You are on page 1of 16

Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ

Κοντάκιον εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν


Ὁ ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελῳδὸς (ἑορτάζει τὴν 1η Ὀκτωβρίου) εἶναι
ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ὑμνογράφους τῆς ἑλληνικῆς
γλώσσας, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰ. μ.Χ. Σύμφωνα μὲ τὸ
ὀρθόδοξο συναξάριό του καὶ τὶς συναφεῖς λαϊκὲς παραδόσεις, δὲν
διέθετε ἀρχικὰ κανένα ποιητικὸ ἢ ἱεροψαλτικὸ τάλαντο. Κατὰ τὴ
διάρκεια τῆς χριστουγεννιάτικης ὁλονυκτίας, περὶ τὸ ἔτος 518,
καὶ ἐνῶ ὑπηρετοῦσε ὡς ἀναγνώστης στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν
Βλαχερνῶν, διάβασε τόσο ἄτεχνα τοὺς στίχους τοῦ καθίσματος
ἀπὸ τὸ Ψαλτήριο ποὺ τὸν ἀντικατέστησαν μὲ ἄλλον ἀναγνώστη.
Στενοχωρημένος κάθισε στὰ σκαλοπάτια τοῦ χοροστασίου καὶ
καταβεβλημένος ἀπὸ τὴ λύπη ἀποκοιμήθηκε. Τότε ἐμφανίστηκε
σὲ ὅραμα ἡ Θεοτόκος, τὴν ὁποία ἀγαποῦσε πολὺ καὶ στὴν ὁποία
ἀπηύθυνε τὸ παράπονό του, μὲ μιὰ περγαμηνὴ («τόμον») στὸ
χέρι της καὶ τὸν πρόσταξε νὰ καταπιεῖ τὴν περγαμηνὴ αὐτήν.
Ἀμέσως ξύπνησε, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλει τὸν
περίφημο ὕμνο «Ἡ Παρθένος σήμερον». Ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα, ἀπὸ
τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν πατριάρχη ἕως καὶ τὸν τελευταῖο πιστό,
ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴ βαθιὰ θεολογία τοῦ ὕμνου καὶ τὴ θεσπέσια
μελωδία του· ἦταν τὸ πρῶτο κοντάκιο ποὺ ψάλθηκε ποτέ. Ὁ Ρωμανὸς
«ἐδέξατο τὸ χάρισμα τῶν κοντακίων». Γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν
ἀπαράμιλλη ἔμπνευση τῶν ποιητικῶν συνθέσεών του ὁ Ρωμανὸς
χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ Πίνδαρος τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας». Ὁ
ὅρος «κοντάκιον» σχετίζεται μὲ τὴν ξύλινη βάση («κοντὸν») στὴν
ὁποία τυλιγόταν ὁ πάπυρος, ἀλλὰ στὴ συνέχεια νοηματοδοτήθηκε
ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου,
ὑποδηλώνοντας τὴ θεία ἔμπνευση τῶν πολύστιχων καὶ δραματικοῦ
(σχεδ. θεατρικοῦ) διαλόγου συνθέσεων ποὺ ἀναφέρονταν στὰ
σωτήρια γεγονότα τῆς Βίβλου. Πάντως λέγεται ὅτι ὁ Ρωμανὸς
συνέγραψε πάνω ἀπὸ 1.000 κοντάκια γιὰ τὸν ἑορτασμὸ διαφόρων
γιορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, ἀπὸ
τὰ ὁποῖα διασώθηκαν ὣς τὶς μέρες μας 60 μὲ 80. Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν
Γέννησιν ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρεῖται τὸ ἀριστούργημά του· μέχρι
τὸν 12ο αἰώνα ψαλλόταν κάθε χρόνο στὴν αὐτοκρατορικὴ γιορτὴ
γιὰ τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ διπλὴ χορωδία τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴ Βασιλεύουσα. Στὸ μεγαλύτερο μέρος
τοῦ ποιήματος ἐκτυλίσσεται διάλογος μεταξὺ τῆς Παναγίας, τοῦ

2
τεχθέντος Χριστοῦ καὶ τῶν Μάγων ποὺ ἦλθαν νὰ προσκυνήσουν
τὸν νεογέννητο Χριστό. Ὡς τυπικὸ κοντάκιο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ
«προοίμιον» καὶ 24 στροφὲς («οἴκους»), ὅπου κάθε οἶκος τελειώνει
μὲ τὸ «ἐφύμνιον» (στίχο ρεφραίν «παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων
Θεός»), καὶ φέρει ἀκροστιχίδα «Τοῦ ταπεινοῦ Ρωμανοῦ ὕμνος».
Τὸ πρωτότυπο κείμενο καὶ τὴ νεοελληνικὴ ἀπόδοσή του ἀπὸ
τὸν ἀρχιμανδρίτη Ἀνανία Κουστένη προσφέρεται εὐλαβικὸ
ἐνθύμιο θεολογικῆς ἐμβάθυνσης καὶ ποιητικῆς ἀναπόλησης.
Εὐχὴ γιὰ πανευφρόσυνα καὶ εὐλογημένα Χριστούγεννα!

Μηνὶ δεκεμβρίῳ κε΄, ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΗ


κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ
ἦχος γ΄, φέρον ἀκροστιχίδα· ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ ὕμνος
Προοίμιον Προοίμιο
Ἡ παρθένος σήμερον * Ἡ Παναγία σήμερα
τὸν ὑπερούσιον τίκτει, στὸν κόσμο φέρνει ὡς ἄνθρωπο
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον * τὸν Ἄκτιστο Θεό,
τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει· καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιο
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων * στὸν Ἀπροσπέλαστο παρέχει.
δοξολογοῦσι, ἄγγελοι μὲ τοὺς βοσκοὺς
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος * δοξολογοῦνε
ὁδοιποροῦσι· καὶ μάγοι ἔρχονται στὸ δρόμο
δι᾿ ἡμᾶς γὰρ * μὲ τ᾿ ἀστέρι.
ἐγεννήθη παιδίον νέον, * ἀφοῦ πρὸς χάρι μας γεννήθηκε
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

