You are on page 1of 13

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ.

ΜΙΝΟΠΕΤΡΟΣ

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
1912-1913
ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΑ
(επεξεργασμένο κείμενο αφιερωματικής διάλεξης)

ΚΑΛΑΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2012


Φέτος, συμπληρώνονται 100 χρόνια από ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για
τη σύγχρονη Ελλάδα. Ο λόγος γίνεται για τους Βαλκανικούς πολέμους, στη διάρκεια των οποίων
το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε, και σε έκταση και σε πληθυσμό.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, όπως δηλώνει και
το όνομα, έλαβαν χώρα κατά την περίοδο
1912-1913 στη βαλκανική χερσόνησο, μεγάλο
μέρος της οποίας ήλεγχε η Οθωμανική
αυτοκρατορία. Ήδη από τα τέλη του 19ου
αιώνα, είχε ξεσπάσει το εθνικιστικό κίνημα
των Νεοτούρκων, οι οποίοι εναντιώθηκαν στο
σουλτάνο και περιόρισαν τις εξουσίες του.
Επιπλέον, ενώ στην αρχή οι Νεότουρκοι είχαν
υποσχεθεί ισότητα μεταξύ όλων των υπηκόων
της αυτοκρατορίας, εντούτοις τελικά
εφήρμοσαν τυραννική πολιτική εις βάρος των
χριστιανών υπηκόων. Σαφώς, οι εξελίξεις
αυτές είχαν προκαλέσει αναταραχές στο
εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την είχαν καταστήσει ευάλωτη. Έτσι, οι χώρες της
Βαλκανικής χερσονήσου, οι οποίες διεκδικούσαν ανέκαθεν τα εδάφη που βρίσκονταν υπό τουρκική
κυριαρχία, βρήκαν την ευκαιρία να ξεσηκωθούν.
Αρχικά, οι δύο μεγάλες βαλκανικές δυνάμεις, η Βουλγαρία και η Σερβία, υπέγραψαν με πλήρη
μυστικότητα συνθήκη συμμαχίας στις 24 Φεβρουαρίου 1912. Δύο μήνες αργότερα, στις 29
Απριλίου, συμφωνήθηκε και η μυστική στρατιωτική συνθήκη. Όλα γίνονταν κρυφά, διότι οι
Μεγάλες Δυνάμεις, δηλαδή η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ρωσία, δε θα επέτρεπαν έναν
παμβαλκανικό πόλεμο χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Είχαν μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή και
επομένως, οι βαλκανικές δυνάμεις έπρεπε να δράσουν μυστικά και χωρίς καμία καθυστέρηση.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν
έμαθε τη συμμαχία Βουλγαρίας και Σερβίας για την απομάκρυνση
των Τούρκων από τα ευρωπαϊκά εδάφη, σκέφτηκε πως η Ελλάδα δε
θα έπρεπε να μείνει αμέτοχη στις πολεμικές συγκρούσεις. Στις
περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης υπήρχε
πολύς ελληνικός πληθυσμός και αρκετές πόλεις με μεγάλη
ανάπτυξη, όπως η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και τα Ιωάννινα.
Σημειωτέον ότι πριν τους βαλκανικούς πολέμους τα σύνορα της
Ελλάδας στο Βορρά έφταναν ως τη Θεσσαλία και, από την
ηπειρωτική πλευρά, ως την Άρτα. Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο πως οι
άλλες βαλκανικές δυνάμεις, στις οποίες είχε συμπεριληφθεί και το
Μαυροβούνιο, δεν υπολόγιζαν στην ελληνική βοήθεια. Χωρίς αμφιβολία, η μεγάλη ήττα του
ελληνικού στρατού στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε μειώσει άρδην το κύρος και την
αξιοπιστία του.
Παρ' όλ' αυτά, ο ελληνικός στόλος θα καθίστατο χρήσιμος, για να ανακόψει τις τουρκικές
επεμβάσεις από τη θάλασσα. Το ελληνικό ναυτικό βρισκόταν σε άριστη κατάσταση, ιδιαίτερα μετά
την ενίσχυσή του με δύο νέα αντιτορπιλικά, τέσσερα ταχύτατα ανιχνευτικά (Λέων, Αετός, Ιέραξ και
Πάνθηρ), ένα υποβρύχιο και το νέο μεγάλο απόκτημα του στόλου: το θωρηκτό «Γεώργιος
Αβέρωφ». Το τελευταίο, που πήρε το
όνομά του από τον εθνικό μας ευεργέτη
Γεώργιο Αβέρωφ, καθώς για την αγορά
του αξιοποιήθηκαν χρήματα του
κληροδοτήματός του, αποτέλεσε τη
ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου.
