Professional Documents
Culture Documents
Ty1 PDF
Ty1 PDF
ΤΕΧΝΙΚΑ ΥΛΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ 1
ΑΘΗΝΑ 2006
ΑΙΜ. Γ. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ε.Μ.Π.
Γ. Ι. ΠΟΥΛΑΚΟΣ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ε.Μ.Π.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΥΛΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ 1
Εικόνα εξώφυλλου: Φωτογραφία από το εργοτάξιο του έργου «Ξενώνες στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου»
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σχήμα 1
Προσδιορισμός του όγκου για τον υπολογισμό της αντίστοιχης πυκνότητας
Το ποσοστό των πόρων του υλικού δίνεται από το πορώδες του υλικού, u,το οποίο
προσδιορίζεται από τη σχέση :
u = 1 - d (%) (4),
όπου είναι :
m
ρR Vg −V Vg − Vz −Vh
d = ρ = m
z
= Vg −V (5)
Vg −V −Vh z
z
Η σχέση (4) λόγω της σχέσης (5) γίνεται :
Vg − V − Vh Vh
u = 1- z
Vg − V
=
Vg − Vz
(%) (6)
z
Σχήμα 3
Η θερμοκρασία παγετού του νερού σε σχέση με τη διάμετρο των τριχοειδών αγγείων
7
Σχήμα 4
Δοκιμές για τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς των υλικών απέναντι στο νερό
Η διαφορετική συμπεριφορά των υλικών σε σχέση με την απόδοση του νερού δίνεται στο
Σχήμα 5.
1.1.3.4 Υδατοπερατότητα
Υδατοπερατότητα είναι η αντίσταση που προβάλλουν τα υλικά κατά τη διέλευση του
νερού μέσα από τη μάζα τους. Ελέγχεται με τη βοήθεια υδραυλικής πίεσης, η οποία
εφαρμόζεται σε δοκίμιο του υλικού (Σχήμα 4γ).
8
α. Καλή ικανότητα
απόδοσης νερού
β. Κακή ικανότητα
απόδοσης νερού
α β
Σχήμα 5
Κατανομή της υγρασίας σε τοίχο σε συνάρτηση με το χρόνο και την ικανότητα
απόδοσης νερού
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Σχήμα 6
Ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας, λ, σε συνάρτηση με τη φαινόμενη
πυκνότητα, ρR
Οπτόπλινθος Ελαφροσκυρόδεμα
α β
Σχήμα 7
Ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας , λ , οπτόπλινθων (α) και
ελαφροσκυροδέματος (β) σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία, t και τη μέση
περιεκτικότητα σε υγρασία, fm
10
Στο Σχήμα 8 δίνεται η μεταβολή του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας ,λ , του υλικού
σε συνάρτηση με τη μέση διάμετρο των πόρων του για διάφορες θερμοκρασίες.
Σχήμα 8
Μεταβολή του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας,λ, σε συνάρτηση με τη διάμετρο των
πόρων και τη θερμοκρασία
Σχήμα 9
Θερμοκρασίες στην επιφάνεια επιχρισμένων εξωτερικών τοίχων κατά τη διάρκεια
καλοκαιρινής ημέρας
Από το Σχήμα 10 προκύπτει η μεγάλη θερμοκρασιακή διαφορά μεταξύ της μαύρης και
της λευκής επιφάνειας.
11
Σχήμα 10
Θερμοκρασίες στην επιφάνεια εξωτερικών επιχρισμάτων διάφορων χρωματισμών για
τοίχο πάχους 30 cm και με δυτικό προσανατολισμό
Σχήμα 11
Μέγιστες και ελάχιστες τιμές θερμοκρασίας στην επιφάνεια εξωτερικών επιχρισμάτων
σε σχέση με το χρώμα της
Πόδι με παπούτσι
Πόδι με κάλτσα
Γυμνό πόδι
α
Δάπεδο από σκυρόδεμα
Πόδι με παπούτσι
Πόδι με κάλτσα
Γυμνό πόδι
β
Δάπεδο από φελλό
Σχήμα 12
Η θερμοκρασία στο πέλμα του ποδιού για δύο δάπεδα, όταν η θερμοκρασία του χώρου
είναι 20 0C και η θερμοκρασία της επιφάνειας του δαπέδου είναι 17 0C
1.1.5.1 Ηλεκτροαγωγιμότητα
1.1.5.2 Διηλεκτρική σταθερά
1.1.5.3 Μαγνητική διαπερατότητα
13
Σχήμα 13
Οι κυριότεροι τρόποι καταπόνησης των δομικών υλικών
mα x P
σD = mαx σD = F
σε ( MPα) (10),
όπου είναι :
mαx σD η μέγιστη τάση σε μεγαπασκάλ (ΜPα),
mαx P το μέγιστο φορτίο σε νιούτον (Ν) και
F η διατομή του δοκιμίου σε τετραγωνικά χιλιοστόμετρα (mm2).
Σχήμα 14
Επιρροή της μη δυνατότητας ελεύθερης παραμόρφωσης κατά την εγκάρσια διεύθυνση σε
καταπόνηση σε θλίψη
Για τον ορθό υπολογισμό της αντοχής σε θλίψη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η
ελεύθερη εγκάρσια παραμόρφωση του δοκιμίου στη θέση, όπου επιβάλλεται το φορτίο
(Σχήμα 13 και Σχήμα 14).
Για να προκύψει ορθή τιμή της αντοχής σε θλίψη, πρέπει ο λόγος του ύψους, h, του
δοκιμίου προς το πλάτος του, d, να είναι : h ∼ 3.
d
Διάφορα παρεμβλήματα επηρεάζουν την επίδραση του λόγου h στην αντοχή σε θλίψη
d
(Σχήμα15).
Χωρίς παρέμβλημα
Χαρτόνι
Teflon
Λάστιχο
Σχήμα 15
Επίδραση του λόγου h/d στην αντοχή σε θλίψη για διάφορα παρεμβλήματα
15
Σχήμα 16 Σχήμα 17
Καταπόνηση δοκιμίου Εντατική κατάσταση κατά την καταπόνηση
σε εφελκυσμό σε εφελκυσμό
Σχήμα 18 Σχήμα 19
Καταπόνηση δοκιμίου σε διάρρηξη Εντατική κατάσταση κατά την
καταπόνηση σε διάρρηξη
Σχήμα 20 Σχήμα 21
Καταπόνηση δοκιμίου σε κάμψη Εντατική κατάσταση κατά την
καταπόνηση σε κάμψη
Η αντοχή σε κάμψη επηρεάζεται σημαντικά από το λόγο l/d του μήκους, l, προς το
ύψος,d (Σχήμα 22). Για λόγο l/d < 3,5 το αποτέλεσμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
αντοχή σε κάμψη.
Σχήμα 22
Μείωση της αντοχής σε κάμψη σε συνάρτηση με το λόγο l /d του δοκιμίου
Κυμαινόμενη
σε θλίψη
Επαναλαμβανόμενη
Αντιστρεφόμενη
Επαναλαμβανόμενη
Κυμαινόμενη
σε εφελκυσμό
Σχήμα 23
Καταπόνηση σε εναλλασσόμενη φόρτιση
Σχήμα 24
Καμπύλη κόπωσης ή καμπύλη Wöhler
Σχήμα 25
Υπολογισμός του συντελεστή ασφάλειας
Σχήμα 26
Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων για χαρακτηριστικά δομικά υλικά
του δοκιμίου κατά την καταπόνηση σε κάμψη (Σχήμα 27δ),όταν θεωρούνται γνωστές οι
αναπτυσσόμενες παραμορφώσεις.
α β
γ δ
Σχήμα 27
Προσδιορισμός της κατανομής των τάσεων σε δοκίμιο ξύλου κατά την καταπόνηση σε
κάμψη, όταν είναι γνωστές οι αναπτυσσόμενες παραμορφώσεις
20
όπου είναι :
l το αρχικό μήκος και
Δl η ελαστική μεταβολή του μήκους.
Ο προσδιορισμός του μέτρου ελαστικότητας δίνεται στο Σχήμα 28α.Για τα υλικά, τα
οποία δεν έχουν γραμμικό μέτρο ελαστικότητας χρησιμοποιείται το εφαπτομενικό
μέτρο ελαστικότητας ή το τέμνον μέτρο ελαστικότητας (Σχήμα 28β).
α β
Σχήμα 28
Προσδιορισμός του μέτρου ελαστικότητας
Σχήμα 29
Διάγραμμα τάσεων – παραμορφώσεων για βισκοελαστικό υλικό
Σχήμα 30
Βισκοελαστική συμπεριφορά υλικών για συνεχή φόρτιση
22
1.2.2.6 Σκληρότητα
Σκληρότητα ονομάζεται η αντίσταση που προβάλλει η επιφάνεια των στερεών υλικών
κατά τη διάσπαση της συνέχειάς της ή κατά τη μεταβολή του σχήματός της.
Στα πετρώματα εξετάζεται η σκληρότητα σε χάραξη ή σκληρότητα κατά Μοhs και η
σκληρότητα σε λείανση ή σκληρότητα κατά Rosiwal (Πίνακας 2).
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Μεταβολή του όγκου λόγω χημικών δράσεων συμβαίνει π.χ. κατά τη συστολή που
παρατηρείται κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου.
23
1.5.1.1 Μέτρηση
Μέτρηση είναι ο πειραματικός προσδιορισμός της τιμής ενός φυσικού μεγέθους με
αναλογικό ή ψηφιακό τρόπο και περιλαμβάνει:
α. Παρασκευή δοκιμίων.
β. Βαθμονόμηση οργάνων μέτρησης και συσκευών.
γ. Πειραματική διάταξη.
δ. Έλεγχο – Δοκιμή.
ε. Αξιολόγηση αποτελεσμάτων μέτρησης.
στ. Έκθεση αποτελεσμάτων.
Ο σκοπός της τεχνικής των μετρήσεων για την επιστήμη του μηχανικού είναι η μέτρηση
φυσικών μεγεθών των δομικών υλικών, μελών κατασκευών και κατασκευών για την
μελέτη των ιδιοτήτων τους και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη συμπεριφορά τους
στις διάφορες καταπονήσεις.
Η τεχνική των μετρήσεων χρησιμοποιεί συνδυασμούς από κλάδους της φυσικής και οι
περισσότερες μετρήσεις ανάγονται σε ηλεκτρικές.
Δίνονται χαρακτηριστικά δύο τρόποι ηλεκτρικών μετρήσεων (Σχήμα 31 και Σχήμα 32).
Σχήμα 31
Διεξαγωγή ηλεκτρικής μέτρησης
Σχήμα 32
Μέτρηση με το σύστημα του κλειστού βρόγχου
25
α. δοκίμιο
β. μετρητής
γ. πομπός
δ. δέκτης
Σχήμα 33
Προσδιορισμός του μέτρου ελαστικότητας με υπέρηχους
α δοκίμιο
α1 σε διαμήκη ταλάντωση
α2 σε στρεπτική ταλάντωση
α3 σε καμπτική ταλάντωση
β μετρητής
β1 ρύθμιση συχνότητας
β2 καθοδικός σωλήνας
γ γεννήτρια ταλαντώσεων
δ δέκτης ταλαντώσεων
Σχήμα 34
Προσδιορισμός ελαστικών σταθερών με συντονισμό
2. ΚΟΝΙΕΣ
2.1 ΓΕΝΙΚΑ
Κονίες ονομάζονται τα υλικά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως συνδετική ύλη των
αδρανών υλικών. Είναι στερεά με τη μορφή σκόνης ή ρευστά, τα οποία όταν αναμιχθούν
με ένα υγρό, που είναι συνήθως το νερό, μεταβάλλονται σε εύπλαστο πολτό. Ο πολτός
αυτός αποκτά την οριστική μορφή και την τελική αντοχή του με την πάροδο του χρόνου,
αφού περάσει διαδοχικά από το στάδιο της πήξης και το στάδιο της σκλήρυνσης.
Πήξη είναι το φαινόμενο, το οποίο λαμβάνει χώρα από τη στιγμή που ο πολτός χάνει
την πλαστικότητά του μέχρι τη στιγμή που αποκτά κάποια συνεκτικότητα και
στερεότητα. Η διάρκεια της πήξης, η οποία χαρακτηρίζεται από τον αρχικό και τον
τελικό χρόνο πήξης, προσδιορίζεται με διάφορες μεθόδους σύμφωνα με τον αντίστοιχο
κανονισμό για κάθε κονία.
Σκλήρυνση είναι το φαινόμενο, το οποίο ακολουθεί την πήξη, οπότε ο πολτός
μεταβάλλεται σε λίθωμα και αποκτά την τελική αντοχή του.
2.2.3.2 Υδραυλικές
Υδραυλικές είναι οι κονίες, οι οποίες πήζουν και σκληραίνουν τόσο στον αέρα, όσο και
μέσα στο νερό ή σε υγρό περιβάλλον. Δεν διαλύονται στο νερό, διαφέρουν όμως μεταξύ
τους ως προς την πήξη και τη σκλήρυνση. Για παράδειγμα η υδραυλική άσβεστος πήζει
και σκληραίνει αρχικά στον αέρα, μετά όμως από ορισμένο χρονικό διάστημα είναι
δυνατόν να διατηρηθεί στο νερό, όπου και συνεχίζεται η σκλήρυνση, ενώ το τσιμέντο
μετά την ανάμιξή του με νερό πήζει και σκληραίνει και στον αέρα και στο νερό.
Η ιδιότητα των υδραυλικών κονιών να πήζουν και να σκληραίνουν μέσα στο νερό, όταν
είναι με τη μορφή λεπτών κόκκων και αναμιχθούν με νερό, ονομάζεται υδραυλικότητα.
Η υδραυλικότητα οφείλεται στην ύπαρξη των οξειδίων SiO2, Fe2O3 και Al2O3 ,τα οποία
ονομάζονται υδραυλικοί συντελεστές, στη χημική σύσταση των υδραυλικών κονιών.
2.3.1.1 Γενικά
Αερική ή καυστική άσβεστος ονομάζεται το οξείδιο του ασβεστίου,CαO, το οποίο
προκύπτει από την όπτηση, δηλαδή τη διάσπαση σε υψηλές θερμοκρασίες,
ασβεστολιθικών πετρωμάτων που αποτελούνται σχεδόν από καθαρό ανθρακικό
ασβέστιο, CαCO3,με σύγχρονη αποβολή CO2 κατά την αντίδραση :
CαCO3 → CαO + CO2 – Q cal
Σχήμα 35
Ο κύκλος της ασβέστου
29
Η διάσπαση του CαCO3 γίνεται στις θερμοκρασίες των 900 ÷ 1000 0C και η
απαιτούμενη ποσότητα θερμότητας για την όπτηση 100g CαCO3 είναι 0,46 W*h
περίπου.
2.3.1.2 Μέθοδοι όπτησης των ασβεστολιθικών πετρωμάτων
H όπτηση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων γίνεται σε ειδικά καμίνια περιοδικής ή
συνεχούς λειτουργίας.
α. Καμίνια περιοδικής λειτουργίας
Στα καμίνια περιοδικής λειτουργίας παρασκευάζονται μικρές ποσότητες καυστικής
ασβέστου, κυρίως για τοπική χρήση και διακρίνονται σε :
Ι. Ασβεστουργικούς σωρούς
ΙΙ. Φρεατοειδή καμίνια
β. Καμίνια συνεχούς λειτουργίας
Στα καμίνια συνεχούς λειτουργίας παρασκευάζονται μεγάλες ποσότητες καυστικής
ασβέστου για εμπορική χρήση και διακρίνονται σε :
Ι. Καμίνια συνεχούς λειτουργίας με μακρά φλόγα
ΙΙ. Καμίνια συνεχούς λειτουργίας με βραχεία φλόγα
ΙΙΙ. Δακτυλιοειδή καμίνια Hoffman
2.3.1.3 Φυσικές ιδιότητες της καυστικής ασβέστου
Η καυστική άσβεστος είναι στερεό υλικό, λευκό, όταν η όπτηση είναι καλή, έχει σημείο
τήξης στους 2700 0C, μικρή φαινόμενη πυκνότητα λόγω των πόρων που σχηματίζονται
στη μάζα της και μικρή διαλυτότητα 1: 800.
2.3.1.4 Έλεγχος της ποιότητας της καυστικής ασβέστου
Ο έλεγχος της ποιότητας της καυστικής ασβέστου γίνεται με δύο τρόπους :
α. Προσδιορισμός του αδιάλυτου υπολείμματος.
