You are on page 1of 331

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ.

ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ

Σύντομη
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα

ΑΘΗΝΑ
Δρ. ΔΙΟΝ. Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ

Σύντομη
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα

ΑΘΗΝΑ 2019
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου
αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο,
χωρίς σχετική άδεια του συγγραφέα

ISBN: 978-618-83386-7-8

COPYRIGHT 2019: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ


Τηλ.: 210 99 22 717
Στην Ελλάδα μας
« Σ ο φ ί α π ά ν τ ω ν κά λλ ι σ τ ο ν
η δε αμάθεια πάντων κάκιστον»
Πλάτων (428-348 π.Χ.)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………….………………………………………….. 13

ΜΕΡΟΣ Α΄- Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (3000 - 31 π.Χ.)


ΚΕΦ.1. ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ...........................................................21
1.1. Γενικά ...............................................................................................................21
1.2. Το οικονομικό έργο του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα ...................................25
1.2.1. Οι έννοιες που επικρατούν στο οικονομικό έργο του Αριστοτέλη...................26
1.2.2. Μερικά αποσπάσματα από τα Πολιτικά 1, Τόμος 1 του Αριστοτέλη. ..............31
1.3. Ξενοφών ..........................................................................................................33
1.3.1. Οικονομικός ..................................................................................................33
1.3.2. Πόροι ή περί προσόδων.................................................................................35
ΚΕΦ.2. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ .............................................38
2.1. Η αγροτική οικονομία .......................................................................................38
2.1.1. Ο Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής .......................................................38
2.1.2.Τα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα..................................................................41
2.2. Η οικιακή οικονομία .........................................................................................43
2.3. Η θαλάσσια κινητικότητα των Ελλήνων ............................................................45
2.4. Η επινόηση του εμπορίου.................................................................................45
2.5. Οι μορφές του εμπορίου ..................................................................................47
2.6. Η εμφάνιση του Μεγαλέξανδρου και οι νέες εξελίξεις ......................................49
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ..........................................................................................................51
ΚΕΦ. 3 ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΙ (Προϊστορική εποχή) ......................67
3.1. Ο Κυκλαδικός Πολιτισμός (3.000 – 1.600 π.Χ.) ..................................................67
3.2. Μινωικός Πολιτισμός (2.800 – 1.100 π.Χ.) .........................................................71
3.3. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός (1.600-1.100 π.Χ.) ....................................................75
3.4. Η ναυτιλία ........................................................................................................81
KΕΦ. 4. Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ – ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ......83
4.1. Πρωτο-γεωμετρική περίοδος ............................................................................83
4.2. (Ύστερη) Γεωμετρική περίοδος (900-700 π.Χ.) ...................................................84
4.2.1. Η κοινωνία, το πολίτευμα, οι πόλεμοι… .........................................................84
4.2.2. Οι πρώτες πόλεις ...........................................................................................86
ΚΕΦ. 5. Ο ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ..........................................................................................89
ΚΕΦ. 6. Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ .................................................97
6.1. Οι καινοτομίες ..................................................................................................97
6.2. Κριτήρια και συνθήκες λειτουργίας (της Πόλης-Κράτους) .................................98
6.3. Η κρίση της Αρχαϊκής εποχής .......................................................................... 100
6.4. Το καθεστώς της τυραννίας ........................................................................... 101
6.5. Τα πρώτα νομοθετικά μέτρα .......................................................................... 102
6.5.1. Η νομοθεσία του Δράκοντα ......................................................................... 102
6.5.2. Η ειρηνική επανάσταση του Σόλωνα (640-560 π.Χ.) ..................................... 103
ΚΕΦ. 7. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ (Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ) 107
7.1. Οι κυριότερες πόλεις-Κράτη ........................................................................... 107
7.1.1. Η Κόρινθος .................................................................................................. 107
7.1.2. Η Σικυώνα ................................................................................................... 107
7.1.3. Η Σπάρτη ..................................................................................................... 107
7.1.4. Τα Μέγαρα .................................................................................................. 107
7.1.5. Άλλες πόλεις ................................................................................................ 107
7.1.6. Η Αθήνα ...................................................................................................... 111
7.1.6.1. Κοινωνική διάρθρωση, υποχρεώσεις και δικαιώματα ............................... 111
7.1.6.2. Ο Οικονομικός παρεμβατισμός ................................................................. 113
7.1.6.3. Το εμπόριο και η εξάρτηση της Αθήνας από τις εισαγωγές ....................... 116
7.1.6.4. Το κατευθυνόμενο εμπόριο ...................................................................... 119
7.1.6.5. Η οικονομία της Αθήνας (τον 5ο και 4ο αιώνα) ......................................... 121
7.1.6.6. Το εσωτερικό εμπόριο .............................................................................. 127
ΚΕΦ. 8. ΧΡΗΜΑ, ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ .................................. 129
ΚΕΦ. 9. Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ............................................................................ 134
9.1. Εισαγωγικά..................................................................................................... 134
9.2. Ο Φίλιππος Β’ (386-336 π.Χ.) .......................................................................... 135
9.3. Ο Αλέξανδρος Γ΄ (356 - 323 π.Χ.) ..................................................................... 137
9.4. Η περσική αυτοκρατορία ................................................................................ 138
9.5. Το σκάνδαλο του Άρπαλου ............................................................................. 140
ΚΕΦ. 10. ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ........................................................................................... 143
10.1. Η Δυναστεία των Αντιγονιδών στη Μακεδονία............................................. 144
10.2. Η Δυναστεία των Σελευκιδών στην Ασία ....................................................... 146
10.3. Η Δυναστεία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο ................................................. 150
10.3.1. Οι οικονομικοί παράγοντες ........................................................................ 150
10.3.2. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αιγύπτου ................................................ 154
10.4. Η Ρόδος και η Δήλος ..................................................................................... 159
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Α΄........................................................................................... 163

ΜΕΡΟΣ Β΄-ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΟΘΩΜΑΝΗ ΚΑΤΟΧΗ 330-1821 μ.Χ.


ΚΕΦ.1. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ............................................................................................ 169
1.1. Εισαγωγικά..................................................................................................... 169
1.2. Σύντομη επισκόπηση ...................................................................................... 171
1.3. H οικονομία του Βυζαντίου............................................................................. 178
1.4. H οικονομία της Βυζαντινής Κύπρου ............................................................... 206
ΚΕΦ.2. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ........................................................................... 213
2.1. Εισαγωγικά..................................................................................................... 213
2.2. Οργανωτικά: Οι Ελληνικές Κοινότητες ............................................................ 213
2.3. Η Αγροτική Οικονομία .................................................................................... 215
2.4. Εμπόριο και Ναυτιλία ..................................................................................... 224
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Β΄ ........................................................................................... 233

ΜΕΡΟΣ Γ΄-Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ 1821-2018


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ........................................................................................................... 239
ΚΕΦ. 1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ.............................................................................. 241
1.1. Περίοδος 1821-1949....................................................................................... 241
1.2.Περίοδος 1950-1973 ....................................................................................... 249
1.3. Περίοδος 1974-2007 (Η μεταπολίτευση) ......................................................... 261
ΚΕΦ. 2 Η ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ .................................................................. 272
2.1.Η εκδήλωση της κρίσης ................................................................................... 272
2.2. Οι εκλογές και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού ........................................... 274
2.3. Οι χρόνιες παθογένειες της οικονομίας και της πολιτικής .............................. 275
2.4. Η κρίση ηθικής, δημόσιας και ατομικής .......................................................... 279
2.5. Η κομματοκρατία και η «α-συνέχεια του Κράτους» ........................................ 282
2.6. Η «Τρόικα» και οι υπαγορεύσεις των θεσμών................................................. 291
2.7. Η Ελλάδα υποτροπιάζει .................................................................................. 297
2.8. Τι χρειάζεται να γίνει ...................................................................................... 302
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Γ΄ ........................................................................................... 312

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ...................................................................................................... 312


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εργασία αυτή προσπαθεί να ερευνήσει την οικονομική ιστορία


του Ελληνισμού από την προϊστορική εποχή μέχρι τις μέρες μας.
Περιλαμβάνει: Τον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο, το Βυζάντιο, την
Οθωμανική κατοχή και τη Νεότερη Ελλάδα. Αποφασίσαμε να
ασχοληθούμε με το θέμα αυτό, έχοντας πλήρη συνείδηση των
δυσκολιών που παρουσιάζει, ιδιαίτερα η οικονομία του Αρχαίου
Ελληνικού Κόσμου. Τα διαθέσιμα πρωτογενή στοιχεία για την εποχή
αυτή, είναι λίγα και αντλούνται από λογοτεχνικές πηγές, λόγω της
ανυπαρξίας ειδικής πληροφόρησης. Εξάλλου, η «οικονομία» ως
επιστήμη με τη σημερινή της έννοια ήταν άγνωστη τότε. Οι
υπάρχουσες πηγές που χρησιμοποιούμε αναφέρονται στον
Αριστοτέλη, κορυφαίο φιλόσοφο και στον Ξενοφώντα, ιστορικό. Οι
ιδέες και οι θεωρίες που διατύπωσαν, ιδιαίτερα ο Αριστοτέλης,
παραμένουν ακόμα επίκαιρες, παρά την παρέλευση 2.500 χρόνων από
τότε.
Εμβρυώδεις ιδέες και έννοιες που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα
με την οικονομία, θα βρει κανείς και σε άλλες λογοτεχνικές πηγές,
όπως στον Ησίοδο (Έργα και ημέραι), στον Πλάτωνα (Πολιτεία), στον
Ηρόδοτο (Τόμος Α΄, Κλειώ), στον Αριστοφάνη (Εκκλησιάζουσαι... κ.ά.),
στον Πλούταρχο... Είναι αυτονόητο ότι τα στατιστικά στοιχεία είναι
ανύπαρκτα. Στις μέρες μας, οι πρωτογενείς πληροφορίες σχετικά με
την οικονομική ζωή στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο έχουν βελτιωθεί,
χάρη στην αρχαιολογική έρευνα, παραμένουν ωστόσο ακόμα
ανεπαρκείς. Στη σύγχρονη εποχή - από το 19ο αιώνα - έχουν γραφεί
πολλά βιβλία με θέμα την οικονομία του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου
από Έλληνες και κυρίως από ξένους ερευνητές που καταγράφουν
ερμηνείες προσωπικές του κάθε συγγραφέα, γι’ αυτό και οι διαφωνίες
μεταξύ των ερευνητών-ιστορικών (συγγραφέων) είναι πολλές και

13
σοβαρές. Οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν την Αρχαία Ελληνική Εποχή
και μέχρι το τέλος της Ελληνιστικής περιόδου.
Η βυζαντινή εποχή, που ακολουθεί, είναι περισσότερο προσιτή,
(όπως και η Οθωμανική περίοδος), οι πρωτογενείς πληροφορίες είναι
σημαντικές, χάρη στην Αρχαιολογική Έρευνα και το συγγραφικό έργο
ιστορικών/ερευνητών - βυζαντινών, αλλά και νεότερων - που
ασχολήθηκαν με την εποχή αυτή.
Σε ότι αφορά την οικονομία της νεότερης Ελλάδας - από την
επανάσταση και μετά - και κυρίως από την αρχή της δεύτερης
πεντηκονταετίας του 20ου αιώνα - τα γεγονότα είναι γνωστά και
προσιτά στον ερευνητή, που επιθυμεί να καταγράψει και να σχολιάσει
τις οικονομικές πρακτικές και εξελίξεις.
Πρέπει ωστόσο να υπενθυμίσουμε ότι η Οικονομία ως επιστήμη
απέκτησε αυτόνομη μορφή από το τέλος του 18ου αιώνα με τη
βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη (Αγγλία). Από τις αρχές του
19ου αιώνα, η ατμομηχανή ήταν σε εφαρμογή και άρχισε να
υιοθετείται σταδιακά, αλλά γρήγορα, από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Το εμπόριο, ιδιαίτερα το διεθνές, αναπτύσσονταν ταχύτατα, ο
φιλελευθερισμός επικρατούσε σε όλες τις διακρατικές συναλλαγές, η
εμπορική ναυτιλία έπαιρνε τη θέση της στις διεθνείς εμπορευματικές
μεταφορές, το χρηματοπιστωτικό σύστημα (Τράπεζες) και η
επενδυτική δραστηριότητα ανέδειξαν τη δύναμη τους στο νέο
οικονομικό περιβάλλον, ο ανταγωνισμός και το κυνήγι του πλούτου
από ιδιωτικά και κρατικά συμφέροντα, κυριάρχησαν στις διεθνείς
αγορές. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τον «καπιταλισμό» ως οικονομικό
σύστημα - που ακολούθησε τη Βιομηχανική Επανάσταση - και
εξαπλώθηκε ταχύτατα στην Ευρώπη και στον Κόσμο.
Είναι αυτονόητο ότι, τα γεγονότα αυτά επηρέασαν και τους
Έλληνες της διασποράς, που εξελίχθηκαν σε επιτυχημένους
επιχειρηματίες. Το νεότερο ελληνικό κράτος είναι περίπου της ίδιας

14
γενιάς με τη γέννηση της Βιομηχανικής Επανάστασης και την
εμφάνιση του καπιταλισμού ως οικονομικού συστήματος. Ήταν λοιπόν
φυσικό, οι ιδέες αυτές να φτάσουν και στη νεοσύστατη Ελλάδα, μέσω
των Ελλήνων της διασποράς και των φιλελλήνων.
Το νέο αυτό φαινόμενο της Βιομηχανικής Επανάστασης και του
καπιταλισμού άνοιξε νέα πεδία δράσης, με προεκτάσεις στις δομές
του Κράτους και της Κοινωνίας. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος με τις
θεσμικές ιδιαιτερότητες, τις κατακερματισμένες αγροτικές
εκμεταλλεύσεις, τις περιορισμένες καλλιέργειες, κυρίως για
αυτοκατανάλωση, τις διάσπαρτες μικρές βιοτεχνικές δραστηριότητες,
αλλά και την αξιόλογη και διαρκώς αναπτυσσόμενη εμπορική
ναυτιλία, χάρη στις πρωτοβουλίες των Ελλήνων καραβοκύρηδων...,
προσπαθούσε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί οικονομικά (και
δημοκρατικά) μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό περιβάλλον,
όπως αυτό που άρχισε να διαμορφώνεται με τις επαναστατικές
καινοτομίες του 19ου αιώνα.
Θεωρούμε απαραίτητο να σημειώσουμε ότι, για τη
διεκπεραίωση του έργου αυτού, στηριχθήκαμε, εν πολλοίς, στην
υπάρχουσα βιβλιογραφία, αρχαιότερη και νεότερη. Αισθανόμαστε την
ανάγκη να ευχαριστήσουμε όλους εκείνους που ασχολήθηκαν και
διερεύνησαν όλη αυτή τη μακρά περίοδο, κυρίως αυτούς που
μπορέσαμε να μελετήσουμε και αναφέρονται στη συνημμένη
βιβλιογραφία. Οι πληροφορίες που μας πρόσφεραν ήταν πολύτιμες.
Αν τα καταφέραμε, τότε η προσπάθεια μας δικαιώνεται.

***

15
Η Αρχαία Ελληνική Ιστορία δεν περιορίζεται στην κλασική εποχή,
παρότι, το μεγαλύτερο μέρος των πηγών επικεντρώνεται, στην εποχή
αυτή. Οι μεγάλοι Ιστορικοί του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. - ο Ηρόδοτος, ο
Θουκυδίδης, ο Ξενοφών - στα έργα τους ασχολούνται ουσιαστικά με
την κλασική Αθήνα. Ακόμα και σήμερα, η Ιστορία της Μυκηναϊκής και
Ελληνιστικής εποχής απαξιώνεται.
Είναι αυτονόητο, ότι η γνώση της Ιστορίας μεταβιβάζεται,
διαχρονικά, στις νεότερες γενιές μέσω του γραπτού λόγου. Για την
προϊστορική (μυθική) εποχή του Κυκλαδικού, Μινωικού και
Μυκηναϊκού πολιτισμού δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, γιατί η
αλφαβητική γραφή δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα. Η μόνη πηγή
πληροφόρησης για τους πολιτισμούς αυτούς είναι οι αρχαιολογικές
έρευνες.
Τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη συνέχεια της Ελληνικής
ιστορίας είναι πολλά, με κριτήρια γεωγραφικά, γλωσσικά, πολιτιστικά,
θρησκευτικά... Η αμφισβήτηση ειδικότερα της Ελληνικότητας του
Μινωικού Πολιτισμού είναι το λιγότερο άτοπη. Η δομή της
ανακτορικής οργάνωσης και τα πολιτιστικά στοιχεία... οδηγούν στην
ακλόνητη πεποίθηση ότι οι δύο λαοί/ πολιτισμοί ανήκουν στον ίδιο
κόσμο. Ο Ερρίκος Σλήμαν και οι αρχαιολογικές του έρευνες ταύτισαν
τους Μινωίτες με τους λοιπούς Έλληνες ως μια αδιάσπαστη ενότητα.
Οι Έλληνες είχαν πάντα μια στενή σχέση με τη θάλασσα, ειδικότερα
με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο που τους ενώνει 1. Μια
ακόμα απόδειξη που επιβεβαιώνει τη συνέχεια του Ελληνισμού είναι
τα ταφικά ευρήματα των προγόνων, ο πολιτισμός και οι συνήθειες της
παράδοσης.
Η προσφορά λοιπόν της αρχαιολογίας - στην περίπτωση της
αρχαίας Ελλάδας - είναι μεγάλη και δεν εξαντλείται μόνο στην

1
Η Αρχαία Ελλάδα, τόμος 2, Συλλογικό έργο, Επιστημονική επιμέλεια Ουμπέρτο ΕΚΟ,
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2018.
16
προϊστορική εποχή. Προσφέρει πολλά και στην ιστορική εποχή. Η
μελέτη της κεραμικής, των οικισμών, των χειροτεχνικών προϊόντων,
των ταφικών ευρημάτων..., που ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές,
επέτρεψε την καλύτερη γνώση της πόλης-κράτους, των μέσων
συναλλαγής (νομισμάτων), της γραφής και άλλων καινοτομιών.
Η Ελληνιστική περίοδος είχε ανάγκη να διασωθεί από τη λήθη.
Για μεγάλη χρονική περίοδο ήταν ξεχασμένη. Οι υπάρχουσες ιστορικές
πηγές δεν βοηθούσαν. Χάρη στην αρχαιολογική έρευνα, που
αποκάλυψε πολλές επιγραφικές μαρτυρίες, που συνέβαλαν στην
αποκρυπτογράφησή της, ξαναζωντάνεψε. Η Ελληνιστική περίοδος δεν
είναι φτωχή σε πνευματικό και πολιτιστικό έργο. Δεν ήταν παρακμή
του Ελληνισμού, αλλά «μετάλλαξη». Μόνο που τα επιτεύγματα αυτά
δεν παράχθησαν στον καθαρά μητροπολιτικό ελληνικό χώρο, αλλά
στα βασίλεια των επιγόνων, που διαδέχθησαν την επικράτεια του
Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Το ίδιο ισχύει και για το Μυκηναϊκό κόσμο. Έχει κι αυτός να
επιδείξει πολλά και αξιόλογα επιτεύγματα για την εποχή του, όπως και
οι δύο άλλοι πολιτισμοί της προϊστορικής εποχής.
Ο Αρχαίος Ελληνικός κόσμος ήταν λοιπόν πλούσιος σε
επιτεύγματα. Τα γεγονότα της κλασικής Αθηναϊκής Δημοκρατίας
παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και συνιστούν μοναδική
εμπειρία, χρήσιμη ακόμα και σήμερα. Μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις
της τρέχουσας καθημερινότητας. Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν
μοναδικός σε σύλληψη, σε μέγεθος και σε χρόνο.
Η επίδραση του κλασικού ελληνικού πολιτισμού στο ευρωπαϊκό
γίγνεσθαι ήταν εξαιρετικά σημαντική, ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό
Εκπαιδευτικό σύστημα του 19ου αιώνα (και τις αρχές του 20ου). Την
πρόσφατη σχετικά αυτή εποχή, η Ελίτ της Ευρώπης γνώριζε ελληνικά
και λατινικά, μαζί με την Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Οι όροι
Δημοκρατία, αριστοκρατία, ολιγαρχία και πολλοί άλλοι, έρχονται από

17
την Αρχαία Ελληνική γλώσσα. Η λέξη «ιστορία» και το περιεχόμενο της
έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα 1.
Η έρευνα και η καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος από
έναν ιστορικό, χωρίς τη χειραγώγηση των φορέων της εξουσίας, είναι
έργο των Ελλήνων. Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης... κ.ά., ιδρυτές της
επιστήμης της Ιστορίας, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.

1
Ιστορία: Από το Ίστωρ= Κριτής, δικαστής... Στον πληθυντικό Ιστορίες= διαιτητές.
Παράγωγο του Αρχαίου Ελληνικού ρήματος Οίδα= γνωρίζω.

18
ΜΕΡΟΣ Α΄
Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
3000 - 31 π.Χ.

19
20
ΚΕΦ.1. ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ

1.1. Γενικά

Η οικονομική ιστορία δεν είχε στην ελληνική πόλη-Κράτος την


ανεξάρτητη υπόσταση που έχει σήμερα.
Η περίοδος που θα προσπαθήσουμε να καλύψουμε είναι
τεράστια σε βάθος χρόνου και δεν καλύπτεται εύκολα με μερικές
σελίδες κειμένου. Αυτό που επιχειρούμε είναι μια σύντομη μελέτη
των κυριότερων σταθμών.
Οι γραπτές πηγές είναι ασφαλώς μια σοβαρή πηγή, δεν είναι
όμως η μόνη και προπαντός δεν αρκεί από μόνη της για τη μελέτη της
εποχής, εν προκειμένω της οικονομικής ιστορίας της Αρχαίας Ελλάδας
και της μετέπειτα εποχής. Ο τομέας «οικονομία» δεν μπορεί να
εξεταστεί αξιόπιστα, χωρίς να ληφθεί υπόψη το πολιτικό και
κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα τα συγκεκριμένα
οικονομικά φαινόμενα. Η πολιτική ιστορία είναι παλιά. Την ξεκίνησαν
πρώτοι οι Έλληνες την αρχαία εκείνη εποχή. Η οικονομική ιστορία
είναι πολύ νεότερη, του τέλους του 18ου αιώνα μ.Χ. Όλη αυτή την
περίοδο η οικονομία δεν αποτελούσε μέρος της γενικής ιστορίας. Η
πρώτη απόπειρα να αλλάξει η θέση αυτή έγινε το 19ο αιώνα μ.Χ. Έτσι,
άρχισαν οι έριδες μεταξύ Ευρωπαίων οικονομολόγων, κυρίως με τους
Γερμανούς συναδέλφους τους, που αφορούσαν την οικονομία της
Αρχαίας Ελλάδας, με συγκρίσεις και παραλληλισμούς με νεότερες
εποχές.
Στην Αρχαία Ελλάδα, δεν υπήρχε θέμα οικονομικής πολιτικής με
τη νεότερη σημασία του όρου, στο πλαίσιο των ελληνικών πόλεων-
Κρατών. Το ενδιαφέρον των Ελληνικών Πόλεων στα οικονομικά
εξαντλούνταν στις εισαγωγές σιτηρών και λοιπών αγαθών,
απαραίτητων για τη ζωή των πολιτών. Οι πολίτες εξετάζονταν ως
καταναλωτές, όχι ως παραγωγοί. Η πολιτεία ενδιαφέρονταν για τα
έσοδα της από τη φορολογία, από τις διάφορες οικονομικές
δραστηριότητες, ακόμα και από τους πολέμους. Οικονομία αυτόνομη
έξω από το πλαίσιο της πόλης δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Είναι
21
αδύνατο να μελετηθεί η Αρχαία Ελληνική οικονομία χωρίς αναφορά
στο κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο της Ελληνικής Ιστορίας. Η αρχαία
ελληνική λέξη «οικονομία» δεν έχει την ίδια σημασία με το σύγχρονο
όρο «οικονομία» 1.
Η οικονομία με τη σύγχρονη έννοια δεν υπήρξε λοιπόν ποτέ στην
Αρχαία Ελλάδα, επομένως δεν πρέπει να περιμένει κανείς να βρει
γνήσια οικονομική σκέψη από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Γι’
αυτούς δεν υπήρχε οικονομική ιστορία, υπήρχε μόνο πολιτική ιστορία.
Την εποχή εκείνη οι κάτοικοι νέμονταν τη γη τους, τόσο όσο
χρειαζόταν για τη συντήρηση τους στη ζωή. Δεν είχαν φυσικά χρήματα
στην άκρη (οικονομίες, απόθεμα). Η οποιαδήποτε ανάλυση της
αρχαίας Ελληνικής ιστορίας θα οδηγούσε σε πολιτική ανάλυση και θα
συγχωνεύονταν μαζί της.
Σχετικά με τις εργασιακές ασχολίες των αρχαίων Ελλήνων, η
Γεωργία κατείχε πάντα την πρώτη θέση. Αντιπροσώπευε τον
ελεύθερο, τον αυτάρκη γαιοκτήμονα. Ήταν ένα από τα θεμέλια της
πολιτισμένης ζωής. Αντίθετα, η βιοτεχνία το εμπόριο κ.ά. ήταν στα
χέρια των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ή των μετοίκων. Ακόμα και
οι διάφορες τεχνικές εργασίες θεωρούνταν κατώτερες από τη
Γεωργία. Έστω, κι αν η δουλειά του τεχνίτη ήταν θαυμαστή.
Το εμπόριο γενικά δεν το θεωρούσαν κακό. Ήταν αποδεκτό γιατί
εξυπηρετούσε τις επισιτιστικές ανάγκες των ανθρώπων, άρα, ήταν
αναγκαίο για τη ζωή. Μέχρι εκεί όμως. Αν το εμπόριο επιδίωκε το
κέρδος, και μάλιστα το μέγιστο, το αποδοκίμαζαν. Για το λιανικό
εμπόριο δεν είχαν καθόλου καλή ιδέα. Το θεωρούσαν κακό, γιατί
αποσκοπούσε στην παραπλάνηση και στο κέρδος σε βάρος των
καταναλωτών πολιτών. Αντίθετα, ο πόλεμος ήταν ένας νόμιμος τρόπος
απόκτησης αγαθών και περιουσίας. Επίσης, ευνοούσε το εμπόριο των
δούλων 2.

1
M.M. AUSTIN- P. VIDAL- NAQUET, οικονομία και κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα,
εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Αθήνα (Μετάφραση Τάσος Κουκουλιός) 1998.
2
βλ. ΔΙΟΝΥΣΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η Μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού, τόμος 1,
Ηλεκτρονική έκδοση, Αθήνα 2017.
22
Οι πόλεμοι μεταξύ Ελλήνων είχαν ποικίλα κίνητρα όχι πάντα
οικονομικά. Δεν αποκλείεται βέβαια στην εξέλιξη της διαδικασίας του
πολέμου, ο νικητής να απεκόμιζε οικονομικά οφέλη. Παράδειγμα: Τον
8ο και 7ο αιώνα π.Χ., η Σπάρτη έκανε δύο μεγάλους πολέμους, τον Α΄
και Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο, που είχαν ως στόχο την προσάρτηση στη
Σπάρτη της εύφορης κοιλάδας του Παμίσου της Μεσσηνίας, ώστε να
λύσει (η Σπάρτη) το οξύ πρόβλημα ανεπάρκειας γης, που είχε, με την
απόκτηση μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων και επομένως να
συμβάλει στην επίλυση του κοινωνικού της προβλήματος. Η Σπάρτη
κέρδισε τους πολέμους αυτούς. Άλλο παράδειγμα είναι ο Ληλάντιος
πόλεμος, μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας, άλλοτε συμμάχους (τέλος 8ου
αρχές 7ου αιώνα π.Χ.). Η σύρραξη αυτή είχε ως αιτία τη διεκδίκηση
εδαφών από τη Ληλάντια πεδιάδα που βρίσκεται ανάμεσά τους. Τρίτο
παράδειγμα είναι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.), η
μεγαλύτερη ενδοελληνική σύρραξη 1. Την εποχή αυτή διαμορφώθηκαν

1
Ο Θουκυδίδης (460-395 π.Χ. περίπου) έγραψε την Ιστορία του Πελοποννησιακού
Πολέμου. Το έργο του – σε 8 βιβλία- διακρίνεται για τον επιστημονικό και κριτικό
τρόπο παρουσίασης των γεγονότων. Εξιστορεί τα συμβαίνοντα με αντικειμενικότητα,
χωρίς να παραλείπει να εξηγήσει τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Αποδίδει στα
οικονομικά και τα κοινωνικά γεγονότα την πραγματική τους αξία και συμβολή.
Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός. Μετά την αποτυχία του να αποτρέψει την κατάληψη
της Αμφίπολης από τον Βρασίδα της Σπάρτης, καταδικάστηκε και εξορίστηκε.
Ο θάνατός του πριν τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, άφησε το Ιστορικό
του έργο ατελείωτο. Το συνέχισε, από εκεί που το άφησε, ο Ξενοφών
(Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Τόμοι Α΄ και Β΄, μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος).

23
στην Ελλάδα δύο πόλοι ισοδύναμων περίπου δυνάμεων: της Σπάρτης
(μιας ολιγαρχίας γαιοκτημόνων) και της Αθήνας (πρότυπο
δημοκρατικού πολιτεύματος από τον 5ο αιώνα π.Χ. και συγχρόνως
μεγάλης οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης, ιδιαίτερα μετά τη
νίκη της στους Περσικούς Πολέμους). Με τις μεγάλες συμμαχίες που
δημιούργησαν (η Σπάρτη την Πελοποννησιακή και η Αθήνα την
Αθηναϊκή), χώρισαν τον Αρχαίο ελληνικό κόσμο σε δύο στρατόπεδα,
δηλωτικό του ανταγωνιστικού πνεύματος, που κυριαρχούσε μεταξύ
τους. Είναι προφανές ότι η εύθραυστη αυτή ισορροπία δεν θα
αργούσε να διαταραχθεί. Την αφορμή έδωσε η σύγκρουση της
Κορίνθου με την Κέρκυρα για την Επίδαμνο, αποικία της Κέρκυρας στα
Ιλλυρικά παράλια της Αδριατικής.
Η εμπλοκή της Αθήνας στην υπόθεση αυτή υπέρ της Κέρκυρας
δημιούργησε εχθρικό κλίμα με την Κόρινθο, μέλους της
Πελοποννησιακής συμμαχίας. Όμως, η επικρατέστερη αιτία φαίνεται
πως ήταν η ανησυχία της Σπάρτης για την ταχύτατη ανάπτυξη της
Αθήνας, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική.
Τα κίνητρα λοιπόν για τους πολέμους μεταξύ των Ελλήνων ήταν
ποικίλα. Όμως, τα επικρατέστερα φαίνεται πως ήταν πολιτικό-
οικονομικά. Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.), στο Φαίδωνα είναι σαφής: «Δια
την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι ημίν γίγνονται».
Επίσης, οι Περσικοί πόλεμοι δεν φαίνεται να είχαν οικονομικά
κίνητρα. Η Περσία είχε πολλές πηγές πλουτισμού. Το χρυσάφι της
Περσίας ήταν άφθονο. Επομένως, για την Περσία αυτό που
κυριαρχούσε ήταν το γόητρο. Οι Πέρσες γοητεύονταν από τη λάμψη
της Αρχαίας Ελλάδας και επιθυμούσαν να κυριαρχήσουν στον
πολιτισμό αυτό. Άρα, για τους Πέρσες, τα κίνητρα τους ήταν πολιτικά
(η δύναμη και κυριαρχία). Δεν αποκλείεται επίσης να επιδίωκαν να
επεκταθούν στα ευρωπαϊκά εδάφη, που ήταν ακόμα πρωτόγονα. Από
πλευράς Ελλήνων, αυτό που επιδίωκαν ήταν να μην απωλέσουν την
αυτονομία τους, την ελευθερία τους. Αυτός λογικά πρέπει να ήταν ο
στόχος και του Μεγαλεξάνδρου κατά την εκστρατεία του στην Ασία:
Να απαλλάξει τους Έλληνες από το φόβο της κατάκτησης τους από μια
24
βάρβαρη δύναμη. Αυτό θα το πετύχαινε αν κατακτούσε, αυτός, την
Περσική αυτοκρατορία και συνένωσε με ισχυρούς δεσμούς ομόνοιας
και αλληλοσεβασμού Ανατολή και Δύση. Στόχος που δεν έγινε
δυστυχώς κατανοητός από όλους τους Έλληνες. Θα τον πετύχαινε αν
δεν είχε συμβεί ο πρόωρος θάνατός του.
Το εμπόριο υπήρχε στην εποχή του Ομήρου1, αλλά δεν ήταν
ανεπτυγμένο: Δεν υπήρχε «αγορά» των πόλεων, δεν υπήρχε
οικονομική λειτουργία. Η «αγορά» ήταν απλά τόπος συναντήσεων. Η
λέξη έμπορος, που αργότερα αναφέρεται στο ναυτιλιακό εμπόριο,
σήμαινε τον επιβάτη του πλοίου.
Ο βασικός θεσμός του Ομηρικού κόσμου φαίνεται ότι ήταν ο
αριστοκρατικός «ΟΙΚΟΣ». Ο οίκος περιελάμβανε όλα εκείνα τα άτομα
(ελεύθερους και δούλους), που εξαρτώνταν άμεσα από τον αρχηγό
του οίκου. Περιελάμβανε επίσης και τα κάθε είδους περιουσιακά
στοιχεία: τη γη, τα κτίρια, τα ζώα, τα αποθέματα, τον εξοπλισμό. Ο
οίκος ήταν μια οικονομική μονάδα, που διοικούνταν από τον
επικεφαλής του οίκου, ο οποίος μπορούσε να είναι ένας αριστοκράτης
ή ένας πολεμικός ηγέτης, όπως ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας, ο
Μενέλαος... Στόχος του οίκου ήταν η αυτάρκεια προϊόντων για τη ζωή.
Ο οίκος ήταν λοιπόν μια οικονομική μονάδα παραγωγής και
κατανάλωσης, ταυτόχρονα. Η βάση του αριστοκρατικού οίκου ήταν η
γη. Οι ευγενείς πολεμιστές ήταν γαιοκτήμονες. Η γεωργία θεωρούνταν
το θεμέλιο του πολιτισμού.

1.2. Το οικονομικό έργο του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα

Και τώρα ας δώσουμε χώρο και χρόνο σε δύο πρωταγωνιστές


της γραφίδας της Αρχαίας Ελληνικής Εποχής, των οποίων το έργο
αναφέρουμε μέσα σ’ αυτή την ενότητα του πονήματος.
1
M.M. AUSTIN- P. VIDAL- NAQUET, Οικονομία και Κοινωνία, στην Αρχαία Ελλάδα,
Έκδοση ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Αθήνα 1998.

25
• Αριστοτέλης, κυρίως τα «πολιτικά» 1 1
• Ξενοφών, ▪ οικονομικός
▪ πόροι ή περί προσόδων 2
Ο Αριστοτέλης, κορυφαίος φιλόσοφος και ο Ξενοφών ιστορικός,
ένοιωσαν την ανάγκη να ασχοληθούν με έναν τομέα - τον τομέα της
Οικονομίας, - που ήταν άγνωστος στην εποχή τους. Βέβαια κι άλλοι
μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι της ίδιας εποχής, όπως ο Πλάτων, ο
Ησίοδος, ο Θουκυδίδης, ο Αριστοφάνης... άγγιξαν, ακροθιγώς, το θέμα
αυτό, μια καινούρια «τέχνη», όπως αποκαλούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες
τα διάφορα επαγγέλματα, επιστημονικά και μη. «Οικονομία» κατά τον
Ξενοφώντα ήταν το όνομα μιας «τέχνης», όπως του γιατρού, του
σιδηρουργού, του ξυλουργού. Φυσικά, ως οικονομία νοείται η
οικιακή, δηλ. η διαχείριση του ΟΙΚΟΥ.

1.2.1. Οι έννοιες που επικρατούν στο οικονομικό έργο του


Αριστοτέλη

▪ Ο οίκος Είναι μονάδα παραγωγής και


κατανάλωσης. Έχει ως σκοπό τη
μεγιστοποίηση της χρησιμότητας των
αγαθών, δηλ. την πληρέστερη
ικανοποίηση των αναγκών. Η αυτάρκεια
είναι το μέγιστο αγαθό. Εμπεριέχει την
οικιακή οικονομία. Πολλοί οίκοι μαζί
συνιστούν την κώμη.

1
▪ Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 1, Πολιτικά 1, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα.
▪ Αριστοτέλης, Άπαντα, Ηθικά Νικομάχεια, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992.
▪ Αριστοτέλης, Πολιτικά VII, VIII, Τόμος Δ΄. Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2009.
2
▪ Ξενοφών, Άπαντα 11, Οικονομικός, Πόροι, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα.
▪ Ξενοφών, Ο Οικονομολόγος και Πολιτειολόγος, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα.

26
▪ Η πόλη Πολλές κώμες μαζί συνιστούν την πόλη.
Είναι η οργανωμένη κοινωνία. Η
αυτάρκεια ως μέγιστο αγαθό είναι ο
στόχος της, όπως και του οίκου. Το
υπέρτατο αγαθό της ευδαιμονίας
ενυπάρχει στις επιδιώξεις της και άρα οι
σχετικοί κανόνες ισχύουν και για την
άριστη κοινωνία. Στενά συνδεδεμένος
με την ευδαιμονία είναι ο άριστος βίος.
Η μεγιστοποίηση του πλούτου δεν
συνεπάγεται και μεγιστοποίηση της
ευδαιμονίας και φυσικά του ευ ζην. Ο
οίκος η κώμη και η πόλη προήλθαν από
φυσική ανάγκη.
▪ Η γη Είναι πρωταρχικής σημασίας
παραγωγικός συντελεστής. Εξασφαλίζει
αυτάρκεια και ευδαιμονία, άρα και την
ελευθερία (μη εξάρτηση) του
ανθρώπου. Η σχέση εδαφικής έκτασης
προς πληθυσμό είναι στόχος, που
επιτυγχάνεται με την κατάλληλη
πολιτική και τον έλεγχο των γεννήσεων.
▪ Η κοινοκτημοσύνη Ο Αριστοτέλης δεν δέχεται την
κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες και τα
παιδιά, ούτε στην κτηματική περιουσία.
Υποστηρίζει το ισχύον σύστημα της
ατομικής ιδιοκτησίας, το οποίο αν
βελτιωθεί με χρηστά ήθη και σωστούς
νόμους θα γίνει πολύ καλύτερο.
▪ Η Μεσότητα Είναι το σωστό μέτρο μεταξύ των δύο
άκρων (ούτε υπερβολικά πολύ, ούτε
υπερβολικά λίγο). Δεν είναι ο μέσος
27
όρος της στατικής.
▪ Τα αγαθά Διακρίνονται σε κάρπικα
(κεφαλαιουχικά) και σε καταναλωτικά
(απολαυστικά). Τα κάρπικα αποφέρουν
εισόδημα (προσόδους), τα
καταναλωτικά απόλαυση ή
χρησιμότητα. Διακρίνονται επίσης στα
“κατά φύσιν” και στα “παρά φύσιν”. Τα
άτομα επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της
χρησιμότητάς τους, την οποία αντλούν
από την κατανάλωση των αγαθών.
▪ Η Χρηματιστική Περιλαμβάνει την “κατά φύσιν”
χρηματιστική, που περιέχει τις
οικονομικές δραστηριότητες των παντός
είδους μεταλλείων και της υλοτομίας
και την “παρά φύσιν” χρηματιστική που
περιλαμβάνει το εμπόριο (καπηλεία),
τον τοκισμό (δανεισμός χρημάτων,
καταβάλλοντας τόκους) και τη
μισθαρνία (εργασία με μισθό
κακοπληρωμένου μισθωτού).
▪ Το χρήμα Η ανάπτυξη των συναλλαγών, ιδιαίτερα
των εισαγωγών-εξαγωγών, οδήγησε στη
θέσπιση του χρήματος. Το χρήμα είναι
μέσο συναλλαγών, είναι μέτρο των
ανταλλασσόμενων προϊόντων και μέσο
συσσώρευσης πλούτου. Η αποδοχή και
η αξία του νομίσματος στηρίζεται στο
νόμο, γι’ αυτό και ονομάζεται
“νόμισμα”. Είναι παράγωγο του ρήματος
νομίζω. Διακρίνονταν σε χρυσά, αργυρά
και χάλκινα νομίσματα.
28
▪ Το εμπόριο Διακρίνεται στο “κατά ξηράν”, στο “κατά
θάλασσαν” και στη μεταφορά και
έκθεση των προϊόντων στο κατάστημα.
Ο όρος “εμπορία” χρησιμοποιούνταν
στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων (στη
Μεσόγειο) με αναβαθμισμένα προϊόντα.
▪ Η Καπηλεία Ο όρος “καπηλεία” χρησιμοποιούνταν
για τους μικροέμπορους, που
δραστηριοποιούνταν στην εσωτερική
τοπική “αγορά” των πόλεων.
▪ Η επιχείρηση Μονάδα παραγωγής. Σκοπός της η
μεγιστοποίηση του κέρδους.
▪Η ανταλλακτική οικονομία Με το σχηματισμό της πόλης
δημιουργήθηκε η τοπική “αγορά”, στην
αρχική της μορφή, και αναπτύχθηκε η
ανταλλακτική οικονομία (ανταλλαγή
προϊόντων μεταξύ οίκων). Σημειώνεται η
διάκριση μεταξύ ανταλλακτικής αξίας
και αξίας χρήσης των προϊόντων.
▪ Οι μέτοικοι (οι ξένοι) Η παρουσία τους στην πόλη θεωρούνταν
απαραίτητη για οικονομικούς λόγους.
Η επικράτηση τους σε όλες τις
οικονομικές δραστηριότητες (εκτός
γεωργίας και αγοραπωλησίας ακινήτου)
ήταν έντονη. Οι ωφέλειες της πόλης από
τις δραστηριότητές τους ήταν πολλές και
σημαντικές.
▪ Τα δημόσια οικονομικά Η διαχείριση των δημόσιων εσόδων και
δαπανών πρέπει να γίνεται με
διαφάνεια και λογοδοσία. Η
δημοσιονομική πολιτική πρέπει να έχει
ως στόχο την ισοσκέλιση του
29
προϋπολογισμού: Οι δαπάνες να μην
υπερβαίνουν τα έσοδα. Για να υπάρξει
ισορροπία στα οικονομικά, δεν αρκεί η
πόλη να αυξάνει τα έσοδά της,
χρειάζεται να μειώνει και τις δαπάνες
της. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο κάθε
πολίτης. Η σωστή διαχείριση των
οικονομικών οδηγεί στην ευδαιμονία
των πολιτών και στην ισχύ της πόλης.
Ευδαιμονία της πόλης δεν μπορεί να
υπάρξει αν δεν ευδαιμονούν οι πολίτες.
Η σπατάλη του δημοσίου χρήματος για
πλουτισμό και η υπερχρέωση της
οικονομίας με δανεισμό δεν βοηθά τη
δημοσιονομική εξυγίανση. Σε ότι αφορά
τους ανέργους χρειάζεται να
δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις με τη
δημιουργία θέσεων εργασίας, ώστε να
ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία.
Με επιδόματα δεν λύνονται τα
προβλήματα. Οι οικονομικές προτάσεις
του Αριστοτέλη αποσκοπούσαν στην
εξασφάλιση της σταθερής λειτουργίας
της οικονομίας με την εφαρμογή
κατάλληλων διαρθρωτικών μέτρων.
Σημειώνεται η διάκριση μεταξύ
ιδιωτικής και δημόσιας οικονομίας, ή
αλλιώς μεταξύ μικρο και μακρο-
οικονομίας.
▪ Νομοθεσία και θεσμικό Οι νόμοι της πόλης- Κράτους χρειάζεται
πλαίσιο να αναπροσαρμόζονται, αλλά με μεγάλη
προσοχή, κι όχι χωρίς σοβαρό λόγο. Η
30
σταθερότητα του θεσμικού και
οικονομικού πλαισίου είναι παράγοντας
(θετικός) για την ομαλή λειτουργία της
οικονομικής ζωής και της ανάπτυξης1.

Karl Polanyi: “Ο Αριστοτέλης


ανακάλυψε την οικονομία”.

1.2.2. Μερικά αποσπάσματα από τα Πολιτικά 1, Τόμος 1 του


Αριστοτέλη.
«η δ’ εκ πλειόνων κωμών κοινωνία τέλειος πόλις, ήδη πάσης
έχουσα πέρας της αυτάρκειας ως έπος ειπείν, γινόμενη μεν του ζην
ένεκεν, ούσα δε του ευ ζην. Διο πάσα πόλις φύσει έστιν, είπερ και αι
πρώται κοινωνίαι».
Μια κοινωνία με περισσότερες κώμες σχηματίζει την τέλεια
πόλη, που έφτασε να γίνει αυτάρκης, δημιουργήθηκε για να γίνει
ευκολότερη η εξασφάλιση των αναγκαίων και διατηρείται για να ζουν
καλύτερα οι άνθρωποι. Γι αυτό κάθε πόλη υπάρχει εκ φύσεως όπως
ακριβώς και οι πρώτες κοινωνίες.
Μετάφραση Φιλολογικής Ομάδας Κάκτου
Πολιτικά 1, σελ. 52,53.

«έτι το ου ένεκα και το τέλος βέλτιστον∙ η δ’ αυτάρκεια και τέλος


και βέλτιστον. Εκ τούτων ουν φανερόν ότι των φύσει η πόλις εστί, και
ότι ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον...».

1
▪ Το κείμενο αυτό αντλήθηκε από τα πολιτικά 1 (βιβλίο πρώτο) του Αριστοτέλη.
Έκδοση ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1993. Βλ. Επίσης, το ενδιαφέρον βιβλίο του Θεοδ. Π. Λιανού.
Η πολιτική Οικονομία του Αριστοτέλη, Έκδοση Μ.Ι. Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2012.
▪ Αναφορές στον Αριστοτέλη κάνει επίσης και ο Καρλ Μαρξ στο έργο του,
εστιάζοντας στο πεδίο της οικονομίας (Κεφάλαιο).

31
Η αιτία και ο σκοπός των όντων είναι το σημαντικότερο αγαθό κι
η αυτάρκεια είναι και σκοπός και μέγιστο αγαθό. Συμπεραίνουμε
λοιπόν ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως κι ότι ο άνθρωπος είναι φύσει
κοινωνικό ον (πολιτικόν ζώον)...”
Μετάφραση φιλολογικής ομάδας ΚΑΚΤΟΥ
Πολιτικά 1, σελ. 54,55

“Έστι δε γένος άλλο κτητικής, ην μάλιστα καλούσι, και δίκαιον


αυτό καλείν, χρηματιστικήν, δι’ ην ουδέν δοκεί πέρας είναι πλούτου
και κτήσεως.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος τέχνης της απόκτησης, που
μάλιστα αποκαλείται, και πολύ σωστά, χρηματιστική, σύμφωνα με την
οποία δεν φαίνεται να υπάρχει περιορισμός στον πλούτο και στα
αποκτήματα.
Μετάφραση φιλολογικής ομάδας ΚΑΚΤΟΥ
Πολιτικά 1, σελ. 78,79

“Πορισθέντος ουν ήδη νομίσματος εκ της αναγκαίας αλλαγής


θάτερον είδος της χρηματιστικής εγένετο, το καπηλικόν, το μεν πρώτον
απλώς ίσως γινόμενον, είτα δι εμπειρίας ήδη τεχνικότερον, πόθεν και
πως μεταβαλλόμενον πλείστον ποιήσει κέρδος. διο δοκεί η
χρηματιστική μάλιστα περί το νόμισμα είναι και έργον αυτής το
δύνασθαι θεωρήσαι πόθεν έσται πλήθος χρημάτων. ποιητική γαρ εστί
πλούτου και χρημάτων∙ και γαρ τον πλούτον πολλάκις τιθέασι
νομίσματος πλήθος, δια το περί τουτ’ είναι την χρηματιστικήν και την
καπηλικήν...”
Όταν επινοήθηκε το νόμισμα για τις ανάγκες των συναλλαγών,
παρουσιάστηκε κι άλλο είδος της τέχνης απόκτησης πλούτου, το
λιανικό εμπόριο, που ίσως αρχικά γίνονταν απλά, αργότερα όμως
έγινε περίπλοκο εξαιτίας της εμπειρίας που υπαγόρευε πως θα
αποκομίζονταν μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, επικράτησε η άποψη ότι η
χρηματιστική σχετίζεται κυρίως με το νόμισμα και έχει κύριο έργο της
32
την εξασφάλιση μεγαλύτερου κέρδους, επειδή προσπορίζει πλούτο
και χρήματα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πολλές φορές πλούτος είναι το
πλήθος των νομισμάτων, επειδή μ’ αυτό ασχολούνται η χρηματιστική
και το λιανικό εμπόριο...”
Μετάφραση φιλολογικής ομάδας ΚΑΚΤΟΥ
Πολιτικά 1,σελ. 80,81,82,83.

«...της δε μεταβλητικής μέγιστον μεν εμπορία (και ταύτης μέρη


τρία, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασης. διαφέρει δε τούτων ετέρα
ετέρων τω τα μεν ασφαλέστερα είναι, τα δε πλείω πορίζειν την
επικαρπίαν), δεύτερον δε τοκισμός, τρίτον δε μισθαρνία...».
Το σπουδαιότερο είδος της τέχνης της συναλλαγής είναι το
εμπόριο (έχει τρεις κλάδους, το θαλάσσιο, το χερσαίο, τη μεταφορά
των αγαθών και την έκθεση στο κατάστημα. Τα είδη διαφέρουν
μεταξύ τους, επειδή αλλά είναι ασφαλέστερα και άλλα πιο επικερδή.
Δεύτερο είδος είναι η τοκογλυφία, τρίτο ή έμμισθη εργασία...”
Μετάφραση φιλολογικής ομάδας ΚΑΚΤΟΥ
Πολιτικά 1,σελ. 88,89,90

1.3. Ξενοφών
1.3.1. Οικονομικός
Ως οικονομία νοείται- κατά τον Ξενοφώντα- η οικιακή οικονομία,
δηλ. η διαχείριση του ΟΙΚΟΥ. “Οικονομία” είναι το όνομα μιας
επιστήμης (τέχνης), όπως του γιατρού, του σιδηρουργού ή του
ξυλουργού. Σκοπός εκείνου που ασχολείται με την οικονομία είναι να
διοικεί σωστά τα του Οίκου του. Ο Ξενοφών επισημαίνει ότι τα
βλαβερά δεν αποτελούν ιδιοκτησία του Οίκου, αλλά μόνο τα ωφέλιμα,
γιατί τα βλαβερά είναι ζημιά και όχι όφελος (εκτιμώμενα σε χρήμα).
Μόνο τα χρήσιμα πράγματα αποτελούν “χρήματα”. Ωστόσο, και τα
χρήματα δεν αποτελούν αγαθό γι αυτόν που δεν γνωρίζει να τα
χρησιμοποιεί σωστά. Ούτε η γη δεν αποτελεί αγαθό για κάποιον που,

33
δουλεύοντας την, ζημιώνεται. Αγαθό είναι αυτό από το οποίο μπορεί
κάποιος να ωφεληθεί. Τελικά, ούτε οι ικανότητες των ανθρώπων, ούτε
η ιδιοκτησία τους αποτελούν αγαθά αν δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να τα
χρησιμοποιούν σωστά. Αγαθό είναι αυτό από το οποίο μπορεί κανείς
να ωφεληθεί.
Ο Ξενοφών κάνει επίσης εύστοχες σκέψεις σχετικά με την
καλύτερη οργάνωση στα του ΟΙΚΟΥ και μάλιστα σε συνδυασμό με τη
γεωργία, την οποία ονομάζει “μητέρα και τροφό όλων των τεχνών”.
Θεωρεί τη γεωργία ως τη βάση κάθε άρτιου πολιτισμού. Πιστεύει ότι ο
αγροτικός κόσμος συνειδητοποίησε την αυτοτελή αξία του, ως
παραγωγός αγαθών (ωφελημάτων) και ως συντελεστής οικονομικής
ανάπτυξης. Η καλλιέργεια της γης είναι ευχάριστη και συμβάλλει,
συγχρόνως, στον πλουτισμό της οικιακής οικονομίας (και στην άσκηση
του σώματος), με την επιτυχημένη εκτέλεση κάθε έργου- στον τομέα
αρμοδιότητάς της-, που ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους.
Καλή καγαθή είναι η ζωή του ιδανικού γεωργού, ο οποίος με
αληθινή χαρά, αλλά και με τη βεβαιότητα της αξίας της
δραστηριότητας του επιδίδεται στα καθήκοντά του. Τα οικονομικά
επιτεύγματα του οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στη σωστή εκπαίδευση
και συμπεριφορά του γεωργού και της συζύγου του, αλλά και των
συνεργατών του.
Ο Ξενοφών περιγράφει την εικόνα της εργατικής γυναίκας της
υπαίθρου, που κατέχει σεβαστή θέση στη διαχείριση του Οίκου.
Επαινεί την ιδανική σύζυγο, την πολύτιμη εργάτρια της αγροτικής
οικονομίας της χώρας. Η γυναίκα που περιγράφει ο Ξενοφών είναι
πραγματική βοηθός του συζύγου της. Παρουσιάζει την πνευματική
συγκρότηση και τον τρόπο ζωής των γυναικών της Αθήνας και τα
καθήκοντα τους ως συζύγων και οικονόμων 1.

1
Βλ. περισσότερα στο παράρτημα στο τέλος του Κεφ.2.
34
“Νομίζω δε γυναίκα κοινωνού αγαθήν οίκου ούσαν πάνυ
αντίρροπον είναι τω ανδρί επί το αγαθόν. Έρχεται μεν γαρ εις την
οικίαν δια των του ανδρός πράξεων τα κτήματα ως επί το πολύ,
δαπανάται δε δια των της γυναικός ταμιευμάτων τα πλείστα. και ευ
μεν τούτων γιγνομένων αυξάνονται οι οίκοι, κακώς δε τούτων
πραττομένων οι οίκοι μειούνται...” 1
(Πιστεύω ότι η γυναίκα που είναι καλή σύντροφος για το σπίτι
είναι εξίσου σημαντική με τον άνδρα για το καλό. Στη δραστηριότητα
του συζύγου οφείλονται όλα τα αγαθά του σπιτιού, η γυναίκα, όμως,
είναι εκείνη που κανονίζει τα έξοδα. Αν αυτά διοικούνται σωστά, το
σπίτι ευημερεί, αν όχι, το σπίτι φτωχαίνει...)
Μετάφραση Α. Παπαγεωργίου

1.3.2. Πόροι ή περί προσόδων 2

Πρόκειται για μια οικονομική μελέτη του Ξενοφώντα με


προτάσεις για βελτίωση των οικονομικών του Κράτους των Αθηνών.
Περιγράφει εγκωμιαστικά τα εύφορα εδάφη της Αττικής: Λόγω του
ήπιου κλίματος είναι πολλή γόνιμα και παραγωγικά. Τα μάρμαρα της
ικανοποιούν πολλές χρήσεις, γι αυτό και τα χρησιμοποιούν πολλοί
Έλληνες και ξένοι. Το υπέδαφος της είναι πλούσιο σε πολύτιμα
μεταλλεύματα (Μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου). Η επικράτεια της
Αττικής περιβάλλεται από θάλασσα, που ευνοεί τις εισαγωγές-
εξαγωγές και την αναδεικνύει ως εμπορικό κέντρο. Θεωρεί την πόλη
των Αθηνών ως το κέντρο της Ελλάδας και όλης της οικουμένης.

1
Ξενοφών, Άπαντα 11, Οικονομικός, στ. 15, σελ.70, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα
Μάρτιος 1993.
2
▪ Ξενοφών, Ο Οικονομολόγος και πολιτειολόγος, πόροι ή περί προσόδων, έκδοση
ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα
▪ Ξενοφών, πόροι ή περί προσόδων, έκδοση ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα, Μάρτιος 1993.
(βλέπε περισσότερα στο παράρτημα)

35
Επαινεί τους μετοίκους για όσα προσφέρουν στην Αθήνα και
προτείνει την ιδιαίτερη φροντίδα τους από το κράτος. Η πόλη έχει
πολλές ωφέλειες από αυτούς: πληρώνουν φόρους, το μετοίκιο, και
αυξάνουν τα έσοδα του Κράτους, υπηρετούν στο στρατό ως οπλίτες,
χωρίς να πληρώνονται, εκτελούν εμπορικές δραστηριότητες που οι
πολίτες της Αθήνας απαξιούν να εκτελέσουν, ενώ αυτοί (οι μέτοικοι)
δεν έχουν το δικαίωμα να αγοράζουν και να γίνονται ιδιοκτήτες γης.
Αν τα εγκαταλειμμένα οικόπεδα και σπίτια μέσα στα τείχη της πόλης,
επιτρέπονταν να τα χρησιμοποιούν οι μέτοικοι, θα έρχονταν πολλοί
περισσότεροι να ζήσουν στην Αθήνα κι έτσι θα αύξαναν τα έσοδα του
Κράτους. Αν ακόμα η πόλη διευκόλυνε τους εμπόρους και τους
καραβοκύρηδες στις εμπορικές δραστηριότητές τους, ώστε να τους
προσελκύσει στο λιμάνι του Πειραιά και στα λοιπά λιμάνια της Αττικής
θα είχε πολλά να ωφεληθεί λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει το
εμπόριο για την ενίσχυση των οικονομικών του κράτους και στην
ανάπτυξη των εισαγωγών (τροφίμων και σιτηρών) που είχε ανάγκη η
πόλη. Για να γίνουν όλα αυτά- υποστηρίζει ο Ξενοφών- δεν χρειάζεται
να δαπανήσει το κράτος τίποτα. Αρκεί να ληφθούν φιλικές αποφάσεις.
Προτείνει επίσης την πληρέστερη εκμετάλλευση των
αργυρούχων μεταλλείων του Λαυρίου, τα οποία θεωρεί ανεξάντλητα
και είναι μια μεγάλη πηγή εσόδων για το Κράτος. Πιστεύει ότι η λύση
στο θέμα αυτό είναι η “στρατολόγηση” δούλων.
Όπως οι ιδιώτες, αποκτώντας δούλους, που μισθώνουν στα
μεταλλεία, έχουν μια αστείρευτη πηγή εσόδων, έτσι και η πόλη αν
αποκτήσει δημοσίους δούλους- σε αναλογία μέχρι τρεις ο κάθε
Αθηναίος- και τους μισθώσει σε ιδιώτες ή (και στα μεταλλεία), θα
αποκτήσει μια μεγάλη πηγή εσόδων και οι Αθηναίοι θα αποκτήσουν
μια ικανοποιητική βάση κάλυψης των βασικών αναγκών.

36
“...ώσπερ οι ιδιώται κτησάμενοι ανδράποδα 1 πρόσοδον αέναον
κατεσκευασμένοι, ούτω και η πόλις κτώτο δημόσια ανδράποδα, έως
γίγνοιτο τρια εκάστω Αθηναίων” 2.
Είναι εύκολο για τη Βουλή να φέρει δούλους και όποιος από
τους πολίτες θέλει, να αγοράσει ή να μισθώσει. Πολλοί από τους
πολίτες που έχουν δουλειές, χρειάζονται επί πλέον δούλους για τις
ανάγκες τους.
Ο Ξενοφών ήταν ένθερμος οπαδός της Ειρήνης. Πίστευε πως τα
μεγάλα έργα γίνονται εν καιρώ ειρήνης. Στον πόλεμο, μόνο
κατασπατάληση εσόδων και καταστροφές μπορεί να προκύψουν.
Αναφέρεται επίσης εμμέσως στην “προσφορά και ζήτηση
αγαθών”. Η έννοια αυτή ήταν άγνωστη την εποχή που έζησε ο
Ξενοφών. Είναι σε χρήση σε πολλή νεότερη εποχή: Από το 18ο αιώνα
μ.Χ. με τη βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη (Αγγλία).

1
Ανδράποδο: αιχμάλωτος πολέμου, που πωλούνταν ως δούλος.
2
Ξενοφών (ο οικονομολόγος και πολιτειολόγος), πόροι ή περί προσόδων, σελ. 304,
εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2007.

37
ΚΕΦ.2. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

2.1. Η αγροτική οικονομία


2.1.1. Ο Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής 1
Από τη γεωμετρική περίοδο (περί το 900 π.Χ.) και μέχρι τους
Περσικούς πολέμους διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μια μικρή αγροτική
κοινωνία. Ο Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής ήκμασε μέσα σ’
αυτή την περίοδο και μέχρι τη μάχη της Χαιρώνιας το 338 π.Χ., που
κατάργησε ουσιαστικά τις πόλεις-κράτη και μαζί το Μικροϊδιοκτητικό
τρόπο παραγωγής. Το δημοκρατικό αίτημα για αναδασμό της γης, που
επανέρχονταν στην επικαιρότητα και το μοίρασμα της γης, οικονομικά
και κοινωνικά δίκαιο, ήταν κληρονομιά φυλετικών παραδόσεων των
πρωτόγονων κοινωνιών.
Ο «Οίκος» ήταν μια αυτοδύναμη και αυτάρκης βιοτική ενότητα,
ένας μικρο-οικονομικο-κοινωνικός οργανισμός, μια παραγωγική
μονάδα, που αποτελούνταν από ανθρώπους, ζώα, εργαλεία, κλήρο
γης..., με στόχο την επιβίωση και την ανάπτυξή τους. Αρχηγός-
διευθυντής του Οίκου ήταν ο πατέρας και εκτελεστές ήταν η σύζυγος,
τα παιδιά, τα εγγόνια... πλέον τα εργαζόμενα και κατοικίδια ζώα, τα
άψυχα εργαλεία και ίσως τα έμψυχα..., και φυσικά μια κτηματική
μονάδα, μικρότερη ή μεγαλύτερη (κλήρος), ιδιοκτησία του Οίκου.
Πρόκειται για φυλετική οργάνωση. Η ιδιοκτησία την πρώιμη αυτή
εποχή δεν ανήκε στον αρχηγό του Οίκου (στον πατέρα), αλλά στον
Οίκο, ως ολότητα, και κληρονομούνταν από το διάδοχο οίκο των
απογόνων (συνήθως υπό τον πρωτότοκο γιο). Με άλλα λόγια, ο
αρχηγός (πατέρας), ως άτομο, δεν ήταν ιδιοκτήτης, αλλά

1
Βλ. το ενδιαφέρον βιβλίο του Θανάση Αθανασόπουλου- Καλόμαλου, Η ελληνική
κληρονομιά της Ανεξαρτησίας, Μικροιδιοκτησιακός τρόπος παραγωγής, Α΄έκδοση
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, Αθήνα 2003.

38
επικαρπωτής. Ήταν όμως ιδιοκτήτης όλων των προϊόντων που
παράγονταν από τη γη του Οίκου, καθώς και των εργαλείων, ακόμα
και των ανθρώπων, που ανήκαν στον Οίκο. Ο αρχηγός του Οίκου είχε
ακόμα το δικαίωμα να δανείζει, να εκμισθώνει, να διαθέτει εργαλεία,
ζώα και ανθρώπους που ανήκαν στην εξουσία του. Είχε επίσης
δικαίωμα επί της ζωής των ανθρώπων και των ζώων του οίκου. Μέσα
στον αγρό ήταν και το νεκροταφείο των ανθρώπινων μελών του
Οίκου, προγόνων και απογόνων. Άρα, δεν υπήρχε δικαίωμα
μεταβίβασης της γης.
Με τον καιρό, η φυλετική πατριαρχική οικογένεια (οίκος), ως
σύνολο, παρήκμασε, από την άποψη της παραγωγής και
συγκατοίκησης. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε το αδιαίρετο και η μη
δυνατότητα μεταβίβασης της γης, παρά μόνο, υποχρεωτικά, στον
πρωτότοκο γιο...
Η κατάργηση της υποχρεωτικής κληρονομιάς στον πρωτότοκο
γιό ήταν μια “επανάσταση” ως προς το μέγεθος των γαιοκτησιών. Τον
πατριαρχικό οίκο διαδέχθηκε ένας άλλος οίκος. Η μετάβαση στην νέα
μορφή του οίκου είχε ως αποτέλεσμα τον τεμαχισμό της γαιοκτησίας
στους γιους (και όχι μόνο στον πρωτότοκο), που σήμανε την κατάλυση
του πατριαρχικού οίκου, ως μονάδα ιδιοκτησίας και την έναρξη του
καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτά συνέβησαν προς το τέλος
της Γεωμετρικής περιόδου. Τότε εμφανίστηκε μια νέα κοινωνική τάξη
που βασίζονταν στην ατομική ιδιοκτησία. Η ολιγαρχία των “ευγενών”
διαδέχθηκε την πατριαρχία των οίκων και το πολίτευμα της ολιγαρχίας
κυριάρχησε.
Ο ελληνικός πολιτισμός άρχισε να γνωρίζει γρήγορους ρυθμούς
ανάπτυξης, τους οποίους οι φυλετικές κοινότητες αδυνατούσαν να
παρακολουθήσουν. Έτσι, οδηγήθηκαν στη νέα πραγματικότητα, που
ήταν η ενσωμάτωση όλων των φυλετικών στοιχείων στην πόλη-
κράτος. Αποτελούσε έκτοτε- η πόλη- Κράτος- μια ενιαία οντότητα με
αυτοδύναμη εξουσία, που επιβάλλονταν στους κατοίκους της, ήταν
39
σεβαστή από τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη και ενεργούσε για
λογαριασμό του λαού της. Περίπου την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα
εμφανίστηκε στην Ελλάδα η “οικονομία της αγοράς”. Στην αρχή η
“αγορά” λειτούργησε με τη μορφή της ανταλλαγής προϊόντων μέσα
στην ίδια πόλη, αργότερα η ανταλλαγή επεκτάθηκε μεταξύ διαφόρων
πόλεων-κρατών και τέλος ήρθε η κυκλοφορία του νομίσματος, όταν
εμφανίστηκαν οι επαγγελματίες έμποροι.
Κατά την ύστερη Αρχαϊκή εποχή (περί το 600 π.Χ.) ο βασικός
τρόπος παραγωγής συνέχιζε να είναι ο Μικροϊδιοκτητικός. Οι
μικροϊδιοκτήτες καλλιεργούσαν μόνοι τους τη γη τους με τη βοήθεια
του Οίκου. Οι κύριες καλλιέργειες ήταν οι ελιές, τα σιτηρά, τα
σταφύλια, τα σύκα. Η κοινωνική σύγκρουση της Αρχαϊκής εποχής,
προκάλεσε τη μεταρρύθμιση του Σόλωνα, η οποία, τελικά, δεν
θεωρήθηκε επαρκής από το λαό, γι αυτό και η κρίση συνεχίστηκε.
Αυτό που ζητούσε ο λαός ήταν ο αναδασμός ολόκληρης της γης και όχι
απλώς η κατάργηση του εκτημορίου (1/6) 1.
Στην Κλασική Εποχή, ο Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής
ήταν ακόμα σε πλήρη λειτουργία σε όλες τις ελληνικές πόλεις- Κράτη
και παρέμεινε έτσι καθόλη τη διάρκεια της Κλασικής περιόδου: Η
αγροτική παραγωγή παρέμεινε η κύρια μορφή οικονομικής
δραστηριότητας. Εκεί που ο “δουλοκτητικός” τρόπος παραγωγής
επικράτησε ήταν, τα ορυχεία. Η λειτουργία των αργυρούχων
μεταλλείων του Λαυρίου διεξάγονταν από δούλους, εγκατεστημένους
γύρω από τα Ορυχεία. Ανήκαν στο Κράτος των Αθηνών, που νοίκιαζε
το δικαίωμα εξόρυξης σε ιδιώτες εργολάβους. Επειδή οι δούλοι των
εργολάβων δεν επαρκούσαν για την πλήρη λειτουργία των

1
Εκτήμοροι: Μία άλλη κοινωνική τάξη που σχετίζεται με την καλλιέργεια της γης
ήταν η τάξη των εκτημορίων ή εκτημόρων δηλ. φτωχοί αγρότες, που πλήρωναν ως
μίσθωμα στον ιδιοκτήτη του κτήματος (ή έπαιρναν ως αμοιβή) το 1/6 (εκτημόριο)
των παραγόμενων προϊόντων.

40
μεταλλείων, ήταν υποχρεωμένοι (οι εργολάβοι) να μισθώνουν
συμπληρωματικούς δούλους, ως εργατική δύναμη. Ο δουλοκτητικός
τρόπος παραγωγής φαίνεται πως ίσχυε και στη βιοτεχνία. Στη γεωργία
συνέχισε να λειτουργεί ο Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής. Οι
συνθήκες παρέμειναν οι ίδιες μέχρι τη μάχη της Χαιρώνιας το 338 π.Χ.,
δηλ. μέχρι την κατάκτηση των ελληνικών πόλεων-Κρατών από το
Φίλιππο Β΄, της Μακεδονίας. Οι δούλοι μέχρι τότε εργάζονταν στη
γεωργία μόνο ως επιστάτες. Η αγροτική οικονομία παρέμενε στην
αρχαία Ελλάδα ο πιο σημαντικός τομέας παραγωγής1.
2.1.2. Τα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα
Γύρω από την πόλη εκτείνονταν οργωμένα χωράφια, αμπέλια,
ελαιώνες, κ.ά. Η γεωργία ασχολούνταν με την καλλιέργεια
δημητριακών, ελαιολάδου, αμπελώνων, οσπρίων,
δενδροκαλλιεργειών... Η κτηνοτροφία είχε ως αντικείμενο τα
αιγοπρόβατα, τα βοειδή, τα χοιροειδή, τα πουλερικά και... τα άλογα,
που ήταν ένδειξη χλιδής και κύρους. Η μικρή εδαφική ιδιοκτησία, η
οποία εκαλλιεργείτο κυρίως από την οικογένεια (τον οίκο), με
περιορισμένη ή παντελή υποστήριξη υπόδουλου εργατικού δυναμικού
ίσχυε ίσως περισσότερο στην Αθήνα. Σε κάποιες περιοχές του
ελληνικού χώρου συναντούσε κανείς μια αγροτική δουλοπαροικία για
την καλλιέργειά της γης, όπως για παράδειγμα στη Σπάρτη. Η χρήση
αυτού του εργατικού δυναμικού συνδέονταν συνήθως με τη μεγάλη
αγροτική ιδιοκτησία, με τις εκτεταμένες καλλιέργειες.
Στην αγροτική παραγωγή δεν επισημάνθηκαν σημάδια
σημαντικών «τεχνολογικών» καινοτομιών, που θα αύξαναν την
απόδοσή της, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ενώ στις διαδικασίες
επεξεργασίας και διακίνησης των προϊόντων εισήχθησαν καινοτομίες
που βελτίωσαν την αποδοτικότητα της εργασίας, συγκεκριμένα στα

1
Περισσότερα για το θέμα αυτό βλ. στο παράρτημα στο τέλος του Κεφ. 2.

41
δημητριακά, στα σταφύλια και στις ελιές. Ο τόπος εργασίας για την
επεξεργασία των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν ο
Οίκος (ο τόπος κατοικίας), ιδιαίτερα στις μικρές ιδιοκτησίες. Είναι
αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατό να συναντήσει κανείς μια ομοιογενή
τάση στη γεωργική εργασία σε όλη την Ελλάδα, διαχρονικά. Στην
Αρχαϊκή και στην κλασική εποχή συναντά κανείς περιοχές που η
οργάνωση της αγροτικής εργασίας είναι ξεπερασμένη και σε άλλες
περισσότερο αναπτυγμένη, όπως στην Αττική, στην Εύβοια και στη
Θεσσαλία. Υπήρχαν και άλλες περιοχές που η οργάνωση ήταν
περισσότερο ανοιχτή στις καινοτομίες και στη χρήση του προϊόντος,
της εκμετάλλευσης των πόρων, πέρα από το επίπεδο της επιβίωσης.
Ορισμένες περιοχές ήταν ονομαστές για την ποιότητα των
προϊόντων τους, όπως το κρασί των νησιών του Αιγαίου (Ρόδος, Χίος,
Θήρα, Θάσος), το ελαιόλαδο της Αττικής, της Σάμου..., το μέλι της
Αττικής και των Κυκλάδων, τα θεσσαλικά άλογα... Παραγωγοί
δημητριακών ήταν η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Σικελία... Τα προϊόντα
αυτά ήταν αντικείμενο εντατικής και επιλεκτικής καλλιέργειας και σε
μεγάλο βαθμό εξάγονταν στο εξωτερικό από την Αρχαϊκή εποχή.
Η Ελλάδα είχε ανάγκη από γη. Από τον 8ο αιώνα π.χ. η
ανεπάρκεια της γης στον ελληνικό χώρο οδήγησε στον αποικισμό.
Επίσης οδήγησε στην καλύτερη εκμετάλλευσή της με λύσεις που
βελτίωναν την αποδοτικότητα του εδάφους: π.χ. με συστήματα
άρδευσης, επέκταση των καλλιεργήσιμων εδαφών στα άγονα εδάφη
κ.ά. Κοντά στον 3ο αιώνα π.χ. παρατηρείται τάση αστικοποίησης στην
Ηπειρωτική χώρα και στα νησιά, το τοπίο του αγροτικού τομέα
αλλάζει, αρχίζουν να εγκαταλείπονται μικρές ιδιοκτησίες,
επεκτείνονται τα μεγάλα αγροτεμάχια..., οι μεγαλοϊδιοκτήτες
χρησιμοποιούν περισσότερο εργατικό δυναμικό. Οι καλλιέργειες
γίνονται περισσότερο επιλεκτικές. Επεκτείνεται η κτηνοτροφία με τη
δημιουργία μεγάλων κοπαδιών και η αυξανόμενη ζήτηση εδαφών για
βοσκή. Η εξέλιξη αυτή κατά την Ελληνιστική περίοδο οδήγησε στη
42
συγκέντρωση της γης στα χέρια περιορισμένων ατόμων της
αριστοκρατίας.
2.2. Η οικιακή οικονομία
Η οικιακή οικονομία, η χειροτεχνία, είναι μια δραστηριότητα
που συνδέεται εν πολλοίς με την ανάπτυξη της αστικοποίησης. Η
προσφορά της στην οικονομία είναι μικρότερη σε σχέση με τη γεωργία
και τη κτηνοτροφία, τόσο ως προς την ποσότητα της παραγωγής, όσο
και ως προς το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό. Με τον καιρό η
δραστηριότητα αυτή μεγεθύνθηκε. Κοντά ή δίπλα στους αγρότες, ένας
σημαντικός αριθμός του πληθυσμού ζει από την εργασία αυτή, που
αναπτύσσεται μέσα στην επικράτεια της πόλης-κράτος. Σε ορισμένες
περιπτώσεις ο ρόλος της χειροτεχνικής παραγωγής είναι καθοριστικό
οικονομικό στοιχείο. Είναι όμως και στοιχείο του ελληνικού
πολιτισμού. Αναδύεται μέσα από τα Μινωικά και Μυκηναϊκά
ανάκτορα (την εποχή αυτή τα εργαστήρια λειτουργούσαν μέσα στα
ανάκτορα) τα οποία (ανάκτορα) κατηύθηναν όλες τις
οικονομικές/εμπορικές δραστηριότητες και εξαπλώνονταν με την
κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Οι χειροτέχνες, ιδιαίτερα οι
καλύτεροι, μετακινούνταν προς τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα
κέντρα, διαδίδοντας τις τεχνικές και καλλιτεχνικές τους γνώσεις.
Αναφέρεται ως παράδειγμα ο Κορίνθιος Δημάρατος, ο οποίος περί τα
μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. εγκατέλειψε την πατρίδα του και
αποσύρθηκε στην Ιταλία, ύστερα από την εγκαθίδρυση στην Κόρινθο
της τυραννίδας του Κύψελου, και πήρε μαζί του χειροτέχνες, που
εισήγαγαν στον Ιταλο-ετρουσκικό κόσμο την ποιότητα των ελληνικών
επιτευγμάτων στη Ζωγραφική, τη Γλυπτική και την Αρχιτεκτονική.
Ένα μέρος της χειροτεχνικής παραγωγής εξελίσσεται μέσα στον
Οίκο (στην κατοικία). Εκτελείται από τα μέλη της οικογένειας και
απευθύνεται στις άμεσες ανάγκες της οικογένειας. Το όποιο
πλεόνασμα, χρησιμοποιείται για ανταλλαγές. Οι ικανότητες της
χειροτεχνίας μεταδίδονται στα νεότερα μέλη της οικογένειας κι έτσι
43
συνεχίζεται η παράδοση. Τα ασκούμενα επαγγέλματα είναι πολλά και
συνδέονται με τη μεταποίηση των προϊόντων της γεωργίας, της
κτηνοτροφίας και του υπεδάφους: προετοιμασία τροφών,
επεξεργασία δερμάτων, υφασμάτων, ξύλου, μετάλλων, λίθων.
Παράγονται έπιπλα, μουσικά όργανα, αρώματα, κεραμικά κ.ά. Στην
οικιακή χειροτεχνία, ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να ασκεί, το ίδιο καλά,
πολλά επαγγέλματα. Στις μεγάλες πόλεις όμως ευνοείται η
εξειδίκευση. Οι χειροτεχνίες εκεί εργάζονταν σε εργαστήρια. Κοντά
τους βρίσκονταν συνήθως τα μέλη της οικογένειά τους, τα οποία
πολλές φορές κληρονομούσαν το επάγγελμά τους. Η οικιακή
χειροτεχνική παραγωγή (το πλεόνασμα) διοχετεύονταν στην
εσωτερική τοπική αγορά.
Είναι αυτονόητο ότι υπήρχαν και μεγαλύτερα εργαστήρια
χειροτεχνίας που λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις και απασχολούσαν
αρκετούς εργαζομένους, κυρίως στην Αθήνα. Υπήρχαν όμως και
ευμεγέθεις επιχειρήσεις, όπως εργοστάσια ασπίδων, παραγωγής
αλεύρων, αρτοποιεία, κατασκευαστικές εταιρείες, βυρσοδεψία... στην
Αθήνα. Οι χειροτέχνες και οι επιχειρηματίες μπορούσε να είναι
μέτοικοι, αλλά και πολίτες Αθηναίοι.
Η κατάσταση στη Σπάρτη ήταν διαφορετική. Εκεί
απαγορεύονταν στους πολίτες να ασχολούνται με τη χειρωνακτική
εργασία ή οποιαδήποτε δραστηριότητα αποφέρει κέρδος, εκτός από
τη στρατιωτική. Η Σπάρτη δεν αποδέχονταν το νόμισμα, δεν
προσέφερε ευκαιρίες επένδυσης σε επαγγέλματα και επιχειρήσεις και
δεν ασχολούνταν με προβληματισμούς οικονομικού τύπου.
Τα μάρμαρα της Αττικής (Πεντέλης και Υμηττού), της Θάσου, της
Πάρου, της Νάξου... είχαν μεγάλη ζήτηση. Μεγάλα οικονομικά έσοδα
απεκόμιζε η Αθήνα από τα μεταλλεία και τη μεταλλουργική
δραστηριότητα. Τα κοιτάσματα (χρυσού και αργύρου) ήταν κρατικής
ιδιοκτησίας: Μεταλλεία Λαυρίου, μεταλλεία Σίφνου, Παγγαίου στην
Ανατολική Μακεδονία. Τα πλούσια αργυροφόρα κοιτάσματα του
44
Λαυρίου τα εκμεταλλεύτηκε η Αθήνα μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. (μέχρι
την κατάκτηση από τους Ρωμαίους). Τα μεταλλεία αυτά παρείχαν την
πρώτη ύλη (τον άργυρο) για την κοπή της Αθηναϊκής δραχμής.
2.3. Η θαλάσσια κινητικότητα των Ελλήνων
Η κινητικότητα των Ελλήνων στη Μεσόγειο είχε μακρά διάρκεια.
Ξεκίνησε από την εποχή του Κυκλαδικού πολιτισμού, συνεχίστηκε με
τους Μινωίτες της Κρήτης και τους Μυκηναίους της Ηπειρωτικής
χώρας και πήρε καλπάζουσα μορφή τον 8ο αιώνα π.Χ. κατά την
αποικιακή εξάπλωση. Διέσχιζαν τις εσωτερικές θάλασσες (του
Αιγαίου, του Ευξείνου Πόντου, της Αδριατικής) και μακρύτερα απ’
άκρη σ’ άκρη της Μεσογείου, έκαναν γνωστά τα τεχνουργήματα της
ελληνικής χειροτεχνίας και συγχρόνως προμηθεύονταν τις πρώτες
ύλες που είχαν ανάγκη και δεν υπήρχαν στον Ελληνικό χώρο. Η
εμπορική αυτή δραστηριότητα που ξεπερνούσε κατά πολύ τα σύνορα
της χώρας τους και με όχημα την ελληνική γλώσσα που έγινε οικία
στους αυτόχθονες λαούς της παράκτιας ζώνης των χωρών της
Μεσογείου, μετέδιδαν τον Ελληνικό πολιτισμό στους αρχέγονους
λαούς που συναντούσαν. Οι Έλληνες δεν ήταν κατακτητές. Δεν
κατακτούσαν τους λαούς αυτούς. Ζούσαν μαζί τους αρμονικά,
συνεργάζονταν, ωφελούνταν και οι ντόπιοι πληθυσμοί, οικονομικά και
πολιτιστικά, από την παρουσία των Ελλήνων.
2.4. Η επινόηση του εμπορίου
Η εφεύρεση του εμπορίου και οι θετικές (ή αρνητικές) συνέπειές
του είναι αποτέλεσμα όχι απλά του χαρακτήρα των Ελλήνων, αλλά
κυρίως της εξάπλωσης της Ελληνικής γλώσσας, καθώς και κάποιων
στοιχείων της ελληνικής πνευματικής παράδοσης. Το εμπόριο και η
χρήση του χρήματος ήταν συνδεδεμένα με την εμπορευματική κίνηση
της Αθηναϊκής “αγοράς”, αργότερα και της Αιγύπτου, υπό ελληνική
κυριαρχία και Διοίκηση. Το βεληνεκές αυτής της επίδρασης κάλυψε
τους αιώνες που ακολούθησαν, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η

45
οικονομική ιστορία της Ρώμης, στη διάρκεια της ζωής της,
περιελάμβανε πρακτικές του Ελληνικού εμπορίου και του Ελληνικού
κεντρικού σχεδιασμού. Είναι πλέον εμφανές ότι οι Έλληνες της
αρχαιότητας δεν ταυτίστηκαν μόνο με τη φιλοσοφία, τις επιστήμες
και τις τέχνες, αλλά εισήγαγαν και την πιο αναπτυγμένη, για
την εποχή, μορφή της οικονομίας. Ο ρόλος της φυσικά ήταν
πρωτόλειος. Όμως, έστω και έτσι, ήταν σημαντικός για το σύνολο της
οικονομίας.
Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. δεν υπήρχε ένδειξη ότι
επίκειται η ανάπτυξη της “αγοράς” προϊόντων στην Ελλάδα. Μέχρι
εκείνη την εποχή οι χώρες Μεσοποταμία, Συρία, Μ. Ασία και Αίγυπτος,
αλλά και η Φοινίκη ανέπτυσσαν το εμπόριο μεγάλης κλίμακας, χωρίς
να χρησιμοποιούν το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Για πρώτη φορά
συναντάται τότε (τον 7ο αιώνα π.Χ.) η χρήση του νομίσματος στη Μ.
Ασία και τη λιανική πώληση τροφίμων στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Η
χρήση νομισμάτων χαμηλής αγοραστικής αξίας (χάλκινων), στην
Ελλάδα, για την προμήθεια τροφίμων κλπ. εμφανίστηκε στο τέλος των
Περσικών Πολέμων 1.
Η μελέτη δείχνει, ωστόσο, ότι οι βασικοί οικονομικοί όροι, όπως
η Οικονομία της αγοράς (φιλελευθερισμός) αφενός και ο κρατικός
παρεμβατισμός αφετέρου, έχουν αρχαίο-ελληνική καταγωγή. Επίσης,
το “εμπόριο” είναι μια έννοια που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαία
αυτή εποχή. Η πρώιμη ανάπτυξη του Ελληνικού πολιτισμού από την
εποχή της Κυκλαδικής, Μινωικής και Μυκηναϊκής εποχής, καθώς και η
εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στους Εθνικά μη ελληνικούς
πληθυσμούς της Μεσογείου, Ανατολής και Δύσης, δικαιολογούν αυτή
την εξέλιξη.

1
ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ, Η Εφεύρεση του εμπορίου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017.

46
Η μεγάλη αυτή επέκταση των ελληνικών δραστηριοτήτων με τη
δημιουργία αποικιών (που ξεκινά ουσιαστικά τον 8ο αιώνα π.Χ.)
αποτέλεσε κορυφαίο γεγονός για τον ελληνισμό. Η ανεπάρκεια γης
στη γενέθλια χώρα,…. Το πλεόνασμα της παραγωγής, που ζητούσε
διέξοδο σε άλλους προορισμούς, οι ανάγκες για είδη τροφίμων στις
ντόπιες αγορές, οι εισαγωγές-εξαγωγές πρώτων υλών… κ.ά,
ενθάρρυναν την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και του θαλάσσιου
εμπορίου και συγχρόνως ενίσχυσαν τις ντόπιες «αγορές», οδήγησαν
στις ανταλλαγές προϊόντων και εν τέλει στην εφεύρεση του
νομίσματος και στις τραπεζικές εργασίες. Οι Έλληνες της εποχής
αυτής, ο μόνος ακόμα περιούσιος λαός, που ανέπτυξε έντονα και
πρώιμα τις διανοητικές του και άλλες επάρκειες, ανταποκρίθηκε
πρώτος σε αυτή την πρόκληση.
Οι οικονομικοί θεσμοί της Ανατολής (Βαβυλώνας, Αιγύπτου…)
έφτασαν στη Μεσογειακή Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Οι Έλληνες της
αρχαιότητας ήταν αυτοί που εφάρμοσαν την πιο αναπτυγμένη μορφή
της οικονομίας, πέραν των άλλων επιτευγμάτων τους. Μέχρι τις αρχές
του 7ου αιώνα π.Χ., οι λαοί της Ασίας (Αιγύπτου, Συρίας, Μ. Ασίας …),
ακόμα και η θαλασσοπόρος Φοινίκη 1, παρότι επιδίδονταν σε εμπόριο
μεγάλης κλίμακας δεν χρησιμοποιούσαν το χρήμα ως μέσο
συναλλαγής. Για πρώτη φορά συναντάται όπως προαναφέραμε χρήση
χρήματος στη λιανική πώληση στη Μ. Ασία τον 7ο αιώνα π.Χ.
2.5. Οι μορφές του ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Υπήρχαν λοιπόν δύο μορφές εμπορικής δραστηριότητας την
παλιά εκείνη εποχή: η “εμπορία”, δηλ. το εμπόριο μεγάλων
αποστάσεων στη Μεσόγειο, που πραγματοποιούνταν με

1 ο
Η εξάπλωση των Φοινίκων άρχισε με την ίδρυση αποικίας στην Κύπρο τον 9 αιώνα
π.Χ. και ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της Καρχηδόνας στα παράλια της Β. Αφρικής
στη Μεσόγειο το 814/813 π.Χ. ι Φοίνικες τεχνίτες μετάλλων, χρυσοχόοι και
αρωματοποιοί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, στη Ρόδο, στην Κω, στην Αττική και στην
Εύβοια.
47
αναβαθμισμένα εμπορεύματα μεγάλης αξίας, προοριζόμενα να
εξαχθούν και η “καπηλεία”, δηλ. οι μικρέμποροι με φθηνότερα
εμπορεύματα που δραστηριοποιούνταν στην εσωτερική τοπική
αγορά, που επέτρεπε στο μικρέμπορο να συμπληρώνει το εισόδημά
του. Η εμπορία των μακρινών ταξιδιών αντιμετώπιζε κινδύνους στην
ναυσιπλοΐα, λόγω των απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών και των
ακατάλληλων ενίοτε πλοίων 1.
Οι μεγάλοι έμποροι αναζητούσαν ταξιδεύοντας νέες ευκαιρίες,
δημιουργούσαν πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τους νέους
προορισμούς, διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους αυτόχθονες
πληθυσμούς. Στενές σχέσεις με τον Ετρούσκικο κόσμο είχε η Ελληνική
αριστοκρατία του εμπορίου. Αναφέραμε ήδη το Δημάρατο του οίκου
των Βακχίδων της Κορίνθου, ο οποίος αντάλλασσε πολύτιμα προϊόντα
της Ελληνικής χειροτεχνίας με πρώτες ύλες της Ετρουρίας. Ο ίδιος ο
Δημάρατος ήταν ιδιοκτήτης των πλοίων που μετέφεραν εμπορεύματα,
αυτός τα παρήγαγε με τους χειροτέχνες του, αυτός έκανε την
ανταλλαγή με τις πρώτες ύλες. Τον 6ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο γίνεται
επάγγελμα σε ορισμένες ελληνικές πόλεις, όπως στην Κόρινθο, στην
Αίγινα, στην Ιωνία κ.ά. Επίσης, από τον 6ο αιώνα π.χ. η Μεσόγειος
είναι μια αγορά με το νόμισμα ως μέσο συναλλαγών και η εμπορία
γίνεται ευκολότερη. Οι Έλληνες είχαν ως ανταγωνιστές στη Μεσόγειο
τους Φοίνικες, που αποδείχθηκαν κι αυτοί μεγάλοι θαλασσοπόροι. Οι
σχέσεις τους ήταν σχέσεις συνύπαρξης. Κάποια γρίνια που υπήρξε
αργότερα για τον Έλεγχο των θαλασσών ξεπεράστηκε.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Κλασική Αθήνα είχε τον καλύτερο στόλο για
εμπορικές δραστηριότητες. Τον 4ο αιώνα π.Χ. η αγγειοπλαστική της
Αθήνας εισέβαλε στις Δυτικές αγορές της Μεσογείου. Ενίοτε η ζήτηση
απαιτούσε συγκεκριμένα προϊόντα χειροτεχνίας σε ότι αφορά στη
μορφή και στις παραστάσεις, διαφορετικά από τα πωλούμενα στην
1
ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ, Η Εφεύρεση του Εμπορίου, Εναλλακτικές Εκδόσεις Αθήνα 2017.

48
εσωτερική αγορά ή σε άλλες αγορές του εξωτερικού και η προσφορά
όφειλε να ικανοποιήσει. Μεταξύ του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα, το
εξωτερικό εμπόριο της Αθήνας αναπτύσσεται εντυπωσιακά και
εκτοπίζει το εξωτερικό εμπόριο των Μεγάρων και της Κορίνθου. Τότε
περίπου γεννιέται στην Αθήνα ο θεσμός των ναυτικών δανείων με
υψηλά επιτόκια, που έφταναν ενίοτε το 30% ετησίως (;) με σύμβαση
μεταξύ πιστωτού Τραπεζίτη και πλοιοκτήτη, και με εγγύηση το πλοίο
και το φορτίο του. Αυτό συνέβαλε στην εξέλιξη του θεσμού των
Τραπεζών, που αρχικά περιορίζονταν στις καταθέσεις (για φύλαξη) και
στη συνέχεια επεκτάθηκε και στις οικονομικές δοσοληψίες,
περιλαμβανομένων των δανείων.
2.6. Η εμφάνιση του Μεγαλέξανδρου και οι νέες εξελίξεις
Μετά την εμφάνιση του Μ. Αλεξάνδρου Γ΄ στο πολιτικό-
στρατιωτικό προσκήνιο, το εμπόριο των σιτηρών απελευθερώθηκε
οριστικά. Η νέα δύναμη της Μακεδονίας του Φιλίππου Β΄ και του γιου
του Αλέξανδρου κατέστρεψε και τις τελευταίες ελπίδες της Αθήνας να
διατηρήσει τον έλεγχο των πηγών και των δρόμων του εμπορίου των
σιτηρών. Η ανάγκη ριζικής αναδιοργάνωσης του εμπορίου των
σιτηρών, φαίνονταν πλέον προφανής και οι προοπτικές ήταν θετικές.
Ο λιμός του 330-326 συνέβαλε σ’ αυτό, γιατί βοήθησε στην οργάνωση
της αγοράς των σιτηρών της Ανατολικής Μεσογείου. Ο
Μεγαλέξανδρος οραματίστηκε την ενοποίηση της Ανατολής με τη
Δύση. Η απόφαση του να δημιουργήσει τη νέα πόλη με το όνομα του -
την Αλεξάνδρεια- στην προνομιούχα εκείνη θέση της Αιγύπτου, της
μεγάλης αυτής σιτοπαραγωγού χώρας, στις εκβολές του Νείλου,
δείχνει ότι την προόριζε να παίξει μεγάλο εμπορικό και πολιτιστικό
ρόλο στην αυτοκρατορία του. Εν προκειμένω το κυριότερο εμπορικό
και διαμετακομιστικό κέντρο της Μεσογείου.
Η οργάνωση του εμπορίου και της διακίνησης σιτηρών από την
Αίγυπτο ήταν αποτελεσματική. Έθεσε σε λειτουργία μια διαδικασία
διαμόρφωσης των τιμών υπό αυστηρή διοικητική επιτήρηση. Τα
49
σιτηρά μεταφέρονταν από την Αίγυπτο στη Ρόδο και από εκεί γίνονταν
η διανομή στους διαφόρους προορισμούς. Η Ρόδος ήταν διαρκώς
ενημερωμένη για τις διακυμάνσεις των τιμών, σε όλες τις ελληνικές
πόλεις που προμηθεύονταν σιτηρά από εκεί. Οι ροές των
εμπορευμάτων ευθυγραμμίζονταν με τις αυξομειώσεις των τιμών, που
είχαν σχέση με την αφθονία ή τη σπάνιν του προϊόντος από περιοχή
σε περιοχή. Αυτόν τον αυτόματο μηχανισμό λειτουργίας της αγοράς
δεν τον αποδέχονταν η Αθήνα, γιατί πίστευε ότι μακροπρόθεσμα θα
ήταν αρνητικός, επομένως βλαβερός για την Αθηναϊκή οικονομία.
Καταργήθηκε όμως αναγκαστικά το διευθυνόμενο εμπόριο της
Αθήνας του προηγούμενου αιώνα, που προμήθευε τα σιτηρά της από
τη Μαύρη Θάλασσα. Η Δυναστεία των Πτολεμαίων διατήρησε την
οργάνωση αυτή του εμπορίου των σιτηρών για μεγάλη χρονική
περίοδο, έως ότου ήρθε η Ρώμη και την κατήργησε. Η Ρώμη έθεσε
όλες τις πηγές εφοδιασμού σιτηρών και λοιπών τροφίμων (Αίγυπτο,
Κριμαία, Σικελία...) υπό στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο.

***

«Ουκ εκ χρημάτων αρετή γίγνεται, αλλ’ εξ αρετής χρήματα και τα


άλλα αγαθά τοις ανθρώποις άπαντα και ιδία και δημοσία».

Η αρετή δεν γίνεται από τα χρήματα, αλλά τα χρήματα από την


αρετή και όλα τα’ άλλα αγαθά των ανθρώπων και στον ιδιωτικό και
στο δημόσιο βίο.
Σωκράτης (Πλάτωνος, απολογία) 470-399 π.Χ.

50
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αναφερόμαστε εδώ κάπως εκτενέστερα στις


Αρχαίες Ελληνικές πηγές – ένα απάνθισμα
επιλογών – του έργου του Αριστοτέλη και του
Ξενοφώντα.

51
52
1. Αριστοτέλης 1 Πολιτικά 1.
Κατά τον Αριστοτέλη, «ο άνθρωπος είναι πρώτα ζώο πολιτικό και
κατά δεύτερο λόγο κοινωνικό και οικονομικό». Για να ζήσει σύμφωνα
με τη φύση του, χρειάζεται τους νόμους. Χωρίς αυτούς χάνει τα
ανθρώπινα χαρακτηριστικά του και μοιάζει με θηρίο ή θεό. Δεν
ενσωματώνεται στο περιβάλλον του. Όταν φτάσει στην «υπέρτατη
τελειότητα» γίνεται το «άριστο» πάνω απ’ όλα τα ζώα
Ο πυρήνας της πόλης είναι η οικογένεια (ο οίκος). Δημιουργείται
από την ένωση του άνδρα με τη γυναίκα, από τα παιδιά, τους
δούλους, τα περιουσιακά στοιχεία. Μέσα στην οικογένεια
δημιουργούνται τέσσαρες μορφές κοινωνικής σχέσης: η δεσποτική (η
εξουσία του κυρίου), η συζυγική, η πατρική και η χρηματιστική, που
αφορά τη διαχείριση της περιουσίας.
Πολλές οικογένειες σχηματίζουν την κώμη, πολλές κώμες
σχηματίζουν την πόλη-Κράτος. Κύριος σκοπός της πόλης-Κράτους είναι
να γίνουν οι πολίτες ενάρετοι. Άρα, ηθική και πολιτική έχουν στενή
σχέση. Η παιδεία είναι η μόνη που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο
ενάρετο.
Δούλος, κατά την Αριστοτελική άποψη, είναι «έμψυχο κτήμα»,
δηλ. έμψυχο εργαλείο, αναγκαίο για τη λειτουργία των «άψυχων
εργαλείων». Η δουλεία, δεν είναι κληρονομική. Και οι δούλοι
χρειάζονται καθοδήγηση. Άτομα με ψυχή δούλου δεν μπορούν να
σχηματίσουν μια ελεύθερη πόλη. Γένος ελεύθερων ανθρώπων είναι οι
Έλληνες. Η πολιτεία στοχεύει στην άριστη ζωή. Άριστη θα γίνει η ζωή
με τις ψυχικές αρετές και όχι με την απόκτηση υλικών αγαθών. Η πόλη
οφείλει να εξασφαλίζει αυτάρκεια και άμυνα κατά των εχθρών.

