You are on page 1of 3

«Δεν ξέρω τι είναι πραγματικά το ριζικό κακό, αλλά μου φαίνεται ότι κατά κάποιον τρόπο

έχει να κάνει με το εξής φαινόμενο: το να κάνεις τα ανθρώπινα όντα περιττά ως ανθρώπινα


όντα (όχι να τα χρησιμοποιείς ως μέσα για έναν σκοπό, πράγμα που αφήνει την ουσία τους
ως ανθρώπων ανέπαφη και καταπατά μόνο την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια. Αλλά το να τα
καθιστάς περιττά ως ανθρώπινα όντα). Αυτό γίνεται όταν όλη η μη προβλεψιμότητά τους
εξαλείφεται. Και όλο αυτό πάλι ξεπηδά ή μάλλον συμβαδίζει με την ψευδαίσθηση της
παντοδυναμίας (όχι απλώς με τη δίψα για εξουσία) ενός ανθρώπινου ατόμου. Εάν ένα
ανθρώπινο άτομο ως τέτοιο ήταν παντοδύναμο, δεν θα υπήρχε πραγματικά κανένας λόγος να
υπάρχουν καν άνθρωποι στον πληθυντικό» (Άρεντ, γράμμα στον Γιάσπερς, 1946)

«Λες ότι αυτό που έκαναν οι Ναζί δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ως ‘έγκλημα’. Δεν νιώθω
απολύτως άνετα με την άποψή σου, γιατί μια ενοχή που υπερβαίνει στο σύνολό της την
εγκληματική ενοχή αναπόφευκτα προσλαμβάνει μια δόση `μεγαλείου’, σατανικού
μεγαλείου…Μου φαίνεται ότι θα πρέπει να δούμε αυτά τα πράγματα στην όλη τους
κοινοτοπία, στον πεζό τους τετριμμένο χαρακτήρα, γιατί αυτό πραγματικά τα χαρακτηρίζει.
Τα βακτήρια μπορούν να προκαλέσουν επιδημίες που εξαφανίζουν τα έθνη μας, αλλά
παραμένουν απλώς βακτήρια…» (Γιάσπερς, γράμμα στην Άρεντ, 1946)

«Ο Άιχμαν δεν είναι Ιάγος ή Μακβεθ, και τίποτα δεν θα ήταν πιο μακριά από το μυαλό του
από την απόφαση `να αποδειχθεί παλιάνθρωπος’. Απλώς, για να το πούμε στην
καθομιλουμένη, ποτέ δεν συνειδητοποιούσε τι έκανε…Ήταν μια καθαρή έλλειψη
στοχασμού –κάτι που κάθε άλλο παρά ταυτίζεται με την ηλιθιότητα- αυτό που τον
προδιέθεσε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της εποχής του. Ότι αυτή η
απομάκρυνση από την πραγματικότητα και μια τέτοια έλλειψη στοχασμού μπορούν να
προκαλέσουν μεγαλύτερο όλεθρο από όλα μαζί τα κακά ένστικτα τα οποία, ίσως, είναι
έμφυτα στον άνθρωπο –αυτό πράγματι ήταν το μάθημα που μπορούσε κανείς να πάρει
στην Ιερουσαλήμ». (Άρεντ, Υστερόγραφο στο Ο Αιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 1963).

«’Αλλαξα γνώμη και δεν κάνω λόγο πια για `ριζικό κακό’ […]Σήμερα είμαι της άποψης πως
το κακό δεν είναι ποτέ `ριζικό’ αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε
κάποια δαιμονική διάσταση. Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον
κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας. Το κακό `προκαλεί τη σκέψη’,
όπως είπα, γιατί η σκέψη προσπαθεί να αγγίξει το βάθος, να φτάσει στις ρίζες του, και,
από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, απογοητεύεται, το εγχείρημα αποβαίνει
μάταιο, γιατί δεν βρίσκει τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να βρει. Εδώ έγκειται η
`ρηχότητά’ του. Μόνο το καλό έχει βαθύτητα και μόνο το αγαθό μπορεί να είναι ριζικό»
(Άρεντ, γράμμα στον Σόλεμ, 1963, [η μτφ είναι από το G. Scholem-H. Arendt, Δύο
επιστολές για τη ρηχότητα του κακού, μτφ. Π. Τσιαμούρας, Άγρα 2017, σσ. 60-1 )

