You are on page 1of 8

Κεφάλαιο 10: Πῶς μαθητεύει κανείς στήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Εἶναι πολύ σωστή ἡ σύγκριση τῆς μαθητείας στήν ἐπιστήμη τῆς άδιάλειπτης
προσευχῆς καί στήν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν. Τά παιδιά δέν μποροῦν μέ μιᾶς νά
μάθουν τό ὀιλφάβητο, οὔτε νά ὀιναγνωρίζουν τά γράμματα, οὔτε καί νά γράψουν μέ
σταθερό χέρι. Ἀλλά ἔχουν ὑ- ποδείγματα εἰδικά, χαραγμένα σέ κέρινες πλάκες, καί
παρατηρώντας τα ἐξασκοῦνται καθημερινά, ὥστε νά καταφέρουν κάποτε νά τά σχη-
ματίσουν μόνα τους. Ἔτσι αὐτά μαθαίνουν γραφή.
Τό ’ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν «τήρηση τοῦ νοῦ». Πρέπει νά σᾶς δοθεῖ μιά φράση,
ἕνας τύπος προσευχῆς, τόν ὁποῖο θά πρέπει νά λει- τουργεῖτε ἀδιάλειπτα. Ἔτσι,ἥ θά
συνηθίσετε νά χρησιμοποιεῖτε αὐτή τή φράση συνεχῶς καί νά τήν ἐπαναλαμβάνετε
ἀκατάπαυστα, πράγ- μα πού πολύ θά σᾶς ὠφελήσει,ἥ χρησιμοποιώντας την, θά
ἀξιωθεῖτε νά εἰσχωρήσετε στό βαθύτερο νόημά της καί θά ἀνυψωθεῖτε σέ ὑψη- λότερες
πνευματικές κορυφές.
Καί νά ποιός εἶναι ὁ κανόνας πού ἀναζητᾶτε, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά σᾶς ἐκπαιδεύσει
στήν ἐπιστήμη τῆς άδιάλειπτης προσευχῆς. Κάθε μοναχός πού θέλει νά κρατᾱ τή μνήμη
τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά συνηθίσει νά ἐπαναλαμβάνει ἀσταμάτητα αὐτή τή συγκεκριμένη
φράση. Γιά νά Ι τό κατορθώσει κανείς αὐτό, πρέπει νά διώχνει ἀπό τό νοῦ του κάθε
ἄλλη σκέψη. Γιατί δέν θά μπορέσει νά φθάσει στήν ἀδιάλειπτη προ- σευχή, ἅν πρῶτα
δέν ἀπελευθερωθεῖ ὁ νοῦς του, ἐντελῶς, ἀπό κάθε γήινη μέριμνα καί φροντίδα. Αὐτό
εἶναι ἕνα μυστικό πού μᾶς τό ἀποκάλυψαν οἱ ἐλάχιστοι ἐπιζῶντες ἀπό τούς Πατέρες
τῆς πρώτης μοναχικῆς περιόδου καί τό ὁποῖο ἐμεῖς, δυστυχῶς, δέν θά τό παρα-
δώσουμε παρά μόνο σέ ἐλάχιστες ψυχές, οἱ ὁποῖες διψοῦν εἰλικρινά νά τό γνωρίσουν.
Γιά νά κρατᾶτε λοιπόν πάντα τό νοῦ σας στή μνήμη τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά προφέρετε
διαρκῶς τήν ἑξῆς παρακλητική φρά- σηῑ «Ὀ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε
εἰς τὸ βοηθῆσαίμοι σπεῦσον» (Σῶσε με, Θεέ μου. Κύριε, τρέξε γρήγορα νά μέ βοηθή-
σεις» (Ψαλμ. 69, 2). ’
Δέν ἔχει ἐπιλεχθεῖ τυχαῖα καί χωρίς νόημα αὐτή ἡ φράση τῆς Ἁγί- ας Γραφῆς. Αὐτή
ἐκφράζει ὅλα τά βιώματα, στά ὁποῖα εἶναι ἐπιδε- κτική ἡ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτή
μπορεῖ, εὐτυχῶς, νά λειτουργηθεῖ σ’ ὅλες τίς περιστάσεις, ὄντας κατάλληλη γιά τήν
ἀντιμετώπιση κάθε ἀνάγκης καί κάθε πειρασμοῦ.
Μ’ αὐτή καταφεύγουμε στόν Θεό σέ ὅλους τούς κινδύνους. Αὐτή εἶναι μιά ταπεινή
καί εὐλαβική ἐξομολόγηση τῆς ψυχῆς πού βρίσκε- ται σέ διαρκή νήψη καί πού
κατέχεται ἀπό μόνιμη ἀνησυχία, ἐξαιτί- ας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας της. Αὐτή ἡ
προσευχητική φράση δεί- χνει ἐπίσης τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ἡ προσευχή του θά
εἰσακου- σθεῖ καί ὅτι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐξασφαλισμένη σέ κάθε ὥρα καί σέ
κάθε περίσταση. Γιατί αὐτός πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί ἐπιρρίπτει τή μέριμνά
του στόν ἐπουράνιο Πατέρα του, εἶναι βέβαιο ὅτι Τόν ἔχει πάντα κοντά του. Ἡ
προσευχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶ- ναι ἡ φωνή τῆς ἀγάπης καί τῆς θερμῆς φιλάνθρωπης
διάθεσής του. Εἶναι ἡ κραυγή τῆς ψυχῆς πού συνειδητοποιεῖ τίς παγίδες πού τῆς ἔχουν
στήσει. Εἶναι αὐτή πού τρέμει μπροστά στούς ἐχθρούς της καί, βλέποντας νά
πολιορκεῖται ἀπ’ αὐτούς μέρα καί νύκτα, ὁμολογεῖ ὅτι δέν θά μποροῦσε ποτέ νά τούς
ξεφύγει, ἄν ὁ Μεγάλος Προστάτης της δέν τή βοηθοῦσε.
