You are on page 1of 111

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ


ΤΟΜΕΑΣ: ΔΑΣΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΔΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ


ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΝ ΦΟΥΡΚΑΣ
ΚΑΙ ΣΙΒΗΡΗΣ
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΦΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΕΜ:5571

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ:Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΑΘΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ..................................................................................................... 9
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ...................................................................................................... 10
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ................... 11
2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ............................................ 13
2.1 Ο ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ................................................................... 13
2.2 ΟΙ ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ........................................... 14
2.3 ΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ..................................................................................... 15
2.3.1 ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΑ ΧΩΡΟΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ................................................... 17
2.3.2 ΤΟ ΚΛΙΜΑ .............................................................................................. 18
2.3.3 ΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΘΕΜΑ ............................................................... 21
2.3.4 ΤΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ..................................................................................... 24
2.3.5 Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ ......................................................................................... 25
2.4 ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΟΗ ............................................... 27
2.5 ΠΑΡΟΧΗ .................................................................................................... 29
2.6 ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ....... 32
2.6.1 Η ΔΙΑΒΡΩΣΗ .......................................................................................... 32
2.6.2 ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΕΙΣ .......................................... 34
2.6.3 ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΡΟΕΣ ............................................................... 35
2.6.4 ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ .................................... 36
3. Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ .................................................................... 37
3.1 ΓΕΝΙΚΑ ...................................................................................................... 37
3.2 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΗΜΜΥΡΩΝ ....................................................................... 39
4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ .................................................................................. 40
4.1 ΓΕΝΙΚΑ ...................................................................................................... 40
4.2 ΤΑ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΧΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ .............................................. 42
4.3 ΤΑ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ............................................... 45
4.4 ΟΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ
ΥΔΑΤΟΠΑΡΟΧΗΣ .......................................................................................... 48
4.5 ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗΣ .......................... 53
4.6 Η ΜΕΘΟΔΟΣ GAVRILOVIC ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ
ΑΠΩΛΕΙΑΣ ....................................................................................................... 55
5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ .............................................................................. 58
5.1 ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ................................................................ 58
5.1.1 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΕΙΣ ............................................. 58
5.1.2 ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ...................................................................................... 60
5.1.3 ΤΟ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ .................................................. 61
5.2 ΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΘΕΜΑ .................................................................. 62
5.3 ΤΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ........................................................................................ 66
5.4 Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ ............................................................................................ 68
5.5 ΤΑ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ........................................... 71

2
5.6 ΤΑ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ............................................... 73
5.6.1 ΑΡΙΘΜΗΣΗ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ
(ΚΑΤΑ HORTON, STRAHLER) ...................................................................... 74
5.7 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ
ΥΔΑΤΟΠΑΡΟΧΗΣ ........................................................................................... 76
5.8 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ ΣΤΕΡΕΟ
ΠΑΡΟΧΗΣ ........................................................................................................ 77
5.9 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗ
ΜΕΘΟΔΟ GAVRILOVIC ................................................................................ 78
6. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ............................................ 87
7. ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ................................................. 92
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................ 96
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ............. 99
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ....................................................... 104
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ .................................................... 109

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακας 1. Τιμές του συντελεστή απορροής c για διάφορες φυσικές και


τεχνητές επιφάνειες ............................................................................................ 30
Πίνακας 2. Τιμές του συντελεστή απορροής c για καλλιεργημένες εκτάσεις ... 30
Πίνακας 3. Τιμές του συντελεστή απορροής c για κατοικημένες περιοχές …... 31
Πίνακας 4. Χαρακτηριστικές τιμές του στιγμιαίου συντελεστή απορροής ....... 31
Πίνακας 5. Χαρακτηρισμός της διάβρωσης ...................................................... 33
Πίνακας 6. Τιμές του συντελεστή διαμόρφωσης για διάφορα περιβάλλοντα ... 50
Πίνακας 7. Ο συντελεστής m ............................................................................. 50
Πίνακας 8. Ο συντελεστής Τ .............................................................................. 51
Πίνακας 9. Οι τιμές του παράγοντα Pn .............................................................. 53
Πίνακας 10. Οι τιμές του παράγοντα m ............................................................. 53
Πίνακας 11. Ο συντελεστής x ............................................................................ 57
Πίνακας 12. Ο συντελεστής y ............................................................................ 57
Πίνακας 13. Ο συντελεστής φ ............................................................................ 57
Πίνακας 14. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων και ετήσιων βροχοπτώσεων
(περίοδος 1978-1997) ......................................................................................... 58
Πίνακας 15. Ο αριθμός των ημερών χιονόπτωσης (περίοδος 1978-1993) ........ 59
Πίνακας 16. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών και της μέσης
ετήσιας θερμοκρασίας (περίοδος 1978-1994) ................................................... 60
Πίνακας 17. Οι τιμές των ποσοστιαίων κατανομών των διαφόρων
χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στις λεκάνες απορροής .................... 62
Πίνακας 18. Οι τιμές της ποσοστιαίας σύνθεσης του νεογενούς
σχηματισμού ....................................................................................................... 63
Πίνακας 19. Τα υψομετρικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής .............. 66
Πίνακας 20. Η ποσοστιαία κατανομή των χρήσεων γης στις λεκάνες
απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας ............................................... 68
Πίνακας 21. Τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής .......... 71
Πίνακας 22. Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής ........... 73
Πίνακας 23. Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου κατά Horton,
Strahler (χείμαρρος Σίβηρης) ............................................................................. 74
Πίνακας 24. Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου κατά Horton,
Strahler (χείμαρρος Φούρκας) ............................................................................ 75
Πίνακας 25. Οι τιμές των μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών των
χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας μέσω εμπειρικών και αναλυτικών τύπων ..... 76
Πίνακας 26. Οι τιμές των μέγιστων αναμενόμενων στερεοπαροχών των
χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας σύμφωνα με τον τύπο των Stiny-
Herheulidze ......................................................................................................... 77
Πίνακας 27. Τα μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά των
υπολεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας .......................... 79
Πίνακας 28. Ο υπολογισμός της σύνθεσης των γεωλογικών σχηματισμών
και της βλάστησης στις υπολεκάνες απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και
Φούρκας ............................................................................................................. 80
Πίνακας 29. Οι τιμές της μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών
των υπολεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας ................... 81
Πίνακας 30. Οι τιμές της παραμέτρου √Ζ3 ........................................................ 81

4
Πίνακας 31. Οι τιμές του συντελεστή κατακράτησης φερτών υλικών R .......... 82
Πίνακας 32. Οι τιμές της ετήσιας εδαφικής απώλειας με τη μέθοδο του
Gavrilovic ........................................................................................................... 82
Πίνακας 33. Οι τιμές της εδαφικής απώλειας/km2 (υποβάθμιση) ...................... 83
Πίνακας 34. Οι τιμές των μηνιαίων και ετήσιων υψών βροχής του
Μ.Σ Κασσανδρείας ............................................................................................. 99
Πίνακας 35. Η ραγδαιότητα βροχής σύμφωνα με τα δεδομένα του
μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας .......................................................... 100
Πίνακας 36. Η μέση μηνιαία και μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα σύμφωνα με
τα δεδομένα του μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας (1978-1994) .......... 101
Πίνακας 37. Οι απόλυτες μέγιστες τιμές της θερμοκρασίας του αέρα (0C)
στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής ......................................................................... 102
Πίνακας 38. Οι απόλυτες ελάχιστες τιμές της θερμοκρασίας
του αέρα στην Κασσανδρεία Χαλκιδικής ........................................................... 103

5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικόνα 1: Ο υδρολογικός κύκλος ....................................................................... 13


Εικόνα 2: Απόρριψη σκουπιδιών σε στενή διατομή κοίτης χειμάρρου ............. 16
Εικόνα 3: Ακατάλληλο μέγεθος οχετών σε δευτερεύουσα κοίτη
του χειμάρρου της Σίβηρης ................................................................................ 89
Εικόνα 4: Στένωση σε τμήμα της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της
Σίβηρης λόγω γεωργικών εγκαταστάσεων στα πρανή της κοίτης ..................... 89
Εικόνα 5: Απόρριψη σκουπιδιών εντός δευτερεύουσας κοίτης του
χειμάρρου της Σίβηρης ....................................................................................... 90
Εικόνα 6: Ύπαρξη δρόμου εντός της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου
της Σίβηρης ......................................................................................................... 90
Εικόνα 7: Ημιτελή τεχνικά έργα εντός του τελικού τμήματος
της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Σίβηρης ............................................. 91
Εικόνα 8: Αντικατάσταση οχετών από ακατάλληλους υδαταγωγούς εντός του
τελικού τμήματος της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Σίβηρης ................ 91
Εικόνα 9: Υδατοχετοί σε τμήμα της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου
της Σίβηρης ......................................................................................................... 104
Εικόνα 10: Στήριξη ευαίσθητων πρανών σε τμήμα δευτερεύουσας κοίτης
του χειμάρρου της Σίβηρης ................................................................................ 105
Εικόνα 11: Επένδυση της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Φούρκας
με «σαραζανέτ» στο ύψος του Κασσανδρινού ................................................... 106
Εικόνα 12: Τσιμεντοποίηση της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της
Φούρκας στο ύψος της εκβολής του χειμάρρου ................................................. 107
Εικόνα 13: Αυλακωτή διάβρωση στη λεκάνη απορροής του χειμάρρου
της Φούρκας ....................................................................................................... 108

6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΑΡΤΩΝ

Χάρτης 1: Ο γεωτεκτονικός χάρτης της Ελλάδας (Παπανικολάου 1984) ......... 23


Χάρτης 2: Το ανάγλυφο του Ν. Χαλκιδικής και της χερσονήσου
της Κασσάνδρας ................................................................................................. 24
Χάρτης 3: Η περιοχή έρευνας ............................................................................. 37
Χάρτης 4: Χάρτης κατανομής των γεωλογικών σχηματισμών στις λεκάνες
απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας ............................................... 65
Χάρτης 5: Χάρτης χωροσταθμικών καμπυλών και υδρογραφικού δικτύου
των λεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας ......................... 67
Χάρτης 6: Χάρτης βλάστησης των λεκανών απορροής των χειμάρρων
Σίβηρης και Φούρκας ......................................................................................... 70
Χάρτης 7: Ο χάρτης της εδαφικής απώλειας στην έξοδο των λεκανών
απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας ............................................... 84
Χάρτης 8: Ο χάρτης της εδαφικής απώλειας/km2 των υπολεκανών απορροής
των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας................................................................. 85
Χάρτης 9: Ο χάρτης της συνολικής εδαφικής απώλειας των υπολεκανών
απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας ............................................... 86
Χάρτης 10: Οι κυριότερες ανθρωπογενείς επεμβάσεις στις κοίτες του
χειμάρρου της Σίβηρης ....................................................................................... 92

Χάρτης 11: Οι κυριότερες ανθρωπογενείς επεμβάσεις στις κοίτες του


χειμάρρου της Φούρκας ...................................................................................... 93

7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΧΗΜΑΤΩΝ-ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Σχήμα 1. Οι μέθοδοι αρίθμησης του υδρογραφικού δικτύου κατά


(Α) Strahler και (Β) Horton ............................................................................... 47
Σχήμα 2. Το ομβροθερμικό διάγραμμα για την περιοχή της μελέτης ................ 61
Σχήμα 3. Το διάγραμμα των ετήσιων βροχοπτώσεων
(περίοδος 1978-1997) ......................................................................................... 109
Σχήμα 4. Το διάγραμμα του μέσου μηνιαίου ύψους βροχής
(περίοδος 1978-1997) ......................................................................................... 110
Σχήμα 5. Το διάγραμμα της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας
(περίοδος 1978-1994) ......................................................................................... 111

8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα πτυχιακή εργασία μου ανατέθηκε τον Μάρτιο του 2014 μετά από
συζήτηση και κοινή απόφαση με τον αναπληρωτή καθηγητή του Εργαστηρίου
Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων Στάθη Δημήτριο. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά
τον Αναπληρωτή Καθηγητή Στάθη Δημήτριο για τις υποδείξεις του, την συμβολή του
στην οριστική απόφαση επιλογής της παρούσας πτυχιακής και την βοήθεια που μου
παρείχε καθ’ όλο το διάστημα της πτυχιακής μου διατριβής Θα ήθελα επίσης να
ευχαριστήσω τον δασολόγο Στέφανο Στεφανίδη για την ουσιαστική βοήθεια του όσον
αφορά την ψηφιοποίηση χαρτών μέσω του προγράμματος ARCGIS10. Ευχαριστώ
την κ. Μαργαρίτα Μπαχατουριάν δασολόγο του δασαρχείου Κασσάνδρας για την
βοήθεια όσον αφορά την παροχή των μετεωρολογικών δεδομένων της περιοχής.
Επίσης ευχαριστώ τους φίλους μου για την υλική και ψυχολογική υποστήριξη. Τέλος
θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την βοήθεια, στήριξη και
συμπαράσταση που μου παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια.

9
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι χείμαρροι Φούρκας και Σίβηρης αποτελούν τα μεγαλύτερα χειμαρρικά


ρεύματα της χερσονήσου της Κασσάνδρας, με σημαντικό πλημμυρικό ιστορικό κατά
τα τελευταία χρόνια. Οι λεκάνες απορροής των χειμάρρων, εντοπίζονται στο κέντρο
της χερσονήσου και σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη οικοπεδοποίηση
που λαμβάνει χώρα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, συγκροτούν ένα ιδιαίτερα
ευαίσθητο χειμαρρικό περιβάλλον. Το ευδιάβρωτο γεωλογικό υπόθεμα και η κατά
τόπους έλλειψη του δασικού μανδύα ευνοούν την ανάπτυξη χειμαρρικών
φαινομένων, εδαφικής διάβρωσης, πλημμυρών κτλ. Στην παρούσα εργασία θα
μελετηθεί το χειμαρρικό περιβάλλον των χειμάρρων, υπό το πρίσμα των φυσικών και
ανθρωπογενών παραγόντων χειμαρρικότητας. Θα εξετασθεί ο τρόπος που οι
παράγοντες αυτοί συμβάλλουν στην εμφάνιση χειμαρρικών φαινομένων ή και στην
αποτροπή τους, όπως επίσης θα υπολογισθούν και οι μέγιστες αναμενόμενες
υδατοπαροχές εκατονταετίας που μπορεί να εμφανιστούν στις κοίτες τους. Ακόμη θα
υπολογισθούν οι μέγιστες αναμενόμενες στερεοπαροχές για την ίδια περίοδο, και η
μέση ετήσια διάβρωση στο επίπεδο των λεκανών απορροής ως δείκτης υποβάθμισης
των λεκανών. Τα δεδομένα του γεωλογικού υποθέματος, της βλάστησης και του
αναγλύφου προέκυψαν μετά από επεξεργασία διάφορων χαρτών μέσω του
προγράμματος ArcGis10. Για τον υπολογισμό της υδατοπαροχής χρησιμοποιήθηκαν
εμπειρικοί και αναλυτικοί τύποι, για τον υπολογισμό της στερεοπαροχής
χρησιμοποιήθηκε ο γνωστός τύπος των Stiny-Herheulidze και για τον υπολογισμό της
ετήσιας εδαφικής απώλειας η τροποποιημένη μέθοδος του Gavrilovic. Τέλος
φωτογραφήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν μέσω GPS οι κυριότερες ανθρώπινες
παρεμβάσεις στα ρέματα και συνεκτιμήθηκε ο βαθμός συμμετοχής τους στη
χειμαρρική δράση αλλά και στην εδαφική διάβρωση. Όλες οι μέθοδοι που
χρησιμοποιήθηκαν επιλέχθηκαν μετά από λεπτομερή εξέταση της κατάλληλης
βιβλιογραφίας.

10
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Το νερό είναι απαραίτητο συστατικό της ζωής, του περιβάλλοντος και της
ανθρώπινης ανάπτυξης. Αποτελεί περίπου το 70% της επιφάνειας της γης
καθιστώντας δυνατή την ζωή στον πλανήτη μας. Από τα αρχαία χρόνια μεγάλοι
πολιτισμοί εγκαθίστανται σε περιοχές με νερό (όχθες ποταμών, λιμνών, κοντά στην
θάλασσα) καθώς η αφθονία του υπέρ-πολύτιμου αυτού στοιχείου συνιστά απαραίτητο
παράγοντα για ποικίλες ζωτικές ανθρώπινες δραστηριότητες όπως γεωργία,
κτηνοτροφία, αλιεία, μεταφορές κτλ. Παράλληλα το νερό επηρεάζει και την ύπαρξη
του δάσους καθώς το τελευταίο αναπτύσσεται συνήθως σε περιοχές με ετήσιο ύψος
βροχής περισσότερο από πεντακόσια χιλιοστά (Chang 2012). Η δράση του νερού
όμως έχει και αρνητικές επιπτώσεις. Η βροχόπτωση αποσπά το εδαφικό υλικό και το
θέτει σε αιώρηση με την προυπόθεση ότι δημιουργείται ταυτόχρονα απορροή στην
επιφάνεια του εδάφους. Κατά τη μεταφορά του διαλύματος νερού-φερτών υλικών
προκαλείται από την δράση της απορροής περαιτέρω διάβρωση της εδαφικής
επιφάνειας (Τσακίρης 1995). Η κινητική δύναμη του νερού σε συνδυασμό με άλλους
ευνοϊκούς παράγοντες (έλλειψη ικανοποιητικής βλάστησης, «ευαίσθητος»
γεωλογικός σχηματισμός, ραγδαία βροχόπτωση, ισχυρές κλίσεις) επιταχύνει την
εδαφική απώλεια με συνέπεια, σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, να
χάνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο 50-70 εκατομμύρια στρέμματα γης συμβάλλοντας
στην ταχύτερη ερημοποίηση που απειλεί τον πλανήτη μας. Έτσι μειώνεται σταδιακά
η παραγωγικότητα των γεωργικών εδαφών αφού τα πολύτιμα, για τα φυτά, οργανικά
συστατικά του παρασύρονται από τα ύδατα, καθιστώντας το έδαφος «φτωχό» και
άγονο, επηρεάζοντας την γεωργική παραγωγή. Η καταστροφική δύναμη του νερού
δεν σταματάει εδώ καθώς αποτελεί την αιτία ολοένα και περισσότερων πλημμυρικών
γεγονότων. Πολλοί άνθρωποι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, είτε χάνουν τη ζωή
τους, είτε υποφέρουν και βλέπουν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται από
πλημμύρες. Πολλές φορές καταστρέφονται υποδομές, κτίρια, δρόμοι και η
οικονομική ζημία μιας πλημμύρας είναι μεγάλη (Chang 2012). Κρίνεται λοιπόν
αναγκαία η ορθή διαχείριση και προστασία των υδάτινων και εδαφικών πόρων. Στον
Ελλαδικό χώρο το ιδιαίτερο μεσογειακό κλίμα της χώρας μας, με την ανισοκατανομή
των κατακρημνισμάτων στον χρόνο, το ξηρό και θερμό καλοκαίρι, αλλά και τις
βροχές με μεγάλη ραγδαιότητα προκαλούν προβλήματα λειψυδρίας αλλά και
πλημμυρών (Στεφανίδης 1996).

11
Η σημαντικότερη αιτία εμφάνισης πλημμυρικών φαινομένων στην χώρα μας
τα τελευταία χρόνια είναι οι λεγόμενες ανθρωπογενείς επεμβάσεις. Αυτές επηρεάζουν
και διαμορφώνουν το χειμαρρικό περιβάλλον ενός χειμάρρου με καταστροφικές
συχνά συνέπειες. Η εξαφάνιση του υδρογραφικού δικτύου μέσα σε μικρά και μεγάλα
αστικά κέντρα οδηγεί σε μεγάλες καταστροφές και απώλειες ανθρώπινων ζωών
(Στάθης 2004). Επίσης διακοπές στην ελεύθερη ροή του νερού εξ αιτίας κατασκευής
στενών γεφυρών, όπως και η ρίψη υλικών στις κοίτες των ρευμάτων προκαλούν
πλημμύρες. Η χερσόνησος της Κασσάνδρας, στην οποία ανήκουν οι υπό μελέτη
λεκάνες απορροής και οι χείμαρροί τους, αποτελεί κατά τους θερινούς μήνες
τουριστικό πόλο έλξης και αυτό έχει οδηγήσει σε υπέρμετρη οικοπεδοποίηση πολλές
φορές κυριολεκτικά πάνω σε κλάδους χειμαρρικών ρευμάτων.
Για τους σκοπούς της μελέτης επιλέχθηκαν όπως προαναφέρθηκε οι χείμαρροι
Φούρκας και Σίβηρης ή σύμφωνα με τις τοπικές ονομασίες τους χείμαρρος Λάκκος
Ζωγραφίτικος και χείμαρρος Λάκκος Χατζή αντίστοιχα. Και οι δύο χείμαρροι της
έρευνας ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Κασσάνδρας. Είναι οι
δύο σπουδαιότεροι και μεγαλύτεροι σε έκταση χείμαρροι της περιοχής. Επομένως η
μελέτη των χειμάρρων αυτών και η ουσιαστική και εις βάθος κατανόηση του τρόπου
συμπεριφοράς τους, όπως και των συνθηκών που δημιουργούν στην ευρύτερη
περιοχή αποτελεί μείζον ζήτημα, που αφορά άμεσα και τον πληθυσμό της
Κασσάνδρας.
Κύριος σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των
φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων που επιδρούν πάνω στις λεκάνες
απορροής των χειμάρρων Φούρκας και Σίβηρης, o έλεγχος της
παροχετευτικότητας και της στερεομεταφοράς των χειμάρρων αυτών και η
επισήμανση των περιοχών που χρήζουν τη λήψη μέτρων. Επιμέρους σκοποί-
στόχοι που πρέπει να πληρωθούν ώστε να επιτευχθεί και ο κύριος στόχος:
1. Η μελέτη του χειμαρρικού περιβάλλοντος των λεκανών απορροής των
χειμάρρων Φούρκας και Σίβηρης.
2. Υπολογισμός των μορφομετρικών και υδρογραφικών τους χαρακτηριστικών.
3. Μελέτη του κλίματος και επεξεργασία κλιματικών δεδομένων.
4. Καθορισμός της κάλυψης της βλάστησης καθώς και του γεωλογικού
υποθέματος.
5. Καταγραφή των ανθρωπογενών επεμβάσεων.
6. Έλεγχος της παροχετευτικότητας των δύο ρευμάτων, της στερεομεταφοράς
τους καθώς και της μέσης ετήσιας υποβάθμισης των λεκανών απορροής.
Για την επιτυχή έκβαση του σκοπού της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν χάρτες των
περιοχών των λεκανών απορροής ,του υδρογραφικού δικτύου καθώς και χάρτες
βλάστησης και γεωλογικού υποθέματος των χειμάρρων. Ακόμη χρησιμοποιήθηκαν
και επεξεργάστηκαν τα κλιματικά δεδομένα που δόθηκαν από το Δασαρχείο
Κασσάνδρας.

12
2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

2.1 Ο υδρολογικός κύκλος

Με την επίδραση της ηλιακής ενέργειας ένα μέρος του νερού της γης
υφίσταται συνεχή κυκλοφορική κίνηση μεταξύ της γήινης επιφάνειας και της
ατμόσφαιρας γνωστή ως υδρολογική ανακύκλωση ή υδρολογικός κύκλος
(Στεφανίδης 2010).

Εικόνα 1: Ο υδρολογικός κύκλος.

Το νερό λοιπόν φθάνει στην επιφάνεια της γης με τη μορφή


κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι και χαλάζι). Από τα κατακρημνίσματα αυτά ένα
μέρος εξατμίζεται κατά την πτώση και επιστρέφει στην ατμόσφαιρα, ενώ ένα άλλο
εξατμίζεται απευθείας μόλις φτάσει στην γήινη επιφάνεια ή και διαμέσου των φυτών
με την διαπνοή. Ακόμη ένα άλλο μέρος διηθείται προς τα βαθύτερα στρώματα της
γης σχηματίζοντας τα υπόγεια νερά και τις πηγές. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του
νερού ρέει επιφανειακά προς τις χαμηλότερες περιοχές ακολουθώντας την
κατεύθυνση της μεγαλύτερης κλίσης και των μικρότερων εμποδίων (Στεφανίδης
2010).
Όλη αυτή η διαδικασία βέβαια δεν είναι αζήμια, διότι το νερό κινούμενο από
την γενικότερη επιφάνεια των λεκανών απορροής προς την θάλασσα αποσπά,
παρασύρει και μεταφέρει μεγάλες ποσότητες φερτών υλών «απογυμνώνοντας» και
υποβαθμίζοντας ουσιαστικά τις επιφάνειες των λεκανών απορροής. Αποκαλύπτονται,
έτσι, τα υπεδάφια πετρώματά τους ως «νοσήσαντος σώματος οστά» κατά τον
Πλάτωνα (Κωτούλας 1973).

13
2.2 Οι χείμαρροι και τα τμήματά τους

Η υδρολογία διακρίνει τα υδάτινα ρεύματα σε μεγάλους ποταμούς, όπως ο


Αμαζόνιος, ο Δούναβης κτλ, σε ποταμούς όπως ο Αξιός, ο Έβρος κτλ., σε
χειμαρροποταμούς όπως ο Αλφειός, ο Αχέροντας κτλ., και τέλος σε χειμάρρους όπως
ο Ξηρόλακκας Βελβενδού, ο Δενδροπόταμος Θεσ/νίκης κ.τ.λ. (Παπαπέτρου-Ζαμάνη,
1995). Τα ύδατα των χειμάρρων, ποταμών, χειμαρροποτάμων κινούνται μέσα στα
όρια κάποιων περιοχών που ονομάζονται λεκάνες απορροής. Ως Λεκάνη απορροής ή
συλλεκτήρια λεκάνη ενός ρεύματος ορίζεται η επιφάνεια της χέρσου που τροφοδοτεί
το ρεύμα με νερά και φερτά υλικά και σχηματίζεται έτσι εντός της λεκάνης αυτής το
υδρογραφικό δίκτυο που είναι το σύνολο των διαφόρων φυσικών αγωγών που
διαυλακώνουν και αποστραγγίζουν μια περιοχή. Η περίμετρος μιας λεκάνης
απορροής ονομάζεται υδροκρίτης και είναι η γραμμή που καθορίζει την κατεύθυνση
προς την οποία θα κινηθεί το νερό των κατακρημνισμάτων (Στεφανίδης 2010).
Ο Κωτούλας (2001) διακρίνει τα υδάτινα ρεύματα σε χειμαρρικά ή
χειμαρρώδη και σε μικρά χειμαρρικά ή μικρά χειμαρρώδη. Οι χείμαρροι
αποτελούν μια υποκατηγορία των μικρών χειμαρρικών ρευμάτων, είναι οι
συμβάλλοντες των ποταμών και των χειμαρροποτάμων, οι τροφοδότες τους με νερό
και φερτές ύλες. Δημιουργούνται κυρίως στις ορεινές και πολύ ορεινές περιοχές
καθώς και σε χαμηλές ημιορεινές περιοχές με ευπαθές γεωλογικό υπόθεμα.
Εμφανίζουν έντονα ανώμαλη δίαιτα νερού και παραπυθμένια μεταφορά αδρομερών
φερτών υλικών. Οι χείμαρροι συνήθως καταλαμβάνουν έκταση 20-50km2 και
σπανιότερα 100-120km2 σε οριζόντια προβολή. Η κοίτη τους έχει γενικά μεγάλη
κλίση, ενίοτε ξεπερνάει τα 20-30%. Συγκεκριμμένα χείμαρροι που εμφανίζουν
αιφνίδια μεγάλες ποσότητες υδαταπορροής, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος τους
έτους εμφανίζουν μικρή παροχή, η οποία κατά τους θερινούς μήνες μηδενίζεται,
ονομάζονται ξηριάδες.
Σε γενικές γραμμές οι χείμαρροι αποτελούνται από τα εξής τμήματα:
–Μια ευρεία ορεινή έκταση, την λεκάνη απορροής, η οποία συλλέγει τα χειμαρρικά
ύδατα και από την οποία το νερό παρασύρει και μεταφέρει στα κατάντη στερεά
υλικά.
–Μια πεδινή έκταση, τον κώνο προσχώσεως, όπου ο χείμαρρος εναποθέτει τα
παρασυρόμενα φερτά υλικά.
–Ένα ενδιάμεσο τμήμα μεταξύ των δύο πρώτων που ονομάζεται κοίτη εκκένωσης,
όπου τα απορρέοντα ύδατα μεταπίπτουν από την κατάσταση της παράσυρσης σε
εκείνη της απόθεσης.
–Ένα πεδινό τμήμα που ονομάζεται κοίτη εκβολής, το τμήμα δηλαδή ανάμεσα στον
κώνο προσχώσεως και του σημείου όπου ο χείμαρρος συναντά κάποιο μεγαλύτερο
αποδέκτη, ποταμό, λίμνη ή θάλασσα (Κωτούλας 1973).