Για τη δοκιμασία ελέγχου μια ποσότητα καυστικής ασβέστου θραύεται και κοσκινίζεται
με δύο κόσκινα, τα οποία έχουν διαμέτρους οπών 1" και 1/4", αντιστοίχως. Από το υλικό
που συγκρατείται στο κόσκινο του 1/4" λαμβάνεται ως δείγμα ποσότητα 2,5 Κg, η οποία
σβήνεται πολύ καλά με επαρκή ποσότητα νερού, θερμοκρασίας 21÷27 0C, μέσα σε
ξύλινα δοχεία για 1 h. Ακολούθως, το περιεχόμενο υλικό ξεπλένεται με νερό διαμέσου
του πρότυπου κοσκίνου Νο 20 για 30 min.Το υπόλειμμα, το οποίο παραμένει στο
κόσκινο, ξηραίνεται στους 100÷107 0C, ζυγίζεται και ανάγεται σε ποσοστό % κατά βάρος
του αρχικού δείγματος. Όταν το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο από 5% κ.β. , τότε η
ποιότητα της καυστικής άσβεστου θεωρείται καλή.
β. Πρόχειρη δοκιμασία
Κατά την επίδραση HCl στην καυστική άσβεστο δεν πρέπει να εκλύεται CO2 ,γιατί
διαφορετικά σημαίνει την ύπαρξη CαCO3, όπως φαίνεται από την παρακάτω αντίδραση
και επομένως κακή όπτηση ή κακή συντήρηση.
CαCO3 + 2 ΗCl CαCl2 + CO2 + H2O
2.3.1.5 Σβέση της καυστικής ασβέστου
Σβέση ονομάζεται η ενυδάτωση της καυστικής ασβέστου, η οποία γίνεται με την
πρόσληψη νερού κατά την αντίδραση
CαO + H2O Cα(OH)2 + Q ,
ενώ ταυτόχρονα κατακερματίζεται σε μικρά κομμάτια. Η εκλυόμενη θερμότητα για
100g CaO είναι 0,32 W*h περίπου.
Κατά τη σβέση παρατηρείται αύξηση του όγκου και επομένως μείωση της φαινόμενης
πυκνότητας του υλικού. Το προϊόν της σβέσης, είτε με τη μορφή σκόνης, είτε με τη
μορφή πολτού, ονομάζεται υδράσβεστος, Cα(OH)2.
30
Το νερό, το οποίο χρειάζεται για να αρχίσει η διαδικασία της σβέσης είναι 36% – 58 %
κατά βάρος.
Ανάλογα με την ποσότητα του νερού που χρησιμοποιείται για τη σβέση λαμβάνονται
διάφορα είδη υδρασβέστου. Για την παρασκευή τους τοποθετείται μια ποσότητα
καυστικής ασβέστου μέσα σε ειδικό δοχείο, ρίχνεται νερό και παρακολουθείται ο χρόνος
κατά τον οποίο αρχίζουν να αποσπώνται μικρά κομμάτια.
α. Αν ο χρόνος είναι < 5΄ λαμβάνεται η άσβεστος ταχείας σβέσης και το νερό πρέπει να
καλύπτει πλήρως την άσβεστο.
β. Αν ο χρόνος είναι μεταξύ 5΄- 30΄ λαμβάνεται η άσβεστος ημιταχείας σβέσης και το
νερό πρέπει να ημικαλύπτει την άσβεστο.
γ. Αν ο χρόνος είναι > 30΄ λαμβάνεται η άσβεστος βραδείας σβέσης και το νερό είναι
όσο χρειάζεται για τον εμποτισμό της ασβέστου.
Συνήθως, η διάρκεια της σβέσης της καυστικής ασβέστου είναι 15 min.
Αν για την έναρξη της σβέσης χρησιμοποιηθεί νερό 32 % κατά βάρος, όσο χρειάζεται
θεωρητικά, τότε το προϊόν είναι σκόνη υδρασβέστου. Στην πραγματικότητα χρειάζεται
σχεδόν διπλάσια ποσότητα νερού, επειδή κατά τη διάρκεια της σβέσης η θερμοκρασία
αυξάνεται σε υψηλά επίπεδα με αποτέλεσμα να εξατμίζεται μεγάλη ποσότητα νερού.
Ακολούθως , προστίθεται ποσότητα νερού 3-6 φορές περισσότερη από την απαιτούμενη
για τη σβέση και λαμβάνεται το άσβεστιο γάλα.
2.3.1.6 Φύραση της καυστικής ασβέστου
Μετά τη σβέση το ασβέστιο γάλα τοποθετείται μέσα σε λάκκους και μετατρέπεται με την
πάροδο του χρόνου σε πολτό. Αυτό επιτυγχάνεται με την εξάτμιση του νερού, καθώς και
με την απορρόφησή του από τα τοιχώματα του λάκκου. Η φάση αυτή ονομάζεται
φύραση της υδρασβέστου. Κατά τη διάρκεια της φύρασης γίνεται η σβέση σε κομμάτια,
στα οποία δεν είχε ολοκληρωθεί και αυξάνεται η πλαστικότητα της υδρασβέστου.
Η φύραση θεωρείται ότι συμπληρώθηκε όταν εμφανιστούν ρωγμές στην επιφάνεια του
πολτού, πλάτους ενός δακτύλου. Αυτό συμβαίνει σε 20 μέρες περίπου.
2.3.1.7 Πήξη και σκλήρυνση της υδρασβέστου
Με την πάροδο του χρόνου η υδράσβεστος αρχίζει να γίνεται πιο συνεκτική, δηλαδή
μπαίνει στο στάδιο της πήξης. Ακολούθως, με την επίδραση του CO2 της ατμόσφαιρας
αρχίζει το στάδιο της σκλήρυνσης κατά την αντίδραση,
Cα(OH)2 + CO2 CαCO3 + H2O ,
οπότε η υδράσβεστος αποκτά τις τελικές αντοχές της και μετατρέπεται σε στερεό με
σταθερή μορφή. Αυτό ονομάζεται λίθωση της υδρασβέστου. Το παραγόμενο νερό κατά
τη διάρκεια της σκλήρυνσης εξατμίζεται.
Για 1 g Cα(OH)2 χρειάζονται 1,19 m3 αέρα. Συνεπώς, για 1 m2 επιχρίσματος τοίχου
πάχους 1 cm χρειάζονται 1800 m3 αέρα.
2.3.1.8 Δοκιμασίες της υδρασβέστου
α. Προσδιορισμός του αδιάλυτου υπολείμματος
Για τον προσδιορισμό του αδιάλυτου υπολείμματος λαμβάνεται σκόνη υδρασβέστου
βάρους 100 g και κοσκινίζεται μεταξύ των κοσκίνων Νο 20 και Νο 200. Το δείγμα
ξεπλένεται με νερό για 30΄, ξηραίνεται, ζυγίζεται και ανάγεται σε ποσοστό % του
αρχικού δείγματος.
β. Προσδιορισμός του μέτρου πλαστικότητας
Για τον προσδιορισμό του μέτρου πλαστικότητας παρασκευάζεται κανονικός
ασβεστοπολτός για 300 g υδρασβέστου και ελέγχεται με τη συσκευή Vicat.
31
2.3.2.1 Γενικά
Η υδραυλική άσβεστος παρασκευάζεται με όπτηση από ασβεστολιθικά πετρώματα με
αυξημένη περιεκτικότητα σε οξείδια του αργιλίου και του πυριτίου. Η περιεκτικότητα σε
άργιλο είναι 10÷15%.
Η όπτηση γίνεται σε συνηθισμένα ασβεστουργικά καμίνια και σε θερμοκρασίες μεταξύ
1000÷1200 0C. Η όπτηση στις θερμοκρασίες αυτές βοηθά στο σχηματισμό οξειδίων του
αργιλίου, του πυριτίου και του σιδήρου μαζί με άσβεστο. Τα οξείδια αυτά είναι οι
υδραυλικοί συντελεστές της κονίας.
2.3.2.2 Φυσικές ιδιότητες της υδραυλικής ασβέστου
Η υδραυλική άσβεστος είναι σκόνη υπότεφρη μέχρι τεφρή. Οι αντοχές της κυμαίνονται
μεταξύ 1,0÷5,0 ΜPα. Πήζει και σκληρύνεται στον αέρα και μετά διατηρείται στο νερό
χωρίς να διαλύεται.
2.3.2.3 Σβέση της υδραυλικής ασβέστου
Η σβέση της υδραυλικής ασβέστου γίνεται στον τόπο παραγωγής της αμέσως μετά την
όπτηση. Το προϊόν της όπτησης ραντίζεται με όση ποσότητα νερού απαιτείται για να
μετατραπεί σε υδράσβεστο. Ακολούθως, αφήνεται στο περιβάλλον για 10 μέρες περίπου,
όπου υφίσταται συμπληρωματική σβέση και κονιοποιείται.
2.3.2.4 Πήξη και σκλήρυνση της υδραυλικής ασβέστου
Η πήξη οφείλεται κυρίως στους υδραυλικούς συντελεστές της κονίας. Όμως στην πήξη
και τη σκλήρυνση συμβάλλει και η μικρή ποσότητα CαO που σχηματίζεται κατά την
όπτηση, το οποίο αφού ενυδατωθεί και μετατραπεί σε υδράσβεστο, Cα(OH)2, αντιδρά με
το CO2 της ατμόσφαιρας και οδηγεί στο σχηματισμό CαCO3 και στη στερεοποίησή του,
δηλαδή στη λίθωση της υδρασβέστου.
2.3.2.5 Είδη της υδραυλικής ασβέστου
Ανάλογα με τη μικρή ή μεγάλη υδραυλική ικανότητά της, η υδραυλική άσβεστος
διακρίνεται σε :
α. Υδραυλική άσβεστο.
β. Πολύ υδραυλική άσβεστο.
γ. Υπερυδραυλική άσβεστο .
2.3.2.6 Δοκιμασίες της υδραυλικής ασβέστου
Για να εξακριβωθεί η ποιότητα της παρασκευαζόμενης υδραυλικής ασβέστου,
ελέγχονται σύμφωνα με τους αντίστοιχους κανονισμούς :
α. Η λεπτότητα.
β. Η σταθερότητα όγκου.
γ. Ο χρόνος πήξης.
δ. Η αντοχή σε θλίψη.
32
2.4 ΠΟΖΟΛΑΝΕΣ
2.4.1 ΓΕΝΙΚΑ
Οι ποζολάνες είναι κονίες, οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία των υδραυλικών κονιών.
Είναι υλικά πυριτικής ή αργιλοπυριτικής σύστασης, τα οποία, ενώ έχουν μικρή
υδραυλική ικανότητα, όταν κονιοποιηθούν και παρουσία υγρασίας, αντιδρούν με το
Cα(OH)2 και δίνουν ενώσεις με αυξημένες υδραυλικές ιδιότητες.
Οι ποζολάνες διακρίνονται σε φυσικές και σε τεχνητές ανάλογα με την προέλευσή τους.
2.4.4 ΘΗΡΑΪΚΗ ΓΗ
2.4.4.1 Γενικά
Η θηραϊκή γη είναι η ελληνική ποζολάνη. Είναι υλικό ηφαιστειογενούς προέλευσης και
αποτελείται από ηφαιστειακή στάχτη, κίσσηρη και οψιδιανό. Είναι πλούσια σε οξείδια
του πυριτίου και του αργιλίου και έχει την εξής σύσταση :
SiO2 66,0% MgO 0,8%
Al2O3 14,5% SO3 0,7%
FeO3 5,5% Nα2O 3,5%
CαO 3,0% K2O 2,0%.
Η απώλεια πύρωσης της θηραϊκής γης στους 1000 0 C είναι 3,5%.
2.4.4.2 Ιδιότητες της θηραϊκής γης
α. Λεπτότητα άλεσης
Η θηραϊκή γη μετά την άλεσή της έχει μέσο μέγεθος μέγιστου κόκκου ίσο με 10 μ.
33
Σχήμα 36
Επίδραση της ποζολάνης στην αντοχή του τσιμέντου
β. Αδιάλυτο υπόλειμμα
Το αδιάλυτο υπόλειμμα της θηραϊκής γης μετά την επίδραση HCl ή καυστικών αλκαλίων
πρέπει να είναι 25%–30%.Το μέγιστο επιτρεπτό είναι 40%.
Σχήμα 37
Αντοχή σε θλίψη σε συνάρτηση με την περιεκτικότητα σε υδραυλικούς συντελεστές και
σε Cα(OH)2
34
2.5 ΓΥΨΟΣ
2.5.1 ΓΕΝΙΚΑ
Η γύψος παράγεται από τη μερική ή ολική αφυδάτωση της φυσικής γύψου, έπειτα από
κατάλληλη όπτηση. Φυσική γύψος είναι το ένυδρο θειικό ασβέστιο, CαSO4 2H2O.Tα 3/2
του κρυσταλλικού νερού της φυσικής γύψου αφυδατώνονται σε θερμοκρασία μικρότερη
από εκείνη που απαιτείται για το υπόλοιπο 1/2.
Η φυσική γύψος περιέχει διάφορες προσμίξεις ,όπως CαCO3, MgCO3, SiO2, Al2O3, Fe2O3
κ.ά.Οι προσμίξεις αυτές μέχρι 6% είναι ανεκτές πάνω, όμως, από 20% είναι
απαράδεκτες, γιατί τότε η γυψοκονία, η οποία λαμβάνεται από την όπτηση της φυσικής
γύψου, είναι βραδύπηκτη.
Η αφυδάτωση της φυσικής γύψου, δηλαδή η απόσπαση των κρυσταλλικών μορίων του
νερού, επιτυγχάνεται με όπτηση σε διάφορες θερμοκρασίες, οπότε και λαμβάνονται κατά
σειρά τα παρακάτω προϊόντα :
500C Αρχίζει η αφυδάτωση της φυσικής γύψου.
100 - 120 C Παρατηρείται έντονος κοχλασμός.
0 0
Η αντοχή της πλαστικής γύψου στις μηχανικές καταπονήσεις εξαρτάται από το λόγο
του νερού προς τη γύψο και από τα πρόσθετα, τα οποία χρησιμοποιούνται στην
παρασκευή της .
2.5.3.5 Είδη της πλαστικής γύψου
Η πλαστική γύψος διακρίνεται σε :
α. Δομική.
β. Διακοσμητική.
γ. Οδοντοτεχνίας.
δ. Ορθοπεδική.
ε. Οινοποιίας.
2.5.3.6 Εφαρμογές της πλαστικής γύψου
Η πλαστική γύψος χρησιμοποιείται κυρίως ως δομικό υλικό για την παρασκευή
γυψοκονιαμάτων, πλακών επένδυσης και γυψοσανίδων, όπως και στην κατασκευή
αντικειμένων, τα οποία μορφώνονται σε καλούπια.
Λόγω της διαλυτότητάς της στο νερό χρησιμοποιείται μόνο σε εσωτερικές κατασκευές
και όχι σε έργα, τα οποία είναι εκτεθειμένα στην υγρασία και στο νερό της βροχής, γιατί
θα καταστραφούν. Ως μέτρα προφύλαξης χρησιμοποιούνται η βαφή, ο επιφανειακός
εμποτισμός και τα πρόσθετα μάζας.
2.5.3.7 Κονιάματα της πλαστικής γύψου
Κονιάματα της πλαστικής γύψου είναι :
α. Γυψοκονίαμα
Είναι κονίαμα γύψου με χαλαζιακή άμμο.
β. Γυψοασβεστοκονίαμα
Είναι ασβεστοκονίαμα με την προσθήκη γύψου.
γ. Διακοσμητικοί λίθοι
Είναι κονιάματα γύψου με φυτικές ίνες, πριονίδια κ.ά.
δ. Γυψοσανίδες
Είναι κονιάματα γύψου με χαρτόμαζα, ίνες αμιάντου κ.ά.
Oι διακοσμητικοί λίθοι και οι γυψοσανίδες επιδέχονται πριόνισμα και κάρφωμα. Για το
κάρφωμα πρέπει να χρησιμοποιούνται επιψευδαργυρομένα ή επικασσιτερομένα καρφιά,
γιατί αν χρησιμοποιηθούν συνηθισμένα σιδερένια καρφιά είναι δυνατόν να οξειδωθούν
από τα διαλύματα του ένυδρου θειικού ασβεστίου και να εμφανιστούν στα γύψινα
προϊόντα οι χαρακτηριστικοί λεκέδες της σκουριάς, όπως επίσης είναι δυνατόν να
χαλαρώσει και το κάρφωμα.