Αὐτή ἡ φράση εἶναι ἕνα ἀπόρθητο τεῖχος. Εἶναι γι’ αὐτούς πού βασανίζονται ἀπό
δαιμονικές ἐπιθέσεις, μιά θωρακισμένη πανοπλία, εἶναι ἡ πιό γερή ἀσπίδα. Μέσα στήν
ἀκηδία, στίς θλίψεις καί στίς Ι ἀγωνίες, τήν ὥρα πού κάποια σκέψη μᾶς καταβάλλει,
ἡ προσευχή αὐτή δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀπελπιστοῦμε γιά τή σωτηρία μας. Γιατί μᾶς
διαβεβαιώνει ὅτι Ἐκεῖνος τόν Ὁποῖο ἐπικαλούμαστε βλέπει τούς ἀγῶνες μας καί δέν
εἶναι ποτέ μακριά ἀπ’ αὐτούς πού Τόν ἱκετεύουν. Ἡ ἀνάπαυση ἐπίσης πού νιώθουμε,
ὅταν ἡ παρηγοριά καί ἡ χαρά πλημμυρίζουν τήν καρδιά μας, εἶναι προάγγελος πού μᾶς
προειδό- ποιεῖ νά μήν ὑπερηφανευθοῦμε, οὔτε νά πλέουμε μέσα στήν εὐτυχία ὅπου,
καθώς μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Ψαλμωδός, δέν θά μπορέσουμε νά παραμείνουμε χωρίς τήν
προστασία τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό ἐκλιπα- ροῦμε γιόι συνεχή καί ἅμεση βοήθεια. Μέ
λίγα λόγια, ἡ προσευχή 4 αὐτή εἶναι χρήσιμη καί ἀναγκαία γιά τόν καθένα μας καί γιά
ὅλες τίς περιστάσεις. Διότι τό νά ἐπιθυμοῦμε νά βρίσκουμε πάντα καί σέ κα- θετί
βοήθεια, εἶναι σάν νά ὁμολογοῦμε καθαρά ὅτι ἕχουμε τήν ἀνάγκη τῆς Θείας Χάρης,
τόσο ὅταν ὅλα πᾶνε καλά καί μᾶς χαμογελοῦν, ὅσο καί ὅταν ε’ίμαστε μέσα στίς θλίψεις
καί στίς δυσκολίες. Μόνο ὁ Θεός μᾶς βγάζει ἀπό τά ἀδιέξοδα. Μόνο Ἐκεῖνος δίνει
διάρκεια στίς χαρές μας. Καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία
θά ῆταν ἀβάσταχτη, ἅν Ἐκεῖνος δέν μᾶς σκέπαζε μέ τή βοήθειά Του. Μέ βασανίζει, γιά
παράδειγμα, τό πάθος τῆς λαιμαργίας καί τό μυαλό μου περιστρέφεται συνεχῶς σέ
ἀναζήτηση κάποιας τροφῆς πού δέν ὑπάρχει στήν ἔρημο; Μέσα στή φοβερή μοναξιά
τῆς ἐρήμου μοῦ ἔρχονται μυρωδιές ἀπό φαγητά, πού προσφέρονται σέ βασιλικά
τραπέζια, καί νιώθω ὅτι παρασύρομαι, παρά τή θέλησή μου, στήν ἐπιθυμία νά τά
ἀπολαύσω. Τότε θά πῶς «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ
βοηθῆσαίμοι σπεῦσον».
Μέ ἐνοχλεῖ ὁ πειρασμός καί μοῦ λέει νά φάω πρίν ἀπό τήν κανο- νική ὥρα τοῦ
γεύματος ; Πρέπει νά ἀγωνισθῶ, μέ μεγάλο πόνο ψυχῆς, νά σεβασθῶ αὐτό τόν
κανονισμό, πού ἔχει ἐπιβληθεῖ ἀπό τή μακρό- χρονη πείρα καί ἀπό μιά
τακτικήλιτότητας. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ἡ στιγμή πού θά φωνάζω στενάζοντας; «Ὁ Θεὸς
εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον».
Ὁ πόλεμος πού μᾶς κηρύσσει ἡ σάρκα ἀπαιτεῖ πιό αὐστηρή νηστεία κι ἐγώ
ἐμποδίζομαι νά νηστέψω ἀπό τά διάφορα προβλήμα- τα τῆς ὑγείας μου; Γιά νά
μπορέσω νά ἀγωνισθῶ, ὅπως ἐπιθυμῶ, καί γιά νά καταστείλω τήν ὁρμή τῆς σαρκικῆς
ἐπιθυμίας, χωρίς τή θερα- πευτική ἐνέργεια τῆς αὐστηρῆς νηστείας, τήν ὁποία ἀδυνατῶ
νά ’ τηρήσω, θά κάνω αὐτή τήν προσευχή; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες·
Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον».
Φθάνει ἡ καθορισμένη ὥρα τοῦ φαγητοῦ καί τό φαγητό, ὅχι μόνο δέν μοῦ ἀρέσει,
ἀλλά μοῦ προκαλεῖ ἀπέχθεια καί ἔτσι δέν μπορῶ νά ἱκανοποιήσω τίς φυσικές ἀνάγκες
τῆς διατροφῆς; Θά φωνάξω μέ ἀναστεναγμό; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες·
Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον».
Θέλω νά ἀφοσιωθῶ στή μελέτη, γιά νά συγκεντρώσω τό νοῦ μου, κι ὁ πονοκέφαλος
μ’ ἐμποδίζει ; Πέφτω ἀπό τήν Τρίτη ὥρα νυσταγμέ- νος πάνω στό βιβλίο καί ἔτσι
ἀναγκάζομαι νά ὑπερβῶ τό χρόνο, πού εἶναι ὁρισμένος γιά ξεκούραση, καί νά πέσω
γιά ὕπνο πρίν ἀπό τήν καθορισμένη ὥρα ; Μέ βαραίνει τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἡ νύστα
τόσό, ὥστε ἀναγκάζομαι νά περικόψω τήν ἀνάγνωση τῶν Ψαλμῶν; Μέ παρόμοιο
τρόπο τότε θά φωνάξω; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρό- σχες· Κύριε, εἰς τὸ
βοηθῆσαίμοι σπεῦσον >>.
Ὅταν πάλι δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ καί ὁ δαίμονας μέ καταβάλλει μέ ἐπανειλημμένες
ἀυπνίες κι ἔτσι δέν ξεκουράζομαι ὅσο μοῦ χρειά- ζεται, ὥστε νά μπορέσει ὁ ὀργανισμός
μου νά σταθεῖ, τότε ἀναστε- νάζοντας βαθιά, θά κάνω αὐτή τήν ἴδια προσευχή; «Ὁ
Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον >>.