14
2.3 Οι φυσικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες
χειμαρρικότητας

Η κίνηση του απορρέοντος νερού, εξαρτάται από τέσσερις βασικούς


παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν για κάθε υδρογραφική μονάδα ή περιοχή ένα
συγκεκριμένο περιβάλλον (Στεφανίδης 2010). Αυτοί είναι οι λεγόμενοι φυσικοί
παράγοντες χειμαρρικότητας και είναι οι εξής:
 Το κλίμα.
 Το γεωλογικό υπόθεμα.
 Το ανάγλυφο.
 Η βλάστηση.
Το κλίμα αποτελεί στην συγκεκριμένη περίπτωση τον παράγοντα δράσεως
πάνω στο γεωλογικό υπόθεμα το οποίο αποτελεί και το υπόβαθρο πάνω στο οποίο
δρα το κλίμα, το ανάγλυφο αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα, και η βλάστηση, ο
φυσικός φυτομανδύας της γης αμβλύνει την δράση του κλίματος πάνω στο γεωλογικό
υπόθεμα (Κωτούλας 1973). Στην πλημμυρογένεση ιδιαίτερο ρόλο παίζει και η
απόθεση μέσα στις κοίτες φερτών υλικών (κορμοτεμάχια, κλαδιά, πρέμνα) που
αποσπούν τα απορρέοντα ύδατα από τα ορεινά και μεταφέρουν προς τα πεδινά επειδή
αυτά μειώνουν τον όγκο της διατομής των κοιτών μειώνοντας έτσι την
παροχετευτικότητά τους και προκαλώντας πλημμύρες.
Εκτός όμως από τους φυσικούς, κυρίαρχο ρόλο στην διαδικασία της κίνησης
του νερού μέσα στις λεκάνες απορροής παίζουν και οι ανθρωπογενείς παράγοντες:
 Δασικές πυρκαγιές.
 Εκχερσώσεις.
 Καταπατήσεις κοιτών.
 Αποσπασματική εκτέλεση έργων.
 Ακατάλληλα τεχνικά έργα (π.χ μικρό ύψος γεφυρών).
 Απορρίψεις σκουπιδιών-μπαζών στις κοίτες των ρευμάτων.
(Στεφανίδης 2010). Ακόμη είναι κατά Μιμίκου (1994) :
 Αλλαγή ή εκτροπή κοίτης.
 Καθιζήσεις που παρατηρούνται σε πεδινές περιοχές κυρίως λόγω
υπεραντλήσεων.

15
Οι πυρκαγιές όπως και οι εκχερσώσεις καταστρέφουν την βλάστηση που
αποτελεί την ασπίδα του εδάφους απέναντι στις ραγδαίες βροχοπτώσεις. Τα δέντρα
και οι θάμνοι με τις ρίζες τους στερεωμένες βαθιά μέσα στο έδαφος αποτρέπουν την
διάβρωση του και με τα φύλλα, τους κορμούς και τα κλαδιά επιβραδύνουν την
απορροή με συνέπεια μεγαλύτερο μέρος της να απορροφάται από το έδαφος. Οι
καταπατήσεις κοιτών και οι απορρίψεις σκουπιδιών σε κοίτες ρευμάτων μειώνει την
παροχετευτικότητά τους και τα κάνει πιο ευάλωτα σε πλημμύρες λόγω υπερχείλισης
της στάθμης του νερού του ρέματος. Βέβαια το κυρίαρχο στοιχείο σε περιπτώσεις
εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων είναι το ύψος και η ένταση της βροχόπτωσης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, τα πλημμυρικά φαινόμενα θα είχαν μετριασθεί,
αν δεν υπήρχαν ανθρώπινες επεμβάσεις στον χώρο των λεκανών απορροής και στης
κοίτες των ρευμάτων (Στεφανίδης 2007). Η εξαφάνιση του υδρογραφικού δικτύου
µέσα σε µικρά και µεγάλα αστικά κέντρα οδηγεί σε µεγάλες καταστροφές και
απώλειες ανθρώπινων ζωών. ∆ιακοπές στην ελεύθερη ροή του νερού εξ’ αιτίας
κατασκευής στενών γεφυρών, όπως και η ρίψη υλικών στις κοίτες των ρευµάτων
προκαλούν πληµµύρες (Στάθης 2004).
.

Εικόνα 2: Απόρριψη σκουπιδιών σε στενή διατομή κοίτης χειμάρρου.

16
2.3.1 Χειμαρρικά χωροδιαστήματα

Η υψομετρική διαμόρφωση του χειμαρρικού χώρου ασκεί ιδιαίτερη επίδραση


στη μορφολογία και γενικότερα στο χαρακτήρα των μικρών χειμαρρικών ρευμάτων.
Με βάση το μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο της λεκάνης απορροής διακρίνονται οι
εξής γενικές χειμαρρικές υψομετρικές κατηγορίες των μικρών χειμαρρικών
ρευμάτων:
Α) Ρεύματα των λοφωδών και ημιορεινών περιοχών με μέγιστο υπερθαλάσσιο ύψος
έως 1000 m.
Β)Ρεύματα των ορεινών και πολύ ορεινών περιοχών με μέγιστο υπερθαλάσσιο ύψος
από 1001 έως 2000 m.
Γ) Ρεύματα των αλπικών περιοχών με μέγιστο υπερθαλάσσιο ύψος από 2000 έως
3000 m.
Δ) Ρεύματα του αιωνίου χιονιού με μέγιστο υπερθαλάσσιο ύψος μεγαλύτερο από
3000 m.
Ο χώρος χειμαρρικής δράσης των μικρών χειμαρρικών ρευμάτων διακρίνεται σε :
 Μικρά χειμαρρικά ρεύματα των ορεινών και αλπικών περιοχών και σε
 Μικρά χειμαρρικά ρεύματα των λοφωδών και ημιορεινών περιοχών
(Κωτούλας 2001).
Εύλογα παρατηρούμε ότι η χειμαρρική κατηγορία των ρεμάτων του αιώνιου
χιονιού δεν υπάρχει στην χώρα μας. Κατά Στεφανίδη (2010) το 99,5% της επιφάνειας
της Ελλάδας βρίσκεται κάτω από τα φυσικά δασοόρια (1800μ) και θεωρείται
ευνοούμενη σχετικά με άλλες χώρες της κεντρικής ορεινής Ευρώπης των οποίων
σημαντικά τμήματα βρίσκονται πάνω από τα δασοόρια. Δυστυχώς όμως η
δασοκάλυψη της χώρας μας είναι μη ικανοποιητική, αποτελούμενη κατά κύριο λόγο
είτε από θαμνώνες και ορεινά λιβάδια κατά 44,5%, είτε από γεωργικά
καλλιεργούμενα εδάφη κατά 29,4%. Η δασοκάλυψη μόλις μετά βίας φτάνει το 18,6
%. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι ο παράγοντας βλάστηση παίζει σπουδαίο ρόλο στην
διαμόρφωση του χειμαρρικού δυναμικού ιδίως όταν αυτό βρίσκεται κάτω από τα
φυσικά δασοόρια, όπως στη χώρα μας (Στεφανίδης 2010).

17
2.3.2 Το κλίμα

Το κλίμα είναι η σύνθεση (συνδυασμός όλων των στοιχείων) του καιρού σε


ένα συγκεκριμένο τόπο. Δηλαδή το κλίμα αναφέρεται στην θερμοκρασία, την πίεση,
την υγρασία και τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα σε ένα τόπο αλλά τα αποτελέσματα
προκύπτουν από παρατηρήσεις των παραμέτρων αυτών για πολλά χρόνια. Κατά
κάποια έννοια το κλίμα αποτελεί το μέσο καιρό ενός τόπου. Μπορούμε λοιπόν να
πούμε ότι το κλίμα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, γιατί αυτό αντιπροσωπεύει
μια πολυσύνθετη και δυσκολονόητη ιδέα, που δεν έχει ξεκάθαρη παρουσία σε μια
δεδομένη στιγμή (Στάθης 2010).
Το κλίμα λοιπόν όπως έχουμε ήδη αναφέρει αποτελεί τον παράγοντα επίθεσης
πάνω στο γεωλογικό υπόθεμα και ακόμη το κλίμα καθορίζει και το είδος της
βλάστησης της περιοχής, η οποία με την σειρά της διαμορφώνει χειμαρρικά
περιβάλλοντα. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο παράγοντας κλίμα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο
πάνω στη δημιουργία χειμαρρικών καταστάσεων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός της
Μετεωρολογίας έχει καθορίσει την τριακονταετία σαν τη σωστή περίοδο
καταγραφών, για να χαρακτηριστούν τα κλιματικά στοιχεία ως αντιπροσωπευτικά
μιας περιοχής. Οι καταγραφές 30 συνεχών ετών αντιπροσωπεύουν αυτό που είναι
γνωστό σαν κανονική κλιματική περίοδος. Σήμερα η κανονική κλιματική περίοδος
όλων των κλιματικών παραμέτρων αναφέρεται στην τριακονταετία 1961-1990
(Στάθης 2010).
Στην συνέχεια θα παραθέσουμε κάποιους σημαντικούς ορισμούς κλιματικών
παραμέτρων οι οποίοι θα μας βοηθήσουν στην ευκολότερη κατανόηση μελέτη και
επεξεργασία των κλιματικών δεδομένων και την κατασκευή ομβροθερμικού
διαγράμματος που αποτελεί και έναν από τους επιμέρους μας στόχους.
 Το ομβροθερμικό διάγραμμα από τους Bagnouls-Gaussen (1957) είναι ένα
διάγραμμα που απεικονίζει γραφικά τον συσχετισμό της βροχόπτωσης (σε
mm) και της θερμοκρασίας (σε 0C), μέσω δύο καμπυλών. Το εμβαδό που
περικλείεται ανάμεσα στις καμπύλες βροχόπτωσης και θερμοκρασίας
αντιστοιχεί στους ξηρούς μήνες, ενώ στα σημεία στα οποία τέμνονται οι δυο
καμπύλες η ποσότητα του νερού που χάνεται είναι περίπου ίση με την
ποσότητα του νερού που κερδίζεται μέσω της βροχόπτωσης. Σύμφωνα με το
διάγραμμα, ένας μήνας χαρακτηρίζεται ξηρός όταν το σύνολο των
κατακρημνισμάτων κατά την διάρκεια του είναι ίσο ή μικρότερο από το
διπλάσιο της μέσης θερμοκρασίας του (Bagnouls-Gaussen 1957).

18
Κρίνεται αναγκαίο λοιπόν να αποσαφηνιστούν και κάποιοι άλλοι όροι του πεδίου
της Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας όπως :
 Μηνιαία θερμοκρασία. Δηλαδή ο μέσος όρος των ημερήσιων θερμοκρασιών
κάθε μήνα, όπου ημερήσια θερμοκρασία νοείται το σύνολο των ωριαίων
μετρήσεων θερμοκρασίας του 24ώρου διαιρούμενο με το σύνολο των ωρών
της ημέρας.
 Μέση μηνιαία θερμοκρασία, η οποία είναι το προϊόν του μέσου όρου των
μηνιαίων θερμοκρασιών του κάθε μήνα για μια μεγάλη χρονική περίοδο.
 Ημερήσια βροχόπτωση που αντιστοιχεί στην ποσότητα της βροχόπτωσης
που «πέφτει» σε μία ημέρα. Στην πράξη επειδή στους περισσότερους
σταθμούς δεν λειτουργούν καταγραφικά όργανα, αυτή ορίζεται στο χρονικό
διάστημα της 20ης ώρας της προηγουμένης μέχρι της 20ης της επόμενης
μέρας. Το άθροισμα των ημερήσιων βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια ενός
μήνα αποτελεί το μηνιαίο ύψος της βροχής για το μήνα αυτό. Μετριέται με
ειδικά όργανα που λέγονται βροχόμετρα-βροχογράφοι. Μονάδα μέτρησης
είναι το χιλιοστό (mm) βροχής. Το σύνολο της βροχής που πέφτει και στους
12 μήνες του χρόνου αποτελεί το ετήσιο ύψος αυτής. Σημειώνεται ότι 1mm
βροχής σημαίνει: 1Kgr νερού ανά τετραγωνικό μέτρο ή ένα κυβικό μέτρο
νερού ανά στρέμμα (Μακρογιάννης 1996).
 ραγδαιότητα βροχής, που εκφράζει το ύψος της βροχής σε χιλιοστά, που
φθάνει στην επιφάνεια της γης σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
Κάθε όργανο που μπορεί να συγκεντρώσει και να μετρήσει την ποσότητα των
κατακρημνισμάτων ονομάζεται βροχόμετρο. Ακόμη οι βροχογράφοι είναι όργανα τα
οποία εκτός από τη μέτρηση του ύψους της βροχής καταγράφουν και τη χρονική
εξέλιξη του φαινομένου (Στάθης 2010). Βλέπουμε λοιπόν πως τα στοιχεία του
κλίματος που μας ενδιαφέρουν από άποψη χειμαρρικότητας είναι τα
κατακρημνίσματα και οι θερμοκρασίες. Το ύψος βροχής που πέφτει στην περιοχή
μελέτης, όταν καταφέρνει να υπερνικήσει την ένταση της διήθησης σχηματίζει την
επιφανειακή απορροή και οδηγεί στην απόπλυση και υποβάθμιση των εδαφών με
αποτέλεσμα την πρόσχωση των πεδινών περιοχών.

19
Το ύψος βροχής αλλά και η ραγδαιότητά της αποτελούν βασικές
προϋποθέσεις χειμαρρικής δράσης. Ακόµη και βροχοπτώσεις σχετικά µικρού ύψους
όταν εκδηλώνονται σε περιοχές µε έντονα διαταραγµένες λεκάνες απορροής και
κοίτες µπορεί να αποβούν καταστροφικές (Κωτούλας 1990, Chow 1988). Η μελέτη
της έντασης των βροχοπτώσεων είναι πολύ σημαντική. Μεγάλες εντάσεις συνδέονται
με την αύξηση του μεγέθους των βροχοσταγόνων και όχι με τον αριθμό αυτών
(Στάθης 2004). Ο παράγοντας της θερμοκρασίας επιδρά κατά κύριο λόγο πάνω στον
παράγοντα του γεωλογικού υποθέματος καθώς οι μεγάλες θερμοκρασιακές διαφορές
μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα λίγων ωρών (απότομες μεταβολές της
θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας αποτελούν αιτία μηχανικής αποσάθρωσης
(θραύσης) των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την παραγωγή φερτών υλικών στις
λεκάνες απορροής των χειμάρρων και παράσυρσή τους από τα χειμαρρικά ύδατα
(Στεφανίδης 2008). Ακόμη το βρόχινο νερό που είναι εμπλουτισμένο με CO2 το
οποίο προέρχεται είτε από την ατμόσφαιρα είτε από αποσύνθεση οργανικών ουσιών
στο έδαφος διαλύει τα ανθρακικά κυρίως άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου
μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται χημική αποσάθρωση, η οποία αποτελεί
παράγοντα διαμόρφωσης του αναγλύφου. Ο κυριότερος όμως κλιματικός παράγοντας
μορφογένεσης παραμένουν τα κατακρημνίσματα, τα οποία όταν «πέφτουν» σε μια
λεκάνη απορροής διαβρώνουν, παρασύρουν και αποθέτουν φερτές ύλες. Η επίδραση
του κλίματος στην βλάστηση συνίσταται κατά κύριο λόγο μέσω των παραγόντων της
θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης, και γίνεται αισθητή όταν αυτός ο παράγοντας
βρίσκεται στην περιοχή της ελάχιστης τιμής του, όπως η θερμοκρασία στα ψυχροόρια
και ο υδατικός παράγοντας στα θερμοόρια του δάσους (Ντάφης 1986). Ο
συνδυασμός ακραίων τιμών και των δύο παραγόντων της θερμοκρασίας και της
βροχόπτωσης μπορεί να προκαλέσει περιόδους έντονης ξηρασίας που με τη σειρά
τους προκαλούν έντονες μεταβολές στην δίαιτα των ρευμάτων (Κωτούλας 2001).

20
2.3.3 Το γεωλογικό υπόθεμα

Γεωλογικά η Ελλάδα ανήκει στην Νέα Ευρώπη που σχηματίστηκε κατά την
διάρκεια των Αλπικών χρόνων (Αλπική ορογένεση). Αποτέλεσμα των Αλπικών
ορογενέσεων ήταν η ανάδυση των αλπικών ιζημάτων που αποτελούν κατά κάποιο
τρόπο την μάζα της σημερινής Ευρώπης. Στην συνέχεια ακολούθησαν διάφορες
τεκτονικές διεργασίες που οδήγησαν στην δημιουργία του αλπιδικού συστήματος
αλύσεων ορέων που χωρίστηκε σε δύο μεγάλους κλάδους:
 Τον Αλπιδικό κλάδο
 Τον διναρικό κλάδο
Ο Διναρικός κλάδος περιλαμβάνει τις Διναρίδες οροσειρές της Αλβανίας,
Γιουγκοσλαβίας και τις Ελληνίδες οροσειρές στην Ελλάδα. Ο Αλπιδικός κλάδος
περιλαμβάνει τις Βαλκανικές οροσειρές (Στεφανίδης 2008). Η Κασσάνδρα ανήκει
στην υποκατηγορία των Διναρίδων οροσειρών που ονομάζεται ζώνη Αξιού
(Παιονίας, Παϊκου, Αλμωπίας), (Brunn 1960). Η ζώνη αυτή, αποτελείται βασικά από
μεσοζωικούς ασβεστόλιθους, σχιστόλιθους, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή. Επίσης στη
ζώνη αυτή εμφανίζονται οφειόλιθοι, φλύσχης ελαφρά μεταμορφωμένος, ανδεσιτικοί
τόφφοι και ιζηματογενείς χαλαροί σχηματισμοί (Στεφανίδης 2008).
Το γεωλογικό υπόθεμα αποτελεί το αδρανές υπόβαθρο μιας περιοχής και τον
παθητικό υποδοχέα των κατακρημνισμάτων. Σύμφωνα με τον Houghett (2007) τα
ανθεκτικότερα ως προς την διηθητικότητα πυριγενή πετρώματα, τα οποία
προέρχονται από στερεοποίηση του μάγματος εντός του στερεού φλοιού της γης ή
στην επιφάνεια αυτής, είναι ο χαλαζίας, οι δολερίτες, ο γάββρος, ο βασάλτης και
ακολουθούν το μάρμαρο, ο γρανίτης και οι γνεύσιοι. Τα ιζηματογενή πετρώματα
προέρχονται από την καταβύθιση και απόθεση υλικών που βρίσκονται ως διάλυμα ή
αιώρημα μέσα στο νερό ή αιωρούνται από τον αέρα, τα οποία υλικά είναι προϊόντα
αποσάθρωσης άλλων παλιότερων πετρωμάτων (Στεφανίδης 2008). Αυτά ποικίλουν
σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά τους να αντιστέκονται στη διάβρωση (Houghett
(2007). Τα αργιλώδη και τα ανθρακικά πετρώματα είναι αδύναμοι σχηματισμοί που
προσφέρουν μικρή αντίσταση στη διάβρωση και σχηματίζουν κατά κανόνα κοιλάδες.
Οι Ψαμμίτες εμφανίζουν μέτρια διαπερατότητα και στη φύση, συνήθως σχηματίζουν
βραχώδεις ακτές και εδαφικές εξάρσεις (Houghett (2007). Χαλαρής δομής άμμοι και
ψαμμίτες που περιέχουν μεγάλες ποσότητες χαλαζία εμφανίζουν μεγάλη
διηθητικότητα. Σύμφωνα με τον Παυλίδη (2005) η σειρά ταξινόμησης των
αποσαθρωσιγενών πετρωμάτων από τα πλέον εύθραυστα στα λιγότερο εύθραυστα
έχει ως εξής: Ασβεστόλιθος, δολομίτες, κερατόλιθοι, εύθρυπτοι γνεύσιοι, εύθρυπτοι
γρανίτες, αμφιβολικοί σχιστόλιθοι, αμφιβολίτες, σκληροί γρανίτες. Τα χαλαρά
ιζηματογενή, προσχωσιγενή και ευάλωτα σχιστολιθικά πετρώματα (φλύσχης,
ιλυόλιθοι) δεν εμφανίζουν αποσαθρωτική δραστηριότητα παρά μόνο διαβρωτική ή
ολισθητική.

21
Ορισµένα πετρώµατα έχουν µικρή ανθεκτικότητα στη διάβρωση, όπως η
άµµος, οι κροκάλες, η άργιλος, η µάργα, ενώ άλλα παρουσιάζουν µια µέση
ανθεκτικότητα, όπως οι ψαµµίτες, οι µαργαϊκοί ψαµµίτες, οι αργιλικοί σχιστόλιθοι,
οι σερπεντίνες, οι µαρµαρυγιακοί σχιστόλιθοι (Αθανασιάδης 2001). Την
ανθεκτικότητα ενός πετρώµατος γενικά την καθορίζουν η σκληρότητά του, ο βαθµός
κατακερµατισµού του και η διαπερατότητά του. Όσον αφορά την επίδραση του
γεωλογικού υποθέματος στη βλάστηση, έχει βρεθεί ότι σε περιοχές αβαθών πλούσιων
σε ασβεστόλιθο εδαφών όπου παρουσιάζεται χαμηλό ύψος βροχοπτώσεων το έδαφος
δεν μπορεί να θρέψει ούτε τα ολιγαρκέστερα είδη γι’ αυτό και φέρουν μόνο θαμνώνες
ή ποώδη βλάστηση. Ακόμη σε εδάφη με συσσωματώδη υφή και χονδρούς πόρους,
όπως τα αμμώδη, η ταχύτητα διήθησης του νερού είναι μεγαλύτερη σχετικά με τα
συνεκτικά εδάφη με μικρή αναλογία χονδρών πόρων (Ντάφης 1986).
Η γεωλογική διάκριση των πετρωμάτων δεν εκφράζει και την ευπάθεια τους
στα χειμαρρικά φαινόμενα ούτε και αποδίδεται το είδος των εμφανιζόμενων εστιών
παραγωγής σε καθένα από αυτούς (Στεφανίδης 2008). Για αυτό και κατατάσσονται
σε ευρύτερους χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς με βάση την ευπάθειά
τους σε ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα ως εξής:
 Προσχωσιγενής σχηματισμός. Αυτός περιλαμβάνει τα βαθιά
καλλιεργούμενα εδάφη των προσχωσιγενών πεδινών και ημιπεδινών
περιοχών. Τα χειμαρρικά φαινόμενα στον σχηματισμό αυτό εκδηλώνονται
με ήπια ένταση. Επικρατούν συνήθως η επιφανειακή, η αυλακωτή και η
πρανική διάβρωση.
 Νεογενής σχηματισμός. Κύριο γνώρισμά του είναι η εντονότατη
χαραδρωτική, φαραγγωτή και πρανική διάβρωση. Τα στερεά υλικά που
παράγονται είναι μέσων έως πολύ μικρών διαστάσεων. Στο σχηματισμό
υπάγονται τα ιζηματογενή πετρώματα και οι αποθέσεις όπως άμμοι,
άργιλοι, μάργες, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες κτλ. Εξαιρούνται τα ιζηματογενή
πετρώματα τα οποία ανήκουν στους φλύσχες, ασβεστόλιθους ή δολομίτες.
 Σχιστολιθικός σχηματισμός. Χαρακτηρίζεται γενικά από την εμφάνιση
σχεδόν όλων των χειμαρρικών φαινομένων και τα στερεά υλικά που
παράγονται είναι ποικίλων διαστάσεων, μάλλον πλακοπαγή.
 Φλυσχικός σχηματισμός. Σ’ αυτόν ανήκει μόνο ο φλύσχης, ο οποίος
είναι σύνθετο πέτρωμα από εναλλασσόμενα στρώματα ψαμμίτη και
αργιλικού σχιστόλιθου. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η εμφάνιση
ολισθήσεων, η ανάπτυξη κάθε είδους διαβρώσεων και η απουσία
αποσαθρώσεων .

22
 Ασβεστολιθικός σχηματισμός. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση
έντονων αποσαθρώσεων οι οποίες οδηγούν συχνά σε κατακρημνίσεις των
αποσαθρωμάτων (σάρες). Τα υλικά που παράγονται είναι κατά κανόνα
ογκώδη, ακανόνιστα έως πλακοπαγή και πολύ γωνιώδη. Εμφανίζεται
επίσης και σημαντική επιφανειακή διάβρωση, όχι όμως αυλακωτή
διάβρωση και ολισθήσεις. Στο σχηματισμό υπάγονται οι ασβεστόλιθοι, οι
δολομίτες και οι κερατόλιθοι .
 Κρυσταλλοπυριγενής σχηματισμός. Αυτός περιλαμβάνει τους γρανίτες,
βασάλτες, αμφιβολίτες, γνεύσιους και χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση
όλων σχεδόν των χειμαρρικών φαινομένων.

Χάρτης 1: Ο γεωτεκτονικός χάρτης της Ελλάδας (Παπανικολάου 1984).

23
2.3.4 Το ανάγλυφο

Οι ενδογενείς δυνάμεις οι οποίες έχουν την πηγή τους στο εσωτερικό της γης,
δημιουργούν τις διάφορες μορφές του αναγλύφου της γης. Με τον όρο τεκτονικές
δυνάμεις εννοούμε τις δυνάμεις που δημιουργούν τα χαρακτηριστικά του αναγλύφου,
καθώς επίσης και τα αποτελέσματα της ηφαιστιακής δραστηριότητας (Στεφανίδης
2008). Το υψόμετρο είναι μια παράμετρος του αναγλύφου που διαμορφώνει τους
κλιματικούς παράγοντες μιας περιοχής. Χειμαρρικά περιβάλλοντα που βρίσκονται
στη νοητή γραμμή του ύψους του αιώνιου χιονιού ή και σε μεγαλύτερα υψόμετρα
δέχονται μηδενική επίδραση από τον παράγοντα βλάστηση. Η έκθεση μιας πλαγιάς
είναι μια άλλη παράμετρος που μπορεί να διαμορφώσει το μικροκλίμα μιας λεκάνης
απορροής και επιπροσθέτως την χειμαρρική της δράση. Στην Μεσογειακή περιοχή οι
πλαγιές με νότιο ή δυτικό προσανατολισμό είναι θερμότερες και παρουσιάζουν
υψηλότερα ποσοστά εξάτμισης καθώς και μειωμένη ικανότητα αποθήκευσης ύδατος
σε σχέση με τις βόρειες-ανατολικές εκθέσεις και έτσι παρουσιάζουν υψηλότερα
ποσοστά εδαφικής διάβρωσης (Duran 2007). Oι κλίσεις στις κοίτες των ρεμάτων των
λεκανών απορροής επιβραδύνουν ή επιταχύνουν την κίνηση του απορρέοντος νερού
και καθορίζουν την διαδρομή ενός χειμαρρικού ρεύματος.

Χάρτης 2: Το ανάγλυφο του N. Χαλκιδικής και της χερσονήσου της


Κασσάνδρας.

24
2.3.5 Η βλάστηση

Ο τέταρτος φυσικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει το χειμαρρικό


δυναμικό είναι η εκάστοτε σύνθεση της βλάστησης μιας λεκάνης απορροής και
γενικότερα η μορφή των χρήσεων γης. Κυρίαρχη μορφή βλάστησης στο φυσικό
περιβάλλον είναι η δασική. Το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται το δάσος
τοποθετείται οριζόντια από την έκτασή του και κατακόρυφα από το ύψος των
δέντρων και από το βάθος στο οποίο φθάνουν οι ρίζες τους. Τα δασικά δέντρα
συγκρατούν μια ποσότητα βροχής στην κόμη τους, στερεώνουν το έδαφος και
εμποδίζουν την ταχεία ροή του νερού που προκαλεί πλημμύρες (Στεφανίδης 2010).
Σε ετήσια βάση, κατά μέσο όρο, το ποσοστό των βροχών που συγκρατείται από την
κομοστέγη του δάσους κυμαίνεται από 15-25% για τα πλατύφυλλα και 30-40% για τα
κωνοφόρα (Ντάφης 1986). Η σκίαση της κομοστέγης ενός δάσους μειώνει τις τιμές
της εδαφικής εξάτμισης όπως και τον χρόνο τήξης του χιονιού, επιβραδύνοντας, έτσι
την επιφανειακή απορροή του. Στον ιδιαίτερα ρυθμιστικό ρόλο του δάσους στο
υδατικό ισοζύγιο συμβάλλει και η ύπαρξη άφθονης οργανικής ουσίας στα
επιφανειακά στρώματα του δασικού εδάφους η οποία αυξάνει το πορώδες,
αυξάνοντας έτσι και το ποσοστό της διήθησης του νερού (Chow 1964). Ο όγκος της
βλάστησης και η πυκνότητα της κόμης των δέντρων αποτελούν βασικά
χαρακτηριστικά για την αποτροπή της διάβρωσης (Van dijk κ.α.1996). Σύμφωνα με
έρευνες που έγιναν στην Ισπανία και στο Ισραήλ, (Schiller 1978), η κομοστέγη
φυτείας χαλεπίου πεύκης μειώνει την απορροή του νερού κατά 15-35%. Βλέπουμε,
λοιπόν, ότι η προστατευτική επίδραση του δάσους εξαρτάται άμεσα από το
δασοπονικό είδος και την πυκνότητά του και αυξάνεται όσο αυξάνεται η συγκόμωσή
του. Ακόμα το δάσος μπορεί να μειώσει την επιφανειακή απορροή μέσω της
αυξημένης εξατμισιδιαπνοής που παρουσιάζεται συνήθως σε εδαφικά περιβάλλοντα
(Zhang 2004). Διεισδύοντας στην μάζα του εδάφους οι ρίζες των δέντρων αλλά και
των θάμνων ενισχύουν και σταθεροποιούν το έδαφος. Οι ρίζες αυξάνοντας την
επιφανειακή τραχύτητα του εδάφους αλλά και την διαπερατότητά του αυξάνουν
ταυτόχρονα και την διηθητική του ικανότητα (Morgan (1995). Σε μια πλήρως
δασωμένη λεκάνη απορροής μειώνονται οι πλημμυρικές αιχμές της απορροής κατά
30-60% (Κωτούλας 2001). Ο τρόπος που η βλάστηση είναι χωρικά κατανεμημένη
κατά μήκος των πλαγιών είναι ένας σημαντικός παράγοντας μείωσης της απορροής
των ιζημάτων (Lavee 1998, Calvo 2003). Το δάσος, λοιπόν, προσφέρει ισχυρή
αντιδιαβρωτική προστασία και δρα σαν μια τεράστια αποθηκευτική δεξαμενή
αποθηκεύοντας νερό κατά τη διάρκεια των βροχών και αποδίδοντας νερό κατά την
διάρκεια της ξηρής περιόδου.

