You are on page 1of 25

Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη


Α. Η Ε Λ Λ ΗΝ ΙΚ Η Ο ΙΚ Ο ΝΟ Μ Ι Α Μ ΕΤ Α Τ ΗΝ ΕΠ ΑΝ ΑΣΤ ΑΣ Η

Κεφ . 1 Τ α δημογ ρ αφ ι κά δ εδ ομέ ν α


1. Να αναφερθείτε στην εξέλιξη της έκτασης και του πληθυσμού της Ελλάδας έως το 1881 σε συνδυασμό με τα
δεδομένα του πίνακα 1 της σ. 13.
2. Να περιγράψετε την κατάσταση α)της υπαίθρου και β)των πόλεων μετά την Επανάσταση, αξιοποιώντας
επιπλέον και τα δεδομένα του πίνακα 2 της σ. 14 – όσον αφορά τις πόλεις Αθήνα, Πάτρα, Πειραιάς.
3. Να αναφερθείτε στις μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών και μέσα και έξω από την Ελλάδα, αξιοποιώντας
επιπλέον και τις πληροφορίες από τα παραθέματα που ακολουθούν: ( + σσ. 41 και 48)
Α. Οι χωρικοί της Ρούμελης, της Ηπείρου, του ανατολικού Μοριά, όλο και πολυπληθέστεροι, εγκαταλείπουν το
χωριό και καταφεύγουν στις πόλεις· στην Αθήνα ο πληθυσμός, [… ] δεκαπλασιάζεται μέσα σε ογδόντα χρόνια,
από τα 1830 ως τα 1909. Όπως η ζήτηση για τα αδύνατά τους χωράφια είναι μηδαμινή, συχνά μη
καταφέρνοντας να ρευστοποιήσουν την αγροτική περιουσία τους, οι οικογένειες χωρίζονται, τα γυναικόπαιδα
παραμένουν στο χωριό, ενώ τα αρσενικά μέλη καταφεύγουν για εργασία στις πόλεις και επιστρέφουν μόνο το
θέρος και την εποχή της σποράς. Για μια μεταβατική περίοδο που βαστάει κάποτε ολόκληρη γενιά, ο εργάτης
ή ο οικιακός υπηρέτης στην Αθήνα ζει ακόμα με το ψωμοτύρι που του στέλνει το χωριό, εξακολουθεί ακόμα να
στηρίζεται στο χωριό· η προλεταριοποίηση της οικονομικής αλλά και της ιδεολογικής ύπαρξης του μετατίθεται
έτσι για δεκαετίες ολόκληρες. (Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του Κινήματος της Εργατικής Τάξης. Η
διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1988, σσ. 122-123)
Β Το μεταναστευτικό ρεύμα προς το εξωτερικό, ήταν αριθμητικά ισχυρότερο από το ρεύμα αστικοποίησης· μ’
άλλα λόγια: περισσότεροι κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας οδηγούνται προς το εξωτερικό, παρά προς τις
πόλεις. [… ] Το αποδημητικό ρεύμα κατευθύνεται αρχικά προς την Κωνσταντινούπολη και τα δυτικά παράλια
της Μικράς Ασίας. [… ] Όμως οι πληθυσμιακές μετακινήσεις δεν κατευθύνονται μόνο προς την Τουρκία αλλά
και προς τη μεσημβρινή Ρωσία, όπου υπήρχαν 600.000 Έλληνες το 1920, και τη Ρουμανία. Για τις Η.Π.Α.
μεταναστεύουν 376.000 κάτοικοι, ενώ 390.000 προστίθενται στον πληθυσμό των αστικών κέντρων στο
διάστημα 1889-1920 (Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, σσ. 107-108)

Εικόνα 1 ΑΘΗΝΑ 1851

Κεφ . 2 Ο ι πα ρ αγ ω γ ικέ ς δ υν άμ ε ις μέ σα κ αι έ ξω από την Ελ λ ά δα κα ι η «Μ εγ άλ η Ιδέ α »

1. Να εξηγήσετε γιατί πολλές δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία της η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο
με την Ανατολή παρά με τη Δύση.
2. Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να παρουσιάσετε τις
επιπτώσεις που είχε στον πολιτικό και οικονομικό τομέα της μικρής Ελλάδας η ύπαρξη ισχυρών κέντρων
ελληνισμού έξω από τα σύνορά της και η εθνική ιδεολογία που δημιουργήθηκε ως επακόλουθό της.
Το νέο κράτος είχε δύο πρόσωπα. Το ένα ήταν[…] μία μικρή, φτωχή, αρχαϊκή και αραιοκατοικημένη χώρα. Το
άλλο πρόσωπο βρισκόταν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και γύρω από αυτήν. Στην
Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, όπως και στην Οδησσό, στον Δούναβη ή στην Αλεξάνδρεια, λειτουργούσαν
και προόδευαν ελληνικές κοινότητες. Για τα μέλη αυτών των κοινοτήτων, που πλήθαιναν ολοένα στον δέκατο
ένατο αιώνα καθώς τα τροφοδοτούσε σταθερό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα, η οικονομική
δραστηριότητα είχε κοσμοπολίτικη διάσταση, καθώς όχι μόνο ξεδιπλωνόταν σε ευρύτατες γεωγραφικές
1
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
περιοχές, αλλά και σχετιζόταν με τις προόδους του διεθνούς -του ευρωπαϊκού- κεφαλαίου στην ανατολή. Αυτά
τα ισχυρά κέντρα δεν απορροφούσαν από τη φτωχή Ελλάδα μόνο ανθρώπους. Καθώς έδιναν μεγαλύτερες
ευκαιρίες ανάπτυξης, συγκέντρωσης και αξιοποίησης κεφαλαίων, ανταγωνιζόντουσαν, κατά κάποιο τρόπο, το
μικρό ελληνικό Βασίλειο, αποσπούσαν από αυτό όλες τις προϋποθέσεις για την οικονομική του απογείωση.
Όταν λέμε ότι η Ελλάδα των παροικιών ανταγωνιζόταν την καθαυτό Ελλάδα, στο μεγαλύτερο διάστημα του
19ου αιώνα, αυτό ακριβώς περιγράφουμε. Ο ανταγωνισμός αυτός ήταν αρνητικά καταλυτικός για την
ανάπτυξη του ελληνικού Βασιλείου, ενώ, επιπλέον, οδήγησε σε σημαντικές παρενέργειες, ιδεολογικές,
πολιτικές και έμμεσα οικονομικές. (από το βιβλίο του καθηγητή, σ. 15)
3. Να εξηγήσετε πώς το όραμα της "Μεγάλης Ιδέας" αποτέλεσε τροχοπέδη στην εσωτερική ανάπτυξη του ελληνικού
κράτους.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: 1) να επισημάνετε το
ρόλο της «Μεγάλης Ιδέας» στην πολιτική και την οικονομία κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Ελλάδας
(Μον. 10) και 2) να παρουσιάσετε τις επιλογές του «βενιζελισμού» αναφορικά με τις εθνικές επιδιώξεις και τον
εκσυγχρονισμό του κράτους (Μον. 15). Μονάδες 25 ΗΜΕΡ 2005
 + Οικονομικές συνθήκες κατά την περίοδο 1910 - 1922, σ. 48
Κείμενα
α. Για τους Έλληνες η καθολικότητα της Μεγάλης Ιδέας ήταν συμπληρωματική της αοριστίας της: ένα άλλοθι, μια
θαυματουργή γέφυρα των αντιθέσεων, μία μετάθεση στο άδηλο μέλλον της λύσης όχι μόνο του αλυτρωτικού ζητήματος–
που άλλωστε η Μεγάλη Ιδέα δεν το αφορούσε ρητά και αποκλειστικά–, αλλά του συνόλου των ελληνικών προβλημάτων.
(Έλλης Σκοπετέα, «΄΄Το πρότυπο Βασίλειο΄΄ και η Μεγάλη Ιδέα», σελ. 268, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1988).
β. Ο βενιζελισμός αποδεικνύεται ο πιο συνεπής, διορατικός και πραγματιστικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης. […]
Αυτοκαθορίζεται και νομιμοποιείται με αναφορά στο Έθνος ως ενιαίο σύνολο, που αγκαλιάζει Παλαιά Ελλάδα, Νέες Χώρες
και αλύτρωτους. (Γιώργου Μαυρογορδάτου, «Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940», σελ. 43-44, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα,
Αθήνα 1982).
γ. «Με την φυσικήν επάνοδον εις τα όρια εντός των οποίων ο ελληνισμός έδρασεν από της προϊστορικής εποχής, να
δημιουργήσωμεν, λέγω, μίαν μεγάλην Ελλάδα ισχυράν και πλουσίαν, ικανήν να αναπτύξη εντός των ορίων την ζωτικήν
βιομηχανίαν, ικανήν ως εκ των συμφερόντων τα οποία θα εξεπροσώπει, να συνάψη συμβάσεις μετ’ άλλων κρατών υπό
τους αρίστους δυνατούς όρους». (Αγόρευση του Βενιζέλου στη Bουλή τον Σεπτέμβριο του 1915). [ … ]. Δεν
οιστρηλατούσε* πλέον τους αστούς η μορφή του μαρμαρωμένου βασιλιά, τους εξεσήκωνεν η σκέψις ότι πρέπει η Ελλάς να
παύση να είναι ψωροκώσταινα… (Κρίση του Θ. Βαΐδη στο έργο του «Ελ. Βενιζέλος» για τους οικονομικούς ος στόχους της
εθνικής εξόρμησης). Θ. Διαμαντόπουλου, «Οι πολιτικές δυνάμεις της βενιζελικής περιόδου. Ο βενιζελισμός», τόμος 1 , τεύχος α΄, σελ.
152, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1985. * οιστρηλατώ: μεταδίδω ενθουσιασμό
 Πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή
παρά με τη Δύση. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2004

ο
Β Η Ε Λ Λ ΗΝ ΙΚ Η Ο ΙΚ Ο ΝΟ Μ Ι Α Κ ΑΤ Α Τ Ο 19 ΑΙ Ω Ν Α

Κεφ. 1 Το εμπόριο
ο
1. Να εξηγήσετε γιατί η εσωτερική εμπορική κίνηση είχε καθηλωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα κατά τον 19 αι. Πώς
ου
διαφοροποιήθηκε η κατάσταση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19 αι.;
2. Ποια η σημασία του εξωτερικού εμπορίου για την ελληνική οικονομία;
3. Ποιοι παράγοντες συντέλεσαν στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου;
4. Βασιζόμενοι στις ιστορικές σας γνώσεις κι αντλώντας στοιχεία από το παράθεμα που ακολουθεί, να
ο
αναφερθείτε στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων κατά τον 19 αι.
Πραγματικά, από τα μέσα του αιώνα διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση πολλαπλασιασμού των
εμπορικοποιήσιμων σε βάρος των παραδοσιακών καλλιεργειών που αποβλέπουν στην αυτοκατανάλωση. Η
καλλιέργεια των δημητριακών, λόγου χάρη, αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς. [… ] Αντίθετα, τα αμπέλια,
από 9.000 στρέμματα που καλύπτουν το 1835, φτάνουν σε 492.000 στρέμματα το 1861, σε 822.000 το
1881, σε 1.266.000 το 1887, σε 1.350.000 το 1900, για να περιοριστούν, το 1909, σε 1.040.000 στρέμματα.
Η σταφίδα πάλι, που η εκμετάλλευσή της γίνεται από το 1830, από 53.000 στρέμματα που καλύπτει το
1861 φτάνει τα 468.000 το 1887, τα 700.000 στρέμματα το 1900, και το 1909 πέφτει στα 577.000 στρέμματα.
Η ελιά, καλύπτει το 1835 τα 250.000 στρέμματα, το 1881 τα 1.829.000 και το 1900 καθώς και το 1909 τα
2.600.000 στρέμματα. Τέλος, οι καλλιέργειες του καπνού και του βαμβακιού, που το 1830 ήταν ανύπαρκτες ή
περιθωριακές, από το 1870-1880 αρχίζουν να επεκτείνονται.
Καθοριστικό στοιχείο στάθηκε η ανάπτυξη μιας φυσικής διεξόδου για τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα:
το λάδι, ο καπνός, τα σύκα και κυρίως η σταφίδα, βρήκαν στην αγορά της δυτικής Ευρώπης ένα πεδίο
συνεχώς διευρυνόμενο. Βασική σημασία είχε η σταφίδα: η καλλιέργειά της είχε επεκταθεί σ’ ολόκληρη την
Πελοπόννησο: Με τις ευλογίες του Κράτους, της εμπορικής αστικής τάξης και του χρηματιστικού κεφαλαίου,
που έλεγχε τα κυκλώματα, οι αγρότες υποτάχθηκαν στις αντικειμενικές απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς.
Στο τέλος του περασμένου αιώνα αν η Ελλάδα δεν ήταν χώρα μονοκαλλιέργειας, είχε γίνει σχεδόν χώρα

2
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
μονοεξαγωγής, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% των εξαγωγών για όλο το δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα. (Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 91-92).
5. Ποια ήταν τα εξαγόμενα προϊόντα;
6. Ποια ήταν τα εισαγόμενα προϊόντα;
7. Βασιζόμενοι στις ιστορικές σας γνώσεις κι αντλώντας στοιχεία από τον πίνακα 4 της σ. 19 να αναφερθείτε στις
χώρες με τις οποίες είχε αναπτύξει η Ελλάδα εμπορικούς δεσμούς.
8. Να αναφερθείτε στην ελληνική εμπορική δραστηριότητα εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους.
9. α) Για ποιους λόγους το μέχρι το 1913 εμπόριο της Ελλάδας ήταν κατά κανόνα εξωτερικό και ποιες συνέπειες
είχε αυτό στην ελληνική οικονομία; β) Να το συγκρίνετε με το εμπόριο των Ελλήνων του εξωτερικού.

Εικόνα 2 ΑΓΟΡΑ ΑΡΓΟΥΣ 1900

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Κατά τον πρώτο αιώνα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου των
εξαγωγών ήταν γεωργικά προϊόντα. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2002
 Ποια ήταν τα προϊόντα που εξήγε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της; Μον. 13
ΕΣΠΕΡ 2005
 Το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας
της αφορούσε γεωργικά προϊόντα. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ 2006

Κεφ. 2 Η εμπορική ναυτιλία

1. Να επισημάνετε τις συγκυρίες που ευνόησαν τη ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων
προεπαναστατικά.
2. Να αναφερθείτε στις επιπτώσεις που είχε η Επανάσταση του 1821 στη ναυτική και εμπορική δραστηριότητα των
Ελλήνων.
3. Να αναφέρετε τους παράγοντες που ανέδειξαν τη Σύρο σε σημαντικό κέντρο της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας
μετεπαναστατικά.
ο
4. Να αιτιολογήσετε την ανοδική πορεία της ελληνικής ναυτιλίας κατά τον 19 αι.
5. Να αναφέρετε τις ενέργειες στις οποίες προέβη το ελληνικό κράτος και η ιδιωτική πρωτοβουλία για την ανάπτυξη
της ελληνικής ατμοπλοΐας μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
6. Να αναφέρετε πώς επηρέασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος τον ελληνικό εμπορικό στόλο.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η ελληνική ναυτιλία ακολούθησε ανοδική πορεία. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2001
 Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η ελληνική ναυτιλία ακολούθησε καθοδική πορεία. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2003
 Το 1919 ο ελληνικός εμπορικός στόλος είχε υπερδιπλασιαστεί, σε σχέση με το 1914. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2)
ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2003
 Με τη Γαλλική Επανάσταση ευνοήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική ναυτιλία. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2003
 Η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι ευνόησαν ιδιαίτερα την ελληνική ναυτιλία. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2)
3
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2004
 Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης η Σύρος δέχτηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2)
ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2005
 Αντλώντας στοιχεία από τον πίνακα και το κείμενο που σας δίνονται και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να
αναλύσετε το γεγονός της μετάβασης της ελληνικής ναυτιλίας από την εποχή του ιστιοφόρου στην εποχή του ατμόπλοιου.
Μονάδες 25 ΗΜΕΡ 2002
ΠΙΝΑΚΑΣ
Η ε ξ έ λι ξ η τ η ς ε λ λη ν ι κ ή ς να υ τι λί α ς κ α τά τη ν π ε ρί ο δο 1 8 4 0 - 1 9 1 0
ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ ΑΤΜΟΠΛΟΙΑ
ΕΤΟΣ αριθμός πλοίων χωρητικότητα (τόνοι) αριθμός πλοίων χωρητικότητα (τόνοι)
1840 837 94.000 - -
1850 1.482 248.000 - -
1860 1.212 234.000 1 150
1875 1.107 210.000 27 8.200
1892 1.292 213.000 103 60.400
1903 1.030 145.000 209 202.000
1911 760 102.000 347 384.000

ΚΕΙΜΕΝΟ: «Τα ιστιοφόρα που άλλοτε, στην περίοδο 1700-1820, πλούτιζαν τους νησιώτες, είχαν αποδεκατιστεί από
τον πόλεμο (οι απώλειες σκαφών κυμαίνονταν από 50 ως 60%). Σιγά σιγά βέβαια, επισκευάστηκαν ή
αντικαταστάθηκαν, αλλά η αναπόφευκτη βαθμιαία εκτόπισή τους από τα ατμοκίνητα πλοία, έδωσε γερό κτύπημα στους
παραδοσιακούς καραβοκύρηδες. Από το 1850, μειώνονται προοδευτικά οι ναυπηγικές εργασίες των νησιών, καθώς και
το σύνολο των δραστηριοτήτων που είχαν αναπτυχθεί γύρω από τη ναυτιλία. ... Πράγματι, από τη στιγμή που
γενικεύτηκε η χρήση των ατμοκίνητων σκαφών, η ναυτιλία μετατράπηκε βαθμιαία σε οικονομική επιχείρηση μεγάλης
εμβέλειας. Αναπόφευκτα, το οργανωτικό κέντρο της μετατοπίστηκε προς την πρωτεύουσα, και από κει, με λιμάνι τον
Πειραιά, κυριάρχησε σιγά σιγά σ' όλο το εσωτερικό θαλάσσιο εμπόριο και (κυρίως) στο εξωτερικό εμπόριο (...)». (Κ.
Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή,

 Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: α. Να αιτιολογήσετε την
άποψη ότι «η παρακμή πόλεων του ελληνικού χώρου ήταν ένα σχεδόν γενικευμένο φαινόμενο». Μονάδες 12 β. Να αναφέρετε
τους λόγους, εξαιτίας των οποίων η Ερμούπολη αναδείχτηκε σε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου. Μονάδες 12
ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2004
«Με λίγα λόγια, η παρακμή πόλεων του ελληνικού χώρου ήταν ένα σχεδόν γενικευμένο φαινόμενο. Για πολλαπλούς
λόγους, με την ελληνική ανεξαρτησία, όλες οι τοπικές αστικές δραστηριότητες εξολοθρεύονται. Τα μόνα αστικά κέντρα
που δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν από τότε, εκτός από την πρωτεύουσα, υπήρξαν η Ερμούπολη, κέντρο
διαμετακομιστικού εμπορίου, και τα λιμάνια εξαγωγών. Και στις δυο περιπτώσεις, οι δραστηριότητές τους συνδέονται με
τις οικονομικές σχέσεις που είχε ο ελληνικός χώρος με το εξωτερικό. Τα υπόλοιπα αστικά κέντρα μένουν στάσιμα ή
παρακμάζουν οριστικά». (Κ. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1977, σ. 176)
[+Α, κεφ. 1, σελ. 14], Ερμούπολη: πρωτεύουσα της Σύρου (η προσθήκη δική μου)
 Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία που περιέχονται στον παρακάτω πίνακα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να
αναφερθείτε στην εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Μονάδες 25
ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2005
Ο πίνακας της σ. 22 του βιβλίου και των ΗΜΕΡ 2002
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
Α [Ο ρόλος του κράτους στην ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας]
Τι πρέπει να γίνει για την αναζωογόνηση της εμπορικής ναυτιλίας. Από έγγραφο του 1859
Δια ν’ ανορθώση δε η Ελληνική Κυβέρνησις την εμπορικήν πίστιν της ναυτιλίας και εις το εξωτερικόν, ανάγκη πάσα
συστάσεως ασφαλιστικού καταστήματος με ικανά κεφάλαια, εκτεινομένου από του Λονδίνου μέχρι της Μασσαλίας...
Εσωτερικώς δε να ενεργήση την σύστασιν Δανειστικών ναυτικών καταστημάτων, δια της Ελληνικής Τραπέζης, ή όπως
άλλως εγκρίνη εις τας πόλεις εν αις υπάρχει συγκεντρωμένη ναυτιλία, τα οποία να δανείζωσι τους ιδιοκτήτας των πλοίων
με τόκους μετρίους... Να φροντίση η Κυβέρνησις περί συνδέσεως εμπορικών αμοιβαιότητος συνθηκών μεθ’ όλων των
Κρατών, εις όσα η ελληνική εμπορική ναυτιλία συχνάζει, και ιδίως μετά της Γαλλίας και Ρωσίας... Να μετριάση όσον το
δυνατόν τα προξενικά τέλη, τα οποία εις την ελληνικήν ναυτιλίας αποβαίνουν εις μέγας και επιβαρυντικός φόρος... Να
φροντίση η Κυβέρνησις περί της διορθώσεως των δρόμων των σημαντικωτέρων εν Ελλάδι Δασών, προς εύκολον
εξαγωγήν ναυπηγησίμου αγρίας ξυλείας... (Β. Κρεμμυδά, Νεότερη Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή, σ. 141).

