You are on page 1of 20

Ἀπόστολος Παῦλος

Ὁ Πρῶτος μετά τόν Ἕνα

Ἐπισκόπου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, Δρος Θεολογίας

Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ ἡρωϊκότερη ἀποστολική μορφή τῆς πρώ-


της Χριστιανικῆς περιόδου, ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχήν Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν,
ὁ μοναδικός διδάσκαλος καί ὁ σπουδαιότερος παιδαγωγός τῆς Οἰκουμέ-
νης, ὁ ἐκκλησιαστικός ἀγωνιστής καί φυτουργός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέ-
ρες τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζονται μέ τό μεγαλύτερο θαυμασμό καί ἐξυ-
μνοῦν μέ τά καλύτερα λόγια τήν προσωπικότητά του, τό καταπληκτικό ἱε-
ραποστολικό ἔργο του καί τή μοναδική διδασκαλία του. Μάλιστα ὁ κυριό-
τερος ἑρμηνευτής του, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκ τῶν κορυφαί-
ων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εὔστοχα τόν χαρακτηρίζει ὡς «τόν πρῶτον με-
τά τόν Ἕνα» καί συνιστᾶ «μή θαυμάζειν μόνον ἀλλά καί μιμεῖσθαι τό ἀρχέ-
τυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐγεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας1, μετα-
ξύ τῶν ἐτῶν 5-15 μ.Χ., ἀπό Ἰουδαίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμίν2, ἡ ὁποία
μαζί μέ τή φυλή τοῦ Ἰούδα θεωροῦνται οἱ μόνες καθαρές φυλές. Κατεῖχε
τή ρωμαϊκή ὑπηκοότητα ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος πο-
λίτης, δικαίωμα τό ὁποῖο ἀπέκτησε καί ὁ ἴδιος3 καί ἀπό τό ὁποῖο φαίνεται
ὅτι ὁ κάτοχός του καταγόταν ἀπό τά ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας
τῆς Κιλικίας. Στό ἑβραϊκό του ἀρχικό ὄνομα Σαούλ ἤ Σαῦλος4, κατά τή
γνωστή τότε συνήθεια τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς νά χρησιμοποιοῦν δι-
πλή ὀνομασία, προστέθηκε ἀργότερα δεύτερο ὄνομα -καί ὡς Ρωμαῖος πιά
πολίτης- τό χρησιμοποιούμενο στίς Πράξεις5 ἑλληνικό ἤ ρωμαϊκό ὄνομα
Παῦλος, ὁμόηχο τοῦ ἰουδαϊκοῦ Σαῦλος (Σαῦλος-Παῦλος). Ἡ δεύτερη ὀνο-
μασία δέν ἦταν ἀσυνήθης ἐνέργεια στίς εὐκατάστατες καί ὁπωσδήποτε
σημαντικές ρωμαϊκές οἰκογένειες6.

Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του κάποια ἀρχαία παράδο-


7
ση ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος καταγόταν ἀπό τά Γίσχαλα ἤ Κίσχαλα
(Gischala) τῆς Γαλιλαίας τῆς Παλαιστίνης, πράγμα πού σημαίνει ὅτι κά-
ποιος, ἐνδεχομένως, ἀπό τούς προγόνους του καταγόταν ἀπό τά Κίσχαλα.

Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεώς του ὁ Παῦλος περιτμή-
θηκε, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καί νομο-

1
Πράξ. 22, 3. Ἡ Ταρσός, κατά τόν ἰστορικό Στράβωνα, στά χρόνια τοῦ Ἀποστόλου Παύ-
λου ἦταν πολύ σημαντική καί διάσημη γιά τήν ἐποχή της πόλη. Θεωρεῖτο ἐφάμιλλη τῶν
Ἀθηνῶν καί τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ἴσως μάλιστα ὑπερτεροῦσε στά γράμματα ἀπ’ αὐτές.
Ἦταν κέντρο πολλῶν στωϊκῶν φιλοσόφων καί «τόπος πανάρχαιας, παγκόσμιας, ἐπικοι-
νωνίας, τό σύνολο δυό πολιτισμών· τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ, τῆς Δύσεως καί τοῦ σημιτοβαβυ-
λωνιακοῦ, τῆς Ἀνατολῆς. Τό περιβάλλον τῆς Ταρσοῦ, ὅπου ὁ Παῦλος μεγάλωσε... φανερώ-
νει πώς ἔχει ἑλληνιστική ἐπίδραση, πού στό σχολεῖο μέσα καί στή ζωή, ἦταν ἀδύνατο νά
τήν ἀποφύγουν οἱ Ἑβραῖοι τῆς διασπορᾶς πού ζοῦσαν ἐκεῖ... Σκεφτόταν (ὁ Παῦλος), μιλοῦσε
κι ἔγραφε ἑλληνικά ὅπως στή μητρική γλώσσα...», (Holzner, Παῦλος, μετ. Ἱερωνύμου, Ἀρ-
χιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1967, σελ. 17-19). Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν Ἀπ.
Παύλο, ὅταν ἀναφερόμενος γιά τόν ἑαυτό του καί τήν πόλη τῆς καταγωγῆς του, λέγει ὅτι
«ἐγώ ἄνθρωπος μέν εἰμί Ἰουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης»,
(Πράξ. 21, 39).

2
Ρωμ. 11, 1. Φιλ. 3, 5.
3
Πράξ. 16, 37-38. 22, 27-28.
4
Πράξ. 7, 58.8, 1· 3. 9, 1· 4· 8· 11· 17· 22· 11, 25. 13, 2. καί ἰδίως 13, 9 «Σαῦλος δέ, ὁ καί Παῦ-
λος».
5
13, 9.
6
Ρωμ. 1, 1.
7
De viris illustribus, P.L. 23, 645/Β.
ταγεῖς, ἄν καί ἦταν ἑλληνιστές, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν ἑλληνι-
στής τῆς διασπορᾶς.

Στήν Ταρσό, ὅπου ἐπέρασε τά παιδικά του χρόνια, οἱ γονεῖς του


ἐφρόντισαν νά ἀποκτήσει τήν καλύτερη καί ἀρτιότερη ἑλληνική μόρφω-
ση, ὅπως ἄλλωστε αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τίς Ἐπιστολές του. Ἐκεῖ ἔ-
μαθε τήν ἑλληνική γλώσσα καί ἐδιδάχθηκε γενικότερα τήν ἑλληνική σκέ-
ψη καί τόν τρόπο ζωῆς.

