You are on page 1of 13

1 ἀπὸ 13

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζουμε τὴν ἀνάμνηση τῆς ἀναστηλώσεως


τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἑορτάζουμε ἐπίσης καὶ τὴν νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον ὅλων
τῶν αἱρέσεων ποὺ ἀπείλησαν καὶ ἀπειλοῦν τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς
Ἐκκλησίας. Δηλαδὴ ὅλων αὐτῶν ποὺ θέλησαν νὰ παραχαράξουν τὴν ἀλήθεια.
Τί εἶναι ὅμως Ὀρθοδοξία; Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ λατρεία τοῦ
ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ σαρκωμένος
Θεὸς Λόγος, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς γῆς γιὰ τὴν
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὀρθοδοξία εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ ἱερὴ Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας.
Ἂν ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀληθινή, δὲν θὰ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ θεραπεύσῃ τὸν
ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ὥστε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία τῶν παθῶν νὰ ὁδηγηθῇ στὴν
πραγματικὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του.
Αὐτὴ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα οὔτε τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου (ὅπως
εἶναι ὅλες οἱ θρησκείες), οὔτε τῆς ἐπιστημονικῆς του ἔρευνας, οὔτε ἀκόμη προϊὸν
τῆς λογικῆς • ἀλλὰ εἶναι φανέρωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης
τὸ διατυπώνει σοφότατα στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου λέγοντας «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ
ἐγένετο· καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, (καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς
μονογενοὺς παρὰ πατρός)».
Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες μας, τονίζουν πὼς ἡ Ὀρθοδοξία συνδέεται καὶ
ταυτίζεται μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ὀρθὴ παράδοση.
Ὀρθοδοξία, εἶναι ἡ θαυμαστὴ ἐκείνη σύνθεση δόγματος καὶ ἤθους, θεωρίας καὶ
πράξεως. Εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ὀρθοπραξία. Διότι "Ὀρθοδοξία" χωρὶς
ὀρθοπραξία εἶναι εἶδος πλάνης μετάγουσα εἰς ἀπώλειαν. Εἶναι ὑποκρισία καὶ
ἐμπαιγμός, γι᾽ αὐτὸ καὶ γίνετε ἐπικίνδυνος ὁ χριστιανὸς ποὺ ἄλλα πιστεύει καὶ
ἄλλα πράττει, θυσιάζοντας σὲ ἰδιοτελές συμφέρον τὴν ἀρετή, τὴν παράδοση καὶ
τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Χριστός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας («Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς
καὶ ἡ ἀλήθεια» (Ιωάν. 14,6).). Ποῖα ὅμως εἶναι ἡ Ἀλήθεια ποὺ μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός;
Καὶ ποῦ διατηρεῖται ἡ Ἀλήθεια αὐτὴ ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη ὅπως μᾶς τὴν
παρέδωσε; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπου «στῦλος
καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α´ Τιμ. Γ΄, 15) ὀνομάζεται ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στὴν ἀλήθεια, μόνο μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν
Ἐκκλησία. Ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐπιστροφὴ καὶ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸ
Θεό, καὶ τελικὰ ἡ σωτηρία του, πραγματοποιοῦνται μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Σ᾽
αὐτὴν ξαναβρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἀποκατάσταση
τῆς κοινωνίας του μὲ τὸ Θεό. Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τὸ
πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. Α,23).
Ἡ σωτηρία ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς χάρισε, μὲ τὴ σταυρική Του θυσία καὶ τὴν
Ἀνάσταση, συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων μέσα στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
ἱερὸς Αὐγουστῖνος ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία «Χριστὸν εἰς τὸν αἰῶνα
παρατεινόμενον». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, καὶ συνεπῶς οὔτε
σωτηρία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (Ἅγ. Κυπριανός).
Ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν
μεταδώσει ἀκέραιη καὶ στὸ πλήρωμά της, τοὺς πιστούς.
2 ἀπὸ 13

Ἔχοντας τὰ παραπάνω ὑπόψη, μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ


Ἐκκλησία ἀπέβαλε ἀπὸ τοὺς κόλπους της ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλησαν νὰ
παραχαράξουν τὴν Ἀλήθεια, προσθέτοντας ἢ ἀφαιρῶντας κάτι ἀπὸ αὐτήν. Τὸ
ἔκανε ἀφενὸς ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη πρὸς τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός. καὶ ἀφετέρου γιὰ νὰ προστατεύση τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ ψέμα. Ἡ
Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ κάνει συμβιβασμοὺς σὲ βάρος τῆς Ἀλήθειας, γιατὶ ἔτσι θὰ
χάσει τὸν προορισμό της ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία.
Ὁ χριστιανὸς κάθε ἐποχῆς πρέπει νὰ δεχθῆ ὅλα ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Χριστός.
Ὄχι λίγα, ἀλλὰ τὸ ὅλον. Στὴν ὁλότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς πίστεως διασώζεται ἡ
Καθολικότητα καὶ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸ πλήρωμα τῆς ἐν «Χριστῷ
ἀληθείας».
Ἐκεῖνο ἑπομένως ποὺ ἔχει βασικὴ σημασία γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ
διαφύλαξη τῆς Ἀληθείας ἀνοθεύτου, ὅπως τὴν παραλάβαμε. Ἕνας Χριστὸς ποὺ
δὲν εἶναι ὁλόκληρη ἡ «σαρκωμένη ἀλήθεια», δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ σώζει. Καὶ
δυστυχῶς Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἀπέρριψαν τὸ Χριστό, δὲν τὸν δέχτηκαν ὅμως καὶ
ὁλόκληρο, ὅπως εἶναι, ἀλλὰ μέρος αὐτοῦ.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἄρειος δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὴ
Θεότητά Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Α´ Οἰκ. Σύνοδος τὸν κατεδίκασε καὶ δογμάτισε ὑπὲρ
τῆς προαιωνίου θεότητος τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸν κήρυξε ὁμοούσιον μὲ τὸν Πατέρα.
Ἡ A΄ Οἰκ. Σύνοδος διὰ ΘΑΥΜΑΤΟΣ γνώρισε τὰ Kανονικὰ βιβλία, ἀπὸ τὰ
Ἀπόκρυφα καὶ νόθα τῶν Αἱρετικῶν· διότι ἀφοῦ τὰ ἔβαλαν ὅλα μαζὶ κάτω ἀπὸ τὴν
Ἁγία Τράπεζα, καὶ παρακάλεσαν τὸν Κύριο, ὦ τοῦ θαύματος! τὰ μὲν Kανονικὰ
βιβλία βρέθηκαν ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, τὰ δὲ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ἀπὸ κάτω. (Ἐγκ. Λεξ.
Ἁγίου Γραφῆς Κων/νίδη, σελ.73 & Πηδ. σελ. 76-8/112-4).