Β [Ναυτιλιακή δραστηριότητα – ακμή και παρακμή ναυτικών κέντρων]


Παρατηρούνται φαινόμενα σταδιακής παρακμής στα σημαντικότερα λιμάνια, που αντλούσαν την οικονομική τους
δύναμη από ναυτιλιακές δραστηριότητες. Μόνο η Ερμούπολη παρουσιάζει εντυπωσιακή άνθηση στο διάστημα 1830-
1870, όταν κυριαρχεί στο διαμετακομιστικό εμπόριο του Αιγαίου που γίνεται ακόμα με ιστιοφόρα. Αλλά τα λιμάνια που
είχαν πλουτίσει από τη ναυτιλία (το Γαλαξίδι, η Ναύπακτος, οι Σπέτσες, η Κύμη, και κυρίως η Ύδρα και είχαν

4
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
δημιουργήσει σ’ αυτή τη βάση μικρές αλλά συμπαγείς αστικές κοινότητες, γρήγορα καταστράφηκαν και έχασαν τον πρωτο-
αστικό χαρακτήρα τους.
Τα ιστιοφόρα που άλλοτε, στην περίοδο 1700-1820, πλούτιζαν τους νησιώτες, είχαν αποδεκατιστεί από τον πόλεμο
(οι απώλειες σκαφών κυμαίνονταν από 50 ως 60%). Σιγά σιγά βέβαια, επισκευάστηκαν ή αντικαταστάθηκαν, αλλά η
αναπόφευκτη και βαθμιαία εκτόπισή τους από τα ατμοκίνητα πλοία, έδωσε γερό χτύπημα στους παραδοσιακούς
καραβοκύρηδες. Από το 1850, μειώνονται προοδευτικά οι ναυπηγικές εργασίες των νησιών, καθώς και το σύνολο των
δραστηριοτήτων που είχαν αναπτυχθεί γύρω από τη ναυτιλία.
Η Σύρος, αδιαμφισβήτητο κέντρο και διαμετακομιστική αποθήκη του Αιγαίου, συγκεντρώνει από το 1864 τα μισά
περίπου σκάφη. Τα ναυπηγεία διευκόλυναν την κατασκευή ολοένα και μεγαλύτερων πλοίων για να αντιμετωπιστεί ο
ανταγωνισμός με τα ευρωπαϊκά ατμόπλοια.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί επηρέασαν βαθύτατα τη λειτουργία των τάξεων που ασκούσαν τις ναυτιλιακές
δραστηριότητες. Ένα μεγάλο τμήμα αυτής της τάξης των εφοπλιστών είχε συγκροτηθεί με βάση το κεφάλαιο που
συσσωρευόταν από το παραδοσιακό θαλάσσιο εμπόριο. Αλλά η καινούργια «καπιταλιστική» ναυτιλία απαιτούσε
σημαντικές επενδύσεις και ήταν λειτουργικά διαφοροποιημένη από τα τοπικά της ερείσματα, γύρω από τα οποία είχαν
αναπτυχθεί οι συμπαγείς και διαρθρωμένες αστικές κοινότητες των νησιών.
Πολύ σύντομα, λοιπόν, αρχίζουν να παρακμάζουν όλες αυτές οι πόλεις –ακόμα και η Σύρος από το 1880. Πράγματι,
από τη στιγμή που γενικεύτηκε η χρήση των ατμοκίνητων σκαφών, η ναυτιλία μετατράπηκε βαθμιαία σε οικονομική
επιχείρηση μεγάλης εμβέλειας. Αναπόφευκτα, το οργανωτικό κέντρο της μετατοπίστηκε προς την πρωτεύουσα, και από
κει, με λιμάνι τον Πειραιά, κυριάρχησε σιγά σιγά σ’ όλο το εσωτερικό θαλάσσιο εμπόριο και (κυρίως) στο εξωτερικό
εμπόριο, που άνθιζε το ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο του εξωτερικού.
Έτσι, λοιπόν, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας και με εξαίρεση της Ερμούπολης και των λιμανιών που
εξυπηρετούσαν εκτεταμένη ενδοχώρα, διατηρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις λειτουργίες τους σαν οικονομικές και
πολιτιστικές πρωτεύουσες, τα περισσότερα παράκτια κέντρα παρακμάζουν με γοργό ρυθμό. Εξαίρεση αποτελεί το
φαινόμενο των επτανησιακών πόλεων, οι οποίες διατήρησαν το χαρακτήρα τους, λόγω της μεγάλης έκτασης των
νησιών. Και εδώ, όμως, οι αστικές λειτουργίες τους υπέστησαν τις ίδιες περίπου συνέπειες με τα παραδοσιακά αστικά
κέντρα της ενδοχώρας, εντασσόμενες στον οργανωμένο νεοελληνικό κρατικό χώρο. Και αν η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος δεν
έχασαν τον αστικό τους χαρακτήρα μέσα σε λίγα χρόνια, όπως η Ύδρα και η Σκόπελος, όμως σιγά σιγά ο πληθυσμός
λιγόστεψε.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο, αδιάκοπη ανάπτυξη παρουσιάζουν μόνο τα λιμάνια και τα κέντρα του εξαγωγικού εμπορίου,
που δημιουργήθηκαν κυρίως μετά το 1850, σε σημεία που εξυπηρετούσαν άμεσα τις περιοχές που παρήγαν αγροτικά
εξαγώγιμα προϊόντα. Έτσι η σταφίδα, βασικό εξαγώγιμο προϊόν, αποτελεί τη βάση της ανάπτυξης των λιμανιών της
Πελοποννήσου και κυρίως της Πάτρα που έγινε η πλουσιότερη πόλη μετά την παρακμή της Ερμούπολης. Με την
προσάρτηση της Θεσσαλίας, θα προστεθεί και ο Βόλος. Και αν η Πάτρα, ο Βόλος κι η Καλαμάτα υπήρξαν, από το 1880-
1890, εμβρυακά κέντρα βιομηχανικής παραγωγής, η ανάπτυξή τους οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις λιμενικές τους
λειτουργίες, και, προκειμένου για τα λιμάνια της Πελοποννήσου στην εξαγωγή της σταφίδας.
Με λίγα λόγια, η παρακμή πόλεων του ελληνικού χώρου ήταν ένα σχεδόν γενικευμένο φαινόμενο. Για πολλαπλούς
λόγους, με την ελληνική ανεξαρτησία, όλες οι τοπικές αστικές δραστηριότητες εξολοθρεύονται. Τα μόνα αστικά κέντρα που
δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν από τότε, εκτός από την πρωτεύουσα, υπήρξαν η Ερμούπολη, κέντρο
διαμετακομιστικού εμπορίου, και τα λιμάνια εξαγωγών. Και στις δυο περιπτώσεις, οι δραστηριότητές τους συνδέονται με τις
οικονομικές σχέσεις που είχε ο ελληνικός χώρος με το εξωτερικό. Τα υπόλοιπα αστικά κέντρα, μένουν στάσιμα ή
παρακμάζουν οριστικά. (Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 174-6).

Εικόνα 3 ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΣΥΡΟΥ

5
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
Γ [Η ανάπτυξη της Σύρου]
Αποδεσμευμένοι από τους εξαναγκασμούς που υφίσταντο ως “υποταγμένη εθνότητα” στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας, οι
επιχειρηματίες που εγκαθίστανται στη Σύρα, με επικεφαλής τους Χιώτες μεγαλεμπόρους, θα μπορέσουν επιτέλους να
αξιοποιήσουν το εμπορικό τους ταλέντο. Καθώς ελέγχουν τα δίκτυα των ανταλλαγών στην περιοχή, και βρίσκονται σε
διαρκή επαφή με τους συγγενικούς τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους της διασποράς, στο Λονδίνο, τη Μασσαλία, το
Άμστερνταμ, την Τεργέστη ή την Οδησσό, θα καταστήσουν τη νέα τους πατρίδα αναγκαίο ενδιάμεσο σταθμό στην κίνηση
των ανταλλαγών ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. [ … ]. Η Σύρα θα γίνει, λοιπόν, ένα είδος αποθήκης, ένα εμπορικό
πρακτορείο της ανατολικής Μεσογείου. Αγοράζει από τη Δύση, χονδρικά και επί πιστώσει τις περισσότερες φορές,
υφάσματα βαμβακερά και μάλλινα, σιδερικά και είδη κιγκαλερίας, δέρματα και ζάχαρη, και τα συγκεντρώνει στις αποθήκες
της διαμετακόμισης ώσπου να τα μοιράσει σιγά σιγά στα διάφορα λιμάνια της Ελλάδας και του Αρχιπελάγους, “όπου οι
αποστολές εμπορευμάτων γίνονται σταδιακά, κάθε φορά που παρουσιάζονται οι αντίστοιχες ανάγκες…”. Σε αντάλλαγμα
συγκεντρώνει και εξάγει τα προϊόντα του περίγυρου: δημητριακά, σπόγγους και ακατέργαστα δέρματα, βερμιγιόν και
φυσικά το μετάξι. […] Εδώ οι εμπορικές και τραπεζικές πράξεις αποτελούν μέρος της καθημερινότητας: το παιγνίδι με τις
μεταβολές των τιμών στο χρόνο ή με τις διαφορές τους από τόπο σε τόπο, οι αγοραπωλησίες συναλλαγμάτων, η
προεξόφληση συναλλαγματικών. Χωρίς να ξεχνάμε και τις συμφωνίες για ναύλωση καραβιών που κλείνονται επί τόπου·
γιατί, εκτός των άλλων, η Σύρα θα γίνει και το κέντρο της ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας που ανασυγκροτείται ταχύτατα,
μετά τις καταστροφές του πολέμου, και ξαναβρίσκει την κυρίαρχη θέση της στην ακτοπλοΐα του Αρχιπελάγους, αλλά και
στη μεταφορά των δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα και τις εκβολές του Δούναβη στη Μασσαλία και το Κάδιξ . (Χρ.
Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα
1986, σσ. 84-86)

Κεφ. 3 Η διανομή των εθνικών κτημάτων

1. α) Να ορίσετε τις "εθνικές γαίες". β) Να αναφερθείτε στην έκταση των εθνικών γαιών.
2. Να αναφέρετε τους τρόπους αξιοποίησης των εθνικών γαιών από το ελληνικό κράτος στη διάρκεια του Αγώνα
Ανεξαρτησίας.
3. Να καταδείξετε τις παραμέτρους που κατέστησαν σύνθετο πρόβλημα τη διανομή των "εθνικών γαιών".
4. Να αναφέρετε τα αίτια και τις συνέπειες του πολυτεμαχισμού των "εθνικών γαιών" στο πολιτικοκοινωνικό
επίπεδο.
5. Να συγκρίνετε τον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών στον ελληνικό χώρο με την κατάσταση που επικρατούσε
ο
στον αγροτικό τομέα στην ανεπτυγμένη Δύση τον 19 αι. (+σ. 42).
6. Να παρουσιάσετε τον τρόπο με τον οποίο επιλύθηκε το πρόβλημα των "εθνικών γαιών" κατά τα χρόνια 1870-71.
7. Να αναφέρετε τους στόχους και τις συνέπειες των νομοθετικών ρυθμίσεων του 1870-71
8. Να αναφέρετε: α) τους στόχους των νομοθετικών ρυθμίσεων του 1870-71 σχετικά με τον αγροτικό τομέα β) τον
στόχο της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917. (+σσ. 43-44).

Εικόνα 4 ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ

6
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
Π ΑΡ Α Θ Ε Μ ΑΤ Α
Α. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871
Γενικώς, το ελληνικό κράτος, εθνικοποιώντας την γη στα 1828, εμφανίζεται ως πρωτοποριακό μεταξύ των συγχρόνων
καπιταλιστικών κρατών, επί του θέματος της γεωργικής πολιτικής. Ομοίως, η εν συνεχεία διανομή της εθνικοποιημένης γης
στα 1871 δεν ήταν παρά μια λογική συνέπεια του ίδιου θεμελιώδους κρατικού προσανατολισμού: η διανομή της γης,
κατακερματισμένης σε μικρούς οικογενειακούς κλήρους, δεν ήταν αντίθετη με την προηγηθείσα εθνικοποίηση, αλλά
μάλλον μια ρεαλιστικότερη εφαρμογή της ίδιας αρχής. Ο κοινός στόχος και στις δύο περιπτώσεις ήταν να εμποδιστεί η
μεγάλη γαιοκτησία. Η πρόοδος της μικρής οικογενειακής επιχείρησης, ισοδυναμώντας με μια de facto εθνικοποίηση της
γης, είχε ακόμη ως συνέπεια την ευρύτερη εθνικοποίηση της αγροτικής οικονομίας στο σύνολό της, θεωρούμενης ως όλου.
Στο σημείο αυτό, η πολιτική του ελληνικού κράτους προανάγγελλε την ανάλογη πολιτική των συγχρόνων καπιταλιστικών
κρατών υπέρ μιας μικροαγροτικής γεωργίας, όπως αυτή εφαρμόστηκε στα ευρωπαϊκά κράτη από τις πρώτες δεκαετίες του
20ου αιώνα. Το ελληνικό κράτος, είτε εθνικοποιώντας την γη στα 1828 είτε διανέμοντάς την στα 1871, ετήρησε πάντα μια
καθαρώς δύσπιστη και εχθρική στάση απέναντι της μεγάλης γαιοκτησίας και του αγροτικού καπιταλισμού εν γένει. Εκ
παραλλήλου, το Κράτος ευνόησε πάντα την κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, δια μέσου του προνομιούχου χώρου
της αγοράς, επί τη βάσει της μικρής οικογενειακής επιχείρησης και ιδιοκτησίας. (Κ. Βεργόπουλου, Το Αγροτικό ζήτημα στην
Ελλάδα, σ. 115).
Β. Η γεωργία και η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871
Τελικά το Μάρτιο του 1871, ο Κουμουνδούρος, με υπουργό το Σωτηρόπουλο, πέτυχε την ψήφιση νόμου με
αποτέλεσμα να διανεμηθούν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους με αγοραία αξία 90.000.000 δρχ. Η σημασία της
αγροτικής αυτής μεταρρυθμίσεως εκτιμάται πληρέστερα, όταν συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των
Ελλήνων χωρικών της εποχής εκείνης αποκαταστάθηκαν ως ιδιοκτήτες στη γη που καλλιεργούσαν. Οι μικροί ιδιοκτήτες
καλλιεργητές επιδόθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες και ιδιαίτερα σε εκείνες που προορίζονταν
για εξαγωγή. Μέσα σε διάστημα μιας τριετίας, τα 40% και πλέον των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτονταν από φυτείες
(σταφιδαμπελώνες, βαμβακοφυτείες, καπνοφυτείες, κλπ.). Οι αγαθές για την οικονομία επιπτώσεις υπήρξαν άμεσες. Από
την μια πλευρά παρατηρήθηκε ραγδαία εισροή ξένου συναλλάγματος και από την άλλη τα έσοδα του Δημοσίου από τους
τελωνειακούς δασμούς εξαγωγής πολλαπλασιάσθηκαν. […].
Η επέκταση όμως των φυτειοκαλλιεργειών επηρέασε αρνητικά την παραγωγή δημητριακών. Από την εποχή εκείνη
σημειώνεται το χρόνιο έλλειμμα της χώρας με συνεπακόλουθο τη δαπάνη τεράστιων συναλλαγματικών αποθεμάτων για
εισαγωγές. […].
Η αγροτική μεταρρύθμιση έλυσε το πρόβλημα της εθνικής γης. Δεν έθιξε όμως καθόλου των μεγάλων ιδιωτικών
εκτάσεων της Αττικής (170.000 στρέμματα ή 40% περίπου του συνόλου), τα οποία είχαν τσιφλικοποιηθεί από την εποχή
της Ανεξαρτησίας. Οι γαιοκτήμονες των τσιφλικιών αυτών είχαν πετύχει μια σειρά δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες
του αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας.
Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που σημειώθηκαν στον αγροτικό τομέα στη δεκαετία αυτή, η γεωργία θα συνεχίσει
ακόμα για καιρό να υποφέρει από βασικές ελλείψεις: Η αγροτική δανειοδότηση παρέμεινε υποτυπώδης. Η εισαγωγή
νεωτεριστικών μεθόδων καλλιέργειας, κυρίως με τη χρησιμοποίηση λιπασμάτων, δεν προχώρησε. Το ανύπαρκτο οδικό
δίκτυο και η έλλειψη μεταφορικών μέσων στις περισσότερες περιφέρειες δεν επέτρεπε την εμπορία αγροτικών προϊόντων
σε μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών να περιορίζεται σε καλλιέργειες που μόλις επαρκούν για
τις βιοτικές ανάγκες των οικογενειών τους. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, σσ. 310-311)
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος της διανομής των εθνικών κτημάτων έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις
κατά την περίοδο 1870-1871. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ 2002
 Εθνικές γαίες: ορισμός ΕΣΠΕΡ 2002 (μον. 5), ΗΜΕΡ 2003 (μον. 4), ΕΣΠΕΡ 2004 (μον. 5)
 Με ποιον τρόπο αντιμετωπίστηκε οριστικά το πρόβλημα της διανομής των «εθνικών γαιών» μετά το 1870; Μον.
14 ΗΜΕΡ 2006