Τελικά, έγινε δεκτή στη βαλκανική
συμμαχία και η Ελλάδα. Οι ενέργειες του
ικανότατου πρεσβευτή της Ελλάδας στη
Σόφια, Δημητρίου Πανά, και οι επαφές Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ»
του φιλοβούλγαρου ανταποκριτή των Times του Λονδίνου Μπάουτσερ, συνέβαλαν στη σύναψη
μυστικής ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας. Στις 15 Ιουνίου 1912, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας
Φερδινάνδος (αριστερά) και ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος (δεξιά) υπέγραψαν τη
συμμαχία, η οποία στις 22 Σεπτεμβρίου εξελίχθηκε σε μυστική στρατιωτική συμφωνία. Τον ίδιο
μήνα, κήρυξαν γενική επιστράτευση όλες οι αντιμαχόμενες δυνάμεις. Η Τουρκία, η Βουλγαρία, η
Σερβία, το Μαυροβούνιο και η
Ελλάδα βρίσκονταν κυριολεκτικά
σε πολεμικό πυρετό.
Η βαλκανική συμμαχία είχε
έναν αξιοπερίεργο και πρωτότυπο
χαρακτήρα. Δεν είχαν καθοριστεί
καθόλου τα εδαφικά οφέλη που θα
είχε κάθε βαλκανικό κράτος, στην
περίπτωση που οι Τούρκοι έχαναν.
Καθεμιά βαλκανική δύναμη θα
αποκτούσε τα εδάφη εκείνα που θα
απελευθέρωνε ο στρατός της. Με
αυτόν τον τρόπο, οι βαλκανικοί
πόλεμοι εξελίσσονταν σε έναν
πραγματικό αγώνα δρόμου μεταξύ των συμμάχων. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι
οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί και κυρίως, η Βουλγαρία υποτιμούσαν τη δυναμικότητα και τη
μαχητικότητα του ελληνικού στρατού. Δεν υπολόγιζαν, όμως, την αναδιοργάνωση που είχε γίνει
στον ελληνικό στρατό με τη βοήθεια γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, το αξιόμαχο σθένος των
αξιωματικών και τη φιλοπόλεμη
διάθεση του στρατιωτικού
επιτελείου που ήθελε να ξεπλύνει
την ντροπή της ήττας του 1897.
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου, ο
ελληνικός στρατός συγκεντρώθηκε
στη Λάρισα. Αρχιστράτηγος είχε
ορισθεί ο διάδοχος του ελληνικού
θρόνου Κωνσταντίνος, ο οποίος
στην ημερήσια διαταγή της 29ης
Σεπτεμβρίου άρχισε με την περίφημη φράση: «Ἡ ἀκεραιότης τῆς χώρας ἀπειλεῖται, ἡ ζωὴ τῶν
ὑποδούλων ἀδελφῶν εὑρίσκεται ἐν κινδύνῳ καὶ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς συνεκεντρώθει ἐπί τῶν
συνόρων, ἵνα ὑπερασπίσῃ τὴν τιμὴν τῆς Ἑλλάδος». Η Ελλάδα μπήκε επίσημα στον πόλεμο στις 5
Οκτωβρίου 1912, ενώ είχαν ήδη σχηματισθεί δύο πολεμικά μέτωπα: το μέτωπο της Μακεδονίας
στο οποίο δρούσε o «Στρατός της Θεσσαλίας» ή αλλιώς «Μεγάλη Στρατιά» υπό τις διαταγές του
Κωνσταντίνου και το μέτωπο της Ηπείρου, την απελευθέρωση της οποίας ανέλαβε ο στρατηγός
Σαπουντζάκης με την επονομαζόμενη «Μικρή Στρατιά».
Ο «Στρατός της Θεσσαλίας» αποτελείτο από
100.000 άνδρες που σχημάτιζαν 63 τάγματα
πεζικού και ευζώνων, 8 ίλες ιππικού, 6 ημιλαρχίες,
26 πεδινές και 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες, 7
λόχους σκαπανέων, 2 λόχους τηλεγραφητών, 2
λόχους γεφυροποιών και ένα στόλο 4 αεροπλάνων.
Οι δυνάμεις αυτές χωρίστηκαν σε 7 μεραρχίες και
δύο αποσπάσματα ευζώνων: το απόσπασμα
Γεννάδη και το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου.
Από την τουρκική πλευρά, τους Έλληνες του
θεσσαλικού μετώπου ανέλαβε να αντιμετωπίσει ο Ο δρόμος προς την Ελασσόνα
Χασάν Ταξίν πασάς με 43 τάγματα πεζικού, 12
ίλες ιππικού και 35 πυροβολαρχίες. Προφανώς, ο ελληνικός στρατός είχε απόλυτη αριθμητική
υπεροχή, αλλά οι Τούρκοι υπερείχαν εδαφικά. Κι αυτό, γιατί ο ελληνικός στρατός έπρεπε να
βαδίσει σε κακοτράχαλα ορεινά μονοπάτια, να διασχίσει βουνά και λαγκάδια και να περάσει από
οχυρωμένες τοποθεσίες.
Η πρώτη σημαντική σύγκρουση μεταξύ των δύο στρατών έγινε στο διήμερο 5-6 Οκτωβρίου
στην περιοχή της Ελασσόνας. Οι Τούρκοι οχυρωμένοι κυρίως στο λόφο της μονής της
Ολυμπιώτισσας Παναγίας ήλεγχαν όλη την έκταση στην οποία θα κινούνταν οι Έλληνες
στρατιώτες. Ωστόσο, υπό την απειλή της περικύκλωσης από την 1η μεραρχία η τουρκική άμυνα
υποχώρησε. Οι προελαύνοντες Έλληνες νίκησαν τη μάχη, αλλά τώρα πλέον είχαν να
αντιμετωπίσουν τις «Συμπληγάδες Πέτρες» της κύριας αμυντικής γραμμής των Τούρκων στα στενά
του Σαραντάπορου.
