You are on page 1of 5

Δύο υπέροχα κείμενα κατα του ρατσισμού!

Πώς γεννιέται η ξενοφοβία

Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία αισθανόμαστε συχνά ότι απειλούμαστε. Η


παγκοσμιοποίηση.., οι φυσικές καταστροφές, η οικονομική κρίση, οι δυσκολίες της
καθημερινής ζωής μάς δημιουργούν την αίσθηση ότι δεν τα καταφέρνουμε πλέον να
αντιμετώπισουμε.. απειλές που είναι συχνά απρόβλεπτες. Αισθανόμαστε
ανυπεράσπιστοι και ανίκανοι να δράσουμε, και συνεπώς φοβόμαστε. Είναι ένας
ακαθόριστος φόβος τον οποίο μεταφέρουμε κυρίως στους ξένους».
Ο Αλέν Τουρέν μιλάει στον Φάμπιο Γκαμπάρο, ανταποκριτή της ιταλικής «La
Repubblica» στο Παρίσι.
Ο γάλλος κοινωνιολόγος εξηγεί το φαινόμενο της ξενοφοβίας ως αντίδραση που
αποκαλύπτει τις αντιφάσεις μιας όλο και πιο κατακερματισμέν..ης και ανασφαλούς
κοινωνίας: «Μέσα από την ξενοφοβία εκδηλώνεται ο φόβος για όποιον είναι
διαφορετικός από μας όχι μόνο στη φυσική του μορφή, αλλά και στην κουλτούρα, τη
θρησκεία ή τους τρόπους ζωής.

»Τα χαρακτηριστικά του άλλου, ωστόσο, είναι μόνον ένα πρόσχημα, για να
μπορούμε να προβάλλουμε πάνω του τις δικές μας αγωνίες. Απορρίπτοντας τον
άλλον για το ένα ή το ένα άλλο χαρακτηριστικό του, η ξενοφοβία θέτει σε κίνηση μια
δυναμική η οποία φτάνει ακόμα και να αρνείται την ανθρωπιά του άλλου,
χαρακτηρίζοντάς.. τον μη ανθρώπινο, επειδή είναι διαφορετικός από μας. Η
απανθρωποποίηση.. του άλλου είναι μια από τις χειρότερες συνέπειες της ξενοφοβίας.
Για τον ξενόφοβο γίνεται αδύνατο να ζήσει μαζί με τους άλλους, απέναντι στους
οποίους λειτουργεί ένα αληθινό ταμπού. Οι άλλοι γίνονται αντιληπτοί ως ακάθαρτοι.
Η παρουσία τους απειλεί την καθαρότητα μιας εξιδανικευμένης.. κοινότητας, η οποία
επομένως πρέπει και να προστατευτεί.

»Με αυτόν τον τρόπο γεννιέται ο απόλυτος ξένος, που γίνεται παγκόσμια απειλή
απέναντι στην οποία πρέπει να αμυνθούμε. Ωθούμενος ώς τις ακραίες συνέπειές του,
ένας τέτοιος συλλογισμός παράγει τον ρατσισμό, δηλαδή την πιο ακραία μορφή της
ξενοφοβίας. Φυσικά, όποιος είναι ξενόφοβος κινείται πάντοτε σε ένα γενικό επίπεδο,
στιγματίζοντας μιαν ολόκληρη κοινότητα, έστω και αν σε προσωπικό επίπεδο θα έχει
έναν άραβα, σενεγαλέζο ή ρουμάνο φίλο, για να τον επιδεικνύει απορρίποντας κάθε
κατηγορία για ξενοφοβία εναντίον του ιδίου.

»Η αύξηση της ξενοφοβίας είναι μια ανησυχητική ένδειξη για την κοινωνία μας.
Βέβαια, αν εξετάσουμε το ζήτημα σε μιαν ιστορική προοπτική, οφείλουμε να
αναγνωρίσουμε ότι η ιστορία του κόσμου κυριαρχήθηκε συχνά από την απόρριψη
των άλλων, των "βαρβάρων", των διαφορετικών.

