You are on page 1of 22

νικοσ ευστρατιου* & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ**

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ


ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Στον Γ. Χ. Χουρμουζιάδη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ να την προσεγγίσει κανείς σχεδόν αποκλει-


στικά μέσα από την ‘αρχαιολογία’ της, μέσα
Η αναζήτηση των πολλών χαμένων ή από τα υλικά κατάλοιπα –την υλική μαρτυ-
αδιόρατων –δυστυχώς ή ευτυχώς– κρίκων ρία κάθε είδους– και την ερμηνεία τους, των
της ιστορικής εξέλιξης των πρώτων οργα- φορέων της, των διακριτικών αλλά και των
νωμένων κοινωνιών που εμφανίστηκαν εμφανών πρωταγωνιστών της (Efstratiou
στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογεί- 2007: 123). Η αδυναμία τελικά συγγενών
ου τα τελευταία 20.000 τουλάχιστον χρόνια ανθρωπιστικών επιστημών, όπως η κοινω-
παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο νική ανθρωπολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία
αρχαιολογικό ενδιαφέρον (Σχ. 1) (Kozlowski κλπ, να υπερβούν τα όρια του παρελθόντος
& Kaczanowska 2004: 5; Bar-Yosef 2001: χρόνου –τελικά απλά συνεισφέροντας (χω-
129; Guilaine 2005). Πρόκειται για μια ιστο- ρίς καμία αμφιβολία ουσιαστικά) σε μια
ρική-προϊστορική εξέλιξη που κινείται σε ‘α-χρονική’ κατανόηση και ερμηνευτική
πολλά επίπεδα συμπεριφοράς, οργάνωσης, των δομών, των κοινωνικών φαινομένων,
επιλογών και εκδηλώσεων (στο κοινωνικό, των συμπεριφορών και των επιλογών των
οικονομικό, τεχνολογικό, ιδεολογικό ή και προϊστορικών ομάδων– αφήνουν την αρ-
‘πολιτικό’ επίπεδο) αλλά και σε κλίμακες χαιολογική έρευνα απελπιστικά μόνη να
αναζήτησης διαφορετικών μεγεθών, προ- ‘ψηλαφίσει’ την ιστορική εξέλιξη (Bailey
σωπικών, συλλογικών, φυλετικών, κοινο- 2007: 198). Μόνη, σε μια αναζήτηση που τη
τικών κλπ. (Horden & Purcell 2000). Και χαρακτηρίζει από τη μια μεριά η σχεδόν η
δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι την αινιγ- εξιδανίκευση –αναγκαστική χωρίς αμφιβο-
ματική αυτή ιστορική εξέλιξη της πρώιμης λία και συχνά καταναγκαστική– και μυθο-
προϊστορίας της περιοχής δεν μπορεί παρά ποίηση των ιδιοτήτων του υλικού και από

Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: efstrati@hist.auth.gr


Αρχαιολόγος, Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου, e-mail: kyriakoud@cytanet.com.cy


∗∗
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
54

την άλλη η ανθρώπινη πράξη σε ό,τι αυτή των μεσολιθικών που αμέσως ακολουθούν
παραπέμπει, σημειολογικά ή πραγματικά. για τα επόμενα 2.000 χρόνια και μέχρι το τέ-
Συνδετικός κρίκος και των δυο εξακολουθεί λος της 8ης χιλ. π.Χ. είναι ένα εξαιρετικά ενδι-
να παραμένει η επιλογή, η διαδικασία αλλά αφέρον ‘προ’-ιστορικό ζήτημα για το οποίο
και το περιεχόμενο της επιτόπιας αρχαιο- δυστυχώς ελάχιστες είναι οι διαθέσιμες
λογικής έρευνας και της κάθε ‘περίπτωσης αρχαιολογικές πληροφορίες μέχρι σήμερα
έρευνας’ (case study). (Galanidou & Perlès 2003; Σάμψων 2006).
Εξαιρούνται ίσως τα αρχαιολογικά στοιχεία
της Μεσολιθικής Περιόδου που θα τη χρονο-
Οι τελευταίοι κυνηγοί και τροφο-
λογούσε κανείς αμέσως μετά την 9η χιλ. π.Χ.
συλλέκτες στον ελλαδικό χώρο
(Perlès 2001). Στοιχεία σημαντικά που πα-
H επιλογή του χώρου της έρευνας του ραμένουν ωστόσο μόνο ενδεικτικά του εύ-
νησιωτικού Αιγαίου και της Κύπρου αλλά ρους των πληροφοριών που αναζητούνται.
και του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που Οι έρευνες του Α. Σάμψων στα νησιά Γιούρα,
έχουν να καταθέσουν αυτές οι περιοχές Κύθνο και τελευταία στην Ικαρία που φαί-
για τις πρώιμες κοινωνίες της ανατολικής νεται να σπρώχνουν τις αρχαιολογικές πλη-
Μεσογείου, έρχεται να καλύψει ένα ιδιαί- ροφορίες που υπάρχουν μέχρι τις αρχές της
τερα σημαντικό κενό της αρχαιολογικής 9ης χιλιετίας αναφέρονται σε ζητήματα τε-
προϊστορικής γνώσης των πολιτισμικών χνολογίας και οικονομίας μιας μεσολιθικής
ανακατατάξεων που συνέβησαν τα τελευ- παράδοσης και ενός τροφοσυλλεκτικού και
ταία 20.000 χρόνια σ’ ένα ευρύ γεωγραφικό κυνηγετικού τρόπου ζωής που βλέπει πίσω
χώρο ο οποίος ξεκινά από το Αιγαίο, περνάει στα τελευταία χρόνια της Παλαιολιθικής Πε-
στην Ανατολία και φτάνει στην Κύπρο (Σχ. ριόδου και κυρίως στις αρχές του Ολόκαινου
1) (Guilaine 2003; Mithen 2003). Το ίδιο (Sampson 2008a, 2008b: 13; Sampson et al.
ενδιαφέρουσα είναι η έμμεση και αδιόρατη 2009: 321). Τι προηγείται, ωστόσο, αυτής
–σ’ αυτή τη φάση της έρευνας τουλάχιστον– της περιόδου ήταν μέχρι σήμερα εντελώς
σχέση της αρχαιολογίας των περιοχών αυ- άγνωστο για την περιοχή του νησιωτικού
τών μεταξύ τους αλλά και με το διευρυμένο Αιγαίου και αποσπασματικά γνωστό για τον
πια σήμερα χώρο της Μέσης Ανατολής και υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Γιατί, αν εξαιρέσει
τον πλούσιο αρχαιολογικό προβληματι- κανείς την αδημοσίευτη αλλά πολύ σημα-
σμό που κυριαρχεί στις τελευταίες έρευνες ντική βραχοσκεπή της Μπόιλα στην Ήπειρο
πεδίου εκεί. Η ερευνητική επιλογή για τις με τη στρωματογραφία της να καλύπτει σε
περιοχές της Λήμνου και της Κύπρου που μεγάλο βαθμό τις τελευταίες χιλιετίες της
ίσως φαντάζει λίγο ανορθόδοξη έχει τα χα- Παλαιολιθικής και τις πρώτες του Ολόκαι-
ρακτηριστικά της αντίφασης που συνήθως νου, δεν έχουμε τίποτα άλλο στη διάθεσή
καταλήγει να χαρακτηρίζει κάθε προσωπι- μας εκτός από τις στρωματογραφίες της
κή ερευνητική δέσμευση και αρχαιολογική βραχοσκεπής του Κλειδιού, της σπηλιάς της
αφήγηση: το τυχαίο μαζί με το προσχεδια- Θεόπετρας και βέβαια του Φράνχγθι με όσα
σμένο. Αυτή τελικά καταλήγει να αποτελεί εγγενή προβλήματα αυτές οι ανασκαφικές
και την ελκυστικότητα της αρχαιολογικής ακολουθίες παρουσιάζουν εξαιτίας γεωμορ-
έρευνας. φολογικών και ταφονομικών παραγόντων
Η φυσική παρουσία και οι κάθε είδους (Kotjabopoulou & Adam 2004: 37). Στην
επιλογές των τελευταίων ομάδων κυνηγών τελευταία ανασκαφή στη σπηλιά Σαρακη-
τροφοσυλλεκτών της Παλαιολιθικής του νός της Βοιωτίας ο Α. Σάμψων φαίνεται να
ελλαδικού χώρου –που χρονολογικά το- τεκμηριώνει τουλάχιστον ενδεικτικά την
ποθετείται κάπου ανάμεσα στο 15.000 και παρουσία στρωμάτων που χρονολογούνται
10.000 χρόνια πριν από σήμερα– αλλά και στα όρια μετάβασης στο Ολόκαινο γύρω στο
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
55

10.000 π.Χ., με τη διαθέσιμη αρχαιολογική μενα από επιφανειακές έρευνες με έμφαση


