You are on page 1of 44

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Η χρήση του επιρρήματος


στα μυθιστορήματα της Μέλπως Αξιώτη

Νικολέτα Τζιρίτα Ζαχαράτου


Α.Μ. 1560201400269

ΑΘΗΝΑ 2019
Περιεχόμενα

1. Εισαγωγή………………………………………………………… 2
2. Μεθοδολογία και δεδομένα............................................................ 2
3. Είδη και λειτουργία των επιρρημάτων........................................... 5
4. Ανάλυση.......................................................................................... 7
4.1. Δύσκολες νύχτες....................................................................... 7
4.2. Θέλετε να χορέψομε Μαρία;................................................... 12
4.3. Εικοστός αιώνας...................................................................... 13
4.4. Το σπίτι μου............................................................................. 14
4.5. Η Κάδμω................................................................................. 15
5. Συμπεράσματα................................................................................ 17
Βιβλιογραφία……………………………………………………….. 19
Παράρτημα Α………………………………………………………. 21
Παράρτημα Β………………………………………………………. 33
Παράρτημα Γ……………………………………………………….. 34
Παράρτημα Δ……………………………………………………….. 35
Παράρτημα Ε……………………………………………………….. 36

1
1. Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής της χρήσης και της λειτουργίας του
επιρρήματος στα μυθιστορήματα της Μέλπως Αξιώτη. Αφετηρία υπήρξε η σύγκριση κάθε
μυθιστορήματος με τα υπόλοιπα μέσω του Keyword List του λογισμικού προγράμματος AntConc.
Στους κατάλογους με τις στατιστικά σημαντικές λέξεις του κάθε κειμένου τα επιρρήματα
αποτελούν μια βασική λεξική κατηγορία της ποιητικής της Αξιώτη (άλλες βασικές κατηγορίες
αποτελούν τα ρήματα και τα ονόματα), και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς μελέτη, καθώς
αποτελούν ένα αναπόσπαστο στοιχείο της φραστικής δομής του πολύπλοκου μυθιστορηματικού της
λόγου.
Στη λογοτεχνική γραφή της Αξιώτη παρατηρούμε μια συσσώρευση επιρρημάτων διαφορετικών
κατηγοριών στο πλαίσιο της πρότασης, τα οποία επιτελούν πολλαπλές λειτουργίες και προσδίδουν
συγκεκριμένες σημασίες τόσο στο λόγο της αφηγήτριας όσο και στο λόγο των διαφόρων
προσώπων, τα οποία περιδιαβαίνουν στα μυθιστορήματα. Κατά συνέπεια, βασικός μας στόχος είναι
να ταξινομήσουμε το επίρρημα από γλωσσική και, ειδικότερα, σημασιολογική άποψη και να
παρουσιάσουμε πώς τοποθετείται και τι προσδιορίζει μέσα στην πρόταση ή στο ευρύτερο κείμενο
(συντακτική λειτουργία), αν και πώς αυτό μετασχηματίζεται στον παραδειγματικό άξονα στα
μυθιστορήματά της και τέλος τι υφολογικό αποτέλεσμα δημιουργεί.
Αρχικά, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας, τα εργαλεία στα οποία βασίστηκε
καθώς και ο πίνακας με τα ποσοτικά δεδομένα. Στην επόμενη ενότητα, με βάση το πλαίσιο
σύγχρονων γραμματικών της Νέας Ελληνικής, τίθενται οι άξονες πάνω στους οποίους θα στηριχτεί
η ανάλυση των επιρρημάτων. Στην τελευταία ενότητα, γίνεται μια γενική περιγραφή των κειμένων,
ενώ στις υποενότητες παρουσιάζεται αναλυτικότερα κάθε κείμενο και επιχειρείται μια συνοπτική
ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των δεδομένων, τα οποία παρατίθενται στα παραρτήματα. Η
εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα και την παράθεση της βιβλιογραφίας.

2. Μεθοδολογία και δεδομένα


Η εργασία ανήκει στο πεδίο της υπολογιστικής γλωσσολογίας και συγκεκριμένα στο υποπεδίο της
γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων. Ο κλάδος αυτός ασχολείται με την στατιστική ανάλυση
κειμένων μέσω της βοήθειας υπολογιστικών προγραμμάτων (Fromkin κ.ά. 2017: 530). Τα γραπτά ή
προφορικά κείμενα, τα οποία αποτελούν τα εισαγόμενα δεδομένα των προγραμμάτων, συγκροτούν
ένα σώμα κειμένων (Fromkin κ.ά. 2017: 531). Ως σώμα κειμένων (ΣΚ) ορίζεται «μια συλλογή είτε
ολόκληρων κειμένων είτε τμημάτων τους που έχουν επιλεγεί ως τα πλέον αντιπροσωπευτικά μιας

2
γλώσσας ή γλωσσικής ποικιλίας» (Τάντος κ.ά. 2015: 208). Στην περίπτωσή μας, ως σώμα
κειμένων έχουν επιλεγεί τα πέντε μυθιστορήματα της Μέλπως Αξιώτη. Η επιλογή έγινε με κριτήριο
το κειμενικό είδος· όλα είναι πεζά κείμενα, μεγαλύτερης έκτασης από τα διηγήματά της,
προσφέροντας έτσι ένα ευρύ πεδίο για παρατηρήσεις πάνω στο επίρρημα.
Για την επεξεργασία του ψηφιοποιημένου υλικού χρησιμοποίηθηκε το λογισμικό AntConc.
Συγκεκριμένα, αξιοποιήθηκε το εργαλείο των λέξεων-κλειδιών. Στις λέξεις-κλειδιά (keywords)
κατατάσσονται λέξεις που η συχνότητά τους είναι στατιστικά σημαντική σε ένα σώμα κειμένων σε
σύγκριση, μέσω των καταλόγων συχνότητας, με ένα άλλο, το οποίο χρησιμεύει ως σώμα αναφοράς
(Γούτσος & Φραγκάκη 2015: 73). Αναφορικά με τη μεθοδολογία της εργασίας, προχωρήσαμε σε
σύγκριση του κάθε πεζογραφήματος με όλα τα υπόλοιπα με αποτελέσμα να εξαγάγουμε πέντε
διαφορετικούς καταλόγους με στατιστικά σημαντικές λέξεις, οι οποίες συνδέονται με το θέμα και
το ύφος του εκάστοτε κειμένου. Οι λέξεις-κλειδιά των καταλόγων είναι κατά κύριο λόγο
λειτουργικές λέξεις, ουσιαστικά, ρήματα και επιρρήματα. Το ενδιαφέρον μας στράφηκε προς το
επίρρημα, καθώς θεωρούμε πως, καθώς δεν αποτελεί κεντρικό όρο της πρότασης, αντικατροπτρίζει
συνειδητή επιλογή του ομιλητή, η οποία προσδίδει συγκεκριμένες ποιότητες στο κείμενο.
Παρακάτω ακολουθεί ο πίνακας με τα επιρρήματα τα οποία εμφανίζονται στους καταλόγους
των λέξεων-κλειδιών και τα οποία αναλύουμε στο τέταρτο μέρος. Στην πρώτη στήλη
καταγράφονται τα επιρρήματα ανά μυθιστόρημα, στη δεύτερη υπάρχει η θέση που βρίσκονται στον
κατάλογο των λέξεων-κλειδιών (o συνολικός αριθμός των λέξεων-κλειδιών αναγράφεται στην
επικεφαλίδα), στην τρίτη, η απόλυτη συχνότητά τους και στην τέταρτη, η σημαντικότητά τους. Η
κατηγοριοποίηση έχει γίνει με βάση τη σημαντικότητά τους· όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό της
σημαντικότητας, τόσο πιο πάνω βρίσκονται στον κατάλογο των λέξεων-κλειδιών και τόσο πιο
σημαντική είναι η εκάστοτε λέξη για το κείμενο. Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση θα
χρησιμοποίησουμε συντομογραφίες για την απόδοση των μυθιστορημάτων, τόσο στον παρακάτω
πίνακα όσο και στο σύνολο της εργασίας: ΔΝ για το Δύσκολες νύχτες, ΘΝΧΜ για το Θέλετε να
χορέψομε Μαρία, ΕΑ για το Εικοστός αιώνας, ΤΣΜ για το Το σπίτι μου και τέλος ΗΚ για το Η
Κάδμω.

Πίνακας Δεδομένων
Λέξεις- κλειδιά Θέση Συχνότητα Σημαντικότητα
ΔΝ (65)
γλήγορα 5 48 96.78
πολὺ 15 169 52.46

3
ὡραῖα 19 30 48.4
πολύ 23 62 41.87
πιά 29 80 36.25
καλὰ 30 52 33.58
αἰφνίδια 32 18 32.62
λίγο 37 89 29.03
ἐτότες 41 16 28.44
ὕστερα 43 112 27.29
ἀπάνω 53 94 24.19
λιγάκι 56 19 23.83
καλά 57 52 22.67
ΘΝΧΜ (31)
κάποτε 25 19 20.86
πάντω 26 4 20.21
ΕΑ (61)
σιγά 18 34 39.23
γρήγορα 40 18 25
ἀνάσκελα 42 13 24.34
χάμω 50 36 23.17
ΤΣΜ (63)
κατόπι 16 26 48.24
ΗΚ (50)
ἔπειτα 8 25 83.3
πάνω 10 67 68.8
μέσα 14 102 44.16
τώρα 16 133 41.96
πιὰ 22 63 34.06
ἐκεῖ 29 63 29.89

Σ’ αυτό το σημείο, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι η ανάλυση των επιρρημάτων έγινε
μέσω της χρήσης του μεθοδολογικού εργαλείου του συμφραστικού πίνακα (Concordance). Ο
συμφραστικός πίνακας μας παρέχει τη δυνατότητα να εξετάσουμε τη λέξη στα συμφραζόμενά της
με αποτέλεσμα να μπορούμε να εξάγουμε πληροφορίες σχετικά με τις συνταγματικές της σχέσεις
και τις συνάψεις της (Γούτσος & Φραγκάκη 2015: 69). Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποίησαμε
το εργαλείο των ν-γράφων (N-Grams), για να εξετάσουμε τις συχνότερες συνεμφανίσεις των

4
επιρρήματων. Ειδικότερα, αξιοποίησαμε το δίγραμμα, το οποίο αναζητά «λεξικά συμπλέγματα με

μήκος 2 λέξεων» (Γούτσος & Φραγκάκη 2015: 76).


Στις ενότητες που ακολουθούν τα επιρρήματα παρουσιάζονται με βάση τη σημασιολογική τους
κατηγορία και τη θέση τους στον κατάλογο με τις λέξεις-κλειδιά. Τα επιρρήματα με το μεγαλύτερο
δείκτη σημαντικότητας παρατίθενται πρώτα, ενώ στο σχολιασμό τους αναδεικνύονται στοιχεία, τα
οποία κρίθηκαν σημαντικά σε κάθε περίπτωση με γνώμονα το σύνολο του σώματος κειμένων και
τη βιβλιογραφία. Στην παρούσα εργασία μας απασχολούν ακόμη αποκλίνουσες περιπτώσεις, οι
οποίες, παρότι εμφανίζονται σε μικρό ποσοστό, αποτελούν κατά τη γνώμη μας ιδιαίτερα υφολογικά
στοιχεία. Τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν κυρίως ο σχηματισμός πλήρων εκφωνημάτων μόνο με
επιρρηματικά στοιχεία, η χρήση σημείων στίξης για την υπογράμμιση της σημασίας του
επιρρήματος καθώς και η λεκτική του επανάληψη.

3. Είδη και λειτουργία των επιρρημάτων


Πρωτοτυπικά το επίρρημα ως άκλιτη λεξική κατηγορία επιτελεί τη λειτουργία της εξειδίκευσης του
μηνύματος του ομιλητή προσδιορίζοντας κυρίως τη δράση ή την κατάσταση του ρήματος (Κλαίρης
& Μπαμπινιώτης 2005: 885). Παράλληλα, τα επιρρήματα λειτουργούν και ως προσδιορισμοί
επιθέτων, ουσιαστικών, αριθμητικών ή ποσοδεικτικών, άλλων επιρρημάτων ή και ολόκληρης
πρότασης (Holton, Mackridge & Φιλιππάκη-Warburton 2000: 339). Επιπλέον, μπορούν να
«χρησιμοποιηθούν μόνα τους στο λόγο», αποτελώντας «πλήρη εκφωνήματα» (Κλαίρης &
Μπαμπινιώτης 2005: 889). Σύμφωνα με τους Κλαίρη & Μπαμπινιώτη, ως πλήρη εκφωνήματα
χρησιμοποιούνται τα επιρρήματα κυρίως στο διάλογο και «δηλώνουν τη στάση του ομιλητή

απέναντι στο μήνυμα, αλλά και άλλες επικοινωνιακές λειτουργίες» (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης

2005: 894). Το επίρρημα ενίοτε «συμπληρώνει το ρήμα ή το χαρακτηρίζει μέσω συνδετικού»


(Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 889). Τέλος, το ίδιο το επίρρημα μπορεί να προσδιορίζεται από
ένα «ονοματικό στοιχείο, προθετικό σύνολο, πρόταση, επίρρημα και μορφήματα βαθμού» (Κλαίρης
& Μπαμπινιώτης 2005: 894).
Για την ταξινόμηση των επιρρημάτων χρησιμοποιήθηκε η Γραμματική της Νέας Ελληνικής των
Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2005), στην οποία τα επιρρήματα κατηγοριοποιούνται ως εξής: τροπικά,
τοπικά, χρονικά, ποσοτικά, συσχετικά, προτασιακά και κειμενικά. Στις πρώτες τέσσερις κατηγορίες
εντάσσονται επιρρήματα τα οποία δηλώνουν αντίστοιχα τρόπο, τόπο, χρόνο και ποσότητα. Η
κατηγορία των συσχετικών επιρρημάτων αναφέρεται σε έναν ιδιαίτερο τρόπο οργάνωσης

5
συγκεκριμένων επιρρημάτων τα οποία συγκαταλέγονται σε προηγούμενες σημασιολογικές
κατηγορίες και μπορούν να συσχετιστούν επικοινωνιακά (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 903). Τα
συσχετικά επιρρήματα αποτελούν μια μορφή δείξεως υπό ευρεία έννοια όπως αποτυπώνεται στο
παρακάτω παράδειγμα: «- Θα πας εκεί; -Όχι θα πάω αλλού.» (όπ.π.: 903). Τα προτασιακά και
κειμενικά επιρρήματα διαφοροποιούνται από τις άλλες κατηγορίες κυρίως ως προς τη λειτουργία
τους και λιγότερο ως προς τη σημασία (όπ.π.: 898). «Τα προτασιακά σχολιάζουν το πληροφοριακό
περιεχόμενο μιας ολόκληρης πρότασης» π.χ. σίγουρα, μάλλον, τάχα, δυστυχώς κ.ά. (όπ.π.: 906). Τα
κειμενικά συνδέουν μεταξύ τους τμήματα του κειμένου εξασφαλίζοντας τη συνοχή του π.χ.
συμπερασματικά, ακολούθως, ιδίως, δηλαδή, όμως κ.α. (όπ.π.: 905). Τέλος, μια ιδιαίτερη κατηγορία
συνιστούν τοπικά (εδώ, εκεί) και χρονικά επιρρήματα (τώρα, τότε), τα οποία έχουν δεικτική
λειτουργία (βλ. Νάκα 1987: 129)· δηλώνουν δηλαδή χρονοτοπικό εντοπισμό σε σχέση με ένα

δεικτικό κέντρο που αποτελείται από «τον ομιλητή (εγώ), το χρόνο που μιλάει (τώρα) και τον τόπο

που βρίσκεται (εδώ)». Τα παραπάνω επιρρήματα χαρακτηρίζονται από την εγγύτητα ή την
απόστασή τους σε σχέση με το δεικτικό κέντρο του εκάστοτε εκφωνήματος. Στη συγκεκριμένη
εργασία θα ασχοληθούμε με τις προαναφερθείσες κατηγορίες με εξαίρεση αυτής των συσχετικών
επιρρημάτων.
Στην ανάλυση των πεζογραφημάτων θα χρησιμοποιήσουμε εξίσου τις υποδιαιρέσεις των
παραπάνω κατηγοριών. Τα χρονικά επιρρήματα υποδιαιρούνται στα κυρίως χρονικά που απαντούν
στο ερωτηματικό πότε και σε αυτά που δηλώνουν επανάληψη ή συχνότητα, διάρκεια και τάξη ή
διαδοχή (Νάκας 1987: 31). Τα ποσοτικά χωρίζονται αντίστοιχα στα κυρίως ποσοτικά και σε αυτά
που δηλώνουν ένταση ή βαθμό (Νάκας 1987: 31-32), ενώ τα τοπικά μπορεί να δηλώνουν είτε
στάση/ θέση είτε κίνηση/κατεύθυνση προς, από και δια (Νάκας 1987: 30). Τα τροπικά, σύμφωνα με
τους Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2005: 899-900), μπορεί να δηλώνουν «τις συνθήκες και το πλαίσιο
της κατάστασης ή της δράσης του ρήματος, εκτίμηση ποιότητας, ταξινόμηση της πληροφορίας του
ρήματος καθώς και την ψυχική διάθεση των προσώπων». Οι παραπάνω διακρίσεις μπορεί να
λαμβάνουν επιπλέον σημασίες, τις οποίες θα διερευνήσουμε στην επιμέρους ανάλυση κάθε
επιρρήματος.
Τέλος, θα μας απασχολήσει η θέση του επιρρήματος ανάλογα με το στοιχείο που προσδιορίζει.
Σύμφωνα με τους Κλαίρη & Μπαμπινιώτη η θέση των επιρρημάτων δεν είναι σταθερή, αν και
εντοπίζονται γενικές τάσεις (2005: 913). Σύμφωνα με τις γενικές τάσεις το επίρρημα έπεται όταν
προσδιορίζει το ρήμα, ενώ στις περιπτώσεις που προσδιορίζει όνομα, επίθετο, προθετικό σύνολο ή
εξαρτημένη πρόταση προηγείται (όπ.π.: 914). Τα κειμενικά και τα προτασιακά επιρρήματα

6
«τοποθετούνται κατά κανόνα στην αρχή της πρότασης, μπορούν όμως να τοποθετηθούν και

παρενθετικά σε οποιαδήποτε θέση μέσα σ’ αυτήν» (όπ.π.: 915). Ωστόσο, παρά τις γενικές τάσεις, η
θέση του επιρρήματος εξαρτάται κατά περίπτωση (όπως και η σειρά των υπόλοιπων όρων της Νέας
Ελληνικής) από «τη λειτουργική προοπτική της πρότασης, δηλαδή την οργάνωσή της σύμφωνα με

την πληροφοριακή αξία των όρων της» (όπ.π.: 682, 913).

4. Ανάλυση
Οι πέντε ενότητες της ανάλυσης χωρίζονται με βάση τα πεζογραφήματα τα οποία παρατίθενται σε
χρονολογική σειρά. Προηγούνται δηλαδή οι Δύσκολες νύχτες (1938) και η νουβέλα Θέλετε να
χορέψομε Μαρία; (1940) και ακολουθούν ο Εικοστός αιώνας (1946), Το σπίτι μου (1965) και Η
Κάδμω (1972). Τα πεζογραφήματα Δύσκολες Νύχτες και Θέλετε να χορέψομε Μαρία; ανήκουν στα
προπολεμικά έργα της Αξιώτη και χαρακτηρίζονται από μια νεωτερική γραφή με μοντερνιστικά και
υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ο Εικοστός αιώνας αντίθετα ανήκει στη «στρατευμένη», ρεαλιστική

μεταπολεμική περίοδο και «συνδυάζει αριστοτεχνικά το υφογλωσσικό ίχνος της προπολεμικής

Αξιώτη με την ιδεολογική εγρήγορση της μεταπολεμικής Αξιώτη» (Αξιώτη 2015: 168). Τέλος, τα
δύο τελευταία μεταπολεμικά της έργα, Το σπίτι μου και Η Κάδμω, διακρίνονται από μια μείξη της
τεχνοτροπίας, των αφηγηματικών τεχνικών και θεμάτων των προγενέστερων έργων.

4.1. Δύσκολες νύχτες


Οι Δύσκολες νύχτες (ΔΝ) αποτελούν το πρώτο μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη. Το έργο συνιστά
«μνημονικό μονόλογο ενός ανώνυμου εγώ» (Kakavoulia 1992: 84) και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη
που αντιστοιχούν στις διαφορετικές ηλικιακές φάσεις της αφηγήτριας σκιαγραφώντας μια πορεία
προς την ωριμότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πλοκή∙ αντιθέτως, τα
τέσσερα αυτά μέρη απαρτίζονται από «αναμνήσεις επεισοδίων, συναισθημάτων, και από διαλόγους
και λέξεις άλλων προσώπων» (Kakavoulia 1992: 84). Η χρήση μιας εξεζητημένης δημοτικής, το
ιδιωματικό και ειδικό λεξιλόγιο, το ελλειπτικό ύφος, η προφορικότητα και η ελευθερία της
μορφοσύνταξης αποτελούν τα βασικά γνωρίσματα του κειμένου.
Στις λέξεις κλειδιά του μυθιστορήματος ΔΝ εμφανίζονται χρονικά επιρρήματα (γλήγορα, πιά,
ἐτότες, ὕστερα), ποσοτικά (πολὺ/πολύ, λίγο/λιγάκι), το τοπικό ἀπάνω και τα τροπικά αἰφνίδια,
ὡραῖα και καλὰ/καλά.

7
Το επίρρημα γλήγορα βρίσκεται στην 5η θέση του πίνακα με σημαντικότητα +96.78. Συνολικά
εμφανίζεται 48 φορές και αν προσμετρήσουμε και την παραλλαγή γρήγορα 49. Χρησιμοποιείται για
να δηλώσει ή να σχολιάσει την ταχύτητα μιας πράξης λεκτικής ή κινητικής. Είναι χαρακτηριστικό
ότι μια μοναδική φορά αποδίδεται ως γρήγορα στο παράδειγμα 17 (στα επόμενα μυθιστορήματα
χρησιμοποιείται μόνο ο τύπος γρήγορα). Στo ίδιο χωρίο του κειμένου ακολουθούν δύο
παραδείγματα με τη χρήση του γλήγορα (παραδείγματα 16 και 34):

ἔλα Μαρία, ἔλα Κατίνα, ἔλα Λιλή, κάνετε γρήγορα, πρέπει νὰ ’χετε
φύγει πρὶν βραδιάσει. - Ἔχεις Λιλὴ ἀδερφό; τὸ σπίτι σας εἶναι
μεγάλο; Κατίνα, τί θὰ παραγγείλεις νὰ σοῦ μαγειρέψουνε τὸ πρῶτο
μεσημέρι; θὰ βγεῖς ἀμέσως ἔξω; ἔχεις τούλινο φόρεμα; ἕξι καὶ
τέταρτο κάθε ἀπόγεμα θέλω νά μέ θυμᾶσαι - νὰ μοῦ φιλήσεις πολὺ
πολὺ τὶς κοῦκλες σου καὶ τὸ Ἀζοράκι – πεζῆ θὰ πηγαίνεις στὴ θεία
σου; καὶ πάντοτε σὲ φάκελο ἰδιαίτερο νὰ μοῦ γράφεις ἐμένα». Τρία
χρόνια ἡ καθεμιὰ μεσαδῶ, ἐννιά, τέσσερα, ἑφτά ἢ δέκα, καὶ πάντα
κάθε καλοκαίρι τὴν ὥρα πού γεννοῦνε οἱ προβατίνες, οἱ ἀνεμῶνες
στὰ χωράφια, κι ἀπὸ πάνω ὁ ἥλιος: «Ἔλα Μαρία, ἔλα Κατίνα, κάνετε
γλήγορα πρὶν βραδιάσει, ἤρθανε νὰ σᾶς πάρουν, συμμαζευτεῖτε
γλήγορα στὴ θέση σας ὅσες πού μένετε, πιάστε τὸ χάρτη, εἴχατε στὴ
γεωγραφία λάθη, ἐμπρὸς Καλλιόπη φτάνει τὸ γλέντι, ἔλα Σοφία, ἔλα
Ἀσπασία, ὅσες πού μένετε...» (Αξιώτη 2014: 32)

Το συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα επανάληψης


φράσεων και θεμάτων, αυτούσιων ή ελαφρώς παραλλαγμένων. Η Αξιώτη χρησιμοποιεί την
επανάληψη ως κατεξοχήν αφηγηματική τεχνική τόσο σε μικροκειμενικό όσο και σε μακροκειμενικό
επίπεδο, προκειμένου να δημιουργήσει μια αίσθηση συνοχής στην αποσπασματικότητα της
μνημονικής ανάκλησης του παρελθόντος (Kakavoulia 1992: 112, Αξιώτη 2015: 130).
Αναφορικά με τη λειτουργικότητά του, παρατηρούμε ότι το επίρρημα γλήγορα προσδιορίζει
κατά κύριο λόγο το ρήμα. Η θέση του στα συμφραζόμενα είναι ελεύθερη, γεγονός που ισχύει
ευρύτερα και καταδεικνύει την ελευθερία με την οποία χειρίζεται η Αξιώτη τη σειρά των
συντακτικών όρων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Saunier (2005: 36), «η σύνταξη της Αξιώτη
χαρακτηρίζεται από άκρα ελευθερία». Ενδεικτικά γλωσσικά φαινόμενα που το αποδεικνύουν είναι:
η διαταραγμένη σειρά των λέξεων, η ασυμφωνία των γενών, των αριθμών και των πτώσεων των
συντακτικών όρων, η χρήση του ανακόλουθου σχήματος, η συσσώρευση παρεμβαλλόμενων
προτάσεων και η εμφάνιση πλεοναστικών λέξεων, όπως σύνδεσμοι, αντωνυμίες, επιρρήματα
(όπ.π.).
Τέλος, συναντάμε μια σειρά από περιπτώσεις διαφορετικών χρήσεων του γλήγορα: α) την
παράλειψη του όρου που προσδιορίζει (βλ. παραδείγματα 7, 15, 33), β) την αναδίπλωσή του
(γλήγορα γλήγορα σε 11 παραδείγματα), που επιτείνει τη σημασία του επιρρήματος, γ) τη χρήση

8
του ως πλήρες εκφώνημα (βλ. παραδείγματα 20 και 24, Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 889) και
δ) τη χρήση του σε επιφωνηματικές δομές (βλ. παραδείγματα 2, 21, 35-37).
Το επίρρημα πιά, με σημαντικότητα +36.25, εμφανίζεται 80 φορές. Συνολικά, στις ΔΝ
εμφανίζεται 202 φορές αν συνυπολογίσουμε και το πιά με βαρεία το οποίο όμως δεν καταγράφεται
στις λέξεις-κλειδιά του μυθιστορήματος. Το πιά ακολουθεί και προσδιορίζει, όπως και το γλήγορα,
κυρίως το ρήμα της πρότασης. Συνδυάζεται επίσης με μετοχές (βλ. παραδείγματα 37, 42, 57 κ.ά.),
επίθετα (βλ. παράδειγμα 18), επιφωνήματα (βλ. παράδειγμα 76) και με άλλα επιρρηματικά χρονικά
στοιχεία (βλ. παραδείγματα 28 και 77-79). Σε 4 περιπτώσεις το πιά συνάπτεται με το καί είτε στην
αρχή παραγράφου (βλ. παραδείγματα 1 και 2) είτε ενδιάμεσα στο εκφώνημα ανάμεσα σε κόμματα
(βλ. παραδείγματα 14 και 15), με αποτέλεσμα να πλαισιώνει χρονικά ολόκληρη τη φράση. Ως
χρονικό επίρρημα, στα συμφραζόμενά του στις ΔΝ, κυρίως συνοδεύει συμβάντα τα οποία έχουν
συντελεστεί ή θα συντελεστούν σε κάποιο σημείο στον άξονα του χρόνου. Ενίοτε όμως, επιτελεί
μια επιπρόσθετη λειτουργία ως επιτατικό (intensifier) αποτελώντας κομμάτι του συγκινησιακού
λεξιλογίου της ηρωίδας ή/και της αφηγήτριας και των προσώπων (Kakavoulia 1992: 257). Ως
παράδειγμα η Kakavoulia (1992: 257) παραθέτει το εξής απόσπασμα: «Κ’έλαβα πια κ’εγώ γλυκά
μια φορά!»).
Το χρονικό επίρρημα ἐτότες βρίσκεται στην 41η θέση των λέξεων-κλειδιών με σημαντικότητα
+28.44. Ανήκει στα κυρίως χρονικά επιρρήματα που απαντούν στο ερώτημα πότε. Προσδιορίζει
κυρίως το ρήμα ενώ σε δύο περιπτώσεις (βλ. παραδείγματα 2 και 14) λειτουργεί ως κειμενικό
επίρρημα το οποίο συνδέει μεταξύ τους χρονικά τμήματα του κειμένου. Το επίρρημα ἐτότες
εντάσσεται και στα δεικτικά επιρρήματα, στα επιρρήματα δηλαδή που δηλώνουν χωροχρονικό
εντοπισμό σε σχέση με ένα σημείο εκκίνησης, το δεικτικό κέντρο. Στην αφήγηση υπάρχουν δύο
δεικτικά κέντρα, το «τώρα» της αφηγήτριας και το «τώρα» των αφηγηματικών προσώπων.
Συνεπώς, τα εκφωνήματα με το ἐτότες δείχνουν άλλοτε το παρελθόν και άλλοτε το μέλλον (βλ.
ενδεικτικά περιπτώσεις 2, 10, 11) δηλώνοντας σε όλες τις περιπτώσεις τη χρονική απόσταση από το
«τώρα» του εκάστοτε εκφωνήματος (βλ. Κανάκη 2007: 204). Από γλωσσική άποψη, ο τύπος ἐτότες
ανήκει στο ιδιωματικό λεξιλόγιο της Αξιώτη. Εμφανίζεται μία φορά ακόμη στον ΕΑ («τ ὸ βουνό
καὶ τ’ ἀδέντρι κατεβάζει νεροποντή. Κι ἐτότες πιὰ εἶναι ἕτοιμο. Τὸ λοιπόν, ἅμα φτάξεις,
κάλλιο»), ενώ και στις ΔΝ χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά (16 φορές) σε σύγκριση με τον τύπο
τότε με απόλυτη συχνότητα 181.
Κλείνοντας την ενότητα των χρονικών επιρρημάτων, θα ασχοληθούμε με το επίρρημα ὕστερα.
Απαντά στη 43η θέση του πίνακα και εμφανίζεται στις ΔΝ 112 φορές (+27.29). Ανήκει στην
κατηγορία των επιρρημάτων που δηλώνουν διαδοχή και χρησιμοποιείται κυρίως ως μηχανισμός
γραμματικής συνοχής (Γεωργακοπούλου & Γούτσος 2015: 80) συνδέοντας είτε προτάσεις είτε

9
μεγαλύτερα τμήματα κειμένου. Από το δίγραμμά του προκύπτει ότι συχνά έπεται των συνδέσμων
κι, καὶ ή βρίσκεται στην αρχή παραγράφου. Όπως παρατηρούμε και σε άλλες περιπτώσεις χρήσης
επιρρημάτων, οι επαναλήψεις του ή/και η παρουσία άλλων επιρρημάτων και επιρρηματικών
προσδιορισμών στο άμεσο κειμενικό του περιβάλλον (βλ. ενδεικτικά τα παραδείγματα 3, 4, 5, 6,
12, 22, 24, 26, 27, 48, 85) και η χρήση του σε ελλειπτικές φράσεις (βλ. παραδείγματα 21, 22, 110)
είναι στοιχεία της γραφής της Αξιώτη.
Όπως προαναφέραμε τα ποσοτικά επιρρήματα που θα εξετάσουμε είναι το πολὺ/πολύ και το
λίγο/λιγάκι. Για τα ποσοτικά επιρρήματα οι παρατηρήσεις μας είναι ενιαίες, καθώς αμφότεροι οι
τύποι αποτελούν επιρρήματα ποσοτικής διαβάθμισης (μεγάλος έναντι μικρού βαθμού)
λειτουργώντας έτσι με όμοιο τρόπο στο συγκείμενό τους. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι
ελάχιστες φορές στο κείμενο χρησιμοποιούνται ως επίθετα ουδετέρου γένους. Ξεκινώντας από τα
αριθμητικά δεδομένα, το πολὺ εμφανίζεται 169 φορές, το πολύ 62, το λίγο 89 και το λιγάκι 19. Η
σημαντικότητά τους είναι αντίστοιχα +52.46, +41.87, +29.03 και +23.83. Κατά κύριο λόγο,
προσδιορίζουν άλλα επιρρήματα και επίθετα· τα συναντάμε όμως και με ρήματα ή μετοχές. Στο
κείμενο συχνά συνδυάζονται με επιτατικά επιρρήματα όπως το πάρα και το τόσο (βλ. ενδεικτικά τα
παραδείγματα 82-97 και 141-157, με εξαίρεση το 142 από τα πολὺ/πολύ). Το πολὺ ενίοτε,
αντίθετα προς τη χρήση του στην καθημερινή γλώσσα, έπεται του στοιχείου το οποίο προσδιορίζει,
ανατρέποντας έτσι τη συνήθη ροή του λόγου (βλ. παραδείγματα 22, 44-46, 125, 126). Αναφορικά
με τη λειτουργικότητα των ποσοτικών επιρρημάτων, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναδίπλωσή τους
[λίγο λίγο (27-31), πολύ πολύ (158), πολὺ πολὺ (109-116)] και η επανάληψή τους στην αμέσως
επόμενη φράση ώστε να δοθεί έμφαση και να δημιουργηθεί μια σχέση αναλογίας:

88 ἱστορία, ὅπου τῆς Λίζας τῆς ἄρεσε λέει πάρα πολύ, πάρα πολύ. Πρώτη φορὰ
στὴ ζωή της. Καί
122 κανεὶς θὰ τὸ ’λεγε, τοῦ σάρακα ὁ ρυθμός». «Πολὺ ὡραῖο, πολύ ὡραῖο», ὁ
κύριος Νικίας ἀκόμα τὸ
3 ἢ στὰ χείλια, λίγο πιὸ βιαστική ἡ Λία, λίγο πιό τολμηρὴ ἡ Βία, λίγο πιὸ
ἔξυπνη ἡ
35 μετριότερες, ἡ μέση λίγο πιὸ ψηλά, ἡ μέση λίγο χαμηλότερα, ἡ ἐλιά στά
δεξιά ἢ στὰ χείλια,

Στις λέξεις-κλειδιά των ΔΝ εμφανίζεται μόνο το ἀπάνω από τοπικά επιρρήματα, το οποίο
βρίσκεται στην 53η του πίνακα με συχνότητα 94 και σημαντικότητα +24.19. Eίναι εναλλακτικός
τύπος του επιρρήματος πάνω (Holton κ.ά. 2000: 353), το οποίο εμφανίζεται μόνο 18 φορές.
Παρατηρούμε δηλαδή ότι έχουμε μια λεκτική επιλογή της Αξιώτη (όπως και στην περίπτωση των
διαλεκτικών τύπων γλήγορα και ἐτότες). Κατά κύριο λόγο προσδιορίζει το ρήμα του εκφωνήματος
και δηλώνει θέση σε τόπο τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά (βλ. ενδεικτικά τα παραδείγματα
5 και 37). Συνεκφέρεται τις περισσότερες φορές με την πρόθεση σε και είτε ακολουθεί την

10
προθετική φράση από την οποία προσδιορίζεται είτε προηγείται αυτής (βλ. παραδείγματα 2, 3, 9
κ.ά.). Επιπλέον, παρατηρούμε στα δεδομένα την παρουσία επιρρηματικών εκφράσεων όπως το
ἀπάνω κάτω (βλ. 4, 17, 27, 31, 52, 69, 72, 86), ἐκεῖ ἀπάνω (βλ. 74-77) κ.ά.
Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τα τροπικά επιρρήματα ὡραῖα, καλὰ/ καλά και αἰφνίδια.
Από τις 30 εμφανίσεις του ὡραῖα μόνο στις 11 χρησιμοποιείται ως επίρρημα σε αντίθεση με το
καλὰ/καλά που λειτουργεί κατά βάση επιρρηματικά. Το ὡραῖα, όπως και το καλά, δηλώνει
«εκτίμηση ποιότητας» (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 899) ή «αξιολόγηση ως προς το

περιεχόμενο του μηνύματος» (Holton κ.ά. 2000: 252). Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω
παραδείγματα χρήσης του ὡραῖα:

1 κύριο Νικία. Κι ἐγὼ τοὺς ἄφησα. </p> <p> Ὡραῖα πέρασεν ἡ ὥρα μας. Ὁ
καημένος ὁ Γιάννης
3 ;». «Νὰ βγαίνετε ἔξω», λέει ὁ πατέρας, «ἔξω εἶναι ὡραῖα». </p> <p> Καὶ πιά,
ὅταν τά κολοκυθάκια ἐκείνου
9 ρωτόσκασε, ἄλλαξε ἀπ’ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸν κόσμο. Ὡραῖα δὲν εἶναι ν’
ἀνοίξουνε τὰ παραθύρια; Κι ἡ
10 άκι νὰ βαδίσει... Χαμένο ὁλότελα τὸ μπροβάρισμα! «Ὡραῖα θὰ ξέρω ἐκείνη τὴ
νύχτα, στὰ στεφανώματα...». - Μ
12 , ἄ... νὰ τὴν ἄκουγες νὰ λέει τὸ παραμύθι, ὡραῖα πού μᾶς τό ’λεγε, ὅλο κι
ἀφήναμε καὶ
13 σμήνη, τέλος πάντων. «Ἰσμήνη τραγουδεῖς πολὺ πολὺ ὡραῖα», τῆς εἶπα. Δὲν
ἤξερα τί ἄλλο νὰ τῆς
15 παιδιά μᾶς ἔλεγε, καὶ ἡ Ἰσμήνη ἐτραγουδοῦσε πολὺ ὡραῖα ἡ Ἰσμήνη, ὅμως
μῆηηνες ἔκανε νὰ μοῦ δοθεῖ
19 πού μὲ πάει ἀπάνω ἀπὸ τὰ μονοπάτια, τί ὡραῖα πού τά περνᾶ! τὸ βῆμα του τὸ
κάνει
20 κοντοστούπα, - ὁ καφὲς τοῦ μακαρίτη σας… ἔ; τί ὡραῖα πού τῆς τά ’πε ἔ; ὁ
καφές… </p> <
23 ὸ φεγγάρι πού σέρνεται ἀπάνω της τουλάχιστον τόσο ὡραῖα, ὅσο κι ἡ
μαθηματικὰ τέλεια ἀναλογία της σέρνεται
30 θὰ γέλασαν μ’ ἐμένα, πολὺ δυνατά. Κι ὅμως, ὡραῖα σήμερα περάσαμε, ἂν
ἀφαιρέσεις τοῦ Λενακιοῦ τὸ πα

Παρατηρούμε ότι το επίρρημα ὡραῖα στο παράδειγμα 10 προσδιορίζει όλο το εκφώνημα, στα
παραδείγματα 1, 3, 12, 13, 23 και 30 προσδιορίζει το ρήμα της πρότασης ενώ σε τρεις περιπτώσεις
το ὡραῖα συμπληρώνεται με πρόταση που εισάγεται με το που (βλ. παραδείγματα 12, 19, 20).
Όμοια είναι και η συντακτική λειτουργία του καλά. Ειδικότερα στην περίπτωσή του συγκεκριμένου
επιρρήματος συναντάμε την αναδίπλωσή του (βλ. ενδεικτικά τα παραδείγματα 28-34) καθώς και τη
λειτουργία του ως πλήρες εκφώνημα (πρβλ. παραδείγματα 20 και 24 από το γλήγορα):

1 φόρεμα, γιατί εἶπαν οἱ μητέρες τους... </p> <p> «Καλά, καλά». Δὲν τὸ
καλέσανε τὸ Λενάκι. Τό Λενάκι
12 καὶ ἀποχωρίζεται τὸ παιδί…». </p> <p> Νούμερο 39. Καλά. </p> <p> «Ἔβγα κι
ἐσὺ κορίτσι μου ἔξω,

11
Τέλος, το επίρρημα αἰφνίδια, πέρα από τις 18 εμφανίσεις του στις ΔΝ, εμφανίζεται στα
μυθιστορήματα της Αξιώτη άλλη μια φορά στο ΘΝΧΜ («πού τὰ λέγανε: ο ἱ πλημμύρες - ὅμως ὁ
Γιώργης αἰφνίδια κατάλαβε, κι ἐσήκωσε τά μπαντζάκια του ὥσπου ἤταν») · στα ΕΑ, ΤΣΜ και στο
ΗΚ συναντάμε ελάχιστες φορές μόνο τον τύπο αἰφνιδίως. Από τις 65 λέξεις-κλειδιά του
μυθιστορήματος βρίσκεται στην 32η θέση (+32.62). Στη χρήση του αἰφνίδια εντοπίζουμε εκ νέου
(πρβλ. επίρρημα γλήγορα) την περίπτωση της παράλειψης του στοιχείου που προσδιορίζει (βλ.
παράδειγμα 11) καθώς και την παρενθετική του θέση μέσα στο εκφώνημα (βλ. παράδειγμα 9, πρβλ.
καὶ πιά).

4.2. Θέλετε να χορέψομε Μαρία;


Η νουβέλα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (ΘΝΧΜ) αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στο
πεζογραφικό έργο της Αξιώτη, καθώς διαθέτει έντονα το ονειρικό και παραμυθικό στοιχείο. Όπως
και στις ΔΝ, δεν υπάρχει μια κεντρική πλοκή αλλά το κείμενο περιστρέφεται γύρω από τέσσερα
πρόσωπα (κ. Θαλή, Μάρθα, Άννα, Γιάννης), στιγμιότυπα και αναμνήσεις από τη ζωή τους.
Αντιπροσωπευτική η παρατήρηση της Kakavoulia (1985: 126) ότι τα πρόσωπα «συστήνονται σε
χρονικό και τοπικό κενό». Η απουσία μάλιστα λογικής συνέχειας έχει ωθήσει πολλούς μελετητές να
μιλήσουν για τη στενή σχέση της νουβέλας με τον υπερρεαλισμό (βλ. ενδεικτικά Vitti 2004: 255).
Στις συνολικά 31 λέξεις-κλειδιά της νουβέλας εμφανίζονται δύο επιρρήματα, το κάποτε και το
τέλος πάντω.
Το επίρρημα κάποτε ανήκει στην κατηγορία των κυρίως χρονικών επιρρημάτων και
εμφανίζεται συνολικά 19 φορές (+20.86). Προσδιορίζει το ρήμα αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις
ολόκληρο το εκφώνημα (βλ. παραδείγματα 1, 5, 7, 10). Όπως και σε άλλες περιπτώσεις χρήσης του
επιρρήματος (πρβλ. 4.1.), το κάποτε στο παράδειγμα 12 τοποθετείται παρενθετικά (ανάμεσα σε
κόμματα) μέσα στην πρόταση. Αξιοσημείωτη, από σημασιολογική άποψη, είναι η αοριστολογική
του διάσταση, η «ηθελημένα αόριστη αναφορά» (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 904), στοιχείο
που συμφωνεί με την έλλειψη χρονικής δείξης στην αφήγηση της νουβέλας.
Το επίρρημα τέλος πάντω ανήκει στα κειμενικά επιρρήματα. Συνολικά εμφανίζεται μόνο
τέσσερις φορές (+20.21). Αξιοπρόσεχτη είναι η απουσία του τελικού ν, το οποίο αποτελεί
διαλεκτικό γνώρισμα (βλ. Κακαβούλια 2015: 631). Οι τρεις από τις τέσσερις περιπτώσεις χρήσης
του τέλος πάντω (βλ. παραδείγματα 1, 3, 4) εντοπίζονται στο ίδιο χωρίο· στο χωρίο αυτό, όπου
περιγράφεται η ιστορία μιας πλημμύρας (Αξιώτη 1982: 23-26), το επίρρημα λειτουργεί ως
συνδετικός κρίκος της αφήγησης, δηλαδή ως δείκτης λόγου. Οι δείκτες λόγου «συντακτικά
ανήκουν στους περιφερειακούς και όχι στους κεντρικούς όρους (υποκείμενο, κατηγόρημα,

12
συμπληρώματα) της πρότασης, καταλαμβάνουν αρχικές θέσεις στο εκφώνημα και μεταβατικές
θέσεις στο κείμενο (αρχή και τέλος ενοτήτων), συνήθως στερούνται σημασιολογικού ή λογικού
περιεχομένου και, τέλος, ο πραγματολογικός τους ρόλος επεκτείνεται στην ένδειξη διαδοχικότητας,
λογικής πληροφορίας και προθετικότητας στο κείμενο» (Γεωργακοπούλου & Γούτσος 2015: 125,
βλ. και 4.5.). Αυτά τα τυπικά γνωρίσματα απαντούν στην περίπτωση του τέλος πάντω, το οποίο
χρησιμοποιείται για τη συνόψιση και την προώθηση της δράσης.

4.3. Εικοστός αιώνας


Ο Εικοστός αιώνας (ΕΑ) πραγματεύεται την «ιδεολογική περιπέτεια της κεντρικής ηρωίδας

Πολυξένης», η οποία το βράδυ πριν την εκτέλεσή της αναπολεί τη ζωή της (Μικέ 1996: 21). Το
κείμενο περιστρέφεται γύρω από τη μικροϊστορία της αφηγήτριας, η οποία συναπαρτίζεται από
επιμέρους ιστορίες άλλων προσώπων καθώς και από αναφορές σε σημαντικά γεγονότα της
ελληνικής ιστορίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (όπ.π.). Η γραφή της Αξιώτη σε
σχέση με τα δύο προηγούμενα κείμενα είναι πιο απλή με συντομότερες και λιγότερο φορτωμένες
από προσδιορισμούς προτάσεις, μικρότερες παραγράφους και μειωμένο ιδιωματικό λεξιλόγιο. Εδώ,
η δράση και τα γεγονότα βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Όπως αναφέρει η Μικέ (1996: 27), «η
αναπόληση της ζωής επιβάλλει ένα κινηματογραφικό στήσιμο του έργου -το επισήμανε, άλλωστε, ο
Κόμης-, με εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς πολλά συνδετικά σχόλια». Η
παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα δεδομένα μας όπου το επίρρημα χρησιμοποιείται για
να προσδιορίσει μια σειρά δράσεων. Στις 61 λέξεις - κλειδιά του ΕΑ εμφανίζονται τα επιρρήματα
σιγά, γρήγορα, ἀνάσκελα και χάμω.
Το επίρρημα σιγά εμφανίζεται 34 φορές (+39.23). Ανήκει στην κατηγορία των τροπικών
επιρρημάτων. Προσδιορίζει κατά κύριο λόγο το ρήμα της πρότασης (συνδυάζεται κυρίως με
ρήματα που δηλώνουν ομιλία) και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έπεται αυτού. Στα
παραδείγματα 1, 3, 4, 11, 34 το επίρρημα συνιστά «από μόνο του πλήρες εκφώνημα» (Κλαίρης &
Μπαμπινιώτης 2005: 889), ενώ στο 1/3 των παραδειγμάτων παρατηρούμε την αναδίπλωσή του
(σιγά σιγά).
Το επίρρημα ἀνάσκελα ανήκει επίσης στην κατηγορία των τροπικών επιρρημάτων. Συνολικά,
εμφανίζεται 13 φορές (+24.34). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων προσδιορίζει το ρήμα (σε δύο
παραδείγματα μέσω του προθετικού συνόλου ἀπ’ ἀνάσκελα) και το ακολουθεί. Στο παράδειγμα 11
χαρακτηρίζει το υποκείμενο μέσω του συνδετικού ρήματος είναι ενώ στο παράδειγμα 2
προσδιορίζει την παθητική μετοχή πεσμένη. Ειδικές περιπτώσεις αποτελούν τα παραδείγματα 1 και
13 όπου το επίρρημα χρησιμοποιείται σε ελλειπτικές φράσεις, το παράδειγμα 4 όπου το ἀνάσκελα

13
συνδυάζεται άμεσα με το ουσιαστικό τραμ, χωρίς τη μεσολάβηση συνδετικού ρήματος καθώς και
τα παραδείγματα 5 και 6 στα οποία χρησιμοποιείται παρενθετικά ανάμεσα σε κόμματα.
Το επίρρημα γρήγορα εμφανίζεται 18 φορές (+25). Όπως έχουμε προαναφέρει (βλ. 4.1.) είναι
χρονικό επίρρημα διάρκειας. Προσδιορίζει το ρήμα και έπεται αυτού (εξαίρεση αποτελούν τα
παραδείγματα 1 και 11). Η θέση του επιρρήματος στο παράδειγμα 10, όπου χρησιμοποιείται ως
πλήρες εκφώνημα ανάμεσα σε δύο τελείες, μας παραπέμπει σε ανάλογη περίπτωση στο ΔΝ (πρβλ.
το παράδειγμα 20 από τις ΔΝ: λέει, «δὲν ἤτανε ἡ πληγὴ μου». Πολὺ ξαφνικά. Γλήγορα. Δὲν
ἐπρόλαβα νά θυμώσω, οὔτε καὶ νὰ χαρῶ.). Θεωρούμε πως η συγκεκριμένη χρήση σε συνδυασμό
με την στίξη επιτυγχάνει να μας μεταφέρει με άμεσο τρόπο την ψυχική διάθεση της αφηγήτριας.
Το επίρρημα χάμω είναι τοπικό επίρρημα που δηλώνει θέση στο χώρο. Η απόλυτη συχνότητα
του επιρρήματος είναι 36 και η σημαντικότητά του +23.17. Είναι συνώνυμο του επιρρήματος κάτω
το οποίο εμφανίζεται 42 φορές στο κείμενο. Όπως και στις τρεις προηγούμενες περιπτώσεις
επιρρημάτων, κατά κύριο λόγο προσδιορίζει το ρήμα (σε πέντε περιπτώσεις μέσω του προθετικού
συνόλου ἀπὸ χάμω) και σε δύο περιπτώσεις τη μετοχή (βλ. παραδείγματα 6 και 9). Όσον αφορά τη
χρήση του αξίζει να σταθούμε σε τρία σημεία: α) στη χρήση του σε φράσεις χωρίς την παρουσία
ρήματος (βλ. παραδείγματα 7 και 34), β) στην παρενθετική του θέση ανάμεσα σε κόμματα (βλ.
παραδείγματα 11 και 20), και γ) στη συνδυαστικότητά του, στο επίπεδο του εκφωνήματος, με
άλλους επιρρηματικούς προσδιορισμούς, τοπικούς ή μη (βλ. παραδείγματα 1, 5, 7, 14, 30, 32, 35,
36), οι οποίοι εξειδικεύουν περαιτέρω την πληροφορία.