Κατόπιν ἦρθε ἡ Β´ Οἰκ. Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε τὴν χιλιαστικὴ


αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου καὶ πρόσθεσε διὰ τὸν Χριστὸν στὸ «Πιστεύω» τῆς
Πρώτης Οἰκ. Συνόδου τὸ «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Ἐπίσης
ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ Πνευματομάχου Μακεδονίου, προσθέσασα εἰς τὸ
«Πιστεύω» «καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸ Κύριον τὸ ζωοποιόν…». Ὁ
Αἱρετικὸς Σαβέλλιος, τὸν 3ο αἱ. μ. Χ. ποὺ δὲν παραδεχόταν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ὅπως καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, τοὺς καταδίκασε ἡ Β΄ Οἰκ. Σύνοδος καὶ
ἀναγνώρισε: Τρεῖς Ὑποστάσεις, ἢ Τρία Πρόσωπα:
Πατὴρ, Υἱὸ καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ μία ΟΥΣΙΑ.
Κατόπιν ἦρθε ἡ Τρίτη Οἰκ., ἡ ὁποία κήρυξε τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ
Χριστοῦ, Θεοτόκον καὶ κατεδίκασε τὸν Νεστόριο.
Κατόπιν, ἦρθε ἡ Τετάρτη Οἰκ., ἡ ὁποία κήρυξε τὸν τρόπο ἕνωσης τῶν δύο
φύσεων τοῦ Χριστοῦ καὶ καταδίκασε τοὺς Μονοφυσῖτες, μὲ τοὺς ὁποίους
ἑνώθηκαν οἱ νεοημερολογῖτες τὸ 1993.
Μὲ τὴν σειρά της ἡ Πέμπτη καὶ Ἕκτη Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι κήρυξαν τὶς
δύο ἐνέργειες καὶ θελήσεις τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ.
Κατόπιν ἦρθε ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἡ τελευταία ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικές, ἡ
ὁποία συγκλήθηκε μὲ πρωτοβουλία τῆς αὐτοκράτειρας Εἰρήνης, ἡ ὁποία ἀσκοῦσε
χρέη ἀντιβασιλέως. Ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου
Ταρασίου, ἡ Σύνοδος αὐτή, καταδίκασε τὶς αἱρέσεις καὶ ἀναθεμάτισε ὀνομαστικὰ
τοὺς ἐκφραστὲς αὐτῶν τῶν αἱρέσεων, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ τοὺς εἰκονομάχους
Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἀναστάσιο, Κωνσταντίνο καὶ Νικήτα,
3 ἀπὸ 13

χαρακτηρίζοντας αὐτοὺς «ὡς νέῳ Ἀρείῳ, Νεστορίῳ καὶ Διοσκόρῳ», καὶ ἡ ὁποία
διατύπωσε μὲ ἀκρίβεια τὴν ὀφειλόμενη τιμὴ στὶς ἱερὲς εἰκόνες.
Αὐτὸ ἔγινε διότι κάποιοι ἄνθρωποι, οἱ Εἰκονομάχοι, δὲν δέχονταν νὰ τιμοῦν τὶς
Ἅγιες Εἰκόνες καὶ ὀνόμαζαν τὴν τιμὴ αὐτὴ εἰδωλολατρία… Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη ὅμως καὶ τὸν Ἅγιο Βασίλειο «Ἡ γὰρ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον
διαβαίνει» καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Ι. Δαμασκηνὸ «Προσκυνοῦμε τὶς εἰκόνες· ὄχι
προσφέροντας τὴν προσκύνηση στὴν ὕλη, αλλά στὰ εἰκονιζόμενα
πρόσωπα» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). .
Ἡ εὐλογία καὶ ἡ χάρη ποὺ λαμβάνει ὁ πιστὸς ἀπὸ τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν
εἰκόνων δίνεται ἀπὸ τὸ εἰκονιζόμενο ἱερὸ πρόσωπο καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ὕλη τῆς
εἰκόνας.
Ἱστορικὰ ἡ μεγάλη εἰκονομαχικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία συντάραξε κυριολεκτικὰ τὴν
Ἐκκλησία μας γιὰ περισσότερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια. Ξεκίνησε τὸ 726 μ.Χ. ἐπὶ
αὐτοκράτορος Λέοντος Γ' τοῦ Ἰσαύρου (717 - 741 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος καὶ ἀποφάσισε νὰ
ἐπιφέρει στὸ κράτος ριζικὲς μεταρρυθμίσεις. Μία ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ἡ ἀπαγόρευση
τῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἐπειδὴ πίστευε πὼς ἡ χριστιανικὴ πίστη
παρέκλινε πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Στὴν οὐσία ὅμως ἐξέφραζε δικές του
εἰκονομαχικὲς ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ἦταν βαθύτατα ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὴν μὴ
ἀποδοχὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐκ τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ ἰσλαμικῆς πίστης. Ἡ ἀναταραχὴ
ἦταν ἀφάνταστη. Ἡ αὐτοκρατορία χωρίστηκε σὲ δύο ἀντιμαχόμενες ὀμάδες, τοὺς
εἰκονομάχους καὶ τοὺς εἰκονόφιλους. Οἱ διώξεις φοβερές. Περίοδος γιὰ τὴν ὁποία
γράφει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι ἐπιχειρήθηκε «ἡ ἀθεωτάτη
μεταστοιχείωση τῶν πάντων»: παροτρύνοντας «Φυλάξτε ἀκόμη ἑαυτοὺς τῆς
ψυχοφθόρου αἱρέσεως, (δηλαδη τῆς εἰκονομαχίας...) τῆς ὁποίας ἡ κοινωνία εἶναι
ἀλλοτρίωση Χριστοῦ» (P.G. 99, 1257 C) …
Στὰ 787 μ.Χ. συγκλήθηκε ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως εἴπαμε. Ὡστὸσο μία
νέα ἐπίθεση στὶς ἱερὲς εἰκόνες ἄρχισε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα Ε' τὸν
Ἀρμένιο στὰ 815 καὶ συνεχίστηκε μέχρι τὰ 843 ὅταν ἀναστηλώθηκαν οἱ εἰκόνες,
αὐτὴ τὴ φορὰ ὁριστικά, ἀπὸ μία ἄλλη Αὐτοκράτειρα, τὴν Ἁγία Θεοδώρα. Ἡ τελικὴ
ὕψωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων τὸ 843 εἶναι γνωστὴ ὡς θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ
νίκη κατὰ τῶν αἱρέσεων….
Οἱ Ἅγιοι ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ διαφύλαξαν τὰ δόγματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς
Ἐκκλησίας, δικαίως ἑορτάζονται καὶ μακαρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία διότι «ὁ
φυλάσσων τὸν νόμον μακαριστός» γράφει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ
Παροιμιαστοῦ (κθ,18). Γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀξιομνημόνευτοι στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ: «ὅτι,
ὅς δ᾽ ἂν ποιήση καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν
οὐρανῶν». Ἀπὸ τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖο αὐτῶν ποὺ φύλαξαν τὸν νόμο τοῦ
Θεοῦ, καταλαβαίνουμε τώρα τὴν καταδίκη ἐκείνων ποὺ παραβαίνουν τὶς ἐντολὲς
τοῦ Θεοῦ
«ὅς ἐὰν λύση μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, καὶ διδάξη οὕτω
τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»
Ἐκεῖνοι ὅπου λύνουν τὶς ἐντολὲς καὶ καταπατοῦν τοὺς νόμους καὶ διδάσκουν
ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐλάχιστοι στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν· εἶναι
κυρίως οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ὄχι μόνον ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ καὶ διδάσκουν καὶ ἄλλους νὰ
τοὺς ἀκολουθήσουν.
4 ἀπὸ 13

Πῶς θὰ γνωρίσουμε αὐτοὺς τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τὶς