Ο Γερμανός οργανωτής του τουρκικού στρατού και μηχανικός των οχυρωματικών έργων Φον
ντερ Γκολτς (Von der Goltz) είχε γράψει ότι τα στενά του Σαραντάπορου θα γίνονταν κάποτε ο
τάφος των Ελλήνων στρατιωτών. Η πεποίθηση, ότι το οχυρό αυτό ήταν αδιαπέραστο, διαδιδόταν
σε μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατού. Επομένως, το θρυλικό οχυρό θα έπεφτε μόνο με ένα
καλομελετημένο σχέδιο.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου οι μεραρχίες 1, 2 και 3 (βλ. στο χάρτη: κόκκινο χρώμα) επιχείρησαν
κατά μέτωπο επίθεση. Επί 4 ώρες το ελληνικό πεζικό δεχόταν τα καταιγιστικά πυρά των Τούρκων
χωρίς να έχει τη δυνατότητα αντίδρασης λόγω της μειονεκτικότερης θέσης του. Παρ' όλ' αυτά, η
αιμοβόρος αυτή πορεία δεν ανακόπηκε ούτε σημειώθηκε κρούσμα υποχώρησης. Παράλληλα, είχε
σχεδιαστεί η υπερκέραση, δηλαδή η περικύκλωση, του τουρκικού στρατού από τα πλάγια. Το
ευζωνικό απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου (πράσινο) με ηρωικές προσπάθειες αποδεκάτισε τις
τουρκικές δυνάμεις από τη δεξιά πλευρά. Ταυτόχρονα, από τα αριστερά κίνησε η 4η μεραρχία
(κίτρινο) με σκοπό το φραγμό των στενών της Πόρτας, της μόνης εξόδου διαφυγής των Τούρκων.
Η 5η μεραρχία και η ταξιαρχία ιππικού (μπλε) είχαν στόχο να ελιχθούν ακολουθώντας τον ποταμό
Αλιάκμωνα και να καταλήξουν στα νώτα των Τούρκων. Παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή
καθυστέρησε, η 4η μεραρχία κατάφερε να προσεγγίσει τις Πόρτες. Με αυτόν τον τρόπο, οι
τουρκικές δυνάμεις κλείνονταν σταδιακά στη «φάκα» που οι ίδιοι είχαν στήσει για τους Έλληνες.
Μόλις έμαθαν τις επιτυχείς περικυκλωτικές κινήσεις έσπευσαν σε υποχώρηση. Εντούτοις, στις
Πόρτες δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από την 4η μεραρχία με αποτέλεσμα, η οργανωμένη υποχώρηση
να μετατραπεί στις 10 Οκτωβρίου σε άτακτη φυγή. Έτσι, ο ελληνικός στρατός κατέρριψε το μύθο
των απόρθητων στενών του Σαραντάπορου και απέδειξε στους συμμάχους τις πολεμικές του
ικανότητες. Επιπλέον, από τη μάχη αυτή περιήλθε στην ελληνική κατοχή μεγάλη ποσότητα
πολεμικού υλικού και αιχμαλωτίσθηκαν πολλοί Τούρκοι στρατιώτες. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί
ότι κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους ομοεθνείς
τους κακοποιούς στο χωριό των Σερβίων
και τους εξόπλισαν. Αυτοί με τη σειρά
τους άρχισαν να πυροβολούν τους
διερχομένους Έλληνες κατοίκους. Ο
αριθμός των εκτελεσθέντων έφτασε στα
117 άτομα.
Μετά την πανωλεθρία, το μεγαλύτερο
μέρος του τουρκικού στρατού
υποχωρούσε διαρκώς με σκοπό πλέον την
Τούρκοι αιχμάλωτοι στα Σέρβια περιφρούρηση της Θεσσαλονίκης. Ένα
μικρότερο μέρος κινήθηκε βόρεια με κατεύθυνση προς Πτολεμαΐδα, Φλώρινα και Μοναστήρι,
όπου θα ενωνόταν με τον εκεί τουρκικό στρατό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εύκολη και άμεση
απελευθέρωση της Κοζάνης από την 5η μεραρχία στις 14 Οκτωβρίου. Προς Βορρά ήταν
αποφασισμένος να κινηθεί και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος επιδιώκοντας την κατάληψη του
Μοναστηρίου πριν προλάβουν να εισέλθουν σε αυτό οι Σέρβοι. Σημειωτέον ότι στην πόλη του
Μοναστηρίου ζούσε ακμαίος ελληνικός πληθυσμός με την παρουσία 2.000 Ελλήνων μαθητών και
55 δασκάλων και καθηγητών. Βέβαια, την πορεία του ελληνικού στρατού προς το Μοναστήρι
υποδείκνυαν κυρίως στρατηγικοί λόγοι, καθώς η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη ενείχε το φόβο να
χτυπηθεί στα πλάγια από τις εναπομείνασες στο Βορρά τουρκικές δυνάμεις. Επομένως, ο διάδοχος
Κωνσταντίνος είχε βάσιμους λόγους για την προέλαση προς το Μοναστήρι.