Κεφ. 4 Η εκμετάλλευση των ορυχείων

1. Να αναφέρετε τις κύριες δραστηριότητες (σε τι αποσκοπούσαν) σχετικά με την εκμετάλλευση του υπεδάφους
στην Ελλάδα.
2. Αντλώντας στοιχεία από τα παραθέματα και με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε στους
παράγοντες που ευνόησαν την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης του υπεδάφους της Ελλάδας από τις αρχές της
ου
δεκαετίας του 1860 έως και τα τέλη του 19 αιώνα.
Α. Στην Ελλάδα, μετά τη θέσπιση της μεταλλευτικής νομοθεσίας (το 1861 και η τροποποίηση το 1867), η οποία όριζε το
καθεστώς των παραχωρήσεων μεταλλείων, ένας «μεταλλευτικός πυρετός» - διαταξικού σχεδόν χαρακτήρα- κατέλαβε τη
χώρα. Πολλοί ήταν εκείνοι που επεδίωξαν να αποκτήσουν παραχωρήσεις μεταλλείων ελπίζοντας σε αμύθητα κέρδη, «μέσα
στο κλίμα των αυξημένων προσδοκιών» που είχαν δημιουργήσει τα Λαυρεωτικά, συνεπαρμένοι ασφαλώς από το φετιχισμό
του μεταλλεύματος καθώς και από τον ενθουσιασμό που γεννούσε ο προσανατολισμός στη διεθνή αγορά. Ωστόσο, ο
εντυπωσιακός αριθμός των αιτήσεων για παραχώρηση εκμετάλλευσης που κατατίθενται την περίοδο 1867-1875 στο
Υπουργείο Εσωτερικών δεν συνοδεύεται από ανάλογη άδεια εκμετάλλευσης: από τις 1.686 αιτήσεις παραχωρήσεων, μόνο
359 παραχωρήσεις δόθηκαν τελικά από την κυβέρνηση. Εξάλλου, λιγοστές ήταν οι επιχειρήσεις (σε σχέση με τον αριθμό

7
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
των παραχωρήσεων) που προχώρησαν εντέλει σε εκμετάλλευση. Την περίοδο αυτή (1867-1875) συγκροτούνται οι πρώτες
29 μεταλλευτικές επιχειρήσεις απορροφώντας σημαντικό μέρος των χρηματικών διαθεσίμων. Ελάχιστες απ’ αυτές τις
εταιρείες, μόλις 4-5, προχώρησαν σε εκμετάλλευση, ενώ 11 διαλύθηκαν. Στα 1877, ξεχωρίζουν η Γαλλική Εταιρεία
Μεταλλείων Λαυρίου, η Ελληνική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου, τα θειορυχεία Μελά στη Μήλο και η Ελληνική Μεταλλευτική
Εταιρεία. (Λήδα Παπαστεφανάκη Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο, 19ος-20ος αιώνας, (Μήλος 3-
5.10.2003), Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2005, σ. 27-47)
Β. Εν Πεντέλη σήμερον εξορύττονται μάρμαρα ... Περί τα τέλη του 1882 συνεστάθη εις τα περίχωρα των Αθηνών
εργοστάσιον, όπερ κατεργάζεται, σχίζει και στιλβώνει το μάρμαρον λίαν επιτυχώς και καταγινόμενον κυρίως εις τα τη
επιπλοποία χρήσιμα μάρμαρα, ανάλογα δε πράττει, κυρίως όμως δια οικοδομάς, έτερον μαρμαρουργείον παρά τον
Ιλισσόν. (Α. Ν. Βερναρδάκη, Περί του εν Ελλάδι Εμπορίου, σσ. 59, 61).
Γ. Ο πλούτος του ελληνικού υπεδάφους μαγνητίζει τη φαντασία. Αυτό δεν είναι περίεργο σε μια περίοδο ακμής της
Βιομηχανικής Επανάστασης και ειδικότερα της μεταλλουργικής βιομηχανίας. Οι Έλληνες βλέπουν παντού μεταλλεύματα,
σε όλες τις περιοχές της χώρας. Η Εφημερίς της Κυβερνήσεως δεν προλαβαίνει να δημοσιεύει τις παραχωρήσεις
μεταλλείων, συνήθως φανταστικών. Ακόμη και πρωθυπουργοί προσβάλλονται από την ασθένεια: Κουμουνδούρος,
Ζαΐμης, Δεληγεώργης, συμμετέχουν οε εταιρείες που αποκτούν παραχωρήσεις' όπως άλλωστε και ο υποδιοικητής της
Εθνικής Τραπἐζης, ο Ευθύμιος Κεχαγιάς, αλλά και γνωστοί αυλικοί. Στους πρώτους μήνες της συλλογικής αυτής
μονομανίας υποβάλλονται στο Δημόσιο πάνω από 500 αιτήσεις για παραχώρηση μεταλλείων. Όσο για τους αμύθητους
θησαυρούς του Λαυρίου, αυτοί «θα κάνουν πλουσίους μια για πάντα όλους τους Έλληνες». (Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του
ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2014, σσ. 507-508

Εικόνα 5 ΛΑΥΡΙΟ

3. Λαμβάνοντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε
στη μεταλλευτική δραστηριότητα στο Λαύριο.
Ο Νόμος Υ' περί Λαυρίου νομοθετήθηκε το 1871. Αφορούσε όχι μόνο στα υπόγεια αποθέματα αργυρούχου
μολύβδου και ψευδαργύρου, αλλά και στον πλούτο που κειτόταν στην επιφάνεια: τα κατάλοιπα από τις εξορύξεις και τις
επεξεργασίες της αρχαίας εποχής- ήταν οι εκβολάδες και οι σκωρίες. Τα κατάλοιπα αυτά τα ξαναπερνούσε μέσα από τα
μοντέρνα καμίνια της η γαλλοϊταλική εταιρεία Ρου - Σερπιέρι, χρησιμοποιώντας τεχνολογία που, φυσικά, δεν κατείχαν οι
αρχαίοι Αθηναίοι. Με την νέα αυτήν εκκαμίνευση η εταιρεία αξιοποιούσε με μικρό κόστος μια πρώτη ύλη εύκολα
προσβάσιμη, που απέδιδε ικανοποιητικό ποσοστό αργυρούχου μολύβδου. Ένας από τους βασικούς στόχους του
νομοθέτη, λοιπόν, ήταν να αυξήσει την φορολόγηση της εταιρείας. […]
Υποστηρίζοντας τον νέο νόμο, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η αρχική σύμβαση για την παραχώρηση των
μεταλλείων όλης της Λαυρεωτικής αφορούσε στην εκμετάλλευση υπογείων κοιτασμάτων και όχι στην επεξεργασία
καταλοίπων που κείτονταν στην επιφάνεια, των οποίων η ιδιοκτησία και η νομή ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Ο νόμος
του 1871 ήλθε ακριβώς να προστατεύσει τα δικαιώματα του Δημοσίου, ορίζοντας μεταξύ άλλων και τους φόρους που
υποχρεωνόταν να καταβάλλει η εταιρεία. Ο ελληνικός ισχυρισμός στηριζόταν σε καλή νομική βάση, η οποία, ωστόσο,
όπως όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί, ήταν αμφισβητήσιμη και διαπραγματεύσιμη. Πάντως, ώσπου να γίνουν οι οποιεσδήποτε
διαπραγματεύσεις, η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας
επενέβησαν και το Λαυρεωτικό έγινε ξαφνικά διεθνές διπλωματικό ζήτημα. (Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-
1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2014, σσ. 507-508)

8
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Λαμβάνοντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να εκθέσετε την
πορεία της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα και να αναφέρετε χαρακτηριστικά
παραδείγματα.
"Η μεταλλευτική βιομηχανία εξήγειρε την δραστηριότητα και την κερδοσκοπική των πολιτών τάση, πανταχού δε σχεδόν της
Ελλάδος περιέτρεχον τα όρη και τας κοιλάδας προς ανίχνευσιν του υπό την επιφάνειαν αυτών, κατά την ιδέαν των
απλουστέρων, υποκρυπτομένου πλούτου, εξ ου ωνειροπωλούντο αμύθητα κέρδη. Από το 1867 έως το 1875
υπεβλήθησαν στο υπουργείο Εσωτερικών 1.086 αιτήσεις δια την παραχώρησιν μεταλλείων και ορυχείων εκτάσεως
εκατομμυρίων στρεμμάτων". (Από την έκθεση του τμηματάρχη της Δημόσιας Οικονομίας του Υπουργείου Εσωτερικών Α.
Μανσόλα). Μονάδες 25 ΕΣΠΕΡ 2003
ου
Το Λαύριο υπήρξε η πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα του 19 αιώνα. ΣΩΣΤΟ ή
ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2004
Η Ελλάδα του 19ου αιώνα είχε μικρή ποικιλία μεταλλευτικών κοιτασμάτων, σε μεγάλες όμως ποσότητες. ΣΩΣΤΟ ή
ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2004
 Πώς εξελίχθηκε η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 έως το
τέλος του 19ου αιώνα; Μονάδες 14 ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2006

Κεφ. 5 Η δημιουργία του τραπεζικού συστήματος

1. Να διερευνήσετε τους λόγους για τους οποίους η δημιουργία τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα αποτέλεσε
κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
2. Λαμβάνοντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να περιγράψετε την
κατάσταση στην οποία βρισκόταν το πιστωτικό σύστημα από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας και μέχρι πριν
από το 1841.
Η αποτυχία της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας επί Καποδίστρια δεν απεθάρρυνε τους κεφαλαιούχους. Μεταξύ
1831 και 1840 έγιναν αρκετές προσπάθειες για ίδρυση νέας τράπεζας. Τις προτάσεις υπέβαλαν αλλοδαποί κυρίως
κεφαλαιούχοι, οι οποίοι εκπροσωπούσαν βρετανικά, γαλλικά, ελβετικά, αυστριακά και ολλανδικά κεφάλαια. Πολλές από τις
προτάσεις αυτές είχαν παράλληλο ή κύριο σκοπό να συνδυάσουν την σύσταση της τράπεζας με έναν συμβιβαστικό
διακανονισμό των δανείων της Επανάστασης. (Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις
Κρήτης 2014, σ. 239)
3. Λαμβάνοντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφέρετε τις
συνθήκες ίδρυσης της Εθνικής Τράπεζας και να παρουσιάσετε τη δραστηριότητά της κατά τα πρώτα στάδια της
ίδρυσής της αλλά και κατά τις μετέπειτα δεκαετίες.
Τελικώς, για να ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα το 1841, χρειάστηκε να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα για διακανονισμό των
δανείων, να παρέμβει συμβιβαστικώς ο Ελβετός τραπεζίτης και φιλέλλην ΙωάννηςΤαβριήλ Εΰνάρδος και να συνδράμει την
πρόταση αυτήν από ελληνικής πλευράς ο Γεώργιος Σταύρος. Χρειάστηκε, επιπλέον, να συμπέσει η πρόταση Εϋνάρδου /
Σταύρου με την ευνοϊκή συγκυρία του 1840-1841· στο μεν εσωτερικό μέτωπο οι οικονομικές συνθήκες είχαν επιτρέψει
στην κυβέρνηση να καταβάλει ένα ποσό τοκοχρεολυσίων, στο δε εξωτερικό μέτωπο οι πολιτικές συνθήκες είχαν προτρέψει
τις Δυνάμεις να μετριάσουν κάπως την μεταξύ τους διαμάχη. Έτσι, το 1841 ιδρύθηκε εντέλει η Εθνική Τράπεζα. Μεταξύ
των ιδρυτών της, οι σημαντικότεροι ήταν ο Γεώργιος Σταύρου και ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εΰνάρδος. […]
Τα ιδρυτικά νομοθετήματα παρεχώρησαν στην τράπεζα το λεγόμενο εκδοτικό προνόμιο. Ήταν το αποκλειστικό
δικαίωμα να κυκλοφορεί τραπεζογραμμάτια, υπό τον όρο ένα σοβαρό ποσοστό τους να καλύπτεται από τα αποθέματά
της, αφενός, σε χρυσό και άργυρο, ατόφιο ή νομισματικό, και, αφετέρου, οε διεθνή «βαριά» συναλλάγματα, όπως ήταν
εκείνη την εποχή το γαλλικό φράγκο και η στερλίνα. Σε γενικές γραμμές, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η δραχμή θα
συνδεόταν στο εξής με το διεθνές νομισματικό σύστημα. Η Εθνική θα διατηρήσει το εκδοτικό δικαίωμα από την ίδρυσή της
έως το 1928, όταν θα ιδρυθεί η Τράπεζα της Ελλάδος. Θα το μοιραστεί, μετά το 1864, μόνο με την Ιονική και μόνο για τα
Ιόνια- και μετά το 1882, με την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, μόνο για τις νέες αυτές επαρχίες και μόνο για λίγα χρόνια,
ώσπου να την απορροφήσει. (Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2014, σσ.
239-240)
ος
4. Να αναφερθείτε στην εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος από τη δεκαετία του 1860 και μετά. (19 αι.)

ΠΑΡΑΘΕΜΑ
Οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι αντιλαμβάνονταν ότι ο συμβιβασμός με την Εθνική θα ήταν, αργά ή γρήγορα, η μόνη
λύση. Αυτό ακριβώς συνέβη εντέλει· με έναν άτυπο, σιωπηρό συμβιβασμό, διαμορφώθηκε ένα σχήμα «αλυσωτού
δανεισμού», με επικεφαλής την τράπεζα. Οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι, έμποροι, τοκιστές και κτηματίες, παρείχαν στην
τράπεζα τις απαιτούμενες εγγυήσεις, δανείζονταν εκείνοι τα τραπεζικά κεφάλαια προς 8 έως 10% και τα επαναδάνειζαν
στους αγρότες προς 12 έως 48%.
Ανακεφαλαίωση και συμπέρασμα: η τράπεζα δεν «ενίσχυσε την κυριαρχία των τοκιστών», όπως έχει γραφεί·
απλώς τους διετήρησε εν ζωή, αλλά υπό όρους και, κατά κάποιον τρόπο, υπό προθεσμία: θέτοντάς τους σε δεύτερη
μοίρα σε σχέση με την ίδια. Υπό όρους: για λόγους ευκολίας και ασφάλειας, αλλά και επειδή δεν μπορούσε να αγνοήσει
παντελώς τις οικονομικές σχέσεις που επικρατούσαν στην αγορά, η Εθνική προσχώρησε και η ίδια στο σύστημα αυτό και

9
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
χρησιμοποίησε τους μηχανισμούς του για να κατακτήσει ηγετική θέση. Η πολιτική της εντάχθηκε συνειδητά στην
δεδομένη αυτήν οργάνωση της αγοράς χρήματος, πατροπαράδοτη και ολιγοπωλιακή. Έτσι, η Εθνική κατέκτησε τόσο την
ηγεσία του ολιγοπωλίου όσο και την ηγεμονία του κοινωνικού ιστού που έτρεφε το ολιγοπώλιο αυτό: του δικτύου των
κεφαλαιούχων, τοκιστών, εμπόρων και μεγαλοκτηματιών. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική αυτή επέτρεψε στους
εμπόρους - τοκιστές - κτηματίες να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τις περιφερειακές και τις τοπικές χρηματαγορές και
μάλιστα, τουλάχιστον εν μέρει, χρησιμοποιώντας επικουρικώς τα κεφάλαια της Εθνικής - και όσων τραπεζών ιδρύθηκαν
αργότερα. Αλλά τους το επέτρεψε υπό προθεσμία.
Πράγματι, η πολιτική αυτή προήγαγε, ουσιαστικά, την μετεξέλιξη του πιστοδοτικού συστήματος, το άνοιγμα του
τραπεζικού συστήματος σε ανταγωνισμούς και, μακροχρονίως, τον γενικότερο εκσυγχρονισμό της οικονομίας.
Μακροχρονίως: στον 20ό αιώνα, από τον Μεσοπόλεμο και ύστερα, με την ολοκλήρωση της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας,
η τάξη των εμπόρων - τοκιστών θα εξαφανιστεί και τον ρόλο του τοπικού (μόνον) τοκογλύφου θα τον αναλάβει ένα
ισχνότερο στρώμα επαρχιωτών μικροκεφαλαιούχων. (Γ. Β. Δερτιλή, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές
εκδόσεις Κρήτης 2014, σ. 250)

Εικόνα 6 ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ 1905

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Σε ποια κατάσταση βρισκόταν το πιστωτικό σύστημα της χώρας μέχρι το 1841; (μον. 12) ΗΜΕΡ 2001
 Τα κεφάλαια για την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας προήλθαν κυρίως από το εσωτερικό. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ
(μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2002
 Κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας το πιστωτικό σύστημα της Ελλάδας βρισκόταν σε πρωτόγονη
κατάσταση. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2003
 Η ίδρυση τραπεζικού ιδρύματος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος απέβλεπε μόνο στην εξάλειψη της
τοκογλυφίας. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2004
 Η Εθνική Τράπεζα ιδρύθηκε το 1927. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ 2006