Οἶκοι Οἶκοι

α΄. Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ * α´. Ἡ Βηβλεὲμ ἄνοιξε


ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν· τὸν Παράδεισο, ἐλᾶτε νὰ δοῦμε.
τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ * τὴν ἀπόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε,
ηὕραμεν, δεῦτε λάβωμεν ἐλᾶτε νὰ πάρουμε
τὰ τοῦ παραδείσου * τοῦ παραδείσου τὰ δῶρα μέσα
ἐντὸς τοῦ σπηλαίου· στὸ Σπήλαιο.
3
ἐκεῖ ἐφάνη * ῥίζα ἀπότιστος * ἐκεῖ ἐφανερώθηκε δέντρο
βλαστάνουσα ἄφεσιν, Ὑπερφυσικὸ ποὺ προσφέρει ἄφεσι,
ἐκεῖ ηὑρέθη * φρέαρ ἀνόρυκτον, ἐκεῖ μέσα εὑρέθηκε πηγάδι
οὗ πιεῖν Δαυὶδ * πρὶν ἐπεθύμησεν· ἀχειροποίητο,
ἐκεῖ παρθένος * τεκοῦσα βρέφος ἀπ᾿ ὅπου ὁ Δαβὶδ παλιὰ ἐπιθύμησε
τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθὺς * νὰ πιῆ.
τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυίδ· ἐκεῖ μέσα βρίσκεται Κόρη
διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο * ποὺ ἐγέννησε Βρέφος
ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη καὶ σταμάτησεν ἀμέσως τὴ δίψα
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαβίδ·
Θεός. γιὰ τοῦτο πρὸς τὸ Σπήλαιο
ἂς τρέξουμε, ἐκεῖ ποὺ ἐγεννήθη
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

β΄. Ὁ πατὴρ τῆς μητρὸς * β´. Ὁ Δημιουργός τῆς μητέρας Γιός


γνώμῃ υἱὸς ἐγένετο, της θέλησε κι ἔγινε.
ὁ σωτὴρ τῶν βρεφῶν * ὁ προστάτης τῶν βρεφῶν Βρέφος
βρέφος ἐν φάτνῃ ἔκειτο· στὴ φάτνη πλαγίαζε.
ὃν κατανοοῦσα * φησὶν ἡ τεκοῦσα· καὶ προσπαθώντας
«Εἰπέ μοι, τέκνον, * νὰ τὸν καταλάβη Τοῦ ᾿λεγεν
πῶς ἐνεσπάρης μοι * ἡ Μητέρα Του:
ἢ πῶς ἐνεφύης μοι· «Πές μου, παιδί μου, πῶς μέσα
ὁρῶ σε, σπλάγχνον, * μου ἦρθες;
καὶ καταπλήττομαι, Σὲ κοιτάζω, Σπλάχνο μου,
ὅτι γαλουχῶ * καὶ μένω κατάπληκτη,
καὶ οὐ νενύμφευμαι· γιατὶ Σὲ θηλάζω καὶ γάμο
καὶ σὲ μὲν βλέπω * δὲν ἔκανα.
μετὰ σπαργάνων, κι ἐνῶ Σὲ βλέπω σπαργανωμένο
τὴν παρθενίαν δὲ ἀκμὴν * τὴν παρθενίαν μου ἀκόμα
ἐσφραγισμένην θεωρῶ· ἀπείραχτην θωρῶ.
σὺ γὰρ ταύτην φυλάξας * γιατὶ Ἐσὺ τὴν ἐφύλαξες
ἐγεννήθης εὐδοκήσας ποὺ διάλεξες κι ἔγινες
παιδίον νέον, * Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

γ΄. Ὑψηλὲ βασιλεῦ, * γ´. Ὑπέροχε Βασιλιά,


τί σοι καὶ τοῖς πτωχεύσασι; ποιὰ σχέση ἔχεις Ἐσὺ μ᾿ ἐκείνους
Ποιητὰ οὐρανοῦ, * ποὺ ἐπτώχευσαν;
τί πρὸς γηΐνους ἤλυθας; Δημιουργέ του οὐρανοῦ,

4
Σπηλαίου ἠράσθης * γιατὶ στοὺς χωματένιους ἦρθες;
ἢ φάτνῃ ἐτέρφθης; Ἀγάπησες τὸ Σπήλαιο ἢ ζήλεψες
Ἰδοὺ οὐκ ἔστι * τόπος τῇ δούλῃ τὴ Φάτνη;
σου * ἐν τῷ καταλύματι· Νὰ ποὺ δὲν βρίσκεται οὔτε
οὐ λέγω τόπον, * δωμάτιο γιὰ τὴ δούλη Σου
ἀλλ᾿ οὐδὲ σπήλαιον, στὸν χῶρο ποὺ ξεπεζέψαμε.
ὅτι καὶ αὐτὸ * τοῦτο ἀλλότριον· δὲν λέω μόνο δωμάτιο μὰ οὔτε
καὶ τῇ μὲν Σάῤῥᾳ * καὶ σπήλαιο,
τεκούσῃ βρέφος γιατὶ κι αὐτὸ ἐδῶ ᾿ναὶ ξένο.
ἐδόθη κλῆρος γῆς πολλῆς, * καὶ στὴ Σάρα σὰν ἔγινε μητέρα
ἐμοὶ δὲ οὐδὲ φωλεός· ἐδόθηκε κληρονομιὰ μεγάλη,
ἐχρησάμην τὸ ἄντρον * σὲ μένα ὅμως οὔτε φωλιά.
ὃ κατῴκησας βουλήσει, Χρησιμοποίησα τὸ Σπήλαιο
παιδίον νέον, * ποὺ θεληματικὰ κατοίκησες
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Ἐσύ, Νέο παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

δ΄. Τὰ τοιαῦτα ῥητὰ * δ´. Ἐνῶ ἔκανε αὐτὸν τὸν νοερὸ


ἐν ἀποῤῥήτῳ λέγουσα διάλογο
καὶ τὸν τῶν ἀφανῶν * καὶ καθικέτευε Ἐκεῖνον, ποὺ ξέρει
γνώστην καθικετεύουσα, ὅλα τὰ μυστικά,
ἀκούει τῶν μάγων * ἀκούει τοὺς Μάγους τὸ Βρέφος
τὸ βρέφος ζητούντων· νὰ ζητᾶνε.
εὐθὺς δὲ τούτοις· * Κι ἀμέσως τοὺς εἶπε
«Τίνες ὑπάρχετε;» * ἡ κόρη «Ποιοὶ εἶσθε;»
ἐβόησεν· οἱ δὲ πρὸς ταύτην· * κι αὐτοὶ τὴ ῥωτᾶνε.
«Σὺ γὰρ τίς πέφυκας, «Ἀλήθεια Ποιὰ εἶσαι Σύ,
ὅτι τὸν τοιοῦτον ἀπεκύησας; ποὺ γέννησες Τέτοιο Παιδί;
Τίς ὁ πατήρ σου, * τίς ἡ τεκοῦσα, Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου
ὅτι ἀπάτορος υἱοῦ * ἐγένου μήτηρ καὶ ποιὰ ἡ μητέρα σου;
καὶ τροφός; Γιατὶ ἔγινες Μητέρα καὶ τροφὸς
Οὗ τὸ ἄστρον ἰδόντες * Παιδιοῦ χωρὶς πατέρα,
συνήκαμεν ὅτι ὤφθη τοῦ Ὁποίου καθὼς εἴδαμε
παιδίον νέον, * τὸ ἄστρο καταλάβαμε πῶς ἦρθε
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. στὸν κόσμο
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ε΄. Ἀκριβῶς γὰρ ἡμῖν * ε´. Γιατὶ καθαρὰ ὁ Βαλαὰμ


