You are on page 1of 20

Θέμα: Ο χριστιανισμός στην ποίηση

του Καβάφη

Ονοματεπώνυμο:

Διδάσκων:

1
Πρόλογος
Στην εργασία αύτη γίνεται προσπάθεια εμβάθυνσης στη μελέτη
και ανάλυση ποιημάτων τού Κωνσταντίνου Καβάφη με βάση τις
αναφορές του στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Στόχος είναι να γίνει μία
προσέγγιση στο Χριστιανικό Καβάφη και να κατανοηθεί το βαθύτερο
πνεύμα τής σκέψης του, πού διέπει τα ποιητικά του πονήματα. Επιδίωξη
είναι να παρουσιασθεί, κατά το δυνατόν σωστότερα, το Χριστιανικό
πρόσωπο του Καβάφη.

2
Περιεχόμενα

Πρόλογος ............................................................. 2
Κ.Π. Καβάφης-Βιογραφία και Έργο .............. 4
Εισαγωγή στον Χριστιανισμό του Καβάφη 10
Μανουήλ Kομνηνός......................................... 11
Στην Εκκλησία .................................................. 15
Η αρρώστεια του Κλείτου............................... 18
Επίλογος ............................................................ 20

3
Κ.Π. Καβάφης-Βιογραφία και Έργο1

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της


Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την
ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου
Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου
βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι
βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως,
1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε,
χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της
Αλεξάνδρειας.

Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην


Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του
διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ,
στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης &
Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή,
εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη
διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα,
διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό
αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!

To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η


σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή.
Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία
όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ
αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο
όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά
παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια
παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην
Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα
και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις
σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα
υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα
στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης
στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται
πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές

1
Η βιογραφία του Κ.Π.Καβάφη αντλήθηκε από την έγκριτη ιστοσελίδα: http://cavafis.compupress.gr/

4
βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η
φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που
δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη
μοιραία λέξη Αλέξανδρος».

Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των


Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον
Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη
παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην
Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς
λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου,
ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883. Παράλληλα,
γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να
ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο
αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του
στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του
προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Τεκμήριο της
πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα
αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα
ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο
συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική
ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν
στην Αγγλία.

Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί


με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την
επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που
είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια
περίοδος προσαρμογής. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη
συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του
δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο
Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο
Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος
υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι
το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.
Η κυριότερη χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του έργου του ποιητή,
κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Είναι η χρονιά κατά την
οποία ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο
ποίημά του (το Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα πιο αξιόλογα πεζά
του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν
5
δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, «Ολίγαι λέξεις περί
στιχουργίας» και άλλα.

Τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά και τα επόμενα χρόνια


ταξιδεύει στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τον αδελφό του
Τζων (1897). Το 1899 πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που
συγκλονίζει τον ποιητή. Το 1901 και το 1903 ταξιδεύει στην Ελλάδα και
γνωρίζεται στην Αθήνα με Ελληνες πεζογράφους (Πολέμης, Ξενόπουλος,
Πορφύρας). Στις 30 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύεται στα Παναθήναια το
ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας
Ποιητής». Την ίδια χρονιά γράφει και το σημαντικότερο πεζό κείμενό του,
τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον
τίτλο «Ποιητική». Τα επόμενα χρόνια κυλούν ανάμεσα σε ποιητικούς,
φιλοσοφικούς στοχασμούς, γνωριμίες με εξέχουσες προσωπικότητες στην
Αλεξάνδρεια (Ιων Δραγούμης, Ε.Μ. Φόρστερ), ανανεώσεις συμβολαίων
εργασίας στις Αρδεύσεις και τους διαδοχικούς θανάτους των αδερφών
του. Σημαντικό βιογραφικό στοιχείο αποτελεί και η εγκατάσταση του
ποιητή στο περίφημο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους στα 1907, όπου
και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το
σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά του έργου του.

Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του


στις Αρδεύσεις απ' όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη
(«επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά
περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το
1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το
παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται
υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία,
την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι
προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το
κρατώ». Το 1927 γνωρίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίκο
Καζαντζάκη. Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και
τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα.
Πηγαίνει στην Αθήνα όπου εισάγεται σε νοσοκομείο και του γίνεται
τραχειοτομία. Μετά από τετράμηνη παραμονή στην Αθήνα, επιστρέφει
στην Αλεξάνδρεια όπου και το επόμενο έτος, 1933, στις 29 Απριλίου, μέρα
των γενεθλίων του, πεθαίνει.

Ο Καβάφης είχε ένα μεγάλο «πάθος», μια παρεκτροπή από τα


συνήθη που οι περισσότεροι μελετητές του έργου και της ζωής του
θεωρούν ότι πρόκειται για την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή του ποιητή.

6
Χαρακτηριστικές του ψυχοπνευματικού βασανισμού του είναι οι
βραχυγραφημένες σημειώσεις που κρατά:
«Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η
Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ' αρρωστήσω και
πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ' απολαύσω το
ταξίδι μου;
16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία,
απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15
Απριλίου. Ο θεός βοηθός.»
και κάπου αλλού:
«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα
γίνει; Τί να κάνω; ...Βοήθεια. Είμαι χαμένος.»

Απ' αυτές τις σημειώσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου που ζητάει


απεγνωσμένα βοήθεια καθώς και από τα ερωτικά ποιήματά του, πολλοί
μελετητές έβγαλαν αβίαστα το συμπέρασμα περί της ανώμαλης
σεξουαλικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και όμως ...

Ο Ατανάζιο Κατράρο, πρώτος μεταφραστής στα ιταλικά των


ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος, γράφει:
«Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό,
που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν
αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ
να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον
ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ' ένα σκάνδαλο.»
Διπλής σημασίας η παραπάνω δήλωση. Πρόκειται για δήλωση
προσωπικού φίλου του ποιητή που εννοείται ότι γνωρίζει καλά τον
άνθρωπο και επιπλέον αναφέρεται η έλλειψη αποδείξεων και σκανδάλων
στα οποία να είχε ανακατευτεί ο ποιητής.

Σε ανάλογες βάσεις (που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν)


στηρίχτηκαν, ο Στρατής Τσίρκας και ο Ι.Μ. Χατζηφώτης για να εκφράσουν
την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη ότι το «πάθος» του Καβάφη δεν ήταν η
ομοφυλοφιλία του αλλά ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ήταν πολύ
ντροπαλός (όπως εξάλλου ομολογείται απ' όλους) ο ποιητής για να
προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από το «μοναχικό» πάθος του,
υποστηρίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης. Ετσι τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη
κινούνται - σύμφωνα με τη γνώμη των δύο λογοτεχνών - στα όρια της
φαντασίας και του απραγματοποίητου. Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης
αλλά δεν τις έκανε πράξη...

7
Για περισσότερες, όμως, πληροφορίες πάνω στο ενδιαφέρον αυτό
θέμα της ζωής του Καβάφη, αναφέρεται το βιβλίο «Καβαφικά» του Ι.Μ.
Χατζηφώτη.

Ο Καβάφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του


έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής
του. Ούτε, φυσικά, πραγματοποίησε ποτέ μια κανονικά εμπορική έκδοση.
Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας
του έργου, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στο χώρο των
καβαφικών μελετών. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή του Γ.Π.
Σαββίδη, υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής,
σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές», τα οποία αντιπροσωπεύουν
τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης. Η
μέθοδος των «μονόφυλλων» χρησιμοποιείται από το 1891 ως και το 1904,
οπότε ο ποιητής τυπώνει το πρώτο «τεύχος» με 21 ποιήματα. Η πρώτη
χρονολογική «συλλογή » του κυκλοφόρησε, ιδιωτικά πάντα κατά την
πάγια τακτική του, το 1912 και η πρώτη θεματική «συλλογή» του το 1917.
Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης
καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας
Σεγκοπούλου, ενώ σήμερα κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις
των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων»,
των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων (φροντισμένες από το Γ.Π. Σαββίδη)
και των «ατελών» ποιημάτων του (από τη Ρενάτα Λαβανίνι).
Ολα τα ποιήματά του ο Καβάφης τα έγραψε στην ελληνική, με την
εξαίρεση ελαχίστων από τα μέχρι το 1968 ανεκδότων ποιημάτων του.