Βρίσκομαι στό πεδίο τῆς μάχης κατά τῶν παθῶν καί ῆ σάρκα μέ πολεμᾶ,
προσπαθώντας μέσα στόν ὕπνο νά προκαλέσει τή συγκατά- θεσή μου; Γιά νά ἐμποδίσω
τήν ἐχθρική αὐτή φωτιά νά κάψει καί νά καταφάει τά λεπτά καί εὐωδιαστά ἄνθη τῆς
ἀγνότητας, θά φωνάξωῑ «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειά μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί
μοι σπεῦσον».
Ὅταν ἀργότερα νιώσω ὅτι τά κεντρίσματα τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἔχουν
καταλαγιάσει καί ἡ σαρκική πύρωση δέν καίει πιά τά μέλη μου, γιά νά γίνει ἡ ἀρετή
τῆς ἀγνότητας κτῆμα μου,ἥ μᾶλλον γιόι νά παρα- μείνει γιά πάντα σέ μένα αὐτή ἡ Χάρη
τοῦ Θεοῦ, θά πῶ; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαίμοι
σπεῦσον ».
Μέ βασανίζουν, πολλές φορές, καί μέ ταράζουν ὁ θυμός,ῆ πλεο- νεξία καί ἡ θλίψη;
Μιά δύναμη μέ σπρώχνει νά βγῶ ἀπό τήν εἰρήνη πού μέ τόσο ἀγώνα προσπαθῶ νά
κρατήσω σάν τό πιό ἀγαπημένο μου ἰδανικό; Τότε ὁ φόβος πού μέ συνέχει, μήπως ἡ
ταραχή τοῦ θυμοῦ γεννήσει μέσα μου τήν πίκρα καί τήν κακία, θά μέ κάνει νά φωνάξω
ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ
βοηθῆσαί μοι σπεῦσον».
Μέ πολεμάει συχνά ὁ πειρασμός τῆς ἀκηδίας, τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφάνειας
; Ἡ ἀμέλεια καί ἡ χλιαρότητα τῶν συνασκητῶν μου ἱ μοῦ προκαλοῦν μιά κρυφή καί
ἀδιόρατη αὐταρέσκεια, ὅτι ἐγώ τάχα ψ εἷμαι καλύτερος καί δέν τούς μοιάζω; Γιά νά
μήν ὑπερισχύει ἡ ὀλέ- θρια αὐτή ὑπαγόρευση τοῦ ἐχθροῦ, θά πρέπει νά πῶ μέ καρδιά
γεμά- ψ τη συντριβή; «Ὀ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί
μοι σπεῦσον >>.
Ἔχω ἀποκτήσει τό χάρισμα τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀπλότητας καί ἔχω νικήσει μέ τή
διαρκή κατάνυξη καί τή συντριβή τό στόμφο τῆς ὑψηλοφροσύνης, φοβᾶμαι ὅμως,
«μήπως πόδι ὑπερήφανου μέ κατα- πατήσει καί χέρι ἀσεβῶν μέ καταδιώξει»; (Ψαλμ.
35, 12). Ἀνησυχῶ μήπως ἡ ἔπαρση τῆς νίκης μέ διαπεράσει σάν βέλος καί μοῦ προξε-
νήσει βαθύτερη πληγή ἀπό ἐκείνη πού ἔχουν οἱ ἀμελεῖς συνασκητές μου; Μέ ὅλες μου
τίς δυνάμεις τότε θά πρέπει νά φωνάξωῑ «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε,
εἰς τὸ βοηθῆσαίμοι σπεῦσον». Μέ διακατέχει κόιπου-κάπου μιά ἀναστάτωση καί
βασανίζομαι ἀπό ἀναρίθμητες καί ποικίλες διασπάσεις, μήν μπορώντας νά συγκε-
ντρωθῶ σέ τίποτα; Μοῦ λείπει ἡ δύναμη νά ἀναχαιτίσω τούς σκορπι- σμένους μου
λογισμούς; Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νά προσευχηθῶ, χωρίς νά ἔρχονται στή μνήμη μου
λόγια πού εἶπα ἥ πού ἄκουσα καί πράγ- ματα πού ἔκανα ἤ πού εἶδα;Ἡ ψυχή μου μοιάζει
μέ κατάξερη ἔρημο καί νιώθω ἀνίκανος νά κρατήσω καί τόν παραμικρότερο
πνευματικό λογισμός Γιά νά ξεφύγω ἀπ’ αὐτή τήν οἰκτρή κατάσταση, ἀπό τήν ὁποία
οὔτε τά δάκρυα οὔτε οἱ στεναγμοί μποροῦν νά μέ βγάλουν, θά ἀναγκασθῶ νά φωνάξωῑ
«Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύ- ριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον >>.
Ἄν ἡ ψυχή μου ἔχει ξαναβρεῖ τό δρόμο της καί οἱ λογισμοί μου ἔχουν πλέον σωστό
περιεχόμενο, ἅν ἡ καρδιά ἀγάλλεται ἀπό ἀνεί- πωτη χαρά καί τό πνεῦμα μου θά’ θελε
νά διαρρήξει τό σαρκικό περί- βλημα καί νά τρέξει πρός τόν Ποθούμενο, πρέπει νά
γνωρίζω ὅτι ὅλα αὐτά τά ἀγαθά μοῦ τά ἔφερε ἡ ἐπίσκεψη τῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύ-
ματος. Ἄν μέσα μου νιώθω σάν νά ὑπάρχει μιά πηγή πού ξεχυλίζει πνευματικούς
λογισμούς, ἄν ἔχω μιά ἀναπάντεχη φώτιση ἀπό μιά ἀπρόσμενη ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου,
κι ἄν κατανοῶ βαθιά τά πιό ἱερά μυστήρια πού μέχρι τώρα ἀγνοοῦσα, νά πῶς πρέπει
νά πορευθῶ ὥστε νά κατορθώσω νά παραμείνω γιά πολύ σ’ αὐτή τήν φωτισμένη κατά-
σταση. Θά πῶ καί θά ξαναπῶ μέ μεγάλη προσοχή; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου
πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον ». Ι
Συμβαίνει νά μέ πολιορκοῦν οἱ δαίμονες συχνά μέ νυκτερινούς φόβους; Μέ
βασανίζουν ἀποτρόπαια πνεύματα μέ τά φαντάσματά τους καί ὁ ὑπερβολικός τρόμος
φτάνει μέχρι τό σημεῖο νά μοῦ ἀφαι- ρέσει κάθε ἐλπίδα γιά τή ζωή καί τή σωτηρία μου;
Θά ἀναζητήσω τότε καταφύγιο σ’ αὐτό τό στίχο, σάν σέ λιμάνι σωτηρίας, καί θά
φωνάξω μέ ὅλη μου τή δύναμη; «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθειάν μου πρό- σχες· Κύριε, εἰς
τὸ βοηθῆσαίμοι σπεῦσον».