25
Μια άλλη μορφή βλάστησης είναι και η θαμνώδης βλάστηση (θαμνότοποι).
Στις περισσότερο άνυδρες περιοχές της Μεσογείου πειραματικές μελέτες σχετικά με
την επίδραση της φυσικής βλάστησης στην διάβρωση έχουν ποσοτικοποιήσει τα
ποσοστά της εδαφικής απώλειας και της απορροής σε περιβάλλοντα δασών ή
θαμνοτόπων περιλαμβάνοντας ένα μείγμα φυτικών ειδών (Τhorne 1990, Duran 2006).
Όλες αυτές οι μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τυπική μεσογειακή
θαμνώδης βλάστηση είναι αποτελεσματική στην μείωση της διάβρωσης από το νερό
ακόμα και κάτω από ακραίες βροχοπτώσεις (Gonzalez κ.α. 2004). Σε περιοχές όπου
αναπτύσσεται θαμνώδης βλάστηση η προστασία των εδαφικών πόρων αυξάνεται και
η διάβρωση του εδάφους μειώνεται (Morgan 1996). Ιδιαίτερα πυκνοί θαμνώνες έχουν
υψηλότερα ποσοστά υδατοσυγκράτησης που κυμαίνονται γύρω στο 25% (Κωτούλας
1985). Ο Γούλας (2000) αναφέρει την άριστη προστατευτική ως προς την διάβρωση
αξία των πρινώνων (θαμνότοπος από πουρνάρια) λόγω του ισχυρού ριζικού τους
συστήματος και της αντοχής του στη βόσκηση. Εκτός από τις δασικές εκτάσεις και
τους θαμνότοπους, κάποιες άλλες μορφές βλάστησης που καλύπτουν μια εδαφική
επιφάνεια μπορούν να είναι τα λιβάδια, οι γεωργικές-καλλιεργούμενες εκτάσεις και
οι αστικές περιοχές. Συνθήκες υπερβόσκησης σε λιβαδικές εκτάσεις οδηγούν σε
απότομη μείωση μεγάλου μέρους της βλάστησης, έντονη συμπίεση του εδάφους,
μείωση του πορώδους άρα και μικρότερο ποσοστό διήθησης του απορρέοντος ύδατος
(Παπαναστάση, Νοϊτσάκη 1992). Συνεπώς σε συνθήκες υπερβόσκησης των λιβαδιών
αυξάνεται το ποσοστό της επιφανειακής απορροής και οι πιθανότητες διάβρωσης.
Όσον αφορά τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, λόγω συνήθως της ελλειμματικής
βλάστησης αλλά και της συμπίεσης του εδάφους, (λόγω της χρήσης μηχανικών
διεργασιών) δυσκολεύονται να συγκρατήσουν τα απορρέοντα ύδατα με αποτέλεσμα
να δημιουργούνται προβλήματα εδαφικής απώλειας κυρίως σε περιοχές ισχυρών
κλίσεων και να προσχώνονται σε κάποιο βαθμό κοίτες γειτονικών ρευμάτων
επηρεάζοντας το χειμαρρικό τους περιβάλλον. Παρόλα αυτά έρευνες έχουν δείξει ότι
ελαιώνες στους οποίους αναπτύσσεται πλήρης υπόροφος ποωδών φυτοκοινωνιών
μειώνουν την εδαφική απώλεια σε αμελητέες ποσότητες (Duran 2007). Τέλος όσον
αφορά τις λεγόμενες αστικές περιοχές λόγω των αδιαπέρατων (τσιμεντένιων)
συνήθως επιφανειών τους αυξάνεται κατακόρυφα η επιφανειακή απορροή και
αντίστοιχα και η παροχή στις κοίτες των γειτονικών τους ρευμάτων.
Στον Ελληνικό χώρο το ποσοστό της δάσωσης βρίσκεται περίπου στο 18%
και θεωρείται, σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται και την
πρεμνοφυή κατά κύριο λόγο μορφή του, ανεπαρκές για την πλήρωση τόσο του
υδρολογικού αλλά και του προστατευτικού σκοπού (Στεφανίδης 2010). Επίσης
διακρίνεται μια συνεχής και αυξανόμενη τάση ανοικοδόμησης και δη πολλές φορές
σε ακατάλληλα σημεία των λεκανών απορροής των χειμαρρικών ρευμάτων. Αν
συνδυάσουμε τα δύο αυτά γεγονότα καταλαβαίνουμε ποια είναι τα αίτια της
εμφάνισης των 700 και πλέον καταστρεπτικών χειμάρρων που διαυλακώνουν την
ελληνική γη (Κωτούλας 1973).

26
2.4 Κατακρημνίσματα και απορροή

Όπως προαναφέραμε από τα κατακρημνίσματα που πέφτουν στην επιφάνεια


της γης ένα μέρος συγκρατείται στην επιφάνεια της βλάστησης και κυρίως στις κόμες
των δέντρων θάμνων και στις κομοστέγες των συστάδων (Στεφανίδης 2010), για να
εκπληρώσει τις ανάγκες της βλάστησης για νερό. Το μεγαλύτερο μέρος του νερού
που συγκρατείται από την βλάστηση επιστρέφει στην ατμόσφαιρα μέσω του
φαινομένου της εξατμισιδιαπνοής δηλαδή του συνόλου των υδρατμών που
απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα μέσω της εξάτμισης και της διαπνοής.
(Παυλίδης 1990). Το μεγαλύτερο μέρος των κατακρημνισμάτων φθάνει απευθείας
στην εδαφική επιφάνεια, όπου μαζί με ένα ποσοστό της υδατοσυγκράτησης το οποίο
φθάνει και αυτό στο έδαφος μέσω της κορμαπορροής, υποβάλλονται στην διαδικασία
είτε της διήθησης είτε της επιφανειακής απορροής. H διήθηση είναι μια σύνθετη
έννοια που εκφράζει την κίνηση του νερού εντός της μάζας του εδάφους ή του
γεωλογικού υποθέματος και εμπεριέχει και την έννοια της διείσδυσης που ορίζεται ως
το φαινόμενο της εισόδου του νερού από την εξωτερική επιφάνεια στο εσωτερικό του
εδάφους (Παυλίδης 1990). Το σημαντικότερο στοιχείο που επηρεάζει την εδαφική
διήθηση του νερού είναι το εδαφικό πορώδες (Linsley κ.α. 1982). Επίσης το ριζικό
σύστημα της βλάστησης τείνει να αυξάνει το πορώδες του εδάφους και της
διαπερατότητας του (Trimble και Weitzman 1954). Η οργανική ύλη αυξάνει
σημαντικά τα μεγέθη πόρων και την κατανομή μεγέθους πόρων. Πέραν, λοιπόν, της
διήθησης, της υδατοσυγκράτησης και της εξατμισιδιαπνοής το υπόλοιπο μέρος των
κατακρημνισμάτων ρέει επιφανειακά σχηματίζοντας την απορρέουσα υδάτινη μάζα.
Οι επικρατούσες συνθήκες στις λεκάνες απορροής της πατρίδας μας, όπως το
πολύ μικρό ποσοστό δάσωσης, το μικρό βάθος εδάφους, οι υποβαθμισμένες μορφές
και δομές βλάστησης, το έντονο ανάγλυφο κ.λπ., ευνοούν τον σχηματισμό της
επιφανειακής απορροής (Παυλίδης 1990). Η απορροή σχηματίζεται εφόσον η ένταση
της βροχής, μετά την αφαίρεση του ποσού της βροχής για την ικανοποίηση των
αναγκών της επιφάνειας της λεκάνης σε νερό (υδατοσυγκράτηση, πλήρωση
κοιλωμάτων, διαβροχή φυλλάδας κ.λπ.) υπερβαίνει τις επιμέρους διηθητικότητες της
λεκάνης, δηλαδή υπερβαίνει την μέγιστη δυνατότητα του εδάφους να απορροφά και
να παρακρατά νερό (Horton 1932). Το υδατικό αυτό πλεόνασμα είναι υποχρεωμένο
να κινηθεί στην επιφάνεια του εδάφους κατά τη μέγιστη κλίση έως ότου συναντήσει
το υδρογραφικό δίκτυο. Η διηθητική ικανότητα μιας λεκάνης είναι (ανεξάρτητα της
υγρασιακής της κατάστασης) μεγαλύτερη στην αρχή της βροχόπτωσης και βαίνει
συνεχώς ελαττούμενη, αρχικά πολύ γρήγορα και στην συνέχεια βαθμιαία, μέχρις
ότου αποκτήσει μιά ελάχιστη τιμή, η οποία παραμένει σχεδόν σταθερή για κάθε τύπο
εδάφους.

27
Αυτή καλείται τελική ή βασική διηθητικότητα. Επομένως, σύμφωνα με την
υπόθεση Horton το μέγεθος της απορροής του ρεύματος ακολουθεί κατά την διάρκεια
ενός περιστατικού βροχής αντίστροφη πορεία από εκείνη της διηθητικότητας των
εδαφών του. Επειδή δε η διηθητική αντίδραση της λεκάνης εξαρτάται από την
υγρασιακή της κατάσταση, είναι εύλογο, ότι, εάν στη λεκάνη έχει διηθηθεί μεγάλη
ποσότητα νερού από προηγούμενη βροχόπτωση, τότε η αρχική της διηθητικότητα
τείνει από πολύ νωρίς προς την ελάχιστη τιμή της (τελική διηθητικότητα), με
αποτέλεσμα να διαμορφώνεται νωρίτερα τόσο η έναρξη όσο και η αιχμή της
απορροής η δε απορρέουσα ποσότητα του νερού να είναι σημαντικά αυξημένη. Με το
πέρας της βροχόπτωσης παύει να σχηματίζεται περίσσεια νερού στη λεκάνη, οπότε
στην επιφάνεια της κινείται πλέον μόνον το ήδη υπάρχον πλεόνασμα νερού. Έτσι
αρχίζει να παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της επιφανειακής απορροής μέχρι της
πλήρους εξαφάνισης της, εφόσον βέβαια δεν σημειωθεί στο μεταξύ νέο επεισόδιο
βροχής (Horton 1932, Παυλίδης 1990). Η μέγιστη ποσότητα νερού που μπορεί να
συγκρατηθεί από το έδαφος ονομάζεται υδατοϊκανότητα (Ντάφης 1986). Ο χρόνος
που απαιτείται για να φθάσει μια ποσότητα νερού από κάποιο σημείο της λεκάνης
στην έξοδο της, είναι το άθροισμα των επιμέρους χρόνων για να κινηθεί αρχικά στην
επιφάνεια του εδάφους, στην συνέχεια στις δευτερεύουσες κοίτες και τέλος στην
κύρια κοίτη μέχρι το σημείο μέτρησης (Παυλίδης 1990). Ο μέγιστος απαιτούμενος
συνολικός χρόνος για να συνεισφέρει στην απορροή, μια ποσότητα νερού από το
πλέον απομακρυσμένο χρονικά σημείο της λεκάνης καλείται χρόνος μέγιστης
διαδρομής ή χρόνος συγκέντρωσης. Είναι ένας χρήσιμος δείκτης για την
παρατήρηση του τρόπου αντίδρασης μιας λεκάνης απορροής σε μια βροχόπτωση
(Haan B.J., Barfield J.C., Hayes 1994).
Η συνολική απορροή που σχηματίζει την παροχή του ρεύματος δεν είναι ενιαία, αλλά
συνίσταται από τέσσερις επί μέρους απορροές ως εξής:
 από την επιφανειακή απορροή, δηλαδή από την απορροή που σχηματίζεται
και κινείται στην επιφάνεια του εδάφους.
 από την υποδερμική απορροή, δηλαδή από την απορροή που σχηματίζεται
από διήθηση μέρους της βροχόπτωσης, η οποία στη συνέχεια ρέει (ως
κορεσμένη ή ακόρεστη) δια μέσου του εδάφους προς τα κατάντη και μετά
από μια μικρότερη ή μεγαλύτερη υπόγεια πορεία μεταπίπτει σε επιφανειακή
ή εκρέει απευθείας στις κοίτες.
 Από την απευθείας απορροή, δηλαδή την παροχή που δημιουργείται από
την απευθείας πτώση των κατακρημνισμάτων μέσα στην κοίτη του
υδρογραφικού δικτύου και τέλος
 Από την βασική ή υπόγεια απορροή, που αποτελείται από κορεσμένη
απορροή υδροφορέων κάτω από την φρεάτια στάθμη (Παυλίδης 1990).
Οι τέσσερις αυτές επιμέρους απορροές πού συνθέτουν την συνολική απορροή
και σχηματίζουν την καμπύλη του υδρογραφήματος είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο,
να διαχωρισθούν μεταξύ τους.

28
2.5 Παροχή

Η εκτίμηση της συνολικής απορροής στις λεκάνες απορροής είναι σχετικά


δύσκολη διαδικασία γι’ αυτό και συνήθως για να εκτιμήσουμε την υδαταπορροή
μετράμε την παροχή σε μια διατομή της κοίτης του ρεύματος, δηλαδή την ποσότητα
νερού που διέρχεται από μια συγκεκριμένη διατομή της κοίτης ενός ρεύματος στη
μονάδα του χρόνου. Έτσι προκύπτουν οι ορισμοί της ετήσιας, μηνιαίας, ημερήσιας,
ωριαίας και στιγμιαίας παροχής (Στεφανίδης 2010). Ως ειδική (στιγμιαία) απορροή
ορίζεται ουσιαστικά, η ποσότητα που συνεισφέρει το κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο
της λεκάνης απορροής στην δημιουργία της στιγμιαίας παροχής στη συγκεκριμένη
διατομή. Ενώ ειδική (στιγμιαία) παροχή είναι η στιγμιαία απορροή διαιρούμενη
κατά το πλάτος της διατομής της κοίτης. Ως συντελεστής απορροής, ορίζεται η
σχέση μεταξύ της βροχής και της αντίστοιχης απορροής και εκφράζει το εκατοστιαίο
ποσοστό του ύψους βροχής που απορρέει επί της γήινης επιφάνειας μετά την
αφαίρεση των απωλειών λόγω διείσδυσης και εξάτμισης. Όπως και με την παροχή
μπορούμε να μετρήσουμε τον ετήσιο, μηνιαίο, ωριαίο και στιγμιαίο συντελεστή
απορροής. Ο στιγμιαίος συντελεστής απορροής χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό
των τύπων της μέγιστης αναμενόμενης υδατοπαροχής σε σημείο της κεντρικής κοίτης
μετά την εκδήλωση ραγδαίων βροχοπτώσεων. Η τιμή του αυξάνει όσο μικρότερη
είναι η επιφάνεια απορροής, όσο εντονότερο είναι το ανάγλυφό της, όσο μικρότερο
είναι το ποσοστό δάσωσης και όσο μικρότερης διαπερατότητας πετρώματα υπάρχουν
στην λεκάνη απορροής, άρα εξαρτάται πλήρως από την διαμόρφωση των βασικών
παραγόντων χειμαρρικότητας. Παρακάτω ακολουθούν κάποια σχήματα που μας
δείχνουν διάφορες τιμές του συντελεστή απορροής ανάλογα με το είδος της
επιφάνειας.

29
Πίνακας 1. Τιμές του συντελεστή απορροής c για διάφορες φυσικές και τεχνητές
επιφάνειες.
Είδος επιφάνειας c
Ασφαλτόστρωτες και τσιμεντόστρωτες επιφάνειες.
0,90-0,95
Αμμοχαλικόστρωτες επιφάνειες (ανάλογα με το βαθμό
συμπίεσης και την κλίση τους). 0,40-0,80
Σκυρόστρωτες επιφάνειες (ανάλογα με το βαθμό συμπίεσης
και την κλίση τους). 0,30-0,70
Φυσικά διαπερατά εδάφη με μικρή κλίση και πυκνή
φυτοκάλυψη από χαμηλά φυτά. 0,10-0,30
Φυσικά διαπερατά εδάφη με μεγάλη κλίση και αραιή
φυτοκάλυψη από χαμηλά φυτά. 0,30-0,70
Δασωμένες εκτάσεις (ανάλογα με το έδαφος, την κλίση και
την πυκνότητα βλάστησης) 0,05-0,30
Επιφάνειες με βράχους (ανάλογα με την κλίση, την
πυκνότητα και το είδος της βλάστησης). 0,30-0,80

Πίνακας 2. Τιμές του συντελεστή απορροής c για καλλιεργημένες εκτάσεις.


Είδος και κατάσταση εδάφους
c (ανάλογα με την κλίση)

Συνεκτικά εδάφη χωρίς καλλιέργεια 0,40-0,65

Συνεκτικά εδάφη με καλλιέργεια


0,30-0,55

Μέσα εδάφη χωρίς καλλιέργεια


0,15-0,40

Μέσα εδάφη με καλλιέργεια


0,10-0,30

Ελαφρά εδάφη χωρίς καλλιέργεια


0,05-0,20

Ελαφρά εδάφη με καλλιέργεια


0,00-0,10

30
Πίνακας 3. Τιμές του συντελεστή απορροής c για κατοικημένες περιοχές.
Είδος επιφάνειας c
Σχετικά επίπεδες επιφάνειες, αδιαπέρατες στο νερό σε
ποσοστό <3% λόγω κατασκευής δρόμων, σπιτιών κτλ. 0,40
Κατοικημένες περιοχές, σχετικά επικλινείς, αδιαπέρατες στο
νερό σε ποσοστό 50% 0,65
Κατοικημένες περιοχές, σχετικά επικλινείς, αδιαπέρατες στο
νερό σε ποσοστό 70% 0,80

Πίνακας 4. Χαρακτηριστικές τιμές του στιγμιαίου συντελεστή απορροής.


Είδος επιφάνειας Μεγάλες Μικρές και
λεκάνες απότομες
Βραχώδεις, αδιαπέρατες
0,8 1,0
Λίγο διαπερατές, γυμνές
0,6 0,8
Λίγο διαπερατές, μερικά καλλιεργούμεν-
ες και καλυμμένες με βλάστηση 0,4 0,6
Μη καλλιεργημένα, διαπερατά εδάφη
0,3 0,4
Αμμώδη, διαπερατά εδάφη
0,2 0,3
Καλυμμένες με πυκνό δάσος
0,1 0,2

Μέγιστη παροχή ορισμένης περιόδου: είναι η μέγιστη τιμή της στιγμιαίας


παροχής με ορισμένη περίοδο επανάληψης. Μέγιστη παροχή: είναι η μέγιστη τιμή
της στιγμιαίας παροχής με περίοδο επανάληψης τα 100 χρόνια που μπορεί να
εμφανιστεί σε συγκεκριμένη διατομή χειμαρρικού ρεύματος. Η τιμή της παραπάνω
παροχής χρησιμοποιείται συνήθως στους διάφορους υδρολογικούς και υδραυλικούς
υπολογισμούς για τις διευθετήσεις ορεινών υδάτων (Στεφανίδης 2010). Τα
περισσότερα χειμαρρικά ρεύματα της χώρας μας είναι ξηριάδες δηλαδή δεν
εμφανίζουν παροχές εντός των κοιτών παρά μόνο μετά από την εκδήλωση ραγδαίων
βροχοπτώσεων στις λεκάνες απορροής τους.
Η έλλειψη υδρομετρήσεων στις κεντρικές και δευτερεύουσες κοίτες των
χειμαρρικών μας ρευμάτων μας αναγκάζει να καταφύγουμε στον έμμεσο
προσδιορισμό της παροχής με τη χρήση εμπειρικών και αναλυτικών τύπων.

31
2.6 Χειμαρρικά φαινόμενα παραγωγής φερτών υλικών

2.6.1 Η διάβρωση

Ένα από τα εκτενέστερα χειμαρρικά φαινόμενα παραγωγής φερτών υλικών


είναι η διάβρωση. Το νερό της βροχής καθώς φθάνει στη γη έχει κρουστική και
διαλυτική ενέργεια ενώ στη συνέχεια καθώς κινείται στις επιφάνειες απορροής με
ορισμένη ταχύτητα αποκτά κινητική ενέργεια και υποσκαπτική δύναμη. Όταν λοιπόν
η τρωτότητα του γεωλογικού υποθέματος είναι υψηλή, η φυτοκάλυψη είναι
ανεπαρκής, ή η ένταση της βροχόπτωσης είναι μεγάλη το νερό υποσκάπτει, αποσπά
και μεταφέρει προς τα κατάντη όγκους εδαφικού υλικού και πετρωμάτων, κορμούς
δέντρων κ.τ.λ., δηλαδή φερτές ύλες (Στεφανίδης 2010). Εκτός από το νερό
διαβρωτική ικανότητα έχει και ο άνεμος.
Υπάρχουν πάντα δύο και μερικές φορές τρία διακριτά αλλά στενά
συνδεδεμένες διαδικασίες που εμπλέκονται στην επιφανειακή διάβρωση του
εδάφους:
 Η διάσπαση του χαλαρού εδαφικού υλικού από την δύναμη του νερού στις
ορεινές και ημιορεινές λεκάνες απορροής
 Η μεταφορά των φερτών υλικών διαμέσου των φυσικών αγωγών.
 Η εναπόθεση του εδαφικού υλικού στις πεδινές περιοχές (Horton 1932).
Διακρίνονται οι εξής μορφές διάβρωσης (Στεφανίδης 2010):

 Η επιφανειακή διάβρωση. Τα λεπτά επιφανειακά στρώματα του εδάφους


διαχωρίζονται και παρασύρονται από το νερό βαθμιαία και με ομοιόμορφο
τρόπο (Στεφανίδης 2010). Η επιφανειακή διάβρωση δημιουργείται όταν οι
σταγόνες βροχές με την κρουστική τους δύναμη διασπούν τη δομή του
εδάφους και παρασύρουν προς τα κατάντη τα σωματίδια του εδάφους,
κινούμενες στην εδαφική επιφάνεια σαν ένα πολύ λεπτό στρώμα νερού. Το
μέγεθος του όγκου των υλικών που παράγονται κατά τη διάρκεια του έτους
είναι γενικά μικρό και τα παραγόμενα υλικά λεπτής έως εξαιρετικά λεπτής
σύστασης (< 2mm), (Μουλόπουλος 1968). Οι επιπτώσεις περιορίζονται στη
μεταφορά λεπτών σωματιδίων και την ανάπτυξη μιας χαρακτηριστικής
αμμώδους στρώσης σε αυλάκια καλλιεργούμενων περιοχών (ίχνη) ή σε
περιοχές όπου τα λεπτά σωματίδια παγιδεύονται από μικρές συστάδες
ποώδους βλάστησης.
 Η αυλακωτή διάβρωση. Η δημιουργία από τα ρέοντα ύδατα πλήθους
μικρών, αβαθών αυλακιών στην επιφάνεια του εδάφους κατά τη διεύθυνση
της μέγιστης κλίσης, τα οποία είναι δυνατό να εξαφανισθούν με άροση. Έχουν
συνήθως τριγωνική διατομή με οξεία γωνία (Στεφανίδης 2010).
Δημιουργούνται από συγκράτηση της απορροής σε επικλινείς επιφάνειες ή

32
στα ανάντη περιοχών όπου υπάρχουν επιφανειακές ανωμαλίες του εδάφους, η
οποία διαβρώνει το έδαφος σε διάφορες εντάσεις (Mulder 2010).
 Η χαραδρωτική διάβρωση. Σ’ αυτή σχηματίζονται μεγάλες χαράδρες με
βάθος που κυμαίνεται από 5-15 μέτρα, και σπανιότερα φθάνει τα 30-40m
(Στεφανίδης 2010). Οι χαραδρωτικές διαβρώσεις εμφανίζονται κατά τη
διεύθυνση ροής και δεν μπορούν να εξαφανισθούν με άροση. Έχουν διατομή
τριγωνική με αμβλεία, συνήθως, γωνία (Στεφανίδης 2010).
 Η φαραγγωτή διάβρωση. Σχηματίζεται κυρίως στην κεντρική κοίτη των
χειμαρρικών ρευμάτων. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο βάθος (40-100μ) και η
διατομή της είναι υοειδής, μεγάλου πλάτους και με απότομα, μερικές φορές
σχεδόν κατακόρυφα πρανή.
 Η πρανική διάβρωση. Η πρανική διάβρωση προκύπτει από την απόσπαση
υλικών από τον πόδα της κοίτης των πρανών. Τα πρανή που υφίστανται την
υποσκαπτική διάβρωση συνήθως καταρρέουν και στην συνέχεια
μεταφέρονται από τα νερά (Στεφανίδης 2010). Πολλές φορές όταν
προκαλούνται μεγάλες πρανικές ολισθήσεις τροφοδοτούνται οι κοίτες με
ποικίλου μεγέθους φορτία φερτών υλικών κάτι το οποίο συμβάλλει στην
δημιουργία χειμάρρων λάβας (χέραδοι), (Παυλίδης 2005). Όταν συμβαίνουν
αλλαγές στη χρήση γης σε μια λεκάνη απορροής το μέγεθος της επιφανειακής
απορροής αυξάνεται. Συνεπώς τα κανάλια της ροής (χειμαρρικά ρεύματα)
προσαρμόζονται για να φιλοξενήσουν την επιπρόσθετη ροή αυξάνοντας έτσι
την διάβρωση των πρανών. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η επιταχυνόμενη
πρανική διάβρωση είναι ένα μέρος της διαδικασίας κατά την οποία το ρεύμα
επιδιώκει να αποκτήσει ένα σταθερό σχήμα και μέγεθος κοίτης (Mulder
2010). Εξ αιτίας της κάθετης εξέλιξης του φαινομένου σε σχέση με τον άξονα
της ροής του νερού, η πρανική διάβρωση παρουσιάζει τοπικό χαρακτήρα και
τα υλικά που απάγονται και διακινούνται στην κοίτη είναι διαφόρων μεγεθών
με μεγαλύτερη συμμετοχή μέσου μεγέθους και λεπτών υλικών (Μουλόπουλος
1968). Ο κίνδυνος της διάβρωσης γίνεται υψηλότερος στις Μεσογειακές
περιοχές και ιδιαίτερα σ’ αυτές που υπόκεινται σε ακατάλληλη γεωργική
διαχείριση, εγκατάλειψη της γης, έντονη οδοποιία ή πυρκαγιές (Cerda 2010).

Πίνακας 5. Ο χαρακτηρισμός της διάβρωσης


Α/Α ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ t/έτος/εκτάριο
1 ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΗ <2
2 ΧΑΜΗΛΗ 2-5
3 ΜΕΤΡΙΑ 5-15
4 ΥΨΗΛΗ 15-50
5 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗ >50
(Καρύδας 2008)

33
2.6.2 Αποσάθρωση και κατακρημνίσεις

Αποσάθρωση των πετρωμάτων ονομάζουμε το φαινόμενο εκείνο κατά το


οποίο επέρχεται καταστροφή της συνοχής των πετρωμάτων, η οποία οφείλεται, είτε
σε μηχανική ή φυσική δράση, είτε σε χημική δράση.
Η φυσική ή μηχανική αποσάθρωση οφείλεται στην συνδυασμένη δράση των
παραγόντων της θερμοκρασίας και του νερού. Οι διάφορες αυξομειώσεις της
θερμοκρασίας οδηγούν στην μεταβολή του όγκου των πετρωμάτων, καθώς και στην
τήξη και πήξη του νερού εντός του γεωϋποθέματος, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση της
συνοχής και τη δημιουργία σχισμών και ρωγμών στο πέτρωμα, ενώ ταυτόχρονα η
υδραυλική πίεση που ασκούν τα ύδατα στις ρωγμές και στους πόρους των
πετρωμάτων, οδηγούν τελικά στη θραύση των τελευταίων. Ακόμη οι ρίζες των
δέντρων και των θάμνων που εισχωρούν μέσα στα πετρώματα δημιουργούν ρωγμές
οι οποίες συμβάλλουν στην αποσάθρωση των πετρωμάτων. Διάφορα τεκτονικά αίτια,
όπως και η τάση κρυσταλλοποίησης των αλάτων μπορούν επίσης να συμβάλλουν
στην αποσάθρωση των πετρωμάτων (Στεφανίδης 2010).
Η χημική αποσάθρωση λαμβάνει χώρα μέσω των χημικών αντιδράσεων της
διάλυσης, της οξείδωσης, της υδάτωσης και της αναγωγής. Συνέχεια του φαινομένου
της αποσάθρωσης αποτελούν οι κατακρημνίσεις. Αυτές ορίζονται ως τα φαινόμενα,
κατά τα οποία γεώδεις ή βραχώδεις μάζες αποκολλώνται από τη θέση τους, για
διάφορες αιτίες, στη συνέχεια διαχωρίζονται σε υλικά διαφορετικών μεγεθών που
κατακρημνίζονται και αποτίθενται τελικά στις χαμηλότερες θέσεις με διαλογή
(Στεφανίδης 2010). Εξαρτώνται όπως και οι αποσαθρώσεις από το είδος των
πετρωμάτων της περιοχής (ευνοούνται στα ασβεστολιθικά πετρώματα), καθώς και
από την κλίση της επιφάνειας. Διακρίνονται σε αμμοκατακρημνίσεις,
λιθοκατακρημνίσεις ή βραχοκατακρημνίσεις, οροκατακρημνίσεις και μεικτές μορφές.