4.4. Το σπίτι μου


Το σπίτι μου (ΤΣΜ), το τέταρτο πεζογράφημα της Μέλπως Αξιώτη, αποτελεί ένα συνονθύλευμα
λογοτεχνικών ειδών: μπλέκει το αυτοβιογραφικό και δοκιμιακό στοιχείο (Saunier 2005: 87) με μια
αφήγηση στην οποία έχοντας ως κεντρικό άξονα τον τόπο της Μυκόνου συναντάμε πλήθος
προσώπων και ιστοριών. Περιγραφές του τόπου, κυρίως της πρωτεύουσας, περιστατικά της
καθημερινής ζωής, ιστορικά γεγονότα με παράθεση ντοκουμέντων, ανθρώπινοι τύποι του νησιού,
πολιτικοκοινωνικές παρατηρήσεις συνθέτουν την αφήγηση. Παράλληλα το μυθιστόρημα είναι
αυτοαναφορικό, καθώς θεματοποιείται η ίδια η πράξη της γραφής σε πλαγιογράμματα κεφάλαια, τα
οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα στην κύρια αφήγηση. Στις 63 λέξεις-κλειδιά του κειμένου
εμφανίζεται το επίρρημα κατόπι.
Το κατόπι είναι χρονικό επίρρημα· σύμφωνα με το Νάκα (1987: 45) κατατάσσεται στα κυρίως
χρονικά, τα οποία απαντούν στην ερώτηση πότε, και δηλώνει εξαρτημένο χρόνο. Εμφανίζεται 26
φορές με σημαντικότητα +48.24. Προσδιορίζει κυρίως το ρήμα και η θέση του ποικίλει μέσα στο
εκφώνημα. Ενδιαφέρον έχει ότι 7 φορές απαντά στην αρχή της πρότασης (αν προσμετρήσουμε και

14
το παράδειγμα 2: «μεγάλο σέβας πρὸς τὴ γυναίκα του ἔφευγε. Καὶ κατόπι, κάθε χρόνο ἡ κυρία

Ἐρήνη ἔκανε κι ἕνα»), συνδέοντας χρονικά τις προτάσεις ή τμήματα κειμένου (στην περίπτωση
του παραδείγματος 1). Τέλος, αναφορικά με τη σημασία του δηλώνει διαδοχή η οποία μπορεί να
σημαίνει είτε συνέχεια είτε αντιδιαστολή σε σχέση με μια πρότερη κατάσταση.

4.5. Η Κάδμω
Η Κάδμω (ΗΚ) αποτελεί το τελευταίο μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη. Διακρίνεται σε δεκατρία
κεφάλαια, τα οποία φέρουν τίτλο και είναι κατά κύριο λόγο γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο∙ η
περσόνα της συγγραφέας απευθύνεται στον εαυτό της και συνομιλεί με αυτόν πραγματοποιώντας
έναν «απολογισμό ζωής» (Μικέ 1996: 78). Είναι χαρακτηριστική η επανεμφάνιση προσώπων,
φράσεων, θεμάτων από τα προγενέστερα έργα της. Στις 50 λέξεις-κλειδιά του μυθιστορήματος
εμφανίζονται συνολικά έξι επιρρήμματα, τρία χρονικά ( ἔπειτα, τώρα, πιὰ) και τρία τοπικά (πάνω,
μέσα, ἐκεῖ).
Το επίρρημα ἔπειτα εμφανίζεται 25 φορές στην Κάδμω με σημαντικότητα +83.3. Είναι χρονικό
επίρρημα, που δηλώνει διαδοχή, και προσδιορίζει κυρίως το ρήμα. Σε κάποιες περιπτώσεις
λειτουργεί ως κειμενικό επίρρημα∙ στα παραδείγματα 1-5 βρίσκεται στην αρχή παραγράφου ενώ
στα 7, 19, 21, 22, 25 στην αρχή πρότασης. Το επίρρημα ἔπειτα λειτουργεί προσθετικά εισάγοντας
νέα στοιχεία στο κείμενο (Νάκας 1987: 113). Τέλος στο 1/3 των περιπτώσεων συνδυάζεται με
προθετικό σύνολο (ἔπειτα ἀπὸ).
Το χρονικό επίρρημα τώρα, με απόλυτη συχνότητα 133 και σημαντικότητα +41.96, είναι
ιδιαίτερα σημαντικό στο κείμενο της Κάδμως. Κατ’ αρχάς, αν λάβουμε υπόψη τα ποσοτικά
δεδομένα, βρίσκεται στη 10η θέση στον κατάλογο συχνότητας των λέξεων του μυθιστορήματος
αποτελώντας τον πρώτο τύπο με λεξική σημασία που εμφανίζεται. Χαρακτηριστική είναι η
παρατήρηση της Κακαβούλια (Αξιώτη 2015: 112) ότι το κείμενο είναι «κατάστικτο από δείκτες
λόγου και προφορικότητας (να, έτσι, ναι, τώρα, αλλά, που λες, βέβαια, πάντως, όπως και να ‘χει)».
Λειτουργεί ως δεικτικό επίρρημα, η χρονική δήλωση του οποίου, με αφετηρία το δεικτικό κέντρο
της αφηγήτριας, εκτείνεται από το παρελθόν μέχρι και το παρόν. Θεωρούμε ότι η χρήση του ως
δείκτη του παρελθόντος (βλ. ενδεικτικά τις περιπτώσεις 20, 26, 28) καταργεί σε συνδυασμό ενίοτε
με τον ενεστωτικό χρόνο την απόσταση των παρελθοντικών γεγονότων από το παρόν. Στα
συγκείμενά του, το τώρα επιτελεί ποικίλες συντακτικές λειτουργίες: προσδιορίζει το ρήμα και τη
μετοχή ενώ λειτουργεί σε κάποιες περιπτώσεις συνδετικά μεταξύ προτάσεων και παραγράφων.
Τέλος, το χρονικό επίρρημα πιὰ συναντάται 63 φορές (+34.06) στην Κάδμω. Προσδιορίζει
κατά κύριο λόγο το ρήμα και έπεται αυτού. Όπως και στην περίπτωση των ΔΝ, λειτουργεί ως
επιτατικό (intensifier) δίνοντας έμφαση στην κατάσταση που δηλώνει το ρήμα∙ σε 14 μάλιστα

15
περιπτώσεις (βλ. παραδείγματα 31-44) το επίρρημα τώρα συνάπτεται με το πιὰ (τώρα πιὰ)
υπογραμμίζοντας το αμετάκλητο της κατάστασης.
Στη συνέχεια, θα ασχοληθούμε με τα τοπικά επιρρήμα πάνω, μέσα, ἐκεῖ. Το επίρρημα πάνω
εμφανίζεται 67 φορές (+68.8). Είναι τοπικό επίρρημα που δηλώνει θέση. Προσδιορίζει κατά κύριο
λόγο το ρήμα και τη μετοχή. Στα 2/3 των παραδειγμάτων συμπληρώνεται από προθετικό σύνολο με
την πρόθεση σε· λόγω της σύναψής του με την πρόθεση σε, όπως και με την πρόθεση από (βλ.

παραδείγματα 3, 32, 45), το επίρρημα πάνω μπορεί να θεωρηθεί ως «καταχρηστική ή σύνθετη

πρόθεση» (Νάκας 1987: 35). Εντοπίζουμε και πάλι την τάση της Αξιώτη να σχηματίζει προτάσεις
δίχως ρήμα αλλά μόνο με μια επιρρηματική έκφραση (βλ. 4.1., 4.3.):

1 Marcelino, κλειστὸ κι αὐτό, ἂν καὶ εἶναι Κυριακή. Πάνω στὶς σκαλισμένες


πόρτες του μὲ τὸ σουγιά, φιγοῦρες γυναικεῖες γυμνές.
56 νάβρισκες, καὶ νὰ σὲ ἀκολουθήσει αὐτὸς ὁ ἀριθμός! Πάνω σε μιὰ γωνιὰ
τετραδίου τῆς καλλιγραφίας! </p> <p>
61 πλάσμα σου νὰ ἔγινε τώρα φιγούρα. Ἕνα ἐξώφυλλο πάνω στὸ ράφι. Ἕνα βιβλίο
πλαγιαστό. Κι ἐκεῖ μαζεύει

Τέλος, η τοποθέτηση του πάνω στην αρχή της πρότασης προβάλλει την επιρρηματική έκφραση σε
σχέση με τους υπόλοιπους συντακτικούς όρους και δημιουργεί ένα υφολογικό αποτέλεσμα πιο
κοντινό στον ποιητικό παρά στον πεζό λόγο:

8 συνοικισμὸς ἀπὸ πουλιὰ συγκεντρωμένα στὰ δέντρα. Πάνω, ψηλά, ἦταν οἱ


φιλόσοφοι, ἀκίνητοι, μὲ τὸ μάτι
21 τὸν Κραντονέλο; Ἦταν τῆς τοτινῆς γενεᾶς παιχνίδι. Πάνω στὴ μουσκεμένη
ἀμμουδιὰ ἔπρεπε νὰ τὸν πλάθεις μὲ
26 κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ κοίταζε τὸ σκοτάδι. Πάνω στὸ μαξιλάρι ἡ ράχη σου,
καὶ οἱ βολβοὶ
35 νύχτα ἡ Ἄννα σου, γιὰ νὰ σὲ συναντήσει. Πάνω στὸ τρίκλινο τραπέζι τὰ εἶχες
γράψει τότε αὐτά,

Το επίρρημα μέσα εμφανίζεται 102 φορές (+44.16). Παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με το
πάνω: είναι δηλαδή τοπικό επίρρημα που δηλώνει θέση, προσδιορίζει το ρήμα, συνεκφέρεται με
την πρόθεση σε και σε τρεις περιπτώσεις τοποθετείται στην αρχή παραγράφου (βλ. παραδείγματα
1-3). Διαφοροποιείται, όμως, στο ότι σε ορισμένα περιβάλλοντα ο τόπος, που δηλώνει, έχει
μεταφορική σημασία (βλ. ενδεικτικά τα παραδείγματα 26, 33, 58, 59, 69).

16
Τέλος, το επίρρημα ἐκεῖ εμφανίζεται 63 φορές (+29.89). Είναι τοπικό επίρρημα που δηλώνει
θέση. Όπως και το επίρρημα τώρα λειτουργεί ως δεικτικό· δείχνει την απόσταση από το «τώρα» της
αφηγήτριας σηματοδοτώντας ως τοπικός δείκτης παρελθοντικά γεγονότα της ζωής της.
Προσδιορίζει κατά κύριο λόγο το ρήμα. Σύμφωνα με το δίγραμμά του, σε 10 περιπτώσεις
προηγείται του αναφορικού συνδέσμου που [(βλ. παραδείγματα 3, 5, 9, 23, 24 κ.ά. και Κλαίρη &

Μπαμπινιώτη (2005: 802) για τη χωροχρονική δήλωση του ἐκεῖ που)], ενώ σε 11 περιπτώσεις
έπεται του συμπλεκτικού συνδέσμου κι (βλ. παραδείγματα 7 και 22-31). Το επίρρημα ἐκεῖ, όπως
και το τώρα, λειτουργεί συνδετικά μεταξύ προτάσεων και τμημάτων κειμένου (βλ. παραδείγματα 1-
5, 16 κ.ά.). Κλείνοντας, υπάρχουν οι περιπτώσεις στις οποίες το επίρρημα τοποθετείται περενθετικά
μέσα στην πρόταση. Παρατίθενται ενδεικτικά τα εξής παραδείγματα:

14 τὸ χέρσο οἰκόπεδο μὲ τὰ πρόβατα ποὺ βόσκιζαν, ἐκεῖ ἔξω, τὸ νεόβγαλτο


χορτάρι. Κι ἐκεῖνος ὁ ζωγράφος,
21 τὶς ξέρει; Ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ γνώριζε κανένας, ἐκεῖ, στὰ πλάτη τοῦ
βορρᾶ, νὰ γνωρίζει τὴ σαβράδα,
33 τό πιὸ σημαντικὸ ἦταν ὅτι ξεχνοῦσες τὶς λέξεις, ἐκεῖ, στὸ ἐξωτερικό. Ὅταν
ξεχνᾶς τὶς λέξεις, εἶναι τὸ

Όπως και σε προηγούμενα παραδείγματα επιρρημάτων, το ἐκεῖ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε


φράση χωρίς την παρουσία ρήματος:

39 τὰ ὑλικά: ἐδῶ τό χτίσιμο μὲ τὴν ξερολιθιά, ἐκεῖ τό πισόχαρτο, ἐκεῖ οἱ


τζαμαρίες... Ὅλα τά ὑλικά:
47 καὶ πουλήθηκαν — νὰ ρίχνεις γύρω τὴ ματιά σου: ἐκεῖ οἱ Δῆλες, οἱ μικρές,
οἱ Δῆλες οἱ μεγάλες,

5. Συμπεράσματα
Στην ενότητα αυτή συνοψίζουμε και προεκτείνουμε τις παρατηρήσεις μας για τη χρήση των
επιρρημάτων στα πέντε πεζογραφήματα της Μέλπως Αξιώτη. Κατ’αρχάς, είναι σημαντικό να
σχολιάσουμε την εναλλαγή των επιρρημάτων στον παραδειγματικό άξονα. Σε κάθε μυθιστόρημα,
δηλαδή, εμφανίζονται διαφορετικά επιρρήματα στους καταλόγους των λέξεων-κλειδιών –με
εξαίρεση το πιά, το οποίο είναι κοινό στις ΔΝ και στο ΗΚ και το γρήγορα, το οποίο εμφανίζεται
στις ΔΝ ως γλήγορα και στον ΕΑ ως γρήγορα. Η διαφοροποίηση αυτή, που εντοπίζουμε μέσω του
Keyword List και η οποία ισχύει για το σύνολο των λεξικογραμματικών στοιχείων, συνδέεται
άμεσα με το ύφος και το θέμα του εκάστοτε κειμένου.

17
Πέρα από αυτή την εναλλαγή στον παραδειγματικό άξονα, παρατηρούμε μια ποσοτική
διαφοροποίηση μεταξύ των κειμένων. Όπως είδαμε στο κύριο μέρος της εργασίας, στο ΔΝ
εμφανίζονται 13 λεκτικά δείγματα επιρρημάτων, στο ΘΝΧΜ 2, στο ΕΑ 4, στο ΤΣΜ 1 και στο ΗΚ
6. Τα αντίστοιχα κανονικοποιημένα ποσοστά με βάση το σύνολο των λέξεων-κλειδιών ανά
μυθιστόρημα, είναι: 20%, 6.5%, 6.6%, 1.6% και 12%. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως στο ΔΝ και στο
ΗΚ τα επιρρήματα κατέχουν πιο σημαντική θέση στον κατάλογο των λέξεων-κλειδιών σε σχέση με
τα υπόλοιπα μυθιστορήματα και ειδικότερα με ΤΣΜ. Συμπεραίνουμε ότι τα ποσοτικά αυτά
δεδομένα αποτελούν δείκτες για το ρόλο μιας λεξικογραμματικής κατηγορίας, σε σχέση με τις
υπόλοιπες μιας γλώσσας, σε ένα κείμενο: η υψηλή εμφάνιση των επιρρημάτων στο ΔΝ και στο ΗΚ,
η μέση στο ΘΝΧΜ και το ΕΑ και η χαμηλή στο ΤΣΜ συνιστούν ενδείξεις για το πόσο σημαντικό
είναι το επίρρημα για το εκάστοτε μυθιστόρημα.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι τα επιρρήματα είναι μια κατηγορία η οποία χρησιμοποιείται
προαιρετικά και είναι εφικτό σε ορισμένα περιβάλλοντα να παραλειφθεί χωρίς αντιγραμματικά
αποτελέσματα, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η χρήση της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις
προθέσεις του ομιλητή/ομιλήτριας. Στην περίπτωση της Αξιώτη, η πλεοναστική χρήση ενός ευρέος
φάσματος επιρρημάτων, η επιτέλεση εκ μέρους τους πολλαπλών λειτουργιών τόσο σε
μικροκειμενικό όσο και σε μακροκειμενικό επίπεδο, καθώς και η αυτόνομη χρήση του επιρρήματος
χωρίς την παρουσία ρήματος σε κάποια περικείμενα καταδεικνύουν την πρόθεση της συγγραφέας
να εξειδικεύσει και να χρωματίσει ποικιλοτρόπως την αφήγησή της.
Συνολικά, παρατηρούμε ότι το επίρρημα προσδιορίζει κατά κύριο λόγο το ρήμα. Ενδιαφέρον,
όμως, παρουσιάζει η τάση της συγγραφέας να το τοποθετεί σε διάφορες θέσεις, άλλοτε ακριβώς
δίπλα στο στοιχείο που προσδιορίζει και άλλοτε σε απόσταση από αυτό. Η ελευθερία της θέσης σε
συνδυασμό με την αντισυμβατική χρήση της στίξης συσκοτίζουν συχνά τη λειτουργία του
επιρρήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα παραδείγματα στα οποία το επίρρημα χρησιμοποιείται
παρενθετικά ανάμεσα σε κόμματα μέσα στο εκφώνημα καθώς και αυτά που βρίσκεται ανάμεσα σε
τελείες μεταξύ δύο εκφωνημάτων. Η χρήση αυτή μπορεί μεν να καθιστά τα επιρρήματα
παρενθετικά σχόλια, συγχρόνως όμως ενδέχεται να συνιστά τακτική έμμεσης προβολής και
αξιολόγησης του περιεχομένου του εκφωνήματος (Οικονομάκου 2011: 6). Τέλος, η αναδίπλωσή του
επιρρήματος και η επανάληψή του στο ευρύτερο περικείμενο αποτελούν χαρακτηριστικά λεξικής
συνοχής και έμφασης (βλ. Γεωργακοπούλου & Γούτσος 2015: 80). Η ίδια η επανάληψη, ως λεξικό
σχήμα, χρησιμοποιείται κατεξοχήν από την Αξιώτη επιτρέποντάς της να κατασκευάζει θεματικά και
λεκτικά μοτίβα που διατρέχουν το σύνολο του έργου της.

18
Ολοκληρώνοντας επισημαίνουμε ότι στην παρούσα εργασία σταθήκαμε και σε περιπτώσεις
ιδιαίτερες και περιθωριακές με βάση τα ποσοτικά δεδομένα. Ένας από τους στόχους μας υπήρξε να
συμπεριλάβουμε παραδείγματα τα οποία να αποκλίνουν από το τυπικό ύφος του ομιλητή της νέας
ελληνικής, καθώς μας προσφέρουν τεκμήρια για την ιδιόλεκτο της Αξιώτη. Τέλος, είναι αναγκαίο
να διευκρινίσουμε ότι οι λεξικογραμματικές επιλογές που σχολιάζονται επιλέχθηκαν τόσο με
κριτήριο τα δεδομένα όσο και με βάση φιλολογικές μελέτες για το έργο της Αξιώτη, και επομένως
με βάση τα σημεία αλληλεπίδρασης και συνάντησης αυτών των δύο.

Βιβλιογραφία

Αξιώτη Μ. (2014). Δύσκολες Νύχτες. Αθήνα: Το Βήμα.

Αξιώτη Μ. (1982). Θέλετε να χορέψομε Μαρία;, 4η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Αξιώτη Μ. (1982). Εικοστός αιώνας. Αθήνα: Κέδρος.

Αξιώτη Μ. (1986). Το σπίτι μου. Αθήνα: Κέδρος.

Αξιώτη Μ. (2015). Η Κάδμω. Αθήνα: Κέδρος.

Γεωργακοπούλου Α. & Γούτσος Δ. (2015). Κείμενο και επικοινωνία. Αθήνα: Πατάκης.

Γούτσος Δ. & Φραγκάκη Γ. (2015). Εισαγωγή στη γλωσσολογία σωμάτων κειμένων. Αθήνα:
Σύνδεσμος ελληνικών και ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών.

Kakavoulia M. (1992). Interior monologue and its discursive formation in M. Axioti's "Δύσκολες
νύχτες". Munchen: Universitat Munchen.

Κακαβούλια Μ. (2015). Η Μέλπω Αξιώτη και το γλωσσικό ζήτημα. Οροπέδιο 15, 626-633.

Κανάκης Κ. (2007). Εισαγωγή στην πραγματολογία: Γνωστικές και κοινωνικές όψεις της γλωσσικής
χρήσης. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Κλαίρης Χ. & Μπαμπινιώτης Γ. (2005). Γραμματική της νέα ελληνικής: Δομολειτουργική-


Επικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μικέ Μ. (1996). Μέλπω Αξιώτη: Κριτικές περιπλανήσεις. Αθήνα: Κέδρος.

Νάκας Θ. (1987). Τα επιρρηματικά της νέας ελληνικής: Προβλήματα υποκατηγοριοποίησης.


Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Οικονομάκου Μ. (2011). Χαρακτηριστικά και προβλήματα ενσωμάτωσης των επιρρημάτων


πλαισίου. Γλωσσολογία 19, 1-7.

19
Τάντος Α. & Μαρκαντωνάτου Σ. & Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Α. & Κυριακοπούλου Τ. (2015).
Υπολογιστική γλωσσολογία, 2η εκδ. Αθήνα: Σύνδεσμος ελληνικών και ακαδημαϊκών
βιβλιοθηκών.

Fromkin V. & Rodman R. & Hyams N. (2017). Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας, 11η έκδ. Αθήνα:
Πατάκης.

Holton D. & Mackridge P. & Φιλιπάκκη-Warburton Ε. (2000). Γραμματική της ελληνικής γλώσσας.
Αθήνα: Πατάκη.

Vitti M. (2004). Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή. Αθήνα: Ερμής.

Saunier G. M. (2005). Οι μεταμορφώσεις της Κάδμως: Έρευνα στο έργο της Μέλπως Αξιώτη. Αθήνα:
Άγρα.

20
Παράρτημα Α

Γλήγορα

1 μέσα σ’ ἕνα σαλόνι τό λέγανε, σκοτεινό. Γλήγορα γλήγορα ἔσερνα μιὰ πολυθρόνα μὲ ρόδες κι ἐσκαρφάλωνα στὸ
2 στὸν πιστρεμό του ὁ Θανάσης. </p> <p> »Τί γλήγορα ὅμως ὅπου βγαίνουνε τά πρῶτα ἄστρα τ’ οὐρανοῦ,
3 ἀνήμπορη κι ἐκείνη ἀρκετά, τὴν Ἰσμήνη. «Θά γίνεις γλήγορα κι ἐσὺ καλά», τῆς ἔλεγε ἡ νοσοκόμα, «θὰ
4 νὰ τελειοποιηθεῖ. Ἐπρόλαβε ὅμως, ἐρούφηξε γλήγορα γλήγορα τά μαθήματα τοῦ γυμνάσιου. «Τώρα θὰ πιάσω μιὰ
5 ὸ καθρεφτάκι σου τῆς τουαλέτας τοῦ χεριοῦ γλήγορα γλήγορα γιά νά κοιταχτεῖς, κι ἐκεῖνο νὰ εἶναι ἀνάποδα
6 αταπίνει ἡ κυρία Ἀφροδίτη γουργουρίζοντας γλήγορα γλήγορα τό νερό, γιὰ νὰ προλάβει νὰ μᾶς πεῖ: «
7 ’ αὐτό, κανείς δέν ἀπαντᾶ. Μόνο ὁ πατέρας γλήγορα γλήγορα, ποιὸς ξέρει ἄραγε πάλι γιατί, καί σούρνοντας λιγ
8 νονταν τέτοια σπουδαῖα πράματα, κι ἔτρεχα γλήγορα γλήγορα νὰ τοὺς διηγηθῶ ὅσα εἶδα ἀπάνω στὸν κόσμο. «
9 παιδιὰ σου! Τότε μοῦ ’πε ἡ μητέρα γλήγορα γλήγορα, σάν τρομαγμένη: - Ἰσμήνη, φέρε μου τὸ πανεράκι μ
10 βουνό, πού τρώει, καθὼς ἔλεγε ὁ πατέρας, γλήγορα γλήγορα καὶ τὴν ἡμέρα. Σὲ λίγη ἀπόσταση ἀποδῶ, ἀπ’
11 η ταραχή. </p> <p> «Ὅλοι ποδιές! – κουνεῖ γλήγορα γλήγορα τά φρύδια του, - κι ἐσύ;... δὲν ἐκατάλαβες ἀκόμα
12 .. τή θυμᾶ… - κι ἐκίνησε νά πηγαινόρχεται γλήγορα γλήγορα τοῦ ἀδερφοῦ της τὸ κάτω χείλι, ὑποχωρώντας σὲ
13 αρτεροῦνε. </p> <p> Ὕστερα ὁ ἀδερφός της, γλήγορα γλήγορα ὅπως ἦρθε, ἔφυγε, καὶ ἡ μητέρα τῆς Λίζας
14 ὶ τότε καταπίνει ἡ κυρία Ἀφροδίτη γουργουρίζοντας γλήγορα γλήγορα τό νερό, γιὰ νὰ προλάβει νὰ μᾶς
15 Κώστας ἔπρεπε γλήγορα νὰ φύγει, - ὀχτὼ καὶ δέκα, γλήγορα! τὸν ἐπερίμενε τώρα ἡ γυναίκα του». </p> <p>
16 πάνω ὁ ἥλιος: «Ἔλα Μαρία, ἔλα Κατίνα, κάνετε γλήγορα πρὶν βραδιάσει, ἤρθανε νὰ σᾶς πάρουν, συμμαζευτεῖ
17 καί, - ἔλα Μαρία, ἔλα Κατίνα, ἔλα Λιλή, κάνετε γρήγορα, πρέπει νὰ ’χετε φύγει πρὶν βραδιάσει. - Ἔχεις Λι
18 ἀπέραντη ταραχή. </p> <p> «Ὅλοι ποδιές! – κουνεῖ γλήγορα γλήγορα τά φρύδια του, - κι ἐσύ;... δὲν ἐκατάλαβε
19 τά παιδιὰ σου! Τότε μοῦ ’πε ἡ μητέρα γλήγορα γλήγορα, σάν τρομαγμένη: - Ἰσμήνη, φέρε μου τὸ πα
20 λέει, «δὲν ἤτανε ἡ πληγὴ μου». Πολὺ ξαφνικά. Γλήγορα. Δὲν ἐπρόλαβα νά θυμώσω, οὔτε καὶ νὰ χαρῶ.
21 μιὰ τέτοια φωνή, πού σκιάζουνται τὰ μικρὰ παιδιά. Γλήγορα πού μὲ πάει ἀπάνω ἀπὸ τὰ μονοπάτια, τί
22 τὸ βουνό, πού τρώει, καθὼς ἔλεγε ὁ πατέρας, γλήγορα γλήγορα καὶ τὴν ἡμέρα. Σὲ λίγη ἀπόσταση ἀποδῶ,
23 . Σ’ αὐτό, κανείς δέν ἀπαντᾶ. Μόνο ὁ πατέρας γλήγορα γλήγορα, ποιὸς ξέρει ἄραγε πάλι γιατί, καί σούρνο
24 τὴν ὥρα ἡ νοσοκόμα «ἔλα ἔλα», μοῦ ’πε «γλήγορα! εἶσαι τώρα καλὰ κι ἤρθανε νὰ σὲ πάρουν,
25 μάτια της κι ἔλεγε: - Ἄ! ἡ νεότης περνᾶ γλήγορα, τί νομίζετε, θὰ δεῖτε κι ἐσεῖς σὲ λίγο
26 λήθεια!... τή θυμᾶ… - κι ἐκίνησε νά πηγαινόρχεται γλήγορα γλήγορα τοῦ ἀδερφοῦ της τὸ κάτω χείλι, ὑποχωρώντα
27 . </p> <p> »Ἐδῶ ἀπάνω τὸ βράδι μαζεύεται πιὸ γλήγορα ἀπὸ ἄλλους τόπους. Νωρὶς νωρὶς τὴν τρώει τὴ
28 ε πίσω, πονεῖ, πονεῖ ὅσο πάει περισσότερο, πρέπει γλήγορα νὰ τὸ βάλει τό πόδι της μέσα σὲ
29 νομίζετε, θὰ δεῖτε κι ἐσεῖς σὲ λίγο πόσο γλήγορα πού περνᾶ... Τότε κι ἐμεῖς κρυβόμαστε πίσω ἀπ’
30 ἅρπαξα ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τρέχομε νὰ πᾶμε γλήγορα νὰ πάρομε τὸν κύριο Σμυρλή, νὰ πάρομε μαζί
31 ἀρχίζαν νά καλυτερεύουνε οἱ πρῶτες, θὰ σηκωθοῦνε γλήγορα νὰ πάρουν τὰ κρεβάτια τους ἄν τύχει κι
32 ἔμπαινα μέσα σ’ ἕνα σαλόνι τό λέγανε, σκοτεινό. Γλήγορα γλήγορα ἔσερνα μιὰ πολυθρόνα μὲ ρόδες κι ἐσκαρφάλ
33 κόσμος μὲς στό σπίτι εἶχε λουφάξει - τὰ σπίρτα! γλήγορα τό κουτὶ τὰ σπίρτα, μόνο ἀκούστηκε μὲς στὴ
34 ὶν βραδιάσει, ἤρθανε νὰ σᾶς πάρουν, συμμαζευτεῖτε γλήγορα στὴ θέση σας ὅσες πού μένετε, πιάστε τὸ
35 ἐκατάλαβα ὅτι ἡ ὥρα ἔφτασε, - ὀό! εἶπα, τί γλήγορα ὁ θάνατος τώρα νὰ ροβολᾶ... Κι ἐγύρεψα ἕνα
36 μπίνια. - Φτάσαμε Κίτσο, μ’ ἔφερες καὶ σήμερα, τί γλήγορα σάν ἀστραπὴ πού μ’ ἔφερες! Ὁ Μπαρμπανικολὴς λέει
37 τσο, κοντεύομε Κίτσο, μᾶς ἔφερες καὶ σήμερα, - τί γλήγορα, σὰν ἀστραπὴ μᾶς ἔφερες!». </p> <p> Εἶχε ἀποκάμει
38 σὲ καρτεροῦνε. </p> <p> Ὕστερα ὁ ἀδερφός της, γλήγορα γλήγορα ὅπως ἦρθε, ἔφυγε, καὶ ἡ μητέρα τῆς
39 ιπλανὴ καί τὰ πετᾶ… - Τὸ αὐτοκίνητο, ξύπνησέ τονε γλήγορα. - Ἔλα κουνήσου, μπρὲ Μαρία, ἕνα πενηνταράκι δῶσ’
40 ὁ κύριος Σμυρλής, «νὰ πέσει ἡ μέρα τόσο γλήγορα. Ἐπάσκισε πολύ τό σκοτάδι νὰ μᾶς προλάβει μὲς
41 , τά πράματά μου γιά νὰ μὴ βγῶ τόσο γλήγορα σήμερα ἀπὸ τὴν τάξη, κι ὅπως ἀκόμα ἐκεῖ
42 τὴν κουζίνα κανένα ξεταιριαστεῖ, - καί θὰ φύγουνε γλήγορα ἄραγε ἀπόψε οἱ καλεσμένοι;... ὥς τὰ μεσάνυχτα σήμ
43 πάξεις τὸ καθρεφτάκι σου τῆς τουαλέτας τοῦ χεριοῦ γλήγορα γλήγορα γιά νά κοιταχτεῖς, κι ἐκεῖνο νὰ εἶναι
44 ν’ ἀφήνει γερτὴ τὴν πόρτα γιὰ νὰ χώνομαι γλήγορα, μανοῦβρες ἐκατασκεύαζε δηλαδὴ σὰ νὰ ποῦμε πολύπλ
45 > <p> «Γιάκουμε, βάλε πιὰ τώρα ἐκεῖνα τὰ ψάρια γλήγορα, γιατί εἶμαι βιαστική». «Ἀά! καλά τό λές. Ἐζάλισά
46 νος γιὰ νὰ τελειοποιηθεῖ. Ἐπρόλαβε ὅμως, ἐρούφηξε γλήγορα γλήγορα τά μαθήματα τοῦ γυμνάσιου. «Τώρα θὰ πιάσω
47 ’χε ἀφαιρέσει μὲ τὴν ἀλυσίδα, ὁ Κώστας ἔπρεπε γλήγορα νὰ φύγει, - ὀχτὼ καὶ δέκα, γλήγορα! τὸν ἐπερίμενε
48 μοῦ φαίνονταν τέτοια σπουδαῖα πράματα, κι ἔτρεχα γλήγορα γλήγορα νὰ τοὺς διηγηθῶ ὅσα εἶδα ἀπάνω στὸν
49 ’ ἐκείνη τὴ σκέψη τώρα χαμογελᾶ. Σοβαρεύεται ὅμως γλήγορα καί: «Μὲ τὸν κύριο Νικία ὅταν θὰ κουβεντιάζομε»,

Πιά

1 ὁ πατέρας, «ἔξω εἶναι ὡραῖα». </p> <p> Καὶ πιά, ὅταν τά κολοκυθάκια ἐκείνου τοῦ βραδιοῦ μύριζαν
2 ορίτσια: Λόγια… κι ἀέρα κοπανιστό!». </p> <p> Καὶ πιά, ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὅπου ὁ Νίκος σὲ χάχανα
3 έσκα τζάααναρα! </p> <p> Οἱ μπουκλίτσες τοῦ Νίκου πιά ἀπόψε εἴχανε τρελαθεῖ. «Φοβᾶσαι;» μοῦ λέει, «τί μ
4 ’τανε, γιὰ ἀνθρώπινος νὰ τὸ πῶ γδικιωμός... Πάει πιά. Τὸ πῆρε ὅτι καὶ νά ’τανε, τὸ ποτάμι. </
5 κοκεριό; - καὶ τέτοιαν ὥρα χριστιανοί, βασιλέματα πιά! ὁ σατανάς ἔχει βαλμένο τό ποδάρι του... - οἱ
6 λέει ἡ μητέρα μου σὰ σκοτεινιάσει, δὲ βλέπεις πιά, συμμάζωξέ τα, κι ἄιντε ἕνα γύρο ὥς τὸ
7 πατέρα μου ὁ λήσταρχος, «τώρα δὲ σοῦ γυρεύω πιά. Ὁ λόγος σου μ’ ἐχόρτασε, καὶ τὸ πουγγί
8 τότε νὰ μᾶς ἀκούσει ἐμᾶς, καὶ δὲν εἴχαμε πιά βούτυρο νὰ βάλομε στὸ ψωμί μας. Μᾶς τὸ
9 εἶπε. </p> <p> «Λίζα», τῆς λέω τότε, εἶχε πιά φύγει ὅλος ὁ κόσμος, - ἀφήσου ἀπάνω μου, μοῦ ’
10 τὸ μεσημέρι ἡ κυρὰ Δέσποινα, «ἐξέλειψε ἡ εὐλάβεια πιά, σὲ εὐχαριστῶ νὰ θυμηθεῖς νὰ φέρεις λουλούδια σήμ

21
11 ηκε ἐκείνη ἡ δεύτερή μας... - δὲν τὰ καλοθυμοῦμαι πιά. Στὸ παραθύρι τῆς αὐλῆς δὲν ἔκανε νὰ ξεπροβάλομε.
12 ἕνα κομμάτι ἥλιος. «Λέω πώς κάνει νὰ καταλαγιάσει πιά», εἶπ’ ὁ πατέρας. </p> <p> Ἀπὸ τὸν πόλεμο
13 ρια της γεμάτα φλέβες χοντρές πού δὲν καταφέρνανε πιά νὰ τὴ θρέψουνε, γεφύρι σκεβρωμένο ἀποξεχάστηκε μὲ
14 τέτοιο τρόπο ἀτίθασες ἐπιθυμίες στὸν καναπέ, καὶ πιά, ἡ μητέρα τῆς Λίζας βαρέθηκε τὴν τόσο σοβαρή
15 τὴν ἀπάντεχε γιὰ σήμερα τούτη τὴν ἀδιαθεσία, καὶ πιά, ἤτανε ἡ φάβα βαλμένη σέ βράση. Τώρα τί
16 τὰ κόκαλά της, - ναί, καμιὰν ὥρα νά κινήσω πιά, ὀχόχ! μπορεῖ ἡ λαχτάρα μου νά φέρει τὸ
17 πιὰ τέτοια ἀκινησία, μὴν κάθεσαι καὶ μὲ κοιτάζεις πιά, ἐπιτέλους ἄς κάνομε κάτι. Εἶπε τὴν ἄλλη Τετάρτη
18 μασες ἐσύ. Καὶ νὰ πετᾶς, στύβοντας ἄχρηστο λεμόνι πιά τους θησαυρούς πού ὥς σήμερα ὑπεράσπισες. Τὰ περα
19 ημα τὴν ἐδεχότανε τὴ γιαγιά, χωρὶς κανένα μάρτυρα πιά, ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα, ἀπόμενε τὸ σπίτι ὁλάκερο
20 Ὕστερα κάποτε εἶπε - δὲν ἔχει ἄλλη μέρα πιά ἡ βδομάδα μου, μόνο Τετάρτη. - Δὲν ἔχεις τίποτ’
21 βογγᾶς, ὅλο γρινιάζεις, σὲ ψυχοπόνεσε ἡ ψυχή μου πιά, - ἔλα... δὲν ἐχάλασε ὁ κόσμος δά, καλὰ ντέ,
22 μου», τῆς λέγαν οἱ δασκάλες, «ἔλα παιδί μου πιά...». Συχνὰ τὴν πιάνανε μὲ τὸ καλό. Καμιὰ φορά
23 τὸν ἤθελε πιὰ ἡ Τράπεζα, γιατί δὲν μποροῦσε πιά βέβαια νά καβαλάει τό ἄλογο, καὶ μάλιστα ἔλεγε
24 , τὰ μισοῦσε, - δὲν ἦταν λέει τώρα τῆς μόδας πιά, οἱ ροδέλες οἱ κόκκινες οἱ χωριάτικες, καὶ γι’
25 ἀπὸ τὴν κεφαλή. Ὅμως ἐμένα δὲ μὲ νοιάζει πιά, γιατί ἔχω πιὰ μπροβάρει νά βαδίζω. Τὴ νύχτα
26 ὁ πατέρας σου. Μιὰ μέρα δὲ θὰ ξαναμιλήσομε πιά. Γιατί εἶναι ἐντελῶς τὸ ἴδιο νά ἐρωτεύεσαι ἢ
27 , κι ἀποφάσισα στοῦ Λενακιοῦ πώς δὲ θὰ ξαναπάω πιά. </p> <p> Τὸ πρωὶ εἶχε σηκωθεῖ ἀγέρας, φυσομανητό
28 Νικολοβάρβαρα τῆς Ἀνεζίνας μὲ τὸ Γιωργή, ξώλαμπρα πιά τό Καλιώ μὲ τὸ Γιάννη, - ὕστερα τά βαφτίσια,
29 ξεθωριάσει τῆς κεφαλῆς μου τὴν τρίχα. Τώρα πάει πιά». </p> <p> Ὁ Γιακουμὴς στρίβει κι ἄλλο καπνό. «
30 πιὰ νὰ ’ρθει ἡ εἴδηση, εἶπε, νὰ πάου πιά, - μά σήμερα ὥρα δείπνου, σύμπτωση καὶ τὸ χαμπέρι
31 ἐφώναζε τῆς μάνας: </p> <p> «Ἔ, καρακάξα, πάψε πιά, δράμι μυαλὸ δὲν ἔχεις. Ἅρπαξεν, ἔλαχε, τὴ θυγατέ
32 ἄντρα - ἔβγα ποτίσετε καὶ τὴ δαμάλα νὰ πάψει πιά, θά μὲ λωλάνει σήμερα ἀπ’ τὸ πρωί, τέτοια
33 ντροπιασμένος... Ἡ μυρωδιά τους ὅμως εἶχε πετάξει πιά, κι ἤτανε λίγο ἀργὰ τώρα πιὰ νά... - τὰ
34 νυχτιὲς πού θὰ ’ναι περασμένες, ἔ… δὲν πιστεύω πιά... - ἄς σκεπαστεῖ μὲ μάλλινο πράμα ἀπὸ κορφίς...
35 ο ἀπὸ κορφὶς ἅμα κουκουλωθεῖ... - Μὰ νὰ πιστρέψει πιά στὸ σπίτι, γιὰ κεῖνο τὸ Γιαννιώ. Θὰ τ’
36 ξαράχνιασμα τῆς καρβουναποθήκης, θὰ τὰ προλάβει; πιά, πόσες ὧρες ἔχουνε ἀπομείνει ὡς τὸ πρωὶ αὔριο...»
37 φορῶ τὸν ἄλλο μου σάκο! Ἐτοῦτος εἶναι σιτεμένος πιά. Δὲν τὸ καταπονῶ τὸ κορμί μου στὰ ροῦχα.
38 μου πιὰ θυμοῦμαι. Τώρα Κοντίλ; Τώρα στενοχωριέμαι πιά. Θά φύγω. Θὰ γυρίσω ὀπίσω. Νὰ μάθω πάλι
39 δοῦνε ποτές. Τὴν τελευταίαν ὥρα, στά στεφανώματα πιά, τὴν τρύπωσεν ἡ μάνα της μὲς στὸ νυφιάτικο
40 ; οὗλοι οἱ καρποὶ ἀποζητοῦνε τὴ βροχή, δὲ σώνει πιά ὁ δρόσος τῆς αὐγῆς, τὰ σπαρμένα π’ ἐξεμυτίσανε -
41 το, δὲ θὰ ξανάρθεις, γιατί στὸ τέλος τέλος πιά σὲ λυποῦμαι νὰ πηγαινόρχεσαι ἄδικα. Καὶ ἔστριψε ν
42 τὴν ἴδια οὐσία, - κι ἐκεῖνα τότε ἤτανε τελειωμένα πιά, κι ἐγὼ δὲν τὸ ’ξερα, εἴτε γιατί λίγα
43 τὸ τραπέζι, μεσημέρι καὶ βράδι, σὰν θά τελειώσεις πιά τὸ φαΐ σου, τί ἄλλο νὰ κάμεις ὕστερα;
44 μέση, κι ἐκεῖνος δὲν ἤτανε στὴ θέση του πιά. Ὡστόσο ἐγὼ τὴν ἤθελα τὴ μητέρα μου. Δὲ
45 ἀπὸ χάμω ξερή. </p> <p> Εἶχα ξεχάσει τότε πιά πώς ἔπρεπε ἡ δασκάλα νὰ μοιάζει στὴ μανούλα
46 σηκωθήκαμε τ’ ἄλλο πρωὶ πολὺ νωρίς, ἐπειδὴ φεύγει πιά ὁ κύριος Νικίας. </p> <p> « Ὁ Θεὸς μαζί
47 . – Νά μάθω πάλι νά μιλῶ. – Τώρα πού φεύγεις πιά, Ἠλία μου, μέ τὸ καλό, ἄς ἔρθει τώρα
48 ίποτα. Ὅμως δὲ βαρεθήκαμε. Μιὰ μέρα εἶπα - φτάνει πιά, ὄχι πιὰ τέτοια ἀκινησία, μὴν κάθεσαι καὶ μὲ
49 κι ἐγώ, ἐδιάβασα πολλὰ βιβλία, θὰ μὲ φτάσουνε πιά, - καί πηγαίνοντας στρίβοντας, ἴσως κάπως βρεθεῖ
50 καλέσανε τὸ Λενάκι. Τό Λενάκι σηκώνεται νά φύγει πιά. Ἐσκοτείνιασε. Κι ἀπὸ τὴν πόρτα, ἀμίλητη, κουνεῖ
51 μᾶς ἔδινε ἐμᾶς λεφτά, σὰ δὲ θά ’χαμε πιά... - Δὲν ἔχομε τώρα. </p> <p> «Δὲν σοῦ γυρεύω»,
52 άδια, κι ἐκεῖνες στέκουνε ἀμέριμνες! - χριστιανοί πιά, ἐχαλαστήκαμε λέου». </p> <p> Ἐγὼ ὅμως κάθε μέρα
53 , τὸ σπίτι ἴσως μπορεῖ νὰ μὴ μ’ ἀναγνωρίσει πιά, γιατί λιγάκι… ἐχάλασα, ἐγώ, σὰ νὰ μ’ ἐμπάσανε
54 εριά, δυὸ μερόνυχτα ἤτανε, καλὰ ἤτανε, ἀναπαύτηκε πιά. - Ν’ ἀνοίξει τώρα τὸ ταξιδιάτικό του τὸ σεντούκι
55 σὰν τὰ κρίνα. Δὲ φτάνουνε ὅμως οἱ ἀνθρῶποι πιά. Δὲν προλαβαίνουνε νὰ ζήσουνε. Κι ἕνας, μέσα στὸν
56 σου. Μήτε τὴν καταφρόνια τῶ γλωσσῶ ν’ ἀντέχω πιά, μήτε τή μοναξιά μου...». Καὶ τότε ἐγύρισεν ἐκε ῖν
57 ς Σίμος περίμενε λίγο πάντα, κι ὅταν ἀπελπισμένος πιά, ἀνυπόμονος, ἐστρεφότανε ἀλλοῦ, - «προσπαθῶ νά πε
58 ὄξω, ποῦ νὰ προλάβει ν’ ἀποτελειώσει!, κι ἄσε πιά τώρα τί νὰ γίνει ἐκείνη τὴ στιγμὴ πού
59 ρθει πού νὰ τὰ ξαναθυμηθῶ. « Ἐκεῖ μέσα, ἐλπίζουνε πιά νὰ γίνω κι ἐγὼ τώρα ἄνθρωπος», εἴπανε. Καὶ
60 ογιασμένος πιὰ ἐκατάντησε ὁ νοῦς του, - ἐλωλάθηκε πιά, ὄξω μέσα, τὸ ἄθλιο! </p> <p> Καὶ τὸ
61 α μου, κακοχρονονάχουνε τά μουλάρια. Μ’ ἐλωλάνανε πιά. Δὲν ἔχουνε ἀνατροφὴ βλέπεις. Τὰ μουλάρια. - Ἡ ἀν
62 ον, ἔτσι, μὲ τὸν εὐκάλυπτο. - Γιατρέ μου, ἐμέθυσα πιά, μοῦ ’λεγε. Καλὰ ἔκανες, δῶσε καὶ στὸν ἄντρα
63 », λέει ὁ πατέρας. «Ξέρεις, λεφτὰ δεν ἔχομε ἐμεῖς πιά. Σοῦ ’πρεπε ἐσένα ποσὸν κάποιο μεγάλο καὶ - δὲν
64 ’ ἕνας φαφλατάς κεῖνος ὁ χριστιανός, μ’ ἐφούσκωσε πιά! ἄς μὴ μὲ πλήρων’ ἀκόμα, εἶπα γώ τίποτα;
65 ερὰ μαζὶ ἐφορέσαμε κι ἐφύγαμε… - κι ὅταν ἐφτάσαμε πιά, ἀπὸ δίπλα πιάνοντας τὸ ρολόι του, στὸ μεταξύ
66 , καί τό ’κλεινε. Καὶ λοιπὸν ὕστερα δὲν ἔβλεπα πιά τίποτα. Τί γίνηκε ἔλεγα τὸ φῶς... Σίγουρα θὰ
67 ψε ὕστερα, «θὰ γίνω ὑπάλληλος». «Παιδάκι μου, ἔλα πιά. Τί νά τίς κάμεις τὶς δουλειὲς μ’ ἐκείνη
68 μεγάλη βοή, σά φαντάσματα. Ἀλλὰ δὲ μᾶς ἔνοιαζε πιά. Γιατί εἴχαμε σαλπάρει. </p> <p> Κι ὁ Νίκος
69 οἱ μεσόκοποι, εὐχαριστώντας εὐγενικά, - κι ἔφτανα πιά τότε στῆς κυρά Δέσποινας. </p> <p> Κάποτε ἡ
70 γιὰ τυροβόλι αὐγή αὐγή… Ὅπου καλός, δὲν ἔχει πιά, - κι ὅπ’ ἔχει... Μές στόν κόσμο ὅσο καί
71 , δὲ βλέπετε; ἔχει κι ἕνα πορτοκαλί, δὲν ἔχετε πιά θέση καμιὰ νὰ τά βάλετε; Κανείς. Καὶ ὅμως...
72 ἐμᾶς λεφτά, ὅταν θά τύχαινε νὰ μὴν ἔχομε πιά... </p> <p> Γιατί λοιπὸν θυμόμουνα τὰ λόγια της,
73 νεῦρα μας, ποῦ νὰ συχάσουνε! ἐκείνη τὴν ἡμέρα πιά, εἴχαμε λωλαθεῖ. «Ὀγδόντα ἑφτά χρόνια παιδάκια μο
74 ιμο βοηθώντας με νὰ λυτρωθῶ...» - ἐμαζευόταν ὅλες πιά οἱ φιλενάδες τῆς μητέρας τῆς Λίζας, - δὲν μπορεῖ
75 του, ἀκοῦς; πενηνταράκι, νὰ μὴ σᾶς βλέπομε ὅμως πιά μαζὶ μὲ τὰ κουρέλια σας». </p> <p> Καὶ
76 τὴ χρονιά, τὸ γουρουνίσιο κρέας… </p> <p> »Ὄοοχ πιά! εἶν’ ἕνας φαφλατάς κεῖνος ὁ χριστιανός, μ’ ἐφούσ
77 ρίζα, ὕστερα ἔρχεται τό κοφτό φύλλο, κι ὕστερα πιά τό γεμιστό. Δὲν εἶναι δὰ καὶ νὰ φοβᾶσαι, -