εικόνα να παραμένει δυστυχώς αποσπασμα- κυρίως στην αποκατάσταση σχετικών χρο-
τική και περιορισμένη σε εργαλειοτεχνικούς νολογικών πινάκων με βάση λιθοτεχνικά
τύπους (Sampson et al. 2008: 199). Το ίδιο χαρακτηριστικά (Yalcinkaya et al. 2002).
συμβαίνει και με τις σπηλιές της Κλεισούρας ΄Έτσι, συστηματικές ανασκαφικές έρευνες
που προσφέρουν μια αντίστοιχα ενδεικτική δυστυχώς απουσιάζουν και από την Ανατο-
εικόνα για την περιοχή της Πελοποννήσου λία εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως
(Koumouzelis et al. 2005: 33). Συνοπτικά θα οι γειτονικές σπηλιές Kara’in και Öküzini
έλεγε κανείς ότι η αρχαιολογική εικόνα της που αποκτούν αναπόφευκτα εμβληματικό
περιόδου αυτής του ελλαδικού χώρου πα- χαρακτήρα (Kartal 2002: 235). Αυτό σημαί-
ραμένει σε πολλά της σημεία προβληματική νει ότι οι δυναμικές και πλούσιες χωρίς αμ-
αλλά και αισιόδοξη ταυτόχρονα για το τι θα φιβολία πολιτισμικές ‘εκδοχές’ και ‘τοπικές
μπορούσε να επιφυλάσσει μια συστηματική ιστορίες’ των κοινωνιών που έζησαν στις
έρευνα πεδίου στο άμεσο μέλλον με διευρυ- εκτεταμένες χρονικά αυτές ‘προ’-ιστορικές
μένους αρχαιολογικούς στόχους. περιόδους εγκλωβίζονται στην επιφανειακή
Χωρίς ο χώρος εδώ να προσφέρεται για στατικότητα (επανάληψη, συντηρητικότη-
μια σε βάθος αναζήτηση των αιτίων για τη τα) αρχαιολογικών τεχνολογιών και τύπων
φτωχή αυτή ερευνητική εικόνα του τέλους που δείχνουν να παραμένουν χωρίς σημα-
της Παλαιολιθικής και των αρχών του Ολό- ντική διαφοροποίηση για ολόκληρες χιλιετί-
καινου στον ελλαδικό χώρο, θα μπορούσε ες, χωρίς ταυτόχρονα καμία άλλη κατηγορία
κανείς να επισημάνει την έλλειψη επικε- υλικού να μπορεί να συνεισφέρει στην εξει-
ντρωμένων στην περίοδο αυτή επιτόπιων δίκευση της πραγματικής ζωής των ομάδων
συστηματικών αναζητήσεων με αποτέλε- αυτών. Το ίδιο ενδεικτική παραμένει επίσης
σμα οι διαθέσιμες αρχαιολογικές πληροφο- και η απουσία μιας πλούσιας σειράς ραδιο-
ρίες να παραμένουν ουσιαστικά στα όσα χρονολογήσεων που θα μπορούσε να ελέγ-
ήταν ήδη γνωστά εδώ και τουλάχιστον δυο χει τουλάχιστον χρονικά την αχανή περίοδο
δεκαετίες. ΄Έτσι, η περίοδος της Ανώτερης των τελευταίων χιλιετιών της Παλαιολιθι-
Παλαιολιθικής – Επιγραβέττιας ή Επιπα- κής και των πρώτων χρόνων του Ολόκαινου
λαιολιθικής, με όρους νοτιοευρωπαϊκούς ή στον χώρο του Αιγαίου.
μεσανατολίτικους αντίστοιχα, σηματοδοτεί
σταδιακά και όσο πλησιάζουν οι αρχές του Η έρευνα στη Λήμνο
Ολόκαινου, δηλαδή το 10.000 π.Χ., το τέλος
μιας μακράς τροφοσυλλεκτικής και κυνηγε- Με δεδομένα όλα αυτά ήταν μεγάλη η έκ-
τικής παράδοσης στην ελληνική χερσόνησο πληξή μας όταν ψάχνοντας κάποιο σημείο
και το Αιγαίο (Kaczanowska & Kozlowski για μπάνιο στην εκτεταμένη παραλία Λουρί
2006: 67). Μικρές αριθμητικά κοινωνίες της Φυσίνης στη νοτιοανατολική πλευρά της
που είναι γνωστές αρχαιολογικά μέσα από Λήμνου το καλοκαίρι του 2007 αντικρίσαμε
γενικούς και σε μεγάλο βαθμό άγνωστους τα επιφανειακά λείψανα μιας εντυπωσια-
όρους μετακίνησης και εγκατάστασης, κα- κής σε ποσότητα ευρημάτων και ποιότητα
θημερινών παραγωγικών επιλογών, τεχνο- λίθινου υλικού προϊστορικής εγκατάστασης
λογίας και τυπολογίας λιθοτεχνιών ή της (Σχ. 2). Επρόκειτο για ένα υποτυπωδώς κα-
αναζήτησης και ανταλλαγών πρώτων υλών τασκευασμένο πάρκινγκ αυτοκινήτων, 15
και ιδεολογικών πρακτικών. Η ελλιπής αυτή μέτρα από τη θάλασσα, όπου η μπουλντό-
αρχαιολογική εικόνα αφορά και τμήματα ζα είχε απλά ξύσει ένα σημείο της παραλίας
του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου –κυρί- αφαιρώντας ένα στρώμα άμμου πάχους 30-
ως της Ανατολίας– όπου και εκεί τα δεδομέ- 50 εκ. και αποκαλύπτοντας σε πολλά σημεία
να παραμένουν αποσπασματικά προερχό- την επιφάνεια απολιθωμένου αιολίτη που
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
56

Εικ. 1. Μια άποψη της θέσης του Ούριακου στην παραλία Λουρί της Φυσίνης στη Λήμνο.

τουλάχιστον 1.500 τ.μ. (Εικ. 1). Περπατώντας


στον γύρω χώρο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστι-
κά της αρχαιολογικής θέσης άρχισαν σιγά
σιγά να αποκαλύπτονται. Επρόκειτο για μια
θίνα, έναν αμμόλοφο ο οποίος είχε αρχίσει να
απολιθώνεται μετατρεπόμενος σε αιολίτη.
Τα δυο ρυάκια δεξιά και αριστερά της θέσης,
από όπου και πήρε το όνομα «Ούριακος» η
θέση, συνιστούσαν εμφανέστατα ένα ελκυ-
στικό χώρο μιας πολύ παλιάς ανθρώπινης
εγκατάστασης. ΄Όπως βέβαια και η εκτετα-
μένη πεδινή ενδοχώρα που εκτεινόταν αμέ-
σως πίσω της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το
ενδιαφέρον του συγκεκριμένου σημείου της
παραλίας όπως θα γίνει εμφανές αμέσως πιο
κάτω. Η πρώτη επαφή με τον χώρο το 2007
ανέδειξε πολύ γρήγορα και τη μοναδικότη-
Σχ. 2: Το νησιωτικό Αιγαίο και η θέση Ούριακος τά του με δυο κυρίαρχα στοιχεία: τη μεγάλη
στη Λήμνο. ποσότητα των ευρημάτων, την εντυπωσιακή
πυκνότητά τους και την τυπολογία των ερ-
αποτελούσε, όπως αποδείχτηκε, την παλαι- γαλείων, η οποία εμφανέστατα και από την
ότερη επιφάνεια χρήσης μιας ανθρώπινης πρώτη στιγμή παρέπεμπε σε άγνωστες μέχρι
κατασκήνωσης με εκατοντάδες εργαλεία και σήμερα και ιδιαίτερα πρώιμες για το Αιγαίο
απολεπίσματα διασκορπισμένα σε έκταση περιόδους. Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι,
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
57

ενώ η ποσότητα έγινε αμέσως φανερή αφού


επρόκειτο για εκατοντάδες εργαλεία, δεν συ-
νέβη το ίδιο και με την πυκνότητα του επιφα-
νειακού υλικού. Αυτό το συνειδητοποιήσαμε
όταν την επόμενη χρονιά1 (2008) και μετά
την ενημέρωση της Όλγας Φιλανιώτου, Προ-
ϊσταμένης της Εφορείας της Λέσβου όπου
ανήκει αρχαιολογικά η Λήμνος, αποφασίστη-
κε μια πρώτη διερευνητική και παράλληλα
σωστική παρέμβαση στον χώρο, τα αποτελέ-
σματα της οποίας ανέδειξαν τον πλούτο και
τη μοναδικότητά της (Εικ. 2).
Η πρώτη συστηματική –με χρήση καννά-
βου– επιφανειακή συλλογή στον Ούριακο
το 2008 και σε μια έκταση λίγων δεκάδων
τ.μ. οδήγησε στη συλλογή και καταγραφή
ενός εντυπωσιακού αριθμού δύο χιλιάδων Εικ. 2: Η πρώτη επιφανειακή συλλογή λίθινου
λίθινων ευρημάτων, εργαλείων και απολε- υλικού από τη θέση το 2008.
πισμάτων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια με
μια πρόχειρη τομή να ελεγχθεί το βάθος της
αρχαιολογικής επίχωσης, η οποία και απο-
δείχθηκε σημαντική, κάτι που στη συνέχεια
θα οδηγούσε και στην ανασκαφική διερεύ-
νηση του χώρου με προϋποθέσεις επιτυχί-
ας. Το πρώτο χαρακτηριστικό της θέσης το
οποίο επισημάνθηκε πολύ γρήγορα ήταν οι
πρωτόγνωροι όχι μόνο για το Αιγαίο αλλά
και για τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο
(Βαλκανική) μικρολιθικοί εργαλειακοί τύποι
και συγκεκριμένα τα λεγόμενα lunates (μι-
σοφέγγαρα, ημισέλινα) (Εικ. 3). ΄Άλλοι πάλι
τύποι όπως ξέστρα, μικρο-λεπίδες, γλυφίδες Εικ. 3: ‘Ένα τυπικό μικρολιθικό ‘μισοφέγγαρο’
(lunate) από τον Ούριακο.
και βέβαια πυρήνες, αν και πιο διαδεδομέ-
νοι, εντυπωσιάζουν με την ποιότητα του
πυριτολιθικού υλικού που χρησιμοποιήθη-
κε (Εικ. 4). ΄Έτσι προέκυψε άμεση και επιτα-
κτική η ανάγκη εντοπισμού των πηγών προ-
μήθειας της πρώτης ύλης. Πού βρίσκονταν
αυτές; Πόσο κοντά στη θέση; Υπήρχαν στο
ίδιο το νησί ή σε άλλα κοντινά; Αν ναι, τότε

Στη σύντομη έρευνα του 2008 πήρε μέρος ο P. Biagi


1

του Πανεπιστημίου της Βενετίας. Οφείλουμε ιδιαί-


τερες ευχαριστίες στη συνάδελφο κυρία Ο. Φιλανι-
ώτου για την αποδοχή της έρευνας και την κάθε εί-
δους βοήθεια που μας παρείχε σ’ όλα τα στάδια της Εικ. 4: Πυρήνες για την κατασκευή λίθινων ερ-
επιτόπιας έρευνας. γαλείων στη θέση.
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
58