2.5.5 ΑΝΥΔΡΙΤΗΣ
2.6 ΤΣΙΜΕΝΤΟ
2.6.1 ΓΕΝΙΚΑ
Οι πρώτες ύλες για την παρασκευή του τσιμέντου αποτελούνται κατά 76% από
ασβεστολιθικά και κατά 24% από αργιλοπυριτικά πετρώματα.
Για να έχει το τελικό προϊόν τις επιθυμητές ιδιότητες, ανεξάρτητα από τις πρώτες ύλες
που θα χρησιμοποιηθούν, πρέπει να καθοριστούν προσεκτικά οι αναλογίες ανάμιξης των
πρώτων υλών.
Οι πρώτες ύλες για την παρασκευή του τσιμέντου υποβάλλονται ξεχωριστά σε ξήρανση
και σε λεπτή άλεση. Στη συνέχεια αναμιγνύονται πολύ καλά και υποβάλλονται σε
όπτηση στους 14000 C, οπότε λαμβάνεται το κλίνκερ και ακολούθως με περαιτέρω
διαδικασία το τσιμέντο.
Η λεπτή άλεση των πρώτων υλών και η μεταξύ τους ανάμιξη είναι απαραίτητα για να
γίνει το υλικό της όπτησης ομοιογενές και να διευκολυνθεί ο μετασχηματισμός των
πρώτων υλών στις χημικές ενώσεις που περιλαμβάνει το τσιμέντο.
Η χημική σύνθεση των προϊόντων του κλίνκερ με τις χαρακτηριστικές ονομασίες τους
είναι :
Αlit 3CαΟ.SiO2
Belit 2CαΟ.SiO2
Celit 4CαΟ.Αl2O3.Fe2O3
Felit 2CαΟ.SiO2, το οποίο είναι ασταθές, μαζί με 3 CαO.Al2O3
Το τσιμέντο που λαμβάνεται από το κλίνκερ έχει την εξής σύνθεση :
CαΟ 66%
SiO2 22%
Al2O3 8%
Fe2O3 4%
Οι νέες χημικές ενώσεις, οι οποίες προκύπτουν μετά την όπτηση, ονομάζονται φάσεις
του τσιμέντου και επηρεάζουν αποφασιστικά τις ιδιότητές του.
Οι υδραυλικοί συντελεστές του τσιμέντου είναι τα οξείδια που αναφέρθηκαν παραπάνω,
και τα οποία, όταν βρίσκονται στη σωστή αναλογία, συνδέονται μεταξύ τους με τις
ακόλουθες σχέσεις, οι οποίες ονομάζονται δείκτες.
α. Δείκτης υδραυλικότητας Cα O με τιμή 2.
Al2 O 3 + Si O 2 + Fe 2 O 3
Ο δείκτης υδραυλικότητας είναι η σχέση μεταξύ των όξινων και των βασικών
συστατικών. Στην πράξη κυμαίνεται μεταξύ 2,2 και 2,3 και καθορίζει ουσιαστικά την
αναλογία ανάμιξης των πρώτων υλών. Όταν η τιμή του δείκτη αυτού είναι μεγαλύτερη
από 2,3 , τότε το τσιμέντο είναι δυνατόν να παρουσιάσει διόγκωση , ενώ όταν είναι
40
μικρότερη από 1,7 , τότε το τσιμέντο είναι δυνατόν να παρουσιάσει αποσάθρωση μετά τη
σκλήρυνση.
SiO2
β. Πυριτικός δείκτης με τιμή 2.
Al2O3 + Fe 2O3
Ο πυριτικός δείκτης είναι η σχέση μεταξύ των όξινων συστατικών.
Al2 O 3
γ. Δείκτης οξειδίου του Al ή του Fe με τιμή 2.
Fe 2 O 3
Ο δείκτης οξειδίου του Al ή του Fe είναι η σχέση μεταξύ των οξειδίων του αργιλίου και
του σιδήρου.
Si O 2
δ. Δείκτης δραστικότητας με τιμή μεταξύ 2,5 και 5.
Al2 O 3
Όταν η τιμή του πυριτικού δείκτη είναι μεγαλύτερη από 4 και εκείνη του δείκτη
δραστικότητας μεγαλύτερη από 5, τότε το τσιμέντο είναι βραδύπηκτο. Αντίθετα, όταν η
τιμή του πυριτικού δείκτη είναι μικρότερη από 1,2 και εκείνη του δείκτη δραστικότητας
μικρότερη από 2,5 , τότε το τσιμέντο είναι ταχύπηκτο.
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Η λεπτότητα της άλεσης του τσιμέντου εκφράζεται με την ειδική επιφάνεια κατά
Βlaine σε cm2/g. Όσο λεπτότερα έχει αλεστεί το τσιμέντο, τόση μεγαλύτερη είναι η
διαθέσιμη επιφάνεια των κόκκων που έρχεται σε επαφή με το νερό, και συνεπώς η
ενυδάτωση γίνεται γρηγορότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί η ενυδάτωση των κόκκων αρχίζει
από την εξωτερική επιφάνειά τους και προχωρεί βαθμιαία προς το κέντρο μέχρι την
πλήρη ενυδάτωση του κόκκου.
Η υψηλή ή η χαμηλή ταχύτητα της ενυδάτωσης του τσιμέντου έχει ως αποτέλεσμα
ανάλογη αντοχή του τσιμέντου σε μικρό χρονικό διάστημα. Μακροπρόθεσμα, όταν το
τσιμέντο ενυδατωθεί πλήρως, η τελική αντοχή του είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις
(Σχήμα 38).
Σχήμα 38
Επίδραση της ειδικής επιφάνειας στην αντοχή του τσιμέντου
42
Όταν η λεπτότητα άλεσης είναι χαμηλή, δηλαδή οι κόκκοι είναι χονδροί, τότε το
τσιμέντο δεν ενυδατώνεται πλήρως και παρουσιάζει μειωμένες αντοχές, ενώ, όταν η
λεπτότητα άλεσης είναι πολύ υψηλή, εμφανίζονται ραγίσματα στο σκληρυνθέντα
τσιμεντοπολτό. Ακόμα η αύξηση της λεπτότητας αυξάνει το κόστος της άλεσης.
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 38 η ειδική επιφάνεια κατά Blaine πρέπει να είναι μεγαλύτερη
από 2.000 cm2/g.
2.6.5.1 Γενικά
Ενυδάτωση του τσιμέντου είναι η χημική ένωση του τσιμέντου με νερό. Κατά την
επίδραση του νερού στο τσιμέντο δημιουργείται ένα σύνολο χημικών ενώσεων, οι οποίες
αποτελούν έναν εύπλαστο πολτό τον τσιμεντοπολτό. Με την πάροδο του χρόνου ο
πολτός αρχίζει προοδευτικά να αποκτά στερεότητα και συνεκτικότητα και τελικά
μετατρέπεται σε τσιμεντολίθωμα. Η ενυδάτωση καλύπτει το χρονικό διάστημα από την
ανάμιξη του τσιμέντου με νερό, μέχρις ότου το ενυδατωμένο τσιμέντο αποκτήσει την
τελική αντοχή του, και περιλαμβάνει τα στάδια της πήξης και της σκλήρυνσης.
Κατά τη διάρκεια της ενυδάτωσης οι τριχοειδείς πόροι και οι πόροι του πήγματος είναι
γεμάτοι με νερό. Όταν αυτοί δεν περιέχουν νερό, η ενυδάτωση διακόπτεται. Συνεπώς,
χρειάζεται συνεχής διαβροχή.
Στο Σχήμα 39 δίνεται ιστός ενυδάτωσης του τσιμέντου και στο Σχήμα 40 σχηματική
παράσταση των φάσεων ενυδάτωσης και της εξέλιξης στη δομή κατά την ενυδάτωση του
τσιμέντου.
Σχήμα 39
Ιστός ενυδάτωσης του τσιμέντου
Σχήμα 40
Σχηματική παράσταση των φάσεων ενυδάτωσης και της εξέλιξης στη δομή κατά την
ενυδάτωση του τσιμέντου
Στο Σχήμα 41 δίνεται η δέσμευση του νερού κατά την ενυδάτωση ανόργανης κονίας
κατά Βrandenberger σε κονίαμα και σκυρόδεμα.
Σχήμα 41
Σχηματική παράσταση της δέσμευσης νερού κατά την ενυδάτωση ανόργανης κονίας
Η ενυδάτωση του τσιμέντου αργεί πολύ να ολοκληρωθεί και διαρκεί μεγάλο χρονικό
διάστημα (Σχήμα 42).
Ο λόγος της μάζας του νερού, W, προς τη μάζα του τσιμέντου, Ζ, ονομάζεται
συντελεστής νερού – τσιμέντου, w, και δίνεται από τη σχέση :
w= W Z
(24)
O συντελεστής αυτός επηρεάζει την ενυδάτωση του τσιμέντου.
44
Σχήμα 42
Χρονική εξέλιξη της ενυδάτωσης του τσιμέντου
Στο Σχήμα 43 δίνεται η ενυδάτωση του τσιμέντου για διάφορες τιμές του συντελεστή w
κατά Wischers.
Σχήμα 43
Η ενυδάτωση του τσιμέντου σε συνάρτηση με το συντελεστή w
Σχήμα 44
Θερμότητα ενυδάτωσης για διάφορα τσιμέντα
Η προσθήκη θηραϊκής γης κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου πόρτλαντ μειώνει τη
θερμότητα ενυδάτωσης (Σχήμα 45).
Σχήμα 45
Επίδραση της θηραϊκής γης στη θερμότητα ενυδάτωσης του τσιμέντου πόρτλαντ
Σχήμα 46
Συστολή του όγκου κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου
Σχήμα 47
Η συστολή του όγκου κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου σε συνάρτηση με το χρόνο για
διάφορες τιμές του συντελεστή w
Πήξη ονομάζεται η έναρξη της στερεοποίησης του τσιμεντοπολτού και είναι μια φυσική
διαδικασία, η οποία εμφανίζεται παράλληλα με την έναρξη της ενυδάτωσης του
τσιμέντου. Η πήξη χαρακτηρίζεται από το χρόνο έναρξης και το χρόνο λήξης της. Κατά
τη διάρκεια της πήξης ο τσιμεντοπολτός χάνει την πλαστικότητά του, γίνεται πιο
συνεκτικός και αποκτά κάποιες αντοχές.
Ως χρόνος έναρξης της πήξης θεωρείται ο χρόνος που πέρασε από την ανάμιξη των
συστατικών και μέχρις ότου ο τσιμεντοπολτός αποκτήσει κάποια σταθερότητα , ενώ ως
χρόνος λήξης της πήξης θεωρείται ο χρόνος που επέρχεται η στερεοποίησή του. Ο
προσδιορισμός τους γίνεται με τη βοήθεια της συσκευής Vicat ( Σχήμα 48).
47
Η αρχή της πήξης γίνεται το ταχύτερο σε 1 ώρα και το τέλος το αργότερο σε 12 ώρες
μετά την ανάμιξη του τσιμέντου με νερό.Η αρχή της πήξης είναι σημαντική για τη
δυνατότητα επεξεργασίας του τσιμεντοπολτού και διαρκεί στην πράξη 1-4 ώρες, ενώ το
τέλος της πήξης 8-12 ώρες, ανάλογα με τη λεπτότητα άλεσης και τον τύπο του
τσιμέντου, τη θερμότητα και την αναλογία ανάμιξης τσιμέντου και νερού.
Στο Σχήμα 49 δίνονται οι χρόνοι αυτοί για διάφορα ποσοστά νερού.
Σχήμα 48
Συσκευή Vicat
Σχήμα 49
Χρόνος πήξης του τσιμέντου για διάφορα ποσοστά νερού
Η σκλήρυνση αρχίζει με το τέλος της πήξης και συνεχίζεται για μεγάλο χρονικό
διάστημα. Ο ρυθμός σκλήρυνσης είναι γρήγορος μετά τις πρώτες μέρες, αλλά τους
επόμενους μήνες συνεχώς επιβραδύνεται.
Μετά τη σκλήρυνση η σύσταση του τσιμέντου είναι η ακόλουθη :
Εξίδρωση ονομάζεται η αποβολή νερού πριν από την πήξη του σκυροδέματος ή του
κονιάματος, η οποία οφείλεται στην καθίζηση των στερεών υλικών με ταυτόχρονη άνοδο
του νερού που εκτοπίζεται. Η ταχύτητα καθίζησης είναι διαφορετική στις διάφορες
θέσεις του τσιμεντοπολτού, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ρωγμές, κατά τη διάρκεια
του φαινομένου, από τις τάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται από το κέντρο προς την
περιφέρεια.
Η εξίδρωση εξαρτάται από το είδος του τσιμέντου, τη λεπτότητα άλεσής του, το
συντελεστή νερού – τσιμέντου, το ποσοστό των λεπτών υλικών και το χρόνο έναρξης της
πήξης.
Το φαινόμενο της εξίδρωσης επηρεάζει την ομοιογένεια του μίγματος, γιατί το νερό
καθώς ανέρχεται προς την επιφάνεια παρασύρει και τους λεπτότερους κόκκους του
τσιμέντου και της άμμου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί στην επιφάνεια του
μίγματος μία στρώση τσιμέντου με επιζήμια αποτελέσματα.
Σχήμα 50
Σχηματική παράσταση σχηματισμού θυλάκων νερού κάτω από τους κόκκους των
αδρανών
49
Καθώς το νερό ανέρχεται προς την επιφάνεια, όταν συναντήσει μεγάλους κόκκους
αδρανών υλικών, σχηματίζει θύλακες νερού κάτω από αυτούς (Σχήμα 50), με
αποτέλεσμα τη μείωση της αντοχής του σκυροδέματος.
Το τσιμέντο είναι κονία με έντονη υδραυλική συμπεριφορά και με υψηλές αντοχές. Έχει
χαρακτηριστικό πρασινότεφρο χρώμα, το οποίο οφείλεται στα οξείδια του Fe2O3 και του
MnO. Η πυκνότητά του κυμαίνεται μεταξύ 3,00 και 3,22 Κg /dm3. Ο συντελεστής
θερμικής διαστολής του είναι ίδιος με τον αντίστοιχο συντελεστή του χάλυβα.
Η αντοχή του τσιμέντου χαρακτηρίζεται κυρίως από την αντοχή σε θλίψη, η οποία είναι
αρκετά υψηλή. Η αντοχή του σε εφελκυσμό είναι δέκα φορές περίπου μικρότερη από την
αντοχή του σε θλίψη και δεν λαμβάνεται υπόψη για τους υπολογισμούς στις κατασκευές.
Η αντοχή του τσιμέντου επηρεάζεται από τους ακόλουθους παράγοντες.
2.6.10.1 Επίδραση του συντελεστή νερού – τσιμέντου, w
Ο συντελεστής νερού – τσιμέντου πρέπει να έχει την κατάλληλη τιμή, ώστε να
εξασφαλίζεται η πλήρης ενυδάτωση του τσιμέντου. Η τιμή αυτή είναι w = 0,40.
Για τιμές του συντελεστή w μικρότερες από την τιμή αυτή παραμένει ποσότητα
τσιμέντου, η οποία δεν έχει ενυδατωθεί, ενώ για μεγαλύτερες τιμές σχηματίζονται
τριχοειδείς πόροι γεμάτοι με νερό. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι η
μείωση της αντοχής.
Η αύξηση της τιμής του συντελεστή νερού-τσιμέντου προκαλεί αύξηση του πορώδους
και παράλληλα μείωση της αντοχής σε θλίψη ( Σχήμα 51). Στο Σχήμα 52 δίνεται
επίδραση του συντελεστή w στην αντοχή σε θλίψη.
Σχήμα 51
Μεταβολή της αντοχής σε θλίψη και του πορώδους σε συνάρτηση με το
συντελεστή w
50
Σχήμα 52
Μεταβολή της σχετικής αντοχής σε θλίψη σε συνάρτηση με το συντελεστή w
Σχήμα 53
Η αντοχή σε θλίψη του τσιμέντου σε συνάρτηση με τη θερμότητα ενυδάτωσης
Από την παραπάνω σχέση προκύπτει ότι για θερμοκρασία Τ = -100 C η ωρίμανση είναι
R = 0, δηλαδή η σκλήρυνση διακόπτεται.