Οἱ παρακλήσεις τοῦ Κυρίου μοῦ ξαναδίνουν τή ζωή καί ἡ παρου- σία Του μέ γεμίζει
θάρρος; Ἔχω τήν α’ίσθηση ὅτι μέ περιβάλλει πλῆ- θος Ἀγγέλων κι αὐτούς πού πρίν
φοβόμουν πιό πολύ κι ἀπό τό θάνα- το -πού καί μόνο ἡ θέα ἤ καί τό ἁπλό ἅγγιγμα μοῦ
ἀρκοῦσε γιά νά παγώσει ἀπό τόν τρόμο ἡ ψυχή καί τό σῶμα μου-τώρα ἐγώ ὁ ’ίδιος
τολμῶ νά τούς προκαλέσω καί νά ἀναμετρηθῶ μαζί τους ; Γιά νά δια- τηρήσω αὐτή
τήν κατάσταση καί τήν ὑπερφυσική αὐτή εὐεξία, πρέ- πει νά φωνάξω δυνατάς «Ὁ Θεὸς
εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαίμοι σπεῦσον ».
’Έτσι λοιπόν, αὐτός ὁ στίχος πρέπει νά εἶναι ἡ διαρκής προσευ- χή μας. Πρέπει νά
τόν χρησιμοποιοῦμε καί μέσα στήν ἀντιξοότητα, γιά νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ αὐτήν,
ἀλλά καί στήν εὐημερία, γιά νά τή διατηρήσουμε καί γιά νά προφυλαχθοῦμε ἀπό τήν
ὑπερηφάνεια.
Ναί, αὐτή ἄς εἶναι παντοῦ καί πάντα ἡ διαρκής ἐνασχόληση τῆς καρδιᾶς σας. Μή
σταματόιτε νά ἐπαναλαμβάνετε αὐτή τήν προσευχή στήν ἐργασία, στίς ἀκολουθίες καί
στά ταξίδια. Ὅταν τρῶτε ἥ ὅταν κοιμᾶστε, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς
ζωῆς νά τή λει- τουργεῖτε ἀδιάκοπα. Θά γίνει γιά σᾶς πρόγευση τῆς σωτηρίας. Καί ὄχι
μόνο αὐτή θά σᾶς φυλάει ἀπό ὅλες τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί θά σᾶς
καθαρίζει ἀπό κάθε πάθος καί κάθε γήινη ἀκαθαρ- σία. Αὐτή θά σᾶς ἀνυψώσει μέχρι
τή θεωρία τῶν οὐρανίων καί ἀθεά- των, μέχρι αὐτή τήν ἀνείπωτη θέρμη τῆς προσευχῆς
πού ἐλάχιστοι βιώνουν. Ὅταν ὁ ὕπνος βαραίνει τά μάτια σας ἀπό τή συνεχή ἐπανά-
ληψη τῶν λόγων αὐτῶν, προσπαθῆστε ὥστε νά μήν τήν διακόπτετε. Κρατῆστε την
ἀκόμα καί τήν ὥρα τοῦ ὕπνου. Αὐτή ἅς εἶναι τό πρῶτο πράγμα πού θά ἔρχεται στό νοῦ
σας, καθώς ξυπνᾶτε. Ψελλίστε την μόλις σηκωθεῖτε ἀπό τό κρεββάτι. Γονατίστε πρίν
ἀπό ὅ,τιδήποτε ἄλλο καί ἀπευθυνθεῖτε στόν Θεό μ’ αὐτή τήν προσευχή. Αὐτή ὄις σᾶς
συνοδεύει στή συνέχεια τῆς ἡμέρας σ’ ὅλες σας τίς δραστηριότητες, χωρίς νά σᾶς
ἐγκαταλείπει ποτέ. Νά τή μελετᾶτε, ὅπως λέει κι ὁ Μωυ- σῆς, «ὅταν κάθεσαι στό σπίτι
σου κι ὅταν βαδίζεις στό δρόμο, ὅταν γ ξαπλώνεις γιά ὕπνο κι ὅταν σηκώνεσαι» (Δευτ.
6, 7). Νά τήν χαράξε- ’ τε στά χείλη σας, στούς τοίχους τοῦ κελιοῦ σας καί στό ἱερό
τῆς καρ- διᾶς σας. Αὐτά τά λόγια νά γίνουν ἕνα μέ τήν ἀναπνοή σας. Αὐτή νά
ἀναπέμπετε πρός τόν Θεό σάν μόνιμη προσευχή καί κατά τήν ὥρα ί τοῦ ὄρθρου, ἀλλά
καί ὅταν τελειώνετε τήν πρωινή ἀκολουθία καί πορευόσαστε, ξεκινώντας τό συνήθη
ρυθμό τῆς καθημερινότητας.’

Κεφάλαιο 11: Μέ αὐτόν τόν τρόπο, πού περιγράψαμε πιό πάνω, θά μπορέσουμε νά
φθάσουμε στήν τέλεια προσευχή.