μήπως αυτός είναι και ο λόγος παρουσίας της το λένε οι ντόπιοι– σε απόσταση 7 χλμ. ΒΔ
πλούσιας και επίμονης χρονικά αυτής εγκα- του Ούριακου (Εικ. 5). Από το έξαρμα και το
τάστασης στη Λήμνο; Είναι άλλωστε γνωστό γύρω χώρο του αλλά και την παραλία όπου
και επομένως αναμενόμενο ότι οι πρώιμες απολήγει η χαράδρα με την πηγή του πυρι-
εγκαταστάσης βρίσκονται εκεί όπου υπάρ- τόλιθου συνελέγησαν πολλά λίθινα εργαλεία
χουν τουλάχιστον νερό και πρώτες ύλες κα- διαφορετικών εποχών. Επίσης εντοπίστηκαν
τασκευής εργαλείων για να ακολουθήσουν στην ευρύτερη περιοχή και άλλα πολύ μικρό-
ως κριτήρια επιλογής χώροι κυνηγιού, προϋ- τερα σε έκταση επιφανειακά σημεία με πυρι-
ποθέσεις τροφοσυλλογής κλπ. ΄Έτσι, η μικρής τολιθική ύλη που εν δυνάμει θα μπορούσαν
διάρκειας έρευνα του 2008 συμπεριέλαβε και να αποτελούσαν και αυτά πηγές προμήθειας
την αναζήτηση πηγών πυριτόλιθου στη γύρω υλικού για την κατασκευή εργαλείων στα
περιοχή. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσια- προϊστορικά χρόνια (Εικ. 6).
κά με τον εντοπισμό ενός μεγάλου εξάρματος Την επόμενη χρονιά, το 2009, η έρευνα2
πυριτιομένου ανδεσίτη –το ‘Ζαμπελάκι’, όπως υπήρξε περισσότερο συστηματική και περι-

Εικ. 5: Το εντυπωσιακό έξαρμα Ζαμπελάκι -πηγή προμήθειας πυριτόλιθου στη Λήμνο.

2
Η έρευνα του 2009 χρηματοδοτήθηκε από το INSTAP (Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας) και σ’ αυτή συμμε-
τείχαν οι αρχαιολόγοι καθηγητές P. Biagi του Πανεπιστημίου της Βενετίας και A. J. Ammerman του Πανεπιστη-
μίου της Νέας Υόρκης, ο γεωλόγος Γ. Συρίδης, αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ, η ανθρακολόγος Μ. Ντίνου
του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο αρχαιολόγος Δ. Κυριάκου και οι πτυχιούχοι Π. Αντωνιάδου και Σ. Δελημήτρου
του ΑΠΘ και οι Γ. Βοσκός, Δ. Κλουκίνας, Ε. Καλογιροπούλου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιδιαίτερες ευχαριστίες
ανήκουν στο Δήμαρχο Μούδρου για τη βοήθειά του.
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
59

Εικ. 6: Διάσπαρτο πυριτολιθικό υλικό από δια- Εικ. 8: Μονάδα επιφανειακής συλλογής στον Ού-
φορετικά σημεία στην ευρύτερη περιοχή του ριακο.
Ούριακου.
πυκνότητα του υλικού με ποσότητες που
ανέρχονται από εκατοντάδες μέχρι και λίγες
χιλιάδες λίθινα εργαλεία και απολεπίσματα
(Εικ. 8). Η ανασκαφή είχε θέσει τους πα-
ρακάτω στόχους: 1) την επιβεβαίωση του
πάχους της αρχαιολογικής επίχωσης, 2) την
αναζήτηση απαντήσεων στο ερώτημα κατά
πόσο το υλικό ήταν ‘στρωματογραφημένο’,
3) την απάντηση στο ερώτημα ποιά είναι η
έκταση της εγκατάστασης δηλαδή η κατα-
νομή των αρχαιολογικών επιχώσεων στο
χώρο, 4) η αναζήτηση πιθανών σταθερών
χαρακτηριστικών εγκατάστασης, εστιών
ή άλλων αρχιτεκτονικών κλπ, 5) η συλλο-
γή και μελέτη διατροφικών καταλοίπων
(μαλακολογικού υλικού, ανθρακολογικού
υλικού) και τέλος 6) η συλλογή οργανικού
υλικού που θα προσφέρονταν για ραδιοχρο-
νολογικές αναλύσεις (κάρβουνο) (Εικ. 9).
Παράλληλα ξεκίνησε και η γεωλογική μελέ-
τη της θέσης –ουσιαστικά της θίνας– ενώ
προγραμματίστηκε για το άμεσο μέλλον
η πολύ σημαντική για την κατανόηση της
Εικ. 7: ΄Άποψη του κάνναβου συλλογής επιφα- εξέλιξης της εγκατάστασης και της ακολου-
νειακού υλικού (2008, 2009) και των ανασκαφι-
θίας των στρωμάτων της θέσης μελέτη της
κών τομών (2009).
δυναμικής της κοντινής ακτογραμμής, αφού
ελάμβανε την επέκταση του χώρου συστη- η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης τα τελευ-
ματικής επιφανειακής περισυλλογής αλλά ταία 20.000 χρόνια θα πρέπει να έχει μετα-
και το άνοιγμα συγκεκριμένων ανασκαφι- κινήσει την ακτογραμμή εκείνης της εποχής
κών τομών (Εικ. 7). Τα αποτελέσματα ήταν τουλάχιστον 5 χλμ. μέσα στη θάλασσα. Αυτό
εξαιρετικά αφού επιβεβαιώθηκε και ανα- σημαίνει ότι η εγκατάσταση τα χρόνια εκεί-
σκαφικά η ήδη παρατηρημένη επιφανειακή να δεν ήταν πάνω στην παραλία όπως είναι
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
60

Εικ. 9. ΄Άποψη ανασκαφικής τομής στον Ούριακο το 2009.

σήμερα, αλλά βαθύτερα στην ενδοχώρα.


Μια πρώτη ανάλυση και συζήτηση των
εργαλειακών τύπων του Ούριακου από
τον P. Biagi, που τελικά οδήγησε και στη
χρονολογική εκτίμηση της θέσης γύρω στα
14.000 χρόνια πριν από σήμερα (12.000
π.Χ.), περιγράφει μια λιθοτεχνία που βασι-
ζόταν στη χρήση ντόπιου υλικού, κυρίως
ίασπη αλλά και ανδεσίτη, με τη μορφή μι-
κρών πυρήνων ή βοτσάλων, πιθανότατα
από τη γνωστή πηγή του νησιού. Η πρώτη
ύλη μεταφερόταν στη θέση όπου και γινό-
ταν η επεξεργασία της, όπως φανερώνει
Εικ. 10: Τυπικά μικρολιθικά εργαλεία (μισοφέγ-
η ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων πυρήνων,
γαρα/lunates) της θέσης.
απολεπισμάτων και υπο-προϊόντων (φο-
λίδες) διαφορετικών φάσεων κατασκευής.
Τα πιο χαρακτηριστικά ωστόσο εργαλεία ται για μια μοναδικά πρώιμη για το Αιγαίο
της θέσης είναι τα μικρολιθικά μισοφέγγα- λιθοτεχνία –μια πιθανότατα προδρομική
ρα (lunates) φτιαγμένα ωστόσο χωρίς τη φάση του ‘μεσολιθικού’ Κεραμέ της Ικαρί-
χρήση μικρογλυφικής τεχνικής όπως και τα ας– που θα πρέπει να αποδοθεί στις τελευ-
κοντά ή μακριά τερματικά ξέστρα και μι- ταίες χιλιετίες του Πλειστόκαινου. Τα μόνα
κρολεπίδες (Εικ. 10). Η εκτίμηση και άλλων γνωστά και δημοσιευμένα παράλληλα που
ειδικών που είδαν το υλικό είναι ότι πρόκει- υπάρχουν μέχρι σήμερα από τον ευρύτερο
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
61