αἱρετικές τους διδασκαλίες;
  Β. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκέραιη καὶ καθαρή, δὲν βρίσκεται οὔτε στοὺς
παπικοὺς οὔτε στοὺς προτεστάντες οὔτε στὶς ἄλλες αἱρέσεις καὶ σχίσματα.
Βρίσκεται μόνο στὴν μία, ἀληθινὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθόδοξη.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἐνῶ βρίσκονται στὴν πλάνη, πιστεύουν ὅτι
αὐτοὶ κατέχουν τὴν ἀλήθεια, ὅμως αὐτὴ βρίσκεται μακρυὰ ἀπ᾽ αὐτούς.
Τὰ σχίσματα καὶ οἱ αἱρέσεις πολλαπλασιάστηκαν. Κάθε νέα παραφυάδα
καυχιέται ὅτι ἐπιτέλους βρῆκε τὴν ἀλήθεια. Στὴν πραγματικότητα ὅμως βυθίζεται
περισσότερο στὸ ψέμα καὶ στὸ σκοτάδι. Ἀναζητοῦν ὅλοι τὴν ἀλήθεια, ὄχι ἐκεὶ ποὺ
ὁ Θεὸς τὴν τοποθέτησε, ἀλλὰ στὶς δικές τους σοφιστεῖες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν
ἀνακάλυψαν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θεμελιώσουν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους στὸ
ψέμα.
Ἐνῶ στὴ Δύσι πολλαπλασιάζονταν οἱ αἱρέσεις, στὴν Ἀνατολὴ παρέμενε
ἀμετάβλητη, στὴν πίστη της, ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ποὺ περιέχει ὅλη
τὴν ἀλήθεια. Ἡ Ὀρθοδοξία πιστεύει καὶ περιφρουρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀνήγγειλε ὁ
ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ φύτεψαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοί Του. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί,
διατηροῦμε τὴν θεόσδοτη καὶ μόνη ἀλήθεια καὶ μένουμε ἀσάλευτοι στὴν πίστη μας.
Ἐνῶ πέρασαν τόσοι αἰῶνες, διατηρήθηκε ἀναλλοίωτη καὶ ἔφθασε μέχρι σὲ μᾶς.
Μελετῶντας τὴν ἱστορία διαπιστώνουμε τὴν ἴδια ὁμολογία πίστεως καὶ τὸν
ίδιο δρόμο τῆς σωτηρίας, ποὺ κι ἐμεῖς τώρα ἀκολουθοῦμε. Ὅ,τι ἔλεγε καὶ ἔκανε ὁ
Υἱός, τὸ ἔλεγε καὶ τὸ ἔκανε σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Πατρὸς μέσα στὸ μυστήριο
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὸ παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ δίδαξαν οἱ ἅγιοι
ἀπόστολοι, καὶ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι τὸ ὑποστήριξαν καὶ τὸ
ἐπιβεβαίωσαν μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας.
Νὰ ἀπὸ ποὺ ξεκινάει ἡ πίστη μας! Νὰ ποὺ εἶναι ἡ πηγή της ἡ ὁποία ἀνέβλυσε
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θεότητος! Νὰ πῶς ἔρρεε διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ἔφθασε μέχρι
σὲ μᾶς!
 
Γ. Οἱ αἱρετικοὶ μιλάνε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ θολὰ καὶ ὕπουλα καὶ ὁδηγοῦνε
τοὺς ἀκροατὲς στὴν καταστροφή. ? Πόσες καὶ πόσες διδασκαλίες δὲν ὑπῆρχαν ποὺ
διέστρεφαν τὴν ἀλήθεια καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Ἄρειο, ἀλλὰ πολὺ
περισσότερο καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν; Ὅλες αὐτὲς ἀποδοκιμάστηκαν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία καὶ ἀναθεματίστηκαν.
Ἀναρίθμητες αἱρέσεις ἐμφανίσθηκαν στὴν Δύση. Ὅλες ὅμως ἀπορρίφθηκαν
ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, παρ᾽ ὅλο ποὺ κηρύττουν τὸν Σωτήρα Χριστό! Ἑπομένως δὲν
πρέπει νὰ συμπεραίνουμε ὅτι ἐφ᾽ ὅσον κάποιος κηρύττει τὸν Χριστό, ὁπωσδήποτε
εἶναι ἀξιόπιστος, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε, ἐὰν σωστὰ κηρύττη τὴν ἀλήθεια γιὰ
τὸν Χριστό.
Λίγοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὑποψιάζονται ὅτι αὐτὸ τὸ προσκυνητὸ ὄνομα
εἶναι στὰ χείλη τῶν πλανεμένων διδασκάλων σὰν δόλωμα, γιὰ νὰ παραπλανήσουν
καὶ νὰ ὁδηγήσουν στὴν καταστροφὴ τὶς ἁπλοϊκὲς ψυχές. Διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο
τὰ προειδοποιητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν,
οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶ λύκοι
ἄρπαγες.» (Ματθ. 7, 15), «Πολλοὶ ἐρούσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε, Κύριε, οὖ
τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν;» (Ματθ. 7, 22). Σ᾽ αὐτὰ τὰ χωρία βλέπουμε ὅτι
κάποιοι κηρύττουν τὸν Χριστὸ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς προτρέπει νὰ
5 ἀπὸ 13

φυλαγόμαστε ἀπ᾽ αὐτούς. Καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ τοὺς πεῖ:
«Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν
ἀνομίαν» (Ματθ. 7, 23).
Βλέπετε ὅτι εἶναι δυνατὸν κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου νὰ μὴν κηρύσσεται
ὁ Κύριος; Ὁ ἀπόστολο Παῦλο μᾶς διδάσκει γράφοντας πρὸς τοὺς Γαλάτες:
«Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι
Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον» (Γαλάτ. 1,6).
Οἱ Γαλάτες εἰλικρινὰ πίστεψαν στὸν σωτήρα Χριστὸ καὶ ὁλόψυχα δέχθηκαν
τὴν εὐχάριστη ἀγγελία τῆς σωτηρίας. Ἦταν τόσο εὐγνώμονες στὸν ἀπόστολο
Παῦλο, ὁ ὁποῖος τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀλήθεια, ποὺ ἦταν ἕτοιμοι καὶ τὰ μάτια τους
νὰ βγάλουν γιὰ χάρη του. Ὅταν ὅμως ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά τους, ἦλθαν
κάποιοι δοκησίσοφοι καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς κηρύττουν καὶ αὐτοὶ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν
χαρμόσυνη εἴδηση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὄχι καθαρή, ἀλλὰ ἀναμεμειγμένη μὲ τὸ
ψέμα. Οἱ Γαλάτες δὲν πήραν στὰ σοβαρὰ τὸ θέμα, ἑλκύσθηκαν ἀπὸ τὸ κήρυγμα
τοῦ Εὐαγγελίου τους, τοὺς θεώρησαν εὐαγγελιστὲς καὶ ἔπεσαν στὰ δίχτυα τῆς
πλάνης. Τὰ λόγια τους ἦταν ἑλκυστικά, ἐφ᾽ ὅσον τὸ Εὐαγγέλιο κήρυτταν, τὸ
ἀποτέλεσμά τους ὅμως ἦταν καταστρεπτικό. Τόσο ὕπουλο εἶναι τὸ ψέμα, ποὺ
καλύπτεται κάτω ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ γλυκύτατα ὀνόματα!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν κατάστασή τους, ἔγραψε σὰν
νόμο ἀμετάθετο γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές, τὴν ἑξῆς φράση: «Ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ
οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὁ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλάτ.
1,8). Και γιὰ νὰ τὸ τυπώσουν καλύτερα μέσα τους επανέλαβε: «Καὶ ἄρτι πάλιν
λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὁ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλάτ.1,9).
Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὑπάρχει Εὐαγγέλιο καὶ ὑπάρχει καὶ εὐαγγελισμός, τοῦ
ὁποίου οἱ κήρυκες ἀναθεματίζονται καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο! Ἂς μὴ
λησμονοῦμε τὴν περίπτωση αὐτή, διότι ἐὰν ἐμφανισθεῖ κάποιος διδάσκαλος μὲ τὸ
Εὐαγγέλιο στὸ χέρι, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἐμπιστευόμαστε χωρὶς νὰ ἐξετάσουμε πρῶτα
ἂν ἔχει ὀρθόδοξη πίστη, διότι θὰ ὁμοιάσουμε ἀκριβῶς μὲ τοὺς τότε Γαλάτες.
 