Ναί, ἄς προφέρει ὁ καθένας μας ἀσταμάτητα αὐτά τά λόγια, ὥστε, μέ τήν ἐπανάληψη
καί τή συνεχή μελέτη τους, νά ἀποκτήσει τή δύναμη νά ἀρνεῖται καί νά ἀπορρίπτει ὅλο
τό πλῆθος καί τήν ποικι- λία τῶν λογισμῶν. Ἔτσι περιορισμένη ἡ ψυχή στήν ἁπλότητα
αὐτοῦ τοῦ ταπεινοῦ στίχου, θά καταφέρει νά φθάσει εὔκολα στό στόχο τοῦ
Εὐαγγελικοῦ Μακαρισμοῦ πού ἔχει δώσει τήν προτεραιότητα σ’ αὐ- τοῦ τοῦ ε’ίδους
τήν πνευματική πτωχεία καί λέει; «Μακάριοι ὅσοι νιώθουν τόν ἑαυτό τους φτωχό
μπροστά στόν Θεό, γιατί δική τους εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 3). Ἄν
γίνουμε πτωχοί μ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐξαιρετική πτωχεία, θά ἐκπληρώσουμε αὐτά
πού λέει ὁ προφήτης Δαυίδῑ «Ὁ φτωχός κι ὁ ἄπορος νά ὑμνοῦνε τό ὄνομά Σου, Κύριε»
(Ψαλμ. 73, 21). Ὑπάρχει ἄραγε, πιό μεγάλη καί πιό ἱερή πτωχεία ἀπό αὐτή πού ἔχει ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στερημένος ἀπ’ ὅλα τά μέσα καί ἀπό κάθε ε’ίδους
δύναμη καί ἐκλι- παρεῖ καθημερινά γιά τό ἔλεος τῶν ἀνθρώπων; Ἀλλά ὑπάρχει καί
μεγαλύτερη πτωχεία, ἀπό τό νά βλέπει κανείς ὅτι ὅλη ἡ ζωή καί ἡ ὕ- παρξή του
στηρίζεται κάθε στιγμή στή Θεία Πρόνοια καί ὅτι θεωρεῖ- ται σάν ἀληθινός ἐπαίτης
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος φωνάζει πρός Αὐτόν καθημερινά μέ ἱκετευτική φωνή, «ἐγώ εἷμαι
ἄθλιος καί φτωχός, μή μέ ξεχάσης, ὅμως, Κύριε»,’ (Ψαλμ. 39, 18).
Ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο ὁ ’Ίδιος ὁ Θεός θά τόν φωτίσει μέ τό φῶς Του καί θά τόν
ἀνυψώσει στήν ὕψιστη καί πολύμορφη γνώση τοῦ Θείου Εἶναι. Αὐτόν θά τόν χορτάσει
μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν ὑπέρτα- των καί ἀπόκρυφων μυστηρίων, καθώς λέει καί ὁ
Προφήτης; «Τά ψηλά βουνά εἶναι γιά τά ἐλάφια, οἱ βράχοι εἶναι καταφύγιο γιά τούς
λαγούς» (Ψαλμ. 103, 18).

Ἡ προσευχή αὐτή ταιριάζει ἀπόλυτα στήν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς πτωχείας. Ὁ ἀπλός
καί ταπεινός ἄνθρωπος δέν βλάπτει καί δέν βα- ρύνει ποτέ κανέναν. Αὐτός εἶναι
ἱκανοποιημένος καί μόνο ἀπό τήν πτωχεία του. Αὐτός δέν ἐπιθυμεῖ τίποτα παραπάνω
ἀπό ἕνα κατα- φύγιο πού νά τόν προστατεύσει, γιά νά μή γίνει θήραμα τῶν Ἐχθρῶν
του. Αὐτός ἔχει γίνει σάν πνευματικός λαγός πού βρίσκει ἄσυλο καί προστασία κάτω
ἀπό τήν πέτρα πού ἐννοεῖ τό Εὐαγγέλιο; «Αὐτός ὁ βράχος ἧταν ὁ ἴδιος ὸ Χριστός» (Α’
Κορ. 10, 4). Δηλαδή, ὄντας αὐτός ὁ ἄνθρωπος προστατευμένος ἀπό τήν ἀδιάλειπτη
μνήμη τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καί ἀπό τή διαρκή ἐντρύφηση στό στίχο τῆς προσευχῆς
πού σᾶς προανέφερα, ξεφεύγει ἀπό ὅλες τίς παγίδες καί ἀπό τίς ἐπι- θέσεις τοῦ Ἐχθροῦ.
Εἶναι σάν αὐτούς τούς σκαντζόχοιρους γιά τούς ὁποίους ἔχει γραφεῖ στό βιβλίο τῶν
Παροιμιῶνῑ «Οἱ σκαντζόχοιροι δέν εἶναι ὄντα δυνατά καί φτιάχνουν τό σπίτι τους στό
βράχο» (Παροιμ. 24-Μασ. 30, 26). Γιατί, πράγματι, τί ὑπάρχει πιό ἀδύναμο ἀπό τούς
χριστιανούς καί τί εἶναι πιό ἀνίσχυρο ἀπό ἕνα μοναχό; Γιατί δέν εἶναι ὅτι τοῦ
χριστιανοῦ τοῦ λείπουν μόνο τά μέσα, γιά νά πάρει ἐκδίκηση γιά τίς ὕβρεις καί
προσβολές πού τοῦ γίνονται, ἀλλά δέν ἔχει οὔτε κάν τό δικαίωμα νά νιώσει καί τήν
παραμικρότερη καί ἐσωτερική ταραχή, ὅταν τόν κακοποιοῦν.
Ἐκεῖνος πού, ὄντας σ’ αὐτή τήν κατάσταση, συνεχίζει νά προχω- ρεῖ πνευματικά, δέν
κατέχει μόνο τήν ἁπλότητα τῆς πτωχείας, ἀλλά ὁπλισμένος μέ τό χάρισμα τῆς
διακρίσεως, γίνεται ὁ ἐξολοθρευτής τῶν δηλητηριωδῶν ἑρπετῶν καί κρατᾶ τόν Σατανά
κάτω ἀπό τά πό- δια του. Ἡ ζωντανή φλόγα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου τόν κάνει
νά μοιάζει μέ πνευματικό ἐλάφι πού βόσκει στά πνευματικά ὅρη τῶν Προφητῶν καί
τῶν Ἀποστόλων, πού χορταίνει δηλαδή, ἀπό τίς ὑψηλές καί μυστικές διδασκαλίες τους.
Δυναμωμένος ὁ «κατά Θεόν» πτω- χός, ἀπό αὐτή τήν μόνιμη τροφή τῆς ἀπλότητας καί
τῆς ἀκακίας, εἰ- σχωρεῖ τόσο βαθιά στά βιώματα πού ἐκφράζονται στούς Ψαλμούς,
ὥστε τούς ἀπαγγέλλει στό ἑξῆς, ὅχι σάν νά ῆταν αὐτοί γραμμένοι ἀπό τόν προφήτη
Δαυίδ, ἀλλά σάν νά ῆταν αὐτός ὁ ’ίδιος ὁ συγγραφέας τους. Τούς προφέρει δηλαδή σάν
προσωπική του προσευχή, ἔχοντας βιώματα βαθύτατης συντριβῆς. Μέ ἄλλα λόγια,
αὐτός ὁ ἄνθρωπος νιώθει τά λόγια τῶν Ψαλμῶν σάν νά γράφηκαν εἰδικά γι’ αὐτόν τόν
ἴδιο. Γνωρίζει ὅτι αὐτά πού ἐκφράζουν οἱ Ψαλμοί δέν συνέβηκαν γ μόνο ἐκείνη τήν
ἐποχή στόν Προφήτη, ἀλλά τά βλέπει νά ἐφαρμόζο- νται καθημερινά στόν ’ίδιο τόν
ἑαυτό του.
