You are on page 1of 47

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ

Η συμβολή του Ν. Μπουχάριν στην κατανόηση του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας
του κεφαλαίου.

Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Μπουχάριν, υπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς και αγαπημένους
θεωρητικούς των μπολσεβίκων, ίσως ο πιο σημαντικός οικονομολόγος του επαναστατικού μαρξισμού
και μια από τις πιο γνωστές ηγετικές προσωπικότητες της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) έως το
1929. Γεννήθηκε στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου (27 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο) του 1888
και εκτελέστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Μαρτίου 1938 στα υπόγεια των φυλακών της
NKVD στη Μόσχα, αφού είχε καταδικαστεί σε μια από τις γνωστές δίκες-παρωδία του 1937 σε
θάνατο ως τροτσκιστής, αντεπαναστάτης, καθοδηγητής συμμορίας σαμποταριστών και δολοφόνων
με απώτερο σκοπό τη διάλυση και το διαμελισμό της ΕΣΣΔ προς όφελος του Ιάπωνα Μικάδο,
οπαδός της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και της τσαρικής μοναρχίας, κοκ.
Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ήταν γόνος οικογένειας δασκάλων, δηλαδή υπήρξε διανοούμενος «από
κούνια». Όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος, η οικογένειά του τον ανάθρεψε «με το τυπικό πνεύμα της
διανόησης.»1 Ο πατέρας του ήταν μαθηματικός και λάτρης της λογοτεχνίας, ιδίως αυτής που
βρισκόταν στα «μαύρα κατάστιχα» της τσαρικής λογοκρισίας. Το πάθος αυτό το μετέδωσε και στο γιο
του Νικολάι. Μέσω της λογοτεχνίας και ιδίως της παράνομης υπήρξε η πρώτη επαφή του νεαρού
Μπουχάριν με την «ανατρεπτική φιλολογία» της εποχής του. Γι’ αυτό και από αρκετά νωρίς, όπως
έλεγε ο ίδιος, «υιοθέτησε μια αρνητική στάση απέναντι στη θρησκεία.»2 Παράλληλα ανέπτυξε ένα
πάθος για τη φυσική ιστορία, που το κράτησε έως το τέλος της ζωής του. Λέγεται ότι αυτό που τον
χαροποιούσε ιδιαίτερα – ακόμη και την εποχή που έγραφε ιστορία μαζί με την υπόλοιπη λενινιστική
φρουρά της επανάστασης – ήταν όταν μπορούσε να συμπληρώσει με ένα σπάνιο δείγμα κυρίως της
πανίδας, την εξαιρετικά πλούσια συλλογή του, που ζήλευαν ακόμη και ειδικοί.
Σαν μαθητής Γυμνασίου, ο έφηβος Νικολάι σε ηλικία μόλις δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών,
συμμετέχει ενεργά μαζί με συμμαθητές του σε μυστικές ομάδες μελέτης παράνομης και
επαναστατικής φιλολογίας. Την εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου σπάνιο ή παράξενο το φαινόμενο
μαθητές του Γυμνασίου να συναρπάζονται από επαναστατικές ιδέες. Οι πολλές φορές μυστικοί κύκλοι
αυτομόρφωσης των μαθητών, οι ομάδες μελέτης επαναστατικής φιλολογίας, ανθούσαν ακόμη και στα
σχολεία των «καλών οικογενειών». Και μέσω αυτών η επανάσταση μπορούσε να στρατολογεί μαζικά
από τις γραμμές της μαθητικής νεολαίας, αδιακρίτως ταξικής καταγωγής. Ήταν ένα απόλυτα
αναγνωρισμένο και εξαιρετικά αποτελεσματικό είδος αναγκαίας «προσχολικής αγωγής» για το
μετέπειτα σκληρό σχολείο της επαναστατικής πάλης.
Αργότερα, ο Μπουχάριν εξοικειώθηκε με τον μαρξισμό την εποχή που σπούδαζε οικονομικά στο
Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του ειδικά για την οικονομική σκέψη
του Μαρξ. Ήταν η εποχή που δεν είχε ακόμη κλονιστεί ανεπανόρθωτα η σχέση της επιστήμης και του
σοσιαλισμού, δεν είχε ξεχαστεί ότι «η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο
πάνω στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης.»3 Κι αυτή η εσωτερική, οργανική σχέση επιστήμης
και σοσιαλιστικής συνείδησης εκδηλωνόταν μέσα από την εκπληκτική ικανότητα του προλεταριακού
επαναστατικού κινήματος να στρατολογεί μαζικά από τις «μορφωμένες τάξεις» της κοινωνίας, τους
πιο φωτισμένους, τους πιο συνειδητούς και τους πιο αφοσιωμένους εκπροσώπους του.
Ο Μπουχάριν ήταν από εκείνους που προσέγγισαν την επανάσταση και δόθηκαν ολόψυχα σ’
αυτήν πρωταρχικά μέσα από την αδήριτη αναζήτηση του καινούργιου στον κόσμο της επιστήμης και
των ιδεών. Γι’ αυτόν – όπως και για τις περισσότερες από τις επιφανείς προσωπικότητες των
μπολσεβίκων, όπως και της σοσιαλδημοκρατίας γενικά – η συνάντηση με τον επαναστατικό μαρξισμό
δεν ήλθε απλά να ολοκληρώσει κάποιο αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης, ή την όποια απέχθεια
ένιωθε για τα τρομερά πάθη και τις αδικίες που καταδυναστεύουν την εργαζόμενη κοινωνία, αλλά
στεφάνωνε μια έντονη διανοητική ζύμωση, μια επίπονη προσωπική προσπάθεια να καταχτηθούν οι
«γνώσεις της εποχής». Μιλάμε για μια άλλη εποχή, όπου η επανάσταση στρατολογούσε τους πιο
πιστούς και άξιους μαχητές της, όχι με βάση το συναίσθημα και την οργή, αλλά με όπλο την ακόρεστη
δίψα για γνώση, τη διαύγεια του νου και το ψυχικό σθένος που χαρίζει στον αγωνιστή η ολόπλευρη
κατανόηση της ρίζας των προβλημάτων. Ο ίδιος ο Μπουχάριν έλεγε χαρακτηριστικά ότι αυτό που
ξεχωρίζει τον ριζοσπαστισμό του επαναστάτη της νέας εποχής, δηλαδή της εποχής των
1
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Ν. Μπουχάριν που περιλαμβάνεται στο Georges Haoupt & Jean-
Jacques Marie, Makers of the Russian Revolution: Biographies of Bolshevik Leaders. Ithaca, N.Y.:
Cornell University, 1974, σ. 31.
2
Στο ίδιο.
3
Β. Ι. Λένιν, Τι να κάνουμε; Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1979, σ. 39.

1
προλεταριακών επαναστάσεων, δεν είναι το μέγεθος της ηθικής αγανάκτησης που τον διακατέχει,
αλλά το ότι «αντιλαμβάνεται τη ρίζα των πραγμάτων.»4 Κι αυτό δεν ήταν ποτέ κάτι εύκολο, ούτε απλό.
Η έκρηξη της επανάστασης του 1905, ήταν καθοριστικής σημασίας και για τον ίδιο τον
Μπουχάριν. Αποτέλεσε μια ιστορική ευκαιρία γι αυτόν, όπως και για πλατύτερες μάζες, να δοκιμάσει
τις ιδέες και την επαναστατική του μόρφωση ως κίνητρο για αποφασιστική δράση. Έτσι μαζί με
άλλους φοιτητές πρωτοστατεί και έχει δραστήρια συμμετοχή στην οργάνωση διαδηλώσεων,
κινητοποιήσεων, ακόμη και απεργιών. Το μεγαλείο, αλλά και τα τραγικά αδιέξοδα αυτής της
περιόδου, σπρώχνουν τον νεαρό Νικολάι να κατανοήσει την αναγκαιότητα μιας συγκροτημένης
πρωτοπορίας, απόλυτα αφοσιωμένης στην προετοιμασία της επανάστασης.
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο το γεγονός ότι οι άγριες συνθήκες που ακολούθησαν την
ήττα της επανάστασης του 1905, δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν τον 18χρονο Μπουχάριν από το
να προσχωρήσει στα 1906 στο ηττημένο και εσωτερικά σπαρασσόμενο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό
Κόμμα της Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Εξαρχής προσχώρησε στην επαναστατική πτέρυγα του ΣΔΕΚΡ και
έγινε μέλος της Κομματικής Επιτροπής Μόσχας των μπολσεβίκων στα 1908. Για την επαναστατική
του δράση συνελήφθη και εξορίστηκε στην Όνεγκα στα 1911, από όπου δραπετεύει κατόπιν και
περνά στη Δυτική Ευρώπη. Εκεί εντάσσεται στους μπολσεβίκικους ομίλους του εξωτερικού και
αφιερώνει τον κύριο όγκο της δραστηριότητάς του – όπως άλλωστε συνήθιζαν πολλοί
σοσιαλδημοκράτες εμιγκρέ της εποχής – στη μελέτη του μαρξισμού, αλλά και των σύγχρονων
προβλημάτων του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Ο ίδιος ο Μπουχάριν θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα: «Η φυγή στο εξωτερικό σηματοδότησε
μια νέα φάση στη ζωή μου, από την οποία επωφελήθηκα με τρεις τρόπους. Πρώτα-πρώτα, ζούσα με
οικογένειες εργατών και περνούσα ολόκληρες μέρες στις βιβλιοθήκες. Εάν έχω αποκτήσει μια γενική
γνώση και μια ιδιαίτερα λεπτομερή αντίληψη του αγροτικού προβλήματος της Ρωσίας, οφείλεται
αναμφισβήτητα στις Δυτικές βιβλιοθήκες, οι οποίες μου προμήθευσαν ουσιαστικό πνευματικό
κεφάλαιο. Δεύτερο, γνώρισα τον Λένιν, ο οποίος είχε μια τεράστια επίδραση επάνω μου. Τρίτο, έμαθα
γλώσσες και απέκτησα πρακτική εμπειρία του εργατικού κινήματος. Ήταν, επίσης, στο εξωτερικό που
η συστηματική συγγραφική μου δραστηριότητα ξεκίνησε.»5

Παρά και ενάντια στη μαρξιστική ορθοδοξία της εποχής


Στα 1912 συναντά στην Κρακοβία τον Λένιν και δουλεύει μαζί του στην έκδοση της κομματικής
εφημερίδας Πράβντα (Αλήθεια). Τον επόμενο χρόνο εγκαθίσταται στη Βιέννη. Στο πανεπιστήμιο της
πόλης, παρακολουθεί συστηματικά τις διαλέξεις του Μπεμ-Μπάβερκ και άλλων οικονομολόγων της
σχολής της «οριακής χρησιμότητας», που ήταν πολύ της μόδας στους κύκλους των «καθώς πρέπει»
οικονομολόγων και διανοητών της εποχής του. Εξαντλεί τις δυνατότητες που του προσφέρει η
βιβλιοθήκη της Βιέννης για να εξοικειωθεί, όχι μόνο με την Αυστριακή σχολή (Μπεμ-Μπάβερκ), αλλά
και με μια σειρά άλλους επιφανείς αστούς οικονομολόγους της εποχής. Από την επαφή του με αυτές
τις αντιλήψεις, προκύπτουν και τα πρώτα του άρθρα σε Γερμανικά και Ρώσικα σοσιαλδημοκρατικά
έντυπα. Ασκεί αυστηρή κριτική στις απόψεις του Μπεμ-Μπάβερκ, αλλά και στους Ρώσους «νόμιμους
μαρξιστές» Στρούβε και Τουγκάν-Μπαρανόβσκι. Η ενασχόλησή του με τις απόψεις της σύγχρονης
αστικής οικονομικής σκέψης κατέληξαν στη συγγραφή του πρώτου θεωρητικού του βιβλίου, Η
Πολιτική Οικονομία του Εισοδηματία, που γράφτηκε το φθινόπωρο του 1914, αλλά δεν μπόρεσε να
εκδοθεί, παρά μόνο μετά από αρκετές περιπέτειες στη Μόσχα το 1919.
Η συστηματική ενασχόληση του Μπουχάριν με τη σύγχρονη οικονομική σκέψη, που ανθούσε στα
σαλόνια, τα υπουργεία και τις ακαδημίες των ανεπτυγμένων χωρών και στις δυο όχθες του
Ατλαντικού, είχε αρκετά πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Βέβαια, δεν ήταν ο πρώτος μαρξιστής που
επιχείρησε να «ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς» του με τις κυρίαρχες σχολές οικονομικής σκέψης της
εποχής. Είχε προηγηθεί μια εξαιρετικά επιδέξια πολεμική του νεαρού τότε ανερχόμενου θεωρητικού
της σοσιαλδημοκρατίας, Ρούντολφ Χίλφερντινγκ ενάντια στον Μπεμ-Μπάβερκ6, η οποία

4
Αναφέρεται από τον Stephen F. Cohen: Bukharin and the Bolshevik Revolution. A political
Biography, 1888-1938. Oxford University Press, 1980, σ. 83. Η παρατήρηση αυτή του Μπουχάριν
στην πραγματικότητα αποτελεί παράφραση μιας γνωστής επισήμανσης του Μαρξ: «Η Θεωρία είναι
ικανή να κατακτήσει τις μάζες όταν αποδεικνύει ad hominem και αποδεικνύει ad hominem, αφότου
γίνει ριζοσπαστική. Το να ‘σαι ριζοσπαστικός σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι τη ρίζα του πράγματος» (Κ.
Μαρξ, Εισαγωγή στη κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, K. Marx & F. Engels, Collected
Works, vol. 3. New York: Progress Publishers, 1975, σ. 182).
5
Georges Haoupt & Jean-Jacques Marie, Makers of the Russian Revolution: Biographies of
Bolshevik Leaders. Ithaca, N.Y.: Cornell University, 1974, σ. 33.
6
Πρόκειται για την εργασία του Rudolf Hilferding, Bohm-Bawerk’s Marx-Kritik (Η κριτική του Μαρξ
από τον Μπεμ-Μπάβερκ), που δημοσιεύτηκε στον πρώτο τόμο της επιθεώρησης Marx-Studien

2
δημοσιεύτηκε το 1904. Ωστόσο, τόσο η επιδέξια πολεμική του Χίλφερντινγκ, όσο και γενικότερα η
αντιπαράθεση των θεωρητικών της σοσιαλδημοκρατίας με την επίσημη οικονομική προβληματική,
περιοριζόταν κυρίως στην υπεράσπιση του Μαρξ και του μαρξισμού, από τις επιθέσεις που γίνονταν
ενάντιά του. Για τον θεωρητικό εξοπλισμό της σοσιαλδημοκρατίας της εποχής, αρκούσε η
αντιπαράθεση με τις αντίπαλες θεωρητικές αντιλήψεις, μόνο στο βαθμό που αυτές αμφισβητούσαν
ανοικτά και άμεσα θεμελιακές αρχές του μαρξισμού. Παρά το γεγονός ότι ακόμη και σ’ αυτή την
αντιπαράθεση περιορισμένης οπτικής, οι πιο φωτισμένοι θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας έδωσαν
λαμπρά δείγματα γραφής, τις περισσότερες φορές τους αρκούσε να ανασκευάζουν απλά τις όποιες
αναιρέσεις και «διορθώσεις» του μαρξισμού. Γι αυτό και ολόκληρη η πολεμική τους ενάντια στις
διάφορες εκδοχές της αντίπαλης ιδεολογίας, έμενε στη διαπίστωση της απόστασης που τις χώριζε
από τον μαρξισμό. Αρκούσε, δηλαδή, να δείξει κανείς ότι αυτό που αντιπάλευε δεν συνάδει με τον
μαρξισμό και οτιδήποτε άλλο πέραν τούτου φαινόταν περιττό.
Η τακτική αυτή απηχούσε ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης του μαρξισμού, που διακατείχε το
σύνολο σχεδόν των κορυφών της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο μαρξισμός είχε καταγραφεί στις
συνειδήσεις ακόμη και των πιο επιφανών, των πιο δοκιμασμένων θεωρητικών της
σοσιαλδημοκρατίας, ως ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό δημιούργημα, μια τελειωμένη κοσμοθεωρία,
μια έτοιμη γενική ιστορικοφιλοσοφική θεωρία, ένα σύστημα ετοιμοπαράδοτων συμπερασμάτων, από
όπου το κίνημα έπρεπε να αντλήσει κάθε φορά το υλικό που του χρειαζόταν για να αντεπεξέλθει στην
πάλη του. Αυτό ακριβώς ήταν το περιεχόμενο της μαρξιστικής ορθοδοξίας, που ανθούσε την εποχή
της 2ης Διεθνούς. Έτσι, το μόνο που έμενε στους επιγόνους του Μαρξ να προσθέσουν στο έτοιμο
οικοδόμημα που τους κληροδότησε ο μεγάλος δάσκαλος, δεν ήταν παρά το κατάλληλο «φινίρισμα»
της κοσμοθεωρίας, όπου αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο, καθώς και η ακραιφνής υπεράσπισή της.
Η ταξική πάλη του προλεταριάτου είχε αναλάβει όλα τα υπόλοιπα.
Ένας από τους σημαντικούς θεωρητικούς της σοσιαλδημοκρατίας στις αρχές του 20ου αιώνα, ο
Λουί Μποντέν, έγραφε ότι «το Μαρξιστικό θεωρητικό σύστημα είναι ένα συμπαγές οικοδόμημα και δεν
μπορεί να κατανοηθεί με ορθό τρόπο, εκτός κι αν ειδωθεί ως σύνολο από τα θεμέλια έως τη σκεπή. Το
να ασκεί κανείς κριτική σ’ οποιοδήποτε από τα μέρη του, σαν να ήταν ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα
από μόνο του, είναι, επομένως, ένα λάθος που οπωσδήποτε οδηγεί σε κάθε είδους λανθασμένα
συμπεράσματα. Να δεχτεί κανείς οποιοδήποτε από τα μέρη του και να απορρίψει τ’ άλλα, όπως
(1904), την οποία εξέδιδε ο ίδιος ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ μαζί με τον Μαξ Άντλερ στη Βιέννη. Στο
πρώιμο αυτό έργο του, ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ απαντά στο δοκίμιο του Μπεμ-Μπάβερκ Σχετικά με
την Ολοκλήρωση του Μαρξιστικού Συστήματος, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1896 και
αφορούσε στην κριτική των βασικών θεωρητικών απόψεων του Μαρξ, που περιλαμβάνονταν στον
πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Η ενασχόληση ενός μαρξιστή σαν τον Χίλφερντινγκ με τη κριτική του
Μπεμ-Μπάβερκ, δεν προέκυψε απλά από θεωρητικό ενδιαφέρον. Άλλωστε ο Μπεμ-Μπάβερκ δεν
ήταν ο μόνος που θεωρούσε καθήκον του να απορρίψει την «εργασιακή θεωρία της αξίας», η οποία
αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αντίληψης του Μαρξ για το εμπόρευμα και τον καπιταλισμό. Έως
τότε στην κυρίαρχη πολιτική οικονομία αρκούσε κανείς να αντιπαρατεθεί με τον Μαρξ με όρους
γενικού αφορισμού και συλλήβδην απόρριψης του έργου του. Αντίθετα, η κριτική του Μπεμ-Μπάβερκ
ήταν ανοιχτή, ξεκινούσε από τη δημόσια αναγνώριση του έργου του Μαρξ και επιχειρούσε να
απαντήσει απευθείας στην εσωτερική λογική των απόψεων του, αντί να τις απορρίπτει εκ προοιμίου
ως petitiones principii, όπως συνήθιζαν όλοι οι έως τότε μεγαλοσχήμονες καθηγητές της πολιτικής
οικονομίας. Γι αυτό και η κριτική του Μπεμ-Μπάβερκ φάνταζε ως η λιγότερo ταξικά προκατειλημμένη
και η πιο ακαδημαϊκά στοιχειοθετημένη, έστω κι αν είχε επιλέξει να δώσει τη μάχη με τις απόψεις του
Μαρξ, όχι σε terra firma, όχι στο έδαφος των πραγματικών σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής,
αλλά στο νεφελώδες στερέωμα των ψυχολογικών διαθέσεων και υποκειμενικών εκτιμήσεων του
καταναλωτή για την ωφελιμότητα κάθε συγκεκριμένου προϊόντος. ΜΕ αυτό τον τρόπο – όπως πολύ
εύστοχα παρατηρούσε ο Ρ. Χίλφερντινγκ – οι εκπρόσωποι της σχολής του Μπεμ Μπάβερκ
«προσπάθησαν να οικοδομήσουν μια θεωρία για τις οικονομικές υποθέσεις, αποκλείοντας την ίδια την
οικονομία από την οπτική τους. Αντί να πάρουν ως αφετηρία τους τις οικονομικές ή κοινωνικές
σχέσεις, επέλεξαν ως αφετηρία την ατομική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα.
Αντιλαμβάνονται αυτή τη σχέση μέσα από τη ψυχολογική οπτική σαν να διέπεται από φυσικούς και
αναλλοίωτους νόμους… Η τελευταία λέξη της ανταπάντησης της αστικής οικονομικής στον
επιστημονικό σοσιαλισμό είναι η αυτοκτονία της πολιτικής οικονομίας.» (Eugen Von Bohm-Bawerk &
Rudolf Hilferding: Karl Marx and the Close of his System & Bohm-Bawerk’s Criticism of Marx. New
York: Augustus M. Kelley, 1949, σ. 196). Παρόλα αυτά η θεωρία της «οριακής χρησιμότητας» κοσμεί
σήμερα ως αναμφισβήτητη θεμελιακή αρχή όλα τα εγχειρίδια οικονομικής. Πρόκειται για ένα ακόμη
θλιβερό μνημείο του χάσματος που χωρίζει τις θεωρητικές βάσεις της επίσημης οικονομικής
προβληματικής σήμερα, με την επιστημονική αντιμετώπιση των πραγματικών σχέσεων και
αντιθέσεων της οικονομίας.

