλευρές - , των αξιώσεων για
αποζημιώσεις πολέμου.
 Τερματίστηκε το καθεστώς της ουδετερότητας της
Κωνσταντινούπολης, που κατέχονταν από τους συμμάχους, καθώς
και το καθεστώς της ουδετερότητας των Στενών του Βοσπόρου.
 Ρυθμίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών (ελληνικών και
Μουσουλμανικών), με εξαίρεση τους Μουσουλμάνους της Θράκης
και τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
 Με ιδιαίτερο πρωτόκολλο αποφασίστηκε η κύρωση της Συνθήκης
των Σεβρών σε ό,τι αφορά την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης
στην Ελλάδα και την προστασία των μειονοτήτων Θράκης και
Κωνσταντινούπολης.

Έτσι χάθηκαν οριστικά η Ανατολική Θράκη (τα σύνορα της χώρας


περιορίστηκαν στον Έβρο), η περιοχή Σμύρνης – Αϊδινίου και τα δύο
νησιά Ίμβρος και Τένεδος, ενώ τα Δωδεκάνησα προσαρτίστηκαν στην
Ιταλία και η Κύπρος παρέμεινε υπό Αγγλική κυριαρχία. Η «Μεγάλη
Ιδέα» συρρικνώθηκε.

1.9. Το προσφυγικό και η περίοδος του Μεσοπολέμου.

Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο ελληνισμός της Μ. Ασίας εκδιώχθηκε


κακήν κακώς. Θάνατοι, κακουχίες, απώλειες περιουσιών (που
εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία) ήταν η κατάληξη. Κύματα προσφύγων
συνέρρεαν στην Ελλάδα ζητώντας καταφύγιο. Η κατάσταση είχε γίνει
τραγική όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου από το 1823. Το
Νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, χωρίς οργάνωση και χωρίς οικονομικά
μέσα, καλούνταν να στηρίξει και να ανακουφίσει το 1.300.000 περίπου
πρόσφυγες. Πολλοί πέθαιναν από ασιτία, έλλειψη κατοικίας

238
και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Το κόστος ένταξης τους στην
ελληνική κοινωνία ήταν μεγάλο και το επωμίστηκαν οι
αδύναμες ελληνικές κυβερνήσεις και η Επιτροπή Αποκατάστασης
των Προσφύγων (ΕΑΠ), που ιδρύθηκε το 1922 στη Γενεύη με τη
σύμφωνη γνώμη της Κοινωνίας των Εθνών, καθώς και ιδιωτικές
οργανώσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα (π.χ. Ερυθρός Σταυρός). Το
Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε στην ΕΑΠ εκτάσεις γης για διανομή
στους πρόσφυγες. Στη Διοίκηση της συμμετείχαν ως μέλη Έλληνες και
ξένοι εκπρόσωποι. Η Κοινωνία των Εθνών (δημιουργήθηκε τον Ιούνιο
του 1919 με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών) από την πλευρά της
βοήθησε, με τη μεσολάβηση της, στη σύναψη δανείων από τις
ελληνικές κυβερνήσεις (προσφυγικά και μη) για την αντιμετώπιση της
κατάστασης.

Στη Μακεδονία, στη Δυτική Θράκη, στην Ήπειρο και στην Κρήτη,
όπου οι περιουσίες που απελευθερώθηκαν μετά την αποχώρηση των
Τούρκων με την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν σημαντικές, η
αποκατάσταση των προσφύγων ήταν ευκολότερα αντιμετωπίσιμη. Στην
Αθήνα, όμως, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπου οι
περιουσίες που απελευθερώθηκαν ήταν ανεπαρκείς, το πρόβλημα της
αποκατάστασης των προσφύγων ήταν μεγαλύτερο. Οι άθλιες συνθήκες
διαβίωσης των προσφύγων έκανε την επίλυση του προβλήματος
πιεστική.

Οι πολιτικές εξελίξεις κατά τη δεκαετία αυτή (1922-1932) ήταν :


Η επανάσταση του 1922, Γονατά – Πλαστήρα αποφάσισε να
προκηρύξει εκλογές για τις 2 Δεκεμβρίου 1923, οι οποίες τελικά
διεξήχθηκαν στις 16 Δεκεμβρίου. Αναμετρήθηκε το κόμμα των
φιλελευθέρων με τα συγγενικά κόμματα «Δημοκρατική Ένωση» και
«Δημοκρατικοί Φιλελεύθεροι». Οι αντιβενιζελικοί δεν συμμετείχαν.
Πλειοψήφησε το κόμμα των Φιλελευθέρων. Η επανάσταση του 1922
παρέδωσε την εξουσία στον νικητή των εκλογών. Οι «αδιάλλακτοι του

239
Στρατιωτικού Συνδέσμου», ζητούσαν να κηρυχθεί έκπτωτος
ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Στις 4 Ιανουαρίου 1924, επανήλθε ο Ελ.
Βενιζέλος από τη Γαλλία, με πρόθεση να βοηθήσει στην επίλυση της
πολιτειακής κρίσης. Ανέλαβε το σχηματισμό κυβέρνησης, η οποία όμως
ήταν βραχύβια. Δεν κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση και
παραιτήθηκε.

Η κατάσταση ήταν ρευστή και οι πολιτικοί που εκλήθηκαν να


σχηματίσουν κυβέρνηση, αδυνατούσαν. Μετά από πολλές
προσπάθειες, τελικά εσχημάτισε κυβέρνηση ο Αλέξανδρος
Παπαναστασίου (Δημοκρατική Ένωση), το Μάρτιο του 1924. Τον
διαδέχθηκε η κυβέρνηση Σοφούλη τον Ιούλιο του ιδίου χρόνου και λίγο
αργότερα ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Ανδρέας
Μιχαλακόπουλος. Τον Ιούλιο του 1925, εκδηλώθηκε πραξικόπημα από
τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος την επόμενη σχημάτισε κυβέρνηση
και αργότερα (Απρίλιο 1926) εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας
μετά από παρωδία εκλογών, χωρίς αντίπαλο. Τον Αύγουστο του ιδίου
χρόνου (1926), τον ανέτρεψε το κίνημα του Γεωργίου Κονδύλη.

Την περίοδο αυτή του Μεσοπολέμου, η βασιλική οικογένεια


κηρύχθηκε έκπτωτη (κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου) με το
δημοψήφισμα του Απριλίου 1924, κατασκευάστηκε το έργο ύδρευσης
της Αθήνας (Ούλεν), σημειώθηκαν «κρούσματα απειθαρχίας» στο
στρατό και στο ναυτικό. Όμως το οξύ πρόβλημα της χώρας ήταν το
προσφυγικό. 1.300.000 άστεγοι, άνεργοι και πεινασμένοι ζητούσαν
βοήθεια, ενώ η χώρα διέτρεχε περίοδο μεγάλης συναλλαγματικής
αστάθειας και έντονων πληθωριστικών πιέσεων.

Στις 4 Δεκεμβρίου 1926, ορκίστηκε Οικουμενική κυβέρνηση υπό


τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, με τη σύμπραξη των βενιζελικών και
αντιβενιζελικών, η οποία παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον Ιούνιο του
1928 και πραγματοποίησε αξιόλογο έργο με τη βοήθεια της Κοινωνίας

240
των Εθνών: εφάρμοσε με επιτυχία ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα,
προώθησε την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία πήρε το
εκδοτικό προνόμιο από την Εθνική Τράπεζα, αντιμετώπισε το οξύ
πρόβλημα των προσφύγων, ψήφισε το οριστικό Σύνταγμα της χώρας
κλπ..

Το Μάιο το 1928, ο Ελ. Βενιζέλος, με την επιστροφή του από το


εξωτερικό, ανακοίνωσε την πρόθεση του να επανέλθει στην Πολιτική
δράση. Στις εκλογές του Αυγούστου του 1928, κέρδισε με συντριπτική
πλειοψηφία. Στην επιτυχία του αυτή βοήθησε και η ψήφος των
προσφύγων, στους οποίους ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Τον Ιούνιο του
1929 εκλέχτηκε οριστικός Πρόεδρος ο ναύαρχος Παύλος
Κουντουριώτης. Η περίοδος 1928-1932 διακυβέρνησης του Ελ.
Βενιζέλου, θεωρήθηκε ως η δεύτερη επιτυχημένη εποχή της πολιτικής
του καριέρας, μετά από αυτή του 1910-1915. Πράγματι, η κυβέρνηση
αυτή προχώρησε σε ένα πλούσιο έργο μεταρρυθμίσεων και
υποδομών…, με έμφαση στην αγροτική οικονομία και στην
αποκατάσταση των προσφύγων, καθώς και σε παρεμβάσεις στην
εργατική νομοθεσία, στην προετοιμασία του ΙΚΑ, – το οποίο ψηφίστηκε
από την επόμενη κυβέρνηση το 1934, – καθιέρωσε την υποχρεωτική
κοινωνική ασφάλιση κλπ. Για τη χρηματοδότηση του έργου αυτού
χρειάστηκε να προβεί σε εξωτερικό δανεισμό, σε μια εποχή που η
διεθνής συγκυρία ήταν αρνητική και οδήγησε σε στάση πληρωμών το
1932. Η πτώχευση αυτή ήταν η τέταρτη του Νεότερου Ελληνικού
Κράτους ( η πρώτη το 1827, η δεύτερη το 1843, η Τρίτη το 1893). Την
ίδια εποχή, το 1929, ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα (αγροτική πίστη) και
η κτηματική (ενυπόθηκη πίστη). Στην εξωτερική πολιτική, επιδίωξε την
ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία με τις γειτονικές χώρες,
περιλαμβανομένης και της Τουρκίας.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου τελείωσε με την επανόρθωση της


βασιλείας (με το διαβλητό δημοψήφισμα του 1935) και τη δικτατορία

241
της 4ης Αυγούστου 1936, του Ιωάννη Μεταξά, με τη σύμπραξη
του Γεωργίου Β΄. Ο Ελ. Βενιζέλος πέθανε στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου
1936.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από τη


μετάβαση, από τη φιλελεύθερη οικονομία στην κρατικό παρεμβατισμό,
από την αγροτική κοινωνία στην αστική. Η οικονομική κρίση του 1929-
1933 επηρέασε τον προσανατολισμό ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας. Η στροφή στην κλειστή (προστατευόμενη) οικονομία
βοήθησε στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της χώρας. Η αγροτική
μεταρρύθμιση αύξησε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και βελτίωσε τις
στρεμματικές αποδόσεις, ενώ η βιομηχανική δραστηριότητα
ενεργοποιήθηκε. Στις εξελίξεις αυτές συνέβαλε το πλήθος
των προσφύγων, που πρόσφερε φτηνή εργασία και αυξημένη
ρευστότητα στην αγορά, λόγω των δανείων (προσφυγικών και άλλων),
που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ανάκαμψης της οικονομίας.
Οι βιομηχανικές μονάδες ήταν βέβαια μικρές και οικογενειακής
μορφής.

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν


λιγότερο αισθητές. Είχε δυσμενή επίδραση κυρίως στην αγροτική
οικονομία, στις τιμές των προϊόντων και στις εξαγωγές, ιδιαίτερα του
καπνού, επομένως και στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Στη βιομηχανία οι επιπτώσεις ήταν λιγότερο αισθητές. Δυσκολίες
αντιμετώπισαν κυρίως όσες βιομηχανίες είχαν σχέση με τον
αγροτικό τομέα (π.χ. βιομηχανία λιπασμάτων). Περισσότερο αισθητές
ήταν οι επιπτώσεις στις τράπεζες. Ακολούθησε πολιτική περιορισμού
των εισαγωγών και ελέγχου του συναλλάγματος. Άρα, ο κρατικός
παρεμβατισμός ενισχύθηκε και, στο εξής, η πολιτική της
«κλειστής» οικονομίας ήταν ο στόχος των κυβερνήσεων.

242
1.10. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος.

Η εύθραυστη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ανέδειξε τον Αδόλφο


Χίτλερ απόλυτο ηγέτη της Γερμανίας, συγκεντρώνοντας όλες τις
εξουσίες πάνω του. Κατάργησε μονομερώς τη Συνθήκη των Βερσαλλιών
και ετοίμασε τη χώρα για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με συνοδοιπόρο
τον Μπενίτο Μουσολίνι της φασιστικής Ιταλίας. Η Ευρώπη – και
ιδιαίτερα η Ελλάδα – δοκίμασε τη βαναυσότητα της Ναζιστικής
θηριωδίας και τα δεινά ήταν πολλά. Η Ναζιστική κατοχή ευνόησε το
Κ.Κ. στην Ελλάδα, να αναπτυχθεί και με την προπαγάνδα,
παραλλαγμένο κάτω από τις οργανώσεις του ΕΑΜ (Ελληνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο) και ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός
Στρατός), προσπάθησε να επιβάλει δια της βίας τη Μαρξιστική
Ιδεολογία, υπακούοντας στα κελεύσματα της Κομιντέρν
(Κομμουνιστικής Διεθνής). Θυμίζουμε ότι το κομμουνιστικό σύστημα
εγκαθιδρύθηκε στη Ρωσία το 1917 και επιδίωκε την επέκταση του στις
χώρες της κεντρικής Ευρώπης και της Βαλκανικής. Η Κομιντέρν,
δημιούργημα Κ.Κ. Ρωσίας, και τα λοιπά κομμουνιστικά κόμματα, που
επικράτησαν κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μέσα στις αστικές, ακόμα,
χώρες της Βαλκανικής (Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία),
στόχευαν στη δημιουργία μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας».
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Τις
αγριότητες των ανταρτών για επικράτηση, θα ζήλευαν ακόμα και οι
Ναζιστές της κατοχής.

Οι καταστροφές των υποδομών και του παραγωγικού


δυναμικού της χώρας, που άφησε πίσω της η τριπλή κατοχή (Γερμανία,
Ιταλία, Βουλγαρία) ήταν ανυπολόγιστες. Επί πλέον τα έξοδα «κατοχής»
του Γερμανοϊταλικού στρατού στην Ελλάδα που βάρυναν το ελληνικό
δημόσιο, το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο της καχεκτικής οικονομικά
Ελλάδας, στη Ναζιστική Γερμανία, το οποίο δεν αποπληρώθηκε ποτέ
και οι πολεμικές αποζημιώσεις για τις καταστροφές του πολέμου,

243
αποτελούν ακόμα και σήμερα αντικείμενο διεκδικήσεων της Ελλάδας
από τη Γερμανία. Ο εμφύλιος πόλεμος, από την πλευρά του, έγινε
ανελέητος, τα δεινά έρχονταν το ένα μετά το άλλο : εξαθλίωση,
αρρώστιες, κρυοπαγήματα, νεκροί, «παιδομάζωμα». Η εξωτερική
βοήθεια – που πρόσφεραν στην Ελλάδα η Αγγλία και κυρίως οι Η.Π.Α.
με το δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ και η UNRRA (ΟΗΕ) , – ήταν
πολύτιμη.

Η Ελλάδα βγήκε από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο σε άθλια


οικονομική κατάσταση. Ο λαός λιμοκτονούσε, η γεωργική παραγωγή
είχε καταρρεύσει, η καχεκτική βιομηχανία ήταν σε αποσύνθεση, οι
υποδομές κατεστραμμένες, τα προβλήματα στέγης μεγάλα, η
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ανύπαρκτη. Η χώρα έπαθε τις
περισσότερες καταστροφές και λεηλασίες, συγκριτικά με άλλες
Ευρωπαϊκές χώρες, που συμμετείχαν στον πόλεμο. Δοκίμασε όλη τη
σκληρότητα της τριπλής κατοχής. Την άθλια αυτή οικονομική
κατάσταση ισοπέδωσε ο εμφύλιος σπαραγμός.1 Χάρη στην εξωτερική
οικονομική βοήθεια, η χώρα προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές της
και να αναζητήσει τρόπο να ορθοποδήσει.

Η περίοδος λοιπόν μεταξύ 1910 και 1950, ήταν γεμάτη


γεγονότα, κυρίως πολεμικά. Η χώρα βρίσκονταν διαρκώς σε εμπόλεμη
κατάσταση: Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, ο Α΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος 1914-1919, η Μικρασιατική εκστρατεία (και καταστροφή)
1920-1922, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1944 και τέλος ο εμφύλιος
πόλεμος 1945-1949.

Τον Ιούνιο του 1946, στη διάσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών


των συμμαχικών Δυνάμεων, αποφασίστηκε η ενσωμάτωση των

1
Για τον Εμφύλιο Πόλεμο βλ. περισσότερα Διον. Δ. Κοντογιώργης, Μια ζωή γεμάτη όνειρα,
Ηλεκτρονική Έκδοση 2014. Επίσης του ίδιου Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας, Ηλεκτρονική
έκδοση 2013: ≠dionysioskontogiorgos.blogspot.gr (economy).

244
Δωδεκανήσων με την Ελλάδα. Την απόφαση αυτή επικύρωσε η
Ελληνοϊταλική Συνθήκη στις 10 Φεβρουαρίου 1947 και στις 7 Μαρτίου
1948 έγινε η επίσημη τελετή ενσωμάτωσης.

Χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου, ΗΠΑ, 2003.

245
ΚΕΦ. 2. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1950-2017.

2.1. Εθνικός Συναγερμός και ΕΡΕ.

Στην αρχή της δεκαετίας του ’50, η Ελλάδα εξακολουθούσε να


ανήκει στις υπανάπτυκτες χώρες, με πολύ χαμηλό το κατά κεφαλή ΑΕΠ,
με ανύπαρκτες σχεδόν επενδύσεις, με αδύνατη παραγωγή, με
νομισματική και οικονομική αστάθεια, με τους «ευφυείς» να
επιδίδονται στο «εθνικό σπορ» του παράνομου πλουτισμού από τα
κρατικά ταμεία … Τη δεκαετία του 1950 άρχισε η αναγέννηση της
Ελλάδας.

Στις εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου 1952 κέρδισε ο «Εθνικός


Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου. Η κυβέρνηση που
σχηματίστηκε ανέδειξε δύο πολιτικούς άνδρες, που έπαιξαν σπουδαίο
ρόλο στη μετέπειτα πορεία της χώρας:

 Το Σπύρο Μαρκεζίνη, ο οποίος ως Υπουργός Συντονισμού με τη


μελετημένη νομισματική μεταρρύθμιση του 1953, έθεσε τα θεμέλια για
μια επιτυχημένη οικονομική πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.
 Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος ως Υπουργός Δημοσίων
Έργων επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα στη βελτίωση των υποδομών
της χώρας. Το έργο αυτό συνεχίστηκε από τον ίδιο ως πρωθυπουργό
της χώρας από το 1955 μέχρι το 1963. Στο διάστημα αυτό εκυβέρνησε
δημιουργικά. Προχώρησε σε ευρείας κλίμακας επενδύσεις στις
υποδομές: Ανάπτυξη της ηλεκτρικής ενέργειας (θερμοηλεκτρικά και
υδροηλεκτρικά εργοστάσια, εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου για
ολόκληρη τη χώρα), του οδικού δικτύου (μεγάλοι οδικοί άξονες), των
τηλεπικοινωνιών, των αεροδρομίων, των λιμανιών…. Προσέλκυσε ξένες
ιδιωτικές επενδύσεις για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και
γενικότερα. Ανέδειξε και αξιοποίησε τον ορυκτό πλούτο της χώρας.
Προσέλκυσε με θεσμικές παρεμβάσεις την εμπορική ναυτιλία,

246
επένδυσε σε τουριστικές υποδομές (ξενοδοχεία Ξενία, Μοτέλ,
περίπτερα, τοπικοί σταθμοί, σύγχρονες πλαζ, κέντρα αναψυχής,
εξωραϊστικά έργα…), δημιούργησε σχολές τουριστικών επαγγελμάτων,
ίδρυσε τουριστικά γραφεία σε ολόκληρη τη χώρα, οργάνωσε τα
φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και άλλα. Το εθνικό εισόδημα
σημείωσε αλματώδη αύξηση, οι καταθέσεις στις τράπεζες
ενθαρρύνθηκαν, οι κρατικοί ισολογισμοί ισοσκελίστηκαν, το δημόσιο
χρέος, παρά την επενδυτική δραστηριότητα, παρέμεινε σε χαμηλά
επίπεδα, το 1963 στο 14,2% του ΑΕΠ.
Για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, τεράστιας σημασίας
ήταν τα εγγειοβελτιωτικά έργα, τα οποία μετέτρεψαν σε καλλιεργήσιμα
εδάφη μεγάλες άγονες εκτάσεις. Τα αρδευτικά έργα, τα αποξηραντικά
έργα, τα αντιπλημμυρικά έργα και άλλα συνέβαλαν τα μέγιστα στην
αξιοποίηση πολλών εδαφών στις αγροτικές περιοχές. Επίσης, η
αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και ο αναδασμός της γεωργικής γης,
η επέκταση της μηχανοποίησης της γεωργίας, η βελτίωση των
στρεμματικών αποδόσεων, η βελτίωση των συνθηκών εμπορίας των
αγροτικών προϊόντων, η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, οικόσιτης και μη,
η βελτίωση της αγροτικής πίστης μέσω της Αγροτικής
Τράπεζας, η ηλεκτροδότηση της υπαίθρου, η ανάπτυξη γεωργικών
βιομηχανιών, που παρείχαν συμπληρωματικό εισόδημα στις αγροτικές
οικογένειες… κλπ. αποτέλεσαν τεράστιας σημασίας μέτρα για την
ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και τη βελτίωση του αγροτικού
εισοδήματος.

Η κυβέρνηση της περιόδου αυτής αξιοποίησε πλήρως τη


νομισματική μεταρρύθμιση του 1953. Η αναπτυξιακή της πολιτική
βασίστηκε στον κεντρικό άξονα «οικονομική σταθερότητα και
νομισματική ισορροπία». Ο Μ.Ο. μεταβολής των τιμών καταναλωτή της
περιόδου 1956-1963 ήταν 1,7% το χρόνο, μικρότερος από τον
αντίστοιχο Μ.Ο. όλων των χωρών της Ευρώπης.

247
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν εντυπωσιακά:
Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκαν με γοργούς
ρυθμούς, το ίδιο και το εθνικό εισόδημα, καθώς και οι
καταθέσεις στις τράπεζες. Η εμπιστοσύνη του ιδιωτικού
κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία εμπεδώθηκε. Οι επενδύσεις
ντόπιων και ξένων κεφαλαίων στις βιομηχανικές δραστηριότητες,
επιταχύνθηκαν. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας
βελτιώθηκε αισθητά.

Η «Σύνδεση» της χώρας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική


Κοινότητα (ΕΟΚ) ήταν ένας άξονας στρατηγικής εμβέλειας, τον οποίο ο
τότε πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής επιδίωξε δικαίως να
ικανοποιήσει. Η ΕΟΚ ιδρύθηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης, που
υπογράφηκε στις 25 Μαρτίου 1957 και άρχισε να λειτουργεί την 1
Ιανουαρίου 1958 και περιελάμβανε έξι χώρες. Την 1 Νοεμβρίου 1962
μπήκαν σε εφαρμογή οι συμφωνίες των Αθηνών της 9ης Ιουλίου 1961
για τη «Σύνδεση» της Ελλάδος (όχι ακόμα πλήρης ένταξη) με την ΕΟΚ.
Προβλέπονταν ειδική σχέση για μια μεταβατική περίοδο 22 χρόνων.
Η πλήρης ένταξη θα γίνονταν το 1984 (αν δεν είχε παρεμβληθεί το
καθεστώς της δικτατορίας που ανέστειλε τη λειτουργία της Συνθήκης
Σύνδεσης του 1961). Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα,
μετά τις έξι πρώτες, που επιδίωξε την ενσωμάτωση της στη λέσχη των
Ευρωπαϊκών χωρών. Ο προσανατολισμός αυτός ήταν μια επιλογή
στρατηγικής σημασίας, που θα σφράγιζε το μέλλον της χώρας στο
διηνεκές.

Είναι προφανές ότι ο πρωτεργάτης της πρωτοβουλίας αυτής δεν


κινήθηκε μόνο από το συναίσθημα, ούτε καν από αποκλειστικά
οικονομικούς λόγους, αλλά κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους. Η
γεωγραφική θέση της χώρας και το εχθρικό της περιβάλλον,
εγκυμονούσαν κινδύνους για την ακεραιότητα της και για το
δημοκρατικό της πολίτευμα. Η κατοχύρωση των κατακτήσεων αυτών

248
υποχρέωνε τη χώρα να υιοθετήσει ευρωπαϊκό προσανατολισμό, παρά
τις αντιδράσεις ντόπιων πολιτικών παραγόντων, για δημαγωγικές ή
ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Χαρτονόμισμα 1.000 δραχμών που κυκλοφόρησε το 1956.

Στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει την εποχή αυτή η


κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή κυριαρχούσε το Κυπριακό και οι
Ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε
συμβιβαστική διευθέτηση του Κυπριακού με την παραχώρηση
φιλελεύθερου Συντάγματος αυτοδιοίκησης και δυνατότητα μελλοντικής
άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, ενώ αντίθετα ο Τούρκοι
επιδίωκαν τη διχοτόμηση. Η σύλληψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
από τους Άγγλους και η εξορία του στις Σεϋχέλλες, έδωσε αφορμή για
παραπέρα όξυνση της κατάστασης. Ακολούθησαν διάβημα της
ελληνικής κυβέρνησης, αντιβρετανικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα και
εκτεταμένες συγκρούσεις στην Κύπρο μεταξύ Ελληνοκύπριων και
Τουρκοκύπριων με θύματα κι απ’ τα δύο μέρη. Η ΕΟΚΑ ενεργοποιήθηκε
δυναμικά, οι απαγχονισμοί Κυπρίων αγωνιστών από τους Άγγλους
ήταν το αποκορύφωμα της κρίσης. Μετά από μακρές και επίπονες
διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την επίλυση του Κυπριακού,
οι δύο πλευρές έφτασαν σε ένα θετικό αποτέλεσμα
στις 11 Φεβρουαρίου 1959. Οι δύο αντιπροσωπείες συμφώνησαν σε
λύση που προέβλεπε τη δημιουργία ανεξάρτητου Κυπριακού

249
Κράτους, που δεν είχε το δικαίωμα να ενωθεί, εν όλω ή εν μέρει,
με την Ελλάδα ή την Τουρκία. Η ανεξαρτησία, το Σύνταγμα και η
εδαφική ακεραιότητα της Νήσου αποτελούσαν αντικείμενο εγγυήσεων,
βάσει της Συνθήκης που υπογράφηκε στο Λονδίνο. Παρά τα αρνητικά
στοιχεία που περιείχαν οι συμφωνίες και τις ευαίσθητες ισορροπίες
που υπαγόρευαν στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων, – για να μπορέσουν
να λειτουργήσουν οι συνθήκες – η Κύπρος κατάφερε να αποκτήσει την
ανεξαρτησία της.

Η Κυπριακή κυβέρνηση, για τρία χρόνια, απέφευγε να


εφαρμόσει τις Συνθήκες Ζυρίχης/Λονδίνου και ο τρόπος που
διαχειρίστηκε το θέμα κατέληξε σε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Προτίμησε – αντί να ευθυγραμμιστεί με την ελληνική κυβέρνηση – να
χαράξει ανεξάρτητη πολιτική, πράγμα που δυσχέρανε την ευνοϊκή
εξέλιξη της Κυπριακής υπόθεσης και οδήγησε σε νέα κρίση, με
αποτέλεσμα τη διαιώνιση της εκκρεμότητας και την ουσιαστική πλέον
απώλεια της Κυπριακής υπόθεσης.

2.2. Οι κυβερνήσεις του Κέντρου (1963-1967).

Οι κατακτήσεις του Κων/νου Καραμανλή εθορύβησαν τα


κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα αυτό της νεοϊδρυθείσας Ένωσης
Κέντρου (Ε.Κ.), που περίμενε να πάρει την εξουσία. Όταν τον Οκτώβριο
του 1961 έγιναν εκλογές και το κυβερνών κόμμα της ΕΡΕ (Εθνική
Ριζοσπαστική Ένωση) πήρε 51% του εκλογικού σώματος, ο πανικός
έγινε ανεξέλεγκτος. Η πολιτική αντιπαράθεση πήρε διαστάσεις με
κεντρικό θέμα το «Σχέδιο Περικλής», που σύμφωνα με τα
αντιπολιτευόμενα κόμματα ( Ε.Κ. και Ε.Δ.Α.) και τα προσκείμενα σ’ αυτά
ΜΜΕ, επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ της ΕΡΕ του Κων/νου
Καραμανλή. Οι συναρχηγοί της Ε.Κ. Γεώργιος Παπανδρέου και
Σοφοκλής Βενιζέλος είχαν βαθιά την πεποίθηση (κυρίως ο πρώτος) ότι
θα κέρδιζαν τις εκλογές, όμως διαψεύστηκαν. Έτσι, άρχισε ο

250
«ανένδοτος αγώνας» για «βία και νοθεία». Αυτό ήταν το σύνθημα της
πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι διαθέσεις είχαν αγριέψει. Η χώρα δεν
άντεχε ένα νέο διχασμό. Είναι γνωστό πόσο έκρυθμη ήταν η κατάσταση
την επαύριο του εμφυλίου πολέμου, πόσο νωπές ήταν οι μνήμες και
πόσο οξυμένα ήταν τα πάθη.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης – ιδιαίτερα η Ε.Κ. –


ενεργοποίησαν το μηχανισμό της συκοφάντησης και του μηδενισμού.
Το προσωπικό και κομματικό συμφέρον υπεράνω του εθνικού. Στόχος η
νομή της εξουσίας. Τα συνθήματα (της Ε.Κ.) ξεσήκωναν τον κόσμο, η
Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλες μεγάλες πόλεις παρέλυσαν, η χώρα
διασύρθηκε διεθνώς. Η δυσμένεια του Στέμματος στο πρόσωπο του
μέχρι τότε πρωθυπουργού Κων/νου Καραμανλή, η συμπεριφορά των
κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι απαράδεκτοι χειρισμοί του βασιλιά
στο θέμα των εκλογών και η ανωριμότητα του ελληνικού λαού
οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο. Το παλαιοκομματικό πολιτικό
σύστημα στο προσκήνιο.

Το Φεβρουάριο 1963, ο πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής


κατέθεσε πρόταση στη Βουλή για αναθεώρηση του Συντάγματος και
την ενίσχυση της Εκτελεστικής εξουσίας, με αντίστοιχη αποδυνάμωση
του βασιλιά. Η αναθεωρητική διαδικασία δεν προχώρησε. Τα κόμματα
της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν, γιατί αυτό που τα ενδιέφερε ήταν η
ανατροπή της κυβέρνησης. Το Μάιο του 1963, η δολοφονία του
βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικές
οργανώσεις, όξυνε παραπέρα την κατάσταση. Τέλος, η δημόσια
διαφωνία του Κων/νου Καραμανλή με το Στέμμα για το ταξίδι του
βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο, οδήγησε τον πρωθυπουργό σε
παραίτηση τον Ιούλιο του 1963 και στην απομάκρυνση του στην
Ελβετία. Στις εκλογές στις 3 Νοεμβρίου 1963, επανήλθε, όμως μετά την
ήττα του στις εκλογές αυτές, έφυγε οριστικά για το Παρίσι στις 9
Δεκεμβρίου 1963, αποχωρώντας από την πολιτική. Η Ε.Κ. αναδείχθηκε

251
πρώτο κόμμα, χωρίς όμως αυτοδυναμία. Ο Γ. Παπανδρέου σχημάτισε
κυβέρνηση μειοψηφίας, και αρνούμενος τη στήριξη της ΕΔΑ, ζήτησε
νέες εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν στις 16 Φεβρουαρίου 1964. Η
Ένωση Κέντρου πέτυχε εντυπωσιακή νίκη με ποσοστό 53%.
Τον Κων/νο Καραμανλή στην ΕΡΕ, διαδέχθηκε ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος.

Η διαφωνία του νέου πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με το


στέμμα, οδήγησε σε ανοιχτή σύγκρουση και ανατροπή της κυβέρνησης
Γ. Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965. Ο βασιλιάς προσπάθησε να
προωθήσει κυβέρνηση φιλική προς αυτόν με τους «αποστάτες» της
Ε.Κ., καλώντας διαδοχικά τον Αθανασιάδη – Νόβα, τον Ηλία Τσιριμώκο
και το Στέφανο Στεφανόπουλο. Οι δύο πρώτοι απέτυχαν. Ο
Στ. Στεφανόπουλος κατάφερε να συγκεντρώσει 152 βουλευτές (μαζί με
τους 99 της ΕΡΕ και του κόμματος των προοδευτικών του Σπ.
Μαρκεζίνη) και να σχηματίσει κυβέρνηση στις 17 Σεπτεμβρίου 1965. Η
κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν έκρυθμη, οι απεργίες
διαρκείας, οι κινητοποιήσεις καθημερινές, τα ψεύδη και οι
συκοφαντίες ο κανόνας …, η πολιτική ανωμαλία ήταν διάχυτη μέχρι το
Πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967. Μέσα σε αυτό το κλίμα καλούνταν
να κυβερνήσουν οι βραχύβιες «κεντρογενείς» κυβερνήσεις, της
περιόδου αυτής, να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο που οι ίδιες
είχαν δημιουργήσει και να την οδηγήσουν στο δρόμο της ανάπτυξης
και της ευημερίας, που δρομολογήθηκε με το δημιουργικό έργο της
προηγούμενης οκταετίας. Το μέλλος φαίνονταν δυσοίωνο. Σχέδιο στην
οικονομική πολιτική δεν υπήρχε. Ακολουθούσαν απλά δημαγωγικές
τακτικές, συρόμενοι πίσω από τις κομματικές ομάδες και την ιδιοτέλεια
των πολυάριθμων Υπουργών τους. Αυτό που τις χαρακτήριζε ήταν η
σύγχυση και η αβεβαιότητα. Σχέδιο και συνέπεια στις αποφάσεις τους
δεν φαίνονταν πουθενά. Η φαυλοκρατία πολλών Υπουργών στον τρόπο
άσκησης της Διοίκησης, οι ακατάσχετοι διορισμοί ακατάλληλων, οι

252
ασυδοσίες …, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Παρόλα αυτά, οι
περισσότεροι οικονομικοί δείκτες της χώρας, είχαν εντυπωσιακά
ανοδική πορεία, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1963-1967. Αυτό
αποδίδεται στην κεκτημένη ταχύτητα των ιδιωτικών φορέων της
οικονομίας, η οποία ήταν φυσικό να μην ανακοπεί απότομα. Εξ άλλου,
η αποπεράτωση πολλών έργων – και η χρηματοδότηση τους –
απαιτούσε χρόνο για την ολοκλήρωση τους και φυσικά συνεχίστηκε
και κατά τις επόμενες κυβερνήσεις. Γενικότερα, όλη η οικονομία τα
επόμενα χρόνια κινήθηκε με τα έργα που είχε δρομολογήσει και τους
πόρους που είχε εξασφαλίσει η κυβερνητική δυναμική των
κυβερνήσεων της προηγούμενης οκταετίας του Κων/νου Καραμανλή.
Από το 1964 και εξής, κανένα καινούριο μεγάλο έργο δεν άρχισε να
κατασκευάζεται, στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, ούτε σύμβαση
υπογράφηκε, ούτε ενδιαφέρον εκδηλώθηκε για επένδυση. Η
νομισματική ισορροπία άρχισε να κλονίζεται και εμφανίστηκαν
πληθωριστικές πιέσεις. Η ανησυχία των πολιτών για τη σταθερότητα
της δραχμής επιδεινώθηκε, η χρυσοφιλία επεκτάθηκε. Η Τράπεζα της
Ελλάδας συμβούλεψε την κυβέρνηση να εφαρμόσει πιο σφιχτή
πολιτική για να περιορίσει την νομισματική κυκλοφορία. Στον αγροτικό
τομέα οι Κεντρώες κυβερνήσεις εφάρμοσαν σπάταλη οικονομική
πολιτική, χωρίς στόχους, με κίνητρα πολιτικά. Για αυτό και δεν
σημειώθηκε καμιά πρόοδος στις διαρθρωτικές αλλαγές στις αγροτικές
καλλιέργειες. Μέτρα πρόχειρα που λαμβάνονται με κομματικές
σκοπιμότητες, δεν προσφέρουν λύση, αλλά επιδεινώνουν την
κατάσταση. Οι Κεντρώες κυβερνήσεις της περιόδου αυτής
προσπάθησαν να αποδομήσουν το δημιουργικό έργο του Κων/νου
Καραμανλή και καταπολέμησαν το ξένο κεφάλαιο που ήρθε να
επενδυθεί στην Ελλάδα (βλ. παράδειγμα Pechiney), και κλόνισαν την
εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τη χώρα. Η κυβέρνηση του
Στ. Στεφανόπουλου δεν διαφοροποιήθηκε αισθητά από την οικονομική

253
Κυκλοφόρησε το 1966

πολιτική και τις κομματικές τακτικές του Γ. Παπανδρέου.


Οι κυβερνήσεις αυτές έσπειραν σε όλη τη χώρα το μηδενισμό και την
ασυδοσία, που κινδύνευε να παρασύρει τη χώρα στην άβυσσο.
Σκόρπισαν δισεκατομμύρια δραχμές και δημιούργησαν το αίσθημα της
(προσωρινής) ευφορίας στις κοινωνικές ομάδες. Η Γ.Σ.Ε.Ε. διεκδικούσε,
για παράδειγμα, χωρίς ντροπή αυξήσεις της τάξης του 60% (!) μόνο για
μια χρονιά. Στο Δημόσιο, οι μισθοί γνώρισαν επίσης σημαντική άνοδο.
Στο Δημοσιονομικό τομέα αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα. Το
δημόσιο χρέος από 14,3% του ΑΕΠ το 1963, έφτασε το 20,5% το 1967,
παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν την περίοδο αυτή για δανεισμό
από τις Κεντρώες κυβερνήσεις, καθώς οι πηγές δανεισμού
θορυβήθηκαν και σταμάτησαν να δανείζουν την Ελλάδα. 1

Τη νύχτα της 20ης προς την 21η Απριλίου 1967, εκδηλώθηκε


στρατιωτικό Πραξικόπημα, οργανωμένο από ομάδα αξιωματικών,
με πρωταγωνιστές τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, το Στυλιανό
Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο, που κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του
1974.

1.3. Η Δικτατορία (1967-1974).

Η επικράτηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης


Απριλίου 1967 και η κατάλυση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα,

1
Βλ. σχετικά Διον. Δ. Κοντογιώργης, όπ. παρ. , σελ. 277-292, Αθήνα 2013.

254
διατάραξε τις Ευρωπαϊκές και διεθνείς σχέσεις της χώρας. Εκτός από το
ηθικό μέρος, και την ταπείνωση του εθνικού γοήτρου, η εξέλιξη αυτή
είχε και οικονομικές επιπτώσεις, κυρίως λόγω της αναστολής
λειτουργίας της Συμφωνίας Σύνδεσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα, που είχε υπογραφεί το 1961. Η χώρα
απομονώθηκε διεθνώς.

Μετά την επικράτηση του Πραξικοπήματος, σχηματίστηκε


κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Κωνσταντίνο Κόλλια. Οι τρεις πραξικοπηματίες ανέλαβαν, ο Γεώργιος
Παπαδόπουλος το Υπουργείο Προεδρίας, ο Στυλιανός Παττακός το
Υπουργείο Εσωτερικών και ο Νικόλαος Μακαρέζος το Υπουργείο
Συντονισμού. Αργότερα, μετά την παραίτηση του Κ. Κόλλια, ο Γ.
Παπαδόπουλος ανέλαβε ο ίδιος πρωθυπουργός της χώρας και κράτησε
τη θέση αυτή μέχρι το 1973. Τον Οκτώβριο του 1973, ανατέθηκε η
πρωθυπουργία στον Σπύρο Μαρκεζίνη με αποστολή να οδηγήσει τη
χώρα σε εκλογές. Πολύ σύντομα όμως, το Δεκέμβριο του 1973,
ανατράπηκε και τον διαδέχθηκε ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο
οποίος βαρύνεται με το Πραξικόπημα εναντίον του Εθνάρχου
Μακαρίου και την κατάληψη μεγάλου μέρους της Κύπρου (το 34% του
νησιού) από τον τουρκικό στρατό.

Κατά την περίοδο του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, η


εξέλιξη των μακρο-οικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα ήταν θετική. Η
κάμψη εμφανίστηκε κατά τρόπο έντονο τα δύο τελευταία χρόνια της
περιόδου, το 1973 και το 1974, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης, που
βρήκε την οικονομία απροετοίμαστη. Οι καταθέσεις «ιδιωτών και
ιδιωτικών επιχειρήσεων» αυξήθηκαν σημαντικά. Η επεκτατική πολιτική
οδήγησε σε σημαντική αύξηση των μισθών, στην αρχή, η τραπεζική
χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομάς (μακροπρόθεσμα –
βραχυπρόθεσμα) με δάνεια στη γεωργία, στη βιομηχανία και στο
εμπόριο, επεκτάθηκε και ενίσχυσε τις πληθωριστικές πιέσεις,

255
ενθαρρύνθηκαν οι επενδύσεις στη βιομηχανία, στον τουρισμό και στην
οικοδομική δραστηριότητα, με τη μείωση του προεξοφλητικού τόκου
και την παραπέρα διεύρυνση των πιστώσεων, καθώς και την
εντατικοποίηση των δημοσίων επενδύσεων. Ειδικότερα, για την
οικοδομική δραστηριότητα, αυξήθηκε, το 1968, ο συντελεστής δόμησης
στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και τα όρια των στεγαστικών δανείων.
Η τραπεζική πιστωτική επέκταση στην οικοδομή, ο θεσμός
της αντιπαροχής, η δυνατότητα προπώλησης των διαμερισμάτων,
το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, που αναζητούσε ασφαλείς και αποδοτικές
τοποθετήσεις, η μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο
στις μεγάλες πόλεις…, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επέκταση
της οικοδομικής δραστηριότητας. Αυτή, με τη σειρά της εφέλκυσε
την ανάπτυξη καθέτων βιομηχανιών τσιμέντου, οικοδομικών
υλικών, σιδηρουργίας, ξυλουργίας κλπ. Ο ρυθμός αύξησης
των επενδύσεων στον τομέα αυτό, επιταχύνθηκε και πήρε
έντονη μορφή την περίοδο της δικτατορίας. Μεταξύ 1955 και 1973,
η συμμετοχή της «βαριάς» βιομηχανίας (μεταλλουργία,
χημικά, ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά αγαθά κλπ.) στο σύνολο
του βιομηχανικού προϊόντος σχεδόν διπλασιάστηκε, ενώ η
συμμετοχή της «ελαφράς» βιομηχανίας μειώθηκε σημαντικά.
Η εξέλιξη αυτή ήταν η συνέπεια του προσανατολισμού των
επενδύσεων, που υιοθετήθηκε το 1955-1963 από τον Κων/νο
Καραμανλή.

Στον αγροτικό τομέα, ενισχύθηκε το αγροτικό εισόδημα με


απευθείας επιχορηγήσεις και οι τιμές των αγροτικών προϊόντων
προσαρμόζονταν στην προσφορά και στη ζήτηση. Το 1968, το καθεστώς
χάρισε στους αγρότες όλα τα χρέη που είχαν στην αγροτική τράπεζα,
που έφταναν τα 7,7 δις δραχμές και αφορούσαν 64.400 αγρότες.
Ο τουρισμός είχε ιδιαίτερα γρήγορα εξέλιξη. Οι τουριστικές υποδομές
βελτιώθηκαν, τα κρεβάτια στα ξενοδοχεία αυξήθηκαν. Οι πιστώσεις

256
(π.χ. τα δάνεια) στον τουρισμό από τις τράπεζες αυξήθηκαν. Ο αριθμός
των επισκεπτών (τουριστών) μεταξύ 1963-1974 τετραπλασιάστηκε.
Τα επενδυτικά έργα του ΕΟΤ και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο
βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση.

Η απασχόληση στη διάρκεια της επταετίας αυξήθηκε και ο


ρυθμός της εξωτερικής μετανάστευσης μειώθηκε. Η μείωση αυτή
διατηρήθηκε, – όπως και η πλήρης απασχόληση, – και την επόμενη
δεκαετία, μέχρι το 1980. Η αύξηση της απασχόλησης προήλθε κυρίως
από τη βιομηχανία και ιδιαίτερα από τις μεγάλες επιχειρήσεις, χωρίς να
υποβαθμίζεται και η συμβολή του τουρισμού. Οι αμοιβές των
εργαζομένων σε σταθερές τιμές αυξήθηκαν σημαντικά.

Οι δημόσιες δαπάνες ακολούθησαν ταχείς ρυθμούς ανόδου,


λόγω της διόγκωσης του Δημοσίου με την αύξηση των δημοσίων
υπαλλήλων. ΟΙ δαπάνες για την άμυνα μειώθηκαν και αυξήθηκαν αυτές
για την εσωτερική ασφάλεια (Αστυνομία). Η διόγκωση του δημοσίου
χρέους (1974: 22,5% του ΑΕΠ), των κεντρώων κυβερνήσεων και της
δικτατορίας, αύξησε τα καταβαλλόμενα τοκοχρεολύσια, επομένως τις
υποχρεώσεις του Κράτους στο εξωτερικό.

Το 1973, ξέσπασε η πετρελαϊκή κρίση. Τη χρονιά αυτή, οι τιμές


των αγροτικών προϊόντων και των πρώτων υλών παρουσίασαν ραγδαία
αύξηση στη διεθνή και στην εθνική αγορά. Οι εισαγωγές το 1973 και το
1974 εκτροχιάστηκαν. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου
μεγεθύνθηκε παρά την σημαντική αύξηση των εξαγωγών. Το ίδιο και το
έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά την αύξηση των
αδήλων πόρων. Συνακόλουθα, ο πληθωρισμός έγινε καλπάζων.
Ακολούθησε μείωση του δευτερογενούς τομέα, με σημαντικότερη τη
μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Τον Οκτώβριο του 1973, ο
δοτός πρωθυπουργός Σπύρος Μαρκεζίνης πήρε μέτρα προς τη σωστή
κατεύθυνση, τα οποία συνέχισε και ο διάδοχος του στην

257
πρωθυπουργία Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος , από το Δεκέμβριο του
1973. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 38.703 εκατ. δρχ. το 1967 σε
114.334 εκατομ. δρχ. το 1974, δηλ. σχεδόν τριπλασιάστηκε (ποσοστό
επί του ΑΕΠ 22.5%).

Το 1974, ο Αδ. Ανδρουτσόπουλος διέταξε το Πραξικόπημα


εναντίον του Εθνάρχου Μακαρίου στην Κύπρο και δημιούργησε τις
συνθήκες για επέμβαση του τουρκικού στρατού στο νησί, τον Ιούλιο
του 1974. Από τότε το 34% του Κυπριακού εδάφους βρίσκεται
υπό τουρκική κατοχή. Μετά το τραγικό αυτό γεγονός, η δικτατορία
στην Ελλάδα κατάρρευσε. Οι σχολάζουσες μέχρι τότε
πολιτικές δυνάμεις του τόπου, κάλεσαν τον Κων/νο Καραμανλή να
επιστρέψει άμεσα από το Παρίσι και να αναλάβει η διακυβέρνηση της
χώρας.

2.4. Η Μεταπολίτευση 1974-1981. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Από την περίοδο της ευημερίας του 1955-1963, η χώρα πέρασε


μέσα από συμπληγάδες για να φτάσει το 1973, στα γεγονότα του
Πολυτεχνείου και το 1974 στην κατάληψη της Κύπρου από την Τουρκία,
την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πολιτική σκηνή του
τόπου, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τις θεσμικές
μεταρρυθμίσεις και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη
της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟ.Κ.), με τον ίδιο
πρωθυπουργό να συνεχίζει το έργο που άφησε το 1963 και να
προσπαθεί να βγάλει τη χώρα από τα νέα αδιέξοδα. Η δεκαετία
1964-1974 ήταν μια χαμένη περίοδος για τη χώρα.

Η κρίση του πετρελαίου το 1973 δημιούργησε προβλήματα στην


Ελλάδα, όπως και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η ραγδαία αύξηση των
τιμών του πετρελαίου προκάλεσε οικονομική κα νομισματική αστάθεια.
Παράλληλα, οι εσωτερικές έντονες διαμαρτυρίες εναντίον του
χουντικού καθεστώτος πήραν τη μορφή καταιγίδας. Ο ξεσηκωμός των

258
φοιτητών της Νομικής και η έκρηξη του Πολυτεχνείου ήταν το
αποκορύφωμα των αντιδράσεων, που εσήμαναν το τέλος του
καθεστώτος. Η επέμβαση (Πραξικόπημα) της Χούντας στην Κύπρο το
1974, με σκοπό την εξόντωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Προέδρου
της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσε το Βατερλό του καθεστώτος.
Προκάλεσε την επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο και την κατάληψη
μεγάλου μέρους των εδαφών του νησιού, που συνεχίζεται μέχρι
σήμερα. Η επάνοδος του Κων/νου Καραμανλή τον Ιούλιο 1974 και η
ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, με τη συγκρότηση
κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, αποτέλεσε το επιστέγασμα της εθνικής
ομοψυχίας, δηλωτικό της μεγάλης λαχτάρας του Έθνους να απαλλαγεί
από το καθεστώς, που κατάργησε τις ατομικές και συλλογικές
ελευθερίες. Η Οικουμενική αυτή κυβέρνηση, και οι εκλεγμένες
κυβερνήσεις που ακολούθησαν, οδήγησαν τη χώρα από τη δικτατορία
στη δημοκρατία με τρόπο άψογο. Προχώρησαν στον αστικό
εκσυγχρονισμό, όσο τους επέτρεψαν τα κόμματα της αντιπολίτευση,
που δεν άργησαν να επιδοθούν και πάλι στο προσφιλές τους σπορ της
δημαγωγίας.

Η περίοδος αυτή, από το 1974 μέχρι το 1980, ήταν γόνιμη σε


νομοθετικό έργο, που άλλαξε τη δομή της πολιτείας και επέτρεψε την
εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας, την ελεύθερη έκφραση των
κομμάτων και των Μ.Μ.Ε. Προκηρύχθηκαν δημοκρατικές εκλογές
(17.11.1974), έγινε δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας και
την εγκαθίδρυση Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας
(08-12-1974) ψηφίστηκε το νέο δημοκρατικό Σύνταγμα της
χώρας (το 1975), αναγνωρίστηκε το ΚΚΕ και επιτράπηκε η
εκπροσώπηση του στη Βουλή … Αξιόλογο έργο πέτυχε επίσης στην
παιδεία, στον πολιτισμό και στην αθλητισμό. Μερίμνησε ακόμα για την
ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας με σύγχρονο εξοπλισμό
και τη δημιουργία εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας.

259
Στον καθαρά οικονομικό τομέα, επιδίωξε την αναδιανομή του
εισοδήματος, την αύξηση των επενδύσεων και του Ακαθάριστου Ενικού
Προϊόντος, την εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, την προώθηση
έργων για την επέκταση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως
από πηγές που δεν εξαρτιόνταν από το πετρέλαιο ως καύσιμη ύλη, την
έναρξη ερευνητικών γεωτρήσεων για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων
πετρελαίου, τις παραπέρα έρευνες για την εκμετάλλευση του ορυκτού
πλούτου της χώρας, την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και
τη θέσπιση κινήτρων, την ενίσχυση των βιομηχανικών επενδύσεων, την
επέκταση και τη θέσπιση κινήτρων, την ενίσχυση των βιομηχανικών
επενδύσεων, την επέκταση των επενδύσεων στον τουρισμό …, παρά
τα προβλήματα που δημιουργούσαν η διεθνής κρίση πετρελαίου
και η διαρροή συναλλάγματος, καθώς και η ένταση των πληθωριστικών
πιέσεων. Ειδικότερα, οι αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης
των εισαγωγών σε προϊόντα πετρελαίου, βασική πηγή ενέργειας
για την οικονομία και τη βιομηχανία, που είχαν δομηθεί
να λειτουργούν με αυτό το είδος ενέργειας, ήταν ένα ακόμα
ανησυχητικό γεγονός της περιόδου αυτής. Η κυβέρνηση αυτή
αντιμετώπισε επίσης την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου διεθνούς
αεροδρομίου στα Σπάτα, του Μετρό της Αθήνας και άλλων μεγάλων
έργων υποδομής.

Η δεύτερη κρίση πετρελαίου, το 1979, ξεπέρασε τα όρια


αντοχής της οικονομίας, επιδείνωσε τις πληθωριστικές πιέσεις, αύξησε
τα έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και επομένως τις
ανάγκες σε κεφάλαια χρηματοδότησης του ελλείμματος, τα οποία
(κεφάλαια) δεν διέθετε η χώρα.

Παρά την πιεστική αυτή κατάσταση, οι κυβερνήσεις της


μεταπολίτευσης του Κων/νου Καραμανλή κατάφεραν να διατηρήσουν
όλους τους μακροοικονομικούς δείκτες της χώρας σε καλύτερο επίπεδο

260
από τους αντίστοιχους των χωρών της Ευρώπης.1 Όλα τα μεγέθη της
Ελληνικής Οικονομίας κινήθηκαν με ρυθμούς καλύτερους από αυτούς
των αντίστοιχων μεγεθών των χωρών της ΕΟΚ.

Στις 28 Μαΐου 1979, ο Πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής


υπέγραψε στο Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα τη Συνθήκη ένταξης της
Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως πλήρες μέλος, με
ισχύ από 1 Ιανουαρίου 1981. Από την εκδήλωση αυτή απουσίαζαν το
ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου (και το ΚΚΕ), συνεχίζοντας τη
σκληρή αντιευρωπαϊκή πολιτική. Την περίοδο αυτή της
Πρωθυπουργίας του, ο Κων/νος Καραμανλής εκυβέρνησε συνετά, με
προσανατολισμό στο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Η κυβερνητική
του πολιτική είχε τρείς άξονες: Εθνική ασφάλεια, θεμελίωση της
Δημοκρατίας και ανάπτυξη της οικονομίας.

Όπως προκύπτει από την εξέταση της ενότητας αυτής, οι


κυβερνήσεις του Κων/νου Καραμανλή αντιμετώπιζαν τη δύσκολη
κατάσταση που δημιουργούσαν οι πετρελαϊκές κρίσεις με αμεσότητα
και σοβαρότητα, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς δημαγωγικές
τακτικές ή ψευδείς υποσχέσεις. Μόλις άρχισαν να
διαφαίνονται οι δυσμενείς εξελίξεις και να χειροτερεύει το οικονομικό
περιβάλλον - πριν εμφανιστούν οι επιπτώσεις στην πραγματική
οικονομία - οι κυβερνήσεις αυτές μελετούσαν και έπαιρναν χωρίς
καθυστέρηση μέτρα προληπτικά. Και επειδή τα μέτρα παίρνονταν
έγκαιρα περιόριζαν τις δυσμενείς επιπτώσεις. Η στενή παρακολούθηση
των εξελίξεων, η υπευθυνότητα, η προνοητικότητα και
προ παντός το εθνικό συμφέρον πάνω από το πολιτικό κόστος,
χαρακτήριζαν τις αποφάσεις του Πρωθυπουργού και των κυβερνήσεων
του.

1
Βλ. Διον. Δ. Κοντογιώργης, όπ. παρ., σελ. 313-357, Ηλεκτρονική έκδοση 2013.

261
2.5. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου στην εξουσία.

Την πλούσια, σε παραγωγικό έργο, περίοδο της πρώτης


μεταπολίτευσης, μέχρι το 1980, διαδέχθηκε η οκταετία του ΠΑΣΟΚ,
όπου κυριάρχησαν ο έντονος κομματισμός στη Δημόσια Διοίκηση
(διόγκωση του κομματικού Κράτους) και στο συνδικαλισμό, η σπάταλη
διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ο στασιμοπληθωρισμός και η
αποεπένδυση, η κατασπατάληση των κοινοτικών κονδυλίων, η
«γενναιόδωρη» εισοδηματική πολιτική (παροχές), ο καιροσκοπισμός, η
διαφθορά, η επιδείνωση του κλίματος για την προσέλκυση ιδιωτικών
επενδύσεων, η εχθρική αντιμετώπιση των παραδοσιακών συμμάχων
της Δύσης και οι απειλές για έξοδο της χώρας από την ΕΟΚ, οι ύβρεις, οι
συκοφαντίες, η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, η διόγκωση του εξωτερικού
δημοσίου χρέους για καταναλωτικές δαπάνες (στο 79,6% του ΑΕΠ
σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή πιο σωστά στο
101,8% μετά την ομοιογενοποίηση των στοιχείων μεταξύ 1980 και
1990), η αλλαγή νοοτροπίας της κοινωνίας προς το χειρότερο και ο
εθισμός της στην καταναλωτική ψυχολογία… ήταν τα «επιτεύγματα»
αυτής της περιόδου του Α.Γ. Παπανδρέου. Όμως, το σημαντικότερο
όλων ήταν η «Πασοκοποίηση» του συνόλου του πολιτικού συστήματος
της χώρας, ανεξαρτήτως χρώματος, από την άποψη της ψυχολογίας και
της συμπεριφοράς. Η διάβρωση ήταν αναπότρεπτη. Η διακυβέρνηση
του Α.Γ. Παπανδρέου ήταν η αρχή του μεγάλου κατήφορου της χώρας,
πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, που είχε ως κατάληξη την
παρούσα κρίση (2009-2018) και φυσικά συνεχίζεται. Το πολιτικό
καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε το 1981, επιδόθηκε σε μια άναρχη και
χωρίς όρια ικανοποίηση ατομικών και συντεχνιακών διεκδικήσεων με
κίνητρα πελατειακά.

Η ανερμάτιστη κυβερνητική πολιτική, οδήγησε τις επιχειρήσεις


σε υπερχρέωση από τις τράπεζες για να επιβιώσουν. Η προοπτική
χρεοκοπίας πολλών επιχειρήσεων και συνακόλουθα της μεγάλης

262
αύξησης της ανεργίας – ήδη επιδεινούμενη καθημερινά – φαίνονταν
ότι βρίσκονται πολύ κοντά. Η κυβέρνηση επέλεξε, αφού τις κατέστησε
προβληματικές, να τις «κοινωνικοποιήσει» και να τις εντάξει στον
Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), ώστε να επιβιώσουν
τεχνικά με αφαίμαξη του κρατικού προϋπολογισμού και να αναβληθεί
για αργότερα η επιδείνωση της ανεργίας, γιατί μια τέτοια νοσηρή
κατάσταση δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Όμως δεν
αρκέστηκε μόνο σε αυτό. Διόρισε κομματικές διοικήσεις στις
«κοινωνικοποιημένες» επιχειρήσεις – ακατάλληλες για το έργο που
ανέλαβαν – και τις χρησιμοποίησε για κομματικούς διορισμούς. Οι
μεθοδεύσεις αυτές οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, σε χειροτέρευση της
κατάστασης των επιχειρήσεων αυτών, σε αύξηση των
ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, στην επιβάρυνση του
δημοσίου χρέους και στη διόγκωση των τοκοχρεολυσίων. Παράδειγμα
αυτής της πολιτικής είναι η μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση «Πειραϊκή-
Πατραϊκή», (με εργοστάσια στην Ελλάδα και στο Σουδάν, ενώ
απασχολούσε 9000 εργαζόμενους) της οποίας τα χρέη προς τις
τράπεζες το 1984 (πριν την κοινωνικοποίηση) έφταναν τα 50 δις
δραχμές, δώδεκα χρόνια μετά (ούσα κοινωνικοποιημένη), η κακή
διαχείριση από τους «εκλεκτούς» του κόμματος ανέβασε τα χρέη της
στα 240 δις δραχμές.

Όλη αυτή την οκταετία, κυριάρχησε ο κομματικός εναγκαλισμός


της εξουσίας και της Δημόσιας Διοίκησης. Καίρια πόστα της κρατικής
μηχανής ήταν υπό τον έλεγχο των κομματικών παραγόντων. Οι
προσλήψεις στο Δημόσιο γίνονταν με σημείωμα της τοπικής
οργάνωσης του κόμματος. Η διάβρωση της κρατικής μηχανής και της
κοινωνίας γενικεύτηκε και για να θεραπευτεί, θα χρειαστεί χρόνος και
προσπάθεια.

«Ήθη πονηρά την φύσιν διαστρέφει», Μένανδρος.

263
Η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ έκλεισε με τις καταγγελίες για
διαφθορά με κορύφωση το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η αντιπολίτευση
βάδιζε προς τις εκλογές με σημαία την κάθαρση.

2.6. Κυβέρνηση Ν.Δ., Κων/νου Μητσοτάκη.

Χρειάστηκαν τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για να


μπορέσει η χώρα να αποκτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Την τελευταία
πράξη αντίστασης έπαιξε το ΠΑΣΟΚ με τον εκλογικό νόμο
«Κουτσόγιωργα», που έβαλε τη χώρα σε περιπέτειες. Ο εκλογικός
αυτός νόμος, καθιστούσε αδύνατη την πλειοψηφία στη Βουλή και το
σχηματισμό κυβέρνησης, ακόμα και με ποσοστό 47% του εκλογικού
σώματος.

Στην τρίτη αναμέτρηση στις 8.4.1990, το πλειοψηφούν κόμμα


της Ν.Δ. πήρε ποσοστό 46,9% και έβγαλε 150 έδρες. Μόνο με την
προσάρτηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗ.ΑΝΑ. κατάφερε να
συγκεντρώσει 151 έδρες και να σχηματίσει κυβέρνηση. Ορκίστηκε
κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Κων/νο Μητσοτάκη.
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο κλήθηκε να κυβερνήσει ήταν δυσμενές
και αβέβαιο: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό παρέμεναν
ανοιχτά θέματα και ζητούσαν λύση, το Σκοπιανό έπαιρνε μεγάλες
διαστάσεις, η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις χώρες της
κεντροανατολικής Ευρώπης και οι εξελίξεις στα Βαλκάνια με τη
διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι εξελίξεις στην Αλβανία και το εκεί
ελληνικό στοιχείο, οι οικονομικοί μετανάστες, το τέλος του ψυχρού
πολέμου και η επανένωση της Γερμανίας, ο πόλεμος των
ΗΠΑ στο Ιράκ, μετά την κατάληψη του Κουβέιτ και η προσπάθεια
προσέγγισης της νέας κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη με τις ΗΠΑ…, ήταν
μερικά από τα γεγονότα, που διαμόρφωναν το εξωτερικό περιβάλλον
της χώρας, μέσα στο οποίο η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να
λειτουργήσει.

264
Το 1991, ο πόλεμος στον Κόλπο προκάλεσε νέα άνοδο των τιμών
του πετρελαίου – που είχαν ηρεμήσει τη δεκαετία του 1980 – και
έφεραν την ύφεση, την πτώση της αξίας της δραχμής και την
οικονομική ασφυξία. Οι συνδικαλιστές με την ενθάρρυνση
των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ,
κινητοποιούσαν τους εργαζόμενους σε ογκώδεις απεργίες, άλλοτε με
αίτημα τις μισθολογικές αυξήσεις και άλλοτε για να εμποδίσουν τις
μεταρρυθμίσεις, όπως π.χ. του ασφαλιστικού. Το 1994,
ήρθε η συναλλαγματική κρίση, που οδήγησε στην άνοδο
των επιτοκίων, με συνέπεια το κόστος δανεισμού να γίνει
απαγορευτικό.

Στο εσωτερικό μέτωπο, κυριάρχησαν η κάθαρση και το ειδικό


δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, που ήταν σε εξέλιξη (το οποίο
τελικά αθώωσε τον Ανδρέα Παπανδρέου) και η αντιμετώπιση του
προβλήματος των οικονομικών μεταναστών και της εγκληματικότητας.
Η εκλογή του Προέδρου της δημοκρατίας εκκρεμούσε. Προτάθηκε από
την κυβέρνηση ο Κων/νος Καραμανλής, ο οποίος εκλέχθηκε για
δεύτερη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 4.5.1990.

Στα οικονομικά η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει μια βαριά


κληρονομιά: Τα δημοσιονομικά ελλείμματα τα διογκούμενο δημόσιο
χρέος, το βεβαρημένο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, την αύξηση της
ανεργίας, τη γιγάντωση του Δημόσιου τομέα με τις αθρόες κομματικές
προσλήψεις του ΠΑΣΟΚ, τη διατήρηση των έντονων πληθωριστικών
πιέσεων, την ταχεία αύξηση (από τις πασοκικές κυβερνήσεις) των
συνταξιούχων, με ένταξη στα ασφαλιστικά ταμεία ομάδων πληθυσμού
που δεν είχαν τις προϋποθέσεις, τις οξύτατες κοινωνικές και
αντιπολιτευτικές αντιδράσεις.

Η νέα κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα 3,5 χρόνια της


διακυβέρνησης, κατάφερε να μειώσει δραστικά το δημοσιονομικό

265
έλλειμμα, μέσω του περιορισμού των δαπανών του Κράτους και της
αύξησης των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις. Το δημοσιονομικό
πρόβλημα της χώρας δέχονταν ωστόσο την πίεση των υπέρογκων
τοκοχρεολυσίων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Οι
δαπάνες για τόκους μεταξύ 1991 και 1993 αποτελούσαν το μεγαλύτερο
μέρος του συνολικού δημοσίου ελλείμματος. Επίσης, στα χρόνια της
διακυβέρνησης της, ο πληθωρισμός υποχώρησης, οι διαρθρωτικές
αλλαγές εμφάνισαν θετικά σημάδια, το άνοιγμα των αγορών είχε
αρχίσει να αποδίδει, ο εκσυγχρονισμός των τηλεπικοινωνιών σημείωσε
επιτυχία, τα μεγάλα έργα υποδομής ξεκίνησαν, η χώρα
εδραίωσε το δυτικό προσανατολισμό της και την ισότιμη συμμετοχή
της στην Ε.Ε. Η πολιτική αυτή άνοιξε το δρόμο στην επόμενη
κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη για να εξασφαλίσει την είσοδο της χώρας
στην ΟΝΕ.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την


απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, την προσέλκυση ιδιωτικών
επενδύσεων (π.χ. στις τηλεπικοινωνίες), στην αναμόρφωση του
φορολογικού συστήματος, στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού
συστήματος, στο ξεκίνημα της κατασκευής μεγάλων έργων (Μετρό της
Αθήνας, Αεροδρόμιο των Σπάτων, Αττική οδός, Εγνατία οδός,
νοσοκομεία κλπ). Όμως η σημαντικότερη επιτυχία της
κυβέρνησης αυτής ήταν η αποκατάσταση της διεθνούς αξιοπιστίας της
χώρας, που είχε καταρρακωθεί από τις ανεύθυνες τριτοκοσμικές
θεωρίες και την ανακολουθία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ,
Α.Γ. Παπανδρέου.

Στην αγροτική οικονομία, με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, που


περίμενε τις κοινοτικές επιδοτήσεις για να επιβιώσει, το έργο της
κυβέρνησης αυτής ήταν επίσης σημαντικό. Προχώρησε στην
αναδιάρθρωση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, στην
εξυγίανση των συνεταιρισμών, στη βελτίωση της εμπορίας των

266
αγροτικών προϊόντων. Ιδιαίτερα, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί
– εξαρτημένοι από το ΠΑΣΟΚ – επιδίδονταν σε κατασπατάληση του
Δημοσίου χρήματος και των κοινοτικών επιδοτήσεων χωρίς ντροπή και
χωρίς έλεγχο. Τα απλήρωτα αγροτικά χρέη είχαν οδηγήσει την αγροτική
τράπεζα σε ασφυξία.

Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων/αποκρατικοποιήσεων
περιελάμβανε τις «κοινωνικοποιημένες» επιχειρήσεις, ορισμένες
κρατικές επιχειρήσεις, τις τράπεζες δημοσίου συμφέροντος, τις
βιομηχανίες ζάχαρης, τις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας κλπ.
Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε σοβαρές αντιστάσεις στην υλοποίηση
του, λόγω των καθοδηγούμενων κοινωνικών (συνδικαλιστικών)
αντιδράσεων και της αντιπολιτευτικής τακτικής των κομμάτων, για τη
γρήγορη φθορά της. Όμως, η εξυγίανση ξεκίνησε. Στις αρχές
του 1993, οι περισσότερες από τις «κοινωνικοποιημένες»
επιχειρήσεις του ΟΑΕ, είτε είχαν πωληθεί, είτε είχαν παύσει να
λειτουργούν.

Η αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ έμελλε να «ρίξει» την κυβέρνηση


του Κ. Μητσοτάκη, στο τέλος του καλοκαιριού του 1993. Η κυβέρνηση
είχε αναγγείλει την αποκρατικοποίηση του και την ανάθεση του
Management σε στρατηγικό επενδυτή. Αυτό σήμαινε ότι ο ΟΤΕ θα
λειτουργούσε στο εξής με καθαρά ιδιωτικά οικονομικά κριτήρια και
επομένως τα συμφέροντα που μονοπωλούσαν τις προμήθειες του, θα
εβλάπτοντο. Η μόνη περίπτωση να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό,
ήταν η απομάκρυνση της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη. Η διαδικασία της
διαπλοκής ενεργοποιήθηκε. Η «Αχίλλειος Πτέρνα» ήταν εμφανής.
Η άρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση ενός βουλευτή, ήταν
εύκολη υπόθεση. Έτσι, έγινε, για ακόμα μια φορά, εμφανής ο ρόλος
των διαπλεκομένων στην πολιτική ζωή του τόπου.

267
Η πτώση της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη το Σεπτέμβριο του
1993, έφερε ξανά στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον
Α. Γ. Παπανδρέου.

Την ασθένεια του Α.Γ. Παπανδρέου και την παραμονή του στο
Ωνάσειο ακολούθησαν εσωκομματικές διαδικασίες για την ανάδειξη
του διαδόχου του. Αναδείχθηκε ο Κώστας Σημίτης ως προσωρινός
Πρωθυπουργός και αργότερα εκλεγμένος και Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Ο Α.Γ. Παπανδρέου κατέληξε στις 23 Ιουνίου 1996.

Η δεκαετία του 1990, σημαδεύτηκε από τη Συνθήκη του


Μάαστριχτ. Οι στόχοι του οριοθετούσαν την προσπάθεια εκπλήρωσης
των κριτηρίων σύγκλισης που προβλέπει η Συνθήκη και αφορούν τη
δημοσιονομική πειθαρχία. Τα κριτήρια αυτά χάραζαν συγκεκριμένο
πλαίσιο και χρονοδιάγραμμα, που η πειθαρχημένη εκπλήρωση του θα
εξασφάλιζε την είσοδο της χώρας στην οικονομική νομισματική ένωση
(ΟΝΕ). Η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ, θα εξαρτιόνταν επομένως από
το κατά πόσο η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που εκλέχτηκε το
Σεπτέμβριου του 1993, θα αποφάσιζε να εφαρμόσει μια συνεπή και
καλά μελετημένη οικονομική πολιτική, που θα είχε ως απαρέγκλιτο
στόχο την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ για την είσοδο της
χώρας στην ΟΝΕ.1

2.7. Η προσχώρηση στη Ζώνη του Ευρώ (1993-2003). Η κυβέρνηση


του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη

Η περίοδος του ΠΑΣΟΚ με τον Κώστα Σημίτη σημαδεύτηκε από


την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη το 2001.
Το ιστορικό αυτό εγχείρημα, που ακολούθησε τη σύνδεση της Ελλάδας
με την ΕΟΚ το 1962 και την ένταξη της, ως ισότιμο μέλος, το 1981 από

1
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (της Ολλανδίας) υιοθετήθηκε από τη διακυβερνητική διάσκεψη του
Μάαστριχτ το Δεκέμβριο του 1991 και κυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή τον Ιούλιο του 1992.

268
τον Κων/νο Καραμανλή, ήρθε να ολοκληρώσει τον Ευρωπαϊκό
προσανατολισμό της χώρας. Για την ολοκλήρωση του
χρειάστηκε η αποκατάσταση της μακροοικονομικής σταθερότητας
της χώρας και ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης στην
οικονομία.

Οδηγός στην προσπάθεια σύγκλισης ήταν η Συνθήκη του


Μάαστριχτ και τα κριτήρια που προέβλεπε και όφειλε η χώρα να
εκπληρώσει στην πορεία της προς την Οικονομική και Νομισματική
Ένωση (ΟΝΕ). Τα κριτήρια αυτά ήταν:

 Ο πληθωρισμός να βρίσκεται κοντά στον Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε.