22
78 καί τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴν μπορεῖς ὕστερα πιά, ἀπὸ τὰ χάπια, νὰ μεταλάβεις, γιατί ’ναι λέει
79 τοῦ μοναστηριοῦ, ὕστερα στὰ τριαντάφυλλα, ὕστερα πιά σ’ ὅλον τὸν κόσμο. Τὴ δύση δὲν τὴν
80 μεγάλο χαμηλά, πόνοι, κι ἐκείνη τὴν ὕστερη ὥρα πιά, ἐκεῖνα τά ξεσκίσματα… τά γνωρίζω καλά, - δὲν ἐκα

Ἐτότες

1 μέσ’ ἀπὸ τὸ καράβι, κι ἐσκύψαν οἱ γραμματισμένοι ἐτότες τοῦ χωριοῦ πολὺ χαμηλὰ γιὰ νὰ τὰ ξεδιαλύσουνε
2 ὅπου θὰ κοιμηθῶ ὁλότελα κάτω ἀπ’ τὴ γῆς... Ἐτότες ἐσὺ θ’ ἀγρυπνήσεις μὲ τὴ σειρά σου. Ἔχε
3 κι ἐδιασκελίσαν τα τά ἄλλα. Καὶ μιὰ κακὴ ἐτότες καρδιὰ ἐφάνη κι ἐκοντοζυγιάστηκεν ἀπάνω στὸ χωριό
4 ᾶς ἦρθαν οἱ κουμπάροι. - Θά ’τανε καὶ καλοπλυμένα ἐτότες, ἄν ἐξέραμε, τὰ χέρια τῆς Διοχάντης μου - ἄξια
5 τὴν κουβέντα τῆς Φαλνταΐνας τῆς βουβῆς ἀρχινᾶ, κι ἐτότες εἶναι πού μαθαίνομε τόν μπαλεμό της ὁλονυχτὶς μὲ
6 ῖ, κουμπάρε μου, τὴν κακομοίρα, νὰ μοῦ κοιμόντανε ἐτότες δυό μέσα στὸ σπίτι! Τὸν ἕνα βλέπεις τὸν
7 ακωμένοι ἐκεῖνοι ἀπά’ στὴ γνώμη, - χιμίζουνε λέει ἐτότες τό αἷμα νὰ τῶνε ρουφήξουνε μαζὶ κι οἱ
8 > «Ἐκάσα. Κι ὅσα ὁπ’ ἐγνωρίζαμε, λέξη πρὸς λέξη ἐτότες μοῦ τὰ ξαναστορίζει τὸ Μαριώ: </p> <p> »Ἤφτασεν
9 … Ἡ ζήση κατά τίποτα νὰ μὴ σοῦ λείβεται, ἐτότες τί θὲς ἀδερφέ, κι ἀνάπαψη δὲν ἔχεις νύχτα
10 στεφανώσω τὸ παιδί μου, οὗλα τοῦτα τά πράματα ἐτότες μὲς στὴ σάλα θὰ ξεσκεπαστοῦνε. Θὰ τὰ πλύνομε
11 θὰ σφαντάξουν ἀπὸ κάτω ἀτόφια τά Βενέτικα φαντά ἐτότες. Θὰ πλύνω καί τοὺς κατρέφτες ἀπ’ τὸ μυόχεσμα
12 ά ’στρωνα στὸν ἄλλο!... Καὶ νά μοῦ χασμουριοῦνται ἐτότες δυό, βλαμμένοι ἀπ’ τὸν παραπανίσιον ὕπνο... Δὲ θὰ
13 σομε γιὰ νὰ ξεδιασκορπίσουνε τ’ ἀποβραδινά χνῶτα, ἐτότες μόν’ ἡ μιὰ στὴν ἄλλη τὴν κουβέντα τῆς
14 βασίλισσα θε νά ’σαι. Τὰ χρόνια τώρα ἀλλάξανε. Ἐτότες δὲν εἶχες ὠφέλεια ἀπ’ τὶς ἀνθρῶποι. Ὁ καθεὶς
15 Θεός, δυὸ νυστεριὲς μὲς στὸ ριζάφτι. Ἡ Ἀφροδίτη ἐτότες λέει: - Ὅπως καὶ νὰ τὰ κάμεις... πάλι νὰ
16 καθεὶς ἄρχοντας στὸ καλυβάκι του. Ἐσυναντιόντανε ἐτότες στὶς χρονιάρες μέρες ἕνας τὸν ἄλλονε γιὰ νὰ

Ὕστερα

1 Γιακουμής, τί εὐχαριστημένοι πού εἶναι. </p> <p> Ὕστερα ὁ Γιακουμὴς γοργὸς γοργός, ἅρπαξε τό διπλανό του
2 τὸ στεφανώσεις, εἶπα στὴ μάνα του. </p> <p> »Ὕστερα ὁ Μιχαλιὸς κι ὁ Ζέπος λένε γιὰ τὴν
3 ἔχουνε νὰ συμμαζεύουνται, νὰ χαίρουνται. </ p> <p> Ὕστερα ἐκεῖ κατὰ τὰ πρῶτα σπίτια, καθώς τά ζυγώνομε,
4 δώδεκά του καλὰ κουταλάκια κι ἐκεῖνος! </p> <p> Ὕστερα μιά μέρα μοῦ ’παν ὅτι θὰ πᾶμε ταξίδι
5 δουλειὲς μ’ ἐκείνη τὴν ἀρρώστια σου». </p> <p> Ὕστερα ὅμως μιὰ μέρα, ἐπειδὴ δὲν ἐγύριζε, καὶ εἶχε
6 ράδι, - καὶ μὲ θερμομετροῦσε προσεχτικά. </ p> <p> Ὕστερα τὴν πρωταπριλιὰ πού βγήκαμε περίπατο κι ἀποτελειώ
7 ἐμᾶς τὰ παιδιά νὰ καθόμαστε μαζί. </p> <p> »Ὕστερα ἀνεβήκαμε στὴν κάμαρά μου κι ἐβγάλαμε ἀπ’ τὸν
8 μας, πρέπει κανεὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. </ p> <p> »Ὕστερα εἶναι τὰ λουλούδια καὶ τὰ δέντρα, τὰ βατράχια,
9 , - καὶ γιὰ νά γεννηθεῖ ἕνας κόσμος. </p> <p> Ὕστερα ἀπ’ τὸ ζεστὸ ἐκεῖνο καλοκαιριάτικο μεσημέρι, στοὺ
10 χαιρετᾶ, καὶ κάθε μέρα σὲ καρτεροῦνε. </p> <p> Ὕστερα ὁ ἀδερφός της, γλήγορα γλήγορα ὅπως ἦρθε, ἔφυγε,
11 α, βγῆκαν πολλὰ καβούρια στὴν ἀκρογιαλιά. Βρέθηκε ὕστερα ἕνας σουγιὰς μαυρομάνικος, καὶ τὰ τσακώνομε. Ἔχου
12 Γιωργή, ξώλαμπρα πιά τό Καλιώ μὲ τὸ Γιάννη, - ὕστερα τά βαφτίσια, ὕστερα ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐπλάκωνε στὸ
13 ὑποδείξομε, τώρα πού θα ’ρθει». </p> <p> Καί ὕστερα μὲ ρώτησε ὁ πατέρας μου γιά τὴν ἀρρώστια
14 πολύ, ἀλλὰ ἔκανε χρόνια νά τὴ δεῖ. Καί ὕστερα οἱ φίλοι του εἶπαν ὅτι τὴ βρήκανε μέσα
15 σ’ ἐμπάτσιζα, τῆς εἶπα. Δὲν ἐκατάλαβε ὅμως. Καὶ ὕστερα ἐσυμφωνήσαμε μὲ τὴ Θοδώρα». </p> <p> Ἔβηξε τότε
16 ὥρα τοῦ Ἁγιασμοῦ μὲ τὸ θαλασσὶ κορδελάκι; Καὶ ὕστερα ὅλος ὁ κόσμος πού ἐπήγαινε θυμοῦμαι νὰ κάνει
17 ὐτοκρατορίας. </p> <p> Αὐτό, ἐβάσταξε ἀρκετά. Καὶ ὕστερα, ἀπ’ ὅλη ἐκείνη τὴ μακριὰ ἐποχή, ἀπ’ τὰ
18 γι’ αὐτὸ εἶν’ ἄξιες, σὰν τὰ ζῶα. Καὶ ὕστερα μιὰ ὑπερηφάνεια, - τὰ παιδιά μου! πῶς τὰ σιχαίνομ
19 φάρμακα... ἔχουνε φάρμακα οἱ ἐργάτες; ξέρουνε; Κι ὕστερα σὰ θὰ πάθεις τίποτα;... - κι ὅλο ξερογλειφόντανε,
20 τούς λογισμούς μου ὅλους καὶ ὕστερα χάθηκε. Κι ὕστερα, ἀπάνω στό ψηλό της καρυδένιο κρεβάτι ἀνάμεσα στο
21 ιά μουριά. Κατόπι ἕνα χωράφι σπαρμένο ρεβύθια. Κι ὕστερα πιὰ τίποτα. Μπροστά μας ἄρχιζε μιὰ μεγάλη ἀμμουδι
22 καταπίνεις, ἔ; ἐτοῦτο θὰ σοῦ ἦταν εὐκολότερο. Κι ὕστερα δηλαδή... ὕστερα τί θ’ ἀπογινόσουν... Ἄ, λοιπὸν ἐ
23 τί οἱ κουβέντες κουβέντες, Θεέ μου, τὴν Παρασκευὴ ὕστερα πάντα ἀπ’ τὸ τραπέζι οἱ κουβέντες ἐκεῖνες, - ἀπὸ
24 άκια σας παιδιά, πιὸ ὕστερα θὰ ἑτοιμαστοῦνε.- Πιὸ ὕστερα; λέει αὐτός, κι ἀρχίζει τά κλάματα καὶ νὰ
25 ὁ Κώστας νὰ μοῦ τὸ λέει ἐπιγραμματικά. Πιὸ ὕστερα ἀνακάλυψα ὅτι τὸ ξέρανε κι ἄλλοι τό ἴδιο
26 νὰ κάνεις κάτι. Καὶ μὲ φιλοῦσε κάθε Τετάρτη. Ὕστερα κάποτε εἶπε - δὲν ἔχει ἄλλη μέρα πιά ἡ
27 , «μά δέ μᾶς ἄφησε τήν ὑγειά μας.» Χρόνια ὕστερα, κι ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, πέθανε κεῖνος
28 τό Καλιώ μὲ τὸ Γιάννη, - ὕστερα τά βαφτίσια, ὕστερα ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐπλάκωνε στὸ χωριὸ καί κάνας
29 πατέρας, «ἄς ἀρχίσει ἀπὸ τὴ ρίζα, καὶ βλέπομε ὕστερα. Κι ἐκεῖνο τὸ κοριτσάκι, ἔ; τί λέτε; τοῦ
30 , στόν τοῖχο ἀπάνω τοῦ τὰ πασάλειψα. Τὰ βρῆκαν ὕστερα, θὰ τὸ θυμόσαστε, μυαλὰ καὶ δάχτυλα, οἱ χωροφυλάκ
31 της δὲν ἐξεχώριζα τὸν κάπρο ἀπ’ τὴ γουρούνα, - ὕστερα τά ’φτασα ὅλα. Καὶ τὶς χαρὲς πού θένε
32 τοῦτο θὰ σοῦ ἦταν εὐκολότερο. Κι ὕστερα δηλαδή... ὕστερα τί θ’ ἀπογινόσουν... Ἄ, λοιπὸν ἐγὼ λέω ὅτι
33 τ’ ἀφεντικὸ ὁ Μαντούβαλος, ἔχει κι ἀλλοῦ δοσμένα. Ὕστερα πάλι, θὰ ξανακάμεις τὸ σταυρό σου, καὶ μὲ
34 ἄφησε νὰ μείνει στή διασκέδαση. «Πᾶμε», τῆς εἶπε, ὕστερα ἀμέσως ἀπὸ τὶς ψαλμωδίες τοῦ παπᾶ, «Ἑλένη, πᾶμε».
35 μέσα σὲ γκρίζια γουναρικά, ξεσκεπάζοντας θαρραλέα ὕστερα ἀπὸ τὰ ρίγη τὸ κορμί της στό φῶς,
36 πιά τὸ φαΐ σου, τί ἄλλο νὰ κάμεις ὕστερα; πετᾶς τὰ ψίχουλα σὲ μιά γωνιά, κι ὅλα
37 πρόλαβα, τὸ βάφτισα μὲ λάδι ἀπ’ τὴν καντήλα. Ὕστερα ἀπόμεινε στὰ χέρια μου. Δὲν ἤτανε τὸ ἔρμο,
38 σκέψη αὐτὴ ἐγέμισε τούς λογισμούς μου ὅλους κα ὶ ὕστερα χάθηκε. Κι ὕστερα, ἀπάνω στό ψηλό της καρυδένιο
39 λίγες μέρες, ὥς μιὰ βδομάδα πάνω κάτω, καὶ ὕστερα χάθηκε. Πέρασε τό καράβι τῆς βδομάδας ἐκείνη τὴν
40 , μόνο ἀκούστηκε μὲς στὴ σιωπὴ τὴ μεγάλη, καὶ ὕστερα πιὰ τίποτα. Ἐγνεφόμαστε ἐμεῖς μὲ νοήματα μὲ τὴ
41 γιαγιά, χωρὶς κανένα μάρτυρα πιά, ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα, ἀπόμενε τὸ σπίτι ὁλάκερο γιά κεῖνες τὶς παράξενε
42 κεῖ καὶ νὰ πάει, εἶπα, ἄς ἀρχίσομε, κι ὕστερα βλέπω. Τὰ φέρνομε ὕστερα γύρα καὶ τ’ ἄλλα

23
43 Κώστα πού ἤτανε πάντοτε ἀρχίζοντας πολὺ δυνατά κι ὕστερα ἀπότομα καταντούσανε τιποτένια, - καί τὸ γραμμόφω
44 πολὺ κοντὸς μοῦ φάνηκε. </p> <p> Ἀποκεῖ κι ὕστερα, ὅποτε ξαναθυμηθῶ ἐκείνη τὴ φυγή, εἶναι πάντα μαζ
45 μᾶς ἐξετάσει ἀμέσως: «γιὰ ποῦ τάχα βιαστικές; κι ὕστερα θὰ πεῖ: - βοήθειά μας, ὡς εἶναι σαββατόβραδο». </
46 μᾶς ἄφησε τήν ὑγειά μας.» Χρόνια ὕστερα, κι ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, πέθανε κεῖνος ἀπὸ μιὰ ἀρρ
47 , ὅλα ἔχουνε πρῶτα μιὰν ἀρχὴ τά πράματα, κι ὕστερα ἔχουνε τά πράματα ἕνα τέλος, - παράξενο σοῦ φαίνε
48 ’ τὴ ρίζα, ὕστερα ἔρχεται τό κοφτό φύλλο, κι ὕστερα πιά τό γεμιστό. Δὲν εἶναι δὰ καὶ νὰ
49 βάλω πρῶτα, μὴν ἀπομένεις μὲς στὴ βρόμα, κι ὕστερα πιάνω τὸ φαΐ». «Ὄχι, ὄχι», λέω, «Καπταγιακουμή, δ
50 μές στ’ ἀμπάρια. </p> <p> Ἀπὸ κεῖ κι ὕστερα, κι ἅμα σαρώθηκεν ὁ τόπος πολὺ παστρικὰ ἀπὸ
51 μέσα στὸ σπίτι τὸ σαράκι. Ἀπὸ κεῖ κι ὕστερα οἱ ἐξαίρετες συνθῆκες στρέφουνται ὅπλο φονικὸ καὶ
52 ἤτανε θλιμμένοι στοῦ χωριοῦ τὸ πανηγύρι, κινοῦσαν ὕστερα ἀπ’ τὸ πανηγύρι ἀγάλια ἀγάλια γιὰ τὰ σπίτια
53 ἔ; Μπορεῖ νὰ ξέρεις τί κάνει ὁ κόσμος; ὕστερα γιατί νὰ τὰ λὲς κι ἀλήθεια ἄν εἶναι...
54 στὴν κάμαρά του ὁ μουσαφίρης μας, ἔ;», λέει ὕστερα ἡ θειὰ Διαλεχτή. «Μωρή, παιδάκι μου, ἴδια δὲν
55 τ’ ἀποφασίσω, καὶ μυρωδιὰ θά χύσω, μοῦ λέει ὕστερα, γιὰ ν’ ἀποκόψω ἀψού! τῆς μέλισσας τὴν ἀνάσα,
56 νο φαινότανε, λένε». </p> <p> «Βλέπεις;» μοῦ λέει ὕστερα, «ἡ σκέψη βγάζει ἀνθρώπους ἄσκημους. Σκάβει ρυτίδ
57 νά μ’ ἀγαπᾶς κι ἐσύ, θέλεις; - Καὶ λοιπὸν ὕστερα;... εὐχαριστῶ πάρα πολύ, γιατί τότε κι ἐσένα εὔκο
58 οντούτσικες κυριοῦλες, καί τό ’κλεινε. Καὶ λοιπὸν ὕστερα δὲν ἔβλεπα πιά τίποτα. Τί γίνηκε ἔλεγα τὸ
59 ες βλέπεις ἤμανα νέα - ἐδῶ ματιές, ἐκεῖ ματιές, - ὕστερα, ἕνας ἕνας... χαθήκασι ὅλοι. Κείνη ἡ Ἀλέκα ἀπόψε
60 λέει, «κυρὰ Δέσποινα, ἕνα ἀπόγεμα βρέθηκα, τὴ μιά ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ πέντε γυναῖκες. Ἐμᾶς δὲ
61 ἀπάνω καὶ στὴν ψηλότερη καμπάνα τοῦ μοναστηριοῦ, ὕστερα στὰ τριαντάφυλλα, ὕστερα πιά σ’ ὅλον τὸν κόσμο.
62 ’ρθεῖ… Λοιπὸν ἐγύριζα κι ἐγὼ στὸ σπίτι μου ὕστερα ἀπ’ τὸ σκολειὸ κι ἀφοῦ δὲν εἶχα μὲ
63 πού τὴν ἀφήνει. - Μαρία λένε τὴ μητέρα μου. Ὕστερα μιὰ ἄλλη εἶπε: - Βλέπετε ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στ
64 φωνάξανε τὴν ἑλικία του, ἐξέσκισα τά μάγουλά μου. Ὕστερα εἶπα: ἄν εἶναι ὁ ὁρισμὸς του τοῦ Χριστοῦ
65 κολάσουνε καί τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴν μπορεῖς ὕστερα πιά, ἀπὸ τὰ χάπια, νὰ μεταλάβεις, γιατί ’ναι
66 δηλαδὴ ἐτοῦτον τὸ χρόνο δὲν μπορεῖ νὰ πάει ὕστερα καὶ στὴν Πλατεία, γιατί πιστεύω ὅτι δὲν θὰ
67 Δημήτρη μου λίγο, ἀκόμα λίγο, σήμερα, - τοῦ ’πα ὕστερα ἀπό χρόοονια μιὰ φορά, - καταλάβα καλά πῶς βγαίνε
68 νὰ τῆς τρίβουν τά μηλίγγια καὶ τὶς παλάμες ὕστερα, κάθε φορά, - κι ἐμεῖς πιὰ ἐπαρακαλούσαμε πότε νὰ
69 τί νά τοὺς χρειάζεται τώρα ἐτοῦτος ὁ παράδεισος ὕστερα ἀπὸ τοὺς τόσους πόνους, καὶ τί θεὸς εἶν’
70 πάτωμα, καί γι’ αὐτὸ δὲν ἄκουσα τὰ παρακάτω. Ὕστερα ἡ μητέρα εἶχε ὅλο πονοκέφαλο, κι ἔβαζε γύρω
71 γγάρια γεμίζανε καὶ δὲν τὰ πρόσεχα, παρουσιαζόταν ὕστερα τά κάστανα νὰ σιγοψήνουνται στίς γωνιὲς τοῦ δρόμο
72 ὸ μεγάλες καὶ μικρὲς οἱ φαντασίες. Κάτι πετούμενα ὕστερα μικρά, φτερωτά, δὲν ἤξερες ἂν εἶναι ζωντανὰ ἢ
73 μάλιστα ἔλεγε πώς ἄν ἔπεφτε κάμποσους μῆνες πιὸ ὕστερα, δὲ θὰ τὸν ἔνοιαζε, ἐπειδή θά τοῦ δίνανε
74 εἶναι ἀκόμα ἕτοιμα τά φουστανάκια σας παιδιά, πιὸ ὕστερα θὰ ἑτοιμαστοῦνε.- Πιὸ ὕστερα; λέει αὐτός, κι ἀρχί
75 της: λέτε νὰ μοῦ τὰ παραβλάψει ὁ πολυαφνίδιος; Ὕστερα λίγο εἶναι κι οἱ καρδιὲς πού λαγαρίσαν; Τό
76 ρίμα! Ἀρχίζοντας, μπορεῖ νὰ τρέξεις κάμποσο πολύ. Ὕστερα λαχανιάζεις. Τότε χρειάζεται τά πόδια νά εἶναι ἔξ
77 ’ ἄλλα χέρια… ποιὸς θὰ σᾶς ἀγαπήσει πιὸ πολύ... - Ὕστερα τό νερό. Δὲν ἤθελε νά τρέξει μπόλικο. Ἀρκετὰ
78 μαζεύουν οἱ ὑπηρέτριες τέτοιον εἶχαν προορισμό, - ὕστερα ἔμαθε ἡ Λίζα χωρὶς κανένα λάθος νὰ λέει
79 σεντόνια. Μιὰ ἀπορία μᾶς ἔμενε ὅμως τὸ πρωί, ὕστερα πάντα ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου τὴν ἐσυλλογιζόμασ
80 ἀραμένο, πρῶτα τό καράβι; καὶ τί θὰ πρωτοκάμει ὕστερα, ἔ; θὰ προλάβει τ’ αὐγὰ νὰ τὰ χτυπήσει
81 ’ ἀρχίσεις πρῶτα ἀπὸ τὰ εὔκολα, ἀπ’ τὴ ρίζα, ὕστερα ἔρχεται τό κοφτό φύλλο, κι ὕστερα πιά τό
82 ἱ ἀνθρῶποι καί τό περιφρονήσουνε, τὸ συμμαζεύουνε ὕστερα οἱ Θεοί...». «Ἔρχομαι ἔρχομαι παιδί μου», ἀπὸ τὴ
83 ας δὲν παραμένουνε ἀνώνυμες, καὶ νὰ τὶς συνεχίσει ὕστερα ἀπὸ μᾶς ὁ... - ἄλλος. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι
84 νὰ τοῦ παίρνει ἐπισκέψεις, καὶ ἡ γυναίκα του, ὕστερα ἀπὸ κάτι μαρτύρια ἀκόμα πιὸ φριχτά, ἀπὸ ἄλλη
85 καμπάνα τοῦ μοναστηριοῦ, ὕστερα στὰ τριαντάφυλλα, ὕστερα πιά σ’ ὅλον τὸν κόσμο. Τὴ δύση δὲν
86 , εἶπα, ἄς ἀρχίσομε, κι ὕστερα βλέπω. Τὰ φέρνομε ὕστερα γύρα καὶ τ’ ἄλλα ἀρχοντικά, ἄλλη φορά. - Ἐζώστηκα
87 τὶς νύχτες σκύβοντας στὸ κρεβάτι μου μὲ φιλεῖ. Ὕστερα μιὰν ἡμέρα τὸ σπίτι εἶχε γεμίσει μέ μαργαρίτες
88 χύτρα καὶ ν’ ἀποξεχαστεῖ. </p> <p> »Ἀγάλια ἀγάλια ὕστερα, καὶ μὲ τὴν ὥρα τὴν κατάλληλη, χυθῆκαν κι
89 ιά, πού τὴ θαυμάσαν ὅλοι. Ἐξετρυπῶσαν ὅμως ἀμέσως ὕστερα κάτι ἐπιδημίες σὰν κρυολογήματα, ἀνεβοκατεβαίναμε
90 φφφάει καλὰ ὁ σωφέρ μου», ἐδιάταζε, - κι ἀμέσως ὕστερα, πάντοτε, ὅταν ἔπαιρνε τέλος κάποτε ἡ συστηματικὴ
91 κι ἦρθε φίλος μέσα, κι ἐγὼ σὲ ἀνάρρωση. Ὕστερα στὸ τραπέζι, μεσημέρι καὶ βράδι, σὰν θά τελειώσει
92 ξαναμπεῖ σ’ αὐτό τό σπίτι. Σπρώχνομε τήν ἀπόξω, ὕστερα καὶ τὴ μέσα πόρτα, εἶναι καὶ οἱ δυό
93 τὴ μικρή... θεσούλα. Τὴ γυναίκα του πρώτη, ἀράδα ὕστερα ἀνάκατα, κορίτσια ἀγόρια, ἕξι παιδιά. - Πέταξε ὅλ
94 ’χομε ἀνωμαλίες; Καὶ πῶς θὰ γίνουν τ’ ἄλλα ὕστερα... - Γιατί ν’ ἀφήκεις νὰ ’ρθει ἐκεῖνος κοντὰ στὸ
95 , καὶ νὰ φιλεῖς πρῶτα τὸν ἕνα, τὸν ἄλλον ὕστερα, νὰ σὲ φιλοῦνε κι ἐκεῖνοι ὁ ἕνας πρῶτα,
96 φιλοῦνε κι ἐκεῖνοι ὁ ἕνας πρῶτα, ὁ ἄλλος ὕστερα, ἔ; φταῖς τάχατες μήπως ἐσὺ ἂν πονεῖ τώρα
97 καληνύχτισε ὁ πατέρας ὥς τὴν πόρτα, κι ἐγύρεψε ὕστερα ὁ πατέρας μου νερὸ καὶ τό ’πιε μονοκόμματα. </
98 ὅπου λέγετε, ὁ Λαπιβουάκ, ὅταν ἐπαραγνωριστήκαμε ὕστερα ἀπὸ τὸ πρῶτο τρίμηνο, - κύριοι Συνάδελφοι, - ἔλεγ
99 ι, ὡραῖα φορέματα, γράμματα ἄς εἶναι δὲν ἐπρόλαβε ὕστερα βέβαια νὰ μάθει, - ὁ ἄντρας της σὰν ἀπολύθηκε
100 υρα τῆς μπροστέλας ἐσκουπίσανε δάκρυα. Κι ἐφύγαμε ὕστερα. Κι ἀπάνω ἀπ’ ὅλο τό χωριὸ ἤτανε καλοκαίρι,
101 <p> Ἀφοῦ λίγο ξεροκοκκίνισε ὅσο τῆς ἐχρειάστηκε, ὕστερα ἐκούνησε τὴν κεφαλὴ περίλυπη καὶ δὲν ἐξαναμίλησε
102 ῖς εἶναι πρόστυχες, - ἔμαθε πρῶτα πολλά, κι ἔγινε ὕστερα ἡ Λίζα ἐπιτέλους πλάσμα τέλειο. </p> <p> «Ὁ
103 . «Τώρα θὰ πιάσω μιὰ καλὴ δουλειά», τῆς ἔγραψε ὕστερα, «θὰ γίνω ὑπάλληλος». «Παιδάκι μου, ἔλα πιά. Τί
104 ἐμπαρκάρισε, κι ἔφυγε. Κι ὁ Μπαρμπαγιάννης ἔλεγε ὕστερα: </p> <p> «Κάλε κερά Φροσύνη, ἤτανε κόρη μου
105 τρομαχτική, καὶ τῆς μικρούλας τότε ἡ φωνὴ ἔτρεμε ὕστερα λίγο ἀκόμα πιὸ πολὺ κάθε φορά, καὶ τὴ
106 », κι ἐμάζεψε τά πράματά της ὅλα, καὶ ἔφυγε. Ὕστερα ἐλυπήθηκε ἐκεῖνος πολύ, ἀλλὰ ἔκανε χρόνια νά τὴ
107 ἐκεῖνο τὸ Ἀλεκάκι τοῦ Σμυρλῆ». </p> <p> Ἐτρώγαμε ὕστερα πιλάφι. Κι ὁ λήσταρχος μέ τά κομμένα δάχτυλα
108 νὰ τὶς χώνει μὲς στὶς πλεξίδες μας. Ἔβαζε ὕστερα τ’ ἀφτί του κι ἄκουγε τὸ ζουζούνισμα πού
109 , ὡς μᾶς βλέπεις, πάντα τὸ ἴδιο μοναχοί. Ἔφερες ὕστερα κάποια νέα θλιβερά, καὶ πού δὲν ἐγνωρίζαμε. Πάει

24
110 πρίν... δὲν τὸ γνωρίζουνε μήτε κι οἱ ἴδιες. Ὕστερα… </p> <p> »Κάλλιο, Θανάση, λέω, καλὸ κακὸ καὶ
111 ἐξαναμπῆκε νά τά χωρίζει στὴ μέση, κι ὅλοι ὕστερα ὅλη μέρα γελοῦσαν, κι ἐμένα μοῦ ’παν ὅτι
112 ντυχέματα - ἡ γιεδικιά σου στράτα πλακώνεται ὅμως ὕστερα, κοπέλα μου... μόνου πῶς παρατᾶ ξοπίσω της τὸν

Πολὺ/Πολύ

1 του; Εἶδες πόσα κύματα γύρω τριγύρω;». </ p> <p> Πολὺ ἀπορήσανε ὅλοι στὸ σπίτι. Καὶ τρομάξαμε. </p> <p>
2 τῆς τό πεῖς, πώς δὲν ἐπῆγα ἀξεμολόγητος. Εἶναι πολύ θεοφοβούμενη, κι αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ κείνη πολύ
3 οιμασμένη τώρα τὴ Διοχάντη γιὰ τὴν ξενιτιά. Εἶναι πολὺ καλὸ λέει τὸ σπίτι. Μᾶς τὸ συστήσανε. Τὸ
4 ἕξι παιδιά! τὸν ἐλυπήθηκα ἀπόψε. </p> <p> Εἶναι πολύ ἄσκημο πράμα βέβαια νὰ κρυφακοῦς πίσω ἀπ’ τὶς
5 ν ἀητό, - τούς κουβεντιάζω, καὶ ἡσυχάζουνε. Εἶναι πολὺ παράξενο τό μουρμούρισμα πού κάνουνε τὰ περιστέρι
6 . Τί ὡραία πού ἤτανε ἡ μανούλα μου! Εἶχε πολὺ μακριὰ δάχτυλα καὶ πάντοτε φοροῦσε γαλάζιες πέτρε
7 > Τὸ Λενάκι ἐγύρισε στὸ σπίτι. Εἶναι τὸ Λενάκι πολὺ ὑπάκουο. Καὶ πομονετικό. Τώρα συντροφιάζει τὴ Γιά
8 ύγει». «Καὶ θὰ ’λεγε κανεὶς» - ὁ κύριος Νικίας - «πολὺ ὑγιεινό τό μέρος σας. Συνθῆκαι ἐξαίρετοι καὶ πρωτ
9 όμα μυστικὸ ἡ κυρία Κατερίνα μοῦ κρυφολέει: «Πολὺ πολὺ εὐχαρίστως κι ὅ,τι ἄλλο θελήσει, παιδάκι μου,
10 καὶ πού κανείς, κανεὶς δὲν τὴ γνωρίζει... Πολὺ πολὺ εὐχαρίστως, ἂν ἤθελε ὁ πατέρας νὰ μοῦ τὴν
11 ω. Ὅλο τριγύρω ἐγύριζε, ρωτώντας ἐκπληκτικά. Τόσο πολὺ προσεχτικιὰ καί διακριτικὴ νὰ εἶναι δέν ὠφελοῦσε.
12 κες, ἀλλόκοτες, τσακίσματα ἄγνωστου χοροῦ, βήματα πολύ μπερδεμένα, - «τῆς Λίζας τὰ φορέματα κοντὰ μωρὲ π
13 του πού ἤτανε λέει πατωμένο, κι ἐδιάταξε βιολιά. Πολὺ λέει ἐγλεντήσανε κείνη τὴ μέρα. Ἐμένα πιάστηκε ἡ
14 ». </p> <p> «Εἶναι κι ἡ κατοικιά μας βλέπεις πολὺ μοναχή. Σά μοῦ τὴν προίκιζεν ἡ μάνα μου, -
15 ἡ μάνα μου. - Ἐσὺ τὸ ’χεις παρμένο βλέπω πολύ τὸ πράμα ἐλαφριά… Καί τί λογιῶ γελοῖο βλέπεις,
16 αν κοντὰ κοντά, τὴν ἔλεγε Μαγιούκα, καὶ γελοῦσαν, πολὺ κοντά… γελούσανε, τῆς ἔλεγε: - Μαγιούκα, πόσα χρή
17 αρρεῖς, καὶ παραμερίζουνε, ἐτρύπωσα κι ἐγώ, γιατί πολύ φοβοῦμαι τά δαγκώματα, πίσω ἀπό ’να βάτο ἀρκετὰ
18 ὁ Ζακικιάν τῆς δίνει ἕνα σωρὸ λεφτά, γιατί πολὺ τ’ ἀρέσει τὸ σῶμα της. Ἐσὺ ὅμως μιὰ
19 ’δωκα ν’ ἀγοράσει καραμέλες, γιὰ τὴ νύχτα, γιατί πολύ τῆς ἄρεσαν, μέντες ἰδίως, κι ἔτσι ὥσπου νά
20 νεῦρα καὶ τ’ ἀφτιά μας. Ὄχι καὶ γιὰ πολύ, ἡ Ζωὴ πάλι ἐφούντωνε, γέλια, φωνές, καμώματα, ὅ,
21 ξέρει γιατί, εἶπε ὁ πατέρας: «Τό λογαριάζω γιὰ πολὺ σίγουρο πώς τὴν ἐρχόμενη βδομάδα ἔρχεται ὁ κύριος
22 ἡ πολυποδαρούσα ἀπὸ τὴ μιά, βιαστική καὶ γλήγορη πολὺ καὶ μὲ πιεριέργειες, καὶ ὁ Θανάσης ἀπὸ τὴν
23 - εἶναι καὶ πού κανείς, κανεὶς δὲν τὴ γνωρίζει... Πολὺ πολὺ εὐχαρίστως, ἂν ἤθελε ὁ πατέρας νὰ μοῦ
24 τὸ χέρι του στὴ ράχη, πίσω, στὶς γυναῖκες πολὺ χαμηλά, σέρνοντας ἐπιδέξια τά δάχτυλά του πολὺ χα
25 στραβὰ ἐπάτησε, - τ’ ἀκοῦς, Ἑλένη; Θὰ λείψω γώ πολύ. Θὰ λείψω μπορεῖ χρόνια. Σύμφωνα μὲ τὶς ἀγορές.
26 ψωμί στά παπάκια μὲς στὸ νερό. Μὲ δέντρα πολὺ ψηλὰ καὶ θά κρεμότανε βιβλία ἀπ’ τά κλαδιὰ
27 υρομάνικος, καὶ τὰ τσακώνομε. Ἔχουν κάτι δαγκάνες πολὺ φοβερές, θέλει μεγάλη λέει προσοχή, καὶ νὰ τὰ
28 ελα, ἤτανε τόσο μεγάλη ἡσυχία μέσα στὸ δωμάτιο! - πολὺ ὡραῖα κι ὀδυνηρά φτερὰ μαζὶ ἐφορέσαμε κι ἐφύγαμε…
29 ριές, κι ἀμέσως λογαριάζονταν μέσα τό χρῆμα, εἴτε πολὺ ἢ λιγότερο π’ ἀφῆναν οἱ μεσόκοποι, εὐχαριστώντας
30 νὰ σ’ ἀρωτήσω νὰ μοῦ πεῖς ἂν εἶμαι πολύ ὡραῖος». </p> <p> Ὅλα κεῖνα τὰ σκεπασμένα πράματα
31 ὅλα. Μεγάλη ἀστυφιλία παρατηρεῖται, κι αὐτὸ εἶναι πολύ...». </p> <p> «Νικολάκη, βλέπεις; ἀστυφιλία, ἐγὼ
32 ἔγραφε: </p> <p> «Φέτος ὁ χειμώνας ἐδῶ εἶναι πολὺ πρώιμος. Δὲν ξέρω ἂν θά προλάβει νὰ ξετρυπώσει
33 ἀπ’ τὸ μικρό της τὸ χεράκι πού εἶναι πολὺ μικρό, γιατί ἔχει τὸ φῶς λιγοστέψει τώρα πού
34 ὁ ἀγέρας, καὶ τὰ πνεμόνια χρειάζουνται νὰ εἶναι πολὺ γερὰ γιὰ νὰ ρουφοῦν. Μᾶς ἐσυντρόφιασες ὅμως ἀπόψε
35 πάρομε βελονάκι τριάμισι νούμερο γιὰ νὰ μὴν εἶναι πολὺ ψιλό, γιὰ τὴν ἀρχή. Ἀπὸ Δευτέρα πρέπει νά
36 κι τῶν ἀσημικῶ, τὸ... - Εὔκολα τά νομίζετε; εἶναι πολύ λεπτά ζητήματα». </p> <p> Γιὰ νά παραμερίσει τόσε
37 θὰ σηκωθῶ». </p> <p> Μὰ τὸ Λενάκι εἶναι πολὺ καλὸ κορίτσι, κι ἐκεῖνο πού τῆς λένε, κι
38 λοιπόν;» σοῦ ’λεγε, «τί λὲς κι ἐσύ, εἶναι πολὺ μεγάλο κράτος λές ἡ Ἀγγλία;». Γύρω γύρω. Ὅλο
39 νὰ τά βάλετε; Κανείς. Καὶ ὅμως... ἔλεγα, εἶναι πολὺ ὡραία λουλουδάκια κόκκινα, καὶ πορτοκαλί. </p> <p
40 . Κι ὁ λήσταρχος μέ τά κομμένα δάχτυλα εἶναι πολὺ ἀστεῖος τρώγοντας πιλάφι. Μὲ ἔννοιες, μὲ σκιαξίμα
41 > <p> «Κι ἡ κατοικιά σου, ἐσένα, δὲν εἶναι πολὺ φραχτή. Ὄμορφη κατοικιά τὴν ἔχεις, δὲν ἐστενοχωρέ
42 πατέρας λέει: «Ἀλήθεια. Ἐκεῖνοι οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν πολὺ σίγουρο κριτήριο στὸ διάλεγμα τῆς τοποθεσίας. Πῆρ
43 ρίφημη. Δὲν φεύγεις δυσαρεστημένος. Ἂν δὲν εὑρέθη πολὺ σημαντικὴ ἡ κόρη, ἀγόρασες βραχιόλια. Κι ἐμεῖς τά
44 υνάντησα πάνω στὰ φρουτόδεντρα. Δὲ στάθηκε εὔκολη πολὺ ἡ ἀπόφασή τους γιὰ νὰ ριζώσουν. Βρέθηκα στήν
45 > »Ἐδῶ ἐκεῖ, μὲς στά βουνά, τὸ πράμα ζόρικο πολὺ δὲν εἶναι. Τὰ μαθαίνεις καὶ σὲ μαθαίνουνε. Σὲ
46 . «Κρρρίμα! Ἀρχίζοντας, μπορεῖ νὰ τρέξεις κάμποσο πολύ. Ὕστερα λαχανιάζεις. Τότε χρειάζεται τά πόδια νά
47 στὸ μεγάλο σκοτάδι κι ἐφώναζε ἕνα σύνθημα κάπως πολὺ σοβαρό, ἐσυμμάζευε τὴν ποδιά της ἡ γιαγιά, τὸ
48 μεγάλα ἀφτιὰ καὶ συνάχι πάντοτε - ὄχι, ἔχει κάτι πολὺ ὡραῖα ἄλογα κόκκινα καί... Τὸ βράδι ἐκεῖνο, ἡ
49 ... - Ἔχω βέβαια κάτι, τοῦ ’πα κι ἐγώ, καί πολὺ μάλιστα, καὶ μόνο πού δὲν εἶναι κρίμας γιὰ
50 ρέχαμε, ἐπηδήσαμε ἐκείνη τήν ἡμέρα πολὺ ψηλά, καί πολὺ ἐχαρήκαμε ὅλα τά πράματα, - βλέπεις χωνεύαμε μὲ ε
51 σου τὴν ἄλλη γενεά. Κι ἕνα πρωὶ καλοκαιριοῦ πολὺ καυτό, ὅπως ἐκεῖνες νὰ μπορεῖς μέ εὐκολία νὰ
52 τοῦ Γιάννη οἱ βολβοί, ὥστε πιὰ τὸ κατάλαβα πολὺ καλὰ ἐκεῖνο πού ὑποψιάστηκα πάντα... Μεγάλη θλίψη
53 ρόλαβε καθόλου βέβαια, - τώρα, εἶναι οἰκονόμα καὶ πολὺ καθαρή, καὶ τώρα μαζὶ καὶ τά τρία πού
54 ουν. Ξεπέσαν τά φτερὰ τῆς βελαδίτσας ταπεινά, καὶ πολὺ χαμηλά τώρα ἐτοποθετηθῆκαν, ἐσούρωσε ὁ γιατρός τό
55 λη μέρα ὅμως ἀρρώστησα. Ἕνα γιατρουδάκι κοντὸ καὶ πολὺ σβέλτο ἦρθε κι ἔπιασε τό σφυγμό μου. « Ἑλονοσία»,
56 πράματα ὅλα, δὲν τὰ κατάλαβε ἡ Λένη καὶ πολὺ καλὰ ὅσα τῆς ἔλεγε ὁ Θανάσης, «ἔλα γιὰ
57 πολύ θεοφοβούμενη, κι αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ κείνη πολύ ἐνδιαφέρον». </p> <p> Ὁ Ἀλέξαντρος ἄλλαξε τὴν καρ
58 να ἀκόμα μυστικὸ ἡ κυρία Κατερίνα μοῦ κρυφολέει: « Πολὺ πολὺ εὐχαρίστως κι ὅ,τι ἄλλο θελήσει, παιδάκι
59 νομίζω. Ἀπὸ κεῖ μέσα τώρα, ἀπὸ τὸν κόσμο, πολὺ συχνὰ σήκωνε κι ἔβγαζε τὸ κεφαλάκι του σά
60 ορμὶ της καί ἐχαιρέτησε, - κυρίες μου καὶ κύριοι, πολὺ σᾶς φχαριστοῦμε. - Τὸ ’δε πού τὸ ’κανε μιὰ
61 θὰ ’χω τὴν καινούρια μου μαμά. Ἤτανε λέγανε πολὺ ὡραία. Ὅμως, δίχως κανένα μάτι γαλανὸ στὸ πρόσωπό