3
κάνουν πολλοί από όσους του ασκούν κριτική σήμερα, απλά αποδεικνύει άγνοια όλων, τόσο των
μερών που γίνονται αποδεκτά, όσο κι εκείνων που απορρίπτονται. Το Μαρξιστικό θεωρητικό σύστημα
πρέπει να εξεταστεί σαν ολοκληρωμένο σύνολο και να γίνει αποδεκτό ή να απορριφθεί στο σύνολό
του, τουλάχιστον όσον αφορά τα συνθετικά του μέρη.»7 H αντιμετώπιση αυτή που ήθελε το μαρξισμό
ως ένα «συμπαγές οικοδόμημα» και «ολοκληρωμένο σύνολο», διευκόλυνε – τουλάχιστο στην αρχή –
την εύστοχη αντιμετώπιση της πιο αγοραίας αναθεώρησης της συγκεκριμένης οπτικής του Μαρξ, η
οποία γινόταν διαμέσου ενός ανοικτού και καθόλα προκλητικού εκλεκτικισμού (όπως π.χ. στην
περίπτωση του Μιλεράν και του Μπερνστάιν). Χάρισε επίσης στο κίνημα εξαιρετικές εκλαϊκεύσεις,
μαζί με σημαντικά εγχειρίδια ανάλυσης των βασικών ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού, που
έπαιξαν σοβαρό ρόλο στη διάδοση του μαρξισμού σε πλατύτερες μάζες, αλλά και στον εξοπλισμό με
βασικά «μαρξιστικά εφόδια» των αγωνιστών της εποχής.
Όμως, ελάχιστα απασχόλησε αυτούς τους επιφανείς θεωρητικούς της μαρξιστικής ορθοδοξίας
της εποχής, η προσπάθεια να κατανοήσουν σε βάθος τις νέες αντιθέσεις που αναδείκνυε στην πορεία
του ο καπιταλισμός, η ανάλυση των νέων θεωρητικο-πολιτικών προβλημάτων που αναδεικνύονταν, η
ανάγκη να κατακτήσουν τις νέες «γνώσεις της εποχής» και με αυτές να εξοπλίσουν το κίνημα και να
επικαιροποιήσουν τα ιστορικά του καθήκοντα. Ξιφουλκούσαν για το τι είναι και τι δεν είναι ιστορικός ή
διαλεχτικός υλισμός, αλλά ξεχνούσαν ότι δεν αρκεί κάποιος να δηλώνει οπαδός του επιστημονικού
σοσιαλισμού, πρέπει να τον μεταχειρίζεται κι ως επιστήμη, δηλαδή να ασκείται στη συστηματική
μελέτη και έρευνα της συγκεκριμένης πραγματικότητας.
Είχε δίκιο η Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν έγραφε στις αρχές του 20ου αιώνα για τη στασιμότητα που
διέκρινε το μαρξισμό της σοσιαλδημοκρατίας: «Είναι αλήθεια το γεγονός ότι – εκτός από ένα ή δυο
ανεξάρτητες συνεισφορές οι οποίες σημειώνουν μια θεωρητική πρόοδο – από την εποχή της έκδοσης
του τελευταίου τόμου του Κεφαλαίου και των τελευταίων από τα γραπτά του Ένγκελς, δεν έχει
εμφανιστεί τίποτε περισσότερο από μερικές εξαιρετικές εκλαϊκεύσεις και παρουσιάσεις της
Μαρξιστικής θεωρίας. Η ουσία αυτής της θεωρίας παραμένει εκεί ακριβώς όπου οι δυο ιδρυτές του
επιστημονικού σοσιαλισμού την άφησαν.»8 Αυτή η θεωρητική στασιμότητα οφείλεται κυρίως σε μια
γραμμική-εξελικτική αντίληψη που είχε διαβρώσει πλήρως την οπτική της σοσιαλδημοκρατίας.
Σύμφωνα με αυτήν, η εξέλιξη του καπιταλισμού αφορούσε κυρίως μια ποσοτική, βασικά ευθύγραμμη
ανάπτυξη των θεμελιακών του χαρακτηριστικών, που την είχε αποδώσει ήδη ο Μαρξ. Το μόνο που
αναγνώριζαν από την πραγματικότητα ήταν όσα δεδομένα πρόσφεραν το αναγκαίο υλικό για την
απλή επιβεβαίωση όσων είχαν ήδη επισημάνει οι κλασσικοί. Ακόμη και τα καταφανώς νέα φαινόμενα
στην κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση του καπιταλισμού, επισημαίνονταν όχι για να κατανοηθούν σε
βάθος, αλλά για να στριμωχτούν όπως-όπως στην παλιά αντίληψη για τον καπιταλισμό, δηλαδή στο
τυποποιημένο πλαίσιο του καπιταλισμού της εποχής του Μαρξ. Αντί να αναλύουν νέες κοινωνικές
σχέσεις και αντιθέσεις, κατέγραφαν απλά συνέπειες από την διαρκή «όξυνση των αντιθέσεων», των
γνωστών από παλιά τυπικών αντιθέσεων του καπιταλισμού. Σ’ αυτό εξαντλούσαν την μαρξιστική τους
ορθοδοξία. Ακόμη και στο κορυφαίο έργο του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο –
που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1910 με την μορφή του τρίτου τόμου της επιθεώρησης Marx-Studien –
για το οποίο ο Κ. Κάουτσκι δίκαια έλεγε ότι «από μια άποψη μπορεί θεωρηθεί ως συνέχεια του
Κεφαλαίου του Μαρξ», μπορεί να διακρίνει κανείς τη τάση να ειδωθούν τα νέα φαινόμενα του
καπιταλισμού, η άνοδος των τραστ και του χρηματιστικού κεφαλαίου, όχι ως διαδικασίες που
μεταλλάσσουν συνολικά τον παγκόσμιο καπιταλισμό, αλλά ως ιστορικές εκδηλώσεις του
καπιταλισμού των πιο ανεπτυγμένων κρατών, που είχε ήδη επισημάνει σε στοιχειακό επίπεδο από
την εποχή του ο ίδιος ο Μαρξ. Κι έτσι παρά την αναμφισβήτητη συνεισφορά του έργου αυτού στη
πρόοδο της μαρξιστικής σκέψης, η τάση αυτή να παρατηρεί κανείς τα νέα φαινόμενα, όχι στην
εσωτερική τους αλληλουχία, αλλά ως απλή επιβεβαίωση των παλιών σχημάτων, αποτέλεσε το
ανυπέρβλητο θεωρητικο-πολιτικό όριο τόσο για τον συγγραφέα του, όσο και για την ιστορική
σοσιαλδημοκρατία γενικά.
Του κάκου ο Μαρξ διαμαρτυρόταν έντονα ενάντια σ’ όλους αυτούς που ήθελαν να μετατρέψουν
το δικό του «ιστορικό σχεδίασμα της γέννησης του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη σε μια ιστορικο-
φιλοσοφική θεωρία του γενικού δρόμου ανάπτυξης, που η μοίρα έχει ορίσει για όλα τα έθνη,
ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες έχουν βρεθεί» και υπογράμμιζε ότι μόνο μέσα από
7
Louis B. Boudin, LL.M., The Theoretical System of Karl Marx. In the Light of Recent Criticism,
Chicago: Charles H. Kerr & Company, 1920, σ. 49.
8
Rosa Luxemburg, “Stagnation and Progress of Marxism” (1903) στο Karl Marx: Man, Thinker and
Revolutionist edited by D. Ryazanov. New York: International Publishers, 1927. Ακόμη και η ίδια η
Ρόζα Λούξεμπουργκ εκείνη την εποχή θεωρούσε φυσιολογική αυτή τη στασιμότητα, μιας και η θεωρία
που κληρονόμησαν από τον Μαρξ ήταν τόσο «ολοκληρωμένη», ώστε αυτό που χρειαζόταν το
εργατικό κίνημα ήταν να αποσπά, ή να «ανακαλύπτει» από το θεωρητικό οικοδόμημα ότι του ήταν
χρήσιμο κάθε φορά με βάση τις πιο επείγουσες ανάγκες της ταξικής πάλης.

4
τη συστηματική μελέτη των συγκεκριμένων «μορφών εξέλιξης ξεχωριστά και κατόπιν τη σύγκριση
μεταξύ τους μπορεί κάποιος εύκολα να βρει το κλειδί σ’ αυτό το φαινόμενο, αλλά δεν πρόκειται ποτέ
να φτάσει κανείς εκεί εάν χρησιμοποιεί ως γενικό αντικλείδι, μια γενική ιστορικο-φιλοσοφική θεωρία,
της οποίας η υπέρτατη αρετή συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι στέκεται υπεράνω της ιστορίας.»9
Στο βρόντο ο Ένγκελς τόνιζε ότι ο τρόπος κατανόησης των πραγμάτων, που εισήγαγε ο Μαρξ, «δεν
συνιστά μια ολοκληρωμένη θεωρία, αλλά μια μέθοδο. Δεν παρέχει ετοιμοπαράδοτα δόγματα, αλλά
κριτήρια για περαιτέρω έρευνα, καθώς και τη μέθοδο γι αυτή την έρευνα.»10 Επομένως, δίχως τη
διαρκή «περαιτέρω έρευνα» ο ίδιος ο μαρξισμός δεν είναι παρά ένα κενό δόγμα, ενώ η μέθοδος και
το σύστημα κριτηρίων που εισήγαγε μένουν να σκουριάζουν, όπως τα παλιά κειμήλια, αντί να
αποτελούν το βασικό εξοπλισμό ακριβείας για τολμηρές εξορμήσεις σ’ ανεξερεύνητες περιοχές της
κοινωνικής δράσης. Δίχως αυτές είναι αδύνατο το επαναστατικό υποκείμενο να αντλήσει από την
ταξική πάλη την αναγκαία γνώση, αυτοπεποίθηση, συνέπεια και κρίση, ως απαραίτητες
προϋποθέσεις για την εκπλήρωση των σύνθετων ιστορικών του καθηκόντων.
Το δυστύχημα, όμως, με την μαρξιστική ορθοδοξία της σοσιαλδημοκρατίας ήταν το γεγονός ότι ο
καπιταλισμός δεν αναπτύσσεται γραμμικά, με βαθμιαίο-εξελικτικό τρόπο, αλλά συσσωρεύοντας
εκρηκτικές αντιθέσεις μέσα από ιστορικές εποχές φαινομενικής νηνεμίας, επιφανειακά ομαλής και
σχετικά σταθερής ανάπτυξης, όπου όλα φαίνονται «ακλόνητα». Μόνο και μόνο για να πυροδοτήσει
«ξαφνικά» την εντυπωσιακή είσοδο σε νέες ιστορικές εποχές γενικευμένης ανισορροπίας, όπου οι
ανατροπές κάθε είδους, οι ανοικτές συγκρούσεις, η κρίση και η επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησης
ολόκληρου του συστήματος μπαίνει στην ημερήσια διάταξη. Ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος
από την ίδια του τη φύση – σ’ αντίθεση με τα προηγούμενα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα της
αρχαιότητας και του μεσαίωνα – να ανατρέπει συνεχώς τις κατεστημένες μορφές του κοινωνικού
καταμερισμού της εργασίας, έστω κι αν τον χαρακτηρίζουν για μια ολόκληρη ιστορική εποχή. Κι έτσι η
οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας επιβάλλεται σ’ αυτόν, με όρους αδήριτης
ιστορικής αναγκαιότητας. Μόνο που το πέρασμα από τον παλιό στο νέο κοινωνικό καταμερισμό, δεν
γίνεται αυτόματα, ούτε ομαλά, ούτε επίσης αποτελεί μια απλή οικονομοτεχνική αλλαγή στα πλαίσια
του τρόπου παραγωγής, ή μια τυπική «αλλαγή μοντέλου». Αντίθετα προχωρά μέσα από μια συνολική
ανασυγκρότηση τόσο της βάσης, όσο και του εποικοδομήματος του καπιταλισμού, μέσα από
τριγμούς που κλονίζουν συθέμελα ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Οι εσωτερικές δυνάμεις
αδρανείας του συστήματος, αλλά και ο καθεστωτικός συντηρητισμός των κυρίαρχων τάξεων,
λειτουργούν περισσότερο καταλυτικά σ’ αυτή τη διαδικασία αποσύνθεσης και ανασυγκρότησης, από
ότι η αντίσταση και η πάλη των υπεξούσιων. Πρόκειται για μια αντικειμενική κατάσταση που παράγει
κάθε φορά ένα νέο ιστορικό επίπεδο εκδήλωσης των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος, μια
νέα ιστορική συγκρότηση των δυνάμεων εκείνων που συνθέτουν την κοινωνικο-οικονομική
διάρθρωση του καπιταλισμού.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και η προσκόλληση σε μια μαρξιστική ορθοδοξία, που αρκείται να
επιβεβαιώνει το μεγάλο δάσκαλο, είναι καταδικασμένη να αναγεννά στα σπλάχνα της την άρνηση του
ίδιου του μαρξισμού, ως επιστήμης της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης. H στάση
αυτή παρήγαγε πολύ περίεργα φαινόμενα. Όσο πιο ορθόδοξη εμφανιζόταν η ηγεσία της
σοσιαλδημοκρατίας, τόσο περισσότερο απομακρυνόταν από τη ζωντανή ουσία του μαρξισμού. Όσο
πιο μονολιθικοί και πιστοί στις «ιερές γραφές» του μεγάλου δασκάλου εμφανίζονταν οι θεωρητικοί
της, τόσο πιο ευάλωτοι γίνονταν σε εκλεκτικιστικές αναθεωρήσεις και αυθαίρετες «ερμηνείες». Όσο
πιο πολλά φωτοστέφανα αποκτούσε ο μαρξισμός, όσο περισσότερο αποτυπωνόταν με «μ»
κεφαλαίο, ως αδιαφιλονίκητη κοσμοθεωρητική βάση της σοσιαλδημοκρατίας, άλλο τόσο έχανε το
δυναμισμό του και ξεθώριαζε ο τεράστιος θεωρητικός και γνωστικός πλούτος του έργου που
κληροδότησαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς στους επιγόνους τους.
Παρά την παγιωμένη παράδοση, ο Νικολάι Μπουχάριν προχώρησε αρκετά πιο πέρα: «Ως τώρα
– σημείωνε στο πρόλογο της Πολιτικής Οικονομίας του Εισοδηματία – υπήρχαν, από την πλευρά των
μαρξιστών, δύο ειδών κριτικές των νεώτερων αστικών οικονομικών θεωριών: είτε από αυστηρά
κοινωνιολογική σκοπιά, είτε από αποκλειστικά μεθοδολογική. Διαπιστωνόταν π.χ. ότι το προκείμενο
θεωρητικό σύστημα συγγένευε με μια συγκεκριμένη ταξική ψυχολογία – και τελείωνε η ιστορία. Ή
πάλι, αποδεικνυόταν ότι οι συγκεκριμένες του μεθοδολογικές βάσεις, η προσέγγιση του προβλήματος
δηλαδή, ήταν λαθεμένες – κι από κει και πέρα θεωρούνταν περιττό να γίνει κάποια αναλυτική κριτική
της «εσωτερικής όψης» του συστήματος. Βέβαια, αν αφετηρία μας είναι ότι μόνο η ταξική θεωρία του
προλεταριάτου μπορεί να είναι αντικειμενικά σωστή, αν το δούμε από μιαν αυστηρή σκοπιά, αρκεί από
9
Επιστολή του Κ. Μαρξ στη Συντακτική Επιτροπή της Οτετσεστβέννιγιε Ζάπισκι, Νοέμβριος 1877, στο
Karl Marx & Frederick Engels: Selected Correspondence. Moscow: Progress Publishers, 1982, σ.
293-294.
10
Επιστολή του Φρ. Ένγκελς στον Βέρνερ Ζόμπαρτ, 11 Μαρτίου 1895, στο Karl Marx & Frederick
Engels: Selected Correspondence. Moscow: Progress Publishers, 1982, σ. 455.

5
μόνη της η αποκάλυψη του αστικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης θεωρίας για να την απορρίψουμε…
Παρόλα αυτά, είναι νομίζω καθαρό ότι η ορθότητα αυτή πρέπει να αποδεικνύεται ακριβώς στα πλαίσια
της ιδεολογικής πάλης – ασκώντας δηλαδή λογική κριτική στις θεωρίες που μας είναι εχθρικές. Έτσι, ο
κοινωνιολογικός χαρακτηρισμός μιας θεωρίας δεν μας απαλλάσσει καθόλου από το καθήκον να
συνεχίσουμε να την πολεμάμε και στο έδαφος της καθαρά λογικής κριτικής.»11
Για τον Μπουχάριν η κριτική των αντίπαλων αντιλήψεων, δεν αρκεί να ‘ναι μόνο κοινωνιολογική
(ταξική) και μεθοδολογική, αλλά επίσης λογική και αναλυτική: «ο μαρξισμός – έλεγε – πρέπει να
προσφέρει μιαν αναλυτική κριτική των νεώτερων θεωριών, που να περικλείει και την κοινωνιολογική
και τη μεθοδολογική κριτική τους – ταυτόχρονα, όμως, να είναι μια κριτική των συστημάτων αυτών
συνολικά, σ’ όλες τους τις διακλαδώσεις. Έτσι παρουσίασε ο Μαρξ το πρόβλημα της κατάρριψης της
αστικής πολιτικής οικονομίας (δες τις «Θεωρίες για την υπεραξία»).»12
Η αγάπη του για την επίμονη μελέτη, την έρευνα και την αφηρημένη θεωρία, δεν τον άφηνε να
εφησυχάσει, δεν τον άφηνε να αντιμετωπίσει τον μαρξισμό σαν ένα τελειωμένο σύστημα έτοιμων
συμπερασμάτων. Αυτό που συνήθιζε να λέει ήταν: «Έχουμε μια μαρξιστική προπαιδεία, δεν έχουμε
όμως μαρξιστικές προκαταλήψεις. Έχουμε ένα ωραίο όργανο, που το κυριαρχούμε, μα που δεν μας
κυριαρχεί. Κι ο ζωντανός αυτός επαναστατικός μαρξισμός είναι πραγματικά ικανός να
θαυματουργήσει.»13 Το γεγονός ότι η ιστορική σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπιζε την αφηρημένη θεωρία
κυρίως με ακαδημαϊκά κριτήρια, ως αντικείμενο πνευματικής τέρψης των ολίγων φωτισμένων, δίχως
να βλέπει την άμεση πολιτική της σημασία, το ειδικό βάρος που κατέχει στην ανάπτυξη της
συνειδητής συλλογικής δράσης, οδήγησε από πολύ νωρίς τον Μπουχάριν να αποστρέφεται την
πολιτική πρακτική, που προσβάλλει τις απαιτήσεις της θεωρίας.
Γι αυτόν η πολιτική δράση δεν μπορεί παρά να υπακούει πάντα στους κανόνες που χαράζει,
προβλέπει και ανιχνεύει η θεωρητική γενίκευση της πραγματικότητας. Δεν μπορεί παρά να υλοποιεί
πάντα απαρέγκλιτα τις μεγάλες αναγκαιότητες που διατυπώνει με επιστημονικό τρόπο η θεωρία, να
απηχεί πάντα τα μεγάλα «πρέπει», που ‘χει επεξεργασθεί και επεξεργάζεται η επιστήμη της ταξικής
πάλης. Έτσι, η θεωρητική έρευνα, η αυτοτελής συστηματική ενασχόληση με την αφηρημένη θεωρία
δεν είναι ακαδημαϊσμός, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά θεμελιακό καθήκον για έναν αληθινό επαναστάτη.
Και πάνω από όλα η καλύτερη προετοιμασία για την πιο αποφασιστική μάχη, για την πιο τελεσφόρα
επαναστατική δράση. «Ίσως να ξενίζει – σημείωνε στον πρόλογο της Πολιτικής Οικονομίας του
Εισοδηματία, ο Ν. Μπουχάριν – το γεγονός ότι εξέδωσα τη μελέτη μου αυτή σε μιαν εποχή όπου η
Ευρώπη σπαρασσόταν από τον εμφύλιο πόλεμο. Όμως οι μαρξιστές δεν ένιωσαν ποτέ υποχρεωμένοι
να αναστείλουν τις θεωρητικές έρευνές τους, ακόμα και στον καιρό των εντονότερων ταξικών αγώνων
– φτάνει να υπάρχει η φυσική δυνατότητα για τέτοιου είδους έρευνα. Θα θεωρούσα σοβαρότερη την
αντίρρηση ότι δεν έχει κανένα νόημα να αντιμαχόμαστε την καπιταλιστική θεωρία, την ίδια στιγμή που
τ’ αντικείμενο και το υποκείμενό της μαζί αφανίζονται στις φλόγες της κομμουνιστικής επανάστασης.
Μα κι αυτό το επιχείρημα θα ήταν αβάσιμο – γιατί η κριτική του καπιταλιστικού συστήματος είναι
κεφαλαιώδους σημασίας και για την κατανόηση των σημερινών εξελίξεων. Και στο βαθμό που η
κριτική των αστικών θεωριών μας διευκολύνει σ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να έχει ερμηνευτική αξία.»14
Για τον Μπουχάριν ένα πράγμα ήταν απολύτως καθαρό: Δίχως να υποτάσσεται η αποφασιστική
πολιτική δράση στο μικροσκόπιο της θεωρίας, η επανάσταση χάνει τη δυνατότητά της να αντλεί
δυνάμεις και ενέργεια από τις εσωτερικές αντιθέσεις της ζωντανής πραγματικότητας. Κι έτσι γίνεται
έρμαιο της χυδαίας εμπειρίας, των πολυποίκιλων συναισθημάτων οργής, μίσους κι απόγνωσης, που
ξεχειλίζουν αντικειμενικά από όλους τους πόρους μιας ταξικά ασυμφιλίωτης κοινωνίας. Μόνο που
όποτε το συναίσθημα κατορθώνει να επιβληθεί στην ιστορική κίνηση είναι για να μετατρέψει ακόμη
και τα πιο λαμπρά κοινωνικά κινήματα σε γραφικότητες, ενώ τις πιο λυτρωτικές και ελπιδοφόρες
πληβειακές εξεγέρσεις, σε παρανάλωμα αυτοκαταστροφής.
Η προσέγγιση αυτή βοήθησε το Μπουχάριν να καλλιεργήσει το εξαιρετικό του ταλέντο στην
ανάδειξη της θεωρητικής ρίζας των προβλημάτων. Έστω κι αν ενίοτε χανόταν στα δαιδαλώδη
μονοπάτια της αφηρημένης θεωρίας, έστω κι αν κάποιες φορές κατέληγε σε αδιέξοδο, ή αδυνατούσε
να εμφυσήσει στα θεωρητικά του σχήματα τη ζωογόνα δύναμη της κοινωνικής εμπειρίας. Παρόλα
αυτά, το εξαιρετικό του ταλέντο και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την θεωρία εκτιμήθηκε πολύ από
τους συντρόφους του και ιδιαίτερα από τον ίδιο τον Λένιν, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα – και εν
μέσω μιας άγριας ιδεολογικο-πολιτικής σύγκρουσης με τον Μπουχάριν – θα γράψει: «Ανάμεσα στα
πολυάριθμα πολυτιμότατα προσόντα του σ. Μπουχάριν είναι και η θεωρητική του ικανότητα και το
ενδιαφέρον του να βρίσκει σε κάθε ζήτημα τις θεωρητικές του ρίζες. Είναι ένα προσόν πολυτιμότατο,
11
Νικολάι Μπουχάριν, Η Πολιτική Οικονομία του Εισοδηματία. Αθήνα: Κριτική, 1988, σ. 10-11.
12
Στο ίδιο, σ. 11.
13
Νικολάι Μπουχάριν, «Ένα Μεγάλο Μαρξιστικό Κόμμα». Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. 6, Ιούνιος
1923, σ. 184.
14
Νικολάι Μπουχάριν: Η Πολιτική Οικονομία του Εισοδηματία. Αθήνα: Κριτική, 1988, σ. 12-13.