10
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
Κεφ. 6 Η βιομηχανία
ο
1. Να συγκρίνετε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η βιομηχανία στον ελληνικό χώρο κατά τον 19 αι. σε
σχέση με τη Βιομηχανική Επανάσταση.
2. Να προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά των πρώτων μονάδων παραγωγής στον ελληνικό χώρο κατά τις πρώτες
δεκαετίες της Ανεξαρτησίας και να αναφέρετε τους λόγους για τους οποίους η βιομηχανική ανάπτυξη παρέμεινε
στάσιμη κατ’ αυτήν την περίοδο.
ου
3. Να αναφερθείτε στην ανάπτυξη των βιομηχανικών δραστηριοτήτων από το 1870 και μέχρι τις αρχές του 19 αι.
4. Να αναφέρετε τα εμπόδια που αντιμετώπιζε η ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Ελλάδα α) μέχρι το 1913 β) μετά
το 1913.
5. Μελετώντας τα στοιχεία που περιλαμβάνει ο πίνακας σε συνδυασμό με τις πληροφορίες του παραθέματος και
λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές πληροφορίες του βιβλίου σας, να παρακολουθήσετε την πορεία ανάπτυξης
της ελληνικής βιομηχανίας στο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία και να καταγράψετε τα
συμπεράσματα σας.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ανάπτυξη της βιομηχανίας
Αριθμός Αριθμός εργατών Ιπποδύναμη Αξία των Αξία της παραγωγής
βιομηχανιών εγκαταστάσεων (εκατομ.)
1867 22 7.300 300 - -
1873 95 7.342 1.967 20 -
1875 95 - - 26 -
1878 108 - 2.884 - -
1889 (145) - 8.568 - -
1892 - - 10.000 42 -
1904 - - - 56 -
1917 2.213 35.500 70.000 200 200
1920 2.905 59.120 110.000 220 -
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, σ. 260

Η εμφάνιση νέων βιομηχανιών στην περίοδο 1864-1890 έχει ερμηνευθεί ως απόδειξη μιας σοβαρής πρώτης
εκβιομηχάνισης και ως ένδειξη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για
παρερμηνεία. Οι νέες βιομηχανικές ίσως ν’ άλλαξαν αισθητά τη στατιστική εικόνα της ελληνικής οικονομίας, αλλά μια
στατιστική χωρίς την κατάλληλη ερμηνεία μπορεί να είναι εξαιρετικά παραπλανητική. Μεταξύ 1886 και 1889 παρατηρείται
αναμφιβόλως μια εντυπωσιακή αύξηση από 22 εργοστάσια σε 145, που αντιστοιχεί σε 600% περίπου. Με την ίδια
αριθμητική λογική, αν χρησιμοποιηθούν ως βάση τα τρία ή τέσσερα εργοστάσια του 1830, η αύξηση ως το 1889 φτάνει
στο αξιοθαύμαστο ποσοστό του 4.000%. Είναι φανερό ότι ποσοστά αυτού του είδους είναι παραπλανητικά, γιατί
βασίζονται σε ένα σημείο εκκίνησης που βρίσκεται πολύ κοντά στο μηδέν.
Μια καθαρά ποσοτική αποτίμηση της εξέλιξης, άλλωστε μπορεί να παραπλανήσει και με την έλλειψη κάθε ποιοτικής
επιφύλαξης. Στην ειδική αυτή περίπτωση, θα ήταν λάθος να μη ληφθεί υπόψη, πέρα από το ποσοτικό στοιχείο, και η
διάρθρωση της αύξησης στον αριθμό των εργοστασίων. Μεταξύ 1875 και 1889, π.χ., παρατηρείται μια αύξηση από 95
σε 145 εργοστάσια. Αλλά από τις 50 νέες μονάδες, οι 44 ήταν αλευρόμυλοι και οι 4 ελαιοτριβεία. Επιπλέον οι
περισσότερες εξυπηρετούσαν την σιτοπαραγωγή της Θεσσαλίας και της Άρτας και πολλές «προσαρτήθηκαν» στην
Ελλάδα, μαζί με τις επαρχίες αυτές, το 1880. Επομένως η αύξηση δεν δείχνει εκβιομηχάνιση: απλώς κατοπτρίζει την
εδαφική επέκταση της χώρας και την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού.
Η εικόνα μεταβάλλεται άρδην κατά τις δεκαετίες 1910 και 1920. Πράγματι, η εγκατεστημένη ιπποδύναμη αυξάνεται
από τους 5.500 ίππους το 1893 σε 60.000 το 1920 και 230.000 το 1929. Ο αριθμός των εργοστασίων αυξάνεται από τα
208 εργοστάσια του 1893 ή τα 335 του 1909 σε 2.905 μονάδες το 1920. Τόσο ο αριθμός των εργοστασίων, επομένως,
όσο και η ολική ιπποδύναμη δείχνουν ότι η «απογείωση» της ελληνικής βιομηχανίας έγινε όχι πριν, αλλά μετά το 1909
και ιδίως μετά το 1920.
Η μεταβολή αυτή δεν είναι μόνο ποσοτική, είναι και ποιοτική. Γιατί μετά το 1920 έχουν δημιουργηθεί και πολλά
εργοστάσια με αυξημένη εργατική δύναμη. Πράγματι ο αριθμός των 2.905 μονάδων του 1920 περιλαμβάνει μόνο τα
εργοστάσια με περισσότερους από 6 εργάτες, ενώ αυτή η διάκριση δεν ισχύει για τα προηγούμενα χρόνια. Επιπλέον στο
σύνολο του 1920 υπάρχουν και 492 μονάδες με περισσότερους από 26 εργάτες, οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν ένα
υψηλό μέσον όρο εργατικής δύναμης: 76 άτομα. Βέβαια αυτή η μέση δύναμη χρειάζεται προσεκτική στάθμιση. Ελάχιστες
πολύ μεγάλες μονάδες που απασχολούν εκατοντάδες ή και χιλιάδες εργάτες αυξάνουν πολύ τον μέσο όρο. Αυτό
δημιουργεί παραπλανητική εντύπωση για το μέγεθος των εργοστασίων. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα από αυτά
πρέπει να ήταν πολύ πιο κοντά στο όριο των 26 παρά στον μέσο όρο των 76. Παραμένει, όμως, η εμφάνιση αρκετών
μεγάλων εργοστασίων σε αυτή την περίοδο και η αύξηση της μέσης εργατικής δύναμης, στοιχεία που δείχνουν μια
σοβαρή ποιοτική διαφοροποίηση στην ελληνική βιομηχανία.
Από την άλλη πλευρά οι ποιοτικές αυτές μεταβολές δεν πρέπει να οδηγήσουν και σε αντίθετες εκτιμήσεις, εξίσου
ακραίες. Γιατί μπορεί να δείχνουν διαφοροποίηση από το παρελθόν, δείχνουν, όμως, και επίσης και τις ιδιομορφίες αυτής
11
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
της νεότευκτης ελληνικής βιομηχανίας. Πρόκειται για μια βιομηχανία που, παρά την νεότητα και την αιφνίδια ακμή της,
δεν μπορεί και πάλι να συγκριθεί με τους δυτικούς ανταγωνιστές της. Γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα νέα
εργοστάσια έχουν πολύ μικρό μέγεθος και λειτουργούν με χαμηλής ποιότητας τεχνολογία. Αυτό είναι εμφανές από τη
μέση εργατική δύναμη και τη μέση ιπποδύναμη που απασχολούν. (Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική
Επέμβαση 1880-1909, σσ. 89-91)

6. Λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο των παρακάτω παραθεμάτων να
προσπαθήσετε να αναζητήσετε τους λόγους για τους οποίους η βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα κατά τον
19ο αιώνα ήταν βραδύρρυθμη.
Α. Πρώτον, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας η Ελλάδα επεκτείνει τα σύνορά της σε μια περιφέρεια πολύ πιο
καθυστερημένη από το παλαιό βασίλειο, η οποία ενισχύει τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας και επιδεινώνει τις
κοινωνικές συγκρούσεις, χωρίς να λύνει το πρόβλημα της αυτάρκειας στα βασικά είδη διατροφής. […] Η βιομηχανική
ανάπτυξη της Θεσσαλίας είναι ασήμαντη την εποχή που εξετάζουμε: καμιά δεκαριά ατμόμυλοι, δύο μηχανουργεία, ένα
μικρό μεταξουργείο, όλα τούτα συγκεντρωμένα στον Βόλο, αυτό είναι χονδρικά το βιομηχανικό δυναμικό της περιφέρειας
στο τέλος του αιώνα. Αντίθετα, επιζεί και αναπτύσσεται η βιοτεχνική παραγωγή, που ανήκει μάλλον στο στάδιο της
«πρωτο – εκβιομηχάνισης»: στον Τύρναβο, στην Αγυιά και άλλες μικρές κωμοπόλεις, στους πρόποδες του Κίσσαβου, με
μακρόχρονη παράδοση στην κλωστοϋφαντουργία, υπάρχουν στο τέλος του αιώνα χειροκίνητα υφαντήρια, που μπορούν
να λειτουργούν με το φθηνό εποχικό εργατικό δυναμικό. (Χ. Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο
αιώνα. Ιστορικό αρχείο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σσ. 287-288
Β. Πιο σοβαρό ίσως πλήγμα για την εκβιομηχάνιση, στο σύνολό της, είναι οι νέες πιέσεις που ασκεί στην αγορά
εργασίας ή ανανεωμένη ζήτηση εργατικών χεριών στη σταφιδοκαλλιέργεια. Τα μεροκάματα που πληρώνονται για τις
εργασίες στα αμπέλια τις εποχές αιχμής φτάνουν τις 4 ως 5 δρχ. τον Μάιο, ξεπερνούν τις 6 από τον Αύγουστο και μετά
για τον τρύγο, τις μεταφορές και τη συσκευασία: “Δια τούτο δε πολλοί τεχνίται την τέχνην των, αφ’ ης ολιγώτερον
κερδαίνουσιν, αφήσαντες, εργάζονται κατ’ αυτάς εις τας αποθήκας της Πάτρας, διαβάζουμε σε μια εφημερίδα τον
Αύγουστο του 1886· αυτή η μικρή φράση λέει πολλά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε βιομηχανία, που δεν
αντέχει την πολυτέλεια να διακόπτει εποχικά τις εργασίες της. (Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σσ. 279-280

Εικόνα 7 ΑΘΗΝΑ ΠΙΛΟΠΟΙΕΙΟΝ

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Μεταξοβιομηχανία: χαμένη ευκαιρία; -και βαμβακοκλωστήρια


Κάποιες απόψεις για τη βιομηχανία του μαλλιού αλλά προπαντός του μεταξιού στην Ελλάδα έδωσαν την εικόνα
της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη μετάβαση από την παλαιότερη εποχή (19ος αιώνας) προς τις μέρες μας. Αλλά φαίνεται
ότι υπήρξαν σοβαρά λάθη της γενικότερης πολιτικής του κράτους στον τομέα αυτό. Όχι μόνο δεν δόθηκε προσοχή στη
μεταξοκαλλιέργεια, που θα μπορούσε να γίνει η κατ' εξοχήν εθνική βιομηχανία μας, αφού και ιστορικοί λόγοι συνέτρεχαν
με το δεδομένο ότι η παράδοση που έλειπε για άλλους κλάδους σ' αυτή την περίπτωση ήταν ένα πρόσθετο θετικό
στοιχείο, αλλά και με καταστρεπτική δασμολογική νομοθεσία έμοιαζε να καταπολεμείται. Το 18ο αιώνα μαρτυρείται ότι η
περιοχή της Λακωνίας έστελνε στην αγορά της Μασσαλίας δεκαπέντε χιλιάδες τόνους μεταξιού το χρόνο με κέρδος πέντε
εκατομμύρια γαλλικά φράγκα. Το 1837 απαγορεύθηκε πολύ σωστά η εξαγωγή κουκουλιών και έτσι άρχισαν να
δημιουργούνται μικρές βιομηχανίες, που με τον καιρό θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, αν εισαγόταν και η σχετική
12
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
τεχνολογία από τα μεγάλα κέντρα (Λυών κλπ.). Το 1846 ύστερα από ενέργειες των ενδιαφερομένων ξένων, η τότε'
κυβέρνηση άφησε ελεύθερη την εξαγωγή κουκουλιών και το 1 863 σαν χαριστική βολή επιβλήθηκε και εξαγωγικός φόρος
πάνω στο κατεργασμένο μετάξι και έτσι «επήνεγκεν ως εικός, την οπισθοδρόμησιν και την απονέκρωσιν του σπουδαίου
τούτου κλάδου της ελληνικής βιομηχανίας». Βέβαια, δεν πέρασαν τέσσερα χρόνια και ο φόρος καταργήθηκε. Ωστόσο η
έκθεση μιας επιτροπής στη Σπάρτη το 1863, που πρότεινε μέτρα κατάλληλα για την ανάπτυξη του κλάδου, «κατετέθη εις
τα Αρχεία» […].
Εκτός από τη μεταξοπαραγωγή και τ' αρνητικά της σημεία στην ιστορία της νεοελληνικής βιομηχανίας, ας
ασχοληθούμε τώρα με τα βαμβακοκλωστήρια. Καθώς είδαμε παραπάνω, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, η Πάτρα
χρεώθηκε με το πρώτο κλωστήριο. Αλλά μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες, τα κλωστήρια έγιναν εννέα, δύο στην Πάτρα,
δύο στον Πειραιά, τρία στη Λειβαδιά και από ένα στη Χαλκίδα και τη Στυλίδα. Παρ' όλο ότι η βαμβακοκλωστική «δεν
ηδύνατο να εισαχθή εν Ελλάδι ειμή δια της ιδρύσεως τελείων εργοστασίων κατηρτισμένων δια των νεωτέρων μηχανών»,
τα εργοστάσιά της ήταν μικρά και μόνο πέντε από τα εννέα δούλευαν με ατμό, ενώ τα υπόλοιπα (της Λειβαδιάς και ένα
της Πάτρας) με υδροκίνηση. Εκείνο τον καιρό των πρώτων αυτών κλωστηρίων υπήρχε η αισιοδοξία ότι «δύναται η Ελλάς
να συναγωνισθή μετά των άλλων χωρών». Ωστόσο, η υπεροχή της Αγγλίας σε φθηνά καύσιμα και τεχνικό εξοπλισμό
ήταν συντριπτική και η πίστη ότι με φθηνά εργατικά χέρια και περισσότερες ώρες εργασίας (λόγω μεγαλύτερης ημέρας
και ηλιοφάνειας) στην Ελλάδα δεν έφθανε να πείσει για την ανταγωνιστικότητα. Το μόνο σωστό ήταν η εντόπια αγορά
πρώτης ύλης και επίσης η εγχώρια κατανάλωση. Όσο για το μαλλί η κατεργασία του βρισκόταν σε πολύ περιορισμένη
κλίμακα, παρ' όλη την οικοτεχνική παραγωγή και το πλεονέκτημα ότι τα μικρά εριουργεία χρησιμοποιούσαν βασικά το
νερό για την επεξεργασία της πρώτης ύλης αντίθετα προς τα βαμβακοκλωστήρια που απαιτούσαν πιο σύνθετες
εγκαταστάσεις. Επιπλέον δεν υπήρχε σπουδαίος λόγος εισαγωγής τεχνολογίας από έξω. (Οδ. Δημητρακόπουλος, Η
Ελληνική Βιομηχανία από τον 19ο στον 20ο αιώνα, εκδ. ΕΤΒΑ, Αθήνα 1985, σ. 10)

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Η ελληνική βιομηχανία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα υπέφερε από την έλλειψη κεφαλαίων. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ
(μον. 2) ΗΜΕΡ 2001
 Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά το 19ο αιώνα παρουσίασε τα ίδια
γνωρίσματα με τα αντίστοιχα στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2001
 Αντλώντας στοιχεία από τον παρακάτω πίνακα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: α) Να
παρουσιάσετε την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας από το 1870 έως το 1917. (μον. 10) β) Να αιτιολογήσετε
την άποψή σας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δραστηριότητες του εξωελλαδικού ελληνικού κεφαλαίου. (μον. 15)
Μον. 25 ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2003
ΠΙΝΑΚΑΣ
Ανάπτυξη της βιομηχανίας Αριθμός Αριθμός Ιπποδύναμη
βιομηχανιών εργατών (σε ατμόϊππους)
1867 22 7.300 300
1873 95 7.342 1967
1875 95 - -
1878 108 - 2.884
1889 (145) - 8.568
1892 - - 10.000
1917 2.213 35.500 70.000
Από το έργο του Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, Αθήνα 1977 σελ. 260

 Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά το 19ο αιώνα παρουσίασε ελάχιστα
κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2)
ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2005

Κεφ. 7 Τα δημόσια έργα


1. Να παρουσιάσετε τις συνθήκες που επικρατούσαν στον τομέα των υποδομών του ελληνικού κράτους κατά το
1830 (προθέσεις και αντιξοότητες).
2. Να αναφερθείτε στη δραστηριότητα που ανέπτυξε το κράτος στον τομέα των χερσαίων συγκοινωνιών μέχρι τη
δεκαετία του 1870.
ου
3. Να αναφέρετε τους παράγοντες που προώθησαν την κατασκευή του οδικού δικτύου προς το τέλος του 19 αι.
ου
και τις αρχές του 20 αι., καθώς επίσης και τους ανασταλτικούς παράγοντες.
4. Να αναφερθείτε στα δημόσια έργα τα οποία εξυπηρέτησαν: α) την γεωργία β) την ναυσιπλοΐα.