 Το δημόσιο έλλειμμα να βρίσκεται κάτω του 3% του ΑΕΠ.
 Το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Τουλάχιστον
να έχει σαφή τάση αποκλιμάκωσης μέχρι το 2000.
 Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν έπρεπε να διαμορφώνονται πάνω
από 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το Μ.Ο. των τριών
χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις.
 Η δραχμή θα έπρεπε να συμμετάσχει για δύο χρόνια στη Μηχανισμό
Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού
Συστήματος (ΕΝΣ), χωρίς να υποτιμηθεί.
Η έντονη κρατική παρέμβαση στην οικονομία που είχε
εφαρμοστεί την οκταετία 1981-1989 ήταν επίσης ένα εμπόδιο.
Η αποδέσμευση από αυτή την πολιτική είχε ήδη αρχίσει από την
κυβερνητική αλλαγή του 1990 και συνεχίστηκε από τις επόμενες
κυβερνήσεις. Η πορεία προς την ΟΝΕ επέβαλε την παραίτηση του
Κράτους από το ρόλο του διαχειριστή επιχειρήσεων ιδιωτικού
ενδιαφέροντος, καθώς και από τον έλεγχο των συλλογικών
διαπραγματεύσεων. Απαιτούσε επίσης την απελευθέρωση της
λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος (τραπεζών). Είχε γίνει
συνείδηση ότι η αποτυχία της Ελλάδας στο εγχείρημα αυτό, θα την
καταδίκαζε σε χρόνια συναλλαγματική αστάθεια, θα επιδείνωνε το

269
επενδυτικό περιβάλλον και θα έβαζε τη χώρα στο περιθώριο των
εξελίξεων.

O οπισθότυπος των ευρώ είναι διαφορετικός για κάθε χώρα της Ευρωζώνης.

Η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, δεν ήταν μια απλή υπόθεση
νομισματικής μεταρρύθμισης για την υιοθέτηση του ευρώ σε
αντικατάσταση της δραχμής. Απαιτούσε, – πέρα από την τυπική
εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ –, αλλαγή νοοτροπίας,
τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς, τόσο των πολιτικών δυνάμεων του
τόπου, όσο και των συνδικάτων και της κοινωνίας.
Οι πολιτικές δυνάμεις είχαν συνηθίσει για δεκαετίες στην απειθαρχία
και στην ασυδοσία, αφού επιδίωξη τους ήταν η νομή της εξουσίας προς
ίδιο, μικροπολιτικό όφελος. Οι συνδικαλιστές χωρίς λογική,
πλειοδοτούσαν σε δημαγωγία, απαιτούσαν περισσότερα απ’ ό,τι το
Κράτος μπορούσε να τους δώσει, γίνονταν πολέμιοι των

270
κυβερνήσεων, που δεν τους ήταν αρεστές και απειλούσαν με διάλυση
του Κράτους.

Τα κόμματα και τα συνδικάτα προτιμούσαν εισοδηματική και


δημοσιονομική χαλαρότητα για να μπορούν να ασυδοτούν και να
ικανοποιούν την κομματική τους πελατεία. Η άρνηση (ή καθυστέρηση)
συμμετοχής στην ΟΝΕ, θα σήμαινε ότι η χώρα δεν θα αποκόμιζε τα
οφέλη της νομισματικής ενοποίησης – δηλ. τη μείωση του κόστους
δανεισμού, τη διεύρυνση της αγοράς και την εξομάλυνση των
εμπορικών συναλλαγών – σε σύγκριση με τις Ευρωπαϊκές χώρες, που
θα λειτουργούσαν μέσα στη Ζώνη του ευρώ. Οι ωφέλειες από την
ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ ήταν πολλαπλές. Ανήκει
πλέον σε μια από τις πιο ισχυρές ομάδες χωρών του κόσμου,
έχει ένα από τα πιο ισχυρά νομίσματα και απέκτησε τη δυνατότητα να
αντιμετωπίζει τις παγκόσμιες εξελίξεις ευνοϊκά για αυτή.
Έτσι, το έλλειμμα και ο πληθωρισμός περιορίστηκαν, τα επιτόκια
δανεισμού και χορηγήσεων έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά, η
χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών έγινε με
ευνοϊκότερους όρους.

Στο τέλος του 1999, όλα τα κριτήρια σύγκλισης είχαν επιτευχθεί:


το δημόσιο χρέος ήταν υπό έλεγχο, το δημόσιο έλλειμμα είχε
περιοριστεί κάτω του 3%, τα επιτόκια είχαν συγκλίνει κοντά στο Μ.Ο.
των χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις. Ο μόνος στόχος που φαίνονταν
δύσκολο να επιτευχθεί ήταν αυτός του πληθωρισμού. Τελικά και ο
στόχος αυτός επετεύχθη με τη μείωση του ΦΠΑ σε ορισμένες
υπηρεσίες και έκλεισε, στο τέλος του 2009, στο 2,6%. Η συμμετοχή της
δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) του
Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) για δύο χρόνια ήταν
επιτυχής (με υποτίμηση κατά 13,8%). Η Νομισματική Επιτροπή όρισε
την ισοτιμία μετατροπής στις 340,75 δραχμές το ευρώ. Η ημερομηνία
ένταξης στη Ζώνη του Ευρώ ορίστηκε η 1-1-2001. Ένα χρόνο αργότερα,

271
την 1.1.2002, η Ελλάδα υιοθέτησε το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα – το
ευρώ – ως επίσημο νόμισμα της χώρας.

Μετά την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ, η ελληνική κυβέρνηση,


όπως και οι άλλες κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης, δεν έχει
πλέον ανάμιξη στον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής. Το θέμα
αυτό, το χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η Τράπεζα της
Ελλάδος εντάχθηκε κι αυτή στο Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών της
Ζώνης του Ευρώ, υπό την ΕΚΤ.

Στις δημόσιες επενδύσεις, τα Κοινά Πλαίσια Στήριξης παρείχαν


την οικονομική δυνατότητα βελτίωσης των υποδομών. Η Εγνατία Οδός,
η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, η Αττική Οδός, ο Περιφερειακός Πατρών, το
Μετρό και το Τραμ της Αθήνας, ο Διεθνής Αερολιμένας των Σπάτων, τα
Ολυμπιακά έργα…, ολοκληρώθηκαν με τη συμμετοχή στην
χρηματοδότηση τους των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (φυσικά μαζί
με το ελληνικό δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα). Η ανάκαμψη των
δημοσίων επενδύσεων εφέλκυσε και την αύξηση των ιδιωτικών
επενδύσεων.

Την περίοδο αυτή, η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη έκανε


παρεμβάσεις και σε άλλους τομείς, όπως στον αγροτικό τομέα, στο
βιομηχανικό τομέα, στον τομέα της Δημόσιας Διοίκησης, στην
εξωτερική πολιτική , στο φορολογικό σύστημα…

Την ίδια αυτή περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του


Κώστα Σημίτη δεν έλειψαν και τα σκάνδαλα: Γιγάντωσε η διαπλοκή, η
διαφθορά και η σπάταλη διαχείριση. Οι υπερβάσεις των Ολυμπιακών
Έργων, το σκάνδαλο της SIEMENS, το σκάνδαλο των στρατιωτικών –
αμυντικών εξοπλισμών, η σπάταλη διαχείριση των κοινοτικών
κονδυλίων, το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών … και
άλλα, είναι κραυγαλέα παραδείγματα οικειοποίησης δημοσίου

272
χρήματος και σοβαρής βλάβης στην πορεία της χώρας προς την
ανάπτυξη.

2.8. Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή (2004-2009).

Στις 6 Μαρτίου 2004, η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές με αρχηγό τον


Κώστα Καραμανλή, το νεότερο, με κύρια επιχειρήματα τη διαφθορά και
την καθημερινότητα των πολιτών.1 Τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν
ήπιας μορφής, έδειχναν αβεβαιότητα, καθυστέρηση και προπαντός
φόβο για τις ενδεχόμενες λαϊκές αντιδράσεις. Τα σημαντικότερα έργα
της πρώτης αυτής περιόδου διακυβέρνησης των Ν.Δ., ήταν η
επιτυχής διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων (και η ολοκλήρωση
των έργων για το σκοπό αυτό), ο νέος επενδυτικός νόμος, η
φορολογική μεταρρύθμιση και η νομοθετική ρύθμιση για τα
πανωτόκια.

Μέσα στο δεύτερο χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση


αποφάσισε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, να προχωρήσει σε
διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου να καταστήσει την οικονομία
περισσότερο ανταγωνιστική. Τα σχέδια της κυβέρνησης αυτής ήταν
φιλόδοξα και προς τη σωστή κατεύθυνση. Τουλάχιστο έτσι έμοιαζαν.
Τελικά, τα μέτρα που πήρε ήταν δειλά και άτολμα, οι κυβερνητικές
αποφάσεις παρέπαιαν από το φόβο του πολιτικού κόστους, οι
αγκυλώσεις της ελληνικής οικονομίας συνεχίζονταν αμετάβλητες, η
υπερτροφική και δυσκίνητη Δημόσια Διοίκηση παρέμενε ανέπαφη, η
διαφθορά, παρά τις διακηρύξεις του Πρωθυπουργού, δεν τιθασεύτηκε,
η κερδοσκοπική μανία (και η άνοδος τιμών) των παραγόντων της
αγοράς αποθρασύνθηκε, η «νοοτροπία της ’κονόμας» κυριάρχησε
ασύστολα, τα καθοδηγούμενα – πολιτικά – συνδικάτα πυροβολούσαν
αδιάκριτα, και με περισσή θρασύτητα, επεδίωκαν την κατάλυση του

1
Βλ. σχετικά Διον. Δ. Κοντογιώργης, όπ. παρ., σελ. 423-449, 2013.

273
Κράτους, το ΠΑΣΟΚ του Γεωργίου Α. Παπανδρέου
συνθηματολογούσε αδιάκοπα και άκοσμα, εμπαίζοντας τον ελληνικό
λαό. Ο ελληνικός λαός, αφελής όπως συνήθως, πίστευε και
ακολουθούσε, άλλοτε χωρίς περίσκεψη και άλλοτε από ιδιοτέλεια.
Όπως συνήθως συμβαίνει, κάθε προσπάθεια για εξυγίανση και
εκσυγχρονισμό Κράτους και οικονομίας συναντά τη λυσσαλέα
αντίδραση των βολεμένων.

Τελευταία έκδοση. Αντικαταστάθηκε.

Δεν είναι βέβαια ξεκάθαρο κατά πόσο η κυβέρνηση ήθελε


πραγματικά τη ρήξη με το κατεστημένο κομματικό κράτος. Αποτέλεσμα,
ωστόσο, της ασύδοτης αυτής κατάστασης ήταν η κυβέρνηση του Κώστα
Καραμανλή να μην αποτολμήσει την εμβάθυνση των δομικών και
θεσμικών μεταρρυθμίσεων, η σπατάλη δημοσίου χρήματος να μην
τιθασευτεί, το δημόσιο χρέος να εκτροχιαστεί, η «επανίδρυση του
Κράτους» να παραπεμφθεί στις καλένδες.

Στα πρώτα βήματα της, η κυβέρνηση αυτή υποχρεώθηκε να


αντιμετωπίσει σημαντικά θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως : (α) Οι
συνομιλίες στη Λουκέρνη της Ελβετίας για την επίλυση του Κυπριακού
με βάση το σχέδιο Ανάν, Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, (το οποίο τελικά
ναυάγησε). (β) Η αναγνώριση από τις ΗΠΑ του Κράτους των Σκοπίων

274
με τη συνταγματική του ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που
οι διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής
λύσης κατέληξαν σε αδιέξοδο. (γ) Ο σκεπτικισμός για την διεύρυνση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, με 12 περίπου, νέα μέλη και
κυρίως το ενδεχόμενο της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.
προβλημάτιζε: Η πολυμορφία που προκύπτει μέσα στην Ε.Ε., υπάρχει
κίνδυνος να μην της επιτρέψει να λειτουργήσει συνεκτικά και
αποτελεσματικά.

Τα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν δύσκολα για την κυβέρνηση


της Ν.Δ. Η συνέχιση των ήπιων /άτολμων μεταρρυθμίσεων προκαλούσε
αντιδράσεις. Η αναθεώρηση Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου
16 και οι αποφασισθείσες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση,
προκάλεσαν κινητοποιήσεις. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές που δεν
ήθελαν να χάσουν τα κεκτημένα, κατέβασαν του φοιτητές στους
δρόμους με επιδίωξη τη στασιμότητα, (να μην αλλάξει τίποτα στο χώρο
της παιδείας), παρέλυσαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες
μεγάλες πόλεις και έκλεισαν τα πανεπιστήμια. Η αντιπολίτευση του
ΠΑΣΟΚ Γ.Α. Παπανδρέου, συνεχίζοντας τις παλινωδίες, ενθάρρυνε τον
αναβρασμό, γιατί πίστευε πως αυτό τη βολεύει πολιτικά. Οι κοινωνικές
ταραχές πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η τρομοκρατία άρχισε ξανά να
δείχνει το πρόσωπο της και το Κράτος φαίνονταν αδύναμο να την
αντιμετωπίσει.

Ο κατήφορος ήταν αναπόφευκτος. Όλοι εν χορώ


– αντιπολίτευση, συνδικάτα, Μ.Μ.Ε. – προσπαθούσαν να φθείρουν την
κυβέρνηση, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γ. Α. Παπανδρέου, από οπαδός του «πολιτικού
πολιτισμού» έγινε οπαδός των συνθημάτων και της δημαγωγίας.

Σε όλα αυτά βοήθησε και η κυβέρνηση της Ν.Δ.: Λάθος


χειρισμοί, επιπολαιότητες, ανεπιτυχείς επιλογές συνεργατών,

275
ακατάλληλη στελέχωση σοβαρών τομέων της Δημόσιας
Διοίκησης…, επέτρεπαν παρατυπίες που τη ζημίωναν πολιτικά και
εμφάνιζαν τις διακηρύξεις της περί «μηδενικής ανοχής στη διαφθορά»
αναξιόπιστες.

Τα Μ.Μ.Ε., ειδικότερα, έπαιξαν (και παίζουν) ένα απαξιωτικό,


ισοπεδωτικό ρόλο, σε κάθε ευκαιρία. Παρουσίαζαν όλους του Έλληνες
αναξιοπαθούντες και αξιοποιούσαν ακόμα και τις
φυσικές καταστροφές, κατά το δοκούν για να πλήξουν κυβέρνηση και
θεσμούς.

Μόνιμο πρόβλημα από την είσοδο της χώρα στην Ευρωζώνη


αποτελούσαν οι διαμαρτυρίες των πολιτών και των εκάστοτε
αντιπολιτευόμενων κομμάτων για ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών, που
καταδυνάστευε το εισόδημα των νοικοκυριών.

Είναι γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι τιμές «κάλπαζαν» με


άλλοθι το ευρώ και έφερναν σε αδιέξοδο τα περισσότερο αδύνατα
κοινωνικά στρώματα. Το φαινόμενο αυτό οφείλονταν στις
αποκαλούμενες «στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς» σε συνδυασμό με
τη νοοτροπία όσων ασχολούνται ή παρεμβάλλονται στην αλυσίδα
παραγωγής και διανομής. Αυτό συνέβαινε με τις «εναρμονισμένες
τιμές» από ομάδες επιχειρήσεων (καρτέλ), που αύξαναν τις τιμές
πώλησης και μεγιστοποιούσαν το επιχειρηματικό κέρδος (φαινόμενα

276
κερδοσκοπίας). Συνέβαινε επίσης με την τιμολογιακή συμπεριφορά
μεγάλων επιχειρήσεων που «η δεσπόζουσα θέση» στην αγορά
τους παρείχε τη δυνατότητα να επιβάλουν τιμές, που
μεγιστοποιούσαν το οικονομικό αποτέλεσμα τους (επίσης φαινόμενα
κερδοσκοπίας).

Αν σε αυτά προστεθούν και οι «συντεχνιακές αντιλήψεις», που


επικρατούσαν στη χώρα, καθώς και η νοοτροπία των Ελλήνων
(νοοτροπία της ’κονόμας), που μαρτυρούν την «έλλειψη κουλτούρας
ανταγωνισμού» στην ελληνική αγορά, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί οι
στρεβλώσεις αυτές αποκτούν «αντοχές και αντιστάσεις», μεγαλύτερες
απ’ ό,τι στις άλλες χώρες της Ευρώπης.

Τα δίκτυα διανομής με τους πολλούς μεσάζοντες και την


κερδοσκοπική μανία των συμμετεχόντων στους κρίκους της
αλυσίδας, αποτέλεσαν (και αποτελούν) μια ακόμα αιτία
καταδυνάστευσης παραγωγών και καταναλωτών, κυρίως πρωτογενών
προϊόντων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές. Με την


είσοδο στο καλοκαίρι του 2007 άρχισε να διαφαίνεται ότι οι εκλογές
είναι πλέον κοντά . Όταν έγινε ορατός ο χρόνος των εκλογών άρχισε να
καίγεται η Αθήνα. Όταν αναγγέλθηκε η οριστική ημερομηνία
των εκλογών για τις 16 Σεπτεμβρίου 2007 άρχισε να καίγεται ολόκληρη
η Ελλάδα : η Πάρνηθα, η Πεντέλη, η Αιγιαλεία, ο Γράμμος, η
Πελοπόννησος, η Εύβοια, η Κεφαλλονιά κλπ., στις φλόγες. Η κρατική
μηχανή αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Αδυνατούσε να
αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κατάσταση. Οι νεκροί έφτασαν
τους 67, οι ζημιές τεράστιες, τα ερωτηματικά πολλά. Η δημαγωγία
της αντιπολίτευσης σε έξαρση. Μαύρη διαφήμιση, συκοφαντίες,
υπερβολές. Ποιος άραγε αμφιβάλλει ότι η πυρπόληση της
χώρας το 2007, που άφησε πίσω της νεκρούς και αποκαΐδια, ήταν έργο

277
των νοσταλγών του παρελθόντος που – ξεβολεμένοι στο
μεταξύ – επιδίωκαν να επαναφέρουν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.

Οι εκλογές έγιναν σε κλίμα ομαλότητας. Η Ν.Δ. κέρδισε οριακά


με 42% του εκλογικού σώματος και 152 έδρες στη Βουλή. Το ΠΑΣΟΚ
ήταν ο μεγάλος χαμένος (38%). Ήταν γενικά αποδεκτό ότι το ΠΑΣΟΚ
έχασε τις εκλογές γιατί δεν είχε ιδεολογική ταυτότητα. Αναλώθηκε στη
στείρα άρνηση και στο μηδενισμό. Άρχισαν αμέσως στο ΠΑΣΟΚ οι
εσωκομματικές διαδικασίες για ανανέωση της εμπιστοσύνης στον
αρχηγό ή για την ανάδειξη νέου.

Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης της Ν.Δ.


ήταν μεστές σε περιεχόμενο, με προσανατολισμό στη συνέχιση των
μεταρρυθμίσεων. Οι συζητήσεις στη Βουλή, που ακολούθησαν, δεν
διακρίθηκαν δυστυχώς από κόσμιο ύφος. Τα κόμματα της
αντιπολίτευσης αναλώθηκαν σε εκτός θέματος ρητορείες, σε στείρες
αντιπαραθέσεις, σε γενικευμένη άρνηση, σε απειλές για
δυναμικές κινητοποιήσεις και άλλα. Η εκτροπή από τον ουσιαστικό
διάλογο και τις εποικοδομητικές προτάσεις οδήγησε, κάποιες φορές, σε
αθλιότητες.

Η δεύτερη τετραετία της κυβέρνησης της Ν.Δ. ξεκίνησε με


μεγάλες προσδοκίες, αλλά και έντονους προβληματισμούς.

278
Τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου τη δεύτερη περίοδο
διακυβέρνησης, δεν ήταν ικανοποιητικά. Το άλλοθι της οικονομικής
κρίσης που τελικά ενέσκηψε, δεν ήταν αρκετό να δικαιολογήσει την
αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης αυτή την περίοδο. Η οριακή
ωστόσο αυτοδυναμία της στη Βουλή, φαίνεται πως έκανε τα πράγματα
πιο δύσκολα, σε ό,τι αφορά τη λήψη τολμηρών μεταρρυθμιστικών
αποφάσεων.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την εκλογή Προέδρου του


ΠΑΣΟΚ, ακούστηκαν πολλά. Προχώρησαν οι δύο επικρατέστερες
ομάδες, σε ακραίους χαρακτηρισμούς, σε υπερβολές, σε συκοφαντίες
…. Αλλά και σε αλήθειες. Αποκαλύφθηκε το πραγματικό πρόσωπο του
κινήματος και η βαθιά σχέση του με τη διαπλοκή, καθώς και ο ρόλος
των εξωθεσμικών παραγόντων και των ΜΜΕ που ποδηγετούσαν το
κόμμα, προκειμένου να εξυπηρετήσουν συμφέροντα. Φάνηκε καθαρά
ότι το κόμμα έχει «εκφυλιστεί σε μηχανισμό νομής της
εξουσίας». Ακούστηκαν, ειδικότερα, φωνές, μέσα στο ΠΑΣΟΚ για
«αδικαιολόγητο πλουτισμό» στελεχών του κινήματος και εξάρτηση τους
από κέντρα οικονομικών συμφερόντων, επιβεβαιώνοντας έτσι
όσους ανησυχούσαν για την εκτεταμένη διάβρωση, που υπέστη το
κόμμα, όσο κυβερνούσε και μαζί η Δημόσια Διοίκηση και η ελληνική
κοινωνία.

Τελικά, επικράτησε ο Γεώργιος Α. Παπανδρέου, κατά τις


εσωκομματικές διαδικασίες. Κι αυτός υποσχέθηκε ότι «θα τα αλλάξει
όλα». Όμως, αυτό τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν στις προθέσεις του.
Η κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ της οκταετίας του 1980, έχει δυστυχώς
εμποτίσει, όχι μόνο τους διαδόχους, αλλά το σύνολο των πολιτικών
δυνάμεων, ανεξαρτήτως χρώματος. Οι πρώτες ενδείξεις για την
αντιπολιτευτική τακτική του αρχηγού δεν ήταν ενθαρρυντικές. Συνέχισε
να προτιμά τις δημαγωγικές κορώνες, τη διαστρέβλωση των γεγονότων,

279
την ανακολουθία, την ισοπέδωση…, αντί προτάσεων και
εποικοδομητικού διαλόγου.

Στα θετικά της κυβέρνησης της Ν.Δ. στις δύο περιόδους


διακυβέρνησης της καταγράφονται: πρώτη περίοδος : η εξυγίανση των
δημοσίων οικονομικών (το έλλειμμα κατέβηκε κάτω του 3% χωρίς την
παρέμβαση της δημιουργικής λογιστικής), η επανάκαμψη του
τουρισμού, η αύξηση των εξαγωγών, η επιτάχυνση των δημοσίων
επενδύσεων και η ενθάρρυνση των ιδιωτικών, οι ήπιες μεταρρυθμίσεις
(όχι με το επιβαλλόμενο ρυθμό και έκταση), η σημαντική μείωση της
ανεργίας, η επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στις χώρες
της Ανατολικής Ευρώπης. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ικανοποιητικός,
παρά τις αντίθετες προβλέψεις για την μετα-ολυμπιακή εποχή.
Οι σχέσεις με την Τουρκία παρέμειναν καλές. Δεύτερη περίοδος:
η πώληση της Ολυμπιακής Αεροπορίας στη Marfin Investment Group
Holding S.A. (MIG) τόσο του πτητικού μέρους, όσο και των υπηρεσιών
υποστήριξης, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος
(παρά την ήπια μεταρρύθμιση, κατά τη συζήτηση στη Βουλή,
σημειώθηκαν ακρότητες από το ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Αλαβάνου και το ΠΑΣΟΚ
του Γ.Α. Παπανδρέου, που δεν τιμούν τη Δημοκρατία),
η αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η
υπογραφή των συμφωνιών για τους αγωγούς φυσικού αερίου, η
ιδιωτικοποίηση του Λιμένος Πειραιώς (των εμπορικών σταθμών με
μίσθωση στους Κινέζους, η αντιμετώπιση του «Σκοπιανού» και η
αποσόβηση της ένταξης του κρατιδίου στην Ατλαντική Συμμαχία
(ΝΑΤΟ) με τη συνταγματική του ονομασία (Δημοκρατία της
Μακεδονίας), και άλλα.

Δεν έλειψαν και τα σκάνδαλα όπως : το σκάνδαλο της SIEMENS,


η εξαγορά της αλυσίδας Γερμανός από την COSMOTE, το σκάνδαλο της
Μονής Βατοπεδίου, τα δομημένα ομόλογα , κλπ.

280
Όμως, το θέμα που βαραίνει περισσότερο την κυβέρνηση της
Ν.Δ. κατά τη δεύτερη θητεία της, ήταν ο εκτροχιασμός των δημοσίων
δαπανών, φαινόμενο που δεν βοήθησε στην ελάφρυνση του
εξωτερικού δημοσίου χρέους, σε μια εποχή που η διεθνής συγκυρία
ήταν αρνητική, αφού ο κόσμος είχε αρχίσει να απειλείται από τη διεθνή
χρηματοπιστωτική κρίση.

2.9. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.

Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε


συνοπτικά στην ιστορία της Μεγαλονήσου:

Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στην Κύπρο εμφανίστηκαν 7.000


χρόνια π.Χ.. Την εποχή του χαλκού (2800 -1100 π.Χ.), το νησί γνώρισε
μεγάλη ακμή. Σε αυτό συνέβαλε η εκμετάλλευση των πλουσίων
κοιτασμάτων χαλκού που υπήρχαν στο Κυπριακό υπέδαφος. Από το
2500 π.χ. η Μεγαλόνησος ήταν εξαγωγέας χαλκού και ξυλείας. Περί το
±1400 π.Χ. εμφανίστηκε η Κυπρομινωική γραφή και παράλληλα,
περίπου, παρατηρήθηκε ανάπτυξη της κεραμικής, της μεταλλουργίας
και της ελεφαντουργίας (επεξεργασία ελεφαντόδοντου). Την εποχή του
χαλκού, η Κύπρος είχε ήδη εξελληνιστεί και δέχονταν πρόσφυγες του
Μινωικού Κόσμου.

Κατά τη Γεωμετρική Εποχή (1100-700 π.Χ.) άρχισαν να


δημιουργούνται οι πρώτες πόλεις-κράτη (κατά το ελληνικό
παράδειγμα), ενώ περί το 850 π.Χ. το νησί έγινε αποικία των Φοινίκων.
Κατά την Αρχαϊκή εποχή (700-500 π.χ.) κατακτήθηκε, διαδοχικά, από
τους Ασσύριους (Ασσυρία: Βασίλειο της Μεσοποταμίας), τους
Αιγύπτιους και τους Πέρσες. Κατά την Κλασσική εποχή (500-323 π.Χ.), η
Κύπρος αναδείχθηκε σε ένα σημαντικό πολιτικό και καλλιτεχνικό
κέντρο του ελληνικού κόσμου. Το 332 π.Χ. , ο Μ. Αλέξανδρος ενέταξε το
νησί στην αυτοκρατορία του και κατά την ελληνιστική περίοδο
(323-31 π.Χ.) περιήλθε στους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, ενώ από το 31

281
π.χ. και μέχρι το 330 μ.Χ. έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο (330-1190 μ.Χ.) εντάχθηκε στο Βυζάντιο ως
αυτοτελής επαρχία και υιοθέτησε το χριστιανισμό (θεμελιωτής της
χριστιανικής θρησκείας στην Κύπρο, θεωρείται ο Κύπριος Απόστολος
Βαρνάβας). Το 431 μ.Χ. στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η Κυπριακή
εκκλησία κηρύσσεται αυτοκέφαλη.

Από το 647 μ.Χ., άρχισαν οι πρώτες επιδρομές των Αράβων, που


συνεχίστηκαν μέχρι τον 10ο -11ο αιώνα μ.Χ.. Ως γνωστό, η εμφάνιση
του Ισλάμ και η ίδρυση του πρώτου Ισλαμικού Κράτους χρονολογούνται
από το 622 μ.Χ.. Το 1184 μ.Χ., ο Ισαάκιος Δούκας Κομνηνός αυτό –
ανακηρύχθηκε, με δόλιο τρόπο, ανεξάρτητος Ηγεμόνας της Κύπρου και
πήρε την εξουσία. Το 1191, κατά την Γ΄ σταυροφορία, ο βασιλιάς της
Αγγλίας Ριχάρδος Α΄ Λεοντόκαρδος κατέλαβε τη Μεγαλόνησο και αφού
τη λεηλάτησε, την πώλησε στους Ναΐτες Ιππότες της Ιερουσαλήμ, οι
οποίοι, το 1192, την παραχώρησαν στο Γαλλικό Οίκο Γκυ Ντε Λουζινιάν
(αντιβασιλέα της Ιερουσαλήμ), που οργάνωσε και διοίκησε το νησί με
βάση τα φεουδαρχικά πρότυπα. Οι γηγενείς κάτοικοι του νησιού έγιναν
δουλοπάροικοι και η Ορθόδοξη εκκλησία κηρύχθηκε σε διωγμό. Το
1489, η Αικατερίνη Κορνάρο, τελευταία βασίλισσα της Κύπρου από τον
Οίκο ντε Λουζινιάν, παραχώρησε το νησί στη Βενετία. Η Κύπρος
μεταβλήθηκε σε αποικία και εμπορική βάση της Βενετίας για έναν
ακόμα αιώνα.

Το 1571, η Κύπρος καταλήφθηκε από την Οθωμανική


αυτοκρατορία και παρέμεινε υπό την κυριαρχία της μέχρι το 1878. Τη
χρονολογία αυτή παραχωρήθηκε από το Σουλτάνο στους Άγγλους για
«κατοχή και διοίκηση και όχι για κυριαρχία» – με μυστική συμφωνία –
κι ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη στο Συνέδριο του Βερολίνου, με
αντάλλαγμα η Βρετανία να βοηθήσει την Τουρκία με στρατό και υλικά
πολέμου, σε περίπτωση Ρωσικής επίθεσης.

282
Το 1914 (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) η Κύπρος ενσωματώθηκε
στις Βρετανικές κτήσεις. Το 1915, η Αγγλία πρότεινε την προσάρτηση
του νησιού στην Ελλάδα, με τον όρο να συμμετάσχει (η Ελλάδα)
στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της
ΑΤΑΝΤ. Όμως ο βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Α΄ αρνήθηκε
να δεχθεί την πρόταση αυτή εμμένοντα στην ουδετερότητα της
χώρας.1

Το 1931, οι Ελληνοκύπριοι εξεγέρθηκαν με αίτημα την ένωση


της Μεγαλονήσου στην Ελλάδα. Το κίνημα κατεστάλη βίαια από τις
Αγγλικές Αρχές. Το 1950, νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου εκλέχτηκε ο
Μακάριος Γ΄. Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε, οι Κύπριοι ψήφισαν
με ποσοστό 96% την ένωση με την Ελλάδα. Το 1954, η Ελλάδα κατέθεσε
προσφυγή στον ΟΗΕ για την εφαρμογή της Αρχής της Αυτοδιοίκησης
στην Κύπρο, αλλά ο ΟΗΕ απέφυγε να τη συζητήσει.2 Οι Άγγλοι δεν
επιθυμούσαν να καταργήσουν τη στρατιωτική τους βάση εκεί, ενώ η
Ελληνοκυπριακή πλευρά απαιτούσε την απομάκρυνση της. 3 Έτσι το
1955 η Αγγλία βάζει και την Τουρκία στη διαμάχη της διεκδίκησης:
Καλεί σε τριμερή διάσκεψη την Ελλάδα και την Τουρκία για να
συζητήσουν το Κυπριακό Θέμα. Μεταξύ 1955-1959 κυριάρχησε ο
αγώνας των Ελληνοκυπρίων με φορέα αντίστασης την ΕΟΚΑ (Εθνική
Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και ηγέτη το Συνταγματάρχη Γ. Γρίβα.
Ακολούθησαν απαγχονισμοί Κυπρίων αγωνιστών, εκτεταμένες
συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αντιβρετανικές
διαδηλώσεις στην Ελλάδα. Το 1956, ο Μακάριος εξορίζεται στις
Σεϋχέλλες και το 1959 επιστρέφει.

1
Τελικά, η Ελλάδα και στον πόλεμο αναγκάστηκε να μπει, όπως ήταν το συμφέρον της (άποψη
που υποστήριξε ο Ελ. Βενιζέλος) και την Κύπρο έχασε.
2
Η Αγγλία τότε ήταν ακόμα μεγάλη δύναμη και μπορούσε να επιβάλει τις απόψεις της.
3
Είναι αυτονόητο ότι η ελληνο-κυπριακή πλευρά στερούνταν προνοητικότητας και
στρατηγικής.

283
Το 1959, το Φεβρουάριο, υπογράφηκαν οι συμφωνίες Ζυρίχης –
Λονδίνου, οι οποίες προέβλεπαν την ίδρυση ανεξάρτητης δημοκρατίας
στην Κύπρο, με κατοχύρωση των αξιώσεων της Τουρκίας στο Νησί. Τον
Αύγουστο του 1960 κηρύσσεται επίσημα η ίδρυση της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Γίνεται μέλος του ΟΗΕ και της Αγγλικής Κοινοπολιτείας.1
Η εφαρμογή των συμφωνιών και της εδαφικής ακεραιότητας του
νησιού τελούν υπό την εγγύηση των τριών εγγυητριών Δυνάμεων:
Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας. Το 1963 (για 3 χρόνια) ο Μακάριος
απέφευγε ακόμα να εφαρμόσει τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Προτίμησε
να εφαρμόσει τη δική του ανεξάρτητη πολιτική, κι αυτό οδήγησε σε νέα
κρίση στην Κύπρο, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της εκκρεμότητας και
την οριστική απώλεια της Κυπριακής υπόθεσης.

Τον Απρίλιο του 1967 επικράτησε στην Ελλάδα η δικτατορία των


συνταγματαρχών. Οι αδεξιότητες της στο θέμα της Κύπρου,
επιδείνωσαν παραπέρα την κατάσταση. Το 1970, η οργάνωση «Εθνικό
Μέτωπο» σχεδίασε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, αλλά
απέτυχε. Ο Γ. Γρίβας ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β΄, όμως ο θάνατος του τον
Ιανουάριο 1974, άφησε την ΕΟΚΑ Β΄ ακέφαλη. Τον έλεγχο της ανέλαβε
ο Ιωαννίδης Δημ., πρωτεργάτης της δικτατορίας. Στις 15 Ιανουαρίου
1974 εκδηλώθηκε νέο, ανεπιτυχές, πραξικόπημα εναντίον του
Εθνάρχου Μακαρίου, ο οποίος πρόλαβε να διαφύγει στη Ν. Υόρκη.
Στις 20 Ιουλίου 1974 τα Τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στη
Μεγαλόνησο και κατέλαβαν το 40% του Κυπριακού εδάφους.
Η διάσκεψη της Γενεύης που ακολούθησε κατέληξε σε αποτυχία. Το
1977, επήλθε ο θάνατος στου Μακαρίου. Νέος Πρόεδρος της Κύπρου
εκλέχθηκε ο Σπύρος Κυπριανού. Η κατάσταση στην Κύπρο παγιώθηκε.
Το 1983, τα «Κατεχόμενα» ανακηρύχθηκαν μονομερώς «Τουρκική

1
Έτσι, και η Αγγλική στρατιωτική βάση παρέμεινε στην Κύπρο και η ένωση με την Ελλάδα
χάθηκε για πάντα, ενώ το νησί διχοτομήθηκε.

284
Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», η οποία αναγνωρίστηκε μόνο από
την Τουρκία.

Το 2002, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωνε την έναρξη


διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. από την
Ιανουάριο 2004. Τον Απρίλιο του 2003, ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν
κατέθεσε σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Η ελληνική πλευρά το
αποδέχθηκε. Οι Ελληνοκύπριοι όμως το απέρριψαν με δημοψήφισμα.
Σήμερα, το 2017, 43 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, η Κύπρος
παραμένει διχοτομημένη, με αβέβαιο μέλλον. Όλες οι προσπάθειες για
την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης κατέληξαν σε αποτυχία, είτε λόγω
της Τουρκικής αδιαλλαξίας, είτε από εσφαλμένους χειρισμούς της
Ελλαδική και Κυπριακής πλευράς.

2.10. Η χρηματοπιστωτική κρίση.

2.10.1. Η εκδήλωση της κρίσης.

Μεσούντος του 2008, ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση στις


ΗΠΑ, που εγκυμονούσε αρκετό καιρό πριν. Η κρίση ξεκίνησε από την
κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου.
Εκδηλώθηκε τον Ιούνιο του 2006, όταν η κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ
αύξησε τα επιτόκια και το 2007 τα οδήγησε σε επίπεδο τέτοιο, που
διόγκωσαν τις δόσεις των δανείων, με συνέπεια την αδυναμία των
νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να χάσουν,
με τις κατασχέσεις τα σπίτια τους.

Η αύξηση των κατασχέσεων των κατοικιών και η προσπάθεια


μεταπώλησης τους από τα πιστωτικά ιδρύματα, προκάλεσε παραπέρα
αύξηση της προσφοράς ακινήτων στην αγορά, ενώ η ζήτηση μειώθηκε,
λόγω το αυξημένου κόστους του χρήματος (αύξηση επιτοκίων).
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης στις Η.Π.Α. – από το τελευταίο τρίμηνο
του 2007 – επιτάχυνε την πτώση των τιμών των ακινήτων και τον

285
(αρνητικό) φαύλο κύκλο και οδήγησε σε ασφυξία τα πιστωτικά
ιδρύματα και τις εμπορικές τράπεζες.

Μεγάλη αμερικανική τράπεζα, η Lehman Brothers, εκήρυξε


πτώχευση, άλλες σώθηκαν την τελευταία στιγμή με την παρέμβαση και
στήριξη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Η χρηματοπιστωτική ρευστότητα στην αγορά έγινε προβληματική και η
κρίση άρχισε να χτυπά και άλλες επιχειρήσεις, όπως τις
ασφαλιστικές, τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις χημικές βιομηχανίες, τις
κατασκευαστικές επιχειρήσεις και άλλες.

Ενώ η οικονομική κρίση ξέσπαγε στις ΗΠΑ, η αρνητική


ψυχολογία που αναπτύχθηκε έτρεξε πιο γρήγορα από την κρίση και
κατέλαβε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αντιδράσεις των πολιτών
εκδηλώθηκαν πριν ακόμα εκδηλωθεί η κρίση στις χώρες της Ευρώπης,
της Ασίας, στην Αυστραλία …. Και προπαντός πριν περάσει η κρίση στην
πραγματική οικονομία.

Η οικονομική κρίση1 έφτασε και στην Ελλάδα το δεύτερο ήμισυ


του 2009 και άρχισε να επιδρά στην πραγματική οικονομία. Η ελληνική
κυβέρνηση άρχισε να παίρνει έγκαιρα, παράλληλα με την Ε.Ε., μέτρα
για την προστασία των αποταμιευτών, για τη στήριξη των
ασθενεστέρων ομάδων πληθυσμού, την ενίσχυση της ρευστότητας
στην αγορά, τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού και
τη θωράκιση της οικονομίας, ώστε να περιοριστούν οι συνέπειες της
κρίσης. Όμως, τα μέτρα αυτά – που στο μεταξύ είχε πάρει η
κυβέρνηση της Ν.Δ. – κυρίως για τη βελτίωση των ελλειμμάτων και του
διογκωμένου δημοσίου χρέους κρίθηκαν ανεπαρκή από την Ε.Ε. και
από τις πραγματικές εξελίξεις της κρίσης. Έτσι, και στην Ελλάδα άρχισαν

1
Αναλυτικά για την οικονομική κρίση βλ. Διον. Δ. Κοντογιώργης, όπ. παρ., σελ. 467-594, 2013.
(Διαδίκτυο: dionysioskontogiorgisblogspot.gr).
Επίσης, του ιδίου, Η Ελλάδα στη Δίνη της οικονομικής κρίσης, 2008-2015, Αθήνα 2015 (Βλ.
Ηλεκτρονική έκδοση, Διαδίκτυο).

286
να μειώνονται η ζήτηση, η παραγωγή, οι επενδύσεις, ο ρυθμός
ανάπτυξης …, να αυξάνεται η ανεργία, τα ήδη ευαίσθητα δημόσια
οικονομικά να απειλούνται με κατάρρευση και η ψυχολογία να
ακολουθεί ταχείς ρυθμούς επιδείνωσης.

Δυστυχώς, κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα, ούτε


τώρα κατάφεραν να συγκλίνουν στις απόψεις τους σε ένα τόσο σοβαρό
θέμα, που αφορούσε το οικονομικό μέλλον της χώρας και των πολιτών
της, όχι τόσο για αντικειμενικούς λόγους (διαφορά αντιλήψεων), αλλά
κυρίως για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Η έκρυθμη εσωτερική κατάσταση που επικράτησε με την


μαχητικότητα, χωρίς όρια, των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των
ΜΜΕ, ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο, δημιούργησε αρνητική εικόνα
για τη χώρα στους διεθνείς πιστωτικούς/επενδυτικούς κύκλους
και υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της. Τα spreads
και τα επιτόκια δανεισμού αυξήθηκαν και επιβάρυναν
περισσότερο το δημόσιο χρέος, η εισαγωγή επενδυτικών
κεφαλαίων μηδενίστηκε, η ανάπτυξη περιορίστηκε σε ρυθμούς κοντά
στο μηδέν, οι επιχειρήσεις άρχισαν να ασφυκτιούν, η ανεργία
επιδεινώθηκε.

2.10.2. Οι εκλογές και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009, εδικαίωσε


όσους πίστευαν στη νίκη του ΠΑΣΟΚ Γ.Α. Παπανδρέου. Το εκλογικό
σώμα έδωσε μεγάλη αυτοδυναμία στο κόμμα της, μέχρι τότε,
αξιωματικής αντιπολίτευσης και καταψήφισε τη Ν.Δ.. Ο τέως
Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής παραιτήθηκε από Πρόεδρος (της
Ν.Δ.) και δρομολόγησε τις εξελίξεις για την αντικατάσταση του, ενώ
συγχρόνως εγγυήθηκε την εξασφάλιση της ενότητας του κόμματος.
Ως ημερομηνία των εσωκομματικών εκλογών ορίστηκε η 29η
Νοεμβρίου 2009.

287
Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης ήταν
επανάληψη των προεκλογικών υποσχέσεων του νέου πρωθυπουργού.
Ήταν άκαιρες και ουτοπιστικές και ως εκ τούτου ανέφικτες και
παραπλανητικές. Όλο το οικοδόμημα των εξαγγελιών του βασίζονταν
στο απατηλό σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Έκλεινε τα μάτια στα
συμβαίνοντα γύρω του σαν να μην τον αφορούσαν, όταν όλος ο κόσμος
και φυσικά η Ελλάδα, βυθίζονταν στην κρίση, διαψεύδοντας κάθε
πρόβλεψη και κάθε προσδοκία. Ο ανεπαρκής νέος πρωθυπουργός
έμελλε να διαχειριστεί την πρώτη και σημαντικότερη αυτή περίοδο της
κρίσης, που έκρινε και την εξέλιξη της τα επόμενα χρόνια. Στις
εσωκομματικές εκλογές της Ν.Δ. για την ανάδειξη νέου Προέδρου
πλειοψήφησε ο Αντώνης Σαμαράς.

Ενώ το 2009 έβαινε προς το τέλος του, με τη νέα κυβέρνηση στο


«τιμόνι» της χώρας, ο εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας δεν είχε
σταματημό.

2.10.3. Οι χρόνιες παθογένειες της οικονομίας και της πολιτικής.

Οι αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας οφείλονται στα χρόνια


διαρθρωτικά προβλήματα, που καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να
αγγίξει και τώρα μέσα στην κρίση έχουν γίνει απειλητικά. Οι
στρεβλωτικές και χρονοβόρες διαδικασίες στη Δημόσια Διοίκηση, η
γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητά της, η χαμηλή έως
μηδενική παραγωγικότητα, το δυσβάσταχτο λειτουργικό κόστος, οι
χαριστικές αμοιβές για την ικανοποίηση συντεχνιακών συμφερόντων,
απόρροια πελατειακών σχέσεων, η ασυδοσία στη διαχείριση του
δημοσίου χρήματος, η διαπλοκή με τα ιδιωτικά συμφέροντα, τα
κυκλώματα που προστατεύουν τη φοροδιαφυγή με το αζημίωτο, η
διαφθορά στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, με την ανοχή του
πολιτικού συστήματος, λόγω πελατειακών σχέσεων, η οκνηρία, οι
αντιστάσεις για την διασφάλιση των «κεκτημένων», η κομματοκρατία,

288
η εκτεταμένη παραοικονομία και εισφοροδιαφυγή, τα κλειστά
επαγγέλματα, απόρροια επίσης πελατειακών σχέσεων, οι θεσμικές
αγκυλώσεις..., ο αναιμικός ιδιωτικός τομέας, το έντονα ελλειμματικό
ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, καθώς και οι ελλειμματικοί κρατικοί
προϋπολογισμοί, η χαμηλή ιδιωτική αποταμίευση, απότοκος της
καταναλωτικής ψυχολογίας, που ενθάρρυνε το πολιτικό σύστημα, η
διαστροφή σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ο ανυπόληπτος
συνδικαλισμός και τα κατευθυνόμενα Μ.Μ.Ε. ..., το διογκωμένο για
δεκαετίες δημόσιο χρέος και τα παρατεταμένα ελλείμματα που το
προκάλεσαν..., οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση,
με κύριο αυτουργό αυτού που βιώνει σήμερα η χώρα, το πολιτικό
σύστημα. Η σήψη είναι γενικευμένη και έχει καταλάβει και τους τρεις
πυλώνες της Δημοκρατίας: πολιτικό σύστημα, συνδικαλισμό, Μ.Μ.Ε.,
αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η σήψη άρχισε την άτυχη
εκείνη Οκταετία του 1980. Οι κυβερνήσεις αυτής της περιόδου
διέφθειραν το Κράτος, διάβρωσαν το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του
και την ελληνική κοινωνία.

Τα εσωτερικά γεγονότα της περιόδου αυτής, όπως τα σκάνδαλα


με κυρίαρχο αυτό της Μονής Βατοπεδίου, τα βίαια επεισόδια του
Δεκεμβρίου 2008, οι κινητοποιήσεις των αγροτών τον Ιανουάριο 2009...
και η μαχητικότητα, χωρίς όρια, των κομμάτων της αντιπολίτευσης και
των ΜΜΕ εναντίον της κυβέρνησης, δημιούργησαν την εικόνα μιας
χώρας ασταθούς και επικίνδυνης για κατάρρευση, επομένως αδύναμης
να πάρει κρίσιμες αποφάσεις που θα εξασφάλιζαν δημοσιονομική
ισορροπία και θα βελτίωναν το δημόσιο χρέος, χωρίς κοινωνικούς
κραδασμούς.

Η έκρυθμη αυτή εσωτερική κατάσταση ταξίδεψε σε ολόκληρο


τον κόσμο, δημιούργησε αρνητική εικόνα για τη χώρα στους διεθνείς
πιστωτικούς και επενδυτικούς κύκλους και υποβάθμισε την
πιστοληπτική της ικανότητα. Τα επιτόκια δανεισμού αυξήθηκαν και

289
επιβάρυναν περισσότερο το δημόσιο χρέος, η εισαγωγή επενδυτικών
κεφαλαίων μηδενίστηκε, η ανάπτυξη περιορίστηκε σε ρυθμούς κοντά
στο μηδέν, οι επιχειρήσεις άρχισαν να ασφυκτιούν, η ανεργία
επιδεινώθηκε... Έτσι, ενώ μερικές χώρες της Ευρωζώνης παρουσίαζαν
το 2009 ελλείμματα που υπερέβαιναν τα ελληνικά, η Ελλάδα
εθεωρούνταν η πλέον ευάλωτη, στη κρίση, χώρα της Ε.Ε.. Στη φάση
αυτή, η δημοσιονομική πολιτική της δεν μπορεί παρά να είναι
αυστηρή. Λόγω του αυξημένου δημόσιου χρέους, η χώρα δεν έχει την
πολυτέλεια να αυξήσει το έλλειμμα για την ανακούφιση των
ασθενέστερων εισοδημάτων, γιατί ο δανεισμός θα επέφερε παραπέρα
αύξηση του δημόσιου χρέους και εκτροχιασμό της οικονομίας, σε μια
εποχή που το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν δυσμενές
(Α’ τρίμηνο 2009).

Είναι γνωστό ότι το συνολικό έλλειμμα της χώρας σύγκειται από


το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το έλλειμμα του
εμπορικού ισοζυγίου.

Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού απεικονίζει την


αδυναμία των συνολικών εσόδων του Κράτους (άμεση και έμμεση
φορολογία, δασμοί, μη φορολογικά έσοδα, κλπ.) να καλύψουν το
λειτουργικό κόστος της Δημόσιας Διοίκησης. Δηλαδή, το Κράτος
ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει (τακτικός προϋπολογισμός).
Αν προσθέσει κανείς και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων,
απαραίτητο για τη βελτίωση των υποδομών και τη στήριξη της
ανάπτυξης, οι ανάγκες για τη χρηματοδότηση του κρατικού
προϋπολογισμού (επομένως των συνολικών ελλειμμάτων)
μεγεθύνονται. Η κάλυψή τους απαιτεί πόρους, κι όταν αυτοί δεν
υπάρχουν από εσωτερικές πηγές, οι κυβερνήσεις ανατρέχουν σε
εξωτερικό δανεισμό, που αυξάνει το δημόσιο χρέος. Εφόσον η
κατάσταση αυτή παγιώνεται, η χώρα οδηγείται αναπόφευκτα σε
αδιέξοδο. Δεδομένου ότι τα λειτουργικά έξοδα του Κράτους (του

290
τακτικού προϋπολογισμού) συντίθενται, στη συντριπτική τους
πλειονότητα, από τις δαπάνες προσωπικού (μισθούς, συντάξεις, άλλες
παροχές), θα απαιτηθεί για την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού
δραστική μείωση των δαπανών ή/και αύξηση των εσόδων. Αυτό θα
επιτευχθεί με τη ριζική μεταρρύθμιση των δομών της Δημόσιας
Διοίκησης, που θα καταλήξει σε ένα νέο, περισσότερο λειτουργικό και
λιγότερο γραφειοκρατικό οργανόγραμμα και θα συμβάλλει στην
ενδεχόμενη μείωση του προσωπικού ή των αποδοχών του (μισθών και
συντάξεων), στην καταπολέμηση της σπατάλης και της διαφθοράς
(των πελατειακών σχέσεων) και στην αύξηση των εσόδων του Κράτους
με την περιστολή της φοροδιαφυγής..., ή με μείγμα όλων αυτών
των μέτρων. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Το νοικοκύρεμα των
δημοσίων οικονομικών είναι μονόδρομος για να εξαλειφθούν
τα ελλείμματα και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της Δημόσιας
Διοίκησης.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αποτελούσε ανέκαθεν


ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι εξαγωγές της χώρας δεν εκάλυπταν παρά
μόνο το 1/3 περίπου των εισαγωγών. Αυτό σημαίνει ότι το Κράτος
χρειάζονταν χρήματα για να καλύψει τα υπόλοιπα 2/3 (περίπου το
70%) των εισαγωγών, δηλαδή των αναγκών της εσωτερικής αγοράς σε
προϊόντα και υπηρεσίες (κυρίως καταναλωτικά αγαθά). Το έλλειμμα
αυτό του εμπορικού ισοζυγίου καλύπτονταν μεταπολεμικά και μέχρι
σήμερα από το πλεόνασμα των αδήλων πόρων (τουρισμός, εμπορική
ναυτιλία, μεταναστευτικά εμβάσματα), την καθαρή εισροή ξένων
ιδιωτικών κεφαλαίων και, τις τελευταίες δεκαετίες, τις εισροές από τα
διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε., κλπ. Σε περίπτωση που οι πόροι αυτοί δεν
επαρκούσαν, οι κυβερνήσεις κατέφευγαν σε εξωτερικό δανεισμό, που
επιβάρυνε το δημόσιο χρέος.

Ώστε, Αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας είναι (ήταν


πάντα) το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (που

291
οφείλεται στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου1 και αντανακλά τις
διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και της παραγωγής,
τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων (ποιότητα,
κόστος, τιμές), που οδηγεί στην επιδείνωση των «Όρων Εμπορίου»,
στην ανεπαρκή εγχώρια αποταμίευση (που θα χρηματοδοτούσε τις
εγχώριες επενδύσεις) και τον υψηλό ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής
κατανάλωσης, που απευθύνεται σε εισαγόμενα προϊόντα, λόγω της
αχαλίνωτης αύξησης των «δραχμογόνων» εισοδημάτων και της
σύνθεσης της παραγωγής που δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση.

Τίθεται λοιπόν ένα θέμα διαχείρισης των δημόσιων


οικονομικών, δηλαδή των εσόδων και των δαπανών του Κράτους, στην
περίπτωση του κρατικού προϋπολογισμού και ένα θέμα αντιμετώπισης
των αδυναμιών του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, στην
περίπτωση του εμπορικού ισοζυγίου. Η ένταξη της χώρας στη Ζώνη του
Ευρώ δεν αφήνει πολλές επιλογές. Επιβάλλει τον εξωστρεφή
προσανατολισμό της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, με
ανταγωνιστικά προϊόντα. Βήματα ουσιαστικά έγιναν, και στους δυο
αυτούς τομείς, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1953-1963), τα οποία
όμως δεν συνεχίστηκαν από τις επόμενες κυβερνήσεις, με εξαίρεση την
ανάπαυλα 1974-1980. Η ανευθυνότητα που επέδειξαν οι κυβερνήσεις,
όλη αυτή τη περίοδο, ήταν πρωτοφανής.

Όσο οι αδυναμίες αυτές της ελληνικής οικονομίας δεν


βελτιώνονται, δεν είναι εύκολη η τιθάσευση των δημοσίων
ελλειμμάτων και του διογκούμενου δημόσιου χρέους.

1
Ενδεικτικά, η κάλυψη των εισαγωγών από τις εξαγωγές εξελίχθηκε τα τελευταία 100 χρόνια
ως εξής: 1900: 78%, 1910: 90%, 1939: 75%, 1950: 21%, 1963: 39%, 2005: 34%, 2008: 31%. Το
2007, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε στα 41,5 δις ευρώ.

292
2.10.4. Η κρίση ηθικής, δημόσιας και ατομικής.

Όπως μεταδόθηκε από τα ΜΜΕ της χώρας, σε έρευνα


(φθινόπωρο 2008) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωβαρόμετρο) για την οι-
κονομική κρίση, οι Έλληνες εμφανίζονται ως οι πλέον εξαθλιωμένοι
οικονομικά, οι πλέον δυστυχείς... απ’ όλους τους πολίτες της Ευρώπης,
ακόμα κι απ’ αυτούς των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού της
Ανατολικής Ευρώπης. Όλοι οι φτωχοί και ανήμποροι εμφανίστηκαν στη
χώρα, ως εκ θαύματος, τα τελευταία χρόνια πριν την κρίση. Ποιός
άραγε τους έμαθε να διαμαρτύρονται διαρκώς και να μεμψιμοιρούν;
Ποιος τους εμφύσησε τη νοοτροπία της μιζέριας;

Δεν έχει παρά να παρακολουθήσει κανείς τα τεκταινόμενα


καθημερινά στη χώρα, μέσα από κάθε εκδήλωση, και κυρίως μέσα από
τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά, όπου παρελαύνουν δημοσιογράφοι,
πολιτικοί, συνδικαλιστές και «αγανακτισμένοι πολίτες» και
διατυμπανίζουν την οικονομική εξαθλίωση, τη μιζέρια και τη δυστυχία,
που υποτίθεται ότι μαστίζει τον Ελληνικό λαό.

Ένα λαό που δεν έχει συναίσθηση του χρόνου, που διακρίνεται
από αναβλητικότητα και οκνηρία, που έμαθε να αναπαύεται στη λογική
των «κεκτημένων», να διεκδικεί δικαιώματα χωρίς να αποδέχεται
υποχρεώσεις, να ξεκουράζεται και να απολαμβάνει, κι όταν δεν το
πετυχαίνει, να διαμαρτύρεται και να μεμψιμοιρεί.

Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, στο πολιτικό σκηνικό της


χώρας, κυριαρχούσαν η απουσία ουσιαστικού διαλόγου και
εναλλακτικής πρότασης, και η παραπολιτική. Οι πολιτικές δυνάμεις του
τόπου αναλώνονταν σε δημοσκοπικούς καιροσκοπισμούς, και τη
σκανδαλολογία, αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο της κρίσης στην
εθνική οικονομία, αν φυσικά δεν υπάρξουν αυστηρά μέτρα και
συναίνεση για την έξοδο της χώρας από την κρίση.

293
Με κίνητρο και στόχο την εξουσία, το κόμμα κυρίως της τότε
αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), δεν σταματούσε να κραυγάζει
για άμεση προσφυγή στις κάλπες, ακόμα κι αυτή την κρίσιμη ώρα.
Οι επικρίσεις για κατάρρευση της οικονομίας, η σκανδαλολογία, η
επανεμφάνιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος...
δημιουργούσαν την εικόνα μιας χώρας σε ακυβερνησία και έπλητταν
την πιστοληπτική της ικανότητα και τον τουρισμό, που αποτελεί τον πιο
δυναμικό χρηματοδότη της ελληνικής οικονομίας.

Σε αυτή την ακατάσχετη ρητορική, συμπαρίσταντο με ζήλο τα


Μ.Μ.Ε., στο σύνολό τους, με ένα συνεχές παραλήρημα εκλογολογίας,
σκανδαλολογίας και αποδόμησης του Κράτους. Ωστόσο, όλοι οι
συνειδητοποιημένοι πολίτες και υπεύθυνοι πολιτικοί άνδρες γνώριζαν
ότι εκλογές αυτή την ώρα της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, θα
ήταν μια κίνηση υψηλού κινδύνου για την οικονομία. Θα χρειάζονταν
ίσως διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για να αποκτήσει η χώρα
κυβέρνηση, αφού, όπως φαίνονταν, κανένα από τα κόμματα εξουσίας
δεν θα μπορούσε να σχηματίσει πλειοψηφικό ρεύμα τέτοιο, που θα
του έδινε τη δυνατότητα να κυβερνήσει. Αυτό σημαίνει ότι, μεσούσης
της κρίσης, η χώρα δεν αποκλείεται να έμενε ακυβέρνητη για μεγάλο
χρονικό διάστημα με οδυνηρές συνέπειες για την πορεία της εθνικής
οικονομίας. Όμως, παρά τις αλήθειες αυτές, το κόμμα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης δεν φαίνονταν να θέλει να κατανοήσει το πρόβλημα.
Αυτό που προείχε ήταν οι μικροκομματικές σκοπιμότητες
(άνοιξη 2009)1.

Υπάρχει πράγματι κρίση ηθικής – δημόσιας και ατομικής –


διακομματική και διαχρονική για 35 και πλέον χρόνια. Η διαφθορά
στους κόλπους του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας (διαπερνά

1
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι, τόσο η έλλειψη προικισμένου ηγέτη, όσο, κυρίως, η
περίσσεια των «Δηλιγιάννηδων».

294
όλα τα κοινωνικά στρώματα) είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Ομολογείται
ευρύτατα η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και η κατάπτωση
και ο εκχυδαϊσμός της κοινωνίας. Η φαυλοκρατία κυριαρχεί σε όλες τις
εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στη διαχρονική αυτή
κατάσταση έχουν συμβάλει αρνητικά τα συλλογικά όργανα των
εργαζομένων (συνδικάτα) και τα Μ.Μ.Ε., για ιδιοτελείς σκοπούς, που
δείχνουν να μην κατανοούν τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας
και εξωθούν τους πολίτες, και ιδιαίτερα τους νέους, σε πράξεις που δεν
λύνουν τα προβλήματά τους.

Τα τελευταία αυτά γεγονότα ανέδειξαν το απόλυτο κενό


εξουσίας και την ολική απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, σε βαθμό
που να μην έχουν πλέον λόγο ύπαρξης. Η πολιτική ζωή της χώρας
χρειάζεται να ξαναρχίσει από μηδενική βάση. Η χώρα δεν έχει
εναλλακτική πρόταση σε κόμματα εξουσίας. Δεν διαφαίνεται
δυνατότητα κυβέρνησης που θα εμπνέει το λαό και θα δημιουργεί
συνθήκες αισιοδοξίας.

Η κοινωνία, με ό,τι τη συνθέτει (πολιτικοί, δημοσιογράφοι,


συνδικαλιστές, άνθρωποι του πνεύματος, απλοί πολίτες...), χρειάζεται
ένα ισχυρό σοκ για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει τον κατήφορο
που έχει πάρει, μήπως καταφέρει να αντισταθεί.

Ο κατήφορος αυτός της κοινωνίας, ως επακόλουθο της


πολιτικής αποσύνθεσης, είχε σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομικές
εξελίξεις στη χώρα, ιδιαίτερα μέσα στη διεθνή οικονομική κρίση.
Ο κάθε νουνεχής πολίτης δεν μπορεί παρά να ατενίζει το μέλλον με
μελαγχολία.

Θεωρούμε απαραίτητη μια παρατήρηση:

Το περιεχόμενο και η βαρύτητα της λέξης «νοοτροπία» δεν έχει


αξιολογηθεί επαρκώς από τη σύγχρονη Ελλάδα. Όμως, η νοοτροπία

295
– ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος σκέψης – ως συντελεστής εξυγίανσης του
Δημόσιου βίου, παίζει πρωταρχικό ρόλο. Η αλλαγή νοοτροπίας και η
προσαρμογή της σε υγιείς βάσεις σημαίνει και αλλαγή στις ιδέες, που
θα οδηγήσουν σε μια άλλη πρόταση ζωής, ιδιαίτερα σε μια άλλη
πολιτική πρόταση, για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα. Η επαναφορά
(επανάκτηση) των (χαμένων) ιδεών, ή η απόκτηση νέων, επιτυγχάνεται
με τη γνώση. Με τη γνώση ο πολιτικός κόσμος θα συνειδητοποιήσει την
πλάνη του, μια πλάνη που έχει σχέση με την ύπνωση της ηθικής
διάστασης του ανθρώπου, δηλ. με την ηθική φθορά της νεοελληνικής
κοινωνίας.

2.10.5. Η κομματοκρατία και η «α-συνέχεια του Κράτους».

Οι εμπειρίες της τελευταίας αυτής περιόδου οδηγούν στο


συμπέρασμα ότι η αποτελεσματικότητα (της όποιας) κυβέρνησης στην
καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς και δυσλειτουργιών στο
συντονισμό και την εκτέλεση του κυβερνητικού έργου και της κρατικής
μηχανής – ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αβέβαιο όπως το σημερινό – ,
θα εξαρτηθεί από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες θα
αποφασίσει να προβεί, την απλοποίηση των διαδικασιών και την
περιστολή της γραφειοκρατίας που θα πετύχει, την εφαρμογή δικλίδων
ελέγχου των διαδικασιών, την απαλλαγή του Κράτους από τον
εναγκαλισμό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας – μαζί με την αλλαγή
νοοτροπίας σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας – ώστε να
αποθαρρυνθούν οι πειρασμοί για άνομες ενέργειες και να εκλείψει η
αναποτελεσματικότητα στη διακυβέρνηση της χώρας. Θα εξαρτηθεί επί
σης από τη συνέπεια που διακρίνει τις κυβερνητικές δεσμεύσεις και
αποφάσεις, από την ύπαρξη οράματος διακυβέρνησης και από τις
προοπτικές που ανοίγονται στους πολίτες. Θα εξαρτηθεί ακόμα από την
ικανότητά της να επιλέγει και να αξιοποιεί, στη κρατική μηχανή και στη
κυβέρνηση, ικανούς και αδιάφθορους ανθρώπους, ανεξαρτήτως
«χρώματος», ακόμα και εξωκοινοβουλευτικούς. Ανθρώπους με ήθος

296
και ακεραιότητα, που μπορούν να αντισταθούν στη διαβρωμένη
Δημόσια Διοίκηση από τη μακρά και αχαλίνωτη ασυδοσία. Είναι βαθιά
και διαχρονική η διάβρωση κι έχουν αλλάξει τόσο πολύ οι νοοτροπίες,
ώστε να επαληθεύεται η λαϊκή παροιμία «Όποιος ανακατεύεται με τα
πίτουρα τον τρώνε οι κότες». Είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί κανείς να
αγνοήσει ή να υποβαθμίσει φαινόμενα μιμητισμού στους ανθρώπους.
Η διάβρωση της κοινωνίας (και της πολιτικής) είναι τελικά
διάβρωση συνειδήσεων. Το κακό άρχισε την αποφράδα εκείνη
οκταετία του 1980. Τώρα είναι δύσκολο και χρονοβόρο να επανέλθει η
κοινωνία (με ό,τι τη συνθέτει) στα ίσια της, χώρια που δεν την
αφήνουν κιόλας.

Από την παράθεση των γεγονότων της περιόδου αυτής,


καθίσταται εμφανής η αμφίδρομη σχέση εξάρτησης κόμματος (που
κυβερνά) και Κράτους, ως αποτέλεσμα της μεθοδευμένης δικτύωσης
της Δημόσιας Διοίκησης με πιστούς στο κόμμα και τις επιταγές του,
που οδηγεί στην κομματοκρατία, στη κακοδιοίκηση και στη διαφθορά.
Όσο η σχέση αυτή Κράτους και κόμματος διαιωνίζεται, η κακοδιοίκηση
και η διαφθορά δεν πρόκειται να εκλείψουν, όποιο κόμμα
κι αν είναι στην εξουσία. Η σχέση αυτή εξάρτησης ισχύει
ανέκαθεν και φυσικά συντηρείται, γιατί εξυπηρετεί πολιτικά
συμφέροντα.

Η παρατήρηση αυτή επαληθεύει την άποψη ότι στη χώρα δεν


υπάρχει «συνέχεια του Κράτους». Η κάθε επόμενη κυβέρνηση
φροντίζει να γκρεμίζει ό,τι καλό έχτισε η προηγούμενη, προκειμένου να
εξασφαλίσει την εδραίωσή της στην εξουσία. Τα επιτυχημένα στελέχη
απομακρύνονται ή παροπλίζονται, χωρίς τουλάχιστο να λαμβάνεται
μέριμνα, οι θετικές εμπειρίες τους να μεταφυτεύονται στους
επόμενους, όπως θα ήταν φυσικό να γίνεται, το οργανόγραμμα της
Δημόσιας Διοίκησης προσαρμόζεται στα μέτρα του κόμματος, πολλές
από τις αποφάσεις (της προηγούμενης κυβέρνησης) μεταβάλλονται ή

297
αδρανούν (από την επόμενη), οι διεθνείς/διακρατικές συμφωνίες,
αμφισβητούνται και απειλούνται με επαναδιαπραγμάτευση ή
ακύρωση..., η συνέχεια του Κράτους καταργείται και η διεθνής
αξιοπιστία της χώρας πλήττεται.

Ο κρατικός μηχανισμός χρησιμοποιείται ως εργαλείο του


κόμματος με σκοπό την εξάρτηση της Δημόσιας Διοίκησης από την
εκτελεστική εξουσία, που οδηγεί αναπόφευκτα στη συναλλαγή και τη
διαφθορά και, σε ένα βαθμό, στη νόθευση της λαϊκής βούλησης.
Φαινόμενα που υπήρχαν ακόμα και την εποχή του Χαρ. Τρικούπη, το
19ο αιώνα, ο οποίος, ως πρωθυπουργός, προσπαθούσε να εξαλείψει
(1881-1895) και να επιβάλει την υιοθέτηση αξιοκρατικών κριτηρίων στη
στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και την οργάνωσή της,
που θα αποθάρρυνε αυθαιρεσίες και κομματικές παρεμβάσεις,
οραματιζόμενος την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία,
χωρίς να θίγεται η λειτουργία του Κράτους. 120 χρόνια μετά, η
κατάσταση συνεχίζεται αμείωτη.

Είναι αυτονόητο ότι επιβάλλεται ως ανάγκη η «σταθερότητα»


του Κράτους και ο «αυτοσεβασμός». Σταθερότητα στην οργάνωση,
στην αξιοκρατία, στη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, στις
αποφάσεις, στη διακυβέρνηση της χώρας... Αυτοσεβασμός, δηλαδή
συνέπεια σε «αρχές και αξίες», στις οποίες όλοι πρέπει να πειθαρχούν.
Οι καταξιωμένοι κρατικοί λειτουργοί – που είναι εκεί για
να εξυπηρετούν, διαχρονικά, τα συμφέροντα του Κράτους και των
πολιτών –, είναι μια από τις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτός ο
στόχος και να κερδίσει το Κράτος την αξιοπιστία του.

Για να συμβούν αυτά, πρέπει ασφαλώς να το θέλουν τα


πολιτικά κόμματα, κυρίως αυτά που εναλλάσσονται στην εξουσία, κάτι
που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Είναι
ευνόητο ότι η νοοτροπία και συμπεριφορά των παραγόντων του

298
πολιτικού συστήματος διαχέεται και επηρεάζει τη Δημόσια Διοίκηση
και την κοινωνία γενικότερα. Αν αυτή η συμπεριφορά του πολιτικού
συστήματος είναι αρνητική, ενθαρρύνει τους πολίτες στη «διαστροφή».
Για να γίνει η χώρα σύγχρονο και αξιόπιστο Κράτος, πρέπει και οι
κυβερνήσεις της να είναι σύγχρονες και αξιόπιστες. Οι πρόσφατες
διενέξεις της χώρας με την Ε.Ε. για τα ανακριβή(;) στατιστικά στοιχεία
που οι ελληνικές αρχές τροφοδοτούσαν τις υπηρεσίες της και το
έλλειμμα αξιοπιστίας που προέκυψε, είναι δείγμα αυτής της
νοοτροπίας (Αρχές 2010).

Η όποια ευημερία γνώρισε η χώρα μέχρι σήμερα, οφείλεται σε


λίγες φωτεινές εξαιρέσεις πολιτικών ανδρών, που κατά τη διάρκεια της
δικής τους θητείας η χώρα έκανε σημαντικά βήματα προόδου. Όταν
αυτοί απομακρύνθηκαν από την εξουσία - ηθελημένα ή όχι -, όσα είχαν
πετύχει για την πρόοδο της χώρας, έγινε προσπάθεια από τους
επόμενους να απαξιωθούν.

Έτσι, το κλίμα που διαμορφώθηκε στις Βρυξέλλες έγινε άκρως


αρνητικό για τη χώρα. Οι ηγέτες και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. δεν
εμπιστεύονταν πια την ελληνική κυβέρνηση και συμπεριφέρονταν
απαξιωτικά για τη χώρα, το λαό της και το πολιτικό σύστημα.
Απαιτούσαν μέτρα βάναυσα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και
οικονομικές επιπτώσεις και η ελληνική κυβέρνηση, πνιγμένη στα λάθη
και στην ανικανότητά της, γίνεται το πειθήνιο όργανο των εντολών των
δανειστών της.

Επιπλέον η κυκλοφορία χρήματος στην εσωτερική αγορά έχει


μειωθεί, η ρευστότητα έχει σχεδόν μηδενιστεί, οι επενδύσεις
– δημόσιες και ιδιωτικές – απέχουν, οι επιχειρήσεις κλείνουν η μια
μετά την άλλη, η ανεργία στον ιδιωτικό τομέα καλπάζει, το εθνικό
εισόδημα, συρρικνώνεται... Όταν μέσα σε μια οικονομία που βυθίζεται
όλο και περισσότερο σε βαθιά ύφεση, αυξάνεται παραπέρα η κάθε

299
μορφής φορολογία, αυτή η οικονομία οδηγείται με ακρίβεια στην
άβυσσο και επομένως ούτε τα έσοδα του Κράτους βελτιώνονται, ούτε
τα ελλείμματα και το χρέος τιθασεύονται. Από το άλλο μέρος,
παραβλέπεται επιμελώς η αλόγιστη σπατάλη του πολυκέφαλου
δημόσιου τομέα και η δραματική απώλεια εσόδων από τα κυκλώματα
της φοροδιαφυγής. Η Τρόικα και η εντολοδόχος κυβέρνηση συνεχίζουν
πεισματικά το λάθος δρόμο, σαν να μη γνωρίζουν τους βασικούς
μακροοικονομικούς μηχανισμούς και τις ιδιομορφίες της ελληνικής
οικονομίας.

Οι αποκρατικοποιήσεις 1 , οι ευρύτατες μεταρρυθμίσεις στη


Δημόσια Διοίκηση, η κατάργηση της διαπλοκής με τα ιδιωτικά
συμφέροντα, η κατάργηση των προνομίων, η εξυγίανση του
φοροεισπρακτικού μηχανισμού..., είναι μερικοί από τους τομείς που η
αντιμετώπισή τους έπρεπε να είχε προηγηθεί των οποιωνδήποτε άλλων
μέτρων για την διόρθωση του δημοσιονομικού προβλήματος της
χώρας. Όμως μέχρι τώρα παραμένουν άθικτοι. Επανέρχονται απλά από
καιρό σε καιρό στην επικαιρότητα για επικοινωνιακούς λόγους και μετά
ξεχνιούνται πάλι.