6
γιατί είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς οποιοδήποτε λάθος, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού
λάθους, αν δεν βρεις τις θεωρητικές ρίζες του λάθους που κάνει κάποιος, ξεκινώντας από ορισμένες
θέσεις που τις αποδέχεται συνειδητά.»15

2. Ο παγκόσμιος πόλεμος και το βασικό πρόβλημα της θεωρίας


Η έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στα 1914, βρήκε τον Μπουχάριν στη Βιέννη. Όμως
οι αυστριακές αρχές δεν άργησαν να πάρουν μέτρα και στα πλαίσια μιας επιχείρησης-σκούπα ενάντια
σ’ όλα τα «ανατρεπτικά στοιχεία» ο Μπουχάριν αναγκάστηκε να φύγει και να αναζητήσει καταφύγιο
αλλού. Τελικά εγκαταστάθηκε στη Λοζάννη. Το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1915 συμμετέχει στη
συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων στη Βέρνη, όπου ανακύπτει και η πρώτη σοβαρή ιδεολογικο-πολιτική
του διαφορά με το μπολσεβίκικο κέντρο και προσωπικά με τον ίδιο τον Λένιν.
Σ’ αυτή την κομματική συνδιάσκεψη, ο Μπουχάριν καταθέτει και υπερασπίζεται μέχρι τέλους –
είναι ο μόνος που επιμένει και καταψηφίζει όλες τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης – διαφορετικές
θέσεις από εκείνες που διατυπώνει ο Λένιν. Ενώ αποδεχόταν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του
πολέμου και την ολοκληρωτική χρεοκοπία των ηγετικών κομμάτων της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας
– τα οποία είχαν προστρέξει σ’ ένα αρραγές «εθνικό μέτωπο» με την κυβέρνηση της χώρας τους,
ώστε να διευκολυνθεί η πολεμική προσπάθεια της «δικής τους» άρχουσας τάξης – διαφώνησε στα
εξής βασικά σημεία: (α) Με το αίτημα για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, όπως και γενικά με
το πρόγραμμα-μίνιμουμ16. (β) Με τον τρόπο που είχε τεθεί το σύνθημα για την άμεση ήττα της
τσαρικής κυβέρνησης στον πόλεμο.
Χρόνια αργότερα, την εποχή της κατασυκοφάντησης του Μπουχάριν, η διαφωνία αυτή
παρουσιάστηκε με τέτοιο τρόπο, δόθηκε με τέτοια χρώματα, ώστε να φανεί ότι αυτός ήταν από πολύ
παλιά «αντικομματικό στοιχείο» μιας και βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον «μεγάλο ηγέτη» –
όπως σκόπιμα προβαλλόταν ο Λένιν – ενώ αντιτάχθηκε σ’ όλες τις κορυφαίες «επιλογές του
κόμματος». Έτσι στην επίσημη εκδοχή της κομματικής ιστορίας του ’30 η διαφωνία αυτή του
Μπουχάριν απεικονιζόταν ως εξής: «Ο Μπουχάριν παρουσίασε τις δικές του θέσεις στη Συνδιάσκεψη
της Βέρνης, θέσεις που ο Λένιν χαρακτήρισε ως μισο-αναρχικές… Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός
ότι οι «Αριστερές» μισο-αναρχικές τάσεις του Μπουχάριν συνοδεύτηκαν από μια συμφιλιωτική στάση
απέναντι στον Κεντρισμό και τα πασιφιστικά του συνθήματα και ιδιαίτερα με το Τροτσκιστικό είδος
Κεντρισμού. Απέρριψε επίσης και την τακτική ήττας της τσαρικής κυβέρνησης. Αυτό που τράβηξε τον
Μπουχάριν κοντά στον Τρότσκι ήταν η ανόητη «Αριστερίστικη» θεωρία της διαρκούς επανάστασης –
μια θεωρία την οποία ο Μπουχάριν, όπως έχουμε ήδη πει, είχε υιοθετήσει – όπως επίσης και η θέση
του πάνω στο εθνικό ζήτημα. ΜΕ όλες τις γενικές τάσεις «Αριστερισμού», οι απόψεις του Μπουχάριν
την εποχή του ιμπεριαλιστικού πολέμου συνέθεταν ένα χαρακτηριστικό μίγμα «Αριστερών» και Δεξιών
παρεκκλίσεων από τον Λενινισμό. Εμπεριείχαν το σπέρμα όλων των κατοπινών λαθών του. Ειδικά η
υπερεκτίμηση από τον Μπουχάριν των μονοπωλιακών τάσεων του καπιταλισμού επρόκειτο αργότερα
να καρποφορήσει στην θεωρία του για τον ‘οργανωμένο καπιταλισμό’.»17 Αυτή η εκτρωματική

15
Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 42ος. Σύγχρονη Εποχή: Αθήνα, 1983, σ. 286.
16
Το πρόγραμμα-μίνιμουμ, όπως το χαρακτήριζαν οι μπολσεβίκοι της εποχής, αποτελούσε μέρος του
κομματικού προγράμματος του ΣΔΕΚΡ, που ψηφίστηκε κατά τη διάρκεια του 2ου συνεδρίου του
κόμματος και δημοσιοποιήθηκε την 1η Αυγούστου του 1903. Αυτό το πρόγραμμα χωριζόταν σε δυό
μέρη: Στο πρώτο μέρος όπου περιγράφονταν τα γενικά καθήκοντα των σοσιαλδημοκρατών για την
σοσιαλιστική επανάσταση, τα οποία ήταν ενιαία για ολόκληρη τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία. Στο
δεύτερο μέρος όπου περιγράφονταν οι «βραχυπρόθεσμοι στόχοι» των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών
ειδικά. Σ’ αυτό το μέρος διατυπωνόταν ότι το ΣΔΕΚΡ έθετε ως «άμεσο πολιτικό στόχο την ανατροπή
της τσαρικής απολυταρχίας και την αντικατάστασή της με μια λαοκρατική δημοκρατία». Αυτή ακριβώς
ήταν και η άμεση πολιτική διεκδίκηση του μίνιμουμ-προγράμματος για την επανάσταση που
θεωρούσε ο Λένιν ως επικείμενη στη Ρωσία μετά το ξέσπασμα του παγκόσμιου πολέμου.
17
N. Popov, Outline History of the Communist Party of the Soviet Union, Part I. New York:
International Publishers, 1934, σ. 333. Οι επίσημες κομματικές ιστορίες της δεκαετίας του ’30
επέμεναν ιδιαίτερα στη συστηματική εκτρωματική απόδοση των διαφωνιών του Μπουχάριν, σε κάθε
περίσταση που αυτός τόλμησε να έχει το θάρρος της γνώμης του και να αναμετρηθεί με τον «μεγάλο
τιμονιέρη», τον Λένιν. Τα πάντα στην υπηρεσία μιας ύπουλης φραξιονιστικής απομόνωσης αυτού,
που η νέα ηγετική ομάδα υπό τον Στάλιν, ίσως να φοβόταν περισσότερο από κάθε άλλον. Κι ενώ
γράφονταν τέτοια και χειρότερα για τον Μπουχάριν, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ την εποχή εκείνη είχε
απαγορέψει στον άμεσα ενδιαφερόμενο να απαντήσει δημόσια, να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τις
απόψεις του. Αποδεικνύοντας έτσι ότι η νέα ηγεσία έτρεμε ακόμη και στη σκέψη μιας ανοικτής
αναμέτρησης με όρους ιδεολογίας και πολιτικής, δίχως τις πλάτες ενός καταθλιπτικού μηχανισμού
διοικητικού περιορισμού, ελέγχου και άγριας καταστολής. Κάτι, άλλωστε, που χαρακτηρίζει ανέκαθεν

7
περιγραφή των διαφωνιών του Μπουχάριν από την εποχή της συνδιάσκεψης της Βέρνης και κατόπιν,
έχει ελάχιστη σχέση με την αλήθεια. Απλά εξυπηρετούσε τις άνωθεν τρέχουσες σκοπιμότητες της
εποχής, που ήθελαν τον Μπουχάριν «τροτσκιστή» και «αντιλενινιστή» από κούνια.
Ποια είναι η αλήθεια; Η αλήθεια είναι ότι ο Μπουχάριν την εποχή αυτή βρίσκεται στα αριστερά του
Λένιν. Οι απόψεις του για τον ιμπεριαλισμό τον οδηγούν στην πεποίθηση για την ανάγκη επείγουσας
στροφής στην πάλη του επαναστατικού κινήματος με την ανάδειξη του σοσιαλισμού, της
προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης (μάξιμουμ πρόγραμμα), ως άμεσου στόχου, σε βάρος
του μίνιμουμ προγράμματος, που αφορούσε τις μεταβατικές δημοκρατικές διεκδικήσεις και το οποίο
πρότασσε έως τότε η σοσιαλδημοκρατία. Η στάση αυτή του Μπουχάριν όχι μόνο δεν τον οδήγησε πιο
κοντά στον «κεντρισμό», τροτσκιστικού ή άλλου είδους της εποχής, αλλά τον μετέτρεψε στον πιο
άκαμπτο πολέμιο οποιουδήποτε συνθήματος, πολιτικής τακτικής και δύναμης, που φαινόταν ότι
ανέβαλε, ή παρέκαμπτε έστω και για λίγο την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Από αυτή τη
σκοπιά διαφώνησε και με τον Λένιν, που στα μάτια του Μπουχάριν φαινόταν ότι ξεστράτιζε προς μια
ιδιαίτερη μορφή «κεντρισμού». Κι αυτό γιατί η επιμονή του Λένιν στο μίνιμουμ πρόγραμμα, σε
δημοκρατικά μεταβατικά αιτήματα, όπως της εθνικής αυτοδιάθεσης, αλλά και η επικέντρωσή του στην
ήττα του τσαρισμού, φάνταζαν στον Μπουχάριν ως απαράδεχτες υποχωρήσεις μπροστά στο
καθήκον της άμεσης προετοιμασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης, όχι μόνο του ρώσικου, όσο
κυρίως του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Στην οξύτατη μομφή του Μπουχάριν για «κεντρισμό», ο Λένιν απάντησε με το ίδιο οξύ ύφος,
χαρακτηρίζοντας τις απόψεις του πρώτου ως «μισο-αναρχικές». Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η
οξύτητα στην πολεμική ανάμεσα σε συντρόφους, ήταν κάτι το συνηθισμένο ανάμεσα σε επαναστάτες
με βαθιά γνώση των ιστορικών καθηκόντων στην υπηρεσία των οποίων είχαν θέσει τον εαυτό τους.
Το γεγονός ότι η στράτευσή τους στην επανάσταση βασιζόταν όχι στο συναίσθημα, ή σε κάποια
γενική αντίληψη περί «κοινωνικής δικαιοσύνης», αλλά σε συγκεκριμένες κοσμοθεωρητικές αρχές,
όπως και στη διαρκή επίμονη προσπάθειά τους να κατανοήσουν ολόπλευρα τις πραγματικές
αντιθέσεις και προοπτικές της πάλης, τους ανάγκαζε να προσεγγίζουν τα κορυφαία ζητήματα
ιδεολογίας και πολιτικής κάθε περιόδου, απαλλαγμένοι από συγκαταβατικές καταστάσεις και
συμπεριφορές, δίχως να νοιάζονται για ισορροπίες κορυφής, δίχως να υποτάσσουν τη σκέψη και τη
δράση τους σε ανυπέρβλητα όρια και άνωθεν προκαθορισμένα πλαίσια. Κι αυτό τους επέβαλλε να
προχωρούν, όποτε ανέκυπταν σοβαρές διαφορές, σε μια ανοικτή οξύτατη πάλη γραμμών, με όλους
τους κανόνες της ανελέητης πολεμικής, έως το τελικό ξεκαθάρισμα του ιδεολογικο-πολιτικού τοπίου
στο εσωτερικό του κόμματος, που θα επέτρεπε την οικοδόμηση μιας νέας συνειδητής ενότητας στη
βάση κοινών πεποιθήσεων, αρχών και στόχων. Σ’ αυτό έγκειται όλη η τέχνη οικοδόμησης μιας
επαναστατικής οργάνωσης, με ισχυρά αντισώματα ενάντια στην ενδημική ασθένεια της
γραφειοκρατικής αγκύλωσης, της εσωκομματικής ίντριγκας και του παρασκηνίου. Μια τέχνη, που
δυστυχώς ακόμη και στους κομμουνιστές εξοστρακίστηκε πριν καλά-καλά συνειδητοποιηθεί, πολλές
δεκαετίες πριν την ιστορική τους ήττα σαν κίνημα.
Με τη συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων στη Βέρνη το 1915, ανοίγει επίσημα η αυλαία μιας νέας
περιόδου οξύτατης εσωκομματικής πάλης γραμμών, μιας νέας περιόδου εσωτερικού διχασμού των
μπολσεβίκων, η πρώτη φάση της οποίας ουσιαστικά κλείνει με το κομματικό συνέδριο του Αυγούστου
του 1917. Η δεύτερη φάση του εσωτερικού διχασμού θα ξεσπάσει αμέσως μετά την επικράτηση της
σοβιετικής εξουσίας και την ανάγκη των μπολσεβίκων να εδραιώσουν αυτή την επικράτηση σε ένα
διεθνές περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από αυτό που ανέλυε έως τότε η θεωρία και φαντάζονταν
ακόμη και οι πιο προικισμένοι «στρατηγοί» τους. Ο εσωτερικός αυτός διχασμός ήταν αναγκαίος και
επιβεβλημένος όχι λόγω της δόλιας τακτικής κάποιων «αντικομματικών στοιχείων», ούτε λόγω της
σκοτεινής συνωμοσίας των γνωστών «προδοτών», που επιχείρησαν με ύπουλα μέσα να αδράξουν
τα ινία από τον «ηγέτη», αλλά λόγω της αντικειμενικής ανάγκης να κατανοηθεί σε βάθος η ιστορικά
πρωτότυπη στροφή στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική που συνιστούσε ο παγκόσμιος πόλεμος
και η διεθνής κατάσταση που προέκυψε μεταπολεμικά. Κι επειδή η αντιφατική πραγματικότητα
αντανακλάται πάντα με αντιφατικό τρόπο στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης, η προσπάθεια
κατανόησης των εσωτερικών της τάσεων, αλλά και ο μετασχηματισμός αυτής της γνώσης σε
αποφασιστική πολιτική δράση, μπορεί να γίνει για ένα συλλογικό οργανισμό, όπως είναι το κόμμα,
μόνο μέσα από την ανοικτή σύγκρουση απόψεων, αντιλήψεων και γραμμών.

κάθε ηγετική γραφειοκρατία η οποία εμφανίζεται πάντα στην κορυφή ενός διογκωμένου μηχανισμού,
για να κρύψει στη σκιά των υπαλληλικών σχέσεων και της διοικητικής ιεραρχίας, την έμφυτη
μικρότητά της. Αργότερα, μετά την εκτέλεση του Μπουχάριν, η επίσημη κομματική ιστορία εξαφάνισε
τον ίδιο και τις απόψεις του, ακόμη και στην εκτρωματική τους εκδοχή, από τις σελίδες της,
αφήνοντας μόνο κάποιους πολύ γενικούς αφορισμούς, που χωρίς πολλά-πολλά έπρεπε να
παγιωθούν στην «κοινή γνώμη» των οπαδών της.

8
Μόνο μετά από δυο γεμάτα χρόνια οξύτατης πάλης «γραμμών» και αντιλήψεων στο εσωτερικό
των μπολσεβίκων, μέσα από μεγάλες τρικυμίες και ανελέητες αντιπαραθέσεις γύρω από όλα τα
κομβικά θεωρητικά, αλλά και τα άμεσα πολιτικά ζητήματα της περιόδου, έγινε δυνατή η οικοδόμηση
εκείνης της ενότητας, που χάρισε στο μπολσεβίκικο κόμμα τη νίκη στην οχτωβριανή επανάσταση,
καθώς και την ιστορική ευκαιρία να ηγηθεί στην οικοδόμηση της νέας εξουσίας. Αν οι μπολσεβίκοι
διάλεγαν τον δρόμο των άλλων επαναστατικών κομμάτων της εποχής, δηλαδή το δρόμο που
αντιλαμβανόταν ως υπέρτατο αγαθό τη διατήρηση της εσωτερικής τους συνοχής στη βάση μιας
τυπικής «κομματικής ενότητας», τότε είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορούσαν να αποφύγουν τον ίδιο
εκφυλισμό με τα άλλα κόμματα, ακόμη κι αν υποστήριζαν τα σωστά συνθήματα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Η διαφωνία του Μπουχάριν αυτήν την εποχή
προέκυψε, όχι γιατί επηρεαζόταν από κάποιους δόλιους αντικομματικούς, ούτε γιατί είχε
προσχωρήσει σε κάποιο είδος «κεντρισμού», αλλά από τον τρόπο που κατανοούσε και ανέλυε τον
ιμπεριαλισμό και ως εκ τούτου τη φύση του πολέμου. Έχουμε ήδη αναφέρει τις μελέτες του στην
αστική οικονομική σκέψη της εποχής του. Μόνο που τα ενδιαφέροντά του δεν είχαν σταματήσει εκεί.
Πριν ακόμη ξεσπάσει ο παγκόσμιος πόλεμος, ο Μπουχάριν είχε επεκταθεί και στην συστηματική
μελέτη της νέας κοινωνικο-οικονομικής διάρθρωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και σ’ αυτόν τον
τομέα είχε κάνει σημαντικές προόδους.
Η συστηματική μελέτη αυτή είχε οδηγήσει τον Μπουχάριν να κατανοήσει από νωρίς ότι ο
καπιταλισμός που είχε γεννήσει τον παγκόσμιο πόλεμο δεν ήταν πια ο ίδιος με τον καπιταλισμό της
εποχής του Μαρξ. Κι αυτό δεν οφειλόταν απλά στη ξέφρενη επεκτατική πολιτική των μεγάλων
δυνάμεων, αλλά στην ίδια την εσωτερική συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού.
Και παρά το γεγονός ότι και σ’ αυτόν τον πόλεμο μπορούσε να εφαρμοσθεί η παλιά γνωστή ρήση του
Κλαούζεβιτς – ότι δηλαδή, ο πόλεμος είναι η άσκηση πολιτικής με άλλα μέσα – το πραγματικό του
μυστικό, οι αληθινές κινητήριες δυνάμεις του πολέμου έπρεπε να αναζητηθούν όχι στην πολιτική,
αλλά πρώτα και κύρια στην οικονομία, πιο συγκεκριμένα στη νέα οικονομική διάρθρωση του
παγκόσμιου καπιταλισμού.

Η κυρίαρχη προβληματική και η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας.


Έως την εποχή αυτή οι κρατούσες προσεγγίσεις στον ιμπεριαλισμό, ακόμη και στις γραμμές της
σοσιαλδημοκρατίας, αναλύονταν κυρίως σε διάφορες κατεξοχήν «πολιτικές ερμηνείες» των
φαινομένων. Βασικά, ο ιμπεριαλισμός αποδιδόταν με όρους εξωτερικής πολιτικής των εθνικών
κρατών, δηλαδή με όρους επεκτατισμού. Ο όρος «ιμπεριαλισμός» πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να
αποτυπώσει μια νέα ιστορική περίοδο ανάπτυξης, όχι από τους μαρξιστές, αλλά από τους
εκπροσώπους της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία του 19 ου
αιώνα και κατόπιν. Έως τα τέλη του 19ου αιώνα ο όρος αυτός είχε σχεδόν αποκλειστικά αρνητική
πολιτική σημασία για τη φιλελεύθερη αστική τάξη. Στη Βρετανία οι ίδιοι οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι
της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας – όπως στην περίπτωση ενός από τους προεξέχοντες θεωρητικούς
του νέου ιμπεριαλισμού, του Τζόζεφ Τσάμπερλεν – λίγο παλιότερα θεωρούσαν τον ιμπεριαλισμό ως
«νοσηρή έμπνευση» και «πολιτική επιλογή» των Τόρυδων! Έως τότε ο ιμπεριαλισμός ταυτιζόταν με
την έννοια της αυτοκρατορικής απολυταρχίας, με τον καισαρισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μεγάλα
εγκυκλοπαιδικά λεξικά, που εκδόθηκαν πριν τα τέλη του 19ου αιώνα αγνοούν τον όρο (ιδίως εκείνα
που εκδόθηκαν στη Βρετανία), ή τον αποδίδουν ως συνώνυμο της αυτοκρατορικής αυθαιρεσίας. Για
παράδειγμα το Konversationslexikon (1887), ονομάζει «ιμπεριαλισμό» την πολιτική εκείνη κατάσταση
των κρατών, όπου δεν κυβερνά ο νόμος αλλά η αυθαιρεσία, στηριζόμενη επί ισχυρών στρατιωτικών
δυνάμεων, όπως ακριβώς στην αρχαία Ρώμη κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας. Το ίδιο και το
μεγάλο λεξικό του Brockhaus (13η και 14η έκδοση) χαρακτηρίζει ως «ιμπεριαλισμό» τις κυβερνητικές
μεθόδους μιας απολύτου μοναρχίας, στηριζόμενης ως επί το πλείστον στη στρατιωτική επιβολή. Την
εποχή αυτή ο «ιμπεριαλισμός» κατανοείται ως παράγωγο του impero, ή Imperator, ή του ρωμαϊκού
Imperium. Όμως, με την ίδρυση της Imperial Federation League (1884) στη Βρετανία, η στάση των
εκπροσώπων της φιλελεύθερης αστικής τάξης αλλάζει απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Ο όρος πλέον
πολιτογραφείται με θετικό τρόπο στο πολιτικό λεξιλόγιο και θεωρείται πλέον ως παράγωγο του
αγγλικού Empire (αυτοκρατορία), σε αντίθεση με το παραδοσιακό Kingdom (βασίλειο). Ενώ το
περιεχόμενό του αποδίδεται περισσότερο με οικονομικούς όρους, μέσα από την αναγκαιότητα
εγκαθίδρυσης ενός νέου εμποροκρατισμού, που θ’ αγκαλιάζει όχι μόνο ολόκληρη την αυτοκρατορία,
αλλά και την προσάρτηση νέων αγορών.
Σ’ αυτά τα πλαίσια μια από τις πρώτες προτεραιότητες αποτέλεσε η προσάρτηση της Αφρικής.
Ένας από τους προεξέχοντες θιασώτες του νέου ιμπεριαλισμού, ο σερ Λόγκαρντ, έγραφε στα τέλη
του 19ου αιώνα: «Ας αποδεχτούμε ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις στην Αφρική διεξάγονται περισσότερο
για δικό μας όφελος, παρά για τους Αφρικανούς. Έχουμε μιλήσει ήδη για την ζωτική ανάγκη νέων
αγορών για τον παλιό κόσμο. Είναι, επομένως, προς το δικό μας ολοφάνερο συμφέρον να διδάξουμε

9
στα εκατομμύρια της Αφρικής τις επιθυμίες του πολιτισμού, έτσι ώστε κι ενώ εμείς θα τους
προμηθεύουμε, θα μπορούμε να αντλήσουμε σ’ αντάλλαγμα τα προϊόντα της χώρας τους και την
εργασία των χεριών τους.»18 Έτσι, προϊόν αυτής της πρώιμης οικονομικής προβληματικής του νέου
ιμπεριαλισμού, ήταν η ολοκλήρωση του αιματηρού αποικισμού της Αφρικής, με στόχο την δημιουργία
ενός Βρετανικού άξονα από το Κάιρο ως το Κέϊπταουν, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Γι’
αυτό και οι εκτεταμένες αποικιοκρατικές επιχειρήσεις των Βρετανών στην Αφρική, θεωρήθηκαν από
πολλούς ως ιστορικό σημείο καμπής για την είσοδο στη νέα εποχή, την εποχή του νέου
ιμπεριαλισμού, δηλαδή του διαρκούς αγώνα διανομής και αναδιανομής αγορών και σφαιρών
επιρροής.
Έτσι, η διπλωματία της πυγμής, ο μιλιταρισμός, τα τραστ, τα καρτέλ, ο προστατευτισμός, οι
εμπορικές ενώσεις, ακόμη κι αυτή η εξαγωγή κεφαλαίου, δεν ήταν παρά τα εργαλεία άσκησης μιας
τέτοιας ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής. Για τους επίσημους, αλλά κι ανεπίσημους
εκπροσώπους του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του
20ου, ο ιμπεριαλισμός ήταν η αναγκαία ωρίμανση των πολιτισμένων εθνικών κρατών κι επομένως
αποτελούσε ένα αναπόσπαστο εσωτερικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής όσων κρατών επεδίωκαν
την εθνική τους ολοκλήρωση. «Ιμπεριαλισμός – έγραφε ο γερμανός αριστερός φιλελεύθερος Τέοντορ
Μπαρθ – είναι η επίδραση, με περισσότερο ή λιγότερο βίαιο τρόπο, πάνω στις παγκόσμιες
οικονομικές διαδικασίες από την σκοπιά ανάπτυξης της εθνικής ισχύος.»19 ΜΕ αυτή την έννοια η
άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής αποτελούσε μια «αντικειμενική διαδικασία» μια αναγκαία «φυσική
εξέλιξη» όλων των «εθνικών κρατών», ανεξαρτήτως μεγέθους και ρόλου στην παγκόσμια εξέλιξη. Αν
και τα ανεπτυγμένα μεγάλα κράτη, οι «μεγάλες δυνάμεις» της εποχής είχαν κι έναν επιπλέον λόγο για
την άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής, τον έστω και δια της βίας «εκπολιτισμό» όλων των βάρβαρων,
καθυστερημένων και οπισθοδρομικών περιοχών του πλανήτη.
Ένας από τους πιο γνωστούς ακαδημαϊκούς εκφραστές του γερμανικού ιμπεριαλισμού στα τέλη
του 19ου αιώνα, ο καθηγητής Σαρτούριους φον Βαλτερσχάουσεν, ισχυριζόταν ότι ο σύγχρονος
ιμπεριαλισμός επιζητεί να μιμηθεί το ρωμαϊκό Imperium. Επομένως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
επανάληψη των προσπαθειών των Ρωμαίων για την ίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους, όπως υπήρξε
το ρωμαϊκό, αλλά σήμερα με διαφορετικά μέσα. Η ιμπεριαλιστική, λοιπόν, ιδέα είναι πολύ παλιά και
δεν εξαφανίσθηκε με την κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους, απλά φυτοζώησε καθ’ όλο τον
μεσαίωνα για να επανεμφανισθεί πρώτα στην Αγγλία τον 18 ο αιώνα, στην Γαλλία κατόπιν επί
Ναπολέοντα κι έπειτα στα υπόλοιπα κράτη. Έτσι, σύμφωνα πάντα με αυτόν τον σοφό καθηγητή, είναι
σήμερα δυνατόν να υπάρξουν περισσότεροι του ενός ιμπεριαλισμοί, ο ένας δίπλα στον άλλο, πράγμα
που από μόνο του αποτελεί μια καθόλου μικρή εγγύηση για την ανεξαρτησία των μικρών κρατών.20 Ο
ενημερωμένος αναγνώστης αξίζει τον κόπο να συγκρίνει τις απόψεις αυτού του παρωχημένου
συντηρητικού ακαδημαϊκού με όλες τις νεότερες φλυαρίες περί πολλών, «μεγάλων» και «μικρών»
ιμπεριαλισμών, περί «ενδιάμεσων» ιμπεριαλισμών ή «υποϊμπεριαλισμών» με βάση τις οποίες
επιχειρήθηκε – ήδη από τη δεκαετία του 1960 – από ορισμένους η αριστερή απολογητική της
ιμπεριαλιστικής εξάρτησης ως οργανικό, αλλά και καθοριστικό γνώρισμα της κατάστασης των
λιγότερο ανεπτυγμένων και «εθνικά ανεξάρτητων» χωρών, όπως π.χ. είναι η Ελλάδα. Οι «θεωρίες»
αυτές αν και προέρχονται πλέον από τ’ αριστερά, στην πραγματικότητα σμιλεύονται με τα ίδια
σκουριασμένα εργαλεία ιδεολογίας των παλιών εκπροσώπων του ιμπεριαλισμού της πρώτης
περιόδου. Πρόκειται για ένα ακόμη έξοχο δείγμα εκφυλισμού της αριστερής σκέψης στις μέρες μας, η
οποία προσπαθεί να «κατανοήσει» τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό, τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό του
21ου αιώνα, με υλικά από το οστεοφυλάκιο ιδεών των ιμπεριαλιστών ιδεολόγων του 19ου αιώνα!
Αυτή η οπτική του «εθνικού κράτους» διατηρήθηκε και στην κυρίαρχη οπτική της μαρξιστικής
σοσιαλδημοκρατίας, μόνο που – όπως άλλωστε συνηθιζόταν τότε από την συντριπτική πλειονότητα
των θεωρητικών της – έγινε προσπάθεια να ντυθεί με οικονομικά επιχειρήματα δανεισμένα από τον
πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Έτσι στον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό είδαν απλά την άσκηση μιας
ιδιαίτερης πολιτικής ενός βιομηχανικά ανεπτυγμένου «εθνικού καπιταλισμού» προς αναζήτηση νέων
18
Nineteenth Century, vol. xxxviii, 9/1895, σ. 449
19
Αναφέρεται στο J. Hashagen, ‘Der Imperialismus als Begriff’, Weltwirtschaftliches Archiv, Bd. 15
(1919/20), σ. 166. Μάλιστα, ο Τέοντορ Μπάρθ έλεγε χαρακτηριστικά ότι δεν έχει κανένα νόημα να
διακρίνουμε «υγιή» και «νοσηρό» ιμπεριαλισμό, μιας και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ούτε υγιής, ούτε
νοσηρός, είναι απλά μια κατάσταση, ένα φαινόμενο του οποίου δεν έχουμε παρά να πιστοποιήσουμε
την ύπαρξη (ο. π.). Η τραγική σύγχυση ανάμεσα στην απλή περιγραφή-διαπίστωση και στην
ανάλυση της πραγματικότητας, δηλαδή η υποκατάσταση της διαλεχτικής κατανόησης του
αντικειμενικού με το χυδαίο αντικειμενισμό, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά «προπατορικά
αμαρτήματα» της κοινωνικο-πολιτικής προβληματικής, κυρίαρχης και μη.
20
βλέπε αναλυτικότερα Δημοσθένους Στεφανίδου, Ο Ιμπεριαλισμός. Μέρος Α. Η Φύσις του
Ιμπεριαλισμού. Αθήναι, 1927, σ. 14.