13
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη

Εικόνα 8 ΔΙΩΡΥΓΑ ΚΟΡΙΝΘΟΥ 1898

ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
ΚΩΠΑΪΔΑ: Το έργο στο οποίο έστρεψε ιδιαίτερα στα χρόνια 1856-1859 την προσοχή της η κυβερνητική μέριμνα και που
θα γινόταν περιώνυμο στις επόμενες δεκαετίες με τις περιπλοκές του, από οικονομικής απόψεως, ήταν η αποξήρανση της
λίμνης της Κωπαΐδος. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1856, ύστερα από ένα χειμώνα παγετού, σπάνιου στα
μετεωρολογικά χρονικά, επικράτησε τόσο μεγάλη ξηρασία που «επήνεγκεν τοσαύτην ελάττωσιν των υδάτων της
Κωπαΐδος λίμνης, ώστε εφάνη σχεδόν αποξηρανθείσα». Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στο να μπει σε ενέργεια ένα
όνειρο όχι μόνο των γύρω κατοίκων, αλλά και των κυβερνήσεων. Είχαν προηγηθεί άλλωστε μελέτες Ελλήνων και ξένων
ειδικών. Έτσι με την ευκαιρίαν της ξηρασίας του 1856 «εγένετο η κάθαρσις των κυριωτέρων φυσικών υπωρύγων από των
εν αυταίς υλών, προβάσα εις υπόγειον μήκος 250 ως έγγιστα βασιλ. πήχεων ως και η κάθαρσις ενός των αρχαίων
φρεάτων δια δραχμών 20.300». Το ποσό αυτό ήταν περισσότερο από το μισό του συνολικού ποσού που δαπανήθηκε από
εγγειοβελτιωτικά έργα όλης της χώρας... Στα τέλη του 1858 ο Άγγλος Γουέμπστερ ήρθε σε διαπραγματεύσεις με την
κυβέρνηση για το θέμα της αποξήρανσης της λίμνης. Υπολογίζοντας ότι με 150.000 λίρες στερλίνες θα κατάφερνε να
αποπερατώσει το έργο, πρότεινε τους όρους του: Για μια πενταετία θα απολάμβανε αφορολόγητη εκμετάλλευση των
γαιών της Κωπαΐδας και για 99 χρόνια θα διατηρούσε το προνόμιο της εκμετάλλευσης αυτής, με πληρωμή διπλής δεκάτης
πάνω στα προϊόντα. Το έργο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε τότε, γιατί ο Γουέμπστερ δεν κατάφερε να βρει τα σχετικά
κεφάλαια στη χρηματαγορά του Λονδίνου...(Ι.Ε.Ε, τ. ΙΓ΄, σ. 175)
Τα λιμενικά έργα.
Το λιμάνι του Πειραιά αναπτύχθηκε στις τελευταίες τρεις δεκαετίες του αιώνα και, κυρίως, στην περίοδο 1890-1930.
Πριν από το 1870, τα σημαντικότερα λιμάνια της χώρας ήταν η Σύρος, η Πάτρα και το Κατάκωλο, επίνειο του Πύργου. Με
την έλλειψη οδών και σιδηροδρόμων, η υποδομή της οικονομίας στηριζόταν κυρίως στην λειτουργία αυτών των λιμανιών.
Για ν' αντιμετωπίσει το κόστος των αναγκαίων λιμενικών έργων, το Δημόσιο είχε θεσπίσει τα λεγόμενα «λιμενικά
τέλη», το μεγαλύτερο μέρος των οποίων το πλήρωναν οι εισαγωγείς σίτου και οι εξαγωγείς σταφίδας, κρασιού και λαδιού,
δηλαδή όσοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τα λιμάνια.
Από τις εισπράξεις των λιμενικών τελών έως το 1867 είχαν συγκεντρωθεί σοβαρά ποσά στους ειδικούς
λογαριασμούς των λιμένων Πύργου και Πατρών. Για το λιμάνι του Πύργου είχαν συγκεντρωθεί 400.000 δραχμές. Το ποσό
αντιστοιχούσε στο 1,5% των συνολικών δαπανών ενός μέσου Προϋπολογισμού της εποχής. Και όμως, το σημαντικό αυτό
ποσό αδρανούσε για πολλά χρόνια, εν αναμονή των έργων. Το 1867, από το ποσό των 400.000 δραχμών «η κυβέρνηση
είχε πάρει 180.000 δραχμές και οι υπόλοιπες 220.000 είχαν κατατεθεί άτοκες στην Εθνική Τράπεζα».
Τα ποσά που είχαν συγκεντρωθεί για την Πάτρα ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Το 1872, τα ετήσια έσοδα του δήμου από
το λιμάνι έφθαναν το τεράστιο για την εποχή ποσό του μισού εκατομμυρίου. Παρ' όλα αυτά, ο δήμος δίσταζε να
προχωρήσει στο έργο, του οποίου το κόστος υπολογιζόταν σε 5.300.000 δραχμές. Ολιγωρία παράδοξη, αν σκεφθεί κανείς
ότι η επένδυση μπορούσε να αποσβεσθεί σε 10 χρόνια από τα έσοδα, χωρίς να υπολογίζονται οι επιπλέον εισπράξεις από
την βελτίωση και την μεγέθυνση του λιμανιού. Ήταν μάλιστα τόσο καταφανής η αξία του έργου, η παραγωγικότητα και η
δυνατότητα της επένδυσης να αυτοχρηματοδοτηθεί και να αποσβέσει ταχύτατα την αξία της, ώστε το 1872 ο βρετανός
πρόξενος στην Πάτρα έφθασε στο σημείο να συστήσει να την αναλάβουν βρετανοί κεφαλαιούχοι: «Μια τέτοια επιχείρηση
14
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
δείχνει να αξίζει ιδιαίτερα την προσοχή ενός άγγλου κεφαλαιούχου», έγραφε· και η σύσταση ήταν μια σπάνια εξαίρεση της
τακτικής που τηρούσε σταθερά η βρετανική πρεσβεία, να μην συνιστά βρετανικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Το 1873 ο
Δήμος Πατρών, για να ξεκινήσει το έργο, δανείστηκε 2.000.000 δραχμές προς 8% από την νέα τράπεζα που τότε
ιδρύθηκε, την Γενική Πιστωτική. Ωστόσο, τα μεγάλα έργα δεν δημοπρατήθηκαν πριν από το 1879 - οπόταν και τα ανέλαβε
ένας γαλλικός τεχνικός οίκος.
Παρόμοια ήταν η περίπτωση της Σύρου, λιμανιού που παρουσίαζε ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον για την ελληνική
οικονομία. Για πολλά χρόνια, κάθε πλοίο που χρησιμοποιούσε το λιμάνι κατέβαλλε τέλος 15 λεπτών. Μόνο το 1871, η
είσπραξη από αυτό το τέλος θα πρέπει να ξεπέρασε τις 120.000 δραχμές, εφόσον το σύνολο των φορτίων που μπήκαν
στο λιμάνι ήταν 842.125 τόνοι. Στο μεταξύ, «για πολλά χρόνια, η κυβέρνηση έκανε συνεχώς συζητήσεις και σχέδια για την
βελτίωση του λιμανιού» Όταν πλέον αποφασίστηκαν και προχώρησαν τα βελτιωτικά έργα, είχε ήδη αρχίσει η παρακμή της
ιδιότυπης πολιτείας. (Δερτιλής, Ιστορία ο. π. σ. 745-746)

Το οδικό δίκτυο
Μεταξύ 1833 και 1880, η οδοποιία απορρόφησε σχεδόν το ήμισυ των επενδύσεων σε δημόσια έργα. Οι δρόμοι
επέτρεπαν στο κράτος να ελέγχει την ληστεία και τους ανυπότακτους τοπικούς παράγοντες. Στα 30 χρόνια της πρώτης
δυναστείας, μεταξύ 1833 και 1862, κατασκευάστηκαν 400 χιλιόμετρα δικτύου· και αυτά συμπληρώθηκαν με άλλα 205
χιλιόμετρα στα επόμενα 10 χρόνια, έως το 1872.

ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ, 1830-1938

Έτος Χιλιόμετρα
1830 13
1852_ 164
1862 242
1867 398
1872 502
1882 1122
1892 3.289
1912 4.637
1921 7.728
1927 9.958
1929 10.630
1934 11.926
1936 12.410
1938 13.176

Το 1873 προτάθηκε στην Βουλή το βασικό νομοθέτημα του 19ου αιώνα για τις οδικές συγκοινωνίες. Η φιλοδοξία
που εκφράστηκε στην εισηγητική έκθεση ήταν να κατασκευαστούν 3.000 χιλιόμετρα μέσα σε μια δεκαετία. Αλλά η λαμπρή
αυτή προοπτική διαψεύσθηκε. Στην δωδεκαετία που ακολούθησε (1873-1884), το συνολικό μήκος του δικτύου που
κατασκευάστηκε ήταν μόλις 220 χιλιόμετρα· και μόνο στην επομένη δωδεκαετία (1886-1897), με την μεγάλη προσπάθεια
των κυβερνήσεων Τρικούπη, προστέθηκαν 750 επιπλέον χιλιόμετρα. Αφενός, λοιπόν, η κατασκευή διάρκεσε 24 χρόνια
αντί για 10· αφετέρου, όμως, έγινε και με πολλές θυσίες στην ποιότητα, που περιόρισαν σοβαρά την λειτουργικότητα του
δικτύου. Τούτο συνέβη, κυρίως, επειδή τα έργα κατασκευάστηκαν με κριτήρια ψηφοθηρικά, που σημαίνει ότι η οργάνωση
του δικτύου δεν ήταν ορθολογική· σημαίνει, επίσης, μέτρια τεχνική και κακή ποιότητα. Επιπλέον, οι δρόμοι αφέθηκαν εν
συνεχεία στην τύχη τους, χωρίς την συντήρηση που, ενώ ήταν απαραίτητη, δεν εντυπωσίαζε επαρκώς τους ψηφοφόρους.
Έτσι, ο βρετανός πρόξενος δεν δίστασε να γράψει ότι το ελληνικό δίκτυο είναι το 1895 ό,τι ήταν το αγγλικό 150 χρόνια
πριν, στα μέσα του 18ου αιώνα, πριν ακόμη από την Βιομηχανική Επανάσταση. Παρά την μεγάλη ποσοτική πρόοδο,
επομένως, το δίκτυο εξακολουθούσε να είναι εντελώς ανεπαρκές για μια χώρα που είχε επιτακτική ανάγκη να ξεπεράσει τα
σοβαρά εμπόδια που έθετε στις επικοινωνίες και τις ανταλλαγές η γεωγραφική της μορφή - όπως ακριβώς και η λιμενική
υποδομή , και για τους ίδιους λόγους. (Δερτιλής, Ιστορία, σσ. 746-8)

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου ξεκίνησε το 1893. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ 2002
Το 1830 οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν ακόμα πρωτόγονες. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2003
Το έργο της διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου ξεκίνησε το 1841. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2005
Ποια δημόσια έργα κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα (εκτός
από το σιδηροδρομικό δίκτυο); Μονάδες 15 ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2005

15
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
Κεφ. 8 Το δίκτυο των σιδηροδρόμων
1. Να εξηγήσετε πώς σχετίζεται η κυριαρχία του σιδηροδρόμου στις χερσαίες μεταφορές με τη βιομηχανική
ο
επανάσταση κατά τον 19 αι.
2. Να αναφερθείτε στις δυσκολίες που είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση κατασκευής σιδηροδρομικού δικτύου
στην Ελλάδα.
3. Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφέρετε τους
παράγοντες που οδήγησαν στην προώθηση της υλοποίησης των σχεδίων κατασκευής σιδηροδρομικού δικτύου
κατά τη δεκαετία του 1880.
Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι στρατιωτικοί σκοποί του δικτύου είχαν ιδιαίτερη, ίσως και πρωταρχική σημασία. Ήταν
μια ρεαλιστική θέση μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου και την
παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881. Η πεδινή Θεσσαλία ήταν ουσιαστικώς απροστάτευτη από τον βορρά,
όπως άλλωστε αποδείχθηκε περιτράνως το 1897. Οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση στα νέα θεσσαλικά σύνορα της
χώρας απαιτούσε μαζική και ταχεία διακίνηση στρατευμάτων και υλικού, την οποία μόνο ένα σιδηροδρομικό δίκτυο
μπορούσε να εξασφαλίσει. Με την διαφαινόμενη μεταβολή των βρετανικών διαθέσεων απέναντι στην Ελλάδα, ο επιθετικός
αλυτρωτισμός έγινε βαθμιαίως βασική παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής. Η αλυτρωτική ιδεολογία ήταν, επιπλέον, το
θεμέλιο της νομιμοποίησης του κράτους και του πλέγματος εξουσίας. Για τους μετόχους του πλέγματος, για το κράτος, για
το Στέμμα, για όλες τις πολιτικές παρατάξεις, τα αλυτρωτικά συμφέροντα που υπηρετούσε το δίκτυο ήταν πολύ
σημαντικότερα από τις οικονομικές παραμέτρους. Επομένως, με την λογική εκείνης της εποχής, η οικονομική πλευρά των
επενδύσεων στους σιδηροδρόμους ήταν στόχος σημαντικός αλλά δευτερεύων σε σύγκριση με τους πρωτεύοντες
στρατιωτικούς σκοπούς του δικτύου. (Δερτιλής, Ιστορία, ο. π. σσ. 748 – 751).
4. Να αναφερθείτε στη χρονική διάρκεια (έναρξη, ολοκλήρωση, φάσεις) κατασκευής του σιδηροδρομικού δικτύου
στην Ελλάδα και να το συγκρίνετε με το διεθνές δίκτυο της ίδιας εποχής.
5. Να αναφερθείτε στις πηγές χρηματοδότησης του σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα.
6. Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αποτιμήσετε τη
συμβολή του σιδηροδρομικού δικτύου στην ελληνική κοινωνία.
Α. Η συμβολή των σιδηροδρομικών επενδύσεων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι αμφισβητήσιμη. Η συνολική αξία
τους ήταν αρκετά μεγάλη (250.000.000). Αλλά δεν ενίσχυσαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Πρόκειται για έργο που «δεν
προλαβαίνει να ενσωματωθεί στην οικονομία και να λειτουργήσει». Αυτό, όμως, οφείλεται κυρίως στον τρόπο κατασκευής
του δικτύου και στην προέλευση των υλικών κατασκευής και του τροχαίου υλικού. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες
της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης, η κατασκευή του δικτύου δεν μπορούσε να αναπτύξει μια οικονομία που δεν
διέθετε επάρκεια σιδήρου και άνθρακα, που δεν είχε βιομηχανίες ικανές να προμηθεύσουν σιδηροτροχιές ούτε βεβαίως
τροχαίο υλικό, που δεν διέθετε ούτε καν το πλήθος των μηχανικών τους οποίους απαιτούσε η κατασκευή του. (Δερτιλής,
Ιστορία, ο. π. σσ. 748 – 751).
Β. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο σχεδιασμός του σιδηροδρομικού δικτύου εξυπηρετούσε κυρίως παράλιες περιοχές
και αναπόφευκτα ανταγωνίστηκε την ελληνική ναυτιλία, σε μια περίοδο οξύτατης κρίσης και ανταγωνισμού των
παγκόσμιων ναυτικών μεταφορών. […]. Η υποτιθέμενη ένδειξη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της χώρας, με την
κατασκευή των σιδηροδρόμων, απλώς συνετέλεσε σε μια βαρύτατη αύξηση της ξένης οικονομικής κυριαρχίας με μέσο το
δημόσιο χρέος και, τέλος, στην πτώχευση του 1893. (Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου
αιώνα. Υπανάπτυξη ή Εξαρτημένη Ανάπτυξη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σσ. 26-27).

ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
Α. Οι σιδηροδρομικές επενδύσεις απορρόφησαν, μεταξύ 1864 και 1912, μεγάλο μέρος των δαπανών για δημόσια
έργα και των ποσών που δανείστηκε το κράτος με το δημόσιο χρέος. Παρά το ύψος τους, οι επενδύσεις δεν ήταν επαρκείς
και το δίκτυο που κατασκευάστηκε δεν ήταν λειτουργικό. Το 1893, είχαν κατασκευαστεί περίπου 900 χιλιόμετρα
σιδηροδρομικών γραμμών' από αυτά, τα 213 χιλιόμετρα ήταν το εν λειτουργία τμήμα του δικτύου. Από αυτά τα 213
χιλιόμετρα, τα 149 είχαν κατασκευαστεί από το Δημόσιο και τα 64 από ιδιώτες αναδόχους. Οι συμβάσεις που είχαν
αρχικώς αναθέσει τα έργα, έβλεπαν 1.100 χιλιόμετρα γραμμών' παρέμενε ανεκτέλεστο, δηλαδή, ένα μέρος των έργων. Η
καθυστέρηση εξηγεί, πιθανότατα, την διαφορά μεταξύ των στοιχείων που προέρχονται από ελληνικές πηγές και όσων έχω
εντοπίσει σε ξένα αρχεία. Τα ελληνικά στοιχεία, μάλλον διογκωμένα, δείχνουν ίσως το μήκος των γραμμών που είχαν
απλώς ανατεθεί, ενώ τα ξένα στοιχεία δείχνουν το μήκος των ολοκληρωμένων γραμμών […]. Είναι εξ ίσου πιθανό η
καθυστέρηση να οφείλεται, επίσης, στην καθυστέρηση των προμηθειών τροχαίου υλικού, που άφηναν τις σιδηροτροχιές να
χορταριάζουν.
Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι στρατιωτικοί σκοποί του δικτύου είχαν ιδιαίτερη, ίσως και πρωταρχική σημασία.
Ήταν μια ρεαλιστική θέση μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου και την
παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881. Η πεδινή Θεσσαλία ήταν ουσιαστικώς απροστάτευτη από τον βορρά,
όπως άλλωστε αποδείχθηκε περιτράνως το 1897. Οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση στα νέα θεσσαλικά σύνορα της
χώρας απαιτούσε μαζική και ταχεία διακίνηση στρατευμάτων και υλικού, την οποία μόνο ένα σιδηροδρομικό δίκτυο
μπορούσε να εξασφαλίσει. Με την διαφαινόμενη μεταβολή των βρετανικών διαθέσεων απέναντι στην Ελλάδα, ο επιθετικός
αλυτρωτισμός έγινε βαθμιαίως βασική παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής. Η αλυτρωτική ιδεολογία ήταν, επιπλέον, το
θεμέλιο της νομιμοποίησης του κράτους και του πλέγματος εξουσίας. Για τους μετόχους του πλέγματος, για το κράτος, για

16
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
το Στέμμα, για όλες τις πολιτικές παρατάξεις, τα αλυτρωτικά συμφέροντα που υπηρετούσε το δίκτυο ήταν πολύ
σημαντικότερα από τις οικονομικές παραμέτρους. Επομένως, με την λογική εκείνης της εποχής, η οικονομική πλευρά των
επενδύσεων στους σιδηροδρόμους ήταν στόχος σημαντικός αλλά δευτερεύων σε σύγκριση με τους πρωτεύοντες
στρατιωτικούς σκοπούς του δικτύου.
Ερχόμαστε τώρα στα οικονομικά αποτελέσματα που είχε η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων. Τέσσερα είναι τα βασικά
κριτήρια με τα οποία μπορεί κανείς να τα αξιολογήσει: η σύγκριση με άλλες χώρες, η συμβολή του δικτύου στην υποδομή
της οικονομίας, η συμβολή του στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και η συμμετοχή του στην επιβάρυνση του δημοσίου
χρέους. Η σύγκριση με άλλες χώρες δείχνει ότι το ελληνικό δίκτυο ήταν πολύ περιορισμένο ακόμη και το 1912, όταν είχε
πλέον ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της ανάπτυξης του.
Η συμβολή του δικτύου στην υποδομή της οικονομίας ήταν καίρια. Με δεδομένες τις τεράστιες ελλείψεις του οδικού
δικτύου και το κόστος που θα είχε η κατασκευή του, ο σιδηρόδρομος ήταν το μόνο μέσο μεταφορών και συγκοινωνιών που
μπορούσε να ενοποιήσει τις τοπικές αγορές. Παρέμεινε δε το σημαντικότερο μέσο, σε συνδυασμό με τις θαλάσσιες
μεταφορές, έως την ανάπτυξη του αυτοκινήτου, δηλαδή έως την δεκαετία του 1960. Πάντως, το δίκτυο είχε δύο μεγάλα
ελαττώματα: ήταν κυρίως παραλιακό και δεν συνέδεσε την ενδοχώρα με τα παράλια· επιπλέον, δεν ήταν οικονομικώς
βιώσιμο, ίσως επειδή ακριβώς δεν ήταν εξακτινωμένο στην ενδοχώρα. […].
Η συμβολή των σιδηροδρομικών επενδύσεων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι αμφισβητήσιμη. Η συνολική
αξία τους ήταν αρκετά μεγάλη (250.000.000). Αλλά δεν ενίσχυσαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Πρόκειται για έργο που
«δεν προλαβαίνει να ενσωματωθεί στην οικονομία και να λειτουργήσει». Αυτό, όμως, οφείλεται κυρίως στον τρόπο
κατασκευής του δικτύου και στην προέλευση των υλικών κατασκευής και του τροχαίου υλικού. Σε αντίθεση με τις
περισσότερες χώρες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης, η κατασκευή του δικτύου δεν μπορούσε να αναπτύξει μια
οικονομία που δεν διέθετε επάρκεια σιδήρου και άνθρακα, που δεν είχε βιομηχανίες ικανές να προμηθεύσουν
σιδηροτροχιές ούτε βεβαίως τροχαίο υλικό, που δεν διέθετε ούτε καν το πλήθος των μηχανικών τους οποίους απαιτούσε η
κατασκευή του. (Δερτιλής, Ιστορία, ο. π. σσ. 748 – 751)

