Professional Documents
Culture Documents
Ιφιγένεια Δόση
Διδακτορική Διατριβή
Θεσσαλονίκη 2016
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
Ιφιγένεια Δόση
Θεσσαλονίκη 2016
Τμήματα της παρούσας έρευνας έχουν παρουσιαστεί στα παρακάτω συνέδρια:
1. Andreou M., I. Dosi & M. Kaltsa. 2014. Lexical and syntactic abilities in bilingual children:
effects of language dominance and cross-linguistic influence. Workshop, Language Knowledge
and Development in native and non-native speakers, Thessaloniki, 02 May 2014.
2. Dosi, I., Papadopoulou, D. & Tsimpli, I.M. 2014. Aspects on the acquisition of aspect in Greek-
English bilingual children, paper presentation, The Expression of Temporality by L2 Learners of
French and English: Acquisition of Time, Aspect, Modality, Université Paul Valéry Montpellier 3,
22-24 May 2014.
3. Dosi, I., Papadopoulou, D. & Tsimpli, I.M. 2014. Aspects on the acquisition of aspect in Greek-
English bilingual children, poster presentation, 13th International Congress for the Study of Child
Language (IASCL), University of Amsterdam, 14-18 July 2014.
4. Andreou, M., Dosi, I. & Papadopoulou, D. 2014. Lexical and grammatical aspect in bilingual
children: evidence from production and comprehension tasks, paper presentation, 24th Annual
Conference of the European Second Language Association (EUROSLA), University of York, 3-6
September 2014.
5. Dosi, I. & Papadopoulou, D. 2015. The comprehension and production of aspect in Greek-German
bilinguals, paper presentation, Linguistic Spring School Bilingual Acquisition and Education,
University of Cologne, 9-13 March 2015.
6. Dosi, I., Andreou, M., Tsimpli, I. M. & Papadopoulou, D. 2015. Sentence Repetition tasks in
bilingual children: Are they measures of language processing or working memory abilities? oral
presentation, 10th International Symposium on Bilingualism (ISB10), Rutgers University, New
Jersey, 20-24 May 2015.
7. Andreou M., Dosi, I., D. Papadopoulou & I. M. Tsimpli. 2015. Heritage and non-heritage
bilinguals: the role of biliteracy and bilingual education. Workshop on Lost in Transmission; the
role of attrition and input in heritage language development, University of Reading, Reading, 08-
09 October 2015.
8. Dosi, I., Papadopoulou, D. & Tsimpli I. M. 2015. Linguistic and cognitive factors in Elicited
Imitation Tasks: A study with mono- and biliterate Greek-Albanian bilingual children, paper
presentation, 40th Annual Boston University Conference on Language Development (BUCLD 40),
Boston, 13-15 November 2015.
9. Dosi, I. 2016. Asymmetries in grammatical aspect in (non-)heritage Greek-English bilingual
children: Evidence from comprehension and production tasks, paper presentation, 37th Annual
Meeting Dept. of Linguistics, A.U.Th, Thessaloniki, 13-14 May 2016.
Ευχαριστώ επίσης και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής μου Αναστασία Γιαννακίδου,
Ναπολέων Κάτσο, Ελβίρα Μασούρα και Άννα Παπαφράγκου για τις πολύτιμες
υποδείξεις τους που συνέβαλλαν στη βελτίωση της παρούσας διατριβής. Ακόμα θα
ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα άτομα του εργαστηρίου Γλωσσικής Ανάπτυξης για την
βοήθειά τους και την υποστήριξή τους. Έτσι ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στη Μαρία
Ανδρέου για τις συζητήσεις μας, την ουσιαστική υποστήριξη και συμπαράσταση της,
τόσο στις επισκέψεις για συλλογή δεδομένων, όσο και γενικότερα σε αυτά τα τρία
i
χρόνια εκπόνησης της διατριβής μου. Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Μαρία
Κατσιπέρη για τη συμπαράστασή της, τη βοήθειά της και τον ευχάριστο τόνο που
έδινε στην όλη πορεία αυτών των χρόνων. Στη συνέχεια ευχαριστώ επίσης την Ελένη
Φλέβα, την Μαρία Καλτσά, την Λεονάρντα Πρέλα, την Νατάσα Χιονίδου και τέλος
ιδιαίτερα την Γεωργία Φωτιάδου και την Μαριάννα Μαρτζούκου για τη βοήθειά τους
και τα χρήσιμα σχόλιά τους. Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον Τάσο Πασχάλη για
την τεχνική υποστήριξη που μας παρείχε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και για τις ώρες
που περνούσαμε στο εργαστήριο. Επίσης, μεγάλο ευχαριστώ στη Νάσια Κουτσιλιέρη
για την πολύτιμη, αλλά ουσιαστική συμβολή της σε όλα τα διαδικαστικά θέματα που
προέκυπταν όλα αυτά τα χρόνια.
ii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ............................................................................................................. i
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ....................................................................................................... iii
ΓΡΑΦHΜΑΤΑ ......................................................................................................... viii
ΠΙΝΑΚΕΣ ...................................................................................................................xii
ΕΙΚOΝΕΣ ................................................................................................................... xv
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ......................................................................... xvi
ΠΕΡIΛΗΨΗ..............................................................................................................xvii
ABSTRACT ................................................................................................................ xx
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ .......................................................... 1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................... 1
2. ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ .......................................................................................................... 8
2.1. Περιβαλλοντικοί παράγοντες .......................................................................... 8
2.1.1. Γλωσσικό εισερχόμενο (input).................................................................. 8
2.1.2. Ηλικία έκθεσης (Age of Onset) / Τύπος διγλωσσίας ............................... 11
2.1.3. Κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο (ΚΟΕ) .................................................. 13
2.1.4 (Δι)γραμματισμός [(bi)literacy] ............................................................ 14
2.2. Γλωσσικοί παράγοντες .................................................................................. 19
2.3 Γνωστικοί παράγοντες .................................................................................. 21
2.4 Περίληψη....................................................................................................... 27
iii
3.3.2. Γραμματική όψη και επιρρηματικοί προσδιορισμοί ................................ 45
3.4. Κατάκτηση της ρηματική όψης ..................................................................... 49
3.4.1. Κατάκτηση ρηματική όψης στη Γ1 .......................................................... 49
3.4.2. Κατάκτηση ρηματική όψης στη Γ2 .......................................................... 55
3.4.3. Κατάκτηση ρηματική όψης από δίγλωσσους πληθυσμούς ....................... 63
3.5. Περίληψη....................................................................................................... 68
iv
6.2.1 Δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης ...................................................... 127
6.2.2 Δοκιμασία Κύριος Χ ............................................................................. 129
6.2.3 Δοκιμασία αντίστροφης ανάκλησης ψηφίων ......................................... 130
6.2.4 Δοκιμασία Δύο Πίσω ............................................................................ 131
6.2.5 Ιδιαιτερότητες της ομάδας ελέγχου ....................................................... 133
6.2.6 Σύνοψη ................................................................................................. 136
6.3 Η γλωσσική ικανότητα των δίγλωσσων παιδιών με βάση την κυριαρχία /
αμφιδυναμία ........................................................................................................... 136
6.3.1 Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης .................................... 136
6.3.2 Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης ................ 140
6.3.3 Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες ........................................................ 147
6.3.4 Δοκιμασία Ανάκλησης και Διόρθωσης Προτάσεων .............................. 153
6.3.5 Σύνοψη ................................................................................................. 159
6.4 Συζήτηση / Περίληψη ................................................................................. 160
v
7.3.2. Δοκιμασία Υποχρεωτικής επιλογής της Γραμματικής Όψης ................. 194
7.3.3. Δοκιμασία Tελικότητας με εικόνες........................................................ 199
7.3.4. Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων ................................ 204
7.3.5. Σύνοψη ................................................................................................. 211
7.4. Συζήτηση / Περίληψη ................................................................................. 213
vi
Παράρτημα Β1: Δοκιμασία Παραγωγής, Δοκιμασία Εκμαίευσης της
Γραμματικής Όψης ............................................................................................. 325
Παράρτημα Β2: Δοκιμασία Κατανόησης, Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής
της Γραμματικής Όψης ....................................................................................... 326
Παράρτημα Β3: Δοκιμασία Παραγωγής, Δοκιμασίας Τελικότητας με εικόνες . 329
Παράρτημα Β4: Δοκιμασία παραγωγής, Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης
προτάσεων .......................................................................................................... 338
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ: ΑΠΑΝΤΗΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ............................................................................... 340
vii
ΓΡΑΦHΜΑΤΑ
Γράφημα 4.1: Γλώσσα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια (μέχρι τα 6 έτη του παιδιού)
και η τωρινή χρήση των δύο γλωσσών (ελληνογερμανόφωνοι Γερμανίας). ............... 79
Γράφημα 4.2: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στις δύο γλώσσες (ελληνογερμ.
Γερμανίας). .................................................................................................................. 79
Γράφημα 4.3: Γλώσσα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια (μέχρι τα 6 έτη του παιδιού)
και η τωρινή χρήση των δύο γλωσσών (ελληνοαλβ. Αλβανίας). ................................ 81
Γράφημα 4.4: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στις δύο γλώσσες (ελληνοαλβα.
Αλβανίας). .................................................................................................................... 81
Γράφημα 4.5: Γλώσσα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια (μέχρι τα 6 έτη του παιδιού)
και η τωρινή χρήση των δύο γλωσσών (ελληνοαλβανόφωνοι Ελλάδας). ................... 83
Γράφημα 4.6: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στις δύο γλώσσες
(ελληνοαλβανόφωνοι Ελλάδας). .................................................................................. 83
Γράφημα 4.7: Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων αναφορικά με
τη δοκιμασία του εκφραστικού λεξιλογίου στα ελληνικά. .......................................... 86
Γράφημα 4.8: Προφίλ των δίγλωσσων συμμετεχόντων αναφορικά με τη δοκιμασία
του εκφραστικού λεξιλογίου στην «άλλη γλώσσα» (Αλβανική / Γερμανική). ........... 88
Γράφημα 4.9: Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων αναφορικά με
τη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης. ...................................................................... 90
Γράφημα 6.1: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων στα δύο
λεξιλόγια με βάση την αμφιδυναμία / κυριαρχία....................................................... 120
Γράφημα 6.2: Επιδόσεις των κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων συμμετεχόντων και
της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης. ................................. 129
Γράφημα 6.3: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων
συμμετεχόντων και της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία Δύο Πίσω με αριθμούς. ..... 132
Γράφημα 6.4: Επιδόσεις (σε ποσοστά) κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων και όλων
των μονόγλωσσων συμμετεχόντων (Ν=114) στη δοκιμασία Δύο Πίσω. .................. 134
Γράφημα 6.5: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. ......................................................... 138
Γράφημα 6.6: Επιδόσεις μονόγλωσσων και κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων
συμμετεχόντων στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. ........................ 139
Γράφημα 6.7: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία υποχρεωτικής επιλογής της Γραμματικής Όψης. ...................................... 142
Γράφημα 6.8: Ποσοστά μονόγλωσσων και κυρίαρχα/αμφιδύναμα δίγλωσσων στη ΜΣ
και στη Σ όψη (Δοκιμασία υποχρεωτικής επιλογής της Γραμματικής Όψης). ............ 142
viii
Γράφημα 6.9: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των (κυρίαρχα /
αμφιδύναμα) δίγλωσσων ομάδων και της ομάδας ελέγχου στη Δοκιμασία
Τελικότητας με εικόνες. ............................................................................................. 148
Γράφημα 6.10: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος των (κυρίαρχα/ αμφιδύναμα)
δίγλωσσων ομάδων και της ομάδας ελέγχου στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
.................................................................................................................................... 149
Γράφημα 6.11: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος των (κυρίαρχα / αμφιδύναμα)
δίγλωσσων ομάδων και της ομάδας ελέγχου ανά λεξική κατηγορία (εκπληρώσεις /
επιτεύξεις). ................................................................................................................. 150
Γράφημα 6.12: Επιδόσεις μονόγλωσσων και κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων
συμμετεχόντων στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων. .................. 154
Γράφημα 7.1: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός των συμμετεχόντων του αμιγούς
μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου. .................................................................... 174
Γράφημα 7.2: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός των συμμετεχόντων του
δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου. ......................................................................... 175
Γράφημα 7.3: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός των συμμετεχόντων του
κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού πλαισίου. ................................................. 176
Γράφημα 7.4: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στους συμμετέχοντες που
λαμβάνουν (δι)γραμματισμό. ..................................................................................... 179
Γράφημα 7.5: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς
διγραμματισμό) στη δοκιμασία της γνωστικής ενημέρωσης. .................................... 188
Γράφημα 7.6: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων (με και χωρίς διγραμματισμό) κατά
πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. .............. 191
Γράφημα 7.7: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς
διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. ....................... 191
Γράφημα 7.8: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων (ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο) κατά
πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. .............. 192
Γράφημα 7.9: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (σύμφωνα με
το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο φοιτούν) στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της
Γραμματικής Όψης. .................................................................................................... 193
Γράφημα 7.10: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης. ..................................... 195
Γράφημα 7.11: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς
διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης. .... 195
Γράφημα 7.12: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης. ..................................... 197
ix
Γράφημα 7.13: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων συμμετεχόντων (με βάση το
εκπαιδευτικό πλαίσιο) στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
.................................................................................................................................... 197
Γράφημα 7.14: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
.................................................................................................................................... 199
Γράφημα 7.15: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο φοιτούν) στη
Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.............................................................................. 200
Γράφημα 7.16: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος (ανά λεξική κατηγορία) των
δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Τελικότητας
με εικόνες. .................................................................................................................. 201
Γράφημα 7.17: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος ανά λεξική κατηγορία των
δίγλωσσων συμμετεχόντων (σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο
φοιτούν) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες........................................................ 202
Γράφημα 7.18: Ποσοστό χρήσης της όψης των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και
χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες. ................................. 203
Γράφημα 7.19: Ποσοστό χρήσης όψης των δίγλωσσων συμμετεχόντων (ανά
εκπαιδευτικό πλαίσιο) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες. ................................. 204
Γράφημα 7.20: Ποσοστό χρήσης (αντι)γραμματικών προτάσεων των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία ανάκλησης και
διόρθωσης προτάσεων. ............................................................................................... 206
Γράφημα 7.21: Ποσοστό χρήσης γραμματικών προτάσεων των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο) στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης
προτάσεων. ................................................................................................................. 208
Γράφημα 8.1: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων και μονόγλωσσων συμμετεχόντων
στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης. .................................................................. 227
Γράφημα 8.2: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων και μονόγλωσσων συμμετεχόντων
στη δοκιμασία Δύο Πίσω. .......................................................................................... 231
Γράφημα 8.3: Μέσοι όροι επίδοσης (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των γλωσσικών
ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής
Όψης........................................................................................................................... 234
Γράφημα 8.4: Μέσοι όροι επίδοσης (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των ηλικιακών
ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής
Όψης........................................................................................................................... 235
Γράφημα 8.5: Μέσοι όροι επίδοσης (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των λεξιλογικών
ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής
Όψης........................................................................................................................... 235
Γράφημα 8.6: Επιδόσεις (σε ποσοστά) μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων
στη Δοκιμασία Εκμαίευσης Γραμματικής Όψης. ........................................................ 236
x
Γράφημα 8.7: Επιδόσεις μονόγλωσσων συμμετεχόντων (με βάση την ηλικία) στη
Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. ......................................................... 236
Γράφημα 8.8: Επιδόσεις ελληνογερμανόφωνων συμμετεχόντων (με βάση την ηλικία)
στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. .................................................. 237
Γράφημα 8.9: Επιδόσεις ελληνοαλβανόφωνων συμμετεχόντων (Αλβανία) (με βάση
την ηλικία) στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. ............................... 238
Γράφημα 8.10: Επιδόσεις ελληνοαλβανόφωνων συμμετεχόντων (Ελλάδα) (με βάση
την ηλικία) στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης. ............................... 238
Γράφημα 8.11: Μέσοι όροι επίδοσης των γλωσσικών ομάδων κατά πειραματική
συνθήκη στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης................. 241
Γράφημα 8.12: Μέσοι όροι επίδοσης των ηλικιακών ομάδων κατά πειραματική
συνθήκη στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης................. 241
Γράφημα 8.13: Μέσοι όροι επίδοσης των λεξιλογικών ομάδων κατά πειραματική
συνθήκη στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης................. 242
Γράφημα 8.14: Επιδόσεις (σε ποσοστά) μονόγλωσσων και δίγλωσσων
συμμετεχόντων στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής. .......................................... 242
Γράφημα 8.15: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των μονόγλωσσων
και δίγλωσσων συμμετεχόντων στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες. .................. 246
Γράφημα 8.16: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος (ανά λεξική κατηγορία) των
μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
.................................................................................................................................... 248
Γράφημα 8.17: Ποσοστό χρήσης γραμματικής όψης (Σ, ΜΣ) στους μονόγλωσσους
και δίγλωσσους συμμετέχοντες στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες. .................. 250
Γράφημα 8.18: Μέσοι όροι επίδοσης των γλωσσικών ομάδων ανά ηλικιακή ομάδα
στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων. .............................................. 252
Γράφημα 8.19: Μέσοι όροι επίδοσης των δίγλωσσων ομάδων ανά λεξιλογική ομάδα
στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων. .............................................. 253
Γράφημα 8.20: Ποσοστό επιτυχίας των ελληνογερμανόφωνων συμμετεχόντων με
βάση τις λεξιλογικές τους επιδόσεις στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης
προτάσεων. ................................................................................................................. 255
Γράφημα 8.21: Ποσοστό επιτυχίας των ελληνοαλβανόφωνων συμμετεχόντων
σύμφωνα με την ηλικιακή τους ομάδα στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης
προτάσεων. ................................................................................................................. 258
Γράφημα 8.22: Ποσοστό επιτυχίας των μονόγλωσσων συμμετεχόντων σύμφωνα με
την ηλικιακή τους ομάδα στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων. .... 264
xi
ΠΙΝΑΚΕΣ
Πίνακας 3.1: Οι εγγενείς σημασιολογικές ιδιότητες των ρημάτων ανά λεξική
κατηγορία. .................................................................................................................... 32
Πίνακας 3.2: (Μη)Επιτρεπτοί συνδυασμοί ανά λεξική κατηγορία. ............................ 49
Πίνακας 4.1: Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων. ....................... 72
Πίνακας 4.2: Σύνοψη του προφίλ των δίγλωσσων συμμετεχόντων. ........................... 92
Πίνακας 5.1: (Μη) Αποδεκτές προτάσεις σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πιλοτικής
μελέτης σε ενήλικες. .................................................................................................. 105
Πίνακας 6.1: Προφίλ αμφιδύναμα δίγλωσσων. ......................................................... 122
Πίνακας 6.2: Προφίλ κυρίαρχα δίγλωσσων στην Ελληνική. .................................... 123
Πίνακας 6.3: Προφίλ κυρίαρχα δίγλωσσων στην «άλλη γλώσσα». .......................... 124
Πίνακας 6.4: Σύνοψη του προφίλ των δίγλωσσων συμμετεχόντων σύμφωνα με τη
γλωσσική κυριαρχία................................................................................................... 127
Πίνακας 6.5: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των κυρίαρχα / αμφιδύναμα
δίγλωσσων συμμετεχόντων και της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία Κύριος Χ. ....... 130
Πίνακας 6.6: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των κυρίαρχα / αμφιδύναμα
δίγλωσσων συμμετεχόντων και της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία αντίστροφης
ανάκλησης ψηφίων .................................................................................................... 131
Πίνακας 6.7: Επιδόσεις κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων και όλων των
μονόγλωσσων συμμετεχόντων (Ν=114) στις γνωστικές δοκιμασίες μη λεκτικής
νοημοσύνης, αντίστροφης ανάκλησης ψηφίων και Κύριος Χ. .................................. 135
Πίνακας 6.8: Επιδόσεις αμφιδύναμα δίγλωσσων στις επιμέρους συνθήκες, με και
χωρίς συνδέσμους, της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής. .................................. 143
Πίνακας 6.9: Επιδόσεις κυρίαρχα δίγλωσσων στην Ελληνική στις επιμέρους
συνθήκες, με και χωρίς συνδέσμους, της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής. ..... 144
Πίνακας 6.10: Επιδόσεις κυρίαρχα δίγλωσσων στην «άλλη γλώσσα» στις επιμέρους
συνθήκες, με και χωρίς συνδέσμους, της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής. ..... 144
Πίνακας 6.11: Επιδόσεις μονόγλωσσων στις επιμέρους συνθήκες, με και χωρίς
συνδέσμους, της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής. ............................................ 145
Πίνακας 6.12: Προβλεπτικές μεταβλητές ανά γνωστική δοκιμασία (γλωσσική
κυριαρχία). ................................................................................................................. 161
Πίνακας 6.13: Σημαντικότερα αποτελέσματα μονόγλωσσων και δίγλωσσων
συμμετεχόντων στις γνωστικές δοκιμασίες (γλωσσική κυριαρχία). ......................... 162
Πίνακας 6.14: Προβλεπτικές μεταβλητές ανά γλωσσική δοκιμασία (γλωσσική
κυριαρχία). ................................................................................................................. 163
xii
Πίνακας 6.15: Σημαντικότερα αποτελέσματα μονόγλωσσων και δίγλωσσων
συμμετεχόντων στις γλωσσικές δοκιμασίες (γλωσσική κυριαρχία). ......................... 164
Πίνακας 7.1: Προφίλ συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο. ............................ 173
Πίνακας 7.2: Τύπος διγλωσσίας συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο
(συχνότητες)............................................................................................................... 173
Πίνακας 7.3: Προφίλ συμμετεχόντων ανάλογα με το (δι)γραμματισμό τους. .......... 178
Πίνακας 7.4: Τύπος διγλωσσίας συμμετεχόντων ανάλογα με το (δι)γραμματισμό τους
(συχνότητες)............................................................................................................... 178
Πίνακας 7.5: Προφίλ των συμμετεχόντων με βάση το εκπαιδευτικό πλαίσιο φοίτησης
και τον διγραμματισμό. .............................................................................................. 181
Πίνακας 7.6: Επιδόσεις δίγλωσσων συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο και
(δι)γραμματισμό στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης (σε ποσοστό). ................ 184
Πίνακας 7.7: Επιδόσεις δίγλωσσων συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο και
(δι)γραμματισμό στη δοκιμασία Κύριος Χ (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς). ........... 185
Πίνακας 7.8: Επιδόσεις δίγλωσσων συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο και
(δι)γραμματισμό στη δοκιμασία αντίστροφη ανάκληση ψηφίων (σε ανεπεξέργαστους
αριθμούς). .................................................................................................................. 187
Πίνακας 7.9: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό) στις επιμέρους συνθήκες της
Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής, στις ιστορίες με και χωρίς συνδέσμους. ....... 196
Πίνακας 7.10: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο) στις επιμέρους συνθήκες της Δοκιμασίας
Υποχρεωτικής Επιλογής, στις ιστορίες με και χωρίς συνδέσμους. ........................... 198
Πίνακας 7.11: Προβλεπτικές μεταβλητές ανά γνωστική δοκιμασία (σύμφωνα με το
εκπαιδευτικό πλαίσιο και την εκπαίδευση και στις δύο γλώσσες). ........................... 215
Πίνακας 7.12: Σημαντικότερα αποτελέσματα των δίγλωσσων συμμετεχόντων στις
γνωστικές δοκιμασίες (σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πλαίσιο και την εκπαίδευση και
στις δύο γλώσσες). ..................................................................................................... 216
Πίνακας 7.13: Προβλεπτικές μεταβλητές ανά γλωσσική δοκιμασία (σύμφωνα με το
εκπαιδευτικό πλαίσιο και την εκπαίδευση και στις δύο γλώσσες). ........................... 217
Πίνακας 7.14: Σημαντικότερα αποτελέσματα δίγλωσσων συμμετεχόντων στις
γλωσσικές δοκιμασίες (σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πλαίσιο και την εκπαίδευση και
στις δύο γλώσσες). ..................................................................................................... 218
Πίνακας 8.1: Συσχετίσεις ανάμεσα στη λεξιλογική επάρκεια, τις αναπτυξιακές
διαφορές και τις γλωσσικές δοκιμασίες (δίγλωσσοι και μονόγλωσσοι συμμετέχοντες).
.................................................................................................................................... 223
xiii
Πίνακας 8.2: Συσχετίσεις ανάμεσα στη λεξιλογική επάρκεια, τις αναπτυξιακές
διαφορές και τις γνωστικές δοκιμασίες (δίγλωσσοι και μονόγλωσσοι συμμετέχοντες).
.................................................................................................................................... 223
Πίνακας 8.3: Επιδόσεις δίγλωσσων και μονόγλωσσων στη δοκιμασία Κύριος Χ (σε
ανεπεξ. αριθμ.). .......................................................................................................... 228
Πίνακας 8.4: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) δίγλωσσων και
μονόγλωσσων συμμετεχόντων στη δοκιμασία αντίστροφης ανάκλησης ψηφίων. ... 229
Πίνακας 8.5: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) ελληνογερμανόφωνων
αναφορικά με τη χρήση των συνδέσμων. .................................................................. 243
Πίνακας 8.6: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) ελληνοαλβανόφωνων
(Αλβανίας) αναφορικά με τη χρήση των συνδέσμων. ............................................... 244
Πίνακας 8.7: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) ελληνοαλβανόφωνων
(Ελλάδας) αναφορικά με τη χρήση των συνδέσμων. ................................................ 245
Πίνακας 8.8: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) μονόγλωσσων αναφορικά με
τη χρήση των συνδέσμων. ......................................................................................... 245
Πίνακας 8.9: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική
κατηγορία στους ελληνογερμανόφωνους συμμετέχοντες. ........................................ 257
Πίνακας 8.10: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική
κατηγορία στους ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες (Αλβανίας). ....................... 261
Πίνακας 8.11: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική
κατηγορία στους ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες (Ελλάδας). ........................ 263
Πίνακας 8.12: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική
κατηγορία στους μονόγλωσσους συμμετέχοντες. ..................................................... 267
Πίνακας 8.13: Προβλεπτικές μεταβλητές ανά γνωστική δοκιμασία. ........................ 270
Πίνακας 8.14: Σημαντικότερα αποτελέσματα μονόγλωσσων και δίγλωσσων
συμμετεχόντων στις γνωστικές δοκιμασίες. .............................................................. 271
Πίνακας 8.15: Προβλεπτικές μεταβλητές ανά γλωσσική δοκιμασία. ....................... 273
Πίνακας 8.16: Σημαντικότερα αποτελέσματα μονόγλωσσων και δίγλωσσων
συμμετεχόντων στις γλωσσικές δοκιμασίες. ............................................................. 275
xiv
ΕΙΚOΝΕΣ
Εικόνα 4-1: Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου στα Ελληνικά. .............................. 85
Εικόνα 4-2: Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου στα Γερμανικά. ............................ 87
Εικόνα 4-3: Δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης. ...................................................... 89
Εικόνα 5-1: Δοκιμασία παραγωγής τελικότητας με εικόνες. .................................... 101
Εικόνα 5-2: Δοκιμασία παραγωγής τελικότητας με εικόνες. .................................... 101
Εικόνα 5-3: Δοκιμασία Κύριος Χ. .............................................................................. 112
Εικόνα 5-4: Δοκιμασία Δύο πίσω με αριθμούς. ......................................................... 115
xv
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
xvi
ΠΕΡIΛΗΨΗ
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι να εξετάσει την κατάκτηση της ρηματικής όψης
(λεξικής και γραμματικής) στην Ελληνική σε δίγλωσσα παιδιά υπό το πρίσμα της
γλωσσικής κυριαρχίας, του (δι)γραμματισμού, των αναπτυξιακών και λεξιλογικών
διαφορών, καθώς και της πρώτης γλώσσας (αν κωδικοποιεί ή όχι την όψη),
λαμβάνοντας υπόψη γνωστικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας συμμετείχαν 210 παιδιά, 145 δίγλωσσα με
γλώσσες την Ελληνική και Αλβανική και 65 μονόγλωσσα. Πληροφορίες για τους
δίγλωσσους συμμετέχοντες συλλέχθηκαν μέσω παιδικών ερωτηματολογίων. Οι
συμμετέχοντες εξετάστηκαν σε μια σειρά δοκιμασιών, εκφραστικού λεξιλογίου (οι
δίγλωσσοι συμμετέχοντες εξετάστηκαν και στις δύο γλώσσες) (Βογινδρούκας,
Πρωτόπαπας & Σιδερίδης 2009, Petermann 2010, Kapia & Kananaj 2013), μη
λεκτικής νοημοσύνης (Raven 1995), καθώς και σε μια σειρά (μη)χρονομετρικών
γνωστικών δοκιμασιών, που εξέταζαν την εργαζόμενη μνήμη (Alloway, Gathercole,
Willis & Adams 2004, Alloway 2007) και τη γνωστική ενημέρωση (Kirchner 1958).
Η κύρια πειραματική διαδικασία αποτελούνταν από μια σειρά μη χρονομετρικών
xvii
δοκιμασιών που εξέταζαν την κατανόηση και παραγωγή της γραμματικής και λεξικής
όψης. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη δοκιμασία ήταν μία δοκιμασία εκμαίευσης της
γραμματικής όψης. Στόχος ήταν η παραγωγή της γραμματικής όψης μέσα από
προτάσεις. Η δεύτερη δοκιμασία ήταν μία δοκιμασία κατανόησης της γραμματικής
όψης μέσα από το περικείμενο, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της υποχρεωτικής
επιλογής. Ο συμμετέχοντας άκουγε κάποιες ιστορίες και έπρεπε να επιλέξει τη σωστή
τιμή της όψης από τις δύο επιλογές που του δίνονταν (συνοπτική και μη συνοπτική).
Η Τρίτη δοκιμασία ήταν μια δοκιμασία παραγωγής, η οποία έχει ως στόχο να
εξετάσει την αλληλεπίδραση της γραμματικής και λεξιλογικής όψης σε συνδυασμό με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς (για / (μέσα) σε Χ ώρα). Ο συμμετέχοντας κοίταζε
εικόνες, όπου το γεγονός παρουσιάζονταν είτε ως τελικό είτε ως μη τελικό και έπρεπε
να παράγει τη σωστή τιμή της όψης. Η τελευταία δοκιμασία ήταν μια δοκιμασία
επανάληψης και διόρθωσης προτάσεων. Ο σκοπός της δοκιμασίας ήταν παρόμοιος με
τη προηγούμενη, να εξεταστεί η αλληλεπίδραση της γραμματικής και λεξικής όψης
σε συνδυασμό με επιρρηματικούς προσδιορισμούς (για / (μέσα) σε Χ ώρα). Ο
συμμετέχοντας άκουγε φράσεις και είτε τις επαναλάμβανε, όπως παρουσιάζονταν αν
ήταν γραμματικές είτε τις διόρθωνε αν ήταν αντιγραμματικές.
xviii
επαληθεύτηκε, με τη συνοπτική όψη να υπερέχει έναντι της μη συνοπτικής. Αντίθετα,
δεν επαληθεύτηκε η υπεροχή της ερμηνείας του συνήθους της μη συνοπτικής όψης
έναντι του συνεχούς. Τέλος, παρατηρήθηκε αλληλεπίδραση της όψης (λεξικής και
γραμματικής) με τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς για/ (μέσα) σε Χ ώρα.
xix
ABSTRACT
The aim of the present study is to investigate the acquisition of grammatical and
lexical aspect in Greek with bilingual children who speak German and Albanian as
the other language. In this study we explore the effect of various factors, such as
language dominance, (bi)literacy, age, vocabulary level, first language, cognitive
skills and other environmental factors.
The acquisition of aspect is challengins, especially in the second language (Montrul &
Slabakova 2003). Moreover, there seems to be an asymmetry between the
(im)perfective forms, with imperfective to be acquired later than perfective.
Furthermore, the two interpretations of imperfective aspect, i.e. the [+habitual] and
the [+continuous] features, are not acquired simultaneously. The [+habitual] feature is
acquired later than the [+continuous] one. These asymmetries are also attested in L2
learners (Bardovi-Harlig & Reynolds 1995, Shirai 2002). In studies on L2 Greek,
similar results have been reported (Papadopoulou 2005, Mattheoudakis et al. 2011).
Thus, L2 learners of Greek overgeneralize perfective aspect, particularly in habitual
contexts. Furthermore, the age and the proficiency level of the learners seem to have
an impact on the acquisition of aspect (Shirai & Andersen 1995, Olsen & Weinberg
1999, Montrul & Slabakova 2003). The acquisition of grammatical and lexical aspect
xx
in Greek-X bilingual children and adults is under-investigated. The present study aims
to address this gap.
The data of the study are drawn from 210 children, 145 of them were bilinguals and
65 monolingual children. Further information about bilingual children with respect to
various issues, such as language use at home, (bi)literacy, age of onset in both
languages etc., was assessed by means of a background child questionnaire. There
was also administered a battery of tasks testing participants’ expressive vocabulary
skills in both languages (Vogindroukas et al. 2009, Petermann 2010, Kapia &
Kananaj 2013), non-verbal intelligence (Raven 1995), (non)verbal working memory
(Alloway, Gathercole, Willis & Adams 2004, Alloway 2007) and cognitive updating
(Kirchner 1958). The linguistics tasks were offline tasks which tested comprehension
and production of aspect. More specifically, the first task was an elicitation
production task (fill in the gap), which aimed to test the production of grammatical
aspect with respect to the context. The second task was a comprehension task, i.e. a
forced choice task, which aimed to test the comprehension of grammatical aspect with
respect to the context. The participant listened to short stories and they had to choose
the correct aspectual forms of a specific verb given. The third task was also a
production task, which aims to test the interaction of grammatical and lexical aspect
(i.e. achievements and accomplishments) with adverbials (in/for X time). The
participant looked at pictures, where the events were displayed either telic or atelic
and had to produce the correct form of aspect with respect to the telicity of the event
presented. The last task was sentence repetition and correction task. The aim of the
task, similar to the previous task, was to test interaction of grammatical and lexical
aspect (i.e. activities, states and semelfactive verbs) with adverbials (in/for X time).
The participant listened to sentences and either repeated them as presented if they
were grammatical or repeated them corrected if they were ungrammatical.
The main research questions were (a) whether language dominance, (b) educational
setting and (bi-)literacy, (c) developmental and vocabulary differences and (d)
language proximity affect the performance of the bilingual participants on linguistic
and cognitive tasks. Additionally, the present study aims to investigate (e) whether
perfective is more prevalent than imperfective and (f) whether continuous is more
preferable compared to habitual feature; and finally, (g) whether adverbials, such as
xxi
for/in X time and lexical cues, such as conjunctions and connectors, facilitate the
correct use of aspect.
The results have shown that cognitive abilities are mainly affected by age,
socioeconomic status and educational setting. In contrast, the acquisition of aspect
was found to be affected by vocabulary knowledge, age, cognitive abilities and by
environmental factors. However, language dominance, educational setting and/or
(bi)literacy do not affect the acquisition of aspect. More interestingly, language
proximity/distance has an impact on the comprehension and production of aspect in
lower proficiency levels but not in higher ones. Moreover, all participant groups
scored higher in perfective condition compared to the imperfective one, which is in
compliance with previous studies. On the other hand, the continuous feature of the
imperfective though lexical cues, such as the lexical semantics of the verb and the
adverbials used in the study, are employed by the children in order to select the
correct aspectual form. However, this lexical guidance is not systematically observed
across participant groups and experimental tasks.
xxii
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της κατάκτησης της ρηματικής όψης
(aspect) (στην Ελληνική) από δίγλωσσα παιδιά με πρώτες γλώσσες την Αλβανική και
τη Γερμανική. Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας μελετάται η λεξική και γραμματική
όψη, καθώς και η αλληλεπίδρασή τους με επιρρηματικούς προσδιορισμούς διάρκειας
(για / (μέσα) σε Χ ώρα). Τα ευρήματα συζητούνται υπό το πρίσμα της γλωσσικής
κυριαρχίας, του (δι)γραμματισμού, των αναπτυξιακών και λεξιλογικών διαφορών,
καθώς και διαγλωσσικά, λαμβάνοντας υπόψη γνωστικούς και περιβαλλοντικούς
παράγοντες.
1
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή
50% του εισερχομένου στην κάθε γλώσσα, γεγονός που είναι αρκετά σπάνιο
(Grosjean 1982, 2010, Paradis & Genesee 1996, De Houwer 2014, μ.ά.).
Αναφερόμενοι στην ποιότητα του εισερχομένου εννοείται η ποιότητα της γλώσσας
στην οποία εκτίθεται το δίγλωσσο άτομο εντός και εκτός σπιτιού (Sorace 2005,
Chondrogianni & Marinis 2011, Place & Hoff 2011), δηλαδή αν τα άτομα με το οποία
συναναστρέφεται ο ομιλητής (αδέρφια, γονείς, φίλοι μ.ά.) είναι φυσικοί ομιλητές της
γλώσσας, καθώς και η επάρκεια που τα άτομα αυτά έχουν στη γλώσσα. Επιπρόσθετα,
η Unsworth (υπό έκδοση β) αναφέρει ότι και ο τύπος εκπαίδευσης, αλλά και ο
γραμματισμός επηρεάζουν τη δίγλωσση κατάκτηση. Έτσι, το γεγονός ότι ο
γραμματισμός των δίγλωσσων ατόμων συντελείται και στις δύο γλώσσες δρα
υποστηρικτικά για την παράλληλη ανάπτυξη και των δύο γλωσσών (Durgunoglu,
Nagy & Hancin-Bhatt 1993, Cobo-Lewis et al. 2002, Oller & Eilers 2002). Επίσης, το
εκπαιδευτικό πλαίσιο που υποστηρίζει και προωθεί την ιδέα της διγλωσσίας μέσω της
διατήρησης της πρώτης γλώσσας και δεν παρεμποδίζει την εκμάθηση της δεύτερης
γλώσσας, επιφέρει και τα μέγιστα πλεονεκτήματα στην ανάπτυξη των δίγλωσσων
παιδιών (Cobo-Lewis et al. 2002, Oller & Eilers 2002). Η επίδραση του
(δι)γραμματισμού και του εκπαιδευτικού πλαισίου, καθώς και κατά πόσο αυτοί
επηρεάζουν τις γνωστικές και γλωσσικές ικανότητες ενός δίγλωσσου ατόμου, είναι
ένα θέμα που απασχολεί έντονα τη βιβλιογραφία (Dickinson & Snow 1987,
Rodríguez 1988, Cummins 1989, Collier & Thomas 1992, Leikin, Schwartz & Share
2009). Η έρευνα έχει δείξει ότι, όταν τα δίγλωσσα άτομα λαμβάνουν γραμματισμό
και στις δύο γλώσσες (διγραμματισμό), οι ικανότητές τους στην ανάγνωση, στην
αναγνώριση λέξεων και στο συλλαβισμό αυξάνονται, ξεπερνώντας τους
μονόγλωσσους συνομηλίκους τους (Bialystok, Luk & Kwan 2005, Leikin, Schwartz
& Share 2009), καθώς έχουν και διαφορετικές γνωστικές ικανότητες από τα άτομα με
γραμματισμό μόνο στη μία γλώσσα (Ong 2002, Leikin et al. 2009, Dosi,
Papadopoulou & Tsimpli υπό έκδοση). Στην έρευνα των Dosi, Papadopoulou &
Tsimpli (2015) βρέθηκε ότι τα δίγλωσσα ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που λαμβάνουν
γραμματισμό και στις δύο γλώσσες και φοιτούν σε εκπαιδευτικό πλαίσιο που
υποστηρίζει και προωθεί την ιδέα της διγλωσσίας έχουν καλύτερες επιδόσεις στις
εκτελεστικές λειτουργίες (executive functions), και πιο συγκεκριμένα στη γνωστική
ενημέρωση (cognitive updating), σε σχέση με τα δίγλωσσα παιδιά που λαμβάνουν
γραμματισμό μόνο στα ελληνικά και φοιτούν σε μονόγλωσσο ελληνικό σχολείο και
κατ’ επέκταση επωφελούνται και ως προς τη γλωσσική τους ικανότητα (στην
2
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή
Ένα ακόμα θέμα που απασχολεί την έρευνα σχετικά με τη διγλωσσία είναι η
γλωσσική επάρκεια (αναλυτικότερα για το θέμα πρβ. ενότητα 2.2). Ένα δίγλωσσο
άτομο έχει χαμηλότερη λεξιλογική επάρκεια σε σχέση με έναν μονόγλωσσο
(Patterson 2004, Bialystok, Luk, Peets & Yang 2010, Marchman, Fernald & Hurtado
2010). Επίσης, είναι σπάνιο ένα δίγλωσσο άτομο να έχει την ίδια επάρκεια και στις
δύο γλώσσες· μία από τις δύο γλώσσες θα είναι κυρίαρχη έναντι της άλλης (Paradis
2007) και αυτή η ισορροπία ενδέχεται να αλλάζει συνεχώς ανάλογα με τις συνθήκες
ζωής του ατόμου (Nicoladis & Genesee 1996). Στις περισσότερες έρευνες, η
γλωσσική κυριαρχία (dominance) ορίζεται μέσω της γλωσσικής επάρκειας, δηλαδή
μέσω της ικανότητας του ατόμου να μιλά μία γλώσσα (Gathercole & Thomas 2009).
Άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι η γλωσσική κυριαρχία είναι μια σύνθετη έννοια που
δεν εξαρτάται μόνο από τη γλωσσική επάρκεια, αλλά και από το γλωσσικό
εισερχόμενο, τη χρήση της γλώσσας στο περικείμενο (για παράδειγμα στο σπίτι, στο
σχολείο), καθώς και από τη γενικότερη χρήση της γλώσσας (Montrul υπό έκδοση). Οι
διαφωνίες των ερευνητών επεκτείνονται και στον τρόπο μέτρησης της γλωσσικής
κυριαρχίας, όπως είναι η αυτοαξιολόγηση, οι δοκιμασίες λεξιλογίου και οι
δοκιμασίες γλωσσικής επάρκειας, με αποτέλεσμα να είναι πολλές φορές δύσκολη η
σύγκριση των ευρημάτων (Bedore et al. 2012). Η έρευνα αναφορικά με τη γλωσσική
κυριαρχία (dominance) / αμφιδυναμία (balance) συχνά επικεντρώνεται στη μελέτη
των γνωστικών ικανοτήτων (Gathercole & Thomas 2009, Iluz-Cohen & Armon-
Lotem 2013, Blom, Küntay, Messer, Verhagen & Leseman 2014, μ.ά.), και λιγότερο
των γλωσσικών (Rieckborn 2005). Έτσι, οι έρευνες που εξετάζουν τις γνωστικές
ικανότητες σημειώνουν ότι τα αμφιδύναμα δίγλωσσα άτομα (balanced bilinguals)
έχουν καλύτερες γνωστικές ικανότητες από τα κυρίαρχα δίγλωσσα άτομα (dominant
bilinguals) (Iluz-Cohen & Armon-Lotem 2013, Blom, Küntay, Messer, Verhagen &
Leseman 2014). Σε σχέση με τις γλωσσικές ικανότητες, η Rieckborn (2005)
μελετώντας την όψη σε γερμανο-γαλλόφωνα παιδιά παρατήρησε ότι κατακτάται
ανεξάρτητα από την γλωσσική κυριαρχία. Όπως προαναφέρθηκε, η γλωσσική
κυριαρχία συχνά επηρεάζεται από το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο εκτίθεται το
παιδί, συμπεριλαμβανομένου όχι μόνο του περιβάλλοντος του σπιτιού και γενικότερα
3
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή
της κοινωνίας, αλλά και του εκπαιδευτικού πλαισίου (Bialystok 2007). Έτσι, η
Bialystok (2007) παρατηρεί ότι, όταν το δίγλωσσο παιδί δεν λαμβάνει γραμματισμό
και στις δύο γλώσσες, κυριαρχεί συνήθως η γλώσσα στην οποία λαμβάνει
γραμματισμό. Σε ό,τι αφορά τις γνωστικές ικανότητες στα δίγλωσσα άτομα, η
πλειοψηφία των ερευνών δείχνει ότι οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες είναι καλύτεροι από
τους μονόγλωσσους στις εκτελεστικές λειτουργίες, όπως για παράδειγμα στον
ανασταλτικό έλεγχο (inhibition), στη γνωστική ενημέρωση (cognitive updating) και
στην εργαζόμενη μνήμη (working memory) (Bialystok 2001, Bialystok et al. 2005,
Bialystok & Viswanathan 2009, Carlson & Meltzoff 2008). Ωστόσο, αυτή η υπεροχή
δεν επιβεβαιώνεται πάντα, με τους δίγλωσσους να σημειώνουν παρόμοιες επιδόσεις
με τους μονόγλωσσους στις δοκιμασίες ανασταλτικού ελέγχου και εργαζόμενης
μνήμης (Morton & Harper 2007, Namazi & Thordardottir 2010, Εngel de Abreu
2011) (αναλυτικότερα για το θέμα πρβ. ενότητα 2.3). Τέλος, η έρευνα είναι αρκετά
περιορισμένη σε σχέση με την επίδραση των γνωστικών ικανοτήτων στις γλωσσικές
ικανότητες. Σε προηγούμενη έρευνα των Dosi et al. υπό έκδοση, οι εκτελεστικές
λειτουργίες (γνωστική ενημέρωση) προβλέπουν τις επιδόσεις των συμμετεχόντων
στις γλωσσικές ικανότητες (ρηματική όψη), καθώς οι συμμετέχοντες με υψηλότερες
επιδόσεις στις εκτελεστικές λειτουγίες «επωφελούνται» από τη γνωστική τους
υπεροχή για να σημειώσουν υψηλότερες επιδόσεις στη γλωσσική δοκιμασία παρόλο
που η λεξιλογική τους ικανότητα είναι χαμηλότερη (αναλυτικότερα για το θέμα πρβ.
ενότητα 2.1.4).
4
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή
απασχολήσει τους ερευνητές (Chien & Wexler 1990, McDaniel et al. 1990, Avrutin
1999, Slabakova & Montrul 2007, μ.ά.). Στο πλαίσιο της Θεωρίας Αναπαράστασης
Λόγου1 (Discourse Representation Theory) (Kamp 1981), έχει επισημανθεί η
σπουδαιότητα του περικειμένου (context), εφόσον πολλές φορές μπορούν να
υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες της όψης, οι οποίες εξαρτώνται από το
περικείμενο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει κατά την μετατόπιση της όψης
(aspectual shift) και ο εξαναγκασμός επιλογής όψης2 (aspectual coercion)
(αναλυτικότερα για το θέμα πρβ. 3.3.1), οι οποίοι οδηγούν σε επανερμηνεία του
περικειμένου. Στο (1.1 ο ομιλητής μετατοπίζει τη λεξική όψη, από την κατηγορία της
κατάστασης (1.1α), σε αυτή της επίτευξης (1.1β).
Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι η γραμματική όψη παρουσιάζει μια ασυμμετρία
στην κατάκτησή της. Πιο αναλυτικά, έρευνες έχουν δείξει ότι οι ομιλητές αρχικά
προτιμούν να χρησιμοποιούν τους συνοπτικούς τύπους σε σχέση με τους μη
συνοπτικούς (αναλυτικότερα για το θέμα πρβ. ενότητα 2.3.4). Πολλές είναι οι μελέτες
που επιβεβαιώνουν αυτή την ασυμμετρία στους ομιλητές της Γ2 (Shirai & Andersen
1995, Bardovi-Harlig 2000, για την ελληνική ως Γ2 βλ. Παπαδοπούλου 2005,
Ματθαιουδάκη, Κίτσιου & Τζιμώκας 2011). Ακόμα, στη μη συνοπτική όψη (ΜΣ)
φαίνεται ότι οι ερευνητές διαφωνούν ως προς την κατάκτηση των ερμηνειών της
[συνεχές (continuous), σύνηθες (habitual) και εξακολουθητικό (progressive)]. Για
παράδειγμα, έρευνες μέσω αφηγήσεων σε παιδιά με Γ2 τα ιταλικά και γαλλικά
(Wilberg 1996, Kihlstedt 2002) έδειξαν ότι η θαμιστικότητα (habituality) έχει
κατακτηθεί πριν από την εξακολουθητικότητα (progressivity). Αντίθετα, έρευνες σε
ενήλικους ομιλητές Γ2 της Ελληνικής (Παπαδοπούλου 2005, Ματθαιουδάκη et al.
2011, μ.ά.) έχουν δείξει ότι στη ΜΣ όψη, η ερμηνεία του συνεχούς κατακτάται
νωρίτερα από την ερμηνεία του συνήθους. Η έρευνα σχετικά με δίγλωσσα
ελληνόφωνα παιδιά και παιδιά με την Ελληνική ως Γ2 είναι ιδιαίτερα περιορισμένη
1
Η απόπειρα μετάφρασης είναι δική μου.
2
Η απόπειρα μετάφρασης του όρου coercion είναι δική μου. Επιλέχθηκε ο όρος «εξαναγκασμός» γιατί
το περικείμενο «εξαναγκάζει» τον ομιλητή να επιλέξει την όψη.
5
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή
(Kaltsa & Tsimpli 2012, Dosi, Papadopoulou & Tsimpli υπό έκδοση). Οι Kaltsa &
Tsimpli (2012) εξέτασαν την τελικότητα στα ρήματα κίνησης και δράσης σε
ελληνοαλβανόφωνα παιδιά και βρήκαν ότι τόσο κατά την κατανόηση, όσο και κατά
την παραγωγή η επιλογή της γραμματικής όψης επηρεάζεται από τη λεξική όψη,
δηλαδή από τα εγγενή χαρακτηριστικά του ρήματος). Οι Dosi, Papadopoulou &
Tsimpli (υπό έκδοση) μελέτησαν την κατανόηση της γραμματικής όψης σε
ελληνοαγγλόφωνα παιδιά και παρατήρησαν ότι η επιλογή της γραμματικής όψης δεν
εξαρτάται από τα εγγενή χαρακτηριστικά του ρήματος. Επίσης, υπήρχε μια ξεκάθαρη
προτίμηση για χρήση της συνοπτικής όψης έναντι της μη συνοπτικής.
6
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή
μη χρονομετρικές και έχουν ως στόχο την εξέταση της εργαζόμενης μνήμης και της
γνωστικής ενημέρωσης. Στο κεφάλαιο 6 συζητιούνται οι επιδόσεις των γλωσσικών
και γνωστικών δοκιμασιών με άξονα την γλωσσική κυριαρχία, ενώ, στο κεφάλαιο 7,
εξετάζονται οι επιδόσεις με άξονα τον (δι)γραμματισμό και το εκπαιδευτικό πλαίσιο.
Στο κεφάλαιο 8, οι επιδόσεις στις γνωστικές και γλωσσικές των παιδιών
αποτιμούνται με άξονες τόσο τις αναπτυξιακές και λεξιλογικές διαφορές, όσο και
τους γλωσσικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν την
κατάκτηση της όψης. Τέλος, το κεφάλαιο 9 αφιερώνεται στη συζήτηση των
παραγόντων που επηρεάζουν τις εκτελεστικές λειτουργίες και γλωσσικές ικανότητες
(κατάκτηση όψης), των βασικότερων ευρημάτων μας και παράλληλα στην
επιβεβαίωση ή μη των ερευνητικών υποθέσεων που θέσαμε στα επιμέρους κεφάλαια
της διατριβής. Η συζήτηση ολοκληρώνεται με τον εντοπισμό των περιορισμών της
έρευνας και τη διατύπωση ορισμένων κατευθύνσεων για τη μελλοντική διερεύνηση
του θέματος.
7
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
2. ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ
Η διγλωσσία είναι ένας ευρύς και ετερογενής όρος που επηρεάζεται από μια σειρά
παραμέτρων (Grosjean 1989). Οι βασικότεροι από τους παράγοντες που την
επηρεάζουν είναι περιβαλλοντικοί παράγοντες, δηλαδή οι εξωτερικοί παράγοντες που
προέρχονται από το περιβάλλον του ατόμου. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η
ποσότητα και η ποιότητα του γλωσσικού εισερχομένου, η ηλικία έκθεσης στη
γλώσσα και ο γραμματισμός που λαμβάνει το άτομο. Επίσης, η διγλωσσία επηρεάζει
εκτός από τη γλώσσα και τις γνωστικές ικανότητες του ατόμου (Bialystok 2010,
Bialystok & Craik 2010).
Το παρόν κεφάλαιο αποτελείται από τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα (0.2.1)
παρουσιάζονται οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως το γλωσσικό εισερχόμενο
(υποενότητα 2.2.1.1), την ηλικία έκθεσης στη διγλωσσία (υποενότητα 2.1.2), το
κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (υποενότητα 0) και τον γραμματισμό (υποενότητα
2.0.2.1.4), που επηρεάζουν τη δίγλωσση ανάπτυξη. Στις επόμενες ενότητες (2.2 και
2.3) παρουσιάζονται οι γλωσσικοί και γνωστικοί παράγοντες που επηρεάζονται από
τη διγλωσσία. Το κεφάλαιο κλείνει με την ενότητα 2.4, όπου συνοψίζονται οι
παράγοντες που επηρεάζουν και επηρεάζονται από τη διγλωσσία.
8
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Πολλές είναι οι έρευνες που σχετίζουν την ποσότητα του γλωσσικού εισερχομένου με
τη γλωσσική / λεξιλογική ανάπτυξη (Driessen, van der Slik & De Bot, 2002,
Thordardottir 2011, Chondrogianni & Marinis 2011, Bedore et al. 2012, Unsworth
2014, Unsworth, υπό έκδοση, μ.ά). Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση που διερευνάται
είναι ότι όσο περισσότερο εκτεθεί το άτομο σε μια γλώσσα, τόσο περισσότερο θα
επηρεάσει θετικά την ανάπτυξη της γλώσσας αυτής. Τονίζοντας τη σπουδαιότητα του
γλωσσικού εισερχομένου, η Gathercole (2002α, 2002β) εξέτασε αγγλο-ισπανόφωνα
παιδιά μικρής ηλικίας, τα οποία είχαν μικρότερη έκθεση στην Αγγλική γλώσσα, και
παρατήρησε ότι σημείωσαν χαμηλότερες επιδόσεις στις συμπληρωματικές προτάσεις
με κεφαλή τον συμπληρωματικό δείκτη that και στις δύο γλώσσες, καθώς και στο
γραμματικό γένος στα ισπανικά. Ωστόσο, παρατήρησε ότι, όταν τα παιδιά φτάνουν
περίπου στο 10ο έτος της ηλικίας τους, σημειώνουν εξίσου υψηλές επιδόσεις ασχέτως
γλωσσικού εισερχομένου. Η ερευνήτρια εξηγεί αυτό το εύρημα υποστηρίζοντας ότι η
ποσότητα έκθεσης παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στα πρώτα χρόνια της ζωής των
δίγλωσσων παιδιών. Οι Cobo-Lewis et al. (2002) εξέτασαν τα ίδια παιδιά με αυτά της
προηγούμενης έρευνας και παρατήρησαν ότι και η κατάκτηση του λεξιλογίου
σχετίζεται θετικά με την ποσότητα του γλωσσικό εισερχόμενο, τόσο στη μειονοτική,
όσο και στην πλειονοτική3 γλώσσα, δηλαδή όσο περισσότερο γλωσσικό εισερχόμενο
λάμβαναν, τόσο υψηλότερες επιδόσεις είχαν στις γλωσσικές δοκιμασίες. Το
γλωσσικό εισερχόμενο μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το περιβάλλον όπου
χρησιμοποιείται, για παράδειγμα ένα δίγλωσσο παιδί μπορεί χρησιμοποιεί άλλη
γλώσσα στο σπίτι και άλλη γλώσσα εκτός σπιτιού. Κάποιες έρευνες υποστηρίζουν ότι
η χρήση της μειονοτικής γλώσσας εντός του σπιτιού είναι ιδιαιτέρως σημαντική όταν
τα παιδιά ξεκινάνε το σχολείο στην πλειονοτική γλώσσα, γιατί έτσι τους δίνεται η
δυνατότητα να έχουν υψηλή γλωσσική και στις δύο γλώσσες, στη μειονοτική μέσω
της οικογένειας και στην πλειονοτική μέσω του σχολείου (Duursma et al. 2007,
Dixon, Zhao, Quiroz & Shin 2012, Willard, Agache, Jäkel, Glück & Leyendecker
2015). Σε αντίθετη περίπτωση, όπου η μειονοτική γλώσσα δεν υποστηρίζεται από την
οικογένεια στα πλαίσια του σπιτιού, τα παιδιά συνήθως αποκτούν γλωσσική επάρκεια
μόνο στην πλειονοτική γλώσσα4, δηλαδή στη γλώσσα του σχολείου και κατ’
επέκταση της κοινωνίας. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι η γλώσσα της μειοψηφίας θα
3
Εδώ ως πλειονοτική γλώσσα ορίζεται η γλώσσα της κοινωνίας και ως μειονοτική η γλώσσα που
χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο πλαίσιο του σπιτιού (Baker 2001). Στην προκειμένη περίπτωση η
Αγγλική ορίζεται ως πλειονοτική γλώσσα και η Ισπανική ως μειονοτική.