1
▪ Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 1, Πολιτικά 1, Βιβλίο Πρώτο, σελ. 48-103, Εκδόσεις
ΚΑΚΤΟΣ.
▪ Βλ. επίσης, Θεοδ. Π. Λιανός, Η πολιτική οικονομία του Αριστοτέλη, Μ.Ι. Εθνικής
Τράπεζας, Αθήνα 2012.
53
Ο Αριστοτέλης ερευνά την οικονομία σε συνάρτηση με την
πολιτική και τη ηθική. Η οικονομία δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το
μέσο για να γίνει εφικτός ο ενάρετος βίος. Αντιδιαστέλλει τις έννοιες
της κτήσης και της χρήσης. Η ανταλλαγή αρχίζει μέσα στην ίδια
οικογένεια, με την αμοιβαία προσφορά υπηρεσιών. Προχωρά στην
ανταλλαγή των προϊόντων και καταλήγει στη συναλλαγή με νόμισμα.
Το νόμισμα, ως παράγωγο του ρήματος «νομίζω», προέκυψε από την
ανάγκη να διευκολυνθούν οι συναλλαγές σε ευρύτερη κλίμακα. Είναι
το μέσο και το μέτρο που καθορίζει την αξία των αγαθών, που
πουλιούνται ή αγοράζονται.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο είδη οικονομίας: την «κατά φύσιν
κτητική», που καλύπτει τις λογικές ανάγκες του ανθρώπου και την
«παρά φύσιν» που εξυπηρετεί αλόγιστες επιθυμίες. Στη δεύτερη αυτή
μορφή ανήκουν η «καπηλεία», η «εμπορία», η «τοκογλυφία», η
«σωματική εργασία» με μισθό.

* * *
«Η κώμη μοιάζει με οικογενειακή αποικία και γι’ αυτό ορισμένοι
αποκαλούν τους κατοίκους της «ομογάλακτους», επειδή είναι παιδιά
της οικογένειας και παιδιά των παιδιών της». Η ένωση περισσοτέρων
οικογενειών δεν είναι προσωρινή αλλά μόνιμη.
«… η δ’ εκ πλειόνων οικιών κοινωνία πρώτη χρήσεως ένεκεν μη
εφημέρου κώμη. Μάλιστα δε κατά φύσιν έοικεν η κώμη αποικία οικίας
είναι, ο καλούσι τινές ομογάλακτας, παίδας τε και παίδων παίδας» 1.
Μια κοινωνία με περισσότερες κώμες σχηματίζει την πόλη, που
στόχος της είναι η αυτάρκεια, για να γίνει ευκολώτερη η εξασφάλιση
των «αναγκαίων» για τη ζωή των πολιτών της. Αν κάποιος (το μέρος)
εγκαταλείψει την πόλη (το σύνολο) παύει να είναι αυτάρκης.
1
Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 1, Πολιτικά 1, Βιβλίο Πρώτο, σελ. 52, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ,
Αθήνα 1993.

54
Τα εργαλεία είναι μέσα παραγωγής, ενώ το κτήμα είναι μέσο
χρήσης. Ένα είδος φυσικής κτήσης που ανήκει στη διοίκηση το Οίκου.
Είναι δηλαδή απόκτηση πραγμάτων αναγκαίων για τη ζωή και
χρήσιμων στην πόλη και στην οικογένεια.
Ο πραγματικός πλούτος απαρτίζεται από αυτά τα στοιχεία, γιατί
η αυτάρκεια σε πράγματα που κάνουν ευχάριστη τη ζωή δεν είναι
απεριόριστη «Δεν έχουν τεθεί όρια για τον πλούτο στους ανθρώπους»,
όπως λέει ο Σόλων.
«…ώσπερ Σόλων φησί ποιήσας «πλούτου δ’ ουθέν τέρμα
πεφασμένων ανδράσι κείται» 1.
Η χρηματιστική είναι ένα άλλο είδος τέχνης απόκτησης
απεριόριστων αγαθών και πλούτου, σύμφωνα με την οποία δεν
φαίνεται να υπάρχει περιορισμός στον πλούτο και στα αποκτήματα 2.
Το λιανικό εμπόριο δεν είναι από τη φύση του είδος τέχνης της
απόκτησης (αγαθών και πλούτου). Στην πρώτη κοινωνία (δηλ. αυτή
του Οίκου) δεν είχε καμία θέση το λιανικό εμπόριο, γιατί όλα ήταν
κοινά. Εμφανίζεται όταν η κοινωνία έγινε μεγαλύτερη, οπότε για τις

1
Αριστοτέλης, Άπαντα τόμος 1, Πολιτικα1 βιβλίο πρώτο, σελ. 78, Κάκτος , 1993.
2
(…οι παλιοί νομοθέτες αναγνώριζαν το γεγονός ότι η εξίσωση της περιουσίας
επιδρά στην πολιτική κοινωνία. Όπως ο Σόλων που θέσπισε σχετικό νόμο (…) να
αποκτά κανείς όση γη θέλει. Επίσης υπάρχουν κι άλλες νομοθεσίες που εμποδίζουν
την πώληση της περιουσίας, εκτός αν αποδείξει ολοφάνερα ο ιδιοκτήτης πως τον
βρήκε ατύχημα. Υπάρχει όμως και νόμος που επιβάλλει τη διατήρηση των παλιών
κλήρων. Η κατάργησή του, όπως στη Λευκάδα, έκανε το πολίτευμα πέρα για πέρα
δημοκρατικό, αφού έπαψαν να παίρνουν αξιώματα όσοι είχαν καθορισμένα
εισοδήματα).
Σχόλιο φιλολογικής ομάδας ΚΑΚΤΟΥ: «Η Λευκάδα ήταν αποικία Κορινθίων και
Κερκυραίων που ιδρύθηκε από τον τύραννο της Κορίνθου Περίανδρο. Για το
πολίτευμά της δεν γνωρίζουμε τίποτ’ άλλο απ’ όσα αναφέρονται εδώ. Φαίνεται όμως
πως είχε χαρακτήρα αριστοκρατικό και τιμοκρατικό, όπως και η μητρόπολη, που
μετατράπηκε σε δημοκρατία μετά τη διάλυση των τιμοκρατικών θεσμών».
(Αριστοτέλης, πολιτικά Β΄ σελ. 143 και 245, Κάκτος).

55
ανάγκες της έκανε ανταλλαγές. Αντάλλασσαν μεταξύ τους τα
απαραίτητα για τη ζωή (π.χ. έδιναν κρασί κι έπαιρναν σιτάρι).
Αναγκαστικά άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα νομίσματα, όταν οι
κάτοικοι μιας χώρας εξαρτώνταν από μια άλλη, για να εισάγουν όσα
τους έλειπαν και να εξάγουν όσα περίσσευαν.
Το νόμισμα έφερε το λιανικό εμπόριο και το κέρδος. Έτσι,
επικράτησε η άποψη ότι η «χρηματιστική» σχετίζεται κυρίως με το
νόμισμα και έχει ως κύριο έργο της τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Όσοι συναλλάσσονται με το χρήμα πλουτίζουν απεριόριστα.
Το σημαντικότερο είδος της τέχνης της συναλλαγής είναι το
εμπόριο, το οποίο διακρίνεται σε θαλάσσιο, σε χερσαίο, στη
μεταφορά των αγαθών και την έκθεσή τους στο κατάστημα. Δεύτερο
είδος στη σειρά έρχεται η τοκογλυφία και τρίτο είδος η έμμισθη
εργασία (η εργασία των τεχνικών και η ανειδίκευτη σωματική
εργασία). Ως τρίτο είδος της τέχνης απόκτησης πλούτου αναφέρει ο
Αριστοτέλης την εκμετάλλευση της γης, - όχι όμως την καλλιέργεια
που φέρνει τους καρπούς,- αλλά το υπέδαφος που φέρνει τα
μεταλλεύματα και το κόψιμο των δέντρων.
Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης μιλάει για τις ενδοοικογενειακές
σχέσεις: του άνδρα με τη γυναίκα του και του πατέρα με τα παιδιά
του, ποια αρετή ταιριάζει στον καθένα, ποιο είναι το καλό και ποιο
όχι… Για να είναι σπουδαία η πόλη πρέπει και τα παιδιά να είναι
σπουδαία και οι γυναίκες να είναι επίσης σπουδαίες. Κι αυτό πρέπει
να ενδιαφέρει, γιατί οι γυναίκες αποτελούν το μισό πληθυσμό των
ελευθέρων της πόλης, ενώ τα παιδιά θα είναι οι αυριανοί πολίτες.
Συμπερασματικά, ο «οίκος» και η «κώμη» υπάρχουν «κατά
φύσιν», αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέρη ενός μεγαλύτερου
«συνόλου», φυσικού. Επειδή (ο οίκος και η κώμη), μόνα τους, δεν
μπορούν να είναι αυτάρκη, δεν μπορούν και να επιβιώσουν για
μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε να ζήσουν ευτυχισμένα, γιατί και τα

56
δυο προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός «τέλειου φυσικού όντος», της
πόλης, που τα προστατεύει. Σκοπός λοιπόν της πόλης είναι όχι μόνο το
ζην, αλλά το ευ ζην των μελών της. Η αυτάρκεια αναφέρεται τόσο στα
αναγκαία αγαθά για τη ζωή, όσο και στην ευτυχισμένη ζωή. Ως
σκοπός, η αυτάρκεια ταυτίζεται με το άριστο αγαθό.
Κατά τον Αριστοτέλη, το κράτος υπάρχει όχι για να περιορίζει,
αλλά για να δημιουργεί και να προστατεύει τα δικαιώματα των
ανθρώπων. Επίσης, οικονομία σημαίνει διαχείριση του Οίκου, αλλά
και οικονομία των προσόδων. Η χρήση του όρου χρηματιστική
αναφέρεται τόσο στην οικιακή οικονομία, όσο και στην οικονομία της
πόλης.
Στο βιβλίο Β΄ ο Αριστοτέλης μιλάει εκτενώς για την
κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες και στα παιδιά, καθώς και στην
κοινοκτημοσύνη της περιουσίας (της ιδιοκτησίας). Υποστηρίζει το
ισχύον σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας και μάλιστα αν βελτιωθεί με
χρηστά ήθη και σωστούς νόμους θα γίνει πολύ καλύτερο. Το έργο
αυτό ανήκει αποκλειστικά στο νομοθέτη.
Στην ανάλυση του Αριστοτέλη επισημαίνονται και τα εξής:
• Η οικονομία είναι η φυσική δραστηριότητα του Οίκου, που
συνδέεται με την παραγωγή (και την κατανάλωση) αγαθών για τη ζωή
(επιβίωση), δηλ. η αξία χρήσης.
• Η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται υποκειμενικά, ανάλογα
με την ανάγκη (ζήτηση) και η συναλλαγή διεκπεραιώνεται με
ενδιάμεσο το χρήμα (νόμισμα), που μπορεί να εκφράσει διαφορετικές
αξίες σε κοινή γλώσσα.
• Η οικονομία, με την ευρύτερη έννοια του όρου, δεν αφορά
μόνο τον Οίκο, αλλά αποτελεί αντικείμενο και της πολιτικής. Η
οικονομία, η ηθική και η πολιτική προσδιορίζονται αμοιβαία. Η

57
ανάλυση του Αριστοτέλη για τον οικονομία είναι άρρηκτα
συνδεδεμένη με την πολιτική.
Η πολιτική βέβαια δεν έχει σχέση μόνο με την οικονομία, αλλά και
με την κοινωνική διάρθρωση, το γεωγραφικό περιβάλλον, την παιδεία
και γενικά τις αξίες βάσει των οποίων οργανώνεται η πολιτική ζωή 1.

* * *
Υπάρχουν ακόμα δύο βιβλία με τίτλο Οικονομικός Α΄ και
Οικονομικός Β΄ στο όνομα του Αριστοτέλη, από τα οποία όμως κανένα
δεν θεωρείται γνήσιο έργο του Σταγειρίτη.
Το πρώτο βιβλίο περιέχει στοιχεία από τα Πολιτικά του
Αριστοτέλη και τα Οικονομικά του Ξενοφώντα. Φαίνεται πως είναι
έργο συγγραφέα από το στενό περιβάλλον του Αριστοτέλη – μαθητής
του ιδίου ή διαδόχου του – της Περιπατητικής Σχολής.
Το δεύτερο βιβλίο πρέπει να είναι έργο άλλου συγγραφέα.
Διακρίνει την οικονομία σε τέσσερες κατηγορίες: Βασιλική, Σατραπική,
Πολιτική και Ιδιωτική, διάκριση που δεν ήταν γνωστή στον Αριστοτέλη.
Η συγγραφή του προσδιορίζεται στο δεύτερο ήμισυ του 3ου π.Χ.
αιώνα, δηλ. μετά το θάνατο του Αριστοτέλη (384-323 π.Χ.), ενώ
αρκετά από τα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτό είναι
μεταγενέστερα. Ο συγγραφέας του πρέπει να έζησε σε περιοχή της
Ασίας.
Τα περιεχόμενα των βιβλίων είναι:
Βιβλίο Πρώτο:
− Οικονομία και πολιτική.
− Διάκριση περιουσιακών στοιχείων και Διαχείριση.
− Η θέση της γυναίκας στο σπίτι.
1
Αριστοτέλης, Πολιτικά VII, VIII, τόμος Δ΄ (εισαγωγικά), Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα
2009.

58
− Οι δούλοι.
− Διοίκηση του οίκου και καθήκοντα του Κυρίου.
Βιβλίο Δεύτερο:
− Βασιλική.
− Σατραπική.
− Πολιτική και
− Ιδιωτική οικονομία.

Πηγή: Άπαντα, Τόμος 4, Μεγάλα Ηθικά, Οικονομικός… Εκδόσεις


ΚΑΚΤΟΣ.

2. Ξενοφών
2.1. Οικονομικός 1
Το μέρος αυτό του κειμένου του Ξενοφώντα ξεκινάει με ένα
διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του Κριτόβολου (γιου του Κρίτωνα,
πλούσιου Αθηναίου). Από το διάλογο αυτό βγαίνουν τα εξής
συμπεράσματα: Ως οικονομία νοείται η οικιακή οικονομία, δηλ. η
διαχείριση του οίκου. Η οικονομία είναι το όνομα μιας επιστήμης,
όπως του γιατρού, του σιδηρουργού ή του ξυλουργού. Ο σκοπός
εκείνου που ασχολείται με την οικονομία είναι να διοικεί σωστά τα το
οίκου του. Μπορεί ωστόσο να δουλέψει και για κάποιον άλλο, το ίδιο
καλά, όπως και για τον εαυτό του, παίρνοντας μισθό για αμοιβή. Ο
οίκος αποτελείται από όσα διαθέτει κάποιος ακόμα κι αν βρίσκονται
έξω από την πόλη. Αποτελούν τμήμα του. Επισημαίνεται ότι τα
βλαβερά δεν αποτελούν ιδιοκτησία το ΟΙΚΟΥ, αλλά μόνο τα ωφέλιμα,
γιατί τα βλαβερά είναι ζημιά και όχι όφελος (εκτιμώμενα σε χρήμα).
Μόνο τα χρήσιμα πράγματα αποτελούν «χρήματα». Ωστόσο, ακόμα
και τα χρήματα δεν αποτελούν αγαθό γι’ αυτόν που δεν γνωρίζει να τα

1
Ξενοφών, (Άπαντα 11), Οικονομικός, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992.
59
χρησιμοποιεί σωστά, ούτε η γη αποτελεί αγαθό για κάποιον που
δουλεύοντάς την, ζημιώνεται. Αγαθό είναι αυτό από το οποίο μπορεί
κάποιος να ωφεληθεί. Ο καλός λοιπόν οικονόμος είναι αυτός που
ξέρει ακόμα και τους εχθρούς του να χρησιμοποιεί σωστά, ώστε να
ωφελείται από αυτούς, πολύ περισσότερο από τους φίλους. Τελικά,
ούτε οι ικανότητες των ανθρώπων, ούτε η ιδιοκτησία τους δεν
αποτελούν αγαθά (χρήματα), αν δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να τα
χρησιμοποιούν σωστά. Αγαθό είναι αυτό από το οποίο μπορεί κανείς
να ωφεληθεί.
Σε ότι αφορά τους δούλους, κάποιοι από αυτούς, - που έχουν
ευγενική καταγωγή και ικανότητες στην πολεμική τέχνη ή σε ειρηνικά
έργα, - δεν επωφελούνται. Αν και εύχονται να είναι ευτυχισμένοι και
άρα επιθυμούν να κάνουν όσα θα τους επέφεραν αγαθά, δεν το
κάνουν γιατί εμποδίζονται από αυτούς που τους διατάζουν: η
οκνηρία, η μαλθακότητα της ψυχής και η αδιαφορία είναι κακά
πράγματα. Ακόμα και οι λύπες μεταμφιεσμένες σε ηδονές τους
κρατούν μακριά από τα ωφέλιμα έργα. Υπάρχουν και άλλοι που,
παρότι εργάζονται σκληρά για να αποκτήσουν εισοδήματα
καταστρέφουν τα σπίτια τους και υποφέρουν από έλλειψη
εισοδήματος. Αυτοί είναι δούλοι πολύ σκληρών αφεντικών.
Ο Ξενοφών δια στόματος του Σωκράτη συνεχίζει να συμβουλεύει
τον Κριτόβουλο. Ονομάζει την οικονομία επιστήμη κι αυτή η επιστήμη
επιτρέπει στους ανθρώπους να αυξάνουν τον ΟΙΚΟ τους. Ως κτήμα
είναι ό,τι είναι ωφέλιμο για τη ζωή του καθενός. Ωφέλιμο είναι ό,τι
ξέρουμε και μπορούμε να το χρησιμοποιούμε.
Στη συνέχεια ακολουθεί ο διάλογος του Σωκράτη με τον
Ισχόμαχο 1.

1
Δεν είναι γνωστό αν ο Ισχόμαχος ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή απλώς
αυτοπροσωπογραφία, ενδεχομένως του Ξενοφώντα.
60
Ο Ξενοφών αφιερώνει αρκετό χρόνο για τις σχέσεις του άνδρα
και της γυναίκας μέσα στον ΟΙΚΟ και τα καθήκοντα του καθενός, ώστε
ο ΟΙΚΟΣ να λειτουργεί εύρυθμα. Αυτό που αυξάνει τα αγαθά και την
ευτυχία στους ανθρώπους δεν είναι η χάρη και η ομορφιά της
γυναίκας, αλλά οι αρετές της. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο και πιο
όμορφο από την τάξη: να τακτοποιήσει τα πράγματα έτσι ώστε να
ξέρει που να τα βρει κανείς. Το κάθε πράγμα να έχει τη θέση του. Στις
ευνομούμενες πόλεις δεν αρκεί οι πολίτες να έχουν καλούς νόμους,
αλλά επί πλέον να έχουν καλούς φύλακες των νόμων: να επιβλέπουν
και να επαινούν αυτούς που συμμορφώνονται με τους νόμους και να
τιμωρούν όσους τους καταπατούν.
Η γεωργία είναι φίλη του ανθρώπου. Είναι χρήσιμη, ευχάριστη,
τιμητική, αγαπητή στους Θεούς και στους ανθρώπους και επί πλέον η
πιο εύκολη. Πώς να μην είναι ευγενικό έργο. Αποκαλούνται ευγενικά
και όλα τα ζώα, που είναι όμορφα, δυνατά, χρήσιμα και καλά με τους
ανθρώπους. Για να ασχοληθεί σωστά κάποιος με τη γεωργία πρέπει να
την κατέχει καλά. Στη συνέχεια ο Ξενοφώντας οδηγεί τη συζήτηση του
διαλόγου στη διδασκαλία της «Τέχνης της Γεωργίας»: Τι πρέπει να
κάνει κανείς, με λεπτομέρειες, πως και πότε να το κάνει… Ποια είναι η
ποιότητα του εδάφους για να δώσει (παράγει) περισσότερα και
καλύτερα προϊόντα. Καταλήγει ότι η γεωργία είναι η πιο ευγενής τέχνη
και για το λόγο ότι τη μαθαίνεις εύκολα. Το φύτευμα των
οπωροφόρων δέντρων ανήκει και αυτό στη γεωργία και είναι εύκολη
υπόθεση.
Ωστόσο, δεν είναι η γνώση ή η άγνοια των καλλιεργητών που
οδηγούν μερικούς στην επιτυχία και άλλους στην αποτυχία ή
χρεωκοπία. Τους κανόνες της επιτυχίας τους γνωρίζουν όλοι. Μόνο
που άλλοι τους εφαρμόζουν σωστά και άλλοι όχι. Η γη δεν εξαπατά,
αλλά με απλότητα δείχνει αυτό που μπορεί να κάνει κανείς κι αυτό
που δεν μπορεί. Η γη, με όλα τα σημάδια της, ελέγχει τους κακούς και

61
τους τεμπέληδες και ανταμείβει τους καλούς και τους επιμελείς, δηλ.
αυτούς που της φέρονται καλά.
Σε ότι αφορά την ικανότητα να διατάζεις με όποια
δραστηριότητα κι αν ασχολείσαι (γεωργία, πολιτική, οικονομία,
πολεμική τέχνη), οι άνθρωποι δεν επιδεικνύουν την ίδια εξυπνάδα. Οι
καλύτεροι αρχηγοί είναι εκείνοι που εμπνέουν στο προσωπικό τους τη
φιλοτιμία και τη θέληση να τους ακολουθούν σε οποιοδήποτε έργο,
ακόμα και επικίνδυνο. Αυτό το χάρισμα, δηλ. το να υπακούουν
εθελοντικά, δίνεται στους σώφρονες ανθρώπους, που είναι
αφοσιωμένοι στο έργο τους.

3. Ξενοφών
3.1. Πόροι ή περί προσόδων 1
Πρόκειται για μια οικονομική μελέτη του Ξενοφώντα με
προτάσεις για βελτίωση των οικονομικών του Κράτους των Αθηνών.
Περιγράφει εγκωμιαστικά τα εύφορα εδάφη της Αττικής: Λόγω του
ήπιου κλίματος είναι πολύ γόνιμα και παραγωγικά. Τα μάρμαρά της
ικανοποιούν πολλές χρήσεις, γι’ αυτό και τα χρησιμοποιούν πολλοί
Έλληνες και ξένοι. Το υπέδαφός της είναι πλούσιο σε πολύτιμα
μεταλλεύματα (Μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου) Η επικράτεια της
Αττικής περιβάλλεται από θάλασσα, που ευνοεί τις εισαγωγές-
εξαγωγές και την αναδεικνύει ως εμπορικό κέντρο. Ο Ξενοφών θεωρεί
την πόλη των Αθηνών ως το κέντρο της Ελλάδας και όλης της
οικουμένης.
Επαινεί τους μετοίκους για όσα προσφέρουν στην Αθήνα και
προτείνει την ιδιαίτερη φροντίδα τους από το κράτος. Η πόλη έχει

1
▪ Ξενοφών, Ο Οικονομολόγος και πολιτειολόγος, Πόροι ή περί προσόδων, Έκδοση
ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα.
▪ Ξενοφών, Πόροι ή περί προσόδων, Έκδοση ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα Μάρτιος 1993
(Άπαντα 11).

62
πολλές ωφέλειες από αυτούς: πληρώνουν φόρους, το μετοίκιο, και
αυξάνουν τα έσοδα του Κράτους, υπηρετούν στο στρατό ως οπλίτες,
χωρίς να πληρώνονται, εκτελούν εμπορικές δραστηριότητες που οι
πολίτες της Αθήνας απαξιούν να εκτελέσουν ενώ αυτοί (οι μέτοικοι)
δεν έχουν το δικαίωμα να αγοράζουν και να γίνονται ιδιοκτήτες γης.
Αν τα εγκαταλειμμένα οικόπεδα και σπίτια μέσα στα τείχη της πόλης,
επιτρέπονταν να τα χρησιμοποιούν οι μέτοικοι, θα έρχονταν πολλοί
περισσότεροι να ζήσουν στην Αθήνα κι έτσι θα αύξαναν τα έσοδα του
Κράτους. Αν ακόμα η πόλη διευκόλυνε τους εμπόρους και τους
καραβοκύρηδες στις εμπορικές δραστηριότητές τους, ώστε να τους
προσελκύσει στο λιμάνι του Πειραιά και στα λοιπά λιμάνια της
Αττικής, θα είχε πολλά να ωφεληθεί λόγω της μεγάλης σημασίας που
έχει το εμπόριο για την ενίσχυση των οικονομικών του κράτους και
στην ανάπτυξη των εισαγωγών (τροφίμων και σιτηρών) που είχε
ανάγκη η πόλη. Για να γίνουν όλα αυτά – υποστηρίζει ο Ξενοφών –
δεν χρειάζεται να δαπανήσει το κράτος τίποτα. Αρκεί να ληφθούν οι
φιλικές αποφάσεις.
Αν η πόλη θεσμοθετήσει βραβεία στην εποπτεία του εμπορίου,
για όποιον ρυθμίζει τις διενέξεις μεταξύ εμπόρων και Κράτους, με
σωστό και γρήγορο τρόπο, ώστε να μη καθυστερεί ο απόπλους των
πλοίων, θα βοηθούσε να αναπτυχθούν περισσότερες εμπορικές
δραστηριότητες. Είναι επίσης καλό οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες
να καλούνται για φιλοξενία, όσοι θεωρούνται ότι ωφελούν την πόλη.
Οι τιμές αυτές στο πρόσωπό τους θα παρακινούσαν πολλούς
εμπόρους να έρχονται πιο συχνά στην πόλη της Αθήνας. Όσο
περισσότερο γίνεται αυτό, τόσο οι εισαγωγές-εξαγωγές θα αυξάνουν,
οι ενοικιάσεις το ίδιο, αλλά και περισσότεροι φόροι θα εισπράττονται.
Όταν υπάρχει αυξημένη οικονομική δραστηριότητα είναι καλό
να χτίζει η πόλη καταλύματα για τους καραβοκύρηδες στα λιμάνια
της. Νομίζει ακόμα ο Ξενοφών ότι αν η Αθήνα αποκτήσει κρατικά
φορτηγά πλοία – όπως έχει και κρατικές τριήρεις – και τα ενοικιάζει με
63
εγγύηση στους εμπόρους ναυτικούς, θα μπορούσε να αποκομίσει
πολλά έσοδα για το Κράτος.
Προτείνει επίσης την πληρέστερη εκμετάλλευση των
αργυρούχων μεταλλείων του Λαυρίου, τα οποία θεωρεί ανεξάντλητα,
και είναι μια μεγάλη πηγή εσόδων για το Κράτος. Πιστεύει ότι η λύση
είναι η αύξηση της αγοράς δούλων.
Η δουλειά στα μεταλλεία υπήρχε από πολύ παλιά και αντί να
λιγοστεύει, αυξάνει, γιατί – όπως πιστεύει – υπάρχουν άφθονα
αποθέματα. Κανείς ως τώρα δεν έμεινε χωρίς δουλειά. Πάντα οι
δουλειές εκεί ήταν περισσότερες από αυτές που θα μπορούσαν να
ικανοποιήσουν οι εργαζόμενοι. Όσο περισσότεροι δουλεύουν, τόσο
περισσότερος άργυρος εξορύσσεται και πάντα οι εργολάβοι ζητούν
ακόμα παραπάνω εργάτες για δουλειά. Και φυσικά, στα μεταλλεία δεν
ισχύουν αυτά που λέγονται, για παράδειγμα, ότι όσο περισσότερο
σιτάρι και κρασί παράγονται, τόσο πέφτουν οι τιμές των προϊόντων
αυτών και επομένως οι γεωργικές καλλιέργειες γίνονται ασύμφορες.
Οι γεωργοί εγκαταλείπουν τη γη τους και στρέφονται σε άλλα
επαγγέλματα. Ακόμα, και ο χρυσός, όταν παράγεται σε μεγάλη
ποσότητα η αξία του πέφτει και συγχρόνως αυξάνει η αξία του
αργύρου.
Με τον άργυρο (στα μεταλλεία του Λαυρίου) συμβαίνει το
αντίθετο: Όσο περισσότερες δυνατότητες αύξησης της παραγωγής
υπάρχουν, τόσο περισσότεροι εργαζόμενοι χρειάζονται στην εξόρυξη
και επομένως τόσο περισσότερο θα αυξηθεί η παραγωγή και τα έσοδα
του Κράτους. Όταν ευτυχεί η πόλη, οι πολίτες χρειάζονται
περισσότερα χρήματα να δαπανήσουν: Οι άνδρες για όπλα, για άλογα,
για πολυτελή σπίτια… Οι γυναίκες για ενδύματα και χρυσά στολίδια.
Όταν εξασθενεί η πόλη, από έλλειψη παραγωγής ή πόλεμο, όταν η γη
μένει ακαλλιέργητη, τότε οι πολίτες χρειάζονται χρήματα για τα
απαραίτητα στη ζωή.

64
Αυτό φαίνεται να το έχει καταλάβει η πόλη των Αθηνών, - κατά
τον Ξενοφώντα – γι’ αυτό και δίνει τη δυνατότητα ισότητας πληρωμής
φόρων και στους ξένους, που θέλουν να δουλέψουν στα αργυρούχα
μεταλλεία του Λαυρίου.
Προτείνει: Όπως οι ιδιώτες, αποκτώντας δούλους, που
μισθώνουν στα μεταλλεία, έχουν μια αστείρευτη πηγή εσόδων, έτσι
και η πόλη αν αποκτήσει δημόσιους δούλους – σε αναλογία μέχρι
τρεις ο κάθε Αθηναίος – και τους μισθώσει σε ιδιώτες ή/και στα
μεταλλεία, θα αποκτήσει μια μεγάλη πηγή εσόδων και οι Αθηναίοι θα
αποκτήσουν μια ικανοποιητική βάση κάλυψης βασικών αναγκών.
«…ώσπερ οι ιδιώται κτησάμενοι ανδράποδα 1 πρόσοδον αέναον
κατεσκευασμένοι εισίν, ούτω και η πόλις κτώτο δημόσια ανδράποδα,
έως γίγνοιτο τρία εκάστω Αθηναίων»2.
Είναι εύκολο για τη Βουλή να φέρει δούλους και όποιος από
τους πολίτες θέλει, θα αγοράσει ή θα μισθώσει. Πολλοί από τους
πολίτες που έχουν δουλειές χρειάζονται επί πλέον δούλους για τις
ανάγκες τους.
Ο Ξενοφών ήταν ένθερμος οπαδός της ειρήνης. Πίστευε πως τα
μεγάλα έργα γίνονται εν καιρώ ειρήνης. Στον πόλεμο, μόνο
κατασπατάληση εσόδων και καταστροφές μπορεί να προκύψουν.
Τίποτα δεν είναι αδύνατο να γίνει απ’ όσα ειπώθηκαν
παραπάνω καταλήγει ο Ξενοφών. Όταν γίνουν όλα αυτά, η Αθήνα θα
γίνει πιο αγαπητή στους Έλληνες. Ο λαός της θα ζει με μεγαλύτερη
ασφάλεια, θα έχει πιο άνετη ζωή, οι πλούσιοι θα απαλλαγούν από τα
έξοδα του πολέμου, οι γιορτές θα τελούνται με μεγαλύτερη
μεγαλοπρέπεια. Η πόλη θα ανοικοδομήσει τα τείχη και τους
ναυστάθμους της, θα έχει καλύτερη φήμη… Έτσι, θα μπορέσει η πόλη
να ευτυχεί με ασφάλεια.

1
Ανδράποδο: αιχμάλωτος πολέμου, που πουλιόνταν ως δούλος.
2
Ξενοφών, Πόροι ή περί προσόδων, σελ. 304, Έκδοση ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2007
(Ξενοφών ο οικονομολόγος και πολιτειολόγος).
65
***
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα σύγχρονα βιβλία: του
Θανάση Αθανασόπουλου – Καλόμαλου, Η Ελληνική Κληρονομιά
Ανεξαρτησίας, Εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 2003. Το βιβλίο αυτό
ασχολείται ιδιαίτερα με τον Μικροϊδιοκτητικό τρόπο παραγωγής στην
Αρχαία Ελλάδα και μέχρι σήμερα… καθώς και το βιβλίο του Θεόδωρου
Π. Λιανού, Η Πολιτική Οικονομία του Αριστοτέλη, Έκδοση Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2012. Στόχος του βιβλίου αυτού,
κατά το συγγραφέα, είναι «να γίνει αντιληπτό… τι ακριβώς είπε ο
Αριστοτέλης και όχι να κριθεί η ορθότητα των απόψεών του…».

66
ΚΕΦ. 3 ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΙ
(Προϊστορική εποχή)

Πρώτοι Έλληνες θαλασσοπόροι ήταν οι Κυκλαδίτες, οι


Κρητομινωίτες και οι Μυκηναίοι. Οι Κυκλαδίτες, πραγματοποιούσαν
ταξίδια μικρών αποστάσεων, οι Μινωίτες ταξίδεψαν ακόμα και σε
απομακρυσμένες περιοχές, όπου ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς,
κυρίως στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Αίγυπτο, οι
Μυκηναίοι ταξίδεψαν και ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς στο Αιγαίο,
στα παράλια της Μ. Ασίας και στην Ανατολική και Δυτική Μεσόγειο.
Είχαν επαφές με τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Διαδέχθηκαν τους
περισσότερους εμπορικούς σταθμούς των Μινωιτών. Όμως, η μεγάλη
έκρηξη του Ελληνικού αποικισμού και του θαλάσσιου εμπορίου
ξεκίνησε τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Θα αναφερθούμε στις οικονομικές / εμπορικές δραστηριότητες
των τριών αυτών πολιτισμών 1.
3.1. Ο Κυκλαδικός Πολιτισμός (3.000 – 1.600 π.Χ.)
Οι Κυκλαδίτες με την πάροδο του χρόνου εξελίχθησαν σε
έμπειρους θαλασσοπόρους, που διεκπεραίωναν το εμπόριο στο
Αιγαίο και συνέβαλαν στη διακίνηση όχι μόνο αγαθών( προϊόντων και
πρώτων υλών), αλλά και γνώσεων, ιδεών και πολιτισμών.
Ο Κυκλαδικός πολιτισμός γεννήθηκε την πρώιμη εποχή του
Χαλκού, δηλαδή την εποχή της γενίκευσης της χρήσης των μετάλλων,
κυρίως του χαλκού. Η εποχή του Χαλκού καλύπτει δυο περίπου
χιλιετίες, από το 3.000 μέχρι το 1.100 π.Χ. και διακρίνεται σε

1
Βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η Μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού,
Τόμος 1, ο Αρχαίος Κόσμος, Ηλεκτρονική έκδοση, Αθήνα 2017
(dionysioskontogiorgis.blogspot.GR)

67
Πρωτοκυκλαδική (Πρώιμη), Μεσοκυκλαδική και Υστεροκυκλαδική. Η
Πρωτοκυκλαδική περίοδος καλύπτει το διάστημα από το 3.000 μέχρι
το 2.000 π.Χ. περίπου.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα 1 μαρτυρούν ότι στις Κυκλάδες από
νωρίς καλλιεργήθηκαν οι ελιές, τα αμπέλια, οι φιστικιές, οι συκιές, οι
κερασιές, οι βελανιδιές, οι αμυγδαλιές, οι φακές, τα μπιζέλια, το
κριθάρι, κλπ. Τα κρασιά της Σάμου, της Χίου, της Νάξου, της
Σαντορίνης... ήταν φημισμένα για την ποιότητά τους. Στην
κτηνοτροφία, βασικά είδη ήταν τα αιγοπρόβατα, οι χοίροι και, πολύ
λιγότερο, τα βοοειδή, παρότι το έδαφος στα νησιά αυτά είναι γενικά
πετρώδες, άνυδρο και άγονο. Ακόμα, η οικονομική οργάνωση
περιελάμβανε την αλιεία, το κυνήγι και το εμπόριο. Εκτός όμως από τη
γεωργία και την κτηνοτροφία, ο Κυκλαδικός πολιτισμός είχε να
επιδείξει την αγγειοπλαστική, την καλαθοπλεκτική και την υφαντική,
ενώ τα χάλκινα αντικείμενα (πελέκεις, σπάτουλες, σουβλιά, βελόνες,
λαβίδες, κλπ.), μαρτυρούν το ρόλο της μεταλλοτεχνίας. Τα κοσμήματα
από πηλό, χαλκό, όστρεα και διαφόρους λίθους, επιβεβαιώνουν τη
δραστηριότητα στη μικροτεχνία. Ορισμένα ευρήματα σε χρυσά
κοσμήματα αποκαλύπτουν τις επαφές τους με το Βόρειο Αιγαίο και τη
Βαλκανική. Τα πήλινα αγγεία, τόσο για χρήση στην καθημερινή ζωή
(οικιακά σκεύη με ανάγλυφη απεικόνιση), όσο και τα λεπτότερα
αγγεία με περίτεχνη διακόσμηση, για ειδικές χρήσεις, χαρακτηρίζουν
επίσης την εποχή αυτή τις Κυκλάδες.
Τα σκεύη για την παρασκευή της τροφής, όπως και τα εργαλεία
τους, ήταν λίθινα. Τα αγαλματίδια (ειδώλια), που στη Νεολιθική εποχή
κατασκευάζονταν από πηλό και μάρμαρο, στην Κυκλαδική εποχή
γίνονταν με χαλκό. Παρίσταναν συνήθως γυναικείες μορφές και
σπανιότερα ανδρικές. Τα ταφικά έθιμα παρέμειναν – και στις
επόμενες περιόδους ΙΙ και ΙΙΙ – περίπου ίδια με αυτά της
1
Βλ. Σωτηροπούλου Πέγκυ, Κοινωνία, Οικονομία, Τέχνη, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος
1, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 130 και μετά.
68
Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου. Το νεκρό συνόδευαν στον τάφο
προσωπικά αντικείμενα (κτερίσματα), που σημαίνει ότι οι άνθρωποι
πίστευαν σε μια άλλη ζωή μετά θάνατον, που δεν διαφέρει από την
επίγεια ζωή 1.
Οι τέχνες που αναπτύχθηκαν περισσότερο στις Κυκλάδες ήταν η
αγγειοπλαστική, η μεταλλοτεχνία, η τοιχογραφία και η ναυπηγική. Τα
κυκλαδικά αγγεία της Πρώιμης εποχής του Χαλκού είναι χειροποίητα.
Η χρήση του κεραμικού τροχού έρχεται αργότερα, κατά τη μετάβαση
από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ. Από την
Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, η μαρμαροτεχνική γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Το
γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο με την ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας,
που εφοδίαζε τους τεχνίτες με περισσότερο εξελιγμένα εργαλεία,
ανθεκτικά και αποδοτικά, παράλληλα με την ελεύθερη έκφραση των
τεχνικών. Χαρακτηριστική δημιουργία του Κυκλαδικού πολιτισμού
είναι η μαρμαροτεχνική, δηλαδή η κατασκευή αγγείων και
αγαλματιδίων με ντόπιο μάρμαρο.
Όπως ήδη αναφέραμε, οι Κυκλάδες 2 διέθεταν αξιόλογες πηγές
μετάλλων και φυσικά αξιοποίησαν το φυσικό αυτό πλούτο με ποικίλες
δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές συνεχίστηκαν και κατά τις
επόμενες φάσεις με τον ίδιο ρυθμό, αν όχι επιταχυνόμενο. Η
μεταλλοτεχνία διεύρυνε τις χρήσεις της με τη μείξη χαλκού και
κασσιτέρου, που παρείχε τη δυνατότητα ευκολότερης κατεργασίας και
ανθεκτικότερων κατασκευών. Το πιο διαδεδομένο μέταλλο την εποχή

1
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, που λειτούργησε το 1986, στην Αθήνα, στεγάζει τα
αρχαιολογικά ευρήματα του Κυκλαδικού πολιτισμού.
2
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, τα νησιά των Κυκλάδων αποτελούσαν τις
κορυφές των βουνών μιας αδιάσπαστης συνεχούς χερσαίας γης, που εκτείνονταν
στον Ελληνικό χώρο, από το Ιόνιο μέχρι τη Μ. Ασία και τα Νότια της Κρήτης. Πριν από
12 έως 2 εκατομμύρια χρόνια καταποντίστηκε, λόγω έντονης σεισμικής και
ηφαιστειακής δραστηριότητας και έμειναν εκτός θαλάσσης οι κορυφές των βουνών.
Οι Κυκλάδες μαζί με την Κεντρική Ελλάδα και την Ν. Εύβοια ανήκουν στην ίδια
τεκτονική ενότητα, αυτή του Αιγαίου.
69
αυτή ήταν ο μπρούτζος. Τα εργαστήρια για την παραγωγή τελικών
προϊόντων ήταν κοντά στους οικισμούς και διέθεταν εξειδικευμένους
τεχνίτες. Από μπρούτζο κατασκεύαζαν όπλα, εργαλεία, όργανα
καλλωπισμού και κοσμήματα. Από άργυρο κατασκεύαζαν σκεύη και
κοσμήματα. Από μόλυβδο κατασκεύαζαν αγαλματίδια (ειδώλια) σε
μορφή ανθρώπων, πλοίων, κλπ. Ο οψιανός 1 της Μήλου χρησίμευε για
τη κατασκευή λεπίδων, δρεπάνων, αιχμών σε βέλη, πριονίων, κλπ.,
που εξυπηρετούσαν ανάγκες, όπως το κόψιμο ξύλων, τη συγκομιδή
καρπών, την επεξεργασία δερμάτων, τις οικογενειακές ανάγκες
(προετοιμασία της τροφής), κλπ. Η εξέλιξη από την Πρωτοκυκλαδική Ι
στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ ήταν σημαντική.
Η ανάπτυξη σχέσεων των Κυκλάδων με το λοιπό
Αιγαιοπελαγίτικο χώρο, καθώς και με την Ηπειρωτική Ελλάδα και τη
Μ. Ασία ήταν αναπόφευκτη. Η διακίνηση πρώτων υλών και ετοίμων
προϊόντων χρειάζονταν την ύπαρξη θαλάσσιων μέσων για τη
μεταφορά τους, που οδηγούσε στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και
του εμπορίου 2. Από τα τέλη της Παλαιολιθικής εποχής και όλη τη
Νεολιθική εποχή, οι πρώτες ύλες των Κυκλάδων χρησιμοποιούνταν σε
πολλά νησιά του Αιγαίου, όπως και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Οι
Κυκλάδες φαίνεται πως κατοικούνταν από την 9η χιλιετία π.Χ., δηλαδή
από το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής. Κατά τη Νεολιθική εποχή, οι
σχέσεις αυτές εντάθηκαν (μεταξύ 5.300 και 3.200 π.Χ.).

1
Οψινιανός ή Οψιδιανός: Σκληρό ηφαιστιογενές πέτρωμα (ύαλος), με στιλπνό
μαύρο χρώμα, που χρησιμοποιείται κυρίως στη διακόσμηση.
2
Οι Κυκλάδες διατηρούσαν εμπορικές δραστηριότητες με τα παράλια της Αττικής,
της Βοιωτίας, της Αργολίδας, της Κορίνθου, της Τροίας στη Μ. Ασία, τη Σάμο,
τη Λήμνο και άλλα νησιά. Τα πλοία τους είχαν μεγάλο μήκος και μπορούσαν να
χωρέσουν 20 έως 36 κουπιά. Το εμπορικό ισοζύγιο των Κυκλάδων ήταν
άκρως θετικό. Βλ. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 1, Αθήνα, σελ.
162.
70
3.2. Μινωικός Πολιτισμός (2.800 – 1.100 π.Χ.)
Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης της Κρήτης εντοπίζονται στην
Κνωσό, εκεί που αργότερα φιλοξένησε το Μινωικό ανάκτορο.
Πρόκειται για ημιμόνιμη ανθρώπινη εγκατάσταση, στα μέσα της 7ης
χιλιετίας (7000-6000 π.Χ.), με πρόχειρα κτίσματα από φθαρτά υλικά.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις που μαρτυρούν την καλλιέργεια ορισμένων
δημητριακών από την εποχή αυτή. Τα πρώτα πήλινα αγγεία της
κεραμικής είναι σχετικά πρωτόγονα. Η διακόσμησή τους συναντάται
σπάνια και όταν υπάρχει, είναι άτεχνη. Κατά την Ύστερη Νεολιθική
εποχή, παρατηρείται πρόοδος στην κεραμική και στην διακόσμηση. Οι
κατοικίες πολλαπλασιάστηκαν. Τα σπίτια ήταν περισσότερο
προσεγμένα στο χτίσιμο, στους τοίχους, στα δάπεδα. Την ίδια αυτή
περίοδο δεν αποκλείεται η άφιξη στο νησί νέων ομάδων πληθυσμού,
αν κρίνει κανείς από την αύξηση του αριθμού των κατοικιών, καθώς
και από την αλλαγή προτίμησης ως προς τις θέσεις εγκατάστασης
τους. Εμφανίζεται επίσης μια νέα διακοσμητική τέχνη και παραπέρα
πρόοδος στην κεραμική, σχετικά με το σχήμα των αγγείων, στο χρώμα,
στον τρόπο επεξεργασίας της επιφάνειας, κλπ. Οι εξελίξεις αυτές
οδηγούν στο λυκαυγές της εποχής του Χαλκού. Στις αρχές της νέας
εποχής (περί το 3000 π.Χ.), παρατηρείται ραγδαία εξέλιξη σε νέους
τομείς, όπως στις τεχνικές κατασκευής των αγγείων και της αισθητικής
τους. Τα χαρακτηριστικά τους είναι η ποικιλομορφία και ο εξωραϊσμός
της επιφάνειάς τους με τη χρήση διακοσμητικών στοιχείων 1.
Ωστόσο, οι Προ-ανακτορικές κοινότητες είναι ακόμα αγροτικές,
οργανωμένες σε μικρούς οικισμούς και σπίτια με φθαρτά υλικά. Τα
ταφικά ευρήματα μαρτυρούν ομαδικές ταφές πολλών νεκρών μαζί. Οι
νεκροί συνοδεύονταν από προσωπικά αντικείμενα (εργαλεία, όπλα,
αγγεία, κλπ.). Ανάλογη κατάσταση παρατηρείται και σε άλλες τέχνες,
όπως στη χρυσοχοεία, στη λιθοτεχνία (λιθογλυπτική),
1
Φερεντίνος Γιώργος, Γκιώνη Μαρία, Ο Μινωικός κόσμος, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 1, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 214 και μετά.
71
στη σφραγιδογλυφία..., μέχρι την ώριμη φάση της Προ-ανακτορικής
περιόδου (2500-2100 π.Χ.). Τότε άρχισε η εξέλιξη στις εμπορικές
συναλλαγές στον Αιγαιακό χώρο, η καλύτερη εκμετάλλευση των
εγχώριων πόρων και η βελτίωση των συνθηκών ζωής των πληθυσμών.
Η ίδρυση των πρώτων ανακτόρων 1 στην Κνωσό, τοποθετείται
περί το 1900 π.Χ., δηλαδή στην αρχή της Παλαιοανακτορικής
περιόδου. Η εποχή αυτή θεωρείται κορυφαία ιστορική στιγμή του
Μινωικού πολιτισμού. Συνακόλουθο της ίδρυσης του πρώτου
ανακτόρου, ήταν η μεταβίβαση της διαχείρισης των οικονομικών
πόρων από τις τοπικές μικρές κοινότητες στην κεντρική εξουσία, που
ήταν ο ηγεμόνας βασιλιάς. Είναι τότε που στην κεραμική μπήκε η
χρήση του «ταχύστροφου κεραμικού τροχού» στην Κρήτη. Αυτό
οδήγησε στην ταχύτατη εξέλιξη της κεραμικής τέχνης, τώρα στους
χώρους των Μινωικών ανακτόρων. Εκεί οργανώθηκαν εξειδικευμένα
κεραμικά εργαστήρια.
Η κεραμική φτάνει στο απόγειό της κατά την ώριμη
Παλαιοανακτορική εποχή (περί το 1800-1700 π.Χ.). Παρατηρείται
μεγάλη ποικιλία αγγείων, όπως φλιτζάνια, κυλινδρικά κύπελλα,
φρουτιέρες, λεκάνες, αμφορείς, μικρά πιθάρια (για την αποθήκευση
υγρών ή στερεών τροφίμων) και τελετουργικά αγγεία (για σπονδές).
Κατά τη Νέο-ανακτορική περίοδο (1700-1450 π.Χ.),
σημειώθηκαν στην Κρήτη φυσικές καταστροφές, πιθανόν από
ισχυρούς σεισμούς (περί το 1700 π.Χ.), που κατέστρεψαν τα ανάκτορα
και τους οικισμούς. Ακολούθησε περίοδος ανοικοδόμησης, νέων
ανακτόρων και νέων οικισμών. Το νέο ανάκτορο της Κνωσού πρέπει
να ολοκληρώθηκε περί το 1600 π.Χ., ενώ εκείνα στη Φαιστό και στη
Ζάκρο περί το 1520 με 1500 π.Χ. Η περίοδος ανάμεσα στην
καταστροφή (1700 π.Χ.) και στην επανανοικοδόμηση (1600 π.Χ.),

1
Πλάτων Λευτέρης, Τα Μινωικά ανάκτορα, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 1, εκδ.
ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 218 και μετά.
72
χαρακτηρίζεται από στασιμότητα όλων των καλλιτεχνικών
δραστηριοτήτων. Όλες οι δυνάμεις του πληθυσμού και της εξουσίας
αναλώθηκαν στην επανανοικοδόμηση των ανακτόρων. Τα εργαστήρια
κεραμικής που λειτουργούσαν μέσα στα ανάκτορα νέκρωσαν. Η
επανεκκίνηση της κεραμικής δραστηριότητας γίνεται μετά την
επανασυγκρότηση των ανακτορικών εργαστηρίων. Το θεματολόγιο
στη νέα αυτή περίοδο εμπλουτίζεται τόσο με γεωμετρικά στοιχεία,
όσο και με θέματα του φυτικού βασιλείου και του θαλάσσιου βυθού.
Το σχηματολόγιο των αγγείων αποκτά καινούργιους τύπους, κυρίως
στις κατηγορίες των οικιακών και βιοτεχνικών σκευών (χύτρες, δίσκοι,
θυμιατήρια, αμφορείς, ακόμα και κάδοι για το πάτημα των
σταφυλιών, επιτραπέζια αγγεία, κλπ.). Ευρέθηκαν επίσης ομοιώματα
που συνδέονται με ταφικές τελετουργίες.
Στην ώριμη Νέο-ανακτορική περίοδο (μεταξύ 1700 και 1600 π.Χ.)
εμφανίστηκαν συμπαγή αγαλματίδια, γυναικεία και ανδρικά, που
προσφέρονταν για αφιερώματα. Σημαντική εξέλιξη σημείωσε και η
κατασκευή λίθινων αγγείων, ιδιαίτερα αυτών που φέρουν ανάγλυφη
διακόσμηση με μορφή αφηγηματικής παράστασης. Την ίδια αυτή
περίοδο, δυο ακόμα μορφές τέχνης φτάνουν στο αποκορύφωμά τους:
φαγεντιανή (πορσελάνινη) και η ελεφάντινη (από χαυλιόδοντες
ζώου) 1.
Η ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας κατά την Νεοανακτορική
περίοδο προκύπτει από τη μεγάλη ποικιλία και την υψηλή ποιότητα
που παρουσιάζουν τα ευρήματα που έχουν διασωθεί: χάλκινα σκεύη
μαγειρικής και οικιακής χρήσης, αμφορείς, υδρίες, λεκάνες, κλπ.
Επίσης, όπλα, δόρατα και βέλη, χάλκινα εργαλεία, ξυλουργικά,
γεωργικά (αξίνες, σφυριά, πελέκεις, πριόνια, κλπ.). Ακόμα, ο χαλκός
χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή αγαλματιδίων (ειδωλίων)
ανθρώπων και ζώων. Τα χρυσά κοσμήματα που έφτασαν ως τις μέρες
1
Πλάτων Λευτέρης, Η Μινωική τέχνη, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 1, εκδ. ΔΟΜΗ
Α.Ε., Αθήνα, σελ. 252 και μετά.
73
μας είναι υψηλής αισθητικής και αφορούν περιδέραια, βραχιόλια,
δαχτυλίδια, καρφίτσες, περόνες μαλλιών, κλπ.
Οι τοιχογραφίες σημείωσαν επίσης μεγάλη ακμή, ιδιαίτερα για
τη διακόσμηση των τοίχων των ανακτόρων. Σχεδόν όλες οι
τοιχογραφίες παραστάσεων χρονολογούνται από το 1600 π.Χ. και
μετά. Ανήκουν στις τελευταίες φάσεις της Νεοανακτορικής περιόδου.
Κέντρο της καλλιτεχνικής αυτής δημιουργίας υπήρξε η Κνωσός.
Ο Κρητο-μινωϊκός πολιτισμός είχε, ως κέντρα ανάπτυξής του, τα
ανάκτορα, από τα οποία εκπορεύονταν όλες οι δραστηριότητες και τα
επιτεύγματά του. Στο ανάκτορο είχε την έδρα της η πολιτική εξουσία,
εκεί οργανώνονταν οι λατρευτικές τελετές στις θεότητες, εκεί υπήρχαν
τα εργαστήρια των τεχνών, που δημιουργούσαν τα έργα τους, από
εκεί εκπορεύονταν οι εμπορικές δραστηριότητες και η εντατικοποίηση
της ναυσιπλοΐας.
Η προνομιακή θέση της Κρήτης ώθησε τους Μινωίτες (έτσι
λέγονταν τότε οι κάτοικοί της) να επικοινωνούν με γειτονικούς λαούς
και να δημιουργούν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις. Ο Μινωικός
κόσμος ταξίδεψε πολύ, ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου
ίδρυσαν αποικίες, κυρίως όμως στο χώρο του Αιγαίου, στην Ανατολική
πλευρά της Μεσογείου και στην Αίγυπτο. Η οικονομία της Κρήτης σε
όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού είχε ως βάση την ανταλλαγή
προϊόντων (και όχι το νόμισμα). Οι βασικές οικονομικές
δραστηριότητες ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, το εμπόριο
βιοτεχνικών προϊόντων. Κατά τη Μινωική περίοδο, τα ανάκτορα είχαν
τον πλήρη έλεγχο του εμπορίου. Οι εμπορικές συναλλαγές σε
μακρινές περιοχές της Μεσογείου εξυπηρετούνταν από τους
εμπορικούς σταθμούς που είχαν δημιουργήσει σε σημαντικά λιμάνια.
Τα κυριότερα εισαγόμενα προϊόντα ήταν τα μέταλλα, οι πολύτιμοι
λίθοι, το ελεφαντόδοντο, τα πολυτελή αντικείμενα Αιγυπτιακής και

74
γενικά Ανατολικής προέλευσης. Τα εξαγώγιμα προϊόντα ήταν
γεωργικής και βιοτεχνικής παραγωγής, η ξυλεία, κλπ 1.
Τα σημαντικότερα οικιστικά κέντρα του νησιού ήταν τα
ανάκτορα στην Κνωσό, στην Φαιστό, στη Ζάκρο και στα Μάλια, τα
οποία προφανώς αποτελούσαν και την κατοικία των ηγεμόνων-
βασιλιάδων. Τα ανάκτορα χτίστηκαν σε γεωγραφικά σημεία, που είχαν
τον έλεγχο των πεδιάδων (καλλιέργειες) και εύκολη πρόσβαση στη
θάλασσα (ναυσιπλοΐα). Γύρω τους αναπτύχθηκε πληθυσμιακή
συγκέντρωση και χτίστηκαν οι πρώτες πόλεις (και χωριά). Παρά έξω
υπήρχαν αγροτικές κατοικίες και παραθαλάσσιες εγκαταστάσεις, λόγω
της ανάπτυξης του εμπορίου. Στις παρυφές των ανακτόρων χτίστηκαν
πολυτελείς κατοικίες (επαύλεις), που κατοικούσαν οι άρχοντες του
νησιού.
Κατά την Μετα-ανακτορική εποχή (1450-1100 π.Χ.), τα Μινωικά
στοιχεία τέχνης αφομοιώνονται σταδιακά σε μια ομοιογενή τέχνη για
όλο το Αιγαίο, γνωστή με το όνομα Μυκηναϊκή Κοινή. Αυτό οδήγησε
στον εκμυκηναϊσμό της Κρήτης και του Αιγαίου.
Η αμφίδρομη επίδραση μεταξύ Μινωικής τέχνης και αυτής
άλλων λαών της Ανατολικής Μεσογείου (Αιγύπτου, Ανατολίας,
Παλαιστίνης) κατά την εποχή του Χαλκού που ήκμασε ο Κρητο-
μινωικός πολιτισμός, είναι προφανής και αυτονόητη. Ιδιαίτερα με την
Αίγυπτο, οι επαφές ήταν συχνές και οι επιδράσεις έντονες. Τα
ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν στις χώρες αυτές είναι
πολλά και επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή.
3.3. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός (1.600-1.100 π.Χ.)
Το κέντρο του Μυκηναϊκού κόσμου ήταν στην περιοχή της
Πελοποννήσου: Η Ακρόπολη των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου,
της Μιδέας (μεταξύ Μυκηνών και Τίρυνθας). Βόρεια, εκτός

1
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 1, Αθήνα, σελ. 130.
75
Πελοποννήσου, ήταν τα κέντρα, οι ακροπόλεις στη Βοιωτία (Θήβα,
Ορχομενός, Γλα στη Κωπαΐδα), καθώς και στη Μαγνησία η Ιωλκός.
Στην Αττική ήταν η Ακρόπολη των Αθηνών. Στοιχεία Μυκηναϊκού
πολιτισμού φαίνεται ότι υπάρχουν και στη Μακεδονία. Προς Νότο, οι
Μυκήνες στράφηκαν στη Μινωική Κρήτη, την οποία και κατέκτησαν
στα μέσα του 15ου αιώνα. Η Κρήτη, λόγω της ανάπτυξής της και της
θαλασσοκρατορίας των Μινωιτών, ήταν ένας ελκυστικός προορισμός
για τους Μυκηναίους. Οι Μυκήνες ίδρυσαν επίσης εμπορικούς
σταθμούς σε όλο το Αιγαίο, στα παράλια της Μ. Ασίας και της Εγγύς
Ανατολής, στην Ανατολική Μεσόγειο (όπως ειδικότερα στις Κυκλάδες,
στη Ρόδο, στην Κω, στην Κύπρο, στη Μίλητο, στην Αλικαρνασσό, στη
Συρία, στη Κιλικία...). Είχαν επίσης επαφές με την Τροία, όπως
φαίνεται από τις αφηγήσεις της Ιλιάδας. Στη Δυτική Μεσόγειο, είχαν
επαφές με τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Είναι αυτονόητο ότι οι
περισσότεροι από τους εμπορικούς σταθμούς είχαν δημιουργηθεί από
τους Μινωίτες, τους οποίους διαδέχθηκαν οι Μυκηναίοι, οι οποίοι
προτιμούσαν προφανώς τα παράλια, που διευκόλυναν το δια
θαλάσσης εμπόριο τους και όχι την ενδοχώρα.
Κύριο χαρακτηριστικό του Μυκηναϊκού πολιτισμού ήταν οι
Ακροπόλεις, όπου είχαν τα ανάκτορά τους οι βασιλείς για ασφάλεια
και οπτικό έλεγχο της περιοχής. Στην Αργολίδα – που ήταν οι
Μυκήνες– κατοικούσαν τα πρώιμα γένη των Αχαιών. Ο λόφος όπου
χτίστηκαν τα Μυκηναϊκά ανάκτορα, φαίνεται ότι είχε κατοικηθεί από
την Πρωτοελλαδική εποχή (2800-1900 π.Χ.). Από το 2000 π.Χ.
(Μεσοελλαδική εποχή, 2000-1600 π.Χ.), με την εγκατάσταση νέων
πληθυσμιακών στοιχείων, ο οικισμός μεγάλωσε θεαματικά. Τα μεγάλα
ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου, της Βοιωτίας...,
χτίστηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. και αποτελούσαν ισχυρά
διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα της
ευρύτερης περιοχής. Ισχυρά διοικητικά κέντρα αναπτύχθηκαν επίσης
στην Μιδέα Αργολίδας, στον Ορχομενό Βοιωτίας, στην Ιωλκό

76
Θεσσαλίας. Η εγκατάσταση των Μυκηναίων στο ανάκτορο της
Κνωσού, στην Κρήτη, έγινε στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. (1500-1400
π.Χ.).
Ο λόφος των Μυκηνών ήταν η έδρα των πλουσίων και ισχυρών
βασιλιάδων και των αξιωματούχων τους. Ήταν οχυρωμένος με τα
«Κυκλώπεια τείχη». Η επιλογή του λόφου και η ανάπτυξη της περιοχής
οφείλεται στη γεωγραφική της θέση. Η πρώτη οχύρωση του λόφου
αποδίδεται στο μυθικό Περσέα (περί το 1350 π.Χ.), γιο του Δία και της
Δανάης, ιδρυτή των Μυκηνών. Εκατό χρόνια αργότερα – περί το 1250
π.Χ. – κατασκευάστηκε το «Κυκλώπειο τοίχος» με τις δυο πύλες: την
Πύλη των Λεόντων και τη Βόρεια Πύλη. Η νέα αυτή κατασκευή
αποδίδεται στον Ατρέα, πατέρα του Αγαμέμνονα.
Το 13ο αιώνα π.Χ., στη γύρω περιοχή – εκτός από την
Ακρόπολη– χτίστηκαν σπίτια/κατοικίες, βιοτεχνικά εργαστήρια...,
κατασκευάστηκε οδικό δίκτυο, που συνέδεε την περιοχή και τον
οικισμό με τα λιμάνια. Οι εμπορικές συναλλαγές επεκτάθηκαν και οι
Μυκήνες 1 έγιναν το μεγαλύτερο διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Στα
μέσα του 13ου αιώνα (1300-1200 π.Χ.), έγινε ισχυρός σεισμός που
προξένησε σοβαρές ζημιές στα ανάκτορα και στη γύρω περιοχή, όμως
οι Μυκήνες ανέκαμψαν σύντομα. Κοντά στο 1200 π.Χ. σημειώθηκαν
ταραχές μεγάλης έκτασης στην Ανατολική Μεσόγειο, με σημαντικές
επιπτώσεις στο θαλάσσιο εμπόριο, το οποίο σημείωσε κάμψη. Την
ίδια περίπου εποχή (1180-1150 π.Χ.), τοποθετείται και ο Τρωικός
πόλεμος, ο οποίος ενέχεται, κατά μια άποψη, για την παρακμή του
Μυκηναϊκού πολιτισμού.

1
Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την
ετυμολογία του ονόματος Μυκήνες. Επικρατέστερες είναι: α) Αυτή που υποστηρίζει
ότι παράγεται από τη λέξη μύκης (μανιτάρι), άρα ήταν μια περιοχή που
ευδοκιμούσαν τα μανιτάρια, β) Αυτή που υποστηρίζει ότι προήλθε από το όνομα της
νύμφης Μυκήνη, κόρη του Ινάχου και ανήκει στο Προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
77
Το ανάκτορο των Μυκηνών καταστράφηκε από πυρκαγιά, καθώς
και άλλα κτίρια στην Ακρόπολη, την ίδια αυτή εποχή(;). Το οριστικό
τέλος της Μυκηναϊκής εποχής ήρθε με την κάθοδο των Δωριέων το
1100 π.Χ.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) αναπτύχθηκε σε
ολόκληρο σχεδόν τον Ελληνικό χώρο. Η ακτινοβολία του όμως
ξεπέρασε τα σύνορα του τότε Ελληνικού χώρου και έφτασε στη Μ.
Ασία, στην Εγγύς Ανατολή, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία, ακόμα και στην
πρωτόγονη ΒΔ Ευρώπη. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ήταν
επηρεασμένος, στην αρχή τουλάχιστο, από το Μινωικό, σε πολλούς
τομείς, όπως στη θρησκεία, στην τέχνη και στην Οικονομία. Στη
συνέχεια όμως ακολούθησε το δικό του δρόμο και διαμόρφωσε τα
δικά του χαρακτηριστικά 1.
Στη Μεσοελλαδική εποχή, η γεωργία και η κτηνοτροφία
αποτελούσαν τις βασικές πηγές πλούτου, ενώ είχε αρχίσει να
αναπτύσσεται και η ναυτιλία και το δια θαλάσσης εμπόριο. Τα
εργαστήρια μεταλλουργίας πλήθαιναν και η χρήση του μπρούτζου
(μείγμα χαλκού με κασσίτερο), εξαπλώνονταν. Καλούνταν τεχνίτες
από την Κρήτη να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κι αυτό έφερνε νέα
στοιχεία και προκαλούσε επανάσταση στην τέχνη. Νέα προϊόντα
εμφανίστηκαν στην εσωτερική αγορά και στις εξαγωγές, το εμπόριο
μεγεθύνθηκε και αναδύθηκε μια ισχυρή κεντρική εξουσία. Οι
βασιλικοί τάφοι των Μυκηνών με τα πολύτιμα κτερίσματα, αποτελούν
απόδειξη της κοινωνικής ζωής και του πλούτου των ηγεμόνων του
Μυκηναϊκού κόσμου.
Ελληνικά διακοσμητικά θέματα παρατηρούνται και στις χώρες
της Ευρώπης. Εμφανίζεται όμως και η αντίθετη ροή. Πρώτες ύλες
όπως το πολύτιμο κεχριμπάρι για την κατασκευή κοσμημάτων που
συνόδευαν τους νεκρούς στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών και

1
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 1, Αθήνα, σελ. 50.
78
της Πύλου, εισάγονται από τις χώρες της Βαλτικής. Οι μεγάλοι
θολωτοί τάφοι αποτελούν δείγματα σπουδαίας αρχιτεκτονικής με
πλούσια κτερίσματα 1.
Τα ανάκτορα, εκτός από διοικητικά κέντρα, είχαν και άλλες
αρμοδιότητες: εκεί συγκεντρώνονταν τα αγροτικά προϊόντα, σε
αποθήκες που προβλέπονταν γι αυτό το σκοπό, εκεί αποθηκεύονταν
οι πρώτες ύλες για κατεργασία στα ανακτορικά εργαστήρια, εκεί
τηρούνταν τα αρχεία της Γραμμικής Β΄ και καταγράφονταν οι
οικονομικές δραστηριότητες και το ανθρώπινο δυναμικό που
εργάζονταν μέσα στα ανάκτορα. Εκεί οι τεχνίτες-καλλιτέχνες
καταπιάνονταν με το έργο τους και δημιουργούσαν τα καλλιτεχνήματά
τους... Το ανάκτορο είχε τον έλεγχο της γεωργικής και κτηνοτροφικής
παραγωγής, ειδικότερα της παραγωγής κρασιού, ελαιολάδου και
αρωμάτων. Το ίδιο οργάνωνε το εμπόριο με τις χώρες της Ανατολικής
Μεσογείου: Αίγυπτο, Κύπρο, Εγγύς Ανατολή, κλπ.
Συνοπτικά, οι γεωργικές καλλιέργειες αφορούσαν τα
δημητριακά (κατείχαν την πρώτη θέση στις καλλιέργειες), τα
ελαιόδεντρα (το ελαιόλαδο είχε πολλαπλές χρήσεις: στη μαγειρική, ως
φωτιστικό μέσο, στην ατομική περιποίηση, κλπ.), τις συκιές (τα σύκα
είχαν σημαντική θέση στο διαιτολόγιο), τα αμπέλια (καλλιεργούνταν
μαζί αμπελώνες και συκιές). Το κρασί το έπιναν αναμεμιγμένο με νερό
και όχι σκέτο, η μελισσοκομία ήταν επίσης διαδεδομένη τα
Μυκηναϊκά χρόνια.
Ανατρέχοντας στη βιοτεχνία, παρατηρούμε ότι η επέκταση του
χαλκού και των παραγώγων του, όπως και των πολυτίμων μετάλλων,

1
Ένας μεγάλος αριθμός μνημείων βρίσκεται στα Δυτικά της Ακρόπολης των
Μυκηνών, ο ταφικός κύκλος Β’ (θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι, βιοτεχνικά κτίρια και
σπίτια-κατοικίες). Στη Νότια πλευρά βρίσκεται ο θολωτός τάφος της
Κλυταιμνήστρας. Χτίστηκε περί το 1220 π.Χ. Στην Ανατολική πλευρά του λόφου της
Παναγίτσας, βρίσκεται ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος των Μυκηνών, ο οποίος είχε
πάρει το όνομα «θησαυρός του Ατρέα», πατέρα του Αγαμέμνονα.
79
ήταν μεγάλη. Οι ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό
μεταλλικών σκευών, όπως αγγείων, όπλων, εργαλείων και
κοσμημάτων, με πρώτη ύλη το χαλκό, το μπρούτζο, το μόλυβδο, το
χρυσό, τον άργυρο. Τα μέταλλα που δεν υπήρχαν στο υπέδαφος της
χώρας, εισάγονταν από χώρες του εξωτερικού (Αίγυπτος, Μ. Ασία,
Κύπρος, Σαρδηνία, Βαλτικές χώρες).
Η Μυκηναϊκή τέχνη μέχρι το 1400 π.Χ. ήταν επηρεασμένη από τη
Μινωική. Στη συνέχεια, οι Μυκηναίοι διαμόρφωσαν τη δική τους
τέχνη. Οι τοιχογραφίες ακολούθησαν την τεχνική της νωπογραφίας
(ζωγραφίζοντας πάνω σε νωπό ασβεστοκονίαμα). Στα εργαστήρια
είχαν αναπτυχθεί οι τέχνες της κεραμικής, της υφαντικής, της
ελεφαντουργίας (με χαυλιόδοντες ελεφάντων), της λιθοτεχνίας, της
σφραγιδογλυφίας, της μεταλλοτεχνίας, της γλυπτικής 1.
Τα χάλκινα σκεύη χρησιμοποιούνταν στην καθημερινή ζωή των
ανθρώπων και αφορούσαν λεκάνες, υδρίες, κρατήρες, τρίποδες,
φιάλες, λυχνάρια, λέβητες... Τα χάλκινα εργαλεία ήταν απαραίτητα
για τις παραγωγικές ασχολίες, όπως τη γεωργία, το ψάρεμα, τη
ξυλουργική, τη μεταλλοτεχνία, κλπ. Τα όπλα ήταν επιθετικά (ξίφη,
λόγχες, τόξα, κλπ.) και αμυντικά (θώρακας, κράνη, επιγονατίδες, κλπ.),
για την αντιμετώπιση εξωτερικών κινδύνων, κλπ.
Τα πολύτιμα αγγεία, δηλαδή σκεύη από χρυσό ή άργυρο,
συνόδευαν το τραπέζι των ηγεμόνων και των αξιωματούχων, και
κοσμούσαν τους τάφους των επιφανών προσώπων (κτερίσματα). Ο
χρυσός και ο άργυρος χρησιμοποιούνταν επίσης για κοσμήματα, για
ζωγραφική πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες, για δαχτυλίδια που
χρησίμευαν και ως σφραγίδες, για πολύτιμα τελετουργικά σκεύη στις
νεκρικές σπονδές, κλπ.
Ως αξιόλογα έργα τέχνης αξίζει να αναφερθούν τα τροχήλατα
πήλινα αγαλματίδια (ειδώλια), που απεικόνιζαν γυναικείες (κυρίως)

1
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 1, Αθήνα, σελ. 53.
80
και αντρικές μορφές, αλλά και ζώα, οι τοιχογραφίες, που απεικόνιζαν
τελετουργικές πομπές, σκηνές πολέμου και κυνηγιού, θεότητες, κλπ.,
η σφραγιδογλυφία, η ελεφαντουργία (χαυλιόδοντες ελέφαντα), λίθινα
σκεύη, κεραμικά, αντικείμενα πολεμιστών της υψηλής κοινωνικής
τάξης, όπως χρυσά διαδήματα, περιβραχιόνια, περόνες, σκουλαρίκια.
Την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή ακολούθησαν δυο σκοτεινοί
αιώνες (1050-850 π.Χ.), όπου η παρακμή σε όλους τους τομείς στον
Ελληνικό χώρο ήταν ορατή 1. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε
Γεωμετρική: Πρωτογεωμετρική και ακολούθησε η Ύστερη Γεωμετρική.
3.4. Η ναυτιλία
Το ποντοπόρο πλοίο, κωπήλατο και ιστιοφόρο, φαίνεται πως
αναπτύχθηκε κατά τη δεύτερη χιλιετία (εποχή του Χαλκού). Όμως, η
ύπαρξη θαλάσσιων μέσων μεταφοράς πρέπει να χρονολογείται πολύ
νωρίτερα, από τη Νεολιθική εποχή, όπως φαίνεται από τη μελέτη του
Κυκλαδικού πολιτισμού. Η ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των νησιών του
Αιγαίου και με την Ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και η διακίνηση
πρώτων υλών (π.χ. οψιανός της Μήλου), και ετοίμων προϊόντων,
απαιτούσαν την ύπαρξη θαλάσσιων μέσων μεταφοράς (βλ.
παραπάνω, Κυκλαδικός πολιτισμός). Τα πλοία αυτά της δεύτερης
χιλιετίας, ενισχυμένα εσωτερικά, ταξίδευαν πλέον στη Μεσόγειο,
κυρίως στην Ανατολική. Την εποχή αυτή δεν υπήρχε διάκριση σε
εμπορικά και πολεμικά πλοία. Η διάκριση αυτή φαίνεται πως γίνεται
πολύ αργότερα, κατά τον 9ο αιώνα π.Χ. Τα Ελληνικά πλοία που
συμμετείχαν στο Τρωικό πόλεμο, δεν φαίνεται να ήταν πολεμικά. Οι
περιγραφές του Ομήρου δεν αναφέρουν κάτι τέτοιο. Η όλη αφήγησή
του, οδηγεί σε πλοία κοινά εμπορικά, που χρησίμευαν για τη
μεταφορά του στρατού και των αποσκευών του. Ναυμαχία κατά τον
Τρωικό πόλεμο δεν υπήρξε.

1
Βλ. Παπάζογλου-Μανιουδάκη Λένα, Μυκηναϊκή τέχνη και πολιτισμός, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 1, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 378-412.
81
Στα Ομηρικά χρόνια (όταν γράφηκαν τα έπη του Ομήρου),
αναφέρονται από την ιστοριογραφία δυο τύποι πλοίων: α) Το πλοίο
«εικοσόρος», με είκοσι κουπιά, μικρό σε μέγεθος, που εκτελούσε
μεταφορές μικρών αποστάσεων, και β) το πλοίο «πεντηκοντόρος»1, με
πενήντα κουπιά, για μεγαλύτερες αποστάσεις, το οποίο ήταν φορτηγό
και χρησίμευε κυρίως για τις μεταφορές στρατιωτών. Ήταν ένα μακρύ
σκάφος, δεν είχε κατάστρωμα και χρησιμοποιήθηκε πριν από την
καθιέρωση της τριήρους (ταχύπλοο πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές
κουπιών). Τα πλοία αυτά είχαν τιμόνι, ένα στην πρύμνη, ή δυο, ένα
στην κάθε πλευρά, πέτρινες άγκυρες, σχοινιά για την πρόσδεση στην
ξηρά, κοντάρια για την προσάραξη, κλπ.
Τα πλοία στην εποχή του Χαλκού ταξίδευαν σε χρονικές
περιόδους που το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Όταν δηλαδή
υπήρχε νηνεμία στις θάλασσες και ούριος άνεμος. Κι αυτό συνέβαινε
κυρίως στους καλοκαιρινούς μήνες. Η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας
έφερε και τις αποικίες. Οι Έλληνες, φύσει τολμηροί και επιχειρηματίες,
ανέπτυξαν το εμπόριο και τη ναυτιλία και δημιούργησαν, σε επίκαιρα
σημεία στα παράλια της Μεσογείου, αποικίες και εμπορικούς
σταθμούς με έντονο το Ελληνικό στοιχείο. Η εξέλιξη αυτή ξεκίνησε
από την εποχή του Κυκλαδικού πολιτισμού και εντάθηκε κατά την
εποχή του Μινωικού και του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Συνεχίστηκε
φυσικά για πολλούς αιώνες μετά, μέχρι την Ελληνιστική εποχή και τη
Ρωμαϊκή κατάκτηση 2.

1
Βλ. Τζαμτζής Αναστάσιος, Ναυτιλία, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 1, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε.,
Αθήνα, σελ. 398-528.
2
Ο Ησίοδος μιλάει για τις κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούν στη θάλασσα και
τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ναυτιλία. Δίνει συμβουλές στους
ναυτιλλομένους πώς να διασφαλίζουν το πλοίο και τα άρμενά του. Αυτός που
ταξιδεύει το κάνει όχι για τα πλούτη, αλλά για να ξεφεύγει από τη μαύρη τη φτώχεια
(…). Παίνια (=επαίνους) να κάνεις στο μικρό σκαρί, μα τα φορτία σου σε μεγάλο να
τα βάνεις∙ θενά ‘χεις πραμάτεια πιότερο μεγάλη και το ένα κέρδος θενά ‘ναι πιότερο
μεγάλο πάνω στ’ άλλο κέρδος, άμα οι άνεμοι, βέβαια, θενά βαστάξουνε αλάργα τα
82
KΕΦ. 4. Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ – ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ
ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ

4.1. Πρωτο-γεωμετρική περίοδος 1


Τη Μυκηναϊκή εποχή διαδέχθηκε περίοδος μεγάλων
ανακατατάξεων και ταραχών, μέσα από τις οποίες αναδύθηκε ο
Ελληνισμός των ιστορικών χρόνων. Όπως ήδη αναφέραμε, οι
μετακινήσεις πληθυσμών που ακολούθησαν στον Ελλαδικό χώρο
(ηπειρωτική χώρα και νησιά) και στα παράλια της Μ. Ασίας,
διαμόρφωσαν σταδιακά το γεωπολιτικό χάρτη του Ελληνισμού στα
πρώτα ιστορικά χρόνια. Οι συναντώμενες Ελληνικές διάλεκτοι
συνδέονται με τις μετακινήσεις των πληθυσμών: η Ιωνική διάλεκτος
εμφανίστηκε στην Αττική, στην Εύβοια, στις Κυκλάδες, στα κεντρικά
παραλία της Μ. Ασίας... Η Δωρική διάλεκτος εξαπλώθηκε στην
Πελοπόννησο (Λακωνία, Αργολίδα, Μεσσηνία), στην Κρήτη, στη Ρόδο
και στη ΝΔ ακτή της Μ. Ασίας. Η Αιολική διάλεκτος επικράτησε στη
Βοιωτία, στη Θεσσαλία, στη Λέσβο, στα Βόρεια παράλια της Μ. Ασίας,
στην Αιτωλία, στην Ήλιδα, στην Αχαΐα. Η Αρκαδο-κυπριακή διάλεκτος
εμφανίστηκε στην Αρκαδία και στην Κύπρο 2.

λυσσασμένα τα φυσήματα που ανεμοδέρνουν. (Ησίοδος: Έργα και Ημέραι,


μετάφραση Ανδρέας Λαμπέτης, Έκδοση National Georaphic, σελ.152,154).
1
Βλ. Μαζαράκης, Αινιάν Αλ., Πρωτογεωμετρική-Γεωμετρική περίοδος, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 39-81.
2
▪ Βλ. Μαζαράκης, Αινιάν Αλ., οπ. παρ., τόμος 2, Αθήνα, σελ. 42-43.
▪ Η ιστορική εποχή οροθετείται από την ανακάλυψη της γραφής, δηλαδή από τότε
που ο προφορικός λόγος άρχισε να αποτυπώνεται σε γραπτό κείμενο. Κατά την
επικρατούσα άποψη, η γραφή ανακαλύφθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. Άρα, η Γεωμετρική
περίοδος ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους προϊστορικούς χρόνους, ενώ η
Αρχαϊκή εποχή ανήκει εξ ολοκλήρου στους ιστορικούς χρόνους. Ο Κ.
Παπαρρηγόπουλος τοποθετεί τους ιστορικούς χρόνους στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.
και συγκεκριμένα το 776 π.Χ., που έγιναν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες
(Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 2, Αθήνα, σελ. 8 και εξής).
83
Τα χρόνια μεταξύ 1100 και 900 π.Χ. (περίπου) ονομάστηκαν
«Σκοτεινοί χρόνοι», λόγω της παρακμής, που ήταν ορατή σε όλους
τους τομείς, και της έλλειψης επαρκών διαθέσιμων νέων
αρχαιολογικών ευρημάτων. Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής
ήταν η μείωση του πληθυσμού και η αύξηση της μετανάστευσης προς
τα παράλια της Μ. Ασίας, η πτώση του επιπέδου ζωής (η φτώχεια
κυριάρχησε), χάθηκαν οι κατακτήσεις της αρχιτεκτονικής,
εξαφανίστηκαν οι τοιχογραφίες, καθώς και η επεξεργασία πολύτιμων
μετάλλων και λίθων, η αγγειογραφία και η γραφή (Γραμμική Β΄).
Παράλληλα, εμφανίζεται η χρήση του σιδήρου σε
αντικατάσταση του χαλκού και αλλάζουν τα ταφικά έθιμα (γενικεύεται
η καύση των νεκρών).
Η ανακάλυψη του σιδήρου κατά τους Γεωμετρικούς χρόνους
1100-900 π.Χ. οδήγησε στην «τεχνολογική επανάσταση» με την
εξάπλωση των σιδηρών εργαλείων και των όπλων. Οι θετικές
συνέπειες της εξέλιξης αυτής ήταν πολλές. Οι πόλεμοι και η γεωργία
άλλαξαν θεαματικά. Στη γεωργία ειδικότερα επικράτησε μια
νέα μορφή καλλιέργειας της γης με την επέκταση των αρδευομένων
εκτάσεων. Την εποχή αυτή παρατηρείται πληθυσμιακή συγκέντρωση,
επομένως αρχίζει να συγκροτείται οργανωμένος πολεοδομικός ιστός.
4.2. (Ύστερη) Γεωμετρική περίοδος (900-700 π.Χ.)
4.2.1. Η κοινωνία, το πολίτευμα, οι πόλεμοι…
Ο 9ος και ο 8ος αιώνας π.Χ. – κυρίως ο 8ος – διακρίνονται από
ραγδαίες εξελίξεις σε όλους τους τομείς. Ιδιαίτερα, στα μέσα του 8ου
αιώνα π.Χ. (750 π.Χ.) – και μετέπειτα – οι εξελίξεις είναι ιδιαίτερα
εμφανείς. Ο 8ος αιώνας π.Χ. χαρακτηρίζεται ως περίοδος
αναγέννησης. Δημιουργήθηκαν οι πρώτες πόλεις, που αργότερα θα
αποτελέσουν κρατικές οντότητες, αντικαταστάθηκε το παλαιότερο

84
αριστοκρατικό-ανακτορικό κοινωνικό και πολιτικό πρότυπο,
υιοθετήθηκε το «Φοινικικό» αλφάβητο και προσαρμόστηκε στις
απαιτήσεις της Ελληνικής γλώσσας, που αποτέλεσε κορυφαίο
επίτευγμα προόδου και πολιτισμού 1.
Ειδικότερα, την περίοδο αυτή παρατηρείται πρόοδος σε όλους
τους τομείς: αύξηση του πληθυσμού, βελτίωση των συνθηκών ζωής
και του βιοτικού επιπέδου, πρόοδος στη γεωργία, στην
αγγειοπλαστική και τη μεταλλοτεχνία, με φυσικό επακόλουθο τη
δημιουργία μιας τάξης βιοτεχνών και εμπόρων, που θα επιτρέψει την
ανανέωση των επαφών στη Μεσόγειο, με αποικίες και εμπορικούς
σταθμούς, ιδιαίτερα στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, στην Νότια Γαλλία,
σε περιοχές του Εύξεινου Πόντου, στην Αίγυπτο, στην Εγγύς Ανατολή,
κλπ. από τους Ευβοείς, τους Μεγαρείς, τους Αθηναίους, τους
Μιλήσιους, τους Φωκαείς, κλπ., η ανάπτυξη των πανελληνίων ιερών, η
συστηματοποίηση του Δωδεκαθέου του Ολύμπου, η οργάνωση των
πανελληνίων Ολυμπιακών Αγώνων, η παγίωση της εθνικής
συνείδησης. Όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα της περιόδου αυτής
ήταν η υιοθέτηση της αλφαβητικής γραφής της γλώσσας, κοινής για
όλους τους Έλληνες, απανταχού, που απεικόνιζε τον προφορικό λόγο
και τον κρατούσε ζωντανό στο διηνεκές. Οι περισσότεροι μελετητές
συγκλίνουν στην άποψη ότι το κορυφαίο αυτό γεγονός συνέβη τον 8ο
αιώνα π.Χ. και πάντως όχι πριν το 800 π.Χ. Γι αυτό και υποστηρίζεται
ότι τα Ομηρικά έπη γράφηκαν τον αιώνα αυτό και όχι προηγούμενα.
Οι Έλληνες του δεύτερου μέσου του 8ου αιώνα π.Χ. γνώριζαν να
διαβάζουν και να γράφουν. Υπήρχαν επίσης και οι πεπειραμένοι
ραψωδοί (αοιδοί), που γνώριζαν κι αυτοί να διαβάζουν και να
γράφουν.
Η διακοσμητική των αγγείων επανέκτησε την παλιά της αίγλη, τα
θέματα των αγγείων ήταν ανθρώπινες και ζωικές μορφές, όπως και
1
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η Μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού, τόμος 1, ο
Αρχαίος Κόσμος, ηλεκτρονική έκδοση (dionysioskontogiorgis.blogspot.gr)
85
άλλες παραστάσεις από τη μυθολογία, σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο
και σκηνές από τα έπη του Ομήρου.
Μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ., οι Ελληνικές εξαγωγές προς
τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου ήταν κυρίως ευβοϊκές και
παρέμειναν έντονες μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα, οπότε
εμφανίστηκαν Έλληνες έμποροι και από άλλες περιοχές του Ελληνικού
χώρου.
Η εξάπλωση των Φοινίκων άρχισε με την ίδρυση αποικίας στην
Κύπρο στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. και ολοκληρώθηκε με την ίδρυση
της Καρχηδόνας στα βόρεια παράλια της Αφρικής, στη Μεσόγειο, το
814/813 π.Χ.. Φοίνικες τεχνίτες μετάλλων, χρυσοχόοι και
αρωματοποιοί εγκαταστάθηκαν στη Κρήτη, στη Ρόδο, στη Κω, στην
Αττική και στην Εύβοια. Οι Ευβοείς ακολούθησαν παράλληλη
διαδρομή στα δυτικά παράλια της Μεσογείου. Οι σχέσεις των
Φοινίκων με τους Έλληνες, ιδιαίτερα με τους Ευβοείς, ήταν καλές. Η
συνεύρεση τους στους χώρους της Μεσογείου ήταν συχνή.
4.2.2. Οι πρώτες πόλεις
Όπως ήδη αναφέραμε, τον 8ο αιώνα π.Χ. γεννιούνται οι πρώτες
πόλεις 1. Χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, από
πληθυσμιακή συγκέντρωση, από δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, από
οδικό δίκτυο... Άλλα γνωρίσματα της πόλης ήταν η αγορά, τα κτίρια
που στέγαζαν τις δημόσιες αρχές, ο αστικός ναός αφιερωμένος στον (ή
στην) πολιούχο θεό (ή θεά). Οι πρώτοι αστικοί ναοί χτίστηκαν κοντά
στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Παράλληλα λειτουργούσαν και τα ιερά
στην ύπαιθρο, σε μικρή ή μεγάλη απόσταση από τους οικισμούς.
Ορισμένα από τα ιερά αυτά απέκτησαν με τον καιρό πανελλήνια
αίγλη, όπως τα ιερά των Δελφών, της Ολυμπίας, της Δήλου.

1
Βλ. Μαζαράκης, Αινιάν Αλ., Πρωτογεωμετρική-Γεωμετρική περίοδος, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 80-81.
86
Μέχρι περίπου το 800 π.Χ., οι οικισμοί του Ελληνικού χώρου
ήταν ανοχύρωτοι και οργανωμένοι σε μεγάλα χωριά. Από τον 7ο
αιώνα παρατηρούνται κοινωνικές ανακατατάξεις. Οι χαμηλότερες
κοινωνικές τάξεις άρχισαν να αποκτούν οικονομική ευρωστία
(έμποροι, ναυτικοί, βιοτέχνες...), που οδήγησε στην αναπροσαρμογή
της κοινωνικής οργάνωσης και στη σταθεροποίηση της πόλης-
Κράτους. Οι φυλετικές κοινότητες διαλύθηκαν, το φαινόμενο της
ατομικής ιδιοκτησίας επεκτάθηκε σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
Έτσι, η κατάσταση οδηγήθηκε στη νέα πραγματικότητα, που
ήταν η ενσωμάτωση όλων των φυλετικών στοιχείων στην πόλη-
Κράτος, στο οποίο οφείλονται όλα τα μεγάλα επιτεύγματα, που
ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες 1.
Ο γεωγραφικός διαμελισμός όμως του Ελληνικού χώρου σε
μικρά αυτοδύναμα μέρη (που συνιστούσαν οι πόλεις-Κράτη),
οδηγούσε σε εδαφικές διεκδικήσεις, σε έριδες, σε πολέμους..., για όλη
τη μεταγενέστερη περίοδο και μέχρι τη βίαιη συνένωση των
Ελληνικών πόλεων, επομένως του Ελληνικού χώρου, σε ένα ενιαίο
κράτος, το Κράτος των Ελλήνων, από το Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας
και το γιο του Αλέξανδρο.
Οι Έλληνες, τον 8ο αιώνα π.Χ., αφού υπέταξαν τους πληθυσμούς
των παραλίων της Μ. Ασίας, αξιοποίησαν το εύφορο έδαφος τους και
τις καλές κλιματολογικές συνθήκες και πέτυχαν ανάπτυξη στη γεωργία
και κτηνοτροφία. Η οικονομική ευημερία ήταν μεγάλη, σε σύγκριση με
τους γειτονικούς λαούς και η περιοχή αναδείχθηκε ένα από τα
κυριότερα κέντρα του Ελληνικού πολιτισμού. Η Μίλητος, η Έφεσος, η
Κολοφώνα, η Τεώς, οι Ερυθρές, η Σμύρνη…, αλλά και τα νησιά Λειψοί,
Λέρος, Πάτμος, Ικαρία, Χίος..., υπήρξαν μεγάλα κέντρα του Ελληνικού
πολιτισμού. Η εμπορική δραστηριότητα της Ρόδου, της Κω και της

1
Βλ. Δρακόπουλος Δημήτριος, Ο Ελληνικός κόσμος του 8ου αιώνα π.Χ., Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 82-99.
87
Κρήτης ήταν επίσης αξιόλογη. Η Κύπρος ήταν σημείο συνάντησης
Ελλήνων και Φοινίκων που είχαν εγκατασταθεί στη Μεγαλόνησο από
τον 9ο αιώνα π.Χ. 1
Όπως ήδη αναφέραμε, ο 8ος αιώνας π.Χ. ήταν γεμάτος ιστορικά
γεγονότα, που οδήγησαν σε εξελίξεις, μετασχηματισμούς, ανατροπές:
1. Στην Αττική ολοκληρώθηκε η συνένωση πολλών κοινοτήτων και
η Αθήνα αναδείχθηκε το κέντρο της, το άστυ, που τους
επόμενους αιώνες γνώρισε τις κορυφαίες πολιτικές και
πολιτιστικές κατακτήσεις.
2. Οι Δωριείς κατείχαν τα εύφορα εδάφη της Πελοποννήσου. Η
Σπάρτη κατόρθωσε να ελέγχει ένα μεγάλο μέρος αυτών των
εδαφών και να αναδειχθεί ένα ισχυρό Κράτος. Το Άργος, μετά
την κατάρρευση των Μυκηνών, επεκτάθηκε σε όλη την
Ανατολική Πελοπόννησο, μέχρι το ακρωτήριο Μαλέα και τα
Κύθηρα.
3. Η Κόρινθος 2 εκτείνονταν και στα δυο μέρη του Ισθμού… κ.λπ.

1
Δρακόπουλος Δημήτριος, οπ. παρ., τόμος 2, Αθήνα, σελ. 90.
2
Το παλαιό όνομα της Κορίνθου ήταν Εφύρα (= Γέφυρα), βλ. Δρακόπουλος
Δημήτριος, Ο Ελληνικός κόσμος του 8ου αιώνα π.Χ., οπ. παρ., τόμος 2, Αθήνα.
88
ΚΕΦ. 5. Ο ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ

Η μεγάλη εξάπλωση των Ελλήνων με τη δημιουργία αποικιών 1,


που ξεκίνησε τον 8ο αιώνα π.Χ., αποτέλεσε κορυφαίο γεγονός για τον
Ελληνισμό. Τα Ελληνικά πλοία διέσχιζαν τις θάλασσες πολύ πέρα από
το Αιγαίο, στην Ανατολική και Δυτική Μεσόγειο. Η Μεσόγειος, απ’
άκρη σ’ άκρη, γέμισε Ελληνικές αποικίες. Οι Έλληνες δεν χώραγαν
πλέον στον Ελλαδικό χώρο.
Υπήρξαν δυο κύματα ίδρυσης Ελληνικών αποικιών: το πρώτο
ξεκίνησε τον 8ο αιώνα π.Χ. και ολοκληρώθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. Κατά
το διάστημα αυτό, η εξάπλωση του Ελληνικού αποικισμού έφτασε
μέχρι τα έσχατα όρια της Δυτικής Μεσογείου (Γιβραλτάρ). Το δεύτερο
κύμα ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.Χ. και πέτυχε την παραπέρα επέκταση
με νέες αποικίες. Και στις δυο περιόδους, ο Ελληνικός αποικισμός
κατάφερε να εξελληνίσει τις περιοχές εγκατάστασής του. Όχι μόνο δεν
επιδίωξε να εξοντώσει το τοπικό στοιχείο, αλλά του μετέδωσε τον
Ελληνικό πολιτισμό.
Ένα από τα κίνητρα για την εγκατάλειψη του γενέθλιου χώρου
ήταν σίγουρα το εμπόριο, η περιέργεια και ο τολμηρός χαρακτήρας
των Ελλήνων. Όμως, μόνο αυτό δεν φαίνεται να ήταν επαρκής λόγος.
Προπαντός δεν ήταν ο μοναδικός. Οι εσωτερικές εξελίξεις (στη χώρα)
φαίνεται πως αποτέλεσαν το βασικότερο κίνητρο για την έξοδο των
Ελλήνων και την αναζήτηση καλύτερης τύχης μακριά από την πατρίδα:
Η γη δεν επαρκούσε να ζήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό του
Ελληνικού χώρου, χώρια που η νέα τάξη πραγμάτων, με τους
ευγενείς/αριστοκράτες να κατέχουν και να νέμονται το μεγαλύτερο
μέρος της γης, δυσκόλευε πολύ τη μάζα του λαού να επιβιώσει. Έτσι,
ομάδες Ελλήνων αποφάσισαν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη σε
έναν άλλο κόσμο. Ο πλούτος στο γενέθλιο χώρο συσσωρεύονταν με τα
1
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 2, Αθήνα, σελ. 210 και εξής.
89
χρόνια, όλο και περισσότερο, στα χέρια των ολίγων, των ευγενών, κι
αυτό προκαλούσε όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από αυτούς.
Η ανάπτυξη του εμπορίου – κίνητρο ή συνέπεια του αποικισμού
– γνώρισε μεγάλη ακμή, παράλληλα με την αναζήτηση γης για
γεωργικές εκμεταλλεύσεις και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας, που
αναζητούσε αγορές για τη διοχέτευση της παραγωγής της. Όσο
επεκτείνονταν ο αποικισμός και μεγάλωναν οι αποστάσεις, τόσο οι
ανάγκες για θαλάσσιες μεταφορές αυξάνονταν και τόσο οι γνώσεις και
οι εμπειρίες για τη θάλασσα και τη ναυσιπλοΐα – και μαζί η βελτίωση
των μέσων μεταφοράς – γίνονταν περισσότερο επιτακτικές, ώστε η
ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο να είναι περισσότερο ασφαλής.
Είναι αυτονόητο ότι οι άποικοι έπαιρναν μαζί τους στη νέα τους
πατρίδα τη θρησκεία, τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής
της μητρόπολης. Οι δεσμοί συγγένειας ανάμεσα στις αποικίες και στην
πατρίδα δεν έλειψαν ποτέ.
Ενώ στην πρώτη φάση ο Ελληνικός αποικισμός ήταν κυρίως έργο
ιδιωτών, δηλαδή ομάδων πληθυσμού που με δική τους πρωτοβουλία
αναζητούσαν τόπους εγκατάστασής σε άλλες χώρες της Μεσογείου,
για καλύτερη τύχη και ευημερία, στη δεύτερη φάση, η μαζική έξοδος
για την ίδρυση αποικιών ήταν υπό την ηγεσία της αριστοκρατίας,
δηλαδή της τάξης που κυβερνούσε. Ο δεύτερος αυτός ο κύκλος του
Ελληνικού αποικισμού είχε επομένως δημόσιο χαρακτήρα και οι
δημιουργούμενες αποικίες ήταν υπό την προστασία της μητρόπολης1.