Η σχετική αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε σχέση με την κατάσταση ωρίμανσης
δίνεται στο Σχήμα 54.
Σχήμα 54
Σχετική αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε συνάρτηση με την κατάσταση ωρίμανσης
Σχήμα 55
Επίδραση της θερμοκρασίας στην αντοχή του σκυροδέματος με την πάροδο του χρόνου
Στο Σχήμα 55 δίνεται η χρονική εξέλιξη της αντοχής σε θλίψη του σκυροδέματος για
διάφορες θερμοκρασίες. Ως ποσοστό 100% της σχετικής αντοχής σε θλίψη λαμβάνεται η
τιμή της στους 23 0C.
2.6.10.4 Επίδραση της υγρασίας
Η παρουσία υγρασίας κατά τη σκλήρυνση είναι απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η
ενυδάτωση του τσιμέντου. Όταν εξατμιστεί το νερό των πόρων, η ενυδάτωση
διακόπτεται γιατί δεν είναι δυνατόν να σχηματιστούν οι ένυδρες φάσεις. Συνεπώς, ο
τρόπος συντήρησης μετά την πήξη επηρεάζει την αντοχή του. Στο Σχήμα 56 δίνεται η
επίδραση της υγρασίας στην αύξηση της αντοχής του παρασκευαζόμενου σκυροδέματος.
52
Σχήμα 56
Η επίδραση της υγρασίας στην αντοχή του σκυροδέματος
Σχήμα 57
Η αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε συνάρτηση με το χρόνο
Στον Πίνακα 4 δίνεται ο ρυθμός αύξησης της αντοχής σε θλίψη του τσιμέντου σε
συνάρτηση με το χρόνο ως ποσοστό % της αντοχής του στις 28 ημέρες.
53
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
Σχήμα 58
Η συστολή ξήρανσης του τσιμέντου σε συνάρτηση με το συντελεστή w
54
Σχήμα 59
Επίδραση του τρόπου συντήρησης στη συστολή ξήρανσης και στη διαστολή ύγρανσης
του τσιμέντου
Κατά την πρώτη ξήρανση του τσιμεντολιθώματος, όταν αυτή είναι πολύ έντονη, η τιμή
της συστολής είναι δυνατόν να φτάσει τα 10 mm/m. Μετά όμως την ύγρανση και την εκ
νέου ξήρανση η τιμή της κυμαίνεται μεταξύ 3 και 4 mm/m.
Η διαστολή του τσιμεντολιθώματος, το οποίο συντηρείται συνεχώς μέσα στο νερό, είναι
το πολύ 1 mm/m και είναι σαφώς μικρότερη από τη συστολή.
Η τάση για ρηγμάτωση οφείλεται κυρίως στο μέγεθος της συστολής, αλλά και στη
χρονική εξέλιξή της, στη μη δυνατότητα ελεύθερης συστολής, στο μέτρο
ελαστικότητας, στον ερπυσμό, στη χαλάρωση και στην αντοχή σε εφελκυσμό. Στο
Σχήμα 60 δίνεται η τάση για ρηγμάτωση διάφορων κονιαμάτων.
Σχήμα 60
Τάση για ρηγμάτωση διάφορων κονιαμάτων
55
Σχήμα 61
Η υδατοπερατότητα σε συνάρτηση με το συντελεστή w
Λόγω της μη υδατοπερατότητας του τσιμέντου για w < 0,40, το τσιμέντο παρουσιάζει
αυξημένη αντοχή σε παγετό.
α. Η περιεκτικότητα του τσιμέντου σε MgO δεν πρέπει να ξεπερνά το 6% και του SO3 το
3,5 %, όταν όμως η ειδική επιφάνεια είναι μεγαλύτερη από 4000 cm2/g το SO3
επιτρέπεται να φτάνει μέχρι 4%.
β. Η απώλεια πύρωσης του τσιμέντου δεν πρέπει να ξεπερνά το 5% .
γ. Το αδιάλυτο υπόλειμμα του τσιμέντου πόρτλαντ δεν πρέπει να ξεπερνά το 3%, του
ανθεκτικού στα θειικά το 1,5%, του τσιμέντου πόρτλαντ με ποζολάνη το 20% και του
ποζολανικού το 40%.
δ. Η λεπτότητα άλεσης του τσιμέντου πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το υπόλειμμα στο
κόσκινο των 4.900 βρογχίδων να μην ξεπερνά το 10%.
ε. Η ειδική επιφάνεια του τσιμέντου πρέπει να είναι τουλάχιστον 2.600 cm2/g.
στ. Η πήξη του τσιμέντου πρέπει να αρχίζει όχι νωρίτερα από 1 h και να λήγει όχι
αργότερα από 8 h από την προσθήκη νερού στο τσιμέντο κατά την παρασκευή του
κανονικού πολτού.
56
Για τον έλεγχο της ποιότητας του τσιμέντου λαμβάνεται με κατάλληλη δειγματοληψία
μια ποσότητα από το τσιμέντο που πρόκειται να ελεγχθεί, όχι μικρότερη από 8 Κg. Το
δείγμα παρασκευάζεται σε θερμοκρασία 20 0C και σχετική υγρασία όχι μικρότερη από
65% και συντηρείται σε θερμοκρασία 20 0C και σχετική υγρασία όχι μικρότερη από
90%.
2.6.16.1 Προσδιορισμός της αντοχής σε κάμψη
Παρασκευάζονται 3 δοκίμια διαστάσεων 160 x 40 x 40 mm από 1 μέρος τσιμέντου, 3
μέρη τελείως στεγνής πρότυπης άμμου και μισό μέρος νερού. Τα υλικά αναμιγνύονται με
ειδικό αναμικτήρα. Το μίγμα τοποθετείται σε καλούπια από σκληρό χάλυβα και
συμπυκνώνεται με κρούση. Τα δοκίμια ελέγχονται σε ειδική συσκευή για τον
προσδιορισμό της αντοχής σε κάμψη.
2.6.16.2 Προσδιορισμός της αντοχής σε θλίψη
Τα μισά πρίσματα που προκύπτουν από τη δοκιμασία σε κάμψη, και τα οποία
συντηρούνται σε υγρό περιβάλλον, ελέγχονται σε ειδική συσκευή για τον προσδιορισμό
της αντοχής σε θλίψη.
2.6.16.3 Προσδιορισμός του χρόνου πήξης του τσιμέντου
Ο χρόνος πήξης του τσιμέντου προσδιορίζεται με τη συσκευή Vicat σε δοκίμια από
κανονικό τσιμεντοπολτό.
Η συσκευή Vicat αποτελείται από ένα πλαίσιο που φέρει δύο δακτύλιους, μέσα στους
οποίους κινείται χωρίς τριβή ένας χαλύβδινος κύλινδρος. Στο κάτω άκρο του κυλίνδρου
είναι δυνατόν να προσαρμόζονται έμβολα και βελόνες διάφορων μεγεθών. Στο κάτω
μέρος η συσκευή φέρει γυάλινη πλάκα, στην οποία τοποθετείται κολουροκωνικός
δακτύλιος γεμάτος με το δείγμα που πρόκειται να ελεγχθεί (Σχήμα 48).
Κανονικός τσιμεντοπολτός ονομάζεται ο τσιμεντοπολτός, ο οποίος παρασκευάζεται με
τέτοια αναλογία τσιμέντου – νερού , ώστε κατά τον έλεγχο του δοκιμίου με τη
συσκευή Vicat το έμβολο κανονικής συνεκτικότητας, που εισέρχεται στη μάζα του μετά
από κατάλληλη διαδικασία, να απέχει από την πλάκα στήριξης 6 mm.
Το έμβολο κανονικής συνεκτικότητας είναι μεταλλικός κύλινδρος με μήκος 50 mm και
διάμετρο 10 mm.
Κατά τη δοκιμασία αυτή το κινητό μέρος της συσκευής Vicat πρέπει να έχει ολικό βάρος
300 g.
Χρόνος αρχής της πήξης είναι ο χρόνος που πέρασε από την παρασκευή του
τσιμεντοπολτού μέχρι τη στιγμή που το άκρο της ειδικής βελόνας στη συσκευή Vicat
απέχει 5 mm από την πλάκα στήριξης. Η βελόνα που χρησιμοποιείται είναι χαλύβδινος
κύλινδρος που έχει μήκος 50 mm και διατομή 1 mm2.
Μετά τη δοκιμή για την αρχή της πήξης αναποδογυρίζεται ο κολουροκωνικός δακτύλιος
με τον τσιμεντοπολτό πάνω στην πλάκα στήριξής του και οι δοκιμές για το τέλος της
πήξης γίνονται στη νέα άνω επιφάνεια του τσιμεντοπολτού.
57
Χρόνος τέλους της πήξης είναι ο χρόνος που πέρασε από την παρασκευή του
τσιμεντοπολτού μέχρι τη στιγμή όπου το άκρο της ειδικής βελόνας βυθίζεται στο
τσιμεντοπολτό κατά 0,5 mm. Η βελόνα, η οποία χρησιμοποιείται, είναι όπως ακριβώς
εκείνη για τον προσδιορισμό της αρχής της πήξης, με τη διαφορά ότι στο κάτω τμήμα
της είναι προσαρμοσμένος δακτύλιος για την εύκολη και σωστή παρατήρηση μικρών
βυθίσεων της βελόνας.
2.6.16.4 Προσδιορισμός της ογκοσταθερότητας του τσιμέντου
Ο προσδιορισμός της ογκοσταθερότητας του τσιμέντου γίνεται με την τοποθέτηση
δείγματος από κανονικό τσιμεντοπολτό σε ειδική συσκευή (δακτύλιος Le Chatelier). Τα
δοκίμια τοποθετούνται σε νερό θερμοκρασίας 200 C για 24 h και λαμβάνεται η πρώτη
μέτρηση. Μετά διατηρούνται για 30 h σε θερμοκρασία βρασμού, στη συνέχεια
αφήνονται να ψυχθούν στον αέρα στους 20 0C, οπότε λαμβάνεται η δεύτερη μέτρηση.
Από τη σύγκριση των δύο μετρήσεων προσδιορίζεται η ογκοσταθερότητα του τσιμέντου.
2.6.16.5 Προσδιορισμός της λεπτότητας του τσιμέντου
Η λεπτότητα του τσιμέντου προσδιορίζεται με τη βοήθεια της συσκευής Blaine, η οποία
δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα διέλευσης καθορισμένης ποσότητας αέρα από στρώμα
τσιμέντου με καθορισμένο πορώδες. Ο αριθμός και το μέγεθος των πόρων σε στρώμα
τσιμέντου με ορισμένο πορώδες είναι συνάρτηση του μεγέθους των κόκκων του και
καθορίζει την ταχύτητα ροής μέσα από το στρώμα αυτό.
2.6.16.6 Προσδιορισμός των ξένων υλών
Προσδιορίζεται το είδος των ξένων υλών με χημική ανάλυση και μικροσκοπική εξέταση,
καθώς και το ποσοστό περιεκτικότητας της καθεμιάς από αυτές στο τσιμέντο.
2.6.16.7 Προσδιορισμός της απώλειας πύρωσης του τσιμέντου
Μέσα σε χωνευτήριο πλατίνας τοποθετείται 1 g δείγματος και πυρώνεται μέσα σε
ηλεκτρικό φούρνο στους 925 0C περίπου. Ακολούθως, ψύχεται μέσα σε ξηραντήρα στη
θερμοκρασία περιβάλλοντος και ζυγίζεται κάθε 5 min, μέχρις ότου σταθεροποιηθεί το
βάρος του. Η απώλεια πύρωσης εκφράζεται % του αρχικού δείγματος.
2.6.16.8 Προσδιορισμός του αδιάλυτου υπολείμματος του τσιμέντου
Το αδιάλυτο υπόλειμμα προσδιορίζεται στο εργαστήριο με ειδική διαδικασία κατά την
οποία χρησιμοποιούνται χημικά αντιδραστήρια σε 1 g του δείγματος και το αποτέλεσμα
εκφράζεται % του αρχικού δείγματος.
2.6.16.9 Προσδιορισμός της περιεκτικότητας σε SiO2, CαΟ, ΜgO, Fe2O3, Al2O3,
SO3 και άλλα οξείδια του τύπου R2O3
O προσδιορισμός της περιεκτικότητας του τσιμέντου σε κάθε ένα από τα οξείδια αυτά
γίνεται στο εργαστήριο με ειδική διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιούνται
κατάλληλα χημικά αντιδραστήρια για κάθε οξείδιο και το αποτέλεσμα εκφράζεται % του
αρχικού δείγματος σε κάθε περίπτωση.
2.6.16.10 Δοκιμή ποζολανικότητας για το ποζολανικό τσιμέντο
Συγκρίνεται η ποσότητα Cα(ΟΗ)2 της υγρής φάσης του ενυδατωμένου τσιμέντου με την
ποσότητα Cα(ΟΗ)2 κορεσμένου διαλύματος της ίδιας αλκαλικότητας και πρέπει η
συγκέντρωση Cα(ΟΗ)2 στην υγρή φάση του ποζολανικού τσιμέντου να είναι μικρότερη
της συγκέντρωσης κορεσμού.
Το τσιμέντο λόγω των έντονων υδραυλικών ιδιοτήτων του και των υψηλών αντοχών του
χρησιμοποιείται ευρύτατα.
58
3. ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ
3.1 ΓΕΝΙΚΑ
Τα αδρανή είναι υλικά ,τα οποία προέρχονται από τη φυσική αποσάθρωση ή την τεχνητή
θραύση των πετρωμάτων, καθώς και διάφορα υλικά, όπως σκουριές από υψικάμινους,
βιομηχανικά παραπροϊόντα κ.ά. Αποτελούνται από συμπαγείς κόκκους του ίδιου ή
διαφορετικού μεγέθους.
Τα πετρώματα, από τα οποία προέρχονται τα θραυστά αδρανή για την παρασκευή του
σκυροδέματος, πρέπει να παρουσιάζουν ανθεκτικότητα και σταθερότητα στο χρόνο και
η συμβατική αντοχή τους πρέπει να είναι μεταξύ 45÷65 ΜΡα. Δηλαδή, τα πετρώματα
αυτά πρέπει να είναι άριστης ποιότητας, γιατί από αυτά εξαρτάται η τελική αντοχή των
δομικών έργων στις στατικές καταπονήσεις και στις επιδράσεις του περιβάλλοντος και
των χημικών ουσιών.
Σχήμα 62
Διαδικασία παραγωγής θραυστών αδρανών υλικών
H άμμος των συλλεκτών αδρανών, όπως και αυτή που προέρχεται από την πρωτοβάθμια
θραύση, ονομάζεται άμμος δόμησης και χρησιμοποιείται στην παρασκευή επιχρισμάτων
και στη δόμηση λιθοδομών και οπτόπλινθων. Η άμμος της δευτεροβάθμιας θραύσης
χρησιμοποιείται στην παρασκευή κονιαμάτων γύψου, ασβέστου και τσιμέντου, όπως και
τεχνητών λίθων.
Τα χονδρόκοκκα συλλεκτά αδρανή, όπως και το γαρμπίλι και τα σκύρα της
πρωτοβάθμιας θραύσης, χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κρασπέδων και στην
υποδομή για την κατασκευή δρόμων. Το γαρμπίλι και τα σκύρα της δευτεροβάθμιας
θραύσης χρησιμοποιούνται στην παρασκευή σκυροδεμάτων και στην κατασκευή
οδοστρωμάτων.
61
ΠΙΝΑΚΑΣ 5
3.4.1 ΓΕΝΙΚΑ
Για τον κοκκομετρικό διαχωρισμό των αδρανών υλικών χρησιμοποιούνται δύο σειρές
πρότυπων κοσκίνων τα γερμανικά και τα αμερικάνικα κόσκινα.
Τα πρότυπα κόσκινα έχουν κυκλικές ή τετραγωνικές οπές.
α. Τα κυκλικά κόσκινα κατασκευάζονται από κατάλληλα μεταλλικά ελάσματα στα
οποία διανοίγονται οπές με καθορισμένες διαμέτρους, ομοιόμορφες για το καθένα
κόσκινο. Η διάτρηση γίνεται κατ’ εναλλαγή ή κατ’ αντιστοιχία (Σχήμα 63).
β. Τα τετραγωνικά κόσκινα κατασκευάζονται από κατάλληλα μεταλλικά σύρματα
διαμορφωμένα σε πλέγμα. Το ποσοστό των διόδων στην επιφάνεια των κοσκίνων
εξαρτάται από τη διάμετρο των οπών και σχετίζεται με το πάχος του σύρματος και με το
άνοιγμα των οπών.