Δυστυχώς, κυβέρνηση και κόμματα της αντιπολίτευσης


(στην Ελλάδα), ούτε τώρα κατάφεραν να συγκλίνουν στις απόψεις τους
σε ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορούσε το οικονομικό μέλλον της
χώρας και των πολιτών της, όχι τόσο για αντικειμενικούς
λόγους (διαφορά αντιλήψεων), αλλά κυρίως για μικροπολιτικές
σκοπιμότητες.

«Σοφία μόνη κτήμα αθάνατον» - Ισοκράτης (436-338 π.Χ.).

1
Οι αποκρατικοποιήσεις επιβλήθηκαν σε μια στιγμή που η διεθνής συγκυρία ήταν αρνητική,
τόσο λόγω της κρίσης, όσο και λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και
κυβέρνηση, ενώ ο χρόνος πίεζε. Οπωσδήποτε όμως, ο στόχος των 50 δις. υπό τις πιεστικές
αυτές συνθήκες, φαίνεται υπερβολικά αισιόδοξος.

300
Είναι σαφές λοιπόν ότι το μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών
επιχειρήσεων εστιάζεται κυρίως στην έλλειψη ρευστότητας στην
εσωτερική αγορά και στη μείωση της ζήτησης ως συνέπεια των
οριζόντιων μέτρων που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια, σε συνδυασμό
με την αυξημένη φορολογία. Και οι δυο αυτοί παράγοντες προκάλεσαν
την ύφεση και το κλείσιμο επιχειρήσεων, που επιδείνωσαν την ανεργία,
καταβαράθρωσαν την ψυχολογία και οδήγησαν σε ένα αρνητικό φαύλο
κύκλο. Με την άμεση εξυγίανση του Δημοσίου, θα αποφεύγονταν και
τα δυο αυτά προβλήματα. Υπεύθυνο για την απραξία και την αρνητική
αυτή εξέλιξη είναι το πολιτικό σύστημα, που επέδειξε δειλία και
ιδιοτέλεια, χωρίς να παραβλέπεται και η ευθύνη των δυο άλλων
Πυλώνων της Δημοκρατίας (συνδικαλισμός, Μ.Μ.Ε.).

Μέχρι σήμερα (2017), το βάρος της κρίσης το σηκώνει ο


ιδιωτικός τομέας της οικονομίας με τους 1.300.000 ανέργους1, δηλαδή
ο λιγότερο υπεύθυνος για την κρίση τομέας της οικονομίας. Επτά
χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και οι δημόσιοι υπάλληλοι
συνεχίζουν να απολαμβάνουν την προστασία του πολιτικού
συστήματος και να διεκδικούν θρασύτατα την κατοχύρωση των
προνομίων τους, ενώ οι επίορκοι, οι κοπανατζήδες, οι ακατάλληλοι, οι
αργόσχολοι... παραμένουν στο απυρόβλητο.

Είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι το Μνημόνιο είναι σήμερα


ξεπερασμένο και δεν δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης στη χώρα.

1
Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα τροφοδοτείται, κυρίως από τις μικρομεσαίες
επιχειρήσεις, την οικοδομική δραστηριότητα και τον τουρισμό. Όσο οι τομείς αυτοί βρίσκονται
σε παρατεταμένη ύφεση (με επιφύλαξη για τον τουρισμό που παρουσιάζει σημάδια
ανάκαμψης) δεν μπορεί να περιμένει κανείς περιορισμό της ανεργίας και αύξηση της
απασχόλησης.
Δυνατότητες επίσης βελτίωσης της απασχόλησης υπάρχουν σε δραστηριότητες που έχουν
σχέση με την επιχειρηματικότητα στον πρωτογενή τομέα, καθώς και στην εκμετάλλευση των
πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, που οδηγεί στη βαριά βιομηχανία. Μόνο που οι δυο
αυτοί τελευταίοι τομείς χρειάζονται χρόνο και σχέδιο για να αποδώσουν καρπούς.

301
Χρειάζεται ριζικές αλλαγές στη σύλληψη και στα προτεινόμενα μέτρα,
ώστε να αποκτήσει αναπτυξιακό προσανατολισμό.

Στις εξελίξεις αυτές δεν είναι εντελώς αμέτοχος και ένας ακόμα,
Πυλώνας της Δημοκρατίας, η Δικαστική εξουσία, για την αδιαφορία και
την ιδιοτέλεια που επέδειξε, όλα αυτά τα χρόνια, στην απόδοση
δικαιοσύνης και στην εφαρμογή των νόμων.

Στην ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, οι τρεις Πυλώνες της


Δημοκρατίας – το πολιτικό σύστημα, ο συνδικαλισμός και τα ΜΜΕ –,
δεν λειτούργησαν κατά τον καλύτερο και δημοκρατικότερο τρόπο.
Όμως, αυτό που συνέβη κατά την μεταπολιτευτική περίοδο και
συγκεκριμένα μετά το 1981, δεν έχει προηγούμενο. Και οι τρεις αυτοί
Πυλώνες της Δημοκρατίας «εν χορώ», υποβάθμισαν τη λειτουργία
της Δημοκρατίας και υποβλήθηκαν σε έναν αγώνα εξόντωσής της,
με ανταγωνιστικό τρόπο και μάλιστα ενεργώντας – υποκριτικά –
στο όνομά της. Ενθάρρυναν την ανομία, τα έκτροπα, τους
τραμπουκισμούς. Εξέθρεψαν ένα υδροκεφαλικό Κράτος προνομιούχων,
μη παραγωγικό, που αντιμετώπιζε την κοινωνία με υπεροπτισμό και
αποθράσυνε τη διαφθορά. Η ιδιοτέλεια και η φαυλότητα έγιναν
κανόνας στη δημόσια ζωή και όλοι μαζί – πολιτικό σύστημα,
συνδικαλισμός και Μ.Μ.Ε. – επιδόθηκαν σε έναν αγώνα, ποιος θα
επιφέρει περισσότερα χτυπήματα στη Δημοκρατία και στο υγιές τμήμα
της κοινωνίας.

Με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, κανείς δεν


ασχολήθηκε, γι’ αυτό και εκτροχιάστηκε. Ακόμα και όταν η κρίση
χτύπησε, για τα καλά, την πόρτα της Ελλάδος, οι «Πυλώνες της
Δημοκρατίας» σφύριζαν αδιάφορα: Το πολιτικό σύστημα
αιθεροβατούσε, οι συνδικαλιστές απαιτούσαν περισσότερα και
κατέβαζαν τους πολίτες στους δρόμους, τα ΜΜΕ καιροσκοπούσαν για
να ενισχύσουν την πελατεία τους.

302
Η εμμονή στην προστασία του κομματικού Κράτους και της
εκλογικής πελατείας μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, όταν οι
άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα προσεγγίζουν το 1.300.000 (τέλος 2017),
χωρίς κανείς από αυτούς τους μικρόνοους πολιτικούς, που διεκδικούν
την ψήφο του Ελληνικού λαού να συγκινείται – δείχνει τη σήψη του
πολιτικού συστήματος. Δεν συνειδητοποιούν ότι, αν είχαν
ληφθεί έγκαιρα δραστικά μέτρα για την εξυγίανση του Κράτους (στενού
και ευρύτερου), τα ελλείμματα θα είχαν περιοριστεί πολύ νωρίτερα –
αν δεν είχαν εντελώς εξαλειφθεί –, άρα η κατάσταση της
χώρας θα ήταν πολύ καλύτερη και οι άνεργοι του ιδιωτικού τομέα
πολύ λιγότεροι. Η ρευστότητα στην αγορά και η δανειακή εξυπηρέτηση
των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, θα έκανε
την επιβίωσή τους ευκολότερη. Και φυσικά η εξισορρόπηση
των δημόσιων οικονομικών θα έφερνε γρηγορότερα την ανάκαμψη.

Δεν κατανοούν ότι, όσο καθυστερεί η εξυγίανση του δημόσιου


τομέα, τόσο θα απαιτούνται βαρύτερα μέτρα για την ανακοπή του
κατήφορου και θα απομακρύνεται ο στόχος της ανάκαμψης
της οικονομίας; Δεν έκρυβαν την ιδιοτέλεια με την οποία
αντιμετώπιζαν την κρισιμότητα της κατάστασης. Έβλεπαν το δέντρο και
έχαναν το δάσος, εμμένοντας πεισματικά σε δήθεν αξιακά
προτάγματα.

Έτσι, το φαύλο πελατειακό Κράτος παραμένει πάντα ζωντανό.


Καθημερινά, όλο και περισσότερη σήψη αναδύεται στην επιφάνεια.
Οι παρεμβάσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων, προκειμένου να
εμποδίσουν την εξυγίανση του Κράτους, πλουτίζουν την καθημερινή
επικαιρότητα.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μπήκε στο στόχαστρο της


τότε αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ – αριστερά κόμματα) στην Ελλάδα το
Σύμφωνο Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάποιοι ζητούσαν την

303
κατάργησή του και άλλοι την ουσιαστική τροποποίησή του, με στόχο
την αποδέσμευση των χωρών της ευρωζώνης να εφαρμόσουν, η
κάθε μια, τη δική της οικονομική πολιτική. Για την Ελλάδα προτιμούσαν
την πολιτική της ασυδοσίας που γνώρισε ο τόπος για δεκαετίες.
Όλα θυσία στο βωμό των κομματικών σκοπιμοτήτων, γιατί δεν είναι
δυνατό να πιστέψει κανείς ότι τα κόμματα αγνοούσαν το σκοπό που
εξυπηρετούσε το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Με συνετή και μελετημένη προσπάθεια η τότε κυβέρνηση


Κ. Σημίτη κατάφερε να προσαρμόσει την οικονομία της χώρας και να
ανταποκριθεί στις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας, να γίνει
δεκτή στη Ζώνη του ευρώ από 1-1-2001 και να εφαρμόσει το νέο
νόμισμα από 1-1-2002. Για να επιβιώσει το ευρώ και να θωρακίσει τις
ευρωπαϊκές οικονομίες (άρα και την ελληνική που ήταν η πλέον
ευάλωτη) έπρεπε οι χώρες να σεβαστούν τους όρους του Συμφώνου
Σταθερότητας. Αν δεν συνέβαινε αυτό και η κάθε χώρα εφάρμοζε τη
δική της νομισματική πολιτική, τότε η τύχη του ευρώ θα ήταν
καταδικασμένη. Όμως, όλες οι χώρες το σεβάστηκαν και το ευρώ έκανε
μια λαμπρή μέχρι τότε πορεία και καθιερώθηκε ως το πλέον ισχυρό
νόμισμα του κόσμου.

Η Ελλάδα οφελήθηκε πολλαπλά από την ένταξή της στη Ζώνη


του ευρώ. Ανήκει σε μια από τις πιο ισχυρές ομάδες χωρών του
κόσμου, έχει ένα από τα πιο ισχυρά νομίσματα και απέκτησε τη
δυνατότητα, μαζί με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, να αντιμετωπίζει
τις παγκόσμιες εξελίξεις ευνοϊκά γι’ αυτή. Ήταν ο μόνος τρόπος να
απαλλαγεί από την απομόνωση, να παρακάμψει την υστέρηση και τη
μιζέρια, να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να ατενίσει με
αισιοδοξία το μέλλον.

Ανάπτυξη της οικονομίας με (σχεδόν) μηδενική παραγωγικότητα


ειδικότερα (στο δημόσιο τομέα), διαστροφική νοοτροπία και τεράστια

304
ελλείμματα και χρέη, δεν μπορεί να υπάρξει. Όταν οι πολίτες
επιδιώκουν να απολαμβάνουν ακούραστα τα αγαθά της καταναλωτικής
κοινωνίας και οι πολιτικοί ανέχονται και πολλές φορές ικανοποιούν
ακραίες συμπεριφορές, δεν μπορεί να υπάρξει αξιόλογη βελτίωση των
δημόσιων οικονομικών και αξιόπιστη ανάπτυξη.

Κοντολογίς, οι καιροσκοπικές υποσχέσεις της νέας κυβέρνησης


που προέκυψε στις 4 Οκτωβρίου 2009, καθώς και αυτής που προέκυψε
στις 25 Ιανουαρίου 2015, η πολύ φλυαρία και η καθυστέρηση λήψης
σοβαρών μέτρων, που προκάλεσαν την απερίσκεπτη αντίδραση των
ευρωπαίων αξιωματούχων και τα δυσμενή δημοσιεύματα του ξένου
τύπου, οδήγησαν τις «Διεθνείς αγορές» στην ακατάσχετη βουλιμία για
κερδοσκοπία σε βάρος της Ελλάδας και του ευρώ. Η βουλιμία αυτή
βρήκε πρόσφορο έδαφος στις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής
οικονομίας. Έτσι, προέκυψε μεγάλο έλλειμμα αξιοπιστίας και
εμπιστοσύνης στη χώρα και στην οικονομία της, κι αυτό ενθάρρυνε
τους κερδοσκόπους στο έργο τους.

Οι συνθήκες που επικράτησαν έκτοτε έκαναν το δανεισμό της


χώρας απαγορευτικό. Η επιβάρυνση που προέκυψε από τα αυξημένα
επιτόκια επιβάρυνε τα όποια οφέλη από το πρόγραμμα
σταθερότητας και οδήγησε την ελληνική οικονομία σε βαθιά και
μακροχρόνια ύφεση.

2.10.6. Η «Τρόικα» και οι υπαγορεύσεις των θεσμών.

Στις 2 Μαΐου 2010, ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις της


Τρόικα (Ε.Ε., Ε.Κ.Τ., Δ.Ν.Τ.) με την Ελληνική κυβέρνηση για τα μέτρα που
επέπρωτο να ληφθούν για την ανασύνταξη της ελληνικής οικονομίας
και υπογράφηκε το σχετικό «Μνημόνιο». Μέτρα επώδυνα στην
καθημερινότητα των πολιτών, με ανατροπές στο ασφαλιστικό, στο
φορολογικό, στο μισθολογικό, στις εργασιακές σχέσεις... Αναγκαίες
ωστόσο ήταν οι παρεμβάσεις του Μνημονίου σε ό,τι αφορά στις

305
απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές στο στενό και ευρύτερο Δημόσιο
Τομέα και στην πάταξη της σπατάλης, στην ουσιαστική
μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, στην επανασύσταση
του αναποτελεσματικού φοροεισπρακτικού μηχανισμού... κ.ά.,
παρεμβάσεις που είχαν και καταστεί επείγουσες και όφειλαν να είχαν
αντιμετωπιστεί από χρόνια.

Το αντάλλαγμα για τα μέτρα αυτά ήταν η χορήγηση δανείου


προς την Ελλάδα ύψους 110 δις ευρώ (80 δις από την Ευρωπαϊκή
Ένωση και 30 δις από το Δ.Ν.Τ.) καταβλητέου τμηματικά σε πολλές
δόσεις. Ανά τρίμηνο οι εκπρόσωποι των δανειστών (Τρόικα) θα
προέβαιναν σε έλεγχο της ελληνικής οικονομίας, θα παρακολουθούσαν
τις εξελίξεις στην επίτευξη των στόχων και θα ενεργούσαν, αν
χρειαζόταν, για λήψη διορθωτικών μέτρων. Κατά πόσο το δάνειο αυτό
ήταν αρκετό για να ξεπεράσει η χώρα την κρίση, είναι ένα ερώτημα.
Δυστυχώς, όσο βάθαινε η κρίση, η προοπτική της ανάπτυξης
απομακρύνονταν και η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών γίνονταν
απρόσιτη. Τα μέτρα που τελικά εφαρμόζονταν δεν μπορούσαν να
οδηγήσουν στη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, ούτε πολύ
περισσότερο στην ανάπτυξη. Μόνο προσωρινή ανακούφιση θα
μπορούσαν να προσφέρουν. Τα οριζόντια μέτρα (μείωση μισθών και
συντάξεων, αύξηση φορολογίας ...), που προτάθηκαν από τη Τρόικα
και εφαρμόζονται για οκτώ συνεχή χρόνια – πλήττοντας τα ασθενή
στρώματα της κοινωνίας – είναι αναποτελεσματικά και αδιέξοδα.
Οδήγησαν σε παρατεταμένη ύφεση και απομάκρυναν το στόχο της
ανάπτυξης, ενώ οι αναγκαίες δομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις στη
Δημόσια Διοίκηση δεν απετολμήθηκαν ακόμα.

Στις 9 Μαΐου 2010, συνεδρίασε το ECOFIN, δηλ. οι Υπουργοί


Εξωτερικών των 27 χωρών της Ε.Ε. και αποφάσισαν τη δημιουργία ενός
μόνιμου μηχανισμού στήριξης των χωρών της Ευρωζώνης, που θα

306
κινδύνευαν να υποστούν κερδοσκοπικές επιθέσεις. Ο μηχανισμός
αυτός με τον καιρό αναπροσαρμόστηκε και εξελίχθηκε.

Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της Ευρωζώνης, συζητείται ήδη


έντονα, μέσα και έξω από την Ε.Ε., η ολιγωρία που οι Ευρωπαίοι ηγέτες
επέδειξαν μέχρι σήμερα, παρά την επιδείνωση της κρίσης χρέους και
τις επιθέσεις των «αγορών», ενώ πλήθαιναν οι φωνές για άμεση
κινητοποίηση σε κεντρικό επίπεδο και η λήψη οργανωμένων μέτρων,
που θα συνέβαλε αποτελεσματικά στην αποθάρρυνση των
«αγορών» και θα οδηγούσε τις χώρες της Ευρωζώνης στην έξοδο από
την κρίση (τέλος 2010).

Ο στραγγαλισμός λοιπόν της ζήτησης που επέβαλε το Δ.Ν.Τ. και


η Ε.Ε. με το Μνημόνιο, βύθισε τη χώρα σε χρόνια ύφεση. Τα οριζόντια
μέτρα που επιβλήθηκαν από την «Τρόικα» και εφαρμόστηκαν από τις
Ελληνικές κυβερνήσεις οδήγησαν αναπόφευκτα, στη μείωση της
ενεργού ζήτησης (κατανάλωση συν επένδυση), με ό,τι αυτό
συνεπάγεται: Μείωση της παραγωγής, μείωση των κερδών,
«αποεπένδυση», αύξηση της ανεργίας, μείωση της φορολογητέας ύλης
και των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία..., με κατάληξη ένα φαύλο
κύκλο και βαθιά και χρόνια ύφεση, ενώ συγχρόνως θα δημιουργούσαν
αρνητική ψυχολογία. Ειδικότερα, η εμμονή στις δραματικές περικοπές
των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα – ήδη σημαντικά μικρότερες
(οι αμοιβές) από αυτές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα – είναι
επιεικώς ακατανόητη. Το διατυμπανιζόμενο συχνά επιχείρημα από
αξιωματούχους της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. ότι έτσι θα μειωθεί το κόστος
εργασίας και θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας,
είναι αίολο. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν επέρχεται, απλά,
με τη μείωση των αμοιβών, αλλά με την αύξηση της παραγωγικότητας,
η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την εξειδίκευση, την εισαγωγή
της νέας τεχνολογίας, την οργάνωση, την αλλαγή νοοτροπίας, τις
διαθρωτικές αλλαγές που καταργούν τις αγκυλώσεις της οικονομίας και

307
της οργάνωσής της. Η βελτίωση της παραγωγικότητας οδηγεί στη
μείωση του κόστους εργασίας και επομένως στη βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας.
Αντίθετα, το υψηλό λειτουργικό κόστος του στενού και ευρύτερου
δημόσιου τομέα, οφειλόμενο στους πελατειακούς διορισμούς
ακαταλλήλων, στις χαριστικές αμοιβές, στα «ρετιρέ»
μισθών και συντάξεων, στους υπεράριθμους, στη διαπλοκή,
στη νοοτροπία..., στη χαμηλή έως μηδενική παραγωγικότητα, αποτελεί
πράγματι το μεγαλύτερο αναστολέα στην πρόοδο της χώρας και
της οικονομίας της.

Έτσι, παρά τις ειλημμένες αποφάσεις, οι αναγκαίες


διαρθρωτικές παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση και ιδιαίτερα στις
ΔΕΚΟ... δεν αποτολμήθηκαν ακόμα. Οι αποκρατικοποιήσεις
περιμένουν, οι χαριστικές αμοιβές συνεχίζονται, το ενιαίο μισθολόγιο
καρκινοβατεί, η θρασύτατη σπατάλη δημοσίου χρήματος παραμένει
αμείωτη, οι κομματικά διορισμένοι στο Δημόσιο, αργόσχολοι,
παραμένουν στις θέσεις τους και απολαμβάνουν τις αργομισθίες τους,
μαζί τους και οι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί, η φοροδιαφυγή
καλπάζει το ίδιο έντονα, ο αναξιόπιστος φοροεισπρακτικός μηχανισμός
«αλωνίζει»... Η κυβέρνηση, άτολμη, παραμένει απλός θεατής ή
«χαϊδεύει» τους εργαζομένους του στενού και ευρύτερου δημόσιου
τομέα. (Α΄ εξάμηνο 2011).

Είναι αυτονόητο ότι, για να υπάρξει εξυγίανση και βιώσιμη


ευημερία, θα πρέπει το επίπεδο ζωής των εργαζομένων να συμβαδίζει
με τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας (και την παραγωγικότητα τους).
Αυτό σημαίνει ότι, όσοι ονειρεύονται να επανέλθουν σύντομα – και
ακούραστα στο πρότερο ασύδοτο καθεστώς, θα απογοητευτούν.
Η ευθυγράμμιση του επιπέδου ζωής με το ρυθμό ανάπτυξης και την
παραγωγικότητα θα απαιτήσει πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς και
λιτότητας. Μέχρι τότε, θα χρειαστεί να αλλάξει η νοοτροπία των

308
πολιτών και να προσαρμοστεί σε μια άλλη πραγματικότητα. Θα πρέπει
να αρκεστούν στο εφικτό (και με προσπάθεια) και όχι στο επιθυμητό
(και χωρίς προσπάθεια). Θα πρέπει να πάψουν να μεμψιμοιρούν ή να
αναζητούν εύκολες πηγές πλουτισμού, αμφιλεγόμενης προέλευσης.
Η χώρα, στο πλαίσιο της Ε.Ε. – και του καλώς εννοούμενου
συμφέροντος της – οφείλει να αντιμετωπίσει το μέλλον της με σύνεση
και ρεαλισμό και οι πολίτες να συμπαραταχθούν σε αυτό.

Όσο πλησίαζε το τέλος του 2010, άρχισε να ωριμάζει η σκέψη


- τόσο στην Ελλάδα, όσο και, κυρίως, στους δανειστές της - για
παράταση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου του «Μηχανισμού
Στήριξης» των 110 δις, καθώς και για μείωση του επιτοκίων δανεισμού,
που είχαν αρχικά αποφασιστεί. Όμως, αυτό δεν θεωρείται πλέον,
αρκετό για να βοηθήσει την Ελλάδα να διαχειριστεί το υπέρογκο
δημόσιο χρέος της (την περίοδο 2012-2015) και να βγει από την κρίση. Στο
τέλος του 2010, το δημόσιο χρέος διέγραφε μια έντονη τάση συνεχούς
επιδείνωσης. Για αυτό άρχισαν να πληθαίνουν οι φωνές, τόσο μέσα
στην Ε.Ε., όσο και εκτός αυτής – από ευρωπαϊκούς και διεθνείς κύκλους
– για αναδιάρθρωση του συνολικού χρέους της Ελλάδας, που θα
περιλάβει, πιθανότατα, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του,
τη μείωση του επιτοκίων δανεισμού και, ίσως, τη μερική διαγραφή
του..., προκειμένου οι δανειστές της να μη χάσουν τα χρήματά τους –
κυρίως οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες – , με αντάλλαγμα τη
σκληρή και μακροχρόνια λιτότητα στη χώρα.

Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι, αν τελικά η Ελλάδα


οδηγηθεί στην αναδιάρθρωση του υπέρογκου χρέους της – με φιλική ή
όχι διαδικασία – χωρίς να λύσει τα χρόνια προβλήματά της, δηλαδή
χωρίς να αντιμετωπίσει τα αίτια που δημιούργησαν τα ελλείμματα και
το χρέος, και συγχρόνως αν οι πολιτικές δυνάμεις και η κοινωνία δεν
αλλάξουν νοοτροπία, τότε το δημόσιο χρέος, πολύ σύντομα, θα
επανέλθει στις σημερινές ανεπίτρεπτες διαστάσεις. Η χώρα θα

309
περιφέρεται στην Ε.Ε., δίκην επαίτη, και θα εκλιπαρεί για βοήθεια, με
ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ευημερία του λαού της και τη
διεθνή αξιοπιστία της.

Το καλοκαίρι του 2011 (Ιούλιος) αποφασίσθηκε από τους


εταίρους στην Ευρωζώνη ένα νέο «πακέτο διάσωσης» της χώρας,
ποσού 159 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 109 δισ. ευρώ θα συνεισέφερε
η Ευρωζώνη. Από αυτά τα τελευταία (δηλ. τα 109 δισ. €), τα 49 δισ.
ευρώ αφορούσαν το υπόλοιπο του δανείου των 110 δισ. ευρώ.
Ο ιδιωτικός τομέας θα εισέφερε, μέχρι το 2014, κοντά στα 50 δισ. €
από ανταλλαγή ή/και επαναγορά ελληνικών ομολόγων. Το επιτόκιο
θα ήταν χαμηλό – περίπου 3,5% – η περίοδος αποπληρωμής του
δανείου θα ήταν από 15 έως 30 χρόνια με περίοδο χάριτος 10
χρόνια. Επί πλέον, αποφασίσθηκε να ενισχυθεί το Ευρωπαϊκό
Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), προκειμένου
να αντιμετωπιστεί τυχόν εξάπλωση της κρίσης χρέους, που θα
απειλούσε τη σταθερότητα της Ευρωζώνης.

Μετά την παραίτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ) και το


σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑ.Ο.Σ.) με
εξωκοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό, νέα συμφωνία, σε αντικατάσταση
της προηγούμενης, τον Οκτώβριο του 2011, προέβλεπε την εθελοντική
διαγραφή κατά 50% (το Φεβρουάριο 2012 οριστικοποιήθηκε στο
53,5%) των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονταν στα χέρια ιδιωτών
(π.χ. τραπεζών), συνολικής αξίας 206 δισ. ευρώ. Σε αντάλλαγμα, η
Ελλάδα υποβλήθηκε σε δεκαετή λιτότητα. Από την εθελοντική
διαγραφή το δημόσιο χρέος αναμένονταν να μειωθεί κατά 103 δισ.
ευρώ.

***

Μέσα, στο 2014 άρχισε να φαίνεται μια σύντομη αναλαμπή


ελπίδας στο τούνελ της απελπισίας: Το Ευρωπαϊκό κλίμα έναντι της

310
Ελλάδας έγινε ευνοϊκότερο, τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώθηκαν
(και το πρωτογενές πλεόνασμα έκανε δειλά την εμφάνισή του), τα
spreads και τα επιτόκια δανεισμού υποχώρησαν η πιστοληπτική
ικανότητα της χώρας αναθάρρυνε, οι Διεθνείς Αγορές έδειχναν να
εμπιστεύονται την Ελλάδα, η απόπειρα δανεισμού της χώρας από τις
Αγορές κρίθηκε επιτυχής, οι επενδυτές άρχισαν να δείχνουν το
ενδιαφέρον τους, η έξοδος από την κρίση φαίνονταν εφικτή και η
ανάκαμψη της οικονομίας κοντά.

2.10.7. Η Ελλάδα υποτροπιάζει.

Αυτά συνέβαιναν μέχρι το τέλος του 2014.

Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, έφεραν στην εξουσία την


αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κι εκεί που φάνηκε ότι άρχισε να
ανατέλλει ο ήλιος της Ελλάδας – στο τέλος του 2014 – εμφανίστηκε
ξανά ενισχυμένο το πελατειακό πολιτικό σύστημα (με τη μορφή της
κυβέρνησης αυτής) για να ανατρέψει την κατάσταση. Η Ελλάδα
υποτροπίασε αμέσως. Η νέα κυβέρνηση με ψεύδη και παλικαρισμούς
– ανασύροντας από το παρελθόν παλαιοκομματικές τακτικές –
αναρριχήθηκε στην εξουσία και οδήγησε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω,
με θύματά τους μη προνομιούχους Έλληνες και την πραγματική
οικονομία, που σήκωναν το βάρος της κρίσης. Η ελληνική κοινωνία
αποδείχθηκε για πολλοστή φορά ευκολόπιστη (ή ιδιοτελής) και
υπέγραψε με την ψήφο της την καταδίκη της πατρίδας. Η χώρα
βυθίστηκε ξανά στο βαθύ σκοτάδι. Το μέλλον φαίνονταν ξανά ζοφερό
και αβέβαιο. Η Ευρώπη, γέννημα/καρπός του αρχαίου ελληνισμού,
απείλησε με έξωση από τους κόλπους της το γεννήτορά της.1 Η νέα
κυβέρνηση το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να προσφέρει προστασία

1
Βλ. Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η Ελλάδα στη Δίνη της Οικονομικής Κρίσης, 2008-2015, Αθήνα
2016. Ηλεκτρονική έκδοση, Διαδίκτυο https://dionysioskontogiorgis.blogspot.gr

311
στο πελατειακό κράτος, αυτό που έφερε τη χώρα στην παρούσα
κατάσταση.

Η πορεία των γεγονότων οδήγησε την Ελλάδα στο κατώφλι της


εξόδου από τη Ζώνη του Ευρώ. Διακυβεύτηκε η πορεία της στην
Ευρώπη που είχε οραματιστεί και είχε κάνει πράξη ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής, παρά τις εσωτερικές αντιστάσεις που συνάντησε.
Αντιστάσεις που δεν οφείλονταν σε διαφορετική πολιτική άποψη, αλλά
σε αντιπολιτευτική τακτική με κίνητρο τη νομή της εξουσίας,
παραλλαγμένη με το μανδύα της ιδεολογίας.

Στη Μαραθώνια συνεδρίαση της Συνόδου Κορυφής στις 12


Ιουλίου 2015, αποφασίστηκε η χορήγηση ενός νέου δανείου στην
Ελλάδα, ύψους 86 δισ. ευρώ για τρία χρόνια (τα 40 δισ. ευρώ περίπου
επιβάρυναν το δημόσιο χρέος και τα υπόλοιπα 46 δισ. αφορούσαν την
κάλυψη τοκοχρεωλυσίων) και φυσικά υπογράφηκε το τρίτο Μνημόνιο
με τους σκληρούς όρους που συνόδευαν τη συμφωνία.
Οι σφοδρές κομματικές αντιπαραθέσεις θα ’πρεπε πλέον να
έχουν καταλαγιάσει, μέσα στη Δίνη της κρίσης. Κοινός στόχος όλων
θα ’πρεπε να είναι η σωτηρία της πατρίδας. Αν από το 2010, που η
κρίση χτύπησε για καλά την πόρτα της Ελλάδας, είχε επιτευχθεί η
απαραίτητη συσπείρωση των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας,
έναντι της απειλής της κρίσης και είχε χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του,
σήμερα η Ελλάδα θα ήταν μια άλλη χώρα.
Ακόμα κι αυτή την κρίσιμη στιγμή, το πολιτικό σύστημα και το
ιδιοτελές εκείνο τμήμα της κοινωνίας, που περιφέρεται ως κινούμενη
άμμος – ζητώντας στέγη και προστασία κάτω από το πολιτικό σύστημα
με αντάλλαγμα την ψήφο του για να μη χάσει τα κεκτημένα του –
συνεργάστηκαν με αμφίδρομη ιδιοτέλεια, παρότι ξέρουν ότι έτσι
οδηγούν τη χώρα στην άβυσσο.

312
Ο λαϊκισμός ευημερεί εκεί που επικρατεί άγνοια των πολιτών
για το πραγματικό τους συμφέρον, μέσα στις υποβαθμισμένες
περιοχές, εκεί που επικρατεί «πρωτογονισμός» στην κοινωνία. Εκεί που
το κριτήριο για το πραγματικό συλλογικό συμφέρον είναι συγκεχυμένο
και οι ψηφοφόροι είναι εύκολα θύματα ψευδών υποσχέσεων.
Για τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας δεν έκανε μέχρι τώρα
τίποτα καμία κυβέρνηση της κρίσης. Ούτε τώρα φαίνεται ότι θα κάνει η
κυβέρνηση της αριστεράς, παρότι ο τομέας αυτός μπορεί, αν
υποστηριχθεί σοβαρά, να κινήσει τη διαδικασία ανάπτυξης της χώρας,
να αυξήσει τα έσοδα του κράτους και τις εισφορές στα ασφαλιστικά
ταμεία. Με τις τακτικές της κυβέρνησης αυτής μόνο ο κρατικισμός
υπηρετείται. Τακτικές που υπηρέτησαν μέχρι σήμερα κυρίως οι
κεντρώες κυβερνήσεις και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Το μεταναστευτικό / προσφυγικό πρόβλημα έγινε οξύτατο.
Κύματα προσφύγων συνέρεαν στα νησιά του Αιγαίου..., με την
αμετροεπή πολιτική της αριστερής κυβέρνησης. Η κατάσταση στη χώρα
μέσα σε έξι μήνες (Ιανουάριος-Ιούνιος 2015) έγινε δραματικά χειρότερη
σε όλα τα μέτωπα.
Η συνέχιση αυτής της αρρωστημένης κατάστασης, μπορεί να
έχει οδυνηρές συνέπειες και σε άλλα μέτωπα που απειλούν τη χώρα,
όπως οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο (και στην Κύπρο), καθώς
και αυτές των ομόρων χωρών από βορρά κ.λπ. Η εξάρτηση της χώρας
από τους δανειστές της, αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική της
ικανότητα.
Η Ελλάδα σήμερα είναι αδύναμη λόγω της οικονομικής κρίσης
που τη μαστίζει και το μόνο στήριγμα για προστασία που έχει, είναι η
συμμετοχή της ως πλήρες μέλος στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αν βρεθεί
μόνη και αδύναμη έξω από την Ε.Ε., στο περιθώριο των εξελίξεων,
κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για την τύχη της.

313
Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονεύσουμε και τα εξής:

 Κατά πληροφορίες, το καλοκαίρι του 2017, οι μόνιμοι δημόσιοι


υπάλληλοι ήταν περίπου 566.000 και οι έκτακτοι περί τους 69.000.
Σύνολο 635.000 άτομα. Οι νεοπροσληφθέντες από την κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα 2,5 τελευταία χρόνια (2015-2017) – υπολογίζονται σε
45.000 άτομα – ανέβασαν το συνολικό αριθμό των δημοσίων
υπαλλήλων στους 680.000. Κατ’ άλλους σε 713.000. Η μείωσή τους σε
σχέση με την ηλεκτρονική απογραφή του 2010 οφείλεται στη
συνταξιοδότηση 130.000 περίπου δημοσίων υπαλλήλων κατά τη
διάρκεια της κρίσης. Το κόστος ωστόσο του Δημοσίου δεν μειώθηκε,
αφού οι αποχωρήσαντες (οικειοθελώς) αντί μισθού παίρνουν τη
σύνταξή τους. Επίσης, ο αριθμός των φορέων του Δημόσιου από 227 το
2015, έφτασε στους 374 και τα Ν.Π.Δ.Δ. από 1068 το 2015 ανήλθαν σε
1211, το 2017. Το πελατειακό Κράτος με τον κομματικό στρατό
«αυξάνεται και πληθύνεται».
 Η ανεργία το 2017 (Αύγουστος) κατέγραψε ποσοστό 22%

περίπου ενώ το επενδυτικό κλίμα παρέμεινε αρνητικό. Οι επενδυτές


δεν εμπιστεύονταν ακόμα την Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος βρίσκονταν
κοντά στο 180% του ΑΕΠ, ενώ οι οφειλόμενοι φόροι των ιδιωτών προς
το Δημόσιο έφτασαν τα 100 δισ. ευρώ και οι οφειλόμενες εισφορές στα
ασφαλιστικά ταμεία τα 35 δισ. ευρώ, περίπου.
 Η ανάπτυξη της οικονομίας έτρεχε με ρυθμό 0,8% το 2017

(Αύγουστος), ενώ η κυβέρνηση ανέμενε να κλείσει η χρονιά αυτή στο


2% περίπου.
 Από την ένταξη της Ελλάδας ως πλήρες μέλος στην Ε.Ε. το 1981

μέχρι σήμερα (2017) εισέρρευσαν (σύμφωνα με ανακοινώσεις) στη


χώρα 82,2 δισ. ευρώ, ως ενισχύσεις με τη μορφή των διαφόρων
πακέτων (Delor, ΕΣΠΑ ...) για τη δημιουργία υποδομών, την εκπαίδευση
των εργαζομένων, τις μεταφορές, την περιφερειακή ανάπτυξη... Δεν
κρύβεται ότι μεγάλο μέρος του ποσού αυτού, σπαταλήθηκε για την

314
ικανοποίηση πελατειακών σχέσεων του πολιτικού συστήματος και όχι
για το σκοπό που χορηγήθηκε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι παρακάτω


παρατηρήσεις:

Η εμμονή των θεσμών για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης


του 3,5%, είναι επιεικώς παράλογη. Θα στραγγίσει την ελληνική


οικονομία από ρευστότητα, θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα, θα
καταπνίξει τη ζήτηση – άρα δεν προσφέρει στην ανάπτυξη – , ενώ οι
δημόσιες δαπάνες (σπατάλες) δεν τιθασεύονται για πελατειακές
σκοπιμότητες. Αντίθετα, η άμεση αποκλιμάκωση του 3,5% των
πρωτογενών πλεονασμάτων, θα απελευθέρωνε πολύτιμους πόρους στη
μαστιζόμενη οικονομία και μαζί με ένα σοβαρό πρόγραμμα
αποκρατικοποιήσεων, θα αποτελούσε τη μηχανή εκκίνησης της
ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας.1 Το επικαλούμενο ενίοτε
από τους θεσμούς επιχείρημα ότι με τα υψηλά πλεονάσματα η Ελλάδα
θα εξοφλήσει συντομότερα τα χρέη της στους ευρωπαίους εταίρους,
είναι ανυπόστατο. Σε μια οικονομία σε παρατεταμένη στασιμότητα, τα
επιβαλλόμενα υψηλά πλεονάσματα πεδικλώνουν την ανάπτυξη και
άρα δεν μπορούν να είναι για πολύ χρόνο επιτεύξιμα. Εξ άλλου, είναι
γνωστό ότι τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας από τις Ευρωπαϊκές
χώρες είναι υψηλότερα από αυτά που οι ίδιες καταβάλλουν στις
διεθνείς Αγορές. Το ισοζύγιο είναι θετικό για αυτές. Κατά συνέπεια δεν
βλάπτονται, ούτε έχουν λόγους να ανησυχούν.
 Η επιμονή της Ελληνικής κυβέρνησης για άμεση αναδιάρθρωση

(ελάφρυνση) του Ελληνικού χρέους έχει κυρίως επικοινωνιακά κίνητρα.


Χωρίς να παραβλέπεται η σημασία της ελάφρυνσης (πολύ σημαντική
αναμφισβήτητα), όσο δεν αντιμετωπίζονται, οι χρόνιες παθογένειες
(δομικές και θεσμικές) της χώρας, το δημόσιο χρέος, θα επανέλθει

1
Είναι γνωστό ότι τα λαμβανόμενα μέτρα συνεχίζουν να είναι άκρως υφεσιακά.

315
σύντομα στα σημερινά αδιέξοδα, όποια και αν είναι η αναδιάρθρωση.
Η κακοδαιμονία της Ελλάδας είναι συνέπεια της αποσύνθεσης του
Κράτους (Δημόσια Διοίκηση και Πολιτικό Σύστημα).
 Τελευταία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναμασά τάχα την ανάγκη για

προσέλκυση επενδύσεων, τις οποίες όμως το κόμμα τις πολεμάει με


κάθε τρόπο. Οι αναχρονιστικές ιδεοληψίες των παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ
αντιστέκονται, ενώ οι τακτικισμοί της κυβέρνησης... δεν πείθουν. Όσον
δεν εξυγιαίνεται, ριζικά, το Κράτος, τα λόγια αποτελούν απλά
επικοινωνιακές ρητορείες.
 Το 50% του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας πηγαίνει κάθε χρόνο στη

φορολογία. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι υπάρχουν ομάδες


πληθυσμού που φοροδιαφεύγουν και άλλες που έχουν ευνοϊκό
καθεστώς φορολόγησης, η επιβάρυνση για τον υπόλοιπο συνεπή
πληθυσμό είναι μεγαλύτερη. Κι αυτό παίρνει σοβαρότερες διαστάσεις,
γιατί δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα στους πολίτες σε υπηρεσίες από
το Κράτος (υγεία, παιδεία, πρόνοια, δημόσια διοίκηση...). Είναι
αυτονόητο ότι το ποσοστό αυτό είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης,
όπου οι παρεχόμενες υπηρεσίες από το Κράτος, εκεί, είναι ασύγκριτα
καλύτερες.
 Στη διεθνή οικονομική ορολογία διαφέρει η έννοια της

Ανάπτυξης από την έννοια της Μεγέθυνσης. Η ανάπτυξη περιέχει


κυρίως ποιοτικά μεγέθη (π.χ. βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού και
αλλαγές στις δομές και στους θεσμούς του Κράτους). Η Μεγέθυνση
αντίθετα περιέχει ποσοτικά μεγέθη, δηλ. μεταβολή των ποσοτικών
δεικτών της οικονομίας. Στην Ελλάδα, όταν οι πολιτικοί αναφέρονται
στην ανάπτυξη εννοούν αποκλειστικά την μεταβολή των ποσοτικών
μεγεθών. Για τις ποιοτικές αλλαγές σιωπούν.

2.10.8. Τι χρειάζεται να γίνει.

Όπως φάνηκε απ’ όσα προηγήθηκαν, η κρίση στην Ελλάδα έχει


αρχή και τέλος στο Κράτος. «Αρχή», γιατί οι χρόνιες παθογένειες του

316
Κράτους έφεραν την κρίση στη χώρα. «Τέλος», γιατί μόνο με οριστική
εξυγίανση του Κράτους, θα βγει η χώρα από την κρίση. Αν από το 2009
η χώρα είχε υποβληθεί στη βάσανο της αντιμετώπισης της επερχόμενης
λαίλαπας της κρίσης, με μέτρα ριζοσπαστικά, δηλαδή με τη δυναμική
ρήξη με το κατεστημένο κομματικό Κράτος, σήμερα η κατάσταση θα
ήταν διαφορετική και η Ελλάδα θα ήταν μια άλλη χώρα.

Η ριζική εξυγίανση του Κράτους και η βελτίωση της


αποτελεσματικότητάς του, θα οδηγούσε – ας το επαναλάβουμε – στη
μείωση του λειτουργικού κόστους και στη γρήγορη περιστολή των
δημοσίων ελλειμμάτων (έως και στην εξάλειψή τους), η χώρα θα είχε
λιγότερη ανάγκη (έως καθόλου) της στήριξης των εταίρων της στην
Ευρωζώνη και φυσικά του Δ.Ν.Τ., θα έβγαινε πολύ γρήγορα στις
«αγορές», αν η ανάγκη το επέβαλε και θα δανείζονταν με λογικά
επιτόκια, θα έλλειπε όλη εκείνη η παραφιλολογία για έξοδο της χώρας
από το ευρώ, που δημιούργησε ανασφάλεια στους επενδυτές,
προκάλεσε φυγή των καταθέσεων και έφερε το «κούρεμα» του
ελληνικού χρέους, που έπληξε κυρίως τις ελληνικές τράπεζες...
Η μείωση των spreads και των επιτοκίων δανεισμού του Ελληνικού
Κράτους θα άνοιγε το δρόμο στις ελληνικές τράπεζες να αντλούν
δανειακά κεφάλαια με συμφέροντες όρους από την ευρωπαϊκή και
διεθνή αγορά. Άρα, η ρευστότητα στην ελληνική αγορά θα ήταν
επαρκής, οι επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να δανειοδοτούνται
με άνεση και χαμηλά επιτόκια – στο επίπεδο περίπου αυτών, των
υγιών οικονομιών της Ευρώπης – πολύ λιγότερες επιχειρήσεις θα
αποσύρονταν από την αγορά και πολύ λιγότεροι εργαζόμενοι του
ιδιωτικού τομέα θα έβγαιναν στην ανεργία. Η ύφεση θα είχε μικρότερη
διάρκεια και θα είχαν αποφευχθεί τα οριζόντια μέτρα που έπληξαν
περισσότερο τα αδύνατα εισοδήματα. Σύντομα η χώρα θα έβγαινε από
την κρίση και η ανάπτυξη θα ήταν δεδομένη. Το επιχείρημα που
εκπέμπεται από τους συνδικαλιστές και τα πολιτικά κόμματα, ότι οι

317
απολύσεις (εξυγίανση) στο Δημόσιο δεν θα μείωναν την ανεργία στον
ιδιωτικό είναι αίολο και υποκριτικό.

Είναι φανερό ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει άμεση


σχέση με τις δυσλειτουργίες του Κράτους και το δυσβάσταχτο
λειτουργικό κόστος μαζί με τις μετριότητες που υπηρετούν την πολιτική
εξουσία, ανεξαρτήτως κόμματος. Θα ήταν ευχής έργο, η κρίση αυτή να
αποτελέσει, τουλάχιστο, την ευκαιρία για μια καινούργια αρχή, να
καταργήσει τις αγκυλώσεις και να εξυγιάνει τη λειτουργία του Κράτους.
Ακόμα, να συμβάλλει στη ριζική αλλαγή της νοοτροπίας των ηγεσιών
των συνδικάτων και στην απομάκρυνσή τους από τον εναγκαλισμό τους
με την πολιτική εξουσία.

Είναι εντούτοις απορίας άξιο πως, ενώ η κρίση στην Ελλάδα


είναι συνέπεια, εν πολλοίς, των δυσλειτουργιών του δημόσιου τομέα,
όλο σχεδόν το βάρος για την έξοδο της χώρας από την κρίση επωμίζεται
ο ιδιωτικός τομέας. Η ανεργία για παράδειγμα τροφοδοτείται
κατ’ αποκλειστικότητα από τον ιδιωτικό τομέα. Στο δημόσιο τομέα, ο
οποίος συντηρεί στρατιές αργόσχολων, κομματικά διορισμένων, δεν
υπάρχει ανεργία. Όλοι παραμένουν βολεμένοι στη θέση τους, ακόμα
και τώρα που βαθαίνει όλο και περισσότερο η κρίση. Και φυσικά κατά
παράβαση του Συντάγματος (άρθρο 4), που ορίζει ισότητα στα
δικαιώματα και στις υποχρεώσεις όλων των Ελλήνων πολιτών. Η (κάθε)
κυβέρνηση φαίνεται ότι φοβάται τη ρήξη με τις συντεχνίες και το
κομματικό Κράτος, που λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα, γι’ αυτό και
αδρανεί επικίνδυνα.

Η λύση λοιπόν στο πρόβλημα της χώρας, βρίσκεται στη


δραστική μείωση του Κράτους, στις εκ βάθρων αλλαγές στο στενό και
στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις δομές και στις νοοτροπίες, που θα
οδηγήσουν στην περιστολή της εξωφρενικής δημόσιας δαπάνης και της
καταλήστευσης των κρατικών ταμείων, στην πάταξη της φοροδιαφυγής

318
και εισφοροδιαφυγής με μηχανισμούς που μηδενίζουν τη διαπλοκή,
στην διάλυση του κατεστημένου κομματικού Κράτους, που υποθάλπει
τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις και πολλαπλασιάζει τους
κρατικοδίαιτους, στον εξορθολογισμό των αμοιβών των εργαζομένων
στο Δημόσιο (ενιαίο μισθολόγιο), που θα οδηγήσει στην κατάργηση
των αναρίθμητων επιδομάτων και άλλων χαριστικών αμοιβών, στην
εξάλειψη των προνομιούχων των ασφαλιστικών ταμείων, στην
εφαρμογή ενός μελετημένου και αυστηρού οργανογράμματος των
υπηρεσιών του Δημοσίου, σύμφωνα με τις ανάγκες του Κράτους, με
σαφή περιγραφή των εργασιών κάθε θέσης (job description), που θα
διευκολύνει τις διαδικασίες, θα ελαχιστοποιήσει τη γραφειοκρατία, θα
απομακρύνει τους αργόσχολους και τους επίορκους, θα αυξήσει την
παραγωγικότητα και θα βελτιώσει το λειτουργικό κόστος και μαζί την
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Άρα, επιβάλλεται επάνδρωση του οργανογράμματος αυτού με


στοχευμένες προσλήψεις, εξειδικευμένο προσωπικό, κατάλληλο για τη
θέση που προορίζεται και επιλογή του με αυστηρά αξιοκρατικά
κριτήρια. Αναδιάρθρωση και εξυγίανση των ΔΕΚΟ (συγχωνεύσεις,
καταργήσεις...), των ΟΤΑ, των ασφαλιστικών ταμείων, των
νοσοκομείων... Αποκρατικοποιήσεις, που θα απαλλάξουν το Δημόσιο
από το κοστολογικό βάρος και θα εισφέρουν έσοδα στο Κράτος,
σταθερό φορολογικό σύστημα με αναπτυξιακό προσανατολισμό,
αξιοποίηση (και χρηστή διαχείριση) των χρηματοδοτήσεων που
προέρχονται από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, αξιοποίηση της δημόσιας
ακίνητης περιουσίας, δημιουργία ελκυστικών συνθηκών για την
προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων (ξένων και ντόπιων
κεφαλαίων), μέτρα για την ενίσχυση των στρατηγικών τομέων της
οικονομίας, που παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα (όπως ο
τουρισμός, η εμπορική ναυτιλία, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι της
χώρας...), δημόσια έργα, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων,

319
κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών που θα επαναφέρει τη ρευστότητα
στην αγορά, «σπάσιμο» των καρτέλ και απρόσκοπτη λειτουργία της
εσωτερικής αγοράς, που θα οδηγήσει σε εξισορρόπηση των τιμών...
Μα πάνω απ’ όλα, αλλαγή νοοτροπίας των πολιτικών και όλων όσων
επανδρώνουν και διοικούν το στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Οι ασχολούμενοι μέχρι τώρα με τα κοινά είναι, οι περισσότεροι,
μετριότητες που διακατέχονται από την ακατάσχετη βουλιμία για
εξουσία και πλουτισμό και μόνο γι’ αυτό. Χρειάζονται λοιπόν δομικές
και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, πολλοί
μιλούν για μεταρρυθμίσεις, αμφιβάλλω όμως αν γνωρίζουν το ακριβές
περιεχόμενό τους.

Μέσα από τις επιδιώξεις αυτές, θα επέλθει ελάφρυνση του


λειτουργικού κόστους και βελτίωση της παραγωγικότητας του
δημόσιου τομέα, θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής
οικονομίας, θα αναζωογονηθεί η αγορά και θα επανεκκινήσει η
ανάκαμψη. Η έξοδος της χώρας από την κρίση και η επαναφορά της σε
τροχιά ανάπτυξης θα οδηγήσει σε μείωση των ελλειμμάτων και του
δημόσιου χρέους και επομένως σε απεξάρτηση της χώρας από τις
«διεθνείς αγορές», με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ριζική αλλαγή
της λειτουργίας του Κράτους και της νοοτροπίας του πολιτικού
συστήματος και, φυσικά, αποδέσμευση της λειτουργίας του Κράτους
από τις εναλλαγές των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία.

Τα κόμματα, δυστυχώς, έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά


και επιδίδονται για να επιβιώσουν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και
πελατειακές σχέσεις, στην καπηλεία των ασθενέστερων στρωμάτων της
κοινωνίας, στο λαϊκισμό, στον καιροσκοπισμό, στη συκοφαντία...
Ο νέος κύκλος ανάπτυξης, στη χώρα, δεν αρκεί να στηρίζεται μόνο σε,
ποσοτικά μεγέθη, χρειάζεται πρωτίστως να εμφορείται από «αρχές και
αξίες».

320
Ο μόνος τρόπος να καταφέρει η Ελλάδα υπερασπιστεί τον
Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και την παραμονή της στη Ζώνη του
Ευρώ, είναι να απομονώσει και να αποβάλει τις αντιδραστικές
συντεχνίες, να ανασυντάξει τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις, να ενισχύσει
την κοινωνική συνοχή της και να προωθήσει την ανάπτυξή της, που θα
οδηγήσει στην πραγματική σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, αν εστιάσει στη δημοσιονομική πειθαρχία
με υπεύθυνες πολιτικές και στις βαθιές τομές, που θα αλλάξουν τη
μορφή του Κράτους και του παραγωγικού της μοντέλου. Ο στρατηγικός
σχεδιασμός από μηδενική βάση είναι αναπόφευκτος.
Για να ανατραπεί το κλίμα της απαισιοδοξίας λαού και
παραγόντων της οικονομίας και να αποκατασταθεί η έλλειψη
εμπιστοσύνης στη χώρα και στο πολιτικό της σύστημα, χρειάζεται τα
μέτρα που λαμβάνονται, να αποδώσουν θετικό δημοσιονομικό
αποτέλεσμα, ώστε να γίνει ορατή η έξοδος (της χώρας) από την κρίση
και η επανεκκίνηση της ανάκαμψης. Να καταστεί ο δημόσιος τομέας
ευλύγιστος και αποτελεσματικός και ο ιδιωτικός τομέας τολμηρός και
ανταγωνιστικός στην εθνική και διεθνή αγορά και να ενθαρρυνθούν
πρωτοβουλίες που μεγεθύνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Τα
μέτρα αυτά χρειάζεται να ενσωματωθούν σε ένα μακροπρόθεσμο
(στρατηγικό) σχεδιασμό με συγκεκριμένους, ξεκάθαρους και
ρεαλιστικούς στόχους.
Είναι αυτονόητο ότι οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι
τώρα είναι ανεπαρκείς και δεν στοχεύουν στον πυρήνα του
προβλήματος. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική που
υπερβαίνει το Μνημόνιο, για να βγει η χώρα από την κρίση. Κι αυτό
πρέπει να γίνει άμεσα. Η ανάκαμψη δεν μπορεί να στηριχθεί σε
περιστασιακά μέτρα. Επιβάλλεται η κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα,
αλλά αυτό είναι δύσκολο να γίνει, όσο παραμένουν οι χρόνιες
αγκυλώσεις της Δημόσιας Διοίκησης, όσο διαιωνίζονται τα δημόσια

321
ελλείμματα, όσο υπάρχει κλίμα αβεβαιότητας και δυσπιστίας
στην ελληνική οικονομία. Άρα, χρειάζεται να υπάρξει εμπιστοσύνη,
φιλικό περιβάλλον για καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες,
ενίσχυση της πεποίθησης ότι η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ,
βελτίωση του παραγωγικού ιστού με εξωστρεφή προσανατολισμό,
πράγμα που επιβάλλει την ενδυνάμωση της παραγωγής των,
διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, με υψηλή
προστιθέμενη αξία.

Η χώρα λοιπόν χρειάζεται Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης, που


εξειδικεύει τις πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη – χωρίς να θέτει
σε κίνδυνο τη δημοσιονομική προσαρμογή – με μακροπρόθεσμους και
βραχυπρόθεσμους στόχους. Μερικοί από αυτούς θα μπορούσε να είναι
η επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, η αξιοποίηση
των πόρων των Ευρωπαϊκών Ταμείων (ΕΣΠΑ), η εξασφάλιση πόρων από
την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, οι μεταρρυθμίσεις στο στενό και
ευρύτερο δημόσιο τομέα, που θα συμβάλουν στην περιστολή της
γραφειοκρατίας (απλοποίηση διαδικασιών, ελάφρυνση του
κοστολογικού βάρους...), η εξασφάλιση σταθερού φορολογικού
συστήματος με αναπτυξιακό προσανατολισμό, η επιδίωξη
κινητικότητας στην αγορά εργασίας, η βελτίωση του
χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος (εμπιστοσύνη στο τραπεζικό
σύστημα, επαναφορά των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες,
ανακεφαλοποίηση των τραπεζών, κλπ.), αναπροσανατολισμός του
παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας με προϊόντα ανταγωνιστικά στις
εξωτερικές αγορές, δράσεις που ευνοούν την προσέλκυση επενδυτικών
κεφαλαίων και λύνουν κατά τρόπο μόνιμο το πρόβλημα της
δημοσιονομικής ανισορροπίας.
Η συνεχής άνοδος της παραγωγικότητας - και όχι απλά η μείωση
των μισθών - θα επιφέρει τη βελτίωση και τη διατηρησιμότητα της
ανταγωνιστικότητας. Αυτό θα επιτευχθεί με την εξειδίκευση, την

322
εισαγωγή της νέας τεχνολογίας (καινοτομίες), τον εκσυγχρονισμό του
θεσμικού πλαισίου, την άρση των στρεβλώσεων, τον
αναπροσανατολισμό της παραγωγής..., με στόχο την αύξηση των
εξαγωγών και την υποκατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των
εισαγωγών, επομένως τη βελτίωση του ελλείμματος του εμπορικού
ισοζυγίου, που διαιωνίζεται από τη σύσταση του νεότερου Ελληνικού
Κράτους.
Η ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ, επιβάλλει πλέον τον
εξωστρεφή προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας
(και παραγωγής) και φυσικά με προϊόντα ανταγωνιστικά στην
ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά,1 και σε κλάδους παραγωγής με υψηλή
προστιθέμενη αξία και συγκριτικό πλεονέκτημα, λαμβάνοντας υπόψη
τις εξελίξεις στις ξένες αγορές και σε προϊόντα αναβαθμισμένα
ποιοτικά, ώστε να αρχίσει να υλοποιείται ο στόχος της δραστικής
μείωσης του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, μέχρι
εξάλειψής του.
Η ευθύνη λοιπόν για ό,τι συμβαίνει σήμερα, πρέπει να
αναζητηθεί στο εσωτερικό της χώρας και όχι στους «ξένους».
Η παρούσα κρίση στην Ελλάδα δεν είναι καθαρά οικονομική. Έχει ως
αφετηρία της, την έρπουσα πολιτική κρίση που σέρνεται από το 1981.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι, τη δύσκολη αυτή ώρα, έριξαν στην Ελλάδα
σωσίβια λέμβο (με τη γενναιοδωρία τους). Το ότι η χώρα δεν
επωφελήθηκε να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να ορθοποδήσει,
φταίει το πολιτικό σύστημα, που αρνήθηκε να χτυπήσει το κακό στη
ρίζα του (το πελατειακό Κράτος). Η ευθύνη των Ευρωπαίων εντοπίζεται
στις λανθασμένες συνταγές (υφεσιακές) που υπαγόρευσαν στην
Ελλάδα για να βγει από την κρίση – είτε από άγνοια της ελληνικής
πραγματικότητας, είτε από ελλιπή γνώση των μακροοικονομικών
μηχανισμών. Όμως, αυτό συνέβη γιατί η Ελλάδα δεν είχε το δικό της

1
Και αντίστοιχα περιορισμό της πληθώρας των παρασιτικών επαγγελμάτων.

323
εθνικό στρατηγικό σχέδιο δράσης για την έξοδό της από την κρίση.
Δυστυχώς, οι στρεβλώσεις της Δημόσιας Διοίκησης συνεχίζονται, η
φοροδιαφυγή καλπάζει, το πελατειακό πολιτικό σύστημα «ζει και
βασιλεύει»1...

Το κτήριο που έχει υποστεί σοβαρές φθορές δεν


επιδιορθώνεται με μπαλώματα, επιβάλλεται η ολική κατεδάφισή του
και η εκ νέου ανοικοδόμησή του, με καινούρια υλικά. Η εκ θεμελίων
αναδιοργάνωση του κράτους, δομική και θεσμική, δεν μπορεί να είναι
ευχάριστη για όλους (Σόλων).

Είναι αυτονόητο ότι η κάθε χώρα της Ζώνης του Ευρώ, οφείλει
να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας. Στις περιόδους ωστόσο
έκτακτων γεγονότων είναι απαραίτητο να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ
τους, προκειμένου να εξουδετερώνονται οι ανεπιθύμητες συνέπειες
στη σταθερότητα και στη συνοχή τους, που είναι ο μόνιμος στόχος
της Ένωσης. Για να είναι διατηρήσιμη, χωρίς κλυδωνισμούς αυτή η
σταθερότητα και η συνοχή, επιβάλλεται οι χώρες της Ευρωζώνης
να λειτουργούν «ως ομάδα», με ανεπτυγμένο το αίσθημα
της αλληλεγγύης. Να εκλείψει η εθνική περιχαράκωση. Μόνο
έτσι θα επιβιώσει το ενιαίο νόμισμα και θα θωρακίσει τις

1
Κατά τον F. Perroux, η Ανάπτυξη (dévelopment) είναι:
 Αφενός, το σύνολο των αλλαγών στον τρόπο σκέψης και στις κοινωνικές συνήθειες ενός
λαού, που θα του δώσουν τη δυνατότητα να αυξήσει – κατά τρόπο διαρκή - το συνολικό
πραγματικό προϊόν.
 Αφετέρου, το σύνολο των αλλαγών στο οικονομικό σύστημα (και όχι μόνο) και στον τρόπο
της οργάνωσης τους, που θα καθορίσουν τη Μεγέθυνση (croissauce), δηλ. την ποσοτική
αύξηση του πραγματικού εθνικού προϊόντος.
Άρα, η Ανάπτυξη (ή η υπανάπτυξη) δεν είναι μόνο, - καθαρά -, οικονομική υπόθεση. Έχει
κυρίως σχέση και με τον παράγοντα άνθρωπο. Δηλ. χρειάζονται, παράλληλα, αλλαγές τόσο
στον άνθρωπο, όσο και στις οικονομικές (και λοιπές) δομές και στους θεσμούς του Κράτους. Για
να επιτευχθεί η Ανάπτυξη, που θα επιφέρει τη Μεγέθυνση, κατά τρόπο διαρκή, χρειάζεται να
συνυπάρξουν αρμονικά οι τρεις συντελεστές: Κοινωνικές ομάδες, πολιτικό σύστημα και
καινοτομίες (Francois Perrou, Πρόλογος στο Βιβλίο του Elias Gannagé L’ ECONOMIE OU
DEVELOPPEMENT).

324
Ευρωπαϊκές οικονομίες, κάτι που δεν φαίνεται να έχει γίνει ακόμα
κατανοητό.

Η αυτονόητη συμφωνία των κομμάτων – και αυτών με τους


θεσμούς – για τα διαχρονικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την
έξοδο της χώρας από την κρίση και την εξασφάλιση των δανειστών της,
είναι ένας σοβαρός λόγος για την αναζήτηση συναίνεσης, σε εθνικό
επίπεδο, αφού μεσοπρόθεσμα δεν μπορεί να αποκλειστεί η αλλαγή
πολιτικού σκηνικού. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, θα απαιτηθούν
αμοιβαίες υποχωρήσεις και ρεαλισμός, χωρίς πολιτικές ή άλλες
σκοπιμότητες, ώστε να εξευρεθεί κοινή συνισταμένη και να επιτευχθεί
η μέγιστη δυνατή συναίνεση.

325
ΚΕΦ. 3. Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΖΩΗ1.

Ο ερευνητής που σπεύδει να κάνει Ιστορική αξιολόγηση σε


φιλολογικά και καλλιτεχνικά έργα, σύγχρονα, όταν ο χρόνος δεν έχει
ακόμα κατασταλάξει, κινδυνεύει - νομίζω - να παρασυρθεί από το
υποκειμενικό στοιχείο και να παρουσιάσει μια εικόνα παραποιημένη
και συνεπώς αναξιόπιστη.

Όταν άρχισα, να ασχολούμαι με το ΜΕΡΟΣ αυτό του Νεότερου


Ελληνισμού, ένοιωσα ότι η μη αναφορά στην πνευματική και
καλλιτεχνική ζωή της περιόδου αυτής θα άφηνε ένα μεγάλο κενό και θα
αδικούσε τους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς. Γι’ αυτό και
προβληματίστηκα. Το ανεπαρκές γνωστικό μου πεδίο, πάνω στο θέμα
αυτό, μου δημιούργησε αναστολές. Τελικά αναγκάστηκα να τολμήσω.
Περιορίστηκα όμως σε μια συνοπτική παρουσίαση χωρίς αξιολόγηση
και χωρίς φιλοδοξίες – ψυχρή παράθεση ονομάτων – αλιεύοντας
πληροφορίες από εργασίες αξιόλογων ερευνητών, λαμπρούς γνώστες
της ελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής, τους οποίους
μνημονεύω και τους ευχαριστώ. Είναι προφανές ότι οι σκέψεις αυτές
διαπερνούν όλη την ενότητα αυτή.

Στα επόμενα θα αναφερθώ στη λογοτεχνία (ποίηση,


πεζογραφία, ιστοριογραφία), στη φιλοσοφία, στο θέατρο, στη
Μουσική, στις καλές τέχνες (Αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική), στον
κινηματογράφο ως τέχνη.

1
Πολλές πληροφορίες της ενότητας αυτής αντλήθηκαν από το συλλογικό έργο «ΕΛΛΑΔΑ»,
Τόμος 7, Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα 2016.

326
3.1. Η Ελληνική Λογοτεχνία.1

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, έκλεισε μια


περίοδος της ελληνικής πνευματικής ζωής και άνοιξε μια άλλη, αυτή
της Οθωμανικής κατοχής και της Ενετοκρατίας. Οι συνθήκες που
επικράτησαν έκτοτε διαμόρφωσαν το περιβάλλον, επομένως και το
χαρακτήρα της ελληνικής πνευματικής ζωής. Έτσι, εμφανίστηκαν,
κυρίως, η Κρητική Σχολή και η Επτανησιακή Σχολή. Τις πρώτες
δεκαετίες του Νεότερου Ελληνικού Κράτους (1830-1880), η
Νεοελληνική Λογοτεχνία αντανακλούσε το ρομαντισμό του 19ου αιώνα,
που επικρατούσε στην Ευρώπη. Η Μικρασιατική καταστροφή, οι
πόλεμοι, και ο εμφύλιος, διαμόρφωσαν το δικό τους περιβάλλον, που
έστρεψε τη λογοτεχνία σε νέες αλλαγές, πιο ρεαλιστικές, ενώ μετά τη
λήξη των πολέμων (από το 1950 και μέχρι σήμερα) διαμορφώθηκε μια
νέα κατάσταση (στη νεοελληνική Λογοτεχνία).

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η σκλαβιά εξαφάνισε την


πνευματική ζωή της χώρας και την παραγωγή πνευματικού έργου.
Ο Ελληνισμός αναγκάστηκε να αναπτύξει την πνευματική του
δραστηριότητα στις φραγκοκρατούμενες περιοχές: Κρήτη, Κύπρο,
νησιά του Αιγαίου, Επτάνησα, αλλά και στη διασπορά. Η εκκλησιαστική
λογοτεχνία αποτέλεσε μέρος της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Αναπτύχθηκε κυρίως το 17ο αιώνα και γνήσιοι εκπρόσωποι της
εμφανίστηκαν στη Βενετία: Ο Γεράσιμος Βλάχος, Μητροπολίτης
Φιλαδελφείας (1605-1685), φιλόσοφος και θεολόγος, ο Γεράσιμος
Παλλαδάς, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο Φραγκίσκος Σκούφος, στην
τέχνη της εκκλησιαστικής ρητορικής, ο Μελέτιος Μήτρου
(εκκλησιαστική ιστορία), ο Ηλίας Μηνιάτης….

1
Βλ. Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής
Τράπεζας, Αθήνα 2015.

327
Ο 18ος αιώνας ήταν για τα ελληνικά γράμματα αντί-ποιητικός,
όπως και για τη λογοτεχνία της υπόλοιπης Ευρώπης. Τα σποραδικά
λογοτεχνικά έργα του 18ου αιώνα, εποχή του Διαφωτισμού, ανήκουν σε
Έλληνες της διασποράς, κυρίως φαναριώτες και είναι στοχαστικά
ποιητικά έργα. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός ήταν ως γνωστό
επηρεασμένος από τον Ευρωπαϊκό, με κυρίους εκπροσώπους τον
Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833), το Ρήγα Φερραίο - Βελεστινλή (1757-
1798) και τους Ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας.

3.1.1. Οι απαρχές της Ελληνικής Λογοτεχνίας.

Η Κρήτη από το 1211 ως την κατάληψη της από τους Τούρκους


το 1669 ήταν υπό τη Βενετική κυριαρχία, για 450 χρόνια.1 Η Κρητική
πνευματική ζωή της εποχής της Ενετοκρατίας, προετοίμασε το έδαφος
για την άνθηση της Κρητικής Λογοτεχνίας, που συνέβη τα τελευταία
100 χρόνια πριν από την κατάλυση του νησιού το 1669 από τους
Οθωμανούς. Την περίοδο αυτή έδωσε αξιόλογα έργα γλωσσικής και
λογοτεχνικής αρτιότητας. Στην πρώτη φάση (από το δεύτερο ήμισυ του
14ου αιώνα), η Κρητική λογοτεχνία ήταν συνέχεια της
Βυζαντινής παράδοσης. Αργότερα, σημειώθηκαν οι πρώτες
επιδράσεις από τη Δυτική Ευρώπη, μια που το νησί κατέχονταν από
τους Ενετούς.

Η δεύτερη αυτή φάση της Κρητικής λογοτεχνίας (1590-1669)


ήταν περίοδος άνθησης του Κρητικού θεάτρου: Τραγωδία, κωμωδία,
ποιμενικό και θρησκευτικό δράμα. Η «Βοσκοπούλα», αγνώστου
συγγραφέα, είναι ποιμενικό έργο ειδυλλιακής ποίησης. Γράφτηκε περί
το 1600 και πρωτοδημοσιεύθηκε το 1627 στη Βενετία. Η «Πανώρια»
του Γεωργίου Χορτάτση είναι επίσης ποιμενικό δράμα. Στο Γ. Χορτάτση
αποδίδεται και το έργο «Κατσούρμπος», κωμωδία.

1
Φ. Α. Δημητρακόπουλος, Νεοελληνική Λογοτεχνία, συλλογικό έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7,
Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2016, σελ. 16-23.

328
Στην τραγωδία κατατάσσονται τα έργα:
 «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση. Πρωτοδημοσιεύθηκε στη
Βενετία το 1637.
 Ο «Βασιλεύς Ροδολίνος» του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου,
δημοσιεύθηκε στη Βενετία το 1647.
 Ο «Ζήνων», αγνώστου συγγραφέα, γράφτηκε μετά το 1648.
Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Ζήνωνα
και στις δολοπλοκίες του για να κρατήσει το θρόνο.
Το θρησκευτικό δράμα «Η θυσία του Αβραάμ» αποδίδεται από
ορισμένους στον ποιητή Βιτσέντζο Κορνάρο. Όμως, το πιο γνωστό έργο
της Κρητικής λογοτεχνίας είναι ο «Ερωτόκριτος», έμμετρο ερωτικό
μυθιστόρημα του Βιτσέντζου Κορνάρου. Σώζεται σε χειρόγραφα του
1710, γραμμένο στην Κεφαλλονιά και πρωτοδημοσιεύθηκε το 1713 στη
Βενετία. Ο ποιητής αφηγείται τον έρωτα δύο νέων, του Ερωτόκριτου
και της Αρετούσας, μονάκριβης κόρης του βασιλιά της Αθήνας Ηρακλή.
Ο Ερωτόκριτος ήταν γιός του συμβούλου του βασιλιά. Ο βασιλιάς
φυσικά δεν ενέκρινε το γάμο τους.

3.1.2. Η πνευματική ζωή στα Επτάνησα.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669,


η πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση της Κρήτης μεταφέρθηκε στα
Επτάνησα. Η κληρονομιά της Κρήτης, αφενός, και οι Ιταλικές
πολιτιστικές επιδράσεις, αφετέρου, διαμόρφωσαν την πνευματική
ταυτότητα στα Επτάνησα.1 Επίσημη γλώσσα στα νησιά του Ιονίου ήταν
τότε η Ιταλική. Η λογοτεχνία όμως υιοθέτησε την απλή ελληνική, τη
Δημοτική και όχι την αρχαΐζουσα. Ως προς τον ιδεολογικό
προσανατολισμό, το πνευματικό έργο στα Επτάνησα
είχε τα χαρακτηριστικά: Λυρισμός, σάτιρα, κωμωδία, πολεμική –

1
Δ. Αγγελάτος, Η Λογοτεχνία στα Επτάνησα, συλ. Έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, Έκδοση ΠΑΠΥΡΟΣ,
Αθήνα 2016, σελ. 28-35.