Συνολικά τα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης είναι 154. Επιπλέον


θα πρέπει να υπολογιστούν άλλα 75 που παρέμειναν ανέκδοτα εώς το
1968 και τα οποία βρέθηκαν στο Αρχείο του ή σε χέρια φίλων του καθώς
και 27 ποιήματα που δημοσίευσε μεν ο ίδιος μεταξύ 1886 και 1898 αλλά
που αργότερα τα αποκήρυξε. Ο Καβάφης έγραψε και κάποια πεζά,
δοκίμια, μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι
Βυζαντινοί ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το Τέλος του Οδυσσέως»,
«Μία σελίς της Τρωϊκής Ιστορίας» κ.α.

Σύμφωνα με διευκρινίσεις και υποδείξεις του ποιητή, τα ποιήματά


του κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και
τα ηδονικά ή αισθησιακά. Αν και στην αρχή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη
συνάντησε την εχθρότητα και την επιφύλαξη του πνευματικού κόσμου,
με τον καιρό επιβλήθηκε στη συνείδηση όλων σαν ένας ιδιόμορφος αλλά
μεστός και γεμάτος με ουσιαστικό περιεχόμενο ποιητής που δεν

8
ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση του στίχου του αλλά μονάχα
για τον εσωτερικό στοχασμό, τη φιλοσοφική σκέψη και το στοχαστικό
δίδαγμα.

Μετά θάνατον, ο Καβάφης έγινε αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης


από ποιητές και μελετητές του έργου του σε όλο τον κόσμο. Τα ποιήματά
του εκδόθηκαν και εκδίδονται σε συλλογές, ενώ πρόκειται και για τον πιο
πολυμεταφρασμένο Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ποιήματά του έχουν
μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά,
ολλανδέζικα, αραβικά, γιαπωνέζικα, αρμένικα, ινδικά, σλαβικές γλώσσες
και σε πάρα πολλές άλλες γλώσσες.

Στην οδό Λέψιους στην Αλεξάνδρεια, το διαμέρισμα του Καβάφη


έχει μετατραπεί σε μουσείο με εκδόσεις, χειρόγραφα, μεταφράσεις,
δημοσιεύματα και έργα τέχνης εμπνευσμένα από το έργο του, πλούσιο
φωτογραφικό, φιλολογικό και άλλο υλικό.

9
Εισαγωγή στον Χριστιανισμό του Καβάφη

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ως ποιητής αλλά και ως προσωπικότητα,


όπως αναφέραμε παραπάνω, σκιαγραφείται μυστηριώδης. Όσον αφορά
την ποίησή του, προκαλείται διχογνωμία σε ότι αφορά, τόσο την τεχνική,
όσο και το περιεχόμενο των ποιημάτων του.

Επίσης και ως προσωπικότητα έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως.


Βεβαίως ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση στην ιστορία των γραμμάτων της
πατρίδας μας, αλλά συχνά δεν γίνεται αναφορά στην ανθρώπινη πλευρά
του. Δεν έχει «ξεκλειδωθεί» πλήρως ο άνθρωπος Καβάφης. Η
ψυχοσύνθεση του ήταν και είναι ένα μυστήριο, που δύσκολα ερμηνεύεται.

