Professional Documents
Culture Documents
(*Το άρθρο αυτό φαίνεται μεγάλο, και είναι μεγάλο, αλλά στο τέλος του θα έχετε
ωφεληθεί πάρα πολύ από αυτό. Στο τέλος του άρθρου θα έχετε καταλάβει αν πρέπει να
τρώτε πολλά και συχνά γεύματα, πρωινό και γενικά θα σας βοηθήσει να βελτιώσετε
αισθητά την διατροφή σας.)
Ένας από τους πιο διαδεδομένους περιαστικούς μύθους που κυκλοφορούν είναι πως όταν
μιλάμε για μία υγιεινή διατροφή πρέπει οπωσδήποτε τα γεύματα να είναι συχνά. Οι
δικαιολογίες που δίνονται γι’ αυτήν την
άποψη είναι αρκετά λογικοφανείς, η
πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι
πως κρατούν το μεταβολισμό ψηλά και
πως το σώμα δεν πέφτει σε “starvation
mode ” μην μπορώντας να κάψει
περισσότερο λίπος .
Μέχρι τώρα, αν δεν έχετε διαβάσει ποτέ για διαλειμματική νηστεία πρέπει να είστε αρκετά
σκεπτικοί με ότι διαβάσατε. Πιθανότατα σκέφτεστε το εξής “Τότε γιατί οι οι διαιτολόγοι
που βγαίνουν στην τηλεόραση συμβουλεύουν να κάνουμε μικρά και συχνά γεύματα και
γιατί εσύ πας να μας κάνεις τον διαφορετικό;”
Η απάντηση μου: Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν υπάρχει κανένα λάθος με αυτήν την
ιδέα – άλλωστε πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει βάρος κατά αυτόν τον τρόπο οπότε σίγουρα
δουλεύει. Παλιότερα έχω αναφερθεί στην σύγκριση μεταξύ 3 και 6 γευμάτων, δείχνοντας
πως δεν είναι απαραίτητο να ακολουθούνται τα συχνά γεύματα. Εκτός αυτού δεν
χρειάζεται να αρκεστείτε στην γνώμη μου, μπορείτε να μπείτε στην ηλεκτρονική
επιστημονική βιβλιοθήκη του pubmed και να ψάξετε οι ίδιοι για την διαλειμματική νηστεία.
Μιλώντας γενικά, τα μικρά και συχνά γεύματα μπορεί να είναι μία ικανοποιητική λύση,
ένας καλός τρόπος προγραμματισμού της διατροφής ώστε το άτομο να ξέρει τι θα φάει και
σε τι ποσότητα. Οπότε στην ουσία μιλάμε για θερμίδες, όχι για κάποιο μεταβολικό
πλεονέκτημα. Από την άλλη πολλοί εγκατέλειψαν ή δεν άρχισαν καν τις αλλαγές στις
διατροφικές τους συνήθειες γιατί έβρισκαν το δόγμα των πολλών γευμάτων μη βιώσιμο
σε μακροχρόνια βάση και ασύμβατο με την καθημερινότητα τους.
Συνήθως, τα μεγάλα γεύματα ακολουθούνται από άτομα που δεν προσέχουν ούτε την
ποσότητα ούτε την σύσταση των τροφών που τρώνε, με άλλα λόγια τρώνε άτσαλα και
απερίσκεπτα, ενώ τις περισσότερες φορές δεν γυμνάζονται. Βλέπουμε δηλαδή μία
σύγκριση η οποία μόνο δίκαιη δεν είναι αφού το πλαίσιο της συχνότητας των γευμάτων
είναι τελείως διαφορετικό για αυτούς που κάνουν συχνά γεύματα και γι’ αυτούς που τρώνε
μία ή δύο φορές την μέρα.
Τι θα γινόταν όμως αν όσοι έκαναν λίγα γεύματα πρόσεχαν τις ποσότητες και τις θερμίδες;
Όπως έχουμε δει και παλιότερα καμία διαφορά. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο οργανισμός μας
δεν έχει manual οδηγιών, μπορούμε να τρώμε πολύ πιο άναρχα, ελεύθερα και λιγότερο
συχνά απ’ ότι οι περισσότεροι πιστεύουν.