4
Όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ελληνοαλβανόφωνων παιδιών που ζουν στην Ελλάδα.
9
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Ωστόσο, πολλοί είναι οι ερευνητές που επισήμαναν την σπουδαιότητα όχι μόνο της
ποσότητας, αλλά και της ποιότητας του γλωσσικού εισερχομένου. Αρκετές είναι οι
έρευνες που έχουν δείξει ότι η γλωσσική επάρκεια των γονέων, το επίπεδο
εκπαίδευσης των γονέων, καθώς και η έκθεση στο γλωσσικό εισερχόμενο επηρεάζει
την κατάκτηση του λεξιλογίου και της μορφοσύνταξης (Paradis, Nicoladis, Crago &
Genesee 2011, Gathercole & Thomas 2009, Oller & Eilers 2002). Ωστόσο, υπάρχουν
έρευνες που δεν επιβεβαιώνουν αυτή τη συσχέτιση γλωσσικού εισερχομένου και
γλωσσικής ανάπτυξης εξηγώντας ότι πιθανώς να οφείλεται στη χαμηλή γλωσσική
επάρκεια των γονέων (Chondrogianni & Marinis 2011, Goldberg, Paradis, & Crago
2008). Οι Cornips & Hulk (2008), για παράδειγμα, μελετώντας το γραμματικό γένος
στα ολλανδικά σε δίγλωσσα παιδιά που μιλούν επίσημα ολλανδικά (standard Dutch)
και μιας διαλέκτου στα Ολλανδικά (Heerlen Dutch5), υποστηρίζουν ότι η έκθεση σε
5
Διάλεκτος που ομιλείται σε ένα περιορισμένο κομμάτι νοτιοανατολικά της Ολλανδίας.
10
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
γλωσσικά εισερχόμενα που παράγονται από μη φυσικούς ομιλητές είναι υπεύθυνη για
την απολίθωση στην κατάκτηση του γραμματικού γένους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Paradis & Kirova (2014), οι οποίοι εξέτασαν
δίγλωσσα αγγλο-γαλλόφωνα παιδιά που γεννήθηκαν εντός και εκτός Καναδά.
Εξετάζοντας τα παιδιά αυτά μέσω αφηγήσεων (στην Αγγλική) παρατήρησαν ότι οι
δύο ομάδες δεν διέφεραν ως προς τις επιδόσεις τους παρόλο που τα παιδιά που
γεννήθηκαν στον Καναδά είχαν εκτεθεί περισσότερο στα Αγγλικά σε σχέση με την
άλλη ομάδα. Οι ερευνητές αποδίδουν τα αποτελέσματα αυτά στο γεγονός ότι οι
γονείς και των δύο ομάδων ήταν φυσικοί ομιλητές της αγγλικής γλώσσας και, έτσι, η
ποσότητα, αλλά και η ποιότητα, του γλωσσικού εισερχομένου δεν διέφερε ανάμεσα
στις δύο ομάδες κατά την τρέχουσα χρήση της αγγλικής γλώσσας εκτός σχολείου. Με
άλλα λόγια, η έλλειψη ποσοτικού γλωσσικού εισερχομένου μπορεί να αντισταθμιστεί
από την ύπαρξη ποιοτικού εισερχομένου (πρβ. Unsworth 2014).
Συχνά η έρευνα επικεντρώνεται στην ηλικία έκθεσης του ατόμου και στις δύο
γλώσσες. Με βάση αυτή την παράμετρο, οι δίγλωσσοι κατηγοριοποιούνται σε:
11
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Σε ό,τι αφορά την ηλικία έκθεσης στη διγλωσσία και τις γνωστικές ικανότητες, η
βιβλιογραφία δείχνει ότι όσο νωρίτερα εκτίθεται το άτομο και στις δύο γλώσσες τόσο
καλύτερες γνωστικές ικανότητες έχει (Mechelli et al. 2004, Luk, de Sa & Bialystok
2011). Επειδή ακριβώς χρησιμοποιεί και τις δύο γλώσσες από μικρή ηλικία, είναι
καλύτερο σε έργα μετατόπισης (shifting) (Martin-Rhee & Bialystok 2008) και
ανασταλτικού ελέγχου (inhibitory control)6 (Luk et al. 2011). Ακόμα, οι Luk et al.
(2011), εξετάζοντας το λεξιλόγιο, βρήκαν ότι οι πρώιμα διαδοχικά δίγλωσσοι
σημειώνουν τις ίδιες επιδόσεις με τους μονόγλωσσους και υπερέχουν έναντι των
ύστερα διαδοχικά δίγλωσσων ατόμων.
6
Οι όροι μετατόπιση και ανασταλτικός έλεγχος θα παρουσιαστούν αναλυτικότερα στο παρόν
κεφάλαιο, στην υποενότητα 2.3.
12
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Ένας ακόμα παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά τόσο τη μονόγλωσση, όσο και τη
δίγλωσση ανάπτυξη της γλώσσας, είναι το ΚΟΕ. Αναφερόμενοι στο ΚΟΕ, κυρίως
εννοείται η εκπαίδευση των γονέων και πιο συγκεκριμένα της μητέρας (πρβ. Hoff
2006, για λεπτομερή ανασκόπηση του θέματος). Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν
επιβεβαιώσει ότι το ΚΟΕ είναι ένας ισχυρός προγνωστικός δείκτης της λεξιλογικής
ανάπτυξης, αλλά και γενικότερα της γλωσσικής ανάπτυξης (Oller & Eillers 2002,
Goldberg et al. 2008, Paradis 2009, Smithson, Paradis & Nicoladis 2014, μ.ά.). Για
παράδειγμα, oι Oller & Eilers (2002), εξετάζοντας το λεξιλόγιο των ισπανο-
αγγλόφωνων δίγλωσσων παιδιών, βρήκαν ότι, εκτός από το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο
οποίο φοιτούν τα δίγλωσσα παιδιά, σημαντικό ρόλο παίζει και το ΚΟΕ. Έτσι, παιδιά
με υψηλότερο ΚΟΕ σκόραραν υψηλότερα στις λεξιλογικές δοκιμασίες από τα παιδιά
με χαμηλότερο ΚΟΕ. Oι Smithson et al. (2014) σε μελέτη τους με γαλλο-αγγλόφωνα
παιδιά παρατήρησαν ότι το υψηλό ΚΟΕ επηρεάζει θετικά τις λεξιλογικές επιδόσεις
των δίγλωσσων παιδιών. Οι Goldberg et al. (2008) παρατήρησαν ότι τα παιδιά, των
οποίων οι μητέρες είχαν κάνει μεταλυκειακές σπουδές, είχαν μεγαλύτερο εύρος
λεξιλογίων από τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες που είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές
στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, στην πρώτη ομάδα οι μητέρες
χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη Γ1 σε σχέση με τις μητέρες της δεύτερης ομάδας.
Σε έρευνα της Paradis (2009) παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες
ήταν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, είχαν μεγαλύτερο εύρος λεξιλογίων και στις δύο
γλώσσες, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε η μητέρα στο σπίτι.
Τέλος, σε έρευνα των Scheele et al. (2010) μελετώντας μαροκινο-ολλανδόφωνα και
τουρκο-ολλανδόφωνα παιδιά παρατήρησαν ότι το ΚΟΕ παίζει σημαντικό ρόλο στην
πρώτη ομάδα, αλλά όχι στη δεύτερη. Οι ερευνητές απέδωσαν το γεγονός, όχι μόνο
στο ΚΟΕ, αλλά και στο γλωσσικό εισερχόμενο, δηλαδή τα παιδιά που λάμβαναν
περισσότερο γλωσσικό εισερχόμενο στην πλειονοτική γλώσσα (ολλανδικά) είχαν και
υψηλότερες λεξιλογικές επιδόσεις στα ολλανδικά.
Το ΚΟΕ φαίνεται ότι επηρεάζει και τις γνωστικές ικανότητες των δίγλωσσων
παιδιών. Έτσι, τα άτομα με υψηλό ΚΟΕ σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις σε
γνωστικά έργα από τα άτομα με χαμηλό ΚΟΕ (Mezzacappa 2004, Gathercole Môn
Thomas, Jones, Viñas Guasch, Young & Hughes 2010, Morales, Calvo & Bialystok
2013). Επίσης, σε έρευνα των Carlson & Meltzoff (2008) ελέγχοντας δίγλωσσους και
13
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί ότι οι υψηλότερες επιδόσεις στο
λεξιλόγιο και τις γνωστικές ικανότητες που οφείλονται στο ΚΟΕ δεν σχετίζονται με
κάποιο είδος νοημοσύνης των παιδιών από υψηλότερα ΚΟΕ σε σχέση με αυτά από
χαμηλότερα ΚΟΕ, αλλά στις ευκαιρίες που δίνονται στα παιδιά από υψηλότερα ΚΟΕ
να έρθουν σε επαφή με πιο περίπλοκο λεξιλόγιο, καθώς και με δραστηριότητες και
ερεθίσματα (π.χ. παζλ, επίλυση γρίφων) που θα εκπαιδεύσουν τις γνωστικές τους
ικανότητες.
7
Στην παρούσα έρευνα διερευνήσαμε μόνο τον πρώτο τύπο, δηλαδή τον βασικό γραμματισμό.
14
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Κατά την κατάκτηση της Γ1, η Bialystok (2001) αναφέρει ότι εκτός από τις
γνωστικές ικανότητες σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του γραμματισμού
διαδραματίζει το περιβάλλον του σπιτιού και γενικότερα η οικογένεια, αλλά και το
εκπαιδευτικό πλαίσιο. Σε ό,τι αφορά τον παράγοντα της οικογένειας, πολλές είναι οι
έρευνες που υποστηρίζουν ότι η οικογένεια αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα
για την προώθηση του γραμματισμού. Μέσω της οικογένειας το παιδί έρχεται σε
επαφή με τον γραμματισμό, μέσα από την ανάγνωση παραμυθιών, ιστοριών με
αποτέλεσμα να αναπτύσσει ικανότητες – τόσο γλωσσικές όσο και γνωστικές – και να
αποκτά γνώσεις, τις οποίες στη συνέχεια μεταφέρει στην ανάγνωση και με αυτό τον
τρόπο αναπτύσσει και τις ικανότητές του στο γραμματισμό (Carter & Chatfield 1986,
Dickinson & Snow 1987, Rodríguez 1988, Cummins 1989, Collier & Thomas 1992).
8
Το θέμα δεν απασχολεί την παρούσα έρευνα και για αυτό δεν συζητείται περαιτέρω.
15
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
9
Με τον όρο ασθενής εννοείται η γλώσσα, στην οποία τα δίγλωσσα άτομα δεν είναι κυρίαρχα. Στην
συγκεκριμένη περίπτωση εννοείται η γλώσσα της κοινωνίας (πλειονοτική γλώσσα), δηλαδή η
Αγγλική).
10
Η απόπειρα μετάφρασης του όρου είναι δική μου.
11
Τα σχολεία εμβύθισης (submersion schools) έχουν ως στόχο τη γλωσσική αφομοίωση. Έτσι, δεν
υποστηρίζουν τη μειονοτική γλώσσα, αλλά την πλειονοτική, καθώς όλα τα μαθήματα διεξάγονται
αποκλειστικά στην πλειονοτική γλώσσα (Baker 2001). Σχολεία εμβύθισης είναι τα δημόσια σχολεία
στην Ελλάδα· ωστόσο στην παρούσα διατριβή χρησιμοποιείται ο όρος αμιγώς μονόγλωσσα σχολεία για
την αναφορά στα σχολεία εμβύθισης.
16
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
προωθούν και τις δύο γλώσσες (two-way approach)12, είτε μόνο τη μία (Αγγλική). Οι
ερευνητές εξέτασαν παιδιά 5ης και 6ης Δημοτικού στο λεξιλόγιο στην Αγγλική
(εκφραστικό και παραγωγικό). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι δίγλωσσοι μαθητές
που παρακολουθούσαν διδασκαλία και στις δύο γλώσσες (Αγγλική, Ισπανική)
σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από τους δίγλωσσους μαθητές που διδάσκονταν
μόνο στα Αγγλικά. Ωστόσο, οι ερευνητές τόνισαν και τη σημασία του ΚΟΕ, το οποίο
επηρεάζει τα αποτελέσματα, με τα παιδιά υψηλότερου ΚΟΕ να σημειώνουν
καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τα παιδιά χαμηλότερου ΚΟΕ.
12
Στα σχολεία που προωθούνται και οι δύο γλώσσες το 40% της διδασκαλίας γίνεται στην Γ1 και το
60% στη Γ2 (Cobo-Lewis et al. 2002, Oller & Eilers 2002).
13
Όπως αυτός ορίζεται μέσω του εκπαιδευτικού πλαισίου.
17
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
18
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Ένας από τους ισχυρότερους δείκτες που διαφοροποιεί τους μονόγλωσσους από τους
δίγλωσσους συμμετέχοντες είναι η λεξιλογική ανάπτυξη και πολλές φορές αυτό
αποτελεί ένα από τα «τιμήματα» της διγλωσσίας, με την έννοια ότι οι δίγλωσσοι
ομιλητές υπολείπονται σε λεξιλογικό εύρος των μονόγλωσσων. Στη βιβλιογραφία,
αναφέρεται ότι, αν υπολογίσουμε αθροιστικά τα λεξιλόγια των δίγλωσσων ατόμων,
μπορούν να συγκριθούν με αυτό των μονόγλωσσων· ωστόσο, αν επικεντρωθούμε
ξεχωριστά στο λεξιλόγιο της κάθε γλώσσας, τότε γνωρίζουμε ότι ένας δίγλωσσος έχει
χαμηλότερη λεξιλογική επάρκεια σε σχέση με έναν μονόγλωσσο (Patterson 2004,
Bialystok et al. 2010, Marchman, Fernald & Hurtado, 2010).
Όμως, διαφορές παρατηρούνται και μεταξύ των δίγλωσσων ατόμων. Έτσι, ένας
δίγλωσσος μπορεί να είναι κυρίαρχος στην πρώτη (Γ1) ή τη δεύτερή του γλώσσα14
(Γ2), αντίστοιχα, ή αμφιδύναμα (ισορροπημένα) δίγλωσσος, δηλαδή να μπορεί να
χειρίζεται εξίσου τις δύο γλώσσες (Grosjean 1998). Η γλωσσική κυριαρχία
αναφέρεται στην υπεροχή της μίας γλώσσας έναντι της άλλης·η σχέση όμως αυτή
ενδέχεται να αλλάζει συνεχώς (Nicoladis & Genesee 1996). Σύμφωνα με τον
Grosjean (1982), γλωσσική αμφιδυναμία είναι η ικανότητα ενός ατόμου να χειρίζεται
και τις δύο γλώσσες το ίδιο καλά. Η γλωσσική κυριαρχία / αμφιδυναμία μπορεί να
διαπιστωθεί είτε μέσω τις γλωσσικής επάρκειας (language proficiency) (Gathercole &
Thomas 2009), είτε μέσω του γλωσσικού εισερχομένου που δέχεται το άτομο
(Grosjean 2010), είτε συνδυάζοντας τις παραπάνω μεθόδους (Flege, Mackay & Piske
2002), δηλαδή η γλωσσική επάρκεια από μόνη της ή το γλωσσικό εισερχόμενο
μπορεί να μην αποτυπώνουν την πραγματικότητα αναφορικά με τη γλωσσική
κυριαρχία15, οπότε να χρειάζεται ένας συνδυασμός μεθόδων. H Montrul (υπό έκδοση)
αναφέρει ότι η γλωσσική κυριαρχία είναι μια σύνθετη έννοια που δεν εξαρτάται μόνο
από τη γλωσσική επάρκεια ή το γλωσσικό εισερχόμενο, αλλά και από το περικείμενο
(context) (π.χ. χρήση της γλώσσας στο σχολείο ή στο σπίτι) και τη γενικότερη χρήση
της γλώσσας. Από την άλλη πλευρά, ο Birdsong (2006) αναφέρει ότι ένα από τα
μεγαλύτερα προβλήματα που συναντώνται στην έρευνα της γλωσσικής κυριαρχίας
14
Με την αναφορά σε πρώτη (Γ1) και δεύτερη γλώσσα (Γ2) σε σχέση με τη διγλωσσία δεν εννοείται η
σειρά κατάκτησης των γλωσσών, αλλά γίνεται διαχωρισμός της μίας από την άλλη μητρική. Η
σύμβαση αυτή δεν θα ισχύει στην ενότητα 2.3.4, όπου με τον όρο πρώτη (Γ1) και δεύτερη (Γ2) γλώσσα
εννοείται η σειρά κατάκτησης των γλωσσών.
15
Η γλωσσική κυριαρχία συζητιέται αναλυτικά στο κεφάλαιο 6.
19
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και οι ερευνητές που επιλέγουν την
εξέταση της γλωσσικής επάρκειας προκειμένου να ορίσουν την κυριαρχία /
αμφιδυναμία σε δίγλωσσα άτομα δεν χρησιμοποιούν τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι
ερευνητές ορίζουν τη γλωσσική κυριαρχία / αμφιδυναμία εξετάζοντας το Μέσο
Μήκος Εκφωνήματος (στο εξής ΜΜΕ) (Mean Length of Utterance / MLU) και στις
δύο γλώσσες και υπολογίζοντας την διαφορά του στις δύο γλώσσες (Yip & Matthews
2006). Αντίθετα, άλλες έρευνες εξετάζουν την κυριαρχία / αμφιδυναμία μέσω της
λεξιλογικής επάρκειας και στις δύο γλώσσες (Pan et al. 2004, Gathercole & Thomas
2009, Iluz-Cohen & Armon-Lotem 2013, Blom et al. 2014, μ.ά.). Ωστόσο, ακόμα και
στην τελευταία περίπτωση, οι ερευνητές δεν φαίνεται να συμφωνούν ως προς τη
μέθοδο που εξετάζουν τη λεξιλογική επάρκεια, καθώς μερικοί από αυτούς εξετάζουν
το προσληπτικό λεξιλόγιο (receptive vocabulary) (Golberg et al. 2008, Gathercole &
Thomas 2009, Blom et al. 2014) και λιγότεροι εξετάζουν το εκφραστικό λεξιλόγιο
20
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Οι γνωστικές ικανότητες (cognitive abilities) αποτελούν έναν ευρύ όρο που μεταξύ
άλλων εμπεριέχει τη μη λεκτική νοημοσύνη (non-verbal intelligence), ή αλλιώς
ρέουσα νοημοσύνη (fluid intelligence), όπου μεταξύ άλλων είναι η ικανότητα του
ατόμου να επιλύει προβλήματα. Ακόμα, στις γνωστικές ικανότητες συγκαταλέγονται
16
Πιο αναλυτικά, πρβ. ενότητα 3.4.3.
21
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
η εργαζόμενη μνήμη (working memory) (ΕΜ). Η ΕΜ είναι ένα σύστημα, το οποίο μας
βοηθάει να συγκρατήσουμε και να επεξεργαστούμε πληροφορίες που δεχόμαστε από
το εξωτερικό περιβάλλον. Στην ΕΜ εισέρχονται οι πληροφορίες από την βραχύχρονη
μνήμη (short-term memory), επεξεργάζονται και στη συνέχεια περνάνε στη
μακρόχρονη μνήμη (long-term memory), στην οποία αποθηκεύονται για μεγάλο
χρονικό διάστημα (Βaddeley & Hitch 1974, 1992). Η βραχύχρονη μνήμη δέχεται τις
πληροφορίες που το άτομο προσλαμβάνει μέσω των αισθήσεών του· οι πληροφορίες
συγκρατούνται εκεί για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια περνάνε στην ΕΜ, όπου
και επεξεργάζονται περαιτέρω. Η ΕΜ είναι το σημείο όπου συναντώνται παλιές
(μακρόχρονη μνήμη) και νέες πληροφορίες (βραχύχρονη μνήμη). Αποτελείται από τη
(α) φωνολογική μνήμη (λεκτική ΕΜ), (β) την οπτικοχωρική μνήμη (μη λεκτική ΕΜ)
και τέλος (γ) τον κεντρικό επεξεργαστή17 (Baddeley & Hitch 1974, Baddeley 2000). Η
φωνολογική μνήμη συγκρατεί και επεξεργάζεται τις λεκτικές πληροφορίες, ενώ η
οπτικοχωρική μνήμη επεξεργάζεται τις μη λεκτικές πληροφορίες. Τα δύο
υποσυστήματα της ΕΜ ελέγχονται από τον κεντρικό επεξεργαστή. Επίσης στις
γνωστικές ικανότητες, και πιο συγκεκριμένα στις εκτελεστικές λειτουργίες (executive
functions), συγκαταλέγεται η γνωστική ενημέρωση (cognitive updating), ο
ανασταλτικός έλεγχος (inhibitory control) και η μετατόπιση (shifting / switching)18. Με
τον όρο γνωστική ενημέρωση εννοείται η ικανότητα του ατόμου να παρακολουθεί τις
εισερχόμενες πληροφορίες και να αντικαθιστά τις άχρηστες πληροφορίες με τις
χρήσιμες με στόχο την επιτέλεση ενός έργου. Με τον όρο ανασταλτικός έλεγχος
εννοείται η ικανότητα του ατόμου να αγνοεί παραπλανητικά στοιχεία που δεν του
είναι χρήσιμα για την επιτέλεση ενός έργου (Bialystok 2010). Τέλος, με τον όρο
μετατόπιση εννοείται η ικανότητα του ατόμου να προσαρμόζεται στην αλλαγή των
οδηγιών που έχουν δοθεί κατά την επιτέλεση ενός έργου (Bialystok 2010).
17
Η παρούσα έρευνα δεν ασχολείται με τον κεντρικό επεξεργαστή.
18
Στην παρούσα διατριβή εξετάζονται η μη λεκτική νοημοσύνη, η (μη) λεκτική ΕΜ και η γνωστική
ενημέρωση.
22
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Σε έρευνα των Carlson & Meltzoff (2008) με παιδιά ηλικίας 4,8 έως 6,9, εξετάστηκαν
διάφορες εκτελεστικές λειτουργίες. Οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε
αυτούς που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες στο σπίτι και εκτός αυτού και σε αυτούς
23
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
που χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα στο σπίτι και στο σχολείο. Οι ερευνητές βρήκαν
ότι – αφού έλεγξαν τα αποτελέσματα ως προς τη λεξιλογική επάρκεια – στις
περισσότερες περιπτώσεις οι δίγλωσσοι που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες στο σπίτι
σημείωναν καλύτερες επιδόσεις στις γνωστικές δοκιμασίες από αυτούς που
χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα στο σχολείο και στο σπίτι, καθώς και καλύτερες
επιδόσεις από τους μονόγλωσσους, ενώ οι δύο τελευταίες ομάδες δεν διέφεραν
μεταξύ τους. Όπως προαναφέρθηκε στην ενότητα 2.1., στην ίδια έρευνα σημαντικό
ρόλο έπαιξε και το ΚΟΕ.
Η ΕΜ, φαίνεται ότι ευθύνεται για την αποθήκευση και επεξεργασία των
πληροφοριών κατά τη διάρκεια εκτέλεσης περίπλοκων γνωστικών δοκιμασιών και
προϋποθέτει την εξασφάλιση προσοχής και την ικανότητα του ατόμου να αγνοεί τις
άχρηστες πληροφορίες (Engle, Kane & Tuholski 1999, Miyake & Shah 1999). Οι
Morales, Calvo & Bialystok (2013) εξέτασαν την ΕΜ σε δίγλωσσα παιδιά ηλικίας 5
έως 7 ετών και διαπίστωσαν ότι σημείωναν καλύτερες επιδόσεις ως προς την μη
λεκτική ΕΜ σε σχέση με τους μονόγλωσσους συνομηλίκους τους. Για την εξέταση
της ΕΜ χρησιμοποίησαν τη δοκιμασία Frogs Matrices task όπου οι συμμετέχοντες
έβλεπαν έναν βάτραχο σε μια λίμνη και έπρεπε να ανακαλέσουν τα σημεία όπου
εμφανίστηκε ο βάτραχος, είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά και με τη σειρά που είδαν
τον βάτραχο. Έτσι, οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες ήταν καλύτεροι στην ταυτόχρονη
ανάκληση των σημείων και στην ανάκληση των σημείων με τη σειρά που
εμφανίζονταν. Αντίθετα με την παραπάνω έρευνα οι Engel de Abreu, Cruz-Santos,
Tourinho, Martin & Bialystok (2012) χρησιμοποιώντας την ίδια δοκιμασία και
επιλέγοντας παιδιά με παρόμοιες ηλικίες και ΚΟΕ δεν βρήκαν υπεροχή των
δίγλωσσων ως προς την ΕΜ σε σχέση με τους μονόγλωσσους. Αντίθετα γνωστική
υπεροχή στους ίδιους συμμετέχοντες βρέθηκε όταν εξεταστήκαν ως προς την
ικανότητα προσοχής τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι στην έρευνα
των Morales et al. (2013) οι δίγλωσσοι είχαν υψηλό ΚΟΕ, ενώ στην έρευνα των
Engel de Abreu et al. (2012) οι δίγλωσσοι προέρχονταν από χαμηλό ΚΟΕ. Οι
διαφορές όμως δεν περιορίζονται μόνο στο ΚΟΕ, αλλά και στην ηλικία. Έτσι στην
πρώτη έρευνα εξετάστηκαν παιδιά ηλικία 5 έως 7 ετών, ενώ στη δεύτερη έρευνα
εξετάστηκαν παιδιά ηλικίας (κατά Μ.Ο.) 9 ετών. Τέλος, τα παιδιά στη δεύτερη
μελέτη φοιτούσαν σε διαφορετικές χώρες (Λουξεμβούργο και Πορτογαλία) και σε
24
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Όμως, υπάρχουν και έρευνες που δεν εντοπίζουν αυτή τη «δίγλωσση υπεροχή», τόσο
σε ό,τι αφορά τις εκτελεστικές λειτουργίες όσο και σε δοκιμασίες που σχετίζονται με
την εργαζόμενη μνήμη (Morton & Harper 2007, Namazi & Thordardottir 2010, Εngel
de Abreu 2011). Στην έρευνα των Namazi & Thordardottir (2010) εξετάστηκαν
αγγλόφωνα και γαλλόφωνα μονόγλωσσα παιδιά, καθώς και ταυτόχρονα δίγλωσσα
αγγλογαλλόφωνα παιδιά, με Μ.Ο. ηλικίας τα 5 έτη, σε μία σειρά γνωστικών
δοκιμασιών, γνωστικού ελέγχου, ΕΜ και βραχύχρονης μνήμης. Τα αποτελέσματα δεν
έδειξαν δίγλωσση υπεροχή στο σύνολο των γνωστικών δοκιμασιών. Οι ερευνητές
αιτιολογούν τα αποτελέσματα θεωρώντας ότι οι δίγλωσσοι και μονόγλωσσοι
συμμετέχοντες είχαν παρόμοιες λεκτικές και μη λεκτικές ικανότητες στην ΕΜ και
συγκρίσιμες γλωσσικές ικανότητες. Ακόμη, βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες –
ανεξαρτήτως διγλωσσίας / μονογλωσσίας – που είχαν καλύτερες μη λεκτικές
ικανότητες στην ΕΜ είχαν καλύτερες ικανότητες προσοχής και σημείωσαν
μικρότερους χρόνους αντίδρασης. Έτσι, οι ερευνητές καταλήγουν ότι οι καλύτερες
γνωστικές ικανότητες δεν είναι θέμα τη διγλωσσίας, αλλά των καλύτερων
ικανοτήτων στην ΕΜ. Στην έρευνα της Εngel de Abreu (2011) εξετάζοντας, για τρία
χρόνια, δίγλωσσα παιδιά ηλικίας 6 έως 8 ετών ως προς τις γνωστικές τους ικανότητες
(ΕΜ) και ως προς τη γλώσσα τους (λεξιλόγιο, σύνταξη) σε σχέση με μονόγλωσσα
παιδιά παρατήρησε ότι δεν διέφεραν ως προς την ΕΜ, ούτε ως προς τη μη λεκτική
τους νοημοσύνη, όμως διέφεραν ως προς τις γλωσσικές τους ικανότητες. Έτσι, η
ερευνήτρια καταλήγει ότι η διγλωσσία έχει σημαντικό αντίκτυπο στις γλωσσικές
δεξιότητες των παιδιών, αλλά μικρό αντίκτυπο στις γνωστικές δεξιότητές τους. Οι
Morton & Harper (2007) εξετάζοντας δίγλωσσα αγγλο-γαλλόφωνα παιδιά ηλικίας 6
25
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
έως 7 ετών ως προς τον γνωστικό τους έλεγχο δεν παρατήρησαν γνωστική υπεροχή
των δίγλωσσων έναντι των μονόγλωσσων. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι δεν βρέθηκαν
διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες εξαιτίας του παρόμοιου ΚΟΕ και ότι τα άτομα
προέρχονταν από παρόμοιο κοινωνικό-πολιτιστικό υπόβαθρο, γεγονός που
επισημαίνουν ότι δεν λαμβάνεται υπόψη σε προηγούμενες έρευνες (Bialystok 2006,
Bialystok, Craik, Klein & Viswanathan 2004) οι οποίες καταλήγουν στη δίγλωσση
γνωστική «υπεροχή».
26
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
αμφιδύναμα δίγλωσσα παιδιά, ηλικίας 4,1 έως 7,1 έτη, σε εκτελεστικές λειτουργίες,
όπως ο ανασταλτικός έλεγχος και η μετατόπιση, και διαπίστωσαν ότι οι αμφιδύναμα
δίγλωσσοι που έχουν υψηλή γλωσσική επάρκεια και στις δύο γλώσσες διαφέρουν από
τους αμφιδύναμα δίγλωσσους που έχουν χαμηλή επάρκεια και στις δύο γλώσσες.
επίσης, οι αμφιδύναμα δίγλωσσοι με υψηλή γλωσσική επάρκεια σημείωσαν
καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τους μονόγλωσσους συνομήλικους τους. Επίσης οι
Blom et al. 2014 εξέτασαν τουρκο-ολλανδόφωνα αμφιδύναμα δίγλωσσα παιδιά
ηλικίας 5 και 6 ετών και παρατήρησαν ότι στην ηλικία των 5 ετών δεν σημείωσαν
«γνωστική υπεροχή» σε σχέση με τους μονόγλωσσους συνομηλίκους τους, γεγονός
όπου μεταβάλλεται στην ηλικία των 6 ετών· όπου τα δίγλωσσα παιδιά εμφανίζουν
«γνωστική υπεροχή» στην ΕΜ σε σχέση με τους μονόγλωσσους συνομηλίκους τους.
2.4 Περίληψη
27
Κεφάλαιο 2 Διγλωσσία
Στο κεφάλαιο που ακολουθεί παρουσιάζεται η ρηματική όψη στη βιβλιογραφία και
έρευνες που μελετούν την κατάκτησή της στη πρώτη και δεύτερη γλώσσα, καθώς και
στη διγλωσσία.
28
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
3. ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΟΨΗ
Σε αυτή τη διατριβή εστιάζουμε στην κατάκτηση της ρηματικής όψης σε
μονόγλωσσα και παιδιά. Για τον λόγο αυτό, σε αυτό το κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε
τις πλευρές της ρηματικής όψης τις οποίες θα διερευνήσουμε πειραματικά στα
κεφάλαια που ακολουθούν. Η ρηματική όψη αναφέρεται στην εσωτερική χρονική
σύσταση των γεγονότων, όπως αυτή εκφράζεται μέσω του ρήματος, καθώς και του
κατηγορήματος (Comrie 1976, Chung & Timberlake 1985, Smith 1991). Σε αρκετές
γλώσσες η όψη χωρίζεται σε λεξική (lexical aspect)19 και γραμματική (grammatical /
viewpoint aspect) (Comrie 1976). Ωστόσο, ο Tsangalidis (1999) αναφέρει ότι είναι
δύσκολο να εντοπιστεί η ακριβής θέση της γραμματικής όψης, εφόσον αλληλεπιδρά
με τη λεξική όψη.
Το παρόν κεφάλαιο αποτελείται από 5 ενότητες. Στην ενότητα 3.1 συζητάται η λεξική
όψη, και οι κατηγορίες που εμπεριέχει, στη βιβλιογραφία. Στην ενότητα 3.2
παρουσιάζεται η γραμματική όψη στη βιβλιογραφία και πως αυτή κωδικοποιείται
στις τρεις υπό εξέταση γλώσσες, Ελληνική (πρβ. υποενότητα 3.2.1), Αλβανική (πρβ.
υποενότητα 3.2.2) και Γερμανική (πρβ. υποενότητα 3.2.3). Στην επόμενη ενότητα
(3.3) συζητείται η αλληλεπίδραση της λεξικής και γραμματικής όψης, με την
παρουσίαση της αλληλεπίδρασης των σημασιακών χαρακτηριστικών του ρήματος και
της γραμματικής όψης (πρβ. υποενότητα 3.3.1), καθώς και της αλληλεπίδρασης της
γραμματικής όψης με τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς για / (μέσα) σε Χ ώρα
(πρβ. υποενότητα 3.3.2).
19
Η Smith (1991/1997) χρησιμοποιεί τον όρο situation aspect για να αναφερθεί στη λεξική όψη, ενώ
στη βιβλιογραφία είναι γνωστή και με τον όρο Aktionsart. Στην παρούσα μελέτη ακολουθούμε τον όρο
λεξική όψη.
20
Η Μόζερ (2009) αποδίδει στο accomplishments τον όρο επιτεύξεις και στο achievements τον όρο
συμβάντα. Στην παρούσα διατριβή δεν ακολουθηθεί η απόδοση της Μόζερ (2009).
29
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Η διάρκεια δίνει έμφαση στη χρονική έκταση του γεγονότος. Έτσι τα γεγονότα που
έχουν διάρκεια, όπως οι καταστάσεις (αγαπώ, κοιμάμαι21) και οι δραστηριότητες
(τρέχω, τρώω), διαφοροποιούνται από γεγονότα που είναι στιγμιαία, όπως οι
εκπληρώσεις (τρέχω εκατό μέτρα, τρώω ένα μήλο) και οι επιτεύξεις (βρίσκω, κερδίζω).
Η δυναμικότητα αναφέρεται στην όποια αλλαγή συντελείται σε μία δραστηριότητα ή
στην αλλαγή μιας κατάστασης· συνεπώς, οι δραστηριότητες, οι εκπληρώσεις και οι
επιτεύξεις θεωρούνται δυναμικές, ενώ αντίθετα οι καταστάσεις θεωρούνται στατικές.
Η τελικότητα έχει αποτελέσει ευρύ θέμα συζήτησης και αντιπαράθεσης στην έρευνα.
Ο όρος προερχόμενος από την αριστοτελική θεώρηση του τέλους, την οποία
επανέφερε στο προσκήνιο ο Vendler (1967). Ως τελικά κατηγορήματα ορίζονται
αυτά στα οποία το φυσικό εγγενές σημείο υπονοείται, όπως οι εκπληρώσεις και
επιτεύξεις· ενώ ως μη τελικά ορίζονται αυτά στα οποία το φυσικό εγγενές σημείο δεν
δηλώνεται ή δεν υπονοείται, όπως οι καταστάσεις και οι δραστηριότητες. Οι
δραστηριότητες διαφέρουν από τις εκπληρώσεις, γιατί οι πρώτες δεν έχουν ένα
εγγενές τελικό σημείο. Έτσι, η ΡΦ τρέχω που είναι δραστηριότητα, δηλώνει ότι θα
μπορούσε κάποιος να τρέχει επ’ άπειρον· αντίθετα, στη ΡΦ τρέχω εκατό μέτρα
υπάρχει ένα τελικό σημείο του γεγονότος, τα εκατό μέτρα. Επομένως, όταν κάποιος
τρέξει εκατό μέτρα, το συμβάν θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί. Συμπεραίνουμε ότι
ένα ρήμα μπορεί να ανήκει σε μία λεξική κατηγορία, σε συνδυασμό όμως με το
συμπλήρωμά ή του μπορεί να αλλάξει λεξική κατηγορία, όπως για παράδειγμα με το
ρήμα τρέχω. Το θέμα έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στη
βιβλιογραφία και είναι ευρέως αποδεκτό ότι τα συμπληρώματα (complements) ή τα
προσαρτήματα (adjuncts) του ρήματος επηρεάζουν τη σημασία του και επιδρούν στη
λεξική κατηγοριοποίησή του (πρβ. Vendler 1957, Dowty 1979, Smith 1991, μ.ά.).
Επίσης, την τελικότητα επηρεάζουν και άλλοι παράγοντες, όπως εμπρόθετοι
προσδιορισμοί ή προθήματα, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
21
Οι Giannakidou (2003) και Sioupi (2014) υποστηρίζουν ότι το ρήμα κοιμάμαι δεν συγκαταλέγεται
στις καταστάσεις αλλά στις δραστηριότητες.
30
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
22
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι τα στιγμικά
ρήματα δεν αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία, αλλά εντάσσονται στις επιτεύξεις (Engelberg 2000).
Ο Engelberg (2000) εντάσσοντας τα στιγμικά ρήματα στην κατηγορία των επιτεύξεων, χρησιμοποιεί
τον όρο στιγμιαία ρήματα που δεν υπονοούν μετά-κατάσταση (Verben ohne Nachzustand).
23
Στα στιγμικά ρήματα στην Ελληνική αναφέρεται και ο Βελούδης (2010) χρησιμοποιώντας τον όρο
ημιγεγονοτικές καταστάσεις. Υποστηρίζει ότι οι ημιγεγονοτικές καταστάσεις (βήχω) διαφέρουν από τις
επιτεύξεις (ανάβω το διακόπτη) γιατί οι δεύτερες έχουν μια έκβαση, ενώ οι πρώτες «μπορούν να μας
αφήσουν εκεί που ήμασταν» (Βελούδης 2010: 21) και χρησιμοποιεί το παράδειγμα ο διακόπτης είναι
ανοιγμένος, ενώ αντίθετα δεν μπορούμε να πούμε *ο Γιάννης είναι βηγμένος (τα παραδείγματα είναι
από Βελούδης 2010: 22).
31
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Πίνακας 3.1: Οι εγγενείς σημασιολογικές ιδιότητες των ρημάτων ανά λεξική κατηγορία.
24
Για το μη τελικό υπάρχουν επιπλέον οι ορισμοί καταληκτικό (terminative) (Verkuyl 1972), αριθμητό
(quantized) (Krifka 1989, 1992), δεσμευμένο (bounded) (Jackendoff 1990) και περιοριστικό
(delimited) (Tenny 1994) (από Σιούπη 2009). Στην παρούσα έρευνα θα χρησιμοποιηθεί ο όρος (μη)
τελικό (Depreatere 2007).
32
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
33
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
(3.7) α. Mary was driving the car. → Mary drove the car.
Τα κριτήρια τελικότητας που έχουν προταθεί από τον Vendler (1957), όπως ο έλεγχος
συμβατότητας ενεστώτα – παρακειμένου και το τεστ με τους επιρρηματικούς
προσδιορισμού διάρκειας (ΕΠΔ) επί μια ώρα και μέσα σε μια ώρα ισχύουν και στη
Ελληνική (Μόζερ 2009, Σιούπη 2009, Βελούδης 2010). Στην πρώτη περίπτωση, όταν
ο ενεστώτας είναι συμβατός με τον παρακείμενο, το ρήμα με το συμπλήρωμά του
δηλώνουν μη τελικότητα (βλ. παράδειγμα 3.8). Αντίθετα, όταν οι δύο χρόνοι δεν είναι
συμβατοί, το ρήμα με το συμπλήρωμά του δηλώνουν τελικότητα (3.9).
34
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Η όψη δεν κωδικοποιείται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλώσσες. Μπορεί να
κωδικοποιείται μόνο λεξικά, όπως στη Γερμανική ή στην Ουγγρική, αλλά μπορεί να
κωδικοποιείται και γραμματικά, σε γλώσσες όπως η Ελληνική, Αγγλική, Αλβανική.
Ακόμα και αν η γλώσσα κωδικοποιεί γραμματικά την όψη, μπορεί να το κάνει με
διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, στην Ελληνική, η όψη κωδικοποιείται σε Σ
35
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
και ΜΣ, ενώ στην Αγγλική, κωδικοποιείται σε Σ και εξακολουθητική. Στην Ισπανική
η όψη διακρίνεται σε Σ, ΜΣ και εξακολουθητική. Στη συνέχεια αυτής της ενότητας
θα εξετάσουμε τη γραμματική όψη στην ελληνική, την αλβανική και τη γερμανική
γλώσσα, τις γλώσσες που μιλούν τα δίγλωσσα παιδιά αυτής της μελέτης.
Η πλειοψηφία των ελληνικών ρημάτων έχει δύο τύπους για την όψη, έναν για τη Σ
και έναν για τη ΜΣ. Ο ΜΣ τύπος θεωρείται αμαρκάριστος, καθώς συμπίπτει με τη
ρίζα του ρήματος (Ράλλη 2005). Αντίθετα, ο Σ τύπος, ο οποίος θεωρείται και
μαρκαρισμένος, υφίσταται μορφοφωνολογική αλλαγή, η οποία είτε σχηματίζεται
ομαλά, είτε ανώμαλα (Ράλλη 2005). Ο ομαλός τύπος της Σ όψης σχηματίζεται με την
προσθήκη του προσφύματος –s– στη ρηματική ρίζα (π.χ. στο ρήμα ζωγραφίζω, η
προσθήκη του προσφύματος –s– στη ρηματική ρίζα σχηματίζει τον συνοπτικό
ρηματικό τύπο zoγrafis–), ενώ ο ανώμαλος τύπος σχηματίζεται με αλλόμορφο θέμα
(π.χ. στο ρήμα τρώω, η ρίζα τρω– γίνεται φαγ– στους συνοπτικούς τύπους) (για μια
αναλυτικότερη περιγραφή των μορφοφωνολογικών διαδικασιών βλ. Ράλλη 2005). Οι
δύο τύποι διαφέρουν επιπλέον και ως προς τη συχνότητα, με τον σιγματικό τύπο να
εμφανίζεται σε περισσότερα ρήματα σε σχέση με το μη σιγματικό (Stavrakaki &
Clahsen 2009).
Στην Ελληνική, η ΜΣ όψη μπορεί να έχει δύο ερμηνείες· την ερμηνεία του συνήθους
(3.13α) και την ερμηνεία του συνεχούς (3.13β) (Moser 1994). Οι δύο ερμηνείες
25
Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης θα αναφερθούμε μόνο στους παρελθοντικούς χρόνους, καθώς τα
γλωσσικά έργα που χρησιμοποιήσαμε εξέτασαν μόνο παρελθοντικούς ρηματικούς τύπους.
36
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Για την ερμηνεία του συνήθους, η Giannakidou (1995: 104) αναφέρει ότι «οι
προτάσεις δεν αναφέρονται σε μεμονωμένα περιστατικά, αλλά σε μια σειρά
γεγονότων που εκφράζουν συνήθειες ή τάσεις των ατόμων να δρουν με έναν
συγκεκριμένο τρόπο».
librin.
βιβλίο.το.ΑΙΤ
26
Για το σχηματισμό των παραδειγμάτων και για τον τρόπο κωδικοποίησης της όψης στην Αλβανική
ευχαριστώ θερμά τη φυσική ομιλήτρια, Λεονάρντα Πρέλα για τη βοήθειά της.
37
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
dyqan.
κατάστημα.το.ΑΙΤ
27
Σε άλλες διαλέκτους (διάλεκτος Tosk) χρησιμοποιούνται οι τύποι janë (= είμαι) + e/që + κλινόμενο
ρήμα (Bertinetto, Karen & de Groot 2000).
28
Σε ορισμένες διαλέκτους (διάλεκτος Geg) στη θέση του duke χρησιμοποιείται το tue ή το kah
(Bertinetto et al. 2000).
38
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Επομένως, συμπεραίνουμε ότι το σύστημα της Αλβανικής είναι πιο κοντά στο
σύστημα της Ελληνικής ως προς στον τρόπο κωδικοποίησής του.
Όπως προαναφέρθηκε, στην αρχή της ενότητας 3.2, στα Γερμανικά η όψη δεν
κωδικοποιείται γραμματικά. Το σύνηθες (3.20) ή συνεχές δηλώνεται λεξικά με
περιφραστικό τρόπο (για λεπτομερή ανασκόπηση, βλ. Sioupi 2014). Στο παράδειγμα
(), οι περιφραστικές φράσεις pflegen zu / hat die Gewohnheit zu + απαρέμφατο
(συνήθιζε, είχε τη συνήθεια να + απαρέμφατο) στις προτάσεις (3.20α) και (3.20β)
οδηγούν σε θαμιστική ανάγνωση.
39
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Στο παράδειγμα (3.21), το συνεχές δηλώνεται επίσης περιφραστικά (είτε στο παρόν με
το ist, είτε στο παρελθόν με το war) με τις φράσεις dabei sein zu + απαρέμφατο29,
beim/am … sein, που σε ακριβή μετάφραση σημαίνει ήταν στη διαδικασία του να
χορέψει.
29
Η φράση dabei sein zu μπορεί να έχει και θαμιστική ερμηνεία.
30
Η απόπειρα μετάφρασης του όρου είναι δική μου.
40
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Κατά τη χρήση ενός ρήματος ή μιας ΡΦ, η λεξική και γραμματική όψη
αλληλεπιδρούν και κατά την αλληλεπίδρασή τους προκύπτουν περισσότερο ή
λιγότερο αποδεκτοί συνδυασμοί. Σημαντικό ρόλο στην οψιακή ερμηνεία των
ρημάτων και των ΡΦ παίζουν και οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, όπως για / (μέσα)
σε Χ ώρα, οι οποίοι επηρεάζουν την ερμηνεία των φράσεων ως προς την
(α)τελικότητας. Στη συνέχεια της ενότητας θα συζητήσουμε αυτές τις
αλληλεπιδράσεις.
Επιστρέφοντας στην πρόταση της Smith (1991, 1997) σχετικά με την αλληλεπίδραση
λεξικής και γραμματικής όψης, επισημάνθηκε ότι υπάρχουν πρωτοτυπικοί και μη
πρωτοτυπικοί συνδυασμοί. Πρωτοτυπικοί θεωρούνται οι συνδυασμοί όπου η φύση
της γραμματικής όψης συμπίπτει με τα εγγενή χαρακτηριστικά της λεξικής όψης. Πιο
συγκεκριμένα, όταν η Σ όψη συνδυάζεται με ρήματα που απαιτούν τελικά
κατηγορήματα (το κορίτσι διάβασε το βιβλίο) και η ΜΣ όψη με ρήματα που απαιτούν
μη τελικά κατηγορήματα (η Μαρία οδηγούσε το αυτοκίνητο).
41
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
αυτοκίνητο) και η ΜΣ όψη με ρήματα που απαιτούν τελικά κατηγορήματα (το κορίτσι
διάβαζε το βιβλίο).
Όπως αναφέρουν οι Slabakova και Montrul (2007), στο (3.23) το ρήμα ξέρω, σε μια
ουδέτερη ερμηνεία του, εντάσσεται στις καταστάσεις. Ωστόσο, σε συνδυασμό με το
επίρρημα ξαφνικά δηλώνει μια στιγμιαία αλλαγή, από την κατάσταση της άγνοιας σε
αυτή της γνώσης της απάντησης. Στο παράδειγμα (3.24) πάλι η εξακολουθητική όψη
σε συνδυασμό με ένα ρήμα κατάστασης, όπως εδώ το believe (= πιστεύω), οδηγεί σε
οψιακή μετακίνηση και επιπλέον σε μια δυναμική ανάγνωση του ρήματος.
Γενικότερα, η de Swart (1998) επισημαίνει τη σπουδαιότητα των χρονικών
επιρρηματικών προσδιορισμών, όπως το suddenly ή το these days, που οδηγούν στη
μετατόπιση της όψης και εξαναγκάζουν, για παράδειγμα, μια κατάσταση να
ερμηνευτεί ως δυναμικό γεγονός.
Σχετικά με την μετατόπιση της όψης στην Ελληνική, μία κατάσταση σε Σ όψη μπορεί
να μετατραπεί σε εκπλήρωση ή επίτευξη (3.25α) και (3.25β), (3.27β), αντίστοιχα)
(Tsangalidis 1999, Giannakidou 2003). Επιπλέον, οι εκπληρώσεις που
42
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
(3.29) α. Χθες βράδυ διάβαζα ένα βιβλίο, αλλά με πήρε ο ύπνος και δεν το
τελείωσα.
43
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
β. *Χθες βράδυ διάβασα ένα βιβλίο, αλλά με πήρε ο ύπνος και δεν το
τελείωσα.
Όπως φαίνεται στο (3.29α), παρόλο που το κατηγόρημα είναι τελικό, με τη χρήση της
ΜΣ προσωρινά χάνει την εγγενή ανάγκη για ολοκλήρωση. Αντίθετα, στην περίπτωση
του (3.29β) η χρήση της Σ με τελικό κατηγόρημα οδηγεί σε ολοκλήρωση, χωρίς να
αφήνει περιθώρια ότι η πράξη μπορεί να μην έχει ολοκληρωθεί.
Στα παράδειγμα (3.30α) υπονοείται ότι ο Πέτρος έχει χτίσει το σπίτι και στο
παράδειγμα (3.30β) υπονοείται ότι έχει χτίσει σπίτια. Αντίθετα, η μη εξελικτικότητα
σε (μη)τελικά κατηγορήματα οδηγεί σε μη επίτευξη ενός εγγενούς τελικού σημείου
(Sioupi 2007).
44
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
«Ο Πέτρος αποκοιμιόταν.»
Στα παραδείγματα (3.31α) δεν υπονοείται ότι το σπίτι χτίστηκε. Το ίδιο ισχύει και για
το παράδειγμα (3.31β) όπου δεν γνωρίζουμε αν ο Πέτρος κοιμήθηκε τελικά.
Για την Αλβανική, από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχει η αντίστοιχη βιβλιογραφία
σχετικά με την αλληλεπίδραση λεξική και γραμματικής όψης.
45
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Πιο συγκεκριμένα, στη βιβλιογραφία (Verkuyl 1972, Declerck 1979, Dowty 1979,
Hinrichs 1985) είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο ΕΠΔ για Χ ώρα, αποτελεί κριτήριο μη
τελικότητας, ενώ ο ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα αποτελεί κριτήριο τελικότητας (όπως
αναφέρθηκε στην αρχή της ενότητας 3.1).
Οι Iatridou et al. (2003) επισημαίνουν ότι ο ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα ελέγχει τόσο τη
λεξική, όσο και τη γραμματική όψη, καθώς μπορεί να συνδυαστεί με τελικά
κατηγορήματα και με Σ τύπο (3.32β), (3.32γ). Έτσι, με εκπληρώσεις και επιτεύξεις
μπορεί να συνδυαστεί η Σ όψη με τον (μέσα) σε Χ ώρα. Αντίθετα, με δραστηριότητες
και καταστάσεις είναι συμβατός ο ΕΠΔ για Χ ώρα.
Πιο αναλυτικά, ανά λεξική κατηγορία, παρατηρούμε ότι στην Ελληνική η κατηγορία
των καταστάσεων – όπως είδαμε και παραπάνω – είναι μια ετερογενής κατηγορία, η
οποία εμπεριέχει ρήματα αγαπώ, μισώ, γνωστά ως εναρκτικά καταστασιακά
(inchoative statives)31 –, και τα οποία στο Σ τύπο στην Ελληνική έχουν μια εναρκτική
ερμηνεία, δηλαδή δηλώνουν τη στιγμή που ξεκινά η κατάσταση. Όμως υπάρχουν και
τα απόλυτα καταστασιακά (total statives), π.χ. έχω, είμαι, ξέρω32. Τα εναρκτικά
καταστασιακά ρήματα σε Σ όψη είναι συμβατά με τον ΕΠΔ σε Χ ώρα, ενώ τα ίδια
ρήματα σε ΜΣ είναι συμβατά με ΕΠΔ για Χ ώρα, όπως δείχνει το παρακάτω
παράδειγμα (3.33α) και (3.33β). Αντίθετα, οι (3.33γ) και (3.33δ) αποτελούν μη
αποδεκτές προτάσεις, στις οποίες παραβιάζονται οι σημασιολογικοί κανόνες.
31
Για τα εναρκτικά καταστασιακά πρβ. και Giannakidou (2003), Iatridou et al. (2003).
32
Στην παρούσα εργασία δεν ασχολούμαστε με αυτή την κατηγορία (πιο αναλυτικά πρβ. Μozer 1993).
46
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Στην κατηγορία των δραστηριοτήτων ο ΕΠΔ σε Χ ώρα δεν είναι συμβατός ούτε με τη
Σ όψη, ούτε με τη ΜΣ όψη (3.34β) (Σιούπη 2009). Αντίθετα, τόσο η Σ όσο και η ΜΣ
όψη των δραστηριοτήτων είναι συμβατές με τον ΕΠΔ για Χ ώρα33 (3.34γ) και (3.34δ).
33
Η Sioupi (2012) θεωρεί ότι ο ΕΠΔ «επί Χ ώρα» αποδίδει καλύτερα στην Ελληνική την έννοια του
«for X time». Ωστόσο, στην παρούσα διατριβή θα χρησιμοποιηθεί η μετάφραση «για Χ ώρα».
34
Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με τους παρελθοντικούς χρόνους, επομένως οι επιτεύξεις σε
μη παρελθοντικούς χρόνους δεν θα συζητηθούν. Για μια λεπτομερέστερη ανάλυση πρβ. Engelberg
(2000), Zybatow (2002) και για τα ελληνικά Σιούπη (2009).
47
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
ΜΣ (3.37β), που σε αυτή την προσλαμβάνει και πάλι θαμιστική ερμηνεία. Αντίθετα,
ο ΕΠΔ για/ επί Χ ώρα είναι συμβατός μόνο με τη ΜΣ όψη.
Στα στιγμικά ρήματα, η ΜΣ όψη είναι συμβατή με τον ΕΠΔ για / επί Χ ώρα
δηλώνοντας μια δραστηριότητα που επαναλαμβάνεται (3.38α). Στην Ελληνική, ο
συνδυασμός της Σ όψης με τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα ο ΕΠΔ οδηγεί στην ανάγνωση
«μετά από Χ ώρα» (3.38β), σύμφωνα με τη Σιούπη (2009). Ο συνδυασμός ΜΣ όψης
με τον ΕΠΔ «(μέσα) σε Χ ώρα» δεν είναι συμβατός στην Ελληνική (3.38γ) (Sioupi
2012). Ακόμη, η Sioupi (2012) αναφέρει ότι η Σ όψη είναι συμβατή με τον ΕΠΔ «για
Χ ώρα» (29δ) – ομοίως με την Αγγλική (the man knocked at the door for five minutes)
–· ωστόσο δεν είναι συμβατός με τον ΕΠΔ «επί Χ ώρα» (3.38δ).
Στη συνέχεια ακολουθεί ένας Πίνακας 3.2) με τους (μη) επιτρεπτούς συνδυασμούς
ανά λεξική κατηγορία. Στην παρούσα διατριβή θα ελεγχθούν όλοι οι παρακάτω
συνδυασμοί35. Ο παρακάτω πίνακας προέκυψε με βάση τη βιβλιογραφία· ωστόσο
κατά τη Δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων (πρβ. ενότητα 5.1.4) διεξήχθη πιλοτική
μελέτη σε μονόγλωσσους ελληνόφωνους ενήλικες και τα αποτελέσματά της
παρουσιάζουν κάποιες αποκλίσεις σε σχέση με τη βιβλιογραφία (συνέκρινε Πίνακας
5.1).