34
2.6.3 Κατολισθήσεις, ολισθήσεις και ροές

Κατολίσθηση ορίζεται ως η απόσπαση των ιζημάτων από την αρχική τους


θέση και η απόθεση τους σε κατώτερα επίπεδα όταν οι δυνάμεις που αντιστέκονται
(τριβή, συνοχή) γίνονται μικρότερες από την δύναμη που δρα (βαρύτητα), (Barret
2008), ενώ σύμφωνα με τον Terzachi (1950) κατολίσθηση είναι η γρήγορη κίνηση
μάζας πετρώματος, εναπομένοντος εδάφους ή ιζήματος ενός πρανούς, της οποίας το
κέντρο μετακινείται προς τα κάτω και προς τα έξω. Στα κατολισθητικά φαινόμενα
συμπεριλαμβάνονται οι ολισθήσεις, οι ροές, οι καταπτώσεις και οι σύνθετες μορφές.
Ως ολίσθηση καλείται το φαινόμενο κατά το οποίο μια μάζα εδάφους
μετακινείται επάνω σε ένα επίπεδο ολίσθησης λόγω του ιδίου βάρους της, κατά τη
διεύθυνση της μέγιστης κλίσης, και εξ αιτίας του διαποτισμού της με νερό. Τα υλικά
που παράγονται είναι διαφόρων μεγεθών, συχνά σημαντικών ποσοτήτων και όγκου,
με τα πιο λεπτά να κυριαρχούν και να αποτίθενται στα κατάντη χωρίς να έχουν
υποστεί διαλογή (Carling, P.A., κ.α. 1989). Έντονες υποσκαφές των πρανών ιδιαίτερα
στις κεντρικές κοίτες των ρεμάτων και στους κύριους συμβάλλοντες αυτών,
αποσταθεροποιούν όγκους υλικών και ευνοούν τις ολισθήσεις (Μαργαρόπουλος Π.,
1963).
Οι ολισθήσεις χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες :
Α) Στις ολισθήσεις με ελάχιστα παραμορφούμενη μάζα υπάγονται οι ολισθήσεις, των
οποίων η κινούμενη μάζα αποτελείται από ένα ή λίγα τεμάχια και δεν έχει
παραμορφωθεί έντονα (Στεφανίδης 2010).
Β) Στις ολισθήσεις με υλικό έντονα παραμορφούμενο όπου η ολισθαίνουσα μάζα
παραμορφώνεται σημαντικά ή αποτελείται από πολλές ανεξάρτητες μονάδες. Οι
κατολισθήσεις της κατηγορίας αυτής, έχουν συνήθως ως αίτιο τις προϋπάρχουσες
ρωγμές, τις δυσμενείς στρωματώσεις ή στρώσεις με διαφορετική διατμηματική
αντοχή. Διακρίνουμε εδώ δύο υποκατηγορίες. Τις ολισθήσεις βράχων και βραχωδών
τεμαχίων που αποτελούνται από πολλές κατολισθαίνουσες ανεξάρτητες μονάδες, και
την ολίσθηση με θραύση και πλευρική εξάπλωση όπου η κατολισθαίνουσα μάζα
ολισθαίνει σε μια ή περισσότερες επίπεδες επιφάνειες και θραύεται σε ανεξάρτητες
μονάδες (Στεφανίδης 2010).
Οι ροές είναι μια υποκατηγορία των κατολισθήσεων όπου η κίνηση της
κατολισθαίνουσας μάζας είναι τέτοια, ώστε το σχήμα και η εμφάνιση του υλικού να
θυμίζουν παχύρευστο υγρό. Διακρίνονται σε ξηρές (ροή άμμων χαλίκων που
προέρχονται είτε από ηφαιστιακές εκρήξεις είτε από ολισθήσεις) και σε υγρές
(κατολισθαίνουσα μάζα μεγάλης περιεκτικότητας σε νερό) ροές (Στεφανίδης 2010).

35
2.6.4 Στερεομεταφορά και στερεοπαροχή

Τα υλικά που παράγονται από τις διάφορες μορφές των διαβρώσεων που
αναφέρθηκαν παραπάνω, και μεταφέρονται μέσω της χειμαρρικής δράσης σε
διάφορα σημεία των λεκανών απορροής ονομάζονται φερτά υλικά.
Τα φερτά υλικά εντός του απορρέοντος νερού κινούνται είτε ατομικά άρα και
ανεξάρτητα μεταξύ τους, είτε μαζικά όταν δηλαδή τα υλικά κινούνται με την μορφή
λάβας (Στεφανίδης 2010). Ακόμη γίνεται διάκριση σύμφωνα με τον τρόπο μεταφοράς
τους καθώς και με τη σχέση τους ως προς την κοίτη. Έτσι έχουμε:
 την παραπυθμένια μεταφορά ή φορτίο κοίτης με σύρση (Bed load) όπου
το φορτίο, το οποίο αποτελείται κατά κύριο λόγο από πετρώδες υλικό
μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων (χαλίκια, κροκάλες), μετακινείται πάντα
στην επιφάνεια του πυθμένα της κοίτης εξαιτίας του βάρους του. Το φορτίο
κοίτης παρουσιάζεται αυξημένο σε περιόδους όπου η απορροή είναι μεγάλη
και σε περιοχές με απότομες κλίσεις.
 Την αιωρομεταφορά ή αιωρούμενο φορτίο (suspended load): αυτό
αποτελείται από μικρά σωματίδια του μεγέθους των σωματιδίων της άμμου
ή της αργίλου, τα οποία βρίσκονται σε ισορροπία με το νερό και αιωρούνται
σ’ αυτό, κινούμενα ανάμεσα στον πυθμένα και την ελεύθερη επιφάνεια του
νερού.
 Το φορτίο απόπλυσης (wash load) : Αυτό αποτελεί μια υποκατηγορία του
αιωρούμενου φορτίου που συχνά αναφέρεται και ως λεπτόκοκκο ίζημα.
Έχει διάμετρο μικρότερη από 62μm και αποτελείται κυρίως από πολύ μικρά
σωματίδια ιλύος και αργίλου.
 Το φορτίο αναπήδησης (saltation load): Αποτελεί, ουσιαστικά μια
ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ του φορτίου κοίτης και του φορτίου αιώρησης
(Τσακίρης 2005, Στεφανίδης 2010).
Για την εκτίμηση της ποσότητας των μεταφερόμενων υλικών από τα
χειμαρρικά ύδατα χρησιμοποιούνται οι έννοιες της στερεοπαροχής και του
στερεοφορτίου. H στερεομεταφορά εκφράζεται μέσω της έννοιας της
στερεοπαροχής, δηλαδή της ποσότητας των υλικών που μεταφέρεται στη μονάδα του
χρόνου από ορισμένη διατομή της κοίτης (m3/sec), (Κωτούλας 2001). Παρέχει την
ένταση της στερεομεταφοράς για συγκεκριμένες συνθήκες ροές. Όταν δίνεται σε
m3/sec δηλαδή ανά τρέχον μέτρο πλάτους πυθμένα χαρακτηρίζεται ως ειδική
στερεοπαροχή. Τέλος ως στερεοφορτίο ορίζεται η ποσότητα φερτών υλών η οποία
διέρχεται από συγκεκριμένη διατομή της κοίτης για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό
διάστημα (μήνας, εξάμηνο, έτος κλπ.). Μπορεί όμως να εκφράζεται και σε m3/έτος,
km2 μετά από αναγωγή της ποσότητας των στερεών υλικών στη μονάδα της ορεινής
λεκάνης απορροής που τα παρήγαγε, οπότε τότε χαρακτηρίζεται ως ειδική
στερεοποσότητα (Στεφανίδης 2010).

36
3 Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

3.1 Γενικά

Η περιοχή της έρευνας υπάγεται στον δήμο Κασσάνδρας του νομού


Χαλκιδικής. Ολόκληρος ο δήμος αποτελείται από την χερσόνησο της Κασσάνδρας
που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού και συνδέεται γεωγραφικά με την
ηπειρωτική Χαλκιδική στην περιοχή της Ποτίδαιας όπου υπάρχει ισθμός. Οι κάτοικοι
ασχολούνται κυρίως με την γεωργία, την αλιεία και τον τουρισμό. Η έκταση της
χερσονήσου είναι περίπου 334 km2 και ο πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του
2011 είναι 16.672 κάτοικοι. Βρέχεται δυτικά από τον κόλπο του Θερμαϊκού και
ανατολικά σχηματίζει με την χερσόνησο της Σιθωνίας τον κλειστό κόλπο Τορωναίο.
Στο νότιο τμήμα της η χερσόνησος βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Το
ανατολικότερο σημείο της αποτελεί το ακρωτήριο του Ποσειδίου. Τα υψόμετρα που
επικρατούν είναι χαμηλά και η χερσόνησος διακρίνεται από μια λοφώδη
κορυφογραμμή που ξεκινάει από την κωμόπολη της Κασσανδρείας και εκτείνεται
έως και το ακρωτήριο του Αγ. Νικολάου στο Παλιούρι με μέγιστο υψόμετρο κοντά
στον οικισμό της Ν. Σκιώνης γύρω στα 350 m.

Χάρτης 3: Η περιοχή έρευνας.

37
Σύμφωνα με τον Ντάφη (1986), ο οποίος χρησιμοποιεί τις ανώτερες
φυτοκοινωνικές μονάδες του συστήματος του Braun-Blanquet (τάξη, σύνδεσμος,
φυτοκοινωνία) η Κασσάνδρα ανήκει στην Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης
(Quercetalia ilicis) και συγκεκριμμένα στην υποζώνη Oleo-lentiscentum. Στην
Κασσάνδρα εμφανίζονται τα είδη: Pinus halepensis (Xαλέπιος πεύκη), Pistacia
lentiscus (Σχίνος), Erica manipuliflora (Ρείκι), Myrtus communis (Μυρτιά), Quercus
coccifera (Αριά), Smilax aspera, Styrax officinalis, Quercus conferta. Όσον αφορά
την πανίδα της περιοχής τα κυριότερα είδη είναι: Felis sylvestris (Αγριόγατα), Vulpes
vulpes (Αλεπού), Canis aureus (Τσακάλι), Mustela nivalis (Νυφίτσα), Sus scrofa
(Αγριογούρουνο). Η κυριότερη λειτουργία του δάσους στην χερσόνησο Κασσάνδρας
είναι η αισθητική. Από γεωργικής άποψης κυριαρχεί η καλλιέργεια της ελιάς και σε
μικρότερο βαθμό των σιτηρών.
Η περιοχή της χερσονήσου Κασσάνδρας έχει υποστεί στο πολύ πρόσφατο
παρελθόν τις καταστροφικές συνέπειες μεγάλης πυρκαγιάς. Το καλοκαίρι του 2006
καήκαν ολοσχερώς 55 km2 γης που σχεδόν στο σύνολό της αποτελούνταν από δασική
έκταση. Σχεδόν το μισό της συνολικής δασικής έκτασης της χερσονήσου. Το συμβάν
αυτό αν και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για τον άνθρωπο όσο και για την
φύση επηρεάζει ελάχιστα το χειμαρρικό περιβάλλον της λεκάνης απορροής του
Ζωγραφίτικου, ενώ δεν επηρεάζει καθόλου το χειμαρρικό περιβάλλον της λεκάνης
απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης.
Το ρέμα της Σίβηρης με τοπική ονομασία Λάκκος Χατζή πηγάζει από το
βόρειο τμήμα της χερσονήσου και ακολουθεί μια έντονα καμπύλη πορεία σε πεδινό
έδαφος για να καταλήξει στον Θερμαϊκό κόλπο στο ύψος του οικισμού Σίβηρη. Είναι
το δεύτερο μεγαλύτερο χειμαρρικό ρέμα της χερσονήσου. Στο τελευταίο τμήμα της
εκβολής του παρουσιάζει μόνιμα στάσιμα ύδατα.
Ο χείμαρρος της Φούρκας ή και χείμαρρος Λάκκος Ζωγραφίτικος πηγάζει
από το νότιο τμήμα της χερσονήσου, από την θέση Προφήτης Ηλίας βόρεια-
βορειοδυτικά της Ν. Σκιώνης και περίπου 3km βόρεια του οικισμού Μόλα καλύβα.
Στη συνέχεια ρέει μέχρι τον οικισμό του Κασσανδρινού όπου και ενώνεται με τον
μεγαλύτερο κλάδο του και αφού ακολουθήσει μια μικρή καμπύλη εκβάλλει και αυτός
στον Θερμαϊκό κόλπο στο ύψος του οικισμού της Παραλίας Φούρκας «περνώντας»
ουσιαστικά μέσα από τον οικισμό. Έχει βεβαρυμμένο πλημμυρικό ιστορικό με
περιοδικά ανά 10 χρόνια μικρότερα ή μεγαλύτερα πλημμυρικά συμβάντα, που τον
καθιστούν τον πιο επικίνδυνο χείμαρρο της Κασσάνδρας (Παυλίδης 1994).

38
3.2 Ιστορικό πλημμυρών

Φούρκα Χαλκιδικής: Σύμφωνα με στοιχεία του δασαρχείου Κασσάνδρας


στις 10.03.1990, εκδηλώθηκε πυρκαγιά η οποία έκαψε 5.500 στρ. περίπου δασών και
δασικών εκτάσεων στις ορεινές λεκάνες απορροής του χειμάρρου της Φούρκας. Τον
Δεκέμβριο του ίδιου έτους μετά από ιδιαίτερα έντονες βροχοπτώσεις επήλθε βιβλική
καταστροφή (Στεφανίδης 2010). Οι ζημιές που προκλήθηκαν ξεπέρασαν τα 2 δις
δραχμές. Δύο σπίτια παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά που έφθασαν σε ύψος
μέχρι και τα 10 μέτρα ενώ 4 ακόμα σπίτια ξεθεμελιώθηκαν. Κατέρρευσαν δύο
μεγάλες γέφυρες, στο Κασσανδρινό και στην Φούρκα. Εκατοντάδες σπίτια
πλημμύρισαν, ζώα και μελίσσια χάθηκαν και παρασυρόμενα από τα νερά κατέληξαν
στην θάλασσα. Ευτυχώς δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Βέβαια πρέπει να
σημειώσουμε πως η μικρή σχετικά καμένη έκταση στο σύνολο της περιοχής, δεν
μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι τρομερές καταστροφές οφείλονται
μόνο στην πυρκαγιά της 10.03.1990. Άλλοι λόγοι εκτός από την πυρκαγιά που
συντέλεσαν στην δημιουργία των πλημμυρικών φαινομένων ήταν: α) η ιδιαίτερα
μεγάλης έντασης βροχόπτωση β) τα ευπαθή στη δράση των κατακρημνισμάτων
νεογενή ιζήματα όπως και κροκαλοπαγή, μάργες. γ) η έντονη οικοδομική
δραστηριότητα ακόμη και μέσα στις κεντρικές κοίτες των ρευμάτων (Στεφανίδης
2010).
Σίβηρη Χαλκιδικής: Μια μπόρα μόλις μισής ώρας έπνιξε στις 02.09.2007
την περιοχή της Σίβηρης της Κασσάνδρας. Τα ρέματα υπερχείλισαν, σπίτια και αυλές
πλημμύρισαν, οι δρόμοι μετατράπηκαν σε χείμαρρους, θάλασσα και παραλία έγιναν
ένα. Νεαρό ζευγάρι κινδύνεψε να πνιγεί, όταν το αυτοκίνητό τους παρασύρθηκε από
ρέμα. Επτά τουλάχιστον αυτοκίνητα παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά και
κατέληξαν στη θάλασσα (εφημερίδα Έθνος 2/9/2007). Το συμβάν αρχικά αποδόθηκε
στην μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά της 22-08-2006 στην Χανιώτη Χαλκιδικής που
έλαβε χώρα ένα χρόνο νωρίτερα. Αργότερα βέβαια τοπικοί φορείς απέδωσαν το
γεγονός στην ύπαρξη εμποδίων εντός της κοίτης του ρεύματος (κλαδιά, κορμοί,
σκουπίδια) καθώς και στην έντονη οικοπεδοποίηση. Αυτά ήταν έως τώρα τα δύο
σημαντικότερα πλημμυρικά γεγονότα των δύο χειμάρρων της μελέτης μας που
αποδεικνύουν την έντονη χειμαρρική τους δράση.

39
4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

4.1 Γενικά

Για την διεκπεραίωση του σκοπού της διπλωματικής εργασίας και ως εκ


τούτου για την μελέτη του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος των
χειμάρρων που επιλέξαμε ακολουθήθηκαν οι εξής μέθοδοι:
 Συγκεντρώθηκαν τα φύλλα των τοπογραφικών χαρτών κλίμακας 1:50.000 της
Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού από το εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών
Υδάτων. Στην συνέχεια ακολούθησε συγκόλληση και ψηφιοποίηση με τη
βοήθεια του προγράμματος ArcGis10 και διεξάχθηκαν δεδομένα που μας
βοήθησαν στον προσδιορισμό των μορφομετρικών και υδρογραφικών
χαρακτηριστικών και του χειμαρρικού περιβάλλοντος των δύο ρευμάτων.
Κατόπιν έγιναν οι ακόλουθες ενέργειες για τον προσδιορισμό των
μορφομετρικών και υδρογραφικών χαρακτηριστικών:
Προσδιορίστηκε με τη βοήθεια του προγράμματος ArcGis10 το εμβαδό των
επιφανειών απορροής ως η επιφάνεια που περικλείεται εντός του υδροκρίτη
και έγινε μέτρηση του. Ως μονάδα μέτρησης χρησιμοποιήθηκε το km2. Στη
συνέχεια και πάλι μέσω των τοπογραφικών χαρτών και του προγράμματος
ArcGis10 προσδιορίστηκε και μετρήθηκε το συνολικό μήκος των
χωροσταθμικών καμπυλών (σε km), απαραίτητο δεδομένο για την εύρεση της
μέσης κλίσης της λεκάνης, όπως επίσης μετρήθηκε και το μήκος της
κεντρικής κοίτης (σε km) και το συνολικό μήκος του υδρογραφικού
δικτύου (σε km). Έπειτα προσδιορίστηκαν στον τοπογραφικό χάρτη και
μετρήθηκαν τα Hmin και Hmax (σε m). Χρησιμοποιήθηκαν οι τύποι του
βαθμού στρογγυλομορφίας, δείκτη επιμήκυνσης, δείκτη κυκλικότητας για την
ακριβέστερη εκτίμηση της μορφής των λεκανών απορροής. Με βάση τα
δεδομένα των προηγούμενων μετρήσεων και μέσω της εφαρμογής τους στους
τύπους που αναλύσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο εκτιμήθηκαν τα μεγέθη
της υψομετρίας των λεκανών, της μέσης κλίσης τους, της πυκνότητας του
υδρογραφικού δικτύου, καθώς και της μέσης κλίσης και του μήκους της
κεντρικής κοίτης. Η μορφή του υδρογραφικού δικτύου καθορίστηκε από
την βιβλιογραφία και τα σχεδιαγράμματα.
 Συγκεντρώθηκαν ορθοφωτοχάρτες της περιοχής, και ένας χάρτης βλάστησης
της περιοχής της Χαλκιδικής κλίμακας 1:200.000, ο οποίος ψηφιοποιήθηκε
και επεξεργάστηκε με το πρόγραμμα ArcGis10. Τόσο οι ορθοφωτοχάρτες όσο
και ο χάρτης βλάστησης έδωσαν στοιχεία για την κατανομή των χρήσεων
γης, η οποία μετρήθηκε με μoνάδα μέτρησης το km2 αλλά και ποσοστιαία.

40
 Επίσης συγκεντρώθηκαν δεδομένα για το γεωλογικό υπόθεμα της περιοχής
της χερσονήσου της Κασσάνδρας από γεωλογικούς χάρτες του Ινστιτούτου
Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους κλίμακας 1:50.000 οι οποίοι
ψηφιοποιήθηκαν μέσω του προγράμματος ArcGis10 και μας έδωσαν χρήσιμα
δεδομένα σχετικά με την κατανομή των διαφόρων πετρολογικών
σχηματισμών στις λεκάνες απορροής.
 Συγκεντρώθηκαν και επεξεργάστηκαν τα μετεωρολογικά δεδομένα του
μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας (μέση ετήσια θερμοκρασία, μέση
ετήσια βροχόπτωση, ραγδαιότητα βροχής, ημέρες χιονόπτωσης) με την χρήση
του λογισμικού excel. Τα δεδομένα αυτά μας ήταν απαραίτητα για την
διεξαγωγή κάποιων αναλυτικών τύπων προσδιορισμού της παροχής, της
μεθόδου Gavrilovic καθώς και για την κατασκευή του ομβροθερμικού
διαγράμματος σύμφωνα με τους Bagnouls-Gaussen.
 Υπολογίσθηκε η μέγιστη αναμενόμενη υδατοπαροχή με τη χρήση των
εμπειρικών και αναλυτικών τύπων όπως αυτοί παρουσιάστηκαν στο δεύτερο
κεφάλαιο.
 Έγινε προσδιορισμός της στερεοπαροχής των δύο ρευμάτων με την βοήθεια
της εμπειρικής εξίσωσης των Stiny-Herheulidze καθώς και της μέσης
ετήσιας υποβάθμισης των λεκανών απορροής με τη χρήση του τύπου του
Gavrilovic, για την εφαρμογή της οποίας έγινε διαχωρισμός της λεκάνης σε
μικρότερες ομοιόμορφες υπολεκάνες και υπολογίστηκε η υποβάθμισή τους.
Τέλος χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα ποσοστιαίας κατανομής βλάστησης και
πετρολογικών σχηματισμών όπως και μετεωρολογικά δεδομένα μέσης ετήσιας
θερμοκρασίας και μέσης ετήσιας βροχόπτωσης που μας βοήθησαν στον
υπολογισμό των τύπων.
 Χρησιμοποιήθηκε ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, σχετική με της
σύνταξη μελετών ορεινής υδρονομίας και γενικά για το πεδίο της δασικής
υδρολογίας.
 Για τον προσδιορισμό των ανθρωπογενών επεμβάσεων στον χώρο των
λεκανών απορροής διεξήχθη επιτόπια παρατήρηση και φωτογράφιση με
ψηφιακή μηχανή και συντάχθηκαν χάρτες κατανομής των κυριότερων
ανθρωπογενών επεμβάσεων.

41
4.2 Τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά

Η μορφομετρική ανάλυση των λεκανών απορροής εισήχθη από τον Horton


(1932, 1945). Αφορά την καταγραφή και τον υπολογισμό των διαφόρων
χαρακτηριστικών του αναγλύφου και της γεωμετρίας της λεκάνης απορροής και του
υδρογραφικού δικτύου, καθώς και στην διερεύνηση των μεταξύ τους σχέσεων. Ο
σκοπός της μορφομετρικής ανάλυσης είναι να ποσοτικοποιήσει την γεωμορφολογική
δομή και να προβλέψει την υδρολογική και κατ’ επέκταση την υδρογεωλογική
απόκριση της λεκάνης απορροής (Patton και Baker 1976).
Για την σύνταξη μιας υδρολογικής μελέτης είναι απαραίτητο να μελετήσουμε
τα μορφομετρικά και υδρογραφικά της χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν τον
τρόπο και τη διαδικασία κίνησης του νερού (Στεφανίδης 2010). Τα σπουδαιότερα από
αυτά είναι :
 Η έκταση (εμβαδόν) της ορεινής λεκάνης απορροής (F). Είναι
ουσιαστικά η επιφάνεια που περικλείεται εντός του υδροκρίτη της. Ανάλογα
με το εμβαδόν τους οι λεκάνες απορροής χαρακτηρίζονται ως εξής :
<10 km2 πολύ μικρές
10-30 km2 μικρές
30-80 km2 μέτριες
80-150 km2 μεγάλες
150-250 km2 αρκετά μεγάλες
>250 km2 πολύ μεγάλες
 Μορφή λεκάνης απορροής. Το σχήμα της λεκάνης απορροής επηρεάζει
την ταχύτητα απορροής. Στρογγυλόμορφες λεκάνες συγκεντρώνουν
ταχύτατα το νερό και οδηγούν σε μεγαλύτερες παροχές. Αντίθετα οι
επιμήκεις λεκάνες απαιτούν μεγαλύτερο χρόνο συγκέντρωσης του νερού γι’
αυτό και εμφανίζουν μικρότερες παροχές (με τις ίδιες συνθήκες).
 Βαθμός στρογγυλομορφίας. Δίνεται από τη σχέση :

Όπου F: είναι το εμβαδόν της λεκάνης σε km2


U: είναι το μήκος του υδροκρίτη σε km
Και μονάδα μέτρησης είναι το km
Δύο ακόμα δείκτες που μας βοηθούν στον προσδιορισμό και τη μελέτη
του σχήματος των λεκανών απορροής.

42
 Δείκτης Κυκλικότητας του Miller. Μας δίνει την αναλογία μεταξύ του
εμβαδού της λεκάνης απορροής με την υποθετική περιοχή ενός κύκλου
ίδιας περιφέρειας με την περίμετρο της λεκάνης απορροής. Παίρνει τιμές
από 0,2-0,8. Δείκτης που τείνει στο 0,8 φανερώνει μια σφαιρική λεκάνη
απορροής (Miller 1953).

όπου: (F) το εμβαδόν της λεκάνης απορροής, (U) η περίμετρός της.

 Δείκτης επιμήκυνσης λεκάνης. Δίνεται από τον εξής τύπο :

Όπου: (F) το εμβαδόν της λεκάνης απορροής και (Lb) το μέγιστο μήκος της
λεκάνης απορροής. Ο τύπος δίνει πάντα αποτελέσματα που ποικίλουν από 0,4-1. Όσο
περισσότερο τείνει ο δείκτης στη μονάδα τόσο πιο στρογγυλόμορφες είναι οι
λεκάνες. Αντίθετα όσο τείνει στο 0,4 τόσο πιο επιμήκεις είναι οι λεκάνες (Schum
1956).

 Υψομετρία λεκάνης απορροής. Το ελάχιστο υψόμετρο (Hmin) (στα


πλαίσια μιας υδρολογικής μελέτης) προσδιορίζεται, κατά Στεφανίδη (2010),
από τον τοπογραφικό χάρτη μετά την χάραξη του υδροκρίτη και τον
σχηματισμό της επιφάνειας απορροής, και είναι το υψόμετρο που επικρατεί
στην περιοχή της εξόδου του χειμαρρικού ρεύματος στην πεδινή περιοχή.
Το μέγιστο υψόμετρο(Hmax) είναι το μεγαλύτερο που επικρατεί στην
περιοχή της λεκάνης απορροής και συνήθως βρίσκεται επί του υδροκρίτη
της. Το μέσο υψόμετρο(Hmed) εκφράζει το υψόμετρο του γεωμετρικού
κέντρου της λεκάνης απορροής και προσδιορίζεται με την εφαρμογή του
παρακάτω τύπου :
Σ
Σ

Όπου Hmed : το μέσο υψόμετρο λεκάνης (km)


Li: το μήκος μιας χωροσταθμικής καμπύλης
Hi: το υψόμετρο της ανωτέρω χωροσταθμικής

43
 Το μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο (Ηx): αποτελεί ουσιαστικά το υψόμετρο
εκείνο στο χώρο μιας λεκάνης απορροής πάνω από το οποίο
περιλαμβάνεται μια έκταση ίση με το 3-5% του εμβαδού της λεκάνης (σε
οριζόντια προβολή). Μια ακόμη τοπογραφική έννοια αποτελεί αυτή του
Μέγιστου αναγλύφου (Hr) δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του μεγίστου και
του ελαχίστου υψομέτρου σε μια λεκάνη απορροής (σε m), (Στεφανίδης
2010).