10
αγορών για την αξιοποίηση του εγχώριου κεφαλαίου που γενικά «περίσσευε». Επομένως, ο
ιμπεριαλισμός αποτελούσε μια ιδιαίτερη μορφή του καπιταλισμού – συγκεκριμένα του καπιταλισμού
των ανεπτυγμένων «κρατών-εθνών» – χωρίς όμως να αποτελεί μια αναπόδραστη ιδιαίτερη φάση, ή
αναγκαίο στάδιο στην εξέλιξή του.
Με βάση αυτή την προβληματική υιοθετήθηκε ακόμη κι αυτός ο διαχωρισμός σε «πολιτισμένα»
και «μη πολιτισμένα» έθνη, ο οποίος στο λεξιλόγιο της μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας των αρχών
του αιώνα καταγράφηκε κυρίως με οικονομίστικους όρους ως μια «πόλωση» ανάμεσα σε μια σειρά
«καπιταλιστικά-βιομηχανικά έθνη» και σε μια μη καπιταλιστική «αγροτική περιφέρεια» του πλανήτη.
Τη σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους, την κατανοούσαν με τον ίδιο τρόπο που
αντιλαμβάνονταν την σχέση ανάμεσα στην βιομηχανία και την αγροτική οικονομία, δηλαδή σαν μια
σχέση εξάρτησης και υποταγής της δεύτερης στην πρώτη. Κι έτσι οι σχέσεις υποταγής και εξάρτησης
είχαν νόημα και περιεχόμενο μόνο στο βαθμό που υπήρχαν βιομηχανικές και αγροτικές χώρες,
δηλαδή μόνο στο βαθμό που υπήρχαν καπιταλιστικές και λιγότερο καπιταλιστικές χώρες.
Οι ανισότιμες εμπορικές σχέσεις που επικρατούσαν ανάμεσα στις δυο ομάδες κρατών, οι οποίες
αντιπροσώπευαν την βιομηχανική υπεροχή του καπιταλιστικού κέντρου έναντι της αγροτικής
περιφέρειας, συνιστούσαν το οικονομικό περιεχόμενο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και της
αποικιοκρατίας. Η άνοδος του χρηματιστικού κεφαλαίου, η ανάδειξη των καπιταλιστικών μονοπωλίων
– με την μορφή των τραστ και των καρτέλ – και η εξαγωγή κεφαλαίου, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά
εργαλεία αυτής της πολιτικής, τα οικονομικά μέσα ενίσχυσης των ανισότιμων σχέσεων ανάμεσα στις
δυό ομάδες χωρών. Κι επομένως είχαν την ίδια σημασία με την ανάπτυξη του εμπορίου και τον
δασμολογικό προστατευτισμό, που κι αυτά με την σειρά τους προβάλλονταν σαν εργαλεία του
«εθνικού καπιταλισμού» στη διεθνή αγορά. Τίποτε περισσότερο από αυτό.
Για τον κορυφαίο θεωρητικό της σοσιαλδημοκρατίας εκείνης της εποχής, τον Καρλ Κάουτσκι, ο
ιμπεριαλισμός δεν ήταν παρά ένα «νέο ιδανικό», μια νέα μεγάλη ιδέα των ευρωπαϊκών μεγάλων
δυνάμεων, που θέλησαν να αντιπαραθέσουν στο σοσιαλισμό: «για την αστική τάξη των ευρωπαϊκών
μεγάλων δυνάμεων τότε αναδείχθηκε ένα νέο ιδανικό που στην δεκαετία του 1890 άρχισε να
αντιπαραθέτει στον σοσιαλισμό – τον ίδιο σοσιαλισμό που μπροστά του τόσοι πολλοί από τους
διανοητές της είχαν ήδη συνθηκολογήσει στην δεκαετία του 1880. Αυτό το νέο ιδανικό ήταν η
προσάρτηση μιας υπερπόντιας περιοχής στην ευρωπαϊκή επικράτεια του κράτους: ιμπεριαλισμός,
όπως τον έχουν ονομάσει.»21 Με βάση αυτή την προβληματική ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν τίποτε άλλο
παρά η πολιτική εξωτερικής επέκτασης των ώριμων βιομηχανικά «εθνικών καπιταλισμών». Οι
πόλεμοι, οι συγκρούσεις, οι εξοπλισμοί, οι αποικιακές εξορμήσεις δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια
αναγκαία «αναζήτηση νέων αγορών», προσπορισμού πρώτων υλών κι ενδιάμεσων προϊόντων, που
διεκδικούσε κάθε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα για τον εαυτό της.
Από την σοσιαλδημοκρατία της εποχής είχε χαθεί η οπτική του καπιταλισμού ως παγκόσμιου
συστήματος, είχε παντελώς ξεχαστεί η προβληματική του Μαρξ, ότι η παγκόσμια αγορά δεν συνιστά
ένα απλό εξωγενές γνώρισμα της καπιταλιστικής παραγωγής, ούτε μια προέκταση των «εθνικών
καπιταλισμών». Αντίθετα, για τον Μαρξ η παγκόσμια αγορά «γενικά αποτελεί τη βάση και τη ζωτική
ατμόσφαιρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής»22, αποτελεί, δηλαδή, το πρωτογενές υλικό
δημιουργίας όχι μόνο του καπιταλισμού συνολικά, αλλά και των ίδιων των κεφαλαιοκρατικών εθνών,
των οποίων οι εσωτερικοί όροι ανάπτυξης δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, τίποτε περισσότερο από
μια ιστορικά συγκεκριμένη εσωτερίκευση των αντιθέσεων της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου.
Ακριβώς αυτή η θεμελιακή διαφορά της οπτικής του Μαρξ με τη μαρξιστική ορθοδοξία των
επιγόνων του, είχε οδηγήσει τη σοσιαλδημοκρατία να αιχμαλωτιστεί από την παραδοσιακή
ψευδαίσθηση της πρωτοκαθεδρίας του «έθνους-κράτους» και της «πατρίδας». Ο Γερμανός Βέρνερ
Ζόμπαρτ είχε δίκιο όταν έγραφε για την σοσιαλδημοκρατία των αρχών του 20ου αιώνα, ότι «δεν
πιστεύω πως το μεγάλο μέρος των Σοσιαλδημοκρατών θα υποστήριζε την άποψη που εξέφρασε ο
Μαρξ. Αυτό αποδείχτηκε τελειωτικά από το Συνέδριο της Στουτγάρδης το 1907. Η μάζα των
σοσιαλδημοκρατών και ιδιαίτερα οι ηγέτες τους, δεν είναι πλέον διεθνιστές, διότι έχουν μεταβληθεί σε
εθνιστές… Η άποψη του Μαρξ, «οι εργατικές τάξεις δεν έχουν πατρίδα», έχει αντικατασταθεί με μια
άλλη: «Εάν αυτό είναι έτσι, ας τους δώσουμε μία. Ας κάνουμε δυνατό γι αυτές να συμμετάσχουν στις
ευλογίες του πολιτισμού, έτσι ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν μια πατρίδα». Ανάμεσα στους
Σοσιαλιστές κερδίζει έδαφος η άποψη – ιδιαιτέρως ανάμεσά τους – ότι ολόκληρος ο πολιτισμός έχει
τις ρίζες του στην εθνικότητα και πως ο πολιτισμός μπορεί να φτάσει την υψηλότερη ανάπτυξή του
μόνο στη βάση της εθνικότητας. Είναι η αναγνώριση αυτού του γεγονότος που κάνει τους

21
Karl Kautsky, The Road to Power. Political Reflections on growing into the Revolution. New Jersey:
Humanities Press, 1996, σ. 56.
22
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978, σ. 143.

11
Σοσιαλδημοκράτες να διάκεινται ευνοϊκά υπέρ των καταπιεσμένων λαών, όπως είναι οι Πολωνοί, οι
Ρουθουανοί, οι Αρμένιοι και ούτω καθεξής.»23
Στη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη της εποχής – σε αντίθεση με τις απόψεις των Μαρξ και
Ένγκελς – το έθνος-κράτος, η εθνικότητα, η πατρίδα, αποτελούσαν, όχι μεταβατικά ιστορικά
μορφώματα, που απηχούσαν τις ειδικές συνθήκες ανάπτυξης της παγκόσμιας κυριαρχίας του
καπιταλισμού, αλλά κυρίαρχες μορφές «κοινότητας των ανθρώπων» και επομένως βασικούς
ιστορικούς φορείς του σύγχρονου πολιτισμού γενικά. Έτσι, η απελευθέρωση των καταπιεσμένων
εθνών, αντιμετωπιζόταν ως γενικό ανθρωπιστικό αίτημα και ως ανάγκη για συμμετοχή στα οφέλη του
σύγχρονου πολιτισμού μέσα από την αναγκαία «εθνική ανάπτυξη».
Αντίθετα, για τον Μαρξ και τον Ένγκελς η συγκρότηση του «έθνους-κράτους» είχε μια βασική
προοδευτική λειτουργία να εκπληρώσει: την ανάδειξη της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και την
απελευθέρωση του εργατικού κινήματος, της εργατικής τάξης από τα αναχρονιστικά δεσμά της
μεσαιωνικής εθνότητας και της τοπικής ιδιαιτερότητας. «Το ίδιο το εργατικό κίνημα – έγραφε ο
Ένγκελς για την σημασία της εθνικής συνένωσης της Γερμανίας – ποτέ δεν θα γίνει ανεξάρτητο, ποτέ
δεν θα αποκτήσει αποκλειστικά προλεταριακό χαρακτήρα εάν στο σύνολό τους οι διάφορες φατρίες
της μεσαίας τάξης και ιδιαίτερα το πιο προοδευτικό της τμήμα, οι μεγάλοι βιομήχανοι, δεν κατακτήσουν
την πολιτική εξουσία και δεν ανοικοδομήσουν το Κράτος σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Τότε είναι που
η αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο προβάλλει άμεσα και δεν
μπορεί πια να συγκαλύπτεται. Η εργατική τάξη δεν μπορεί πλέον να αναβάλλει [τα δικά της ταξικά
καθήκοντα] στη βάση ψεύτικων ελπίδων και υποσχέσεων που δεν πρόκειται ποτέ να
πραγματοποιηθούν. Το μεγάλο πρόβλημα του δέκατου ένατου αιώνα, η απελευθέρωση του
προλεταριάτου έρχεται επιτέλους στο προσκήνιο ανοικτά και κατάλληλα φωτισμένο.»24
Η συγκρότηση μεγάλων «εθνών-κρατών», η λύση του «εθνικού ζητήματος», δεν ήταν για τους
Μαρξ και Έγκελς μια απόλυτη αρχή, μια αξία καθαυτή, μια μεταφυσική ιδέα βασισμένη σε προαιώνια
«εθνικά δίκαια», σε πανάρχαιες ιστορικές καταγωγές, ή σε ψευδεπίγραφες «εθνικές ενότητες», ούτε
ένα «αναγκαίο κακό» προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά μια αναγκαία μεταβατική
διεκδίκηση για την κατάκτηση της δημοκρατίας. Η σημασία για το προλεταριάτο αφορούσε στο να
διαλύσει τους παλιούς διαχωρισμούς με βάση την κοινότητα, την ιδιαίτερη καταγωγή, την εθνότητα
και τη θρησκεία, όχι προς όφελος μιας επίπλαστης «εθνικής ενότητας», αλλά για να αναδειχθούν στη
θέση τους οι νέοι διαχωρισμοί με βάση τις αληθινές ταξικές σχέσεις στην κοινωνία, την οικονομία και
την πολιτική.
Γι αυτό και η συγκρότηση του έθνους, η θεμελίωση της εθνικής κυριαρχίας δεν ήταν παρά η
βασική προϋπόθεση για την πανεθνική οργάνωση του προλεταριάτου, όχι για να υποταχθεί σε
κάποια μεταφυσική «εθνική ιδιαιτερότητα», ούτε για να περιμένει υπομονετικά πότε θα
δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ενός «εθνικού δρόμου» για τη δική του απελευθέρωση,
αλλά για να κατακτήσει το εθνικό επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης ως προνομιακό πεδίο
ανάδειξης των διεθνικών του καθηκόντων, δηλαδή της παγκόσμιας ιστορικής του αποστολής. Ο
Ένγκελς έλεγε χαρακτηριστικά: «Γενικά μιλώντας, ένα διεθνές κίνημα του προλεταριάτου είναι δυνατό
μόνο ανάμεσα σε ανεξάρτητα έθνη.»25 Για τους Μαρξ και Ένγκελς το έθνος, η εθνική κυριαρχία, δεν
ήταν προϊόν κάποιας πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, ούτε της ιστορικής καταγωγής ενός λαού, αλλά
έκφραση των συγκεκριμένων κατακτήσεων της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του ίδιου του «λαού»,
του ίδιου του έθνους, όπως και στον τρόπο της κοινωνικο-πολιτικής οικοδόμησης του συστήματος
εξουσίας. Ήταν η πρώτη θεμελιώδης προϋπόθεση για την ανάδειξη της ταξικής πάλης στο προσκήνιο
της κοινωνίας και της πολιτικής, απαλλαγμένη από αναχρονιστικούς διαχωρισμούς με βάση τις
τοπικές ιδιαιτερότητες, τη θρησκεία, τη μειονοτική, ή εθνολογική καταγωγή.

23
Werner Sombart, Socialism and the Social Movement. London: J. M. Dent & Co, 1909, σ. 203-4.
24
Φρήντριχ Ένγκελς, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία. K. Marx & F. Engels, Collected
Works, vol. 11. Moscow: Progress Publishers, 1979, σ. 10.
25
Φρ. Ένγκελς στον Καρλ Κάουτσκι, 7/2/1882. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 46. New
York: International Publishers, 1992, σ. 191-192. Ο Ένγκελς ασκούσε αυστηρή κριτική σε όσους
υποβάθμιζαν την ανάγκη κατάκτησης της εθνικής κυριαρχίας των καταπιεσμένων εθνών, όπως π.χ.
ήταν την εποχή εκείνη οι Πολωνοί και οι Ιρλανδοί, στο όνομα του σοσιαλιστικού διεθνισμού και της
προσδοκώμενης σοσιαλιστικής επανάστασης: «Οι Πολωνοί σοσιαλιστές που αποτυγχάνουν να
θέσουν την απελευθέρωση της χώρας τους στην προμετωπίδα του προγράμματός τους μου θυμίζουν
εκείνους τους Γερμανούς σοσιαλιστές που δίσταζαν να προτάξουν την άμεση ανάκληση του Νόμου
ενάντια στους Σοσιαλιστές, την ελευθερία της οργάνωσης, των συγκεντρώσεων και του τύπου. Για να
είσαι σε θέση να παλέψεις, θα πρέπει πρώτα να έχεις έδαφος, φως, αέρα και ελευθερία κινήσεων.
Αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να πας πέρα από την φλυαρία.» (ο. π.) Και κατέληγε: «ο καλύτερος
τρόπος για να είναι διεθνικοί είναι με το να γίνουν πραγματικά και αληθινά εθνικοί.» (ο. π.)

12
ΜΕ αυτή την έννοια τάχθηκαν ενάντια στην εθνική καταπίεση, όχι γιατί έτρεφαν αυταπάτες για τα
περιθώρια «εθνικής ανάπτυξης» των καταπιεσμένων εθνών στα πλαίσια του παγκόσμιου
καπιταλισμού, με ή χωρίς αποικιοκρατία. Η απελευθέρωση των καταπιεσμένων εθνών δεν ήταν γι
αυτούς μόνο ένα αναπόσπαστο οργανικό αίτημα της πάλης για την κατάκτηση της δημοκρατίας, αλλά
η σημασία του για το διεθνές προλεταριακό κίνημα αφορούσε άμεσα στην υπονόμευση της
παγκόσμιας ηγεμονίας των μεγάλων δυνάμεων, όπως και στην υπέρβαση του ανταγωνισμού
ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις των κυρίαρχων και υποτελών εθνών. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι
Μαρξ και Ένγκελς θεωρούσαν τους αντιαποικιακούς εθνικούς αγώνες της εποχής τους ως οιονεί
έναυσμα μιας προλεταριακής επανάστασης στην καπιταλιστικά ώριμη Ευρώπη.
Για παράδειγμα στα 1850 ξέσπασε η εξέγερση των Ταϊπίνγκ στην Κίνα, η οποία εξελίχθηκε σε
λαϊκό απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον των δυτικών αποικιοκρατών. Οι ηγέτες της εξέγερσης
πρόβαλαν ένα πρόγραμμα μετασχηματισμού της φεουδαρχικής Κίνας σε ένα καθεστώς πολιτικο-
στρατιωτικής δικτατορίας στη βάση ενός συστήματος κοινωνικού εξισωτισμού στην παραγωγή και την
κατανάλωση. Ωστόσο, η βασική αιχμή αυτής της εξέγερσης ήταν ενάντια στην εισβολή των μεγάλων
δυνάμεων και κυρίως της Βρετανίας, η οποία είχε επιβάλλει με την ισχύ των όπλων το εμπόριο του
οπίου. Αυτός ακριβώς ο αντιαποικιακός χαρακτήρας της Κινέζικης εξέγερσης ήταν που έκανε τον Κ.
Μαρξ να γράψει: «Μπορεί να φαίνεται πολύ παράξενη και πολύ παράδοξη η εκτίμηση πως η επόμενη
εξέγερση των λαών στην Ευρώπη, καθώς και το επόμενο κίνημά τους για δημοκρατική ελευθερία και
οικονομία της κυβέρνησης, ίσως να εξαρτάται πολύ περισσότερο από αυτό που συμβαίνει σήμερα
στην Ουράνια Αυτοκρατορία – το ακριβώς αντίθετο της Ευρώπης – από ότι οποιοδήποτε άλλο
πολιτικό ζήτημα που υπάρχει σήμερα. Πιο πολύ ακόμη και από τις απειλές της Ρωσίας και επομένως
την πιθανότητα ενός γενικού Ευρωπαϊκού πολέμου. Κι όμως δεν είναι παράδοξη [η εκτίμηση] όπως
μπορούν να κατανοήσουν όλοι όσοι με προσοχή εξετάσουν τις συνθήκες της υπόθεσης.»26
Η δύναμη της παγκόσμιας αγοράς, η λειτουργία του καπιταλισμού ως παγκόσμιο σύστημα,
ανάγκαζε ακόμη και τα πιο καταπιεσμένα έθνη, ακόμη και τις αποικίες, ακόμη και τις πιο
καθυστερημένες περιοχές να «προσδένονται» άρρηκτα στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής συνολικά. Κι αυτό ανεξάρτητα από το ιδιαίτερο επίπεδο και την εσωτερική δυναμική των
παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή της «εθνικής ανάπτυξης» του ίδιου του καπιταλισμού σε κάθε
συγκεκριμένη χώρα. Η οργανική εξάρτηση των φτωχών από τις πλούσιες χώρες – εξαρχής θεμελιακή
αναπαραγωγική συνθήκη της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου – αναδείκνυε το εθνικό ζήτημα,
το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης, της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, ως ένα από τα
κομβικά μεταβατικά αιτήματα του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος, το οποίο κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις μπορούσε να συνδεθεί με την προλεταριακή
επανάσταση, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Αυτή η χαρακτηριστικά διεθνιστική οπτική του εθνικού ζητήματος ξεκινούσε από δυο βασικές
αρχές: Από την μια, την ανάγκη υπέρβασης των εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών και την ανάγκη
προώθησης της ενότητας της εργατικής τάξης, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από την
άλλη, την άμεση υπονόμευση των μεγάλων δυνάμεων κάθε εποχής, των στηριγμάτων και των
συμμαχιών της παγκόσμιας αντίδρασης, που στην εποχή των Μαρξ και Ένγκελς αντιπροσώπευε η
Ιερή Συμμαχία και ιδίως η τσαρική Ρωσία. Γι’ αυτό και οι ιδρυτές του μαρξισμού αντιστρατεύονταν
κάθε εθνικό κίνημα που πρόσθετε νέους διαχωρισμούς εθνολογικής καταγωγής, ή θρησκευτικής
διαφοράς στον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, αλλά και βοηθούσε άμεσα στην ενίσχυση του
ρόλου της παγκόσμιας αντίδρασης. Αυτό ήταν το νόημα της οξύτατης αντίθεσης και της βαθύτατης
απέχθειας των Μαρξ και Ένγκελς ενάντια σε εθνικά κινήματα που αναζητούσαν τα δικά τους «εθνικά
δίκαια» σε ιστορικά κατάλοιπα αρχαίων εθνοτήτων, αλλά και σε πρακτόρευση συμφερόντων των
μεγάλων δυνάμεων.
Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστική η εχθρική στάση του Ένγκελς απέναντι στα εθνικά
κινήματα απελευθέρωσης των σλαβικών εθνοτήτων, σε μια εποχή όπου ο τσαρικός πανσλαβισμός
κυριαρχούσε σ’ αυτά και το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια κινδύνευε να μεταβληθεί σε θρυαλλίδα ενός
γενικευμένου πολέμου ανάμεσα στις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις: «εάν ξεσπάσει πόλεμος, όλα
αυτά τα μικρά ενδιαφέροντα έθνη θα βρεθούν στο πλευρό του Τσαρισμού, τον εχθρό ολόκληρης της
αστικής προόδου στη Δύση. Όσο παραμένουν έτσι τα πράγματα, δεν μπορεί να με απασχολεί
καθόλου η άμεση απελευθέρωσή τους εδώ και τώρα, ενώ αποτελούν το ίδιο διακηρυγμένοι εχθροί μας
όσο ο σύμμαχος και αφέντης τους, ο Τσάρος… Ανεξάρτητα από το πόσο ενδιαφέροντες μπορεί να
είναι οι Σλάβοι των Βαλκανίων, κλπ., τη στιγμή που η επιθυμία τους για απελευθέρωση συγκρούεται
με τα συμφέροντα του προλεταριάτου μπορούν να πάνε να κρεμαστούν στο βαθμό που με αφορά.»27
26
Καρλ Μαρξ, Η Επανάσταση στην Κίνα και την Ευρώπη. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol.
12. Moscow: Progress publishers, 1979, σ. 93
27
Επιστολή στον Ε. Μπέρνσταιν, 22/2/1882. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 46, Moscow:
Progress Publishers, 1989, σ. 204-205