ὁ Βαλαὰμ παρέθετο μᾶς παρουσίασε
τῶν ῥημάτων τὸν νοῦν * τὸ νόημα ἐκείνων ποὺ προφήτεψε,

5
ὧνπερ προεμαντεύσατο, εἶπε δηλ. ὅτι ἄστρο θ᾿ ἀνατείλη,
εἰπὼν ὅτι μέλλει * ἄστρο ποὺ σβήνει ὅλα τὰ
ἀστὴρ ἀνατέλλειν, μαντέματα καὶ τὰ προοιωνίσματα.
ἀστὴρ σβεννύων * ἄστρο ποὺ καταργεῖ τῶν σοφῶν
πάντα μαντεύματα * τὶς παραβολές,
καὶ τὰ οἰωνίσματα· ἀστὴρ ἐκλύων * τὶς γνῶμες καὶ τοὺς γρίφους.
παραβολὰς σοφῶν, Ἄστρο ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρι ποὺ φαίνεται
ῥήσεις τε αὐτῶν * ἀσύγκριτα λαμπρότερο, γιατὶ εἶναι
καὶ τὰ αἰνίγματα· ὅλων τῶν ἄστρων Ποιητής,
ἀστὴρ ἀστέρος * τοῦ φαινομένου περὶ τοῦ ὁποίου ἔγιναν
ὑπερφαιδρότερος πολύ, * προφητεῖες.
ὡς πάντων ἄστρων ποιητής, Ἀπ᾿ τὸν Ἰακὼβ ἀνατέλλει
περὶ οὗ προεγράφη· * Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.
ἐξ Ἰακὼβ ἀνατέλλει
παιδίον νέον, *
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

στ΄. Παραδόξων ῥητῶν * στ´. Τὰ παράξενα λόγια ἡ Μαριὰμ


ἡ Μαριὰμ ὡς ἤκουσε, καθὼς ἄκουσε
τῷ ἐκ σπλάγχνων αὐτῆς * ἔσκυψε καὶ προσκύνησε
κύψασα προσεκύνησε τὸ Σπλάγχνο Της
καὶ κλαίουσα εἶπε· * καὶ κλαίγοντας Τοῦ εἶπε. «Εἶναι
«Μεγάλα μοι, τέκνον, μεγάλα γιὰ μένα, Παιδί μου,
μεγάλα πάντα * ὅσα ἐποίησας * ὅλα μεγάλα, τὰ ὅσα ἔκανες
μετὰ τῆς πτωχείας μου· σὲ μένα τὴ φτωχή.
ἰδοὺ γὰρ μάγοι * ἔξω ζητοῦσί σε· γιατὶ νὰ ἔξω οἱ Μάγοι Σὲ ζητᾶνε,
τῶν ἀνατολῶν * οἱ βασιλεύοντες οἱ βασιλιᾶδες τῆς Ἀνατολῆς.
τὸ πρόσωπόν σου * ἐπιζητοῦσι, τὸ Πρόσωπό Σου ἐπίμονα
καὶ λιτανεύουσιν ἰδεῖν * γυρεύουν καὶ ἱκετεύουνε θερμὰ
οἱ πλούσιοι τοῦ σοῦ λαοῦ· γιὰ νὰ Σὲ δοῦνε
ὁ λαός σου γὰρ ὄντως * οἱ τοῦ λαοῦ Σου διαλεχτοί.
εἰσὶν οὗτοι οἷς ἐγνώσθης, γιατί ᾿ναὶ αὐτοὶ στ᾿ ἀλήθεια ὁ λαός
παιδίον νέον, * Σου, στοὺς ὁποίους ἐφανερώθης
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ζ΄. Ἐπειδὴ οὖν λαὸς * ζ´. Κι ἐπειδή ῾ναι λαός Σου,


σός ἐστι, τέκνον, κέλευσον Παιδί μου, διάταξε
ὑπὸ σκέπην τὴν σὴν * μέσα ναρθοῦνε, γιὰ νὰ δοῦν
γένωνται, ἵνα ἴδωσι πλούσια ἀνέχεια, τίμια φτώχεια.

6
πενίαν πλουσίαν, * Ἐσένα τὸν Ἴδιο ἔχω δόξα
πτωχείαν τιμίαν· καὶ καύχημα. γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν
αὐτόν σε δόξαν * ἔχω καὶ ντρέπομαι.
καύχημα· * διὸ οὐκ αἰσχύνομαι· Ἐσὺ εἶσαι ὀμορφιὰ καὶ στολίδι
αὐτὸς εἶ χάρις * καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐμένα. θέλησε τὸ
τῆς σκηνῆς κἀμοῦ· * νεῦσον νὰ μποῦνε.
εἰσέλθωσιν· δὲν μὲ νοιάζει ποὺ εἶναι ταπεινὰ
οὐδέν μοι μέλει * τῆς εὐτελείας· ἐδῶ μέσα.
ὡς θησαυρὸν γὰρ σὲ κρατῶ, * ἀφοῦ Ἐσένα κρατάω σὰν
ὃν βασιλεῖς ἦλθον ἰδεῖν, θησαυρό, Ἐσένα ποὺ ἦρθαν
βασιλέων καὶ μάγων * βασιλεῖς γιὰ νὰ δοῦνε,
ἐγνωκότων ὅτι ὤφθης, Βασιλεῖς καὶ Μάγοι ποὺ ἔμαθαν
παιδίον νέον, * ὅτι ἐφάνης
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

η΄. Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς * η´. Ὁ Ἰησοῦς ποὖναι στ᾿ ἀλήθεια