Ωστόσο, ενώ ο Κωνσταντίνος έβλεπε τα πράγματα
από μια καθαρά στρατιωτική σκοπιά, ο Ελευθέριος
Βενιζέλος είχε στο νου του και την πολιτική
προοπτική. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και
Υπουργός των Στρατιωτικών προέκρινε την αξία της
Θεσσαλονίκης με το πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα
και το πολυσύχναστο λιμάνι της. Επιπλέον, ο Έλληνας
γιατρός του βουλγαρικού στρατού Νίκογλου τού είχε
διοχετεύσει μέσω του κατασκόπου Αθανασίου
Σουλιώτη την πληροφορία ότι βουλγαρική στρατιωτική
δύναμη 35.000 ανδρών κατευθυνόταν από τη Θράκη
προς το μακεδονικό λιμάνι. Για το λόγο αυτό, ο
Βενιζέλος έσπευσε να ενημερώσει τον Κωνσταντίνο
και να τον μεταπείσει να κινηθεί το συντομότερο
δυνατό προς Θεσσαλονίκη. Η απάντηση του Διαδόχου
ήταν προκλητική και ειρωνική: «Ὁ στρατὸς δὲν θὰ
Ο Ελ. Βενιζέλος και ο διάδοχος Κωνσταντίνος ὁδεύσει κατὰ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐγὼ ἔχω καθῆκον νὰ
στραφῶ κατὰ τοῦ Μοναστηρίου, ἐκτὸς ἄν μοῦ τὸ ἀπαγορεύσετε». Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν
φυσικά ανάλογη: «Σὰς τὸ ἀπαγορεύω!». Στο σημείο αυτό, είναι ολοφάνερες οι πρώτες σπίθες που
προκλήθηκαν μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων ανδρών, οι οποίες στα επόμενα χρόνια θα
οδηγήσουν στη λαίλαπα του εθνικού διχασμού.
Καθώς, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος έμενε
αμετακίνητος στην απόφασή του, ο Βενιζέλος
στράφηκε στο Βασιλιά της Ελλάδος Γεώργιο, που
εκείνες τις μέρες είχε μεταβεί στην Κοζάνη. Αφού
αυτός έλαβε γνώση της κατάστασης και με την πείρα
που τον περιέβαλλε, έπεισε τον γυιο του να πορευθεί
προς Θεσσαλονίκη. Στις 15 Οκτωβρίου, οι έξι από τις
επτά μεραρχίες του ελληνικού στρατού διατάχθηκαν
να προχωρήσουν προς τη μακεδονική πρωτεύουσα,
ενώ την επόμενη μέρα απελευθερώθηκε η Κατερίνη
και η Βέροια. Στη συνέχεια, οι Ελληνικές δυνάμεις,
αντί να ακολουθήσουν τη συντομότερη οδό,
περνώντας από τον Λουδία, με ενδεχόμενο να
κολλήσουν στους βάλτους της περιοχής, προχώρησαν
βορειότερα προς την πόλη των Γιαννιτσών, όπου το
έδαφος είναι πιο σταθερό. Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α΄
Στις 18 Οκτωβρίου δόθηκε το σύνθημα της κατάληψης των Γιαννιτσών. Η τουρκική άμυνα, που
ενισχύθηκε με 4 νέες μεραρχίες 12.000 ανδρών, οργανώθηκε κατάλληλα. Από την άλλη πλευρά, ο
ελληνικός στρατός διχοτομήθηκε.
Το μεγαλύτερο μέρος του, δηλαδή
οι έξι πρώτες μεραρχίες,
κατευθύνθηκαν με ελιγμούς προς
την πόλη των Γιαννιτσών με στόχο
την κατάληψή τους. Παράλληλα, η
7η μεραρχία, το απόσπασμα
Κωνσταντινόπουλου και η
ταξιαρχία ιππικού κινήθηκαν νότια
της λίμνης των Γιαννιτσών, για να
καλύψουν από τα δεξιά. Οι μάχες
ήταν σφοδρές. Το ελληνικό
πυροβολικό λόγω του βαλτώδους
εδάφους δεν μπορούσε να βρει
κατάλληλες για βολές θέσεις.
Αντίθετα, τα πυρά από το τουρκικό πυροβολικό και πεζικό ήταν καταιγιστικά. Εντούτοις, οι
ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν, κυρίως με νυχτερινές επιχειρήσεις, να καταλάβουν τα Γιαννιτσά
και να θέσουν τους Τούρκους σε υποχώρηση. Με τη νίκη αυτή άνοιξε ο δρόμος που οδηγούσε στην
Κεντρική Μακεδονία και συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη.