13
Ωστόσο, στη συνείδηση της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας το έθνος είχε καταγραφεί ως
κορύφωση του πολιτισμού, ενώ η πατρίδα εμφανιζόταν συνυφασμένη ακόμη και με την ανθρώπινη
φύση. Ο Γάλλος σοσιαλιστής ηγέτης Ζαν Ζωρές έγραφε: «Της πατρίδας τα θεμέλια δεν είναι οι
κλειστές οικονομικές τάξεις, δεν περιορίζεται η πατρίδα από τα στενά πλαίσια της ταξικής ιδιοκτησίας.
Το οντολογικό της βάθος είναι μεγάλο και ακόμα μεγαλύτερη η ιδεολογική της υπεροχή. Οι ρίζες της
κρατάνε από τα τρίσβαθα της ζωής του ανθρώπου, μπορούμε να πούμε από την ίδια την ανθρώπινη
φύση.»28 Ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Φόλμαρ έλεγε: «Δεν είναι
αλήθεια πως διεθνής σημαίνει το ίδιο με αντεθνικός. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έχουμε πατρίδα. Η
αγάπη για την ανθρωπότητα δεν μπορεί ούτε στιγμή να με εμποδίσει να είμαι ένας καλός Γερμανός,
όπως δεν μπορεί να εμποδίσει άλλους να είναι καλοί Γάλλοι ή Ιταλοί. Κι όσο και αν αναγνωρίζουμε τα
κοινά πολιτιστικά συμφέροντα των λαών και καταριόμαστε και καταπολεμάμε την εμφύσηση του
μίσους ανάμεσά τους, άλλο τόσο δεν μπορούμε να φανταστούμε την ουτοπία της μη ύπαρξης εθνών
και της εξαφάνισής τους σ’ ένα άμορφο συνονθύλευμα λαών.» Ενώ ο Νόσκε συμπλήρωνε:
«Υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία κάθε έθνους. Από αυτό συμπεραίνεται, ότι έχει σημασία για μας η
διατήρηση της ανεξαρτησίας του γερμανικού λαού. Πιστεύουμε, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση,
ότι είναι στοιχειώδης υποχρέωσή μας να επαγρυπνούμε, ώστε ο γερμανικός λαός να μην στριμωχτεί
στον τοίχο από κάποιον άλλο.»29
Δεν ήταν λοιπόν καθόλου παράδοξο το γεγονός ότι ο μαρξισμός που τελικά κυριάρχησε στην
ιστορική σοσιαλδημοκρατία ήταν αυτός που θεώρησε πως ο ιστορικά προοδευτικός ρόλος του
καπιταλισμού έγκειται στην δημιουργία του «κράτους-έθνους», ενώ η απαλλοτρίωση κρατών και
εθνών αφορά μόνο μικρά και απολίτιστα έθνη, ως αντικειμενικά αναγκαίο, αν και συχνά απάνθρωπο
μέσο, για την διάδοση του πολιτισμού σε συνθήκες κυριαρχίας του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα λόγια
του Ε. Μπέρνσταϊν, «το αποικιακό ζήτημα είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό πρόβλημα
ανθρωπισμού… Είναι πρόβλημα διάδοσης του πολιτισμού και, όσο υπάρχουν μεγάλες πολιτιστικές
διαφορές, αποτελεί πρόβλημα διάδοσης του ανώτερου πολιτισμού και διασφάλισης της επικυριαρχίας
του.»30 Ήταν τόσο κρατούσες οι απόψεις αυτές στην Σοσιαλιστική (2η) Διεθνή, ώστε δεν κατόρθωσε
να αποκατασταθεί η άποψη του ίδιου του Μαρξ για σύνδεση της πάλης ενάντια στην αποικιοκρατία με
τη σοσιαλιστική επανάσταση. Άποψη που υιοθέτησε πολύ αργότερα η νεαρή τότε Κομμουνιστική (3η)
Διεθνής.
Ολόκληρο το πρόβλημα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας επικεντρωνόταν απλά στη
«στρέβλωση» της ιδέας της πατρίδας και του έθνους, από τον εθνικισμό και τον σωβινισμό. Από αυτή
τη «στρέβλωση» προέκυπτε ολόκληρη η ψυχοπαθολογία του ίδιου του έθνους, αλλά και των
εχθρικών σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, που κορύφωσή τους υποτίθεται ότι ήταν ο πόλεμος. Έτσι το
πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας αντιμετωπιζόταν κατεξοχήν με εξωγενή τρόπο στη βάση μιας
ενδεχόμενης «εξωτερικής απειλής» εναντίον της πατρίδας. Συνεπώς το μόνο που χρειαζόταν ήταν να
κυριαρχήσουν σχέσεις ειρήνης πάνω σε διεθνείς κανόνες δικαίου για να περιοριστούν δραστικά οι
πόλεμοι. Το πρόβλημα βρισκόταν απλά στην «ειρηνική συνύπαρξη» των εθνών σε βάρος του
εθνικισμού και του σωβινισμού.
Η κυρίαρχη ιδεολογικο-πολιτική αυταπάτη αυτής της εποχής είναι η δήθεν αιτιοκρατική σχέση
ιμπεριαλισμού και εθνικισμού, που οδηγούσε στην ευρέως διαδεδομένη, σε δεξιά και αριστερά,
άποψη ότι η τυχόν δημιουργία μιας «διεθνούς κοινοπολιτείας», με όρους μιας αστυνομεύουσας
«υπερισχύουσας αρχής» σε βάρος των πιο επικίνδυνων εθνικών επιδιώξεων, θα λύτρωνε την
παγκόσμια πολιτική από πολέμους και επεκτατισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η άποψη αυτή βρήκε
ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος στην προβληματική των κορυφών των ΗΠΑ ήδη από τα τέλη του 19 ου αιώνα.
Κάτι καθόλου άσχετο με το γεγονός ότι ήταν η χώρα με την ορμητικότερη, με την πιο πρωτοποριακή
ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού και ταυτόχρονα με τις λιγότερες προσβάσεις σε μια
παγκόσμια αγορά που είχε ήδη διαιρεθεί με όρους αποικιοκρατίας. Οι ΗΠΑ των μεγάλων τραστ, των
Ροκεφέλερ, Κάρνεγκι και Μόργκαν, ασφυκτιούσε όσο καμιά άλλη χώρα του ανεπτυγμένου
μονοπωλιακού καπιταλισμού από την υπάρχουσα πολιτική διαίρεση της παγκόσμιας αγοράς. Γι’ αυτό
και υιοθέτησε πολύ γρήγορα το δόγμα μιας παγκόσμιας οικονομίας με «ανοιχτές θύρες» στα πλαίσια
μιας διεθνούς «κοινωνίας των ενωμένων εθνών», που θα απέτρεπε με κάθε τρόπο και μέσο την
έγερση πολιτικών εμποδίων στην παγκόσμια κίνηση του εμπορίου και του κεφαλαίου. Οι πιο ταγμένοι
ιμπεριαλιστές ιδεολόγοι των ΗΠΑ αυτής της εποχής, μιλούσαν εξ’ ονόματος ενός «πασιφιστικού», ή
«φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού» σε αντίθεση τάχα με τον «αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό» της γηραιάς
ηπείρου.31

28
Ζαν Ζωρές, Από τη δημοκρατία στο σοσιαλισμό. Αθήνα: Γραμμή, 1976, σ. 301.
29
Αναφέρονται από την Χέλγκα Γκρέμπινγκ, Η Ιστορία του Γερμανικού Εργατικού Κινήματος. Αθήνα:
Παπαζήσης, 1982, σ. 177-178.
30
Sozialistische Monatshefte, Bd. 2, Vienna, 1907, σ. 989.

14
Έως ότου, όμως, υπάρξει αυτή η πολυπόθητη «διεθνής κοινοπολιτεία» το καθήκον κάθε σοσιαλιστή,
σοσιαλδημοκράτη, προλετάριου, ήταν να υπερασπίσει την εθνική ανεξαρτησία της δικής του πατρίδας
από κάθε «εξωτερική απειλή». Η αντίληψη αυτή οδήγησε τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της
σοσιαλδημοκρατίας των μεγάλων αυτοκρατοριών της εποχής να ψηφίζουν τις πολεμικές δαπάνες του 1ου
παγκοσμίου πολέμου στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας», την ίδια ώρα που θεωρούσαν την
υποστήριξη των αντιαποικιακών εθνικών κινημάτων ως κατάφορη παραβίαση του σοσιαλιστικού
«διεθνισμού», διότι αντιστρατεύονταν το μόνο αντικειμενικό τρόπο διάδοσης του πολιτισμού στον
καπιταλισμό, την αποικιοκρατία. Αναφερόμενος σ' αυτού του είδους το «διεθνισμό» των σοσιαλιστών της
εποχής του, ο Ένγκελς τόνιζε: «Εάν τα μέλη ενός κατακτητικού έθνους εγκαλούν το έθνος που έχουν
υποτάξει και εξακολουθούν να κρατούν σε υποταγή, να ξεχάσει την συγκεκριμένη του εθνικότητα και θέση,
να "υπερβεί τις εθνικές διαφορές" και τα λοιπά, αυτό δεν είναι Διεθνισμός, δεν είναι τίποτε άλλο από
κήρυγμα υποταγής στο ζυγό, μια άθλια προσπάθεια να δικαιολογηθεί και να διαιωνιστεί η κυριαρχία του
κατακτητή κάτω από τον μανδύα του Διεθνισμού.»32 Εκείνη την εποχή αυτός ο άθλιος «διεθνισμός»
πήγαζε από την «αντικειμενική αναγκαιότητα» του εκπολιτισμού των «καθυστερημένων λαών» μέσω του
ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, με την ίδια λογική και με ανάλογα επιχειρήματα που σήμερα
πηγάζει από την «αντικειμενική αναγκαιότητα» της «υπέρβασης των εθνικών διαφορών» μέσω των
λεγόμενων «περιφερειακών ολοκληρώσεων» τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικά της
αποκαλούμενης παγκοσμιοποίησης.
Ήταν οι ίδιοι που μετέτρεψαν το Κεφάλαιο του Μαρξ, ιδίως τον πρώτο τόμο του, σε μια
σχολαστική βίβλο ενός αναπόφευκτου και ιδεατού «εθνικού δρόμου ανάπτυξης» του καπιταλισμού –
ο οποίος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αποτυπώθηκε στο «νεομαρξιστικό» όρο του εθνικού
κοινωνικού σχηματισμού – που η λογική της κυρίαρχης «εθνικής ιδιαιτερότητας» είχε προδιαγράψει
για όλες τις χώρες ανεξάρτητα από τη θέση και το ρόλο τους στη παγκόσμια οικονομία του
κεφαλαίου, στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Πρόκειται φυσικά για τη σοσιαλδημοκρατία των
αρχών του 20ου αιώνα, που ανακάλυπτε την πολιτική χρησιμότητα ενός μαρξισμού του εθνικού
κράτους, ακριβώς την εποχή όπου οι αποικιοκρατικές βλέψεις των ιμπεριαλιστικών κρατών έβλεπαν
στον εθνικισμό, τόσο τον άγρυπνο φρουρό στα τείχη των δικών τους κλειστών αυτοκρατοριών, όσο
και τον φορέα διαρκούς διεκδίκησης «ζωτικού χώρου» ενάντια σ’ όλους τους υπόλοιπους.

Ποια ήταν η οικονομική ουσία της νέας κατάστασης;


Ο μαρξισμός της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας θεωρούσε ότι η βασικά ενεργούσα και κρίσιμη
δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης ήταν η ανάπτυξη της παραγωγής, της τεχνολογίας και της
επικοινωνίας. Οι παραγωγικές σχέσεις και οι κυρίαρχες μορφές τους ακολουθούσαν, σε μια
αγωνιώδη προσπάθεια να «προσαρμοστούν», να «ανταποκριθούν», όσο αυτό ήταν δυνατό, στις νέες
υλικοτεχνικές συνθήκες και τα μέσα της παραγωγής. Έτσι, η ταξική πάλη διεξαγόταν με σκοπό να
«λυτρώσει» τις παραγωγικές δυνάμεις από το ασφυκτικό περίβλημα των παραγωγικών σχέσεων και
να επιφέρει την πολυπόθητη αντιστοιχία, που από μόνος του ο καπιταλισμός αδυνατούσε να
κατακτήσει. Ο σοσιαλισμός, επομένως, δεν μπορούσε παρά να εξισωθεί με την απόλυτη αντιστοιχία
παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων.
Η προβληματική αυτή ήταν φυσικό να ωθεί την ιστορική σοσιαλδημοκρατία να αντιλαμβάνεται το
σύνολο των εξελίξεων στην κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση του καπιταλισμού, πρωταρχικά μέσα
από το πρίσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ενώ ταυτόχρονα θεωρούσε ότι η πάλη
της εργατικής τάξης για τη νέα κοινωνία, θα κρινόταν σχεδόν αποκλειστικά στο εθνικό έδαφος των
χωρών, όπου συγκεντρώνονταν οι πιο ανεπτυγμένες, οι πιο προηγμένες παραγωγικές δυνάμεις, οι
μεγαλύτερες κατακτήσεις της τεχνολογίας, της επικοινωνίας και της παραγωγής. Εκεί, δηλαδή, όπου
η σοσιαλδημοκρατία φανταζόταν ότι η «λύση» της αντίθεσης ανάμεσα στις αλματωδώς
αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και τις ασφυκτικές κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, ήταν
περισσότερο ώριμη και επιτακτική.
Μέσα από αυτό το κοινό θεωρητικό πρίσμα ήταν φυσικό να δοθούν, στα πλαίσια της
σοσιαλδημοκρατίας, δυο διαφορετικές απαντήσεις για την ιστορική «λύση» του δράματος. Από την
μια, μέσα από την «επαναστατική ανατροπή» του καπιταλισμού, της οποίας φορέας μπορεί να ήταν η
εργατική τάξη, αλλά η ανάγκη της προέκυπτε από την κλασσική «αδυναμία» των κεφαλαιοκρατικών
σχέσεων να αντιστοιχηθούν στην αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως
ισχυριζόταν το παραδοσιακό επαναστατικό ρεύμα. Κι από την άλλη, μέσα από μια αναγκαστική
προοδευτική «μετεξέλιξη» του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, με αποφασιστικό καταλύτη την πάλη των
εργαζομένων για επιμέρους μεταρρυθμίσεις, όπως ισχυριζόταν το ρεφορμιστικό ρεύμα. Παρά την

31
Για περισσότερα βλέπε, I. Dementyev, USA: Imperialists and Anti-Imperialists. The Great Foreign
Policy Debate at the Turn of the Century. Moscow: Progress Publishers, 1979, σ. 138-149.
32
K. Marx & F. Engels, Ireland and the Irish Question. Moscow: Progress Publishers, 1978, σ. 303

15
έντονη διαπάλη τους, τα δύο ρεύματα αυτά δεν μπορούσαν να κρύψουν το γεγονός ότι ξεπηδούσαν
από τις ίδιες, λίγο ως πολύ, φιλοσοφικές αφετηρίες ενός ιδιότυπου «οικονομικού ντετερμινισμού»,
που είχε ταυτιστεί με την μαρξιστική ορθοδοξία της εποχής.
Μέσα από αυτή την οπτική είδαν οι θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας και τα νέα οικονομικά
φαινόμενα, που έφερνε μαζί του ο ιμπεριαλισμός. Από νωρίς είχαν εντοπίσει την ορμητική ανάπτυξη
των τραστ, των καρτέλ και γενικά των ισχυρών μονοπωλιακών ενώσεων. Όμως, τι ήταν το
μονοπώλιο; Όπως διαβεβαίωνε ήδη από το 1901, ένας από τους πιο γνωστούς ηγέτες της διεθνούς
σοσιαλδημοκρατίας, ο βέλγος Εμίλ Βαρντερβέλντε, το μονοπώλιο διαδέχεται την αναρχία του
ανταγωνισμού στην αγορά: «Αργά ή γρήγορα έρχεται μια εποχή που οι ενοχλήσεις αυτής της τάξης
πραγμάτων [του ανταγωνισμού], αυτής της διαρκούς αναρχίας, γίνονται τέτοιες ώστε οι καπιταλιστές
είναι αναγκασμένοι να την τερματίσουν μέσα από συμφωνίες ανάμεσα στους παραγωγούς. Όταν
απομένει μόνο ένας μικρός αριθμός καλά εξοπλισμένων ανταγωνιστών, αντιμέτωπων στο πεδίο της
μάχης, η τακτική τους είναι να έρθουν σε συμφωνία, να σταματήσουν έναν αδιέξοδο κι επιβλαβή
πόλεμο, να έρθουν σε συνεννόηση με εκείνους που ίσως να μην έχουν κατορθώσει να συντρίψουν.
Τότε ξεκινά μια νέα φάση της καπιταλιστικής εξέλιξης: το καθεστώς των καρτέλ και των τραστ.»33
Επομένως, το μονοπώλιο, τα τραστ και τα καρτέλ, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανάγκη της ίδιας
της παραγωγής να απαλλαγεί από την αναρχία του ανταγωνισμού, από τον ίδιο τον ανταγωνισμό. Για
την σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, το μονοπώλιο δεν ήταν παρά αναγκαίο προϊόν ανάπτυξης της ίδιας
της παραγωγής και ευθεία άρνηση του ανταγωνισμού. Μόνο που αυτό το οικονομικό προϊόν, αυτό το
θαυμαστό εργαλείο ανάπτυξης της παραγωγής, βρίσκεται στα χέρια των κεφαλαιοκρατών και τους
βοηθά να κατοχυρώσουν την παντοκρατορία τους. «Είναι τα τραστ – έγραφε ο Εμίλ Βάντερβελντε –
που κυβερνούν στον Λευκό Οίκο, συσκέπτονται στις συνεδριάσεις της Γερουσίας, ρυθμίζουν τον
προστατευτισμό για δικό τους κέρδος και αποφασίζουν ως επιτροπή ύψιστης ανάγκης για την
εξωτερική πολιτική της χώρας.»34 Παρόλα αυτά και «όσο απεχθής κι αν είναι η τυραννία τους, όσο
αποκρουστικές κι αν είναι οι καταχρήσεις της κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης, δεν πρέπει να ξεχνάμε
ότι τα μεγάλα μονοπώλια, με το να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις της παραγωγής, προετοιμάζουν την
έλευση ενός νέου συστήματος. Όποιος περιορίσει την ανάπτυξή τους, θα περιορίσει την ίδια την
επέκταση της βιομηχανίας, ενώ η κοινωνικοποίηση των πλεονεκτημάτων τους είναι ο στόχος που
πρέπει να επιδιωχθεί.»35
Η προβληματική αυτή όσο κι αν ακούγεται ή φαίνεται μαρξιστική, στην πραγματικότητα
αντιλαμβάνεται το μονοπώλιο με τους θεωρητικούς όρους της επίσημης αστικής πολιτικής οικονομίας
της εποχής, δηλαδή ως «άρνηση του ανταγωνισμού». Στην πραγματικότητα η σοσιαλδημοκρατία της
εποχής δεν διέθετε «δική της» θεωρητική αντίληψη για τις εξελίξεις στην οικονομική βάση του
καπιταλισμού. Η οικονομική θεωρία της περιοριζόταν σχεδόν έως τις παραμονές του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου στην επισταμένη προβολή και υπεράσπιση της θεωρίας του Μαρξ για την αξία
και την υπεραξία. Οι μαρξιστές της εποχής αυτής θεωρούσαν ότι αρκούσε να καταδείξουν την
εκμεταλλευτική φύση του καπιταλισμού και όλα τα άλλα είναι απλά «λεπτομέρειες», που ελάχιστα
ενδιαφέρουν την ταξική πάλη. Τα πιο σύνθετα φαινόμενα της καπιταλιστικής οικονομίας δεν ήταν
παρά επιβεβαίωση της διττής φύσης του συστήματος: από την μια της «προοδευτικής» ανάπτυξης
της παραγωγής κι από την άλλη της «αντιδραστικής» καπιταλιστικής ιδιοποίησης.
Έτσι, η κυρίαρχη προβληματική της σοσιαλδημοκρατίας για τον καπιταλισμό της εποχής της δεν
περιλάμβανε θεωρία για την παγκόσμια οικονομία, ούτε για την κρίση, ή την διαδικασία
συσσώρευσης του κεφαλαίου, έστω κι αν για τον Μαρξ αποτελούσαν κομβικής σημασίας αναλυτικές
προσεγγίσεις για να κατανοηθεί η διαλεκτική της εσωτερικής δυναμικής του καπιταλιστικού
συστήματος. Σε μεγάλο βαθμό η θεωρητική προσέγγιση της καπιταλιστικής οικονομίας για την
σοσιαλδημοκρατία αφορούσε, εκτός από μια «στατική» ανάλυση της εκμεταλλευτικής φύσης του
καπιταλισμού με όρους αξίας-υπεραξίας, στη «μαρξιστική» υιοθέτηση των κυρίαρχων ερμηνευτικών
σχημάτων της αστικής οικονομικής σκέψης, προσθέτοντας μόνο τα αναγκαία αντικαπιταλιστικά
πρόσημα. Κι αυτά όχι πάντα.
Για να είμαστε ακριβείς, από όσο γνωρίζουμε, ο πρώτος μαρξιστής που συστηματικά ασχολήθηκε
με την θεωρητική κατανόηση των τραστ και των καρτέλ, ως την οικονομική ουσία του καπιταλισμού
της νέας περιόδου, ήταν ο Πολ Λαφάργκ. Καταρχήν είναι ο μόνος μαρξιστής μετά τον Μαρξ και τον
Ένγκελς που κατανοεί σε βάθος τη σημασία, το ρόλο και τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου στη
διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Είναι ο μόνος που κατανοεί πλήρως ότι ανάπτυξη του
καπιταλισμού, δίχως παράλληλη ανάπτυξη του χρηματιστηρίου δεν μπορεί να υπάρξει. Στα 1903

33
Emile Vandervelde, Collectivism and Industrial Evolution. Chicago: Charles H. Kerr & Company,
1901, σ. 58.
34
Emile Vandervelde, Collectivism…, σ. 68.
35
Στο ίδιο.