1
Οι Φοίνικες, με τους οποίους οι Έλληνες συμπλέκονταν στη Μεσόγειο, ήταν λαός
Σημιτικής καταγωγής (λαός της ΒΔ Ασίας που περιελάμβανε τους Εβραίους και τους
Άραβες). Κατοικούσαν στη Φοινίκη, παραθαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από τη
Συρία μέχρι την Παλαιστίνη. Διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη ναυτιλία, στον εμπόριο, στην
κατεργασία ξύλου, μετάλλου και γυαλιού, καθώς και στη χρωματουργία. Η
σημαντικότερη αποικία τους ήταν η Καρχηδόνα, που χτίστηκε το 800 π.Χ. στη Βόρεια
ακτή της Αφρικής. Το τέλος των Φοινίκων ήρθε το 332 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος
κατέλαβε τη χώρα τους και την ενσωμάτωσε στην απέραντη αυτοκρατορία του. Το 63
90
Μεταναστεύσεις Ελληνικών Φύλων μεταξύ 950-800 π.Χ.
Πηγή: Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε.

π.Χ., οι Ρωμαίοι έκαναν τη Φοινίκη επαρχία τους (βλ. Δρακόπουλος Δημήτριος,


Αποικισμός και ανταλλαγές του 8ου-6ου αιώνα π.Χ., Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 2,
εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 174).

91
Μια παραπάνω ματιά σχετικά με την διασπορά και την
πατρότητα των Ελληνικών αποικιών, είναι απαραίτητη:
Οι Κορίνθιοι αναδείχθηκαν οι πιο δραστήριοι στη δημιουργία
αποικιών: Οι Συρακούσες στη ΝΑ Σικελία, που ιδρύθηκαν το 800 π.Χ.,
οι αποικίες της ΒΔ Ελλάδας και της Ιλλυρίας, που ιδρύθηκαν το πρώτο
μισό του 7ου αιώνα, η Κέρκυρα όπου οι Κορίνθιοι εγκαταστάθηκαν το
734 π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε μεγάλη δύναμη. Σημειώνεται ότι
με την πτώση της δυναστείας των Ηρακλειδών, την εξουσία στην
Κόρινθο ανέλαβαν οι Βακχιάδες. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε τη
σύγκρουση της αποικίας των Κορινθίων Κέρκυρας με τη μητρόπολη
και στη ναυμαχία που ακολούθησε, μεταξύ 634 και 664 π.Χ., νίκησε η
Κέρκυρα. Οι Κερκυραίοι, με τη σειρά τους, ίδρυσαν στα απέναντι
παράλια της Ιλλυρίας την αποικία Επίδαμνο. Το 625 π.Χ., οι Κορίνθιοι
κατέλαβαν τη Λευκάδα, την οποία κράτησαν στην επικυριαρχία τους
μέχρι το 314 π.Χ. (κατάληψη από τη Μακεδονία). Ως πρώτοι κάτοικοι
της Λευκάδας αναφέρονται οι προϊστορικοί Λέλεγες και Τηλεβόαι. Την
εποχή της κατοχής των Κορίνθιων, προστέθηκαν ακόμα στον
πληθυσμό του νησιού 1000 Κορίνθιοι. Την κατοχή της Λευκάδας από
τους Κορίνθιους ακολούθησε το Ανακτόριο στην Ακαρνανία, στο
ομώνυμο ακρωτήριο του Αμβρακικού Κόλπου, που ιδρύθηκε το 630
π.Χ., το Σόλλιον που βρίσκεται και αυτό στα Ακαρνανικά παραλία και η
Απολλώνια στην Ιλλυρία, στις εκβολές του ποταμού Αώου (στο Νότο
της σημερινής Αλβανίας και ΒΔ της Ελλάδας) και χύνεται στην
Αδριατική 1.

1
Δρακόπουλος Δημήτριος, Αποικισμός και ανταλλαγές τον 7ο, 8ο και 6ο αιώνα π.Χ.,
Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 204-206.
92
Ασημένιο Κορινθιακό
τετράδραχμο, περί το 450 π.Χ.

Στη Νότιο Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα), οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν


περίπου ομοιογενείς. Απαρτίζονταν κατά το πλείστον από τους
Αχαιούς και Λοκρούς. Η σπουδαιότερη Λοκρική εγκατάσταση, ήταν οι
Επιζεφύριοι Λοκροί 1 . Η πόλη χτίστηκε το 683 π.Χ. και οργανώθηκε
από το νομοθέτη Ζάλευκο. Οι Σπαρτιάτες ιδρύσαν στην περιοχή αυτή
τον Τάραντα, που ήταν και η μοναδική αποικία των Σπαρτιατών στο
εξωτερικό.
Ο Ελληνικός αποικισμός προχώρησε δυτικότερα, μέχρι το έσχατο
άκρο της Δυτικής Μεσογείου, στις ακτές της Ισπανίας και της Γαλατίας,
στις στήλες του Ηρακλή, το σημερινό Γιβραλτάρ, καθώς και στις
βόρειες ακτές της Αφρικής. Οι Φωκαείς (= Φώκαια, παράλια Μ. Ασίας,
Ιωνία) ίδρυσαν περί το 600 π.Χ. τη Μασσαλία στη Μεσογειακή ακτή
της Γαλλίας, τη σπουδαιότερη και πλουσιότερη Ελληνική αποικία στη
Δύση. Προστατεύονταν από οχυρωμένη ακρόπολη και διέθετε το
καλύτερο λιμάνι. Οι Φωκαείς, στα ίδια παραλία, ίδρυσαν και άλλες
αποικίες. Η δραστηριότητά τους επεκτάθηκε στα νησιά της Κορσικής
και της Σαρδηνίας.

1
Ελληνική πόλη στη Νότια Ιταλία, η οποία ιδρύθηκε το 673 π.Χ. από αποίκους
Λοκρούς της Στερεάς Ελλάδας.
93
Ασημένιος στατήρας του Τάραντα
της Νότιας Ιταλίας, 5ος αιώνας
π.Χ. (μοναδική αποικία της
Σπάρτης).

Στον αποικισμό των ακτών του Ευξείνου Πόντου πρωτοστάτησε


η Μίλητος (στη ΒΔ Μικρά Ασία), που δημιούργησε εκεί πολλές
αξιόλογες αποικίες, εκτός από τη δραστηριότητά της στην ευρύτερη
περιοχή της Μεσογείου. Για τον αποικισμό του Ευξείνου Πόντου,
αναγκαία προϋπόθεση ήταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα στενά του
Βοσπόρου. Εδώ πρωτοστάτησαν οι Μεγαρείς, οι οποίοι ιδρύσαν το
Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Το Βυζάντιο ιδρύθηκε από τον Βύζαντα
στον κόλπο της Χρυσοκέρας το 658 π.Χ., στην Ευρωπαϊκή πλευρά της
Ανατολικής Θράκης. Στο σημείο αυτό ιδρύθηκε αργότερα, το 330 μ.Χ.,
η Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο Α’, πρωτεύουσα της
Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που πήρε το όνομα Βυζάντιο.
Προηγήθηκε η ίδρυση της Καλχηδόνας στην απέναντι Ασιατική ακτή,
το 675 π.Χ. Το παράδειγμα των Μεγαρέων ακολούθησαν και οι
Μιλήσιοι. Ίδρυσαν στο στενότερο σημείο του Ελλησπόντου την Άβυδο,
απέναντι από τη Σηστό (στη Θράκη). Οι Μιλήσιοι επεξέτειναν την
αποικιακή τους δραστηριότητα και σε άλλα σημεία του Ελλησπόντου.
Στο βορειότερο σημείο της Ασιατικής ακτής του Ελλησπόντου, οι
Φωκαείς ίδρυσαν την αποικία Λάμψακο. Οι Μεγαρείς εξάλλου
ίδρυσαν τη Σηλυβρία, στα βόρεια παράλια της Προποντίδας και της

94
Ηράκλειας, στην απέναντι Ασιατική Βιθυνία, καθώς και τον Αστακό
στον κόλπο της Βιθυνίας, στην Προποντίδα 1.
Η Μίλητος ήταν η σημαντικότερη από τις 12 πόλεις της Ιωνίας,
στα παράλια της Μ. Ασίας. Οι Ίωνες ήρθαν από την Αττική και
εγκαταστάθηκαν εκεί περί το 1000 π.Χ. Ίδρυσαν αποικίες ως εμπορικά
κέντρα στην Αίγυπτο, στην Ιταλία, στην Προποντίδα και στον Εύξεινο
Πόντο. Παράλληλα ανέπτυξαν τα κορυφαία για την ανθρωπότητα
επιτεύγματα: την επιστήμη και τη φιλοσοφία.
Η πρώτη προώθηση των Ελληνικών αποικιών στον Εύξεινο Πόντο
συνδέονταν με την ίδρυση των εμπορικών σταθμών της Σινώπης, της
Τραπεζούντας και πιθανόν της Αμίσου, τον 8ο αιώνα π.Χ. Η Σινώπη
ήταν αποικία των Μιλησίων, η Τραπεζούντα των Αρκάδων και η
Άμισος πιθανόν των Αθηναίων. Σημειώνεται ότι οι Έλληνες
αναζητούσαν πάντα παραθαλάσσιες περιοχές για να χτίσουν τις
αποικίες τους, γιατί αυτό βόλευε το θαλάσσιο εμπόριο. Η ενδοχώρα
δεν τους ενδιέφερε.
Ανταγωνιστές των Ελλήνων στη Μεσόγειο ήταν οι Φοίνικες 2 και
οι Ετρούσκοι 3. Ο ναυτικός ανταγωνισμός στη Μεσόγειο είχε ωστόσο
και θετικά αποτελέσματα. Οδήγησε στη βελτίωση των θαλάσσιων
μέσων μεταφοράς και της ναυπηγικής. Οδήγησε επίσης στη βελτίωση
των προϊόντων που διακινούνταν, όπως τα βιοτεχνικά (αγγεία και
άλλα), τα αγροτικά, τα εργαλεία, κλπ.
Η αποικιακή αυτή εξάπλωση των Ελλήνων άνοιξε νέους
ορίζοντες στον Ελληνισμό, η επαφή με ξένους πολιτισμούς
αποκάλυψε την υπεροχή των Ελλήνων και έφερε στην επιφάνεια τα

1
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η Μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού, τόμος 1, ο
Αρχαίος Κόσμος, Αθήνα 2017.
2
Βλ. παραπάνω, υποσημείωση.
3
Ετρούσκοι: Αρχαίος λαός της Ιταλίας, που κατοικούσε μεταξύ των ποταμών Τίβερη
και Άρνο. Ήκμασε τον 6ο π.Χ.
95
κοινά στοιχεία τους, τη γλώσσα, το πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα, τη
θρησκεία. Ο Ελληνικός κόσμος έγινε οικουμενικός και η ελληνική
γλώσσα το ίδιο. Η παρουσία των Ελλήνων άφησε τα ίχνη της παντού
απ’ όπου πέρασαν, σε Ανατολή και Δύση, σε όλο τον τότε γνωστό
κόσμο.
Συμπερασματικά, κατά την Πρώιμη Νεολιθική εποχή, ο
άνθρωπος πέρασε από το «θηρευτικό» βίο στο παραγωγικό στάδιο
της πολιτιστικής ιστορίας της ανθρωπότητας, με την εξασφάλιση της
υλικής βάσης της ζωής από σταθερές πηγές. Έπαψε να έχει άμεση
εξάρτηση από τη φύση και έγινε παραγωγός τροφής μέσω της
γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η μεταβολή αυτή υπήρξε η πρώτη
μεγάλη επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία
δημιούργησε την ανάγκη μόνιμης κατοικίας σε ένα τόπο και τη
δημιουργία οικισμών.
Άλλες μεγάλες εξελίξεις της προϊστορικής αυτής εποχής ήταν: Η
ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας ως μέσου μεταφοράς και θαλάσσιου
εμπορίου, η αξιοποίηση των μετάλλων στην εξέλιξη της
καθημερινότητας του ανθρώπου, ο αποικισμός στα παράλια της
Μεσογείου, η ανακάλυψη τις αλφαβητικής γραφής (μεγάλη
πολιτιστική επανάσταση), η οργανωμένη μορφή ζωής και η
δημιουργία της πόλης-Κράτους...

96
ΚΕΦ. 6. Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

6.1. Οι καινοτομίες
Η Αρχαϊκή εποχή ήταν περίοδος σημαντικών καινοτομιών. Σε ό,τι
αφορά τους θεσμούς, η κυριότερη καινοτομία ήταν η ανάπτυξη και η
παγίωση της πόλης-Κράτους, μέσα στην οποία άνθισε ο ελληνικός
πολιτισμός. Σε κάθε τομέα η Αρχαϊκή περίοδος εισήγαγε μεγάλες
καινοτομίες: Τον 7ο αιώνα π.Χ. το θαλάσσιο εμπόριο γίνεται αυτόνομη
δραστηριότητα, η λέξη έμπορος παίρνει τη σημασία του ναυτιλιακού
εμπόρου, το εμπορικό σκάφος διαφοροποιείται από το πολεμικό…
Η χρονολογία των πρώτων νομισμάτων που κόπηκαν στη Μ.
Ασία τοποθετείται στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Επομένως η
χρονολογία των άλλων νομισμάτων της Αρχαϊκής εποχής και η
εξάπλωσή τους είναι κατοπινή. Τα ελληνικά νομίσματα του 6ου και 5ου
αιώνα π.Χ. ήταν αρχικά αργυρά. Η απουσία νομισμάτων μικρής αξίας
(χάλκινα) πολλών πόλεων δείχνει ότι δεν αποσκοπούσαν, σε πρώτη
φάση, στη διευκόλυνση της εσωτερικής/τοπικής «αγοράς». Εξ άλλου,
φαίνεται ότι τα ελληνικά νομίσματα μεγάλης αξίας (αργυρά)
εξάγονταν για την αξία του μετάλλου περισσότερο και όχι για να
καλύψουν εμπορικές συναλλαγές. Η μεγάλη εξάπλωση των
νομισμάτων στην Ελλάδα τον 6ο αιώνα, συνδυάζεται, από ορισμένους
ειδικούς, με την ανάπτυξη των πόλεων-Κρατών και τη συνείδηση του
πολίτη.
Η πιο γνωστή εμπορική εγκατάσταση αυτής της περιόδου ήταν η
Ναύκρατη (ή Ναύκρατις) στο Δέλτα του Νείλου στην Αίγυπτο (6ος
αιώνας π.Χ.), μοναδικό λιμάνι, ανοιχτό κυρίως στους Έλληνες μέχρι
την ίδρυση της Αλεξάνδρειας το 332 π.Χ. Όλο το εμπόριο μεταξύ
Αιγύπτου και Ελλάδας περνούσε από αυτό το λιμάνι. Ένας ακόμα
σημαντικός οικονομικός νεωτερισμός της Αρχαϊκής εποχής ήταν η
ανάπτυξη του εισαγωγικού εμπορίου σιτηρών στον Ελληνικό κόσμο.
97
Το εισαγωγικό αυτό εμπόριο φαίνεται πως ξεκίνησε γύρω στα τέλη
του 7ου αιώνα. Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., επίσης, έκανε την εμφάνισή
του στον Ελληνικό χώρο ο αναδασμός: αναδιανομή της ιδιοκτησίας
της γης για δικαιότερη εκμετάλλευση των καλλιεργησίμων εκτάσεων.
Η Αίγυπτος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες
του Αρχαίου κόσμου. Δεν αποκλείεται ο σκοπός της ίδρυσης της
Ναύκρατης να ήταν η προώθηση του Εμπορίου των σιτηρών της
Αιγύπτου με την Ελλάδα. Ενώ αυτά συνέβαιναν με τις εισαγωγές, ο
Σόλων (640-560 π.Χ.) με τη νομοθεσία του απαγόρευε τις εξαγωγές
γεωργικών προϊόντων από την Αττική, με εξαίρεση το Ελαιόλαδο.
6.2. Κριτήρια και συνθήκες λειτουργίας (της Πόλης-Κράτους)
Την περίοδο αυτή, οι Έλληνες απέκτησαν εθνική συνείδηση (της
κοινής καταγωγής τους, των εθίμων και της γλώσσας τους).
Διατήρησαν όμως και μεγέθυναν την τοπική υπερηφάνεια (τον
τοπικισμό), που οδήγησε στη δημιουργία της πόλης-Κράτους, που
διήρκεσε μέχρι την «Ελληνιστική εποχή», όπου νέες εξελίξεις
επηρέασαν το ρου της Ελληνικής ιστορίας. Η πόλη-Κράτος ήθελε και
είχε τη δική της οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση και
ανεξαρτησία.
Τα κριτήρια για να γίνει κανείς πολίτης μιας πόλης-Κράτους δεν
ήταν τα ίδια για όλες τις πόλεις 1. Κοινό ωστόσο κριτήριο ήταν η κοινή
καταγωγή. Κατά τα λοιπά, κάθε πόλη είχε τα δικά της κριτήρια: Στην
Αθήνα, το δικαίωμα του πολίτη δεν το είχαν οι μέτοικοι (οι ξένοι) και
οι δούλοι. Στη Σπάρτη, πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνο οι
Σπαρτιάτες. Οι περίοικοι (που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή),
παρότι ήταν ελεύθεροι, δεν έπαιρναν μέρος στη λήψη των

1
▪ Βλ. Ναστούλης Κώστας, Ο Ελληνικός κόσμος του 6ου αιώνα π.Χ., Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 217.
▪ Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, οπ. παρ., τόμος
2, Αθήνα.
98
αποφάσεων, ενώ οι είλωτες που καλλιεργούσαν τη γη των
στρατιωτών, θεωρούνταν δούλοι. Σε κάποιες πόλεις όπως η Αθήνα και
η Κόρινθος…, το κριτήριο για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη
της πόλης συνδέονταν με ένα ελάχιστο όριο πλούτου. Σε άλλες πόλεις
όπως η Θήβα (και η Σπάρτη), κριτήριο ένταξης στην πολιτική
κοινότητα ήταν η ιδιοκτησία γης και η μη ενασχόληση με το εμπόριο
και τη βιοτεχνία, κλπ.
Οι συνθήκες λειτουργίας της πόλης-Κράτους ευνόησαν την
ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, πέραν της καλλιέργειάς της
γης. Οι εμπορικές συναλλαγές με άλλες χώρες (μέσω των εμπορικών
σταθμών) προκάλεσαν την ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας και τη
διακίνηση εμπορευμάτων, άρα η χρήση του νομίσματος έγινε
απαραίτητη. Η εμφάνιση του νομίσματος συνέβαλε, με τη σειρά του,
στην άνθηση του εμπορίου και των συναλλαγών. Το νόμισμα στην
αρχή της εφαρμογής του δεν ήταν μέσο πλουτισμού, αλλά μέσο
συναλλαγής. Όσο οι ξένες αγορές πλήθαιναν, επομένως και η
διακίνηση των προϊόντων, τόσο η ανάγκη της χρήσης του νομίσματος
γίνονταν επιτακτική (6ος αιώνας π.Χ.). Τα πρώτα νομίσματα στον
Ελληνικό κόσμο εμφανίστηκαν κοντά στο 600 π.Χ. και
κατασκευάστηκαν από άργυρο, που προέρχονταν από τα μεταλλεία
του Λαυρίου Αττικής1 και από τη Μακεδονία. Πρώτη η Αίγινα έκοψε
νομίσματα, ακολούθησε η Κόρινθος και μετά η Αθήνα (γύρω στο 570
π.Χ.). Μέσα στον 6ο αιώνα π.Χ., η χρήση των νομισμάτων
γενικεύτηκε 2.
Οι μεταβολές που έγιναν στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. στον
οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα, προκάλεσαν αναστάτωση
στην καθεστηκυία τάξη και συγκρούσεις μεταξύ ευγενών και
φτωχότερων κοινωνικών ομάδων. Η αγροτική παραγωγή

1
Βλ. Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας, ηλεκτρονική έκδοση,
Αθήνα 2013, σελ. 65.
2
Ναστούλης Κώστας, οπ. παρ., τόμος 2, Αθήνα, σελ. 243-305.
99
εξακολουθούσε να αποτελεί παράγοντα βελτίωσης του εισοδήματος.
Όμως, σταδιακά αναπτύχθηκε και η βιοτεχνία, κυρίως των μεταλλικών
κατασκευών για την κατασκευή όπλων με σίδερο και χαλκό. Επίσης, η
κεραμική πήρε ιδιαίτερη θέση. Κατασκευάζονταν αγγεία, είτε για
διακόσμηση, είτε για καθημερινή χρήση (αποθήκευση-μεταφορά
σιταριού, λαδιού και κρασιού). Τα εργατικά χέρια όμως στην
εσωτερική αγορά δεν ήταν επαρκή να καλύψουν τις ανάγκες της
παραγωγής, γι αυτό άρχισε η εισαγωγή δούλων από τη Μ. Ασία, τη
Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο. Η αγορά δούλων και η
εμπορευματοποίηση της δουλείας ήταν μια εξέλιξη που εμφανίστηκε
την Αρχαϊκή εποχή. Ο αποικισμός και η ανάπτυξη των βιοτεχνικών
δραστηριοτήτων και του θαλάσσιου εμπορίου, προκάλεσαν τη
συσσώρευση πλούτου στους βιοτέχνες και εμπόρους, που επηρέασαν
τη δομή της πόλης-Κράτους. Η εμφάνιση μιας νέας κοινωνικής τάξης,
οικονομικά εύρωστης, ενέτεινε τον κοινωνικό ανταγωνισμό και
οδήγησε στη διεκδίκηση μεριδίου εξουσίας.
6.3. Η κρίση της Αρχαϊκής εποχής
Η κρίση της Αρχαϊκής εποχής που προέκυψε, στο ξεκίνημά της,
είχε κυρίως τα αίτιά της στη γεωργική γη (διανομή και κατοχή). Όπως
ήδη έχουμε αναφέρει, την εποχή αυτή, η ιδιοκτησία καλλιεργήσιμης
γης είχε πρωταρχική σημασία για την πολιτική και κοινωνική θέση του
κάθε πολίτη και φυσικά ήταν ακόμα η κύρια πηγή πλουτισμού. Όσο
μεγαλύτερη έκταση γης κατείχε κάποιος, τόσο πιο αποδεκτός ήταν
από την πόλη-Κράτος και την κοινωνία. Στις κρατικές οντότητες των
πόλεων, δικαίωμα απόκτησης γης είχαν μόνο οι γνήσιοι πολίτες της
πόλης. Στην περιούσια τους υπολογίζονταν, εκτός από τη γη, τα
σπίτια, τα ζώα και οι δούλοι. Στη πόλη των Αθηνών, οι μέτοικοι,
δηλαδή οι ξένοι που εγκαθίσταντο (στην Αθήνα) και κατείχαν το
μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και της βιοτεχνίας, δεν είχαν
δικαίωμα να αγοράζουν γη. Προβλήματα αυτής της μορφής κατά την
Αρχαϊκή εποχή, είχαν και οι αποικίες. Στη Σπάρτη, την άρχουσα τάξη
100
αποτελούσαν οι γνήσιοι Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν πλήρη
δικαιώματα και κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες
καλλιεργούσαν οι είλωτες και πρόσφεραν μεγάλο μέρος της
παραγωγής στους κυρίους τους.
Η ανεπάρκεια της γης επιδεινώνεται με την αύξηση του
πληθυσμού. Οι πόλεις-Κράτη ασφυκτιούν. Τη λύση πρόσφερε ο
αποικισμός 1. Βέβαια, η ίδρυση αποικιών είχε πολύπλευρα κίνητρα και
όχι μόνο την επάρκεια καλλιεργήσιμης γης (βλ. παραπάνω). Η επιλογή
ωστόσο του τόπου εγκατάστασης των αποικιών έγινε με κριτήριο την
εύφορη γη και τους προσφορότερους θαλάσσιους δρόμους για την
ανάπτυξη του εμπορίου. Με την πάροδο του χρόνου και παρά τη λύση
που πρόσφερε ο αποικισμός, οι συγκρούσεις μεταξύ ακτημόνων και
ευγενών έπαιρναν διαστάσεις. Άρχισε η έντονη καταπίεση των
κατώτερων κοινωνικών τάξεων από τους ευγενείς με διάφορους
τρόπους. Ο πιο συνήθης τρόπος ήταν η χειραγώγηση των δικαστικών
αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονταν, όχι σύμφωνα με το γραπτό δίκαιο,
αλλά σύμφωνα με το ποσό της δωροδοκίας του δικαστών. Και φυσικά,
επειδή οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες δεν είχαν την οικονομική
δυνατότητα να δωροδοκήσουν, οι αποφάσεις έβγαιναν υπέρ των
ευγενών. Η κατάσταση αυτή προκαλούσε αναβρασμό και κοινωνικές
εντάσεις. Οι πιο συνετοί ευγενείς πρότειναν επέκταση των πολιτικών
δικαιωμάτων και στους οικονομικά ασθενέστερους. Η πρόταση αυτή
εκδηλώθηκε κυρίως στην Αθήνα, στη Σπάρτη, στα Μέγαρα... κατά τη
διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. 2
6.4. Το καθεστώς της τυραννίας
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα π.Χ. (650-600 π.Χ.)
εγκαθιδρύθηκε σε πολλές πόλεις το καθεστώς της τυραννίας. Η
1
Το Άργος δεν πήρε μέρος στο γενικό αποικισμό, γιατί φαίνεται ότι οι εύφορες
πεδιάδες του, αρκούσαν για τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού του.
2
Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαϊκός πολιτισμός, τόμοι 3, 4 και
5, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
101
εξέλιξη αυτή φαίνεται πως είχε σχέση με την άρνηση, γενικά, της
αριστοκρατίας να δώσει λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα της
κοινωνικής ανισότητας και της αγροτικής αδικίας. Μερικοί από τους
τυράννους πήραν θετικά μέτρα: προχώρησαν σε αναδασμό της
γεωργικής γης και υποστήριξαν τους εμπόρους και τους βιοτέχνες στα
αιτήματά τους, κι έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις μιας νέας
τάξης πραγμάτων. Είναι αυτονόητο ότι οι ευγενείς αντέδρασαν έντονα
σε αυτές τις εξελίξεις. Οι συγκρούσεις μεταξύ ευγενών και τυράννων,
οδηγούσαν σε εξορίες και θανάτους, κλπ. Για την Αθήνα ειδικότερα,
αναφέρεται και η περίπτωση χρεωμένων χωρικών-γεωργών, που
αναγκάζονταν για να δανειστούν χρήματα από τους πλούσιους
ευγενείς, να υποθηκεύουν τον εαυτό τους. Στη περίπτωση που οι
δανειζόμενοι δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους στους
δανειστές, οι τελευταίοι τους πωλούσαν ως δούλους, αυτούς και τις
οικογένειές τους. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε και οι δυο
αντιμαχόμενες πλευρές (ευγενείς - γεωργοί) κάλεσαν τον Σόλωνα
(640-560 π.Χ.) 1 να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και να εφαρμόσει τα
αναγκαία νομοθετικά μέτρα.
6.5. Τα πρώτα νομοθετικά μέτρα
6.5.1. Η νομοθεσία του Δράκοντα 2
Οι ταραχές και η πολιορκία της Ακρόπολης από το λαό, έφεραν
στην επικαιρότητα το αίτημα της διεύρυνσης της βάσης των ενεργών
πολιτών, καθώς και το αίτημα της κωδικοποίησης του δικαίου,
προκειμένου να τελειώσουν οι αυθαιρεσίες των ευγενών, που δίκαζαν

1
Ένας από τους επτά σοφούς. Οι επτά σοφοί του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. ήταν: ο
Σόλων ο Αθηναίος (640-560 π.Χ.), ο Θαλής ο Μιλήσιος (643-548 π.Χ.), ο Πιτακός ο
Μυτιληναίος (650-569 π.Χ.), ο Περίανδρος ο Κορίνθιος (625-587 π.Χ.), ο Χίλων ο
Λακεδαιμόνιος (6ος αιώνας π.Χ.), ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος-Ρόδιος (600-530 π.Χ.), ο
Βίας ο Πριηνεύς (625-540 π.Χ.) (βλ. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ.,
τόμος 5, Οι επτά σοφοί της Αρχαιότητας, Αθήνα, σελ. 198-205).
2
Ρώμας Χρίστος, οπ. παρ., τόμος 2, σελ. 417-420.
102
με άγραφους νόμους και προστάτευαν τα συμφέροντά τους. Η νέα
αστική τάξη και ο λαός πίεσαν τους αριστοκράτες να καλέσουν έναν
άνθρωπο με κύρος και αξιοσύνη να καταγράψει τους νόμους που
εφήρμοζαν ως εθιμικό δίκαιο μέχρι τότε. Κι αυτοί κάλεσαν το
Δράκοντα. Η θεσμοθέτηση των νόμων έγινε μεταξύ 624 και 621 π.Χ. Ο
Δράκοντας όμως προχώρησε και στη σύνταξη νέων νόμων με πολιτικό
και ποινικό περιεχόμενο. Παραχώρησε πολιτικά δικαιώματα σε όσους
μπορούσαν να υπερασπίζονται την πατρίδα με τα όπλα κι έτσι
διεύρυνε τη βάση των ενεργών πολιτών. Ένας ακόμα νόμος του
Δράκοντα αφορούσε τους επίδοξους τυράννους και τους συνεργούς
τους, που φιλοδοξούσαν να καταλάβουν την εξουσία. Γι αυτούς
«προβλέπονταν οι ποινές της ατιμίας και της αειφυγίας, δηλαδή της
στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, της δήμευσης της περιουσίας
και της ισόβιας εξορίας» 1. Με το ποινικό μέρος της νομοθεσίας του, ο
Δράκοντας καθόριζε τους βαθμούς των αδικημάτων και τις ανάλογες
ποινές-τιμωρίες.
6.5.2. Η ειρηνική επανάσταση του Σόλωνα (640-560 π.Χ.) 2
Ο λαός στο μεταξύ απέκτησε συνείδηση, εγκατέλειψε τη
μοιρολατρική στάση, απαίτησε την κατάργηση των νόμων του
Δράκοντα, την αλλαγή του πολιτεύματος και τον αναδασμό της γης. Η
επιλογή του Σόλωνα αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν ένα ευτυχές
γεγονός. Κατόρθωσε να πείσει πλούσιους και φτωχούς να
συμβιβαστούν.
Οι Αθηναίοι λοιπόν κάλεσαν τον Σόλωνα και του ανέθεσαν
έκτακτες εξουσίες για να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις, το 594 π.Χ.
Ο Σόλωνας ήταν ένας σοφός άνθρωπος, ένας ποιητής και ένας
κοσμογυρισμένος έμπορος. Πίστευε ότι ο πολιτικός άνδρας/ηγέτης
δεν πρέπει να θεωρεί την πολιτική εξουσία αυτοσκοπό. Αν χρειαστεί,

1
Ρώμας Χρίστος, οπ. παρ., τόμος 2, σελ. 119.
2
Ρώμας Χρίστος, οπ. παρ., τόμος 2, σελ. 420-430.
103
πρέπει να είναι έτοιμος να αρνηθεί το αξίωμα, προκειμένου να
διατηρήσει τη φήμη του δίκαιου και του έντιμου πολιτικού άνδρα. Με
άλλα λόγια, το συμφέρον της χώρας του έπρεπε να είναι υπεράνω
των προσωπικών του φιλοδοξιών. Συνέδεε τη δικαιοσύνη με την
ευνομία, απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική αρμονία. Ο
Σόλων ως μεταρρυθμιστής προχώρησε σε μετρημένες καινοτομίες,
αποφεύγοντας τις ακρότητες: να θίξει για παράδειγμα τη μορφή του
πολιτεύματος.
Τα πρώτα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνα ήταν οικονομικές
μεταρρυθμίσεις: κατάργησε όλα τα υπάρχοντα χρέη είτε προς τους
ιδιώτες, είτε προς το Κράτος. Απήλλαξε τη γη (της Αττικής) από τις
υποθήκες και απελευθέρωσε όσους (αγρότες) είχαν γίνει δούλοι,
λόγω των χρεών τους. Εξαγόρασε και απελευθέρωσε όσους είχαν
πουληθεί ως δούλοι στο εξωτερικό και απαγόρευσε, στο εξής, την
υποδούλωση για χρέη. Τα μέτρα αυτά ανακούφισαν το λαό, ιδιαίτερα
τους φτωχούς αγρότες και οι δούλοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

Ασημένιο δίδραχμο των Αθηνών, μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. (Αρχαϊκή εποχή).

104
Άλλα μέτρα που πήρε ήταν: η αναπροσαρμογή του συστήματος
μέτρων και σταθμών, που ίσχυε μέχρι τότε στην Αττική, κάτι που
διευκόλυνε κυρίως τους εμπόρους, αντικατέστησε το νόμισμά της
Αίγινας (που είχε υιοθετήσει η Αθήνα), με το Ευβοϊκό και αύξησε την
αξία της μνα 1 από 70 δρχ. σε 100 δρχ. (νομισματική μεταρρύθμιση), κι
αυτό διευκόλυνε όσους είχαν να εξοφλήσουν εμπορικά χρέη,
απαγόρευσε την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων, εκτός από το λάδι, το
οποίο στο εξής εξάγονταν με αναβαθμισμένη συσκευασία (μέσα σε
όμορφα Αττικά αγγεία), πήρε μέτρα για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας,
εξασφάλισε την εισαγωγή σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο, προώθησε
την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου.
Με νομοθετικά μέτρα ρύθμισε επίσης το τιμοκρατικό
πολίτευμα 2 στην Αθήνα. Με τα νέα μέτρα, ο πλούτος θα ήταν το
μοναδικό κριτήριο για την ανάδειξη των αξιωματούχων του
πολιτεύματος. Αύξησε τη φορολογία των πλουσίων (πάνω από 500
μεδίμνους 3), δημιούργησε κλίμακα φορολογίας για τους υπόλοιπους,
απήλλαξε της φορολογίας τους φτωχούς (κάτω από 200 μέδιμνους),

1
Μνα: Αρχαίο Ελληνικό νόμισμα. Τα νομίσματα τότε ήταν αργυρά ή χάλκινα, ενώ τα
πολύτιμα ήταν χρυσά. Η συνηθισμένη νομισματική μονάδα ήταν η δραχμή. Δυο
δραχμές αποτελούσαν ένα στατήρα (δίδραχμο), εκατό δραχμές έκαναν μια μνα και
60 μνες (6.000 δρχ.) αποτελούσαν το τάλαντο. Η κατώτερη νομισματική μονάδα ήταν
ο οβολός, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της δραχμής (Ρώμας Χρίστος, οπ. παρ., τόμος
2, σελ. 423).
Δραχμή: Λέξη ομόρριζη με το ρήμα «δράττομαι» (δραξ, χούφτα, ό,τι μπορεί να
χωρέσει στην παλάμη). Νομισματική μονάδα των Αρχαίων Ελλήνων. Τον 7ο αιώνα
π.Χ., ο Φείδων στην Αίγινα έκοψε ένα ασημένιο νόμισμα, ισοδύναμο με έξι (6)
οβολούς και το ονόμασε δραχμή. Από το 1833, επί Όθωνος, ονομάστηκε έτσι η
νομισματική μονάδα του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Το 2002, αντικαταστάθηκε
από το Ευρώ (βλ. περισσότερα, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οπ. παρ., τόμος 2,
σελ. 170 και εξής).
2
Τιμοκρατία: Πολιτικό σύστημα κατά το οποίο η συμμετοχή των πολιτών στη
διακυβέρνηση του Κράτους ήταν ανάλογη της περιουσιακής τους κατάστασης.
3
Μέδιμνος: Μέτρο στερεών (ξερών) γεωργικών προϊόντων, κυρίως σιταριού, στην
Αρχαία Αθήνα.
105
όμως, οι τελευταίοι, δεν είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν δημόσια
αξιώματα, αλλά στρατεύονταν, συμμετείχαν στην Εκκλησία του Δήμου
και στα λαϊκά δικαστήρια, είχαν το δικαίωμα να εγείρουν αγωγή
εναντίον όποιου τους έβλαπτε, ακόμα και άρχοντα. Σημαντικές ήταν
επίσης και οι πολιτειακές καινοτομίες του Σόλωνα: αναβάθμισε την
Εκκλησία του Δήμου, με διευρυμένες αρμοδιότητες, δημιούργησε τη
Βουλή των 400 μελών, ίδρυσε την Ηλιαία (= λαϊκό δικαστήριο) η οποία
εκδίκαζε υποθέσεις που εφεσιβάλλονταν (τελεσίδικα). Άλλα ανώτερα
κρατικά αξιώματα, όπως ο Άρειος Πάγος και οι εννέα άρχοντες (6
θεσμοθέτες + τριανδρία), δεν εθίγησαν καθόλου.
Κατά τα λοιπά, ο Σόλωνας κατάργησε όλους τους ποινικούς
νόμους του Δράκοντα, εκτός από αυτούς που αναφέρονταν σε
φόνους, και θέσπισε καινούργιους άλλων περιπτώσεων: ρύθμισε το
κληρονομικό δίκαιο, νομιμοποίησε την εξατομίκευση της ιδιοκτησίας,
φρόντισε τις υιοθεσίες, τις ορφανές κόρες, τους ανάπηρους, τα
ορφανά γενικά (οικογενειακό δίκαιο), ρύθμισε την προστασία ηθών
και εθίμων, νομιμοποίησε την πορνεία (ίδρυσε δημόσιους οίκους
ανοχής και τους φορολόγησε), προστάτεψε την οικογένεια και το
γάμο, έλαβε μέτρα για τις οικογένειες όσων σκοτώθηκαν στους
πολέμους, καταδίκασε τον πολιτικό καιροσκοπισμό, κλπ.

106
ΚΕΦ. 7. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Ο θεσμός της πόλης – Κράτος παγιώθηκε κατά τον 7ο και 6ο


αιώνα π.Χ. και η εξουσία του Βασιλιά περιορίστηκε. Με την
εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, η εξουσία πήγε σε
αυτούς που αντλούσαν τη δύναμή τους από την καταγωγή τους:
Ηρακλείδες, Βακχιάδες στην Κόρινθο, Ιππείς στην Ερέτρια,
Αλκμεωνίδες στην Αθήνα κ.λπ. Σταδιακά και αυτοί άρχισαν να χάνουν
έδαφος. Η εξουσία τους άρχισε να μεταβιβάζεται σε νέες κοινωνικές
ομάδες, όπως τους εμπόρους, τους βιοτέχνες, τους ναυτικούς και τους
τεχνικούς. Με τους γραπτούς νόμους που επιβλήθηκαν στις πόλεις-
Κράτη, η πολιτική βάση διευρύνθηκε με τη συμμετοχή πολιτών στην
εξουσία, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Η συμμετοχή
των οικονομικά ισχυρών στη πολιτική, μετέβαλε το πολίτευμα σε
ολιγαρχικό. Η κατάσταση ωστόσο δεν βελτιώθηκε στη ζωή των
πολιτών. Ακολούθησαν έριδες και ταραχές, που οδήγησαν στην
γέννηση του πολιτεύματος της τυραννίας. Η προέλευση πολλών
τυράννων ήταν από την τάξη των ευγενών, άλλοι προέρχονταν από
πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα και άλλοι προέρχονταν από το λαό με
στόχο την προστασία του, όμως τελικά επιδίωξή τους ήταν η νομή της
εξουσίας και ο πλουτισμός. Δεν έλειψαν ωστόσο και αρκετοί από
αυτούς που έκαναν έργα και ωφέλησαν το λαό, όπως π.χ. στην Αθήνα,
στην Κόρινθο, στη Σάμο, παρότι κυβέρνησαν αυταρχικά 1.
7.1. Οι κυριότερες πόλεις-Κράτη
7.1.1. Η Κόρινθος άρχισε να αναπτύσσεται στη διάρκεια του 7ου
αιώνα π.Χ. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης (στις δυο πλευρές του
Ισθμού), ήταν εμπορικό κέντρο. Απέκτησε πλούτο και έγινε από τις

1
Βλ. Ναστούλης Κώστας, οπ. παρ., τόμος 2, σελ. 244-249.
107
σημαντικότερες ναυτικές δυνάμεις του Ελληνικού χώρου. Ανέπτυξε
επίσης σημαντικά την παραγωγή κεραμικών. Από τις αρχές του 7ου
αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., είχε σχεδόν το
μονοπώλιο στη Δυτική Μεσόγειο και στην Αδριατική. Από τα μέσα του
6ου αιώνα π.Χ., άρχισε να αναπτύσσεται εμπορικά και η Αθήνα.
Παράλληλα, στην Κόρινθο αναπτύχθηκε και η ναυπηγική, που
αφορούσε την κατασκευή τριηρών 1. Η αποικιακή εξάπλωση της
Κορίνθου ήταν επίσης μεγάλη (Συρακούσες, Κέρκυρα, Λευκάδα,
Ακαρνανικά και Ιλλυρικά παραλία, κλπ.), για την οποία μιλήσαμε
παραπάνω. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της Κορίνθου (7ος
αιώνας), την εξουσία ασκούσαν οι Βακχιάδες, μετά την ανατροπή της
δυναστείας των Ηρακλειδών, για μεγάλη χρονική περίοδο. Το γένος
των Βακχιάδων ανέτρεψε το 657 π.Χ. ο Κύψελος και έγινε τύραννος
της Κορίνθου για 30 περίπου χρόνια, και ήταν δημοφιλής. Αυτός
έκοψε το πρώτο Κορινθιακό νόμισμα, κατά την διάρκεια της
διακυβέρνησής του. Τότε η Κόρινθος γνώρισε τη μεγάλη ακμή και το
εμπόριο γίνονταν πλέον με το νόμισμα και όχι με ανταλλαγή
προϊόντων. Προμηθεύονταν πολύτιμα μέταλλα από την Ιλλυρία για τις
ανάγκες της νομισματικής κυκλοφορίας. Τότε ήταν που έγινε και η
μεγάλη αποικιακή εξάπλωση της Κορίνθου.
7.1.2. Η Σικυώνα 2 – Δυτικά της Κορίνθου, στην κοιλάδα του
ποταμού Ασωπού – κατοικούνταν από τη Νεολιθική εποχή. Κατά το
μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ήταν «φόρου υποτελής» στην
Κόρινθο. Η χαλκουργεία, η ζωγραφική και η γλυπτική ήκμασαν στη
Σικυώνα από την Αρχαϊκή εποχή μέχρι το τέλος της Κλασσικής
Αρχαιότητας. Τα χάλκινα αγγεία των εργαστηρίων τους, τα πωλούσαν
στις Μεσογειακές αγορές με τη βοήθεια των Κορινθίων. Στα μέσα του
1
▪ Ταχύπλοο πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά του.
▪ Διολκός της Κορίνθου: Πλακόστρωτος τροχήλατος δρόμος κατά μήκος του Ισθμού
για να σύρονται τα πλοία από τη μια θάλασσα στην άλλη.
2
Βλ. Ναστούλης Κώστας, Ο Ελληνικός κόσμος του 6ου αιώνα, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 2, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 243-305, ειδικότερα σελ. 266-274.
108
3ου αιώνα π.Χ., οι κάτοικοι μετακινήθηκαν από το οροπέδιο στο
λιμάνι, όπου έχτισαν τη Νέα Σικυώνα, το σημερινό Κιάτο.
7.1.3. Από τα τέλη του 7ου αιώνα, η κοινωνία της Σπάρτης
χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: τους Ομοίους, τους περιοίκους και
τους είλωτες. Οι Όμοιοι ήταν πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα
(να εκλέγουν και να εκλέγονται). Η ιδιότητα αυτή είχε σχέση με το
καθεστώς της ιδιοκτησίας της γης. Οι περίοικοι ήταν ελεύθεροι, που
ζούσαν στην περιφέρεια. Δεν ήταν υποτελείς. Οι είλωτες ήταν
υποτελείς. Ήταν κατηγορία φτωχών και χρεοκοπημένων αγροτών,
ιδιοκτητών ή ακτημόνων. Καλλιεργούσαν τη γη και έδιναν μέρος της
παραγωγής στον κάτοχο του κλήρου και το υπόλοιπο το κρατούσαν
για να ζήσουν. Οι γνήσιοι Σπαρτιάτες – οι Όμοιοι – απέρριπταν
οιαδήποτε μορφή οικονομικής δραστηριότητας. Βασίζονταν στην
εργασία των περιοίκων και των ειλώτων. Οι Όμοιοι ήταν οι κύριοι της
γης στη Λακωνία και στη Μεσσηνία (στη δεύτερη μετά τους
Μεσσηνιακούς πολέμους). Η βιοτεχνική δραστηριότητα ήταν κι αυτή
στα χέρια των ειλώτων και των περιοίκων. Οι Όμοιοι αφιερώνονταν
αποκλειστικά στη στρατιωτική εκπαίδευση. Η οικογενειακή ζωή των
ομοίων ήταν μειωμένη στο ελάχιστο. Ο μόνος σκοπός του γάμου ήταν
τα παιδιά, δηλ. να δώσει γερούς πολίτες που θα γίνονταν και καλοί
στρατιώτες. Μέσα στο σώμα των Ομοίων υπήρχε μια αριστοκρατία,
που ξεπερνούσε σε πλούτο και επιρροή τους υπόλοιπους Ομοίους. Οι
περίοικοι μπορούσαν να ασχολούνται με όλες εκείνες τις οικονομικές
δραστηριότητες, που απέρριπταν οι Όμοιοι: Καλλιέργεια της γης,
βιοτεχνία, τεχνικά επαγγέλματα … κ.ά. Η τάση των Σπαρτιατών για
πλουτισμό και οι περιπτώσεις διαφθοράς, κυρίως μέσα στο 5ο αιώνα
π.Χ., ήταν γνωστές. Η φιλαργυρία τους, η αλαζονική χρήση του
πλούτου τους και η τάση τους να μην αποδίδουν τις οικονομικές
υποχρεώσεις τους στο Κράτος, έπαιρναν διαστάσεις.
Η περίοδος του 4ου αιώνα ήταν για τη Σπάρτη περίοδος
αλλαγών. Η κοινωνική ισορροπία που είχε επιτευχθεί μέχρι τότε
109
άρχισε να ανατρέπεται και να αλλάζει η πολιτική και κοινωνική
φυσιογνωμία της. Η δημιουργία ναυτικού και μισθοφορικών
στρατευμάτων, η εισροή χρηματικής βοήθειας από την Περσία, τα
κρούσματα χρηματισμού αξιωματούχων, οι ανταγωνισμοί
πολιτειακών οργάνων, η συγκέντρωση της γης και του πλούτου στα
χέρια των ολίγων..., αποτελούν παραδείγματα δυσμενών αλλαγών. Ο
κατήφορος ήταν αναπόφευκτος.
Κατά τη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα, οι Σπαρτιάτες
μεταβάλλονται σε μεγαλοϊδιοκτήτες γης σε βάρος των συμπολιτών
τους. Μεγάλος αριθμός πολιτών εκτοπίζεται από το σώμα των
«ομοίων», κυρίως λόγω οικονομικής αδυναμίας να ανταποκριθεί στην
ιδιότητα του Σπαρτιάτη πολίτη. Η συρρίκνωση του πολιτικού σώματος
είχε ως συνέπεια: οι πολιτικές και δικαστικές εξουσίες να περάσουν
στα χέρια μικρού αριθμού πολιτών. Έτσι, η Σπάρτη 1, ενώ το 480 π.Χ.
αριθμούσε 8.000 ενόπλους πολίτες, το 418 π.Χ. μειώθηκαν σε 3.500,
το 394 π.Χ. έγιναν 2.500, το 371 π.Χ. έμειναν 1.500, ενώ στα τέλη του
4ου αιώνα π.Χ. καταγράφηκαν μόνο 700 πολίτες (από τους οποίους
μόνο οι 100 διέθεταν γη). Η στρατιωτική/πολεμική ιδιότητα
εκχωρήθηκε σιγά-σιγά σε άλλες κοινωνικές ομάδες και σε
μισθοφόρους, περιορίζοντας έτσι τη δράση των «ομοίων» στα
πολιτικά πράγματα. Η συνεχής μείωση των «ομοίων» είχε ως
επακόλουθο τη δημιουργία νέων κοινωνικών τάξεων.
Η Σπάρτη δεν είχε νόμισμα, δεν επέτρεπε τη χρήση νομίσματος
χρυσού ή αργυρού, παρά μόνο για τις ανάγκες του Κράτους (για
δημόσιες πράξεις), ενώ απαγορεύονταν στις ιδιωτικές συναλλαγές.
Κοπή σπαρτιάτικου νομίσματος έγινε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Η
Σπάρτη υπέβαλλε κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία στον πολιτικό έλεγχο
του Κράτους.

1
Μπιργαλιάς Νικόλαος, οπ. παρ., Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 3, σελ. 577.
110
7.1.4. Τα Μέγαρα, δωρική πόλη, αποικίστηκε, από τους Αργείους
και τους Κορινθίους. Αποσπάστηκε από την Κόρινθο και
ανεξαρτοποιήθηκε – ως χωριστή επικράτεια – ήδη από τον 8ο αιώνα
π.Χ. Επειδή το έδαφος των Μεγάρων ήταν βραχώδες και επομένως
ακατάλληλο για καλλιέργειες, γρήγορα το ενδιαφέρον των Μεγαρέων
στράφηκε στην ίδρυση αποικιών. Μεταξύ 716 π.Χ. και 659 π.Χ.
ανέπτυξαν μεγάλη αποικιακή δραστηριότητα.
Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. τα Μέγαρα γνώρισαν το καθεστώς
της τυραννίας, με τύραννο, δημαγωγό, το Θεογένη. Αντικαταστάθηκε
από την Τιμοκρατία του πλούτου (ολιγαρχικό καθεστώς).
7.1.5. Άλλες Πόλεις – Κράτη: Άλλες πόλεις που ήκμασαν στον
Ελλαδικό χώρο, - με κατά διαστήματα τυραννικά καθεστώτα, - ήταν η
Αίγινα, η Χαλκίδα, η Ερέτρια… και στα ιωνικά παράλια της Μ. Ασίας η
Μίλητος, η Πριήνη, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Φώκαια…, στα νησιά του
Αιγαίου η Λέσβος, η Σάμος, η Νάξος…
7.1.6. Η Αθήνα
7.1.6.1. Κοινωνική διάρθρωση, υποχρεώσεις και δικαιώματα
Ο πληθυσμός που κατοικούσε στην Αθήνα (και στην Αττική)
διακρίνονταν στις εξής κατηγορίες: στους «πολίτες», με πλήρη
δικαιώματα, στους «Μετοίκους» (ξένους) και τους δούλους. Η κύρια
διάκριση μεταξύ τους είχε σχέσει με την έγγειο ιδιοκτησία. Το
δικαίωμα απόκτησης και κατοχής γης ήταν αποκλειστικό προνόμιο του
Αθηναίου πολίτη. Οι πολίτες της Αθήνας δεν πλήρωναν προσωπικό
φόρο, παρά μόνο για τα αγαθά τους. Οι μέτοικοι όμως είχαν πολλές
υποχρεώσεις: πλήρωναν φόρο, το Μετοίκιο, καθώς και φόρους που
επιβάλλονταν σε ξένους, που κατοικούσαν στην Αθήνα, όπως ο φόρος
για να έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην τοπική «αγορά». Οι
μέτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορούσαν να λάβουν
μέρος στην Εκκλησία του Δήμου, ούτε στη Βουλή, ούτε να αποκτήσουν
γη και σπίτι στην Αττική. Δεν μπορούσαν να δανειστούν ή να
111
δανείσουν. Έτσι, οι μέτοικοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να
ασχοληθούν με τη βιοτεχνία, το εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες.
Δεν είχαν όμως και το δικαίωμα γάμου με πολίτη της Αθήνας.
Συμπερασματικά, η Αθήνα χρειάζονταν τους μετοίκους για τις
υπηρεσίες που προσέφεραν στον οικονομικό τομέα, για την ενίσχυση
των εσόδων του Κράτους (φορολογία), για την επιστράτευσή τους στο
πεζικό και στο ναυτικό… Οι μέτοικοι ήταν απαραίτητοι για την
οικονομική ζωή της πόλης των Αθηνών.
Οι δούλοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Η προστασία τους όμως
διασφαλίζονταν από το νόμο. Δεν μπορούσε κανείς να
κακομεταχειριστεί ένα δούλο ή να του αφαιρέσει τη ζωή, ατιμώρητα.
Δεν μπορούσαν να εκπροσωπούν τον εαυτό τους ενώπιον του νόμου,
εξαρτιόνταν απόλυτα από τα αφεντικά τους. Οι μεγάλες βιοτεχνίες, τα
μεταλλεία… χρησιμοποιούσαν την εργασία των δούλων, καθώς και
μέρος της γεωργίας. Η εργασία των δούλων θεωρούνταν αναγκαία.
Κανείς δεν το αμφισβητούσε αυτό. Για τον Αθηναίο της Κλασικής
Εποχής ήταν απόλυτα φυσικό να μεταβιβάσει μέρος ή και ολόκληρη
την εργασία του σε δούλο ή δούλους.
Η Αθήνα κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. ήταν η πιο αναπτυγμένη
οικονομικά πόλη – Κράτος και το εμπορικό κέντρο ολόκληρης της
Ανατολικής Μεσογείου, λόγω και της πολιτικής και πνευματικής
υπεροχής του Αθηναϊκού Κράτους. Η οικονομική πολιτική της Αθήνας
(και πολλών από τις άλλες ελληνικές πόλεις) επικεντρώνονταν στην
πολιτική εισαγωγών, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση του
εφοδιασμού της πόλης με τα αναγκαία αγαθά (σιτηρά, είδη τροφίμων
… κ.ά.) για τη ζωή των πολιτών, και καθόλου μια πολιτική εξαγωγών.
Οι πηγές εφοδιασμού της ήταν οι χώρες του Ευξείνου Πόντου, η
Αίγυπτος και η Σικελία. Δεν υπήρχε εθνική βιομηχανική / βιοτεχνική

112
πολιτική ή εθνικό εμπόριο. Εξ άλλου, τις δραστηριότητες αυτές είχαν
αναλάβει κυρίως οι ξένοι. 1
7.1.6.2. Ο Οικονομικός παρεμβατισμός
Το εμπόριο των σιτηρών (εισαγωγές) ειδικότερα κατέχει
κυρίαρχη θέση στην πολιτική εισαγωγών της Αθήνας. Η μέριμνα για
τον έλεγχο των πηγών εφοδιασμού σε σιτηρά ήταν μόνιμη σκοτούρα
της Αθηναϊκής πολιτικής. Η Αττική κάθε χρόνο εισήγαγε περί τους 800
μέδιμνους 2 σιτηρών, εκ των οποίων οι μισοί προέρχονταν από τον
Εύξεινο Πόντο.
Η Αθήνα και οι άλλες πόλεις – Κράτη δεν ήταν εξοικειωμένες με
την έννοια του Κρατικού Προϋπολογισμού, δηλ. ενός ετήσιου
ισοζυγίου εσόδων – εξόδων κατά κατηγορίες (εσόδων και δαπανών),
που θα βοηθούσε στην καλύτερη και ορθολογικότερη διαχείριση των
οικονομικών του Κράτους και τις αναγκαίες μεσο-μακροπρόθεσμες
προβλέψεις. Έτσι, ο τρόπος που διέθεταν τα οποιαδήποτε
πλεονάσματά τους δεν ήταν πάντα οικονομικά ο καλύτερος: π.χ.
επιδόματα στους πολίτες για την παρακολούθηση μεγάλων
θρησκευτικών και θεατρικών εκδηλώσεων, αμοιβές για τη συμμετοχή
πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου, αμοιβές για τη συμμετοχή σε
δημόσια αξιώματα, κατασκευή κοσμικών και θρησκευτικών
μνημείων… κ.ά. Μεγάλα κονδύλια απορροφούσαν επίσης οι
στρατιωτικές – πολεμικές δαπάνες. Πουθενά δεν εμφανίζονται
οικονομικές παραγωγικές επενδύσεις, που θα αύξαναν τα έσοδα του
Κράτους.
Η γενική τάση των ελληνικών πόλεων – Κρατών ήταν να
μονοπωλούν την ιδιοκτησία και εκμετάλλευση των μεταλλείων για να

1
Μ.Μ.AUSTIN –P.VIDAL-NAQUET, Οικονομία και Κοινωνία στην Αρχαία ΕΛΛΑΔΑ,
Έκδοση ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Αθήνα 1998.
2
Κατά το Δημοσθένη. Αναφέρεται στο βιβλίο των Μ.Μ. Austin-P. Vidal-Naquet,
Οικονομία και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, Έκδοση ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Αθήνα 1998.
113
εξασφαλίζουν έσοδα: Η Αθήνα για παράδειγμα είχε τα μεταλλεία του
Λαυρίου, η Μακεδονία του Φίλιππου Β΄, είχε τα μεταλλεία του
Παγγαίου… Η πόλη των Αθηνών κρατούσε τα μεταλλεία και τα
μίσθωνε σε ιδιώτες – εργολάβους για συγκεκριμένη περίοδο και
συγκεκριμένο μίσθωμα. Οι μισθωτές κατέφευγαν φυσικά στην
εργασία των δούλων.
Οι διάφορες μορφές φορολογίας παρέμειναν ωστόσο οι κύριες
πηγές εσόδων για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις: Άμεσοι και
τακτικοί φόροι επί της περιουσίας των πολιτών, φόροι στους
Μετοίκους (το μετοίκιο), χορηγίες των πλουσίων (στους μεγάλους
θεατρικούς αγώνες, τριηραρχία: καταβολή των εξόδων για τον
εξοπλισμό και συντήρηση των τριήρων…) 1. Την είσπραξη των εμμέσων
φόρων αναλάμβαναν ιδιώτες, που μίσθωναν την υπηρεσία αυτή.
Στην Κλασική Εποχή, η χρήση των νομισμάτων γενικεύτηκε. Στην
Αθήνα του 4ου αιώνα όλες οι αξίες εκφράζονταν σε χρήμα. Μετά τον
Πελοποννησιακό Πόλεμο η Αθήνα δεν κατάφερε να ξαναβρεί την
παλιά της ευημερία.
Ο συγκρουσιακός ανταγωνισμός μεταξύ πολιτών που είχαν
περιουσία και αυτών που δεν είχαν, πήρε ιδιαίτερη ένταση κατά τον
4ο αιώνα π.Χ. και δίχασε την κοινωνία των πολιτών. Οι χωρικοί της
κλασικής πόλης ενίσχυαν την οικονομική και πολιτική τους θέση και
έγιναν πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη
(το άστυ) και την ύπαιθρο υποχώρησε.
Μια άλλη διαίρεση της κοινωνίας των πολιτών την εποχή αυτή
ήταν αυτή μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όπως λέγεται, η κλασική
πόλη Αθηναϊκού τύπου ήταν μια «λέσχη ανδρών». Έτσι, μαζί με τον
αποκλεισμό των δούλων από τα πολιτικά δικαιώματα υπήρχε και ο
αποκλεισμός των γυναικών.

1
Τριήραρχος: ο εύπορος πολίτης της Αθήνας που ανελάμβανε τη λειτουργία της
τριηραρχίας ή ο κυβερνήτης της τριήρους.
114
Η Αθήνα καθιέρωσε την εσωτερική εμπορική αγορά ως τρόπο
ζωής. Το εμπόριο και η «αγορά» ήταν απολύτως ενσωματωμένα στην
πόλη. Ήταν ένα εργαλείο που διευκόλυνε τη λειτουργία του
αναδιανεμητικού συστήματος. Η αρμοδιότητα της πόλης – Κράτους -
Ιδιαίτερα της Αθήνας – να προστατέψει την επιβίωση των κατοίκων
της αποτελούσε απαραβίαστη αρχή της οικονομίας. Οι εισαγωγές
τελούσαν υπό τον έλεγχο του Κράτους, όπως και η επιβίωση των
πολιτών. Στην αρχαία Ελλάδα, ο πολιτισμός προϋπέθεται νόμους και
δικαιοσύνη. Το δίκαιο και η εφαρμογή του θεμελίωναν την λειτουργία
της πόλης. Η πειθαρχία στην πόλη ήταν ουσιαστική. Η ελευθερία του
ατόμου προέκυπτε από τη συμμετοχή του στα κοινά της πόλης –
Κράτους. Αυτή η πειθαρχία περιελάμβανε όχι μόνο το πολιτικό και το
στρατιωτικό σκέλος, αλλά και την οικονομία. Ένας από τους κύριους
συντελεστές της οικονομικής ανάπτυξης στον αρχαίο ελληνικό κόσμο
αφορούσε τον κεντρικό ρόλο του Κράτους.
Η πόλη –Κράτος παρενέβαινε στις οικονομικές δραστηριότητες
των πολιτών. Η παρέμβαση αυτή είχε καθοδηγητικό χαρακτήρα: η
αναδιανομή της γης, η διανομή των σιτηρών (από το Κράτος), η
διαγραφή χρεών, η στενή παρακολούθηση που ασκούσε στο εμπόριο
σιτηρών και λοιπών τροφίμων…, όλα αυτά ήταν υπό τον έλεγχο του
Κράτους και προφανώς επηρέαζαν τις εξελίξεις στην οικονομία,
ιδιαίτερα την αγροτική, που ήταν στα χέρια των ιδιωτών. Η κρατική
αναδιανομή περιελάμβανε αγαθά και υπηρεσίες. Τα σιτηρά
αποθηκεύονταν στις κρατικές σιταποθήκες. Τα πολύτιμα μέταλλα
συλλέγονταν από το Κράτος και με αυτά κατασκευάζονταν
κοσμήματα, αγάλματα, σκεύη κ.λπ. Η Αθήνα τις παραμονές του
Πελοποννησιακού Πολέμου γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή. Το
ταμείο της Αθηναϊκής συμμαχίας διέθετε απόθεμα 6000 τάλαντα
(36.000.000 αργυρές αττικές δραχμές) και πάνω από 500 τάλαντα

115
χρυσού και αργύρου από τα δημόσια αναθήματα, χώρια τα λάφυρα
από τους περσικούς πολέμους 1.
7.1.6.3. Το εμπόριο και η εξάρτηση της Αθήνας από τις
εισαγωγές
Το θαλάσσιο εμπόριο ήταν λοιπόν ελληνική υπόθεση. Πρώτοι οι
Έλληνες άνοιξαν τους θαλάσσιους δρόμους, πριν ακόμα γνωρίσουν
την σημασία του όρου (εμπόριο), καθώς και των άλλων οικονομικών
όρων. Πολύ αργότερα, οι έννοιες αυτές (εμπόριο, οικονομία, αγορά…)
απέκτησαν περιεχόμενο και αποτέλεσαν μέρος ενός κοινού
συστήματος. Ο έμπορος 2 μπορούσε να είναι ντόπιος και να ασκεί την
δραστηριότητά του στην τοπική αγορά της πόλης του (π.χ. των
Αθηνών) ή να είναι υπερπόντιος, δηλ. να ασκεί τη δραστηριότητά του
από γεωγραφική περιοχή σε γεωγραφική περιοχή ή από θάλασσα σε
θάλασσα. Οι Έλληνες από παλιά είχαν επιδείξει έντονη δραστηριότητα
στο υπερπόντιο εμπόριο και συνέχισαν μέχρι σήμερα, παρά τις
αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισαν.
Στην τοπική «αγορά» των Αθηνών, για να μπορέσει κάποιος να
ασκήσει το επάγγελμα του εμπόρου έπρεπε να είναι πολίτης της
Αθήνας. Οι μέτοικοι προερχόμενοι από άλλες Ελληνικές πόλεις, για να
μπορέσουν να ασκήσουν εμπορική δραστηριότητα στην «αγορά» (της
Αθήνας) – μετά από τροποποίηση του νόμου, - ελέγχονταν αυστηρά
από τις αρχές της πόλης και πλήρωναν φόρους. Στην Αθήνα
επιτρέπονταν και στα δύο φύλα να εμπορεύονται στην τοπική αγορά.

1
▪ ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ, Η Εφεύρεση του Εμπορίου, Από την κλασική Αθήνα στην
Ελληνιστική Αλεξάνδρεια, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017.
▪ Συλλογικό έργο, Η αρχαία Ελλάδα, τόμος 2, Η οικονομία της Ελλάδας, σελ. 128-
173, Επιστημονική Επιμέλεια Ουμπέρτο Εκο, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2018.
2
Έμπορος στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε ταξιδιώτης, αργότερα σήμαινε
αυτόν που εμπορεύεται ταξιδεύοντας μέσω θαλάσσης και τέλος κατέληξε να
σημαίνει απλά έμπορος. Προήλθε από τη φράση «εν Πόρῳ ων»= αυτός που
βρίσκεται στη θάλασσα.
116
Συναντάται επίσης και η ονομασία «Κάπηλος» για να δηλώσει το
μικρέμπορο, το μικροπωλητή, τον ταβερνιάρη. Είναι αυτονόητο ότι
τραπεζικό δίκτυο δεν υπήρχε ακόμα. Υποτυπώδεις τραπεζικές
εργασίες (κυρίως στους εμπόρους ναυτικούς) εκτελούσαν οι μέτοικοι
ή απελευθερωμένοι δούλοι.
Δεν φαίνεται ότι οι Αθηναίοι αρέσκονταν να ασχολούνται με το
εμπόριο, ούτε σκέφτηκαν ότι, αν ασχολούνταν θα αύξαναν τα
εισοδήματά τους, αλλά και αυτά του Κράτους. Επίσης, το ενδιαφέρον
της Αθήνας για εξαγωγές (από το περίσσευμα της παραγωγής) ήταν
ανύπαρκτο. Αντίθετα, έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο εισόδημα που
προέκυπτε από τις αγοραπωλησίες των ξένων στο λιμάνι του Πειραιά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ στην Αθήνα δημιουργήθηκε η πρώτη
εμπορική «αγορά» στην ιστορία, οι Αθηναίοι δεν έγιναν ποτέ
πρωτοπόροι στο εμπόριο.
Η Αθήνα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την εισαγωγή σιτηρών –
από τις χώρες κυρίως του Ευξείνου Πόντου, αλλά και από την Αίγυπτο
και τη Σικελία – για τον επισιτισμό των κατοίκων της, υπό τον αυστηρό
έλεγχο του Κράτους, παρότι είχε ήδη επαρκή εμπειρία από τη χρήση
της «αγοράς» τροφίμων. Φαίνεται πως οι πολιτικές και γεωγραφικές
συνθήκες που επικρατούσαν στις χώρες παραγωγής και προμήθειας
σιτηρών καθώς και η επισφάλεια των εμπορικών δρόμων
επικοινωνίας, δεν επέτρεψαν στην Αθήνα τη δημιουργία υποδομών
που θα έλυναν οριστικά το πρόβλημα επισιτισμού του πληθυσμού
της 1.
Η Αττική γη ευνοεί την παραγωγή ελαιολάδου και κρασιού, όχι
όμως των σιτηρών. Παρήγαγε ελάχιστα σιτηρά, που δεν έφταναν ούτε

1
Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της Αττικής το 431 π.Χ. ήταν
περί τις 315.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 172.000 ήταν πολίτες Αθηναίοι (οι
45.000 άρρενες ενήλικες), 28.000 ήταν μέτοικοι και 115.000 ήταν δούλοι. Τα
πληθυσμιακά αυτά στοιχεία διαφέρουν λίγο σε σχέση με άλλες αναφορές που
κάνουμε μέσα σε αυτό το πόνημα.
117
για το 25% του πληθυσμού. Η Ελλάδα, λόγω της εδαφικής της
διαμόρφωσης στερείται επαρκούς καλλιεργήσιμης γης. Η αυτάρκεια
σε σιτηρά (και λοιπά τρόφιμα) ήταν βασική επιδίωξη της Αθήνας (και
άλλων πόλεων – Κρατών). Με τη νομοθεσία του Σόλωνα (640-560 π.Χ.)
οι εξαγωγές σιτηρών από την Αθήνα απαγορεύτηκαν αυστηρά, ενώ οι
εισαγωγές περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Κράτους και έμειναν εκεί
μέχρι τέλους. Η τροφοδοσία με σιτηρά (εισαγωγές) – μαζί με την
Εθνική Άμυνα και την εποπτεία των Ανωτάτων αξιωματούχων –
θεωρούνταν από τα σημαντικότερα θέματα που αποφάσιζε η
Εκκλησία του Δήμου και εκτελούσε η εξουσία της πόλης- Κράτους.
Άρα, οι εισαγωγές σιτηρών αποτελούσαν μορφή «κατευθυνόμενου
εμπορίου». Η οργάνωση του Αθηναϊκού εμπορίου των σιτηρών με τις
χώρες της Μαύρης Θάλασσας, που είχε μεγάλη διάρκεια ζωής,
οφείλεται στον Περικλή, τη μεγάλη αυτή ηγετική προσωπικότητα. Ο
έλεγχος της θαλάσσιας οδού με τη Μαύρη Θάλασσα ήταν εφικτός για
την Αθηναϊκή Πολιτεία, λόγω των ελληνικών αποικιών του Βοσπόρου
(Βυζάντιο, Χαλκηδόνα…).
Η Αίγυπτος ήταν επίσης ένας μεγάλος σιτοβολώνας. Το
ενδιαφέρον της Αθήνας για την Αίγυπτο καθορίζονταν από τη
δυνατότητα πρόσβασης στη μεγάλη παραγωγή της Αιγύπτου, δηλ. τη
δυνατότητα ελέγχου της ασφάλειας της θαλάσσιας οδού μεταφοράς
των φορτίων. Παράλληλα, και η Αίγυπτος είχε ανεπτυγμένο το
ενδιαφέρον της να καταστήσει την Αθήνα πελάτη της – αλλά και
σύμμαχό της έναντι των Περσών, - γι’ αυτό και το 445 π.Χ., - όπως και
20 χρόνια αργότερα, - η Αίγυπτος δωροδόκησε (;) την Αθήνα με
μεγάλη ποσότητα σιτηρών και κριθαριού. Το εμπόριο των σιτηρών της
Αθήνας με την Αίγυπτο αποκαταστάθηκε, δια θαλάσσης μέσω της
Κύπρου, με τη βελτίωση της ναυσιπλοΐας.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. (αρχή) η ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη στον
Πελοποννησιακό Πόλεμο αποσυντόνισε τον έλεγχο που η Αθήνα
ασκούσε στο εμπόριο των σιτηρών. Το 405 π.Χ. η Σπάρτη μετέφερε τον
118
πόλεμο στον Ελλήσποντο και απέκλεισε τον εφοδιασμό της Αθήνας με
σιτηρά από το Βόσπορο. Η ήττα ήταν αναπόφευκτη, χωρίς να
παραβλέπονται και τα πολλά άλλα λάθη της Αθηναϊκής τακτικής.
Η άλλη μεγάλη πηγή προμήθειας σιτηρών ήταν το νησί της
Σικελίας στη Νότια Ιταλία, που βρίσκονταν έξω από τη σφαίρα
επιρροής της Αθήνας. Ίσως να υπήρχε εμπόριο σιτηρών της Αθήνας με
τη Σικελία και πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ., δεδομένου ότι οι αποικίες
της Νοτίου Ιταλίας εισήγαγαν προϊόντα από την Ηπειρωτική Ελλάδα. Η
Πελοπόννησος προμηθεύονταν επίσης σιτηρά από τη Σικελία. Κατά
μια άποψη, η απειλή της Αθήνας για τη διακοπή της τροφοδοσίας
σιτηρών της Πελοποννήσου από τη Σικελία, φόβισε τη Σπάρτη και την
οδήγησε σε αντιπαράθεση με την Αθήνα και τελικά στον
Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Όπως φάνηκε από την παραπάνω σύντομη έκθεση των
γεγονότων, το εμπόριο των σιτηρών στην Αθήνα – και στις άλλες
πόλεις Κράτη του ελληνικού χώρου – ήταν πρωταρχικής σημασίας και
διαμόρφωνε την εξωτερική πολιτική, επομένως και την οργάνωση της
μορφής του εξωτερικού εμπορίου, που συνδέονταν στενά με την
εμπορική ναυτιλία.
7.1.6.4. Το κατευθυνόμενο εμπόριο
Το εμπόριο λοιπόν της κλασικής αρχαιότητας- όχι μόνο των
σιτηρών, αλλά και γενικότερα – ήταν κατευθυνόμενο από μια
κεντρική αρχή της πολιτικής εξουσίας. Οι πρώτες ύλες για την
κατασκευή πλοίων (π.χ. ξυλεία, σίδηρος, χαλκός, κάνναβης… και
λοιπών υλικών) ήταν ελεγχόμενες από την Αθήνα, η οποία είχε το
απόλυτο μονοπώλιο. Η εξάρτηση της Αθήνας από τις εισαγωγές
ξυλείας ήταν μεγάλη. Οι κύριες πηγές τροφοδοσίας της ήταν η
Μακεδονία, η Θράκη και μερικώς η Θεσσαλία. Ο έλεγχος της ξυλείας
στο εσωτερικό του ελληνικού χώρου αποδείχθηκε κεντρικό θέμα στον
Πελοποννησιακό Πόλεμο. Εμπορεύσιμο αγαθό ήταν και οι δούλοι.

119
Λόγω της ιδιομορφίας του προβλήματος αυτού δεν μπορούσε παρά
να ανήκει στο κατευθυνόμενο εμπόριο. Η κύρια πηγή τροφοδοσίας
δούλων ήταν οι αιχμάλωτοι πολέμου.
Σίγουρα υπήρχε και το εμπόριο των λοιπών προϊόντων, εκτός
των σιτηρών και των πρώτων υλών, τα οποία ήταν πολλά: μάλλινα
προϊόντα, κρεβάτια, μαξιλάρια, χαλιά, θηράματα και πουλερικά,
τυροκομικά, χοιρινό κρέας, σταφίδες, σύκα, αμύγδαλα κρεμμύδια και
σκόρδα, κρασί…, χάλκινα σκεύη, ξίφη και κύπελλα, άρματα… κ.λπ. Όλα
αυτά και πολλά άλλα ήταν διαθέσιμα στην Αθήνα και προέρχονταν,
είτε από τον Ηπειρωτικό Ελληνικό χώρο και τα νησιά, είτε από τις
αποικίες, είτε εισάγονταν από τρίτες χώρες.
Η λειτουργία της «αγοράς» την εποχή αυτή δεν είχε καμία σχέση
με τη σημερινή. Η κίνηση των προϊόντων, τότε, δεν γίνονταν με βάση
τις διακυμάνσεις των τιμών, ούτε καν στην περίπτωση του διεθνούς
εμπορίου. Άρα, δεν υπήρχε ακόμα οργάνωση (του εμπορίου) με τους
κανόνες της σημερινής αγοράς, δηλ. της προσφοράς και ζήτησης.
Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι υπήρχε κάποια κανονικότητα στις
διακυμάνσεις, ότι η τιμή ρύθμιζε την προσφορά και ζήτηση και το
αντίθετο. Οι παρουσιαζόμενες διακυμάνσεις των τιμών από περιοχή
σε περιοχή ή μέσα στο χρόνο δεν ακολουθούσαν κανένα κανόνα.
Είχαν σχέση περισσότερο με πολιτικά γεγονότα: Π.χ. ανάλογα με τις
δυσκολίες που παρουσίαζαν οι εμπορικοί δρόμοι μεταφοράς των
προϊόντων.
Τα σιτηρά που εισήγαγε το Κράτος των Αθηνών, τα
μεταπωλούσε στους πολίτες στη τιμήν των πέντε (5) δρχ. ανά μέδιμνο,
κι αυτή η τιμή παρέμεινε σταθερή για μεγάλη χρονική περίοδο.
Το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών που κατέφθαναν στο λιμάνι
του Πειραιά έπρεπε να μεταφερθούν εντός της πόλης των Αθηνών.
Αυτό ήταν ευθύνη των 10 «επιμελητών του εμπορίου», που είχαν ως
καθήκον να επιβλέπουν την «αγορά». Οι μεσάζοντες αποκλείονταν με

120
νόμο, που απαγόρευε τον οποιοδήποτε να αγοράζει πάνω από 50
κοφίνια (;) σιτάρι κάθε φορά.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη σε όλους
τους τομείς: πνευματικό, πολιτικό, οικονομικό… Παραθέτουμε το
παρακάτω εγκωμιαστικό απόσπασμα από του Ιστορία του Θουκυδίδη:
«Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια
την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και
αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ' όλον το έτος και
κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα
από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. Χάρις εις το μεγαλείον
της πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα
μέρη του κόσμου, και συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν' απολαμβάνωμεν τ'
αγαθά των άλλων ανθρώπων, ως να ήσαν τόσον ιδικά μας, όσον και τα
προϊόντα της ιδίας ημών χώρας» 1.
7.1.6.5. Η οικονομία της Αθήνας (τον 5ο και 4ο αιώνα) 2
Την πεντηκονταετία, από τη λήξη των Περσικών πολέμων το 479
π.Χ., μέχρι την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ., η
Αθήνα σημείωσε επιτεύγματα σε όλους τους τομείς: πολιτικό,
οικονομικό και πολιτιστικό. Τα επιτεύγματα αυτά δεν θα ήταν εφικτά
αν δεν υπήρχαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και η θετική
ψυχολογία. Για να λειτουργήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί και να
υποστηριχθούν τα γράμματα και οι τέχνες, χρειάζονταν μεγάλα
χρηματικά ποσά και συνετή και αποτελεσματική διαχείριση των
προσόδων της δημόσιας οικονομίας. Που λοιπόν θα μπορούσαν να
βρεθούν τα έσοδα αυτά; Οι μελετητές πιστεύουν ότι η ανάπτυξη της
Αθήνας κατά την πεντηκονταετία αυτή οφείλονταν στη σωστή
εκμετάλλευση της ευνοϊκής συγκυρίας (οικονομικής και πολιτικής).

1
Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Τόμος Α΄, σελ. 129 (Μετάφραση Ελευθ. Βενιζέλου).
2
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 118 και εξής.
121
Οι δαπάνες: Το Αθηναϊκό Κράτος τον 5ο αιώνα π.Χ. είχε έκταση
όση η Αττική και συνολικό πληθυσμό που ξεπερνούσε τους 300.000
κατοίκους. Από αυτούς, οι 160.000 ήταν ντόπιοι Αθηναίοι, περί τους
30.000 ήταν μέτοικοι, δηλαδή ξένοι που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα
στην Αθήνα (Αττική) και 120.000 περίπου δούλοι 1. Οι δημόσιες
δαπάνες για τη λειτουργία αυτού του Κράτους ήταν μεγάλες.
Η μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων ήταν ένα τεράστιο
έξοδο, δεδομένου ότι η Δημοκρατία είχε πολυάριθμα θεσμικά
όργανα. Οι κοινωνικές παροχές προς τους πολίτες ήταν επίσης
μεγάλες. Το Κράτος συντηρούσε τους γονείς, τα παιδιά και τα ανήλικα
αδέλφια των πεσόντων για την πατρίδα (ανελάμβανε την κηδεμονία
των ανήλικων παιδιών). Οι ανάπηροι πολέμου έπαιρναν αποζημίωση
για να ζήσουν. Άλλες κοινωνικές παροχές αφορούσαν τη συμμετοχή
των πολιτών στις θρησκευτικές γιορτές, στους μουσικούς και
δραματικούς αγώνες, στις θεατρικές παραστάσεις.
Οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της Αθήνας (Αττικής)
ήταν επίσης μεγάλες. Η Αθήνα αντιμετώπιζε μόνιμο πρόβλημα
επάρκειας σε σιτηρά. Η ντόπια παραγωγή δεν επαρκούσε για την
κάλυψη των αναγκών. Το Κράτος ήταν αναγκασμένο να κάνει
εισαγωγές σιτηρών, κυρίως από τον Εύξεινο Πόντο, τη Σικελία αλλά
και από τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Κύπρο και την Αίγυπτο. Τον 4ο
αιώνα π.Χ. εισήγαγε 800.000 μεδίμνους (περίπου 4.000 τόνους)
σιτηρών ετησίως, που κόστιζαν 400 τάλαντα (επί 6.000 δρχ. =
2.400.000 δρχ.) 2.
Τα δημόσια έργα ήταν ένας άλλος τομέας, που απορροφούσε
τεράστια ποσά από τα έσοδα του Κράτους. Τον 5ο αιώνα π.Χ. υπήρχε
πραγματικός οργασμός δημοσίων έργων: η οχύρωση του Πειραιά, η
κατασκευή των Μακρών Τειχών, η οικοδόμηση του Παρθενώνα, το

1
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 118.
2
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 120-121.
122
χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, η κατασκευή δημόσιων κτιρίων
κλπ.
Οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν επίσης τεράστιες. Η αντιμετώπιση
για παράδειγμα των Περσικών πολέμων απαιτούσε υπέρογκους
εξοπλισμούς, τόσο για το στρατό ξηράς, όσο και για τις ναυτικές
δυνάμεις. Λίγο μετά τους Περσικούς πολέμους άρχισε ο
Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.), που διήρκεσε 27 χρόνια.
Μεταξύ 483 και 415 π.Χ., κατασκευάστηκαν συνολικά 1.500 τριήρεις,
που κόστισαν 15.000 τάλαντα (επί 6.000 δρχ. = 90.000.000 δρχ.). Κατά
την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Αθηναϊκός στρατός
αριθμούσε 29.000 άνδρες και 200 τριήρεις, με 170 κωπηλάτες η κάθε
μία (δηλαδή 200 x 170 = 35.000 άνδρες)1.
Από που λοιπόν το Κράτος αντλούσε τα έσοδά του για την
πραγματοποίηση όλων αυτών των δαπανών; Οι κύριες πηγές εσόδων
του Κράτους ήταν η γεωργία, η βιοτεχνία, τα μεταλλεία του Λαυρίου,
το εμπόριο, οι φόροι και άλλα εισπρακτικά μέτρα.
Τα έσοδα. Γεωργία: Η οικονομία της Αθήνας, την εποχή αυτή,
ήταν κατά βάση αγροτική. Η γη άνηκε, παραδοσιακά, στους ιδιώτες. Η
καλλιεργήσιμη έκταση δεν ήταν βέβαια πολύ μεγάλη, και ως εκ
τούτου δεν επέτρεπε την παραγωγή ποικιλίας προϊόντων και
σημαντικού αγροτικού πλεονάσματος. Παρήγαγε κυρίως σιτηρά,
κρασί και ελαιόλαδο. Επιπλέον, η γη ήταν κατακερματισμένη σε
μικρές ιδιοκτησίες. Κατά συνέπεια, ο αγροτικός τομέας δεν απέφερε
σημαντικά έσοδα στο Κράτος.
Βιοτεχνία: Η βιοτεχνία αποτελούσε δευτερεύουσα οικονομική
δραστηριότητα για το Κράτος και ανήκε στους μετοίκους. Αφορούσε
την κεραμική, την υφαντουργία, την χαλκοτεχνία, κλπ. Οι
περισσότερες βιοτεχνίες ήταν μικρά εργαστήρια που απασχολούσαν
το καθένα μέχρι 10 δούλους. Οι μεγάλες βιοτεχνίες, που

1
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 118.
123
απασχολούσαν περί τους 100 δούλους ήταν λίγες. Σε ότι αφορά τα
δημόσια έσοδα, η βιοτεχνία δεν προσέφερε πολλά.
Τα μεταλλεία του Λαυρίου: Η εκμετάλλευση των αργυρούχων
μεταλλείων της Λαυρεωτικής άρχισε από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Λειτουργούσαν υπό κρατικό έλεγχο. Το Κράτος τα μίσθωνε στους
ιδιώτες (επί Κλεισθένη το 508 π.Χ.). Τα έσοδα από τα μεταλλεία για το
Κράτος ήταν σημαντικά και είχαν χρησιμοποιηθεί αρχικά για την
κατασκευή του Αθηναϊκού στόλου (περί τις 100 τριήρεις) που νίκησε
τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στη συνέχεια, ο άργυρος
χρησιμοποιήθηκε για την κοπή νομισμάτων και για εμπορικούς
σκοπούς. Η εκμετάλλευση των μεταλλείων ήταν εντατική. Ο αριθμός
των εργαζομένων κυμαίνονταν από 10.000 μέχρι 20.000. Η ετήσια
παραγωγή έφτανε τους 20 τόνους αργύρου και πολύ μεγαλύτερες
ποσότητες μολύβδου, ενώ τα ετήσια έσοδα του Κράτους από την
εκμίσθωση έφταναν τα 100 τάλαντα (επί 6.000 δρχ. = 600.000 δρχ.) 1.
Το εμπόριο: Το Κράτος των Αθηνών εισήγαγε από το εξωτερικό –
εκτός από το σιτάρι – μέταλλα (χαλκό, χρυσό) και υλικά, για τη
ναυπήγηση πλοίων (ξυλεία, λινάρι, κλπ.) Το εμπόριο διεξήγετο από
ιδιώτες, δια θαλάσσης, με πλοία που μίσθωναν οι έμποροι από τους
ιδιοκτήτες τους. Αλλά και το λιανικό εμπόριο στην αγορά της πόλης –
όπως προαναφέραμε – ήταν στα χέρια ιδιωτών (μετοίκων). Οι
έμποροι, για να αντεπεξέρχονται στις εμπορικές τους υποχρεώσεις,
δανείζονταν χρήματα από ιδιώτες «τραπεζίτες» με υψηλά επιτόκια. Το
Κράτος αποκόμιζε σημαντικά έσοδα από τη φορολογία στις εμπορικές
συναλλαγές. Επίσης, τα έσοδα από τους δασμούς στο λιμάνι του
Πειραιά, και από άλλα λιμάνια της Αθηναϊκής επικρατείας, καθώς και
από τις χερσαίες εμπορικές συναλλαγές, ήταν σημαντικά για το
Κράτος.

1
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 123.
124
Φόροι και άλλα εισπρακτικά μέτρα: Τον 6ο αιώνα π.Χ., η άμεση
φορολογία των πολιτών δεν υπήρχε, παρά μόνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις (π.χ. εισφορές σε πολέμους). Το Κράτος φορολογούσε
τους μετοίκους-εμπόρους με κεφαλικό φόρο, καθώς και τους ξένους
που έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι
πολίτες φορολογούνταν με έμμεση φορολογία επί των συναλλαγών.
Άλλη μορφή έμμεσης φορολογίας ήταν οι «λειτουργίες», δηλαδή οι
υπηρεσίες προς την πόλη που αναλάμβαναν οι πλουσιότεροι πολίτες,
όπως η συντήρηση και ο εξοπλισμός των τριήρεων (τριηραρχία), η
εκγύμναση και διατροφή των αθλητών (γυμνασιαρχία), η οργάνωση
και εκπαίδευση του χορού των αρχαίων τραγωδιών, όπως και η
μισθοδοσία των ηθοποιών (χορηγία). Στα εισπρακτικά έσοδα του
Κράτους πρέπει να προστεθούν και τα πρόστιμα που επιβάλλονταν
από τα δικαστήρια, που συχνά ήταν μεγάλα (π.χ. κατασχέσεις
περιουσιών).

Ασημένια τετράδραχμα των Αθηνών, 5ος αιώνας π.Χ. (Χρυσός αιώνας).

125
Ο συμμαχικός φόρος: Αφορούσε το φόρο που πλήρωναν τα
μέλη της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας στο κοινό ταμείο για την
αντιμετώπιση του Περσικού κινδύνου. Η συμμαχία αυτή ιδρύθηκε το
477 π.Χ. και είχε έδρα τη Δήλο. Την πρώτη περίοδο της Συμμαχίας, τα
έσοδα έφταναν τα 460 τάλαντα (επί 6.000 δρχ. = 2.760.000 δρχ.) το
χρόνο. Όμως, με τον καιρό και την προσχώρηση νέων μελών
αυξήθηκαν, και τις παραμονές του Πελοποννησιακού πολέμου (το 431
π.Χ.) έφτασαν τα 600 τάλαντα (επί 6.000 δρχ. = 3.600.000 δρχ.) το
χρόνο, κατά τον Θουκυδίδη 1. Το 454 αποφασίστηκε να μεταφερθεί το
ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα και από τότε οι Αθηναίοι
διαχειρίζονταν τα χρήματα του ταμείου ανεξέλεγκτα. Όσες πόλεις
διαμαρτυρήθηκαν και θέλησαν να αποστατήσουν από τη συμμαχία,
τις αντιμετώπισαν οι Αθηναίοι με βία και πιο απεχθή φορολογία. Ο
συμμαχικός φόρος ήταν η πιο σημαντική πηγή χρηματοδότησης των
μεγάλων δημοσίων έργων του Περικλή.
Η εργασία των δούλων: Η εκμετάλλευση της εργασίας των
δούλων ήταν από τους βασικούς συντελεστές ανάπτυξης της
κλασσικής Αθήνας. Οι δούλοι – κυρίως αιχμάλωτοι πολέμου –
αποτελούσαν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού του Κράτους (Αττικής),
έκαναν τις χειρωνακτικές εργασίες και άφηναν στους Αθηναίους
ελεύθερο χρόνο να ασχολούνται με τα κοινά. Οι δούλοι ασχολούνταν
κυρίως με οικιακές και βιοτεχνικές εργασίες. Η σημασία τους στη
δημόσια οικονομία είχε ενδιαφέρον, στο μέτρο που το φτηνό εργατικό
κόστος άφηνε μεγαλύτερο θετικό περίσσευμα στις οικιακές και
βιοτεχνικές δραστηριότητες του Κράτους.
Συμπερασματικά, η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας τον 5ο αιώνα
π.Χ. βασίστηκε στις παραπάνω κύριες πηγές εσόδων: γεωργίας,
βιοτεχνίας, μεταλλείων του Λαυρίου, εμπορίου, εισπρακτικής
(φορολογικής) πολιτικής. Όμως, ο πλέον καθοριστικός παράγων, την

1
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 125.
126
εποχή αυτή, στην ανάπτυξη της Αθήνας, ήταν η ανεξέλεγκτη
εκμετάλλευση των προσόδων της Αθηναϊκής Συμμαχίας, ιδιαίτερα
μετά την μεταφορά του ταμείου από τη Δήλο στην Αθήνα. Χωρίς τις
πηγές αυτές – κυρίως του εμπορίου, των μεταλλείων και του
συμμαχικού φόρου –, η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. δεν θα είχε
καταφέρει να πετύχει τη μεγάλη αυτή ακμή. Μετά το Πελοποννησιακό
πόλεμο που έχασε τους πόρους αυτούς, το Αθηναϊκό Κράτος
παρήκμασε. Τον 4ο αιώνα π.Χ., τα οικονομικά μεγέθη του Αθηναϊκού
Κράτους ήταν πολύ μικρότερα.
7.1.6.6. Το εσωτερικό εμπόριο 1
Οι εμπορικές (και λοιπές οικονομικές) δραστηριότητες
εκτυλίσσονταν στην πλατεία της πόλης, σε μικρά ιδιωτικά εργαστήρια
και καταστήματα, ακόμα και σε πάγκους και σε τραπέζια, τα οποία
χρησιμοποιούσαν οι «τραπεζίτες» και οι αργυραμοιβοί. Σημαντικό
κτίριο στην Αγορά ήταν η Νότια Στοά, όπου στεγάζονταν οι υπεύθυνοι
των «Μέτρων και Σταθμών» και αυτοί που επέβλεπαν τις εμπορικές
συναλλαγές και οι έμποροι. Το κτίριο αυτό (μήκους 80 μέτρων)
χτίστηκε στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ.
Το νομισματοκοπείο βρίσκονταν στη νότια πλευρά της Αγοράς.
Χρονολογείται γύρω στο 400 π.Χ. Εκτός από τα δημόσια κτίρια,
υπήρχαν και πολλά ιδιωτικά, όπου στεγάζονταν βιοτεχνίες
κατασκευής και πώλησης προϊόντων. Οι Αθηναίοι συνέρρεαν σε
αυτούς τους χώρους της αγοράς, όχι μόνο από εμπορικό ενδιαφέρον,
αλλά και για κοινωνικούς λόγους (συνάντηση φίλων και συζητήσεις).
Εκεί πωλούνταν προϊόντα παντός είδους, αγροτικά και βιοτεχνικά.
Η κεραμική ήταν επίσης ανεπτυγμένη και δραστηριοποιούνταν
στην περιοχή που και σήμερα λέγεται Κεραμικός. Η παραγωγή
αγγείων αντιπροσώπευε την παλιότερη βιοτεχνική δραστηριότητα.
Αναπτυγμένη ήταν και η κατασκευή πήλινων ειδωλίων, τα οποία

1
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, οπ. παρ., τόμος 4, σελ. 98-101.
127
χρησιμοποιούνταν ως αναθήματα στους θεούς, ως κτερίσματα στους
τάφους, ακόμα και ως παιδικά παιχνίδια. Η μεταλλοτεχνία αφορούσε
κυρίως την επεξεργασία χαλκού και σιδήρου. Οι περισσότερες
εγκαταστάσεις αυτού του είδους βρέθηκαν κοντά στο Ναό του
Ηφαίστου, θεού της φωτιάς και του σιδήρου. Εντοπίστηκαν επίσης
στην Αγορά εργαστήρια εξεργασίας μαρμάρου. Στα εργαστήρια αυτά
κατασκευάζονταν ασφαλώς αγάλματα. Εντοπίστηκε τέλος και
εργαστήριο υποδηματοποιίας.
Στον ίδιο αυτό χώρο της Αγοράς, υπήρχαν ταβέρνες και
οινοπωλεία, όπου πωλούνταν κρασί από τη Χίο, τη Θάσο και την
Κόρινθο. Με λίγα λόγια, στο χώρο αυτό πωλούνταν παντός είδους
προϊόντα και φυσικά τρόφιμα (φρούτα, λαχανικά, όσπρια, κλπ.).

Ασημένιο Αθηναϊκό τετράδραχμο, περί το 510 π.Χ. Παριστάνει το κεφάλι της


Αθηνάς και την κουκουβάγια.

128
ΚΕΦ. 8. ΧΡΗΜΑ, ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., νέες εξελίξεις άρχισαν να εμφανίζονται


στην αγορά της Αθήνας: Οι Νέες μορφές εμπορίου, στις οποίες οι
εμπλεκόμενοι προσδοκούσαν να κερδοσκοπήσουν δεν ήταν σπάνιες,
μεταξύ των Αθηναίων αριστοκρατικής καταγωγής. Τοπικές αγορές
είχαν ήδη δημιουργηθεί σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Ωστόσο, η νέα
αυτή κατάσταση, όπου η «αγορά» είναι φορέας οργάνωσης του
εμπορίου και του κέρδους, δεν φαίνονταν ακόμα να αναγνωρίζεται ότι
ήταν μια νόμιμη επιδίωξη αυτής της δραστηριότητας. Το εμπόριο ήταν
ακόμα οργανωμένο με πολιτικά κριτήρια. Η «αγορά» θεωρούνταν
τόπος γυρολόγων. Τα χρήματα χρησίμευαν ως μέσο προσδιορισμού
της ακριβούς ποσότητας των προϊόντων προς ανταλλαγή.
Καθιστούσαν ευκολότερη την εκτίμηση της αξίας των προϊόντων και
την ανταλλαγή 1.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ., ιδιαίτερα, στην τοπική αγορά
χρησιμοποιούνταν τα χάλκινα νομίσματα μικρής ονομαστικής αξίας,
ενώ στο εξωτερικό εμπόριο χρησιμοποιούνταν τα ασημένια
νομίσματα μεγαλύτερης αξίας, όπως ο στατήρας 2 και ήταν στην
αποθεματική τους αξία. Τα χάλκινα νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν
αρχικά μόνο στην Αθήνα και αργότερα (μετά το 400 π.Χ.)
εξαπλώθηκαν σε όλο τον ελληνικό χώρο. Επρόκειτο μάλλον για
πιστωτικό χρήμα, την αξία του οποίου καθόριζε το Κράτος. Οι τύποι
νομισμάτων (χάλκινο και ασημένιο) ήταν ανταλλάξιμοι, μέσα στην
πόλη-Κράτος, όπως και μεταξύ δύο διαφορετικών ελληνικών πόλεων-
κρατών 3.