Τι γίνεται όταν δεν παρέχουμε τροφή στον οργανισμό μας για μερικές ώρες; Είναι να
αναρωτιέται κανείς αν όλα αυτά προσεγγίζουν την πραγματικότητα στοιχειωδώς και πως
γίνεται να ζουν άνθρωποι γύρω μας που δεν τρώνε πρωινό. Με όπλο τις διαφημίσεις αλλά
και τις σχετικές εικόνες της χαρούμενης οικογένειας ή ζευγαριού που απολαμβάνει πρωινό,
οι εταιρείες δημητριακών μας κάνουν πλύση εγκεφάλου πως απαραίτητα χρειαζόμαστε
πρωινό για να μας πάει καλά το υπόλοιπο της ημέρας. Για τους περισσότερους ανθρώπους
που κάνουν καθιστική εργασία, το πρωινό είναι απλά μία τελετουργία- ένα
διατροφικό μιμίδιο που είτε πήραν από τους γονείς τους είτε επειδή είδαν αρκετές
διαφημίσεις δημητριακών και πίστεψαν ότι χρειάζονται δημητριακά για να λειτουργήσουν
πνευματικά. Όπως έχουμε δει και παλιότερα, ένα “πλούσιο πρωινό” μπορεί να είναι
τροχοπέδη στην απώλεια λίπους. Τις περισσότερες φορές το πρωινό δεν είναι τίποτε άλλο
από ένα ψυχολογικό δεκανίκι, μία τελευταία ηδονή από την σπιτική θαλπωρή, πριν την
εγκαταλείψουμε και εκτεθούμε στο στρες της δουλειάς μας. Ξανά, η συναισθηματική
διατροφή δεν είναι κάτι εξ ορισμού λάθος, απλά πρέπει να καταλαβαίνουμε την
χρησιμότητα που δίνουμε στα γεύματά μας. Το “χρειάζομαι” έχει τεράστια διαφορά από το
“μου αρέσει” ή “πιστεύω ότι μου κάνει καλό γι’ αυτό με κάνει να νιώθω καλά”.
Έστω ότι δεν παίρνουμε πρωινό και μένουμε νηστικοί για 5-6 ώρες αφού ξυπνήσουμε. Τι
γίνεται τότε; Ίσως έχετε ακούσει πως “παθαίνουμε υπογλυκαιμία” ή πως δεν θα μπορούμε
να σκεφτούμε; Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως η υπογλυκαιμία και η πείνα δεν είναι το
ίδιο πράγμα. Η πείνα, όσο δυσάρεστη αίσθηση και να είναι δεν είναι παθολογικό
σύμπτωμα, η υπογλυκαιμία είναι. Έχει αποδειχτεί πως ακόμα και 48ωρη νηστεία δεν είναι
ικανή να προκαλέσει υπογλυκαιμία , ούτε να επηρεάσει την πνευματική απόδοση. Από
την άλλη το “Πεινάω” δεν ακούγεται το ίδιο με το “έχω υπογλυκαιμία – πρέπει να φάω
κάτι”. Το συκώτι μας παράγει γλυκόζη σε σταθερό ρυθμό και το πάγκρεας εκκρίνει
ινσουλίνη ακόμα όταν δεν έχουμε φάει. Αν όντως παθαίναμε υπογλυκαιμία μετά από
μερικές ώρες νηστείας οι πρόγονοί μας θα είχαν τεράστιο πρόβλημα επιβίωσης και το πιο
πιθανό είναι ότι θα είχαμε αφανιστεί ως είδος πριν αρκετές χιλιάδες χρόνια αφού θα
ήμασταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην έλλειψη τροφής. Για του λόγου το αληθές το
ανθρώπινο σώμα μπορεί να κρατά την συγκέντρωση της γλυκόζης του αίματος σε
φυσιολογικό εύρος για πάρα πολλές ώρες, μέσω της διαδικασίας της γλυκονεογένεσης,
δηλαδή της σύνθεσης γλυκόζης από μη-υδατανθρακικές ενώσεις. Τα παραπάνω δεν
αποτελούν κάποιο επτασφράγιστο μυστικό, είναι πληροφορίες στις οποίες μπορεί να
ανατρέξει ο καθένας σε μία πανεπιστημιακή Βιοχημεία ή Φυσιολογία. Με αυτά κατά νου,
είναι εντυπωσιακό πως η πείνα μερικών ωρών, έστω και αυτή η αίσθηση δυσφορίας,
ιατροποείται.