 Η μέση κλίση της λεκάνης κατά Στεφανίδη (2010) προκύπτει από την
εφαρμογή του παρακάτω τύπου :

ΔΗ ΣΙ

Όπου : μέση κλίση της λεκάνης


ΔΗ : ισοδιάσταση των χωροσταθμικών καμπυλών
ΣΙ : το άθροισμα των μηκών όλων των χωροσταθμικών καμπυλών της
λεκάνης
: εμβαδόν της επιφάνειας της λεκάνης

44
4.3 Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά

Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής είναι τα εξής:


 Η μορφή του υδρογραφικού δικτύου. Γίνεται στη συνέχεια μια
ταξινόμηση των βασικών μορφών των υδρογραφικών δικτύων :
α)Δενδριτική μορφή. Έχει την μορφή δέντρου με τις διακλαδώσεις του οι
οποίες εκτείνονται σε διάφορες κατευθύνσεις και σχηματίζουν με την κεντρική κοίτη
γωνίες μεγαλύτερες των 30 και μικρότερες των 90 μοιρών. Αναπτύσσεται σε
πετρώματα που παρουσιάζουν την ίδια αντίσταση στην διάβρωση.
β)Παράλληλη μορφή. Αποτελείται από κύριους κλάδους που είναι παράλληλοι
μεταξύ τους και από μικρότερους που συνδέονται με τους μεγαλύτερους με οξείες
γωνίες. Αναπτύσσεται συνήθως σε περιοχές με απότομες κλίσεις.
γ)Γωνιώδης μορφή. Αναπτύσσεται σε περιπτώσεις που υπάρχουν ομάδες
ρηγμάτων οι οποίες τέμνονται υπό γωνία διαφορετική της ορθής .
δ)Ορθογώνια μορφή. Η κύρια κοίτη του ρέματος κάμπτεται από ορθές γωνίες
όπως και οι συμβάλλοντες σε αυτή. Συναντάται συνήθως σε περιοχές όπου υπάρχουν
ομάδες παράλληλων ρηγμάτων που τέμνονται ορθογώνια.
ε)Ακτινωτή μορφή. Σ’ αυτή την μορφή ρεύματα ξεκινούν και αναπτύσσονται
από μια κεντρική υπερυψωμένη περιοχή κωνικής μορφής. Συναντάται συνήθως σε
ηφαίστεια και σε μεμονωμένους λόφους με απότομες πλευρές.
στ)Σύνθετη μορφή (ορθογώνια και δενδριτική). Εδώ η μορφή του
υδρογραφικού δικτύου φαίνεται να συνδυάζει τα στοιχεία της ορθογώνιας και της
δενδριτικής μορφής (Στεφανίδης 2010).
 Μήκος κεντρικής κοίτης. Η κεντρική κοίτη ενός χειμαρρικού ρεύματος
αρχίζει από την εκβολή στον μεγαλύτερο αποδέκτη ποταμό, λίμνη ή
θάλασσα και φθάνει μέχρι τα υψηλότερά της σημεία (μονάδα μέτρησης το
km).

 Μέση κλίση κεντρικής κοίτης. Δίνεται από τον ακόλουθο τύπο :

Όπου: (Jk) η μέση κλίση της κοίτης, (L) η οριζόντια απόσταση κοίτης με
ορισμένη σταθερή κλίση και (Js) η κλίση του παραπάνω τμήματος (%).

45
 Πυκνότητα υδρογραφικού δικτύου. Είναι ο λόγος μεταξύ του συνολικού
μήκους των κλάδων μέσα σε μια λεκάνη προς το εμβαδόν της παραπάνω
λεκάνης απορροής και εκφράζει το μήκος του υδρογραφικού δικτύου στην
μονάδα επιφάνειας της λεκάνης. Δίνεται από τον τύπο :

Όπου: (D) η πυκνότητα του υδρογραφικού δικτύου (km/km2), (F) η συνολική


επιφάνεια της λεκάνης απορροής και (ΣL) το συνολικό μήκος των ρευμάτων
της λεκάνης (Στεφανίδης 2010). Μια λεκάνη θεωρείται ότι έχει μικρή
πυκνότητα υδρογραφικού δικτύου αν D<0.5 και μεγάλη αν D>3
(Παυλόπουλος και Καρύμπαλης 2003). Υψηλότερες τιμές αυτού του δείκτη
υποδεικνύουν ότι μεγαλύτερο ποσοστό των κατακρημνισμάτων απορρέει
επιφανειακά, ενώ χαμηλότερες τιμές υποδεικνύουν ότι το μεγαλύτερο
ποσοστό των κατακρημνισμάτων «φιλτράρεται» από το έδαφος και έτσι
μικρότερος αριθμός ρευμάτων απαιτείται για να μεταφέρει τα
κατακρημνίσματα (Rogerς κ.α. 1971).
 Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου. Η αρίθμηση και ταξινόμηση των
υδρογραφικών δικτύων κρίθηκε αναγκαία επειδή διάφοροι μορφομετρικοί
και υδρολογικοί χαρακτήρες συνδέονται με αυτήν (Στεφανίδης 2010). Στην
παρούσα μελέτη θα χρησιμοποιήσουμε τις δύο πιο σημαντικές μεθόδους
που είναι οι εξής :
Μέθοδος αρίθμησης κατά Horton (1945): Σύμφωνα με το σύστημα αυτό
πρέπει πρώτα να ορίσουμε την κεντρική κοίτη ως την κοίτη με το μεγαλύτερο μήκος
(από την εκβολή μέχρι τα υψηλότερα σημεία). Στην συνέχεια ξεκινώντας από τα
ψηλότερα σημεία της λεκάνης όσα ρεύματα εκβάλλουν από μόνα τους στην κεντρική
κοίτη τα ονομάζουμε ρεύματα 1ης τάξης. Σε κάθε κλάδο ή συμβάλλοντα που
συναντάμε ,ορίζουμε την κεντρική κοίτη του και όσα ρεύματα εκβάλλουν από μόνα
τους στην κεντρική κοίτη του κλάδου ή του συμβάλλοντα τα ονομάζουμε και αυτά
1ης τάξης. Ένας κλάδος ή συμβάλλοντας εάν δέχεται έστω και ένα ρεύμα 1ης τάξης,
ονομάζεται 2ης τάξης. Εάν στην κεντρική κοίτη κάποιου κλάδου ή συμβάλλοντα
εκβάλλει έστω και ένα ρεύμα 2ης τάξης τότε αυτός ονομάζεται 3ης τάξης κ.ο.κ. Μ’
αυτό τον τρόπο συνεχίζεται η αρίθμηση των κοιτών μέχρι να βρεθεί η τάξη της
κεντρικής κοίτης του ρεύματος. Το μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι, ότι, όταν
σε ένα ρεύμα κάποιας τάξης συμβάλλει ένα ρεύμα μικρότερης τάξης, τότε δεν
αυξάνεται η τάξη του ρεύματος.

46
Ως συντελεστής διακλάδωσης κατά Horton ορίζεται ο μέσος όρος των
αναλογιών μεταξύ του αριθμού των ρευμάτων μιας τάξης προς τον αριθμό των
ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης. Παίρνει τιμές από 3-6. Yψηλότερες τιμές
του δείκτη αυτού υποδηλώνουν αυξημένη τεκτονική δραστηριότητα και
παρατηρούνται συνήθως σε λεκάνες απορροής που βρίσκονται σε νεαρό ακόμη
στάδιο, ενώ χαμηλότερες τιμές παρατηρούνται σε λεκάνες απορροής που έχουν
φθάσει στο στάδιο της ωριμότητας (Som κ.α. 1998).
Μέθοδος αρίθμησης κατά Strahler (1952): Εδώ δεν χρειάζεται να ορίσουμε
την κεντρική κοίτη του ρεύματος. Οι μικρότερες μη διακλαδιζόμενες κοίτες των
ρευμάτων ορίζονται ως 1ης τάξης. Όπου συναντιούνται δύο ή και περισσότερα
ρεύματα 1ης τάξης σχηματίζεται ένα τμήμα κοίτης 2ης τάξης. Αντίστοιχα όπου
συναντιούνται δύο ή και περισσότερες κοίτες 2ης τάξης σχηματίζεται ένα τμήμα
κοίτης 3ης τάξης κ.ο.κ. Έτσι, υπάρχει πάντα μόνο ένα τμήμα κοίτης μεγαλύτερης
τάξης και τουλάχιστον δύο τμήματα κοίτης κάτω από την μεγαλύτερη τάξη.
ρευμάτων μιας τάξης προς τον αριθμό των ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης
όπως αυτά αριθμούνται κατά Strahler. Το μόνο μειονέκτημα της ταξινόμησης με τη
μέθοδο αυτή είναι, ότι η τάξη ενός τμήματος της κοίτης δεν αυξάνει με την προσθήκη
μιας κοίτης μικρότερης τάξης.
Ο συντελεστής διακλάδωσης κατά Strahler είναι ο μέσος όρος των
αναλογιών μεταξύ του αριθμού των ρευμάτων μιας τάξης προς τον αριθμό
των ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης όπως αυτές αριθμούνται κατά
Strahler.

Σχήμα 1: Οι μέθοδοι αρίθμησης του υδρογραφικού δικτύου κατά (Α)


Strahler και (Β) Horton.

47
4.4 Οι εμπειρικοί και αναλυτικοί τύποι για τον προσδιορισμό
της μέγιστης αναμενόμενης υδατοπαροχής

Ο προσδιορισμός του μεγέθους της μέγιστης παροχής καθώς και της παροχής
ορισμένης περιόδου επανάληψης στις ορεινές λεκάνες των χειμαρρικών ρευμάτων
αποτελεί πάντοτε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα λόγω της σχεδόν παντελούς έλλειψης
σχετικών μετρήσεων ακόμα και σε χώρες με υψηλό τεχνολογικό επίπεδο. Η
διαδικασία υπολογισμού της παροχής των ρευμάτων γίνεται συνεπώς, προσεγγιστικά
με την βοήθεια κάποιων τύπων που ονομάζονται εμπειρικοί και αναλυτικοί τύποι. Η
διαφορά μεταξύ των εμπειρικών και αναλυτικών τύπων είναι ότι οι πρώτοι
λαμβάνουν υπόψη τους κυρίως μορφομετρικά χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής
καθώς και τον συντελεστή απορροής, ενώ οι αναλυτικοί τύποι λαμβάνουν υπόψη
τους, εκτός από τα παρακάτω και τα βροχομετρικά δεδομένα, αν υπάρχουν
(Στεφανίδης 2010). Οι εμπειρικοί τύποι μας παρέχουν είτε την μέγιστη παροχή
Qmax100 σε m3/sec είτε την μέγιστη ειδική απορροή qmax100 σε m3/sec*km2. Στην
δεύτερη περίπτωση η Qmax100 προκύπτει με εφαρμογή του τύπου:

Qmax100 = qmax100*F

Έχουμε λοιπόν τους εξής εμπειρικούς τύπους (όπου F =εμβαδό λεκάνης απορροής):

0, 516
1) Friendrich: Qmax = 24, 12*F

5/6
2) Klement - wunderlich: Qmax = 5, 5 *F
(Ισχύει για τις έντονα ορεινές περιοχές με Hmax>1000m)

0,6
3) Wundt: Qmax = 13,8*F

1/2
4) Coutagne: Qmax = α*F όπου α =20 σε μικρές λεκάνες απορροής
Και α=40 σε μεγάλες λεκάνες απορροής.

Ο χαρακτηρισμός των λεκανών ανάλογα με το μέγεθός τους έχει ως εξής:


F < 10 Km2 πολύ μικρές λεκάνες
F = 10-30 Km2 μικρές
F = 30-80 Km2 μέτριες
F = 80-150 Km2 μεγάλες

48
1/3
5) Kursteiner: qmax=Α/F και Qmax = qmax*F. Όπου Α=9 για μεγάλες λεκάνες
και Α=12 για μικρές

6) Kresnik: α [32/(0,5+F1/2)] και Qmax = qmax F

Όπου α= 0,6 – 2 ( α=2 για μικρές λεκάνες απορροής και α=0,6για μεγάλες)

1/2
7) Valentini: qmax =30/ F και Qmax = qmax F

1/2
8) Hoffbauer: qmax=α 60/ F και Qmax = qmax F

Όπου : α=0,5 για ημιορεινές περιοχές (Hmax<1000m)


Και α=0,7 για ορεινές περιοχές (Hmax>1000m)

1/3
9) Muller: qmax = cm 40/F και Qmax = qmax F

Όπου: cm είναι ο μέσος συντελεστής απορροής


Cm = (C1F1+C2F2+C3F3)/F
όπου F1 : δασοσκεπής έκταση, F2 : λιβαδική έκταση
και C1,C2 : συντελεστές απορροής

1/6
10) Melli: qmax= α 40/(100F) (ισχύει για F<150km2) και Qmax= qmax F

Όπου α = 0,4

11) Iszkowski: qmax =ah m H και Qmax = qmax F

Όπου: H το μέσο ετήσιο ύψος βροχής (μόνο σε m). Ο τύπος ισχύει μόνο για H>1000.
Ah συντελεστής διαμόρφωσης της λεκάνης απορροής που προσδιορίζεται με βάση
τον παρακάτω πίνακα.

49
Πίνακας 6. Τιμές του συντελεστή διαμόρφωσης για διάφορα περιβάλλοντα.
Κατηγορίες
I II III IV
εδάφους
Χαμηλές,πεδινές
εκτάσεις 0,030
0,055
Λοφώδεις,ημιορεινές
περιοχές 0,035 0,050 0,125
Ορεινές περιοχές
0,04-0,05 0,082-0,140 0,155-0,29 0,4-0,55
Πολύ ορεινές
0,06-0,08 0,16-0,21 0,36-0,60 0,60-0,80

Οι κατηγορίες των παραπάνω εδαφών είναι οι εξής:


Ι. Πολύ διαπερατά εδάφη με κανονική βλάστηση ή ανάμικτα εδάφη
ΙΙ. Εδάφη μέσης διαπερατότητας με κανονική βλάστηση
ΙΙΙ. Λίγο διαπερατά εδάφη με κανονική βλάστηση σε απότομες θέσεις
ΙV. Αδιαπέρατα εδάφη με σποραδική βλάστηση και δυσμενείς γενικά μορφολογικές
συνθήκες.
m: συντελεστής που δίνεται από τον παρακάτω πίνακα.

Πίνακας 7. Ο συντελεστής m.
F (Km2) 1 10 20 50 100 500
M 10 9,5 9,0 7,95 7,40 5,90

12) Ορθολογική μέθοδος: Qmax = 0,278*c*I*F

Όπου : c : συντελεστής απορροής


I: η μέγιστη μέση ένταση της βροχής (mm/h)

0, 30
13) Fuller: QN = Q1 (1+β logΤ) [1+ (2, 66/F )]

(ο τύπος δίνει απ’ ευθείας τη μέγιστη παροχή ορισμένης περιόδου επαναφοράς)


Όπου: Q1 η μέση παροχή των πλημμυρικών υδάτων με περίοδο επανάληψης ενός
έτους (m3). Υπολογίζεται συνήθως από τη σχέση Q1 = 1,8 F0,8
Β = 0,8
Τ : η περίοδος επαναφοράς η οποία υπολογίζεται ως εξής:

50
Πίνακας 8. Ο συντελεστής Τ.
Συχνότητα (έτη) 1+0,8*log10T
1 1,0
5 1,56
10 1,8
20 2,04
30 2,18
40 2,28
50 2,36
100 2,6

(Στεφανίδης 2010)

Αντίστοιχα οι κυριότεροι αναλυτικοί τύποι που εμφανίζονται στις περισσότερες


υδρολογικές μελέτες είναι οι εξής :

1) Turazza: Qmax = 11, 57*c*K*F* hp/ (tp+tc)

Όπου: c ο συντελεστής απορροής


Κ ο συντελεστής αιχμής (Κ=2)
F το εμβαδό της επιφάνειας της λεκάνης απορροής
tc ο μέγιστος χρόνος συγκέντρωσης της απορροής (σε μέρες)
tp η διάρκεια της βροχής (σε μέρες)
tc= tp

Έτσι: Qmax =11,57 c K F hp/2tc

Όπου tc’= (σε ώρες)

Και tc= tc’/24 (σε μέρες)

L μήκος κεντρικής κοίτης

Ζ η διαφορά του μέσου- ελάχιστου υψόμετρου της λεκάνης απορροής

hp το ύψος βροχής σε διάρκεια ίση με tp

51
hp=

όπου h΄ το ύψος βροχής που θα πέσει στο «κέντρο» της λεκάνης και που θα έχει
διάρκεια ίση με tp’.

tc’ ’

Όπου α συντελεστής που δίνεται από τη σχέση α = h/3,27

Όπου h το μέγιστο ύψος βροχής 24ώρου.

2) Giandotti: Qmax =

Όπου: F το εμβαδό της επιφάνειας της λεκάνης απορροής

ο μέγιστος χρόνος συγκέντρωσης της απορροής (σε ώρες)

Όπου tc’ =

Ρ το ύψος βροχής σε χρόνο

Ρ=h

όπου h το μέγιστο ύψος βροχής 24ώρου σειράς Τ ετών (Στεφανίδης 2010).

Πρέπει να τονίσουμε ότι οι αναλυτικοί τύποι μας δίνουν αποτελέσματα για συχνότητα
όσων χρόνων έχουμε μετεωρολογικές παρατηρήσεις (Στεφανίδης 2010).

52
4.5 Μέθοδοι εκτίμησης στερεοπαροχής

Εξίσωση στερεοπαροχής των Stiny-Herheulidze :

Πρόκειται για μια εμπειρική εξίσωση, η οποία παρέχει την πραγματική


στερεοπαροχή σε m3/sec και έχει την ακόλουθη μορφή:
*Qmax (m3/sec)

Όπου Gmax: η στερεοπαροχή του χειμαρρικού ρεύματος (m3/sec)


Qmax: η υδατοπαροχή του ρεύματος (m3/sec)
Pn: το επί % βάρος των στερεών υλικών για ορισμένη κλίση
Οι τιμές του παράγοντα αυτού καθορίζονται ως εξής:

Πίνακας 9. Οι τιμές του παράγοντα Pn.


Μέση κλίση λεκάνης (%) Pn(%)
5-15 20
16-25 25
26-35 30
36-45 35

m: ο βαθμός χειμαρρικότητας της λεκάνης απορροής


Ο βαθμός χειμαρρικότητας της λεκάνης απορροής δίνεται από το ακόλουθο πινάκιο
με βάση τις επόμενες κατηγορίες λεκανών απορροής :

Πίνακας 10. Οι τιμές του παράγοντα m.


Χειμαρρικός
Κατηγορία Τιμή του m Τιμή του m
χαρακτήρας Μέση τιμή
λεκάνης από Έως
λεκάνης
έντονη
Ι 1,00 1,50 1,30
χειμαρρικότητα
μέση
ΙΙ 0,90 1,10 1,00
χειμαρρικότητα
μικρή
ΙΙΙ 0,70 0,90 0,80
χειμαρρικότητα
ασήμαντη
ΙV 0,50 0,70 0,60
χειμαρρικότητα

53
d: το βάρος ενός κυβικού μέτρου των αναφερόμενων στερεών υλικών, το οποίο
ποικίλει ανάλογα με την φύση των υλικών (t/m3). Ο παράγοντας d προσδιορίζεται
από τη σύσταση των μεταφερόμενων υλικών (άμμος, χάλικες, κροκάλες, ογκόλιθοι,
κλπ) και τη δομή τους (ασβεστόλιθος, γρανίτης, κλπ), κυμαίνεται δε μεταξύ 1,5
(άμμος) και 2,6 (κροκάλες γρανιτών), (Στεφανίδης 2010).

54
4.6 Η μέθοδος gavrilovic για τον προσδιορισμό της εδαφικής
απώλειας

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πολλά διαφορετικά εμπειρικά μοντέλα έχουν


προταθεί για την εκτίμηση και τον υπολογισμό της μέσης ετήσιας διάβρωσης και
υποβάθμισης των λεκανών απορροής (Κωτούλας 2001).
Η μέση ετήσια διάβρωση ή υποβάθμιση στην μέθοδο του Gavrilovic
(Κωτούλας 2001, Στεφανίδης 2004) υπολογίζεται με βάση τρεις κύριους παράγοντες.
Ένα παράγοντα ο οποίος καθορίζει την επίδραση του φυτοκαλλύματος στην
προστασία του εδάφους, ένα παράγοντα ο οποίος καθορίζει την διαβρωσιμότητα του
πετρώματος και ένα παράγοντα ο οποίος καθορίζει το είδος και την έκταση της
διάβρωσης. Επιπρόσθετα λαμβάνει υπόψη του την μέση ετήσια θερμοκρασία και
βροχόπτωση, την μέση κλίση της λεκάνης απορροής και το εμβαδό της λεκάνης
απορροής. Η εξίσωση του Gavrilovic εφαρμόζεται με σκοπό τον αναλυτικό
προσδιορισμό των συντελεστών διάβρωσης και την ποσοτικοποίηση της διάβρωσης.
Το πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι αναπτύχθηκε για τις ανάγκες υδρολογικών
ρυθμίσεων και προσδιορισμού του μεγέθους της διάβρωσης σε λεκάνες απορροής,
ανεξάρτητα από τη χρήση γης (Gavrilovic 1994). Η βάση της μεθόδου Gavrilovic
στηρίζεται στο ότι τα φερτά υλικά που μεταφέρονται από το χειμαρρικό ρεύμα (G)
συσχετίζονται με την ποσότητα των φερτών υλικών που παράγονται από την εδαφική
διάβρωση W (m3/year) και με την ποσότητα που κατακρατείται στον υδροκρίτη (R:
συντελεστής κατακράτησης φερτών υλικών) και δίνεται από την ακόλουθη εξίσωση:

Η εξίσωση βασίζεται σε μετρήσεις πολλών ετών που πραγματοποιήθηκαν σε


περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου με έντονη την παρουσία της διάβρωσης και
δίνεται παρακάτω σύμφωνα με την τροποποίηση του Lazarevic (1985), (Κωτούλας
2001):

Wa = T*Pa*π*√Z3*F

Όπου: Wa: ο όγκος της μέσης ετήσιας παραγωγής φερτών υλικών στην
λεκάνη απορροής του χειμαρρικού ρεύματος (m3/sec).
T: συντελεστής θερμοκρασίας ο οποίος παρέχεται από τη σχέση:

Τ =√(to/10)+0,1

55
to : μέση ετήσια θερμοκρασία στο μέσο υψόμετρο της λεκάνης απορροής.
Pa : μέσο ετήσιο ύψος βροχής στο μέσο υψόμετρο της λεκάνης.
π: 3,14
F: επιφάνεια της λεκάνης απορροής (Km2).
Z: συντελεστής διάβρωσης ο οποίος υπολογίζεται από τη σχέση.

Z = x *y*(φ+√J)

x: συντελεστής που εκφράζει τη μείωση της αντίστασης του γεωλογικού υποθέματος


κατά τη διάρκεια της διάβρωσης ανάλογα με την κατάσταση και την καλλιέργεια της
επιφάνειάς του, με βάση την παρουσία της βλάστησης. Κυμαίνεται μεταξύ 0,05-1.
y: συντελεστής διαβρωσιμότητας του γεωλογικού υποθέματος, που εξαρτάται από
την πετρολογική σύσταση των λεκανών απορροής. Κυμαίνεται μεταξύ 0,2-2.
φ: συντελεστής που εκφράζει το είδος και το βαθμό της διάβρωσης των λεκανών
απορροής. Κυμαίνεται μεταξύ 0,1-1.
J: μέση κλίση της επιφάνειας απορροής, ως εφαπτομένη της γωνίας.
Ο συντελεστής κατακράτησης φερτών υλικών στη λεκάνη απορροής (R)
αναθεωρήθηκε από τον Zemljic (1971), και υπολογίζεται χρησιμοποιώντας
μορφολογικά χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής και δίνεται από τη σχέση:

R=[(U*D)1/2*(L+L1)]/[F*(L+10)]

Όπου: U: η περίμετρος της λεκάνης απορροής.


D: το μέσο υψόμετρο της λεκάνης απορροής.
L: το μήκος της κεντρικής κοίτης της λεκάνης απορροής.
L1: το μήκος των δευτερευουσών κοιτών.

Η μέθοδος Gavrilovic προσδιορίζει τον όγκο της μέσης ετήσιας παραγωγής φερτών
υλικών στην ορεινή λεκάνη του χειμαρρικού ρεύµατος εκφρασμένο σε συμπαγή όγκο
φερτών υλών (m³/έτος). Σύµφωνα µε τον Κωτούλα (2001α), το πραγματικό ειδικό
βάρος των αποθέσεων έχει μέγεθος που κυµαίνεται μεταξύ 2,65~2,75 gr/cm³.

56
Παρακάτω παραθέτουμε τους πίνακες προσδιορισμού των συντελεστών x,y,φ
όπως αυτοί δίνονται από Lazarevic (1985), Vente-Poessen (2005):

Πίνακας 11. Ο συντελεστής x.


Συντελεστής προστασίας από την διάβρωση (x) x
Μεικτά, πυκνά δάση κωνοφόρων-αείφυλλων πλατύφυλλων
0.05-0,20
ή αραιές δασοσυστάδες με πυκνό υπόροφο
Δασοσυστάδες κωνοφόρων με ασθενή υπόροφο ή αραιοί
0,20-0,40
θαμνώνες
Κατεστραμμένα δάση και θαμνότοποι/βοσκοτόπια 0,40-0,60
Κατεστραμμένοι βοσκότοποι/καλλιεργήσιμη γη 0,60-0,80
Περιοχές χωρίς κάλυψη βλάστησης/γυμνά/άγονα 0,80-1,00

Πίνακας 12. Ο συντελεστής y.


Συντελεστής διαβρωσιμότητας εδάφους (y) y
Συνεκτικά εδάφη, ανθεκτικά στη διάβρωση 0,1-0,3
Εδάφη με μέτρια αντοχή στη διάβρωση 0,3-0,5
Αδύναμα σχιστολιθικά πετρώματα 0,5-0,6
Ιζηματογενή, πηλώδη, αργιλοπηλώδη και άλλοι χαμηλής
0,6-0,8
αντίστασης σχηματισμοί
Λεπτόκοκκα ιζήματα και άλλοι σχηματισμοί υψηλής
0,8-1,00
διαβρωσιμότητας

Πίνακας 13. Ο συντελεστής φ.


Συντελεστής του είδους και του βαθμού της διάβρωσης φ
Χαμηλά ποσοστά διάβρωσης της λεκάνης
0,1-0,2
Ποσοστά διάβρωσης στο 20-50 % της επιφάνειας απορροής
0,3-0,5

Διάβρωση εντός των κοιτών, χαραδρωτική διάβρωση,


0,6-0,7
αλουβιακές αποθέσεις και καρστικές διαβρώσεις
50-80% της λεκάνης απορροής επηρεάζεται από επιφανειακές
0,8-0,9
διάβρώσεις και κατολισθήσεις
Λεκάνες απορροής ολοκληρωτικά υποβαθμισμένες από τη
0,9-1,00
διάβρωση και τις ολισθήσεις

57
5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

5.1 Κλιματικός παράγοντας

5.1.1 Βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις

Το κλίμα της περιοχής έρευνάς μας σύμφωνα με την κατάταξη του Koppen
(1936) είναι το κλίμα της ενδοχώρας της Μεσογείου, (κλιματικός τύπος Csa). Ο
τύπος αυτός αντιστοιχεί σε εύκρατο, θερμό κλίμα με ήπιους χειμώνες και ξηρή εποχή
κατά το θερινό εξάμηνο (Μακρογιάννης 1996). Για τη διερεύνηση του κλίματος της
περιοχής χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία βροχοπτώσεων και θερμοκρασίας από δύο
μετεωρολογικούς σταθμούς της περιοχής, τον μετεωρολογικό σταθμό της
Κασσανδρείας και τον μετεωρολογικό σταθμό του Σάνη. Το βροχόμετρο του
μετεωρολογικού σταθμού του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών στην Κασσανδρεία μας
έδωσε μετεωρολογικά δεδομένα για την περίοδο 1978-1997.
Πίνακας 14. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων και ετήσιων βροχοπτώσεων (περίοδος
1978-1997).
ΕΤΟΣ
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μ.Ο

60,5 56,8 53,3 41,4 27,9 22 20,3 21,3 26,3 77,8 86 92,6 586

Σύμφωνα με τα δεδομένα μας το μέσο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται στα 586
χιλιοστά, ποσό που είναι σαφώς μικρότερο από το ισοδύναμο μέσο ετήσιο ύψος της
κεντρικής Μακεδονίας που ανέρχεται στα 630 χιλιοστά. Παρά το μικρό σχετικά ύψος
βροχής της περιοχής εμφανίζονται κατά καιρούς πολύ μεγάλα μηνιαία ύψη βροχής,
περισσότερο και από 300mm για κάποιους μήνες και το γεγονός αυτό ευνοεί την
δημιουργία πλημμυρικών αιχμών. Με βάση τα ετήσια βροχομετρικά ύψη για την
περίοδο 1978-1997 (διάγραμμα 1, παράρτημα) είναι φανερό ότι το 1987 ήταν το έτος
με το υψηλότερο ποσοστό βροχοπτώσεων για την Κασσάνδρα, με 850 χιλιοστά, ενώ
το ξηρότερο έτος ήταν το 1985 με 315 χιλιοστά. Ακόμη σύμφωνα με τα μηνιαία
βροχομετρικά ύψη για την ίδια περίοδο προκύπτει ότι τον Δεκέμβριο έχουμε τα
μεγαλύτερα ύψη βροχής με 92,6 χιλιοστά και ακολουθούν οι μήνες Νοέμβριος και
Οκτώβριος. Οι τρεις αυτοί μήνες καλύπτουν το 43% του μέσου ετήσιου
βροχομετρικού ύψους σε μια βροχερή περίοδο που κρατάει περίπου από τον
Οκτώβριο μέχρι και τον Μάρτιο. Τα χαμηλότερα ύψη βροχής παρατηρούνται τους
μήνες Ιούλιο και Αύγουστο με 20,3 και 21,3 χιλιοστά. Σύμφωνα με τους πίνακες
ραγδαιότητας βροχής προκύπτει ότι οι λεκάνες των δύο χειμάρρων δέχονται
βροχοπτώσεις με μεγάλη ραγδαιότητα και ένταση και ότι το μέγιστο ύψος βροχής
24ώρου ανέρχεται σε 150mm.