γεωγραφικό χώρο είναι από τη σπηλιά του χαμηλότερη από τη σημερινή είναι πολύ πι-
Öküzini της περιοχής της Αττάλειας στη νο- θανό ότι η Λήμνος αποτελούσε ακόμα μέρος
τιοδυτική Ανατολία (στρώματα ΙΙΙ-VI), όπου της χερσονήσου της Ανατολίας (Lambeck
μπορεί κανείς να συναντήσει παρόμοια σύ- 1996: 588; Alpar 2001: 95). Η μελέτη της
νολα με τύπους ‘μισοφέγγαρα’ (lunates) και δυναμικής της ακτογραμμής αναμένεται στο
τα οποία (στρώματα) ραδιοχρονολογούνται άμεσο μέλλον να εξειδικεύσει πολλά από τα
ανάμεσα στο 14.000 και το 12.500 πριν από ζητήματα που είναι βέβαιο ότι καθόριζαν
σήμερα, αγγίζοντας την περίοδο της λεγόμε- και τη συμπεριφορά αλλά και τις επιλογές
νης Νεότερης Δρυάδος (Younger Dryas), το των κυνηγετικών ομάδων του νησιού στο
σημαντικό αυτό κρύο επεισόδιο με τις φη- τέλος του Πλειστόκαινου.
μολογούμενες επιπτώσεις του για την αρχή Τα ανασκαφικά ευρήματα του 2009,
της γεωργίας στη Μ. Ανατολή (Kartal 2002: πρώτον, επιβεβαίωσαν ότι το αρχαιολογι-
238; Bar-Yosef & Belfer-Cohen 2002: 55). Θα κό υλικό είναι σχεδόν στη θέση του, ίσως
πρέπει εδώ να τονιστεί ότι τα ‘μισοφέγγα- με μια ελάχιστη μετακίνηση από την αρχική
ρα’ είναι γενικά σπάνια στο βαλκανικό και του θέση απόθεσης· δεύτερον, περιλαμβά-
νοτιοευρωπαϊκό χώρο ενώ παραπέμπουν νουν καμένα διατροφικά κατάλοιπα όπως
άμεσα στον αντίστοιχο μεσανατολικό χω- οστά ζώων, μικρά, σπασμένα και αδιάγνω-
ρίς βέβαια να υπονοείται μια άμεση σχέση στα δυστυχώς, όπως και στρείδια· τρίτον,
του Αιγαίου με τον τελευταίο, τουλάχιστον έδειξαν ότι η έκταση της θέσης ξεπερνά τα
σ’ αυτή τη φάση της έρευνας. Το άλλο πολύ 2.000 τ.μ. και πολύ πιθανό να είναι ακόμα
ενδιαφέρον στοιχείο που πρόκειται να διε- μεγαλύτερη. Τέταρτο, αποκάλυψαν ότι η
ρευνηθεί άμεσα (ίχνη χρήσης) είναι ότι τα αρχαιολογική επίχωση της εγκατάστασης
χαρακτηριστικά των εργαλειακών τύπων είναι ικανοποιητική ξεπερνώντας σε πολλά
φαίνεται να υποκρύπτουν κυρίως κυνηγε-
τικές δραστηριότητες για τους επίμονους
ενοίκους της κατασκήνωσης, λ.χ. ξέστρα για
το γδάρσιμο των ζώων, και το ενδεχόμενο η
χρήση των μικρολιθικών ‘μισοφέγγαρων’ να
αποτελούν και τμήματα καμακιών για ψάρε-
μα να βρίσκεται υπό διερεύνηση. Το τελευ-
ταίο αυτό έχει μια ιδιαίτερη δυναμική, αφού
παραπέμπει στις τελευταίες προτάσεις για
περιπλανώμενους ‘προ-Νεολιθικούς’ ναυτι-
κούς στη ΝΑ Μεσόγειο, μια ενδιαφέρουσα
υπόθεση εργασίας που θα πρέπει ωστόσο
να τεκμηριωθεί (Ammerman 2010, 2011).
Η έρευνα στον Ούριακο χωρίς αμφιβο-
λία θίγει και άλλα γενικότερα και ενδια-
φέροντα προϊστορικά ζήτημα, όπως αυτό
της θαλάσσιας στάθμης της ανατολικής-
βορειοανατολικής πλευράς της Λήμνου προς
την Ανατολία -και ιδιαίτερα σε σχέση με το
σημερινό νησί της ΄Ίμβρου-, κάτι που είναι
καθοριστικό για την κατανόηση της καθη-
μερινής ζωής στον Ούριακο 14.000 χρόνια
πριν από σήμερα. Γιατί είναι δεδομένο ότι Εικ. 11: Η επιφάνεια της θίνας (αιολίτης) και οι
με τη θαλάσσια στάθμη τουλάχιστον 60 μ. ανασκαφικές τομές του 2009.
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
62

σημεία τα 30 εκ. (Εικ. 11). Τέλος, η εξαιρετι- να απαντήσουμε με βεβαιότητα αρνητικά.


κά περιορισμένη ορατότητα επιφανειακού Πέρυσι εντοπίστηκε σε κοντινή απόσταση
υλικού γύρω από τη θέση παραμένει δυστυ- από τη θέση και κατά μήκος της εκτεταμέ-
χώς ένας αρνητικός παράγοντας. νης παραλιακής ζώνης 60 σημεία με παρό-
Αλλά τι ζητούσε μια τέτοια ομάδα επι- μοιο λίθινο υλικό (μικροφολίδες) (Εικ. 12).
παλαιολιθικών κυνηγών καθισμένη σ’ ένα Χωρίς να θυμίζουν σε πλούτο τον Ούριακο
αμμόλοφο όχι πολύ μακριά από την ανα- επιβεβαιώνουν χωρίς αμφιβολία ότι η θέση
τολική παραλία της Λήμνου 14.000 χρόνια δεν ήταν η μοναδική στον χώρο. Μεγαλύ-
πριν από σήμερα; Δεν ξέρω πόσο ελκυστική τερο ενδιαφέρον έχει ίσως το γεγονός ότι
μπορεί να είναι μια τέτοια αφήγηση, αλλά λίγο βορειότερα και σε μια άλλη παραλία
θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ολιγομε- της ανατολικής Λήμνου, εντοπίστηκε μια
λείς ομάδες που έρχονταν ξανά και ξανά και ακόμα ιδιαίτερα πλούσια θέση. Αξίζει να
για πολλά χρόνια στο συγκεκριμένο σημείο σημειωθεί ότι και σ’ αυτή την περίπτωση
όπου υπήρχε φρέσκο νερό για να μαγειρέ- η θέση έγινε ‘ορατή’, γιατί κάποιος είχε ξύ-
ψουν ότι κυνήγησαν στα δασωμένα υψώ- σει την επιφάνεια της παραλίας και ότι και
ματα πίσω τους, για να καταναλώσουν τα αυτή η θέση βρίσκεται πάνω σε στρώματα
ψάρια που έπιασαν ή τα οστρακοειδή, μάζε- απολιθωμένης θίνας (αιολίτη). Είναι προ-
ψαν από την εκτεταμένη ρηχή παραλία που φανές ότι αυτή η εμπειρία πεδίου στη Λή-
εκτεινόταν μπροστά τους. Αλλά χωρίς αμφι- μνο αναδεικνύει μια σειρά από ενδιαφέρο-
βολία και για να προμηθευτούν την πρώτη ντα ζητήματα αρχαιολογικής θεωρίας και
ύλη από την πλούσια πηγή που βρισκόταν πρακτικής (βλ. παρακάτω).
μόνο λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα και που
ίσως ήταν η μοναδική σε μια μεγάλη περι- Η Κύπρος και η Μεση Ανατολή
οχή στο Β. Αιγαίου. Η εικόνα γίνεται ακόμα
στην αρχή του Ολόκαινου
πιο αινιγματική, αν αναρωτηθεί κανείς πως
έφτασαν εκεί. Από τη θάλασσα ή ακολου- Η αρχαιολογία του τέλους της Παλαιο-
θώντας τα ρηχά που διαγράφονται προς λιθικής και των αρχών της Νεολιθικής στον
την πλευρά της πλευράς της ΄Ίμβρου (Alpar ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής –από
2001: 95; Perlès 1979: 82). το 20.000 μέχρι το 10.000 χρόνια πριν από
Στο άλλο ενδιαφέρον ερώτημα εάν ήταν σήμερα– περνάει τις δυο τελευταίες δεκαε-
μόνοι τους στην περιοχή μπορούμε ήδη τίες μια νέα δημιουργική φάση με πολλά νέα
στοιχεία, ανατροπές και υπερβάσεις που έρ-
χονται (ευτυχώς) να αμφισβητήσουν αρχαι-
ολογικές βεβαιότητες πολλών χρόνων –από
την εποχή ακόμα του Robert Braidwood–
αλλά και να προτείνουν νέες ιδέες (Σχ. 1)
(Cauvin 2000; Bar-Yosef & Belfer-Cohen
2002: 55; Peltenburg & Wasse 2004). Μέσα
σ’ αυτό το κλίμα οι πρώιμες αρχαιολογικές
εξελίξεις της Κύπρου, όπως εκδηλώθηκαν
τα τελευταία 20 χρόνια στο νησί, έχουν προ-
καλέσει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον
και διαδραματίζουν σήμερα ένα ουσιαστι-
κό ρόλο στις εξελίξεις της περιοχής. Πολύ
σύντομα θα μπορούσε κανείς να ισχυρι-
Εικ. 12: Σημεία με λίθινο υλικό στην παραλία στεί ότι η Κύπρος φαίνεται ότι εντάσσεται
Λουρί αλλά και στον ευρύτερο χώρο της. σταδιακά αλλά σταθερά –και μέσα από μια
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
63

ρου με έμφαση σε ‘δημόσια’ κτίσματα με


συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές επιλογές και
σύνθετες συμβολικές-λατρευτικές εκφρά-
σεις κλπ (Balter 2009: 404). Ή βέβαια όλων
αυτών μαζί. Κυρίαρχο στοιχείο ωστόσο σ’
αυτή τη δυναμική νέα εικόνα παραμένει η
‘οριακότητά’ που χαρακτηρίζει την υλική
(βλ. αρχαιολογική) τεκμηρίωση όλων των
παραπάνω που αποτελεί και τη βάση για
τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που προτεί-
νονται και στις αιτιατές σχέσεις που αναζη-
τούνται (Guilaine 2003). Χωρίς να υπάρχει
χώρος εδώ για αναλυτικότερες αναφορές,
Σχ. 1: Η περιοχή του Αιγαίου και της αν. Μεσογεί- χαρακτηριστικές παραμένουν οι περιπτώ-
ου με τις δύο περιοχές των ερευνών του ΑΠΘ. σεις της ‘δυσανάγνωστης’ πρώιμης ‘δημόσι-
ας’ αρχιτεκτονικής του Nevali Çori, όπως και
πλούσια αρχαιολογική τεκμηρίωση– στη της εντυπωσιακής γλυπτικής του Göbekli
γεωγραφική ‘σκηνή’ των μεσανατολικού Tepe της 9ης χιλ. π.Χ. της NA Τουρκίας. Αλλά
‘δράματος’ που βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμε- και η πρωιμότητα της νεολιθικής οικονομίας
σα στο 11.000 και 9.000 π.X., σε μια περίοδο του Hallan Cemi (10η χιλ. π.X.) ή τα σύνθετα
που η τροφοσυλλογή, το κυνήγι και η επο- λατρευτικά κτίσματα του Jerf el Ahmar της
χική ή ημι-μόνιμη εγκατάσταση μέσα από Συρίας (9η χιλ. π.Χ.) (Özdoğan & Başgelen
αδιευκρίνιστες ακόμα ιστορικές συνθήκες 1999; Stordeur et al. 1996: 1).
και ‘πλοκή’ δίνουν τη θέση τους στη γεωρ- Με τον ίδιο τρόπο η εγκατάσταση στον
γία, την κτηνοτροφία και τα πρώτα χωριά, Αετόκρεμνο του Ακρωτηρίου στην περί-
περνώντας σταδιακά σε νέες μορφές κοι- πτωση της Κύπρου σημάδεψε πριν 20 χρό-
νωνικής, οικονομικής οργάνωσης και ιδεο- νια την πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα
λογικής συγκρότησης (Swiny 2001). Η ρεα- ανθρώπινη παρουσία στο νησί γύρω στο
λιστική πλέον διεύρυνση του θεάτρου των 10.000 π.X. τεκμηριώνοντας πέρα από κάθε
εξελίξεων του τέλους της Επιπαλαιολιθικής αμφιβολία ένα συνεχές θαλασσινό πήγαινε-
(΄Ύστερη Νατούφια φάση) αλλά και των αρ- έλα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών-ναυτικών,
χών του Ολόκαινου (Προκεραμική Νεολιθι- δείχνοντας προς μια αινιγματική για τους
κή Α) βορειότερα της κλασικής πυρηνικής στόχους, τις συνθήκες και τις αιτίες της
περιοχής του Levant περιλαμβάνοντας τη ιδιαίτερα πρώιμη μορφή ναυσιπλοΐας στην
νοτιοανατολική Ανατολία, την περιοχή του ανατολική Μεσόγειο (Simmons 1999, 2008:
Ευφράτη αλλά και τη δυτική Συρία φαίνε- 21; Ammerman 2010). Τα πρώιμα ‘πηγά-
ται στις μέρες μας να αφορά και την Κύπρο δια’ στα Μυλούθκια και η εγκατάσταση του
(Clarke 2007). Οι εξελίξεις αυτές εξειδικεύο- Σκυλλουρόκαμπου τεκμηρίωσαν στη συ-
νται πολιτισμικά και τεκμηριώνονται αρχαι- νέχεια την άφιξη των πρώτων γεωργοκτη-
ολογικά με όρους άλλοτε περιβαλλοντικούς, νοτρόφων στο νησί το τελευταίο τέταρτο
όπως λ.χ. οι επιπτώσεις του λεγόμενου ‘κρύ- της 9ης χιλ. π.X. (Swiny 2001; Peltenburg &
ου επεισοδίου’ της Νεότερης Δρυάδος στην Wasse 2004). Ο A. J. Ammerman εντοπί-
αρχή της γεωργίας, άλλοτε οικονομικούς, ζει το 2005 τρεις τουλάχιστον παραλιακές
με την εμφάνιση της πρώιμης καλλιέργει- προ-νεολιθικές, όπως τις περιγράφει, θέσεις
ας, και άλλοτε αλλαγών στις κοινωνικές σε περιοχές της Αγ. Νάπα και του Ακάμα
σχέσεις και τις συλλογικές συμπεριφορές, (Ammerman et al. 2006: 1, 2008: 1). Η έντα-
όπως λ.χ. η οργάνωση του δομημένου χώ- ξή τους στον ορίζοντα του Ακρωτηρίου ή
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
64