Δημιουργούνται στον αναγνώστη πολλές απορίες, όταν διαβάζει τα


ποιήματά του. Πολύ εύστοχα ο έγκριτος φιλόλογος Γεώργιος Τ.
Τσερεβελάκης ορίζει τα ερωτήματα αυτά.2 Ποιος ήταν ακριβώς; Ποια ήταν
η στάση ζωής του; Είχε χριστιανική συνείδηση ;Ένας ποιητής τέτοιου
πνευματικού διαμετρήματος τι ηθική σκευή είχε; Εδώ είναι που αναδύεται
το ερώτημα :Διακρινόταν ο Καβάφης από θρησκευτικότητα;

Πρέπει όμως να πούμε ότι ο Καβάφης ήταν ένας θερμός χριστιανός


ο οποίος νοιαζόταν αρκετά για τα αμαρτήματά του και πίστευε σε
μεταφυσικές δυνάμεις και στην μετά θάνατον ζωή. Άλλωστε το
Βυζαντινό και Ελληνικό πνεύμα άγγιζαν τις λεπτές χορδές του
Αλεξανδρινού ποιητή. Ας μη λησμονούμε πως συνδέοντας τις δύο
παραπάνω ένοιες μεταξύ τους έχουμε τη Ρωμιοσύνη. Η έννοια στις
ημέρες μας ταυτίζεται με παλιότερες εποχές ή με τους ομογενείς μας
στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την εποχή του ποιητή ήταν έννοια-
ταυτότητα του Γένους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ο ίδιος ο
ποιητής σε ποιήματά του δεν μιλά για Έλληνες αλλά για Γραικούς.

2
Εφημερίδα «Πατρίς» της Κρήτης, 31/12/2007

10
Μανουήλ Kομνηνός3

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός

μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου

αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι

(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν

που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.

Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος

παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,

κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει

ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,

και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει

όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,

και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν

ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

3
Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

11
Στο παραπάνω ποίημα, αρχικά παρατηρούμαι την αναφορά σε
έναν αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Ήδη από τη θεματολογία
αντιλαμβανόμαστε την ενασχόληση με ένα ζήτημα που άπτεται μίας
εποχής, κατά την οποία κράτος και θρησκεία συμπορεύονταν. Με
προβλήματα αλλά και πολλές καλές στιγμές.

Στον πρώτο στίχο ο ποιητής αναφέρει τον αυτοκράτορα ως


Βασιλέα, αναγνωρίζοντας το αξίωμα του αλλά αμέσως μετά τον αναφέρει
με το οικείο κυρ. Με τον τρόπο αυτό καταδεικνύει την πλήρη εξίσωση
όλων των ανθρώπων μπροστά στο Θεό. Η επιρροή από τα Αγιογραφικά
εδάφια «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ
ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ4» και «Χοῦς
εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει..»5 είναι εμφανής.

Η ημέρα που επιλέγει δεν είναι τυχαία (μέρα μελαγχολική του


Σεπτεμβρίου) καθώς ο Αυτοκράτωρ Μανουήλ Α΄ ο Κομνηνός πέθανε 24
Σεπτεμβρίου του 11806. Επιπλέον διαφαίνεται και η διαίσθηση θανάτου
του αυτοκράτορα.

Στη συνέχεια καυτηριάζει με επιτιμητικό τρόπο την ύπαρξη


αστρολόγων στην αυλή τού παλατιού χρησιμοποιώντας την μετοχή οι
πληρωμένοι. Με τον τρόπο αυτό εκφράζει έντονα την ἡ καβαφική
ειρωνεία του όπως και την απορριπτική τάση του στις μαντείες. Θέση
πλήρως εναρμονισμένη με την ορθόδοξη θεολογία «οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ
ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ»7