329
πατριωτική ποίηση. Οι πνευματικές, ιδεολογικές και καλλιτεχνικές
αναζητήσεις δεν έπαψαν να βρίσκονται «σε διαρκή και γόνιμη σχέση»
με την Ευρώπη. Η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Κράτους των Ιονίων
νήσων το 1824 – της Ιόνιας Ακαδημίας – έπαιξε ένα πολύ θετικό ρόλο
στην πολιτιστική εξέλιξης της Επτανήσου.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Επτανησιακής πνευματικής ζωής
είναι:
 Ο Διονύσιος Σολωμός (1789-1857), Ζάκυνθος, Κέρκυρα. Αρχικά
έγραψε στα ιταλικά. Αργότερα, μεταπείστηκε να γράψε στα ελληνικά.
Το έργο του αποτελεί την ωριμότερη έκφραση της λογοτεχνικής
δημιουργίας στα Επτάνησα και δημιούργησε Σχολή, την «Επτανησιακή
Σχολή». Έγραψε στην απλοποιημένη δημοτική, χωρίς υπερβολές.
 Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), Ζάκυνθος. Είχε κλασική κυρίως
παιδεία. Αρχικά έγραψε ωδές και τραγωδίες στα Ιταλικά, αργότερα και
στα ελληνικά. Δημοσίευσε τα πρώτα του έργα στη Γενεύη και στο
Παρίσι.
 Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος (1787-1832), Λευκάδα. Υπήρξε
αντιρομαντικός. Στο έργο του κυριαρχούν οι αντιρομαντικές τραγωδίες
και οι στίχοι.
 Ο Αντώνιος Μάτεσις (1794-1875), φίλος του Διονυσίου Σολωμού
στη Ζάκυνθο, δημοτικιστής, έγραψε – εκτός από την ποίηση
πατριωτικού περιεχομένου – και ένα θεατρικό έργο σε πεζό λόγο, με
θέμα κοινωνικό: «Ο βασιλικός».
 Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896). Εκπροσωπεί κυρίως την Κρητική
λογοτεχνία. Τα κείμενα του διακρίνονται από αρετές. Τα έργα του
αφορούν μεταφράσεις του Σαίξπηρ, κριτική, στοχασμούς, μελέτη της
φιλολογικής γλώσσας.
 Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901), Κεφαλλονιά, σατυρικός
συγγραφέας (κοινωνική και πολιτική Σάτιρα της Εποχής). Ασχολήθηκε
κυρίως με τον πεζό λόγο.

330
3.1.3. Η λογοτεχνία του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.

Μετά την ένωση της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα το 1864,


η πνευματική και πολιτιστική της παράδοση ακολουθεί φθίνουσα
πορεία. Από τους πρώτους εκπροσώπους της περιόδου αυτής ήταν ο
Λευκάδιος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), ο οποίος είχε υποστεί
την επίδραση του δημοτικού τραγουδιού. Τα κυριότερα έργα
του είναι η «Κυρά Φροσύνη» (1859), ο «Αθανάσιος Διάκος»,
ο «Αστραπόγιαννος» (1867) και κυρίως ο «Φωτεινός» (1879), που δεν
πρόλαβε να τελειώσει. Στην Επτανησιακή Σχολή ανήκει οριακά – και
ειδικότερα στον κύκλο του Διονυσίου Σολωμού – και ο Γεράσιμος
Μαρκοράς (1826-1911). Άλλος Επτανησιακός ποιητής ήταν ο Λορέτζος
Μαβίλης (1860-1912). Έγραψε εξαίρετα σονέτα. Πολέμησε ως
εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε.

Ο ελληνικός ρομαντισμός 1 στην πνευματική ζωή της χώρας


εμφανίστηκε αμέσως μετά την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους
το 1830 και εκτονώθηκε στο 1880. Ξεκίνησε από τους Έλληνες της
διασποράς, που είχαν την επαφή με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και
τώρα βρέθηκαν στο ελευθερωμένο τμήμα της Ελλάδας. Κορυφαίος
εκπρόσωπος της επόμενης λογοτεχνικής περιόδου ήταν ο Κωστής
Παλαμάς (1859-1943).

Όπως ήταν φυσικό, οι ρομαντικοί της παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής


ήταν επηρεασμένοι από το Ιστορικό περιβάλλον της εποχής τους, σε ότι
αφορά κυρίως το θεματολόγιο. Η επικράτηση του ρομαντισμού δείχνει
πως είχε πολλούς πιστούς οπαδούς. Οι επόμενοι εκπρόσωποι της Νέας
Αθηναϊκής Σχολής ακολούθησαν την ίδια νοοτροπία, στα πρώτα του
τουλάχιστο έργα.

1
Γεράσιμος Γ. Ζώρας, ο Ελληνικός Ρομαντισμός, συλ. Έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, σελ.
35-39.

331
Σε ότι αφορά τη γλώσσα, οι ρομαντικοί λογοτέχνες
ακολούθησαν την καθαρεύουσα, που θεωρούσαν συνδετικό κρίκο με
την Αρχαία Κλασσική Εποχή και το Βυζάντιο, χωρίς να αποκλείονται
βέβαια και κάποιοι που έγραφαν στη δημοτική με μεγαλύτερη ή
μικρότερη επιτυχία. Ανάμεσα στους ρομαντικούς, ξεχωρίζουν ο
Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863) και ο αδελφός του Παναγιώτης
Σούτσος, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), ο Δημήτρης
Παπαρρηγόπουλος (1843-1873) γιός του Κων/νου Π., επονομαζόμενος
Διόσκουρος και άλλοι. Ορισμένοι από τους λογοτέχνες αυτούς έγραψαν
και επιτυχημένα πεζά έργα (Μυθιστορήματα), καθώς και θεατρικά
έργα, όπως «Ο Άσωτος και ο Πρωθυπουργός» του Αλέξανδρου
Σούτσου, η «Βαβυλωνία» του Δημ. Βυζαντίου, «Του Κουτρούλη ο
γάμος» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, η «Κόρη του Παντοπώλου» του
Άγγελου Βλάχου …, «Συζύγου εκλογή» και «Αγορά» (κωμωδίες) του
Δημ. Παπαρρηγόπουλου κ.λπ.. Στο πλαίσιο της Αθηναϊκής Ρομαντικής
Σχολής κινούνται χρονικά και ο Δημήτρης Βικέλας (1835-1908), ο
Γεώργιος Βιζυινός (1849-1896), και ο Γεώργιος Ζαλοκώστας
(1805-1858). Τα έργα τους όμως δεν ανήκουν στο λογοτεχνικό ρεύμα
του ρομαντισμού. Απλώς προετοίμαζαν την έλευση της Νέας Αθηναϊκής
Σχολής.

Η αιφνίδια γλωσσική μεταστροφή από την καθαρεύουσα στη


Δημοτική γλώσσα των πνευματικών δημιουργών, η διεύρυνση της
θεματολογίας και η αλλαγή στην τεχνοτροπία, οδήγησαν στην
ανανέωση των ελληνικών γραμμάτων στο τέλος του 19 ου αιώνα.1
Όπως ήδη αναφέραμε, κύριος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής ήταν ο
Κωστής Παλαμάς. Τα σημαντικότερα επικολυρικά έργα του Κ. Παλαμά
είναι : «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», «Η φλογέρα του Βασιλιά»,
«Η φοινικιά και ο Ασηραίος» από τη συλλογή «Η ασάλευτη ζωή».

1
Μ. Γ. Μερακλής, Από τη γενιά του ’80 στη γενιά του ’30, συλ. Έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ.
παρ., σελ. 40-50.

332
Επίσης, το διήγημα «Ο θάνατος του παλικαριού», το δράμα η
«Τρισεύγενη» … κ.α.

Την ίδια εποχή εμφανίστηκε στην λαογραφία ο Νικόλαος


Πολίτης (1852-1921), ο οποίος φιλοδοξούσε να επιτελέσει ένα
μεγαλόπνοο έργο, ανάλογο με αυτό του Κωνσταντίνου
Παπαρρηγόπουλου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), δηλαδή να
καταδείξει μέσα από την επιβίωση των εθίμων και της παράδοσης τη
συνέχεια του ελληνικού έθνους. Έτσι, οι νέοι λογοτέχνες – γύρω και
κοντά στον Κ. Παλαμά – στράφηκαν προς την λαογραφία και
ηθικογραφία. Τα βιβλία που αναφέρονται σε αυτή τη θεματολογία
είναι : Τα ειδύλλια του Γεωργίου Δροσίνη (1859-1951), τα «Τραγούδια
της πατρίδας μου» του Κωστή Παλαμά, «Το ταξίδι μου στην Ελλάδα»
του Γιάννη Ψυχάρη, οι «Αγροτικαί επιστολαί» (πεζό) του
Γεωργίου Δροσίνη κ.λπ.. Είναι αυτονόητο ότι τα στοιχεία
της θεματολογίας τους έλκουν την καταγωγή τους από το λαϊκό
πολιτισμό και την παράδοση.

Της ίδιας γενιάς λογοτέχνες αναφέρονται ακόμα ο Ιωάννης


Γρυπάρης (1870-1942), σονετογράφος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-
1940), ποιητής, κριτικός, χρονογράφος, ο Ιωάννης Πολέμης (1862-
1924), ποιητής, ο Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), λυρικός
ποιητής. Επίσης, ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) και ο Αλέξανδρος
Πάλλης (1871–1935), κυρίως μεταφραστές της Ιλιάδας και
της Οδύσσειας.

Ιδιαίτερα, πρέπει να μνημονευθούν και οι πεζογράφοι


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), ο Ανδρέας Καρκαβίτσας
(1866-1922), ο Γεώργιος Βιζυινός (1849-1896)…., οι Επτανήσιοι
Γρηγόρης Ξενόπουλος (1867-1951) και ο Κων/νος Θεοτόκης
(1872-1923). Επίσης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίνης (1850-1929),
διηγηματογράφος, ο Ψυχάρης, μυθιστοριογράφος και θεατρικός

333
συγγραφέας, ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937), ο Κων/νος Χρηστομάνος
(1867-1911) κ.λπ.. Η γενιά του 1880 ανέδειξε και σατυρικούς ποιητές
(που ήταν και δημοσιογράφοι), όπως ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
και ο Κλεάνθης Τριανταφύλλου (1850-1889).

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εμφανίζονται σημαντικές


προσωπικότητες στην πνευματική ζωή του τόπου, όπως ο Νίκος
Καζαντζάκης (1883-1957) στον τομέα της λογοτεχνίας και φιλοσοφίας
(πεζογραφία), ο Κων/νος Καβάφης (1863-1933) στην ποίηση, ο οποίος
έζησε στο εξωτερικό και έγραψε σε ιδιάζουσα γλώσσα (ανάμικτη
δημοτική και καθαρεύουσα), χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία, ο
Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) στην ποίηση με λυρικά –δραματικά
στοιχεία και ο Κώστας Βάρναλης (1833-1974), ποιητής, φιλόλογος,
δημοτικιστής. Άλλα αξιόλογα ονόματα της περιόδου αυτής
ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1943), αυτοκτόνησε σε
ηλικία 47 ετών, ο Κώστας Ουράνης (1896-1953), ο Τέλλος Άγρας (1899-
1944) κ.α.
Από το 1930 εμφανίζονται νέες τάσεις πνευματικής
δημιουργίας, που καλύπτουν τη λογοτεχνία (ποίηση, πεζογραφία), τη
ζωγραφική, τη μουσική, τη φιλοσοφία, τη φιλολογία, τη λογοτεχνική
κριτική. Ενδεικτικά στη Ζωγραφική εμφανίζονται ο Μόραλης, ο Γκίκας,
ο Τσαρούχης κ.ά., στη Μουσική ο Δημήτρης Μητρόπουλος
κ.ά., στη φιλοσοφική σκέψη ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο
Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κ.ά.
(βλ. παρακάτω).
Ιδιαίτερα στην ποίηση διακρίθηκαν ο Γιώργος Σεφέρης (βραβείο
Νόμπελ), ο Οδυσσέας Ελύτης (βραβείο Νόμπελ), ο Γιάννης Ρίτσος, ο
Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Νικήτας Ράντος, και
στην πεζογραφία ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Στρατής
Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Θανάσης Πετσάλης
κ.ά.

334
Η περίοδος αυτή, από το 19301, ήταν έντονα επηρεασμένη από
τη Μικρασιατική καταστροφή και όσα ακολούθησαν, καθώς και από τη
διείσδυση και εξάπλωση των Μαρξιστικών ιδεών και των φασιστικών
καθεστώτων του Χίτλερ και του Μουσολίνι, του Φράνκο στην Ισπανία
και αντίστοιχα στην Πορτογαλία κ.λπ. που δημιούργησαν ένα
καταπιεστικό περιβάλλον στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Μέσα στη δεκαετία του 1930, ήρθε στην Ελλάδα ο
υπερρεαλισμός, με την εμφάνιση της συλλογής «Υψικάμινος» του
Ανδρέα Εμπειρίκου (1901-1975), γόνου εφοπλιστικής οικογένειας από
την Άνδρο. Ο Α. Εμπειρίκος ήταν ποιητής, πεζογράφος και
ψυχαναλυτής. Άλλα έργα του είναι τα «Γραπτά ή Προσωπική
Μυθολογία», ο «Δρόμος», η «Οκτάνα», «Αι γενεαί πάσαι», ο «Μέγας
Ανατολικός» κ.λπ..
Της υπερρεαλιστικής σχολής ήταν και ο Νίκος Εγγονόπουλος
(1910-1985) ποιητής και ζωγράφος. Η πρώτη ποιητική του συλλογή
ήταν «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» και λίγο αργότερα «Τα
κλειδοκύμβαλα της σιωπής». Άλλα έργα του ήταν «Η επιστροφή των
πουλιών», η «Έλευσις», «Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω» (1957), «Στην
κοιλάδα με τους Ροδώνες» (1978), καθώς και το μεγάλο ποιήμα
«Μπολιβάρ».
Στο ίδιο πνευματικό ρεύμα ανήκει και ο Οδυσσέας Ελύτης
(1911-1996), γόνος πλούσιας αστικής οικογένειας με οικογενειακό
επίθετο Αλεπουδέλης. Μυήθηκε στον υπερρεαλισμό από τον Ανδρέα
Εμπειρίκο. Έγραψε στη Δημοτική. Τα σημαντικότερα έργα του είναι:
η συλλογή «Προσανατολισμοί», το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για
το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», η «Καλοσύνη στις Λυκοποριές
και στην Επική Αλβανιάδα», «Έξη και μια τύψεις για τον
Ουρανό», το «΄Αξιον Εστί», «Το φωτόδεντρο και η δεκάτη τέταρτη

1
Π. Σουλτάνης, Η Γενιά του ’30, συλ. Έργο «ΕΛΛΑΔΑ», τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 50-70.

335
ομορφιά», «Ο ήλιος ο Ηλιάτορας», «Το Μονόγραμμα, τα Ρω του
Έρωτα» κ.ά.
Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1992) καταγωγής από τη Μονεμβασιά,
είχε πλούσιο ποιητικό έργο. Το έργο του διακρίνεται από λυρισμό και
παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι. Κατά την ώριμη περίοδο της ζωής
του, υιοθέτησε τη «μοντέρνα γραφή του ελεύθερου στίχου». Τα
σημαντικότερα έργα του αυτή την περίοδο ήταν : «Το τραγούδι της
αδελφής μου», «Η Εαρινή Συμφωνία», «Το εμβατήριο του Ωκεανού»,
«Η τελευταία προ ανθρώπου εκατονταετία», οι «Παραμονές του
Ήλιου». Στην επόμενη περίοδο της ζωής τους παρήγαγε ποιητικά τα
γεγονότα της αντίστασης και του εμφυλίου με τα έργα του
«Ρωμιοσύνη», και «Κυρά των Αμπελιών», το «Ημερολόγιο της
Εξορίας», «Οι Γείτονες του Κόσμου». Ακολούθησαν τα έργα
«Μαρτυρίες Α΄ και Β΄», οι «Γερόντισσες και η Θάλασσα», «ο
Τειρεσίας», καθώς και ο κύκλος «Τετάρτη Διάσταση». Την περίοδο της
δικτατορίας του 1967 φυλακίστηκε και τότε εξέδωσε το φιλοσοφικό
ποίημα «Πέτρες Επαναλήψεις Κυκλίδωμα», «Τα Δεκαοχτώ
λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», το «Ύμνος και Θρήνος για την
Κύπρο», το 1974. Στην τελευταία φάση της ζωής του, το 1977,
δημιούργησε τη συλλογή «Γίγνεσθαι», στην οποία περιλαμβάνεται και
το μεγάλο ποίημα «Το Τερατώδες Αριστούργημα», ενώ το 1981
ολοκληρώνει το «Εικονοστάσιο των Ανωνύμων Αγίων», σε λυρική
πρόζα.1

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911-1993), Ακαδημαϊκός, καταγωγής


από τη Σπάρτη, ήταν σύγχρονος του Γιάννη Ρίτσου. Τα κυριότερα έργα
του είναι οι συλλογές «Επιστολή του Κύκνου», και «Το ταξίδι του
Αρχάγγελου», η συλλογή «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου». Την περίοδο
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου ακολούθησαν η

1
Βλ. επίσης, Αλεξ. Αργυρίου, Η Λογοτεχνική παραγωγή μετά το 1941, Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, Τόμος 38, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 165-177.

336
«Ηρωική Συμφωνία», οι «33 μέρες», «Η έξοδος με το άλογο». Ακόμα, οι
συλλογές «Ο χρόνος και το ποτάμι», η «Βασιλική Δρυς» και η μεγάλη
συλλογή «Το βάθος του Κόσμου». Την περίοδο της δικτατορίας έγραψε
τη συλλογή «Διαμαρτυρία», την «Ωδή στον ήλιο», το «απογευματινό
ηλιοτρόπιο», το «Παραμυθόδραμα», «Το παιχνίδι μιας μέρας» και το
1981 το ποίημα «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» και λίγο
αργότερα το «Διακεκριμένο Πλανήτη».

Ο Νίκος Γκάτσος (1915-1992) από την Αρκαδία, οπαδός του


υπερρεαλισμού. Δημοσίευσε το μοναδικό ποιητικό του έργο
«Αμοργός». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις κυρίως έργων του
Λόρκα και με στίχους για τραγούδια.

Η πεζογραφία αφορά κυρίως το Μυθιστόρημα και την


οργανωμένη αφήγηση σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας.
Υιοθετήθηκε η δημοτική γλώσσα και ακολουθήθηκε η σύμπλευση με τα
Ευρωπαϊκά ρεύματα.

Από τους πρώτους ανανεωτές της πεζογραφίας ήταν


ο λογοτέχνης και ζωγράφος Φώτης Κόντογλου (1896-1965) από το
Αϊβαλί της Μ. Ασίας με το έργο του «Πέδρο Καζάς» (Ισπανός
κουρσάρος), σε γλώσσα λαϊκή των θαλασσών. Έγραψε φυσικά και άλλα
έργα, όπως «Τα ταξίδια», οι «Φημισμένοι άνδρες και οι
Λησμονημένοι»... κ.ά..

Ο Στρατής Μυριβήλης (1892-1969) – ψευδώνυμο – καταγωγής


από τη Λέσβο, σημαντικός πεζογράφος, δημοσιογράφος, εκδότης
εφημερίδων και περιοδικών, Ακαδημαϊκός. Το 1930, δημοσίευσε το
βιβλίο του «Η Ζωή εν τάφω», σε πλούσια λυρική γλώσσα. Ακολούθησε ,
το 1933, το μυθιστόρημα «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» καθώς και
συλλογές διηγημάτων. Το 1949 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Η Παναγιά
Γοργόνα»…

337
Ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973), Μικρασιάτης, θύμα της
Μικρασιατικής καταστροφής, από την οποία αντλείται και η
θεματολογία των έργων του. Περιέγραψε τον κόσμο της προσφυγιάς
και τις νοσταλγικές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Τα
σημαντικότερα έργα του ήταν : «Το Νούμερο 31328», «Η Γαλήνη»,
(μυθιστόρημα) «Η Αιολική Γη», η «Έξοδος» και ο «Ωκεανός».

Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) – ψευδώνυμο του Δημήτρη


Ροδόπουλου –. Ασχολήθηκε με το Μυθιστόρημα. Τα σημαντικότερα
έργα του ήταν: «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Η Χίμαιρα», «Ο
Γιούγκερμαν», «Ο Μεγάλος Ύμνος», «Ο κίτρινος φάκελος», «Ο Σέργιος
και ο Βάκχος» κ.λπ.. Έγραψε επίσης ένα βιβλίο με τίτλο «Ιστορία των
Ελλήνων» (ο Αρχαίος Κόσμος), με στόχο όπως λέει ο ίδιος στο πρόλογο
του, «να πληροφορηθούν οι Έλληνες την ιστορία του Έθνους τους».

Ο Κοσμάς Πολίτης (1888-1974) – ψευδώνυμο –


μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής.
Τα σημαντικότερα έργα του ήταν: «Ο Λεμονόδασος» (ερωτική ιστορία
στο νησί Πόρος), «Η Εκάτη» και η «Eroica» (Η Eroica θεωρείται
από τα καλύτερα μυθιστορήματα του συγγραφέα), «Το Γυρί» (1945)
(Μνήμες από τη Μικρασιατική Καταστροφή), «Στου Χατζηφράγκου –
Τα Σαραντάχρονα της Χαμένης Πολιτείας» (Μνήμες από τη Σμύρνη).

Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966), Μυθιστοριογράφος. Τα


σημαντικότερα έργα του ήταν: Οι «Ώρες Αργίας», η «Αργώ», το
«Δαιμόνιο», ο «Λεωνής», «Ασθενείς και Οδοιπόροι», «Ταξίδι στην
Ανατολή και το Άγιον Όρος» και τελευταίο «Οι καμπάνες» το 1970 (στο
οποίο ερευνά την εσωτερική μοναξιά του ανθρώπου). Μετά τον πόλεμο
ασχολήθηκε και με το θεατρικό έργο.

Ο Άγγελος Τερζάκης (1907-1979), πεζογράφος και θεατρικός


συγγραφέας από το Ναύπλιο. Τα σημαντικότερα έργα του ήταν:
«Ο ξεχασμένος και άλλα διηγήματα», «Φθινοπωρινή Συμφωνία»,

338
«Οι Δεσμώτες», «Η παρακμή των σκληρών», «Η Μενεξεδένια
Πολιτεία», «Δίχως Θεό», «Μυστική Ζωή», «Του έρωτα και του
θανάτου», «Η πριγκίπισσα Ιζαμπώ»…

Ο Παντελής Πρεβελάκης (1909-1986), από την Κρήτη,


Ακαδημαϊκός, Ιστορικός Τέχνης και Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με όλα τα
είδη του λόγου: ποίηση, Μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο. Τα
σημαντικότερα έργα του ήταν : «Η γυμνή ποίηση» (1939), και «Η πιο
γυμνή ποίηση» (1941) σε ελεύθερο στίχο. Στην πεζογραφία «Το χρονικό
μιας πολιτείας», «Ο θάνατος του Μεδίκου» (ιστορικό αφήγημα).
Επίσης, εμπνεύστηκε από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έγραψε
διάφορα έργα με κεντρικό άξονα την Κρήτη. Ακολούθησαν οι
Μυθιστορηματικές τριλογίες «Οι δρόμοι της Δημιουργίας», και οι
«Ερημίτες Αποσυνάγωγοι» κ.ά..

Ο Λουκής Ακρίτας (1909-1965) εμπνέεται επίσης από το Β΄


Παγκόσμιο Πόλεμο και το Αλβανικό Έπος, με κορύφωση το έργο του «οι
Αρματωμένοι» (1947). Άλλα προπολεμικά έργα του είναι αφιερωμένα
στη ζωή των αγροτών στην Κύπρο.

Η Έλλη Αλεξίου (1894-1988), πεζογράφος από την Κρήτη,


αδερφή της συζύγου του Ν. Καζαντζάκη. Ως σημαντικότερα έργα της
αναφέρονται οι «Σκληροί αγώνες για μια μικρή ζωή», «Το Χριστιανικό
Παρθεναγωγείο» κ.ά..

Ο Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984) από την Παρνασσίδα


(Φωκίδα). Τα σημαντικότερα έργα του ήταν : Το διήγημα «Ο Καπτάν
Σουρμελής ο Στουραΐτης», η συλλογή διηγημάτων «Καημοί στο
Γριπονήσι», τα μυθιστορήματα «Θείο Τραγί», «Μαριάμπας», και
«Σόλο Φιγκαρώ», η ποιητική συλλογή «Εαυτούλιδες», το μυθιστόρημα
«Το Βατερλώ δύο γελοίων», η νουβέλα «Περίπολος Ζ΄» κ.ά.. Έγραψε
επίσης και θεατρικά έργα.

339
Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να αναφέρουμε τον
Κων/νο Παραρρηγόπουλο (1815-1891), καθηγητή Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το εξαίρετο έργο του «Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους» (1872) 6 τόμοι, γραμμένο στην καθαρεύουσα, εξετάζει την
Ιστορία του Ελληνισμού ως μια αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια.
Θεωρείται ο σημαντικότερος Ιστοριογράφος της Νεότερης Ελλάδος και
πατέρας της νεότερης Ελληνικής Ιστοριογραφίας.

Άλλο έργο του ιδίου είναι το «Περί εποικήσεως σλαβικών τινών


φύλων εις την Πελοπόννησον», με το οποίο αντικρούει τις απόψεις του
Γερμανού Ιστορικού Φαλμεράιερ (Γιακόμπ Φιλίπ) περί μόνιμης
κατοίκησης του ελληνικού Γεωγραφικού χώρου από Σλαβικά φύλα, από
τον 6ο έως τον 13ο αιώνα και άρα ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι
γνήσιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων.

Αναφέρουμε επίσης εδώ το Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο


(1843-1873) γιο του Κωνσταντίνου Π., ποιητή και θεατρικό συγγραφέα,
της σχολής του Αθηναϊκού ρομαντισμού.

Στα επόμενα θα μνημονεύσουμε, πολύ σύντομα, τα κυριότερα


ονόματα που εκπροσωπούν την πνευματική κίνηση της περιόδου
αυτής. Είναι αυτονόητο ότι η μνημόνευση/παρουσίαση αυτή δεν
μπορεί να είναι εξαντλητική. Οι αναγνώστες που επιθυμούν να
εμβαθύνουν στα θέματα αυτά δεν έχουν παρά να απευθυνθούν στην
εξειδικευμένη βιβλιογραφία, που νομίζω ότι είναι επαρκής.

Ποίηση1.

Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της τελευταίας περιόδου στη ποίηση


ήταν : Ο Μηνάς Δημάκης (1917-1980), ο Γιώργος Γεραλής (1917 - ),
ο Κρίτων Αθανασούλης (1916-1979), ο Τάκης Σινόπουλος (1917-1981),
ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), ο Κλείτος Κύρου (1921- ),
1
Αλεξ. Ζήρας, Ποίηση-Πεζογραφία, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 71-84.

340
ο Τάσος Λειβαδίτης (1921 - ), ο Δημήτρης Παπαδίτσας (1922-1987),
ο Δημήτρης Χριστοδούλου(1924 - 1991), ο Τίτος Πατρίκιος (1928- ),
η Ελένη Βακαλό (1921- ), ο Ιάσονας Δεπούντης (1919 - ),
ο Αριστοτέλης Νικολαϊδης (1922- ), η Όλγα Βότση (1922- ),
ο Βύρωνας Λεοντάρης (1932 - ), ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
(1936- - ), ο Γιάννης Καρατζόγλου (1946), ο Μιχάλης Γκανάς (1944), ο
Τάσος Πορφύρης (1931), ο Νίκος Γρηγοριάδης (1931), ο Χρήστος
Ρουμελιώτης (1938), ο Γιάννης Νεγρεπόντης (1930-1991), ο Σπύρος
Τσακνιάς (1929-1999), ο Ανδρέας Αγγελάκης (1940-1991), ο Μάριος
Μαρκίδης (1940), ο Τάσος Ρούσσος (1934), η Μαρία Καραγιάννη
(1936), ο Τάσος Γαλάτης (1937), ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης (1940), ο
Γιώργος Μανουσάκης (1933), ο Αντώνης Δεκαβάλες (1920), ο Μίλτος
Σαχτούρης (1919-2005), ο Μάνος Ελευθερίου (1938), ο Νίκος Καρούζος
(1926-1990)… κ.ά..

Είναι αυτονόητο ότι όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της ποίησης


παρουσιάζουν θεματικές και γλωσσικές διαφοροποιήσεις.

Στην ποίηση και μαζί στη πεζογραφία αναφέρεται η παρακάτω


ομάδα λογοτεχνών:

Λευτέρης Πούλιος (1944), Μανώλης Πατρικάκης (1943), Γιάννης


Υφαντής (1949), Γιάννης Πατίλης (1947), Βασίλης Στεριάδης (1947),
Νατάσα Χατζηδάκη (1946), Τζένη Μαστοράκη (1949), Στέφανος
Μπεκατώρος (1946), Κ. Παπαγεωργίου (1945), Γιάννης Κοντός (1943),
Αντώνης Φωστιέρης (1953), Γιάννης Βαρβέρης (1955), Γιώργος Βέης
(1955), Δημήτρης Καλοκύρης (1948), Αλέξης Τραϊανός (1944-1980),
Ρέα Γαλανάκη (1947), Ιωάννα Ζερβού (1943), Βερόνικα Δελακούρα
(1952), Αθηνά Παπαδάκη (1945), Θανάσης Χατζόπουλος (1961),
Δημήτρης Χουλιαράκης (1957), ο Κωστής Γκιμοσούλης (1960),
Γιώργος Κακουλίδης (1956), Χάρης Βλαβιανός (1957),
ΓιάννηςΤζανετάκης (1960), κ.ά..

341
Πεζογραφία.

Η πεζογραφία την περίοδο αυτή ήταν – τουλάχιστο στην αρχή –


επηρεασμένη από το κλίμα της εποχής, κυρίως του εμφυλίου πολέμου,
που τα πολιτικά ιδεολογικά ρεύματα οδήγησαν στον αδελφοκτόνο
σπαραγμό (στον εμφύλιο). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της
πεζογραφίας την περίοδο αυτή ήταν : ο Δημήτρης Χατζής (1913-1981),
πολιτικός πρόσφυγας, ο Στρατής Τσίρκας (1911-1980), ψευδώνυμο,
ο Κώστας Ταχτσής (1927-1988), ο Τηλέμαχος Αλαβέρας (1926-2007),
ο Πέτρος Αμπατζόγλου (1931- ), η Κωστούλα Μητροπούλου (1936),
ο Αλέξανδρος Σχινάς (1924- ), ο Νίκος Πολίτης (1918 -1995).
Επίσης, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001), ο Τάκης Κουφόπουλος
(1927 - ), ο Χριστόφορος Μηλιώνης (1932- ), ο Βασίλης Βασιλικός
(1933), ο Γιώργος Μανιάτης (1939), ο Μένης Κουμανταρέας
(1931-2015), ο Θανάσης Βαλτινός (1932 - ), ο Γιώργος Χειμωνάς
(1939-2000), ο Φίλιππος Δρακονταειδής (1940), η Ευγενία Φακίνου
(1945), η Μαργαρίτα Καραπάνου (1946), ο Αλέξης Πανσέληνος (1943),
η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (1974), η Μαρία Μήτσορα (1946), η Άννα
Δαμιανίδη (1953), ο Δημήτρης Νόλλας (1940), ο Ανδρέας Μήτσου
(1950), ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (1959), ο Πέτρος Τατσόπουλος (1959),
ο Χρήστος Χωμενίδης (1966) κ.ά.

Η γυναικεία λογοτεχνία.

Η γυναικεία λογοτεχνία1 ιδιαίτερα, εγκαινιάστηκε το 1826 και


παρουσίασε αξιόλογα έργα. Πέραν των γυναικείων ονομάτων που
διέπρεψαν και αναφέραμε παραπάνω, αξίζει να μνημονεύσουμε
μερικές ακόμα εκπροσώπους: Ευγενία Ζωγράφου, πεζογράφος,
Αντωνούσα Καμπουροπούλου, ποιήτρια, Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου
(1820-1877), παιδαγωγός, ποιήτρια, εκδότρια, Μαριέττα Μπέτσου,
ποιήτρια, Βιργινία Ευαγγελίδου, ποιήτρια, Ελένη Γεωργίου, ποιήτρια,

1
Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Γυναικεία Λογοτεχνία, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 84-91.

342
Μαρίνα Φιλιππίδου, ποιήτρια, Ελένη Σβορώνου ποιήτρια … Όλες αυτές
οι συλλογές της γυναικείας λογοτεχνίας εκδόθηκαν την τελευταία
20ετία του 19ου αιώνα.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εμφανίζονται η Ειρήνη


Ζαβιτσάνου – Δενδρινού, ποιήτρια, πεζογράφος, η Πηνελόπη Δέλτα,
παιδικά αναγνώσματα, η Αιμιλία Κουρτέση - Δάφνη, ποιήτρια,
πεζογράφος, η Γαλάτεια Καζατζάκη, ποιήτρια, Μυθιστοριογράφος,
θεατρική συγγραφέας, η Θεώνη Δρακοπούλου-Μυρτιώτισσα, ποιήτρια,
η Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια, η Έλλη Αλεξίου, πεζογράφος, η Λιλίκα
Νάκου, πεζογράφος, η Τατιάνα Σταύρου, πεζογράφος.

Ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες: η Μέλπω Αξιώτη,


Μυθιστοριαγράφος, η Ιωάννα Μπουκουβάλα – Αναγνώστου, ποιήτρια,
παιδικά αναγνώσματα, η Μελισσάνθη (ψευδώνυμο), ποιήτρια, η Λιλή
Πατρικίου – Ιακωβίδη, ποιήτρια, θεατρικά έργα, η Ελένη Νεγρεπόντη –
Ουράνη (με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος), λογοτεχνικός και θεατρικός
κρητικός κ.ά.

Την μεταπολεμική περίοδο διακρίθηκαν – πέραν των


αναφερθεισών ήδη – η Γαλάτεια Σαράντη, πεζογράφος, η Ιουλία
Ιατρίδη, πεζογράφος, η Διδώ Σωτηρίου, Μυθιστοριογράφος, η Μαρία
Π. Ράλλη, πεζογράφος, ποιήτρια, η Ζωή Καρέλλη, δοκιμιογράφος κ.ά..
Ακολούθησαν η Άλκη Ζέη, η Νένη Ευθυμιάδη, η Κική Δημουλά, η Ζέφη
Δαράκη, η Μαρία Αγαθοπούλου, η Κοραλία Θεοτοκά, η Μαρία Λαϊνά, η
Ολυμπία Καράγιωργα, η Τζένη Μαστοράκη, η Βερονίκη Δελακούρα, η
Βικτωρία Θεοδώρου, η Δήμητρα Χριστοδούλου, η Κατερίνα Μαριανού,
η Αθηνά Παπαδάκη, η Ελένη Στριγγάρη κ.ά..

Η λογοτεχνία για παιδιά (παιδικά αναγνώσματα) ξεκίνησε από


ο
το 19 αιώνα, με πρόδρομο τον Αλέξανδρο Ρίζο – Ραγκαβή (1809-1892)
και έγινε περισσότερο αισθητή με το Λέοντα Μελά (1812-1879). Τότε
έκαναν τα πρώτα τους βήματα η ποίηση και η πεζογραφία για παιδιά.

343
Η Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941) επέβαλε το παιδικό μυθιστόρημα και
ακολούθησε η Ιουλία Δραγούμη κ.ά.. Την περίοδο του Μεσοπολέμου
άρχισε να ακμάζει το παιδικό θέατρο, το οποίο όμως έσβησε με το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξανάρχισε να δραστηριοποιείται την μεταπολεμική
περίοδο. Αρκετοί ήταν οι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας για παιδιά την
περίοδο αυτή.

Η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων δημοσίευσε πρόσφατα (2016)


ενδιαφέρουσα ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής Λογοτεχνίας, σε 4
τόμους, με τίτλο Δαίδαλος. Περιλαμβάνει τους συγγραφείς, μέλη της
Εταιρείας και επιλογές έργων τους (ποιήματα, πεζογραφήματα, που
έγινε από τους ίδιους τους ανθολογούμενους συγγραφείς).

3.2. Η Νεοελληνική φιλοσοφία1.

Παρότι η Νεότερη Ελλάδα - και μάλιστα στην αρχή της ύπαρξης


της - δεν θα ήταν δυνατό να έχει αναπτύξει παράδοση στη φιλοσοφία,
θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τους κυριότερους λόγιους που
ξεχώρισαν για τη φιλοσοφική τους σκέψη. Κατά την πρώτη περίοδο
μέχρι το 1850, αναφέρονται:

 Ο Κων/νος Κούμας (1777-1836), ο οποίος ακολούθησε την


παράδοση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συνεχιστής του
Αδαμάντιου Κοραή και οπαδός του Γερμανού φιλοσόφου Καντ.
Άφησε πλούσιο έργο: «Πειραματική φυσική», «Σύνταγμα φιλοσοφίας»,
«Σύνοψιν Επιστημών», «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων»
(δωδεκάτομη)…

1
. Συλ. Έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Νεοελληνική φιλοσοφία, Τόμος 6, Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ,
Αθήνα 2016, σελ. 338-349.
. Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, Νεοελληνική φιλοσοφία (1453 - μέχρι σήμερα), Φιλοσοφία και
Κοινωνικές Επιστήμες, Β΄, Τόμος 10, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 82-87.

344
 Ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), ιερωμένος, συντηρητικός. Στο
έργο του αποδοκιμάζει το εκκλησιαστικό κατεστημένο που περιφρονεί
τη φιλοσοφία, η οποία υποδεικνύει την μετριοπάθεια και την αποφυγή
ακραίων απόψεων. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται : η
«Τετρακτύς» (ρητορική, λογική, μεταφυσική και ηθική), η «Ξυνορίς»
(φυσική και μεταφυσική).
 Ο Νεόφυτος Βάμβας (1770-1855). Σπούδασε φιλοσοφία στο
Παρίσι, δίδαξε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έργα του τα
«Στοιχεία φιλοσοφίας» και τα «Στοιχεία φιλοσοφικής ηθικής».
 Ο Θεόφιλος Καϊρης (1784-1853), ιερωμένος, Θεολόγος και
φιλόσοφος. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στην Πίζα (Ιταλία) και στο
Παρίσι. Έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821. Λόγω της
ιδιομορφίας των απόψεων του αποτέλεσε την «πέτρα του σκανδάλου
για την επίσημη εκκλησία».
Από το 1850 μέχρι το 1940, η μελέτη της φιλοσοφίας έγινε
περισσότερο συστηματική και οι στοχαστές άρχισαν να έχουν
συγκροτημένη σκέψη. Όμως, η βραχεία – ακόμα- ζωή του ελεύθερου
ελληνικού έθνους, δεν βοήθησε να αναδειχθούν μεγάλοι στοχαστές.
Αναφέρονται:

 Ο Πέτρος Βράιλας – Αρμένης (1812-1884) , από την Κέρκυρα.


Δίδαξε ιστορία της φιλοσοφίας στην Ιόνιο Ακαδημία. Έργα του είναι:
«Θεωρητικής και πρακτικής φιλοσοφίας στοιχεία και φιλοσοφικαί
μελέται», με συνιστώσες την κλασική ελληνική φιλοσοφία και τη
Χριστιανική παράδοση.
 Ο Φίλιππος Ιωάννου (1797-1880), καθηγητής φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έργο του : «Σύστημα φιλοσοφίας».

345
 Ο Παναγιώτης Αγιοσοφίτης (1849-1928), ο οποίος προσπάθησε
να συμφιλιώσει τις θεωρίες του ιδεαλισμού και του ρεαλισμού σε ένα
ιδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα.
 Ο Θεόφιλος Βορέας (1873-1954), με σπουδές στη Λειψία
(Γερμανία), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εισηγητής στην
Ελλάδα της πειραματικής ψυχολογίας. Άφησε πλούσιο έργο: Λογική,
ψυχολογία, εισαγωγή στη φιλοσοφία, ηθική και αισθητική κ.ά.
 Ο Χρήστος Ανδρούτσος (1896-1935). Καθηγητές στη Θεολογική
Σχολή της Χάλκης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανήκει στο χώρο της
Χριστιανικής φιλοσοφίας. Έργα του είναι: «Το κακόν παρά Πλάτωνι»,
«Γενική ψυχολογία», «Ηθική» κ.ά..
 Ο Γεώργιος Σκληρός (ψευδώνυμο του Γεωργίου Κωνσταντινίδη,
1878-1919) και ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943). Ήταν θεωρητικοί του
Μαρξισμού. Με τα έργα τους επηρέασαν τη σοσιαλιστική κίνηση στην
Ελλάδα.
 Ο Γεώργιος Σαραντάρης (1908-1941), σημαντικός στοχαστής
(και ποιητής) του Μεσοπολέμου, ήταν εισηγητής του υπαρξισμού στην
Ελλάδα. Το φιλοσοφικό του έργο ήταν : «Συμβολή σε μια φιλοσοφία
της ύπαρξης» (1937), «Η παρουσία του ανθρώπου» (1938) «Δοκίμιο
λογικής…» (1939) κ.ά..
 Ο Δημήτριος Καπετανάκης (1912-1944), σημαντικός επίσης
στοχαστής με σπουδές στη Γερμανία, διακρίθηκε ιδιαίτερα
για το αισθητικό του έργο: «Έρως και χρόνος», «Μυθολογία του
Ωραίου» κ.ά..
Στη σύγχρονη εποχή, εκφραστές του φιλοσοφικού στοχασμού
υπήρξαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986), ο Κωνσταντίνος
Τσάτσος (1899-1987), ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος (1900-1981), ο
Κων/νος Δεσποτόπουλος, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Κορνήλιος
Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, οι οποίοι

346
χάραξαν μια αξιόλογη πνευματική πορεία. Οι δύο πρώτοι συνδύασαν
την ιδιότητα του πολιτικού και του στοχαστή. Προσπάθησαν να
συνθέσουν την πνευματική δημιουργία με την πολιτική δράση.
Σπούδασαν – και οι δύο – στη Γερμανία και υπήρξαν καθηγητές στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα σημαντικότερα έργα του Παν.
Κανελλόπουλου είναι: «Κοινωνιολογία των Ιμπεριαλιστικών
φαινομένων» (1927), «Προβλήματα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της
ιστορίας» (1936) και, κυρίως το πολύτομο έργο του «Ιστορία του
Ευρωπαϊκού πνεύματος» (1941 -1986). Τα έργα του Κων/νου Τσάτσου
εντοπίζονται κυρίως στο χώρο της φιλοσοφίας του Δικαίου: «Μελέται
φιλοσοφίας του Δικαίου» (1960), «Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας»
(1962), «Διάλογος σε Μοναστήρι» (1974) (Κατά το πρότυπο των
πλατωνικών διαλόγων).

 Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος (1900-1981). Σπούδασε στη


Χαϊδεμβέργη (Γερμανία), ήταν καθηγητής φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Αθηνών και Παντείου και είχε
πολύπλευρο συγγραφικό έργο. Η επιστημονική του έρευνα αφορούσε
την περιοχή της μεταφυσικής, της γνωσιολογίας και της αξιολογίας.
Ο φιλοσοφικός του στοχασμός στηρίζονταν στην Αρχαία Ελληνική
Φιλοσοφία και ιδιαίτερα στην πλατωνική σκέψη. Τα έργα του
είναι: «Η Πλατωνική διαλεκτική του Είναι» (1927), «Η Πλατωνική
μεταφυσική του Είναι» (1928), «Θεωρία του λόγου ή
γνωσιολογία» (1928), «Εισαγωγή στη φιλοσοφία», «Φιλοσοφία και
Ζωή» (1967) κ.ά..

 Ο Κων/νος Δεσποτόπουλος (1913-2015), καθηγητής της


φιλοσοφίας του Δικαίου και Ακαδημαϊκός. Ήταν επηρεασμένος από τις
νέο – Καντιανές ιδέες, τις οποίες, αργότερα, προσπάθησε να υπερβεί.
Έργα του είναι : «Η φιλοσοφία του Δικαίου», «Η πολιτική φιλοσοφία
του Πλάτωνος « (1957) κ.ά..

347
 Ο Ευάγγελος Παπανούτσος (1900-1982), εκπαιδευτικός και
φιλόσοφος. Είχε την άνεση να κινείται σε όλους τους χώρους της
φιλοσοφίας. Τα φιλοσοφικά του έργα ήταν: «Τριλογία του πνεύματος»
(1928), «Ηθική» (1949), «Γνωσιολογία» (1954), «Αισθητική» (1948),
«Πρακτική φιλοσοφία» κ.ά..

 Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997), πολιτικός στοχαστής,


οικονομολόγος και φιλόσοφος. Η σκέψη του ήταν προσανατολισμένη
στη μελέτη του ιστορικού γίγνεσθαι. Στην πρώτη περίοδο της ζωής του
ακολούθησε τις Μαρξιστικές ιδέες, ειδικότερα τις Τροτσκισκές, για να
τις απορρίψει αργότερα (μετά το 1945), όταν διαπίστωσε ότι η Ρωσική
επανάσταση εγκαθίδρυσε ένα νέο τύπο καθεστώτος εκμετάλλευσης και
καταπίεσης. Κατά τη διάρκεια του 1970 εγκαινίασε μια νέα περίοδο
στοχασμού, αφού προσανατολίστηκε πλέον προς την «πολιτική
φιλοσοφία». Τε έργα του ήταν : «Η πείρα του εργατικού κινήματος»
(1974), «Η φιλοσοφική θέσπιση της κοινωνίας» (1975), «Τα
σταυροδρόμια του Λαβύρινθου» (1978), « Η γραφειοκρατική κοινωνία»
(1979) κ.ά.. Ο Καστοριάδης έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι.

 Ο Κώστας Αξελός (1924 - ), εγκατεστημένος στο Παρίσι από


το 1945, μελέτησε συστηματικά φιλοσοφία και τη δίδαξε στο
Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (χωρίς να γίνει καθηγητής). Θεωρεί ότι η
φιλοσοφία αρχίζει με τον Πλάτωνα. Αυτοχαρακτηρίζεται ως
μετα - φιλόσοφος, ως στοχαστής (όχι ως φιλόσοφος). Αναπτύσσει τις
σκέψεις του γύρω από την έννοια του «παιχνιδιού του κόσμου»,
προτάσσοντας τις βασικές συνιστώσες της τέχνης και της ποίησης.
Οι στοχασμοί του αναπτύσσονται στα έργα του : «Το ξετύλιγμα της
περιπλάνησης», «Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού» και «Το ξετύλιγμα
της αναζήτησης». Έγραψε επίσης τα έργα: «Η ανοιχτή Συστηματική»
(1974), «Μεταμορφώσεις» (1991), «Ο Ηράκλειτος και η
φιλοσοφία» κ.ά..

348
 Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981), φιλόσοφος, καταγωγής
από το Βόλο. Από το 1945 έζησε στη Γαλλίας. Το 1959-1963 δίδαξε στη
Σορβόνη και στη συνέχεια φιλοσοφία στο Censier (Παρίσι). Αργότερα
δίδαξε φιλοσοφία στη Nanterre και από το 1971 μέχρι το θάνατο του
(1981) στην Ecole Pratique des Hautes Etudes. Έγραψε πλήθος βιβλίων
στα ελληνικά και στα Γαλλικά. Μερικά από τα έργα του είναι: Κράτος
και φιλοσοφία, ο Μαρξισμός σαν ιδεολογία, Η Γένεση του
Ολοκληρωτισμού, Η αποθέωση της Ιστορίας, Φιλοσοφία και Τέχνη, ο
άνθρωπος και ο ίσκιος του (1951), Πλάτων ο ειδώς (1947), Εισαγωγή
στο έργο του Χέγκελ (1962), Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα
(1972) και πολλά άλλα.

3.3. Το Νεοελληνικό θέατρο.1

Οι αρχές του Νεοελληνικού θεάτρου ανάγονται στην άνθηση της


Κρητικής λογοτεχνίας κατά την τελευταία φάση της Βενετοκρατίας, τον
16ο αιώνα. Έχουμε ήδη μιλήσει για αυτά παραπάνω.

Το Επτανησιακό θέατρο πήρε τη σκυτάλη από το Κρητικό


θέατρο τον 18ο αιώνα. Θεατρική παράδοση στα Επτάνησα υπήρχε από
τον 16ο αιώνα, όμως δεν ήταν σημαντική. Η περίοδος από τον 18 ο
αιώνα, καλύπτεται κυρίως από μεταφράσεις ιταλικών θεατρικών έργων
Ως σημαντικότερο έργο ελληνικής γραφής αναφέρεται η κωμωδία
«Ο Χάσης» (1795) του Δημητρίου Γουζέλη από τη Ζάκυνθο, καθώς και
οι τραγωδίες του Πέτρου Κατσαϊτη (1720-1721).

1
. Βάλτερ Πούχνερ, Το Νεοελληνικό Θέατρο, συλ. έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, Έκδοση ΠΑΠΥΡΟΣ,
Αθήνα 2016, σελ. 100-142, Του ιδίου Το Κρητικό θέατρο, καθώς και το Επτανησιακό θέατρο,
Εγκυκλοπαιδικαί θησαυροί, Τόμος 18 Β΄, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 52-58.
. Σιδέρης Γιάννης, Ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου, τόμοι 3 (από το 1794), Εκδόσεις Καστανιώτη,
Αθήνα.
. Ο Γιάννης Σιδέρης (1898-1975), φιλόλογος, υπήρξε έφορος (προϊστάμενος) του Κέντρου
Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου. Θεατρικό Μουσείο. Θεωρείται ως ο
σημαντικότερος ιστορικός του Ελληνικού Θεάτρου.

349
Μετά την επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του Νέου
Ελληνικού Κράτους, οι συνθήκες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για την
ανάπτυξη του θεάτρου. Κάποιες εξελίξεις εντοπίζονται στην Ερμούπολη
της Σύρου και στα Επτάνησα. Η Αθήνα ήταν ακόμα μια ασήμαντη πόλη.
Η όποια θεατρική κίνηση στην περιορισμένη ελληνική επικράτεια,
αφορούσε κυρίως μεταφράσεις από ιταλικά θεατρικά έργα. Στη Σύρο
εμφανίστηκαν ακόμα και ιταλικοί θίασοι όπερας για να ψυχαγωγήσουν
την καλή κοινωνία του νησιού. Στα Επτάνησα, οι παραστάσεις Ιταλικής
Όπερας ήταν παράδοση και είχαν επιτυχία. Δεν έλειψαν επίσης από τη
Νεοσύστατη μικρή Ελλάδα και τα δραματικά ρεπερτόρια
«κλασικίζουσας και πατριωτικής» τραγωδίας και δραματουργίας ως το
τέλος του 19ου αιώνα. Αντιπροσωπευτικό έργο της κατηγορίας αυτής
ήταν ο «Βασιλικός» (1830) του Αντωνίου Μάτεσι (1794-1875) από τη
Ζάκυνθο. Ο «Βασιλικός» θεωρείται σταθμός της νεοελληνικής
δραματουργίας.1

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική


καταστροφή, παρατηρείται σημαντική κινητικότητα στο θέατρο στην
Ελλάδα (ειδικότερα μεταξύ 1930 και 1940). Το ρεπερτόριο των θεάτρων
ήταν αρκετά πλούσιο με έργα Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και ξένων
(Ιταλικά, Γαλλικά…). Παράλληλα όμως με τα παραδοσιακά θέατρα
δραστηριοποιείται – από την απελευθέρωση – και το θέατρο σκιών
1
. PHYLLIS ΗARTNOLL (Φύλλις Χάρτνολ), Ιστορία του Θεάτρου, Μετάφραση Ρούλα Πατεράκη,
Εκδόσεις Υποδομή.
«Η συγγραφέας εξιστορεί και αναλύει την εξέλιξη του θεάτρου από την αρχαία τραγωδία ως
το θέατρο του Παραλόγου και τα άλλα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής».
Αναφέρεται στη θεατρική φιλολογία, στην ηθοποιία, στη σκηνοθεσία.
. Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό του Θεάτρου, Επιμέλεια Phyllis Hartnoll - Peter Found,
Μετάφραση Νίκος Χατζόπουλος, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2000.
Περιλαμβάνει θεατρικούς συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους,
κριτικούς, θεατρικά είδη και κινήματα, καθώς και την τεχνική ορολογία του θεάτρου.
. Brian Woolland, Η διδασκαλία του δράματος (στο δημοτικό σχολείο), Μετάφραση Ελένη
Κανηρά, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 1999. Ο Brian Woolland είναι
συγγραφέας θεατρικών έργων και Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Reading. Εργάστηκε
επαγγελματικά στο θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας.

350
(ο Καραγκιόζης), καθώς και οι κινητοί θίασοι. Η αυξημένη θεατρική
κίνηση οδήγησε στη δημιουργία υπαίθριων καλοκαιρινών θεάτρων και
στην ανέγερση μονίμων θεατρικών υποδομών (κτιρίων). Οι περιοδείες
θιάσων στις επαρχίες άρχισαν την εποχή αυτή και εξελίχθηκαν.
Άρχισε επίσης να καθιερώνεται η μονόπρακτη κωμωδία, η οποία
καταπιάνεται κυρίως με πολιτικά θέματα και θέματα ηθών κ.λπ.. Δεν
έλειψαν και οι μεταφράσεις φαρσοκωμωδιών από τα ιταλικά και τα
γαλλικά.

Από την κωμωδία πέρασαν στο κωμειδύλλιο, που συμβαδίζει με


το λαϊκό πολιτισμό, επιλέγει τα θέματα του από την επαρχιώτικη
θεματολογία, με χρήση μουσικής και χορού. Ακολούθησε το δραματικό
ειδύλλιο, όπως ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη
Κορομηλά (1850-1898). Την ίδια περίπου εποχή έγραψε ο Κωστής
Παλαμάς την «Τρισεύγενη» (1902), δραματικό έργο, ενώ ο Νίκος
Καζαντζάκης το 1906, νέος ακόμα, επιδόθηκε στο ψυχολογικό δράμα,
στο πατριωτικό ιστορικό δράμα και στην πατριωτική κωμωδία.
Άλλοι συγγραφείς της ίδια περιόδου ήταν ο Παντελής Χορν και ο Ηλίας
Βουτιέρης…

Το Εθνικό Θέατρο ιδρύθηκε το 1932, του οποίου ο ρόλος υπήρξε


εποικοδομητικός. Είχε πλούσιο ρεπερτόριο ελληνικών και ξένων
θεατρικών έργων. Ανέβασε έργα του Σαίξπηρ, του Ίψεν, του Μπέρναν
Σω, του Όσκαρ Γουάϊλντ, του Μαξίμ Γκορσκι, του Γκολντονι, του
Ευγένιου Ο΄ Νηλ … Επίσης, Αρχαίες Τραγωδίες 1 , αλλά και
έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Νίκου Καζαντζάκη,
του Κωστή Παλαμά, του Παντελή Χόρν, του Αλέκου Λιδωρίκη…

Παρόμοιο πλούσιο ρεπερτόριο είχε και η Νέα Σκηνή του


Κων/νου Χριστομάνου. Ανέβασε έργα του Τολστόι, του Ίψεν, του

1
Ειρήνη Παπάζογλου, Αρχαίο Ελληνικό Δράμα, Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, Τόμος 17Α, σελ. 33-
40, Εκδοτική Αθηνών.

351
Τσέχωφ και άλλων, καθώς και έργα του γαλλικού μπουλβάρ,
προκειμένου να επιβιώσει οικονομικά, αφού δεν είχε οικονομική
επιχορήγηση από το Κράτος, όπως το Εθνικό Θέατρο. Ανέβασε επίσης
και Αρχαία Τραγωδία, όπως και έργα του νέου ελληνικού ρεπερτορίου
(Γ. Ξενόπουλος, Μάρκος Αυγέρης, Καμπύσης, Δαραλέξης κ.ά.).
Την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα, κυριάρχησαν οι θίασοι
της Μαρίκας Κοτοπούλη (1887-1954) και της Κυβέλης Αδριανού
(1887-1978).

Μεγάλη επιτυχία της Μαρίκας Κοτοπούλη ήταν η παράσταση


«Στέλλα Βιολάντη» του Γ. Ξενόπουλου, το 1909, καθώς και η Μήδεια
του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Η Κυβέλη έπαιξε με
επιτυχία τη «Φωτεινή Σάντρη» του Γ. Ξενόπουλου, το «Κόκκινο
Πουκάμισο» του Σπυρ. Μελά (1882-1966), «Το χελιδόνι» του Παύλου
Νιρβάνα (1866-1937) κ.ά.. Στο ελληνικό ρεπερτόριο διακρίθηκαν
ιδιαίτερα οι – αναφερθέντες ήδη – Γ. Ξενόπουλος, Παντελής Χορν κα
Δημήτρης Μπόγρης. Την ίδια εποχή αναδεικνύεται, επίσης, ο Αιμίλιος
Βεάκης ως Οιδίπους Τύραννος στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή,
σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη. Το 1924, ιδρύθηκε, από το Εθνικό, η
Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με καθηγητές τον Αιμίλιο Βεάκη, το
Βασίλη Ρώτα και το Φώτο Πολίτη. Η θεατρική ζωή του Μεσοπολέμου
εμπλουτίζεται με τη διοργάνωση των Δελφικών Γιορτών από το
Λευκάδιο Ποιητή ‘Αγγελο Σικελιανό και την Εύα Πάλμερ (σύζυγο του),
που είχαν μεγάλη διεθνή απήχηση. Στην εκδήλωση αυτή παίχτηκαν οι
τραγωδίες «Προμηθέας Δεσμότης» (του Αισχύλου) το 1927 και
«Ικέτιδες» του 1930 (του Αισχύλου)1.
Τα μεγάλα ονόματα της περιόδου αυτής στο ελληνικό θέατρο
ήταν:

1
Σε ό,τι αφορά «Τα πρώτα βήματα του θεάτρου στο ανεξάρτητο Κράτος». Βλ. Δημήτρης
Σπάθης, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 18 Β΄, Εκδοτική Αθηνών σελ. 61-75.

352
Ο Αιμίλιος Βεάκης (1884-1951), ο Δημήτρης Ροντήρης
(1899-1981), η Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954), η Κυβέλη (1888-1978),
η Ελένη Παπαδάκη και οι νεότεροι Αλέξης Μινωτής, Κατίνα Παξινού,
Άννα Συνοδινού, Χριστόφορος Νέζερ (1889-1970), Αλέκα Κατσέλη,
Μάνος Κατράκης, Κώστας Μουσούρης, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν,
Μελίνα Μερκούρη κ.ά.
Οι κατ’ εξοχήν θεατρικοί σκηνοθέτες της περιόδου αυτής ήταν :

Ο Φώτος Πολίτης, ο Βασίλης Ρώτας, ο Δημήτρης Ροντήρης, ο


Σωκράτης Καραντινός, ο Α. Σολωμός, ο Αλέξης Μινωτής, ο Κάρολος
Κουν κ.ά.. Ο Κάρολος Κούν (1908-1987) ειδικότερα, δημιουργός του
Θεάτρου Τέχνης, ξεκίνησε το 1942. Ανέβασε θεατρικά έργα του
Μπέρναρ Σω, του Πιραντέλο, του Λόρκα….., του Γ. Ξενόπουλου (Στέλλα
Βιολάντη), καθώς και Αμερικανών συγγραφέων. Συνεργάστηκε με τους:
Γιάννη Τσαρούχη, Μάριο Πλωρίτη, Μάνο Χατζηδάκη, Νίκο Γκάτσο,
Μελίνα Μερκούρη, Έλλη Λαμπέτη…1.

Θεωρούμε επίσης απαραίτητο να υπογραμμίσουμε την


προσφορά των δύο μεγάλων σκηνοθετών του Εθνικού Θεάτρου, του
Δημήτρη Ροντήρη (1899-1981) και του Φώτου Πολίτη (1890-1934).
Ο μεν πρώτος, ως σκηνοθέτης και Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου
δημιούργησε παράδοση στην ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος, ενώ ο
δεύτερος ως σκηνοθέτης επίσης μέχρι το 1934, συνέβαλε καθοριστικά
στην ανάπτυξη της σύγχρονης σκηνοθεσίας, ανεβάζοντας μεγάλα έργα
του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου2.

Στο πεδίο των θεατρικών συγγραφέων σταχιολογούμε τους:


Βασίλη Ρώτα, Δημ. Μπόγρη, Άγγελο Τερζάκη, Λ. Τριβιζά, Λούλα

1 ου
Βλ. περισσότερα Κώστας Γεωργουσόπουλος, Το Ελληνικό Θέατρο το δεύτερο μισό του 20
αιώνα. Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 18Β΄, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 81-91.
2
Βλ. Εγκυκλοπαίδεια «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, συλλογικό έργο, Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, 2016,
σελ. 305-306.

353
Αναγνωστάκη, Ιάκωβο Καμπανέλη, Σεβαστίκογλου, Θεοτοκά,
Πρεβελάκη, Παντελή Χορν, Αλέκο Λιδωρίκη, Μάριο Ποντίκα, Κώστα
Μουρσελά… Επίσης, τους Νότη Περιγιάλη, Δημ. Κεχαϊδη, Ηλία Βενέζη,
Δημ. Ψαθά (κωμωδία), Νίκο Τσιφόρο, Γιώργο Τζαβέλλα, Λουκή Ακρίτα,
…. Οφείλουμε ακόμα να προσθέσουμε τους: Γεράσιμο Σταύρου,
Μανώλη Κορρέ, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Νίκο Ζακόπουλο, Μενέλαο
Λουντέμη…., και τους νεότερους Γιώργο Διαλεγμένο, Αντώνη Δωριάδη,
Δημήτρη Μάνο, Στέλιο Λύτρα, Ανδρέα Θωμόπουλο, Κωστούλα
Μητροπούλου και πολλούς άλλους. Μεταξύ των νεότερων συγγραφέων
αναφέρεται και ο Ευάγγελος Αβέρωφ– Τοσίτσας.

Το σημαντικότερο γεγονός που χαρακτηρίζει αυτή την


(τελευταία ) περίοδο είναι η γεωγραφική αποκέντρωση του θεάτρου, η
οποία ξεκίνησε με τη δημιουργία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου
Ελλάδας το 1961, ενώ από τη μεταπολίτευση και μετά δημιουργήθηκε
το Θέατρο Κρήτης, το Θεσσαλικό Θέατρο, η Θεατρική Λέσχη του Βόλου,
ο Οργανισμός Ηπειρωτικού Θεάτρου κ.λπ., χώρια οι περιοδείες των
μεγάλων θιάσων της Αθήνας στις επαρχίες.

3.4. Μουσική.

Η ελληνική μουσική – όπως αναφέρουν οι ειδικοί 1 – έχει


Μακραίωνη παράδοση: Από την αρχή της Νεολιθικής εποχής
μεταφέρεται στην εποχή του χαλκού, επομένως στους τρείς

1
. Βλ. Γ. Γ. Παπαϊωάννου, Η Ελληνική Μουσική, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ.
243-286.
. Στέλιος Ψαρουδάκης, Αρχαία Ελληνική Μουσική, Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, Τόμος 17Α,
σελ. 28-33, Εκδοτική Αθηνών.
. Γρηγόρης Στάθης, Βυζαντινή Μουσική, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 17Α, σελ. 69-74,
Εκδοτική Αθηνών.
. Γεώργιος Αμοργιανάκης, Δημοτική Μουσική, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 17Α, σελ.
100-104, Εκδοτική Αθηνών.

354
πολιτισμούς Κυκλαδικό, Μινωικό και Μυκηναϊκό και φτάνει στην
Αρχαϊκή εποχή (7ος και 6ος αιώνας) και στην Κλασική (5ος – 3ος αιώνας).
Η Ελληνιστική εποχή, εκτός από τη διάσωση της παράδοσης,
τη μεταφέρει, μέσω της ελληνορωμαϊκής εποχής, στο Βυζάντιο,
το οποίο προετοιμάζει το έδαφος στη Βυζαντινή μουσική,
εκκλησιαστική και κοσμική, που εξελίσσεται στη Δημοτική Ελληνική
Μουσική. Η δημοτική μουσική διασώζει έτσι και ενσωματώνει όχι μόνο
τη Βυζαντινή παράδοση, αλλά και πολλά αρχαία παραδοσιακά
στοιχεία, όπως εξ άλλου συμβαίνει και με τις άλλες
καλές τέχνες (Αρχιτεκτονική, Γλυπτική, Ζωγραφική), καθώς και
πολιτιστικές εκδηλώσεις (π.χ. Γλώσσα), που μαρτυρούν τη συνέχεια του
Ελληνισμού.

Τα πρώτα βήματα Δυτικοποίησης της μουσικής στην Ελλάδα


έγιναν από την «Ιόνιο Σχολή», το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα,
χωρίς όμως να ξεχαστεί η παράδοση. Σημαντικός εκπρόσωπος της
Σχολής αυτής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος – Χαλκιόπουλος (1795-1872)
από την Κέρκυρα, ο οποίος μελοποίησε τον Εθνικό Ύμνο σε στίχους
Διονυσίου Σολωμού. Ο Ν. Μάντζαρος έκανε αξιόλογες σπουδές και
άφησε πλούσιο έργο. Η καλλιέργεια λοιπόν δημοτικών προτύπων στην
μουσική της Επτανήσου ήταν θετική.

Ο Σπύρος Σαμάρας (1861-1917) ήταν ο πρώτος Έλληνας


συνθέτης που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του και διέπρεψε στο
εξωτερικό (Μιλάνο) με τις όπερες του, που σημείωσαν μεγάλη
επιτυχία.

Πολλοί Έλληνες συνθέτες, την εποχή αυτή, σπούδασαν στη


Γαλλία και επηρεάστηκαν από τα εκεί κινήματα στη Μουσική.
Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Σχολής αυτής ήταν: Ο Μάριος
Βάρβογλης (1885-1967), Ο Πέτρος Πετρίδης, ο Γεώργιος Πονηρίδης, ο
Αλ. Κόντης, ο Ορ. Αργυρόπουλος, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης

355
(1903-1984), με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης. Λεπτολόγος όπως
ήταν ο Γιαννίδης, ενέταξε στη μουσική του γνήσια δημοτικά στοιχεία
σε έργα για πιάνο, βιολί, ορχήστρα, χορωδία, Μουσικό Θέατρο και
ελαφρύ τραγούδι 1 . Άλλοι σημαντικοί μουσικοί συνθέτες ήταν ο
Αριστοτέλης Κουντούρωφ (της Ρωσικής Σχολής) και ο Μανώλης
Καλομοίρης. Αξιόλογος μουσικός συνθέτης υπήρξε και ο Δημήτρης
Λάλας, μαθητής του Βάγκνερ. Το σημαντικό έργο του καταστράφηκε
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι αναφερόμενοι μέχρι εδώ συνθέτες αφορούν κυρίως την


περίοδο του Μεσοπολέμου. Στην ανανέωση της Ελληνικής Μουσικής
συνέβαλε ο Μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960).
Θεμελιωτής ωστόσο των μουσικών πρωτοποριακών κινημάτων στην
Ελλάδα θεωρείται ο Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949) με ένα πλούσιο σε
ποιότητα και ποσότητα έργο. Πέθανε όμως νέος στα 45 του χρόνια, το
1949 . Την ίδια περίπου εποχή που ο Ν. Σκαλκώτας έφυγε από τη ζωή,
ένα άλλο όνομα, ισοδύναμο σε μέγεθος, ο Γιάννης Χρήστου
(1926-1970) παίρνει τη σκυτάλη. Οραματιστής, έζησε όσο περίπου και ο
Ν. Σκαλκώτας (44 χρ.), όμως ένα μεγάλο μέρος του έργου του δεν
σώθηκε. Τρίτος στη σειρά είναι ο μαθηματικός Γιάννης Ξενάκης
(1921-2001). Θεωρείται ως ένα σημαντικός μουσικός δημιουργός
μεταπολεμικά, παγκόσμια. Ριζοσπαστικότερος από τους δύο
προηγούμενους, σύγχρονους του, καταργεί κάθε σύνδεση με την
Ευρωπαϊκή παράδοση και θεσπίζει νέους δρόμους στη Μουσική.
«Το έργο του χαρακτηρίζεται από την πρωτοτυπία του, το
φιλοσοφημένο περιεχόμενο του» και «από τη συνειδητή διασύνδεση
μουσικής, τέχνης και επιστήμης»2.

1
Βλ. Γ. Γ. Παπαϊωάννου, Η Ελληνική Μουσική, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 247-248.

2
Βλ. Γ. Γ. Παπαϊωάννου, Η Ελληνική Μουσική, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 258.

356
Μεταξύ 1921 και 1944, γεννήθηκαν και άλλοι μεγάλοι
δημιουργοί, όπως ο Αν. Λογοθέτης, Αργ. Κουνάδης, ο Μιχ. Αδάμης, ο
Ν. Μαμαγκάκης, ο Στ. Βασιλειάδης, ο Δ. Τερζάκης , ο Ν. Παναγόπουλος
κ.ά.. Η νεότερη γενιά (χρονολογία γέννησης 1945-1965) είχε εξίσου
σημαντικές επιτυχίες. Κορυφαίοι συνθέτες της γενιάς αυτής ήταν ο
Γ. Κουμεντάκης, ο Γ. Απέργης, ο Δ. Νικολάου, ο Μ. Τραυλός, ο
Χρ. Χατζής, ο Ηλ. Παπαδόπουλος, ο Ν. Κορνήλιος, ο Χρ. Σαμαράς κ.ά.
Οι περισσότεροι κέρδισαν τη διεθνή αναγνώριση.

Το 1971, ιδρύθηκε το Ωδείο Αθηνών και η μουσική εκπαίδευση


στην Ελλάδα μπήκε σε μια σοβαρότερη βάση. Αποτελεί ακόμα
και σήμερα το Μουσικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της χώρας,
με τη σημειωθείσα στο μεταξύ μετεξέλιξη του. Τα ιδιωτικά ωδεία,
με έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, πολλαπλασιάστηκαν
σε όλη τη χώρα, χωρίς ωστόσο να ακολουθήσει και το ποιοτικό επίπεδο
τους.

Το ανθρώπινο υλικό που συμβάλλει στην παρουσίαση του


έργου του μουσικού δημιουργού, δηλ. οι εκτελεστές της μουσικής
(Διευθυντές ορχήστρας, τραγουδιστές κλασικής και σύγχρονης
μουσικής, σολίστες διαφόρων οργάνων…) ήταν ευτυχώς επαρκείς και
αξιόλογοι. Έτσι, στον τομέα της Βυζαντινής μουσικής ως σπουδαίοι
εκτελεστές αναφέρονται ο Λυκ. Αγγελόπουλος, ο Γρηγ. Στάθης κ.ά..
Στον τομέα της Δημοτικής Μουσικής υπήρξαν επίσης πολλοί και
αξιόλογοι. Στον τομέα της Δυτικοευρωπαϊκής μουσικής – εκτός από
αυτούς που αναφέρονται στα Ιόνια νησιά – εμφανίστηκαν στη χώρα
μεγάλα ονόματα, όπως ο Δημ. Μητρόπουλος (1896-1960),
Αρχιμουσικός, Διευθυντής Ορχήστρας, Συνθέτης, πιανίστας και η
Μαρία Κάλας (1923-1977), κορυφαία υψίφωνος στο λυρικό θέατρο.
Φυσικά, (εκτός από τον Δημ. Μητρόπουλο) υπήρξαν και άλλοι
σημαντικοί Έλληνες διευθυντές Ορχήστρας με διεθνή σταδιοδρομία,
όπως ο Μίλτος Καρύδης, ο Σπύρος Αργύρης κ.ά. καθώς και πολλοί

357
αξιόλογοι Έλληνες σολίστες οργάνων (π.χ. πιάνο, βιολί….).
Στη φωνητική μουσική (εκτός από την κορυφαία Μαρία Κάλας)
αναδείχθηκαν και άλλες, όπως η Αλεξάνδρα Τριάντη, η Μαργαρίτα
Πέρρα, η Έλενα Νικολαΐδου, η Τερέζα Στράτα, η Αγνή Μπάλτσα (από τη
Λευκάδα), η Σόνια Θεοδωρίδου, κ.ά. Στη φωνητική μουσική
αναδείχθηκαν και πολλοί αξιόλογοι άνδρες εκτελεστές, όπως ο Κώστας
Πασχάλης, ο Μοσχονάς, ο Βουτσινός κ.ά.

Η δισκογραφία καθιερώθηκε στην Ελλάδα περί το 1908. Στην


αρχή τα τραγούδια φωνογραφούνταν στην Αθήνα και τυπώνονταν στην
Αγγλία. Από το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, ιδρύθηκε
στην Ελλάδα εργοστάσιο παραγωγής δίσκων και οι πρώτοι ελληνικοί
δίσκοι τυπώθηκαν περί το 1931. Τα πρώτα τραγούδια που
φωνογραφήθηκαν στην Ελλάδα ήταν επιθεωρησιακές και οπερατικές
επιτυχίες, καθώς και παλιά Επτανησιακά και Αθηναϊκά τραγούδια. Δύο
χρόνια μετά την καθιέρωση του «ρεμπέτικου» τραγουδιού (1936), τα
τραγούδια (με λόγια και μουσική) άρχισαν να λογοκρίνονται. Σύντομα,
η ζήτηση στην αγορά επέβαλε την αύξηση της παραγωγής σε δημοτικά
και ρεμπέτικα τραγούδια. Με τα χρόνια, εισήλθε στη δισκογραφία,
αργά στην αρχή, πιο έντονα αργότερα, το «ελαφρύ» τραγούδι,
ξεκινώντας κυρίως από την επιθεώρηση, ιδιαίτερα μέχρι τη δεκαετία
του 1950. Τα θέματα των τραγουδιών αυτών ήταν ρομαντικές
αναφορές στον έρωτα, στο κρασί…, στα βήματα του Ταγκό και του
Βάλς. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ελαφρού τραγουδιού, την
περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν ο Αττίκ, ψευδώνυμο του Κλέοντα
Τριανταφύλλου (1882-1944). Ήταν συνθέτης και τραγουδιστής με
τεχνική πληρότητα1.