και παλιότερα, όπως πιστεύει ο ίδιος, εξακο-


λουθεί να παραμένει το ζητούμενο, με τις δι-
αθέσιμες ραδιοχρονολογήσεις να μην το επι-
βεβαιώνουν μέχρι σήμερα. Υπάρχει βέβαια
η πρωιμότητα της λιθοτεχνίας τους που
φαίνεται να τις εντάσσει στον παλαιότερο
ορίζοντα του Ακρωτηρίου. Την ίδια περίπου
εποχή η C. McCartney εντοπίζει ανασκαφικά
και σε πλαίσια αρχαιολογικά ασφαλή –λόγω
και των ραδιοχρονολογήσεων που υπάρ-
χουν– τη θέση Αγ. Βαρβάρα-Ασπρόκρεμνος, Σχ. 3: Η Κύπρος και η περιοχή της επιφανειακής
η οποία μεταθέτει την άφιξη των πρώτων και ανασκαφικής έρευνας στις νότιες υπώρειες
γεωργικών ομάδων από τη Μ. Ανατολή ακό- του Τροόδους στην περιοχή της Πάφου.
μα νωρίτερα, στο πρώτο μισό της 9ης χιλ. π.X.
(McCartney et al. 2007: 27; McCartney υ.δ.). επιτόπια έρευνα στην ορεινή Πίνδο, όπου
΄Έτσι η νέα πρώιμη αρχαιολογική εικόνα για πρώτη φορά τεκμηριώθηκε η ανθρώπι-
της Κύπρου αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδια- νη παρουσία και δραστηριότητα σε θεωρού-
φέρουσα και ερεθιστική και εντάσσεται στα μενες μέχρι σήμερα περιθωριακές αρχαιολο-
πλαίσια των τελευταίων μεσανατολικών εξε- γικά περιοχές, όπως θεωρούνταν ότι είναι οι
λίξεων συνεισφέροντας στη δυναμική αρχαι- κορυφογραμμές και περάσματα της κεντρι-
ολογική και ιστορική προβληματική της περι- κής Ελλάδας που ξεπερνούν το υψόμετρο
οχής και της εποχής (McCartney & Peltenburg των 2.000 μ. (Efstratiou et al. 2006: 414),
2000: 8). Υπό αυτές τις συνθήκες η πιθανότητα επιχειρήθηκε η μεταφορά και στην Κύπρο
λ.χ. το οστεολογικό υλικό των άγριων χοίρων του ίδιου ‘μοντέλου εντοπισμού θέσεων’
μικρού μεγέθους που βρέθηκαν στο Ακρωτή- (site location model) (Σχ. 3). Στόχος ήταν
ρι (10.000 π.X.) να προέρχεται από παρόμοια και εδώ να διερευνηθεί εάν και κατά πόσο
ζώα που ζούσαν στη νησί μεταφερμένα από το βουνό του Τροόδους είχε κατοικηθεί στα
ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που πη- πρώιμα προϊστορικά χρόνια και πιο συγκε-
γαινοέρχονταν από την απέναντι χώρα αρκε- κριμένα από παλαιολιθικές ή μεσολιθικές
τά νωρίτερα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες. Το
να καταγράφεται στην Κύπρο κάποιου είδους ερώτημα που αποτέλεσε και την αφετηρία
συστηματική εκμετάλλευση των γουρουνιών της έρευνάς μας ήταν αν οι οπορτουνιστές
1.500 χρόνια πριν την τεκμηριωμένη εξημέ- κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες-ψαράδες και ‘τυ-
ρωσή τους (predomestic management) στη Μ. χοδιώκτες’ των παραλίων του νησιού από
Ανατολή (Vigne et al. 2009: 16135). Αυτό θα τα πρώτα ακόμα χρόνια της παρουσίας τους
σήμαινε την πιθανή ενσωμάτωση μιας τοπι- είχαν ανεβεί στο βουνό πίσω τους (Simmons
κής νησιωτικής ‘εκδοχής’ και ‘μικρο-ιστορίας’ 2008: 21). Θα είχαν άλλωστε πολλούς λό-
στη μεσανατολική προ-νεολιθική αφηγημα- γους να το επιχειρήσουν ακόμα και σ’ αυτή
τική των ιστορικών εξελίξεων των αρχών την πρώιμη εποχή: το κυνήγι, την αναζήτηση
του Ολόκαινου (Peltenburg 2003, 2004: 1). Σ’ πρώτων υλών για την κατασκευή των εργα-
αυτά τα αρχαιολογικά πλαίσια θεωρούμε ότι λείων τους ή ακόμα από περιέργεια ή ίσως
εντάσσεται και η ερευνητική παρουσία του τυχαία. ΄Έτσι το 2006 η «ομάδα της Πίνδου»,
ΑΠΘ στην Κύπρο. αποτελούμενη από τον P. Biagi και με συ-
νεργάτη τον Δ. Κυριάκου και λιγοστούς φοι-
Η έρευνα στην Κύπρο τητές του ΑΠΘ με την άδεια του Τμήματος
Αρχαιοτήτων, πραγματοποίησε μια σύντο-
Πιο συγκεκριμένα, μετά την πετυχημένη μη επιφανειακή έρευνα στο Τρόοδος ακο-
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
65

λουθώντας την ίδια μεθοδολογία που είχε


με επιτυχία ήδη χρησιμοποιηθεί και στην
Πίνδο: επιλεκτική αλλά και σε σημεία εντα-
τική κάλυψη κορυφογραμμών και περασμά-
των, κοντά σε πηγές νερού και πυριτόλιθου.
΄Έτσι καλύφθηκε σχεδόν ολόκληρος ο ορει-
νός όγκος του Τροόδους φτάνοντας και σε
μεγάλα υψόμετρα (1.300 μ.), αλλά δυστυ-
χώς χωρίς αποτελέσματα (Εικ. 13). Ο σχε-
δόν προφανής λόγος ήταν ότι το απότομο
ανάγλυφο λόγω γεωλογικής καθαρά προέ-
λευσης του βουνού δεν προσφέρονταν για
κανενός είδους ανθρώπινη δραστηριότητα. Εικ. 13: Οι κορυφογραμμές του Τροόδους όπου η
Βρέθηκαν σε σημεία κάποια ελάχιστα ίχνη επιφανειακή έρευνα δεν κατόρθωσε να εντοπί-
δουλεμένου πυριτόλιθου αλλά χωρίς περισ- σει αρχαιολογικές ενδείξεις.
σότερα διαγνωστικά στοιχεία.
Την επόμενη χρονιά (2007) η ίδια ομάδα
αποφάσισε να καλύψει τις αμέσως χαμηλό-
τερες υψομετρικά ζώνες στις υπώρειες του
Τροόδους και σε υψόμετρα μεταξύ 400 και
600 μ., με κατεύθυνση προς την πλευρά της
Πάφου, καλύπτοντας κυρίως τα άνω τμή-
ματα των κοιλάδων του Διάριζου και Ξερού,
ποταμών όπου η βλάστηση ήταν περιορι-
σμένη και το ανάγλυφο του εδάφους δεν
είναι τόσο απότομο, όπως συνέβαινε με τις
περιοχές του κεντρικού Τροόδους. Τα απο-
τελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά
(Εικ. 14). Εντοπίστηκαν πηγές πυριτόλιθου, Εικ. 14: Η περιοχή της επιφανειακής έρευνας
αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι βρέθη- στο Τρόοδος και σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέ-
κε στο άνω τμήμα του Ξερού ποταμού και ροντος (λίθινο υλικό και πηγές πυριτόλιθου).
κοντά στα απότομα βράχια του Αγ. Ιωάννη
και στο μεσαιωνικό γεφύρι του Ρουδιά μια
περιφραγμένη αναβαθμίδα με διάσπαρτο
επιφανειακά λίθινο υλικό (Εικ. 15). Είναι το
ίδιο σημείο όπου βρίσκονται τα μεγάλα με-
ταλλικά κλουβιά της μονάδας προστασίας
και αναπαραγωγής γυπών στο νησί. Η το-
ποθεσία ήταν σημαδιακή. ΄Ένα σημείο από
όπου μπορούσε κανείς να κατοπτεύει, να
χρησιμοποιεί και να ελέγχει κάθε πρόσβα-
ση προς τη θάλασσα στα νότια και το βουνό
στα βόρεια. ΄Άλλωστε δεν ήταν τυχαία και η
επιλογή του συγκεκριμένου σημείου από τη
Δασική Υπηρεσία ως χώρου προσέλκυσης Εικ. 15: ΄Άποψη της αναβαθμίδας του Ρουδιά σε
των λιγοστών γυπών που έχουν απομείνει στρατηγική τοποθεσία στο τέλος της κοιλάδας
στο νησί. Η επιφανειακή κάλυψη του «Ρου- του Ξερού ποταμού στις υπώρειες του Τροόδους.
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
66

Εικ. 17: Η ποτάμια αναβαθμίδα του Ρουδιά (δια-


κρίνονται δύο επίπεδα) όπου βρίσκονται και τα
κλουβιά των γυπών.