Παρακάτω ὁ Καβάφης μάς εξηγεί ότι αυτό πού κάνει ὁ Μανουήλ


είναι παλαιά ευλαβική συνήθεια στο Βυζάντιο και όχι κάτι πρωτοφανές.
Συνηθιζόταν ὁ βασιλιάς ,πριν πεθάνει, να λαμβάνει το μοναχικό σχήμα
θέλοντας και προσπαθώντας να δείξει την ταπείνωσή και μεταμέλεια
του για τα διαπραχθέντα εγκλήματα και ανομίες του. Απαρνιόταν το
αυτοκρατορικό ένδυμα και περιβαλλόταν από το, λιτό, μοναχικό ράσο. Το
ράσο ήταν και είναι το σύμβολο τής άρνησης τής εκκοσμικευμένης ζωής.
Καταδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο, τον αδιάληπτο αγώνα κατά των
παθών καί τής αμαρτίας. Ταυτόχρονα και της αδιάκοπης μετάνοιας για

4
Προς Γαλάτας (γ΄ 23 – δ΄ 5)
5
Από το τέλος της Νεκρώσιμου ακολουθίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας
6
Χρονική Διήγησις, Νικήτα Χωνιάτου
7
Έξοδος 20,3

12
τα αμαρτήματα τα εκούσια ἤ τα ακούσια. Γίνεται εύκολα αντιληπτή η
πλήρης θρησκευτική συναίσθηση, του Καβάφη, στο σημείο αυτό. Ο
τρόπος άλλωστε που χαρακτηρίζει τις συνήθειες ως ευλαβικές φανερώνει
και τον σεβασμό του και την αναγνώριση σε αυτές.

Στον επόμενο στίχο χρησιμοποιεί το ρήμα προστάζει είναι οξύμωρο


το σχήμα ένας μοναχός να προστάζει. Φαίνεται μέσα από μια και
μοναδική λέξη, η αρνητική στάση του Καβάφη για την ίσως, επιφανειακή
μεταμέλεια του αυτοκράτορα. Με δεδομένο το χριστιανικό « Πάς ο υψών
εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται8» ο ποιητής
καυτηριάζει τη στάση του.

Μόλις ο αυτοκράτωρ φέρει το μοναχικό-ιερατικό αίσθημα


ευφραίνεται και μάλλον ευφραίνεται και ο Καβάφης. Αποπνέει μεγάλο
σεβασμό ο στίχος αυτός και δείχνει το σεβασμό του προς την ιεροσύνη, ο
ποιητής.

Η πίστη ως μέσο για την ευτυχία. Χαρακτηριστικότατη διδασκαλία


της Εκκλησίας και από ότι φανερώνεται του Καβάφη. Εδώ παρατηρείται η
τέλεια σύμπλευση του με τον ευαγγελικό λόγο περί πίστεως 9.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν. Ακόμη ο Καβάφης μακαρίζει όσους
πεθαίνουν, όπως ὁ αυτοκράτορας, «ενδεδυμένοι» τη χριστιανική πίστη.

Τέλος γίνεται αντιληπτό από τούς τελευταίους στίχους, ότι ο


Καβάφης εκφράζει αρχικά μία ιστορική αλήθεια. Έξαλλου, δεν πρέπει νά
ξεχνούμε ότι ὁ Καβάφης αρχικά κατακρίνει έμμεσα τον αυτοκράτορα, πού
σέ όλη του τη ζωή ήταν δέσμιος των προβλέψεων των πληρωμένων
αστρολόγων, αλλά αυτό δεν του αφαιρεί τη δυνατότητα να μπορεί να
πιστεύει στην ειλικρινή μετάνοια τού Μανουήλ και για το λόγο αυτό να
τον μακαρίζει. Και εδώ μπορούμε να δούμε μπολιασμένη βαθιά τη
χριστιανική πίστη στον Καβάφη.