ὄντως τε καὶ Θεὸς ἡμῶν καὶ Θεός μας
τῶν φρενῶν ἀφανῶς * ἀπάντησε νοερὰ στὴ σκέψι
ἥψατο τῆς μητρὸς αὐτοῦ, τῆς Μητέρας Του
«Εἰσάγαγε, λέγων, * καὶ εἶπε. «Βάλε μέσα αὐτούς,
οὓς ἤγαγον λόγῳ· ἐμὸς γὰρ λόγος * ποὺ μὲ μήνυμα ἔφερα.
οὗτος ὃς ἔλαμψε * γιατὶ δικός μου ἄγγελος
τοῖς ἐπιζητοῦσί με· ἀστὴρ μέν ἐστιν * ἐφανερώθη σ᾿ αὐτοὺς
πρὸς τὸ φαινόμενον, ποὺ μὲ λαχτάρα μὲ ψάχνουν.
δύναμις δέ τις * εἶναι μὲν ἄστρο κατὰ
πρὸς τὸ νοούμενον· συνῆλθε μάγοις * τὸ φαινόμενο
ὡς λειτουργῶν μοι, μὰ στὴν πραγματικότητα κάποια
καὶ ἔτι ἵσταται πληρῶν * δύναμι ὑπερφυσική.
τὴν διακονίαν αὐτοῦ ἦρθε ἀντάμα μὲ τοὺς Μάγους
καὶ ἀκτῖσι δεικνύων * γιατὶ Ἐμένα ὑπηρετεῖ
τὸν τόπον ὅπου ἐτέχθη κι᾿ ἀκόμα στέκεται ἐκτελώντας
παιδίον νέον, * τὸν προορισμό του
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. καὶ δείχνει μὲ τὴ λάμψι του
τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

θ΄. Νῦν οὖν δέξαι, σεμνή, * δέξαι θ´. Τώρα, λοιπόν, Ἁγία Κόρη,
τοὺς δεξαμένους με· ὑποδέξου ἐκείνους ποὺ μὲ
ἐν αὐτοῖς γὰρ εἰμὶ * πίστεψαν.

7
ὥσπερ ἐν ταῖς ἀγκάλαις σου· μ᾿ ἐκείνους βρίσκομαι στ᾿ ἀλήθεια
καὶ σοῦ οὐκ ἀπέστην * ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως στὴν ἀγκαλιά
κἀκείνοις συνῆλθον.» Σου μὲ κρατᾶς.
Ἡ δὲ ἀνοίγει * κι ἀπὸ Σένα δὲν μάκρυνα
θύραν καὶ δέχεται * καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦρθα.»
τῶν μάγων τὸ σύστημα· Κι ἀνοίγει Ἐκείνη τὴν πόρτα
ἀνοίγει θύραν * ἡ ἀπαράνοικτος καὶ ὑποδέχεται τὴ συντροφιὰ
πύλη, ἣν Χριστὸς * τῶν Μάγων.
μόνος διώδευσεν· ἀνοίγει θύρα ἡ ἀπαραβίαστη
ἀνοίγει θύραν * ἡ ἀνοιχθεῖσα Πύλη, τὴν ὁποία μονάχα ὁ Χριστὸς
καὶ μὴ κλαπεῖσα μηδαμῶς * ἐδιάβηκε.
τὸν τῆς ἁγνείας θησαυρόν· ἀνοίγει θύρα ἡ Θύρα ποὺ ἄνοιξε
αὐτὴ ἤνοιξε θύραν, * καὶ δὲν ἔχασε καθόλου
ἀφ᾿ ἧς ἐγεννήθη θύρα, τῆς ἁγνείας τὸ θησαυρό.
παιδίον νέον, * ἄνοιξε θύρα Αὐτή,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. ἀπ᾿ τὴν Ὁποία ἐγεννήθη Θύρα,
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ι΄. Οἱ δὲ μάγοι εὐθὺς * ι´. καὶ οἱ Μάγοι ἀμέσως ἐτρέξανε


ὥρμησαν εἰς τὸν θάλαμον, στὴν κάμαρα
καὶ ἰδόντες Χριστὸν * καὶ καθὼς ἀντίκρυσαν τὸ Χριστὸ
ἔφριξαν, ὅτι εἴδοσαν τὰ ἔχασαν, γιατὶ εἴδανε
τὴν τούτου μητέρα, * τὴ Μητέρα του, τὸ Μνηστήρα Της.
τὸν ταύτης μνηστῆρα, καὶ τρομαγμένοι εἴπανε:
καὶ φόβῳ εἶπον· * «Οὗτος υἱός «Αὐτὸς εἶναι Παιδὶ δίχως
ἐστιν * ἀγενεαλόγητος; καταγωγὴ ἀνθρώπινη,
Καὶ πῶς, παρθένε, * καὶ πῶς, Κόρη,
τὸν μνηστευσάμενον τὸν Μνηστήρα βλέπουμε ἀκόμη
βλέπομεν ἀκμὴν * μέσα στὸ σπίτι Σου;
ἔνδον τοῦ οἴκου σου; Δὲν κατηγόρησαν
Οὐκ ἔσχε μῶμον * ἡ κύησις σου· τὴν ἐγκυμοσύνη Σου;
μὴ ἡ κατοίκησις ψεχθῇ * Μήπως παραξηγηθῆ
συνόντος σοι τοῦ Ἰωσήφ· ἡ συγκατοίκησι μίας καὶ βρίσκεται
πλῆθος ἔχεις φθονούντων * κοντά Σου ὁ Ἰωσήφ.
ἐρευνώντων ποῦ ἐτέχθη ἔχεις πολλοὺς ποὺ Σὲ φθονοῦν καὶ
παιδίον νέον, * ψάχνουμε νὰ βροῦνε
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

8
ια΄. —Ὑπομνήσω ὑμᾶς, * ια´. Ἀπάντησε στοὺς Μάγους
μάγοις Μαρία ἔφησε, ἡ Μαρία: «Νὰ σᾶς ἐξηγήσω
τίνος χάριν κρατῶ * γιὰ ποιὸ λόγο κρατῶ τὸν Ἰωσὴφ
τὸν Ἰωσὴφ ἐν οἴκῳ μου· στὸ σπίτι μου.
εἰς ἔλεγχον πάντων * θέλω νὰ δίνη μαρτυρία
τῶν καταλαλούντων· σὲ ὅσους μὲ κατηγοροῦν.
αὐτὸς γὰρ λέξει * ἅπερ ἀκήκοε * γιατὶ αὐτὸς θὰ ἀναφέρη ὅλα ἐκεῖνα
περὶ τοῦ παιδίου μου· ποὺ ἄκουσε γιὰ τὸ Παιδί μου.
ὑπνῶν γὰρ εἶδεν * ἄγγελον ἅγιον ἀφοῦ καθὼς κοιμότανε εἶδε
λέγοντα αὐτῷ * πόθεν συνέλαβον· ἅγιο ἄγγελο
πυρίνη θέα * τὸν ἀκανθώδη νὰ τὸν ἐνημερώνη ἀπὸ πούθε
ἐπληροφόρησε νυκτὸς * ἔμεινα ἔγκυος,
περὶ τῶν λυπούντων αὐτόν· ἀστραφτερὴ μορφὴ τὸν
δι᾿ αὐτὸ σύνεστί μοι * προβληματισμένο Ἰωσὴφ
Ἰωσὴφ δηλῶν ὡς ἔστι ἐπληροφόρησε τὴ νύχτα πάνω
παιδίον νέον * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. σε ὅσα τὸν ἐστενοχώραγαν.
γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι μαζί μου
ὁ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ δηλώνη
ὅτι ἔγινε πραγματικὰ
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ιβ΄. Ῥητορεύει σαφῶς * ιβ´. Ὁλοκάθαρα λέει ὅλα