35
Στη δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες θα ελεγχθούν οι εκπληρώσεις και επιτεύξεις και στη
δοκιμασία αντίστροφης ανάκλησης προτάσεων και κρίσης γραμματικότητας θα ελεγχθούν οι
καταστάσεις, δραστηριότητες και τα στιγμικά ρήματα.
48
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Η μελέτη της κατάκτησης της όψης αρχικά ήταν συνυφασμένη με την κατάκτηση του
χρόνου. Μια θεωρία που προσπάθησε να ερμηνεύσει την κατάκτηση της όψης είναι η
Υπόθεση της Όψης (ΥΟ) (Andersen & Shirai 1994, 1996), η οποία έχει και ευρεία
αποδοχή. Ωστόσο, πριν την εμφάνιση της ΥΟ, πολλές θεωρίες είχαν διατυπωθεί, οι
οποίες όμως δεν είχαν την ίδια ευρεία αποδοχή. Μια αρχική προσπάθεια απόδοσης
της αλληλεπίδρασης χρόνου – όψης ήταν η Υπόθεση του Προβληματικού Χρόνου
(Defective Tense Hypothesis) (Andersen 1986, 1991), η οποία ισχυριζόταν ότι τα
παιδιά χρησιμοποιούν τον χρόνο για να κωδικοποιήσουν την όψη. Μια άλλη
υπόθεση, η Μηδενική Υπόθεση (Νull Ηypothesis), υποστηρίζει ότι τα παιδιά
χρησιμοποιούν τον μορφολογικό σχηματισμό του χρόνου προκειμένου να
διαχωρίσουν την τελικότητα και τη χρονικότητα (Smith 1980, Weist et al. 1984).
Παρόμοιες θεωρίες και υποθέσεις που προϋπήρχαν της ΥΟ είναι γνωστές ως η
Υπόθεση της Όψης πριν από το Χρόνο (Aspect Before Tense Hypothesis, Bloom et al.
49
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
1980), γνωστή και ως Προτεραιότητα της Υπόθεσης της Όψης36 (Primacy of Aspect
Hypothesis) (Bronckart & Sinclair 1973, Antinucci & Miller 1976).
Μελετώντας τον αυθόρμητο λόγο παιδιών (Bronckart & Sinclair 1973, Antinucci &
Miller 1976, μ.ά.) ηλικίας περίπου 2,6 ετών, ότι προτιμούσαν να χρησιμοποιούν
παρελθοντικούς χρόνους και/ή Σ όψη με τελικά κατηγορήματα (εκπληρώσεις,
επιτεύξεις) και μη παρελθοντικούς χρόνους και / ή ΜΣ όψη με μη τελικά
κατηγορήματα (καταστάσεις, δραστηριότητες). Έτσι, οι ερευνητές οδηγήθηκαν στην
ΥΟ (Andersen & Shirai 1994, 1996), σύμφωνα με την οποία τα παιδιά δίνουν
προτεραιότητα στη λεξική όψη σε σχέση με τον χρόνο και τη γραμματική όψη.
Αρχικά, δηλαδή, κατακτούν τις εγγενείς σημασιακές ιδιότητες του ρήματος και των
ορισμάτων του, και έπειτα στηριζόμενα σε αυτές επιλέγουν τον χρόνο και τη
γραμματική όψη. Συνεπώς, σε αρχικό στάδιο τα παιδιά δεν εκφράζουν απόλυτα
χρονικές σχέσεις, αλλά στηρίζονται κυρίως σε κριτήρια τελικότητας για να επιλέξουν
τον χρόνο ή την όψη. Επιπροσθέτως, η ΥΟ προβλέπει ότι η Σ όψη θα εμφανιστεί
αρχικά με επιτεύξεις και στη συνέχεια με εκπληρώσεις και σε επόμενο στάδιο με
καταστάσεις και δραστηριότητες. Αντίθετα, η ΜΣ όψη, η οποία αναμένεται να
εμφανιστεί μετά τη Σ όψη, προβλέπεται ότι θα εμφανιστεί αρχικά με τις καταστάσεις,
στη συνέχεια με τις δραστηριότητες και τέλος, με τις επιτεύξεις και τις εκπληρώσεις
(Shirai & Andersen 1995, Liskin-Gasparro 2000, Salaberry 1999, 2002). Η ΥΟ έχει
εξεταστεί και επιβεβαιωθεί διαγλωσσικά.
Έτσι, σε γλώσσες που ανήκουν στη γερμανική οικογένεια, π.χ. γερμανικά και δανικά,
βρέθηκε ότι σε παιδιά 1,6 έως 3,0 ετών οι παρελθοντικοί χρόνοι συνδυάζονται με
τελικά κατηγορήματα, ενώ οι μη παρελθοντικοί χρόνοι με μη τελικά κατηγορήματα
(Behrens 1993, Jensen 2006). Παρατηρήθηκε ότι σταδιακά μετά τα 2,6 έτη η
επίδραση της τελικότητας εξασθενεί. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και κατά την
μελέτη της Αγγλικής, όπου ο εξακολουθητικός τύπος, -ing, εμφανιζόταν συνήθως με
δραστηριότητες και ο Σ τύπος, -ed, εμφανιζόταν με τελικά κατηγορήματα (Bloom et
al. 1980, Shirai & Andersen 1995, Olsen & Weinberg 1999). Τα παιδιά που
36
Οι διαφορές ανάμεσα στις θεωρίες είναι ότι η Υπόθεση της Όψης πριν από το Χρόνο (Aspect Before
Tense) είναι ισχυρότερη εκδοχή της θεωρίας κάνοντας συγκεκριμένες παρατηρήσεις σε επίπεδο
φράσης για την όψη και το χρόνο. Αντίθετα, η Προτεραιότητα της Υπόθεσης της Όψης (Primacy of
Aspect Hypothesis) είναι μια ασθενέστερη εκδοχή, η οποία υποστηρίζει ότι η χρήση των
παρελθοντικών χρόνων συμπίπτει με γεγονότα που εμπεριέχουν μια αλλαγή κατάστασης, ενώ ο
ενεστώτας χρησιμοποιείται για γεγονότα που δεν απαιτούν κάποια αλλαγή.
50
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
εξετάστηκαν ήταν ηλικίας 1,4 έως περίπου 5,0 ετών. Όπως και παραπάνω,
παρατηρήθηκε ότι η τάση αυτή εξασθενεί όσο η ηλικία αυξάνεται.
Έρευνες σε ρωσόφωνα παιδιά έδειξαν ότι παιδιά ηλικίας 1,2 έως 1,11
χρησιμοποιούσαν τη Σ όψη και παρελθοντικούς χρόνους με τελικά κατηγορήματα,
ενώ, αντίθετα, τη ΜΣ όψη και παροντικούς χρόνους με μη τελικά κατηγορήματα.
Συγκριτική μελέτη Ρωσικής – Ελληνικής σε δύο παιδιά ηλικίας περίπου 2 ετών
(Stephany & Voeikova 2003) έδειξε ότι η λεξική όψη επηρεάζει τις χρονικές επιλογές
των παιδιών και στις δύο γλώσσες με τον τρόπο που αναμένει η ΥΟ.
Δεδομένα από την Ελληνική, έδειξαν ότι η ΥΟ επαληθεύεται και για την Ελληνική.
Πιο συγκεκριμένα, μία διαχρονική μελέτη αυθόρμητου λόγου δύο παιδιών ηλικίας
1,7 έως 2,1 ετών έδειξε ότι η τελικότητα και η διάρκεια επηρεάζει τη μορφολογία του
χρόνου και της όψης, δηλαδή μη παρελθοντικοί χρόνοι εμφανίζονταν με μη τελικά
κατηγορήματα, ενώ η Σ όψη παρελθοντικών χρόνων εμφανιζόταν με τελικά
κατηγορήματα (Christofidou & Stephany 2003). Διαχρονικά (από 2.6 έως 4 έτη)
μελετήθηκε και ο αυθόρμητος λόγος ενός παιδιού από την Katis (1984). Τα
αποτελέσματα ήταν παρόμοια με την παραπάνω μελέτη. Τα ίδια αποτελέσματα
εντοπίστηκαν και σε έρευνα της Stephany (1981), όπου παιδιά ηλικίας 1,10 ως 2,10
ετών έτειναν να χρησιμοποιούν τη Σ όψη των παρελθοντικών χρόνων με τελικά
51
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Από τις παραπάνω έρευνες συμπεραίνουμε ότι διαγλωσσικά η λεξική όψη, και πιο
συγκεκριμένα η τελικότητα, φαίνεται ότι επηρεάζει την επιλογή του χρόνου και της
γραμματικής όψης. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό παρατηρείται μέχρι κάποια
ηλικία, η οποία, όπως δείχνουν οι έρευνες, δεν είναι κοινή για όλες τις γλώσσες. Την
ΥΟ ενστερνίστηκαν αρκετοί ερευνητές, ωστόσο αρκετοί ήταν και οι ερευνητές που
αμφισβήτησαν την ισχύ της θεωρίας δείχνοντας ότι η αλληλεπίδραση τελικότητας –
χρονικότητας δεν είναι απόλυτη.
Για παράδειγμα, μια έρευνα στην Ουκρανική με παιδιά ηλικίας 2,5 έως 4,5 χρονών
που εξέτασε την παραγωγή και κατανόηση του μορφολογικού σχηματισμού του
χρόνου, έδειξε ότι ακόμα και οι μικρότεροι συμμετέχοντες αποδέχονταν τους
παρελθοντικούς χρόνους, τόσο σε τελικά όσο και σε μη τελικά γεγονότα
(Olbishevska 2004). Επιπλέον, οι Di Paolo & Smith (1978) εξετάζοντας αγγλόφωνα
παιδιά ηλικίας 4,7 έως 6,6 παρατήρησαν ότι οι παρελθοντικοί χρόνοι
χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη συχνότητα με μη τελικά ρήματα. Ακόμα, η χρήση
παρελθοντικών χρόνων με μη τελικά κατηγορήματα και μη παρελθοντικών χρόνων
με τελικά κατηγορήματα διαπιστώθηκε και σε δεδομένα αυθόρμητου λόγου
ρωσόφωνων και αγγλόφωνων παιδιών ηλικίας 1,6 έως 1,9 ετών έδειξαν (Filiouchkina
2004). Τέλος, ο Shirai (1998), ο οποίος υπήρξε παλαιότερος υποστηρικτής της ΥΟ,
εξετάζοντας τη χρήση δεικτών χρόνου και όψης στην Ιαπωνική από παιδιά ηλικίας
1,5 έως 3,0 ετών παρατήρησε ότι η κατάκτηση της μορφολογίας χρόνου και όψης δεν
ακολουθεί την ΥΟ. Επίσης, o Weist (2002) έδειξε ότι σε παιδιά με την Πολωνική ως
Γ1 κατακτούν τον χρόνο νωρίτερα από την όψη. Τέλος, δεδομένα και από γλώσσες
όπως η Ελληνική (Delidaki & Varlokosta 2003) και η Ρωσική (Bar-Shalom & Snyder
2002) δεν επιβεβαιώνουν την ΥΟ. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι
η τελικότητα δεν επηρεάζει την επιλογή του χρόνου.
Οι έρευνες στη Γ1 αναφορικά με την κατάκτηση της ρηματικής όψης αυτής κάθε
αυτής είναι πιο περιορισμένες. Οι Kazanina και Phillips (2003) σε μονόγλωσσα
ρωσόφωνα παιδιά (3 και 5 ετών) βρήκαν ότι, παρόλο που τα παιδιά μπορούν να
διακρίνουν τη διαφορά Σ και ΜΣ όψης, τους είναι δύσκολο να συνδέσουν τη ΜΣ όψη
με παρελθοντικές ολοκληρωμένες καταστάσεις. Επίσης, σε έρευνες της van Hout
52
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
(2005, 2007) κατά τη κατάκτηση της όψης στην Ολλανδική σε μονόγλωσσα παιδιά
ηλικίας 2 έως 4,11 ετών και 2,1 έως 3,11 ετών, αντίστοιχα, επισημαίνεται η
ασυμμετρία της όψης, δηλαδή ότι η ΜΣ όψη δυσκολεύει τα παιδιά σε σχέση με τη Σ.
Εξετάζοντας την όψη στην Ελληνική, οι Tsimpli & Papadopoulou (2006) μελέτησαν
την τελικότητα μέσω των κενών αντικειμένων. Διεξάγοντας μια πειραματική
δοκιμασία συμπλήρωσης προτάσεων με μονόγλωσσα παιδιά, ηλικίας 10,6 έως 11,6
ετών και με ενήλικες, βρήκαν ότι τα κενά αντικείμενα χρησιμοποιούνται περισσότερο
με ΜΣ παρά με Σ όψη, ενώ τα μεταβατικά ρήματα χρησιμοποιούνται κυρίως με Σ
όψη. Ωστόσο, τα παιδιά έτειναν να παραλείπουν το ρηματικό συμπλήρωμα
περισσότερο από τους ενήλικες. Οι ερευνήτριες, βασιζόμενες σε συντακτικά
κριτήρια, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ΜΣ επιτρέπει ευκολότερα την
παράλειψη του αντικειμένου σε σχέση με τη Σ όψη και ότι η Σ όψη χρησιμοποιείται
συχνότερα με μεταβατικά ρήματα σε σχέση με τη ΜΣ όψη γιατί εμπεριέχει ένα
φυσικό σημείο ολοκλήρωσης. Επίσης, η προτίμηση των παιδιών για χρήση του
αμετάβατου τύπου υποστηρίζουν ότι οφείλεται σε σημασιο-πραγματολογικούς
παράγοντες και με αυτόν τον τρόπο δίνεται έμφαση στη χρονική σχέση ανάμεσα σε
δύο γεγονότα.
Η Delidaki (2006) εξέτασε τη γραμματική όψη στην Ελληνική στις κατηγορίες των
επιτεύξεων και εκπληρώσεων σε παιδιά ηλικίας 3 έως 6,4 μέσω μιας δοκιμασίας
αντιστοίχησης σκηνής – πρότασης. Τα παιδιά καλούνταν να απαντήσουν στις
προτάσεις που είτε απεικόνιζαν το ολοκληρωμένο, είτε το γεγονός σε εξέλιξη με
σωστό ή λάθος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά ήδη από τα 3 έτη, αν και
είναι σε θέση να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους της όψης (Σ και
ΜΣ), δεν έχουν πλήρως κατακτήσει τη σημασιολογία της Σ και ΜΣ όψης ακόμα και
στην ηλικία των 6,5 ετών. Για παράδειγμα, αρκετά παιδιά για να δηλώσουν το
εξελισσόμενο παρήγαγαν προτάσεις, όπως το μισο-έφτιαξε ή έφτιαξε μόνο το μισό.
Επίσης, στη Σ όψη παρατήρησε ότι υπάρχει μεγαλύτερη αντιστοιχία της με την
κατηγορία των εκπληρώσεων παρά με αυτή των επιτεύξεων. Παρόμοια
αποτελέσματα με την παραπάνω έρευνα, διαπιστώθηκαν και σε έρευνα της
Κωνστάντζου (2014), η οποία μελέτησε μονόγλωσσα παιδιά ηλικίας 4 έως 6,11 ετών
και ενήλικες σε σχέση με την κατανόηση και παραγωγή της όψης στις κατηγορίες
επιτεύξεις και εκπληρώσεις και παρατήρησε ότι τα μικρότερα παιδιά μπορούν να
αντιληφθούν την έννοια της τελικότητας. Επίσης, παρατήρησε ότι η κατάκτηση της
53
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
γραμματικής όψης παρουσιάζει ασυμμετρία, καθώς η Σ όψη έχει κατακτηθεί από την
ηλικία των 4 ετών, ενώ, αντίθετα, η ΜΣ όψη δεν έχει κατακτηθεί πλήρως ακόμα και
μετά την ηλικία των 6 ετών. Ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι οι συμμετέχοντες
χρησιμοποιούσαν το επίρρημα μισό (μισοέφτιαξε) ή τον Σ τύπο με άρνηση (δεν
έφτιαξε) για να περιγράψουν μη ολοκληρωμένες καταστάσεις.
Και η Kaltsa (2012) μελέτησε ελληνόφωνα μονόγλωσσα παιδιά ηλικία 5 έως 8 ετών
προκειμένου να εξετάσει την τελικότητα σε ρήματα κίνησης και δράσης, σε μια σειρά
πειραματικών δοκιμασιών παραγωγής και κατανόησής. Η δοκιμασία κατανόησης τα
παιδιά άκουγαν προτάσεις, όπως «χθες το κορίτσι έφαγε ένα μήλο / χθες το κορίτσι
έτρωγε ένα μήλο» ή «χθες το αγόρι έτρεχε στην κουζίνα / χθες το αγόρι έτρεξε στην
κουζίνα», έβλεπαν δύο βίντεο, στο ένα η πράξη ήταν ολοκληρωμένη και στο άλλο
όχι, και στη συνέχεια καλούνταν να δείξουν ποιο βίντεο αντιστοιχούσε στην πρόταση
που άκουσαν. Στη δοκιμασία παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια βίντεο που
χρησιμοποιήθηκαν κατά τη δοκιμασία κατανόησης. Μετά το τέλος του βίντεο,
αναφερόμενοι στα παραδείγματα που παρατέθηκαν παραπάνω, ο συμμετέχοντας
καλούνταν να απαντήσει στην ερώτηση «τι έκανε χθες το αγόρι / κορίτσι;». Τα
αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μικρότεροι ηλικιακά συμμετέχοντες, ενώ είχαν
κατακτήσει τον σχηματισμό της γραμματικής όψης, φαίνεται ότι δυσκολεύονταν τόσο
στην κατανόηση όσο και στην παραγωγή της τελικότητας. Επίσης παρατηρήθηκε ότι
η τελικότητα στα ρήματα δράσης δυσκόλεψε περισσότερο τους μικρότερους ηλικιακά
συμμετέχοντες σε σχέση με τα ρήματα κίνησης.
Παρόμοια έρευνα σε μονόγλωσσα ελληνόφωνα παιδιά (ηλικίας 5,7 και 9,3 ετών)
διεξήγαγε η Kotroni (2014) εξετάζοντας την τελικότητα σε ρήματα κίνησης και
δράσης. Οι συμμετέχοντες άκουγαν μια πρόταση, π.χ. ο άντρας έτρεχε στο σαλόνι / ο
άντρας έτρεξε στο σαλόνι, και έβλεπαν ένα βίντεο που απεικόνιζε το γεγονός είτε
ολοκληρωμένο είτε ατελές. Μετά το βίντεο οι συμμετέχοντες καλούνταν να
απαντήσουν ποιο βίντεο ταίριαζε καλύτερα στην πρόταση που άκουσαν. Στη
δοκιμασία κατανόησης, όμοια με την Kaltsa (2012) οι συμμετέχοντες έβλεπαν ένα
βίντεο (με τις ίδιες συνθήκες της δοκιμασίας παραγωγής) και του γίνονταν η ερώτηση
τι έκανε χθες το παιδί / άντρας;. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει μια
ασυμμετρία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανόηση της όψης, με την παραγωγή
να υπολείπεται της κατανόησης της όψης. Όπως και στην προηγούμενη έρευνα,
βρέθηκε ότι τα εγγενή χαρακτηριστικά της ρηματικής φράσης επηρεάζουν την
54
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
επιλογή της γραμματικής όψης. Έτσι, παρόλο που στο διεπίπεδο Σύνταξης-
Σημασιολογίας τα εγγενή χαρακτηριστικά των ρημάτων και των ΡΦ έχουν
κατακτηθεί πλήρως από αρκετά μικρή ηλικία, στο διεπίπεδο Σύνταξης-Λόγου
(Discourse) (κατά τη δοκιμασία παραγωγής) δυσχεραίνεται η σωστή χρήση της όψης.
Επίσης, στα πλαίσια της ίδιας έρευνας σε μια πιλοτική δοκιμασία κρίσης
γραμματικότητας, η οποία διεξήχθη με ελληνόφωνους μονόγλωσσους ενήλικες και
εξέταζε ρήματα δράσης σε συνδυασμό με τον ΕΠΔ για / σε Χ ώρα, για παράδειγμα
δόθηκαν οι προτάσεις χτες, το παιδί κυλιόταν για / σε ένα λεπτό στο δωμάτιο ή χτες, το
παιδί κυλίστηκε για / σε ένα λεπτό στο δωμάτιο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι
περισσότεροι συμμετέχοντες στα ρήματα δράσης προτιμούσαν τον ΕΠΔ για Χ ώρα,
ασχέτως με τον τύπο της όψης που τους δίνονταν.
Μια επιπλέον έρευνα για την Ελληνική (Panitsa 2010) εξέτασε την αλληλεπίδραση
όψης και χρονικών επιρρημάτων μέσω μιας δοκιμασίας ανάκλησης προτάσεων και
κρίσης γραμματικότητας σε ελληνόφωνα μονόγλωσσα παιδιά ηλικίας 1,9 έως 4,3
ετών. Για παράδειγμα, τα παιδιά μέσω μιας κούκλας άκουγαν μια πρόταση, όπως
Κάθε μέρα πηγαίνω στον παιδικό σταθμό και έπρεπε να την επαναλάβουν ή να την
αλλάξουν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά προτιμούσαν να κάνουν αλλαγές
στη γραμματική όψη, ενώ λιγότερες ήταν οι αλλαγές στους επιρρηματικούς
προσδιορισμούς, είτε αντικαθιστώντας ή παραλείποντας τα επιρρήματα. Ένα
παράδειγμα αλλαγές στη γραμματική όψη είναι η εξής: στη πρόταση-στόχος
«συνήθως έφτιαχνε ένα σπιτάκι από τουβλάκια σε λίγη ώρα» η απάντηση του παιδιού
ήταν «ευτυχώς που έφτιαξε ένα σπιτάκι με τα τουβλάκια». Ενώ, ένα παράδειγμα
αντικατάστασης των επιρρηματικών προσδιορισμών είναι το εξής: στην πρόταση-
στόχος που δόθηκε Η Σοφία ανέβηκε στην κορυφή του βουνού σε μισή ώρα η
απάντηση του παιδιού ήταν *Η Σοφία ανέβηκε κάθε μέρα επάνω στο βουνό. Επίσης,
ένα παράδειγμα παράληψης των επιρρηματικών προσδιορισμών είναι το εξής: στην
πρόταση-στόχος που δόθηκε *Το κοριτσάκι χτενίζει τα μαλλιά της αμέσως σε μία ώρα
η απάντηση του παιδιού ήταν Το κοριτσάκι χτενίζεται.
Οι Andersen & Shirai (1994, 1996) υποστήριξαν ότι τόσο η κατάκτηση της Γ1, όσο
και της Γ2 βασίζεται σε πρωτοτυπικούς συνδυασμούς, δηλαδή ότι οι επιτεύξεις και
εκπληρώσεις εμφανίζονται με Σ όψη, ενώ οι δραστηριότητες και οι καταστάσεις με
55
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
ΜΣ όψη. Μελέτες στην κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας, έδειξαν ότι η ΥΟ ισχύει
σε μεγάλο βαθμό και για τους ομιλητές της Γ2 (Robinson 1990, 1995, Bardovi-Harlig
1995, Bardovi-Harlig & Bergström 1996). Παρατηρήθηκε ότι ο μορφολογικός
σχηματισμός του χρόνου επηρεάζεται από τα εγγενή σημασιακά χαρακτηριστικά των
ρημάτων και των ΡΦ σε ομιλητές της Αγγλικής (Robinson 1990, 1995, Bardovi-
Harlig & Reynolds, 1995), της Ισπανικής (Andersen 1991, Ramsay 1990) και της
Γαλλικής (Bardovi-Harlig & Bergström 1996) ως Γ2. Πιο συγκεκριμένα, οι ομιλητές
μιας Γ2 χρησιμοποιούσαν πιο συχνά τη Σ όψη των παρελθοντικών χρόνων με
επιτεύξεις και λιγότερο συχνά με δραστηριότητες ή καταστάσεις. Επίσης, οι Shirai &
Kurono (1998) παρατήρησαν ότι οι ομιλητές της Ιαπωνικής ως Γ2, τόσο κατά την
ελεύθερη παραγωγή, όσο και σε μη χρονομετρικά έργα, έτειναν να χρησιμοποιούν τη
Σ όψη σε παρελθοντικούς χρόνους με επιτεύξεις και τη ΜΣ όψη με δραστηριότητες,
ενώ γενικότερα βασίζονταν σε πρωτοτυπικές επιλογές. Και ο Housen (1995)
μελετώντας για τρία χρόνια παιδιά με τη Γαλλική και την Ολλανδική ως Γ1 και την
Αγγλική ως Γ2 παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσαν εξελικτικούς ρηματικούς τύπους
κυρίως με δραστηριότητες και – στη συνέχεια – με καταστάσεις, αλλά σπάνια με
εκπληρώσεις.
Ωστόσο, όπως και κατά την κατάκτηση της Γ1, έτσι και στη δεύτερη γλώσσα, η ΥΟ
δεν βρίσκει πάντα εφαρμογή. Ο Rohde (1996) εξετάζοντας δύο γερμανόφωνα παιδιά
με την Αγγλική ως Γ2 διαπίστωσε ότι έτειναν, ήδη από την ηλικία των 6 ετών, να
χρησιμοποιούν την εξακολουθητική όψη με τις επιτεύξεις και όχι με τις
δραστηριότητες, όπως θα αναμέναμε βάσει της ΥΟ. Επιπλέον, ο Salaberry (2002)
εξετάζοντας φοιτητές, οι οποίοι είχαν την Αγγλική ως Γ1 και μάθαιναν την Ισπανική
ως Γ2, χρησιμοποίησε μια δοκιμασίας συμπλήρωσης κενών και παρατήρησε ότι η
ΥΟ δεν ίσχυε στους συμμετέχοντες που είχαν μικρότερη γλωσσική επάρκεια στα
ισπανικά, οι οποίοι προτιμούσαν να χρησιμοποιούν Σ όψη με όλες τις ρηματικές
κατηγορίες· αντίθετα, η ΥΟ έβρισκε εφαρμογή στους συμμετέχοντες με υψηλότερη
γλωσσική επάρκεια στα ισπανικά. Και η Ayoun (2005) συσχετίζει την ΥΟ με την
γλωσσική επάρκεια των συμμετεχόντων. Εξετάζοντας ενήλικους αγγλόφωνους
ομιλητές της Γαλλικής ως Γ2, μέσω προσωπικών αφηγήσεων και μιας δοκιμασίας
συμπλήρωσης κενών, βρήκε ότι οι συμμετέχοντες με σχετικά χαμηλή γλωσσική
επάρκεια αντιμετώπιζαν δυσκολίες κατά την αντιστοίχηση της λεξικής με τη
γραμματική όψη. Πιο φανερές ήταν οι δυσκολίες τους στις δραστηριότητες, όπου
56
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Μια άλλη υπόθεση που αποπειράται να ερμηνεύσει την κατάκτηση της όψης στη Γ2
είναι η Υπόθεση του Τυπικού Παρελθοντικού Χρόνου37 (The Default Past Tense
Hypothesis) (Wilberg 1996, Salaberry 1999, 2003), η οποία αναφέρει ότι αρχικά οι
ομιλητές μιας Γ2 στηρίζονται στον χρόνο για να μαρκάρουν την όψη, ενώ κυρίως
χρησιμοποιούν τον Σ τύπο. Ωστόσο, ο Salaberry (1999) επισημαίνει ότι υπάρχουν και
άλλες παραμέτροι σε αυτή την υπόθεση, όπως η γλωσσική επάρκεια, καθώς και ο
βαθμός έκθεσης στη/-ις γλώσσα/-ες. Στις έρευνές του (Salaberry 1999, 2003)
παρατηρεί ότι, όσο χαμηλότερη είναι η γλωσσική επάρκεια, τόσο ο συμμετέχοντας
τείνει να χρησιμοποιεί τη ΜΣ όψη· αντίθετα με τα ευρήματα της προαναφερθείσας
έρευνάς του (Salaberry 2002). Επίσης σημειώνει ότι η «ευαισθησία» στα λεξικά
χαρακτηριστικά του ρήματος και των συμπληρωμάτων του αυξάνονται με την
αύξηση της γλωσσικής επάρκειας του ομιλητή.
Σε ό,τι αφορά την κατάκτηση της γραμματικής όψης φαίνεται ότι υπάρχει μια
ασυμμετρία ως προς την κατάκτηση των τύπων της (Shirai & Andersen 1995,
Bardovi-Harlig 2000, μ.ά.). Πιο συγκεκριμένα, όπως οι ομιλητές της Γ1, έτσι και οι
ομιλητές της Γ2 αρχικά προτιμούν να παράγουν τη Σ όψη σε σχέση με τη ΜΣ.
Έρευνες δείχνουν ότι, πολλές φορές, παρόλο που η ΜΣ έχει κατακτηθεί από τους
ομιλητές της Γ2, αυτοί τείνουν να χρησιμοποιούν τη Σ, ακόμη και σε περιβάλλοντα
όπου η ΜΣ όψη είναι υποχρεωτική (Harley & Swain 1978, Harley 1992) O Flashner
(1989) μελετώντας τρεις ρωσόφωνους ομιλητές με την Αγγλική ως Γ2 – μέσω μιας
δοκιμασίας αφήγησης – παρατήρησε ότι οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν
παρελθοντικούς χρόνους για ολοκληρωμένα γεγονότα και παροντικούς χρόνους για
μη τελικά γεγονότα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα οφείλονται σε
μεταφορά χαρακτηριστικών της όψης από τη Γ1 στη Γ2. Παρόμοια είναι και τα
αποτελέσματα σε έρευνα των Izquierdo & Collins (2008), οι οποίοι εξέτασαν
ισπανόφωνους και αγγλόφωνους ενήλικες με τη Γαλλική ως Γ2 μέσω μιας
δοκιμασίας συμπλήρωσης κενών. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι η Γαλλική
37
Η απόπειρα μετάφρασης είναι δική μου.
57
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
είναι συγγενέστερη με την Ισπανική ως προς την κωδικοποίηση της όψης. Αντίθετα,
η Αγγλική κωδικοποιεί με διαφορετικό τρόπο την όψη. Οι προτάσεις που δόθηκαν
ήταν ισοκατανεμημένες αναφορικά με τους δύο τύπους της όψης (Σ και ΜΣ)∙ οι μισές
προτάσεις απαιτούσαν Σ όψη και οι υπόλοιπες ΜΣ όψη. Τα αποτελέσματα έδειξαν
ότι οι ισπανόφωνοι παρήγαγαν εξίσου και δύο τύπους της όψης, αντίθετα οι
αγγλόφωνοι συμμετέχοντες προτίμησαν να χρησιμοποιούσουν τη Σ όψη σε σχέση με
τη ΜΣ. Στα πλαίσια της ίδιας έρευνας εξεταζόταν η λεξική όψη σε σχέση με τη
γραμματική. Έτσι, οι ισπανόφωνοι συμμετέχοντες δεν παρουσίαζαν πρόβλημα στις
περιπτώσεις όπου οι συνδυασμοί που τους δίνονταν ήταν μη πρωτοτυπικοί. Αντίθετα,
οι αγγλόφωνοι συμμετέχοντες στηρίζονταν στη λεξική όψη, προτιμώντας να
παράγουν πρωτοτυπικούς συνδυασμούς. Ωστόσο, παρουσίασαν κάποιες δυσκολίες σε
λιγότερο πρωτοτυπικούς συνδυασμούς που σχετίζονταν με ρήματα επιτεύξεων και
καταστάσεων. Οι ερευνητές ερμηνεύουν το εύρημα στηριζόμενοι στη μεταφορά
χαρακτηριστικών από τη Γ1 των ομιλητών στη Γ2. Έτσι οι συμμετέχοντες των
οποίων η γλώσσα κωδικοποιεί την όψη με παρόμοιο τρόπο με την εξεταζόμενη
γλώσσα (Ισπανική και Γαλλική) δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις περιπτώσεις
μη πρωτοτυπικών συνδυασμών. Αντίθετα, οι ομιλητές, των οποίων η γλώσσα
κωδικοποιεί την όψη με διαφορετικό τρόπο από την εξεταζόμενη γλώσσα (Αγγλική
και Γαλλική) στηρίζονται περισσότερο στις εγγενείς ιδιότητες του ρήματος (λεξική
όψη) και προτιμούν πρωτοτυπικούς συνδυασμούς. Συνεπώς, υποστηρίζουν ότι η ΥΟ
επιβεβαιώνεται μόνο για τους αγγλόφωνους ομιλητές και όχι για τους ισπανόφωνους.
Εκτός από την ασυμμετρία στην κατάκτηση των δύο τύπων της γραμματικής όψης, οι
έρευνες φαίνεται να διαφωνούν και ως προς την κατάκτηση των διαφόρων ερμηνειών
της ΜΣ όψης (συνεχές, εξελισσόμενο και σύνηθες). Πιο συγκεκριμένα, κάποιες
έρευνες, εξετάζοντας την όψη μέσω αφηγήσεων, έχουν δείξει ότι σουηδόφωνοι,
ομιλητές της Γαλλικής ως Γ2, κατακτούν την θαμιστικότητα πριν την εξελικτικότητα
38
(Kihlstedt 2002) . H Kihlstedt (2002) μελετώντας ομιλητές με Γ1 τη Σουηδική –
στην οποία η όψη δεν γραμματικοποιείται – και Γ2 τη Γαλλική παρατήρησε ότι οι
συμμετέχοντες δεν είχαν κατακτήσει πλήρως την κωδικοποίηση της όψης σε
παρελθοντικούς χρόνους. Ακόμη, διαπίστωσε ότι η κατάκτηση της γραμματικής όψης
38
Αντίθετα είναι τα αποτελέσματα σε έρευνες με την Ελληνική ως Γ2, όπου η εξελικτικότητα
κατακτάται μετά τη θαμιστικότητα (Παπαδοπουλου 2005, Ματθαιουδάκη και συνεργάτες 2011). Τα
αποτελέσματα θα παρουσιαστούν στην συνέχεια της ενότητας, όπου θα γίνει αναφορά σε μελέτες για
την Ελληνική γλώσσα.
58
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Whenever I decide to go to the seaside, my car breaks down. This happened last year, and the
previous one, too. It is such a pain to start fixing the car in the middle of the trip. But I don’t
like calling for road assistance, I am a self-help guy. Will I be unlucky this year, too?
59
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Whenever I decide to go to the seaside, my car breaks down. This happened last year, and the
previous one, too. It is such a pain to start fixing the car in the middle of the trip. But I don’t
like calling for road assistance, I am a self-help guy. Will I be unlucky this year, too?
60
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
61
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Κατά την εκμάθηση της Ελληνικής ως Γ2, η κατάκτηση της ρηματικής όψης είναι
ιδιαίτερα προβληματική, ακόμη και για τους ομιλητές που βρίσκονται σε
προχωρημένα στάδια γλωσσικής επάρκειας (Νατσόπουλος & Παναγοπούλου 1985,
Παναγοπούλου & Τλούπα 1995, Σακελλαρίου 2000, Βαλετόπουλος 2001,
Παπαδοπουλου 2005, Ματθαιουδάκη et al. 2011).
62
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
όψης είναι προβληματική, κυρίως στον προφορικό λόγο. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα
επισημαίνει ότι η Σ όψη υπεργενικεύεται από τους ομιλητές σε σχέση με τη ΜΣ,
κυρίως στις να-συμπληρωματικές προτάσεις. Επιπλέον, παρατηρείται ότι στη ΜΣ
όψη, η ερμηνεία του συνήθους είναι περισσότερο προβληματική σε σχέση με την
ερμηνεία του συνεχούς. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και στους Ματθαιουδάκη
et al. (2011), οι οποίοι εξέτασαν ομιλητές της Ελληνικής ως Γ2 με διαφορετικές
μητρικές γλώσσες και διαπίστωσαν ότι υπεργενικεύουν τη χρήση του Σ τύπου σε
σχέση με τον ΜΣ.
Τέλος, οι Tsimpli & Papadopoulou (2009) εξέτασαν την τελικότητα στα ρήματα
δράσης σε ομιλητές της Ελληνικής ως Γ2, μέσω δύο δοκιμασιών∙ μιας δοκιμασίας
κατανόησης μέσω αντιστοίχησης πρότασης και εικόνας και μιας δοκιμασίας
παραγωγής, μέσω αφήγησης βλέποντας σχετικά βίντεο. Στην πρώτη δοκιμασία, οι
συμμετέχοντες άκουγαν μια πρόταση και έβλεπαν τέσσερις εικόνες και έπρεπε να
αντιστοιχήσουν την πρόταση που άκουσαν με την εικόνα που ταίριαζε καλύτερα. Στις
προτάσεις μπορεί να χρησιμοποιούνταν μια απλή πρόθεση (το άλογο έτρεχε/έτρεξε στο
τσίρκο), ή μια σύνθετη πρόθεση (το άλογο έτρεχε/έτρεξε μέσα στο τσίρκο). Στη
δεύτερη δοκιμασία, οι συμμετέχοντες έβλεπαν βίντεο μικρής διάρκειας που έδειχναν
τελικά και μη τελικά γεγονότα και στη συνέχεια έπρεπε να περιγράψουν τι είδαν,
αφού τους γινόταν η ερώτηση «τι έκανε …?». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι
ομιλητές της ελληνικής ως Γ2 στηρίζονται στις λεξικές ιδιότητες των προθέσεων και
των ρημάτων και λιγότερο στη γραμματική όψη για να αποκωδικοποιήσουν την
τελικότητα (στη δοκιμασία κατανόησης). Επιπλέον, στη δοκιμασία παραγωγής,
παρατηρήθηκε ότι τα επιρρηματικά χρησιμοποιούνταν ως προσαρτήματα κυρίως με
ρήματα ΜΣ όψης (Η Μαρία χόρευε (μέσα) στο σπίτι)· αντίθετα, επιρρηματικοί
προσδιορισμοί ως συμπληρώματα προτιμούταν χρησιμοποιούνταν κυρίως με Σ όψη
(Η Μαρία πήγε (μέσα) στο σπίτι).
63
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Όπως αναφέρθηκε και στην ενότητα 2.2, η Rieckborn (2006) μελέτησε την
κατάκτηση της γραμματικής όψης στη γαλλική γλώσσα σε ταυτόχρονα δίγλωσσα
γερμανο-γαλλόφωνα παιδιά ηλικίας 1,6 έως 5,0 ετών προερχόμενα από μικτούς
γάμους. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε κυρίαρχα και αμφιδύναμα δίγλωσσα με βάση το
ΜΜΕ και σύμφωνα με το πόσα ρήματα παράγουν. Αφού χωρίστηκαν σύμφωνα με τη
γλωσσική τους κυριαρχία εντοπίστηκε ότι τα κυρίαρχα δίγλωσσα στην Γερμανική θα
καθυστερήσουν να κατακτήσουν την όψη· παρόλα αυτά θα την κατακτήσουν με τον
ίδιο τρόπο με τα παιδιά που είναι κυρίαρχα στη Γαλλική. Η ίδια ερευνήτρια σε
έρευνά της (Rieckborn 2007β) μελετώντας δίγλωσσα γερμανο-γαλλόφωνα παιδιά,
μέσω αυθόρμητου λόγου, επιβεβαιώνει την ΥΟ. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι
δίγλωσσοι συμμετέχοντες αρχικά κατακτούν τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των
ρημάτων και στη συνέχεια κατακτούν τη γραμματική όψη, γεγονός που
παρατηρήθηκε και στις δύο γλώσσες. Και η Schlyter (2011) μελετώντας τον
αυθόρμητο λόγο σουηδο-γαλλόφωνων παιδιών ηλικίας 2,4 έως 3,2 ετών στη Γαλλική
παρατήρησε ότι τα παιδιά προτιμούν τους πρωτοτυπικούς συνδυασμούς σε σχέση με
τους μη πρωτοτυπικούς. Αναφορικά με τη γραμματική όψη, προτιμούν να
χρησιμοποιούν τη Σ όψη σε σχέση με τη ΜΣ.
39
Όπως αναφέρει και ο Rothman (2007) παραπέμποντας στον Haugen (1953) και οι ομιλητές
πολιτιστικής κληρονομιάς θεωρούνται δίγλωσσοι.
64
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
65
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
όψης (Σ και ΜΣ), τόσο στις αφηγήσεις, όσο και στο μορφολογικό τεστ υποχρεωτικής
επιλογής. Επιπλέον, προτιμούσαν να παράγουν πρωτοτυπικούς συνδυασμούς, όπως
επιτεύξεις και εκπληρώσεις με Σ όψη, ενώ καταστάσεις με ΜΣ. Τέλος, μια
γενικότερη παρατήρηση είναι ότι και στις τρεις ομάδες η Σ όψη σημείωσε υψηλότερα
ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τη ΜΣ, ανεξαρτήτως δοκιμασίας.
Οι Bar-Shalom & Zaretsky (2008) μελέτησαν την όψη στη Ρωσική – μέσω
αφηγήσεων – σε αμερικανο-ρωσόφωνα παιδιά (πολιτιστικής κληρονομιάς) ηλικίας
4,0 έως 10,11 ετών με Γ2 την Αγγλική και γλώσσα πολιτιστική κληρονομιάς της
Ρωσική. Οι ερευνητές σημείωσαν ότι παρόλο που έκαναν πολλά λάθη στο λεξιλόγιο,
στη συμφωνία πτώσης, στη συμφωνία προσώπου μεταξύ υποκειμένου και ρήματος
και συχνή εναλλαγή κώδικα, οι δύο τύποι της όψης (Σ και ΜΣ) είχαν κατακτηθεί
πλήρως, τόσο σημασιολογικά, όσο και μορφολογικά. Αντίθετα, η Gupol (2009)
μελετώντας τη Ρωσική σε εβραιο-ρωσόφωνα παιδιά ηλικίας 4 έως 8 ετών μέσω μίας
δοκιμασίας εκμαίευσης παρατήρησε ότι τα περισσότερα λάθη σημειώνονταν στο
χρόνο και στην όψη και ιδιαίτερα στην χρήση μη αποδεκτής όψης σύμφωνα με το
περικείμενο. Επίσης, παρατήρησε ότι τα δίγλωσσα παιδιά δεν είχαν πλήρη έλεγχο
των σημασιολογικών χαρακτηριστικών της όψης. Έτσι, αποδέχονταν τη ΜΣ με
εκπληρώσεις και χρησιμοποιούσαν τη Σ όψη με καταστάσεις σε εξέλιξη. Και η
Mikhaylova (2011) μελετώντας την τελικότητα στη Ρωσική σε δίγλωσσους
αμερικανο-ρωσόφωνους ενηλίκους πολιτιστικής κληρονομιάς και ομιλητές της
ρωσικής ως Γ2 παρατήρησε ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες, με την
πρώτη ομάδα να σημειώνει υψηλότερες επιδόσεις στην όψη σε σχέση με τη δεύτερη.
Επίσης, επισημάνθηκε ότι οι υψηλές επιδόσεις στη γλωσσική επάρκεια δεν οδηγούν
πάντα σε υψηλές επιδόσεις στην όψη.
Οι Cuza, Pérez-Tattam, Barajas, Miller & Sadowski (2013) μελέτησαν στην Ισπανική
το χρόνο και την όψη σε παιδιά ηλικίας 5,0 έως 9,0 ετών και ενήλικες αμερικανο-
ισπανόφωνους δίγλωσσους ομιλητές πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω αφηγήσεων. Η
γλώσσα πολιτιστική κληρονομιάς ήταν η Ισπανική και η πλειονοτική γλώσσα η
Αγγλική. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά – και κυρίως τα μεγαλύτερης
ηλικίας – χρησιμοποιούσαν συχνότερα τους παρελθοντικούς χρόνους και τη Σ όψη,
σε σχέση με τους παροντικούς χρόνους και τη ΜΣ όψη. Αντίθετα, οι ενήλικές
χρησιμοποιούσαν τη Σ και τη ΜΣ όψη σε μικρότερο ποσοστό από τα παιδιά, ενώ
προτιμούσαν τη χρήση παροντικών χρόνων στις αφηγήσεις τους. Οι ερευνητές
66
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
Οι Kaltsa & Tsimpli (2012) εξέτασαν την τελικότητα, τόσο κατά την παραγωγή όσο
και κατά την κατανόηση, σε ρήματα που δηλώνουν κίνηση και στα ρήματα δράσης
σε ύστερα δίγλωσσα ελληνοαλβανόφωνα παιδιά ηλικίας 7,7 έως 10,4 ετών,
βασιζόμενες στη δοκιμασία της Kaltsa (2012) (για αναλυτικότερη περιγραφή της
δοκιμασίας πρβ. ενότητα 3.4.1). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κατάκτηση της
τελικότητας στα ρήματα δράσης εμφανίζεται νωρίτερα από ό,τι στα ρήματα κίνησης.
Επίσης, οι ελληνοαλβανόφωνοι συμμετέχοντες προτιμούσαν να αντιστοιχούν τη Σ
όψη με τελικές δραστηριότητες και τη ΜΣ όψη με μη τελικά ρήματα κίνησης. Τέλος,
βρήκαν ότι, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση, τα σημασιολογικά
χαρακτηριστικά της ρηματικής φράσης, επηρεάζουν την γραμματική όψη.
40
Για τη διαφορά ανάμεσα στη φθορά (attrition) και στην μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη (incomplete
acquisition) πρβ. Montrul 2009.
67
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
3.5. Περίληψη
Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάστηκε η διάκριση ανάμεσα στη λεξική και γραμματική
όψη και πώς αυτές κωδικοποιούνται στα υπό εξέταση γλωσσικά συστήματα.
Επιπλέον, παρουσιάστηκε η αλληλεπίδραση της λεξικής και γραμματικής όψης, των
(μη) πρωτοτυπικών συνδυασμών, των κριτηρίων τελικότητας και αποσαφηνίστηκε
το παράδοξο της μη συνοπτική όψης. Επίσης έγινε αναφορά στο συνδυασμό της
λεξικής και γραμματικής όψης σε συνδυασμό με τους επιρρηματικούς
προσδιορισμούς για / μέσα σε Χ ώρα και παρατέθηκαν οι (μη) επιτρεπτοί συνδυασμοί.
Στη συνέχεια, έγινε αναφορά στις θεωρίες κατάκτησης της όψης τόσο στην πρώτη
(Γ1) και δεύτερη γλώσσα (Γ2), όσο και στη διγλωσσία (2Γ1). Σημειώθηκε ότι η
πλειοψηφία παλιότερων ερευνών στη Γ1 εξέταζαν την αλληλεπίδραση της λεξικής με
τη γραμματική όψη με τη με ευρύτερα αποδεκτή τη Υπόθεση της Όψης (ΥΟ· Aspect
Hypothesis). Παρουσιάστηκαν έρευνες που είτε επαλήθευαν είτε διέψευδαν τη
θεωρία. Επίσης έγινε αναφορά σε πιο σύγχρονες έρευνες σχετικά με την κατάκτηση
της όψης στην Ελληνική ως Γ1 από παιδιά, οι οποίες εστιάζουν στη μελέτη της
τελικότητας είτε στα ρήματα κίνησης και δράσης, είτε στις κατηγορίες των
επιτεύξεων και εκπληρώσεων. Τα βασικότερα ευρήματα έδειξαν ότι η τελικότητα
είναι προβληματική, κυρίως κατά την παραγωγή της, ακόμα και στην ηλικία των 8
ετών. Οι έρευνες σχετικά με τη μελέτη της όψης σε ομιλητές μιας γλώσσας ως Γ2
επικεντρώνονταν στη μελέτη, τόσο της λεξικής, όσο και της γραμματικής όψης. Τα
βασικότερα ευρήματα, σχετικά με τη λεξική όψη, δείχνουν είτε επιβεβαίωση, είτε
απόρριψη της ΥΟ∙ ενώ σχετικά με την κατάκτηση της γραμματικής όψης
παρατηρείται μια ασυμμετρία ως προς τη χρήση των δύο τύπων της όψης, με το
68
Κεφάλαιο 3 Ρηματική όψη
συνοπτικό τύπο να προτιμάται έναντι του μη συνοπτικού. Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες
της θαμιστικότητας και εξελικτικότητας, οι ερευνητές δεν φαίνεται να συμφωνούν με
ορισμένους να υποστηρίζουν ότι η θαμιστικότητα προηγείται της εξελικτικότητας και
άλλους να υποστηρίζουν το αντίθετο. Σε ό,τι αφορά την κατάκτηση της όψης από
2Γ1 ομιλητές, παρατηρείται, όμοια με τις έρευνες στη δεύτερη γλώσσα, ασυμμετρία
ως προς τους δύο τύπους της όψης, με το συνοπτικό τύπο να υπερτερεί έναντι του μη
συνοπτικού. Επίσης, σε αρκετές έρευνες, παρατηρήθηκε προτίμηση σε
πρωτοτυπικούς συνδυασμούς, έναντι μη πρωτοτυπικών. Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι
στις μελέτες σχετικά με τους ομιλητές μιας γλώσσας ως Γ2 και τους δίγλωσσους
ομιλητές, στις περισσότερες περιπτώσεις, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι παίζει η
γλωσσική επάρκεια.
69
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Στην έρευνα συμμετείχαν 210 παιδιά ηλικίας 8 έως 12 ετών (βλ. Πίνακας 4.1). Από
αυτά 145 ήταν δίγλωσσα με μητρικές γλώσσες Ελληνική και είτε την Γερμανική είτε
την Αλβανική. Επιπλέον, στην έρευνα συμμετείχαν 65 μονόγλωσσα παιδιά με
μητρική γλώσσα την Ελληνική, τα οποία αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι
μονόγλωσσοι συμμετέχοντες φοιτούσαν σε δημόσια σχολεία της Ανατολικής
Θεσσαλονίκης. Από τους δίγλωσσους συμμετέχοντες 58 ήταν ελληνογερμανόφωνα
παιδιά που κατοικούσαν στη Γερμανία και φοιτούσαν σε διαφορετικά εκπαιδευτικά
συστήματα. Πιο συγκεκριμένα, 46 από τους 58 συμμετέχοντες φοιτούσαν σε
ελληνικά σχολεία της Γερμανίας (στις πόλεις Düsseldorf και Wuppertal), στα οποία η
συνολική διδασκαλία γίνεται στα ελληνικά (21 ώρες41 εβδομαδιαίως), ενώ ορισμένα
αντικείμενα (όπως Θρησκευτικά, Ιστορία, Γεωγραφία και Φυσική), διάρκειας
41
Στο εξής με τον όρο ώρες εννοείται ο όρος διδακτικές ώρες που αντιστοιχεί σε 45 λεπτά
πραγματικού χρόνου.
70
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
42
Όπως επίσημα ορίζεται από το γραφείο εκπαίδευσης της Γερμανίας.
71
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
43
Για την κατασκευή των γνωστικών δοκιμασιών που χορηγήθηκαν και θα παρουσιαστούν στη
συνέχεια υπεύθυνη είναι η ομάδα 2 του προγράμματος Θαλής (με ερευνητικά εμπλεκόμενους τους
Ζωή Μπαμπλέκου, Ελβίρα Μασούρα, Σμαράγδα Καζή, Susan Gathercole και Ελισάβετ Χρυσοχόου)
(βλ. http://www.diglossia.gr/index.php/research-teams/research-team-2).
44
Υπεύθυνοι για την κατασκευή, κωδικοποίηση και ανάλυση του ερωτηματολογίου ήταν η ομάδα 3
του προγράμματος Θαλής (με ερευνητικά εμπλεκόμενους τους Μαρίνα Ματθαιουδάκη, Ασπασία
Χατζηδάκη και Χριστίνα Μαλιγκούδη) (βλ. http://www.diglossia.gr/index.php/research-
teams/research-team-3). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η κωδικοποίηση και ανάλυση των
ερωτηματολογίων έγινε σε συνεργασία με την ομάδα 1 και 4 και με την επιστημονικά υπεύθυνη του
προγράμματος καθ. Ιάνθη Μαρία Τσιμπλή (βλ. http://www.diglossia.gr/index.php/research-
teams/research-team-1, και http://www.diglossia.gr/index.php/research-teams/research-team-4).
45
Με τον όρο γραμματισμό εννοούμε την ικανότητα του παιδιού να μιλάει και να γράφει σε μία
γλώσσα και με τον όρο διγραμματισμός ορίζεται η ικανότητα του ατόμου να μιλάει, να διαβάζει και να
γράφει και στις δύο γλώσσες.
46
Το ερωτηματολόγιο χορηγούνταν μόνο στα δίγλωσσα παιδιά. Χορηγήθηκε και στους γονείς τους ένα
αντίστοιχο ερωτηματολόγιο προκειμένου η πληροφόρησή μας για το παιδί να είναι πληρέστερη.
Ωστόσο τα ερωτηματολόγια των γονιών σπάνια μας επιστρέφονταν, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες
που αναφέρονται στην παρούσα έρευνα να εξάγονται μόνο από τα παιδικά ερωτηματολόγια. Από τα
ερωτηματολόγια των γονέων αξιοποιήθηκαν οι πληροφορίες του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου
(socio economic status) των γονέων και η ηλικία έκθεσης (age of onset) του παιδιού στη Γ2.
72
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
στη συνέχεια, αποτέλεσαν το «προφίλ» του συμμετέχοντα και είχαν ως στόχο να μας
πληροφορήσουν για τις (μη) γλωσσικές ικανότητές του.
73
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
συμμετέχοντες, αλλά και πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της γλώσσας και του
γραμματισμού τους. Το σύνολο των ερωτήσεων ομαδοποιήθηκε σε τέσσερις
κατηγορίες που αφορούσαν: (α) την γλώσσα που ομιλούνταν στο σπίτι (από τη
γέννηση του παιδιού έως τα 6 έτη), (β) την «τρέχουσα», καθημερινή χρήση της
γλώσσας σε διάφορα περιβάλλοντα εντός και εκτός σπιτιού, (γ) τον πρώιμο
γραμματισμό47 στις δύο γλώσσες και τέλος, (δ) τον ύστερο γραμματισμό, που
αναφέρεται στην ικανότητα των παιδιών να διαβάζουν και να γράφουν στις δύο
γλώσσες, την πιθανή οικογενειακή βοήθεια για τα σχολικά μαθήματα ή την
παρακολούθηση κάποιων επιπλέον εξωσχολικών μαθημάτων στην «άλλη γλώσσα»,
(ε) το ΚΟΕ των γονέων και (στ) την ηλικία έκθεσης του παιδιού στη Γ248. Αναλυτικά
το ερωτηματολόγιο παρατίθεται στο Παράρτημα Α49.
Από το σύνολο των ερωτήσεων προέκυψε ένα σκορ για κάθε κατηγορία και κάθε
συμμετέχοντα. Το σύνολο αυτό δεν ήταν ίδιο για όλους, γιατί όλες οι ερωτήσεις δεν
αφορούσαν όλους τους συμμετέχοντες. Για παράδειγμα, υπήρχε η ερώτηση «σε ποια
γλώσσα μιλάς με τα αδέλφια σου», αν ένα παιδί δεν είχε αδέρφια το συνολικό σκορ
στη χρήση της γλώσσας θα διέφερε από κάποιον άλλο συμμετέχοντα που θα είχε
αδέρφια. Επιπλέον, υπήρχαν ερωτήσεις που αφορούσαν τη συχνότητα χρήσης της
γλώσσας, για παράδειγμα «πόσο συχνά βλέπεις τηλεόραση ή ταινίες στα ελληνικά», οι
πιθανές απαντήσεις ήταν συχνά, μερικές φορές, σπάνια. Για αυτές τις ερωτήσεις μόνο
η απάντηση συχνά έδινε ένα βαθμό στο παιδί. Οι υπόλοιπες απαντήσεις δεν του
έδιναν βαθμό, απλά αύξαναν το συνολικό του σκορ σε κάθε κατηγορία. Για
παράδειγμα αν ένα παιδί στην παραπάνω ερώτηση απαντούσε μερικές φορές ή σπάνια
θα έπαιρνε 0/1. Για να είναι άμεσα συγκρίσιμα τα αποτελέσματα όλων των
συμμετεχόντων μετατράπηκαν σε ποσοστά. Η κατανόηση του τρόπου που
βαθμολογήθηκαν τα ερωτηματολόγια είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί στην
παρουσίαση των αποτελεσμάτων θα εμφανιστούν περιπτώσεις, όπου σε κάθε
κατηγορία δεν συμπληρώνεται το 100%. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι
χρησιμοποιήθηκε ο συγκεκριμένος τρόπος βαθμολόγησης προκειμένου να
47
Ουσιαστικά αναφερόμαστε στην προετοιμασία για τον γραμματισμό (early literacy preparedness).