Και η πρόοδος του Αντώνη. Ακραία αποτελέσματα, ο Αντώνης αντέδρασε εξαιρετικά στην
διαλειμματική νηστεία.
Αν ψάχνετε και για διάσημους o Hugh Jackman κάνει διαλειμματική νηστεία.
Πάλι είναι κάτι το οποίο κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα αλλά οι αποδείξεις δείχνουν το
αντίθετο. Σαν αθλούμενος ήμουν ιδιαίτερα σκεπτικός προς αυτό το σκέλος της
διαλειμματικής, ώσπου το διαπίστωσα και στην πράξη.
Οι γιορτές είναι μία περίοδος που οι περισσότεροι άνθρωποι απλά χάνουν τον έλεγχο της
διατροφής τους και παρεκτρέπονται θερμιδικά. Δεν χρειάζεται να γίνεται αυτό το βήμα
πίσω κάθε φορά που έχουμε μία κοινωνική υποχρέωση και η διαθεσιμότητα σε φαγητό
είναι μεγάλη και για πολλή ώρα. Μέσω της διαλειμματικής νηστείας μπορούμε να
ευχαριστηθούμε την περίσταση χωρίς να είμαστε δακτυλοδεικτούμενοι πως “κάνουμε
δίαιτα”. Η διαλειμματική νηστεία συνήθως έχει το κύριο γεύμα το βράδυ – αυτό το γεύμα
μπορεί να είναι στα πλαίσια μίας κοινωνικής υποχρέωσης. Όχι δεν θα παχύνετε αν τρώτε το
βράδυ. Μάλιστα, σύμφωνα με τις τελευταίες αποδείξεις το να τρώμε υδατάνθρακες το
βράδυ είναι καλύτερο από το να τους τρώμε το πρωί.
Το κύριο μειονέκτημα της διαλειμματικής νηστείας είναι πως είναι αντι-εμπορική και γι’
αυτόν τον λόγο έχει λάβει την ελάχιστη δυνατή προβολή από τα περιοδικά του fitness και
τα σχετικά site. Αυτό γιατί οι μεγάλοι χορηγοί των παραπάνω είναι οι εταιρείες
δημητριακών, που μάλλον δεν θα ήταν και πολύ χαρούμενες αν περισσότεροι άνθρωποι
δεν έτρωγαν πρωινό ή αν δεν έκαναν συχνά γεύματα γιατί κατά αυτόν τον τρόπο
καταναλώνονται τα προϊόντα τους, κυρίως τα δημητριακά που συνοδεύονται με γάλα και οι
μπάρες δημητριακών. Επιστρατεύουν όλα τα μέσα, από διαιτολόγους μέχρι διάσημες
γυμνάστριες για να πείσουν το καταναλωτικό κοινό πως χρειαζόμαστε δημητριακά και
πρωινό. Μαζικές οδηγίες οδηγούν σε μαζική κατανάλωση.Είναι πολύ πιθανό οι οικείοι σας
να έχουν ήδη παραπληροφορηθεί, και εσείς πιθανότατα θα εισπράξετε τον σχετικό πόλεμο
νεύρων.
Ένα άλλο μειονέκτημα είναι πως αυτή η διατροφή ενδεχομένως να μην ενδείκνυται σε
κυοφορούσες. Έρευνες που έχουν γίνει σε μουσουλμάνες που ακολουθούσαν το Ραμαζάνι,
μια θρησκευτική μορφή διαλειμματικής νηστείας, έδειξαν πως τα παιδιά τους ήταν πιο
επιρρεπή σε προβλήματα υγείας. Κάτι που το Ραμαζάνι περιορίζει είναι και η πρόσληψη
υγρών οπότε δεν είναι απολύτως σίγουρο αν αυτό προκλήθηκε από τον περιορισμό των
θερμίδων ή/και τον χρονισμό των γευμάτων.
Συμπέρασμα
Το ευρύ κοινό πιστεύει πως το επιστημονικό πεδίο της διατροφολογίας έχει καταπιεστική
φύση. Μήπως όμως ισχύει το αντίθετο; H επιστημονική προσέγγιση μπορεί να μας
απελευθερώσει από τα ολοκληρωτικά διατροφικά δόγματα, να μας δείξει ότι υπάρχουν
περισσότερες επιλογές.