»Στο παρελθόν υπήρξαν πολύ χειρότερες καταστάσεις από τις σημερινές, όπως, για
παράδειγμα, εκείνες που γεννήθηκαν από τη μεταχείριση των δούλων και από την
αποικιοκρατία. Σήμερα ωστόσο, έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία η
ξενοφοβία φαινόταν βαθμιαία να υποχωρεί, μου φαίνεται ότι επιστρέφει και μας
γυρίζει πίσω στη βαρβαρότητα.
»Για να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της εξέλιξης, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας
ότι ζούμε σε μια κοινωνία πιο ανοιχτή και πιο κινητική, στην οποία οι επαφές
ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς είναι πιο εύκολες και αυξάνονται διαρκώς.
Είναι μια κατάσταση που παράγει αντιφατικές συνέπειες. Πλάι στο άνοιγμα και στη
διαθεσιμότητα εκδηλώνεται και η επίταση της ανησυχίας, που τροφοδοτεί την
απόρριψη των άλλων. Οταν όμως αντιμετωπίζεται.. εχθρικά και απορρίπτεται μια
ολόκληρη κοινότητα, καταλήγει να αναδιπλώνεται στον εαυτό της και να βυθίζεται
στη μνησικακία. Η πτώση στον κοινοτισμό και η ξενοφοβία διαπλέκονται στενά.

»Η ξενοφοβία, βέβαια, γεννιέται και από μια κρίση ταυτότητας, αλλά δεν ενισχύουμε
την ταυτότητά μας καταπολεμώντας όποιον είναι διαφορετικός. Αντίθετα, η επίγνωση
της ταυτότητάς μας μεγαλώνει μέσα από το διάλογο με τον άλλον που διαφέρει από
μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι η ξενοφοβία γεννιέται όταν μια ταυτότητα
αισθάνεται ότι κινδυνεύει από απειλές που δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμες. Η
παγκοσμιοποίηση.., εκτός του ότι θέτει υπό αμφισβήτηση την ταυτότητά μας, απειλεί
και την ικανότητά μας για δράση. Ολο και πιο συχνά αισθανόμαστε ανήμποροι και
ανίσχυροι. Σε ορισμένες καταστάσεις, όπως έχει υπογραμμίσει ο κοινωνιολόγος Αλέν
Ερενμπέργκ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αληθινή κατάρρευση του εγώ. Τότε
γίνεται εύκολο να φορτώσουμε την ευθύνη γι' αυτή την κατάσταση σε κάποιον
άλλον, ο οποίος είναι αναγνωρίσιμος από το ένα ή το άλλο ειδικό του γνώρισμα. Η
αόριστη και ασύλληπτη απειλή μπορεί έτσι να εντοπιστεί και επομένως μπορεί να
αποκρουστεί πιο εύκολα. Είναι η δυναμική του αποδιοπομπαίου τράγου.

»Σήμερα η αριστερά κατηγορείται συχνά ότι είναι υπερβολικά ενδοτική απέναντι


στους μετανάστες. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτό είναι αληθινό. Απλώς προσπαθεί
να αντισταθεί σε έναν κυρίαρχο λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί το θέμα της ασφάλειας
για να δικαιολογήσει μια ξενόφοβη λογική.
»Φυσικά, η ασφάλεια είναι δικαίωμα όλων, το οποίο πρέπει να είναι εγγυημένο, ιδίως
στο πιο αδύναμο τμήμα του πληθυσμού. Δεν πρέπει, ωστόσο, να πέφτουμε στη
δημαγωγία, καθιστώντας υπεύθυνες για τις δυσκολίες μας ολόκληρες ομάδες
ανθρώπων. Σήμερα όλες οι στατιστικές μάς λένε ότι η εγκληματικότητα.. είναι έργο
κυρίως νέων μη μεταναστών. Η εγκληματική απειλή, επομένως, έρχεται από το
εσωτερικό της χώρας και όχι από το εξωτερικό. Δεν είναι οι μετανάστες, που ζουν
μέσα στην ανασφάλεια, εκείνοι που απειλούν την ασφάλειά μας. Χρειάζεται να
συνεχίζουμε να το επαναλαμβάνουμε.. και να προσπαθούμε να επεξαργαζόμαστε..
πολιτικές ικανές να συνδυάζουν φιλοξενία των άλλων και δικαίωμα στην ασφάλεια».

Πηγή: Σημειωματάριο Ιδεών του Θανάση Γιαλκέτση στην Κυριακάτικη


Ελευθεροτυπία (5/7/09)
Για το ρατσισμό

Ένα από τα βασικά καθήκοντα του επαναστατικού προτάγματος είναι ο στοχασμός


πάνω στις έννοιες και στις ιδέες που εκάστοτε υποστηρίζουμε ή χρησιμοποιούμε στις
αναλύσεις μας. Δίχως έναν στοχασμό αυτού του είδους είναι αδύνατη η αποφυγή
συγχύσεων και παρεξηγήσεων οι οποίες πάντοτε καταλήγουν στο σταμάτημα της
σκέψης και στη μετατροπή της θεωρίας σε ιερό δόγμα που κανείς δε διανοείται να
αμφισβητήσει.