Οι ερωτήσεις αναφέρονται στο αν το οικογενειακό περιβάλλον διάβαζε στο παιδί ιστορίες ή
παραμύθια και σε ποια γλώσσα. Πιο αναλυτικά βλ. κεφάλαιο 7.
48
Όπως προαναφέρθηκε, το ΚΟΕ και η ηλικία έκθεσης στην Γ2 είναι ερωτήσεις, οι οποίες προέκυψαν
από το ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσαν οι γονείς.
49
Δεν χρησιμοποιήθηκαν όλες οι ερωτήσεις του ερωτηματολογίου λόγω του μεγάλου όγκου
πληροφοριών. Οι πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν σχετίζονται πιο άμεσα με τις ερευνητικές
υποθέσεις και τον σκοπό της έρευνας.
74
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Κάποιες γενικές συσχετίσεις που προέκυψαν από την ανάλυση των ερωτηματολογίων
και αφορούν όλους τους δίγλωσσους δείχνουν ότι το είδος της διγλωσσίας σχετίζεται
με το ΚΟΕ της μητέρας και του πατέρα (rho= -,419, p< ,001 και rho= -,330, p< ,001,
50
Στις περιπτώσεις, όπου το ερωτηματολόγιο των γονέων δεν επιστράφηκε, λαμβάνονταν υπόψη οι
πληροφορίες από το ερωτηματολόγιο του παιδιού ή στην περίπτωση του κοινωνικοοικονομικού
επιπέδου, όπου δεν υπήρχε αντίστοιχη ερώτηση στο ερωτηματολόγιο του παιδιού, συμπληρωνόταν ο
μέσος όρος (Μ.Ο.) της εκάστοτε γλωσσικής ομάδας.
51
Για τους μονόγλωσσους συμμετέχοντες εφόσον δεν υπήρχαν ερωτηματολόγια, το ΚΟΕ ορίστηκε
αναφορικά με την περιοχή διαμονής των συμμετεχόντων (Ανατολική Θεσσαλονίκη). Έτσι, σύμφωνα
με την προαναφερθείσα κλίμακα κατηγοριοποιήθηκε στο 4,5 και για τους δύο γονείς.
52
Τα αποτελέσματα στην παρούσα διατριβή δεν θα συζητηθούν ως προς τον τύπο διγλωσσίας, γιατί
δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες, τόσο ως προς τις γνωστικές,
αντίθετα με προηγούμενες έρευνες (Mechelli et al. 2004, Luk, de Sa & Bialystok 2011), όσο και ως
προς τις γλωσσικές δοκιμασίες, σύμφωνα με Unsworth et al. 2012.
75
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
αντίστοιχα)· δηλαδή, τα παιδιά γονέων με υψηλό ΚΟΕ είναι τις περισσότερες φορές
ταυτόχρονα δίγλωσσα. Το ΚΟΕ δείχνει να σχετίζεται επίσης με τη χρήση της
γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, οικογένειες53 με χαμηλό ΚΟΕ προτιμούσαν και
προτιμούνε να μιλάνε περισσότερο στα ελληνικά (rho= -,264, p= ,003 για χρήση της
γλώσσας ως τα έξι έτη και rho= -,357, p< ,001 για τωρινή χρήση της γλώσσας)·
αντίθετα, οικογένειες με υψηλό ΚΟΕ τείνουν να χρησιμοποιούν και τις δύο γλώσσες
(rho= ,239, p= 0,004 για χρήση και των δύο γλωσσών ως τα έξι έτη και rho= ,235, p=
,004 για τωρινή χρήση και των δύο γλωσσών). Επιπλέον, το είδος της διγλωσσίας
σχετίζεται με τη χρήση και των δύο γλωσσών· δηλαδή, όσο νωρίτερα εκτίθεται
κάποιος στη γλώσσα (ταυτόχρονα ή πρώιμα δίγλωσσος), τόσο πιο πολύ χρησιμοποιεί
και τις δύο γλώσσες (rho= -,380, p< ,001), ενώ, όσο αργότερα εκτίθεται τόσο
προτιμάει να χρησιμοποιεί περισσότερο μία από τις δύο γλώσσες (rho= ,215, p= ,009
για χρήση της ελληνικής και rho= ,262, p= ,001 για χρήση της άλλης γλώσσας).
Ακόμα, προέκυψαν συσχετίσεις αναφορικά με το είδος της διγλωσσίας και τον
γραμματισμό· το θέμα αυτό όμως θα παρουσιαστεί και συζητηθεί εκτενώς στο
κεφάλαιο 7. Μια γενική παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι όσο
νωρίτερα εκτίθεται κάποιος και στις δύο γλώσσες, τόσο πιο πιθανό είναι ο
γραμματισμός του συντελείται και στις δύο γλώσσες (rho= -,228, p = ,006), ενώ όσο
αργότερα εκτίθεται κάποιος σε μία από τις δύο γλώσσες, τόσο πιο πιθανό είναι ο
γραμματισμός του να συντελείται σε μία από τις δύο γλώσσες (rho= ,239, p= ,004).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο γραμματισμός αυτών των παιδιών συντελείται στα
ελληνικά και όχι στην «άλλη γλώσσα», ίσως γιατί τα παιδιά αυτά είναι είτε παιδιά
Ελλήνων μεταναστών που ζουν στη Γερμανία και, όπως θα παρουσιαστεί και στη
συνέχεια, χρησιμοποιούν κυρίως τα ελληνικά είτε παιδιά Αλβανών μεταναστών που
μπορεί να μιλάνε στο σπίτι Αλβανικά, ωστόσο τα παιδιά τους εκτίθενται κατά βάση
στο ελληνικό μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Περαιτέρω συσχετίσεις αναφορικά
με τη χρήση των γλωσσών, αλλά και τον γραμματισμό θα παρουσιαστούν σε επόμενα
κεφάλαια (κεφ. 6 και 7, αντίστοιχα).
Πριν εστιάσουμε στα αποτελέσματα της κάθε ομάδας συγκρίσεις ANOVA μεταξύ
των ομάδων έδειξαν ότι αναφορικά με το ιστορικό χρήσης της Ελληνικής (έως την
ηλικία των 6) σημειώθηκαν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες [F(2,142)= 23,600, p<
53
Παρόμοια αποτελέσματα έδειξε και το ΚΟΕ του πατέρα, ωστόσο στις παρούσες συγκρίσεις θα
αναφερόμαστε μόνο σε αυτό της μητέρας.
76
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
77
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
περισσότερο τα ελληνικά μέχρι την ηλικία των 6 και λιγότερο μετά την ηλικία των 6
[t(57)= 5,147, p< ,001]. Ο πρώιμος γραμματισμός στα περισσότερα
ελληνογερμανόφωνα παιδιά συντελούνταν κυρίως στην Ελληνική (61,1%) ή και στις
δύο γλώσσες (21,6%) και λιγότερο στη Γερμανική (5,8%) [t(57)=8,472, p< ,001,
t(57)=2,961, p= ,004, αντίστοιχα]. Στα επόμενα χρόνια (ύστερος γραμματισμός), το
ποσοστό χρήσης μόνο της Ελληνικής (29,9%) ή εξίσου και των δύο γλωσσών
(25,1%) δε διέφερε σημαντικά, ενώ λίγα ήταν τα παιδιά στα οποία ο γραμματισμός
τους συντελούνταν κυρίως στη Γερμανική (18,1%) [t(57)=2,910, p= ,005,
t(57)=2,301, p= ,025, αντίστοιχα] (βλ. Γράφημα 4.2). Το αποτέλεσμα είναι
αναμενόμενο αν αναλογιστούμε ότι η πλειοψηφία αυτών των παιδιών είναι διαδοχικά
δίγλωσσα και «εκτίθεται» περισσότερο στα ελληνικά είτε εντός σπιτιού, είτε εντός
σχολείου (ελληνικό σχολείο της Γερμανίας). Επίσης σημειώθηκε ότι περισσότερο
γραμματισμό στην Ελληνική λάμβαναν κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε
σχέση με τα επόμενα [t(57)= -3,374, p= ,001]. Γεγονός που εξηγείται αν σκεφτούμε
ότι τα παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο και να λαμβάνουν γραμματισμό και στα
γερμανικά κάτι που ενδεχομένως δεν συνέβαινε στον ίδιο βαθμό κατά τα προσχολικά
χρόνια. Τέλος, το ΚΟΕ των γονιών αυτών των παιδιών είναι σχετικά χαμηλό, με τους
περισσότερους να είναι απόφοιτοι γυμνασίου (για τη μητέρα Μ.Ο.= 3, Τ.Α.= 0,83 και
για τον πατέρα Μ.Ο.= 2,96, Τ.Α.= 0,86).
78
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Γράφημα 4.1: Γλώσσα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια (μέχρι τα 6 έτη του παιδιού) και η τωρινή
χρήση των δύο γλωσσών (ελληνογερμανόφωνοι Γερμανίας).
Γράφημα 4.2: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στις δύο γλώσσες (ελληνογερμ. Γερμανίας).
79
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
80
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Γράφημα 4.3: Γλώσσα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια (μέχρι τα 6 έτη του παιδιού) και η τωρινή
χρήση των δύο γλωσσών (ελληνοαλβ. Αλβανίας).
Γράφημα 4.4: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στις δύο γλώσσες (ελληνοαλβα. Αλβανίας).
81
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
82
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Γράφημα 4.5: Γλώσσα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια (μέχρι τα 6 έτη του παιδιού) και η τωρινή
χρήση των δύο γλωσσών (ελληνοαλβανόφωνοι Ελλάδας).
Γράφημα 4.6: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στις δύο γλώσσες (ελληνοαλβανόφωνοι Ελλάδας).
83
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
84
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
85
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Γράφημα 4.7: Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων αναφορικά με τη δοκιμασία του
εκφραστικού λεξιλογίου στα ελληνικά.
86
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Το σκορ του κάθε παιδιού προκύπτει από τον αριθμό των σωστών απαντήσεων που
δίνει, όπως και στην παραπάνω διαδικασία. Για να είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ
τους οι τρεις λεξιλογικές δοκιμασίες, τα αποτελέσματα των παιδιών στο γερμανικό
λεξιλόγιο ανάχθηκαν στα 50 για να έχουν κοινό συνολικό σκορ.
87
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
και p= ,001, αντίστοιχα). Αντίθετα, οι ομάδες που κατοικούν εκτός Ελλάδας δεν
διαφέρουν ως προς τις επιδόσεις τους στη δοκιμασία (βλ. Γράφημα 4.8).
Γράφημα 4.8: Προφίλ των δίγλωσσων συμμετεχόντων αναφορικά με τη δοκιμασία του εκφραστικού
λεξιλογίου στην «άλλη γλώσσα» (Αλβανική / Γερμανική).
88
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Η μη λεκτική νοημοσύνη των παιδιών ελέγχθηκε μέσω του Manual for Raven's
Progressive Matrices and Vocabulary Scales. Section 2: The Coloured Progressive
Matrices (Raven, 1995). Από το συγκεκριμένο τεστ χρησιμοποιήθηκε μόνο η
δοκιμασία ελέγχου της μη λεκτικής νοημοσύνης, που εξετάζει την ρέουσα νοημοσύνη
(fluid intelligence), την οπτικοχωρική ικανότητα και την ικανότητα επίλυσης
προβλημάτων (problem solving) του συμμετέχοντα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η
νοημοσύνη του κυμαινόταν σε φυσιολογικά πλαίσια. Αν παρέκλινε από αυτά ο
συμμετέχοντας αποκλειόταν από το δείγμα. Η διαδικασία είναι η εξής: ο
συμμετέχοντας έβλεπε 36 εικόνες, σε έναν υπολογιστή. Σε κάθε μία εικόνα έλειπε ένα
κομμάτι. Ο συμμετέχοντας καλείται να επιλέξει το σωστό κομμάτι από τα 6 κομμάτια
που δίνονταν ως επιλογές κάτω από την εικόνα (βλ. Εικόνα 4-3). Ο εξεταστής
σημειώνει την απάντηση που του έδινε ο συμμετέχοντας χωρίς να έχει το δικαίωμα
να βοηθήσει ή να επέμβει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Όσα λάθη και αν έκανε
ο συμμετέχοντας η διαδικασία δεν διακοπτόταν παρά μόνο όταν έφτανε στο τέλος
της.
Συγκρίσεις ANOVA δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ομάδων [F(3,204)=
10,192, p< ,001] (βλ. Γράφημα 4.9). Post hoc συγκρίσεις (Bonferroni) έδειξαν ότι τα
ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που κατοικούν στην Ελλάδα σημείωσαν χαμηλότερες
επιδόσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες (για τους ελληνογερμανόφωνους της
89
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
Γερμανίας και τους μονόγλωσσους p< ,001 και για τους ελληνοαλβανόφωνους
Αλβανίας p= ,018) (σε αντιστοιχία με τους Μπαμπλέκου, Καζή & Χρυσοχόου 2014).
4.4 Περίληψη
90
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
91
Κεφάλαιο 4 Προφίλ μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών
92
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Υλικό
54
Στο εξής ΜΣ για το μη συνοπτικό τύπο και Σ για το συνοπτικό.
55
Η γραμματική όψη εξετάστηκε μόνο σε παρελθοντικούς χρόνους.
93
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
(5.3) Την προηγούμενη βδομάδα η Έφη δεν μου ........... ούτε μια φορά. (μιλάει)
Διαδικασία
56
Έξι ρήματα εμφανίζονται από δύο φορές στη δοκιμασία.
94
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Κωδικοποίηση απαντήσεων
Για τα ρήματα της β’ συζυγίας, όπως για παράδειγμα το ρήμα γελώ, αποφασίστηκε
ότι τόσο ο τύπος γελούσαν όσο και ο τύπος γέλαγαν είναι εξίσου αποδεκτοί στη ΜΣ
όψη. Ρήματα που παρουσίαζαν μορφολογικό λάθος δεν γίνονταν αποδεκτά. Για
παράδειγμα, η απάντηση ενός συμμετέχοντα στην πρόταση (5.4) ήταν πούληνε αντί
για πούλησε.:
(5.4) Προχθές ο κύριος ..... το παλιό του αυτοκίνητο σ’ ένα φίλο του (πουλάει).
95
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Υλικό
96
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Παράδειγμα 5.4: Ιστορία με συνδέσμους που εξετάζει την ερμηνεία του [+συνεχούς] της ΜΣ όψης.57
Το φάντασμα (μη συνοπτικό, συνεχές, με συνδέσμους)
i. Ο Νίκος μπήκε στο δωμάτιο. Όταν ξαφνικά έσβησε το φως είδε δύο μάτια που τον κοίταξαν/
κοιτούσαν συνέχεια.
ii. Τότε κατάλαβε ότι στο δωμάτιο υπήρχε/υπήρξε ένα φάντασμα. Φοβήθηκε και έψαξε να
ανάψει το φως.
iii. Ενώ έψαχνε/έψαξε το φως ένιωθε να τον ακολουθεί το φάντασμα.
iv. Καθώς τον πλησίασε/πλησίαζε όλο και περισσότερο ευτυχώς κατάφερε να ανάψει το φως.
v. Τότε είδε ότι το φάντασμα που φοβήθηκε/φοβόταν τόση ώρα, ήταν μια γάτα που είχε μπει
από το παράθυρο.
Παράδειγμα 5.5: Ιστορία με συνδέσμους που εξετάζει την ερμηνεία του [+συνεχούς] της ΜΣ όψης.
Στο μουσείο (μη συνοπτικό, συνεχές, χωρίς συνδέσμους)
iv. Κάποια παιδιά έτρεχαν/έτρεξαν πάνω κάτω στο μουσείο και η δασκάλα τα μάλωσε.
57
Υπογραμμισμένη είναι η σωστή απάντηση.
97
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Οι χρονικοί σύνδεσμοι που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι εξής, όταν, ενώ, καθώς, τότε,
μόλις, ενώ το επιρρηματικό συνέχεια αξιοποιήθηκε προκειμένου να σηματοδοτεί το
συνεχές και επιρρηματικές φράσεις, όπως κάθε μέρα, κάθε πρωί κ.ά., δήλωναν το
σύνηθες (για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Παράρτημα Β2). Οι συνολικοί ρηματικοί
τύποι που χρησιμοποιήθηκαν είναι 60, 20 για την ερμηνεία του συνήθους, 20 για την
ερμηνεία του συνεχούς της ΜΣ όψης και 20 για τη Σ όψη. Επίσης, η κάθε ιστορία
αποτελούνταν από 5 ρήματα-στόχος. Οι ιστορίες σχεδιάστηκαν έτσι ώστε μόνο μια
επιλογή να είναι αποδεκτή λαμβάνοντας υπόψη το περικείμενο (βλ. Παράδειγμα 5.4
και Παράδειγμα 5.5). Επίσης, στη δοκιμασία δεν υπήρχαν διασπαστές. Αναλυτικά
όλες οι ιστορίες της δοκιμασίας δίνονται στο Παράρτημα Β2.
Επιπρόσθετα, ο συμμετέχοντας άκουγε από δύο φορές την κάθε ιστορία, προκειμένου
να δημιουργήσει ένα νοητικό περικείμενο αναφορικά με την κάθε ιστορία. Την
πρώτη φορά τα ρήματα-στόχος, τα οποία καλούνταν στη συνέχεια να επιλέξει,
ακούγονταν ηχητικά αλλοιωμένα, ενώ τη δεύτερη φορά η αφήγηση της ιστορίας
διακόπτονταν για να δοθούν οι δύο επιλογές της γραμματικής όψης των ρημάτων-
στόχος στον συμμετέχοντα. Η αλλοίωση των ρημάτων, κατά την πρώτη ακρόαση,
έγινε με το πρόγραμμα Audacity©, αλλάζοντας την ταχύτητα αφήγησης (από το
«αλλαγή ταχύτητας») και ανεβάζοντάς την στο +369,095%. Επιπλέον, αξίζει να
σημειωθεί ότι για να γίνει πιο παιγνιώδης η διαδικασία, η δοκιμασία ονομάστηκε τα
ρομποτάκια. Ο τίτλος αυτός επιλέχθηκε και για να αιτιολογηθεί και η ηχητική
αλλοίωση των ιστοριών· συγκεκριμένα, ο εξεταστής ανέφερε ότι τις ιστορίες τις
άλλαξαν τα δύο ρομπότ.
Διαδικασία
98
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η δοκιμασία είχε χωριστεί σε δύο μέρη, το κάθε μέρος
αποτελούνταν από 6 ιστορίες και περιείχε όλες τις πειραματικές συνθήκες που
προαναφέρθηκαν. Το κάθε μέρος χορηγούνταν διαφορετική μέρα, με στόχο ο
συμμετέχοντας να μην αναπτύξει κάποια απαντητική στρατηγική.
Κωδικοποίηση απαντήσεων
99
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Υλικό
Πρόκειται για μια επίσης προφορική δοκιμασία με τη βοήθεια εικόνων που στόχο
είχε την εξέταση της παραγωγής τελικών ή μη τελικών ΡΦ. Πιο συγκεκριμένα, μέσω
αυτής της δοκιμασίας εξετάζονταν η λεξική σε συνδυασμό με τη γραμματική όψη και
τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς διάρκειας (ΕΠΔ)58 «για Χ ώρα» και «(μέσα)σε
Χ ώρα». Οι προς εξέταση κατηγορίες της λεξική όψης ήταν οι εκπληρώσεις
(accomplishments) και οι επιτεύξεις (achievements). Επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες
κατηγορίες γιατί μπορούσαν να απεικονιστούν ευκολότερα από τις υπόλοιπες.
Σε κάθε κατηγορία αντιστοιχούσαν έξι ΡΦ. Οι ΡΦ που άνηκαν στη κατηγορία των
εκπληρώσεων ήταν τα: γράφω ένα γράμμα, καθαρίζω το σπίτι, χορεύω το τραγούδι,
μαγειρεύω το κοτόπουλο, ζωγραφίζω τον πίνακα, τρώω το μήλο, ενώ τα ρήματα που
άνηκαν στην κατηγορία των επιτεύξεων είναι τα χάνω τον αγώνα, κερδίζω τον αγώνα,
κόβω το χαρτί, σκάω το λάστιχο, σπάω τον κουμπαρά, σκίζω το τετράδιο. Τα
συγκεκριμένα ρήματα επιλέχθηκαν με στόχο να είναι αντιπροσωπευτικά της
κατηγορίας και να μπορούν εύκολα να απεικονιστούν. Σε κάθε ρήμα αντιστοιχούσαν
δύο εικόνες, η μία απεικόνιζε το γεγονός ολοκληρωμένο, ενώ η άλλη το γεγονός σε
εξέλιξη. Επομένως, σε κάθε κατηγορία αντιστοιχούσαν 12 εικόνες. Η δοκιμασία
αποτελούνταν από 24 εικόνες-στόχος, και 24 εικόνες διασπαστές. Συνολικά, ο
συμμετέχοντας έβλεπε 48 εικόνες. Όλα τα ρήματα-στόχος και οι διασπαστές
παραθέτονται αναλυτικά στο Παράρτημα Β3. Ακολουθούν δύο παραδείγματα ενός
ρήματος από την κατηγορία των εκπληρώσεων (Εικόνες Εικόνα 5-1 και Εικόνα 5-2).
58
Στο εξής ΕΠΔ.
100
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
101
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Διαδικασία
102
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Κωδικοποίηση απαντήσεων
Υλικό
103
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
104
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Ο συνολικός αριθμός των ρημάτων που χρησιμοποιήθηκε στο πειραματικό έργο ήταν
εννέα, τρία για κάθε ρηματική κατηγορία. Για κάθε ρήμα χρησιμοποιήθηκαν και οι
δύο τύποι της όψης του (ΜΣ και Σ), ενώ κάθε τύπος συνδυάστηκε και με τους δύο
ΕΠΔ. Επομένως, σε κάθε ρήμα αντιστοιχούσαν 4 προτάσεις και σε κάθε κατηγορία
12 προτάσεις (όπως φαίνεται στο παράδειγμα (5.6).
Πίνακας 5.1: (Μη) Αποδεκτές προτάσεις σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πιλοτικής μελέτης σε
ενήλικες.
Λεξική κατηγορία / ΕΠΔ για Χ ώρα μέσα σε Χ ώρα
Δραστηριότητες
Καταστάσεις
Στιγμικά ρήματα
(σε κόκκινο κελί είναι όσα αποτελέσματα δεν συμφωνούν με τη βιβλιογραφία και σε πράσινο όσα
συμφωνούν με τη βιβλιογραφία, πρβ. Πίνακας 3.2)
105
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Σε ό,τι αφορά τους ΕΠΔ και τα στιγμικά ρήματα, χρησιμοποιήθηκαν οι ΕΠΔ «για/σε
Χ λεπτά/δευτερόλεπτα» για να μην δημιουργηθούν σημασιολογικές συγκρούσεις.
Επίσης, χρειάζεται να αναφερθεί ότι κατά τον σχηματισμό των προτάσεων, για να
αποφευχθεί και να περιοριστεί η θαμιστική ερμηνεία όταν υπάρχει ο συνδυασμός της
ΜΣ όψης και του ΕΠΔ «μέσα σε Χ ώρα», προστέθηκε ο επιρρηματικός
προσδιορισμός «χθες» ή «προχθές» στις περισσότερες προτάσεις (βλ. παρ. (5.7).
Διαδικασία
106
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Έτσι, οι οδηγίες προσαρμόστηκαν και δηλωνόταν ρητά στο παιδί ότι χρειαζόταν να
διορθώσει τις εσφαλμένες προτάσεις. Άλλωστε και η Erlam (2006) υποστηρίζει ότι με
αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η «στείρα» επανάληψη προτάσεων από συμμετέχοντες
που έχουν καλές μνημονικές ικανότητες και που δεν έχουν πιθανώς κατανοήσει τι
ακριβώς τους ζητείται.
Για να δοθεί ένας πιο παιγνιώδης χαρακτήρας στη δοκιμασία, το πειραματικό έργο
ονομάστηκε «οι εξωγήινοι». Αρχικά, ο συμμετέχοντας άκουγε τις οδηγίες της
δοκιμασίας, οι οποίες ανέφεραν: «Η εξωγήινη ήρθε στην Ελλάδα για να μάθει
ελληνικά. Εσύ θα πρέπει τώρα να την βοηθήσεις να πάει στο διαστημόπλοιό της για να
επιστρέψει στον πλανήτη της. Για να φτάσει στο διαστημόπλοιο θα πρέπει να
επαναλαμβάνεις τις προτάσεις που λέει αν είναι σωστές όπως ακριβώς τις ακούς και αν
είναι λάθος θα πρέπει να τις διορθώνεις. Μπορείς να βοηθήσεις την εξωγήινη να
φτάσει στο διαστημόπλοιο;». Στη συνέχεια, ακολουθούσε η προθέρμανση κατά την
οποία ο συμμετέχοντας άκουγε δύο παραδείγματα, μια γραμματική και μια
αντιγραμματική πρόταση προκειμένου να καταλάβει τη διαδικασία. Ο εξεταστής,
έχοντας εποπτικό ρόλο, μπορούσε να βοηθήσει τον συμμετέχοντα κατά την
προθέρμανση, αλλά δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει στην κυρίως διαδικασία. Κατά
την κυρίως διαδικασία ο συμμετέχοντας είχε το δικαίωμα να ακούσει τις προτάσεις
έως και δύο φορές. Η δοκιμασία δεν διακόπτονταν παρά μόνο όταν έφτανε στο
τέλος. Ο εξεταστής μαγνητοφωνούσε τη δοκιμασία.
Η δοκιμασία χωρίστηκε σε δύο μέρη εξαιτίας του πλήθους των προτάσεων και
χορηγήθηκε σε διαφορετικές μέρες για να αποφευχθεί η ανάπτυξη κάποιας
στρατηγικής. Όπως προαναφέρθηκε, για να γίνει η δοκιμασία πιο ενδιαφέρουσα και
παιγνιώδης για τον συμμετέχοντα οι πρωταγωνιστές ήταν δύο εξωγήινοι, ένας για
κάθε συνεδρία. Στην πρώτη συνεδρία πρωταγωνιστούσε η μητέρα εξωγήινος και στη
δεύτερη ένα παιδί εξωγήινος. Οι δύο πρωταγωνιστές περνούσαν από διάφορα μέρη,
όσο η διαδικασία εξελισσόταν, με τελικό στόχο να φτάσουν στο διαστημόπλοιό τους,
σηματοδοτώντας και τη λήξη της δοκιμασίας. Η δοκιμασία ήταν μη χρονομετρική και
παρουσιαζόταν σε Microsoft Power Point.
107
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
χρόνου (ο συμμετέχοντας μπορούσε να ακούσει μέχρι και δύο φορές την πρόταση).
Επίσης, διαφέρει από τις υπόλοιπες δοκιμασίες Κρίσης Γραμματικότητας καθώς δεν
ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να κρίνουν αν η πρόταση ήταν σωστή ή
εσφαλμένη, αλλά να την διορθώσουν κατευθείαν. Για αυτό τον λόγο η δοκιμασία
ονομάζεται Δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων, αντί Δοκιμασία Κρίσης
Γραμματικότητας.
Κωδικοποίηση απαντήσεων
108
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Έτσι, όπου γίνονταν αλλαγές σε κάποιες από τις παραπάνω κατηγορίες σημειώνονταν
με 1, ενώ αν δεν γινόταν κάποια αλλαγή με 0. Πιο συγκεκριμένα, αν ο συμμετέχοντας
άλλαζε την όψη που του δίνονταν από ΜΣ σε Σ (π.χ. αναβόσβηνε αντί για
αναβόσβησε) κωδικοποιούνταν με 1, όπως επίσης και αν άλλαζε την κατηγορία της
λεξικής όψης του ρήματος, δηλαδή αν αντί για στιγμικά ρήματα παρήγαγε επιτεύξεις
(π.χ. στην πρόταση ο οδηγός αναβόσβηνε τα φώτα για λίγα λεπτά ο συμμετέχοντας να
παράγει ο οδηγός τα έσβηνε τα φώτα για λίγα λεπτά). Επίσης, σημειώνονταν και η
αλλαγές στους ΕΠΔ, δηλαδή αν η πρόθεση για αντικαθιστούνταν με την πρόθεση σε
(στην προηγούμενη πρόταση να παράγει ο οδηγός αναβόσβηνε τα φώτα σε λίγα λεπτά)
ή κάποια άλλη πρόθεση (στην πρόταση η γυναίκα μισούσε τον άντρα για αρκετούς
μήνες, να παράγει η γυναίκα μισούσε τον άντρα εδώ και μερικούς μήνες)∙ ωστόσο, η
δεύτερη περίπτωση ήταν αρκετά πιο σπάνια. Ακόμα, σημειωνόταν σε ξεχωριστή
στήλη αν η πρόθεση παραλειπόταν εντελώς (π.χ. στην πρόταση χθες το απόγευμα η
μαμά καθάριζε για αρκετές ώρες, να παράγει χθες το απόγευμα η μαμά καθάριζε
αρκετές ώρες). Επιπλέον, κωδικοποιούνταν τα μορφολογικά λάθη στον σχηματισμό
της όψης κωδικοποιούνταν με 1, όπως για παράδειγμα το κλώτσιζε (αντί του
κλοτσούσε) ή το αναβοσβούσε (αντί του αναβόσβηνε). Εξαιτίας της πολυπλοκότητας
και της δυσκολίας της συγκεκριμένης δοκιμασίας αποφασίστηκε ότι σε τέτοιες
περιπτώσεις θα θεωρείται αποδεκτή η πρόταση, αλλά θα σημειώνεται το λάθος στον
μορφολογικό σχηματισμό του ρήματος. Τέλος, στην κατηγορία «άλλα λάθη»
εντάσσονταν περιπτώσεις αντικατάστασης λεξικών κατηγοριών, όπως ουσιαστικά,
επίθετα (π.χ. στην πρόταση χθες το κορίτσι κλώτσησε την μπάλα μέσα σε ελάχιστα
δευτερόλεπτα, ο συμμετέχοντας παρήγαγε χθες το κορίτσι κλώτσησε την μπάλα για
τουλάχιστον δευτερόλεπτα ή στην πρόταση χθες ο γιατρός χτύπησε το κουδούνι μέσα
109
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
60
Στο εξής ΕΜ.
110
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Υλικό
Διαδικασία
Στην παρούσα δοκιμασία ο εξεταστής εκφωνούσε κάθε φορά μια λίστα με ψηφία, με
ρυθμό ένα ψηφίο ανά δευτερόλεπτο, και ο συμμετέχοντας καλούνταν να ανακαλέσει
τα ψηφία με την αντίστροφη σειρά που τα άκουσε. Για παράδειγμα, αν ο εξεταστής
διάβαζε τα ψηφία 3 5 8, ο συμμετέχοντας καλούνταν να απαντήσει 8 5 3. Ο
εξεταστής σημείωνε σε ένα φυλλάδιο τις απαντήσεις του συμμετέχοντα. Όπως
αναφέρθηκε και προηγουμένως, υπήρχαν κάποια παραδείγματα εξοικείωσης, στα
οποία ο εξεταστής διατηρούσε το δικαίωμα να βοηθήσει ή να διορθώσει τον
συμμετέχοντα, γεγονός που δεν ίσχυε κατά την κυρίως δοκιμασία. Επίσης, κατά την
κυρίως δοκιμασία ο εξεταστής δεν μπορούσε να επαναλάβει μέρος ή το σύνολο της
ακολουθίας των ψηφίων. Όπως προαναφέρθηκε, η δοκιμασία αποτελούνταν από 6
επίπεδα και το κάθε επίπεδο από 6 δοκιμασίες. Αν ο συμμετέχοντας ανακαλούσε
σωστά τις τέσσερις πρώτες δοκιμασίες δεν του χορηγούνταν η πέμπτη και έκτη
ακολουθία, οι οποίες όμως λαμβάνονται ως σωστές. Επομένως προχωρούσε στο
επόμενο επίπεδο. Επίσης, εάν έκανε ένα λάθος στις πρώτες τέσσερις ακολουθίες, του
χορηγούνταν η πέμπτη, όμως παραλείπονταν η έκτη, η οποία επίσης σημειώνονταν
ως σωστή, εφόσον ο συμμετέχων απαντούσε ορθά στην πέμπτη. Συνεπώς,
προϋπόθεση για να προχωρήσει ο συμμετέχοντας επίπεδο ήταν να ανακαλέσει σωστά
4 ακολουθίες σε κάθε επίπεδο. Για τον λόγο αυτό, εάν έκανε 3 λάθη εντός του ίδιου
επιπέδου η διαδικασία διακόπτονταν (βλ. Παράρτημα Γ).
111
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Κωδικοποίηση απαντήσεων
5.2.2. Κύριος Χ
Υλικό
Διαδικασία
112
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Και σε αυτή τη δοκιμασία υπήρχαν 7 επίπεδα και κάθε επίπεδο αποτελούνταν από 6
δοκιμές. Επομένως, το συνολικό σκορ της δοκιμασίας ήταν 42. Δηλαδή αρχικά, ο
συμμετέχοντας έβλεπε μια κάρτα όπως η παραπάνω, στο επόμενο επίπεδο έβλεπε δύο
κάρτες με δύο φιγούρες και όσο προχωρούσε η δοκιμασία οι κάρτες, καθώς και τα
σημεία που έπρεπε να ανακαλέσει αυξάνονται. Όμοια με την προηγούμενη δοκιμασία
υπήρχαν παραδείγματα εξοικείωσης. Αρχικά χορηγούνταν στον συμμετέχοντα δύο
παραδείγματα που είχαν ως στόχο να τον εξοικειώσουν προκειμένου να είναι σε θέση
να απαντήσει αν η μπάλα βρισκόταν στο ίδιο ή διαφορετικό χέρι στις δύο φιγούρες.
Έπειτα, ακολουθούσε ένα παράδειγμα που στόχο είχε να εξοικειώσει τον
συμμετέχοντα με την ανάκληση του σημείου που βρισκόταν η μπάλα. Στη συνέχεια,
με δύο παραδείγματα, ο συμμετέχοντας εξασκούνταν ταυτόχρονα και στους δύο
τρόπους και ακολουθούσαν ακόμα δύο δοκιμές, στις οποίες ο συμμετέχοντας πλέον
χρειάζονταν να κάνει την προηγούμενη διαδικασία ανακαλώντας δύο σημεία. Στη
συνέχεια χορηγούνταν η κυρίως διαδικασία. Όπως και στην προηγούμενη δοκιμασία,
αν ο συμμετέχοντας ανακαλούσε σωστά τις τέσσερις πρώτες ακολουθίες δεν του
χορηγούνταν η πέμπτη και έκτη ακολουθία, οι οποίες βαθμολογούνταν ως σωστές
και, επομένως, προχωρούσε στο επόμενο επίπεδο. Επίσης, αν ο συμμετέχοντας έκανε
ένα λάθος στις πρώτες τέσσερις ακολουθίες, του χορηγούνταν η πέμπτη, όμως
παραλείπονταν η έκτη. Τέλος, εάν έκανε τρία λάθη εντός του ίδιου επιπέδου η
δοκιμασία διακόπτονταν. Ο εξεταστής σημείωνε τις απαντήσεις του εξεταζόμενου
στο απαντητικό φυλλάδιο.
Κωδικοποίηση απαντήσεων
113
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
Υλικό
Διαδικασία
61
Η δοκιμασία προσαρμόστηκε από την ερευνητική ομάδα 2 του προγράμματος Θαλής «Διγλωσσία και
Δίγλωσση Εκπαίδευση» (βλ. http://www.diglossia.gr/index.php/research-teams/research-team-2).
114
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
διαδικασία μέσω της προθέρμανσης, την οποία μπορούσε να επαναλάβει μέχρι δύο
φορές. Ο εξεταστής μπορούσε να βοηθάει το συμμετέχοντα κατά την προθέρμανση,
αλλά όχι κατά την κυρίως δοκιμασία. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η δοκιμασία δεν
διακόπτονταν παρά μόνο όταν έφτανε στο τέλος.
Κωδικοποίηση απαντήσεων
Με την ολοκλήρωση της δοκιμασίας δημιουργούνταν ένα αρχείο E-prime και ένα
αρχείο .txt. Εκεί καταγράφονταν όλες οι απαντήσεις των συμμετεχόντων και οι
χρόνοι αντίδρασής τους. Στα αρχεία αυτά υπήρχε ένα συνολικό αποτέλεσμα με το
σύνολο των σωστών αντιδράσεων, το σύνολο των περιπτώσεων όπου ο
συμμετέχοντας έπρεπε να υποδείξει και δεν υπέδειξε το ερέθισμα-στόχος και το
σύνολο των περιπτώσεων, όπου ο συμμετέχοντας πάτησε εσφαλμένα το «Ξ», ενώ δεν
χρειαζόταν. Όπως προαναφέρθηκε τα ερεθίσματα-στόχος ήταν 20 ενώ οι υπόλοιπες
περιπτώσεις ήταν 40. Για να προκύψει ένα συνολικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε
να συσχετιστεί με τα υπόλοιπα γλωσσικές και γνωστικές δοκιμασίες τα
αποτελέσματα αυτά κωδικοποιήθηκαν ως εξής: αρχικά χρησιμοποιήθηκαν οι
απαντήσεις-στόχος και οι απαντήσεις όπου ο συμμετέχοντας πάτησε το πλήκτρο ενώ
δεν έπρεπε. Και οι δύο περιπτώσεις μετατράπηκαν σε ποσοστά. Για παράδειγμα αν
ένας συμμετέχοντας είχε 13 στις 20 σωστές απαντήσεις και 10 στις 40 εσφαλμένες το
αποτέλεσμα για τις μεν σωστές είναι 65% και για τις εσφαλμένες 25%. Από τα δύο
ποσοστά που προέκυπταν αφαιρούσαμε τις εσφαλμένες από τις σωστές απαντήσεις
και προέκυπτε ένα συνολικό σκορ για τον συμμετέχοντα, στην προκειμένη περίπτωση
40%. Επιλέχθηκε αυτός ο τρόπος βαθμολόγησης και δεν λήφθηκε υπόψη μόνο το
σύνολο των σωστών απαντήσεων για να αποφευχθούν οι περιπτώσεις όπου ο
συμμετέχοντας θα πατούσε συνέχεια το πλήκτρο χωρίς στην πραγματικότητα να
πραγματοποιείται η λειτουργία της γνωστικής ενημέρωσης. Επομένως, το
115
Κεφάλαιο 5 Γλωσσικές & γνωστικές δοκιμασίες
αποτέλεσμα που προέκυπτε από την αφαίρεση των εσφαλμένων από των σωστών
απαντήσεων χρησιμοποιήθηκε για όποιες συσχετίσεις μεταξύ των υπόλοιπων
γλωσσικών και γνωστικών δοκιμασιών.
5.3. Περίληψη
Συνοψίζοντας, στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάστηκαν αναλυτικά οι γλωσσικές
δοκιμασίες που εξετάζουν με διαφορετικό τρόπο την παραγωγή και κατανόηση της
ρηματικής όψης καθώς και οι γνωστικές δοκιμασίες που χρησιμοποιήθηκαν για να
ελέγξουν την εργαζόμενη μνήμη και την γνωστική ενημέρωση. Πιο συγκεκριμένα,
παρουσιάστηκε το υλικό, η διαδικασία και ο τρόπος κωδικοποίησης των απαντήσεων.
Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα των παραπάνω
δοκιμασιών, χωρίζοντας τους συμμετέχοντες σε κυρίαρχα και αμφιδύναμα
δίγλωσσους.
116
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
6. ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ / ΑΜΦΙΔΥΝΑΜΙΑ
Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν παρουσιάστηκαν αναλυτικά το προφίλ των
δίγλωσσων και μονόγλωσσων παιδιών που αποτελούν το δείγμα της έρευνας, αλλά
και οι κυρίως γλωσσικές και γνωστικές δοκιμασίες. Στο παρόν κεφάλαιο, οι
συμμετέχοντες θα χωριστούν με βάση το αν είναι κυρίαρχα ή αμφιδύναμα δίγλωσσοι.
Στόχος του κεφαλαίου είναι να μελετήσει αν η γλωσσική κυριαρχία / αμφιδυναμία
των δίγλωσσων συμμετεχόντων επηρεάζει τις γλωσσικές και γνωστικές τους
ικανότητες.
Όπως προαναφέρθηκε στην ενότητα 2.3, ένας δίγλωσσος μπορεί να είναι κυρίαρχος
στην πρώτη (Γ1) ή δεύτερή του γλώσσα (Γ2), αντίστοιχα, ή αμφιδύναμα
(ισορροπημένα) δίγλωσσος (Grosjean 1998). Η γλωσσική κυριαρχία ορίζεται
ετερογενώς στη βιβλιογραφία, ενώ οι ερευνητές δεν φαίνεται να καταλήγουν σε κοινό
τρόπο αξιολόγησης και μέτρησής της. Επομένως, εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου
εξέτασης και ορισμού της γλωσσικής κυριαρχίας είναι πολλές φορές δύσκολο να
συγκριθούν τα ευρήματα των ερευνών (Bedore et al. 2012) (για αναλυτικότερη
επισκόπηση πρβ. ενότητα 2.2). Η έρευνα σχετικά με την κυριαρχία / αμφιδυναμία
επικεντρώνεται στη μελέτη των γνωστικών ικανοτήτων των δίγλωσσων ατόμων. Στις
περισσότερες έρευνες τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι αμφιδύναμα δίγλωσσοι
σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις από τους κυρίαρχα δίγλωσσους τόσο στις
εκτελεστικές λειτουργίες, όσο και ως προς την ΕΜ (Carlson & Meltzoff 2008, Iluz-
Cohen & Armon-Lotem 2013, Morales et al. 2013, Blom et al. 2014, μ.ά). Στις
προαναφερθείσες έρευνες οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες – ανεξαρτήτως κυριαρχίας –
σημείωναν καλύτερες επιδόσεις από τους μονόγλωσσους. Ωστόσο, υπάρχουν και
έρευνες που δεν εντοπίζουν διαφορές ανάμεσα στις δίγλωσσες και μονόγλωσσες
ομάδες (Morton & Harper 2007, Namazi & Thordardottir 2010, Εngel de Abreu 2011,
Engel de Abreu et al. 2012). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν έρευνες, από όσο
γνωρίζουμε, που να επιβεβαιώνουν υπεροχή των κυρίαρχα δίγλωσσων σε σχέση με
τους αμφιδύναμα δίγλωσσους. Σε ό,τι αφορά τη γλωσσική κυριαρχία και τις
μορφοσυντακτικές ικανότητες η έρευνα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Και στις
έρευνες που επικεντρώνονται στην εξέταση της μορφοσύνταξης παρατηρείται ότι οι
αμφιδύναμα δίγλωσσοι σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις από τους κυρίαρχα
δίγλωσσους (Rieckborn 2005, 2006, Unsworth et al. 2012, Unsworth 2014). Επίσης,
κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι η έρευνα σχετικά με την κυριαρχία / αμφιδυναμία,
117
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
τόσο ως προς τις γνωστικές, όσο και προς τις γλωσσικές ικανότητες, είναι υπό
εξέλιξη και τα αποτελέσματά της είναι ιδιαίτερα ετερογενή.
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να εξετάσει τον ρόλο της κυριαρχίας /
αμφιδυναμίας τόσο στις γνωστικές όσο και στις γλωσσικές ικανότητες των
δίγλωσσων παιδιών. Λαμβάνοντας υπόψη μας και τη βιβλιογραφία, η οποία
παρουσιάστηκε εκτενέστερα στην ενότητα 2.3, τα γενικότερα ερευνητικά ερωτήματα
που θέτουμε είναι τα εξής: (α) αν η γλωσσική κυριαρχία / αμφιδυναμία μπορεί να
αποτελέσει προβλεπτική μεταβλητή για τις γνωστικές και γλωσσικές δοκιμασίες, και,
(β) αν οι αμφιδύναμα δίγλωσσοι εμφανίζουν πλεονέκτημα σε σχέση με τους κυρίαρχα
δίγλωσσους και τους μονόγλωσσους στις γνωστικές ικανότητες και γλωσσικές
ικανότητες.
62
Παρόλο που στη βιβλιογραφία δεν έχει παρατηρηθεί κάτι αντίστοιχο θεωρούμε ότι εφόσον η
γλώσσα εξέτασης είναι τα ελληνικά, και όπως προκύπτει και από τα ερωτηματολόγια η τρέχουσα
χρήση της Ελληνικής και ο γραμματισμός στην Ελληνική είναι σημαντικά σε υψηλότερο ποσοστό
στους κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική (45,5% και 47,6%, αντίστοιχα) σε σχέση με τους
αμφιδύναμα δίγλωσσους (34,9% και 33,6%, αντίστοιχα) [για την τρέχουσα χρήση της γλώσσας t(96)=
-2,255, p= ,026, και για το γραμματισμό t(96)= -2,741, p= ,007]. Έτσι θεωρούμε ότι και σύμφωνα με
προηγούμενες έρευνες εφόσον το γλωσσικό εισερχόμενο επηρεάζει την κατάκτηση του λεξιλογίου και
της μορφοσύνταξης (Paradis, Nicoladis & Crago & Genesee 2011, Gathercole & Thomas 2009, Oller
& Eilers 2002), οι κυρίαρχα δίγλωσσοι στα ελληνικά θα σημειώσουν καλύτερες επιδόσεις από τους
αμφιδύναμα δίγλωσσους.
118
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
119
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.1: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων στα δύο λεξιλόγια με βάση την
αμφιδυναμία / κυριαρχία.
120
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Πριν περάσουμε στην ανάλυση των αποτελεσμάτων από τις γλωσσικές και γνωστικές
δοκιμασίες για κάθε δίγλωσση ομάδα, θα παραθέσουμε κάποιες πληροφορίες για τις
τρεις ομάδες αναφορικά με τη χρήση των γλωσσών και το είδος της διγλωσσίας των
συμμετεχόντων. Από τις πληροφορίες των ερωτηματολογίων (βλ. παράρτημα Α)
παρατηρείται αναντιστοιχία ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιούν στην
καθημερινότητά τους και τα αποτελέσματα που μας δίνουν τα δύο λεξιλόγια. Πιο
συγκεκριμένα, μόνο σε 66 από τα 145 παιδιά συμφωνούσαν οι απαντήσεις των
ερωτηματολογίων, όσον αφορά την τωρινή χρήση των δύο γλωσσών, με την
απόσταση των λεξιλογίων τους.
Πιο αναλυτικά, στην ομάδα των αμφιδύναμα δίγλωσσων (Ν=47, Μ.Ο.=10,3 έτη,
Τ.Α.=1,3) μόνο σε 16 παιδιά υπήρχε συμφωνία στις απαντήσεις τους στο
ερωτηματολόγιο και στις επιδόσεις τους στα λεξιλόγια. Στηριζόμενοι στις
πληροφορίες των ερωτηματολογίων προκύπτει ότι η πλειοψηφία των αμφιδύναμα
δίγλωσσων παιδιών χρησιμοποιεί κυρίως ελληνικά (34,8%) ή και τις δύο γλώσσες
(38,6%) και λιγότερο την «άλλη γλώσσα» (17,3%) [t(46)= 3,274, p= ,002 και t(46)=
4,756, p< ,001, αντίστοιχα]. Το ίδιο ισχύει και για τον γραμματισμό τους, ο οποίος
συντελείται κυρίως είτε στα ελληνικά (33,6%), είτε και στις δύο γλώσσες (26,2%) και
λιγότερο στην «άλλη γλώσσα» (13,6%) [t(46)= 3,638, p= ,001 και t(46)= 3,508, p=
,001, αντίστοιχα]. Η πλειοψηφία των παιδιών είναι πρώιμα διαδοχικά δίγλωσσοι
(42,6%) και κατοικεί στο εξωτερικό (59,6%), ενώ πηγαίνει είτε σε αμιγώς ελληνικό
σχολείο, όπου τα ελληνικά είναι η μοναδική γλώσσα διδασκαλίας63 (40,4%), είτε σε
δίγλωσσο σχολείο (38,3%), είτε σε σχολείο όπου τα ελληνικά είναι η κύρια γλώσσα
διδασκαλίας64 (21,3%). Τέλος, το ΚΟΕ της ομάδας ήταν σχετικά χαμηλό, δηλαδή οι
περισσότεροι γονείς ήταν απόφοιτοι λυκείου (61,7%). Ο παρακάτω πίνακας (Πίνακας
6.1) συνοψίζει το προφίλ των αμφιδύναμα δίγλωσσων συμμετεχόντων.
63
Εδώ ουσιαστικά αναφερόμαστε στα δημόσια σχολεία στην Ελλάδα.
64
Εδώ αναφερόμαστε στα «ελληνικά σχολεία» στη Γερμανία.
121
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Στην ομάδα των κυρίαρχα δίγλωσσων στην Ελληνική (Ν=51, Μ.Ο.=10,1, Τ.Α.=1,3)
υπήρχε μεγαλύτερη αντιστοιχία ανάμεσα στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και
στην απόσταση των δύο λεξιλογίων (70,6%). Από τα ερωτηματολόγια προκύπτει ότι
η πλειοψηφία χρησιμοποιεί κυρίως ελληνικά (45,5%) ή και τις δύο γλώσσες (31,7%)
και λιγότερο την «άλλη γλώσσα» (14,6%) [t(50)= 3,274, p= ,002 και t(50)= 4,756, p<
,001, αντίστοιχα]. Το ίδιο ισχύει και για τον γραμματισμό τους, ο οποίος συντελείται
κυρίως στα ελληνικά (47,6%), σε σχέση με τις άλλες δύο γλώσσες [t(50)= 7,230, p<
,001, για την «άλλη γλώσσα», και t(50)= 2,584, p= ,013, και για τις δύο γλώσσες], και
επίσης λιγότερο την «άλλη γλώσσα» (10,5%) σε σχέση και με τις δύο γλώσσες
(18,6%) [t(50)= 5,449, p< ,001]. Τα παιδιά αυτά είναι κυρίως ύστερα διαδοχικά
δίγλωσσα (49%) και κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα65 (68,6%). Η πλειοψηφία των
συμμετεχόντων πηγαίνει σε αμιγώς ελληνικό σχολείο, όπου τα ελληνικά είναι η
μοναδική γλώσσα διδασκαλίας66 (68,6%). Τέλος, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων
(64,7%) ήταν σχετικά χαμηλού ΚΟΕ (απόφοιτοι λυκείου). Ο παρακάτω πίνακας
65
Αυτή η ομάδα στην μεγάλη της πλειοψηφία αποτελείται από τους ελληνοαλβανόφωνους που
κατοικούν στην Ελλάδα.
66
Εδώ ουσιαστικά αναφερόμαστε σε σχολεία στην Ελλάδα (πρβ. σε συνδυασμό με προηγούμενη
υποσημείωση).
122
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
123
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Συγκρίσεις ANOVA μεταξύ των ομάδων έδειξαν ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα
στις ομάδες ως προς την τρέχουσα χρήση της Ελληνικής [F(2,142)= 8,700, p< ,001]
και τον ύστερο γραμματισμό στην Ελληνική [F(2,142)= 15,078, p< ,001]. Post hoc
κριτήρια Bonferroni έδειξαν ότι ως προς τη χρήση της Ελληνικής οι κυρίαρχα
δίγλωσσοι στην Ελληνική χρησιμοποιούν περισσότερο τα ελληνικά σε σχέση με τους
κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» (p< ,001), γεγονός που είναι
αναμενόμενο. Επίσης, ως προς τον ύστερο γραμματισμό στην Ελληνική οι κυρίαρχα
δίγλωσσοι στην Ελληνική λαμβάνουν περισσότερο γραμματισμό από τις άλλες δύο
ομάδες (p= ,009 σε σχέση με τους αμφιδύναμα δίγλωσσους, p< ,001 σε σχέση με τους
κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα»).
124
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
67
Το ΚΟΕ μετατράπηκε σε έτη φοίτησης για να μπορεί να αποτελέσει συμμεταβλητή στο κριτήριο
ANCOVA. Έτσι, η μεταβλητή 1 αντιστοιχήθηκε με 6 χρόνια φοίτησης, η μεταβλητή 2 με 9 έτη, η
μεταβλητή 3 με 12 έτη, η μεταβλητή 4 με 14 έτη και η μεταβλητή 5 με 16 έτη. Όσες μεταβλητές ήταν
στο ενδιάμεσο +0,5 γινόταν και η αντίστοιχη προσθήκη ετών, π.χ. η μεταβλητή 4,5 αντιστοιχήθηκε σε
15 έτη φοίτησης.
125
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
σχολείο. Οι κυρίαρχα δίγλωσσοι στα ελληνικά κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα, είναι
ύστερα διαδοχικά δίγλωσσοι και φοιτούν σε αμιγώς ελληνικό σχολείο. Έτσι, από τα
παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η πλειοψηφία των κυρίαρχα δίγλωσσων στα ελληνικά
αποτελείται από τα ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που κατοικούν στην Ελλάδα. Τα
παιδιά αυτά χρησιμοποιούν καθημερινά κυρίως τα ελληνικά ή και τις δύο γλώσσες
και ο γραμματισμός τους συντελείται κυρίως στα ελληνικά. Τέλος, η πλειοψηφία των
κυρίαρχα δίγλωσσων στην «άλλη γλώσσα» κατοικεί κυρίως στο εξωτερικό και φοιτά
σε δίγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Ακόμα, αποτελούν μια μικτή ομάδα ως προς την
ηλικία έκθεσής τους στην Γ2. Φαίνεται η πλειοψηφία να χρησιμοποιεί και τις δύο
γλώσσες στην καθημερινότητά της, δηλαδή το γλωσσικό εισερχόμενο που δέχεται
είναι πιο «ισορροπημένο» από αυτό των υπολοίπων ομάδων, παρόλο που η απόσταση
των λεξιλογίων έδειξε ότι είναι κυρίαρχα δίγλωσσοι στην «άλλη γλώσσα» ενώ δεν
παρατηρήθηκε κάποια τάση σε ό,τι αφορά το γραμματισμό τους. Επομένως
συμπεραίνουμε ότι υπάρχουν πολλές αναντιστοιχίες ανάμεσα στις απαντήσεις των
συμμετεχόντων στο ερωτηματολόγιο ως προς τη χρήση των γλωσσών και τα
αποτελέσματα που προκύπτουν από τις επιδόσεις των δίγλωσσων παιδιών στα δύο
λεξιλόγια. Το εύρημα αυτό καταδεικνύει ότι είναι δύσκολο να οριστεί η γλωσσική
κυριαρχία / αμφιδυναμία και ότι χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας πολλές
παραμέτρους (Birdsong 2006, Montrul υπό έκδοση). Στην παρούσα έρευνα, ωστόσο,
προτιμήθηκε η κυριαρχία / αμφιδυναμία να οριστεί με βάση την απόσταση των δύο
λεξιλογίων, σύμφωνα και με προηγούμενες έρευνες (Gathercole & Thomas 2009,
Blom et al. 2014, μ.ά.).
126
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Πίνακας 6.4: Σύνοψη του προφίλ των δίγλωσσων συμμετεχόντων σύμφωνα με τη γλωσσική
κυριαρχία.
Συγκρίσεις μεταξύ των Συγκρίσεις των δύο γλωσσών εντός των
ομάδων ομάδων
Αμφιδύναμοι Κυρχ_ελλ Κυρχ_άλλη
Τρέχουσα Ελληνικής: κυρχ_ελλ > Ελλ = και οι Ελλ = και οι 2 Και οι δύο
χρήση κυρχ_άλλη 2 γλώσσες > γλώσσες > > ελλ =
γλώσσας αμφιδ = κυρχ_ελλ = άλλη άλλη άλλη
κυρχ_άλλη
Ύστερος Ελληνική: κυρχ_ελλ > αμφιδ = Ελλ = και οι Ελλ > και οι 2 μ.σ
γραμματισμός κυρχ_άλλη 2 γλώσσες > γλώσσες =
άλλη άλλη
ΚΟΕ Μον> κυρχ_ελλ = αμφιδ =
κυρχ_άλλη
Ηλικία Κυρχ_αλλ > κυρχ_ελλ
Λεξιλόγιο Μον> κυρχ_ελλ> αμφιδ>
(ελληνικά) κυρχ_άλλη
Λεξιλόγιο κυρχ_άλλη> αμφιδ> κυρχ_ελλ
(άλλη
γλώσσα)
68
Το αποτέλεσμα προέκυπτε από τα ερωτηματολόγια, όπου υπήρχε η ερώτηση αν το παιδί
παρακολουθεί μαθήματα και στις δύο γλώσσες σε συνδυασμό με το εκπαιδευτικό πλαίσιο που
παρακολουθούσε το παιδί.