Δ'. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἡ πλέον πιστὴ πηγή, ὁ πραγματικὸς ὁδηγὸς τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅσοι σώζονται, ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀντλοῦν τὴν
γνώση γιὰ τὸ πῶς θ᾽ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους.
Δὲν εἶναι εὔκολο γιὰ τὸν καθένα ποὺ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο νὰ τὸ κατανοῇ
πλήρως καὶ νὰ βαδίζῃ ἔτσι ἀσφαλῶς στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Μπορεὶ κάποιος νὰ
διαβάζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ νὰ τὸ ἑρμηνεύῃ λανθασμένα. Ἔτσι σ᾽ αὐτὸν τὸ
Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ ὄργανο καταστροφῆς! Καὶ δὲν τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο
καὶ τὴν καταδίκη του γιὰ τὴν ἄγνοια τῆς ἀλήθειας τὸ γεγονὸς ὅτι κρατάει στὸ χέρι
τὸ Εὐαγγέλιο καθὼς καὶ τὸ ὅτι τὸ μελετάει.
Θὰ ἀναφέρω ἔνα παράδειγμα γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα.
Ἔχουμε ἔνα κομμάτι πολύτιμο ὕφασμα. Ἔρχεται ἕνας ἔμπειρος ράπτης, τὸ
κόβει, καὶ ράβει ἔνα ὡραῖο φόρεμα. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἔρθει ἕνας ἀνίδεος καὶ
κακόγουστος ράπτης, νὰ τὸ κόψῃ καὶ νὰ ράψῃ ἔνα τερατούργημα ποὺ οὔτε τὸ
σῶμα θὰ καλύπτη οὔτε ἀπὸ τοὺς καιροὺς θὰ προστατεύη, δηλαδή, θὰ καταστρέψη
τὸ πολύτιμο ὕφασμα.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς διάφορους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου. Μπορεῖ
κάποιος νὰ τὸ διαβάζῃ καὶ νὰ τὸ ἑρμηνεύῃ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ν᾽ ἀτιμάζῃ τὸν
ἀτίμητο θησαυρό. Νὰ τὸ κηρύττῃ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ νὰ ὁδηγῇ στὴν πλάνη. Καὶ
6 ἀπὸ 13

αὐτὸ γιατὶ δὲν γνωρίζει καλὰ ὅλα ὅσα χρειάζονται γιὰ τὴν σωτηρία μας, π.χ. πίστη,
τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἀπόκτηση τῆς θ. Χάριτος κ.τ.λ..
Ὅταν, δηλαδή, κάποιος ἀρχίζει νὰ συγκεντρώνῃ διάφορα ἁγιογραφικὰ χωρία,
ποὺ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν σωτηρία καὶ ἀποτελοῦν βασικὲς προϋποθέσεις της,
στρέφει ὅμως τὴν προσοχή του σ᾽ ἕνα ἢ σὲ δύο ἀπ᾽ αὐτά, τ᾽ ἀπομονώνει ἀπ᾽ ὅλη
τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ φωνάζει: «Βρήκα τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας!», τότε αὐτὸς
ὁδηγεῖται καὶ ὁδηγεῖ καὶ ἄλλους στὴν πλάνη.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἕνας διακηρύττει: «Πίστευε καὶ θὰ σωθῆς». Ὁ δεύτερος
ἀποφαίνεται: «Ἀπόκτησε τὴν Θ. Χάρη καὶ τίποτε ἄλλο δὲν χρειάζεσαι». Ὁ
τρίτος συμβουλεύει: «Ἀγάπα καὶ θὰ φθάσης στὸν οὐρανό». Καὶ ἄλλοι ὁμοίως.
Ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδείξεις, εἶναι βεβαίως πραγματικὲς καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ
βασισμένες. Ἀλλὰ καμία ξεχωριστὰ δὲν καλύπτει ὁλόκληρη τὴν ὑπόθεση τῆς
σωτηρίας. Πρέπει κανεὶς ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ συνενώσῃ καὶ τότε θὰ ἀποκτήσῃ μία
πλήρη γνώση τῆς πραγματικῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας.
Ἄλλοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Προτεστάντες, στὸ κήρυγμά τους λένε μόνο:
«Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε». χωρὶς νὰ λένε ὅτι πρέπει καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε γιὰ
νὰ λάβουμε τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὅταν κάποιος διακηρύττη ὅτι μόνον
αὐτά, ἡ μετάνοια καὶ ἡ πίστη, ἐξασφαλίζουν τὴ σωτηρία, πλανᾶται. Διότι γιὰ τὴν
σωτηρία χρειάζονται καὶ πολλὰ ἄλλα.
Φαντασθῆτε γιὰ μία στιγμὴ ἕνα γιατρὸ νὰ δίνῃ μία συνταγὴ μὲ πολλὰ
φάρμακα καὶ ὁ φαρμακοποιὸς νὰ διαλέγῃ ἀπ᾽ αὐτὰ δύο ἢ τρία μόνο καὶ νὰ
τὰ παραδίδῃ στὸν ἀσθενὴ λέγοντας: «Ὀρίστε πάρε τὰ φάρμακα ποὺ σοῦ
ἔγραψε ὁ γιατρός». ? Ὁ φαρμακοποιὸς αὐτὸς δὲν εἶναι ψεύτης καὶ
ἀπατεῶνας;
Τὸ ἴδιο ὅμως συμβαίνει καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχή. Ὁ Κύριός μας, ποὺ ἦλθε γιὰ
νὰ μᾶς θεραπεύσῃ ἀπὸ τὰ πάθη, κήρυξε μία πλήρη θεραπευτικὴ ἀγωγὴ γιὰ τὴ
σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, ὅπως διατυπώνεται στὸ Εὐαγγέλιό Του σὲ διάφορα χωρία.
Ὅταν κάποιος κυρήξει δύο ἢ τρία ἀπ᾽ αὐτὰ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζῃ: «Ἰδοῦ γιὰ σᾶς
τὸ σωτήριο φάρμακο! Πάρτε τὸ καὶ θὰ σωθῆτε!». Κατὰ συνέπεια εἶναι ψεύτης
καὶ ἀπατεῶνας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ φαρμακοποιός, ποὺ ἀνέφερα.
 
Ε. Ἐὰν γιὰ παράδειγμα κάποιος διακηρύττη «Πιστέψτε στὸν Σωτήρα Χριστὸ
καὶ θὰ σωθῆτε», βασισμένος στὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ λέει: «Οὐδέ γαρ ὄνομα ἐστίν
ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὦ δεῖ σωθῆναι
ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12). «Μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν
σαρκί» (Α' Τιμοθ. 3,16). Ὁ Χριστὸς «ἔκλινεν οὐρανοὺς» καὶ κατῆλθε, γιὰ νὰ ὁδηγήσῃ
τοὺς ἀνθρώπους στοὺς οὐρανούς.
Ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἀλλὰ δὲν
ἀρκεὶ αὐτὸ τὸ στοιχείο μόνο γιὰ τὴν σωτηρία. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ δόθηκαν ὡς
ἀπαραίτητα κι ἄλλα στοιχεία, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας μας. Περὶ αὐτῶν θὰ
μιλήσουμε ἀργότερα. Ἐδῶ θὰ ἐπισημάνουμε ὅτι καὶ αὐτὴ τὴν πίστη μας στὸν
Χριστό, πρέπει μὲ τέτοιο τρόπο νὰ τὴ δεχόμαστε, ὥστε νὰ εἶναι συνυφασμένη μὲ
τὴν πίστη μας στὴν Ἁγία Τριάδα. Διότι ἀκούγοντας κανεὶς διαρκῶς «σωτηρία ἐν
Χριστῷ» εἶναι δυνατὸν τόσο πολὺ ἀποκλειστικὰ νὰ τυπωθῇ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μέσα
του, ποὺ ν᾽ ἀτονίσῃ ἡ σημασία τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, καὶ ἔτσι
7 ἀπὸ 13