25
62 ά ἀπὸ σεντούκια, ἀπὸ συρτάρια, γραμματισμένη λέει πολύ, καί κυνηγώντας δύσκολες εὐκαιρίες πίσω ἀπ’ τὴ μι
63 ἡ μητέρα, ὁ πατέρας ἐξέρασε, ὅλοι ὅλοι λέει πολὺ ἐγλεντήσανε, μέθυσεν ὁ Θανάσης κι ἤσκουζε: - πράμ
64 χώρια οἱ πιὸ μικρὲς οἱ ἀλογάριαστες. Ὥστε λοιπὸν πολὺ ὡραῖο, πολὺ ὡραῖο, μὲ τέτοια χάλια, τοῦ σαλονιοῦ
65 μ’ ἀραδιάζει τώρα ὅσα γνωρίζει αὐτὲς τὶς μέρες, πολὺ ἀστεῖα. </p> <p> «Ἡ Κοντιλία ἐφόρεσε γυαλιά! Ἒ,
66 ὸς τὴν Ἰσμήνη, ἀπ’ τὸ προσκέφαλο μεριά, μαλάχτηκε πολὺ ἀπὸ αἷμα. Στὰ φρύδια της χοντρὲς χοντρὲς οἱ
67 σου!...». Κουκουλωμένη ἡ κεφαλὴ της μαῦρο μαντίλι πολὺ κρουστό, - μάνα του εἶναι σίγουρα, - «καὶ καλὴ στ
68 εἶναι μῆλο θὰ ἀνθίσει, ἔχετε ὑπομονή», λέει μιά πολὺ γριὰ γυναίκα, τρεμουλιάζοντας ρυθμικά. </p> <p> «
69 παράτησε λέει ὁ πατέρας μου, γιατί ἐβρῆκε μιά πολὺ ὄμορφη Ἀρμένισσα στὸ Κάιρο, κι εἴχανε κι ἕνα
70 ια ἐτοῦτα εἶναι ξεριζωμένα ἀπὸ ’να σπιτάκι μικρό, πολὺ παλαιό, ὅπ’ ἔστεκε στὴ θέση τώρα τοῦ μεγάλου.
71 …». </p> <p> Ἔφτασε στὸ χωριὸ ἕνα μεσημέρι μιὰ πολύ ὄμορφη κοπέλα. Κάθησε λίγες μέρες, ὥς μιὰ βδομάδα
72 τικὸν κλάδον εἶχα εἰσέλθει. Λείπει κάποτε ἐδῶ μιὰ πολὺ πρόσφατος ἔνεσις, μίαν γενικὴν ἀνάλυσιν πῶς νὰ τή
73 μου», μοῦ λέει, «δὲν ἤτανε ἡ πληγὴ μου». Πολὺ ξαφνικά. Γλήγορα. Δὲν ἐπρόλαβα νά θυμώσω, οὔτε κα
74 ίχτης ὅπ’ ἐροβόλησε, δὲν ἔχομε!», ἀκούω δίπλα μου πολὺ σιγά. Οἱ δυσκολίες ὅμως τοῦ πατέρα στὴ φωνὴ
75 ανε τέτοια ὥρα «ἰδιαίτερο»; καμιὰ ριζοσουπίτσα μὲ πολὺ πολὺ λεμονάκι; μαλαχτικιὰ εἶναι... </p> <p> «Τὸ δ
76 - εἶσαι φαγωμένη; - μόνο κάθε φορά τῆς ἔλεγε, μὲ πολὺ λίγο ἐρωτηματικό. Καὶ ἡ Ἀλέκα ποιὸς ξέρει γιατί,
77 ὅτι τὰ φορέματα ὅλα τῆς μικρῆς εἶναι νομίζω πολὺ κοντά... θά ’πρεπε λίγο νὰ μακρύνουν τὰ φορέματα,
78 τὸ χαρτὶ καὶ χάνεται. </p> <p> Ἐγὼ ντροπιάστηκα πολύ. Ὁ εὐλογημένος ὁ πατέρας, τί πράματα πού κάνει...
79 ζουνε τά λυχνάρια, ὅπου ἐσκιαχτήκαμε καὶ τὴ νύχτα πολύ, καὶ γιατί εἶναι φονιάς. </p> <p> « Ἐπείνασα», εἶ
80 της μάτια ἀπό πάνω μου, πού ἤτανε πάντα πολὺ ὑγρὰ κι ἑτοιμασμένα πάντα νά βασιλέψουν καὶ γύρω
81 ὶ τότε στόν καθρέφτη δίπλα, ἐγὼ ντροπιάστηκα πάρα πολύ, καὶ γι’ αὐτὸ μέχρι ἀκόμα ἀργὰ τὴ νύχτα
82 , καί φαίνεται ἀπ’ τὴ δουλειά θὰ ’ταν πάρα πολύ κουρασμένη, γιατί ἦταν ἄσπρη σὰ χαρτί. - Καὶ τό
83 . </p> <p> Μιὰ μέρα λέει πού ἄργησε πάρα πολύ, τῆς εἶπε ὁ Νίκος: «Μαρίτσα, θέλεις νὰ βγεῖς
84 ὅμως ἡ τριανταφυλλίτσα ἡ μαγιάτικια ἐπρόκοψε πάρα πολύ, δὲν εἶχε τίποτα, τώρα ἐξεπέταξε ἀγκάθια καὶ φύλλ
85 του στολὴ ὁ Ἀλέξαντρος τώρα, ἀπὸ μακριά, πάρα πολὺ κοντὸς μοῦ φάνηκε. </p> <p> Ἀποκεῖ κι ὕστερα,
86 δὲν ἔκανε νὰ τὰ βάλω. Τότε προσπάθησα πάρα πολὺ θυμοῦμαι νὰ τοὺς ἐξηγήσω ὅτι ἐμένα μ’ ἀρέσανε
87 Λίζας τὰ φορέματα κοντὰ μωρὲ παιδάκι μου πάρα πολύ! καί νὰ βγαίνει ἔξω τό εὐλογημένο σὲ τέτοιο
88 ἱστορία, ὅπου τῆς Λίζας τῆς ἄρεσε λέει πάρα πολύ, πάρα πολύ. Πρώτη φορὰ στὴ ζωή της. Καί
89 άντα ἕνα κουδούνι νὰ χτυπᾶ, κι ἐδυσκολεύτηκα πάρα πολὺ νά συνηθίσω, νὰ μήν πετιέμαι ὁλόρθη κάθε φορά
90 ύ, θέλεις; - Καὶ λοιπὸν ὕστερα;... εὐχαριστῶ πάρα πολύ, γιατί τότε κι ἐσένα εὔκολα θὰ σ’ ἐμπάτσιζα,
91 ! - Τὴ μοναξιὰ τὴ μεγάλη τή νιώθεις ἐπίσης πάρα πολὺ καλά, τῆς λέω, τὴ αὐγή. </p> <p> «Γιατί
92 τῆς Λίζας τῆς ἄρεσε λέει πάρα πολύ, πάρα πολύ. Πρώτη φορὰ στὴ ζωή της. Καί τό βράδι
93 γιὰ τὸ μάθημά μας σήμερα, ἐγὼ ἐλυπήθηκα πάρα πολύ. Ἐμάζευα ἀργὰ ἀργά, ἕνα πρὸς ἕνα, τά πράματά
94 τὴν πονεμένη της ρίζα, - ὄχι ὄχι, εὐχαριστεῖ πάρα πολύ, ὅμως ἂν καὶ φαίνεται θαυμάσιο δὲ θὰ πάρει,
95 ἦταν ἀκόμα ἀνάγκη, καὶ στὴν Ἰσμήνη φαίνεται πάρα πολὺ δὲν ἄρεσε, κι ἀμέσως ἐξανάπεσε στὸ μαξιλάρι καὶ
96 τολισμένου κρεβατιοῦ... Κι ἐμένα μὲ μαλώσανε πάρα πολὺ θυμοῦμαι ἐκείνη τὴ ἡμέρα, γιατί ’ταν λέει λινά,
97 τὰ κάμεις, τί νά λές; Μ’ ἐτρόμαξε πάρα πολὺ κι ἐκείνη ἡ θειὰ Διαλεχτή. «Ποπὸ καημένη», μ’
98 ὁ δρόμος ὁ μακρύς, καὶ σκάλες μοῦ ’πανε πολὺ ψηλὲς λέει ἔχει τό σπίτι της... - ὀχὸχ τὰ
99 νὰ πῶ, ἄν δὲν ἦταν πιὰ τώρα παρὰ πολὺ ἀργὰ γιὰ μᾶς, νὰ προσπαθούσαμε μιὰ κάποιαν ἄλλη
100 πράσινο. Ἄρεσε σ’ ὅλους μας τὸ πράσινο πιό πολύ. Ἐγὼ δὲν ἀγαποῦσα τὴ φούντα. Τὰ ξεπερνοῦσα καὶ
101 λιγοστέψει τώρα πού ἡ μέρα σώνεται, γυαλίζει πιὸ πολὺ τό δαχτυλίδι, χοντρὴ χοντρὴ ὁλοκαίνουρια, ἡ μαλαμ
102 τὸ ἴδιο κάνει, γιατί μᾶς φιλεῖ τώρα πιὸ πολὺ ἀπὸ πρίν, χώνει τὰ χέρια της μὲς στὰ
103 καὶ λέει: - γιὰ σᾶς, γι’ ἀγάπη σας - πιὸ πολὺ ἀπὸ πρίν. </p> <p> »Πάλι ὅμως συλλογιόμουνα: τὴ
104 σ’ ἄλλα χέρια… ποιὸς θὰ σᾶς ἀγαπήσει πιὸ πολύ... - Ὕστερα τό νερό. Δὲν ἤθελε νά τρέξει μπόλικο.
105 τότε ἡ φωνὴ ἔτρεμε ὕστερα λίγο ἀκόμα πιὸ πολὺ κάθε φορά, καὶ τὴ Ζωὴ νὰ τὴν ξαπλώνουν
106 Λενάκι τὸν κόμπο ἀπ’ τὸ λαιμό. - Ἐσένα πιὸ πολὺ σ’ ἀγαπῶ». «Ἀλήθεια;» λέει τὸ Λενάκι, «ἐφτάσαμε κ
107 πάντοτε μὲς στὴ μυρωδάτη τσάντα της ἔβλεπα πλῆθος πολὺ ἀπὸ κεῖνα τὰ γυαλιστερὰ πραματάκια, ἐνῶ στὸ γλιτσ
108 ὁ τόπος, καὶ γίναμε χαρούμενοι. Ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ μιλούσαμε ἀρκετά, καὶ προχωρούσαμε. Ἡ μέρα τόσο ὡ
109 οῦ κάνεις μιά δουλειά;». Μὲ πλησιάζει ἄξαφνα πολύ πολὺ καὶ λέει μέ τόση ἴσα ἴσα φωνή, ὅση
110 νὰ τό ταΐσω, τὸ εἶχα μάθει ἀπό πολύ πολύ μωρό νὰ κάθεται ἀπάνω στὸ σκαμνάκι μονάχο του,
111 δώκει ἐλπίδες, μήτε ἐκεῖνες ἔστω ἀκόμα τὶς πολύ πολύ μακρινές. Ἔκρυβε κομμάτια τυριὰ μεσακεῖ, κι ἀδικα
112 γιὰ νὰ μπεῖ, - κι ἀπὸ κεῖ τὸ πολὺ πολύ μᾶς καταδέχουνται οἱ γουροῦνες. Θυμᾶσαι μάνα, σπρ
113 προικιό. «Πές του το, παιδί μου, ὅτι πολὺ πολὺ εὐχαρίστως, καὶ προπαντὸς ὅπου ἀγαπᾶτε τὸ Λενάκι
114 θέλω νά μέ θυμᾶσαι - νὰ μοῦ φιλήσεις πολὺ πολὺ τὶς κοῦκλες σου καὶ τὸ Ἀζοράκι – πεζῆ θὰ
115 έτοια ὥρα «ἰδιαίτερο»; καμιὰ ριζοσουπίτσα μὲ πολὺ πολὺ λεμονάκι; μαλαχτικιὰ εἶναι... </p> <p> «Τὸ δίχως
116 τὴν Ἰσμήνη, τέλος πάντων. «Ἰσμήνη τραγουδεῖς πολὺ πολὺ ὡραῖα», τῆς εἶπα. Δὲν ἤξερα τί ἄλλο νὰ
117 μ’ αὐτὴ τὴ Γιαννούλα. </p> <p> «Σὲ πονεῖ πολύ, Γιάννα, ἡ κοιλιά σου;». «Ὄχι, ὄχι, δὲν ἔχω
118 . Ἐγὼ πάλι καὶ τότε ὡστόσο δὲν ἐκατάλαβα ποτὲ πολὺ καλά, γιατί νὰ πρέπει δίχως ἄλλο νὰ μὲ
119 , δὲν ἐπρόλαβε ὁ Ἠλίας μου, γιατί ἄραξε πρωὶ πολύ τό καράβι πού τονε πῆρε. Ἀπὸ τότες καὶ
120 Δειπνήσαμε μὲ χόρτα, κι ἐσηκωθήκαμε τ’ ἄλλο πρωὶ πολὺ νωρίς, ἐπειδὴ φεύγει πιά ὁ κύριος Νικίας. </p> <
121 αγεμίζοντάς το ξένες ρυτίδες! - Ἀγαπητή μου, πόσο πολὺ δὲν ἀμφιβάλλω θά σοῦ στοίχισεν ἐκείνη ἡ διάφανη
122 κανεὶς θὰ τὸ ’λεγε, τοῦ σάρακα ὁ ρυθμός». «Πολὺ ὡραῖο, πολύ ὡραῖο», ὁ κύριος Νικίας ἀκόμα τὸ ’
123 τόσο ἁπλό, σά ν’ ἀπαντήσεις στὴ μέση, σέ πολύ πλατιά λεωφόρο, ἕνα γάτο. Ποῦ καὶ ποῦ μόνο
124 καράβια ξεκινημένα. «Ἐπερπατήσαμε», λέει, «σήμερα πολύ. Κι ὅσο γιά τὴ βοήθειά σας, ξέρω μέσα
125 ς νὰ σοῦ πῶ... - ἕνα σύστημα. Δουλεύουν, σίγουρες πολὺ ἀπὸ πρὶν πώς δε σκορπιέται ἀνώφελη ἡ δουλειά
126 ἵματα πιὰ ξερά. Τό σκότος τώρα ἐκατέβαινε σίγουρο πολύ ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ νοτιᾶ. Ἡ Φαλνταΐνα ὅμοιος
127 ρώπινες ἐκδηλώσεις, κουρέλια ἀδιάκοπα σκαλίζοντας πολὺ παλαιά ἀπὸ σεντούκια, ἀπὸ συρτάρια, γραμματισμένη
128 πήγαινες λιγάκι ἐξοχή, θὰ σοῦ ’κανε τό-σο πολύ καλό!» καὶ μέ τὸν ἴδιο τρόπο ἀκριβῶς, ὅταν

26
129 ; καὶ τί θὰ κάμω τό...» Κι ἐγὼ στενοχωρέθηκα πολύ, γιατί μόλο πού γύρεψα νὰ προλάβω τὴν κουταμάρα
130 νας συντήρησης. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνονταν ἴσως στὶς πολὺ πρωτινές τοῦ κόσμου κοινωνίες. Δὲ θά μποροῦσα ἐγὼ
131 σοῦ κάμει, ἐσάλεψεν ὁ νοῦς του μὲς στὸν πολὺ τὸν κόσμο μέσα ὄξω, πρώτη φορὰ πού τὰ ’
132 βᾶσαι, - ἀπό τά εὔκολα. Ἂν καὶ τώρα συνηθίζουνται πολὺ κι οἱ νταντέλες, βέβαια εἶναι κι αὐτό, πρέπει
133 μέσα μέσα, τὸ πράσινο, κι ὅλοι ἐμεῖς, συχνὰ πολὺ μεθούσαμε ἀπ’ τὴν κουβέντα, τὴ φωνή του, σὰν
134 ῖες ἔχουνε φτερά οἱ γυναῖκες. Τά τραῖνα σφυρίζουν πολὺ δυνατὰ καὶ σέρνουν ἀπὸ πίσω…». </p> <p> « Ἔλα
135 νά ’τανε παρών, μήτε νὰ σταυροκοπηθεῖ… Τὴ σύχυσε πολὺ κι ἐκείνη ἡ ἀδερφή της, τὸ μικρό τό
136 ες πολὺ χαμηλά, σέρνοντας ἐπιδέξια τά δάχτυλά του πολὺ χαμηλά, κοντούτσικες μικρὲς ἀναπνοὲς λαθραῖες, πυ
137 τό μαντίλι της τὸ μεταξωτό, γνώρισμα σίγουρο τοῦ πολύ περασμένου καιροῦ της, καὶ θυμοῦμαι τά χέρια της
138 γιαγιά,- τὸ μάτι της ξελιγωνότανε θολό σὰν τοῦ πολὺ νεογέννητου μωροῦ, ἀκατανόητο, σὲ ἀπέραντη συγκίν
139 ἐγὼ τὴν Ἰσμήνη, τέλος πάντων. «Ἰσμήνη τραγουδεῖς πολὺ πολὺ ὡραῖα», τῆς εἶπα. Δὲν ἤξερα τί ἄλλο
140 ιαφανεῖς πολυέλαιοι, καὶ τὰ συμβούλια... «Νὰ τρῶς πολύ», μοῦ ’λεγε ἐκεῖνος, «γιατί ’σαι ἀδύνατη». Καὶ στ
141 ράμι, ἀρχίζουνε σιγὰ σιγὰ καὶ δὲν τρέμουνε τόοοσο πολύ ὅσο στὴν ἀρχή. Δὲ λέω βέβαια, πάντα ἀπομένουν
142 κεῖ κι ὕστερα, κι ἅμα σαρώθηκεν ὁ τόπος πολὺ παστρικὰ ἀπὸ τὰ τελευταῖα ἐκεῖνα παιδιά, τρεῖς γυ
143 βαστοῦσαν γιὰ πολὺν καιρὸ ἕνα πράμα βαρύ, τόσο πολύ μουδιασμένα. Μπελαλίδικο σκέδιο ἐτοῦτος ὁ κανβάς.
144 Βέβαια τιμωρίες, οὐού! τρώγαμε ἐξαιτίας της, τόσο πολὺ ὅμως δὲ μᾶς ἔνοιαζε, γιατί ὡστόσο κάναμε καί
145 ώρα ἐφτάσαμε σ’ ἕνα μέρος, ἀφοῦ ἐπερπατήσαμε τόσο πολύ, ὅπου δὲν ἀπομένει ἄλλο νὰ μᾶς συγκινήσει, παρά
146 . Καὶ ὅταν μοῦ τὸ ἔδειξαν αἰφνιδίως, ἦταν τόσο πολὺ μαῦρο καὶ μαλλιαρό, πού ἐλιγοθύμησα. Εἶπαν ὅτι ἐκ
147 ἡ ἐγγονή μου, καὶ μὲ φουστάνια μάλιστα τόσο πολύ κοντά!», κουβαλώντας καμώματα τῆς φαντασίας τῆς γ
148 νὰ μὴν ἀνεβαίνω συχνὰ στὸ χτῆμα, ἐκεῖ τόσο πολὺ πού μὲ χρειάζουνται... Ὅσο κι ἄν τά ’χει
149 τό σκεφτόμουνα, καὶ μ’ ἔσφιγγε ὁ λαιμὸς τόσο πολὺ δυνατά, νὰ μὲ πνίξει. Τί καὶ τί θὰ ’
150 λα καὶ πάντοτε φοροῦσε γαλάζιες πέτρες. Ἦταν τόσο πολὺ γαλάζιες οἱ πέτρες ἐκεῖνες, ὅπως τὰ μάτια της,
151 . Ἡ Ἰσμήνη ἐτραγούδησε μὲ μιὰ βαθιὰ φωνή, τόσο πολὺ βαθιά, πού τὴ θαυμάσαν ὅλοι. Ἐξετρυπῶσαν ὅμως ἀμέ
152 ς μικρὸ βηματάκι, εἶχε κάτι γαντάκια σφιχτά, τόσο πολὺ σφιχτὰ πού ἀκόμα πιὸ λιανά τῆς ἔφτιαχναν τά
153 σειρά σου. Ἔχε ὑπομονή, - κι ἐγὼ μπορεῖ τόσο πολύ το πράμα ἐκεῖνο νὰ μὴν τ’ ἀργοπορήσω... </p> <
154 μᾶς τὸ ’λεγες ἀπ’ τὴν ἀρχή τουλάχιστο... -τόσο πολὺ τὸν ἀγαπᾶς λοιπόν, κεῖνον τὸν καπετάνιο;». </p> <
155 αὔριο τὸν παπά». </p> <p> «Σήμερα καὶ τόσο πολὺ δὲν ἐγέλασα», λέει τό Λενάκι. «Μήτε κι ἐσύ.
156 νὰ χαρῶ. Σὰ νὰ μὴν εἶπε τίποτα τόσο πολὺ τρομαχτικό, ὁ Ἀλέξαντρος ξακολουθοῦσε: «Ἐσακατεύτ
157 , ὡς νὰ ’ταν πρόσωπα ξεσιτεμένα ἀπὸ τριχιά, τόσο πολὺ καθάρια ὅταν καρφώνεις τὰ μάτια σου τὸ βράδι
158 νὰ δώκει ἐλπίδες, μήτε ἐκεῖνες ἔστω ἀκόμα τὶς πολύ πολύ μακρινές. Ἔκρυβε κομμάτια τυριὰ μεσακεῖ, κι
159 χρυσάφι, ἀπὸ τὸ λάδι μπορεῖ, ἢ μὲ τὸ πολὺ λιοπύρι. - Τόσο ἡ λευκὴ σάρκα. Παυσίλυπος, ἔμπορο
160 εὐκολίες γιὰ νὰ μπεῖ, - κι ἀπὸ κεῖ τὸ πολὺ πολύ μᾶς καταδέχουνται οἱ γουροῦνες. Θυμᾶσαι μάνα
161 δὲν ἀπομένει ἄλλο νὰ μᾶς συγκινήσει, παρά τὸ πολὺ λίγο πράμα. Ἕνα βρόμικο ροῦχο ἁπλωμένο, τό γκρεμι
162 . Κάνε νὰ πᾶμε, γιατί δὲν ἔχομε δὰ τὸν πολὺ καιρό... Γιατ’ ἔρχεται ὁ Θανάσης. </p> <p> »Ἄλλο
163 μαγέρευα, ἐμπάλωνα... Ὥσπου μιά μέρα λέει ἀπ’ τὸν πολύ πολὺν καιρό, ἦρθεν καὶ ἀλησμόνησεν τὴ γλώσσα του.
164 χωρὶς κανένα θόρυβο τά μάτια της, μοῦ φάνηκε πολὺ ὡραία. </p> <p> «Μπροστά μας ξεδιπλώνανε χωράφια.
165 ες, καὶ μιὰ ἐπιδεξιότατη, πρόσωπο στήθια φεγγάρι, πολὺ ἐνταραβέριζε τὴ λέξη λιουμπλιού, τῆς ἔλειπε ἀκόμα
166 ἐκείνη τὴ φυγή, εἶναι πάντα μαζὶ ἕνας φεγγίτης πολὺ λίγο ἀρκετὸς μιᾶς μικρῆς ἐρημοκλησιᾶς, ἀντίκρυ στ
167 ἀπόγεμα θέλω νά μέ θυμᾶσαι - νὰ μοῦ φιλήσεις πολὺ πολὺ τὶς κοῦκλες σου καὶ τὸ Ἀζοράκι – πεζῆ
168 , κι οἱ δυὸ μαζὶ γελοῦνε σὰ νά φχαριστηθήκανε πολύ, ἀντίκρυ καὶ γελοῦνε, καὶ - Καληνύχτα, καλή σας ν
169 πού τοῦ ’χα κάμει τώρα, ἐκουβαλοῦσε τό φῶς πολὺ δυνατὸ μέσα στὸ σκοτεινὸ σαλόνι, καὶ γιὰ νὰ
170 μεγάλα τῆς κόρης της, - ἔ, βέβαια ὅτι χαίρεται πολύ... - στό κρεβάτι της γύρω, τὴν ὥρα πού μαζεύουντα
171 δώκανε καὶ τὸ μεγάλο τό κορίτσι, μὲ χρώματα πολὺ τριανταφυλλιά στὸ πρόσωπο, κι ἐτότε μόνο ἐστράγγι
172 ἐκεῖνος ὁ καθηγητὴς ὁ νέος πού κουβάλησα χτές. - Πολὺ ἀπορῶ, γιατρέ, τοῦ λέω, μέσα σὲ τέτοια εὐτυχία,
173 ι, κι ἐσκύψαν οἱ γραμματισμένοι ἐτότες τοῦ χωριοῦ πολὺ χαμηλὰ γιὰ νὰ τὰ ξεδιαλύσουνε κεῖνα τά γραμμένα.
174 νουνται στὰ μάγουλά της σὰν πολυποδαροῦσες ψόφιες πολὺ λεπτές, καὶ τὴν Παρασκευὴ μόνο λιγάκι τώρα ἐζωηρε
175 τοκαλιές. </p> <p> Ὁ κύριος Σίμος ὡστόσο ἀγαποῦσε πολὺ τὴ γιαγιά. «Ἔλα, πὲς μου τὰ μυστικά σου»,
176 , τὰ κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ, κι οἱ ἰδέες ἀκόμα, πολὺ σίγουρα διαγράφουνε τοῦ χρόνου τά γυρίσματα, κα ὶ
177 της φουστάνι πάντοτε σχεδόν θαλασσὶ ἀνεκατεύονταν πολὺ μὲ ὕποπτες προθυμίες, καὶ πότε ἡ Ρίτα ἔβγαινε,
178 ατερίνα, «ἄδικα σοῦ λέω ψάχτεις μέσα στ’ ἀνοιχτό, πολὺ καλὰ θυμοῦμαι. Ἀπ’ τὸ ζωνάρι τῆς μπροστέλας μου
179 τὴ μέρα τὸ βουνό. Ἡ ζωὴ τότε ἀποκόβεται πολὺ αἰφνίδια κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ προσμένοντας τῆς ἄλλ
180 , στὶς ἑπτὰ κάθε μέρα, ἑξήμισι... Ἤτανε σ’ ἀπορία πολὺ μεγάλη ὅλοι οἱ νοικάρηδες τῆς κυρά Δέσποινας, για
181 ἔπρεπε νὰ τό ταΐσω, τὸ εἶχα μάθει ἀπό πολύ πολύ μωρό νὰ κάθεται ἀπάνω στὸ σκαμνάκι μονάχο
182 της, κι οἱ ζητιάνοι, κάτω στὴν πόρτα ἀράδα, - πολὺ ἄσκημα τά κατάφερα νὰ μὴν προλάβω νὰ τὴν
183 , λένε, πές κι ἐκεῖνο τὸ ἄλλο πού ἀρέσει πολύ στὴν ἀρρεβωνιαστικιά μου, τὸ τελευταῖο τῆς μόδας
184 γιατρέψει, καὶ τὴ μεγάλη του στολή. Τ’ ἀρέσουνε πολύ τά περιστέρια, θὰ κατεβάσει ὁ πατέρας ἀπ’ τὸ
185 ; δὲ θὰ μποροῦσα λίγο λίγο νὰ τ’ ἀραιώσω... πολὺ πράγμα, βρέ ἀδερφέ μου, μέσα δῶ! καταντᾶ πιὰ
186 στά χέρια τοῦ Κώστα πού ἤτανε πάντοτε ἀρχίζοντας πολὺ δυνατά κι ὕστερα ἀπότομα καταντούσανε τιποτένια,
187 αὶ «μοῦ κάνεις μιά δουλειά;». Μὲ πλησιάζει ἄξαφνα πολύ πολὺ καὶ λέει μέ τόση ἴσα ἴσα φωνή,
188 ἐτρῶγαν ἔξω, πάντα σχεδὸν μὲ λάδι, τῆς ἄρεσε πολύ τό λαδερό, καὶ ταχτικά, ἀπὸ κάτω, στὶς ἑφτάμισι
189 γιατί λέει τότε ἐκεῖνοι θ’ ἀπαντοῦσαν: «Ἀλήθεια; Πολὺ ἀστεῖο. Καὶ τί περίεργο! δὲν ἔτυχε νά τό
190 ισημότητα. Λέει ὁ πατέρας: «Μιὰ μικρή, Ἀριστείδη, πολὺ μικρὴ θεσούλα. Καταλαβαίνεις, ἴσα ἴσα Ἀριστείδη ν
191 καλύτερή μου φίλη, μοῦ ’λεγε. Ὅμως κι ἐγὼ πολὺ τὴν ἀγαποῦσα, κι ἔτσι μιὰ μέρα πού τὴ
192 ... Τάχατες, δὲν εἶμαι κι ἐγώ, ὅσο κι ἐκεῖνα, πολὺ δυστυχισμένη... Ὅ,τι δὲν εἶχα, ἐκεῖνο πάντα ἤθελα
193 ματά της ὅλα, καὶ ἔφυγε. Ὕστερα ἐλυπήθηκε ἐκεῖνος πολύ, ἀλλὰ ἔκανε χρόνια νά τὴ δεῖ. Καί ὕστερα
194 βράδι ἔβγαινε πάντα ἔξω, καὶ τὸ πρωὶ ἐκοιμότανε πολύ. Ἀπὸ τὸ νούμερο 2 ἡ κυρία, μὲ κάποια φουντωμένη
195 αἵματα. Κάποτε κάποιοι ἄλλοι θὰ γέλασαν μ’ ἐμένα, πολὺ δυνατά. Κι ὅμως, ὡραῖα σήμερα περάσαμε, ἂν ἀφαιρέ

27
196 ὅτι τὴ μοναξιὰ τὴ μεγάλη, τὴ νιώθεις ἐπίσης πολὺ καλὰ στὸ τραπέζι. Καὶ γιά τὸ ξυπνητήρι, κι
197 ! ὅλο παιδιά μᾶς ἔλεγε, καὶ ἡ Ἰσμήνη ἐτραγουδοῦσε πολὺ ὡραῖα ἡ Ἰσμήνη, ὅμως μῆηηνες ἔκανε νὰ μοῦ
198 , γιὰ χασεδένια; </p> <p> Κι ἡ Φιλομήλα ἐτρόμαζε πολὺ τὴ νύχτα καὶ λίγο περισσότερο ὡς φαίνεται ἀπό
199 . Εἶχε ὁ καθένας τὸν ἐδικό του πού ἐφύλαγε πολὺ ζηλιάρικα καὶ ποτὲ δὲν ἐδάνειζε στὸν ἄλλο. «Ὁ
200 αὐγινὴ πάχνη. Νὰ δοῦμε. Ἂν πάει καλά, ἔριξα πολὺ σπόρο ἐτούτη τὴ σπορὰ καὶ θὰ μαζέψομε ἀρκετὲς
201 νὰ μιλήσω ἀκόμα, - μόνο θυμοῦμαι ὅτι τὴν ἔσφιξα πολύ... Ἦταν τρελὴ ἡ κοπέλα». </p> <p> Ὁ Ἀλέξαντρος
202 ... ὁ μπαμπὰς εἶπε ἐχτές τό βράδι ὅτι ἔχει πολὺ ὡραῖο σῶμα ἡ μητέρα σου καὶ γι’ αὐτὸ
203 τὰ κάνουνε τὰ ροῦχα τους, ἡ Εὐτυχία ἔχει πολὺ ὡραῖο χνάρι ἀπό τῆς κόρης της, - ἐκείνη μάτια
204 , τὸ μουστάκι του μὲ τὰ δάχτυλα, κι ἔχει πολὺ μεγάλα ἀφτιὰ καὶ συνάχι πάντοτε - ὄχι, ἔχει κάτι
205 > <p> «Ἤμουνα μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἕνα πολὺ καλό παιδί. Μεγάλωνα κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο σὰ
206 εσηκωμένο καπελάκι τριγύρω στὸ κεφάλι της σὰν ἕνα πολὺ ἀστεῖο πουλὶ δεμένο γιὰ νὰ μήν τοῦ ’ρθει
207 πάω τὴν πόρτα μου ν’ ἀνοίξω, κι ἕνα πολὺ παράξενο πράμα μέσα στὴν πόλη νά βρεθεῖ, στὸ
208 ὰν αὐγή, κι ὅσες ἐλαγοκοιμόταν μόνο, ἀκούσανε ἕνα πολὺ παράξενο ρουχαλητὸ κι ἡ κοντινὴ πρὸς τὴν Ἰσμήνη,
209 μικρὴ πορτούλα, καὶ τὴν ἀνοίξαμε κι ἐμπήκαμε, ἕνα πολὺ μικρὸ φῶς ἄναψε ὁ Κώστας, - καὶ μουσική, εἶπε
210 ά δὲν ἐκατάφερε πάλι νὰ καταλάβει: «Ἐδυσκολεύτηκα πολύ», εἶπε λέει ὁ πατέρας, «νὰ μεγαλώσουν τὰ κόκαλά
211 τὸ λέτε κι ἐσεῖς νομίζω;». </p> <p> Ἐμετανόησε πολὺ ἡ θειά Διαλεχτή. - Τί ἤθελε νὰ μιλήσει!... Ἐπήγαι
212 Σμυρλής, «νὰ πέσει ἡ μέρα τόσο γλήγορα. Ἐπάσκισε πολύ τό σκοτάδι νὰ μᾶς προλάβει μὲς στὶς λαγκαδιές.
213 ἀλαφιασμένες τρέχαμε, ἐπηδήσαμε ἐκείνη τήν ἡμέρα πολὺ ψηλά, καί πολὺ ἐχαρήκαμε ὅλα τά πράματα, - βλέπει
214 τρέχαμε, ἐλέγαμε πράματα ὅλο ἀσήμαντα, δέν ἤτανε πολύ χαρούμενος ἀκόμα ὁ Κώστας, κι ἔνιωθα ἐγώ κάτι,
215 εἶχαν περάσει πιὰ πολλὰ χρόνια. Καί μᾶς ἤτανε πολὺ δύσκολο. Ἀλλὰ πάντοτε λογάριασα ὅτι πρὶν τὴ στιγμ
216 δεῖ ἀνθρώπου μάτι». </p> <p> Τό Σαββάτο ἤτανε πολὺ ὄμορφη ἡ Λενιώ. Εἴχανε ψήσει ἀρνιὰ πολλά, μὲ
217 μένα χέρια ἄν τὴν κλοτσοῦσαν. Μάλιστα ἐκείνη ἦταν πολὺ πιὸ γερὴ ἀπό μένα πού τὸ κάθε ποδάρι
218 ποὺ λογάριαζα μαζί του πώς θά ’κανα, ἦταν πολὺ ξανθός, καὶ ἀγαπιούμαστε. Ἐταξίδεψε μιὰ μέρα νὰ φ
219 μιὰ φωνή, - ἡ Ἰσμήνη, πού τραγουδοῦσε κι ἦταν πολὺ χλωμὴ καὶ τὴν ἀγαποῦσα, «τά ’κλεβε», λέει, «τὰ
220 ὁ καιρὸς ἦταν ἄσχημος, ἔλεγα ὅτι θά ἦταν πολὺ καλύτερα νά... τό ἀγαποῦσα. Ἀλλά οὔτε τότε, οὔτε
221 ὴν ἀρχὴ παράξενες δυσκολίες ἀνάμεσά μας. Δὲν ἦταν πολὺ εὔκολο πάντα ν’ ἀκολουθήσεις τὸ Νίκο στὰ αἰφνίδιά
222 δασκάλα νὰ μοιάζει στὴ μανούλα μου. Κι ἦταν πολὺ καλύτερα ἀλήθεια πού δὲν τὸ θυμόμουν, γιατί σίγου
223 μ’ ἐστεῖλαν ἐδῶ. </p> <p> »Κι ὅμως, ἦταν πολὺ ὡραία ἡ ἀγάπη... Μοῦ λέει, σὰν ἐπρωτόρθα, μιὰ
224 φίλη μου ἐλάχιστα. </p> <p> Μὲ καλοδέχτηκαν ὅλοι πολὺ ὅταν πῆγα, καί τό σπίτι ἦταν σημαντικό. Καλὰ
225 χείλια τὶς χαραματιές... - Κυρία μου, εἶστε ὅμως πολὺ σίγουρη; μερικὰ κέρματα εἴπατε; Ἄραγες αὐτὸ νά ζη
226 τ’ ἀκούει ἡ Παναγία. </p> <p> » Ἀργοῦσε ὅμως πολὺ τότε νὰ μᾶς ἀκούσει ἐμᾶς, καὶ δὲν εἴχαμε
227 ισματικὰ τσιμπήματα, δὲν ξέρω, σ’ ἐμᾶς εἶναι ὅμως πολὺ σίγουρο ὅτι ἀπόμεινε μιὰ παραπάνω ἀκόμα λαξευτὴ σ
228 γιὰ προικιό. «Πές του το, παιδί μου, ὅτι πολὺ πολὺ εὐχαρίστως, καὶ προπαντὸς ὅπου ἀγαπᾶτε τὸ Λε
229 ὸ μικρὲς οἱ ἀλογάριαστες. Ὥστε λοιπὸν πολὺ ὡραῖο, πολὺ ὡραῖο, μὲ τέτοια χάλια, τοῦ σαλονιοῦ μας τὸ
230 τὸ ’λεγε, τοῦ σάρακα ὁ ρυθμός». «Πολὺ ὡραῖο, πολύ ὡραῖο», ὁ κύριος Νικίας ἀκόμα τὸ ’βλεπε. </p> <
231 ἀπότομος χωρὶς κανένα σύμπτωμα, ἑλονοσία. Ὠφελεῖ πολὺ ὁ εὐκάλυπτος, τὰ φύλλα του βρασμένα καὶ νά

Λίγο/λιγάκι

1 βιαστική ἡ Λία, λίγο πιό τολμηρὴ ἡ Βία, λίγο πιὸ ἔξυπνη ἡ Ντουντού ἢ πιό κουτή, ὅλο
2 φορώντας τόσες χρυσὲς πανοπλίες! </p> <p> «Γδύσου λιγάκι, ἀγάπη μου», ἐπέμενα, «εἶσαι ὡραῖος, γδύσου, δὲν
3 ἢ στὰ χείλια, λίγο πιὸ βιαστική ἡ Λία, λίγο πιό τολμηρὴ ἡ Βία, λίγο πιὸ ἔξυπνη ἡ
4 μουλάρια. Τώρα κι ἐγὼ ἔβαλα πιὰ γυαλιά. Πιὸ λίγο τώρα μπορεῖ νά ’μαι καταφρονεμένη. Κι ἀπ’ τὴ
5 , κι ὅλος ὁ τόπος, καὶ γίναμε χαρούμενοι. Ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ μιλούσαμε ἀρκετά, καὶ προχωρούσαμε. Ἡ
6 της καὶ τὶς ἐνέσεις πού τῆς ἔκανε. Σὲ λίγο πέθανε κι αὐτή. Εἴπανε ἀπὸ καρκίνο. Πόποπο τότε
7 της. Κι ὅλο δοκίμαζα τὸ παιχνίδι μας. Σὲ λίγο τή μάζεψαν ἀπὸ χάμω ξερή. </p> <p> Εἶχα
8 νὰ ζύγωναν μεσάνυχτα ὅμως, καὶ ἡ Ἀλέκα βάραινε λίγο. Ἀπόψε δὲ μιλοῦσε ἡ κυρία Πηνελόπη. Στετά στετά
9 τὴν Ἰσμήνη, θέλω νά πεῖς: - ναί βέβαια, βήχει λιγάκι κάποτε, ὅμως δὲν εἶναι ἐκεῖνο τόσος λόγος γιὰ
10 Νίκος σὲ χάχανα μέσα καί πλῆθος κουβέντες, γερτὸς λιγάκι ἀπ’ τὴν ἀριστερὴ μεριά, κι ἀνεμίζανε τὰ μαλλιά
11 ἴσως μπορεῖ νὰ μὴ μ’ ἀναγνωρίσει πιά, γιατί λιγάκι… ἐχάλασα, ἐγώ, σὰ νὰ μ’ ἐμπάσανε θαρρῶ ἀπὸ
12 ὀπίσω του βαδίζοντας μιὰ γραμμή. Τὸ ’βλεπες γιὰ λίγο ἀκόμα, κι ὅταν ἐκεῖνο ἐχανότανε. Σὰν τὰ καράβια.
13 τό ’πιε μονοκόμματα. </p> <p> Ἀνοίξανε τότε γιὰ λίγο τά παραθύρια, λίγα ἐδῶ ἐκεῖ γοργὰ τρεχάματα, γέμι
14 ἱ χωροφυλάκοι. Ψήνεις κανένα γίδι, χορταίνεις γιὰ λίγο καιρό, χορταίνουνε κι ἐκεῖνοι, καὶ σ’ ἔχουνε παρα
15 , καὶ τότε μπαίνει μὲς στ’ ἀνήλια ὅσο διαβαίνομε, λίγο φῶς. «Σοῦ φτάνει τόσο μόνο, κυρά Παρασκευή;» τῆς
16 τροπιασμένη νὰ ποῦμε, καθὼς χαμήλωνε ἀπό τό δρόμο λίγο λίγο τό φῶς, - λίγο λίγο, μὲ τρόπο, τήν
17 ιές. «Ἔχεις, Σταμάτα, κάνα τυροβόλι; νὰ πήξω θέλω λίγο γάλα, ἀπόμεινε σήμερα ἀπὸ τὴν ὄρεξη τοῦ παιδιοῦ».
18 ούσανε ξεμυαλισμένα ἀπὸ τὰ χρώματα καὶ θορυβώδικα λίγο, ἀκολουθούσανε ξεγελασμένα γύρω τριγύρω. Ὁ πατέρα
19 ἐκατάπινες καλύτερα μιὰ ζωντανὴ σαβράδα καὶ κάπως λίγο πεινασμένη... </p> <p> Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἢ μπρὸς
20 μου, βάλε ἕνα γιακαδάκι, ἡ πρωτεύουσα θέλει καί λίγο κόκκινο χρῶμα στὸ πρόσωπο γιὰ ζωηράδα, καὶ ν
21 πού μέστωσε ἄξαφνα ὁ ἥλιος, καὶ ὁ καιρός, λίγο, ἐστράφη στὴ βροχή, κι ἐβάλανε κάτι φωνές στριγκλ
22 σ’ ἀπορία. Μουσκέψανε τ’ αὐγὰ μὲς στά καλάθια. Λιγάκι ἐβρόμεσε καί τὸ γράμμα τοῦ Λενακιοῦ. Ἀπὸ τὴ
23 άσει γιὰ τὸ νεραντζάκι. Τώρα γιὰ τὰ καλωσορίσματα λίγο μονάχα ἀψέντι. Ἡ ἄλλη ρωτᾶ ἂν εἶν’ ὄμορφο
24 > Κι ἡ Φιλομήλα ἐτρόμαζε πολὺ τὴ νύχτα καὶ λίγο περισσότερο ὡς φαίνεται ἀπό μᾶς, κι ἀνοῖγαν τά
25 κίτρινη σκόνη, γιατί τὴν τίναζε ἐδῶ καί κεῖ λίγο τό βάρος της, μὲς στῆς Ἰσμήνης τὴν ποδιά,
26 γιαγιὰ μὲ πονοκέφαλο, ζαλάδα πού τῆς φάνηκε λέει λίγο ὑπερβολική, κι ἐκούρνιασε, καὶ τὰ φουστάνια της,
27 ἐγύριζε τὴν ὥρα πού περνούσαμε, τὸ νερὸ λίγο λίγο ἀνεκατεμένο μέ λάσπη ἐπότιζε βραγιές. </p> <p> «Μ
28 . Ψιλὴ βροχή σά ν’ ἄρχισε νὰ πέφτει λίγο λίγο σὲ μέρος ξέσκεπο πού σκορπᾶ τοὺς διαβάτες, μὲ