1
Γιώργος Π. Τσάμπρας, Το ελληνικό τραγούδι (Λαϊκή παράδοση και Αστική Δημιουργία),
«ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 278-286.

358
Άλλοι κορυφαίοι συνθέτες στο ελαφρύ τραγούδι, που άρχισαν
την παραγωγή τους τη δεκαετία του 1930 και συνέχισαν μετά τον
πόλεμο, ήταν: ο Χρήστος Χαιρόπουλος (1909-1992), ο Κώστας Γιαννίδης
(ψευδώνυμο) και ο Μιχάλης Σουγιούλ («πατέρας του
αρχοντορεμπέτικου»). Ως προς τους ερμηνευτές των τραγουδιών
αυτών, αναφέρονται : η Σοφία Βέμπο, η Δανάη, ο Νίκος Γούναρης, ο
Τώνης Μαρούδας, η Κάκια Μένδρη και ο Φώτης Πολυμέρης…

Το ρεμπέτικο τραγούδι μπήκε στη δισκογραφία με το Μάρκο


Βαμβακάρη (1905-1972), το Στράτο Παγιουμτζή, τον Ανέστο Δελιά, το
Γιώργο Μπάτη, το Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Απόστολο Χατζηχρήστο …
Η θεματολογία του ρεμπέτικου διευρύνθηκε. Εκτός από τις φυλακές και
τα ναρκωτικά, αντλεί τώρα θέματα από τη γυναίκα, τον έρωτα, τις
κοινωνικές συνθήκες, τη χαρά και τη λύπη. Η λαϊκή ορχήστρα
εμπλουτίζεται με περισσότερα όργανα, πέρα από το μπουζούκι
και το μπαγλαμά. Κορυφαίος λαϊκός δημιουργός ήταν ο Βασίλης
Τσιτσάνης. Άλλοι δημιουργοί αυτού του είδους των τραγουδιών
ήταν: ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος και ο
Δημήτρης Γκόγκος.

Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το «ελαφρύ» τραγούδι


επιστρέφει στην επιθεώρηση με ερωτική θεματολογία και σε ρυθμούς
ευρωπαϊκούς και Αμερικάνικους. Συνθέτες, εκπρόσωποι της περιόδου
αυτής ήταν: ο Γιώργος Μουζάκης, ο Γιάννης Σπάρτακος, ο Μενέλαος
Θεοφανίδης, ο Τάκης Μωράκης, ο Κώστας Καπνίσης κ.ά..

Μεταπολεμικά, το λαϊκό τραγούδι διευρύνει τη θεματολογία


του, περιλαμβάνοντας θέματα από τη μετανάστευση, την εργατική ζωή,
την κοινωνική ανισότητα, κλπ. Την περίοδο αυτή αναφέρονται αρκετοί
δημιουργοί και ερμηνευτές που υπηρέτησαν το λαϊκό τραγούδι
(1945-1955). Δημιουργοί: Βασίλης Τσιτσάνης (συνεχίζει τον
προπολεμικό του δρόμο), ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος

359
Καλδάρας, ο Γιώργος Ζαμπέτας (ως συνθέτης), ο Μπάμπης Μπακάλης,
ο Άκης Πάνου, ο Μανώλης Χιώτης (1920-1970). Στιχουργοί: Ευτυχία
Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Χαράλαμπος Βασιλειάδης,
Χρήστος Κολοκοτρώνης. Ερμηνευτές: Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία
Μπέλλου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Ιωάννα Γεωργοπούλου, Γιώργος
Ζαμπέτας (ως τραγουδιστής), Στέλιος Καζαντζίδης (1931-2001).

Την πρώτη μεταπολεμική αυτή περίοδο, το λαϊκό τραγούδι είναι


επηρεασμένο από Ανατολικά ακούσματα. Στην καθιέρωση του,
ωστόσο, συνέβαλε πολύ ο λαϊκός εμπορικός κινηματογράφος.

Η «έντεχνη»1 κίνηση εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 και


συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήταν μια κίνηση επανόδου της μουσικής στις
ρίζες της, στην παράδοση. Το ελαφρολαϊκό τραγούδι απέκτησε μια
άλλη, πιο αυστηρή, αισθητική αντίληψη, υψηλοτέρου επιπέδου, που
κατέληξε στην απόρριψη των αντιγράφων από τα Δυτικά και Ανατολικά
πρότυπα, και στην υιοθέτηση ελληνικών παραδοσιακών (δημοτικών)
ρυθμών και ακουσμάτων. Κύριοι φορείς των αλλαγών αυτών είναι οι
συνθέτες Μάνος Χατζηδάκης (π.χ. «Ο μεγάλος ερωτικός» και «τα
παράλογα» ) και ο Μίκης Θεοδωράκης (μελοποίηση της ποίησης του
Γιάννη Ρίτσου («Επιτάφιος») και του Οδυσσέα Ελύτη («Άξιον Εστί»).
Ο Μ. Θεοδωράκης στηρίζεται κυρίως στη βυζαντινή μουσική και στο
δημοτικό και λαϊκό τραγούδι.

Το δρόμο των Χατζηδάκη και Θεοδωράκη ακολουθούν και


νεότεροι δημιουργοί, προσθέτοντας το δικό τους χαρακτήρα. Αυτοί
είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο
Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής… Την ίδια εποχή
αναπτύσσεται το «νέο κύμα» με πρωτοπόρο το συνθέτη Γιάννη Σπανό.

1
Χάρης Ξανθουδάκης, Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 18 Β΄,
Εκδοτική Αθηνών, σελ. 47-52.

360
Μέσα σε αυτό το κλίμα εμφανίζεται ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος
διαγράφει τη δική του προσωπική πορεία. Σημαντική μουσική
προσωπικότητα, τη σύγχρονη αυτή εποχή, υπήρξε και ο
μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας, με πλήθος τραγουδιών ελαφρο-
λαϊκών και έντονη συμμετοχή στη μουσική επένδυση στον ελληνικό
κινηματογράφο. Αναφέρουμε επίσης τους συνθέτες Σταμάτη
Σπανουδάκη, Γιώργο Χατζηνάσιο, Θάνο Μικρούτσικο, Σταμάτη
Κραουνάκη... κ.α. με πλούσιο μουσικό έργο.

Από πλευράς στίχων, εκτός από τη μελοποίηση των ποιητών


Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, αναφέρουμε τους στιχουργούς Νίκο Γκάτσο,
Λευτέρη Παπαδόπουλο, Μάνο Ελευθερίου, Δημήτρη Χριστοδούλου,
Τάσο Λειβαδίτη, Πυθαγόρα κ.ά..

Η επέκταση των Μ.Μ.Ε. τα τελευταία χρόνια, με την υιοθέτηση


της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, που επέστρεψε την
πολυφωνία, βοήθησε στη διάδοση του ελαφρολαϊκού τραγουδιού.

3.5. Οι καλές τέχνες.

Θα αναφερθούμε στην Αρχιτεκτονική, στη Ζωγραφική και στη


Γλυπτική.

3.5.1. Αρχιτεκτονική1 .

Κατά την πρώτη περίοδο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους


(1830-1912), όταν η χώρα ήταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση, η
αρχιτεκτονική ακολούθησε τα ευρωπαϊκά ρεύματα του κλασικισμού και
του ρομαντισμού, με έντονη την παρουσία στην οικοδομική
δραστηριότητα ξένων αρχιτεκτόνων. Θα αναφερθούμε στους
κυριότερους εκπροσώπους της περιόδου αυτής.

1
Δ. Φιλιππίδης, Αρχιτεκτονική, συλ. έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 143-159.

361
 Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1811-1885). Ήταν οπαδός του
ορθόδοξου κλασικισμού. Τα σημαντικότερα έργα του ήταν το
συγκρότημα του Πολυτεχνείου, το Αρσάκειο, το Οφθαλμιατρείο
Αθηνών, ο Άγιος Γεώργιος Καρύτσης κ.ά..
 Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862), Αρχιτέκτονας και πολεοδόμος
μαζί. Ήταν οπαδός του ρομαντικού ρεύματος και μαθητής του
Γερμανού Αρχιτέκτονα Σίνκελ στο Βερολίνο. Εργάστηκε στην Αίγινα και
στο Ναύπλιο στα πρώτα βήματα του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, επί
Ιωάννου Καποδίστρια. Έργο του ήταν επίσης το κτίσμα της Δουκίσσης
Πλακεντίας, που στεγάζει το Βυζαντινό Μουσείο.
 Θεόφιλος Χάνσεν (1813-1891), Δανός στην καταγωγή. Τα
κυριότερα έργα του ήταν το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, το
Αστεροσκοπείο Αθηνών, κ.ά.. Εκπόνησε επίσης τα σχέδια της
Ακαδημίας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην Αθήνα, στην οδό
Πανεπιστημίου.
 Ερνέστος Τσίλερ (1837-1923), Γερμανός στην καταγωγή και
οπαδός του κλασικισμού. Εργάστηκε ως επιβλέπων την ανέγερση της
Ακαδημίας Αθηνών. Ασχολήθηκε επίσης με την εκκλησιαστική
αρχιτεκτονική … Τα κυριότερα οικοδομικά έργα του ήταν το Εθνικό
Θέατρο, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Μέγαρο Σταθάτου), επαύλεις
στην Κηφισιά κ.ά.. Του ανατέθηκαν επίσης πολλά δημόσια κτίρια της
εποχής. Ο Ερνέστος Τσίλερ κυριάρχησε στον τομέα αυτό σε όλη τη
διάρκεια της περιόδου από το 1870 ως το 1912.
 Αναστάσιος Μεταξάς (1863-1937). Τα σημαντικότερα έργα του
ήταν το Μουσείο Μπενάκη (Μέγαρο Π. Χαροκόπου), η Ολλανδική
πρεσβεία στην οδό Λυκείου (Μέγαρο «Φοίβου Δώμα»), η αναστήλωση
του Παναθηναϊκού Σταδίου το 1894 κ.ά..
 Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944). Τα σημαντικότερα έργα
του ήταν: Το Μέγαρο Λιβιεράτου κ.ά.. Κέρδισε επίσης το πρώτο

362
βραβείο για την συμμετοχή του στο διαγωνισμό για την ανέγερση του
Δικαστικού Μεγάρου, το οποίο όμως δεν οικοδομήθηκε ποτέ.
Την περίοδο από το 1912 ως το 19401, ο κλασικισμός στην
Αρχιτεκτονική συνεχίζεται, τουλάχιστο μέχρι το 1930, που εμφανίζονται
δείγματα της «Νέας Αρχιτεκτονικής», η οποία για αρκετά χρόνια
λειτούργησε παράλληλα με την κλασική αρχιτεκτονική στην Ευρώπη
(και στην Ελλάδα). Η εξάπλωση του μοντερνισμού της «Νέας
Αρχιτεκτονικής» ήταν θέμα χρόνου. Κατάργησε σταδιακά τη
διακόσμηση του κλασικισμού και απομακρύνθηκε από την παράδοση.
Γρήγορα η Αθήνα απέκτησε ένα σημαντικό αριθμό από μοντέρνα
κτίρια: ιδιωτικές κατοικίες και Σχολικά κτίρια. Οι κυριότεροι
εκπρόσωποι της περιόδου αυτής ήταν οι αρχιτέκτονες: Π. Καραντινός,
Κυρ. Παναγιωτάκος, ο Θ. Βαλέντης κ.ά.. Όμως υπήρξαν και
αρχιτέκτονες που διατήρησαν στοιχεία της παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής, όπως ο Ν. Μητσάκης και ο Δ. Πικιώνης (1887-1968).
Ακολούθησαν οι αρχιτέκτονες Αριστοτέλης Ζάχος, Δημ. Φωτιάδης,
Περικλής Σακελλάριος, Π. Τζελέπης, Κων. Κιτσίκης, Η υιοθέτηση της
μοντέρνας αρχιτεκτονικής ήταν ολοκληρωτική στην ανέγερση
πολυκατοικιών.

Μεταπολεμικά (από το 1950 και μετά) η μοντέρνα αρχιτεκτονική


επιβλήθηκε οριστικά, με περισσότερο λειτουργική κατεύθυνση. Τώρα,
η επικοινωνία με το εξωτερικό, που διευκολύνει τις ξένες επιδράσεις,
συμπλέκεται με την ελληνική παράδοση. Εκπρόσωποι της περιόδου
αυτής ήταν οι αρχιτέκτονες Α. Κωνσταντινίδης, Κων. Δεκαβάλλας, Νίκος
Βαλσαμάκης, Τάκης Ζενέτος, Κλέων Κραντονέλλης. Ωστόσο, παρά την
επικράτηση του μοντερνισμού, ο κλασικισμός στην αρχιτεκτονική δεν
έσβησε εντελώς. Παράδειγμα το ξενοδοχείο HILTON και η Αμερικάνικη
Πρεσβεία.

1
Βλ. επίσης, Αντώνης Κωτίδης, Μεταπολεμική Νεοελληνική Τέχνη (Αρχιτεκτονική), Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Τόμος 38, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 189-191.

363
Μετά το 1970, η αρχιτεκτονική γνώρισε περίοδο ανάπτυξης, ως
συνέχεια της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας, χωρίς να
μετακινηθεί ουσιαστικά από τη γραμμή, που χάραξε η προηγούμενη
περίοδος. Το ανεπίχριστο (γυμνό) σκυρόδεμα συνεχίστηκε και την
περίοδο αυτή, για να δώσει αργότερα τη θέση του στην επένδυση
μαρμάρου και στις γυάλινες επιφάνειες. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της
τελευταίας αυτής περιόδου ήταν οι αρχιτέκτονες Νίκος Βαλσάμης,
Ι. Βικέλας, Ι. Κυπρίτης, Αλέξανδρος Τομπάζης, Τάσος και
Δημ. Μπίρης, Δημ. Ησαΐας, Ιωάννα Σκαράκη, Δανάη Σκαράκη,
Βασ. Μανέκας, Δημ. και Σουζάνα Αντωνακάκη, Γιώργος
Θεοδωρόπουλος, Κυρ. Κρόκος.

3.5.2. Ζωγραφική1.

Η ζωγραφική στο Νεότερο Ελληνικό Κράτος (18ος αιώνας) έχει


την αρχή της στα Επτάνησα. Η βαθμιαία εγκατάλειψη της παλαιάς
τεχνικής και η διάδοση της ελαιογραφίας, η προοπτική απόδοσης της
τρίτης διάστασης, η μεταβολή του εικονογραφικού προγράμματος στη
διακόσμηση των εκκλησιών, η διάδοση της κοσμικής ζωγραφικής
(π.χ. προσωπογραφίες), χαρακτηρίζουν τη ζωγραφική των ζωγράφων
της Επτανήσου: του Νικολάου Δοξαρά, του Ιερώνυμου Πλακωτού, του
Νικολάου Κουτούζη, του Νικολάου Καντούνη.

Η Επτανησιακή ζωγραφική με Ιταλικό άρωμα στη διάρκεια του


18 και 19ου αιώνα, διαδόθηκε και έξω από τον Επτανησιακό χώρο,
ου

στον Ελλαδικό χώρο, ιδίως μετά την Ένωση της Επτανήσου με τη


μητέρα Ελλάδα, το 1864, χωρίς ωστόσο σημαντική επίδραση στη
διαμορφωμένη ήδη Ακαδημαϊκή Αθηναϊκή Ζωγραφική.

1
Άλκης Ξανθάκης, Ζωγραφική, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 159-241.

364
Ο ερχομός του Όθωνα δημιούργησε νέα παράδοση.
Η νεοσύστατη Σχολή Τεχνών επηρεάστηκε από το «πνεύμα του
Μονάχου» με τους σπουδασμένους στην Βαυαρική πρωτεύουσα
δασκάλους. Η ζωγραφική του Μονάχου δεν ήταν ακόμα σημαντικά
ανεπτυγμένη. Έπρεπε να έρθει η αυγή του 20ου αιώνα για να
αποτολμήσει, η ελληνική ζωγραφική, μια πρώτη επαναστατική εξέλιξη
προς τα εμπρός.

Η μεταφορά της πρωτεύουσας του Κράτους από το Ναύπλιο


στην Αθήνα επέβαλε την ανοικοδόμηση της πόλης. Το έργο αυτό
προσέκρουσε στην έλλειψη έμπειρου τεχνικού προσωπικού, αλλά και
καλλιτεχνών για τις ανάγκες διακόσμησης των δημοσίων κτιρίων. Η
μετάβαση από τη θρησκευτική ζωγραφική στην κοσμική δεν ήταν
εύκολη. Ο Όθωνας, για να καλύψει το κενό αυτό, αναγκάστηκε να
καλέσει Βαυαρούς καλλιτέχνες για τη διακόσμηση των ανακτόρων και
του Πανεπιστημίου. Η καλλιτεχνική, ωστόσο, αξία των έργων αυτών δεν
φαίνεται να ήταν αξιόλογη.

Για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες που προέκυψαν από την


ανοικοδόμηση της Αθήνας, ιδρύθηκε το 1836 η προαναφερθείσα Σχολή
Τεχνών. Σημειώθηκε άμεσα αθρόα προσέλευση μαθητών, για αυτό
αποφασίστηκε η επέκταση της και η αύξηση του αριθμού των
καθηγητών. Το 1840 αποφασίστηκε η επέκταση του προγράμματος κι
έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη Πολυτεχνική Σχολή.

Με την εφαρμογή του Συντάγματος το 1843, η Πολυτεχνική


Σχολή αναδιοργανώθηκε, διώχθηκαν οι ξένοι διδάσκαλοι, και
ανατέθηκε η διεύθυνση της σχολής στον αρχιτέκτονα Λύσανδρο
Καυτατζόγλου. Αυτός προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις : Άρχισαν να
διδάσκονται εκτός από τη ζωγραφική, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η
λιθογραφία, η ξυλογραφία, η χαλκογραφία. Ανέλαβαν Έλληνες
διδάσκαλοι, κι έτσι εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για τις τέχνες στην

365
Ελλάδα. Αργότερα άρχισε η φοίτηση γυναικών στη σχολή τεχνών, που
θεσπίστηκε – ύστερα από αντιδράσεις – τελικά το 1903 (μικτή
φοίτηση).

Τα έργα ζωγραφικής που άφησαν οι πρώτοι ‘Έλληνες


καλλιτέχνες, απόφοιτοι της Σχολής αυτής, χαρακτηρίζονται ως έργα του
«ρομαντικού κλασικισμού», επειδή στη ρομαντική έμπνευση των έργων
αυτών αφομοιώνονται κλασικά στοιχεία. Όμως, κατά το δεύτερο ήμισυ
του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν άξιοι καλλιτέχνες, οπαδοί του
Γερμανικού ρομαντισμού. Οι σημαντικότεροι ήταν ο Αριστείδης
Οικονόμου, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Κων/νος Βολανάκης, ο Νικόλαος
Γύζης, ο Νικόλαος Κουνελάκης, κ.ά.. Η θεματολογία των έργων της
περιόδου αυτής πέρασε σε εικόνες από την καθημερινή ζωή, τοπία,
θαλασσογραφίες, νεκρή φύση κ.λπ.. Η τέχνη της ζωγραφικής έγινε
διακοσμητικό εργαλείο του περιβάλλοντος χώρου, όπου ζει ο
άνθρωπος.

Η ιστορική ζωγραφική εκπροσωπείται από το Θεόδωρο Βρυζάκη


(1814-1878), ο οποίος σπούδασε στην «Ελληνική Ακαδημία» του
Μονάχου, που ίδρυσε ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος Α΄, για τα
ορφανά των αγωνιστών της Ελλάδας. Θεματικά, ο Θ. Βρυζάκης αρκείται
στην ιστορική θεματογραφία της εποχής. Πριν από αυτόν, ή
παράλληλα, υπήρξαν και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες στο είδος αυτό
της ζωγραφικής. Στην προσωπογραφία (κυρίως αγωνιστών) επιδόθηκαν
ο Υδραίος Ανδρέας Κριεζής (1816-1880),ο Νικόλαος
Κουνελάκης (1829-1869), π.χ. «Ανδρομέδα», ο Πολυχρόνης Λεμπέζης
(1848-1913) π.χ. «Τα κουνέλια», ο Αριστείδης Οικονόμου και ο Ιωάννης
Δούκας. Στα θαλάσσια θέματα επιδόθηκε και ο Κων/νος Βολανάκης
(1837-1907), ο οποίος ονομάστηκε πατέρας της ελληνικής
θαλασσογραφίας (π.χ. « Η έξοδος από το λιμάνι») και ο Ιωάννης
Αλταμούρας (π.χ. «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης»).

366
Η Ηθογραφική ζωγραφική περιλαμβάνει θέματα από την
κοινωνική και οικογενειακή ζωή (την καθημερινότητα), καθώς και
ιστορικά και θρησκευτικά θέματα... Κύριος εκπρόσωπος
της ηθογραφικής ζωγραφικής θεωρείται ο Νικηφόρος Λύτρας1 («Τα
κάλαντα», «Ο Γαλατάς» κ.ά.). Άλλοι καλλιτέχνες του είδους αυτού της
ζωγραφικής ήταν οι Γ. και Μ. Άβλιχος, ο Π. Τσιριγώτης, ο Α. Καλούδης,
ο Παύλος Προσαλέντης ο νεότερος, ο Θεόδωρος Ράλλης, οι αδελφοί
Βώκου, ο Ιωάννης Οικονόμου …. κ.ά..

Κυριότεροι εκπρόσωποι της «Γερμανικής Σχολής» ήταν ο


Νικόλαος Γύζης (1842-1901), προικισμένος με καλλιτεχνικές ικανότητες
και φαντασία. Επιδόθηκε σε όλα σχεδόν τα είδη ζωγραφικής
(προσωπογραφία, νεκρή φύση, θρησκευτικές παραστάσεις…). Το έργο
του φανερώνει την πολυμορφία της προσωπικότητας του1.

Στην κατηγορία του Γερμανικού εμπρεσιονισμού αναφέρονται


οι ζωγράφοι Συμεών Σαββίδης, Θ. Τριανταφυλλίδης, Πολ. Λεμπέσης,
Γεώργιος Ιακωβίδης («Η αγαπημένη της γιαγιάς», «Η παιδική
συναυλία»…). Ως κύριος εισηγητής του εμπρεσιονισμού στην Ελλάδα
αναφέρεται ο Γ. Ιακωβίδης (1853-1932), ο οποίος έγινε καθηγητής στη
Σχολή Τεχνών, διαδεχόμενος τον Ν. Λύτρα. Η διδασκαλία του
διατήρησε τη Γερμανική παράδοση.

Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν αρκετοί νέοι


ζωγράφοι, μέσα στο ρεύμα του εμπρεσιονισμού. Μερικοί από αυτούς
είναι μάλιστα καλύτεροι από τους δασκάλους τους, όπως η Σοφία
Λασκαρίδου, ο Έκτορας Δούκας, ο Δ. Γερανιώτης. Στο Μεσοπόλεμο,
υπάρχει πληθώρα νέων ζωγράφων που κινούνται μέσα στο κλίμα του
εμπρεσιονισμού, όπως ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, («Η περιφορά
του Επιταφίου «) και ο Περικλής Βυζάντιος (αυτοπροσωπογραφία)….

1
Ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), συμφοιτητής του Ν. Γύζη στη Σχολή του Μονάχου,
διορίστηκε καθηγητής Ζωγραφικής στη Σχολή Τεχνών της Αθήνας, το 1866.

367
Η επόμενη γενιά σημαντικών ζωγράφων1 ήταν :

 Ο Κων/νος Παρθένης (1878 -1967). Καθηγητής στη Σχολή Καλών


Τεχνών από το 1929. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς της
Νεοελληνικής Ζωγραφικής, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητα.
Μερικά από τα έργα του είναι η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου»,
ο «Ορφέας και η Ευρυδίκη», η «Πλαγιά» …κ.ά.
 Ο Κων/νος Μαλέας (1879-1928), σημαντικός επίσης της
εμπρεσιονιστικής ζωγραφικής. Μερικά από τα έργα του είναι η «Λύρα»,
το «Τοπίο Δελφών», το «Λαύριο», ο «Γιγαντόφυκος»… κ.ά..
 Ο Σπύρος Παπαλουκάς (1893-1957). Διακρίθηκε για την
εξαιρετική ποιότητα στη δουλειά του. Αντιπροσωπευτικά έργα
του είναι ο «Αρσανάς του Αγίου Όρους», το «Καφενείο στη
Μυτιλήνη»…. κ.ά..
 Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (1890-1977), «βλέπει την τέχνη όχι
ως μέσο ερμηνείας του εξωτερικού κόσμου, αλλά ως έκφραση του
εσωτερικού του οράματος»2. Το χρώμα αποτελεί βασικό στοιχείο στη
ζωγραφική του. Αντιπροσωπευτικά έργα του είναι «Η πάλη με την
Άγγελο», ο «Προμηθέας Δεσμότης», ο «Ψαράς με δίκτυα»…
Ακολούθησαν οι :

 Φώτης Κόντογλου (1895-1965). Αναζήτησε τις πηγές του


ελληνισμού στο Βυζάντιο και στο λαϊκό πολιτισμό. Επιδόθηκε στη
θρησκευτική, κυρίως τοιχογραφία, όσο και στην κοσμική ζωγραφική.
Χαρακτηριστικό έργο του η τοιχογραφία «Αυτοπροσωπογραφία»…
 Αγήνορας Αστεριάδης (1898-1977). Μαθήτευσε στην ελληνική
παράδοση (Βυζαντινολαϊκά στοιχεία) με συγκερασμό λογίων και

1
Βλ. επίσης Αντώνης Κωτίδης, Μεταπολεμική Νεοελληνική Τέχνη (Ζωγραφική), Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Τόμος 38, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 177-186.
2
Βλ. Άλκης Ξανθάκης, Ζωγραφική, «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, Έκδοση ΠΑΠΥΡΟΣ Αθήνα, σελ. 177.

368
παραδοσιακών στοιχείων και ιδιαίτερη αρχιτεκτονική σύνθεση και
χρωματολογία. Χαρακτηριστικό έργο του «Τοπίο με δέντρα»…
 Ερρίκος Φραντζισκάκης (1908-1958). Ανήκει στους καλλιτέχνες
που γαλουχήθηκαν στο κλίμα της παράδοσης και του λαϊκού
πολιτισμού.
 Γεράσιμος Σταματελάτος ή Στέφης (1898-1987). Τα έργα του
αφορούν προσωπογραφίες (ρεαλιστικές, εξπρεσιονιστικές ή
υπερρεαλιστικές), πίνακες με «μετακυβιστικά» στοιχεία, διάφορες
συνθέσεις… χαρακτηριστικό έργο του «Η Σαντορίνη»…
 Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1871-1934), λαϊκός ζωγράφος από τη
Μυτιλήνη.
 Δημήτρης Κοντογεώργης (1888-1971): Λαϊκός Ζωγράφος από τη
Λευκάδα1. Κατά την παραμονή του στις Η.Π.Α. (1909-1932), ειδικότερα
κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (1920-1932), πήρε μαθήματα
ζωγραφικής δι αλληλογραφίας και ασχολήθηκε από χόμπι ως λαϊκός
ζωγράφος, τόσο εκεί, όσο και κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα το
1932 και μέχρι το 1940, που ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Θέματα που τον ενέπνεαν ήταν οι προσωπογραφίες, η ελληνική
μυθολογία, η καθημερινότητα, οι αγιογραφίες κ.λπ.. Όλα τα έργα του
σε ελαιογραφία, εντάσσονται τόσο στην κοσμική, όσο και στην
εκκλησιαστική ζωγραφική και χαρακτηρίζουν την πολύπλευρη
προσωπικότητα του. Όσα έργα του δεν χάθηκαν, βρίσκονται σε
ιδιωτικές συλλογές2.
Εξ ίσου σύγχρονοι ζωγράφοι ήταν και οι :

 Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας (1906-1994). Το όλο έργο του


διακρίνεται από άρτιες τεχνικές γνώσεις και αναζήτηση ενός
1
Πατέρας του γράφοντος.
2
Βλ. Απομνημονεύματα Δημητρίου Κοντογεώργη (Διαδίκτυο:
dionysioskontogiorgis.blogspot.gr)

369
εκφραστικού πλούτου, με συγκρατημένο λυρισμό. Χαρακτηριστικό
έργο του η «Μεγάλη σύνθεση της Ύδρας»…
 Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985). Ζωγράφος και ποιητής
ταυτόχρονα. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από εθνοκεντρικό και
ανθρωποκεντρικό Σουρρεαλισμό. Υπήρξε από τους σημαντικότερους
εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό έργο
του το «Ορφέας και Ευρυδίκη».
 Κώστας Πλακωτάρης (1902-1969). Το έργο του διακρίνεται από
«κυβιστικές» αναζητήσεις.
 Γεώργιος Προκοπίου (1876-1940). Διακρίθηκε ως πολεμικός
ζωγράφος κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, τη Μικρασιατική
εκστρατεία και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Χαρακτηριστικό έργο του
«Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Η μάχη».
Άλλοι πολεμικοί (αντιστασιακοί) ζωγράφοι αναφέρονται η Βάσω
Κατράκη, ο Τ. Χατζής, ο Χρ. Δαγκλής ο Β. Σεμερτζίδης, ο Γ. Βακερτζής, ο
Α. Κινδύνης, ο Μ. Αγγελόπουλος και πολλοί άλλοι.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του μετακατοχικού ρεαλισμού είναι
οι :
 Ορέστης Κανέλλης (1910-1979). Στα έργα του αναπαριστά τη
ζωή χωρίς εξιδανίκευση. Αντιπροσωπευτικό έργο του η «Καταιγίδα
στον Εβοϊκό».
 Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989). Ανήκει στο ρεύμα της
«Ελληνικότητας». Συνδυάζει την Αρχαία, την Βυζαντινή και τη λαϊκή
παράδοση με το μοντερνισμό και επίκεντρο τον άνθρωπο. Προσπαθεί
να δώσει την εικόνα του σύγχρονου πολιτισμού με σύμβολο τον
άνθρωπο. Δίνει μεγάλη σημασία στο χρώμα, το οποίο χειρίζεται με
πάθος. Αντιπροσωπευτικό έργο του «Οι τέσσερις εποχές» (με
τεσσάρους νέους, αγόρια, κορίτσια).
 Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995). Το έργο του είναι
ανθρωποκεντρικό. Η θεματολογία του αντλείται από τον άνθρωπο
(εργάτες, άνθρωποι του μόχθου, γυμνά πορτραίτα).

370
 Σπύρος Βασιλείου (1902-1985). Πηγή της έμπνευσης των έργων
του είναι ο «Χώρος», όπου ζει και μεγαλώνει ο άνθρωπος και
αναπτύσσει τη δραστηριότητα του. Με το «Χώρο» δεν νοείται μόνο το
φυσικό περιβάλλον, αλλά και το συναισθηματικό περιεχόμενο του, με
ρεαλιστική αναπαράσταση της εικόνας. Χαρακτηριστικό έργο του
«Επίσκεψη τιμής στο γκρεμισμένο σπίτι του Παρθένη» (1970). Ο
Σπύρος Βασιλείου είναι από τους σημαντικότερους εκφραστές του
ρεύματος της «ελληνικότητας».
 Γιάννης Μόραλης (1916 - ): Παραδοσιακός και σε ένα βαθμό
συντηρητικός, δημιουργεί τα έργα του στο πλαίσιο του ρεαλισμού
εμπλουτισμένου με καινούριες ιδέες. Διατηρεί επίσης τον ποιητικό
ρεαλισμό. Εκτός από τις χρωματολογικές αναζητήσεις, τον απασχολούν
και οι πολυπρόσωπες συνθέσεις. Χαρακτηριστικό έργο του η
«Επιτύμβια σύνθεση Β΄».
 Νίκος Νικολάου (1909-1986). Εκτός από ζωγράφος ήταν και
σκηνογράφος. Ακολούθησε το ρεύμα της «Ελληνικότητας», με λιτή
χρωματολογία. Χαρακτηριστικό έργο του η «Σύνθεση με συκιά».
 Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984) Το έργο του συνδέεται με την
Αρχαία Μεσογειακή παράδοση. Εμπνέεται από τη ζωή των απλών
ανθρώπων, με ένα προσωπικό στυλ. Χαρακτηριστικό έργο του η
«Οικογένεια».
 Γιώργος Μανουσάκης (1914-2003). Προσπάθησε να αποδώσει
το γραφικό χαρακτήρα της παράδοσης, όπως του καφενείου, της
ταβέρνας, του παραθαλάσσιου κέντρου, καθώς και φυσιογνωμίες
λαϊκών ανθρώπων …. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν κι άλλοι
ζωγράφοι, όπως η Νίκη Καραγάτση (1914-1987), η οποία αποτύπωσε
χώρους, αλλά και ανθρώπινους χαρακτήρες της παλιάς Αθήνας, που
σιγά σιγά χάνονται.
 Γιώργος Βακαλό (1902-1991). Ήταν και παρέμεινε ζωγράφος του
υπερρεαλισμού. Σημαντική ήταν και η προσφορά του στον τομέα της

371
σκηνογραφίας. Αντιπροσωπευτικό έργο του ήταν το «Τοπίο με
φεγγάρι».
Σε ότι αφορά την αφηρημένη τέχνη, μια κίνηση άρχισε να
συνειδητοποιείται από το 1960 –με καθυστέρηση σε σχέση με την
υπόλοιπη Ευρώπη. Μεταξύ των πρώτων εκπροσώπων της κίνησης
αυτής αναφέρονται: Ο Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975), ο Γιάννης
Σπυρόπουλος (1912-1990), ο Τάκης Μάρθας (1905-1965) … Αρκετοί
υπήρξαν επίσης οι διάδοχοι του κινήματος αυτού κι έτσι
διαμορφώθηκαν δύο ρεύματα : η Λυρική και η Γεωμετρική αφαίρεση
(κυρίως στη Γλυπτική).
Η εμφάνιση νέων καλλιτεχνών, γίνεται φορέας νέων ιδεών. Η
«επανάσταση» των νέων (ζωγράφων) πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1960
και 1967 και ξεκίνησε από τους Έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν στο
εξωτερικό. Αφορούσε ένα είδος νεορεαλισμού. Είναι πολλοί οι
ζωγράφοι που εμφορούνταν με τις νέες αυτές ιδέες. Θα αναφέρουμε
μερικούς:
 Αλέκος Φασιανός (1935 - ). Διαμόρφωσε μια δική του γραμμή
(εξέλιξη) και έβαλε τη δική του σφραγίδα, με έντονα χρώματα και
διακοσμητική διάθεση. Το έργο του διακρίνεται από το «ποιητικό και
φανταστικό στοιχείο». Χαρακτηριστικό έργο του «Η Κόκκινη Αγάπη».
 Δημήτρης Μυταράς (1934 - ). Εκτός από ζωγράφος ήταν και
σκηνογράφος, μαθητής του Γ. Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών.
«Συνδυάζει το παραστατικό και εξπρεσιονιστικό στοιχείο με την
δυναμική σχέση του χρώματος…». Αντιπροσωπευτικό έργο του οι
«Μουσικοί».
Άλλοι καλλιτέχνες αυτής της ομάδας που έδρασαν στην Ελλάδα
και στο εξωτερικό ήταν : Ο Κώστας Τσόκλης, ο Δημήτρης Κοντός
(1931-1996), ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004), ο Πάυλος Διονυσόπουλος
(1930- ), ο Κώστας Καραχάλιος (1923- ), η Χρύσα Ρώμα, ο

372
Παναγιωτης Τσέτης (1925- ), ο Λεωνίδας Χρηστάκης (1928 - ),
ο Χρήστος Καράς (1930 - ), ο Γιάννης Γαϊτης (1923 - 1984) κ.ά..

3.5.3. Γλυπτική1.

Η Γλυπτική σε μάρμαρο (κοσμική γλυπτική) εμφανίστηκε στα


Επτάνησα στις αρχές του 19ου αιώνα, με τους τρείς Κερκυραίους
γλύπτες Παύλο Προσαλέντη (1874-1837), Δημήτρη Τριβώλη – Πιέρρη
(1785-1809) και Ιωάννη Βαπτιστή Καλοσγούρο (1794-1878). Σπούδασαν
και οι τρεις στην Ιταλία και επηρεάστηκαν από το νεοκλασικό ρεύμα
που επικρατούσε.

Η γλυπτική στην Ελλάδα άρχισε να διδάσκεται στη Σχολή των


Τεχνών το 1847 (εποχή Όθωνος). Η πρωτεύουσα του νεοσύστατου
Ελληνικού Κράτους είχε ήδη μεταφερθεί στην Αθήνα και η πόλη
χρειάζονταν ανοικοδόμηση. Τότε, άρχισαν να εμφανίζονται
μαρμαρογλυφεία στην Αθήνα με έμπειρους μαρμαρογλύπτες. Τα έργα
τους περιελάμβαναν διακοσμητικά μοτίβα κτιρίων, ανδριάντες,
προτομές, ταφικά μνημεία κ.λπ., σε ρυθμό κλασικό και
σε αρχαία πρότυπα. Με τον ενθουσιασμό του ρομαντικού στοιχείου,
που εισήλθε αργότερα, εμφανίστηκαν οι πρώτοι γνήσιοι Γλύπτες στην
Αθήνα:

 Ιωάννης Κόσσος (1822- 1875), εκπρόσωπος ακόμα του


κλασικισμού. Ήταν ένας από τους πιο επιφανείς με τεχνική
επιδεξιότητα και πολλά θετικά στοιχεία (απλότητα, αυστηρότητα,
ηρεμία στην έκφραση …).

 Λεωνίδας Δρόσης (1834-1882), τελευταίος εκπρόσωπος του


κλασικισμού, καθηγητής στη Σχολή Τεχνών. Μαθητές του ήταν οι : Δημ.
Φιλιππότης (1839-1919), Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892), Γιαννούλης

1
Άλκης Ξανθάκης, Γλυπτική, συλ. έργο «ΕΛΛΑΔΑ», Τόμος 7, όπ. παρ., σελ. 208-227.

373
Χαλεπάς (1851-1938), Ι. Καρακατσάνης (1840-1906),Γ. Βιτάλης (1838-
1901), Λάζαρος Σώχος, Γεώργιος Μπονάνος.

Μετά το Λεωνίδα Δρόση, καθηγητής στη Σχολή Τεχνών


διορίστηκε ο Γεώργιος Βρούτος (1843-1909). Οι μαθητές του Γ. Βρούτου
άφησαν πλούσιο έργο σε ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεια κ.ά.
Ήταν : ο Σταμάτης Παρλιάρος (1882-1914), ο Γρηγόρης Ζευγώλης (1886-
1950), οι Κων/νος (1870-1937) και Πέτρος (1873-1941) Ρούμπος,
ο Γεώργιος Δημητριάδης (1878-1941), ο Γεώργιος Συννέφας
(1880-1941) … κ.ά..

Τα γλυπτά των Ελλήνων καλλιτεχνών της περιόδου αυτής


βρίσκονται στο πρώτο Νεκροταφείο , στον Εθνικό Κήπο, στο Ζάππειο,
στο πεδίο του Άρεως, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην Ακαδημία Αθηνών,
στο Πανεπιστήμιο, αλλά και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου εκπροσωπείται κυρίως από το


Γιαννούλη Χαλεπά και το Μιχάλη Τόμπρο (1889-1974):

 Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν μαθητής του Λεων. Δρόση στη


Σχολή Τεχνών. Συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο. Κατά το τέλος
των σπουδών του εκεί αρρώστησε από νευρική διαταραχή και
κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Μετά την ανάρρωση του το 1918, επανήλθε
στο έργο του. Τώρα βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια, με μια πρωτόγονη
όραση, γνήσια ελληνική. Η δεύτερη αυτή περίοδος της ζωής του και της
δουλειάς του ήταν η σημαντικότερη καλλιτεχνικά. Ο Γιαννούλης
Χαλεπάς θεωρείται από τους μεγαλύτερους εικαστικούς δημιουργούς
της Νεότερης Ελλάδας.

 Ο Μιχάλης Τόμπρος θεωρείται επίσης από τους


σημαντικότερους δημιουργούς της περιόδου του 1930. Εισήγαγε

374
καινούριες αντιλήψεις στη νεοελληνική Γλυπτική και ξέφυγε από τα
παραδοσιακά πρότυπα των δασκάλων του1.

Αναφέρονται επίσης και οι :

 Κώστας Δημητριάδης (1881-1943), ο οποίος παρέμεινε


προσηλωμένος σε μια κλασικίζουσα αντίληψη, που εξέφραζε την
αστική και πνευματική Αθήνα του Μεσοπολέμου. Υπήρξε καθηγητής
της Σχολής Τεχνών, την οποία και αναδιοργάνωσε.
 Αντώνης Σώχος (1888-1975), ο οποίος ξεκίνησε ως
νατουραλιστής (= φυσιοκράτης) 2 με κάποια αρχαΐζοντα στοιχεία.
Πέρασε όμως σε μορφές με περισσότερη λιτότητα και τελικά κατέληξε
το 1949 σε μια λαϊκότερη έκφραση.
Άλλοι γλύπτες της ίδιας περιόδου ήταν η Μπέλλα Ραυτοπούλου
(1906-1992), η Τίτσα Χρυσοχοϊδη (1906-1990), και ο Θανάσης Απάρτης
(1899-1972).
Την περίοδο μεταξύ 1945 και 1960 συναντάμε τους Γλύπτες :
Γιάννη Παππά (1913-2005), Νίκο Περαντινό (1910-1991), Μέμο
Μακρή (1913-1993), ο οποίος έζησε στην Ουγγαρία, Κλέαρχο
Λουκόπουλο (1909-1993), Λάζαρο Λαμέρα (1913-1998), Αχιλλέα
Απέργη (1909-1986), Βάσο Φαληρέα (1905-1979), Κώστα Βαλσάμη
(1908-2003), Φρόσω Ευθυμιάδη – Μενεγάκη (1916-1995), Κώστα
Κουλεντιανό (1918-1995), Κώστα Ανδρέου (1917 - ) …. κ.ά..
Την τελευταία περίοδο (μετά το 1960) συναντάμε καλλιτέχνες
στη Γλυπτική με πρωτοποριακά στοιχεία και σημαντικά επιτεύγματα. Οι
σημαντικότεροι της περιόδου αυτής ήταν μαθητές του Μιχάλη

1
Βλ. επίσης, Αντώνης Κωτίδης, Μεταπολεμική Νεοελληνική Τέχνη, (Γλυπτική), Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Τόμος 38, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 187-188.
2 ου
Νατουραλισμός: αισθητικό κίνημα του 19 αιώνα. Πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας
όπως είναι, χωρίς ωραιοποίηση. Πιστή απομίμηση της φύσης.

375
Τόμπρου. Οι σημαντικότεροι που εργάστηκαν στην Ελλάδα ήταν : η
Ναταλία Μελά – Κωνσταντινίδου (1923- ), η ΄Αλεξ Μυλωνά
(1923- ), ο Βάσος Καπάνταης (1924-1990), ο Δημήτρης Καλαμάρας
(1924-1997), ο οποίος χρημάτισε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή
Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.), ο Βαγγέλης Μουστάκας (1930- ), η Σωσώ
Χουτοπούλου-Κονταράτου (1923 – 1984), ο Γιώργος Νικολαϊδης
(1924-2001), ο Θεόδωρος Παπαδημητρίου ((1931- ), ο Θύμιος
Πανουργιάς (1931 - ), ο Γιάννης Παρμακέλης (1932 - ), ο Γιώργος
Καλακαλάς (1938 - ), ο Δημήτρης Αρμακόλας (1939 - ), η Αλίκη
Χατζή, η Κατερίνα Χαλεπά, η Μαρία Λεδάκη…..κ.ά..
Από τους Έλληνες καλλιτέχνες (γλύπτες) που εργάστηκαν στο
εξωτερικό, αναφέρονται οι: Γεράσιμος Σκλάβος (1927-1967), Παρίσι,
Φιλόλαος Τλούπας (1923- ) Γαλλία, Ναυσικά Πάστρα (1923- ),
Βιέννη, Κων/νος Ξενάκης (1931- ) Παρίσι, Γιάννης Κουνέλης
(1936- ) , Ιταλία, Γαβριέλλα Σίμωση (1926-1999) , Αγλαΐα Λυμπεράκη
(1923- ), Κώστας Πολυχρονόπουλος (1931-1975), Γιάννης Αβραμίδης
(1922- ), Γιάννης Καρδαμάτης (1921- ), Τάκης ( 1925 - ), καλλιτέχνης
ερευνητής.

3.5.4. Ο κινηματογράφος ως τέχνη.

3.5.4.1. Το ξεκίνημα του κινηματογράφου και η εξέλιξη του ως η 7η


τέχνη.

Ο κινηματογράφος ξεκίνησε στη Γαλλία, το 1895, ως ένα


καινούριο θέαμα ψυχαγωγίας, που εντυπωσίασε το κοινό 1 .
Οι κινηματογραφιστές ήταν στην αρχή πλανόδιοι και πρόβαλαν τις
ταινίες τους σε εξωτερικούς χώρους (π.χ. πλατείες), αλλά και
1
. Ζώρζ Σαρανσόλ, Ο Κινηματογράφος, Τόμοι 1 και 2. Επιμέλεια Ελληνικής Έκδοσης Ροζίτα
Σώκου, Έκδοση ΠΑΠΥΡΟΣ – LAROUSSE, Αθήνα 1968.
. Κιθ Ρίντερ, Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου,
Έκδοση Αιγόκερως, Αθήνα.

376
πρόχειρους εσωτερικούς χώρους. Σύντομα ωστόσο εξελίχθηκε … και
μετατράπηκε σε μαζική μορφή ψυχαγωγίας (τον 20ο αιώνα). Η
πνευματική elite στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα) δεν δέχθηκε αμέσως
τον κινηματογράφο ως μια νέα μορφή τέχνης. Σταδιακά όμως
εξελίχθηκε σε είδος καλλιτεχνικό και πολιτιστικό και εισήλθε στην
κατηγορία της τέχνης (της 7ης τέχνης). Η ανάπτυξη του ήταν σχετικά
γρήγορη: από βωβός κινηματογράφος έγινε ομιλών, από ασπρόμαυρος
έγινε έγχρωμος και αργότερα ανακαλύφθηκε η τρισδιάστατη οθόνη.
Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πολλαπλασιάστηκαν. Η ανακάλυψη της
τηλεόρασης έφερε στον κινηματογράφο τις τεχνικές του video, ενώ η
ηλεκτρονική τεχνολογία του προσέφερε πολλές δυνατότητες
κατασκευής εικόνων. Φάνηκε έτσι ότι ο κινηματογράφος είναι μια
τέχνη πολύ διαφορετική από το θέατρο. Έχει τους δικούς του κανόνες
δημιουργίας.

Γενέτειρα του κινηματογράφου ήταν λοιπόν η Γαλλία. Όμως,


εκεί που ο κινηματογράφος γιγάντωσε ήταν οι Η.Π.Α. Η παραγωγή
ταινιών πολλαπλασιάστηκε και η ποιότητα βελτιώθηκε.

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου εμφανίστηκε η


Σουηδική Σχολή. Ο πόλεμος της έδωσε την ευκαιρία να αρχίσει να
δημιουργεί αξιόλογες ταινίες, από το 1916.

Ο Γερμανικός κινηματογράφος άρχισε να αναπτύσσεται μετά


τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί επιχειρηματίες επωφελήθηκαν
από την ακμή του κινηματογράφου της Δανίας. Οι τεχνικές των
στούντιο στη Δανία είχαν φτάσει σε υψηλό επίπεδο τελειότητας και ο
κινηματογράφος της ήταν από τους πρώτους σε ποιότητα (και
ποσότητα) στην Ευρώπη1.

1
. Φώτιος Λαμπρινός, Ο κινηματογράφος στη Β. Ευρώπη (Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο,
Ολλανδία), Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, σελ. 62-64, Εκδοτική Αθηνών (Τόμος 17 Α΄).

377
Ο Ρωσικός κινηματογράφος, κατά τη διάρκεια του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου, αποκόπηκε από τον παγκόσμιο κινηματογράφο,
Μόλις όμως σταθεροποιήθηκε το καθεστώς εκεί, προσπάθησε να
προωθήσει την παραγωγή ταινιών. Το 1926, παρουσίασε το θωρηκτό
«Ποτέμκιν», που γυρίστηκε στην Οδησσό από το νεαρό σκηνοθέτη
Αϊζενστάιν, ο οποίος αποκάλυψε ένα εντελώς καινούριο πρόσωπο του
Ρωσικού κινηματογράφου.

Στο μεταξύ, η Γαλλία συνειδητοποίησε ότι η πρωτοπορία του


Γαλλικού κινηματογράφου βρίσκονταν σε αδιέξοδο και ότι δεν έπρεπε
να απομακρυνθεί από τις λαϊκές ρίζες.

Από το 1924, ο Αμερικανικός κινηματογράφος βρίσκεται σε


κρίση. Την κατάσταση ανέτρεψε η εμφάνιση του ομιλούντος
κινηματογράφου: Άρχισε σταδιακά να εφαρμόζεται η ηχητική ταινία. Ο
συγχρονισμός ήχου και εικόνας είχε βρει διέξοδο. Στη Γαλλία ο πρώτος
σκηνοθέτης που προσπάθησε να εφαρμόσει – συντηρητικά – την ομιλία
στον κινηματογράφου – ώστε να μην είναι σε βάρος της εικόνας – ήταν
ο Rene Clair, το 1930.

Οι σημαντικότεροι δημιουργοί του Γαλλικού κινηματογράφου


ήταν, – εκτός από το Rene Clair (1898-1981), – o Louis Delluc
(1890-1924), o Jean Epstein (1897-1953), o Jean Renoir (1894-1979), o
Jean Cocteau (1889-1963), o Louis Bunuel (Ισπανικής καταγωγής), o
Marcel Pagnol (1895-1976) o Sacha Guitry (1885-1957), o Julian Duvivier
(1896-1967), o Marcel Carné (1906-1958), o Jean Nτελανουά, ο Ανρί –
Ζορζ Κλουζό, ο Ρομπέρ Μπρεσόν κ.ά.

Μόλις ο Αμερικανικός κινηματογράφος αφομοίωσε την τέχνη


του «Ομιλούντος» σημείωσε μεγάλη άνθηση και οι εξαγωγές του σε

. Βασίλης Κωνσταντόπουλος, Ο Γερμανικός κινηματογράφος, Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί,


σελ. 91-98, Εκδοτική Αθηνών (Τόμος 17 Α΄).

378
ταινίες στην Ευρώπη μεγεθύνθηκαν. Οι μεγαλύτεροι δημιουργοί του
τότε Αμερικανικού κινηματογράφου ήταν ο Τόμας Χ. Ινς, ο Μακ Σέντερ,
και o David Griffith (1875-1984). Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου - και μετά – ο μεγαλύτερος νέος σκηνοθέτης στην Αμερική
ήταν ο Όρσον Γουέλς (βλ. «Ο Πολίτης η Κέην»).

Η Ιταλία υστέρησε αρκετά. Τα κυβερνητικά μέτρα που


ελήφθησαν για τον κινηματογράφο, ωφέλησαν την εγχώρια παραγωγή
και ενθάρρυναν την ανάπτυξη του, χρειάστηκε όμως να περάσουν
αρκετά χρόνια για να «πάρει μπροστά» η κινηματογραφική μηχανή.
Μόνο μετά την πτώση του φασισμού, οι Ιταλοί παραγωγοί γύρισαν
ταινίες που επιβλήθηκαν στη διεθνή αγορά κινηματογράφου. Το
ξεκίνημα του Ιταλικού κινηματογράφου ήρθε μεταξύ 1945 και 1950 για
να αποκτήσει μέσα σε λίγα χρόνια παγκόσμια φήμη. Διακρίθηκαν οι
σκηνοθέτες Βισκόντι, Αντονιόνι, Φελίνι, Παζολίνι, Φερέρι,
Μπερτολούτσι….
Η Αγγλία, στο τέλος του 1929, διέθετε αίθουσες προβολής
κατάλληλα εξοπλισμένες και στούντιο στα προάστια του Λονδίνου
έτοιμα να υποδεχθούν τα κινηματογραφικά συνεργεία . Από τα πρώτα
κιόλας χρόνια, γεννήθηκε στην Αγγλία το ντοκιμαντέρ, που είχε μεγάλη
ανάπτυξη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο1.
Την ίδια αυτή εποχή μεγαλούργησε – και στο σινεμά – η μεγάλη
Σουηδή ηθοποιός Gretta Garbo (1905-1990), η οποία εκτός από τη
Γαλλία συνέχισε την καριέρα της και στο Hollywood.
O Charlie Chaplin ή Σαρλώ (1889-1977), Άγγλος την καταγωγή,
που έκανε λαμπρή καριέρα στις Η.Π.Α., υιοθέτησε, παρά τους αρχικούς
του δισταγμούς, τη νέα εφεύρεση του ομιλούντος κινηματογράφου.
Το ντεμπούτο του στον ομιλούντα κινηματογράφο έκανε το

1
Σώτη Τριανταφύλλου, Βρετανικός κινηματογράφος, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 17 Α΄ ,
σελ. 64-69, Εκδοτική Αθηνών.

379
1936. Ήταν ευρηματικός και επέβαλε, σιγά-σιγά, το πλούσιο ταλέντο
του.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε τον Ευρωπαϊκό
κινηματογράφο σε παρακμή. Ο Αμερικανικός επηρεάστηκε λιγότερο.
Την περίοδο 1955-1965, η Γαλλία, ήταν το κέντρο της
κινηματογραφικής ανανέωσης (Νέο κύμα – Nouvelle vague).
Ο κινηματογράφος είχε γίνει ήδη σημαντικό μέρος της Γαλλικής
πνευματικής ζωής. Ο σκηνοθέτης που «συμβόλιζε» την περίοδο αυτή,
τον ποιοτικό κινηματογράφο στην Ευρώπη ήταν ο Σουηδός Ίνγκμαρ
Μπέργκμαν (1918-1988; ) ο οποίος καταξιώθηκε ως ο δημιουργός του
Ευρωπαϊκού κινηματογράφου τέχνης. Άλλα ρεύματα του
κινηματογράφου ήταν ο Γερμανικός Εμπρεσιονισμός, ο Ιταλικός
Νεορεαλισμός, το Αμερικανικό αντεργκράουντ… Μετά το
1968, ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος δέχτηκε Σουρεαλιστικές
(υπερρεαλιστικές) επιρροές, ενώ ο Αμερικανικός χαρακτηρίστηκε από
υπερπαραγωγές υψηλού κόστους1.

Ο κινηματογράφος είχε γίνει πλέον μια διεθνής τέχνη. Είχε


επιβληθεί και καθιερωθεί ως ή «Έβδομη Τέχνη», παρά τις αρχικές
αντιδράσεις ορισμένων διανοούμενων. Συμπερασματικά, ο
κινηματογράφος είναι μια νέα σχετικά τέχνη, που ωρίμασε γρήγορα,
αναπτύσσοντας μεγάλες δυνατότητες δημιουργίας2.

1
Αναπόσπαστο μέρος του κινηματογράφου είναι το σενάριο και η σκηνοθεσία (μεταξύ άλλων).
Σε ό,τι αφορά το σενάριο βλ. Μάνος Ζάχαρης, Σενάριο, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί,
Τόμος 18 Β΄, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 162-164. Σε ό,τι αφορά τη Σκηνοθεσία βλ. Αντουανέττα
Αγγελίδη, Σκηνοθεσία, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 18 Β΄, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 174-
178
2
Βλ. επίσης «Από τον ΛΥΜΙΕΡ ΣΤΟΝ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ», Μετάφραση από τα Αγγλικά Πολυκ.
Πολυκάρπου, Έκδοση Κάλβος, Αθήνα. Συλλογή άρθρων που έγραψαν σκηνοθέτες του
κινηματογράφου από διάφορες χώρες και μιλούν για την τέχνη τους:
Από τις ΗΠΑ: David Wark GRIFFITH, Orson Welles, Alfred Hitchcock, Charlie Charlin…
Από τη Γαλλία: Louis Lumière , Jean Cocteau, Louis Bunuel…
Από την Ιταλία: Federico Fellini, Michelangelo Antonioni…
Από τη Ρωσία: S.M. Eisenstein…

380
3.5.4.2. Η τέχνη του κινηματογράφου στην Ελλάδα.

Η εφεύρεση του κινηματογράφου δεν άφησε ασυγκίνητη τη


Νεότερη Ελλάδα. Από το 1896, άρχισαν να προβάλλονται ταινίες
μικρού μήκους και το 1914, γυρίστηκε η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους
(Η Γκόλφω, βουκολικό ειδύλλιο σε σκηνοθεσία Κων/νου Μπαχατόρη
από τη Σμύρνη). Το καλοκαίρι του 1900 συναντάμε κινηματογραφικές
παραστάσεις στα καφενεία του Συντάγματος (Αθήνα) και το Μάρτιο
του 1901 στα καφενεία του Πειραιά. Η Θεσσαλονίκη απέκτησε
χειμερινή αίθουσα το 1903 (το θέατρο Ολύμπια). Στην Αθήνα, μόνιμη
στέγη απέκτησε ο κινηματογράφος το 1908. Έτσι, σταδιακά
δημιουργήθηκαν κινηματογραφικές αίθουσες προβολής και άρχισαν να
προβάλλονται ξένες παραγωγές, αρχικά του βωβού και αργότερα του
ομιλούντος κινηματογράφου. Τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα
εμφανίστηκαν δειλά οι πρώτες κινηματογραφικές επιχειρήσεις. Μια
από αυτές ήταν η Dag (Νταγκ) Films, που ιδρύθηκε από τους
αδελφούς Γαζιάδη (το 1915). Εκτός από ταινίες, η Εταιρεία αυτή,
γύρισε ντοκιμαντέρ και θέματα επικαιρότητας, όπως οι Δελφικές
γιορτές του Άγγελου Σικελιανού κ.λπ.1.

Για πολλά χρόνια ωστόσο ο κινηματογράφος δεν έγινε


αποδεκτός στην Ελλάδα ως μια μορφή τέχνης, από την πνευματική ελίτ
της χώρας. Τον έβλεπαν σαν ένα υποδεέστερο ανταγωνιστή του
θεάτρου για αυτό και κατακρίθηκε. Μόνο το 1938, ο Οδυσσέας Ελύτης
εκφράστηκε ευνοϊκά για τον κινηματογράφο και εγκωμίασε την
καλλιτεχνική του σημασία2.

Aπό την Ιαπωνία: Akira Kurosawa…


Από τη Σουηδία: Ingmar Bergman…
Το βιβλίο αυτό πρωτοκυκλοφόρησε το 1967.
1
Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, Τόμος 3 (1900-2007), Έκδοση
Αιγόκερως, Αθήνα 2000.
2
Γιάννης Σολδάτος, όπ. παρ.

381
Τη δεκαετία του 1930, ο ελληνικός κινηματογράφος πέρασε
στην «ομιλούσα» του μορφή.
Στη διάρκεια της ζωής της, η εταιρεία Dag Films κατέγραψε
αρκετούς τίτλους ταινιών με διάφορα θέματα, όπως οι ταινίες «Έρως
και κύματα» (δραματικό ειδύλλιο γυρισμένο σε φυσικούς χώρους του
Αιγαίου και της Αθήνας), το «λιμάνι των δακρύων», η «Αστέρω»,
(Ποιμενικό δράμα), οι «Απάχηδες των Αθηνών», «Φίλησε με
Μαρίτσα», και «Έξω φτώχεια», όλες με τον ίδιο σκηνοθέτη, το Δημήτρη
Γαζιάδη.

Το 1931 γυρίστηκε μια από τις πιο γνωστές ταινίες εκείνης της
εποχής, το «Δάφνης και Χλόη» σε παραγωγή Άστρον φιλμ και
σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου. Το 1932 γυρίστηκε ο πρώτος
«Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», ταινία βασισμένη στο ομότιτλο έργο
του Δημήτρη Κορομηλά. Μεταπολεμικά γυρίστηκαν τρεις ακόμα ταινίες
με το ίδιο θέμα. Αξιοσημείωτες ήταν και οι ελληνοτουρκικές και
ελληνοαιγυπτιακές παραγωγές, που συνέβησαν την ίδια αυτή περίοδο,
χωρίς όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ελληνικός κινηματογράφος παρέμεινε
ανενεργός. Ο Φιλοποίμην Φίνος εμφανίστηκε στο κινηματογραφικό
προσκήνιο το 1939 και μετά την απελευθέρωση ίδρυσε την εταιρεία
Φίνος φιλμ, στα στούντιο της οποίας γυρίστηκε μεταπολεμικά πληθώρα
ταινιών. Το 1943, εμφανίστηκε η ταινία «Φωνή της καρδιάς», σε
σκηνοθεσία Δημήτρη Ιωαννόπουλου και με πρωταγωνιστή τον Αιμίλιο
Βεάκη και παραγωγή ΦιΚΑ ( Φίνος + Καβουνίδης), ενώ το 1944
γυρίστηκε η ταινία «Τα χειροκροτήματα» του Γιώργου Τζαβέλα, ο
πρώτος ίσως σκηνοθέτης στην Ελλάδα που γνώριζε την
κινηματογραφική γλώσσα1.

1
. Θόδωρος Σούμας, Ελληνικός Κινηματογράφος, Εγκυκλοπαίδεια «ΕΛΛΑΔΑ», Εκδοτικός
Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ, σελ. 308-329, Αθήνα 2016.

382
Αυτή την εποχή (πριν το 1950) διακρίθηκαν οι σκηνοθέτες Γεωρ.
Τζαβέλας, Αλ. Σακελλάριος και Γρ. Γρηγορίου. Ο Γ. Τζαβέλας γύρισε την
πρώτη του ταινία το 1944, ο Αλ. Σακελλάριος το 1948 και ο Γ. Γρηγορίου
το 1949. Κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής εποχής γυρίστηκαν οι
εξής ακόμα ταινίες: «Ραγισμένες καρδιές» του Ορέστη Λάσκου (1945),
«Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του Αλ. Σακελλάριου με το Βασίλη
Λογοθετίδη (1948), ο «Μαρίνος Κοντάρας» του Γ. Τζαβέλα με το Μάνο
Κατράκη (1948), «Ο Μεθύστακας» του Γ. Τζαβέλα με τον
Ορέστη Μακρή (1949), «Οι χαμένοι άγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου,
σε πρώτη εμφάνιση η Ειρήνη Παπά (1948), «Η τελευταία Αποστολή»
(1949), συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1950…,
«Ο κόκκινος βράχος» του Γρηγόρη Γρηγορίου (1949), βασισμένο σε
νουβέλα του Ξενόπουλου. Επίσης, «Η βίλλα με τα Νούφαρα»,
η «Εξόρμηση», η «Διπλή θυσία», «Οι Αδούλωτοι σκλάβοι», σε
πρώτη εμφάνιση η Έλλη Λαμπέτη, η «Καταδρομή στο Αιγαίο», πολεμική
περιπέτεια, «Το Ξυπόλυτο Τάγμα», «Η Κρήτη στις φλόγες» …κ.ά.1

Η Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά να γράφει ιστορία στον


κινηματογράφο τη δεκαετία του 1950. Οι εξελίξεις που συνέβησαν τότε
στη χώρα και συγκεκριμένα η νομισματική μεταρρύθμιση του 1953, η
νομισματική σταθερότητα που ακολούθησε και οι στοχευμένες
μεγάλης κλίμακας επενδύσεις…, βελτίωσαν την ψυχολογία και
οικοδόμησαν τις προϋποθέσεις για μια δημιουργική Ελλάδα.
Οι εξελίξεις αυτές θα ήταν αδύνατο να μην αφήσουν τα ίχνη τους στην
πορεία του ελληνικού κινηματογράφου. Σημαντική επίσης πρόοδος
σημειώθηκε τη δεκαετία αυτή (του 1950) στον τομέα της τεχνικής και
της αισθητικής, παρότι ο τεχνικός εξοπλισμός (στούντιο, εργαστήρια,
μηχανήματα…) δεν πρόλαβε να βελτιωθεί ολοκληρωτικά. Η πρόοδος

. Νίκος Φενέκ, Μικελίδης, Ελληνικός Κινηματογράφος (Τα πρώτα βήματα), Εγκυκλοπαιδικοί


θησαυροί, Τόμος 17 Α΄, σελ. 108-111, Εκδοτική Αθηνών.

1
Σούμας Θεόδωρος, όπ. παρ., σελ. 310 και εξής.

383
του ήταν ωστόσο σημαντική και σταδιακά άρχισε να παίρνει θέση
στην εθνική αγορά θεάματος, ώστε το 1960 να κατέχει κιόλας το 1/3
του αριθμού του συνόλου των εισιτηρίων στις αίθουσες της Αθήνας και
των προαστίων. Επικράτησαν οι εμπορικές ταινίες με θέματα (σενάρια)
που συγκινούσαν τις λαϊκές μάζες. Όμως, μεγάλη πρόοδο, τεχνολογικά
και θεματολογικά, σημείωσε ο Ελληνικός κινηματογράφος το τελευταίο
τέταρτο του 20 αιώνα. Σκηνοθέτες, όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο
Γιώργος Τζαβέλας, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο
Γρηγόρης Γρηγορίου …, οπερατέρ όπως ο Αριστείδης Καρύδης – Φουκς,
Μουσικοί όπως ο Μάνος Χατζηδάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης…,
έδειξαν τη μεγάλη τους αξία και ώθησαν τον Ελληνικό κινηματογράφου
προς τα εμπρός.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης ειδικότερα, Κυπριακής καταγωγής,


ασχολήθηκε αυτή την περίοδο, ως σκηνοθέτης, με το θέατρο και τον
κινηματογράφο, με επιτυχία. Πρόβαλε στο εξωτερικό το Αρχαίο Θέατρο
(την ελληνική τραγωδία). Κυριότερες ταινίες του ήταν: «Το Κυριακάτικο
ξύπνημα» το 1954, η «Στέλλα» το 1955, «Το κορίτσι με τα Μαύρα» το
1956, το «Τελευταίο Ψέμα» το 1958, ο «Αλέξης Ζορμπάς» το
1963-1964, η τραγωδία «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη κ.ά. Χρησιμοποίησε
στα έργα του τους ηθοποιούς Μελίνα Μερκούρη, Έλλη Λαμπέτη,
Ειρήνη Παπά, Δημήτρη Χορν, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, καθώς και
ξένους ηθοποιούς (π.χ. Antony Κουήν ).
Ο Γιώργος Τζαβέλας γύρισε την πρώιμη αυτή περίοδο τις
ταινίες: «Αγνή του λιμανιού», «Το σωφεράκι», η «Κάλπικη Λίρα», ο
«Ζηλιαρόγατος», «Μια ζωή την έχουμε», η τραγωδία «Αντιγόνη» του
Σοφοκλή, κ.ά. Χρησιμοποίησε τους ηθοποιούς Βασ. Λογοθετίδη,
Ορέστη Μακρή, Δημ. Χορν, Έλλη Λαμπέτη, Ειρήνη Παπά, Μίμη
Φωτόπουλο κ.ά..
Ο Νίκος Κούνδουρος προσπάθησε να αλλάξει προσανατολισμό
σε σχέση με τα συμβαίνοντα την εποχή του. Οι ταινίες του είναι

384
ανθρωποκεντρικές. Ως διανοούμενος της εποχής του αντιτάχθηκε στον
εμπορικό κινηματογράφο. Τα αρχικά πρότυπα του είχαν την καταγωγή
τους στον Ιταλικό νεορεαλισμό. Οι ταινίες του ήταν : «Η μαγική πόλη»,
«Ο Δράκος», «Οι Παράνομοι» κ.ά..
Το 1953, εμφανίστηκε στο σκηνοθετικό προσκήνιο ο Ντίνος
Δημόπουλος. Σκηνοθέτησε περί τις 50 ταινίες. Μερικές από αυτές είναι:
«Οι ουρανοί είναι δικοί μας», (1953), «Χαρούμενο ξεκίνημα»,
«Τζο ο τρομερός», «Το αμαξάκι», (1957), « Ο άνθρωπος του τραίνου»,
(1958), «Αμαρυλλίς», «Φτώχεια και Αριστοκρατία» κ.ά..
Ο Γρηγόρης Γρηγορίου επιχείρησε να συνδυάσει τον κοινωνικό
προβληματισμό με την εμπορικότητα. Ήταν από τους εισηγητές του
νεορεαλισμού στον ελληνικό κινηματογράφο. Μερικές από τις ταινίες
του την περίοδο αυτή ήταν (εκτός από τον «Κόκκινο βράχο»):
η «Θύελλα στο Φάρο», το «Πικρό ψωμί», «Ο Διωγμός», «Η μοίρα ενός
αθώου», «Η αρπαγή της Περσεφόνης» (1956) κ.ά..
Ο Αλέκος Σακελλάριος ξεκίνησε τη σκηνοθετική του καριέρα
στην αρχή της δεκαετίας του 1950, με τις ταινίες : «Εκείνες που δεν
πρέπει να αγαπούν» (1951), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952),
«Δεσποινίς ετών …39» (1954), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954),
«Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Οι παπατζήδες»,
«Η καφετζού», «Της νύχτας τα καμώματα», «Ένας ήρωας με
παντούφλες», «Ο Ηλίας του 16ου», «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο»
(1959) κ.ά..
Ο Βασίλης Γεωργιάδης άρχισε να ασχολείται με τον
κινηματογράφο το 1950. Το 1956 γύρισε την πρώτη του ταινία. Από τα
κυριότερα έργα του είναι: οι «Άσοι του γηπέδου», «Η οργή»,
«Τα κόκκινα φανάρια» (πρωτάθηκε για Oscar), «Το χώμα βάφτηκε
κόκκινο», (επίσης πρωτάθηκε για Oscar), «Η έβδομη μέρα της
Δημιουργίας» κ.ά.. Ο Β. Γεωργιάδης ήταν πολύπλευρο ταλέντο.
Χειρίστηκε το ίδιο άνετα την κωμωδία και το δράμα.

385
Ο Γιάννης Δαλιανίδης διέπρεψε στη μουσική κωμωδία. Ξεκίνησε
τη σκηνοθετική του καριέρα στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και
δημιούργησε τις ταινίες: «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ένας βλάκας
και μισός», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η Χριστίνα»,
«Ο κατήφορος», «Νόμος 4000», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Ίλιγγος»,
«Κάτι να καίει», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Ραντεβού στον αέρα»,
«Μερικοί το προτιμούν κρύο» κ.ά.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος αξιόλογος νεότερος σκηνοθέτης,
δημιούργησε τα έργα του τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Σκηνοθέτησε τις
ταινίες: «Ουρανός», το 1962, με θέμα το έπος της Αλβανίας, «Εκδρομή»
το 1966 με θέμα το έπος του 1940-1941, «Τελευταία Άνοιξη» το 1972,
«Το χρονικό μιας Κυριακής» το 1975, «Ρομαντικό σημείωμα» το 1978,
«Σόνια» το 1980…
Θα ήταν παράλειψη αν δεν μνημονεύαμε έναν ακόμα
σημαντικό σκηνοθέτη, τον Ζυλ Ντασσέν, για την προσφορά του στον
ελληνικό κινηματογράφο: Μετά τη μοιραία συνάντηση του με τη
Μελίνα Μερκούρη, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και συνέχισε το
σκηνοθετικό του έργο. Με την έναρξη της δεκαετίας του 1960,
σκηνοθέτησε την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» με πρωταγωνίστρια τη
Μελίνα Μερκούρη και Μουσική Μάνου Χατζηδάκη. Το 1962 γύρισε την
ταινία «Φαίδρα» και το 1964 την ταινία «Τοπ Καπί», με την ίδια
πρωταγωνίστρια.
Η Μελίνα Μερκούρη κέρδισε βραβείο ερμηνείας σε διεθνή
φεστιβάλ.
Άλλοι σημαντικοί σκηνοθέτες της πρώτης αυτής περιόδου ήταν:
Ο Ορέστης Λάσκος, ο Ντίμης Δαδίρας, ο Κώστας Μανουσάκης, ο
Ερρίκος Θαλασσινός, ο Κώστας Καραγιάννης, ο Ροβήρος Μανθούλης, ο
Ανδρέας Λαμπρινός, ο Οδυσσέας Κωστελέτος, ο Κώστας Ανδρίτσος, η
Μαρία Πλυτά, ο Γκρέκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός), οι Ιάσων και
Μαυρίκιος Νόβακ, ο Δημήτρης Αθανασιάδης, ο Στέλιος Τατασόπουλος,

386
ο Δημήτρης Ιωαννόπουλος, ο Χρήστος Κυριακόπουλος, ο Ίων Νταϊφάς,
ο Παναγιώτης Κωνσταντίνου, Κώστας Σφήκας κ.ά..
Ο ελληνικός κινηματογράφος, κατά την περίοδο αυτή, είχε
λοιπόν σχέση με την καθημερινότητα των πολιτών, τις χαρές και τις
λύπες του, το ξενιτεμό, τη φτώχεια και τα πλούτη, τους βολεμένους και
τη μάζα του λαού. Τα θέματα αυτά εκμεταλλεύτηκαν οι εκπρόσωποι
του νέου θεάματος για να γίνει ο κινηματογράφος εμπορικός, δηλ. να
αγαπηθεί από το λαό και να γίνε προσοδοφόρος. Έτσι, η ανάπτυξη του
ελληνικού κινηματογράφου είχε θετικά αποτελέσματα τόσο στο σκέλος
των οικονομικών όσο και στο σκέλος της τέχνης. Πρόσφερε στην
απασχόληση, στα έσοδα του Κράτους, στα ταμεία των παραγωγών,
συνέβαλε θετικά στο τουρισμό. Παράλληλα, πρόσφερε στην τέχνη και
τον πολιτισμό.