Στήν πόλη αὐτή ἡ Ἰουδαϊκή παροικία διατηροῦσε τά ἤθη καί ἔθιμά


της καί τήν κοινωνική ζωή της γύρω ἀπό τή Συναγωγή πού ἦταν τό πνευ-
ματικό κέντρο. Ἡ Συναγωγή ἀποτελοῦσε, ἐπίσης, τό κέντρο τῆς λατρείας
τῆς θρησκείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου καί τοῦ Νόμου
τοῦ Θεοῦ. Γαλουχημένος ὁ Παῦλος μέσα σ’ αὐτό τό περιβάλλον εὐσεβείας
ἄκουσε γιά τό σεβασμό στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες καί ἐδιδά-
χθηκε γιά τήν τήρηση τοῦ Νόμου μέ ζῆλο. Μεγαλωμένος σ’ ἕνα τέτοιο αὐ-
στηρό θρησκευτικό ἰουδαϊκό περιβάλλον ὁ Παῦλος ἀπέκτησε βαθειά συ-
νείδηση τῆς μεγάλης σημασίας πού εἶχε ἡ τήρηση τοῦ Νόμου γιά τήν ἐπι-
βίωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά καί τήν ἐλπίδα ἀπελευθερώσεώς του ἀ-
πό τούς Ρωμαίους. Ἔτσι ἔμαθε τή μητρική του γλώσσα καί τά ἑλληνικά
γράμματα πιό πολύ σέ ἰουδαϊκό παρά σέ ἑλληνικό περιβάλλον καί ἡ παί-
δευσή του καί ἡ ὅλη ἀνατροφή του ἦταν αὐστηρά ραββινική καί ἑβραϊκή.
Ἄλλωστε ἡ ἑβραϊκή-ἀραμαϊκή γλώσσα θά πρέπει νά ὁμιλεῖτο καί στό σπί-
τι του, γιατί ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ εὐχέρειά του νά προσφωνήσει ἀργότερα
τούς συγκεντρωμένους στά Ἱεροσόλυμα «τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ»8.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀρκέσθηκε στήν παραπάνω ἑλληνική


μόρφωση πού ἀπέκτησε στή γενέτειρά του Ταρσό, ἀλλά ἐπῆγε στά Ἱερο-
σόλυμα, γιά νά τή συμπληρώσει μέ σπουδές τοῦ Νόμου κοντά σέ σοφούς
ραββίνους τῆς Ἱερουσαλήμ, πρωτεύουσας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ ἀπόφασή
του νά μεταβεῖ στά Ἱεροσόλυμα δείχνει ἀφ’ ἑνός τή συντηρητικότητα τοῦ
θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος ἀπό τό ὁποῖο προερχόταν καί ἀκόμη τήν
πρόθεσή του νά γνωρίσει πληρέστερα καί καλύτερα τό Νόμο, ὡς καταγό-
μενος ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό τῆς διασπορᾶς καί ἀφ’ ἑτέρου τήν οἰκονομική
δυνατότητα τῆς οἰκογένειάς του. Μάλιστα στίς Πράξεις9 ἀναφέρεται ὅτι
στά Ἱεροσόλυμα ὑπῆρχε ἀνεψιός τοῦ Παύλου, υἱός τῆς ἀδελφῆς του. Φαί-
νεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ἔγγαμη ἀδελφή ἐγκατεστημένη στά Ἱεροσόλυμα,
8
Πράξ. 22, 2.
9
23, 16.
στήν οἰκία τῆς ὁποίας ἴσως διέμεινε ὁ ἴδιος κατά τό διάστημα τῶν ἐκεῖ
σπουδῶν του. Καί αὐτός, ἐνδεχομένως, νά ὑπῆρξε καί ἕνας ἀκόμη λόγος ἤ
ὁ κύριος λόγος νά μεταβεῖ στά Ἱεροσόλυμα γιά συμπληρωματικές σπου-
δές.

Στά Ἱεροσόλυμα ὁ Παῦλος σπούδασε παρά τούς πόδας τοῦ συνετοῦ


φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβύτερου ἐγγονοῦ τοῦ Χιλλέλ), ὁ ὁ-
ποῖος ἦταν «τίμιος παντί τῷ λαῷ» καί, κατά τό Ταλμούδ, ἦταν γνώστης
τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας καί ἐνεθάρρυνε τίς ἑλληνικές σπουδές. Ἀπό αὐ-
τόν τό φαρισαῖο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ὁ Παῦλος ἐδιδάχθηκε, ὅσο λί-
γοι, τήν ἰουδαϊκή θεολογία καί ἔτσι τό ὕφος του, ἡ θεολογική μέθοδος καί
ἡ χρήση τῆς Γραφῆς τόν ἐμφανίζουν ραββίνο τῆς πιό αὐστηρῆς καί καθα-
ρῆς μορφῆς· ἐνωρίς ἐντάχθηκε στήν τάξη τῶν Φαρισαίων, ἄν βέβαια δέν
ἀνῆκε σ’ αὐτήν ἀπό τούς γονεῖς του, καί ἔγινε ζηλωτής καί βαθύς γνώ-
στης ὄχι μόνο θεωρητικά ἀλλά καί πρακτικά τῶν πιό σπουδαίων καί ση-
μαντικῶν ζητημάτων τοῦ Νόμου. Ἔτσι διέθετε ὅλα τά ἀπαραίτητα ἐφόδια
ἑνός ἄριστα καταρτισμένου νομοδιδασκάλου καί ἐπιδέξιου χειριστοῦ τῆς
ραββινικῆς διαλεκτικῆς. Στά Ἱεροσόλυμα ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σπου-
δές του ἔμαθε καί τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ πού τόν ἐβοήθησε ἀργότερα,
ἀσκώντας την, νά συντηρεῖται καί νά μήν ἐπιβαρύνει τούς πιστούς τῶν
Ἐκκλησιῶν στίς ὁποῖες ἐκήρυττε: «καί διά τό ὁμότεχνον εἶναι ἔμενε παρ’
αὐτοῖς καί ἠργάζετο»10. Ἡ ἐκμάθηση τέχνης ἀποτελοῦσε συνήθεια τῶν Ἰ-
ουδαίων λογίων καί μάλιστα τῶν ραββίνων ἀλλά καί ὑποχρέωσή τους γιά
νά ἐξασφαλίζουν τή συντήρησή τους.

Ὁ Παῦλος διακρινόταν γιά τό ζήλο στό ἔργο του, τήν ἀγαθότητα


τῶν προθέσεών του καί τίς φυσικές ἱκανότητες, ἀλλά καί γιά τήν εὐρύτη-
τα τοῦ πνεύματος, τήν ἀνησυχία καί δυναμικότητά του, προσόντα τά ὁ-
ποῖα ἀνέμεναν τήν κατάλληλη στιγμή νά ἀξιοποιηθοῦν. Αὐτή ἡ ἐμπνευ-
σμένη καί δυναμική προσωπικότητα ἔγινε τελικά τό ὄργανο τῆς θείας Χά-
ριτοςς καί ἐχρησιμοποιήθηκε γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου.
Ἄλλωστε μέσα στό στάδιο τῆς θείας βουλῆς τόσο οἱ ἀνθρώπινες ἱκανότη-
τες ὅσο καί γενικότερα ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα
στήν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καί καθοδηγοῦνται στήν ἐπί-
τευξη τοῦ σκοποῦ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Χάρη
τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε τήν ἱκανή αὐτή προσωπικότητα νά συνεχίσει νά
στρέφεται ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

10
Πράξ. 18, 4.
Μαρτυρίες ὅτι ὁ Παῦλος ἐγνώρισε κατ’ ἄνθρωπον τόν Κύριο δέν ἔ-
χουμε, ἐκτός ἀπό κάποιο ὑπαινιγμό τοῦ ἰδίου: «εἰ δέ καί ἐγνώκαμεν κατά
σάρκα Χριστόν, ἀλλά νῦν οὐκέτι γινώσκομεν»11. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπισκέ-
φθηκε τά Ἱεροσόλυμα μετά τό 30 μ.Χ.