28
29 μ’ ἐπιμέλεια, ταχτικά, ἡ Λίζα κάθε μέρα λίγο λίγο πιὸ πέρα τὶς τοποθετοῦσε, στ’ ἀφτὶ κοντά, μὲ
30 τά ἔπιπλα... τί δηλαδή; δὲ θὰ μποροῦσα λίγο λίγο νὰ τ’ ἀραιώσω... πολὺ πράγμα, βρέ ἀδερφέ μου,
31 ἀπό τό δρόμο λίγο λίγο τό φῶς, - λίγο λίγο, μὲ τρόπο, τήν ἐζάλιζε ὁ ὕπνος, - ἡ καμαριέρα
32 νὰ ποῦμε, καθὼς χαμήλωνε ἀπό τό δρόμο λίγο λίγο τό φῶς, - λίγο λίγο, μὲ τρόπο, τήν ἐζάλιζε
33 τώρα μ’ ἐπιμέλεια, ταχτικά, ἡ Λίζα κάθε μέρα λίγο λίγο πιὸ πέρα τὶς τοποθετοῦσε, στ’ ἀφτὶ κοντά,
34 δαχτυλιδάκια γιὰ ὑπερηφάνειες μετριότερες, ἡ μέση λίγο πιὸ ψηλά, ἡ μέση λίγο χαμηλότερα, ἡ ἐλιά
35 μετριότερες, ἡ μέση λίγο πιὸ ψηλά, ἡ μέση λίγο χαμηλότερα, ἡ ἐλιά στά δεξιά ἢ στὰ χείλια,
36 α... δὲν τὰ καλοθυμοῦμαι… - Σταμάτησε Δημήτρη μου λίγο, ἀκόμα λίγο, σήμερα, - τοῦ ’πα ὕστερα ἀπό χρόοονι
37 > Καὶ τότε παίρνει ὁ λήσταρχος τὸν πατέρα μου λίγο παράμερα, - τρέμεται ἡ θειὰ Διαλεχτῆ καί γουρλώνε
38 ἀξίας τά ἔπιπλα... τί δηλαδή; δὲ θὰ μποροῦσα λίγο λίγο νὰ τ’ ἀραιώσω... πολὺ πράγμα, βρέ ἀδερφέ
39 νὰ μὲ γνωρίσει καλά, στὰ μάτια μου μπροστὰ λίγο ἀργοπόρησε, βρίσκοντας ἴσως δυσκολίες, ἐκοίταζα ἐ
40 - τὴ μουσαφίρισσα πού μᾶς ἦρθε... – δῶσ’ του μωρὴ λιγάκι γάλα, πού ’χει περισσεμένο ἀπὸ τὴν πίτα… - Κι
41 δὲν καταλαβαίνουν... Ἕνας φίλος μου χημικὸς μόνο, λίγο πλησίασε ν’ ἀνακαλύψει. Εἶναι μὲς στὴ χημεία, λέε
42 προλαβαῖναν νὰ πλυθοῦνε τό πρωί, τὴν Κυριακὴ μόνο λιγάκι. Ἀπ’ τὸν Ὀχτώβρη, καὶ γιατὶ ἔμπαινε λέει φθινόπωρ
43 ροῦσες ψόφιες πολὺ λεπτές, καὶ τὴν Παρασκευὴ μόνο λιγάκι τώρα ἐζωηρεύανε, γιατί δίνουν τραπέζι πάντα τό βρ
44 άντησε, «πῶς». Ἐτσαλακώθηκε τότε τὸ μάτι της μόνο λίγο, πού ἤτανε τόσο ὡραῖο πάντα, καὶ τὸ βάθος
45 μαι πάντα κουρασμένη. </p> <p> Ἐρχότανε κύριοι μὲ λίγο κάποτε τσαλακωμένο παντελόνι τὸ πρωί, καὶ τὸ βράδ
46 ὅσον ἐγύριζε τὴν ὥρα πού περνούσαμε, τὸ νερὸ λίγο λίγο ἀνεκατεμένο μέ λάσπη ἐπότιζε βραγιές. </p> <
47 κι ἐξαναδοκίμασα πάλι. Οἱ ὦμοι της ξανακουνήθηκαν λίγο ἀκόμα πιὸ σιγά, εἶπα - σὰν πού κουνιόταν τὸ
48 δὲν εἶχα σπίτι πουθενά τώρα, ἐπήγαινα, - ξαπλώσου λίγο στὸ κρεβάτι μου, ἡ Λίζα μοῦ ’λεγε στοργικά,
49 τὶς ἀμάθειες. «Σ’ ἀρέσει ἐδῶ»; μοῦ λέει πάλι, λίγο παρακάτω. Κι εἶπα, δὲν ξέρω ἂν μ’ ἀρέσει,
50 κόσμος. Ψιλὴ βροχή σά ν’ ἄρχισε νὰ πέφτει λίγο λίγο σὲ μέρος ξέσκεπο πού σκορπᾶ τοὺς διαβάτες,
51 νοιξης μοῦ ’λεγε: «Θὰ εὐχαριστιόμουνα νὰ πήγαινες λιγάκι ἐξοχή, θὰ σοῦ ’κανε τό-σο πολύ καλό!»
52 ιαγιὰ δὲ θυμότανε τίποτα. Ὁ κύριος Σίμος περίμενε λίγο πάντα, κι ὅταν ἀπελπισμένος πιά, ἀνυπόμονος, ἐστρ
53 ανε ὡστόσο μιά βραδιά! - ἄς σταματήσω περισσότερο λιγάκι ἀπόψε, εἶπα. - Δὲ ντρέπεσαι Λενιώ; εἶπε στὸ γυρισ
54 φαγωμένη; - μόνο κάθε φορά τῆς ἔλεγε, μὲ πολὺ λίγο ἐρωτηματικό. Καὶ ἡ Ἀλέκα ποιὸς ξέρει γιατί, ἴσως
55 τὴ φυγή, εἶναι πάντα μαζὶ ἕνας φεγγίτης πολὺ λίγο ἀρκετὸς μιᾶς μικρῆς ἐρημοκλησιᾶς, ἀντίκρυ στὸ λιμ
56 ἀπομένει ἄλλο νὰ μᾶς συγκινήσει, παρά τὸ πολὺ λίγο πράμα. Ἕνα βρόμικο ροῦχο ἁπλωμένο, τό γκρεμισμένο
57 ζουρλός, κάτι τρυπάρες εἶχε κάνει ἀπὸ πίσω, πού λίγο ἂν ἔσπρωχνες, θὰ χωροῦσε μέσα τό δάχτυλό σου...
58 τῆς μικρῆς εἶναι νομίζω πολὺ κοντά... θά ’πρεπε λίγο νὰ μακρύνουν τὰ φορέματα, δὲν τὸ λέτε κι
59 τὸν Ἀντώνη; ἔχει γραφεῖο δικό του, νὰ σιαχτεῖς λίγο παιδί μου, βάλε ἕνα γιακαδάκι, ἡ πρωτεύουσα θέλει
60 ορα, ποιὸς ξέρει ἄραγε πάλι γιατί, καί σούρνοντας λιγάκι τὴν καρέκλα του καθὼς ἑτοιμάστηκε νὰ βγεῖ ἀπ’
61 ατοπίσματα ἀπάνω στὰ καθίσματα, ἐγὼ στενοχωρέθηκα λίγο, ἀκούμπησε ἐκεῖνος βλέμματα διάφορα γύρω, καί ἐπε
62 τὴ ράχη της καὶ τὰ δυό, σημαῖες στραπατσαρισμένες λιγάκι, γιὰ νὰ ντραπεῖ καὶ νὰ τὸ κόψει. Δὲν
63 ράχη της κάποιας νὰ εἶναι ἐλαττωματική, στρογγυλὴ λίγο πρός τ’ ἀπάνω καὶ πόσος τότε καημός, ἔστω
64 ίχους ἀπάνω καί στὰ σεντόνια, στὰ σκαλοπάτια, στὸ λίγο φῶς πού κάποτε ἄναβε πότε ἔσβηνε, στὴ φυγή,
65 τὸ βάθος του ἀλογάριαστο. </p> <p> Εἶχε σφίξει λιγάκι τὸ κρύο σὰν ἀποφάσισα νά πάω. Ἤξερα τὸ
66 γλήγορα, τί νομίζετε, θὰ δεῖτε κι ἐσεῖς σὲ λίγο πόσο γλήγορα πού περνᾶ... Τότε κι ἐμεῖς κρυβόμαστ
67 πίσω, πά’ στὰ καπούλια του. Ἐξεθαρρεύτηκα ὅμως σὲ λίγο καὶ τὸ κορμί μου ἀκολούθησε τοῦ Κίτσου τὰ
68 , μπρὸς ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Καλὰ καλά τὸν τίναξε, λιγάκι δυσκολία ἐστάθηκε γιατί τῆς ἔσερνε βαρύς ὅλη τὴν
69 ικρὸς ὀστριαγαρμπής. Ἐπῆρε τὴ φωνὴ ἀπ’ τόν τοῖχο, λίγο τὴ χόρεψε στὰ δάχτυλά του, - τὴν ἄκουσε κι
70 ἴμαστε δίπλα δίπλα. Μόνο κάθε δυό βήματα τσακίζει λίγο τὴν κεφαλὴ καὶ μὲ στοχάζεται. «Γιὰ νά σοῦ
71 λιμάνι, κι ἀπ’ τὸ φεγγίτη ἐκεῖνο τὸν τόσο λίγο ἀρκετό, δὲν ἐξεχώριζα πιὰ τὸν Ἀλέξαντρο, ὅλα τά
72 τρόπο. Σαστίζω τώρα νὰ τὸ λὲς γιὰ τόσο λίγο πράμα, καί μὲ εὐκολία τέτοια τὸ βιός σου
73 μοῦ γλιστρᾶ ἂν εἶναι, νὰ χωρίζεται μὲ τόσο λίγο πράμα... - μιά μυρωδιά. Καταλαβαίνεις τὴν ἀπόστασ
74 στόμα, γιατί ποιὸς ἔχει ὄρεξη τώρα, γιὰ τόσο λίγο ἀστεῖο νὰ τιμωρηθεῖ... </p> <p> Ὅλη τὴν ὥρα,
75 καὶ πόσος τότε καημός, ἔστω καὶ για τόσο λίγο, - σήμερα οἱ ὡραιότητες, ἄψογες, εἶναι σίγουρες κ
76 καὶ βγαίνω τώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα, τόσο λίγο διάστημα... - ὀγδόντα ἑφτά». </p> <p> Καὶ ὁ κύριο
77 . Καμιὰ φορά ἐτύχαινε τότε κι ἀπόκανε, καὶ τότε λίγο ἐκόπαζε κι ἔπαιρνε λίγο ἀνάσα, τότε κι ἐμεῖς
78 . Σά θὰ ξανάρθομε, μπορεῖ νὰ γίνει ὡς τότε λιγάκι πιὸ ἀστεία, ἡ Κοντίλω». </p> <p> Σὲ λίγες
79 ἐσυμφωνήσαμε μὲ τὴ Θοδώρα». </p> <p> Ἔβηξε τότε λίγο ἡ Ἰσμήνη κι ὁ τόπος γύρω ἐβούιξε, ὅπως
80 ῆγα μιὰ φορὰ νὰ μ’ ἐξετάσει, ντρεπόμουνα φαίνεται λίγο, - ἀφήσου κόρη μου, ἔλεγε κι ἐκεῖνος, ἀπάνω σε
81 χαμήλωνε ἀπό τό δρόμο λίγο λίγο τό φῶς, - λίγο λίγο, μὲ τρόπο, τήν ἐζάλιζε ὁ ὕπνος, - ἡ
82 χαμηλότερα, ἡ ἐλιά στά δεξιά ἢ στὰ χείλια, λίγο πιὸ βιαστική ἡ Λία, λίγο πιό τολμηρὴ ἡ
83 ίας εἶπε: «Εἶναι ἕνα θαῦμα ἐξαίσιον, - ψηλώνοντας λιγάκι ἀπάνω στὴ φτέρνα του, - τί μαγεία! Το κράτος
84 μά τὴν ἀλήθεια, «παιδιά, δὲ βάζετε ν’ ἀκούσομε λίγο γραμμόφωνο;», ἔλεγε τότε στά παιδιά της, χωρὶς ὑπ
85 πάλι, στὴν πόλη. Μεῖνε μὲ τὴ Σταμάτα ἀκόμα λίγο καὶ μὲ τὰ παιδιά», εἶπε τὸ βράδι ὁ
86 καλοθυμοῦμαι… - Σταμάτησε Δημήτρη μου λίγο, ἀκόμα λίγο, σήμερα, - τοῦ ’πα ὕστερα ἀπό χρόοονια μιὰ φορά,
87 καὶ τὰ βαστοῦσα ὀρθάνοιχτα, γιὰ νὰ βλέπω ἀκόμα, λίγο ἀκόμα, τὸ ἀσημένιο φῶς πού χύνανε τριγύρω γύρω,
88 άλιστα ἐκεῖ τὶς τραγουδίστρες τὶς πληρώνουν ἀκόμα λίγο πιὸ ἀκριβά - πές μας ἀκόμα ἕνα, λένε, πές
89 ρισσότερες φορές, καὶ κάπου κάπου μόνο ἀνήμπορος, λίγο. Ὅμως δὲν εἶναι τώρα ἐτούτη ἡ περίσταση. Τὸ
90 τ’ ἄχερα τῆς στρωμνῆς του, κι ὅπως ἀνεσηκώθηκε λίγο, μιὰ μουχλιασμένη βρόμα μαζὶ μὲ κάτουρο καὶ χῶμα
91 ἔξυπνη ἡ Ντουντού ἢ πιό κουτή, ὅλο ἀπὸ λίγο ὅλα, δημιουργοῦσαν διαφορές, - κι ἐκεῖνες ἀκριβῶς
92 ντα κλειδωμένα ἐκατεβῆκαν τά ποτήρια ἀραχνιασμένα λίγο, μὲ τὸ μακρὺ ποδάρι τὸ μοναδικό, στρώθηκε καὶ
93 μοῦ θυμώνεις, τῆς λέου μιὰ βραδιὰ ὁπού ἀργοπόρησα λιγάκι. - Δὲ θά βγῆκαν ἀκόμα ἀπόψε τοῦ γεφυριοῦ τ’
94 .. γιά κάτι ἀκόμα νά ὑπερηφανευτῶ». </p> <p> Ἀφοῦ λίγο ξεροκοκκίνισε ὅσο τῆς ἐχρειάστηκε, ὕστερα ἐκούνησ
95 κόσμος καὶ τὰ στοιχειά». </p> <p> Ἐνύσταξα ἐγὼ λίγο τότε, καὶ ὁ πατέρας λέει: «Νὰ πᾶς νὰ

29
96 τ’ ἀφήνομε γι’ αὔριο, ἐνῶ θὰ θέλαμε ἐμεῖς λιγάκι ἀκόμα παρακάτω, ὅμως τὸ ἴδιο κάνει, γιατί μᾶς
97 άξεις. - Ἄ ναί, ἔλεγε τότε ὁ Δημητρός, ἐπερπάτησα λίγο. Καὶ μὲ τὰ τρία δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του
98 ίξομε», κι ἐπανάλαβα τὸ παιχνίδι. Ἡ Ἀνέζα ἐτάραξε λίγο τοὺς ὤμους της σά νὰ κρύωνε καὶ πάλι
99 αεννιά μπουμπούκια ὅταν ἀποχαιρέτιζε ὅμως, ἔκλαψε λίγο, ἐπῆρε τά τριανταφυλλιὰ του χρώματα μαζί, ἄλλαξε
100 κι ἀπόκανε, καὶ τότε λίγο ἐκόπαζε κι ἔπαιρνε λίγο ἀνάσα, τότε κι ἐμεῖς ἐξανασαίναμε κι ἐρχόνταν σὲ
101 ύσανε ξεγελασμένα γύρω τριγύρω. Ὁ πατέρας ἔστρεψε λίγο τότε τὴν κεφαλή, καὶ εἶπε: «Τὰ χρώματα κάτω,
102 τώρα καημένε, τοῦ ’λεγα, μὴν κάνεις ἔτσι, ἔχε λιγάκι ὑπομονὴ ὥσπου νὰ βρεῖ δουλειὰ ἡ μανούλα, καὶ
103 ν’ ἀλλάξει τὴν πετσέτα μὲ τὸ οἰνόπνευμα. Ἔτριξε λίγο τό κρεβάτι τῆς Ἀλέκας καθὼς ἡ μητέρα της
104 μυρωδιά τους ὅμως εἶχε πετάξει πιά, κι ἤτανε λίγο ἀργὰ τώρα πιὰ νά... - τὰ κρύβω. </p> <p> »
105 > <p> Στὸ σπίτι ἔφτασα ἕνα Σαββάτο πρωί. Ἤτανε λίγο συννεφιά, κι ὁ πατέρας ἦταν ἀμίλητος. Κατὰ τὸ
106 περνούσαμε, ἔμενε ὅλο λίγη ὑγρασία, ὁ δρόμος ὅλο λίγο μισοσκότεινος, λείπανε στὰ παπούτσια μου τὰ κορδό
107 , καὶ τῆς μικρούλας τότε ἡ φωνὴ ἔτρεμε ὕστερα λίγο ἀκόμα πιὸ πολὺ κάθε φορά, καὶ τὴ Ζωὴ
108 λέτε νὰ μοῦ τὰ παραβλάψει ὁ πολυαφνίδιος; Ὕστερα λίγο εἶναι κι οἱ καρδιὲς πού λαγαρίσαν; Τό πιὸ

Ἀπάνω

1 ογένεια, καί τὸν φέραμε στὴν ἀκρογιαλιά. </p> <p> Ἀπάνω της οἱ πατημασιὲς πλήθαιναν, ἀλλοῦ βαθιές, ἀλλοῦ
2 ς...». Κι ἔτρεχε ὁ Κίτσος, ἀφιονισμένος. </ p> <p> Ἀπάνω στὴ σέλα ὁ πατέρας, χέρια ποδάρια ἐγὼ σφιγγόμουν
3 καί πίνει τώρα, ὡς τὴν αὐγή. </p> <p> Ἀπάνω στὸ χωριὸ ξεχάστηκα κάμποσες μέρες παραπάνω, περι
4 σὰν θὰ γυρίσεις ἀνάμεσά μας...» </p> <p> Αὐτά. Ἀπάνω κάτω τέτοιο ἦταν τὸ γράμμα τοῦ πατέρα μου. </
5 ε μαντρόσκυλα νὰ κουρνιάσουνε στὴν αὐλὴ μας. - Κι ἀπάνω στὴ συζήτηση τότε, ἕνα λόγο κάνει γιὰ ν’
6 οστέλας ἐσκουπίσανε δάκρυα. Κι ἐφύγαμε ὕστερα. Κι ἀπάνω ἀπ’ ὅλο τό χωριὸ ἤτανε καλοκαίρι, εἴχανε θερίσει
7 ρτάρι μας τὰ χάναμε κι ἐπαραφύλαξα καί...». Πέσαν ἀπάνω της οἱ νοσοκόμες, τρεῖς ἤτανε θαρρῶ μαζὶ καὶ
8 σὲ μαλώσει ἡ μητέρα σου». </p> <p> Στ’ ἀπάνω δρόμου τὴ γωνιά εἶναι ἡ καμαρούλα τοῦ Σπιλίγκα.
9 , κι ἀπ’ τὸ θυμό του, ἐκεῖνο τό βράδι, ἀπάνω στὸ κρεβάτι ἀνετινάχτηκε ὀρθός…». </ p> <p> Καὶ τῆ
10 ότερο ποιὸς νὰ ξενύχτησε, ποιὸς ἔπρηξε τὰ δάχτυλα ἀπάνω σέ προσπάθειες, ὅμως, τὴν ὥρα πού ἄνοιξε ἡ
11 χτές, πρωὶ πρωί, ἐβγῆκε ὁ Θανάσης στὸ δῶμα ἀπάνω, στὸ λιακωτὸ ἀντίκρυ τοῦ πελάγους, καὶ - πότε πιὰ
12 Εὐρωπαϊκές, καὶ τὸ Λενάκι εἶχε σκαλώσει στὸ δῶμα ἀπάνω τοῦ σκολειοῦ μαζὶ καὶ μ’ ἄλλες, κι εἴδανε
13 ἔτρεχα γλήγορα γλήγορα νὰ τοὺς διηγηθῶ ὅσα εἶδα ἀπάνω στὸν κόσμο. «Ψεύτικο παιδί», λέγανε, «δὲ βγαίνει
14 ὁ ἴσκιος του ἐτύλιγεν τόν τοῖχο, σὰ θεριό. Ἀπάνω στὸ ραβδί του ἀποραβδίζει, τὰ χέρια ἀνοιχτά, καὶ
15 εἶχα μάθει ἀπό πολύ πολύ μωρό νὰ κάθεται ἀπάνω στὸ σκαμνάκι μονάχο του, καὶ πάλι ἀπὸ νωρὶς
16 τὴν ἀγαπῶ ἴσαμε τὴ ζωή μου. Δὲν κάνω ἀπάνω σέ στεριές μήτε ἕνα φεγγάρι. Ὅμως δὲν εἶναι
17 αινοβγαίνουν ὅλες τὶς ὧρες τῆς μέρας, ἀπάνω κάτω, ἀπάνω κάτω, καὶ τὸ βράδι. </p> <p> Ἕνας ἀξιωματικός
18 μέρα καθόνταν ὁ πατέρας μου κι ἐφύλαγε καρτέρι ἀπάνω σέ δυό πέτρες, ἀντίκρυ στὶς κυψέλες, καὶ τὰ
19 πετάξεις, θὰ τὰ πάρω ἐγώ! Καὶ θὰ κοιμοῦμαι ἀπάνω καὶ μὲ τὰ παιδιά μου, - τιμὴ νὰ κάμομε
20 τὸ φέγγος, σὰν ἕνα χέρι πού θὰ κρεμνοῦσε ἀπάνω στὸ ράφι τὸ πανέρι μὲ τὰ κεράσια, ἴσαμε
21 ε πρωὶ ἀνελλιπῶς, ἀντίκρυ, - πρῶτα στὰ κυπαρίσσια ἀπάνω καὶ στὴν ψηλότερη καμπάνα τοῦ μοναστηριοῦ, ὕστερα
22 ἐμεῖς. - Ὅ,τι μαθαίνετε, παιδιά μου, στὸν κόσμο ἀπάνω πού βαδίζετε, ἔλεγε πάντα ἡ μακαρίτισσα τῆς μάνας
23 ε: «Εἶναι ἕνα θαῦμα ἐξαίσιον, - ψηλώνοντας λιγάκι ἀπάνω στὴ φτέρνα του, - τί μαγεία! Το κράτος ἔπρεπε
24 καθίζει καλὰ τὰ γυαλιὰ στὴ μύτη, σειέται λυγιέται ἀπάνω στὴν καρέκλα της, σηκώνεται μ’ ἐπισημότητα καὶ πά
25 ’χει περισσεμένο ἀπὸ τὴν πίτα… - Κι ἡ μάνα ἀπάνω στὸ κρεβάτι της ξεχνᾶ τὰ κόκαλά της τότε
26 ἡ Ἀλέκα. Ἡ κυρία Πηνελόπη ἐκάρφωνε τὰ μάτια ἀπάνω της καὶ τὴν ἐκοίταζε μὲ τέτοιο τρόπο, σὰ
27 Ἄνθρωποι μπαινοβγαίνουν ὅλες τὶς ὧρες τῆς μέρας, ἀπάνω κάτω, ἀπάνω κάτω, καὶ τὸ βράδι. </p> <p>
28 στὸ κοτέτσι του, γιατ’ ἴσα ἴσα χωρῶ μέσα, ἀπάνω στὰ δικὰ μου μέτρα τὸ λογάριασα, στρίβει ἀποδῶ,
29 ἡ Γιαννούλα! τὶς εἶχε πάρει μιὰ φορὰ μαζὶ ἀπάνω στὴν κορφὴ ἕνας θεῖος πού ’χε ἔρθει ἀπ’
30 . </p> <p> Τότε, γινήκανε κάτι λίγα μετατοπίσματα ἀπάνω στὰ καθίσματα, ἐγὼ στενοχωρέθηκα λίγο, ἀκούμπησε
31 κοριτσάκι, ἔ; τί λέτε; τοῦ Ἀντρέα ἡ μικρούλα, ἀπάνω κάτω θά ’ναι συνομίληκες ἔ; καλὸ δὲν εἶναι
32 πατέρα μας τὴν ἴδια ὥρα, ἐκείνη τὴ νύχτα ἀπάνω στὸ κρεβάτι, ἐφάγαμε κι οἱ τρεῖς μαζὶ τέσσερις
33 - καὶ τὸ στραμπούλισμα θ’ ἀναληφτεῖ στὸν οὐρανό, ἀπάνω ἀπ’ τὸ ποδάρι. </p> <p> « Ἰδιαίτερη προσοχὴ χρειά
34 σκιάζουνται τὰ μικρὰ παιδιά. Γλήγορα πού μὲ πάει ἀπάνω ἀπὸ τὰ μονοπάτια, τί ὡραῖα πού τά περνᾶ!
35 ανε τίποτα, καὶ κάτι στρίποδα ματισμένα νὰ πέφτει ἀπάνω, κι ἕνα καντήλι, μιὰ παλιοστάμνα, καὶ μιὰ γλάστρα
36 , τὸ σκληρό. </p> <p> «Ν’ ἀνέβω στὴν πεζούλα ἀπάνω», λέει ὁ Μπαρμπανικολής, «ὄξω ἀπ’ τόν τοῖχο, στὸ
37 Διαλεχτή. Μιὰν ἄλλη μέρα μόνο μοῦ ’χε πεῖ, ἀπάνω πάλι σὲ κάτι κουβέντες του: «Ἐκεῖνος ὁ πατέρας
38 βγαλε κάτι ξεθωριασμένες τριανταφυλλιὲς πιτσιλιὲς ἀπάνω στὸ χνούδι του, μᾶς κοίταξε χωρὶς νὰ μᾶς
39 βάλω καὶ χρῶμα, μοῦ ’πε, αὔριο τὸ πρωὶ ἀπάνω στὰ λουλούδια μου, δὲν ξέρω ἀκόμα κίτρινο ἢ
40 μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι πού σέρνεται ἀπάνω της τουλάχιστον τόσο ὡραῖα, ὅσο κι ἡ μαθηματικὰ
41 ὅσο κι ἡ μαθηματικὰ τέλεια ἀναλογία της σέρνεται ἀπάνω στὸ χῶμα. Κάποτε πάλι στὸ φεγγάρι κι ὁ
42 … </p> <p> »Σήκω, μπρὲ Κωσταντὴ παιδάκι μου, σήκω ἀπάνω πιὰ πού σὲ χοχλάκισεν ὁ ἥλιος μὲς στὸ
43 ἀγάπη... Ὅταν θέλει νὰ χαδεύεται τὸ κορμί σου ἀπάνω σ’ ἕνα ἄλλο, - αὐτό; εἶναι ἀγάπη; Ὅταν ἔρχεται
44 ἡ λευκὴ σάρκα. Παυσίλυπος, ἔμπορος ἐκ Συρίας, στ’ ἀπάνω μαγαζί, ἔχει λευκότερες. Ναί, ἡ ἀγορὰ ἐδῶ εἶναι
45 δίπλα στὸ παράθυρο ἡ γιαγιά, καθιστή, - ἀπὸ τ’ ἀπάνω πάτωμα, δίπλα, ἀπὸ κάτω, ἀδιάκοποι θόρυβοι καὶ φω
46 του ἐχώριζε στά δυό, τὸ κάτω ἀπὸ τ’ ἀπάνω, σὰ νὰ μποροῦσαν τάχατες νά ὑπάρξουνε μαζί ἡ
47 , ἀμίλητες, κουνοῦσαν ὅλες τό κεφάλι τους πρὸς τ' ἀπάνω - καμιὰ ποτέ δὲ θέλησε νὰ ’ρθεῖ… Λοιπὸν ἐγύριζα
48 ιας νὰ εἶναι ἐλαττωματική, στρογγυλὴ λίγο πρός τ’ ἀπάνω καὶ πόσος τότε καημός, ἔστω καὶ για τόσο
49 ἔχεις, δὲν ἐστενοχωρέθηκα. Καὶ τώρα ὅθε κινῶ τ’ ἀπάνω, τὸν ἀνήφορο καί μήτε θὰ ξανακατέβω, - καὶ τριγυρ
50 τό λέγανε, δὲ μ’ ἄφηνε νὰ πάρω τ’ ἀπάνω μου ἡ κακία. Καὶ λοιπὸν πόση ὄρεξη εἶχα
51 έξετε μὴν παραπέσουνε, κάθε μιᾶς στὸ ντουλάπι της ἀπάνω, θὰ πάρει τὸ δικὸ σου Κατίνα, τὸ νούμερο

30
52 , κι ἔσιαξε πρὸς τά πίσω τά μαλλιά της, ἀπάνω κάτω παίζοντας μὲ μεγάλο ρυθμὸ σὰ ριπίδια μεταξωτ
53 τρόπο π’ ἐτρεμοσβήνανε τὰ μάτια τοῦ ἄντρα της ἀπάνω της... τί, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο; - ὄχι. Τήν
54 ετίσματα, κι ὅλη τὴ φασαρία ἐκείνη, στούς τοίχους ἀπάνω καί στὰ σεντόνια, στὰ σκαλοπάτια, στὸ λίγο φῶς
55 τ’ ἀνασκελωμένα ποδάρια της στὸν ἀντικρινό τοῖχο ἀπάνω, ἢ καὶ μπορεῖ νὰ τρόμαξε γιατί τὸ διώξαμε,
56 μὲ τὸ λάζο. Ἐκεῖνος ἐπαράτησε μυαλά, στόν τοῖχο ἀπάνω τοῦ τὰ πασάλειψα. Τὰ βρῆκαν ὕστερα, θὰ τὸ
57 , κι ὁ τρόμος μας περιορίζεται μὲ τέτοιο τρόπο ἀπάνω στὸ κρεβάτι». </p> <p> «Κάθισε ἀκόμα λίγες μέρες
58 άσιος ὁ κοιλαράς, ἀκούνητος, κανονίζει τὰ τρόφιμα ἀπάνω στὴν πόλη. </p> <p> Ὅμως σαράντα μέρες βαστᾶ
59 τὰ χρόνια». </p> <p> Κι ὅσο κατασκευάζει τόπο ἀπάνω στὴν κασέλα ἡ Σταμάτα καὶ κάθεται, κι ἀπό
60 . Γιατί νὰ κλώθεται ποιὸς ξέρει τόσο βάρος τότε ἀπάνω στὴ γῆ… </p> <p> »Τότε κι ἐγὼ ξέρεις
61 μου τὸ πανεράκι μὲ τὶς βελόνες ἀπὸ τὸ ἀπάνω πάτωμα, καί γι’ αὐτὸ δὲν ἄκουσα τὰ παρακάτω.
62 έμενε δῆθεν νά βγάζει ἤχους μουσικῆς, - σέ χείλια ἀπάνω πού ἀνοιγόκλειναν ὅμοια βαριὰ παραπετάσματα σὰν μ
63 άλισαν παραπάνω τὴν τελευταία φορά ὁπού χωρίσαμε, ἀπάνω στὸ χωριό. Θαρρεῖ κανεὶς πώς εἶναι ὅλο κι
64 ὅλο ἔκλαιγε, ἐκάθιζε κοντά μου δίπλα, στὸ χῶμα ἀπάνω, κι ὅλο ἔκλαιγε, ὅλο ἔκλαιγε, - ἤτανε λὲς κερά
65 ’ ἄκουγα, νὰ πέφτω μὲ λύσσα πιὸ μανιασμένη ἀκόμα ἀπάνω στὴν κούκλα μου, κι ἐσκόρπιζα χάμω τό πίτερο
66 διαφορὰ εἶναι μὲ τὸν ἀγέρα ὅτι χτυπιέται ἀλύπητα ἀπάνω σ’ οὗλες τὶς γωνιὲς - δίχως ἀγέρα ὅμως, σὲ
67 , στὴν πόρτα μας μπροστά, καί ὁ ἁμαξάς ἀνεβάζει ἀπάνω τοῦ Μανόλη τὰ καινούρια. Δὲν ἦταν μάλιστα μόνο
68 αλόνι. Μέσα κεῖ τώρα, μερικοὶ εἶναι ἀπονεκρωμένοι ἀπάνω στὰ μιλήματα, τά μάτια τῆς κυρία Ἀφροδίτης τά ’
69 πιὰ τώρα τὰ στήθια της περήφανα, τ’ ἀπόκαμε ἀπάνω κάτω ὁ παραδαρμός, κι ἀδερφή της, ζέστη πάρα
70 τότε, εἶχε πιά φύγει ὅλος ὁ κόσμος, - ἀφήσου ἀπάνω μου, μοῦ ’λεγε ξέρεις, - γιατί διστάζεις; «Ἐθυμήθ
71 ἴσως μαζὶ καί τά δυὸ νά ’τανε. «Ἀκούμπησε ἀπάνω μου», τῆς λέει. «Κανονικά, ἔπρεπε νὰ σὲ πάρω
72 νάκι εἶναι ἀρρεβωνιασμένη: «Ἡ μικρούλα τοῦ Ἀντρέα ἀπάνω κάτω συνομίληκες, ἔ; καλὸ δὲν εἶναι λέτε νὰ
73 ρα εἶμαι εὐχαριστημένη. </p> <p> Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπάνω στό δικό μου πρόσωπο ἀρχίζανε νά γίνουνται μεγάλε
74 ξαναγυρίζω πάντα... </p> <p> »Ἐνῶ στὸ χτῆμα ἐκεῖ ἀπάνω, πῶς μὲ καρτεροῦνε! Σὰν καβαλάω τὸν Κίτσο τὸ
75 καί, - ἔχει ὡραῖον ἀγέρα ἐκεῖ ἀπάνω. Κι ἐκεῖ ἀπάνω, ποιός ξέρει, μπορεῖ νὰ συναντήσεις καμιά μέρα κι
76 ἴδια τά δέντρα, τὰ κορμιὰ χωρὶς κλωνάρια, ἐκεῖ ἀπάνω νὰ τὰ ’χες ἀραδιάσει. </p> <p> «Ὁ μάστορης
77 ρομάκι τ’ ἀνηφορικό καί, - ἔχει ὡραῖον ἀγέρα ἐκεῖ ἀπάνω. Κι ἐκεῖ ἀπάνω, ποιός ξέρει, μπορεῖ νὰ συναντήσει
78 , ὅπως σὰν ἔμαθα ὅτι ἐπέθανε τὸ καπελάκι ἐκεῖνο ἀπάνω στὴν κυρία του, τὶς νύχτες μόνο πού μ’
79 ίνεται λίγο, - ἀφήσου κόρη μου, ἔλεγε κι ἐκεῖνος, ἀπάνω σε μιά πολυθρόνα ἄσπρη μὲ εἶχε ξαπλώσει, κι
80 μιὰ κακὴ ἐτότες καρδιὰ ἐφάνη κι ἐκοντοζυγιάστηκεν ἀπάνω στὸ χωριό, κι ἐβάρυνεν ἡ γνώμη ἀλλοῦ, κι
81 μὴ φοβᾶται, πότε καὶ πότε ἐτάραζε, δέν ἐμιλοῦσε, ἀπάνω στὸ κρεβάτι της δασκάλες κι ὁ γιατρὸς περάσαν
82 ἀνεμῶνες, γεννοῦσαν δίδυμα οἱ προβατίνες, σ’ ἐμᾶς ἀπάνω ἐξεμύτιζαν τεμπελιές, στὸ σκολειό, παῦαν τὰ μαθήμ
83 ἀρρώστια ἐκείνη τὴ μεγάλη τό συρμό, π’ ἐσύρθηκεν ἀπάνω στά κορμιὰ καί τά ’λιωσεν σάν τ’ ἄλετρο
84 ἁπλὰ πράματα τὸ φέρνει αὐτό. </p> <p> »Ἐδῶ ἀπάνω τὸ βράδι μαζεύεται πιὸ γλήγορα ἀπὸ ἄλλους τόπους.
85 νύχτες, κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ’ ἄστρα... Ἐδῶ ἀπάνω ὅλα τὰ πράματα ξεκαθαρίζουνται μ’ ἕνα σίγουρο τρό
86 νὰ τὰ ξεσκονίζει, κι ἐκεῖνα πῆγαν κι ἤρθανε ἀπάνω κάτω τρεῖς φορὲς σὰ φρεσκοφουσκωμένα τόπια, ὅσο δ
87 τὰ σκουλήκια, τὰ τραγούδια, οἱ μυρωδιές. Ὁ ἥλιος ἀπάνω ἀπ’ ὅλα. Καὶ τὸ φῶς. Ἄ, ἐδῶ πῶς
88 τῆς βουβῆς καὶ τῆς στραβῆς τῆς Φαλνταΐνας ἲσαμ’ ἀπάνω ἤτανε ματωμένα. Αἵματα πιὰ ξερά. Τό σκότος τώρα
89 ού βρίσκουνε τά ποντίνια τοῦ μισοστίβαλου ἴσα ἴσα ἀπάνω στὰ ξεμαθημένα της νύχια! Ἄς εἶναι. </p> <p> «
90 θεόρατες γιὰ νά φτάσεις ἀπὸ τὸ δρόμο ἴσαμ’ ἀπάνω. Ἄνθρωποι μπαινοβγαίνουν ὅλες τὶς ὧρες τῆς μέρας,
91 ότανε κατὰ τὸ σούρουπο βουτημένος στὴ σκόνη ἴσαμ’ ἀπάνω. - Ποποποπό, τοῦ φώναζε ἡ μάνα μου, μωρέ Δημήτρη
92 α ἀλογάριαστα κι ἀκαταμέτρητα ποδάρια, κι ἀπ’ ὅλα ἀπάνω θὰ διαβαίνει ἀδέσποστο, ὁ χάρτινος καλιώρα ἀητός
93 , ἔμπαινε τότε μιὰ λιγοστὴ ἀσπρίλα σ’ ἐκεῖνα ὅλα ἀπάνω, κι ἐμεῖς χαιρόμαστε. Καὶ τὰ σφυρὰ στὰ πόδια
94 λογισμούς μου ὅλους καὶ ὕστερα χάθηκε. Κι ὕστερα, ἀπάνω στό ψηλό της καρυδένιο κρεβάτι ἀνάμεσα στοὺς τόσο

Ὡραῖα

1 κύριο Νικία. Κι ἐγὼ τοὺς ἄφησα. </p> <p> Ὡραῖα πέρασεν ἡ ὥρα μας. Ὁ καημένος ὁ Γιάννης
3 ;». «Νὰ βγαίνετε ἔξω», λέει ὁ πατέρας, «ἔξω εἶναι ὡραῖα». </p> <p> Καὶ πιά, ὅταν τά κολοκυθάκια ἐκείνου
9 ρωτόσκασε, ἄλλαξε ἀπ’ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸν κόσμο. Ὡραῖα δὲν εἶναι ν’ ἀνοίξουνε τὰ παραθύρια; Κι ἡ
10 άκι νὰ βαδίσει... Χαμένο ὁλότελα τὸ μπροβάρισμα! « Ὡραῖα θὰ ξέρω ἐκείνη τὴ νύχτα, στὰ στεφανώματα...». - Μ
12 , ἄ... νὰ τὴν ἄκουγες νὰ λέει τὸ παραμύθι, ὡραῖα πού μᾶς τό ’λεγε, ὅλο κι ἀφήναμε καὶ
13 σμήνη, τέλος πάντων. «Ἰσμήνη τραγουδεῖς πολὺ πολὺ ὡραῖα», τῆς εἶπα. Δὲν ἤξερα τί ἄλλο νὰ τῆς
15 παιδιά μᾶς ἔλεγε, καὶ ἡ Ἰσμήνη ἐτραγουδοῦσε πολὺ ὡραῖα ἡ Ἰσμήνη, ὅμως μῆηηνες ἔκανε νὰ μοῦ δοθεῖ
19 πού μὲ πάει ἀπάνω ἀπὸ τὰ μονοπάτια, τί ὡραῖα πού τά περνᾶ! τὸ βῆμα του τὸ κάνει
20 κοντοστούπα, - ὁ καφὲς τοῦ μακαρίτη σας… ἔ; τί ὡραῖα πού τῆς τά ’πε ἔ; ὁ καφές… </p> <
23 ὸ φεγγάρι πού σέρνεται ἀπάνω της τουλάχιστον τόσο ὡραῖα, ὅσο κι ἡ μαθηματικὰ τέλεια ἀναλογία της σέρνεται
30 θὰ γέλασαν μ’ ἐμένα, πολὺ δυνατά. Κι ὅμως, ὡραῖα σήμερα περάσαμε, ἂν ἀφαιρέσεις τοῦ Λενακιοῦ τὸ πα

Καλὰ/καλά

1 φόρεμα, γιατί εἶπαν οἱ μητέρες τους... </p> <p> «Καλά, καλά». Δὲν τὸ καλέσανε τὸ Λενάκι. Τό Λενάκι
2 ς τὸ κουρκούτι. - Προσκυνῶ, κυρία Ἄννα. </ p> <p> »Καλὰ λέει, βακαλάος μὲ κουρκούτι. Νάν τό εἰπῶ στὴ
3 τὸ κουδούνι τῆς πρωτεύουσας, κάθε πρωί. </p> <p> Καλά, νούμερο 39, καμία μέρα νὰ πάω. </p> <p> Ἀντίκρυ
4 τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, κι ἄνοιγε. </p> <p> «Καλὰ ντέ, μὴ μ’ ἀσκημοβλέπεις πώς φορῶ τά παλιά
5 . Μὴν τὰ λὲς ὅμως σέ κανένα». </p> <p> «Καλὰ ἐπέρασα», τοὺς ἔλεγα κεῖνο τὸ βράδι. «Μόνο πώς...
6 ’χω τὴν κουβέντα μου, - καλά, μοῦ λέει, Διαλεχτή, καλά τό ’καμες καὶ μοῦ τό ’πες, θὰ κάμω
7 , γιατί εἶπαν οἱ μητέρες τους... </p> <p> «Καλά, καλά». Δὲν τὸ καλέσανε τὸ Λενάκι. Τό Λενάκι σηκώνεται

31
8 τό κοπάδι τριγύρω νὰ μοῦ τὸ δείχτει. - Καλὰ καλά, λεβέντη μου, εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπὸ σένα. Μαλτ
9 κουρελά τὸν παρδαλό, μπρὸς ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Καλὰ καλά τὸν τίναξε, λιγάκι δυσκολία ἐστάθηκε γιατί τῆς ἔσ
10 νὰ μᾶς προλάβει μὲς στὶς λαγκαδιές. Εἶδες Λενάκι; καλὰ πού δὲν τὸ πέτυχε, γιατὶ τὸ πόδι σου... –
11 ἔδωκα ἐγὼ τίποτα ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ξέρεις. Μήτε καλά καλά δὲ φέρθηκα μὰ τὴν ἀλήθεια καθὼς πρέπει». </
12 καὶ ἀποχωρίζεται τὸ παιδί…». </p> <p> Νούμερο 39. Καλά. </p> <p> «Ἔβγα κι ἐσὺ κορίτσι μου ἔξω,
13 νίες, «τὴν Τετάρτη, τὴν Πέμπτη, - ὄχι τὴν Πέμπτη, καλά λοιπόν τὸ Σάββατο». Ἐπήγαινε πρῶτος ὁ Κώστας κι
15 εὔκολο νά τὰ ξαναπαντήσω. Δὲν ἐλογάριασα βλέπεις καλά. </p> <p> »Τί λέγαμε λοιπόν γιὰ κεῖνο τό
16 τώρα πώς βρίσκεται στ’ ἄδικα.. Τά κατέχει βλέπεις καλά τά χαρτζιλίκια!». Καὶ πάλι γέλια ὁ Βαγγέλης
18 ὕστερη ὥρα πιά, ἐκεῖνα τά ξεσκίσματα… τά γνωρίζω καλά, - δὲν ἐκατάλαβα ποτέ πῶς γίνεται... - Εἶσαι μιὰ
19 μεγάλη ἐπιμέλεια μὲ ψηλάφισε γιὰ νὰ μὲ γνωρίσει καλά, στὰ μάτια μου μπροστὰ λίγο ἀργοπόρησε, βρίσκοντα
20 ατάδε ἄλλη φορά. Τὰ διάφορα τοῦ τό γοργορουφῆξαν. Καλά τό ἐλάχιστο ὅπου ἐπρόλαβε τὴν κοπέλα του... Τ’
21 μου πιά, - ἔλα... δὲν ἐχάλασε ὁ κόσμος δά, καλὰ ντέ, δὲν πειράζει ἂν πιεῖς ἀπόψε δυὸ κοντηλιές,
22 ὅλο τό κοπάδι τριγύρω νὰ μοῦ τὸ δείχτει. - Καλὰ καλά, λεβέντη μου, εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπὸ σένα.
23 ώβρακο τό ἐγγλέζικο, τὸ θέλει; - πῶς, τὸ θέλει, - καλά, τὸ ρίχτει, - συντροφιάζει λοιπὸν τώρα τὴ Γιάννα,
24 τέλος πάντων μὲ τὴν κουβέντα ἐξέσκασε ἡ θειὰ καλὰ καλά, κι ἐγυρίσαμε πάλι μὲς στὸ σαλόνι. Μέσα
25 ὀλλανδὸ ἀντιπρόσωπο γιὰ νὰ ἐπιτύχω - δὲ θυμοῦμαι καλὰ τί ἤθελε πάντα νὰ ἐπιτύχει ὁ πατέρας στὸ
26 γιὰ τὰ καντήλια δὲν ἀναφέρει τίποτα, τὸ θυμοῦμαι καλά», κόβει ὁ κύρ Ἀντρέας τήν κουβέντα. «Λέει ὅμως,
27 ἔντομα ἡ Κοντιλία ἀπὸ τὰ μάτια της, καθίζει καλὰ τὰ γυαλιὰ στὴ μύτη, σειέται λυγιέται ἀπάνω στὴν
28 ἐγὼ τίποτα ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ξέρεις. Μήτε καλά καλά δὲ φέρθηκα μὰ τὴν ἀλήθεια καθὼς πρέπει». </p> <
29 εἶπε, «τώρα πού φεύγω», - δὲν τὰ κατάλαβε καλὰ καλά. Καὶ κλαίει ἡ Λένη. </p> <p> «Ἑλένη φεύγω»,
30 Πηνελόπη ἡ μητέρα της μέσα στὸ νούμερο 2, καλὰ καλὰ κλεισμένη, μὲ τὰ πλατιά γοφά, δὲν ἤξερες σάν
31 τὰ δεξιὰ ἄλλη πετιέται ὀρθή, καμιά ἀφορμὴ καλὰ καλὰ δίχως νὰ νιώθει κλαίει ἄλλη, ἔρχεται κι ἄλλη
32 ... τί εἶδες γιά νά τὸ πεῖς, μήτε καλὰ καλὰ τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα. Οἱ κοσμογυρισμένοι κι
33 τὸ σκολιανὸ τῆς κεφαλῆς σὲ δυὸ μεριές καλὰ καλά, σήμερα πού τ’ ἀνέμισα, μοῦ τὸ ’χει φαγωμένο
34 πάντων μὲ τὴν κουβέντα ἐξέσκασε ἡ θειὰ καλὰ καλά, κι ἐγυρίσαμε πάλι μὲς στὸ σαλόνι. Μέσα κεῖ
35 σπίτι, κι οὔτε τά τελευταῖα λόγια του καλὰ καλά δὲν ἐκατάφερε πάλι νὰ καταλάβει: «Ἐδυσκολεύτηκα π
36 όφλες στὰ ποδάρια, ἀλαφροπάτητη, δὲν τὴν κατάλαβα καλά: - Γέλα ἐσύ τώρα, γέλα... γοργὸς μαζεύεται ὁ καιρ
37 τῆς εἶπε, «τώρα πού φεύγω», - δὲν τὰ κατάλαβε καλὰ καλά. Καὶ κλαίει ἡ Λένη. </p> <p> «Ἑλένη
38 τοῦ ’πα ὕστερα ἀπό χρόοονια μιὰ φορά, - καταλάβα καλά πῶς βγαίνει… ναί, ἐννιὰ μῆνες, βάρος μεγάλο χαμηλ
39 πάλι; ἀκόμα νὰ τὸ μάθετε ἀπόξω; Τὰ καταλάβαμε καλά, θὰ πάει στὸ ἁγίασμα καὶ δὲ θὰ πάει
40 βέβαια να βγαίνομε φανερά». Καὶ γιὰ νὰ καταλάβω καλά καθώς φαίνεται τὴν ὑπόθεση, εἶχε ἕτοιμο καί παράδ
42 μίζοντας μεμιᾶς στὸ παραθύρι τὰ κεντισμένα, - κα ὶ καλά, ποῦ πάει μέρα μεσημέρι, ἀψηλὰ ὁ ἥλιος, τῆς
43 , κι ἡ συμπεθέρα ἡ Μαριόρα ἤθελε σώνει καὶ καλὰ νὰ ποστηρίξει πώς εἶναι φωλιασμένο ἀγερικὸ μέσα σ
44 , θὰ κάμομ’ ἄλλα, τώρα ἦρθα, σώπα μὴν κλαῖς. - Καλά τό ’καμες κι ἦρθες, μ’ ἀποκρέθηκε, Γιάκουμε, γιατ
45 ε Δευτέρα τὰ πλυμένα του. Καὶ νὰ κλειδομπαρώνεσαι καλά. Νὰ μὴ σ’ τόν πάρουν τά καράβια τὸ
46 νέκαθεν παραπάνω ἡ συνήθεια νὰ τὰ ’χουν κλεισμένα καλὰ γιὰ στολισμὸ στὶς τσάντες, κι ὄχι γιὰ τοὺς
47 . Τὸν κουρελά τὸν παρδαλό, μπρὸς ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Καλὰ καλά τὸν τίναξε, λιγάκι δυσκολία ἐστάθηκε γιατί τ
48 εὐκάλυπτο. - Γιατρέ μου, ἐμέθυσα πιά, μοῦ ’λεγε. Καλὰ ἔκανες, δῶσε καὶ στὸν ἄντρα σου, δῶσε καὶ
49 ἐσύ... τί εἶδες γιά νά τὸ πεῖς, μήτε καλὰ καλὰ τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα. Οἱ κοσμογυρισμένοι
50 μου τὸ σκολιανὸ τῆς κεφαλῆς σὲ δυὸ μεριές καλὰ καλά, σήμερα πού τ’ ἀνέμισα, μοῦ τὸ ’χει
51 τῶ μαλλιῶ της, θυμοῦμαι, γιὰ νὰ τὴ μερώσω. - Καλά τώρα, ἐσύ δὲ φταῖς στὸ τίποτα, ὁ Θεὸς
52 νὰ τὰ στεφανώσει; Κι ὁ ἀδερφὸς σου μονομιᾶς, καλὰ ὅπου ἐπρόλαβε: - Ποιὰ κορίτσια; λέει, - ἐθάρρεψες
53 αν ἀποτελειωμένη ἀκόμα νά ’χω τὴν κουβέντα μου, - καλά, μοῦ λέει, Διαλεχτή, καλά τό ’καμες καὶ μοῦ
54 ἡ Πηνελόπη ἡ μητέρα της μέσα στὸ νούμερο 2, καλὰ καλὰ κλεισμένη, μὲ τὰ πλατιά γοφά, δὲν ἤξερες
55 πάρεις, ποιά κορίτσια; - Ἔ ναί, λέει ὁ ξένος, καλά, ἕνα. Πόσα τοῦ δίνει; - Ποιό θὲς ἀπὸ τὰ
56 τοῦ Σπιλίγκα. Τοῦ παλαβοῦ. Τὸ Λενάκι τὰ ξέρει καλὰ ὅλα τοῦτα τὰ κατατόπια, «καί νά ’σαι νὰ
57 ρδεμένο μπέρδεμα, ἄταχτη ἀταξία! Ὅμως ἐσύ; ξέρεις καλὰ τί εἶν’ αὐτό. Ἐσὺ κι ἐγὼ μαζί τό
58 πιάνει ἡ αὐγινὴ πάχνη. Νὰ δοῦμε. Ἂν πάει καλά, ἔριξα πολὺ σπόρο ἐτούτη τὴ σπορὰ καὶ θὰ
59 στὴν κατοχή μου. Ἔ μωρὲ μάτια μου, πάλι καλά! Εἴκοσι πέντε χρόνια! Τά ’φερε γύρα μιά χαρά!
60 οῦνται. Σὲ κάθε ἕνα ἄντρα μέσα, βρίσκεται πάντοτε καλὰ κουκουλωμένος κι ἕνας ταῦρος. Ἀρκετὰ φοβερός. Ἀρκ
61 Ἀλλὰ ὁ Νικολάκης ἀγαπᾶ ἐξαιρετικά τὴν παλαμίδα. - Καλὰ κι ἀμέσως νὰ τὸν ἔβρομε στὴν πόλη τὸ
62 , δὲν εἶμαι βιαστική, δὲ μὲ μέλει νὰ περιμένω». « Καλὰ κι ἡ βρόμα; δὲ σὲ μέλει μαθὲς ἡ… -
64 τώρα καλὰ κι ἤρθανε νὰ σὲ πάρουν, πλύνε καλά τό στόμα σου». «Καλύτερα ὅπου πέθανε, κι ἄς
65 μοναξιὰ τὴ μεγάλη τή νιώθεις ἐπίσης πάρα πολὺ καλά, τῆς λέω, τὴ αὐγή. </p> <p> «Γιατί δὲν
66 πάλι καὶ τότε ὡστόσο δὲν ἐκατάλαβα ποτὲ πολὺ καλά, γιατί νὰ πρέπει δίχως ἄλλο νὰ μὲ μαλώσουν
67 Γιάννη οἱ βολβοί, ὥστε πιὰ τὸ κατάλαβα πολὺ καλὰ ἐκεῖνο πού ὑποψιάστηκα πάντα... Μεγάλη θλίψη, Ἀρι
68 τὴ μοναξιὰ τὴ μεγάλη, τὴ νιώθεις ἐπίσης πολὺ καλὰ στὸ τραπέζι. Καὶ γιά τὸ ξυπνητήρι, κι ὅλα
69 ὅλα, δὲν τὰ κατάλαβε ἡ Λένη καὶ πολὺ καλὰ ὅσα τῆς ἔλεγε ὁ Θανάσης, «ἔλα γιὰ νὰ
70 , «ἄδικα σοῦ λέω ψάχτεις μέσα στ’ ἀνοιχτό, πολὺ καλὰ θυμοῦμαι. Ἀπ’ τὸ ζωνάρι τῆς μπροστέλας μου πιάσε
71 λάζι καί κεντισμένο γύρω γύρω χάντρες πράσινες. - Καλὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι τριγύρω, στὴ γειτονιά, - ἡ
72 κριβῶς, ὅταν πηγαίναμε περίπατο, καθίζοντας πρῶτα καλὰ κι ἰσορροπώντας τὴν καρέκλα του, στριφογυρίζοντας
73 πηγαίνω, καὶ μόνο μαζί σου δὲ θά ’ρχομαι. Καλὰ πού γλίστρησε κείνη τὴν ὥρα μέσ’ ἀπ’ τά
74 πολὺ ὅταν πῆγα, καί τό σπίτι ἦταν σημαντικό. Καλὰ ἔκανα νὰ φορέσω τό καλό μου φουστάνι τὸ
75 ἀφήσει θέση καὶ γιά τά παιδιά. Ἀλλὰ σκεπάσου καλὰ ἀπόψε, γιατί φυσάει ἀγέρας ἔξω». </p> <p> Ὁ
76 ίχτεις ἀπ’ τὸ κατώφλι, γιὰ στὸ σκουπιδοντενεκέ. - Καλά τά λές, δὲν τὸ στοχάστηκα... – Κι ἐστείλαμε γιὰ
79 ἡ θειά Διαλεχτή, ἔχει σαστίσει ὁ νοῦς της, - καλά, ἐκείνη θὰ τὸ κάμει τὸ νυχτέρι βέβαια, ὥσποτε
80 στό σπίτι, κι οὔτε τά τελευταῖα λόγια του καλὰ καλά δὲν ἐκατάφερε πάλι νὰ καταλάβει: «Ἐδυσκολεύτ