1
ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ, Η εφεύρεση του Εμπορίου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2007.
2
Στατήρας: Αρχαίο ελληνικό νόμισμα. Ισοδυναμούσε σε αξία με δύο δραχμές.
3
Και για το κακό μου έγινε εκείνη η νομισματική μεταβολή, γιατί πουλώντας τα
σταφύλια μου κι έχοντας γεμάτο το στόμα μου με χάλκινα νομίσματα, τράβηξα και
129
Το επάγγελμα του τραπεζίτη προέκυψε κατά την σχετικά Πρώιμη
Εποχή, λόγω της χρήσης των νομισμάτων. Έκανε την εμφάνισή του
μετά το 400 π.Χ. Εμφανίσθηκε πρώτα στην Αθήνα, αλλά εξαπλώθηκε
γρήγορα σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Ο τραπεζίτης – καθισμένος στο
τραπέζι του στην αγορά – έκανε εύκολη την ανταλλαγή των ασημένιων
στατήρων με μικρούς χάλκινους οβολούς, καθώς και την ανταλλαγή
ξένων νομισμάτων με Αθηναϊκά ή και το αντίθετο.
Ο έλεγχος και η ανταλλαγή νομισμάτων ήταν τα αρχικά
καθήκοντα των ελλήνων τραπεζιτών. Όμως, δεν ήταν τα μόνα. Οι νέες
αρμοδιότητές τους διευκόλυναν την αύξηση των χρήσεων του
χρήματος και τη σύνδεσή του με το εμπόριο. Άλλες χρήσιμες
αρμοδιότητες των τραπεζιτών ήταν: Η κατάθεση χρημάτων για
φύλαξη και άλλων πολύτιμων αντικειμένων, η σύναψη δανείων σε
αιτούντες, κυρίως εμπόρους, τα ναυτιλιακά δάνεια τα οποία
αντιπροσώπευαν την πιο σημαντική μορφή δανεισμού… κ.λπ.
Διευκρινίζεται ότι για τις καταθέσεις χρημάτων για φύλαξη δεν
καταβάλλονταν τόκοι. Τα χρήματα αυτά παρέμεναν στην κυριότητα
των καταθετών και δεν μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει ο τραπεζίτης.
Οι τραπεζίτες ήταν συνήθως μέτοικοι ή απελευθερωμένοι σκλάβοι.
Ο 4ος αιώνας λοιπόν δεν ήταν μόνο περίοδος παρακμής, ήταν
και περίοδος καινοτομιών στον οικονομικό κυρίως τομέα, ιδιαίτερα
στην Αθήνα. Η Αθήνα παρέμεινε, και αυτή την περίοδο, το πιο
σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας στον ελληνικό κόσμο:
Παρατηρήθηκε μια κάποια ανάπτυξη της «χρηματιστικής» οικονομίας,
η οποία εκφράσθηκε με την επιθυμία – για πρώτη φορά – για

πήγαινα στην αγορά για να αγοράσω αλεύρι. Και τότε, ενώ είχα το πουγγί μου
γεμάτο με χάλκινα νομίσματα, ο κήρυκας φώναξε δυνατά να μη δέχεται κανείς πια
στη συνέχεια χάλκινα νομίσματα. Είπε «θα περνούν μόνο τα ασημένια…»
Είναι φανερό ότι ο Αριστοφάνης χλευάζει το Κράτος των Αθηνών για τις ασύνετες
οικονομικές αποφάσεις του.
Αριστοφάνης «Εκκλησιάζουσαι», μετάφραση Θεοδ. Μαυρόπουλος, σελ. 121-123,
Εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα.
130
απεριόριστο πλουτισμό, ενώ το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα,
εμφανίστηκε εξέλιξη στο «Εμπορικό δίκαιο» της Αθήνας 1. Η νομική
υπόσταση των δούλων μέχρι τότε ήταν ανύπαρκτη. Τώρα οι δούλοι
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μάρτυρες στα δικαστήρια (όπως
οι ελεύθεροι), μπορούσαν να συνάπτουν συμβόλαια για λογαριασμό
τους και να διώκονται προσωπικά για αξιόποινες πράξεις 2.
Οι ξένοι αντιμετωπίζονται όπως οι Αθηναίοι πολίτες:
Μπορούσαν να καταφύγουν στο νόμο για δικαίωσή τους, όπως οι
Αθηναίοι πολίτες, χωρίς διάκριση. Το εμπορικό δίκαιο προτιμούσε τα
γραπτά συμβόλαια από τις προφορικές μαρτυρίες, που ίσχυαν πριν,
για την επίλυση διαφορών. Οι εμπορικές δίκες εκδικάζονταν άμεσα,
χωρίς καθυστέρηση.
Άλλη καινοτομία στην οικονομική ζωή ήταν η επέκταση των
ναυτικών δανείων. Οι ναυτικοί έμποροι αναγκάζονταν στα εμπορικά
τους ταξίδια να δανείζονται χρήματα από τις τράπεζες. Τα ποσά
βέβαια που δανείζονταν ήταν σχετικά μικρά και η διάρκεια μερικοί
μήνες, όσο διαρκούσε το ταξίδι. Υπογράφονταν σχετικό συμβόλαιο με
υψηλό επιτόκιο, γιατί οι κίνδυνοι στα θαλάσσια ταξίδια ήταν μεγάλοι.
Έτσι, τον 4ο αιώνα σημειώθηκε ανάπτυξη των τραπεζικών
δραστηριοτήτων. Θα ήταν φυσικά αδύνατο οι τράπεζες εκείνης της
εποχής να καλύψουν τις οικονομικές δραστηριότητες των σημερινών
τραπεζών. Οι Αθηναϊκές τράπεζες δεν ήταν πιστωτικά ιδρύματα.
Εμφανίστηκαν και δάνεια για τους κτηματίες με εγγύηση γης ως
ασφάλεια και με επιτόκιο πολύ χαμηλότερο από τα ναυτικά δάνεια.

1
Η βελτίωση του Εμπορικού Δικαίου συμπίπτει με την παρακμή της Αθηναϊκής
Πολιτείας, που επιδείνωσε το πρόβλημα εφοδιασμού της Αθήνας σε τρόφιμα και
σιτηρά.
2
Βλ. περισσότερα M.M. AUSTIN-P.VIDAL –NAQUET,ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
Έκδοση ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Αθήνα 1998.
131
Οι φτωχότεροι πολίτες της Αθήνας προτιμούσαν να αμείβονται
από το Κράτος (π.χ. για τη συμμετοχή τους στην Εκκλησία του Δήμου),
παρά να ασκήσουν κάποια οικονομική δραστηριότητα. «Οι χωρικοί
της κλασικής πόλης, ενίσχυσαν την οικονομική και πολιτική τους θέση
και έγιναν πολίτες με πλήρη δικαιώματα»1.
Στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, οι ελληνικές τραπεζικές
πρακτικές έφτασαν στο απόγειο της εξέλιξής τους. Εκτελούνταν
λογιστικές μεταφορές σιτηρών και άλλων τροφίμων μέσω κρατικών
τραπεζών σε μεγάλη κλίμακα, όχι όμως και λογιστικές μεταφορές
χρημάτων.
Έτσι, το διεθνές εμπόριο, κυρίως αυτό των σιτηρών, των ειδών
πολυτελείας (και των δούλων) αναπτύχθηκε ταχύτατα και
υποστηρίχθηκε με την επέκταση των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Την
ίδια εποχή η Ελληνιστική Αίγυπτος των Πτολεμαίων υιοθέτησε ένα
οικονομικό σύστημα, σχεδιασμένο κεντρικά, το πρώτο ίσως που
γνώρισε η ανθρωπότητα. Η Αίγυπτος των Πτολεμαίων, ως χώρα
πλούσια οικονομικά, είχε μεγάλη πνευματική και πολιτιστική ακμή.
Συνοψίζοντας την ελληνική συνεισφορά στο εμπόριο και στην
οικονομία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι Έλληνες πρώτοι
ανέπτυξαν, σχεδόν μόνοι τους, την οικονομία της «αγοράς» με τις
εμπορικές συναλλαγές, περιλαμβανομένου του σχεδιασμού και της
οργάνωσης στην καλύτερη για την εποχή μορφή. Οι κατακτήσεις αυτές
των Ελλήνων επηρέασαν και τις εξελίξεις στη Ρώμη, η οποία
ακολούθησε τον ελληνικό δρόμο του εμπορίου και των νομισμάτων,
μαζί με την τραπεζική και λογιστική πρακτική, όπως αυτά τα
εφήρμαζαν οι Έλληνες.
Πολύς λόγος έχει γίνει για τους παράγοντες που ευθύνονται για
την παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία παρέσυρε στην
παρακμή και την οικονομία. Αν αυτό δεν είχε συμβεί, πιθανόν η

1
M.M. AUSTIN-P.VIDAL –NAQUET, όπ. παρ. σελ. 213.
132
οικονομία να είχε οδηγηθεί πιο κοντά και πιο σύντομα στη σημερινή
μορφή του καπιταλισμού. Η παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
διέκοψε την εξέλιξη αυτή.
Μια ακόμα οικονομική έννοια εμφανίσθηκε την εποχή αυτή, ο
επεκτατισμός ή ο «ιμπεριαλισμός» ο οποίος δέχθηκε αρνητική κριτική,
όταν εφαρμόζονταν σε βάρος άλλων Ελλήνων. Όταν όμως
εφαρμόζονταν σε βάρος άλλων λαών βαρβάρων, π.χ. στην Ασία ήταν
νόμιμος, άρα αποδεκτός.
Η οικονομική ζωή στην αρχαιότητα έφτασε στο απόγειο της: 1
•Στην Ανατολική Μεσόγειο με την κατάκτηση της Ασίας από το Μ.
Αλέξανδρο και τους επιγόνους του (Ελληνιστική περίοδος).
• Στη Δυτική Μεσόγειο κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και ειδικότερα
τους δυο πρώτους αιώνες μ.Χ.
Σύνολο περίπου πέντε αιώνες. Αυτοί οι πέντε αιώνες
χαρακτηρίζονται ως περίοδος ακμής του αρχαίου «καπιταλισμού» 2.
Στην Ανατολική Μεσόγειο οι εμπορικές δραστηριότητες
αναπροσανατολίστηκαν μετά την ανάπτυξη κυρίως της Αλεξάνδρειας
στην Αίγυπτο, αλλά και της Αντιόχειας και της Σελεύκειας και την
Ελληνιστική περίοδο, χωρίς να ξεχνούνται η Ρόδος και η Δήλος, που
αποτελούσαν σταθμούς του θαλάσσιου εμπορίου στο Αιγαίο. Ο
Πειραιάς υποβαθμίστηκε και παρέμεινε έξω από τους θαλάσσιος
δρόμους.

1
M.M. AUSTIN-P.VIDAL –NAQUET, όπ. παρ.
2
Στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός, όπως εξελίχθηκε τη σύγχρονη εποχή,
ο
εμφανίστηκε μετά τη βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη (Αγγλία) το 18 αιώνα
μ.Χ.
133
ΚΕΦ. 9. Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

9.1. Εισαγωγικά
Την κλασσική εποχή της Αρχαίας Ελλάδας και κυρίως το θάνατο
το Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, διαδέχθηκε η
Ελληνιστική εποχή, που διήρκεσε μέχρι την επικράτηση των Ρωμαίων
το 31 π.Χ. (στην Αίγυπτο). Κατ’ άλλους ερευνητές, η χρονική αφετηρία
της ελληνιστικής περιόδου ξεκινάει νωρίτερα, την περίοδο των
διεργασιών της εκστρατείας του Φιλίππου Β΄ και του γιού του
Αλέξανδρου στην κεντρική και στη νότια Ελλάδα και την προσπάθεια
τους να συνενώσουν τις Ελληνικές πόλεις – κράτη σε μια εθνική
οντότητα, ώστε η ετοιμαζόμενη εκστρατεία στην Ασία κατά της
Περσικής αυτοκρατορίας να γίνει με ταυτότητα Ελληνική και όχι
Μακεδονική, όπως ήταν άλλωστε το Όραμα του Μ. Αλεξάνδρου.
Ως πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας αναφέρεται ο Περδίκκας
(περί το 700 π.Χ.), απόγονος των Τημενιδών του Άργους. Γι’ αυτό και
τα μέλη της βασιλικής οικογένειας λέγονταν «Αργεάδες». Αργότερα
βασίλεψε ο Αμύντας Α’, επί των ημερών του οποίου η Μακεδονία και
η Θράκη περιήλθαν υπό την Περσική κυριαρχία, όταν το 513 π.Χ. ο
Δαρείος Α’ πέρασε τον Ελλήσποντο. Ακολούθησε ο Αλέξανδρος Α΄,
που συμμετείχε ως πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας στους
Ολυμπιακούς αγώνες και βοήθησε σημαντικά τις ελληνικές Πόλεις
κατά τους Μηδικούς Πολέμους.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το κράτος του Αλεξάνδρου του Α΄
επεκτείνονταν μεταξύ του Ολύμπου, του όρους Βερτίσκου, των
Καμβουνίων (στη Δυτ. Μακεδονία) και της Χερσονήσου της
Χαλκιδικής. Τα χρόνια του Θουκυδίδη (470 – 395 π.Χ.), η Μακεδονία
επεκτάθηκε προς Ανατολάς μέχρι το όρος Παγγαίο, προς τη θάλασσα
στην εκβολή του Αξιού Ποταμού και τους Πρόποδες των Παιονικών
ορέων, (Βορ. Μακεδονία) προς Δυσμάς μέχρι το Πέτρινο, το
134
Λιβανίσκο, το Βόϊον, (στο Ν. Καστοριάς), την Πίνδο και της Τύρφη, στα
όρια της Ηπείρου και της Ιλλυρίας. Τη διαχωριστική γραμμή με τη
Θεσσαλία αποτελούσε ο Όλυμπος. Κατά την εποχή του Φιλίππου Β’
και του γιού του Αλέξανδρου, το κράτος επεκτάθηκε μέχρι την
Αδριατική.
Μία ακόμη απόδειξη για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας είναι
το παρακάτω απόσπασμα από την Ιστορία του Ηρόδοτου:
«Αυτοί οι ηγεμόνες της Μακεδονίας που κατάγονται από τον
Περδίκκα, είναι Έλληνες, όπως λένε και οι ίδιοι και εγώ προσωπικά το
γνωρίζω και θα το αποδείξω στη συνέχεια της ιστορίας μου. Εδώ
προσθέτω μόνο ότι έτσι έκριναν όσοι ήταν επικεφαλής των
Ολυμπιακών Αγώνων. Επειδή o Αλέξανδρος ήθελε να αγωνιστεί και
κατέβηκε με αυτόν το σκοπό από τη Μακεδονία, οι Έλληνες αντίπαλοι
του αντέδρασαν λέγοντας ότι ο αγώνας δεν ήταν για βάρβαρους
αγωνιστές. Τότε, ο Αλέξανδρος απέδειξε ότι ήταν Αργείος. Οι κριτές,
λοιπόν παραδέχθηκαν ότι ήταν Έλληνας, αγωνίστηκε στο στάδιο και με
δυσκολία τον ξεπέρασε ο πρώτος. Και αυτά έτσι συνέβηκαν»1.
Διευκρινίζουμε ότι ο Περδίκκας ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας
ιδρυτής της πρώτης Δυναστείας των Αργεαδών, οι οποίοι θεωρούσαν
τους εαυτούς τους απόγονους των Ηρακλειδών από το Άργος. Ο
Αλέξανδρος Α’ (498-450 π.Χ.) ήταν γιός του βασιλιά Αμύντα Α΄ (540-
498 π.Χ.) της Μακεδονίας, της Δυναστείας των Αργεαδών. Συμμετείχε
στους Πανελλήνιους Ολυμπιακούς Αγώνες του 504 π.Χ.
9.2. Ο Φίλιππος Β’ (386-336 π.Χ.)
Ο Φίλιππος Β’ ήταν το τρίτο παιδί του βασιλιά Αμύντα Ε’ και της
Ευρυδίκης. Γεννήθηκε το 386 π.Χ., όταν συνήφθη η Ανταλκίδειος
ειρήνη με τους Πέρσες, που προκάλεσε τον πόλεμο της Σπάρτης

1
Ηρόδοτος, Ιστορία, Τόμος Β΄, βιβλίο Ε΄, στ. 22, Τερψιχόρη, σελ. 18-19, Εκδ. National
Georgaphic.
135
εναντίον της Θήβας και της Ολύνθου, στη Χαλκιδική. Ο Φίλιππος Β’
ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας το 359 π.Χ.
Με τους πολέμους και τη διπλωματία, το κράτος του Φιλίππου
Β΄ επεκτάθηκε, Δυτικά μέχρι την Ήπειρο, στα Βόρεια μέχρι του
Εριγώνος, στα νότια σε όλη την έκταση του Θερμαϊκού και στα
Ανατολικά μέχρι την Προποντίδα και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου.
Επομένως κατείχε και την περιοχή του Παγγαίου που παρήγαγε
άφθονο χρυσό. Η προϋπάρχουσα πόλη της Βουλγαρίας
μετονομάστηκε σε Φιλιππούπολη, λόγω των πολλών έργων
καλλωπισμού και προστασίας που έκανε εκεί ο Φίλιππος Β΄.
Φρόντισε επίσης την αναδιοργάνωση του κράτους του.
Συγκρότησε μια αυστηρά στρατιωτική δομή. Είχε στρατιωτικό
χαρακτήρα με πειθαρχία, απαραίτητη για την εκτελεστική εξουσία
στρατιωτικού τύπου. Τοποθέτησε σε επίκαιρες θέσεις αυστηρά
επιλεγμένα πρόσωπα (συνήθως επιτυχημένους αξιωματικούς).
Για να χρηματοδοτεί το στρατό του, τους πολέμους και την
Πολυδάπανη αυλή του…, χρειάζονταν άφθονα χρήματα. Η Μακεδονία
ήταν πλούσια περιοχή, είχε ξυλεία και σιτηρά, αλλά τα έσοδα αυτά
δεν ήταν αρκετά για να χρηματοδοτήσουν τα σχέδια του. Γι’ αυτό και
έβαλε στο μάτι τα κοιτάσματα του Παγγαίου (Ανατολική Μακεδονία),
με τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου. Τα έσοδα αυτά, 1.000 τάλαντα
το χρόνο, 1 του επέτρεψαν να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, δηλ. να
συντηρεί ένα αξιόμαχο στρατό ξηράς και ναυτικό και να χρηματοδοτεί
τους πολέμους. Το Μακεδονικό νόμισμα ήταν ο «στατήρας» από
ατόφιο χρυσάφι και αναλογούσε στην Αττική δραχμή που ήταν σε
ασήμι (ισοτιμία 1:1). Προτιμούνταν όμως στις συναλλαγές ο στατήρας
(που ήταν από χρυσό) γι’ αυτό και κυριαρχούσε, σε βάρος της
Αθηναϊκής δραχμής (που ήταν από ασήμι) και αποδυναμώθηκε.

1
Σ.Ι. Καργάκος, οπ. παρ., τόμος 1, σελ.109.
136
9.3. Ο Αλέξανδρος Γ΄ (356 - 323 π.Χ.)
Μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Φίλιππου Β΄, την εξουσία
στη Μακεδονία ανέλαβε ο γιός του Αλέξανδρος 1, σε ηλικία 20 χρόνων,
το 336 π.Χ. Αφού εδραίωσε τη θέση του στο Βασίλειό του,
κατηφόρισε προς Νότο στην Ελλάδα, συγκάλεσε το συνέδριο της
1
Ο Πλούταρχος (45 μ.Χ. – 120 π.Χ., περίπου), στο έργο του «Βίοι παράλληλοι»
περιλαμβάνει τη βιογραφία του Μ. Αλέξανδρου – περισσότερο ένα ψυχογράφημα –
από τη γέννηση του, την εφηβεία του, τη μόρφωση του, το χαρακτήρα του τη
συμμαχία του «κοινού» στη Κόρινθο, την καταστροφή της Θήβας, τη συγχώρηση της
Αθήνας, την υποταγή των Πολεμοχαρών φύλων του Βορρά (της Βαλκανικής), που
περιέβαλαν τη Μακεδονία, τη προετοιμασία της εκστρατείας στην Ασία, τη μάχη του
Γρανικού εναντίον των Περσών, την πολιορκία της Αλικαρνασσού, την πολιορκία της
Τύρου στη Φοινίκη και μετά της Γάζας, τη μάχη της Ισσού και τη σύλληψη της
οικογένειας του Πέρση βασιλιά, τη μάχη στα Γαυγάμηλα, την είσοδο στη Βαβυλώνα
αμαχητί και μετά στα Σούσα, την καταδίωξη του Δαρείου, την πυρπόληση των
ανακτόρων του Πέρση βασιλιά στη Περσέπολη, την πορεία του και τις περιπέτειες
του ανατολικότερα εκείθε του Ινδού ποταμού, την περιπετειώδη επιστροφή τους,
τους γάμους του και το θάνατο του.

137
Κορίνθου και ζήτησε από τις ελληνικές πόλεις – Κράτη να στείλουν
αντιπροσώπους. Το φθινόπωρο του 336 π.Χ. όλες οι πόλεις έστειλαν
«πλην Λακεδαιμονίων». Όλοι οι συμμετέχοντες στο Συνέδριο
αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο Γ΄ ως στρατηγό αυτοκράτορα. Στη
συνέχεια, στράφηκε προς τα πολεμοχαρή φύλα του βορρά, που
περιέβαλαν την Μακεδονία και την απειλούσαν και αφού τα υπέταξε,
επέστρεψε και άρχισε να ετοιμάζει την εκστρατεία του στην Ασία.
Όμως, τα οικονομικά του ήταν περιορισμένα. Διέθετε 70 τάλαντα και
άλλα τόσα δανεικά. Τη Διοίκηση της Μακεδονίας όσο θα απουσίαζε
στην Ασία την ανέθεσε στον Αντίπατρο. Η εκστρατεία του Μ.
Αλεξάνδρου στην Ασία, διήρκεσε κοντά 10 χρόνια, από το 334 π.Χ.
μέχρι το 323 π.Χ., που πέθανε. Έφθασε μέχρι τον ποταμό Ύφαση 1,
ανατολικά του Ινδού ποταμού και ίσως μακρύτερα μέχρι το Γάγγη
ποταμό. Εκεί ο στρατός του στασίασε και επέστρεψαν.
Θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε εν συντομία στην Περσική
αυτοκρατορία και στις σχέσεις διαπλοκής που είχε, την εποχή αυτή,
με τις ελληνικές πόλεις – Κράτη.
9.4. Η περσική αυτοκρατορία
Στην Ασία κυριαρχούσε η Περσική αυτοκρατορία, που έφτασε
προς Δυσμάς μέχρι τα Μεσογειακά Παράλια, που έλεγχαν σε μεγάλο
βαθμό οι Έλληνες. Είχε αστείρευτες πηγές πλούτου και μεγάλη
δύναμη, εποφθαλμιούσε όμως να κατακτήσει την κατακερματισμένη
Ελλάδα, που εφθείρετο από τις εσωτερικές απερίσκεπτες έριδες. Η
1
Ο Αρριανός (95-180 μ.Χ.), στην ενότητα «Ινδική» του έργου του (πρόκειται κατά
ο
τους ιστορικούς για το 8 βιβλίο της «Αλεξάνδρου Ανάβασης» του συγγραφέα),
περιγράφει γεωγραφικά και πολιτιστικά την περιοχή της Ασίας, ανατολικά του Ινδού
Ποταμού, όπου συντελέστηκε η τελευταία φάση της εκστρατείας του Μ.
Αλεξάνδρου, μέχρι τον Ύφαση ποταμό – και ίσως κατά ορισμένους ιστορικούς
μακρύτερα, μέχρι το Γάγγη ποταμό – καθώς και τις συγκρούσεις και τις περιπέτειες
του στρατού του, τόσο κατά την ανάβαση όσο και κατά την επιστροφή του, κι ακόμα
τον περίπλου του Νεάρχου στον Ινδικό Ωκεανό (στην επιστροφή).

138
πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη της Ελλάδας φαίνεται πως
μαγνήτιζε το ενδιαφέρον των Περσών, γι’ αυτό και συχνά
επιχειρούσαν πολεμικές εκστρατείες σε βάρος της. Και φυσικά επειδή
δεν κατάφεραν να την κατακτήσουν δια των όπλων, προσπάθησαν να
την διαφθείρουν με το χρήμα, προκειμένου να ελέγχουν και να
καθορίζουν τα εσωτερικά ελληνικά πράγματα. Οι ελληνικές πόλεις,
ευάλωτες στο χρήμα, όχι λίγες φορές, επαιτούσαν οι ίδιες την παροχή
οικονομικής βοήθειας, έναντι σοβαρών εθνικών ανταλλαγμάτων.
Μερικά ηχηρά παραδείγματα είναι ενδεικτικά:
Την επαύριον της μάχης των Πλαταιών, ο Πελοπίδας της Θήβας,
πήγε στα Σούσα για να ζητήσει χρηματική βοήθεια, με επιχειρήματα
που δεν τιμούσαν ούτε τον ίδιο, ούτε τους Έλληνες, για να τους πείσει
ότι οι μόνοι από τους Έλληνες που τους συμπαραστάθηκαν στη μάχη
των Πλαταιών ήταν οι Θηβαίοι, οι οποίοι ουδέποτε είχαν βλέψεις σε
βάρος της Περσίας. Επειδή δεν θέλησαν να συμμετάσχουν στην
εκστρατεία της Σπάρτης με τον Αγησίλαο εναντίον της Περσίας, και
επειδή δεν τους άφησαν (τους Σπαρτιάτες) να τελέσουν θυσίες στη
βοιωτική Αυλίδα, όπως έκανε ο Αγαμέμνονας, όταν ξεκινούσε την
εκστρατεία εναντίον της Τροίας, οι Σπαρτιάτες τους κήρυξαν τον
πόλεμο κλπ.
Από την άλλη, η Σπάρτη είχε μόνιμη αντιπροσωπεία στην
βασιλική αυλή της Περσίας για να επαιτεί και να απολαμβάνει
οικονομική βοήθεια. Επονείδιστο παράδειγμα ήταν επίσης η
Ανταλκίδειος Ειρήνη που υπέγραψε η Σπάρτη με τους Πέρσες, με την
οποία οι τελευταίοι απέκτησαν τον έλεγχο των Ελληνικών πόλεων της
Μ. Ασίας και της Κύπρου, καθώς και το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα
εσωτερικά ελληνικά πράγματα. Η συνθήκη αυτή υπογράφηκε το 387
π.χ., δηλ. λίγο μετά το πέρας του Πελοποννησιακού πολέμου, με νίκη
της Σπάρτης. Η Σπάρτη είχε πάρει χρήματα από τη Περσία για να
χρηματοδοτήσει το ναυτικό της στη τελευταία φάση του
Πελοποννησιακού πολέμου και αδυνατούσε να τα επιστρέψει. Αλλά
139
και η Αθήνα δεν δίσταζε να προστρέχει στην Περσία για οικονομική
βοήθεια. Το θλιβερότερο όμως είναι ότι οι ελληνικές πόλεις-κράτη,
έπαιρναν την οικονομική βοήθεια από τους Πέρσες για να
χρηματοδοτήσουν τους μεταξύ τους πολέμους. «Πανάθλιοι οι
Έλληνες, διότι ένεκα χρημάτων κολακεύουν τους Βαρβάρους…».
Επί πλέον, οι μισθοφόροι Περσικού στρατού ήταν Έλληνες και
πολεμούσαν εναντίον της Ελλάδας. Αποτελούσαν τα επίλεκτα
τμήματα των Περσών, τα οποία εμπιστεύονταν περισσότερο οι Πέρσες
Βασιλείς.
Όταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος εκστράτευσε εναντίον
της Περσίας, οι πόλεις-κράτη στη Ελλάδα, δελεασμένες από το
χρυσάφι της Περσίας, συμμάχησαν εναντίον της Σπάρτης, με συνέπεια
να διακοπεί η εκστρατεία του στην Ασία. Οι ενδοελληνικές
συγκρούσεις έδιναν τη δυνατότητα στους Πέρσες να επεμβαίνουν στα
εσωτερικά ελληνικά πράγματα. Αν οι Έλληνες ήταν ενωμένοι θα
μπορούσαν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα εξωτερικούς
κινδύνους και φυσικά τις Περσικές επιθέσεις, ενώ οι Ελληνικές πόλεις
στα παράλια της Μ. Ασίας, θα επεκτείνονταν περισσότερο και θα
αύξαναν το ζωτικό χώρο της Ελλάδας.
Οι Πέρσες εργάζονταν συστηματικά για την ανάπτυξη και
διατήρηση εχθροπραξιών μεταξύ των Ελληνικών πόλεων, καθώς και
κινημάτων εναντίον της Μακεδονίας. Είχαν πλημμυρίσει τις ελληνικές
πόλεις με χρήματα και πράκτορες, είχαν στρατολογήσει
εμπειροπόλεμους Έλληνες μισθοφόρους. Έλληνες αξιωματικοί
προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο Περσικό στρατό.
9.5. Το σκάνδαλο του Άρπαλου
Ο Άρπαλος ήταν παιδικός φίλος του Αλέξανδρου. Ανήκε στο
στενό του κύκλο, στους ανθρώπους που εμπιστεύονταν. Επειδή δεν
είχε τα σωματικά προσόντα για δύσκολες αποστολές, τον διόρισε
Γενικό Στρατιωτικό Ταμία. Από τη θέση αυτή, μετά τη μάχη της Ισσού,
140
διαχειρίστηκε τα οικονομικά της εκστρατείας, που αντιπροσώπευαν
μυθώδη ποσά. Είχε την ευθύνη για τους θησαυρούς που βρέθηκαν
στη Βαβυρλώνα, στα Σούσα, στην Περσέπολη, στα Εκβάτανα όπως και
για τους εισπραττόμενους φόρους.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αλέξανδρου στην
εκστρατεία της Ινδίας, ο Άρπαλος κατασπατάλησε τεράστια ποσά.
Διήγε μια έκφυλη ζωή, συνοδευόμενος από διάσημες εταίρες. Τις
εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Έστελνε στην Αθήνα πλούσια
δώρα. Πίστευε ίσως πως ο Αλέξανδρος δεν θα επέστρεφε ποτέ από
την Ινδία, για αυτό και σπαταλούσε αλόγιστα.
Όταν είδε πως ο Αλέξανδρος επέστρεφε από την Ινδία και
βρίσκεται πολύ κοντά, φοβήθηκε ότι τον περίμενε αυστηρή τιμωρία κι
έφυγε για την Ελλάδα το φθινόπωρο του 325 π.Χ., μαζί με 5.000
τάλαντα Χ6.000 δρχ. = 30.000.000 δρχ. (ποσό υπέρογκο), 30 πλοία και
6.000 μισθοφόρους1. Κατέφυγε στην Αθήνα, αφού άφησε το στόλο και
το στρατό του στο ακρωτήριο Ταίναρο, όπου ζήτησε άσυλο.
Πολλοί ασχολούμενοι με την πολιτική – οσμιζόμενοι το χρήμα
– συνωστίζονταν να βρεθούν κοντά του. Οι δωροδοκηθέντες από τους
πολιτικούς ήταν πολλοί, ανάμεσά τους και ο Δημοσθένης. Όσο ο
Άρπαλος ήταν στην Αθήνα, κατόρθωσε με το χρήμα που διέθετε, να
εξασφαλίσει την υποστήριξη ισχυρών πολιτικών ανδρών. Όταν ο
Αντίπατρος και η Ολυμπιάδα ζήτησαν την παράδοση του Άρπαλου, οι
Αθηναίοι αρνήθηκαν. Αποφάσισαν μόνο να τον φυλακίσουν και τα
χρήματα που είχε μαζί του (700 τάλαντα) να φυλαχθούν στην
Ακρόπολη. Εκεί όμως βρέθηκαν τελικά μόνο τα μισά, τα υπόλοιπα
χάθηκαν (!)2.

1
Σ. Ι. Καργάκος, όπ. παρ., Τόμος Γ’, σελ. 109
2
Σ. Ι. Καργάκος, όπ. παρ., Τόμος Γ’, σελ. 110

141
To σκάνδαλο που ξέσπασε ήταν μεγάλο. Η υπόθεση έφθασε
στο δικαστήριο. Ο Άρειος Πάγος διεξήγαγε ανακρίσεις. Τελικά,
διαπιστώθηκε ότι τα χρήματα τα είχαν καρπωθεί επιφανείς Αθηναίοι
πολιτικοί. Μεταξύ αυτών και ο Δημοσθένης. Στη δίκη καταδικάσθηκαν
οι περισσότεροι, φυσικά και ο Δημοσθένης, του οποίου επιβλήθηκε
πρόστιμο, αλλά δεν μπορούσε να το πληρώσει και αυτοεξορίστηκε.
Εκεί αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Αρνήθηκε βέβαια την ενοχή του,
αλλά δεν έγινε πιστευτός από το δικαστήριο.
Η πολιτική ηθική στην Αθήνα είχε ξεπέσει. Η δυσοσμία της
παρακμής είχε αρχίσει να γίνεται έντονα αισθητή. Η διάβρωση των
πολιτικών ηθών ήταν γεγονός. Ο Άρπαλος, που είχε καταφέρει να
διαφθείρει ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών, κατάφερε να δραπετεύσει
από τη φυλακή και να καταφύγει στο Ταίναρο, να επιβιβασθεί στα
πλοία του και να καταφύγει στην Κρήτη μαζί με τους μισθοφόρους
του. Στο δρόμο όμως δολοφονήθηκε από φίλο του, ο οποίος του
άρπαξε το θησαυρό. Στο διάστημα που διεξήγονταν οι δικαστικοί
αγώνες στην Αθήνα για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την
απόδοση ευθυνών, συνέβη ο θάνατος του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα
το 323 π.Χ.

142
ΚΕΦ. 10. ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ

Μετά το θάνατο του Μεγαλέξανδρου το 323 π.Χ. εγκαινιάζεται


μια νέα φάση στη ζωή της νεοσύστατης αυτοκρατορίας. Το πρόβλημα
της διαδοχής είναι χωρίς κανόνες, μια που η κατάσταση είναι
πρωτόγνωρη. Ξεκινά μια περίοδος σκληρής αντιπαράθεσης για τη
διαδοχή ανάμεσα στους πιθανούς διαδόχους, μια εσωτερική διαμάχη
που διαρκεί συνολικά πάνω από 40 χρόνια (από το 323 έως το 281
π.Χ.).
Η εξουσία ταυτίστηκε με την προσωπικότητα του Ηγεμόνα. Οι
ελληνιστικοί βασιλείς ήταν απόλυτοι ηγεμόνες, με πλήρεις εξουσίες.
Πρόκειται για εξουσία κατά βάση στρατιωτική. Για το στρατό
προορίζονταν το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων, καθώς και
για την κάλυψη ενός πολυτελούς αυλικού μηχανισμού.
Το κλασικό ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο εξάγεται παντού στο
νέο κόσμο, μακριά από την Αθήνα. Και πρώτα η ελληνική γλώσσα
εξαπλώνεται παντού (στο νέο κόσμο). Γίνεται διεθνής ως μοναδική
γλώσσα της διπλωματίας, του εμπορίου και του πολιτισμού. «Ήταν
τόσο έντονη η νίκης της Ελληνικής γλώσσας, που δεν αμφισβητήθηκε
ούτε από τη Ρωμαϊκή πυγμή. Πράγματι, η αυτοκρατορία της Ρώμης θα
είναι μια δίγλωσση αυτοκρατορία, στην οποία, πλάι στα λατινικά σε
όλες τις παραμεθόριες ανατολικές κτήσεις, θα βρίσκονται τα ελληνικά
ως πρώτη γλώσσα» 1.
Οι δημιουργηθείσες νέες πόλεις – κυρίως στην επικράτεια των
Σελευκιδών – έχουν χαρακτηριστικά κατά το ελληνικό πρότυπο: «Ιερά
αφιερωμένα στους θεούς, θέατρα, στάδια, δημόσια λουτρά, κτίρια
που χαρακτηρίζονται από μακρές και φιλόξενες πύλες (τις στοές) και

1
Συλλογικό έργο, Η Αρχαία Ελλάδα, τόμος 2, Επιστημονική Επιμέλεια Ουμπέρτο ΕΚΟ,
σελ. 33, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
143
κυρίως γυμνάσια» 1 (Αθλητική και στρατιωτική εκπαίδευση αλλά
σύντομα και πνευματική).
Οι Έλληνες συνέχισαν να μην κατανοούν ότι αν κατάφερναν να
ενωθούν σε μια συμπαγή ενότητα, θα αποτελούσαν τον διαιτητή του
Ανατολικού κόσμου. Επέμεναν πεισματικά στη διαίρεση και στην
αυτονομία.
Τελικά, στην αυτοκρατορία θα επικρατήσουν τρεις
Δυναστείες/βασίλεια: των Αντιγονιδών, των Σελευκιδών και των
Πτολεμαίων.
10.1. Η Δυναστεία των Αντιγονιδών στη Μακεδονία
Η κύρια πηγή δύναμης και πλούτου για το βασιλιά της
Μακεδονίας ήταν ο στρατός. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχηγός του
Μακεδονικού στρατού και ηγείτο προσωπικά στο πεδίο των μαχών. Η
συμμετοχή στο στράτευμα συνιστούσε ευκαιρία για ατομικό
πλουτισμό και κοινωνική αναγνώριση, καθώς και ισχυρό ενοποιητικό
στοιχείο του Έθνους. Όμως, και οι δαπάνες ήταν τεράστιες, ιδίως οι
στρατιωτικές.
«Ο βασιλιάς διαθέτει τεράστιους οικονομικούς πόρους, καθώς
διαχειρίζεται κατά το δοκούν το σύνολο των κρατικών εσόδων. Ο
συγκεκριμένος αυτός πλούτος δεν είναι καθόλου ασήμαντος:
αποθέματα χρυσού και άλλων μετάλλων, μονοπώλιο στην
εμπορεύσιμη ξυλεία, εκτεταμένα εδάφη αρόσιμα ή για άλλες χρήσεις,
έσοδα από φόρους στη γαιοκτησία, τέλη εισαγωγής αγαθών, πρόστιμα
διαφόρων ειδών και, κυρίως, λάφυρα και γη από πολεμικές
επιχειρήσεις. Ως ισόβιος άρχοντας (…) δεν υποχρεώνεται (…) να
αποδίδει λογαριασμό για την οικονομική του διαχείριση» 2.

1
Η Αρχαία Ελλάδα, όπ. παρ. σελ. 33.
2
Πασχίδης Πασχάλης, Το Μακεδονικό Βασίλειο (323-168 π.Χ.). Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 4, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, σελ. 273.
144
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, τους Αργεάδες στη
Μακεδονία διαδέχθηκαν οι Αντιγονίδες, μετά από έριδες των
επιγόνων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Αντιγονίδες
στην Ελληνιστική Μακεδονία και ιδιαίτερα οι διάδοχοι του Αντίγονου
Γονατά (277-239 π.Χ.) ήταν το δημοσιονομικό. Το κράτος ήταν
μονίμως επαναστατημένο και η πιο σημαντική πηγή εσόδων που είχε
ήταν τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου, που τα αποθέματά τους όλο και
μειώνονταν. Η κακή κατάσταση των οικονομικών ανάγκασε τους
ηγεμόνες / βασιλείς να είναι σώφρονες και λογικοί στις δαπάνες του
Κράτους. Όμως, η ανάγκη να διατηρούν ισχυρό στρατό να
υπερασπίζονται τα σύνορά τους, απαιτούσε μεγάλη οικονομική
δαπάνη.
Η δυναστεία των Αργεαδών / Αντιγονιδών στη Μακεδονία.
1. Αντίπαρος, Αντιβασιλιάς 334 - 319 π.Χ.
Εκστρατεία Μ. Αλεξάνδρου. 334 - 323 π.Χ.
Συμβασιλείς Αρριδαίος, Αλέξανδρος Δ’ 323 - 319 π.Χ.
2. Πολυπέρχοντας, Αντιβασιλιάς 319 - 316 π.Χ.
Συμβασιλείς Αρριδαίος, Αλέξανδρος Δ’
3. Κάσσανδρος 316 -297 π.Χ.
4. Δημήτριος Α’ Πολιορκητής 294 - 287 π.Χ.
5. Πτολεμαίος Κεραυνός 280 - 279 π.Χ.
6. Αντίγονος Γονατάς 279 - 239 π.Χ.
7. Δημήτριος Β’ 239 - 224 π.Χ.
8. Αντίγονος Γ΄ Δώσων 224 - 221 π.Χ.
9. Φίλιππος Ε’ 221 - 197 π.Χ.
10. Περσέας 197 - 168 π.Χ.

ΣΗΜ. Ο θρόνος στη Μακεδονία παρέμεινε κενός από το 279 π.Χ. που
πέθανε ο Πτολεμαίος Κεραυνός. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία στο γιο του
145
Δημητρίου Α΄ Πολιορκητή, Αντίγονο Γονατά, να τον καταλάβει και να
συνεχίσει τη Δυναστεία των Αντιγονίδων. Το 239 π.Χ. πέθανε ο
Αντίγονος Γονατάς και τον διαδέχθηκε ο γιος του Δημήτριος Β΄. Το 224
π.Χ. ο Δημήτριος Β’ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Αντίγονος Γ’ Δώσων
μέχρι τότε Αντιβασιλιάς. Το 221 π.Χ. πέθανε κι αυτός και τον διαδέχθηκε
ο 17χρονος Φίλιππος Ε’. Η ήττα του Περσέα το 168 π.Χ., τελευταίου
Βασιλιά της Μακεδονίας στη μάχη της Πύδνας, από τους Ρωμαίους,
αποτέλεσε το τέλος του Βασιλείου της Μακεδονίας 1.
10.2. Η Δυναστεία των Σελευκιδών στην Ασία 2
Το κράτος των Σελευκιδών εκτείνονταν από τα Μικρασιατικά
παράλια του Αιγαίου μέχρι τις παρυφές των Ινδιών. Περιελάμβανε
πολλούς ανομοιογενείς πληθυσμούς, όπως αυτόχθονες που είχαν
κρατήσει τα εθνικά χαρακτηριστικά τους, άλλους γηγενείς που είχαν
υποστεί την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού και γνήσιους
Έλληνες, κυρίως στα παράλια της Μεσογείου, του Αιγαίου και του
Ευξείνου Πόντου. Το αχανές αυτό Κράτος ήταν δύσκολο στη
διακυβέρνησή του και δαπανηρό στη λειτουργία του και στην
ασφάλεια των συνόρων του. Η συνοχή του ήταν δύσκολα επιτεύξιμη.
Εν τούτοις, οι κληρονόμοι των Βασιλέων της Περσίας
(Αχαιμενιδών), οι Σελευκίδες είχαν την τύχη να ηγούνται μιας
γεωγραφικής περιοχής με μεγάλο πλούτο: Πολλές παραγωγικές πηγές,
σημαντικές εμπορικές αρτηρίες που αποτελούσαν τη βάση για την
ευημερία του Κράτους και των κατοίκων του. Στο θησαυροφυλάκιο
του Κράτους εισέρεαν πρόσοδοι από την φορολογία των εμπορικών
συναλλαγών ενώ οι αλυκές και τα δάση (βασιλική περιουσία)
συνεισέφεραν σημαντικά στον κρατικό προϋπολογισμό.

1
Συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 11, Φίλιππος Ε΄, σελ. 159, 162,
165, 167 και εξής ... Εκδοτική Αθηνών).
2
Καμάρα Αφροδίτη, Η Σελευκιδική Ανατολή, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, σελ. 220-
261, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
146
Όμως, και τα κρατικά έξοδα ήταν μεγάλα. Το κράτος έπρεπε να
συντηρεί ένα ισχυρό στρατό (σε μεγάλο βαθμό μισθοφορικό) για να
προστατεύει τα σύνορα της επικράτειάς του, ενώ οι δαπανηροί
πόλεμοι ήταν εξαντλητικοί οικονομικά. Επίσης, το κράτος διατηρούσε
αρκετά διοικητικά κέντρα, ενώ αρκετές από τις προσόδους δίνονταν
στους σατράπες για κάλυψη αναγκών της περιοχής τους, καθώς και σε
διάφορους αξιωματούχους.
Στις εμπορικές συναλλαγές χρησιμοποιούσαν νομίσματα - με το
όνομα και την προσωπογραφία των βασιλιάδων, - τα οποία έκοβαν
στα «βασιλικά νομισματοκοπεία». Τα νομίσματα αρχικά ήταν χρυσά,
αργυρά και χάλκινα. Αργότερα (στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.), τα
χρυσά περιορίστηκαν, γιατί οι Σελευκίδες έχασαν τις χρυσοφόρες
πηγές της Σιβηρίας και της Ανατολής. Ωστόσο, παρά τη χρήση της
ενχρήματης οικονομίας, η ανταλλαγή προϊόντων δεν καταργήθηκε
ολοσχερώς. Πολλά αγροτικά προϊόντα, όπως δημητριακά κ.λπ.
συλλέγονταν από αρμόδιες υπηρεσίες, προκειμένου να
αναδιανεμηθούν για τις ανάγκες σίτισης του πληθυσμού (πολλές
φορές δωρεάν) στις μεγάλες κυρίως πόλεις. Η αγροτική παραγωγή
κατά την ελληνιστική περίοδο φαίνεται ότι βελτιώθηκε λόγω της
τεχνικής προόδου (αποξήρανση ή άρδευση εδαφών). Βασίζονταν
όμως ακόμα στη χειρονακτική εργασία των μικροκαλλιεργητών.
Σε πολλές πόλεις, η βιοτεχνική δραστηριότητα ταυτίζονταν με
την οικοτεχνία. Σε άλλες πόλεις αναδείχθησαν εξειδικευμένα
βιοτεχνικά κέντρα αξιοποιώντας την κληρονομιά τους. Για
παράδειγμα, η Ταρσός σπουδαία πόλη με έντονο το ελληνικό στοιχείο
και με μεγάλη πνευματική ανάπτυξη, ήταν παραγωγός προϊόντων
υφαντουργίας και λινών υφασμάτων. Η Τύρος και η Σιδώνα (πόλεις
της Φοινίκης) παρήγαγαν βαφές και γυαλί…
Από τον 3ο αιώνα π.Χ. η επικράτεια των Σελευκιδών βρίσκονταν
σε διαρκή συρρίκνωση. Το 225 π.Χ. έφτασε να κατέχει μόνο τη Συρία,

147
τη Μεσοποταμία και μέρος της Περσίας, με σημαντικότερες πόλεις την
Αντιόχεια, την Απάμεια και την παλαιότερη Βαβυλώνα.
Οι όροι της Συνθήκης της Απάμειας, που υπογράφηκε το 188
π.Χ. με τους Ρωμαίους ήταν επαχθείς για το Βασίλειο των Σελευκιδών.
Η υποχρέωση να καταβάλει στη Ρώμη ετησίως τεράστιες πολεμικές
αποζημιώσεις, δημιούργησε σοβαρές δυσχέρειες στον κρατικό
προϋπολογισμό και σοβαρή οικονομική κρίση στη χώρα. Μετά το
θάνατο του Αντιόχου Γ΄ (225-187 π.Χ.), η παρακμή του Βασιλείου ήταν
ταχεία. Οι Σελευκίδες ηγεμόνες δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την
εδαφική αποσύνθεση και την αναρχία που επικράτησε. Η Δυτική
Περσία και η Μεσοποταμία αποσπάστηκαν και το Βασίλειο των
Σελευκιδών έμεινε μόνο με τη Συρία. Οι εσωτερικές διαμάχες
δημιούργησαν συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κατάρρευσης. Το
63 π.Χ., ό,τι απέμεινε από το βασίλειο (ουσιαστικά η Συρία)
προσαρτίστηκε στη Ρώμη.
Το μικρό βασίλειο της Περγάμου – λόγω της εξαιρετικής
σταθερότητάς του – έγινε ένα λαμπρό πολιτιστικό κέντρο της
ελληνιστικής περιόδου, εφάμιλλο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Το
129 π.Χ. η αντίσταση του Βασιλείου στη Ρώμη καταπνίγηκε και
μετατράπηκε σε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Ρωμαίοι είχαν πλέον καταλάβει
ότι αν εκμεταλλεύονταν τις αδιάκοπες διχόνοιες του ελληνικού
κόσμου θα μπορούσαν ευκολότερα να επιβάλουν την κυριαρχία τους.

148
Η Δυναστεία των Σελευκιδών 1
Ο Σέλευκος, γιός του Μακεδόνα στρατηγού Αντίοχου, έλαβε κι
αυτός μέρος στην εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου στην ΑΣΙΑ. Ήταν
ένας από τους επιγόνους, που ανέλαβε να διοικήσει το μεγαλύτερο
μέρος της Αυτοκρατορίας, κυρίως της Κεντροδυτικής Ασίας, με κέντρο
τη Βαβυλώνα. Η διακυβέρνηση του χαρακτηρίζεται θετική.
Σέλευκος, ο Νικάτωρ 323 - 281 π.Χ.
Αντίοχος Α’, Συμβασιλέας 292 - 281 π.Χ.
Αντίοχος Α΄, Βασιλιάς (Σωτήρ) 281 - 261 π.Χ.
Αντίοχος Β΄ (Θεός) 261 - 246 π.Χ.
Σέλευκος Β’ (Καλλίνικος) 246 - 225 π.Χ.
Σέλευκος Γ’ (Κεραυνός) 225 - 223 π.Χ.
Αντίοχος Γ΄ (ο Μεγάλος) 223 - 187 π.Χ.
Σέλευκος Δ’ 187 - 175 π.Χ.
Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής 175 - 165 π.Χ.
Αντίοχος Ε΄ 165 - 162 π.Χ.
Δημήτριος Α΄ Σωτήρας 162 - 150 π.Χ.
Δημήτριος Β΄ Νικάτωρ 145 - 142 π.Χ.
Αντίοχος ΣΤ΄ 142 - 139 π.Χ.
Αντίοχος Ζ΄ Σιδήτης 139 - 129 π.Χ.
Η Ασία των Σελευκιδών προσαρτίστηκε στη Ρώμη το 64 π.Χ.
Ο Σέλευκος ο Νικάτωρ (323 – 281 π.Χ.) ήταν γιός του Μακεδόνα
στρατηγού Αντίοχου. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του όρισε
το γιο του Αντίοχο συμβασιλέα και διάδοχό του (292 – 281 π.Χ.). Το
281 π.Χ., μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον Πτολεμαίο
Κεραυνό, ανακηρύχθηκε Βασιλιάς ως Αντίοχος Α΄ (281 – 261 π.Χ.).

1
▪ Καμάρα Αφροδίτη, Η Σελευκιδική Ανατολή, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, Έκδοση
ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 218 – 261.
▪ Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ, τόμος 7, 151 και εξής, Αθήνα.

149
10.3. Η Δυναστεία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο
10.3.1. Οι οικονομικοί παράγοντες
Όλη η γη της Αιγύπτου ανήκε τυπικά στο βασιλιά της χώρας,
εκτός από τις ελληνικές περιοχές της Ναυκράτιδος, της Αλεξάνδρειας
και της Πτολεμαΐδας, που ήταν αυτόνομες, κυρίως στους τομείς της
υγείας, της δικαιοσύνης και των δημοσίων έργων. Η γη χωρίζονταν σε
δύο μεγάλες κατηγορίες: Στη βασιλική γη που καλλιεργούνταν από
τους βασιλικούς γεωργούς και τα έσοδα πήγαιναν στο βασιλικό
κρατικό ταμείο και στη γη, «απαλλαγμένη υποχρεώσεων», που
αφορούσε την ιερά γη (μέρος της παραγωγής της πήγανε στην
Εκκλησία), τους κληρούχους (στρατιωτικούς, κυρίως Έλληνες) τις
δωρεές σε αξιωματούχους (ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους) και
την ιδιωτική γη (το δικαίωμα χρήσης στο σπίτι, στον κήπο και στο
αμπέλι κάθε οικογένειας) 1.
Τα κρατικά έσοδα προέρχονταν από μισθώσεις, άδειες κυνηγιού
και αλιείας, μελισσοκομίας, λειτουργίας πορθμείων, πρόστιμα,
λαφυραγωγεία και φυσικά από την καθ’ αυτό φορολογία. Κατά την
Πτολεμαϊκή περίοδο, δραστηριοποιήθηκε η παραγωγή, αυξήθηκαν οι
φορολογικοί συντελεστές, πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των φόρων,
ωρίμασε η φορολογική υπηρεσία. Το βασικό προϊόν στο οποίο
στηρίζονταν η Αιγυπτιακή οικονομία ήταν το σιτάρι. Οι γεωργοί
καλλιεργούσαν τη βασιλική γη, όμως το είδος των δημητριακών που
θα καλλιεργούσαν το καθόριζε το κράτος. Επίσης, τους έδινε τους
σπόρους και τα αγροτικά εργαλεία. Οι καλλιεργητές πλήρωναν στο
κράτος φόρο σε είδος (μέρος της παραγωγής). Το σιτάρι
μεταφέρονταν στις σιταποθήκες της Αλεξάνδρειας και από εκεί
διοχετεύονταν προς πώληση.

1
Βλ. Λίτινας Νίκος, Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, σελ. 182-
217, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
150
Σε ότι αφορά στη βιομηχανία-βιοτεχνία ή στις αγροτικές πρώτες
ύλες, ο φόρος ήταν σε χρήμα και καταβάλλονταν σε προκαθορισμένες
τιμές που αποφάσιζε 1 το Κράτος.
Υπήρχαν διάφορες μορφές φορολογίας, που εξυπηρετούσαν
συγκεκριμένες ανάγκες τους Κράτους. Οι σημαντικότερες
αναφέρονταν στην αγροτική φορολογία, στη φορολογία ακινήτων και
επιτηδεύματος, στις αγοραπωλησίες, στους τελωνειακούς δασμούς,
στα μονοπώλια κ.λπ. Οι πιο επαχθείς αφορούσαν τους αγρότες
(φελάχους): φόρος επί της σοδειάς των αμπελιών, που
καταβάλλονταν σε είδος, φόρος επί των οπωροκηπευτικών, που
καταβάλλονταν σε χρήμα, φόρος για την κατοχή ζώων και δούλων…
Επίσης, φόρος επί των πωλήσεων, που πραγματοποιούνταν στην
«αγορά», φόρος επί των εισαγωγών-εξαγωγών στα λιμάνια του
Νείλου, φόρος για τη συντήρηση του βασιλικού στόλου, κεφαλικός
φόρος… κ.ά. Η καταγραφή των φόρων γίνονταν σε επίπεδο πόλης,
νομού ή περιφέρειας και στα κεντρικά γραφεία του Κράτους στην
Αλεξάνδρεια. Συχνά στη διαδικασία συμμετείχαν και ιδιώτες ως
εκμισθωτές φόρων.
Το τραπεζικό σύστημα αναπτύχθηκε. Διεκπεραίωνε σειρά
οικονομικών συναλλαγών. Αναλάμβανε καταθέσεις ιδιωτών, παροχές
δανείων με εγγύηση και υψηλούς τόκους, πληρωμές, αναλήψεις,
μεταφορές χρημάτων σε άλλες τράπεζες, πληρωμές φόρων ιδιωτών
στο κράτος, έκδοση συναλλάγματος, πληρωμή μισθών δημοσίων
υπαλλήλων, στρατιωτικών και θρησκευτικών Αρχών… Οι τράπεζες
λειτουργούσαν υπό μονοπωλιακό καθεστώς και ήταν δύο κατηγοριών:
οι βασιλικές που λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη δημοσίων
υπαλλήλων και αυτές που είχαν μεταβιβασθεί σε ιδιώτες με δικαίωμα
εκμετάλλευσης, ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό 2.

1
Λίτινας Νίκος, όπ. παρ.
2
Λίτινας Νίκος, όπ. παρ.
151
Η οικονομία της Αιγύπτου είχε μονοπωλιακή οργάνωση από την
αρχή της Δυναστείας των Πτολεμαίων: η παραγωγή παπύρου, τα
μεταλλεία, τα λατομεία, οι αλυκές , τα βυρσοδεψία, τα χαρτοποιεία,
τα ελαιοτριβεία και άλλες οικονομικές δραστηριότητες λειτουργούσαν
ως μονοπώλια του Κράτους, το οποίο είχε επίσης μερίδιο 25% στην
ιχθυοπαραγωγή και στην παραγωγή μελιού. Ακόμα, είχε την
ιδιοκτησία μέρους του εμπορικού στόλου του Νείλου και των
εργοστασίων δέρματος 1.
Όμως το σημαντικότερο προϊόν της Αιγύπτου ήταν το σιτάρι, το
οποίο διοχετεύονταν για πώληση στο εξωτερικό. Οι συνέπειες μιας
τέτοιας προστατευόμενης πολιτικής στην οικονομία είχαν ως
αποτέλεσμα τη συσσώρευση πλούτου στα κρατικά ταμεία 2. Κατά τη
διάρκεια των πρώτων ηγεμόνων (βασιλιάδων), Έλληνες και Αιγύπτιοι
συμβίωναν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Με την πάροδο του χρόνου,
η κυβέρνηση περιόρισε τα περιθώρια αυτονομίας στους αυτόχθονες.
Στην ύπαιθρο άρχισαν να εκδηλώνονται περιπτώσεις φυλετικού
μίσους. Η κατάσταση παίρνει διαστάσεις μετά τη μάχη της Ραφίας το
217 π.Χ. για την κατοχή της Κοίλης Συρίας. Ημι-μονοπωλιακό
καθεστώς ίσχυε επίσης στην παραγωγή υφαντών από λινάρι, μαλλί
και κάνναβη. Όλα τα προϊόντα παραδίδονταν στους εμπόρους προς
διάθεση στη λιανική κατανάλωση. Οι χονδρικές και λιανικές τιμές
καθορίζονταν από το Κράτος. Εκμισθώσεις υπήρχαν και στην
παραγωγή μπύρας, στη μελισσοκομία, στην εκτροφή χοίρων. Οι
εκμισθωτές κατέβαλαν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο βασιλικό
ταμείο. Μεγάλη έκταση για βοσκοτόπια ήταν επίσης στην κατοχή του
βασιλιά. Το μαλλί και το λινάρι είχαν αφεθεί εκτός μονοπωλείου,
ασχολούνταν η ιδιωτική πρωτοβουλία. Το πιο σημαντικό μονοπώλιο

1
Συλλογικό έργο, Αρχαία Ελλάδα, τόμος 2. Επιστημονική επιμέλεια Ουμπέρτο Έκο,
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2018.
2
Λίτινας Νίκος, όπ. παρ.
152
ήταν αυτό του ελαιολάδου. Το ελαιόλαδο ήταν σπάνιο στην Αίγυπτο.
Η παραγωγή του προέρχονταν από το σησάμι, το Ήλιο 1, ή άλλα φυτικά
σπέρματα…. και όχι από τον καρπό των ελαιοδέντρων. Η παραγωγική
διαδικασία γίνονταν στα ελαιοτριβεία, τα οποία ανήκαν στο Κράτος.
Διανέμονταν μέσω λιανοπωλητών σε προκαθορισμένη τιμή από το
Κράτος. Το εισαγόμενο λάδι επιβαρύνονταν με φόρο 50%.
Μονοπωλιακό προϊόν ήταν και τα αρώματα 2.
Η Αίγυπτος ήταν μια πλούσια χώρα, γι’ αυτό και προσέλκυε
επενδυτές σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες: εμπορικά
καταστήματα, βιοτεχνικές μονάδες, τραπεζίτες, τοκογλύφους,
τελώνες… Η τοκογλυφία ιδιαίτερα ήταν από τις πιο κερδοφόρες
επενδύσεις, γιατί έλειπαν τα κεφάλαια για την κίνηση της οικονομίας
και των επιχειρήσεων. Τα επιτόκια όμως ήταν υπερβολικά υψηλά.
Έφταναν το 24% το χρόνο, όταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο δεν
ξεπερνούσαν ίσως το 10% (ετησίως). Η Αίγυπτος φαίνεται πως
καθυστέρησε να ξεπεράσει την παραδοσιακή οικονομία της
ανταλλαγής προϊόντων και να οδηγηθεί ολοκληρωτικά στη
νομισματική οικονομία.

1
▪ Σησάμι = Σουσάμι, σουσαμέλαιο, φυτικό έλαιο.
▪ Ήλιος = Ηλίανθος, ηλιανθέλαιο, ηλιέλαιο.
2
Λίτινας Νίκος, όπ. παρ.
153
10.3.2. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αιγύπτου
Η Αίγυπτος ήταν (και είναι) μια χώρα που κατοικείται από έναν
ομοιογενή λαό, με κοινή φυλετική συνείδηση, αντίθετα απ’ ότι
συνέβαινε με το Κράτος των Σελευκιδών. Ήταν πάντα οργανωμένη σε
Κράτος ενιαίο με κυβέρνηση συγκεντρωτική. Τελικά, ο Πτολεμαίος ο
Λάγου φέρθηκε πολύ έξυπνα στην επιλογή του. Διεκδίκησε επίμονα ο
ίδιος την Αίγυπτο ενώ οι άλλοι επίγονοι φαίνεται πως επιδίωκαν να
διαδεχθούν τον Αλέξανδρο και να κληρονομήσουν το σύνολο της
αυτοκρατορίας. Η Αίγυπτος ήταν ακόμα πλούσια χώρα με μεγάλη
αγροτική παραγωγή και το Δέλτα του Νείλου της παρείχε ασφάλεια
από κάθε εχθρική επιβολή. Το μόνο πρόβλημα ήταν η Συρία, που
διεκδικούσαν τόσο οι Σελευκίδες, όσο και οι Πτολεμαίοι και κρατούσε
τα δύο μεγάλα Κράτη σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση.
Ο εθνικός στρατός επαναστάτησε για να διώξει τη Δυναστεία
των Πτολεμαίων. Η επανάσταση ξεκίνησε από τις ανώτερες κοινωνικές
τάξεις και έφτασε μέχρι τις μεγάλες λαϊκές μάζες. Βέβαια η
επανάσταση δεν πέτυχε, όμως η ενεργή αντίσταση του Αιγυπτιακού
λαού υπήρξε και έδειξε τη δύναμή του.
Κατά τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση, εμφανίστηκε η Ρώμη, η
οποία μετά τη συντριβή της Καρχηδόνας, κυριάρχησε στη
βορειοδυτική Αφρική και στην Ευρώπη.
Η Αίγυπτος του 3ου π.Χ. αιώνα, είχε εξελληνιστεί μόνο κατά ένα
μέρος, κι αυτό αφορούσε τις αστικές περιοχές. Η ύπαιθρος (των
αγροτών) παρέμενε όπως ήταν παλιά και θα παραμείνει περίπου έτσι
μέχρι τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Τα εκατομμύρια των αγροτών κράτησαν την
εθνική τους συνείδηση. Ο δήθεν εξελληνισμός τους ήταν
επιφανειακός. Αν ο Αλέξανδρος κατάφερε να κάνει αποδεκτή την
εξουσία του στη συνείδηση του Αιγυπτιακού λαού, αυτό οφείλεται
στη βοήθεια του Ιερατείου που του αναγνώρισε τη θεϊκή του
προέλευση. Για αυτό και ο Πτολεμαίος ο Λάγος δεν συνάντησε

154
δυσκολίες κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ως διάδοχός του.
Θα έπρεπε όμως να γίνει αποδεκτός και από το ελληνομακεδονικό
στοιχείο της Αιγύπτου, που είχε εκεί δυναμική παρουσία. Για να το
πετύχει αυτό «έκλεψε» τη σορό του Μεγαλέξανδρου – κατά τη
μεταφορά του στη Μακεδονία - και την ενταφίασε στην Αίγυπτο. Η
θεϊκή υπόσταση των Πτολεμαίων, με τον καιρό έγινε κοινή συνείδηση
πρώτα από τους γηγενείς και μετά από το ελληνικό στοιχείο της
Αιγύπτου.
Η Δυναστεία των Πτολεμαίων (Λαγιδών) γνώριζε ότι για να
μακροημερεύσει χρειάζονταν μισθοφορικό στρατό. Φοβόνταν το
στρατό των ιθαγενών. Ο μισθοφορικός στρατός όμως ήταν
πολυδάπανος. Το ίδιο πολυδάπανη ήταν και η Δημόσια Διοίκηση,
καθώς και η ιδιωτική ζωή της Δυναστείας. Για να ικανοποιηθούν
αυτές οι δαπάνες χρειάζονταν έσοδα και η μόνη πηγή εσόδων ήταν η
φορολογία.
Η Αίγυπτος είχε επίσης μια σημαντική βιομηχανία / βιοτεχνία :
Μεταλλεία, αλυκές, βυρσοδεψία, ελαιοτριβεία, χαρτοποιεία ... Όλοι
αυτοί οι κλάδοι ανήκαν στο Κράτος και λειτουργούσαν ως μονοπώλια.
Όμως, η δημόσια υπαλληλική γραφειοκρατία είχε καταδικάσει τις
δραστηριότητες αυτές στην παρακμή. Το μόνο που ενδιέφερε την
πολιτική εξουσία ήταν τα έσοδα. Αυτό που έσωσε τελικά τα έσοδα και
φυσικά τα δημοσιονομικά του Κράτους ήταν το εμπόριο που οι
Πτολεμαίοι το άφησαν ελεύθερο στην ιδιωτική πρωτοβουλία και το
προστάτεψαν με μέτρα ευνοϊκά. Η Αλεξάνδρεια έγινε σύντομα το
πρώτο λιμάνι της Μεσογείου, μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας
από τους Ρωμαίους1.
Οι Πτολεμαίοι εφάρμοσαν την πολιτική του εξελληνισμού του
ντόπιου πληθυσμού, όμως δεν κατάφεραν σημαντικά πράγματα. Οι
Αιγύπτιοι είχαν ιστορία χιλιετιών, αναπτυγμένη εθνική συνείδηση και

1
Μ. Καραγάτσης, όπ. παρ., Α’. Ο Αρχαίος Κόσμος, σελ. 476-483, Εκδ. «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα.
155
γνώριζαν την πορεία τους μέσα στο χρόνο. Ήταν δύσκολο να ξεχάσουν
την ιστορία τους και να εξελληνιστούν. Ωστόσο, η Δημόσια Διοίκηση
είχε υποστεί την επίδραση των Ελλήνων, επίσημη γλώσσα του
Κράτους ήταν τα ελληνικά, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις της
Αιγύπτου είχαν στενές σχέσεις με τους ελληνικούς κύκλους. Όμως, η
μεγάλη μάζα του λαού αρνήθηκε να έχει στενή σχέση με τους Έλληνες
αποίκους. Έτσι, όταν μιλάει κανείς για ελληνο-αιγυπτιακό πολιτισμό,
πρέπει να γνωρίζει ότι ο Αιγυπτιακός λαός δεν συνέβαλε καθόλου σε
αυτό. Η μεγάλη πολιτιστική εξέλιξη ανήκε καθαρά στους Έλληνες της
Αιγύπτου, χωρίς συμμετοχή των Αιγυπτίων ή άλλου εξω-ελληνικού
στοιχείου. Οι ελληνικές πόλεις της Αιγύπτου, που συνέβαλαν
καθοριστικά σε αυτό, ήταν η Αλεξάνδρεια, η Πτολεμαΐς, η Ναυκρατίς
και η Λίμνη, που είχαν κάποιας μορφής αυτοδιοίκηση (Η Λίμνη ήταν
αγροτική περιοχή, κατοικημένη σε μεγάλο ποσοστό από Έλληνες). Η
μεγάλη ακμή της Αλεξάνδρειας οφείλονταν στο ελληνικό στοιχείο, που
πρωταγωνίστησε και φυσικά στην οικογένεια των Πτολεμαίων. Η
προνομιούχος θέση της, με τους Έλληνες πρωτοπόρους ανάμεσα
στους λαούς της τότε υφηλίου, έκαναν την Αλεξάνδρεια, πνευματικά
κυρίως και εμπορικά, κοσμόπολη για την εποχή της. Όταν στη
μητροπολιτική Ελλάδα όλοι οι πνευματικοί δημιουργοί παρέμεναν
ανενεργοί, ενώ οι Σελευκίδες και οι Αντιγονίδες δεν έδειχναν
ενδιαφέρον για την πνευματική δημιουργία, η Αλεξάνδρεια ήταν μια
όαση. Μάζεψε και αγκάλιασε όλους τους διανοούμενους του τότε
ελληνικού κόσμου (μητρόπολης και αποικιών). Όλοι αυτοί έφεραν
μαζί τους και τον πολιτισμό τους. Εκεί ο παλιότερος ελληνικός
πολιτισμός απέκτησε νέα ζωτικότητα και έδωσε νέους καρπούς στην
ανθρωπότητα. Οι Πτολεμαίοι αναδείχθηκαν προστάτες του ελληνικού
πνεύματος και του πολιτισμού. Ίδρυσαν το «Μουσείο» που στέγαζε το
πρώτο Κρατικό Πανεπιστήμιο στον κόσμο με καταξιωμένο διδακτικό
προσωπικό και τη μεγάλη βιβλιοθήκη, πρωτόγνωρη για την εποχή της.

156
Ακολούθησε περίοδος εσωτερικών ταραχών στην Αίγυπτο – του
ντόπιου πληθυσμού – για την ανατροπή του καθεστώτος, που κράτησε
χρόνια και εξάντλησε τη Δυναστεία. Έτσι, οι Πτολεμαίοι δεν μπόρεσαν
να αντιμετωπίσουν την απειλή των Ρωμαίων.

***
Τον 2ο αιώνα π.Χ. στην Ασία είχε επικρατήσει ο ελληνισμός σε
όλους τους τομείς. Τα τρία ελληνικά Κράτη των επιγόνων του
Μεγαλέξανδρου λειτουργούσαν με θεσμούς ελληνικούς, η οικονομική
ζωή ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια των Ελλήνων, οι άνθρωποι του
πνεύματος, ανεξαρτήτως προέλευσης, μιλούσαν και έγραφαν
ελληνικά … Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε, όταν η Ρώμη
κατέλυσε την πολιτική επικράτεια της Ελληνιστικής Περιόδου. Δεν
κατάφερε όμως να καταλύσει την πολιτιστική δύναμη του ελληνισμού.
Ο νέος κόσμος που δημιούργησε η Ρώμη λειτούργησε σε πολιτιστικό
περιβάλλον ελληνικό.
Η Δυναστεία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο
Ο Πτολεμαίος ο Λάγος ήταν στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου, που
πρωταγωνίστησε κατά την εκστρατεία στην Ασία. Ήταν επίσης
ιδιαίτερα αγαπητός στην οικογένεια των Αργεαδών (Φιλίππου Β΄,
Μ. Αλεξάνδρου). Από τον Πτολεμαίο το Λάγο προήλθε η Δυναστεία
που εκυβέρνησε την Αίγυπτο από το θάνατο του Μ. Αλέξανδρου μέχρι
τη Ρωμαϊκή κατάκτηση το 31 π.Χ.

Πτολεμαίος Α΄.(1) 323 -284 π.Χ.


(γιος του Λάγου)
Πτολεμαίος Β. (2) 285 - 246 π.Χ.
(Φιλάδελφος)
Πτολεμαίος Γ΄. (3) 246 - 221 π.Χ.
(Ευεργέτης)

157
Πτολεμαίος Δ΄. (4) 221 - 204 π.Χ.
(Φιλοπάτωρ)
Πτολεμαίος Ε΄. (5) 204 - 180 π.Χ.
(Επιφανής)
Πτολεμαίος ΣΤ΄. (6) 180 - 145 π.Χ.
(Φιλομήτωρ)
Πτολεμαίος Ζ΄. (7) 145 -
(Νέος Φιλοπάτωρ)
Πτολεμαίος Η΄. (8) 143 - 116 π.Χ.
(Θείος Πτολεμαίου Ζ΄)
Κλεοπάτρα . (9) 116 -
(Κόρη Πτολεμαίου Η’)

(1) Πτολεμαίος Α΄. Φρόντισε για την πολιτιστική ανάπτυξη της


Αιγύπτου, ιδρύοντας την Ιστορική Βιβλιοθήκη και το Μουσείο.
(2) Πτολεμαίος Β΄. Είναι γνωστός για τη νομοθεσία που εθέσπισε.
Ανακατασκεύασε το κανάλι που ένωνε τη Μαύρη Θάλασσα με το
Νείλο (το είχε καταστρέψει ο Δαρείος).
(3) Πτολεμαίος Γ΄. Αναδείχθηκε ικανός στρατιωτικός ηγέτης. Στην
εποχή του ρυθμίστηκε το Αιγυπτιακό ημερολόγιο.
(4) Πτολεμαίος Δ΄. Διήγε τρυφηλή ζωή. Κατά την περίοδο της
διακυβέρνησής του μειώθηκαν τα δημόσια οικονομικά και
αυτονομήθηκε η Άνω Αίγυπτος (Αναφέρεται ως έκφυλος και
εγκληματίας).
(5) Πτολεμαίος Ε΄. Ανακηρύχθηκε Βασιλιάς σε μικρή ηλικία. Είχε
συμβούλους, που δεν βοήθησαν στη σωστή διακυβέρνηση της χώρας.

158
(6) Πτολεμαίος ΣΤ΄. Εδραίωσε την εξουσία του με επέμβαση της
Ρώμης. Μετά το θάνατό του άρχισε ο εκφυλισμός της βασιλικής
εξουσίας στην Αίγυπτο.
(7) Πτολεμαίος Ζ΄. Δολοφονήθηκε από το θείο του Πτολεμαίο Η’, ο
οποίος έμεινε στην εξουσία μέχρι το 116 π.Χ. Στην εποχή του οι
καλλιεργητές στασίασαν και άφησαν ακαλλιέργητη τη γη, γεγονός που
είχε μεγάλες επιπτώσεις στο κρατικό ταμείο και προκάλεσε κοινωνικές
συγκρούσεις.
(8) Πτολεμαίος Η΄. όπ. παρ.
(9) Κλεοπάτρα. Ήταν κόρη του Πτολεμαίου Η’ και πρώτη γυναίκα
βασίλισσα της Αιγύπτου. Συνολικά κυβέρνησαν επτά βασίλισσες της
Δυναστείας των Λαγιδών με το όνομα αυτό. Η Κλεοπάτρα Ζ΄ (51-31
π.Χ.), ερωμένη του Καίσαρα και αργότερα του Αντωνίου, ήταν η
τελευταία απόγονος των Πτολεμαίων και η τελευταία βασίλισσα της
Αιγύπτου, πριν την οριστική κατάλυση της Ελληνιστικής Αιγύπτου από
τους Ρωμαίους.
Το 31 π.Χ. με την αυτοκτονία της Κλεοπάτρας Ζ΄ το Βασίλειο της
Αιγύπτου προσαρτίστηκε στη Ρώμη και το 395 μ.Χ. περιήλθε στο
Βυζάντιο 1.
10.4. Η Ρόδος και η Δήλος
Τα δύο αυτά νησιά γνώρισαν μεγάλη ακμή λόγω της
γεωγραφικής τους θέσης.
Η Ρόδος από το 407 π.Χ. ήταν ένα νησί σημαντικά αναπτυγμένο.
Η εξουσία ήταν στα χέρια των εμπόρων, την οποία χειρίζονταν με
σύνεση. Εφάρμοζαν κοινωνική πολιτική ευνοϊκή για τις φτωχές μάζες
του λαού και φρόντιζαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Τον 3ο
και 2ο αιώνα π.Χ. συγκεντρώθηκε μεγάλος πλούτος στο νησί,

1
▪ Λατίνας Νίκος, Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 4, Έκδοση
ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 180-217.
▪ Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 7, σελ. 148 και εξής, Αθήνα.
159
στολίστηκε με λαμπρά κτίρια και μνημεία και έγινε αξιόλογο κέντρο
πνευματικής κίνησης.
Η Δήλος τον 3ο αιώνα π.Χ. ήταν ακόμα ένα ξερονήσι, χωρίς
εμπορικές δραστηριότητες. Η πολύχρονη εξάρτησή της από την
Αθήνα, την είχε καταδικάσει στην υπανάπτυξη. Το άγονο αυτό νησί
δεν ενδιέφερε κανέναν. Μόνο οι Αντιγονίδες είχαν καταλάβει πως η
γεωγραφική του θέση στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων εμπορικών
ρευμάτων, το καθιστούσε αξιόλογο και το ανακήρυξαν αυτόνομο,
αλλά υπό την προστασία τους. Έγινε το μοναδικό σιτεμπορικό κέντρο
του ελληνιστικού κόσμου και το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο του τότε
γνωστού κόσμου. Η Δήλος έγινε κοσμόπολη όπως η Αλεξάνδρεια. Εκεί
έφτασαν και οι πρώτοι Ρωμαίοι έμποροι, οι οποίοι με την εμπορική
τους δραστηριότητα ετοίμασαν τη μετάβαση της Ρώμης στην Ανατολή.
Όταν, η Ρώμη προσάρτησε την Ελλάδα (το 146 π.Χ.) η Δήλος γνώριζε
ακόμα μεγάλη ακμή. Δεν έχασε όμως το θρησκευτικό της χαρακτήρα.
Όλες οι θεότητες λατρεύονταν στο παλιό θρησκευτικό χώρο της
Λητούς και των παιδιών της Απόλλωνα και Άρτεμης1. Με την
επικράτηση της Ρώμης, το κέντρο του εμπορίου μετακινήθηκε προς
την Ιταλία. Έτσι, σιγά - σιγά, ήρθε η στιγμή της παρακμής.

***

Η Ελληνιστική Περίοδος είναι αυτή που μετέφερε και μετέδωσε


τον ελληνικό πολιτισμό στους λαούς της Ανατολής τους επόμενους
αιώνες, αφού τον προσάρμοσε στις ευρύτερες απαιτήσεις της
ανθρωπότητας. Όλα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα
έγιναν κτήμα όλου του τότε γνωστού κόσμου. Ο 3ος αιώνας π.Χ.
συνέχιζε να είναι δημιουργικός. Κάθε πρόοδος, κάθε καινούργια
κατάκτηση έχει τις ρίζες της στην Κλασσική Ελλάδα. Όλα τα

1
Μ. Καραγάτσης, όπ. παρ., Α’. Ο Αρχαίος Κόσμος, σελ. 483, Εκδ. «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα.
160
ελληνιστικά κέντρα γραμμάτων και πολιτισμού «Σφύζουν από
οικονομική, πνευματική και κοσμική ζωή»1.
Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου άλλαξαν τις συνθήκες
διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου. Μεγάλες χώρες - καινούριες και
πλούσιες - που δεν είχαν ακόμα επαφή με τα εμπορικά ρεύματα,
δέχτηκαν την ελληνική επιρροή. Οι έμποροι μπορούσαν τώρα να
κυκλοφορούν ελεύθερα σε Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική, χωρίς
πολιτικά εμπόδια. Δημιουργήθηκαν στην Ασία οδικές αρτηρίες που
διευκόλυναν το διαμετακομιστικό εμπόριο και σε επίκαιρα σημεία
φύτρωσαν εμπορικά και διοικητικά κέντρα. Η ναυτιλία επεκτάθηκε και
έγινε εντυπωσιακά κερδοφόρα. Η τεχνική πρόοδος έκανε πιο ασφαλή
τα θαλάσσια ταξίδια. Η πιστωτική οργάνωση - που
πρωτοεμφανίσθηκε στον Πειραιά - επεκτάθηκε και εφάρμοσε νέους
τρόπους συναλλαγών. Ως συνέπεια, δημιουργήθηκαν ισχυρές
εμπορικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Πρωταγωνιστές όλης αυτής
της εμπορικής δραστηριότητας την παλιά εκείνη εποχή - όταν ο
κόσμος ήταν ακόμα αδιαμόρφωτος - ήταν οι έλληνες που καρπώθηκαν
και τα σχετικά οφέλη.
ΣΗΜ.: Ο Φίλιππος Ε΄ (238 – 179 π.Χ.) βασιλιάς της Μακεδονίας
έγραφε στους Άρχοντες για μια από τις πόλεις της επικράτειάς του,
της Λάρισας, και παρατηρούσε ότι «Είναι πολύ απαραίτητο όσο το
δυνατόν περισσότερα άτομα να κατέχουν την ιδιότητα του πολίτη,
ώστε η πόλη να ενδυναμώνεται και η γύρω επαρχία να μην παραμένει
ντροπιαστικά έρημη, όπως συμβαίνει τώρα (…). Οι Ρωμαίοι
…επεκτείνουν το δικαίωμα του πολίτη και στους σκλάβους, όταν τους
απελευθερώνουν και τους δίνουν πρόσβαση στα δημόσια
αξιώματα…». Δηλαδή – προσθέτει η συγγραφική ομάδα του βιβλίου –
«Οι Ρωμαίοι είναι γενναιόδωροι στην παραχώρηση της ιδιότητας του
πολίτη στους ξένους…, πράγμα που δεν έκαναν οι Έλληνες οι οποίοι

1
Μ. Καραγάτσης, όπ. παρ., Α’. Ο Αρχαίος Κόσμος, σελ. 479, Εκδ. «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα.
161
ήταν απρόθυμοι να παραχωρήσουν σε οποιονδήποτε αυτό το
προνόμιο». Μια διαφορά που εξηγεί την επιτυχία των Ρωμαίων 1.
Η υποταγή της «Μεγάλης Ελλάδας» (Νότια Ιταλία και Σικελία)
στη Ρώμη ήταν η πρώτη μεγάλη πολιτική ήττα του Ελληνισμού από
μια κατώτερη δύναμη : Άφησε τη Ρώμη ανενόχλητη να κυριαρχήσει. Η
πολιτική παρακμή του Ελληνικού Κόσμου ήταν αδιαμφισβήτητη.
Παρέμεινε προσηλωμένος μέχρι εσχάτων στην έννοια της
«αυτονομίας». Λες και η Αθήνα, μόνη της, ή η Σπάρτη, μόνη της, θα
μπορούσαν να επιβιώσουν μέσα σε ένα κόσμο που άλλαζε.

1
Η Αρχαία Ελλάδα, συλλογικό έργο υπό την επιστημονική επιμέλεια του Ουμπέρτο
ΕΚΟ, Τόμος 2, σελ. 70, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2018.

162
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Α΄

Την προϊστορική περίοδο αναδείχθηκαν τρεις Ελληνικοί


πολιτισμοί: Ο Κυκλαδικός, ο Κρητομινωικός και ο Μυκηναϊκός. Οι
πληθυσμοί αυτοί ήταν οι πρώτοι θαλασσοπόροι, στον τότε γνωστό
κόσμο, οι οποίοι άρχισαν από τα ταξίδια μικρών αποστάσεων (Αιγαίο,
Μικρασιατικά παράλληλα), επεκτάθηκαν στη συνέχεια στην Ανατολική
Μεσόγειο και στην Αίγυπτο και αργότερα στη Δυτική Μεσόγειο…,
όπου ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς. Άρχισαν έτσι να αναπτύσσουν
εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες προορισμού, με ανταλλαγές
προϊόντων. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. άρχισε η μεγάλη έκρηξη του
ελληνικού αποικισμού. Την πρώιμη εκείνη εποχή ήταν δύσκολο για
τους πληθυσμούς αυτούς να συνειδητοποιήσουν το μεγάλο άλμα που
άρχισαν να πραγματοποιούν, το οποίο θα εξελίσσονταν σε μια
οικονομική δραστηριότητα με οικουμενική εμβέλεια.
Από το 900 π.Χ. περίπου άρχισε η οργάνωση της αγροτικής
οικονομίας με βάση τον «Οίκο», μια αυτοδύναμη και αυτάρκη
πατριαρχική φυλετική οικονομική μονάδα με μικροϊδιοκτητικό τρόπο
παραγωγής και κατανάλωσης, που αποτελούνταν από ανθρώπους,
ζώα, εργαλεία, κλήρο γης…, με στόχο την επιβίωση και ανάπτυξή της.
Ο Μικροϊδιοκτητικός αυτός τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης
ίσχυσε, με κάποιες αλλαγές, μέχρι την κλασική ελληνική εποχή.
Στο μεταξύ, το παλαιό καθεστώς της φυλετικής πατριαρχίας των
Οίκων έδωσε τη θέση του στη δημιουργία της πόλης-Κράτους. Λίγο
αργότερα εμφανίστηκε στην Ελλάδα η «Οικονομία της αγοράς» και
ήρθε η κυκλοφορία των νομισμάτων, όταν ενεργοποιήθηκαν οι
επαγγελματίες έμποροι, που αγόραζαν εμπορεύματα για να τα
μεταπωλήσουν.
Η Αρχαϊκή εποχή, ήταν σημαντική από πολλές απόψεις : Εκτός
από την αποικιακή εξάπλωση, δημιουργήθηκαν ισχυρές Πόλεις –
Κράτη (Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθο, Θήβα ...), και τέθηκαν οι βάσεις της
φιλοσοφίας και της επιστήμης. Αναπτύχθηκαν οι τέχνες και η ποίηση,
163
η γλυπτική έδωσε μεγάλα έργα. Το ελληνικό πνεύμα της εποχής αυτής
ήταν ιδιαίτερο και ετοίμασε την κλασική ελληνική εποχή του 5ου και
4ου αιώνα, που έγινε αντικείμενο πανανθρώπινου θαυμασμού.
Οι συνθήκες λειτουργίας της Πόλης -Κράτους σε συνδυασμό με
την εξάπλωση των αποικιών, ευνόησαν την ανάπτυξη των
οικονομικών δραστηριοτήτων και της εμπορικής ναυτιλίας, καθώς και
τη χρήση του νομίσματος στις συναλλαγές, που, με τη σειρά του,
ευνόησε την άνθηση του εμπορίου. Η βιοτεχνία αναπτύχθηκε, επίσης,
και πήρε ιδιαίτερη θέση στις εμπορικές συναλλαγές. Η έλλειψη
επαρκών εργατικών χεριών στην εσωτερική αγορά, προκάλεσε την
εισαγωγή δούλων από τη Μ. Ασία, τη Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο, κι
έτσι εμφανίστηκε η εμπορευματοποίηση της δουλείας. Η ιδιοκτησία
καλλιεργήσιμης γης είχε ωστόσο πρωταρχική σημασία στην πολιτική,
κοινωνική και οικονομική θέση των πολιτών. Με τον καιρό, με την
αύξηση του πληθυσμού, η ανεπάρκεια γης επιδεινώθηκε. Τη λύση
προσέφερε ο αποικισμός, ο οποίος φυσικά είχε και άλλα κίνητρα.
Η νομοθεσία του Σόλωνα (640-560 π.Χ.) βελτίωσε τις σχέσεις
των γεωργών με την πολιτική «αριστοκρατία», που είχαν εκτραχυνθεί,
λόγω της ανισότητας και της κοινωνικής αδικίας, υπό το καθεστώς
κυρίως της τυραννίας. Ο Σόλων πίστευε πως ο πολιτικός άνδρας δεν
πρέπει να θεωρεί την πολιτική εξουσία αυτοσκοπό, αλλά να θέτει το
συμφέρον της χώρας υπεράνω των προσωπικών του φιλοδοξιών.
Η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. βασίστηκε
στις πηγές εσόδων από τη γεωργία, το εμπόριο, τα μεταλλεία του
Λαυρίου, τη φορολογική πολιτική και το συμμαχικό φόρο (της Α’
Αθηναϊκής Συμμαχίας). Ο Συμμαχικός Φόρος χρησιμοποιήθηκε από
τον Περικλή για τα θαυμαστά έργα της Ακρόπολης, κατά παράβαση
των συμφωνιών της συμμαχίας.
Ωστόσο, ο Ισοκράτης και ο Αριστοτέλης (Μακεδόνας), πίστευαν
πως μόνο ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος θα μπορούσαν να σώσουν την
Ελλάδα από την ακυβερνησία και τον κατήφορο, που είχε περιέλθει
και να αποδείξουν ότι μπορούσε να μεγαλουργήσει και πάλι στον
κόσμο. Δεν άργησε να αποδειχθεί αυτή η αλήθεια. Η Ελλάδα
164
αποδήμησε στην Ανατολή και δημιούργησε εκεί ένα νέο πνευματικό
και πολιτικό ελληνικό κόσμο. Ο αριθμός των Ελλήνων που
μετακόμισαν στην Ανατολή κατά την διάρκεια των τριών αιώνων της
ελληνιστικής περιόδου ήταν μεγάλος και μετέδωσε τα φώτα του
ελληνισμού εκεί. Ίδρυσαν στην Ασία πολλές ελληνικές πόλεις που
μεγαλούργησαν και ήταν σε πληθυσμό μεγαλύτερες από την Αθήνα
της εποχής της ακμής της (εποχή Περικλή). Πολλές από αυτές
απέκτησαν παιδεία, τέχνες, βιοτεχνία ..., που θα ζήλευαν πολλές
πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας. Η Αλεξάνδρεια (800.000 κάτοικοι,
εκ των οποίων 300.000 Έλληνες), η Αντιόχεια, η Πέργαμος, η Σελεύκια
(600.000 κάτοικοι) ήταν οι πρώτες, αλλά δεν ήταν οι μόνες 1.
Στα βασίλεια που ιδρύθηκαν στην Ανατολή από τους επιγόνους
του Μ. Αλέξανδρου, ο στρατός αποτελούνταν από Έλληνες, η
κυβέρνηση, η δημόσια διοίκηση, τα δικαστήρια χρησιμοποιούσαν την
ελληνική γλώσσα, οι ηγεμόνες των μοναρχιών αυτών ήταν φυσικά
Έλληνες. Όμως και τα υπόλοιπα κράτη της Ασίας, των οποίων οι
ηγεμόνες ήταν γηγενείς, οι στρατηγοί του στρατεύματός τους ήταν
Έλληνες. Όλοι αυτοί οι Έλληνες που συνέρρευσαν στην Ασία με την
ευκαιρία των κατακτήσεων του Μ. Αλέξανδρου, αφομοίωσαν τους
ντόπιους πληθυσμούς και έκαναν ολόκληρες περιοχές ελληνικές, για
μεγάλη χρονική περίοδο : Παράδειγμα, η Αίγυπτος, η Συρία, η
Μεσοποταμία, η Μ. Ασία. Την εποχή αυτή που συνέβαιναν όλα αυτά
στην Ανατολή, ο Αθηναϊκός Πολιτισμός του 5ου αιώνα π.Χ. είχε
παρακμάσει.
Μέσα στα βασίλεια των επιγόνων, εκτός από τις
πνευματικές/πολιτιστικές δραστηριότητες υπήρχε και έντονη
οικονομική παρουσία.
Οι Έλληνες ανέκαθεν ήταν λαός της περιπέτειας. Τα εδάφη της
μητροπολιτικής Χώρας δεν τους χωρούσαν. Αναζητούσαν ευρύτερους
ορίζοντες να αναπτύξουν την δραστηριότητά τους. Έδειχναν ιδιαίτερη
προτίμηση στις ατομικές δραστηριότητες, παρά στις ομαδικές.
1
Παπαρρηγόπουλου Κων., όπ. παρ., τόμος 6, σελ. 14, Αθήνα.

165
Προτιμούσαν το εμπόριο από τις αγροτικές ασχολίες. Αγαπούσαν
επίσης τη θάλασσα, τη ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο. Ήταν
θαλασσοπόροι και ριψοκίνδυνοι. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά, ο
ελληνικός λαός οφείλει την ανάπτυξη των αποικιών από τον 8ο αιώνα
π.Χ. και την εξάπλωσή του σε όλα τα παράλια της Μεσογείου και του
Ευξείνου Πόντου. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά οφείλεται η ανάπτυξη
της ναυτιλίας από την προϊστορική ακόμα εποχή και μέχρι τις ημέρες
μας.
Οι Έλληνες είχαν λοιπόν ένα ιδιαίτερο πάντα χαρακτήρα. Δεν
περιορίζονταν στα όρια της δικής τους πατρίδας, αναζητούσαν
ευρύτερους ορίζοντες δράσης, εμπορικότερους και ασφαλέστερους.
Γι’ αυτό και δημιούργησαν πολυάριθμες αποικίες σε όλο τον τότε
γνωστό κόσμο. Ακόμα και στην εποχή της μεγάλης ακμής του
ελληνισμού (5ο και 4ο αιώνα π.Χ.) οι Έλληνες δεν σταμάτησαν τις
αποικήσεις. Την έλλειψη ντόπιου πληθυσμού αναπλήρωναν οι
δούλοι, στην μητροπολιτική χώρα. Έτσι, η σύνθεση του ελληνικού
πληθυσμού στη μητρόπολη άλλαξε. Η ασυμβίβαστη συμπεριφορά
των Ελλήνων συνεχίζεται και σήμερα και αποτελεί το βασικό στοιχείο
του χαρακτήρα τους1.
Ο αρχαίος ελληνικός πληθυσμός εκτιμήθηκε από νεότερους
ερευνητές, στη Μητρόπολη και στις αποικίες, σε 20.000.000 κατοίκους
περίπου. Από αυτούς οι μισοί ήταν δούλοι ή ξένοι. Στις περιοχές νότια
των Καμβουνίων (= οροσειρά στη Δυτική Μακεδονία, στα όρια
Γρεβενών και Κοζάνης) και των Κεραυνίων (= οροσειρά στη Νότια
Αλβανία, Βόρεια Ήπειρο), μαζί με την Εύβοια και τα νησιά, τον 5ο και
4ο αιώνα π.Χ., κατοικούσαν περί τα 4.000.000 άνθρωποι. Από τον 3ο
αιώνα μ.Χ. άρχισαν οι καταστροφικές επιδρομές των Βορείων
Βαρβάρων, που αλλοίωσαν τη σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού 2,
όχι όμως και τα βασικά χαρακτηριστικά του: Ο ελληνικός πολιτισμός
είχε πάντα την ικανότητα να αφομοιώνει τα ξένα πληθυσμιακά
στοιχεία.
1
Παπαρρηγόπουλου Κων., όπ. παρ., τόμος 14, σελ. 187 και εξής, Αθήνα.
2
ΠαπαρρηγόπουλουΚων., όπ. παρ., τόμος 14, σελ. 188 και εξής, Αθήνα.
166
ΜΕΡΟΣ Β΄

ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΟΘΩΜΑΝΗ ΚΑΤΟΧΗ

330-1821 μ.Χ.

167
168
ΚΕΦ.1. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

1.1. Εισαγωγικά 1
Την περίοδο που η Βυζαντινή αυτοκρατορία επικράτησε στην
Ανατολή, υπό την επίδραση του Ελληνικού πολιτισμού, οι λαοί της
Ευρώπης είχαν ακόμα ένα αρχέγονο τρόπο ζωής. Περιφέρονταν στα
βυζαντινά εδάφη σε αναζήτηση τροφής και τόπου εγκατάστασης. Οι
επιδρομές τους σε περιοχές που ικανοποιούσαν τους όρους
διαβίωσής τους ήταν διαρκείς και χωρίς έλεγχο, η ανθρώπινη ζωή δεν
είχε καμία αξία. Η Ευρώπη δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί σε κράτη
εθνικά. Οι λαοί της άρχισαν να διαμορφώνουν εθνικές ενότητες και σε
ένα βαθμό εθνική συνείδηση προς το τέλος της Μεσοβυζαντινής
περιόδου. Η μόνη διαφοροποίηση της Ευρώπης πριν τον 5ο αιώνα μ.Χ.
ήταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία επικράτησε σχετικά εύκολα,
δεν είχε όμως να προσφέρει στον πνευματικό πολιτισμό περισσότερα
απ’ ό,τι το Ανατολικό της τμήμα, το Βυζάντιο, που επέζησε ασύγκριτα
περισσότερο, χάρη στο Ελληνικό στοιχείο.
Από τον 5ο / 4ο αιώνα π.Χ., τα ελληνικά ήταν η μόνη γλώσσα στη
Μ. Ασία που χρησιμοποιούνταν στο εμπόριο. Μετά το 2ο αιώνα μ.Χ.
έγινε η μόνη γλώσσα της εκκλησίας. Αργότερα – κυρίως στην εποχή
του Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.) – επικράτησε και στη Διοίκηση του
Βυζαντίου. Τον 8ο αιώνα μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη αριθμούσε 500.000
κατοίκους 2. Στις αρχές του αιώνα αυτού δεν υπήρχε κανένα Κράτος
στη Δ. Ευρώπη που θα μπορούσε να συγκριθεί με το Κράτος της

1
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η Μακραίωνη Πορεία του Ελληνισμού, Τόμος 2, το
Βυζάντιο, Ηλεκτρονική Έκδοση, Αθήνα 2016.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., τόμος 11, σελ.90, National Geographic.

169
Κωνσταντινούπολης στη βιοτεχνία, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη
Διοικητική οργάνωση 1…
Οι Ρωμαίοι αφομοιώθηκαν από τον Ελληνικό πολιτισμό της
Κλασικής και Ελληνιστικής εποχής, παρέμειναν ωστόσο πρωτόγονοι,
αν κρίνει κανείς από τη συμπεριφορά των Χριστιανών σταυροφόρων
της Δύσης στην Αναστολή, και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη το
1204 (Δ’ Σταυροφορία).
Ανατολή και Δύση αναγνώρισαν την Ελληνικότητα του Κράτους
του Βυζαντίου, ότι δηλ. αποτελεί ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού.
Χάρη λοιπόν στην επίδραση του Ελληνικού πολιτισμού, το Βυζάντιο
επέζησε για μια χιλιετία και το Ελληνικό Έθνος δεν έσβησε από το
χάρτη της Ιστορίας. Οι κίνδυνοι από τους άναρχους λαούς για 1000
χρόνια δεν σταμάτησαν να απειλούν την ύπαρξή του.
Ο σκοταδισμός της Ευρώπης δεν έχει σχέση με το βυζαντινό
επίτευγμα και όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο διαπράττουν ιστορική
πλάνη ή έχουν άγνοια της Ιστορίας. Η Ευρώπη οφείλει την πνευματική
της αφύπνιση στην αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία διέσωσε
εν πολλοίς και τη διέδωσε στην Ευρώπη το Βυζάντιο. Το Βυζάντιο δεν
έχει σχέση με την Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Έχει να επιδείξει σημαντικό
πνευματικό και πολιτιστικό έργο, συνέχεια της Ελληνιστικής περιόδου,
με έντονες αναφορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Οι βυζαντινοί
λόγιοι κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα μετά την άλωση,
κατέκλεισαν την Ευρώπη και με τα φώτα τους συνέβαλαν ουσιαστικά
στην έξοδό της από το σκοταδισμό. Η Ευρώπη είναι ακριβώς ο καρπός
της Ελλάδας 2.