Εν προκειμένω χρειάζεται να σκεφτούμε απ’ την αρχή το πρόβλημα του ρατσισμού,


καθώς η επικράτηση μιας σειράς κλισέ γύρω από το ζήτημα έχει καταστήσει σχεδόν
αδύνατη την αντιμετώπισή του. Ρατσισμός δεν είναι μόνο ο φυλετικός ρατσισμός ή ο
σεξισμός, αλλά κάθε μορφή συμπεριφοράς που κατατάσσει τους ανθρώπους σε
κατηγορίες βάσει αντικειμενικών ή δήθεν αντικειμενικών κριτηρίων, ζητώντας την
εξόντωση –φυσική ή φαντασιακή- μιας ή περισσοτέρων απ’ αυτές. Το ιδιάζον
στοιχείο του ρατσισμού, το οποίο τον διαφοροποιεί απ’ τον απλό
εθνικισμό/..πατριωτισμό και τη θρησκευτική πίστη, είναι ότι δεν επιθυμεί την
ενσωμάτωση του αντιπάλου –μέσω του προσηλυτισμού- αλλά την εξαφάνισή του.
Κατά συνέπεια ρατσιστές δεν είναι, υπό αυτή την έννοια, μόνο οι ναζιστές, οι
αντισημίτες ή η Χρυσή Αυγή και η Κουκ Κλουξ Κλαν, αλλά και οι χούλιγκανς που
επιθυμούν τη φυσική εξόντωση των αντιπάλων τους, τα μέλη των διάφορων lifestyle
μικροομάδων που μισούν μέχρι εξαφάνισης τους συναδέλφους τους άλλων
μικροομάδων[..1], όπως επίσης φυσικά και οι οπαδοί παραδοσιακών ιδεολογιών όπως
ο μαρξισμός κι ο αναρχισμός στο βαθμό που δεν επιθυμούν τη μεταστροφή των
«αστών», των «φασιστών» ή των «μπάτσων», αλλά τη –φυσική- εξόντωσή τους[2].

Η μελέτη τέτοιου είδους, μη προφανών μορφών ρατσισμού οι οποίες είναι


ακατανόητες για τα παραδοσιακά αναρχομαρξιστικ..ά σχήματα, μας οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι οι ρίζες του ρατσισμού -και του εγγενούς σε αυτόν μίσους- μόνο
ψυχαναλυτικά μπορούν να εντοπιστούν. Ο ρατσισμός, ως μίσος προς τον Άλλον που
δεν στοχεύει στην αφομοίωσή του αλλά στην εξόντωσή του, δεν είναι τίποτε άλλο
παρά μια μετάθεση προς έναν εξωτερικό στόχο, του μίσους που το ίδιο το άτομο
νιώθει για τον εαυτό του. Βέβαια το ίδιο ισχύει και για το μίσος της ψυχής απέναντι
στον κόσμο γενικώς, καθώς όπως λέει ο Freud αυτό είναι πιο πρωταρχικό για την
ψυχή απ’ ότι η αγάπη· είναι όμως το μίσος ενάντια στον εαυτό που εξηγεί την
ιδιαιτερότητα της ρατσιστικής συμπεριφοράς, την ανάγκη δηλαδή εξεύρεσης ενός
σταθερού αντικειμένου μίσους, στην προσπάθεια εξόντωσης του οποίου
αφιερωνόμαστε. Η βαθιά ασυνείδητη ψυχή του ατόμου παραμένει πάντοτε ξένη προς
το συνειδητό υποκείμενο[3], ακοινώνητη και εξεγείρεται ασταμάτητα ενάντια στην
κατεργασία που έχει υποστεί από την κοινωνία, μέσω του εκκοινωνισμού και της
μετουσίωσης, ούτως ώστε να καταστεί κοινωνικό άτομο. Ο τρόπος έκφρασης αυτής
της εξέγερσης είναι το διαρκές και άσβεστο μίσος του ατόμου προς τον εαυτό του, το
οποίο ενεργεί ασυνειδήτως. Φροϋδικά –και πολύ σχηματικά- θα λέγαμε ότι το Αυτό
(ασυνείδητο) μισεί το Εγώ (συνειδητό). Το πρώτο αναλαμβάνει ρόλο σαδιστικό, ενώ
το δεύτερο ρόλο μαζοχιστικό. Ένας τρόπος να εκτονώσει το υποκείμενο αυτή τη
σύγκρουση είναι να μεταθέσει την ψυχική ένταση προς τα έξω, μισώντας πια όχι τον
εαυτό του, αλλά κάποιον άλλον, ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου
τράγου. Τα διάφορα δήθεν αντικειμενικά και αναμφισβήτητα κριτήρια βάσει των
οποίων ο ρατσιστής επιλέγει τα αντικείμενα του μίσους του είναι απαραίτητα για να
δικαιολογούν και να εκλογικεύουν αυτή την κατάσταση. Είναι η ανάγκη εκτόνωσης
αυτής της ψυχικής σύγκρουσης που εξηγεί γιατί δεν αρκεί να αναφερθούμε απλά στο
μίσος της ψυχής απέναντι στον κόσμο γενικώς για να ερμηνεύσουμε τον ρατσισμό,
αλλά αντίθετα χρειάζεται να εστιάσουμε στο «ειδικότερο» μίσος ενάντια στο Εγώ.