69
Το εκπαιδευτικό πλαίσιο και γενικότερα ο διγραμματισμός αναφέρονται σε αυτό το κεφάλαιο,
ωστόσο θα συζητηθούν εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο.
127
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
[R2= ,226, F(1,141)= 6,221, p= ,014· για την ηλικία, β= ,331, p< ,001· για το
εκπαιδευτικό πλαίσιο, β= ,250, p= ,001· και για το ΚΟΕ, β= ,186, p= ,014]. Το ίδιο
κριτήριο όμως εφαρμόστηκε σε κάθε ομάδα (κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσοι)
ξεχωριστά, με στόχο να εντοπιστούν οι παράγοντες που προβλέπουν τις επιδόσεις της
εκάστοτε ομάδας. Έτσι, στους αμφιδύναμα δίγλωσσους το εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι
ο μοναδικός παράγοντας που προβλέπει τα αποτελέσματα της μη λεκτικής
νοημοσύνης [R2= ,102, F(1,45)= 5,123, p= ,028, β= ,320]· ενώ στους κυρίαρχα
δίγλωσσους στα ελληνικά, η ηλικία και το εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι προβλέπουν τις
επιδόσεις των συμμετεχόντων [R2= ,175, F(1,48)= 5,107, p= ,028, για την ηλικία β=
,305, p= ,024 και για το εκπαιδευτικό πλαίσιο β= ,296, p= ,028). Για τους κυρίαρχα
δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» ο παράγοντας που προβλέπει τις επιδόσεις τους
στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης είναι μόνο η ηλικία [R2= ,226, F(1,45)=
13,124, p= ,001, β= ,475]. Εφαρμόζοντας βηματική παλινδρόμηση για την ομάδα
ελέγχου με ανεξάρτητες μεταβλητές την ηλικία και το ΚΟΕ, τα αποτελέσματα
έδειξαν ότι μόνο η ηλικία προβλέπει τις επιδόσεις των συμμετεχόντων σε ποσοστό
34,1% [R2= ,341, F(1,61)= 31,496, p< ,001, β= ,584].
128
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.2: Επιδόσεις των κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων συμμετεχόντων και της ομάδας
ελέγχου στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης.
129
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
ηλικία β= ,313, p= ,010 και για το ΚΟΕ β= ,263, p= ,030]. Εφαρμόζοντας συγκρίσεις
ANOVA, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι δίγλωσσες ομάδες δεν διαφέρουν μεταξύ
τους. Επίσης, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές των δίγλωσσων ομάδων με την ομάδα
ελέγχου (βλ Πίνακας 6.5).
Πίνακας 6.5: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων
συμμετεχόντων και της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία Κύριος Χ.
Κύριος Χ
Ομάδες Ν (/42)
Μ.Ο. (Τ.Α.)
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι 47 13,3 (5,6)
Κυρίαρχα δίγλωσσοι στα ελληνικά 51 13,4 (4,4)
Κυρίαρχα δίγλωσσοι στην «άλλη γλώσσα» 47 14,8 (5,4)
70
Συγκρίσεις ANOVA εντός της ομάδας των αμφιδύναμα δίγλωσσων έδειξαν ότι υπάρχουν διαφορές
ανάμεσα στις ομάδες [F(2,44)= 6,179, p= ,004]. Post hoc κριτήρια Bonferroni έδειξαν ότι οι ύστερα
διαδοχικά δίγλωσσοι έχουν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τους ταυτόχρονα και
πρώιμα διαδοχικά δίγλωσσους (p= ,005 και p= ,026, αντίστοιχα).
130
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Εστιάζοντας στις επιδόσεις της κάθε ομάδας, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχουν
διαφορές ανάμεσα στις ομάδες [F(3,204)= 6,476, p< ,001]. Οι δίγλωσσες ομάδες δεν
διαφέρουν μεταξύ τους. Αντίθετα, η ομάδα ελέγχου σημειώνει υψηλότερες επιδόσεις
σε σχέση με τους κυρίαρχα δίγλωσσους στα ελληνικά και τους αμφιδύναμα
δίγλωσσους (p= ,002 και p= ,001, αντίστοιχα]71 (βλ. Πίνακας 6.6).
Πίνακας 6.6: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων
συμμετεχόντων και της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία αντίστροφης ανάκλησης ψηφίων
Ν Κύριος Χ (/42)
Ομάδες
Μ.Ο. (Τ.Α.)
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι 47 13,1 (4,6)
Κυρίαρχα δίγλωσσοι στα ελληνικά 51 13,1 (3,8)
Κυρίαρχα δίγλωσσοι στην «άλλη γλώσσα» 47 14,9 (5,2)
Μονόγλωσσοι 63 16,6 (5,7)
131
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
ένα μικρό ποσοστό των αποτελεσμάτων (6,6%) [R2= ,066 , F(1,61)= 4,293, p= ,043,
β= ,256].
Γράφημα 6.3: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων συμμετεχόντων και
της ομάδας ελέγχου στη δοκιμασία Δύο Πίσω με αριθμούς.
132
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Όταν ελέγχουμε τις επιδόσεις ως προς την ηλικία, φαίνεται ότι η συμμεταβλητή
ηλικία παίζει σημαντικό ρόλο στις επιδόσεις των παιδιών [F(1,200)= 22,994, p< ,001,
η2= ,103], ενώ οι διαφορές των μονόγλωσσων και των κυρίαρχα δίγλωσσων στην
«άλλη γλώσσα» με τους κυρίαρχα δίγλωσσους στα ελληνικά εξαφανίζονται· ωστόσο
διατηρούνται οι διαφορές των μονόγλωσσων και των κυρίαρχα δίγλωσσων στην
«άλλη γλώσσα» με τους αμφιδύναμα δίγλωσσους (p= ,007 και p= ,026, αντίστοιχα).
Όταν ελέγχουμε για το ΚΟΕ φαίνεται ότι επηρεάζει τις επιδόσεις [F(1,200)= 10,154,
p= ,002, η2= ,048]. Επιπλέον, η διαφορά ανάμεσα στους μονόγλωσσους και τους
αμφιδύναμα δίγλωσσους εξαφανίζεται. Ωστόσο, διατηρείται η διαφορά ανάμεσα
στους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» και στους αμφιδύναμα δίγλωσσους
(p= ,005).
Πριν απαντήσουμε στα ερευνητικά ερωτήματα που αφορούν τη διγλωσσία και τις
γνωστικές ικανότητες, θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε ότι αυτή η υπεροχή των
μονόγλωσσων έναντι των κυρίαρχα δίγλωσσων στα ελληνικά και των αμφιδύναμα
δίγλωσσων εξαφανίζεται όταν προστίθενται περισσότεροι μονόγλωσσοι
συμμετέχοντες, οι οποίοι εξετάστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος Θαλής
«Διγλωσσία και δίγλωσση εκπαίδευση», όπως αναφέρθηκε και στο κεφάλαιο 4.
Οι επιπλέον μονόγλωσσοι συμμετέχοντες που προστέθηκαν (N= 51) φοιτούσαν σε
σχολεία της Δυτικής Θεσσαλονίκης, όπου το ΚΟΕ είναι συνήθως χαμηλότερο από
τους κατοίκους της Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, παρατηρήθηκαν
διαφορές ανάμεσα στις δύο μονόγλωσσες ομάδες ως προς τις επιδόσεις τους στο
λεξιλόγιο [t(113)= -3,857, p< ,001], με τους μονόγλωσσους της Ανατολικής
Θεσσαλονίκης να σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τους
συμμετέχοντες της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, ως προς τις επιδόσεις τους στη
δοκιμασία της μη λεκτικής νοημοσύνης δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στις
δύο μονόγλωσσες ομάδες. Αντίθετα στις υπόλοιπες γνωστικές δοκιμασίες
παρατηρήθηκαν διαφορές [στη δοκιμασία Κύριος Χ t(112)= -6,593, p< ,001, στη
δοκιμασία αντίστροφης ανάκλησης ψηφίων t(112)= -6,813, p< ,001, στη δοκιμασία
Δύο Πίσω t(112)= -7,544, p< ,001].
133
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
έδειξαν ότι στην ΕΜ δεν παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των συμμετεχόντων72 (πρβ.
Πίνακας 6.7). Διαφορές παρατηρήθηκαν στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης και
στη δοκιμασία Δύο Πίσω [F(3,255)= 5,380, p= ,001 και F(3,255)= 5,223, p= ,002,
αντίστοιχα].
Σχετικά με τη δοκιμασία Δύο Πίσω (πρβ. Γράφημα 6.4) post hoc κριτήρια
(Bonferroni) έδειξαν ότι οι κυρίαρχοι στην «άλλη γλώσσα» σημειώνουν καλύτερες
επιδόσεις από όλες τις ομάδες [για τους αμφιδύναμα δίγλωσσους p= ,004, για τους
κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική p= ,019 και για την ομάδα ελέγχου p= ,00373].
Δεν σημειώθηκαν άλλες διαφορές μεταξύ των ομάδων. Ελέγχοντας τις επιδόσεις ως
προς το ΚΟΕ φάνηκε ότι επηρεάζει τις επιδόσεις [F(1,254)= 43,109, p< ,001, η2=
,145], ωστόσο η μόνη διαφορά που εξαφανίζεται είναι μεταξύ των κυρίαρχα
δίγλωσσων στην άλλη γλώσσα και των κυρίαρχα δίγλωσσων στην Ελληνική. Οι
διαφορές με τους αμφιδύναμα δίγλωσσους και τους μονόγλωσσους παραμένουν (p=
,004 και p< ,001, αντίστοιχα)74.
Γράφημα 6.4: Επιδόσεις (σε ποσοστά) κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων και όλων των
μονόγλωσσων συμμετεχόντων (Ν=114) στη δοκιμασία Δύο Πίσω.
72
Στην προηγούμενη σύγκριση (πρβ. ενότητα 6.2.3) είχε παρατηρηθεί υπεροχή της ομάδας ελέγχου
έναντι των αμφιδύναμα δίγλωσσων και κυρίαρχα δίγλωσσων στην Ελληνική ως προς τις επιδόσεις
τους στην αντίστροφη ανάκληση ψηφίων. Στην δοκιμασία Κύριος Χ δεν είχαν διαπιστωθεί διαφορές.
73
Στην ενότητα 6.2.4 η ομάδα ελέγχου σημείωσε υψηλότερες επιδόσεις από τους αμφιδύναμα
δίγλωσσους και κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική και δεν διέφερε με τους κυρίαρχα δίγλωσσους
στην «άλλη γλώσσα».
74
Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα όταν ελέγχθηκαν και για την ηλικία [F(1,254)= 21,749, p< ,001,
η2= ,079]. Όπου οι προαναφερθείσες διαφορές εξακολουθούσαν να υπάρχουν (για τους αμφιδύναμα
δίγλωσσους p= ,019 και για τους μονόγλωσσους p= ,020).
134
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Πίνακας 6.7: Επιδόσεις κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων και όλων των μονόγλωσσων
συμμετεχόντων (Ν=114) στις γνωστικές δοκιμασίες μη λεκτικής νοημοσύνης, αντίστροφης ανάκλησης
ψηφίων και Κύριος Χ.
Κύριος Χ
Ravens Αντίστροφη ανάκληση
Ομάδες Ν (/36) ψηφίων
Μ.Ο. (Τ.Α.) Μ.Ο.
Μ.Ο. (Τ.Α.)
(Τ.Α.)
25,5 13,1 13,3
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι 47
(4,7) (4,6) (5,6)
Κυρίαρχα δίγλωσσοι στα 25,7 13,1 13,4
51
ελληνικά (4,5) (3,8) (4,4)
Κυρίαρχα δίγλωσσοι στην 27,8 14,9 14,8
47
«άλλη γλώσσα» (3,8) (5,2) (5,4)
28 14,3 13,1
Μονόγλωσσοι 114
(4,8) (5,0) (4,6)
75
Η πλειοψηφία φοιτά σε δίγλωσσο εκπαιδευτικό σύστημα.
135
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
6.2.6 Σύνοψη
136
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
76
Επιλέχθηκαν μεταβλητές ανάλογα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις συσχετίσεις.
77
Ήταν η μόνη μεταβλητή που έκανε συσχέτιση με τις επιδόσεις της ομάδας στη δοκιμασία.
137
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
79,551, p< ,001, η2= ,281]. Επίσης παρατηρήθηκε επίδραση της ομάδας [F(2,204)=
16,333, p< ,001, η2= ,194]. Post hoc συγκρίσεις Bonferroni έδειξαν ότι οι
μονόγλωσσοι σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις από όλες τις δίγλωσσες ομάδες [p<
,001 από τους κυρίαρχα δίγλωσσους και p= ,009 από τους αμφιδύναμα δίγλωσσους].
Επίσης, οι κυρίαρχα δίγλωσσοι στην «άλλη» γλώσσα σημείωσαν χαμηλότερες
επιδόσεις από όλες τις υπόλοιπες ομάδες [p< ,001 από τους μονόγλωσσους, p= ,044
από τους κυρίαρχους στην Ελληνική και p= ,005 από τους αμφιδύναμα δίγλωσσους].
Διαφορές ανάμεσα στους αμφιδύναμα δίγλωσσους και τους κυρίαρχα δίγλωσσους
στην Ελληνική δεν παρατηρήθηκαν. Συγκρίσεις κατά ζεύγη (pairwise comparisons)
έδειξαν ότι στη Σ όψη σημειώθηκαν χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τη ΜΣ (p<
,001 και για τις δύο τιμές της ΜΣ όψης). Επίσης η συνθήκη του συνεχούς φαίνεται να
είναι περισσότερο προβληματική από αυτή του συνήθους (p= ,040). Στο παρακάτω
σχήμα (Γράφημα 6.5) φαίνονται οι μέσοι όροι επίδοσης των υποκειμένων κατά
πειραματική συνθήκη της δοκιμασίας, ενώ στο επόμενο γράφημα (Γράφημα 6.6)
φαίνονται αναλυτικά σε ποσοστά οι επιδόσεις των ομάδων στο σύνολό τους, αλλά και
στις επιμέρους συνθήκες.
Γράφημα 6.5: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία
Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
138
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.6: Επιδόσεις μονόγλωσσων και κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων συμμετεχόντων στη
Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
Ελέγχοντας τις επιδόσεις για τον παράγοντα των επιδόσεων του λεξιλογίου στα
ελληνικά, διαπιστώθηκε ότι επηρεάζει σημαντικά τις επιδόσεις [F(1,203)= 14,261, p<
,001, η2= ,066] και η μόνη διαφορά που εξακολουθεί να υφίσταται είναι ανάμεσα
στην ομάδα ελέγχου και τους κυρίαρχα δίγλωσσους στα ελληνικά (p= ,020).
139
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Σε ότι αφορά τις επιμέρους συνθήκες της δοκιμασίας διαφορές εντοπίστηκαν και
μεταξύ των δύο ερμηνειών της ΜΣ όψης και ανάμεσα στη ΜΣ και τη Σ όψη. Αρχικά
παρατηρήθηκαν υψηλότερες επιδόσεις στην ερμηνεία του συνήθους σε σχέση με
αυτή του συνεχούς της ΜΣ. Τα αποτελέσματα δεν συνάδουν με προηγούμενες
έρευνες που έχουν διερευνήσει την κατάκτηση της ρηματικής όψης στην ελληνική ως
Γ2 (πρβ. Παπαδοπούλου 2005, Ματθαιουδάκη et al. 2011), στις οποίες η συνοπτική
όψη και η ερμηνεία του συνεχούς φαίνονται να προηγούνται της ερμηνείας του
συνήθους της ΜΣ όψης. Επίσης, οι ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις στην παραγωγή της
ΜΣ όψης σε σχέση με τις χαμηλές επιδόσεις στη συνοπτική της παρούσας έρευνας
μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι η Σ όψη είναι πιο απαιτητική στο σχηματισμό
της εξαιτίας των μορφοφωνολογικών αλλαγών που απαιτούνται. Σε παρόμοια
παρατήρηση έχουν οδηγηθεί και προηγούμενες έρευνες σχετικά με τον σχηματισμό
του χρόνου (Nicoladis & Paradis 2012). Οι ερευνήτριες εξετάζοντας δίγλωσσα αγγλο-
γαλλόφωνα παιδιά ηλικίας 3.1 έως 5.4 ετών μέσω μιας παρόμοιας δοκιμασίας
εκμαίευσης του χρόνου παρατήρησαν ότι τα παιδιά προτιμούσαν να παράγουν
ρήματα που απαιτούσαν λιγότερες μορφοφωνολογικές αλλαγές. Ωστόσο, το
αποτέλεσμα πιθανόν να οφείλεται στη δοκιμασία.
78
Επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες μεταβλητές γιατί ήταν οι μόνες που έβγαζαν συσχετίσεις με τις
επιδόσεις στη γλωσσική δοκιμασία.
140
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
79
Εφαρμόστηκαν συγκρίσεις t εντός των ομάδων ωστόσοδεν παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσά τους
και ανάμεσα στα αποτελέσματα των επαναλαμβανόμενων μετρήσεων.
80
Εφαρμόζοντας ξεχωριστές συγκρίσεις για να εντοπιστεί η συνθήκη που διαφέρει η επίδοση των
συμμετεχόντων, παρατηρήθηκε ότι στη Σ όψη οι κυρίαρχα δίγλωσσοι στην Ελληνική δεν διαφέρουν
από την ομάδα ελέγχου. Εφόσον είναι η μόνη διαφορά που παρατηρείται θα σημειωθούν τα
αποτελέσματα των post hoc συγκρίσεων που προέκυψαν από τις επαναλαμβανόμενες μετρήσεις.
141
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.7: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία
υποχρεωτικής επιλογής της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 6.8: Ποσοστά μονόγλωσσων και κυρίαρχα/αμφιδύναμα δίγλωσσων στη ΜΣ και στη Σ όψη
(Δοκιμασία υποχρεωτικής επιλογής της Γραμματικής Όψης).
142
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Πίνακας 6.8: Επιδόσεις αμφιδύναμα δίγλωσσων στις επιμέρους συνθήκες, με και χωρίς συνδέσμους,
της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής.
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι
(ανεπεξέργαστοι αριθμοί)
Σύνολο_με (/30) 23,6
Σ_με (/10) 9
143
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Πίνακας 6.9: Επιδόσεις κυρίαρχα δίγλωσσων στην Ελληνική στις επιμέρους συνθήκες, με και χωρίς
συνδέσμους, της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής.
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι
(ανεπεξέργαστοι αριθμοί)
Σύνολο_με (/30) 23,3
Στους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στις
συνολικές επιδόσεις οι σύνδεσμοι συμβάλλουν θετικά στην κατανόηση και σωστή
επιλογή της γραμματικής όψης [t(46)= 2,468, p= ,017]. Το ίδιο αποτέλεσμα
παρατηρήθηκε στην ερμηνεία του συνεχούς της ΜΣ όψης, όπου οι ιστορίες με
συνδέσμους παρουσίασαν υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με αυτές χωρίς
συνδέσμους [t(46)= 2,156, p= ,036]. Στις υπόλοιπες συνθήκες δεν παρατηρήθηκαν
διαφορές ανάμεσα στις ιστορίες με και χωρίς συνδέσμους (πρβ. Πίνακας 6.10).
Πίνακας 6.10: Επιδόσεις κυρίαρχα δίγλωσσων στην «άλλη γλώσσα» στις επιμέρους συνθήκες, με και
χωρίς συνδέσμους, της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής.
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι
(ανεπεξέργαστοι αριθμοί)
Σύνολο_με (/30) 23
Σ_με (/10) 9
144
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Στην ομάδα ελέγχου δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις συνολικές της επιδόσεις, στις
ιστορίες με και χωρίς συνδέσμους. Διαφορές παρατηρήθηκαν στις δύο ερμηνείες της
ΜΣ όψης και οριακές διαφορές στη Σ (πρβ. Πίνακας 6.11). Πιο συγκεκριμένα, στο
σύνηθες της ΜΣ όψης οι σύνδεσμοι δυσκολεύουν τους συμμετέχοντες [t(62)= -3,046,
p= ,003]· παρόμοιο αποτέλεσμα παρατηρείται και στη Σ όψη, όπου οι διαφορές είναι
ωστόσο οριακές [t(62)= -1,957, p= ,055]. Αντίθετα, στην ερμηνεία του συνεχούς, οι
σύνδεσμοι λειτουργούν βοηθητικά για τους συμμετέχοντες [t(62)= 4,970, p< ,001].
Πίνακας 6.11: Επιδόσεις μονόγλωσσων στις επιμέρους συνθήκες, με και χωρίς συνδέσμους, της
Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής.
Αμφιδύναμα δίγλωσσοι
(ανεπεξέργαστοι αριθμοί)
Σύνολο_με (/30) 26,4
Σε ό,τι αφορά την ηλικία έκθεσης στη διγλωσσία δεν παρατηρήθηκαν διαφορές
ανάμεσα στις ομάδες, όπως και στην προηγούμενη δοκιμασία. Όπως ήταν
αναμενόμενο, η ομάδα ελέγχου σημείωσε υψηλότερες επιδόσεις από όλες τις
δίγλωσσες ομάδες [F(3,204)= 19,536, p< ,001∙ κριτήρια Bonferroni p< ,001, για όλες
τις ομάδες].
145
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Σχετικά με τις συνθήκες της δοκιμασίας η Σ όψη φαίνεται να υπερέχει έναντι της ΜΣ
σε όλες τις ομάδες· εύρημα αντίθετο με την προηγούμενη δοκιμασία. Αναφορικά με
τους συνδέσμους, αξίζει να τονιστεί το γεγονός ότι οι αμφιδύναμα δίγλωσσοι
εμφανίζουν παρόμοια συμπεριφορά με την ομάδα ελέγχου, δηλαδή οι σύνδεσμοι,
φαίνεται να δυσκολεύουν τους συμμετέχοντες στην ερμηνεία του συνήθους της ΜΣ
όψης και στη Σ όψη· ενώ, αντίθετα, στην ερμηνεία του συνεχούς της ΜΣ όψης
λειτουργούν υποστηρικτικά για τη σωστή επιλογή της γραμματικής όψης. Όμως, και
στους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» οι σύνδεσμοι φαίνεται ότι
λειτουργούν βοηθητικά στην ερμηνεία του συνεχούς. Ωστόσο, σε αυτή τη δίγλωσση
ομάδα φάνηκε ότι γενικότερα η παρουσία των συνδέσμων βοηθά την σωστή επιλογή
της όψης, πιθανώς γιατί τα παιδιά αυτά στηρίζονται περισσότερο στα σημασιολογικά
χαρακτηριστικά των συνδέσμων για να επιλέξουν το σωστό γραμματικό
χαρακτηριστικό. Τέλος, οι κυρίαρχα δίγλωσσοι στα ελληνικά δεν δείχνουν να
αξιοποιούν τους συνδέσμους ως προς την ερμηνεία του συνεχούς της ΜΣ όψης, όπως
πράττουν η ομάδα ελέγχου και οι αμφιδύναμα δίγλωσσοι. Όμως, στη Σ όψη
εμφανίζουν παρόμοια συμπεριφορά με τις παραπάνω ομάδες, σημειώνοντας
υψηλότερες επιδόσεις στις ιστορίες χωρίς συνδέσμους.
146
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
για την Σ όψη. Πιο αναλυτικά, στην περίπτωση του συνήθους της ΜΣ όψης
χρειάζεται ένα περικείμενο που να δηλώνει την τακτική επανάληψη και το οποίο στις
ιστορίες της δοκιμασίας κατανόησης δινόταν πάντα στην αρχή του κειμένου. Το
περικείμενο αυτό πρέπει να διατηρείται νοητικά από τον συμμετέχοντα προκειμένου
να επιλέγει κάθε φορά τον σωστό τύπο της όψης. Αντίθετα, στην περίπτωση της Σ
όψης τα κείμενα εξιστορούσαν μια σειρά γεγονότων τα οποία ήταν τοποθετημένα
χρονικά, οπότε η παρουσία των συνδέσμων δεν προσφέρει κάποια σημασιολογική
βοήθεια. Αντίθετα, στο συνεχές – όπως προαναφέρθηκε – η παρουσία των
σημασιολογικών στοιχείων είναι απαραίτητη καθ’ όλη τη διάρκεια, προκειμένου τα
παιδιά να επιλέξουν τη ΜΣ όψη.
147
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.9: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των (κυρίαρχα / αμφιδύναμα)
δίγλωσσων ομάδων και της ομάδας ελέγχου στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
148
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
από 50% και δεν διαφέρουν μεταξύ τους (πρβ. Γράφημα 6.10). Αντίθετα, διαφορές
παρατηρήθηκαν ανάμεσα στις δύο τελευταίες ομάδες σε σχέση με τις δύο πρώτες.
Πιο αναλυτικά, οι κυρίαρχα δίγλωσσοι στην «άλλη γλώσσα» παρήγαγαν σε
μεγαλύτερο ποσοστό κάποιο ρηματικό συμπλήρωμα σε σχέση με τους κυρίαρχα
δίγλωσσους στα ελληνικά και τους αμφιδύναμα δίγλωσσους (χ2(1)= 14,261, p< ,001,
Cramér’s V= ,080· και χ2(1)= 20,330, p< ,001, Cramér’s V= ,093, αντίστοιχα).
Αντίστοιχα, οι μονόγλωσσοι παρήγαγαν συχνότερα το συμπλήρωμα σε σχέση με και
τους κυρίαρχα δίγλωσσους στα ελληνικά και τους αμφιδύναμα δίγλωσσους (χ2(1)=
23,581, p< ,001, Cramér’s V= ,095· και χ2(1)= 20,330, p< ,001, Cramér’s V= ,108,
αντίστοιχα).
Γράφημα 6.10: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος των (κυρίαρχα/ αμφιδύναμα) δίγλωσσων ομάδων
και της ομάδας ελέγχου στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
149
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.11: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος των (κυρίαρχα / αμφιδύναμα) δίγλωσσων ομάδων
και της ομάδας ελέγχου ανά λεξική κατηγορία (εκπληρώσεις / επιτεύξεις).
Πριν εστιάσουμε στα επιμέρους αποτελέσματα της κάθε ομάδας, μια γενικότερη
παρατήρηση είναι ότι όλες οι δίγλωσσες ομάδες, καθώς και η ομάδα ελέγχου
προτιμούσαν να παράγουν τη Σ όψη έναντι της ΜΣ ασχέτως με το εάν γεγονός που
απεικονιζόταν ήταν ολοκληρωμένο ή όχι (για τους αμφιδύναμα δίγλωσσους 65,3%,
χ2(1)= 106,131, p< ,001· για τους κυρίαρχα δίγλωσσους στα ελληνικά 62,5%, χ2(1)=
76,500, p< ,001· για τους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» 63,9%, χ2(1)=
84,815, p< ,001· και για την ομάδα ελέγχου 57,2%, χ2(1)= 31,431, p< ,001).
150
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
έναντι της Σ (25,2%), για την περιγραφή ενός ολοκληρωμένου γεγονότος (χ2(1)=
69,504, p< ,001). Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων παρέλειπε το συμπλήρωμα σε
αυτή την κατηγορία (63,7%), όπως προαναφέρθηκε. Στις επιτεύξεις, όταν έβλεπαν
εικόνες που παρουσίαζαν μη τελικά γεγονότα, το μεγαλύτερο ποσοστό (61%) των
αμφιδύναμα δίγλωσσων έδινε Σ όψη, αντί ΜΣ (39%) (χ2(1)= 13,631, p< ,001).
Υψηλές επιδόσεις παρουσίασαν οι συμμετέχοντες (90,1%), όταν το γεγονός που
απεικονιζόταν παρουσιαζόταν ολοκληρωμένο, δίνοντας τον σωστό τύπο της όψης,
δηλαδή το Σ. Ένα μικρό ποσοστό συμμετεχόντων (9,9%), έδωσε ΜΣ όψη (χ2(1)=
181,121, p< ,001). Τα συμπληρώματα εξακολουθούσαν να μην παράγονται
συστηματικά από τους συμμετέχοντες (56,6%). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ένα
άτομο από την ομάδα χρησιμοποίησε μη παρελθοντικούς χρόνους για να απαντήσει
σε μια εικόνα που απεικόνιζε ένα ρήμα εκπλήρωσης και τρία άτομα από την ομάδα
σχημάτισαν λάθος μορφολογικά τη γραμματική όψη των ρημάτων (για περισσότερες
λεπτομέρειες πρβ. ενότητα 5.3).
151
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Η ομάδα ελέγχου στην κατηγορία των εκπληρώσεων έτεινε να παράγει ΜΣ όψη, όταν
το γεγονός που απεικονίζεται είναι μη τελικό (83,6%), έναντι της Σ (χ2(1)= 189,391,
p< ,001). Αντίστοιχα, στην ίδια κατηγορία, όταν το γεγονός που απεικονίζεται είναι
ολοκληρωμένο, η πλειοψηφία (86,2%) παράγει Σ όψη έναντι της ΜΣ (χ2(1)= 198,614,
p< ,001). Η χρήση του συμπληρώματος παραλείπεται σε αυτή την κατηγορία σε
ποσοστό 56,2%. Στην κατηγορία των επιτεύξεων, όταν το γεγονός που τους
παρουσιάζεται είναι ολοκληρωμένο, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των συμμετεχόντων
(92,1%) παράγει Σ όψη έναντι της ΜΣ (χ2(1)= 267,524, p< ,001). Όμως, όταν το
γεγονός είναι σε εξέλιξη, οι περισσότεροι συμμετέχοντες (65,9%) χρησιμοποιούσαν
τη ΜΣ όψη έναντι της Σ (34,1%) (χ2(1)= 38,095, p< ,001). Και σε αυτή την
κατηγορία παραλείπεται το συμπλήρωμα σε μεγάλο ποσοστό (45%), ωστόσο
χρησιμοποιείται στατιστικά σημαντικά πιο συχνά από την κατηγορία των
εκπληρώσεων (χ2(1)= 11,688, p= ,001), όπως προαναφέρθηκε. Η ομάδα ελέγχου δεν
έκανε λάθη ως προς τον μορφολογικό σχηματισμό των ρημάτων ούτε χρησιμοποίησε
μη παρελθοντικούς χρόνους αντί για παρελθοντικούς.
152
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων έδειξαν ότι οι ομάδες διέφεραν ως προς τις επιδόσεις
τους [F(3,204)= 21,955, p< ,001] (πρβ. Γράφημα 6.12). Καλύτερες επιδόσεις
153
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Γράφημα 6.12: Επιδόσεις μονόγλωσσων και κυρίαρχα / αμφιδύναμα δίγλωσσων συμμετεχόντων στη
Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων.
Πριν εστιάσουμε στα επιμέρους αποτελέσματα της κάθε ομάδας, μια γενική
παρατήρηση που επισημάνθηκε και στην προηγούμενη δοκιμασία είναι ότι σχεδόν
81
Τα αποτελέσματα ελέγχθηκαν και με συμμεταβλητή την ηλικία [F(1,203)= 14,109, p< ,001, η2=
,065]· ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στην ομάδα ελέγχου και τους δίγλωσσους εξακολουθούσαν να
υπάρχουν (p< ,001, για όλες τις ομάδες).
154
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
όλες οι δίγλωσσες ομάδες και η ομάδα ελέγχου προτιμούν να παράγουν Σ έναντι της
ΜΣ όψης (για τους αμφιδύναμα δίγλωσσους 56,1%, χ2(1)= 28,457, p< ,001· για τους
κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» 52,4%, χ2(1)= 7,548, p= ,006· για την
ομάδα ελέγχου 54,6%, χ2(1)= 18,968, p< ,001)· εξαίρεση αποτελούν οι κυρίαρχα
δίγλωσσοι στα ελληνικά, οι οποίοι παρήγαγαν και τους δύο τύπους εξίσου (για τη Σ
όψη 50,4% και για τη ΜΣ, 48,6%). Επίσης, όλες οι ομάδες χρησιμοποιούσαν
συχνότερα τον ΕΠΔ για Χ ώρα σε σχέση με τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (για τους
αμφιδύναμα δίγλωσσους 57,6% έναντι 41,8%, χ2(1)= 42,611, p< ,001· για τους
κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική 56,6% έναντι 42,9%, χ2(1)= 34,483, p< ,001·
για τους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» 60% έναντι 39,4%, χ2(1)=
72,000, p< ,001· για την ομάδα ελέγχου 54,4% έναντι 45,5%, χ2(1)= 17,098, p< ,001).
Τέλος, σε όλες οι ομάδες διαφάνηκε μια προτίμηση για τη χρήση του ΕΠΔ (μέσα) σε
Χ ώρα με Σ όψη, έναντι της ΜΣ (για τους αμφιδύναμα δίγλωσσους 62,4% έναντι
36,9%, χ2(1)= 54,780, p< ,001· για τους κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική 53,7%
έναντι 45,3%, χ2(1)= 6,523, p= ,011· για τους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη
γλώσσα» 57% έναντι 41,1%, χ2(1)= 21,634, p< ,001· για την ομάδα ελέγχου 74,5%
έναντι 25,4%, χ2(1)= 261,317, p< ,001). Αντίθετα, στον ΕΠΔ για Χ ώρα δεν
παρατηρήθηκε η ίδια τάση σε όλες τις ομάδες. Η ομάδα ελέγχου και οι κυρίαρχα
δίγλωσσοι στην Ελληνική προτίμησαν να χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ για Χ ώρα με ΜΣ
σε σχέση με τη Σ όψη (για την ομάδα ελέγχου 65,1% έναντι 34,6%, χ2(1)= 100,502,
p< ,001· για τους κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική 56,6% έναντι 43,6%, χ2(1)=
13,279, p< ,001). Αντίθετα, οι αμφιδύναμα δίγλωσσοι και οι κυρίαρχα δίγλωσσοι
στην «άλλη γλώσσα» χρησιμοποιούσαν τον ΕΠΔ για Χ ώρα εξίσου με ΜΣ και με Σ
όψη (για τους αμφιδύναμα δίγλωσσους 49,3% και 49,8%, αντίστοιχα· για τους
κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» 50,5% και 47,9%, αντίστοιχα).
155
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Στους κυρίαρχα δίγλωσσους στα ελληνικά, όταν τους δίνεται μια αποδεκτή πρόταση
η μεγαλύτερη πλειοψηφία συνεχίζει να παράγει αποδεκτές προτάσεις (86,1%), σε
σύγκριση με τις μη αποδεκτές προτάσεις (13,4%) (χ2(1)= 587,651, p< ,001), ενώ,
ελάχιστοι είναι οι συμμετέχοντες που δεν παρήγαγαν κάποια πρόταση (0,5%). Όταν
στην ίδια ομάδα δίνονται μη αποδεκτές προτάσεις, οι περισσότεροι συμμετέχοντες
τείνουν να τις διατηρούν μη αποδεκτές (60,3%) και λιγότεροι να τις μετατρέπουν σε
αποδεκτές (39,2%) (χ2(1)= 32,667, p< ,001). Και σε αυτή την ομάδα, η πλειοψηφία
(66,1%) επαναλαμβάνει τις προτάσεις όπως ακριβώς τις ακούει και μόνο το 33,4% τις
αλλάζει (χ2(1)= 197,702, p< ,001). Περισσότερες γραμματικές προτάσεις παράγονται
στην κατηγορία των στιγμικών ρημάτων (75,8%) σε σύγκριση με τις κατηγορίες των
82
Το 0,5% που απομένει δεν απάντησε στις προτάσεις. Γενικότερα, όταν δεν συμπληρώνεται το 100%
των απαντήσεων συμβαίνει επειδή κάποιοι συμμετέχοντες δεν παρήγαγαν κάποιες προτάσεις.
83
Μερικά από τα λάθη είναι: Χθες χτύπησε το κουδούνι μέσα στο γιατρό αντί του Χθες ο γιατρός
χτύπησε το κουδούνι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Επίσης, Χθες το λεωφορείο σταμάτησε για δύο λεπτά,
αντί του Χθες ο περαστικός χτυπούσε το κουδούνι για μερικά λεπτά.
156
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
καταστάσεων (66%) και των δραστηριοτήτων (60,5%) (χ2(1)= 13,756, p< ,001,
Cramer's V= ,106· και χ2(1)= 32,633, p< ,001, Cramer's V= ,164, αντίστοιχα).
Επίσης, περισσότερες γραμματικές προτάσεις παράγονται στην κατηγορία των
καταστάσεων σε σύγκριση με αυτή των δραστηριοτήτων (χ2(1)= 4,109, p= ,043,
Cramer's V= ,058). Ακόμα, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των κυρίαρχα δίγλωσσων στην
Ελληνική (80,1%) δεν αλλάζει την γραμματική όψη που δίνεται (χ2(1)= 680,473, p<
,001)· το ίδιο παρατηρείται και για την λεξική κατηγορία (99%) που δίνεται (χ2(1)=
1787,219, p< ,001), αλλά και για τους ΕΠΔ (85,1%) (χ2(1)= 923,591, p< ,001), τους
οποίους οι συμμετέχοντες επιλέγουν να τους διατηρήσουν ως έχουν και σπάνια τους
παραλείπουν εντελώς (2,3%). Τέλος, σχετικά με τα μορφολογικά λάθη που
παρήγαγαν οι συμμετέχοντες ήταν ελάχιστα όπως στην προηγούμενη κατηγορία
(0,3%). Το ίδιο ισχύει και για άλλους είδους λάθη (0,4%) (πρβ. ενότητα 5.4.3.).
Στους κυρίαρχα δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα», όταν τους δίνεται μια αποδεκτή
πρόταση τείνουν να την διατηρούν αποδεκτή σε ποσοστό 81,8%, ενώ μόνο το 17,7%
την αλλάζει σε μη αποδεκτή (χ2(1)= 678,943, p< ,001). Αντίθετα, όταν η πρόταση
που τους δίνεται είναι μη αποδεκτή, η πλειοψηφία (63,4%) την επαναλαμβάνει, ενώ
λιγότεροι είναι οι συμμετέχοντες που την διορθώνουν (35,9%) (χ2(1)= 127,050, p<
,001). Γενικότερα, παρατηρείται ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων της ομάδας
(63,3%) τείνει να επαναλαμβάνει τις προτάσεις όπως τις ακούει, ενώ λιγότεροι είναι
αυτοί που τις αλλάζουν (36%) (χ2(1)= 52,948, p< ,001). Περισσότερες γραμματικές
προτάσεις παράγονται στην κατηγορία των στιγμικών ρημάτων (78%) σε σύγκριση
με την κατηγορία των δραστηριοτήτων (56,6%) και των καταστάσεων (54,3%)
(χ2(1)= 61,757, p< ,001, Cramer's V= ,235· και χ2(1)= 73,521, p< ,001, Cramer's V=
,256, αντίστοιχα). Αντίθετα, δεν εντοπίστηκε διαφορά ανάμεσα στην κατηγορία των
δραστηριοτήτων και των καταστάσεων. Σχετικά με το είδος των αλλαγών που έκαναν
οι συμμετέχοντες, μικρές αλλαγές παρατηρούνται στην γραμματική όψη (18,1%) και
στους ΕΠΔ (18,1%), λιγότερες στην λεξική κατηγορία (2,5%), αλλά και στην
παράλειψη των ΕΠΔ (2,8%). Τέλος, λίγοι είναι οι συμμετέχοντες που κάνουν
μορφολογικά λάθη κατά την παραγωγή της γραμματικής όψης (1,4%) και λάθη που
να εντάσσονται στην προαναφερθείσα κατηγορία «άλλα λάθη» (2,3%).
Στην ομάδα ελέγχου, όταν τους δίνεται μια αποδεκτή πρόταση η πλειοψηφία τείνει να
τη διατηρεί αποδεκτή (90,6%) (χ2(1)= 858,762, p< ,001)· επίσης, όταν τους δίνεται
μια μη αποδεκτή πρόταση, η πλειοψηφία τη μετατρέπει σε αποδεκτή (62,8%), σε
157
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
σύγκριση με τις περιπτώσεις όπου δεν κάνουν κάποια αλλαγή (37,2%) (χ2(1)=
58,593, p< ,001). Γενικότερα, παρατηρείται και στην ομάδα ελέγχου η τάση να
επαναλαμβάνει τις προτάσεις όπως ακριβώς τις ακούει (60%), ενώ λιγότερες είναι οι
περιπτώσεις όπου τις διορθώνει (39,9%) (χ2(1)= 88,521, p< ,001). Οι περισσότεροι
συμμετέχοντες παρήγαγαν αποδεκτές προτάσεις πιο συχνά όταν το ρήμα ήταν
στιγμικό (86,9%) σε σχέση με την κατηγορία των δραστηριοτήτων (78,6%) και των
καταστάσεων (71,6%) (χ2(1)= 17,806, p< ,001, Cramer's V= ,110· και χ2(1)= 52,407,
p< ,001, Cramer's V= ,189). Επίσης, στην κατηγορία των δραστηριοτήτων
παράγονταν περισσότερες αποδεκτές προτάσεις από αυτή των καταστάσεων (χ2(1)=
9,654, p= ,002, Cramer's V= ,081). Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου έκαναν
αλλαγές προτιμούσαν να αλλάξουν τη γραμματική όψη (32,2%) και λιγότερο τους
ΕΠΔ (8,4%) (χ2(1)= 386,268, p< ,001, Cramer's V= ,297). Ακόμη, δεν άλλαζαν την
λεξική όψη (0,2%), ούτε παρέλειπαν τους ΕΠΔ (1,5%). Τέλος, τα λάθη που έκαναν
στην κατηγορία «άλλα λάθη» ήταν ελάχιστα (0,2%).
158
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
και την ομάδα ελέγχου να προτιμούν τη χρήση του ΕΠΔ με ΜΣ όψη και τους
κυρίαρχους δίγλωσσους στην «άλλη γλώσσα» να μην δείχνουν προτίμηση για κάποια
από τις δύο τιμές της όψης.
6.3.5 Σύνοψη
Γενικότερα ευρήματα σχετικά με την όψη, είναι ότι η Σ όψη προτιμάται έναντι της
ΜΣ (ανεξαρτήτως γλωσσικής κυριαρχίας) στο σύνολο των δοκιμασιών. Αντίθετο
εύρημα παρατηρήθηκε στη δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης, όπου οι
περισσότεροι συμμετέχοντες παρήγαγαν τη ΜΣ όψη, έναντι της Σ. Στην ίδια
δοκιμασία βρέθηκε ότι το συνεχές είναι πιο προβληματικό από το σύνηθες. Στη
δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες παρατηρήθηκε ότι οι συμμετέχοντες παρέλειπαν
συστηματικά το συμπλήρωμα κυρίως με την κατηγορία των εκπληρώσεων. Στη
δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες –
ασχέτως γλωσσικής κυριαρχίας – προτιμούσαν τον ΕΠΔ για Χ ώρα. Επίσης, οι
κυρίαρχοι στην Ελληνική και η ομάδα ελέγχου προτίμησαν την αντιστοιχία ΕΠΔ για
Χ ώρα με ΜΣ όψη∙ αντίθετα, οι κυρίαρχοι στην «άλλη γλώσσα» και οι αμφιδύναμα
159
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
δίγλωσσοι δεν έδειξαν κάποια προτίμηση ανάμεσα στις δύο τιμές της όψης, γεγονός
που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αποτελεί επιτρεπτό συνδυασμό∙ εξαίρεση αποτελεί
η κατηγορία των καταστάσεων (για ανασκόπηση στην Ελληνική πρβ. Sioupi 2012).
Στον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα οι συμμετέχοντες φαίνεται ότι προτιμούν ξεκάθαρα τη Σ
όψη, γεγονός που αποτελεί επιτρεπτό συνδυασμό σύμφωνα με τη βιβλιογραφία
(Sioupi 2012). Ακόμη, οι συμμετέχοντες προτιμούσαν να κάνουν αλλαγές στη
γραμματική όψη, και λιγότερες στους επιρρηματικούς προσδιορισμούς. Επίσης, όλες
οι ομάδες, παρήγαγαν περισσότερες γραμματικές προτάσεις στα στιγμικά ρήματα σε
σχέση με τις κατηγορίες των δραστηριοτήτων και καταστάσεων. Ωστόσο στο σημείο
αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η κατηγορία των στιγμικών ρημάτων
επιτρέπει περισσότερους συνδυασμούς με τους ΕΠΔ, σε σχέση με τις άλλες δύο
κατηγορίες (Sioupi 2009, 2012). Τέλος, ενδιαφέρον εύρημα θεωρούμε το γεγονός ότι
οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες επηρεάζονται από την (μη) γραμματικότητα των
προτάσεων που τους δίνονται∙ έτσι, όταν οι προτάσεις που άκουγαν ήταν γραμματικές
παρήγαγαν και αυτοί με τη σειρά τους γραμματικές προτάσεις, ενώ όταν οι προτάσεις
που τους δίνονταν ήταν αντιγραμματικές παρήγαγαν περισσότερες αντιγραμματικές
προτάσεις. Γεγονός που δεν παρατηρήθηκε στην ομάδα ελέγχου, η οποία ασχέτως της
(μη) γραμματικότητας των προτάσεων που της δίνονταν παρήγαγε περισσότερες
γραμματικές από μη γραμματικές προτάσεις.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση των συνδέσμων κατά την κατανόηση της όψης (δοκιμασία
Υποχρεωτικής Επιλογής) φαίνεται ότι η παρουσία τους αξιοποιείται (ανεξαρτήτως
γλωσσικής επάρκειας), σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες (Meisel 1987, Klein 1993,
Dietrich, Klein & Noyau 1995) και αντίθετα με προηγούμενες έρευνες (Bardovi-
Harlig 1992, 1999, Quesada 2013). Ωστόσο, ο συσχετισμός βρέθηκε μόνο στη
συνθήκη του συνεχούς∙ αντίθετα, στη συνθήκη του συνήθους και της Σ, η παρουσία
των συνδέσμων φαίνεται ότι εμποδίζει τη σωστή επιλογή της όψης.
160
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
ηλικία, ηλικία,
Μη εκπαιδευτικό
εκπαιδευτικό εκπαιδευτικό
λεκτική ηλικία (34,1%) πλαίσιο ηλικία (22,6%)
πλαίσιο, ΚΟΕ πλαίσιο
νοημοσύνη (10,2%)
(22,6%) (17,5%)
ηλικία, ΚΟΕ,
γλωσσική ηλικία, ΚΟΕ ηλικία ηλικία, ΚΟΕ
Δύο Πίσω ηλικία (6,6%)
κυριαρχία (22,6%) (14,8%) (25,9%)
(26,6%)
84
Όπως ορίζεται μέσω των ερωτηματολογίων.
85
Οι διαφορές αυτές φαίνεται να οφείλονται στο υψηλό ΚΟΕ της μονόγλωσσης ομάδας, χωρίς όμως
να είμαστε απολύτως σίγουροι εφόσον δεν υπήρχε κάποιο ερωτηματολόγιο που να επιβεβαιώνει την
161
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
(Morton & Harper 2007, Carlson & Meltzoff 2008). Διαφορές που δεν μπόρεσαν να
εξηγηθούν, αναφορικά με τη γνωστική ικανότητα των συμμετεχόντων, ενδεχομένως
να οφείλονται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η εκπαίδευση που λαμβάνουν
οι συμμετέχοντες, ένα θέμα που θα εξεταστεί εκτενέστερα στο κεφάλαιο 7. Επίσης,
υπήρχαν περιπτώσεις, όπου δεν εντοπίστηκαν διαφορές ανάμεσα στις δίγλωσσες
ομάδες, ως προς τη λεκτική ΕΜ, επιβεβαιώνοντας προηγούμενες έρευνες (Bajo,
Padilla & Padilla 2000, Εngel de Abreu et al. 2012, μ.ά), αλλά και περιπτώσεις (ως
προς τη μη λεκτική ΕΜ) όπου δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στους
δίγλωσσους και μονόγλωσσους συμμετέχοντες, όπως παρατηρήθηκε και σε
προηγούμενες έρευνες (Gathercole et al. 2010, Namazi & Thordardottir 2010, Engel
de Abreu 2011).
εκπαίδευση της μητέρας. Όπως προαναφέραμε το ΚΟΕ ορίστηκε ως υψηλό βασιζόμενοι στην περιοχή
στην οποία κατοικούν τα παιδιά αυτά (Πυλαία, Ανατολική Θεσσαλονίκη). Ωστόσο, την άποψη αυτή
την ενισχύει το γεγονός ότι όταν στους μονόγλωσσους συμμετέχοντες προστεθούν περισσότεροι
συμμετέχοντες και από άλλες περιοχές (Δυτική Θεσσαλονίκη), δηλαδή όταν το δείγμα μας γίνει πιο
«ανομοιογενές», τα αποτελέσματα – ως προς τις γνωστικές δοκιμασίες – αλλάζουν, όπως
παρουσιάστηκε την υποενότητα 6.2.5.
162
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Σε ό,τι αφορά τις βασικές μας υποθέσεις σχετικά με υπεροχή των κυρίαρχα
δίγλωσσων στην Ελληνική σε σχέση με τις υπόλοιπες δίγλωσσες ομάδες δεν
επιβεβαιώθηκε, σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες (Paradis et al. 2011,
Gathercole & Thomas 2009, Oller & Eilers 2002), επιβεβαιώνοντας έρευνες που
υποστηρίζουν ότι οι υψηλές επιδόσεις στη γλωσσική επάρκεια δεν οδηγούν πάντα σε
υψηλές επιδόσεις στην όψη (Mikhaylova 2011). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι
περισσότερες διαφορές οφείλονται στην λεξιλογική ικανότητα, επιβεβαιώνοντας
προηγούμενες έρευνες που ανέφεραν ότι η λεξιλογική επάρκεια επηρεάζει την
κατάκτηση της όψης (Slabakova & Montrul 2000, 2003, Montrul 2009, μ.ά.).
Επιπλέον, η υπόθεσή μας ότι η ομαδα ελέγχου θα υπερέχει έναντι των δίγλωσσων
ομάδων επιβεβαιώθηκε εν μέρει, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις, πλην της
δοκιμασίας Τελικότητας με εικόνες, οι διαφορές οφείλονται στην λεξιλογική επάρκεια.
Μη αναμενόμενη ήταν η διαφορά που παρέμενε στο σύνολο των δοκιμασιών
ανάμεσα στην ομάδα ελέγχου και στους κυρίαρχα δίγλωσσους στην Ελληνική.
Ενδεχομένως τα αποτελέσματα να οφείλονται είτε σε προβληματικό ορισμό της
γλωσσικής κυριαρχίας (σύμφωνα με Birdsong 2006 και Montrul υπό έκδοση), είτε σε
κάποια μεταβλητή που δεν εξετάστηκε στην παρούσα έρευνα (όπως η προσοχή).
Επομένως, ενδεχομένως οι συμμετέχοντες να χρησιμοποιούν την εσφαλμένη τιμή της
όψης, επειδή αγνοούν και δεν δίνουν κατάλληλη προσοχή στο περικείμενο. Ωστόσο,
163
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, οπότε το θέμα παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση.
Ο παρακάτω πίνακας (Πίνακας 6.15) παρουσιάζει συνοπτικά τα σημαντικότερα
αποτελέσματα στις γλωσσικές δοκιμασίες.
Γενικότερα ευρήματα σχετικά με τις τιμές της όψης, είναι ότι η Σ όψη προτιμάται
έναντι της ΜΣ (ανεξαρτήτως γλωσσικής κυριαρχίας) στο σύνολο των δοκιμασιών
(σύμφωνα και με προηγούμενες έρευνες για την Ελληνική Νατσόπουλος &
Παναγοπούλου 1985, Βαλετόπουλος 2001, Παπαδοπούλου 2005, Dosi et al. υπό
έκδοση, μ.ά.)· με εξαίρεση τη δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης, όπου οι
περισσότεροι συμμετέχοντες παρήγαγαν τη ΜΣ όψη, έναντι της Σ. Πιθανώς γιατί η
ΜΣ όψη απαιτεί λιγότερες μορφοφωνολογικές αλλαγές (Nicoladis & Paradis 2012).
Επίσης, στην ίδια δοκιμασία παρατηρήθηκε ότι το συνεχές της ΜΣ ήταν περισσότερο
προβληματικό σε σχέση με το σύνηθες, αντίθετα με τα ευρήματα προηγούμενων
ερευνών για την Ελληνική (Παπαδοπούλου 2005, Dosi et al. υπό έκδοση). Ωστόσο,
επειδή παρατηρείται μόνο σε μία δοκιμασία και εντοπίστηκε και στην ομάδα ελέγχου
θεωρούμε ότι πρόκειται για αποτέλεσμα της δοκιμασίας. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι
οι συμμετέχοντες παρέλειπαν συστηματικά το συμπλήρωμα κυρίως με την κατηγορία
των εκπληρώσεων (δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες), γεγονός που δεν έχει
παρατηρηθεί σε προηγούμενες έρευνες. Ενδεχομένως να οφείλεται στη φύση της
164
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
Αναφορικά με τη χρήση των συνδέσμων κατά την κατανόηση της όψης (δοκιμασία
Υποχρεωτικής Επιλογής) φαίνεται ότι η παρουσία τους αξιοποιείται από τους
κυρίαρχους στην «άλλη γλώσσα» δίγλωσσους συμμετέχοντες επιβεβαιώνοντας
προηγούμενες έρευνες (Bardovi-Harlig 1992, 1999, Quesada 2013), οι οποίες
αναφέρουν ότι οι σύνδεσμοι λειτουργούν ως βοηθητικά σημασιολογικά στοιχεία για
την κατανόηση της όψης στους ομιλητές με χαμηλότερη γλωσσική επάρκεια.
Ωστόσο, στους αμφιδύναμα δίγλωσσους και στους μονόγλωσσους φαίνεται ότι και
στη συνθήκη του συνεχούς οι σύνδεσμοι βοηθούν στη σωστή επιλογή της όψης.
Ενδεχομένως, επειδή η παρουσία των σημασιολογικών στοιχείων είναι απαραίτητη
165
Κεφάλαιο 6 Κυριαρχία / αμφιδυναμία
166
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
86
Τα αποτελέσματα της ομάδας ελέγχου δεν θα συμπεριληφθούν στο παρόν κεφάλαιο, γιατί δεν
σχετίζονται με τα ερευνητικά ερωτήματα που θέτουμε στη συνέχεια.
167
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να εξετάσει τον ρόλο του διγραμματισμού και του
εκπαιδευτικού πλαισίου στις γνωστικές και γλωσσικές ικανότητες των δίγλωσσων
παιδιών. Τα γενικότερα ερευνητικά ερωτήματα που θέτουμε είναι τα εξής: αν
διαφέρουν ως προς τις επιδόσεις τους στις γλωσσικές και γνωστικές ικανότητες, (α)
οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό – μέσω της εκπαίδευσης –
και στις δύο γλώσσες από αυτούς που λαμβάνουν γραμματισμό μόνο στη μία γλώσσα
και (β) οι δίγλωσσοι μαθητές που φοιτούν σε εκπαιδευτικό πλαίσιο που προωθεί τη
διγλωσσία σε σχέση με αυτούς που φοιτούν σε εκπαιδευτικό πλαίσιο που προωθεί
κυρίως τη μία από τις δύο γλώσσες.
168
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
μόνο στη μία γλώσσα (Durgunoglu et al. 1993, Cobo-Lewis et al. 2002, Oller &
Eilers 2002, μ.ά.), τουλάχιστον στις γνωστικές ικανότητες, και ότι το εκπαιδευτικό
πλαίσιο που προωθεί τη διγλωσσία θα εμφανίζει υψηλότερες επιδόσεις από το
εκπαιδευτικό πλαίσιο που δεν την προωθεί, τουλάχιστον ως προς τις γνωστικές
ικανότητες (Bialystok 2001, Tabors et al. 2001, Cobo-Lewis et al. 2002, Oller &
Eilers 2002). Σε ό,τι αφορά τις γλωσσικές δοκιμασίες, βασιζόμενοι σε προηγούμενες
έρευνες (Cobo-Lewis et al. 2002, Oller & Eilers 2002) πιστεύουμε ότι τα παιδιά που
λαμβάνουν γραμματισμό και στις δύο γλώσσες και τα παιδιά που φοιτούν σε
εκπαιδευτικό πλαίσιο που υποστηρίζει και τις δύο γλώσσες θα σημειώσουν καλύτερες
επιδόσεις έναντι των παιδιών που ο γραμματισμός τους συντελείται μόνο στη μία
γλώσσα και το εκπαιδευτικό πλαίσιο που φοιτούν στηρίζει μόνο τη μία γλώσσα.