Σχήμα 63
Διάτρηση κοσκίνων με κυκλικές οπές
Γερμανικά κόσκινα είναι η σειρά των πρότυπων γερμανικών κοσκίνων των οποίων οι
διαστάσεις δίνονται στον Πίνακα 6. Συμβολίζονται με το σύμβολο ,το οποίο γράφεται
πριν από τον αριθμό του κοσκίνου.
63
ΠΙΝΑΚΑΣ 6
Κόσκινα
Ονομασία Άνοιγμα
0,25 250 μm
1 1 mm
2 2 mm
4 4 mm
8 8 mm
16 16 mm
31,5 (32) 31,5(32) mm
63 (64) 63(64) mm
ΠΙΝΑΚΑΣ 7
Οι κόκκοι των αδρανών υλικών πρέπει να έχουν, κατά το δυνατόν, μορφή, η οποία να
πλησιάζει την κυβική ή τη σφαιρική. Ένας κόκκος αδρανούς θεωρείται ότι έχει δυσμενή
μορφή, όταν η σχέση της μεγαλύτερης προς τη μικρότερη διάστασή του ξεπερνά το 3:1.
Όταν είναι :
l το μήκος του κόκκου,
b το πλάτος του κόκκου και
d το πάχος του κόκκου,
τότε οι κόκκοι με λόγο bd >2 ονομάζονται πλακοειδείς και εκείνοι με dl > 1,5 επιμήκεις.
Το ποσοστό των κόκκων με δυσμενή μορφή δεν πρέπει να ξεπερνά το 50%. Ο
περιορισμός αυτός επιβάλλεται, ώστε να μειωθεί η ολική επιφάνεια των κόκκων που θα
πρέπει να καλύψει ο τσιμεντοπολτός κατά την παρασκευή του σκυροδέματος.Ο έλεγχος
της μορφής των κόκκων γίνεται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του αδρανούς με ελάχιστο
βάρος 500 g με τη μέτρηση των διαστάσεων κάθε κόκκου με ειδικό παχύμετρο.
Σχήμα 64
Δειγματοληψία αδρανών υλικών με τη μέθοδο του τεταρτομερισμού
3.7.1 ΓΕΝΙΚΑ
Η γραμμή η οποία διαχωρίζει τις υποζώνες Δ και Ε, για όλες τις περιπτώσεις, είναι η
αντίστοιχη ιδανική κοκκομετρική γραμμή. Αυτή συμβολίζεται με Ε για τους
αμερικάνικους και με Β για τους γερμανικούς κανονισμούς, με δείκτη την αντίστοιχη
διάμετρο του μέγιστου κόκκου.
ΠΙΝΑΚΑΣ 8
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Δ Υποζώνη Ε
0,25 250μm 5 - 11 11 - 21
1 1mm 21 - 42 42 - 57
2 2mm 36 - 57 57 - 71
4 4mm 61 - 74 74 - 85
8 8mm 95 - 100 100
ΠΙΝΑΚΑΣ 9
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Δ Υποζώνη Ε
0,25 250μm 2 - 13 13 - 18
1 1mm 12 - 32 32 - 49
2 2mm 21 - 42 42 - 62
4 4mm 36 - 63 63 - 80
8 8mm 60 - 85 85 - 94
16 16mm 100 100
ΠΙΝΑΚΑΣ 10
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Δ Υποζώνη Ε
0,25 250μm 2 - 13 17 - 23
1 1mm 10 - 30 44 - 58
2 2mm 18 - 40 55 - 67
4 4mm 30 - 52 67 - 76
8 8mm 45 - 68 80 - 86
16 16mm 70 - 87 93 - 96
31,5 31.5mm 100 100
68
ΠΙΝΑΚΑΣ 11
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Δ Υποζώνη Ε
0,25 250μm 2 - 11 11 - 16
1 1mm 6 - 26 26 - 39
2 2mm 11 - 34 34 - 49
4 4mm 19 - 42 42 - 59
8 8mm 30 - 56 56 - 71
16 16mm 46 - 71 71 - 84
31,5 31.5mm 72 - 90 90 - 96
63 63mm 100 100
ΠΙΝΑΚΑΣ 12
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Δ Υποζώνη Ε
0,25* 250 μm 5 - 11 11 - 12
Νο 50 300 μm 7 - 15 15 - 26
Νο 30 600 μm 15 - 30 30 - 43
Νο 16 1,18 mm 25 - 45 45 - 60
Νο 8 2,36 mm 42 - 61 61 - 74
Νο 4 4,75 mm 69 - 80 80 - 88
3/8" 9,5 mm 100 100
ΠΙΝΑΚΑΣ 13
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Δ Υποζώνη Ε
0,25* 250 μm 2 - 13 13 - 18
Νο 50 300 μm 3 - 14 14 - 22
Νο 30 600 μm 8 - 23 23 - 37
Νο 16 1,18 mm 14 - 34 34 - 52
Νο 8 2,36 mm 24 - 47 47 - 66
Νο 4 4,75 mm 42 - 68 68 - 84
3/8" 9,5 mm 70 - 91 91 - 97
1/2" 12,5 mm 95 - 100 100
3/4" 19,0 mm 100 100
ΠΙΝΑΚΑΣ 14
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Υποζώνη Υποζώνη
Δ Ε Ζ
0,25* 250 μm 2 - 13 13 - 17 17 23
-
Νο 50 300 μm 3 - 14 14 - 20 20 - 27
Νο 30 600 μm 6 - 23 23 - 34 34 - 44
Νο 16 1,18 mm 12 - 32 32 - 47 47 - 60
Νο 8 2,36 mm 21 - 43 43 - 58 58 - 69
Νο 4 4,75 mm 33 - 56 56 - 70 70 - 78
3/8" 9,5 mm 51 - 73 73 - 84 84 - 89
1/2" 12,5 mm 61 - 80 80 - 89 89 - 93
1" 25,0 mm 95 - 100 100 100
1½" 37,5 mm 100 100 100
ΠΙΝΑΚΑΣ 15
Κόσκινα Διερχόμενα %
Ονομασία Άνοιγμα Υποζώνη Υποζώνη
Δ Ε
0,25* 250 μm 2 - 11 11 - 16
Νο 50 300 μm 3 - 13 13 - 19
Νο 30 600 μm 4 - 20 20 - 30
Νο 16 1,18 mm 7 - 29 29 - 42
Νο 8 2,36 mm 12 - 36 36 - 45
Νο 4 4,75 mm 21 - 45 45 - 62
3/8" 9,5 mm 34 - 60 60 - 74
1/2" 12,5 mm 41 - 66 66 - 80
3/4" 19,0 mm 51 - 75 75 - 87
1" 25,0 mm 60 - 84 84 - 93
1½" 37,5 mm 95 - 100 100
2" 50,0 mm 100 100
Σχήμα 65
Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης αδρανών υλικών μέγιστου κόκκου 8 ή 3/8"
71
Σχήμα 66
Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης αδρανών υλικών μέγιστου κόκκου 16 ή 1/2 "
Σχήμα 67
Σχήμα 68
Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης αδρανών υλικών μέγιστου κόκκου 63 ή 1 ½ "
Η καμπύλη της κοκκομετρικής διαβάθμισης του μίγματος των αδρανών, που προορίζεται
για οπλισμένο σκυρόδεμα, πρέπει να βρίσκεται στην υποζώνη Δ του αντίστοιχου
διαγράμματος ανάλογα με το μέγιστο κόκκο του χρησιμοποιούμενου αδρανούς. Για
σκυρόδεμα κατηγορίας C30/37 ή μικρότερης η καμπύλη αυτή πρέπει να βρίσκεται στην
υποζώνη Ε αντίστοιχα. Η υποζώνη Ζ του διαγράμματος 67 αφορά μόνο το άοπλο
σκυρόδεμα.
Για κόκκους αδρανών μεγαλύτερους ή ίσους του 1 mm ή του Νο 16 οι κοκκομετρικές
καμπύλες τους μπορούν να αποκλίνουν μέχρι δύο μονάδες από τις καθορισμένες οριακές
τιμές, με την προϋπόθεση ότι η απόκλιση παρατηρείται σε μη διαδοχικά κόσκινα.
Ανάλογα, για κόκκους αδρανών με μικρότερες διαστάσεις επιτρέπεται απόκλιση μέχρι
μία μονάδα. Με τις προϋποθέσεις αυτές η σχετική κοκκομετρική γραμμή του
αντίστοιχου μίγματος αδρανών υλικών θεωρείται ότι ανήκει στη ζώνη ή υποζώνη στην
οποία βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα της.
Επομένως, τα αδρανή υλικά πρέπει να έχουν τέτοιες κοκκομετρικές γραμμές, ώστε να
ικανοποιούνται συγχρόνως όλες οι προϋποθέσεις που έχουν αναφερθεί.
Οι κοκκομετρικές γραμμές διακρίνονται σε συνεχείς και σε ασυνεχείς.
Ομάδα κόκκων για δύο πρότυπα κόσκινα ονομάζεται το ποσοστό των κόκκων που
συγκρατείται μεταξύ των δύο αυτών κοσκίνων.
Για n = 0,5 λαμβάνεται η παραβολή Fuller A = 100* d , της οποίας η γραφική
D
παράσταση για D = 31,5 mm δίνεται στο Σχήμα 69.
Σχήμα 69
Παραβολή Füller
H μέγιστη συμπύκνωση των αδρανών δεν επιτυγχάνεται για n = 0,5 αλλά για n = 0,4
περίπου για το αμμοχάλικο και n = 0,3 περίπου για τα θραυστά αδρανή. Επίσης, ο
βαθμός συμπύκνωσης των αδρανών εξαρτάται από τον τρόπο συμπύκνωσης (Σχήμα 70).
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις ορίστηκαν οι ιδανικές κοκκομετρικές γραμμές
A,B,C με δείκτη την τιμή του μέγιστου κόκκου.
Για D = 31,5 mm οι τιμές του n για τις γραμμές αυτές είναι :
Η γραφική τους παράσταση δίνεται στο Σχήμα 71. Η Β32 είναι η ιδανική κοκκομετρική
γραμμή.
Σχήμα 70
Βαθμός συμπύκνωσης αδρανών (0/32) σε σχέση με τις τιμές του δείκτη n του τύπου του
Füller
Σχήμα 71
Ιδανικές κοκκομετρικές γραμμές για αδρανή υλικά με D = 31,5 mm
75
Στο διάγραμμα του Σχήματος 71 διαμορφώνονται τέσσερις περιοχές από τις γραμμές Α,
Β και C. Οι γραμμές αυτές είναι οι αντίστοιχες οριογραμμές των τεσσάρων περιοχών.
Η περιοχή που βρίσκεται δεξιά και κάτω, έξω από τη γραμμή Α, αντιστοιχεί σε
χονδρόκκοκα υλικά και χαρακτηρίζεται ως «ακατάλληλη». Το αδρανές υλικό του οποίου
η κοκκομετρική γραμμή ανήκει στην περιοχή αυτή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί
στις κατασκευές.
Η περιοχή μεταξύ των γραμμών Α και Β χαρακτηρίζεται ως «εξαιρετική». Στην περιοχή
αυτή ανήκει και η γραμμή Β, η οποία είναι η ιδανική κοκκομετρική γραμμή.
Το αδρανές υλικό του οποίου η κοκκομετρική γραμμή ανήκει στην περιοχή αυτή είναι
δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή σκυροδέματος με υψηλές απαιτήσεις
αντοχής.
Η περιοχή μεταξύ των γραμμών Β και C χαρακτηρίζεται ως «χρησιμοποιήσιμη». Το
αδρανές υλικό του οποίου η κοκκομετρική γραμμή ανήκει στην περιοχή αυτή είναι
δυνατόν να χρησιμοποιηθεί μόνο για την παρασκευή σκυροδεμάτων με όχι υψηλές
απαιτήσεις αντοχής.
Η περιοχή που βρίσκεται αριστερά και άνω, πέρα από τη γραμμή C, αντιστοιχεί σε
ψιλόκοκκα υλικά και χαρακτηρίζεται ως «ακατάλληλη». Το αδρανές υλικό του οποίου η
κοκκομετρική γραμμή ανήκει στην περιοχή αυτή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί
στις κατασκευές.
Είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν κοκκομετρικές γραμμές έξω από τα όρια των
γραμμών Α και C, αλλά τα υλικά με κοκκομετρικές γραμμές πάνω από τη γραμμή C
έχουν μεγάλη απαίτηση σε τσιμεντοπολτό, ενώ εκείνα με κοκκομετρικές γραμμές κάτω
από τη γραμμή Α επεξεργάζονται δύσκολα.
3.8.1 ΓΕΝΙΚΑ
και do, τα οποία αντιστοιχούν στις διαμέτρους των οπών δύο διαδοχικών κοσκίνων και
είναι do > du.
Από τα σημεία du και do υψώνονται κάθετοι στον οριζόντιο άξονα που τέμνουν την
καμπύλη U32 στα σημεία Α και Β αντιστοίχως. Οι αποστάσεις Di-1 και Di των du και do
από την U32 είναι τα αντίστοιχα ποσοστά διόδου των κοσκίνων αυτών.
Σχήμα 72
Διάγραμμα για τον προσδιορισμό διάφορων χαρακτηριστικών μεγεθών των αδρανών
υλικών
Επειδή από κάθε πρότυπο κόσκινο ένα μέρος του εξεταζόμενου αδρανούς υλικού
διέρχεται και το υπόλοιπο συγκρατείται, το άθροισμα του ποσοστού διόδου, D, και του
ποσοστού συγκράτησης, R, θα είναι ίσο με 100 για κάθε κόσκινο. Δηλαδή είναι :
R + D =100 (27)
Από την εφαρμογή της σχέσης αυτής προκύπτει ότι για τα κόσκινα du και do τα
αντίστοιχα ποσοστά συγκράτησης είναι :
Ri –1 =100 – Di – 1 και Ri =100 – Di.
Ακολούθως, από τα σημεία Α και Β φέρονται παράλληλες γραμμές προς τον οριζόντιο
άξονα. Το τμήμα αi, που περιλαμβάνεται μεταξύ των δύο αυτών γραμμών, ονομάζεται
ομάδα κόκκων για τα κόσκινα du και do. To αi είναι το ποσοστό των αδρανών υλικών
που συγκρατείται μεταξύ των δύο αυτών διαδοχικών πρότυπων κοσκίνων και δίνεται από
τη διαφορά των αντίστοιχων ποσοστών διόδων τους.
Επομένως είναι :
αi = Di – Di-1 (28)
Η απόσταση Fi του μέσου της αi από την U32 δίνεται από τη σχέση :
Fi = 21 * 100 * (log10 * du + log10 * do) (29)
Επειδή οι τιμές των διαμέτρων των οπών των πρότυπων κοσκίνων είναι καθορισμένες, η
τιμή Fi είναι ανεξάρτητη από το εξεταζόμενο αδρανές υλικό και εξαρτάται αποκλειστικά
και μόνο από τις τιμές των διαμέτρων των διαδοχικών κοσκίνων.
77
Το μέγεθος Α δίνει την ποσότητα του νερού ενός μίγματος αδρανών σε Κg/dm3, το οποίο
απαιτείται για τη σύνθεση 1 m3 σκυροδέματος καθορισμένης συνεκτικότητας.
Η τιμή του Α ορίζεται από τη σχέση :
α
Α = Σ 100i * Ai (34)
όπου είναι :
Αι η απαίτηση σε νερό για την ομάδα κόκκων i, σε (Κg/dm3).
Το μέγεθος Αi έχει καθορισμένες τιμές ανάλογα με τις διαμέτρους των οπών των
πρότυπων κοσκίνων,. οι οποίες αναγράφονται στον Πίνακα 16
ΠΙΝΑΚΑΣ 16
Τιμές του Αi
ομάδα 0/0,25 0,25/0,50 0,50/1 0,25/1 1/2 2/4 4/8 8/16 16/32
κόκκων
Αi 0,58 0,27 0,17 0,19 0,12 0,10 0,079 0,059 0,041
Με τη βοήθεια της τιμής Α είναι δυνατόν να υπολογιστεί η ολική ποσότητα του νερού,
W,σε (Κg/m3) που απαιτείται για την παρασκευή 1 m3 σκυροδέματος, όταν είναι
γνωστός ο όγκος, Vz, του περιεχόμενου τσιμέντου στο σκυρόδεμα σε (dm3/m3) και η
ποσότητα του νερού, Αz , σε ( Κg/dm3) που απαιτείται για να
παρασκευαστεί ο τσιμεντοπολτός και η οποία ποσότητα εξαρτάται από την αντοχή του
παρασκευαζόμενου σκυροδέματος.