Ταυτόχρονα, από την πλευρά της Θράκης ο βουλγαρικός στρατός σημείωνε αλλεπάλληλες νίκες
και βάδιζε ταχέως προς Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό καθιστούσε την ελληνική προέλαση
επιτακτικότερη. Ωστόσο, ο Στρατός περιέργως καθυστερούσε. Μάλιστα, σημειώθηκαν και μερικά
κρούσματα ανταρσίας λόγω έλλειψης τροφοδοσίας. Ο Βενιζέλος που γνώριζε τη θέση των
Βουλγάρων καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Έστειλε αμέσως τηλεγράφημα στο βασιλιά Γεώργιο:
«Σὰς καθιστῶ προσωπικὰ ὑπεύθυνον διὰ τὴν βραδύτητα μὲ τὴν ὁποία διεξάγετε τὶς ἐπιχειρήσεις, αἱ
ὁποῖαι κινδυνεύουν νὰ φέρουν τοὺς Βούλγαρους πρώτους εἰς Θεσσαλονίκην». Ωστόσο, τα σχέδια
των Τούρκων ήταν διαφορετικά.
Με τη μεθοδική δραστηριότητα των προξένων στη Θεσσαλονίκη και με τη Βουλγαρία να
μετατρέπεται σε μεγάλο
κίνδυνο για την Οθωμανική
Αυτοκρατορία, οι Τούρκοι
αποφάσισαν στις 25 Οκτωβρίου
να παραδώσουν την πόλη στους
Έλληνες. Ο Κωνσταντίνος,
όμως δεν μπήκε άμεσα στην
πόλη, αλλά έθεσε βαρείς όρους
για την παράδοσή της δίνοντας
στον Ταξίν πασά 16 ώρες
διορία. Ο Ταξίν πασάς
απάντησε θετικά. Τότε, ο
αρχιστράτηγος του ελληνικού
στρατού διέταξε όλες τις Η παράδοση της Θεσσαλονίκης
δυνάμεις να κινηθούν κυκλωτικά προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος συνειδητοποίησε το
μέγεθος του κινδύνου από τις καθυστερήσεις του, όταν το πρωί της 26ης Οκτωβρίου έφιππος
αξιωματικός ανακοίνωσε ότι το ιππικό της στρατιάς είχε έλθει σε επαφή με απόσπασμα του
βουλγαρικού στρατού, που
ακολουθούσε από πίσω. Αμέσως, ο
διάδοχος Κωνσταντίνος έστειλε
αγγελιαφόρο να ενημερώσει το
Βούλγαρο στρατηγό ότι εντός ολίγου ο
ελληνικός στρατός εισέρχεται στη
Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, για να
εδραιώσει τη θέση του, έστειλε το
Βίκτωρα Δούσμανη και τον Ιωάννη
Μεταξά να υπογράψουν εκ μέρους του
την παράδοση της πόλης. Στις 11 το
βράδυ της 26ης Οκτωβρίου μπήκαν στη
Θεσσαλονίκη δύο ευζωνικά τάγματα και
ακολούθησε η 7η μεραρχία. Την επόμενη ημέρα, ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος μαζί με το
στρατιωτικό επιτελείο παρήλασε έφιππος στους δρόμους της Θεσσαλονίκης υπό τις ζητωκραυγές
και την αποθεωτική υποδοχή των Ελλήνων κατοίκων.
Εν τω μεταξύ, ο βουλγαρικός στρατός προχωρούσε ακάθεκτος. Τις βραδινές ώρες επιχείρησαν
να μπουν στην πόλη βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες και μάλιστα, άρχισαν να μάχονται ενάντια
σε Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ήδη καταθέσει τα όπλα
τους στον ελληνικό στρατό. Με αυτές τις ενέργειες, οι Βούλγαροι
επιχειρούσαν να διεκδικήσουν δικαιώματα συγκυριαρχίας, πράγμα
που θα σήμαινε ότι θα είχαν και αυτοί εδαφικά οφέλη από την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Η υπόθεση έφτασε στο
απροχώρητο, όταν οι Βούλγαροι ζήτησαν να φιλοξενηθούν στην
πόλη, τάχα για να ξεκουραστούν από την κακοκαιρία. Ο
Κωνσταντίνος αποδέχθηκε το αίτημα φιλοξενίας και άφησε να
εισέλθει ένα μικρό τμήμα του βουλγαρικού στρατού μαζί με τους
Βούλγαρους πρίγκιπες, Βόρι και Κύριλλο. Ξεκαθάρισε, όμως ότι
δεν τίθεται θέμα συγκυριαρχίας. Παρ' όλ' αυτά, οι Βούλγαροι
διέπραξαν στη Θεσσαλονίκη κάθε είδους αδικίες και λεηλασίες και συμπεριφέρονταν σαν
κυρίαρχοι. Ο ίδιος ο Βούλγαρος βασιλιάς Φερδινάνδος παραδέχτηκε: «Η Θεσσαλονίκη είναι για
τους Βουλγάρους ότι η Μέκκα για τους Τούρκους».