87
Για αναλυτικότερη περιγραφή πρβ. κεφάλαιο 4.
169
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
σχολείων διορίζονται από ελληνικό κράτος, έχουν συνήθως την Ελληνική ως Γ1 και
έχουν – τουλάχιστον – βασικές γνώσεις στη Γερμανική. Συνεπώς, τα ελληνικά
σχολεία της Γερμανίας θα αναφέρονται στο εξής ως σχολεία κυρίαρχα στην
Ελληνική.
170
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Για την κατηγοριοποίηση των σχολείων δεν λάβαμε υπόψη μας μόνο τις ώρες
διδασκαλίας στην κάθε γλώσσα, αλλά και την ευκαιρία / συχνότητα που δίνεται στο
παιδί να επικοινωνήσει και στις δύο γλώσσες στο πλαίσιο του σχολείου. Έτσι, στα
δίγλωσσα εκπαιδευτικά συστήματα – όπως ορίζονται στην παρούσα έρευνα – οι
μαθητές έρχονται σε επαφή και με τους μονόγλωσσους συμμαθητές τους και με
μονόγλωσσους εκπαιδευτικούς, κάτι που δεν συμβαίνει με τα εκπαιδευτικά
συστήματα, τα οποία είναι κυρίαρχα στην Ελληνική (ελληνικά σχολεία Γερμανίας),
στα οποία οι μαθητές χρησιμοποιούν κυρίως τα ελληνικά με τους συμμαθητές τους
αλλά και με τους εκπαιδευτικούς.
88
Όπως ορίστηκε παραπάνω.
89
Όπως αυτός προέκυψε από τα μαθήματα που παρακολουθούν και στις δύο γλώσσες.
171
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
επιλέγουν να λαμβάνουν γραμματισμό και στις δύο γλώσσες. Επιπλέον, μια γενική
παρατήρηση σχετικά με τις πρακτικές του πρώιμου γραμματισμού είναι ότι οι γονείς
που επέλεγαν να διαβάσουν ιστορίες ή παραμύθια στα παιδιά τους και στις δύο
γλώσσες προέρχονταν από οικογένειες με υψηλό ΚΟΕ (rho= ,204, p= ,014) και
διατηρούσαν αυτή την πρακτική και ως προς τη χρήση και των δύο γλωσσών στο
σπίτι (rho= ,392, p< ,001), αλλά και στη συνέχεια (μετά τα 6 έτη) τα παιδιά αυτά
χρησιμοποιούσαν και τις δύο γλώσσες στην καθημερινότητά τους (rho= ,314, p<
,001). Ακόμα, παρατηρήθηκε ότι οι γονείς που επέλεγαν τις πρακτικές του πρώιμου
διγραμματισμού επέλεγαν να συνεχίσουν να λαμβάνουν τα παιδιά τους (μετά τα 6
έτη) γραμματισμό και στις δύο γλώσσες (rho= ,239, p= ,004). Αλλά και ο ύστερος
γραμματισμός (μετά την ηλικία των 6 ετών) φαίνεται ότι σχετίζεται με την χρήση και
των δύο γλωσσών πριν και μετά την ηλικία των 6 ετών (rho= ,309, p< ,001 και rho=
,495, p< ,001, αντίστοιχα). Τέλος, όπως και στον πρώιμο γραμματισμό, έτσι και στον
ύστερο, το ΚΟΕ σχετίζεται με το διγραμματισμό, δηλαδή οι οικογένειες με υψηλό
ΚΟΕ επιλέγουν τα παιδιά τους να δέχονται γραπτά ερεθίσματα και στις δύο γλώσσες
(rho= ,265, p= ,001).
172
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
για τους μαθητές του κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού πλαισίου], οι οποίες
δεν διέφεραν μεταξύ τους. Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι όλες οι ομάδες εκτός
από τους μαθητές του κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού πλαισίου σημείωσαν
διαφορές ως προς τις επιδόσεις τους στα δύο λεξιλόγια. Οι μαθητές του αμιγώς
μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στο λεξιλόγιο
της Ελληνικής σε σχέση με την «άλλη» γλώσσα [t(61)= 5,221, p< ,001]∙ αντίθετα, οι
μαθητές του δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στο
λεξιλόγιο στην «άλλη» γλώσσα σε σχέση με το λεξιλόγιο στην Ελληνική [t(35)= -
5,260, p< ,001]. Ως προς το ΚΟΕ εντοπίστηκαν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες
[F(2,142)= 17,996, p< ,001]. Κριτήρια Bonferroni έδειξαν ότι οι μαθητές του
δίγλωσσου πλαισίου είχαν υψηλότερο ΚΟΕ σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες (p<
,001, για όλες τις συγκρίσεις).
90
Οι ελληνοαλβανόφωνοι συμμετέχοντες που ζουν στην Ελλάδα.
173
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.1: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός των συμμετεχόντων του αμιγούς μονόγλωσσου
εκπαιδευτικού πλαισίου.
174
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.2: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός των συμμετεχόντων του δίγλωσσου εκπαιδευτικού
πλαισίου.
175
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Τέλος, η ομάδα που φοιτά σε εκπαιδευτικό πλαίσιο κυρίαρχο στα ελληνικά, λάμβανε
πρώιμο γραμματισμό κυρίως στα ελληνικά (66,5%) και πολύ λιγότερο και στις δύο
γλώσσες (18,6%) ή μόνο στην «άλλη γλώσσα» (5%) [t(46)= 2,634, p= ,011 και t(46)=
9,353, p< ,001 αντίστοιχα]. Επίσης, λάμβανε περισσότερο γραμματισμό και στις δύο
γλώσσες παρά κυρίως στην «άλλη γλώσσα» [t(46)= 5,471, p< ,001]. Όπως και στην
προηγούμενη ομάδα, η μεγάλη πλειοψηφία (90,1%) ακολουθούσε πρακτικές πρώιμου
γραμματισμό (διαβάζοντας οι γονείς στα παιδιά ιστορίες και παραμύθια) και μόνο το
9,9% της ομάδας δεν εκτέθηκε καθόλου στην ανάγνωση ιστοριών ή παραμυθιών. Ο
ύστερος γραμματισμός της ομάδας εξακολουθεί να συντελείται κυρίως στα ελληνικά
(33,5%), ωστόσο φαίνεται το ποσοστό γραμματισμού στα ελληνικά μειώνεται
σημαντικά σε σχέση με τις πρακτικές του πρώιμου γραμματισμού (στην ελληνική)
και παράλληλα παρατηρούμε ότι αυξάνεται ο γραμματισμός και στις δύο γλώσσες
(25,7%) (πρβ. Γράφημα 7.3). Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες.
Αντίθετα πολύ χαμηλός παραμένει ο γραμματισμός στην «άλλη γλώσσα» [t(46)=
5,298, p< ,001 και t(46)= 4,348, p< ,001, αντίστοιχα]. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες
λάμβαναν περισσότερο γραμματισμό στην Ελληνική μέχρι την ηλικία των 6, και
λιγότερο μετά την ηλικία των 6 [t(46)= 6,250, p< ,001].
Γράφημα 7.3: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός των συμμετεχόντων του κυρίαρχου στην Ελληνική
εκπαιδευτικού πλαισίου.
176
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πίνακας 7.3). Οι ηλικιακοί Μ.Ο. των δύο ομάδων δεν διέφεραν μεταξύ τους, ενώ
διέφεραν ως προς τις επιδόσεις τους στα λεξιλόγια. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες
που λαμβάνουν γραμματισμό μόνο στη μία γλώσσα σημειώνουν υψηλότερες
επιδόσεις στο ελληνικό λεξιλόγιο (74,3%) σε σχέση με τους συμμετέχοντες που
λαμβάνουν γραμματισμό και στις 2 γλώσσες (62%) [t(143)= 4,324, p< ,001], ενώ οι
συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό και στις δύο γλώσσες σημειώνουν
υψηλότερες επιδόσεις στο λεξιλόγιο στην «άλλη γλώσσα» (70,7%) σε σχέση με τους
συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό μόνο στα ελληνικά (59,9%) [t(143)= -
3,766, p< ,001]. Συγκρίσεις εντός των ομάδων έδειξαν ότι – όπως ήταν αναμενόμενο
– οι συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό στα ελληνικά έχουν υψηλότερες
επιδόσεις στο ελληνικό λεξιλόγιο, σε σχέση με αυτό της άλλης γλώσσας [t(48)=
4,928, p< ,001], ενώ οι συμμετέχοντες που λαμβάνουν διγραμματισμό έχουν
υψηλότερες επιδόσεις στο λεξιλόγιο της «άλλης γλώσσας» σε σχέση με αυτό της
Ελληνικής [t(95)= -3,269, p= ,002]. Τέλος, οι ομάδες διαφέρουν και ως προς το ΚΟΕ,
με την ομάδα που λαμβάνει γραμματισμό και στις δύο γλώσσες να έχει υψηλότερο
ΚΟΕ σε σχέση με την ομάδα που λαμβάνει γραμματισμό μόνο στη μία γλώσσα
[t(143)= -2,284, p= ,024].
177
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Από τον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 7.4) παρατηρούμε ότι η πλειοψηφία που
λαμβάνει γραμματισμό στη μία γλώσσα, δηλαδή οι περισσότεροι από τους
ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες, είναι ύστερα δίγλωσσοι. Αντίθετα, οι
συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό και στις δύο γλώσσες είναι κυρίως
πρώιμα δίγλωσσοι.
178
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
γλώσσες – (89,8%), σε σχέση με την άλλη ομάδα (73,5%), δηλαδή στην πρώτη
περίπτωση, οι γονείς επέλεγαν να διαβάζουν στα παιδιά τους περισσότερο, από τους
γονείς της δεύτερης ομάδας, που πιθανώς δεν διάβαζαν ιστορίες ή παραμύθια στα
παιδιά τους σε κάποια από τις δύο γλώσσες (πρβ. Γράφημα 7.4).
Γράφημα 7.4: Πρώιμος και ύστερος γραμματισμός στους συμμετέχοντες που λαμβάνουν
(δι)γραμματισμό.
179
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
είτε και στις δύο γλώσσες, είτε στην άλλη γλώσσα και λιγότερο στα ελληνικά,
αναμενόμενο καθώς κατοικούν στο εξωτερικό. Ακριβώς αντίστροφη είναι η εικόνα
των μαθητών που φοιτούν στο αμιγώς μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Επίσης, οι
μαθητές που φοιτούν στο κυρίαρχο στην Ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο λαμβάνουν
γραμματισμό κυρίως στα ελληνικά ή και στις δύο γλώσσες, καθώς κατοικούν στο
εξωτερικό και φοιτούν σε κυρίαρχο στην Ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο, το οποίο
όμως υποστηρίζει και την «άλλη γλώσσα» με τη διδασκαλία της κάποιες ώρες την
εβδομάδα. Σε ό,τι αφορά το ΚΟΕ οι μαθητές που φοιτούν στο δίγλωσσο εκπαιδευτικό
πλαίσιο έχουν υψηλότερο ΚΟΕ σε σχέση με τους μαθητές των υπόλοιπων
εκπαιδευτικών συστημάτων, το ίδιο ισχύει για τους συμμετέχοντες που λαμβάνουν
εκπαίδευση και στις δύο γλώσσες οι οποίοι έχουν υψηλότερο ΚΟΕ σε σχέση με τους
συμμετέχοντες που λαμβάνουν εκπαίδευση μόνο στη μία γλώσσα. Επίσης, οι μαθητές
του δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου έχουν υψηλότερο ηλικιακό μέσο όρο σε
σχέση με τους μαθητές των υπόλοιπων δύο συστημάτων. Σχετικά με την λεξιλογική
ικανότητα, οι συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό μέσω της εκπαίδευσης και
στις δύο γλώσσες σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις στο λεξιλόγιο στην «άλλη
γλώσσα» σε σχέση με τους συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό μέσω της
εκπαίδευσης μόνο στη μία γλώσσα· ενώ αντίθετη είναι η εικόνα ως προς το λεξιλόγιο
στην Ελληνική. Τέλος, οι μαθητές του αμιγώς μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου
σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις στο λεξιλόγιο στην Ελληνική σε σχέση με τις άλλες
δύο ομάδες, γεγονός αναμενόμενο καθώς κατοικούν στην Ελλάδα και φοιτούν σε
μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Αντίθετα, αναφορικά με τη λεξιλογική επάρκεια
στην «άλλη γλώσσα» οι μαθητές του δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου σημείωσαν
υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο δίγλωσσες ομάδες.
180
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πίνακας 7.5: Προφίλ των συμμετεχόντων με βάση το εκπαιδευτικό πλαίσιο φοίτησης και τον
διγραμματισμό.
Εκπαιδευτικό πλαίσιο Εκπαίδευση και στις δύο
γλώσσες
Δίγλωσσο Κυρχ. Ελλ. Αμιγώς μον. Ναι Όχι
Πρώιμος μ.σ. Ελλ. > και οι 2 μ.σ. Ελλ > και οι Ελλ. = άλλη
γραμ. > αλλ. 2> άλλη = και οι 2
Ύστερος και οι 2 = αλλ. Ελλ. = και οι 2 Ελλ. > και οι 2 = μ.σ.
γραμμ. >Ελλ. > αλλ. άλλη
ΚΟΕ Διγλ. > κυρχ. Ελλ. = αμιγώς μον. ναι > όχι
Ηλικία Διγλ. > κυρχ. Ελλ. = αμιγώς μον. μ.σ.
Λεξιλόγιο Αμιγώς μον. > διγλ. = κυρχ. Ελλ. όχι > ναι
(ελλ.)
Λεξιλόγιο Διγλ. > κυρχ. Ελλ. = αμιγώς μον. ναι > όχι
(άλλη γλ.)
και οι 2= και οι δύο γλώσσες
ελλ.= ελληνικά
αλλ.γλ.= άλλη γλώσσα
αμιγώς μον. = αμιγώς μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο
διγλ. = δίγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο
κυρχ. ελλ. = κυρίαρχο στην Ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο
181
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Σε αυτή την ενότητα θα περιγράψουμε τις επιδόσεις των δίγλωσσων παιδιών στις
γνωστικές δοκιμασίες σε σχέση με το είδος (δι)γραμματισμού τους. Ειδικότερα,
εφαρμόσαμε το κριτήριο της βηματικής γραμμικής παλινδρόμησης για να
εντοπίσουμε αν κάποια από τις μεταβλητές του πρώιμου, ύστερου γραμματισμού, του
εκπαιδευτικού πλαισίου καθώς και του διγραμματισμού μπορεί να προβλέψει τις
επιδόσεις των δίγλωσσων στις επιμέρους γνωστικές δοκιμασίες. Όπως και στο
προηγούμενο κεφάλαιο εφαρμόστηκε το κριτήριο της παλινδρόμησης και για κάθε
ομάδα ξεχωριστά για να εντοπιστούν οι διαφορετικές μεταβλητές που επηρεάζουν τις
υποομάδες και «χάνονται» όταν τα αποτελέσματα εξετάζονται συνολικά. Ως
εξαρτημένη μεταβλητή οριζόταν η επίδοση του δίγλωσσου παιδιού στην εκάστοτε
γνωστική δοκιμασία και ως ανεξάρτητες ο πρώιμος και ύστερος γραμματισμός, το
εκπαιδευτικό πλαίσιο και ο διγραμματισμός. Ενώ στη συνέχεια εφαρμόσαμε κριτήρια
ANOVA για να ελέγξουμε πιθανές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες. Στη συνέχεια,
παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα αυτών των στατιστικών αναλύσεων ανά γνωστική
δοκιμασία.
Όπως παρατηρήθηκε και στην ενότητα 6.2.1, στη δοκιμασία της μη λεκτικής
νοημοσύνης οι παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν τις επιδόσεις είναι η ηλικία,
το εκπαιδευτικό πλαίσιο και το ΚΟΕ [R2= ,226, F(1,141)= 6,221, p= ,014· για την
ηλικία, β= ,331, p< ,001· για το εκπαιδευτικό πλαίσιο, β= ,250, p= ,001· και για το
ΚΟΕ, β= ,186, p= ,014]. Το κριτήριο της βηματικής παλινδρόμησης για τους
συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό στη μία γλώσσα έδειξε ότι η ηλικία
μπορεί να προβλέψει το 8,2% των αποτελεσμάτων [R2= ,082, F(1,47)= 4,185, p=
,046, β= ,286]. Αντίθετα, για τους συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό και
στις δύο γλώσσες εφαρμόστηκε παλινδρόμηση με τη μέθοδο της εισαγωγής (enter
regression) με ανεξάρτητες μεταβλητές την ηλικία, το γραμματισμό και στις δύο
γλώσσες – όπως προκύπτει από τα ερωτηματολόγια – και το ΚΟΕ91∙ οι μεταβλητές
προβλέπουν το 21,1% των επιδόσεων των συμμετεχόντων [R2= ,211, F(3,92)= 8,206,
91
Στην παλινδρόμηση εισήχθησαν οι μεταβλητές που έκαναν συσχέτιση με τη δοκιμασία μη λεκτικής
νοημοσύνης.
182
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
p< ,001· για την ηλικία, β= ,338, p< ,001· για το ΚΟΕ, β= ,217, p= ,025· και για το
ΚΟΕ, β= ,135, p= ,159].
183
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
πλαισίου (75,3%) (p= ,006). Αντίθετα, οι ομάδες του δίγλωσσου και του
ελληνόφωνου σχολείου δεν διέφεραν μεταξύ τους (πρβ. Πίνακας 7.6). Παρόμοια
αποτελέσματα παρατηρήθηκαν όταν οι συμμετέχοντες ελέγχθηκαν για την ηλικία
[F(1,141)= 13,515, p< ,001, η2= ,087]· ωστόσο, αφού οι επιδόσεις ελέγχθηκαν για
την ηλικία, οι διαφορές εξακολουθούσαν να υπάρχουν ανάμεσα στους μαθητές που
φοιτούσαν σε αμιγώς μονόγλωσσο σχολείο και στους μαθητές που φοιτούσαν σε
δίγλωσσο (p= ,009) ή σε σχολείο κυρίαρχο στην Ελληνική γλώσσα (p= ,005). Οι
στατιστικές αναλύσεις δεν κατέδειξαν σημαντική επίδραση του ΚΟΕ στις επιδόσεις
των δίγλωσσων παιδιών.
Πίνακας 7.6: Επιδόσεις δίγλωσσων συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο και (δι)γραμματισμό
στη δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης (σε ποσοστό).
Ν Μη λεκτική νοημοσύνη (%)
Γραμματισμός
Μ.Ο. Τ.Α.
Στη μία γλώσσα 49 68,1 11,5
(Δι)γραμματισμός
Και στις δύο γλώσσες 96 75,6 12
Αμιγώς μονόγλωσσο 62 68,2 11,9
Εκπαιδευτικό
Κυρίαρχο στην Ελληνική 47 75,2 11,3
πλαίσιο
Δίγλωσσο 36 78,9 11,3
Όπως είχε παρουσιαστεί και στην ενότητα 6.2.2, στη δοκιμασία Κύριος Χ, η
γραμμική παλινδρόμηση για το σύνολο των δίγλωσσων συμμετεχόντων έδειξε ότι η
ηλικία και το KOE προβλέπει τις επιδόσεις των συμμετεχόντων σε ποσοστό 17,7%
[R2= ,177, F(1,142)= 5,932, p= ,016, για την ηλικία β= ,365, p< ,001 και για το ΚΟΕ
β= ,186, p= ,016]. Στη συνέχεια, εφαρμόστηκε βηματική παλινδρόμηση για κάθε
ομάδα ξεχωριστά. Για όλες τις ομάδες βρέθηκε ότι η ηλικία αποτελεί την μοναδική
προβλεπτική μεταβλητή∙ εξαίρεση αποτελεί η ομάδων των μαθητών του δίγλωσσου
σχολείου, όπου δεν βρέθηκε κάποια μεταβλητή που να προβλέπει τις επιδόσεις τους
στη δοκιμασία. Πιο αναλυτικά, για την ομάδα που λαμβάνει διγραμματισμό η ηλικία
προβλέπει ένα μικρό ποσοστό των επιδόσεων (9,7%∙ R2= ,097, F(1,94)= 10,139, p=
,002, β= ,312)∙ αντίθετα στην ομάδα που λαμβάνει γραμματισμό στη μία γλώσσα η
ηλικία προβλέπει μεγαλύτερο ποσοστό των επιδόσεων (27,2%∙ R2= ,272, F(1,47)=
17,559, p< ,001, β= ,312). Στους μαθητές του μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου
προβλέπει το 21,8% [R2= ,218, F(1,60)= 1,734, p< ,001, β= ,467] και του κυρίαρχου
στην Ελληνική 19,6% [R2= ,196, F(1,45)= 10,953, p= ,002, β= ,442].
184
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πίνακας 7.7: Επιδόσεις δίγλωσσων συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο και (δι)γραμματισμό
στη δοκιμασία Κύριος Χ (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς).
Ν Κύριος Χ (ανεπεξέργαστοι
Γραμματισμός αριθμοί)
Μ.Ο. Τ.Α.
Στη μία γλώσσα 49 12,5 4
(Δι)γραμματισμός
Και στις δύο γλώσσες 96 14,5 5,5
Αμιγώς μονόγλωσσο 62 12,7 4,5
Εκπαιδευτικό Κυρίαρχο στην 47 16,1 6,4
πλαίσιο Ελληνική
Δίγλωσσο 36 13,5 4,4
185
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Όπως παρατηρήθηκε και στην ενότητα 6.2.3, στη δοκιμασία της αντίστροφης
ανάκλησης ψηφίων, η γραμμική παλινδρόμηση έδειξε ότι ο διγραμματισμός, το ΚΟΕ
και η ηλικία προβλέπουν το 15,9% των επιδόσεων [R2= ,159, F(1,141)= 5,827, p=
,017, για τον διγραμματισμό β= ,224, p= ,006, για το ΚΟΕ β= ,200, p= ,013 και για
την ηλικία β= ,188, p= ,017]. Στη συνέχεια, εφαρμόστηκαν κριτήρια παλινδρόμησης
για τις ομάδες ξεχωριστά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν βρέθηκε κάποια
προβλεπτική μεταβλητή∙ εξαίρεση αποτελεί η ομάδα των παιδιών που λαμβάνουν
διγραμματισμό, όπου η ηλικία προβλέπει – σε μικρό ποσοστό (4,2%) – τις επιδόσεις
των συμμετεχόντων [R2= ,042, F(1,94)= 4,123, p= ,045, β= ,205]. Επίσης, στην
ομάδα των παιδιών που φοιτούν στο κυρίαρχο στην Ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο,
βρέθηκε ότι οι πρακτικές του πρώιμου γραμματισμού στην Ελληνική προβλέπουν το
10,5% των επιδόσεων [R2= ,105, F(1,45)= 5,303, p= ,026, β= ,325].
186
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
επιδόσεις σε σχέση με τους μαθητές του μονόγλωσσου πλαισίου (p= ,018) (πρβ.
Πίνακας 7.8). Εφαρμόζοντας κριτήρια ΑΝCOVA με συμμεταβλητή την ηλικία και το
ΚΟΕ, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμεταβλητές δεν επηρεάζουν τις επιδόσεις
στη δοκιμασία.
Πίνακας 7.8: Επιδόσεις δίγλωσσων συμμετεχόντων ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο και (δι)γραμματισμό
στη δοκιμασία αντίστροφη ανάκληση ψηφίων (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς).
Ν Αντίστροφη ανάκληση ψηφίων
Γραμματισμός (ανεπεξ. αριθμοί)
Μ.Ο. Τ.Α.
Στη μία γλώσσα 49 11,9 3,5
(Δι)γραμματισμός
Και στις δύο γλώσσες 96 14,7 4,8
Αμιγώς μονόγλωσσο 62 11,7 3,6
Εκπαιδευτικό Κυρίαρχο στην Ελληνική 47
πλαίσιο 14 5,7
Δίγλωσσο 36 16,7 3,4
Όπως παρουσιάστηκε και στην ενότητα 6.2.4, στη δοκιμασία γνωστικής ενημέρωσης,
Δύο Πίσω με αριθμούς, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ηλικία, ο γραμματισμός στην
«άλλη γλώσσα», το ΚΟΕ και η γλωσσική κυριαρχία προβλέπουν το 26,6% των
επιδόσεων στη δοκιμασία [R2= ,266, F(1,141)= 8,337, p= ,004, για την ηλικία β=
,342, p< ,001, για το ΚΟΕ β= ,250, p= ,001 και για την γλωσσική κυριαρχία β= ,212,
p= ,004]. Εφαρμόζοντας το κριτήριο για κάθε ομάδα ξεχωριστά τα αποτελέσματα
έδειξαν ότι στους μαθητές του δίγλωσσου και αμιγώς μονόγλωσσου πλαισίου η
ηλικία αποτελεί τη μοναδική προβλεπτική μεταβλητή (12,7% και 7,3%, αντίστοιχα∙
R2= ,127, F(1,34)= 8,337, p= ,033, β=, 357 και R2= ,073, F(1,60)= 4,712, p= ,034, β=
,270, αντίστοιχα). Στους μαθητές του κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού
πλαισίου προβλεπτική μεταβλητή αποτελεί η μη λεκτική νοημοσύνη (11,7%∙ R2=
,117, F(1,45)= 5,975, p= ,018, β=,342). Στους συμμετέχοντες που λαμβάνουν
διγραμματισμό εφαρμόστηκε παλινδρόμηση με τη μέθοδο της εισαγωγής με
ανεξάρτητες μεταβλητές το ΚΟΕ, την ηλικία και τον πρώιμο διγραμματισμό∙ το
σύνολο των μεταβλητών προβλέπουν το 28,8% των επιδόσεων των συμμετεχόντων
[R2= ,288, F(3,92)= 12,375, p< ,001∙ ηλικία β=,405, p< ,001∙ ΚΟΕ β=,262, p= ,004∙
και πρώιμος διγραμματισμός β=,140, p= ,112]. Για τους συμμετέχοντες που
λαμβάνουν γραμματισμό στη μία γλώσσα δεν βρέθηκε κάποια προβλεπτική
μεταβλητή.
187
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.5: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό)
στη δοκιμασία της γνωστικής ενημέρωσης.
188
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
7.2.5. Σύνοψη
189
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Στις γλωσσικές δοκιμασίες, όπως και στις γνωστικές, αρχικά εφαρμόσαμε το κριτήριο
της βηματικής γραμμικής παλινδρόμησης για όλες τις γλωσσικές δοκιμασίες· ως
εξαρτημένη μεταβλητή ορίστηκε η επίδοση των δίγλωσσων παιδιών στην εκάστοτε
γλωσσική δοκιμασία και ως ανεξάρτητες ο πρώιμος και ύστερος γραμματισμός, το
εκπαιδευτικό πλαίσιο, ο διγραμματισμός, η ηλικία και το λεξιλόγιο. Τέλος,
χρησιμοποιήθηκαν κριτήρια ANOVA προκειμένου να συγκριθούν οι ομάδες μεταξύ
τους· προοικονομώντας σε κάποιο βαθμό την περιγραφή που ακολουθεί, οι
παράγοντες του διγραμματισμού, αλλά και του εκπαιδευτικού πλαισίου, δεν φαίνεται
να επηρεάζουν σημαντικά τις επιδόσεις των συμμετεχόντων.
190
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.6: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων (με και χωρίς διγραμματισμό) κατά πειραματική
συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 7.7: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό)
στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
191
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.8: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων (ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο) κατά πειραματική
συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
192
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.9: Επιδόσεις (σε ποσοστά) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (σύμφωνα με το εκπαιδευτικό
πλαίσιο στο οποίο φοιτούν) στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
193
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
194
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.10: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία
Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 7.11: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό) στη
Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
195
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πίνακας 7.9: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς
διγραμματισμό) στις επιμέρους συνθήκες της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής, στις ιστορίες με
και χωρίς συνδέσμους.
Γραμματισμός στη μία Γραμματισμός και στις δύο
γλώσσα γλώσσες
Σύνολο_με (/30) 22,3 23,7
Σύνολο_χωρίς (/30) 23 23
Σύνηθες_με (/10) 6,7 6,9
Σύνηθες_χωρίς (/10) 6,7 7,3
Συνεχές με (/10) 7,1 7,5
Συνεχές χωρίς (/10) 6,8 6,8
Σ_με (/10) 8,8 9,2
Σ_χωρίς (/10) 9,3 9,4
196
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
p= ,050, β= ,288]. Τέλος, για τους μαθητές του μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου
η δοκιμασία Δύο Πίσω προβλέπει το 15,5% των επιδόσεων των συμμετεχόντων [R2=
,155, F(1,60)= 11,027, p= ,002, β= ,394].
Γράφημα 7.12: Μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία
Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 7.13: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων συμμετεχόντων (με βάση το εκπαιδευτικό
πλαίσιο) στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
197
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πίνακας 7.10: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των δίγλωσσων συμμετεχόντων (ανά
εκπαιδευτικό πλαίσιο) στις επιμέρους συνθήκες της Δοκιμασίας Υποχρεωτικής Επιλογής, στις ιστορίες
με και χωρίς συνδέσμους.
Εκπαιδευτικό πλαίσιο
Αμιγώς μονόγλωσσο Κυρίαρχο στην Δίγλωσσο
Ελληνική
Σύνολο_με (/30) 22,4 24 23,8
Σύνολο_χωρίς (/30) 23 23,3 22,7
Σύνηθες_με (/10) 6,8 6,7 7
Σύνηθες_χωρίς (/10) 6,8 7,8 6,9
Συνεχές με (/10) 7 7,6 7,5
Συνεχές χωρίς (/10) 6,7 7 6,7
Σ_με (/10) 8,7 9,4 9,3
Σ_χωρίς (/10) 9,3 9,6 9,1
198
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.14: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με
και χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
199
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.15: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των δίγλωσσων συμμετεχόντων
(σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο φοιτούν) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
Σχετικά με τη χρήση του συμπληρώματος (πρβ. Γράφημα 7.16), συγκρίσεις εντός των
ομάδων έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό και στις δύο
γλώσσες τείνουν να μην χρησιμοποιούν το συμπλήρωμα (55%) σε σχέση με το
ποσοστό που χρησιμοποιείται το συμπλήρωμα (45%) (χ2(1)= 22,800, p< ,001). Από
αυτό το ποσοστό, οι περιπτώσεις όπου το συμπλήρωμα χρησιμοποιήθηκε σε ρήματα
200
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.16: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος (ανά λεξική κατηγορία) των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (με και χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
201
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Συγκρίσεις χ2 εντός της κάθε ομάδας έδειξαν ότι οι μαθητές που φοιτούν σε δίγλωσσο
εκπαιδευτικό πλαίσιο τείνουν να μην χρησιμοποιούν το συμπλήρωμα του ρήματος
(54,5%), ενώ λιγότερες (45,5%) είναι οι περιπτώσεις που το χρησιμοποιούν (χ2(1)=
6,876, p= ,009). Η χρήση του συμπληρώματος ανά λεξική κατηγορία δεν διαφέρει
σημαντικά (για τις επιτεύξεις 23,7%, και για τις εκπληρώσεις 21,8%). Παρόμοια, οι
μαθητές που φοιτούν στο κυρίαρχο στην Ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο τείνουν να
μην χρησιμοποιούν το συμπλήρωμα σε μεγαλύτερη συχνότητα (54,3%) από τις
περιπτώσεις όπου το χρησιμοποιούν (45,7%) (χ2(1)= 8,170, p= ,004). Από αυτό το
ποσοστό παρατηρήθηκε ότι το συμπλήρωμα χρησιμοποιούνταν κυρίως στην
κατηγορία των επιτεύξεων (24,9%) και λιγότερο στην κατηγορία των εκπληρώσεων
(20,8%) (χ2(1)= 4,101, p= ,043). Τέλος, οι μαθητές που φοιτούν σε αμιγώς
μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο χρησιμοποιούσαν το συμπλήρωμα του ρήματος
λιγότερο συχνά, όπως προαναφέρθηκε (37,1%) (χ2(1)= 9,403, p< ,001). Από αυτό το
ποσοστό, οι μαθητές του αμιγώς μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου προτιμούσαν
να χρησιμοποιούν το συμπλήρωμα κυρίως με τις επιτεύξεις (21,7%) και λιγότερο με
τις εκπληρώσεις (15,4%) (χ2(1)= 16,007, p< ,001).
Γράφημα 7.17: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος ανά λεξική κατηγορία των δίγλωσσων
συμμετεχόντων (σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο φοιτούν) στη Δοκιμασία Τελικότητας
με εικόνες.
202
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πριν εστιάσουμε στα επιμέρους αποτελέσματα της κάθε ομάδας, μια γενικότερη
παρατήρηση συγκρίνοντας τις ομάδες μεταξύ τους είναι ότι όταν οι συμμετέχοντες
χωριστούν με βάση το γραμματισμό τους δεν διαφέρουν ως προς τη συχνότητα
χρήσης της Σ και ΜΣ όψης· και οι δύο ομάδες προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τη Σ
όψη έναντι της ΜΣ. Πιο αναλυτικά, οι συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό
και στις δύο γλώσσες χρησιμοποιούσαν τη Σ όψη συχνότερα (63,4%) από ότι τη ΜΣ
(34,5%) (χ2(1)= 58,274 , p< ,001) (πρβ. Γράφημα 7.18), ενώ λίγες ήταν οι
περιπτώσεις όπου δεν δόθηκε κάποια απάντηση (1,1%). Παρόμοια είναι και τα
αποτελέσματα των συμμετεχόντων που λαμβάνουν γραμματισμό μόνο στη μία
γλώσσα· η χρήση της Σ όψης (61,9%) ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερη από τη
από τη χρήση της ΜΣ όψης 37,9%) (χ2(1)= 199,244 , p< ,001), ενώ ελάχιστες ήταν οι
περιπτώσεις (0,2%) όπου δεν δόθηκε κάποια απάντηση.
Γράφημα 7.18: Ποσοστό χρήσης της όψης των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με και χωρίς
διγραμματισμό) στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
203
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.19: Ποσοστό χρήσης όψης των δίγλωσσων συμμετεχόντων (ανά εκπαιδευτικό πλαίσιο)
στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
204
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
92
Επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες μεταβλητές καθώς ήταν οι μοναδικές που έκαναν συσχετίσεις με τις
επιδόσεις στη δοκιμασία.
93
Η βηματική παλινδρόμηση έδειξε ως μόνη προβλεπτική μεταβλητή την χρήση της Ελληνικής ως την
ηλικία των 6, προβλέποντας το 5,5% των επιδόσεων [R2= ,055, F(1,94)= 5,516, p= ,021, β= ,235].
205
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Γράφημα 7.20: Ποσοστό χρήσης (αντι)γραμματικών προτάσεων των δίγλωσσων συμμετεχόντων (με
και χωρίς διγραμματισμό) στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων.
Πιο αναλυτικά, εστιάζοντας στα επιμέρους αποτελέσματα των ομάδων, η ομάδα που
λαμβάνει γραμματισμό μόνο στη μία γλώσσα, έτεινε να επαναλαμβάνει τις προτάσεις
όπως ακριβώς τις άκουγε σε ποσοστό 67,4%. Η ομάδα παρήγαγε περισσότερες
αποδεκτές προτάσεις σε σχέση με μη αποδεκτές (χ2(1)= 188,487, p< ,001). Όταν τους
δινόταν μια αποδεκτή πρόταση, η πλειοψηφία την διατηρούσε αποδεκτή (86,7%)
(χ2(1)= 584,203, p< ,001)∙ και αντίστοιχα όταν τους δινόταν μια μη αποδεκτή
πρόταση την διατηρούσαν μη αποδεκτή σε ποσοστό 65,6% (χ2(1)= 69,555, p< ,001).
Λίγες διορθώσεις σημειώθηκαν στη γραμματική όψη (16,2%). Πιο συγκεκριμένα, οι
συμμετέχοντες δεν έδειξαν κάποια προτίμηση ως προς τη χρήση του Σ (49,9%) ή ΜΣ
τύπου (48,8%). Λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που παρήγαγαν μη παρελθοντικούς
χρόνους (0,7%), ή έκαναν λάθος στο μορφολογικό σχηματισμό της όψης (0,2%) ή
δεν έδωσαν κάποια απάντηση (0,4%). Ακόμα, λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που
άλλαζαν τη λεξική κατηγορία των ρημάτων (0,7%). Σε ό,τι αφορά τους ΕΠΔ, οι
περισσότεροι συμμετέχοντες προτιμούσαν να διατηρούν τους ΕΠΔ που τους δίνονταν
(84,8%) (χ2(1)= 849,482, p< ,001), ενώ, όταν τους άλλαζαν, προτιμούσαν να
χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ για Χ ώρα (58,5%), αντί του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (41,5%)
(χ2(1)= 50,492, p< ,001). Όταν ελέγχουμε τον συνδυασμό του ΕΠΔ με τη γραμματική
όψη, οι συμμετέχοντες προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ για Χ ώρα με ΜΣ
όψη έναντι της Σ (31,1% και 26,6%, αντίστοιχα∙ χ2(1)= 6,012, p= ,014). Αντίθετα,
206
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
στον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα προτίμησαν να τον χρησιμοποιούν με Σ όψη έναντι της
ΜΣ (23,4% και 17,5%, αντίστοιχα∙ χ2(1)= 14,796, p< ,001). Επιπλέον, λίγοι ήταν οι
συμμετέχοντες που παρέλειπαν να χρησιμοποιήσουν τους ΕΠΔ (3,2%). Επίσης, λίγες
ήταν οι περιπτώσεις όπου παρατηρήθηκαν άλλου είδους λάθη, όπως αντικαταστάσεις
ή παραλείψεις στην πρόταση (0,3%). Τέλος, οι περισσότερες αλλαγές
πραγματοποιήθηκαν είτε στη γραμματική όψη, είτε στους ΕΠΔ, χωρίς να διαφέρουν
μεταξύ τους.
207
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
αποτελέσματα για τους μαθητές του δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου έδειξαν ότι η
χρήση της Ελληνικής ως την ηλικία των 6 προβλέπει τις επιδόσεις των
συμμετεχόντων σε ποσοστό 13,9% [R2= ,139, F(1,34)= 5,466, p= ,025, β= ,294]. Για
τους συμμετέχοντες του κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού πλαισίου η
δοκιμασία Κύριος Χ προβλέπει το 18,5% των επιδόσεων [R2= ,185, F(1,45)= 10,201,
p= ,003, β= ,430]. Ενώ, για τους μαθητές του μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου
δεν βρέθηκε κάποια προβλεπτική μεταβλητή. Στη συνέχεια, συγκρίσεις μεταξύ των
ομάδων με στατιστικά κριτήρια ANOVA έδειξαν ότι οι ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ
τους ως προς τις συνολικές τους επιδόσεις (πρβ. Γράφημα 7.21). Συγκρίσεις εντός
των ομάδων έδειξαν ότι οι μαθητές που φοιτούν στο αμιγώς μονόγλωσσο
εκπαιδευτικό πλαίσιο παρήγαγαν περισσότερες αποδεκτές (66,1%), σε σχέση με τις
μη αποδεκτές προτάσεις (32,4%) (χ2(1)= 241,902, p< ,001), ενώ δεν έδωσαν καμία
απάντηση στις προτάσεις σε ποσοστό 0,6%. Οι μαθητές που φοιτούν στο δίγλωσσο
εκπαιδευτικό πλαίσιο έδωσαν γραμματικά αποδεκτές απαντήσεις σε ποσοστό 62,3%,
γραμματικά μη αποδεκτές προτάσεις σε ποσοστό 37,5% (χ2(1)= 77,939, p< ,001) και
δεν έδωσαν καμία απάντηση στις προτάσεις σε ποσοστό 0,2%. Τέλος, οι μαθητές που
φοιτούν στο κυρίαρχο στην ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο έδωσαν γραμματικά
αποδεκτές απαντήσεις σε ποσοστό 66,1%, γραμματικά μη αποδεκτές απαντήσεις σε
ποσοστό 33,2% (χ2(1)= 188,009, p< ,001) και δεν έδωσαν καμία απάντηση στις
προτάσεις σε ποσοστό 0,7%.
Γράφημα 7.21: Ποσοστό χρήσης γραμματικών προτάσεων των δίγλωσσων συμμετεχόντων (ανά
εκπαιδευτικό πλαίσιο) στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων.
208
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Πιο αναλυτικά, εστιάζοντας στα επιμέρους αποτελέσματα των ομάδων, η ομάδα που
φοιτά σε δίγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων
επαναλάμβανε τις προτάσεις όπως ακριβώς τις άκουγε (65,5%). Επίσης, παρήγαγε
περισσότερες αποδεκτές από μη αποδεκτές προτάσεις (62,3% και 37,5%, αντίστοιχα∙
χ2(1)= 77,939, p< ,001). Όταν στους συμμετέχοντες δίνονταν αποδεκτές προτάσεις
παρήγαγαν περισσότερες αποδεκτές από μη αποδεκτές προτάσεις (81,1% και 18,7%,
αντίστοιχα∙ χ2(1)= 288,360, p< ,001). Αντίστοιχα, όταν τους δίνονταν μη αποδεκτές
προτάσεις παρήγαγαν περισσότερες μη αποδεκτές από αποδεκτές προτάσεις (64,1%
και 35,7%, αντίστοιχα∙ χ2(1)= 42,123, p< ,001). Λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που
επέλεγαν να αλλάξουν τη γραμματική όψη που τους δινόταν (19,5%). Πιο
συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων προτίμησε τη παραγωγή της Σ όψης
(53,7%) έναντι της ΜΣ (45,4%) (χ2(1)= 8,667, p= ,003). Κάποιοι συμμετέχοντες
χρησιμοποίησαν γερούνδιο (0,6%) στη θέση του ρήματος και λίγοι δεν έδωσαν καμία
απάντηση (0,3%). Επίσης, λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που άλλαξαν τη λεξική
κατηγορία της όψης που τους δόθηκε (1,6%). Όσον αφορά τους ΕΠΔ, οι
περισσότεροι συμμετέχοντες δεν άλλαζαν τον ΕΠΔ που τους δόθηκε (83,9%), ενώ
όταν τους άλλαζαν προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ για Χ ώρα (57,4%), αντί
του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (42,4%) (χ2(1)= 28,418, p< ,001). Επίσης, προτιμούσαν να
χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα με Σ όψη σε σχέση με τη ΜΣ (26% και
16,1%, αντίστοιχα∙ χ2(1)= 29,426, p< ,001)∙ αντίθετα στον ΕΠΔ για Χ ώρα δεν
παρατηρήθηκε προτίμηση για τη χρήση κάποιας από τις δύο τιμές της όψης (29,3%
για τη ΜΣ και 27,6% για τη Σ). Λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που παρέλειπαν να
χρησιμοποιήσουν τους ΕΠΔ (1,3%). Ακόμα, λίγες ήταν οι περιπτώσεις όπου
παρατηρήθηκαν άλλου είδους λάθη, όπως αντικαταστάσεις ή παραλείψεις στην
πρόταση (1,7%). Τέλος, οι περισσότερες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν είτε στη
γραμματική είτε στους ΕΠΔ, χωρίς να διαφέρουν στατιστικά μεταξύ τους.
Και οι μαθητές που φοιτούσαν στο κυρίαρχο στην Ελληνική εκπαιδευτικό πλαίσιο
προτιμούσαν να επαναλαμβάνουν τις προτάσεις της δοκιμασίας όπως ακριβώς τις
άκουγαν (61,3%). Όπως και η προηγούμενη ομάδα, οι συμμετέχοντες παρήγαγαν
περισσότερες αποδεκτές σε σχέση με μη αποδεκτές προτάσεις (66,1% και 33,2%,
αντίστοιχα∙ χ2(1)= 188,009, p< ,001). Ομοίως, όπως παρατηρήθηκε και παραπάνω
όταν στους συμμετέχοντες δίνονταν αποδεκτές προτάσεις παρήγαγαν περισσότερες
209
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
210
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
της γραμματικής όψης (48,7%, για τη ΜΣ όψη και 49,8%, για τη Σ όψη). Λίγα ήταν
τα λάθη που εντοπίστηκαν στο μορφολογικό σχηματισμό της όψης (0,3%), στη χρήση
μη παρελθοντικών χρόνων (0,6%), αλλά και στις περιπτώσεις όπου δεν δόθηκε καμία
απάντηση από τους συμμετέχοντες (0,7%). Επίσης, λίγες ήταν οι περιπτώσεις όπου οι
συμμετέχοντες άλλαξαν τη λεξική κατηγορία της όψης που τους δόθηκε (0,6%).
Αναφορικά με τους ΕΠΔ, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν άλλαξε τον ΕΠΔ που
της δόθηκε (85,2%), ενώ όταν το έκανε προτιμούσε να χρησιμοποιήσει τον ΕΠΔ για
Χ ώρα (56,1%), αντί του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (43,2%) (χ2(1)= 37,565, p< ,001).
Επίσης, προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ για Χ ώρα με ΜΣ όψη σε σχέση με
Σ (30,3% και 25,4%, αντίστοιχα∙ χ2(1)= 9,744, p< ,001) και τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα
με Σ όψη σε σχέση με τη ΜΣ (24,4% και 18,4%, αντίστοιχα∙ χ2(1)= 18,901, p< ,001).
Λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που παρέλειπαν να χρησιμοποιήσουν τους ΕΠΔ (2,9%).
Επίσης, πολύ λίγες ήταν οι περιπτώσεις όπου παρατηρήθηκαν άλλου είδους λάθη,
όπως αντικαταστάσεις ή παραλείψεις στην πρόταση (0,2%). Τέλος, οι περισσότερες
αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στη γραμματική όψη σε σχέση με τους ΕΠΔ (χ2(1)=
19,225, p< ,001).
7.3.5. Σύνοψη
211
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Αναφορικά με τη χρήση των δύο τιμών της όψης, στη δοκιμασία Εκμαίευσης της
Γραμματικής Όψης σημειώθηκαν υψηλότερες επιδόσεις στην ερμηνεία της ΜΣ όψης
σε σχέση με τη Σ. Αντίθετα, στη Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής
Όψης οι συμμετέχοντες σημειώνουν επιδόσεις κορυφής στη Σ όψη σε σχέση με τη
ΜΣ, δηλαδή παρουσιάζουν μια προτίμηση χρήσης της Σ έναντι της ΜΣ όψης,
διαφορά που δεν παρατηρήθηκε στους μαθητές που φοιτούν σε δίγλωσσο
εκπαιδευτικό πλαίσιο. Στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες, οι συμμετέχοντες,
ανεξαρτήτως εκπαιδευτικού πλαισίου και διγραμματισμού, παρήγαγαν περισσότερα
ρήματα σε Σ όψη ανεξάρτητα από το αν το γεγονός απεικονιζόταν ολοκληρωμένο ή
σε εξέλιξη. Επίσης, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων – και κυρίως οι μαθητές του
αμιγώς μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου ή οι μαθητές που λαμβάνουν
γραμματισμό μόνο στη μία γλώσσα94 – παρέλειπε να αναφέρει το συμπλήρωμα του
ρήματος, κυρίως στη λεξική κατηγορία των εκπληρώσεων και λιγότερο των
επιτεύξεων.
94
Οι δύο αυτές ομάδες αποτελούνται στην ουσία από τους ίδιους περίπου συμμετέχοντες, τα
ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που κατοικούν στην Ελλάδα.
212
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
στα πλαίσια της παρούσας έρευνας όλοι οι συνδυασμοί του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα με
Σ είναι αποδεκτοί. Σχετικά με τον ΕΠΔ για Χ ώρα οι μαθητές του δίγλωσσου και
κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού πλαισίου δεν δείχνουν κάποια προτίμηση
ως προς τη χρήση των δύο τιμών της όψης∙ γεγονός που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία
οδηγεί σε αντιγραμματικότητα στην περίπτωση των καταστάσεων (Sioupi 2012),
καθώς και στην κατηγορία των δραστηριοτήτων σύμφωνα με την πιλοτική μελέτη
των ενηλίκων. Επίσης, παρατηρήθηκε, για το σύνολο των συμμετεχόντων, παραγωγή
αποδεκτών προτάσεων όταν άκουγαν αποδεκτές προτάσεις και μη αποδεκτών, όταν
τους άκουγαν μη αποδεκτές προτάσεις, όπως είχε παρατηρηθεί και στο προηγούμενο
κεφάλαιο, ενότητα 6.3.4.
95
Οι δύο ομάδες αποτελούνται περίπου από τον ίδιο αριθμό παιδιών, καθώς οι μόνοι συμμετέχοντες
που δεν λαμβάνουν διγραμματισμό είναι τα ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που κατοικούν στην Ελλάδα
και φοιτούν στο μονόγλωσσο εκπαιδευτικό σύστημα. Εξαίρεση αποτελούν τα 13 ελληνοαλβανόφωνα
παιδιά που παρακολουθούν μαθήματα αλβανικών στο σύλλογο Μητέρα Τερέζα.
213
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
αναμενόμενο, από το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο φοιτούν. Έτσι, στους μαθητές
του δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου ο τρέχων γραμματισμός συντελείται και στις
δύο γλώσσες, οι μαθητές του κυρίαρχου στην Ελληνική εκπαιδευτικού πλαισίου ο
γραμματισμός συντελείται κυρίως στην Ελληνική ή και στις δύο γλώσσες και τέλος,
οι μαθητές του αμιγώς μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου λαμβάνουν
γραμματισμό κυρίως στην Ελληνική (πρβ. Πίνακας 7.5). Το ΚΟΕ των μαθητών του
δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου είναι υψηλότερο από τις υπόλοιπες ομάδες. Το
ίδιο ισχύει και για τους συμμετέχοντες που λαμβάνουν γραμματισμό και στις δύο
γλώσσες σε σχέση με αυτούς που λαμβάνουν μόνο στη μία γλώσσα. Επίσης, ο
ηλικιακός μέσος όρος των μαθητών του δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου είναι
μεγαλύτερος σε σχέση με τους μαθητές των υπολοίπων εκπαιδευτικών πλαισίων.
Αναφορικά με τις λεξιλογικές επιδόσεις στην Ελληνική, οι μαθητές του αμιγώς
μονόγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου, καθώς και οι μαθητές που λαμβάνουν
γραμματισμό μόνο στην Ελληνική, σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις από τις
υπόλοιπες ομάδες, οι οποίες δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Αντίθετα, ως προς τις
λεξιλογικές επιδόσεις των συμμετεχόντων στην «άλλη γλώσσα», οι μαθητές του
δίγλωσσου εκπαιδευτικού πλαισίου, καθώς και οι συμμετέχοντες που λαμβάνουν
γραμματισμό και στις δύο γλώσσες σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις από τις
υπόλοιπες ομάδες, οι οποίες δεν διαφέρουν μεταξύ τους.
214
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
215
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
Σε ό,τι αφορά τον διγραμματισμό και το εκπαιδευτικό πλαίσιο στην κατάκτηση της
όψης, η επίδρασή του είναι αρκετά περιορισμένη καθώς εμφανίστηκε σε ορισμένες
ομάδες και δοκιμασίες. Στη δοκιμασία Εκμαίευσης της γραμματικής όψης οι
πρακτικές του πρώιμου γραμματισμού και στις δύο γλώσσες αποτελούν προβλεπτική
μεταβλητή στις επιδόσεις των συμμετεχόντων που φοιτούν στο ελληνικό
μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο (σύμφωνα και με προηγούμενες έρευνες Wells
1985, Dickinson et al. 1992, Snow & Tabors 1993, Oller et al. 2007). Γεγονός που
δείχνει ότι η χρήση και των δύο γλωσσών έως την ηλικία των 6 επηρεάζει την
γλωσσική κατάκτηση, σύμφωνα και με προηγούμενες έρευνες (Gathercole 2002),
στην προκειμένη περίπτωση τον μορφοφωνολογικό σχηματισμό της όψης. Στη
δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων όπου ο γραμματισμός στην Ελληνική αποτελεί
προβλεπτική μεταβλητή των επιδόσεων των συμμετεχόντων, αν και μαζί με άλλες
μεταβλητές προβλέπουν ένα μικρό ποσοστό των αποτελεσμάτων. Επίσης
παρατηρήθηκε κυρίως η λεξιλογική ικανότητα και γνωστικές ικανότητες προβλέπουν
τις επιδόσεις των γλωσσικών δοκιμασιών (πρβ. Πίνακας 7.13).
216
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
217
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
γλώσσες, παρόμοια με προηγούμενες έρευνες (Cobo-Lewis et al. 2002, Oller & Eilers
2002). Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται συνοπτικά στον παρακάτω πίνακα (πρβ.
Πίνακας 7.14).
Τελικότητας με εικόνες Εκπ. και στις 2 γλώσσες: ναι > όχι (p= ,061)
Διόρθωσης προτάσεων μ.σ.
Αναφορικά με τη χρήση των δύο τιμών της όψης, στη δοκιμασία Εκμαίευσης της
Γραμματικής Όψης σημειώθηκαν υψηλότερες επιδόσεις στην ερμηνεία της ΜΣ όψης
σε σχέση με τη Σ, αντίθετα με προηγούμενες έρευνες (Νατσόπουλος &
Παναγοπούλου 1985, Παπαδοπούλου 2005, Ματθαιουδάκη et al. 2011, μ.ά.), είτε
πιθανώς επειδή είναι ευκολότερος ο μορφολογικός σχηματισμός της (Nicoladis &
Paradis 2012) είτε εξαιτίας της δοκιμασίας96. Εξαίρεση αποτελούν οι μαθητές που
φοιτούν στο δίγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο, στους οποίους δεν σημειώνονται
διαφορές ανάμεσα στις επιμέρους συνθήκες της δοκιμασίας, γεγονός που δηλώνει μια
ομοιογενή κατάκτηση της όψης ως προς τις δύο τιμές της. Αντίθετα, στις υπόλοιπες
δοκιμασίες παρατηρήθηκε η αντίθετη εικόνα, δηλαδή χρήση της Σ όψης έναντι της
ΜΣ, επιβεβαιώνοντας προηγούμενες έρευνες σχετικά με την κατάκτηση της όψης
στην Ελληνική (Βαλετόπουλος 2001, Παπαδοπούλου 2005, Ματθαιουδάκη et al.
2011, μ.ά). Εξαίρεση αποτελούν οι δίγλωσσοι που δεν λαμβάνουν διγραμματισμό και
οι συμμετέχοντες που φοιτούν στο μονόγλωσσο εκπαιδευτικό πλαίσιο97, οι οποίοι στη
δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων χρησιμοποιούν εξίσου τη Σ και ΜΣ όψη. Επίσης, η
πλειοψηφία των συμμετεχόντων – και κυρίως οι μαθητές του αμιγώς μονόγλωσσου
εκπαιδευτικού πλαισίου – παρέλειπε να αναφέρει το συμπλήρωμα του ρήματος,
κυρίως στη λεξική κατηγορία των εκπληρώσεων και λιγότερο των επιτεύξεων.
96
Σε ανάλυση που είχε πραγματοποιηθεί στις επιδόσεις των μονόγλωσσα παιδιών τα αποτελέσματα
έδειξαν ότι υπήρχαν κάποιες προβληματικές προτάσεις που δυσκόλευαν ακόμα και τα μονόγλωσσα
παιδιά. Ωστόσο, εξαιτίας του πλήθους των αποτελεσμάτων δεν πραγματοποιήθηκε παρόμοια ανάλυση
για τα δίγλωσσα παιδιά και απόκλιση των συγκεκριμένων προτάσεων.
97
Οι δύο ομάδες αποτελούνται περίπου από τον ίδιο αριθμό παιδιών, καθώς οι μόνοι συμμετέχοντες
που δεν λαμβάνουν διγραμματισμό είναι τα ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που κατοικούν στην Ελλάδα
και φοιτούν στο μονόγλωσσο εκπαιδευτικό σύστημα. Εξαίρεση αποτελούν τα 13 ελληνοαλβανόφωνα
παιδιά που παρακολουθούν μαθήματα αλβανικών στο σύλλογο Μητέρα Τερέζα.