1
Το Βυζάντιο – επίτευγμα και συνέχεια του Ελληνισμού – θεωρούμε ότι έχει θέση
στην παρούσα εργασία.
2
Κανελλόπουλος Παν., Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, Τόμος 1, σελ.37,
Αθήνα.
170
Διερωτάται κανείς γιατί οι ιστορικοί θέλουν ο Μεσαίωνας της
Ευρώπης να αρχίζει με το τυπικό ξεκίνημα της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, όταν πολύ πριν, όλη η Ευρώπη από την ύπαρξή της
βρίσκονταν σε βαθύ σκοτάδι. Η μόνη εστία φωτός στον κόσμο
ολόκληρο από την πρώιμη εποχή του χαλκού με κορύφωση την
Κλασική Ελληνική Εποχή, ήταν η Ελλάδα. Η αναλαμπή της Ρώμης σε
πολύ νεότερη εποχή δεν απαλλάσσει την Ευρώπη από το σκοταδισμό.
Η «ξεχασμένη» (;) ανοιχτή κερκόπορτα της βασιλεύουσας έκρινε
το μέλλον της ιστορίας της Ευρώπης. Επέτρεψε να εισβάλλει στο
έδαφός της μια εχθρική δύναμη που έμελλε να στιγματίσει την
ιστορία της στο διηνεκές. Οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν τη στάση αυτή
των Ευρωπαίων έναντι της διαρκώς απειλούμενης βασιλεύουσας ως
«ένοχη αδιαφορία». Θα προσθέταμε «ως μεγίστη ανευθυνότητα».

Στα επόμενα θα ασχοληθούμε, συνοπτικά, μετά από μια


σύντομη επισκόπηση, με την οικονομική ιστορία του Βυζαντίου, που
αποτελεί και το αντικείμενο του παρόντος πονήματος.

1.2. Σύντομη επισκόπηση

Το 330 μ.Χ. με τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης και τη


μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη, άρχισε μια
νέα περίοδος για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Ελληνισμό. Το
ανατολικό της τμήμα αποκτά τη δική του αυτόνομη πορεία, όταν
ουσιαστικά ξεκίνησε η μετακίνηση των βάρβαρων λαών του βορρά και
οι επιδρομές τους (και οι δηώσεις) στα Ρωμαϊκά εδάφη, Δύσης και
Ανατολής. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε παρακμή του Δυτικού
τμήματος της αυτοκρατορίας, ενώ το ανατολικό μπόρεσε να αντέξει
για πολλούς αιώνες ακόμα, χάρη στην επικράτηση του χριστιανικού
ελληνισμού. Η μετάβαση από τη Ρωμαϊκή στην αποκληθείσα
αργότερα βυζαντινή εποχή ήταν ομαλή. Όμως, οι προκλήσεις,
εσωτερικές (έριδες) και εξωτερικές (επιδρομές, πόλεμοι με Περσία,

171
Άραβες, Σλάβους…) ήταν συνεχείς και απειλούσαν τα σύνορα της νέας
μορφής της αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου. Η απειλή και οι κίνδυνοι
που προέκυπταν, ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνταν, την
ταραγμένη αυτή εποχή, η οικονομική πολιτική της αυτοκρατορίας.
Το Ανατολικό τμήμα της – αυτόνομο πολιτικά – εκτείνονταν στο
γεωγραφικό χώρο, που λίγο πριν ανήκε στην επικράτεια του
ελληνισμού, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του, για 300
τουλάχιστον χρόνια. Αλλά και πολύ πριν, ο Αρχαίος Ελληνικός
Πολιτισμός ήταν γνωστός και αποδεκτός στις Ασιατικές περιοχές, που
πολύ αργότερα έγιναν Ρωμαϊκές. Ο διάσπαρτος ελληνικός πολιτισμός
στις περιοχές της Ασίας, εξασφάλιζε μια κοινωνική και οικονομική
συνοχή.
Η κατάσταση που κληρονόμησε στην Ανατολή, από την
ελληνιστική περίοδο, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θα της επιτρέψει να
ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να προασπίσει τα σύνορά της (στην
Ανατολή) από τις επιδρομές και τους πολέμους, να διατηρήσει και να
αναπτύξει τις οικονομικές της δραστηριότητες… Η νέα πρωτεύουσα, η
Κωνσταντινούπολη, χτισμένη σε μια προνομιακή θέση, στο
σταυροδρόμι μεταξύ των δύο Ηπείρων, δέσποζε μεταξύ του Δυτικού
και Ανατολικού κόσμου, ενώ η κυριαρχία της στη Μεσόγειο και στις
περιοχές του Ελλησπόντου και της Μαύρης Θάλασσας ευνοούσε τις
οικονομικές δραστηριότητες.
Η οικονομική κρίση του 3ου αιώνα μ.Χ. (200-300), που ενέσκυψε
στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, λίγο πριν την τυπική μετάβαση στη
βυζαντινή εποχή, με αυτοκράτορα τον Γάιο Αυρήλιο Διοκλητιανό και
διάδοχό του το Μ. Κωνσταντίνο Α΄, είχε άμεση σχέση με το
Δημοσιονομικό τομέα της αυτοκρατορίας και η θεραπεία του
απαιτούσε νομισματικές και κυρίως φορολογικές μεταρρυθμίσεις.
Έτσι, υιοθετήθηκε ο κρατικός παρεμβατισμός, που αποτέλεσε έναν
από τους κυριότερους παράγοντες των οικονομικών εξελίξεων της
αυτοκρατορίας. Η οργάνωση του Κράτους με την ίδρυση πολλών
172
διοικητικών περιφερειακών υπηρεσιών και ο πολύπλοκος χαρακτήρας
της Κεντρικής Διοίκησης (και της αυτοκρατορικής αυλής)…, οδήγησαν
στο Δημοσιονομικό εκτροχιασμό, με τη συνεχή αύξηση των εξόδων και
τη μείωση των εσόδων.
Παράλληλα, η άμυνα της αυτοκρατορίας έναντι των κινδύνων
από τις επιδρομές και τους πολέμους, απαιτούσε την αύξηση της
δύναμης του ετοιμοπόλεμου μισθοφορικού στρατού και την
κατασκευή οχυρωματικών έργων. Ως προς τα διαρκώς μειούμενα
έσοδα του κράτους, αυτό εξηγείται από τη μείωση του πληθυσμού της
υπαίθρου, που απασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, με
συνέπεια και την αντίστοιχη μείωση της φορολογίας. Επομένως, η
οικονομική πολιτική του Διοκλητιανού αποσκοπούσε στην εξυγίανση
του δημοσιονομικού προβλήματος της αυτοκρατορίας 1.
Αυτή την κατάσταση κληρονόμησε ο Μ. Κωνσταντίνος Α΄, όταν
ανέλαβε την αρχηγία του Κράτους. Τα μέτρα του Διοκλητιανού, του Μ.
Κωνσταντίνου και των διαδόχων του κατάφεραν τελικά να
ισορροπήσουν την κατάσταση και να αντιμετωπίσουν την κρίση. Η
ανάπτυξη ωστόσο είχε βραδείς ρυθμούς μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα
(πρωτοβυζαντινή περίοδος), όπου άρχισε μια νέα κρίση.
Η πρωτοβυζαντινή περίοδος τελείωσε το 610, δηλ. μετά το τέλος
της Δυναστείας του Ιουστινιανού. Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού
και επί των διαδόχων του, αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα
σημάδια της νέας κρίσης, η οποία χειροτέρεψε κατά τη διάρκεια του
7ου αιώνα (600-700), περιλαμβάνοντας και τη Δυναστεία του
Ηρακλείου (610-717). Η εσωτερική πολιτική, κοινωνική και
θρησκευτική αστάθεια, οι συνεχείς αμυντικοί πόλεμοι, η εμφάνιση
του Ισλάμ και η αφύπνιση των Αράβων, η απώλεια εκτεταμένων και
πλούσιων παραγωγικά περιοχών, η εξάντληση των οικονομικών

1
Βλ. αξιόλογη μελέτη του Νικόλαου Σβορώνου, Καθηγητή στο Παρίσι, Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Τόμοι 18,19,20 και 21, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
173
πόρων του Κράτους… ήταν οι αιτίες αυτής της κρίσης. Όμως, η
αυτοκρατορία κατάφερε να αντέξει, να αντιμετωπίσει την κρίση και να
προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.
Παρότι ο χαρακτήρας της αυτοκρατορίας παρέμενε
πολυεθνικός, στηρίζονταν στο ελληνικό και εξελληνισμένο στοιχείο και
στον ελληνικό πολιτισμό. Η χριστιανική θρησκεία (η Ορθοδοξία) έγινε
πρωταρχικός παράγοντας των εξελίξεων και ξεχώριζε δογματικά και
στη νοοτροπία από τη Δυτική θρησκεία του καθολικισμού. Το
Βυζαντινό Κράτος άρχισε να γίνεται η αυτοκρατορία του
«Μεσαιωνικού» Ελληνισμού. Η ανανέωση των θεσμών και η
αναδιάρθρωση των δομών, πολιτικών και στρατιωτικών, συνεχίστηκαν
από τη Δυναστεία του Ηρακλείου (και τις επόμενες) – π.χ. υιοθέτηση
της Ελληνικής γλώσσας ως επίσης γλώσσας του Κράτους. Η εσωτερική
ανανέωση του Κράτους επέτρεψε την οργάνωση της άμυνας της
αυτοκρατορίας έναντι των εξωτερικών κινδύνων (περιφερειακή
στρατιωτική οργάνωση – τα θέματα – επί Ηρακλείου), έτσι ώστε την
περίοδο της Μακεδονικής Δυναστείας, το Κράτος να γίνει μια ισχυρή
δύναμη, παρά την απώλεια κάποιων περιφερειακών κτήσεων.
Η πολιτική ισορροπία που είχε επιτευχθεί επί Ιουστινιανού και
Ηρακλείου (και ίσως μερικών άλλων αυτοκρατόρων) άρχισε να
διαταράσσεται: Η τάξη των γαιοκτημόνων, η οποία είχε καταλάβει τα
ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, επιχειρεί τον
ολοκληρωτικό έλεγχο του Κράτους και της κεντρικής εξουσίας,
επιβάλλοντας τους δικούς της αρεστούς αξιωματούχους ως
αυτοκράτορες και χρησιμοποιώντας τη Σύγκλητο ή/και το στρατό για
το σκοπό αυτό. Οι αιρετικές διαμάχες του ανατολικού Χριστιανισμού,
δηλ. των διαφόρων αιρέσεων και της Ορθοδοξίας, όξυναν το
πρόβλημα, ενώ η αντιπαράθεση μεταξύ εικονομάχων και εικονόφιλων
που προκάλεσε πολλές κοινωνικές ταραχές… επιδείνωσε την
κατάσταση. Η εσωτερική πολιτική και κοινωνική αναρχία διευκόλυνε
τους εξωτερικούς εχθρούς στους στόχους τους. Παράδειγμα: οι
174
Βυζαντινοπερσικοί και οι Βυζαντινοαραβικοί πόλεμοι του 7ου αιώνα (οι
τελευταίοι μετά την εξάπλωση του Ισλάμ) οδήγησαν στην συρρίκνωση
της αυτοκρατορίας.
Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν οι καταστρεπτικοί λιμοί, που
αποδεκάτισαν τους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας και
δημιούργησαν μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα και τις φυσικές
καταστροφές, με συνέπειες στην καλλιέργεια της γης και στα
οικονομικά του κράτους. Η μείωση του πληθυσμού διευκόλυνε την
προέλαση των Αράβων στην Ανατολή και των Σλάβων στα βαλκάνια.
Η μείωση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας φαίνεται πως
συνεχίστηκε μέχρι του τέλους του 8ου αιώνα. Οι αυτοκράτορες
προσπαθούσαν να εποικίσουν τις αραιοκατοικημένες περιοχές,
μεταφέροντας πληθυσμούς, κυρίως αιχμαλώτων και προσφύγων,
αλλά και άλλων, όπως περιοχών που ανακτώνταν από την
αυτοκρατορία. Η Θράκη ήταν μια από τις περιοχές που χρειάστηκε να
μεταφερθούν εκεί νέοι πληθυσμοί. Από τις αρχές του 9ου αιώνα, η
δημογραφική εξέλιξη φαίνεται πως ξαναβρίσκει τον κανονικό της
ρυθμό. Η πληθυσμιακή ανάκαμψη επανέρχεται 1.
Την περίοδο με την εσωτερική αναστάτωση και τους συνεχείς
πολέμους, η οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας επιδεινώθηκε. Η
παρακμή των αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων και η αντίστοιχη
αγροτοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής διάρθρωσης της
αυτοκρατορίας ήταν γεγονός. Η χρηματική οικονομία ωστόσο στα
αστικά κυρίως κέντρα συνεχίστηκε. Οι φόροι εξακολουθούσαν να
εισπράττονται σε χρήμα. Οι μισθοί των υπαλλήλων και στρατιωτικών
καταβάλλονται σε χρήμα. Οι εξωτερικές πληρωμές, το εμπόριο, οι
φόροι υποτελείας γίνονταν σε χρήμα. Η χρηματική οικονομία ήταν
γενικευμένη στην εσωτερική αγορά και στις εξωτερικές συναλλαγές.

1
Βλ. Νικόλαος Σβορώνος, όπ. παρ., τόμος 19.
175
Οι προσπάθειες των αυτοκρατόρων – κυρίως της Μακεδονικής
Δυναστείας – να δημιουργήσουν ισχυρή κεντρική Διοίκηση με τη
δημιουργία κεντρικών οργάνων ελέγχου και συντονισμού των
διαφόρων υπηρεσιών της πρωτεύουσας και των επαρχιών,
εμφανίστηκαν τον 11ο αιώνα. Πράγματι: Οι οικονομικές υπηρεσίες
αναδιοργανώθηκαν. Ιδρύθηκε ανεξάρτητη υπηρεσία για το εμπόριο.
Επιβλήθηκαν αλλαγές στο στρατό (στη Διοίκηση, στο σύστημα
στρατολόγησης, στη χρηματοδότηση…). Όμως, δεν φαίνεται να
απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς. Από το 10ο αιώνα, η
μεγάλη δύναμη που απέκτησαν οι στρατηγοί των θεμάτων, οι οποίοι
συγκέντρωναν στα χέρια τους τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία,
είχε γίνει επικίνδυνη για την κεντρική εξουσία, κυρίως όταν η
αριστοκρατία της γης άρχισε να μονοπωλεί την ανώτατη ηγεσία του
στρατού των «θεμάτων» 1. Απόδειξη οι «στάσεις και τα κινήματα»
εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Η δύναμη και οι καταχρήσεις των
«δυνατών» εντείνονται κατά τον 11ο αιώνα. Η αντιμετώπιση αυτών
των φαινομένων προκάλεσε τις μεταρρυθμίσεις στο στρατό. Έτσι, η
θεματική οργάνωση του στρατού παρήκμασε. Η εξέλιξη αυτή
εντάθηκε τον 11ο αιώνα και στο τέλος ο στρατός των θεμάτων έπαιζε
εντελώς δευτερεύοντα ρόλο. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην
παρακμή του στρατού των θεμάτων: Η απορρόφηση των κτημάτων
των ανεξάρτητων μικροϊδιοκτητών των αγροτικών κοινοτήτων (αλλά
και των στρατιωτών) από τη μεγάλη γαιοκτησία των «δυνατών» και η
μετατροπή των «αδυνάτων» σε εξαρτημένους καλλιεργητές, ήταν ένας
σοβαρός παράγοντας, που συνέβαλε σε αυτή την εξέλιξη. Η
στρατιωτική αριστοκρατία των γαιοκτημόνων δεν διέφερε από την
πολιτική αριστοκρατία των ανώτατων αξιωματούχων του Κράτους και
της Εκκλησίας, που είχαν τη γαιοκτησία ως οικονομική βάση. Έτσι, η
αναλογία μεταξύ στρατού των θεμάτων και μισθοφορικού στρατού

1
Βλ. Νικόλαος Σβορώνος, Κοινωνία και Οικονομία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Τόμος 21, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
176
μεταβλήθηκε υπέρ του τελευταίου και σε μείωση του θεματικού
στρατού. Είναι αυτονόητο ότι ο μισθοφορικός στρατός επιβάρυνε
σημαντικά περισσότερο το κεντρικό ταμείο του Κράτους. Η πολιτική
και οικονομική κρίση, τον 11ο αιώνα, επιδεινώθηκε, λόγω και της
εξωτερικής δυσμενούς συγκυρίας : της επιθετικής δραστηριότητας
των Σελτζούκων Τούρκων και των Δυτικών σταυροφοριών. Η συνεχής
πολιτική και οικονομική κρίση ήταν η κυριότερη αιτία της διάλυσης
του στρατού και της παράλυσης του αμυντικού συστήματος της
αυτοκρατορίας. Είχε επίσης ως συνέπεια τη διατάραξη του
νομισματικού συστήματος.
Η αναδιοργάνωση της επαρχιακής Διοίκησης – από τους
Κομνηνούς – και η δημιουργία ενός συγκεντρωτικού Κράτους,
στρατιωτικοποιημένου, είχε ως κύριο μοχλό την αποκατάσταση της
στρατιωτικής διοίκησης των θεμάτων, που είχε διαταραχθεί. Η
προσπάθεια ανόρθωσης των δημοσίων οικονομικών, η διευθέτηση
του νομισματικού συστήματος, η αναπροσαρμογή του υπολογισμού
και της είσπραξης φόρων … απασχόλησαν επίσης τη Δυναστεία των
Κομνηνών.
Η κοινωνία των εμπόρων, των βιοτεχνών και άλλων
επαγγελμάτων εμφανίζεται, την εποχή αυτή, συγκροτημένη ομάδα, με
ανεπτυγμένη την ταξική συνείδηση, που διεκδικεί τα δικαιώματα που
της αναλογούν. Οι ιδιοκτήτες των μεγάλων εργαστηρίων, οι πλούσιοι
μεγαλέμποροι, οι τραπεζίτες… αποτελούν την ηγετική ομάδα ενός
ευρύτερου συνόλου, στα περιθώρια του οποίου βρίσκονται οι
μικροεπαγγελματίες και οι μισθωτοί εργάτες1.
Η συγκέντρωση της γης στα χέρια των ολίγων και η δημιουργία
μεγάλης ακίνητης ιδιοκτησίας του Κράτους, της Εκκλησίας και των
ιδιωτών μεγαλογαιοκτημόνων, σε βάρος των μικροϊδιοκτητών, των

1
Βλ. Νικόλαος Σβορώνος, όπ. παρ., τόμος 21.

177
ανεξάρτητων χωρικών καλλιεργητών έχει βαθιές τις ρίζες του στο
Βυζάντιο.
1.3. H οικονομία του Βυζαντίου
Η οικονομία του Βυζαντίου ήταν κατά βάση αγροτική (Γεωργία,
κτηνοτροφία, δασοκομία, αλιεία) και κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος
των εσόδων του κράτους. Η οργάνωση της προσέγγιζε το φεουδαρχικό
σύστημα. Η μεγάλη γαιοκτησία ήταν στα χέρια των ολίγων, που πολύ
συχνά κατείχαν και την πολιτική εξουσία ή είχαν πολύ στενές
διασυνδέσεις μαζί της. Η μικρή ιδιοκτησία υπέφερε και συχνά
εγκαταλείπονταν ή εξαγοράζονταν από την αριστοκρατία της γης.
Άλλες οικονομικές δραστηριότητες του Βυζαντίου ήταν η βιοτεχνία και
το εμπόριο, που προσέφεραν, κι αυτές, στο ταμείο του κράτους το
μερίδιο που τους αναλογούσε, καθώς και τα μεταλλεία, τα οποία ήταν
υπό τον έλεγχο του κράτους. Στην ενίσχυση των εσόδων του κράτους
συνέβαλαν επίσης οι δασμοί και τα διαπύλια τέλη.
Κύρια δραστηριότητα του λαού ήταν λοιπόν, ο αγροτικός
τομέας. Σιτοβολείς της εποχής ήταν οι πεδιάδες της Μ. Ασίας, της
Αιγύπτου, των χωρών του Εύξεινου πόντου, της Μακεδονίας και της
Θεσσαλίας, που τροφοδοτούσαν με σιτηρά την Κωνσταντινούπολη και
τις άλλες μεγάλες πόλεις στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Άλλες
αγροτικές καλλιέργειες ήταν τα όσπρια, η αμπελουργία και η
οινοποιία, η δενδροκομία, η κηπουρική και η μελισσοκομία.
Παράλληλα με τη γεωργία, σημαντική ανάπτυξη είχαν η κτηνοτροφία,
η αλιεία και η δασοκομία. Υπήρχαν, μεγάλες ιδιωτικές ιδιοκτησίες,
όπως και μικρές ιδιωτικές καλλιέργειες χωρικών, καθώς και πολλά
μεγάλα μοναστηριακά κτήματα. Μεγάλες ιδιοκτησίες γης είχαν επίσης
οι αυτοκράτορες και τα μέλη των οικογενειών τους, καθώς και η
εκκλησία.
Η βιοτεχνία ήταν πλούσια σε ειδικεύσεις: κεραμική,
ταπητουργία, υαλουργία, κοσμηματοποιία, χαρακτική, παραγωγή

178
παπύρου κλπ. Ειδικότερα, παραγωγή μεταξωτών, εργαστήρια
υφασμάτων, βαφεία, εργαστήρια όπλων, χαρτοποιεία,
νομισματοκοπεία, μεταλλεία..., χρυσοχόοι, συμβολαιογράφοι,
πλανόδιοι έμποροι, που περιφέρονταν από πόλη σε πόλη, στις
αγροτικές περιοχές, σε πανηγύρια… Ρυθμιστής των τιμών ήταν το
κράτος. Συχνά, τα προσοδοφόρα προϊόντα αποτελούσαν κρατικό
μονοπώλιο. Υπήρχαν ακόμα τα «βασιλικά εργαστήρια», που κάλυπταν
τις αυτοκρατορικές ανάγκες και αφορούσαν την κατασκευή οπλισμού,
την υφαντουργία, την πορφύρα, τη μεταλλοτεχνία, τη χαρακτική
νομισμάτων κλπ. 1.
Αλλά και στον ελλαδικό χώρο (Πελοπόννησο, Στερεά, Βοιωτία), η
βιοτεχνία ανθούσε και έφερνε μεγάλα ποσά στο Δημόσιο ταμείο του
Κράτους (κυρίως από τον 7° έως 13° αιώνα). Στην Κόρινθο, στο Αργος,
στη Θήβα, υπήρχαν εργαστήρια μεταξωτών και Πορφυρών
υφασμάτων, αρίστης ποιότητας. Σε άλλες πόλεις της Ελλάδας υπήρχαν
εργαστήρια λινών, βαμβακερών και μάλλινων υφασμάτων, καθώς και
βυρσοδεψίας κλπ. 2
Το εμπόριο ήταν επίσης ανεπτυγμένο: στα μέσα του 11ου αιώνα,
η τάξη των εμπόρων και των Βιοτεχνών ανέλαβε ενεργό πολιτικό ρόλο.
Οι πλούσιοι έμποροι και βιοτέχνες, μαζί με άλλους ελεύθερους
επαγγελματίες, ειδικούς τεχνίτες, «τραπεζίτες» κλπ. άρχισαν να
δημιουργούν έναν νέο είδος αστικής τάξης, που συνειδητοποιεί την
ανάγκη προστασίας των συμφερόντων της. Η νέα αυτή τάξη αρχίζει να
καταλαμβάνει υψηλά αξιώματα και να επηρεάζει τις εξελίξεις.
Οι παραλιακές πόλεις του Βυζαντίου στην Ανατολική Μεσόγειο
διακινούσαν προς τις ξένες αγορές αγροτικά κυρίως και βιοτεχνικά

1
Βακαλούδη Αναστασία, από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 5, σελ. 14-39, ειδικότερα σελ. 33-34, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 9, σελ. 243 και εξής,
έκδοση National Geographic, Αθήνα.

179
προϊόντα και εισήγαγαν από την Ινδία, την Κεϋλάνη, την Αφρική...
μετάξι, ελεφαντοστούν μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους,
αλλά και βότανα, όπως μοσχογαρύφαλλα, πιπέρι κλπ. χαλιά από την
Περσία και την Αραβία, ενώ από τη Ρωσία εισήγαγαν δέρματα και
γουναρικά. Το 542/545, επί βασιλείας Ιουστινιανού Α΄, δύο μοναχοί
μετέφεραν αβγά μεταξοσκώληκα για την ανάπτυξη της σηροτροφίας
(παραγωγή μεταξιού) στο Βυζάντιο, κυρίως, στη Συρία και στην
Πελοπόννησο. Η Κωνσταντινούπολη ήταν σταθμός διαμετακομιστικού
εμπορίου μεταξύ Εύξεινου πόντου, Αιγαίου και Μεσογείου. Η Εγνατία
οδός, που ξεκινούσε από το Δηρράχειο της Αδριατικής και κατέληγε
στην Κωνσταντινούπολη μέσω της Μακεδονίας και της Θράκης,
διευκόλυνε την ανάπτυξη του εμπορίου 1. Ως το τέλος του 8ου αιώνα το
εξωτερικό εμπόριο του Βυζαντίου συρρικνώνεται, αφού οι χερσαίοι
και θαλάσσιοι δρόμοι ελέγχονται από τους Άραβες (που επέβαλαν
τελωνειακούς δασμούς). Το εμπόριο με τη Δύση ειδικότερα μειώθηκε,
επίσης, λόγω των πειρατικών επιδρομών των Αράβων στη Μεσόγειο.
Το ίδιο και οι από Βορρά συναλλαγές (μειώθηκαν), αφού οι οδικοί
άξονες της Βαλκανικής ελέγχονταν από τους Αβαροσλάβους και τους
Βουλγάρους. Το εξαγωγικό εμπόριο αυτής της περιόδου
περιελάμβανε είδη πολυτελείας, καθώς και κάποια είδη πρώτης
ανάγκης που κατευθύνονταν στη Μασσαλία, από την Ανατολή:
πιπέρι, κανέλα, γαρύφαλλο, χουρμάδες, πάπυρος.... Οι
δραστηριότητες αυτές αποτελούσαν τις πηγές άντλησης των
φορολογικών εσόδων, που η αυτοκρατορία είχε ανάγκη για να
λειτουργήσει.

1
Μπαϊρακτάρης Γρηγόρης, Η οικονομία της πρωτοβυζαντινής περιόδου, Ιστορία των
Ελλήνων, τόμος 5, σελ. 584-587, έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
180
Χρυσός σόλιδος, Α' και Β' όψη
ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα. Πάπυρος

Η Βυζαντινή οικονομία ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος


ενχρήματη 1 (χρηματική). Το νομισματικό σύστημα, κατά τα μέσα του
4ου αιώνα, που δημιούργησε ο Μ. Κωνσταντίνος Α΄ είχε, ως βάση το
χρυσό νόμισμα της Ρώμης Solidus (Σόλιδος), που περιείχε 4,48 γραμ.
χρυσού 24 καρατίων. Το νόμισμα αυτό έμεινε σταθερό για πολλούς
αιώνες - μέχρι τον 11° αιώνα - και χρησιμοποιήθηκε ως μέσο
συναλλαγών στην εσωτερική αγορά και «διεθνώς». Στην ελληνική
γλώσσα αποδόθηκε με τη λέξη «νόμισμα» και αργότερα με τη λέξη
«υπέρπυρον». Από τον 11" αιώνα άρχισε σταδιακά να νοθεύεται η
περιεκτικότητα του σε χρυσό, κι αυτό συνέβαλε στην επιτάχυνση της
παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το χρυσό αυτό νόμισμα ήταν η βάση για τις κρατικές
συναλλαγές, για τη μισθοδοσία των ανωτέρων διοικητικών
υπαλλήλων και του στρατού. Οι φόροι υπολογίζονταν επίσης σε χρυσά
νομίσματα. Όλες οι οικονομικές δραστηριότητες (δάνεια, τόκοι,
ενέχυρα...) υπολογίζονταν σε χρήμα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις
αγροτικές συναλλαγές. Ήταν επίσης σε ευρεία χρήση στις «διεθνείς»
συναλλαγές του κράτους. Το αργυρό νόμισμα εμφανίστηκε τον 7ο
αιώνα με το «εξάγραμμον», που κυκλοφόρησε την εποχή του
Ηρακλείου (625 μ.Χ.). Τον 8ο αιώνα κυκλοφόρησε το αργυρό
«Μιλιαρήσιον» και το 14° αιώνα το αργυρό «βασιλικόν». Τα χάλκινα
1
Λειτούργησε με βάση το νόμισμα.
181
νομίσματα, γνωστά ως φόλλις, εμφανίστηκαν την εποχή της βασιλείας
του Αναστάσιου (491-518) και χρησιμοποιούνταν κυρίως για τις
καθημερινές συναλλαγές. Το 13° αιώνα άρχισε η παρακμή του χρυσού
Βυζαντινού νομίσματος και από το 14° αιώνα σταμάτησε να
κυκλοφορεί. Επικράτησαν τα νομίσματα των Ιταλικών πόλεων (π.χ. της
Βενετίας) καθώς και τα νομίσματα της Νίκαιας και της Τραπεζούντας,
που κυκλοφόρησαν μετά την άλωση της βασιλεύουσας από τους
Λατίνους της Δ' σταυροφορίας. Τράπεζες και τραπεζική πίστη με τη
μορφή που γνωρίζουμε σήμερα δεν υπήρχαν.
Ο Μ. Κωνσταντίνος Α' οργάνωσε την Οικονομική Διοίκηση της
Αυτοκρατορίας, διαμορφώνοντας πολύπλοκες κρατικές υπηρεσίες,
όπως την υπηρεσία των «Θείων θησαυρών», την κεντρική κρατική
Οικονομική υπηρεσία και την υπηρεσία διαχείρισης της
αυτοκρατορικής περιουσίας.
Η επιβίωση της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν από τη στρατιωτική
της ετοιμότητα να αποκρούσει τους εξωτερικούς εχθρούς της.
Επομένως, η στρατιωτική δύναμη και δραστηριότητα ήταν αυτή που
απορροφούσε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του
κράτους. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθούν και τα χρηματικά ποσά, που
το κράτος ήταν πολλές φορές, υποχρεωμένο να καταβάλει στους
εξωτερικούς εχθρούς του για να αποφεύγει τις ληστρικές και
καταστροφικές επιδρομές τους. Τα δημόσια έργα (οχυρώσεις πόλεων,
κατασκευές δημοσίων κτηρίων και εκκλησιών....) ήταν ένας άλλος
τομέας που απορροφούσε σημαντικό μέρος των κρατικών εσόδων.
Ωστόσο, οι δαπάνες αυτές ήταν χρήσιμες και θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν ως «παραγωγικές». Ένας άλλος τομέας δαπανών ήταν
η δημόσια διοίκηση, που αποτελούσε πεδίο πελατειακών σχέσεων,
βολέματος υποστηρικτών, φίλων, συγγενών... και αυλικών κολάκων,
που απορροφούσε μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων, δυσανάλογα
μεγαλύτερο από το προσφερόμενο έργο. Τέλος, ένα ακόμη μέρος των
κρατικών εσόδων διασπαθίζονταν σε ρουσφέτια και στη διαφθορά.
182
Η φορολογία ήταν άμεση και έμμεση. Υπήρχαν υπάλληλοι για
τον καθορισμό των φόρων (είδος και ύψος) , που έπρεπε να πληρώσει
ο φορολογούμενος και υπάλληλοι επιφορτισμένοι για την είσπραξη
των φόρων (φοροεισπράκτορες). Σε ότι αφορά ειδικότερα το αγροτικό
φορολογικό σύστημα, οι βασικοί συντελεστές φορολόγησης (μονάδα)
ήταν το «ζυγόν» για τη γη και η «κεφαλή» για τους ανθρώπους και τα
ζώα. Καταβάλλονταν φόρος όχι μόνο για τις καλλιεργούμενες εκτάσεις
γης, αλλά και για τις ακαλλιέργητες1.
Ο έγγειος φόρος ήταν πάγιος, όποια και να ήταν η κατάσταση
της γεωργίας και διατηρήθηκε έτσι για 12 αιώνες. Είναι αυτονόητο ότι
ο φόρος αυτός ήταν εξοντωτικός για τους μικροκαλλιεργητές.
Αντίθετα, ο κεφαλικός φόρος από τον 6° αιώνα περιορίστηκε, τον 8°
αιώνα ήταν ασήμαντος και από τον 11° αιώνα καταργήθηκε εντελώς2.
1. Τον 3° αιώνα (πρωτοβυζαντινή περίοδος), ενέσκηψε στη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οικονομική κρίση. Την περίοδο αυτή, τα έξοδα
του κράτους συνεχώς αυξάνονταν, ενώ τα έσοδα συρρικνώνονταν. Τα
μέτρα του Διοκλητιανού, τα οποία συνέχισε ο Μ. Κωνσταντίνος Α',
είχαν δημοσιονομικό χαρακτήρα, δηλ. ήταν νομισματικές και
φορολογικές μεταρρυθμίσεις 3.
Οι πολλές περιφερειακές Διοικήσεις και ο πολύπλοκος
χαρακτήρας της κεντρικής Διοίκησης και της Αυλής, απαιτούσαν
στρατιές διοικητικών υπαλλήλων, που επιβάρυναν το λειτουργικό
κόστος και απορροφούσαν μεγάλο μέρος των δημόσιων εσόδων. Από
την άλλη, η άμυνα της χώρας και ο μισθοφορικός στρατός, που ήταν
απαραίτητος για την υπεράσπιση των συνόρων του κράτους από τις
βαρβαρικές επιδρομές, απορροφούσε επίσης ένα μεγάλο μέρος από

1
Βακαλούδη Αναστασία, οπ. παρ., τόμος 5, σελ. 35, Αθήνα.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων. οπ. παρ., τόμος 9, σελ. 241 και εξής, Αθήνα.
3
Σβορώνος Νικόλαος, Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος 18, σελ. 56-57, Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα. Ειδικότερα, σελ. 59-61 και 64-67, οι Συνθήκες της Οικονομικής ζωής.

183
τα έσοδα του κράτους, ενώ για τον ίδιο λόγο τα οχυρωματικά έργα
πολλαπλασιάζονταν. Ακόμα, η μείωση του πληθυσμού στην ύπαιθρο
και η μείωση της αγροτικής παραγωγής, ο πληθωρισμός και η
σταδιακή υποβάθμιση του νομίσματος, καθιστούσαν τα έσοδα του
κράτους, όλο και περισσότερο προβληματικά και αδύναμα να
αντιμετωπίσουν τις διαρκώς αυξανόμενες δαπάνες του κράτους. Το
δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν σοβαρό, αυξανόμενο και δύσκολα
αντιμετωπίσιμο.
Τα βασικά έσοδα του κράτους - όπως ήδη αναφέραμε - την
πρώτη αυτή περίοδο, προέρχονταν από τον έγγειο φόρο, αφού η
οικονομία ήταν κατά βάση αγροτική. Ο κύριος φόρος αυτής την
μορφής ήταν η «αννώνη» (φόρος επί της ετήσιας παραγωγής
σιτηρών). Είδος «αννώνης» ήταν επίσης και η υποχρεωτική εισφορά
ειδών στρατιωτικής ενδυμασίας, την οποία υφίσταντο όλοι οι
φορολογούμενοι. Παράλληλα, με τους φόρους αυτούς που βάρυναν
την περιουσία, υπήρχε και ο κεφαλικός φόρος που βάρυνε το
πρόσωπο του φορολογουμένου.

Χρυσός σόλιδος του αυτοκράτορα Αρκαδίου (383-408)


ΠΗΓΗ: Το χρήμα, εκδ. ΦΥΤΡΑΚΗ

Για τον αστικό πληθυσμό υπήρχαν επίσης φορολογικές


επιβαρύνσεις:

184
• Το «Χρυσάργυρον», φόρος εξάσκησης επαγγέλματος, που
επιβλήθηκε από το Μ. Κωνσταντίνο Α' σε όλο το αστικό πληθυσμό,
ανεξαρτήτως επαγγέλματος: εμπόρους, τεχνίτες, μικροεπαγγελματίες
κλπ. Η φορολογική αυτή υποχρέωση καταβάλλονταν κάθε πέντε
χρόνια.
• Η «φόλλις», ετήσιος φόρος που επιβάρυνε τους Συγκλητικούς
(υποβλήθηκε κι αυτός από το Μ. Κωνσταντίνο Α').
Σημαντικοί ήταν και οι, έμμεσοι φόροι, οι οποίοι επιβάρυναν τις
συναλλαγές: μεταβιβάσεις ακινήτων, αγοραπωλησίες, εμπορικές
συναλλαγές κλπ. Επίσης σημαντικοί ήταν και οι τελωνειακοί φόροι, τα
διαπύλια τέλη, που επιβάλλονταν στη κυκλοφορία των εμπορευμάτων
στο εσωτερικό του κράτους (εκμισθώνονταν σε ιδιώτες). Αναφέρονται
επίσης οι έκτακτοι φόροι (εισφορές στο κράτος, ανάλογα με τις
ανάγκες). Επίσης, τα διάφορα δικαιώματα και πρόστιμα, που
πλήρωναν οι πολίτες στους κρατικούς λειτουργούς (δικαστές,
αστυνομικούς, στρατιωτικούς, εφοριακούς κλπ.
2. Κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο (565-1081) δημιουργήθηκε
σειρά υπηρεσιών στη Δημόσια Διοίκηση, που ανέλαβαν τις
αρμοδιότητες των Οικονομικών του κράτους, αντικαθιστώντας
παλαιότερα οικονομικά όργανα και συγχρόνως αναπτύχθηκε
υπηρεσία οικονομικού ελέγχου των επί μέρους οικονομικών
υπηρεσιών. Επικεφαλής όλων των οικονομικών υπηρεσιών ήταν ο
«σακελάριος» (Υπουργός Οικονομικών). Η φροντίδα για την κατανομή
της φορολογητέας ύλης, στις διάφορες Διοικητικές περιφέρειες της
αυτοκρατορίας και η είσπραξη των φόρων ανήκε στο «λογοθέσιο του
Γενικού» (κι αυτός με καθήκοντα Υπουργού Οικονομικών), που
διηύθυνε και το «λογοθέσιο του στρατού», με καθήκοντα οικονομικά
του στρατού, (μισθοδοσία, καταυλισμοί, ανεφοδιασμοί, συντήρηση
φρουρίων και στρατιωτικών γεφυρών…), το «λογοθέσιο των αγελών»
με καθήκοντα επί των ζώων του στρατού κυρίως εν καιρώ πολέμου, το

185
«λογοθέσιο του δρόμου» με καθήκοντα τα οικονομικά του
Υπουργείου εξωτερικών ... κλπ 1.
Κατά τον 7ο και 8° αιώνα παρατηρείται γενικός μαρασμός των
οικονομικών δραστηριοτήτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η
νομισματική κυκλοφορία μειώνεται, η οικονομική ζωή σημειώνει
σοβαρή κάμψη, το κράτος παίρνει σοβαρά μέτρα για την
αντιμετώπιση της κρίσης. Η κρίση αυτή δεν ήταν άμοιρη των
επιθέσεων, που εδέχετο η αυτοκρατορία από τους εξωτερικούς
εχθρούς της, - τώρα κυρίως από το ξύπνημα των Αράβων, - που
συρρίκνωναν την επικράτεια της, όπως και από την ταραγμένη
εσωτερική κατάσταση 2.
Τα κύρια έσοδα του κράτους, κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο,
εξακολουθούσαν να επιβαρύνουν τη γη και τους καλλιεργητές της. Οι
διαρκώς αυξανόμενες δαπάνες για την άμυνα της χώρας, επέβαλαν τη
δημιουργία νέων αγροτικών φόρων, δηλ. μεγαλύτερη επιβάρυνση
του αγροτικού πληθυσμού. Έτσι, την περίοδο αυτή εμφανίζεται σειρά
νέων φόρων και άλλων επιβαρύνσεων, παράλληλα με τους βασικούς
φόρους της γης και τον κεφαλικό φόρο των καλλιεργητών. Επίσης,
επιβλήθηκε φόρος ή δικαίωμα για τη βοσκή ζώων με την ονομασία
«Εννόμιον», καθώς και ειδικός φόρος για τις αγοραπωλησίες με την
ονομασία «Πατρίκιον».

1
Μπαϊρακτάρης Γρηγόριος, κοινωνία- θεσμοί-οικονομία, Ιστορία των Ελλήνων,
τόμος 6, σελ.556-563 -, εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
2
Για περισσότερες πληροφορίες, παραπέμπουμε στο Νικόλαο Σβορώνο, Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, συλλογικό έργο, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι 18, 19, 20 και 21.

186
Αργυρό μιλιαρήσιο (Λέοντος Γ΄)
ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα, Πάπυρος
Τον 8° αιώνα εμφανίζονται τα «παρακολουθήματα»,
συμπληρωματικοί, φόροι υπολογιζόμενοι επί του βασικού φόρου, οι
οποίοι αύξαναν το βασικό φόρο. Το σύνολο των πρόσθετων φόρων
ανέβαζαν τον έγγειο φόρο ανάλογα με της περίπτωση κατά 8% έως
44% περίπου. Ο κεφαλικός φόρος από τον 7° έως και τον 14° αιώνα,
παίρνει την ονομασία «καπνικόν» και επιβάλλεται στα νοικοκυριά των
αγροτών. Στους τακτικούς φόρους προστίθενται και οι έκτακτοι φόροι
με διάφορες μορφές: έκτακτες εισφορές στο κράτος, άλλοτε σε χρήμα,
άλλοτε σε είδος, άλλοτε σε προσωπική εργασία…
Την εποχή του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου (976-1025) της
Μακεδονικής Δυναστείας εμφανίστηκε ο φορολογικός θεσμός, το
«Αλληλέγγυον», συλλογική αλληλέγγυος ευθύνη πληρωμής των
φόρων μιας Κοινότητας (αμοιβαία ευθύνη). Υποχρέωνε τους
μεγαλογαιοκτήμονες να καταβάλλουν τους φόρους των
μικροκαλλιεργητών, γειτόνων τους, εφόσον δεν είχαν τη δυνατότητα
να τους καταβάλουν οι ίδιοι. Δεν έλλειπαν ωστόσο τα προνόμια στους
δυνατούς και στον κλήρο, που κατά καιρούς έπαιρναν μεγάλες
διαστάσεις (Δωρεές σε μοναστήρια, φοροαπαλλαγές σε εκκλησίες και
σε ισχυρές οικογένειες.)
187
Αναφέρεται επίσης και η έμμεση φορολογία, η οποία αφορούσε
κυρίως την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το φόρο επιτηδεύματος,
το φόρο κύκλου εργασιών. Η φορολογία αυτή ονομάζονταν
«κομμέρκιον» και κυμαίνονταν από το 2% έως και 10% επί της αξίας
των εμπορευμάτων, ανάλογα με την περίοδο και την περίπτωση 1.
Από τα μέσα του 11ο αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρίσκεται
σε επώδυνη δημοσιονομική κρίση. Τα πιο φανερά σημάδια της
οικονομικής κρίσης εμφανίστηκαν με τη διαταραχή του νομισματικού
συστήματος. Από το δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα, τέθηκε σε
κυκλοφορία, παράλληλα με το solidus,- θεωρητικού βάρους σε χρυσό
4,48 γρ.,- ένα άλλο νόμισμα, το «Τεταρτηρόν», λίγο ελαφρότερο
(4,10γρ) από το solidus. Ως προς τη διάρκεια κυκλοφορίας του και τη
σκοπιμότητά του στην οικονομική ζωή της χώρας, οι απόψεις
διίστανται. Πάντως, εκτός από την εμπορική σκοπιμότητα που
εξυπηρετούσε, φαίνεται πως στόχευε και στην αύξηση των εσόδων
του κράτους. Σύμφωνα με μίαν άλλη άποψη, πρόκειται για μια
προσπάθεια προσαρμογής του βάρους του κάθε νομίσματος στην
καθιερωμένη σχέση, δηλ. 1 χρυσό νόμισμα= 12 αργυρά μιλιαρήσια =
24 αργυρά κεράτια = 288 χάλκινοι φόλλεις 2.
Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055)
άρχισε η αλλοίωση της καθαρότητας των χρυσών νομισμάτων
(υποτίμηση), δηλ. μειώθηκε η ποσότητα σε χρυσό και αυξήθηκε η
ποσότητα άλλων νομισμάτων (αργύρου, ήλεκτρου, χαλκού). Η
καθαρότητα σε χρυσό του νομίσματος, την εποχή του Κωνσταντίνου
Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) μειώθηκε από 24-22 καράτια, στην αρχή
της βασιλείας του, στα 18 καράτια, στο τέλος της. Κατά τη διάρκεια
της Βασιλείας των επόμενων αυτοκρατόρων συνέχισε να μειώνεται,
ώστε στην εποχή του Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081) να μειωθεί

1
Βλ. Νικόλαος Σβορώνος, oπ. παρ., τόμος 20, σελ. 11-35.
2
Νικόλαος Σβορώνος, oπ. παρ., τόμος 21, σελ. 60, Αθήνα.

188
στα 9 ή 8 καράτια. Έτσι, το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα,
κυκλοφορούσε πλήθος χρυσών νομισμάτων solidus με διαφορετική
περιεκτικότητα σε χρυσό, δηλ. με διαφορετική μεταλλική σύνθεση.
Συνοπτικά, παρατηρήθηκαν οι εξής υποτιμήσεις του χρυσού
νομίσματος: α) κατά τη Βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου,
έγινε μικρή μείωση της περιεκτικότητας σε χρυσό του «νομίσματος»
και αύξηση της κυκλοφορίας των αργυρών και χάλκινων νομισμάτων.
β) Κατά τη Βασιλεία του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, μικρότερη, πιο συνετή
υποτίμηση. γ) Κατά τη Βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη,
υπερβολική νόθευση του νομίσματος και συμπλήρωση με κράμα
ασημιού και χαλκού. δ) Κατά τη Βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού,
υπερβολική νόθευση (μείωση κατά 50% της περιεκτικότητας σε
χρυσό) και ε) Κατά τη Βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, η
τελευταία «νόθευση» του νομίσματος.
Η περιεκτικότητα σε χρυσό, άρα και η αξία των νομισμάτων
αυτών, μεταβάλλονταν διαρκώς και δημιουργούσε χάος στην αγορά.
Το νομισματικό σύστημα του Βυζαντίου είχε σοβαρά κλονισθεί. Η
μείωση της αγροτικής παραγωγής, οι ξηρασίες, ο λιμός, οι πόλεμοι, οι
επιδρομές...., συρρίκνωσαν την επικράτεια της αυτοκρατορίας και
μείωσαν δραματικά τα έσοδά της, ενώ τα έξοδα του κράτους
αυξάνονταν με την αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων και τις χωρίς
ντροπή παροχές σε προνομιούχους ιδιώτες, λαϊκούς και
εκκλησιαστικούς, που οδήγησαν την αυτοκρατορία στη χαώδη αυτή
κατάσταση.
Με τον καιρό, οι εμπορικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες
του Βυζαντίου πέρασαν στα χέρια των Λατίνων της Βενετίας, της
Γένοβας κλπ., που αποσπούσαν όλο και περισσότερα φορολογικά
προνόμια, σε βάρος των ντόπιων επαγγελματιών και σε βάρος του
κρατικού ταμείου. Όλα αυτά, μαζί με τις μεγάλες, δαπάνες για τη
διατήρηση αξιόμαχου στρατού, οδήγησαν σε δημοσιονομική ασφυξία
την αυτοκρατορία.
189
Η φορολογική και νομισματική μεταρρύθμιση ήταν όχι μόνο
αναγκαία, αλλά και επείγουσα. Η χαοτική αυτή κατάσταση των
οικονομικών του κράτους και ο κλονισμός του νομισματικού
συστήματος απασχόλησε ιδιαίτερα τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, ο οποίος
αντιμετώπιζε σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα. Αναγκάστηκε να
καταφύγει στη δήμευση εκκλησιαστικών ιερών σκευών,- παρά την
αντίδραση της εκκλησίας,- ως ένα είδος αναγκαστικού δανεισμού, (τα
οποία θα επιστρέφονταν), για την κοπή νομισμάτων. Το ίδιο
επανέλαβε αργότερα για δεύτερη φορά, όταν η ανάγκη το επέβαλε. Η
μεταρρύθμιση του Αλεξίου A΄ Κομνηνού, σχετικά με τον υπολογισμό
και την είσπραξη των φόρων, καθώς και την προσαρμογή του
φορολογικού συστήματος στη νομισματική πραγματικότητα της
αυτοκρατορίας, άρχισε το 1106, πήρε την τελική της μορφή το 1109
και στόχευε, όπως είναι αυτονόητο, στην ισχυροποίηση του κράτους
και της κεντρικής εξουσίας 1.
3. Αυτό που χαρακτηρίζει την υστεροβυζαντινή περίοδο (1081-
1453) είναι η ραγδαία εξάπλωση των Λατίνων εμπόρων (Βενετία,
Γένουα, Πίζα) κυρίως των Βενετών στα λιμάνια της αυτοκρατορίας και
η πλεονεκτική θέση που αποκτούσαν έναντι των ντόπιων εμπόρων. Η
θέση αυτή των Λατίνων εμπόρων παρέμενε κυρίαρχη μέχρι την
οριστική κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Βυζαντινή
επικράτεια εξαπλώνονταν στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο και
προσφέρονταν για επικερδείς συναλλαγές των Λατίνων εμπόρων.
Συνυπολογίζοντας (και τα προνόμια και τις φοροαπαλλαγές), που τους
πρόσφεραν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, έκαναν τις δραστηριότητές
τους χρυσοφόρες.
Πρώτος ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), το 1082 2,
παραχώρησε στους Ενετούς τη δυνατότητα προνομιακής

1
Σβορώνος Νικόλαος, οπ. παρ., τόμος 21, σελ. 64-67
2
Η Βενετία άρχισε να αναπτύσσεται, (αρχικά στην Αδριατική), την εποχή του
Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου (976-1025), χάρη στις εμπορικές συναλλαγές που
190
εγκατάστασης εμπορικών σταθμών στα λιμάνια του Ελλαδικού χώρου,
της Μ. Ασίας (και της Συρίας), χωρίς να πληρώνουν δεσμούς και
φόρους. Τα προνόμια αυτά ανανεώνονταν και αυξάνονταν, με νέα
χρυσόβουλα, από τους επόμενους αυτοκράτορες, καταδικάζοντας έτσι
τους γηγενείς εμπόρους και τη Βυζαντινή οικονομία σε μαρασμό. Οι
διάδοχοι αυτοκράτορες Ιωάννης Β΄, Μανουήλ Α΄ και Ισαάκιος Β΄
Κομνηνοί, υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν την ίδια τακτική και
μάλιστα επεκτείνοντας τις περιοχές (λιμάνια), που οι Βενετοί έμποροι
θα μπορούσαν να αναπτύξουν ελεύθερα τις εμπορικές τους
δραστηριότητες 1.
Ανάλογα προνόμια απέκτησαν αργότερα η Γένουα το 1.155 και η
Πίζα το 1.111. Η διείσδυση των Λατίνων στη Βυζαντινή επικράτεια,
έδωσε ώθηση στην εμπορική κίνηση και συνέβαλε στην ανάπτυξη της
Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, της Κορίνθου, της
Τραπεζούντας, της Σινώπης..., σε κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου.
Τα εμπορεύματα που διακινούσαν και εμπορεύονταν οι Λατίνοι ήταν
γεωργικά προϊόντα, μπαχαρικά, υφάσματα, μεταξωτά, λινά κλπ. Η
επίπτωση ωστόσο στη Βυζαντινή βιοτεχνία φαίνεται πως ήταν
αρνητική, λόγω του ανταγωνισμού που υφίστατο από τα Ιταλικά
Βιοτεχνικά προϊόντα. Πάντως, οι επαγγελματίες συνέχιζαν να είναι
οργανωμένοι σε συντεχνίες, υπό τον έλεγχο του κράτους μέσω του
Έπαρχου, όπως και τον 10° αιώνα.
Οι Βυζαντινοί έμποροι, παρά τον αθέμιτο ανταγωνισμό που
δημιούργησαν τα προνόμια στους Λατίνους, κατάφεραν να
επιβιώσουν και να συνεχίσουν την δραστηριότητά τους, πολλές φορές
συνεργαζόμενοι με τους Ιταλούς εμπόρους. Φαίνεται ότι με το

καλλιέργησε με το Βυζάντιο. Γρήγορα, αναδείχθηκε μεγάλη οικονομική δύναμη στη


Μεσόγειο.
1
Τσαπόγας Πάνος, οικονομία της υστεροβυζαντινής περιόδου, ιστορία των ελλήνων,
τόμος 7 , σελ. 611 και εξής, έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε. Αθήνα.

191
θαλάσσιο εμπόριο ασχολήθηκαν και τα μοναστήρια, τα οποία μάλιστα
είχαν αποσπάσει φοροαπαλλαγές από τους θεοσεβείς αυτοκράτορες.
Σταδιακά, όμως, η παρουσία των Λατίνων εμπόρων θα «πνίξει» τους
ντόπιους εμπόρους, κυρίως κατά τον 14° και 15° αιώνα.
Από κάποια στιγμή (περί το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα)
παρατηρήθηκε διείσδυση των ενετών στο εσωτερικό τοπικό εμπόριο
της επικράτειας του Βυζαντίου. Κύριο προϊόν ανταλλαγής ήταν το
λάδι, αλλά και άλλα προϊόντα, όπως το βαμβάκι και τα βαμβακερά
υφάσματα, τα μεταξωτά υφάσματα και άλλα. Τα μετέφεραν στην
Κωνσταντινούπολη και σε σημαντικές περιοχές της Βυζαντινής
επικράτειας. Βασικά κέντρα του εσωτερικού εμπορίου ήταν ο Αλμυρός
(τότε φαίνεται πως ήταν μεγάλη πόλη, που κατοικούνταν από ενετούς
και Γενουάτες), η Σπάρτη, η Θήβα.... Σημαντική ήταν και η παρουσία
των Γενουατών στο εσωτερικό εμπόριο του Βυζαντίου, οι οποίοι
απέκτησαν, κι αυτοί, πολλαπλά προνόμια.
Οι Κομνηνοί και οι Άγγελοι, προερχόμενοι από την αριστοκρατία
των μεγαλογαιοκτημόνων, εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια
προστασίας της μικρής ιδιοκτησίας. Η μάζα των χωρικών έφτασε να
αποτελείται από εξαρτημένους καλλιεργητές της γης. Μεγάλες
εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης ανήκαν στον αυτοκράτορα και στους
συγγενείς του, στην εκκλησία και στα μοναστήρια, και στους
αριστοκράτες της γης οι οποίοι απολάμβαναν ειδικό (ευνοϊκό)
φορολογικό καθεστώς. Την ύστερη αυτή περίοδο του Βυζαντίου (από
το Β΄ μισό του 10ου αιώνα και εξής), οι φτωχοί πληθυσμοί της
υπαίθρου (πάροικοι) διογκώθηκαν. Οι Πάροικοι έφτασαν να
αποτελούν την πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού. Διέμεναν σε
χωριά δίπλα στα χωράφια που καλλιεργούσαν, ήταν εξαρτημένοι από
τη γη και δύσκολα μπορούσαν να την εγκαταλείψουν. Σε περίπτωση
μεταβίβασης της γης, οι πάροικοι ακολουθούσαν τη γη στο νέο κύριο.
Είχαν δικά τους ζώα και γεωργικά εργαλεία. Πλήρωναν φόρους στο
κράτος ή στο γαιοκτήμονα. (Τη «συνωνή» επί της παραγωγής και το
192
«καπνικόν») Ο φόρος της γης που καλλιεργούσαν, βάρυνε το
γαιοκτήμονα, εκτός αν αυτός είχε πετύχει την απαλλαγή καταβολής
του, φαινόμενο όχι σπάνιο κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.
Έπρεπε επίσης να αποδίδει στο γαιοκτήμονα το ένα δέκατο της
παραγωγής, καθώς και προσωπική εργασία ( κάποιες μέρες το χρόνο).
Κατά τα άλλα, οι Πάροικοι θεωρούνταν ελεύθεροι πολίτες,
μπορούσαν να παρουσιάζονται στα δικαστήρια και να υπερασπίζονται
τα δικαιώματά τους, να προικίζουν τις κόρες τους και να
κληροδοτήσουν στα παιδιά τους, τα χωράφια που καλλιεργούσαν,
παρ’ ότι αυτά δεν τους ανήκαν.
Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας στο
Βυζάντιο έναντι της ελεύθερης γεωργικής καλλιέργειας, καθώς και ο
μεγάλος αριθμός του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο που
εργάζονταν ως Πάροικοι, ιδιαίτερα την εποχή των Κομνηνών και των
Αγγέλων, οδήγησαν ορισμένους μελετητές να ταυτίζουν το πρόβλημα
την αγροτικής οργάνωσης στο Βυζάντιο με τη φεουδαρχική κοινωνία
του Μεσαίωνα στη Δύση. Στο θέμα αυτό υπήρξαν αντιτιθέμενες
απόψεις. Με βάση τη μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία στην ύπαιθρο του
Βυζαντίου και την πολιτική της δύναμη, ιδιαίτερα την εποχή των
Κομνηνών, θα μπορούσε ίσως κανείς να εντάξει τη Βυζαντινή αγροτική
κοινωνία στο ίδιο πλαίσιο με τη Μεσαιωνική κοινωνία στη Δύση.
Η παραχώρηση προνομίων (από τους Κομνηνούς) στην έγγεια
ιδιοκτησία (αριστοκρατία γης) συνετέλεσε στην αποδυνάμωση της
κεντρικής εξουσίας, ενώ οι φορολογικές ελαφρύνσεις προς τους
ισχυρούς (γαιοκτήμονες) και οι προνομιακές ρυθμίσεις στους
Λατίνους εμπόρους δημιούργησαν στην αυτοκρατορία σοβαρό
δημοσιονομικό πρόβλημα. Μετά το 1204, η Λατινική διείσδυση στα
Βυζαντινά εδάφη επέφερε σημαντικές αλλαγές στο διοικητικό
καθεστώς και στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις μέσα στις
κατακτημένες περιοχές. Οι Λατίνοι ευγενείς επέβαλαν το φεουδαρχικό
μοντέλο διακυβέρνησης, σύμφωνα με τα Δυτικά πρότυπα. Η γη
193
χωρίστηκε σε φέουδα και μοιράστηκε στους κατακτητές. Η Βυζαντινή
αριστοκρατία της γης, συνεργάστηκε μαζί τους και εντάχθηκε στο
φεουδαρχικό καθεστώς1.
Στα επόμενα, θα περιδιαβούμε, (συνοπτικά) τα οικονομικά
γεγονότα στην πορεία των Δυναστειών που εκυβέρνησαν την
αυτοκρατορία.
Ο Μ. Κωνσταντίνος Α΄ (306-337) εισήγαγε, όπως αναφέραμε ήδη
το Solidus, χρυσό νόμισμα βάρους 4,48γρ. με αναγνώριση στις
«διεθνείς», συναλλαγές εμπορευμάτων μέχρι τον 11ο αιώνα. Στο
πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής ο Μ. Κωνσταντίνος Α΄, βελτίωσε το
φορολογικό σύστημα, επεξέτεινε τη φορολογική βάση σε
εμπορευόμενους, μικροτεχνίτες, βιοτέχνες, δανειστές (τόκους
κεφαλαίων) και πολλούς άλλους επαγγελματίες, ακόμα και
συγκλητικούς και αύξησε τους συντελεστές φορολόγησης2.
Ο Θεοδόσιος A΄ (379-395) απέφυγε να προβεί σε οικονομικές
και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, που θα ανακούφιζαν τις
ασθενέστερες ομάδες πληθυσμού, με συνέπεια την επιδείνωση της
κατάστασης, κυρίως των αγροτών και την ενίσχυση των
μεγαλογαιοκτημόνων, ενώ διευκόλυνε ιδιαίτερα τους συγκλητικούς
για την εξόφληση των οφειλομένων φόρων στο κράτος. Αντίθετα,
απέφυγε να αντιμετωπίσει τη διαφθορά των κρατικών λειτουργών,
όπως και άλλων αδικημάτων: Διοικητικές ανεπάρκειες, βιαιότητες,
αγοραπωλησία παιδιών, κλοπές κλπ.

1
Τσαπόγας, όπ. παρ., τόμος 7, σελ 611 και εξής, Αθήνα.
2
Παπαρρηγόπουλος Κων. όπ., παρ., τόμος 12, Το Βυζαντινό νόμισμα, σελ. 44 και
εξής, Αθήνα.

194
Χρυσό νόμισμα (Θεοδοσίου Α΄) Χρυσό Τρεμίσσιο (Ιουστινιανού Α΄)
ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα, Πάπυρος ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα, Πάπυρος

Ο Ιουστινιανός A΄ (518-527) όρισε ως Υπουργό Οικονομικών τον


Ιωάννη Καππαδόκη, ο οποίος εφάρμοσε σκληρά διοικητικά και
δημοσιονομικά μέτρα, όπως την ενοποίηση παράλληλων διοικητικών
υπηρεσιών, τον περιορισμό των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και των
μισθών και προνομίων, επέβαλε σκληρή φοροεισπρακτική πολιτική,
με στόχο την αύξηση των εσόδων στα ταμεία του κράτους για την
υλοποίηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του αυτοκράτορα. Τα μέτρα
αυτά, ενώ φάνηκαν επιτυχή ως προς το εισπρακτικό σκέλος, δεν
κατάφεραν ωστόσο να περιορίσουν τη διαφθορά και τον πολυδάπανο
κρατικό μηχανισμό, ενώ είχαν αρνητική επίπτωση στην οικονομική
κατάσταση των διαφόρων επαγγελμάτων: Εμπόρων, βιοτεχνών,
μικροκαλλιεργητών γης.
Ο Ιουστινιανός Α΄ χάρη στην Οικονομική πολιτική του Ιωάννη
Καππαδόκη, κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα στα κρατικά
ταμεία και να χτίσει την Αγία Σοφία, λαμπρό, διαχρονικό έργο, που
κοσμούσε τη Βασιλεύουσα. Κόστισε 43.000 λίτρες χρυσού. Μπόρεσε
επίσης να χρηματοδοτήσει τις πολλές επιτυχείς στρατιωτικές
επιχειρήσεις του εναντίον των εξωτερικών εχθρών της αυτοκρατορίας.

195
Χρυσό Τρεμίσσιο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565)
ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα, Πάπυρος

ου
Σόλιδος του 6 αιώνα
ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα, Πάπυρος

Ο διάδοχος του Ιουστινιανού Α΄, Ιουστίνος Β΄ (565-578), τα


πρώτα διοικητικά και οικονομικά μέτρα που πήρε αποσκοπούσαν
στην περιστολή των υπέρογκων γραφειοκρατικών δαπανών και
συγχρόνως στην ελάφρυνση των φόρων στις ασθενέστερες ομάδες
πληθυσμού, με στόχο την εδραίωσή του στην εξουσία και όχι τόσο τη
δικαιότερη δημοσιονομική πολιτική. Δεν επιθυμούσε να ανοίγει
196
μέτωπα με τις κοινωνικές ομάδες. Εξ άλλου, γνώριζε ότι τα ταμεία του
κράτους δεν διέθεταν αρκετά χρήματα.
Ο Μαυρίκιος (532-602), προτελευταίος αυτοκράτορας της
Δυναστείας του Ιουστινιανού: Η κακή οικονομική κατάσταση του
κράτους, υποχρέωσε το Μαυρίκιο να εγκαταλείψει τη σπάταλη και
γενναιόδωρη πολιτική των προκατόχων του, δηλ. να σταματήσει τις
δωρεές, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, την παραγραφή χρεών.... κλπ.,
όπως συνήθιζαν μέχρι τότε οι αυτοκράτορες με την ανάληψη της
εξουσίας, προκειμένου να γίνουν αρεστοί και να αποκτήσουν
δημοτικότητα. Ο Μαυρίκιος αποφάσισε ακόμα να περικόψει τις
δαπάνες και τα τροφεία των αξιωματικών και των στρατιωτών,
απόφαση που προκάλεσε τη στασίασή τους και λίγο αργότερα
πλήρωσε το μέτρο αυτό με τη ζωή του και τη ζωή της οικογένειάς του,
από τον άξεστο Φωκά.
Την εποχή του Ηράκλειου Α΄ (610-641), τα οικονομικά του
κράτους δεν ήταν ανθηρά. Η απώλεια εύφορων περιοχών, όπως της
Αιγύπτου από τους Πέρσες, οδήγησε σε μείωση της αγροτικής
παραγωγής της αυτοκρατορίας και έβλαψε τον κανονικό εφοδιασμό
με σιτηρά της πρωτεύουσας, η οικονομική δυσπραγία επεκτάθηκε σε
όλους τους τομείς του κράτους, τα οικονομικά στα κρατικά ταμεία
έπαθαν καθίζηση. Από την δύσκολη αυτή κατάσταση άρχισε να
βγαίνει η αυτοκρατορία με τη συνδρομή της εκκλησίας. Ο Πατριάρχης
Σέργιος πρωτοστάτησε στην ψυχολογική και οικονομική υποστήριξη
του Ηράκλειου Α΄, αφού έθεσε στη διάθεσή του, υπό την μορφή
δανείου, τη μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία σε χρυσά και αργυρά
εκκλησιαστικά σκεύη μεγάλης χρηματικής αξίας, τα οποία
χρησίμευσαν ως πρώτη ύλη για την κοπή νομισμάτων. Αυτό βοήθησε
τον αυτοκράτορα να αυξήσει γρήγορα τα έσοδα του κράτους, να
ενισχύσει τους επαγγελματίες εμποροβιοτέχνες και να
ανασυγκροτήσει το στρατό.

197
Την εποχή του Νικηφόρου Α΄ Ίσαυρου (802-820) τα οικονομικά
του κράτους είχαν περιέλθει σε άθλια κατάσταση και η επιλογή να τα
βελτιώσει ήταν μονόδρομος 1. Ο Νικηφόρος Α΄ πριν από την άνοδο
του στο θρόνο είχε το αξίωμα του Γενικού Λογοθέτη (= αντίστοιχος
του Υπουργού Οικονομικών), άρα γνώριζε καλά την οικονομική
κατάσταση του κράτους που παρέλαβε από την Ειρήνη την Αθηναία.
Αυτό επέβαλε την άμεση λήψη νέων μέτρων και την ενεργοποίηση
παλιών που είχαν ατονήσει και είχαν ταμειακό χαρακτήρα. Στα πρώτα
μέτρα που πήρε ήταν η περικοπή της ετήσιας χορηγίας, που πλήρωνε
στους Άραβες το Βυζάντιο, για να εξασφαλίσει την ηρεμία του στη Μ.
Ασία. Άλλα μέτρα που πήρε ήταν η επιβολή αλληλέγγυας φορολογικής
υποχρέωσης (και η αναθεώρηση των φορολογικών καταλόγων), η
αναγκαστική πώληση δημοσίων κτημάτων, η υποχρεωτική
μετεγκατάσταση πληθυσμών, με κριτήριο τις δημογραφικές ανάγκες
της κάθε περιοχής, για την αξιοποίηση της γης και των
πλουτοπαραγωγικών τους πόρων.... κλπ.
Την εποχή του Θεόφιλου (829-842) της Δυναστείας του Αμορίου
(Φρυγινή) τα κρατικά ταμεία ήταν εύρωστα. Ο Θεόφιλος έκοψε πολλά
χάλκινα νομίσματα (φόλλεις), τα οποία κατέστησε κύριο μέσο
συναλλαγών, μέσα και έξω από το κράτος. Η οικονομική και
νομισματική πολιτική του Θεόφιλου ήταν επιτυχής και δημιούργησε
συσσώρευση πλούτου και πλεονάσματα στο κρατικό ταμείο, το οποίο
παρείχε τη δυνατότητα άνετης χρηματοδότησης των αυξημένων
στρατιωτικών δαπανών. Την ίδια δημοσιονομική πολιτική εφάρμοσε
και η Θεοδώρα, σύζυγός του,- μετά τον πρόωρο θάνατό του,- κατά την
περίοδο της επιτροπείας του ανήλικου γιου της Μιχαήλ Γ΄, διαδόχου
του θρόνου.

1
Οι προηγούμενοι αυτοκράτορες της Δυναστείας των Ισαύρων (Συριακή) είχαν ως
κύριο θέμα απασχόλησης την εικονομαχία.

198
Ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας (867-886), προσπάθησε με
διοικητικά και νομοθετικά μέτρα να πατάξει τη διαφθορά των
υπαλλήλων του κράτους και να εξασφαλίσει τη σωστή διαχείριση των
δημοσίων οικονομικών. Για να το πετύχει αυτό, επέβαλε την
εξυγίανση του Δημόσιου βίου, την προαγωγή των ικανοτέρων στα
ανώτερα αξιώματα και τις στοχευμένες προσλήψεις .... κλπ.
Η εποχή του Ρωμανού Β΄ (959-963), γιου του Κωνσταντίνου Ζ΄
Πορφυρογέννητου: η διακίνηση της αγροτικής και βιοτεχνικής
παραγωγής στη Μεσόγειο, απαιτούσε ανοιχτούς θαλάσσιους δρόμους
και ελαχιστοποίηση των κινδύνων στα ναυτικά ταξίδια. Ο Αραβικός
κίνδυνος της πειρατείας ήταν μεγάλος. Η ανακατάληψη της Κρήτης,
ύστερα από 140 χρόνια Αραβικής κατοχής, ήταν στρατηγικής
σημασίας στόχος για την αυτοκρατορία. Ο στόχος αυτός τελικά
επετεύχθη, η οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας στα παράλια της
Μεσογείου επανεκκίνησε, ο ελληνισμός ξαναζωντάνεψε.
Την εποχή του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963-969), οι τεράστιες
δαπάνες που απαιτούσαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις- επιτυχείς μεν,
δαπανηρές δε,- υποχρέωσαν τον αυτοκράτορα να επιβάλλει νέες
φορολογικές επιβαρύνσεις, σε μια στιγμή που η συγκυρία ήταν
αρνητική. Τα τρόφιμα στην Κωνσταντινούπολη και στις επαρχίες ήταν
ανεπαρκή και ακριβά, λόγω της σιτοδείας, που προκάλεσαν οι
καταστροφές των δυσμενών καιρικών συνθηκών στη γεωργική
παραγωγή στη Μ. Ασία. Η έλλειψη επαρκών τροφίμων, έφερε την
αύξηση των τιμών και την αισχροκέρδεια στην αλυσίδα διακίνησης
των προϊόντων, που τα φτωχά λαϊκά στρώματα του πληθυσμού
αδυνατούσαν να ανταποκριθούν.
Ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976), που διαδέχθηκε το Νικηφόρο
Β΄, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της σιτοδείας
μεταφέροντας σιτάρι από κάθε εμπορικό σταθμό που διέθετε το
προϊόν αυτό, προς τις περιοχές του Βυζαντίου, που μαστίζονταν από
έλλειψη.
199
Το 922, ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος (976-1025) παραχώρησε
στη Βενετία τα πρώτα τελωνειακά προνόμια. Η ενέργεια αυτή έχει
καταχωρηθεί ως στρατηγικό λάθος του αυτοκράτορα, γιατί έβαζε το
Βυζάντιο στον «Ολισθηρό δρόμο των προνομίων και διευκολύνσεων» 1
στους ξένους, δηλ. στις ναυτικές πόλεις της Ιταλίας (Βενετία, Γένοβα,
Πίζα), οι οποίες εξελίχθησαν σε εμπορικές ναυτικές δυνάμεις, που
υπόσκαπταν την Οικονομία του Βυζαντίου και συνέβαλαν στην
παρακμή του. Έτσι, το θαλάσσιο εμπόριο στην Αδριατική στην
Ανατολική Μεσόγειο και στον Εύξεινο πόντο, πέρασε στα χέρια των
Λατίνων. Όταν αυτό έγινε κατανοητό από την πολιτική ηγεσία του
Βυζαντίου ήταν πολύ αργά.
Ο Βασίλειος Β΄ μετά το θάνατο του το 1025 άφησε στο διάδοχό
του χρηματικό απόθεμα στο κρατικό ταμείο γύρω στα 250.000.000
δρχ. Οι ετήσιες εισπράξεις (πόρων) ανέρχονταν σε περισσότερα από
600.000.000 δρχ., που ισοδυναμούν σήμερα σε πάνω από τρία
δισεκατομμύρια δρχ. ποσό υπέρογκο για την εποχή 2.
Η Μακεδονική Δυναστεία (9ος – 11ος αιώνας) προσπάθησε να
προστατέψει τους μικροϊδιοκτήτες γης από τους ισχυρούς,
μεγαλογαιοκτήμονες, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις κατά την
εκποίηση της ακίνητης περιουσίας. Τολμηρή ήταν και η νομοθετική
ρύθμιση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά, για τον περιορισμό
της ίδρυσης μοναστηριών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων από την
εκκλησία, με το σκεπτικό ότι τα υπάρχοντα ήταν αρκετά να καλύψουν
τις ανάγκες. Στόχος του ήταν να συμβάλλει στην αύξηση των
εισοδημάτων των μοναστηριών με την εντατική καλλιέργεια εκτάσεων
γης, που έμεναν ακαλλιέργητες.

1
Μπαϊρακτάρης Γρήγορης, όπ. παρ., τόμος 6, σελ. 558 (Ιστορία των Ελλήνων)
2
Παπαρρηγόπουλος Κων, όπ. παρ., τόμος 14, σελ. 184

200
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) δεν τα πήγε καλά με
τα οικονομικά του κράτους. Κατηγορήθηκε για κακή διαχείριση των
δημόσιων οικονομικών, προχώρησε στην υποτίμηση του νομίσματος,
με τη μέθοδο της νόθευσης της περιεκτικότητας σε χρυσό. Στόχος του
ήταν, όπως εικάζεται, η αύξηση των εσόδων του κράτους. Η κίνηση
όμως αυτή υπονόμευσε την αξιοπιστία του Βυζαντινού νομίσματος και
επηρέασε αρνητικά το εμπόριο και τις οικονομικές συναλλαγές.
Ο Ισαάκιος Α΄ (1057-1059) Κομνηνός της Δυναστείας των
Δουκών, προχώρησε στην εξυγίανση της νοσηρής κατάστασης, που
επικρατούσε στα οικονομικά του κράτους. Μια από τις πρώτες
ενέργειές του ήταν ο έλεγχος των Οικονομικών των Μοναστηρίων. Η
Βασιλεία του Ισαακίου Α΄ ήταν σύντομη, τον διαδέχθηκε ο
Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (1059-1067), ο οποίος, κι αυτός προσπάθησε
να ανασυγκροτήσει τα οικονομικά του κράτους.
Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (1071-1078) επιδίωξε να βγάλει την
αυτοκρατορία από την πολιτική κρίση και να ανορθώσει τα – πάντα –
καχεκτικά οικονομικά της. Απομάκρυνε από τη Δημόσια Διοίκηση
υπαλλήλους που το όνομά τους είχε συνδεθεί με τη διαφθορά και τον
αμοραλισμό. Η εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας επιδείνωσε
τα έσοδα του κράτους και μείωσε τον Εθνικό θεματικό στρατό.
Ανάγκασε έτσι το κράτος να προσφύγει σε μισθοφόρους και να
αυξήσει τις δαπάνες την εθνικής Άμυνας, εξέλιξη που επιδείνωσε
παραπέρα τα δημόσια οικονομικά.
Η εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας είχε πολλαπλές
αρνητικές επιπτώσεις στα οικονομικά της αυτοκρατορίας: μείωση της
φορολογικής βάσης, άρα μείωση των εσόδων του κράτους, μείωση
της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής, μείωση του εθνικού
θεματικού στρατού και αύξηση των μισθοφόρων, που επιβάρυναν
παραπέρα τα οικονομικά του κράτους. Για να πετύχει στο έργο του, ο
Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, προσπάθησε να βελτιώσει τη διαχείριση των
οικονομικών με τη δραστική μείωση της σπατάλης, τη
201
φοροεισπρακτική πολιτική και συγχρόνως το νοικοκύρεμα των
δημόσιων οικονομικών.
Παρά το νοικοκύρεμα αυτό, ο Μιχαήλ Ζ΄, δεν απέφυγε την
υποτίμηση του νομίσματος με την μέθοδο της μείωσης της
περιεκτικότητας σε χρυσό. Φρόντισε όμως η υποτίμηση αυτή να είναι
συνετή και όχι υπερβολική, όπως έκανε ο διάδοχος του Νικηφόρος Γ΄
Βοτανειάτης (1078-1081), ο οποίος με την υπερβολική νόθευση
(μείωση) του χρυσού κατέστησε το νόμισμα αναξιόπιστο στις
«διεθνείς» συναλλαγές και βύθισε την αυτοκρατορία σε οικονομικό
χάος.
Έτσι, ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118), της Δυναστείας των Κομνηνών,
όταν ανήλθε στην εξουσία, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά
προβλήματα. Τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια και οι εισπράξεις
φόρων πενιχρές. Αναγκάστηκε να εκποιήσει πολύτιμα σκεύη της
εκκλησίας για να εισπράξει χρήματα και να πληρώσει τους
μισθοφόρους. Έκανε επίσης εράνους στους αριστοκρατικούς κύκλους
της πρωτεύουσας για να συγκεντρώσει χρήματα. Η σύζυγός του
Ειρήνη, πρόσφερε τα κοσμήματά της για να βοηθήσει την κατάσταση.
Όμως, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά. Οι συμμαχίες με τη Δύση ήταν ο
μόνος δρόμος. Ο Νορμανδικός κίνδυνος ήταν πάντα ζωντανός. Η
συνέχιση παραχώρησης εμπορικών προνομίων στη Βενετία στα
λιμάνια του Βυζαντίου, μακροπρόθεσμα υπονόμευε την Βυζαντινή
οικονομία και την οδηγούσε σε μαρασμό. Οι Βενετοί με τα εμπορικά
προνόμια που απέκτησαν και τις φοροαπαλλαγές, εξουθένωσαν τους
Βυζαντινούς εμπόρους.
Η διακυβέρνηση του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού κατέγραψε ορισμένα
αρνητικά στοιχεία, που συνοψίζονται ως εξής: υπερβολική υποτίμηση
του νομίσματος κατά 50% (μείωση της περιεκτικότητας σε χρυσό στο
μισό), η οποία οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση (κατά 50%) της
φορολογίας, παραπέρα φορολογική επιβάρυνση των επαρχιών, λόγω
των τεράστιων στρατιωτικών δαπανών, αδιέξοδη κατάσταση των
202
φορολογούμενων και αντίστοιχη μείωση της εσωτερικής τους
αγοραστικής τους ικανότητας, υπερβολική αύξηση των τιμών στην
εσωτερική αγορά (παρά την αδυναμία της ζήτησης), απώλεια της
αξιοπιστίας του νομίσματος στις «διεθνείς» συναλλαγές... Η
κατάσταση επιδεινώθηκε παραπέρα με την παραχώρηση επί πλέον
εμπορικών προνομιών στους Βενετούς. Μια μικρή ανάκαμψη της
οικονομίας και σταθεροποίηση του νομίσματος, παρατηρήθηκε στη
διάρκεια που τα διοικητικά καθήκοντα στα εσωτερικά ζητήματα της
αυτοκρατορίας, ασκούσε η μητέρα του Αλεξίου Α΄, Άννα (όσο αυτός
απουσίαζε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις).

ος
Μιλιαρήσιο του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (11 αι.).
ΠΗΓΗ: Ελλήνων Νομίσματα, Πάπυρος

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143), γιός του Αλέξιου Α΄,


προσπάθησε να απαγκιστρωθεί από τα εμπορικά προνόμια που είχε
παραχωρήσει ο πατέρας του στους Ενετούς το 1082, αλλά δεν τα
κατάφερε και αναγκάστηκε να επικυρώσει για άλλη μια φορά τις
συμφωνίες εκείνες. Η δική του ωστόσο πολιτική χαρακτηρίστηκε από
περισσότερη μεθοδικότητα και ρεαλισμό.
Ο Μανουήλ Α΄(1143-1180), γιος του Ιωάννη Β΄, προκειμένου να
αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους, εν προκειμένω τους
Νορμανδούς και δευτερεύοντος τους Σέρβους και τους Βουλγάρους,
αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των Ενετών, οι οποίοι δέχθηκαν
203
με αντάλλαγμα πρόσθετα σοβαρά προνόμια - επαναλαμβάνοντας τα
ίδια λάθη των προγόνων του - τα οποία (προνόμια) επιδείνωσαν τις
οικονομικές δραστηριότητες του Βυζαντίου.
Την περίοδο της Δυναστείας των Αγγέλων (1185-1204), η
οικονομική κατάσταση στο Βυζάντιο ήταν άσχημη. Η σήψη ήταν
προχωρημένη, οι ανταρσίες συχνές, οι δυνάμεις της αυθαιρεσίας και
της διαφθοράς επικράτησαν. Η αριστοκρατία αποκαταστάθηκε, η
οικονομία καταβαραθρώθηκε, η λειτουργία του κράτους
επιδεινώθηκε, οι κρατικοί λειτουργοί – αναξιόπιστοι και διεφθαρμένοι
– ενδιαφέρονταν μόνο για τίτλους και πλουτισμό. Η άνιση κατανομή
του πλούτου μεταξύ των πολιτών (μεταξύ κοινωνικών ομάδων) μεταξύ
των περιφερειών της χώρας και μεταξύ της πρωτεύουσας και
επαρχιών είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Τα φορολογικά βάρη
επωμίζονταν τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, ενώ η
αυτοκρατορία του πλούτου απαλλάσσονταν.

Χρυσό Υπερπυρον του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118)

Η Δυναστεία των Παλαιολόγων (1261-1453): ο Μιχαήλ Η΄, μετά


την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, είχε να αντιμετωπίσει πολλά
προβλήματα τα οποία απαιτούσαν οικονομικά μέσα για την
αντιμετώπισή τους. Άμεση ήταν η ανάγκη οχύρωσης της πόλης και η
ασφάλεια της από ξηρά και από θάλασσα, (επισκευή και ενίσχυση των
204
τειχών). Τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από την αυτοκρατορία
της Νίκαιας με την συνετή πολιτική της Δυναστείας των Λασκαριδών,
ήταν μια ανακούφιση, όχι όμως αρκετά να καλύψουν τις ανάγκες.
Χρειάζονταν να γίνει επανεκκίνηση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Οι εκστρατείες της αυτοκρατορίας σε όλα τα εξωτερικά μέτωπα ήταν
κοστοβόρες και είχαν εξαντλήσει τα καχεκτικά οικονομικά του
κράτους. Ο Μιχαήλ Η΄ αναγκάστηκε να προβεί σε υποτίμηση του
νομίσματος με τη συνήθη μέθοδο της «νοθείας», δηλ. της μείωσης της
περιεκτικότητας σε χρυσό. Επέβαλε επίσης βαριά φορολογία στους
κατοίκους της υπαίθρου. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα
σπίτια τους και τα κτήματά τους για να αποφύγουν την εξοντωτική
φορολογία.
Τα οξυμένα οικονομικά προβλήματα της αυτοκρατορίας,
διήρκεσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Δυναστείας των Παλαιολόγων,
μέχρι την οριστική άλωση της Βασιλεύουσας. Την εποχή του Ιωάννη
ΣΤ΄ Καντακουζινού (1347-1354), η οικονομική κατάσταση του κράτους
συνέχιζε να είναι κακή. Η απώλεια μεγάλων εκτάσεων της επικράτειας
από τους επιδρομείς συρρίκνωσαν την αυτοκρατορία και μαζί τα
έσοδα του κράτους από τη μείωση της φορολογικής βάσης και της
φορολογητέας ύλης, ενώ οι δασμοί για τα πλοία που διέρχονταν από
το Βόσπορο εισπράττονταν από τους Γενουάτες του Γαλατά. Η
οικονομική καχεξία του κράτους ήταν έντονη. Τα πενιχρά έσοδα
πήγαιναν για την πληρωμή του Μισθοφορικού στρατού. Ακόμα και τα
κοσμήματα του στέμματος και τα πολύτιμα σκεύη των ανακτόρων
είχαν δοθεί ως ενέχυρο στους Βενετούς από την Άννα της Σαβοΐας
(συζ. του Ανδρόνικου Γ΄), προκειμένου να συνάψει δάνειο για τη
χρηματοδότηση του εμφυλίου.
Ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1341-1347 και 1354-1376) ταξίδεψε
στη Δύση να συναντήσει τον Πάπα Ουρβανό Ε΄ (1362-1370) και να
ζητήσει βοήθεια, με αντάλλαγμα την προσχώρηση της Ορθόδοξης
εκκλησίας στο καθολικό δόγμα.
205
Κατά το ταξίδι της επιστροφής του, δεν διέθετε χρήματα και
απευθύνθηκε στους Ενετούς για τη σύναψη ενός νέου δανείου (το
πρώτο δάνειο ήταν αυτό της Άννας της Σαβοΐας την εποχή του
εμφυλίου, με ενέχυρο τα κοσμήματα του στέμματος και δεν είχε
επιστραφεί ακόμα). Γι’ αυτό και οι Ενετοί ήταν επιφυλακτικοί για τη
χορήγηση ενός νέου δανείου στην Αυτοκρατορία. Ο Ιωάννης Ε΄, για να
τους πείσει, τους υποσχέθηκε την παραχώρηση της νήσου Τενέδου,
που έλεγχε, λόγω γεωγραφικής θέσης, τα στενά των Δαρδανελλίων, με
αντάλλαγμα τη σύναψη δανείου 25.000 δουκάτων (= χρυσό νόμισμα
της Βενετίας), επιστροφή των κοσμημάτων του θρόνου.... κλπ. Η
συμφωνία έκλεισε και ο Ιωάννης πήρε προκαταβολή 4.000 δουκάτα
και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Η περιφορά δίσκου επαιτείας από την αυτοκρατορία, που
ελάμπρυνε με το μεγαλείο της την ανθρωπότητα, - όταν οι λαοί της
Ευρώπης περιφέρονταν νομαδικά και άναρχα για αναζήτηση τροφής
και τόπου διαμονής,- προδίκαζε το σύντομο οριστικό αφανισμό της.
Θα μείνει στην αιωνιότητα ως ένας διάττων αστέρας, που οι ιστορικοί
ερευνητές θα προσπαθήσουν να ανιχνεύσουν.
1.4. H οικονομία της Βυζαντινής Κύπρου
Η Κύπρος ήταν ένα νησί που ευημερούσε. Ήταν πλούσια σε
πρώτες ύλες (κυρίως ξυλεία), διέθετε ναυπηγεία και αναπτυγμένο το
θαλάσσιο εμπόριο. Τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, η Μεσόγειος
Θάλασσα παρέμενε Βυζαντινή λίμνη, επομένως τα θαλάσσια ταξίδια
ήταν ασφαλή. Την ευημερία της Κύπρου ανέκοψαν οι Αραβικές
επιδρομές, που άρχισαν τον 7ο αιώνα και διήρκεσαν έως τον 10ο
αιώνα. Οι βίαιες επιδρομές των Αράβων και η ανάγκη για προστασία
των κατοίκων του Νησιού, τους οδήγησε στη μεταφορά της
εγκατάστασής τους από την Παραλιακή ζώνη στην ενδοχώρα του
νησιού και την πρωτεύουσα από την Αμμόχωστο (παραθαλάσσια
πόλη) στη Λευκωσία. Αφήνοντας την παραθαλάσσια ζώνη του νησιού,
άφησαν και το θαλάσσιο εμπόριο και αναζήτησαν άλλους τρόπους

206
επιβίωσης στην ενδοχώρα του νησιού. Οι εξελίξεις αυτές ανέτρεψαν
την ανοδική πορεία της Κυπριακής οικονομίας και οδήγησαν το λαό
στην ανέχεια. Η εσωστρέφεια στην οικονομία και η φτώχεια που
προέκυψε οδήγησε στην πληθυσμιακή συρρίκνωση 1.
Ωστόσο, η θάλασσα, είτε ως εμπορικός σταθμός, είτε μέσω της
αλιείας ήταν για την Κύπρο πηγή πλούτου και ευημερίας. Κι αυτό
φάνηκε καθαρά, όταν το νησί επανήλθε στο Βυζαντινό έλεγχο. Άλλα
γεγονότα που ταλάνισαν την οικονομία του νησιού ήταν η ξηρασία (το
370) και οι ισχυροί σεισμοί (το 332 και το 342).
Η οικοδομική δραστηριότητα καθρεφτίζει την ανάπτυξη της
οικονομίας. Από το τέλος του 4ου αιώνα και εφεξής παρατηρείται
οργασμός στην ανέγερση Χριστιανικών ναών που απεικονίζει την
άνθηση της οικονομίας και τη συσσώρευση πλούτου. Η εικόνα αυτή
εξαφανίζεται την περίοδο των Αραβικών επιδρομών. Ο μαρασμός της
οικονομίας και η παρακμή του εμπορίου ήταν έντονη.
Σε ότι αφορά τη σύνθεση της κοινωνίας, στην κορυφή της
Ιεραρχίας βρίσκονταν οι κρατικοί αξιωματούχοι και η τοπική
αριστοκρατία, κοσμική και εκκλησιαστική. Η άρχουσα τάξη
ασχολούνταν με την αξιοποίηση της γης, κι αυτό δεν την εμπόδιζε να
κατοικεί στα μεγάλα αστικά κέντρα. Εύποροι ήταν και οι
ασχολούμενοι με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Η μεσαία τάξη
περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που είχε ως
δραστηριότητα τη βιοτεχνία, τη μέση και μικρή καλλιέργεια της γης,
τους τεχνίτες και διαφόρους άλλους επαγγελματίες. Στο χαμηλότερο
επίπεδο της κοινωνίας υπήρχαν, οι πάροικοι, οι πένιτες, οι
περιθωριακοί κλπ, που φυτοζωούσαν. Η μεγάλη πλειοψηφία του
πληθυσμού ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ο συνολικός πληθυσμός στο
νησί δεν υπερέβαινε τις 100.000. Μετά την έναρξη των Αραβικών

1
▪ Ανδρέας Στυλιανού, Georges Tate, Jean Gascou, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Τόμος 18, Η πρωτοβυζαντινή Κύπρος, σελ. 209-233, Εκδοτική Αθηνών.
▪ Δημοσθένους Ανθούλη, Ιστορία των Ελλήνων, Η πρωτοβυζαντινή Κύπρος, Τόμος
5, σελ. 530-553, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
207
επιδρομών και κυρίως μετά την κατάληψη του από τους Άραβες, ο
γηγενής πληθυσμός μειώθηκε στους 60.000 περίπου 1.
Το 10ο αιώνα σημειώθηκε δημογραφική ανάκαμψη και το
εμπόριο άρχισε να κινείται. Οι παραθαλάσσιες πόλεις ξαναβρίσκουν
το ρυθμό τους και ευημερούν και ο μεγάλος Αραβικός κίνδυνος
εξέλειπε. Μετά το 965 που η Κύπρος επανεντάχθηκε στη Βυζαντινή
αυτοκρατορία τα πράγματα ομαλοποιήθηκαν. Οι πρώτοι Χριστιανικοί
χρόνοι διακρίνονται από την έντονη αντιπαλότητα μεταξύ Χριστιανών
και ειδωλολατρών (εθνικών θρησκειών). Μετά την επικράτηση του
Χριστιανισμού, η κοινωνία βιώνει τον ανταγωνισμό των Ορθόδοξων με
τους αιρετικούς.
Ανεπτυγμένος ήταν επίσης στην Κύπρο και ο Μοναχισμός. Το
νησί είχε πολλά μοναστήρια, που ανθούσαν. Στο κατώτερο στρώμα
της κοινωνίας βρίσκονταν οι πάροικοι, οι πένητες, τα περιθωριακά
στοιχεία (ληστές, πόρνες …) κλπ.. Υπήρχαν ακόμα στην Κύπρο και
ξένοι, μόνιμα εγκατεστημένοι εκεί, όπως Βενετοί έμποροι, αλλά και
Αρμένιοι, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Φράγκοι κλπ.
Ακμή του Νησιού φαίνεται πως υπήρχε, ξανά, στα τέλη του 11ου
και στις αρχές του 12ου αιώνα, περίοδος που χαρακτηρίζεται από
ευημερία. Το 1126, - αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143)
- η Βυζαντινή κυβέρνηση παραχώρησε στους Βενετούς το δικαίωμα
ελεύθερης εμπορίας στην Κύπρο. Η εξέλιξη αυτή είχε ευνοϊκές
επιπτώσεις στην ανάπτυξη του νησιού, είχε όμως δυσμενείς συνέπειες
στους τοπικούς εμπόρους, όχι μόνο της Κύπρου αλλά και σε όλα τα
λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, λόγω του σκληρού ανταγωνισμού
που προέκυψε. Η Κύπρος διέθετε τότε - επί Βυζαντινής κυριαρχίας –
τα εξής βασικά λιμάνια: Αμμόχωστος, Πάφος, Κυρήνεια, Λεμεσός… Η

1
▪ Δικηγορόπουλος Ανδρέας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 6, Η Κύπρος 642-
965, σελ. 176-183, Εκδοτική Αθηνών.
▪ Δημοσθένους Ανθούλη, Ιστορία των Ελλήνων, Μεσοβυζαντινή Κύπρος, Τόμος 6,
σελ. 509-533, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.

208
Κυρήνεια ειδικότερα λειτούργησε, όπως ήδη προαναφέραμε, και ως
ναύσταθμος του Βυζαντινού στόλου.
Το παραγωγικό δυναμικό της Κύπρου αποτελούνταν από
• Αγροτικά προϊόντα: κρασί, δημητριακά κλπ.
• Βιοτεχνικά προϊόντα: υφάσματα, σαπούνι, αλάτι, μετάξι, μαλλί,
βαμβάκι, κεραμικά σκεύη κλπ.
Το 1191 κατά την Γ΄ Σταυροφορία, ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος
Α΄ ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε την Κύπρο, όταν ο Ισαάκιος Κομνηνός
(με δόλιο τρόπο) σφετερίστηκε την εξουσία στο νησί, ως ανεξάρτητος
ηγεμόνας. Ο Ριχάρδος Α΄ αφού λεηλάτησε την Κύπρο, τελικά την
πούλησε το 1192 στο Γκυ ντε Λουζινιάν (= οικογένεια ευγενών από τη
Γαλλία, που έδρασε στη Λατινική Ανατολή) και απεχώρησε.
Μεμονωμένες εξεγέρσεις στην αρχή κατέληξαν σε αποτυχία. Με τον
καιρό η κατάσταση ομαλοποιήθηκε και το καθεστώς των Λατίνων
επικράτησε. Το Γκυ ντε Λουζινιάν διαδέχθηκε στο νησί ο αδελφός του
Αμάλριχος (1194-1205), ο οποίος επιδόθηκε σε μια οργανωμένη
προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, με στόχο την εδραίωση της Δυναστείας
των Λουζινιάν στην Κύπρο. Για το σκοπό αυτό επιδίωξε να
προσελκύσει Φράγκους ευγενείς από την Ευρώπη να εγκατασταθούν
στο νησί, με αντάλλαγμα αξιώματα και άνετη οικονομική διαβίωση.
Παράλληλα ζήτησε από τον Πάπα να εγκαταστήσει την Παπική
εκκλησιαστική Ιεραρχία στο νησί και φυσικά ο Ποντίφικας δέχθηκε,
αφού αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Δυτικής εκκλησίας. Η
συνύπαρξη της Ορθόδοξης με τη Λατινική εκκλησία, ήταν επόμενο να
δημιουργήσει προβλήματα, κοινωνικά και πολιτικά. Οι ηγεμόνες της
Κύπρου υποστήριζαν κατά κανόνα τη Δυτική Εκκλησία 1.

1
▪ Βλ. Δημοσθένους Ανθούλλη, Υστεροβυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Κύπρος
ιστορία των Ελλήνων, τόμος 7, έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., 562-603, Αθήνα
▪ Παπαδόπουλος Θεόδωρος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 22, σελ. 67-80,
Εκδοτική Αθηνών (το Μεσαιωνικό Βασίλειο της Κύπρου, 1192-1489).