Ύστερα από λίγες μέρες, στις 6 Νοεμβρίου, ο
ελληνικός στρατός ξεκινούσε πάλι έναν αγώνα
δρόμου, όταν το Στρατιωτικό Επιτελείο έλαβε
ένα δυσάρεστο τηλεγράφημα: οι Σέρβοι είχαν
καταλάβει το Μοναστήρι και προχωρούσαν
ακάθεκτοι προς τη Φλώρινα. Ο ελληνικός
στρατός έπρεπε πάση θυσία να προλάβει να
μπει στη Φλώρινα πριν από τους Σέρβους. Την
αποστολή αυτή ανέλαβε το 1ο σύνταγμα
Απελευθέρωση της Φλώρινας
πεζικού. Ο σερβικός στρατός απείχε μόλις πέντε ώρες, ενώ ο ελληνικός έξι. Ωστόσο, οι κοινότητες
της πόλης, η τουρκική, η ελληνική και η βουλγαρική επέλεξαν να επισπεύσουν την παράδοσή της
στους Έλληνες. Έτσι, η Φλώρινα κατέληξε σε ελληνικά χέρια. Αργότερα, στις 10 Νοεμβρίου
απελευθερώθηκε η Καστοριά και στις 7 Δεκεμβρίου η Κορυτσά. Με τις πόλεις αυτές σε ελληνικά
χέρια, έληξαν και οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Δυτική Μακεδονία.
Παράλληλα με τη Στρατιά της Θεσσαλίας, ελληνικός στρατός είχε αποσταλεί και στο μέτωπο
της Ηπείρου με στρατηγό τον Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη. Την ελληνική αυτή δύναμη των 17.500
ανδρών είχε να αντιμετωπίσει ο αλβανικής καταγωγής Εσσάτ πασάς. Οι πρώτες συγκρούσεις
εκδηλώθηκαν στα στενά των
Κουμτζάδων και την οχυρωμένη
βουνοκορφή του Γριμπόβου. Ύστερα
από αλλεπάλληλες καταλήψεις των
περιοχών αυτών από τους δύο
αντιπάλους, τελικά οι Έλληνες
στρατιώτες στις 10 και 11 Οκτωβρίου
επικράτησαν. Στη συνέχεια, ο
στρατηγός Σαπουντζάκης, για να
διαφυλάξει τα νώτα του στρατού
διέταξε πορεία προς Πρέβεζα. Οι
Τούρκοι, ωστόσο, οχυρώθηκαν και
κράτησαν την άμυνά τους μέχρι τις 20
Οκτωβρίου στη Νικόπολη, μια πόλη
λίγο έξω από την Πρέβεζα. Τελικά,
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν υπό
την ισχυρή πίεση των Ελλήνων. Όλη
την ημέρα το ελληνικό πυροβολικό
βομβάρδιζε τις τουρκικές θέσεις, ακόμα
και μέσα στην πόλη της Πρεβέζης, με
στόχο να κάμψει το ηθικό των
τουρκικών αρχών. Έτσι, η Πρέβεζα
παραδόθηκε μαζί με τους Τούρκους
στρατιώτες και τα πολεμοφόδιά τους.
Έπειτα, ο ελληνικός στρατός
στράφηκε προς τα Ιωάννινα. Μετά την
απελευθέρωση του Ζαλόγγου και των
Πέντε Πηγαδιών, οι Έλληνες
στρατιώτες βρέθηκαν προ του Μπιζανίου. Το Μπιζάνι είναι ένας μακρόστενος λόφος, ο οποίος
ελέγχει την αμαξιτή οδό που οδηγεί από την Άρτα στα Ιωάννινα. Ο λόφος αυτός είχε οχυρωθεί με
άκρα τελειότητα από τον ίδιο μηχανικό που οχύρωσε τα στενά του Σαραντάπορου, το Γερμανό
στρατιωτικό Φον ντερ Γκολτς. Χαρακτηριστικό της τέλειας οχύρωσης και της τουρκικής
οργάνωσης είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός έμεινε καθηλωμένος στην τοποθεσία αυτή για
πάνω από δύο μήνες. Επιπλέον, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν τη φοβερή
κακοκαιρία, το μέγεθος της οποίας διατηρήθηκε και στη λαϊκή ποίηση: «Δεν με τρομάζουν, μάνα
μου, οι όλμοι, τα κανόνια,/ μόν' με τρομάζουν, μάνα μου, του Μπιζανιού τα χιόνια!».