Κατά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανί-


ας» ἀκόμη ἐφύλαγε τά ροῦχα πού ἀπέθεσαν στά πόδια του ἐκεῖνοι πού
ἐλιθοβόλησαν τόν Πρωτομάρτυρα: «καί οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τά ἱμάτια
αὐτῶν παρά τούς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου»12.

Μέ τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, κατά ὑπερφυσικό καί μοναδικό τρόπο,


ὁ Χριστός τόν ἐκάλεσε στό ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἐμφά-
νιση ὅμως αὐτή δέν ἦταν μιά ὑποκειμενική ἀντίληψη τοῦ Παύλου, ἀλλά ἕ-
να γεγονός ἀντικειμενικό καί ἱστορικό, καθώς συνάγεται τοῦτο καί ἀπό
τή σημασία πού τοῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Τό ξεχωρίζει ἀπό τίς ἄλλες
ἀποκαλύψεις καί ὀπτασίες, πού κατά καιρούς εἴχαν γίνει σ’ αὐτόν ἀκόμη
καί ἀπό τήν ἁρπαγή του μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ γιά τήν ὁποία, ὅπως ὁ-
μολογεῖ, δέν ἦταν βέβαιος ἄν ἦταν σωματική ἤ ὄχι13. Ἀντιθέτως, γιά τήν
ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι
11
Β΄ Κορ. 5, 16.
12
Πράξ 7, 59.
13
Β΄ Κορ. 12, 2.
ὑπῆρξε σωματική, καί μάλιστα τή συναριθμεῖ μέ τίς λοιπές ἐμφανίσεις
τοῦ Κυρίου, πού ἔγιναν στούς Ἀποστόλους κατά τίς 40 ἡμέρες πρίν ἀπό
τήν Ἀνάληψή Του14 καί τήν προβάλλει, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι καί αὐτός
εἶδε τόν Κύριο15.

Ἡ μεταστροφή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Μικελάντζελο Μερίζι ντα


Καραβάτζιο, 1600-1601, Παρεκκλήσι Τσεράζι, Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, Ρώμη

Συγκεκριμένα, στίς Πράξεις16 ἀναφέρεται ὅτι ὁ Παῦλος, καθώς ἐπο-


ρεύετο ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στή Δαμασκό, γιά νά συλλάβει ἄνδρες καί
γυναῖκες Χριστιανούς καί νά τούς ὁδηγήσει δεμένους στήν Ἱερουσαλήμ,
ξαφνικά ἄστραψε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ Παῦλος ἔπεσε καταγῆς
καί ἄκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ καταδιώκεις;».
Καί ὁ Παῦλος ἐρώτησε: «Ποιός εἶσαι, Κύριε;». Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
«Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τόν ὁποῖο ἐσύ καταδιώκεις. Ὅμως σήκω τώρα καί πή-
γαινε στήν πόλη, ὅπου ἐκεί θά σοῦ ποῦν τί πρέπει νά κάνεις». «Οἱ ἄνδρες
πού τόν συνόδευαν ἔμειναν κατάπληκτοι γιατί ἐνῶ ἄκουγαν τή φωνή δέν ἔ-
βλεπαν κανένα». Μόνο ὁ Παῦλος εἶδε τόν Κύριο, ἐνῶ οἱ συνοδοί του ἀντε-
λήφθηκαν ὅτι κάτι τό ἔκτακτο συνέβη. Ἔτσι τό γεγονός τῆς θείας ἐμφανί-

14
Α΄ Κορ. 15, 5-9.
15
Α΄ Κορ. 9, 1.
16
9, 1-29.
σεως καί φωνῆς εἶναι καί ἀντικειμενικά μαρτυρημένο. Τελικά, σύμφωνα
μέ τίς ὁδηγίες, ὁδήγησαν τόν Παῦλο στήν Δαμασκό καί ἐκεῖ γιά τρεῖς ἡμέ-
ρες ἔμεινε τυφλός, χωρίς νά φάει καί νά πιεῖ τίποτε. Στή Δαμασκό τόν ἐπι-
σκέφθηκε κάποιος μαθητής ὀνόματι Ἀνανίας, ὁ ὁποῖος παρά τίς ἐπιφυλά-
ξεις πού εἶχε γιά τόν Παῦλο, λόγῳ τῆς φήμης του ὡς διώκτου τῶν Χριστια-
νῶν, καί ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: «Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐ-
κλογῆς μοι ἐστίν οὗτος τοῦ βαστᾶσαι τό ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν... ἐγώ
γάρ ὑποδείξω αὐτῶ ὅσα δεῖ αὐτόν ὑπέρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν»17, ἔθεσε
τά χέρια του ἐπάνω στόν Σαῦλο καί τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ, ὁ Κύριος πού σοῦ
φανερώθηκε στό δρόμο, μέ ἔστειλε γιά νά ξαναβρεῖς τό φῶς σου καί νά φω-
τισθεῖς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ἀμέσως ἐκαθάρισαν τά μάτια του, ξαναβρῆ-
κε τό φῶς, ἐσηκώθηκε, ἐβαπτίσθηκε καί ἀφοῦ ἔφαγε ἐνδυναμώθηκε. Ἐκεῖ
ἐδέχθηκε τήν κατήχηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί ἀσφαλῶς ἀνα-
θεώρησε καθ’ ὁλοκληρίαν τή φαρισαϊκή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
καί τήν ὅλη συγκρότησή του σύμφωνα πλέον μέ τή νέα ἐντολή πού ἔλαβε
ἀπό τόν Κύριο. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀραβική ἔρημο, στό βασίλειο
τῶν Ναβαταίων, νότια τῆς Δαμασκοῦ, πάρ’ ὅτι τοῦτο δέν ἀναφέρεται ρη-
τῶς στίς Πράξεις, προκειμένου πιθανόν νά ἀποφύγει τούς διῶκτες του καί
ἀργότερα ξαναγύρισε στή Δαμασκό ὅπου ἄρχισε τό κηρυκτικό ἔργο του
γιά μιά τριετία: «ἀλλ’ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμα-
σκόν»18.

Στήν Δαμασκό ἔμεινε μερικές ἡμέρες μέ τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ


καί ἐκήρυττε στίς Συναγωγές ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γεγονός
πού προεκάλεσε τήν κατάπληξη σέ ὅλους ὅσοι τόν ἄκουαν καί ἀποροῦ-
ντες ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατεδίωκε στήν Ἱερουσαλήμ ὅ-
σους πίστευαν στόν Ἰησοῦ καί γι’ αὐτό τό σκοπό δέν ἔχει ἔλθει ἐδῶ γιά νά
τούς συλλάβει καί νά τούς ὁδηγήσει δεμένους στούς Ἀρχιερεῖς;»19.