32
82 ; Κάνει γιὰ ν’ ἀρχινήσει κάτι δάκρυα. - Ἔ τώρα καλά, λέου, δέ σοῦ θύμωσα ἐσένα, μήν τό θαρρεῖς -
83 σου... Ἔλα πιὰ τώρα, δὲν μπορῶ, γίνου τώρα καλά! - ἐφώναζε λέει ὁ ἄντρας της στὴν κεφαλή της
84 νοσοκόμα «ἔλα ἔλα», μοῦ ’πε «γλήγορα! εἶσαι τώρα καλὰ κι ἤρθανε νὰ σὲ πάρουν, πλύνε καλά τό
88 τὸ χωριό... - ἐτούτη ἡ στόφα ἡ ὁλόχρυση», φράζει καλὰ τὶς πόρτες γύρω καὶ τὰ παραθύρια ἡ κυρία
89 τας ἄπληστα μάτια τριγύρω, «νά δώσετε νάαα φφφάει καλὰ ὁ σωφέρ μου», ἐδιάταζε, - κι ἀμέσως ὕστερα, πάντο
90 ῖνα, τοῦ πιστρεμοῦ μου;... Ἡ Γιακουμίδενα τὰ ’χει καλὰ λογαριασμένα, τὰ ’χει μολυβωμένα στὰ πίσω ἀπὸ τὸ
91 πατέρας, «οἱ ἄνθρωποι βέβαια ἐδῶ τό ’μαθαν ἀρκετά καλά τό σύστημα νά... ἀφαιροῦν. Σὲ μεγάλη ἀνάγκη, μπορ
92 ὥς τὰ δεξιὰ ἄλλη πετιέται ὀρθή, καμιά ἀφορμὴ καλὰ καλὰ δίχως νὰ νιώθει κλαίει ἄλλη, ἔρχεται κι
93 , κι ἔτσι ὥσπου νά τὶς τέλειωνε, θ’ ἄκουγε καλὰ τὶς κουβέντες ἀπὸ τὸ δίπλα σαλόνι. </p> <p> »
94 ῖνα τὰ ψάρια γλήγορα, γιατί εἶμαι βιαστική». «Ἀά! καλά τό λές. Ἐζάλισά σε, ὡς φαίνεται. Ἔχε τό
95 άδα στὸν πάτο πηχτή, κι ἄλλο τίποτα. Ἀχρηστεμένα, καλὰ λές. Καμιὰ φορά τ’ ἀσπρόρουχα μπορεῖ νὰ ’χανε
96 βέβαια, πῶς καὶ γιὰ νὰ τά μάθομε! ἐκλείσαμε καλὰ τὶς πόρτες, ἀπόψε τέλεια πιὰ ἀπὸ τὸν κόσμο
97 μακριά, τό πράμα εἶχε δυσκολίες, δὲν ἐξεχωρίζαμε καλά τά τετράγωνα, μὰ τί νὰ κάμεις... Τ’ ἀπόγεμα
98 ἀρκετά, τὴν Ἰσμήνη. «Θά γίνεις γλήγορα κι ἐσὺ καλά», τῆς ἔλεγε ἡ νοσοκόμα, «θὰ γίνεις, μὴ φοβᾶσαι».
99 καὶ στὴ φωνή. </p> <p> «Βέβαια, δὲν ἔχομε! καλά τά λέει ὁ πατέρας σου νὰ τόνε ξεγελάσει,
102 νά δώκω, τέτοιος ἂνθρωπος! Δὲν τὸ κατέχω ὅμως καλά τό τί γυρεύει… Ἡ ζήση κατά τίποτα νὰ
104 ; ἀγάπη μεσημέρι βράδι θὰ δίνεις νὰ τρῶνε; Ὅμως καλά τῆς τά ’πε καὶ ὁ δικαστής, μορφωμένος ἄνθρωπος: -

Αἰφνίδια

1 νά ρίξει μιὰ ματιά, - κι ὅτι στὴ Γιάννα αἰφνίδια ἐφάνη πάλι τό βάσανό της, τὸ πράμα κεῖνο
2 φαίνεται, ὅπου αἰφνίδια ἐπιστέψανε, καὶ τὴν αὐγὴ αἰφνίδια μοῦ παραδοθῆκαν! </p> <p> »Κι ὁ τόπος ἀπ’
3 βλέπω χαρούμενη τὴ δασκάλα, καὶ ἡ καρδιὰ μου αἰφνίδια σπαρτάριζε ὅταν ἤξεραν ὅλες τὶς ἀπαντήσεις τους τ
4 υπνητήρια, εἶναι σπουδαία ὑπόθεση, νὰ σὲ ξυπνοῦνε αἰφνίδια, κι ἐσὺ τότε, - μέ περιμένει ὁ κόσμος ἔξω,
5 πολλὲς φορὲς τώρα, μέσα στὴ νύχτα ὁπού ξυπνοῦσα αἰφνίδια καὶ θυμόμουνα τῆς μητέρας μου τὸ γαλανὸ μάτι,
6 ρυ. - Κυρίες μου καὶ κύριοι... «Μὰ παρουσιάστηκεν αἰφνίδια ἡ μητέρα, μὲ τὶς παντόφλες στὰ ποδάρια, ἀλαφροπάτ
7 μέρα τὸ βουνό. Ἡ ζωὴ τότε ἀποκόβεται πολὺ αἰφνίδια κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ προσμένοντας τῆς ἄλλης μέρας
8 ξέρει ποῦ νά τά ’βρε, μὰ ἕνα πρωὶ αἰφνίδια ὁ κόσμος τὴν ἀντίκρισε μὲ γυαλιά. Καὶ τώρα
9 νὰ κουραστοῦμε. </p> <p> Ἀλλά σέ μιά στιγμή, αἰφνίδια, χωρὶς νὰ περιμένομε, «ἐφτάσαμε ἐφτάσαμε», φώναξα
10 στὴ Λίζα. </p> <p> Ἡ Λίζα τώρα τελευταῖα αἰφνίδια μεγάλωσε, καί εἶχε ὑποχρεώσεις. Ὁ κύριος Σίμος ὅτ
11 στρίψει τὸν ἀστράγαλο αἰφνίδια, καμιὰ μικρὴ φωνὴ αἰφνίδια, λίγη πηχτὴ χλιὰ σαπουνάδα, - ὁλημερὶς ἀσάλευτη θ
12 τέρα της εἶν’ ἐπιτήδεια. Θὰ στρίψει τὸν ἀστράγαλο αἰφνίδια, καμιὰ μικρὴ φωνὴ αἰφνίδια, λίγη πηχτὴ χλιὰ σαπου
13 τὴν κόρη μας, ἔ; τὴν ἀποκόβω κι ἐγὼ αἰφνίδια, - ἔ; σπουδαῖο πράμα δηλαδὴ νὰ κάμει ἕναν περίπατ
14 ς πιὰ τότε, ἀνυπόμονος, ὁ κύριος Σίμος ἐπαρατοῦσε αἰφνίδια τή γιαγιά, κι ἐπήγαινε στὴ Λίζα. «Τὰ στρωτὸ
15 ὴ γυναίκα του ὁ κύριος Ἀντρέας ποὺ ἐπαρουσιάστηκε αἰφνίδια κείνη τὴν ὥρα, «τὸ πιάσατε πάλι; ἀκόμα νὰ
16 <p> » Ὥσπου μιὰ νύχτα ἦρθε, καθὼς φαίνεται, ὅπου αἰφνίδια ἐπιστέψανε, καὶ τὴν αὐγὴ αἰφνίδια μοῦ παραδοθῆκαν
17 , κι ἐγοργοπέταξε τό μάτι του ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου αἰφνίδια ὁ ὕπνος ἀποτινάχτη. </p> <p> »Μ’ ἐσκούντηξε ἡ
18 ἐχάσανε. Καὶ γι’ αὐτὸ ξεγελιοῦμαι... Νομίζουν ὅτι αἰφνίδια μεγάλωσες, τὰ μάτια μου… Πάλι σὰν θὰ γυρίσεις

Παράρτημα Β

Κάποτε

1 σ’ ὅλη τὴ σκοτεινίλα τοῦ σπιτιοῦ. </p> <p> Κάποτε μόνο πού ἀνοίγανε ὁλοῦθε τό κλεισμένο σπίτι τους,
2 , νὰ κοιμηθεῖς. </p> <p> Ὅταν συναντοῦσε τὴ Μάρθα κάποτε στὸ τραπέζι, παρακαλοῦσε: </p> <p> «Πές του, παιδ
3 θὰ ξέρω πάντα, καὶ ἂν ἀκόμα θὰ βρεθεῖς κάποτε μακριά, νὰ σὲ ζωγραφίσω». </p> <p> Καὶ τὰ
4 , καὶ τόσο χλωμή, σὰν τὴ μορφὴ πού εἴδαμε κάποτε στὸ βάθος μαύρης νύχτας, μὲ τὸ κερὶ στὸ
5 σᾶς ἀπόψε θὰ κλάψει πικρὰ ἐπειδή δὲν κατάλαβε, κάποτε ὅμως ὅλ’ αὐτά θὰ τὰ βάλουν οἱ ἄνθρωποι
6 , τὸ πῆρε πώς ὁ Γιάννης κοροϊδεύει, καὶ λοιπὸν κάποτε τὸν χτύπησε - τὸ ’χε συνήθεια νὰ χτυπᾶ τὰ
7 ῦχτες φύλλα ξερὰ καὶ γρασίδι πράσινο. Καὶ μάλιστα κάποτε πού, δὲν τὸ ξέρει βέβαια γιὰ σίγουρο κανείς,
8 θοῦσε τώρα πάντα ἕνας σεισμός, καὶ αὐτός ξυπνοῦσε κάποτε μὲς στὴ βαθιὰ φωλιά τους εἴτε καμιὰ μαϊμού,
9 αὐτὸ ἀμέσως τά κουβάλησε τρέχοντας σὲ κάποιον πού κάποτε βάφτισε ὁ πάππους του τὸ μεγάλο του ἀδερφό.
10 χρησιμέψει ἂν δὲν τὸ βάλεις σὲ μιὰ τάξη, κάποτε!». </p> <p> Δίπλα της δὲν ἦταν κανένας, κι
11 > Ἔτσι, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ἡ Ἄννα τέλειωσε κάποτε τὴν ἱστορία της. </p> <p> Τότε ὁ Γιάννης
12 ποτὲ σὲ τίποτα τὴν ἐποχὴ πού ὅλα τοῦτα, κάποτε, θὰ ἦταν ἀλλιώτικα. </p> <p> Ἦρθε στὸν κόσμο
13 τίποτα, δρόμοι στενοὶ πού ἐπαραμέριζες νὰ φτάσεις κάποτε σὲ κάποιο τέλος, νεράιδες καθαρίζανε στὴ βρύση τὸ
14 ΐ τῆς προκοπῆς σήμερα;» ἀπαντοῦσε ἡ Μάρθα, ἄλλαζε κάποτε τὴ μπλούζα της, κι ἐξεκινοῦσε, λὲς σὰν νὰ
15 μάλιστα στενοχωρήθηκε νὰ μὴ θυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι κάποτε πιὸ συχνά τά καλὰ πράματα. </p> <p> Τέλος
16 όμα μὲ τοὺς γονιούς της στὴν ἐπαρχία, ἐπλημμύρισε κάποτε ἡ συνοικία τους, ἐπειδὴ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν
17 δὲν τὰ ξέρετε τέτοια πράματα!». </p> <p> Ἔμπαινε κάποτε μὲς στὸ δωμάτιο ἡ μητέρα τους, καὶ τότε
18 δύσκολο νὰ ζήσεις μαζὶ μὲ τὴ μούχλα, ὅταν κάποτε ἐσυνήθισες τόσο πολύ τό φῶς... Καὶ τὴν ἔπαιρνε
19 αβάνι, στὸν ἐσωτερικὸ τοῖχο τῆς κάμαρας, καὶ ὅταν κάποτε ἦρθε ἕνας καιρὸς πού τὸ ἀγόρι μιὰ φορὰ

Πάντω

33
1 τὸ πῶς θὰ τὰ κάμει...». </p> <p> Τέλος πάντω ὁ Γιώργης καμιὰ φορά ἔφτασε τὴν πόρτα του.
2 ὐτό. Θὰ τὸ νοικιάσομε νὰ πιάσομε καινούριο. Τέλος πάντω, βρὲ ἀδερφέ, νὰ πλυθοῦμε κι ἐμεῖς πιὰ σὰν
3 μὲ δύναμη τὴ μάνα του, ὅπως μπόρεσε τέλος πάντω τὴν ἔσερνε νὰ τὴ βγάλει ἀπ’ τὸ λάκκο,
4 μάνα τοῦ πατέρα τους, ἡ γριά, καὶ τέλος πάντω ἐμαζεύτηκε ὅ,τι πράμα πού ἀνάσαινε μὲς στὸ

Παράρτημα Γ

Σιγά

1 Μακεδονία. Οἱ προδότες ἦταν ἀπό δῶ». </p> <p> «Σιγά!» τοῦ ξαναλέει, «ἡ νύχτα τούτη εἶναι τρομερή». </
2 λεῖ πιό σιγά, γιατί διηγιέται ἱστορίες». </ p> <p> Σιγά σιγά, ἀπ’ τὰ πλάγια, ἡ παρέα τοῦ πατέρα
3 ἶναι!», εἶπε ἐκείνη κι ἐτινάχτηκε ὀρθή. </p> <p> «Σιγά!», εἶπε ἐκεῖνος. «Μὴ φοβᾶσαι! Γιὰ σένα εἶναι, Μαρ
4 , μὲ τοὺς βαθμούχους τῶν Ἔς-Ἔς». </p> <p> «Σιγά!» λέει ἡ Πολυξένη, «θέλεις νὰ μᾶς ἀκούσουνε;». </
5 > <p> Κάποιος ἄνοιξε χαραμάδα τὴ μέσα πόρτα. Εἶπε σιγά: «Κοντεύετε;». Κάποιος τοῦ ’γνεψε κάτι. Τὴν ἔκλει
6 ’ το». Δὲν τό ’πιασε. Μόνο τό κοίταξε. Εἶπε σιγά: «Δὲν μπορῶ, εἶμαι ἀγράμματος». </p> <p> Ὁ ἄλλος
7 συναγωνιστής Θανάσης εἶπε: «Παιδιά, ἡσυχία. Σιγά σιγά. Μὴ βιάζεστε. Θὰ γίνει ἡ διαφώτιση. Δὲν περνᾶ
8 ιό σιγά, γιατί διηγιέται ἱστορίες». </p> <p> Σιγά σιγά, ἀπ’ τὰ πλάγια, ἡ παρέα τοῦ πατέρα ἐμεγάλωνε. </
9 > <p> Σὲ μιά γωνιὰ ἦταν δυό μονάχοι. Σιγά σιγά ἐμιλούσανε. Ὁ ἀποδῶ ἦταν στὰ χρόνια μεγάλος. </p>
10 . Νὰ τὸ θυμοῦνται οἱ ἀπόγονοι». </p> <p> Σιγὰ σιγά, ἀπὸ δίπλα, εἶχαν σιμώσει κι ἄλλοι. Καὶ ἀκούανε.
11 σιδηρόδρομος, ἅμα παίρνει στροφή. </p> <p> «Σούς! σιγά σιγά!» λέει ὁ ἕνας, «μὴν τόνε ξαγρυπνήσομε». </p>
12 ’γνεψε: «Δὲν ἐπῆγα». </p> <p> «Ἐγώ», τῆς λέει σιγά σιγά, «μὲ τὸ πατίνι ἀρχίνησα. Τσούλαγα κι ἐκουβάλ
13 πού χαλοῦν, ξέρεις ὅμως ποιὰ εἶναι;» τῆς λέει σιγά σιγὰ στ’ ἀφτί «εἶναι, Μαργιώ, ἡ Ἑλλάδα!» </p> <
14 στὸ στόμα, νά μὴν ἀκουστεῖ, καὶ τῆς λέει σιγά: «Πῶς σὲ λένε;» </p> <p> «Μπιατριζώ», εἶπε ἐκείνη
15 ». </p> <p> Ἔσκυψε ὁ Ἀλέκος καί μοῦ λέει σιγά: «Δὲν ἔχω ἐγώ νὰ φέρω, δὲν ἔχομε οὔτε
16 . </p> <p> Σὲ μιά γωνιὰ ἦταν δυό μονάχοι. Σιγά σιγά ἐμιλούσανε. Ὁ ἀποδῶ ἦταν στὰ χρόνια μεγάλος.
17 σκοτωμένοι ἀπό τ’ ἀεροπλάνα. Ἑξήντα δυό πεθάνανε σιγά σιγὰ χωρὶς γιατρό. Ἕνας ἀπάνω σε μιά πόρτα.
18 ἡσυχία. Ἡ βορειοανατολική γωνιά σᾶς παρακαλεῖ πιό σιγά, γιατί διηγιέται ἱστορίες». </p> <p> Σιγά σιγά, ἀ
19 εἶναι τρομερή». </p> <p> Τῆς εἶπε ἀκόμα πιὸ σιγά: «Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ρωτᾶ ὁ ἕνας
20 μᾶς ἀκούσουνε;». </p> <p> Τῆς εἶπε τότε πιὸ σιγά: «Ἀπὸ τοῦτο τὸ μέρος βγῆκαν κι ἐκεῖνοι πού
21 ε ἕνα κουβούκλιο. Ἤτανε τὸ κιβούρι. Ἐπήγαινε πολὺ σιγά, ὅπως περπατοῦν οἱ νεκροί. Σίγουρα πῶς τίποτα πιὰ
22 φυλακή θὰ πάω νά πῶ, πατέρα...». Μουρμούρισε πολὺ σιγά κάτι, πού δὲν ἀκούστηκε. </p> <p> Ἐπῆγε χωρὶς
23 ολόι τῆς τσέπης, μονάχο, ἐχτυποῦσε, ἐπήγαινε σιγά σιγά. </p> <p> Πρῶτα ἔγινε μιὰ σιωπὴ μεγάλη, σὰν
24 τὸ ρόλοι εἶχε μείνει, κι ἀκόμα ἐπήγαινε σιγά σιγά. «Χρυσό μου παιδί, τί ὥρα εἶναι;» «Τὸ ἕνα
25 ἀπ’ τὰ κεραμίδια. </p> <p> Τότε ἄρχισαν σιγά σιγά νά περνοῦνε κι οἱ μῆνες. Περνοῦσε ὁ ἕνας,
26 : «Δὲν ἐπῆγα». </p> <p> «Ἐγώ», τῆς λέει σιγά σιγά, «μὲ τὸ πατίνι ἀρχίνησα. Τσούλαγα κι ἐκουβάλαγα σ
27 όδρομος, ἅμα παίρνει στροφή. </p> <p> «Σούς! σιγά σιγά!» λέει ὁ ἕνας, «μὴν τόνε ξαγρυπνήσομε». </p> <p>
28 κατάφερε αὐτὸ ποτέ, καὶ καθότανε κι ἔκλαιγε σιγὰ σιγά, ὁλομόναχη. </p> <p> Τὸ σκολειὸ ἤτανε μιχτό. Γνώρ
29 πιὰ ἐπερίσσεψε κι ἔφυγε ἡ Πολυξένη. Σηκώθηκε σιγὰ σιγά. Ἔσκυψε λίγο δίπλα του. «Σύντροφε», τοῦ λέει, «νά
30 , ὅλο χάμω τά μάτια του, καί μίλαγε τώρα σιγά. «Ἐμᾶς πᾶνε κι οἱ γυναῖκες μας. Ζαλίγκα. Ζαλιγκών
31 φωνάζανε ἀπ’ τὰ κεραμίδια. </p> <p> Τότε ἄρχισαν σιγά σιγά νά περνοῦνε κι οἱ μῆνες. Περνοῦσε ὁ
32 ἕνα ρολόι τῆς τσέπης, μονάχο, ἐχτυποῦσε, ἐπήγαινε σιγά σιγά. </p> <p> Πρῶτα ἔγινε μιὰ σιωπὴ μεγάλη,
33 . Καὶ τὸ ρόλοι εἶχε μείνει, κι ἀκόμα ἐπήγαινε σιγά σιγά. «Χρυσό μου παιδί, τί ὥρα εἶναι;» «Τὸ
34 <p> Ὁ συναγωνιστής Θανάσης εἶπε: «Παιδιά, ἡσυχία. Σιγά σιγά. Μὴ βιάζεστε. Θὰ γίνει ἡ διαφώτιση. Δὲν

Ἀνάσκελα

1 : Πῶς νὰ ’ναι μὲς στό μνῆμα... μπρούμυτα εἶναι... ἀνάσκελα... πῶς νὰ ’ναι; Δὲ θὰ ξέρεις. Ἐμένα ἀνοίξανε
2 η τώρα ἀκόμα, ὁλοζώντανο, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀνάσκελα πεσμένη μές στὴ δικὴ της φυλακή. </p> <p>
3 , «θὰ ’χεις γράμμα, τό ’δα ἀπόψε ὄνειρο, ξάπλωσε ἀνάσκελα». </p> <p> «Ὄχοχ!» ἐφώναζε ἄλλος, «μ’ ἔπιασε ἡ
4 ς, ταμπούρλιασε σὰν τὸ ψοφίμι’’. Ὕστερα εἶδα τρὰμ ἀνάσκελα, σὰν σκύλες, βουλισμένα περίπτερα ὅπου εἶχε μείνε
5 χθροὺς ἀπ’ τοὺς φίλους. </p> <p> Σκεφτότανε τώρα, ἀνάσκελα, στῆς φυλακῆς τά σίδερα, μὲ τὸ σπασμένο χέρι
6 πάνω στά χείλια της. Τὸ ’νιωθε ἀπόψε ἀκόμα, ἀνάσκελα, στὴ φυλακή, σ’ ἕνα σκληρὸ γιατάκι, καρτερώντας τ
7 τό χαρτί. Καὶ πῶς τὸ κοίταζε τώρα ἀπ’ ἀνάσκελα, τό κοίταζε ὁ στρατιώτης χρόοονια, κι ἡ φρουρὰ
8 ; Τίποτας μικρό πράμα. Ξούτ! ξούτ! νά ’κανες ἀπ’ ἀνάσκελα, χαμπάρι ἐκεῖνοι πού ’χανε, οἱ κάπροι, ὅπου ἤτονε
9 , καί δὲν εἶχε πιά τίποτα νὰ φάει, ἔπεσε ἀνάσκελα κι ἐπέθανε. </p> <p> Πέρασαν πολλὰ χρόνια, ὥσπου
10 > <p> «Τὸ λοιπόν, ἄκου δῶ νὰ δεῖς». Ἐξανάπεσε ἀνάσκελα. «Τ’ ἄκουσες πώς ἔχω χτικιό. Τό ’χω δώδεκα
11 , καὶ τὰ ζῶα;» λέει ὁ Μιχάλης καθὼς ἦταν ἀνάσκελα κι ἀνατινάχτηκε ὁ μισός, «ἅμα δέν ξέρεις, νὰ
12 σκαλιά, καί πολλοὶ μὲ τὰ τέσσερα. Πέσανε ὅλοι ἀνάσκελα, ὅπου βρῆκε ὁ καθένας, νά ξαποστάσουνε. Ὁ πρῶτος
13 . Ἐγύρισε στὸ ἕνα πλευρό. Ὕστερα στὸ ἄλλο. Ὕστερα ἀνάσκελα. Εἶχε ἀνοιχτά τά μάτια. Μιὰ νύχτα μόνο ἔμενε.

Γρήγορα

1 ἔλειψε. Τὴν ἄλλη μέρα ἦταν Τρίτη. </p> <p> Γρήγορα ἐξημέρωσε. Τίποτα δὲν ἐπρόλεγε πώς θά ’ταν διαφορ
2 λλος ἕνας κατατρεγμένος ἐγεννήθηκε σήμερα. Κάνομε γρήγορα παιδιά, ἴσα ἴσα γιὰ νὰ πεθάνουνε». Τ’ ἀπάντησε
3 μιὰ γυναίκα. Πρώτη της φορὰ τὸ ’βλεπε. «Μπὲς γρήγορα», τῆς εἴπανε, «μὴν ἀκουστεῖ καμιὰ φωνή!» κι ἔφραξ

34
4 χάρο. Αὐτά ἔχομε μόνο ἐμεῖς». Τά ’πε γρήγορα γρήγορα, χαμηλά, μὲς στά δόντια. </p> <p> Ὁ πατέρας
5 , βγῆκα κι ἐγὼ ἔξω... μιὰ στιγμὴ μόνο… γύρισα γρήγορα... ἦταν φοβερό». Πήγαινε τώρα ὥς τὴ γωνιὰ καί
6 , ἀδερφή» μοῦ φωνάζανε, «φέρε μου τά ποδάρια μου γρήγορα, ἀπὸ τὸ μάστορα», τοὺς πιάσαν τὸ Νοέμβρη, 2.000 ἀ
7 ὸν μποροῦσε, μὰ σύντομα ἐσυνήθισε καί τὸν πήγαινε γρήγορα. </p> <p> «Ἀδερφὴ Πολυξένη», τῆς φώναζε καθιστὸς
8 νὰ βγεῖ δίχως καπέλο. </p> <p> Γύρισε πίσω γρήγορα. Κρεμόταν ἕνα ἡμερολόγιο στὸν τοῖχο, μὲ μιά ζωγρα
9 τὸ χάρο. Αὐτά ἔχομε μόνο ἐμεῖς». Τά ’πε γρήγορα γρήγορα, χαμηλά, μὲς στά δόντια. </p> <p> Ὁ
10 τά τελευταῖα. Τὰ τρία χρόνια, τὰ πιὸ πρίν. Γρήγορα. Νά προλάβω. Ποιός ἄραγε θά πάρει αὔριο τὴν
11 σέ πάρει μαζί». Δὲν εἴχανε λόγια περίσσια, στὰ γρήγορα τῆς τό ’πανε. </p> <p> Πῆγε πάλι στὸ
12 εἶχε φέξει ἀκόμα. Ἤτανε σκοτεινά. Τό μυαλὸ τρέχει γρήγορα. Ζωὲς καὶ χρόνια τά περνᾶ μέσα σὲ δευτερόλεπτα.
13 !». Κι ἀπάνω σ’ αὐτὸ τό ’καμε. Τὸ τυλίξανε γρήγορα, βόλεψαν τή λεχώνα. Τότε ἐπιτρέψανε κι ἦρθε ἕνας
14 τό δίκιο, δὲ θά ’χανε κι ἐκείνη τόσο γρήγορα τή ζωή». </p> <p> Πάλι ὁ ἄλλος σκούπισε
15 . «Ἀφοῦ εἴμαστε τώρα μαζί!» </p> <p> «Θὰ φύγεις γρήγορα;» εἶπε ἐκείνη. </p> <p> «Θὰ φύγω αὔριο», εἶπε
16 άτι μουρμούριζε, κι ὅλοι γύρω ἀρχίσανε νὰ ψάχνουν γρήγορα χάμω. «Νά το!» εἶπε ἕνας, «ἀλήθεια τό ’λεγε».
17 της. Ἴσως εἶναι ἡ αἰτία πού τὴν ἔβγαλε γρήγορα. Τὴν παράδωσε ἀμέσως σὲ μιὰ παραμάνα. Καὶ μιά
18 ἀπόξω καὶ κοιτᾶ. Ἐκεῖ τὸν ἐσυνάντησε. Γίνηκαν ὅλα γρήγορα, τόσα πράματα, μέσα σέ λίγες ὧρες. </p> <p>

Χάμω

1 καλὰ ἀπόψε. Θά ’χει αὔριο δουλειά». </p> <p> Χάμω, στὸ δρόμο, ἀσπρίζανε κάτι χαρτιὰ στό σκότος. Ἔσκ
2 τὴν ὥρα πιά πού ἔφευγε. Κοίταξε ἡ Κάκια χάμω κι εἶπε: «Ἄν θέλετε, λίγο ψωμί. Μοῦ δίνουν
3 Ἄσ’ τηνε πρῶτα νὰ κάτσει, γιαγιά», εἴπανε. «Κάτσε χάμω, εἶναι καθαρά». </p> <p> Ὅταν κάθισε, τῆς εἴπανε:
4 εὐχέλαιο, τὰ βάζω, πιάνω τό σταυρὸ καὶ γονατίζω χάμω. Παίρνω τά τέσσερα παιδιὰ καί τὴ γυναίκα γύρω
5 μούριζε, κι ὅλοι γύρω ἀρχίσανε νὰ ψάχνουν γρήγορα χάμω. «Νά το!» εἶπε ἕνας, «ἀλήθεια τό ’λεγε». Σήκωσε
6 μιὰ κοπέλα, πού τὴν τρώγανε οἱ ψύλλοι δεμένη χάμω, πιστάγκωνα. Μέσα στὴν ἄλλη Ἀσφάλεια, πού ἦταν γε
7 > «Κι ἐκείνη τὴ βραδιά», τοῦ λέει, «στὸ δρόμο χάμω, τά αἵματα...» </p> <p> «Ναί», τῆς λέει, «ἐγὼ
8 . </Ι> </p> <p> Μπάλωνε ἕνα παπούτσι καὶ καθότανε χάμω. </p> <p> <I> «… κι ἄιντε - ἐκεῖνο - κεῖ - τ’
9 καθόντανε. Κι ἤτανε κι ἄφθονες γυναῖκες. Ἦταν καὶ χάμω καθισμένοι καὶ μέχρι τὰ παράθυρα, θαρρεῖς σὰν νὰ
10 τερο». </p> <p> Ἕνας ἀνάσανε βαθιά. Ὅλοι κοίταζαν χάμω. Ἕνας ἐπρωτομίλησε. </p> <p> «Ἐγὼ μιὰ φορά, σύντρ
11 καὶ τὴν ἐσκούντησε μές στὰ κλαδιά. Κάθισαν κοντά, χάμω, στὴν πολύ ὑγρή γῆ. «Εἴμαστε ἐρωμένοι, ἂν μᾶς
12 σταση μπροστά, ἅρπαξαν ἕναν ἄνθρωπο, τὸν κυλήσανε χάμω, τὸν ἔσερνε ἕνας χωροφύλακας, τοῦ ’λεγε: «Τί - ἤτ
13 αι ζωντανός. Μοῦ λένε: ‘‘Τόν ἐβρήκαμε, κυλιόντανε χάμω, μονάχος του, ’πόμεινε ὀπίσω ἀπ’ τὴ μονάδα του,
14 νά πάρουν τὰ ξύλινα ποδάρια τους, σέρνονταν μῆνες χάμω, στὸν πισινό, νὰ πᾶνε γιά τὴν ἀνάγκη τους... «
15 φωτιὰ νὰ μᾶς κάψεις!». Κι ἔπεφτε ἡ νταντά χάμω ἐννιά φορές, ἐχτύπαγε στὴ γῆ τὸ κούτελο κι
16 . </p> <p> Ὅλος ὁ θάλαμος σιγὰ σιγὰ ξανακάθισε χάμω. </p> <p> «Ὕστερα ἀπ’ τὸ Δεκέμβρη, στὴν πρώτη
17 καμπούρης. «Τί; Δὲ βοᾶ τό αἷμα; Δὲν ξαναπέφτε ι χάμω καί τὸ πίνει ἡ γῆς;». Ἔψαξε μὲς στὴν
18 οἱ κρατούμενοι δὲν ἔχουν χῶρο οὔτε νὰ ξαπλώσουν χάμω. Σχολεῖα, ἀποθῆκες κι ἀκατάλληλα κτίρια ἔγιναν φυ
19 σοι στ’ ἀξάγναντο καὶ λέγανε: ‘‘Μωρ’ σεῖς, τηρᾶτε χάμω! μωρ’ εἶναι τὰ χωράφια μας, τὰ σπίτια καὶ
20 ὰν τὴ βρεμένη ὀμπρέλα, ἐστράγγιζαν στά πόδια του, χάμω, οἱ σταλαγματιές. </p> <p> Ἕνα μικρὸ τραγούδι ἀνέ
21 Ἤτανε ἕνα ἄσπρο εἰσιτήριο. Ὁ ἄνθρωπος ἤτανε ἀκόμα χάμω. </p> <p> Εἶχε φτάσει ἡ πομπὴ κατάντικρυ, στὴν
22 ποκάμαμε ὅλοι καὶ δέ δυνόμαστε ἄλλο, μαζώξαμε ἀπό χάμω ἀμέτρητα γατιά. Κι ἕνα δυὸ ἀνθρώπους. Τέζους. Εἴχ
23 πάλι τὰ φύλλα. Ἔστεκε σὰν κερί. Ὅλοι ἀπὸ χάμω ἀκοῦνε. </p> <p> «Πατρίς, νὰ μακαρίζεις γενικῶς ὅ
24 στὰ πλάγια τοῦ κελιοῦ. </p> <p> Ὅλοι ἀπὸ χάμω ἐβλέπανε. </p> <p> Ὁ Αἰμίλιος ἐδιάβασε: </p> <p>
25 , «εἶναι ὥρα της». </p> <p> Σηκώθηκαν δυὸ ἀπὸ χάμω καὶ πήγανε στὴν πόρτα, ὅπου ἤτανε οἱ ἄλλοι,
26 ’ τὴ Βέροια!» </p> <p> Σηκώθηκε μιὰ γριὰ ἀπὸ χάμω κι ἔτρεξε. </p> <p> «Κόρη μου, πατριώτισσα; Γιὰ
27 σὲ σπίτι ἐδῶ τουλάχιστο, βάλε πού γεννοῦν ἄλλες χάμω, μὲς στὴ λάσπη, στὴ φυλακή!». Κι ἀπάνω σ’
28 τοῦ πατέρα πέταξαν μιά μικρὴ φωτιά. Ὁ ἄλλος χάμω παρακολουθοῦσε. </p> <p> «Μιὰ μέρα ξανάκουσα τό χ
29 , πού ἡ μούρη του δὲ φαίνονταν, κι ἄφησε χάμω τό αἷμα του σ’ ἐκείνη τὴ μαύρη νύχτα.
30 . Δὲ μᾶς κίνησαν οὔδε μιὰ σπιθαμή, εἴμασταν ἐκεῖ χάμω, κι ἐκεῖ ἐξερνοβολούσαμε, ἄλλος τὰ γαίματα, ἄλλος
31 πήγαινε πέρα δῶθε, σάν σκισμένη σημαία πού ἔπεσε χάμω κι ἀκόμα ἀνεμίζεται. Κατάχαμα ἤτανε γῆς. Καθόταν
32 ἀπ’ τὰ χέρια της, σταυροκοπήθηκε ἡ Σαλώμη, ἔσκυψε χάμω τρεῖς φορές, κι ἐπροσκύνησε τὸ κατώφλι. Ὕστερα μπ
33 Δυό ἄνθρωποι κινήθηκαν ἀπὸ γύρω καὶ φύγανε. Ἔπεσε χάμω ἡ πόρτα κι ἔσπασε σὰν αὐγό. Τρεῖς ἄντρες
34 τὸ πιό μεγάλο». Κοίταζε σάν τὸν κλέφτη, ὅλο χάμω τά μάτια του, καί μίλαγε τώρα σιγά. «Ἐμᾶς
35 ή σου;» εἶπε ἕνας, καὶ ξαφνικὰ κατασταλάξανε ὅλοι χάμω, γύρω γύρω, στὴ μέση, ὅπως κάθουνται στό θέατρο.
36 ὸν πόλεμο πρῶτα, ὕστερα στὰ κρυφὰ σοκάκια, ὕστερα χάμω ἐδῶ. Στὸ δρόμο. Τοὺς ἔπλενε ἡ βροχή. </p> <

Παράρτημα Δ

Κατόπι

1 ατζεταρετε να πλερονετε τιν ανοθεν πενα. </p> <p> Κατόπι εἶναι στίς ἐκκλησιὲς κονίσματα ἀσημένια καὶ μαλαμ
2 μεγάλο σέβας πρὸς τὴ γυναίκα του ἔφευγε. Κα ὶ κατόπι, κάθε χρόνο ἡ κυρία Ἐρήνη ἔκανε κι ἕνα
3 γιὰ νὰ ἐξηγήσει τό φαινόμενο πού, μισὸν αἰώνα κατόπι, ἀρκετοὶ ἄνθρωποι δὲ θὰ καταλαβαῖναν ἀκόμα. Ἡ τρί
4 εἶναι καὶ τὸ τέλος τοῦ λιμανιοῦ, ὅπως βλέπετε. Κατόπι ἀρχίζει ἡ ἐρημιά». </p> <p> Ὁ συγκολλητὴς ἔκαμε
5 . </p> <p> Βουλευτὴς τοῦ τόπου τότε, καὶ δήμαρχος κατόπι, εἶναι ὁ Σολωμός, πού στὸ πατρικό του ἀρχοντικὸ
6 θαλασσινὸ κόσμο τὶς κουβέντες του, νὰ καταγίνεται κατόπι μὲ τὸ χαρτί, νά τὰ γράφει γιὰ νὰ
7 νὰ τρώγουνταν, ὕστερα τοῦ σπιτιοῦ τὰ πράματα, καὶ κατόπι τὸ σπίτι του - τότε ἔφαγε κι ἡ Κατερνώ

35
8 ρες, - Ἐρνώ, Μαριώ, Πηνελόπη καὶ Ταρώ κατὰ κόσμο, κατόπι Θεοδούλη, καλογριά στὸ μοναστήρι – τοῦ καπετάνιου
9 κῆς ἀναπόλησης - πλὴν τὸ διάστημα αὐτὸ ἦταν λίγο, κατόπι ἐμετακόμισε σὲ σκοτεινὴ ἀποθήκη, θαμμένο κάτω ἀπ’
10 ἴχανε πεθάνει. Μὲ τό κλειδὶ στὴν πόρτα, μαθεύτηκε κατόπι, εἶχε μείνει τὸ σπίτι τους, ἐξαιτίας τὴ γρίπη
11 αραβέρι τοῦ μύλου: εἶχαν φερμένη τὴ μικρὴ μηχανή. Κατόπι πιὰ ἐκόπηκε: ἐφέρανε τὴ μηχανή τὴ μεγάλη. Τότε
12 οῦσαν φίλοι ἢ συγγενεῖς, στὴν ἀρχὴ σπάνια μᾶλλον, κατόπι ὅλο πιὸ συχνά, καὶ ὅσο ὁ ἄντρας της
13 κακοποιημένους ἤχους του νὰ παίζονται, καὶ πέθανε κατόπι. Πρόωρα, δὲν πρόλαβε ὁ γιατρός. Μόνο μιὰ φωνὴ
14 αν ἐκεῖνο τό μουρμουρητὸ καί τὸ μέγα παντοπωλεῖο. Κατόπι σέ συνέχεια ἐρχόταν ὁ Θωμᾶς. Ζαχαροπλάστης μεγάλη
15 «τοῦ Περῆ τὰ σπίτια» - γιατί αὐτὸς ὁ πρῶτος κατόπι πού τ’ ἀγόρασε. Κακότυχα στάθηκαν ὅμως, καί νὰ
16 ἕνα-ἕνα κανονικά, νά μποῦν ἀπὸ τὴν πόρτα, κατόπι τρυπώνανε μέ τό στανιό, νυχτοπερπατηχτάδες κουβαλ
17 τρῶνε, πρῶτα νὰ καρατάρεις σωστὰ τὴ δύναμή σου... κατόπι νά τὰ καταπιαστεῖς! </p> <p> Τὸ περισσότερο ὅμως
18 ὁ τότε δήμαρχος Πάμπαρης, οἱ δυό γιοί του κατόπι. Τέλος, ἔμεινε τὸ χτίριο σ’ αὐτή τὴν ἄκρη
19 ἀπ’ τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ, ἀρχινᾶ τὸν ψαλμό. Κατόπι βουτᾶ ἕνα κλωνὶ βασιλικό στὴν ἁγιαστούρα, τὸν τιν
20 πολὺ ἀπαραίτητο τό δαμασμένο κρέας τοῦ ἀγριμιοῦ, κατόπι ἀνακατεμένο μὲ τ’ ἄφθονα μπαχαρικά, καὶ ὁπωσδήποτ
21 Σπιτάλια, ὅταν σᾶς τά εἶχα δείξει; πού ἄρχιζε κατόπι ἡ ἐρημιά, ἀλλὰ δὲν εἶναι τώρα ἐρημιά». </p> <
22 . Πουλὶ δέν τὴν ἔφτανε στὴν τρεχάλα. Ὁ Ἀριστείδης κατόπι εἶχε γίνει ναυτικός, καπετάνιος, καὶ στὸν πιὸ μεγ
23 κῆπο νὰ χτίσει ἕνα παλάτι τὸ ὁποῖο ἐδώρισε κατόπι στὸ νησὶ γιὰ νὰ γίνει ἡ Δημαρχία - ἡ
24 παθάρενα πού, μὲ τὸ ἴδιο τό μαργαριτάρι, ἐκέντησε κατόπι τὴν Ἁγία Κοίμηση σὲ ἀτλάζι μπουκασί, γιὰ νά
25 ἀρχῆς ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τῆς ἀλλαγῆς τῶν ἐποχῶν. Κατόπι εἶναι οἱ ὀσμές, καὶ οἱ κρότοι. Στὰ μακρινὰ
26 ’ τὸ τζάμι καὶ βλέπανε πέρα τὴ θάλασσα. Ἐρχότανε κατόπι ἡ Καζάρμα. Πλὴν ὅμως τώρα πιὰ δὲν τὴ

Παράρτημα Ε

Ἔπειτα

1 περισσότερο, γιὰ νὰ τυλίξει τὸ δέμα. </p> <p> Ἔπειτα βλέπεις κάτι ἔπιπλα, τραπέζια τρίκλινα, πολυθρόνε
2 πους, μικρὰ παιδιὰ τοὺς ρίχνουν δεκάρες. </p> <p> Ἔπειτα στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας ἦταν τὸ πανόραμα τῶν
3 παρελθόντα, ποὺ τὸ κύμα τὰ ἐξεφτέλιζε. </p> <p> Ἔπειτα εἶναι καὶ ἡ ἰδιοκτησία. Νὰ μὴν ἔχεις τὸ
4 ἐκεῖνος ὁ πίθηκος τῆς νήσου Σαντορίνης. </p> <p> « Ἔπειτα ἀπό τὸ θάνατό μου, — ἔλεγε ὁ γάλλος Jean
5 ογενειακές, ρεμοῦλες, πένθη, ἀφανισμούς. </p> <p> Ἔπειτα βλέπεις ἐκεῖ κάτω, στὸ νησὶ ὅπου περίμεναν πρῶτα
6 ε γεμίσει λουλούδια, καὶ ἦταν εὐτυχής. Αἰφνιδίως, ἔπειτα ἀπὸ δεκατρία χρόνια τόσο ὁμαλῆς ζωῆς, τῆς ἦρθε
7 πετε: δὲν ὑπάρχει τίποτα, τίποτα ἔπειτα ἀπ’ αὐτό. Ἔπειτα ἀπὸ τὸ θάνατο. Τὸ θυμόσαστε βέβαια. Ἐγὼ πάντως
8 tle> Στροφὴ </title> <p> Καὶ τώρα, ξέρετε, γυρίζω ἔπειτα ἀπὸ 18 χρόνια, στὰ μέρη ὅπου γεννήθηκε ἡ μητέρα
9 ός: δηλαδὴ συμβάντα ἀληθινά. </p> <p> Νὰ γυρίσεις ἔπειτα ἀπὸ τόσα χρόνια ποὺ σὲ κρατοῦσαν στὴν ἐξορία,
10 ίν, ἦταν κατοικημένο. Μὰ ὅλα γενιοῦνται, ζοῦν, κι ἔπειτα ἐξαφανίζονται. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ γρά
11 ένει νὰ ἔρθουν ἄλλοι καιροί, φουρτουνιασμένοι, κι ἔπειτα σοφοὶ καιροί, ποὺ θὰ τὸν ἐκτιμήσουν σὰν ἄνθρωπο.
12 σὲ μιὰ στιγμή, ὅσο βαστᾶ ἕνα βλέμμα, κι ἔπειτα θὰ μείνουν πάλι οἱ νεκροὶ ὅπως ἦταν, μονάχοι
13 μὲ τὶς χρυσὲς κορνίζες. </p> <p> Γυρίζεις λοιπὸν ἔπειτα ἀπὸ 18 χρόνια, καὶ βρίσκεις παραπεταμένα τὰ πράγμ
14 ουίο τῶν Φιλιππίνων. Πάνω ἀπὸ 100 φάλαινες, ἡ μία ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἄλλη, πετάγονταν στὴν ἀκτή, γιὰ νὰ
15 , γιὰ νὰ τὰ βάλουν οἱ μασκαράδες. Τὰ πουλοῦν ἔπειτα οἱ παλιατζίδες. Τὰ στοιβάζουν μέσα σὲ μεγάλες σιδ
16 μου παιδί, τὸ βλέπετε: δὲν ὑπάρχει τίποτα, τίποτα ἔπειτα ἀπ’ αὐτό. Ἔπειτα ἀπὸ τὸ θάνατο. Τὸ θυμόσαστε
17 παράγκα τοῦ 1821 ποὺ στέκει ἀκόμα στὰ πόδια της, ἔπειτα τὰ κτίσματα τοῦ πρώτου πολέμου τοῦ 20οῦ, καὶ
18 της Κατερινιῶς, ποὺ πέθανε πρόωρα ὁ ἄντρας της, ἔπειτα ἐκείνη ἡ ἴδια. Καὶ τώρα ἡ πόρτα της
19 σταματᾶς. Σιγὰ - σιγὰ θυμᾶσαι κάτι λίγα ἀπὸ τότε. Ἔπειτα προχωρεῖς. Σὲ κάθε κομμάτι ἀντιστοιχεῖ μιὰ θύμηση
20 ἐντελῶς ἄθικτη τὴ σορό του. Καὶ ἰδοὺ τώρα, ἔπειτα ἀπὸ τέσσερεις χιλιάδες χρόνια, ἡ ἀνάπαυση αὐτὴ δι
21 ὸν ἄλλον, πιθανὸν ἀπὸ κάποιο αἴσθημα ἀλληλεγγύης. Ἔπειτα ἦταν τὰ παρδαλά, τὰ εὐκίνητα, τ’ ἀεικίνητα, ἄλλα
22 βρίσκεσαι στὸ Βερολίνο, τὸ ὀνομαζόμενο Ἀνατολικό. Ἔπειτα βρέθηκες στὴ Βαρσοβία, ἦταν καλοκαίρι, μιὰ κάμαρα
23 > Ἔλεγε... Μὰ τί νὰ ’λεγε ὅμως, τί ἔγινε ἔπειτα; Τίποτα... Μ’ αὐτὲς ὡστόσο τὶς πρῶτες φράσεις, ἦρ
24 νες γενεὲς τὰ μαθαίνουν. Γιατί αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν, ἔπειτα ἐξαφανίζονται. </p> <p> Οἱ γέροι στὴν περιοχὴ τῆς
25 νὰ χωρᾶ, ἢ νὰ σωπαίνει στὴν κατάλληλη ὥρα. Ἔπειτα βάζεις ἄλλες, καινούριες, κατὰ τὶς ἐποχές, σὰν νὰ