Το ίδιο συμβαίνει και στο κοινωνικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των
εκάστοτε κοινωνιών με τους γείτονές τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το
πρόβλημα έγκειται στη στάση μας απέναντι στον Άλλον. Ο ρατσισμός είναι η πιο
ακραία έκφραση της ανικανότητας –φυσικά επιλεγμένης, λόγω της ευκολίας της- του
μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας να αποδεχθεί τον εκάστοτε Άλλο ως
διαφορετικό και ταυτόχρονα ως ίσο. Υπό το ανθρωπολογικό καθεστώς που ο
Καστοριάδης αποκαλεί ετερονομία το υποκείμενο είναι διανοητικά εγκλεισμένο και
μπορεί να αντιληφθεί τον Άλλον μόνο ως εχθρό ή ως τέρας. Στην περίπτωση της
ετερονομίας η διαφορετικότητα.. θεωρείται στοιχείο τερατώδες, καθώς η απολύτως
κλειστή και ακλόνητη παράσταση που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους τούς
απαγορεύει –ψυχικά- να σκεφτούν ότι μπορούν να υπάρχουν και άλλοι τρόποι
κοινωνικής ζωής, διαφορετικοί απ’ τους δικούς τους. Όπως και οι ψυχωσικοί, ο
ετερόνομος άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την ύπαρξη καθορισμών
διαφορετικών απ’ τους δικούς του. Επειδή βέβαια η ετερονομία δεν είναι ποτέ τόσο
κλειστή όσο η ψύχωση –στην οποία δεν υπάρχει καν διάκριση υποκειμένου-..κόσμου,
καθώς το υποκείμενο είναι ο κόσμος-, το Άλλο καταφέρνει και γίνεται αντιληπτό και
ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστεί: είτε διά της φυσικής του εξόντωσης, είτε διά
της απομόνωσής του, είτε διά της επένδυσής του κατά τρόπο που το καθιστά «μη
υπαρκτό»[4].