Ἀντίθετα ὁ Παῦλος ἐνισχυόταν πιό πολύ καί προκαλοῦσε σύγχυση


στούς Ἰουδαίους τῆς Δαμασκοῦ μέ τό κήρυγμά του, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ
Μεσσίας. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες οἱ Ἰουδαῖοι κατέληξαν τελικά στήν
ἀπόφαση νά τόν θανατώσουν καί γι’ αὐτό παραφύλαγαν τίς πύλες ἐξό-
δου ἡμέρα καί νύκτα. Ἡ ἐχθρότητα καί ἡ ἀπόφαση αὐτή τῶν Ἰουδαίων,

17
Πράξ. 9, 15-16.
18
Γαλ. 1, 17.

19
Πράξ. 9, 20-22.
τήν ὁποία ἐπληροφορήθηκε, ἀνάγκασαν τόν Παῦλο νά ἐγκαταλείψει τή
Δαμασκό.

Ὁ Παῦλος συγγράφει τις Επιστολές του, Valentin de Boulogne ή Nicolas


Tournier, περ. 1620, Blaffer Foundation Collection, Houston

Ἐναντίον τοῦ Παύλου ὑποχρεώθηκε νά κινηθεῖ καί ὁ βασιλιάς τῶν


Ναβαταίων20, ὕστερα ἀπό καταγγελίες τῶν Ἰουδαίων τῆς Δαμασκοῦ. Φεύ-
γοντας ἀπό τή Δαμασκό ὁ Παῦλος κατέφυγε στήν Ἱερουσαλήμ (37-38
μ.Χ.), γιά νά γνωρίσει τούς Ἀποστόλους καί τόν Πέτρο, κοντά στούς ὁποί-
ους παρέμεινε δέκα πέντε ἡμέρες καί στό διάστημα αὐτό δέν εἶδε κανέναν
ἄλλον ἀπό τούς Ἀποστόλους παρά μόνο τόν Ἰάκωβο «τόν ἀδελφόν τοῦ Κυ-
ρίου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος21 καί παρ’ ὅτι προσπαθοῦσε νά προσκολληθεῖ
στούς Μαθητές, ἐκεῖνοι ἦσαν ἐπιφυλακτικοί μαζί του ἐπειδή τόν ἐφοβοῦ-
νταν ὡς διώκτη τους. Τελικά, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις, τόν παρέλα-
βε ὁ Βαρνάβας, ὁ ὁποῖος τόν ὁδήγησε στούς ἄλλους Ἀποστόλους καί διη-
γήθηκε τό θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του, «πῶς ἐν ὁδῷ εἶδε τόν Κύριο, ὁ Κύρι-
ος ἐλάλησε σ’ αὐτόν καί πώς εἶχε τώρα τήν παρρησία νά κηρύττει τόν Ἰη-
σοῦ»22. Ἔτσι ἔγινε δεκτός καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται τούς Μαθητές
καί νά κηρύττει μέ θάρρος τόν Ἰησοῦ. Καί ἐδῶ ὅμως οἱ ἑλληνόφωνοι Ἑ-
βραῖοι-ἑλληνιστές ἐπεδίωξαν νά τόν θανατώσουν. Ἀλλά μόλις τό ἐπληρο-
φορήθηκαν οἱ ἀδελφοί, τόν ὁδήγησαν στήν Καισάρεια καί ἀπό ἐκεῖ τόν

20
Β΄ Κορ. 11, 32-33.
21
Γαλ. 1, 18-19.
22
Πράξ. 9, 26-28.
ἐφυγάδευσαν στήν πατρίδα του τήν Ταρσό. Στίς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι ὁ
Κύριος ἐμφανισθείς «ἐν ἐκστάσει» τοῦ εἶπε: «Σπεῦσον καί ἔξελθε ἐν τάχει
ἐξ Ἱερουσαλήμ διότι οὐ παραδέξονταί σου τήν μαρτυρίαν περί ἐμοῦ»23. Προ-
ηγουμένως, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, «ἦλθε στά μέρη τῆς Συρίας καί
Κιλικίας»24 κηρύττοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτή ὅμως τήν κηρυκτική
του δραστηριότητα στά μέρη αὐτά, πού πρέπει νά ἦταν σημαντική, δέν ἔ-
χουμε κάποιες πληροφορίες οὔτε καί ἀπό τόν ἴδιο, ἐκτός ἀπό φῆμες πού
εἶχαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες καί ἐδόξασαν τόν Θεό γι’ αὐτό25.

Στή γενέτειρά του Ταρσό τόν ἀνεζήτησε ἀργότερα ὁ Βαρνάβας καί


τόν μετέφερε στήν Ἀντιόχεια, γιά νά συνεχίσουν ἐκεῖ τό ἔργο τῆς διαδόσε-
ως τοῦ Εὐαγγελίου καί νά ἐνισχύσουν τούς ἐκεῖ ἀδελφούς26. Στήν Ἀντιό-
χεια ὡς γνωστόν, ὀνομάσθηκαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ γιά πρώτη φορά
«Χριστιανοί»27. Ἀπό τήν Ἀντιόχεια ἐταξίδεψαν καί πάλι στά Ἱεροσόλυμα
(43-44 μ.Χ.), γιά νά μεταφέρουν βοηθήματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας
στούς πτωχούς ἀδελφούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ, πού ὑπέφεραν
ἀπό τήν πεῖνα ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος28. Καί ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τήν ἀπο-
στολή τους, ἐπέστρεψαν πάλι στήν Ἀντιόχεια παίρνοντας μαζί τους καί
τόν Ἰωάννη, τόν ἐπονομαζόμενο Μάρκο29.

Ἀπό τήν Ἀντιόχεια ἄρχισε ἡ Α΄ Ἀποστολική περιοδεία (44-45 μ.Χ. ἤ


47-48 μ.Χ.) κατά τόν ἐξῆς χαρακτηριστικό τρόπο: καθώς προσεύχονταν σέ
κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφῆτες καί διδάσκαλοι μαζί μέ
τούς Βαρνάβα καί Παῦλο, καί μετά ἀπό κάποια χαρισματική ἀποκάλυψη,
τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε νά ξεχωρίσουν τούς Βαρνάβα καί Παῦλο γιά τό ἔργο
γιά τό ὁποῖο τούς εἶχε καλέσει.

Γιά τήν πρώτη Ἀποστολική περιοδεία μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πρά-


30
ξεις . Ἀρχηγός τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Βαρνάβας καί αὐτή περιε-
λάμβανε τή Σελεύκεια, ὁλόκληρη τήν Κύπρο, τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας,
τήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καί τίς πόλεις τῆς Λυκαονίας μέχρι τό Ἰκόνιο,
τά Λύστρα καί τή Δέρβη.