209
Ο Αμάλριχος στέφθηκε βασιλιάς της Κύπρου, αφού εξασφάλισε
την υποστήριξη του Πάπα και του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους Ερρίκου ΣΤ΄ (1190- 1197). Η
Υψηλή Αυλή ήταν το κέντρο άσκησης της εξουσίας. Σε αυτήν
συμμετείχαν, εκτός από το βασιλιά και οι πιο υψηλόβαθμοι ευγενείς
αξιωματούχοι. Το 1205, ο Αμάρλιχος πέθανε. Τον διαδέχθηκε στο
θρόνο ο Ούγο Α΄ το ίδιο έτος, ο οποίος ακολούθησε την ίδια πολιτική
του προκατόχου του. Το 1219 πέθανε και ο Ούγο Α΄ και άφησε
διάδοχο το γιό του Ερρίκο σε βρεφική ηλικία. Η σύζυγος του Ούγο και
μητέρα του βρέφους Αλίκη ανακηρύχτηκε αντιβασίλισσα. Η
βασιλομήτωρ με τις ενέργειες της υπέρ της Λατινικής εκκλησίας ήρθε
σε σύγκρουση με το θείο της Φίλιππο, που ήταν επί πλέον ηγεμόνας
της Βηρυτού και είχε δυναμική ανάμιξη στην άσκηση της εξουσίας
στην Κύπρο. Η Αλίκη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί. Η εξουσία
πέρασε άτυπα στα χέρια του Φίλιππου, μέχρι το θάνατό του. Τον
διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιωάννης. Τότε ο Γερμανός ηγεμόνας
Φρειδερίκος Β΄ (1220-1250) επωφελήθηκε της ευκαιρίας και απαίτησε
την υπαγωγή της Κύπρου στην εξουσία του, δηλ. να ενσωματωθεί
στην Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους. Η απόφαση
αυτή του Γερμανού αυτοκράτορα οδήγησε σε συγκρούσεις στο νησί
που επεκτάθηκαν και έξω από το νησί (στη Συρία). Ο ηγεμόνας της
Κύπρου ζήτησε την βοήθεια των Γενουατών με αντάλλαγμα εμπορικά
προνόμια. Στη σύγκρουση αυτή επικράτησε η πλευρά της Κύπρου, με
αποτέλεσμα να αποτινάξει τη Γερμανορωμαϊκή κυριαρχία από το νησί.
Μετά την ενηλικίωσή του, ο Ερρίκος Α΄ γιός του Ούγο Α΄, ανέλαβε τη
βασιλεία και άσκησε ουσιαστικά την εξουσία. Η προσπάθεια του νέου
βασιλιά, για ανασύσταση του βασιλείου των Ιεροσολύμων με την
ανάκτηση εδαφών στους Αγίους Τόπους δεν καρποφόρησε, αφού η
συγκυρία ήταν δυσμενής. Την εποχή αυτή, στην περιοχή της

210
Ανατολικής Μεσογείου κυριαρχούσαν στο πολιτικό και στρατιωτικό
προσκήνιο οι Μαμελούκοι 1 της Αιγύπτου (1250-1517).
Τον Ερρίκο Α΄ διαδέχθηκε το 1253 ο Ούγο Γ΄. Οι Μαμελούκοι
κυριαρχούσαν στην Ανατολή, η σύγκρουσή τους όμως με το βασίλειο
της Κύπρου απέβη μοιραία γι’ αυτούς. Το 1284, ο Ούγο Γ΄ πέθανε. Τον
διαδέχθηκε στο θρόνο το 1285, ο Ερρίκος Β΄ (1285-1324). Την περίοδο
αυτή η Κύπρος ευημερούσε. Η πολιτική του Ερρίκου Β΄ εστιάστηκε
στην ανάπτυξη, με την ενίσχυση του εμπορίου, που το νησί είχε
συγκριτικό πλεονέκτημα. Αναδιοργάνωσε τις εμπορικές
δραστηριότητες, και προώθησε τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Άνοιξε τα
λιμάνια της Κύπρου στους Βενετούς, στους Καταλανούς, στους
Πιζάτες (πέρα από τους Γενουάτες, που μέχρι τότε είχαν το
μονοπώλιο). Η υγιής ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε την Κύπρο στην
ευημερία.
Τα γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο από το 1306 και εξής
ήταν η συνωμοσία εναντίον του Ερρίκου Β’ από τον αδελφό του
Αμάλριχο, σε συνεργασία με τους Γενουάτες, οι θρησκευτικο-
πνευματικές διαμάχες με την εμπλοκή του Πάπα Κλήμη Ε΄ εναντίον
των Ναϊτών 2, η απειλή για το Χριστιανισμό των Τουρκομανικών φύλων
που πρόβαλαν στη Μ. Ασία (τώρα βασιλιάς της Κύπρου ο Ούγο Δ΄),
και η ανάπτυξη του Ισλάμ με ταχύτατους ρυθμούς, που απειλούσε
ακόμα και την πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η καθημερινή ζωή στην Κύπρο παρουσίαζε μεγάλες διαφορές
μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. ΟΙ μεγάλες μάζες του λαού

1
Μαμελούκοι: στρατιωτικές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν στα ισλαμικά κράτη
από τον 9° αιώνα. Από τους Μαμελούκους προήλθε η Δυναστεία που βασίλεψε στην
Αίγυπτο και στη Συρία από το 1250 μέχρι το 1517.

2
Ναΐτες: στρατιωτικό Μοναχικό τάγμα στην Ιερουσαλήμ, με βασικό σκοπό την
προστασία των προσκυνητών. Απέκτησαν μεγάλο πλούτο και εξελίχθηκαν σε
τραπεζίτες των Παπών και πολλών ηγεμόνων. Ο Πάπας Κλήμης Ε΄ διέλυσε το τάγμα
το 1312.

211
βίωναν την εξαθλίωση. Η ζωή τους ήταν ένας διαρκής και σκληρός
αγώνας επιβίωσης. Η μεσαία τάξη είχε δυνατότητες καλύτερης ζωής.
Οι βιοτέχνες ασχολούνταν με την κατασκευή κεραμικών, την
παραγωγή ζάχαρης κλπ. οι γυναίκες ασχολούνταν με την κατασκευή
υφαντών και κεντημάτων κλπ.
Η υψηλή τάξη, οι άρχοντες, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι
επιδίδονταν σε οργιαστικά συμπόσια και πολιτικές συνωμοσίες. Είχαν
τη δυνατότητα να έχουν στο διαιτολόγιό τους φανταστικά πιάτα με
τροφές όχι μόνο τοπικές, αλλά και εισαγόμενες, ενώ κατοικούσαν σε
πολυτελείς επαύλεις , με άφθονο υπηρετικό προσωπικό.
Η οικονομία 1 της μεσαιωνικής Κύπρου ήταν κατά βάση
αγροτική. Παρήγαγε κυρίως σιτάρι και κριθάρι. Παρήγαγε επίσης
εκλεκτής ποιότητας κρασί, μέλι και λάδι, καθώς και φρούτα, λαχανικά,
κρεμμύδια, σκόρδα κλπ.. Τα προϊόντα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο
όχι μόνο της εσωτερικής, αλλά μερικώς και εξαγωγών.
Ο πιο διαδεδομένος τρόπος διεξαγωγής του εσωτερικού
εμπορίου ήταν τα πανηγύρια. Οι παραγωγοί και βιοτέχνες εξέθεταν,
εκεί, τα εμπορεύματά τους, όπου υπήρχε συγκεντρωμένο
καταναλωτικό κοινό. Η Κυπριακή οικονομία κατά την περίοδο αυτή
(1191-1571) γνώρισε διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, το 1291 με την
πτώση της Άκρας (=Αρχαία πόλη και λιμάνι στο Ισραήλ, τμήμα του
Βασιλείου της Ιερουσαλήμ την εξεταζόμενη περίοδο), η Κύπρος
εισήλθε σε περίοδο ευημερίας που διήρκησε μέχρι το 1360, δηλ. για
69 χρόνια. Κάποιες βραχύβιες περίοδοι ανάκαμψης υπήρξαν κατά την
περίοδο της βασιλείας του Ιακώβου Β΄ (1464-1473).
Τελευταία βασίλισσα της Κύπρου από τη φράγκικη Οικογένεια
των Λουζινιάν ήταν η Αικατερίνη Κορνάρο, η οποία το 1489
αναγκάστηκε να παραχωρήσει την Κύπρο στους Ενετούς και να
αποχωρήσει. Η Κύπρος μεταβλήθηκε σε αποικία και εμπορική βάση
των Ενετών για έναν ακόμα αιώνα. Η Δυναστεία των Λουζινιάν
βασίλεψε στην Κύπρο από το 1192 μέχρι το 1489.

1
Δημοσθένους Ανθούλη, όπ. παρ., τόμος 7, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε. Αθήνα.
212
ΚΕΦ.2. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

2.1. Εισαγωγικά
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάλυση της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το Ισλάμ έμεινε κυρίαρχο στην
Κεντροδυτική Ασία, ενώ η Ευρώπη έχασε για πάντα τα πολιτικά,
οικονομικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα, που της εξασφάλιζε, στις
Ασιατικές περιοχές, η Ελληνική (Ευρωπαϊκή) αυτοκρατορία του
Βυζαντίου και αυτοπεριορίστηκε στα όρια της γεωγραφικής περιοχής
που κατέχει και σήμερα.
Η Ελλάδα, με την κατάληψή της από τον Τουρκοθωμανικό
δυνάστη μπήκε για 400 χρόνια στο πιο βαθύ σκοτάδι της ιστορίας της.
Η υποδούλωσή της καταδίκασε το λαό της στη δυστυχία και όσους
παρέμειναν στα πάτρια εδάφη στην οπισθοδρόμηση. Τα δεινά πολλά,
το σκοτάδι βαθύ, η νύχτα μεγάλη και εφιαλτική. Οι πόλεμοι μεταξύ
Τούρκων και Ενετών για επικράτηση κατέληγαν πάντα στην
εξολόθρευση του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού. Στη διάρκεια της
μακράς αυτής περιόδου της υποδούλωσης, του σκοταδισμού και της
καταδυνάστευσης υπήρξαν δύο εστίες φωτός στον ελληνικό
γεωγραφικό χώρο: Αυτή της Κρήτης μέχρι το 1669 και αυτή της
Επτανήσου, όσο βρίσκονταν και οι δυο αυτές περιοχές υπό ενετική
κυριαρχία.
2.2. Οργανωτικά: Οι Ελληνικές Κοινότητες
Οι αιρετοί Άρχοντες των Ελληνικών Κοινοτήτων κατά την
Τουρκοκρατία ήταν: Οι Δημογέροντες (Προεστοί, σύνδεσμοι με τις
Τουρκικές Αρχές), πρώτος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι
Κοτζαμπάσιδες (επικεφαλείς Άρχοντες, κυρίως στην Πελοπόννησο και
στη Στερεά), δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης. Και οι μεν και

213
οι δε προέρχονταν από την τάξη των πλουσίων της περιοχής τους. Οι
αρμοδιότητές τους ήταν:
▪ Ο καθορισμός και η είσπραξη των φορολογικών υποχρεώσεων
των κατοίκων της Κοινότητάς τους, το είδος και το ύψος του φόρου
και η κατάρτιση των φορολογικών καταλόγων. Εκτός όμως του γενικού
φόρου που καταβάλλονταν στις Τουρκικές Αρχές, οι αιρετοί Άρχοντες
επέβαλαν και ειδικούς Κοινοτικούς φόρους για την εκτέλεση
κοινωνικών έργων τοπικής εμβέλειας, όπως συντήρηση σχολείων,
μισθοδοσία δασκάλων, συντήρηση δρόμων, μισθοδοσία
αγροφυλάκων κ.λπ. Οι πηγές για την είσπραξη φόρων ήταν τα ενοίκια
από Κοινοτικά κτίρια, μαγαζιά, Κοινοτικούς μύλους, εκμετάλλευση
κλήρων γης… Υπήρχαν και δωρεές για την εκτέλεση κοινωφελών
έργων. Άλλα καθήκοντά τους ήταν ορισμένες αστικές υποθέσεις
(δικαστικές), αρμοδιότητες των επισκόπων, όταν αυτοί – λόγω
απόστασης – αδυνατούσαν να τις εκτελέσουν. Οι ποινικές υποθέσεις
υπάγονταν απευθείας στις Οθωμανικές Αρχές. Στα ποινικά δικαστήρια
οι κοινοτικοί άρχοντες είχαν τη δυνατότητα να εκπροσωπήσουν και να
υπερασπιστούν τους κατηγορουμένους των Κοινοτήτων τους.
Ειδικότερα οι Κοτζαμπάσιδες είχαν περισσότερες αρμοδιότητες που
εκτείνονταν σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα όμως στην εκπροσώπηση
της Κοινότητας στις Τουρκικές Αρχές 1.
Αναφέρεται επίσης και το αξίωμα του Μοραγιάννη, ως τρίτη
βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Μοραγιάννης λειτουργούσε ως
«Υπουργός» ή ως «Πρόεδρος» των Κοτζαμπάσιδων και Προεστών των
επαρχιών 2.

1
▪ Παπαρρηγόπουλος Κων., όπ. παρ., τόμος 18, σελ. 150 και εξής, Αθήνα.
▪ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η Μακραίωνη Πορεία του Ελληνισμού, τόμος 3, Η
Οθωμανική κατοχή, Ηλεκτρονική έκδοση, Αθήνα 2018.
2
Διαμαντής Απόστολος, Το Κοινοτικό Σύστημα, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, σελ.
506, Αθήνα.

214
2.3. Η Αγροτική Οικονομία
Ο Τουρκοκρατούμενος ελλαδικός πληθυσμός, συνέχισε να είναι
- όπως και σε παλιότερες εποχές - καθαρά αγροτικός, με κυρίαρχο τον
ξένο δυνάστη (και τους μεγαλογαιοκτήμονες Οθωμανούς), χωρίς
ιδιοκτησιακά δικαιώματα, με βαριές φορολογικές υποχρεώσεις, που
αφαίμασσαν και τους κατώτατους πόρους επιβίωσης. Η φορολογία
της αγροτικής υπαίθρου ήταν η κύρια πηγή εσόδων των υπέρογκων
λειτουργικών και στρατιωτικών δαπανών του Κράτους. Αυτό που
άλλαξε, σε σχέση με παλιότερες εποχές, ήταν το θεσμικό πλαίσιο, που
έγινε πιο σκληρό και πιο βάναυσο. Η μάζα του λαού είχε ως μοναδική
απασχόληση επιβίωσης την αγροτική οικονομία και μάλιστα τις
ημιορεινές και ορεινές αγροτικές περιοχές. Η βιοτεχνία ήταν σχεδόν
ανύπαρκτη και το εμπόριο βρίσκονταν στα χέρια των κατακτητών. Την
πρώτη μετά-Οθωμανική περίοδο, (1833), ο αγροτικός πληθυσμός
κάλυπτε το 74% του συνολικού πληθυσμού της τότε ελληνικής
επικράτειας. Ήταν διάσπαρτος σε αγροτικούς οικισμούς και
περιελάμβανε καλλιεργητές προϊόντων και κτηνοτρόφους. Είναι
δυνατό να υποθέσει κανείς - χωρίς σημαντική πιθανότητα λάθους - ότι
και την προηγούμενη περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, η κατάσταση
ήταν σχεδόν ίδια, αν όχι χειρότερη.
Οι μεγάλες αλλαγές στο Μεσογειακό αγροτικό τοπίο άρχισαν να
συντελούνται από το 1850 και εξής, περίπου, και φυσικά μέσα στο
ίδιο αυτό περιβάλλον εντάσσεται και η ελληνική αγροτική οικονομία.
Την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, η έλλειψη στατιστικών - γενικά
και ειδικά - δυσχεραίνουν την έρευνα.
Πάντως το βέβαιο είναι ό,τι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος
του υπόδουλου Ελληνισμού - και γενικότερα της μουσουλμανικής
κοινωνίας - ασχολούνταν με τη γεωργία και ότι αυτό το τμήμα ήταν
ανεπαρκές να καλύψει τις ανάγκες της υπάρχουσας καλλιεργήσιμης
γεωργικής γης. Η μη αύξηση του ελληνικού πληθυσμού (ή καλύτερα η
δημογραφική του συρρίκνωση) οφείλονταν στους πολέμους, όπου οι
215
θάνατοι στις μάχες και οι σφαγές του άμαχου πληθυσμού ήταν
μαζικές, στις επιδημίες που θέριζαν, στη βρεφική θνησιμότητα (λόγω
έλλειψης στοιχειώδους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης), στη φυγή
πολλών Ελλήνων εκτός των συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έτσι, το προσδόκιμο ζωής ήταν πολύ χαμηλό, ενώ οι συνθήκες
ανασφάλειας ήταν αποτρεπτικές για αποφάσεις με μακροπρόθεσμο
ορίζοντα.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, η ψιλή κυριότητα
της καλλιεργήσιμης γης ανήκε στο Κράτος. Το ίδιο και οι εκτάσεις που
χρησιμοποιούνταν για βοσκή, καθώς και οι δασικές εκτάσεις.
Αντίθετα, τα σπίτια, τα δέντρα, οι αμπελώνες...- όχι όμως η γη πάνω
στην οποία υπήρχαν - , οι κήποι, τα κοινοτικά χωράφια..., ήταν υπό
καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, τα Κοινοτικά χωράφια,
ανήκαν συλλογικά στους κατοίκους του χωριού. Κατά συνέπεια, μόνο
στις τελευταίες αυτές ιδιοκτησίες, μπορούσαν να γίνουν
αγοραπωλησίες. Μια ακόμα κατηγορία γης αποτελούσαν τα
βακούφια, δηλ. τα βακουφικά εδάφη, των οποίων τα εισοδήματα
πήγαιναν σε διάφορα αγαθοεργά μουσουλμανικά ιδρύματα.
Άρα, με βάση το νόμο, δημόσια γη δεν μπορούσε να μετατραπεί
σε ιδιωτική, παρά μόνο αν ήταν δωρεά του Σουλτάνου. Τέτοιες
δωρεές ελάμβαναν μόνο στρατιωτικοί και αξιωματούχοι της
αυτοκρατορίας, αυτοί που είχαν διακριθεί στον τομέα δραστηριότητάς
τους. Στην πράξη όμως η δημόσια γη ήταν διαρκώς αντικείμενο
διεκδικήσεων από τους ισχυρούς, οι οποίοι τελικά κατάφεραν -
κυρίως μετά το 1600 - να πετυχαίνουν την οικειοποίησή της, παρότι η
Οθωμανική Διοίκηση δεν αναγνώριζε ποτέ επίσημα τέτοιες πράξεις,
δηλ. παράνομα αποκτηθείσες ιδιοκτησίες. Η αγροτική παραγωγή,
ανεξάρτητα από το καθεστώς γης, φορολογούνταν. Επίσης,
φορολογούνταν η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, το χώμα με το οποίο
κατασκευάζονταν τα αντικείμενα της αγγειοπλαστικής. Οι φόροι αυτοί
μπορούσε να είναι σε χρήμα ή σε είδος. Οι χρηματικοί φόροι συνήθως
216
πήγαιναν στην Πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για την πληρωμή των
διοικητικών δαπανών και ενός μέρους των δαπανών του στρατού,
κυρίως των Γενίτσαρων. Μέχρι το 1600, το μεγαλύτερο τμήμα του
στρατού ήταν σπαχήδες1, που διαβιούσαν στις επαρχίες τους και ήταν
υποχρεωμένοι να παρουσιάζονται στις πολεμικές επιχειρήσεις. Δεν
είχαν σταθερό μισθό, αλλά αμείβονταν από διάφορα φορολογικά
έσοδα, τα τιμάρια 2, τα οποία τους παραχωρούσε τα κράτος. Τα
τιμάρια δεν ήταν ούτε ισόβια, ούτε κληρονομικά. Το καθεστώς αυτό
παραπέμπει σε παρόμοια εφαρμογή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου,
Ηρακλείου (610-717), γνωστή ως «θεματική οργάνωση, που
λειτούργησε με επιτυχία για πολλούς αιώνες».
Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι αγρότες είχαν στη νομή τους, αλλά
όχι στην ιδιοκτησία τους μια έκταση γης, την οποία καλλιεργούσαν και
απέδιδαν στο Κράτος τους φόρους, που τους αναλογούσαν.
Μπορούσαν να μεταβιβάσουν τη γη αυτή στους κληρονόμους τους ή
να πωλήσουν το δικαίωμα χρήσης της..., με την προϋπόθεση ότι η
διάδοχος κατάσταση θα την καλλιεργούσε και θα ήταν συνεπής στις
φορολογικές υποχρεώσεις της. Μετά το 1600, παρατηρήθηκαν, στο
σύστημα αυτό, σημαντικές αλλαγές. Η κρίση των δημόσιων
οικονομικών με τους δαπανηρούς πολέμους, έφερε την παρακμή και
στη συνέχεια την κατάργηση του συστήματος των τιμαρίων και οι
σπαχήδες σιγά - σιγά καταργήθηκαν... κλπ.
Από το 1695, άρχισε η «ισόβια μίσθωση των φόρων», σύστημα
που κατέληξε στη δημιουργία ντόπιων ισχυρών προσώπων, με τοπική
διοικητική εξουσία, που κατάφεραν, εκτός από τη συλλογή φόρων, να

1
Σπαχήδες: 1. Φεουδάρχες που αποτελούσαν την κυριότερη στρατιωτική τάξη των
επαρχιών, επιφορτισμένοι και με φορολογικές αρμοδιότητες. 2. Έφιπποι
σωματοφύλακες του Σουλτάνου, συνήθως Γενίτσαροι.
2
Τιμάριο: Αγροτική έκταση που παραχωρούσε ο Σουλτάνος σε στρατιωτικούς ως
αμοιβή για τις υπηρεσίες τους.

217
συγκεντρώσουν και μεγάλες εκτάσεις γης, μετά την εγκατάλειψή τους
από τους χωρικούς, που αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στη μεγάλη
φορολογία. Το 17ο και 18ο αιώνα, η συγκέντρωση μεγάλης ιδιοκτησίας
στα χέρια ντόπιων παραγόντων πήρε διαστάσεις. Στον ελληνικό χώρο
υπήρξε το παράδειγμα του Αλή Πασά, με τα τσιφλίκια.
Μεγάλη ανισοκατανομή της καλλιεργήσιμης γεωργικής γης
υπήρξε μεταξύ Οθωμανών και Χριστιανών πολιτών. Οι Οθωμανοί
κρατούσαν για τον εαυτό τους τα πιο εύφορα και προσοδοφόρα
πεδινά εδάφη και άφηναν τα ορεινά (και λιγότερα παραγωγικά
εδάφη) - που οι συνθήκες καλλιέργειας ήταν δύσκολες - στους
Χριστιανούς. Ορισμένα - πολύ λίγα δυστυχώς - στατιστικά στοιχεία
αναφέρουν, για παράδειγμα, ότι στην Πελοπόννησο, που οι Χριστιανοί
αποτελούσαν το 85% του πληθυσμού, κατείχαν μόνο το 33% της γης (3
στρέμματα κατά κεφαλή), ενώ στους μουσουλμάνους αντιστοιχούσαν
63 στρέμματα κατά κεφαλή. Στην Εύβοια, όπου οι Χριστιανοί
αποτελούσαν το 92% του πληθυσμού, κατείχαν το 57% της γης (9
στρέμματα κατά κεφαλή), ενώ στους μουσουλμάνους αντιστοιχούσαν
80 στρέμματα κατά κεφαλή. Στην Τρίπολη Πελοποννήσου, σε 18
μουσουλμανικές οικογένειες ανήκαν 203.603 στρέμματα γης (δηλ. το
88% της Μουσουλμανικής ιδιοκτησίας στην περιοχή) 1. Στη Λευκάδα
54 Τουρκικές οικογένειες κατείχαν 19.636 βασιλικά στρέμματα γης
(δηλ. το 48,2%) τα περισσότερα πεδινά και εύφορα, ενώ όλοι οι
αγρότες του νησιού (περί τους 6.000) κατείχαν 21.090 βασιλικά
στρέμματα γης (δηλ. το 51,8%), τα περισσότερα ορεινά και
ημιορεινά 2. Δεν έλειψαν βέβαια και μειοψηφίες Ελλήνων Χριστιανών,
που απέκτησαν μεγάλες εκτάσεις γης : π.χ. Ο Κωνσταντίνος Μανέτας,
1.800 στρέμματα.

1
Προγουλάκης Γεώργιος, Η αγροτική οικονομία κατά την Οθωμανική περίοδο,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Εκδ. ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 565, Αθήνα.
2
Πάνος Ροντογιάννης, Ιστορία της νήσου Λευκάδος, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών,
Τόμος Α΄, σελ. 425, Αθήνα 2005.
218
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής βαμβακιού της
Μακεδονίας εξάγονταν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Βενετία. Το
50% της παραγωγής καπνού εξάγονταν στην Αίγυπτο και στη
Γερμανία. Την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε σημαντική πληθυσμιακή
συγκέντρωση και η δημιουργία των πρώτων πόλεων (καθώς
και η μεγέθυνση των παλαιών). Για παράδειγμα, ο πληθυσμός
της Κωνσταντινούπολης το 1520 ήταν κατ’ εκτίμηση 400.000
κάτοικοι, ενώ το 1690 έφτασε τους 800.000 κατοίκους.
Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεταξύ 1723 και 1781 αυξήθηκε
από 50.000 σε 80.000 κατοίκους. Οι κάτοικοι των Ιωαννίνων το
18ο αιώνα, αυξήθηκαν από 20.000 σε 35.000 άτομα 1.
Η χρησιμοποίηση δούλων στη γεωργία φαίνεται πως
ήταν περιορισμένη και μόνο στα κτήματα του Σουλτάνου, παρότι ο
θεσμός της δουλείας στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν
άγνωστος.
Η τυπική αγροτική μονάδα («επιχείρηση») αποτελούνταν από
την απαραίτητη έκταση καλλιεργήσιμης γης, - το μέγεθος της οποίας
εξαρτιόνταν από την ποιότητα του χωραφιού και την απόδοσή του, -
τα εργαλεία για την καλλιέργεια της και ένα ζευγάρι βόδια για την
άροση, ώστε να μπορεί να ζήσει μια οικογένεια αγροτών, να
αντιμετωπίζει τα έξοδα της καλλιέργειας και να πληρώνει τους
φόρους της. Η έκταση της γης για κάθε νοικοκυριό κυμαίνονταν στα
80 στρέμματα για τα εύφορα εδάφη και τα 100 με 120 στρέμματα
για τα λιγότερα εύφορα 2, από το 1.700 και μετά. Σύμφωνα με την
αγροτική μεταρρύθμιση του 1871, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου
Κουμουνδούρου τα μεγέθη αυτά ανά οικογενειακή μονάδα ήταν

1
Προγουλάκης Γιώργος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 565.
2
Προγουλάκης Γιώργος, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 567.
219
πολύ μικρότερα, ανάλογα αν επρόκειτο για ποτιστική γη, για ξερική
γη, ή για ορεινή γη 1.
Δεδομένου ότι την εποχή αυτή, έλλειπαν τα συμπληρωματικά
(βελτιωτικά) μέσα υποστήριξης της παραγωγής (δηλ. τα λιπάσματα
κλπ.), τα κτήματα χρειάζονταν ξεκούραση, δηλ. αγρανάπαυση, η οποία
μπορούσε να ήταν διετής ή τριετής. Με άλλα λόγια, η καλλιέργεια του
κτήματος γίνονταν ανά διετία ή τριετία. Μόνη λίπανση ήταν η κοπριά
των ζώων.
Όλοι οι μη μουσουλμάνοι άρρενες ενήλικες άνω των 12 χρόνων
πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο σε χρήμα. Ο φόρος αυτός στα Κοινοτικά
κτήματα ήταν συλλογικός: ήταν ένα συγκεκριμένο σταθερό ποσό για
όλους τους κατοίκους του χωριού ή της περιοχής (μοιρασμένο σε ίσα
μέρη). Όταν οι κάτοικοι του χωριού μειώνονταν, ο κεφαλικός φόρος
μοιράζονταν σε λιγότερα άτομα και άρα ο φόρος ανά κάτοικο
αυξάνονταν.
Το χερσαίο οδικό δίκτυο ήταν ανύπαρκτο, γι’ αυτό και η χερσαία
μεταφορά - όπου αυτή ήταν αδύνατο να αποφευχθεί - ήταν
δαπανηρότερη από τη θαλάσσια. Η πρόσβαση της ενδοχώρας στους
θαλάσσιους δρόμους για την μετακίνηση ανθρώπων και τη μεταφορά
προϊόντων ήταν αδύνατη. Αποθηκευτικοί χώροι για την αποθήκευση
αγροτικών προϊόντων, απαραίτητοι στην ύπαιθρο, αλλά και στις
πόλεις της ενδοχώρας, ήταν ανύπαρκτοι. Οι άστατες καιρικές
συνθήκες αποτελούσαν (τότε και πάντα) έναν ακόμα παράγοντα, που
μπορούσε να καταστρέφει την αγροτική παραγωγή.
Οι κυριότερες γεωργικές καλλιέργειες ήταν κατ' αρχήν αυτές των
δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη), του καλαμποκιού και των
οσπρίων (φακές, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά). Το σιτάρι ήταν το κύριο

1
Θανάσης Καλαφάτης, Η Αγροτική Οικονομία, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος
5, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 71 και μετά, Αθήνα.

220
είδος διατροφής στον αγροτικό και στον αστικό πληθυσμό. Το
καλαμπόκι χρησιμοποιούνταν κυρίως από τους κατοίκους της
υπαίθρου, καθώς και από τις φτωχότερες οικογένειες των πόλεων,
επειδή ήταν φθηνότερο (από το σιτάρι). Κύριο συμπλήρωμα
διατροφής ήταν τα όσπρια, ιδιαίτερα οι φακές και τα φασόλια. Ένα
μέρος της παραγωγής καταναλώνονταν από τους ίδιους του αγρότες
και τις οικογένειές τους, ένα άλλο μέρος το πωλούσαν για την
πληρωμή των φόρων - ή το έπαιρνε ο γαιοκτήμονας - και ό,τι απέμεινε
το εμπορεύονταν. Ένα, επίσης, μέρος της παραγωγής μπορούσε να το
αγοράσει το Κράτος σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της αγοράς για
της ανάγκες της Πρωτεύουσας και του στρατού. Το ίδιο συνέβαινε και
με τμήμα της κτηνοτροφικής παραγωγής. Τα λιμάνια που
συγκεντρώνονταν τα προϊόντα για τη μεταφορά τους στην
Κωνσταντινούπολη ήταν ο Βόλος, το Ναύπλιο και ο Πλαταμώνας.
Οι ελιές ήταν μια μακροπρόθεσμη επένδυση, γιατί αργούσαν να
παράγουν καρπούς, είχαν όμως μακροζωία. Η επέκτασή τους γίνονταν
(και γίνεται) με την εμφύτευση νέων δέντρων είτε από τον ιδιοκτήτη
(χρήστη) του κτήματος, είτε από τρίτο πρόσωπο με τη μέθοδο του
«μισακού», δηλ. «ιδιοκτήτης» και εμφυτευτής μοιράζονταν κατά 50%
τους καρπούς (ή και τη χρήση του κτήματος), εκτός αν είχε
συμφωνηθεί αλλιώς. Ο καρπός των ελαιοδέντρων, είτε
καταναλώνονταν ως βρώσιμο είδος (με την κατάλληλη επεξεργασία),
είτε οδηγούνταν στα ελαιοτριβεία για την παραγωγή ελαιολάδου.
Τα αμπέλια ήταν η περισσότερο προσοδοφόρα γεωργική
καλλιέργεια. Απέδιδε καρπούς σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν
απαιτούσε πολλά ή ακριβά αγροτικά εργαλεία ή δύσκολες και
κοπιαστικές εργασίες. Το κρασί ήταν ένα εμπορεύσιμο είδος,
αποδοτικό και εύκολα μεταφερόμενο σε μακρινές αποστάσεις. Η
καλλιέργεια του αμπελιού κυριαρχούσε, εκτός από την Ηπειρωτική
χώρα, και στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Το σιτάρι, το λάδι και
το κρασί ήταν τα βασικά γεωργικά προϊόντα, τόσο για τις διατροφικές
221
ανάγκες της οικογένειας, όσο και για την εμπορία και φυσικά για την
πληρωμή των φόρων που διεκδικούσε το Κράτος. Οι κήποι των
αγροτών, συνήθως κοντά στα σπίτια τους, προσφέρονταν για την
καλλιέργεια πολλών, κηπευτικών προϊόντων, που συμπλήρωναν το
διατροφικό οικογενειακό ισοζύγιο.
Κατά τον 18ο αιώνα, καλλιεργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο - εκτός
από τα παραπάνω προϊόντα - και άλλα νέα για τους αγρότες προϊόντα.
Αυτά ήταν :
• Το βαμβάκι, που καλλιεργήθηκε στη Μακεδονία, την κοιλάδα
των Σερρών, όπου αντικατέστησε την παραγωγή ρυζιού. Το βαμβάκι
χρησιμοποιούνταν στην εσωτερική αγορά ως πρώτη ύλη για την
παραγωγή νημάτων και υφασμάτων χαμηλής ποιότητας. Μέρος της
παραγωγής εξάγονταν στην Κεντρική Ευρώπη.
• Ο καπνός παράγονταν στη Βόρεια Ελλάδα από τα Γιαννιτσά
μέχρι την Καβάλα, σε εδάφη που πριν καλλιεργούνταν δημητριακά.
Μέρος της παραγωγής καταναλώνονταν στα εδάφη της
αυτοκρατορίας, και το υπόλοιπο εξάγονταν στην Αίγυπτο, στο Αλγέρι,
στην Ιταλία.
Και τα δύο αυτά προϊόντα (βαμβάκι, καπνός) ήταν καλλιέργειες
προοριζόμενες για εμπορία και σε μεγάλο βαθμό, εξάγονταν στο
εξωτερικό και απέφεραν στους καλλιεργητές σημαντικά ποσά, για
αυτό και η εξάπλωση των καλλιεργειών τους ήταν ταχεία.
• Η καλλιέργεια της σταφίδας, κυρίως στο ΒΔ τμήμα της
Πελοποννήσου και στα νησιά του Ιονίου, εμφανίστηκε στα τέλη του
18ου αιώνα (και συνεχίστηκε το 19ο αιώνα) και αποτέλεσε ένα
δυναμικό εξαγώγιμο προϊόν που απέφερε σημαντικά έσοδα στους
παραγωγούς και στον κατακτητή. Αργότερα και στο νεοσύστατο
ελληνικό κράτος. Η σταφίδα εξάγονταν στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως
στην Αγγλία.

222
Άλλα προϊόντα ήταν το μετάξι που παράγονταν τότε, κυρίως στη
Θεσσαλία (μέρος του οποίου για εσωτερική χρήση και το υπόλοιπο
για εξαγωγή), το μέλι, παραγωγής στην Αττική και εξαγωγή στην
Κωνσταντινούπολη, το κερί παραγωγής στη Χαλκιδική και στη Θάσο
και φυσικά αρκετά άλλα προϊόντα, προοριζόμενα για
αυτοκατανάλωση.
• Κτηνοτροφία: Ήταν κυρίως οικόσιτη, δηλ. μερικά κεφάλια
γιδοπρόβατα ανά οικογένεια, που τα έτρεφε κοντά της, στα χωράφια
που καλλιεργούσε, για τις ανάγκες της οικογένειας σε γάλα, τυρί,
κρέας και μαλλί, καθώς και για την κοπριά για τη λίπανση του κήπου.
Τα μεγαλύτερα κοπάδια, είχαν ανάγκη από βοσκότοπους, από
ανθρώπινες δυνάμεις να ασχολούνται μαζί τους και να αξιοποιούν την
παραγωγή τους σε γάλα, κρέας, μαλλί κλπ. Η αναζήτηση βοσκότοπων
χειμώνα - καλοκαίρι για τη διατροφή των ζώων - σε πεδιάδες το
χειμώνα, σε βουνά το καλοκαίρι - έθετε προβλήματα μετακινήσεων,
κατοικίας και κινδύνων από τους ληστές. Οι πραγματικοί κτηνοτρόφοι
μεγάλων κοπαδιών ήταν υποχρεωμένοι να μετακινούνται συνεχώς,
δεν μπορούσαν να έχουν μόνιμη κατοικία, ζούσαν σε καλύβες...
Πολλές φορές στις μετακινήσεις τους, ακολουθούσε ολόκληρη η
οικογένεια. Αυτή η νομαδική ή ημι-νομαδική κτηνοτροφία ήταν
αρκετά διαδεδομένη, κυρίως στους βλάχικους πληθυσμούς. Στην ημι-
νομαδική (πιο συχνά) κτηνοτροφία, τα κοπάδια ανά ιδιοκτήτη ήταν
σχετικά μικρά (20-30 κεφάλια), ενώ στην περίπτωση των νομαδικών
κοινωνιών (εκατοντάδες ή και χιλιάδες κεφάλια ανά τσελιγκάτο) ο
ιδιοκτήτης της κτηνοτροφικής οικογένειας ήταν ο Τσέλιγκας και τα
μέλη της συνήθως συγγενείς. Τις πρώτες δεκαετίες της
απελευθέρωσης, της πρώτης Ελληνικής επικράτειας, το τοπίο σχετικά
με την κτηνοτροφία έγινε πιο καθαρό και η ανάπτυξη της
επιταχύνθηκε. Οι γνωστότερες κτηνοτροφικές οικογένειες ήταν των

223
Βλάχων και των Σαρακατσαναίων 1. Η κτηνοτροφία έγινε οικονομικά
αποδοτικότερη από τη γεωργία και συνέβαλε στη δημιουργία εθνικού
πλούτου, ιδιαίτερα κατά το 19ο αιώνα (μετά την απελευθέρωση).
Στον τομέα της βιοτεχνίας υπήρχαν διάσπαρτες μικρές
βιοτεχνικές δραστηριότητες οικιακής και εργαστηριακής μορφής (ή σε
μορφή πλανοδίων τεχνικών), που στόχευαν στην αυτοκατανάλωση ή
το πολύ στην καχεκτική τοπική αγορά. Οι μέθοδοι κατεργασίας στη
βιοτεχνία ήταν πρωτόγονες. (Π.χ. δέρματος, λαδιού, μεταξιού, ακόμα
και ψωμιού… ). Ο κοινωνικός ιστός απαρτίζονταν, ουσιαστικά, από
αγρότες ανειδίκευτους και αναλφάβητους2.
Τα βιοτεχνικά εργαλεία, που είχε ανάγκη ο γεωργός ή ο
κτηνοτρόφος τα έφτιαχνε μόνος του ή τα παρήγγειλε στο σιδερά. Η
οικοτεχνία κάλυπτε τις οικογενειακές ανάγκες σε ένδυση, σε
σκεπάσματα, σε στρωσίδια κλπ. Σπάνια η οικοτεχνική παραγωγή
προορίζονταν για το εμπόριο.
2.4. Εμπόριο και Ναυτιλία
Η εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας3 στα
χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, παρουσιάζεται από τους ειδικούς, σε
δύο φάσεις: Η πρώτη καλύπτει την περίοδο 1720 - 1770 και αφορά
την εμφάνιση της στη Δυτική Ελλάδα και η δεύτερη - συνέπεια της
Συνθήκης Κιουτσούκ- Καϊναρτζή 1774 - καλύπτει την περίοδο 1775 -

1
Πέτρος Πιζάμας, Ο αγροτικός κόσμος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος 4,
Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, σελ. 88, Αθήνα.
2
Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας, Ηλεκτρονική Έκδοση,
Αθήνα 2013.
3
▪ Καρδάσης Βασίλης, Εμπόριο και Ναυτιλία, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση
ΔΟΜΗ Α.Ε., σελ. 638-653, Αθήνα.
▪ Ασδραχάς Σπυρίδων, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 25, Οικονομία,
σελ. 165, ειδικότερα Οικονομία - Εμπόριο - Ναυτιλία, σελ. 220 και εξής, Εκδοτική
Αθηνών.

224
1820 και αφορά τη δραστηριοποίηση της στα νησιά του Αιγαίου
(Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά...).
Στην πρώτη φάση, η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας,
συνδέεται με την αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών και ειδών
διατροφής στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που εφέλκυσε την
ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου στην Αδριατική. Στη Δυτική
Ελλάδα, σε όλη την παραλιακή ζώνη από το Δυρράχιο και την Αυλώνα
μέχρι την Κορώνη και την Καλαμάτα, καθώς και στα νησιά του Ιονίου,
μετά το 1720, αναπτύχθηκε σημαντική οικονομική και εμπορική
δραστηριότητα. Η διεξαγωγή του εμπορίου δεν ήταν ωστόσο εύκολη
υπόθεση. Η πειρατεία στη θάλασσα και οι ληστείες στην ξηρά, οι
ασυνέπειες και οι νοθείες των εμπόρων, καθώς και οι ταραχές στους
θαλάσσιους και χερσαίους εμπορικούς δρόμους, έκαναν τα πράγματα
δύσκολα και έθεταν εμπόδια - μερικές φορές αξεπέραστα - στις
εμπορικές συναλλαγές. Η αντιμετώπιση των πειρατών και των ληστών
από τις Αρχές δεν ήταν πάντα εύκολη. Αν συνυπολογιστούν και οι
φυσικές καταστροφές που μάστιζαν συχνά την τοπική γεωργική
παραγωγή και προκαλούσαν την αναστολή των θαλάσσιων εμπορικών
μεταφορών, αντιλαμβάνεται κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
διεξάγονταν το εμπόριο και η ναυτιλία την εποχή αυτή. Συνακόλουθα,
η δανειοδότηση των γεωργών και της ναυτιλίας ήταν ανύπαρκτη και
αν υπήρχε ήταν δυσανάλογα κοστοβόρος. Τραπεζικό πιστωτικό
σύστημα δεν υπήρχε.
Η παρακμή του Ενετικού εμπορίου, που κυριαρχούσε για αιώνες
στις θάλασσες της Αδριατικής και του Ιονίου, άνοιξε το δρόμο, στις
αρχές του 18ου αιώνα, στο γαλλικό και αγγλικό θαλάσσιο εμπόριο να
διεισδύσουν στην ίδια αυτή περιοχή. Οι Γάλλοι, από τις αρχές του
1720 ενδιαφέρθηκαν για την εμπορική εκμετάλλευση της τοπικής
παραγωγής. Ίδρυσαν προξενεία στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο
και συνέστησαν εμπορικές αντιπροσωπείες υπό το Γαλλικό Υπουργείο

225
Εξωτερικών. Οι διακρατικές σχέσεις της Γαλλίας και της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, ευνόησαν αυτή την εξέλιξη.
Η Αγγλία δεν έμεινε αδιάφορη. Εφάρμοσε τη δική της
φιλελεύθερη εμπορική πολιτική. Οργάνωσε δίκτυο εγκαταστάσεων
(διαμετακομιστικές αποθήκες) σε επίκαιρα σημεία της Μεσογείου. Το
Λιβόρνο, η Μάλτα, το Γιβραλτάρ έγιναν λιμάνια του αγγλικού
εμπορίου και της ναυτιλίας. Συμπεριέλαβε στο δίκτυό της και τη
Δυτική ζώνη της Ελλάδας. Χρησιμοποίησε Έλληνες εμπόρους και
κατάφερε έτσι να διεισδύσει ευκολότερα στα ελληνικά λιμάνια και να
μειώσει την επιρροή του γαλλικού παράγοντα στην περιοχή. Ο
ανταγωνισμός οξύνθηκε. Η παρέμβαση και η επιρροή των Άγγλων
στην περιοχή είχε θετικό αποτέλεσμα. Η κυριαρχία των Γάλλων άρχισε
να περιορίζεται.
Τα εμπορεύματα, παραγωγής της Δυτικής Ελλάδας, σιτηρά,
ελαιόλαδο, σταφίδα, μετάξι, ακατέργαστα δέρματα, βαμβάκι, καπνός,
μαλλί, κερί..., καθώς και είδη οικοτεχνίας, ήταν περιζήτητα στις
Δυτικές αγορές. Συνέβαινε όμως και το αντίθετο: Εισάγονταν
εμπορεύματα της αναδυόμενης Δυτικής βιομηχανίας για να καλύψουν
καταναλωτικές ανάγκες των κατοίκων της Δυτικής Ελλάδας, δηλ. των
νησιών του Ιονίου και της παραλιακής Δυτικής Ηπειρωτικής χώρας.
Την ίδια αυτή χρονική περίοδο, άρχισε να κάνει, σταδιακά, την
εμφάνισή της και η ελληνική εμπορική ναυτιλία. Η Ελλάδα ήταν
ωστόσο άπειρη στον τομέα της τεχνογνωσίας κατασκευής πλοίων,
λόγω της μακραίωνης υποδούλωσής της. Η τεχνογνωσία αυτή,
απαραίτητη για την ανάπτυξη της ναυτιλίας, εικάζεται ότι
μεταφέρθηκε από τις αντίπερα ακτές της Ιταλίας. Τα Ιταλικά λιμάνια,
πιστεύεται ότι διέθεταν ναυπηγικές εγκαταστάσεις και έμπειρους
ναυπηγούς. Εξ άλλου, η διασύνδεση των Ιταλικών ακτών της
Αδριατικής με τις αντίστοιχες ελληνικές ακτές του Ιονίου φαίνεται

226
προφανής. Ήδη από το 1764 1 το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και τα Ιόνια
νησιά διέθεταν ιστιοφόρα πλοία χωρητικότητας άνω των 200 τόνων,
έκαστο. Οι πρώτοι καραβοκύρηδες πρέπει να προέρχονταν από τη
χώρο του εμπορίου. Μέσα σε λίγα χρόνια είχαν σημαντική συμμετοχή
στις θαλάσσιες μεταφορές από τη Δυτική Ελλάδα προς τις εμπορικές
αγορές της Ιταλίας.
Είναι φανερό ότι την εποχή αυτή μπήκαν τα θεμέλια για τη
συγκρότηση της προεπαναστατικής εμπορικής ναυτιλίας, που μέχρι
την επανάσταση εξελίχθηκε σε δύναμη και επιδόθηκε με επιτυχία,
όταν χρειάστηκε, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, σε δολιοφθορά
του Οθωμανικού πολεμικού στόλου. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ
Καϊναρτζή - όπως ήδη αναφέραμε - συνέβαλε στην ανάπτυξη της
ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στο Αιγαίο, ενώ το τελευταίο τέταρτο
του 18ου αιώνα, πολλαπλασιάστηκαν οι ανάγκες των χωρών της Δύσης
σε πρώτες ύλες και είδη τροφίμων, που διέθετε η Ανατολή. Η Νότια
Ρωσία και οι περιοχές του Εύξεινου Πόντου έγιναν οι βασικοί
προμηθευτές σιτηρών των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Οι Έλληνες
έμποροι, εγκατεστημένοι στις περιοχές αυτές συνέβαλαν
αποτελεσματικά στην ανάπτυξη του εμπορίου και στις εξαγωγές
σιτηρών στη Δύση, με όχημα την ελληνική ιστιοφόρο ναυτιλία. Η
ναυτιλία των νησιών του Αιγαίου, φαίνεται πως άρχισε να
αναπτύσσεται μετά το 1750 - με αργούς ρυθμούς στην αρχή. Το
τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, πολλά νησιά του Αιγαίου διέθεταν
αξιόλογη ναυτιλία και έμπειρους ναυτικούς. Στην Ύδρα, στις Σπέτσες,
στα Ψαρά, στην Άνδρο, στη Μύκονο..., δημιουργήθηκαν σημαντικοί
εμπορικοί στόλοι, προσανατολισμένοι στις μεταφορές σιτηρών από τη
Μαύρη Θάλασσα προς τις Μεσογειακές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η
ευνοϊκή συγκυρία που δημιουργήθηκε από τους Ναπολεόντειους
πολέμους και η αύξηση των ναύλων που προέκυψε, σε συνδυασμό με

1
Καρδάσης Βασίλης, όπ. παρ., τόμος 8, σελ. 648.

227
τις μεγάλες ελλείψεις ειδών διατροφής στη Δύση, ωφέλησε την
κερδοφορία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και την παραπέρα
ανάπτυξη της.
Η ναυτιλιακή «επιχείρηση» ήταν τότε οικογενειακή. Η
συμπλοιοκτησία στηρίζονταν στη συγγένεια ή στην κοινή καταγωγή
των συνιδιοκτητών. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε χρηματοπιστωτικό
τραπεζικό σύστημα, η χρηματοδότηση της επένδυσης γινόταν από
τους ίδιους τους ιδιοκτήτες, με τη συμμετοχή των καπεταναίων και
του συγγενικού ή τοπικού περιβάλλοντος, που διέθετε μικρά ή
μεγαλύτερα κεφάλαια (για επένδυση). Το καθεστώς αυτό
χρηματοδότησης ήταν το μόνο που υπήρχε και συνέχισε να ισχύει και
μετά την εθνική παλιγγενεσία, όλο το 19ο αιώνα. Μετά την
απελευθέρωση και φυσικά όχι αμέσως, άρχισαν δειλά να
συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της αναπτυσσόμενης ναυτιλίας και
μεγαλέμποροι, με ρόλο τραπεζίτη, καθώς και, αργότερα, μεγάλοι
εμπορικοί οίκοι της διασποράς στο Λονδίνο και στην
Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι θεωρούσαν την ναυτιλία επικερδή
επένδυση. Η πρώτη εγχώρια τράπεζα για την χρηματοδότηση της
εμπορικής ναυτιλίας ήταν η Τράπεζα Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1894
από Έλληνες επιχειρηματίες της διασποράς. Η μετάβαση από την
ιστιοφόρο ναυτιλία στην ατμοκίνητη, ξεκίνησε το 1870 και
ολοκληρώθηκε (σχεδόν) κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου 1.
2.5. Το ξεκίνημα - «αναγέννηση» - της Ευρώπης το 15ο αιώνα
σήμανε βαθιές αλλαγές στο σύνολό της, δηλ. στην οικονομική,
κοινωνική, πολιτική και πνευματική δομή της. Αφετηρία των εξελίξεων
ήταν η εξάπλωση του εμπορίου και των Ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων
στον πλανήτη - μετά την ανακάλυψη και του νέου κόσμου - και η
τυπογραφία, που συνέβαλε στη διάδοση της παλαιότερης
1
Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, Το ελληνικό εμπόριο, Ιστορία του Ελληνισμού 1770-
2000, τόμος 4, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 107 και εξής, Αθήνα.
228
γραμματείας, κυρίως της Αρχαίας Ελληνικής. Έτσι, η Ευρώπη άρχισε να
γνωρίζει τα ιδανικά του αρχαίου πολιτισμού. Άρα, ο Ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός 1 είχε ως προϋπόθεση (ξεκίνημα) την «αναγέννηση» της
Ευρώπης, δηλαδή τις ανατροπές στην καθεστηκυία τάξη και ως
συνέπεια τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Για τους Έλληνες της
περιόδου της τουρκοκρατίας, η Ευρώπη ασκούσε μεγάλη γοητεία.
Ήταν γι’ αυτούς ο τόπος της καλλιέργειας των γραμμάτων, της
διανόησης, της ελευθερίας. Ο Διαφωτισμός λοιπόν ήταν ένα καθολικό
κίνημα αλλαγής των διαθέσεων των ανθρώπων και όχι απλώς ένα
φιλοσοφικό σύστημα. Ενσωμάτωνε μια πολύ μεγάλη γκάμα στάσεων
ζωής, από τις πιο απλές ως τις πιο ανατρεπτικές 2.
Όσο για το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, οι φορείς του ήταν οι
απόδημοι Έλληνες, η ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων (των
Ελλήνων) και φυσικά η εφεύρεση της τυπογραφίας (το 1455 στη
Γερμανία), ενώ οι συνέπειές του εκδηλώθηκαν στις αλλαγές στην
πρωτόλεια εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων και στην ωρίμανση
της ιδέας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Οι Συνθήκες του Καρλοβίτς (1699), Πασσάροβιτς (1718 ) και
Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας,
πρόσφεραν στους Έλληνες επαγγελματίες (εμπόρους, βιοτέχνες,
τεχνίτες) νέες προοπτικές και νέες ευκαιρίες δραστηριοποίησης και
επέκτασής τους : Ώθησαν, την ανάπτυξη, κυρίως, του ελληνικού
εμπορίου στη βόρεια βαλκανική, στις παραδουνάβιες περιοχές και
στη Δυτική Ευρώπη. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, ιδιαίτερα,
που τερμάτισε το Ρωσοτουρκικό πόλεμο, διασφάλισε ευνοϊκές
συνθήκες για την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου και της ναυτιλίας
και προκάλεσε ένα μεταναστευτικό ρεύμα στη Νότια Ρωσία (στην

1
Πρόκειται για πνευματική κίνηση στην Ευρώπη που επικράτησε στις αρχές του
1.700, γνωστή ως Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.
2
Βλ. Ενδιαφέρουσα εργασία Κων/νου Δημαρά, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος
26, Το Σχήμα του Διαφωτισμού, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σελ. 96 και εξής.
229
Κριμαία) και στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Η εξασφάλιση
ελεύθερης ναυσιπλοΐας – στις ελεγχόμενες από την Τουρκία θάλασσες
– στα πλοία υπό Ρωσική σημαία και ναυτιλιακά έγγραφα, καθώς και η
εκχώρηση εμπορικών προνομίων επέδρασαν ευνοϊκά στην ανάπτυξη
της ελληνικής ναυτιλίας: Οι Έλληνες πλοιοκτήτες έθεταν τα πλοία τους
υπό Ρωσική σημαία και απολάμβαναν των ευεργετημάτων της
Συνθήκης.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης παρατηρήθηκε, με
ιδιαίτερη ένταση, το φαινόμενο της φυγής των βυζαντινών λογίων –
και πολλών άλλων Ελλήνων – στη Δύση (και αλλού). Η Βενετία ιδίως
δέχτηκε μεγάλο αριθμό Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι, συν τω
χρόνω, δραστηριοποιήθηκαν σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Κοσμοπολίτικο κέντρο η Βενετία, δεν άργησε να υιοθετήσει τη νέα
τεχνολογία της τυπογραφίας. Σύντομα εξελίχτηκε σε ένα από τα
σημαντικότερα κέντρα της τυπογραφίας στην Ευρώπη, με τη συμβολή
των εκεί Ελλήνων προσφύγων.
Οι Έλληνες πρόσφυγες ενσωματώθηκαν με τη νέα γι’ αυτούς
κοινωνία της Βενετίας και άρχισαν να εργάζονται σε πολλούς τομείς:
στην παιδεία, στα γράμματα, στο εμπόριο και φυσικά στην καινούρια
τέχνη, της τυπογραφίας και συνέβαλαν στην ανάπτυξή της και κυρίως
στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση. Ιδρύθηκαν
ελληνικά τυπογραφία, που ανέλαβαν την παραγωγή ελληνικών
βιβλίων για τους Δυτικούς λογίους και τους Έλληνες αναγνώστες. Στη
δραστηριότητα της τυπογραφίας, οι Έλληνες εργάστηκαν είτε ως
λόγιοι, είτε ως εκδότες, είτε ως τυπογράφοι, είτε ως τεχνίτες, είτε ως
χορηγοί. Όλοι αυτοί πίστευαν στην υπόθεση της εθνικής
παλιγγενεσίας. Άλλες πόλεις στην Ιταλία που ήκμασε η τυπογραφία
ήταν το Μιλάνο και η Τεργέστη.
Μεγάλο κέντρο της ελληνικής παραγωγής βιβλίων αναδείχθηκε
και η Βιέννη (Αυστρία), κυρίως από το 1780 περίπου και εξής. Ήδη, τις
τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, η Βιέννη είχε εξελιχθεί σε
230
πολυπληθέστατο κέντρο της ελληνικής διασποράς. Λειτούργησαν
τυπογραφία ελληνικής ιδιοκτησίας, που ανέλαβαν την έκδοση και
κυκλοφορία ελληνικών βιβλίων. Οι εκδόσεις στη Βιέννη
περιελάμβαναν βιβλία επιστημονικά, ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά
και εμπορίου. Την ίδια εποχή, εμφανίστηκε στη Βιέννη και ο
ελληνικός τύπος, μέσα από τις εκδοτικές επιδόσεις των Ελλήνων.
3. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, γέννημα του αντίστοιχου
Ευρωπαϊκού, πρόσφερε το ιδεολογικό πλαίσιο της επανάστασης,
παράλληλα με τη Φιλική Εταιρεία, η οποία εργάστηκε για την
ωρίμανση της ιδέας της απελευθέρωσης, που οδήγησε στον ξεσηκωμό
του Ελληνικού λαού και στην επανάσταση του 1821, η οποία παρά της
αντιξοότητες επικράτησε.
Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας κάλεσε τον Ιωάννη Καποδίστρια
να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας το 1828. Με το πρωτόκολλο
του Λονδίνου το 1930, επισημοποιήθηκε η ανεξαρτησία της πρώτης
επικράτειας του Ελληνικού Κράτους, που αναγκάστηκε να αποδεχθεί
και η Πύλη.
Η επαναστατημένη χώρα χρειάζονταν μια δυνατή κυβέρνηση,
που θα έβαζε τάξη στην ασυδοσία και στην αναρχία, μαζί με την
προσπάθεια να πατάξει τη σπατάλη, τη φοροδιαφυγή και τις
απαράδεκτες διεκδικήσεις των τοπαρχών και των οπλαρχηγών. Έτσι, ο
κυβερνήτης απέκτησε πολλούς εχθρούς, στρατιωτικούς και
διανοούμενους, που πολέμησαν το έργο του και του στοίχισαν τη ζωή
του. Το έργο στη βραχεία περίοδο διακυβέρνησής του ήταν μεγάλο.
Στόχευε στην αναβάθμιση του ελληνικού λαού, ιδιαίτερα της νέας
γενιάς, μέσω της εκπαίδευσης. Βελτίωσε το σύστημα εκπαίδευσης και
η στοιχειώδης εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική. Στο γεωργικό τομέα και
στη διανομή εθνικών κτημάτων στους ακτήμονες, σημειώθηκε επίσης
σημαντική πρόοδος. Η Πελοπόννησος προόδευσε στις γεωργικές
καλλιέργειες. Όμως, απομάκρυνε από την κυβέρνησή του τους
προκρίτους και του στρατιωτικούς.
231
Για την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της χώρας, κάλεσε
τους εύπορους Έλληνες να δανείσουν το Κράτος. Για το σκοπό αυτό,
δημιούργησε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα – πρόδρομο της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος –, την οποία προίκισε με εθνικά
κτήματα για την ασφάλεια των καταθετών /δανειστών. Το επιτόκιο
ήταν υψηλό 8%. Το 1829, η Τράπεζα κατάφερε να συγκεντρώσει
2.000.000 γρόσια και από το 1931 πραγματοποίησε την πρώτη έκδοση
χαρτονομισμάτων για λογαριασμό του Κράτους.
Ο Ι. Καποδίστριας γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος να βοηθήσει τη
χώρα να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο ήταν η σύναψη δανείου.
Ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εγγυηθούν δάνειο ύψους 60
εκατομμυρίων φράγκων, προκειμένου να έρθει σε συμβιβασμό με
τους παλιούς δανειστές του 1824 και 1825 1 και με μια συνετή
διαχείριση να κινητοποιήσει τις πρωτόλειες παραγωγικές δυνάμεις της
χώρας, να καταφέρει να αποκαταστήσει την ισορροπία και να
αποφύγει την πτώχευση, η οποία τελικά συνέβη το 1843, επί
Όθωνος 2. Οι μεγάλες Δυνάμεις αρνήθηκαν να συναινέσουν 3.

1
Βλ. επόμενη ενότητα, στο ΜΕΡΟΣ Γ΄.
2
Η συνέχεια στο ΜΕΡΟΣ Γ΄.
3
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας (1821-2012),
Ηλεκτρονική Έκδοση, Αθήνα 2013.
232
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Β΄

1. Η Βασιλεύουσα από την ίδρυσή της ήταν το οικονομικό,


πνευματικό, και πολιτιστικό κέντρο του Βυζαντίου. Ο Μ. Κωνσταντίνος
Α΄ (306-337 μ.Χ.), στις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις περιέλαβε και
την οικονομική διοίκηση, δημιουργώντας διάφορες κρατικές
υπηρεσίες. Στα οικονομικά εισήγαγε το solidus, χρυσό νόμισμα
(βάρους 4,48 γρ.) με αναγνώριση στις διεθνείς συναλλαγές των
εμπορευομένων μέχρι τον 11ο αιώνα. Βελτίωσε το φορολογικό
σύστημα, επεξέτεινε τη φορολογική βάση σε επαγγελματίες,
μικροτεχνίτες, βιοτέχνες, τόκους κεφαλαίων κ.λπ.
Οι βυζαντινές πόλεις αποτελούσαν κέντρο ζωής της περιοχής
τους. Είχαν οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, δρόμους, εμπορικά
καταστήματα, θέατρα, γυμναστήρια, ιππόδρομο (οι μεγαλύτερες),
δημόσιες υπηρεσίες, δημόσια λουτρά κ.λπ. Υπήρχαν επίσης
υδραγωγεία, σιταποθήκες, κεντρική εκκλησία, διοικητικά κτίρια … κ.ά.
Έξω από τα τείχη των πόλεων υπήρχαν επαύλεις, γεωργικές
καλλιέργειες, νεκροταφεία κ.λπ.
Το βυζάντιο είχε να επιδείξει σημαντική πρόοδο σε πολλούς
τομείς: Άρχισε έγκαιρα να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα και να
καταργεί τη λατινική, διέθετε νόμισμα με ρήτρα χρυσού, το
πνευματικό έργο ήταν αξιόλογο… Η ευημερία του Βυζαντίου, σε σχέση
με το περιβάλλον του, ήταν αξιόλογη.
Στον οικονομικό τομέα – καθαρά –, η ανισοκατανομή των
φορολογικών βαρών συνεχίστηκε από τους περισσότερους
αυτοκράτορες, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Τα μεγαλύτερα βάρη
επωμίζονταν οι μικροκαλλιεργητές, ενώ οι μεγαλοκτηματίες
απαλλάσσονταν ή πλήρωναν δυσανάλογα λιγότερα από τις
δυνατότητές τους. Στην κατηγορία των μεγαλογαιοκτημόνων ανήκε
και η εκκλησία (και τα μοναστήρια), η αυτοκρατορική οικογένεια, οι
Συγκλητικοί, οι στρατηγοί κ.λπ.
233
Μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις κατά την υστεροβυζαντινή
περίοδο (1081-1453) ήταν η ραγδαία εξάπλωση των λατίνων εμπόρων
(Βενετία, Γένουα, Πίζα), κυρίως των Ενετών στα λιμάνια της
αυτοκρατορίας και η πλεονεκτική θέση που αποκτούσαν (προνόμια
και φοροαπαλλαγές) έναντι των ντόπιων εμπόρων. Από το δεύτερο
μισό του 12ου αιώνα παρατηρήθηκε διείσδυση των Ενετών (και των
Γενουατών) στο εσωτερικό τοπικό εμπόριο της επικράτειας του
Βυζαντίου.
Το 14ο αιώνα, το Βυζάντιο βρίσκονταν σε κάθετη παρακμή.
Η οικονομία του βυζαντίου ήταν κατά βάση αγροτική (γεωργία,
κτηνοτροφία, δασοκομία, αλιεία) και κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος
των εσόδων του Κράτους. Η οργάνωσή της προσέγγιζε το
φεουδαρχικό σύστημα. Η μεγάλη ιδιοκτησία ήταν στα χέρια των
ολίγων. Η μικρή ιδιοκτησία των πολλών υπέφερε και συχνά
εξαγοράζονταν από την αριστοκρατία της γης. Σιτοβολώνες ήταν οι
πεδιάδες της Μ. Ασίας, της Αιγύπτου και των χωρών του Ευξείνου
Πόντου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Η βιοτεχνία ήταν πλούσια
σε ειδικεύσεις. Ρυθμιστής των τιμών ήταν το Κράτος. Το εμπόριο ήταν
επίσης αναπτυγμένο. Από το τέλος του 8ου αιώνα μ.Χ., το εξωτερικό
εμπόριο του Βυζαντίου συρρικνώθηκε, λόγω του ελέγχου των
χερσαίων και των θαλάσσιων δρόμων από τους Άραβες και στη
Βαλκανική από τους Αβαροσλάβους και τους Βούλγαρους. Το
νομισματικό σύστημα είχε ως βάση το χρυσό (solidus). Η φορολογία
ήταν άμεση και έμμεση.
Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055)
άρχισε η «υποτίμηση» του χρυσού νομίσματος (μείωση της ποσότητας
σε χρυσό και αύξηση άλλων υποδεέστερων νομισμάτων (αργύρου,
χαλκού). Χαρακτηριστικό επίσης της Υστεροβυζαντινής περιόδου ήταν
η γρήγορη εξάπλωση των Λατίνων εμπόρων (Βενετία, Γένουα, Πίζα)
στα λιμάνια της αυτοκρατορίας).
2. Η Οθωμανική κατάκτηση του Βυζαντίου έσβησε κάθε μορφή
πολιτισμού στις αρχικές ανατολικές εστίες του και στέρησε την
234
Ευρώπη από τα πλεονεκτήματα που θα είχε, αν ο Χριστιανισμός της
Ανατολής διέσωζε την ύπαρξή του. Η Δύση λοιπόν όφειλε να προλάβει
ή να ανατρέψει την εξέλιξη αυτή, δηλ. την εξάπλωση των Οθωμανών
και την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Η επιβίωση του
Χριστιανισμού στην Ασία, θα διατηρούσε ζωντανό τον Ελληνορωμαϊκό
πολιτισμό και τις στενές σχέσεις με τη Δύση. Με την κατάλυση του
Βυζαντίου η Ευρώπη διέκοψε για 400 χρόνια τις σχέσεις της με την
Ανατολή, ενώ οι εστίες του ελληνισμού στην Ανατολή και στη
μητροπολιτική Ελλάδα βυθίστηκαν στο πιο βαθύ σκοτάδι της ιστορίας.
Οι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη
Δυτική Ευρώπη, μέσω της Ιταλίας.
Είναι αυτονόητο ότι ο υπόδουλος ελληνικός πληθυσμός ήταν
καθαρά αγροτικός. Καλλιεργούσε μικρές μονάδες αγροτεμαχίων,
ημιορεινές ή ορεινές, χωρίς ιδιοκτησιακά δικαιώματα, με βαριές
φορολογικές υποχρεώσεις, χωρίς πόρους επιβίωσης. Το θεσμικό
πλαίσιο, σε σχέση με παλιότερες εποχές, έγινε πιο σκληρό και πιο
βάναυσο. Οι Οθωμανοί ήταν οι μεγαλογαιοκτήμονες. Κατείχαν τα
πεδινά και πιο εύφορα εδάφη, των οποίων η καλλιέργεια απέδιδε
πολλαπλάσια. Η βιοτεχνία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το εμπόριο
ήταν στα χέρια των κατακτητών.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, η κυριότητα της
καλλιεργήσιμης γης ανήκε στο Κράτος, καθώς και οι εκτάσεις γης που
χρησιμοποιούνταν για βοσκή. Οι αγρότες είχαν μόνο τη νομή και όχι
την ιδιοκτησία της γης που καλλιεργούσαν και αυτής που
χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο. Δημόσια γη δεν μπορούσε να
μετατραπεί σε ιδιωτική, παρά μόνον αν το ήθελε ο Σουλτάνος (π.χ.
δωρεά).
Η κτηνοτροφία ήταν κυρίως οικόσιτη. Μερικά κεφάλια
αιγοπρόβατα ανά οικογένεια, που έτρεφε στα χωράφια που
καλλιεργούσε. Τα μεγαλύτερα κοπάδια είχαν ανάγκη από
βοσκότοπους και ανθρώπινες δυνάμεις… κ.ά. Η αναζήτηση

235
βοσκότοπων, χειμώνα-καλοκαίρι, έθετε προβλήματα μετακινήσεων,
κατοικίας και κινδύνων ληστείας.
Η εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας επηρεάστηκε
ευνοϊκά, στο μεν Ιόνιο (Δυτική Ελλάδα) από το καθεστώς της Ενετικής
κυριαρχίας, στο δε Αιγαίο από την υπογραφή της Συνθήκης
Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Η
διεξαγωγή του εμπορίου, θαλάσσιου και χερσαίου, δεν ήταν εύκολη
υπόθεση. Η πειρατεία στη θάλασσα και οι ληστείες στην ξηρά,
παράλληλα με τις ασυνέπειες των εμπόρων, έκαναν τα πράγματα
πολύ δύσκολα.
Η παρακμή του ενετικού εμπορίου, άνοιξε το δρόμο στο Γαλλικό
και Αγγλικό θαλάσσιο εμπόριο να διεισδύσουν στις παραθαλάσσιες
περιοχές που κυριαρχούσαν πριν οι ίδιοι (οι Ενετοί). Την ίδια αυτή
εποχή άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και η ελληνική εμπορική
ναυτιλία. Οι πρώτοι καραβοκύρηδες προέρχονταν από το χώρο του
εμπορίου. Τότε μπήκαν τα θεμέλια για τη συγκρότηση της
προεπαναστατικής εμπορικής ναυτιλίας, που επιδόθηκε με επιτυχία,
όταν χρειάστηκε – κατά τη διάρκεια της επανάστασης – στη
δολιοφθορά του Οθωμανικού πολεμικού στόλου.
Η ναυτιλιακή «επιχείρηση» ήταν τότε οικογενειακή. Δεδομένου
ότι δεν υπήρχε χρηματοπιστωτικό τραπεζικό σύστημα, η
χρηματοδότηση της επένδυσης γίνονταν από τους ίδιους τους
ιδιοκτήτες. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, και όχι αμέσως,
άρχισαν δειλά να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της ελληνικής
ναυτιλίας και μεγαλέμποροι με ρόλο τραπεζίτη και αργότερα μεγάλοι
εμπορικοί οίκοι της διασποράς στο Λονδίνο και στην
Κωνσταντινούπολη. Η Τράπεζα Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1894 από
Έλληνες της διασποράς ανέπτυξε επίσης σημαντική δραστηριότητα
στη χρηματοδότηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, μετά το 1900.

236
ΜΕΡΟΣ Γ΄

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

1821-2018

237
Το κείμενο του τρίτου αυτού μέρους του
παρόντος πονήματος αποτελεί ανατύπωση
βιβλίου του συγγραφέα με τίτλο «Οι χρόνιες
παθογένειες του Νεότερου Ελληνικού Κράτους»
ISBN 978-618-83386-4-7, Ηλεκτρονική έκδοση,
Αθήνα 2018.

238
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η πρώτη μετά-επαναστατική περίοδος βρήκε τη χώρα χωρίς


υποδομές, χωρίς δημόσια διοίκηση, χωρίς οργάνωση, χωρίς παιδεία,
χωρίς εξειδίκευση, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς παραγωγική βάση,
χωρίς χρήματα… Η χρηματοδότηση της Επανάστασης απαιτούσε την
ύπαρξη οικονομικών πόρων, που δεν υπήρχαν. Η αναζήτηση
χρηματοδότησης από χώρες της Δ. Ευρώπης ήταν αδύνατη ή στην
καλύτερη περίπτωση, αν υπήρχε, ληστρική σε όρους. Κανείς δεν
δάνειζε εύκολα μια δράκα επαναστατημένων ανθρώπων, που η
έκβαση του αγώνα τους ήταν αβέβαιη.

«Δεν είν’ εύκολες οι θύρες


Εάν η χρεία τες κουρταλή»
Διονύσιος Σολωμός

Όμως, οι περιπέτειες δεν σταμάτησαν εδώ. Συνέβησαν πολλά


μέχρι η χώρα να αρχίσει να βρίσκει το δρόμο της. Κατά τη διάρκεια
του 19ου αιώνα και του πρώτου ημίσεως του 20ου αιώνα, η πολιτική
αστάθεια, οι βραχύβιες κυβερνήσεις, οι νόθες εκλογές, οι ξένες
παρεμβάσεις..., το πολιτειακό, οι φανατισμοί, τα πάθη, οι διώξεις, οι
δικτατορίες, ο διχασμός, καθώς και η οικονομική καχεξία, η
υπερχρέωση της οικονομίας, η νομισματική αστάθεια..., οδηγούσαν τη
χώρα σε ασφυξία. Οι πόλεμοι για την απελευθέρωση του αλύτρωτου
Ελληνισμού (και το προσφυγικό), η ανάγκη για παγίωση των συνόρων
της χώρας, που κερδήθηκαν το 1912-1913 και οι διεθνείς
ανακατατάξεις που επιβλήθηκαν από τους δυο παγκοσμίους
πολέμους (τους οποίους η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποφύγει), δεν
άφηναν πολλά περιθώρια για ανασυγκρότηση του Ελληνικού Κράτους,
κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ύπαρξής του.
Έτσι, ήταν αναπόδραστη ανάγκη, η ανασυγκρότησή του να
αρχίσει το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα (μετά το 1950). Τότε έγινε
239
μια σοβαρή προσπάθεια να μπουν τα θεμέλια στις υποδομές, στην
οικονομία, στη Δημόσια Διοίκηση..., στις μεγάλης κλίμακας
επενδύσεις, ώστε να οδηγηθεί η χώρα στη λέσχη των ανεπτυγμένων
οικονομιών του δυτικού κόσμου. Όμως, αυτό δεν συνεχίστηκε,
τουλάχιστο με την επιβεβλημένη σύνεση και σοβαρότητα, γι’ αυτό και
τα επόμενα χρόνια, το Κράτος παρέπαιε μεταξύ «φθοράς και
αφθαρσίας». Οι τρεις μοχλοί ανάπτυξης – στους οποίους η χώρα είχε
συγκριτικό πλεονέκτημα –, ο τουρισμός, η εμπορική ναυτιλία και η
βαριά βιομηχανία (κυρίως ο ορυκτός πλούτος της χώρας), δεν
υποστηρίχθηκαν σθεναρά, οι υποδομές και η εξυγίανση
εγκαταλείφθηκαν, ενώ η Δημόσια Διοίκηση, χειραγωγημένη από το
αποσυντεθημένο πολιτικό σύστημα, καρκινοβατούσε. Κάποια
φωτεινά διαλείμματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Το σημαντικότερο
ίσως επίτευγμα της παρηκμασμένης αυτής περιόδου ήταν ο
ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας και η ένταξή της στην
ευρωπαϊκή οικογένεια, εκεί όπου ανήκει.
Αυτή την πολυτάραχη ζωή της Νεώτερης Ελλάδας – εστιάζοντας
στα οικονομικά της – θα διατρέξουμε στη διαδρομή αυτού του
πονήματος, μέχρι και την τελευταία περιπέτεια της χώρας στην
παρούσα οικονομική κρίση, που τη βρήκε απροετοίμαστη να παλεύει,
δίχως επιδέξιο καπετάνιο, μέσα στη διεθνή τρικυμία, με κίνδυνο να
καταποντιστεί. Την κρίσιμη αυτή ώρα, οι Ευρωπαίοι εταίροι της, της
έριξαν «σωσίβια λέμβο», αλλά και τότε δυσκολεύτηκε να επωφεληθεί
και να επιπλεύσει. Η προσπάθειά της συνεχίζεται – και σήμερα που
γράφονται αυτές οι γραμμές – χωρίς να μπορεί κανείς να
προδιαγράψει – ακόμα – το μέλλον της με ασφάλεια.
Το πόνημα αυτό βασίζεται σε ευρύτερη μελέτη μας με τίτλο «Η
οικονομία της νεότερης Ελλάδας», καθώς και από άλλη με τίτλο «Η
Μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού», τόμος 3, που δημοσιεύτηκαν σε
ηλεκτρονική μορφή το 2013 και το 2018 αντίστοιχα.
Η πρώτη με ISBN: 978-960-93-5502-5 και η δεύτερη με ISBN:
978-618-83386-3-0. http: dionysioskontogiorgis.blogspot.gr

240
ΚΕΦ. 1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

1.1. Περίοδος 1821-1949


Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, το Δεκέμβριο 1821, ψήφισε
το Σύνταγμα που καθόριζε την Ενιαία Πολιτειακή και Διοικητική Αρχή,
στην οποία θα στηρίζονταν ο αγώνας της ανεξαρτησίας. Το νέο
προσωρινό πολίτευμα ήταν αντιπροσωπευτικό και βασίζονταν στην
διάκριση των εξουσιών: Βουλευτική, εκτελεστική και δικαστική. Το
«εκτελεστικό» ήταν η κυβέρνηση, πλαισιωμένη από τους υπουργούς
της.
Το διοικητικό αυτό σχήμα δεν είχε την προσδοκώμενη αποδοχή
από τους στρατιωτικούς και τους τοπικούς άρχοντες, γι’ αυτό και στην
Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, το Μάρτιο 1827, προτάθηκε ως
Κυβερνήτης της Ελλάδας για 7 χρόνια ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο
οποίος αποδέχτηκε την πρόταση και έφτασε στο Ναύπλιο τον
Ιανουάριο 1828.
Το έργο που επιτέλεσε ο Ι. Καποδίστριας, ως Κυβερνήτης της
Ελλάδας, μέσα στη βραχεία περίοδο διακυβέρνησής του, ήταν μεγάλο,
με δεδομένο τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπιζε. Εγκαθίδρυσε
μια συγκεντρωτική, αλλά εκσυγχρονιστική, εξουσία και
απομακρύνθηκε από τους στρατιωτικούς και τους προκρίτους. Το
μεταρρυθμιστικό του έργο επεκτάθηκε στην παιδεία, στη διοίκηση,
στην οικονομία, στο στρατό, στη δημόσια υγεία, στη δικαιοσύνη, στην
Αστυνομία, στη γεωργία. Εξέδωσε το πρώτο εθνικό νόμισμα, το
Φοίνικα, από ασήμι, και ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα. Οι
γενναιόδωρες χορηγίες της Γαλλίας και της Ρωσίας, τον βοήθησαν
πολύ στο έργο του. Σημαντικές ήταν και οι προσφορές των Ελλήνων
και φιλελλήνων του εξωτερικού. Συνέβαλε επίσης στο έργο του και η
προσωπική του περιουσία. Ο ίδιος δεν δέχτηκε ποτέ αμοιβή. Ο
πόλεμός του για την πάταξη των καταχρήσεων και της διαφθοράς, της
241
φοροδιαφυγής και των «κεκτημένων» των καπεταναίων και των
τοπικών αρχόντων, δημιούργησε αντιπάθειες και έφερε την
κλιμάκωση των αντιδράσεων, που οδήγησαν στη δολοφονία του το
Σεπτέμβριο 1831 στο Ναύπλιο.
Η επαναστατημένη Ελλάδα είχε ανάγκη από οικονομικούς
πόρους για να υποστηρίξει τον αγώνα της. Τα δάνεια ωστόσο του
1824 και 1825, που πήρε από την Αγγλία – όπου το έδαφος ήταν
σχετικά πρόσφορο για το σκοπό αυτό – με εγγύηση τη δέσμευση των
δημοσίων εσόδων και την υποθήκευση των εθνικών κτημάτων,
καταληστεύτηκαν από τους Άγγλους δανειστές και τους ενδιάμεσους
και ό,τι απέμεινε, εξαφανίστηκε μέσα στη χώρα με πρωτοφανή
ταχύτητα από τις καταχρήσεις και τη φιλαργυρία των στρατιωτικών
και των τοπαρχών 1... Το 1826, τα ελληνικά ομόλογα απαξιώθηκαν και
το 1827 ήρθε η παύση πληρωμών και η πτώχευση.
Το 1833, με την άφιξη του νεαρού βασιλιά Όθωνα, οι Δυνάμεις
εγγυήθηκαν ένα νέο δάνειο (60 εκατ. φράγκων) και αυτό με
υποθήκευση των εθνικών κτημάτων και δέσμευση των εσόδων του
Κράτους 2. Η αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση

1
Το 1824, η προσωρινή Διοίκηση υπέγραψε συμφωνία στο Λονδίνο για δάνειο
800.000 λιρών, Αγγλίας με επιτόκιο 5% επί της ονομαστικής αξίας και προμήθεια 3%.
Η τιμή έκδοσης ήταν 59% και η περίοδος αποπληρωμής 36 χρόνια. Το 1825
υπέγραψε νέα συμφωνία στο Λονδίνο για νέο δάνειο ονομαστικής αξίας 2.000.000
στερλινών με επιτόκιο 5% επί της ονομαστικής αξίας και τιμή έκδοσης 55,5%. Όμως,
η ληστρική συμπεριφορά των Άγγλων δανειστών – και για τα δύο αυτά δάνεια –
ξεπέρασε και την πιο τολμηρή φαντασία. Τελικά, τα ποσά που διέφυγαν της
ληστρικής μανίας των δανειστών και έφτασαν στην Ελλάδα ήταν, από το πρώτο
δάνειο 308.000 στερλίνες και από το δεύτερο δάνειο 232.558 στερλίνες. Σύνολο
540.624 στερλίνες (αντί 2.800.000 ονομαστικό ποσό). Όμως, και το μικρό αυτό ποσό,
που έφτασε στην Ελλάδα, κατασπαταλήθηκε από τις Τοπικές Αρχές για την
επικράτηση των αντιπάλων ομάδων.
2
Τελικά, το δάνειο που συνήφθη ήταν 57.229.000 φράγκα ή 63.924.000 παλαιές
δραχμές, με επιτόκιο 5% και χρεωλύσιο 1% επί της ονομαστικής αξίας. Τιμή έκδοσης
94% , περίοδος αποπληρωμής 36 χρόνια. Το ποσό που διέφυγε της ληστρικής
242
των δανείων αυτών (της Ανεξαρτησίας και του Όθωνα), την οδήγησε
σε νέα στάση πληρωμών και πτώχευση το 1843. Το δάνειο του Όθωνα
σπαταλήθηκε για την κάλυψη αναγκών της Δημόσιας Διοίκησης (!) και
για «περιττές στρατιωτικές δαπάνες». Ο αποκλεισμός της χώρας από
τις ξένες «αγορές» ήταν φυσικό επακόλουθο. Η εξόφληση των
δανείων αυτών παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι το 1866, που άρχισαν
οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος. Η συμφωνία
για το διακανονισμό ολοκληρώθηκε το 1878.
Τις πρώτες δεκαετίες, από το 1830, η Ελλάδα ήταν χώρα καθαρά
αγροτική και αραιοκατοικημένη. Στις δραστηριότητες που συναντούσε
κανείς, υπήρχαν μικρές βιοτεχνικές μονάδες οικιακής ή εργαστηριακής
μορφής (μεταξιού, δέρματος, λαδιού, ψωμιού, κλωστοϋφαντουργίας,
κλ.), και πλανόδιοι τεχνίτες ή γυρολόγοι. Στη γεωργία, οι πρώτες
καλλιέργειες ήταν της ελιάς, του αμπελιού και του σιταριού. Τα πλοία
στην εμπορική ναυτιλία ήταν ιστιοφόρα, μικρών ή μεγαλύτερων
αποστάσεων.
Από το 1865, εισέρχεται σταδιακά η ατμομηχανή στην
οικονομική ζωή της χώρας. Εμφανίζονται οι πρώτες βιομηχανικές
μονάδες που υιοθετούν την ατμομηχανή, η ιστιοφόρος ναυτιλία
άρχισε να εκτοπίζεται και τη θέση της να παίρνει η ατμοκίνητη
ναυτιλία. Η γεωργία επεκτάθηκε στην καλλιέργεια της σταφίδας με
σκοπό την εμπορία και τις εξαγωγές. Πιστωτικά ιδρύματα δεν υπήρχαν
ακόμα. Το ρόλο των τραπεζών έπαιζαν οι έμποροι δανειστές με
τοκογλυφικά επιτόκια. Η μόλις ιδρυθείσα Εθνική Τράπεζα ήταν
ανέτοιμη να ανταποκριθεί στο ρόλο αυτό.
Το μεταρρυθμιστικό έργο του Χαρίλαου Τρικούπη (1882-1895)
επιδίωκε την αναδιοργάνωση του Κράτους και τη βελτίωση της

συμπεριφοράς των δανειστών ήταν 23.858.000 δρχ. Με το ποσό αυτό πληρώθηκαν


διάφορες υποχρεώσεις της χώρας και το απομένον ποσό - 9.098.000 δρχ. (ή
8.145.000 φρ.) – δαπανήθηκε για την κάλυψη των αναγκών του Κράτους.
243
διεθνούς εικόνας της χώρας. Για το σκοπό αυτό, προσπάθησε να
αναμορφώσει το φορολογικό σύστημα, χωρίς αποτέλεσμα,
αναδιοργάνωσε και εξόπλισε το στρατό και το ναυτικό, προχώρησε
στην κατασκευή δημοσίων έργων στρατηγικής σημασίας,
επαναπροσδιόρισε την εξωτερική πολιτική της χώρας, προσπάθησε να
καταπολεμήσει την αλόγιστη σπατάλη δημοσίου χρήματος και τη
διαφθορά, επιδίωξε την αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος και
την ανεξαρτητοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης από την εκτελεστική
εξουσία, ώστε να χτυπηθεί το πελατειακό σύστημα, υπεύθυνο για τη
συναλλαγή και τη διαφθορά. Η έντονη επενδυτική δραστηριότητα, οι
δαπάνες για τον εξοπλισμό του στρατού και τα ελλείμματα
προϋπολογισμού... συνέβαλαν στη διόγκωση του εξωτερικού
δημόσιου χρέους, που οδήγησε σε στάση πληρωμών και σε πτώχευση
του 1893 1.
Την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, με τη βοήθεια της
Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου και της συνετής νομισματικής πολιτικής
της Εθνικής Τράπεζας, υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Βαλαωρίτη, η χώρα
ανέκτησε την αξιοπιστία της, βελτιώθηκαν τα οικονομικά της,
αποκαταστάθηκε η νομισματική ισορροπία και ήρθε η ανάκαμψη.

1
Το 1878 επήλθε συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και δανειστών για το διακανονισμό των
μέχρι τότε δανείων ανεξαρτησίας και Όθωνος που ήταν σε εκκρεμότητα κι έτσι
άνοιξαν οι «αγορές». Μεταξύ 1879 και 1890, οι κυβερνήσεις Χ. Τρικούπη και Θ.
Δηλιγιάννη δανείστηκαν συνολικά 630.000.000 φρ., ονομαστική αξία, με επιτόκιο
από 4-6%, τιμή έκδοσης από 53% έως 75%. Μετά την αφαίρεση διαφόρων δαπανών,
το τελικό ποσό που απέμεινε ήταν 365.000.000 φρ. Το ποσό αυτό δαπανήθηκε για
τον εξοπλισμό του στρατού, για τα δημόσια έργα, για απόσβεση παλαιών χρεών και
την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Την ίδια περίοδο το Κράτος είχε
συνάψει και εσωτερικά δάνεια ύψους 65.000.000 δρχ. Οι γιγαντιαίες επενδύσεις του
Χ. Τρικούπη στα δημόσια έργα δεν απορρόφησαν, όπως θα περίμενε κανείς, μεγάλο
μέρος των δανείων. Το Νοέμβριο του 1893 κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού, ο
Χ. Τρικούπης ανήγγειλε το «δυστυχώς επτωχεύσαμε». Την επαύριο της πτώχευσης,
το συνολικό δημόσιο χρέος (εσωτερικό και εξωτερικό) αντιπροσώπευε το 200% του
ΑΕΠ. Μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η Ελλάδα αναγκάστηκε
να δεχθεί τη «Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου», που το 1899 μετονομάστηκε «Διεθνής
Οικονομική Επιτροπή».
244
Το 1910, η Ελλάδα βρέθηκε σε μια κρίσιμη καμπή. Ευτυχώς, τη
στιγμή αυτή εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της χώρας ο
Ελευθέριος Βενιζέλος. Η παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε
συνδυασμό με το νοικοκύρεμα της οικονομίας και του στρατεύματος,
δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες και ο Ελ. Βενιζέλος επωφελήθηκε
για να οδηγήσει τη χώρα στο έπος των βαλκανικών πολέμων, που
διπλασίασαν σχεδόν την ελληνική επικράτεια.
Ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος και η συμμετοχή της Ελλάδας στο
πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, παγίωσε τα νέα σύνορα της χώρας
στα σημερινά τους όρια, οδήγησε όμως στη διαφωνία του Ελ.
Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο και στον εθνικό διχασμό. Η ανεύθυνη
απόφαση της αντιβενιζελικής πολιτικής ηγεσίας να εκστρατεύσει η
χώρα στα βάθη της Μικράς Ασίας, έφερε τη Μικρασιατική
καταστροφή, που κόντεψε να ακυρώσει ό,τι είχε κερδηθεί στους
βαλκανικούς πολέμους και τη Συνθήκη των Σεβρών. Προκειμένου να
ανταποκριθεί στις δαπάνες του πολέμου η Ελλάδα, οι σύμμαχες χώρες
Γαλλία και Αγγλία της χορήγησαν πιστώσεις πολλών εκατομμυρίων
φράγκων. Τα ποσά αυτά, μαζί με τις πολεμικές αποζημιώσεις,
διακανονίστηκαν πολύ αργότερα, μεταξύ 1927 και 1930.
H εμπορική ναυτιλία επηρεάστηκε από τους πολέμους και
άλλαξε προσανατολισμό. Οι βαλκανικοί πόλεμοι προκάλεσαν το
κλείσιμο των Δαρδανελίων από την Τουρκία (για 10 χρόνια) και την
απώλεια της αγοράς των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας. Το γεγονός
αυτό ανάγκασε τον ελληνικό εμπορικό στόλο να αναζητήσει άλλες
αγορές και επομένως τον «έσπρωξε» στη διεθνοποίηση. Στη διάρκεια
του Α’ παγκοσμίου πολέμου, η υψηλή ζήτηση στις θαλάσσιες
μεταφορές αύξησε τους ναύλους και την κερδοφορία της εμπορικής
ναυτιλίας.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, το δημοσιονομικό πρόβλημα
της χώρας ήταν έντονο. Αντιμετωπίστηκε τόσο με εσωτερικό δανεισμό
(αναγκαστικό το 1922 και το 1926, όπως και με την έκδοση
245
πληθωριστικού χρήματος), όσο και με εξωτερικό δανεισμό, με την
συμπαράσταση της Κοινωνίας των Εθνών 1. Μέχρι το 1926, που
σχηματίστηκε η οικουμενική κυβέρνηση, οι πληθωριστικές πιέσεις
ήταν έντονες. Το 1928, λειτούργησε η Τράπεζα της Ελλάδος και πήρε
το εκδοτικό προνόμιο και τα συναλλαγματικά αποθέματα από την
Εθνική Τράπεζα, τα οποία τότε ήταν 11.308.000 αγγλικές λίρες, ποσό
που υπερκάλυπτε τα όρια ασφαλείας της χώρας. Από το 1927 μέχρι το
1930, η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου προχώρησε στη ρύθμιση των
πολεμικών χρεών με την Αγγλία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση
αυτή (1928-1932) προχώρησε επίσης σε έργα υποδομής, σε
παρεμβάσεις στη νομοθεσία και σε άλλα θεσμικά μέτρα, όπως στην
κοινωνική ασφάλιση, στις εργασιακές σχέσεις, στην
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη... Ωστόσο, οι σπατάλες και η
αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου δεν έλειψαν ούτε την περίοδο
αυτή.
Η οικονομική κρίση του 1929 ήταν παρούσα και στην Ελλάδα. Η
κυβέρνηση, για να διατηρήσει την οικονομική και νομισματική
σταθερότητα (επομένως και την προστασία της δραχμής), ξόδεψε,
μεταξύ 1929 και 1932, όλο σχεδόν το συναλλαγματικό απόθεμα της
Τράπεζας της Ελλάδος. Μετά την άρνηση της Κοινωνίας των Εθνών να
ενδώσει στο αίτημα της Ελλάδας για νέο δάνειο, η κυβέρνηση Ελ.
Βενιζέλου ανακοίνωσε, το 1932, τη διακοπή επ’ αόριστο της
εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Η βιομηχανική δραστηριότητα την περίοδο του Μεσοπολέμου
και μέχρι την παραμονή του Β’ παγκοσμίου πολέμου, άρχισε να

1
Μεταξύ 1923 και 1930, το σύνολο των καθαρών ποσών που έφτασε στην Ελλάδα
και τα διαχειρίστηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης των προσφύγων (ΕΑΠ) ανήλθε τα
12.470.000 λίρες Αγγλίας. Εκτός όμως από τα προσφυγικά την περίοδο αυτή (1924-
1931), η Ελλάδα προσέφυγε και σε σειρά άλλων δανείων για να καλύψει ευρύτερες
ανάγκες του Κράτους, συνολικού ποσού 27.392.000 λιρών Αγγλίας. Το σύνολο
ανήλθε σε 39.862.000 λίρες Αγγλίας.
246
ανακάμπτει. Το κύμα των προσφύγων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
εξέλιξη αυτή, γιατί προσέφερε φτηνά εργατικά χέρια. Τα προσφυγικά
δάνεια και η βοήθεια των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων δημιούργησαν
εξάλλου αυξημένη ρευστότητα στην αγορά. Μέχρι το 1930,
διπλασιάστηκε ο αριθμός των «βιομηχανικών καταστημάτων», κυρίως
μικρών και οικογενειακής μορφής. Ο προστατευτισμός που
υιοθετήθηκε την ίδια περίοδο, διευκόλυνε την ανάπτυξη
βιομηχανικών επιχειρήσεων. Εμφανίστηκαν μεγάλα ονόματα
επιχειρηματιών στις τσιμεντοβιομηχανίες, τις χημικές βιομηχανίες, την
ελαιουργία, την κεραμοποιεία, κλπ. Στα χρόνια του Ι. Μεταξά, η
βιομηχανική πολιτική στράφηκε στη βαριά βιομηχανία.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να είναι
αγροτική. Η πλειονότητα των αγροτών – μετά την αγροτική
μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου – αποτελούνταν από
μικροϊδιοκτήτες. Η μεγάλη ιδιοκτησία μειώθηκε σημαντικά. Η ανάγκη
για αποκατάσταση των ακτημόνων προσφύγων επέσπευσε τις
διαδικασίες της αγροτικής μεταρρύθμισης. Οι καλλιεργούμενες
εκτάσεις αυξήθηκαν με την προσθήκη των Βορείων Επαρχιών. Τη θέση
της σταφίδας πήρε ο καπνός που έγινε το κύριο εξαγώγιμο προϊόν.
Οι τράπεζες πολλαπλασιάστηκαν την ίδια περίοδο. Εκτός από
την Εθνική και την Τράπεζα της Ελλάδος, ιδρύθηκαν η Αγροτική και η
Κτηματική, χώρια οι ιδιωτικές.
Η εμπορική ναυτιλία σημείωσε αξιόλογη ανάπτυξη – παρά την
πτώση των ναύλων στην αρχή της δεκαετίας του 1920 – και έφτασε να
μονοπωλεί σχεδόν τις διαδρομές του Ατλαντικού, από τη Λατινική
Αμερική στην Ευρώπη. Στην οικονομική κρίση του 1929-1933,
κατάφερε να αντέξει και μάλιστα να σημειώσει θετική εξέλιξη, λόγω
των εύστοχων χειρισμών των Ελλήνων εφοπλιστών, παρά το δυσμενές
διεθνές περιβάλλον.

247
Κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο – με την τριπλή κατοχή –, η
οικονομία υπέστη πραγματική λεηλασία. Οι Γερμανοί κράτησαν τις πιο
χρήσιμες και παραγωγικές μονάδες της βιομηχανίας. Οι Ιταλοί
αναζητούσαν πρώτες ύλες για τα μηχανουργεία τους. Γερμανοί και
Ιταλοί προχώρησαν σε μαζικές επιτάξεις προϊόντων και βασικών ειδών
διατροφής, βιομηχανικών και αγροτικών. Λεηλάτησαν τα λίγα
συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος, υποχρέωσαν
την Ελλάδα να καταβάλλει για έξοδα κατοχής του γερμανοϊταλικού
στρατού επί ελληνικού εδάφους, το ποσό των 1,5 δις δραχμών το
μήνα, με τη συμφωνία της Ρώμης το 1942 μεταξύ Γερμανίας και
Ιταλίας, ανάγκασαν την Ελλάδα να τους χορηγήσει, δήθεν, «κατοχικό
δάνειο» – με αφαίμαξη των υπολειμμάτων της ελληνικής οικονομίας–,
το οποίο ανήλθε στα 4 δις δολάρια και φυσικά δεν αποπληρώθηκε
ποτέ.
Οι Βούλγαροι επιδίωκαν την έξοδο στο Αιγαίο. Εφάρμοσαν
επίσης μέτρα εκμετάλλευσης της οικονομίας στην Ανατολική
Μακεδονία και τη Θράκη. Λήστεψαν τις καταθέσεις των Ελλήνων στις
τράπεζες και εξόντωσαν το ελληνικό επιχειρηματικό στοιχείο. Οι
κλοπές, οι λεηλασίες και οι επιτάξεις ήταν η μάστιγα του πληθυσμού.
Εκμεταλλεύτηκαν ακόμη τα ελληνικά καπνά της περιοχής, που ήταν
πολύτιμα.
Η διάλυση του κρατικού μηχανισμού από τις κατοχικές δυνάμεις,
η μείωση της εθνικής παραγωγής, η έλλειψη επάρκειας προϊόντων
στην αγορά και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και μαύρης αγοράς που
παρατηρήθηκαν, έκαναν την επιβίωση του πληθυσμού πολύ δύσκολη.
Ο εμφύλιος πόλεμος ισοπέδωσε ό,τι είχε απομείνει από την
τριπλή κατοχή. Ο επισιτισμός του πληθυσμού παρέμενε ανεπαρκής. Η
κρατική βοήθεια με τη συνδρομή διεθνών ανθρωπιστικών
οργανισμών, καθώς και η αμερικανική και αγγλική βοήθεια δεν
αξιοποιήθηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο, και δεν απευθύνονταν
δίκαια και ισότιμα προς όλους. Δεν αποφεύχθηκε επίσης η ιδιοτέλεια
248
στη διαχείριση της βοήθειας αυτής. Μια ακόμη γκρίζα σελίδα στην
ιστορία της περιόδου αυτής.
«Κοινή γαρ η Τύχη και το μέλλον αόρατον»
Ισοκράτης (436-338 π.Χ.)