ἅπαντα ἅπερ ἤκουσεν· τὰ ὅσα ἄκουσε.
ἀπαγγέλλει τρανῶς * περίτρανα διαλαλεῖ
ὅσα αὐτὸς ἑώρακεν ὅσα ὁ ἴδιος εἶδε
ἐν τοῖς οὐρανίοις * καὶ τοῖς ἐπιγείοις· σὲ οὐρανὸ καὶ γῆς.
τὰ τῶν ποιμένων, * τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς τσοπάνηδες,
πῶς συνανύμνησαν * τὸ πὼς ἐδοξολόγησαν
πηλίνοις οἱ πύρινοι· οἱ ἄγγελοι μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
ὑμῶν τῶν μάγων, * ὅτι προέδραμεν γιὰ σᾶς τοὺς Μάγους ὅτι εἴχατε
ἄστρον φωταυγοῦν * μπροστὰ στὸ δρόμο σας
καὶ ὁδηγοῦν ὑμᾶς· ἄστρο ποὺ ἔφεγγε
διὸ ἀφέντες * τὰ προῤῥηθέντα, καὶ σᾶς ὁδηγοῦσε.
ἐκδιηγήσασθε ἡμῖν * Γι᾿ αὐτὸ ἀφῆστε τὰ παραπάνω
τὰ νῦν γενόμενα ὑμῖν, καὶ ἐξιστορῆστε μας αὐτὰ
πόθεν ἥκατε, πῶς δὲ * ποὺ τώρα σᾶς συνέβησαν.
συνήκατε ὅτι ὤφθη ἀπὸ ποῦ ἤρθατε
παιδίον νέον, * καὶ πῶς ἐκαταλάβατε ὅτι φάνηκε
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

9
ιγ΄. Ὡς δὲ ταῦτα αὐτοῖς * ιγ´. Κι ὅταν εἶπεν αὐτὰ
ἡ φαεινὴ ἐλάλησεν, τοὺς Μάγους ἡ Ὁλόφωτη,
οἱ τῆς ἀνατολῆς * οἱ λύχνοι τῆς Ἀνατολῆς
λύχνοι πρὸς ταύτην ἔφησαν· σ᾿ Ἐκείνην ἀπαντήσανε.
«Μαθεῖν θέλεις πόθεν * «Θέλεις νὰ μάθης ἐδῶ
ἠλύθαμεν ὧδε; πῶς εὑρεθήκαμε;
Ἐκ γῆς Χαλδαίων, * Ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Χαλδαίων,
ὅθεν οὐ λέγουσι· * θεὸς θεῶν ὅπου δὲν παραδέχονται ὅτι
κύριος, ἐκ Βαβυλῶνος, * ὁ Κύριος εἶναι ὁ “Θεὸς τῶν θεῶν”
ὅπου οὐκ οἴδασιν τίς ὁ ποιητὴς * ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα ὅπου δὲν ξέρουνε
τούτων ὧν σέβουσιν· ποιὸς ἔφτιαξε ἐκεῖνα
ἐκεῖθεν ἦλθε * καὶ ἦρεν ἡμᾶς ποὺ λατρεύουν.
ὁ τοῦ παιδίου σου σπινθὴρ * ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε καὶ μᾶς παρέλαβε
ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ περσικοῦ· τὸ Φῶς τοῦ Παιδιοῦ Σου
πῦρ παμφάγον λιπόντες, * ἀπὸ τὴν πυρολατρεία τῶν Περσῶν.
πῦρ δροσίζον θεωροῦμεν, ἀφήσαμε τὴ φωτιὰ ποὺ ὅλα
παιδίον νέον, * τὰ ἐξαφανίζει κι ἀντικρύζουμε
τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν. Φωτιὰ ποὺ δροσίζει,
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.

ιδ΄. Ματαιότης ἐστὶ * ιδ´. Ματαιότης ματαιοτήτων


ματαιοτήτων ἅπαντα, εἶναι ὅλα.
ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐν ἡμῖν * μὰ κανεὶς ἀνάμεσά μας δὲν
ταῦτα φρονῶν εὑρίσκεται· ὑπάρχει ποὺ νὰ τὸ παραδέχεται.
οἱ μὲν γὰρ πλανῶσιν, * γιατὶ ἄλλοι μὲν πλανοῦν
οἱ δὲ καὶ πλανῶνται· διό, παρθένε, * κι ἄλλοι εἶναι πλανεμένοι.
χάρις τῷ τόκῳ σου * Γι᾿ αὐτό, Παρθένε, εὐχαριστοῦμε
δι᾿ οὗ ἐλυτρώθημεν τὸ Γιό Σου ποὺ μᾶς ἐλευθέρωσε
οὐ μόνον πλάνης, * ὄχι μονάχα ἀπ᾿ τὴ πλάνη
ἀλλὰ καὶ θλίψεως ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε κακὸ
τῶν χωρῶν πασῶν * σ᾿ ὅλες τὶς χῶρες ποὺ διατρέξαμε,
ὧνπερ διήλθομεν, ἀπὸ ἔθνη βάρβαρα, ἀπὸ γλῶσσες
ἐθνῶν ἀσήμων, * γλωσσῶν ἀγνώστων, ἄγνωστες,
περιερχόμενοι τὴν γῆν * καθὼς ἐπερπατούσαμε στὴ γῆ
καὶ ἐξερευνῶντες αὐτὴν καὶ τὴν ἐψάχναμε
μετὰ λύχνου τοῦ ἄστρου, * ἔχοντας τὸ ἄστρο γιὰ λυχνάρι
ἐκζητοῦντες ποῦ ἐτέχθη καὶ μὲ λαχτάρα
παιδίον νέον, * ἐζητούσαμε τὸ ποῦ γεννήθηκε
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