16
εκδίδει μια σύντομη θεωρητική πραγματεία με τίτλο τα «Αμερικανικά Τραστ» 36, η οποία σε πολλά
καίρια ζητήματα υπερτερεί ακόμη και της ογκώδους εργασίας του Χίλφερντινγκ, αλλά και από
ορισμένες απόψεις ακόμη κι από τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν. Ωστόσο, η εξαίρετη αυτή συνεισφορά
του Λαφάργκ αγνοήθηκε από όλους τους συντρόφους του. Ακόμη κι από τους Μπουχάριν και Λένιν,
παρά την αγωνιώδη τους προσπάθεια, σε ιδιαίτερα χαλεπούς καιρούς για τους επαναστάτες
σοσιαλδημοκράτες, να βρουν θεωρητικά στηρίγματα της συνολικής τους αντίληψης. Ούτε και ο ίδιος ο
Λαφάργκ έδωσε συνέχεια, αφιερώνοντας την κύρια θεωρητική του ενασχόληση, έως το τέλος της
ζωής του, στη φιλοσοφία. Γιατί συνέβη αυτό; Σίγουρα οι λόγοι ήταν πολλοί. Για τη σοσιαλδημοκρατία
της εποχής οι οικονομικές αναλύσεις των νέων φαινομένων του καπιταλισμού ήταν μια λίγο ως πολύ
περιθωριακή ενασχόληση κάποιων «σοφών», δίχως μεγάλη σχέση με το παρόν και το μέλλον της
ίδιας, αλλά και το χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Όμως, αυτό που κατά τη γνώμη μας μέτρησε πάνω
από όλα ήταν η ιδιαίτερη ιδεολογικο-πολιτική σχέση της διεθνούς μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας με
τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία έμοιαζε σε πολλά με την κατοπινή σχέση του
κομμουνιστικού κινήματος με τους μπολσεβίκους και το σοβιετικό κόμμα. Έτσι, σοβαρές θεωρητικές
εργασίες, σε «καιρούς ανύποπτους» σχεδόν για το σύνολο των μαρξιστών θεωρητικών της εποχής,
σχετικά με κάπως «σοφιστικέ» θέματα, που δεν προέρχονταν μάλιστα κι από την ιδεολογικο-πολιτική
«καθοδήγηση» της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, έμελλε να καταδικαστούν στην αφάνεια. Έστω κι αν
προέρχονταν από θεωρητικούς του μεγέθους ενός Λαφάργκ.
Πραγματικά κάνει εντύπωση το πόσο καθυστερημένα – ειδικά σε μια εποχή που η θεωρία δεν
ήταν ακόμη αποπαίδι, ή παραδουλεύτρα της πολιτικής πράξης – οι μαρξιστές θεωρητικοί
ασχολήθηκαν συστηματικά με το πρόβλημα της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού, αν και ο
όγκος της σχετικής επίσημης φιλολογίας ήταν ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα τεράστιος. Η ίδια η
έννοια του ιμπεριαλισμού υπήρξε από τη δεκαετία του 1890 το πιο αγαπημένο κλισέ, όπως σήμερα
είναι η «παγκοσμιοποίηση», στον πολιτικό λόγο του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας και στις δυο
όχθες του Ατλαντικού, ενώ η άνοδος των τραστ και των καρτέλ ήδη από τα τέλη του 19 ου αιώνα
ανέτρεψε ριζικά τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες στον καπιταλισμό, ιδίως στις πιο
ανεπτυγμένες χώρες του. Μόλις στα 1910 εκδίδεται η οικονομική πραγματεία του Χιλφερντινγκ για το
«χρηματιστικό κεφάλαιο» και αρχίζει να απασχολεί κάπως σοβαρά τους μαρξιστές θεωρητικούς το
πρόβλημα της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού. Οι θεωρητικοί των μπολσεβίκων, πρώτα ο
Μπουχάριν και μετά ο Λένιν, χρειάστηκε να ξεσπάσει ο παγκόσμιος πόλεμος, να υπάρξει η γνωστή
«στροφή» στην ηγεσία της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και να εκραγεί ένας ακόμη εσωτερικός
εμφύλιος στο κόμμα τους για να αντιληφθούν όχι μόνο ότι ολόκληρη η οικονομική θεωρία του
ιμπεριαλισμού πάσχει σοβαρά, αλλά και ότι η θεωρητική αποτίμηση της νέας περιόδου αποτελεί
ζήτημα κομβικής σημασίας. Η θεωρητική αυτή υστέρηση δεν υπήρξε καθόλου άσχετη με τις πολιτικές
εξελίξεις τόσο στην ίδια την ιστορική σοσιαλδημοκρατία, όσο και στους μπολσεβίκους, ιδίως όταν
αποτέλεσαν την «κοιτίδα» για τη γέννηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Η παραδοσιακή προσέγγιση του μονοπωλίου στη σοσιαλδημοκρατία λειτουργούσε μέσα από δυο
ιδιάζουσα απλοϊκές ταυτότητες: Από την μια, συγκέντρωση της παραγωγής = μονοπώλιο =
κατάργηση του ανταγωνισμού. Και από την άλλη, κυριαρχία των τραστ = καταχρήσεις της
καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Η πρώτη ταυτότητα συνιστούσε την «καλή», προοδευτική πλευρά της
αντίθεσης, ενώ η δεύτερη την «κακή», την αντιδραστική. Το μόνο που έμενε ήταν να αναπτυχθεί η
μια, η «καλή» πλευρά και να εξαλειφθεί η άλλη, η «κακή» πλευρά. Έτσι, ο «οικονομικός
ντετερμινισμός» της μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας είχε αποβάλει τη διαλεχτική και είχε ξαναγυρίσει
σε μια παραδοσιακή αντιμετώπιση των οικονομικών κατηγοριών, όπου «αντιλαμβάνεται αυτές τις
κατηγορίες όπως ο μικροαστός αντιλαμβάνεται τους μεγάλους άνδρες της ιστορίας: ο Ναπολέων ήταν
μεγάλος άνδρας, έκανε πολλά καλά, έκανε επίσης και πολλά κακά.»37 Με άλλα λόγια, είχε καταντήσει
«η διαλεχτική κίνηση [να] είναι η δογματική διάκριση ανάμεσα στο καλό και το κακό.»38 Γι αυτό και είχε
οικοδομηθεί μια αντίληψη που έβλεπε στην καθαυτό άνοδο του μονοπωλίου, την ακαταμάχητη διαρκή
ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής, ενώ στον επεκτατισμό, στον πόλεμο και στην αντιδραστική
στροφή της κυρίαρχης πολιτικής, έβλεπε τις «καταχρήσεις της καπιταλιστικής ιδιοποίησης» του
μονοπωλίου, όπως έλεγε ο Βάντερβελντε.
Η αναβίωση, εντός του μαρξισμού, αυτού του φιλοσοφικού δογματισμού, που αντίκριζε τις
κοινωνικο-οικονομικές διαδικασίες ως πεδία αλληλεπίδρασης καλών και κακών πλευρών, θετικών και
αρνητικών συνεπειών, πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, συνεπήρε ακόμη και τους πιο
36
Paul Lafargue, Les Trusts Americains. Leur Action Economique, Sociale, Politique. Paris: V. Giard
& E. Briere, 1903. Ελληνική έκδοση: Πολ Λαφάργκ, Η Οικονομική λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Τα
Αμερικανικά Τραστ. (Μετάφραση-Εισαγωγή Ελένη Αστερίου) Αθήνα: ΚΨΜ, 2006.
37
Κ. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 6. New York:
International Publishers, 1976, σ. 167.
38
K. Marx & F. Engels, ο. π., σ. 168.

17
σημαίνοντες θεωρητικούς της σοσιαλδημοκρατίας στον τρόπο που κατανοούσαν τον ιμπεριαλισμό.
Έτσι, ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ στο βιβλίο του, Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο (1910), το οποίο αποτέλεσε
και την κορύφωση του γενικού θεωρητικού προβληματισμού της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με τον
ιμπεριαλισμό, ανακάλυψε έναν πρωτότυπο τρόπο «σύνδεσης» της μιας, της προοδευτικής πλευράς,
με την άλλη, την αντιδραστική πλευρά της «αντίθεσης», μέσα από την έννοια του χρηματιστικού
κεφαλαίου39, το οποίο – όπως το κατανοούσε ο Χίλφερντινγκ – δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η υποταγή
του μονοπωλίου της συγκεντρωμένης κοινωνικής παραγωγής, στην πιο αντιδραστική και παρασιτική
μορφή του κοινωνικού κεφαλαίου, τις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο γενικά.
Σύμφωνα με τα λόγια του Ρ. Χίλφερντινγκ: «Η κίνηση του κεφαλαίου και η διαρκής επέκταση της
πίστης επιφέρει σταδιακά μια ολοκληρωτική αλλαγή στη θέση των καπιταλιστών του χρήματος. Η
ισχύς των τραπεζών αυξάνει, γίνονται ιδρυτές και τελικώς κυρίαρχοι της βιομηχανίας, της οποίας τα
κέρδη ιδιοποιούνται για τον εαυτό τους ως χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως πριν οι παλιοί τοκογλύφοι
ιδιοποιούνταν, με την μορφή του «τόκου», την παραγωγή των αγροτών και την γαιοπρόσοδο του
γαιοκτήμονα. Οι Χεγκελιανοί μιλούσαν για την άρνηση της άρνησης: το τραπεζικό κεφάλαιο ήταν η
άρνηση του τοκογλυφικού κεφαλαίου, ενώ το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι η άρνηση του τραπεζικού
κεφαλαίου. Η τελευταία αυτή μορφή αποτελεί την σύνθεση του τοκογλυφικού και του τραπεζικού
κεφαλαίου που απαλλοτριώνει για τον εαυτό της τ’ αποτελέσματα της κοινωνικής παραγωγής σ’ ένα
απείρως ανώτερο στάδιο οικονομικής ανάπτυξης.»40
Επομένως, οι εξορμήσεις των ισχυρών κρατών για προσαρτήσεις και νέες αγορές, ο κίνδυνος
παγκόσμιου πολέμου, ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός, δεν αποτελούσε προϊόν αυτής καθαυτής της
μονοπωλιακής συγκέντρωσης, αλλά παρενέργεια της υποταγής της συγκεντρωμένης παραγωγής στο
χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, δηλαδή εκδήλωση της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Η γενική άποψη του Χίλφερντινγκ ήταν ότι ο καπιταλισμός δεν είχε αλλάξει, απλά στις
βιομηχανικές χώρες – όπου οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν πιο ανεπτυγμένες – είχε γεννηθεί μια
ιδιαίτερη «κατάχρηση της κεφαλαιοκρατικής ιδιοποίησης», όπως το έθετε ο Βάντερβέλντε, η
κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο επιδιώκει την κυριαρχία κι όχι
την ελευθερία: δεν έχει κανένα ενδιαφέρον στην ανεξαρτησία του εξατομικευμένου καπιταλιστή κι
απαιτεί την υποταγή του. Απεχθάνεται την αναρχία του ανταγωνισμού κι απαιτεί την οργάνωση, έτσι
ώστε ο ανταγωνισμός να επανέλθει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Όμως, για να το κατορθώσει αυτό και να
επεκτείνει την κυριαρχία του, χρειάζεται το κράτος να εγγυάται τις εγχώριες αγορές του με δασμούς
και πολιτικές προστατευτισμού και να κατακτά ξένες αγορές. Χρειάζεται ένα πολιτικά πανίσχυρο
κράτος, που να ‘ναι σε θέση να επιδιώκει την δική του εμπορική πολιτική, άσχετα από τ’ αντιτιθέμενα
συμφέροντα των άλλων κρατών. Τέλος, χρειάζεται ένα πανίσχυρο κράτος για να επιβεβαιώνει τα
οικονομικά του συμφέροντα στο εξωτερικό και να ασκεί πολιτικές πιέσεις πάνω στα μικρότερα κράτη
ώστε να διασφαλίζει καλύτερους όρους παράδοσης κι ευνοϊκές εμπορικές συμφωνίες. Το κράτος
πρέπει να είναι ικανό να επεμβαίνει οπουδήποτε στην υφήλιο, έτσι ώστε ολόκληρος ο πλανήτης να
μπορεί να προμηθεύσει διεξόδους για το χρηματιστικό του κεφάλαιο. Συνολικά, το χρηματιστικό
κεφάλαιο χρειάζεται ένα κράτος που είναι αρκετά ισχυρό ώστε να ασκεί επεκτατική πολιτική και να
προσαρτά νέες αποικίες.»41
ΜΕ αυτό τον τρόπο, η άνοδος του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν συντελείται στη βάση της
κεφαλαιοκρατικής μονοπώλησης της παραγωγής, αλλά στη βάση της κυριαρχίας του
39
Ο Χίλφερντινγκ δανείζεται από τον Μαρξ την έννοια του χρηματιστικού κεφαλαίου, με την οποία ο
τελευταίος απέδιδε συνήθως τη νέα «αριστοκρατία του χρήματος», δηλαδή τους επιχειρηματίες του
κρατικού και ιδιωτικού χρέους, τους σπεκουλαδόρους του χρηματιστηρίου και γενικότερα τους
κεφαλαιοκράτες της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Για τον Μαρξ, αυτό αποτελούσε το πιο παρασιτικό
και αντικοινωνικό στρώμα της κεφαλαιοκρατίας: «η χρηματιστική αριστοκρατία, τόσο ως προς τον
τρόπο προσπορισμού της, όσο και ως προς τις απολαύσεις της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
αναγέννηση του λούμπεν προλεταριάτου στην κορυφή της αστικής κοινωνίας.» (Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί
αγώνες στη Γαλλία. K. Marx & F. Engels, Selected Works, vol. 1. Moscow: Progress Publishers,
1976, σ. 208). Έτσι εκλαμβάνει και ο Χίλφερντινγκ την οικονομική ουσία του περάσματος στην εποχή
του ιμπεριαλισμού, δηλαδή ως την τελεσίδικη επιβολή πάνω στη παραγωγή και τη βιομηχανία του πιο
παρασιτικού στρώματος της κεφαλαιοκρατίας, της «αριστοκρατίας του χρήματος», του χρηματιστικού
κεφαλαίου. Η αδυναμία του Χίλφερντινγκ να αντιληφθεί ότι η άνοδος των μονοπωλίων έφερε σοβαρή
τροποποίηση ακόμη και στο οικονομικό περιεχόμενο της «χρηματιστικής αριστοκρατίας», σε σχέση
με τον τρόπο που υπήρχε κι αναπτυσσόταν την εποχή του Μαρξ, τον οδήγησε σε σοβαρά θεωρητικά
και πολιτικά «ολισθήματα». Πρόκειται για ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η
προσήλωση στα παραδοσιακά σχήματα, στο όνομα της μαρξιστικής ορθοδοξίας, οδηγεί τελικά στην
αναίρεση της επιστημονικής διαύγειας του μαρξισμού.
40
Rudolf Hilferding, Das Finanzkapital. Vienna: Marx-Studien, 1910, σ. 309
41
Rudolf Hilferding, Das Finanzkapital. Vienna: Marx-Studien, 1910, σ. 456.

18
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη μονοπωλημένη παραγωγή. Δίχως αυτή την κυριαρχία, το
μονοπώλιο στην παραγωγή θα μπορούσε να απαλλάξει ακόμη και την καπιταλιστική οικονομία από
την ανεξέλεγκτη αναρχία του ανταγωνισμού και τις οξύτατες περιοδικές κρίσεις. Ο Χίλφερντινγκ
θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός της ραγδαίας διεθνούς επέκτασης και της μονοπωλημένης παραγωγής
είναι λιγότερο επιρρεπής σε κρίσεις: «Το άνοιγμα της Άπω Ανατολής και η ραγδαία ανάπτυξη του
Καναδά, της Νότιας Αφρικής και της Νότιας Αμερικής είναι οι κύριες αιτίες γιατί ο καπιταλισμός έχει
αναπτυχθεί με τέτοιους αλματώδεις ρυθμούς από το 1895, με μόνο σύντομες περιόδους ύφεσης…
Όσο περισσότερο ραγδαία… ο καπιταλισμός επεκτείνεται, τόσο πιο μακρές είναι οι περίοδοι ευημερίας
και τόσο πιο σύντομες είναι οι κρίσεις.»42
Ωστόσο, η κυκλοφορία του χρήματος επαναστατεί και υποτάσσει την παραγωγή στο χρηματιστικό
κεφάλαιο. Κι από αυτή την υποταγή προέρχονται όλες οι μεγάλες δυστυχίες. Ακόμη και οι
ανταγωνισμοί ανάμεσα στα ισχυρά κράτη, που εγκυμονούν τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας πολεμικής
ανάφλεξης: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο – έγραφε ο Χίλφερντινγκ – με την ολοκλήρωσή του
υποδηλώνει την υψηλότερη βαθμίδα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της ολιγαρχίας των
καπιταλιστών. Οδηγεί την δικτατορία των μεγιστάνων του κεφαλαίου στο απόγειό της. Την ίδια στιγμή
συνεπάγεται ότι η δικτατορία των καπιταλιστών σε μια χώρα είναι όλο και λιγότερο συμβατή με τα
κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα μιας άλλης. Την ίδια ώρα η κυριαρχία του κεφαλαίου στο εσωτερικό
συγκρούεται όλο και περισσότερο με τα συμφέροντα των μαζών, που ενώ τις εκμεταλλεύεται το
χρηματιστικό κεφάλαιο, καλούνται επίσης να πολεμήσουν. Μέσα από τη βίαιη σύγκρουση εχθρικών
συμφερόντων η δικτατορία των μεγιστάνων του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δικτατορία του
προλεταριάτου.»43
Η συσχέτιση αυτή του καπιταλιστικού επεκτατισμού με τον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά
και την αναγκαία διέξοδο προς την δικτατορία του προλεταριάτου ως λογική απόρροια του πολεμικού
μακελειού, υπήρξε η πιο πρώιμη και η πιο διαυγής επαναστατική πρόβλεψη που διατυπώθηκε από
κορυφαίο θεωρητικό, ή πολιτικό ηγέτη της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας την εποχή εκείνη. Παρόλα
αυτά, η αντιμετώπιση της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, όχι ως εσωτερική, οργανική
απόρροια του μονοπωλίου, αλλά ως εξωτερική σχέση επιβολής της κυκλοφορίας του χρηματικού
κεφαλαίου στην παραγωγή, δεν επέτρεψε αυτές τις διορατικές επαναστατικές προβλέψεις να
μετατραπούν σε επαναστατική δράση, ούτε να ξεκαθαρίσουν τα αναγκαία επαναστατικά καθήκοντα
την κατάλληλη στιγμή.
Ο πόλεμος, η πάλη για αποικίες και προσαρτήσεις νέων αγορών, ο προστατευτισμός, ο
ανταγωνισμός των εξοπλισμών, το ιμπεριαλιστικό κράτος, δεν συνιστούσαν ιδιαίτερες, ιστορικά
πρώιμες, μορφές εκδήλωσης του καπιταλιστικού μονοπωλίου, αλλά ενδεδειγμένες πολιτικές του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Επομένως, υπήρχε εξυπαρχής η δυνατότητα ο καπιταλισμός του
μονοπωλίου στην παραγωγή, να απαλλαγεί από τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις και έτσι να εκλείψουν
οι πόλεμοι, οι αιματηροί ανταγωνισμοί, η αντιδραστική κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Μπορούσε, δηλαδή, να υπάρξει ένας μονοπωλιακός καπιταλισμός, από τον οποίο θα ήταν δυνατό να
αναδυθεί ένας νέος «ούλτρα-ιμπεριαλισμός» της ειρηνικής συνύπαρξης κι ένας «οργανωμένος
καπιταλισμός» δίχως την αναρχία της παραγωγής και τις περιοδικές εκρήξεις των κρίσεων.44 Αρκούσε
απλά να αποσπαστεί το κράτος από τα χέρια του χρηματιστικού κεφαλαίου, ή της ολιγαρχίας των

42
Rudolf Hilferding, Das Finanzkapital …, σ. 356.
43
Rudolf Hilferding, Das Finanzkapital…, σ. 507.
44
Αυτήν ακριβώς την πιο αδύνατη πλευρά της σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης του ιμπεριαλισμού,
δανείστηκαν αργότερα αρκετοί για να «αποδείξουν» το ασυμβίβαστό του με την ίδια την φύση του
καπιταλισμού. Μια τέτοια περίπτωση ήταν οι θεωρητικές περιπλανήσεις του Τζόζεφ Σουμπέτερ, ο
οποίος στο μεσοπόλεμο αντιλαμβανόταν ως ιμπεριαλισμό «την άνευ αντικειμένου τάση ενός κράτους
για απεριόριστο βίαιο επεκτατισμό». Σύμφωνα με τον Σουμπέτερ, ο ιμπεριαλισμός προερχόταν από
τα ιστορικά κατάλοιπα παλιότερων συστημάτων, που κληροδοτήθηκαν στον καπιταλισμό, οπότε
«ένας γνήσιος καπιταλιστικός κόσμος… δεν μπορεί να προσφέρει γόνιμο έδαφος για ιμπεριαλιστικές
τάσεις». Και παρατηρούσε, ιδιαιτέρως άστοχα, ότι «όπου το ελεύθερο εμπόριο επικρατεί, καμμιά τάξη
δεν έχει συμφέρον από αυτό καθαυτό το βίαιο επεκτατισμό»! Ενώ εκείνες οι καπιταλιστικές χώρες με
τα λιγότερα ιστορικά ιμπεριαλιστικά κατάλοιπα, όπως ήταν π χ. η αποικιοκρατία, εμφανίζουν και
ασθενέστερες ιμπεριαλιστικές τάσεις. Ο Σουμπέτερ θεωρούσε ως παράδειγμα τέτοιας χώρας, τις
Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες και «επιδεικνύουν την ασθενέστερη ιμπεριαλιστική τάση»! Επομένως,
καθώς η αποικιοκρατία βρισκόταν στη δύση της, ο προστατευτισμός υποχωρούσε μπροστά στο
αίτημα του «ελεύθερου εμπορίου» και το κράτος-χωροφύλακας αναπροσανατολιζόταν από τις
κατεξοχήν πολεμικές του επιδιώξεις, έτσι κι ο ιμπεριαλισμός υποτίθεται ότι μετατρεπόταν σε είδος
υπό εξαφάνιση (βλ. Joseph Shumpeter, Imperialism and Social Classes, New York: Augustus M.
Kelley, 1951, σ. 7, 90, 95 κ.α.).