νὰ καλυφθῇ ἡ Ἁγία Τριὰς ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ. Αὐτὸ ὅμως
σημαίνει παρέκκλιση ἀπὸ τὴν καθιερωμένη πορεία τῆς σωτηρίας. Καὶ δὲν εἶναι
τίμιο νὰ ἐγκολπώνεται κανεὶς τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ μετὰ νὰ τὴν διαστρέφη.
Νά, τὶ θέλω νὰ ὑπογραμμίσω μὲ ὅλα αὐτά: Ὅπως ἡ σάρκωση καὶ ἡ σταυρικὴ
θυσία τοῦ Υἱοῦ δὲν ἔλαβε χώρα χωρὶς τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι καὶ ἡ
σωτηρία τοῦ καθενός μας δὲν ἐπιτυγχάνεται χωρὶς τὴν συνεργασία τοῦ Πατρός, τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ «ἔνσαρκος οἰκονομία» καὶ ἡ σωτηρία κάθε
ψυχῆς οἰκοδομήθηκαν ἀπὸ τὸν ἐν Τριάδι ἕνα Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ βάλουμε βαθειὰ στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας.
Προσέξτε πώς ἐπιτελεῖται τὸ βάπτισμα τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ! Ἔχουμε φανερὴ
συμμετοχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός, ἡ βάπτιση τοῦ
Υἱοῦ, ἡ «ἐν εἴδει περιστερᾶς» ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτὸ ἐξ ἄλλου
καὶ ἡ ἑορτὴ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὀνομάζεται Ἐπιφάνεια ἢ Θεοφάνεια. Αὐτὸ
φανερώνει ὅτι ἡ σωτηρία μας συντελεῖται ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὴν
εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Υἱὸς τίποτε δὲν
ἔκανε χωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐνῶ ἔγινε καὶ τέλειος
ἄνθρωπος, οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός.
Εἴδαμε πώς ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους οἰκοδομήθηκε μὲ τὴν
συνεργασία τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ἂς προσέξουμε τώρα πώς καὶ ἡ σωτηρία κάθε
ψυχῆς οἰκοδομεῖται μὲ τὴν ἴδια συνεργασία:
Ἡ ζωή μας βρίσκεται σὲ μία ζωντανὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Μὲ τὴν
πτώση τῶν πρωτοπλάστων χάσαμε αὐτὴν τὴν κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ σαρκώθηκε ὁ
μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἕνωσε τὴν μέχρι τότε ἀποχωρισμένη καὶ πεσμένη
ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸν Θεό. Οἱ πιστοὶ ἑνώνονται μὲ τὸν Υἱό, καὶ μέσω τοῦ Υἱοῦ
μὲ τὸν Πατέρα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανέρωσε αὐτὸ λέγοντας στοὺς ἀποστόλους:
«Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν ὑμῖν» (Ιωάν. 14,20).
Ὅ,τι ἀναφέρεται ἐδῶ στοὺς ἀποστόλους, ἀναφέρεται καὶ πρὸς ὅλους τοὺς
πιστούς. Εἶναι ἡ χρυσὴ ἀλυσίδα τῆς ἐπανασυνδέσεώς μας μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ
ὑπογράμμισε ὁ Κύριος καὶ σὲ ἄλλο μέρος: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ
ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι᾽ ἐμοῦ» (Ιωάν. 14,6).
Ἔτσι οἱ πιστοὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ. Πῶς ὅμως ἔρχονται
πρὸς τὸν Υἱό; Ἔρχονται διὰ τοῦ Πατρός, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει:
«Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύση αὐτόν»
(Ιωάν. 6,44).

Ἐὰν χωρὶς αὐτὴ τὴν ἔλξη πρὸς τὸν Υἱὸ δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾽ ἀρχίσῃ τὸ ἔργο
τῆς σωτηρίας, κι ἂν ἡ ἕλξη αὐτὴ ἐπιτελῆται ὑπὸ τοῦ Πατρός, τότε εἶναι ὁλοφάνερο
ὅτι ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς σωτηρίας κάθε ψυχῆς εἶναι ὁ Θεὸς Πατήρ. Νὰ θυμόμαστε
τὴν ἁγιογραφικὴ αὐτὴ ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε. Ἐλκυσθήκαμε πρὸς τὸν
Κύριο, ποὺ παντοτεινὰ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν
Πατέρα.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Πατὴρ πῶς ἑλκύει πρὸς τὸν Υἱό; Ἑλκύει διὰ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτελεῖ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία, στὸ νοῦ
καὶ στὴν καρδιὰ τῶν σωζομένων. Ὁ Κύριος ποὺ ἔπαθε, πέθανε πάνω στὸ Σταυρό,
ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός,
ἔστειλε ἀπὸ τὸν Πατέρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο διαμένει στὴν ἀληθινὴ
Ἐκκλησία καὶ ἐπιτελεῖ τὴν σωτηρία κάθε μέλους της.
8 ἀπὸ 13

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε στοὺς ἀποστόλους. Τοὺς ὁδηγοῦσε στὰ πέρατα τῆς
οἰκουμένης, τοὺς χαρίτωνε μὲ λόγο ζωογονικό, τοὺς ἐνδυνάμωνε στὴν πίστη.
Ἐξαγίαζε καὶ ἐνίσχυε σὲ κάθε ἔργο ἀγαθὸ τοὺς χριστιανούς. Θεμελίωσε τὴν
Ἐκκλησία καὶ οἰκοδομεῖ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν τέκνων της. Χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
κανεὶς δὲν σώζεται. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ. Γι᾽ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος:
«Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω, ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ
ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς» (Ιωάν. 16,7).
Πιστεύοντας λοιπόν, ὅτι εἴμαστε σεσωσμένοι, νὰ θυμόμαστε ὅτι αὐτὸ τὸ
ὀφείλουμε καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ μᾶς προσφέρεται μέσω τῶν θείων
μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ποὺ ἀδιάλειπτα μᾶς χειραγωγεῖ καὶ μᾶς
ἐνισχύει στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
Βλέπουμε λοιπόν, πῶς σωζόμαστε; Σωζόμαστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὲ τὴν
εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ νὰ ὁμολογοῦμε καὶ
νὰ τὸ συγκρατοῦμε πάντοτε στὸ νου καὶ στὴν καρδιά μας. Ὅποιος ἐπιμένει
κηρύττοντας νὰ «Πιστεύουμε στὸν Κύριο», ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται στὴν συμμετοχὴ
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, αὐτὸς φαίνεται ὅτι
δεν κατέχει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Συγχύζει τὴν χριστιανικὴ συνείδηση καὶ ἀμαυρώνει τὸ
φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Κατανόησαν βαθειὰ αὐτὸ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο ἐκφράζουν
στοὺς πιστοὺς τὴν εὐχὴ γιὰ τὴν σωτηρία: «Κατὰ πρόγνωσιν Θεοῦ Πατρός, ἐν
ἁγιασμῷ Πνεύματος, εἰς ὑπακοὴν καὶ ραντισμὸν αἵματος Ἰησοῦ Χριστοῦ
χάρις ὑμῖν» (Α' Πετρ. 1,2), «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν» (Β' Κοριν. 13,13).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἀπ. Παύλου ἐπαναλαμβάνονται στὴν Θ. Λειτουργία μετὰ
τὴν ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω» καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ.
Εὐχαριστίας. Ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκοντας γιὰ τὴν σωτηρία,
τὴν ἀνέφεραν ὄχι σὰν ἔργο τοῦ Χριστοῦ μόνο, ἀλλὰ ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἔτσι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸ κριτήριο νὰ ἐλέγχουμε κι ἐμεῖς τὴν ἀλήθεια
τῆς ὁμολογίας κάθε ἀνθρώπου.