10
ιε΄. Ἀλλ᾿ ὡς ἔτι αὐτὸν * ιε´. Μὲ ὁδηγὸ ὡστόσο
τοῦτον τὸν λύχνον εἴχομεν, αὐτὸ τὸ ἄστρινο λυχνάρι,
τὴν Ἰερουσαλὴμ * ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ
πᾶσαν περιωδεύσαμεν, περιδιαβάσαμε
πληροῦντες εἰκότως * καὶ πραγματοποιήσαμε
τὰ τῆς προφητείας· στὰ σίγουρα τὰ προφητικὰ λόγια.
ἠκούσαμεν γὰρ * ὅτι ἠπείλησε * Ἀκούσαμε δηλαδὴ ὅτι ἀπείλησε
Θεὸς ἐρευνᾶν αὐτήν· ὁ Θεὸς πὼς θὰ τῆς κάνῃ ἔρευνα.
καὶ μετὰ λύχνου * περιηρχόμεθα, κι ἐρχόμαστε ἕνα γύρο
θέλοντες εὑρεῖν * μέγα δικαίωμα· μὲ τὸ λυχνάρι
ἀλλ᾿ οὐχ εὑρέθη, * ὅτι ἐπήρθη θέλοντας γιὰ νὰ βροῦμε
ἡ κιβωτὸς αὐτῆς μεθ᾿ ὧν * τοῦ Θεοῦ τὴν Δωρεά.
συνεῖχε πρότερον καλῶν· μὰ δὲν τὴν βρήκαμε
τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, * γιατὶ ἐπάρθηκε
ἀνεκαίνισε γὰρ πάντα ἡ κιβωτός της μαζὶ μὲ ὅλα
παιδίον νέον, * ὅσα βάσταγε προτερινὰ καλά.
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. τὰ παλιὰ ἐπεράσανε·
ἀφοῦ ὅλα τὰ ἀνακαίνισε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

ιστ΄. —Ναί, φησί, τοῖς πιστοῖς * ιστ´. «Ἀλήθεια», ἀπάντησε


μάγοις Μαρία ἔφησε, ἡ Μαρία στοὺς πιστοὺς Μάγους,
τὴν Ἰερουσαλὴμ * «ὅλη τὴν Ἱερουσαλὴμ
πᾶσαν περιωδεύσατε, περιδιαβάσατε,
τὴν πόλιν ἐκείνην * τὴν πόλι ποὺ σκοτώνει
τὴν προφητοκτόνον; τοὺς προφῆτες;
Καὶ πῶς ἀλύπως * ταύτην Καὶ πῶς ἀνενόχλητα διατρέξατε
διήλθετε * τὴν πᾶσι βασκαίνουσαν; αὐτὴν ποὺ ὅλους τοὺς φθονεῖ;
Ἡρώδην πάλιν * πῶς διελάθετε Πῶς πάλι τοῦ Ἡρώδη ἐξεφύγατε
τὸν ἀντὶ θεσμῶν * ποὺ ἔχει μέσα στὴν καρδιά του
φόνων ἐμπνέοντα;» κι᾿ ἀναπνεύει φόνους
Οἱ δὲ πρὸς ταύτην * ἀντὶ γιὰ νόμους;»
φησί· «Παρθένε, Κι ἐκεῖνοι λένε πρὸς Αὐτήν.
οὐ διελάθομεν αὐτόν, * «Κόρη, δὲν τοῦ κρυφτήκαμε
ἀλλ᾿ ἐνεπαίξαμεν αὐτῷ· ἀλλὰ τὸν ξεγελάσαμε.
συνετύχομεν πᾶσιν * ἐμιλήσαμε μ᾿ ὅλους ῥωτώντας
ἐρωτῶντες ποῦ ἐτέχθη ποῦ γεννήθηκε Νέο Παιδί,
παιδίον νέον, * ὁ Ἄχρονος Θεός.»
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

11
ιζ΄. Ὅτε ταῦτα αὐτῶν * ιζ´. Ὅταν ἄκουσεν αὐτὰ
ἡ Θεοτόκος ἤκουσεν, ἡ Θεοτόκος ἀπ᾿ τοὺς Μάγους,
τότε εἶπεν αὐτοῖς· * τότε εἶπε σ᾿ αὐτούς.
«Τί ὑμᾶς ἐπηρώτησεν «Τί σᾶς ἐρώτησε ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης
Ἡρώδης ὁ ἄναξ * καθὼς καὶ οἱ Φαρισαῖοι;»
καὶ οἱ Φαρισαῖοι; «Ὁ Ἡρώδης πρῶτα καὶ μετά,
—Ἡρώδης πρῶτον, * ὅπως τόπες, οἱ ἄρχοντες
εἶτα, ὡς ἔφησας, * τοῦ Ἔθνους Σου
οἱ πρῶτοι τοῦ ἔθνους σου προσπάθησαν νὰ ἐξακριβώσουν
τὸν χρόνον τούτου * ἀπὸ μᾶς
τοῦ φαινομένου νῦν τὸ χρόνο αὐτοῦ τοῦ ἄστρου
ἄστρου παρ᾿ ἡμῶν * ποὺ τώρα φαίνεται.
ἐξηκριβώσαντο· κι ἀφοῦ τὸ διαπίστωσαν,
καὶ ἐπιγνόντες * ὡς μὴ μαθόντες χωρὶς νὰ καταλάβουνε τὸ θαῦμα,
οὐκ ἐπεθύμησαν ἰδεῖν * δὲν ἐλαχτάρησαν νὰ δοῦν Αὐτὸν
ὃν ἐξηρεύνησαν μαθεῖν, ποὺ ψάξανε νὰ μάθουν,
ὅτι τοῖς ἐρευνῶσιν * γιατὶ σὲ ὅσους ἐρευνοῦν φανερώνεται
ὀφείλει θεωρηθῆναι Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