23
22, 17-18.
24
Γαλ. 1, 21.
25
Γαλ. 1, 23-24.
26
Πράξ. 12, 25.
27
Πράξ. 11, 26.
28
Πράξ. 11, 27-30.
29
Πράξ. 12, 25.
30
Κεφ. 13 καί 14.
Στήν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος πρότεινε στόν Βαρνάβα νά ἀρχίσουν τή
Β΄ Ἀποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ.-ἀρχές 52 μ.Χ. ἤ 48/49-51/52 μ..Χ.)
καί νά ἐπισκεφθοῦν ξανά τίς Ἐκκλησίες πού εἶχαν ἱδρύσει κατά τήν πρώ-
τη περιοδεία τους καί νά στηρίξουν τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Ὁ μέν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τόν Ἰωάννη-Μάρκο, ἐπῆγε στήν
Κύπρο, ὁ δέ Παῦλος ἐπῆρε γιά συνοδό του τόν Σίλα καί μέ τή Χάρη τοῦ
Θεοῦ περιόδευσαν τή Συρία καί Κιλικία, στηρίζοντας τούς πιστούς τῶν
Ἐκκλησιῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν31. Ἀπό ἐκεῖ ἔφθασαν στίς πόλεις Δέρβη
καί Λύστρα, ἀπ’ ὅπου ὁ Παῦλος παρέλαβε μαζί του τόν Τιμόθεο, τόν ὁποῖ-
ο περιέτεμε γιά τούς Ἰουδαίους, ἐπειδή ἦταν ἑλληνιστής, καί συνέχισαν τή
περιοδεία τους.

Οἱ Απόστολοι Παῦλος και Βαρνάβας στά Λύστρα.

Κατόπιν διέσχισαν τή Φρυγία καί τή Γαλατική χώρα, ὅπου ὅμως


παρέμειναν ἀναγκαστικά λόγῳ ἀσθενείας τοῦ Παύλου καί ἔτσι ἐκήρυξε
καί ἐκεῖ τό λόγο τοῦ Θεοῦ μέ ἐπιτυχία32. Μέ ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύμα-
τος, τό ὁποῖο τούς ὁδηγοῦσε σ’ ὅλη τήν πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά
καί κατέληξαν στήν Τρωάδα.

Εὑρισκόμενοι στήν Τρωάδα καί ἐνῶ πιθανόν διαλογιζόταν ὁ Παῦ-


λος ἄν ἔπρεπε νά περάσει στήν ἀντίπερα ἀκτή, γιά νά κηρύξει τό λόγο
31
Πράξ. 15, 36-41.
32
Γαλ. 4, 13-15.
τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στή Μακεδονία καί Ἑλλάδα, σέ εὐρωπαϊκό πιά ἔδαφος,
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν καθοδήγησε καί πάλι. Ἐμφανίσθηκε κάποιος ἄν-
δρας Μακεδόνας κατ’ ὄναρ «παρακαλῶν αὐτόν καί λέγων διαβάς εἰς Μακε-
δονίαν βοήθησον ἡμῖν»33. Τό ὅραμα αὐτό ὁ Παῦλος τό ἐθεώρησε ὡς θεία
κλήση γιά νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί σέ εὐρωπαϊκό ἔδαφος καί γι’
αὐτό ἀνεχώρησε ἀπό τήν Τρωάδα, συνοδευόμενος ἀπό τό Σίλα καί Τιμό-
θεο στούς ὁποίους προστέθηκε καί ὁ ἰατρός Λουκᾶς, καί μέσῳ Σαμοθρά-
κης τήν ἑπομένη ἔφθασαν στή Νεάπολη καί ἀπό ἐκεῖ στούς Φιλίππους34,
ὅπου ἐκήρυξαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχοντας καλά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ προ-
σείλκυσαν πολλούς Χριστιανούς. «Ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρά τόν
ποταμόν, οὐ ἐνομίζετο προσευχή εἶναι»35 καί ἐκεῖ συνάντησαν τίς σεβόμε-
νες τόν Θεό γυναῖκες πρός τίς ὁποῖες ὁ Παῦλος ὁμίλησε μέ ἀποτέλεσμα
μία ἀπό αὐτές, ἡ πορφυρόπωλις Λυδία, νά δεχθεῖ τό φωτισμό τοῦ Κυρίου,
νά βαπτισθεῖ μαζί μέ ὅλη τήν οἰκογένειά της καί μέ ἐπίμονες παρακλή-
σεις νά πείσει τούς Ἀποστόλους νά μείνουν στό σπίτι της. Ἐκεῖ ὁ Παῦλος
ἐθεράπευσε τή μαντευομένη παιδίσκη, πού ἀπέδιδε πολλά κέρδη στούς
κυρίους της, οἱ ὁποῖοι καί κατήγγιλαν τό γεγονός στίς ἀρχές, μέ ἐπακό-
λουθο τή σύλληψη τοῦ Παύλου καί τῶν συνοδῶν του, μέ τήν κατηγορία ὅ-
τι διαταράσσουν τήν πόλη, κηρύττοντας ἰδέες καί ἤθη ξένα στούς Ρωμαί-
ους. Ἀποτέλεσμα τῆς δίκης ἦταν νά καταδικασθοῦν σέ σκληρούς ραβδι-
σμούς καί σέ ἐγκλεισμό στή φυλακή. Ἀλλά οἱ προσευχές καί οἱ δοξολογίες
τῶν φυλακισμένων καθώς καί ἕνας ἰσχυρός σεισμός εἶχαν ὡς συνέπεια νά
ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ δεσμωτηρίου καί νά λυθοῦν τά δεσμά τῶν φυλακι-
σμένων. Τοῦτο ἀνησύχησε τόν δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀποπειράθηκε νά
σκοτωθεῖ, ἐπειδή ἐνόμισε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐδραπέτευσαν, ἀλλ’ ἡ πα-
ρέμβαση τοῦ Παύλου ὄχι μόνο τοῦ ἔσωσε τή ζωή, ἀλλά τόν ἐκατήχησε καί
ἐβάπτισε αὐτόν καί ὅλη τήν οἰκογένειά του. Στή συνέχεια οἱ στρατηγοί
τῆς πόλεως διέταξαν τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλ’ ἐπειδή ὁ
Παῦλος ἐπικαλέσθηκε τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτου, πού εἶχε, ἦλθαν
οἱ ἴδιοι καί τούς παρεκάλεσαν νά ἐγκαταλείψουν τήν πόλη. Πράγματι ὁ
Παῦλος καί ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ συνάντησαν τούς λίγους πιστούς στήν
οἰκία τῆς Λυδίας καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ἀνεχώρησαν μέσῳ Ἀμφιπό-
λεως καί Ἀπολλωνίας γιά τή Θεσσαλονίκη36 καί τή Βέροια. Τήν πρώτη Ἐκ-
κλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπετέλεσαν ἀρχικά μερικοί μέν Ἰουδαῖοι, πε-

33
Πράξ. 16, 10.
34
Πράξ. 16, 11-12.
35
Πράξ. 16, 13.
36
Πράξ. 16, 14-40. 17, 2-3.
ρισσότεροι δέ ἀπό τούς «σεβομένους» Ἕλληνες καί κυρίως πολλές γυναῖ-
κες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς τάξεως τῆς πόλεως «γυναικῶν τε τῶν πρώ-
των οὐκ ὀλίγαι»37. Ἡ παράδοση διέσωσε μεταξύ τῶν πρώτων Χριστιανῶν
τῆς Θεσσαλονίκης μερικά ὀνόματα, ὅπως ὁ Ἰάσων, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Σε-
κοῦνδος, ὁ Γάϊος, Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ Παύλου38.

Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου στή Θεσσαλονίκη δέν ἦταν χωρίς δυσκολί-


ες καί ἀντιδράσεις. Ὅπως συνέβη στούς Φιλίππους, ὅπου κατηγορήθηκαν
ὁ Παῦλος καί οἱ συνοδοί του ἐνώπιον τοῦ δήμου καί τῶν στρατηγῶν39 ὡς
ταραχοποιοί καί ὡς διδάσκοντες θεωρίες πού ἀντιβαίνουν στά ρωμαϊκά ἤ-
θη40, ἔτσι καί τώρα στή Θεσσαλονίκη ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύ-
λου ἐνόχλησε τούς Ἰουδαίους πού δέν ἐπίστεψαν, γιατί ἔβλεπαν ὅτι σημα-
ντικός ἀριθμός Θεσσαλονικέων Ἰουδαίων προσχωροῦσε στή νέα πίστη καί
ἐγίνονταν Χριστιανοί καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά ἀντιδράσουν μέ κάθε τρόπο.
Ὁ πιό ἀποτελεσματικός τρόπος ἦταν νά ἐξουδετερώσουν τόν Παῦλο καί
τούς συνοδούς του χρησιμοποιώντας τή βαρύτερη κατηγορία. Ἐπεχείρη-
σαν δηλαδή νά τούς ἐμφανίσουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τῶν ρωμαϊκῶν
ἀρχῶν καί τούς ἀπέδωσαν τίς κατηγορίες τῆς ἐσχάτης προδοσίας καί τῆς
στάσεως ἐναντίον τῶν ἀρχῶν τοῦ κράτους. Πρός τοῦτο «προσλαμβανόμε-
νοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινάς πονηρούς καί ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν
τήν πόλιν»41 προεκάλεσαν ὀχλοκρατικές ἐκδηλώσεις καί ταραχές μέ ἀπο-
τέλεσμα νά ἀναστατώσουν τήν πόλη. Ἀναζήτησαν τόν Παῦλο καί τούς
συνεργάτες του, γιά νά τούς ὁδηγήσουν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως.
Ὅμως οἱ Χριστιανοί, ἄγρυπνοι καί ἀνήσυχοι, παρακολουθοῦσαν τίς κινή-
σεις τῶν ἀντιτιθέμενων Ἰουδαίων καί τῶν ἀρχῶν καί ἔλαβαν ἔγκαιρα τά
μέτρα τους γιά τή διάσωση τῶν Ἀποστόλων. Γι’ αὐτό καί οἱ διῶκτες του, ἀ-
φοῦ δέν βρῆκαν τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στή
συνέχεια στό σπίτι τοῦ Ἰάσωνος, γιά τόν ὁποῖο εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι
τούς εἶχε προσφέρει φιλοξενία καί ἐργασία.

Ἀλλ’ ἐπειδή ἡ κατάσταση ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι σοβαρή καί πο-


λύ κρίσιμη γιά τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του, γι’ αὐτό «οἱ ἀδελφοί εὐ-
θέως διά νυκτός ἐξέπεμψαν τόν τ Παῦλον καί Σίλαν εἰς Βέροιαν»42 συνοδευ-

37
Πράξ. 17, 4.
38
Πράξ. 19, 29. 20, 4. 27, 2.
39
Πράξ. 16, 19-20.
40
Πράξ. 16, 21.
41
Πράξ. 17, 5.
42
Πράξ 17, 10.
ομένους ἀπό μιά ὁμάδα Χριστιανῶν Θεσσαλονικέων γιά τήν ἀσφαλέστε-
ρη πορεία τους μέχρι τή Βέροια καί τήν ἐγκατάστασή τους σέ γνωστό καί
ἀσφαλές περιβάλλον.

Στό ὀλιγόχρονο διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν Ἀποστόλων στή Βέ-


ροια, ὁ Παῦλος μέ τούς συνοδούς του ἐπῆγαν στή Συναγωγή τῶν Ἰουδαί-
ων ὅπου καί συνέχισαν ἐκεῖ τό κήρυγμά τους. Καί στή Βέροια ἀκολουθή-
θηκε ἡ ἴδια τακτική πού εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στούς Φιλίππους καί στή Θεσσα-
λονίκη· προεκάλεσαν καί ἐκεῖ ταραχές «σαλεύοντες καί ταράσσοντες τούς
ὄχλους»43 καί τούς ἐξήγειραν ἐναντίον τῶν Ἀποστόλων, ὁπότε ἀναγκά-
σθηκαν οἱ Βεροιεῖς, γιά νά διασώσουν τόν Παῦλο, νά τόν φυγαδεύσουν, ὁ-
δηγώντας τόν σέ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως τήν Μεθώνη καί ἀπό
ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιά τήν Ἀθήνα.

Φεύγοντας ἀπό τή Μεθώνη διά θαλάσσης ὁ Παῦλος ἔφθασε στήν


Ἀθήνα καί κατά τή συνήθη τακτική τοῦ ἐπικοινώνησε μέ τούς ὀλίγους Ἰ-
ουδαίους στή Συναγωγή καθώς καί μέ τούς προσηλύτους τῆς πόλεως.
Στήν ἀγορά τῆς πόλεως, στήν ὁποία συνήθιζαν τότε νά συχνάζουν οἱ διά-
φοροι φιλόσοφοι καί διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς ἀπ’ αὐτούς καί συ-
ζήτησε μαζί τους τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων
καί τή λύτρωση τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι αὐτοί ἀρχικά εὑρῆκαν ἐνδιαφέ-
ρουσα τή συζήτηση μέ τόν Παῦλο καί τοῦ ἐζήτησαν νά ἀναπτύξει τή διδα-
σκαλία του ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου Πάγου, πού ἦταν καί ὁ ὑπεύθυνος γιά τά
θρησκευτικά θέματα καί τά ἤθη τῆς πόλεως. Πράγματι, ὁ Παῦλος, παίρ-
νοντας ὡς βάση τή λατρεία τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Ἄγνωστο Θεό καί λαμ-
βάνοντας ὑπ’ ὄψει τίς ἐπικρατοῦσες τότε ἰδέες τῶν Στωϊκῶν δεχομένων, ὅ-
πως ἀναφέρεται στίς Πράξεις, ὅτι: «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐ-
σμέν»44, κατ’ ἀρχήν ἔλεγξε τήν πλάνη τους γιά τή λατρεία τῶν εἰδώλων
καί ἔπειτα τούς ὁμίλησε γιά τόν ἀληθινό καί ζῶντα Θεό, τόν Λυτρωτή Ἰη-
σοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό νά κηρύξει μετάνοια καί ἄφεση ἁ-
μαρτιῶν. Αὐτόν τόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ὅρισε ὁ Θεός
νά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ζῶντες καῖ νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θά ἀνα-
στηθοῦν κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καί ἀ-
νάλογα μέ τά ἔργα τους θά τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἤ κολάσεως. Ἀλλά τό κή-
ρυγμα αὐτό τοῦ Παύλου γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τή μέλλουσα
κρίση προκάλεσε τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ἀθηναίων καί ἄλλοι τόν εἰ-

43
Πράξ. 17, 13.
44
Πράξ. 17, 28.
ρωνεύθηκαν ἀπροκατάλυπτα καί ἄλλοι τοῦ εἶπαν μάλλον ἀδιάφορα ὅτι
θά σέ ἀκούσουμε ἄλλη φορά. Γι’ αὐτό καί τό κήρυγμά του εἶχε πολύ πτω-
χά ἀποτελέσματα· ἀπό τούς Ἀθηναίους ἐπίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ
τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί μιά γυναίκα ὀνόματι Δάμα-
ρις45.

Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τήν Ἀθήνα, ἀφοῦ τό κή-


ρυγμά του δέν εἶχε τήν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πόλεων πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ
πρίν, καί ἔφθασε στήν Κόρινθο. Εὑρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι Ἰουδαίους, τόν Ἀ-
κύλα καί τήν Πρίσκιλλα, πού μόλις εἴχαν ἔλθει ἀπό τήν Ἰταλία ἀφοῦ ὁ
Κλαύδιος ἔδιωξε τούς Ἰουδαίους ἀπό τήν Ρώμη καί, ἐπειδή ἦταν καί αὐτοί
ὁμότεχνοι, ἔμεινε στό σπίτι τους. Καί στήν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τό
κήρυγμά του ἀπό τή Συναγωγή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μέ ἁπλά ὅμως λό-
για αὐτή τή φορά καί χωρίς τίς φιλοσοφικές ἐκεῖνες ἰδέες πού ἀνέπτυξε
τούς Ἀθηναίους. Τούς μίλησε μόνο γιά τόν «Ἰησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐ-
σταυρωμένον»46. Ἐπειδή ὅμως καί ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀντέδρασαν στό κήρυγ-
μα τοῦ Παύλου καί δέν θέλησαν νά ἀποδεχθοῦν τό περιεχόμενό του ὁ
Παῦλος ἐστράφηκε πρός τούς ἐθνικούς «καί μεταβάς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς
τήν οἰκίαν τινός ὀνόματι Τιτίου Ἰούστου, σεβομένου τόν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν
συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ»47 ἀπό τούς ὁποίους ἐπίστεψαν πολλοί καί ἐβα-
πτίσθησαν· μεταξύ αὐτῶν δέ ἦταν καί ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος καί ὅλοι
οἱ οἰκεῖοι του48. Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στόν Παῦλο «δι’ ὁράματος
45
Πράξ. 17, 15-34.
46
Α΄ Κορ. 2, 3.
47
Πράξ. 18, 7.
48
Πράξ 18, 8.
ἐν νυκτί... μή φοβοῦ, ἀλλά λάλει καί μή σιωπήσης, διότι ἐγώ εἰμί μετά σου,
καί οὐδείς ἐπιθήσεται σοι τοῦ κακῶσαι σε, διότι λαός ἐστί μοι πολύς ἐν τῇ
πόλει ταύτῃ»49. Γι’ αὐτό καί παρέμεινε στήν Κόρινθο «ἐνιαυτόν καί μῆνας
ἕξ» διδάσκοντας στούς Κορινθίους τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί βοηθούμενος στό
ἔργο του ἀπό τούς Τιμόθεο καί Σίλα, πού ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξύ ἀπό
τή Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιά τή στερέωση τῆς πίστεως τῶν
Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης καί Βεροίας. Αὐτά τά νέα ἔδωσαν τήν εὐ-
καιρία στόν Παῦλο νά γράψει τίς δυό πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του.
Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου στήν Κόρινθο εἶχε καρποφόρα ἀποτελέσματα,
πράγμα πού προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι τόν κα-
τηγόρησαν στόν Ρωμαῖο ἀνθύπατο Γαλλίωνα. Ὁ Γαλλίων ὅμως μή ἐπιθυ-
μῶν νά ἀναμιχθεῖ σέ ζητήματα «περί λόγου καί ὀνομάτων καί νόμου»50,
τούς ἔδιωξε.

Ὕστερα ἀπό μερικές ἀκόμα ἡμέρες παραμονῆς του στήν Κόρινθο ὁ


Παῦλος ἀνεχώρησε μαζί μέ τούς συνοδούς του Ἀκύλα καί Πρίσκιλλα γιά
τή Συρία, μέ πρῶτο σταθμό τήν Ἔφεσο, στήν ὁποία ἔμεινε λίγο χρόνο, πα-
ρά τίς παρακλήσεις τῶν πιστῶν της νά μείνει περισσότερο κοντά τους. Ἀ-
πό τήν Ἔφεσο ἔφθασε στήν Καισάρεια καί κατέληξε στήν Ἀντιόχεια, ἀ-
φοῦ προηγουμένως ἀνέβηκε στήν Ἱερουσαλήμ νά χαιρετήσει τήν ἐκεῖ κοι-
νότητα τῶν πιστῶν51.

Στήν Ἔφεσο, ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος, κατά τήν τρίτη ἀποστολική


περιοδεία (ἄνοιξη 52-ἄνοιξη 57 μ.Χ.), ἄρχισε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ
Θεοῦ καί τῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, καταδεικνύοντας τή θεία προέλευ-
ση καί ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας του ἀκόμη καί μέ τά θαύματα πού ἐπιτε-
λοῦσε, θεραπεύοντας ἀσθενεῖς καί δαιμονιζομένους.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τελικά ἀνεχώρησε γιά τά Ἱεροσόλυμα συνο-


δευόμενος ἀπό μερικούς μαθητές ἀπό τήν Καισάρεια52. Οἱ Ἰουδαῖοι, πού
φαίνεται ὅτι ἐπερίμεναν τόν Παῦλο, ξεσηκώθηκαν ἐναν-τίον του καί μό-
λις κατόρθωσε νά διασωθεῖ ἀπό βέβαιο θάνατο ἀπό τόν Ρωμαῖο χιλίαρχο
Κλαύδιο Λυσία. Αὐτός τόν παρέπεμψε μέ συνοδεία καί σχετική ἐπιστολή
στόν Ρωμαῖο Διοικητή τῆς Καισαρείας Φήλικα53, ὁ ὁποῖος τόν ἐκράτησε

49
Πράξ. 18, 9-10.
50
Πράξ 18, 15.
51
Πράξ 18, 21-22.

52
Πράξ 21, 16.
53
Πράξ 21, 27-23, 35.
φυλακισμένο δυό χρόνια (57-59). Τόν Φήλικα διαδέχθηκε ὁ Φῆστος καί οἱ
Ἰουδαῖοι ἐζήτησαν τότε ἀπ’ αὐτόν νά τούς παραδώσει τόν Παῦλο γιά νά
τόν δικάσουν αὐτοί στά Ἱεροσόλυμα. Βλέποντας ὁ Παῦλος ὅτι ἀντιμετωπί-
ζει βέβαιο θάνατο ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος τοῦ Ρωμαίου πολίτου καί
ἐζήτησε νά δικασθεῖ ἀπό τόν Καίσαρα54, πράγμα πού ἔγινε δεκτό.