ΣΤ'. Καλὸ εἶναι ν᾽ ἀναφερθοῦμε στὸ τί εἶναι περισσότερο σπουδαίο γιὰ τὴν
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεὶ κανεὶς σύντομα νὰ ἐκφρασθεῖ ὡς ἑξῆς:
• Νὰ πιστεύετε καὶ νὰ δέχεσθε τὴν Θ. Χάρη, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν
χριστιανικὴ ζωὴ διὰ μέσου τῶν μυστηρίων.
• Νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν
θεοπέμπτων ποιμένων.
• Νὰ βρίσκεστε σὲ μία ζωντανὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα πόσο ἀπαραίτητα εἶναι ὅλα αὐτά, θὰ/ἂς
συγκρίνουμε τὴν πορεία τῆς σωτηρίας μὲ τὴν συνηθισμένη ὁδοιπορεία. Γιὰ νὰ
βαδίσῃ ἕνας ὁδοιπόρος εὔκολα καὶ ἀκίνδυνα πρέπει νὰ ὑπάρχη φῶς, νὰ εἶναι
καθορισμένος ὁ δρόμος, νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὑγιὴς καὶ δυνατός. Ἀκόμη στὴν περίπτωση
μιᾶς δυσκολίας, ὅπως π.χ. μπροστὰ σὲ μία διακλάδωση ἢ ἕνα σταυροδρόμι, νὰ
ὑπάρχῃ κάποιος νὰ τὸν βοηθήσῃ δείχνοντάς του τὴν σωστὴ κατεύθυνση.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ γιὰ τὴν πορεία στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας:
• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχη φῶς, δηλαδὴ ἡ ὀρθὴ πίστη·
• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶναι καθορισμένος ὁ δρόμος, δηλαδὴ οἱ θείες ἐντολές·
9 ἀπὸ 13

• εἶναι ἀπαραίτητες ἡ ψυχικὴ ὑγεία καὶ οἱ δυνάμεις τῆς θ. Χάριτος διὰ μέσου
τῶν μυστηρίων·
• εἶναι ἀπαραίτητοι οἱ γνῶστες τοῦ δρόμου καὶ οἱ χειραγωγοί, δηλαδὴ οἱ
ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλα αὐτὰ συντελοῦνται στοὺς κόλπους τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ
σεσωσμένοι αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησαν. Ἄλλος δρόμος σωτηρίας δὲν ὑπάρχει.
Ὡστόσο νὰ προσθέσουμε καὶ κάτι ἀκόμα. Εἶναι περιττὸ νὰ συζητῆται ὅτι ἡ
πίστη εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία. Ὁ ἄπιστος δὲν θέλει οὔτε κἂν νὰ
σκέπτεται τὴν σωτηρία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Χωρὶς δὲ πίστεως
ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι (Θεῷ)· πιστεύσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ
ὅτι ἐστὶ.. καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται» (Εβρ. 11,6).
Ὀφείλουμε νὰ πιστεύουμε σὲ ὅλα ὅσα εὐδόκησε νὰ μᾶς ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός,
χωρὶς προσθῆκες ἢ ἀφαιρέσεις, ἔτσι ὅπως φυλάγονται στὴν ἁγία Ὀρθοδοξία.
Συγκεκριμένα:
Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ μὲ τρία πρόσωπα. Ὁ Πατήρ διὰ τοῦ
Υἱοῦ ἔπλασε τὸν κόσμο καὶ προνοεῖ γι᾽ αὐτόν. Ἔπλασε κατ᾽ εἰκόνα Του τὸν
ἄνθρωπο γιὰ νὰ ζῆ μέσα στὸν παράδεισο. Μὲ τὴν παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων
χάσαμε τὴν παραδείσια ζωὴ καὶ μᾶς ἦταν ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μᾶς λυπήθηκε, ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς ἐξαγορᾶς καὶ τῆς
ἀποκαταστάσεως, ἦλθε στὴ γῆ, ἔλαβε σάρκα, ἔπαθε, πέθανε πάνω στὸν Σταυρό,
ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε ὡς Θεάνθρωπος στὰ δεξιὰ
τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔδειξε ὅτι ἀποδέχεται τὴν θυσία τοῦ Υἱοῦ
καὶ τὴν μεσιτική Του δύναμη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστών.
Ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς ἔστειλε τὸ ἐκπορευόμενο, ἀπὸ τὸν Πατέρα, Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖο κατῆλθε στοὺς ἀποστόλους, τοὺς γέμισε μὲ θεία σοφία καὶ δύναμη. Ἐκεῖνοι,
πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου, φύτεψαν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ συγκρότησαν ἀπὸ
τὸ σύνολο τῶν πιστῶν τὴν Εκκλησία, ποὺ ἔχει κεφαλὴ τὸν Χριστό. Οἱ ἴδιοι, κατὰ
τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τελοῦσαν τὰ μυστήρια, ποὺ προσφέρουν τὴν θ. Χάρη στοὺς
πιστούς, καὶ ἄφησαν τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἱερεῖς διαδόχους τους στὸ
ἀποστολικὸ ἔργο καὶ διαχειριστές, οἰκονόμους τῶν οὐρανίων πνευματικῶν
θησαυρῶν, ποὺ τὸ Ἁγίο Πνεύμα ἐμπιστεύθηκε στὴν Ἐκκλησία.
Συνέχισαν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, οἱ διάδοχοι τῶν
ἀποστόλων μὲ τὴν ἰδιαίτερη χάρη τῆς χειροτονίας, καὶ ἔτσι τὸ ἔργο αὐτὸ
ἐξακολουθεῖ ἀδιάσπαστα νὰ συνεχίζεται καὶ στὶς μέρες μας. Οἱ πιστοὶ ποὺ
δέχονται μὲ τὰ μυστήρια τὴν θ. Χάρη, σώζονται μέσα στοὺς κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας ὄχι μεμονωμένοι, ἀλλὰ ἑνωμένοι ὅλοι μαζὶ στὴν πραγματικὴ βιωματικὴ
πίστη καὶ κάτω ἀπὸ τὴν χειραγώγηση τῶν ποιμένων. Ἡ σωτηρία κάθε ψυχῆς
τελεῖται μυστικὰ καὶ ὁ κάθε πιστὸς προσδοκάει μία ἄλλη φωτεινὴ ζωή, χάριν τῆς
ὁποίας ὑπομένει ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες στερήσεις. Πιστεύει ἀκόμη ὅτι οἱ
κεκοιμημένοι δὲν παύουν νὰ παραμένουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ
ἐπικοινωνοῦν μαζί μας ὄχι βέβαια μὲ ὀρατὸ τρόπο, ἀλλὰ ἀόρατα.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ πιστεύουμε ὁλόψυχα, τὰ ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο
τῆς πίστεως.

Ζ. Μόνη της ἡ πίστη δὲν εἶναι ἐπαρκῆς γιὰ τὴν σωτηρία. Πρέπει νὰ
συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα καὶ μία ζωὴ ἁγία, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ
10 ἀπὸ 13

Κυρίου. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ.
7,21). Τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς διατυπώνεται στὶς ἐντολές Του.

Διαβάζοντας συχνὰ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ διδαχθοῦμε τοὺς ὅρους τῆς σωτηρίας. Θὰ


λάβουμε μαθήματα γιὰ τὴν ἁγία ζωή, πῶς δηλαδὴ νὰ ἐκτελοῦμε μὲ ἀκρίβεια
πάντοτε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ σωθοῦμε. «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ
τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ
τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτόν... Ἐάν τις ἀγαπά με, τὸν λόγον μου
τηρήσει, καὶ ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ
μονὴν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ιωάν. 14,21-23).
Στὶς ἐπιστολὲς γράφονται πολλὰ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς
ἁγίας ζωῆς, προκειμένου νὰ σωθοῦμε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ συνόψισε ὡς ἑξῆς:
«Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλάτ. 5,6). Μὲ τὴν «ἀγάπη» ἐννοεῖ τὴν ἐκπλήρωση
ὅλων τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀποξένωση ἀπ᾽ ὅλα τὰ πάθη.
Σ᾽ ὅλες του τὶς ἐπιστολὲς στρέφει τὴν φροντίδα τῶν χριστιανῶν πρὸς τὴν ἁγία
καὶ θεοφιλὴ ζωή: «Ὅσα ἐστὶν ἀληθή, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα
προσφιλή, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε... καὶ
ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾽ ὑμῶν» (Φιλιπ. 4,8-9). «Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ ἡ σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν
ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς
ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ
ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ» (Τίτον 2,11-12).
Ἐπίσης καὶ ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος μᾶς διδάσκει γράφοντας: «Τί τὸ ὄφελος,
ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγη τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχη;» (Ιακώβ. 2,14). «Ὀράτε
τοίνυν ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον» (Ιακώβ. 2,24).
Βλέπουμε πόσο ἀπαραίτητη εἶναι γιὰ τὴν σωτηρία ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν;
Σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἴση σημασία ἡ πίστη καὶ τὰ ἔργα. Ἡ πίστη
χωρὶς ἔργα καὶ τὰ ἔργα χωρὶς πίστη καθόλου δὲν ὠφελοῦν. Μόνο ἑνωμένα
οἰκοδομοῦν τὴν σωτηρία μας.