Συμβαίνει, πράγματι, νά μᾶς ἀποκαλύπτονται πολλές φορές τά , νοήματα τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί νά μᾶς φανερώνεται πιό καθαρά τό βάθος καί ἡ οὐσία τους. Αὐτό γίνεται,
ὅχι μόνο ὅταν ἡ ἑρμηνεία ἐ- πιτρέπει νά ἀντιληφθοῦμε τά νοήματά τους, ἀλλά καί ὅταν
κάποια φορά βγαίνει ἀπό ἐμᾶς τούς ’ίδιους αὐτή ἡ γνώση. Ὅταν δηλαδή τό νόημα τῶν
λέξεων δέν μᾶς γίνεται κατανοητό μέ τή βοήθεια κάποιου λεξικοῦ, ἀλλά μᾶς
ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία πού μᾶς προσφέρουν οἱ δοκιμασίες πού
σηκώνουμε στή ζωή μας. Τότε, ζώ- ντας τά ἴδια βιώματα πού εἶχε ὁ προφήτης Δαυίδ,
ὅταν ἔγραφε καί ὅταν ἔψαλλε αὐτούς τούς στίχους, γινόμαστε, κατά κάποιο τρόπο,
ἐμεῖς οἱ συγγραφεῖς τους. Γιατί ἔχουμε κι ἐμεῖς τά βιώματα πού γέν- νησαν αὐτούς τούς
στίχους. Δέν ἔχουμε δηλαδή δημιουργήσει τά βιώ- ματα ἀπό τή χρήση τῶν Ψαλμῶν,
ἀλλά συλλαμβάνουμε τό νόημά τους, πρίν γνωρίσουμε τήν ἑρμηνεία τους καί πρίν
κατανοήσουμε τήν αἰτία πού ἔκαναν τόν Προφήτη νά τούς συνθέσει. Καθώς προφέρου-
με τά Θεῖα αὐτά λόγια, ξυπνοῦν μέσα μας προσωπικές μας μνῆμες. Μνῆμες πού
ἀνακαλοῦν ἐμπειρίες μας ἀπό τίς καθημερινές ἐπιθέσεις τοῦ Ἐχθροῦ καί ζωντανεύουν
καθετί πού ἔχουμε παλαιότερα ὑποστεῖ ἥ πού τώρα ἀντιμετωπίζουμε, ἐξαιτίας τῆς
ἀμέλειας ἥ τοῦ ζήλου μας. Αὐτές ὅλες οὶ ἀναβιώσεις ἀνασύρονται στή συνείδηση ἀπό
τήν Πρό- νοια τοῦ Θεοῦ ἤ ἀπό κάποια ἀπάτη τοῦ Ἐχθροῦ πού τίς εἶχε ὡς τότε
ἀπομακρύνει στό χῶρο τῆς καταστροφικῆς λήθης, αὐτῆς πού τόσο ἀνεπαίσθητα καί
τόσο ὕπουλα εἰσχωρεῖ στήν ψυχή μας. Ἐπιπλέον,γι’ αὐτές τίς μνῆμες εὐθύνονται τά
ἐλαττώματά μας, αὐτά πού ἐκτρέφει ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας. Εὐθύνεται ἐπίσης καί
ἡ τύφλωσή μας, ἡ ὁποία ἔχει προκληθεῖ ἀπό τήν ἀμέλειά καί ἀπό τήν ἄγνοιά μας. Ὅλα
αὐτά τά βιώματα τά βρίσκουμε μέσα στούς Ψαλμούς. Ἐ- πειδή ὅμως ἔχουμε κι ἐμεῖς
προσωπική ἐμπειρία πάνω σ’ ὅλα αὐτά πού ἐκφράζει ὁ προφήτης Δαυίδ, τά ζοῦμε σάν
νά ἀναφέρονται αὐτά σέ μᾶς τούς ’ίδιους καί τά κατανοοῦμε πολύ πιό βαθιά.
Ὁδηγούμαστε δηλαδή ἀπό τά δικά μας βιώματα στήν κατανόηση τοῦ νοήματος τῶν
Ψαλμῶν. Γιατί αὐτά δέν εἶναι γιά μᾶς πράγματα πού τά διδασκόμα- στε, ἀλλά νιώθουμε
κατά κάποιο τρόπο, σάν νά τ’ ἀγγίζουμε, ἀφοῦ τά ἔχουμε ἤδη βιώσει τόσο βαθιά.
Ἐπιπλέον, δέν ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι αὐτά ἀπευθύνονται στό νοῦ μας, ἀλλά εἶναι σάν
αὐτά νά γεν- νιοῦνται στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας, σάν νά’ ναι ἕνα μέρος ἀπό τό εἶναι
μας. Δέν εἶναι ἡ ἀνάγνωσή τους αὐτή πού μᾶς κάνει νά διεισ- δύουμε στό νόημά τους,
ἀλλά τό κλειδί τῆς κατανόησής τους εἶναι ἡ ἐμπειρία μας πάνω στά ὅσα αὐτά
ἐκφράζουν.
Μ’ αὐτό τόν τρόπο φθάνει ἡ ψυχή μας στήν καθαρότητα τῆς προ- σευχῆς, πού ῆταν
τό ἀντικείμενο, τό ὁποῖο ἡ προηγούμενη συνομιλία μας ἐπιχείρησε, μέ τή Χάρη πού
εὐδόκησε νά μᾶς παραχωρήσει ὁ Κύριος, νά προσεγγίσει. Αὐτή ἡ προσευχή δέν ἔχει
ἀνάγκη ἀπό τήν ὕπαρξη καμιᾶς εἰκόνας. Πολύ περισσότερο, αὐτή δέν ἐκφράζεται μέ
φράσεις ἤ μέ λέξεις, ἀλλά ξεπηδᾶ μέ πύρινη ὁρμή, μέ παράφορη ἔκφραση καί μέ
ἀκόρεστη ἔνταση τοῦ πνεύματος. Χαρούμενη τότε ἡ ψυχή, ἔξω ἀπό κάθε αἰσθητό καί
ὁρατό, μέ «ἀλαλήτους στεναγμούς» (Ρωμ. 8, 26), ξανοίγεται πρός τόν Θεό της.