78
Όταν ληφθεί, π.χ. Αz = 0,80 Κg/dm3, τότε η ολική ποσότητα του νερού είναι :
1000 * A + Vz * (0,80 A)
W= 1+ A σε (Κg/m3) (35)
Επομένως, η ολική ποσότητα του απαιτούμενου νερού για την παρασκευή του
σκυροδέματος εξαρτάται από την απαιτούμενη ποσότητα νερού για να διαβραχούν τα
αδρανή υλικά, από την ποιότητα και τον όγκο του τσιμέντου και από την αντοχή του
παρασκευαζόμενου σκυροδέματος.
Ειδική επιφάνεια,Ο, ονομάζεται η συνολική επιφάνεια των κόκκων των αδρανών και
δίνεται από τη σχέση :
α α
Ο = Σ *Οi = ρ kf * Σ * dm1i * 100i σε (m2/Κg) (36),
όπου είναι :
Οi η ειδική επιφάνεια για την ομάδα κόκκων i σε (m2/Κg),
ρκ η μέση φαινόμενη πυκνότητα των αδρανών σε (Κg/dm3),
do x du και
dmi =
αf ο συντελεστής σχήματος που εξαρτάται από την μορφή των
κόκκων.
Στον παρακάτω Πίνακα 17 δίνονται οι τιμές του αf για διάφορες μορφές κόκκων.
ΠΙΝΑΚΑΣ 17
Μορφή κόκκων αf
Σφαιροειδής 6,0
Κυβοειδής 8,5
Τετραεδρική 17,0
Οκταεδρική 10,5
Ποικίλης επιφάνειας 8,0-10,5
Βελονοειδής 12,0-17,0
Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται για την κοκκομετρική σύνθεση αδρανών υλικών σύμφωνα
με τους αμερικάνικους κανονισμούς.
Δίνονται δύο αδρανή υλικά Α και Β των οποίων οι κοκκομετρικές γραμμές βρίσκονται
έξω από τις περιοχές Ε και Δ του αντίστοιχου διαγράμματος και η αντίστοιχη ιδανική
κοκκομετρική γραμμή Ε (Πίνακας 18). Ζητείται να προσδιοριστεί η κατάλληλη αναλογία
ανάμιξης των αδρανών Α και Β, ώστε να προκύψει ένα υλικό Γ , του οποίου η
κοκκομετρική γραμμή να πλησιάζει κατά το δυνατόν τη γραμμή Ε. Για την εφαρμογή της
μεθόδου άθροισης των διόδων υπολογίζονται τα αθροίσματα των διόδων των αδρανών
Α, Β και της ιδανικής κοκκομετρικής γραμμής Ε από όλη τη σειρά των πρότυπων
κοσκίνων, τα οποία είναι ΣΑ, ΣΒ και ΣΕ αντιστοίχως και αναγράφονται στον Πίνακα 18.
Αν είναι x% και ψ% τα ζητούμενα ποσοστά ανάμιξης για τα υλικά Α και Β αντιστοίχως,
τότε ισχύουν οι εξισώσεις :
x + ψ = 100 (37) και
x ψ
ΣΑ * 100 + ΣΒ * 100 = ΣΕ (38)
Από την επίλυση αυτού του συστήματος προκύπτει ότι :
x = 58,5 % και ψ = 41,5 %
Ακολούθως, υπολογίζονται τα ποσοστά διόδου του τελικού αδρανούς υλικού Γ που
προέρχονται από τα αδρανή Α και Β και τελικά προσδιορίζεται η κοκκομετρική γραμμή
του αδρανούς Γ (Πίνακας 18).
ΠΙΝΑΚΑΣ 18
Πρότυπα 0,25 Νο50 Νο30 Νο16 Νο8 Νο4 3/8″ 1/2″ 1″ Άθροισμα
κόσκινα
Α 20 22 34 49 64 78 90 96 100 ΣΑ = 553
Β 3 4 6 9 13 27 48 56 100 ΣΒ = 266
Α1 11,7 12,9 19,9 28,7 37,4 45,6 52,7 56,2 58,9
Β1 1,2 1,7 2,5 3,7 5,4 11,2 19,9 23,2 41,1
Γ 12,9 14,6 22,4 32,4 42,8 56,8 72,6 79,4 100
Ε 13 14 23 32 43 56 73 80 100 ΣΕ = 434
Στην περίπτωση ανάμιξης τριών αδρανών Α,Β και Γ η τρίτη εξίσωση η οποία απαιτείται
λαμβάνεται με τη βοήθεια των διόδων από ένα πρότυπο κόσκινο. Δηλαδή είναι :
x *α + ψ *β + z * γ = ε (39),
100 i 100 ι 100 ι i
όπου είναι x,ψ και z τα ζητούμενα ποσοστά ανάμιξης για τα αδρανή υλικά Α,Β και Γ
αντιστοίχως και αi, βi,γi και εi τα ποσοστά διόδου των αδρανών υλικών Α,Β,Γ και της
ιδανικής κοκκομετρικής γραμμής Ε αντιστοίχως, τα οποία διέρχονται από το πρότυπο
κόσκινο i
80
Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται για την κοκκομετρική σύνθεση αδρανών υλικών σύμφωνα
με τους γερμανικούς κανονισμούς.
Στην περίπτωση των γερμανικών κανονισμών αρκετές φορές δεν αναφέρονται οι διόδοι
από το κόσκινο 0,50.
Δίνονται δύο αδρανή υλικά U1 και U2 (Πίνακας 19) με χαρακτηριστικά μεγέθη F1, Κ1
και F2, K2 αντιστοίχως, των οποίων οι κοκκομετρικές γραμμές βρίσκονται έξω από τις
περιοχές Δ και Ε του διαγράμματος. Επίσης, δίνεται η αντίστοιχη ιδανική κοκκομετρική
γραμμή Β32, της οποίας τα χαρακτηριστικά μεγέθη είναι :
Fs = 141 (40) και
Κs = 3,89 (41)
Zητείται να προσδιοριστεί η κατάλληλη αναλογία ανάμιξης των αδρανών U1 και U2,
ώστε να προκύψει ένα υλικό U, του οποίου η κοκκομετρική γραμμή να πλησιάζει κατά
το δυνατόν τη γραμμή B32.
Aν είναι m1% και m2% τα ζητούμενα ποσοστά ανάμιξης για τα υλικά U1 και U2
αντιστοίχως, τότε ισχύουν οι εξισώσεις :
m1 + m2 = 100 (42),
m1 m
100
* F1 + 100
2
* F2 = Fs (43)
και αναλόγως ,
m1 + m2 = 100 (44),
m1 m2
100
* K1 + 100
* K2 = K s (45)
Οι εξισώσεις (42) και (43) αποτελούν το σύστημα εξισώσεων Α και οι εξισώσεις (44) και
(45) το σύστημα Β. Τα δύο αυτά συστήματα είναι ισοδύναμα και από την επίλυση του
ενός εκ των δύο προσδιορίζονται τα κατάλληλα ποσοστά ανάμιξης m1 και m2 των
δοθέντων αδρανών υλικών U1 και U2 αντιστοίχως.
Ο προσδιορισμός των m1 και m2 αναγράφεται στον Πίνακα 19.
ΠΙΝΑΚΑΣ 19
Μέθοδος κοκκομετρικής σύνθεσης αδρανών υλικών με τη βοήθεια των μεγεθών FH και
ΚΗ
Διερχόμενα % της μάζας από τα κόσκινα
0,25 0,50 1 2 4 8 16 32
U1 15 22 40 57 72 86 90 100
U2 0 0 3 7 18 36 68 100
141−119,7
Μέθοδος με την τιμή FΗ : m2 = 195,4 * 100 = 28,1% και m1=71,9%
−119,7
−3,18
Mέθοδος με την τιμή ΚΗ : m2 = 3,89
5,68 −3,18
* 100 = 28,4% και m1= 71,6%
4. ΚΟΝΙΑΜΑΤΑ
4.1 ΓΕΝΙΚΑ
προσθήκη διάφορων υλικών, που ονομάζονται πρόσθετα και τα οποία ανάλογα με την
ιδιότητα του κονιάματος που βελτιώνουν διακρίνονται σε :
α. στεγανοποιητικά,
β. πλαστικοποιά,
γ. προστασίας σε σχέση με τον παγετό και
δ. για την παρασκευή των κονιαμάτων υπό πίεση.
Τα κονιάματα ανάλογα με την κονία που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τους
διακρίνονται σε :
4.4.1.1 Πηλοκονιάματα
Στα πηλοκονιάματα χρησιμοποιείται ως κονία ο πηλός, ο οποίος είναι μίγμα αργίλου με
αμμώδη συστατικά μικρής και μεσαίας κοκκομετρικής διαβάθμισης. Παρουσιάζει καλή
πρόσφυση, θερμομονωτικές ιδιότητες και παρέχει πυροπροστασία. Όταν διαβραχεί
επανέρχεται από την ξηρή κατάσταση στην πλαστική. Χρησιμοποιείται για την
παρασκευή κεράμων και πλίνθων με ή χωρίς όπτηση.
4.4.1.2 Ασβεστοκονιάματα
Στα ασβεστοκονιάματα ως κονία χρησιμοποιείται η δομική άσβεστος, η οποία πρέπει να
έχει υποστεί καλή σβέση και φύραση, ώστε τα επιχρίσματα να μην εμφανίσουν
εξανθήματα και απότριψη.
Η αερική άσβεστος σχηματίζει κονιάματα, τα οποία παρουσιάζουν πολύ καλή
πλαστικότητα και εργάσιμο. Τα κονιάματά της είναι ανθεκτικά στις συνηθισμένες
καταπονήσεις και χρησιμοποιούνται στις τοιχοδομές, καθώς και ως επιχρίσματα.
Τα κονιάματα, τα οποία σχηματίζει η υδραυλική άσβεστος, σκληραίνουν γρηγορότερα
και έχουν υψηλότερες αντοχές από εκείνα της αερικής ασβέστου.
4.4.1.3 Ασβεστογυψοκονιάματα
Τα ασβεστογυψοκονιάματα είναι ασβεστοκονιάματα στα οποία έχει προστεθεί γύψος. Τα
κονιάματα αυτά χρησιμοποιούνται ως επιχρίσματα εσωτερικών χώρων γιατί δεν
παρουσιάζουν μικρορηγματώσεις και δημιουργούν λείες επιφάνειες.
4.4.1.4 Ασβεστομαρμαροκονιάματα
Τα ασβεστομαρμαροκονιάματα είναι ασβεστοκονιάματα στα οποία η άμμος έχει
αντικατασταθεί από μαρμαρόσκονη. Χρησιμοποιούνται ως επιχρίσματα και δίνουν
επιφάνειες, οι οποίες μπορούν να τριφτούν μέχρις ότου γίνουν εντελώς λείες. Συνήθως
με ασβεστομαρμαροκονίαμα κατασκευάζεται μόνο η τελευταία στρώση των
επιχρισμάτων για οικονομικούς λόγους.
4.4.1.5 Ασβεστοθηραϊκοκονιάματα
Τα ασβεστοθηραϊκοκονιάματα είναι ασβεστοκονιάματα στα οποία η άμμος έχει
αντικατασταθεί μερικώς ή ολικώς με θηραϊκή γη. Παρασκευάζονται με αναλογίες 1:3
πολτός ασβέστου : θηραϊκή γη και 1:2:1 πολτός ασβέστου : θηραϊκή γη : άμμος. Είναι
υδραυλικά κονιάματα με μικρή αντοχή και χρησιμοποιούνται σε υγρούς και υπόγειους
χώρους.
83
4.4.1.6 Ασβεστοτσιμεντοκονιάματα
Στα ασβεστοτσιμεντοκονιάματα χρησιμοποιούνται ως κονίες άσβεστος και τσιμέντο.
Παρουσιάζουν υδραυλικές ικανότητες και μειωμένη υδατοπερατότητα. Επίσης, είναι
ανθεκτικότερα και παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή στις καταπονήσεις από τα καθαρά
ασβεστοκονιάματα.
4.4.1.7 Τσιμεντοκονιάματα
Τα τσιμεντοκονιάματα είναι κονιάματα στα οποία ως κονία χρησιμοποιούνται διάφοροι
τύποι και ποσότητες τσιμέντου. Παρουσιάζουν έντονες υδραυλικές ιδιότητες και
αυξημένες αντοχές και χρησιμοποιούνται για τη δόμηση στοιχείων που υποβάλλονται σε
ισχυρές καταπονήσεις καθώς και για επιχρίσματα.
Οι ιδιότητές τους εξαρτώνται κυρίως από το είδος και την ποσότητα του τσιμέντου και
από το συντελεστή νερού – τσιμέντου, w.
Το τσιμεντοκονίαμα πρέπει να έχει αυξημένη πλαστικότητα και ελαστικότητα, ώστε η
πρόσφυσή του να είναι ισχυρή, να μην παρουσιάζει ρηγματώσεις και να εξασφαλίζει
πλήρη στεγανότητα.
Αυτό επιτυγχάνεται με την προσθήκη στο τσιμεντοκονίαμα μικρής ποσότητας
υδράσβεστου με τη μορφή πολτού ή σκόνης, χωρίς να μειώνεται η περιεκτικότητα του
τσιμέντου.
Τα κονιάματα ανάλογα με την ποσότητα της κονίας που χρησιμοποιείται για την
παρασκευή τους κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες :
4.4.2.1 Κανονικό κονίαμα
Ως κανονικό χαρακτηρίζεται το κονίαμα στο οποίο η χρησιμοποιούμενη ποσότητα
κονίας είναι τόση, όση ακριβώς χρειάζεται για να γεμίσουν τα κενά μεταξύ των κόκκων
της άμμου.
4.4.2.2 Παχύ κονίαμα
Ως παχύ χαρακτηρίζεται το κονίαμα στο οποίο χρησιμοποιείται περισσότερη ποσότητα
κονίας από εκείνη που χρειάζεται για την παρασκευή κανονικού κονιάματος.
4.4.2.3 Ισχνό κονίαμα
Ως ισχνό χαρακτηρίζεται το κονίαμα στο οποίο ο παρασκευαζόμενος πολτός της κονίας
δεν γεμίζει πλήρως τα κενά μεταξύ των κόκκων της άμμου.
ΠΙΝΑΚΑΣ 20
Σχήμα 73
Χρονική εξέλιξη της αντοχής σε θλίψη των κονιαμάτων τοιχοποιίας
86
Σχήμα 74
Μέθοδος κατασκευής προκατασκευασμένων δομικών στοιχείων από ασβεστοκονίαμα
β. Από ελαφροασβεστοκονιάματα
Είναι ασβεστοκονιάματα στα οποία προστίθεται κατάλληλο πρόσθετο υλικό, π.χ. σκόνη
αργίλου, οπότε λόγω χημικής αντίδρασης εκλύεται αέριο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να
δημιουργούνται πόροι στη μάζα του κονιάματος και συνεπώς να μειώνεται η φαινόμενη
πυκνότητά του. Για αντοχές 2,5 ÷ 5,0 MPα είναι ρR<1,0 Κg/dm3.
87
γ. Από αμιαντοτσιμέντο
Είναι κονίαμα αμίαντου και τσιμέντου με αναλογία 1 : 6. Στο Σχήμα 75 αποδίδεται ο
τρόπος παρασκευής του.
Τα δομικά υλικά που κατασκευάζονται από αμιαντοτσιμέντο παρουσιάζουν αντοχή στον
παγετό και ανθεκτικότητα στις χημικές επιδράσεις και στη φωτιά. Οι μηχανικές αντοχές
του αμιαντοτσιμέντου σε εφελκυσμό από κάμψη πλησιάζουν τις αντίστοιχες του ξύλου,
ενώ η αντοχή του σε θλίψη εκείνη του σκυροδέματος.
Σχήμα 75
Παρασκευή αμιαντοτσιμέντου
4.5.1 ΓΕΝΙΚΑ
Οργανικά ονομάζονται τα κονιάματα στα οποία ως συνδετική ύλη, αντί των γνωστών
κονιών, χρησιμοποιούνται υλικά οργανικής προέλευσης και συνήθως ρητίνες
αντίδρασης.