Μετά από μια ανεπιτυχή απόπειρα
κατάληψης του Μπιζανίου στις 7 Ιανουαρίου
1913, το Φεβρουάριο βγήκε νέο σχέδιο
επίθεσης. Εν τω μεταξύ, είχαν έλθει προς
ενίσχυση οι ελληνικές δυνάμεις από τη
Θεσσαλονίκη με τον αρχιστράτηγο
Κωνσταντίνο, ο οποίος ανέλαβε τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Το
νέο σχέδιο προέβλεπε υπερκέραση των
Τουρκικών θέσεων του Μπιζανίου με σκοπό
την περικύκλωσή τους. Μάλιστα, είχε γίνει
γνωστό από κατασκόπους ότι οι Τούρκοι
είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους στη
δεξιά πλευρά αφήνοντας ασθενή την
αριστερή. Έτσι, στις 19 Φεβρουαρίου οι
Έλληνες άρχισαν σφοδρό κανονιοβολισμό
από τη δεξιά πτέρυγα, για να
αποπροσανατολίσουν την προσοχή των
Τούρκων. Ταυτόχρονα, ελληνικά σώματα
ξεχύνονταν με άκρα μυστικότητα από τα
αριστερά, κινούμενα βόρεια του Μπιζανίου,
προς Ιωάννινα. Ειδικότερα, το 1ο Σύνταγμα
Ευζώνων της 2ης φάλαγγας κατέλαβε το
απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου το χωριό
Άγιος Ιωάννης που βρίσκεται σε απόσταση
αναπνοής από τα Ιωάννινα. Παράλληλα, οι υπόλοιπες ελληνικές μονάδες απλώθηκαν σε όλη την
έκταση του οροπεδίου γύρω από το Μπιζάνι και έκοψαν τα τηλεγραφικά σύρματα που το συνέδεαν
με τα Ιωάννινα. Συνεπώς, το φοβερό οχυρό βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένο και απομονωμένο. Ο
Εσσάτ πασάς βλέποντας την υπερίσχυση των Ελλήνων αποφάσισε να παραδοθεί. Το Μπιζάνι έπεσε
και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος εισήλθε παρελαύνοντας στα Ιωάννινα. Οι κάτοικοι
υποδέχτηκαν τον ελληνικό στρατό με ζητωκραυγές και απηύθυναν μεταξύ τους τον αναστάσιμο
χαιρετισμό: "Χριστός Ανέστη!".
Η πόλη των Ιωαννίνων είχε
αναστηθεί από την τουρκική
σκλαβιά.
Στο σημείο αυτό, είναι
ευκαιρία να γίνει αναφορά σε ένα
πρωτοποριακό κομμάτι του
ελληνικού στρατού που έδρασε
κατά τους βαλκανικούς πολέμους.
Ο λόγος γίνεται για την πρώτη
στην ιστορία καθαρά πολεμική
χρήση αεροπλάνων. Οι ιπτάμενοι,
Η παράδοση των Ιωαννίνων
Δημήτριος Καμπέρος, Μιχαήλ Μουτούσης, Πανούτσος Νοταράς και Χρίστος Αδαμίτης, μετά την
αεροπορική τους εκπαίδευση στη Γαλλία έλαβαν μέρος στον πόλεμο πραγματοποιώντας πτητικά
κατορθώματα. Οι πιλότοι άλλοτε παρακολουθούσαν τις θέσεις του εχθρού, άλλοτε προμήθευαν τον
ελληνικό στρατό, ενώ κάποιες φορές έριχναν και αυτοσχέδιες βόμβες.
Πρωτοποριακή, για τα ελληνικά δεδομένα, ήταν, επίσης, και η ενίσχυση του ελληνικού στόλου
με το υποβρύχιο Δελφίν και με το «αβύθιστο», για εκείνη την εποχή, θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ.
Αρχηγός του στόλου ανέλαβε ο ναύαρχος Παύλος
Κουντουριώτης, ο οποίος είχε συμμετάσχει στο παρελθόν σε
άκρως επικίνδυνες ναυτικές αποστολές. Όταν ξεκίνησε ο
βαλκανικός πόλεμος, το κύριο μέρος του πολεμικού
ναυτικού αναχώρησε από το Φάληρο και κατευθύνθηκε προς
τα στενά του Ελλησπόντου. Ο ελληνικός στόλος, χάρη στη
ναυτική υπεροχή και τη γενναιότητα των πληρωμάτων,
κατάφερε να φράξει τα στενά του Ελλησπόντου και να
εγκλωβίσει τον τουρκικό στόλο στον Εύξεινο Πόντο.
Παράλληλα, υπερίσχυσε στις θάλασσες του Αιγαίου
πελάγους και κατόρθωσε να απελευθερώσει μερικά νησιά.
Αρχικά, στις 8 Οκτωβρίου, τα ελληνικά ναυτικά αγήματα
απελευθέρωσαν την Λήμνο, την οποία χρησιμοποίησαν ως
βάση τους. Αργότερα, σε διάστημα μόλις 10 ημερών,
κατέλαβαν όλα τα νησιά του Βορείου Αιγαίου: τη Θάσο, την
Ίμβρο, την Τένεδο, τον Άγιο Ευστράτιο και τη Σαμοθράκη. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης
Ακολούθησαν η Χίος, τα Ψαρά και η Λέσβος.
Μεγάλο επίτευγμα του ελληνικού ναυτικού ήταν η ανατίναξη του τουρκικού θωρηκτού «Φετίχ
Μπουλέν». Τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου, το τορπιλοβόλο «11» με κυβερνήτη το Νικόλαο Βότση
εισέδυσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης χωρίς να γίνει αντιληπτό. Μάλιστα, κατάφερε να αποφύγει
το φράγμα ναρκών που είχαν θέσει οι Τούρκοι για την προστασία του λιμανιού. Με τρεις βολές το
«Φετίχ Μπουλέν» βυθίστηκε συμπαρασύροντας
αρκετούς Τούρκους.