Από το τέλος της δεκαετίας του 1950, τα εισιτήρια στους


κινηματογράφους αυξάνονταν με γοργό ρυθμό, καθώς και οι
παραγωγές ταινιών. Το 1964, άρχισε να γίνεται αισθητός ο κατήφορος
που περίμενε τον ελληνικό κινηματογράφο. Το 1968, η κρίση ήταν
πλέον ορατή. Η τηλεόραση, καινούριο είδος λαϊκού θεάματος, στις
αρχές της δεκαετίας του 1970 είχε κυριαρχήσει και στην Ελλάδα και το
λαϊκό θέαμα μεταφέρθηκε στο σπίτι. Τη δεκαετία του 1970
παρατηρήθηκε μια προσπάθεια «ανίχνευσης μιας άλλης
1
κινηματογραφικής γλώσσας» .

Το καθεστώς της δικτατορίας (1967-1974), ανέστειλε την όποια


πρόοδο στον ελληνικό κινηματογράφο, παρότι ένα μεγάλο μέρος της
παραγωγής δεν είχε τίποτα να χάσει την περίοδο αυτή. Ωφελούνταν
μάλλον αφού ο στόχος ήταν η διατήρηση των επιτυχημένων (ταμειακά)
παλιών εμπορικών συνταγών, που έφερναν την ευημερία στο ταμείο.

1
Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, Τόμος 1, 1900-1967, σελ. 173,
Έκδοση ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ.

387
Εξ άλλου, αυτό βόλευε και το καθεστώς. Όμως, ο ελληνικός
κινηματογράφος παρέμενε στάσιμος ποιοτικά και οργανωτικά.
Οι ταινίες με πολιτικό περιεχόμενο απαγορεύονταν. Μέχρι το 1967, η
συζήτηση για το μέλλον του Ελληνικού κινηματογράφου ήταν ακόμα
περιορισμένη. Έπρεπε να έρθει η πτώση του καθεστώτος το 1974,
για να ενθαρρυνθεί η συζήτηση για το μέλλον του
ελληνικού κινηματογράφου. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν σημαντικοί
νέοι δημιουργοί: Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Παντελής
Βούλγαρης, ο Νίκος Νικολαΐδης, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Τάκης
Χατζόπουλος κ.ά..

Στη διάρκεια της δικτατορίας διακρίθηκαν καλλιτεχνικά στο


Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι ταινίες: «Σιλουέτες» του Κώστα Ζώη,
«Πυρετός στην άσφαλτο» του Ντίνου Δημόπουλου, «Παρένθεση», του
Τάκη Κανελλόπουλου, «Κορίτσια στον ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη,
«Σύνορα της προδοσίας» του Ντίμη Δαδήρα, «Το κορίτσι του ’17» του
Πέτρου Λύκα, «Ο πανικός» του Σταύρου Τσιώλη… Η ταινία
«Αναπαράσταση» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου ξεχώρισε ως η
καλύτερη ταινία της χρονιάς. Η πρώτη αυτή ταινία μεγάλου μήκους
του Θ. Αγγελόπουλου καθόρισε το πέρασμα από τον εμπορικό στο Νέο
Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ). Ο Θ. Αγγελόπουλος ήταν ο εκφραστής
αυτού του Νέου Κινηματογράφου1.

Την ίδια αυτή χρονιά (1970) μεταφέρθηκε στην οθόνη από τον
Μιχάλη Κακογιάννη η Αρχαία Τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη,
γυρισμένη στην Ισπανία στην Αγγλική γλώσσα. Πρωταγωνίστησαν,
εκτός από την Ειρήνη Παπά, μεγάλες σταρ του Παγκόσμιου
κινηματογράφου.

1
Ανδρέας Παγουλάτος, Ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ), Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί,
Τόμος 17Α΄, σελ. 111-119, Εκδοτική Αθηνών.

388
3.5.4.3. Η διάκριση μεταξύ παλιού Εμπορικού και Νέου Καλλιτεχνικού
Κινηματογράφου.

Με την ευκαιρία του 12ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1971)


επανήλθε στην επικαιρότητα η συζήτηση μεταξύ κινηματογραφιστών
και κριτικών σχετικά με το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ) και το
μέλλον του. Η συζήτηση αυτή κάλυψε την Οργάνωση του, τις
στρατηγικές για την ανάπτυξη του, το σαφή διαχωρισμό του από τον
παλιό εμπορικό κινηματογράφο κ.λπ.. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη,
λόγω της επιδιωκόμενης αναβίωσης του παλιού εμπορικού
κινηματογράφου και του οριστικού αδιεξόδου που οδηγείτο ο ΝΕΚ.
Από το 1972 και μετά, η κρίση στον παλιό εμπορικό κινηματογράφο
παγιώθηκε, ο ΝΕΚ βρήκε χώρο να αναπνεύσει και να
τραβήξει τα βλέμματα των κριτικών και των διανοούμενων,
που δεν συγκινούνταν πια από τον ξεπεσμένο «εμπορικό»
κινηματογράφο.
Το 1974, η Δικτατορία κατέρρευσε, στο ΝΕΚ παρατηρήθηκε
κινητικότητα, το ανθρώπινο δυναμικό, που ασχολούνταν με τον
εμπορικό κινηματογράφο απορροφήθηκε από την τηλεόραση.
Συμπερασματικά, μέχρι το 1972, όλα τα είδη του ελληνικού
κινηματογράφου συνυπήρχαν, με καλές θέσεις στον πίνακα εισιτηρίων,
ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονταν οι ταινίες του ΝΕΚ.
Το 1980, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με την ταινία του
«Ο Μεγαλέξανδρος» κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της
Βενετίας. Ήδη, το 1979 είχε ξεσπάσει διαμάχη μεταξύ σκηνοθετών και
κριτικών για τον τρόπο, που οι τελευταίοι αντιμετώπιζαν τον
κινηματογράφο. Το 1984-1985, η διαμάχη συνεχίζονταν, τώρα με
αφορμή την επιλογή από τους κριτικούς των 10 καλύτερων ταινιών του
ελληνικού κινηματογράφου.

389
Την περίοδο 1990-2007, ο Ελληνικός κινηματογράφος
παρουσίασε σημαντική κάμψη τόσο ποιοτική, όσο και εμπορική, παρά
τη γενναία κρατική χρηματοδότηση, με σκοπό την ενίσχυση του
εγχώριου καλού κινηματογράφου. Το μεγάλο γεγονός της χρονιάς
1997-1998 ήταν η βράβευση της ταινίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου
«Μια αιωνιότητα και μια μέρα» στο φεστιβάλ των Καννών, με το Χρυσό
Φοίνικα.
Ο Ελληνικός κινηματογράφος πέρασε στον 21ο αιώνα,
καχεκτικός και αδύναμος να αντιμετωπίσει τον κακό του εαυτό και τις
αντιξοότητες που συνάντησε στο δρόμο του. Το σημαντικότερο ωστόσο
γεγονός της περιόδου 2003-2004 ήταν η νέα ταινία του Θ.
Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει», η οποία διεκδίκησε τη
«Χρυσή Άρκτο» στο 54ο φεστιβάλ του Βερολίνου. Την ίδια περίοδο η
ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, κατέρριψε όλα τα
ρεκόρ εισιτηρίων και ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Λίγο μετά, το 2008,
διακρίθηκε η αξιόλογη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ελ Γκρέκο»,
ποιοτικά και ταμειακά.
Θα ήταν δύσκολο να παραθέσουμε όλους τους τίτλους των
ταινιών και τους συντελεστές τους, που γυρίστηκαν τη μακρά αυτή
περίοδο και αριθμούν εκατοντάδες ... θα αναφερθούμε μόνο σε
ορισμένους δημιουργούς και τις ταινίες τους, κυρίως από το 1973 και
μετά.
Οι ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου: «Αναπαράσταση»,
1969-1970, «Μέρες του '36», 1971-1972, «Ο Θίασος» (1974-1975,
ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ των Καννών, «Οι κυνηγοί», 1976-1977,
«Μέγας Αλέξανδρος», 1979-1980, βραβεύτηκε με το χρυσό Λιοντάρι
στο φεστιβάλ της Βενετίας, «Ταξίδι στα Κύθηρα», 1984-1985,
«Μελισσοκόμος», 1985-1986, με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, «Τοπίο
στην Ομίχλη», 1987-1988, «Το Μετέωρο βήμα του Χολαργού», 1991-
1992, με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1994-

390
1995, ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ των Καννών (με τον Αμερικανό
ηθοποιό Χάρβι Καϊτέλ), «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» 1997-1998,
βραβεύτηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών,« Το λιβάδι
που δακρύζει», 2003-2004, Διεκδίκησε τη Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ
του Βερολίνου.
Οι ταινίες του Παντελή Βούλγαρη: «Τζίμης ο Τίγρης» (1966),
ταινία μικρού μήκους, «Το προξενειό της Άννας», 1971-1972, «Χάππυ
Νταίη» 1975-1976, « Ελευθέριος Βενιζέλος», 1982(;), «Τα πέτρινα
χρόνια», 1984-1985, «Η φανέλα με το Νο 9», 1987-1988, «Οι ήσυχες
μέρες του Αυγούστου», 1992, «Ακροπόλ», 1996, «Όλα είναι δρόμος»,
1998, «Οι Νύφες», 2004-2005 κλπ.

Οι ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου: «Ο Εργένης», 1997, «Τα


χρώματα της Ίριδος», 1973-1974, «Οι τεμπέληδες της Εύφορης
Κοιλάδας», 1977-1978, «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», 1993-1994,
«Μελόδραμα», 1979-80, «Αυτή η νύχτα μένει», 1999-2000, «Delivery»,
2004, «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», 2006-2007 κλπ.

Οι ταινίες του Νίκου Κούνδουρου: «Τα τραγούδια της φωτιάς»,


1973-1974, «Vortex», 1976-1977, «Το Μπορντέλο», 1985-1986,
«Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου», 1993, «Οι
φωτογράφοι», 1999, κ.α.

Αναφέρουμε επίσης το Μιχάλη Κακογιάννη με τις ταινίες


«Ιφιγένεια» του Ευριπίδη (1976-1977) και «βυσσινόκηπος» του
Τσέχωφ, (1999), τον Αλέξη Δαμιανό με την ταινία «Ο Ηνίοχος» (1994-
1995), τον Κώστα Φέρη με τις ταινίες «Φόνισσα» (1973-1974),
«Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο» (1974-1975), «ρεμπέτικο»
(1982-1983), «Oh Babylon» (1988-1989), τον Τάκη Κανελλόπουλο με τις
ταινίες «Η τελευταία άνοιξη» (1971-1972), «Το χρονικό μιας Κυριακής»
(1974-1975), το Γιάννη Σμαραγδή με την ταινία «El Greco» (2006-2007),

391
τον Τάσο Μπουλμέτη με την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» (2003-2004) και
άλλους.

Την τελευταία αυτή περίοδο που εξετάζουμε, εκτός από την


παλιότερη φρουρά σκηνοθετών που αναφέρουμε παραπάνω και που
συνέχισε το δημιουργικό της έργο, εμφανίστηκαν πολλοί νέοι και
αξιόλογοι σκηνοθέτες του Ελληνικού κινηματογράφου. Μνημονεύουμε
ενδεικτικά μερικά ονόματα: Πάνος Κοκκινόπουλος, Σταύρος Τσιώλης,
Δήμος Αβδελιώτης, Τάσος Ψαράς, Τώνια Μαρκετάκη, Παναγιώτης
Γλυκοφρύδης, Γιώργος Πανουσόπουλος, Νίκος Περάκης, Αλέξης
Μπίστικας, Θόδωρος Μαραγκός, Γιώργος Καρυπίδης, Λάμπρος
Λιαρόπουλος, Μανούσος Μανουσάκης, Ρέπας-Παπαθανασίου, Βασίλης
Βαφέας, Λάκης Παπαστάθης, Νίκος Νικολαΐδης, κ.α.

Είναι αυτονόητο ότι η λίστα αυτή δεν είναι εξαντλητική.

3.5.4.4. Το κινηματογραφικό ρεύμα των νεότερων σκηνοθετών.

Από τη δεκαετία του 1990, εμφανίστηκε, ένα νέο


κινηματογραφικό ρεύμα νεότερων σκηνοθετών 1 . Η νέα αυτή γενιά
σκηνοθετών, στην πλειονότητά τους, υιοθέτησε μια περισσότερο
ομαλή, αλλά δυναμική δομή στο σχέδιο και στην εξέλιξη της Ιστορίας,
με ανάλογο σενάριο και μοντάζ. Έχει απομακρυνθεί από το παλιότερο
παραδοσιακό στυλ, «ποιητικής» ή «επικολυρικής» αισθητικής των
σκηνοθετών της παλαιότερης γενιάς. Ο κινηματογράφος τώρα είναι
περισσότερο αφηγηματικός και μυθοπλαστικός. Σε σχέση με το ΝΕΚ
(Νέο Ελληνικό κινηματογράφο), που είχε στόχους ποιητικούς ή
πολιτικούς, είναι περισσότερο ζωντανός, πλάθει χαρακτήρες, έχει
αμεσότητα με τους θεατές, ώστε να τους «αγγίζει» και να τους
επηρεάζει. Μερικοί από τους νέους αυτούς σκηνοθέτες είναι: ο Νίκος
Γραμματικός, ο Περικλής Χούρσογλου, ο Κων/νος Γιάνναρης, ο Γιάννης

1
Θόδωρος Σούμας, όπ. παρ. , σελ. 327-329, Αθήνα 2016.

392
Οικονομίδης, ο Σωτήρης Γκορίτσας, ο Δημήτρης Αθανίτης, η Αγγελική
Αντωνίου, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, η Όλγα Μαλέα, ο Τάσος
Μπουλμέτης, ο Αντώνης Κόκκινος, ο Άγγελος Φραντζής, ο Κώστας
Καπάκα, ο Πάνος Κούτρας, η Φωτεινή Συσκοπούλου, ο Ρένος
Χαραλαμπίδης... κ.α.

Τα τελευταία χρόνια έχουν επίσης γυριστεί αρκετά αξιόλογα


ντοκιμαντέρ, όπως η «Αγέλαστος πέτρα», του Φίλιππου Κουτσάφτη.

393
ΚΕΦ. 4. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ1.
(που άλλαξαν τη μορφή του κόσμου)

4.1. Επισκόπηση της Μακραίωνης πορείας της τεχνολογίας.

Η ιστορία της τεχνολογίας αρχίζει από την ηωλιθική εποχή,


δηλ. από την αρχαιότατη εποχή ζωής του προϊστορικού ανθρώπου κατά
την οποία χρησιμοποιούσε ως εργαλεία τους ηώλιθους, που έχουν
ανακαλυφθεί από τους αρχαιολόγους στις ανασκαφικές έρευνες2 και
συνεχίστηκε από τους διαφόρους πολιτισμούς μέχρι σήμερα, την εποχή
των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των διαστημικών ταξιδίων.
Ο άνθρωπος, το ξεχωριστό αυτό είδος του ζωικού βασιλείου, άρχισε
έγκαιρα να αναπτύσσεται πνευματικά και να αναζητά τρόπους
βελτίωσης της ζωής του. Μέσα στη μακραίωνη αυτή περίοδο
είναι τεράστιο το πλήθος των εφευρέσεων του, από τις πιο απλές
μέχρι τις πιο σύνθετες. Θα μνημονεύσουμε τις σημαντικότερες.
Η τεχνολογία διαφοροποιείται από τις τεχνικές και ουσιαστικά πήρε
το σημερινό της περιεχόμενο κατά το 17ο αιώνα μ.Χ. στη Γαλλία
και στην Αγγλία.

Το μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας του ανθρώπου αποτελείται


από εφευρέσεις και καταγραφές τεχνών: επαγγελματικά εργαλεία,

1
Βλ. Donald Cardwell, ιστορία της Τεχνολογίας, Μετάφραση από τα Αγγλικά
Δημήτρης Κατσέρης, επιστημονική επιμέλεια Τέλης Τύμπας, έκδοση Μεταίχμιο, Αθήνα
2000.
2
Ηώλιθος: κομμάτι πυριτόλιθου, που βρίσκεται σε στρώματα παλαιότερα της Τεταρτογενούς
διάπλασης.
Ηωλιθικός: αυτός που ανήκει στην αρχαιότατη ζωή του προϊστορικού ανθρώπου, κατά την
οποία χρησιμοποιούσε ως εργαλεία τους ηώλιθους.
Πυριτόλιθος ή πυρόλιθος: πέτρωμα που παράγει φωτιά (σπινθήρα) με την τριβή.
Τεταρτογενής διάπλαση ή Τεταρτογενές: διάστημα του Καινοζωικού αιώνα (1,64
εκατομ. χρόνια πίσω), κατά το οποίο ο άνθρωπος και άλλα θηλαστικά πήραν τη σημερινή τους
μορφή.
Καινοζωικός αιώνας: ο νεότερος γεωλογικός αιώνας (65 εκατομ. χρόνια πίσω), ο οποίος
χαρακτηρίζεται από την επικράτηση των θηλαστικών στο ζωικό κόσμο. Διακρίνεται σε δύο υπο-
περιόδους: στο Τριτογενές και στο Τεταρτογενές διάστημα.

394
όπλα, οικιακά σκεύη και άλλα. Για να διατίθενται όλα αυτά σημαίνει ότι
υπήρχαν και συνεργεία με εξειδικευμένους τεχνίτες που τα
κατασκεύαζαν, όπως και στοιχειώδης συναλλακτική οικονομία.
Η απουσία όμως αλφαβήτου και γραφής μας στερεί τη δυνατότητα να
γνωρίζουμε περισσότερα γι' αυτά, (όπως εξάλλου και για άλλες
κοινωνικές συνήθειες σχετικά με το γάμο, την ποίηση, τη μουσική, τη
λογοτεχνία κλπ.). Κατά τη διάρκεια της παλαιολιθικής - αλλά και της
Νεολιθικής- εποχής, η πρόοδος των τεχνών πρέπει να ήταν αργή και
είναι ελάχιστα γνωστή στο σύγχρονο μελετητή. Πάντως τα σύνεργα που
χρησιμοποιούσαν ήταν αποκλειστικά κατασκευασμένα από πέτρα και
από ξύλο.
Η μετάβαση από τον περιπλανώμενο τρόπο ζωής στη σταδιακή
χρήση της καλλιέργεια της γης και της κτηνοτροφίας – πρώτη μεγάλη
πολιτιστική επανάσταση του ανθρώπου – ήταν ένας σοβαρός λόγος να
δημιουργηθούν οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί. Η εξέλιξη αυτή σήμανε την
έναρξη της Νεολιθικής εποχής. Οι κάτοικοι στον ελλαδικό χώρο
υιοθέτησαν την αγροκτηνοτροφία ως κύριο τρόπο διατροφής τους κατά
την 7η χιλιετία. Αρκετοί πολιτισμοί εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των
τελευταίων περίπου 10.000 χρόνων. Πολλές βασικές εφευρέσεις
του ανθρώπου έγιναν κατά την Προϊστορική εποχή: Η χρήση της
φωτιάς, ο εξοπλισμός για το κυνήγι και το ψάρεμα, η καλλιέργεια
της γης, η εξημέρωση των ζώων, το χτίσιμο των σπιτιών, η ύδρευση
και η άρδευση, η κατασκευή εργαλείων και όπλων, η κλώση
και η ύφανση, η βαφή, η αγγειοπλαστική, η ζωγραφική... κλπ., όλες
αυτές οι επινοήσεις είχαν εμφανιστεί πριν αρχίσει να γράφεται η
ιστορία.
Η ανάπτυξη της μόνιμης γεωργίας ειδικότερα, οδήγησε στην
ιδιοκτησία και επέβαλε την κατανομή και την αγορά και πώληση γης.
Η εξέλιξη αυτή, με τη σειρά της, χρειάστηκε την τέχνη του τοπογράφου

395
και την κατασκευή σχεδίων και χαρτών, που απεικονίζουν τα τμήματα
γης, που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Οι πρώτες μεγάλες πόλεις ήταν πιθανόν αυτές του Μινωικού
πολιτισμού στην Κρήτη, καθώς και των πολιτισμών του Ιράκ
(Βαβυλώνα) και της Αιγύπτου. Σε αυτές τις περιοχές «άρχισαν να
εμφανίζονται διάφορες μορφές (πρωτόγονης) γραφής, πριν από 5.000
χρόνια και αριθμητικής περί τα 1000 χρόνια αργότερα»1. Η αριθμητική
και η αστρολογία δεν ήταν οι μόνες δραστηριότητες που οι Βαβυλώνιοι
έδειξαν ιδιαίτερη δεξιότητα.
Κατά την ύστερη Νεολιθική εποχή και την πρώιμη εποχή του
Χαλκού, παρατηρήθηκε ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας – κωπήλατα
σκάφη – και του θαλάσσιου εμπορίου. Περί το 1600 π.Χ. άρχισε η
μεγάλη ακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού με τις πολλές Ακροπόλεις
στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Οι θολωτοί τάφοι και τα οικοδομικά κτίσματα
αποτελούν δείγματα σπουδαίας αρχιτεκτονικής.
Η τάση για περισσότερο οργανωμένη μορφή ζωής εμφανίστηκε
στον ελληνικό χώρο κατά την εκπνοή της Νεολιθικής εποχής και την
αυγή της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. H χρήση των μετάλλων
συνετέλεσε στην εξέλιξη της καθημερινότητας των ανθρώπων, στην
οικονομική και κοινωνική ζωή. Με το μέταλλο ως πρώτη ύλη, ο
άνθρωπος μπόρεσε να κατασκευάσει, μεγαλύτερη ποικιλία εργαλείων,
που διευκόλυναν την καλλιέργεια της γης, ενθάρρυνε τη βιοτεχνική
δραστηριότητα, κατασκεύασε κοσμήματα, όπλα και άλλα αντικείμενα.
Από τα μέταλλα το περισσότερο διαδεδομένο ήταν ο χαλκός, ο οποίος
χρησιμοποιούνταν με τη μορφή του Ορείχαλκου (μπρούτζου), που είναι
μείγμα χαλκού και κασσίτερου. Με τον καιρό άρχισαν να
κατασκευάζουν όχι μόνο χάλκινα αντικείμενα, αλλά και άλλα είδη με
πρώτη ύλη το χρυσό ή τον άργυρο. Η διαδικασία επεξεργασίας του

1
Donald Cardwell, όπ, παρ. σελ 38.

396
μετάλλου, απαιτεί την τήξη του (λιώσιμο), σε υψηλή θερμοκρασία και
σε ειδικό περιβάλλον. Δηλ. χρειάζονταν ένα είδος βιομηχανικής
επεξεργασίας. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην εμφάνιση της
βιοτεχνίας, στην ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής (επομένως στην
δημιουργία πλεονάσματος ειδών διατροφής) και του θαλάσσιου
εμπορίου (επομένως της ναυσιπλοΐας) και της συναλλακτικής
οικονομίας. Η ανακάλυψη και αξιοποίηση των μετάλλων υπήρξε, μαζί
με την ανακάλυψη της Γραφής και της αριθμητικής, η πιο σημαντική
από όλες τις αρχαίες καινοτομίες. Μπορεί κανείς να πει ότι η
μεταλλουργία, μαζί με τα εφαρμοσμένα μαθηματικά (και τη γραφή),
υπήρξε η πρώτη από τις στρατηγικές τεχνολογίες. Οι πρώτες περιοχές
στις οποίες ξεκίνησε η μεταλλουργία και η μεταλλοτεχνία ήταν οι
ορεινές περιοχές του βόρειου Ιράκ, του Λιβάνου και της Συρίας 1. Την
εποχή που οι Αρχαίοι πολιτισμοί της Μέσης Ανατολής και της
Μεσογείου ήκμαζαν, ένας άλλος πολιτισμός αναπτύσσονταν στην Κίνα,
με πολλές και σημαντικές εφευρέσεις, που απολαμβάνει ο σύγχρονος
κόσμος. O Σωκράτης (469-399 π.Χ.) Ευρωπαίος (Έλληνας), ο
Κομφούκιος (551-479 π.Χ.) Κινέζος και ο Βούδας (563-483 π.Χ.) Ινδός,
έζησαν την ίδια περίπου εποχή, αλλά ο ένας μακριά από τον άλλο. Ήταν
όμως και οι τρείς οι κεντρικοί στοχαστές μιας εποχής που εκτείνεται
χρονικά από το 800π.Χ. (Γεωμετρική εποχή για την Ελλάδα) μέχρι το
200 π.Χ. (Ελληνιστική εποχή). Ήταν τα κεντρικά πρόσωπα σε τρεις
μεγάλους πολιτισμούς: τον ελληνικό (ευρωπαϊκό), τον Κινέζικο και τον
Ινδικό και έχουν επηρεάσει εκατομμύρια ανθρώπους2.
Τα χρόνια της πρωτογεωμετρικής περιόδου (1.100-900 π.Χ.) της
Ελλάδας, που ονομάστηκαν «Σκοτεινοί Χρόνοι», λόγω της παρακμής

1
Donald Cardwel, όπ. παρ., σελ. 40.
2
ERIK BRYNJOLFSSON , ANDREW MCAFEE, Η θαυμαστή εποχή τη Νέας Τεχνολογίας, εκδόσεις
«Κριτική», Αθήνα 2016, σελ. 21.

397
που σημειώθηκε σε όλους τους τομείς, της έλλειψης αρχαιολογικών
ευρημάτων και της αύξησης της μετανάστευσης προς τα νησιά και τα
παράλια της Μ. Ασίας, εμφανίζεται η χρήση του σιδήρου σε
αντικατάσταση του χαλκού. Την εποχή αυτή παρατηρείται
πληθυσμιακή συγκέντρωση, επομένως αρχίζει να συγκροτείται
οργανωμένος και πυκνός πολεοδομικός ιστός. Οι τεχνικές και η Τέχνη,
γενικότερα, στα κεραμικά αγγεία εμφανίζεται υποτονική, όπως επίσης
και τα διακοσμητικά σχέδια. Τα κατασκευαζόμενα αγαλματίδια, πήλινα
ή χάλκινα, αφιερώνονταν στα μεγάλα ιερά.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. σημειώνονται ραγδαίες εξελίξεις σε όλους
τους τομείς. Χαρακτηρίστηκε ως περίοδος αναγέννησης. Υιοθετήθηκε
το «φοινικικό» αλφάβητο και προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της
ελληνικής γλώσσας, που αποτέλεσε κορυφαίο επίτευγμα προόδου και
πολιτισμού. Ειδικότερα την περίοδο αυτή, αλλά και μετέπειτα,
παρατηρείται πρόοδος σε πολλούς τομείς: βελτίωση των συνθηκών
ζωής, πρόοδος στη γεωργία, στην αγγειοπλαστική, στη
μεταλλοτεχνία..., με φυσικό επακόλουθο οι βιοτέχνες και οι έμποροι να
εξαπλωθούν στη Μεσόγειο και να δημιουργήσουν αποικίες και
εμπορικούς σταθμούς, ιδιαίτερα στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, στην
Ν. Γαλλία, σε περιοχές του Ευξείνου Πόντου, στην Αίγυπτο,
στην Εγγύς Ανατολή κλπ. Όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα της περιόδου
αυτής ήταν η υιοθέτηση της αλφαβητικής Γραφής τον 8ο αιώνα π.Χ.
γι' αυτό και υποστηρίζεται ότι τα Ομηρικά Έπη γράφηκαν τον αιώνα
αυτό.
Οι έλληνες πήραν τα (πρώτα) μαθηματικά από τους γείτονες
τους Άραβες πριν αρχίσουν και οι ίδιοι (οι Έλληνες) να συνεισφέρουν
ουσιαστικά, με τα βιβλία του Ευκλείδη... κλπ. Οι Έλληνες αστρονόμοι
επωφελήθηκαν από τις αστρονομικές παρατηρήσεις των Βαβυλωνίων,
όμως προχώρησαν πολύ περισσότερο και διατύπωσαν λεπτομερείς
αστρονομικές θεωρίες. Ο Ίππαρχος (2ος αιώνας π.Χ.), θεμελιωτής της

398
μαθηματικής αστρονομίας, ανακάλυψε την μετάπτωση των ισημεριών
και κατάρτισε τον πρώτο κατάλογο άστρων, κατά μεγέθη. Έθεσε επίσης
τις βάσεις της Τριγωνομετρίας, επινόησε την πρώτη επιστημονική
μέθοδο καθορισμού των γεωγραφικών μηκών. Τελειοποίησε τη
διόπτρα (αστρονομική-κιάλια) και εφηύρε τον αστρολάβο (= όργανο
που απεικονίζει την ουράνια σφαίρα σε οποιαδήποτε ημερομηνία...
Χρησιμοποιείται κυρίως στη ναυσιπλοΐα). Ο Αριστοτέλης διατύπωσε
την άποψη ότι η γη είχε σχήμα σφαιρικό. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος
διατύπωσε τη ιδέα ότι η γη είναι ένας πλανήτης που κινείται σε τροχιά
γύρω από τον ήλιο. Ωστόσο, το πιο σημαντικό επίτευγμα των Ελλήνων
αστρονόμων ήταν ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, που χρονολογείται
το 87 π.Χ. και ανακαλύφθηκε το 1900 σε ναυάγιο ενός πλοίου κοντά
στις ακτές των Αντικυθήρων. Οι Έλληνες εκτός από την εφεύρεση των
μεθόδων που προέβλεπαν τις κινήσεις των πλανητών, έκαναν και
πολλές άλλες ανακαλύψεις στον τομέα της τεχνικής. Μόλις το 1945
μελετήθηκαν διεξοδικά οι ελληνικές τεχνικές, οι οποίες ήταν πλούσιες
σε επιτεύγματα. Αλλιώς δεν εξηγείται πως έγιναν οι κατασκευές στην
Ακρόπολη των Αθηνών και των άλλων ακροπόλεων της προϊστορικής
εποχής, ή η κατασκευή της Πύλης των Λεόντων στις Αρχαίες Μυκήνες ή
ακόμα τα πανύψηλα τείχη από ογκώδεις λίθους της Τροίας (Ίλιον), ενός
Κράτους με σπουδαίο πολιτισμό που οι κάτοικοι του μιλούσαν
Ελληνικά και είχαν ως θρησκεία το Δωδεκάθεο. Οι τεχνικές στην Αρχαία
Ελλάδα πρέπει να ήταν σημαντικά εξελιγμένες. Η ναυπηγική πρέπει
επίσης να ήταν πολύ ανεπτυγμένη (στην Αρχαία Ελλάδα).
Ο Δυτικός πολιτισμός έχει λοιπόν τις ρίζες του στην Αρχαία
Ελλάδα1. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (περίοδος των Πτολεμαίων) το
ελληνικό πνεύμα, όχι μόνο το φιλοσοφικό, αλλά και το τεχνολογικό,
μεγαλούργησε: Για παράδειγμα η Ευκλείδεια γεωμετρία, η αστρονομία,

1
Donald Cardwel, όπ. παρ., σελ. 47.

399
καθώς και η Γεωγραφία του Πτολεμαίου Κλαύδιου (2ος αιώνας μ.Χ.), ο
υπολογισμός της περιφέρειας της γης από τον Ερατοσθένη, οι πρώτες
γνώσεις χημείας, ο κοχλίας του Αρχιμήδη, η ίδρυση της μεγάλης
βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ο Αρχιμήδης (287-212 π.Χ.) ιδιαίτερα,
κάτοικος της ελληνικής αποικίας της Σικελίας, σπούδασε στην
Αλεξάνδρεια, Μαθηματικός, μηχανικός, αστρονόμος, και ήταν από τους
επιφανέστερους εφευρέτες της αρχαιότητας. Διατύπωσε, μεταξύ
πολλών άλλων, την Αρχιμήδειο Αρχή της Μηχανικής των ρευστών,
εφάρμοσε τα μαθηματικά, προκειμένου να ανακαλύψει τους νόμους
του μοχλού και τις Αρχές της υδροστατικής... Μπορεί να χαρακτηριστεί
ως ο πρώτος Φυσικός.
Η συμβολή των Ρωμαίων στις επιστήμες ή τις τεχνικές ήταν
μάλλον ασήμαντη. Δεν συνέβαλαν ιδιαίτερα ούτε στην πρώιμη Χημεία
και τη μεταλλουργία, ούτε ασχολήθηκαν με τα μαθηματικά, την
αστρονομία και τις κατασκευές οργάνων. Οι τεχνικές που
χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι μηχανικοί ήταν αυτές των Ελλήνων κυρίως,
και των Βαβυλωνίων. Η φυσική τους κλίση ήταν στη διοίκηση και στη
νομοθεσία. Η αυτοκρατορία της Ρώμης δεν κατάφερε να έχει δική της
αμιγή πολιτιστική φυσιογνωμία, πέρα από αυτή της νομοθεσίας. Από
τους Ρωμαίους έλκουν την καταγωγή τους τα νομικά συστήματα
πολλών χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής... Οι Ρωμαίοι βάσιζαν το
νομικό τους σύστημα στις ελληνικές αρχές του «απόλυτου νόμου». Το
ίδιο έκαναν και οι νεότεροι Ευρωπαίοι.
Σημαντική ήταν η προσφορά των Αράβων. Παράλληλα με τους
Έλληνες ανέπτυξαν παραπέρα τα μαθηματικά, πήραν την αστρονομία
(από τους Έλληνες), εξερεύνησαν την ελληνική φιλοσοφία... Επίσης,
ανέπτυξαν και διέδωσαν το σημερινό σύστημα αριθμητικής
(περιλαμβανομένου του ψηφίου μηδέν), που αντικατέστησε τα άχαρα
Ρωμαϊκά ψηφία με τις χρονοβόρες διαδικασίες. Πολλοί γνωστοί
μαθηματικοί όροι είναι αραβικοί. Πριν από τους Ρωμαίους, το

400
παλιότερο σύστημα αρίθμησης, που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες ήταν
το Ακροφωνικό ή Ηρωδιακό. Εφαρμόστηκε κατά την Ελληνιστική
περίοδο και λειτούργησε μέχρι περίπου το 100 π.Χ.1
Από την εποχή του Καρλομάγνου (περί το 800 μ.Χ.) η Ευρώπη
άρχισε να αποκτά κάποια σταθερότητα και σχετική ευημερία. Η
χριστιανική θρησκεία είχε επικρατήσει και το ρεύμα του Ισλάμ στην
Ευρώπη ανακόπηκε. Οι πόλεις αυξάνονταν σε πληθυσμό. Αυτή την
περίοδο η Ευρώπη άρχισε να εισάγει εφευρέσεις από τον Αραβικό
κόσμο. Πολλές από τις εφευρέσεις αυτές δεν ήταν γνήσιες Αραβικές,
αλλά προέρχονταν από την Κίνα και την Ινδία και ήρθαν στην Ευρώπη
μέσω των Αράβων. Μετά το 800 μ.Χ., οι κυριότερες περιοχές ανάπτυξης
των Ευρωπαϊκών τεχνικών ήταν η βόρεια Ιταλία και η Νότια Γερμανία.
Οι τεχνικοί της Γερμανίας του Μεσαίωνα δραστηριοποιήθηκαν στον
τομέα της εξόρυξης (μετάλλων) και της μεταλλουργίας, κι αυτό
συνέβαλε στην ανάπτυξη της συγγενούς επιστήμης της Χημείας.
Οι Ιταλοί τεχνίτες ασχολήθηκαν με την Αρχιτεκτονική και την Μηχανική.
Η Γαλλία, η Βόρεια Γερμανία, η Σκανδιναβία και οι Κάτω Χώρες έμειναν
πίσω.
Αρχικά, οι τεχνικές των Ευρωπαϊκών χωρών του Μεσαίωνα ήταν
μικρής σημασίας. Το σημαντικότερο επίτευγμά τους, που
κληροδότησαν στους νεότερους, ήταν οι επιβλητικοί καθεδρικοί ναοί. Η
Γεωργία αποτελούσε ωστόσο το βασικό τομέα της οικονομίας. Πριν
από το 1.000 μ.Χ. εφευρέθηκε το τροχήλατο Σαξονικό άροτρο και ο
ανεμόμυλος. Η υδάτινη ενέργεια χρησιμοποιήθηκε για την
σφυρηλάτηση του σιδήρου, το πριόνισμα του ξύλου, το άλεσμα των
σιτηρών. Εμφανίστηκε επίσης η υψικάμινος, αναπτύχθηκε η
μεταλλουργία και βελτιώθηκαν οι μέθοδοι επεξεργασίας του σιδήρου
και του μπρούτζου. Άρχισε να χρησιμοποιείται η ναυτική πυξίδα στη
ναυσιπλοΐα. Κατά το τέλος της ίδιας εποχής αξιοποιήθηκαν οι διόπτρες

1
Αντωνίου Αθανάσιος, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 2, σελ. 462.

401
και ξεκίνησε η κατασκευή χαρτιού, με τεχνολογία που ήρθε από την
Κίνα. Κι ακόμα, υιοθετήθηκε η χρήση ποικιλίας νέων χημικών ουσιών.
Αυτές ήταν μερικές από τις καινοτομίες του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα.
Η μέθοδος της νηματουργίας, – που ξεκίνησε την ίδια περίοδο –
διατηρήθηκε μέχρι το 13ο αιώνα, οπότε ανακαλύφθηκε ο «Μεγάλος
τροχός» που έδωσε νέα ώθηση στον κλάδο αυτό 1 . Η επόμενη
σημαντική πρόοδος στην τεχνική της νηματουργίας σημειώθηκε 200
χρόνια αργότερα, κοντά στο τέλος του Μεσαίωνα, με την εμφάνιση του
«Σαξονικού τροχού». Έτσι, βελτιώθηκε η παραγωγικότητα των
κλωστηρίων.
Το ρολόι είναι επίσης μεσαιωνική εφεύρεση. Η μέτρηση του
χρόνου έγινε απαραίτητη με την εμφάνιση των αστικών συγκοινωνιών.
Αρχικά, ο υπολογισμός του χρόνου γίνονταν με το ηλιακό ρολόι (με
τη βοήθεια σκιών υπό το φως του ήλιου). Βέβαια το ρολόι αυτό
μπορούσε να λειτουργήσει μόνο την ημέρα, αλλά αυτό είχε μικρή
σημασία, γιατί οι περισσότερες κοινωνικές και οικονομικές
δραστηριότητες τέλειωναν με τη Δύση του Ηλίου. Ακολούθησε το
μηχανικό ρολόι: κινούνταν με βαρίδια και κατασκευάστηκε στο τέλος
του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου αιώνα. Τοποθετήθηκε σε
καθεδρικούς ναούς, σε εκκλησίες και σε κάστρα. Από την εποχή αυτή
και μετά σημειώθηκε μια σταθερή εξέλιξη στη βελτίωση του ρολογιού.
Τον 17ο αιώνα, ήρθε η εφεύρεση του Γαλιλαίου με το εκκρεμές ρολόι.
Το μηχανικό ρολόι έφτασε στο αποκορύφωμα του το 18 ο αιώνα. «Θα
πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάποια ανεξιχνίαστη σχέση ανάμεσα στους
ωρολογοποιούς της Ευρώπης και τους λησμονημένους Έλληνες
χειροτέχνες, που είχαν σχεδιάσει και κατασκευάσει το μηχανισμό των
Αντικυθήρων» (Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 67). Η Μεσαιωνική
εφεύρεση του μηχανικού ρολογιού και η μεγάλη βιομηχανική αλλαγή
το 18ο αιώνα, που ξεκίνησε στην Αγγλία, είχαν στενή σχέση. Τις μέρες

1
Donald Cardwel, όπ. παρ., σελ. 59.

402
της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία, παρουσιάστηκαν
ωρολογοποιοί ως βασικοί μηχανικοί στην κατασκευή και λειτουργία
των μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας1.
Το πρώτο Πανεπιστήμιο στον κόσμο ιδρύθηκε στην Αλεξάνδρεια
της Αιγύπτου κατά την Ελληνιστική περίοδο από τον Πτολεμαίο Α΄
(323-285 π.Χ.). Ονομάστηκε Μουσείο (Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα) και
συστεγάστηκε με την ονομαστή Βιβλιοθήκη της πόλης. Το επόμενο
πανεπιστήμιο (Πανδιδακτήριο λέγονταν τότε) στην Ευρώπη (και στον
κόσμο) δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το Θεοδόσιο Β'
(408-450 μ.Χ.) κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Αναδιοργανώθηκε
και απέκτησε έδρες της ελληνικής γραμματείας, της φιλοσοφίας και της
νομικής και τις αντίστοιχες στη Λατινική. Καθορίστηκαν ειδικοί χώροι
διδασκαλίας στη στοά του Καπιτωλίου. Λειτούργησε με τη μορφή
αυτή μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού Α’ (518-565), ο οποίος
το αναδιοργάνωσε (εκ νέου) και το μετονόμασε Οικουμενικό
Πανδιδακτήριο. Την εποχή του Μιχαήλ Γ' (;) - 842 - 867- της Δυναστείας
του Αμορίου, η διδασκαλία του ιδρύματος μεταφέρθηκε στη
μεγάλη και πολυτελή αίθουσα, της Μαγναύρας του παλατιού.
Ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (944-959) το ανακαίνισε
ξανά και διόρισε διακεκριμένους καθηγητές στη Φιλοσοφία, στη
Ρητορική, στη Γεωμετρία, στην Αστρολογία. Κατά τη βασιλεία του
Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-1055), το Πανεπιστήμιο της
Μαγναύρας λειτούργησε με επικεφαλής το Μιχαήλ Ψελλό στην
έδρα της φιλοσοφίας και τον Ιωάννη Ξιφιλινό στο Δίκαιο.
Άρα, τα όποια πανεπιστήμια στις αναγεννώμενες χώρες της
Ευρώπης, δημιουργήθηκαν αρκετά αργότερα από τα πανεπιστήμια της
Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας, το 13ο αιώνα μ.Χ., κοντά
στην αποκαλούμενη «αναγέννηση» της Ευρώπης και επρόκειτο για
Χριστιανικά Ιδρύματα, που είχαν τις εξής σχολές: την κατώτατη Σχολή

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 68.

403
(βασική εκπαίδευση), τη Σχολή Τεχνών (παρείχε γνώσεις στη
Γραμματική, στη Ρητορική, τη Λογική, τη Μουσική, την Αριθμητική, τη
Γεωμετρία και την Αστρονομία). Μετά τη Σχολή των Τεχνών, ο
σπουδαστής μπορούσε να συνεχίσει σπουδές σε μία από τις τρεις
επαγγελματικές Σχολές, της Θεολογίας, της Νομικής και της Ιατρικής. Η
γλώσσα διδασκαλίας ήταν τα Λατινικά. Οι εξετάσεις γίνονταν
«χρησιμοποιώντας την επιχειρηματολογική μέθοδο της Αριστοτέλειας
λογικής»1 . Η φιλοσοφία που διδάσκονταν, παρότι στο ξεκίνημα ήταν ο
νεοπλατωνισμός, καθιερώθηκε τελικά ως κύρια διδασκαλία η
Αριστοτέλειος φιλοσοφία. Στο Μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο, η γνώση
ήταν στατική. Δεν είχε ακόμα γεννηθεί η ιδέα της προόδου. Πίστευαν
πως οι Αρχαίοι λαοί αντιπροσώπευαν όλη την πιθανή κοσμική γνώση.
Η εντατική μελέτη του Αριστοτέλη από τους διδάσκοντες καλλιέργησε
το φιλοσοφικό σύστημα, που συμπεριέλαβε προβλήματα κίνησης.
Τα προβλήματα αυτά απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία κατά το 16 ο
και 17ο αιώνα, κι έτσι άρχισε να αναπτύσσεται η πνευματική
καλλιέργεια.
Από τα πρώτα ιδρύματα Ανωτάτης Εκπαίδευσης στην Ευρώπη
ήταν αυτό στο Παρίσι, όπου δίδασκε, μεταξύ άλλων, αξιόλογων
εκπαιδευών, και ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης: Η Σορβόνη ιδρύθηκε
μεταξύ 1253 και 1257 και στεγάστηκε σε χώρο ανάμεσα στο
Pantheon και στην πλατεία Saint Michel. Οφείλει το όνομά της
στον ιδρυτή της Robert de Sorbon, Θεολόγο και προσωπικό ιερέα του
Λουδοβίκου ΙΧ’ (Saint Louis). Αρχικά λειτούργησε ως κολέγιο Θεολογίας
για απόρους σπουδαστές και σύντομα εξελίχθηκε σε Ανώτατο
Εκπαιδευτικό Ίδρυμα2. Την ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκαν και τα
πανεπιστήμια της Οξφόρδης (το 12ο αιώνα) και του Κέιμπριτζ (το 1284)

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 69.
2
Jean Delorme, Οι ημερομηνίες σταθμοί του Μεσαίωνα, Que Sais-Je, P.U.F.,2005, Έκδοση στα
ελληνικά Δ.Ο.Λ. 2007, σελ. 118-119. Επίσης, Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE, Τόμος 5,
Δ.Ο.Λ., 2014.

404
στην Αγγλία. Τα πανεπιστήμια – που από μόνα τους αποτελούσαν
καινοτομία – εκτός από την πνευματική καλλιέργεια που προσέφεραν
στην Ευρώπη, είχαν μεγάλη επίδραση στην καινοτομία και στις
εφευρέσεις.
Στην Αγγλία οι νερόμυλοι αποτέλεσαν την κύρια πηγή μηχανικής
ισχύος, σε όλη την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης. Η υδάτινη
ενέργεια υπήρξε μια στρατηγική τεχνολογία στους αιώνες που
ακολούθησαν. Η τεχνολογία, – η οποία διαφοροποιείται από τις
τεχνικές –, ουσιαστικά ξεκίνησε από τη Γαλλία και την Αγγλία το 18 ο
αιώνα. Η παρουσία της ήταν εμφανέστατη στις επικοινωνίες, στην
ανάπτυξη των ενεργειακών πόρων, στην εκμηχάνιση και στην Πρώιμη
Χημική Βιομηχανία. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ξεκίνησε με γρήγορο
ρυθμό, την εποχή περίπου που άνθισε η βιομηχανική επανάσταση στην
Αγγλία. Το γεγονός αυτό είχε έντονες οικονομικές, κοινωνικές και
πνευματικές συνέπειες σε ολόκληρο τον κόσμο τον αιώνα που
ακολούθησε. Η δεύτερη επιστημονική επανάσταση, που εμφανίστηκε
περί τα μέσα του 19ου αιώνα, συνοδεύτηκε από μια δεύτερη
Βιομηχανική επανάσταση, που εξακολουθεί σταθερά τη διαδρομή της
μέχρι σήμερα.
Στις αρχές της αποκαλούμενης Ευρωπαϊκή αναγέννησης (1455)
έλαβε χώρα στη Γερμανία η ανακάλυψη της τυπογραφίας από το
Γουσταύο Γκούτεμπεργκ. Για να αξιοποιηθεί η τυπογραφία στην
εκτύπωση βιβλίων, χρειάζονταν να εισαχθεί χαρτί από την Κίνα, να
εξελιχθεί η τυπογραφική μελάνη, να υιοθετηθεί το πιεστήριο και το
κυριότερο έπρεπε να λυθεί το πρόβλημα κατασκευής φθηνών
τυπογραφικών στοιχείων και άρα χρειάζονταν να επιλεγεί το κατάλληλο
αλφάβητο. Το ελληνογενές λατινικό αλφάβητο με τα 26 γράμματα
έτυχε να είναι κατάλληλο για τη μηχανική τυπογραφία. Η τυπογραφία
έφερε την επανάσταση στην έκδοση βιβλίων και στη διάδοση της
γνώσης. Το πρώτο γνωστό τυπωμένο βιβλίο ήταν η Βίβλος.

405
Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι γνώσεις για τον κόσμο ήταν
περιορισμένες. Η προσπάθεια για ανακάλυψη του κόσμου και το
άνοιγμα θαλάσσιων δρόμων, που θα απέφευγαν τους κινδύνους που
επεφύλασσαν οι μετακινήσεις από ξηρά, έγινε εφικτή χάρη στην
πρόοδο της ναυπηγικής και της ναυσιπλοΐας, τη δημιουργία του
κινητού πηδαλίου που αντικατέστησε το κουπί και την εφεύρεση της
ναυτικής πυξίδας. Το 1492, ο Γενουάτης ναυτικός Χριστόφορος
Κολόμβος έφτασε στην Αμερικανική Ήπειρο. Το 1497 ο Πορτογάλος
Βάσκο ντα Γκάμα έπλευσε γύρω από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας
και έφτασε στην Ινδία. Το 1517, ο Πορτογάλος Μαγγελάνος ξεκίνησε
την εξερευνητική αποστολή του περίπλου της υδρογείου, που
ολοκλήρωσε μετά από τρία χρόνια. Μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα,
οι Ευρωπαίοι θαλασσοπόροι είχαν ανακαλύψει νέες Ηπείρους και
Ωκεανούς και είχαν ολοκληρώσει το γύρο του κόσμου. Τα πολιτικά,
οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά επακόλουθα από τις
ανακαλύψεις αυτές ήταν τεράστια. Η τεχνολογία συνέβαλε ουσιαστικά
στην ανακάλυψη του κόσμου και στην άνθιση της επιστήμης, κατά τον
17ο αιώνα.
Ο Γαλιλαίος (1564-1642), Ιταλός επιστήμονας, υπήρξε ικανός
μαθηματικός και προικισμένος Μουσικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο
της Πίζας όπου έγινε καθηγητής μαθηματικών. Ο ίδιος αποκαλούσε τον
εαυτό του μαθηματικό, μηχανικό και φιλόσοφο και πράγματι ήταν.
Ήταν επίσης οπαδός του Αρχιμήδη. Συμμερίζονταν τις απόψεις του
(Αρχιμήδη) ότι οι νόμοι της φύσης είναι απλοί και στην ουσία
μαθηματικοί. Του αποδίδονται οι εφευρέσεις του θερμόμετρου, του
εκκρεμούς και του αστρονομικού τηλεσκοπίου (1609), όμως η
προσφορά του ήταν πολύ μεγαλύτερη: άλλαξε την αντίληψη των
ανθρώπων για της μηχανές και τον τρόπο αξιολόγησης της απόδοσης
τους. Ακόμα, ανακάλυψε το ανάγλυφο της Σελήνης, τους κυριότερους
δορυφόρους του Δία, τις φάσεις της Αφροδίτης, την παρουσία των
αστέρων του Γαλαξία. Προσδιόρισε το νόμο της πτώσης των σωμάτων

406
στο κενό. Δικάστηκε και καταδικάστηκε από την Ιερά εξέταση για τις
ιδέες του.
Ο Ισαάκ Νεύτων (Αϊζακ Νιούτον), 1642-1727, ήταν Άγγλος
επιστήμονας, εγκατεστημένος στο Καίμπριτζ. Το σημαντικότερο έργο
του ήταν «Οι Μαθηματικές Αρχές της φυσικής φιλοσοφίας» (1687):
Εφάρμοσε τα μαθηματικά στη μελέτη των «φυσικών φαινομένων» και
κυρίως στη «μελέτη της κίνησης». Η σκέψη του βασίστηκε στην «Αρχή
της αδράνειας» και στην «ισότητα της δράσης με την αντίδραση»...
Διατύπωσε επίσης τη θεωρία του για την «παγκόσμια έλξη». Στην
οπτική έκανε πειράματα ανάλυσης του φωτός. (1675). Ακόμα,
κατασκεύασε το πρώτο «κατοπτρικό» τηλεσκόπιο.
Ο 17ος αιώνας στη Δυτική Ευρώπη ήταν αιώνας του πνεύματος,
αλλά και αιώνας των πολέμων. Ο πλέον καταστροφικός πόλεμος ήταν
αυτός μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας (1618-1648). Η Ισπανία
καταστράφηκε, ενώ η Γαλλία εξελίχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη στο
Δυτικό Πολιτισμό. Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα (1700), τα πιο ενεργά
κέντρα της τεχνολογικής καινοτομίας ήταν στη Γαλλία και στις Κάτω
χώρες και αργότερα στην Αγγλία και στη Σκανδιναβία. Το κίνημα για τη
βελτίωση του συστήματος της ευρεσιτεχνίας στην Αγγλία, στην Ιταλία,
στην Γαλλία..., καθιερώθηκε μετά τον 15ο και 16ο αιώνα και αργότερα,
από το 1790, επεκτάθηκε και στη νεοσύστατη δημοκρατία
των ΗΠΑ. Η Γερμανία, μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα
– κατακερματισμένη ακόμα – υιοθέτησε το σύστημα προστασίας της
ευρεσιτεχνίας. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς ενθάρρυνση και προστασία
των ευρεσιτεχνιών δεν μπορεί να υπάρξει καινοτομία και
πρόοδος. Η πλειοψηφία των εφευρέσεων επέτρεψε στον άνθρωπο
να περάσει από το στάδιο του πρωτογονισμού στο στάδιο του
πολιτισμού.
Από το 1700 είχαν τεθεί οι βάσεις της νεότερης τεχνολογίας.
Ο Αγροτικός τομέας στην Αγγλία ήταν ο πρώτος που επωφελήθηκε από

407
τις εξελίξεις αυτές. Παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται και η
μεταλλουργία, κυρίως στις περιοχές που είχαν σιδηρομεταλλεύματα,
ξύλα για ξυλάνθρακα και υδάτινη ενέργεια «για τη λειτουργία
φυσητήρων και βαρέων σφυρών»1. Στη διάρκεια του 17ου αιώνα, η
βιομηχανία μεταφέρθηκε από τις πόλεις στην ύπαιθρο και η εξάρτησή
της από την υδάτινη ενέργεια δημιούργησε πρόβλημα επικοινωνιών,
άρα ύπαρξης αξιόλογου οδικού δικτύου. Η δημιουργία του όμως ήταν
εξαιρετικά βραδεία. Γι' αυτό και οι μεταφορές αγαθών από τόπο σε
τόπο γίνονταν, εκεί που ήταν δυνατόν, από τη θάλασσα με μικρά πλοία
(στην Αγγλία).
Οι πειραματισμοί για την εφαρμογή του ατμού ως ενέργεια
– επομένως της ατμομηχανής – άρχισαν το 17ο αιώνα (στο τέλος του
1.600 και στις αρχές του 1.700).

4.2. Οι σημαντικότερες επί μέρους εφευρέσεις (Από το 18ο αιώνα).

4.2.1. Η κλωστοϋφαντουργία.

Η κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία επηρεάστηκε πρώτη από


την εξέλιξη της τεχνολογίας. Η εφεύρεση της «ιπτάμενης σαΐτας» το
1733 έφερε την επανάσταση στην κλωστοϋφαντουργία και επιτάχυνε
την υπό εκκόλαψη βιομηχανική επανάσταση. Το 1738, εφευρέθηκε η
κλωστική μηχανή στην Αγγλία. Ήταν κατασκευασμένη στα πρότυπα της
μηχανής κλώσης του μεταξιού, που προηγήθηκε και είχε έρθει από την
Ιταλία. Οι δύο εφευρέτες της κλωστικής μηχανής (ο Γάλλος Paul και ο
Άγγλος Wyatt), οργάνωσαν ένα κλωστήριο, που λειτούργησε στο
Birmingham το 1741. Αργότερα ένας άλλος εφευρέτης, ο Arkwright
(1732-1792) πέτυχε – μελετώντας τα προβλήματα της αναπτυσσόμενης
κλωστοϋφαντουργίας – να κατασκευάσει μια πιο πρακτική κλωστική
μηχανή, που οδήγησε στην άνθιση της κλωστοϋφαντουργίας και άνοιξε
1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ.138.

408
το δρόμο για την πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Αυτή η νέα
κλωστική μηχανή εκινείτο με νερόμυλο (υδάτινη ενέργεια). Η μεγάλη
πρόοδος στη βιομηχανία αυτή, κατέστησε πιεστική την ανάγκη της
δημιουργίας καινοτομιών στις οικοδομές, στις μεταφορές, στην
κατασκευή νέων μηχανημάτων, στη μεταφορά ισχύος και στη
παραγωγή, στη βαφή και στην αποτύπωση σχεδίων...
Οι κλωστοϋφαντουργικές μηχανές έφτασαν σε υψηλό επίπεδο
απόδοσης, όταν εμφανίστηκε ο αργαλειός το 1801. (J. M. Jacquard). Ο
αργαλειός Jacquard γνώρισε μεγάλη επιτυχία και παρέμεινε σε χρήση
μέχρι την πρόσφατη εποχή της ηλεκτρονικής.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μέχρι την πρώτη δεκαετία του
19ου, η Βρετανική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας υπήρξε από τις
σημαντικότερες στρατηγικές βιομηχανίες. Η ταχύτατη ανάπτυξη της
συμπαρέσυρε και τις βοηθητικές/συναφείς βιομηχανίες, en
amont και en aval, ενώ ο ανάγκες της υποκίνησαν νέες
τεχνολογικές εφευρέσεις: Η παραγωγή και μεταβίβαση ενέργειας,
οι εργαλειομηχανές, ο φωτισμός με υγραέριο, οι μεταφορές, η χημική
βιομηχανία...., προόδευσαν, λόγω της πίεσης που ασκούσε η
κλωστοϋφαντουργία.

4.2.2. Η βιομηχανία Σιδήρου και ο Σιδηρόδρομος.

Μεγάλη πρόοδος σημειώθηκε επίσης στη βιομηχανία σιδήρου.


Επειδή η τιμή του γαιάνθρακα είχε αυξηθεί σημαντικά,
χρησιμοποιήθηκε για την τήξη του σιδήρου το κοκ (χρησιμοποιείται
κυρίως στις υψικαμίνους). Από το 1750, χρησιμοποιούνταν όλο και
περισσότεροι κάμινοι με κοκ, ενώ οι κάμινοι με γαιάνθρακα είχαν
περιοριστεί. Η μεταλλουργική βιομηχανία, η οποία στη Γερμανία είχε
σημειώσει αξιόλογη πρόοδο, εξακολουθούσε να προκαλεί ευνοϊκές
συνέπειες στη βιομηχανική ανάπτυξη, καθώς και στη γέννηση και
ανάπτυξη της ατμοδύναμης, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ευεργέτησε

409
το σιδηρόδρομο και την ατμάμαξα. Οι σιδηροδρομικές ατμάμαξες
κυριάρχησαν και αντικατέστησαν τα άλογα στις χερσαίες μεταφορές
προϊόντων και ανθρώπων. Οι ιππήλατες άμαξες ωστόσο δεν εξέλιπαν.
Για χρόνια ακόμα, οι εσωτερικές συγκοινωνίες για τη μεταφορά
επιβατών που πλήρωναν εισιτήριο, καθώς και για τη μεταφορά του
ταχυδρομείου, γίνονταν με ιππήλατες άμαξες (Γαλλία, Αγγλία). Όσο οι
δρόμοι βελτιώνονταν, τόσο αύξανε η ταχύτητα των αμαξών και τόσο
συντόμευε η διαδρομή. Η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή μεταφοράς
επιβατών ήταν ο «Σιδηρούς τροχιόδρομος», που εγκαινιάστηκε το
1803, με τις άμαξες να έλκονται από άλογα. Το 1825 εγκαινιάστηκε η
πρώτη σιδηροδρομική γραμμή, μήκους 28 χιλιομέτρων στην Αγγλία που
χρησιμοποιούσε τόσο ατμομηχανή, όσο και άλογα. Οι σιδηροδρομικές
ράγες ήταν είτε από σφυρήλατο σίδερο, είτε από χυτοσίδηρο. Το 1830,
εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε το λιμάνι του
Liverpool με το Manchester (Αγγλία), μήκους 50 περίπου χιλ., που
κατέστησε απαραίτητη η αναπτυσσόμενη βιομηχανία βάμβακος
(κλωστοϋφαντουργία), προκειμένου να επιτευχθεί η σύνδεση της με το
λιμάνι. Το τραίνο είχε ήδη κατακτήσει την ταχύτητα των 32 χιλ. την
ώρα. Η πορεία του ατμοκίνητου σιδηρόδρομου από το 1831 και μετά
ήταν ταχύτατη. Ο σιδηρόδρομος αποτέλεσε τη στρατηγική βιομηχανία
του 19ου αιώνα. Η ραγδαία εξάπλωση των σιδηροδρόμων επέτεινε την
ανάγκη ενός μέσου επικοινωνίας κατά μήκος των γραμμών. To 1836,
σχεδιάστηκε ένας νέος τύπος τηλεγράφου για σιδηροδρομική χρήση
στην Αγγλία, που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Το τηλεγραφικό σύστημα
βελτιώνονταν σταθερά. Ο Samuel Μorse (1791-1872) αντικατέστησε το
αργό σύστημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα με νεότερο. Έτσι, ο
τηλέγραφος γνώρισε εφαρμογές πολύ ευρύτερες από την εξυπηρέτηση
των σιδηροδρόμων. Η υπεροχή των Γάλλων πολιτικών μηχανικών κατά
τον 18ο αιώνα, οδήγησαν στην επέκταση των Γαλλικών πρακτικών
για τους σιδηροδρόμους σε ολόκληρη την Ευρώπη. 1 Πράγματι, το
1
Το τραμ της Αθήνα, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1882, στην αρχή το έσερναν άλογα

410
σιδηροδρομικό σύστημα των χωρών της Ευρώπης ακολούθησε τη
Γαλλική πρακτική (και όχι την Αγγλική). Οι σιδηρόδρομοι χρειάζονταν
όμως γέφυρες, που θα παρείχαν ασφάλεια στη διέλευση των τραίνων.
Οι μηχανικοί προβληματίστηκαν. Μετά από μελέτες κατέληξαν.
Η πρώτη αξιόπιστη γέφυρα στην Αγγλία παραδόθηκε στην κυκλοφορία
το Μάρτιο του 1850. Το 1888, εγκαινιάστηκε το σύστημα της
σιδηροδρομικής ηλεκτροκίνησης.

4.2.3. Η ναυτιλία.

Η υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας του ατμού στην ελληνική


ναυτιλία και η αντικατάσταση των ιστιοφόρων πλοίων από τα
ατμόπλοια άρχισε ουσιαστικά περί το 1870. Η μετάβαση από τα
ιστιοφόρα στα ατμόπλοια – τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα –
κάλυψε την περίοδο μέχρι τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου πόλεμου
(1914). Σε ό,τι αφορά τα ελληνόκτητα πλοία, η αλλαγή αυτή ξεκίνησε
από τους έλληνες του εξωτερικού και, στη συνέχεια, επεκτάθηκε και
στους πλοιοκτήτες του εξωτερικού. Η διεύρυνση των δραστηριοτήτων
της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου
αιώνα. Οι ατμομηχανές στην αρχική τους εφαρμογή ήταν κοστοβόρες.
Το πρόβλημα λύθηκε, μερικώς, με την παραγωγή του χάλυβα σε
αντικατάσταση του σιδήρου, που επέτρεψε να κατασκευάζονται
μηχανές «υψηλής πίεσης», οι οποίες απαιτούσαν ανθεκτικούς λέβητες
και συμπιεστές1.

(ιππήλατο). Το 1887 έγινε ατμοκίνητο και το 1908 κυκλοφόρησε το πρώτο ηλεκτρικό τραμ.
Το 1960 καταργήθηκε και το 2004 ξαναλειτούργησε με τη σημερινή του μορφή.
Οι σιδηρόδρομοι στην Ελλάδα άρχισαν να κατασκευάζονται την εποχή του Χαρίλαου
Τρικούπη και συγκεκριμένα τα χρόνια της έντονης πολιτικής του δραστηριότητας
(1882-1893).
1
Τζελίνα Χαρλαύτη, εμπορική ναυτιλία, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 5,
Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σελ. 91-106.

411
Όμως, η έλευση του ατμόπλοιου συνοδεύτηκε από επιφυλάξεις,
παρόλο που είχαν κατασκευαστεί πειραματικά ατμοκίνητα πλοία πριν
από την ατμάμαξα. Ένα τέτοιο πειραματικό πλοίο κατασκευάστηκε
στην Γαλλία πριν από την επανάσταση του 1789. Η τεχνολογία αυτή
μεταπήδησε στις ΗΠΑ, όπου ναυπηγήθηκε η ατμάκατος «clermont». Το
πλοίο αυτό σημείωσε μεγάλη επιτυχία και η τεχνολογία επεκτάθηκε και
σε άλλα πλοία. Το πρώτο εμπορικό επιτυχημένο ατμόπλοιο της
Ευρώπης ήταν το «comet», το 1812. Η δυσκολία εφαρμογής της
ατμομηχανής στα ποντοπόρα πλοία εντοπίζονταν στην τροφοδοσία με
γλυκό νερό1.
Η κατασκευή του πρώτου μεγάλου πλοίου του «Μεγάλου
Ανατολικού» – μήκους 230 μ. και μεγίστου πλάτους 26 μέτρων –
ξεκίνησε το 1852 και ολοκληρώθηκε το 1858. Έφερε δύο μηχανές, τα
τοιχώματα του ήταν διπλά κυψελοειδή, είχε κατάρτια και πανιά. Το
πλοίο αυτό αντιπροσώπευε τον ασφαλέστερο και πολυτελέστερο τρόπο
ταξιδιού από την Ευρώπη στην Αμερική μέχρι το 1912, που βυθίστηκε ο
«Τιτανικός» και κλόνισε την εμπιστοσύνη του κοινού στην νεότερη
τεχνολογία.
Ο Μαρκόνι (1874-1937) ένας νεαρός Ιταλός από μητέρα
Αγγλίδα, πεπεισμένος για τις εμπορικές δυνατότητες της εφεύρεσης
του, των «Ερτζιανών κυμάτων», έφυγε για την Αγγλία. Αναγνώρισε
αμέσως την σημασία της σωστής αγοράς, που έπρεπε να απευθυνθεί
για να αξιοποιήσει την εφεύρεση του: Αυτή ήταν η ναυτιλία που δεν
μπορούσε να εξυπηρετήσει ο τηλέγραφος. Τότε η Αγγλία ήταν ένα
μεγάλο ναυτικό κέντρο, το μεγαλύτερο στον κόσμο. Είχε λοιπόν ο νέος
αυτός μια έτοιμη αγορά στα πόδια του. Οι πλοιοκτήτες του Λονδίνου,
πρώτοι, θα επωφελούνταν από τα πλεονεκτήματα της «ασύρματης
τηλεγραφίας». Το 1901, ο Μαρκόνι είχε ήδη στείλει μηνύματα στην

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ.274.

412
άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η χρησιμοποίηση του «ασυρμάτου»
προσέφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στη διάσωση των επιβατών του
Τιτανικού που βυθίστηκε το 1912.
4.2.4. Η βιομηχανία όπλων.

Οι εφευρέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα,


επηρέασαν και τη βιομηχανία όπλων, η οποία ξεκίνησε στην Αγγλία, το
1855, με την κατασκευή σχετικού εργοστασίου. Τα όπλα που
παρήχθησαν, χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο της Κριμαίας, – της
Αγγλίας και της Τουρκίας – εναντίου της Ρωσίας. Η πολεμική
βιομηχανία, στη συνέχεια, πήρε μεγάλες διαστάσεις, ιδιαίτερα στις
ΗΠΑ και ισχύει φυσικά μέχρι σήμερα.

4.2.5. Η Αγροτοκαλλιέργεια.

Η αγροτοκαλλιέργεια στην Ευρώπη και αργότερα στην Αμερική,


προόδευσε. Τα μηχανήματα αγροτοκαλλιέργειας κατασκευάζονταν από
σίδερο. Εμφανίστηκε κατ' αρχήν η ατμοκίνητη «μηχανή Ρυμούλκησης»,
που επέτρεψε το όργωμα με ατμοκίνητο άροτρο. Την ίδια εποχή
περίπου ανακαλύφθηκε και η αλωνιστική μηχανή.

4.2.6. Η Γεωλογία.

Η Γεωλογία εξετάζει τη φυσική ιστορία της γης, καθώς και τα


γεωλογικά χαρακτηριστικά της κάθε συγκεκριμένης περιοχής. Ήταν
δημοφιλής και χρήσιμη επιστήμη που μπορούσε να εξασκηθεί σε
εξωτερικούς χώρους. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η Γεωλογία
βρίσκονταν στο επίκεντρο δημοσίων συζητήσεων, με θέματα
σημαντικά, όπως η φύση του ανθρώπινου είδους και η δημιουργία του
κόσμου. Ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1859), βρετανός βιολόγος και
φυσιοδίφης, ήταν ο περισσότερο γνωστός από οποιοδήποτε άλλο
επιστήμονα και το βιβλίο του «Η προέλευση των ειδών» (1859) είχε
ευρύτατη απήχηση.

413
4.2.7. Η φωτογραφία.

Η φωτογραφία ήταν Γαλλική εφεύρεση, αλλά για ένα σύντομο


διάστημα, τη δεκαετία του 1850, πρωταγωνίστησε στον τομέα αυτόν το
Manchester. Εκεί ελήφθησαν οι πρώτες φωτογραφίες με φλάς.

ΣΗΜ.: Η Γερμανική υπεροχή στις συνθετικές βαφές άρχισε να γίνεται


εμφανής στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Από τότε και μέχρι τέλους
του 19ου αιώνα οι Γερμανικές εταιρίες βαφών εδραιώθηκαν και
επεκτάθηκαν στην Παγκόσμια αγορά

4.2.8. Η θεωρία του Einstein (1879-1955).

O Albert Einstein, φυσικός, Γερμανοεβραίος την καταγωγή και


πολιτογραφημένος Αμερικανός, διατύπωσε την Ειδική θεωρία της
σχετικότητας το 1905 και τη Γενική το 1916. Κατά «τον Einstein δεν
υπάρχει καμία προνομιούχα θέση από την οποία ο χώρος και ο χρόνος
μπορούν να μετρηθούν με βεβαιότητα ότι τα αποτελέσματα θα
αντιπροσωπεύουν την ακλόνητη αλήθεια. Ο χώρος, ο χρόνος και η μάζα
διαφοροποιούνται με τη σχετική κίνηση του μετρούντος ή του
παρατηρητή∙ δεν υπάρχουν απόλυτα μεγέθη βάσει των οποίων οι
διαστάσεις αυτές μπορούν να μετρηθούν. Η μοναδική σταθερά είναι η
ταχύτητα του φωτός, η οποία είναι πάντοτε ίδια, όπως και όπου και αν
μετρηθούν»1.

Επιστολή του Εinstein στον πρόεδρο Ρούσβελτ των ΗΠΑ,


οδήγησε στην έναρξη ενός ερευνητικού προγράμματος, που άνοιξε το
δρόμο στην κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας.

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 443-444.

414
4.3. Άλλα, εντυπωσιακά μεγάλα επιτεύγματα (από το 18ο αιώνα και
εξής).

4.3.1. Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση.

Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση εμφανίστηκε περί τα τέλη


του 18ου αιώνα (1700-1800) στη Μεγάλη Βρετανία και είχε σχέση με
την ανακάλυψη της ατμομηχανής, η εφαρμογή της οποίας άρχισε να
υιοθετείται σταδιακά από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Ο Adam Smith
(1723-1790), θεωρητικός του ελεύθερου εμπορίου και της προ-
βιομηχανικής εποχής, με το έργο του «ο πλούτος των Εθνών» που
έγραψε το 1776 και ο David Ricardo (1772-1823), μεταγενέστερος, με
το έργο του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και φορολογίας» που έγραψε
το 1817, τάραξαν τα νερά της εποχής τους. Το εμπόριο, ιδιαίτερα το
διεθνές, αναπτύχθηκε ταχύτατα, με την Αγγλία και την Ολλανδία να
αναπτύσσουν την εντονότερη δραστηριότητα. Η βιομηχανία, ιδιαίτερα
η υφαντουργική και η μεταλλουργική, καθώς και η ναυτιλία και οι
μεταφορές (τα τραίνα), άρχισαν να εφαρμόζουν τη νέα τεχνολογία του
ατμού. Ο φιλελευθερισμός επικράτησε στις εμπορικές και διακρατικές
δραστηριότητες, η εμπορική ναυτιλία έπαιρνε τη θέση της στις διεθνείς
εμπορευματικές μεταφορές, το χρηματοπιστωτικό σύστημα (τράπεζες)
και η επενδυτική δραστηριότητα ανέδειξαν τη δύναμη τους στο νέο
οικονομικό σύστημα, ο ανταγωνισμός και το κυνήγι του πλούτου από
ιδιωτικά και κρατικά επιχειρηματικά συμφέροντα, κυριάρχησαν στις
διεθνείς αγορές...1

1
Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας ηλεκτρονική έκδοση, Αθήνα 2013.
Του ιδίου, Ανάπτυξη και Εθνικός Προγραμματισμός, Εκδόσεις Παπαζήση (εισαγωγή), Αθήνα
2007.
. Dan Cryan, Sharron Shatil και Piero, Καπιταλισμός, Εκδ. ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2011.
. Marc Roche, Καπιταλισμός εκτός νόμου, Εκδόσεις Ημερήσια Α.Ε., Αθήνα 2014.
. Συλλογικό έργο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα.