Ως υγρό επεξεργασίας είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και υγρά οργανικής
προέλευσης. Αρκετές φορές, όταν η χρησιμοποιούμενη κονία είναι σε υγρή φάση, είναι
δυνατόν η ίδια η κονία να αποτελέσει και το υγρό επεξεργασίας.
Χρησιμοποιούνται τα συνηθισμένα αδρανή σε ξηρή κατάσταση και με διαμέτρους
κόκκων μέχρι και 4 mm.
κρούση. Η ταχύτητα σκλήρυνσής τους είναι δυνατόν να ρυθμιστεί, ενώ η αντοχή τους
στα χημικά αντιδραστήρια είναι πολύ υψηλή. Εμφανίζουν υψηλή ικανότητα πρόσφυσης
και είναι πρακτικά αδιαπέραστα από το νερό. Παρουσιάζουν ικανοποιητική ηχομόνωση,
γιατί είναι δυνατόν να ενσωματωθούν στη μάζα τους διάφορα υλικά, τα οποία τους
προσδίδουν αυτή τη δυνατότητα.
4.6.1 ΓΕΝΙΚΑ
Στα κονιάματα αυτά η τιμή του συντελεστή του πλαστικού, Κ, προς το τσιμέντο, Ζ, είναι
συνήθως, Κ/Ζ = 0,025 ÷ 0,1.
Η σκλήρυνσή τους πρέπει να γίνεται απουσία υγρασίας.
89
5. ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ
5.1 ΓΕΝΙΚΑ
Νωπό σκυρόδεμα ονομάζεται το σκυρόδεμα, το οποίο προκύπτει από την ανάμιξη των
πρώτων υλών του και για όσο χρονικό διάστημα διατηρεί το εργάσιμο, δηλαδή όσο είναι
δυνατόν να μεταφέρεται και να διαστρώνεται.
Όταν το τσιμέντο ενωθεί με το νερό, αρχίζει η ενυδάτωσή του και δημιουργείται ο
τσιμεντοπολτός, ο οποίος είναι η συνδετική ύλη του σκυροδέματος. Κατά την ενυδάτωση
του τσιμέντου γίνονται διάφορες χημικές αντιδράσεις και δημιουργούνται ένυδροι
κρύσταλλοι. Ο τσιμεντοπολτός αρχίζει να πήζει, γεμίζει τα κενά μεταξύ των κόκκων των
αδρανών και καλύπτει την επιφάνειά τους.
Με την πάροδο του χρόνου ο τσιμεντοπολτός γίνεται πιο συμπαγής και συνεκτικός,
αποκτά αυξημένες αντοχές, δηλαδή αρχίζει η σκλήρυνση με τη στερεοποίηση του
σκυροδέματος , η οποία διαρκεί πάρα πολύ χρόνο.
Η αναλογία ανάμιξης των υλικών για την παρασκευή του σκυροδέματος, πρέπει να
εξασφαλίζει σε κάθε περίπτωση την ομοιογένεια του μίγματος, το κατάλληλο εργάσιμο
για ικανοποιητική διάστρωση και συμπύκνωση του σκυροδέματος, καθώς και πρόσθετες
ιδιότητές του, όπως είναι η αντλησιμότητα, η στεγανότητα, η ανθεκτικότητα, κ.τ.λ. Η
μέση αντοχή του σκυροδέματος , fm ,πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με την
απαιτούμενη αντοχή, fα.
Η αναλογία ανάμιξης των υλικών για την παρασκευή του σκυροδέματος δίνεται σε
τσιμέντο : αδρανή : νερό κατά βάρος, δηλαδή, Ζ : Κ : W.
Η αναλογία ανάμιξης επηρεάζει σημαντικά τις ιδιότητες του σκυροδέματος. Πολύ
μεγάλη σημασία έχει η περιεκτικότητα σε τσιμέντο. Η απαιτούμενη ποσότητα
92
ΠΙΝΑΚΑΣ 21
χημικές επιδράσεις
θερμοαγωγιμότητα
ρR σκληρυνθέντος
Θερμική διαστολή
Συστολή ξήρανσης
Αντοχή σε κάμψη
Αντοχή.σε θλίψη
Yδατοπερατόητα
Αντοχή σε τριβή
Αντοχή σε παγετό
από τη σκουριά
ελαστικότητας
σκυροδέματος
Ιδιότητες
ενυδάτωσης
Θερμότητα
Προστασία
Αντοχή σε
Ερπυσμός
Μέτρο
Επιδράσεις
Τσιμέντο
αντοχή • • • • •
συστολή ξήρανσης •
θερμότητα ενυδάτωσης • •
θερμική διαστολή •
αντοχή στις χημικές επιδράσεις •
Αδρανή
πόροι κόκκων • • •
μορφή κόκκων •
επιφάνεια •
μέτρο ελαστικότητας • • • • • •
σκληρότητα •
αντοχή σε παγετό •
θερμική διαστολή •
θερμοαγωγιμότητα •
γεωλογική σύσταση • •
περιεκτικότητα σε τσιμέντο • • • • •
Πρόσθετα
στεγανοποιητικά • • •
για σχηματισμό πόρων • • • • •
Πόροι στο σκληρυνθέν τσιμέντο • • • • • • • • • • • •
Μορφή, μέγεθος,κατανομή • • • •
Διατομή • • • •
Διατήρηση,ποσοστό υγρασίας • • • • • •
ρR σκληρυνθέντος
σκυροδέματος •
Τάση • •
Αντοχή σκυροδέματος κατά την
έναρξη φόρτισης •
93
του τσιμεντοπολτού πρέπει να γεμίσει τα κενά μεταξύ των κόκκων και να περιβάλλει
τους κόκκους, ώστε να είναι δυνατόν να γίνει η επεξεργασία του σκυροδέματος.
Στο Σχήμα 76 δίνεται η ελάχιστη ποσότητα του τσιμεντοπολτού σε σχέση με το
συντελεστή νερού – τσιμέντου, w.
Σχήμα 76
Ελάχιστη περιεκτικότητα σε τσιμεντοπολτό για «κατάλληλη» κοκκομετρική σύνθεση σε
σχέση με το συντελεστή, w.
Σχήμα 77
Ελάχιστη περιεκτικότητα σε τσιμέντο για «κατάλληλη» κοκκομετρική σύνθεση σε σχέση
με το συντελεστή w.
Ο χρόνος ανάμιξης, γενικά, δεν πρέπει να είναι μικρότερος από 1 min. Μετά την ανάμιξη
απαγορεύεται η προσθήκη υλικών στο μίγμα.
Σχήμα 78
Προσαγωγή σκυροδέματος με μεταφορική ταινία
μέσα, τα οποία δεν προκαλούν απόμιξη του μίγματος. Απαγορεύεται η ελεύθερη πτώση
σκυροδέματος από ύψος μεγαλύτερο από 2,5 m.
Η διάστρωση του σκυροδέματος στα καλούπια πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε
να αποφεύγεται η δημιουργία κενών ή οπών. Στο Σχήμα 79 παρουσιάζονται δύο
μέθοδοι, οι οποίες ονομάζονται Colcret και Prepact αντιστοίχως.
Στις μεθόδους αυτές διαστρώνονται αρχικά τα χονδρόκοκκα αδρανή, τα οποία έχουν
διάμετρο d ≥ 40 mm, στα καλούπια και ακολούθως καλύπτονται τα μεταξύ των κενά με
τσιμεντοκονίαμα που περιέχει τα αδρανή με μικρότερες διαμέτρους.
96
Prepact Colcrete
Σχήμα 79
Διάστρωση σκυροδέματος με ειδικές μεθόδους
Σχήμα 80
Επίδραση των επιπλέον πόρων του σκυροδέματος, λόγω μη συμπύκνωσης, στην αντοχή
σε κάμψη και σε θλίψη του σκυροδέματος
97
Σχήμα 81
Επίδραση του τρόπου συμπύκνωσης στην αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε
συνάρτηση με το συντελεστή w
Σχήμα 82
Λανθασμένος και σωστός τρόπος δόνησης με δονητές μάζας
Στο Σχήμα 83 δίνεται το μέτρο συμπύκνωσης, ν,το οποίο προσδιορίζεται στην § 5.2.6.2,
σε συνάρτηση με το απαιτούμενο ποσό ενέργειας για τη συμπύκνωση και για τις
διάφορες κατηγορίες συνεκτικότητας. Επίσης, δίνονται οι διάφοροι τρόποι συμπύκνωσης
του σκυροδέματος.
Σχήμα 83
Σχέση του τρόπου συμπύκνωσης και της ικανότητας για συμπύκνωση του σκυροδέματος
99
Στο Σχήμα 84 δίνεται η επίδραση του μέτρου συμπύκνωσης ν, στην αντοχή του
σκυροδέματος για τις διάφορες κατηγορίες συνεκτικότητας.
Σχήμα 84
Επίδραση του μέτρου συμπύκνωσης στην αντοχή του σκυροδέματος
Στο Σχήμα 85 δίνεται η επίδραση της απαιτούμενης ενέργειας για τη συμπύκνωση του
σκυροδέματος, η οποία εξαρτάται από το χρόνο δόνησης, στην αντοχή σε θλίψη του
σκυροδέματος για διάφορες τιμές του συντελεστή w.
Σχήμα 85
Επίδραση της απαιτούμενης ενέργειας για τη συμπύκνωση του σκυροδέματος,η οποία
εξαρτάται από το χρόνο δόνησης, στην αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε
συνάρτηση με το συντελεστή w
Ο χρόνος δόνησης, για τα διάφορα είδη του σκυροδέματος, είναι συνάρτηση της
συχνότητας δόνησης ( Σχήμα 86).
100
Σχήμα 86
Επίδραση της συχνότητας δόνησης στη διάρκεια δόνησης
ΠΙΝΑΚΑΣ 22
Σχήμα 87
Η φαινόμενη πυκνότητα πλήρως συμπυκνωθέντος νωπού σκυροδέματος σε σχέση με την
αναλογία ανάμιξης τσιμέντου και αδρανών κατά βάρος και με το συντελεστή w
Σχήμα 88
Διάφορες δοκιμές για τον έλεγχο της συνεκτικότητας του νωπού σκυροδέματος
Σχήμα 89
Επίδραση της θερμοκρασίας του αέρα στην ταχύτητα σκλήρυνσης του σκυροδέματος
5.3.1.4 Η υγρασία
Η γρήγορη ξήρανση του σκυροδέματος έχει ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν τάσεις λόγω
της συστολής ξήρανσης, οι οποίες προκαλούν ρηγμάτωση ή μείωση της αντοχής σε
εφελκυσμό του σκυροδέματος.
5.3.1.5 Η συντήρηση του σκυροδέματος
Η συντήρηση του σκυροδέματος αποβλέπει στην προστασία του σκυροδέματος από την
επίδραση της θερμοκρασίας, του ανέμου, του νερού και των κραδασμών, καθώς και από
τις χημικές επιδράσεις.
105
Η συντήρηση είναι υποχρεωτική για κάθε έργο. Αρχίζει αμέσως μετά τη διάστρωση του
σκυροδέματος και η χρονική διάρκειά της εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες
και τις ειδικές απαιτήσεις του έργου.
Ο τρόπος συντήρησης για τις διάφορες καιρικές συνθήκες δίνεται στον Πίνακα 23.
ΠΙΝΑΚΑΣ 23
Σχήμα 90
Η επίδραση του μήκους της ακμής κυβικού δοκιμίου στην αντοχή σε θλίψη του
σκυροδέματος
Σχήμα 91
Επίδραση του μεγέθους της ακμής κυβικού δοκιμίου στην αντοχή σε θλίψη του
σκυροδέματος σε συνάρτηση με την ηλικία του και το συντελεστή w
Χαρακτηριστική αντοχή του σκυροδέματος σε θλίψη, fck, θεωρείται εκείνη η τιμή της
αντοχής κάτω από την οποία υπάρχει 5 % πιθανότητα να βρεθεί η τιμή αντοχής ενός
τυχαίου δοκιμίου.
107
ΠΙΝΑΚΑΣ 24
Η αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος βD28 όπως και εκείνη του τσιμέντου βZ28
επηρεάζονται από το συντελεστή νερού – τσιμέντου, w (κατά Walz) όπως δείχνεται στο
Σχήμα 92.
Σχήμα 92
Η αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος και του τσιμέντου σε συνάρτηση με το
συντελεστή w
Σχήμα 93
Η αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε συνάρτηση με το συντελεστή (W+L)/Ζ
Σχήμα 94
Η σχέση μεταξύ των αντοχών βD28 και βΖ28 σε συνάρτηση με το συντελεστή (W+L)/Z
Σχήμα 95
Η αντοχή του σκυροδέματος, βD28 ,σε συνάρτηση με το πορώδες, Pm ,του σκληρυνθέντος
τσιμέντου
ΠΙΝΑΚΑΣ 25
ΠΙΝΑΚΑΣ 26
Σχήμα 96
Επίδραση του λόγου μήκους : ύψους, l/h, του δοκιμίου στην αντοχή σε εφελκυσμό από
κάμψη του σκυροδέματος.
Τα δοκίμια διατηρούνται μέσα στο νερό μέχρι τη δοκιμή, ώστε το αποτέλεσμα να μην
επηρεάζεται από τις εφελκυστικές τάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται λόγω της συστολής
ξήρανσης, σs (Σχήμα 97).
Στο Σχήμα 98 δίνεται η διαφορά της αντοχής σε εφελκυσμό από κάμψη, βΒΖ, για
διατήρηση στον αέρα και για διατήρηση μέσα στο νερό, η οποία είναι συνέπεια των
τάσεων που αναπτύσσονται κάθε φόρα λόγω της συστολής ξήρανσης ή της διαστολής
ύγρανσης.
111
Σχήμα 97
Έλεγχος της αντοχής σε εφελκυσμό από κάμψη και επίδραση της συστολής ξήρανσης, σs
Δοκίμιο
Σκυροδέματος
70×15×10cm
Δοκίμιο κονιάματος
4×4×16cm
Σχήμα 98
Η αντοχή σε εφελκυσμό από κάμψη για δοκίμια σκυροδέματος και κονιάματος ανάλογα
με τον τρόπο συντήρησής τους
H αντοχή σε εφελκυσμό από κάμψη, όπως και η αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος,
επηρεάζονται από την τιμή του συντελεστή νερού- τσιμέντου, w (Σχήμα 99).
Η αντοχή σε εφελκυσμό από κάμψη συνδέεται με την αντοχή σε θλίψη με τη σχέση :
βΒΖ = βDn (50),
όπου είναι :
n = 0,66 ÷0,72 για θραυστό υλικό και
n = 0,60 ÷ 0,66 για στρογγυλεμένο υλικό.
Γενικά λαμβάνεται n = 2/3.H παραπάνω σχέση ισχύει για ένα συγκεντρωμένο φορτίο.
Για ζεύγος φορτίων οι τιμές μειώνονται κατά 10%.
Η αντοχή σε εφελκυσμό συνδέεται με την αντοχή σε εφελκυσμό από κάμψη με τη
σχέση:
βz ≅ ( 0,35 ÷ 0,75) *βΒΖ (51)
Oι μεγαλύτερες τιμές αντιστοιχούν σε σκυροδέματα με υψηλές αντοχές.
112
Σχήμα 99
Η επίδραση του συντελεστή νερού –τσιμέντου, w, στην αντοχή σε εφελκυσμό από
κάμψη και στην αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος
Σχήμα 100
Επίδραση του συντελεστή w στην αντοχή σε θλίψη, σε διάρρηξη και σε κρούση του
σκυροδέματος
Σχήμα 101
Επίδραση της ηλικίας του σκυροδέματος και του χρόνου φόρτισης στην αντοχή
διάρκειας του σκυροδέματος
Σχήμα 102
Διάγραμμα κόπωσης του σκυροδέματος
Κρουστικές μέθοδοι
Μέτρηση διαμέτρου d Μέτρηση αναπήδησης R Συσκευή υπέρηχων
α β γ
Σχήμα 103
Μέθοδοι μη καταστροφής για τον έλεγχο της αντοχής του σκυροδέματος
ΠΙΝΑΚΑΣ 27
Για την παρασκευή σκυροδέματος ,το οποίο χρησιμοποιείται σε υγρό και ψυχρό
περιβάλλον, τα αδρανή υλικά πρέπει να έχουν αυξημένη αντοχή ως προς τον παγετό και
το σκυρόδεμα να είναι αδιαπέραστο από το νερό. Ο συντελεστής w δεν πρέπει να
υπερβαίνει την τιμή 0,60. Για τμήματα μεγάλου όγκου ο συντελεστής w μπορεί να είναι
μέχρι 0,70 , όταν μετά τη χρησιμοποίηση προσθέτων για την αύξηση του πορώδους,
ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του Πίνακα 28 και τα τμήματα της κατασκευής δεν
έρχονται σε επαφή με άλατα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την τήξη του πάγου και του
χιονιού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι τιμές του Πίνακα 28 δεν ισχύουν.