Επιπλέον ὁ Καβάφης πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει μετάνοια πριν


το θάνατο. Εδώ δημιουργείται ένα βαθύτερο ερώτημα κατά πόσο
θεωρούσε ὁ αλεξανδρινός ποιητής ότι ἡ μετάνοια τού ανθρώπου, νά είναι
ουσιαστική δηλαδή εσωτερική, και όχι μόνο τυπική, δηλαδή εξωτερική.
Στο χριστιανισμό αυτό πού μετράει είναι ἡ οσία και όχι ο τύπος.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη ανάλυση τού ποιήματος τού Καβάφη,


Μανουήλ Κομνηνός, βλέπουμε μέσα από το ποίημα να φαίνεται η πλήρης
ταύτιση τού ποιητή με τη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης. Ιδίως σε ότι

8
Κατά Λουκάν 18,14
9
Κατά Ματθαίον 5,12

13
αφορά τη μετάνοια πριν από το θάνατο, ώστε να κερδίσει ὁ άνθρωπος την
ουράνια βασιλεία. Για τον ποιητή δεν μετράει αν ὁ άνθρωπος πετύχει να
ανέβει όλη την πνευματική κλίμακα, αλλά η ίδια η προσπάθεια
μετάνοιας.

Άλλωστε στόχος του είναι κάποιος να αρχίσει το ταξίδι για την


πνευματική τελείωση. Ἡ Εκκλησία μας άλλωστε εύχεται για την
αποφυγή αιφνίδιου θανάτου10, ο οποίος θα στερήσει από τον πιστό την
εκούσια δυνατότητα της μετάνοιας και μεταμέλειας για τίς μέχρι τότε
πράξεις του.

10
Ευχή στην Ακολουθία της Αρτοκλασίας, Ιερατικόν, εκδ. Αποστολικής Διακονίας

14
Στην Εκκλησία11

Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,

τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό —

ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

11
Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

15
Στο παραπάνω ποίημα, γίνεται απευθείας αναφορά, στην έννοια
που κράτησε όρθιο το σκλαβωμένο γένος. Την Εκκλησία. Ήδη από τη
θεματολογία αντιλαμβανόμαστε και πάλι, όπως στο προηγούμενο
ποίημα την έντονη θρησκευτικότητα που αποπνέει.

Στον πρώτο στίχο, ο Καβάφης ομιλεί ξεκάθαρα για την αγάπη του
στην εκκλησία. Είτε ως θεσμό και έννοια είτε ως κτήριο. Δεν παρουσιάζει
μία εκκλησία απλή αλλά λαμπροντυμένη με ασημένια σκεύη. Αν
αναλογιστούμε μάλιστα και την εποχή που έζησε, η Αλεξάνδρεια ήταν
μία πόλη με ακμάζοντα Ελληνισμό και μεγάλο πλούτο στα χέρια των
Ελλήνων. Αποτελούσε και αποτελεί έδρα του δευτέρου τη τάξει
Πρεσβυγενούς Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Είναι λογικό οι ναοί να έχουν
πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο και πολλά κειμήλια αξίας.

Ο Καβάφης δεν αρκείται στο να περιγράψει έναν κατ’όνομα


πλούσιο Ναό, αλλά εκπλήσσει με τη λεπτομερή περιγραφή του. Μας μιλά
για στοιχεία που μπορεί ο οποιοσδήποτε να μιλήσει και να δει, όπως
άμβωνας, φώτα και εικόνες. Παράλληλα όμως μιλά και για αντικείμενα
τα οποία βρίσκονται εντός του ιερού βήματος όπως εξαπτέρυγα και
ασημένια σκεύη ( δισκοπότηρα, ζέον κτλ). Καταλαβαίνουμε πως
εξοικειωμένος με το χώρο είτε λόγω συχνού εκκλησιασμού είτε λόγω
συμμετοχής στη λατρεία.

Έπειτα με καμάρι και υπερηφάνεια χαρακτηρίζει το ναό ως


εκκλησία των Γραικών. Κατά τους ιστορικούς μάλιστα δεν την
χαρακτηρίζει ως Ελλήνων αλλά Γραικών για να δείξει την ταύτιση
Ελληνισμού και Ορθοδοξίας και με τον τρόπο αυτό να αντιτεθεί σε
απόψεις που θεωρούσαν ότι δεν είναι Χριστιανός. Επίσης προσπαθεί να
ταξιδέψει στις βαθύτατες βυζαντινές ρίζες.