Τώρα

1 νὰ προχωρεῖς. </p> <title> Ἐπιστροφὴ </title> <p> Τώρα λοιπὸν γυρίζεις... Νομίζεις πὼς θὰ βρεῖς στὸ ραντ
2 , καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ μόνο ξανάρχεται. </p> <p> Τώρα ὅμως εἶναι νύχτα, σκοτεινά, καὶ ἡ Κάδμω πλαγιασμέ
3 ιμετωπίσουν, ἔτσι ἀκάλυπτοι, τὸ χειμώνα! </p> <p> Τώρα ξαφνικὰ θυμήθηκα ἐκείνη τὴν ὡραία γυναίκα, ποὺ ἦτ
4 μεγάλωσες... Ἐκεῖ εἶναι τὸ παρελθόν σου. </p> <p> Τώρα ὅμως μπλέχτηκες σὲ τόπους ποὺ δὲν τοὺς βλέπει
5 , στὴν ὄρεξή σου καὶ στὶς δυνατότητες. </p> <p> Τώρα κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ κοίταζε τὸ σκοτάδι.
6 της, κι ἔβγαινε ἔξω μαζί του. </p> <p> Τώρα ἡ ἐγκατάλειψή μου ἦταν πιὰ ἀβάσταχτη. «Ἀπελπισία,
7 ἶχαν πιὰ κανένα ἐνδιαφέρον...» </p> <p> Διαβάζεις τώρα, χωρὶς χαρτί, χωρὶς οὔτε ἕνα βιβλίο. Χρόνια καὶ
8 τὸ ’βαζε ὁ νοῦς σου στὰ σίγουρα. Κάθεσαι τώρα, εἶναι νύχτα, κι ἀντίκρυ ἀπ’ τὸ κρεβάτι σου
9 κότητα. </p> <title> Διάφορα </title> <p> Κάθεσαι τώρα στὸ τραπέζι τὸ τρίκλινο ποὺ εἶναι κόντρα στὸν
10 ις, οἱ κουβέντες ἢ ἐξαφανίζονται. </p> <p> Κάθισε τώρα ὅλη τὴ νύχτα, μὲ τὰ μάτια σου ὀρθάνοιχτα,
11 ἀπροσδόκητα! </p> <title> Στροφὴ </title> <p> Καὶ τώρα, ξέρετε, γυρίζω ἔπειτα ἀπὸ 18 χρόνια, στὰ μέρη ὅπ
12 ἄλλαξε ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου. </p> <p> Καὶ τώρα ἀμολήθηκες μέσα σὲ μιὰ πολιτεία. Ἀλλὰ πόσο ὑπέφερ
13 μπορεῖ τόσο συχνὰ ν’ ἀλλάζει! </p> <p> Καὶ τώρα σὲ νομίζουν γιὰ πεθαμένη. Νά, ἐδωνὰ καθόταν — λέε
14 ὁ ἄντρας της, ἔπειτα ἐκείνη ἡ ἴδια. Καὶ τώρα ἡ πόρτα της ἀνοιγοκλείνει ἐκεῖ στὴ γωνιά, στὸ

36
15 , οἱ Ἄννες σου, οἱ Μαρίες, οἱ Ἰσμῆνες... Καὶ τώρα βρίσκεσαι στὸ Βερολίνο, τὸ ὀνομαζόμενο Ἀνατολικό.
16 αρούμενη ἤσουνα κάθε φορά, ὅταν ἐμετακόμιζες. Καὶ τώρα τὰ ἔπιπλά σου γδαρμένα, σκορπισμένα, κουτσά, χωρὶ
17 ις ὡς τὴν ἀνηφόρα τοῦ σπιτιοῦ τῶν Κουνενήδενων, — τώρα τὰ σπίτια αὐτὰ ἄλλαξαν καὶ πουλήθηκαν — νὰ ρίχνει
18 , μιὰ ὑποψία ἀπὸ τὰ παλαιά. </p> <p> Λησμονημένοι τώρα ὅλοι αὐτοί, ἀφημένοι παράμερα, σὰν τὰ τραγούδια π
19 , σὰν τὴ γύρη τοῦ ἄνθους. </p> <p> Μάζεψε τώρα τὰ χαρτάκια, τὶς σημειώσεις σου καθὼς εἶσαι πλαγι
20 , στὴ θέση ποὺ τοῦ προορίστηκε. </p> <p> Μόλις τώρα ἄνοιξες τὰ μάτια σου, εἶναι πρωί. Φθινόπωρο φυσικ
21 ἀναμνήσεις σου, τὰ καρεκλάκια, τὰ ποτηράκια... Μὰ τώρα θαρρεῖς πὼς τὰ ἔχεις ὅλα, μὲ τὸ νὰ
22 ἐγὼ ἕνα γιό, ὅμοιο σὰν κι ἐσένα. Μὰ τώρα πάει, ἐχάθηκε... δὲ βρίσκεται πιὰ πουθενά. Ἴδιος
23 εῖ. Ἐλάχιστα ἄλλωστε. Γιατί νὰ μεταποιηθοῦν; Ναί, τώρα τὸ θυμᾶσαι: οἱ ἀναφορὲς εἶχαν γίνει στὸ πρῶτο
24 τοὺς βλέπει πιὰ ἡ συνήθεια. </p> <p> Ξεχασμένα τώρα πιὰ τὰ βιβλία σου, ἐδῶ ποὺ εἶσαι στὴν
25 πήλινο κανάτι, ἀλλὰ εἶχε γίνει καὶ ἄσβηστο. Ποτὲ τώρα πιὰ δὲ θὰ μποροῦσες νὰ τοῦ βγάλεις μιὰ
26 τοικήσεις μόνη σου. Ἐσὺ πάντως τὸ θέλησες. Πρέπει τώρα νὰ κάμεις τὸ πρωινό σου μονάχη. Πάει κι
27 τόση προσοχή. Μεῖνε ἐσὺ μαζὶ μ’ ἐσένα. Πρέπει τώρα πιὰ νὰ τὰ πεῖς. Μὰ ποιὸς θὰ τ’
28 ἡ συνηθισμένη — τὰ ἐρωτικά. Ἀλλὰ ἄφησέ τα αὐτὰ τώρα, γιατί ἦρθε τὸ χαρτὶ ποὺ ἤθελες τὸ ριγωτό,
29 ἀρχίσει ἐγὼ νὰ γράφω, θάνατος εἶναι κι αὐτὸς τώρα ὁ χωρισμός. Δέκα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, μακριὰ ἀπὸ
30 τί λέγαμε, βρὲ παιδί μου; Ἔ, δὲ βαριέσαι τώρα, ἔχομε ἀκόμα καιρό. Λοιπόν, τὸ σπίτι ποὺ λέγαμε,
31 ουνάτο, τὸ θαλάσσιο ἐκεῖνο πλάσμα, ποὺ τὸ βγάζουν τώρα ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ νὰ τὸ κάμουν
32 τὸ ἀδύνατον! Ἐνῶ τὸ χαρτὶ αὐτό, ποὺ βλέπει τώρα γραμμένο νὰ ἔχει στοιβαχθεῖ ἐδῶ, πάνω στὸ τραπέζι
33 ναι ξυπνητή. Ὅ,τι ἐπιθυμεῖ περισσότερο, τὸ βλέπει τώρα μόνο στ’ ὄνειρό της. </p> <title> Εἰκόνες </title
34 , ποὺ δὲ συμπαθοῦσε τὰ παλαιὰ σπίτια, θὰ βλέπει τώρα ἀπ’ τὰ ψηλὰ πατώματα, θάλασσες καὶ βουνά. </p> <
35 ’ ἄστρα. </p> <p> Τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ βλέπεις τώρα στοὺς δρόμους, τί θὰ γίνουν; Τί ἔγιναν, ὅταν
36 άκι ὅπου ἦταν τὸ πατρογονικὸ σπιτικό σου, βλέπεις τώρα τὴν πόρτα τῆς χήρας της Κατερινιῶς, ποὺ πέθανε
37 ἀνάγκες τῆς ζωῆς. </p> <p> Ἐμεῖς ὅμως βλέπομε τώρα ὅτι «παραδεχθήκαμε τὸ ἐλάχιστο», τὸ ἐλάχιστο! Σὰν
38 ποχές. Ὅπως στοὺς πίνακες τοῦ Bruegel ποὺ βλέπομε τώρα τὶς ἀναπαραστάσεις μὲς στὰ εἰκονογραφημένα βιβλία
39 οὺ κατασκεύασες ἐσὺ μὲ τόση ξενοιασιά, βρίσκονται τώρα σκόρπιοι μέσα στὰ βιβλία σου, περιφέρονται στοὺς
40 νὰ πέσουν στὴν ἀχρησία. Ποῦ νὰ τὶς βρεῖς τώρα ὅλες αὐτές! Καὶ πόσα βιβλία, «τὰ ἔργα», καθὼς
41 ὁ ἀριθμός... </p> <p> Ἀλλὰ τί νὰ βρεῖς τώρα; Τί νὰ θυμηθεῖς; Ὅλα θὰ μείνουν ἄγραφα. Ἀτελείωτα
42 στὴν ἡλικία τους οἱ μεγάλοι τώρα, οἱ γέροι; Τώρα περπατοῦν ὅλοι μαζί, ἀνακατωμένοι, αὐτοὶ ποὺ γέρα
43 τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ γέρους τώρα πιὰ ἀνθρώπους, μὲ γυναῖκες τσακισμένες ἀπ’ τὴν πο
44 μοῦ φάνηκε. Ἀληθινὸ παραμύθι. Ἀλλὰ τί θὰ γίνει τώρα... Ὅλο συλλογιζόμουν. Ἕνα τεράστιο ἐγὼ ρολόι, ὁλο
45 τοῦ σκρίνιου — τὸ σκρίνιο ποὺ θὰ εἶχε γίνει τώρα πιὰ ἕνας ἄδειος σκελετός... </p> <p> Μὰ ὅλα
46 οι γράφουν κρατοῦνε σημειώσεις. Ἐσύ, τρέχα γύρευε τώρα νὰ γράψεις χωρὶς προηγούμενο. Ὁλόγυμνη. Σὰν τὸ σκ
47 νὰ μπορεῖς νὰ βλέπεις. Ἀλλὰ τί νὰ δεῖς τώρα μέσα στὸ χάος τῆς μοναξιᾶς. Ὅλα τὰ ταξίδια
48 ’ τὰ βιβλία σου. Ἀπ’ τὴ ζωή σου δηλαδή. Τώρα ὅμως ἦρθαν καὶ σὲ βρῆκαν ἀπὸ μόνα τους.
49 τά ἔργα του. </p> <p> Ἀλλὰ γιὰ δὲς τώρα ἐδῶ! Ἕνας ἀριθμός: 26.924. Βρέθηκε ξαφνικά, ξετρύ
50 — δὲν ἔχω ἐγὼ παρόμοια, κι ἔτσι δὲν εἶμαι τώρα πιὰ παρὰ ἕνα ἄγαλμα μαρμάρινο πάνω σ’ ἕνα
51 ιαχνε παράδοξους πίνακες μέσα στὸ σπίτι, κι εἶναι τώρα παντρεμένος, καὶ τὰ πρόβατα ἔγιναν ἄφαντα. Τὸ τοπ
52 . Καὶ ἄσχετο. </p> <p> Μὰ ὅλα αὐτά εἶναι τώρα ξεπερασμένα πράγματα· ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθόν. Ε
53 ἀνυποψίαστοι ἄνθρωποι. Κι ἐκείνη ἡ Λουκία, εἶναι τώρα πιὰ χῶμα, εἶναι σκόνη... </p> <p> Ὅταν τὸ
54 Νύχτες», τὸ πρῶτο σου βιβλίο. Ἀλλὰ θὰ εἶναι τώρα ὁ ἀληθινὸς Κωσταντίνος, μὲ τὸ σωστό του ὄνομα.
55 ποὺ ἦταν πιὰ νεκρός. Ἐσὺ ὅμως δὲν εἶσαι τώρα οὔτε νεκρή, οὔτε ζωντανή. Εἶσαι κάτι ἀκαθόριστο.
56 ποὺ ἐσὺ ἡ ἴδια κατασκεύασες, καὶ τί εἶσαι τώρα; Εἶσαι ἕνα ἀρχαῖο πιθάρι. Ἀλλὰ νὰ δοῦμε σὲ
57 δὲ θὰ βαστάξει αἰώνια, ἡ ἴδια. Δὲν εἶχες τώρα πιὰ τίποτα, εἶχε χαθεῖ καὶ τὸ ἐλάχιστο, οἱ
58 > <p> Ὅλα τά πρόσωπα τῶν βιβλίων μου ζωντανεύουν τώρα καὶ μὲ τριγυρίζουν. Ὅταν θὰ εἶμαι νεκρή, θὰ
59 λιακάδα. Ἢ χιόνι γλυκό· μαλακό. Μὰ τί θέλεις τώρα ἐδῶ; Πῶς ἔφθασες σὲ τόσο ἀνυποψίαστα μέρη; Γιὰ
60 μη, Παρίσι, Ντάνσιγκ, Βαϊμάρη, Δρέσδη... θυμοῦμαι τώρα χιόνια καὶ θεομηνεῖες. Ἐρείπια ἑνὸς χωριοῦ. Πρίν,
61 ἡ ζωὴ τῶν προγόνων σου. Θυμᾶσαι. Ναί, θυμᾶσαι τώρα τὰ ἀδύνατα φτερά, τὰ μικρά, ποὺ δὲν μποροῦν
62 ἶναι πλάσμα παραμυθένιο. </p> <p> Λοιπόν, κάθεσαι τώρα συχνὰ καὶ συλλογίζεσαι : «ἄραγε ἐκεῖ, στὰ μέρη μο
63 εἶναι κόντρα στὸν τοῖχο. Μὰ τί θὰ κάμεις τώρα, ἀπὸ ποῦ νὰ πιάσεις — χάος μπροστά σου... ἡ
64 κρατήσει κάποιες σημειώσεις. Μὰ τί νὰ τὰ κάνεις τώρα πιά. Πόσος καιρὸς πέρασε ἀπὸ τότε! Πόσα ἀποκόμματ
65 χες μπροστά σου τουλάχιστον τριάντα χρόνια καιρό. Τώρα δὲ θὰ ξανάχεις ποτὲ πιὰ τριάντα χρόνια — καθαρὰ
66 ὰ τοτινὰ καὶ οἱ τοῖχοι τους; Μερικοὶ καταγίνονται τώρα νὰ στηρίζουν τὰ νέα κτίσματα, σπαθιὰ ἐνδόξων μαχη
67 λπισίας. Τὸ παράδοξο ὅμως εἶναι ὅτι ἐσὺ κατοικεῖς τώρα ἐδῶ, ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τά ἐρείπια. </p> <
68 πολυκαιρία, ἀπ’ τοὺς θανάτους, ἀπ’ τὴν πείνα καὶ τώρα ὅλοι αὐτοὶ μπαινοβγαίνουν ἐκεῖ μέσα ἀνεμπόδιστοι.
69 ντρεύτηκε τὸν πατέρα μου λίγα μέτρα παρακάτω, κα ὶ τώρα ἔχει γίνει τὸ σπίτι τὸ μαρμαρένιο, τὸ κολλητὸ
70 ἀπ’ τὰ παιδιά της καὶ τὸ σύζυγο, καὶ τώρα νὰ μὴν εἶναι πιὰ παρὰ ἕνα πτῶμα ποὺ
71 βιβλία σου, ποὺ τὰ εἶχες γράψει ἐσύ, καὶ τώρα ἔχουν πάθει μιὰ φοβερὴ ἀσθένεια: ἐσάπισαν. </p> <
72 μάτια— ἀφοῦ ἦταν μουσικοσυνθέτης — ποὺ κοιμοῦνται τώρα μέσα σὲ συρτάρια, εἴτε στοιβαγμένα πάνω ἀπ’ τὶς
73 μέσα πηγαινόρχονταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὲ κοιτάζουν τώρα πάνω ἀπὸ τὰ κάδρα τους, μὲ τὶς χρυσὲς
74 ρά, σκουριασμένα λογῆς – λογῆς κλειδιά, κρέμονται τώρα ἄχρηστα. </p> <p> Κανένας διαβάτης δὲν περνᾶ μπρο
75 προσπαθοῦσες νὰ θυμηθεῖς τὶς σελίδες, τὶς λέξεις. Τώρα διαβάζεις σιγὰ - σιγά. Ἀρχίζεις νὰ θυμᾶσαι λίγο -
76 . Μὰ δὲν τὰ ἔχεις πιά, καὶ τὰ λησμόνησες. Τώρα ὅμως ἀρχίζεις σιγὰ - σιγὰ καὶ διαβάζεις. Σοῦ ἔρχο
77 σ’ ὅλες τὶς πόλεις. </p> <p> Ἀλλὰ μήπως τώρα τὰ ἔχει ὅλα, μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει
78 ἔγιναν, ὅταν ἦταν στὴν ἡλικία τους οἱ μεγάλοι τώρα, οἱ γέροι; Τώρα περπατοῦν ὅλοι μαζί, ἀνακατωμένοι
79 αλία... στοῦ τουρισμοῦ τὰ μέρη, ποὺ σοῦ μοιράζουν τώρα προγράμματα, γιὰ νὰ γνωρίσεις τὰ περασμένα τοπία
80 ίνομε, μέσα στοὺς χρόνους ποὺ διαβαίνουν. Ἀλλὰ νὰ τώρα καὶ οἱ χαρακιὲς στὰ δάχτυλά σου ἀπ’ τὸ
81 ν τοὺς νεκρούς, ἐνῶ τὰ πρῶτα αὐτοκίνητα, παίρνουν τώρα τὴ θέση τῶν ἀλόγων στὶς καρότσες. </p> <p>

37
82 λὰ δὲν τὰ λογάριασες σωστά... Γιατί ἔχουν περάσει τώρα χρόνια δέκα ὀκτώ. Κι ἄλλαξε ἡ μορφὴ τοῦ
83 καὶ τὰ μούσμουλα... </p> <p> Ἕνα μαμούνι περπατᾶ τώρα πάνω στὸ χαρτί. Ἀλλὰ ποῦ τάχατε νὰ βρέθηκε;
84 μαρούλια καὶ τὰ μούσμουλα, κι ἕνα μαμούνι περπατᾶ τώρα πάνω στὸ χαρτί. </p> <p> Ἐσὺ μπλέχτηκες μέσα
85 σου. </p> <p> Μὰ ποῦ νὰ τὰ πεῖς τώρα, ὅλα αὐτά; ποιὸς θὰ κάθεται ν’ ἀκούει. </p> <
86 , ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ἀλογάκι... Ποῦ νὰ τὰ πεῖς τώρα ὅλα αὐτὰ πάνω στὴν ξένη γῆ, ποιὸς νὰ
87 ’ ὅλα αὐτά. Τὸ χῶρο σου τὸν εἶχε πνίξει τώρα ὁ χῶρος ὁ ἀδειανός. </p> <p> Καὶ ὅμως
88 ετακόμισή σου γινόταν σ’ ἐκείνη τὴν πολυκατοικία. Τώρα τὸ σκρίνιο ἔχει ἔρθει μέσα, στὴ θέση ποὺ
89 , δὲν μπορεῖς, γιατί ἀπὸ μόνα τους τὰ πράγματα τώρα σοῦ παρουσιάζονται. </p> <p> Καὶ σήμερα μάλιστα ἦ
90 εῖ στὰ ψηλὰ πατώματα, μπαίνει ἀπὸ μεγάλες πόρτες. Τώρα πρέπει νὰ ἔχει πρόχειρο τό χιλιάρικο, ἢ καὶ
91 ἔξοδο. </p> <p> Τί σημασία ποὺ ἔπαιρνε — πᾶμε τώρα πιὸ πίσω — ἡ κάθε ξένη γλώσσα! Στὴ Βαρσοβία
92 ἐρείπια, σὰν τὴν κουκουβάγια, καὶ ποῦ νὰ σκαλώσει τώρα; Ἀπὸ ποῦ νὰ πιαστεῖ; </p> <p> Ἡ ζωὴ
93 έβαιo εἶναι πὼς ἔβλεπες καλύτερα μέσα στὸ σκότος. Τώρα τί βλέπεις ἐκεῖ; Ποιὸς εἶναι; Ἀντίκρυ σου, πίσω
94 φυλάξει ἡ νύχτα. Τότε ὁ χρόνος ἦταν σταθερός· τώρα κουτρουβαλᾶ, φεύγει κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου, σὲ
95 ἐγνώριζες. </p> <p> Ὁ χρόνος ἦταν τότε σταθερός, τώρα κουτρουβαλᾶ, φεύγει κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου. Ταχὺς
96 μὲ φιγοῦρες δουλεμένες. </p> <p> Καὶ συλλογίζεσαι τώρα ποιὸς τὰ ἔκαμε ὅλα αὐτά, ποιὸς ἔζησε ἐδῶ,
97 Τὸν Πάουλα τὸν Ἰταλιάνο, γέρο πιά, τὸν συνάντησες τώρα πάνω στὸ μῶλο, στὴ Μύκονο, τὴν ὥρα ποὺ
98 τόπους ποὺ δὲν τοὺς βλέπει πιὰ ἡ συνήθεια. Τώρα θὰ πρέπει νὰ μὴ θυμᾶσαι. Νὰ ξεχνᾶς. Νὰ
99 πιὰ τὰ λουλούδια, μὰ οὔτε καὶ ὁ σύζυγος. Τώρα, ἡ ὡραία γυναίκα, στὴν πατρίδα μου, θὰ περπατᾶ
100 ἀμέσως. Οὔτε τσιγάρο ἔπινες, οὔτε ἔγραφες τίποτα. Τώρα σοῦ τὰ ’φερε ὁ θυρωρὸς καὶ τὰ δυὸ
101 ὅπου βρισκόταν τὸ σπίτι, μὲ τὸ καφενεδάκι του τώρα τοῦ κυρίου Δέλτα Κοκκίνη, ἐκεῖ ὅπου πρωτογνώρισα
102 ς ἦταν ἕνας βούλγαρος ἐξόριστος, γιὰ πολλὰ χρόνια τώρα σ’ αὐτὸ τὸ χωριό. Ἔμενε ὁλομόναχος μέσα σὲ
103 ’ αὐτὸ πήγαινε κάθε μέρα, τὴν ἴδια ὥρα, χρόνια τώρα, σ’ ἐκεῖνον τὸν ξενώνα, τὸ ἀναπαυτήριο, μήπως καὶ
104 ξέρω. Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀνακατωμένα θὰ τ’ ἀραδιάσω τώρα πάνω στὸ χαρτί. </p> <p> Πάντα νομίζω ὅτι
105 > Ἔλεγες, καὶ τὰ νόμιζες πὼς θὰ εἶναι ἀτέλειωτα. Τώρα δὲ θὰ ξανάχεις ποτὲ πιὰ τριάντα χρόνια, καθαρὰ
106 σου τὴν ταινία. Ἀλλὰ θὰ μείνουν ὅλα ἄγραφα τώρα πιά; Ἀτελείωτα; Ὅσα ἤθελες ν’ ἀναφέρεις ἀπάνω στὸ
107 αὐτὴ ἡ ταμπέλα τραβοῦσε ἀσυγκράτητα τὸν ἄρρωστο. Τώρα, ὁ ἄρρωστος ἀνεβαίνει γιὰ νὰ γιατρευτεῖ στὰ ψηλὰ
108 ποὺ ἄφησες : τὸ μικρὸ βαλιτσάκι σου μὲ ἄχρηστα τώρα πιὰ βιβλία, τὰ βιβλία ποὺ ἔγραφες ἐσύ, σκωροφαγωμ
109 ἔφερνε τὴ νίκη, τὸ τέλος τῆς ἀπελπισίας. Ἀλλὰ τώρα κατοικεῖς ἐδῶ. Μέσα σ’ αὐτά τά ἐρείπια, στὶς
110 ἄνθρωποι, σπίτια, παπούτσια... </p> <p> Ἀνύπαρκτα τώρα πιὰ ὅλα αὐτά τὰ πράγματα, ἀνύπαρκτα... Κι ἔρχοντα
111 αὐτό. Κουδούνιζαν καὶ τὰ τζάμια. </p> <p> Ἄνοιξε τώρα τὰ πακέτα ὅπου ἔχεις κρατήσει κάποιες σημειώσεις.
112 χρόνια μὲς στὴ γῆ». </p> <p> Κι ἐγὼ τώρα σὲ ποιὸν θ’ ἀφήσω τὴν κληρονομιά μου;... Ὄχι
113 ἦταν βέβαια μάντης γιὰ νὰ ξέρει ὅτι ἐγὼ τώρα ἀναζητοῦσα ἐκεῖ μέσα τὴ φιλενάδα μου: ἦταν ἁπλούσ
114 ἔργων του : νὰ τὰ ἔχει αὐτὸς κατασκευάσει, ἐνῶ τώρα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κουμαντάρει. </p> <p>
115 κρυφὸ κι ἄσπρο σὰν περιστέρι...». Ὅλα αὐτά, ἐσὺ τώρα δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ἐμποδίσεις· τὰ παίζουν στὶς
116 ὰ μείνουν ἄγραφα. Ἀτελείωτα. Μόνο ποὺ κάθεσαι ἐσὺ τώρα καὶ συλλογίζεσαι ὅσους ἀνθρώπους φεύγανε κάθε τόσ
117 τίποτα. Αὐτὸ εἶχε γίνει στὸν Τολστόι, κι ἐσὺ τώρα τὸ φαντάστηκες. Πήγανε, λέει, στὸν Τολστόι ὅλα το
118 χαρτί;». Μὰ ἴσως κανένα πλάσμα σου νὰ ἔγινε τώρα φιγούρα. Ἕνα ἐξώφυλλο πάνω στὸ ράφι. Ἕνα βιβλίο
119 ἔχεις ἐσὺ τίποτα; </p> <p> Τελοσπάντων... ἔκαμες τώρα κάμποσο γράψιμο. Σήμερα μάλιστα ἦρθε στὸ σπίτι σο
120 θὰ μπορεῖ νὰ σοῦ χρησιμεύει, ἀφοῦ τοῦ ἔλειψε τώρα ὁ καρπός: τὸ ἐσωτερικό του. </p> <p> Γυμνὴ
121 ιὰ ὅλα αὐτά τὰ πράγματα, ἀνύπαρκτα... Κι ἔρχονται τώρα νὰ σὲ ξυπνήσουν μέσα στὴ νύχτα. Ὅπως θὰ
122 περάσει μέσα ἀπ’ τὴ μισὴ Εὐρώπη, νὰ ἔχεις τώρα στερηθεῖ τόσα καὶ τόσα πράγματα, νὰ ὁδοιπορεῖς δι
123 ρωτοῦσε συχνὰ ἕνας δημοσιογράφος. «Ὄχι, δὲν ἔχομε τώρα πιὰ μάνα». «’Έ, τότε δὲ θὰ σᾶς θυμᾶται
124 ά τά πράγματα δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν. Ἔγιναν τώρα θρύλος. </p> <p> Κυρίες μὲ μακριὲς φοῦστες κοιτάζ
125 ρεμουλιάζουν, τὰ πόδια δὲν τὸν κρατοῦν πιά. Ἔγινε τώρα ἕνα μουσειακὸ ἀντικείμενο. </p> <p> Ἔχουν νὰ ποῦν
126 νὰ τὶς ἀνακάλυψες γιὰ πρώτη σου φορά. Ἔμαθες τώρα ἀναγκαστικὰ ὅτι μὲ λίγες λέξεις ζεῖς· καὶ πεθαίνε
127 ἦταν ἐντελῶς ἄδεια. Γιατί ὁ Τολστόι δὲν ἦταν τώρα πιὰ παρὰ μόνο ἕνα ὄνομα, ἀπάνω στὰ ἐξώφυλλα
128 διαφυλάξει ἐντελῶς ἄθικτη τὴ σορό του. Καὶ ἰδοὺ τώρα, ἔπειτα ἀπὸ τέσσερεις χιλιάδες χρόνια, ἡ ἀνάπαυση
129 γγίζουν. Γερνᾶς. Ἔτσι εἶναι ποὺ καταλαβαίνεις ὅτι τώρα γερνᾶς. Πλησιάζεις στὸ τέρμα. Εἶσαι μιὰ κλεψύδρα
130 κλείνει, ἢ ἂν μένει ὀρθάνοιχτη, γιατί τί ὑπάρχει τώρα πιὰ νὰ προστατέψει ἐκεῖ μέσα; Τί νὰ διατηρήσει;
131 , ἐχάλασε. </p> <p> — Κλέφτες, κλέφτες, ὑπάρχουνε τώρα ἄφθονοι μέσα στὴ φτώχεια τῆς ξένης Κατοχῆς, λέγαν
132 μάτο κόσμο μόνιμο, τ’ ἀφεντικὰ καὶ τοὺς ὑπηρέτες. Τώρα ὁ θάνατός σου δὲ θ’ ἀργήσει πολὺ νὰ
133 βάρος ἀπ’ ὅλες τὶς λέξεις ποὺ ἔγραψες ὥς τώρα, μπαίνει σὲ ὅλες τὶς μελλοντικὲς ποὺ θά γράψεις.

Πιὰ

1 , ποὺ στέλνανε ἀπ’ τοὺς οὐρανούς. </p> <p> Σήμερα πιὰ εἶναι «ντεμοντὲ» ὅλα αὐτά τά φρικαλέα πράγματα. Κ
2 γριὲς μὲς στὸ σπίτι τους, ποὺ δὲ βγαίνουν πιὰ τὸ κατώφλι, καὶ καρτεροῦν πὼς κάποιος θὰ ’ρθει
3 ὅμως μπλέχτηκες σὲ τόπους ποὺ δὲν τοὺς βλέπει πιὰ ἡ συνήθεια. Τώρα θὰ πρέπει νὰ μὴ θυμᾶσαι.
4 μπερδεύτηκαν μέσα σὲ τόπους, ποὺ δὲν τοὺς βλέπει πιὰ ἡ συνήθεια. </p> <p> Ξεχασμένα τώρα πιὰ τὰ
5 μπλέχτηκες μέσα σὲ τόπους ποὺ δὲν τοὺς βλέπει πιὰ ἡ συνήθεια. Παρίσι, Βερολίνο, Βαρσοβία... Οἱ ἄνθρ
6 κι ἐσένα. Μὰ τώρα πάει, ἐχάθηκε... δὲ βρίσκεται πιὰ πουθενά. Ἴδιος κι ὅμοιος ἦταν, παιδί μου, σὰν
7 λέγεται «πατρίδα», νὰ γυρίσεις καὶ νὰ βρεῖς γριὰ πιὰ τὴ μητέρα σου, νὰ σὲ κοιτάζει στὰ μάτια,
8 τὰ μαλλιά, τὰ δόντια, τὰ χέρια δὲν εἶναι πιὰ σταθερά. Οὔτε καὶ τὸ κεφάλι της. Γερνᾶ. </p> <
9 διήγηση τῆς Μαρίας, ἡ κυρία Θαλὴ θὰ εἶναι πιὰ πεθαμένη, καὶ ἡ κόρη της, ἡ φίλη μου,
10 καὶ τὸ σύζυγο, καὶ τώρα νὰ μὴν εἶναι πιὰ παρὰ ἕνα πτῶμα ποὺ ἀναπνέει. Δὲ βλέπει, δὲν
11 πράγμα, νὰ εἶσαι πεθαμένος, ἢ νὰ μὴν εἶσαι πιὰ παρών. </p> <p> Ἴσως αὐτὸ εἶναι ποὺ σοῦ
12 θὰ μπορεῖς νὰ γίνεις, ὅταν δὲ θὰ εἶσαι πιὰ ἄνθρωπος; Τίποτα τὸ ἐγκόσμιο. Ἕνα μικρὸ «μαμουνάτ

38
13 παρακάτω: </p> <p> «Τὰ πόδια της δὲν εἶχαν πιὰ κανένα ἐνδιαφέρον. Τὸ συλλογίστηκε πολλὲς φορὲς κ
14 τὰ παπούτσια της. Τὰ πόδια της δὲν εἶχαν πιὰ κανένα ἐνδιαφέρον...» </p> <p> Διαβάζεις τώρα, χω
15 , καὶ ἡ τελευταία, ποὺ ἔμεινε, ἀφοῦ δὲν εἶχε πιὰ κανένα στοιχεῖο περιουσιακό, πούλησε τὸν οἰκογενε
16 σωστό του ὄνομα. Μπροστὰ στὸ θάνατο δὲ θάχεις πιὰ ἀνάγκη νὰ τοὺς μεταμορφώνεις, μεταποιώντας τὰ ὀνό
17 συνηθίσει τὴ νέα γλώσσα, οὔτε καὶ νὰ θυμᾶται πιὰ τὴ δική του. Κι ἔτσι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος
18 γνώριζαν. </p> <p> Ἕνας - ἕνας φεύγει καὶ κανεὶς πιὰ δὲ θὰ μείνει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ θυμηθεῖ
19 μέσα στοὺς δρόμους ὁλομόναχό του»! Καὶ τὸ ’λεγε πιὰ σ’ ὅλους τοὺς γνωστούς, μιὰ φίλη σου ποὺ
20 ὥρα τοῦ θανάτου του δὲν τοῦ εἶχε μείνει πιὰ παρὰ ἕνα βουνὸ ἀπὸ σημαντικὰ βιβλία του, ἡ
21 > Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ Κάδμω δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ θυμηθεῖ μ’ εὐκολία ὅταν εἶναι ξυπνητή. Ὅ,
22 εἴπαμε. Τὸ «μαυσωλεῖο» εἶναι κρυμένο, δὲν ξέρεις πιὰ σὲ ποιὸν τὸ ἔχουν ἀφιερώσει: λησμονημένοι οἱ ἄνθρ
23 φημένοι παράμερα, σὰν τὰ τραγούδια ποὺ δὲν ξέρεις πιὰ ποιὸς τὰ ἔκαμε, χάσανε τὴν ἐπωνυμία τους, σὰν
24 ικὴ Ταβέρνα ὁ Παρπαθωμᾶς». </p> <p> Ἔχουν ξεχάσει πιὰ τὴ γλώσσα τους: τὰ ἑλληνικά. ’Έχουν περάσει τόσα
25 υ, στὴ μέση χωρίστρα μὲ μπριγιαντίνη — περασμένης πιὰ μόδας — βγάζει ἕνα μικρούτσικο πακετάκι τσιγάρα,
26 τριάντα χρόνια καιρό. Τώρα δὲ θὰ ξανάχεις ποτὲ πιὰ τριάντα χρόνια — καθαρὰ προπάντων, ἀμεταχείριστα,
27 θὰ εἶναι ἀτέλειωτα. Τώρα δὲ θὰ ξανάχεις ποτὲ πιὰ τριάντα χρόνια, καθαρὰ προπάντων, ἀμεταχείριστα.
28 μοιόμορφες σειρές. Ἀνάγγιχτες. </p> <p> Στ ὸ τέλος πιὰ συλλογίστηκες νὰ διάβαζες τὸ λεξικὸ στὴ γλώσσα τὴ
29 γραψίματος! Αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση: νὰ μὴν ταιριάζει πιὰ κάτι, ποὺ πρωτύτερα ταίριαζε. Οἱ λέξεις μένουν μέ
30 θὰ τὰ πιστέψει. Τὴν ἐλπίδα αὐτή, ἄφησέ την πιὰ κατὰ μέρος. </p> <p> Γιατί ὁ ἄλλος, ὁ
31 σε συχνὰ ἕνας δημοσιογράφος. «Ὄχι, δὲν ἔχομε τώρα πιὰ μάνα». «’Έ, τότε δὲ θὰ σᾶς θυμᾶται κανείς»! </
32 ποι, σπίτια, παπούτσια... </p> <p> Ἀνύπαρκτα τώρα πιὰ ὅλα αὐτά τὰ πράγματα, ἀνύπαρκτα... Κι ἔρχονται τώ
33 βλέπει πιὰ ἡ συνήθεια. </p> <p> Ξεχασμένα τώρα πιὰ τὰ βιβλία σου, ἐδῶ ποὺ εἶσαι στὴν ξενιτιά,
34 οψίαστοι ἄνθρωποι. Κι ἐκείνη ἡ Λουκία, εἶναι τώρα πιὰ χῶμα, εἶναι σκόνη... </p> <p> Ὅταν τὸ χαμόγελο
35 θὰ βαστάξει αἰώνια, ἡ ἴδια. Δὲν εἶχες τώρα πιὰ τίποτα, εἶχε χαθεῖ καὶ τὸ ἐλάχιστο, οἱ κάμαρες
36 κανάτι, ἀλλὰ εἶχε γίνει καὶ ἄσβηστο. Ποτὲ τώρα πιὰ δὲ θὰ μποροῦσες νὰ τοῦ βγάλεις μιὰ λέξη
37 του : νὰ τὰ ἔχει αὐτὸς κατασκευάσει, ἐνῶ τώρα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κουμαντάρει. </p> <p> Κι
38 ἐντελῶς ἄδεια. Γιατί ὁ Τολστόι δὲν ἦταν τώρα πιὰ παρὰ μόνο ἕνα ὄνομα, ἀπάνω στὰ ἐξώφυλλα ἀναρίθμητ
39 ἑαυτό του σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ γέρους τώρα πιὰ ἀνθρώπους, μὲ γυναῖκες τσακισμένες ἀπ’ τὴν πολυκα
40 , ἢ ἂν μένει ὀρθάνοιχτη, γιατί τί ὑπάρχει τώρα πιὰ νὰ προστατέψει ἐκεῖ μέσα; Τί νὰ διατηρήσει; Ἀφοῦ
41 ἄφησες : τὸ μικρὸ βαλιτσάκι σου μὲ ἄχρηστα τώρα πιὰ βιβλία, τὰ βιβλία ποὺ ἔγραφες ἐσύ, σκωροφαγωμένα.
42 προσοχή. Μεῖνε ἐσὺ μαζὶ μ’ ἐσένα. Πρέπει τώρα πιὰ νὰ τὰ πεῖς. Μὰ ποιὸς θὰ τ’ ἀκούσει.
43 σκρίνιου — τὸ σκρίνιο ποὺ θὰ εἶχε γίνει τώρα πιὰ ἕνας ἄδειος σκελετός... </p> <p> Μὰ ὅλα αὐτά
44 ἔχω ἐγὼ παρόμοια, κι ἔτσι δὲν εἶμαι τώρα πιὰ παρὰ ἕνα ἄγαλμα μαρμάρινο πάνω σ’ ἕνα μικρὸ
45 ὅλα αὐτά εἶναι τώρα ξεπερασμένα πράγματα· ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθόν. Εἶχες ὅλη τὴ διάθεση, κι ἡ
46 μένα τους χαρακτηριστικά, ποὺ δὲν τ’ ἀναγνωρίζουν πιὰ οὔτε κὰν οἱ γείτονες. Κι ὅπως γιὰ τὴν
47 σα στὸ ἀκαθόριστο ἐκεῖνο περιβάλλον. </p> <p> Ἄσε πιὰ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ σκρίνιου σου πάνω στὸ πεζοδρόμιο
48 . Κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ τ’ αὐτιά. Ἄφησε πιὰ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ ἔρθει, κι ἀπὸ
49 , τότε, μιὰ μέρα κατάλαβε πὼς δὲν τὴν ἐνδιαφέρανε πιὰ τὰ λουλούδια, μὰ οὔτε καὶ ὁ σύζυγος. Τώρα,
50 > <p> Μὰ ὅλα αὐτά τά πράγματα δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν. Ἔγιναν τώρα θρύλος. </p> <p> Κυρίες μὲ
51 , ἂν ἦταν νὰ βγῶ τὸ κατώφλι, ἐφόσον ἔμεινα πιὰ μονάχος, πῶς νὰ οἰκονομηθῶ! </p> <p> Πρωτοβγῆκα ἀ
52 ’ ἐμένα, ὅταν λείψανε οἱ συνάδελφοί μου κι ἔμεινα πιὰ μονάχος. Ὅλα ξεκίνησαν ἀπὸ κεῖ. </p> <p> Τὸ
53 πίτια κατεδαφίζονταν, οἱ νοικοκυρὲς δὲν ἔφτιαχναν πιὰ τὴν ντομάτα τὸν μπελτὲ γιὰ νὰ τὴν ἔχουν
54 ἀπ’ τοὺς ἐλάχιστους ποὺ ὑπάρχουν, νὰ μὴν ἔχει πιὰ κανένα γλωσσικὸ ὄργανο. </p> <p> Ἐσὺ ἀπέφευγες νὰ
55 , νὰ διαδίδει ἰδέες φιλοσοφικές». Σήμερα δὲν ἔχει πιὰ παρόμοια καθήκοντα. Ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου περιορίζ
56 τὰ ἔχει ὅλα, μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει πιὰ τίποτα; Ἴσως. </p> <p> Καὶ τότε ἡ Κάδμω
57 τὰ ἔχεις ὅλα, μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχεις πιὰ τίποτα. Ὁλόγυμνη ἔμεινες σὰν τὸ σκουλήκι. </p> <p
58 θὰ ἀναφέρονται πολλὰ χρόνια ἀργότερα. Τότε ἔχουν πιὰ ἀποκτήσει κλειδιά. Τὰ κομμάτια ἀπὸ τὰ ἔργα θυμίζο
59 του. </p> <p> Τώρα ἡ ἐγκατάλειψή μου ἦταν πιὰ ἀβάσταχτη. «Ἀπελπισία, ἔλεγα πάλι, ἀπέραντη ἀπελπ
60 καὶ τὸν κοίταζαν, ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ ἦταν πιὰ νεκρός. Ἐσὺ ὅμως δὲν εἶσαι τώρα οὔτε νεκρή,
61 νὰ τὸ συζητήσω, ἐκεῖνο νὰ τὸ ἀναφέρω, ὅταν πιὰ θὰ γυρίσω». </p> <p> Ἀλλά τό πιὸ σημαντικὸ
62 ποὺ μπαίνει ἡ τρέλα μέσα στὸ κεφάλι : Ὅταν πιὰ δὲν προφθαίνεις οὔτε νὰ τὰ σκεφθεῖς. Ἀνάκατα ὅλα,
63 τὴν πόρτα τους! </p> <p> Ἄς μὴν ὑπάρχει πιὰ αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα, ἄς ἔρθουν οἱ λέξεις τῆς

Πάνω

1 Marcelino, κλειστὸ κι αὐτό, ἂν καὶ εἶναι Κυριακή. Πάνω στὶς σκαλισμένες πόρτες του μὲ τὸ σουγιά, φιγοῦρε
2 , ἀφησμένο μέσα σὲ μιὰ ἀποθήκη στὴν ὁδὸν Μπενάκη, πάνω σέ κάτι ράφια, ἢ καὶ πεταμένο κατάχαμα, νὰ
3 πάνω στὴν ἀκτή τῆς νήσου Κουίο τῶν Φιλιππίνων. Πάνω ἀπὸ 100 φάλαινες, ἡ μία ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἄλλη,
4 ἀλογάκι... Ποῦ νὰ τὰ πεῖς τώρα ὅλα αὐτὰ πάνω στὴν ξένη γῆ, ποιὸς νὰ σ’ ἀκούσει, ποιὸν
5 δὲν εἶχαν ἀκούσει τ’ ὄνομά του, γι’ αὐτὸ πάνω στὸ μνῆμα του ἔγραψαν μόνο τὴ λέξη: «Ἄγνωστος». <
6 ης μὲ ξύλινα μανταλάκια, καθιστὴ χάμω, ὅπου βρεῖ, πάνω σέ κάποιο σκαλί. </p> <p> Ὅλα τά πρόσωπα
7 τῆς Ἄνω - Μερᾶς, μὲ τ’ ὄνομά σου γραμμένο πάνω στὴν ἐξώθυρα. Καὶ ὅταν πέθανε ὁ πατέρας σου,
8 συνοικισμὸς ἀπὸ πουλιὰ συγκεντρωμένα στὰ δέντρα. Πάνω, ψηλά, ἦταν οἱ φιλόσοφοι, ἀκίνητοι, μὲ τὸ μάτι
9 ατοικεῖ κάποιος κύριος γιατρός, κι ἐκεῖ διαβάζεις πάνω σὲ μιὰ μπρούτζινη σκάρα, ὁλόγραφο τὸ ὄνομά του.
10 αλέα πράγματα. Κι ἐσύ, ἀφοῦ βρέθηκες ἐδῶ, κάθεσαι πάνω στὸν πάγκο, ὅποτε ἔχει λιακάδα, ἢ χιόνι μαλακό.
11 θέλει καὶ νὰ τὸ διαβάσει! Ἄφησέ το καλύτερα πάνω στὸ ράφι τῆς ἀνυπαρξίας. </p> <p> «Τότε ἡ
12 ἔμενες ἐσὺ στὸ κάτω μέρος τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάνω κατοικοῦσε ἡ ἄλλη φίλη σου, ἡ Μάρω — ποὺ
13 ἀνάμεσα ἀπὸ τόσες ἄλλες — ποὺ ἔμεινε νὰ κρέμεται πάνω σ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνώνυμο ἄγαλμα, τὸ ζωντανό, στὸ