Γενικά, η κατάσταση για την Οθωμανική
Αυτοκρατορία δεν ήταν ευνοϊκή. Έτσι, οι Τούρκοι
ζήτησαν από τη βαλκανική συμμαχία ανακωχή, η
οποία κατέληξε στη Συνθήκη του Λονδίνου στις 17
Μαΐου 1913. Στη διάρκεια των εργασιών της
Συνθήκης, ο Βενιζέλος και η ελληνική αντιπροσωπεία
έδειξαν τη διπλωματική τους δεινότητα
ακολουθώντας μια φιλειρηνική στάση και μια
διαλλακτική πολιτική. Μέσα στα άρθρα, προβλεπόταν
και η δημιουργία νεοσύστατου αλβανικού κράτους
που επιτεύχθηκε με τη βοήθεια της Αυστροουγγαρίας
και της Ιταλίας. Ωστόσο, δεν οριζόταν ο
διαμοιρασμός των κατακτηθέντων από τη βαλκανική
Η Συνθήκη του Λονδίνου 17/5/1913 συμμαχία περιοχών. Συνεπώς, ήταν αναπόφευκτο να
προκληθούν προστριβές ανάμεσά τους. Ειδικά, η Βουλγαρία που δεν είχε καταλάβει κανέναν από
τους τρεις μεγάλους της
στόχους: την
Κωνσταντινούπολη, τη
Θεσσαλονίκη και το
Μοναστήρι, άρχισε να
προκαλεί τους πρώην
συμμάχους της.
Γι' αυτό το λόγο, ήδη
από τις 19 Μαΐου, η
Ελλάδα και η Σερβία
υπέγραψαν στη
Θεσσαλονίκη μυστική
συνθήκη ειρήνης και
αμοιβαίας προστασίας.
Ένα μήνα αργότερα, στις
16 Ιουνίου, ξεκίνησε ο
Δεύτερος Βαλκανικός
πόλεμος, που διεξήχθη
μεταξύ των βαλκανικών λαών. Η Βουλγαρία έκανε συντονισμένες επιθέσεις εναντίον και της
Ελλάδας και της Σερβίας επιδιώκοντας να γίνει ο νέος κυρίαρχος της Βαλκανικής μετά τους
Τούρκους. Την πρώτη μεγάλη μάχη εναντίον των Βουλγάρων έδωσε ο ελληνικός στρατός στα
πεδία του Κιλκίς και του Λαχανά στο διάστημα 19-21 Ιουνίου 1913. Με πράξεις αυτοθυσίας και
ολονύκτιες επιχειρήσεις, οι Έλληνες στρατιώτες κατάφεραν να υπερισχύσουν. Οι απώλειες, βέβαια,
ήταν τρομακτικές: 147 αξιωματικοί και 5.500 στρατιώτες νεκροί και τραυματίες. Στη συνέχεια, οι
μάχες της Δοϊράνης (23 Ιουνίου), της Βέτρινας (26-27 Ιουνίου), της Στρώμνιτσας (26 Ιουνίου), του
Νευροκοπίου (30 Ιουνίου - 10 Ιουλίου) και
της Τζουμαγιάς (14-18 Ιουλίου) είχαν θετικό
για τους Έλληνες αποτέλεσμα, που
επικυρώθηκε από τη Συνθήκη του
Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913. Με τη
Συνθήκη αυτή, έληξαν και επισήμως οι
βαλκανικοί πόλεμοι.
Πλέον, η εδαφική κυριότητα στη
βαλκανική χερσόνησο είχε μεταβληθεί. Η
Οθωμανική Αυτοκρατορία περιορίστηκε
στην Ανατολική Θράκη. Η «πολλά
υποσχόμενη» Βουλγαρία προσάρτησε στην
κυριότητά της τα εδάφη της Θράκης, ενώ η
Σερβία πήρε την περιοχή των σημερινών
Σκοπίων. Τέλος, η Ελλάδα, ο μεγάλος
νικητής των Βαλκανικών Πολέμων,
απελευθέρωσε την Ήπειρο, τη Μακεδονία,
την Κρήτη και τα νησιά του Βορείου
Αιγαίου. Με τα νέα εδάφη, που για αιώνες έμεναν σκλαβωμένα στους Τούρκους κατακτητές, το
ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό. Ταυτόχρονα, έδωσε στις Μεγάλες
Δυνάμεις ένα καλό μάθημα, που δίδασκε ότι δεν υπάρχουν «Μεγάλοι και μικροί». Οι Έλληνες
στρατιώτες, αξιωματικοί και πολιτικοί αποδείχθηκαν Μεγάλοι στις κρίσιμες εκείνες ώρες. Σήμερα,
100 χρόνια μετά, σε ανάλογους κρίσιμους καιρούς, οι Έλληνες οφείλουμε να μιμούμαστε το σθένος
και τη φιλοπατρία των προγόνων μας.

(Τις εικόνες ερανίσθηκα από τη σειρά Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ.
National Geographic Society – Τέσσερα Πι Α.Ε., Αθήνα 2009-2010 και από το σπουδαίο βιβλίο του
Σαράντου Καργάκου, «Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους (1912-1913), αυτοέκδοση, Αθήνα 2012,
όπου οι χάρτες των μαχών σχεδιάστηκαν από τον Δημήτρη Ερμόπουλο).

You might also like