ιη΄. Ὑπενόουν ἡμᾶς * ιη´. Μᾶς πέρασαν γιὰ ἄφρονες


ἄφρονας οἱ ἀνόητοι οἱ ἄμυαλοι,
καὶ ἠρώτων, φησί· * καὶ μᾶς ῥωτοῦσαν
Πόθεν καὶ πότε ἥκατε; “ἀπὸ ποῦ καὶ πότε ἤρθατε;
πῶς μὴ φαινομένας * πῶς δρόμους ἄγνωστους περάσατε;”
ὡδεύσατε τρίβους; Κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας
Ἡμεῖς δὲ τούτοις * ὅπερ τοὺς ῥωτήσαμε νά μας ἀπαντήσουν
ἠπίσταντο * ἀντεπηρωτήσαμεν· μὲ βάση αὐτὸ ποὺ ξέρανε.
Ὑμεῖς τὸ πάρος * πῶς διωδεύσατε Ἐσεῖς παλιὰ πῶς βρήκατε τὸ δρόμο
ἔρημον πολλὴν * ἥνπερ διήλθετε; στὴν ἀπέραντη ἔρημο
Ὁ ὁδηγήσας * τοὺς ἀπ᾿ Αἰγύπτου ποὺ περάσατε;
αὐτὸς ὡδήγησε καὶ νῦν * Ἐκεῖνος ποὺ ὁδήγησε
τοὺς ἐκ Χαλδαίων πρὸς αὐτόν, τοὺς Ἑβραίους ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο,
τότε στύλῳ πυρίνῳ, * ὁ Ἴδιος καὶ τώρα ἔφερε
νῦν δὲ ἀστέρι δηλοῦντι κοντά Του τοὺς Χαλδαίους,
παιδίον νέον, * τότε μὲ φωτεινὸ στύλο
τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν. καὶ τώρα μ᾿ ἄστρο ποὺ ἔδειχνε
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.

12
ιθ΄. [Ὁ ἀστὴρ πανταχοῦ * ιθ´. Τ᾿ ἀστέρι παντοῦ μπροστὰ μας
ἦν ἡμῶν προηγούμενος πορευότανε
ὡς ὑμῖν ὁ Μωσῆς * ὅπως σὲ σᾶς ὁ Μωυσῆς
ῥάβδον ἐπιφερόμενος, μὲ τὸ ῥαβδὶ στὸ χέρι,
τὸ φῶς περιλάμπων * σκορπίζοντας ἀνάργυρα
τῆς θεογνωσίας· τῆς θεογνωσίας τὸ φῶς.
ὑμᾶς τὸ μάννα * πάλαι διέθρεψε * Ἐσᾶς παλιὰ τὸ μάννα ἐχόρτασε
καὶ πέτρα ἐπότισεν· καὶ σᾶς ξεδίψασεν ἡ πέτρα.
ἡμᾶς ἐλπὶς ἡ * τούτου ἐνέπλησε· ἐμᾶς ἡ ἐλπίδα τοῦ ἄστρου
τῇ τούτου χαρᾷ * διατρεφόμενοι, ἐμψύχωσε.
οὐκ ἐν Περσίδι * ἀναποδίσαι ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τοῦ ἐχορταίναμε
διὰ τὸν ἄβατον ὁδὸν * καὶ στὴν Περσία νὰ γυρίσουμε,
ὁδεύειν ἔσχομεν ἐν νῷ, μίας κι ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος,
θεωρῆσαι ποθοῦντες, * οὔτε ποὺ βάλαμε στὸ νοῦ μας,
προσκυνῆσαι καὶ δοξάσαι ἀφοῦ νὰ δοῦμε λαχταρούσαμε,
παιδίον νέον, * νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε
τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.«] Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό”.»

κ΄. Ὑπὸ τῶν ἀπλανῶν * κ´. Οἱ Μάγοι οἱ σοφοὶ


μάγων ταῦτα ἐλέγετο· αὐτὰ ἐλέγανε.
ὑπὸ δὲ τῆς σεμνῆς * κι ἡ Κόρη ἡ Σεμνὴ
πάντα ἐπεσφραγίζετο, ὅλα τὰ ἐπισφράγιζε
κυροῦντος τοῦ βρέφους * καὶ τὸ Βρέφος ἐπικύρωνε
τὰ τῶν ἀμφοτέρων, καὶ τῶν δύο μερῶν τὰ λεγόμενα.
τῆς μὲν ποιοῦντος * τῆς μὲν Παναγίας ἐφύλαξε
μετὰ τὴν κύησιν * ἀπείραχτη τὴ μήτρα
τὴν μήτραν ἀμίαντον, μετὰ τὴν κυοφορία,
τῶν δὲ δεικνύντος * τῶν δὲ Μάγων ἔκαμε,
μετὰ τὴν ἔλευσιν μετὰ τὸν ἐρχομό,
ἄμοχθον τὸν νοῦν * ξεκούραστο τὸν νοῦ
ὥσπερ τὰ βήματα· ὅπως τὰ βήματα.
οὐδεὶς γὰρ τούτων * γιατὶ κανένας τους κούραση
ὑπέστη κόπον, δὲν ἐνοίωσε
ὡς οὐκ ἐμόχθησεν ἐλθὼν * ὅπως δὲν ἐκουράστηκε
ὁ Ἀμβακοὺμ πρὸς Δανιήλ· ὁ Ἀββακοὺμ ποὺ πῆγε στὸν Δανιήλ.
ὁ φανεὶς γὰρ προφήταις * ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ ἐφάνηκε
ὁ αὐτὸς ἐφάνη μάγοις στοὺς προφῆτες, ὁ Ἴδιος
παιδίον νέον, * φανερώθη καὶ στοὺς Μάγους,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

13
κα΄. Μετὰ ταῦτα αὐτῶν * κα´. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὲς ὅλες
πάντα τὰ διηγήματα, τὶς διηγήσεις
δῶρα ἦραν χερσὶν * πῆραν τὰ Δῶρα οἱ Μάγοι
μάγοι καὶ προσεκύνησαν στὰ χέρια τους καὶ προσκύνησαν
τῷ δώρῳ τῶν δώρων, * τὴν Πηγὴ ὅλων τῶν δώρων
τῷ μύρῳ τῶν μύρων· καὶ ὅλων τῶν ἀρωμάτων
χρυσὸν καὶ σμύρναν * κι ὕστερα πρόσφεραν στὸν Χριστὸ
εἶτα καὶ λίβανον * Χριστῷ χρυσάφι, σμύρνα καὶ λιβάνι
προσεκόμισαν, βοῶντες· «Δέξαι * λέγοντας. «Δέξου δῶρο τριπλό,
δώρημα τρίϋλον, ὅπως δέχεσαι ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ
ὡς τῶν Σεραφὶμ * τὸν Τρισάγιο ὕμνο.
ὕμνον τρισάγιον· μὴν τὰ περιφρονήσης
μὴ ἀποστρέψῃς * ὡς τὰ τοῦ Κάϊν, ὅπως τὰ δῶρα τοῦ Κάϊν,
ἀλλ᾿ ἐναγκάλισαι αὐτὰ * ἀλλὰ δέξου τα μὲ εὐχαρίστηση
ὡς τὴν τοῦ Ἄβελ προσφοράν, ὅπως τοῦ Ἄβελ τὴν προσφορά,
διὰ τῆς σε τεκούσης, * μὲ τὶς πρεσβεῖες Ἐκείνης
δι᾿ ἧς ἡμῖν ἐγεννήθης, ποὺ Σ᾿ ἐγέννησε κι ἔγινε
παιδίον νέον, * αἰτία νάρθης κοντά μας
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