και εκβάλλουν στη θάλασσα. Πρόκειται για


περιοχές με υψόμετρα μέχρι τα 500 μ. που
μάλλον διευκόλυναν την πρόσβαση των πα-
ραλιακών ομάδων προς την ενδοχώρα. Αυτό
έδειξαν και τα αποτελέσματα της μελέτης
Εικ. 16: Συλλογή επιφανειακού υλικού στον Ρου- του υλικού που συνελέγη από την πρώτη μη-
διά. συστηματική επιφανειακή συλλογή του υλι-
κού από την Carole McCartney (Efstratiou,
διά», όπως ονομάστηκε η θέση, ήταν και ο McCartney, Karkanas & Kiriakou, υ.δ.). Η τυ-
στόχος της επόμενης (2008) σύντομης, επι- πολογία και η τεχνολογία των λίθινων από
λεκτικής και περιορισμένης σε έκταση συλ- τη θέση του Ρουδιά με βάση τις πρώτες εκτι-
λογής λίθινου υλικού3. μήσεις μας παρέπεμπε άμεσα και για πρώ-
Η αποτίμηση της επιτόπιας έρευνάς μας τη φορά για το νησί στη δραστηριοποίηση
στο Τρόοδος το 2008 ήταν ενθαρρυντική. Η προ-νεολιθικών ομάδων στην κυπριακή εν-
αρχική εκτίμηση ότι οι πολύ ορεινές, από- δοχώρα. Δυστυχώς δεν βρέθηκαν άλλες τέ-
τομες και δύσβατες περιοχές του κεντρικού τοιες θέσεις στην περιοχή, αλλά πιστεύουμε
Τροόδους μάλλον δεν προσφέρονταν για ότι είναι θέμα χρόνου να εντοπιστούν.
εξορμήσεις από τις πρώιμες ομάδες του νη- Στη θέση του Ρουδιά επιστρέψαμε το
σιού στα προ-Νεολιθικά χρόνια αποδείχτηκε 20094 για να προχωρήσουμε σε μια συστη-
σωστή. Ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέβαινε ματικότερη συλλογή επιφανειακού υλι-
το ίδιο με τους χώρους που βρίσκονται στο κού (Εικ. 16), με τη χρήση αυτή τη φορά
άνω τμήμα των κοιλάδων ποταμών, όπως καννάβου, αλλά κυρίως για να πραγματο-
του Ξερού, που ξεκινούν από το Τρόοδος ποιήσουμε μικρής έκτασης ανασκαφικές

3
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Τμήμα Αρχαιοτήτων για την άδεια διεξαγωγής της έρευνας και την Υπηρεσία
Δασών της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κάθε δυνατή διευκόλυνση που μας παρείχε στη διάρκεια της έρευ-
νάς μας στον ευαίσθητο οικολογικά χώρο με τους γύπες.
4
Η αρχαιολογική αποστολή στην Κύπρο το 2009 δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την καθοριστική παρέμβα-
ση της Πρυτανείας του ΑΠΘ, η οποία και διέθεσε το μικρό ποσό με το οποίο έγινε η έρευνα. Η ομάδα μας οφείλει
πολλές ευχαριστίες στον Αντιπρύτανη κ. Α. Γιαννακουδάκη για τη βοήθειά του. Στην έρευνα πήραν μέρος η
φοιτήτρια αρχαιολογίας του ΑΠΘ Ε. Μλουκίε και οι πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Βοσκός και Ε.
Τζαννή.
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
67

Εικ. 18: Ανασκαφή σε εξέλιξη στον Ρουδιά. Με Εικ. 19: Ανασκαφή σε εξέλιξη στον Ρουδιά.
κόκκινη ένδειξη λίθινα στρωματογραφημένα (;)
εργαλεία.

παρεμβάσεις στο πλάτωμα με στόχο να εξα- θηκαν είτε στον πλειστοκαινικό ορίζοντα Α
κριβώσουμε: την έκταση της εγκατάστασης, (στη θέση τους;) είτε μέσα στο κολούβιο,
το βάθος και το είδος των επιχώσεων, την κάτι που σημαίνει ότι έχουν αναμοχλευθεί,
ύπαρξη ή όχι στρωματογραφημένου υλικού, πιθανότατα πέσει από ψηλότερα.
αλλά κυρίως να κατανοήσουμε τη φύση, Η συστηματική επιφανειακή συλλογή
γεωλογική και γεωμορφολογική, της ανα- υλικού που προηγήθηκε, αλλά και η ανα-
βαθμίδας. Το τελευταίο το ανέλαβε ο γεωλό- σκαφή που ακολούθησε το 2009 πραγματο-
γος Π. Καρκάνας, του οποίου η παρέμβαση ποιήθηκαν με βάση το μεθοδολογικό ‘πρω-
αποδείχτηκε καθοριστική. Έτσι επιβεβαιώ- τόκολλο’ μιας παλαιολιθικής έρευνας (Εικ.
θηκε ο πλειστοκαινικός χαρακτήρας και η 18). Η ανασκαφή αφορούσε το άνοιγμα δύο
ποτάμια προέλευση της αναβαθμίδας όπου τομών σε διαφορετικά σημεία του πλατώ-
βρίσκεται η εγκατάσταση του Ρουδιά, 80 ματος που είχαν στόχο να δοκιμάσουν τη
μέτρα πάνω από το σημερινό ποτάμι (Εικ. σχέση των ευρημάτων και με τα δυο φυσικά
17). Παράλληλα καταγράφηκε η ποικιλία στρώματα, το παλαιοέδαφος και το κολού-
της πρώτης ύλης του πυριτολιθικού υλικού βιο. Συνελέγησαν και από τα δύο αυτά στρώ-
που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε από τις ματα 3.495 λίθινα εργαλεία, απολεπίσματα
προϊστορικές ομάδες της περιοχής για την αλλά και διατροφικά και οργανικά κατάλοι-
κατασκευή εργαλείων και που ίσως ήταν πα, κυρίως σπασμένα και καμένα κόκκαλα
και ο λόγος της ίδρυσης της κατασκήνωσης. ζώων και κάρβουνα (Εικ. 19). Ασφαλέστερο
Κυρίως όμως αναζητήθηκαν οι αρχικές γεω- στρωματογραφικά σύνολο θεωρήθηκε το
λογικές αποθέσεις της αναβαθμίδας όπου το στρώμα του παλαιοεδάφους, όπου τα ευρή-
αρχαιολογικό υλικό, εφόσον εντοπιζόταν, ματα φαίνεται ότι είχαν ελάχιστα μετακινη-
θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πιθανότατα θεί σε αντίθεση με αυτά που βρέθηκαν στο
βρίσκεται στη θέση του (in situ). Και αυτό κολούβιο και τα οποία ίσως είχαν πέσει από
συνέβη. Το αρχαιολογικό υλικό αναζητήθηκε ψηλότερα σημεία. Τα δεκάδες λίθινα εργα-
και βρέθηκε ανασκαφικά στη ζώνη παλαιο- λεία που βρέθηκαν ‘στρωματογραφημένα’
εδάφους (paleosol) πάχους τουλάχιστον 40 σε κάθε ανασκαφική μονάδα (στρώμα) στις
εκ. που βρίσκεται ανάμεσα στο κολούβιο δύο τομές επιβεβαιώνουν την επίμονη αν-
της επιφάνειας και στον καλκρίτη που συνι- θρώπινη εγκατάσταση στο χώρο αλλά και
στά το υπόστρωμα. Πραγματικά, τα περισ- στο χρόνο, και μάλιστα σε μια έκταση που
σότερα από τα ανασκαφικά ευρήματα βρέ- καλύπτει ολόκληρη την αναβαθμίδα και
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
68

Εικ. 20: Ανασκαφική τομή στην αναβαθμίδα του Εικ. 21: Η δεύτερη ανασκαφική τομή στις παρυ-
Ρουδιά. φές της θέσης.