Εικόνα 9 ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΟΛΟΥ

Β. Τοιουτοτρόπως (σημ.: με την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου) δε οι γεωργοί θα ηύξανον τας εργασίας των,
θα κέρδαινον περισσότερα, και φυσικώ τω λόγω θα εβελτιούτο ο υλικός και ηθικός βίος των, και η ανταλλαγή των
προϊόντων αμφοτέρων των μερών θα ηύξανε την ποιότητα, την ποσότητα και το κέρδος. Επειδή δε την γεωργίαν
παρακολουθούσι πάντοτε αι τέχναι και η βιομηχανία, ως και τανάπαλιν, πολλών γεωργικών προϊόντων, μεταβαλλομένων
εις βιομηχανικά προϊόντα, θα ανεπτύσσοντο συγχρόνως αι τέχναι και η βιομηχανία. Τα έως τότε δε εισαγόμενα ομοειδή
προϊόντα θα έπαυον, και το εκ τούτων περίσσευμα των χρημάτων μας προκύπτον θα το μεταχειριζόμεθα εις προμήθειαν
νέων προϊόντων ξένων, η εγχωρίων, ή και άλλων ηθικών απολαύσεων [… ] (Α. Ν. Βερναρδάκη, Περί του εν Ελλάδι Εμπορίου,
εν Αθήναις 1885, σσ. 348-349)

Γ. Τα δημόσια έργα και κυρίως η κατασκευή σιδηροδρόμων δε φαίνεται να απέδωσαν ή τουλάχιστον δεν
επιτέλεσαν το σκοπό για τον οποίο εκτελέστηκαν. Αν επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτίμηση, θα διαπιστώσουμε ότι τα
δημόσια έργα, κυρίως όμως η κατασκευή σιδηροδρόμων στις προηγμένες χώρες (στο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα)
λειτούργησαν ως παράγοντες καπιταλιστικού μετασχηματισμού, περισσότερο με τις παρενέργειες που είχαν στην
εκβιομηχάνιση παρά με τις ωφέλειες στις μεταφορές. Στην Ελλάδα όμως, το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων υλών
εισαγόταν αυτούσιο, εξαιτίας της ανύπαρκτης βιομηχανίας κατασκευής δικτύου, τροχαίου υλικού κ.ο.κ. Ακόμα και οι

17
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
τεχνικοί ήταν Γάλλοι και Ελβετοί. Παράλληλα, τα έσοδα των σιδηροδρομικών εταιρειών παραμένουν σχεδόν στάσιμα:
7.500 δρχ. ετησίως κατά χιλιόμετρο το 1884, 82.00 δρχ. το 1895, 9.000 το 1900, και 8.700, και 8.700 το 1910. Ακόμα και η
πιο (και μόνη) αποδοτική γραμμή του δικτύου Αθηνών-Πειραιώς αντλούσε μεγάλο μέρος των εσόδων της από τα δημόσια
λουτρά και τις άλλες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της στο Φάληρο. Τέλος θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο σχεδιασμός του
σιδηροδρομικού δικτύου εξυπηρετούσε κυρίως παράλιες περιοχές και αναπόφευκτα ανταγωνίστηκε την ελληνική ναυτιλία,
σε μια περίοδο οξύτατης κρίσης και ανταγωνισμού των παγκόσμιων ναυτικών μεταφορών. Σύμφωνα με τον Γ. Δερτιλή, η
υποτιθέμενη ένδειξη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της χώρας, με την κατασκευή των σιδηροδρόμων, απλώς
συνετέλεσε σε μια βαρύτατη αύξηση της ξένης οικονομικής κυριαρχίας με μέσο το δημόσιο χρέος και, τέλος, στην
πτώχευση του 1893. (Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπανάπτυξη ή Εξαρτημένη
Ανάπτυξη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σσ. 26-27).

Δ. Ο μύθος των ελληνικών σιδηροδρόμων αποπνέει μια ιδιαίτερη ειρωνεία. Η πρώτη φάση της κατασκευής τους
(1880-1890) ξεκίνησε σχεδόν σαν αντίδραση ενοχής που η χώρα είχε τόσο πολύ αργήσει να προσχωρήσει στη νέα
θρησκεία· και από τότε προβάλλεται ως το αναμφίβολο σημάδι της ελληνικής μετάβασης σ’ ένα είδος καπιταλισμού. Από
πολλές, όμως απόψεις, η χρησιμότητά τους για μια διαδικασία μετάβασης ήταν αμφισβητήσιμη αν όχι τελείως αρνητική. Το
ολικό μήκος γραμμών (λιγότερο από 750 μίλια το 1890, περίπου 850 το 1909) δείχνει ότι η ένεση επενδύσεων δεν ήταν
αρκετή για να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής απογείωσης. Αλλά και μεγαλύτερες να ήταν οι επενδύσεις, πάλι θα ήταν
σχεδόν άχρηστες. Η κατασκευή σιδηροδρόμων δεν μπορούσε να παίξει τονωτικό ρόλο για ανύπαρκτους βιομηχανικούς
κατασκευαστές δικτύου και τροχαίου υλικού, ούτε ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο για να δημιουργηθούν τέτοιες βιομηχανίες
σε μια χώρα που δεν είχε αρκετό σίδερο και κάρβουνο. Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση με άλλες χώρες, όπου η
κατασκευή σιδηροδρόμων λειτούργησε ως καίριος παράγοντας του καπιταλιστικού μετασχηματισμού περισσότερο με τις
επενέργειές της στην εκβιομηχάνιση παρά με την ωφέλειά της για τις μεταφορές.
Άλλωστε η σύμπτωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν επέτρεψε στην Ελλάδα ούτε καν τα ισχνά οφέλη από
την κατασκευή των σιδηροδρόμων, που ήταν εφικτά μέσα στις υπανάπτυκτες συνθήκες της οικονομίας της. Αυτά τα οφέλη
χρησίμευσαν τελικά μόνο στο να μετριάσουν και να καθυστερήσουν κάπως τη ζημιά της χώρας από τη διεθνή κρίση, ένα
είδος άθελης τονωτικής ένεσης. Ακόμα και στον τομέα των μεταφορών η εισφορά του σιδηροδρόμου στην ανάπτυξη της
χώρας δεν ήταν αποφασιστική, όχι μόνο γιατί το δίκτυο δεν είχε παντού το ίδιο πλάτος γραμμών αλλά και γιατί είχε
κατασκευαστεί ώστε να εξυπηρετεί κυρίως παράλιες περιοχές. Ο ανταγωνισμός της ναυτιλίας θα ήταν ίσως μικρότερη
απειλή σ’ εποχή οικονομικής άνθησης· έφτασε να είναι σοβαρό εμπόδιο στις συνθήκες οξύτατης κρίσης, που είχαν
προξενήσει έναν πόλεμο τιμών στην αγορά των ναυτικών μεταφορών.
Πράγματι, αν ο ανταγωνισμός με τη ναυτιλία ήταν ζημιογόνος για τους σιδηροδρόμους, ήταν ακόμα πιο πολύ για τη
ναυτιλία. Οι σιδηρόδρομοι την ανταγωνίστηκαν όχι μόνο με τη λειτουργία τους αλλά και με το ίδιο γεγονός ότι
κατασκευάστηκαν. Το στήσιμο τους απορρόφησε τεράστια κονδύλια, που διαφορετικά θα μπορούσαν ίσως να επενδυθούν
έγκαιρα στον ναυτιλιακό τομέα. Εκεί ήταν που η Ελλάδα είχε κάποιο είδος συγκριτικού πλεονεκτήματος. Γιατί μια
ανανεωμένη ελληνική ναυτιλία δε θα βασιζόταν μόνο στην παράδοση: το άλλο της στήριγμα θα ήταν οι ομογενείς
επιχειρηματίες, με την παγκόσμια εμπορική και χρηματιστική τους δραστηριότητα. Η ολική χωρητικότητα του ελληνικού
στόλου έμεινε έτσι στάσιμη για μισό περίπου αιώνα (1860-1901) σε μια περίοδο τεράστιας ναυτιλιακής ανάπτυξης στη
Δύση. Μεταξύ 1850 και 1880 η Βρετανία αύξησε κατά 1600% τη χωρητικότητα του ατμοκίνητου στόλου της, ο υπόλοιπος
κόσμος κατά 440% ...
Η εσφαλμένη επιλογή είναι λοιπόν ακόμα πιο οφθαλμοφανής στον συσχετισμό της με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα
της χώρας. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που αφενός είχε μεγάλη ναυτική παράδοση και αφετέρου αντιμετώπιζε
τεράστιες γεωφυσικές δυσχέρειες στην κατασκευή σιδηροδρόμων, ήταν σαφώς πρωθύστερη μια κρατική πολιτική, με την
οποία υποστηρίζονταν οι σιδηροδρομικές επενδύσεις μεταξύ 1880 και 1910, ενώ η υποστήριξη προς την ατμοκίνητη
ναυτιλία ήταν ανέκαθεν συγκριτικά ασήμαντη, τόσο κατά την κρίσιμη περίοδο 1830-1870, όσο και μεταγενέστερα.
Αυτή η αίσθηση λανθασμένων επιλογών δεν αλλάζει, αν δει κανείς και τις ειδικότερες απόψεις του προβλήματος. Οι
συνέπειες, π.χ. που είχε η απαρχαίωση των ελληνικών ιστιοφόρων στην ελληνική ναυτιλία και στη διεθνή
ανταγωνιστικότητά της θα είχαν αμβλυνθεί, αν μέρος του απαρχαιωμένου δυναμικού με τα πληρώματά του έβρισκε
απασχόληση στη λίγο-πολύ αναπτυσσόμενη τότε εσωτερική αγορά. Αυτός όμως θα ήταν δυνατό μόνο αν δεν υπήρχε ο
ανταγωνισμός του παράλιου σιδηροδρομικού δικτύου. Το ότι αυτό δεν μπόρεσε να συμβεί, είχε μια παρενέργεια με
σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες: αυτή η επιπόλαιη αχρήστευση υποτίμησε σε υψηλό βαθμό ένα μεγάλο μέρος του
μικρού ολικού κεφαλαίου που είχε σωρεύσει η εγχώρια αστική τάξη, το μέρος εκείνο που είχε επενδυθεί στη ναυτιλία, και
μείωσε δραστικά την ικανότητά του να γεννά κέρδη. Αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγους, για τους οποίους
ο πιο ελπιδοφόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας και το πιο εύρωστο τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης
καταδικάστηκαν σε μια μακρόχρονη χειμέρια νάρκη.
Όσο για τους σιδηρόδρομους, το ολικό μήκος του δικτύου έφτασε μόλις τα 1600 μίλια σχεδόν ένα ολόκληρο αιώνα
αργότερα, και αυτό σε μία χώρα που είχε πια διπλή έκταση, τετραπλό πληθυσμό και 50-70 φορές μεγαλύτερο εισόδημα
από την Ελλάδα του 1890· οι σιδηροδρομικές εκμεταλλεύσεις είχαν πάντα έλλειμμα, όχι μόνο γιατί οι σιδηρόδρομοι είναι
συνήθως παθητικοί σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως γιατί υπήρχαν οι ειδικές ελληνικές συνθήκες που αναφέρθηκαν· και οι
κυβερνήσεις του 20ου αιώνα δεν συνέχισαν ουσιαστικά την προσπάθεια ανάπτυξης του δικτύου, ακριβώς επειδή έδειξε ότι
δεν ήταν ούτε κοινωνικά επικερδές μεταφορικό μέσο, ούτε κίνητρο για την εγχώρια βιομηχανία. Έτσι η «ηρωική εποχή»
των ελληνικών σιδηροδρόμων στα 1880, η υποτιθέμενη ένδειξη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της χώρας, απλώς

18
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
συντέλεσε σε μια βαρύτατη αύξηση της ξένης οικονομικής κυριαρχίας με μέσο το δημόσιο χρέος και, τέλος στην πτώχευση
του 1893. (Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση (1880-1909), σσ. 96-99).

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: α. Να αφηγηθείτε
το χρονικό της κατασκευής του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου από το 1880 έως το 1909. (μον. 15) β. Να
αντιπαραβάλετε το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο με τα ευρωπαϊκά. (μον. 10) Μον. 25 ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2003
"Δεν είναι γνωστό πόσο πίστευε πραγματικά ο Χ. Τρικούπης στη δυνατότητα κατασκευής του δικτύου των εσωτερικών
σιδηροδρόμων μέσα σε πέντε χρόνια. Γεγονός είναι ότι η ολοκλήρωση του έργου θα απαιτήσει 4-5 φορές περισσότερο
χρόνο. γεγονός όμως επίσης είναι ότι ο Τρικούπης θα ξεκινήσει ορμητικά: από τα 1.065 χλμ., που λειτουργούν στο
τέλος της εικοσαετίας 1882-1902, τα μισά (543 χλμ.) έχουν παραδοθεί στην κυκλοφορία κατά την πρώτη πενταετία
(1882-1887). Από τα επόμενα χρόνια και πέρα, πολλοί λόγοι θα επιβάλουν μια φθίνουσα εξέλιξη στην επέκταση του
δικτύου. Στο δεύτερο μισό της «τρελής δεκαετίας» του Τρικούπη (1887-1892) θα προστεθούν με εξαιρετική δυσκολία
374 χλμ. ακόμη. Κατά την πενταετία που αρχίζει με την πτώχευση του κράτους (1892-1897) μόνο 50 χλμ. θα
παραδοθούν στην κυκλοφορία, κι αυτά τα δύο τελευταία χρόνια. Την τελευταία πενταετία της περιόδου το ενδιαφέρον
της Χώρας για τους σιδηροδρόμους θα ξαναζωντανέψει. Στο διάστημα 1897-1902 θα παραδοθούν βέβαια μόνο 100
χλμ., αλλά έχουν κλείσει οι οριστικές συμφωνίες και είναι υπό κατασκευή άλλα 520 χλμ., που θα παραδοθούν
τμηματικά ως το 1909". (Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 94)

Κεφ. 9 Τα εθνικά δάνεια

1. Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε
στις συνέπειες που είχαν τα δάνεια της Επανάστασης στην μετεπαναστατική οικονομία της χώρας.
Η παύση πληρωμών ήταν αναπόφευκτη· συνέβη το 1827. Οι ευρωπαίοι ομολογιούχοι άρχισαν έκτοτε να
ωρύονται εναντίον των ελληνικών κυβερνήσεων και να κλαυθμηρίζουν ενώπιον των ευρωπαϊκών, απαιτώντας από την
Ελλάδα να τους εξοφλήσει εκποιώντας τις εθνικές γαίες- [ …]. Ο αποκλεισμός από τα δυτικά χρηματιστήρια θα
διαρκέσει έως το 1878.
Στην ουσία, θα είναι ένας φαύλος κύκλος. Θα τον συνοψίσει επιγραμματικά η βρετανική πρεσβεία πολύ αργότερα,
το 1872, σε μια έκθεσή της με τον εύγλωττο τίτλο «Παράγοντες που εμποδίζουν την υλική πρόοδο της Ελλάδος»:
[...]Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που εμποδίζουν την υλική πρόοδο της Ελλάδος είναι η αδυναμία της
ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει δημόσια έργα για την ανάπτυξη χωρίς την βοήθεια ξένου κεφαλαίου [...] και η
δυσκολία δανεισμού ξένου κεφαλαίου λόγω του αποκλεισμού της Ελλάδος από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Από τις πρώτες στιγμές της ανεξαρτησίας, οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας είχαν πλήρη συνείδηση του φαύλου
κύκλου. Ήδη από το 1829, ο Καποδίστριας είχε διατυπώσει αίτημα προς τις Δυνάμεις για ένα μεγάλο δάνειο. Λίγα
χρόνια αργότερα, το 1832, οι Δυνάμεις θα υπολογίσουν οε 60.000.000 χρυσά φράγκα το ποσό που ήταν απολύτως
αναγκαίο για τις ανάγκες της χώρας. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο. Το 1832, όμως, με τη
Συνθήκη του Λονδίνου που ενθρόνισε τον Όθωνα και εγγυήθηκε την ανεξαρτησία της Ελλάδος, οι Μεγάλες Δυνάμεις
δέχθηκαν να εγγυηθούν και για ένα νέο δάνειο, παραβλέποντας την εκκρεμότητα του δανείου της Επανάστασης. Δέκα
χρόνια αργότερα, το 1843, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν κηρύξει νέα παύση πληρωμών. Έκτοτε και έως το 1878 το
ελληνικό κράτος δεν είχε καμία πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.[… ]. (Δερτιλής, Ιστορία, ο.π. σσ. 192-193)

2. Να παρουσιάσετε α) τους λόγους που επέβαλλαν τη δανειοληπτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και
β) τις επιπτώσεις που συνεπάγονταν τα εθνικά δάνεια στην εθνική οικονομία από τη δεκαετία του 1860 και
έως το 1892 σε συνδυασμό με τον πίνακα 6 της σ. 37.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Να αναφέρετε τους λόγους που οδήγησαν τις ελληνικές κυβερνήσεις σε δανεισμό κατά την περίοδο 1860-1892
καθώς και τους τρόπους αξιοποίησης αυτών των δανείων. (μον. 12) ΕΣΠΕΡ 2001
 Για ποιους λόγους οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1860 ως και τη δεκαετία του 1880 προέβησαν
στη σύναψη δανείων και ποιες ανάγκες κάλυψαν τα εθνικά αυτά δάνεια; Μονάδες 12 ΕΣΠΕΡ 2006

ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΑΝΕΙΟ 1824: Από το ονομαστικό κεφάλαιο των 800.000 λ. στερλινών μόνο οι 454.700 λ. ήταν το
ενεργητικό ποσό πού θα δινόταν στην Ελλάδα, αλλά και αυτό μόνο θεωρητικά. Γιατί με την αφαίρεση ποσών για
προκαταβλητέους τόκους και χρεόλυτρα δύο ετών και για διάφορες άλλες δαπάνες, προμήθειες και έξοδα, το σύνολο των
χρημάτων πού θα δίνονταν στην προσωρινή διοίκηση ανερχόταν σε 298.700 λ. στερλίνες.
Ως προς τη διαχείριση του δανείου στην Αγγλία και τη χρήση του στην Ελλάδα η σύγχρονη ελληνική έρευνα έχει
αποδείξει με τα αδιάσειστα στοιχεία των αριθμών ότι κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει την αλήθεια η κατηγορία που
εκτοξεύθηκε από τους ξένους και υιοθετήθηκε δουλικά και ανεξέταστα από τους Έλληνες, πως ληστεύθηκε τάχα η αγγλική
«δωρεά» στον τόπο μας. Το ελάχιστο, έναντι του ονομαστικού, ποσό πού τελικά έφθασε στην επαναστατημένη χώρα δεν
κατασπαταλήθηκε. Βέβαια, μέρος του ισχνού ποσού όχι απλώς χρησιμοποιήθηκε, αλλά ενεργοποίησε την εμφύλια

19
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
διαμάχη, από την οποία βγήκε τελικά κερδισμένη η αγγλική πολιτική, που με το χρήμα του δανείου εδραίωσε την
αγγλοκίνητη παράταξη και έτσι εξασφάλισε την επιρροή της στον ελλαδικό χώρο.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΑΝΕΙΟ 1825: Το ονομαστικό κεφάλαιο που ανερχόταν σε 2.000.000 λίρες στερλίνες διαιρέθηκε σε
200.000 ομολογίες, 100 λ. στερλ. η καθεμιά, που «δόθηκαν προς 55 ' / 2 πάνω στην ονομαστική τους αξία, αποφέροντας
καθαρό κέρδος 1.100.000 λ. στερλ. Από το ποσό τούτο κρατήθηκαν για τόκους των δύο πρώτων ετών, χρεόλυτρο ενός
έτους, προμήθεια πληρωμής τόκων, προμήθεια μεσιτείας , έξοδα συνομολογήσεως εφ" άπαξ. συνολικά 284 000 λ. στερλ.
Συνεπώς το ποσό που τελικά εκκαθαρίσθηκε ανήλθε σε 816.000 λ. στερλ.
Αντί να σταλούν χρήματα και πολεμικό υλικό στους αγωνιζόμενους Έλληνες, παραγγέλθηκαν ατμοκίνητα πλοία σε
αγγλικά ναυπηγεία και φρεγάτες στις Η.Π.Α., μισθώθηκαν ξένοι στρατιωτικοί «σωτήρες» και οι ελληνικές ομολογίες
παίχθηκαν στο χρηματιστήριο. Το δεύτερο δάνειο γλιστρώντας σε χέρια αισχροκερδών πήρε διαστάσεις κραυγαλέου
σκανδάλου ακόμη και σ΄ αυτές τις στήλες του αγγλικού τύπου.
Από το συνολικό καθαρό κεφάλαιο του δεύτερου δανείου ένα κονδύλι 496.220 λ. στερλ. χρησιμοποιήθηκε στο
χρηματιστήριο του Λονδίνου, για «δόση, εξυπηρέτηση και απόσβεση. .Έστω και αν εξαιρεθούν οι τόκοι και η προμήθεια,
που από τον αγγλικό τύπο χαρακτηρίσθηκαν ως καθαρή αισχροκέρδεια, εξαγορά των ομολογιών αποτελούσε
αδιαμαρτύρητη καταλήστευση της ελληνικής περιουσίας.
Ένα άλλο κονδύλι του συνολικού ποσού πού ανερχόταν σε 392.000 λ. στερλ. απορροφήθηκε σε έξω από την Ελλάδα
στρατιωτικές δαπάνες: 1) παραγγελία ελαφρών και βαρέων όπλων (77.000 λ. στερλ.)· 2) «παραγγελία ατμοκίνητων
πλοίων στην Αγγλία και διοργάνωση ξένου επικουρικού σώματος από τον Κόχραν (160.000 λ. στερλ.) καί 3) παραγγελία
φρεγατών στην Αμερική (155.600 λ. στερλ.). Ως προς την πρώτη : μόνον η μερική αποστολή κανονιών στην "Ελλάδα
πραγματοποιήθηκε και αυτή πλημμελώς και καθυστερημένη. Ως προς τη δεύτερη : από τα έξι ατμοκίνητα πλοία πού
παραγγέλθηκαν σε Άγγλο ναυπηγό — πελάτης του ήταν και ο Ιμπραήμ (!)—μόνον η «Καρτερία», η «Επιχείρηση» και ο
«Έρμής» έφθασαν στην Ελλάδα μετά από παρέλευση αρκετού χρόνου, έτσι που μόνον η αποστολή της «Καρτερίας»
έκανε αισθητή την παρουσία της στον Αγώνα.
Ως προς την τρίτη : από τις δύο μεγάλες φρεγάτες που παραγγέλθηκαν στις Η.Π.Α., λόγω της καθαρά γκαγκστερικής
τακτικής του εμπορικού οίκου που είχε αναλάβει την παραγγελία της κατασκευής, κατορθώθηκε τελικά — και μάλιστα με
την επέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ – να αποσταλεί μόνον η μία, αφού πουλήθηκε η άλλη για εξαγορά της πρώτης!
Ήταν η περίφημη «Ελλάς» που κατέπλευσε στο Ναύπλιο τον Νοέμβριο πια του 1826. Χονδρικά και ως προς την τρίτη, την
αμερικανική παραγγελία, οι Έλληνες και οι απόγονοί τους, χρεωμένοι με το συνολικό ποσό, καταληστεύθηκαν. Από τα
αρπακτικά νύχια των Άγγλων και Αμερικανών «φιλελλήνων» κατόρθωσε ή Ελλάδα να απόσπαση κονδύλιο 232.558 λ.
στερλ., δηλαδή πολύ πιο λίγο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε
υπερδιπλάσιο ύψος! (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σσ. 610-611)

ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Προκειμένου να εξασφαλίσει την εγγύηση των Δυνάμεων για το δάνειο
του 1832/1833, η Ελλάδα ανέλαβε την ρητή υποχρέωση να διαθέτει τις κρατικές εισπράξεις, με απόλυτη προτεραιότητα,
στην πληρωμή του χρεολυσίου και των τόκων που είχαν εγγυηθεί οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας
και της Ρωσίας. Αλλά η παύση πληρωμών ανάγκασε τις εγγυήτριες να καταβάλουν εκείνες τα τοκοχρεολύσια. Έτσι
μπόρεσαν στο εξής να χρησιμοποιούν το ελληνικό δημόσιο χρέος ως μέσο πολιτικών πιέσεων. Όλες το χρησιμοποίησαν
έκτοτε συστηματικά για να επιβάλουν στην Ελλάδα μια εξωτερική πολιτική εναρμονισμένη με τα συμφέροντά τους. Όποτε
ήθελαν να ασκήσουν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, οι Δυνάμεις επέσειαν νομική επιχειρηματολογία, υποστηρίζοντας
ότι η Συνθήκη του 1832 τους έδινε το δικαίωμα να ελέγχουν τις υπέγγυες τελωνειακές εισπράξεις του Ελληνικού
Δημοσίου· και ότι αυτό το δικαίωμα μπορούσαν εν ανάγκη να το ασκήσουν ακόμη και με την βία, καταλαμβάνοντας τα
τελωνεία της χώρας.
Κατά καιρούς, το δάνειο χρησιμοποιήθηκε με τον τρόπο αυτόν και από τις τρεις Δυνάμεις· περισσότερο όμως
και αποτελεσματικότερα το χρησιμοποίησε η βρετανική κυβέρνηση, ώστε να υπηρετεί την πολιτική της στο Ανατολικό
Ζήτημα. Ο θεμελιώδης αντικειμενικός σκοπός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν να ελέγχει μονίμως τον δρόμο των
Ινδιών και να ορθώνει αδιαπέραστους φραγμούς στην επεκτατική ορμή των Ρώσων -αργότερα και των Γερμανών-προς
τα Βαλκάνια, τον Βόσπορο, την Μεσόγειο και την Ανατολή. Και ένας από τους φραγμούς αυτούς ήταν η Οθωμανική
Αυτοκρατορία.
Οι συνθήκες αυτές διαμορφώθηκαν βαθμιαίως, χωρίς να προϋπάρχει μακρόπνοος σχεδιασμός. Όταν οι
Δυνάμεις αποφάσισαν να παράσχουν την εγγύησή τους για το δάνειο, δεν είχαν στόχο να οδηγήσουν την Ελλάδα σε
πτώχευση και να την καταστήσουν έρμαιο της πολιτικής τους. Οι αρχικές τους προθέσεις ήταν δυνάμει ευνοϊκές για τα
ελληνικά συμφέροντα, έστω και αν υπηρετούσαν ταυτοχρόνως και κυρίως τα δικά τους. Οι βασικοί στόχοι όλων ήταν να
στερεωθεί η κεντρική εξουσία, να παταχθούν η ληστεία και η πειρατεία και να ανασυγκροτηθεί η εγχώρια οικονομία.
Ωστόσο, ενώ σε τοπικό επίπεδο και οι τρεις «Προστάτιδες» ή, καλύτερα, Εγγυήτριες Δυνάμεις είχαν περίπου κοινές
επιδιώξεις, δυνάμει ευνοϊκές για την Ελλάδα, στο διεθνές επίπεδο τα συμφέροντά τους ήταν αντιτιθέμενα και
αντικρουόμενα. Η καθεμιά προσπαθούσε βεβαίως να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα στο Ανατολικό Ζήτημα και να
αποφύγει οποιανδήποτε δυσμενή εξέλιξη. Αυτά δεν συνέπιπταν πάντοτε με τα ελληνικά συμφέροντα, όπως καλώς ή
κακώς τα αντιλαμβάνονταν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Έτσι, η διαμάχη μεταξύ των Δυνάμεων επέφερε μοιραία
και την χρήση του δανείου ως μέσου πολιτικής πίεσης ανάλογα με τις εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος. Αυτό ήταν
φυσικό. Οι κυβερνήσεις των Δυνάμεων όφειλαν να υπηρετούν τα ύψιστα κρατικά συμφέροντα των χωρών τους,

20
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
ακολουθώντας τις επιταγές της πατριωτικής τους συνείδησης και εφαρμόζοντας, βεβαίως, τους αμείλικτους κανόνες της
διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας. (Δερτιλής, Ιστορία, ο.π. σσ. 193-194).

Εικόνα 10 ΔΑΝΕΙΑ ΕΠΟΧΗΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

ΔΑΝΕΙΑ ΕΠΟΧΗΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ


Είναι προφανές ότι το δάνειο του εξωτερικού έγιναν τελικά ένας παράγοντας που συνέβαλε στη διεύρυνση (και όχι
στην κάλυψη) του ελλείμματος και μέσω αυτής στην οικονομική χρεωκοπία του 1893. Με άλλα λόγια, τα δάνεια αντί να
αναστείλουν την πτώχευση, την επέσπευσαν. Όμως από την άλλη πλευρά, ο Τρικούπης, χάρη στα δάνεια, πέτυχε κατά
την «τρελή δεκαετία» (κατά την έκφραση του Thery), 1882-1892, να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαιτούμενα
χρηματοδοτικά μέσα ...
«Ακατανόητον μου φαίνεται πως μέχρι του 1890, οι ξένοι κεφαλαιούχοι εδείχθησαν τόσον πρόθυμοι να μας
δανείσωσι τοσαύτα εκατομμύρια», γράφει ο Α. Ανδρεάδης. Πραγματικά, απορεί κανείς τι είδους εμπιστοσύνη ήταν αυτή
που έδειχναν οι κύκλοι του κεφαλαίου σε ένα κράτος που είχε επανειλημμένα πτωχεύσει στο παρελθόν, που δεν
παρουσίαζε καμιά οικονομική σταθερότητα προτιμήσεως των Ευρωπαίων υπέρ της οθωμανικής ακεραιότητας. Ο ίδιος ο
Ανδρεάδης επικαλείται τρεις λόγους στην προσπάθειά του να εξηγήσει αυτό το «παράδοξο». Κατά πρώτο, αναφέρει την
εμπιστοσύνη των ξένων προς τον Τρικούπη. […]. Στη συνέχεια ο Ανδρεάδης αναφέρει ως δεύτερο λόγο «την περίεργον
έλξιν την οποίαν ασκούν γενικώς τα επισφαλή χρεώγραφα» […]. Και τέλος, ο ίδιος αναφέρει τον τρίτο λόγο, ο οποίος
στην ουσία είναι και ο μοναδικός: «οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι παρεκινήθησαν να μας δανείσωσι τα εκατομμύρια των
λόγω των επικρατούντων εκεί χαμηλών τόκων».
Έτσι, ο τόκος των δανείων ήταν σχετικά χαμηλός, γιατί την ίδια εποχή στην Ευρώπη ήταν κατά 4 με 5 φορές
χαμηλότερος. Εξάλλου οι δανειστές, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη για κεφάλαια του ελληνικού κράτους, δέχονταν βέβαια
μια μακροχρόνια διορία χρεωλυσίας (75-100 έτη), αλλά επέβαλλαν και μια τιμή εκδόσεως εξαιρετικά χαμηλή.
Αποτέλεσμα ήταν ότι οι δανειστές με φαινομενικό τόκο 5% στην πραγματικότητα αποκαθιστούν το αρχικό τους κεφάλαιο
σε λιγότερο από 10 χρόνια και τα συνεχιζόμενα τοκοχρεωλύσια ήταν γι’ αυτούς καθαρό κέρδος. Έτσι, αν δάνειζαν την
Ελλάδα το έκαναν γιατί οι άλλες λύσεις στον ευρωπαϊκό χώρο είχαν περιορισθεί. Τα δάνεια δεν έγιναν λόγω της
εμπιστοσύνης τους προς την Ελλάδα, αλλά «παρά την έλλειψιν εμπιστοσύνης». Στόχος των δανειστών ήταν να έχουν
αποκαταστήσει το κεφάλαιο τους το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, ώστε να απαλλαγούν έγκαιρα από τις
αγωνίες που τόσο άφθονα τους πρόσφερε ένα κράτος σαν το ελληνικό. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, σ. 79)

Κεφ. 10 Η πτώχευση του 1893 και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος

1. Να προσδιορίσετε τις συνθήκες που οδήγησαν την Ελλάδα σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
2. Να εξηγήσετε τους όρους: πτώχευση, Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος
3. Να αναφέρετε τον στόχο του ΔΟΕ και τους τρόπους με τους οποίους ο ΔΟΕ διαχειρίστηκε την κατάσταση μετά
το 1898.
4. Να αναφέρετε τα αποτελέσματα του ΔΟΕ έως και τη συμμετοχή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους.
ου
(+σσ. 48 – 49: «Χαρακτηριστικό είναι … στρατιωτικές κινητοποιήσεις του 19 αιώνα»

21
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος
Αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 υπήρξε και η επιβολή στην Ελλάδα Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου
[…]. Η Ελληνική κυβέρνηση μετά την ήττα, τον Ιούλιο του 1897, κατέβαλε ύστατες προσπάθειες να συμβιβαστεί με τους
δανειστές και να αποτρέψει τον έλεγχο. Πρώτα ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Στ. Στρέιτ και στη συνέχεια ο Α.
Συγγρός ανέλαβαν τις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των ομολογιούχων, αλλά χωρίς επιτυχία [… ]. Η
επίσημη ονομασία του οργανισμού, που ουσιαστικά ανέλαβε τη διαχείριση της Ελληνικής οικονομίας ήταν αρχικά Διεθνής
Επιτροπή Ελέγχου. Ο όρος αυτός «όζων δουλείας» αντικαταστάθηκε ύστερα από ένα χρόνο με τον όρο Διεθνής
Οικονομική Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.) αλλά στη συνείδηση όλων και στην ιστορία έμεινε η λέξη Έλεγχος, γιατί αυτό ήταν στην
πραγματικότητα. […]. Ο οικονομικός έλεγχος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερη βαρύς, αλλά αποβλέποντας
πάντα στο συμφέρον των ομολογιούχων, είχε και ορισμένες ευνοϊκές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. […]. Με τον
έλεγχο εμπεδώθηκε η ελληνική πίστη, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα συνάψεως νέων δανείων, που τα χρειάστηκε η
Ελλάδα στα χρόνια που ακολούθησαν. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ΄, σσ. 164-165).