58
Πίνακας 15. Ο αριθμός των ημερών χιονόπτωσης (περίοδος 1978-1993).
78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 88 89 90 91 92 93

Δ 0 0 0 0 0 0 0 0 4 0 4 0 0 1 3 0

Ι 1 1 0 0 0 1 0 1 0 3 0 0 0 0 1 0

Φ 0 0 0 0 0 0 2 2 1 0 0 0 0 2 3 0

Μ 0 0 0 0 0 0 0 0 0 5 0 0 0 0 0 2

Σε ότι αφορά το χιόνι στην Κασσανδρεία υπάρχουν στοιχεία μόνο για τον
αριθμό των ημερών χιονιού. Με βάση τα στοιχεία αυτά παρατηρείται χιονόπτωση
στην Κασσάνδρα μόνο για το τετράμηνο Δεκέμβριος-Μάρτιος. Ο μέγιστος αριθμός
ημερών χιονόπτωσης και όχι χιονοκάλυψης παρατηρήθηκε το 1987 (8 ημέρες).

59
5.1.2 Θερμοκρασία

Πίνακας 16. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών και της μέσης
ετήσιας θερμοκρασίας (περίοδος 1978-1994).

ΕΤΟΣ
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ
Μ.Ο

7,4 7,8 10,3 14,9 18,6 24 26 25,9 22,4 17,6 11,9 9 16,3

Όσον αφορά τα δεδομένα της θερμοκρασίας πρέπει να επισημανθεί ότι


λήφθηκαν δεδομένα της περιόδου 1978-1994 καθώς για την τριετία 1994-1997 τα
δεδομένα είναι ελλειπή. Η μέση ετήσια θερμοκρασία της περιοχής είναι 16,3 ○C. Το
έτος 1980 φαίνεται να ήταν το θερμότερο για την περιοχή της Κασσάνδρας αφού η
μέση ετήσια θερμοκρασία ανήλθε στους 17,9 ○C, ενώ το ψυχρότερο έτος ήταν το
1991 όπου η μέση ετήσια θερμοκρασία μετρήθηκε στους 15,4 ○C. Κατά μέσο όρο
ψυχρότερος μήνας αναδεικνύεται ο Ιανουάριος με 7,4 ○C, ενώ ακολουθούν ο
Φεβρουάριος με 7,8 ○C και ο Δεκέμβριος με 9 ○C. Αντίστοιχα θερμότερος μήνας
κατά μέσο όρο αναδεικνύεται ο Ιούλιος με 26 ○C και ακολουθεί ο Αύγουστος με
25,9○C και ο Ιούνιος με 24 ○C.
Ακόμη σχετικά με τις μέγιστες ημερήσιες θερμοκρασίες της περιοχής, να
αναφέρουμε ότι η υψηλότερη θερμοκρασία έχει σημειωθεί τον Ιούνιο του 1982 με
40○C, ενώ η χαμηλότερη θερμοκρασία σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 1985 με -5,5

C.

60
5.1.3 Το ομβροθερμικό διάγραμμα

Σύμφωνα με το ομβροθερμικό διάγραμμα των Bagnouls-Gaussen (1957)


τοποθετήσαμε στην οριζόντια θέση τους μήνες του έτους, στην κάθετη αριστερή
πλευρά τις μέσες μηνιαίες βροχοπτώσεις και στην δεξιά πλευρά τις μέσες μηνιαίες
θερμοκρασίες σε ○C σε κλίμακα διπλάσια των βροχοπτώσεων. Τα στοιχεία των
μέσων μηνιαίων βροχοπτώσεων ενωμένα σε μια καμπύλη μας δείχνουν τη συνολική
πορεία και κατανομή των βροχοπτωσεων μέσα στο έτος ενώ τα στοιχεία των
θερμοκρασιών δημιουργούν την καμπύλη της κατανομής των θερμοκρασιών. Όπως
τονίσαμε και στο δεύτερο κεφάλαιο η επιφάνεια που περικλείεται εντός των δύο
αυτών καμπυλών μας φανερώνει την διάρκεια της ξηροθερμικής περιόδου. Για την
περιοχή της Κασσάνδρας φαίνεται ότι η ξηροθερμική περίοδος διαρκεί από τον
Μάιο ως και τον Σεπτέμβριο.

100 50
ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)

ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ (Co)


90 45
80 40
70 35
60 30
50 25
40 20
30 15
20 10
10 5
0 0

Σχήμα 2: Το ομβροθερμικό διάγραμμα της περιοχής μελέτης.

61
5.2 Το γεωλογικό υπόθεμα

Όπως θα δούμε και στον πίνακα παρακάτω στην περιοχή της λεκάνης
απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης (Λάκκος Χατζή) κυριαρχεί ο νεογενής
σχηματισμός με 66,16% ο οποίος και καταλαμβάνει ολόκληρη την κεντρική, νότια
και δυτική πλευρά της λεκάνης. Στη συνέχεια ακολουθούν οι προσχώσεις με 20,14%
που ξεκινούν περίπου από το ύψος της Κασσανδρείας κι συνεχίζουν εκατέρωθεν της
κοίτης με πλάτος λίγων εκατοντάδων μέτρων μέχρι και τις εκβολές του χειμάρρου.
Τέλος ένα μικρό ποσοστό ανήκει στον ασβεστολιθικό σχηματισμό (13,67%) που
εντοπίζεται στις σχετικά βόρειες κλιτύες της λεκάνης. Έπειτα καθώς παρατηρούμε τα
δεδομένα μας για την λεκάνη απορροής του Ζωγραφίτικου συμπεραίνουμε ότι σ’
αυτή ο νεογενής σχηματισμός καταλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη έκταση που φθάνει
περίπου στο 86,85 % της συνολικής έκτασης της λεκάνης απορροής, ενώ ακολουθεί ο
προσχωσιγενής με 12% που καταλαμβάνει τις περιοχές εκατέρωθεν της κεντρικής
κοίτης από το ύψος του Κασσανδρινού μέχρι και τις εκβολές του Ζωγραφίτικου.
Τέλος ένα πολύ μικρό ποσοστό της τάξεως του 0,96% ανήκει στον ασβεστολιθικό
σχηματισμό.
Πίνακας 17. Οι τιμές των ποσοστιαίων κατανομών των διαφόρων χειμαρρικών
πετρολογικών σχηματισμών στις λεκάνες απορροής.
Χειμαρρικοί Λεκάνη ποσοστά(%) Λεκάνη ποσοστά
πετρολογικοί απορροής απορροής (%)
σχηματισμοί Λάκκου Ζωγραφίτικου
Χατζή

Ασβεστολιθικός 4,65 km
2
13,67% 0,36 km2 0,96%

Προσχωσιγενής
6,85 km2 20,14% 4,5 km2 12%

φλυσχικός
- - - -
Κρυσταλλοπυριγενής
- - - -
Σχιστολιθικός
- - - -
Νεογενής 22,5 km2 66,16% 32,56 km2 86,85%

ΣΥΝΟΛΑ 34 km2 100 % 37,48 km2 100%

62
Στην περιοχή της λεκάνης απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης, το
μεγαλύτερο ποσοστό της σύνθεσης του νεογενούς σχηματισμού αποτελείται από
συμπαγή καστανόχρωμη άμμο (36,5%), η οποία έχει λεπτόκοκκη έως μεσόκοκκη
σύσταση με πάχος που φθάνει τα 80-100 μέτρα. Η δομή αυτή κυριρχεί στις λοφώδεις
πευκόφυτες κλιτύες εκατέρωθεν του τελικού σταδίου της κεντρικής κοίτης καθώς και
σε όλη τη νότια, δυτική και κεντρική περιοχή της λεκάνης. Ο υποσχηματισμός των
ερυθρών μαργών (23,8%) καλύπτει γενικότερα την βόρεια πεδινή πλευρά της
χερσονήσου, κοντά στον οικισμό της Αθύτου. Αποτελείται κυρίως από μεικτής
σύνθεσης σχηματισμό ιλύος-αργίλου ερυθρού-κεραμόχρωου χρώματος εξού και το
όνομά του. Ενίοτε εμπεριέχει μεγάλα ποσοστά άμμου ή κροκαλοπαγών και το βάθος
του ξεπερνάει τα 100 μέτρα. Στην λεκάνη απορροής μας καταλαμβάνει σημαντική
έκταση βορειότερα γεωγραφικά από τον σχηματισμό του ασβεστόλιθου στο βόρειο
άκρο της λεκάνης. Τέλος ο σχηματισμός μαργών-κροκαλοπαγών (5,73%) αποτελείται
ουσιαστικά από αργιλικής φύσεως ιζήματα μεικτά με κροκαλοπαγή και εντοπίζεται
πλησίον της περιοχής του ασβεστολιθικού σχηματισμού και στις νοτιότερες περιοχές
αυτού. Για την περιοχή της λεκάνης του χειμάρρου Φούρκας καστανόχρωμες
συμπαγείς άμμοι παρατηρούνται στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της λεκάνης και
καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση με 45,43%. Στη συνέχεια οι λευκές μάργες με
ποσοστό 36,17% καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή στην κεντρική και νότια
πλευρά της λεκάνης απορροής μας από την Φούρκα μέχρι και νοτιότερα της κορυφής
του λόφου Καμήλα. Ο σχηματισμός αυτός λοιπόν ακολουθεί την λοφώδη
κορυφογραμμή της χερσονήσου. Οι λευκές μάργες αυξάνουν σε πάχος από τα
ανατολικά προς τα δυτικά και ενίοτε χαρακτηρίζονται και ως ψαμμιούχες όταν
συμμετέχουν ψαμμιτικά πετρώματα, μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι και κροκαλοπαγή.

Πίνακας 18. Οι τιμές της ποσοστιαίας σύνθεσης του Νεογενούς σχηματισμού.


Σχηματισμός Λεκάνη Ποσοστά Λεκάνη Ποσοστά
απορροής (%) απορροής (%)
Λάκκου Χατζή Ζωγραφίτικου
Ερυθρές
Μάργες ─ ─
8,12 km2 23,88 %

Μάργες-
κροκαλοπαγή 1,95 km2 5,73 % 1,97 km2 5,25%

Λευκές μάργες ─ ─ 13,56 km2 36,17%


Άμμοι
καστανοκίτρινοι
12,43 km2 36,55% 17,03 km2 45,43%
συμπαγείς

63
Τα συμπεράσματα που βγάζουμε από τα δεδομένα που έχουμε για το
γεωλογικό υπόθεμα είναι ότι και οι δύο λεκάνες απορροής και κυρίως αυτή του
χειμάρρου της Φούρκας αποτελούνται σχεδόν στο σύνολό τους από νεογενή
σχηματισμό (66-86%). Σύμφωνα και με την βιβλιογραφία μας ο νεογενής
σχηματισμός στον οποίο υπάγονται οι μάργες, τα κροκαλοπαγή, οι άμμοι και οι
ψαμμίτες είναι ένας αρκετά ευάλωτος στη διάβρωση σχηματισμός στον οποίο
σχηματίζονται εντονότατες χαραδρωτικές, φαραγγωτές και πρανικές διαβρώσεις,
παράγοντας υλικά μεσαίων έως πολύ μκρών διαστάσεων. Στην λεκάνη απορροής του
Λάκκου Χατζή λόγω και των πολύ μικρών κλίσεων παρατηρήθηκαν κυρίως
επιφανειακές, αυλακωτές, χαραδρωτικές και πρανικές διαβρώσεις, ενώ οι ίδιες
μορφές διαβρώσεων παρατηρούνται και στον χώρο της λεκάνης απορροής του
Ζωγραφίτικου αλλά σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση. Στον σχηματισμό αυτό αλλά
και στην λεκάνη απορροής μας δεν παρατηρείται αξιόλογη αποσαθρωτική
δραστηριότητα καθώς και γεωκατακρημνίσεις ή γεωλισθήσεις εκτός των
γεωολισθήσεων στα πρανή των κοιτών λόγω της διάβρωσης του νερού.

64
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ
ΥΔΑΤΩΝ
ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:100.000
1.Προσωσιγενής σχηματισμός
2.Ασβεστολιθικος σχηματισμός
3.Νεογενής (άμμοι
καστανόχρωμοι συμπαγείς)
4.Νεογενής (ερυθρές μάργες)
5.Νεογενής (μάργες και
κροκαλοπαγή)
6.Νεογενής (λευκές μάργες)

Χάρτης 4: Ο χάρτης της κατανομής των γεωλογικών σχηματισμών στις λεκάνες


απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.

65
5.3 Το ανάγλυφο

Το ανάγλυφο της περιοχής φαίνεται να είναι ήπιο με μικρές κλίσεις και


πεδινές ή λοφώδεις περιοχές. Το μέγιστο, εξάλλου, υψόμετρο της χερσονήσου
Κασσάνδρας ανέρχεται μόλις στα 353m. Και οι δύο λεκάνες απορροής που μελετάμε
βρίσκονται στο πρώτο χειμαρρικό χωροδιάστημα, των χειμάρρων πεδινών, λοφωδών
και ημιορεινών περιοχών (0-1000m). Στο διάστημα αυτό όπως έχει τονιστεί η
βλάστηση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο αποτρέποντας τόσο εκτατικά όσο και
εντατικά χειμαρρικά φαινόμενα. Για τον καθορισμό των ελαχίστων και μεγίστων
υψομέτρων των λεκανών έγιναν μετρήσεις πάνω στους τοπογραφικούς χάρτες. Το
διάστημα των χωροσταθμικών καμπυλών είναι τα 20m. Για την εύρεση του μέσου
υψομέτρου, του μέσου αναγλύφου και της μέσης κλίσης της λεκάνης έγινε εφαρμογή
των τύπων όπως τους περιγράψαμε στο 2ο κεφάλαιο, έτσι προέκυψαν τα παρακάτω
αποτελέσματα:

Πίνακας 19. Τα υψομετρικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής.

Σύμβολα Λεκάνη απορροής Λεκάνη απορροής


χειμάρρου Σίβηρης χειμάρρου Φούρκας

Ελάχιστο
υψόμετρο Hmin 20 20
Μέγιστο
υψόμετρο Hmax 220 340
Μέσο
υψόμετρο Hmed 62 163
Μέγιστο
ανάγλυφο Hr 200 320
Μέση κλίση
λεκάνης
Jλ 12,82% 25,9%

66
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ
ΥΔΑΤΩΝ

ΧΑΡΤΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ-
ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:105.000

— Υδρογραφικό δίκτυο

— Υψομετρική καμπύλη (20μ)

Χάρτης 5: Ο χάρτης των χωροσταθμικών καμπυλών και του υδρογραφικού δικτύου των
λεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.

67
5.4 Η βλάστηση

Πίνακας 20. Η ποσοστιαία κατανομή των χρήσεων γης στη λεκάνη απορροής
των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.

Λεκάνη Ποσοστά Λεκάνη Ποσοστά


απορροής (%) απορροής (%)
Λάκκου Χατζή Ζωγραφίτικου
Δασοσκεπής
έκταση 5,08 km2 14,9% 17,94 km2 47,86%
αραιό δάσος-
πυκνοί
0,7 km2 2% 1,62km2 4,32%
θαμνώνες
Ελαιώνες-
οπωροφόρα 7,83 km2 23% 3,79km2 10,11%
Περιοχές
οικισμών 1,74km2 5,11% 0,86km2 2,29%
Λοιπές
καλλιέργειες
(σιτηρά κτλ)- 18,46km2 62,76% 13,12km2 35%
γυμνά
Καμμένες
εκτάσεις -
- 6,39km2 17%
(πυρκαγιά
2007)

Όπως βλέπουμε και στον παραπάνω πίνακα η λεκάνη απορροής του


χειμάρρου της Σίβηρης είναι μια κατεξοχήν γεωργική περιοχή, όπου κυριαρχεί η
καλλιέργεια της ελιάς με κάλυψη περίπου στο 23% της συνολικής επιφάνειας, καθώς
και των σιτηρών που μαζί με τα γυμνά εδάφη καλύπτουν περίπου το 62,76% της
συνολικής επιφάνειας. Οι οικιστικές περιοχές εμφανίζουν αρκετά υψηλή κάλυψη,
λόγω και της εντονότατης οικοπεδοποίησης της περιοχής κατά τα τελευταία χρόνια,
με ποσοστό που ανέρχεται στο 5,11% της επιφάνειας. Τέλος η δασική έκταση (στο
νότιο-δυτικό τμήμα της λεκάνης) μαζί με τις περιοχές αραιού δάσους και θαμνώνων
φθάνουν μόλις στο 17%, φανερώνοντας την ελλειπή δασοκάλυψη και προστασία του
φυτομανδύα απέναντι σε χειμαρρικά φαινόμενα.

68
Αντιθέτως στην λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Φούρκας οι ελαιώνες
καλύπτουν μόνο το 10,11% της συνολικής επιφάνειας, ενώ λοιπές καλλιέργειες και
γυμνά εδάφη καλύπτουν εξίσου μικρότερο σχετικά ποσοστό της λεκάνης με 35%.
Τέλος διακρίνεται η παρουσία υψηλού δάσους πεύκης στο μεγαλύτερο μέρος της
δασικής έκτασης η οποία στο σύνολό της φθάνει το 47,86%. Πολύ μικρό ποσοστό
καταλαμβάνουν θαμνώδεις εκτάσεις, περίπου στο 4,32%, ενώ στο 2,3% ανέρχεται το
ποσοστό των οικιστικών περιοχών. Τέλος στη νοτειοανατολική πλευρά της λεκάνης
ένα ποσοστό της τάξεως του 17% που αποτελούσε δασική έκταση κάηκε ολοσχερώς
στη μεγάλη πυρκαγιά του 2006 και πλέον αποτελεί χορτολιβαδική-θαμνώδη έκταση.

69
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ
ΥΔΑΤΩΝ
ΧΑΡΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:100.000
1. Οικισμοί
2. Ελαιώνες-οπωροφόρα
3. Αραιό δάσος-πυκνή θαμνώνες
4. Δασοσκεπείς εκτάσεις
6. Καμμένες εκτάσεις (πυρκαγιά
2006)
7. Λοιπές καλλιέργειες-γυμνά (χωρίς
χρώμα)

Χάρτης 6: Ο χάρτης βλάστησης των λεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και
Φούρκας.

70
5.5 Τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά

Με βάση την ανάλυση και επεξεργασία των τοπογραφικών χαρτών και την
ψηφιοποίηση των λεκανών απορροής και του υδρογραφικού δικτύου προέκυψαν τα
δεδομένα τα οποία χρησιμοποιήσαμε για την διεξαγωγή των τύπων που μας δίνουν τα
μορφομετρικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής. Συγκεκριμένα τα
μορφομετρικά χαρακτηριστικά μιας λεκάνης απορροής όπως τα αναφέραμε και στο
δεύτερο κεφάλαιο είναι τα εξής: εμβαδό λεκάνης απορροής, περίμετρος λεκάνης
απορροής (υδροκρίτης), μορφή λεκάνης απορροής, βαθμός στρογγυλομορφίας-
δείκτης κυκλικότητας-δείκτης επιμήκυνσης λεκάνης, ελάχιστο, μέσο και μέγιστο
υψόμετρο, μέγιστο ανάγλυφο, μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο και μέση κλίση λεκάνης.

Πίνακας 21. Τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής.

Α/ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΔΕΣ


Α ΧΑΤΖΗ
1. Εμβαδό λεκάνης
απορροής F 34 37,8 km2

2. περίμετρος U 29,6 32,24 km


3. Μορφή λεκάνης Λοβοειδής
απορροής - Λοβοειδής(Β) -
(Β)
4. Βαθμός
στρογγυλομορφίας B 1,14 1,16 km

5. Δείκτης
Rc 0,49 0,46 km
κυκλικότητας
6. Δείκτης
Re 0,68 0,58 km
επιμήκυνσης
7. Ελάχιστο
Hmin 20 20 m
υψόμετρο
8. Μέγιστο
Hmax 220 340 m
υψόμετρο
9. Μέσο υψόμετρο Hmed 62 163 m
10. Μέγιστο
Hr 200 320 m
ανάγλυφο
11. Μέγιστο
χειμαρρικό Ηx 160 280 m
υψόμετρο
12. Μέση κλίση
Jλ 12,82% 25,9% %
λεκάνης

71
Σύμφωνα με την κατάταξη που δίνεται και στη βιβλιογραφία οι λεκάνες
απορροής των δύο χειμάρρων ανήκουν στις μετρίου μεγέθους λεκάνες. Η μορφή των
λεκανών εκτιμήθηκε και προσδιορίστηκε ως λοβοειδής, και ο βαθμός
στρογγυλομορφίας μας έδωσε αποτελέσματα 1,14 και 1,16 αντίστοιχα για τις δυο
λεκάνες απορροής δηλαδή μετρίου μεγέθους στρογγυλομορφία. Για την
ακριβέστερη εκτίμηση της μορφής των λεκανών απορροής χρησιμοποιήθηκαν οι
δείκτες κυκλικότητας (Miller) και επιμήκυνσης (Schum) οι οποίοι συνηγορούν στο
ότι οι λεκάνες μας είναι μέτρια στρογγυλόμορφες καθώς τα αποτελέσματά τους 0,49
και 0,68 για τον Λάκκο Χατζή και 0,46-0,58 για τον Ζωγραφίτικο αποδεικνύουν ότι
η μορφές των λεκανών απορροής βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ μιας
επιμηκυμένης και μιας στρογγυλόμορφης λεκάνης δικαιολογώντας τον ορισμό
λοβοειδείς για την περιγραφή του σχήματός τους. Στη συνέχεια το ελάχιστο και το
μέγιστο υψόμετρο καθορίστηκαν επί του τοπογραφικού χάρτη ενώ το μέσο υψόμετρο
υπολογίστηκε 62m για τη λεκάνη απορροής του χειμάρρου Σίβηρης και 163m για τη
λεκάνη απορροής του χειμάρρου Φούρκας. Αυτά τα υψόμετρα βέβαια θεωρούνται
πολύ χαμηλά σχετικά με τα δεδομένα του ελληνικού χώρου. Το μέγιστο ανάγλυφο
υπολογίστηκε από τη διαφορά μεγίστου και ελαχίστου υψομέτρου, ενώ το μέγιστο
χειμαρρικό υψόμετρο ορίστηκε και μετρήθηκε εκείνο πάνω από το οποίο
περιλαμβάνεται μόλις ένα 3-5% της επιφάνειας απορροής σε οριζόντια προβολή.
Τέλος η μέση κλίση της λεκάνης υπολογίστηκε 12,82%, δηλαδή αρκετά ήπια κλίση
για τη λεκάνη Λάκκου Χατζή και 25,9% για τη λεκάνη του λάκκου Ζωγραφίτικου
(χαμηλή-μέτρια κλίση).

72
5.6 Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά

Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά προέκυψαν από την ψηφιοποίηση και


μέτρηση, μέσω του προγράμματος ArcGis των υδάτινων ρευμάτων των λεκανών
απορροής, με βάση τοπογραφικούς χάρτες. Συγκεκριμένα τα υδρογραφικά
χαρακτηριστικά αποτελούνται από τη μορφή του υδρογραφικού δικτύου, την
πυκνότητα του υδρογραφικού δικτύου, το μήκος της κεντρικής κοίτης και τη μεση
κλίση της κεντρικής κοίτης. (προστέθηκε και το συνολικό μήκος των ρευμάτων των
λεκανών που μας βοήθησε στους υπολογισμούς των διάφορων υδρογραφικών
χαρακτηριστικών).

Πίνακας 22. Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής.


Α ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΔΕΣ
/ ΧΑΤΖΗ
Α
1 Μορφή
υδρογραφικού δενδριτική δενδριτική
δικτύου - -
2 Πυκνότητα
υδρογραφικού
D 2,70 3,66 Km/km2
δικτύου
3 Μήκος κεντρικής
κοίτης L 12,63 14,55 km
4 μέση-κλίση
κεντρικής κοίτης Jκ 1% 2% %
5 Συνολικό μήκος
ρευμάτων ΣL 80,7 137,2 km

Για τον χαρακτηρισμό της μορφής του υδρογραφικού δικτύου


χρησιμοποιήθηκε η βιβλιογραφία και τα διάφορα σχεδιαγράμματα και αποφασίστηκε
ότι και οι δυο λεκάνες απορροής είναι δενδριτικής μορφής, που είναι και η πιο κοινή
μορφή. Η πυκνότητα του υδρογραφικού δικτύου υπολογίστηκε περίπου 2,70 για τη
λεκάνη του χειμάρρου Σίβηρης και 3,66 για τη λεκάνη του χειμάρρου Φούρκας.
Χαρακτηριστική είναι και η μικρή μέση κλίση της κεντρικής κοίτης (1% και 2%)
φανερώνοντας πως τα δυο ρεύματα ρέουν σε πεδινές περιοχές ήπιων κλίσεων. Το
μήκος της κεντρικής κοίτης και των δυο ρευμάτων είναι μεγαλύτερο από το
μέγιστο μήκος των λεκανών απορροής τους και αυτό επειδή η κεντρική κοίτη και των
δυο ρευμάτων έχι σχήμα καμπύλης. Τέλος, παρόλο που και οι δυο λεκάνες
καταλαμβάνουν περίπου την ίδια έκταση, το συνολικό μήκος των ρευμάτων της
λεκάνης της Φούρκας (137,2km) είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Σίβηρης
(80,7km).

73
5.6.1 Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου (κατά Horton, Strahler)

Τα συνολικά αποτελέσματα της αρίθμησης του υδρογραφικού δικτύου μας


φανερώνουν τον μεγαλύτερο αριθμό διακλαδώσεων (διπλάσιος αριθμός), του
Ζωγραφίτικου σχετικά με τον χείμαρρο Σίβηρης, κάτι που φαίνεται και από τον
χαμηλότερο συντελεστή διακλάδωσης, καθώς και την υπεροχή του χειμάρρου
Ζωγραφίτικου σε τάξεις ρευμάτων κατά δυο.
Πίνακας 23. Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου κατά Horton, Strahler (χείμαρρος
Σίβηρης).
HORTON
Υδρογραφικά
Α/Α συμβολισμός μέγεθος
χαρακτηριστικά
1 Αριθμός κλάδου τάξης
ni 1ης 2ης 3ης 4ης
2 Αριθμός
καταγραφέντων
ρευμάτων Νni 66 18 7 1
3 Συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού
των ρευμάτων Rn - 3,66 2,57 7
4 Συνολικός αριθμός
ρευμάτων όλων των
τάξεων ΣΝni 92
5 Μέσος συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού
των ρευμάτων ΣRn 4,41

STRAHLER
1 Αριθμός κλάδου τάξης ni 1ης 2ης 3ης 4ης
2 Αριθμός
καταγραφέντων
ρευμάτων Νni 85 19 5 1
3 Συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού 4,47 3,8 5
των ρευμάτων Rn
4 Συνολικός αριθμός
ρευμάτων όλων των
τάξεων ΣΝni 110
5 Μέσος συντελεστής
διακλάδωσης αριθμού
των ρευμάτων ΣRn 4,42

74
Πίνακας 24. Αρίθμηση υδρογραφικού δικτύου κατά Horton, Strahler (χείμαρρος
Φούρκας).
HORTON
Α/Α Υδρογραφικά
συμβολισμός μέγεθος
χαρακτηριστικά
1 Αριθμός κλάδου
ni 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης 6ης
τάξης
2 Αριθμός
καταγραφέντων 158 40 10 2 1 1
ρευμάτω Νni
3 Συντελεστής
διακλάδωσης
αριθμού των Rn - 3,95 4 5 2 1
ρευμάτων
4 Συνολικός
αριθμός
ρευμάτων όλων ΣΝni 212
των τάξεων
5 Μέσος
συντελεστής
διακλάδωσης
αριθμού των
ΣRn 3,19
ρευμάτων
STRAHLER

1 Αριθμός κλάδου
ni 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης 6ης
τάξης
2 Αριθμός
καταγραφέντων
ρευμάτων Νni 216 50 9 2 1 -
3 Συντελεστής
διακλάδωσης
αριθμού των Rn
- 4,32 5,55 4,5 2 -
ρευμάτων
4 Συνολικός
αριθμός
ρευμάτων όλων ΣΝn 278
των τάξεων
5 Μέσος
συντελεστής
διακλάδωσης
αριθμού των
ΣRn 4,09
ρευμάτων

75
5.7 Υπολογισμός της μέγιστης αναμενόμενης υδατοπαροχής

Η έλλειψη υδρομετρήσεων στις κοίτες των χειμάρρων μας αποτρέπει από


ασφαλείς μετρήσεις της υδατοπαροχής των ρευμάτων. Μπορούμε, όμως να
υπολογίσουμε την μέγιστη αναμενόμενη υδατοπαροχή ενός ρεύματος με ορισμένη
περίοδο επανάληψης και πιο συγκεκριμένα με περίοδο επανάληψης 100 χρόνων η
οποία χρησιμοποιείται και στη δασική υδρολογία. Από τους εμπειρικούς τύπους
χρησιμοποιήθηκαν αυτοί των Friedrich, Wundt, Coutagne, Kursteiner, Kresnik,
Valentini, Hoffbauer, Muller, Melli, Fuller και αποκλείσθηκαν οι τύποι των
Iszkowski και Klement-Wunderlich οι οποίοι αφορούν μόνο ορεινές περιοχές
(Η>1000m). Λόγω του μετρίου μεγέθους και των δυο λεκανών απορροής για τους
τύπους των Coutagne, Kursteiner, Kresnik χρησιμοποιήθηκαν συντελεστές α=30,
10,5 και 1,3 αντίστοιχα. Ως μέσος συντελεστής απορροής (cm) για τον τύπο του
Muller υπολογίστηκε ο cm=0,23 και για τις δυο λεκάνες απορροής.