υπολογίζεται από τις πρώτες εκτιμήσεις σε


5.000 τ.μ. (Εικ. 20-21). Ιδιαίτερα ελπιδοφό-
ρο –και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να
τονιστεί ιδιαίτερα λόγω της έλλειψής τους
από ανάλογες θέσεις της Κύπρου– είναι η
ύπαρξη υλικών οργανικών καταλοίπων που
προσφέρονται ανάμεσα στα άλλα και για
συστηματικές ραδιοχρονολογικές αναλύ-
σεις.
Η Carole McCartney που έχει αναλάβει τη
μελέτη του πολυπληθέστατου λίθινου υλι-
κού του Ρουδιά, από την επιφανειακή συλ-
λογή αλλά και την ανασκαφή, μας μεταφέρει
την εικόνα ενός πιθανού παλίμψηστου, μιας
κατασκήνωσης κυνηγών–τροφοσυλλεκτών,
η οποία χρονολογικά ξεκινά με ένα σημα-
ντικό αριθμό γεωμετρικών εργαλείων και
πυρήνων φολίδων που εντάσσονται στον
ορίζοντα των πρώιμων παραλιακών θέσε-
ων του νησιού και συνεχίζεται με την κατα-
σκευή λεπτών λεπίδων που παραπέμπουν
Εικ. 22: Λίθινο εργαλείο (μισοφέγγαρο/lunate) περισσότερο σε μια νεολιθική παράδοση
της ΄Ύστερης Επιπαλαιολιθικής. (Εικ. 22-24). ΄Έτσι η πρώτη ομάδα ανασκα-
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
69

Εικ. 23: Ξέστρο (scraper) της ΄Ύστερης Επιπαλαι- Εικ. 24: Ξέστρο (scraper) της ΄Ύστερης Επιπαλαι-
ολιθικής. ολιθικής.

φικού υλικού παραπέμπει σε μια Ύστερη ασφαλής.


Επι-Παλαιολιθική κατασκήνωση (11η-10η
χιλ. π.X.) ενώ η δεύτερη σε μια περισσότερο
Συμπεράσματα
εφήμερη ΄Ύστερη Προκεραμική Νεολιθική Β
(7η-6η χιλ. π.X.) εγκατάσταση και περιοδική Ο επιφανειακός αλλά και ανασκαφικός
χρήση του χώρου (Efstratiou McCartney, εντοπισμός των καταλοίπων προ-νεολιθικών
Karkanas & Kiriakou, υ.δ.: fig. 16, 17). Γεγο- ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών των
νός πάντως είναι ότι η ακριβής ένταξη του αρχών του Ολόκαινου, δηλαδή τουλάχιστον
Ρουδιά σ’ έναν πρώιμο χρονολογικό ορίζο- από το 10.000 π.X. στην ενδοχώρα της Κύ-
ντα της Κύπρου θα πρέπει να επιβεβαιωθεί πρου (Εικ. 25) κρίνεται ως ένα σημαντικό
και από τα αποτελέσματα των ραδιοχρονο- βήμα για την πρώιμη αρχαιολογία της Κύ-
λογήσεων που αναμένονται σύντομα. Αυτό πρου, αν και τα ερωτήματα που δημιουρ-
ωστόσο που ήδη μπορεί να ειπωθεί με βε- γούνται χωρίς αμφιβολία είναι πολύ περισ-
βαιότητα είναι ότι τουλάχιστον όσον αφορά σότερα από τις απαντήσεις που υπάρχουν
τα χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας η έντα- (Simmons 2008: 21). Δύο είναι κατά τη γνώ-
ξη της θέσης και στον Επι-Παλαιολιθικό ορί- μη μας τα καίρια ζητήματα που θίγει η πα-
ζοντα της Κύπρου θα πρέπει να θεωρείται ρουσία του Ρουδιά στην προϊστορία της Κύ-
πρου: το πρώτο είναι αυτό που καλείται να
συζητήσει τις συνθήκες, τα χαρακτηριστι-
κά, τη δυναμική και το χρόνο του πρώιμου
αποικισμού του νησιού από τις τελευταίες
τροφοσυλλεκτικές–κυνηγετικές ομάδες της
ηπειρωτικής Μ. Ανατολής (Bar Yosef 2001:
129; Ammerman 2011). Το ‘άνοιγμα’ της
κυπριακής ενδοχώρας στις ομάδες αυτές
και η εντυπωσιακή αρχαιολογική τους ορα-
τότητα –αν σκεφτεί κανείς την έκταση του
Ρουδιά, την τεράστια ποσότητα των επιφα-
νειακών εργαλείων αλλά και όσων προέρ-
χονται από την περιορισμένη ανασκαφική
Εικ. 25: Γενική άποψη της ορεινής κατασκήνω- απόπειρα– δίδει στους τελευταίους αυτούς
σης του Ρουδιά με φόντο τον όγκο του Τροόδους. κυνηγούς την κινητικότητα που τους έλειπε
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
70

μέχρι τώρα ή που απλά υποθέταμε ότι δεν Ammerman 2011). Τα αρχαιολογικά χαρα-
είχαν (Ammerman et al. 2008: 1). Μια κινη- κτηριστικά αυτού του ‘άλλου’ τρόπου ζωής
τικότητα που ίσως δεν αφορούσε μόνο τα βρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση όπως
περιορισμένα όρια της μεγαλονήσου αλλά βέβαια και η αναζήτηση των λόγων της εμ-
εκτεινόταν και δυτικότερα προς το Αιγαίο φάνισής τους στο ιστορικό νησιωτικό προ-
(Efstratiou, Karetsou & Ntinou, υ.δ.). Το δεύ- σκήνιο (Broodbank 2006: 199). Τρίτον, η
τερο που αναμφίβολα θίγεται είναι οι σχέ- δυναμική των προ-νεολιθικών αυτών ομά-
σεις των πρωταγωνιστών της νησιωτικής δων που δειλά έχουν κάνει την αρχαιολογι-
αυτής ‘σκηνής’ του τέλους της Παλαιολιθι- κή τους εμφάνιση στα δύο ερευνητικά μας
κής με τις ιστορικές αλλαγές που κάνουν προγράμματα αναμένεται με ενδιαφέρον
την εμφάνισή τους στην απέναντι όχθη της να εξειδικευτεί με την πρόοδο της αρχαιο-
Μ. Ανατολής την ίδια περίπου εποχή –κάπου λογικής έρευνας τα επόμενα χρόνια. Μόνο
ανάμεσα στο 11.000 και 10.000 π.X. – και με τότε θα είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε
τα πρώτα βήματα πειραματισμού στη γεωρ- και κάτι πολύ σημαντικό. Την εμπλοκή
γία και τον νεολιθικό τρόπο ζωής. τους, καθοριστική ή όχι, στην ‘ιστορική’ δι-
Αλλά πώς θα μπορούσε κανείς να συν- αδικασία της αρχής της νεολιθικής στον κυ-
δέσει τις εξελίξεις στην Κύπρο την ίδια αυτή πριακό αλλά και τον ελλαδικό χώρο (10η-9η
περίοδο με τις αντίστοιχες του νησιωτικού χιλ. π.X.).
Αιγαίου. Η συζήτηση ανάμεσα στους αρχαι- Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνου-
ολόγους μόλις τώρα έχει ανοίξει. Πολύ σύ- με ιδιαίτερα την ανάγκη για νέες επιτόπιες
ντομα θα έλεγε κανείς ότι: πρώτον, η εικόνα έρευνες και ουσιαστικές διεπιστημονικές
του πρώιμου Αιγαίου όπως και της Κύπρου συνεργασίες στο Αιγαίο και την Κύπρο,
αποκτά μια νέα δυναμική κυρίως γιατί δί- από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύ-
δεται αρχαιολογικό περιεχόμενο σε έννοιες ψουν νέα δεδομένα. Το να συνεχίζουμε να
όπως αυτές της θαλάσσιας διακίνησης, της επικαλούμαστε την έλλειψη δεδομένων
νησιωτικής κατοίκησης και ταυτότητας, στις ανασυνθέσεις που επιχειρούμε ή να
της πρώιμης (πόσο;) ναυσιπλοΐας, της οι- παραμένουμε προσκολλημένοι σε θεωρη-
κονομίας, της τεχνολογίας και της ‘ιδεολο- τικές προτάσεις χωρίς αξιόπιστη αρχαιολο-
γίας’ του αποικισμού (Efstratiou, Karetsou γική τεκμηρίωση για τις προϊστορικές αυ-
& Ntinou, υ.δ.). Δεύτερον, όσο προκλητική τές εποχές και τη δυναμική τους είναι μια
τόσο και αναπόφευκτη φαίνεται να δια- πρακτική αδιέξοδη. Η επανακύκλωση εδώ
γράφεται η σύνδεση και ο παραλληλισμός και δεκαετίες των ίδιων βιογεωγραφικών
των νέων νησιωτικών δεδομένων ανάμεσα κατά βάση προσεγγίσεων για το τι συνέβη
στο Αιγαίο και την Κύπρο στο τέλος της στο πρώιμο νησιωτικό Αιγαίο και την Κύ-
Παλαιολιθικής. Και οδηγεί ίσως πρόωρα, προ φαίνεται ότι έχει ήδη ξεπεραστεί από
αλλά σίγουρα ευοίωνα στην υπόθεση της τα νέα δεδομένα. Επιβεβαιώνεται δηλαδή
παρουσίας ενός δυναμικού ‘νησιωτικού ότι οι γενικές εκτιμήσεις που χρησιμοποι-
χώρου’ που αφορά ολόκληρη την αν. Με- ούσαμε μέχρι σήμερα δεν μπορούν σε κα-
σόγειο και η οποία χαρακτηρίζεται από τη μία περίπτωση να αντικαταστήσουν τη δυ-
δραστηριοποίηση από το τέλος της Τελευ- ναμική των μικρότερης κλίμακας νησιωτι-
ταίας Παγετώδους Περιόδου (15η χιλ. π.X.) κών ‘εκδοχών’ και ΄τοπικών ιστοριών’, που
ομάδων τροφοσυλλεκτών–κυνηγών ίσως ουσιαστικά εξειδικεύουν την αφήγηση της
και ψαράδων που συνυπήρχαν παράλληλα ‘προ’-ιστορικής εξέλιξης του τέλους της Πα-
με τις αντίστοιχες ομάδες των ηπειρωτι- λαιολιθικής και των αρχών της Νεολιθικής
κών περιοχών (Kopaka & Mantzanas 2009; στην αν. Μεσόγειο.
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
71