ΔΕΙΤΕ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ:
http://tvxs.gr/news/taksidia-sto-xrono/oi-ellinogermanikes-sxeseis-stis-geloiografies-toy-19oy-aiona-meros-xreokopi

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Μετά την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η εγγύηση των Δυνάμεων αύξησε την πιστοληπτική
ικανότητα του κράτους. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ 2001
 Ορισμός: Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) (μον. 5) ΕΣΠΕΡ 2001
 Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να καταγράψετε τα
αποτελέσματα από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898) στην Ελλάδα. Μονάδες 25 ΗΜΕΡ 2004
Κείμενα
α. Η πτώχευση της Ελλάδας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας τέτοιας δανειακής επιβάρυνσης εξανάγκασε το ελληνικό
κράτος να αποδεχθεί τη μέγιστη των ταπεινώσεων, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η διεθνής
οικονομική επιτροπή, η οποία συστάθηκε με υπόδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελείτο από εκπροσώπους των
ξένων τραπεζών και έδρευε στο ελληνικό έδαφος, ενώ ο ρόλος της δεν σταματούσε στον έλεγχο και τη διαχείριση των
εσόδων του κράτους, αλλά προχωρούσε και στη βαρύνουσα γνωμάτευση για την έκδοση χρήματος, για τη σύναψη
δανείων και γενικά για όλα σχεδόν τα δημοσιονομικά θέματα. Οι υπερεξουσίες αυτές της διεθνούς οικονομικής επιτροπής
ουσιαστικά αναιρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις εξουσίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου,
καθώς οι αποφάσεις του κράτους για σχεδιασμούς οικονομικής ανάπτυξης ελέγχονταν από εξωελλαδικά κέντρα, ερήμην
του ελληνικού λαού. (Σ. Τζόκα, «Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα», σσ. 188-189)
β. Το μέγεθος του τραυματισμού της εθνικής φιλοτιμίας μπορεί να γίνει κατανοητό, αν αναλογισθεί κανείς ότι πριν από
τον πόλεμο οι έλληνες πολιτικοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο οικονομικός έλεγχος από ξένους ήταν ασυμβίβαστος με το
αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης, αφού αφαιρούσε από τον έλεγχο του κοινοβουλίου τη φορολογική πολιτική,
που αποτελούσε τη βασική αρμοδιότητά του. Όπως έλεγε ο βουλευτής Άρτας και πρώην υπουργός Οικονομικών
Κων/νος Καραπάνος «μόνον εις τα ασιατικά έθνη, τα μη έχοντα την συναίσθησιν της εθνικότητος αυτών, και τα
διεπόμενα υπό του θείου δικαίου, είναι δυνατή η επιβολή και η λειτουργία ξενικού ελέγχου». Σύμφωνα με αυτή τη λογική,
στην κοινοβουλευτική Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβληθεί ένα σύστημα που εφαρμόστηκε στη θεοκρατική Οθωμανική
Αυτοκρατορία. ... Στην πράξη, η λειτουργία του ελέγχου στην Ελλάδα πέτυχε απόλυτα στην αποστολή προστασίας των
συμφερόντων των ομολογιούχων. Στη συνέχεια όμως αδιαφόρησε για τον εξορθολογισμό των ελληνικών
δημοσιονομικών πραγμάτων, ακόμη και σε περιπτώσεις που παραβιάζονταν το πνεύμα της ρύθμισης και οι ρητοί
περιορισμοί του νόμου ΒΦΙΘ του 1898. (Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., Χρ. Χατζηιωσήφ, «Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου», σσ.
312, 316)
 Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (Δ.Ο.Ε.): Ορισμός (μον. 4) ΗΜΕΡ 2005
 Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναφέρετε
το στόχο και τα αποτελέσματα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1898.
Μονάδες 25 ΕΣΠΕΡ 2005
«Αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 υπήρξε και η επιβολή στην Ελλάδα Διεθνούς Οικονομικού
Ελέγχου ... Η Ελληνική κυβέρνηση μετά την ήττα, τον Ιούλιο του 1897, κατέβαλε ύστατες προσπάθειες να συμβιβαστεί με
τους δανειστές και να αποτρέψει τον έλεγχο. Πρώτα ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Στ. Στρέιτ και στη συνέχεια ο
Ανδρ. Συγγρός ανέλαβαν τις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των ομολογιούχων, αλλά χωρίς επιτυχία ... Η
επίσημη ονομασία του οργανισμού, που ουσιαστικά ανέλαβε τη διαχείριση της Ελληνικής οικονομίας ήταν αρχικά Διεθνής
Επιτροπή Ελέγχου. Ο όρος αυτός αντικαταστάθηκε ύστερα από ένα χρόνο με τον όρο Διεθνής Οικονομική Επιτροπή
(Δ.Ο.Ε.) αλλά στη συνείδηση όλων και στην ιστορία έμεινε η λέξη Έλεγχος, γιατί αυτό ήταν στην πραγματικότητα ... Ο
οικονομικός έλεγχος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα βαρύς, αλλά αποβλέποντας πάντα στο συμφέρον των
ομολογιούχων, είχε και ορισμένες ευνοϊκές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Ο νόμος ΒΦΙΘ΄ (σημ.: σχετικός νόμος
που ψηφίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση στις 21 Φεβρουαρίου 1898 και αφορά στην ίδρυση του Δ.Ο.Ε.) περιείχε
διατάξεις που περιόριζαν την αναγκαστική κυκλοφορία και έτσι βοηθούσαν τη νομισματική σταθερότητα και τη βελτίωση
της εσωτερικής αξίας της δραχμής. Επίσης με τον έλεγχο εμπεδώθηκε η ελληνική πίστη, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα

22
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
συνάψεως νέων δανείων, που τα χρειάστηκε η Ελλάδα στα χρόνια που ακολούθησαν». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ.
ΙΔ΄, σσ. 164-165
 «πτώχευση» (1893): Ορισμός (μον. 4) ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2005
 Τα θετικά αποτελέσματα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.) επέτρεψαν την πραγματοποίηση των
μεταρρυθμίσεων του Χαριλάου Τρικούπη. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2006

Κεφ. 11 Το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο

1. Να προσδιορίσετε τις περιοχές δραστηριοποίησης του εξωελλαδικού ελληνικού κεφαλαίου και να αναφερθείτε
στη σημασία που είχε το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο για την εγχώρια οικονομία, αλλά και για το μικρό
ελληνικό κράτος.
2. Να εξηγήσετε τις σχέσεις των Ελλήνων της διασποράς με το ελληνικό κράτος μέχρι τη δεκαετία του 1870.
3. Να προσδιορίσετε τις ανάγκες, οι οποίες κατά τη δεκαετία του 1860 οδήγησαν το ελληνικό κράτος στην
αναζήτηση τρόπων αξιοποίησης των δυνατοτήτων της ομογένειας.
4. Ορισμός Τανζιμάτ.
5. Να προσδιορίσετε τις συνθήκες που οδήγησαν τους Έλληνες κεφαλαιούχους της Διασποράς να αναζητήσουν
στην Ελλάδα νέο πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά τη δεκαετία του 1870.
6. Να αναφέρετε τους τομείς δραστηριοποίησης του εξωελλαδικού κεφαλαίου εντός των ορίων του ελληνικού
κράτους.
7. Να εξηγήσετε για ποιους λόγους το βασικό χαρακτηριστικό των επενδύσεων των Ελλήνων της Διασποράς
ου
εντός του ελληνικού κράτους μέχρι και τα τέλη του 19 αι. ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητα.
8. Να περιγράψετε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεκόπησαν οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων
ου
στην ανατολική Μεσόγειο στις αρχές του 20 και να διερευνήσετε τις συνέπειες που είχε αυτό στην ελλαδική
οικονομία.
9. Να αναφερθείτε στη μεγάλη μάζα των Ελλήνων της Διασποράς και στον ρόλο της στην οικονομία του ελληνικού
κράτους. (+σ. 49 για την υπερπόντια μετανάστευση)
10. Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του παραθέματος και τις σχετικές πληροφορίες του βιβλίου σας: α) Να
προσδιορίσετε τους παράγοντες που επέτρεψαν την επέκταση των δραστηριοτήτων των Ελλήνων
κεφαλαιούχων της Διασποράς στην Ελλάδα. β) Να επισημάνετε τις συνέπειες των επενδύσεων του
παροικιακού κεφαλαίου στην εθνική οικονομία της εποχής.
Θα λέγαμε ότι η αναδίπλωση των δραστηριοτήτων του παροικιακού κεφαλαίου στην Ελλάδα τοποθετείται στη
δεκαετία του 1870 και οφείλεται σε εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Οι εσωτερικοί παράγοντες εντοπίζονται
στις πιέσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στους τόπους δράσης των ομογενών ή στην τάση επέκτασης των εργασιών
τους με μια διαφοροποιημένη επενδυτική πολιτική και οι εσωτερικοί, στο ευνοϊκό κλίμα που υπήρχε στην Ελλάδα, στη
χώρα που διψούσε για κεφάλαια [...].. Το πρόγραμμα των κυβερνήσεων Τρικούπη ήταν σταθερά προσανατολισμένο
στους κεφαλαιούχους της διασποράς και απέβλεπε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών, ώστε να εισρεύσουν τα
κεφάλαια στον ελληνικό χώρο. Η εφαρμογή έμμεσης και όχι άμεσης φορολογίας, η χαμηλή φορολογία κληρονομιών, η
δασμολογική προστατευτική πολιτική (γαιοκτήμονες – τσιφλικάδες) κ.ο.κ. είναι ορισμένα μέτρα στήριξης και κυρίως
προσέλκυσης των κεφαλαιούχων της διασποράς.
Το κεφάλαιο της διασποράς όμως δε δικαίωσε ούτε τις ενδόμυχες επιθυμίες των εφημερίδων που
θριαμβολογούσαν, ούτε πολύ περισσότερο τις πολιτικές επιλογές του Χαρίλαου Τρικούπη, που συμπυκνώνονται στη
στήριξη του παροικιακού κεφαλαίου για την εκβιομηχάνιση της χώρας, την οικονομική απογείωση και το μετασχηματισμό
των δομών της. Η «Κλειώ» της Τεργέστης θριαμβολογεί και συγκρίνει τους ομογενείς κεφαλαιούχους με τους
Τουρκομάχους ήρωες του ’21. Το παράδειγμά της ακολουθούν και άλλες εφημερίδες της εποχής, πιστεύοντας ότι οι
ομογενείς θα πετύχουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με μέσο την εκβιομηχάνιση. Ο ενθουσιασμός αυτός
προκαλείται με την ίδρυση τραπεζών, στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Το παροικιακό κεφάλαιο όμως δε δικαίωσε
ούτε στο ελάχιστο αυτές τις θριαμβολογίες. Η λειτουργία του στην Ελλάδα δεν είχε αντιστοιχίες και ομοιότητες με τη
λειτουργία των ευρωπαίων κεφαλαιούχων στις χώρες τους, κατά την περίοδο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού
αυτών. Αυτό είχε βαθύτατη επίδραση στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και γενικότερα στην ιστορία της χώρας ως τα
μέσα του 20ου αιώνα. Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στο είδος των διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της
ελληνικής διασποράς που διαμόρφωσαν την επιχειρηματική της παράδοση και νοοτροπία. Η επιχειρηματική της
παράδοση ήταν έντονα εμπορική και εντελώς ξένη προς τη βιομηχανική δραστηριότητα. Επομένως, ο τομέας στον οποίο
οι ομογενείς δε θα επενδύσουν ούτε κεφάλαια ούτε τις προσόδους από τις χρηματιστικές τους εργασίες στην Ελλάδα θα
είναι ο βιομηχανικός. Το παροικιακό κεφάλαιο προσανατολίστηκε σε μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως στην αγορά
αγροτικής και αστικής γης, στο εμπόριο, στα δημόσια έργα, και στις τραπεζικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες. Οι
δραστηριότητες αυτές των ομογενών κατέγραψαν και τα χαρακτηριστικά των επενδύσεών τους. Οι περισσότερες
επενδύσεις ήταν κατάλληλες για εύκολη, ασφαλή ρευστοποίηση και μεταφορά του κεφαλαίου στο εξωτερικό σε
επικίνδυνες ή αβέβαιες καταστάσεις. (Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός, σσ. 36-38).

23
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη

Εικόνα 21 ΣΜΥΡΝΗ

11. Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο των παραθεμάτων: α) Να
προσδιορίσετε τα αίτια και να περιγράψετε τις συνέπειες της εισροής κεφαλαίου των Ελλήνων επενδυτών της
διασποράς στην Ελλάδα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. β) Να αναφέρετε τις κύριες μορφές
δραστηριοτήτων των Ελλήνων ομογενών της διασποράς και να χαρακτηρίσετε, αφού παρουσιάσετε, τις
σχέσεις τους με την φιλελευθεραστική τάξη στην Ελλάδα και τους πολιτικούς εκπροσώπους της.
Α. Η εγκατάσταση των Ελλήνων χρηματιστών της διασποράς στην Ελλάδα, είχε επιπτώσεις που μακροπρόθεσμα
αποβήκαν καίριες. Πραγματικά, η κυρίαρχη μορφή δραστηριοτήτων των Ελλήνων χρηματιστών αντιστοιχεί στην
«τυπική» μορφή δραστηριοτήτων του δυτικού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, στη διαδικασία διείσδυσής τους στις χώρες της
περιφέρειας: αξιοποίηση μεταλλείων, κατασκευή σιδηροδρόμων και ίδρυση τραπεζιτικών οργανισμών για τον έλεγχο των
πιστώσεων και των δημόσιων προσόδων. Πρόκειται για τις κυρίαρχες μορφές δραστηριότητας του αγγλικού, γαλλικού
και γερμανικού κεφαλαίου, τόσο στις ημιαποικιακές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτο, Οθωμανική
Αυτοκρατορία), όσο και στη Λατινική Αμερική, και γενικότερα σ’ όλες τις χώρες της περιφέρειας, όσες για κάποιο λόγο
δεν είχαν άμεσα υποστεί αποικιακή κατάκτηση. Η εντεινόμενη δυσχέρεια στην εξεύρεση προσοδοφόρων διεξόδων στις
μητροπόλεις, και οι εγγενείς ανάγκες επέκτασης του καπιταλισμού που βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση νέων αγορών
στις περιφέρειες, εκφράζονται με την προτίμηση των κεφαλαιούχων των μητροπόλεων για τέτοιου τύπου
δραστηριότητες. Πράγματι, οι μορφές αυτές, παρουσιάζουν το τριπλό πλεονέκτημα να είναι εξαιρετικά κερδοφόρες, σε
σχέση με τα τρέχοντα ποσοστά κέρδους των μητροπόλεων, να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας τεχνικο-οικονομικής
υποδομής απαραίτητης για την εμπορική διείσδυση σε περιοχές με προκαπιταλιστικές ακόμη δομές, και να μην
αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό και την αντίθεση της ντόπιας άρχουσας τάξης, ανίκανης να συγκεντρώσει και ν’
αξιοποιήσει τα σημαντικά ποσά που απαιτούν οι ανάλογες επιχειρήσεις. Επιπλέον, μπορούσαν και να οδηγήσουν
βαθμιαία στον ολοκληρωτικό έλεγχο του μηχανισμού των κρατικών εισπράξεων. (Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή,
σ. 253).
Β. Και αν η νέα φάση, στην οποία βρισκόταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός μετά το 1880, υπήρξε αναμφίβολα ο
δομικά απαραίτητος όρος για την εισροή των ξένων κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, η πολιτική του ελληνικού κράτους
υπήρξε επίσης αποφασιστικής σημασίας για την προώθηση των κεφαλαίων αυτών προς τις συγκεκριμένες τους
κατευθύνσεις.
Η άνοδος της ανακαινιστικής κυβέρνησης του Τρικούπη στην εξουσία -του βασικού εκπρόσωπου των αγγλόφιλων
μερίδων της φιλελεύθερης αστικής τάξης- και η γενικευμένη ανάπτυξη της χώρας εκείνη την περίοδο, δεν μπορούν
βέβαια ν’ αποδοθούν αποκλειστικά στην αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας. Μια τέτοιου είδους ερμηνεία θα ήταν καθαρά
μηχανιστική. Όμως παρ’ όλο που χωρίς ειδική μελέτη θα ήταν αδύνατο ν’ αποσαφηνιστεί η άνοδος της φιλελεύθερης
αστικής τάξης και η ριζική μεταμόρφωση της κρατικής οικονομικής πολιτικής, δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση η
πλήρης αντιστοιχία των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων του πλήρους μετασχηματισμού του πολιτικού και
οικονομικού χώρου. Και το σημαντικό στοιχείο, λοιπόν, είναι η εκ του μηδενός συγκρότηση μιας συμπαγούς οικονομικής
ολιγαρχίας, που μέσα σε λίγα χρόνια κυριάρχησε απόλυτα στον οικονομικό χώρο της ανεξάρτητης Ελλάδας, και
παρουσιάζει μια σειρά από ιδιαίτερα γνωρίσματα …
Αντίθετα με το ντόπιο, υποτυπώδες κεφάλαιο, που βασικά κατευθύνεται προς το εξωτερικό εμπόριο, είτε προς τις
νέες μεταποιητικές δραστηριότητες -κυρίως προς τις βιομηχανίες ειδών διατροφής και υφασμάτων- το κεφάλαιο το
24
Ιστορία Κατεύθυνσης Γ΄ Λυκείου 1ο Λύκειο Καισαριανής
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ΟΣ αι. Βάλια Μπουγάδη
ελεγχόμενο από τη χρηματιστική ολιγαρχία, αδιαφορεί εντελώς για τους τομείς αυτούς, και μέχρι τον Πρώτο παγκόσμιο
πόλεμο συνεχίζει να διοχετεύει το δυναμικό του προς μη παραγωγικές δραστηριότητες. Από την άλλη μεριά, η
οικονομική αυτή ολιγαρχία που ταχύτατα ξεπέρασε την παροδική κρίση (συνέπεια της πτώσης των αξιών και των
μετοχών), συγχωνεύτηκε βαθμιαία με την ενδογενή παραδοσιακή άρχουσα τάξη, και στο πολιτικό επίπεδο ενήργησε σαν
το ισχυρότερο τμήμα της ντόπιας κυρίαρχης τάξης. (Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 256-257)

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Ορισμός: Τανζιμάτ (μον. 5) ΗΜΕΡ 2001
 Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856) έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2001
 Ορισμός: Τανζιμάτ (μον. 5) ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2003
 Βασικό χαρακτηριστικό των επενδύσεων των κεφαλαιούχων ομογενών κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου
αιώνα ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητά τους. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2004
 Χρησιμοποιώντας τα σχετικά χωρία του πιο κάτω κειμένου και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να
περιγράψετε τη δραστηριότητα του εξωελλαδικού ελληνικού κεφαλαίου στο ελληνικό κράτος από το 1870 έως
το τέλος του 19ου αιώνα. Μονάδες 30 ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2006
Κείμενο
Φαίνεται πραγματικὰ ὅτι γιὰ τοὺς ὁμογενεῖς ἡ «ἐπιχείρησις Ἑλλὰς» δὲ σήμαινε ἁπλῶς τὴν ἐγκατάστασή τους στὸν
ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ τὴν ἐπιχειρηματική τους ἀνάπτυξη ἐκεῖ, ἀλλά, ἀκόμα περισσότερο, σήμαινε τὴν ἐπιδίωξη
ἐξαιρετικῶν εἰσοδημάτων καὶ ὑπερκερδῶν, ἀνώτερων ἀπὸ τὰ θεωρούμενα διεθνῶς ὡς συνήθη. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι
αὐτοὶ κινήθηκαν μόνιμα σὲ ἕνα κλίμα προσωπικῶν πιέσεων, προσπαθώντας νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν ἑλληνική
κυβέρνηση ὄχι ἁπλῶς δικαιώματα, ἀλλὰ ἀποκλειστικότητες καὶ προνόμια. Ἔτσι, τὰ ὑπερκέρδη, ἡ κερδοσκοπία, οἱ
πρόσοδοι, τὰ προνόμια παρουσιάσθηκαν μὲ τὴν ἀνοχὴ τοῦ κράτους σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ὅπου οἱ ὁμογενεῖς
ἀναμίχθηκαν: στὰ τσιφλίκια τῆς Θεσσαλίας–Ἄρτας, στὶς παραγγελίες τῶν δημοσίων ἔργων, στὰ ἐθνικὰ δάνεια,
στὴν ἐπεξεργασία τοῦ προστατευτικοῦ δασμολογίου, στὴ διατύπωση τῆς φορολογικῆς πολιτικῆς κλπ. Ιστορία του
Ελληνικού ΄Εθνους, τόμος ΙΔ΄ (Αθήνα, 1977), σ. 58.
 Τανζιμάτ: ορισμός (μον 5) ΕΣΠΕΡ 2006

Εικόνα 32 ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

25

You might also like