Αφού μίλησε σαν εξωτερικός παρατηρητής αν και γνώστης,


παρακάτω, ξεκινά μια βιωματική της ορθόδοξης λειτουργίας περιγραφή.
Ομιλεί για το θυμιατό, με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, που είναι από
τα πιο χαρακτηριστικά σκεύη τη λατρείας και το οποίο κάποιος το
παρατηρεί και οσφρύζεται την ευωδία μόνο εάν συμμετέχει στις
ακολουθίες.

Επιπρόσθετα, στολίζει τις λειτουργικές αναφορές με τις ψαλμωδίες,


τις οποίες επίσης κάποιος, μόνο αν παρίσταται τις ακούει. Να μη
ξεχνούμε μάλιστα πως την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη μουσική

16
παράδοση. Επίσης ο Καβάφης όντας γόνος φαναριώτικης οικογένειας,
προφανώς ήταν οικείος με τις βυζαντινές μελωδίες.

Ακολουθείτε μία αναλυτικότατη περιγραφή στους δύο επόμενους


στίχους της παρουσίας των ιερέων στο ναό και των κινήσεων αυτών.
Φαίνεται πως ο ποιητής τρέφει μεγάλο σεβασμό για τους Ιερείς ίσως
νιώθει και ένα δέος απέναντί τους. Μιλά για μεγαλόπρεπες παρουσίες με
σοβαρό ύφος.

Επίσης περιγράφει τους ιερείς λαμπροντυμένους συνδυάζοντας


αυτή την παρουσία με ένδοξες σελίδες του γένους. Καθίσταται εδώ σαφής
η σύνδεση, και πάλι, γένους και θρησκείας. Οι ιερείς ως φορείς μιας
μακραίωνης παραδόσεως αποτελούν κεντρικό σημείο αναφοράς στον
Καβάφη.

Στον τελευταίο στίχο μπορεί κάποιος να δει πόσο ὁ Καβάφης έχει


αφομοιώσει τη διαχρονική διδασκαλία του Παπαρηγόπουλου για την
απόλυτη ενότητα τού ελληνισμού αρχαίου - βυζαντινού και νεότερου.
Κεραμίδι τής ιστορικής αυτής άποψης,, αποτελεί ἡ έκφραση,

«στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό»

πού υπάρχει στο ποίημά μας. Στο πιθανό ερώτημα πού θά προκύψει στό
νοῦ μας, γιατί ὁ Καβάφης χρησιμοποιεί τη λέξη Βυζαντινισμός και όχι
Βυζάντιο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι με τον τρόπο αυτό ὁ
αλεξανδρινός ποιητής θέλει να πετύχει δύο στόχους. Ο ένας στόχος είναι
να καταφέρει να αποφορτίσει τον όρο από την αρνητική σημασία πού είχε
λάβει ως την εποχή τού Καβάφη και ὁ άλλος είναι να αναδείξει τη μεγάλη
σημασία τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία κατάφερε να ενώσει
πολλούς ανατολικούς λαούς, αλλά και να αποτελέσει γέφυρα ένωσης και
συνέχειας τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τον σύγχρονο ελληνικό.
Χρησιμοποιώντας δύο λέξεις σε μία, Ελληνισμός και Βυζάντιο.

17
Η αρρώστεια του Κλείτου

Κλείτος, ένα συμπαθητικό

παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών —

με αρίστην αγωγή, με σπάνια ελληνομάθεια —

είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο πυρετός

που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.

Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας ηθικώς

απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας νέος ηθοποιός,

έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.

Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι γονείς του.

Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,

τρέμει κι’ αυτή για την ζωή του Κλείτου.

Μες στην δεινήν ανησυχία της

στον νου της έρχεται ένα είδωλο

που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού, υπηρέτρια,

σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και χριστιανέψει.

Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.

Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη

της ικεσίας ψάλλει, άκρες, μέσες. Η κουτή

δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει

αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας Χριστιανός.