Κεφάλαιο 12: Πῶς μποροῦμε νά κρατᾶμε τούς πνευματικούς λογισμούς καί νά μήν
τούς χάνουμε.

ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ: Ἐμεῖς ζητούσαμε νά μᾶς παραδώσετε πνευματική διδαχή.


Ἐσεῖς κάνατε πολύ περισσότερα ἀπό αὐτό. Μᾶς τά ξεκαθαρίσατε ὅλα καί τέλεια. Τί
πιό τέλειο ὑπάρχει καί πιό ἐξαί- σιο ἀπό τό νά βρεῖ κανείς τόν Θεό μέσα ἀπό αὐτό τό
τόσο σύντομο μονοπάτιί Ἐντρυφώντας σ’ ἕνα καί μόνο Ψαλμικό στίχο, ἀξιωνόμα- στε
νά διασχίσουμε τά ὅρια τοῦ ὁρατοῦ αὐτοῦ κόσμου. Μέσα σέ μερικά σύντομα λόγια,
κατανοοῦμε ὅλα ἐκεῖνα τά μυστικά βιώματα πού ἐνδέχεται νά γεννηθοῦν ἀπό τήν
προσευχήέ
Δέν μᾶς μένει πιά παρά νά μάθουμε μονάχα ἕνα πράγμαῑ Σᾶς παρακαλοῦμε λοιπόν,
νά μᾶς ἐξηγήσετε μέ ποιό τρόπο μποροῦμε νά διατηρήσουμε στό νοῦ μας αὐτόν τό
στίχο πού μᾶς δώσατε σάν τύπο προσευχῆς ; Πῶς θά σταθεροποιήσουμε αὐτά τά λόγια
τῆς προσευχῆς μέσα μας, ἔτσι ὥστε νά κατορθώσουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀπε-
λευθερωθοῦμε ἀπό τίς μάταιες καί ἀνοημάτιστες σκέψεις τοῦ καιροῦ μας καί νά
διατηροῦμε συνεχῶς μέσα μας πνευματικούς λογισμούς;

Κεφάλαιο 13.· Γιά τήν ἀστάθεια τῶν λογισμῶν.

Ἔχουμε στό νοῦ μας, γιά παράδειγμα, ἕνα χωρίο κάποιου Ψαλ- μοῦ. Ἀσυναίσθητα
αὐτό κάποια στιγμή μᾶς διαφεύγει καί ἡ ψυχή ἀ- συνείδητα καί ἐντελῶς ἄσκοπα
γλιστρᾶ πρός ἕνα ἄλλο χωρίο τῆς Ἁ- γίας Γραφῆς, τό ὁποῖο ἀρχίζει στή συνέχεια νά
μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἀλλά, πρίν ἀκόμα εἰσχωρήσει ὁ νοῦς μας στό βάθος τοῦ νοήματός
του, ἕνα ἄλλο χωρίο, καινούργιο, προβάλλει στή μνήμη καί διώχνει τό προη- γούμενο.
Τήν ἴδια στιγμή κάποιο τρίτο χωρίο ξεπετάγεται ἐμπρός μας. Καινούργια ἀλλαγή. Ἡ
ψυχή γλιστράει ἀπό τόν ἕναν Ψαλμό στόν ἄλλο. Πηγαίνει ἀπό τό Εὐαγγέλιο στίς
Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μετά στούς Προφῆτες κι ἀπό ἐκεῖ μεταφέρεται σέ
ἄλλα πνευ- ματικά θέματα καί διηγήσεις. Ἀμφιταλαντεύεται στή συνέχεια καί
περιπλανιέται μέ ἄστάθεια ἐδῶ κι ἐκεῖ σέ πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀνίκανη νά
ἀποκλείσει ἥ νά συγκρατήσει κάτι ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἀδυνατεῖ νά ἐντρυφήσει σέ κάτι
συγκεκριμένο,νόι ἐμβαθύνει σ’ αὐτό, νά τό ἐξαντλήσει καί νά τό ὁλοκληρώσει. Δέν
κάνει τελικά ἡ ψυχή τί- ποτε ἄλλο, ἀπό τό νά ἀγγίζει καί νά γεύεται λίγο τό πνευματικό
νό- ημα κάθε ἀγιογραφικοῦ χωρίου, χωρίς νά τό κατανοεῖ βαθιά καί χω- ρίς νά τό
οἰκειοποιεῖται. Πάντοτε ὁ νοῦς βρίσκεται σέ κίνηση, διαρ- κῶς σύρεται καί
περιπλανιέται. Ἀκόμα καί τήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, διασκορπίζεται ὁ λογισμός σέ
διάφορες κατευθύνσεις, σάν νά βασα- νίζεται ἀπό ἕνα εἶδος μέθης,χωρίς νά
παρακολουθεῖ τελικά, καθώς θά ἔπρεπε, καμιά Ἀκολουθία, Εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἀνάγνωσης
καί ὁ λογι- σμός πετάει σέ κάποιο Ψαλμό ἥ σέ ἕνα ἄλλο ἀνάγνωσμα. Ψέλνουμε, κι ὁ
νοῦς μας ἀσχολεῖται μ’ ἄλλα πράγματα, ἔξω ἀπό αὐτά πού λέει ὁ Ψαλμός. Τήν ὥρα
πού ε’ίμαστε στήν Ἀκολουθία, ὁ νοῦς μας στρι- φογυρίζει γύρω ἀπό κάποια σχέδια ἥ
προγράμματα,ἥ ἀναλογίζεται κάτι πού ἔχουμε ἤδη διαπράξει. ’Έτσι ὁ νοῦς δέν
λειτουργεῖ σωστά, δέν δέχεται δηλαδή καί δέν ἀπορρίπτει κάτι ὅταν καί ὅπως θά ἔπρε-
πε. Μοιάζει νά βαδίζει ἄσκοπα καί νά σύρεται ὅπου τύχει. Δέν ἔχει οὔτε κάν τή δύναμη
νά συγκρατήσει ἥ νά διαφυλάξει ἀκόμα καί τίς ἰδέες καί τίς σκέψεις, στίς ὁποῖες ὁ
’ίδιος ἀρέσκεται νά ἐντρυφᾶ. Θά ’πρεπε λοιπόν, πρίν φύγουμε ἀπό δῶ, νά μάθουμε
πρῶτα- πρῶτα πῶς νά στεκόμαστε σωστά σ’ αὐτές τίς ἱερές Ἀκολουθίες, ἥ
τουλάχιστον, πῶς νά κρατᾶμε σταθερά τό νοῦ μας στό στίχο πού μᾶς δώσατε σάν τύπο
προσευχῆς. ’Έτσι θά μπορέσουμε κάποτε νά κυριαρ- χήσουμε στίς σκέψεις μας καί νά
μήν τούς ἐπιτρέπουμε νά ἔρχονται καί νά φεύγουν σάν σύννεφο σκόνης, ἄσκοπα καί
χωρίς σταματημό.