415
Ο Καπιταλισμός (κεφαλαιοκρατισμός) ήταν ήδη παρόν.
Ακολούθησε τη βιομηχανική επανάσταση, αν και είχε αρχίσει να
αναδύεται από την προ-βιομηχανική εποχή. Αφού κυριάρχησε στην
Ευρώπη, εξαπλώθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον κόσμο. Σημειώνεται
ότι τα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν ήδη γνωστός ο Νέος Κόσμος – της
Αμερικής, της Ωκεανίας, της Ν. Αφρικής – .

Ο καπιταλισμός λοιπόν – γέννημα της βιομηχανικής


επανάστασης – είναι το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στο
εμπόριο, στη βιομηχανία, στη λειτουργία της αγοράς, στην ελεύθερη
ατομική πρωτοβουλία και ιδιοκτησία, στις χρηματικές συναλλαγές και
στο πιστωτικό σύστημα των τραπεζών. Με την εξάπλωση του, το
φεουδαρχικό σύστημα της ιδιοκτησίας γης, που επικρατούσε μέχρι τότε
και ήταν βραδυκίνητο και στατικό στα χέρια των ολίγων, καταργήθηκε.
Ο καπιταλισμός είναι αντίθετα ένα κινητικό (δυναμικό), από τη φύση
του, σύστημα, που αναζητά νέες αγορές και νέες ευκαιρίες πλουτισμού.
Η εκβιομηχάνιση, επίσης, των Ευρωπαϊκών χωρών, και
όχι μόνο, σήμανε το τέλος του μερκαντιλισμού και τη επικράτηση
του καπιταλισμού. Ο μερκαντιλισμός (εμποροκρατία) διαμορφώθηκε
το 16ο και το 17ο αιώνα, με την ανακάλυψη των πολύτιμων
μετάλλων (χρυσού και αργύρου) στην Αμερική και πήρε μεγάλες
διαστάσεις.
Οι εξελίξεις από το 15ο αιώνα, η σταδιακή ανακάλυψη του νέου
κόσμου και οι εφευρέσεις, όπως το ρολόι και η πυξίδα, έκαναν
περισσότερο εφικτά τα υπερπόντια ταξίδια. Ο επεκτατισμός του
εμπορίου έπαιξε λοιπόν σημαντικό ρόλο στην επικράτηση του
φιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Όπως ήταν φυσικό, οι εξελίξεις αυτές
ήταν αδύνατο να μην επηρεάσουν τους Έλληνες της διασποράς που
εξελίχθηκαν σε επιτυχημένους επιχειρηματίες. Έτσι, οι αρχές του
φιλελευθερισμού ήταν απαραβίαστες και στο νεοσύστατο ελληνικό
κράτος. Το Νεότερο ελληνικό κράτος είναι περίπου της ίδιας γενιάς με

416
τη γέννησης της βιομηχανικής επανάστασης και την εμφάνιση του
καπιταλισμού (και του φιλελευθερισμού) ως οικονομικού
συστήματος. Ήταν επόμενο λοιπόν οι ιδέες αυτές να φτάσουν και
στην Ελλάδα της εποχής μέσω των Ελλήνων της διασποράς
και των φιλελλήνων. Άρχισε έτσι μια οικονομική κινητικότητα και
στην Ελλάδα, που χαρακτήρισε την περίοδο μέχρι την οικονομική
κρίση του 1929/30.
Το νέο αυτό φαινόμενο της βιομηχανικής επανάστασης και του
καπιταλισμού άνοιγε νέα πεδία οικονομικής δράσης και επιδρούσε
δραστικά στις δομές του Κράτους και της Κοινωνίας. Το νεοσύστατο
ελληνικό κράτος με τις θεσμικές ιδιαιτερότητες και τις
κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις σε ένα ανομοιογενές και
σε πολλές περιπτώσεις δύσβατο έδαφος, τις πολύ μικρές καλλιέργειες,
κυρίως για αυτοκατανάλωση, τις διάσπαρτες μικρές βιομηχανικές
δραστηριότητες, αλλά και την αξιόλογη και αναπτυσσόμενη εμπορική
ναυτιλία, χάρη στις πρωτοβουλίες των Ελλήνων καραβοκύρηδων...,
προσπαθούσε με τα λίγα μέσα που διέθετε να επιβιώσει
και να αναπτυχθεί, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και δημοκρατικά,
μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο Ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπως
αυτό άρχισε να διαμορφώνεται με τις επαναστατικές καινοτομίες του
19ου αιώνα.
Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση συμπληρώθηκε, γύρω στη
δεκαετία του 1880 και μετά, (Δεύτερη βιομηχανική επανάσταση) με την
εκμετάλλευση νέων πηγών ενέργειας (πετρελαίου, φωταερίου,
ηλεκτρισμού) και με εφευρέσεις, όπως οι βενζινοκινητήρες, ο
ηλεκτρισμός, η τηλεφωνία κλπ. Η τρίτη βιομηχανική επανάσταση, που
συνέβη το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, σηματοδότησε τις εφαρμογές
της ηλεκτρονικής και της πληροφορικής και την ανάπτυξη των
τηλεπικοινωνιών. Για τη νεότερη αυτή βιομηχανική επανάσταση θα
μιλήσουμε τα επόμενα.

417
Την περίοδο του 1865-1875 άρχισε η ίδρυση νέων ατμοκίνητων
εργοστασίων στην Ελλάδα, με προσανατολισμό την εσωτερική αγορά,
στους κλάδους τροφίμων (αλευροβιομηχανία, ελαιουργία, οινοποιία),
της κλωστοϋφαντουργίας (βαμβάκι, μετάξι), της μηχανουργίας, του
δέρματος, του γυαλιού, του ξύλου, του χαρτιού... Παράλληλα με την
ανάπτυξη της βιομηχανίας, άρχισαν να δημιουργούνται αστικά κέντρα.
Η ανάπτυξη των αστικών κέντρων επιταχύνθηκε τη δεκαετία του 1870.
Από το 1857, τα εργοστάσια βυρσοδεψίας της Σύρου ήταν τα πρώτα
που έφεραν ατμομηχανές. Το 1861, στο Νεώριο της Σύρου
δημιουργήθηκε το πρώτο ατμοκίνητο μηχανουργείο στο
ναυτοεπισκευαστικό σταθμό.
Από το 1860, άρχισαν να κατασκευάζονται στον Πειραιά τα
πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια. Ένα από αυτά ήταν το
χυτήριο/σιδηρουργείο/ξυλουργείο του Γ. Βασιλειάδη από την
Κωνσταντινούπολη. Η Βυρσοδεψία στον Πειραιά ήταν επίσης από
τους πρώτους βιομηχανικούς κλάδους που χρησιμοποίησε
ατμομηχανές (από το 1850) και είχε εξαγωγικό προσανατολισμό.
Η Κλωστοϋφαντουργία, στον Πειραιά, άρχισε να εκμηχανίζεται στα
μέσα της δεκαετίας του 1860. Συμπερασματικά, η ανάπτυξη της
βιομηχανίας στην Ελλάδα συμπίπτει με την εισαγωγή της ατμομηχανής
και φτάνει στο απόγειο της περί το 18751. Στις αρχές του νέου αιώνα, η
ελαφρά βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών (αλευροβιομηχανία,
μακαρονοποιία, οινοποιία, ποτοποιία, βαμβακουργία, σαπωνοποιία,
δέρματος και λαδιού...) προτιμούσε να εγκαθίσταται κοντά στα αστικά
κέντρα και ειδικότερα στις πόλεις- λιμάνια και χρησιμοποιούσε τη νέα
τεχνολογία του ατμού.
Η νέα τεχνολογία του ατμού άρχισε να επεκτείνεται και στη
ναυτιλία και απείλησε με αφανισμό την παραδοσιακή ιστιοπλοΐα.

1 ο
Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα το 19 αιώνα, Ιστορικό
Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1986.

418
Η υιοθέτηση της τεχνολογίας του ατμού (από την ελληνική ναυτιλία),
άρχισε τη δεκαετία του 1870. Η διάρκεια της μετάβασης από τα
ιστιοφόρα στα ατμόπλοια κάλυψε την περίοδο μέχρι τις παραμονές του
Α' παγκοσμίου πολέμου (1914). Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε από τους
έλληνες του εξωτερικού και αργότερα επεκτάθηκε και στους
πλοιοκτήτες του εσωτερικού. Οι ντόπιοι καραβοκύρηδες αντιμετώπιζαν
το πρόβλημα της έλλειψης τραπεζικής χρηματοδότησης, δηλ. της
εξεύρεσης κεφαλαίων για την αντικατάσταση των ιστιοφόρων πλοίων
με ατμοκίνητα. Τα κατάφεραν όμως, με την εξεύρεση κεφαλαίων
λαϊκής βάσης, στην αρχή, να περάσουν στη νέα τεχνολογία και στην
κατάκτηση των θαλασσών. Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα πρώτα
ατμόπλοια ήταν ξύλινα με πλευρικούς τροχούς, που δεν άντεχαν στις
δονήσεις των μεγάλων ατμομηχανών. Η λύση δόθηκε με την κατασκευή
σιδερένιων σκαφών, που επέτρεψε την τοποθέτηση ελικοειδούς
προπέλας στην πρύμνη του πλοίου1. Το 1880, η χωρητικότητα των
ελληνόκτητων ατμόπλοιων αντιπροσώπευε μόνο το 3% του συνόλου
του εμπορικού στόλου της χώρας. Το 1910, κάλυπτε το 69%. Το 1915,
το «Ιόνιο δίκτυο» κατείχε το 74% της συνολικής χωρητικότητας των
ελληνόκτητων ατμόπλοιων. Η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας του
ατμού στην Ελλάδα υπήρξε ραγδαία και ξεπέρασε πολλές
αναπτυγμένες χώρες. Η τράπεζα Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1894 από
Έλληνες της διασποράς, βοήθησε σημαντικά τους Έλληνες πλοιοκτήτες
στην υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας μετά το 1900. Βοήθησαν επίσης
και οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι με έδρα το Λονδίνο. Το άνοιγμα της
πιστωτικής αγοράς συνέβαλε στην απογείωση της ελληνικής
ατμοκίνητης ναυτιλίας.
Τη μεγάλη αλλαγή στην ανθρωπότητα έφερε λοιπόν, στα τέλη
ου
του 18 αιώνα, η βιομηχανική επανάσταση – με την ατμομηχανή – η

1
Τζελίνα Χαρλαύτη, εμπορική ναυτιλία, Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000, Εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

419
οποία δεν ήταν η μόνη εξέλιξη, ήταν το άθροισμα πολλών, σχεδόν
ταυτόχρονων, εξελίξεων στη μηχανολογία, στη χημεία, στη
μεταλλουργία και σε άλλους κλάδους. Αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις
αποτέλεσαν τη βάση του ξαφνικού και παρατεταμένου άλματος της
ανθρώπινης προόδου. «... Για πρώτη φορά η κινητήριος δύναμη της
προόδου μας ήταν η τεχνολογική καινοτομία»1. Σήμερα, έχουν μπει στη
ζωή του ανθρώπου οι υπολογιστές και οι ψηφιακές εξελίξεις.
Επιτρέπουν στον άνθρωπο να υπερβαίνει τους όποιους περιορισμούς
είχε στο παρελθόν και να κατακτήσει νέους στόχους. «Η διανοητική
ισχύ είναι τουλάχιστον εξ ίσου σημαντική με τη σωματική ισχύ, για την
πρόοδο του ανθρώπου και την ανάπτυξη»2.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται, να κάνουμε κάποιες
παρατηρήσεις:
Πολλοί οικονομολόγοι μιλούν, κατά καιρούς, για την κρίση του
καπιταλιστικού συστήματος, αποδίδοντας την σε διάφορες αιτίες, όπως
στο ότι:
 η αγορά έχει πάψει να λειτουργεί με τον παραδοσιακό τρόπο
 οι μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις έχουν εξαλειφθεί με
αποτέλεσμα η ανθρωπότητα να απειλείται από τη μαζική ανεργία, τον
πληθωρισμό, την επιβράδυνση της ανάπτυξης κλπ.
 οι πολιτικές αποφάσεις δεν συμφωνούν με τις οικονομικές
σκοπιμότητες κλπ.3
Άλλοι πάλι μιλούν για κρίση, κοινωνική και ηθική, του
καπιταλισμού.
Οι ανησυχίες αυτές των οικονομολόγων δεν φαίνεται να έχουν
επαληθευτεί. Είναι όμως γεγονός ότι οι μηχανισμοί της αγοράς δεν

1
ERIK BRYNJOLFSSON, ANDREW MCAFEE, Η θαυμαστή εποχή της Νέας Τεχνολογίας
(Μετάφραση Γιώργος Ναθαναήλ), Εκδόσεις «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2016, σελ. 26.
2
όπ. παρ., σελ. 27-28.
3
Francois Perroux, Le capitalism, P.U.F., Paris 1962, σελ. 87 και εξής.

420
λειτουργούν πλέον με τον κλασσικό τρόπο, γιατί ούτε οι τιμές παίζουν
τον ίδιο εξισορροπητικό ρόλο, ούτε η λειτουργία της αγοράς είναι
τέλεια. Η ατελής ωστόσο λειτουργία της αγοράς αλλοιώνει μεν, αλλά
δεν καταργεί τους μηχανισμούς της. Ο μελετημένος κρατικός
παρεμβατισμός ειδικότερα, που εμφανίζεται περισσότερο έντονος
την μεταπολεμική περίοδο, είναι σε θέση, αντίθετα απ' ότι πιστεύεται,
να βελτιώσει τη λειτουργία της αγοράς, με την προϋπόθεση
ότι εφαρμόζει μια συνετή πολιτική που ξέρει τι επιδιώκει, και άρα
μπορεί να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στη λειτουργία του καπιταλιστικού
συστήματος. Τα επιχειρήματα κάποιων οικονομολόγων φαίνονται
λοιπόν διαβλητά.
Το γεγονός που κλόνισε τη λειτουργία του καπιταλιστικού
συστήματος ήταν η κρίση πετρελαίου την περίοδο 1973-1980, όπως και
αυτή λίγο πριν την πρόσφατη οικονομική κρίση του 2010, όταν το αργό
πετρέλαιο έφτασε τα 156 δολ. USA το βαρέλι. Κι αυτό γιατί το
καπιταλιστικό σύστημα των Δυτικών οικονομιών στήριξε τη λειτουργία
του αποκλειστικά στην εύκολη και φτηνή λύση του πετρελαίου – που
ξέφυγε από τον έλεγχο του – και δεν φρόντισε έγκαιρα να
δημιουργήσει υποκατάστατα ενέργειας, που θα επέτρεπαν στις χώρες
του καπιταλιστικού συστήματος να λειτουργήσουν αυτοδύναμα και να
υποστηρίξουν την ανάπτυξη τους1. Η ευθύνη για το αδιέξοδο αυτό
βαρύνει τις Δυτικές οικονομίες στο σύνολο τους, περισσότερο όμως την
Ευρώπη που έχει πλήρη σχεδόν εξάρτηση από τον Τρίτο κόσμο στον
τομέα της ενέργειας.
Η παρούσα οικονομική κρίση αποκάλυψε και άλλους
παράγοντες που νοθεύουν τη λειτουργία του καπιταλιστικού
συστήματος: Ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας των μεγάλων τραπεζών
και των golden boys, οι οίκοι αξιολόγησης, καθώς και οι φορολογικοί

1
Διον. Δ. Κοντογιώργης, Ανάπτυξη και εθνικός προγραμματισμός (εισαγωγή), Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα 2007.

421
παράδεισοι, οι off short εταιρίες, η ασύστολη κερδοσκοπία και το
παγκόσμιο εμπόριο..., αλλά και η εμπλοκή του πολιτικού συστήματος
σε αμφιλεγόμενες δραστηριότητες, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην
αλλοίωση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Το τοξικό
τρίγωνο: Τραπεζίτες, επιχειρηματίες της αγοράς ακινήτων και πολιτικοί,
που συναντήθηκαν/συνευρέθηκαν κυρίως στις ΗΠΑ (Lehman Brothers)
και στην Ιρλανδία (Anglo Irish Bank) είναι χαρακτηριστικό της
σημερινής εποχής. Στα πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονται στην
εξουσία κυριαρχούν οι πελατειακές σχέσεις, οι εκδουλεύσεις και οι
κομπίνες1. Βουλευτές, χρηματιστές και μεγαλοεργολάβοι, συχνάζουν
στα ίδια στέκια και συνεννοούνται άριστα.

4.3.2. Η δεύτερη Βιομηχανική επανάσταση.

Το 19ο αιώνα, κοντά στη δεκαετία του 1880, υπήρξε μεγάλη


ώθηση στην τεχνολογική πρόοδο, όπως η ανακάλυψη των
βενζινοκινητήρων «εσωτερικής καύσης», που εφαρμόστηκαν στα
αυτοκίνητα, στα αεροπλάνα, στην εμπορική ναυτιλία. Από την αρχή του
20ου αιώνα άρχισε να επεκτείνεται στην παγκόσμια εμπορική ναυτιλία
η εφαρμογή μηχανών εσωτερικής καύσης, σε αντικατάσταση
των ατμομηχανών, καθώς και η ανακάλυψη νέων πηγών
ενέργειας (πετρελαίου, ηλεκτρισμού), η τελειοποίηση της φωτογραφίας
κλπ. Επίσης, οι πολεμικές συρράξεις προκάλεσαν τη γρήγορη
εξέλιξη της πολεμικής βιομηχανίας και την παραγωγή πολεμικού
υλικού.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην «δεύτερη βιομηχανική


επανάσταση»2, η οποία σε πολύ λίγο χρόνο διαδέχθηκε την πρώτη.
Επηρέασε την παραγωγική διαδικασία και την ποιότητα της

1
Marc ROCHE, Καπιταλισμός εκτός νόμου, σελ. 226, Εκδόσεις Ημερήσια Α.Ε., Αθήνα
2014.
2
Σύγχρονη Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 1, συλλογικό έργο, σελ. 282, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα 2006.

422
καθημερινής ζωής των πολιτών. Η κοινωνία του 20ου αιώνα
σημαδεύτηκε από την έλευση του αυτοκινήτου, του αεροπλάνου, του
τηλεφώνου, του ηλεκτροφωτισμού, της φωτογραφίας, του
ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου.
Η ικανότητα μιας χώρας να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των
εργαζομένων στο πέρασμα του χρόνου εξαρτάται από την δυνατότητά
της να αυξήσει την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής
(εργασίας, κεφαλαίου και πρώτων υλών). Ένας πολύ σημαντικός
παράγων αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά όχι ο μόνος, είναι η
καινοτομία, δηλαδή η νέα τεχνολογία, που αποτελεί συντελεστή
οικονομικής ανάπτυξης. Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση με την
ατμομηχανή απελευθέρωσε μεγάλες δυνάμεις στην οικονομία, που
συνετέλεσαν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη ανάπτυξη και την
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαών. Το φαινόμενο της
καινοτομίας συνεχίστηκε και κατά την δεύτερη βιομηχανική
επανάσταση με την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού, του βενζινοκινητήρα
εσωτερικής καύσης και της υδάτινης ενέργειας. Οι μεγάλες εφευρέσεις
της περιόδου αυτής και οι δευτερογενείς θετικές επιπτώσεις που
προκάλεσαν, οδήγησαν σε ένα ακόμα κύκλο ανάπτυξης, συνέχεια του
πρώτου1. Μια τρίτη δόση, μεγάλων εφευρέσεων, όπως αυτές των
μεταφορών (αυτοκίνητο, αεροπλάνο), που συντόμευσαν τις
αποστάσεις και τις μετακινήσεις, και των τηλεπικοινωνιών, έδωσαν μια
ακόμα ώθηση στην ανάπτυξη και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου
των λαών.

4.3.3. Ο Ηλεκτρισμός.

Ο ηλεκτρισμός πήρε το όνομά του από το ήλεκτρο (κεχριμπάρι),


που εμφανίζει στατικό ηλεκτρισμό με τριβή. Πρώτος ο Θαλής ο
1
ERIK BRYNJOLFSSON, ANDREW MCAFEE, Η θαυμαστή εποχή της Νέας Τεχνολογίας
(Μετάφραση Γιώργος Ναθαναήλ), Εκδόσεις «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2016, σελ. 125 και εξής.

423
Μιλήσιος (640-546 π.Χ.), ένας από τους 7 σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας,
παρατήρησε ότι, ένα κομμάτι ήλεκτρου που τρίβεται σε ξηρό ύφασμα
αποκτά ιδιότητες μαγνήτη. Όμως, ουσιαστικά βήματα της επιστήμης,
που οδήγησαν σε πρακτικές τεχνολογικές καινοτομίες, άρχισαν από το
17ο αιώνα μ.Χ.

Το 1825, εφευρέθηκε ο ηλεκτρομαγνήτης μαλακού σιδήρου.


Ένα άμεσο αποτέλεσμα του ηλεκτρομαγνήτη ήταν η εφεύρεση των
πρώτων ηλεκτροκινητήρων. Αυτό ήταν το πρώτον ουσιαστικό βήμα της
ηλεκτρολογίας. Η ευφορία που προέκυψε από τις προοπτικές για
παραγωγή φτηνής ενέργειας, που προκλήθηκε από την εφεύρεση του
ηλεκτροκινητήρα, ήταν μεγάλη στην πορεία του 19 ου αιώνα. Ο Werner
Von Siemens, μαζί με τους αδελφούς του, συνέβαλε πολύ στην
ανάπτυξη της βιομηχανίας παροχής ηλεκτρισμού στη Γερμανία, στη
Βρετανία και στη Ρωσία. Η λυχνία βολταϊκού τόξου άρχισε να
χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο, ιδιαίτερα σε κεντρικούς δρόμους
και πλατείες, καθώς και σε εμπορικά μέρη, όπως λιμάνια και
σιδηροδρόμους. Τη δεκαετία του 1870, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας
φωταγωγήθηκε με λυχνίες βολταϊκού τόξου. Με τη λυχνία
ανθρακονήματος άνοιξε η οικιακή αγορά στη νέα βιομηχανία
παραγωγής ηλεκτρισμού. Αυτό που χρειάζονταν τώρα ήταν να
κατασκευαστούν σταθμοί παραγωγής ενέργειας και συστήματα
διανομής, ώστε ο ηλεκτρισμός να μπορέσει να ανταγωνιστεί
αποτελεσματικά την παροχή αερίου. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υπήρξε μεγάλη, ώστε την τελευταία
δεκαετία του 19ου αιώνα (1890-1900) είχαν δημιουργηθεί στις ΗΠΑ
τρεις μεγάλες εταιρίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στην Ευρώπη,
οι αδελφοί SIEMENS ίδρυσαν επίσης αυτόνομες εταιρείες παραγωγής
ηλεκτρισμού στη Βρετανία και στη Ρωσία. Ο ηλεκτρισμός έγινε πλέον
μια εξελιγμένη τεχνολογία, στρατηγικής σημασίας. Στα μέσα του 19 ου
αιώνα, η εκμετάλλευση της υδάτινης ενέργειας συνεχίζονταν ακόμα

424
στους Αμερικανικούς μύλους, στα σιδηρουργία και στα εργοστάσια. Οι
ατμομηχανές χρησιμοποιούνταν κυρίως στις μεταφορές, στα
ποταμόπλοια και στους σιδηροδρόμους. Η ανακάλυψη και η εφαρμογή
της ηλεκτρικής ενέργειας1, αρχικά στις μητροπόλεις και αργότερα στην
ενδοχώρα έφερε αλλαγές στις συνήθειες και στις συμπεριφορές των
ανθρώπων και στην πνευματική ζωή. Τα μεταφορικά μέσα, τα τραμ, την
πρώτη αυτή εποχή, διεύρυναν τα όρια των πόλεων και την
εξυπηρέτηση των πολιτών, καθώς και τη νυχτερινή ζωή. Ο Ηλεκτρισμός
βρήκε επίσης εφαρμογές στη βιομηχανία και έγινε ένας δυναμικός
ενεργειακός παράγοντας, που συνέβαλε τα μέγιστα στην οικονομική
ανάπτυξη, ενώ η χρήση του σε «υψηλές συχνότητες» επέτρεψε
τις τηλεπικοινωνίες μεγάλων αποστάσεων. Η ανακάλυψη της
«κοκκώδους υφής» του ηλεκτρισμού, οδήγησε στην ανάπτυξη της
ηλεκτρονικής.

4.3.4. Το τηλέφωνο.

Ο τηλέγραφος, του οποίου η ιστορία είναι παλιά, υπήρξε


πρόδρομος του τηλεφώνου. Μόλις όμως, το 1936, ο Αμερικανός
Samuel Moors μπόρεσε να κατασκευάσει τον τηλέγραφο που είχε τη
δυνατότητα να μεταδίδει μηνύματα σε πολύ μακρινές αποστάσεις με
χαμηλό κόστος. Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν την ανάγκη
κατασκευής μιας συσκευής, που θα μπορούσε να μεταφέρει την
ανθρώπινη ομιλία, (δηλ. το τηλέφωνο). Το έργο αυτό πραγματοποίησε
ο Αλεξάντερ Μπελ από την Σκωτία το 1876, στον οποίο κατοχυρώθηκε
η ευρεσιτεχνία, παρότι αναφέρεται ότι το τηλέφωνο είχε εφευρεθεί
ήδη από τον Ιταλό Αντόνιο Μεούση από το 1856. Ο Μπελ κατασκεύασε

1
. Donald Cardwel, Ιστορία της Τεχνολογίας, Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2000, σελ. 392 και
εξής.
.ERIK BRYNJOLFSSON, ANDREW MCAFEE, Η θαυμαστή εποχή της Νέας Τεχνολογίας
(Μετάφραση Γιώργος Ναθαναήλ), Εκδόσεις «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2016.

425
το πρώτο αστικό τηλεφωνικό δίκτυο, το 1876. Το τηλέφωνο υπήρξε μια
επαναστατική εφεύρεση στο σύστημα των επικοινωνιών. Τη δεκαετία
του 1980, εμφανίστηκε το κινητό τηλέφωνο, που επεκτάθηκε με
αστραπιαία ταχύτητα.

4.3.5. Η επανάσταση στις μεταφορές.

4.3.5.1. Το αυτοκίνητο.

Λίγο μετά το 1882, ο Daimler (και ο Μaybach) κατασκεύασε μια


μηχανή υψηλής ταχύτητας, που λειτουργούσε με καύσιμο το πετρέλαιο
ή τη βενζίνη. Ο Daimler και ο Maybach, εκτός από την παραπάνω
μηχανή, κατασκεύασαν, περί το 1885, την πρώτη μοτοσυκλέτα στον
κόσμο και το 1886, το πρώτο αυτοκίνητο. Ο Armand Peugeot
(1849-1915) στην Γαλλία, άρχισε σύντομα να κατασκευάζει αυτοκίνητα
με μηχανές Daimler (τo 1889). Ένας άλλος που ανέλαβε την κατασκευή
και την ανάπτυξη της νέα μηχανής ήταν ο Karl Benz το 1883.
O Κ. Βenz χρησιμοποίησε την «ηλεκτρική ανάφλεξη», η οποία σύντομα
βρήκε καθολική εφαρμογή στις μηχανές υγρών καυσίμων
των αυτοκινήτων. Μέσα σε 20 χρόνια από την κατασκευή της
πρώτης μοτοσυκλέτας (1885), η νέα υψηλής ταχύτητας ελαφρά
βενζινομηχανή, χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη πτήση στον αέρα.
Τα ονόματα των Daimler, Peugeot, Benz έγιναν επωνυμίες
αυτοκινήτων.

Τα πρώτα αυτοκίνητα αντιμετωπίστηκαν από πολλούς ως


«άμαξες χωρίς άλογα» και χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά
ευπόρων οικογενειών από το σπίτι τους στον σιδηροδρομικό σταθμό
και επιστροφή ή για περιπάτους αναψυχής γύρω από την πόλη. Οι
δρόμοι ακόμα ήταν ακατάλληλοι, αφού είχαν φτιαχτεί να εξυπηρετούν
τις άμαξες με τα άλογα. Χρειάζονταν λοιπόν δρόμοι για να μπορούν να
κινούνται τα μηχανοκίνητα αυτοκίνητα. Το τελευταίο τρίμηνο του 19 ου
αιώνα κυριαρχούσε – ιδιαίτερα στη Γαλλία – η μόδα του ποδηλάτου

426
(από τα τέλη της δεκαετίας του 1860). Οι κοινωνικές και πολιτιστικές
συνέπειες του ποδηλάτου ήταν έκδηλες: π.χ. χειραφέτηση των
γυναικών, αφού άρχισαν να χρησιμοποιούν, κι αυτές, το ποδήλατο
στους δρόμους. Η έξαρση της χρήσης του ποδηλάτου έγινε η αιτία να
γίνουν προσπάθειες για βελτίωση του οδικού δικτύου. Το 1888,
ανακαλύφθηκε ο ελαστικός τροχός με τον αεροθάλαμο (σαμπρέλα),
που αναβάθμισε τη χρήση του ποδηλάτου. Έτσι, ανακαινίστηκαν οι
δρόμοι, τοποθετήθηκαν πινακίδες, δημιουργήθηκαν επισκευαστικά
συνεργεία, τυπώθηκαν οδικοί χάρτες... Έχοντας δημιουργηθεί πλέον οι
κατάλληλες συνθήκες τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ, το
αυτοκίνητο πέτυχε να αναγνωριστεί και να αναπτυχθεί. Για την κίνηση
του, επικράτησε η βενζινομηχανή έναντι των άλλων δυνατοτήτων: της
ατμομηχανής και του ηλεκτροκινητήρα. Τα πρώτα βενζινοκίνητα
αυτοκίνητα ήταν ξύλινες άμαξες αλόγων, με τον κινητήρα κρυμμένο
διακριτικά, κάτω από το αμάξωμα και το τιμόνι, στη θέση που ήταν τα
ηνία (γκέμια) των αλόγων.
Το αυτοκίνητο άρχισε να αναπτύσσεται για το πλατύ κοινό στη
Γαλλία. Εγκαταλείφθηκε η ιππήλατη άμαξα και επινοήθηκαν οι
προδιαγραφές του σημερινού αυτοκινήτου. Την πρώτη δεκαετία του
20ου αιώνα, πρώτα ονόματα στον κόσμο του αυτοκινήτου ήταν το
Peugeot, το Mors, το Levassor, το De Dion κλπ. Η πρωτοπορία των
Γάλλων πέρασε σύντομα στις ΗΠΑ. Το πιο αντιπροσωπευτικό όνομα
στην Αμερική ήταν αυτό του Henry Ford (1863-1947). Ο Ford, μηχανικός
και επιχειρηματίας, κατασκεύασε το πρώτο αυτοκίνητο το 1896 και το
1903 ίδρυσε τη Ford Μotor Company. Ο Ford ήξερε ότι υπάρχει μια
αγορά τεραστίων διαστάσεων με υψηλό βιοτικό επίπεδο στις ΗΠΑ και
το ζητούμενο ήταν να κατασκευάσει ένα αυτοκίνητο για μαζική χρήση
και όσο το δυνατό φθηνότερο. Ο πρώτος στόχος – η μαζική χρήση –
επιτεύχθηκε με την κατασκευή του μοντέλου Τ. της Ford. Διέθετε
άνεση, ήταν εύκολο στην οδήγηση και στην συντήρηση, συνδύαζε την
ποιότητα και την πρακτική. Η μηχανή έπαιρνε μπροστά με τη μανιβέλα.

427
Το μοντέλο Τ. γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Για τη μείωση του κόστους
εφήρμοσε το 1913 την κάθετη γραμμή παραγωγής (συναρμολόγησης),
που βασίστηκε στην επιστημονική οργάνωση του Φ. Τέϊλορ, με
συνέπεια η Ford company να πρωταγωνιστήσει το 19ο αιώνα στην
αγορά του αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο αυτό έμεινε στην παραγωγή και
στην αγορά μέχρι το 1927. Την αποχή αυτή, η Ford κατασκεύαζε ένα
αυτοκίνητο κάθε φορά, αξιόπιστο και φθηνό, ώστε η μεγάλη
πλειοψηφία των Αμερικανών να μπορεί να το αγοράσει. Οι Άγγλοι που
υπήρξαν πρωτοπόροι στο σιδηρόδρομο, έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο
στην ανάπτυξη του αυτοκινήτου. Στην Αγγλία, την εποχή αυτή, το πιο
γνωστό αυτοκίνητο, ήταν η Rolls Royce.
Τις επόμενες δεκαετίες άρχισαν να δημιουργούνται σε όλες τις
ανεπτυγμένες χώρες αυτοκινητοβιομηχανίες. Η Γαλλία, το 1905, είχε
ήδη κατασκευάσει 14.000 αυτοκίνητα. Οι σημαντικότερες όμως
καινοτομίες έγιναν στις ΗΠΑ. Το αυτοκίνητο είχε μεγάλη επιτυχία και
επέσπευσε την εξάπλωση των οδικών συγκοινωνιών, την αστικοποίηση
και τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής με τα αγροτικά μηχανήματα
και αυτοκίνητα. Μερικά από τα αξιολογότερα αυτοκίνητα στην Ευρώπη
την εποχή αυτή ήταν τα Ιταλικά Λάντσια (ίδρυση 1906), τα επίσης
Ιταλικά Μπουγκάτι (ίδρυση 1907) και τα Άλφα Ρομέο (τη δεκαετία του
1920)1.

4.3.5.2. Το αεροπλάνο.

Η εφεύρεση της βενζινομηχανής ή της πετρελαιομηχανής,


εξάλειψαν ένα σοβαρότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη του
αεροπλάνου. Οι απαραίτητες προϋποθέσεις που έπρεπε να καλύψει
ήταν να προσγειώνεται και να απογειώνεται με δική του ισχύ, να
αυξομειώνει το ύψος του και να αλλάζει κατεύθυνση με πρωτοβουλία

1 ος
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία (20 αιώνας), Συλλογικό έργο, Τόμος 3, σελ. 276, έκδοση
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

428
και τον έλεγχο του πιλότου. Οι αδελφοί Wright από τις ΗΠΑ ξεκίνησαν
να κατασκευάζουν το 1899 ένα μικρό διπλάνο. Το 1903, το διπλάνο των
Wright, με δύο έλικες, κινούμενο με βενζινομηχανή έκανε την πρώτη
μηχανοκίνητη πτήση. Το 1905, μετέφεραν με το αεροπλάνο τους,
τους πρώτους επιβάτες. Όμως, τη δεκαετία που προηγήθηκε
του Α' Παγκοσμίου πολέμου, η πρωτοπορία του αεροπλάνου πέρασε
στη Γαλλία, όπως συνέβη και με το αυτοκίνητο. Μετά τους αδερφούς
Wright, οι επόμενοι πρωτοπόροι της αεροπορίας ήταν οι Γάλλοι.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην κρατική υποστήριξη
της αναπτυσσόμενης αεροπορικής βιομηχανίας.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918)


εμφανίστηκαν τα αεροσκάφη1 και τα άρματα μάχης..., που έπαιξαν
σημαντικό ρόλο στην έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Αρχικά τα
αεροπλάνα επειδή δεν διέθεταν οπλισμό, χρησιμοποιούνταν ως
αναγνωριστικά. Από το 1915, εξοπλίστηκαν με μυδραλιοβόλα και στη
συνέχεια μπήκαν στον πόλεμο και τα βομβαρδιστικά. Έτσι, η πολεμική
αεροπορία έγινε το όπλο του μέλλοντος. Ως τύποι αεροσκαφών
αναφέρονται τα μονοπλάνα, τα διπλάνα και τα τριπλάνα. Οι πόλεμοι
εισήγαγαν στο αεροπλάνο μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες: τα
ραντάρ, τους αεριωθούμενους κινητήρες, τα συστήματα
μετεωρολογικών προβλέψεων... και οδήγησαν στην κατασκευή
αεροσκαφών μεγάλων απαιτήσεων. Οι απόψεις ωστόσο σε ότι αφορά
την επίδραση του πολέμου στην εξέλιξη του αεροπλάνου διίσταντο:
Άλλοι υποστήριζαν ότι δεν υπήρξε καμία ουσιώδης επίδραση
του πολέμου στη βελτίωση του αεροπλάνου, γιατί όλα τα
ουσιώδη χαρακτηριστικά του εφευρέθηκαν πριν τον πόλεμο∙

1 ος
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία (20 αιώνας), Συλλογικό έργο, Τόμος 3, σελ. 276, έκδοση
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

429
άλλοι πάλι υποστήριζαν ότι ο πόλεμος υποκίνησε τη γρήγορη ανάπτυξη
του.
Σε ότι αφορά την πολιτική χρήση, πριν το Β' Παγκόσμιο πόλεμο
(περίοδος του Μεσοπολέμου) το αεροπλάνο περιορίζονταν σε μερικές
πειραματικές μεταφορές του ταχυδρομείου και στις μετακινήσεις μιας
μικρής ελίτ επιβατών στις ΗΠΑ. Την περίοδο αυτή, η ανάπτυξη της
πολιτικής αεροπορίας στις διάφορες χώρες, καθορίστηκε από τους
εκάστοτε πολιτικούς, οικονομικούς και γεωγραφικούς παράγοντες.
Η πολιτική αεροπορία ήταν αρχικά επιδοτούμενη από τα κράτη.
Τα βρετανικά πολιτικά αεροσκάφη είχαν κλασσικά ονόματα, όπως
«Heracles», «Skulla», «Aurora», «Cleo» κλπ.
Οι μεγάλες αποστάσεις της Ηπειρωτικής Αμερικής, πρόσφεραν
στις αερογραμμές ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των
σιδηροδρόμων και των οδικών μεταφορών, που δεν ίσχυε στην ίδια
έκταση στις Ευρωπαϊκές χώρες. Τη δεκαετία του 1930, τα κυριότερα
αεροσκάφη ήταν: το Boeing 247, το Lockheed «Electra» και το Douglas
DC2, καθώς και το μεγαλύτερο DC3 (στις ΗΠΑ). Η αξιοσημείωτη
βελτίωση στην απόδοση και στην αξιοπιστία των εμπορικών
αεροπλάνων στο διάστημα μεταξύ των δύο πολέμων (και μετά)
οφείλονταν στις εξελίξεις, σε όλους τους τομείς, κατασκευής και
λειτουργίας των αεροσκαφών.
Στο διάστημα του Α' Παγκοσμίου πολέμου και κυρίως μετά τον
πόλεμο, διάφοροι φορείς στη Γερμανία διεξήγαγαν πολλές
αεροναυτικές έρευνες. Μια υποσχόμενη καινοτομία, ήταν ο «κινητήρας
αεριώθησης», που οφείλονταν σε ένα νεαρό Γερμανό απόφοιτο
μηχανολόγο, τον Ohain. Ο κινητήρας αεριώθησης του Ohain
χρησιμοποιήθηκε σε ένα πειραματικό αεροπλάνο τον Αύγουστο του
1939. Η πορεία ανάπτυξης του κινητήρα αεριώθησης στη Βρετανία
άρχισε με έναν νεαρό ταξίαρχο της αεροπορίας, ο οποίος εκτός από τις
ικανότητες του, είχε θεωρητικές γνώσεις, αποφασιστικότητα και αγάπη

430
για τις αεροπορικές πτήσεις. Κατατάχτηκε στη RAF ως εκπαιδευόμενος
και αργότερα του ανατέθηκε να γράψει μια πραγματεία με θέμα
«Μελλοντική ανάπτυξη του σχεδίου κατασκευής (design) των
αεροσκαφών». 1 Υποστήριξε ότι οι πτήσεις με μεγάλες ταχύτητες
και σε μεγάλες αποστάσεις θα έπρεπε να γίνονται σε μεγάλο
υψόμετρο, όπου η αντίσταση του αέρα είναι μικρότερη. Πήρε δίπλωμα
ευρεσιτεχνίας το 1930 και ασχολήθηκε με την ανάπτυξη του
κινητήρα αεριώθησης το Μάρτιο του 1936. Ο κινητήρας αυτός
απαιτούσε υλικά που να μπορούν να αντέξουν σε μεγάλες
καταπονήσεις και θερμοκρασίες.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, που παρατηρείται οικονομική
ανάπτυξη, το αεροπλάνο περνάει σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα
αεροπορικών μεταφορών, το οποίο σφραγίζει το δεύτερο ήμισυ του
20ου αιώνα (από το 1950 και μετά). Η πολιτική αεροπορία εδραιώνεται
ως μέσο μαζικής μεταφοράς, αρχικά στις ΗΠΑ, με την κατασκευή
μεγάλων Τζετς και οι αεροπορικές μεταφορές ξεπέρασαν τις
σιδηροδρομικές, κυρίως στις μεγάλες αποστάσεις. Εξίσου δυναμική
ανάπτυξη στην πολιτική αεροπορία παρατηρήθηκε και στον Καναδά,
στην Ευρώπη και στη Σοβιετική ένωση, όπου ο όγκος των αεροπορικών
δρομολογίων σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο: Δεκαπλασιάστηκε
μεταξύ 1948 και 1965.2 Ειδικότερα μεγάλη αύξηση των αεροπορικών
μεταφορών παρατηρήθηκε στα υπερατλαντικά ταξίδια (από το 1958).
Από τότε η ανάπτυξη των διεθνών αεροπορικών μεταφορών έγινε
ταχύτατη και το 1970 έφτασε τα 300 εκατομμύρια επιβάτες το χρόνο,
ενώ το 1997 έφτασε το 1,2 δισεκατομμύρια επιβάτες.3 Η μεγαλύτερη
αεροπορική εταιρεία στον κόσμο ιδρύθηκε από τον Εντουαρντ
Μπόινγκ, το 1961, στις ΗΠΑ.

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 462.
2 ος
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία (20 αιώνας), Συλλογικό έργο, Τόμος 5, Έκδοση Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2006.
3
όπ. παρ., τόμος 5, σελ. 278.

431
4.3.6. Η Ιατρική.

Η ιατρική, της οποίας το ιστορικό είναι στενά συνδεδεμένο με


τη χημεία, είχε να επιδείξει αρχικά ελάχιστα στοιχεία προόδου, παρά
την επίδραση της επιστήμης, πράγμα που δεν συνέβαινε με άλλα
επαγγέλματα. Ωστόσο, οι επιστήμονες αναφέρουν ως παραδείγματα
αποτελεσματικής αντιμετώπισης ασθενειών τον επιλόχειο πυρετό και
τη χολέρα, που αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά κοντά στα μέσα του
19ου αιώνα.

Οι αρχικές έρευνες του Γάλλου χημικού και βιολόγου Παστέρ


(1822-1895) αφορούσαν την οργανική χημεία. Τα πειράματά του
αποκατέστησαν, το 1857, τη θεωρία του, ιδιαίτερα «την οπτική δράση
των οργανικών κρυστάλλων και την ισομέρεια». Εδραίωσε τη θεωρία
του για τους νοσογόνους μικροοργανισμούς και την επιστήμη της
μικροβιολογίας. Τεχνολογικά και επιστημονικά, η δεκαετία του 1860
υπήρξε εξαιρετικά καρποφόρα.
Η γνωστότερη ανακάλυψη στη σύγχρονη Ιατρική και τη χημική
τεχνολογία είναι τα αντιβιοτικά. Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ(Fleming),
1881-1955, στο Λονδίνο αναζητούσε επί μακρόν το φάρμακο που θα
κατέστρεφε τα παθογόνα μικρόβια, χωρίς να προκαλεί βλάβες στον
Οργανισμό. Το 1928, ενώ μελετούσε ένα σύνολο οργανισμών
σταφυλόκοκκου, έπεσε, πάνω σε αυτούς, ένα είδος μούχλας και τους
κατέστρεψε. Ο Α. Fleming, παρότι αναγνώρισε τη σημασία της
ανακάλυψης του αυτής, δεν έκανε τίποτα για την αξιοποίηση της, μέχρι
το 1938, όταν δύο άλλοι γιατροί/ερευνητές στην Οξφόρδη κατάφεραν
να απομονώσουν την πενικιλίνη και ύστερα από επιτυχημένες δοκιμές
σε ζώα το 1941, μπόρεσαν να τη δοκιμάσουν σε βαριά ασθενή που
έπασχε από σηψαιμία. Η πενικιλίνη επέφερε σοβαρή βελτίωση της
κατάστασης του. Επειδή η Αγγλία αδυνατούσε – λόγω του πολέμου –
να την αξιοποιήσει και να παράγει μεγάλης κλίμακας παραγωγή του

432
νέου αυτού φαρμάκου, ανέλαβαν οι ΗΠΑ το ρόλο αυτό. Μέχρι το 1944
(απόβαση στη Νορμανδία) παρήγαγαν αρκετή διαθέσιμη ποσότητα για
τη θεραπεία των ασθενών.
Η ανακάλυψη των ακτίνων Χ το 1895, καθώς και η ανακάλυψη
της ραδιενέργειας του Ουρανίου το 1896, αποτέλεσαν μια άλλη
επανάσταση στην Ιατρική. Η αξία των ακτίνων Χ αξιοποιήθηκε άμεσα
(στην Ιατρική), ενώ η ραδιενέργεια χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία
του καρκίνου. Η πρόοδος στην πυρηνική φυσική ήταν ραγδαία μεταξύ
των δύο πολέμων του 20ου αιώνα. Μια ακόμα ανακάλυψη της
Γερμανικής χημικής βιομηχανίας ήταν αυτή του αναλγητικού
(παυσίπονου), που έγινε γνωστό με την ονομασία ασπιρίνη.

4.3.7. Η Τρίτη Βιομηχανική επανάσταση.

Η Πληροφορική.

Το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα ήρθε η τρίτη βιομηχανική


επανάσταση με την εφεύρεση της πληροφορικής. 1 Ο προσωπικός
υπολογιστής (PC) έγινε μέσα σε ελάχιστο χρόνο ένα από τα πιο
διαδεδομένα εργαλεία στο χώρο εργασίας – και όχι μόνο –, που άλλαξε
ριζικά την καθημερινή ζωή του ανθρώπου στο σπίτι, στην εργασία, στη
ψυχαγωγία... Το 1981, η εταιρεία IBM λάνσαρε, πρώτη, τον προσωπικό
υπολογιστή, ο οποίος κατόρθωσε να εισβάλλει δυναμικά στην αγορά.
Σήμερα τα PC σε ολόκληρο τον κόσμο αριθμούν εκατομμύρια.
Είναι προσιτά σε όλους και έχουν κατακτήσει το χώρο εργασίας,
του Σχολείου, της πληροφόρησης και του ελεύθερου χρόνου.

Από το 1955, οι ΗΠΑ είχαν ηγηθεί στην τεχνολογία των


υπολογιστών, παρότι τα επόμενα χρόνια είχε κερδίσει έδαφος και η

1 ος
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία (20 αιώνας), Συλλογικό έργο, Τόμος 8, σελ. 277, Έκδοση
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

433
Ιαπωνία. Στην περίπτωση του «καθολικού υπολογιστή» (ΕΝΙΑC),
λέγεται ότι προέκυψε ως αποτέλεσμα πολυάριθμων λεπτομερειακών
προσθηκών, οι οποίες οδήγησαν στην ολοκλήρωση του.
Ο ΕΝΙΑC (Electronic Numerical Integrator and calculator, 1943-1946)
υπήρξε ο κύριος πρόγονος όλων των Αμερικανικών ηλεκτρονικών
υπολογιστών.
Ο υπολογιστής αντιπροσωπεύει σήμερα μια από τις κυριότερες
στρατηγικές τεχνολογίες. Βρίσκεται σε κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής και
της επαγγελματικής ζωής. «Εκτός από το εμπόριο, την οικονομία και τη
Διοίκηση, χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση γεφυρών τον έλεγχο της
εναέριας κυκλοφορίας, την έκδοση αεροπορικών εισιτηρίων, τον
έλεγχο της οδικής κυκλοφορίας, τη μετεωρολογική πρόγνωση, τον
έλεγχο των εγκαταστάσεων κατασκευής και συναρμολόγησης
διυλιστηρίων... και πλήθος άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Χρησιμοποιείται στη μουσική σύνθεση και στη λογοτεχνική μελέτη ...»1.
Ο καθολικός υπολογιστής είναι προϊόν του δευτέρου μισού του 20ου
αιώνα.
Από το 1968. οι ΗΠΑ προχώρησαν στη δημιουργία διασύνδεσης
χιλιάδων δικτύων, που χρησιμοποιούν κοινό πρωτόκολλο επικοινωνίας:
www (world, wide, web = παγκόσμιος ιστός). Κάθε χρήστης PC,
εφοδιασμένος με αποκωδικοποιητή (Μόντεμ) μπορεί να συνδεθεί με το
διαδίκτυο μέσω ενός παροχέα πρόσβασης (σε τράπεζες, ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο κλπ). Από τότε, η σύνδεση ενός υπολογιστή με το
διαδίκτυο (internet) έγινε εξαιρετικά απλή. Το διαδίκτυο πήρε ταχεία
ανάπτυξη και έφτασε να καλύπτει Τράπεζες, επιχειρήσεις, βιβλιοθήκες,
δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες, οικογένειες... Με τη δημιουργία του
www, οι διαθέσιμες πληροφορίες του διαδικτύου, το 1991, πλήθυναν
και πήραν προσιτή μορφή. Το internet έχει το χαρακτήρα πολυμέσου:
εκτός από κείμενα, παρουσιάζει και εικόνες, ταινίες, ήχους... κλπ.

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 536.

434
Ο κάθε χρήστης έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στις
πληροφορίες αυτές, αλλά και να εισάγει στο διαδίκτυο τις δικές του. Το
διαδίκτυο σήμερα εκτείνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη και είναι
εργαλείο που χρησιμοποιείται ευρέως.
Προϊόντα του 20ου αιώνα είναι επίσης η ατομική ενέργεια και
τα διαστημικά ταξίδια. «...Όπως ο μηχανισμός των Αντικυθήρων – το
πρώτο ίσως παράδειγμα μαθηματικής τεχνολογίας – σηματοδοτεί την
αρχή της ιστορίας μας, έτσι ο υπολογιστής την ολοκληρώνει.»1
Η λέξη «Τεχνολογία» δημιουργήθηκε το 17ο αιώνα. Μεταξύ
1700 και 1900, κύριοι εκφραστές της τεχνολογίας ήταν οι χώρες της
Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Από το 1945, εισέρχεται στο club της
τεχνολογίας και η Ιαπωνία.

Η ψηφιακή τεχνολογία.

Σήμερα, η ανθρωπότητα βιώνει την ψηφιακή εποχή. Η ψηφιακή


τεχνολογία καλύπτει μια ευρύτατη περιοχή εφαρμογών και η εξέλιξη
της συνεχίζεται χωρίς σταματημό. Η εφαρμογή του GPS για παράδειγμα
– εφοδιασμένο με λογισμικό πλοήγησης – είναι γνωστό σε όλους τους
οδηγούς, επαγγελματίες και μη. Πληροφορεί ποια είναι ακριβώς η θέση
του αυτοκινήτου μέσα στο οδικό δίκτυο και ποια διαδρομή είναι γενικά
καλύτερη να ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του. Γνωρίζει
δηλ τα χαρακτηριστικά του δρόμου (κύριες και δευτερεύουσες οδικές
αρτηρίες). Πρόκειται για μια σημαντική εφεύρεση της ψηφιακής
τεχνολογίας, που διευκολύνει τους οδηγούς να κυκλοφορούν στις
μεγάλες κυρίως πόλεις, που το οδικό δίκτυο είναι πολυδαίδαλο.

Η νέα πρόσφατη ανακάλυψη του «Waze» είναι ένα σύστημα


πλοήγησης εξελιγμένης μορφής. Το waze πάει πολύ μακρύτερα από το
GPS: Δεν γνωρίζει απλά ποια διαδρομή είναι γενικά καλύτερη, αλλά

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 537.

435
ποιά διαδρομή, αυτή τη στιγμή, είναι καλύτερη, με τις συγκεκριμένες
κυκλοφοριακές συνθήκες (κυκλοφοριακή συμφόρηση του κάθε
δρόμου: μποτιλιάρισμα, ατυχήματα κλπ.) που δυσκολεύουν την
κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Το GPS σε σύγκριση με το waze είναι
σήμερα παρωχημένο. Όπως λέγεται, το «waze» είναι μια εφαρμογή για
«έξυπνα κινητά τηλέφωνα».
Με άλλα λόγια, το «waze» δεν περιέχει απλά ένα στατικό χάρτη
οδικού δικτύου, όπως το GPS, αλλά παρέχει και τρέχουσες ενημερώσεις
για τις κυκλοφοριακές συνθήκες των δρόμων, άρα αποφεύγει τους
δρόμους όπου υπάρχει μεγάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Το «waze»
εξελίσσει λοιπόν το GPS και το κάνει περισσότερο χρήσιμο. Η
εφαρμογή αυτή έγινε εφικτή χάρη στη ψηφιακή τεχνολογία την
τελευταία δεκαετία.1
Η τεχνολογία είναι ένα γεγονός που αλλάζει σημαντικά την
πορεία των πραγμάτων.

4.3.8. Η ατομική βόμβα.

Το πρόγραμμα κατασκευής της ατομικής βόμβας ανέπτυξαν οι


ΗΠΑ (Office of Scientific Research and Development). Τον Αύγουστο του
1942 θεσπίστηκε το Μανχάταν ως περιφέρεια του σώματος των
μηχανικών για τη διεξαγωγή των απαραίτητων εργασιών, σχετικά με το
πρόγραμμα της ατομικής βόμβας. Μέχρι το 1945, τα επί μέρους
προβλήματα είχαν ξεπεραστεί και κατασκευάστηκαν δύο ατομικές
βόμβες, μια ουρανίου και η άλλη πλουτωνίου με τεράστια εκρηκτική
δύναμη. Τον Ιούλιο του 1945 έγινε επιτυχής δοκιμή της βόμβας
πλουτωνίου στην έρημο New Mexico. Ένα μήνα αργότερα, στις 6
Αυγούστου 1945, οι Αμερικανοί έριξαν στη Χιροσίμα (Ιαπωνία) την
πρώτη βόμβα ουρανίου και λίγο μετά, στις 9 Αυγούστου 1945 τη

1
ERIK BRYNJOLFSSON, ANDREW MCAFEE, Η θαυμαστή εποχή της Νέας Τεχνολογίας
(Μετάφραση Γιώργος Ναθαναήλ), Εκδόσεις «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2016, σελ. 103 και εξής.

436
δεύτερη βόμβα πλουτωνίου, στο Ναγκασάκι, με δραματικές συνέπειες
τόσο σε ανθρώπινες ζωές, όσο και περιβαλλοντικές. Στην περιοχή της
έκρηξης παράγεται φωτιά εκατομμυρίων βαθμών και λάμψη που
τυφλώνει σε απόσταση χιλιομέτρων. Το ωστικό κύμα που προκαλείται
κατά την έκρηξη, απλώνεται με τεράστια ταχύτητα και καταστρέφει τα
πάντα στο διάβα του. Η ακτινοβολία έχει καταστροφικές συνέπειες
ακόμα και μετά από πολλά χρόνια.1

Οι βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι άλλαξαν τους


συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των ισχυρότερων χωρών και έφεραν
την εποχή του «ψυχρού πολέμου» ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Σοβιετική
Ένωση. Το 1949, όταν η ΕΣΣΔ έφτιαξε τη δική της ατομική βόμβα,
δημιουργήθηκε μια νέα ισορροπία δυνάμεων στον Πλανήτη. Τα
επόμενα χρόνια απέκτησαν ατομικές βόμβες και εισήλθαν στον κόσμο
της ατομικής ενέργειας η Αγγλία, η Γαλλία, η Κίνα και η Ινδία και
σήμερα, η βόρεια Κορέα. Το νέο σκηνικό, οδήγησε στην «ισορροπία του
τρόμου», που μπορεί – αν χαθεί ο έλεγχος – να προκαλέσει την
καταστροφή του πλανήτη.

4.3.9. Η κατάκτηση του Διαστήματος.

Τώρα που ο άνθρωπος έχει κατακτήσει τη γη με τα θαλάσσια


ταξίδια του Χρ. Κολόμβου, του Βάσκο ντα Γκάμα, του Φερδινάρδου
Μαγγελάνου και των άλλων θαλασσοπόρων, η προσοχή του ανθρώπου
στράφηκε στο διάστημα. Το μέλλον διαγράφεται εξ ίσου τολμηρό, αν
όχι τολμηρότερο. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι τους επόμενους
αιώνες, ο άνθρωπος θα επικεντρωθεί στην κατάκτηση του διαστήματος
και στα διαπλανητικά ταξίδια.

1
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία (20ος αιώνας), Συλλογικό έργο, Τόμος 4, σελ. 280, Έκδοση
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

437
Το Φεβρουάριο του 1962, ο πλωτάρχης J.H.Glenn «διέγραψε
τροχιά γύρω από τη γη» κι έτσι ξεκίνησε μια σειρά από Αμερικανικές
πτήσεις, που οδήγησαν στην πρώτη Αποστολή «Απόλλο». Οι αποστολές
αυτές έφτασαν στο αποκορύφωμα τους τον Ιούλιο του 1969 με την
προσελήνωση του Armstrong και του Aldrin και την ασφαλή επιστροφή
τους στη γη (προσθαλάσσωση στον Ειρηνικό )1.
4.3.10. Τα επιτεύγματα στην ψυχαγωγία.

4.3.10.1. Το ραδιόφωνο.

Το ραδιόφωνο εμφανίστηκε ουσιαστικά τον 20ο αιώνα. Ξεκίνησε


με τη θεωρία του Maxwell. Το 1879, η Ακαδημία επιστημών του
Βερολίνου πρόσφερε ένα βραβείο σε αυτόν που θα μπορούσε να
αποδείξει ότι ένα μεταβαλλόμενο (ή μεταβατικό) ηλεκτρικό πεδίο
δημιουργεί ένα μεταβατικό μαγνητικό πεδίο και αντίστροφα. Τα
πειράματα που έγιναν επιβεβαίωσαν την θεωρία του Maxwell κι έτσι
εδραιώθηκε η αλήθεια για τα ηλεκτρονικά κύματα (τύπου Maxwell)
στον κενό χώρο. Τα Ερτζιανά κύματα, δηλ τα ηλεκτρομαγνητικά
κύματα, η διάδοση των οποίων σε συχνότητα 3000 γίγαχερτς, αποτελεί
τη βάση στην οποία στηρίζεται η λειτουργία των ραδιοεπικοινωνιών.
Η πιο αξιοσημείωτη τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη στο πρώτο
τρίμηνο του 20ου αιώνα ήταν αυτή της ραδιοφωνικής βιομηχανίας και
φυσικά της ηλεκτρονικής τεχνολογίας.

Το 1920, εγκαταστάθηκε, στο Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ


(Πενσυλβάνια) ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός, που μετέδιδε
μουσική και ειδήσεις και τον επόμενο χρόνο μετέδωσε τα
αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στην Αμερική.2 Οι έρευνες
βέβαια για την εφεύρεση αυτή ξεκίνησαν κοντά στο τέλος του 19 ου

1
Donald Cardwell, όπ. παρ., σελ. 484.
2
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, Συλλογικό έργο, Τόμος 3, σελ. 277, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα 2006.

438
αιώνα. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι τεχνολογικές
καινοτομίες συνέβαλαν στη βελτίωση των τεχνικών μετάδοσης και
λήψης του ραδιοφώνου και άνοιξαν το δρόμο στη μαζική διάδοση των
ραδιοφωνικών συσκευών. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το
ραδιόφωνο γίνεται το σημαντικότερο μέσο επικοινωνιών σε μεγάλες
αποστάσεις και αντιπροσωπεύει μια ακόμα επανάσταση στον κόσμο
της πληροφόρησης. Οι εφαρμογές του στην καθημερινή ζωή, αλλά και
στο στρατιωτικό τομέα είναι πολλές και πολύτιμες, είτε ως όργανο
εκπαίδευσης, είτε ως όργανο πληροφόρησης, προπαγάνδας,
προσηλυτισμού των μαζών... κλπ.

4.3.10.2. Η Τηλεόραση.

Τα πρώτα ηλεκτρονικά συστήματα τηλεόρασης εμφανίστηκαν τη


δεκαετία του 1920 στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.

Η τηλεόραση στην εφαρμογή της εμφανίστηκε μέσα στην


δεκαετία του 1940 (περί το 1947-48) στις ΗΠΑ, συναγωνίστηκε με
επιτυχία τον κινηματογράφο, που διέκοψε για ένα διάστημα την ταχεία
ανοδική του πορεία.
Μετά από μια μακρά περίοδο πειραματισμών για τη μετάδοση
κινουμένων εικόνων σε απόσταση, μέσω ηλεκτρονικών σημάτων,
γίνεται πραγματικότητα η τηλεόραση περί το τέλος
1
του Β' Παγκοσμίου Πολέμου . Πρώτη χώρα παραγωγής ασπρόμαυρων
τηλεοπτικών προγραμμάτων ήταν οι ΗΠΑ και από το 1950 άρχισαν οι
δοκιμές της έγχρωμης τηλεόρασης, που τελικά λειτούργησε τη δεκαετία
του 1960. Στην Ιταλία η τηλεόραση άρχισε να εκπέμπει ασπρόμαυρα
προγράμματα και το 1977 άρχισε να λειτουργεί η έγχρωμη.

1 ος
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία (20 αιώνας), Τόμος 6, Συλλογικό έργο, σελ. 277, Έκδοση
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

439
Στην Ελλάδα η ασπρόμαυρη τηλεόραση κάνει την εμφάνιση της το
1966 και αργότερα η έγχρωμη.
Η τηλεόραση – μαζί με το αυτοκίνητο – χαρακτηρίζουν έκτοτε
τις κοινωνίες του πλανήτη. Η τηλεόραση στον τομέα της επικοινωνίας
και της πληροφόρησης υπερακόντισε τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο.
Στις ΗΠΑ κυριάρχησε από την αρχή η κρατική τηλεόραση, παράλληλα
με την ιδιωτική. Στην Ευρώπη, αντίθετα κυριάρχησε μόνο η κρατική
τηλεόραση μέχρι τη δεκαετία του 1980. Το 1970, οι οικογένειες που
διέθεταν συσκευές τηλεόρασης αντιπροσώπευαν, στις ΗΠΑ το 98% των
νοικοκυριών, ενώ στην Ευρώπη το 80%1.
Η τηλεόραση κατέστησε εφικτή, σε καθημερινή βάση, τη γνώση
μακρινών πολιτιστικών γεγονότων. Η τηλεοπτική βιομηχανία
διεθνοποιήθηκε, με την καλωδιακή τηλεόραση και την απελευθέρωση
των κρατικών μονοπωλειών. Προγράμματα μορφωτικά, αναψυχής,
έρευνας, επικαιρότητας..., μακρινά και κοντινά, φτάνουν στο σπίτι των
θεατών. Η πληροφόρηση και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης
εισέρχονται χωρίς περιορισμούς και γνωρίζουν τον πολιτισμό και τα
ήθη και έθιμα των διαφόρων κοινωνιών, αλλάζουν τη χρήση του
ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, όλος ο κόσμος έρχεται πιο κοντά...
Οι τηλεταινίες πληθαίνουν και το πλήγμα που επέφερε στον
κινηματογράφο ήταν σοβαρό.

4.3.10.3. Ο κινηματογράφος.

4.3.10.3.1. Η εφεύρεση και η εξέλιξή του.

Η εφεύρεση του κινηματογράφου έγινε από του αδελφούς


August και Louis Lumière, γιούς του Antoine από τη Besancon της
Γαλλίας. Ανακάλυψαν τη συσκευή που ήταν συγχρόνως μηχανή λήψης
και μηχανή προβολής και εύκολα μπορούσε να κατασκευαστεί από

1
Σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, όπ. παρ. τόμος 6, σελ. 277.

440
τους βιομήχανους, ενώ καθόρισαν σε δεκαπέντε (15) τον αριθμό των
εικόνων που έπρεπε να αποτυπώνονται το δευτερόλεπτο για μια καλή
εικόνα. Η πρώτη ιδιωτική προβολή των αδελφών Lumière έγινε στις 22
Μαΐου 1895 στο Παρίσι και από τις 28 Δεκεμβρίου 1895 άρχισαν να
διοργανώνουν τακτικές παραστάσεις με εισιτήριο στο Μπουλβάρ ντε
Καπησί, αρ 15. Έτσι, γεννήθηκε ο κινηματογράφος. Τα επόμενα χρόνια
έγιναν πολλές προσπάθειες για να προικισθεί με ήχο και λόγο.
Η γέννηση του «Ομιλούντος» κινηματογράφου τοποθετείται το 1927
στις ΗΠΑ. Οι προσπάθειες των Αμερικανικών εταιρειών Ουώρνερ
Μπρος και Φοξ απέδωσαν καρπούς. Η έρευνα για τον έγχρωμο
κινηματογράφο ξεκίνησε το 1897, τα αποτελέσματα ωστόσο της
έρευνας έγιναν αισθητά το 19341.

Συγχρόνως σχεδόν με τους αδελφούς Lumière άρχισε να


ασχολείται με τον κινηματογράφο και ο Georges Méliès (1861-1938).
Θεωρείται από τους πρώτους επαγγελματίες κινηματογραφιστές,
καθώς και ο πρώτος που κατασκεύασε κινηματογραφικά στούντιο στο
Παρίσι. Οι προβολές του γίνονταν με μηχανήματα που κατασκεύαζε ο
ίδιος. Οι ταινίες του, μικρού μήκους, αφορούσαν θέματα της τρέχουσας
επικαιρότητας από το εργασιακό περιβάλλον ή κοινωνικά ή
μυθοπλαστικά όπως το «ταξίδι στη Σελήνη» και το «2000 λεύγες υπό τη
θάλασσα» το 19072.
O George Mélièr - όπως και οι Αφοί Lumière - πρόβαλε, τα
πρώτα χρόνια, τις ταινίες του σε πρόχειρους εξωτερικούς

1
. Ζώρζ Σαρανσόλ, Ο κινηματογράφος, τόμοι 2, Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Ροζίτα Σώκου,
Έκδοση ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE, Αθήνα 1968.
. Κιθ Ρίντερ, Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου (μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου),
Έκδοση Αιγόκερως, Αθήνα 2000.
. Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, τόμοι 3 (1900-2007), Έκδοση
Αιγόκερως, Αθήνα 2000.
2
Θανάσης Ρέντζης Η προέλευση του κινηματογράφου, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 17,
σελ. 196-198, Εκδοτική Αθηνών.

441
(π.χ. πλατείες) και εσωτερικούς χώρους. Το νέο αυτό είδος ψυχαγωγίας
εντυπωσίασε το ευρύ κοινό, κι έτσι οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές
έγιναν πολλοί. Τον επόμενο αιώνα (τον 20ο) έγινε η μαζικότερη μορφή
ψυχαγωγίας. Σύντομα μετατράπηκε σε μια δυναμική και προσοδοφόρα
βιομηχανία (υπό προϋποθέσεις). Δημιουργήθηκαν μεγάλες
κινηματογραφικές αίθουσες προβολής στη Γαλλία και στη λοιπή
Ευρώπη, που δέχονταν τους θαυμαστές του νέου αυτού είδους
ψυχαγωγίας. Δεν έμεινε όμως-μόνο-ένα βιομηχανικό προϊόν, αλλά
σταδιακά εξελίχθηκε σε είδος καλλιτεχνικό/πολιτιστικό και εισήλθε στη
κατηγορία της τέχνης (7η τέχνη). H ανάπτυξη του ήταν ταχεία (και το
1927 από «βωβός» ο κινηματογράφος έγινε «ομιλητικός). Γεννήθηκαν
οι ταινίες μεγάλου μήκους με ιστορίες (σενάρια)
φανταστικές/ψυχαγωγικές, αλλά και τα ντοκιμαντέρ, οι ταινίες
επικαιρότητας, επιστημονικές, έρευνας, κινουμένων σχεδίων κλπ.
Από ασπρόμαυρες οι ταινίες έγιναν έγχρωμες. Μεταξύ
1932-1934 υιοθετήθηκε η μέθοδος της τριχρωμίας κι έτσι άρχισε να
αναπτύσσεται ο έγχρωμος κινηματογράφος. Το 1953, επινοήθηκε η
μέθοδος του σινεμασκόπ, η πανοραμική οθόνη (= οπτική μέθοδος
μεγέθυνσης της εικόνας σε μεγάλη οθόνη). Από τη δεκαετία του 1970,
η ανάπτυξη της τηλεόρασης φέρνει στον κινηματογράφο τις
τεχνικές του video, ενώ η ηλεκτρονική προσφέρει στο κινηματογράφο
πολλές δυνατότητες κατασκευής εικόνων. Αξιοποιούνται οι
ψηφιακές τεχνικές, που ωθούν τον κινηματογράφο στο χώρο της
αναπαράστασης (προσομοίωσης), με τη χρήση τεχνολογιών εικονικής
πραγματικότητας.

Η Σχολή Vincennes.

Ο ιδρυτής του οίκου Πατέ (Charles Pathé) ήταν ένας έμπορος,


που άρχισε να ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή της φωνής και της
μουσικής. Γύριζε στην Γαλλική επαρχία με ένα γραμμόφωνο και
κάποιους κυλίνδρους και έπαιζε στα πανηγύρια. Στη συνέχεια,

442
κατασκεύαζε ο ίδιος τις μηχανές του. Αργότερα, εγκατέστησε το ατελιέ
του στο προάστιο του Παρισιού Vincennes. Επρόκειτο για μια μικρή
επιχείρηση, που αδυνατούσε να ανταγωνιστεί τη «Σταρ Φιλμ» του
G. Méliès, έως ότου ετοίμασε το περίπτερό του στην έκθεση στο Παρίσι
το 1900. Τότε ο Charles Pathé προσέλαβε τον Ferdinand Zekka και
δραστηριοποιήθηκε στην παραγωγή μερικών ταινιών στις οποίες ήταν
ο ίδιος ηθοποιός και σκηνοθέτης. Το 1902, κατασκεύασε στούντιο και
μεγάλωσε την παραγωγή του. Έβγαλε ταινίες όλων των ειδών, με
σκηνές ιστορικές, πολιτικές, επίκαιρες, τολμηρές, πικάντικες,
δραματικές, ρεαλιστικές, θρησκευτικές, ακροβατικά, σπορ, σκηνές
με τρυκ, στην ύπαιθρο. Ο οίκος Πατέ προτιμούσε όμως τις κωμικές
ταινίες. Το 1905, γύρισε τον «Κλέφτη Ποδηλάτων» που δημιούργησε
σχολή και τον μιμήθηκαν αργότερα και άλλοι, όπως ο Ιταλός
Vitorio Ντε Σίκα.