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alpar, B.
2001 Plio-Quaternary history of the Turkish coastal zone of the Enez-Evros Delta: NE Aegean Sea.
Mediterranean Marine Science 2(2): 95-118.
Ammerman, A. J.
2010 The first Argonauts: Towards the study of the earliest seafaring in the Mediterranean. In
Global Origins and Development of Seafaring (ed. A. Anderson, J. Barrett & K. Boyle): 81-92.
Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research.
2011 The paradox of early voyaging in the Mediterranean and the slowness of the Neolithic transition
between Cyprus and Italy. In The Seascape in Aegean Prehistory (ed. G. Vavouranakis): 31-50.
Athens: Monographs of the Danish Institute at Athens.
Ammerman, A . J., P. Flourentzos, R. Gabrielli, T. Higham, C. McCartney & T. Turnbull
2008 Third report on early sites on Cyprus. Report Department Antiquity Cyprus: 1-32.
Ammerman, A . J., P. Flourentzos, C. McCartney, J. Noller & D. Sorabji
2006 Two new early sites on Cyprus. Report Department Antiquity Cyprus: 1-21.
Bailey, G.
2007 Time perspectives, palimpsests and the archaeology of time. Journal of Anthropological
Archaeology 26: 198-223.
Balter, M.
2009 The tangled roots of agriculture. Science 327: 404-6.
Bar-Yosef, O.
2001 The world around Cyprus: From Epi-Paleolithic foragers to the collapse of the PPNB
civilization. In The Earliest Prehistory of Cyprus: From Colonization to Exploitation (ed. S.
Swiny): 129-64. Boston: American Schools of Oriental Research.
Bar-Yosef, O. & A. Belfer-Cohen
2002 Facing environmental crisis: Societal and cultural changes at the transition from the Younger
Dryas to the Holocene in the Levant. In The Dawn of Farming in the Near East (ed. R. T. J.
Cappers & S. Bottema): 55-66. Berlin: Ex Oriente.
Broodbank, C.
2006 The origins and early development of Mediterranean maritime activity. Journal of
Mediterranean Archaeology 19(2): 199-230.
Cauvin, J.
2000 The Birth of the Gods and the Origins of Agriculture [trans. by T. Watkins]. Cambridge:
Cambridge University Press.
Clarke, J.
2007 On the Margins of Southwest Asia. Oxford: Oxbow Books.
Efstratiou, N.
2007 The beginning of the Neolithic in Greece: Probing the limits of a “grand” narrative. In
Mediterranean Crossroads (ed. S. Antoniadou & A. Pace): 123-38. Athens: Pierides
Foundation.
Efstratiou, N., P. Biagi, P. Elefanti, P. Karkanas & M. Ntinou
2006 Prehistoric exploitation of Grevena highland zones: Hunters and herders along the Pindus
chain of Western Macedonia (Greece). World Archaeology 38(3): 414-35.
Efstratiou, N., A. Karetsou & M. Ntinou (eds.)
υ.δ. The Neolithic Settlement of Knossos in Crete: New Evidence for the Early Occupation of Crete
and the Aegean Islands. Philadelphia: INSTAP Academic Press.
Efstratiou, N., C. McCartney, P. Karkanas & D. Kiriakou
υ.δ. An upland early site at the Troodos mountain. Report Department Antiquity Cyprus.
Galanidou, N. & C. Perlès (eds.)
2003 The Greek Mesolithic: Problems and Perspectives. London: British School at Athens Studies,
10.
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
74
72

Guilaine, J.
2003 De la vague a la tombe. Paris: Seuil.
2005 Aux marges des grands foyers du néolithique : Périphéries débitrices ou créatrices? Paris:
Éditions Errance.
Horden, P. & N. Purcell
2000 The Corrupting Sea: A Study of Mediterranean History. Oxford: Blackwell.
Kaczanowska, M. & J. K. Kozlowski
2006 Παλαιολιθικές παραδόσεις, μεσολιθικές προσαρμογές και νεολιθικές καινοτομίες στο Αιγαίο
μέσα από το πρίσμα της λιθοτεχνίας. Στο Προϊστορία του Αιγαίου (Α. Σάμψων): 67-87. Αθή -
να: Εκδόσεις Ατραπός.
Kartal, M.
2002 The microliths of Öküzini cave. In La Grotte d’ Öküzini: Evolution du Paléolithique final du
Sud-quest de l’ Anatolie (éd. I. Yalcinkaya et al.): 235-52. Liège: ERAUL.
Kopaka, K. & Ch. Mantzanas
2009 Palaeolithic industries from the island of Gavdos, near neighbour to Crete in Greece. Antiquity
(Gallery).
Kotjabopoulou, E. & E. Adam
2004 People, mobility and ornaments in Upper Palaeolithic Epirus, NW Greece. In La Spiritualité
(éd. M. Otte): 37-53 Liège: ERAUL.
Koumouzelis, M, J. K. Kozlowski & M. Kaczanowska
2005 End of Paleolithic in the Argolid (Greece): Excavations in cave 4 and cave 7 in the Klisoura
Gorge. Eurasian Prehistory 2(2): 33-56.
Kozlowski, J. K. & M. Kaczanowska
2004 Gravettian/Epigravettian sequences in the Balkans and Anatolia. Mediterranean Archaeology
& Archaeometry 4(1): 5-18.
Lambeck, K.
1996 Sea-level change and shore-line evolution in Aegean Greece since Upper Palaeolithic time.
Antiquity 70: 588-611.
McCartney, C.
υ.δ. The lithic assemblage of Ayia Varvara Asprokremnos: A new perspective on the Early Neolithic
of Cyprus. In Studies in Technology, Environment, Production and Society (ed. E. Hildebrand).
Berlin: Ex oriente.
McCartney, C., S. Manning, D. Sewell & S. T. Stewart
2007 The EENC 2006 field season: Excavations at Ayia Varvara-Asprokremmos and survey of the
local early Holocene landscape. Report Department Antiquity Cyprus: 27-44.
McCartney, C. & E. Peltenburg
2000 The colonization of Cyprus: questions of origins and isolation. Neo-Lithics 1/00: 8-11.
Mithen, S.
2003 After the Ice: A Global Human History, 20,000-5,000 BC. London: Weidenfeld & Nicolson.
Özdoğan, M. & N. Başgelen (eds.)
1999 Neolithic in Turkey. Istanbul: Arkeoloji ve Sanat Yayınları.
Peltenburg, E.
2003 The Colonization and Settlement of Cyprus, Investigations at Kissonerga- Mlouthkia, 1976-
1996, Lemba Archaeological Project, Cyprus, Vol. III.1. Sävedalen: Paul Äströms Förlag.
2004 Cyprus: A regional component of the Levantine PPN. Neo-Lithics 1/04: 3-7.
Peltenburg, E. & A. Wasse (eds.)
2004 Neolithic Revolution: New Perspectives on Southwest Asia in Light of Recent Discoveries on
Cyprus. Oxford: Oxbow Books.
Perlès, C.
1979 Des navigateurs méditerranéens il y a 10,000 ans. La Recherche 96: 82-3.
2001 The Early Neolithic in Greece: The First Farming Communities in Europe. Cambridge:
Cambridge University Press.
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
73

Σάμψων, Α.
2006 Προϊστορία του Αιγαίου. Αθήνα: Εκδόσεις Ατραπός.
Sampson, A.
2008a The Cave of the Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece,
Vol. I. Philadelphia: INSTAP Academic Press.
2008b The Mesolithic settlement and cemetery of Maroulas on Kythnos. In Horizon (ed. N. Brodie et
al.): 13-7. Cambridge: McDonald Institute Monographs.
Sampson, A., M. Kaczanowska & J. K. Kozlowski
2009 The first Mesolithic site in the eastern part of the Aegean Basin: excavations into the site
Kerame I on the island of Ikaria in 2008. Rocznik Polskiej Akademii Umiejtnosci 1958:
321-9.
Sampson, A., J. K. Kozlowski, M. Kaczanowska, A. Budek, A. Nadachowski, T. Tomek & B. Miekina
2008 Sarakenos cave in Boeotia, from Palaeolithic to the Early Bronze Age. Eurasian Prehistory
6(1-2): 199-231.
Sampson, A., J. K. Kozlowski, M. Kaczanowska & B. Giannouli
2002 The Mesolithic settlement at Maroulas, Kythnos. Mediterranean Archaeology & Archaeometry
2(1): 45-67.
Simmons, A.
1999 Faunal Extinctions in an Island Society: Pygmy Hippopotamus Hunters of Cyprus. New York:
Kluwer Academic / Plenum Academic.
2008 American researchers and the earliest Cypriots. Near Eastern Archaeology 71(1-2): 21-9.
Stordeur, D., B. Jammous, D. Helmer & G. Wilcox
1996 Jerf el-Ahmar: A new Mureybetian Site (PPNA) on the Middle Eurphrates. Neo-Lithics 2/96:
1-2.
Swiny, S.
2001 The Earliest Prehistory of Cyprus: From Colonization to Exploitation. Boston: American
Schools of Oriental Research.
Vigne, J.-D., A. Zazzo, J.-F. Saliege, F. Poplin, J. Guilaine & A. Simmons
2009 Pre-Neolithic wild boar management and introduction to Cyprus more than 11,400 years ago.
Proceedings of the National Academy of Sciences of the USA 106(38): 16135-8.
Yalcinkaya, I., M. Otte, J. K. Kozlowski & O. Bar-Yosef (éds.)
2002 La Grotte d’Öküzini: Evolution du Paléolithique final du Sud-ouest de l’Anatolie. Liège:
ERAUL.
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
74

Summary
Following the traces of the last hunter-gatherers of east Mediterranean
Nikos Efstratiou & Dimitris Kiriakou

Recent archaeological investigations lunates) of Epigravettian date. The early site


carried out by the Aristotle University of Roudias in Cyprus –which seems to belong
of Thessaloniki in the islands of Lemnos to the Akrotiri-Aetokremnos period–, was
and Cyprus revealed the presence of sites found in the southern foothills of Troodos
provisionally dated to the late Pleistocene and constituting the first hunting and foraging
early Holocene respectively. These campsites campsite found in the interior of the island.
seem to belong to hunting and foraging Both sites have come to add new valuable
groups which were frequented the islands of data for a particularly important period for
the Aegean and Cyprus after the end of the the prehistory of the Aegean and the eastern
Last Glacial Age 15.000 years ago. The site of Mediterranean region and for which our
Ouriakos on the eastern coast of Lemnos is a knowledge has been so far limited.
particularly rich site with microliths (mainly

You might also like