Κεφάλαιο 14.’ Πῶς θά ἐπιτύχουμε τή σταθερότητα τῶν λογισμῶν.

ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ: Νομίζω ὅτι ἔχω ἀπαντήσει ἀρκετά ἱκανοποιητι- κά στό ἐρώτημά
σας, τότε πού ἀνέλυα αὐτή τήν προσευχή. Ὅμως, ἐπειδή μοῦ ζητᾰτε νά ἐπανέλθω στό
θέμα, θά σᾶς πῶ μέ δύο λόγια τό μέσον γιά νά σταθεροποιήσετε τό νοῦ σας.
Τρία πράγματα καθιστοῦν σταθερό τό νοῦ πού συνεχῶς διασπᾶ- ται; Οἱ ἀγρυπνίες, ἡ
μελέτη καί ἡ εὐχή. Ἡ συνεχής καίὴ συνεπής ἐνα- σχόληση τοῦ ἀνθρώπου μ’ αὐτές τίς
τρεῖς ἀσκήσεις, ὁδηγεῖ τό νοῦ σέ μία ἀκλόνητη σταθερότητα. Αὐτή ἡ σταθερότητα δέν
ἀποκτᾶται, πα- ρόλα αὐτά, ἄν κανείς παραμένει ἀργός, χωρίς ἐργόχειρο ἥ κάποια ἄλ-
λη διακονία. Πρέπει ὅμως νά ἐργάζεται, ὅχι ὁδηγημένος ἀπό τό πνεῦ- μα τῆς
πλεονεξίας, ἀλλά γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ. Γιατί ἡ ἐργασία εἶναι τό μέσον,
γιά νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τίς ἀνησυχίες καί ἀπό τίς μέριμνες αὐτῆς τῆς ζωῆς καί
ἔτσι νά πραγματώσουμε τήν Ἀποστολική ἐντολή πού μᾶς παρακινεῖ νά προσευχόμαστε
ἀδιάλει- πτα (Α’ Θεσ. 5, 17),
Ἐκεῖνος πού προσεύχεται μόνο ὅταν γονατίζει γιά προσευχή, προσεύχεται πολύ λίγο.
Κι ἐκεῖνος πού γονατιστός παραδίδεται σέ κάθε ε’ίδους γενικές ἀόριστες σκέψεις, δέν
προσεύχεται καθόλου.
Πρέπει, πρίν ἀρχίσουμε τήν προσευχή, νά ἐξασφαλίσουμε τίς κα- τάλληλες
προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες θά μᾶς εἶναι ἀναγκαῖες κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Γιατί
εἶναι νόμος ἀπαράβατοςῑ Οἱ διαθέσεις τῆς ψυχῆς κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς
ἐξαρτῶνται ἀπό τήν κατάσταση πού προηγήθηκε. Κατά συνέπεια θά δοῦμε τήν ψυχή,
ἄλλοτε νά ἀνυψώνεται πρός τόν οὐρανό καί ἄλλοτε νά πέφτει στή γῆ, ἀνάλογα μέ τούς
λογισμούς πού τήν εἶχαν προηγουμένως ἀπασχολήσει.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ: Σ’ αὐτό τό σημεῖο τελείωσε ἡ δεύτερη συνομιλία μας μέ τόν
ἀββά Ἰσαάκ γιά τή φύση τῆς προσευχῆς, τήν ὁποία ἀκούσαμε μέ βαθιά συντριβή.

Γεμάτοι θαυμασμό γιά τή διδασκαλία του πάνω στό στίχο «Ὁ Θεὸς είς τὴν βοήθειάν
μου πρόσχες» -τόν ὁποῖο οἱ ἀρχάριοι, κατά τή γνώμη του, θά ἔπρεπε νά τόν κάνουν
νόμο καί νά τόν μελετοῦν συνεχῶς σάν τύπο γιά τήν ἐξάσκησή τους στήν προσευχή-
ἐπιθυμού- σαμε ἔντονα νά τόν θέσουμε ἤδη σέ ἐφαρμογή. Νομίζαμε ὅτι ε’ίχαμε νά
κάνουμε μέ μιά μέθοδο εὔκολη καί σύντομη. Ἀλλά ἡ πράξη μᾶς ἔδειξε ὅτι ῆταν μιά
πρακτική δυσκολότερη ἀπό τόν συνηθισμένο τρό- πο προσευχῆς πού ὡς τότε
ἐφαρμόζαμε. Ὡς τότε παίρναμε ἀφορμές γιά προσευχή ἀπό ὅλα τά χωρία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, χωρίς νά ἐντρυ- φοῦμε ίδιαίτερα σέ κανένα.
Τώρα ε’ίμαστε σίγουροι γιά ἕνα πράγμα. Ἡ ἔλλειψη μόρφωσης δέν ἀποκλείει σέ
κανέναν τή δυνατότητα νά ἀποκτήσει τήν τελειότη- τα. Καί ἡ στέρηση ἐπιστημονικῆς
γνώσης, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἐ- μπόδιο γιά τήν ἀπόκτηση τῆς καθαρότητας τοῦ νοῦ
καί τῆς καρδιᾶς. Καθένας ἔχει τή δυνατότητα μέ ἕνα σύντομο τρόπο νά τήν ἀποκτή-
σει. Ἀρκεῖ νά ἀρχίσει νά ἐντρυφά στό στίχο τοῦ Ψαλμοῦ πού προεί- παμε καί νά
προσεύχεται μ’ αὐτόν. ’Έτσι θά καταφέρει νά κρατήσει σωστά καί ἀδιάλειπτα μέσα
του τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

You might also like