39
14 zadis J. Marcelino, ψηλό, σφιγμένο, τὸ ἕνα κτίριο πάνω στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, κλειστές, ξεφλουδισμένες
15 , μαζὶ μὲ τὰ μπουμπουνητὰ ποὺ ἔκαναν τὰ κύματα πάνω στὰ βράχια. Θὰ ἦταν, βέβαια, μιὰ συντροφιὰ κι’
16 ὲς σταγόνες ἐντελῶς ἄχρηστο νερό, ποὺ κάνει λάσπη πάνω στὶς πλάκες. </p> <p> Tratoria Akropolis. Ἀλλὰ ἡ
17 τὰ χέρια του σταυρωμένα, ἀκουμπιστὰ σὰν κάθε μέρα πάνω στὰ γόνατά του. Σοῦ ἀπάντησε κι αὐτὸς μιὰ
18 , καὶ θὰ τὰ ξαναβγάλει πάλι τὴν ἄλλη μέρα πάνω στὸ τεζιάκι, καὶ τὸ ἄλλο βράδι πάλι μέσα
19 δὲν εἶμαι τώρα πιὰ παρὰ ἕνα ἄγαλμα μαρμάρινο πάνω σ’ ἕνα μικρὸ σταυροδρόμι... </p> <p> Πρώτη φορὰ
20 ἕνας φίλος, ὁ φίλος σου. Ἔριξε μιὰ ματιὰ πάνω στὸ τραπέζι σ’ ἐκεῖνα τὰ χαρτιά, χωρὶς καμιὰ
21 τὸν Κραντονέλο; Ἦταν τῆς τοτινῆς γενεᾶς παιχνίδι. Πάνω στὴ μουσκεμένη ἀμμουδιὰ ἔπρεπε νὰ τὸν πλάθεις μὲ
22 βλέπεις ξαφνικὰ ἕναν νεκρὸ νὰ εἶναι πλαγιασμένος πάνω στὰ γόνατα τοῦ ζωντανοῦ, μέσα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο.
23 ὴ λέγανε — καὶ μπαίνει νεκρή, μέσα στὴν πολιτεία, πάνω στὰ γόνατα τοῦ ζωντανοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὴ συνοδεύε
24 παράθυρο ἑνὸς ἔρημου σπιτιοῦ, κάθεται ἕνα πουλάκι πάνω στὰ καπούλια σκελετωμένου ἀλόγου, κι ὁ σκύλος ὁ
25 ζαν νὰ λένε: «Τόσες χιλιάδες βόμβες ἔπεσαν σήμερα πάνω στὸ Βερολίνο». Καὶ ἐνθουσιαζόσουν, γιατί θὰ ἔφερν
26 κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ κοίταζε τὸ σκοτάδι. Πάνω στὸ μαξιλάρι ἡ ράχη σου, καὶ οἱ βολβοὶ
27 ερα... Τὰ δικά τους παιδιὰ ἐκείνων ποὺ σκοτώθηκαν πάνω στὰ βουνά, στ’ ἀντάρτικα, στὶς στεργιὲς καὶ στὶς
28 , ἀπούλητη, μονάχη, καὶ οἱ τόμοι τῶν βιβλίων σου πάνω σέ κάποιο ράφι, σειρὲς σκονισμένες. Ὁμοιόμορφες σ
29 > <p> Ἄσε πιὰ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ σκρίνιου σου πάνω στὸ πεζοδρόμιο. Χαρούμενη ἤσουνα κάθε φορά, ὅταν
30 , γιὰ νὰ μὴ σοῦ στραβώνουν οἱ γραμμές, στέκεται πάνω στὸ τραπέζι ποὺ εἶναι κόντρα στὸν τοῖχο. Μὰ
31 στά μου, βγῆκε μάλιστα καὶ στὸ δρόμο, στερεωμένος πάνω στὸ χέρι τῆς σπιτονοικοκυρᾶς· τὸν ἄλλον τὸν εἶχε
32 οιμοῦνται τώρα μέσα σὲ συρτάρια, εἴτε στοιβαγμένα πάνω ἀπ’ τὶς ντουλάπες, ἄχρηστα, πεταμένα, ἀχρησιμοποί
33 γιὰ νὰ τὸ κάμουν κολιέδες ἢ κανένα στολίδι πάνω στὴν κονσόλα, κάπου ἐκεῖ θὰ κείτεται. Ἡ γῆ
34 πάνω. Καὶ ταΐζει τὸ γατί του ποὺ στρογγυλοκάθεται πάνω στὸ τραπέζι. </p> <p> Ἐκεῖ, τὸ κάθε μέρος
35 νύχτα ἡ Ἄννα σου, γιὰ νὰ σὲ συναντήσει. Πάνω στὸ τρίκλινο τραπέζι τὰ εἶχες γράψει τότε αὐτά,
36 ατοχῆς: «Τόσες χιλιάδες βόμβες ἔριξαν οἱ σύμμαχοι πάνω στὸ Βερολίνο!». Κι ἐσὺ νὰ ἐνθουσιάζεσαι, γιατί αὐ
37 ’ ἕναν πάγκο, ἀκίνητον, βουβό, μὲ τὰ χέρια του πάνω στὰ γόνατα, κάποιον ἄνθρωπο ἡλικιωμένο. Τί ἔκανε
38 άουλα τὸν Ἰταλιάνο, γέρο πιά, τὸν συνάντησες τώρα πάνω στὸ μῶλο, στὴ Μύκονο, τὴν ὥρα ποὺ σκαμπανέβαζαν
39 πηγαινόρχονταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὲ κοιτάζουν τώρα πάνω ἀπὸ τὰ κάδρα τους, μὲ τὶς χρυσὲς κορνίζες. </
40 τὰ μούσμουλα... </p> <p> Ἕνα μαμούνι περπατᾶ τώρα πάνω στὸ χαρτί. Ἀλλὰ ποῦ τάχατε νὰ βρέθηκε; Ἴσως
41 Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀνακατωμένα θὰ τ’ ἀραδιάσω τώρα πάνω στὸ χαρτί. </p> <p> Πάντα νομίζω ὅτι δὲν
42 καὶ τὰ μούσμουλα, κι ἕνα μαμούνι περπατᾶ τώρα πάνω στὸ χαρτί. </p> <p> Ἐσὺ μπλέχτηκες μέσα σὲ
43 λειψη κάποιας οὐσίας τοῦ σώματος, ποὺ φανερώνεται πάνω στὸ δέρμα: εἶναι τῆς σάρκας ἡ κατάπτωση. Ἀλλὰ
44 φυτό. Πετᾶ φύλλα κάθε τόσο. Πέφτουν τὰ φύλλα πάνω στὴ γῆ, ὥσπου νὰ ξαναβγοῦν. Δὲν ξέρεις γιὰ
45 ὅλα αὐτά, ποιὸς ἔζησε ἐδῶ, ποιὸς τὰ χάρηκε. Πάνω ἀπὸ τὰ Ρalazi κρέμονται πάντα ροῦχα, οἱ πόρνες
46 τῆς ἀχόρταγης νύχτας, μὲ τὴ ράχη σου ἀκουμπισμένη πάνω στὸ μαξιλάρι, βλέπεις ἀντίκρυ σου τὴν ταινία. Ἀλλ
47 τὸν εἶχε πάντα δίπλα της τὴ νύχτα, ἀκουμπισμένον πάνω στὸ μικρὸ τραπεζάκι. Ἐγὼ στεκόμουν ἀκίνητος, καὶ
48 αῖες, καμουφλαρισμένες, ἔπρεπε νὰ βρεθεῖς ἀκριβῶς πάνω στὴν ὥρα, τὴ στιγμὴ τὴν ὁρισμένη, μήτε ἕνα
49 γνώριστο. Τόσο μεγάλη ἀλλαγή, τόσο ἀπότομη ἀλλαγὴ πάνω σ’ ἕνα ἄψυχο πράγμα, τὴν ἔβλεπες πρώτη φορά
50 ένη τοῦ βασιλέα Λουδοβίκου ΙΕ΄, ὅταν τὴν ἀνέβαζαν πάνω στὴ λαιμητόμο, «Κύριε δήμιε, — ἐφώναξε μὲ μιὰ γλυ
51 ννεφα στὶς ἀτέλειωτες χειμωνιάτικες μέρες, κι ἀπὸ πάνω πετοῦν τὰ κοράκια. Τὰ πουλιὰ προσδιορίζουν πάντα
52 . Τὸ τραπέζι βρίσκεται κόντρα στὸν τοῖχο, κι ἀπὸ πάνω του, ἀφοῦ ἡ κατοικία εἶναι ἡμιυπόγειο — καθὼς λέν
53 του ἄνεργα, τὰ καλαπόδια ἀραδιασμένα στὸ ράφι ἀπὸ πάνω του, ὁ τσαγκάρης περιμένει. Κοιτάζει λοξά... Πελά
54 χέρια του ἄνεργα, τὰ καλαπόδια στὸν τοῖχο ἀπὸ πάνω του, ὁ τσαγκάρης περιμένει, κοιτάζοντας λοξά: πελ
55 υ ἄνεργα, τὰ καλαπόδια ἀραδιασμένα στὸν τοῖχο ἀπὸ πάνω του, ὁ τσαγκάρης περιμένει — κοιτάζει λοξά... Πελ
56 νάβρισκες, καὶ νὰ σὲ ἀκολουθήσει αὐτὸς ὁ ἀριθμός! Πάνω σε μιὰ γωνιὰ τετραδίου τῆς καλλιγραφίας! </p> <p>
57 ίνιο βενετσιάνικο κάθεται στὴν ὁδὸν Ἀριστοτέλους, πάνω στὸ πεζοδρόμιο. Αὐτὸ τὸ τόσο ἀσυνήθιστο πράγμα ἐξ
58 ποὺ βλέπει τώρα γραμμένο νὰ ἔχει στοιβαχθεῖ ἐδῶ, πάνω στὸ τραπέζι, τὸν ἀφήνει ἀδιάφορο. Δὲν τὸν ἀφορᾶ.
59 , μὲ τ’ ἀνθρώπινα δάχτυλα ποὺ ἦταν τυπωμένα ἐκεῖ πάνω, καθώς σ’ ἕνα πήλινο κανάτι, ἀλλὰ εἶχε γίνει
60 ἕνα πατάρι. Πόσο σοῦ ἄρεσε νὰ κλείνεσαι ἐκεῖ πάνω ὁλόκληρες ὧρες. Καὶ κατέβαινες σπάνια. Κι ἀκόμα τ
61 πλάσμα σου νὰ ἔγινε τώρα φιγούρα. Ἕνα ἐξώφυλλο πάνω στὸ ράφι. Ἕνα βιβλίο πλαγιαστό. Κι ἐκεῖ μαζεύει
62 τὸ αἷμα, ἤ τὰ δικά μου, ποὺ ἔβαζα πάνω στὸ χαρτί;». Μὰ ἴσως κανένα πλάσμα σου νὰ
63 συνθέτει μὲ νωχέλεια: </p> <p> «Ἡ Μπίλιω ἔγειρε πάνω στὰ μαστιχιὰ μαξιλάρια...». Κάπως ἔτσι ἄρχιζε αὐτ
64 πρωινό σου μονάχη. Πάει κι αὐτό, τελείωσε· ἔφαγες πάνω στὸ τραπέζι. Τὸ τραπέζι βρίσκεται κόντρα στὸν τοῖ
65 ὕπνο του. Τὰ χέρια του ἀκουμπισμένα τὸ ἕνα πάνω στ’ ἄλλο, τὰ βλέφαρα χοντρά, χείλια μισολάγνα — μ
66 άδι ἀπὸ φάλαινες ‘‘αὐτοκτόνησε” πέφτοντας μὲ ὀρμὴ πάνω στὴν ἀκτή τῆς νήσου Κουίο τῶν Φιλιππίνων. Πάνω
67 Τραπέζια, σκρίνια, κομά, βγαίνουν ἀπ’ τὰ ὑπόγεια πάνω στὸ πεζοδρόμιο, μουχλιασμένα, γδαρμένα, κακοποιημ

Μέσα

1 νὰ θαυμάσω τοῦτα ἐδῶ τά μέρη. </p> <p> Μέσα σ’ αὐτό τό πέρασμα, πελώριες οἰκοδομές, τί νὰ
2 εῖνα ξαναφτιάχνουν τὴ συνέχεια τῆς ζωῆς. </p> <p> Μέσα στὴν πρωτεύουσα ψέλνουν καὶ τραγουδοῦν ἐρωτικὰ μπ
3 τενόκαρδο. </p> <title> Παραδείγματα </title> <p> Μέσα σ’ ἕνα βιβλίο προφταίνεις νὰ δεῖς τὴ γέννηση,
4 ε διατηρημένη στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Γαλλίας, μέσα στὸν προθάλαμο τοῦ Γενικοῦ Διαχειριστῆ. </p> <p>
5 , νὰ παραπλέεις ἕνα σημαντικὸ κομμάτι τῆς Εὐρώπης μέσα σ’ ἕνα τροχοφόρο τῆς ἀστυνομίας, καὶ νὰ κρατᾶς
6 ἔμπαινε ἡ Κάδμω παντοῦ, στὴ Ρώμη, στὴ Ραβένα, μέσα σ’ ὅλες τὶς πόλεις. </p> <p> Ἀλλὰ μήπως
7 τὸ ράφι στὸ δρόμο, μιὰ Κυριακὴ πρωί. Χωμένος μέσα σ’ ἕνα ταγάρι. </p> <p> Ἡ πρώτη μου
8 . </p> <p> Ἦρθε ὅμως ποτὲ νὰ σὲ βρεῖ, μέσα στὰ πλάτη τοῦ βορρᾶ, κανένα ἀπό τά ἄτομα
9 παιδί... Μὰ πῶς θὰ μπορέσει νὰ τὸ βρεῖ μέσα στὰ τόσα χιλιόμετρα ἀπὸ ἀμουδιές, μέσα στ’ ἀμέτρη
10 καλπάκι κάτω ἀπ’ τὴ μασχάλη. Πιὸ πέρα γεννήθηκε μέσα σ’ ἕνα καμαράκι ὁ Manzini. Καὶ κάπου παραπέρα,

40
11 , μὲ τὴ φανέλα του καὶ μὲ τὰ γυαλιά, μέσα στὸ παπουτσίδικο, τὰ χέρια του ἄνεργα, τὰ καλαπόδ
12 φούρνου στὸ ἐργοστάσιό του. Καὶ πέταξε τὸ δέμα μέσα στὶς φλόγες τὶς βυσσινιές, μὲ τὰ ἴδια τὰ
13 συγκεντρώνει ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ζωντανοί τῆς δίνομε, μέσα στοὺς χρόνους ποὺ διαβαίνουν. Ἀλλὰ νὰ τώρα καὶ
14 . Τοῦ τὰ ἔδειξες μὲ τὸ δάχτυλο. Τὰ διάβασε μέσα του. Χαμογέλασε. Κι ἐσὺ μαζί του. Σὰ νάσαστε
15 ί. </p> <p> Θάνατοι ταπεινοί, θάνατοι δοξασμένοι, μέσα σὲ μιὰ στιγμή, ὅσο βαστᾶ ἕνα βλέμμα, κι
16 ς, κυνηγημένος, νὰ κρύβεται στὰ σκότη τῶν δρόμων, μέσα σ’ ἀπόμερους συνοικισμούς, κι ἔσπασε ἡ καρδιά του
17 ἀναμνήσεις. Ἐκεῖνο τὸ ρολόι, τί σημασία ποὺ εἶχε μέσα σ’ ἐκεῖνα τὰ χρόνια τῆς ξένης κατοχῆς! Εἴτε
18 la Pace». Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἄλλοτε ἡ ζωή, μέσα σ’ ἕνα μέτρο φάρδος. Ἐκεῖ ψηλά, στὸ παράθυρο,
19 εἶναι πλαγιασμένος πάνω στὰ γόνατα τοῦ ζωντανοῦ, μέσα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο. Ἔρχεται ἀπὸ ψηλά, πέρασε δρόμο
20 οιχτά. Γιατὶ τὸ βέβαιo εἶναι πὼς ἔβλεπες καλύτερα μέσα στὸ σκότος. Τώρα τί βλέπεις ἐκεῖ; Ποιὸς εἶναι;
21 > <p> Γιὰ θυμήσου κι ἐκεῖνο τὸ ἰταλικὸ καράβι, μέσα στὸ λιμάνι τῆς Albissola. Πόση ἀνθρώπινη σοφία χρ
22 ρίδα σου, ἐδιάβαζες ὅτι ἔχουν πολλὰ κατεδαφισθεῖ, μέσα σὲ ἄλλα πουλοῦν ἔπιπλα, ἄλλα εἶναι ἐντελῶς κλειστ
23 ουν τότε κλεισμένος μέσα σὲ καρφωμένα κασόνια καὶ μέσα σὲ κουτιά. Ὅταν βγῆκα στὴν ἐπιφάνεια, βρέθηκα νὰ
24 κύματα... </p> <p> Ἔτσι ξυπνοῦν κάθε τόσο καὶ μέσα σου, τ’ ἄψυχα καὶ τὰ ζωντανά, ἀλλὰ μόνο
25 > Ἀλλὰ κι ὅταν θάφτηκε ὁ Λέων Τολστόι, καὶ μέσα στὴν τεράστια σάλα εἶχαν μείνει ἀκόμα ἕνα σωρὸ
26 πιά, στοιβαγμένα μέσα σὲ μνῆμες, ἀλλὰ ἴσως καὶ μέσα στὶς ψυχές. </p> <p> Πόσα χρόνια ποὺ εἶχες
27 ροστατεύει τὰ καράβια ἀπὸ τὴ φουρτούνα. Μόνη, καὶ μέσα κι ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι, κι ἄς ἦταν
28 ια πολὺ σκοτεινοί, ἀφοῦ ἐγὼ ἤμουν τότε κλεισμένος μέσα σὲ καρφωμένα κασόνια καὶ μέσα σὲ κουτιά. Ὅταν
29 κάποια φορὰ νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖς, θὰ δεῖς κοπέλες μέσα στὶς κάμαρές του, μὲ ταλέντο ἢ καὶ χωρίς,
30 Μικρὰ παιδιά, ποὺ τοὺς ρίχνουν γριὲς καὶ κοπέλες μέσα στὸ σακούλι τους, ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ φαγώσιμα,
31 ψοφᾶ, ἄλλη ψηλώνει. Πρέπει νὰ συνηθίσεις τὴ λέξη μέσα στὴ φράση, νὰ ἐφαρμόζει καλά, ὅπως τὸ δέρμα.
32 ντιστέκεται. Κλείνεις τὸ μυαλό σου μὲ τὸ μάνταλο, μέσα στὰ πλάτη τοῦ βορρᾶ, νὰ μὴ δεχτεῖ τοὺς
33 , ξεμοναχιασμένος ἀπ’ τὸν κόσμο, χιλόμετρα μακριὰ μέσα στὴν ἐρημιὰ τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, εἶχε ἐπιτέλους πρα
34 , κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, τὸ αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς, μέσα στὶς βόρειες χῶρες. </p> <p> Σταχτιὲς ἤ κάτασπρες
35 ἕνα σπίτι, διαλέγεις, πετᾶς, θαυμάζεις, μπαίνεις μέσα καὶ βλέπεις, ὅπως ἔμπαινε ἡ Κάδμω παντοῦ, στὴ
36 πράγματα σοῦ παρουσιάζονται. Ἂν καὶ μπερδεύτηκαν μέσα σὲ τόπους, ποὺ δὲν τοὺς βλέπει πιὰ ἡ
37 πόρτα τοῦ Ναοῦ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ μέσα, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ φύγει γιὰ παντοτινά». </p> <
38 τώρα πάνω στὸ χαρτί. </p> <p> Ἐσὺ μπλέχτηκες μέσα σὲ τόπους ποὺ δὲν τοὺς βλέπει πιὰ ἡ
39 στὸ παράθυρο. Τοῦ ζήτησα τὴ χάρη νὰ μπῶ μέσα στὸ σπίτι, νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ στὰ δωμάτια,
40 ταινία. Μιὰ ταινία ἐξωτερικὰ ἀνύπαρκτη, ἀφοῦ μόνο μέσα σου μπορεῖ καὶ ξετυλίγεται : περνᾶ ἀπ’ τοὺς βολβο
41 Ὑβέτ, τῆς γαλλίδας, ἀπ’ ἔξω φαίνεται ἀκέραιο, μὰ μέσα εἶναι κουφάρι. Κάπου ἐκεῖ, ἕνας σκύλος δεμένος κα
42 ία, — γιατί Λουκία τὴ λέγανε — καὶ μπαίνει νεκρή, μέσα στὴν πολιτεία, πάνω στὰ γόνατα τοῦ ζωντανοῦ ἀνθρώ
43 . «Νὰ δεῖτε τὸ σκρίνιο της νὰ σέρνεται νυχτιάτικα μέσα στοὺς δρόμους ὁλομόναχό του»! Καὶ τὸ ’λεγε πιὰ
44 ποὺ ἦρθε ἐπιτέλους νὰ σὲ βρεῖ μιὰ νύχτα, μέσα στὸ σκοτάδι, ἦταν ἡ Ἄννα σου. Ἕνας μπάσταρδος
45 τα, ἀνύπαρκτα... Κι ἔρχονται τώρα νὰ σὲ ξυπνήσουν μέσα στὴ νύχτα. Ὅπως θὰ ξυπνοῦσες κάθε δέκα τέρμενα :
46 μόνο ποὺ περνῶ. </p> <p> Κάτι πελώριες οἰκοδομὲς μέσα στὸ σοκάκι, τί στεγάζουν; Φρίζες λησμονημένες, σὰ
47 πάνω στὸ τεζιάκι, καὶ τὸ ἄλλο βράδι πάλι μέσα στὴ βιτρίνα... Πελάτης του, μόνο κανένας μελαψὸς
48 ράφος, ὁ Γιάννης, ποὺ ἔφτιαχνε παράδοξους πίνακες μέσα στὸ σπίτι, κι εἶναι τώρα παντρεμένος, καὶ τὰ
49 ; Γιατί τάχα ἐσώθηκε ; </p> <p> Νὰ ἔχεις περάσει μέσα ἀπ’ τὴ μισὴ Εὐρώπη, νὰ ἔχεις τώρα στερηθεῖ
50 νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Anne de Νoailles. Θὰ περάσω μέσα ἀπὸ ἕναν προθάλαμο ὅλο νέφη. Τότε θὰ σπρώξω
51 χωρὶς κόπο, ὅσο περνοῦν. Δρόμος εἶναι. Τὰ πόδια, μέσα στὸ δρόμο, εἶναι βεβαίως κάτι ἀπαραίτητο. Μὰ νὰ
52 «παραδεχθήκαμε τὸ ἐλάχιστο». </p> <p> Πόσος πόνος μέσα σὲ μιὰ μόνο λέξη. </p> <p> Τὰ πάντα,
53 αρχο, καὶ τὸν καταβρόχθισε ἕνα τεράστιο σκυλόψαρο μέσα στὸ πέλαγος ὁποὺ ἔπεσε, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ
54 ς ἐσὺ μὲ τόση ξενοιασιά, βρίσκονται τώρα σκόρπιοι μέσα στὰ βιβλία σου, περιφέρονται στοὺς δρόμους, οἱ μα
55 ά ἐπεισόδια ποὺ ὀνειρεύεσαι. Στὰ πρῶτα βήματά σου μέσα στὴν πολιτεία, στέκεσαι στὴ γωνιά, σ’ ἕνα πεζοδρό
56 μετακομίσεις. Γιὰ πρώτη φορὰ ἄνοιξες τὰ μάτια σου μέσα σὲ σπίτι ὅπου θὰ κατοικήσεις μόνη σου. Ἐσὺ
57 . Τὰ πουλοῦν ἔπειτα οἱ παλιατζίδες. Τὰ στοιβάζουν μέσα σὲ μεγάλες σιδερένιες κασέλες, φράκα παλαιϊκά, κα
58 παλιά σου γραφτά, — μουχλιασμένα πιά, στοιβαγμένα μέσα σὲ μνῆμες, ἀλλὰ ἴσως καὶ μέσα στὶς ψυχές. </
59 ὰ παλιά σου γραφτά, μουχλιασμένα πιά, στουμπωμένα μέσα σὲ μνῆμες, στὰ κεφάλια, στὶς ψυχές. </p> <title>
60 Ὅταν βγῆκα στὴν ἐπιφάνεια, βρέθηκα νὰ συγκατοικῶ μέσα σ’ ἕνα σπίτι, μαζὶ μὲ δυὸ ἄλλους συναδέλφους
61 οἱ Μιχελίνες ποὺ συντρόφιασες, ἢ σὲ συντρόφιασαν. Μέσα σ’ ἐκεῖνες τὶς σελίδες ἔζησες, μεγάλωσες, ἐγέρασε
62 νο πὼς γίνεται αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ τέσσερεις τοίχους, μέσα σὲ μιὰ κάμαρα μὲ τόσο μικρὲς διαστάσεις, καὶ
63 - Ρισὰρ Μπλόκ, ποὺ πῆρε ὅλα τὰ χαρτιὰ του μέσα σὲ γεμάτες κάσες, γιὰ νὰ τὰ σώσει ἀπ’
64 τὴ χοντρὴ φανέλα του. Καὶ τὰ γυαλιά του μέσα στὸ παπουτσίδικο, τὰ χέρια του ἄνεργα, τὰ καλαπόδ
65 ες οἱ ἐποχὲς ἔχουν τὶς ἐρωτικὲς καταστάσεις τους. Μέσα στοὺς δρόμους, στοὺς κήπους, μικρὰ παιδιὰ τοὺς ρί
66 δὲν ἐπρόφθαινες. Ἔτσι εἶναι ποὺ μπαίνει ἡ τρέλα μέσα στὸ κεφάλι : Ὅταν πιὰ δὲν προφθαίνεις οὔτε νὰ
67 τρόμαξες, νὰ δεῖς τὸ πρῶτο βιβλίο σου τυπωμένο μέσα σὲ κείνη τὴ μικρὴ πάροδο, τὴν ὑπόγεια, τῆς
68 — ἀφοῦ ἦταν μουσικοσυνθέτης — ποὺ κοιμοῦνται τώρα μέσα σὲ συρτάρια, εἴτε στοιβαγμένα πάνω ἀπ’ τὶς ντουλά
69 μπορεῖς νὰ βλέπεις. Ἀλλὰ τί νὰ δεῖς τώρα μέσα στὸ χάος τῆς μοναξιᾶς. Ὅλα τὰ ταξίδια σου
70 καὶ οἱ χαρακιὲς στὰ δάχτυλά σου ἀπ’ τὸ μέσα μέρος, νὰ ἕνας πλισὲς στὸ λαιμό, κάτι σκοῦρες
71 . </p> <p> Μὰ πῶς νὰ μὴ μὲ φάει μέσα σὲ τέτοια ἐγκατάλειψη. Ἔρημος καὶ μονάχος στὸ ράφ
72 , ποὺ στριφογύριζε ἔξω ἀπό τό λιμάνι. Τί φόβος μέσα στ’ ἀμπάρια του, πόσα φονικὰ ἀπ’ τὰ κανόνια
73 ι μιὰ σκληρὴ κουκίδα, νὰ στέκεται ἐκειδά, χαμένη, μέσα στὴν ἄμμο τὴν ψιλή. </p> <p> Ἦταν κι
74 χάμω τὶς γόπες ἀπὸ τὰ τσιγάρα, τὰ χαρτάκια, μέσα σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ μαντήλι, πιασμένο γύρω ἀπ’ τὸ
75 ὁ ἀδειανός. </p> <p> Στῆς ἀγρύπνιας τὰ χρόνια, μέσα στ’ ἄγνωστα πράγματα, καὶ τὰ ἄτομα, καὶ τὶς
76 τὸν δεύτερο συνάδελφο ἀπὸ τὸ τραπεζάκι, τὸν χώνει μέσα στὴν τσάντα της, κι ἔβγαινε ἔξω μαζί του. </
77 καὶ ὁ ἄνθρωπος. Τότε ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ ψάχνουν μέσα τους νὰ βροῦν τὰ κομματάκια τῆς ζωῆς, γιὰ

41
78 , στοὺς ξένους τόπους; Πήγαινα γιὰ νὰ πάρω ἀέρα μέσα σ’ ἕνα δασάκι, κι ἐκεῖ ἀνακάλυψα πὼς ἦταν
79 τὴ ζωή τους τόσο ἀληθινά, ποὺ περνοῦσαν ἀθόρυβα μέσα στὸ νέο ἔργο. Ἀπ’ τὴ διήγηση τῆς Μαρίας,
80 ς, ἀγριόγατοι. Ἀπ’ ἔξω φαίνεται τὸ σπίτι ἀκέραιο, μέσα ὅμως εἶναι ἕνα κουφάρι, κάπου δεμένος ἐκειδὰ ἕνας
81 μορφὴ τοῦ κόσμου. </p> <p> Καὶ τώρα ἀμολήθηκες μέσα σὲ μιὰ πολιτεία. Ἀλλὰ πόσο ὑπέφερες ὥσπου νὰ
82 τὸ βρεῖ μέσα στὰ τόσα χιλιόμετρα ἀπὸ ἀμουδιές, μέσα στ’ ἀμέτρητα ἑκατομμύρια μαμουνάτα. Αὐτὸ εἶναι ἀδ
83 ε ἀλήθεια, ὅλο ἐκεῖνο τὸ τυπωμένο χαρτί, ἀφησμένο μέσα σὲ μιὰ ἀποθήκη στὴν ὁδὸν Μπενάκη, πάνω σέ
84 p> <p> — Κλέφτες, κλέφτες, ὑπάρχουνε τώρα ἄφθονοι μέσα στὴ φτώχεια τῆς ξένης Κατοχῆς, λέγανε. Νὰ μὴν
85 τὸ τέλος τῆς ἀπελπισίας. Ἀλλὰ τώρα κατοικεῖς ἐδῶ. Μέσα σ’ αὐτά τά ἐρείπια, στὶς γοῦβες ποὺ ἄνοιγαν
86 ὅλα κρέμουνται ἀπ’ ἔξω, δὲν ὑπάρχει θέση ἐδῶ μέσα στὰ σπίτια. Κι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν
87 τὴν πείνα καὶ τώρα ὅλοι αὐτοὶ μπαινοβγαίνουν ἐκεῖ μέσα ἀνεμπόδιστοι. </p> <p> Σὲ μιὰ περιοχή, στὸ νότο
88 , γιατί τί ὑπάρχει τώρα πιὰ νὰ προστατέψει ἐκεῖ μέσα; Τί νὰ διατηρήσει; Ἀφοῦ εἶναι ἕνα σπίτι ποὺ
89 , καὶ σοῦ διηγόντουσαν πὼς τὸν παλιὸ καιρό, ἐκεῖ μέσα πηγαινόρχονταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὲ κοιτάζουν τώρα
90 πέρασμα ποὺ δὲ σὲ πηγαίνει πουθενά, κι ἐκεῖ μέσα σοῦ πουλοῦν «συγκροτήματα καὶ ἀνταλλακτικά». Σπου
91 μάτιζαν μαιάνδρους μισοτελειωμένους ἔμπαινες ἐκεῖ μέσα, ἀλλά τό πρόβλημα ἦταν πῶς νὰ ξαναβγεῖς. Ξαναβρισ
92 γιὰ νὰ ξέρει ὅτι ἐγὼ τώρα ἀναζητοῦσα ἐκεῖ μέσα τὴ φιλενάδα μου: ἦταν ἁπλούστατα ἐκεῖνα τὰ βαθιά
93 , τουφεκισμένη μὲ τὸ πολυβόλο ἀπὸ τὸν ξένο ἐχθρό, μέσα στὴν Κατοχή. Στὸ χῶρο τοῦ Θυσιαστηρίου της Καισαρ
94 ου στὸ Τουρκολίμανο. «Νὰ ἤμουν νέα ἀκόμα — ἔλεγες μέσα σου — σὰν τὰ ζευγάρια τὰ ἐρωτευμένα ποὺ τρώγανε
95 είνη τὴν πολυκατοικία. Τώρα τὸ σκρίνιο ἔχει ἔρθει μέσα, στὴ θέση ποὺ τοῦ προορίστηκε. </p> <p> Μόλις
96 ἀγώνας μὲ τὴ λέξη. </p> <p> Μυριάδες ἔχει μέσα τό χοντρὸ λεξικό, ἀλλὰ πόσες τάχα νὰ ξέρεις
97 φαντάστηκες, οἱ Μιχελίνες ποὺ συντρόφιασες. Ἐκεῖ, μέσα σ’ αὐτὲς τὶς σελίδες ἔζησες καὶ μεγάλωσες... Ἐκεῖ
98 χρόνια τώρα σ’ αὐτὸ τὸ χωριό. Ἔμενε ὁλομόναχος μέσα σὲ μιὰ κάμαρα, δὲν ἔβρισκε κανέναν νὰ μιλήσει
99 θυμᾶται κανείς»! </p> <p> Καὶ ὅμως ἔμεναν ὅλα μέσα στὸ μυαλό μου, γιὰ ἕνα χρόνο ἀπροσδιόριστο: «Αὐτὸ
100 δυὸ ἄλλους συναδέλφους μου. Τρεῖς ἤμασταν τὸ ὅλον μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι, ὅπου καὶ μείναμε γιὰ
101 Κάδμω, ἡ Ἰσμήνη, ἡ Ἀνώνυμη... Γιὰ νὰ ὑπάρχεις μέσα στὸν κόσμο. Γιὰ νὰ σ’ ἀκοῦν νὰ μιλᾶς
102 νὰ τὰ βροῦν, καὶ τὸ τί δὲν ὑπέφεραν μέσα στὸ ἀκαθόριστο ἐκεῖνο περιβάλλον. </p> <p> Ἄσε πι

Ἐκεῖ

1 πᾶς νὰ βρεῖς τοὺς προγόνους σου. </p> <p> Ἐκεῖ θὰ εἶναι τότε παρὸν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, ἀπὸ
2 υ ποὺ στρογγυλοκάθεται πάνω στὸ τραπέζι. </p> <p> Ἐκεῖ, τὸ κάθε μέρος ἔχει καὶ τὴν «τρελή» του.
3 οιμιέται. </p> <title> Στὶς ξενιτιὲς </title> <p> Ἐκεῖ ποὺ περπατᾶς σὲ πόλη ἰταλική, εἶναι ἕνα μαυσωλεῖο
4 νὰ βγαίνουν μ’ ὅλους τοὺς καιρούς. </p> <p> Ἐκεῖ λοιπὸν στὸ Βερολίνο, ποὺ εἴπαμε, συνάντησες ἕνα π
5 τοῦ Σὰν Λορέντζο. Τὸ «Vicolo de la Pace». Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἄλλοτε ἡ ζωή, μέσα σ’ ἕνα
6 ξω φαίνεται ἀκέραιο, μὰ μέσα εἶναι κουφάρι. Κάπου ἐκεῖ, ἕνας σκύλος δεμένος καμώνεται πὼς θυμώνει, γαυγί
7 ἐξώφυλλο πάνω στὸ ράφι. Ἕνα βιβλίο πλαγιαστό. Κι ἐκεῖ μαζεύει τὴ σκόνη. Ὁλομόναχό του. Ἀπλησίαστο. Κιτρ
8 τὸ καφενεδάκι του τώρα τοῦ κυρίου Δέλτα Κοκκίνη, ἐκεῖ ὅπου πρωτογνώρισα τὴ μάνα ποὺ μὲ γέννησε. Στέκετα
9 ίμασες γιὰ πρώτη φορὰ τὴ γραφή, ὁδὸς Τιμολέοντος, ἐκεῖ ποὺ σὲ βρῆκε ὁ θάνατος τῆς καλύτερης φίλης
10 κορίτσι ποὺ κεντᾶ, καὶ πάει περίπατο στὸν Τοῦρλο, ἐκεῖ ὅπου τὸ λιμάνι προστατεύει τὰ καράβια ἀπὸ τὴ
11 κόσκινο, σὰν λέπια ποὺ ξεκόλλησαν, μιὰ πιὸ βαριὰ ἐκεῖ, ἢ πιὸ στενή, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ χωρᾶ,
12 ἔβλεπες καλύτερα μέσα στὸ σκότος. Τώρα τί βλέπεις ἐκεῖ; Ποιὸς εἶναι; Ἀντίκρυ σου, πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα;
13 οῦλες, πένθη, ἀφανισμούς. </p> <p> Ἔπειτα βλέπεις ἐκεῖ κάτω, στὸ νησὶ ὅπου περίμεναν πρῶτα νὰ σαραντίσει
14 τὸ χέρσο οἰκόπεδο μὲ τὰ πρόβατα ποὺ βόσκιζαν, ἐκεῖ ἔξω, τὸ νεόβγαλτο χορτάρι. Κι ἐκεῖνος ὁ ζωγράφος,
15 σοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ τὰ βρεῖς, θὰ διάβαζες ἐκεῖ ὅλη τὴν ἱστορία — γι’ αὐτὸ τὰ εἶχαν κρύψει.
16 τὸ σπίτι, ὅπου καὶ μείναμε γιὰ πολὺ διάστημα. Ἐκεῖ εἶδα ξαφνικὰ ὅτι ἡ πρόοδος αὐτὴ ποὺ ἀνέφερα,
17 κλειδαρότρυπα, νὰ ὑποψιαστεῖς τὸ βλέμμα ποὺ εἶναι ἐκεῖ καρφωμένο. Τίποτα ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τὸ χῶρο
18 ρισκες ὅμως καὶ μερικὰ σπίτια — οἱ κάτοικοι εἶναι ἐκεῖ καλόχαροι — ὅπου σ’ ἄφηναν νὰ μπεῖς, κι ἐκεῖ
19 ολιέδες ἢ κανένα στολίδι πάνω στὴν κονσόλα, κάπου ἐκεῖ θὰ κείτεται. Ἡ γῆ εἶναι πάντοτε σοφή, καὶ
20 χαλιά, καὶ σοῦ διηγόντουσαν πὼς τὸν παλιὸ καιρό, ἐκεῖ μέσα πηγαινόρχονταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὲ κοιτάζουν
21 τὶς ξέρει; Ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ γνώριζε κανένας, ἐκεῖ, στὰ πλάτη τοῦ βορρᾶ, νὰ γνωρίζει τὴ σαβράδα,
22 > Διαβάζεις τὸ βιβλίο κομματιαστά, φράσεις ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀνεξάρτητες, αὐτοτελεῖς, αὐθύπαρκτες. Τὸ ἴδιο καὶ
23 βρίσκουν ἀπό τά βάθη τοῦ κόσμου, φυτρώνουν κι ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔχει χῶμα, στραγγίζουν σὰν ἀπὸ κόσκινο —
24 κάθε τόσο ἀπὸ λέξεις, ὅλο πιὸ περιορισμένες, κι ἐκεῖ ποὺ νομίζεις ὅτι στέρεψαν, ξαναφυτρώνουν κι ἔρχον
25 τό ἄλλο μέρος κατοικεῖ κάποιος κύριος γιατρός, κι ἐκεῖ διαβάζεις πάνω σὲ μιὰ μπρούτζινη σκάρα, ὁλόγραφο
26 , ἔγινε παράρτημα τοῦ διπλανοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου κι ἐκεῖ μελετοῦσαν πλάσματα ποὺ εἶχαν ταλέντο, ἢ καὶ δὲν
27 ἐκεῖ καλόχαροι — ὅπου σ’ ἄφηναν νὰ μπεῖς, κι ἐκεῖ ἔβλεπες πολυέλαιους, πολυθρόνες, χαλιά, καὶ σοῦ δ
28 ξύλινες σκάλες, ἀπ’ ὅπου ἀνέβαιναν στὸ πατάρι, κι ἐκεῖ εἶναι ποὺ κοιμόντουσαν ὅλα τὰ ἄτομα τῆς ὑπηρεσίας
29 νὰ πάρω ἀέρα μέσα σ’ ἕνα δασάκι, κι ἐκεῖ ἀνακάλυψα πὼς ἦταν ἕνας συνοικισμὸς ἀπὸ πουλιὰ συ
30 ἕνα πέρασμα ποὺ δὲ σὲ πηγαίνει πουθενά, κι ἐκεῖ μέσα σοῦ πουλοῦν «συγκροτήματα καὶ ἀνταλλακτικά».
31 ὁ τίτλος του. Στίχοι ποὺ μεταποιήθηκαν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ἐλάχιστα ἄλλωστε. Γιατί νὰ μεταποιηθοῦν; Ναί, τώ
32 κι ἕνα πατάρι. Πόσο σοῦ ἄρεσε νὰ κλείνεσαι ἐκεῖ πάνω ὁλόκληρες ὧρες. Καὶ κατέβαινες σπάνια. Κι ἀκ
33 τό πιὸ σημαντικὸ ἦταν ὅτι ξεχνοῦσες τὶς λέξεις, ἐκεῖ, στὸ ἐξωτερικό. Ὅταν ξεχνᾶς τὶς λέξεις, εἶναι τὸ
34 πόρτα νὰ τρίξει, ἢ νὰ ὑποψιαστεῖς τὸ μάτι ἐκεῖ, ἀντίκρυ, πίσω ἀπ’ τὴν κλειδαρότρυπα, ὅτι εἶναι κ
35 σου, τὰ σπίτια ὅπου γεννήθηκες, ἢ ποὺ μεγάλωσες ἐκεῖ. </p> <p> Τὸ γράψιμο εἶναι σπουδαία ὑπόθεση. Εἶνα
36 μέσα σ’ αὐτὲς τὶς σελίδες ἔζησες καὶ μεγάλωσες... Ἐκεῖ εἶναι τὸ παρελθόν σου. </p> <p> Τώρα ὅμως
37 ἀπ’ τὴν πείνα καὶ τώρα ὅλοι αὐτοὶ μπαινοβγαίνουν ἐκεῖ μέσα ἀνεμπόδιστοι. </p> <p> Σὲ μιὰ περιοχή, στὸ
38 πῶς ἔγινε αὐτό. Σὰν νὰ τὸν πλάνεψε νεράιδα. Ἐκεῖ ποὺ νομίζεις ὅτι στέρεψαν, φυτρώνουν πάλι, πέφτου
39 τὰ ὑλικά: ἐδῶ τό χτίσιμο μὲ τὴν ξερολιθιά, ἐκεῖ τό πισόχαρτο, ἐκεῖ οἱ τζαμαρίες... Ὅλα τά ὑλικά:

42
40 Ἕνας ἀριθμός: 26.924. Βρέθηκε ξαφνικά, ξετρύπωσε ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμενες. Σὲ μιὰ γωνιὰ τετραδίου.
41 σου. Λόξεψες νὰ παρατηρεῖς τὴ ράχη τοῦ πάγκου. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἦταν χαραγμένα μὲ σουγιαδάκι εἴτε μὲ τὸ
42 καιρό. Λοιπόν, τὸ σπίτι ποὺ λέγαμε, ποὺ πέθανε ἐκεῖ, καὶ γεννήθηκε, καὶ ξαναπέθανε, ξαναγεννήθηκε ἡ γ
43 ἐντύπωση — ἀφοῦ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ, περιορισμένος ἐκεῖ, δηλαδὴ τυφλός, ἀλλὰ μόνο νὰ αἰσθάνομαι — ἡ πρώτη
44 τό χτίσιμο μὲ τὴν ξερολιθιά, ἐκεῖ τό πισόχαρτο, ἐκεῖ οἱ τζαμαρίες... Ὅλα τά ὑλικά: ἡ παράγκα τοῦ 1821
45 τὸ μικρὸ ἐπεισόδιο νὰ μοῦ θυμίσει τὰ πουλιά, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν, στοὺς ξένους τόπους; Πήγαινα γιὰ νὰ
46 άνοιχτη, γιατί τί ὑπάρχει τώρα πιὰ νὰ προστατέψει ἐκεῖ μέσα; Τί νὰ διατηρήσει; Ἀφοῦ εἶναι ἕνα σπίτι
47 καὶ πουλήθηκαν — νὰ ρίχνεις γύρω τὴ ματιά σου: ἐκεῖ οἱ Δῆλες, οἱ μικρές, οἱ Δῆλες οἱ μεγάλες,
48 ς ποὺ φαντάστηκες, οἱ Μιχελίνες ποὺ συντρόφιασες. Ἐκεῖ, μέσα σ’ αὐτὲς τὶς σελίδες ἔζησες καὶ μεγάλωσες..
49 ποὺ δὲν τὸ περίμενες. Σὲ μιὰ γωνιὰ τετραδίου. Ἐκεῖ ποὺ οὔτε κὰν μποροῦσες νὰ τὸ φανταστεῖς. Μὰ
50 δὲν ἔφυγαν πολλά. Βρώμισε λίγο ἡ κόψη του, ἐκεῖ ὅπου χίλιες φορὲς τὸ ἄγγιξε τὸ χέρι, τὸ
51 σάρκα, μὲ τ’ ἀνθρώπινα δάχτυλα ποὺ ἦταν τυπωμένα ἐκεῖ πάνω, καθώς σ’ ἕνα πήλινο κανάτι, ἀλλὰ εἶχε
52 ἄλλοτε ἡ ζωή, μέσα σ’ ἕνα μέτρο φάρδος. Ἐκεῖ ψηλά, στὸ παράθυρο, κρέμεται μιὰ μαϊμού, ροῦχα εἶ
53 νικὰ βλέπει μπροστά της τὴν καμινάδα τοῦ φούρνου. Ἐκεῖ, στὸ ἐργοστάσιο τότε τοῦ Πειραιᾶ, ὅπου εἶχαν κάψε
54 μάντης γιὰ νὰ ξέρει ὅτι ἐγὼ τώρα ἀναζητοῦσα ἐκεῖ μέσα τὴ φιλενάδα μου: ἦταν ἁπλούστατα ἐκεῖνα τὰ
55 ἡ ἴδια. Καὶ τώρα ἡ πόρτα της ἀνοιγοκλείνει ἐκεῖ στὴ γωνιά, στὸ σταυροδρόμι, χτυπᾶ, στέκει ἀναποφά
56 τὶς μάθεις. Πρώτη φορὰ στὴ ζωή σου ἄκουγες ἐκεῖ ἤχους, ποὺ δὲν ἐγνώριζες. </p> <p> Ὁ χρόνος
57 πόν, κάθεσαι τώρα συχνὰ καὶ συλλογίζεσαι : «ἄραγε ἐκεῖ, στὰ μέρη μου, ποιὸς νὰ εἶναι ἀκόμα ζωντανός;
58 σὰν ἀσκοὺς ποὺ ἦταν ἀναρτημένοι... </p> <p> Ἀλλὰ ἐκεῖ δά, στὸν ξεροπόταμο, εἶναι κι ἕνας περιστεριώνας,
59 κεῖνες τὶς σελίδες ἔζησες, μεγάλωσες, ἐγέρασες... Ἐκεῖ εἶναι τὸ παρελθόν σου. </p> <p> Ἀλλά τὸ
60 δρόμιο. Αὐτὸ τὸ τόσο ἀσυνήθιστο πράγμα ἐξενύχτησε ἐκεῖ. «Νὰ δεῖτε τὸ σκρίνιο της νὰ σέρνεται νυχτιάτικα
61 στὰ γόνατα, κάποιον ἄνθρωπο ἡλικιωμένο. Τί ἔκανε ἐκεῖ; Ποιὸς ἦταν; Μιὰ φορὰ τόλμησες νὰ τὸν ρωτήσεις,
62 , σχημάτιζαν μαιάνδρους μισοτελειωμένους ἔμπαινες ἐκεῖ μέσα, ἀλλά τό πρόβλημα ἦταν πῶς νὰ ξαναβγεῖς.
63 . </p> <p> Γυμνὴ κάθε φορὰ ἀπὸ λέξεις, ἔρχονται ἐκεῖ ποὺ νομίζεις πὼς στείρεψαν, ἀλλὰ φυτρώνουν πάλι,

43

You might also like