19
μεγιστάνων του χρήματος και να αξιοποιηθεί για την «κοινωνικοποίηση των πλεονεκτημάτων του
μονοπωλίου», όπως διαβεβαίωνε από τις αρχές του αιώνα ο Εμίλ Βαντερβέλντε.
Ακόμη κι όταν ο Όττο Μπάουερ ορθά κατέκρινε την άποψη της Ρόζα Λούξεμπουργκ σχετικά με
την επικείμενη κατάρρευση του καπιταλισμού, λόγω της εξάντλησης των μη καπιταλιστικών περιοχών
του πλανήτη, οπισθοχωρούσε σε μια αντίληψη του καπιταλισμού, που τον ήθελε ως ένα εθνικά
αυτάρκες σύστημα, σε θέση να αναπτυχθεί ακόμη και χωρίς επέκταση σε ξένες αγορές γενικά. Ο
Όττο Μπάουερ συμπύκνωνε την άποψή του ως εξής: «Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της έρευνάς μας
καταλήγουμε στα εξής: 1. Ακόμα και σε μια απομονωμένη καπιταλιστική κοινωνία είναι δυνατή η
συσσώρευση του κεφαλαίου, εφόσον δεν ξεπερνά ένα κατά περίπτωση καθορισμένο όριο [τη
δεδομένη προσφορά εργατικής δύναμης, δηλαδή το μέγεθος του εργατικού πληθυσμού]. 2.
Επανέρχεται αυτόματα στα ίδια πλαίσια μέσα από τον μηχανισμό του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής». Διαβεβαίωνε λοιπόν ότι «η συσσώρευση είναι και σε μια απομονωμένη καπιταλιστική
κοινωνία δυνατή και αναγκαία» και επομένως «σύμφωνα με την άποψή μας ο καπιταλισμός είναι
νοητός και χωρίς επέκταση.»45 Αν ισχύουν λοιπόν τα παραπάνω, τότε σε τι συνίσταται ο
ιμπεριαλισμός; «Σε πρώτη φάση η συσσώρευση [του κεφαλαίου] περιορίζεται από την ανάπτυξη του
εργατικού πληθυσμού. Ο ιμπεριαλισμός πολλαπλασιάζει στη συνέχεια την εργατική μάζα, η οποία
είναι υποχρεωμένη να πουλήσει στο κεφάλαιο την εργατική της δύναμη. Ο ιμπεριαλισμός το
επιτυγχάνει αυτό υπονομεύοντας τους παλιούς τρόπους παραγωγής στις αποικιακές περιοχές και
υποχρεώνει έτσι εκατομμύρια είτε να μεταναστεύσουν σε καπιταλιστικές χώρες, είτε να υποταχθούν
στις ίδιες τους τις πατρίδες στο εκεί επενδυμένο ευρωπαϊκό, ή αμερικανικό κεφάλαιο. Επομένως, μιας
και έχοντας ως δεδομένη την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, το μέγεθος της συσσώρευσης
καθορίζεται από την αύξηση του διαθέσιμου εργατικού πληθυσμού, ο ιμπεριαλισμός αποτελεί λοιπόν
πραγματικά ένα μέσο επέκτασης των ορίων της συσσώρευσης.»46 Η άποψη αυτή που θέλει τον
ιμπεριαλισμό ως «αναζήτηση φτηνής εργατικής δύναμης» σε διεθνές επίπεδο, άνθησε ιδιαίτερα μετά
το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αν και τις περισσότερες φορές χωρίς να νιώθει την ανάγκη να
μεταμφιέζεται σε μαρξισμό.
Με άλλα λόγια, ο επεκτατισμός του καπιταλιστικού μονοπωλίου δεν ήταν οργανική ανάγκη του
ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ιδίως στη νέα φάση ανάπτυξής του, αλλά μια από τις πιο
εκτρωματικές παρενέργειες, μια από τις πιο ιδιοτελείς «καταχρήσεις», μια από τις πιο σοβαρές
εκδηλώσεις της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Χωρίς τις οποίες, όμως, θα μπορούσε ο
καπιταλισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί σαν σύστημα. Ότι συνέβη κατόπιν – το αιματηρό κυνήγι
των αποικιών, ο παγκόσμιος πόλεμος, η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού, η παρατεταμένη
καταστροφική κρίση, ο νέος παγκόσμιος πόλεμος – δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «στρεβλώσεις» της
γενικής τάσης για καπιταλιστική ανάπτυξη.47 Ή τουλάχιστον έτσι τα αντιλαμβάνονταν οι ηγέτες της
σοσιαλδημοκρατίας. Ενώ η σχεδιοποιημένη οργάνωση της οικονομίας, η υπέρβαση της αναρχίας
στην παραγωγή, η ειρηνική οικοδόμηση της παγκόσμιας κοινωνίας των εθνών, ήταν η καθαυτό
ιστορική τάση ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Αναφερθήκαμε λίγο πιο αναλυτικά στην άποψη περί ιμπεριαλισμού που κυριαρχούσε στη
μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία της εποχής των αρχών του αιώνα, ώστε να γίνει κατανοητή η
διαφορετικότητα της οπτικής τόσο του Μπουχάριν, όσο αργότερα και του Λένιν, για τον ιμπεριαλισμό
και τον πόλεμο. Ωστόσο, η κυριαρχία της προσέγγισης που περιγράψαμε ήταν τόσο απόλυτη, ώστε
είχε συνεπάρει ακόμη και τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους μιας νέας επαναστατικής πτέρυγας, η
οποία είχε ήδη αρχίσει να ξεπροβάλει από τα σπλάχνα της σοσιαλδημοκρατίας. Στην
πραγματικότητα, η βασική συνεισφορά των θεωρητικών εκπροσώπων αυτής της νέας επαναστατικής
πτέρυγας, αφορούσε ουσιαστικά στο γεγονός ότι ανακάλυπταν ξανά τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο
σύστημα και απέρριπταν την «εθνικό-κρατική» οπτική της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας.
Επομένως, γι αυτούς ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν απλά η επεκτατική πολιτική των ισχυρών κρατών,
αλλά μια νέα οργανική κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Κι έτσι, το να
απαλλαγεί η εργατική τάξη από τον ιμπεριαλισμό σήμαινε ότι πρέπει να απαλλαγεί όχι μόνο από μια
μορφή «εθνικού καπιταλισμού», αλλά από τον παγκόσμιο καπιταλισμό στο σύνολό του, δηλαδή να
45
Βλέπε Neue Zeit, Bd. 13, 1913, no 23-24, σ. 873, 874
46
Στο ίδιο, σ. 823.
47
Ακόμη και καταμεσής του μεγάλου κραχ στα 1929-30, το οποίο συντάραξε τα θεμέλια του
παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος εκείνη την εποχή και αποτέλεσε το οικονομικό πρελούδιο του
2ου παγκοσμίου πολέμου, ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ δήλωνε στο σοσιαλδημοκρατικό συνέδριο του
Landgemeinde (11/11/1930): «Η παρούσα οικονομική κρίση είναι περισσότερο οξεία από ότι οι
προηγούμενες, αλλά σαν κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι μόνο ένα κυκλικό φαινόμενο που
θα ξεπεραστεί. Η βασική κατεύθυνση της οικονομίας μας είναι ανοδική.» (Αναφέρεται από τον E.
Varga, The Great Crisis and Its Political Consequences. Economics and Politics 1928-1934. New
York: International Publishers, 1934, σ. 149).

20
ξεριζώσει σε παγκόσμιο επίπεδο τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Με άλλα λόγια, η μόνη
απάντηση στον ιμπεριαλισμό, η μόνη διέξοδος από αυτόν, δεν ήταν άλλη από την παγκόσμια
σοσιαλιστική επανάσταση.
Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι η άποψη τόσο της Ρόζα Λούξεμπουργκ, όσο και
του Λ. Τρότσκι, παρά το γεγονός ότι είχαν αποβάλει την εθνοκεντρική οπτική της ηγετικής
σοσιαλδημοκρατίας, διέφεραν ουσιαστικά μόνο ως προς τα πολιτικά τους συμπεράσματα από την
κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού. Έτσι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε μια
ατυχή προσπάθειά της να «συμπληρώσει» την ανάλυση του Μαρξ για τη συσσώρευση του
κεφαλαίου, με τη δική της ανάλυση της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα,
κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναπόφευκτη η κατάρρευση του καπιταλισμού όταν η συνεχής
επέκτασή του θα εξαντλούσε τις «μη καπιταλιστικές», τις αγροτικές περιοχές του πλανήτη. Η Ρόζα
Λούξεμπουργκ ξεκινούσε από ένα θεμελιακό ερώτημα, όπως το κατανοούσε η ίδια: γιατί η
«πρόγνωση» του Μαρξ για την αναπόφευκτη πτώση του καπιταλισμού δεν είχε επαληθευτεί έως τότε;
Όμως, το ερώτημα αυτό βασανιζόταν ήδη από την διατύπωσή του με προβληματικές παραδοχές κι
ως εκ τούτου δεν μπορούσε να απαντηθεί παρά με προβληματικό τρόπο. Η Ρ. Λούξεμπουργκ,
συνόψιζε την άποψή της ως εξής: «Με την υψηλή ανάπτυξη των καπιταλιστικών κρατών και τον
αυξανόμενο οξύ ανταγωνισμό τους για την προσάρτηση μη-καπιταλιστικών περιοχών, ο
ιμπεριαλισμός αναπτύσσεται με αυθαιρεσία και βιαιότητα, τόσο μέσα από την επιθετικότητά του
ενάντια στον μη-καπιταλιστικό κόσμο, όσο και μέσα από τις όλο και περισσότερο σοβαρές
συγκρούσεις ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο, όσο περισσότερο βίαια,
ανελέητα και ολοκληρωτικά επιφέρει ο ιμπεριαλισμός την κατάπτωση των μη-καπιταλιστικών
πολιτισμών, τόσο πιο ραγδαία στερεί το ίδιο το έδαφος κάτω από τα πόδια της καπιταλιστικής
συσσώρευσης. Αν και ο ιμπεριαλισμός είναι η ιστορική μέθοδος για την παράταση της καριέρας του
καπιταλισμού, αποτελεί επίσης ένα σίγουρο μέσο για να την φέρει σ’ ένα γρήγορο τέλος. Αυτό δεν
σημαίνει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη πρέπει οπωσδήποτε να οδηγηθεί σ’ αυτή την ακραία
κατάσταση: ακόμη κι αυτή η απλή τάση προς τον ιμπεριαλισμό, παίρνει μορφές που μετατρέπουν την
τελική φάση του καπιταλισμού σε μια περίοδο καταστροφής.»48
Ο Λέων Τρότσκι με τη σειρά του αντιλαμβανόταν τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο όχι ως
οργανική εκδήλωση μιας νέας ποιοτικά ανώτερης φάσης μετεξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού,
αλλά κυρίως ως κορύφωση μιας διαδικασίας καταστροφικής «υπέρβασης» του εθνικού κράτους, που
είχε καταστεί πλέον αναγκαία από την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Τρότσκι
όριζε την εποχή του παγκόσμιου πολέμου ως εξής: «Οι παραγωγικές δυνάμεις που ο καπιταλισμός
δημιούργησε, έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους και του κράτους. Το εθνικό κράτος, η παρούσα
πολιτική μορφή, είναι πολύ στενή για την εκμετάλλευση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων.
Επομένως, η φυσική τάση του οικονομικού μας συστήματος είναι η επιδίωξη να ξεπεραστούν τα
κρατικά σύνορα. Ολόκληρος ο πλανήτης, η γη και η θάλασσα, η επιφάνεια, όπως και το υπέδαφος,
έχουν μεταβληθεί σ’ ένα οικονομικό εργαστήριο, όπου τα ξεχωριστά μέρη συνδέονται αδιάρρηκτα
μεταξύ τους. Αυτό το έργο κατορθώθηκε από τον καπιταλισμό. Όμως, στην προσπάθειά τους να
επιτευχθεί αυτό, τα καπιταλιστικά κράτη κατέληξαν σε μια πάλη για την υποταγή του παγκόσμιου
οικονομικού συστήματος στα κερδοσκοπικά συμφέροντα της αστικής τάξης κάθε ξεχωριστής χώρας.
Αυτό που η πολιτική του ιμπεριαλισμού έχει αποδείξει περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι ότι το
παλιό εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στις επαναστάσεις και τους πολέμους του 1789-1815, 1848-
1859, 1864-1866 και 1870 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και τώρα αποτελεί ένα αφόρητο
εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.»49

Μια αγωνιώδης, καθυστερημένη και αντιφατική επιστροφή στις ρίζες


Σε τι διέφερε η προβληματική για τον ιμπεριαλισμό που διατύπωσε ο Μπουχάριν;
Καταρχάς, ο Μπουχάριν έθεσε ως αφετηρία της ανάλυσής του όχι τον «εθνικό καπιταλισμό»,
όπως έκαναν οι πιο γνωστοί θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας της εποχής εκείνης, αλλά τον
παγκόσμιο καπιταλισμό, την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου. Γι’ αυτόν ο καπιταλισμός δεν
μπορούσε να νοηθεί διαφορετικά παρά μονάχα ως παγκόσμιο σύστημα, ως μια παγκόσμια οικονομία
στη βάση ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας. Οργανικό κομμάτι αυτής της παγκόσμιας
οικονομίας είναι οι «εθνικές οικονομίες», τα εθνικά κράτη. «Όπως κάθε ατομική επιχείρηση είναι
συστατικό στοιχείο της «εθνικής» οικονομίας, έτσι και καθεμία από αυτές τις «εθνικές οικονομίες»
εντάσσεται στο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας. Γι αυτό και είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε
την πάλη των «εθνικών οικονομικών σωμάτων» πάνω από όλα ως μια πάλη μεταξύ των διαφόρων

48
Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital. London: Routledge & Kegan Paul Ltd, 1971, σ.
446.
49
Leon Trotzky, The Bolsheviki and World Peace, New York: Boni & Liveright, 1918, σ. 20-21.

21
ανταγωνιστικών πλευρών της παγκόσμιας οικονομίας με τον ίδιο τρόπο που θεωρούμε την πάλη
μεταξύ ατομικών επιχειρήσεων ως μια από τις εκδηλώσεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Κατά
τον ίδιο τρόπο, το πρόβλημα της μελέτης του ιμπεριαλισμού, των οικονομικών του γνωρισμάτων και
του μέλλοντός του, καταλήγει τελικά σ’ ένα πρόβλημα ανάλυσης των τάσεων της ανάπτυξης της
παγκόσμιας οικονομίας και των πιθανών αλλαγών της εσωτερικής της διάρθρωσης.»50
Ωστόσο, ο Μπουχάριν διέφερε σημαντικά στον τρόπο που κατανοούσε την παγκόσμια οικονομία
του κεφαλαίου, ακόμη κι από τους υπόλοιπους εκπροσώπους του διεθνιστικού επαναστατικού
ρεύματος. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς αντιμετώπιζαν την παγκόσμια οικονομία ως μια δύναμη
«καταστροφικής υπέρβασης» του εθνικού κράτους και της εθνικής οικονομίας. Ενώ την κυρίαρχη
αντίθεση της νέας εποχής την έβλεπαν ανάμεσα στη ραγδαία ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας
από την μια και από την άλλη στη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική περιχαράκωση των εθνικών
κρατών. Κι όλα αυτά στη βάση της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». Η Ρόζα
Λούξεμπουργκ έλεγε χαρακτηριστικά: «Τίποτε δεν παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον, τίποτε άλλο
δεν παίζει σήμερα πιο σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή, όσο η αντίφαση στα
οικονομικά φαινόμενα που ενώνουν κάθε μέρα και περισσότερο όλους τους λαούς σε μια μεγάλη
ολότητα και στη δομή των κρατών, που προσπαθούν να χωρίσουν τεχνητά τους λαούς χαράσσοντας
σύνορα με πάσσαλους, βάζοντας τελωνειακά εμπόδια, δημιουργώντας το μιλιταρισμό σαν να
πρόκειται να χωρίσουν εχθρικές χώρες.»51 Με την σειρά του ο Λέων Τρότσκι εξέφραζε ακόμη πιο
καθαρά μια παρόμοια άποψη: «Ο παρών πόλεμος είναι στη βάση του μια εξέγερση των
παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στην πολιτική μορφή του έθνους και του κράτους. Σηματοδοτεί την
κατάρρευση του εθνικού κράτους ως ανεξάρτητη οικονομική μονάδα. Το έθνος θα πρέπει να συνεχίσει
να υφίσταται ως ένα πολιτισμικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό γεγονός, αλλά η οικονομική του
θεμελίωση ξεριζώθηκε κάτω από τα πόδια του.»52
Η άποψη αυτή που έβλεπε στη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου πολέμου τη
μετατόπιση του «ειδικού βάρους» της ιστορικής εξέλιξης από την «εθνική οικονομία», το εθνικό
κράτος, στην παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου, αντικατόπτριζε περισσότερο τις βαθύτερες
πολιτικές ανάγκες μετεξέλιξης των φορέων της, την ίδια στιγμή που η θεωρητική εμβάθυνση στη νέα
παγκόσμια πραγματικότητα παρέμενε αιχμάλωτη των παραδοσιακών ερμηνευτικών σχημάτων. Έτσι
πολλοί ήταν εκείνοι, ακόμη και από τους πιο προικισμένους, που στην προσπάθειά τους να
διαφοροποιηθούν πολιτικά από την παλιά «εθνικο-κρατική» οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας –
η οποία όλο και περισσότερο ανέδυε τη δυσοσμία της καθολικής παραίτησης από τα ταξικά
καθήκοντα και της ανοιχτής προσχώρησης στην ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων –
έβρισκαν πιο απλή την αντιστροφή των παραδοσιακών σχημάτων της καθιερωμένης μαρξιστικής
ορθοδοξίας της εποχής τους.
Πρόκειται για μια πολύ παλιά και άκρως μεταδοτική ασθένεια, μιας και οι «ιδέες που έχουν
κατακτήσει τη νοημοσύνη μας και έχουν κατακλύσει το νου μας, οι ιδέες με τις οποίες η λογική έχει
αλυσοδέσει τη συνείδηση μας, είναι δεσμά από τα οποία δεν μπορεί κανείς να απελευθερωθεί δίχως
να ραγίσει την καρδιά του, είναι δαίμονες που οι ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν να εξευμενίσουν μόνο
με το να υποκύψουν σ’ αυτές.»53 Κι έχει αποδειχτεί ξανά και ξανά πως αυτό που κρίνει τελεσίδικα την
ιστορική τύχη ενός κοινωνικο-πολιτικού κινήματος, δεν είναι η όποια πρακτική του, αλλά οι ιδέες που
αλυσοδένουν τη συνείδησή του. Γι αυτό και οι πιο αποτελεσματικές, οι πιο καθοριστικές μάχες της
επανάστασης, δεν διεξάγονται στα οδοφράγματα, στα χαρακώματα, ή στις μαζικές κινητοποιήσεις της
καταπιεσμένης τάξης, αλλά πρώτα από όλα στο επίπεδο των ιδεών, της θεωρίας και της επιστήμης.
Αυτό είχε στο μυαλό του ο Μαρξ όταν έγραφε: «Πριν το προλεταριάτο κατακτήσει τις νίκες του στα
οδοφράγματα και στα πεδία των μαχών, ανακοινώνει την επικείμενη κυριαρχία του με μια σειρά
πνευματικές νίκες.»54
Από τις κυρίαρχες ιδέες που είχαν αλυσοδέσει τη συνείδηση του κινήματος την εποχή της
ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, δεν είχαν απαλλαγεί οι θεωρητικές αναλύσεις ακόμη και κορυφαίων
50
Ν. Bukharin, Imperialism and World Economy, London: The Merlin Press, 1976, σ. 17-18. Αξίζει να
παρατηρήσει κανείς την ιδιαίτερη σπουδή του Ν. Μπουχάριν να τοποθετεί εισαγωγικά στον επιθετικό
προσδιορισμό «εθνικός», που χαρακτηρίζει το σύνολο της εργασίας του Παγκόσμια Οικονομία και
Ιμπεριαλισμός. Ο λόγος βρίσκεται στην επίμονη προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί εξαρχής από την
«εθνική» οπτική της κυρίαρχης ιδεολογίας του ιμπεριαλισμού, αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας.
51
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι είναι Πολιτική Οικονομία; Αθήνα: Κοροντζής, 1975, σ. 65-66.
52
Leon Trotzky, The Βolsheviki and World Peace. New York: Boni & Liveright, 1918, σ. 21.
53
Καρλ Μαρξ, Ο Κομμουνισμός και η Augsburg Allgemeine Zeitung. K. Marx & F. Engels, Collected
Works, vol. 1. New York: Progress Publishers, 1975, σ. 220-221.
54
Καρλ Μαρξ, Σχόλιο της Σύνταξης στο άρθρο του J. G. Eccarius, «Οι ραφτάδες στο Λονδίνο ή η
πάλη ανάμεσα στο μεγάλο και μικρό κεφάλαιο». K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 10. New
York: Progress Publishers, 1978, σ. 485.

22
προσωπικοτήτων των διεθνιστών επαναστατών, όπως ήταν η Ρ. Λούξεμπουργκ και ο Λ. Τρότσκι.
Απλά προσπαθούσαν να κατανοήσουν τη νέα ιστορική κατάσταση, τα νέα καθήκοντα, που το
ιδιαίτερα οξύ ταξικό και πολιτικό τους αισθητήριο αντιλαμβανόταν, αντλώντας θεωρητικό υλικό και
επιχειρήματα από την κατεστημένη ιδεολογική συγκρότηση του κινήματος. Εδώ βρίσκεται και η
θεμελιώδης διαφορά της οπτικής τους με εκείνη του Ν. Μπουχάριν. Έστω κι αν στα περισσότερα
πολιτικά συμπεράσματα συνέπιπταν. Έστω κι αν χρόνια αργότερα οι κλακαδόροι της νέας ηγεσίας
του ΚΚΣΕ «ανακάλυπταν» στις απόψεις του τελευταίου «τροτσκιστική» καταγωγή.
Για τον Μπουχάριν, όμως, η κυριαρχία της παγκόσμιας οικονομίας έναντι της «εθνικής
οικονομίας» δεν ήταν νέο φαινόμενο και άρα δεν ήταν αυτό που βρισκόταν στη βάση της νέας εποχής
του ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου πολέμου. Παρά το γεγονός ότι σ’ αυτή τη νέα εποχή,
διαπιστωνόταν πράγματι μια αληθινά εκρηκτική ανάπτυξη της ίδιας της παγκόσμιας οικονομίας, όλων
των διεθνών οικονομικών δεσμών και σχέσεων. Αντίθετα, η κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς και της
παγκόσμιας οικονομίας γενικότερα είναι συνυφασμένη με τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής από τα πρώτα κιόλας ιστορικά του βήματα. Η άνοδος της παγκόσμιας αγοράς δεν
«πάτησε» πάνω στην ανάγκη ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα σε «εθνικές οικονομίες» ή ξεχωριστές
χώρες, ανάλογα με το «περίσσευμα» ή το «έλλειμμα» της εγχώριας παραγωγής, αλλά πρωταρχικά
πάνω στη ζωτική ανάγκη του ίδιου του κεφαλαίου να διεθνοποιεί κυρίως με οικονομικά μέσα τις
σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής του. ΜΕ αυτή την έννοια ο Μπουχάριν έγραφε ότι «μπορούμε να
ορίσουμε την παγκόσμια οικονομία ως ένα σύστημα αντίστοιχων σχέσεων παραγωγής και σχέσεων
ανταλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα.»55 Ένα σύστημα σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής σε
παγκόσμια κλίμακα, το οποίο δεν υπήρξε σε καμιά προηγούμενη κοινωνικο-οικονομική εποχή της
αρχαιότητας, ή του ancien regime, αλλά προέκυψε ιστορικά λόγω του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής.
Η μόνιμη, σταθερή και διευρυμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων αποτελεί την πρώτη ιστορική
εκδήλωση των νέων σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού και με αυτή την έννοια ο Μπουχάριν
ορθά επισημαίνει ότι «η ανταλλαγή εμπορευμάτων εμφανίζεται ως μία από τις πλέον πρωτόγονες
μορφές έκφρασης των σχέσεων παραγωγής.»56 Επομένως, η κατανόηση του σχηματισμού και της
ιστορικής εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορεί να περιορίζεται στο εξωτερικό εμπόριο, δεν
μπορεί απλά να καταγράφει τις αλλαγές στους τρόπους και την έκταση της ανταλλαγής
εμπορευμάτων. Πρέπει να εισχωρήσει βαθύτερα, δηλαδή στον τρόπο που σε κάθε ιστορική εποχή
αναπαράγονται όλο και πιο διευρυμένα οι σχέσεις παραγωγής και οι εσωτερικές αντιθέσεις του
καπιταλισμού στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας.
Από μεθοδολογική άποψη, η προσέγγιση αυτή του Μπουχάριν δεν τον διαφοροποιεί απλά από
τις έως τότε απόψεις της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, επαναστατικής και μη, αλλά αποτελεί και το
πρώτο αποφασιστικό βήμα επανασύνδεσης της νεώτερης μαρξιστικής προβληματικής για τον
ιμπεριαλισμό με την κλασική οικονομική προβληματική του Μαρξ. Και μάλιστα σ’ εκείνο ακριβώς το
σημείο, που – κατά τη γνώμη μας – είχε υποστεί τις μεγαλύτερες αβαρίες από την κατοπινή
μαρξιστική ορθοδοξία, δηλαδή την αντίληψη του Μαρξ ότι η παγκόσμια αγορά «αποτελεί τη βάση και
τη ζωτική ατμόσφαιρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.»57 Λίγο αργότερα ο Λένιν με την
εργασία του για τον ιμπεριαλισμό θα αποκαταστήσει, εν πολλοίς, το κομμένο νήμα της μεθοδολογίας
του Μαρξ με την κατοπινή μαρξιστική προβληματική, όμως στον Μπουχάριν ανήκει η τιμή του
πρώτου αποφασιστικού βήματος προς αυτή την κατεύθυνση. Έστω κι αν η συνολική του
προβληματική για την παγκόσμια οικονομία και τον ιμπεριαλισμό έμεινε στα μισά του δρόμου. Με
αυτή την έννοια ο Μπουχάριν διατύπωσε την πιο «συγγενική» με τον Λένιν άποψη για τον
ιμπεριαλισμό, από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονό τους, αλλά δυστυχώς και από οποιονδήποτε άλλο
επίσημο επίγονο του λενινισμού.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα, η κυρίαρχη οικονομική προβληματική αντιλαμβανόταν την αγορά ως
δούναι-λαβείν, ως σχέσεις ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές, οι
οποίοι συμπεριφέρονται σαν αυτοτελείς οικονομικές μονάδες. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κατανοούσε
και την παγκόσμια αγορά: ως εμπορικές σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα σε αυτοτελείς οικονομικές
μονάδες, τις «εθνικές οικονομίες». Από εδώ προήλθε και η γνωστή αντίληψη περί «συγκριτικών
πλεονεκτημάτων», που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη συμμετοχή κάθε «εθνικής
οικονομίας» στο παγκόσμιο εμπόριο. Αυτή η ρικαρντιανής καταγωγής θεωρία των «συγκριτικών
πλεονεκτημάτων», ήταν ότι καλύτερο μπόρεσε να διατυπώσει η κλασσική οικονομική για τους
οικονομικούς δεσμούς και την αλληλεξάρτηση των «εθνικών οικονομιών». Ωστόσο, η αντίληψη της
«εθνικής οικονομίας» ως αυτοτελούς οικονομικής μονάδας, παρέμεινε η βάση όλων των
προβληματισμών της επίσημης οικονομικής έως σήμερα. Έτσι, δεν παραξενεύει καθόλου το γεγονός
55
Ν. Bukharin, Imperialism and World Economy, London: The Merlin Press, 1976, σ. 25-26.
56
Στο ίδιο, σ. 26.
57
Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978, σ. 143.