1.2. Περίοδος 1950-1973


Η Ελλάδα βγήκε από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο σε άθλια
οικονομική κατάσταση. Ο λαός λιμοκτονούσε, η γεωργική παραγωγή
είχε καταρρεύσει, η καχεκτική βιομηχανία ήταν, ουσιαστικά, σε
αποσύνθεση, οι λιγοστές υποδομές κατεστραμμένες, τα προβλήματα
στέγης μεγάλα, η περίθαλψη ανύπαρκτη.
Η χώρα έπαθε τις περισσότερες καταστροφές και λεηλασίες,
συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στον
πόλεμο. Δοκίμασε τη σκληρότητα της τριπλής κατοχής, των Γερμανών,
των Ιταλών και των Βουλγάρων. Το 42% του συνολικού παγίου
κεφαλαίου της χώρας καταστράφηκε, και τα ανθρώπινα θύματα
ανέβηκαν σε χιλιάδες, χώρια όσοι διώχτηκαν ή εγκατέλειψαν
αναγκαστικά τις εστίες τους για να αποφύγουν τη βία και τους
θανάτους. Την άθλια αυτή οικονομική και κοινωνική κατάσταση ήρθε
να ισοπεδώσει ο εμφύλιος σπαραγμός. Αύξησε τις καταστροφές και
τους θανάτους και επιβράδυνε την ανασυγκρότηση της χώρας. Χάρη
ωστόσο στην αμερικανική βοήθεια, η χώρα προσπάθησε να
επουλώσει τις πληγές της και να αναζητήσει τρόπο να ορθοποδήσει.
Για τις ευρωπαϊκές χώρες, ο πόλεμος τελείωσε το 1945. Μια
δεκαετία μετά, οι ευρωπαϊκές οικονομίες, όχι μόνο είχαν καταφέρει
να ανασυγκροτηθούν, αλλά ακολουθούσαν κιόλας ταχείς ρυθμούς
ανάπτυξης και φυσικά οικονομικής ευημερίας, με υψηλά επίπεδα
επενδύσεων, παραγωγής, απασχόλησης και εισοδήματος. Η Ελλάδα
αντίθετα αγωνίζονταν να κλείσει τις πληγές της και να ξεχάσει τα μίση
και τα πάθη. Ακολουθούσε τους προπολεμικούς βηματισμούς, δεν
249
είχε διαμορφώσει πολιτική, οι προοπτικές φαίνονταν γκρίζες,
παρέμενε φτωχή και καθυστερημένη δομικά, μορφωτικά και
εισοδηματικά.
Οι πληθωριστικές πιέσεις, μέχρι το 1953, ήταν έντονες και δεν
βοηθούσαν στην ανάληψη σοβαρής προσπάθειας οικονομικής
ανάκαμψης. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα για πολλά χρόνια, καθώς
και τα ελλείμματα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, οφειλόμενα
στη μεγάλη και διηνεκή ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου, είχαν
καταδικάσει την ελληνική οικονομία σε αστάθεια και μαρασμό, που
μόνο με την αμερικανική βοήθεια θα μπορούσε να επιβιώσει. Οι
πρώτες ενδείξεις χαλάρωσης της νομισματικής αστάθειας και
εξισορρόπησης των δημοσίων οικονομικών, εμφανίζονται το 1953 με
τη νομισματική μεταρρύθμιση, τότε που φαίνονταν βέβαιο ότι θα
περιορίζονταν η εξωτερική οικονομική βοήθεια, και η χώρα θα έπρεπε
πλέον να στηρίζεται στα δικά της μέσα. Η ανάγκη λοιπόν εξυγίανσης
της ελληνικής οικονομίας και η τοποθέτησή της σε τροχιά
αυτοδύναμης ανάπτυξης ήταν επιτακτική.
Είναι γνωστό ότι η νομισματική αστάθεια προκαλεί δυσπιστία
στο νόμισμα (εν προκειμένω στη δραχμή ) και – σε συνδυασμό με τα
χαμηλά εισοδήματα – δεν ευνοεί την ιδιωτική αποταμίευση, γι’ αυτό
και οι καταθέσεις στις τράπεζες ήταν πενιχρές έως ανύπαρκτες. Το
όποιο περίσσευμα οικογενειακού εισοδήματος υπήρχε, επενδύονταν
σε χρυσές λίρες ή στην καλύτερη περίπτωση σε ακίνητα. Οι πολίτες
δεν εμπιστεύονταν τις καταθέσεις στις τράπεζες.
Έπρεπε λοιπόν να αλλάξει το κλίμα κι αυτό μπορούσε να γίνει με
μια σταθερή και συνεπή – και επομένως αξιόπιστη – πολιτική
οικονομικής ανάπτυξης, που θα οδηγούσε σε σταθεροποίηση της
οικονομίας και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των πολιτών και του
ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Όσο η οικονομική (και πολιτική)
αστάθεια συνεχίζονταν, δεν υπήρχε δυνατότητα προσέλκυσης
ιδιωτικών επενδύσεων, από τις οποίες θα μπορούσε να αναμένεται
250
ανάπτυξη, βελτίωση του εθνικού εισοδήματος και του επιπέδου
διαβίωσης του ελληνικού λαού.
Η λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης επηρεάζει θετικά ή
αρνητικά τη διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης. Την αρχή της
δεκαετίας του 1950, η διοικητική μηχανή λειτουργούσε με
προπολεμικές μεθόδους διοίκησης. Επομένως, η επανίδρυσή της ήταν
αναγκαία για να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες ταχείας οικονομικής
ανάπτυξης, που απαιτούσε η μεταπολεμική περίοδος. Ο
αυτοσχεδιασμός και οι προχειρότητες (που δυστυχώς επικρατούν τα
τελευταία 35 χρόνια σε αυξημένο βαθμό), όχι μόνο δεν βοηθούν στην
επίλυση των προβλημάτων, αλλά οξύνουν παραπέρα την κατάσταση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Ελλάδα εξακολουθούσε να
ανήκει στις υπανάπτυκτες χώρες, με χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα,
με χαμηλές έως μηδενικές επενδύσεις, με αδύνατη παραγωγή, με
νομισματική και οικονομική αστάθεια, με τους «επιτήδειους» να
λυμαίνονται το λιγοστό δημόσιο χρήμα και την ξένη οικονομική
βοήθεια, για να γίνονται πλουσιότεροι... Αν δεν κινητοποιούσε τις
υγιείς δυνάμεις της κατά τρόπο συστηματικό, συνεπή, σταθερό και με
προοπτική, ώστε να μπει στο δρόμο της προόδου και της ευημερίας,
κινδύνευε να παραμείνει στο περιθώριο των εξελίξεων.
Την αυγή της δεκαετίας του 1950, όλοι οι τομείς της χώρας ήταν
σε άθλια κατάσταση:
Στον αγροτικό τομέα, ο κλήρος ήταν μικρός, οι καλλιεργήσιμες
εκτάσεις λίγες, οι έγγειες βελτιώσεις σχεδόν ανύπαρκτες, οι
στρεμματικές αποδόσεις (η παραγωγικότητα) μικρές. Το κατά κεφαλή
εισόδημα των αγροτών ήταν κάτω από το όριο της φτώχειας, με
επίπτωση στη διαμόρφωση της συνολικής ζήτησης. Ο αγροτικός
τομέας αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες σε τρόφιμα – γεωργικής
και κτηνοτροφικής παραγωγής – της εσωτερικής αγοράς.

251
Η βιομηχανία λειτουργούσε υπό καθεστώς υψηλής
δασμολογικής προστασίας για να επιβιώσει. Απευθυνόταν, κατ’
αποκλειστικότητα, στην αναιμική εσωτερική αγορά και τα μέτρια
ποιοτικά προϊόντα της εκάλυπταν τη χαμηλή ζήτηση των αδύνατων
εισοδηματικά κοινωνικών ομάδων. Οι περισσότερες παραγωγικές
μονάδες της βιομηχανίας ήταν πολύ μικρές, με υψηλό κόστος και
μέτριας ποιότητας προϊόντα. Οι ελλείψεις στις υποδομές και στην
οργάνωση της χρηματαγοράς (τράπεζες) και της κεφαλαιαγοράς
(Χρηματιστήριο), δεν ευνοούσαν τη διαδικασία οικονομικής
ανάπτυξης της χώρας και επομένως την βελτίωση της απασχόλησης,
με συνέπεια να αυξηθεί η εξωτερική μετανάστευση. Ο τουρισμός ήταν
ακόμα σε εμβρυώδη κατάσταση. Εξάλλου, οι τουριστικές υποδομές
ήταν ανύπαρκτες και το τουριστικό συνάλλαγμα μηδενικό. Η εμπορική
ναυτιλία λειτουργούσε στο εξωτερικό. Η εγκατάλειψη της χώρας στη
δεκαετία του 1940, λόγω του πολέμου, έκανε μόνιμη έδρα των
ναυτιλιακών επιχειρήσεων τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Άρα, η
εισροή συναλλάγματος από την εμπορική ναυτιλία ήταν λιγοστή έως
ανύπαρκτη. Η εισροή ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις δεν
ευνοούνταν ακόμα από την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα.
Συνεπεία αυτής της καχεξίας της ελληνικής οικονομίας, το
εμπορικό ισοζύγιο ήταν έντονα ελλειμματικό και η κάλυψή του
προβληματική, αφού οι πηγές εσόδων του Κράτους ήταν
περιορισμένες. Η άρση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας
και η εξασφάλιση νομισματικής και οικονομικής ισορροπίας, ήταν ο
μόνος δρόμος για την πρόκληση της οικονομικής ανάπτυξης.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής
οικονομίας ήταν, την εποχή αυτή, η ανεργία, το χαμηλό βιοτικό
επίπεδο και η άνισος κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Προείχε
λοιπόν η συντονισμένη προσπάθεια για εντατική εκμετάλλευση των
παραγωγικών πηγών της χώρας. Αυτό προϋπέθετε σημαντικές
παραγωγικές επενδύσεις. Όμως η μεγέθυνση του εισοδήματος, από
252
μόνη της, δεν λύνει το πρόβλημα. Χρειάζεται η δίκαιη κατανομή του.
Φυσικά, η αύξηση του χρηματικού εισοδήματος πρέπει να συμβαδίζει
με την αύξηση του πραγματικού. Χωρίς νομισματική σταθερότητα,
είναι δύσκολο να συμβαδίζουν τα δυο αυτά μεγέθη.
Οι πρώτες κυβερνήσεις (του Σοφοκλή Βενιζέλου και του
Νικολάου Πλαστήρα), που προέκυψαν μετά το τέλος του εμφυλίου (το
1950 και 1951), ήταν βραχύβιες. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του
1952, κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία ο «Εθνικός Συναγερμός» και
εσχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Στρατάρχη Αλέξανδρο
Παπάγο. Η κυβέρνηση αυτή ανέδειξε δυο ευτυχή γεγονότα:
α) Την τοποθέτηση του Σπύρου Μαρκεζίνη στο υπουργείο
Συντονισμού, στον οποίο οφείλεται η επιτυχημένη νομισματική
μεταρρύθμιση του 1953: Προχώρησε στη δραστική υποτίμηση της
δραχμής, κατά 50%, έναντι του δολαρίου και των άλλων νομισμάτων,
έκοψε τα τρία μηδενικά από τις παλιές νομισματικές μονάδες,
διπλασίασε την τιμή του δολαρίου από 15 σε 30 δρχ. και περιόρισε
τον πληθωρισμό. Η δραχμή προσδέθηκε στο ισχυρό νόμισμα του
δολαρίου. Τα μέτρα που υποστήριξαν την μεταρρύθμιση ήταν καλά
σχεδιασμένα και απέβλεπαν στη συγκράτηση των τιμών, ώστε να μην
εξανεμισθούν οι ευνοϊκές συνέπειες της υποτίμησης στην ανάπτυξη
της οικονομίας. Η νομισματική σταθερότητα που ακολούθησε, με τις
διάδοχες κυβερνήσεις, – για μεγάλη χρονική περίοδο –, ευνόησε τη
θετική επίδραση της μεταρρύθμισης στην παραπέρα αναπτυξιακή
πορεία της οικονομίας.
β) Την τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο υπουργείο
Δημοσίων Έργων, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα κατά τη
θητεία του εκεί. Οργάνωσε το υπουργείο, επέλεξε τους συνεργάτες
του και στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού, κατάρτισε μελέτες
και προγράμματα, και εκτέλεσε σημαντικά έργα βραχυπρόθεσμης και
μακροπρόθεσμης απόδοσης, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στη
δημιουργία της απαραίτητης υποδομής για την οικονομική ανάπτυξη
253
της χώρας. Το έργο αυτό συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε από τον ίδιο
ως πρωθυπουργό της χώρας από το 1955.
Μετά το θάνατο του Αλ. Παπάγου, πριν τη λήξη της θητείας της
κυβέρνησής του, επελέγη, τον Οκτώβριο του 1955, ως πρωθυπουργός,
ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος τρεις μήνες αργότερα, το
Φεβρουάριο του 1956, κέρδισε τις εκλογές με τη σημαία της ΕΡΕ 1 και
κυβέρνησε δημιουργικά μέχρι 1963.
Η χώρα μόλις είχε βγει από τον εμφύλιο πόλεμο γεμάτη πληγές,
όχι μόνο υλικές, αλλά και ψυχικές. Τα ψυχικά τραύματα, που άφησε ο
αδελφοκτόνος σπαραγμός, ήταν πολλά και για να επουλωθούν
χρειάστηκε χρόνος και υπομονή.
Κατά την ανάληψη των καθηκόντων της τον Οκτώβριο του 1955,
η νέα κυβέρνηση, στις προγραμματικές δηλώσεις, καθόρισε τους
βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής της:
«Η κυβέρνησις είναι αποφασισμένη να λάβη τα επιβαλλόμενα
μέτρα δια των οποίων θα αμβλυνθούν αι δυσχέρειαι τας οποίας
αντιμετωπίζει σήμερον η ελληνική οικονομία. Και συγκεκριμένως. Επί
του δημοσιονομικού θέματος, η κυβέρνησις θα εφαρμόση πρόγραμμα
αυστηρών οικονομιών προς ισοσκέλισιν του προϋπολογισμού. Δεν θα
επιβληθή νέα φορολογία, θα εφαρμοστούν όμως μετ’ αυστηρότητος
αι υφιστάμεναι, προς αποτροπήν δε της φοροδιαφυγής θέλει ασκηθή
αυστηρός έλεγχος των μεγάλων εισοδημάτων. Την κεντρικήν γραμμήν
της οικονομικής μας πολιτικής θα αποτελέσει η σταθερότητα του
εθνικού νομίσματος...» 2.
«Σκοπός μας είναι να επιδιώξωμεν την εξυγίανσιν της
κυκλοφορίας, αφ’ ενός μεν απαλλάσσοντας αυτήν, κατά το δυνατόν,

1
Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση, κόμμα που δημιούργησε ο ίδιος μετά την επιλογή του
ως Πρωθυπουργού της χώρας το 1955.
2
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή (Κ.Κ.), Η καθημερινή, Ίδρυμα Κ.Κ., Αθήνα, τόμος
1, σελ. 272-273.
254
από την επίδρασιν του δημοσιονομικού παράγοντος, αφ’ ετέρου δε
ενισχύοντες πληρέστερον τους πλέον σημαντικούς κλάδους της
οικονομικής μας δραστηριότητος και ιδιαίτερα την γεωργίαν»1.
Σε μεταγενέστερες ανακοινώσεις:
«Πρέπει επίσης να κατανοηθεί ότι χωρίς πραγματικήν και υγιά
αύξησιν της παραγωγής δεν μπορεί να αυξηθεί το βιοτικόν μας
επίπεδον. Αυξήσεις εις τας χρηματικάς αμοιβάς, όταν δεν
υπαγορεύονται από πραγματικήν μεταβολήν εις την παραγωγήν,
ουδένα τελικώς ωφελούν και ζημιώνουν το σύνολον, διότι οδηγούν εις
πληθωρισμόν και πλήττουν την χώραν και τους οικονομικά
ασθενέστερους» 2.
«Βασικήν επιδίωξιν της κυβερνήσεως αποτελεί η πραγματική
ισοσκέλισις του προϋπολογισμού. Ο μεταπολεμικός προϋπολογισμός
παρουσιάζει εις στο σκέλος των εξόδων ιδιάζουσαν ανελαστικότητα.
Καταλαμβάνεται σχεδόν ολόκληρος από τα μεγάλα κονδύλια του
μισθολογίου και των στρατιωτικών δαπανών...» 3.
«Εξ ίσου αναγκαία είναι η δια παντός τρόπου διευκόλυνσις του
έντιμου φορολογουμένου, δια του εκσυγχρονισμού της φοροτεχνικής
μας υπηρεσίας, του σεβασμού των βιβλίων των ειλικρινών
φορολογουμένων και της ιδρύσεως φορολογικών δικαστηρίων» 4.
«Πρέπει η (Δημόσια) Διοίκησι να καταστή προσιτή εις τον πολίτη
αφ’ ενός δια της εκλογικεύσεως και απλουστεύσεως της διοικητικής
μηχανής και αφ’ ετέρου δια της εφαρμογής μιας αποκεντρώσεως, ήτις,
δια να είναι ουσιαστική και αποδοτική, πρέπει να συνδυασθή με μιαν
πραγματικήν οικονομικήν αποκέντρωσιν» 5.

1
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπ. παρ.
2
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, (Κ.Κ.), Η καθημερινή, Ίδρυμα Κ.Κ., Αθήνα, τόμος
2, σελ. 27.
3
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπ. παρ., σελ. 44-47.
4
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπ. παρ.
5
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπ. παρ.
255
Σε άλλες ανακοινώσεις διατυπώνεται η άποψη ότι, για να
επιτευχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας και ο εκσυγχρονισμός του
παραγωγικού δυναμικού, είναι ανάγκη να σημειωθεί στροφή στην
τεχνική εκπαίδευση (τεχνική παιδεία και επαγγελματική εξειδίκευση).
Η Ελλάδα την εποχή αυτή εμφανίζονταν, από την άποψη της τεχνικής
εκπαίδευσης, καθυστερημένη. Χρειάζονταν αναθεώρηση και
εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Τον Απρίλιο του 1956, η κυβέρνηση αναγγέλλει την εφαρμογή
πενταετούς προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, που θα
περιελάμβανε όλα τα αμέσου απόδοσης έργα και θα υλοποιούσε την
οικονομική πολιτική της.
Οι επιδιώξεις της κυβέρνησης, την περίοδο αυτή, συνοψίζονται
ως εξής:
• Δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και σταθερότητας –

πολιτικής και οικονομικής – και βελτίωση της πιστοληπτικής


ικανότητας της χώρας.
• Ισοσκέλιση του κρατικού προϋπολογισμού με τρόπο υγιή,

χωρίς να «χρησιμοποιηθεί η εκδοτική μηχανή» και χωρίς να


δεσμευτούν κεφάλαια που προορίζονται για παραγωγικές επενδύσεις.
• Εκτέλεση αξιόλογων παραγωγικών έργων, όπως έργα
εξηλεκτρισμού της χώρας, έργα οδοποιίας, λιμενικά,
εγγειοβελτιωτικά, αεροπορικές συγκοινωνίες, διυλιστήριο
πετρελαίου, βιομηχανία λιπασμάτων, εκμετάλλευση του ορυκτού
πλούτου της χώρας, ξενοδοχειακές μονάδες και πολλά άλλα.
• Λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με κανόνες πάγιους,

σαφείς, απλούς και γνωστούς εκ των προτέρων, ώστε να


διευκολύνονται και να ικανοποιούνται οι πιστοδοτούμενοι.
• Αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, ώστε να μπορέσουν οι

τράπεζες να παράσχουν με άνεση πιστώσεις στην ιδιωτική οικονομία.

256
• Διεύρυνση, με μέτρο, της νομισματικής κυκλοφορίας, με στόχο
την ανακούφιση των διαφόρων κλάδων της οικονομίας, χωρίς να
διαταράσσεται η νομισματική σταθερότητα.
• Προσέλκυση του ενδιαφέροντος του ελληνικού κεφαλαίου του

εξωτερικού για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα.


• Βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών.

• Αύξηση των αποθεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε χρυσό

και συνάλλαγμα.
Οι 3 βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης ήταν:
• Η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.
• Οικονομική και νομισματική σταθεροποίηση.

• Η αναζήτηση των οικονομικών μέσων που θα καθιστούσαν

δυνατή τη χρηματοδότηση των υποδομών και των διαφόρων κλάδων


της οικονομίας.

***
Η Ελλάδα την επαύριον του Β’ παγκοσμίου πολέμου και του
εμφυλίου ήταν λοιπόν γεμάτη πληγές, υλικές και ψυχικές. Οι
ανύπαρκτες υποδομές, το υποβαθμισμένο επίπεδο υγείας, η
εκτεταμένη ανεργία, η άνιση κατανομή του εισοδήματος και το
χαμηλό βιοτικό επίπεδο..., κυριαρχούσαν στην καθημερινότητα των
πολιτών, ενώ οι μνήμες από τον εμφύλιο σπαραγμό ήταν ακόμα
νωπές. Τα πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούσαν υποτονικά και δεν
ευνοούσαν τις οικονομικές δραστηριότητες. Η γεωργία και η
βιομηχανία ήταν ακόμα στο στάδιο της υπανάπτυξης, ο τουρισμός
ήταν σε εμβρυώδη κατάσταση και η εμπορική ναυτιλία
δραστηριοποιούνταν με έδρα το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Το
εμπορικό ισοζύγιο της χώρας ήταν έντονα ελλειμματικό. Επομένως, οι
διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και η εξασφάλιση της
νομισματικής ισορροπίας ήταν μονόδρομος.

257
Ευτυχώς, την κρίσιμη αυτή στιγμή για την Ελλάδα, υπήρξε ένας
προικισμένος πολιτικός άνδρας, που είχε τη θέληση και τη δύναμη να
αντιμετωπίσει τη δύσκολη αυτή κατάσταση και να οδηγήσει τη χώρα
σε τροχιά ανάπτυξης. Ο Κων/νος Καραμανλής κυβέρνησε με σχέδιο,
συνέπεια και στρατηγική. Είχε στόχους, τους οποίους κυνήγησε με
πάθος. Η χώρα ξαναγεννήθηκε. Απέκτησε ηλεκτρική ενέργεια,
προϋπόθεση για την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων και
τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, οι βιομηχανικές επενδύσεις
εντατικοποιήθηκαν, η γεωργία άρχισε να αναδιαρθρώνεται και
απόκτησε υποδομές. Οι παντός είδους λοιπές υποδομές βελτιώθηκαν
αισθητά. Η ανάπτυξη της χώρας ακολούθησε υψηλούς ρυθμούς, από
τους υψηλότερους του κόσμου, το βιοτικό επίπεδο του λαού
βελτιώθηκε, όλες οι οικονομικές δραστηριότητες απέκτησαν
αναπτυξιακή δυναμική. Η Ελλάδα απέκτησε αξιοπιστία και ευρωπαϊκό
προσανατολισμό, με τη σύνδεσή της με την ευρωπαϊκή οικονομική
οικογένεια, το 1962. Τα χρόνια που ακολούθησαν, έφεραν τη
σφραγίδα της πρώτης αυτής μετα-πολεμικής περιόδου.
Η οικονομία οδηγήθηκε σε εξωστρέφεια και στη βαριά
βιομηχανία, που ήταν (και είναι) ο μοναδικός δρόμος να μειωθεί το
έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και να ακολουθήσει η υγιής
ανάπτυξη. Ένα τέτοιο σχέδιο, για να επιτύχει, χρειάζεται διάρκεια στην
υλοποίησή του, επομένως να το υποστηρίξουν όλες οι επόμενες
κυβερνήσεις με προσήλωση και συνέπεια. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε.
Τις επόμενες δεκαετίες, επικράτησαν η δημαγωγία, η ασυδοσία, η
σπάταλη οικονομική πολιτική, οι μικροκομματικές σκοπιμότητες...,
καθώς και η ανεπάρκεια των «ταγών» της πολιτικής, ώστε ο στόχος
της υγιούς ανάπτυξης να παρεκκλίνει δραματικά. Οι «Δηλιγιάννηδες»
επικράτησαν στο πολιτικό γίγνεσθαι και απέτρεψαν την εμφάνιση
μιας σοβαρής και προικισμένης πολιτικής ηγεσίας, που θα επέφερε
την αναγκαία εξυγίανση στην οικονομία, θα επιδίωκε με προσήλωση
και συνέπεια το στόχο και θα οδηγούσε τη χώρα σε μόνιμη και
σταθερή ανάπτυξη. Για να επικρατήσουν οι «ταγοί αυτοί της
258
πολιτικής», διέφθειραν όχι μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και την
κοινωνία. Την κατέστησαν συνοδοιπόρο και συνένοχη στην ηθική
απαξίωση και στον εκτροχιασμό, ώστε και η ίδια να γίνει, εκτός από
θύμα και « θύτης» του ίδιου του εαυτού της.
Οι επιτεύξεις των κυβερνήσεων του Κων/νου Καραμανλή,
θορύβησαν το παλαιοπολιτικό σύστημα της χώρας, που έβλεπε να
απομακρύνεται ο χρόνος για την κατάκτηση και νομή της εξουσίας. Ο
Γεώργιος Παπανδρέου (που ένωσε τις κατακερματισμένες πολιτικές
δυνάμεις σε ένα ενιαίο κόμμα), κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα»,
παρασυρμένος από συγκεκριμένα ΜΜΕ (που είχαν ήδη
προσεταιριστεί το γιο του Ανδρέα), κι έτσι η χώρα μπήκε σε
παρατεταμένη πολιτική κρίση. Οι εξελίξεις έφεραν στην εξουσία τις
κυβερνήσεις του πολιτικού Κέντρου. Οι αδέξιοι χειρισμοί του
Στέμματος, σε συνδυασμό με τις πρακτικές της νέας κυβέρνησης Γ.
Παπανδρέου, οδήγησαν σε ανατροπές και έφεραν το χάος στην
πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Η ανάπτυξη εγκαταλείφθηκε.
Οι νέες επενδύσεις μηδενίστηκαν, η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών
στη γεωργία ξεχάστηκε, η σπατάλη του δημόσιου χρήματος πήρε
διαστάσεις, η ανερμάτιστη πολιτική και τα ρουσφέτια κυριάρχησαν,
τα ελλείμματα μεγεθύνθηκαν, το εξωτερικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε.
Η σύγχυση και η αβεβαιότητα επικράτησαν παντού. Η δημαγωγία, οι
κινητοποιήσεις, τα έκτροπα, οι συκοφαντίες... εκτροχιάστηκαν. Οι
εξελίξεις αυτές προκάλεσαν την ανατροπή του πολιτεύματος και την
έλευση της δικτατορίας το 1967, που διήρκεσε επτά χρόνια
Η έλευση της δικτατορίας, εκτός από την κατάργηση των
δημοκρατικών ελευθεριών, είχε δυσμενείς επιπτώσεις στις διεθνείς
σχέσεις της χώρας και στα οικονομικά, λόγω κυρίως της αναστολής
λειτουργίας της Συνθήκης Σύνδεσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που υπογράφηκε το 1961. Η χώρα
απομονώθηκε και έμεινε στο περιθώριο των εξελίξεων. Το δικτατορικό
καθεστώς εκυβέρνησε χωρίς, ουσιαστικά, επεξεργασμένο σχέδιο και

259
στόχους, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις του δημοσίου χρήματος να
μην κατανέμονται ορθολογικά και αξιολογικά στις διάφορες
οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, ενώ οι λειτουργικές δαπάνες
του Δημοσίου ακολούθησαν ανοδική πορεία, λόγω κυρίως της
αύξησης των προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, και συγχρόνως η
νομισματική και πιστωτική πολιτική οδήγησαν σε ένταση των
πληθωριστικών πιέσεων. Ωστόσο, τα οικονομικά μεγέθη, το
μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αυτής (1967-1974), φαίνονταν να
κινούνται ικανοποιητικά, με πρώτη την οικοδομική δραστηριότητα.
Τα δυο τελευταία χρόνια της δικτατορίας, τα πράγματα
χειροτέρεψαν. Το ξέσπασμα της πετρελαϊκής κρίσης βρήκε την
κυβέρνηση απροετοίμαστη. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε, η
οικοδομική δραστηριότητα περιορίστηκε, η ανεργία αυξήθηκε. Το
έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε, ο
πληθωρισμός έγινε καλπάζων.
Το 1974, το πραξικόπημα εναντίον του Εθνάρχου Μακαρίου
στην Κύπρο και η επέμβαση του τουρκικού στρατού στο νησί, έφεραν
τον Κων/νο Καραμανλή εσπευσμένα στην Ελλάδα για να αναλάβει τη
διακυβέρνηση της χώρας.
Οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό τομέα την περίοδο των δύο
τελευταίων χρόνων της δικτατορίας είχαν ως εξής: Το 1973 και 1974, η
ελληνική οικονομία βρίσκονταν υπό κατάρρευση. Η πετρελαϊκή κρίση
βρήκε την οικονομία απροετοίμαστη. Η δικτατορική κυβέρνηση
αιφνιδιάστηκε και δεν πήρε έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα για να
προστατεύσει την ελληνική οικονομία από την κρίση, με αποτέλεσμα
ο πληθωρισμός να ανεβεί στο 15,5% το 1973 και στο 26,9% το 1974. Η
κρίση έφερε την επιδείνωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών. Το
έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από 401,5 εκατ.
δολάρια το 1972 έφτασε το 1.191,5 εκατ. δολάρια το 1973. Οι
ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου εσημείωσαν πτώση κατά
26,6% το 1974 και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 29,4%. Υποχώρησε

260
επίσης κι η βιομηχανική παραγωγή κατά 6,8% το δεύτερο εξάμηνο του
1974.
1.3. Περίοδος 1974-2007 (Η μεταπολίτευση)
Από την περίοδο της ευημερίας του 1955-1963, η χώρα πέρασε
μέσα από συμπληγάδες για να φτάσει το 1973, στα γεγονότα του
Πολυτεχνείου και το 1974, στην κατάληψη της Κύπρου από την
Τουρκία, την επάνοδο του Κων/νου Καραμανλή στην πολιτική σκηνή
του τόπου, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τις θεσμικές
μεταρρυθμίσεις και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη
της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), με τον ίδιο
πρωθυπουργό να συνεχίζει το έργο που άφησε το 1963 και να
προσπαθεί να βγάλει τη χώρα από τα νέα αδιέξοδα. Η δεκαετία 1964-
1974, ήταν μια χαμένη περίοδος για τη χώρα.
Η κρίση του πετρελαίου το 1973, δημιούργησε προβλήματα στη
χώρα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ραγδαία αύξηση των
τιμών του πετρελαίου, προκάλεσε οικονομική και νομισματική
αστάθεια. Παράλληλα, οι εσωτερικές έντονες διαμαρτυρίες εναντίον
του χουντικού καθεστώτος πήραν τη μορφή καταιγίδας. Ο ξεσηκωμός
των φοιτητών της Νομικής και η έκρηξη του Πολυτεχνείου ήταν το
αποκορύφωμα των αντιδράσεων, που εσήμαναν το τέλος του
καθεστώτος. Η επέμβαση (πραξικόπημα) στην Κύπρο, το 1974, της
Χούντας με σκοπό την εξόντωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου,
Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, που «λειτούργησε» ως
ανεξάρτητο Κράτος με βάση τις συμφωνίες της Ζυρίχης, αποτέλεσε το
Βατερλό του καθεστώτος. Προκάλεσε την επέμβαση της Τουρκίας
στην Κύπρο και την κατάληψη μεγάλου μέρους των εδαφών του
Νησιού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η επάνοδος του Κων/νου
Καραμανλή τον Ιούλιο 1974 και η ανάληψη της διακυβέρνησης της
χώρας, με τη συγκρότηση κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, αποτέλεσε το
επιστέγασμα της εθνικής ομοψυχίας, δηλωτικό της μεγάλης λαχτάρας
του Έθνους να απαλλαγεί από το καθεστώς που κατάργησε τις
261
ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Η οικουμενική αυτή κυβέρνηση,
και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις που ακολούθησαν, οδήγησαν τη χώρα
από τη δικτατορία στη Δημοκρατία με τρόπο άψογο. Προχώρησαν
στον αστικό εκσυγχρονισμό, όσο τους επέτρεψαν τα κόμματα της
αντιπολίτευσης, που δεν άργησαν να επιδοθούν και πάλι στο
προσφιλές τους σπορ της δημαγωγίας.
Λυκαυγές: Η περίοδος αυτή από το 1974 μέχρι το 1980, ήταν
γόνιμη σε νομοθετικό έργο, που άλλαξε τη δομή της Πολιτείας και
επέτρεψε την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας, την ελεύθερη
έκφραση των ΜΜΕ και των κομμάτων, κλπ. Προκηρύχθηκαν
δημοκρατικές εκλογές (στις 17/11/1974), ψηφίστηκε το νέο
δημοκρατικό Σύνταγμα της χώρας (το 1975), έγινε δημοψήφισμα για
την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της
προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας (στις 8/12/1974),
αναγνωρίστηκε το ΚΚΕ και επιτράπηκε η εκπροσώπησή του στη Βουλή.
Αξιόλογο έργο πέτυχε επίσης στην Παιδεία, στον πολιτισμό και στον
αθλητισμό. Μερίμνησε ακόμα για την ενίσχυση της αμυντικής
ικανότητας της χώρας με σύγχρονο εξοπλισμό και τη δημιουργία
εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας.
Στον καθαρά οικονομικό τομέα, επιδίωξε την αναδιανομή του
εισοδήματος, την αύξηση των πάγιων επενδύσεων και του
Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, την εξασφάλιση της πλήρους
απασχόλησης, την προώθηση έργων για την επέκταση της παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως από πηγές που δεν εξαρτώνταν από το
πετρέλαιο ως καύσιμη ύλη, την έναρξη ερευνητικών γεωτρήσεων για
την εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου, τις παραπέρα έρευνες
για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας, την προώθηση
έργων περιφερειακής ανάπτυξης και τη θέσπιση κινήτρων, την
ενίσχυση των βιομηχανικών επενδύσεων, την επέκταση των
επενδύσεων στον τουρισμό..., παρά τα προβλήματα που
δημιουργούσαν η διεθνής κρίση πετρελαίου, η διαρροή
262
συναλλάγματος και η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων.
Ειδικότερα, οι αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης των εισαγωγών σε
προϊόντα πετρελαίου, βασική πηγή ενέργειας για την οικονομία και τη
βιομηχανία, που είχαν δομηθεί να λειτουργούν με αυτό του είδος
ενέργειας, ήταν ένα ακόμα από τα ανησυχητικά γεγονότα της
περιόδου αυτής.
Η κυβέρνηση αυτή αντιμετώπισε επίσης την ανάγκη δημιουργίας
του νέου διεθνούς αεροδρομίου των Σπάτων, του Μετρό της Αθήνας
και άλλων μεγάλων έργων υποδομής.
Η δεύτερη κρίση πετρελαίου, το 1979, ξεπέρασε τα όρια αντοχής
της οικονομίας, επιδείνωσε τις πληθωριστικές πιέσεις, αύξησε το
έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και επομένως τις
ανάγκες σε κεφάλαια χρηματοδότησης του ελλείμματος, τα οποία
(κεφάλαια) δεν διέθετε η χώρα.
Η κυβέρνηση επανέφερε τον Εθνικό Μακροπρόθεσμο
Προγραμματισμό, με το πενταετές πρόγραμμα 1978-1982, για
καλύτερη συνοχή και συντονισμό των κυβερνητικών αποφάσεων και
ενεργειών, και για την υποστήριξη της ανάπτυξης της οικονομίας. Στις
28 Μαΐου 1979, ο πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής υπέγραψε στο
Ζάππειο Μέγαρο τη Συνθήκη ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα, ως πλήρες μέλος, με ισχύ από 1η Ιανουαρίου
1981. Από την εκδήλωση απουσίαζαν το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας
Παπανδρέου (και το ΚΚΕ), συνεχίζοντας τη σκληρή αντιευρωπαϊκή
πολιτική: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο Συνδικάτο». Την περίοδο αυτή της
πρωθυπουργίας του, ο Κων/νος Καραμανλής εκυβέρνησε συνετά, με
προσανατολισμό στο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν» 1.

1
Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο «αρχιτέκτονας» της
Μεταπολίτευσης. Αποδυνάμωσε τους πραξικοπηματίες, έκλεισε την πόρτα στην
παλιά «Δεξιά» και προχώρησε στον αστικό εκσυγχρονισμό, παρά τις αντιδράσεις των
κομμάτων της αντιπολίτευσης.
263
Την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα
Παπανδρέου (1981-1989), κυριάρχησαν οι πελατειακές σχέσεις, ο
κρατικισμός, η σπάταλη οικονομική πολιτική, ο καιροσκοπισμός, ο
μηδενισμός και η ασυδοσία, η διαφθορά, η δημαγωγία, ο λαϊκισμός,
οι απειλές για την έξοδο της χώρας από την ΕΟΚ…
Οι κρατικοδίαιτοι και οι αργόσχολοι στο Δημόσιο διογκώθηκαν,
το λειτουργικό κόστος μεγεθύνθηκε, το ίδιο και τα ελλείμματα και το
δημόσιο χρέος, η παραγωγικότητα ελαχιστοποιήθηκε... Οι δημόσιες
επενδύσεις ατόνησαν, οι ιδιωτικές μηδενίστηκαν, η βιομηχανική
παραγωγή μειώθηκε, ο πληθωρισμός παρέμεινε καλπάζων, οι
εργαζόμενοι έγιναν φυγόπονοι, τα συνδικάτα αποθρασύνθηκαν, η
εχθρική συμπεριφορά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις επεκτάθηκε, οι
υπάρχουσες υποδομές αχρηστεύτηκαν, στρατηγικής σημασίας έργα
μπήκαν στο χρονοντούλαπο (Αεροδρόμιο Σπάτων, Μετρό της Αθήνας),
τα κοινοτικά κονδύλια διασπαθίστηκαν, το πραγματικό κατά κεφαλή
εισόδημα μειώθηκε, παρά τις γενναίες δραχμογόνες παροχές. Η
πασοκοποίηση του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας ήταν
γεγονός. Η φούσκα του ΠΑΣΟΚ ήταν θέμα χρόνου να σκάσει, όπως και
έγινε στην πρώτη μεγάλη δυσκολία, μόλις ξέσπασε η παρούσα
οικονομική κρίση.
Μέσα σ’ αυτό το βεβαρημένο κλίμα, η νέα κυβέρνηση Κων/νου
Μητσοτάκη (Ν.Δ.) κλήθηκε να κυβερνήσει (1990-1993). Τα πρώτα
μέτρα που πήρε ήταν διαρθρωτικά και οικονομικά: Η περιοριστική
πολιτική για τη μείωση των δαπανών του Δημοσίου, η συγκράτηση της
αύξησης μισθών και συντάξεων, οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών ή υπό
κρατικό έλεγχο επιχειρήσεων, η πώληση ή το κλείσιμο των
«κοινωνικοποιημένων» επιχειρήσεων, η αποκλιμάκωση του
πληθωρισμού, ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και
του δημόσιου χρέους, η εγκατάλειψη της ΑΤΑ το 1991, η
μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού Συστήματος (η πρώτη ουσιαστική) το
1990 και 1992, η αναστολή των παράνομων συνταξιοδοτήσεων δήθεν
264
αντιστασιακών και δήθεν αναπήρων, κλπ., ήταν μέτρα απαραίτητα για
την επαναφορά της οικονομίας στο σωστό δρόμο.
Οι επενδύσεις, τουλάχιστο αυτές του Δημοσίου, επανείρχισαν
(έργα οδοποιίας, δίκτυο του ΟΤΕ, ψηφιακή και κινητική τηλεφωνία), ο
διεθνής διαγωνισμός για το Μετρό της Αθήνας κατακυρώθηκε και
άρχισαν τα έργα, ο διεθνής διαγωνισμός για το Αεροδρόμιο των
Σπάτων δρομολογήθηκε (αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί).
Ωστόσο, τα τοκοχρεολύσια για την εξυπηρέτηση του δημόσιου
χρέους ήταν υπέρογκα και απομυζούσαν μεγάλο μέρος του κρατικού
προϋπολογισμού. Η σχεδιαζόμενη αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ έριξε
την κυβέρνηση Κων/νου Μητσοτάκη στο τέλος του καλοκαιριού του
1993. Μια καινούργια λέξη, με συγκεκριμένο περιεχόμενο, η
«διαπλοκή», έγινε έκτοτε της μόδας.
Η περίοδος της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τον Κώστα Σημίτη
διακρίνεται από θετικά και αρνητικά στοιχεία. Στα θετικά στοιχεία, η
διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε από την προσχώρηση της χώρας στην
Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και στην Ζώνη του Ευρώ,
από 1-1-2001 (υιοθέτηση του ευρώ από 1-1-2002). Οδηγός στην
προσπάθεια αυτή ήταν το Σύμφωνο Σταθερότητας (Συνθήκη του
Μάαστριχ). Με το επίτευγμα αυτό, η διεθνής θέση της χώρας
αναβαθμίστηκε, και υπήρξε διεθνής αναγνώριση για την πρόοδο που
επιτελέστηκε. Στα αρνητικά στοιχεία της διακυβέρνησης Κ. Σημίτη,
αναφέρονται η γιγάντωση της διαπλοκής, της διαφθοράς και της
σπάταλης διαχείρισης: Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα επιχειρηματικά
συμφέροντα (προμήθειες του Δημοσίου και δημόσια έργα), το
σκάνδαλο τη Siemens, το σκάνδαλο των στρατηγικών-αμυντικών
εξοπλισμών, οι υπερβάσεις στα ολυμπιακά έργα, η σπάταλη
διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και... το σκάνδαλο του
Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, είναι κραυγαλέα παραδείγματα
διαφθοράς, σε βάρος των κρατικών ταμείων και της κοινωνίας.

265
Η Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή (2004-2009) κέρδισε τις εκλογές το
Μάρτιο του 2004, με σημαία τη διαφθορά και την επανίδρυσή του
Κράτους. Λίγα πράγματα έκανε όμως, τόσο στο ένα όσο και στο άλλο.
Στα θετικά των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή καταγράφονται η
συγκράτηση του δημοσιονομικού ελλείμματος (την πρώτη τετραετία),
η επιτάχυνση των δημοσίων επενδύσεων και η ενθάρρυνση των
ιδιωτικών, η επανάκαμψη του τουρισμού, η μείωση της ανεργίας, η
επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στις χώρες της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η επίλυση του λιμνάζοντος από χρόνια
προβλήματος της Ολυμπιακής Αεροπορίας, η ήπια μεταρρύθμιση του
Ασφαλιστικού το Μάρτιο 2008, η αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, οι
συμφωνίες με τη Ρωσία για τους αγωγούς φυσικού αερίου, η
«ιδιωτικοποίηση» του Λιμένος Πειραιώς στους Κινέζους (των
εμπορικών σταθμών με μίσθωση), η αυξητική πορεία του ΑΕΠ... Στην
εξωτερική πολιτική υιοθετήθηκε με επιτυχία η «πολιτική ανοιχτών
οριζόντων».
Στα αρνητικά των κυβερνήσεων αυτών της Ν.Δ. καταγράφονται
οι αμφιλεγόμενες πρακτικές σχετικά με τα σκάνδαλα, όπως τα
δομημένα ομόλογα, η εξαγορά της αλυσίδας «Γερμανός» από τον ΟΤΕ,
η υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, ο εκτροχιασμός των δημοσίων
δαπανών (το 2007-2009)... και πολλά άλλα, που οι κυβερνήσεις αυτές
δεν «έβλεπαν».
Η δημαγωγία και η αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ και των
κομμάτων της Αριστεράς και οι ογκώδεις κινητοποιήσεις των
συνδικάτων, μαζί με την έντονη, χωρίς όρια, εκλογολογία και
σκανδαλολογία, οδήγησαν σε πρόωρες εκλογές, τις οποίες κέρδισε το
ΠΑΣΟΚ του Γ.Α. Παπανδρέου στις 4 Οκτωβρίου 2009, όταν η
οικονομική κρίση είχε εξαπλωθεί και άρχισε να χτυπάει την
πραγματική οικονομία.
«Αναρχίας μείζον ουκ’ εστί κακόν»
(Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την αναρχία)
Σοφοκλέους Αντιγόνη (496-406 π.Χ.)

266
ο
ΠΙΝΑΚΑΣ Ν 1: Εξέλιξη δημόσιου χρέους κεντρικής κυβέρνησης
(Σε εκατομμύρια δραχμές - Σε τρέχουσες τιμές)

ΑΚΑΘΑΡ.
ΣΥΝΟΛΟ ΕΣΩΤΕΡ. ΕΞΩΤΕΡ. % ΕΠΙ ΤΟΥ
ΕΤΟΣ ΕΓΧΩΡΙΟ
ΧΡΕΟΥΣ ΧΡΕΟΣ ΧΡΕΟΣ ΑΕΠ
ΠΡΟΪΟΝ
1980 473.841 362.825 111.016 1.523.724 31,1 (26,6)
1981 671.872 508.542 163.330 1.859.971 36,1
1982 928.290 693.521 234.769 2.310.688 40,2
1983 1.269.361 882.118 387.243 2.733.244 46,4
1984 1.882.769 1.259.212 623.557 3.362.588 56,0
1985 2.673.640 1.645.889 1.027.751 4.136.852 64,6
1986 3.230.325 1.943.073 1.287.252 4.872.730 66,3
1987 4.045.815 2.574.613 1.471.202 5.464.645 74,0
1988 5.383.339 3.704.336 1.679.003 6.578.295 81,8
1989 6.698.484 4.827.445 1.871.403 7.821.533 (1) 85,6
1990 9.382.146 7.303.287 2.078.859 9.215.096 (2) 101,8 (3)

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Μακροχρόνιες Στατιστικές Σειρές της Ελληνικής Οικονομίας,
Αθήνα 1992 (ΕΣΥΕ, Εθνικοί Λογαριασμοί).

(1) Προσωρινά στοιχεία.


(2) Εκτιμήσεις.
(3) Η έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εμφανίζει το
δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ – το 1988, το 1989 και το 1990 – σε ποσοστά
αισθητά χαμηλότερα από αυτά του πίνακα. Συγκεκριμένα, το 1990,
καταγράφεται στο 79,6%. Αυτό προφανώς οφείλεται στο ότι τις χρονιές
αυτές το ΑΕΠ αναφέρεται στα στοιχεία της Τ.τ.Ε. σημαντικά αυξημένο σε
σχέση με τα ποσά του πίνακα. Όπως αναφέρει η Τ.τ.Ε., μετά την έκδοση της
οδηγίας 89/130 του 1989 της ΕΟΚ, που επέβαλε στα κράτη-μέλη την
εναρμόνιση του καθορισμού του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, η Ελλάδα
υποχρεώθηκε να ευθυγραμμισθεί. Έτος βάσης ορίσθηκε το 1988.

267
ΠΙΝΑΚΑΣ Νο 2: Εξέλιξη δημόσιου χρέους Γενικής* Κυβέρνησης
(Σε εκατομμύρια δραχμές/ευρώ – Σε τρέχουσες τιμές)

Ακαθ. εγχώριο προϊόν Δημόσιο χρέος % επί


ΕΤΟΣ
Δραχμές Ευρώ Δραχμές Ευρώ του ΑΕΠ

1993 18.825.000 20.726.000 110,1


1994 23.983.000 25.806.000 107.6
1995 26.887.000 29.603.000 110,1
1996 29.698.000 33.323.000 112,2
1997 32.762.000 35.842.000 109,4
1998 35.683.000 37.860.000 106,1
1999 112.721 118.583 105,2
2000 121.639 129.181 106,2
2001 131.007 140.047 106,9
2002 141.575 148.023 104,7
2003 152.516 157.092 103,0

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Εκθέσεις του Διοικητή για το 1998, 2003, 2007.

Τράπεζα της Ελλάδος, Μηνιαία Στατιστικά Δελτία.


(*) Σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Τον Αύγουστο του 1999, φαίνονταν πως όλα τα κριτήρια


σύγκλισης θα μπορούσαν να επιτευχθούν: το δημόσιο χρέος ήταν υπό
έλεγχο 1, το δημόσιο έλλειμμα είχε περιοριστεί κάτω του 3%, τα
επιτόκια είχαν συγκλίνει κοντά στο μέσο όρο των χωρών με τις

1
Για να ακριβολογούμε, την κρίσιμη αυτή περίοδο, το δημόσιο χρέος, σύμφωνα με
στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κυμάνθηκε ως εξής: 1998: 106,1%, 1999:
105,2%, 2000: 106,2%, 2001: 106,9%, 2002: 104,7%, 2003: 103,0%, όπως φαίνεται
ο
στον πίνακα Ν 2. Η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε παρά την προσφυγή της
ελληνικής κυβέρνησης σε μεγάλο χρηματοοικονομικό οργανισμό για την τεχνική
βελτίωση του χρέους. Είναι βέβαια γνωστό ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Κι άλλες χώρες της Ε.Ε. προσέφυγαν στην τεχνογνωσία χρηματοοικονομικών
οργανισμών για να παρουσιάσουν βελτιωμένη εικόνα των εθνικών τους μεγεθών.
268
καλύτερες επιδόσεις. Ο μόνος στόχος που φαινόταν δύσκολο να
επιτευχθεί, ήταν αυτός του πληθωρισμού, που αντιστέκονταν
επίμονα. Τελικά, επιτεύχθηκε κι αυτός με τη μείωση του Φ.Π.Α. σε
ορισμένες υπηρεσίες, ανάμεσά τους και τα τιμολόγια της ΔΕΗ, καθώς
και με τη μείωση του ειδικού φόρου σε άλλες κατηγορίες προϊόντων.
Έτσι, το 1999, ο πληθωρισμός έκλεισε στο 2,6%. Η χώρα είχε
κατακτήσει την εκπλήρωση των κριτηρίων, που καθόριζε το Σύμφωνο
Σταθερότητας και ο δρόμος προς την ΟΝΕ είχε ανοίξει.

ΠΙΝΑΚΑΣ Νο 3: Εξέλιξη δημόσιου χρέους Γενικής Κυβέρνησης


(Σε εκατομμύρια δραχμές/ευρώ – Σε τρέχουσες τιμές)

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Η Ελληνική Οικονομία, τόμοι ΙΙ, 1982 και ΙΙΙ 1984.
Τράπεζα της Ελλάδος, Εκθέσεις Διοικητή για το 2003, 2007, 2011.
Τράπεζα της Ελλάδος, Μηνιαία Στατιστικά Δελτία.
Τράπεζα της Ελλάδος, Στατιστικά Δελτία Οικονομικής Συγκυρίας
Τράπεζα της Ελλάδος, Μακροχρόνιες Στατιστικές Σειρές της Ελληνικής Οικονομίας
1992.
Ελληνική Στατιστική Αρχή, Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδας 2009,2010.
ο
(1) Βλ. υποσημείωση Ν 1 (εναρμόνιση με την ΕΟΚ).

269
(2) Λόγω των αναθεωρήσεων ΑΕΠ την περίοδο αυτή. Σε μεταγενέστερους πίνακες
της Τράπεζας της Ελλάδος (2010,2011), ο λόγος αυτός εμφανίζεται στο 107,5%,
λόγω αναπροσαρμογής του δημόσιου χρέους, του 2007, στα 239.490 εκατ. ευρώ.
(3) Προβλέψεις. Μετά την εφαρμογή του PSI.
(4) Εκτιμήσεις.

ΠΙΝΑΚΑΣ Νο 4: Εξέλιξη του δημόσιου χρέους ως ποσοστού


επί του ΑΕΠ

ΕΤΟΣ %
1990 79,6 (1)
1991 82,2
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος,
1992 87,8 Έκθεση Διοικητή για το
1993 110,1 2003, σελ. 40.
1994 107,4
(1) Στον πίνακα Νο 1, ο λόγος του
1995 108,7 δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το
1996 111,3 1990, καταγράφεται στα 101,8%.
1997 108,2 Βλ. σχετική παρατήρηση στο
πίνακα αυτό
1998 105,8
1999 105,2
2000 106,2
2001 106,9
2002 104,7
2003 103,0

Στην αρχή του 2004, το ΠΑΣΟΚ παρέδωσε το δημόσιο χρέος στην


κυβέρνηση της Ν.Δ. του νεότερου Κώστα Καραμανλή, στο 103% του
ΑΕΠ. Το 2007, με κυβέρνηση ακόμα Ν.Δ., το δημόσιο χρέος
καταγράφεται στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος 1 στο 94,4% του
ΑΕΠ, προφανώς λόγω της αναθεώρησης του ΑΕΠ. Ο παραπέρα
εκτροχιασμός του χρέους αρχίζει το φθινόπωρο του 2008, όταν έγινε
αισθητή η παρουσία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και στην
Ελλάδα – βοηθούντος και του αναξιόπιστου φοροεισπρακτικού
μηχανισμού του υπουργείου Οικονομικών – και βέβαια συνεχίζει και

1
Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2007, σελ. 30 και 128.
270
σήμερα την ανοδική του πορεία. Στο τέλος του 2008, διαμορφώνεται
στο 113% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2009 στο 127% του ΑΕΠ, με τη
συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στη διαμόρφωσή του αυτή, αφού στις 4
Οκτωβρίου 2009 κέρδισε τις εκλογές και ως κυβέρνηση ανέστειλε την
εφαρμογή όλων των μέτρων, που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε
σχεδιάσει για την αντιμετώπιση της κρίσης, εμμένοντας (το ΠΑΣΟΚ)
στις προεκλογικές του υποσχέσεις. Στο τέλος του 2010, το δημόσιο
χρέος ξεπερνάει ελαφρά το 143% του ΑΕΠ και στο τέλος του 2011,
διαμορφώνεται στο 165% (βλ. πίνακα Νο 3 παραπάνω).
ΠΙΝΑΚΑΣ Νο 5: Οικονομικά μεγέθη στην Ευρώπη
(Α’ εξάμηνο 2012)

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΗΜ. ΧΡΕΟΣ ΑΝΕΡΓΙΑ


ΙΤΑΛΙΑ 3,9 120,1 9,1
ΙΣΠΑΝΙΑ 8,5 72,1 24,6
ΒΕΛΓΙΟ 3,7 101,8 7,3
ΟΛΛΑΝ 4,7 65,5 6,8
ΑΥΣΤΡΙΑ 2,6 72,4 4,1
ΣΛΟΒΑΚ 4,8 46,4 14,0
ΣΛΟΒΕΝ 6,4 47,7 8,6
ΕΛΛΑΔΑ 9,3 (1) 165,3 (1) 16,3 (1) (2)
Πηγή: Τύπος της Κυριακής, 29 Ιουλίου 2012.

(1) Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2011, σελ. 66, 120 και 126.
(2) Ως ποσοστό % επί του εργατικού δυναμικού.

ΠΙΝΑΚΑΣ Νο 6: Δημόσιο χρέος στην Ευρώπη – Τέλος 2010 (Σε δις. ευρώ)

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΑΕΠ %


ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2.080 2.499 83,0
ΙΤΑΛΙΑ 1.843 1.549 119,0
ΓΑΛΛΙΑ 1.591 1.933 82,3
ΒΡΕΤΑΝΙΑ 1.351 1.697 79,6
ΙΣΠΑΝΙΑ 639 1.063 60,0
ΟΛΛΑΝΔΙΑ 371 591 62,8
ΒΕΛΓΙΟ 341 353 96,6
ΕΛΛΑΔΑ 329 230 143,0
ΑΥΣΤΡΙΑ 205 284 72,2
ΠΟΛΩΝΙΑ 196 354 55,4
Πηγή: Η Ναυτεμπορική, 12 Ιουλίου 2012.

271
ΚΕΦ. 2 Η ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

2.1.Η εκδήλωση της κρίσης


Μεσούντος του 2008, ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση στις
ΗΠΑ, που εγκυμονούσε αρκετό καιρό πριν. Η κρίση ξεκίνησε από την
κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου.
Εκδηλώθηκε τον Ιούνιο του 2006, όταν η κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ
αύξησε τα επιτόκια και το 2007 τα οδήγησε σε επίπεδο τέτοιο, που
διόγκωσαν τις δόσεις των δανείων, με συνέπεια την αδυναμία των
νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να χάσουν,
με τις κατασχέσεις τα σπίτια τους.
Η αύξηση των κατασχέσεων των κατοικιών και η προσπάθεια
μεταπώλησης τους από τα πιστωτικά ιδρύματα, προκάλεσε παραπέρα
αύξηση της προσφοράς ακινήτων στην αγορά, ενώ η ζήτηση μειώθηκε,
λόγω το αυξημένου κόστους του χρήματος (αύξηση επιτοκίων).
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης στις Η.Π.Α. – από το τελευταίο τρίμηνο
του 2007 – επιτάχυνε την πτώση των τιμών των ακινήτων και τον
(αρνητικό) φαύλο κύκλο και οδήγησε σε ασφυξία τα πιστωτικά
ιδρύματα και τις εμπορικές τράπεζες.
Μεγάλη αμερικανική τράπεζα, η Lehman Brothers, εκήρυξε
πτώχευση, άλλες σώθηκαν την τελευταία στιγμή με την παρέμβαση
και στήριξη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και της κυβέρνησης των
ΗΠΑ. Η χρηματοπιστωτική ρευστότητα στην αγορά έγινε
προβληματική και η κρίση άρχισε να χτυπά και άλλες επιχειρήσεις,
όπως τις ασφαλιστικές, τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις χημικές
βιομηχανίες, τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις και άλλες.
Ενώ η οικονομική κρίση ξέσπαγε στις ΗΠΑ, η αρνητική
ψυχολογία που αναπτύχθηκε έτρεξε πιο γρήγορα από την κρίση και
κατέλαβε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αντιδράσεις των πολιτών

272
εκδηλώθηκαν πριν ακόμα εκδηλωθεί η κρίση στις χώρες της Ευρώπης,
της Ασίας, στην Αυστραλία …. Και προπαντός πριν περάσει η κρίση
στην πραγματική οικονομία.
Η οικονομική κρίση 1 έφτασε και στην Ελλάδα το δεύτερο ήμισυ
του 2009 και άρχισε να επιδρά στην πραγματική οικονομία. Η
ελληνική κυβέρνηση άρχισε να παίρνει έγκαιρα, παράλληλα με την
Ε.Ε., μέτρα για την προστασία των αποταμιευτών, για τη στήριξη των
ασθενεστέρων ομάδων πληθυσμού, την ενίσχυση της ρευστότητας
στην αγορά, τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού
και τη θωράκιση της οικονομίας, ώστε να περιοριστούν οι συνέπειες
της κρίσης. Όμως, τα μέτρα αυτά – που στο μεταξύ είχε πάρει η
κυβέρνηση της Ν.Δ. – κυρίως για τη βελτίωση των ελλειμμάτων και
του διογκωμένου δημοσίου χρέους κρίθηκαν ανεπαρκή από την Ε.Ε.
και από τις πραγματικές εξελίξεις της κρίσης. Έτσι, και στην Ελλάδα
άρχισαν να μειώνονται η ζήτηση, η παραγωγή, οι επενδύσεις, ο
ρυθμός ανάπτυξης …, να αυξάνεται η ανεργία, τα ήδη ευαίσθητα
δημόσια οικονομικά να απειλούνται με κατάρρευση και η ψυχολογία
να ακολουθεί ταχείς ρυθμούς επιδείνωσης.
Δυστυχώς, κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα, ούτε
τώρα κατάφεραν να συγκλίνουν στις απόψεις τους σε ένα τόσο
σοβαρό θέμα, που αφορούσε το οικονομικό μέλλον της χώρας και
των πολιτών της, όχι τόσο για αντικειμενικούς λόγους (διαφορά
αντιλήψεων), αλλά κυρίως για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Η έκρυθμη εσωτερική κατάσταση που επικράτησε με την
μαχητικότητα, χωρίς όρια, των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των
ΜΜΕ, ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο, δημιούργησε αρνητική
εικόνα για τη χώρα στους διεθνείς πιστωτικούς/επενδυτικούς κύκλους
1
Αναλυτικά για την οικονομική κρίση βλ. Διον. Δ. Κοντογιώργης, όπ. παρ., σελ. 467-
594, 2013. (Διαδίκτυο: dionysioskontogiorgisblogspot.gr).
Επίσης, του ιδίου, Η Ελλάδα στη Δίνη της οικονομικής κρίσης, 2008-2015, Αθήνα
2015 (Βλ. Ηλεκτρονική έκδοση, Διαδίκτυο).
273
και υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της. Τα spreads
και τα επιτόκια δανεισμού αυξήθηκαν και επιβάρυναν
περισσότερο το δημόσιο χρέος, η εισαγωγή επενδυτικών
κεφαλαίων μηδενίστηκε, η ανάπτυξη περιορίστηκε σε ρυθμούς κοντά
στο μηδέν, οι επιχειρήσεις άρχισαν να ασφυκτιούν, η ανεργία
επιδεινώθηκε.
2.2. Οι εκλογές και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009, εδικαίωσε
όσους πίστευαν στη νίκη του ΠΑΣΟΚ Γ.Α. Παπανδρέου. Το εκλογικό
σώμα έδωσε μεγάλη αυτοδυναμία στο κόμμα της, μέχρι τότε,
αξιωματικής αντιπολίτευσης και καταψήφισε τη Ν.Δ.. Ο τέως
Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής παραιτήθηκε από Πρόεδρος (της
Ν.Δ.) και δρομολόγησε τις εξελίξεις για την αντικατάσταση του, ενώ
συγχρόνως εγγυήθηκε την εξασφάλιση της ενότητας του κόμματος. Ως
ημερομηνία των εσωκομματικών εκλογών ορίστηκε η 29η Νοεμβρίου
2009.
Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης ήταν
επανάληψη των προεκλογικών υποσχέσεων του νέου πρωθυπουργού.
Ήταν άκαιρες και ουτοπιστικές και ως εκ τούτου ανέφικτες και
παραπλανητικές. Όλο το οικοδόμημα των εξαγγελιών του βασίζονταν
στο απατηλό σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Έκλεινε τα μάτια στα
συμβαίνοντα γύρω του σαν να μην τον αφορούσαν, όταν όλος ο
κόσμος και φυσικά η Ελλάδα, βυθίζονταν στην κρίση, διαψεύδοντας
κάθε πρόβλεψη και κάθε προσδοκία. Ο ανεπαρκής νέος
πρωθυπουργός έμελλε να διαχειριστεί την πρώτη και σημαντικότερη
αυτή περίοδο της κρίσης, που έκρινε και την εξέλιξη της τα επόμενα
χρόνια. Στις εσωκομματικές εκλογές της Ν.Δ. για την ανάδειξη νέου
Προέδρου πλειοψήφησε ο Αντώνης Σαμαράς.

274
Ενώ το 2009 έβαινε προς το τέλος του, με τη νέα κυβέρνηση στο
«τιμόνι» της χώρας, ο εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας δεν είχε
σταματημό.
2.3. Οι χρόνιες παθογένειες της οικονομίας και της πολιτικής
Οι αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας οφείλονται στα χρόνια
διαρθρωτικά προβλήματα, που καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να
αγγίξει και τώρα μέσα στην κρίση έχουν γίνει απειλητικά. Οι
στρεβλωτικές και χρονοβόρες διαδικασίες στη Δημόσια Διοίκηση, η
γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητά της, η χαμηλή έως
μηδενική παραγωγικότητα, το δυσβάσταχτο λειτουργικό κόστος, οι
χαριστικές αμοιβές για την ικανοποίηση συντεχνιακών συμφερόντων,
απόρροια πελατειακών σχέσεων, η ασυδοσία στη διαχείριση του
δημοσίου χρήματος, η διαπλοκή με τα ιδιωτικά συμφέροντα, τα
κυκλώματα που προστατεύουν τη φοροδιαφυγή με το αζημίωτο, η
διαφθορά στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, με την ανοχή του
πολιτικού συστήματος, λόγω πελατειακών σχέσεων, η οκνηρία, οι
αντιστάσεις για την διασφάλιση των «κεκτημένων», η κομματοκρατία,
η εκτεταμένη παραοικονομία και εισφοροδιαφυγή, τα κλειστά
επαγγέλματα, απόρροια επίσης πελατειακών σχέσεων, οι θεσμικές
αγκυλώσεις..., ο αναιμικός ιδιωτικός τομέας, το έντονα ελλειμματικό
ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, καθώς και οι ελλειμματικοί κρατικοί
προϋπολογισμοί, η χαμηλή ιδιωτική αποταμίευση, απότοκος της
καταναλωτικής ψυχολογίας, που ενθάρρυνε το πολιτικό σύστημα, η
διαστροφή σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ο ανυπόληπτος
συνδικαλισμός και τα κατευθυνόμενα Μ.Μ.Ε. ..., το διογκωμένο για
δεκαετίες δημόσιο χρέος και τα παρατεταμένα ελλείμματα που το
προκάλεσαν..., οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση,
με κύριο αυτουργό αυτού που βιώνει σήμερα η χώρα, το πολιτικό
σύστημα. Η σήψη είναι γενικευμένη και έχει καταλάβει και τους τρεις
πυλώνες της Δημοκρατίας: πολιτικό σύστημα, συνδικαλισμό, Μ.Μ.Ε.,
αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η σήψη άρχισε την άτυχη
275
εκείνη Οκταετία του 1980. Οι κυβερνήσεις αυτής της περιόδου
διέφθειραν το Κράτος, διάβρωσαν το πολιτικό σύστημα στο σύνολό
του και την ελληνική κοινωνία.
Τα εσωτερικά γεγονότα της περιόδου αυτής, όπως τα σκάνδαλα
με κυρίαρχο αυτό της Μονής Βατοπεδίου, τα βίαια επεισόδια του
Δεκεμβρίου 2008, οι κινητοποιήσεις των αγροτών τον Ιανουάριο
2009... και η μαχητικότητα, χωρίς όρια, των κομμάτων της
αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ εναντίον της κυβέρνησης,
δημιούργησαν την εικόνα μιας χώρας ασταθούς και επικίνδυνης για
κατάρρευση, επομένως αδύναμης να πάρει κρίσιμες αποφάσεις που
θα εξασφάλιζαν δημοσιονομική ισορροπία και θα βελτίωναν το
δημόσιο χρέος, χωρίς κοινωνικούς κραδασμούς.
Η έκρυθμη αυτή εσωτερική κατάσταση ταξίδεψε σε ολόκληρο
τον κόσμο, δημιούργησε αρνητική εικόνα για τη χώρα στους διεθνείς
πιστωτικούς και επενδυτικούς κύκλους και υποβάθμισε την
πιστοληπτική της ικανότητα. Τα επιτόκια δανεισμού αυξήθηκαν και
επιβάρυναν περισσότερο το δημόσιο χρέος, η εισαγωγή επενδυτικών
κεφαλαίων μηδενίστηκε, η ανάπτυξη περιορίστηκε σε ρυθμούς κοντά
στο μηδέν, οι επιχειρήσεις άρχισαν να ασφυκτιούν, η ανεργία
επιδεινώθηκε... Έτσι, ενώ μερικές χώρες της Ευρωζώνης παρουσίαζαν
το 2009 ελλείμματα που υπερέβαιναν τα ελληνικά, η Ελλάδα
εθεωρούνταν η πλέον ευάλωτη, στη κρίση, χώρα της Ε.Ε.. Στη φάση
αυτή, η δημοσιονομική πολιτική της δεν μπορεί παρά να είναι
αυστηρή. Λόγω του αυξημένου δημόσιου χρέους, η χώρα δεν έχει την
πολυτέλεια να αυξήσει το έλλειμμα για την ανακούφιση των
ασθενέστερων εισοδημάτων, γιατί ο δανεισμός θα επέφερε παραπέρα
αύξηση του δημόσιου χρέους και εκτροχιασμό της οικονομίας, σε μια
εποχή που το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν δυσμενές
(Α’ τρίμηνο 2009).

276
Είναι γνωστό ότι το συνολικό έλλειμμα της χώρας σύγκειται από
το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το έλλειμμα του
εμπορικού ισοζυγίου.
Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού απεικονίζει την αδυ-
ναμία των συνολικών εσόδων του Κράτους (άμεση και έμμεση φορο-
λογία, δασμοί, μη φορολογικά έσοδα, κλπ.) να καλύψουν το
λειτουργικό κόστος της Δημόσιας Διοίκησης. Δηλαδή, το Κράτος
ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει (τακτικός προϋπολογισμός).
Αν προσθέσει κανείς και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων,
απαραίτητο για τη βελτίωση των υποδομών και τη στήριξη της
ανάπτυξης, οι ανάγκες για τη χρηματοδότηση του κρατικού
προϋπολογισμού (επομένως των συνολικών ελλειμμάτων)
μεγεθύνονται. Η κάλυψή τους απαιτεί πόρους, κι όταν αυτοί δεν
υπάρχουν από εσωτερικές πηγές, οι κυβερνήσεις ανατρέχουν σε
εξωτερικό δανεισμό, που αυξάνει το δημόσιο χρέος. Εφόσον η
κατάσταση αυτή παγιώνεται, η χώρα οδηγείται αναπόφευκτα σε
αδιέξοδο. Δεδομένου ότι τα λειτουργικά έξοδα του Κράτους (του
τακτικού προϋπολογισμού) συντίθενται, στη συντριπτική τους
πλειονότητα, από τις δαπάνες προσωπικού (μισθούς, συντάξεις, άλλες
παροχές), θα απαιτηθεί για την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού
δραστική μείωση των δαπανών ή/και αύξηση των εσόδων. Αυτό θα
επιτευχθεί με τη ριζική μεταρρύθμιση των δομών της Δημόσιας
Διοίκησης, που θα καταλήξει σε ένα νέο, περισσότερο λειτουργικό και
λιγότερο γραφειοκρατικό οργανόγραμμα και θα συμβάλλει στην
ενδεχόμενη μείωση του προσωπικού ή των αποδοχών του (μισθών και
συντάξεων), στην καταπολέμηση της σπατάλης και της διαφθοράς
(των πελατειακών σχέσεων) και στην αύξηση των εσόδων του Κράτους
με την περιστολή της φοροδιαφυγής..., ή με μείγμα όλων αυτών των
μέτρων. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Το νοικοκύρεμα των δημοσίων
οικονομικών είναι μονόδρομος για να εξαλειφθούν τα ελλείμματα και
να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης.

277
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αποτελούσε ανέκαθεν ένα
μεγάλο πρόβλημα. Οι εξαγωγές της χώρας δεν εκάλυπταν παρά μόνο
το 1/3 περίπου των εισαγωγών. Αυτό σημαίνει ότι το Κράτος χρειάζο-
νταν χρήματα για να καλύψει τα υπόλοιπα 2/3 (περίπου το 70%) των
εισαγωγών, δηλαδή των αναγκών της εσωτερικής αγοράς σε προϊόντα
και υπηρεσίες (κυρίως καταναλωτικά αγαθά). Το έλλειμμα αυτό του
εμπορικού ισοζυγίου καλύπτονταν μεταπολεμικά και μέχρι σήμερα
από το πλεόνασμα των αδήλων πόρων (τουρισμός, εμπορική ναυτιλία,
μεταναστευτικά εμβάσματα), την καθαρή εισροή ξένων ιδιωτικών
κεφαλαίων και, τις τελευταίες δεκαετίες, τις εισροές από τα
διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε., κλπ. Σε περίπτωση που οι πόροι αυτοί
δεν επαρκούσαν, οι κυβερνήσεις κατέφευγαν σε εξωτερικό δανεισμό,
που επιβάρυνε το δημόσιο χρέος.
Ώστε, Αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας είναι (ήταν
πάντα) το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που
οφείλεται στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου 1 και αντανακλά τις
διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και της
παραγωγής, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων
(ποιότητα, κόστος, τιμές), που οδηγεί στην επιδείνωση των «Όρων
Εμπορίου», στην ανεπαρκή εγχώρια αποταμίευση (που θα
χρηματοδοτούσε τις εγχώριες επενδύσεις) και τον υψηλό ρυθμό
αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, που απευθύνεται σε εισαγόμενα
προϊόντα, λόγω της αχαλίνωτης αύξησης των «δραχμογόνων»
εισοδημάτων και της σύνθεσης της παραγωγής που δεν
ανταποκρίνεται στη ζήτηση.

1
Ενδεικτικά, η κάλυψη των εισαγωγών από τις εξαγωγές εξελίχθηκε τα τελευταία
100 χρόνια ως εξής: 1900: 78%, 1910: 90%, 1939: 75%, 1950: 21%, 1963: 39%, 2005:
34%, 2008: 31%. Το 2007, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε στα 41,5 δις
ευρώ.

278
Τίθεται λοιπόν ένα θέμα διαχείρισης των δημόσιων
οικονομικών, δηλαδή των εσόδων και των δαπανών του Κράτους, στην
περίπτωση του κρατικού προϋπολογισμού και ένα θέμα
αντιμετώπισης των αδυναμιών του παραγωγικού δυναμικού της
χώρας, στην περίπτωση του εμπορικού ισοζυγίου. Η ένταξη της χώρας
στη Ζώνη του Ευρώ δεν αφήνει πολλές επιλογές. Επιβάλλει τον
εξωστρεφή προσανατολισμό της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας,
με ανταγωνιστικά προϊόντα. Βήματα ουσιαστικά έγιναν, και στους δυο
αυτούς τομείς, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1953-1963), τα οποία
όμως δεν συνεχίστηκαν από τις επόμενες κυβερνήσεις, με εξαίρεση
την ανάπαυλα 1974-1980. Η ανευθυνότητα που επέδειξαν οι
κυβερνήσεις, όλη αυτή τη περίοδο, ήταν πρωτοφανής.
Όσο οι αδυναμίες αυτές της ελληνικής οικονομίας δεν
βελτιώνονται, δεν είναι εύκολη η τιθάσευση των δημοσίων
ελλειμμάτων και του διογκούμενου δημόσιου χρέους.
2.4. Η κρίση ηθικής, δημόσιας και ατομικής
Όπως μεταδόθηκε από τα ΜΜΕ της χώρας, σε έρευνα
(φθινόπωρο 2008) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωβαρόμετρο) για την
οικονομική κρίση, οι Έλληνες εμφανίζονται ως οι πλέον εξαθλιωμένοι
οικονομικά, οι πλέον δυστυχείς... απ’ όλους τους πολίτες της
Ευρώπης, ακόμα κι απ’ αυτούς των χωρών του πρώην υπαρκτού
σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης. Όλοι οι φτωχοί και ανήμποροι
εμφανίστηκαν στη χώρα, ως εκ θαύματος, τα τελευταία χρόνια πριν
την κρίση. Ποιός άραγε τους έμαθε να διαμαρτύρονται διαρκώς και να
μεμψιμοιρούν; Ποιος τους εμφύσησε τη νοοτροπία της μιζέριας;
Δεν έχει παρά να παρακολουθήσει κανείς τα τεκταινόμενα
καθημερινά στη χώρα, μέσα από κάθε εκδήλωση, και κυρίως μέσα
από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά, όπου παρελαύνουν
δημοσιογράφοι, πολιτικοί, συνδικαλιστές και «αγανακτισμένοι

279
πολίτες» και διατυμπανίζουν την οικονομική εξαθλίωση, τη μιζέρια
και τη δυστυχία, που υποτίθεται ότι μαστίζει τον Ελληνικό λαό (2008).
Ένα λαό που δεν έχει συναίσθηση του χρόνου, που διακρίνεται
από αναβλητικότητα και οκνηρία, που έμαθε να αναπαύεται στη
λογική των «κεκτημένων», να διεκδικεί δικαιώματα χωρίς να
αποδέχεται υποχρεώσεις, να ξεκουράζεται και να απολαμβάνει, κι
όταν δεν το πετυχαίνει, να διαμαρτύρεται και να μεμψιμοιρεί.
Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, στο πολιτικό σκηνικό της
χώρας, κυριαρχούσαν η απουσία ουσιαστικού διαλόγου και
εναλλακτικής πρότασης, και η παραπολιτική. Οι πολιτικές δυνάμεις
του τόπου αναλώνονταν σε δημοσκοπικούς καιροσκοπισμούς, και τη
σκανδαλολογία, αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο της κρίσης στην
εθνική οικονομία, αν φυσικά δεν υπάρξουν αυστηρά μέτρα και
συναίνεση για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Με κίνητρο και στόχο την εξουσία, το κόμμα κυρίως της τότε
αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), δεν σταματούσε να κραυγάζει
για άμεση προσφυγή στις κάλπες, ακόμα κι αυτή την κρίσιμη ώρα. Οι
επικρίσεις για κατάρρευση της οικονομίας, η σκανδαλολογία, η
επανεμφάνιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος...
δημιουργούσαν την εικόνα μιας χώρας σε ακυβερνησία και έπλητταν
την πιστοληπτική της ικανότητα και τον τουρισμό, που αποτελεί τον
πιο δυναμικό χρηματοδότη της ελληνικής οικονομίας (2009).
Σε αυτή την ακατάσχετη ρητορική, συμπαρίσταντο με ζήλο τα
Μ.Μ.Ε., στο σύνολό τους, με ένα συνεχές παραλήρημα εκλογολογίας,
σκανδαλολογίας και αποδόμησης του Κράτους. Ωστόσο, όλοι οι
συνειδητοποιημένοι πολίτες και υπεύθυνοι πολιτικοί άνδρες γνώριζαν
ότι εκλογές αυτή την ώρα της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, θα
ήταν μια κίνηση υψηλού κινδύνου για την οικονομία. Θα χρειάζονταν
ίσως διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για να αποκτήσει η χώρα
κυβέρνηση, αφού, όπως φαίνονταν, κανένα από τα κόμματα εξουσίας

280
δεν θα μπορούσε να σχηματίσει πλειοψηφικό ρεύμα τέτοιο, που θα
του έδινε τη δυνατότητα να κυβερνήσει. Αυτό σημαίνει ότι, μεσούσης
της κρίσης, η χώρα δεν αποκλείεται να έμενε ακυβέρνητη για μεγάλο
χρονικό διάστημα με οδυνηρές συνέπειες για την πορεία της εθνικής
οικονομίας. Όμως, παρά τις αλήθειες αυτές, το κόμμα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης δεν φαίνονταν να θέλει να κατανοήσει το πρόβλημα.
Αυτό που προείχε ήταν οι μικροκομματικές σκοπιμότητες
(άνοιξη 2009)1.
Υπάρχει πράγματι κρίση ηθικής – δημόσιας και ατομικής –
διακομματική και διαχρονική για 35 και πλέον χρόνια. Η διαφθορά
στους κόλπους του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας (διαπερνά
όλα τα κοινωνικά στρώματα) είναι πλέον αδιαμφισβήτητη.
Ομολογείται ευρύτατα η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και η
κατάπτωση και ο εκχυδαϊσμός της κοινωνίας. Η φαυλοκρατία
κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Στη διαχρονική αυτή κατάσταση έχουν συμβάλει αρνητικά τα
συλλογικά όργανα των εργαζομένων (συνδικάτα) και τα Μ.Μ.Ε., για
ιδιοτελείς σκοπούς, που δείχνουν να μην κατανοούν τα πραγματικά
προβλήματα της κοινωνίας και εξωθούν τους πολίτες, και ιδιαίτερα
τους νέους, σε πράξεις που δεν λύνουν τα προβλήματά τους.
Τα τελευταία αυτά γεγονότα ανέδειξαν το απόλυτο κενό
εξουσίας και την ολική απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, σε βαθμό
που να μην έχουν πλέον λόγο ύπαρξης. Η πολιτική ζωή της χώρας
χρειάζεται να ξαναρχίσει από μηδενική βάση. Η χώρα δεν έχει
εναλλακτική πρόταση σε κόμματα εξουσίας. Δεν διαφαίνεται
δυνατότητα κυβέρνησης που θα εμπνέει το λαό και θα δημιουργεί
συνθήκες αισιοδοξίας.

1
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι, τόσο η έλλειψη προικισμένου ηγέτη, όσο,
κυρίως, η περίσσεια των «Δηλιγιάννηδων».
281
Η κοινωνία, με ό,τι τη συνθέτει (πολιτικοί, δημοσιογράφοι,
συνδικαλιστές, άνθρωποι του πνεύματος, απλοί πολίτες...), χρειάζεται
ένα ισχυρό σοκ για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει τον κατήφορο
που έχει πάρει, μήπως καταφέρει να αντισταθεί.
Ο κατήφορος αυτός της κοινωνίας, ως επακόλουθο της πολιτικής
αποσύνθεσης, είχε σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομικές εξελίξεις στη
χώρα, ιδιαίτερα μέσα στη διεθνή οικονομική κρίση. Ο κάθε νουνεχής
πολίτης δεν μπορεί παρά να ατενίζει το μέλλον με μελαγχολία.
Θεωρούμε απαραίτητη μια παρατήρηση:
Το περιεχόμενο και η βαρύτητα της λέξης «νοοτροπία» δεν έχει
αξιολογηθεί επαρκώς από τη σύγχρονη Ελλάδα. Όμως, η νοοτροπία –
ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος σκέψης – ως συντελεστής εξυγίανσης του
Δημόσιου βίου, παίζει πρωταρχικό ρόλο. Η αλλαγή νοοτροπίας και η
προσαρμογή της σε υγιείς βάσεις σημαίνει και αλλαγή στις ιδέες, που
θα οδηγήσουν σε μια άλλη πρόταση ζωής, ιδιαίτερα σε μια άλλη
πολιτική πρόταση, για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα. Η επαναφορά
(επανάκτηση) των (χαμένων) ιδεών, ή η απόκτηση νέων,
επιτυγχάνεται με τη γνώση. Με τη γνώση ο πολιτικός κόσμος θα
συνειδητοποιήσει την πλάνη του, μια πλάνη που έχει σχέση με την
ύπνωση της ηθικής διάστασης του ανθρώπου, δηλ. με την ηθική
φθορά της νεοελληνικής κοινωνίας.
2.5. Η κομματοκρατία και η «α-συνέχεια του Κράτους»
Οι εμπειρίες της τελευταίας αυτής περιόδου οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι η αποτελεσματικότητα (της όποιας) κυβέρνησης στην
καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς και δυσλειτουργιών στο
συντονισμό και την εκτέλεση του κυβερνητικού έργου και της κρατικής
μηχανής – ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αβέβαιο όπως το σημερινό –,
θα εξαρτηθεί από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες θα
αποφασίσει να προβεί, την απλοποίηση των διαδικασιών και την
περιστολή της γραφειοκρατίας που θα πετύχει, την εφαρμογή
282
δικλίδων ελέγχου των διαδικασιών, την απαλλαγή του Κράτους από
τον εναγκαλισμό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας – μαζί με την
αλλαγή νοοτροπίας σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας – ώστε να
αποθαρρυνθούν οι πειρασμοί για άνομες ενέργειες και να εκλείψει η
αναποτελεσματικότητα στη διακυβέρνηση της χώρας. Θα εξαρτηθεί
επί σης από τη συνέπεια που διακρίνει τις κυβερνητικές δεσμεύσεις
και αποφάσεις, από την ύπαρξη οράματος διακυβέρνησης και από τις
προοπτικές που ανοίγονται στους πολίτες. Θα εξαρτηθεί ακόμα από
την ικανότητά της να επιλέγει και να αξιοποιεί, στη κρατική μηχανή
και στη κυβέρνηση, ικανούς και αδιάφθορους ανθρώπους,
ανεξαρτήτως «χρώματος», ακόμα και εξωκοινοβουλευτικούς.
Ανθρώπους με ήθος και ακεραιότητα, που μπορούν να αντισταθούν
στη διαβρωμένη Δημόσια Διοίκηση από τη μακρά και αχαλίνωτη
ασυδοσία. Είναι βαθιά και διαχρονική η διάβρωση κι έχουν αλλάξει
τόσο πολύ οι νοοτροπίες, ώστε να επαληθεύεται η λαϊκή παροιμία
«Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες». Είναι
βέβαιο ότι δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ή να υποβαθμίσει
φαινόμενα μιμητισμού στους ανθρώπους. Η διάβρωση της κοινωνίας
(και της πολιτικής) είναι τελικά διάβρωση συνειδήσεων. Το κακό
άρχισε την αποφράδα εκείνη οκταετία του 1980. Τώρα είναι δύσκολο
και χρονοβόρο να επανέλθει η κοινωνία (με ό,τι τη συνθέτει) στα ίσια
της, χώρια που δεν την αφήνουν κιόλας.
Από την παράθεση των γεγονότων της περιόδου αυτής,
καθίσταται εμφανής η αμφίδρομη σχέση εξάρτησης κόμματος (που
κυβερνά) και Κράτους, ως αποτέλεσμα της μεθοδευμένης δικτύωσης
της Δημόσιας Διοίκησης με πιστούς στο κόμμα και τις επιταγές του,
που οδηγεί στην κομματοκρατία, στη κακοδιοίκηση και στη διαφθορά.
Όσο η σχέση αυτή Κράτους και κόμματος διαιωνίζεται, η
κακοδιοίκηση και η διαφθορά δεν πρόκειται να εκλείψουν, όποιο
κόμμα κι αν είναι στην εξουσία. Η σχέση αυτή εξάρτησης ισχύει

283
ανέκαθεν και φυσικά συντηρείται, γιατί εξυπηρετεί πολιτικά
συμφέροντα.
Η παρατήρηση αυτή επαληθεύει την άποψη ότι στη χώρα δεν
υπάρχει «συνέχεια του Κράτους». Η κάθε επόμενη κυβέρνηση
φροντίζει να γκρεμίζει ό,τι καλό έχτισε η προηγούμενη, προκειμένου
να εξασφαλίσει την εδραίωσή της στην εξουσία. Τα επιτυχημένα
στελέχη απομακρύνονται ή παροπλίζονται, χωρίς τουλάχιστο να
λαμβάνεται μέριμνα, οι θετικές εμπειρίες τους να μεταφυτεύονται
στους επόμενους, όπως θα ήταν φυσικό να γίνεται, το οργανόγραμμα
της Δημόσιας Διοίκησης προσαρμόζεται στα μέτρα του κόμματος,
πολλές από τις αποφάσεις (της προηγούμενης κυβέρνησης)
μεταβάλλονται ή αδρανούν (από την επόμενη), οι
διεθνείς/διακρατικές συμφωνίες, αμφισβητούνται και απειλούνται με
επαναδιαπραγμάτευση ή ακύρωση..., η συνέχεια του Κράτους
καταργείται και η διεθνής αξιοπιστία της χώρας πλήττεται.
Ο κρατικός μηχανισμός χρησιμοποιείται ως εργαλείο του
κόμματος με σκοπό την εξάρτηση της Δημόσιας Διοίκησης από την
εκτελεστική εξουσία, που οδηγεί αναπόφευκτα στη συναλλαγή και τη
διαφθορά και, σε ένα βαθμό, στη νόθευση της λαϊκής βούλησης.
Φαινόμενα που υπήρχαν ακόμα και την εποχή του Χαρ. Τρικούπη, το
19ο αιώνα, ο οποίος, ως πρωθυπουργός, προσπαθούσε να εξαλείψει
(1881-1895) και να επιβάλει την υιοθέτηση αξιοκρατικών κριτηρίων
στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και την οργάνωσή της, που
θα αποθάρρυνε αυθαιρεσίες και κομματικές παρεμβάσεις,
οραματιζόμενος την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία,
χωρίς να θίγεται η λειτουργία του Κράτους. 120 χρόνια μετά, η
κατάσταση συνεχίζεται αμείωτη.
Είναι αυτονόητο ότι επιβάλλεται ως ανάγκη η «σταθερότητα»
του Κράτους και ο «αυτοσεβασμός». Σταθερότητα στην οργάνωση,
στην αξιοκρατία, στη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, στις
αποφάσεις, στη διακυβέρνηση της χώρας... Αυτοσεβασμός, δηλαδή
284
συνέπεια σε «αρχές και αξίες», στις οποίες όλοι πρέπει να
πειθαρχούν. Οι καταξιωμένοι κρατικοί λειτουργοί – που είναι εκεί για
να εξυπηρετούν, διαχρονικά, τα συμφέροντα του Κράτους και των
πολιτών –, είναι μια από τις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτός ο
στόχος και να κερδίσει το Κράτος την αξιοπιστία του.
Για να συμβούν αυτά, πρέπει ασφαλώς να το θέλουν τα πολιτικά
κόμματα, κυρίως αυτά που εναλλάσσονται στην εξουσία, κάτι που, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Είναι ευνόητο ότι
η νοοτροπία και συμπεριφορά των παραγόντων του πολιτικού συστή-
ματος διαχέεται και επηρεάζει τη Δημόσια Διοίκηση και την κοινωνία
γενικότερα. Αν αυτή η συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος είναι
αρνητική, ενθαρρύνει τους πολίτες στη «διαστροφή». Για να γίνει η
χώρα σύγχρονο και αξιόπιστο Κράτος, πρέπει και οι κυβερνήσεις της
να είναι σύγχρονες και αξιόπιστες. Οι πρόσφατες διενέξεις της χώρας
με την Ε.Ε. για τα ανακριβή(;) στατιστικά στοιχεία που οι ελληνικές
αρχές τροφοδοτούσαν τις υπηρεσίες της και το έλλειμμα αξιοπιστίας
που προέκυψε, είναι δείγμα αυτής της νοοτροπίας (Αρχές 2010).
Η όποια ευημερία γνώρισε η χώρα μέχρι σήμερα, οφείλεται σε
λίγες φωτεινές εξαιρέσεις πολιτικών ανδρών, που κατά τη διάρκεια
της δικής τους θητείας η χώρα έκανε σημαντικά βήματα προόδου.
Όταν αυτοί απομακρύνθηκαν από την εξουσία - ηθελημένα ή όχι -,
όσα είχαν πετύχει για την πρόοδο της χώρας, έγινε προσπάθεια από
τους επόμενους να απαξιωθούν.
Έτσι, το κλίμα που διαμορφώθηκε στις Βρυξέλλες έγινε άκρως
αρνητικό για τη χώρα. Οι ηγέτες και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. δεν
εμπιστεύονταν πια την ελληνική κυβέρνηση και συμπεριφέρονταν
απαξιωτικά για τη χώρα, το λαό της και το πολιτικό σύστημα.
Απαιτούσαν μέτρα βάναυσα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και
οικονομικές επιπτώσεις και η ελληνική κυβέρνηση, πνιγμένη στα λάθη
και στην ανικανότητά της, γίνεται το πειθήνιο όργανο των εντολών
των δανειστών της.
285
Επιπλέον η κυκλοφορία χρήματος στην εσωτερική αγορά έχει
μειωθεί, η ρευστότητα έχει σχεδόν μηδενιστεί, οι επενδύσεις –
δημόσιες και ιδιωτικές – απέχουν, οι επιχειρήσεις κλείνουν η μια μετά
την άλλη, η ανεργία στον ιδιωτικό τομέα καλπάζει, το εθνικό
εισόδημα, συρρικνώνεται... Όταν μέσα σε μια οικονομία που
βυθίζεται όλο και περισσότερο σε βαθιά ύφεση, αυξάνεται παραπέρα
η κάθε μορφής φορολογία, αυτή η οικονομία οδηγείται με ακρίβεια
στην άβυσσο και επομένως ούτε τα έσοδα του Κράτους βελτιώνονται,
ούτε τα ελλείμματα και το χρέος τιθασεύονται. Από το άλλο μέρος,
παραβλέπεται επιμελώς η αλόγιστη σπατάλη του πολυκέφαλου
δημόσιου τομέα και η δραματική απώλεια εσόδων από τα κυκλώματα
της φοροδιαφυγής. Η Τρόικα και η εντολοδόχος κυβέρνηση
συνεχίζουν πεισματικά το λάθος δρόμο, σαν να μη γνωρίζουν τους
βασικούς μακροοικονομικούς μηχανισμούς και τις ιδιομορφίες της
ελληνικής οικονομίας.
Οι αποκρατικοποιήσεις 1 , οι ευρύτατες μεταρρυθμίσεις στη
Δημόσια Διοίκηση, η κατάργηση της διαπλοκής με τα ιδιωτικά
συμφέροντα, η κατάργηση των προνομίων, η εξυγίανση του
φοροεισπρακτικού μηχανισμού..., είναι μερικοί από τους τομείς που η
αντιμετώπισή τους έπρεπε να είχε προηγηθεί των οποιωνδήποτε
άλλων μέτρων για την διόρθωση του δημοσιονομικού προβλήματος
της χώρας. Όμως μέχρι τώρα παραμένουν άθικτοι. Επανέρχονται απλά
από καιρό σε καιρό στην επικαιρότητα για επικοινωνιακούς λόγους
και μετά ξεχνιούνται πάλι.
Δυστυχώς, κυβέρνηση και κόμματα της αντιπολίτευσης (στην Ελ-
λάδα), ούτε τώρα κατάφεραν να συγκλίνουν στις απόψεις τους σε ένα

1
Οι αποκρατικοποιήσεις επιβλήθηκαν σε μια στιγμή που η διεθνής συγκυρία ήταν
αρνητική, τόσο λόγω της κρίσης, όσο και λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στην
ελληνική οικονομία και κυβέρνηση, ενώ ο χρόνος πίεζε. Οπωσδήποτε όμως, ο στόχος
των 50 δις. υπό τις πιεστικές αυτές συνθήκες, φαίνεται υπερβολικά αισιόδοξος.

286
τόσο σοβαρό θέμα που αφορούσε το οικονομικό μέλλον της χώρας
και των πολιτών της, όχι τόσο για αντικειμενικούς λόγους (διαφορά
αντιλήψεων), αλλά κυρίως για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
«Σοφία μόνη κτήμα αθάνατον» - Ισοκράτης (436-338 π.Χ.).
Είναι σαφές λοιπόν ότι το μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών
επιχειρήσεων εστιάζεται κυρίως στην έλλειψη ρευστότητας στην
εσωτερική αγορά και στη μείωση της ζήτησης ως συνέπεια των
οριζόντιων μέτρων που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια, σε συνδυασμό
με την αυξημένη φορολογία. Και οι δυο αυτοί παράγοντες
προκάλεσαν την ύφεση και το κλείσιμο επιχειρήσεων, που
επιδείνωσαν την ανεργία, καταβαράθρωσαν την ψυχολογία και
οδήγησαν σε ένα αρνητικό φαύλο κύκλο. Με την άμεση εξυγίανση του
Δημοσίου, θα αποφεύγονταν και τα δυο αυτά προβλήματα. Υπεύθυνο
για την απραξία και την αρνητική αυτή εξέλιξη είναι το πολιτικό
σύστημα, που επέδειξε δειλία και ιδιοτέλεια, χωρίς να παραβλέπεται
και η ευθύνη των δυο άλλων Πυλώνων της Δημοκρατίας
(συνδικαλισμός, Μ.Μ.Ε.).
Μέχρι σήμερα (2017), το βάρος της κρίσης το σηκώνει ο
ιδιωτικός τομέας της οικονομίας με τους 1.300.000 ανέργους1, δηλαδή
ο λιγότερο υπεύθυνος για την κρίση τομέας της οικονομίας. Επτά
χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και οι δημόσιοι υπάλληλοι

1
Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα τροφοδοτείται, κυρίως από τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την οικοδομική δραστηριότητα και τον τουρισμό. Όσο οι
τομείς αυτοί βρίσκονται σε παρατεταμένη ύφεση (με επιφύλαξη για τον τουρισμό
που παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης) δεν μπορεί να περιμένει κανείς περιορισμό
της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης (1913).Δυνατότητες επίσης βελτίωσης της
απασχόλησης υπάρχουν σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με την
επιχειρηματικότητα στον πρωτογενή τομέα, καθώς και στην εκμετάλλευση των
πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, που οδηγεί στη βαριά βιομηχανία. Μόνο που
οι δυο αυτοί τελευταίοι τομείς χρειάζονται χρόνο και σχέδιο για να αποδώσουν
καρπούς.