Η. Εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ θ. Χάρη γιὰ νὰ εἶναι ἡ πίστη σωστὴ καὶ τὰ ἔργα
ἅγια. Χωρὶς τὴν θ. Χάρη ὄχι μόνο δὲν μποροῦμε νὰ πιστεύουμε, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ
σκεπτόμαστε τὸ καλό. Ἀλλὰ κι ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ σκεφθοῦμε τὸ καλό, δὲν θὰ
μπορούσαμε νὰ τὸ πράξουμε, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸ γὰρ
θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω» (Ρωμ. 7,18).
Καὶ «ἄνευ ἐμοῦ οὐδὲν δύνασθε ποιεῖν» εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του καὶ δι’
αὐτῶν σὲ ὅλους ἐμᾶς.
Ἐὰν ὁ Κύριος μᾶς δίδασκε μόνο τὶ πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ πὼς πρέπει νὰ
ζοῦμε, καὶ μᾶς ἄφηνε μόνο μ᾽ αὐτὴ τὴ γνώση, θὰ μοιάζαμε μ᾽ ἐκεῖνον ποὺ φωτίζεται
μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, βλέπει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ διασχίσῃ, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν
δύναμη νὰ βαδίσῃ, διότι εἶναι παράλυτος καὶ ἀσθενής.
Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος δὲν μᾶς ἔφησε μόνο στὴν γνώση τοῦ δρόμου τῆς
σωτηρίας, ἀλλὰ εὐδόκησε νὰ ἐνεργήσῃ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ
νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ πετύχουμε τὴν σωτηρία.
11 ἀπὸ 13

Μὲ τὴν θ. Χάρη σωζόμαστε: «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. 2,8), γράφει ὁ


απόστολος Παῦλος. καὶ συνεχίζει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α' Κορινθ. 3,16). Ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό
του: «Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμὶ ὃ εἰμί» (Α' Κορινθ. 15,10). Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος μαρτυρεῖ γιὰ
τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ ὅλους: «Πάντα ἡμῖν τῆς θείας δυνάμεως αὐτοῦ τὰ πρὸς
ζωὴν καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης» (Β' Πέτρου 1,3). Τὴν ἀνάγκη τῆς θείας χάριτος μᾶς
ἐπισημαίνουν καὶ διὰ τῶν ἐπιστολῶν τους οἱ ἀπόστολοι: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν». Αὐτὴ τὴν εὐχὴ ἐπαναλαμβάνει
συχνὰ καὶ ὁ Ἱεροργός, κυρίως κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἡ θεία Χάρη παρέχεται καὶ λαμβάνεται μὲ τὰ ἅγια μυστήρια ποὺ ἔχει
θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία.
Γι᾽ αὐτὸ πολὺ συχνὰ στὶς ἀποστολικὲς ἐπιστολές, ἰδιαίτερα στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ
τέλος, διατυπώνεται ἡ εὐχὴ νὰ παραμένῃ καὶ ν᾽ αὐξάνη σὲ κάθε πιστὸ ἡ θ. Χάρη.
Ἐπίτηδες θίγω αὐτό τὸ θέμα, γιατί υπάρχουν κάποιοι κακόδοξοι ποὺ
διακηρύττουν ὅτι ἀρκεί νὰ πιστέψῃ κανεὶς καὶ αὐτόματα ἡ θ. Χάρη θὰ
ἐγκατασταθῆ μέσα του.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ θ. Χάρις δὲν λαμβάνεται διαφορετικά, παρὰ μόνο μὲ τὰ
ἅγια μυστήρια· καὶ γιὰ νὰ τὸ βεβαιώσουμε περισσότερο αὐτό, θὰ ἀναφέρουμε
μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Αγία Γραφή:
1) Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, συζητῶντας μὲ τὸν Νικόδημο εἶπε: «Δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι
ἄνωθεν» (Ιωάν. 3,7), «Ἐὰν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται
εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ιωάν. 3,5-7). Αὐτὴ ἡ γέννηση «δι᾽ ὕδατος καὶ
Πνεύματος» τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ πρώτο χριστιανικό μυστήριο;
Ἡ ἀναγέννηση διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος κάνει τὴν φύση μας ἰκανὴ νὰ
δέχεται καὶ νὰ συγκρατῇ τὴν θ. Χάρη. Ἡ προσφορά της ὅμως γίνεται μὲ τὰ
μυστήρια, καὶ πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὴν «ἐπίθεση τῶν χειρῶν» τῶν ἀποστόλων ἢ
τῶν διαδόχων τους πάνω στοὺς πιστούς.
2) Ένα περιστατικό που συνέβη στην Έφεσο κατὰ τὴν περίοδο μιας
περιοδείας του αποστόλου Παύλου θ' αποδείξη αὐτή τὴν αλήθεια. Φθάνοντας στην
Έφεσο ὁ απόστολος συνάντησε δώδεκα πιστούς καὶ τους ρώτησε: - Όταν
πιστέψατε, λάβατε τὸ Πνεύμα τὸ Άγιο; Κι εκείνοι απάντησαν: - Δεν ακούσαμε
τίποτα γιὰ τὸ Πνεύμα τὸ Άγιο. Ρώτησε ὁ απόστολος: - Πώς τότε βαπτισθήκατε; -
Στο βάπτισμα του Ιωάννου, απάντησαν. Τότε ὁ απόστολος τους εξήγησε ὅτι τὸ
βάπτισμα του Ιωάννου του Προδρόμου ήταν μόνο προετοιμασία γιὰ τὴν πίστι στὸν
Χριστό. Και αφού τους ωλοκλήρωσε τὴν ευαγγελική διδασκαλία, τους βάπτισε μὲ
τὸ χριστιανικό βάπτισμα. Μετά τὴν βάπτισι τοποθέτησε πάνω τους τα χέρια του
καὶ ἔλαβαν τὸ Αγ. Πνεύμα.
Βλέπουμε ἐδῶ τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ
χρίσματος. Μόνο μὲ τὴν «ἐπίθεση τῶν χειρῶν» δίνεται ἡ θ. Χάρη. Αὐτὴ τὴν ἐνέργεια
τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τὴν ἀντικατέστησαν ἀργότερα οἱ ἀπόστολοι στὸ δεύτερο
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ εἶναι τὸ χρίσμα.
Τὰ δύο αὐτά περιστατικά, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ τῶν πιστῶν τῆς Ἐφέσου,
εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ βεβαιωθῆτε ὅτι ἡ θ. Χάρις μεταδίδεται διὰ μέσου τῶν ἁγίων
μυστηρίων καὶ ὄχι μὲ τὴν θεωρητικὴ ἁπλῶς πίστη.
Θ᾽ ἀναφέρουμε, ἂν καὶ γνωστᾶ, καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια:
12 ἀπὸ 13

• Ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, μετὰ τὸ βάπτισμα, δὲν ἐπιτελεῖται μὲ μία ἁπλὴ


νοερὴ ἐξομολόγηση στὸν Θεό, ἀλλὰ μὲ ἐξομολόγηση ποὺ γίνεται ἐνώπιον
πνευματικοῦ πατρός, μὲ βαθειὰ συντριβὴ καὶ ἀπόφαση νὰ μὴν ἐπαναληφθοῦν οἱ
ἴδιες ἁμαρτίες καὶ παρέχεται δι᾽ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πνευματικοῦ καὶ
ἀνάλογης εὐχῆς.
• Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ, δημιουργεῖ μία
ζωντανὴ ἕνωση τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
• Ἡ δύναμη τῆς θ. Χάριτος γιὰ τὴν συνέχιση τοῦ ἐξαγιαστικοῦ ἔργου τῆς
Ἐκκλησίας παρέχεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας.
• Δύο πρόσωπα ἑνώνονται σὲ ἕνα καὶ δημιουργοῦν εὐλογημένη χριστιανικὴ
οἰκογένεια μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου, καὶ μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ
Ἀρχιερέως ἢ τοῦ Ἱερέως.
• Ἀσθενεῖς θεραπεύονται μὲ τὸ μυστήριο τοῦ εὐχελαίου, διὰ τῆς εὐλογήσεως τοῦ
ἐλαίου ὑπὸ τῶν Ἱερέων.
Ὅλα τὰ μυστήρια ἐνεργοῦνται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ
εἶναι ἐνεργὰ μέλη αὐτῆς.