Πίνακας 25. Οι τιμές των μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών των


χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας μέσω εμπειρικών και αναλυτικών τύπων.
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΙ
Α/Α ΤΥΠΟΣ QMAX ΣΙΒΗΡΗΣ QMAX ΦΟΥΡΚΑΣ
1 Friendrich 148,8 m3/sec 156,4 m3/sec
2 Coutangne 174,95 m3/sec 183,72 m3/sec
3 Wundt 114,48 m3/sec 121,38 m3/sec
4 Kursteiner 110,35 m3/sec 117,75 m3/sec
5 Kresnik 223,44 m3/sec 235,52 m3/sec
6 Valentini 174,95 m3/sec 183,72 m3/sec
7 Hoffbauer 174,95 m3/sec 183,72 m3/sec
8 Muller 96,8 m3/sec 103,23 m3/sec
9 Melli 141,07 m3/sec 153,47 m3/sec
10 Fuller 151,13 m3/sec 161,27 m3/sec
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ
1 Turazza 31,63 m3/sec 47,05 m3/sec
2 Giandotti 147,65 m3/sec 176,55 m3/sec
3 Μ.Ο 120,32 m3/sec 135,9 m3/sec

76
5.8 Υπολογισμός της μεγιστης αναμενόμενης στερεοπαροχής

Για τον υπολογισμό της μέγιστης αναμενόμενης στερεοπαροχής περιόδου 100


ετών, χρησιμοποιήθηκε ο τύπος της στερεοπαροχής των Stiny-Herheulidze. Για τον
παράγοντα Pn χρησιμοποιήθηκε η τιμή 20% για το χείμαρρο Σίβηρης μιας και η μέση
κλίση της λεκάνης του είναι 12,82% και αντιστοιχεί στην πρώτη βαθμίδα όπως
βλέπουμε και από την βιβλιογραφία μας. Αντίθετα η λεκάνη του χειμάρρου
Ζωγραφίτικου έχει μέση κλίση 25,9 και αντιστοιχεί στην τρίτη βαθμίδα δίνοντας
συντελεστή Pn ίσο με 30%. Η χειμαρρικότητα των λεκανών απορροής, δεδομένου
και του ιστορικού των πλημμυρών, εκτιμήθηκε ως μέτρια δίνοντας στον παράγοντα
m τη μέση τιμή της βαθμίδας, δηλαδή την τιμή 1,00. Τέλος εκτιμήθηκε ο παράγοντας
d και μας έδωσε αποτέλεσμα ίσο με 2,00 και για τις δυο λεκάνες.

Πίνακας 26. Οι τιμές των μέγιστων αναμενόμενων στερεοπαροχών των


χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας σύμφωνα με τον τύπο των Stiny-Herheulidze.

ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ΜΟΝΑΔΑ


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΤΥΠΟΣ
ΣΙΒΗΡΗΣ ΦΟΥΡΚΑΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ
Pn(%) - 0,2 0,3 -
d - 2,0 2,0 -
m - 1,0 1,0 -

ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ *Qmax 15,34 29,12 m3/sec


ΥΔΑΤΟ-
ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ Gmax+Qmax 135,72 165,02 m3/sec

77
5.9 Υπολογισμός της εδαφικής απώλειας με τη μέθοδο
Gavrilovic

Οι λεκάνες απορροής μας χωρίστηκαν σε μικρότερες σχετικά ισομεγέθεις και


ομοιόμορφες υπολεκάνες με σκοπό την διεξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων
σχετικά με το ποσοστό της εδαφικής διάβρωσης κάθε περιοχής και συνεπώς της
υποβάθμισής της. Η λεκάνη απορροής του χειμάρρου Σίβηρης αποτελείται από τρεις
υπολεκάνες. Η υπολεκάνη της περιοχής της Αθύτου καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα
της λεκάνης απορροής ξεκινώντας λίγο βορειότερα της Κασσανδρείας, και φθάνει
μέχρι και την αφετηρία του χειμάρρου καταλαμβάνοντας ολόκληρη την περιοχή
ανάμεσα στους δυο οικισμούς. Η υποπεριοχή αυτή καλύπτεται από μια ευρεία
κοιλάδα μεταξύ δυο μικρών λόφων. Κυριαρχεί, εδώ, η καλλιέργεια της ελιάς και του
σιταριού και το ποσοστό δάσωσης είναι πολύ μικρό και εντοπίζεται κυρίως στην
περιοχή όπου πηγάζει ο χείμαρρος. Το ανάγλυφο είναι ήπιο και το υδρογραφικό
δίκτυο δεν είναι έντονο. Το γεωλογικό υπόθεμα αποτελείται κυρίως από
ασβεστολιθικό σχηματισμό, ενώ απουσιάζει είτε είναι αμελητέα οποιασδήποτε
μορφής οικιστική δραστηριότητα. Στην δεύτερη υπολεκάνη η οποία βρίσκεται στο
μεσαίο τμήμα της κύριας λεκάνης διακρίνουμε μια μικρή αύξηση της δασικής
βλάστησης και της αστικής δόμησης καθώς η λεκάνη αυτή αποτελείται από την
περιοχή γύρω από την κωμόπολη της Κασσανδρείας. Το ανάγλυφο γίνεται ελαφρώς
εντονότερο ενώ το γεωλογικό υπόθεμα αποτελείται πλέον από πολύ μικρότερα
ποσοστά ασβεστολιθικού σχηματισμού και κατά το μεγαλύτερο μέρος από νεογενή
σχηματισμό. Η τρίτη υπολεκάνη εντοπίζεται στο τελευταίο τμήμα του χειμαρρικού
ρεύματος από την λοφώδη περιοχή δυτικά της Κασσανδρείας μέχρι και τον οικισμό
της Σίβηρης. Εδώ κυριαρχεί η δασική βλάστηση έναντι των καλλιεργειών. Γεωλογικά
αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από αμμώδους σύστασης νεογενή
σχηματισμό. Η λεκάνη απορροής του χειμάρρου Φούρκας διαχωρίστηκε σε τέσσερις
υπολεκάνες. Η μεγαλύτερη από αυτές καταλαμβάνει την νοτιοανατολική περιοχή της
κύριας λεκάνης νοτιότερα του οικισμού του Κασσανδρινού. Σ’ αυτήν κυριαρχεί η
δασική βλάστηση, πυκνό υδρογραφικό δίκτυο και σχετικά πιο απότομες κλίσεις. Ο
χειμαρρικός πετρολογικός σχηματισμός που εντοπίζεται σε υψηλότερο ποσοστό είναι
και εδώ ο νεογενής σχηματισμός και μάλιστα ο σχηματισμός των λευκών μαργών.
Μια άλλη υπολεκάνη καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα με αρκετά υψηλά
ποσοστά δασικής και δευτερευόντως θαμνώδους βλάστησης, ενώ απουσιάζει η
οικιστική δραστηριότητα. Διακρίνεται ένα πολύ μικρό ποσοστό ασβεστολιθικού
σχηματισμού στα βόρεια της περιοχής ενώ κυριαρχεί και εδώ ο νεογενής
σχηματισμός. Η τρίτη υπολεκάνη καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κύριας λεκάνης
όπου και συνορεύει με την λεκάνη του Λάκκου Χατζή. Η τέταρτη και τελευταία
υπολεκάνη εντοπίζεται στο δυτικό τμήμα της κύριας λεκάνης από τον οικισμό της
Φούρκας μέχρι και τις εκβολές του χειμάρρου. Εδώ κυριαρχεί η αστική δόμηση
καθώς και οι καλλιέργειες.

78
Στη συνέχεια θα υπολογίσουμε για τις υπολεκάνες απορροής κάποια
μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά καθώς και τη σύνθεση των
γεωλογικών σχηματισμών και της βλάστησης, στοιχεία που μας ενδιαφέρουν και μας
χρησιμεύουν στους υπολογισμούς της εδαφικής απώλειας με αυτή την μέθοδο.

Πίνακας 27. Τα μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά των


υπολεκανών απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ
Α/Α ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ Υ1 Υ2 Υ3
Εμβαδό λεκάνης
1. F 14,89 8,39 10,77
απορροής
2. περίμετρος U 18,61 14,26 14,48
3. Ελάχιστο υψόμετρο Hmin 20 40 40
4. Μέγιστο υψόμετρο Hmax 150 220 220

5. Μέσο υψόμετρο Hmed 70 80 65


Μέση-κλίση
6. Jλ 7% 14% 18%
λεκάνης
Μήκος κεντρικής
7. L 6,02 3,15 3,79
κοίτης
Μήκος
8. δευτερευουσών 11,88 19,17 38,31
L1
κοιτών
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
Α/Α ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ Υ1 Υ2 Υ3 Υ4
Εμβαδό λεκάνης
1. F 8,86 13,89 8,62 6,11
απορροής
2. περίμετρος U 17,1 20,3 14,3 12,64

3. Ελάχιστο υψόμετρο Hmin 20 60 80 80

4. Μέγιστο υψόμετρο Hmax 320 340 280 280

5. Μέσο υψόμετρο Hmed 150 200 130 116


Μέση-κλίση
6. Jλ 19% 29% 25% 26%
λεκάνης
Μήκος κεντρικής
7. L 7,65 8,07 4,42 4,18
κοίτης
Μήκος
8. δευτερευουσών
L1 22 50,44 25,03 19,41
κοιτών

79
Πίνακας 28. Ο υπολογισμός της σύνθεσης των γεωλογικών σχηματισμών και της
βλάστησης στις υπολεκάνες απορροής των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ
ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΚΟΙ Υ1 Υ2 Υ3
Α/Α (%) (%) (%)
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (Km ) 2
(Km ) 2
(Km2)
1. νεογενής 8,69 58,3 5,98 71,2 7,8 72,4
2. ασβεστολιθικός 3,46 23,2 0,61 7,27 0,56 5,19
3. προσχωσιγενής 2,80 18,8 1,79 21,3 2,35 21,8
Υ1 Υ2 Υ3
A/A ΒΛΑΣΤΗΣΗ (%) (%) (%)
(Km2) (Km2) (Km2)
Δασοσκεπής
1. 0,78 5,23 0,84 10,0 3,40 31,6
έκταση
αραιό δάσος-
2. 0,19 1,27 0,12 1,43 0,34 3,15
πυκνοί θαμνώνες
Ελαιώνες-
3. 2,47 16,6 2,30 27,4 2,97 27,5
οπωροφόρα
Περιοχές
4. 0,15 1,00 0,97 11,6 0,60 5,57
οικισμών
Λοιπές
5. καλλιέργειες- 11,3 75,9 4,16 49,5 3,45 32,0
γυμνά
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ
ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΚΟΙ Υ1 Υ2 Υ3 Υ4
Α/Α (%) (%) (%) (%)
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (Km2) (Km2) (Km2) (Km2)

1. νεογενής 7,46 84,1 13,2 95,1 7,54 87,5 4,41 72,1

2. ασβεστολιθικός 0,34 3,83 - - - - - -

3. προσχωσιγενής 1,06 12 0,67 4,9 1,08 12,5 1,70 28,1


Υ1 Υ2 Υ3 Υ4
A/A ΒΛΑΣΤΗΣΗ (%) (%) (%) (%)
(Km2) (Km2) (Km2) (Km2)
Δασοσκεπής
1. 3,48 39,2 6,63 47,7 6,08 70,5 2,65 43,3
έκταση
αραιό δάσος-
2. 0,17 1,91 0,44 3,16 0,15 1,74 0,33 5,4
πυκνοί θαμνώνες
Ελαιώνες-
3. 0,23 2,59 0,1 0,72 0,27 3,13 1,21 19,8
οπωροφόρα
Περιοχές
4. - - 0,22 1,58 - - 0,39 6,38
οικισμών
Λοιπές
5. καλλιέργειες-
4,98 56,2 6,5 46,8 2,12 24,5 1,53 25
γυμνά

80
Πίνακας 29. Οι τιμές των μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών των
χειμάρρων στις υπολεκάνες απορροής.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ

ΥΠΟΛΕΚΑΝΕΣ Υ1 Υ2 Υ3 Υ1 Υ2 Υ3 Υ4

Qmax 72,9 63,2 60,5 59,8 76,5 52,9 41,9

Βλέπουμε λοιπόν, πως την μεγαλύτερη αναμενόμενη υδατοπαροχή εμφανίζει


η υπολεκάνη (1) της λεκάνης του χειμάρρου Σίβηρης και η υπολεκάνη (2) της
λεκάνης του χειμάρρου της Φούρκας με 72,9 m3/sec και 76,5 m3/sec αντίστοιχα.

Πίνακας 30. Οι τιμές της παραμέτρου √Ζ3.

ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ

x y φ √J φ+√J xy(φ+√J) √Ζ3

Υ1 0,72 0,70 0,2 0,2645 0,464 0,233 0,11

Υ2 0,66 0,75 0,3 0,3742 0,674 0,33 0,19

Υ3 0,52 0,70 0,25 0,424 0,674 0,248 0,12

ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ

Υ1 0,55 0,77 0,3 0,435 0,735 0,311 0,17

Υ2 0,49 0,79 0,25 0,538 0,788 0,30 0,16

Υ3 0,36 0,77 0,20 0,5 0,7 0,19 0,08

Υ4 0,45 0,76 0,25 0,5 0,75 0,256 0,13

81
Πίνακας 31. Οι τιμές του συντελεστή κατακράτησης φερτών υλικών R.

ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ

U Hmed (U* Hmed)1/2 L L+L1 L+10 F*(L+10) R


Υ1 18,6 0,07 1,14 6,02 17,9 16,02 238,53 0,08

Υ2 14,3 0,08 1,06 3,15 22,32 13,15 110,32 0,21

Υ3 14,5 0,07 1,00 3,79 42,1 13,79 148,51 0,28

ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ

Υ1 17,1 0,15 1,6 7,65 29,65 17,65 245,15 0,19

Υ2 20,3 0,2 2,01 8,07 58,51 18,07 155,76 0,75

Υ3 14,3 0,13 1,36 4,42 29,45 14,42 124,3 0,32

Υ4 12,6 0,12 1,51 4,18 23,6 14,18 86,63 0,41

Πίνακας 32. Οι τιμές της ετήσιας εδαφικής απώλειας για τις υπολεκάνες
απορροής με τη μέθοδο του Gavrilovic.
ΛΑΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗ

3 W W
W(m /
Τ Pa π √Ζ3 F W(t/έτος) R έξοδος(m3/ έξοδος(t/
έτος)
έτος) έτος)
Υ1 1,31 588 3,14 0,11 14,89 3.961 10.498 0,08 3.645 9.659
Υ2 1,31 588 3,14 0,19 8,39 3.854 10.214 0,21 3.045 8.069
Υ3 1,31 588 3,14 0,12 3.125
10,77 8.281 0,28 2.250 5.962
ΛΑΚΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟΣ

Υ1 1,29 600 3,14 0,17 8,86 3.641 9.561 0,19 2.950 7.817
Y2 1,29 600 3,14 0,16 13,89 5.373 14.240 0,75 1.344 3.561
Υ3 1,29 600 3,14 0,08 8,62 1.667 4.418 0,32 1.134 3.005
Υ4 1,29 600 3,14 0,13 6,11 1.920 5.089 0,41 1.133 3.000

82
Πίνακας 33. Οι τιμές της εδαφικής απώλειας/ km2 (υποβάθμιση)
ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΠΩΛΕΙΑ
ΣΤΗΝ ΣΤΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
ΔΙΑΒΡΩΣΗ/Ha(t/έτος)
ΕΞΟΔΟ/km2 ΕΞΟΔΟ/km2 ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ
(m3/έτος) (t/έτος)
ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ΣΙΒΗΡΗΣ
Υ1 244 648 7,04 ΜΕΤΡΙΑ
Υ2 362 961 12,1 ΜΕΤΡΙΑ
Υ3 208 553 7,68 ΜΕΤΡΙΑ
ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ΦΟΥΡΚΑΣ
Υ1 332 882 10,89 ΜΕΤΡΙΑ
Υ2 96 256 10,25 ΜΕΤΡΙΑ
Υ3 131 348 5,12 ΜΕΤΡΙΑ
Υ4 185 491 8,32 ΜΕΤΡΙΑ

Τα αποτελέσματα του παραπάνω πίνακα μας δείχνουν ότι η συνολική ετήσια


εδαφική απώλεια για τη λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης (Λάκκου
Χατζή) ανέρχεται σε 29.993 t/έτος, και 8,82 t/έτος/εκτάριο, ενώ η πιο
υποβαθμισμένη περιοχή είναι η υπολεκάνη (2) στην οποία η εδαφική διάβρωση
αποσπά 10.214 t/έτος, και η ετήσια απώλεια φθάνει τα 961 t/έτος/km2. Ακόμη
σύμφωνα με τον πίνακα τον υψηλότερο συντελεστή κατακράτησης παρουσιάζει η
υπολεκάνη (3) στην οποία ένα ποσοστό 28% των φερτών υλών κατακρατείται ενώ
5.962 t/έτος φθάνουν στην έξοδο της λεκάνης. Αντίθετα τον μικρότερο συντελεστή
κατακράτησης παρουσιάζει η υπολεκάνη (1) με 8%. Επίσης το συνολικό ετήσιο
μέγεθος των φερτών υλικών που εκβάλλουν στη θάλασσα διαμέσου του χειμάρρου
της Σίβηρης ανέρχεται στα 23.690 t/έτος. Η συνολική ετήσια εδαφική απώλεια, όσον
αφορά τη λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Φούρκας (Ζωγραφίτικος), ανέρχεται
στα 33.308 t/έτος και 8,88 t/έτος/εκτάριο, με περισσότερο υποβαθμισμένη περιοχή
την υπολεκάνη (1) η οποία παρουσιάζει απώλεια στην έξοδο ίση με 882 t/έτος/km2
και παράλληλα τον χαμηλότερο συντελεστή κατακράτησης (19%). Στην υπολεκάνη
(2) παρόλο που η ετήσια διάβρωση φθάνει τα 14.240 t/έτος, ο υψηλός συντελεστής
κατακράτησης (75%) έχει ως αποτέλεσμα, από τα 14.240 t/έτος που παράγονται σ’
αυτήν μόλις 3.561 t/έτος να φθάνουν στην έξοδο της λεκάνης. Οι υπολεκάνες 2 και 3
του χειμάρρου της Φούρκας παρουσιάζουν και την χαμηλότερη υποβάθμιση σχετικά
ανάμεσα σε όλες τις υπολεκάνες και των δυο χειμάρρων με 256 και 348 t/έτος/km2
αντίστοιχα. Η συνολική ετήσια ποσότητα των φερτών υλικών που εκβάλλουν στη
θάλασσα διαμέσου του χειμάρρου της Φούρκας ανέρχεται στα 17.383 t/έτος.

83
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ
ΥΔΑΤΩΝ
ΧΑΡΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ
ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
ΤΩΝ ΥΠΟΛΕΚΑΝΩΝ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:100.000
Ένταση διάβρωσης
0-3.000 t/έτος
3.000-6.000 t/έτος
6.000-9.000 t/έτος
>9.000 t/έτος

Χάρτης 7: Ο χάρτης της εδαφικής απώλειας στην έξοδο των υπολεκανών απορροής των
χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.

84
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ
ΥΔΑΤΩΝ
ΧΑΡΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ
ΑΠΩΛΕΙΑΣ/km2 ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
ΤΩΝ ΥΠΟΛΕΚΑΝΩΝ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:95.000
50-350 t/έτος/km2
350-650 t/έτος/km2
650-950 t/έτος/km2
>950 t/έτος/km2

Χάρτης 8: Ο χάρτης της εδαφικής απώλειας/km2 στην έξοδο των υπολεκανών απορροής
των χειμάρρων Σίβηρης και Φούρκας.

85
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ
ΟΡΕΙΝΩΝ
ΥΔΑΤΩΝ

ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ


ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:90.000
0-2.000 t/έτος
2.000-7.000 t/έτος
7.000-12.000 t/έτος
12.000-17.000 t/έτος
>17.000 t/έτος

Χάρτης 9: Ο χάρτης της συνολικής εδαφικής διάβρωσης των υπολεκανών απορροής των
χειμάρρων της Σίβηρης και της Φούρκας.

86
6. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ

Οι ανθρωπογενείς επεμβάσεις στις κοίτες των ρευμάτων οφείλονται στην


επέκταση, κατά τα τελευταία χρόνια των οικισμών και των πόλεων λόγω της ολοένα
και αυξανόμενης πίεσης που δημιουργεί η οικιστική ανάπτυξη. Επίσης πολύ συχνά
είναι και τα φαινόμενα της απόρριψης σκουπιδιών στις κοίτες των ρευμάτων λόγω
της αδιαφορίας αλλά και της άγνοιας των πολιτών για τις αρνητικές επιπτώσεις
τέτοιων πράξεων. Τέλος, αρκετά συχνά συναντώνται και ακατάλληλα τεχνικά έργα
στις κοίτες των ρευμάτων. Λιγότερο, συχνά παρατηρούνται εκτροπές κοιτών, και
καθιζήσεις πεδινών περιοχών λόγω υπεραντλήσεων. Καταπατήσεις, μπαζοποίηση
κοιτών αλλά και ακατάλληλα τεχνικά έργα παρατηρούνται και στις κοίτες των
ρευμάτων μας. Τις ανθρωπογενείς αυτές επεμβάσεις προσπαθήσαμε να
αποτυπώσουμε μέσω χαρτών με τη χρήση του προγράμματος ArcGis10.

Χάρτης 10: Οι κυριότερες ανθρωπογενείς επεμβάσεις στις κοίτες του χειμάρρου της
Σίβηρης.

87
Χάρτης 11: Οι κυριότερες ανθρωπογενείς επεμβάσεις στις κοίτες του χειμάρρου της
Φούρκας.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΧΑΡΤΩΝ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ


ΣΤΙΣ ΚΟΙΤΕΣ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΝ
ΚΛΙΜΑΚΑ 1:60.000
ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ ΣΙΒΗΡΗΣ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ
Α/Α ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
Χ Υ
1. Ακατάλληλο μέγεθος οχετών 23,416767 40,048303
2. Στένωση τμήματος της κεντρικής κοίτης λόγω
23,407223 40,050733
γεωργικών εγκαταστάσεων στα πρανή
3. Μετατροπή κοίτης σε χωματόδρομο 23,406612 40,042482
4. Απόρριψη σκουπιδιών εντός δευτερεύουσας
23,402065 40,044628
κοίτης
5. Ανέγερση ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων εντός
23,363255 40,042324
δευτερεύουσας κοίτης
6. Ημιτελή τεχνικά έργα εντός της κεντρικής
23,364565 40,038135
κοίτης
7. Η κεντρική κοίτη διασχίζεται κανονικά από
23,363857 40,037583
δρόμο
ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ ΦΟΥΡΚΑΣ
1. Στένωση κεντρικής κοίτης εντός του οικισμού
23,419045 40,006430
της Φούρκας
2. Στένωση δευτερεύουσας κοίτης λόγω κτιριακών
23,483996 40,013651
εγκαταστάσεων

88
Εικόνα 3: Ακατάλληλο μέγεθος οχετών σε δευτερεύουσα κοίτη του χειμάρρου της
Σίβηρης.

Εικόνα 4: Στένωση σε τμήμα της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Σίβηρης λόγω
γεωργικών εγκαταστάσεων στα πρανή της κοίτης.

89
Εικόνα 5: Απόρριψη σκουπιδιών εντός δευτερεύουσας κοίτης του χειμάρρου Σίβηρης
και Εικόνα 6: Ύπαρξη δρόμου εντός της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου Σίβηρης.

90
Εικόνα 7: Ημιτελή τεχνικά έργα εντός του τελικού τμήματος της κεντρικής κοίτης του
χειμάρρου της Σίβηρης.

Εικόνα 8: Αντικατάσταση οχετών από ακατάλληλους υδαταγωγούς εντός του τελικού


τμήματος της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Σίβηρης.

91
7. ΣΥΖΗΤΗΣΗ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο κύριος στόχος της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των φυσικών και
ανθρωπογενών παραγόντων που επιδρούν πάνω στις λεκάνες απορροής των
χειμάρρων Φούρκας και Σίβηρης και στο χειμαρρικό περιβάλλον τους. Απαραίτητα
βήματα για να επιτύχουμε τον κύριο σκοπό μας, όπως προαναφέραμε, είναι ο
υπολογισμός των μορφομετρικών και υδρογραφικών τους χαρακτηριστικών, η μελέτη
του κλίματος και η επεξεργασία των μετεωρολογικών δεδομένων, ο καθορισμός της
κάλυψης της βλάστησης καθώς και του γεωλογικού υποθέματος. Ακόμη είναι η
καταγραφή των ανθρωπογενών επεμβάσεων, ο έλεγχος της παροχετευτικότητας των
δύο ρευμάτων, της στερεομεταφοράς τους καθώς και της μέσης ετήσιας υποβάθμισης
των λεκανών απορροής.
Αναφορικά λοιπόν με τα μετεωρολογικά δεδομένα, το κλίμα της περιοχής
είναι τυπικό Μεσογειακό, με ξηρά και θερμά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες και
όπως μας φανερώνει και το ομβροθερμικό διάγραμμα της περιοχής η ξηροθερμική
περίοδος διαρκεί από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής
κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα σχετικά με το μέσο ετήσιο ύψος βροχής της
Μακεδονίας, αλλά παρ’ όλα αυτά η περιοχή δέχεται βροχοπτώσεις με μεγάλη
ραγδαιότητα και αυτό ευνοεί εξαιρετικά τα διάφορα χειμαρρικά φαινόμενα. Το
μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του χειμάρρου της Σίβηρης, όσον αφορά τους
πετρολογικούς σχηματισμούς, αποτελείται από νεογενή σχηματισμό ο οποίος
χαρακτηρίζεται ως ευπαθής στην διάβρωση και ιδιαίτερα στην επιφανειακή, πρανική
και αυλακωτή σε αντίθεση με άλλους πετρολογικούς σχηματισμούς οι οποίοι είναι
πιο ευπαθείς σε χαραδρωτικές διαβρώσεις, ολισθήσεις και κατολισθήσεις. Εκτός από
τον νεογενή σχηματισμό που καλύπτει τη λεκάνη απορροής του χειμάρρου της
Σίβηρης σε ποσοστό 66% η λεκάνη καλύπτεται και από προσχωσιγενή και
ασβεστολιθικό σχηματισμό. Στην λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Φούρκας
κυριαρχεί ο νεογενής σχηματισμός με μεγαλύτερα ποσοστά. Το ανάγλυφο και των
δυο λεκανών χαρακτηρίζεται ήπιο και ιδιαίτερα η λεκάνη του Λάκκου Χατζή
αποτελείται από μια κατ’ εξοχήν πεδινή περιοχή με υψόμετρο που μετά βίας φθάνει
τα 200μ. ενώ η λεκάνη του Ζωγραφίτικου χαρακτηρίζεται ως λοφώδης με μέγιστο
υψόμετρο τα 350μ. και μέση κλίση λεκάνης περίπου 26%. Η λεκάνη απορροής του
χειμάρρου Σίβηρης είναι μια γεωργική περιοχή χαμηλών κυρίως καλλιεργειών αλλά
και καλλιέργειας ελιάς. Η δασική βλάστηση καλύπτει μόνο ένα 17% της επιφάνειας
της λεκάνης, ενώ χαρακτηρίζεται και από αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα
κυρίως στις παραλιακές περιοχές. Στην λεκάνη απορροής χεμάρρου Ζωγραφίτικου η
δασική βλάστηση βρίσκεται σε πιο ικανοποιητικά επίπεδα, κοντά στο 48 %, και οι
γεωργικές καλλιέργειες καλύπτουν μικρότερη έκταση.