Φιλοσοφικά η εγκλείουσα τάση που γεννά τον ρατσισμό εκλογικεύεται μέσω μιας
οντολογίας της καθοριστικότητα..ς. Μέσω δηλαδή μιας οντολογίας που θεωρεί τον
άνθρωπο -όπως και όλα τα υπόλοιπα όντα- ως καθορισμένο άπαξ και διά παντός, από
παράγοντες εξωανθρώπινους... Μια τέτοια οντολογία, η οποία πάντοτε ταυτίζει τη
δήθεν αντικειμενικά υπάρχουσα ουσία του ανθρώπου με την ιδέα που η ίδια έχει γι’
αυτόν, είναι μορφή διανοητικού εγκλεισμού και ως τέτοια πρέπει να πολεμηθεί. Από
τη στιγμή που μας απαγορεύει να σκεφτούμε τη δημιουργία, τη θεμελιώδη δηλαδή
ικανότητα της πραγματικότητας.. να γεννά νέες μορφές και καινούργια είδη σε όλα τα
πεδία, μας απαγορεύει να σκεφτούμε το Άλλο. Διότι το εκάστοτε Άλλο υπάρχει
ακριβώς επειδή η ιστορία –και το Είναι γενικώς- είναι δυνάμεις δημιουργικές που
μπορούν να φέρνουν στο φως πράγματα τα οποία εμείς ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Η
παραδοχή της δημιουργικής φύσης της ιστορίας και του Είναι εν γένει είναι μια
απόφαση ουσιωδώς πολιτική, καθώς θεμελιώνεται στην πρωταρχική μας υπαρξιακή
επιλογή να είμαστε ανοιχτοί απέναντι στους άλλους, προσπαθώντας να υπερβαίνουμε
τον διανοητικό εγκλεισμό προς τον οποίο μας σπρώχνει η ανάγκη μας για
βεβαιότητες. Γι’ αυτό μια τέτοια παραδοχή είναι συμφυής με την καθαρά πολιτική
στράτευση στον αγώνα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας αυτόνομης, ελεύθερης και
δημοκρατικής, στην οποία οι άνθρωποι θα προσπαθούν -και σ’ ένα σημαντικό βαθμό
θα το καταφέρνουν- να μη μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά να τον αναγνωρίζουν ως
άνοιγμα στο διαφορετικό και το καινούργιο, ως άνοιγμα σε αυτό που οι ίδιοι δε
μπόρεσαν να σκεφτούν και να φανταστούν. Αυτή είναι η σημασία του προτάγματος
της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας.
_.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._.._______________
[1] Αντιγράφουμε απ’ το γράμμα ενός 15χρονου αναγνώστη του περιοδικού
Schooligans (τευχ. 9, 5/2007): «Γι’ αυτό σκάσε και μην ξαναδιαβάσεις αυτό το
περιοδικό […] απλά βούλωσε το στόμα σου και φάε το ακριβό adidas καπέλο σου,
ρούφα την άκρη των all-star σου, βάλε τα λεφτά σου στον κώλο σου και βάλε στο
κεφάλι σου πως αυτό το περιοδικό δεν είναι για τα μούτρα σου, κωλοτρεντόνι! Μην
απαντήσεις γιατί δε σε παίρνει… Δεν ανήκεις εδώ. Ανήκεις στην Κηφισιά».

[2] Βλ. το γράμμα του Τζερζίνσκυ, αρχηγού της Τσεκά, της πρώτης μυστικής
αστυνομίας των μπολσεβίκων, που παρατίθεται στη Μαύρη βίβλο του κομμουνισμού
(Αθήνα, Εστία, 2001, σ.105), όπου γίνεται λόγος για τη φυσική εξαφάνιση μερικών
κοινωνικών τάξεων. Στο βαθμό που εμπνέονταν απ’ την αρχή της συλλογικής
ευθύνης, ανάλογη είναι και η λογική των εκτελέσεων ιερέων που έκαναν οι αναρχικοί
στην Ισπανία, πράγμα που φυσικά ισχύει για την θανατική καταδίκη γενικώς –να τα
ακούνε αυτά οι διάφοροι γελοίοι δήθεν «φιλελεύθεροι» που υποστηρίζουν τον
«εκδημοκρατισμό..» του πλανήτη από την αμερικανική κυβέρνηση της οποίας ο
αρχηγός είναι μεγάλος οπαδός της ένεσης και της ηλεκτρικής καρέκλας.

[3] «Εγώ είναι ένας άλλος» λέει ο περίφημος στίχος του Rimbaud.

[4] Όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης στο ποίημα «Προκρούστης», «Ο Προκρούστης


ήταν μεγάλος εραστής του ανθρώπινου σώματος. Δε μπορούσε να υποφέρει σώματα
που δεν ταίριαζαν στο πρότυπο που είχε πλάσει με το νου του». Είναι εξάλλου
γνωστό ότι τα μέλη βαθιά θρησκευόμενων οικογενειών πολύ συχνά κόβουν κάθε
επαφή με μέλη τους που παντρεύτηκαν ανθρώπους άλλου θρησκεύματος. Ανάλογο
παράδειγμα είναι η τάση των κοινωνιών να αποκαλούν «τρελούς» όσους
αμφισβητούν την παράδοση και τις καθαγιασμένες αξίες ή η συνήθεια των μαρξιστών
να αποκαλούν «προβοκάτορες» και «φερέφωνα της αστικής τάξης» όποιους
διαφωνούν με τον μαρξισμό: σε αμφότερες τις περιπτώσεις το εκάστοτε Άλλο –ο
διαφορετικής σωματικής διάπλασης, ο αλλόθρησκος, ο αμφισβητίας ή ο διαφωνών-
δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, αλλά εντάσσονται σε ένα αμυντικό σχήμα που -σαν
το κρεβάτι του Προκρούστη- εξουδετερώνει τη διαφορετικότητά.. τους.

Πηγή: Αυτονομία ή Βαρβαρότητα

You might also like