«Σχεδόν σε μια νύχτα και σχεδόν χωρίς καμία αντίσταση, η παραδοσιακή εντολή `ου
φονεύσεις’ μετασχηματίστηκε σε ένα νέο πρόσταγμα, `θα φονεύσεις για χάρη του Φύρερ’»
«…ήταν σαν η ηθική ξαφνικά να αποκαλύφθηκε …ως ένα σύνολο από ήθη, έθιμα και
τρόπους τα οποία θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από ένα άλλο σύνολο με την ίδια
σχεδόν ευκολία με την οποία θα άλλαζε κανείς συνήθειες στο τραπέζι του φαγητού για ένα
άτομο ή για έναν λαό» (Άρεντ, διαλέξεις το 1965)
«Αντίθετα με τη φωνή του Θεού, το δαιμόνιο στον Σωκράτη δεν δίνει θετικού τύπου
εντολές. Θέτει ένα όχι». «Η δουλειά της σκέψης μοιάζει με το πέπλο της Πηνελόπης.
Ξηλώνει κάθε πρωί ό,τι είχε τελειώσει το προηγούμενο βράδυ». (Άρεντ, Η ζωή του
πνεύματος, 1978)

«Το φανέρωμα του ανέμου της σκέψης δεν είναι η γνώση. Είναι η ικανότητα να διακρίνει
κανείς το σωστό από το λάθος, το ωραίο από το άσχημο. Και η ικανότητα αυτή μπορεί
πράγματι να εμποδίσει καταστροφές, τουλάχιστον για μένα, στις σπάνιες εκείνες στιγμές
όταν τα πράγματα φτάνουν σε κρίσιμο σημείο» (Άρεντ, Η ζωή του πνεύματος)

«Είναι δυνατόν να κάνεις το κακό, όχι μόνο αμαρτήματα παράλειψης αλλά και
αμαρτήματα διάπραξης, εν τη απουσία όχι μόνο «ταπεινών κινήτρων» (όπως το θέτει
ο νόμος) αλλά οποιωνδήποτε κινήτρων, οποιασδήποτε συγκεκριμένης προώθησης
του ενδιαφέροντος ή της βούλησης; Μήπως η κακία, όπως κι αν την ορίσουμε, μήπως
αυτό το να είσαι ‘αποφασισμένος να αποδειχτείς παλιάνθρωπος’ δεν αποτελεί
αναγκαία προϋπόθεση για να κάνει κανείς το κακό; Είναι η ικανότητά μας να
κρίνουμε, να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος, το όμορφο από το άσχημο,
εξαρτημένη από τη δύναμή μας για σκέψη; Μήπως η ανικανότητα για σκέψη και μια
ολέθρια αποτυχία αυτού που κοινώς αποκαλούμε φωνή της συνείδησης συμπίπτουν;
Το επιβαλλόμενο ερώτημα ήταν: θα μπορούσε η δραστηριότητα της σκέψης ως
τέτοια, η συνήθεια του να εξετάζει κανείς και να αναστοχάζεται ό,τι τυχόν συμβαίνει,
ανεξάρτητα από συγκεκριμένα περιεχόμενα και εντελώς ανεξάρτητα από τα
αποτελέσματα, θα μπορούσε αυτή η δραστηριότητα να είναι τέτοιας φύσης που να
`εθίζει’ τους ανθρώπους ενάντια στο να κάνουν το κακό;» (Άρεντ Η ζωή του
πνεύματος, 1978)

«Τα ερωτήματα που μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε: το νόημα του κακού στον
σύγχρονο κόσμο, η ηθική κατάρρευση μιας αξιοσέβαστης κοινωνίας, η ευκολία με την
οποία κανονικοποιείται μια μαζική δολοφονία, η αδυναμία της λεγόμενης φωνής της
συνείδησης, οι λεπτές μορφές συνενοχής και συνεργασίας που συνοδεύουν τις
δολοφονικές πράξεις» (R. Bernstein, “Are Arendt’s reflections on evil still relevant?”, 2008)

«Οι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες…δεν είναι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες, αλλά


άνθρωποι που τους επιτράπηκε να κάνουν μεγάλα πολιτικά εγκλήματα, κάτι που
είναι εντελώς διαφορετικό… Δηλαδή, το γεγονός ότι ο Χίτλερ έγινε μεγάλος
απατεώνας, και πως ό,τι κάνει έχει μεγάλες συνέπειες δεν προσθέτει τίποτα στο
ανάστημά του» (Μπρεχτ)

You might also like