92
Συνοπτικά όσον αφορά τη βλάστηση των λεκανών θα πρέπει να
επισημάνουμε τα πολύ χαμηλά ποσοστά δάσωσης των υπολεκανών 1 και 2 της
λεκάνης απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης που μπορούν να δημιουργήσουν
προβλήματα παρ’ όλο που η μέση κλίση των υπολεκανών αυτών είναι ελάχιστη.
Μορφομετρικά οι λεκάνες απορροής είναι μέτριου μεγέθους λοβοειδείς, ελαφρώς
επιμήκεις. Υδρογραφικά το δίκτυο των ρευμάτων και των δυο λεκανών παρουσιάζει
μορφή δενδριτική με σχετικά μεγάλη πυκνότητα για την λεκάνη απορροής του
χειμάρρου της Φούρκας, ο οποίος παρουσιάζει και αρκετά μεγάλο συνολικό μήκος
ρευμάτων (137km). Η μέση κλίση της κεντρικής κοίτης και των δυο χειμάρρων
χαρακτηρίζεται ήπια. Η αρίθμηση κατά Horton και Strahler μας δείχνει την υπεροχή
του χειμάρρου της Φούρκας τόσο σε αριθμό τάξεων κλάδων, όσο και σε αριθμό
ρευμάτων ανά τάξη. Όσον αφορά τις παροχές ο υπολογισμός τους μέσω των
εμπειρικών και αναλυτικών τύπων μας φανερώνει ότι και οι δυο χείμαρροι
παρουσιάζουν μέγιστη αναμενόμενη υδατοπαροχή η οποία φθάνει τα 120 m3/sec και
135 m3/sec αντίστοιχα. Η μέγιστη αναμενόμενη στερεοπαροχή σύμφωνα με τον τύπο
των Stiny-Herheulidze υπολογίστηκε περίπου 29 m3/sec για τον χείμαρρο Φούρκας
σχεδόν διπλάσια από την μέγιστη αναμενόμενη στερεοπαροχή του χειμάρρου της
Σίβηρης που φθάνει τα 15 m3/sec. Ο υπολογισμός της ετήσιας διάβρωσης σύμφωνα
με τη μέθοδο Gavrilovic μας δείχνει μέτρια διάβρωση στις υπολεκάνες. Τα
μεγαλύτερα ποσοστά υποβάθμισης παρουσιάζονται στην υπολεκάνη 2 του χειμάρρου
Σίβηρης, η οποία να σημειώσουμε ότι καλύπτεται κυρίως από νεογενή σχηματισμό
και τα ποσοστά της κάλυψης από δασικές εκτάσεις είναι χαμηλά εν αντιθέσει με τα
ποσοστά της αστικής γης. Συγκεκριμένα η εν λόγω υπολεκάνη φαίνεται να χάνει
περίπου 961 t/έτος/km2. Η υπολεκάνη 1 του χειμάρρου Σίβηρης συνεισφέρει περίπου
10.498 t/έτος στον χείμαρρο αλλά λόγω της μεγαλύτερης σχετικά έκτασής της, το
μέγεθος της εδαφικής απώλειας ανά km2 είναι μικρότερο (705 t/έτος/km2), άρα
μικρότερη και η υποβάθμισή της. Υψηλά είναι και τα ποσοστά διάβρωσης της
υπολεκάνης 2 του χειμάρρου Ζωγραφίτικου αλλά σύμφωνα και με τον συντελεστή
κατακράτησης μόνο ένα ποσοστό της τάξεως του 25% των υλικών εξέρχεται της
υπολεκάνης, συνεπώς η υποβάθμιση είναι σχετικά μικρή στην υπολεκάνη αυτή.
Σχετικά υψηλά για το εμβαδό της υπολεκάνης θεωρούνται και τα ποσοστά διάβρωσης
της υπολεκάνης 1 του χειμάρρου Ζωγραφίτικου, η οποία χάνει περίπου 882 t/έτος ανά
km2. Οι υπολεκάνες 2 και 3 του χειμάρρου Ζωγραφίτικου έχουν το μικρότερο δείκτη
υποβάθμισης σχετικά με τις υπολεκάνες και των δυο χειμάρρων. Ένα ακόμη
ενδιαφέρον στοιχείο είναι και η μικρότερη ποσότητα φερτών υλικών που καταλήγουν
στον μεγαλύτερο αποδέκτη (Θερμαϊκός κόλπος) διαμέσου του χειμάρρου της
Φούρκας σε σχέση με αυτόν της Σίβηρης, παρόλο που η μεν έκταση των λεκάνης
απορροής και των δυο είναι περίπου ίση η δε συνολική ποσότητα των παραγόμενων
υλικών στις λεκάνες απορροής τους είναι μεγαλύτερη στην λεκάνη απορροής του
χειμάρρου της Φούρκας (περίπου 33.308 t/έτος έναντι 29.993 t/έτος). Τα μικρότερα
ποσοστά φερτών υλικών που καταλήγουν στη θάλασσα μέσω του χειμάρρου της
Φούρκας οφείλονται στους υψηλότερους συντελεστές κατακράτησης της λεκάνης.

93
Η καταγραφή των ανθρωπογενών επεμβάσεων μας δείχνει ότι ο χείμαρρος της
Σίβηρης πλήγεται σε σημαντικό αριθμό από τον παράγοντα άνθρωπο, αφού οι
σημαντικότερες καταγραφείσες ανθρωπογενείς επεμβάσεις φθάνουν τις εφτά, ενώ
πολύ λιγότερες επεμβάσεις καταγράφηκαν στο χείμαρρο της Φούρκας.
Οι μορφές των επεμβάσεων που παρατηρήθηκαν είναι: α) απόρριψη σκουπιδιών
σε τμήματα της κοίτης, β) ακατάλληλα τεχνικά έργα και γ) καταπατήσεις κοιτών-
οικοπεδοποίηση. Ένα σημαντικό μέρος από το σύνολο των καταγραφέντων
σημειώθηκαν στην υπολεκάνη 2 του χειμάρρου της Σίβηρης. Τέλος να τονίσουμε
όσον αφορά τα τεχνικά έργα στους δυο χειμάρρους που είναι προς μελέτη, ότι ο
χείμαρρος της Φούρκας έχει διευθετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Συγκεκριμένα
έγινε διεύρυνση, καθαρισμός και σταθεροποίηση της κοίτης και των πρανών με
«σαραζανέτ» καθώς και τσιμεντοποίηση του τμήματος της εκβολής που ρέει
κυριολεκτικά μέσα από τον οικισμό της Φούρκας.
Συνοπτικά λοιπόν και με βάση τους φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες που
επηρεάζουν τη χειμαρρική δράση των ρευμάτων, φαίνεται πως στην περιοχή της
μελέτης μας ιδιαίτερο ρόλο παίζει η ευπάθεια στη διάβρωση του γεωλογικού
σχηματισμού (νεογενής) και η ραγδαιότητα των βροχοπτώσεων. Επιπρόσθετα για
την λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση
χειμαρρικών φαινομένων παίζει και η έλλειψη της προστασίας του δασικού μανδύα,
όπως και η υψηλής έντασης επέμβαση του ανθρώπου στις κοίτες του χειμάρρου.
Αντιθέτως ο παράγοντας του αναγλύφου δεν φαίνεται να επιδρά στην εμφάνιση
χειμαρρικών φαινομένων (ήπιες κλίσεις). Συγκριτικά, και αν κρίνεται επιθυμητό να
υποδειχθεί μια, κατά κάποιο τρόπο ελαττωματική λεκάνη απορροής, αυτή θα είναι η
λεκάνη απορροής του χειμάρρου της Σίβηρης και ιδιαίτερα η υπολεκάνη 2, στο ύψος
της Κασσανδρείας. Το χειμαρρικό περιβάλλον της υπολεκάνης αυτής χαρακτηρίζεται
σχετικά ευαίσθητο στην εμφάνιση τόσο πλημμυρικών φαινομένων, όσο και
φαινομένων εδαφικής απώλειας και υποβάθμισης. Τα κυριότερα μέτρα που μπορούμε
να προτείνουμε για την εξομάλυνση των χειμαρρικών φαινομένων και την
αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ισορροπίας, όπου κρίνεται αυτό απαραίτητο και
θεμιτό, είναι τα εξής:
 Προσπάθεια διατήρησης της δασικής βλάστησης, στα τωρινά επίπεδα
τουλάχιστον, και αν δύναται περαιτέρω αύξησή της ιδιαίτερα στην περιοχή
της υπολεκάνης 2 της λεκάνης του χειμάρρου της Σίβηρης με στόχο την
αποφυγή μεγάλων πλημμυρικών παροχών αλλά και τη σταθεροποίηση των
επιπέδων της υποβάθμισης της περιοχής μέσω της εδαφικής διάβρωσης. Η
πυκνή δασική βλάστηση θα σταθεροποιήσει το γεωλογικό υπόθεμα που ως
αμμώδους σύστασης-νεογενές είναι αρκετά ευάλωτο στην επίθεση των
κατακρημνισμάτων και των πλημμυρικών υδάτων και θα μειώσει τον
συντελεστή απορροής των όμβριων υδάτων.

94
 Σε περιοχές, όπου η αποκατάσταση της δασικής βλάστησης δεν είναι δυνατή
και όπου επικρατούν σχετικά μεγάλες κλίσεις, προτείνεται σταθεροποίηση
των πρανών αλλά και του πυθμένα της κοίτης, με τεχνικά έργα ή και
φυτοτεχνική διευθέτηση.
 Συμπλήρωση των τεχνικών έργων στο τμήμα εκβολής του χειμάρρου της
Σίβηρης και δημιουργία μικρής γέφυρας στην περιοχή της εκβολής του
χειμάρρου της Σίβηρης και εντός του οικισμού, με στόχο την ασφαλή
διέλευση οχημάτων και πεζών.
 Καθαρισμός των κοιτών από απορρίμματα πάσης φύσεως (σκουπίδια, κλαδιά,
κορμοί) ιδιαίτερα σε τμήματα της κοίτης με στενή διατομή.

95
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Ν., 1985: Δασική φυτοκοινωνιολογία, εκδόσεις Γιαχούδη.


Θεσσαλονίκη.
Γούλας Κ., 2000: Φυτοτεχνικές διευθετήσεις. Θεσσαλονίκη.
Καρύδας Χ., 2008: Quantification and site-specification of the support practice factor
when mapping soil erosion risk associated with olive plantations in the Mediterranean
island of Crete.
Κωτούλας Δ., 1973: Το χειμαρρικόν πρόβλημα της Ελλάδος, σελ 7-9. Θεσσαλονίκη
Κωτούλας Δ., 2001: Ορεινή υδρονομική Τόμος Ι. Τα ρέοντα ύδατα. Τμήμα
εκδόσεων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Έθνος on-line, άρθρο 3 Σεπτεμβρίου 2007: ‘Μισή ώρα βροχής «έπνιξε» το μοντέλο
Καραμανλή’.
Μακρογιάννης Τ., 1996: Κασσάνδρα Χαλκιδικής, αναφορά στις κλιματολογικές
συνθήκες. Θεσσαλονίκη.
Μαργαρόπουλος Π., 1963: Η υδατική διάβρωσις και το χειμαρρικόν φαινόμενον,
Αθήνα.
Μιμίκου Μ.Α., 1994: Τεχνολογία υδατικών πόρων, εκδόσεις Παπασωτηρίου.
Μουλόπουλος Χρ., 1968: Ορεινή υδρονομική. Θεσσαλονίκη.
Μπαλαφούτης Χ., Στάθης Δ., 2004: Μαθήματα μετεωρολογίας και κλιματολογίας.
Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης Σ., 1986: Δασική οικολογία, εκδόσεις Γιαχούδη. Θεσσαλονίκη.
Παπαναστάση Β.Π., Νοϊτσάκη Β.Ι., 1992: Λιβαδική οικολογία, εκδόσεις Γιαχούδη.
Θεσσαλονίκη.
Παπαπέτρου Α., Ζαμάνη 1995: Γεωμορφολογία, εκδόσεις Συμμετρία. Αθήνα.
Παυλίδης Θ., 1990: Βροχοπτώσεις και πλημμυρογένεση στους σπουδαιότερους
τύπους λεκανών απορροής της Ελλάδος. Διδακτορική διατριβή ΑΠΘ. Θεσσαλονίκη.
Παυλίδης Θ., 1991: Ανάλυση του μηχανισμού πλημμυρικής δράσης του χειμάρρου
Φούρκας και του συστήματος διευθέτησής του, υπό το πρίσμα της πρόσφατης
πλημμύρας του Δεκεμβρίου του 1990, επιστημονική επετηρίδα, τόμος ΛΔ/1,
Θεσσαλονίκη
Παυλίδης Θ., 2005: Ορεινή υδρονομική ΙΙ, δεύτερο μέρος, πανεπιστημιακές
παραδόσεις. Τμήμα εκδόσεων Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη
Παυλόπουλος Κ., Καρύμπαλης Ε., 2003: Εργαστηριακές Ασκήσεις Φυσικής
Γεωγραφίας Β’ εξαμήνου. Σημειώσεις μαθήματος. Έκδοση Χαροκοπείου
Πανεπιστημίου.
Στεφανίδης Π., 2010: Ορεινή υδρονομική Ι, μέρος πρώτο πανεπιστημιακές
παραδόσεις, τμήμα εκδόσεων Αριστοτελείου πανεπιστημείου Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη.

96
Στεφανίδης Π., 2008: Φυσική γεωγραφία-γεωμορφολογία, πανεπιστημιακές
παραδόσεις, τμήμα εκδόσεων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη
Στάθης Δ., 2004: Ακραία γεγονότα βροχής και πλημμυρογένεση στην Ελλάδα.
Θεσσαλονίκη.
Στάθης Δ., 2010: Σημειώσεις μετεωρολογίας και κλιματολογίας. Πανεπιστημιακές
παραδόσεις. Θεσσαλονίκη
Τσακίρης, Γ. 1995: Υδατικοί Πόροι: Ι. Τεχνική Υδρολογία. Αθήνα.
Bagnouls F.- Gaussen H., 1957: Les climates biologiques et leur classification.
Annales de geographie.
Barrett, L., 2008: Soils and vegetation.
Barfield B.J., Haan C.T., Hayes J.C 1994: Design hydrology and sedimentology for
small catchments. Academic press. San Diego CA. ISBN 0-12-312340-2.
Brunn J., 1960: Ο γεωμορφολογικός χάρτης της Ελλάδος.
Calvo A., 2003: runoff generation, sediment movement and soil water behaviour on
calcareous (limestone) slopes of some mediteranean environments of southeastern
Spain.
Carling P., Beven K., 1989: Floods: Hydrological, sedimentological and
Geomorphological Implications. John Willey ans Sons. Chichester, UK.
Cerda A., Lavee H., Romero Diaz A., Hooke J., Montarella L., 2010: Soil erosion
and degradation in mediterranean type ecosystems.
Chang M., 2012: Forrest hydrology: an introduction to forrests and water, third
edition.
Chow V.T., 1964 : Handbook of applied hydrology. Mc-Graw-Hill, New York
Duran V.H 2007: Soil-erosion and runoff prevention by plant covers. A review
IFAPA Centro Camino de Purchil, Apdo. 2027, 18080-Granada, Spain 2 USDA-
National Soil Erosion Research Laboratory, 275 S. Russell Street, West Lafayette, IN
47907-2077, USA.
Gavrilovic S., 1972: Inzenjering o bujicn im tokovima I eroziji (engineering of
torrents and erosion) Beograd.
Gavrilovic S., 1988: The Use of an Empirical Method (Erosion Potential Method) for
Calculating Sediment Production and Transportation in unstudied or Torrential
Streams.White, W.R. (Ed.), International Conference on River Regime. Wiley, New
York (Chichester, UK), pp. 411-422.
Gonzalez-Hidalgo J.C., De Luis M., Ravento´s J., Cortina J., Sa´nchez J.R.,
2004: Hydrological response of Mediterranean gorse shrubland under extreme rainfall
simulation event. Zeitschrift fur Geomorphologie 48, 293–304.
Horton, R.E. 1932: Drainage Basin characteristics Am. Geoph. Union vol.13.
Huggett R.J., 2007: Fundamentals of geomorphology, second edition. Routledge.
New York.
Lazarevic R., 1985: Iovi postupak za odredjivanje koeficijenata erozije (Z) (The new
method for erosion coefficient).

97
Linsley R.K., Kohler M.A., Pauhlus J.L.H 1982: Hydrology for engineers 3rd edn
McGraw Hill. New York.
Miller V.C, A 1953: Quantitative geomorphic study of drainage basin characteristics
in the Clinch mountain area Virginia and Tennessee.
Morgan R.P.C 1995: Soil erosion and conservation.
Mulder P. and McGarry D. 2010: Soil Erosion Indicators.
Patton P.C and Baker V.R 1976: Morphometry and floods in small drainage basins
subject to diverse hydrogeomorphic controls, Water resources research.
Rogers M.C Kliengeman P.C 1971: The relationship of drainage net fluctuation and
discharge.
Schiller G., 1978: Factors involved in natural regeneration of Aleppo Pine Ph.D
Thesis University of Tel-Aviv. Israel.
Schumm S.A., 1956: The evolution of drainage basin systems and slopes in badlands
at Perth Amboy, New Jersey. Bulletin of the Geological Society of America 67, 597–
646.
Som S. K., Joshi R., Roy P.K., and Mukerghee M.M., 1998: Morphotectonic
evolution of the literati profiles over Sukinda Ultramafics, Jajpur district, Orissa, Jour.
Geol. Soc. India., V.52, pp.449-556.
Terzaghi K., 1950: Mechanism of landslides. Application of geology to engineering
practice. Geological Society of America. Berkey edition.
Thorne C. R., 1990: Effects of vegetation on riverbank erosion and stability.
Trimble G.R., Jr., and Weitzman S., 1954: Effect of a hardwood canopy on rainfall
intensities. Transactions, American Geophysical Union 35:226-234.
Van Dijk, P.M., Kwaad, F.J.P.M., 1996: Runoff generation and soil erosion in small
agricultural catchments with loess-derived soils. Hydrological Processes 10, 1049–
1059.
Vente de, J. & Poesen, J. 2005: Prediction Soil Erosion and Sediment Yield at the
Basin Scale: Scale Issues and semi-quantitative models. Earth-Science Reviews 71;
95–125. Amsterdam.
Zemljic, M. 1971: Calcul du Debit Solide, Evaluation de la Vegetation Comme un
des Facteurs Antierosifs. Proceedings of the Symposium INTERPRAEVENT.
Villach, pp. 359-371.
Zhang B., 2004: Effect of vegetation restoration on soil and water erosion and
nutrient losses of a severely eroded clayey plinthudult in southeastern China.

98
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Πίνακας 34. Οι τιμές των μηνιαίων και ετήσιων υψών βροχής του Μ.Σ Κασσανδρείας.

Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΕΤΟΣ

1978 146 30 48 63 30 23 2 37 83 156 55 36 708

1979 9 45 28 17 59 7 63 30 34 166 153 68 672

1980 59 26 113 39 45 5 34 10 5 76 64 78 552

1981 82 58 41 17 4 16 18 8 2 98 88 75 504

1982 24 131 41 112 50 0 17 4 16 149 91 22 657

1983 54 59 24 0 10 83 18 31 21 28 73 347 632

1984 41 17 87 80 27 7 4 53 7 38 35 97 493

1985 28 30 56 11 11 4 0 9 22 38 85 22 315

1986 136 309 24 10 11 75 1 2 28 42 46 16 697

1987 105 61 130 104 20 16 16 23 12 162 167 36 850

1988 36 49 133 9 9 15 12 2 10 8 180 206 666

1989 6 0 34 14 17 13 19 5 49 40 97 82 375

1990 0 3 11 21 32 27 12 18 53 58 43 296 572

1991 19 99 60 95 58 7 22 29 15 37 99 23 563

1992 15 14 23 70 46 63 82 3 5 57 96 67 541

1993 22 34 54 19 33 8 2 4 53 37 182 46 494

1994 87 8 14 29 62 0 9 3 2 190 64 51 519

1995 236 5 74 11 6 0 46 122 66 7 39 173 575

1996 74 101 39 33 27 79 4 1 20 80 45 37 540

1997 30 56 32 73 0 7 24 31 24 88 17 74 456

Μ.O 60,5 56,8 53,3 41,4 27,9 22,8 20,3 21,3 26,3 77,8 86 92,6 585

99
Πίνακας 35. Η Ραγδαιότητα βροχής σύμφωνα με τα δεδομένα του
μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας.

Συνολικό Συνολικό
Διάρκεια Διάρκεια
ύψος ύψος
Ημερομηνία βροχής(h) Ημερομηνία βροχής(h)
βροχής(mm) βροχής(mm)
6/01/1978 87 32 20/12/1985 22 5
3/06/1978 23 0,5 28/01/1986 114 30
12/08/1978 37 3 11/02/1986 81 22
14/09/1978 57 22 17/02/1986 114 8
23/10/1978 129 57 26/02/1986 25 7
3/11/1978 54 18 9/06/1986 61 6
27/12/1978 28 22 29/09/1986 26 2
6/09/1979 28 24 4/11/1986 45 7
12/05/1979 40 9 8/01/1987 48 20
15/05/1979 41 2 18/01/1987 28 18
19/10/1979 29 7 23/02/1987 33 15
20/10/1979 53 26 22/03/1987 95 41
1/11/1979 48 27 28/04/1987 42 19
19/11/1979 23 6 1/10/1987 80 38
23/12/1979 22 10 19/10/1987 25 4
16/03/1980 80 36 3/11/1987 52 45
4/07/1980 32 4 18/11/1987 96 32
19/12/1980 62 15 25/02/1988 29 4
21/01/1981 34 27 8/03/1988 76 37
6/02/1981 25 11 26/11/1988 86 14
19/03/1981 36 14 8/12/1988 67 33
29/10/1981 25 2 16/12/1988 105 44
7/11/1981 42 30 21/12/1988 25 18
26/11/1981 44 25 11/11/1989 47 30
25/2/1982 39 16 28/09/1990 36 12
27/02/1982 40 6 22/10/1990 42 20
20/04/1982 106 84 2/12/1990 223 48
26/05/1982 27 4 20/12/1990 25 18
4/10/1982 32 10 5/02/1991 56 23
12/10/1982 125 14 16/03/1991 38 20
8/06/1983 30 11 7/04/1991 33 23
8/08/1983 23 2 30/04/1991 37 9
1/12/1983 275 74 7/11/1991 43 24
8/12/1983 41 12 26/11/1991 31 9
17/02/1984 71 25 18/04/1992 40 9
6/03/1984 44 21 14/07/1992 59 6
14/04/1984 41 11 13/10/1992 42 9
12/05/1984 25 4 18/11/1992 83 19
14/10/1984 37 2 5/03/1993 30 24
24/12/1984 75 22 1/09/1993 27 9
10/09/1985 21 6 27/10/1993 33 11
14/10/1985 21 11 17/06/1993 26 6
14/11/1985 37 8 20/11/1993 56 9

100
Πίνακας 36. Η Μέση μηνιαία και μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα σύμφωνα με τα
δεδομένα του μετεωρολογικού σταθμού Κασσανδρείας (1978-1994).

Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΕΤΟΣ

1978 6,3 9 11,5 13,6 17,6 24,1 26,4 25 20,9 16,6 11,9 9,8 16,1

1979 7,3 8,3 12 13,1 19,3 25,6 25,6 25,1 22,3 17,3 13,1 11,4 16,7

1980 6,5 8,5 11,4 15,2 20,2 24,7 27,1 26,9 24,4 20,7 17,1 11,8 17,9

1981 5,8 7,7 11,9 13,7 19,1 26,4 25,2 24,2 19,4 18,5 9,4 10,1 16

1982 7,8 7,2 9,3 12,4 18,6 25,1 26,4 26,6 26 20,1 9,7 9,5 16,6

1983 7,5 8,3 9,7 16,0 19,8 21,9 25,5 24,2 21,4 17,1 10,4 8,5 15,9

1984 8,1 7,7 9 12,3 19,9 23,4 26,1 24,7 23,7 18,5 12,3 8,3 16,2

1985 8,2 5 10,4 15,6 20,5 23 25,7 26,4 20,9 15,1 12,9 10,4 16,2

1986 8,6 8,2 9,8 15,5 18,8 23,3 24,8 25,6 22,3 15,9 10,5 6,4 15,8

1987 7,4 8,6 5 12,9 18,1 24,8 26,9 24,4 23,5 15,5 12,4 9,1 15,7

1988 9,2 8,1 10,1 12,8 18,9 24,1 28,2 26,6 22,2 16 8,4 8 16,1

1989 6,4 8,9 11,6 16 18,2 22,4 24,8 25,5 21,4 15,6 11,4 7,3 15,8

1990 6,8 9,3 12,4 15,1 18,8 24,1 27,1 24,8 21,7 17,2 15 9,2 16,8

1991 6,6 7,5 9,8 12,6 16,5 24,2 25,7 25,3 21,2 17,3 12,7 4,8 15,4

1992 7 6,6 9,9 14,5 17,2 22,7 24,3 26,4 21 19,8 12,9 7,2 15,8

1993 6,2 5,5 9,6 13,6 19,1 24,7 26,7 25,9 22,5 19,8 10,5 11,8 16,3

1994 10,5 7,8 11,6 15,9 19,3 23,6 26,5 27,3 25,9 18,9 12,2 9,7 17,4

Μ.Ο 7,42 7,77 10,3 14,9 18,6 24 226 25,9 22,4 17,6 11,9 9 16,3

101
Πίνακας 37. Οι απόλυτες μέγιστες τιμές της θερμοκρασίας του αέρα (0C)
στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής

Ι Φ Μ Α Μ I Ι Α Σ Ο Ν Δ

1978 14 18,5 20,5 24 27,5 34 35,5 35 32 26,5 17 19

1979 18 13 21 24 27,5 36 35,5 34 29 25 22 18

1980 13,5 16 21 22 25 34 35 37 34 29 23 19

1981 16 16 22 23 27 36 34 34 28 27 22 18

1982 17 13 20 20 29 40 36 34,5 33 27 18 17

1983 - - 22 26,5 29,5 30 35 32,5 29 - 19 16,5

1984 16 14 18,5 19 28,5 32 36 33 30,5 31 20,5 13,5

1985 17 18,5 31,5 29,5 33,5 37,5 38,5 32 26,5 22,5 19

1986 17,5 17,5 21,5 24 29 32 35,5 35,5 34 26 16,8 15,5

1987 21 16,5 17,5 22 26,5 34,5 37,5 33,2 37 23 19 16

1988 17,5 15 18 22 28 32 40 34,5 34 28 18,5 18,5

1989 13 18,5 21 24 27 31 35 33,5 29 22,5 21 15

1990 15 19 22,5 24 34 34,6 35 33 30 27 26 17

1991 15 16,5 17 20 24 34 34,5 33,5 30,5 33,5 19 13,5

1992 17 15 20 25 27 33,5 31,5 33 31,5 29 24,5 17,5

1993 16 15,5 20,5 22,5 28 34,5 35 37 32 29 21 19

1994 17,5 16,5 19 24 32 32 33 35,5 33,5 30 21,5 17

102
Πίνακας 38. Οι απόλυτες ελάχιστες τιμές της θερμοκρασίας του αέρα στην
Κασσάνδρεια Χαλκιδικής.

Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ

1978 -1 3 4,5 7,5 8 14,5 18,5 17,5 10 5 7 3

1979 -3,8 2,5 5 7 10 15,5 17,5 17 13 8 7 2

1980 1 2 2 8 12 15 18 19 17 14,5 10 3

1981 -1 0 5 5 12 18 18 15,5 16 13 3 4

1982 1 2 5 8 12 17 20 20 20 15 4 4

1983 - -- 2 6 10 12 17 16,5 14,5 - 4 3

1984 2 -1 1 6 9,5 14,5 14,5 15,5 15 9,5 6,5 1,5

1985 -2 -5,5 - 6 9 15 16,5 15,5 13 7 4 2

1986 1 0 2 6 9,5 13 16 18,5 15 8 4 -2

1987 -3,6 1 -2,5 3 7,5 12,5 16,5 17 16,5 6,5 3,5 2

1988 3 0 0 4 7,5 15 19 17,5 15 5 1,5 -2

1989 -2 1 5,5 9,5 9 12 17 14,5 14 7,5 2 0

1990 -1 2,5 2 6 6 10 17 17 13 8 5 3

1991 -1,5 -5 2,5 7 8 12 14 18 15 7 6 -2,6

1992 0 -2,5 0 5,4 9 15 15,8 19 12 11 5 0

1993 -4,6 -3 -2,6 3 10,4 15,5 16 18 14,5 11 4 3

1994 1,5 -2 6 6,5 9,5 12,5 17 20 17 12,5 3 0

103
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

Εικόνα 9: Υδατοχετοί σε τμήμα της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της


Σίβηρης.

104
Εικόνα 10: Στήριξη ευαίσθητων πρανών σε τμήμα δευτερεύουσας κοίτης του
χειμάρρου της Σίβηρης.

105
Εικόνα 11: Επένδυση της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου της Φούρκας με
«σαραζανέτ» στο ύψος του Κασσανδρινού.

106
Εικόνα 12: Τσιμεντοποίηση της κοίτης του χειμάρρου της Φούρκας στο ύψος
της εκβολής του χειμάρρου.

107
Εικόνα 13: Αυλακωτή διάβρωση στη λεκάνη απορροής του χειμάρρου της
Φούρκας.

108
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ
900

800

700

600

500

400

300

200

100

0
1981

1988
1978
1979
1980

1982
1983
1984
1985
1986
1987

1989
1990
1991
1992
1993
1994
1995
1996
1997
ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ

Σχήμα 3. Το διάγραμμα των ετήσιων βροχοπτώσεων (περίοδος 1978-


1997).

109
100

90
ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)

80

70

60

50

40

30

20

10

0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ
Μέση μηνιαία βροχόπτωση

Σχήμα 4. Το διάγραμμα του μέσου μηνιαίου ύψους βροχής (περίοδος


1978-1997).

110
30

25

20

15

10

0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ

Μεση μηνιαία θερμοκρασία Ζωγραφίτικος

Σχήμα 5. Το διάγραμμα της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας (περίοδος


1978-1994).

111

You might also like