Θ. Διὰ νὰ λάβουμε τὴν θ. Χάρη ἀπὸ τὰ μυστήρια, χρειάζονται οἱ «ὑπηρέτες


Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεού;» (Α' Κορινθ.4,1).
Αὐτοὺς ἀκριβῶς ἀποστέλλει ὁ Κύριος. λέγοντας: «Ἔδωκε τοὺς μὲν
ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ
διδασκάλους, πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς
οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφεσ. 4,11-13). Καὶ ἀλλοῦ εἶπε πρὸς αὐτοὺς
«Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες
αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28,19-20).
Καὶ οἱ ἀπόστολοι ὑπάκουσαν σ᾽ αὐτό. Γιὰ νὰ συνεχισθεῖ ὅμως τὸ ἔργο τῆς
σωτηρίας, ἄφηναν, κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ, διαδόχους ποιμένες καὶ διδασκάλους.

Ι΄. Ἀναφέραμε τὰ τέσσαρα ἀπαραίτητα γιὰ τὴν σωτηρία μας στοιχεία. Ἀλλὰ
ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα: Ν᾽ ἀνήκουμε στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ζωντανὰ ἑνωμένοι μὲ
ὅλο τὸ πλήθος τῶν πιστῶν.
Ὁ Κύριος ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία Του «ἄμπελον», κληματαριά. Αὐτὸς εἶναι ὁ
κορμὸς καὶ οἱ πιστοὶ τὰ κλαδιά της. Ἡ συνάθροιση ὅλων τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ ἕνα
ἀδιαίρετο σύνολο, ζωντανὰ ἑνωμένο μὲ τὸν Κύριο. Ὅπως ἕνα κλαδὶ ποὺ κόβεται,
ξεραίνεται καὶ παύει νὰ ζῇ, ἔτσι καὶ κάθε πιστὸς ποὺ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο
ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ συνεπῶς καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο, νεκρώνεται
πνευματικά (Ιωάν. 15,1-6).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὸ ἴδιο πιὸ καταληπτὰ ὀνομάζοντας τὴν
Ἐκκλησία, σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλὴ καὶ οἱ πιστοὶ τὸ ὑπόλοιπο
σῶμα. Καὶ ὅπως στὸ σῶμα κάθε μέλος ζῆ ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἑνωμένο μὲ τὰ ὑπόλοιπα
μέλη, ἐνῶ ἐὰν ἀποκοπεῖ, πεθαίνει, ἔτσι καὶ κάθε πιστὸς δὲν ζῆ μόνος του, ἀλλὰ
συμμετέχοντας στὴν κοινὴ ζωὴ ὅλων τῶν μελῶν, ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ἐὰν ἀποκοπῆ, νεκρώνεται πνευματικὰ καὶ χάνεται (Α Κορινθ. 12,12-27).
13 ἀπὸ 13

Γι᾽ αὐτό σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα, πάντοτε οἱ πραγματικὰ πιστοὶ
χριστιανοὶ ἔνοιωθαν ὅτι ζοῦσαν, ὅταν ἦταν ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν
Ἐκκλησία Του. Θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία σὰν μητέρα μας. Καὶ ἀληθεύει ὁ λόγος, ὅτι
γιὰ ὅποιον ἡ Εκκλησία δὲν εἶναι μητέρα, γι᾽ αὐτὸν δὲν εἶναι καὶ ὁ Θεὸς πατέρας.
Αυτή διαφυλάττει όλα τα δόγματα της πίστεως καὶ όλη τὴν αλήθεια. Σ᾽ αὐτὴν
ἐπαναπαύεται ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀκούει τὴν προσευχὴ τόσο τὴν δική της,
ὅσο καὶ τῶν τέκνων της. Ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν, μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος. Ἡ "μαζικὴ" θὰ λέγαμε προσευχὴ γίνεται πλέον εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν
Ἅγιον Θεό μας καὶ ἀποστέλλει πλέον γρήγορα τὴ Χάρη Του πρὸς ἐκπλήρωση τῶν
αἰτημάτων μας. «Στύλος λοιπὸν καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», εἶναι αὐτὴ Αὕτη ἡ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Ἀνακεφαλαιώνοντας ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας
τονίζονται ἰδιαιτέρως:
• Ἡ πίστη σὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια, ὅπως τὴν ἀποκάλυψε ὁ Θεός.
• Ἡ ἀποδοχῆ καὶ ἡ ἐνίσχυση τῆς θ. Χάρης ἡ ὁποία προσφέρεται μὲ τὰ μυστήρια.
• Ἡ ἐφαρμογὴ πάντοτε στὴ ζωή μας τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν νόμων καὶ τῶν
διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὲς ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπὸ τὶς Ἅγιες
Οἰκουμενικὲς καὶ λοιπὲς Ὀρθόδοξες Συνόδους, καὶ    βεβαίως πάντοτε ὑπὸ τὴν
καθοδήγηση τῶν ἀληθηνῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς ἐπισημαίνει: «Πᾶς ὁ
παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει· ὁ μένων
ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἔχει· (Β' Ιωάν. 9-11).
και συνεχιζει:
«Ὁ ἔχων τας εντολάς μου καὶ τηρών αὐτάς, εκείνος εστίν ὁ αγαπών με΄ ὁ
δε αγαπών μὲ αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καὶ εγώ αγαπήσω αὐτόν
καὶ εμφανίσω αὐτώ εμαυτόν... Εάν τις αγαπά μὲ τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ
ὁ Πατήρ μου αγαπήσει αὐτόν, καὶ προς αὐτόν ελευσόμεθα καὶ μονήν παρ'
αὐτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. 14, 21-23).
Κλείνουμε μὲ τὸ ἐκ τοῦ Θεοτοκαρίου τροπάριο: 
«Λαοὶ καὶ γλῶσσαι καὶ φυλαί, νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ
νεωτέρων, προσελθῶμεν    μὲ καθαρὸν νοῦν,    τῆς ὀρθοδοξίας πάντες οἱ
τρόφιμοι, εἰς τὴν Παρθένον καὶ ἀγνὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θερμῶς
βοήσωμεν, Παναγία σῶσον πάντας ἡμᾶς ταὶς πρεσβείαις σου».
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί.... εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ εἴμαστε
Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη ἀπέναντι σὲ αὐτὸν τὸν ἀτίμητο
θησαυρό, ἀφ᾽ ἑνός μεν γιὰ νὰ τὸν κρατήσουμε καὶ ἀφ ἑτέρου γιὰ νὰ τὸν βιώσουμε
στὴν καθημερινή μας ζωή... Εὔχεσθε πρὸς τοῦτο, ὥστε ἐν τέλει, διὰ τοῦ ἐλέους τοῦ
Φιλανθρώπου Θεοῦ ἡμῶν νὰ κληρονομήσουμε τὴν Βασιλείαν Αὐτοῦ. Ἀμήν.

You might also like