218
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
219
Κεφάλαιο 7 (Δι)γραμματισμός & εκπαιδευτικό πλαίσιο
μάλιστα χωρίς να δίνουν σημαντικό γλωσσικό προβάδισμα στη μία από τις δύο
γλώσσες, στην προκειμένη περίπτωση στην Ελληνική. Συνεπώς, κυρίως το είδος του
εκπαιδευτικού πλαισίου, και λιγότερο απλά ο διγραμματισμός, ενισχύει τη δίγλωσση
γνωστική «υπεροχή» συνδέοντάς την με τις γλωσσικές ικανότητες.
220
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Οι υποθέσεις μας είναι ότι μεταβλητές, όπως η ηλικία ή το ΚΟΕ θα προβλέπουν τις
επιδόσεις των συμμετεχόντων στις γνωστικές δοκιμασίες (Brocki & Bohlin 2004,
Morton & Harper 2007, Carlson & Meltzoff 2008, Blom et al. 2014, μ.ά.). Σε ό,τι
αφορά τις γλωσσικές δοκιμασίες θεωρούμε ότι η λεξιλογική επάρκεια (Ayoun 2005,
Slabakova 2003, μ.ά.), η ηλικία (Shirai & Andersen 1995, Olsen & Weinberg 1999,
μ.ά.) και οι γνωστικές δοκιμασίες (Carlson & Meltzoff 2008) θα επηρεάζουν τις
επιδόσεις των μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων∙ ωστόσο στην
περίπτωση των δίγλωσσων συμμετεχόντων πιστεύουμε ότι και περιβαλλοντικοί
98
Επιλέξαμε να εφαρμόσουμε βηματική παλινδρόμηση αρχικά για το σύνολο των δίγλωσσων
συμμετεχόντων, και στη συνέχεια για κάθε ομάδα ξεχωριστά, γιατί υποθέτουμε ότι στην κάθε ομάδα οι
παράγοντες που θα προβλέπουν τις επιδόσεις της δεν θα είναι οι ίδιοι, εξαιτίας της ανομοιογένειας της
κάθε ομάδας. Και οι περιβαλλοντικοί ή γνωστικοί παράγοντες που μπορεί να προβλέπουν τις επιδόσεις
των συμμετεχόντων στις γλωσσικές δοκιμασίες να χάνονται όταν εφαρμόζουμε παλινδρόμηση για το
σύνολο των δίγλωσσων συμμετεχόντων.
221
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
99
Εισάγουμε ξανά τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στο κριτήριο της παλινδρόμησης, παρά το
γεγονός ότι έχουν χρησιμοποιηθεί και σε προηγούμενα κεφάλαια, καθώς σε κάθε κεφάλαιο η
κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων αλλάζει. Συνεπώς, η κάθε ομάδα σε κάθε κεφάλαιο αποτελείται
από διαφορετικούς συμμετέχοντες.
222
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Υποχρεωτικής επιλογής και διόρθωσης προτάσεων (r= ,482 , p< ,001 και r= ,489, p=
,030, αντίστοιχα) (πρβ. Πίνακας 8.1).
Πίνακας 8.1: Συσχετίσεις ανάμεσα στη λεξιλογική επάρκεια, τις αναπτυξιακές διαφορές και τις
γλωσσικές δοκιμασίες (δίγλωσσοι και μονόγλωσσοι συμμετέχοντες).
Εκμαίευσης Υποχρεωτικής Τελικό- Διόρθωσης
γραμματικής επιλογής τητας προτάσεων
όψης
Λεξιλογική r= ,331** r= ,332** r= ,054 r= ,359**
επάρκεια
(δίγλωσσοι)
Ηλικία r= ,170* r= ,180* r= ,145 r= ,103
(δίγλωσσοι)
Ηλικία r= ,207 r= ,482** r= ,128 r= ,489**
(μονόγλωσσοι)
*
p < .05.
**
p < .01.
Πίνακας 8.2: Συσχετίσεις ανάμεσα στη λεξιλογική επάρκεια, τις αναπτυξιακές διαφορές και τις
γνωστικές δοκιμασίες (δίγλωσσοι και μονόγλωσσοι συμμετέχοντες).
Μη λεκτικής Αντίστροφης Κύριος Χ Δύο Πίσω
νοημοσύνης ανάκλησης
Λεξ. επάρκεια r= -,115 r= -,143 r= ,034 r= -,161
(δίγλωσσοι)
Ηλικία r= ,360** r= ,229** r= ,377** r= ,393**
(δίγλωσσοι)
Ηλικία r= ,584** r= ,422** r= ,312* r= ,256*
(μονόγλωσσοι)
* **
p < .05. p < .01.
223
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
224
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
225
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
226
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
8.1). Ενώ δεν παρατηρήθηκαν άλλες διαφορές μεταξύ των ομάδων. Ελέγχοντας τις
επιδόσεις ως προς την ηλικία φάνηκε ότι η επίδρασή της είναι ιδιαίτερα σημαντική
στις επιδόσεις [F(1,203)= 37,264, p< ,001, η2= ,155], ωστόσο οι διαφορές των
ελληνοαλβανόφωνων της Ελλάδας με τους ελληνογερμανόφωνους (p= ,003) και με
τους μονόγλωσσους (p< ,001) εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Όταν οι επιδόσεις
ελέγχθηκαν με βάση το ΚΟΕ, φάνηκε να υπάρχει σημαντική επίδραση στις επιδόσεις
[F(1,203)= 5,290, p= ,022, η2= ,025], ενώ η μόνη διαφορά που παρέμενε ήταν
ανάμεσα στους ελληνοαλβανόφωνους της Ελλάδας και τους ελληνογερμανόφωνους
της Γερμανίας (p< ,001) – καθώς οι δεύτεροι είχαν καλύτερες επιδόσεις από τους
πρώτους - η οποία πιθανώς να οφείλεται στο εκπαιδευτικό πλαίσιο (πρβ. ενότητα
7.2.1).
Γράφημα 8.1: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων και μονόγλωσσων συμμετεχόντων στη δοκιμασία
μη λεκτικής νοημοσύνης.
227
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Πίνακας 8.3: Επιδόσεις δίγλωσσων και μονόγλωσσων στη δοκιμασία Κύριος Χ (σε ανεπεξ. αριθμ.).
Γ1 Ν Μ.Ο. Τ.Α.
Ελλ_γερμ 58 14 4,5
Ελλ_αλβ_Αλβ 25 16,4 7,1
Ελλ_αλβ_Ελλ 62 12,7 4,5
Μονόγλωσσοι 63 15,2 4,8
228
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
229
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
15,013, p< ,001, β= ,460]. Για τους ελληνοαλβανόφωνους που ζουν στην Ελλάδα,
αλλά και για τους μονόγλωσσους η ηλικία προβλέπει σε μικρό ποσοστό τις επιδόσεις
των συμμετεχόντων (7,3% και 6,6%, αντίστοιχα) [R2= ,073 , F(1,60)= 4,712, p= ,034,
β= ,270 και R2= ,066 , F(1,61)= 4,293, p= ,043, β= ,256, αντίστοιχα]. Ενώ για τους
ελληνοαλβανόφωνους που ζουν στην Αλβανία δεν βρέθηκε κάποια προβλεπτική
μεταβλητή.
Στη δοκιμασία Δύο Πίσω παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες [F(3,203)=
6,254, p< ,001]. Οι ελληνοαλβανόφωνοι (Αλβανίας) και οι μονόγλωσσοι σημείωσαν
τις υψηλότερες επιδόσεις (64,2% και 57,7%, αντίστοιχα) και δεν διαφέρουν μεταξύ
τους. Οι ελληνοαλβανόφωνοι της Αλβανίας διαφέρουν από τις δύο δίγλωσσες ομάδες
(για τους ελληνογερμανόφωνους, p= ,013· και για τους ελληνοαλβανόφωνους
Ελλάδας, p= ,004), οι οποίες όμως δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Τέλος, οι
μονόγλωσσοι σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις μόνο από τους ελληνοαλβανόφωνους
της Ελλάδας (p= ,018) (πρβ. Γράφημα 8.2). Ελέγχοντας τα αποτελέσματα για την
ηλικία, φαίνεται ότι υπάρχει επίδρασή της στις επιδόσεις των συμμετεχόντων
[F(1,203)= 26,296, p< ,001, η2= ,115], αλλά οι διαφορές μεταξύ των ομάδων
αλλάζουν. Έτσι, ελέγχοντας τις επιδόσεις ως προς την ηλικία, οι ελληνοαλβανόφωνοι
συμμετέχοντες της Αλβανίας συνεχίζουν να σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις από
τους ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες της Ελλάδας (p= ,029) και τους
ελληνογερμανόφωνους συμμετέχοντες (p= ,015). Οι μονόγλωσσοι δεν διαφέρουν
πλέον από τους ελληνοαλβανόφωνους της Ελλάδας. Τέλος, ενδιαφέρον
παρουσιάζουν τα αποτελέσματα όταν τα ελέγχουμε ως προς τις επιδόσεις στην
αντίστροφη ανάκληση ψηφίων (επειδή και είχαν υψηλή συσχέτιση). Τα
αποτελέσματα δείχνουν ότι η λεκτική ΕΜ επηρεάζει τις επιδόσεις των παιδιών
[F(1,203)= 9,015, p= ,003, η2= ,043], ενώ, ελέγχοντας τις επιδόσεις ως προς τη
λεκτική ΕΜ, η μόνη σχετικά μικρή διαφορά που παραμένει είναι ανάμεσα στους
ελληνοαλβανόφωνους (Αλβανίας) και τους ελληνογερμανόφωνους (Γερμανίας) (p=
,046), με τους πρώτους να είναι ορθότεροι από τους δεύτερους.
230
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.2: Επιδόσεις (σε ποσοστά) δίγλωσσων και μονόγλωσσων συμμετεχόντων στη δοκιμασία
Δύο Πίσω.
8.1.5. Σύνοψη
Από τα αποτελέσματα των γνωστικών δοκιμασιών προκύπτει ότι η ηλικία σχεδόν στο
σύνολο των περιπτώσεων προβλέπει τις επιδόσεις των συμμετεχόντων. Επίσης και το
ΚΟΕ φαίνεται να αποτελεί προβλεπτικό δείκτη για ορισμένες ικανότητες (όπως της
μη λεκτικής νοημοσύνης). Συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων έδειξαν ότι στο σύνολο
των γνωστικών ικανοτήτων – με εξαίρεση τη μη λεκτική ΕΜ – οι
ελληνοαλβανόφωνοι συμμετέχοντες που ζουν στην Ελλάδα σημειώνουν χαμηλότερες
επιδόσεις από τις υπόλοιπες ομάδες που στις περισσότερες περιπτώσεις διατηρούνται
και μετά τον έλεγχο των αποτελεσμάτων με συμμεταβλητές. Πιθανώς οι διαφορές
αυτές να οφείλονται στο εκπαιδευτικό πλαίσιο που φοιτούν οι συμμετέχοντες. Τέλος,
σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η ομάδα ελέγχου σημείωσε ιδιαίτερα υψηλές
επιδόσεις στις γνωστικές δοκιμασίες που δεν μπορούν να υπεργενικευτούν, όπως
αναφέρθηκε και στην ενότητα 6.2.5.
231
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
100
Όπως προαναφέρθηκε, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες εισάγονται ξανά στο κριτήριο της
παλινδρόμησης, παρόλο που χρησιμοποιήθηκαν και σε προηγούμενα κεφάλαια, καθώς η
κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο και η κάθε ομάδα αποτελείται από
διαφορετικούς συμμετέχοντες.
101
Στο παρόν κεφάλαιο δεν εξετάζονται οι παράγοντες που εξετάστηκαν σε προηγούμενα, όπως η
γλωσσική κυριαρχία, ο διγραμματισμός και το εκπαιδευτικό πλαίσιο. Όταν γίνεται αναφορά στο
διγραμματισμό εννοείται ο γραμματισμός και στις δύο γλώσσες όπως προκύπτει από τα
ερωτηματολόγια.
232
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
233
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
ηλικία [F(2,400)= 10,246, p= ,001, η2= ,049, όπως φαίνεται από το Γράφημα 8.5]102·
ενώ δεν παρατηρήθηκε αλληλεπίδραση της όψης σε σχέση με τις λεξιλογικές ομάδες
(όπως φαίνεται από το Γράφημα 8.4). Ακόμα, παρατηρήθηκαν κύριες επιδράσεις των
γλωσσικών ομάδων, καθώς και της λεξιλογικής και ηλικιακής ομάδας [F(3,200)=
12,183, p< ,001, η2= ,155, F(1,133)= 4,287, p= ,040, η2= ,031 και F(1,200)= 9,384,
p= ,002, η2= ,045, αντίστοιχα]. Post hoc κριτήρια Bonferroni έδειξαν ότι οι
μονόγλωσσοι σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από όλες τις δίγλωσσες ομάδες (p<
,001, για όλες τις συγκρίσεις)· ενώ δεν παρατηρήθηκαν άλλες διαφορές. Επίσης, οι
ομάδες με τις υψηλότερες λεξιλογικές επιδόσεις σημείωσαν και καλύτερες επιδόσεις
στην όψη σε σχέση με την ομάδα με τις χαμηλότερες επιδόσεις (p= ,040). Επίσης οι
μεγαλύτεροι ηλικιακά συμμετέχοντες σημείωσαν υψηλότερες επιδόσεις από τους
μικρότερους συμμετέχοντες (p= ,002). Συγκρίσεις κατά ζεύγη έδειξαν ότι σε ό,τι
αφορά τις λεξιλογικές ομάδες ότι η ερμηνεία του συνήθους είναι υψηλότερη σε
σχέση με αυτή του συνεχούς (p< ,001). Επίσης οι επιδόσεις στη Σ όψη είναι
σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση και με τις δύο ερμηνείες της ΜΣ όψης (p< ,001, και
για τις δύο συγκρίσεις) (όπως φαίνεται από το Γράφημα 8.5).
Γράφημα 8.3: Μέσοι όροι επίδοσης (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των γλωσσικών ομάδων κατά
πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
102
Επειδή βρέθηκαν αλληλεπιδράσεις με τις γλωσσικές και ηλικιακές ομάδες στη συνέχεια θα
πραγματοποιηθούν κριτήρια t για εξαρτημένα δείγματα.
234
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.4: Μέσοι όροι επίδοσης (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των ηλικιακών ομάδων κατά
πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 8.5: Μέσοι όροι επίδοσης (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) των λεξιλογικών ομάδων κατά
πειραματική συνθήκη στη Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
235
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.6: Επιδόσεις (σε ποσοστά) μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων στη Δοκιμασία
Εκμαίευσης Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 8.7: Επιδόσεις μονόγλωσσων συμμετεχόντων (με βάση την ηλικία) στη Δοκιμασία
Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
236
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.8: Επιδόσεις ελληνογερμανόφωνων συμμετεχόντων (με βάση την ηλικία) στη Δοκιμασία
Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
237
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.9: Επιδόσεις ελληνοαλβανόφωνων συμμετεχόντων (Αλβανία) (με βάση την ηλικία) στη
Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 8.10: Επιδόσεις ελληνοαλβανόφωνων συμμετεχόντων (Ελλάδα) (με βάση την ηλικία) στη
Δοκιμασία Εκμαίευσης της Γραμματικής Όψης.
238
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
239
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Αναφορικά με τις δύο τιμές της όψης σε όλες τις ομάδες παρατηρήθηκε ότι στη Σ
όψη σημειώθηκαν υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τη ΜΣ (p< ,001, για όλες τις
συγκρίσεις)· ενώ δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε ό,τι αφορά
τις δύο ερμηνείες της ΜΣ όψης. Εξαίρεση αποτελεί η ομάδα με χαμηλές λεξιλογικές
επιδόσεις, στην οποία εκτός από τις διαφορές ανάμεσα στις δύο τιμές της όψης (Σ και
ΜΣ, p< ,001) παρατηρήθηκαν και διαφορές ανάμεσα στις δύο ερμηνείες της ΜΣ
όψης. Έτσι η ερμηνεία του συνήθους φαίνεται ότι δυσκολεύει ιδιαίτερα τους
συμμετέχοντες σε σχέση με την ερμηνεία του συνεχούς (p= ,011, πρβ. Γράφημα 8.13).
240
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.11: Μέσοι όροι επίδοσης των γλωσσικών ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 8.12: Μέσοι όροι επίδοσης των ηλικιακών ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
241
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.13: Μέσοι όροι επίδοσης των λεξιλογικών ομάδων κατά πειραματική συνθήκη στη
Δοκιμασία Υποχρεωτικής Επιλογής της Γραμματικής Όψης.
Γράφημα 8.14: Επιδόσεις (σε ποσοστά) μονόγλωσσων και δίγλωσσων συμμετεχόντων στη Δοκιμασία
Υποχρεωτικής Επιλογής.
242
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Ελληνογερμανόφωνοι (Γερμανίας)
Ελληνοαλβανόφωνοι (Αλβανίας)
Αναφορικά με τους συνδέσμους, οι μικρότεροι ηλικιακά ελληνοαλβανόφωνοι
συμμετέχοντες που ζουν στην Αλβανία φαίνεται ότι δεν επηρεάζονται από την
παρουσία των συνδέσμων. Ενώ, αντίθετα, οι μεγαλύτεροι ηλικιακά συμμετέχοντες
φαίνεται ότι στο σύνολο της δοκιμασίας και στην συνθήκη του συνεχούς της ΜΣ
όψης επηρεάζονται θετικά από την παρουσία των συνδέσμων [t(14)= 2,467, p= ,027
και t(14)= 4,125, p= ,001, αντίστοιχα]. Στις υπόλοιπες συνθήκες φαίνεται ότι η
243
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
παρουσία των συνδέσμων δεν επηρεάζει τις επιδόσεις των συμμετεχόντων. Όταν οι
συμμετέχοντες χωριστούν με βάση το λεξιλόγιο, στην ομάδα Α φαίνεται πως η
παρουσία των συνδέσμων επηρεάζει οριακά θετικά την επιλογή της ερμηνείας του
συνεχούς της ΜΣ όψης [t(13)= 2,061, p= ,060]· ενώ άλλες διαφορές δεν
παρατηρήθηκαν μεταξύ των συνθηκών. Στην ομάδα Β, οι σύνδεσμοι φαίνεται ότι
βοηθούν τους συμμετέχοντες, τόσο στις συνολικές επιδόσεις στη δοκιμασία [t(10)=
2,417, p= ,036], όσο και στην ερμηνεία του συνεχούς της ΜΣ όψης [t(10)= 3,130, p=
,011] (πρβ. Πίνακας 8.6).
Ελληνοαλβανόφωνοι (Ελλάδας)
244
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Μονόγλωσσοι
Πίνακας 8.8: Επιδόσεις (σε ανεπεξέργαστους αριθμούς) μονόγλωσσων αναφορικά με τη χρήση των
συνδέσμων.
Ηλικία
8-10 ετών 10-12 ετών
Μ.Ο. Μ.Ο.
Σύνολο_με 25,2 27,4
Σύνολο_χωρίς (/30) 24,8 27,7
Σύνηθες_με 7,2 8,9
Σύνηθες_χωρίς (/10) 7,8 9,5
Συνεχές με 8,4 9,2
Συνεχές χωρίς (/10) 7,3 8,4
Σ_με 9,5 9,7
Σ_χωρίς (/10) 9,8 9,8
245
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.15: Ποσοστό σωστών και εσφαλμένων απαντήσεων των μονόγλωσσων και δίγλωσσων
συμμετεχόντων στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
246
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
247
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.16: Ποσοστό χρήσης συμπληρώματος (ανά λεξική κατηγορία) των μονόγλωσσων και
δίγλωσσων συμμετεχόντων στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
248
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
249
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.17: Ποσοστό χρήσης γραμματικής όψης (Σ, ΜΣ) στους μονόγλωσσους και δίγλωσσους
συμμετέχοντες στη Δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες.
Στη δοκιμασία, η βηματική παλινδρόμηση έδειξε ότι για το σύνολο των δίγλωσσων
συμμετεχόντων προβλεπτικές μεταβλητές είναι το λεξιλόγιο στα ελληνικά, η ηλικία
και η τρέχουσα χρήση της Ελληνικής [R2= ,178, F(1,141)= 3,913, p= ,050· για το
λεξιλόγιο, β= ,358, p< ,001· για την ηλικία, β= ,189, p= , 017· και για την χρήση της
Ελληνικής, β= ,156, p= , 050].
250
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
103
Αρχικά χωρίς τη λεξιλογική ομάδα, καθώς οι μονόγλωσσοι συμμετέχοντες θα αποκλείονταν από τη
σύγκριση.
251
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.18: Μέσοι όροι επίδοσης των γλωσσικών ομάδων ανά ηλικιακή ομάδα στη Δοκιμασία
ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων.
252
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.19: Μέσοι όροι επίδοσης των δίγλωσσων ομάδων ανά λεξιλογική ομάδα στη Δοκιμασία
ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων.
253
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
254
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Ακόμα παρατηρήθηκε ότι και οι δύο ομάδες επαναλάμβαναν τις προτάσεις όπως
ακριβώς τις άκουγαν (για την ομάδα Α, 62,7%, και για την ομάδα Β 60,9%), χωρίς να
σημειώνονται διαφορές ανάμεσα στις ομάδες. Σε αυτό το σημείο όμως αξίζει να
σημειωθεί ότι οι γραμματικές προτάσεις που δόθηκαν ήταν περισσότερες σε σχέση με
τις αντιγραμματικές προτάσεις. Οι περισσότερες αλλαγές που έγιναν στις προτάσεις
από τους συμμετέχοντες ήταν ως προς τη γραμματική όψη (για την ομάδα Α, 22% και
για την ομάδα Β, 23%) και όχι ως προς τους ΕΠΔ (μέσα σε / για Χ ώρα) (για την
ομάδα Α, 15,6% και για την ομάδα Β, 17,7%) (χ2(1)= 14,077, p< ,001, Cramer’s V=
,082). Οι συμμετέχοντες και από τις δύο ομάδες προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον
ΕΠΔ για (για την ομάδα Α, 61,6% και για την ομάδα Β, 61,4%) σε σύγκριση με τον
ΕΠΔ (μέσα) σε (για την ομάδα Α, 32,5% και για την ομάδα Β, 37,5%) (χ2(1)= 94,110,
p< ,001 και χ2(1)= 60,562, p< ,001, αντίστοιχα). Όταν εξετάζουμε τη χρήση του ΕΠΔ
σε συνδυασμό με τη γραμματική όψη, παρατηρούμε ότι η ομάδα Α προτιμάει να
χρησιμοποιεί τον ΕΠΔ για Χ ώρα με ΜΣ όψη και λιγότερο με Σ όψη (34,4% και
27,1%, αντίστοιχα) (χ2(1)= 8,997, p= ,003), ενώ τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα προτιμάει
να τον χρησιμοποιεί με Σ όψη, και λιγότερο με ΜΣ όψη (24,4% και 13,6%,
255
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Επίσης, όταν εξετάζουμε το συνδυασμό της γραμματικής, της λεξικής όψης και των
ΕΠΔ, μια γενική παρατήρηση είναι ότι η ομάδα Α προτιμάει να χρησιμοποιεί όλες τις
λεξικές κατηγορίες, και κυρίως τις δραστηριότητες, σε ΜΣ όψη σε συνδυασμό με τον
ΕΠΔ για Χ ώρα (για τις δραστηριότητες 38,8%· για τα στιγμικά ρήματα 31,9%· και
για τις καταστάσεις, 32,5%). Κυρίως όμως χρησιμοποιούνται οι δραστηριότητες σε
σχέση με τις υπόλοιπες δύο κατηγορίες (για τα στιγμικά ρήματα, χ2(1)= 32,450, p<
,001 Cramer’s V= ,187· και για τις καταστάσεις, χ2(1)= 5,330, p= ,021 Cramer’s V=
,077). Ακολουθούν σε προτίμηση χρήσης της ΜΣ όψης με τον ΕΠΔ για Χ ώρα με τις
καταστάσεις σε σχέση με τα στιγμικά ρήματα (χ2(1)= 11,247, p= ,001 Cramer’s V=
,111). Η Σ όψη σε συνδυασμό με τον ΕΠΔ για Χ ώρα, προτιμάται περισσότερο με τις
καταστάσεις (29,6%) σε σχέση με τα στιγμικά ρήματα (25,9%) (χ2(1)= 7,346, p= ,007
Cramer’s V= ,086). Άλλες διαφορές δεν παρατηρήθηκαν μεταξύ των ομάδων. Ο ΕΠΔ
σε Χ ώρα σε συνδυασμό με τη ΜΣ όψη χρησιμοποιείται κυρίως με στιγμικά ρήματα
(17,5%) σε σχέση με τις καταστάσεις (11,2%) και τις δραστηριότητες (12,1%) (χ2(1)=
11,247, p= ,001 Cramer’s V= ,111 και χ2(1)= 32,450, p< ,001 Cramer’s V= ,187,
αντίστοιχα). Επίσης, οι καταστάσεις δεν διαφέρουν από τις δραστηριότητες. Ο ΕΠΔ
σε Χ ώρα σε συνδυασμό με τη Σ όψη φαίνεται ότι προτιμάται να χρησιμοποιείται με
στιγμικά ρήματα (24,1%) σε σχέση με καταστάσεις (26,4%) και δραστηριότητες
(22,7%) (χ2(1)= 7,346, p= ,007 Cramer’s V= ,086 και χ2(1)= 4,071, p= ,044 Cramer’s
V= ,065, αντίστοιχα), ενώ διαφορές δεν παρατηρήθηκαν ανάμεσα στις δύο τελευταίες
κατηγορίες. Συγκρίσεις εντός των λεξικών κατηγοριών έδειξαν ότι στις
δραστηριότητες κατά τη χρήση της ΜΣ όψης προτιμάται ο ΕΠΔ για Χ ώρα (χ2(1)=
103,949, p< ,001), ενώ κατά τη χρήση της Σ όψης χρησιμοποιούνται και οι δύο
προσδιορισμοί εξίσου. Το ίδιο ισχύει και στις καταστάσεις (χ2(1)= 50,009, p< ,001).
Στα στιγμικά ρήματα κατά τη χρήση της ΜΣ όψης προτιμάται ο συνδυασμός του
ΕΠΔ για Χ ώρα (χ2(1)= 6,898, p= ,009), ενώ κατά τη χρήση της Σ όψης προτιμάται ο
συνδυασμός του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (χ2(1)= 8,498, p= ,004).
256
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Η ομάδα Β δεν δείχνει κάποια προτίμηση στις δραστηριότητες (16,7%), στα στιγμικά
ρήματα (12,9%) και τις καταστάσεις (10,9%) ως προς την επιλογή ΜΣ όψης και του
ΕΠΔ για Χ ώρα. Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση Σ όψης και του ΕΠΔ σε Χ ώρα
(24,7%, 24,4%, 22,1%, αντίστοιχα). Αντίθετα, κατά τη χρήση ΜΣ όψης και του ΕΠΔ
(μέσα) σε Χ ώρα, κυρίως προτιμάται με τα στιγμικά ρήματα (12,9%) και τις
καταστάσεις (10,9%) και λιγότερο με τις δραστηριότητες (16,7%). Διαφορές
εντοπίστηκαν ανάμεσα στα στιγμικά ρήματα και τις δραστηριότητες (χ2(1)= 4,697, p=
,030) και οριακές διαφορές ανάμεσα στις καταστάσεις και τις δραστηριότητες (χ2(1)=
3,664, p= ,056). Ενώ κατά το συνδυασμό της Σ όψης και του ΕΠΔ για Χ ώρα
προτιμάται κυρίως είτε με τις δραστηριότητες (28,2%), είτε με τις καταστάσεις
(35,9%) σε σχέση με τα στιγμικά ρήματα (8,4%) (χ2(1)= 9,780, p= ,002 και χ2(1)=
4,251, p= ,039).
Συγκρίσεις εντός των λεξικών κατηγοριών έδειξαν ότι στις δραστηριότητες κατά τη
χρήση της ΜΣ όψης προτιμάται ο ΕΠΔ για Χ ώρα (χ2(1)= 66,964, p< ,001), το ίδιο
ισχύει και κατά τη χρήση της Σ όψης (χ2(1)= 19,975, p< ,001). Το ίδιο παρατηρείται
και στα στιγμικά ρήματα, όπου κατά τη χρήση της ΜΣ όψης προτιμάται ο
συνδυασμός του ΕΠΔ για Χ ώρα (χ2(1)= 38,678, p< ,001), ενώ κατά τη χρήση της Σ
όψης προτιμάται ο συνδυασμός του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (χ2(1)= 8,498, p= ,004).
Στις καταστάσεις κατά τη χρήση της ΜΣ προτιμάται ο ΕΠΔ για Χ ώρα (χ2(1)=
22,911, p< ,001), ενώ κατά τη χρήση της Σ όψης δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια
σαφή προτίμηση για κάποιον από τους δύο προσδιορισμούς (για αναλυτικά πρβ.
Πίνακας 8.9).
Πίνακας 8.9: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική κατηγορία στους
ελληνογερμανόφωνους συμμετέχοντες.
Λεξιλογική Λεξική ΜΣ για Χ ΜΣ (μέσα) Σ για Χ ώρα Σ (μέσα) σε
ομάδα κατηγορία ώρα σε Χ ώρα Χ ώρα
Ομάδα Α Δραστηριότητες 38,8 % 12,1 % 25,9 % 22,7 %
Στιγμικά 31,9 % 17,5 % 25,9 % 24,1 %
Καταστάσεις 32,5 % 11,2 % 29,6 % 26,4 %
Ομάδα Β Δραστηριότητες 29,0 % 16,7 % 28,2 % 24,7 %
Στιγμικά 30,5 % 12,9 % 30,7 % 24,4 %
Καταστάσεις 29,9 % 10,9 % 35,9 % 22,1 %
257
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
258
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Ακόμη παρατηρήθηκε ότι όταν στην ομάδα Α δίνονταν γραμματικές προτάσεις έτεινε
να παράγει περισσότερες γραμματικές προτάσεις (70,8%) σε σχέση με μη
γραμματικές (29,2%) (χ2(1)= 36,528, p< ,001). Αντίθετα, όταν τους δίνονταν
αντιγραμματικές προτάσεις παρήγαγαν περισσότερες αντιγραμματικές (68,9%) σε
σχέση με γραμματικές προτάσεις (31,1%) (χ2(1)= 21,189, p< ,001). Στην ομάδα Β
όταν τους δίνονταν γραμματικές προτάσεις, οι περισσότεροι συμμετέχοντες
παρήγαγαν περισσότερες γραμματικές προτάσεις (86,8%) σε σχέση με μη
γραμματικές (13,2%) (χ2(1)= 171,259, p< ,001). Ενώ, όταν τους δίνονταν
αντιγραμματικές προτάσεις παρήγαγαν περισσότερες αντιγραμματικές προτάσεις
(60,1%) σε σχέση με γραμματικές (39,9%) (χ2(1)= 9,081, p= ,003).
Συνεπώς και όπως προκύπτει από τα παραπάνω, και οι δύο ομάδες – και κυρίως η
ομάδα Β – προτίμησαν να επαναλαμβάνουν τις προτάσεις όπως ακριβώς τις άκουγαν
(για την ομάδα Α, 61,4% και για την ομάδα Β, 68,9%) (χ2(1)= 38,450, p< ,001).
Ακόμα, και οι δύο ομάδες διατηρούσαν τον τύπο της γραμματικής όψης που τους
δίνονταν (για ομάδα Α, 82,2% και η ομάδα Β, 77,6%), χωρίς ωστόσο οι δύο ομάδες
να διαφέρουν στατιστικά μεταξύ τους. Γενικά, και οι δύο ομάδες όμως προτίμησαν τη
χρήση της Σ όψης σε σχέση με τη ΜΣ (για την ομάδα Α, 57,2% και για την ομάδα Β,
54,8%). Με τους μικρότερους συμμετέχοντες να τη χρησιμοποιούν περισσότερο από
τους μεγαλύτερους (χ2(1)= 16,135, p< ,001). Περιορισμένες ήταν οι αλλαγές που
πραγματοποιήθηκαν στη λεξική όψη· ωστόσο στους μικρότερους συμμετέχοντες
παρατηρήθηκαν περισσότερες αλλαγές (2,8%) στις λεξικές κατηγορίες σε σχέση με
τους μεγαλύτερους συμμετέχοντες (0,2%) (χ2(1)= 38,450, p= ,020). Μια παρατήρηση
σχετικά με την αλλαγή του ΕΠΔ και την αλλαγή της γραμματικής όψης είναι ότι, οι
μικρότεροι ηλικιακά συμμετέχοντες δεν δείχνουν κάποια συγκεκριμένη προτίμηση
στην αλλαγή είτε της γραμματικής όψης, είτε του ΕΠΔ (17,8% και 20%, αντίστοιχα)·
αντίθετα οι μεγαλύτεροι ηλικιακά συμμετέχοντες προτιμούν να αλλάξουν τη
γραμματική όψη σε σχέση με τον ΕΠΔ (22,4% και 10%, αντίστοιχα) (χ2(1)= 17,562,
p< ,001).
259
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
260
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Πίνακας 8.10: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική κατηγορία στους
ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες (Αλβανίας).
Ηλικιακή Λεξική ΜΣ για Χ ΜΣ (μέσα) Σ για Χ ώρα Σ (μέσα) σε
ομάδα κατηγορία ώρα σε Χ ώρα Χ ώρα
Ομάδα Α Δραστηριότητες 24,2 % 17,5 % 30 % 21,7 %
Στιγμικά 28,3 % 6,7 % 40 % 25 %
Καταστάσεις 25 % 20 % 37,5 % 17,5 %
Ομάδα Β Δραστηριότητες 35 % 11,7 % 20 % 33,3 %
Στιγμικά 18,3 % 26,7 % 17,8 % 37,2 %
Καταστάσεις 30 % 13,9 % 25,6 % 30,6 %
Συγκρίνοντας τις δύο ομάδες, παρατηρήθηκαν διαφορές σε όλες τις κατηγορίες, και
στους δύο τύπους της όψης. Πιο αναλυτικά, οι μεγαλύτεροι συμμετέχοντες
σημείωσαν υψηλότερες επιδόσεις τόσο στη Σ (για τις δραστηριότητες, χ2(1)= 6,423,
p= ,011, Cramer’s V= ,222· για τα στιγμικά ρήματα, χ2(1)= 15,033, p< ,001,
Cramer’s V= ,291·για τις καταστάσεις, χ2(1)= 8,248, p= ,004, Cramer’s V= ,222) όσο
και στη ΜΣ όψη (για τις δραστηριότητες, χ2(1)= 4,209, p= ,040, Cramer’s V= ,177·
για τα στιγμικά ρήματα, χ2(1)= 18,034, p< ,001, Cramer’s V= ,383), εξαίρεση
αποτελεί η κατηγορία των στιγμικών ρημάτων στη ΜΣ όψη, όπου δεν
παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες.
261
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
262
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Όταν εξετάζουμε το συνδυασμό γραμματικής όψης και ΕΠΔ ανά λεξική κατηγορία
(πρβ. Πίνακας 8.11), τα αποτελέσματα δείχνουν ότι στη ΜΣ όψη προτιμάται ο ΕΠΔ
για Χ ώρα να χρησιμοποιείται κυρίως με δραστηριότητες (32,7%) και λιγότερο με
στιγμικά ρήματα (27,4%) ή καταστάσεις (31%) (χ2(1)= 20,367, p< ,001, Cramer’s V=
,168· και χ2(1)= 3,887, p= ,049, Cramer’s V= ,074, αντίστοιχα). Επίσης, οι
συμμετέχοντες προτιμούν να χρησιμοποιούν ΜΣ όψη με τον ΕΠΔ για Χ ώρα με
καταστάσεις και λιγότερο με στιγμικά ρήματα (χ2(1)= 6,686, p= ,010, Cramer’s V=
,095). Αντίστροφη είναι η εικόνα στη χρήση ΜΣ με τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα, όπου
χρησιμοποιείται κυρίως με στιγμικά ρήματα (23,3%) σε σχέση με τις άλλες δύο
κατηγορίες. Επίσης προτιμάται να χρησιμοποιείται με καταστάσεις (17,9%) και
λιγότερο με δραστηριότητες (13,8%). Στη Σ όψη δε παρατηρείται κάποια
διαφοροποίηση ανάμεσα στις ομάδες, έτσι προτιμώνται είτε στον ΕΠΔ για Χ ώρα,
είτε στον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα όλες οι λεξικές κατηγορίες.
Συγκρίσεις εντός των λεξικών κατηγοριών έδειξαν ότι στις δραστηριότητες και στις
καταστάσεις οι συμμετέχοντες προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τη ΜΣ σε συνδυασμό
με τον ΕΠΔ για Χ ώρα έναντι του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (χ2(1)= 56,977, p< ,001 και
χ2(1)= 25,920, p< ,001), γεγονός που δεν παρατηρήθηκε στα στιγμικά ρήματα, όπου
οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν εξίσου και τους δύο προσδιορισμούς, όπως είχε
παρατηρηθεί και στους μεγαλύτερους ηλικιακά ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες
που ζουν στην Αλβανία. Και στη Σ όψη προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τον ΕΠΔ για
Χ ώρα με όλες τις κατηγορίες και όχι τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα, όπως θα ήταν
αναμενόμενο (οριακά για τις δραστηριότητες χ2(1)= 3,760, p= ,052· για τα στιγμικά
ρήματα, χ2(1)= 4,681, p= ,030· και για τις καταστάσεις, χ2(1)= 3,903, p= ,048).
Πίνακας 8.11: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική κατηγορία στους
ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες (Ελλάδας).
Συμμετέχοντες Λεξική ΜΣ για Χ ΜΣ (μέσα) Σ για Χ Σ (μέσα) σε
κατηγορία ώρα σε Χ ώρα ώρα Χ ώρα
Ελληνοαλβανόφωνοι Δραστηριότητες 32,7 % 13,8 % 28,5 % 23,3 %
(Ελλάδας) Στιγμικά 27,4 % 23,3 % 20,1 % 27,4 %
Καταστάσεις 31 % 17,9 % 27,5 % 22,4 %
263
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Γράφημα 8.22: Ποσοστό επιτυχίας των μονόγλωσσων συμμετεχόντων σύμφωνα με την ηλικιακή τους
ομάδα στη Δοκιμασία ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων.
264
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
γεγονός που παρατηρήθηκε λιγότερο στην ομάδα Β (57%) (χ2(1)= 17,450, p< ,001,
Cramer’s V= ,090), η οποία έκανε περισσότερες διορθώσεις. Όταν στην ομάδα Α
δίνονταν γραμματικές προτάσεις οι συμμετέχοντες παρήγαγαν περισσότερες
γραμματικές (89%) σε σχέση με μη γραμματικές προτάσεις (10,8%) (χ2(1)= 328,151,
p< ,001)· ενώ λίγες ήταν οι περιπτώσεις όπου δεν δόθηκε κάποια απάντηση (0,2%).
Όταν δίνονταν αντιγραμματικές προτάσεις, οι συμμετέχοντες παρήγαγαν παρόμοιο
αριθμό γραμματικών (49,5%) και αντιγραμματικών προτάσεων (50,5%), χωρίς να
σημειώνονταν στατιστικές διαφορές μεταξύ τους. Στην ομάδα Β όταν της δίνονται
γραμματικές προτάσεις παράγει σε μεγάλο ποσοστό περισσότερες γραμματικές
προτάσεις (92,9%) σε σχέση με μη γραμματικές (7,1%) (χ2(1)= 457,102, p< ,001).
Παρόμοια, όταν της δίνονταν αντιγραμματικές προτάσεις τις μετατρέπει σε
γραμματικές προτάσεις (71,7%)· ενώ η παραγωγή των αντιγραμματικών προτάσεων
(28,3%) είναι σημαντικά χαμηλότερη (χ2(1)= 97,240, p< ,001). Το εύρημα είναι
σημαντικό αν θυμηθούμε τις επιδόσεις των δίγλωσσων συμμετεχόντων, οι οποίοι
επηρεάζονταν από τις προτάσεις που τους δίνονταν και παρήγαγαν αντίστοιχα
γραμματικές ή αντιγραμματικές προτάσεις.
Γενικότερα, παρατηρήθηκε προτίμηση στη χρήση του ΕΠΔ για Χ ώρα (για την ομάδα
Α, 53,8% και για την ομάδα Β, 54,8%) σε σχέση με τον ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (για
την ομάδα Α, 46,2% και για την ομάδα Β, 44,9%) (χ2(1)= 5,138, p= ,023 και χ2(1)=
12,242, p< ,001, αντίστοιχα) και από τις δύο ομάδες. Εξετάζοντας τις απαντήσεις των
συμμετεχόντων αναφορικά με τη γραμματική όψη σε συνδυασμό με τον ΕΠΔ,
παρατηρήθηκε ότι και οι δύο ομάδες προτιμούσαν να χρησιμοποιήσουν τον ΕΠΔ για
Χ ώρα με τη ΜΣ όψη και τον ΕΠΔ μέσα σε Χ ώρα με τη Σ όψη (χ2(1)= 92,069, p<
265
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
,001, Cramer’s V= ,320 και χ2(1)= 344,732, p< ,001, Cramer’s V= ,524), γεγονός που
εντοπίστηκε πιο ξεκάθαρα στην μεγαλύτερη ηλικιακά ομάδα. Πιο αναλυτικά, η
ομάδα Α χρησιμοποιούσε τον ΕΠΔ για Χ ώρα με τη ΜΣ όψη σε ποσοστό 33,3% και
τον ΕΠΔ μέσα σε Χ ώρα με τη Σ όψη σε ποσοστό 32,2%· ενώ χρησιμοποιούσε τον
ΕΠΔ για Χ ώρα με τη Σ όψη σε ποσοστό 20,1% και τον ΕΠΔ μέσα σε Χ ώρα με τη
ΜΣ όψη σε ποσοστό 14% (χ2(1)= 71,070, p< ,001 και χ2(1)= 25,225, p< ,001,
αντίστοιχα). Επίσης παρατηρήθηκαν ελάχιστες περιπτώσεις χρήσης του ΕΠΔ για Χ
ώρα με παροντικούς χρόνους (0,3%). Παρόμοια και η ομάδα Β χρησιμοποιούσε τον
ΕΠΔ για Χ ώρα με τη ΜΣ όψη σε ποσοστό 36,8% και τον ΕΠΔ μέσα σε Χ ώρα με τη
Σ όψη σε ποσοστό 38,2%· ενώ χρησιμοποιούσε τον ΕΠΔ για Χ ώρα με τη Σ όψη σε
ποσοστό 17,9% και τον ΕΠΔ μέσα σε Χ ώρα με τη ΜΣ όψη σε πολύ μικρό ποσοστό
6,7% (χ2(1)= 261,641, p< ,001 και χ2(1)= 91,973, p< ,001, αντίστοιχα).
Συγκρίσεις εντός της κάθε ομάδας προς τη χρήση της όψης ανά λεξική κατηγορία και
σε συνδυασμό τους ΕΠΔ, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ομάδα Α προτιμά να
χρησιμοποιεί τη ΜΣ όψη με τον ΕΠΔ για Χ ώρα κυρίως με τις δραστηριότητες
(39,7%) σε σχέση με τα στιγμικά ρήματα (27%) (χ2(1)= 8,989, p= ,003, Cramer’s V=
,176) και οριακά σε σχέση με τις καταστάσεις (33,3%) (χ2(1)= 3,520, p= ,061,
Cramer’s V= ,108). Αντίστροφη είναι η εικόνα κατά τη χρήση της ΜΣ όψης και του
ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα, όπου οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν αυτόν τον
συνδυασμό περισσότερο με στιγμικά ρήματα (17,7%) και λιγότερο με καταστάσεις
(16,3%) ή δραστηριότητες (12%). Κατά τη χρήση της Σ όψης δεν παρατηρήθηκε
κάποια διαφορά ανάμεσα στις λεξικές κατηγορίες και τους ΕΠΔ. Συγκρίσεις εντός
της κάθε λεξιλογικής ομάδας έδειξαν ότι κατά τη χρήση της ΜΣ όψης προτιμάται ο
ΕΠΔ για Χ ώρα σε όλες τις λεξικές κατηγορίες (για τις δραστηριότητες, χ2(1)= 44,445
, p< ,001· για τα στιγμικά ρήματα, χ2(1)= 5,851, p= ,016· για τις καταστάσεις, χ2(1)=
17,456, p< ,001), ενώ κατά την παραγωγή της Σ όψης προτιμάται ο ΕΠΔ (μέσα) σε Χ
ώρα (για τις δραστηριότητες, χ2(1)= 13,966 , p< ,001· για τα στιγμικά ρήματα, χ2(1)=
12,747, p< ,001), εξαίρεση αποτελεί η κατηγορία των καταστάσεων όπου δεν
φαίνεται να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη προτίμηση (για ποσοστά πρβ. Πίνακας
8.12).
Σχετικά με την ομάδα Β, κατά τη χρήση της ΜΣ όψης με τον ΕΠΔ για Χ ώρα
προτιμάται να χρησιμοποιείται είτε με δραστηριότητες (46,4%), είτε με καταστάσεις
(39,3%) και λιγότερο με στιγμικά ρήματα (24,8%) (χ2(1)= 14,242, p< ,001, Cramer’s
266
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
V= ,197 και χ2(1)= 17,779, p< ,001, Cramer’s V= ,233, αντίστοιχα). Διαφορές
ανάμεσα στις δύο πρώτες κατηγορίες δεν σημειώθηκαν. Αντίστροφη είναι η εικόνα
κατά τη χρήση του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα με ΜΣ, όπου προτιμάται να
χρησιμοποιείται κυρίως με στιγμικά ρήματα (9,5%) και πιο σπάνια με
δραστηριότητες (6,4%) ή καταστάσεις (4,3%). Κατά τη χρήση της Σ όψης με τον
ΕΠΔ για Χ ώρα προτιμάται να χρησιμοποιείται λιγότερο με δραστηριότητες (13,3%)
σύγκριση με τα στιγμικά ρήματα (26,2%) (χ2(1)= 19,401, p< ,001, Cramer’s V=
,203), και τις καταστάσεις (18,1%) (χ2(1)= 7,109, p= ,008, Cramer’s V= ,128).
Αντίθετα οι καταστάσεις και τα στιγμικά ρήματα με αυτόν τον συνδυασμό
χρησιμοποιούνται εξίσου. Κατά τη χρήση του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα, δεν
παρατηρήθηκε προτίμηση ανάμεσα στις λεξικές κατηγορίες (στιγμικά ρήματα 39,5%,
καταστάσεις 38,3%, και δραστηριότητες 36,7%). Συγκρίσεις εντός της κάθε
λεξιλογικής ομάδας έδειξαν ότι σε όλες τις κατηγορίες στη ΜΣ προτιμάται ο ΕΠΔ για
Χ ώρα (για τις δραστηριότητες, χ2(1)= 127,135, p< ,001· για τα στιγμικά ρήματα,
χ2(1)= 28,444, p< ,001· για τις καταστάσεις, χ2(1)= 118,082, p< ,001), ενώ στη Σ όψη
χρησιμοποιείται κυρίως ο ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα (για τις δραστηριότητες, χ2(1)=
66,990, p< ,001· για τα στιγμικά ρήματα, χ2(1)= 11,362, p< ,001· για τις καταστάσεις,
χ2(1)= 30,485, p< ,001).
Πίνακας 8.12: Ποσοστό χρήσης γραμματική όψης σε συνδυασμό με ΕΠΔ ανά λεξική κατηγορία στους
μονόγλωσσους συμμετέχοντες.
Ηλικιακή Λεξική κατηγορία ΜΣ για Χ ΜΣ (μέσα) Σ για Χ ώρα Σ (μέσα) σε
ομάδα ώρα σε Χ ώρα Χ ώρα
Ομάδα Α Δραστηριότητες 39,7 % 12 % 16,7 % 31,7 %
Στιγμικά 27 % 17,7 % 20 % 35,3 %
Καταστάσεις 33,3 % 16,3 % 23,7 % 29,7 %
Ομάδα Β Δραστηριότητες 46,4 % 6,4 % 13,3 % 36,7 %
Στιγμικά 24,8 % 9,5 % 26,2 % 39,5 %
Καταστάσεις 39,3 % 4,3 % 18,1 % 38,3 %
8.2.5. Σύνοψη
267
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
268
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Απαντώντας στα ερευνητικά μας ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή του κεφαλαίου
τα δεδομένα μας κατέδειξαν ότι οι υποθέσεις επιβεβαιώθηκαν μερικώς. Στις
γνωστικές δοκιμασίες οι υποθέσεις μας επιβεβαιώθηκαν καθώς κύριος προβλεπτικός
παράγοντας αποτελεί η ηλικία και σε ορισμένες περιπτώσεις το ΚΟΕ,
επιβεβαιώνοντας προηγούμενες έρευνες (Mezzacappa 2004, Morton & Harper 2007,
Gathercole et al. 2010, Morales et al. 2013)· ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι στις
269
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
270
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
271
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
272
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
προβλέπει τις επιδόσεις στη δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες104 και στη δοκιμασία
ανάκλησης και διόρθωσης προτάσεων, καθώς και η μη λεκτική νοημοσύνη που
προβλέπει τις επιδόσεις των μονόγλωσσων συμμετεχόντων στις δοκιμασίες
Υποχρεωτικής επιλογής της γραμματικής όψης και διόρθωσης προτάσεων. Το
τελευταίο εύρημα δεν είναι θέμα νοημοσύνης, αλλά απαιτεί ικανότητες που
σχετίζονται με τη ρέουσα νοημοσύνη και την επίλυση προβλημάτων.
104
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό προβλεψιμότητας ήταν μικρό.
273
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
ανάμεσα στους μονόγλωσσους και τους ελληνοαλβανόφωνους που ζουν στην Ελλάδα
(στο σύνολο των συνθηκών της δοκιμασίας Υποχρεωτικής επιλογής της γραμματικής
όψης, στις συνολικές επιδόσεις στη δοκιμασία Εκμαίευσης της γραμματικής όψης και
στη δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων). Επίσης, μη αναμενόμενη είναι η διαφορά των
μονόγλωσσων με τους ελληνοαλβανόφωνους που ζουν στην Αλβανία, μετά τον
έλεγχο των αποτελεσμάτων ως προς τις λεξιλογικές επιδόσεις, στη συνθήκη του
συνεχούς της ΜΣ όψης (στη δοκιμασία Εκμαίευσης της γραμματικής όψης) και στις
συνολικές επιδόσεις στη δοκιμασία διόρθωσης προτάσεων. Τα ευρήματα είναι
δύσκολο να ερμηνευτούν· πιθανώς να οφείλονται στο γεγονός ότι οι διαφορές
προσπάθησαν να εξηγηθούν με βάση τη λεξιλογική και όχι την ευρύτερα γλωσσική
επάρκεια, όπως παρατηρείται σε προηγούμενες έρευνες (Slabakova & Montrul 2000,
Salaberry 2002, Montrul 2009, μ.ά.). Δηλαδή ενδεχομένως θα ήταν πιο ενδεδειγμένο
να εξεταστεί η ευρύτερη γλωσσική επάρκεια των συμμετεχόντων, καθώς η όψη είναι
ένα φαινόμενο που δεν είναι καθαρά σημασιολογικό, αλλά βρίσκεται στο διεπίπεδο
μορφο-σημασιολογίας· ωστόσο το θέμα παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση. Διαφορά
που δεν μπόρεσε να εξηγηθεί σημειώθηκε στη δοκιμασία Τελικότητας με εικόνες,
όπου οι μονόγλωσσοι σκόραραν υψηλότερα από τους δίγλωσσους. Πιθανώς το
εύρημα σχετίζεται με την κατάκτηση της τελικότητας, η οποία, και σύμφωνα με
προηγούμενες έρευνες (Montrul 2002, Montrul & Slabakova 2003), δεν έχει
κατακτηθεί πλήρως ακόμα και στα υψηλά επίπεδα γλωσσικής επάρκειας.
Τέλος, η υπόθεσή μας σχετικά με το αν μια γλώσσα γραμματικοποιεί την όψη δεν
επιβεβαιώθηκε, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις οι ελληνογερμανόφωνοι
συμμετέχοντες, μετά τον έλεγχο των αποτελεσμάτων για το λεξιλόγιο, δεν διέφεραν
από τις υπόλοιπες ομάδες. Επομένως, θεωρούμε ότι οι διαφορές οφείλονται κυρίως
στη λεξιλογική επάρκεια (σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες Salaberry 2002,
Slabakova 2003, Montrul 2009, μ.ά.) και όχι στην εγγύτητα της μορφολογικής
γραμματικοποίησης της όψης. Τα αποτελέσματα είναι αντίθετα με προηγούμενες
έρευνες (Βαλετόπουλος 2001, Rieckborn 2007α). Επίσης, την άποψη αυτή ενισχύουν
τα αποτελέσματα της δοκιμασίας διόρθωσης προτάσεων, όπου μετά τον έλεγχο των
επιδόσεων ως προς τη λεξιλογική επάρκεια, οι διαφορές ανάμεσα στους
μονόγλωσσους και τους ελληνοαλβανόφωνους (Ελλάδας και Αλβανίας) παρέμεναν.
Επομένως, το αποτέλεσμα δείχνει ότι οι συμμετέχοντες δυσκολεύονται στην
αλληλεπίδραση γραμματικής και λεξικής όψης σε συνδυασμό με τους ΕΠΔ (αντίθετα
274
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
με προηγούμενες έρευνες Rieckborn 2007α) και επιπλέον δεν έχουν κατακτήσει τις
λεπτές σημασιολογικές διαφορές της όψης (σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες,
Montrul & Slabakova 2003, Ayoun 2005). Ενδεχομένως, το γεγονός να οφείλεται στη
φύση της δοκιμασίας, η οποία είναι πιο απαιτητική από τις προηγούμενες.
105
Ιδιαίτερα προβληματικές αποδείχτηκαν οι προτάσεις 4, 11, 15, 22 και 25, πρβ. Παράρτημα Β1.
275
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
ερμηνεία του συνεχούς [όμοια ευρήματα με την Kihlstedt (2002) και αντίθετα
ευρήματα με προηγούμενες έρευνες για την Ελληνική (Παπαδοπούλου 2005,
Ματθαιουδάκη et al. 2011)]. Αντίστοιχο αποτέλεσμα δεν παρατηρήθηκε στη
δοκιμασία κατανόησης, γεγονός που πιθανώς επιβεβαιώνει την παραπάνω υπόθεση
ότι πρόκειται για αποτέλεσμα της δοκιμασίας και ορισμένων προβληματικών
προτάσεων που περιέχει.
276
Κεφάλαιο 8 Γλωσσικές & αναπτυξιακές διαφορές
Σε ό,τι αφορά τη χρήση των ΕΠΔ, παρατηρήθηκε προτίμηση για χρήση του ΕΠΔ για
Χ ώρα, όμοιο εύρημα με την Kotroni (2014), αλλά και αντιστοίχηση του ΕΠΔ για Χ
ώρα με ΜΣ όψη, ενώ του ΕΠΔ (μέσα) σε Χ ώρα με Σ όψη, ανεξαρτήτως λεξικής
κατηγορίας, εύρημα που δείχνει ότι υπάρχει αλληλεπίδραση της όψης με τους ΕΠΔ.
106
Οι προτάσεις-διασπαστές παραθέτονται στο Παράρτημα Β4. Τα αποτελέσματα των προτάσεων
αυτών δεν εμπίπτουν στα ενδιαφέροντα της παρούσας έρευνας και τα αποτελέσματα δεν
παρουσιάζονται.
277
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
9. ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν παρουσιάστηκαν οι επιδόσεις των γνωστικών και
γλωσσικών δοκιμασιών και συζητήθηκαν υπό διαφορετικούς άξονες, της γλωσσικής
κυριαρχίας (κεφάλαιο 6), του διγραμματισμού και του εκπαιδευτικού πλαισίου
(κεφάλαιο 7), των αναπτυξιακών και λεξιλογικών διαφορών, καθώς και των
διαγλωσσικών διαφορών (κεφάλαιο 8). Στο παρόν κεφάλαιο, επιχειρείται μια
εκτενέστερη συζήτηση των βασικότερων ευρημάτων, καθώς και ο εντοπισμός των
παραγόντων που επηρεάζουν τις γνωστικές ικανότητες, καθώς και την κατάκτηση της
όψης.