287
συνεχίζουν να απολαμβάνουν την προστασία του πολιτικού
συστήματος και να διεκδικούν θρασύτατα την κατοχύρωση των
προνομίων τους, ενώ οι επίορκοι, οι κοπανατζήδες, οι ακατάλληλοι, οι
αργόσχολοι... παραμένουν στο απυρόβλητο.
Είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι το Μνημόνιο είναι σήμερα
ξεπερασμένο και δεν δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης στη χώρα.
Χρειάζεται ριζικές αλλαγές στη σύλληψη και στα προτεινόμενα μέτρα,
ώστε να αποκτήσει αναπτυξιακό προσανατολισμό.
Στις εξελίξεις αυτές δεν είναι εντελώς αμέτοχος και ένας ακόμα,
Πυλώνας της Δημοκρατίας, η Δικαστική εξουσία, για την αδιαφορία
και την ιδιοτέλεια που επέδειξε, όλα αυτά τα χρόνια, στην απόδοση
δικαιοσύνης και στην εφαρμογή των νόμων.
Στην ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, οι τρεις Πυλώνες της
Δημοκρατίας – το πολιτικό σύστημα, ο συνδικαλισμός και τα ΜΜΕ –,
δεν λειτούργησαν κατά τον καλύτερο και δημοκρατικότερο τρόπο.
Όμως, αυτό που συνέβη κατά την μεταπολιτευτική περίοδο και
συγκεκριμένα μετά το 1981, δεν έχει προηγούμενο. Και οι τρεις αυτοί
Πυλώνες της Δημοκρατίας «εν χορώ», υποβάθμισαν τη λειτουργία
της Δημοκρατίας και υποβλήθηκαν σε έναν αγώνα εξόντωσής της, με
ανταγωνιστικό τρόπο και μάλιστα ενεργώντας – υποκριτικά – στο
όνομά της. Ενθάρρυναν την ανομία, τα έκτροπα, τους
τραμπουκισμούς. Εξέθρεψαν ένα υδροκεφαλικό Κράτος
προνομιούχων, μη παραγωγικό, που αντιμετώπιζε την κοινωνία με
υπεροπτισμό και αποθράσυνε τη διαφθορά. Η ιδιοτέλεια και η
φαυλότητα έγιναν κανόνας στη δημόσια ζωή και όλοι μαζί – πολιτικό
σύστημα, συνδικαλισμός και Μ.Μ.Ε. – επιδόθηκαν σε έναν αγώνα,
ποιος θα επιφέρει περισσότερα χτυπήματα στη Δημοκρατία και στο
υγιές τμήμα της κοινωνίας.
Με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, κανείς δεν
ασχολήθηκε, γι’ αυτό και εκτροχιάστηκε. Ακόμα και όταν η κρίση

288
χτύπησε, για τα καλά, την πόρτα της Ελλάδος, οι «Πυλώνες της
Δημοκρατίας» σφύριζαν αδιάφορα: Το πολιτικό σύστημα
αιθεροβατούσε, οι συνδικαλιστές απαιτούσαν περισσότερα και
κατέβαζαν τους πολίτες στους δρόμους, τα ΜΜΕ καιροσκοπούσαν για
να ενισχύσουν την πελατεία τους.
Η εμμονή στην προστασία του κομματικού Κράτους και της
εκλογικής πελατείας μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, όταν οι
άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα προσεγγίζουν το 1.300.000 (τέλος 2017),
χωρίς κανείς από αυτούς τους μικρόνοους πολιτικούς, που διεκδικούν
την ψήφο του Ελληνικού λαού να συγκινείται – δείχνει τη σήψη του
πολιτικού συστήματος. Δεν συνειδητοποιούν ότι, αν είχαν ληφθεί
έγκαιρα δραστικά μέτρα για την εξυγίανση του Κράτους (στενού και
ευρύτερου), τα ελλείμματα θα είχαν περιοριστεί πολύ νωρίτερα –αν
δεν είχαν εντελώς εξαλειφθεί –, άρα η κατάσταση της
χώρας θα ήταν πολύ καλύτερη και οι άνεργοι του ιδιωτικού τομέα
πολύ λιγότεροι. Η ρευστότητα στην αγορά και η δανειακή
εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, θα
έκανε την επιβίωσή τους ευκολότερη. Και φυσικά η εξισορρόπηση
των δημόσιων οικονομικών θα έφερνε γρηγορότερα την ανάκαμψη.
Δεν κατανοούν ότι, όσο καθυστερεί η εξυγίανση του δημόσιου
τομέα, τόσο θα απαιτούνται βαρύτερα μέτρα για την ανακοπή του
κατήφορου και θα απομακρύνεται ο στόχος της ανάκαμψης της
οικονομίας; Δεν έκρυβαν την ιδιοτέλεια με την οποία αντιμετώπιζαν
την κρισιμότητα της κατάστασης. Έβλεπαν το δέντρο και έχαναν το
δάσος, εμμένοντας πεισματικά σε δήθεν αξιακά προτάγματα.
Έτσι, το φαύλο πελατειακό Κράτος παραμένει πάντα ζωντανό.
Καθημερινά, όλο και περισσότερη σήψη αναδύεται στην επιφάνεια.
Οι παρεμβάσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων, προκειμένου να
εμποδίσουν την εξυγίανση του Κράτους, πλουτίζουν την καθημερινή
επικαιρότητα.

289
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μπήκε στο στόχαστρο της
τότε αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ – αριστερά κόμματα) στην Ελλάδα το
Σύμφωνο Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάποιοι ζητούσαν
την κατάργησή του και άλλοι την ουσιαστική τροποποίησή του, με
στόχο την αποδέσμευση των χωρών της ευρωζώνης να εφαρμόσουν, η
κάθε μια, τη δική της οικονομική πολιτική. Για την Ελλάδα
προτιμούσαν την πολιτική της ασυδοσίας που γνώρισε ο τόπος για
δεκαετίες. Όλα θυσία στο βωμό των κομματικών σκοπιμοτήτων, γιατί
δεν είναι δυνατό να πιστέψει κανείς ότι τα κόμματα αγνοούσαν το
σκοπό που εξυπηρετούσε το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Με συνετή και μελετημένη προσπάθεια η τότε κυβέρνηση Κ.
Σημίτη κατάφερε να προσαρμόσει την οικονομία της χώρας και να
ανταποκριθεί στις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας, να γίνει
δεκτή στη Ζώνη του ευρώ από 1-1-2001 και να εφαρμόσει το νέο
νόμισμα από 1-1-2002. Για να επιβιώσει το ευρώ και να θωρακίσει τις
ευρωπαϊκές οικονομίες (άρα και την ελληνική που ήταν η πλέον
ευάλωτη) έπρεπε οι χώρες να σεβαστούν τους όρους του Συμφώνου
Σταθερότητας. Αν δεν συνέβαινε αυτό και η κάθε χώρα εφάρμοζε τη
δική της νομισματική πολιτική, τότε η τύχη του ευρώ θα ήταν
καταδικασμένη. Όμως, όλες οι χώρες το σεβάστηκαν και το ευρώ
έκανε μια λαμπρή μέχρι τότε πορεία και καθιερώθηκε ως το πλέον
ισχυρό νόμισμα του κόσμου.
Η Ελλάδα ωφελήθηκε πολλαπλά από την ένταξή της στη Ζώνη
του ευρώ. Ανήκει σε μια από τις πιο ισχυρές ομάδες χωρών του
κόσμου, έχει ένα από τα πιο ισχυρά νομίσματα και απέκτησε τη
δυνατότητα, μαζί με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, να αντιμετωπίζει
τις παγκόσμιες εξελίξεις ευνοϊκά γι’ αυτή. Ήταν ο μόνος τρόπος να
απαλλαγεί από την απομόνωση, να παρακάμψει την υστέρηση και τη
μιζέρια, να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να ατενίσει με
αισιοδοξία το μέλλον.

290
Ανάπτυξη της οικονομίας με (σχεδόν) μηδενική παραγωγικότητα
ειδικότερα (στο δημόσιο τομέα), διαστροφική νοοτροπία και τεράστια
ελλείμματα και χρέη, δεν μπορεί να υπάρξει. Όταν οι πολίτες
επιδιώκουν να απολαμβάνουν ακούραστα τα αγαθά της
καταναλωτικής κοινωνίας και οι πολιτικοί ανέχονται και πολλές φορές
ικανοποιούν ακραίες συμπεριφορές, δεν μπορεί να υπάρξει αξιόλογη
βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και αξιόπιστη ανάπτυξη.
Κοντολογίς, οι καιροσκοπικές υποσχέσεις της νέας κυβέρνησης
που προέκυψε στις 4 Οκτωβρίου 2009, καθώς και αυτής που
προέκυψε στις 25 Ιανουαρίου 2015, η πολύ φλυαρία και η
καθυστέρηση λήψης σοβαρών μέτρων, που προκάλεσαν την
απερίσκεπτη αντίδραση των ευρωπαίων αξιωματούχων και τα
δυσμενή δημοσιεύματα του ξένου τύπου, οδήγησαν τις «Διεθνείς
αγορές» στην ακατάσχετη βουλιμία για κερδοσκοπία σε βάρος της
Ελλάδας και του ευρώ. Η βουλιμία αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος στις
χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, προέκυψε
μεγάλο έλλειμμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στη χώρα και στην
οικονομία της, κι αυτό ενθάρρυνε τους κερδοσκόπους στο έργο τους.
Οι συνθήκες που επικράτησαν έκτοτε έκαναν το δανεισμό της
χώρας απαγορευτικό. Η επιβάρυνση που προέκυψε από τα αυξημένα
επιτόκια επιβάρυνε τα όποια οφέλη από το πρόγραμμα σταθερότητας
και οδήγησε την ελληνική οικονομία σε βαθιά και μακροχρόνια
ύφεση.
2.6. Η «Τρόικα» και οι υπαγορεύσεις των θεσμών
Στις 2 Μαΐου 2010, ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις της
Τρόικα (Ε.Ε., Ε.Κ.Τ., Δ.Ν.Τ.) με την Ελληνική κυβέρνηση για τα μέτρα
που επέπρωτο να ληφθούν για την ανασύνταξη της ελληνικής
οικονομίας και υπογράφηκε το σχετικό «Μνημόνιο». Μέτρα επώδυνα
στην καθημερινότητα των πολιτών, με ανατροπές στο ασφαλιστικό,
στο φορολογικό, στο μισθολογικό, στις εργασιακές σχέσεις...

291
Αναγκαίες ωστόσο ήταν οι παρεμβάσεις του Μνημονίου σε ό,τι αφορά
στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές στο στενό και ευρύτερο
Δημόσιο Τομέα και στην πάταξη της σπατάλης, στην ουσιαστική
μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, στην επανασύσταση
του αναποτελεσματικού φοροεισπρακτικού μηχανισμού... κ.ά.,
παρεμβάσεις που είχαν και καταστεί επείγουσες και όφειλαν να είχαν
αντιμετωπιστεί από χρόνια.
Το αντάλλαγμα για τα μέτρα αυτά ήταν η χορήγηση δανείου
προς την Ελλάδα ύψους 110 δις ευρώ (80 δις από την Ευρωπαϊκή
Ένωση και 30 δις από το Δ.Ν.Τ.) καταβλητέου τμηματικά σε πολλές
δόσεις. Ανά τρίμηνο οι εκπρόσωποι των δανειστών (Τρόικα) θα
προέβαιναν σε έλεγχο της ελληνικής οικονομίας, θα
παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην επίτευξη των στόχων και θα
ενεργούσαν, αν χρειαζόταν, για λήψη διορθωτικών μέτρων. Κατά
πόσο το δάνειο αυτό ήταν αρκετό για να ξεπεράσει η χώρα την κρίση,
είναι ένα ερώτημα. Δυστυχώς, όσο βάθαινε η κρίση, η προοπτική της
ανάπτυξης απομακρύνονταν και η βελτίωση των δημοσίων
οικονομικών γίνονταν απρόσιτη. Τα μέτρα που τελικά εφαρμόζονταν
δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στη βελτίωση των δημοσίων
οικονομικών, ούτε πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη. Μόνο
προσωρινή ανακούφιση θα μπορούσαν να προσφέρουν. Τα οριζόντια
μέτρα (μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση φορολογίας ...), που
προτάθηκαν από τη Τρόικα και εφαρμόζονται για οκτώ συνεχή χρόνια
– πλήττοντας τα ασθενή στρώματα της κοινωνίας – είναι
αναποτελεσματικά και αδιέξοδα. Οδήγησαν σε παρατεταμένη ύφεση
και απομάκρυναν το στόχο της ανάπτυξης, ενώ οι αναγκαίες δομικές
και θεσμικές μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση δεν
απετολμήθηκαν ακόμα.
Στις 9 Μαΐου 2010, συνεδρίασε το ECOFIN, δηλ. οι Υπουργοί
Εξωτερικών των 27 χωρών της Ε.Ε. και αποφάσισαν τη δημιουργία
ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης των χωρών της Ευρωζώνης, που
292
θα κινδύνευαν να υποστούν κερδοσκοπικές επιθέσεις. Ο μηχανισμός
αυτός με τον καιρό αναπροσαρμόστηκε και εξελίχθηκε.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της Ευρωζώνης, συζητείται ήδη
έντονα, μέσα και έξω από την Ε.Ε., η ολιγωρία που οι Ευρωπαίοι
ηγέτες επέδειξαν μέχρι σήμερα, παρά την επιδείνωση της κρίσης
χρέους και τις επιθέσεις των «αγορών», ενώ πλήθαιναν οι φωνές για
άμεση κινητοποίηση σε κεντρικό επίπεδο και η λήψη οργανωμένων
μέτρων, που θα συνέβαλε αποτελεσματικά στην αποθάρρυνση των
«αγορών» και θα οδηγούσε τις χώρες της Ευρωζώνης στην έξοδο από
την κρίση (τέλος 2010).
Ο στραγγαλισμός λοιπόν της ζήτησης που επέβαλε το Δ.Ν.Τ. και
η Ε.Ε. με το Μνημόνιο, βύθισε τη χώρα σε χρόνια ύφεση. Τα οριζόντια
μέτρα που επιβλήθηκαν από την «Τρόικα» και εφαρμόστηκαν από τις
Ελληνικές κυβερνήσεις οδήγησαν αναπόφευκτα, στη μείωση της
ενεργού ζήτησης (κατανάλωση συν επένδυση), με ό,τι αυτό
συνεπάγεται: Μείωση της παραγωγής, μείωση των κερδών,
«αποεπένδυση», αύξηση της ανεργίας, μείωση της φορολογητέας
ύλης και των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία..., με κατάληξη ένα
φαύλο κύκλο και βαθιά και χρόνια ύφεση, ενώ συγχρόνως θα
δημιουργούσαν αρνητική ψυχολογία. Ειδικότερα, η εμμονή στις
δραματικές περικοπές των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα – ήδη
σημαντικά μικρότερες (οι αμοιβές) από αυτές των εργαζομένων στο
δημόσιο τομέα – είναι επιεικώς ακατανόητη. Το διατυμπανιζόμενο
συχνά επιχείρημα από αξιωματούχους της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. ότι έτσι
θα μειωθεί το κόστος εργασίας και θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα
της εθνικής οικονομίας, είναι αίολο. Η βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας δεν επέρχεται, απλά, με τη μείωση των αμοιβών,
αλλά με την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία με τη σειρά της
εξαρτάται από την εξειδίκευση, την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας,
την οργάνωση, την αλλαγή νοοτροπίας, τις διαθρωτικές αλλαγές που
καταργούν τις αγκυλώσεις της οικονομίας και της οργάνωσής της. Η
293
βελτίωση της παραγωγικότητας οδηγεί στη μείωση του κόστους
εργασίας και επομένως στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των
επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας. Αντίθετα, το υψηλό
λειτουργικό κόστος του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα,
οφειλόμενο στους πελατειακούς διορισμούς ακαταλλήλων, στις
χαριστικές αμοιβές, στα «ρετιρέ» μισθών και συντάξεων, στους
υπεράριθμους, στη διαπλοκή, στη νοοτροπία..., στη χαμηλή έως
μηδενική παραγωγικότητα, αποτελεί πράγματι το μεγαλύτερο
αναστολέα στην πρόοδο της χώρας και της οικονομίας της.
Έτσι, παρά τις ειλημμένες αποφάσεις, οι αναγκαίες
διαρθρωτικές παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση και ιδιαίτερα στις
ΔΕΚΟ... δεν αποτολμήθηκαν ακόμα. Οι αποκρατικοποιήσεις
περιμένουν, οι χαριστικές αμοιβές συνεχίζονται, το ενιαίο μισθολόγιο
καρκινοβατεί, η θρασύτατη σπατάλη δημοσίου χρήματος παραμένει
αμείωτη, οι κομματικά διορισμένοι στο Δημόσιο, αργόσχολοι,
παραμένουν στις θέσεις τους και απολαμβάνουν τις αργομισθίες τους,
μαζί τους και οι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί, η φοροδιαφυγή
καλπάζει το ίδιο έντονα, ο αναξιόπιστος φοροεισπρακτικός
μηχανισμός «αλωνίζει»... Η κυβέρνηση, άτολμη, παραμένει απλός
θεατής ή «χαϊδεύει» τους εργαζομένους του στενού και ευρύτερου
δημόσιου τομέα. (Α΄ εξάμηνο 2011).
Είναι αυτονόητο ότι, για να υπάρξει εξυγίανση και βιώσιμη
ευημερία, θα πρέπει το επίπεδο ζωής των εργαζομένων να συμβαδίζει
με τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας (και την παραγωγικότητα τους).
Αυτό σημαίνει ότι, όσοι ονειρεύονται να επανέλθουν σύντομα – και
ακούραστα στο πρότερο ασύδοτο καθεστώς, θα απογοητευτούν. Η
ευθυγράμμιση του επιπέδου ζωής με το ρυθμό ανάπτυξης και την
παραγωγικότητα θα απαιτήσει πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς και
λιτότητας. Μέχρι τότε, θα χρειαστεί να αλλάξει η νοοτροπία των
πολιτών και να προσαρμοστεί σε μια άλλη πραγματικότητα. Θα πρέπει
να αρκεστούν στο εφικτό (και με προσπάθεια) και όχι στο επιθυμητό
294
(και χωρίς προσπάθεια). Θα πρέπει να πάψουν να μεμψιμοιρούν ή να
αναζητούν εύκολες πηγές πλουτισμού, αμφιλεγόμενης προέλευσης. Η
χώρα, στο πλαίσιο της Ε.Ε. – και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος
της – οφείλει να αντιμετωπίσει το μέλλον της με σύνεση και ρεαλισμό
και οι πολίτες να συμπαραταχθούν σε αυτό.
Όσο πλησίαζε το τέλος του 2010, άρχισε να ωριμάζει η σκέψη -
τόσο στην Ελλάδα, όσο και, κυρίως, στους δανειστές της - για
παράταση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου του «Μηχανισμού
Στήριξης» των 110 δις, καθώς και για μείωση του επιτοκίων
δανεισμού, που είχαν αρχικά αποφασιστεί. Όμως, αυτό δεν θεωρείται
πλέον, αρκετό για να βοηθήσει την Ελλάδα να διαχειριστεί το
υπέρογκο δημόσιο χρέος της (την περίοδο 2012-2015) και να βγει από
την κρίση. Στο τέλος του 2010, το δημόσιο χρέος διέγραφε μια έντονη
τάση συνεχούς επιδείνωσης. Για αυτό άρχισαν να πληθαίνουν οι
φωνές, τόσο μέσα στην Ε.Ε., όσο και εκτός αυτής – από ευρωπαϊκούς
και διεθνείς κύκλους – για αναδιάρθρωση του συνολικού χρέους της
Ελλάδας, που θα περιλάβει, πιθανότατα, την επιμήκυνση του χρόνου
αποπληρωμής του, τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και, ίσως, τη
μερική διαγραφή του..., προκειμένου οι δανειστές της να μη χάσουν
τα χρήματά τους – κυρίως οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες – ,
με αντάλλαγμα τη σκληρή και μακροχρόνια λιτότητα στη χώρα.
Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι, αν τελικά η Ελλάδα
οδηγηθεί στην αναδιάρθρωση του υπέρογκου χρέους της – με φιλική
ή όχι διαδικασία – χωρίς να λύσει τα χρόνια προβλήματά της, δηλαδή
χωρίς να αντιμετωπίσει τα αίτια που δημιούργησαν τα ελλείμματα και
το χρέος, και συγχρόνως αν οι πολιτικές δυνάμεις και η κοινωνία δεν
αλλάξουν νοοτροπία, τότε το δημόσιο χρέος, πολύ σύντομα, θα
επανέλθει στις σημερινές ανεπίτρεπτες διαστάσεις. Η χώρα θα
περιφέρεται στην Ε.Ε., δίκην επαίτη, και θα εκλιπαρεί για βοήθεια, με
ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ευημερία του λαού της και τη
διεθνή αξιοπιστία της.
295
Το καλοκαίρι του 2011 (Ιούλιος) αποφασίσθηκε από τους
εταίρους στην Ευρωζώνη ένα νέο «πακέτο διάσωσης» της χώρας,
ποσού 159 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 109 δισ. ευρώ θα
συνεισέφερε η Ευρωζώνη. Από αυτά τα τελευταία (δηλ. τα 109 δισ. €),
τα 49 δισ. ευρώ αφορούσαν το υπόλοιπο του δανείου των 110 δισ.
ευρώ. Ο ιδιωτικός τομέας θα εισέφερε, μέχρι το 2014, κοντά στα 50
δισ. € από ανταλλαγή ή/και επαναγορά ελληνικών ομολόγων. Το
επιτόκιο θα ήταν χαμηλό – περίπου 3,5% – η περίοδος αποπληρωμής
του δανείου θα ήταν από 15 έως 30 χρόνια με περίοδο χάριτος 10
χρόνια. Επί πλέον, αποφασίσθηκε να ενισχυθεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), προκειμένου να
αντιμετωπιστεί τυχόν εξάπλωση της κρίσης χρέους, που θα απειλούσε
τη σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Μετά την παραίτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ) και το
σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑ.Ο.Σ.) με
εξωκοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό, νέα συμφωνία, σε αντικατάσταση
της προηγούμενης, τον Οκτώβριο του 2011, προέβλεπε την εθελοντική
διαγραφή κατά 50% (το Φεβρουάριο 2012 οριστικοποιήθηκε στο
53,5%) των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονταν στα χέρια ιδιωτών
(π.χ. τραπεζών), συνολικής αξίας 206 δισ. ευρώ. Σε αντάλλαγμα, η
Ελλάδα υποβλήθηκε σε δεκαετή λιτότητα. Από την εθελοντική
διαγραφή το δημόσιο χρέος αναμένονταν να μειωθεί κατά 103 δισ.
ευρώ.
***
Μέσα, στο 2014 άρχισε να φαίνεται μια σύντομη αναλαμπή
ελπίδας στο τούνελ της απελπισίας: Το Ευρωπαϊκό κλίμα έναντι της
Ελλάδας έγινε ευνοϊκότερο, τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώθηκαν
(και το πρωτογενές πλεόνασμα έκανε δειλά την εμφάνισή του), τα
spreads και τα επιτόκια δανεισμού υποχώρησαν η πιστοληπτική
ικανότητα της χώρας ενεθάρρυνε, οι Διεθνείς Αγορές έδειχναν να
εμπιστεύονται την Ελλάδα, η απόπειρα δανεισμού της χώρας από τις
296
Αγορές κρίθηκε επιτυχής, οι επενδυτές άρχισαν να δείχνουν το
ενδιαφέρον τους, η έξοδος από την κρίση φαίνονταν εφικτή και η
ανάκαμψη της οικονομίας κοντά.
2.7. Η Ελλάδα υποτροπιάζει
Αυτά συνέβαιναν μέχρι το τέλος του 2014.
Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, έφεραν στην εξουσία την
αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κι εκεί που φάνηκε ότι άρχισε να
ανατέλλει ο ήλιος της Ελλάδας – στο τέλος του 2014 – εμφανίστηκε
ξανά ενισχυμένο το πελατειακό πολιτικό σύστημα (με τη μορφή της
κυβέρνησης αυτής) για να ανατρέψει την κατάσταση. Η Ελλάδα
υποτροπίασε αμέσως. Η νέα κυβέρνηση με ψεύδη και παλικαρισμούς
– ανασύροντας από το παρελθόν παλαιοκομματικές τακτικές –
αναρριχήθηκε στην εξουσία και οδήγησε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω,
με θύματα τους μη προνομιούχους Έλληνες και την πραγματική
οικονομία, που σήκωναν το βάρος της κρίσης. Η ελληνική κοινωνία
αποδείχθηκε για πολλοστή φορά ευκολόπιστη (ή ιδιοτελής) και
υπέγραψε με την ψήφο της την καταδίκη της πατρίδας. Η χώρα
βυθίστηκε ξανά στο βαθύ σκοτάδι. Το μέλλον φαίνονταν ξανά ζοφερό
και αβέβαιο. Η Ευρώπη, γέννημα/καρπός του αρχαίου ελληνισμού,
απείλησε με έξωση από τους κόλπους της το γεννήτορά της.1 Η νέα
κυβέρνηση το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να προσφέρει
προστασία στο πελατειακό κράτος, αυτό που έφερε τη χώρα στην
παρούσα κατάσταση.
Η πορεία των γεγονότων οδήγησε την Ελλάδα στο κατώφλι της
εξόδου από τη Ζώνη του Ευρώ. Διακυβεύτηκε η πορεία της στην
Ευρώπη που είχε οραματιστεί και είχε κάνει πράξη ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής, παρά τις εσωτερικές αντιστάσεις που συνάντησε.
Αντιστάσεις που δεν οφείλονταν σε διαφορετική πολιτική άποψη,

1
Βλ. Διον. Δ. Κοντογιώργης, Η Ελλάδα στη Δίνη της Οικονομικής Κρίσης, 2008-2015,
Αθήνα 2016. Ηλεκτρονική έκδοση, Διαδίκτυο https://dionysioskontogiorgis.blogspot.gr
297
αλλά σε αντιπολιτευτική τακτική με κίνητρο τη νομή της εξουσίας,
παραλλαγμένη με το μανδύα της ιδεολογίας.
Στη Μαραθώνια συνεδρίαση της Συνόδου Κορυφής στις 12
Ιουλίου 2015, αποφασίστηκε η χορήγηση ενός νέου δανείου στην
Ελλάδα, ύψους 86 δισ. ευρώ για τρία χρόνια (τα 40 δισ. ευρώ περίπου
επιβάρυναν το δημόσιο χρέος και τα υπόλοιπα 46 δισ. αφορούσαν την
κάλυψη τοκοχρεολυσίων) και φυσικά υπογράφηκε το τρίτο Μνημόνιο
με τους σκληρούς όρους που συνόδευαν τη συμφωνία.
Οι σφοδρές κομματικές αντιπαραθέσεις θα ‘πρεπε πλέον να
έχουν καταλαγιάσει, μέσα στη Δίνη της κρίσης. Κοινός στόχος όλων θα
’πρεπε να είναι η σωτηρία της πατρίδας. Αν από το 2010, που η κρίση
χτύπησε για καλά την πόρτα της Ελλάδας, είχε επιτευχθεί η
απαραίτητη συσπείρωση των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας,
έναντι της απειλής της κρίσης και είχε χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του,
σήμερα η Ελλάδα θα ήταν μια άλλη χώρα.
Ακόμα κι αυτή την κρίσιμη στιγμή, το πολιτικό σύστημα και το
ιδιοτελές εκείνο τμήμα της κοινωνίας, που περιφέρεται ως κινούμενη
άμμος – ζητώντας στέγη και προστασία κάτω από το πολιτικό σύστημα
με αντάλλαγμα την ψήφο του για να μη χάσει τα κεκτημένα του –
συνεργάστηκαν με αμφίδρομη ιδιοτέλεια, παρότι ξέρουν ότι έτσι
οδηγούν τη χώρα στην άβυσσο.
Ο λαϊκισμός ευημερεί εκεί που επικρατεί άγνοια των πολιτών
για το πραγματικό τους συμφέρον, μέσα στις υποβαθμισμένες
περιοχές, εκεί που επικρατεί «πρωτογονισμός» στην κοινωνία. Εκεί
που το κριτήριο για το πραγματικό συλλογικό συμφέρον είναι
συγκεχυμένο και οι ψηφοφόροι είναι εύκολα θύματα ψευδών
υποσχέσεων.
Για τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας δεν έκανε μέχρι τώρα
τίποτα καμία κυβέρνηση της κρίσης. Ούτε τώρα φαίνεται ότι θα κάνει
η κυβέρνηση της αριστεράς, παρότι ο τομέας αυτός μπορεί, αν
298
υποστηριχθεί σοβαρά, να κινήσει τη διαδικασία ανάπτυξης της χώρας,
να αυξήσει τα έσοδα του κράτους και τις εισφορές στα ασφαλιστικά
ταμεία. Με τις τακτικές της κυβέρνησης αυτής μόνο ο κρατικισμός
υπηρετείται. Τακτικές που υπηρέτησαν μέχρι σήμερα κυρίως οι
κεντρώες κυβερνήσεις και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Το μεταναστευτικό / προσφυγικό πρόβλημα έγινε οξύτατο.
Κύματα προσφύγων συνέρρεαν στα νησιά του Αιγαίου..., με την
αμετροεπή πολιτική της αριστερής κυβέρνησης. Η κατάσταση στη
χώρα μέσα σε έξι μήνες (Ιανουάριος-Ιούνιος 2015) έγινε δραματικά
χειρότερη σε όλα τα μέτωπα.
Η συνέχιση αυτής της αρρωστημένης κατάστασης, μπορεί να
έχει οδυνηρές συνέπειες και σε άλλα μέτωπα που απειλούν τη χώρα,
όπως οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο (και στην Κύπρο), καθώς
και αυτές των ομόρων χωρών από βορρά κ.λπ. Η εξάρτηση της χώρας
από τους δανειστές της, αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική της
ικανότητα.
Η Ελλάδα σήμερα είναι αδύναμη λόγω της οικονομικής κρίσης
που τη μαστίζει και το μόνο στήριγμα για προστασία που έχει, είναι η
συμμετοχή της ως πλήρες μέλος στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αν βρεθεί
μόνη και αδύναμη έξω από την Ε.Ε., στο περιθώριο των εξελίξεων,
κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για την τύχη της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονεύσουμε και τα εξής:
• Κατά πληροφορίες, το καλοκαίρι του 2017, οι μόνιμοι δημόσιοι
υπάλληλοι ήταν περίπου 566.000 και οι έκτακτοι περί τους 69.000.
Σύνολο 635.000 άτομα. Οι νεοπροσληφθέντες από την κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα 2,5 τελευταία χρόνια (2015-2017) – υπολογίζονται σε
45.000 άτομα – ανέβασαν το συνολικό αριθμό των δημοσίων
υπαλλήλων στους 680.000. Κατ’ άλλους σε 713.000. Η μείωσή τους σε
σχέση με την ηλεκτρονική απογραφή του 2010 οφείλεται στη
συνταξιοδότηση 130.000 περίπου δημοσίων υπαλλήλων κατά τη
299
διάρκεια της κρίσης. Το κόστος ωστόσο του Δημοσίου δεν μειώθηκε,
αφού οι αποχωρήσαντες (οικειοθελώς) αντί μισθού παίρνουν τη
σύνταξή τους. Επίσης, ο αριθμός των φορέων του Δημόσιου από 227
το 2015, έφτασε στους 374 και τα Ν.Π.Δ.Δ. από 1068 το 2015 ανήλθαν
σε 1211, το 2017. Το πελατειακό Κράτος με τον κομματικό στρατό
«αυξάνεται και πληθύνεται».
• Η ανεργία το 2017 (Αύγουστος) κατέγραψε ποσοστό 22%
περίπου ενώ το επενδυτικό κλίμα παρέμεινε αρνητικό. Οι επενδυτές
δεν εμπιστεύονταν ακόμα την Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος βρίσκονταν
κοντά στο 180% του ΑΕΠ, ενώ οι οφειλόμενοι φόροι των ιδιωτών προς
το Δημόσιο έφτασαν τα 100 δισ. ευρώ και οι οφειλόμενες εισφορές
στα ασφαλιστικά ταμεία τα 35 δισ. ευρώ, περίπου.
• Η ανάπτυξη της οικονομίας έτρεχε με ρυθμό 0,8% το 2017
(Αύγουστος), ενώ η κυβέρνηση ανέμενε να κλείσει η χρονιά αυτή στο
2% περίπου.
• Από την ένταξη της Ελλάδας ως πλήρες μέλος στην Ε.Ε. το 1981
μέχρι σήμερα (2017) εισέρρευσαν (σύμφωνα με ανακοινώσεις) στη
χώρα 82,2 δισ. ευρώ, ως ενισχύσεις με τη μορφή των διαφόρων
πακέτων (Delor, ΕΣΠΑ ...) για τη δημιουργία υποδομών, την
εκπαίδευση των εργαζομένων, τις μεταφορές, την περιφερειακή
ανάπτυξη... Δεν κρύβεται ότι μεγάλο μέρος του ποσού αυτού,
σπαταλήθηκε για την ικανοποίηση πελατειακών σχέσεων του
πολιτικού συστήματος και όχι για το σκοπό που χορηγήθηκε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι παρακάτω
παρατηρήσεις:
• Η εμμονή των θεσμών για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης
του 3,5%, είναι επιεικώς παράλογη. Θα στραγγίσει την ελληνική
οικονομία από ρευστότητα, θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα, θα
καταπνίξει τη ζήτηση – άρα δεν προσφέρει στην ανάπτυξη – , ενώ οι
δημόσιες δαπάνες (σπατάλες) δεν τιθασεύονται για πελατειακές
σκοπιμότητες. Αντίθετα, η άμεση αποκλιμάκωση του 3,5% των
300
πρωτογενών πλεονασμάτων, θα απελευθέρωνε πολύτιμους πόρους
στη μαστιζόμενη οικονομία και μαζί με ένα σοβαρό πρόγραμμα
αποκρατικοποιήσεων, θα αποτελούσε τη μηχανή εκκίνησης της
ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας. 1 Το επικαλούμενο ενίοτε
από τους θεσμούς επιχείρημα ότι με τα υψηλά πλεονάσματα η
Ελλάδα θα εξοφλήσει συντομότερα τα χρέη της στους ευρωπαίους
εταίρους, είναι ανυπόστατο. Σε μια οικονομία σε παρατεταμένη
στασιμότητα, τα επιβαλλόμενα υψηλά πλεονάσματα πεδικλώνουν την
ανάπτυξη και άρα δεν μπορούν να είναι για πολύ χρόνο επιτεύξιμα. Εξ
άλλου, είναι γνωστό ότι τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας από τις
Ευρωπαϊκές χώρες είναι υψηλότερα από αυτά που οι ίδιες
καταβάλλουν στις διεθνείς Αγορές. Το ισοζύγιο είναι θετικό για αυτές.
Κατά συνέπεια δεν βλάπτονται, ούτε έχουν λόγους να ανησυχούν.
• Η επιμονή της Ελληνικής κυβέρνησης για άμεση
αναδιάρθρωση (ελάφρυνση) του Ελληνικού χρέους έχει κυρίως
επικοινωνιακά κίνητρα. Χωρίς να παραβλέπεται η σημασία της
ελάφρυνσης (πολύ σημαντική αναμφισβήτητα), όσο δεν
αντιμετωπίζονται, οι χρόνιες παθογένειες (δομικές και θεσμικές) της
χώρας, το δημόσιο χρέος, θα επανέλθει σύντομα στα σημερινά
αδιέξοδα, όποια και αν είναι η αναδιάρθρωση. Η κακοδαιμονία της
Ελλάδας είναι συνέπεια της αποσύνθεσης του Κράτους (Δημόσια
Διοίκηση και Πολιτικό Σύστημα).
• Τελευταία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναμασά τάχα την ανάγκη για
προσέλκυση επενδύσεων, τις οποίες όμως το κόμμα τις πολεμάει με
κάθε τρόπο. Οι αναχρονιστικές ιδεοληψίες των παραγόντων του
ΣΥΡΙΖΑ αντιστέκονται, ενώ οι τακτικισμοί της κυβέρνησης... δεν
πείθουν. Όσον δεν εξυγιαίνεται, ριζικά, το Κράτος, τα λόγια αποτελούν
απλά επικοινωνιακές ρητορείες.
• Το 50% του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας πηγαίνει κάθε χρόνο στη
φορολογία. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι υπάρχουν ομάδες

1
Είναι γνωστό ότι τα λαμβανόμενα μέτρα συνεχίζουν να είναι άκρως υφεσιακά.
301
πληθυσμού που φοροδιαφεύγουν και άλλες που έχουν ευνοϊκό
καθεστώς φορολόγησης, η επιβάρυνση για τον υπόλοιπο συνεπή
πληθυσμό είναι μεγαλύτερη. Κι αυτό παίρνει σοβαρότερες
διαστάσεις, γιατί δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα στους πολίτες σε
υπηρεσίες από το Κράτος (υγεία, παιδεία, πρόνοια, δημόσια
διοίκηση...). Είναι αυτονόητο ότι το ποσοστό αυτό είναι από τα
υψηλότερα της Ευρώπης, όπου οι παρεχόμενες υπηρεσίες από το
Κράτος, εκεί, είναι ασύγκριτα καλύτερες.
• Στη διεθνή οικονομική ορολογία διαφέρει η έννοια της
Ανάπτυξης από την έννοια της Μεγέθυνσης. Η ανάπτυξη περιέχει
κυρίως ποιοτικά μεγέθη (π.χ. βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού
και αλλαγές στις δομές και στους θεσμούς του Κράτους). Η
Μεγέθυνση αντίθετα περιέχει ποσοτικά μεγέθη, δηλ. μεταβολή των
ποσοτικών δεικτών της οικονομίας. Στην Ελλάδα, όταν οι πολιτικοί
αναφέρονται στην ανάπτυξη εννοούν αποκλειστικά την μεταβολή των
ποσοτικών μεγεθών. Για τις ποιοτικές αλλαγές σιωπούν.
2.8. Τι χρειάζεται να γίνει
Όπως φάνηκε απ’ όσα προηγήθηκαν, η κρίση στην Ελλάδα έχει
αρχή και τέλος στο Κράτος. «Αρχή», γιατί οι χρόνιες παθογένειες του
Κράτους έφεραν την κρίση στη χώρα. «Τέλος», γιατί μόνο με οριστική
εξυγίανση του Κράτους, θα βγει η χώρα από την κρίση. Αν από το 2009
η χώρα είχε υποβληθεί στη βάσανο της αντιμετώπισης της
επερχόμενης λαίλαπας της κρίσης, με μέτρα ριζοσπαστικά, δηλαδή με
τη δυναμική ρήξη με το κατεστημένο κομματικό Κράτος, σήμερα η
κατάσταση θα ήταν διαφορετική και η Ελλάδα θα ήταν μια άλλη χώρα.
Η ριζική εξυγίανση του Κράτους και η βελτίωση της
αποτελεσματικότητάς του, θα οδηγούσε – ας το επαναλάβουμε – στη
μείωση του λειτουργικού κόστους και στη γρήγορη περιστολή των
δημοσίων ελλειμμάτων (έως και στην εξάλειψή τους), η χώρα θα είχε
λιγότερη ανάγκη (έως καθόλου) της στήριξης των εταίρων της στην
Ευρωζώνη και φυσικά του Δ.Ν.Τ., θα έβγαινε πολύ γρήγορα στις
302
«αγορές», αν η ανάγκη το επέβαλε και θα δανείζονταν με λογικά
επιτόκια, θα έλλειπε όλη εκείνη η παραφιλολογία για έξοδο της χώρας
από το ευρώ, που δημιούργησε ανασφάλεια στους επενδυτές,
προκάλεσε φυγή των καταθέσεων και έφερε το «κούρεμα» του
ελληνικού χρέους, που έπληξε κυρίως τις ελληνικές τράπεζες... Η
μείωση των spreads και των επιτοκίων δανεισμού του Ελληνικού
Κράτους θα άνοιγε το δρόμο στις ελληνικές τράπεζες να αντλούν
δανειακά κεφάλαια με συμφέροντες όρους από την ευρωπαϊκή και
διεθνή αγορά. Άρα, η ρευστότητα στην ελληνική αγορά θα ήταν
επαρκής, οι επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να δανειοδοτούνται
με άνεση και χαμηλά επιτόκια – στο επίπεδο περίπου αυτών, των
υγιών οικονομιών της Ευρώπης – πολύ λιγότερες επιχειρήσεις θα
αποσύρονταν από την αγορά και πολύ λιγότεροι εργαζόμενοι του
ιδιωτικού τομέα θα έβγαιναν στην ανεργία. Η ύφεση θα είχε
μικρότερη διάρκεια και θα είχαν αποφευχθεί τα οριζόντια μέτρα που
έπληξαν περισσότερο τα αδύνατα εισοδήματα. Σύντομα η χώρα θα
έβγαινε από την κρίση και η ανάπτυξη θα ήταν δεδομένη. Το
επιχείρημα που εκπέμπεται από τους συνδικαλιστές και τα πολιτικά
κόμματα, ότι οι απολύσεις (εξυγίανση) στο Δημόσιο δεν θα μείωναν
την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα είναι αίολο και υποκριτικό.
Είναι φανερό ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει άμεση
σχέση με τις δυσλειτουργίες του Κράτους και το δυσβάσταχτο
λειτουργικό κόστος μαζί με τις μετριότητες που υπηρετούν την
πολιτική εξουσία, ανεξαρτήτως κόμματος. Θα ήταν ευχής έργο, η
κρίση αυτή να αποτελέσει, τουλάχιστο, την ευκαιρία για μια
καινούργια αρχή, να καταργήσει τις αγκυλώσεις και να εξυγιάνει τη
λειτουργία του Κράτους. Ακόμα, να συμβάλλει στη ριζική αλλαγή της
νοοτροπίας των ηγεσιών των συνδικάτων και στην απομάκρυνσή τους
από τον εναγκαλισμό τους με την πολιτική εξουσία.
Είναι εντούτοις απορίας άξιο πως, ενώ η κρίση στην Ελλάδα
είναι συνέπεια, εν πολλοίς, των δυσλειτουργιών του δημόσιου τομέα,
303
όλο σχεδόν το βάρος για την έξοδο της χώρας από την κρίση
επωμίζεται ο ιδιωτικός τομέας. Η ανεργία για παράδειγμα
τροφοδοτείται κατ’ αποκλειστικότητα από τον ιδιωτικό τομέα. Στο
δημόσιο τομέα, ο οποίος συντηρεί στρατιές αργόσχολων, κομματικά
διορισμένων, δεν υπάρχει ανεργία. Όλοι παραμένουν βολεμένοι στη
θέση τους, ακόμα και τώρα που βαθαίνει όλο και περισσότερο η
κρίση. Και φυσικά κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρο 4), που
ορίζει ισότητα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις όλων των
Ελλήνων πολιτών. Η (κάθε) κυβέρνηση φαίνεται ότι φοβάται τη ρήξη
με τις συντεχνίες και το κομματικό Κράτος, που λυμαίνονται το
δημόσιο χρήμα, γι’ αυτό και αδρανεί επικίνδυνα.
Η λύση λοιπόν στο πρόβλημα της χώρας, βρίσκεται στη δραστική
μείωση του Κράτους, στις εκ βάθρων αλλαγές στο στενό και στον ευ-
ρύτερο δημόσιο τομέα, στις δομές και στις νοοτροπίες, που θα οδηγή-
σουν στην περιστολή της εξωφρενικής δημόσιας δαπάνης και της
καταλήστευσης των κρατικών ταμείων, στην πάταξη της
φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής με μηχανισμούς που μηδενίζουν
τη διαπλοκή, στην διάλυση του κατεστημένου κομματικού Κράτους,
που υποθάλπει τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις και
πολλαπλασιάζει τους κρατικοδίαιτους, στον εξορθολογισμό των
αμοιβών των εργαζομένων στο Δημόσιο (ενιαίο μισθολόγιο), που θα
οδηγήσει στην κατάργηση των αναρίθμητων επιδομάτων και άλλων
χαριστικών αμοιβών, στην εξάλειψη των προνομιούχων των
ασφαλιστικών ταμείων, στην εφαρμογή ενός μελετημένου και
αυστηρού οργανογράμματος των υπηρεσιών του Δημοσίου,
σύμφωνα με τις ανάγκες του Κράτους, με σαφή περιγραφή των
εργασιών κάθε θέσης (job description), που θα διευκολύνει τις
διαδικασίες, θα ελαχιστοποιήσει τη γραφειοκρατία, θα απομακρύνει
τους αργόσχολους και τους επίορκους, θα αυξήσει την
παραγωγικότητα και θα βελτιώσει το λειτουργικό κόστος και μαζί την
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

304
Άρα, επιβάλλεται επάνδρωση του οργανογράμματος αυτού με
στοχευμένες προσλήψεις, εξειδικευμένο προσωπικό, κατάλληλο για
τη θέση που προορίζεται και επιλογή του με αυστηρά αξιοκρατικά
κριτήρια. Αναδιάρθρωση και εξυγίανση των ΔΕΚΟ (συγχωνεύσεις,
καταργήσεις...), των ΟΤΑ, των ασφαλιστικών ταμείων, των
νοσοκομείων... Αποκρατικοποιήσεις, που θα απαλλάξουν το Δημόσιο
από το κοστολογικό βάρος και θα εισφέρουν έσοδα στο Κράτος,
σταθερό φορολογικό σύστημα με αναπτυξιακό προσανατολισμό,
αξιοποίηση (και χρηστή διαχείριση) των χρηματοδοτήσεων που
προέρχονται από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, αξιοποίηση της δημόσιας
ακίνητης περιουσίας, δημιουργία ελκυστικών συνθηκών για την
προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων (ξένων και ντόπιων
κεφαλαίων), μέτρα για την ενίσχυση των στρατηγικών τομέων της
οικονομίας, που παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα (όπως ο
τουρισμός, η εμπορική ναυτιλία, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι της
χώρας...), δημόσια έργα, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων,
κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών που θα επαναφέρει τη ρευ-
στότητα στην αγορά, «σπάσιμο» των καρτέλ και απρόσκοπτη λειτουρ-
γία της εσωτερικής αγοράς, που θα οδηγήσει σε εξισορρόπηση των τι-
μών... Μα πάνω απ’ όλα, αλλαγή νοοτροπίας των πολιτικών και όλων
όσων επανδρώνουν και διοικούν το στενό και τον ευρύτερο δημόσιο
τομέα. Οι ασχολούμενοι μέχρι τώρα με τα κοινά είναι, οι
περισσότεροι, μετριότητες που διακατέχονται από την ακατάσχετη
βουλιμία για εξουσία και πλουτισμό και μόνο γι’ αυτό. Χρειάζονται
λοιπόν δομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα και στην
Ευρώπη, πολλοί μιλούν για μεταρρυθμίσεις, αμφιβάλλω όμως αν
γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενό τους.
Μέσα από τις επιδιώξεις αυτές, θα επέλθει ελάφρυνση του
λειτουργικού κόστους και βελτίωση της παραγωγικότητας του
δημόσιου τομέα, θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής
οικονομίας, θα αναζωογονηθεί η αγορά και θα επανεκκινήσει η

305
ανάκαμψη. Η έξοδος της χώρας από την κρίση και η επαναφορά της
σε τροχιά ανάπτυξης θα οδηγήσει σε μείωση των ελλειμμάτων και του
δημόσιου χρέους και επομένως σε απεξάρτηση της χώρας από τις
«διεθνείς αγορές», με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ριζική αλλαγή
της λειτουργίας του Κράτους και της νοοτροπίας του πολιτικού
συστήματος και, φυσικά, αποδέσμευση της λειτουργίας του Κράτους
από τις εναλλαγές των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία.
Τα κόμματα, δυστυχώς, έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά
και επιδίδονται για να επιβιώσουν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και
πελατειακές σχέσεις, στην καπηλεία των ασθενέστερων στρωμάτων
της κοινωνίας, στο λαϊκισμό, στον καιροσκοπισμό, στη συκοφαντία...
Ο νέος κύκλος ανάπτυξης, στη χώρα, δεν αρκεί να στηρίζεται μόνο σε,
ποσοτικά μεγέθη, χρειάζεται πρωτίστως να εμφορείται από «αρχές
και αξίες».
Ο μόνος τρόπος να καταφέρει η Ελλάδα υπερασπιστεί τον
Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και την παραμονή της στη Ζώνη του
Ευρώ, είναι να απομονώσει και να αποβάλει τις αντιδραστικές
συντεχνίες, να ανασυντάξει τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις, να ενισχύσει
την κοινωνική συνοχή της και να προωθήσει την ανάπτυξή της, που θα
οδηγήσει στην πραγματική σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό
μπορεί να επιτευχθεί, αν εστιάσει στη δημοσιονομική πειθαρχία με
υπεύθυνες πολιτικές και στις βαθιές τομές, που θα αλλάξουν τη
μορφή του Κράτους και του παραγωγικού της μοντέλου. Ο
στρατηγικός σχεδιασμός από μηδενική βάση είναι αναπόφευκτος.
Για να ανατραπεί το κλίμα της απαισιοδοξίας λαού και
παραγόντων της οικονομίας και να αποκατασταθεί η έλλειψη
εμπιστοσύνης στη χώρα και στο πολιτικό της σύστημα, χρειάζεται τα
μέτρα που λαμβάνονται, να αποδώσουν θετικό δημοσιονομικό
αποτέλεσμα, ώστε να γίνει ορατή η έξοδος (της χώρας) από την κρίση
και η επανεκκίνηση της ανάκαμψης. Να καταστεί ο δημόσιος τομέας
ευλύγιστος και αποτελεσματικός και ο ιδιωτικός τομέας τολμηρός και
306
ανταγωνιστικός στην εθνική και διεθνή αγορά και να ενθαρρυνθούν
πρωτοβουλίες που μεγεθύνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Τα μέτρα αυτά χρειάζεται να ενσωματωθούν σε ένα μακροπρόθεσμο
(στρατηγικό) σχεδιασμό με συγκεκριμένους, ξεκάθαρους και
ρεαλιστικούς στόχους.
Είναι αυτονόητο ότι οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι
τώρα είναι ανεπαρκείς και δεν στοχεύουν στον πυρήνα του
προβλήματος. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική που
υπερβαίνει το Μνημόνιο, για να βγει η χώρα από την κρίση. Κι αυτό
πρέπει να γίνει άμεσα. Η ανάκαμψη δεν μπορεί να στηριχθεί σε
περιστασιακά μέτρα. Επιβάλλεται η κινητοποίηση του ιδιωτικού
τομέα, αλλά αυτό είναι δύσκολο να γίνει, όσο παραμένουν οι χρόνιες
αγκυλώσεις της Δημόσιας Διοίκησης, όσο διαιωνίζονται τα δημόσια
ελλείμματα, όσο υπάρχει κλίμα αβεβαιότητας και δυσπιστίας στην
ελληνική οικονομία. Άρα, χρειάζεται να υπάρξει εμπιστοσύνη, φιλικό
περιβάλλον για καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, ενίσχυση
της πεποίθησης ότι η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ, βελτίωση του
παραγωγικού ιστού με εξωστρεφή προσανατολισμό, πράγμα που
επιβάλλει την ενδυνάμωση της παραγωγής των, διεθνώς
εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Η χώρα λοιπόν χρειάζεται Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης, που
εξειδικεύει τις πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη – χωρίς να θέτει
σε κίνδυνο τη δημοσιονομική προσαρμογή – με μακροπρόθεσμους και
βραχυπρόθεσμους στόχους. Μερικοί από αυτούς θα μπορούσε να
είναι η επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, η
αξιοποίηση των πόρων των Ευρωπαϊκών Ταμείων (ΕΣΠΑ), η
εξασφάλιση πόρων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, οι
μεταρρυθμίσεις στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, που θα
συμβάλουν στην περιστολή της γραφειοκρατίας (απλοποίηση
διαδικασιών, ελάφρυνση του κοστολογικού βάρους...), η εξασφάλιση
σταθερού φορολογικού συστήματος με αναπτυξιακό
307
προσανατολισμό, η επιδίωξη κινητικότητας στην αγορά εργασίας, η
βελτίωση του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος (εμπιστοσύνη στο
τραπεζικό σύστημα, επαναφορά των καταθέσεων στις ελληνικές
τράπεζες, ανακεφαλοποίηση των τραπεζών, κλπ.),
αναπροσανατολισμός του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας με
προϊόντα ανταγωνιστικά στις εξωτερικές αγορές, δράσεις που ευνοούν
την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και λύνουν κατά τρόπο
μόνιμο το πρόβλημα της δημοσιονομικής ανισορροπίας.
Η συνεχής άνοδος της παραγωγικότητας - και όχι απλά η μείωση
των μισθών - θα επιφέρει τη βελτίωση και τη διατηρησιμότητα της
ανταγωνιστικότητας. Αυτό θα επιτευχθεί με την εξειδίκευση, την
εισαγωγή της νέας τεχνολογίας (καινοτομίες), τον εκσυγχρονισμό του
θεσμικού πλαισίου, την άρση των στρεβλώσεων, τον
αναπροσανατολισμό της παραγωγής..., με στόχο την αύξηση των
εξαγωγών και την υποκατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των
εισαγωγών, επομένως τη βελτίωση του ελλείμματος του εμπορικού
ισοζυγίου, που διαιωνίζεται από τη σύσταση του νεότερου Ελληνικού
Κράτους.
Η ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ, επιβάλλει πλέον τον
εξωστρεφή προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας (και
παραγωγής) και φυσικά με προϊόντα ανταγωνιστικά στην ευρωπαϊκή
και διεθνή αγορά, 1 και σε κλάδους παραγωγής με υψηλή
προστιθέμενη αξία και συγκριτικό πλεονέκτημα, λαμβάνοντας υπόψη
τις εξελίξεις στις ξένες αγορές και σε προϊόντα αναβαθμισμένα
ποιοτικά, ώστε να αρχίσει να υλοποιείται ο στόχος της δραστικής
μείωσης του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, μέχρι εξάλειψής
του.
Η ευθύνη λοιπόν για ό,τι συμβαίνει σήμερα, πρέπει να
αναζητηθεί στο εσωτερικό της χώρας και όχι στους «ξένους». Η

1
Και αντίστοιχα περιορισμό της πληθώρας των παρασιτικών επαγγελμάτων.
308
παρούσα κρίση στην Ελλάδα δεν είναι καθαρά οικονομική. Έχει ως
αφετηρία της, την έρπουσα πολιτική κρίση που σέρνεται από το
1981. Οι Ευρωπαίοι εταίροι, τη δύσκολη αυτή ώρα, έριξαν στην
Ελλάδα σωσίβια λέμβο (με τη γενναιοδωρία τους). Το ότι η χώρα δεν
επωφελήθηκε να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να ορθοποδήσει,
φταίει το πολιτικό σύστημα, που αρνήθηκε να χτυπήσει το κακό στη
ρίζα του (το πελατειακό Κράτος). Η ευθύνη των Ευρωπαίων
εντοπίζεται στις λανθασμένες συνταγές (υφεσιακές) που
υπαγόρευσαν στην Ελλάδα για να βγει από την κρίση – είτε από
άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας, είτε από ελλιπή γνώση των
μακροοικονομικών μηχανισμών. Όμως, αυτό συνέβη γιατί η Ελλάδα
δεν είχε το δικό της εθνικό στρατηγικό σχέδιο δράσης για την έξοδό
της από την κρίση. Δυστυχώς, οι στρεβλώσεις της Δημόσιας Διοίκησης
συνεχίζονται, η φοροδιαφυγή καλπάζει, το πελατειακό πολιτικό
σύστημα «ζει και βασιλεύει» 1...
Το κτήριο που έχει υποστεί σοβαρές φθορές δεν επιδιορθώνεται
με μπαλώματα, επιβάλλεται η ολική κατεδάφισή του και η εκ νέου
ανοικοδόμησή του, με καινούρια υλικά. Η εκ θεμελίων

1
Κατά τον F. Perroux, η Ανάπτυξη (dévelopment) είναι:
 Αφενός, το σύνολο των αλλαγών στον τρόπο σκέψης και στις κοινωνικές συνήθειες
ενός λαού, που θα του δώσουν τη δυνατότητα να αυξήσει – κατά τρόπο διαρκή -
το συνολικό πραγματικό προϊόν.
 Αφετέρου, το σύνολο των αλλαγών στο οικονομικό σύστημα (και όχι μόνο) και στον
τρόπο της οργάνωσης τους, που θα καθορίσουν τη Μεγέθυνση (croissauce), δηλ.
την ποσοτική αύξηση του πραγματικού εθνικού προϊόντος.
Άρα, η Ανάπτυξη (ή η υπανάπτυξη) δεν είναι μόνο, - καθαρά -, οικονομική υπόθεση.
Έχει κυρίως σχέση και με τον παράγοντα άνθρωπο. Δηλ. χρειάζονται, παράλληλα,
αλλαγές τόσο στον άνθρωπο, όσο και στις οικονομικές (και λοιπές) δομές και στους
θεσμούς του Κράτους. Για να επιτευχθεί η Ανάπτυξη, που θα επιφέρει τη
Μεγέθυνση, κατά τρόπο διαρκή, χρειάζεται να συνυπάρξουν αρμονικά οι τρεις
συντελεστές: Κοινωνικές ομάδες, πολιτικό σύστημα και καινοτομίες (Perroux
François, Πρόλογος στο Βιβλίο του Elias Gannagé L’ ECONOMIE DU
DEVELOPPEMENT).
309
αναδιοργάνωση του κράτους, δομική και θεσμική, δεν μπορεί να είναι
ευχάριστη για όλους (Σόλων).
Είναι αυτονόητο ότι η κάθε χώρα της Ζώνης του Ευρώ, οφείλει
να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας. Στις περιόδους ωστόσο
έκτακτων γεγονότων είναι απαραίτητο να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ
τους, προκειμένου να εξουδετερώνονται οι ανεπιθύμητες συνέπειες
στη σταθερότητα και στη συνοχή τους, που είναι ο μόνιμος στόχος
της Ένωσης. Για να είναι διατηρήσιμη, χωρίς κλυδωνισμούς αυτή η
σταθερότητα και η συνοχή, επιβάλλεται οι χώρες της Ευρωζώνης
να λειτουργούν «ως ομάδα», με ανεπτυγμένο το αίσθημα
της αλληλεγγύης. Να εκλείψει η εθνική περιχαράκωση. Μόνο έτσι θα
επιβιώσει το ενιαίο νόμισμα και θα θωρακίσει τις Ευρωπαϊκές
οικονομίες, κάτι που δεν φαίνεται να έχει γίνει ακόμα κατανοητό.
Η αυτονόητη συμφωνία των κομμάτων – και αυτών με τους
θεσμούς – για τα διαχρονικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την
έξοδο της χώρας από την κρίση και την εξασφάλιση των δανειστών
της, είναι ένας σοβαρός λόγος για την αναζήτηση συναίνεσης, σε
εθνικό επίπεδο, αφού μεσοπρόθεσμα δεν μπορεί να αποκλειστεί η
αλλαγή πολιτικού σκηνικού. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, θα
απαιτηθούν αμοιβαίες υποχωρήσεις και ρεαλισμός, χωρίς πολιτικές ή
άλλες σκοπιμότητες, ώστε να εξευρεθεί κοινή συνισταμένη και να
επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση.
Αν επιτευχθεί λοιπόν η περιγραφείσα παραπάνω εξυγίανση της
Δημόσιας Διοίκησης και αλλάξει η νοοτροπία του πολιτικού
συστήματος, που διαφθείρει και την ευάλωτη κοινωνία, τότε θα
μπορέσουν να λειτουργήσουν δυναμικά οι μηχανισμοί ανάκαμψης της
οικονομίας και να ενεργοποιηθεί η προσέλευση επενδύσεων με τα
πολλαπλασιαστικά αποτελέσματά τους. Είναι αυτονόητο ότι η
αβεβαιότητα δεν βοηθάει την προσέλκυση επενδύσεων, ούτε την
επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, που διέφυγαν
310
στο εξωτερικό, ούτε φυσικά τις «αγορές» να εμπιστευθούν την
Ελλάδα και να ανοίξει ο δρόμος για δανεισμό της χώρας με χαμηλά
επιτόκια.
Η βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών θα επιτρέψει την
αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», επιχειρήσεων και
νοικοκυριών, ώστε να βγουν από το στενωτό της χρεωκοπίας, ενώ η
βιωσιμότητα του χρέους θα εξαρτηθεί από το ρυθμό ανάπτυξης της
οικονομίας και το κόστος αναχρηματοδότησής του. Η δραματική
μείωση της εθνικής αποταμίευσης, απότοκος της μακροχρόνιας
ύφεσης και της μείωσης των εισοδημάτων είναι ωστόσο
ανασταλτικός παράγοντας στη διαδικασία ανάπτυξης της οικονομίας.
Η υπερβολική φορολόγηση ειδικότερα και η άνιση κατανομή
της, απομακρύνει το στόχο της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας:
Σύμφωνα με δημοσιεύσεις, το 19% των φυσικών προσώπων
πληρώνουν το 90% του συνολικού φόρου εισοδήματος (ή 8 δισ.
ευρώ). Το 4,5% των επιχειρήσεων πληρώνουν το 83% του φόρου
νομικών προσώπων (ή 4 δισ. ευρώ) και το 33% των ιδιοκτητών
ακινήτων πληρώνουν το 66% του φόρου ακινήτων (ή 3 δισ. ευρώ).
Σύνολο 8+4+3=15 δισ. ευρώ.
«Απλά γαρ εστί της αληθείας έπη»
(Γιατί είναι απλά τα λόγια της αλήθειας)
Αισχύλος (525-456 π.Χ.)

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό επί του ΑΕΠ κατά


την μεταπολεμική περίοδο (1962-2012), εξελίχθηκε ως εξής:
1962: 11,8%, 1963: 14,8%, 1967: 20,5%, 1974: 22,5%, 1980:
26,6 % (ή 31,2%), 1990: 101,8% (1), 1993: 110,1%, 1996: 112,2%,
2003: 103,0% (2), 2008: 113,0%, 2009: 127,40%, 2010: 143,0%, 2011:
165,3,0%, 2012: 145,5% (3), 2017: 178,6,0%
(1) Βλ. σχετική παρατήρηση πίνακα 1.
(2) Παρά την τεχνική βελτίωση του χρέους (Βλ. υποσημείωση πίνακα 2).
(3) Μετά την εφαρμογή του PSI.
311
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η παγκόσμια αυτή κρίση ξεκίνησε ως κρίση τραπεζών, καθαρά
χρηματοπιστωτική. Γι’ αυτό και τα μέτρα που πήραν αρχικά οι χώρες
και η Ελλάδα, αφορούσαν τη στήριξη των τραπεζών, τις καταθέσεις, τη
ρευστότητα στην αγορά. Αργότερα, η κρίση επεκτάθηκε στην
πραγματική οικονομία, μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική (κρίση
χρέους) και χτύπησε κατά προτεραιότητα τις αδύναμες χώρες. Η
Ελλάδα βρέθηκε στο κέντρο της κρίσης. Το υπέρογκο δημόσιο χρέος
της και οι χρόνιες παθογένειες της οικονομίας της, έκαναν τα ελληνικά
ομόλογα τοξικά. Σε συνδυασμό με τις απερίσκεπτες δηλώσεις της
Ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων Αξιωματούχων, τα
βλέμματα των διεθνών αγορών στράφηκαν επάνω της. Τα spreads
πήραν την ανιούσα και τα επιτόκια δανεισμού έγιναν απαγορευτικά. Η
Ελλάδα πιάστηκε στον ύπνο και η Ευρώπη βρέθηκε απροετοίμαστη.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης και κατά
συνέπεια δεν είχε προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η
ηγεσία της Ευρώπης είχε την αφελή άποψη ότι – μέσα στη Ζώνη του
Ευρώ με το κοινό νόμισμα – η κάθε χώρα θα αντιμετώπιζε μόνη της το
πρόβλημά της. Έτσι, ενώ η Ευρώπη ολιγωρούσε, η κρίση βάθαινε και
χτυπούσε τη μια χώρα μετά την άλλη, εκεί που πονούσε περισσότερο.
Το Δ.Ν.Τ., η Ε.Κ.Τ. και η Κομισιόν κατάλαβαν ότι η Ελλάδα ήταν ο
αδύνατος κρίκος της Ευρωζώνης και προσπάθησαν να την
προειδοποιήσουν ότι έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα, άμεσα, για την
αντιμετώπιση της κρίσης. Αλλά κανείς στην Ελλάδα δεν άκουγε.
Ήθελαν να πιστεύουν ότι η κρίση αυτή δεν τους αφορούσε. Αν τότε,
μέσα στο 2009, είχε χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του – χωρίς Τρόικα και
Μνημόνιο –, δηλαδή είχε γίνει δραστική μείωση, άμεσα, των κρατικών
δαπανών (λειτουργικό κόστος, σπατάλες, διαφθορά, αγκυλώσεις,
μείωση του Κράτους και αλλαγές στις δομές της Δημόσιας Διοίκησης),
καθώς και αύξηση των κρατικών εσόδων με την καταπολέμηση της
312
φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, το
πρόβλημα της κρίσης για την Ελλάδα θα είχε αντιμετωπισθεί με
επιτυχία, από τότε. Και οι κερδοσκόποι θα είχαν αποθαρρυνθεί.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε και πήρε εκρηκτικές διαστάσεις με
την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, Γ.Α. Παπανδρέου, που με απατηλά
συνθήματα νόμισε ότι θα ξεγελάσει τους Ευρωπαίους Αξιωματούχους
και τις διεθνείς αγορές και θα κοιμίσει τους Έλληνες ψηφοφόρους.
Οκτώ χρόνια μετά το μαστίγωμα της κρίσης, κι ακόμα το πολιτικό
σύστημα υπερασπίζεται το κομματικό Κράτος και την εκλογική
πελατεία, παρότι η χώρα βρίσκεται ήδη από καιρό υπό πτώχευση και
περιφέρει δίσκο επαιτείας στους εταίρους της στην Ευρωζώνη (2011).
Η απραξία της κυβέρνησης αυτής – σε συνδυασμό με τον
εναγκαλισμό της με τα συνδικάτα, τις αναχρονιστικές ιδεοληψίες του
κόμματος και τον αρνητικό ρόλο των ΜΜΕ – συνέτεινε να χαθεί
πολύτιμος χρόνος, να επιδεινωθούν τα οικονομικά μεγέθη και να
έρθει η Τρόικα και το Μνημόνιο στην Ελλάδα, το Μάιο του 2010. Οι
Ευρωπαίοι ηγέτες άργησαν κι αυτοί να καταλάβουν την κρισιμότητα
της κατάστασης και να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς κεντρική
παρέμβαση, η Ευρωζώνη κινδύνευε με διάλυση.
Στο διάστημα που ακολούθησε την άφιξη της Τρόικας, οι
παλινωδίες και η ασυνέπεια στις αποφάσεις της ελληνικής
κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ κλόνισαν την αξιοπιστία της στους
Ευρωπαίους εταίρους και στις «αγορές», η επίτευξη των στόχων
απομακρύνθηκε, τα ελλείμματα συνεχίστηκαν και το δημόσιο χρέος
πήρε καλπάζουσα μορφή. Μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις εξελίξεις
αυτές είχε η Τρόικα, αφού τα μέτρα που επέβαλε υποτροπίαζαν την
ύφεση, αντί να οδηγούν στην εξυγίανση και στην ανάκαμψη.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος συνέχισε να αναμασάει ότι η λιτότητα
και η μείωση του μισθολογικού κόστους θα βελτιώσουν την
ανταγωνιστικότητα και θα φέρουν την ανάπτυξη, χωρίς άλλα μέτρα,

313
δηλαδή εργαλεία της προ-Keynes εποχής, προβάλλοντας το γερμανικό
παράδειγμα της ένωσης των δυο Γερμανιών και απορρίπτοντας
πεισματικά τους μακροοικονομικούς μηχανισμούς, τη «χρονική
στιγμή» και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, αν
δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής
οικονομίας και η θετική ψυχολογία, δεν μπορεί να έρθει η ανάκαμψη.
Η αμφισβήτηση της παραμονής της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ,
επιδεινώνει το κλίμα και αποθαρρύνει τις επενδύσεις.
Το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, η Ευρώπη γνώρισε δυο
μεγάλους πολέμους 1, που άφησαν πίσω τους πολύ αίμα και τεράστιες
οικονομικές καταστροφές. Την επαύριο του Β’ παγκοσμίου πολέμου
και ενώ η Ευρώπη προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της, οι ΗΠΑ
προσέτρεξαν σε βοήθεια – οικονομική, με το σχέδιο Μάρσαλ και
τεχνογνωσίας – κι έτσι δημιουργήθηκαν: ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ), η Διεθνής Τράπεζα Ανοικοδόμησης
και Ανάπτυξης, το Δ.Ν.Τ., η Συμφωνία περί Δασμών και Εμπορίου και ο
Χάρτης της Αβάνας... Όμως, όλοι αυτοί οι οργανισμοί δεν κρίθηκαν
ικανοί να ανταποκριθούν στις ανάγκες της Ευρώπης.
Με πρωτοβουλία της Γαλλίας, στις 18-4-1951, υπογράφτηκε η
Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος, που
περιλάμβανε τις χώρες Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και
Λουξεμβούργο. Όμως, και η πρωτοβουλία αυτή δεν κρίθηκε επαρκής,
γι’ αυτό και το 1955, οι χώρες αυτές αποφάσισαν να προχωρήσουν σε
ευρύτερη συνεργασία. Στις 25 Μαρτίου 1957, υπογράφηκε η Συνθήκη
της Ρώμης για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας
(ΕΟΚ), που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1958.
Μόνιμο πρόβλημα του Ελληνικού Κράτους, από τη σύστασή του,
ήταν η ανισορροπία δαπανών και εσόδων, δηλαδή τα ελλείμματα του

1
Το 2014, συμπληρώθηκε ένας αιώνας από την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου.

314
κρατικού προϋπολογισμού. Οι λειτουργικές δαπάνες του Κράτους
ήταν πάντα μεγαλύτερες και δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τα
καχεκτικά έσοδα, που προέρχονταν από την άμεση και έμμεση
φορολογία, τους δασμούς, τα μη φορολογικά έσοδα, κλπ. (με
εξαίρεση τις δυο περιόδους διακυβέρνησης από τον Κων/νο
Καραμανλή). Υπήρχε μόνιμη γκρίνια και επικρίσεις ότι η Δημόσια
Διοίκηση απασχολούσε μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, παχυλά
αμειβομένων, τηρουμένων των αναλογιών. Οι πιέσεις για μια θέση
στο Δημόσιο ήταν έντονες, λόγω της δυσπραγίας του ιδιωτικού τομέα,
που δεν παρείχε ευκαιρίες απασχόλησης. Οι πελατειακοί διορισμοί
στο Δημόσιο ήταν και τότε της μόδας, όπως και σήμερα. Μόνο που
τότε, τις θέσεις στο Δημόσιο κατελάμβαναν κυρίως γόνοι γνωστών
οικογενειών, γιατί τους παρείχε κοινωνική αναγνώριση. Δεν έλειψε
επίσης και η γενικότερη σπατάλη των δημόσιων οικονομικών. Η
διόγκωση των δαπανών της Δημόσιας Διοίκησης δημιουργούσε
ελλείμματα, που καλούνταν οι κυβερνήσεις να καλύψουν με
εξωτερικό δανεισμό ή με εσωτερικό, όταν οι «αγορές» ήταν κλειστές,
ή ακόμα με πληθωριστικό χρήμα. Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων
απορροφούσαν οι λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου.
Μεγάλο πρόβλημα ήταν επίσης και το έλλειμμα του ισοζυγίου
εξωτερικών πληρωμών. Οι εξαγωγές δεν κάλυπταν παρά μέρος των
εισαγωγών, λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής
οικονομίας και παραγωγής, που δεν κατάφεραν ποτέ μέχρι σήμερα οι
κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Εκτός από τη σπατάλη του Δημοσίου, σοβαρό πρόβλημα
αναδείχθηκε η φιλαργυρία και η διαφθορά, από τα πρώτα κιόλας
χρόνια της επανάστασης. Το πρόβλημα αυτό προσπάθησαν να
αντιμετωπίσουν τόσο ο Ι. Καποδίστριας, όσο και ο Χαρ. Τρικούπης,
χωρίς αυτό να καταστεί πάντα δυνατό.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου διακινήθηκαν μεγάλα χρηματικά
ποσά από δάνεια και εξωτερική ανθρωπιστική βοήθεια, λόγω του
315
προσφυγικού προβλήματος που αντιμετώπιζε η χώρα, όμως η
παρουσία της Κοινωνίας των Εθνών και της Επιτροπής Αποκατάστασης
των Προσφύγων, φαίνεται πως απεσόβησε τις ατασθαλίες, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, κάτι που δεν έγινε την περίοδο του εμφυλίου με
την αγγλο-αμερικανική βοήθεια. Στην τελευταία αυτή περίπτωση,
εμφανίστηκαν φαινόμενα καταχρήσεων, που ανάγκασαν τις ΗΠΑ να
εγκαταστήσουν στην Ελλάδα μόνιμη επιτροπή ελέγχου διαχείρισης
της βοήθειας.
Στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου και όταν ελληνικός
λαός λιμοκτονούσε από τη ληστρική συμπεριφορά των δυνάμεων
κατοχής, θέριεψε η «μαύρη αγορά» στη χώρα. Τα λίγα τρόφιμα, που
οι επίορκοι έμποροι κατάφερναν να συγκεντρώσουν, τα διοχέτευαν
στη μαύρη αγορά σε τιμές αισχροκερδείς, ώστε οι ίδιοι να
θησαυρίζουν και οι λίγοι Έλληνες, που διέθεταν χρήματα, να
ωφελούνται, όταν πολλοί άλλοι (Έλληνες) πεινούσαν. Μια ακόμη
γκρίζα σελίδα της κατοχής, που γράφτηκε από Έλληνες.
Τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και διαφθοράς συνεχίστηκαν
μέχρι σήμερα. Πήραν όμως έντονη μορφή μετά το 1981. Η
κομματοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις και η φαυλοκρατία, οδήγησαν
στη μεγέθυνση του Κράτους, στα τεράστια ελλείμματα και στη μόνιμη
διόγκωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, η προστατευόμενη
φοροδιαφυγή, που στερούσε το Δημόσιο από νόμιμα έσοδα και
πλούτιζε τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς και τους «ταγούς»
του πολιτικού συστήματος, οδήγησε τη χώρα στη σημερινή αδιέξοδη
κατάσταση. Τα σκάνδαλα και η διαφθορά (και φυσικά η διασπάθιση
του δημοσίου χρήματος) αναδείχθηκαν ως το μείζον πρόβλημα της
χώρας, όλη αυτή την περίοδο της Νεότερης Ελλάδας.
Συμπερασματικά, οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος
είναι φαινόμενο που έχει βαθιές τις ρίζες του, από τα πρώτα βήματα
του Νέου Ελληνικού Κράτους, το 19ο αιώνα, με λίγες φωτεινές
εξαιρέσεις. Το Κράτος ήταν φέουδο και νομή του πολιτικού
316
συστήματος. Οι πελατειακές σχέσεις, μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας,
με αμφίδρομη κατεύθυνση, δεν εξέλειπαν ποτέ. Η διαχείριση των
εθνικών θεμάτων εγίνονταν με γνώμονα τις πολιτικές σκοπιμότητες
των φορέων της εξουσίας. Τα φαινόμενα αυτά κατέληγαν στη γενική
ανομία, στην απουσία ηθικής στη δημόσια ζωή, στη διαφθορά... και
στην ακυβερνησία, που οδηγούσε τη χώρα σε αδιέξοδο. Σε αδιέξοδο
βρέθηκε πολλές φορές ο Ελληνισμός. Η κατάσταση αυτή, έτσι όπως
διαμορφώθηκε, βρήκε πρόσφορο έδαφος εκκόλαψης στον ευάλωτο
χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της κοινωνίας των Ελλήνων.
Μέσα απ’ αυτή την κοινωνία των Ελλήνων βγήκε το πολιτικό
σύστημα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα ΜΜΕ... Ή μήπως αυτή η
Κοινωνία των Ελλήνων είναι το προϊόν που παράχθηκε απ’ αυτό το
πολιτικό σύστημα, απ’ αυτές τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, απ’
αυτά τα ΜΜΕ;
Όπως και να’ χει, η επίδραση ήταν και είναι αμφίδρομη.

317
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 1, Πολιτικά 1, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα


1993.
2. Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 4, Μεγάλα Ηθικά, Οικονομικός, Εκδόσεις
ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1993.
3. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2009.
4. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα.
4α. Αριστοτέλης, Πολιτικά VII, VIII, Τόμος Δ΄, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, 2009.
5. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις Α΄, Ενότητα Ινδική, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ,
Αθήνα 2007.
6. Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2007.
7. Ηρόδοτος, Τόμοι Α΄ και Β΄ (Κλειώ), Έκδοση National Geographic, Αθήνα
2013.
8. Ησίοδος, Θεογονία, Έργα και Ημέραι, Ασπίς Ηρακλέους, Εκδόσεις
National Geographic, Αθήνα.
9. Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Τόμοι Α΄ και Β΄, Μετάφραση Ελευθ. Βενιζέλου,
Έκδοση το ΒΗΜΑ, Αθήνα.
10. Ξενοφών, ο Οικονομολόγος και Πολιτειολόγος, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ,
Αθήνα 2007.
11. Ξενοφών, Οικονομικός, Πόροι ή περί Προσόδων, Άπαντα 11, Εκδόσεις
ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1993.
12. Πλάτων Πολιτεία, Τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄,Δ’, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ (ΤΟ ΒΗΜΑ),
Αθήνα 2018.
13. Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι» Περικλής, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα
2006.
14. Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι», Μέρος Δ΄, Μέγας Αλέξανδρος,
Έκδοση National Geographic, Αθήνα.

318
15. Αθανασόπουλος- Καλόμαλος Θαν., Η Ελληνική Κληρονομιά
Ανεξαρτησίας, Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής από την Αρχαία
Ελλάδα μέχρι σήμερα, Έκδοση ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, Αθήνα 2003.
16. Λιανός Θεόδωρος, Η πολιτική οικονομία του Αριστοτέλη, Έκδοση Μ.Ι.
Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2012.
17. M.M. AUSTIN- P. VIDAL- NAQUET, Oικονομία και Kοινωνία στην Αρχαία
Ελλάδα, Eκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ, Αθήνα 1998.
18. ΠΟΛΑΝΥΙ ΚΑΡΛ, Η Εφεύρεση του Εμπορίου, Εναλλακτικές Εκδόσεις,
Αθήνα 2017.
19. Συλλογικό Έργο, Η Αρχαία Ελλάδα (Πολιτική, Οικονομική και Κοινωνική
Ιστορία), Τόμοι 9, Επιστημονική Επιμέλεια Ουμπέρτο ΕΚΟ, Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα (ΤΟ ΒΗΜΑ), Αθήνα 2018
***
20. Alpha Bank, Οικονομικό Δελτίο, Τριμηνιαία Έκδοση, Τεύχος 115,
Ιούλιος 2011 και Τεύχος 117, Μάιος 2012.
21. Ανδρεάδης Μ. Ανδρέας, Ιστορία των Εθνικών Δανείων, Τυπογραφείο
της Εστίας, Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα 1904.
22. Ανδρεάδης Μ. Ανδρέας, Εθνικά Δάνεια και Ελληνική Δημόσια
Οικονομία, Α΄ Έκδοση 1925, Ανατύπωση Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα 2010.
23. Aγγελόπουλος Χρ. Παναγιώτης, Τράπεζες και χρηματοπιστωτικό
σύστημα, Έκδοση Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2005.
24. Αγριαντώνη Χριστίνα, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα το
19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα
1986.
25. Αγριαντώνη Χριστίνα, η Ελληνική Οικονομία, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 5, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
26. Ασδραχάς Σπυρίδων, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 25 ,
Οικονομία, ειδικότερα Οικονομία-Εμπόριο-Ναυτιλία, Εκδοτική
Αθηνών.
27. Βακαλούδη Αναστασία, Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία,
Ιστορία των Ελλήνων Τόμος 5, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.

319
28. Βλάχος Άγγελος, Η Ελληνική Οικονομία και Κοινωνία, 1923-1940,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 12, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
29. Βουρνάς Τάσος, Τα Λαυρεωτικά, Έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2011.
30. Γλυκάτζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα
2012.
31. Δημαράς Κων/νος, Το Σχήμα του Διαφωτισμού, Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, Τόμος 2, Εκδοτική Αθηνών.
32. Διαμαντής Απόστολος, Από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς μέχρι τη
Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1699-1774), Ιστορία των Ελλήνων,
Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
33. Διαμαντής Απόστολος, Το Κοινοτικό Σύστημα, Ιστορία των Ελλήνων,
Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
34. Δημοσθένους Ανθούλη, Ιστορία των Ελλήνων, η Πρωτοβυζαντινή
Κύπρος, Τόμος 5, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
35. Δικηγορόπουλος Ανδρέας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 6, Η
Κύπρος, Εκδοτική Αθηνών.
36. Δρακόπουλος Δημήτριος, Ο Ελληνικός κόσμος του 8ου αιώνα π.Χ.,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 2, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
37. ΕΛΚΕΠΑ, Παραγωγικότης εις την Ελλάδα, Αθήνα 1961.
38. Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Η κατάσταση της γεωργίας στην
Κοινότητα, Έκθεση 1984, Βρυξέλλες 1985.
39. Ε΄ Ιστορικά, Από τη χρεωκοπία στην Ανάκαμψη, 1893-1912, Έκδοση
Ελευθεροτυπία, POST BANK, Απρίλιος 2011, Αθήνα.
40. Ζολώτας Ξενοφών Πλαίσια και κατευθύνσεις της Βιομηχανικής
Ανάπτυξης, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1976.
41. Ηλιάδης Τάσος, Ο εξωτερικός δανεισμός, 1824-2009, Έκδοση
Ματσιούλας, Αθήνα 2011.
42. Θεοτοκάς Γιάννης, Η Ελληνόκτητη Ναυτιλία, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, Τόμος 9, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.
43. Ίδρυμα Κων/νου Μητσοτάκη-Εστία, Μπροστά από την εποχή της
(1990-1993), Αθήνα 1913.

320
44. Ιστορικά θέματα. Η Ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας από το Ρήγα
Βελεστινλή, Τεύχος 99, Φεβρουάριος 2011.
45. Ιορδάνογλου Χρυσάφης, Η οικονομία 1949-1974, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, Τόμος 9, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.
46. Ιορδάνογλου Χρυσάφης, Η οικονομία 1974-2000, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, Τόμος 10, Έκδοση «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.
47. Ι.Ο.Β.Ε., Ι. Χασσίδ, Η Ελληνική βιομηχανία και η ΕΟΚ, Αθήνα 1980.
48. Καραγάτση Μ., Ιστορία των Ελλήνων, Ο Αρχαίος κόσμος, Έκδοση
Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου Α.Ε., Αθήνα.
49. Καργάκος Ι. Σαράντος, Μέγας Αλέξανδρος, Ο άνθρωπος φαινόμενο,
Τόμοι 3, Έκδοση Real News, Αθήνα 2014.
50. Καμάρα Αφροδίτη, Η Σελευκιδική Ανατολή, Ιστορία των Ελλήνων,
Τόμος 4, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
51. Καλαφάτης Θανάσης, Η Αγροτική Οικονομία, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, Τόμος 5, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.
52. Καρδάσης Βασίλης, Εμπόριο και Ναυτιλία, Ιστορία των Ελλήνων,
Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
53. Καστοριάδης Κορνήλιος, Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος1, Έκδοση
«Κριτική», Αθήνα 2007.
54. Καραπιδάκης Νίκος, Η Βενετοκρατία, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
55. Καραθανάσιος Χαρίτων, Η εκπαίδευση, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
56. ΚΕΠΕ, Πενταετή προγράμματα Οικονομικής Ανάπτυξης.
57. Κόκκινος Α. Διονύσιος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος, 1800-1945,
Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1970.
58. Κοντογιώργης Γιώργος, Κοινωνική Δυναμική και Πολιτική
Αυτοδιοίκηση, Οι Ελληνικές Κοινότητες της Τουρκοκρατίας, Εκδόσεις
Νέα Σύνορα, Αθήνα 1982.
59. Κοντογιώργης Γιώργος, Οι ολιγάρχες, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013.
60. Κοντογιώργης Γιώργος, Κομματοκρατία και Δυναστικό Κράτος,
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012.
321
61. Κοντογιώργης Γιώργος, Πολίτες και πόλεις, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
2003.
62. Κοντογιώργης Δ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Η οικονομία της Νεότερης Ελλάδας
(1821-2012), Ηλεκτρονική Έκδοση, Αθήνα 2013
(dionysioskontogiorgis.blogspot.gr).
63. Κοντογιώργης Δ. Διονύσιος, Ανάπτυξη και εθνικός προγραμματισμός, η
περίπτωση της Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2007.
64. Κοντογιώργης Διονύσιος, Η Ελλάδα στη Δύνη της Οικονομικής Κρίσης
(2008-2015), Ηλεκτρονική έκδοση, Αθήνα 2016.
65. Κοντογιώργης Δ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Ισόρροπη Ανάπτυξη και
Μακροπρόθεσμος Προγραμματισμός στις Επιχειρήσεις, Κεντρική
διάθεση Νέα Σύνορα, Αθήνα 1988.
66. Κοντογιώργης Δ. Διονύσιος, Η Μακραίωνη Πορεία του Ελληνισμού,
Τόμοι 3 (Ο Αρχαίος Ελ. Κόσμος, Το Βυζάντιο, Η Οθωμανική Κατοχή, Η
Νεότερη Ελλάδα), Ηλεκτρονική έκδοση, Αθήνα 2018.
67. Κοντογιώργης Δ. Μιχαήλ, Ενέργεια και Ανταγωνισμός, Κοινοτικές
απαιτήσεις και εθνικές ανακατατάξεις, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα
2007.
68. Κορδάτος Κ. Γιάννης, Προλεγόμενα στο Ομηρικό ζήτημα, Ομήρου
Οδύσσεια, Εκδόσεις Δαίδαλος, Αθήνα 2004.
69. Κουτσουμάρης Γιώργος, Η Μορφολογία της Ελληνικής Βιομηχανίας,
Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα 1963.
70. Λίτινας Νίκος, Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 4,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
71. Λυγερός Σταύρος, Από την Κλεπτοκρατία στη Χρεωκοπία, Εκδόσεις
ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2011.
72. Μαζαράκης Αινιαν Αλ., Πρωτογεωμετρική – Γεωμετρική Περίοδος,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 2, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
73. Μαργαρίτης Γιώργος, Ο πόλεμος του 1940-1941, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, Τόμος 8, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.
74. Μαχαιράς Κων/νος, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας (1684-1797), Αθήνα
1951.
322
75. Μπαϊρακτάρης Γρηγόρης, Η οικονομία της Πρωτοβυζαντινής και
Μεταβυζαντινής περιόδου, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμοι 5 και 6,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
76. Μπιργαλιάς Νικόλαος, Κοινωνικές ανισότητες και πολιτικές διακρίσεις
στην Κλασική Σπάρτη, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 3, Έκδοση ΔΟΜΗ
Α.Ε., Αθήνα.
77. Ναστούλης Κώστας, Ο ελληνικός κόσμος του 6ου αιώνα π.Χ., Ιστορία
των Ελλήνων, Τόμος2, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
78. Οικονομίδης Νικόλαος, Η Δ΄ Σταυροφορία και η Άλωση της
Κωνσταντινούπολης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 21,
Εκδοτική Αθηνών.
79. Οικονομίδης Νικόλαος, Η Ενοποίηση του Ευρασιατικού Χώρου (945-
1071), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 19, Εκδοτική Αθηνών.
80. Ομήρου Ιλιάδα, Τόμοι Α΄ και Β΄, Μετάφραση Θεοδ. Μαυρόπουλος,
Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Αθήνα 2001.
81. Ομήρου Οδύσσεια, Τόμοι Α΄ και Β΄, Μετάφραση Ζήσιμος Σιδέρης,
Εκδόσεις Δαίδαλος, Αθήνα.
82. Πλάτων Λευτέρης, Τα Μινωικά Ανάκτορα, Ιστορία των Ελλήνων,
Έκδοση ΔΟΜΗ, Αθήνα.
83. Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμοι 26,
National Geographic, Αθήνα 2010.
84. Παπάζογλου-Μανιουδάκη Λένα, Μυκηναϊκή Τέχνη και Πολιτισμός,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 1, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
85. Πασχίδης Πασχάλης, Το Μακεδονικό βασίλειο (323-168 π.Χ.), Ιστορία
των Ελλήνων, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
86. Παπαδόπουλος Θεόδωρος, Το Μεσαιωνικό Βασίλειο της Κύπρου,
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 22, Εκδοτική Αθηνών.
87. Πιζάμας Πέτρος, Ο Αγροτικός Κόσμος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,
Τόμος 4, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
88. Προγουλάκης Γεώργιος, Η Αγροτική Οικονομία κατά την Οθωμανική
Περίοδο, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε. Αθήνα.

323
89. Παντελάκης Νίκος, Συμμαχικές Πιστώσεις (1917-1928), Μ.Ι. Εθνικής
Τράπεζας, Αθήνα 1988.
90. Παπαθανασόπουλος Κων/νος, Η Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1833-
1856), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2008.
91. Παυλόπουλος Προκόπης, Το λυκόφως των Πολιτικών Ηγεσιών, Έκδοση
Νέα Σύνορα, Αθήνα 2011.
92. Παναγιωτόπουλος Δημήτρης, Αγροτική Οικονομία, Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, Τόμος 7, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
93. Πεσματζόγλου Α. Ιωάννης, Η Σύνδεση της Ελλάδος μετά της ΕΟΚ,
Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1962.
94. Πελεκίδης Χρύσης, Πεντηκονταετία, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 3,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
95. Ροντογιάννης Πάνος, Ιστορία της Νήσου Λευκάδος, Έκδοση Εταιρεία
Λευκαδικών Μελετών, Τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα 2005.
96. Ρώμας Χρίστος, Η Αθήνα τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ., Πολιτική και
Κοινωνική Οργάνωση, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 2, Έκδοση ΔΟΜΗ
Α.Ε., Αθήνα.
97. Σακελλαρίου Μιχαήλ, Εθνικές Ομάδες του Ελληνικού Χώρου, Ιστορία
των Ελλήνων, Τόμος 2, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
98. Σημίτης Κώστας, Πολιτική και δημιουργική Ελλάδα (1996-2004),
Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005.
99. Σημίτης Κώστας, Εκτροχιασμός, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012.
100. Σβορώνος Νικόλαος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμοι 18 και 19,
Οι γενικές συνθήκες της οικονομικής ζωής, Εκδοτική Αθηνών.
101. Σβορώνος Νικ., Οικονομία και Κοινωνία, όπ. παρ., Τόμος 20, καθώς και
Οικονομική κρίση και πολιτική, όπ. παρ., Τόμος 21.
102. Στυλιανού Ανδρέας, Georges Tate, Jean Gascou, Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, Τόμος 18, Η Πρωτοβυζαντινή Κύπρος, Εκδοτική Αθηνών.
103. Συλλογικό έργο, Ιστορίες Τεχνολογίας του 20ου αιώνα,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013.
104. Συλλογικό έργο, Ελληνική Ιστορία, Τόμοι 8, Από τους Προϊστορικούς
χρόνους μέχρι σήμερα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2010.
324
105. Συλλογικό έργο, Εγκυκλοπαίδεια «ΕΛΛΑΔΑ», Εκδοτικός Οργανισμός
ΠΑΠΥΡΟΣ, Τόμοι 7, Αθήνα.
106. Τζαμτζής Αναστάσιος, Ναυτιλία, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 1,
Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
107. Τσαπόγας Πάνος, Η οικονομία της Υστεροβυζαντινής περιόδου,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 7, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
108. Ταμπάκη Άννα, Αργυροπούλου Ρωξάνη, Νεοελληνικός διαφωτισμός,
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
109. Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Έκδοση
Δ.Ο.Λ., Αθήνα.
110. Τράπεζα της Ελλάδος, Εκθέσεις του Διοικητού της.
111. Φερεντίνος Γιώργος-Γκιώνη Μαρία, Ο Μινωικός κόσμος, Ιστορία των
Ελλήνων, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
112. Φερεντίνος Γιώργος-Γκιώνη Μαρία, Παραγωγική διαδικασία, Ιστορία
των Ελλήνων, Τόμος 1, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., των ιδίων Ο Μινωικός
Πολιτισμός, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 1, όπ. παρ.
113. Φιλίππου Ευάγγελος, Η εποχή του Ιουστινιανού Α΄, Ιστορία των
Ελλήνων, Τόμος 5, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα, Του ιδίου, Οι απώλειες
των διαδόχων του και η «Τυραννίς», όπ. παρ.
114. Φορτσάκης Θεόδωρος, Δίκαιο της Ενέργειας, Εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα 2009). (ΣΗΜ. Το ΜΕΡΟΣ 6 του βιβλίου για τον ηλεκτρισμό
συνέγραψε ο Μιχάλης Δ. Κοντογιώργης, δικηγόρος, διδάκτωρ του
Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλος της Επιστημονικής Ομάδας
Εργασίας. Βλ. πρόλογο βιβλίου).
115. Χατζηιωάννου Μαρία-Χριστίνα, Το ελληνικό εμπόριο, Ιστορία του
Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 4, Έκδοση «Ελληνικά Γράμματα»,
Αθήνα.
116. Χοντρινού Σταυρούλα, Οι Απαρχές Ενοποίησης του Ευρασιατικού
χώρου, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 6, Έκδοση ΔΟΜΗ Α.Ε., Αθήνα.
117. Χαρλαύτη Τζελίνα, Εμπορική ναυτιλία, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.

325
118. Χαλικιάς Ι. Δημήτρης, Οικονομική Ανάπτυξη της Ελλάδας και ισοζύγιο
πληρωμών, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1963.
119. Χεκίμογλου Ευάγγελος, Η πτώχευση του 1893 και ο Διεθνής
Οικονομικός Έλεγχος, Ε΄ Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Απρίλιος 2011,
Αθήνα.
120. Χεκίμογλου Ευάγγελος, Από την πτώχευση στην Άνθιση, 1898-1912, Ε΄
Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Απρίλιος 2011, Αθήνα.

***
121. Bauchet Pierre, La planification Française, édition du Seuil, Paris 1962.
122. Cardwel Donald, Ιστορία της Τεχνολογίας (Μετάφραση Δ. Κατσέρης),
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2000.
123. Donald Nicole, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 21, Από την
Άλωση στην Ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, Εκδοτική Αθηνών.
124. Eagleton Catherine – Williams Jonathan, Το χρήμα και η Ιστορία του,
Εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗ, Αθήνα 2010.
125. ERIC BRAYNJOLFSSON, Andrew MCAFFE,Η θαυμαστή εποχή της νέας
τεχνολογίας, Έκδοση «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2016.
126. Ferguson Niall, Η εξέλιξη του χρήματος, Έκδοση Καθημερινή, Τόμοι 1
και 2, Αθήνα 2008.
127. Fourastié Jean, Le Grand Espoir du XX e siècle, Gallimard, Paris 1963.
128. Fourastié Jean, la productivité, Que Sais-Je, Paris 1965.
129. Garton Ash Timothy, Η κρίση της Ευρώπης, Foreign Affairs, The
Hellenic Edition, Οκτώβριος 2012.
130. Hansen A΄ Harvey, Εισαγωγή εις τον Keynes, Εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα.
131. Hunt Patric, Οι Δέκα Ανακαλύψεις που άλλαξαν την Ιστορία, Εκδόσεις
Φυτράκη, Αθήνα 2011.
132. Κένεθ Γκαλμπείθ Τζον, Το μεγάλο Κραχ του 1929, Εκδόσεις Νέα
Σύνορα, Αθήνα 1970.
133. Keynes J.M. Théorie générale de l'emploi, de l'intérêt et de la monnaie,
Έκδοση Payot, Paris 1968.
326
134. Kontogiorgis Dionysios, Le rôle du commerce extérieur dans le
développement économique en Grèce, thèse de doctorat d'
Université, Paris 1., 1966.
135. Lecaillon Jaques, Les mécanismes de l'économie, édition du Seuil, Paris
1963.
136. Marchal André, Europe Solidaire, édition Cujas, Paris 1964.
137. Marx Karl, Μανιφέστο του Κουμουνιστικού Κόμματος, Εκδ. Το ΒΗΜΑ,
Αθήνα 2010.
138. Majowr Mark, Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου
(Μετάφραση Σ. Μαρκέτος), Έκδοση Μ.Ι. Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα
2009.
139. Massé Pierre, Le Choix des Investissements, DUNOD, Paris 1965.
140. Massimo Mantredi Valerio, Μέγας Αλέξανδρος, Εκδόσεις Νέα Σύνορα,
Αθήνα.
141. Murdal Gunnar, Γεωργία και Οικονομική Ανάπτυξη, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα.
142. Nurkse Ragnar, Διεθνές Εμπόριο και Οικονομική Ανάπτυξη, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα.
143. Perroux François, L'économie du XXe siècle, P.U.F. Paris 1964.
144. Perroux François, Le capitalism, P.U.F. Paris 1962.
145. ROSTON W. Whitman, Le Etapes de la Croissance Economique, édition
du Seuil, Paris 1963.
146. Roche Mark, Η Τράπεζα, πως η Golman Sachs κυβερνά τον κόσμο,
Έκδοση Μεταίχμιο, Αθήνα 2010.
147. Robert Paul, Το τέλος του Πετρελαίου, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα
2006.
148. Ricardo David, Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, Εκδόσεις
Γκοβόστη, Αθήνα 1938.
149. Smith Adam, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των
Εθνών, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα.
150. Τσόρτσιλ Ουίνστον, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Τόμος 4,
Μετάφραση Αντώνης Σαμαράκης, Έκδοση Μορφωτική Εστία, Αθήνα.
327
151. Wells H.G., Σύντομη Ιστορία του Κόσμου, Μετάφραση Γ. Μαραγκός,
Έκδοση ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα.
152. Werner EcK, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 14, Το Ρωμαϊκό
Κράτος, Εκδοτική Αθηνών.

328

You might also like