κβ΄. Νέα νῦν καὶ φαιδρὰ * κβ´. Βλέποντας τώρα


βλέπουσα ἡ ἀμώμητος ἡ Ἀψεγάδιαστη δῶρα πρωτότυπα
μάγους δῶρα χερσὶ * καὶ ὄμορφα
φέροντας καὶ προσπίπτοντας, οἱ Μάγοι στὰ χέρια νὰ βαστᾶνε
ἀστέρα δηλοῦντα, * καὶ κάτω νὰ πέφτουν
ποιμένας ὑμνοῦντας, καὶ νὰ προσκυνοῦν
τὸν πάντων τούτων * κτίστην ἀστέρι νὰ δείχνῃ,
καὶ κύριον * ἱκέτευε λέγουσα· βοσκοὺς νὰ δοξάζουν,
«Τριάδα δώρων, * ὅλων αὐτῶν τὸν Πλάστη
τέκνον, δεξάμενος, καὶ Δημιουργὸ ἱκέτευε καὶ ἔλεγε.
τρεῖς αἰτήσεις δὸς * «Παιδί μου, Σὺ ποὺ δέχτηκες
τῇ γεννησάσῃ σε· ὑπὲρ ἀέρων * τρία δῶρα,
παρακαλῶ σε τρεῖς χάρες θέλω νὰ κάνῃς
καὶ ὑπὲρ τῶν καρπῶν τῆς γῆς * σὲ μένα ποὺ Σ᾿ ἐγέννησα.
καὶ τῶν οἰκούντων ἐν αὐτῇ· Σὲ παρακαλῶ δῶσε καλοὺς ἀέρες,
διαλλάγηθι πᾶσι, * καλοὺς καρποὺς στὴ γῆ
δι᾿ ἐμοῦ ὅτι ἐτέχθης, καὶ φύλαγε τοὺς ἀνθρώπους.
παιδίον νέον, * Συμφιλιώσου μὲ ὅλους
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. γιὰ χάρη μου, γιατὶ ἐγεννήθης
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.
14
κγ΄. Οὐχ ἁπλῶς γάρ εἰμι * κγ´. Εἶναι ἀλήθεια, Σωτῆρα μου
μήτηρ σου, σῶτερ εὔσπλαγχνε· Εὔσπλαχνε, πὼς δὲν εἶμαι
οὐκ εἰκῇ γαλουχῶ * μονάχα δική Σου Μητέρα.
τὸν χορηγὸν τοῦ γάλακτος, οὔτε χωρὶς σκοπὸ σὲ θηλάζω
ἀλλὰ ὑπὲρ πάντων * Ἐσένα ποὺ τὸ γάλα χορηγεῖς.
ἐγὼ δυσωπῶ σε· ἐποίησάς με * ἀλλὰ γιὰ ὅλους Ἐγὼ θερμὰ
ὅλου τοῦ γένους μου * Σὲ ἱκετεύω.
καὶ στόμα καὶ καύχημα· μὲ ἔκανε στόμα καὶ καύχημα
ἐμὲ γὰρ ἔχει * ὅλου τοῦ γένους μου.
ἡ οἰκουμένη σου σκέπην κραταιάν, * γιατὶ ἐμένα ἔχει ἡ οἰκουμένη Σου
τεῖχος καὶ στήριγμα· προστασία πανίσχυρη, καταφύγιο
ἐμὲ ὁρῶσιν * οἱ ἐκβληθέντες καὶ στήριγμα.
τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, * ἐμένα κοιτάζουν οἱ ἐξόριστοι
ὅτι ἐπιστρέφω αὐτούς· τοῦ παραδείσου τῆς ἀπόλαυσης,
λάβῃ αἴσθησιν πάντα * γιατὶ τοὺς ἐπαναφέρω
δι᾿ ἐμοῦ ὅτι ἐτέχθης, καὶ τοὺς κάνω
παιδίον νέον, * νὰ αἰσθανθοῦνε ὅλα τὰ καλὰ
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. μὲ ὄργανο ἐμένα ποὺ ἐγέννησα
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.

κδ΄. Σῶσον κόσμον, σωτήρ· * κδ´. Σωτῆρα μου, σῶσε τὸν κόσμο·
τούτου γὰρ χάριν ἤλυθας· ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ ἦρθες στὴ γῆ.
στῆσον πάντα τὰ σά· * κάμε νὰ ἐπικρατήσουν ὅλα τὰ
τούτου γὰρ χάριν ἔλαμψας δικά Σου· ἀφοῦ γιὰ τοῦτο φάνηκες
ἐμοὶ καὶ τοῖς μάγοις * σὲ μένα καὶ στοὺς Μάγους
καὶ πάσῃ τῇ κτίσει· καὶ σ᾿ ὅλη τὴν κτίση.
ἰδοὺ γὰρ μάγοι * οἷς ἐνεφάνισας * κοίταξε νὰ οἱ Μάγοι, ποὺ τοὺς
τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἔδειξες τὸ φῶς τοῦ Προσώπου Σου,
προσπίπτοντές σοι * Σὲ προσκυνοῦν καὶ δῶρα
δῶρα προσφέρουσι Σοῦ προσφέρουν
χρήσιμα, καλά, * λίαν ζητούμενα· χρήσιμα κι ὄμορφα
αὐτῶν γὰρ χρῄζω, * ἐπειδὴ μέλλω καὶ πολὺ ἀπαραίτητα.
ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον μολεῖν * ἀφοῦ ἐτοῦτα χρειάζομαι,
καὶ φεύγειν σὺν σοὶ διὰ σέ, ἐπειδὴ ἑτοιμάζομαι
ὁδηγέ μου, υἱέ μου, * στὴν Αἴγυπτο νὰ ταξιδέψω
ποιητά μου, πλουτιστά μου, καὶ νὰ φύγω μὲ Σένα, γιὰ Σένα,
παιδίον νέον, * Ὁδηγέ μου, Υἱέ μου, Πλάστη μου,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Λυτρωτή μου,
Νέο Παιδί, Ἄχρονε Θεέ.»

15
ἐλήφθη ἐκ τοῦ ἱστοχώρου
www.nektarios.gr

You might also like