ΠΙΝΑΚΑΣ 28
Για την παρασκευή σκυροδέματος για έργα μέσα στο νερό χρησιμοποιούνται αδρανή
υλικά με διάμετρο μέγιστου κόκκου 31,5 ή 1″ ,των οποίων η κοκκομετρική γραμμή
πρέπει να βρίσκεται κοντά στη μέση γραμμή της υποζώνης Δ. Το σκυρόδεμα πρέπει να
έχει μέτρο εξάπλωσης α = 45-50 cm και ο συντελεστής w πρέπει να είναι μικρότερος από
0,60.Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τσιμέντο τύπου Ι και ΙΙ και η ελάχιστη περιεκτικότητα
σε τσιμέντο πρέπει να είναι 350 Kg/m3.
Όταν το βάθος του νερού είναι μεγαλύτερο από 1m, το σκυρόδεμα δεν αφήνεται
ελεύθερο μέσα στο νερό, αλλά πρέπει να διαστρώνεται με ειδικές μεθόδους.
Σχήμα 104
Προσδιορισμός του συντελεστή, w, του σκυροδέματος
Σχήμα 105
Προσδιορισμός της απαιτούμενης ποσότητας νερού, W, για την παρασκευή του
σκυροδέματος
6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Roberts L.R. και Skanly T.P., 1989, «Pore Structure and Permeability of Cementitious
Materials» symposium held November 28-30,1988, Boston Massachusetts, U.S.A,
Materials Research Society, Pittsburgh.
Rots Mirko Gottfried, 1956, «Zemente fur Grosse Talsperren», Verein Schweizerischer
Zement – Kalk und Gipsfabrikanten, Zurich.
Smith M.R. και Collis L., 1993, « Aggregates Series Sand, Gravel and Crushed Rock
Aggregates for Construction Purposes», Geological Society, London.
30. Velou S.A., [et al]., « Aggregates», Balkema, A.A., Rotterdam.
Venuat Michel, 1962, «Ciments aux Cendres Volantes : Influence de la Proportion de
Centre sur les Proprietes des Ciments» Centre d’ Etudes et de Recherches de l’industrie
des Liants, Hydrauliques, Paris.
Volkart K.,1971, «Bauen mit Gips», Darmstadt.
123
7. ΣΧΗΜΑΤΑ
σελ
Σχήμα 1. Προσδιορισμός του όγκου για τον υπολογισμό της αντίστοιχης 5
πυκνότητας
Σχήμα 2. Κατηγορίες δομής πορώδων υλικών 6
Σχήμα 3. Η θερμοκρασία παγετού του νερού σε σχέση με τη διάμετρο των 6
τριχοειδών αγγείων
Σχήμα 4. Δοκιμές για τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς των υλικών 7
απέναντι στο νερό
Σχήμα 5. Κατανομή της υγρασίας σε τοίχο σε συνάρτηση με το χρόνο και 8
την ικανότητα απόδοσης νερού
Σχήμα 6. Ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας, λ , σε συνάρτηση με τη 9
φαινόμενη πυκνότητα , ρR
Σχήμα 7. Ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας, λ, οπτόπλινθων (α) και 9
ελαφροσκυροδέματος (β) σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία, t
και τη μέση περιεκτικότητα σε υγρασία, fm
Σχήμα 8. Μεταβολή του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας, λ, σε 10
συνάρτηση με τη διάμετρο των πόρων και τη θερμοκρασία
Σχήμα 9. Θερμοκρασίες στην επιφάνεια επιχρισμένων εξωτερικών τοίχων 10
κατά τη διάρκεια καλοκαιρινής ημέρας
Σχήμα 10. Θερμοκρασίες στην επιφάνεια εξωτερικών επιχρισμάτων 11
διάφορων χρωματισμών για τοίχο πάχους 30 cm και με
δυτικό προσανατολισμό
Σχήμα 11. Μέγιστες και ελάχιστες τιμές θερμοκρασίας στην επιφάνεια 11
εξωτερικών επιχρισμάτων σε σχέση με το χρώμα της
Σχήμα 12. Η θερμοκρασία στο πέλμα του ποδιού για δύο δάπεδα, όταν η
θερμοκρασία του χώρου είναι 20 0C και η θερμοκρασία της 12
επιφάνειας του δαπέδου είναι 17 0C
Σχήμα 13. Οι κυριότεροι τρόποι καταπόνησης των δομικών υλικών 13
Σχήμα 14. . Επιρροή της μη δυνατότητας ελεύθερης παραμόρφωσης κατά 14
την εγκάρσια διεύθυνση σε καταπόνηση σε θλίψη
Σχήμα 15. Επίδραση του λόγου h/d στην αντοχή σε θλίψη για διάφορα 14
παρεμβλήματα
Σχήμα 16. Καταπόνηση δοκιμίου σε εφελκυσμό 15
Σχήμα 17. Εντατική κατάσταση κατά την καταπόνηση σε εφελκυσμό 15
Σχήμα 18. Καταπόνηση δοκιμίου σε διάρρηξη . 15
Σχήμα 19. Εντατική κατάσταση κατά την καταπόνηση σε διάρρηξη 15
Σχήμα 20. Καταπόνηση δοκιμίου σε κάμψη 16
Σχήμα 21. Εντατική κατάσταση κατά την καταπόνηση σε κάμψη 16
Σχήμα 22. Μείωση της αντοχής σε κάμψη σε συνάρτηση με το λόγο l/d 16
του δοκιμίου
Σχήμα 23. Καταπόνηση σε εναλλασσόμενη φόρτιση 17
Σχήμα 24. Καμπύλη κόπωσης ή καμπύλη Wöhler 18
Σχήμα 25. Υπολογισμός του συντελεστή ασφάλειας 18
Σχήμα 26. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων για χαρακτηριστικά 19
δομικά υλικά
Σχήμα 27. Προσδιορισμός της κατανομής των τάσεων σε δοκίμιο ξύλου κατά
την καταπόνηση σε κάμψη, όταν είναι γνωστές οι αναπτυσσόμενες
124
παραμορφώσεις 19
Σχήμα 28. Προσδιορισμός του μέτρου ελαστικότητας 20
Σχήμα 29. Διάγραμμα τάσεων- παραμορφώσεων για βισκοελαστικό 21
υλικό
Σχήμα 30. Βισκοελαστική συμπεριφορά υλικών για συνεχή φόρτιση 21
Σχήμα 31. Διεξαγωγή ηλεκτρικής μέτρησης 24
Σχήμα 32. Μέτρηση με το σύστημα του κλειστού βρόγχου 24
Σχήμα 33. Προσδιορισμός του μέτρου ελαστικότητας με υπέρηχους 26
Σχήμα 34. Προσδιορισμός ελαστικών σταθερών με συντονισμό 26
Σχήμα 35. Ο κύκλος της ασβέστου 28
Σχήμα 36. Επίδραση της ποζολάνης στην αντοχή του τσιμέντου 33
Σχήμα 37. Αντοχή σε θλίψη σε συνάρτηση με την περιεκτικότητα
σε υδραυλικούς συντελεστές και σε (CαΟΗ)2 33
Σχήμα 38. Επίδραση της ειδικής επιφάνειας στην αντοχή του τσιμέντου 41
Σχήμα 39. Ιστός ενυδάτωσης του τσιμέντου 42
Σχήμα 40. Σχηματική παράσταση των φάσεων ενυδάτωσης και της εξέλιξης 43
στη δομή κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου
Σχήμα 41. Σχηματική παράσταση της δέσμευσης νερού κατά την ενυδάτωση 43
ανόργανης κονίας
Σχήμα 42. Χρονική εξέλιξη της ενυδάτωσης του τσιμέντου 44
Σχήμα 43. Η ενυδάτωση του τσιμέντου σε συνάρτηση με το συντελεστή w 44
Σχήμα 49. Χρόνος πήξης του τσιμέντου για διάφορα ποσοστά νερού 47
Σχήμα 50. Σχηματική παράσταση σχηματισμού θυλάκων νερού κάτω από 48
τους κόκκους των αδρανών
Σχήμα 51. Μεταβολή της αντοχής σε θλίψη και του πορώδους σε 49
συνάρτηση με το συντελεστή w
Σχήμα 52. Μεταβολή της σχετικής αντοχής σε θλίψη σε συνάρτηση με 50
το συντελεστή w
Σχήμα 53. Η αντοχή σε θλίψη του τσιμέντου σε συνάρτηση με τη 50
θερμότητα ενυδάτωσης
Σχήμα 54. Σχετική αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος σε συνάρτηση με 51
την κατάσταση ωρίμανσης
Σχήμα 55. Επίδραση της θερμοκρασίας στην αντοχή του σκυροδέματος με 51
την πάροδο του χρόνου
Σχήμα 56. Η επίδραση της υγρασίας στην αντοχή του σκυροδέματος 52
Σχήμα 59. Επίδραση του τρόπου συντήρησης στη συστολή ξήρανσης και στη 54
διαστολή ύγρανσης του τσιμέντου
Σχήμα 60. Τάση για ρηγμάτωση διάφορων κονιαμάτων 54
8 ΠΙΝΑΚΕΣ
9 . ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5 – 26
1.1 ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 5 – 13
1.1.1 ΟΡΙΣΜΟΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ 5
1.1.1.1 Δύναμη 5
1.1.1.2 Μάζα 5
1.1.1.3 Όγκος 5
1.1.1.4 Αντοχή 5
1.1.1.5 Πυκνότητα 5
1.1.2 ΔΟΜΗ 6-7
1.1.3 ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ 7-8
1.1.3.1 Δυνατότητα αναρρόφησης νερού 7
1.1.3.2 Υδροαπορροφητικότητα 7
1.1.3.3 Δυνατότητα απόδοσης νερού 7
1.1.3.4 Υδατοπερατότητα 7
1.1.3.5 Υγρασία ισορροπίας 8
1.1.4 ΘΕΡΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 8 -12
1.1.4.1 Ορισμοί θερμικών μεγεθών 8
1.1.4.2 Θερμοαγωγιμότητα 8 -10
1.1.4.3 Θερμότητα ανάκλασης και θερμότητα απορρόφησης από
επιφάνεια 10 - 11
1.1.4.4 Μεταφορά θερμότητας με επαφή 11 - 12
1.1.4.5 Θερμική διαστολή 12
1.1.5 ΗΛΕΚΤΡΙΚΈΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 12
1.1.5.1 Ηλεκτροαγωγιμότητα 12
1.1.5.2 Διηλεκτρική σταθερά 12
1.1.5.3 Μαγνητική διαπερατότητα 12
1.1.6 ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 13
1.1.6.1 Διαπερατότητα του φωτός 13
1.1.6.2 Βαθμός ανάκλασης του φωτός 13
1.1.6.3 Βαθμός απορρόφησης του φωτός 13
1.1.6.4 Βαθμός φωτεινότητας 13
1.1.6.5 Σταθερότητα χρωματισμών 13
1.1.7 ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ 13
1.1.7.1 Ηχοαπορρόφηση υλικών και διάφορων διατάξεων 13
1.1.7.2 Ηχομόνωση διαχωριστικών πετασμάτων και δαπέδων 13
1.2 ΦΥΣΙΚΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 13 -22
1.2.1 ΑΝΤΟΧΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 13 -18
1.2.1.1 Στατική αντοχή 13
1.2.1.2 Αντοχή σε θλίψη,σD 13 -14
1.2.1.3 Aντοχή σε εφελκυσμό, σZ 15
1.2.1.4 Αντοχή σε διάρρηξη ή διαμετρική θλίψη, σsz 15
1.2.1.5 Αντοχή σε κάμψη,σΒ 15 -16
1.2.1.6 Αντοχή σε διάτμηση ή ψαλιδισμό, σΑ 16 -17
1.2.1.7 Αντοχή σε στρέψη 17
1.2.1.8 Αντοχή σε κρούση 17
1.2.1.9 Αντοχή σε αποκόλληση 17
130
2.2.2.2 Οργανικές 27
2.2.3 ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΗΞΗΣ ΚΑΙ
ΣΚΛΗΡΥΝΣΗΣ ΤΟΥΣ 27-28
2.2.3.1 Αερικές 27
2.2.3.2 Υδραυλικές 28
2.3 ΔΟΜΙΚΗ ΑΣΒΕΣΤΟΣ 28-32
2.3.1 ΑΕΡΙΚΗ Ή ΚΑΥΣΤΙΚΗ ΑΣΒΕΣΤΟΣ 28-31
2.3.1.1 Γενικά 28-29
2.3.1.2 Μέθοδοι όπτησης των ασβεστολιθικών πετρωμάτων 29
2.3.1.3 Φυσικές ιδιότητες της καυστικής ασβέστου 29
2.3.1.4 Έλεγχος της ποιότητας της καυστικής ασβέστου 29
2.3.1.5 Σβέση της καυστικής ασβέστου 29-30
2.3.1.6 Φύραση της καυστικής ασβέστου 30
2.3.1.7 Πήξη και σκλήρυνση της υδρασβέστου 30
2.3.1.8 Δοκιμασίες της υδρασβέστου 30-31
2.3.1.9 Εφαρμογές της καυστικής ασβέστου 31
2.3.2 ΥΔΡΑΥΛΙΚΗ ΑΣΒΕΣΤΟΣ 31-32
2.3.2.1 Γενικά 31
2.3.2.2 Φυσικές ιδιότητες της υδραυλικής ασβέστου 31
2.3.2.3 Σβέση της υδραυλικής ασβέστου 31
2.3.2.4 Πήξη και σκλήρυνση της υδραυλικής ασβέστου 31
2.3.2.5 Είδη της υδραυλικής ασβέστου 31
2.3.2.6 Δοκιμασίες της υδραυλικής ασβέστου 31
2.3.2.7 Εφαρμογές της υδραυλικής ασβέστου 32
2.4 ΠΟΖΟΛΑΝΕΣ 32-34
2.4.1 ΓΕΝΙΚΑ 32
2.4.2 ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΟΖΟΛΑΝΕΣ 32
2.4.3 ΤΕΧΝΗΤΕΣ ΠΟΖΟΛΑΝΕΣ 32
2.4.4 ΘΗΡΑΪΚΗ ΓΗ 32-34
2.4.4.1 Γενικά 32
2.4.4.2 Ιδιότητες της θηραϊκής γης 32-34
2.5 ΓΥΨΟΣ 34 -38
2.5.1 ΓΕΝΙΚΑ 34
2.5.2 ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΟΠΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΓΥΨΟΥ 34
2.5.3 ΗΜΥΙΔΡΥΚΗ Ή ΠΛΑΣΤΙΚΗ ΓΥΨΟΣ 35-37
2.5.3.1 Παρασκευή της πλαστικής γύψου 35
2.5.3.2 Φυσικές ιδιότητες της πλαστικής γύψου 35
2.5.3.3 Πήξη και σκλήρυνση της πλαστικής γύψου 35
2.5.3.4 Δοκιμασίες της πλαστικής γύψου 36-37
2.5.3.5 Είδη της πλαστικής γύψου 37
2.5.3.6 Εφαρμογές της πλαστικής γύψου 37
2.5.3.7 Κονιάματα της πλαστική γύψου 37
2.5.4 ΑΝΥΔΡΟΣ Ή ΤΡΑΧΕΙΑ ΓΥΨΟΣ 37-38
2.5.4.1 Παρασκευή της τραχείας γύψου 37
2.5.4.2 Φυσικές ιδιότητες της τραχείας γύψου 37
2.5.4.3 Πήξη και σκλήρυνση της τραχείας γύψου 38
2.5.4.4 Δοκιμασίες της τραχείας γύψου 38
2.5.4.5 Εφαρμογές της τραχείας γύψου 38
2.5.5 ΑΝΥΔΡΙΤΗΣ 38
2.5.5.1 Φυσικός ανυδρίτης 38
2.5.5.2 Τεχνητός ανυδρίτης 38
132