Στήν Ρώμη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μιά ὁλόκληρη διετία (60-62


ἤ 59-61 μ.Χ.) φυλακισμένος σέ ἰδιαίτερη ἐνοικιασμένη οἰκία, ὅπου μποροῦ-
σε νά δέχεται ὅλους ὅσοι ἥθελαν νά τόν ἐπισκεφθοῦν, νά κηρύττει τό λό-
γο τοῦ Θεοῦ καί νά διδάσκει γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ παρρησία καί χωρίς
μεγάλα ἐμπόδια. Στό διάστημα αὐτό τῆς παραμονῆς του στήν Ρώμη ὁ
Παῦλος ἔγραψε τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή καθώς καί τίς λεγόμενες Ἐπι-
στολές τῆς αἰχμαλωσίας.

54
Πράξ 25, 1-26, 32.
Ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τόν Ἀπόστολο Πέτρο στή φυλακή, Filippino
Lippi, 1481-1482, Cappella Brancacci, Santa Maria del Carmine, Φλωρεντία

Γιά τήν παραπέρα πορεία καί δραστηριότητα τοῦ Παύλου, τήν


τέταρτη ἀποστολική περιοδεία (62-65 ἤ 61-64 μ.Χ.) οἱ πληροφορίες εἶναι
πενιχρές καί ἔμμεσες καί δέν συμφωνοῦν ἀπόλυτα. Ἀπό τίς σποραδικές ἀ-
ναφορές καί τούς ὑπαινιγμούς τῶν Πράξεων, ἀπό κάποιες εἰδήσεις τῆς
ἀρχαίας ἐκκλησιαστικής παραδόσεως ὅπως τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, τοῦ
Μορατορίου Κανόνος, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας55, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστό-
μου, τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, τοῦ Ἁγίου Ἱε-
ρωνύμου καί ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν Ἐπιστολῶν, συνάγεται ὅ-
τι ὁ Παῦλος μετά τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τή δίκη στήν Ρώμη, ἐταξίδεψε
«μέχρις ἐσχάτων τῆς Δύσεως». Τοῦτο κατά τή μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος
Ρώμης σημαίνει, κατά τήν ἐκτίμηση μερικῶν, μέχρι τήν Ἱσπανία. Σύμφω-
να μέ τίς Ποιμαντικές Ἐπιστολές, κατά τήν Δ΄ Ἀποστολική περιοδεία ὁ
Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν Ἔφεσο, τήν Μακεδονία, τήν Κρήτη, τήν Νικόπο-
λη, τήν Τρωάδα, τήν Μίλητο καί τήν Κόρινθο, πιθανόν καί τίς Ἐκκλησίες
τῶν Κολοσσῶν, Ἱεραπόλεως, Λαοδικείας, ἐκπληρώνοντας παλαιά ὑπό-
σχεσή του πρός τόν Φιλήμονα καί τούς Κολασσαεῖς, γιά νά γνωρίσει καί
προσωπικά τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν πού δέν εἶχε συναντήσει
μέχρι τότε.

Ἡ σύλληψη καί ἡ μεταφορά τοῦ Παύλου στήν Ρώμη ἔγινε μεταξύ


τῆς ἀνοίξεως καί τοῦ θέρους τοῦ 65 μ.Χ.56. Οἱ συνθῆκες τῆς δεύτερης αὐτῆς
φυλακίσεώς του ἦσαν ὁπωσδήποτε διαφορετικές ἀπό τήν πρώτη. Εἶχε ἀ-
σφαλῶς ὀλιγότερες ἐλευθερίες γιά νά τόν ἐπισκέπτονται οἱ φίλοι του, ὅ-
πως ὁ Ὀνησιφόρος, ὁ Εὔβουλος καί Πούδης, ὁ Λίνος καί ἡ Κλαυδία καί ἄλ-
λοι, καί οἱ συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκᾶς, Τυχικός. Φαίνεται ὅτι
κατά τό διάστημα τῆς φυλακίσεώς του αὐτῆς ἔγραψε τήν Β΄ πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύκνειο ἄσμα του, ἀφοῦ μετά ἀπό τή φυλά-
κισή του αὐτή ὁδηγήθηκε στό μαρτυρικό θάνατό του.

55
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 22, 6.
56
Β΄ Τιμ. 4, 21.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στή φυλακή», Rembrandt, 1627, Staatsgalerie,
Stuttgart, Γερμανία

Ὁ ἀκριβής χρόνος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου δέν εἶναι γνωστός, ἐλ-
λείψει συγκεκριμένων πληροφοριῶν, τίς ὁποῖες ὅμως ἀναπληρώνει ἡ ἀρ-
χαία ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ ὁποία συνδέει τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ
Παύλου μέ τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Πέτρου καί ἀναφέρει σχετικά μόνο,
ὅτι οἱ δυό Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν κατά τό διωγμό τοῦ Νέρωνος, χωρίς νά
προσδιορίζει τόν ἀκριβῆ χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξ ἄλλου ὁ χαρακτη-
ρισμός τῆς 29ης Ἰουνίου ὡς «γενεθλίου» ἡμέρας τους δέν δηλώνει τήν ἡμέ-
ρα τοῦ μαρτυρίου τους, ἀλλά τήν καθιέρωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς
μνήμης τους, τό 258 μ.Χ., ἴσως λόγῳ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τους.
Τό πιθανότερο εἶναι ὁ Παῦλος νά ἐμαρτύρησε στά τέλη περίπου τοῦ ἔτους
τῆς συλλήψεώς του, τό 65 μ.Χ. ἤ τό ἀργότερο στίς ἀρχές τοῦ 66 μ.Χ.57. Τόν
ἐξετέλεσαν μέ ξίφος κοντά στήν «περιοχή τοῦ Λικινίου», παρά τήν Ὀστία
ὁδό, σέ τόπο ὀνομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», πού σήμερα εἶναι γνωστός ὡς
Μονή τῶν «Τριῶν Πηγῶν». Ἐκεῖ κοντά καί τόν ἐνταφίασαν. Στόν τόπο τῆς

57
Χρίστου Θ. Κρικώνη, Ἡ οἰκουμενική ἀποστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στά ἔθνη, στόν
τόμο «Παῦλος, Πρῶτος μετά τόν Ἕνα», ἔκδ. Κλάδου Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορ-
φωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 2001, σελ. 287-319.
ταφῆς ὁ Ἀνίκητος τοῦ ἀνήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», πού πιθανόν
περικλειόταν σέ κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.

Ὁ Ναός τῶν Τριῶν Πηγῶν ὅπου ἀποκεφαλίσθηκε ὁ Ἀπόστολος Παύλος.

Tό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ τού Αποστόλου Παύλου έκτός τῶν Τειχῶν.


Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

You might also like