Πολύ γρήγορα, ο Οίκος Πατέ αναπτύχθηκε και οργανώθηκε:


Κατασκεύασε συσκευές, γύρισε φιλμ, άνοιξε παραρτήματα σε άλλες
χώρες, όπως στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην
Ιταλία, στην Ισπανία, στη Ρωσία, στην Καλκούτα, στη Σιγκαπούρη. Το
1908, δημιούργησε στούντιο και εργοστάσια στις ΗΠΑ. Ο Charles Pathé
γίνεται πλέον βιομήχανος, όπως οι αδελφοί Lumière.
Το 1896, ο Leon Gaumon παρουσίασε το «Χρονοφωτογράφο
Ντεμενύ». Το 1906, δημιούργησε στούντιο και ανέθεσε την παραγωγή
στην γραμματέα του Αλίς Γκυ. Η Γαλλία κυριαρχούσε πλέον στην
παγκόσμια αγορά κινηματογράφου. Παράλληλα, αναπτύχθηκε ο
κινηματογράφος στην Αγγλία και δημιουργήθηκε η Αγγλική Σχολή, η
οποία ενέπνευσε τους πρώτους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Στην αρχή, οι
ταινίες των Αμερικανών παραγωγών δεν ήταν σπουδαίες, γι αυτό και οι
ιδιοκτήτες αιθουσών προτιμούσαν τις Γαλλικές και τις Αγγλικές
ταινίες, μέχρις ότου ανακαλύφθηκε στην Αμερική ένα νέο
είδος κινηματογράφου, το «Ουέστερν», που κυριάρχησε για

443
πολλά χρόνια. Παράλληλα αναπτύχθηκε το Μιούζικαλ, με βασικό
εκπρόσωπο το Φρέντ Αστέρ, το γκανγκστερικό φιλμ και η κωμωδία με
το Charly Chaplin. Στην Ιταλία ο κινηματογράφος γεννήθηκε το 1905.
Πολύ σύντομα και η Δανία πήρε θέση στην πρώτη γραμμή του
κινηματογράφου και επεκτάθηκε στην Γερμανία, που βρίσκονταν
ακόμα σε λήθαργο.
Μετά την αποτυχία του G. Méliès (πέθανε πάμφτωχος), ο
Ch. Pathé και ο Leon Gaumon κυριάρχησαν στον παγκόσμιο
κινηματογράφο. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτοί… Και πολλοί άλλοι
δραστηριοποιήθηκαν στον κινηματογράφο, κυρίως στη Γαλλία. Από το
1908, ιδρύθηκαν αρκετές νέες φίρμες με σκοπό την παραγωγή και
εμπορία ταινιών. Άρχισαν να γυρίζονται ταινίες, που προβάλλονταν σε
συνέχειες, οι οποίες σύντομα έγιναν της μόδας. Ξεκίνησαν πρώτα στις
ΗΠΑ και στη Γαλλία. Ο Ch. Pathé δημιούργησε πολλές άνετες
αίθουσες προβολής στο Παρίσι και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Ο κινηματογράφος σε Ευρώπη και Αμερική έπαψε να είναι πλανόδιο
θέαμα. Οι παραγωγοί δεν εμπιστεύονταν πλέον τις ταινίες τους σε
πλανόδιους.
Ο κινηματογράφος μετατράπηκε σε βιομηχανία. Στην Αμερική
και στην Ευρώπη ανοίγουν καθημερινά καινούριες αίθουσες προβολής.
Παράλληλα, δημιουργούνται λαϊκές αίθουσες με φθηνό εισιτήριο.
Ιδιαίτερα, στις ΗΠΑ, ο κινηματογράφος αναπτύσσεται πιο γρήγορα από
την Ευρώπη. Αρχίζει να δημιουργείται το θεσμικό πλαίσιο και να
θεμελιώνεται μια ισχυρή βιομηχανική και εμπορική υποδομή. Τα
εργοστάσια που κατασκευάζουν συσκευές πολλαπλασιάζονται,
δημιουργούνται ειδικευμένοι τεχνικοί και οι αίθουσες προβολής
εφοδιάζονται με σύγχρονα μηχανήματα. Ως φυσική συνέπεια
εμφανίζεται το «Σταρ Σύστεμ» με τις παχυλές αμοιβές.
Σταδιακά, ο κινηματογράφος επεκτάθηκε και υιοθετήθηκε από
πολλές χώρες, κυρίως όμως σε Ευρώπη και Αμερική και αργότερα στην

444
Ιαπωνία και την Ινδία. Εκεί όμως που σημείωσε μεγαλύτερη ακμή ήταν
στην Ευρώπη: Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Σουηδία, Δανία και ακολούθησαν
η Γερμανία και η Ρωσία. Εκτός Ευρώπης ήταν στις ΗΠΑ, όπου η
ανάπτυξη του πήρε μεγάλες διαστάσεις ως μέσο ψυχαγωγίας και ως
βιομηχανία και ακολούθησε ο Καναδάς και η Αυστραλία.
Ο κινηματογράφος ξεκίνησε όπως είπαμε ως «βωβό» θέαμα και
από το 1927 πέρασε στην ομιλούσα του μορφή, ενώ από το 1934 έγινε
και έγχρωμος. Το 1953 εμφανίστηκε η τρισδιάστατη οθόνη και το
σινεμασκόπ. Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος οδήγησε τον Ευρωπαϊκό
κινηματογράφο σε παρακμή, όχι όμως και τον Αμερικανικό.
Μετά από τις εξελίξεις αυτές, τα σημαντικότερα γεγονότα που
σημάδεψαν μεταπολεμικά τον κινηματογράφο ήταν το ανανεωτικό
«Νέο Κύμα» (Nouvelle Vague) στη Γαλλία, η αφύπνιση της Γερμανίας
και της Ρωσίας από το σκοτάδι του Ναζισμού και του Σταλινισμού,
αντίστοιχα, ο Νεορεαλισμός στην Ιταλία, το Αμερικανικό
αντεργκράουντ (ριζοσπαστική καλλιτεχνική κίνηση με έργα τέχνης), οι
σουρεαλιστικές (= υπερρεαλιστικές) επιρροές στην Ευρώπη, οι
υπερπαραγωγές υψηλού κόστους στις ΗΠΑ, η εμφάνιση της
τηλεόρασης που προκάλεσε την αντίδραση του κινηματογράφου,
ιδιαίτερα στην Αμερική, ο οποίος σε αντιπερισπασμό πρόβαλε την
Οθόνη – γίγας, που συναγωνίστηκε με σχετική επιτυχία την μικρή
οθόνη της τηλεόρασης….
Ο κινηματογράφος δεν περιορίζεται, ωστόσο, μόνο
στην ψυχαγωγία έχει να παρουσιάσει και άλλα είδη, όπως το
ντοκιμαντέρ: επίκαιρα, ταξίδια, εξερευνήσεις, ηλεκτρονική,
αστρολογία, παλαιοντολογία, ιατρική (μικροβιολογία, χειρουργική…),
κοινωνιολογία, ιστορία…, τον επιστημονικό κινηματογράφο (ταινίες
έρευνας και ταινίες διδακτικές…), τα κινούμενα σχέδια1 με πρωτεργάτη

1
Γιάννης Βασιλειάδης, Κινούμενα Σχέδια, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Τόμος 17, σελ. 204-206,
Εκδοτική Αθηνών.

445
τον Ουόλτ Ντίσνει (συνδυασμός ήχου και εικόνας), τον ερασιτεχνικό
κινηματογράφο κλπ.

4.3.10.3.2. Ο Ελληνικός κινηματογράφος.

H εφεύρεση του κινηματογράφου δεν άφησε ασυγκίνητη τη νέα


Ελλάδα. Από το 1896 άρχισαν να προβάλλονται ταινίες μικρού μήκους
και το 1914 γυρίστηκε η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους. Σταδιακά,
δημιουργήθηκαν κινηματογραφικές αίθουσες και άρχισαν να
προβάλλονται ξένες παραγωγές, αρχικά του βωβού και αργότερα
ομιλούντος (το 1934) κινηματογράφου∙ πρώτα σε ασπρόμαυρη οθόνη
και μετά σε έγχρωμη. Από τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα,
άρχισαν να εμφανίζονται δειλά κινηματογραφικές επιχειρήσεις.
Τη δεκαετία του 1950, ο ελληνικός κινηματογράφος πήρε θέση στην
εσωτερική αγορά. Η πρόοδος ήταν σημαντική, ώστε τη δεκαετία του
1960 να κατέχει ένα σημαντικό μερίδιο στην εσωτερική αγορά
κινηματογράφου.

Εν τούτοις, ο δρόμος για τον ελληνικό κινηματογράφου δεν ήταν


εύκολος. Στα πρώτα του βήματα, οι κινηματογραφικές παραστάσεις
εμφανίζονται στα καφενεία και σε άλλους πρόχειρους εξωτερικούς
χώρους. Σταδιακά, οι δημιουργούμενες κινηματογραφικές αίθουσες
άρχισαν προβάλουν ξένες παραγωγές, αρχικά Γαλλικές και Ιταλικές
και αργότερα και Χολιγουντιανές, που μετέφεραν στο ελληνικό κοινό
τα καταναλωτικά πρότυπα των χωρών παραγωγής. Τη δεκαετία
του 1930, δημιουργούνται κινηματογραφικές αίθουσες σε όλες τις
μεγάλες πόλεις της χώρας και προβάλλονται ξένες ταινίες.
Η ταραγμένη δεκαετία του 1940 ανέστειλε την πρόοδο του
ελληνικού κινηματογράφου. Έτσι, η Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά να
γράφει ιστορία στον κινηματογράφο τη δεκαετία του 1950. Τα θέματα
των σεναρίων ήταν αυτά της καθημερινότητας, που συγκινούσαν τις
λαϊκές μάζες: κωμωδίες, φαρσοκωμωδίες, μελοδράματα, βουκολικά,

446
ιστορικά, πολεμικά, αντιστασιακά, αστυνομικά, μουσικοχορευτικά…, με
εστίαση και στόχο την εμπορικότητα. Σημαντική βελτίωση σημείωσε
πάντως την δεκαετία αυτή στον τομέα της τεχνικής και της αισθητικής
,παρότι ο τεχνικός εξοπλισμός ήταν ακόμα ελλιπής. Τη δεκαετία του
1960, εγκαινιάστηκε το φεστιβάλ του ελληνικού κινηματογράφου στη
Θεσσαλονίκη. Αυτό ήταν ένα θετικό βήμα προόδου. Έπαιξε ένα θετικό
ρόλο στην παράταση ζωής του ελληνικού κινηματογράφου,
αναστέλλοντας την εξαφάνισή του.
Με την έναρξη της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκε στο
κινηματογραφικό προσκήνιο ο νέος σκηνοθέτης Θόδωρος
Αγγελόπουλος με την ταινία «Αναπαράσταση» που διακρίθηκε ως η
καλύτερη ταινία της χρονιάς στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1970. Η
συζήτηση με θέμα τη διάκριση μεταξύ παλιού εμπορικού
κινηματογράφου και νέου καλλιτεχνικού κινηματογράφου
αναζωπυρώθηκε, με σκοπό τη ρήξη μεταξύ «κατεστημένου» και
«καινούριου». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν ο εκφραστής αυτού του
νέου κινηματογράφου. Ο καθαρά εμπορικός κινηματογράφος βάδιζε
προς την Δύση του. Ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ)
γεννήθηκε και πάλευε να επιβιώσει. Δεν κατάφερε όμως να κερδίσει το
ενδιαφέρον των θεατών.
Το 1980, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βραβεύτηκε με το «Χρυσό
Λιοντάρι» στο φεστιβάλ της Βενετίας για την ταινία του
«Μεγαλέξανδρος» και το 1997 βραβεύτηκε με το «Χρυσό Φοίνικα» στο
φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του «Μια αιωνιότητα και μια
μέρα».
Ένας άλλος σημαντικός σκηνοθέτης που διακρίθηκε με το έργο
του τη δεκαετία του 1970 ήταν ο Αλέξης Δαμιανός.
Το 1974, η «Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων»
μετονομάστηκε σε «Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου» (ΕΚΚ), το οποίο
είχε και τη διαχείριση της χρηματοδότησης για την ενίσχυση της

447
εγχώριας παραγωγής ταινιών. Από το 1987, ο ελληνικός
κινηματογράφος ήταν πλέον υπό την ευθύνη του ΕΚΚ, το οποίο έλεγχε
κυρίως την επιλογή των σεναρίων που χρηματοδοτούσε και ενέκρινε τα
αντίστοιχα ποσά. Οι χρηματοδοτούμενες ταινίες ήταν προστατευόμενες
και προωθούνταν στα ξένα φεστιβάλ.
Λειτούργησε επίσης στην Ελλάδα ταινιοθήκη – όπως και σε
άλλες χώρες, π.χ. στη Γαλλία – που άρχισε να συγκεντρώνει όλες τις
ταινίες που παράχθηκαν στη χώρα, να τυπώνει κόπιες για τη διατήρηση
και αρχειοθέτηση τους και να τις προβάλλει κατά διαστήματα.
Ασχολήθηκε και ασχολείται όχι μόνο με τη διαφύλαξή τους, αλλά και με
την κινηματογραφική εκπαίδευση, γενικότερα. Το μορφωτικό τμήμα
περιλαμβάνει τις κινηματογραφικές λέσχες της χώρας. Σε συνεργασία
με ξένες ταινιοθήκες οργανώνονται εκδηλώσεις ελληνικών και ξένων
ταινιών, διεθνείς ανταλλαγές και προσκαλούνται ξένοι ειδικοί για
ομιλίες.

4.3.10.3.3. Ο Κινηματογράφος ως Βιομηχανία.

Η επιχειρηματική οργάνωση του κινηματογράφου περιλαμβάνει


τρεις φάσεις: α) την παραγωγή β) την εκμετάλλευση που ασχολείται με
τη διανομή και προβολή των ταινιών και γ) τις ιδιωτικές αίθουσες που
προβάλλουν τις ταινίες1.

Στην Ελλάδα – όπως και στο εξωτερικό – οι μεγάλες εταιρίες


παραγωγής έχουν δικά τους γραφεία εκμετάλλευσης και όχι σπάνια
διαθέτουν και δικές τους αίθουσες. Το ίδιο ισχύει και για τους
μεγάλους εισαγωγείς ταινιών. Πρόβλημα υπάρχει για τους
ανεξάρτητους παραγωγούς – σκηνοθέτες, οι οποίοι δεν διαθέτουν
γραφεία εκμετάλλευσης και αίθουσες προβολής και οι ταινίες τους
– καλλιτεχνικές συνήθως – δύσκολα βρίσκουν στέγη.

1
Χρυσάνθη Σωτηροπούλου, Παραγωγή, διανομή και εκμετάλλευση ελληνικών ταινιών,
Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 17, σελ. 122-123, Εκδοτική Αθηνών.

448
Ο κινηματογράφος βρέθηκε συχνά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά
και στο εξωτερικό, στα χέρια καιροσκόπων, οι οποίοι δημιουργούσαν
κακές συνθήκες στην αγορά και κινδύνους στους σοβαρούς
παραγωγούς. Τα δάνεια στη βιομηχανία του κινηματογράφου από τις
τράπεζες στην Ελλάδα, δίνονταν με τους όρους που ίσχυαν και για τις
άλλες βιομηχανίες. Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα αποτέλεσε
μέρος της εγχώριας βιομηχανίας με θετικά αποτελέσματα τόσο
στο επιχειρηματικό σκέλος όσο και στο καλλιτεχνικό. Δεν
κατάφερε όμως να επιβληθεί ως βιώσιμη βιομηχανία και να
μακροημερεύσει.
Η διεθνής διακίνηση ταινιών ενθαρρύνονταν από τα διάφορα
φεστιβάλ κινηματογράφου. Το αρχαιότερο είναι η Μόστρα της
Βενετίας, που ιδρύθηκε το 1932. Το φεστιβάλ των Καννών ιδρύθηκε το
1946. Το 1960, οργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, η εβδομάδα
ελληνικού κινηματογράφου από την ΔΕΘ, που μετεξελίχθηκε
σε φεστιβάλ, με τη συμμετοχή ελληνικών (αργότερα, και ξένων)
ταινιών.
Οι εισαγόμενες κάθε χρόνο στην Ελλάδα ξένες ταινίες από τα
γραφεία εκμετάλλευσης, για να καλύψουν τις ανάγκες της εσωτερικής
αγοράς θεάματος, ανέρχονταν τη δεκαετία του 1960, σε 600 περίπου.
Σε αριθμό εισιτηρίων «κόβονταν» πάνω από 120 εκατομμύρια
εισιτήρια το χρόνο μόνο για τις εισαγόμενες ταινίες. Η Ελλάδα ήταν η
μόνη (;) χώρα που είχε απόλυτη ελευθερία στην εισαγωγή ξένων
ταινιών, χωρίς έλεγχο ποιότητος και χωρίς υποχρέωση των χωρών
εξαγωγής να αγοράζουν έναν αριθμό ελληνικών ταινιών, σε
αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και ποσοστό 35% περίπου των εισαγομένων
ταινιών ήταν κακής ποιότητος, χώρια η ζημιά που προξενούνταν στην
ντόπια παραγωγή1.

1
Ζωρζ Σαρανσόλ, όπ. παρ., τόμος 1, Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ – Larousse, 1968.

449
Η οργανωμένη παραγωγή στην Ελλάδα, δεν διέφερε πολύ από
την ξένη. Δεν ήταν βέβαια τόσο πλούσια, δεν είχε όμως και πολλές
ελλείψεις. Στούντιο υπήρχαν λίγα και ενοικιάζονταν. Τα κεφάλαια για
την παραγωγή της ταινίας τα εξασφάλιζε ο παραγωγός. Η διαφήμιση
ήταν και παραμένει μεγάλης σημασίας για την εμπορική επιτυχία της
ταινίας, από τα πρώτα γυρίσματα.
Tη δεκαετία του 1950, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να
αναπτύσσεται και να παίρνει θέση στην εσωτερική αγορά θεάματος.
Οι εμπορικές ταινίες πλήθαιναν και το κοινό προσέρχονταν αθρόα στις
κινηματογραφικές αίθουσες. Τα εισιτήρια στους κινηματογράφους
αυξάνονταν με γοργό ρυθμό, καθώς και οι παραγωγές ταινιών. Ισχυρό
χαρτί στην εμπορικότητα των ταινιών απεδείχθησαν, από την εμφάνιση
τους, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο
Θανάσης Βέγγος, η Ρένα Βλαχοπούλου…. μέχρι τα μέσα της δεκαετίας
του 1990.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1970 επιβραβεύτηκε με την πρωτιά
στα εισιτήρια, η ταινία « Υπολοχαγός Νατάσα» σε σενάριο –
σκηνοθεσία του Νίκου Φώσκολου και πρωταγωνίστρια την Αλίκη
Βουγιουκλάκη (και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ). Ωστόσο, ήδη από το
1968, η κρίση που ανέμενε τον ελληνικό κινηματογράφο, ήταν ορατή.
Το 1971 άρχισε να εμφανίζεται μείωση των εισιτηρίων στις αίθουσες
προβολής.
Η τηλεόραση, καινούριο είδος λαϊκού θεάματος, στις αρχές της
δεκαετίας του 1970, κυριάρχησε και κρατούσε τους σινεφίλ στο σπίτι. Ο
ανταγωνισμός ήταν άνισος. Οι κινηματογραφικές παραγωγές άρχισαν
να αργοσβήνουν και ο θνήσκων ελληνικός κινηματογράφος ήταν πλέον
παρών. Από το 1972 και μετά, η κρίση παγιώθηκε. Ο αριθμός των
παραγομένων ταινιών μειώνονταν διαρκώς και μαζί φυσικά ο αριθμός
των εισιτηρίων που πραγματοποιούσαν, με εξαίρεση τις ταινίες του
Θεόδωρου Αγγελόπουλου, της Αλ. Βουγιουκλάκη, του Θανάση Βέγγου,

450
της Ρένας Βλαχοπούλου…, καθώς και την εμπορική επιτυχία της ταινίας
του Νίκου Τζήμα «Ο άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», ενώ ο Νέος
Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ), που μόλις γεννήθηκε, πάλευε να
επιβιώσει. Η χρηματοδότηση της εγχώριας παραγωγής ταινιών από το «
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου» (ΕΚΚ) δεν είχε το επιδιωκόμενο
αποτέλεσμα.

451
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στο τελευταίο αυτό μέρος του πονήματος ασχοληθήκαμε


συνοπτικά με την περίοδο της Νεότερης Ελλάδος, από το 1828 μέχρι
σήμερα (2016), εστιάζοντας στα σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου
αυτής. Προτιμήσαμε τη συνοπτική αυτή παρουσίαση, γιατί έχουμε
ασχοληθεί ξανά με την ίδια αυτή περίοδο στο πρόσφατο πόνημά μας
«Η Οικονομία της Νεότερης Ελλάδος» (1821-2012), διαδίκτυο
dionysioskontogiorgis.blogspot.gr.

Στο ηλεκτρονικό αυτό πόνημα, αφού περιγράψαμε


τα οικονομικά κυρίως γεγονότα της περιόδου 1821-2012 επιμείναμε
στην πρόσφατη οικονομική κρίση, στο κέντρο της οποίας βρέθηκε
(και παραμένει) η Ελλάδα, λόγω του αναξιόπιστου πολιτικού
συστήματος.
Η ζωή του Νεότερου Ελληνικού Κράτους διακρίνεται από
περιόδους δημιουργικές και άλλες ουδέτερες ή αρνητικές. Στις πρώτες,
τις δημιουργικές, κυβέρνησαν προικισμένοι πολιτικοί άνδρες, που στο
πέρασμα τους άφησαν το στίγμα τους και επάξια έφεραν τον τίτλο του
Ηγέτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο Ελευθέριος
Βενιζέλος, Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανήκουν πλέον στο πάνθεο των
μεγάλων της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, κορυφαίος διπλωμάτης, σεμνός,
ασκητικός και έντιμος, με απίστευτα αποθέματα δύναμης και αντοχής,
εργάστηκε με πάθος και αυταπάρνηση για την ανόρθωση της Χώρας,
παραχώρησε την προσωπική του περιουσία στην πατρίδα και τελικά
θυσιάστηκε για αυτή.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης, μεταρρυθμιστής, «Φιλελεύθερος και
προοδευτικός», έθεσε τις βάσεις αναγέννησης της Νέας Ελλάδας, με το
ευρύ επενδυτικό του πρόγραμμα στις υποδομές.

452
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, άριστος διπλωμάτης –
διαπραγματευτής, με μεθοδευμένη σκέψη αναμορφωτή, επέφερε
μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, στην οικονομία, στην
εκπαίδευση, διεύρυνε τα σύνορα του Νεοσύστατου Ελληνικού
Κράτους, κατά τους βαλκανικούς πολέμους και τα παγίωσε με την
μετέπειτα πολιτική του.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διέθετε όραμα, σταθερές αξίες
και ψυχική δύναμη. Ήταν ρεαλιστής και άφησε το στίγμα του ως
αναγεννητής του μεταπολεμικού Ελληνικού Κράτους, με της μεγάλης
κλίμακας στρατηγικές επενδύσεις και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό
της χώρας.
Ασφαλώς και υπήρξαν μερικοί ακόμα πολιτικοί άνδρες, που η
συγκυρία δεν τους ευνόησε, ώστε να κυβερνήσουν με διάρκεια, να
προσφέρουν έργο και να αναδείξουν την προσωπικότητά τους.
Οπωσδήποτε όμως αυτοί δεν ήταν πολλοί. Όσο για τους υπόλοιπους
(τους πολλούς) πολιτικούς άνδρες, το έργο τους ήταν μηδαμινό έως
ανύπαρκτο ή ακόμα και αρνητικό.
Κορυφαίο (δραματικό) γεγονός που κλόνισε συθέμελα τη
σύγχρονη Ελλάδα ήταν η παρούσα οικονομική κρίση, η οποία ανέδειξε
τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, επακόλουθο του
διαβρωμένου πολιτικού συστήματος της χώρας, του ανυπόληπτου
συνδικαλισμού και της ασυδοσίας των εμπόρων της πληροφόρησης
(Μ.Μ.Ε.), που ενθάρρυναν την ανομία, τα έκτροπα, τους
τραμπουκισμούς και εξέθρεψαν ένα υδροκεφαλικό Κράτος
προνομιούχων, – σπάταλο και αναποτελεσματικό,- που αποθράσυνε τις
ανίερες πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά, ενώ διόγκωσε ανεύθυνα
το δημόσιο χρέος για ρουσφετολογικές/ψηφοθηρικές εξυπηρετήσεις. Η
κομματοκρατία και η κακοδιοίκηση μαζί με την ιδιοτέλεια και την
φαυλότητα έγιναν κανόνας στη Δημόσια ζωή. Η Ευρώπη, γέννημα του

453
Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, απείλησε με έξωση από τους κόλπους
της το γεννήτορά της.
Ως πότε αυτή η χώρα θα εξευτελίζει τον εαυτό της, ως πότε θα
κάνει τους προγόνους της να ντρέπονται για τους σημερινούς
απογόνους τους. Eχθροί της Ελλάδας δεν είναι οι ευρωπαίοι εταίροι.
Εχθροί της Ελλάδας είναι οι Έλληνες. Όλοι, αυτοί... που απεργάζονται
τον αφανισμό της πατρίδας.
Το παρακάτω απόσπασμα από την Ιστορία… του
Κ. Παπαρρηγόπουλου είναι σήμερα επίκαιρο.
«Στην πολιτική και κοινωνική ζωή της ανθρωπότητας δεν
υπάρχει καμιά γόνιμη ιδέα που να μην έχει προέλθει από το Ελληνικό
Έθνος. Ωστόσο, όλες εκείνες οι ιδέες, όλες εκείνες οι αρχές που γέννησε
η ελληνική ευφυΐα, ενώ έκαναν ευτυχισμένα τόσα άλλα έθνη, σπάνια
υλοποιήθηκαν στη χώρα μας. Γιατί άραγε; Για ποιο λόγο δεν μπορέσαμε
ποτέ να εκμεταλλευτούμε (…) την ανεξάντλητη πολιτική και κοινωνική
περιουσία του Έθνους, την οποία Αξιοποίησε μέχρι τώρα όλος ο
πολιτισμένος κόσμος, εκτός από εμάς; Μήπως γιατί η διανοητική μας
δύναμη υπερβαίνει κατά κανόνα την ηθική; Μήπως γιατί, επειδή δεν
αντιλαμβανόμαστε αυτή την ανισότητα, δεν ασχοληθήκαμε ποτέ όπως
θα έπρεπε, με την εξισορρόπηση των δύο αυτών δυνάμεων; …. Όμως τα
έθνη, που παραδίδουν τις τύχες τους σε άνδρες που δεν είναι
προικισμένοι με αυτές τις αρετές μπορούν άραγε να επιβιώσουν και να
ευημερήσουν; Πρόκειται για ζήτημα υψίστης σημασίας για το παρόν και
για το μέλλον μας∙ ένα ζήτημα που δεν μπορεί να επιλυθεί αν δεν
αποφασίσουμε επιτέλους όλοι (…), ηγέτες και λαός, να μελετήσουμε
χωρίς εθνικιστικές προκαταλήψεις την ιστορία μας, ώστε
να διδαχθούμε από αυτή όχι μόνο τα προτερήματα, αλλά και για
τα ελαττώματά μας, τα οποία χρειάζονται απαραιτήτως διόρθωση»1.

1
Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 12, σελ. 246-247, Αθήνα.

454
Οι Έλληνες είχαν πράγματι πολλά θετικά, αλλά και πολλά
αρνητικά στοιχεία. Όταν επικρατούσαν τα θετικά μεγαλουργούσαν,
όταν επικρατούσαν τα αρνητικά αυτοκαταστρέφονταν. Η χωρίς μέτρο
συμπεριφορά των Ελλήνων συνεχίζεται και σήμερα και αποτελεί
βασικό στοιχείο του χαρακτήρα τους
Στο τελευταίο αυτό μέρος του 3ου τόμου ασχοληθήκαμε επίσης
με την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της Νεότερης Ελλάδας, όπως
αυτή εξελίχθηκε στη διάρκεια της σκλαβιάς και προπαντός μετά την
απελευθέρωση και την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους μέχρι
σήμερα, παρά τα λειτουργικά προβλήματα που αντιμετώπισε.
Νοιώσαμε επίσης την ανάγκη να δώσουμε έμφαση στα μεγάλα
επιτεύγματα του ανθρώπου, που επηρέασαν την πορεία του κόσμου:
στη βιομηχανική επανάσταση (πρώτη και δεύτερη), στην ηλεκτρονική
επανάσταση, στις ανακαλύψεις στις μεταφορές (αυτοκίνητο,
αεροπλάνο), στις τηλεπικοινωνίες, στην ιατρική στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και αναψυχής (τηλεόραση, ραδιόφωνο, κινηματογράφος)
και πολλά άλλα, που άλλαξαν τη ζωή της ανθρωπότητας, χωρίς φυσικά
να παραλείψουμε να επιχειρήσουμε μια σύντομη επισκόπηση της
ιστορίας του ανθρώπου από τη γέννησή του, εστιάζοντας στο τεράστιο
αυτό θέμα των τεχνολογικών επιτευγμάτων του.
Εφ' όλης της ύλης:
Σταχυολογούμε τις σημαντικότερες εξελίξεις στη διαδρομή του
ελληνισμού στη μακραίωνη πορεία του:
Κατά την πρώιμη Νεολιθική Εποχή, ο άνθρωπος πέρασε από τον
κυνηγετικό βίο στο παραγωγικό στάδιο της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Έπαψε να έχει άμεση εξάρτηση από την φύση και έγινε παραγωγός
τροφής μέσω της Γεωργίας και κτηνοτροφίας. Η μεταβολή αυτή υπήρξε
η πρώτη μεγάλη επανάσταση του ανθρώπου, που οδήγησε στη μόνιμη
εγκατάστασή του σε ένα τόπο και στη δημιουργία των

455
πρώτων οικισμών. Κατά την εποχή αυτή, οι κάτοικοι στον ελλαδικό
χώρο υιοθέτησαν την αγροκτηνοτροφία, ως κύριο τρόπο
διατροφής τους.
Οι πρώτο-Έλληνες, όπως και οι απόγονοι τους Έλληνες – μέχρι
το τέλος της εποχής του χαλκού (1100 π.Χ.) – δεν ήταν μια ομοιογενής
ομάδα, αλλά αποτελούνταν από πολλά φύλλα, που συνυπήρχαν.
Η κινητικότητα των φύλλων αυτών μέσα στον ελλαδικό χώρο ήταν
έντονη.
Στη διάρκεια της εποχής του χαλκού (2800-1100 π.Χ.) ήκμασαν
στον Ελληνικό γεωγραφικό χώρο τρεις πολιτισμοί : ο Κυκλαδικός, ο
Κρητομινωικός και ο Μυκηναϊκός, οι αρχαιότεροι πολιτισμοί της
ανθρωπότητας.
Το εθνικό όνομα Έλληνες εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην
Ιλιάδα του Ομήρου και δήλωνε ένα μικρό φύλο που κατοικούσε στην
Φθία της Νότιας Θεσσαλίας (τόπος καταγωγής του Ομηρικού Αχιλλέα).
Την εποχή αυτή οι κάτοικοι της Ελλάδας στα Ομηρικά Έπη,
ονομάζονταν Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι. Η κοινή ελληνική εκστρατεία στη
Τροία δείχνει, ωστόσο, πόσο δυνατό ήταν, τουλάχιστο τότε, το αίσθημα
της εθνικής συνείδησης. Με τον καιρό – κατά την Αρχαϊκή περίοδο –
άρχισε να επεκτείνεται η γενική ονομασία «Έλληνες» για όλα τα φύλα
που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, ενώ κατά την κλασική εποχή
(5ος αιώνας π.Χ.) επικράτησε.
Στην κοινωνία της προϊστορικής εποχής, η σχέση μεταξύ άνδρα
και γυναίκας ήταν μάλλον χαλαρή. Η κοινωνία δέχονταν καταστάσεις,
που δύσκολα γίνονται αποδεκτές ακόμα και σήμερα. Οι σχέσεις των
παιδιών με τους γονείς διακρίνονταν από σεβασμό, στοργή,
αφοσίωση… με αμφίδρομη κατεύθυνση. Η φιλία και η φιλοξενία
ήταν επίσης αναπτυγμένες, ενώ η εγκράτεια στις συνεστιάσεις
ήταν παραδειγματική. Η κύρια διασκέδαση τους ήταν η μουσική και ο
χορός.

456
Μετά από μακροχρόνιους αγώνες, τα ελληνικά φύλα
κυριάρχησαν στην ανθρώπινη γνώση και αρετή και απεδείχθησαν
μεγαλοφυή στις επιστήμες και στις τέχνες, καθώς και τα πιο ρωμαλέα
απ’ όλους τους λαούς της εποχής τους. Δίκαια επομένως
υπερηφανεύονταν για την υπεροχή τους.
Οι Έλληνες είναι οι πραγματικοί δημιουργοί της πρώτης
αλφαβητικής γραφής της ελληνικής γλώσσας. Το πρώτο αυτό
πραγματικό αλφάβητο μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, δια της
λατινικής γραφής του - που είναι ελληνογενής – κι αυτό αναγνωρίζεται
διεθνώς. Οι αλλαγές που έγιναν από τότε μέχρι σήμερα στην ελληνική
γλώσσα δεν αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της. Τα αρχαία ελληνικά δεν
αποτελούν ξένη γλώσσα, για το σημερινό Έλληνα. Η αδιάκοπη συνέχεια
του ελληνισμού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Η εξάπλωση των Ελλήνων, με τις αποικίες, σε όλα τα παράλια
της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Δείχνει τον ανήσυχο και
τολμηρό χαρακτήρα τους.
Ο ελληνισμός της Κλασσικής εποχής έθεσε τις βάσεις όλων των
δημοκρατικών θεσμών, που διέπουν σήμερα την ανθρωπότητα
(τα ευνομούμενα Κράτη): ισότητα έναντι των νόμων,
κοινοβουλευτισμός, ελευθερία του λόγου, οικογενειακές σχέσεις,
ευημερία και όλες τις δημοκρατικές αρχές που διέπουν σήμερα τους
λαούς της Δυτικής Ευρώπης και του λοιπού δημοκρατικού κόσμου
(εκτός των Νεοελλήνων). Το μελανό σημείο της περιόδου αυτής ήταν οι
Εμφύλιοι Πόλεμοι, με κορύφωση τον Πελοποννησιακό Πόλεμο
και η ανίερη διαπλοκή των Ελληνικών Πόλεων – Κρατών με
την Περσική αυτοκρατορία για χρηματοδότηση του εμφυλίου
σπαραγμού.
Η νομοθεσία του Σόλωνα, οι δημοκρατικοί θεσμοί της Αθήνας,
οι πανελλήνιοι Ολυμπιακοί Αγώνες, η πνευματική και καλλιτεχνική
άνθηση (ο Περικλής και τα έργα της Ακρόπολης), οι νικηφόροι αγώνες

457
εναντίον των Περσών…, αποτελούν τα μεγάλα επιτεύγματα της εποχής
αυτής, όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος διαβιούσε ακόμα σε πρωτόγονη
κατάσταση.
Η διάδοχος εποχή δημιούργησε τον Ανατολικό Ελληνισμό, με τις
κτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του στην Ασία, και
αργότερα το Χριστιανικό ελληνισμό, που ένωσε τους λαούς της
Ανατολής, κατέστησε την ελληνική γλώσσα υπερεθνική, διέδωσε και
παγίωσε τον ελληνικό πολιτισμό και σκόρπισε στην ανθρωπότητα τα
φώτα της γνώσης και του πολιτισμού.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που ονομάστηκε
«βυζαντινή» – αφομοιωθείσα τελικά από τον ελληνικό πολιτισμό και
υποχρεωμένη να επιβιώσει μέσα σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον άγριο
και εχθρικό, ήταν μια όαση στον τότε γνωστό κόσμο. Ένα κόσμο
περιορισμένο εδαφικά, ακόμα, στην Ευρώπη, στην κεντροδυτική Ασία
και στη βόρεια Μεσογειακή Αφρική. Ο λοιπός κόσμος ήταν ακόμα
άγνωστος. Η Ευρώπη δεν είχε προλάβει να διαμορφωθεί σε Κράτη
Εθνικά. Οι λαοί της, – πρωτόγονοι, περιφερόμενοι για αναζήτηση
τροφής και κατοικίας – άρχισαν να διαμορφώνουν εθνικές ενότητες
και εθνική συνείδηση κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Η μόνη
διαφοροποίηση στην Ευρώπη (πριν τον 5ο αιώνα μ.Χ.) ήταν η Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία, που επικράτησε σχετικά εύκολα, είχε όμως μια όχι τόσο
μεγάλη διάρκεια πραγματικής ζωής (145 π.Χ.- 476 μ.Χ.) και δεν
φαίνεται να είχε προσφέρει, στο πνευματικό πεδίο, τουλάχιστο όσα
προσέφερε το Ανατολικό τμήμα της, το Βυζάντιο, – χάρη στο ελληνικό
στοιχείο – που επέζησε ασύγκριτα περισσότερο (1.100 χρόνια). Οι
Ρωμαίοι αφομοιώθηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό της κλασσικής και
ελληνιστικής εποχής. Ο ελληνισμός έχει την ικανότητα να επηρεάζει
και να αφομοιώνει όλα τα ξένα πληθυσμιακά στοιχεία, που
αναμειγνύονται μαζί του.

458
Το Βυζάντιο είχε να επιδείξει θετικά και αρνητικά στοιχεία: Στα
αρνητικά στοιχεία αναφέρονται ο συγκεντρωτικός και αυταρχικός
τρόπος Διοίκησης, οι δολοπλοκίες, οι δολοφονίες, οι ακρωτηριασμοί, οι
καθαιρέσεις, οι διαπομπεύσεις, οι εξορίες…, για εξουδετέρωση των
αντιπάλων, καθώς και η ανάμειξη της κοσμικής (πολιτικής) εξουσίας
στις εκκλησιαστικές υποθέσεις (π.χ. εικονομαχία, αιρέσεις κλπ). Η μία
συνωμοσία διαδέχονταν την άλλη. Γαλούχησε στα ανώτερα αξιώματα
του Κράτους ανθρώπους αμοραλιστές, διεφθαρμένους, ραδιούργους.
Η συζυγική απιστία ήταν επίσης συχνό φαινόμενο και από τα δύο μέλη
της συζυγικής στέγης.
Στα θετικά στοιχεία της βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η
ανάπτυξη της πνευματικής ζωής και των τεχνών: Εμφανίστηκαν
σημαντικοί λόγιοι, θρησκευτικοί και λαϊκοί, εμποτισμένοι με τη γνώση
της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, των οποίων τα φώτα ξεπέρασαν τα
όρια του Βυζαντίου. Αναδείχθηκε η φιλομάθεια, διαπλατύνθηκε ο
ορίζοντας της μάθησης, άνθησε ένα πανεπιστήμιο, αυτό της
Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη… Προστάτευσε την Ευρώπη από
τις ορδές των Αράβων του Ισλάμ.
Η προστασία που προσέφερε το Βυζάντιο στην χριστιανική
θρησκεία – αρχικά για πολιτικούς λόγους – ήταν μια θετική εξέλιξη για
την αυτοκρατορία. Επίσης, η συνάντηση της με τον ελληνισμό της
Ανατολής αποτέλεσε μια ευνοϊκή συγκυρία και για τα δύο μέρη
(χριστιανισμό και ελληνισμό) να πλεύσουν μαζί και να ξεπεράσουν τα
δύσκολα, τους επόμενους αιώνες. Το Βυζάντιο θα ήταν αδύνατο να
επιβιώσει χωρίς την ελληνική φυλή και το αντίθετο, η ελληνική φυλή
θα ήταν δύσκολο να επιβιώσει χωρίς το Βυζάντιο.
Όταν η χριστιανική θρησκεία μεσουρανούσε στην Ανατολή,
εμφανίστηκε το Ισλάμ (περί, το 622 μ.Χ.) και εξαπλώθηκε ταχύτητα
στον Αραβικό κόσμο. Αποδείχθηκε ένας σοβαρός αντίπαλος του
χριστιανισμού, ξύπνησε τους Άραβες από το λήθαργο τους και τους

459
κατέστησε, τότε, ένα σοβαρό κίνδυνο για το Βυζάντιο και σήμερα για
την ανθρωπότητα. Τους επόμενους αιώνες (το Ισλάμ) τους
καθυπόταξε ολοσχερώς (τους Άραβες) και τους καθήλωσε στην
υπανάπτυξη, ενώ οι εξτρεμιστές του Ισλάμ οδηγήθηκαν
στην ανθρώπινη κτηνωδία. Αντίθετα, εκεί όπου επικράτησε ο
Χριστιανισμός υπήρξε ανάπτυξη και πολιτισμός, το ανθρώπινο πνεύμα
δημιούργησε (και δημιουργεί) πνευματικά αγαθά, που λαμπρύνουν
την ανθρωπότητα.
Όμως, το σημαντικότερο επίτευγμα της εποχής αυτής, ήταν ο
ολοκληρωτικός εξελληνισμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η
επικράτηση του ελληνικού στοιχείου, της ελληνικής γλώσσας και του
ελληνικού πολιτισμού. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: Γιατί οι
σημερινοί Έλληνες δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την ανεξάντλητη
πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική κληρονομιά του Έθνους, την οποία
αξιοποίησε όλος ανεπτυγμένος κόσμος, εκτός από τους ίδιους τους
νεότερους Έλληνες; Όταν στον αποκαλούμενο Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, η
Ευρώπη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι, ο Ανατολικός ελληνισμός
– μέσω του Βυζαντίου – ήκμαζε. Ακόμα, άντεξε στα χρόνια της
τουρκοκρατίας, χάρη στον ελληνισμό της διασποράς και στον
Νεοελληνικό διαφωτισμό.
Χάρη λοιπόν στην ύπαρξη της βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το
ελληνικό έθνος επέζησε. Το Βυζάντιο διέσωσε και διέδωσε το ελληνικό
πνεύμα, ενώ ο ελληνισμός και η ελληνική γλώσσα αποτέλεσαν το
όχημα διάδοσης του χριστιανισμού, που αναδείχθηκε ως το κυρίαρχο
στοιχείο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στη Δύση, αντίθετα, δηλ. στο
δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν υπήρχε εθνική και
ηθική ενότητα, οι δε επαρχίες της βρίσκονταν μακριά από το κέντρο
της, – τη Ρώμη – και ο έλεγχος ήταν δύσκολος. Η κατάρρευσή της ήταν
επομένως αναμενόμενη.

460
Το Βυζάντιο από το 12ο αιώνα άρχισε να φθίνει. Είχε δραματικά
περιοριστεί εδαφικά και τα οικονομικά του υπέστησαν ολοκληρωτική
καθίζηση. Το τέλος, φαίνονταν ότι δεν αργούσε να έρθει.
Όσο για τον «Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα», που ταυτίζεται με την
τυπική έναρξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την «ευρωπαϊκή
αναγέννηση», που ταυτίζεται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης,
πρόκειται ασφαλώς για ιστορική πλάνη, τόσο ως προς την έναρξη του
Μεσαίωνα και την ταύτισή του με το Βυζάντιο, όσο και ως προς τον όρο
«αναγέννηση». Όταν τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν ακόμα ανύπαρκτα και η
Ευρώπη ζούσε στο σκοτάδι, το Βυζάντιο ήκμαζε και παρήγαγε
πνευματικά αγαθά, τα οποία συνέβαλαν στη διαμόρφωση και στην
ανάπτυξή της.
Η Δ. Ευρώπη βαρύνεται με την αδικαιολόγητη αδιαφορία της
για τα συμβαίνοντα στην Ανατολή. Οι συνέπειες αυτής της στάσης
υπήρξαν οδυνηρές όχι μόνο για τον ελληνισμό, αλλά και για την ίδια
την Ευρώπη. Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους, οι σχέσεις της
Ευρώπης με την Ανατολή διακόπηκαν για 400 χρόνια, οι εστίες του
ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού έσβησαν, ενώ η Ελλάδα γνώρισε το πιο
βαθύ σκοτάδι της ιστορίας της. Η Ευρώπη δυστυχώς στερούνταν το
όραμα, τη σύνεση, την οργάνωση, την ενότητα και την πνευματική
ευλυγισία που χρειάζονταν ένα τέτοιο εγχείρημα. Ήταν – όπως και
σήμερα ακόμα – περιχαρακωμένη στα στενά εθνικά της συμφέροντα
και δεν έβλεπε μακρύτερα. Η Ευρώπη το 1453 ήταν ακόμα πολύ
ανώριμη.
Δυστυχώς και τη μετέπειτα περίοδο μέχρι σήμερα, η Ευρώπη
δεν σταμάτησε να διαπράττει τα ίδια λάθη:

 Το 1922-23, με τη Συνθήκη της Λωζάννης παραχώρησε στην


Τουρκία την Ανατολική Θράκη (ευρωπαϊκό έδαφος) μαζί με τη

461
Βασιλεύουσα, καθώς και τον έλεγχο του στρατηγικού διαύλου της
θάλασσας του Μαρμαρά, χωρίς περίσκεψη.
 Το 1974, η Τουρκία κατέλαβε πάνω από το 40% του Κυπριακού
εδάφους και το ανακήρυξε ανεξάρτητο κράτος, παραβλέποντας ότι η
Μεγαλόνησος είναι ελληνική (άρα ευρωπαϊκή) για πάνω από 3.500
χρόνια. Η Ευρώπη όμως αδιαφόρησε.
 Σήμερα, η Τουρκία ορέγεται τα κοιτάσματα της ΑΟΖ της Κύπρου
και τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου με την υφαλοκρηπίδα τους, - με ό,τι
αυτό συνεπάγεται- αλλά η Ευρώπη και πάλι κωφεύει.
Για ποια ενωμένη και συνεκτική Ευρώπη εργάζονται σήμερα οι
Ευρωπαίοι Ηγέτες, για ποια αλληλεγγύη, για ποιο όραμα;

Θεωρούν άραγε αδιάφορη την εξάπλωση του Οθωμανικού


στοιχείου στην Ευρωπαϊκή επικράτεια και μάλιστα στα στρατηγικότερα
σημεία αυτής;

462
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γ΄ ΤΟΜΟΥ

1. Alpha Bank, Οικονομικό Δελτίο, τριμηνιαία έκδοση, τεύχος


115, Ιούλιος 2011 και τεύχος 117, Μάιος 2012.
2. Attali Jacques, Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια, Δημόσιο
χρέος, Εκδ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 210.
3. Brian Woolland, Η διδασκαλία του δράματος (στο δημοτικό
σχολείο). Μετάφραση Ελένη Κανηρά, Εκδόσεις «Ελληνικά
Γράμματα», Αθήνα 1999.
4. Cardwell Donald, Ιστορία της Τεχνολογίας (Μετάφραση
Δημ. Κατσέρης), Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2000.
5. Contogiorgis Georges, La théorie de la révolution chez Aristote,
Thèse de doctorat d'état, Université de Paris ΙΙ, 1975
6. Dan Cryan, Sharron Shatil and Piero, Καπιταλισμός, Έκδοση
Τα ΝΕΑ, Αθήνα 2011.
7. Eagleton Catherine - Williams Jonathan, Το χρήμα και η
ιστορία του, Εκδόσεις Φυτράκη, Αθήνα 2010.
8. ERIC BRYNJOLFSSON, Andrew MCAFFE, Η θαυμαστή εποχή της
νέας Τεχνολογίας, Έκδοση «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2016.
9. Ferguson Niall, Η εξέλιξη του χρήματος, Έκδοση Αλεξάνδρεια
(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ), τόμοι 1 και 2, Αθήνα 2008
10. Fourastié Jean, Le Grand Espoir du ΧΧ e (20 ο ν ) siecle,
P.U.F., Paris 1964.
11. Hansen H. Alvin, A guide to Keynes (εισαγωγή στον Kennes),
Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1970.
12. Hunt Patrick, Οι Δέκα Αποκαλύψεις που άλλαξαν την ιστορία,
Εκδόσεις Φυτράκη, Αθήνα 2011.
13. JUDT Tony, H Eυρώπη μετά τον πόλεμο, τόμοι 1-4, Εκδόσεις
Αλεξάνδρεια (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ), Αθήνα 2005.
14. Keynes J.M., Théorie générale de l'emploi, de l'intérêt et de la
monnaie, εκδ. Payot, Paris 1968.

463
15. Kontogiorgis Dionysios, Le rôle du commerce extérieur dans le
développement économique en Grèce, Thèse de doctorat
d'université (Paris I, 1966).
16. Lecaillon Jacques, Les Mecanismes de l'économie, édition du
Seuil, Paris 1963
17. Lentz Thierry, Ναπολέων, Que sais-je, P.U.F. 2003, Δ.Ο.Λ.
2007.
18. Marchal André, Europe Solidaire, édition Cujas, Paris 1964
19. Myrdal Gunnar, Γεωργία και Οικονομική Ανάπτυξη, Εκδόσεις
ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα.
20. Nurkse Ragnar, Διεθνές Εμπόριο και Οικονομική Ανάπτυξη,
εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα.
21. Perroux Francois, L' economie du ΧΧ e Siecle, P.U.F., Paris
1964.
22. Perroux Francois, Le capitalisme, P.U.F, Paris 1962.
23. PHYLLIS HARTNOLL-PETER FOUND, Ιστορία του Θεάτρου,
Μετάφραση Ρούλα Πατεράκη, Εκδόσεις ΥΠΟΔΟΜΗ.
24. Robert Paul, Το τέλος του πετρελαίου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ,
Αθήνα 2006.
25. Rostow W. Whitman, Les Etapes de la croissauce Economique,
édition du Seuil, Paris 1963.
26. Rοche Mark, Η Τράπεζα. Πως η Golman Sachs κυβερνά τον
κόσμο, Έκδοση Μεταίχμιο, Αθήνα 2010.
27. Rοche Mark, Καπιταλισμός εκτός νόμου, Εκδόσεις Ημερησία
Α.Ε., Αθήνα 2014.
28. Triffin Robert, Ο Νομισματικός κανών του 20ου αιώνα,
Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1963.
29. Welles H.G., Σύντομη ιστορία του κόσμου (μετάφραση
Γ. Μαραγκός), Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 2015.
30. Winkler H.A., Βαϊμάρη, Η ανάπηρη Δημοκρατία (1918-1933),
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2011.
31. Αβέρωφ-Τοσίτσας Ευάγγελος, Φωτιά και τσεκούρι, έκδοση το
ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009.

464
32. Αγγελάτος Δ., Η Λογοτεχνία στα Επτάνησα, συλ. έργο ΕΛΛΑΔΑ,
τόμος 7, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ
33. Αγγελόπουλος Παν., Τράπεζες και χρηματοπιστωτικό σύστημα,
Εκδόσεις ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, Αθήνα 2005.
34. Αγγέλου Άλκης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η εκπαίδευση,
Εκδοτική Αθηνών.
35. Αγριαντώνη Χριστίνα, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στη
Ελλάδα το 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας,
Αθήνα 1986.
36. Αναγνωστόπουλος Β.Δ., Η Γυναικεία Λογοτεχνία, συλ. έργο
ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7, Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ.
37. Ανδρεάδης Ανδρέας, ιστορία των ελληνικών δανείων,
τυπογραφείο ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1904, του ιδίου Εθνικά δάνεια και
ελληνική δημόσια οικονομία, Ανατύπωση Δ.Ν. Καραβία,
Αθήνα 2010.
38. Αντωνίου Αθανάσιος, Η Ελληνική Γραφή, ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 2, Εκδ. ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα.
39. Από το ΛΥΜΙΕΡ στο ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ, Μετάφραση από τα Αγγλικά
Πολυκ. Πολυκάρπου, Έκδοση Κάλβος, Αθήνα.
40. Αποκαλύψεις, Θεωρίες Συνωμοσίας, τα διεθνή τραπεζικά
συμφέροντα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η οικονομική κρίση,
Έκδοση εφημερίδας Αποκαλύψεις, Αθήνα 2010.
41. Αργυρίου Αλεξ., Η Λογοτεχνική Παραγωγή μετά το
1941, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος 38, Εκδοτική
Αθηνών.
42. Αργυροπούλου Ρωξάνη, Νεοελληνική φιλοσοφία, τόμος 10 Β',
εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, Εκδοτική Αθηνών.
43. Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, τόμοι 14, Ειδική Έκδοση Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΕ, Αθήνα 2009 .
44. Ασδραχάς Σπυρίδων, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος 25,
Οικονομία, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
45. Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του ελληνικού έθνους,
τόμος 23, το Παιδομάζωμα, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.

465
46. Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Το Μακεδονικό ζήτημα 1856 -
1913, έκδοση το ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009.
47. Βαρουφάκης Γιάννης, Η Γένεση της Μνημονιακής Ελλάδας,
Έκδοση Guteberg, Αθήνα 2014.
48. Βασιλειάδης Γιάννης, Κινούμενα Σχ έδια, Εγκυκλοπαιδικοί
θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.
49. Βερέμης Θάνος, Μεγάλοι Έλληνες, Ελευθέριος Βενιζέλος,
τόμος 8, Έκδοση Σκάι Βιβλίο, Αθήνα 2009.
50. Βιταλιώτης Ιωάννης, Μεταβυζαντινή Τέχνη, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 8, Έκδοση Δομή ΑΕ, Αθήνα.
51. Βλάμη Δέσποινα, Οι Έλληνες εκτός Οθωμανικής και Βενετικής
Επικράτειας (1453-1821), Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8,
Έκδοση ΔΟΜΗ Αθήνα.
52. Βλαντής Α. Σπυρίδων, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους
Τούρκους και τους Ενετούς, τυπογραφείο Αδελφών Α'.
Τσιρίμπαση, Λευκάδα 1902.
53. Γεωργουσόπουλος Κώστας, Το ελληνικό θέατρο το δεύτερο
μισό του 20ου αιώνα, Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, τόμος 18 Β',
Εκδοτική Αθηνών.
54. Γιαννόπουλος Γ. Ιωάννης, ο Εβλιά Τσελεμπή εις την Λευκάδα,
Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Επετηρίς, Αθήνα 1973.
55. Γλέζος Μανώλης, Και ένα μάρκο να ήταν…, Εκδόσεις Νέα
Σύνορα, Α. Λιβάνη, Αθήνα 2012 .
56. Δαίρπφελδ Γουλιέλμος, Λευκάς η Ομηρική Ιθάκη (Alt Ithaka),
Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Επετηρίς, Αθήνα 1973.
57. Δεμαθάς Ζ., Καλαφάτης Αθ., Σακελλαρόπουλος Θ.,
Νομισματικές κρίσεις και η κρατική διαχείριση τους στην
Ελλάδα, 1880-1930, Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991.
58. Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τόμος 26, Η ελληνική επανάσταση 1821 -1830, ειδικότερα
Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, οπ. παρ.
59. Δημαράς Κων/νος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 26, ο
Διαφωτισμός, Εκδοτική Αθηνών.

466
60. Δημητρακόπουλος Φ.Α., Νεοελληνική Λογοτεχνία, συλ. έργο
ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7, ΠΑΠΥΡΟΣ.
61. Διαμαντής Απόστολος, Από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς μέχρι
την Συνθήκη του Καϊναρτζή (1699-1774), ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 8, έκδοση ΔΟΜΗ Αθήνα. Του ιδίου «Από τη Συνθήκη του
Κιουτσούκ Καϊναρτζή…, όπ. παρ., τόμος 8. Του ιδίου, Το
Κοινοτικό σύστημα, όπ. παρ., τόμος 8.
62. Διαμαντής Απόστολος, Από την άλωση μέχρι τη Συνθήκη της
Βενετίας(1573), Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ
ΑΕ. Αθήνα. Του ιδίου Από τη Συνθήκη της Βενετίας μέχρι τη
Συνθήκη του Κάρλοβιτς, όπ. παρ., τόμος 8.
63. Δρακάτος Γ. Κων/νος, Ο Μεγάλος Κύκλος της ελληνικής
οικονομίας (1945-1995), Εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1997.
64. Ε' Ιστορικά, Από τη Χρεοκοπία στην Ανάκαμψη, 1893-1912,
Εργασίες Ελπίδας Βόγλη, Σωκράτη Πετμεζά, Μαρίας
Μαυροειδή, Ευάγγελου Κεκίκογλου, Εκδόσεις Τεγόπουλος,
Απρίλιος 2011.
65. Ε' Ιστορικά, Γουδί 1909, Το κίνημα που άλλαξε την
Ελλάδα, Διάφορες Εργασίες, Εκδόσεις Τεγόπουλος, Αύγουστος
2011.
66. Εγκυκλοπαιδικό λεξικό ΠΑΠΥΡΟΣ-LAROYSSE, τόμοι 5, Ειδική
έκδοση για το ΒΗΜΑ, Αθήνα 2003.
67. Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί: Θέατρο, Κινηματογράφος,
Μουσική, Χορός συλλογικό έργο, τόμος 17, Εκδοτική Αθηνών.
68. Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Μεγάλη Ανθολογία
της Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνία ς, τόμοι 1 έως 4, Έκδοση
«Εφημερίδας των Συντακτών», 2017 .
69. Ζήρας Αλεξ., Ποίηση-Πεζογραφία, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7,
ΠΑΠΥΡΟΣ.
70. Ζολώτας Ξενοφών, Πλαίσιο και κατευθύνσεις της βιομηχανικής
Ανάπτυξης Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1976 .
71. Ζώρας Γεράσιμος, ο Ελληνικός Ρομαντισμός, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7,
ΠΑΠΥΡΟΣ.

467
72. Ηλιάδης Μ. Τάσος, Ο εξωτερικός δανεισμός 1824 -2009,
Εκδ. Ματσιούλας, Αθήνα 2011.
73. Θέατρο '59, '60, '61 (τόμοι 3), Συλλογικό έργο.
74. Θεοτοκάς Γιάννης, Η Ελληνόκτητη Ναυτιλία, Ιστορία του
Νέου Ελληνισμού, τόμος 9, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
75. Θουκιδίδου, Ιστορίαι, Τόμοι Α' και Β'. Μετάφραση Ελευθέριος
Βενιζέλος, Έκδοση το ΒΗΜΑ, Αθήνα 2004 .
76. Ίδρυμα Κων/νου Μητσοτάκη - Εστία, Μπροστά από την εποχή
της (1990-1993), Αθήνα 2013.
77. ΙΟΒΕ, Ι. Χασσίδ, Η ελληνική βιομηχανία και η ΕΟΚ, Αθήνα
1980.
78. Ιστορικό Αρχείο, Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1935),
Εργασίες Βάιου Καλογριά, Μιχ. Λυμπεράτου,
Γιάννη Χρονόπουλου, Βαγγέλη Τζούμα, Εκδ. εφημ. Επενδυτής,
Αθήνα.
79. Καλαφάτης Θανάσης, Η Αγροτική Οικονομία, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, τόμος 5, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα .
80. Κανελλόπουλος Παναγ., Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος,
τόμοι 9, Έκδοση το ΒΗΜΑ Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
81. Καραγάτση Μ., Ιστορία των Ελλήνων (ο Αρχαίος Κόσμος),
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» - Ι. Δ. Κολλάρου και Σίας
Α.Ε., Αθήνα 1985.
82. Καραθανάσιος Χαρίτων, Η εκπαίδευση, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ, Αθήνα.
83. Καραμπερόπουλος Δημήτριος, Η Δημοκρατική ενοποίηση του
βαλκανικού χώρου, στο επαναστατικό σχέδιο του
Ρήγα Βελεστινλή, Ιστορία των Ελλήνων, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε,
Αθήνα.
84. Καραπιδάκης Νίκος, Η βενετοκρατία, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα.
85. Καρδάσης Βασίλειος, Εμπόριο και Ναυτιλία, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.

468
86. Καστοριάδης Κορνήλιος, Η ελληνική ιδιαιτερότητα από τον
Όμηρο στον Ηράκλειτο, τόμος 1, Έκδοση «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα
2007.
87. Κένεθ Γκαλμπρέιθ Τζον, Το μεγάλο κραχ του 1929, Εκδόσεις
Ν. Σύνορα, Α. Λιβάνης, Αθήνα 1970.
88. Κόκκινος Διονύσιος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος, τόμοι 4,
Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα.
89. Κοντογιώργης Γεώργιος, Η Δημοκρατία ως Ελευθερία
(Δημοκρατία και αντιπροσώπευση), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
2007 και 2014.
90. Κοντογιώργης Γιώργος, Η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα
Βελεστινλή, Εκδόσεις «Παρουσία», Αθήνα 2008.
91. Κοντογιώργης Γιώργος, Κοινωνική Δυναμική και Πολιτική
Αυτοδιοίκηση, Οι Ελληνικές Κοινότητες της Τουρκοκρατίας,
εκδόσεις Νέα Σύνορα, Α. Λιβάνη, Αθήνα 1982 .
92. Κοντογιώργης Γιώργος, Οι Ολιγάρχες, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
2013.
93. Κοντογιώργης Γιώργος, Πολίτες και Πόλις, Εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα 2003.
94. Κοντογιώργης Γιώργος, Το αυταρχικό φαινόμενο «4ης
Αυγούστου» και «21 Απριλίου», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
2003.
95. Κοντογιώργης Δημ. Διονύσιος, Ανάπτυξη και Εθνικός
Προγραμματισμός, η περίπτωση της Ελλάδας, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα 2007.
96. Κοντογιώργης Δημ. Διονύσιος, Ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα
στο χρόνο, Ηλεκτρονική Έκδοση, Αθήνα 2012 .
97. Κοντογιώργης Δημ. Διονύσιος, Η Ελλάδα στη Δίνη της
οικονομικής κρίσης (2008-2015), Ηλεκτρονική Έκδοση, Αθήνα
2016.
98. Κοντογιώργης Δημ. Διονύσιος, Η Οικονομία της Νεότερης
Ελλάδας, 1821-2012, Ηλεκτρονική Έκδοση, Αθήνα 2013,
(dionysioskontogiorgis.blogspot.GR).

469
99. Κοντογιώργης Δημήτριος, Απομνημονεύματα, Ηλεκτρονική
Έκδοση.
100. "Κοντογιώργης Διον. Μιχαήλ, Ενέργεια και Ανταγωνισμός,
Κοινοτικές απαιτήσεις και Εθνικές ανακατατάξεις, Διδακτορική
διατριβή, Αθήνα 2007."
101. Κουμαριανού Αικατερίνη, Έλληνες λόγιοι και τυπογραφία,
Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε. Αθήνα.
102. Κουτσουμάρης Γεώργιος, Η Μορφολογία της
ελληνικής βιομηχανίας, Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα
1963.
103. Κωνσταντόπουλος Βασίλης, Ο Γερμανικός κινηματογράφος,
Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, τόμ ος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.
104. Κωτίδης Αντώνης, Μεταπολεμική Νεοελληνική Τέχνη
(Αρχιτεκτονική), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 38,
Εκδοτική Αθηνών.
105. Λαμπρινός Φώτος, Ο κινηματογράφος στη Βόρεια Ευρώπη,
Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.
106. Λυγερός Σταύρος, Από την κλεπτοκρατία στη χρεοκοπία,
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011.
107. Μajower Mark, H Eλλάδα και η οικονομική κρίση του
Μεσοπολέμου (μετάφραση Σ. Μαρκέτος), Έκδοση Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2009.
108. Μαjower Mark, Σκοτεινή Ήπειρος, τόμοι 1 και 2, (μετάφραση
Κώστας Κουρεμένος), Εκδ. Αλεξάνδρεια (Η Καθημερινή), Αθήνα
2013.
109. Μαrx Karl, Μανιφέστο του Κουμουνιστικού Κόμματος, το
ΒΗΜΑ, Αθήνα 2010.
110. Μαλούχος Π. Γεώργιος, Η επιστροφή του Ράιχ, Έκδοση
Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2012.
111. Μαργαρίτης Γιώργος, Οθωμανοί, Έλληνες και Ευρωπαίοι στο
1821, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, Εκδ. ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα.
Του ιδίου Η εταιρεία των Φιλικών, όπ. παρ. Επίσης, του ιδίου
Η επανάσταση στο Μοριά, οπ, παρ.

470
112. Μαχαιράς Κων/νος, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας (1684-1797),
Αθήνα 1951.
113. Μελάς Σπύρος, Οι πόλεμοι 1912-1913, Έκδοση Το ΒΗΜΑ
βιβλιοθήκης, Αθήνα 2009.
114. Μερακλής Μ.Γ., Νεοελληνική Λογοτεχνία, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7,
ΠΑΠΥΡΟΣ.
115. Μοσχονάς Νικ., Παπαδόπουλος Θ., Πλουμίδης Γ., Αλεξίου
Στ., Μαλτέζου Χρ., Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος
23, Οι Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες, Εκδοτική Αθηνών
ΑΕ.
116. Ξανθάκης Άλκης, Ζωγραφική, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7, ΠΑΠΥΡΟΣ.
117. Ξανθουδάκης Χάρης, Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική,
Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, τόμος 18 Β, Εκδοτική Αθην ών.
118. Παγουλάτος Ανδρέας, Ο Νέος Ελληνικός Κινηματοδράφος
(ΝΕΚ), Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτική
Αθηνών.
119. Παναγιώτης Στάθης, Ο Αλή πασάς και η Επανάσταση στη
Στερεά, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, Έκδοση ΔΟΜΗ ΑΕ,
Αθήνα.
120. Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό του Θεάτρου, Μετάφραση
Νίκος Χατζόπουλος, Εκδόσεις «Νεφέλη» Αθήνα 2000.
Επιμέλεια Phyllis Hartnoll-Peter Found.
121. Παντελάκης Νίκος, Συμμαχικές πιστώσεις (1917-1928),
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1988.
122. Παπαδόπουλος Στέφανος, Ιστορία του ελληνικού έθνους,
τόμος 25, Η σημασία της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή,
Εκδοτική Αθηνών ΑΕ.
123. Παπάζογλου Ειρήνη, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Εγκυκλοπαιδικοί
θησαυροί, τόμος 18 Β, Εκδοτική Αθηνών.
124. Παπαθανασόπουλος Κων/νος, Η ελληνική εμπορική ναυτιλία
(1833-1856). Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα
2008.
125. Παπαϊωάννου Γ.Γ, Η Ελληνική Μουσική, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7,
ΠΑΠΥΡΟΣ.

471
126. Παπαϊωάννου Κώστας, Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία
Ελλάδα, Μετάφραση από τα Γαλλικά Χριστίνα Σταματοπούλου
- Σπύρος Κακουριώτης, Επιμέλεια Χριστίνα Σταματοπούλου.
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998.
127. Παπανούτσος Ε.Π., Πρακτική φιλοσοφία, Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα
1984.
128. Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του ελληνικού
έθνους, τόμοι 26, ειδικότερα 18 -20 (Στην κοινή γλώσσα,
συμπληρωμένη και επικαιροποιημένη), Έκδοση National
Geographic, Αθήνα 2010.
129. Παυλόπουλος Προκόπης, Το Λυκόφως των Πολιτικών Ηγεσιών,
Έκδοση Α. Α Λιβάνη, Αθήνα 2011.
130. Πέτσιος Κων/νος, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα.
131. Πιτζάμας Πέτρος, Ο Αγροτικός κόσμος, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, τόμος 4, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
132. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους, μετάφραση Αθανάσιος
Σαμαράς, Έκδοση ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2004.
133. Πλάτωνας, Πολιτεία, Μέρος Α΄ και Β΄, Έκδοση National
Geographic, Αθήνα 2011.
134. Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2015.
135. Πούχνερ Βάλτερ, Το Νεοελληνικό θέατρο, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7,
ΠΑΠΥΡΟΣ.
136. Πούχτερ Βάλτερ, Το Κρητικό θέατρο και το Επτανησιακό
θέατρο, Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 18 Β', Εκδοτική
Αθηνών.
137. Πρασσά Αννίτα, Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η επανάσταση
στη Μολδοβλαχία, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9, Έκδοση
ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα. Του ιδίου, Επανάσταση στα νησιά…,
όπ. παρ.
138. Προγουλάκης Γιώργος, Η Αγροτική Οικονομία κατά την
Οθωμανική περίοδο, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8, Έκδοση
ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα.

472
139. Ρέντζης Θανάσης, Η προέλευση του κινηματογράφου,
Εγκυκλοπαιδικοί Θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτικ ή Αθηνών.
140. Ρίντερ Κιθ, Ιστορία του Παγκόσμιου κινηματογράφου, Εκδόσεις
Αιγόκερως (μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου), Αθήνα 2000.
141. Ροντογιάννης Πάνος, Ιστορία της νήσου Λευκάδας, Εταιρεία
Λευκαδικών Μελετών, τόμοι Α' και Β', Αθήνα 2005.
142. Ροτζώκος Νίκος, Η πολιτική και θεσμική θεμελίωση του
επαναστατημένου έθνους, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 9,
Έκδοση ΔΟΜΗ ΑΕ, Αθήνα.
143. Σαρανσόλ Ζώρζ, Ο κινηματογράφος, τόμοι 1 και 2, επιμέλεια
ελληνικής έκδοσης Ροζίτας Σώκου, Έκδοση Πάπυρος-Larousse,
Αθήνα 1968.
144. Σημίτης Κώστας, Ο Εκτροχιασμός, Εκδόσεις Πόλις Αθήνα
2012.
145. Σημίτης Κώστας, Πολιτική για δημιουργική Ελλάδα
(1996-2004), Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005.
146. Σιδέρης Γιάννης, Ιστορία του Ελληνικού θεάτρου (από το
1794), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα.
147. Σολδάτος Γιάννης, Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου,
τόμοι 1, 2 και 3, Έκδοση Αιγόκερως, Αθήνα 2010.
148. Σουλτάνης Π., Η Γενιά του '30, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7, ΠΑΠΥΡΟΣ.
149. Σούμας Θόδωρος, Ελληνικός Κινηματογράφος, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος
7, ΠΑΠΥΡΟΣ.
150. Σπάθης Δημήτρης, Τα πρώτα βήματα του θεάτρου,
Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 18 Β', Εκδοτική Αθηνών.
151. Στάθης Γρηγόρης, Βυζαντινή Μουσική, Εγκυκλοπαιδική
θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.
152. Συλλογικό έργο, εγκυκλοπαίδεια «ΕΛΛΑΔΑ», Έκδοση ΠΑΠΥΡΟΣ,
τόμοι 7, Αθήνα 2016.
153. Συλλογικό έργο, Ελληνική Ιστορία, τόμοι 8, από τους
προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, Έκδοση Η Καθημερινή
(Εκδοτική Αθηνών ΑΕ), Αθήνα 2010.
154. Συλλογικό έργο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 -2000,
Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, τόμοι 10

473
155. Συλλογικό έργο, Ιστορίες Τεχνολογίες του 20ου αιώνα,
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2013.
156. Συλλογικό έργο, Σύγχρονη Παγκόσμια Ιστορία (20ος αιώνας),
τόμοι 11, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007.
157. Σωτηροπούλου Χρυσάνθη, Παραγωγή, Διανομή, Εκμετάλλευση
ελληνικών ταινιών, τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών
(Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί).
158. Ταμπάκη Άννα, Αργυροπούλου Ρωξάνη, Νεοελληνικός
Διαφωτισμός, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ
ΑΕ, Αθήνα.
159. Τριανταφύλλου Σώτη, Βρετανικός κινηματογράφος,
Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.
160. Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της ελληνικής επανάστασης,
Έκδοση Δ.Ο.Λ, Αθήνα.
161. Τρίχα Λύντια, Ο Χαρίλαος Τρικούπης πίσω από τον Τρικούπη,
Έκδοση Η Καθημερινή (Καθημερινές Εκδόσεις ΑΕ),
Αθήνα 2014.
162. Τσάμπρας Γιώργος, Το Ελληνικό Τραγούδι, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7,
ΠΑΠΥΡΟΣ.
163. Τσάτσος Κων/νος, Η Κοινωνική φιλοσοφία των Αρχαίων
Ελλήνων, Βιβλιοπωλείο της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα.
164. Τσάτσος Κων/νος, Ο Άγνωστος Καραμανλής, Εκδοτική Αθηνών,
Αθήνα 1989.
165. Τσελεμπί Έβλια, Ταξίδι στην Ελλάδα, Έκδοση ΕΚΑΤΗ,
Αθήνα 1991.
166. Τσόρτσιλ Ουίνστον, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τόμοι 4,
μετάφραση Αντώνη Σαμαράκη, Έκδοση Ελληνική Μορφωτική
Εστία, Αθήνα.
167. Φενέκ Μικελίδης Νίκος, Ελληνικός κινηματογράφος
(Τα πρώτα βήματα), Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί,
τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.
168. Φιλλιπίδης Δ., Αρχιτεκτονική, ΕΛΛΑΔΑ, τόμος 7, ΠΑΠΥΡΟΣ .
169. Φορτσάκης Θεόδωρος, Δίκαιο της Ενέργειας, Εκδόσεις
Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2009. ΣΗΜ. Το μέρος 6 για τον

474
ηλεκτρισμό, συνέγραψε ο Μιχάλης Διον. Κοντογιώργης,
Δικηγόρος, Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής Αθηνών, ως μέλος
της επιστημονικής ομάδας εργασίας. (βλ. πρόλογος σελ. 9,
βιβλίου).
170. Χαρλαύτη Τζελίνα, Εμπορική Ναυτιλία, Ιστορία του
Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα.
171. Χασιώτης Ι., Βακαλόπουλος Α., Παπαδόπουλος Στ., Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τόμος 24, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ (Η Στάση
των Ελλήνων απέναντι στους ξένους κυρίαρχους).
172. Χασιώτης Ιωάννης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνο υς, τόμος 23, ο
ελληνισμός τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση,
Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. Του ιδίου, Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς
(1699), τόμος 25, όπ. παρ.
173. Χασιώτης Ιωάννης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 25,
Από τη Συνθήκη του Κάρλοβiτς ως τη Συ νθήκη του Πασάροβιτς,
Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
174. Χατζηδάκης Μανόλης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος
24, Μεταβυζαντινή Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
175. Χατζηιωάννου Μαρία-Χριστίνα, Το ελληνικό Εμπόριο,
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα.
176. Χεκίμογλου Ευάγγελος, Η πτώχευση του 1893 και ο Δ. Ο. Ε.,
Ε ιστορικά, Απρίλιος 2011.
177. Χλωμούδης Κων/νος, Συνεργασία και Συμπλοιοκτησία στην
Ελληνική φορτηγοναυτιλία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τράπεζας, Αθήνα 2007.
178. Ψαρουδάκης Στέλιος, Αρχαία Ελληνική Μουσική,
Εγκυκλοπαιδικοί θησαυροί, τόμος 17 Α, Εκδοτική Αθηνών.

475

You might also like