18
Στην «Αρρώστια του Κλείτου» η υπηρέτρια που ακολούθησε τη
Χριστιανική θρησκεία όταν πήγε σε σπίτι Χριστιανών, για να σώσει τον
Κλείτο επικαλείται τον «μαύρο δαίμονα» από την προηγούμενη θρησκεία.
Δείχνοντας την αφέλεια ορισμένων ατόμων απέναντι στα (θρησκευτικά)
τους πιστεύω, ο ποιητής χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά έναν περιπαικτικό και
ειρωνικό τόνο για να κλείσει το ποίημα: «Η κουτή δεν νοιώθει που τον
μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας
Χριστιανός».

Μέσα από το ποίημα αυτό ο Καβάφης όχι μόνο δείχνει την βαθιά
του πίστη στο Χριστό αλλά από το τέλος συμπεραίνουμε, ότι είναι βέβαιος
για την τελική Σωτηρία και κατάπτωση των δαιμόνων. Εν γένει δηλαδή
του κακού. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί την πίστη είναι αισιόδοξος παρόλο
που και εδώ καυτηριάζει την στάση ορισμένων «επιφανειακά» χριστιανών
που είναι προσκολλημένοι στις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις. Έννοιες
αντίθετες με τη χριστιανική διδασκαλία. Άλλο ένα σημείο λοιπόν, που ο ο
ποιητής ενδεχομένως χωρίς να το επιθυμεί, περνά βαθύτερα νοήματα
χριστιανικής ηθικής.

19
Επίλογος

Ο Καβάφης όπως αναφέραμε και στη βιογραφία του είναι άτομο,


που προκαλεί διχογνωμία. Από τα έργα του μπορεί κανείς να δει τη βαθιά
του θρησκευτικότητα αλλά και την κριτική του σε ορισμένα κακώς
κέιμενα. Γίνεται αντιληπτό πως είναι εξαιρετικός γνώστης της Βυζαντινής
περιόδου και της Ιστορίας εν γένει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έλκει
την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη αλλά και στο ότι
μεγαλώνει και ζει σε ένα άλλο μεγάλο κέντρο του Ελληνισμού την
Αλεξάνδρεια.

Το θρησκευτικό του αίσθημα είναι βαθύ και είναι γνώστης της


χριστιανικής ηθικής. Αυτό το καταδείξαμε από τα ως άνω ποιήματά του.
Επειδή όμως πολλοί είναι οι ερευνητές που υποστηρίζουν το αντίθετο,
μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα δύο βασικά στοιχεία. Ακόμη και
αν ισχύει η άνω υπόθεση.

Πρώτον ο Καβάφης, ακόμη και αν δεν πιστεύει, έχει περάσει και


μπολιαστεί μέσα από το φίλτρο του Χριστιανισμού. Πολλές ηθικές αξίες
προκύπτουν από τα ποιήματά του. Όπως επίσης και απολογητικές
εκφράσεις για μη ηθικές του παρεκτροπές, όπως αυτός τις θεωρεί.

Δεύτερον θεωρεί την ορθοδοξία το συνδετικό κρίκο του Γένους.


Αυτή αποτελεί για τον συγγραφέα σταθερό σημείο σύζευξης της Αρχαίας,
Βυζαντινής και νεοτέρας εποχής. Είναι άλλωστε εμφανής η Μεγάλη Ιδέα
που αποπνέουν τα ποιήματά του. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας άλλος
μεγάλος Έλληνας που έζησε για μικρό διάστημα στην Αλεξάνδρεια και
ήταν γνωστός του Καβάφη, εμφορείται από παρόμοια αισθήματα.

Είτε με τη μία υπόθεση είτε με την άλλη ο Οικουμενικός ποιητής


Κ.Π Καβάφης, θεωρεί το ταξίδι για την Ιθάκη (Σωτηρία-Μετάνοια),
σημαντικότερο του πνευματικού ύψους που μπορεί κανείς να φτάσει.

20

You might also like