278
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
279
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
χρησιμοποιούν εξίσου και στις δύο γλώσσες (για συνοπτική παρουσίαση των
αποτελεσμάτων πρβ. Πίνακας 4.2).
Τέλος, συσχετίσεις που προέκυψαν από την έρευνα είναι ότι ο τύπος διγλωσσίας
σχετίζεται με τη χρήση των γλωσσών και το διγραμματισμό. Έτσι, όσο νωρίτερα
εκτεθεί το παιδί στη γλώσσα τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί και τις δύο γλώσσες και
τόσο περισσότερο ο γραμματισμός του συντελείται και στις δύο γλώσσες.
280
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
όπως αναφέρει και ο Birdsong (2006), αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα
που συναντώνται στην έρευνα της γλωσσικής κυριαρχίας, δηλαδή η ταύτιση της
γλωσσικής κυριαρχίας με τη γλωσσική επάρκεια. Ενδεχομένως, η χρήση επιπλέον
μορφοσυντακτικών δεικτών να ήταν πιο ενδεδειγμένη ως τρόπος ορισμού της
γλωσσικής κυριαρχίας, όπως υποστηρίζουν και προηγούμενες έρευνες (Paradis &
Genesee 1996, Flege et al. 2002, Oller et al. 2007). Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι
δεν εντοπίστηκε η δίγλωσση υπεροχή των αμφιδύναμα δίγλωσσων έναντι των
μονόγλωσσων, όπως επισημαίνουν άλλες έρευνες (Green 1998, Bialystok 1999, 2001,
2010, Costa et al. 2009, Poarch & van Hell 2012). Όπως προαναφέρθηκε (πρβ.
υποενότητα 6.2.5), η ομάδα ελέγχου που συμμετείχε στην παρούσα έρευνα αποτέλεσε
μια ιδιαίτερη ομάδα με μη αναμενόμενα υψηλές επιδόσεις. Συνεπώς, τα
αποτελέσματα αυτά μπορεί να μην είναι γεκινεύσιμα.
Ένας επιπλέον παράγοντας που εντοπίστηκε ότι επηρεάζει τις γνωστικές ικανότητες,
και κυρίως τη μη λεκτική νοημοσύνη, είναι το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (πρβ.
Πίνακας 6.12, Πίνακας 7.11, Πίνακας 8.13). Παρατηρήθηκε ότι η ομάδα ελέγχου και οι
δίγλωσσες ομάδες που κατοικούν στο εξωτερικό δεν διαφέρουν μεταξύ τους·
αντίθετα, οι ελληνοαλβανόφωνοι που ζουν στην Ελλάδα σημειώνουν χαμηλότερες
επιδόσεις ως προς τη μη λεκτική τους νοημοσύνη (πρβ. Πίνακας 8.14). Αυτό το
αποτέλεσμα δεν μπορεί να εξηγηθεί βάσει πολιτιστικών διαφορών, καθώς δεν
παρατηρήθηκε κάτι αντίστοιχο στους ελληνοαλβανόφωνους που ζουν στην Αλβανία
(όπως είχε παρατηρηθεί σε προηγούμενες έρευνες, Bialystok 1999). Επίσης, στο
κεφάλαιο 6, οι διαφορές ανάμεσα στις ομάδες οφείλονται στο κοινωνικοοικονομικό
επίπεδο, γεγονός που δείχνει ότι η ρέουσα νοημοσύνη επιδέχεται εξάσκηση και
εξαρτάται από τις ανάλογες ευκαιρίες και ερεθίσματα που θα δοθούν στο παιδί. Σε
αντίστοιχα ευρήματα έχουν καταλήξει και προηγούμενες έρευνες (Mezzacappa 2004,
281
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
282
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
επειδή το εύρημα παρατηρήθηκε σε μία ομάδα (πρβ. Πίνακας 6.12), και όχι
συστηματικά στο σύνολο των δίγλωσσων συμμετεχόντων, το αποτέλεσμα δεν μπορεί
να γενικευτεί και παραμένει ανοιχτό για περαιτέρω διερεύνηση. Ενισχύοντας το
παραπάνω επιχείρημα, αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν τα αποτελέσματα του συνόλου
των δίγλωσσων συμμετεχόντων εξετάστηκαν σύμφωνα με την ηλικία έκθεσης στη
διγλωσσία, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στις ομάδες, αντίθετα με
προηγούμενες έρευνες (Mechelli et al. 2004, Luk et al. 2011) (πρβ. υποσημείωση 52).
283
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
ζουν στην Ελλάδα (πρβ. Πίνακας 8.16). Το αποτέλεσμα αυτό είναι μη αναμενόμενο,
καθώς θα περιμέναμε είτε οι διαφορές να οφείλονται στις λεξιλογική επάρκεια των
συμμετεχόντων, είτε αν διατηρούνταν, να εντοπίζονταν ανάμεσα στους
μονόγλωσσους και σε όλες τις δίγλωσσες ομάδες. Μια εξήγηση μπορεί να είναι ότι οι
διαφορές των ομάδων οφείλονται στην ευρύτερη γλωσσική επάρκεια των
συμμετεχόντων και όχι μόνο στη λεξιλογική επάρκεια που εξετάζεται στην παρούσα
έρευνα, καθώς η όψη δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη λεξική σημασιολογία, αλλά
βρίσκεται στο διεπίπεδο μορφοσύνταξης-σημασιολογίας και πραγματολογίας. Έτσι,
οι συμμετέχοντες μπορεί να γνωρίζουν σημαντικό αριθμό λέξεων, και κυρίως τα
ελληνοαλβανόφωνα παιδιά που ζουν στην Ελλάδα, αλλά η μορφοσυντακτική τους
ικανότητα να μην βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Συνεπώς, όπως
παρατηρείται και σε προηγούμενες έρευνες (Slabakova & Montrul 2000, Slabakova
2001, 2003, Montrul 2002, Salaberry 2002, Ayoun 2005, μ.ά.), η εξέταση της
ευρύτερης γλωσσικής επάρκειας, πιθανώς, να μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορές
ανάμεσα στις ομάδες.
284
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
285
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
286
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα (πρβ. 9.2), ο τρόπος ορισμού της
γλωσσικής κυριαρχίας είναι προβληματικός και χρειαζόταν να αξιοποιηθούν
πληροφορίες σχετικά με τη γλωσσική, και όχι μόνο σχετικά με τη λεξιλογική,
επάρκεια (Paradis & Genesee 1996, Flege et al. 2002, Oller et al. 2007, Paradis &
Kirova 2014).
287
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
Σε ό,τι αφορά τις δύο τιμές της όψης, παρατηρήθηκε ασυμμετρία υπέρ της
συνοπτικής σε σχέση με τη μη συνοπτική όψη τόσο στην κατανόηση όσο και στην
παραγωγή, επιβεβαιώνοντας έτσι τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών (Shirai
& Andersen 1995, Bardovi-Harlig 2000, Παπαδοπούλου 2005, Ματθαιουδάκη et al.
2011, μ.ά.). Στη δοκιμασία κατανόησης (δοκιμασία Υποχρεωτικής επιλογής της
γραμματικής όψης), καθώς και στη δοκιμασία παραγωγής (δοκιμασία Τελικότητας με
εικόνες), θεωρούμε ότι ενδεχομένως η προτίμηση για τη συνοπτική όψη να οφείλεται
στο γεγονός ότι ο συμμετέχοντας ακούει ιστορίες και βλέπει στατικές εικόνες και
πιθανώς εστιάζει στο αποτέλεσμα της διαδικασίας, θεωρώντας την ως
ολοκληρωμένη. Μόνο σε μία δοκιμασία (Εκμαίευσης της γραμματικής όψης)
παρατηρήθηκε υπεροχή της μη συνοπτική όψης έναντι της συνοπτικής. Το
αποτέλεσμα θεωρούμε ότι αποτελεί επίδραση της δοκιμασίας, καθώς ορισμένες
προτάσεις της δοκιμασίας δυσκόλεψαν ακόμη και τους μονόγλωσσους συμμετέχοντες
(αναλυτικότερα πρβ. ενότητα 8.3).
Αναφορικά με τις δύο ερμηνείες της μη συνοπτικής όψης (σύνηθες και συνεχές),
παρατηρήθηκε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ερμηνεία του συνήθους υπερέχει
έναντι του συνεχούς, εύρημα αντίθετο με προηγούμενες έρευνες για την Ελληνική
(Παπαδοπούλου 2005, Ματθαιουδάκη et al. 2011). Η διαφορά αυτή εντοπίζεται,
κυρίως στη δοκιμασία Εκμαίευσης της γραμματικής όψης, στους συμμετέχοντες που
κατοικούν στο εξωτερικό και φαίνεται να οφείλεται σε αναπτυξιακές διαφορές,
καθώς παρατηρείται στις μικρότερες ηλικιακά ομάδες. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι
οφείλεται και στη λεξιλογική επάρκεια των συμμετεχόντων, καθώς οι
ελληνοαλβανόφωνοι συμμετέχοντες τόσο στη δοκιμασία Εκμαίευσης, όσο και στη
δοκιμασία Υποχρεωτικής επιλογής της γραμματικής όψης σημείωσαν υψηλότερες
επιδόσεις στην ερμηνεία του συνήθους σε σχέση με του συνεχούς. Ωστόσο, κρίνεται
απαραίτητο να τονίσουμε ότι οι προβληματικές προτάσεις της δοκιμασίας Εκμαίευσης
της γραμματικής όψης αφορούν και την ερμηνεία του συνεχούς (πρβ. υποσημείωση
105). Επομένως, πιθανώς η ασυμμετρία ως προς τις δύο ερμηνείες της μη συνοπτικής
όψης να οφείλεται στο πλαίσιο που δίνεται στους συμμετέχοντες. Σε κάθε περίπτωση
θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό προς περαιτέρω διερεύνηση.
288
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
289
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
290
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
291
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
Περιορισμοί εντοπίστηκαν και ως προς τις γλωσσικές ικανότητες των ομάδων. Για
παράδειγμα, οι διαφορές που προκύπτουν, μετά τον έλεγχο των αποτελεσμάτων για
τη λεξιλογική επάρκεια, ανάμεσα στην ομάδα ελέγχου και τους
ελληνοαλβανόφωνους συμμετέχοντες, ενδεχομένως, να οφείλονται στην εξέταση των
συμμετεχόντων ως προς τη λεξιλογική τους ικανότητα και όχι ως προς την ευρύτερη
γλωσσική τους επάρκεια, καθώς η όψη δεν αποτελεί ένα καθαρά σημασιολογικό
φαινόμενο. Στην ίδια κατεύθυνση, θεωρούμε ότι ο ορισμός της γλωσσικής κυριαρχίας
θα ήταν πιο εύστοχος μέσω της ευρύτερης γλωσσικής επάρκειας, και όχι μόνο μέσω
της λεξιλογικής επάρκειας. Περιορισμοί εντοπίζονται και στις γλωσσικές δοκιμασίες
Τελικότητας με εικόνες και διόρθωσης προτάσεων. Στην πρώτη θα ήταν σκόπιμο να
εξεταστεί και η κατανόηση της τελικότητας για να ελεγχθούν οι πιθανές διαφορές
ανάμεσα στην κατάκτηση της κατανόησης και παραρωγής της τελικότητας. Στη
δεύτερη θα ήταν χρήσιμο να συμπεριληφθούν προτάσεις και των υπόλοιπων
ρηματικών κατηγοριών (εκπληρώσεις και επιτεύξεις), για να εξαχθούν ασφαλέστερα
συμπεράσματα για την αλληλεπίδραση ρηματικής όψης και εμπρόθετων
προσδιορισμών.
292
Κεφάλαιο 9 Συζήτηση
293
Βιβλιογραφία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Agathopoulou, E., Mattheoudakis, M., Chatzidaki, A. & Maligkoudi, C. 2014.
Assessing correlations between types of input and language dominance in child
bilingualism, Brisbane: AILA World Congress.
Aksu-Koḉ, A. 1988. The Acquisition of Aspect and Modality. Cambridge: C.U.P.
Anderson, J. R. 2004. Cognitive psychology and its implications (6th ed.). Worth
Publishers.
Alloway, T. P. 2007. What can phonological and semantic information tell us about
the mechanisms of immediate sentence recall? Memory 15, 605-615.
Alloway, T. P., Gathercole, S. E., Willis, C. & Adams, A. M. 2004. A structural
analysis of working memory and related cognitive skills in young children.
Journal of Experimental Child Psychology 87, 85-106.
Alloway T. P., Rajendran G. & Archibald LM. 2009. Working memory in children
with developmental disorders. Journal of Learning Disabilities 42,4, 372-82.
Andersen, R. 1986. El desarrollo de la morfología verbal en el español como Segundo
Idioma. In Adquisición del Lenguaje –Acquisiçãi da Linguagem, Meisel, J. (ed).
Frankfurt: Klaus-Dieter Vervuert Verlag.
Andersen, R. 1991. Developmental sequences: the emergence of aspect marking in
Second language acquisition. In Crosscurrents in Second Language Acquisition
and Linguistics Theories, Huebner T. & Ferguson, C. A. Amsterdam: John
Benjamins.
Andersen, R. W. & Shirai, Y. 1994. Discourse motivations for some cognitive
acquisition principles. Studies in Second Language Acquisition 16, 133-156.
Andersen, R. W. & Shirai, Y. 1996. Primacy of aspect in first and second language
acquisition: The pidgin/creole connection. In Handbook of second language
acquisition, W. C. Ritchie & T. K. Bhatia (eds), 527-570. San Diego, CA:
Academic Press.
Antinucci, F. & Miller, R. 1976. How children talk about what happened. Journal of
Child Language, 3: 167–189.
Armon-Lotem, S., Walters, J., & Gagarina, N. 2011. The impact of internal and
external factors on linguistic performance in the home language and in L2 among
Russian–Hebrew and Russian–German preschool children. Linguistic
Approaches to Bilingualism 1, 291–317.
294
Βιβλιογραφία
August, D., & Hakuta, K. (Eds.). 1997. Improving schooling for language-minority
children: A research agenda. Washington, DC: National Academies Press.
Avrutin, S. 1999. The Development of the Syntax-Discourse Interface. Kluwer
Academic Publishers, Dordrecht.
Ayoun, D. 2005. The acquisition of tense and aspect in L2 French from a Universal
Grammar perspective. In Tense and aspect in Romance languages: theoretical
and applied perspectives. D. Ayoun & R. Salaberry (eds.), 79-127. Amsterdam:
John Benjamins.
Ayoun, D. & Salaberry, R. 2008. The expression of temporality in English as a
foreign language by French native speakers. Language Learning 58, 555-595.
Baddeley, A.D. 2000. The episodic buffer: a new component of working memory?
Trends in Cognitive Sciences 4, 417–423.
Baddeley, A. & Hitch, G. 1974. Working memory. In Recent advances in learning
and motivation, G. A. Bower (ed.), 47–99. New York: Academic Press.
Bajo, M. T., Padilla, P., & Padilla, F. 2000. Comprehension processes in simultaneous
interpreting. In Translation in context, A. Chesterman, Y. Gambier, & N.
Gallardo (eds.), 127-142. Amsterdam: John Benjamins.
Baker, C. 2001. Εισαγωγή στη Διγλωσσία και τη Δίγλωσση Εκπαίδευση. Εισαγωγή,
επιμέλεια, Μ. Δαμανάκης. Μτφρ. Α. Αλεξανδροπούλου. Gutenberg, Αθήνα.
Baker, J. L. 2009. The role of adverbials in the interpretation of grammatical aspect
by learners of Spanish as a second language. Unpublished Master’s thesis,
University of Georgia.
Baker, J. L. &. Quesada, M. L. 2011. The effect of temporal adverbials in the
selection of preterit and imperfect by learners of Spanish L2. In Selected
Proceedings of the 2009 Second Language Research Forum: Diverse
Contributions to SLA, L. Plonsky & Schierloh, M. (eds.), 1-15. Somerville, MA:
Cascadilla Proceedings Project.
Βαλετόπουλος, Φ. 2001. Το γραμματικό ποιόν ενέργειας στη διδασκαλία της
ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας. Στο Μάθηση και διδασκαλία της
ελληνικής ως μητρικής και ως δεύτερης γλώσσας, Μ. Βάμβουκας και Α.
Χατζηδάκη (εκδ.),. Αθήνα: Ατραπός, 59-69.
Bar-Shalom, E. & Snyder, W. 2002. Against the Aspect First Hypothesis: Evidence
from early child Russian. In FASL 10, J. Toman (ed), 67-74. Michigan Slavic
Publications.
295
Βιβλιογραφία
296
Βιβλιογραφία
297
Βιβλιογραφία
Bialystok, E., Luk G., & Kwan E. 2005. Bilingualism, Biliteracy, and Learning to
Read: Interactions Among Languages and Writing Systems. Scientific Studies of
Reading 9, 43-61.
Bialystok, E., Luk, G., Peets, K. F., & Yang, S. 2010. Receptive vocabulary
differences in monolingual and bilingual children. Bilingualism: Language and
Cognition 13, 525–531.
Bialystok, E., & Senman, L. 2004. Executive processes in appearance–reality tasks:
the role of inhibition of attention and symbolic representation. Child
Development 75, 562–579.
Bialystok, E., & Viswanathan, M. 2009. Components of executive control with
advantages for bilingual children in two cultures. Cognition 112, 494-500.
Birdsong D. 2006. Age and second language acquisition and processing: A selective
overview. Language Learning 56, 1, 9-49.
Blom, E., Küntay, A.C., Messer, M., Verhagen, J. & Leseman, P. 2014. The Benefits
of Being Bilingual: Working Memory in Bilingual Turkish-Dutch Children.
Journal of experimental child psychology 128, 105-119.
Bloom, L., Lifter, K. & Hafitz, J. 1980. Semantics of Verbs and the Development of
Verb Inflection in Child Language. Language 56, 2: 386-412.
Βογινδρούκας, Ι., Πρωτόπαπας, Α. & Σιδερίδης, Γ. 2009. Δοκιμασία εκφραστικού
λεξιλογίου (Ελληνική έκδοση Renfrew Word Finding Vocabulary Test). Χανιά,
Κρήτη: Γλαύκη.
Brocki, K. C., & Bohlin, G. (2004). Executive functions in children aged 6 to 13: A
dimensional and developmental study. Developmental Neuropsychology 26, 2:
571–593.
Bronckart, J. P. & Sinclair, H. 1973. Time, tense and aspect. Cognition 2: 107-130.
Calvo, A. & Bialystok, E. 2014. Independent effects of bilingualism and
socioeconomic status on language ability and executive functioning. Cognition
130, 278–288.
Carlson, S. M., & Meltzoff, A. N. 2008. Bilingual experience and executive
functioning in young children. Developmental Science 11, 282–298.
Carter T. P. & Chatfield, M. L. 1986. Effective bilingual schools: 4 Implications for
policy and practice. American Journal of Education 95,1, 200-232.
298
Βιβλιογραφία
299
Βιβλιογραφία
Christofidou, A. & Stephany, U. 2003: Early phases in the development of Greek verb
inflection. In Development of Verb Inflection in First Language Acquisition. A
Cross-Linguistic Perspective, D. Bittner, W.U. Dressler & M. Kilani-Schoch
(eds), 89-129. Berlin: Walter de Gruyter.
Cummins, J. 1976. The influence of bilingualism on cognitive growth a synthesis of
research findings and explanatory hypotheses. Working Papers on Bilingualism
9, 1–43.
Cummins, J. 1979. Linguistic interdependence and the educational development of
bilingual children. Review of Educational Research, 49, 222–251.
Cummins, J. 1989. Empowering Minority Students. Sacramento, CA: California
Association for Bilingual Education.
Cummins, J. 1991. Interdependence of first- and second-language proficiency in
bilingual children. In Language processing in bilingual children, E. Bialystok
(ed.), 70–89. Cambridge: Cambridge University Press.
Cuza, A., Pérez-Tattam, R., Barajas, E., Miller, L., & Sadowski, C. 2013. The
development of tense and aspect morphology in child and adult heritage Spanish:
Implications for heritage language pedagogy. In Innovative research and
practices in second language acquisition and bilingualism, John Schwieter (Ed.).
193-220. Amsterdam: John Benjamins.
De Houwer, A. 2014. The absolute frequency of maternal input to bilingual and
monolingual children: A first comparison. In T. Grüter, & J. Paradis (Eds.), Input
and experience in bilingual development. Amsterdam: John Benjamins.
Declerck, R. 1979. Aspect and the Bounded/Unbounded (Telic/Atelic) Distinction.
Linguistics 17, 761-794.
Delidaki, S. 2006. The acquisition of Tense and Aspect in child Greek. Unpublished
PhD Thesis. University of Reading.
Delidaki, S., & Varlokosta, S. 2003. Testing the aspect-First hypothesis: a preliminary
investigation into the comprehension of tense in child Greek. In ZAS Papers in
Linguistics 29, Acquisition of Aspect, D. Bittner & N. Gagarina (eds), 73–84.
Berlin: ZAS.
Depreatere, I. 2007. (A)telicity and Intentionality. Journal of Linguistics 45,2: 243-
269.
De Swart, H. 1998. Aspect shift and coercion. Natural Language and Linguistic
Theory 16, 347–385.
300
Βιβλιογραφία
Di Paolo, M. & Smith, C. S. 1978. Cognitive and linguistic factors in the acquisition
of temporal and aspectual expressions. In The development of meaning, French,
P. (ed.). Tokyo: Bunka Hyoron.
Dickinson, D. K., De Temple, J. M., Hirschler, J. A. & Smith, M. 1992. Book reading
with preschoolers: Construction of text at home and school. Reading Research
Quarterly 7: 323-346.
Dickinson, D. & Snow, C. E. 1987. Interrelationships among pre-reading and oral
language skills in Kindergartners from two social classes. Early Childhood
Quarterly 2, 1-25.
Dietrich R., Klein W. & C. Noyau. 1995. The acquisition of temporality in a second
language. Amsterdam: John Benjamins.
Dixon, L. Q., Zhao, J., Quiroz, B. G., & Shin, J. 2012. Home and community factors
influencing bilingual children's ethnic language vocabulary development.
International Journal of Bilingualism 16, 541-565.
Dosi, I., Papadopoulou, D. & Tsimpli, I. M. υπό έκδοση. Issues in the acquisition of
grammatical aspect in Greek-English bilingual children. In Studies in
Bilingualism, Tense-Aspect-Modality in a Second Language: Contemporary
Perspectives. Amsterdam: John Benjamins.
Dosi, I., Papadopoulou, D. & Tsimpli I. M. (in press). Linguistic and cognitive factors
in Elicited Imitation Tasks: A study with mono- and biliterate Greek-Albanian
bilingual children. In Proceedings of the 40th annual Boston University
Conference on Language Development. Somerville, MA: Cascadilla Press, 2016.
Dowty, D. 1979. Word Meaning and Montague Grammar. Dordrecht, Kluwer.
Duncan, S. E. & DeAvila, E. A. 1979. Bilingualism and cognition: Some recent
findings. NABE Journal 4, 15-50.
Duncan, L. G. & Seymour, P. H. K. 2000. Socio-economic differences in foundation-
level literacy. British Journal of Psychology 91, 145-166.
Durgunoglu, A. Y., Nagy,W. E. & Hancin-Bhatt, B. J. 1993. Cross-language transfer
of phonological awareness. Journal of Educational Psychology 85, 453–465.
Duursma, E., Romero-Contreras, S., Szuber, A., Proctor, P., Snow, C. E., August, D.,
& Caldéron, M. 2007. The role of home literacy and language environment on
bilinguals’ English and Spanish vocabulary development. Applied
Psycholinguistics 28, 171-190.
301
Βιβλιογραφία
302
Βιβλιογραφία
303
Βιβλιογραφία
304
Βιβλιογραφία
Harris, C. L., Gleason, J. B. & Aycicegi, A. 2006. When is a first language more
emotional? Psychophysiological evidence from bilingual speakers. In Bilingual
minds: Emotional experience, expression, and representation, A. Pavlenko (ed.).
Clevedon, United Kingdom: Mulilingual Matters.
Haugen, E. 1953. The Norwegian language in America: A study in bilingual behavior.
Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Herschensohn, J. R. 2007. Language development and age. Cambridge: Cambridge
University Press.
Hewson, J. & Bubenik, V. 1997. Tense and Aspect in Indo-European Languages:
Theory, Typology, Diachrony. Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins.
Hinrichs, E. 1985. A Compositional Semantics for Aktionsarten and NP Reference.
Ph.D. dissertation, Ohio State University, Ohio, Columbus.
Hoff, E. 2006. How social contexts support and shape language development.
Developmental Review 26, 55–88.
Holton, D., Mackridge, P. & Philippaki-Warburton, I. 1997. Greek: A comprehensive
grammar of the modern language. London: Routledge.
Housen, A. 1995. It’s About Time — The Acquisition of Temporality in English as a
SecondLanguage in a Multilingual Educational Context, PhD. Dissertation,
University of Brussels.
Iluz-Cohen, P. & Arman-Lotem, S. 2013. Language proficiency and executive control
in bilingual children. Bilingualism: Language and Cognition 16, 884-899.
Iatridou, S., Anagnostopoulou, E. & Izvorski, R. 2003. Observations about the form
and meaning of the Perfect. In Perfect Explorations, A. Alexiadou, M. Rachert,
A. von Stechow (επιμ.). Berlin, de Gruyter, 153-203.
Izquierdo, J. & Collins, L. 2008. The facilitative effects of L1 influence on L2 tense-
aspect marking: Hispanophones and Anglophones learning French.The Modern
Language Journal 93, 350 -368.
Jackendoff, R. S. 1990. Semantic Structures. Cambridge, Mass., MIT Press.
Jensen, S. 2006. Aspect and child language acquisition: a Danish perspective.
Tidsskrift for Sprogforskning 4, 1-2: 209-215.
Juel, C., Grifflth, P. L., & Gough, P. B. 1986. Acquisition of literacy: A longitudinal
study of children in first and second grade. Journal of Educational Psychology,
78, 243-255.
305
Βιβλιογραφία
306
Βιβλιογραφία
307
Βιβλιογραφία
308
Βιβλιογραφία
309
Βιβλιογραφία
310
Βιβλιογραφία
Pan, B.A., Rowe, M.L., Spier, E., & Tamis-LeMonda, C. 2004. Measuring productive
vocabulary of toddlers in low-income families: Concurrent and predictive validity
of three sources of data. Journal of Child Language 31, 587-608.
Panitsa, G. 2010. Aspects of Aspect: The acquisition of viewpoint and situation aspect
in Modern Greek. Unpublished PhD Thesis, UCL (University College London).
Paradis, J. 2007. Early bilingual and multilingual acquisition. In Multilingualism and
multilingual communication. Handbook of applied linguistics, P. Auer & L. Wei
(Eds.), Vol.5, 15-44. Berlin: Mouton de Gruyter.
Paradis, J. 2009. Oral language development in French and English and the role of
home input factors. Report for the Conseil Scolarie Centre-Nord, Edmonton,
Alberta.
Paradis, J. 2011. Individual differences in child English second-language acquisition:
Comparing child-internal and child-external factors. Linguistic Approaches to
Bilingualism, 1, 213–237.
Paradis J. & Genesee F. 1996. Syntactic acquisition in bilingual children:
Autonomous or interdependent? Studies in Second Language Acquisition 18, 1–
25.
Paradis, J. & Kirova, A. 2014. English second-language learners in preschool: Profile
effects in their English abilities and the role of home language environment.
International Journal of Behavioral Development 38, 342-349.
Paradis, J., Nicoladis, E., Crago, M. & Genesee, F. 2011. Bilingual children's
acquisition of the past tense: A usage-based approach. Journal of Child Language
38, 544-578.
Παναγοπούλου, Ε. & Τλούπα, Σ. 1995. Αγαπούσα – αγάπησα, θα/να αγαπώ – θα/να
αγαπήσω, αγάπα αγάπησε... Η ρηματική όψη (Verbal Aspect). Γλωσσικές
Εφαρμογές 1, 9-11.
Παπαδοπούλου, ∆. 2005. Η παραγωγή της ρηµατικής όψης από σπουδαστές της
ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Journal of Applied Linguistics 21, 39-54.
Patterson, J. L. 2004. Comparing bilingual and monolingual toddlers’ expressive
vocabulary size: Revisiting Rescorla and Achenbach (2002). Journal of Speech,
Language, and Hearing Research, 47, 5: 1213-1215.
Perfetti, C. A. 1985. Reading Ability. Oxford University Press, New York.
Petermann, F. 2010. SET 5-10. Sprachstandserhebungstest für Kinder im Alter
zwischen 5 und 10 Jahren. Göttingen: Hogrefe.
311
Βιβλιογραφία
Place, S., & Hoff, E. 2011. Properties of dual language exposure that influence two-
year olds’ bilingual proficiency. Child Development 82, 1834-1849.
Purcell-Gates, V. 1988. Lexical and syntactic knowledge of written narrative held by
well-read-to kindergartners and second graders. Research in the Teaching of
English 22: 128-160.
Poarch, G. & van Hell, J. 2012. Executive functions and inhibitory control in
multilingual children: Evidence from secondlanguage learners, bilinguals, and
trilinguals. Journal of Experimental Child Psychology 113, 535–551.
Ramsay, V. 1990. Developmental stages in the acquisition of the perfective and the
imperfective aspects by classroom L2 learners of Spanish. Unpublished PhD
thesis, University of Oregon, Eugene.
Robison, R. E. 1990. The primacy of aspect: Aspectual marking in English
interlanguage. Studies in Second Language Acquisition 12, 315-330.
Robison, R. 1995. The aspect hypothesis revisited: A cross-sectional study of tense
and aspect marking in interlanguage. Applied Linguistics 16, 344-370.
Rohde, A. 1996. The aspect hypothesis and emergence of tense distinction in
naturalistic L2 acquisition. Linguistics 34, 1115-1138.
Rothweiler, M. 2006. The acquisition of V2 and subordinate clauses in early
successive acquisition of German. In Interfaces in Multilingualism, C. Lleo (ed.),
91–113. Amsterdam: Benjamins.
Quesada, M. L. 2006. L2 acquisition of temporal reference in Spanish and the
interaction of adverbials, morphology and clause structure. In Selected
Proceedings of the 9th Hispanic Linguistics Symposium, N. Sagarra & A.
Jacqueline Toribio (eds.), 157-168. Somerville, MA: Cascadilla Proceedings
Project.
Quesada, M. L. 2013. The Primacy of Morphology in the Acquisition of Tense and
Aspect in L2 Spanish Narrative Structure. In Selected Proceedings of the 15th
Hispanic Linguistics Symposium, Howe, C. et al., 62-77. Somerville, MA:
Cascadilla Proceedings Project.
Ράλλη, Α. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.
Raven, J. C. 1995. Coloured Progressive Matrices (CPM). Oxford, UK: Oxford
Psychologists Press.
Renfrew, C. 1995. Word Finding Vocabulary Test. 4th edition. Bicester: Winslow
Press Limited.
312
Βιβλιογραφία
313
Βιβλιογραφία
Salaberry, R. 2002. Tense and aspect in selection of Spanish past tense verbal
morphology. In The L2 Acquisition of Tense-Aspect Morphology, R. Salaberry &
Y. Shirai (eds), 397-415. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins.
Salaberry, R. 2003. Tense aspect in verbal morphology. Hispania, 3 (86), 559–573.
Sanz, C. 2000. Bilingual education enhances third language acquisition: Evidence
from Catalonia. Applied Psycholinguistics 21, 23-44.
Scheele, A. F., Leseman, P. P. M., & Mayo, A. Y. 2010. The home language
environment of monolingual and bilingual children and their language
proficiency. Applied Psycholinguistics 31, 117-140.
Schlyter, S. 2011. Tense and Aspect in early French development in aL2, 2L1 and
cL2 learners. In The development of grammar: language acquisition and
diachronic change. Volume in honour of Jürgen M. Meisel 11, 47-74. John
Benjamins Publishing.
Seliger, H. 1978. Implications of a multiple critical period hypothesis for second
language learning. In Second language acquisition research: Issues and
implications, W. Ritchie (ed.), 11–25. San Diego, CA: Academic Press.
Sheng, L., Lu, Y., & Kan, P. F. 2011. Lexical development in mandarin-English
bilingual children. Bilingualism: Language and Cognition 14, 579-587.
Shirai, Y. 1998. The emergence of tense-aspect morphology in Japanese: Universal
predisposition? First Language 18, 281-309.
Shirai, Y. & Andersen, R. W. 1995. The acquisition of tense/aspect morphology: A
prototype account. Language 71, 743-62.
Shirai, Y. & Kurono, A. 1998. The acquisition of tense-aspect marking in Japanese as
a second language. Language Learning 48, 245-279.
Sioupi, Athina 2007. (A)telizität und Progressivität im Deutschen. In Deutsche
Grammatik im europäischen Dialog. Chr. Fries & N. Fries (eds). Krakau/Berlin
2007.
Σιούπη, Α. 2009. Ο επιρρηματικός προσδιορισμός διάρκειας «σε Χ ώρα». In: Studies
in Greek Linguistics. Proceedings of the 29th Annual Meeting of the Department
of Linguistics of the Aristotle University of Thessaloniki. M. Stavrou-Sifaki, D.
Papadopoulou & M. Theodoropoulou (eds.) INS: Thessaloniki.
Sioupi, A. 2012. A cross-linguistic investigation of the combinational possibilities of
the 'For X Time' adverbial with different aspectual verb classes. In Languages in
Contrast. John Benjamins, 211-231.
314
Βιβλιογραφία
315
Βιβλιογραφία
Stephany, U. & Voeikova, M. 2003. On the early development of aspect on Greek and
Russian child language, a comparative analysis. In ZAS Papers in Linguistics 29,
Acquisition of Aspect, D. Bittner & N. Gagarina (eds), 211-224. Berlin: ZAS.
Sulzby, E. 1989. Assessment of writing and of children's language while writing. In
The role of assessment and measurement in early literacy instruction, L. Morrow
& J. Smith (eds.), 83-109. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall.
Sulzby, E. & Teale, W. 1991. Emergent literacy. In Handbook of reading research, R.
Barr, M. Kamil, P. Mosenthal, & P. D. Pearson (eds.), 727-758. New York:
Longman.
Tabors, P. O., Roach, K. A. & Snow, C. E. 2001. Home language and literacy
environment: Final results. In Beginning literacy with language: Young children
learning at home and school, D. K. Dickinson & P. O. Tabors (eds.), 111–138.
Baltimore, MD: Brookes Publishing.
Talamas, A., Kroll, J. & Dufour, R. 1999. From form to meaning: Stages in the
acquisition of second-language vocabulary. Bilingualism: Language and
Cognition 2, 45-58.
Tamamaki, K. 1993. Language dominance in bilinguals' arithmetic operations
according to their language use. Language Learning 43, 239-262.
Teale, W. H. & Sulzby, E. (eds.). (1986). Emergent literacy: Writing and reading.
Norwood, NJ: Ablex.
Tenny, C. L. 1994. Aspectual Roles and the Syntax-Semantic Interface. Studies in
Linguistics and Philosophy 52, Dordrecht, Κluwer.
Thordardottir, E. 2011. The relationship between bilingual exposure and vocabulary
development. International Journal of Bilingualism 15, 426-445.
Tsangalidis, A. 1999. Will and Tha: A Comparative study of the category future.
Thessaloniki: University Studio Press.
Tsimpli, I. M. & Papadopoulou, D. 2006. Aspect and argument realization: A study
on antecedentless null objects in Greek. Lingua 116, 1595-1615.
Τζεβελέκου, Μ. 1995. Οι όψεις των καταστάσεων. In Themes in Greek Linguistics,
Philippaki-Warburton, I., Nicolaidis, K. & Sifianou, M. (επιμ.). Amsterdam,
John Benjamins, 137-143.
Tsimpli, I.M. & Papadopoulou, D. 2009. Aspect and the Interpretation of Motion
Verbs in L2 Greek’. In Representational Deficits in SLA, Snape, N., Y. I. Leung
& M. Sharwood Smith (eds.), John Benjamins, 187–227.
316
Βιβλιογραφία
317
Βιβλιογραφία
318
Παραρτήματα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
2. Γλωσσική ανάπτυξη
2.1 Ξέρεις ποιες γλώσσες άκουγες και χρησιμοποιούσες όταν ήσουν μωρό μέχρι να φτάσεις την
ηλικία των 3;
(Για να συμπληρώσεις τα κενά, ρώτα: Με ποιον άλλο πέρναγες αρκετή ώρα, τότε; Τη γιαγιά, τον
παππού…… )
2.2 Γνωρίζεις ποιες γλώσσες άκουγες και χρησιμοποιούσες όταν ήσουν περίπου τριών και
ξεκίνησες να πηγαίνεις στον παιδικό σταθμό;
2.3 Ποιες γλώσσες άκουγες και χρησιμοποιούσες όταν ήσουνα περίπου έξι και ξεκίνησες να
πηγαίνεις στο σχολείο;
319
Παραρτήματα
3.1 Και σήμερα; Ποιος μιλάει σε εσένα Ελληνικά ή Γερμανικά και ποια γλώσσα χρησιμοποιείς
εσύ όταν μιλάς σε αυτό το άτομο;
320
Παραρτήματα
ποστάλ ή ευχετήριες
κάρτες;
3.3.1 Όταν γράφεις μηνύματα στο κινητό και στο e-mail στα Ελληνικά, χρησιμοποιείς…
3.5 Πόσο συχνά χρησιμοποιείς καθημερινά την κάθε γλώσσα (στις δραστηριότητες σου);
… στο σχολείο:
321
Παραρτήματα
…μιλάς καλύτερα;
…διαβάζεις καλύτερα;
…γράφεις καλύτερα;
…μιλάει καλύτερα;
…διαβάζει καλύτερα;
…γράφει καλύτερα;
…μιλάει καλύτερα;
322
Παραρτήματα
…διαβάζει καλύτερα;
…γράφει καλύτερα;
4.3 Πόσο συχνά οι γονείς σου και άλλοι άνθρωποι σου διάβαζαν βιβλία, όταν ήσουν
μικρότερος/η;
…στα Γερμανικά;
(Ποιος;)
…ή σε άλλη γλώσσα;
(Ποιος;)
5. Ταξίδι
323
Παραρτήματα
6.4 Χαίρεσαι που μαθαίνεις και χρησιμοποιείς αυτές τις γλώσσες στο σχολείο;
_____________________________________________________________________
6.5 Πιστεύεις ότι οι δάσκαλοι σου στο σχολείο θεωρούν ότι είναι καλό που μιλάς και Ελληνικά
και Γερμανικά; Ή όχι; Μπορείς να δώσεις ένα παράδειγμα;
_____________________________________________________________________
324
Παραρτήματα
Προτάσεις εξοικείωσης:
0. Η μητέρα της Νίκης, όταν ήταν νέα, …..…..… τα χαρτιά στις φίλες της. (ρίχνει)
0. Ο Πέτρος είπε ότι δεν …..…..… τίποτα για τα σκάνδαλα. (ξέρει)
325
Παραρτήματα
326
Παραρτήματα
Ιστορία 6: Μια συνηθισμένη μέρα στο σχολείο (μη συνοπτικό, περιοδικό, χωρίς συνδέσμους)
i. Κάθε πρωί τα παιδιά μαζεύονταν/μαζεύτηκαν στην αυλή του σχολείου.
ii. Έμπαιναν/Μπήκαν σε σειρές και μετά προχωρούσαν προς τις τάξεις.
iii. Κάθονταν και περίμεναν στις θέσεις τους και το μάθημα άρχιζε/άρχισε.
iv. Μερικές φορές έγραφαν/έγραψαν τεστ και άλλες φορές έκαναν ασκήσεις.
v. Το μεσημέρι μάζευαν/μάζεψαν τα πράγματά τους και πήγαιναν σπίτι.
327
Παραρτήματα
328
Παραρτήματα
Εικόνες εξοικείωσης:
Ρήματα στόχος:
Κατηγορία Εκπληρώσεις
329
Παραρτήματα
330
Παραρτήματα
Κατηγορία Επιτεύξεις
331
Παραρτήματα
Ερώτηση-στόχος (αριστερή εικόνα): Τι έκανε χθες η ομάδα με τα κόκκινα για αρκετή ώρα;
Απάντηση-στόχος (αριστερή εικόνα): Η ομάδα με τα κόκκινα έχανε τον αγώνα (για αρκετή ώρα).
332
Παραρτήματα
Ερώτηση-στόχος (αριστερή εικόνα): Τι έκανε χθες η μπλε ομάδα για αρκετή ώρα;
Απάντηση-στόχος (αριστερή εικόνα): Η μπλε ομάδα κέρδιζε το παιχνίδι (για αρκετή ώρα).
Ερώτηση-στόχος (δεξιά εικόνα): Τι έκανε χθες η ομάδα με τα μπλε μέσα σε λίγη ώρα;
Απάντηση-στόχος (δεξιά εικόνα): Η μπλε ομάδα κέρδισε το παιχνίδι (μέσα σε λίγη ώρα).
333
Παραρτήματα
334
Παραρτήματα
335
Παραρτήματα
336
Παραρτήματα
337
Παραρτήματα
338
Παραρτήματα
34) Ο παππούς αναβόσβηνε τα φώτα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. (22/11) [μη αποδεκτή]
35) Ο κύριος αναβόσβησε τα φώτα για λίγα λεπτά. (20/10) [αποδεκτή]
36) Ο μπαμπάς αναβόσβησε τα φώτα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. (21/11) [αποδεκτή]
Προτάσεις-διασπαστές: (αποδεκτές, Ν= 18 και μη αποδεκτές, Ν= 18)
1) Τον Μάιο η οικογένεια πήγε εκδρομή κάθε Κυριακή. (20/8) [μη αποδεκτή]
2) Πέρσι το χειμώνα το κορίτσι ήταν στο Παρίσι από μήνες. (20/10) [μη αποδεκτή]
3) Χθες η νοσοκόμα έπρεπε να ξυπνούσε πολύ νωρίς το πρωί. (20/10) [μη αποδεκτή]
4) Χθες η κυρία κόντεψε να χάνει την τσάντα της. (19/11) [μη αποδεκτή]
5) Το ψωμί θα είναι στο τραπέζι της κουζίνας πριν από λίγα λεπτά. (21/12) [μη αποδεκτή]
6) Πέρσι το χειμώνα η κοπέλα ταξίδευε στην Αθήνα για το τρένο. (21/11) [μη αποδεκτή]
7) Τον προηγούμενο Αύγουστο ψαρέψαμε κάθε Τετάρτη. (18/6) [μη αποδεκτή]
8) Φέτος το αγόρι θέλει να αγοράζει ένα άσπρο σκυλί. (19/8) [μη αποδεκτή]
9) Η μαγείρισσα θα τελειώνει το φαγητό σε λίγες ώρες. (18/9) [μη αποδεκτή]
10) Οι μαθητές άρπαξαν τρεις καρέκλες και έριξαν κάτω. (19/10) [μη αποδεκτή]
11) Το κορίτσι έκλεψε ένα μήλο και έβαλε στην τσάντα της. (19/10) [μη αποδεκτή]
12) Το αγόρι κορόιδεψε το κορίτσι και έκανε να κλαίει. (19/9) [μη αποδεκτή]
13) Η νοικοκυρά ξεσκονίζει το σπίτι πριν τρεις ώρες. (16/8) [μη αποδεκτή]
14) Της αρέσει πολύ αυτό παντελόνι του Γιάννη. (18/8) [μη αποδεκτή]
15) Σήμερα ο τροχονόμος ήταν στο δρόμο από μεσημέρι. (19/8) [μη αποδεκτή]
16) Το απόγευμα ο γιατρός έπρεπε να πάει το γραφείο. (18/9) [μη αποδεκτή]
17) Χθες μετά το σχολείο το αγόρι θέλει να παίξει μπάλα. (17/10) [μη αποδεκτή]
18) Το καλοκαίρι η μαμά έφτιαχνε το παγωτό κάθε μέρα. (19/9) [μη αποδεκτή]
19) Η γιαγιά ξάπλωσε γιατί είχε πονοκέφαλο από ώρα. (19/8) [αποδεκτή]
20) Χθες το πρωί ο παππούς ήθελε να παίξει τάβλι στην αυλή. (18/11) [αποδεκτή]
21) Σήμερα ο κύριος θα είναι στο σπίτι μέχρι το μεσημέρι. (20/10) [αποδεκτή]
22) Η θεία πήρε το ποδήλατο που της ζήτησε ο ανιψιός της. (20/11) [αποδεκτή]
23) Η κυρία θα είναι στο κέντρο της πόλης μέσα σε λίγη ώρα. (20/12) [αποδεκτή]
24) Η κυρία άρχισε να μιλάει στο τηλέφωνο ασταμάτητα. (21/8) [αποδεκτή]
25) Χθες το κορίτσι χαιρέτησε μια κυρία με ένα σκυλάκι. (19/9) [αποδεκτή]
26) Οι μαθήτριες έμαθαν ότι τα δελφίνια είναι πολύ έξυπνα. (21/9) [αποδεκτή]
27) Πέρσι το καλοκαίρι οι φίλοι έβγαιναν βόλτα κάθε βράδυ. (19/9) [αποδεκτή]
28) Η κυρία θα τελειώσει την εργασία μέχρι το μεσημέρι. (20/9) [αποδεκτή]
29) Το απόγευμα μετά τη βροχή βγήκε το ουράνιο τόξο. (19/9) [αποδεκτή]
30) Στον οδηγό αρέσει να ξεκουράζεται κάθε μεσημέρι. (19/7) [αποδεκτή]
31) Ο μαθητής θα επισκεφτεί τη γιαγιά του μετά το μάθημα. (19/10) [αποδεκτή]
32) Σήμερα ήρθε ο αδερφός μου από το εξωτερικό. (18/8) [αποδεκτή]
33) Στο γήπεδο ο αθλητής θύμωσε χωρίς σοβαρό λόγο. (18/8) [αποδεκτή]
34) Σήμερα λόγω βροχής προτιμώ να μείνω στο δωμάτιό μου. (19/9) [αποδεκτή]
35) Το πρωί η κυρία βγήκε λυπημένη από το κτίριο. (19/9) [αποδεκτή]
36) Ο κύριος αγόρασε ένα βιβλίο για την Ινδία. (18/8) [αποδεκτή]
339
Παραρτήματα
Κωδικός ………………………………………………
Ονοματεπώνυμο ……………………………………………………………………
Φύλο : Αγόρι □ Κορίτσι □
έτος μήνας Ημέρα
Ημερομηνία γέννησης
Ηλικία
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Χορηγείτε τα έργα σε 3 συνολικά συνεδρίες αξιολόγησης (Α, Β, Γ). Με βάση το τελευταίο ψηφίο του
αριθμού πρωτοκόλλου του παιδιού, προσδιορίστε τη σειρά των συνεδριών για κάθε συμμετέχοντα στο
σχετικό αρχείο. Δίπλα σε κάθε γράμμα (Α, Β, Γ) στον παρακάτω πίνακα σημειώστε την ημερομηνία
διεξαγωγής της συνεδρίας.
340
Παραρτήματα
1) Κανόνες χορήγησης και βαθμολόγησης των έργων Αντίστροφης Ανάκλησης Ψηφίων και «Κύριος Χ»
Κανόνας Διαδικασία
Κανονική Το κάθε επίπεδο αποτελείται από έξι δοκιμές αξιολόγησης. Χορηγείτε υποχρεωτικά τις τέσσερις πρώτες
χορήγηση δοκιμές. Η πέμπτη και η έκτη δοκιμή χορηγούνται ανάλογα με την επίδοση του παιδιού στις δοκιμές που
έχουν προηγηθεί.
Κάθε δοκιμή βαθμολογείται με 0 (λάθος) ή 1 (σωστή). Μια δοκιμή είναι σωστή όταν ανακαλούνται όλα
τα στοιχεία της (π.χ. λέξεις, ψευδολέξεις, μοτίβα, κλπ) και στη σωστή σειρά.
Βαθμολογείτε ως σωστή οποιαδήποτε δοκιμή αξιολόγησης έχετε παραλείψει (5η ή/και 6η) ως
αποτέλεσμα του κανόνα κανονικής χορήγησης.
Δηλαδή, με την τέταρτη επιτυχή δοκιμή σε ένα επίπεδο, προχωράτε στο επόμενο επίπεδο, βαθμολογώντας
όμως θετικά και τη μία ή τις δύο δοκιμές αξιολόγησης που παραλείψατε.
Σημείωση: Στο έργο ανάκλησης καταλόγου λέξεων, κυκλώστε το «Σωστό»/ «Λάθος», σε όσες
περιπτώσεις το παιδί αξιολόγησε επιτυχώς τη σημασιολογική ορθότητα μιας πρότασης, αλλά μην το
λάβετε υπόψη σας στη βαθμολόγηση του έργου. Κατ’ αναλογία, στο έργο «Κύριος Χ», κυκλώστε το
«Ίδιο»/ «Διαφορετικό» στη σχετική στήλη στις περιπτώσεις που το παιδί απάντησε ορθά, αλλά επίσης μην
το λαμβάνετε υπόψη σας κατά τη βαθμολόγηση.
Διακοπή 3 ή λιγότερες σωστές / στις 6 δοκιμές: διακοπή της χορήγησης
χορήγησης Δηλαδή, με το τρίτο λάθος σε ένα επίπεδο, διακόπτετε τη διαδικασία.
Επίπεδο Ως Επίπεδο (Μνημονικό Πεδίο) ορίζεται το τελευταίο επίπεδο, στο οποίο το παιδί πέτυχε σε
(Μνημονικό τουλάχιστον 4 δοκιμές.
Πεδίο)
341
Παραρτήματα
Σκόρ Σκόρ
Παραδείγματα Απαντήσεις Πεδίο Λίστα Απαντήσεις
(1 ή 0) (1 ή 0)
Π 1 23 5 21498
Π 2 54 57142
Π 3 345 27463
Π 4 524 95142
35826
Σκόρ 46315
Πεδίο Λίστα Απαντήσεις
(1 ή 0) 6 521793
2 27 276385
59 483527
31 852913
97 195824
46 613952
84 7 8352941
3 814 6319475
637 5872493
462 7926193
259 8524936
735 9628147
943 Σύνολο
4 2714 σωστών
5273 Μνημονικό
6384 πεδίο
1549
9658
8162
342
Παραρτήματα
2. «Κύριος Χ»
Ίδιο/ Βαθμολογία
Επίπεδο Δοκιμές Εξοικείωσης -
Διαφορετικό (1 ή 0)
1 Ίδιο -
1 Διαφορετικό -
1 •
* •
-
• •
•
1 •
• *
Διαφορετικό
• •
•
1 •
• •
Ίδιο
• •
*
2 * •
• • • • Διαφορετικό
• • * • Διαφορετικό
• •
2 • *
• * • • Ίδιο
• • • • Διαφορετικό
• •
Ίδιο/ Βαθμο-
Επίπεδο Δοκιμές αξιολόγησης Διαφορετικό λογία
(1 ή 0)
1 • Ίδιο
* •
• •
•
* Διαφορετικό
• •
• •
•
• Ίδιο
• *
• •
•
• Διαφορετικό
• •
• *
•
343
Παραρτήματα
• Ίδιο
• •
• •
*
• Ίδιο
• *
• •
•
2 • • Ίδιο
• * • • Διαφορετικό
• • • •
• *
* • Διαφορετικό
• • • • Ίδιο
• • • •
• *
• • Ίδιο
• • • * Ίδιο
* • • •
• •
• • Διαφορετικό
• • * • Διαφορετικό
• * • •
• •
• • Διαφορετικό
• * • • Ίδιο
• • * •
• •
• * Ίδιο
• • • • Διαφορετικό
• • • •
* •
3 * • • Ίδιο
• • • • • * Διαφορετικό
Ίδιο
• • * • • •
• • •
• • * Διαφορετικό
• * • • • • Ίδιο
Διαφορετικό
• • • • • •
• * •
344
Παραρτήματα
• * • Ίδιο
• • • • • • Ίδιο
Διαφορετικό
* • • • • •
• • *
* • • Διαφορετικό
• • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • * * •
• • •
• • • Ίδιο
* • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • • • *
• * •
• • • Διαφορετικό
• • • * * • Ίδιο
Διαφορετικό
• • • • • •
* • •
4 • • • * Ίδιο
• • • • * • • • Διαφορετικό
Διαφορετικό
* • • * • • • •
Ίδιο
• • • •
• • • • Διαφορετικό
• • * • • • • * Ίδιο
Διαφορετικό
• • • • • * • •
Διαφορετικό
* • • •
• • • * Διαφορετικό
• * • • * • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • • • • • •
Διαφορετικό
• * • •
• * • • Ίδιο
• • • • • * • • Ίδιο
Διαφορετικό
• • • • • • * •
Διαφορετικό
* • • •
* • • • Διαφορετικό
• • * • • * • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • • • • • *
Ίδιο
• • • •
• • • * Ίδιο
• • • * • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
* • • • • • • •
Διαφορετικό
• • * •
345
Παραρτήματα
5 * • • • • Ίδιο
• • • • * • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • • • • • * * • Ίδιο
• * • • • Διαφορετικό
• • • • • Διαφορετικό
• • • * • • • • * • Διαφορετικό
Ίδιο
* • • • • • • * • • Ίδιο
• • * • • Διαφορετικό
• • • • • Ίδιο
• * * • • • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • • * • • * • • Διαφορετικό
• • • • * Ίδιο
• * • * • Διαφορετικό
• • • • • • • • * • Ίδιο
Διαφορετικό
* • • • • * • • • • Διαφορετικό
• • • • • Ίδιο
• • * • • Ίδιο
• * * • • • • • • • Διαφορετικό
Διαφορετικό
• • • • • • • • * • Διαφορετικό
• • • * • Ίδιο
* • • • • Ίδιο
• • • • • • • * • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • * • • * • • • • Διαφορετικό
• • • • * Διαφορετικό
6 Διαφορετικό
* • • • • • Ίδιο
• • • • • * • • • • * • Ίδιο
• • * • • • • • • * Ίδιο
• •
• • • * • Διαφορετικό
•
Διαφορετικό
Διαφορετικό
• • • * • • Διαφορετικό
• • • * • • • • * • • • Ίδιο
* • • • • • • • • • • * Διαφορετικό
• • * • • • Ίδιο
Ίδιο
Ίδιο
• • • • * • Διαφορετικό
• * * • • • • * • • • • Ίδιο
• • • • • * • • • • * • Διαφορετικό
• • • • • • Ίδιο
Διαφορετικό
346
Παραρτήματα
Ίδιο
• * • • • • Διαφορετικό
• • • • • • • • • * * • Διαφορετικό
• • • • * • • * • • • • Ίδιο
* • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
Διαφορετικό
• • • • • * Ίδιο
• • • • * • • * • • • • Ίδιο
• * • • • • • • * • • • Διαφορετικό
• * • • • • Ίδιο
Ίδιο
Ίδιο
• • * • • • Διαφορετικό
* • • • • • • • • * • • Διαφορετικό
• • • * • • * • • • • • Ίδιο
• • • • • * Διαφορετικό
Ίδιο
7 Διαφορετικό
• * • • • • • Ίδιο
• • • • • • • * * • • • • * Διαφορετικό
Διαφορετικό
* • • • • * • • • • • • • • Ίδιο
• • • • • * • Διαφορετικό
Ίδιο
Διαφορετικό
• • * • • * • Διαφορετικό
• * • • • • • • • • • • • • Ίδιο
Ίδιο
• • • • • • * • • * • • • • Διαφορετικό
• * • • • • * Ίδιο
Διαφορετικό
Ίδιο
* • • • • • • Διαφορετικό
• • • • * • • • • • • * • • Ίδιο
Διαφορετικό
• • • * • • • • * • • • * • Ίδιο
• • • * • • • Διαφορετικό
Ίδιο
Ίδιο
• • • • * • • Ίδιο
• • • * • • * • • • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • • • * • • • • • • * • • Διαφορετικό
* • • • • • * Διαφορετικό
Διαφορετικό
• • • • • • • Ίδιο
• • * • • • • * • • • * * • Διαφορετικό
Ίδιο
• * • • • • • • * • • • • • Διαφορετικό
• • * • • • • Ίδιο
347
Παραρτήματα
Διαφορετικό
Διαφορετικό
Διαφορετικό
• • • * • • • Ίδιο
* • • • • * • • • • • • • • Διαφορετικό
Ίδιο
• • * • • • • • • * * • • • Διαφορετικό
• • • • • • * Διαφορετικό
Ίδιο
348