23
ότι ακόμη και σήμερα η σύγχρονη από καθέδρας οικονομική, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την
παγκόσμια οικονομία σχεδόν αποκλειστικά μέσω της «οικονομικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε
κυρίαρχα κράτη.»58
Η πρώτη ιστορικά αποθέωση αυτής της ιδέας της «εθνικής οικονομίας», ως αυτοτελούς
οικονομικής οντότητας, έγινε στα χρόνια της κυριαρχίας του μερκαντιλισμού (εμποροκρατία). Ο
μερκαντιλισμός παρά το γεγονός ότι στο πρόσωπο του άγγλου πλούσιου εμπόρου και μέλους της
διοίκησης της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, Τόμας Μιούν, βρήκε τον επιφανέστερο θεωρητικό
του, ενώ στο πρόσωπο του γάλλου υπουργού οικονομικών επί Λουδοβίκου ΙΔ, Ζαν Μπατίστ
Κολμπέρ, βρήκε έναν από τους πιο ικανούς εφαρμοστές των δογμάτων του, δεν ήταν υπόθεση μόνο
της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η πάση θυσία συσσώρευση χρυσού, πολύτιμων λίθων και χρήματος,
μέσα από τα μονοπωλιακά εμπορικά προνόμια, την αποκλειστική εκμετάλλευση των εγχώριων
αγορών, καθώς και των νεοανακαλυφθέντων εμπορικών δρόμων και αποικιών, που ευαγγελιζόταν ο
μερκαντιλισμός, αποτέλεσε το επίσημο κρατικό δόγμα του 15ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα, για όλα
τα ανερχόμενα κραταιά έθνη της Ευρωπαϊκής ηπείρου, από την Πορτογαλία έως τη Ρωσία. 59 Για
ορισμένα μάλιστα, όπως π.χ. η Γερμανία, όπου ο μερκαντιλισμός ονομάστηκε καμεραλισμός,
διατηρήθηκε ουσιαστικά έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ωστόσο, όλοι οι κατοπινοί εκπρόσωποι της κυρίαρχης πολιτικής οικονομίας – από τους πιο
φωτισμένους, έως τους πιο αγοραίους, τους πιο χυδαίους – δανείστηκαν από τον μερκαντιλισμό την
ιδέα της «εθνικής οικονομίας», αλλά αντιμετώπισαν τον ίδιο ως μέγιστη «στρέβλωση» της αγοράς. Για
όλους αυτούς αρκούσε η λειτουργία του «ελεύθερου εμπορίου» για να αποκατασταθούν οι ομαλές
οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στα έθνη. Η προβληματική αυτή έμοιαζε ακλόνητη, έως ότου η έκδοση
του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, σάρωσε κάθε θεωρητικό κλισέ, κάθε γνωστό στερεότυπο της
παραδοσιακής οικονομικής σκέψης.
Για τον Μαρξ, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού, δεν είναι ένα απλό
άθροισμα, μια συνηθισμένη εμπορική αλληλεξάρτηση των «εθνικών οικονομιών», ή κάποιων
«εθνικών καπιταλισμών». Οικονομικό υποκείμενο της παγκόσμιας αγοράς δεν ήταν τα έθνη, τα
«έθνη-κράτη», ή οι «εθνικές οικονομίες», αλλά αυτό καθαυτό το κεφάλαιο. Αντίθετα, τα έθνη, οι
εθνικές οικονομίες και οι εθνικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων κρατών, αποτελούσαν και
εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, πολύτιμο εξάρτημα του
παγκόσμιου κυνηγητού για «πρόσθετο κέρδος», που χαρακτηρίζει τον επεκτατισμό του κεφαλαίου
από την εποχή της εμφάνισής του έως σήμερα.
Από πολύ νωρίς ο Κ. Μαρξ είχε παρατηρήσει ότι με «την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς,
η αστική τάξη διαμορφώνει κοσμοπολίτικα την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών.
Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της
βιομηχανίας… Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει μια
ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών… Οι φτηνές τιμές των εμπορευμάτων της είναι το βαρύ
πυροβολικό που γκρεμίζει όλα τα σινικά τείχη και που αναγκάζει να συνθηκολογήσει ακόμα και το πιο
σκληροτράχηλο μίσος των βαρβάρων ενάντια στους ξένους. Αναγκάζει όλα τα έθνη να δεχτούν τον
αστικό τρόπο παραγωγής, αν δεν θέλουν να χαθούν… Με μια λέξη δημιουργεί έναν κόσμο “κατ’
εικόνα της”.»60 Έτσι περιέγραψε τον τρόπο που η παγκόσμια αγορά, για πρώτη φόρα στην ιστορία
της ανθρωπότητας, μπόρεσε να συγκροτήσει – για να θυμηθούμε τα λόγια του ίδιου του Κ. Μαρξ – «η
ίδια τη βάση αυτού του [καπιταλιστικού] τρόπου παραγωγής. Από την άλλη μεριά, η ενυπάρχουσα
στον τρόπο αυτό παραγωγής ανάγκη να παράγει σε διαρκώς μεγαλύτερη κλίμακα, ωθεί σε
ακατάπαυστη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς, έτσι που εδώ δεν είναι το εμπόριο που επαναστατεί
τη βιομηχανία, αλλά η βιομηχανία είναι που επαναστατεί διαρκώς το εμπόριο.»61 Κι έτσι η δημιουργία
της παγκόσμιας αγοράς και της παγκόσμιας οικονομίας δεν υπήρξε απλά βασική προϋπόθεση του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά
προϊόντα του.
Αν η βιοτεχνία έμενε στα πλαίσια της εγχώριας αγοράς του «κράτους-έθνους» και στις ανάγκες
που πήγαζαν από αυτήν, τότε δεν επρόκειτο ποτέ να αναπτυσσόταν σε βιομηχανία, δεν επρόκειτο
ποτέ να δούμε τη «βιομηχανική επανάσταση». Δεν επρόκειτο να δούμε ποτέ τη μετεξέλιξη της
κατεξοχήν χειροτεχνικής μανουφακτούρας, σε σύγχρονο εργοστάσιο. Η μετεξέλιξη της βιοτεχνίας σε
βιομηχανία, δεν βασιζόταν τόσο στις ανάγκες της εγχώριας αγοράς, αλλά πρώτα και κύρια στις
ανάγκες του εξωτερικού εμπορίου και στις δυνατότητες που παρείχε ο διεθνής καταμερισμός
58
Paul R. Krugman & Maurice Obstfeld, International Economics. Theory and Policy, Fourth Edition,
Addison Wesley Longman, 1999, σ. 3.
59
A. Anikin, A Science in its Youth. Moscow: Progress Publishers, 1975, σ. 46, κ.ά.
60
Κ. Μάρξ & Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1980,
σ. 24-25.
61
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978, σ. 422.

24
εργασίας. Η ίδια η δημιουργία της εγχώριας αγοράς αποτελούσε όχι προϋπόθεση, αλλά εξειδικευμένη
έκφραση των αναγκών για παγκόσμιο εμπόριο. Η βιομηχανία αναπτύχθηκε ευθύς εξαρχής όχι σαν
εγχώρια βιομηχανία, όπου το «περίσσευμά» της πήγαινε στο εξωτερικό εμπόριο, αλλά πρωταρχικά
ως δύναμη άλωσης της παγκόσμιας αγοράς. Γι αυτό άλλωστε και δεν είναι ιστορικά τυχαίο το γεγονός
ότι η «βιομηχανική επανάσταση» επικράτησε πρώτα στη Βρετανία, δηλαδή σε εκείνη ακριβώς τη
χώρα που ήταν ήδη θαλασσοκράτειρα, που είχε ήδη επικρατήσει στον ανταγωνισμό για εμπορικούς
δρόμους και αποικίες. Ο Μαρξ έγραφε χαρακτηριστικά: «Η βιομηχανική αστική τάξη μπορεί να
κυριαρχήσει μόνο όπου η σύγχρονη βιομηχανία διαμορφώνει όλες τις σχέσεις ιδιοκτησίας προς το
συμφέρον της και η βιομηχανία μπορεί να κερδίσει αυτή τη δύναμη μόνο όπου έχει κατακτήσει την
παγκόσμια αγορά, μιας και τα εθνικά σύνορα είναι ανεπαρκή για την ανάπτυξή της.»62
Η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να περιοριστεί από κανένα φυσικό,
κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό όριο. Για το κεφάλαιο όλα τα όρια, μαζί και τα σύνορα των εθνικών
κρατών, των «εθνικών οικονομιών», είναι μόνο εξωτερικά, προσωρινά, ιστορικώς παροδικά, τυχαία
εμπόδια, που πρέπει να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο και κατά συνέπεια ολόκληρος ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι αδιανόητος, είναι αδύνατον να υπάρξει δίχως την
παγκόσμια αγορά. «Η τάση δημιουργίας – τόνιζε ο Μαρξ – της παγκόσμιας αγοράς ενυπάρχει
απευθείας στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται ως εμπόδιο, το οποίο οφείλει να
ξεπεραστεί.»63 Ο Μαρξ μιλά για μια παγκόσμια αγορά που δεν αποτελεί μια απλή «προέκταση», ούτε
μια απλή αλληλεξάρτηση εθνικών οικονομιών, αλλά για απόσπαση του εθνικού εδάφους κάτω από τα
πόδια του κεφαλαίου, της παραγωγής και του εμπορίου. ΜΕ αυτήν την έννοια η παγκόσμια αγορά
σαν προνομιακό πεδίο δράσης του κεφαλαίου γίνεται αδυσώπητος «πολιορκητικός κριός» ενάντια
στις εθνικές οικονομίες.
Έτσι, για τον Μαρξ το πραγματικό περιεχόμενο της «αλληλεξάρτησης των εθνών», που φέρνει
στο ιστορικό προσκήνιο ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, είναι μια ανελέητη διαδικασία
απαλλοτρίωσής τους από την παγκόσμια αγορά, με όρους που καθορίζονται πρωταρχικά, όχι από
«ιστορικές ιδιαιτερότητες και καταγωγές», αλλά από τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό και τις
συγκρούσεις σε διεθνές επίπεδο για μερίδια αγοράς, εμπορικά και παραγωγικά «συγκριτικά
πλεονεκτήματα» και προπάντων για σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Γι αυτό και ήταν ο πρώτος
που μπόρεσε να εξιχνιάσει το μυστικό των «εθνικών ανταγωνισμών», αναζητώντας το όχι στους
όρους «εθνικής ανάπτυξης» κάθε κράτους, όπως έκαναν πολλοί πριν και μετά από αυτόν, αλλά
πρωταρχικά στις αδήριτες αναγκαιότητες και τις αντιθέσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου.
ΜΕ αυτόν τον τρόπο, η δύναμη της παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου – εκείνη, δηλαδή, που
δημιούργησε τα σύγχρονα έθνη, μαζί με τις μικρές και μεγάλες εθνικές οικονομίες ως οργανικά της
μέρη – είναι η ίδια που συντρίβει τα συνοριακά τείχη και τις εθνικές ιδιαιτερότητες, υπονομεύει τις
εθνικές οικονομίες, αφομοιώνει και αναιρεί την ίδια την οικονομική αναγκαιότητα του έθνους. Ο Μαρξ
και ο Ένγκελς αντιλαμβάνονταν αυτή την διαδικασία απαλλοτρίωσης των εθνών και των οικονομιών
τους – παρά τον απροκάλυπτα βάρβαρο χαρακτήρα που της προσδίδει ο καπιταλισμός – ως μια
μεγαλειώδη πορεία που ανοίγει το δρόμο εξαφάνισης όλων των «ιστορικών διαχωρισμών» της
ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Ένγκελς παρατηρώντας την άνοδο των κλαδικών τραστ στην Αγγλία στα
τέλη του 19ου αιώνα θεωρούσε πως ήρθε πλέον η εποχή όπου «ο συναγωνισμός στην Αγγλία
αντικαταστάθηκε από το μονοπώλιο, που προπαρασκεύασε με τον πιο ευχάριστο τρόπο τη μελλοντική
απαλλοτρίωση από μέρους της συνολικής κοινωνίας, του έθνους.»64
Τι είναι, όμως, εκείνο που ωθεί ακατάπαυστα το κεφάλαιο να επεκτείνεται, να διεθνοποιείται και
να καθολικοποιεί τους ιστορικούς όρους της συσσώρευσής του μέσα από την παγκόσμια αγορά; Η
απάντηση που έδιναν παραδοσιακά οι οικονομικοί στοχαστές, εντοπιζόταν στη δυνατότητα μιας
«εθνικής οικονομίας» να παράγει «περίσσευμα» αγαθών γενικά, ή ειδικά εκείνων που με όρους
αγοράς διέθετε «συγκριτικό πλεονέκτημα» απέναντι στις υπόλοιπες. Γι αυτό και επέμεναν να
αντιμετωπίζουν τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις πρωταρχικά και κυρίως στο επίπεδο της ανταλλαγής
με τη μορφή του εξωτερικού εμπορίου και κατ’ επέκταση αντιλαμβάνονταν ως βάση της παγκόσμιας
αγοράς, τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.
Για τον Μαρξ, αντίθετα, κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς και συνολικά της παγκόσμιας
οικονομίας του καπιταλισμού, δεν ήταν το εμπόριο, αλλά η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό. Αυτή η
οργανική ανάγκη για εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό – με όλες τις μορφές του, χρηματική και
εμπορευματική – δεν γίνεται γιατί τα κεφάλαια αυτά γενικά «περισσεύουν» από την εγχώρια αγορά,
62
Καρλ Μαρξ, Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, K. Marx & F. Engels, Selected Works, vol. 1. Moscow:
Progress Publishers, 1976, σ. 214.
63
Κ. Μαρξ, Grundrisse. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 28. Moscow: Progress Publishers,
1986, σ. 335
64
Σημείωση του Φρ. Ένγκελς στο Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή,
1978, σ. 553.

25
αλλά γιατί μπορούν να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους αλλού, σ’ άλλες χώρες, σ’ άλλες
αγορές. «Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό – έλεγε ο Μαρξ – αυτό γίνεται όχι γιατί δεν θα
μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να
απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.»65
Το κυνήγι αυτού του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους είναι που οι έως τότε κλασσικοί
οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ανισότιμες ανταλλαγές, μέσα από
δυσμενείς εμπορικούς όρους με τις πιο φτωχές χώρες. Κι ως εκ τούτου αργά η γρήγορα η αγορά –
απελευθερωμένη από τις «στρεβλώσεις» της – θα μπορούσε να επαναφέρει την ισορροπία. Αντίθετα,
για τον Μαρξ αυτό το πρόσθετο κέρδος μπορεί να το καρπωθεί η πλούσια χώρα, ακόμη κι όταν η
φτωχή δεν χάνει, αλλά κερδίζει από τις εμπορικές της δοσοληψίες: «Κέρδος μπορεί να βγει και με την
απάτη, με το ότι ο ένας κερδίζει τόσα όσα χάνει ο άλλος. Η ζημιά και το κέρδος εξισώνονται στα
πλαίσια μιας χώρας. Δεν γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Ακόμα και σύμφωνα με την
θεωρία του Ρικάρντο… μπορούν 3 ημέρες εργασίας μιας χώρας να ανταλλαχθούν με μια ημέρα
εργασίας μιας άλλης χώρας. Ο νόμος της αξίας υφίσταται εδώ ουσιαστική τροποποίηση… Στην
περίπτωση αυτή η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη κι όταν η δεύτερη χώρα
κερδίζει από την ανταλλαγή…»66
Ο Μαρξ, λοιπόν, θεωρούσε ότι με την καθολικοποίηση των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου
στην παγκόσμια αγορά, η εκμετάλλευση μιας φτωχής από μια πλούσια χώρα, μπορεί να υπάρξει
ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχουν τυπικά και εμπορικά ισότιμες ανταλλαγές. Κι αυτό
συμβαίνει γιατί το μονοπώλιο του κεφαλαίου μεταφράζεται πάντα σε μονοπώλιο των πιο
ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, της υψηλότερης παραγωγικότητας. Μάλιστα εκτιμούσε ότι
ακριβώς επειδή το κεφάλαιο τείνει στην επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου πρόσθετου κέρδους με βάση
την μονοπώληση των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, τη μονοπώληση της υψηλότερης
παραγωγικότητας, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης και διευρυμένης αναπαραγωγής
διεθνώς, χωρίς τα τεχνητά όρια που θέτουν τα αποικιακά προνόμια και τα εθνικά σύνορα. Γι αυτό και
προέβλεπε ότι θα φτάσει η στιγμή που ο ίδιος ο καπιταλισμός θα κάνει αναγκαία την εξαφάνιση των
αποικιών. Πράγμα που συνέβη, αλλά πολύ αργότερα και με αρκετά πιο διαφορετικούς όρους, από ότι
πρόβλεπε ο Μαρξ.
Επομένως, η εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη – και άρα της οικονομικής εξάρτησης των
φτωχών από μια χούφτα πλούσιων χωρών – είναι εσωτερικό οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης της
παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου από την εποχή ακόμη του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Το κυνήγι
του πρόσθετου κέρδους στην παγκόσμια αγορά ήταν εκείνο που, από τη μια, μετέτρεπε ακόμη και
«πολιτισμένα έθνη» σε αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, από εκείνα που κατείχαν το μονοπώλιο
της πιο προηγμένης παραγωγής και, από την άλλη, πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε
κεφάλαια και κράτη για να αποκτήσουν τα δικά τους «συγκριτικά πλεονεκτήματα», που θα τους
επιτρέψουν την απόσπαση πρόσθετου κέρδους από την εκμετάλλευση των ανταγωνιστών τους στην
παγκόσμια αγορά, όπως και των λιγότερο ανεπτυγμένων, ή καθυστερημένων εθνών.
Κατά συνέπεια, για τον Μαρξ, τίποτε το αρμονικό, τίποτε το ισότιμο, τίποτε το ομοιόμορφο, ή
ομοιογενές δεν υπάρχει στην κυριαρχία, τη λειτουργία και την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς,
όπως δεν υπάρχει γενικά στην καπιταλιστική παραγωγή: «Δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά
καπιταλιστική παραγωγή εάν θα έπρεπε να αναπτύσσεται ταυτόχρονα και ομοιόμορφα σ’ όλες τις
σφαίρες». Η παρατήρηση αυτή ισχύει σε πολλαπλάσιο βαθμό για την παγκόσμια οικονομία του
κεφαλαίου. Έτσι, η ανάπτυξη ορισμένων ισχυρών κρατών μέσα από την περιθωριοποίηση πολλών
άλλων, η ανάδειξη λίγων ηγεμονικών χωρών στις πλάτες ενός τεράστιου αριθμού πληβειακών
χωρών, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη του παγκόσμιου καπιταλισμού ευθύς
εξαρχής. Η διεθνοποίηση των όρων και των συνθηκών συσσώρευσης του κεφαλαίου, μεγεθύνει σε
τρομακτικό βαθμό κάθε εσωτερική ανισομέρεια, δυσαρμονία και αντιφατικότητα της ίδιας της αγοράς.
Γι αυτό και στην παγκόσμια αγορά δεν μπορεί να υπάρξει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες
εξίσωση κερδών και ζημιών ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες, πράγμα που έκανε τον Μαρξ να μιλά
για την «τροποποίηση» του νόμου της αξίας σε διεθνές επίπεδο.
Επομένως, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο
προνομιακό πεδίο διεθνοποίησης των εσωτερικών νομοτελειών του καπιταλισμού, αλλά και
«τροποποίησής» τους, έτσι ώστε η ανισομέρεια και η απόκλιση ανάμεσα στα επίπεδα χωρών και
περιοχών, να προσφέρουν ικανά περιθώρια «πρόσθετου κέρδους» και διαρκώς νέες δυνατότητες
εξαγωγής κεφαλαίου. Έτσι, στο έδαφος της παγκόσμιας αγοράς, το κεφάλαιο δεν απορροφά μόνο,
ούτε μεταπλάθει απλά «κατ’ εικόνα» του το σύνολο του πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει την
ιστορική καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών, που με
καταναγκαστικό τρόπο τραβά στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας. Από αυτή την άποψη είναι
65
Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος,… σ. 324.
66
Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ. 120.

26
χαρακτηριστική η επισήμανση του Μαρξ ότι «όλη η κοινωνική μορφή των καθυστερημένων εθνών –
λ.χ. των δουλοκτητικών πολιτειών στις Βορειοαμερικανικές Πολιτείες (…) ή της Πολωνίας κλπ. (…) –
καθορίζεται από το ότι συνδέονται με την παγκόσμια αγορά που βασίζεται στην καπιταλιστική
παραγωγή. Όσο μεγάλο κι αν είναι το πρόσθετο προϊόν, που το βγάζουν με απλή μορφή σαν βαμβάκι
ή σαν σιτάρι από την πρόσθετη εργασία των σκλάβων τους, μπορούν να παραμείνουν σ’ αυτό το
στάδιο της απλής, μη διαφοροποιημένης εργασίας, επειδή είναι σε θέση με το εξωτερικό εμπόριο να
δίνουν σ’ αυτό το απλό προϊόν οποιαδήποτε μορφή αξίας χρήσης.»67 ΜΕ αυτή την έννοια ο Μαρξ
θεωρούσε τους δουλοκτήτες-ιδιοκτήτες φυτειών στην Αμερική, ως καπιταλιστές, χάρις στο γεγονός ότι
«υπάρχουν ως ανωμαλίες μέσα σε μια παγκόσμια αγορά, που θεμελιώνεται πάνω στην ελεύθερη
εργασία.»68
Η διάρκεια ζωής αυτών των «ανωμαλιών» δεν εξαρτάται τόσο από τις εγχώριες συνθήκες
ανάπτυξης του καπιταλισμού, όσο κυρίως από τους ανέμους που σαρώνουν την παγκόσμια αγορά,
δηλαδή από τους όρους συσσώρευσης του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως αυτοί
διαμορφώνονται σε κάθε ιστορική περίοδο. Γι αυτό και υπέρβαση των συγκεκριμένων «ανωμαλιών»,
δεν σημαίνει καθόλου «εξομάλυνση», ούτε σύγκλιση των «εθνικών» επιπέδων της παγκόσμιας
οικονομίας, αλλά αναπαραγωγή σ’ ένα νέο ιστορικό επίπεδο του χάσματος ανάμεσα σε
καθυστερημένες και προηγμένες χώρες του καπιταλισμού, πάνω ακριβώς στο έδαφος της
παγκόσμιας αγοράς. Παγκόσμιος καπιταλισμός δίχως ιστορικές «ανωμαλίες», δίχως ανισότιμες και
ανισόμετρες σχέσεις ανάμεσα σε χώρες, περιοχές, κλάδους και τομείς της παγκόσμιας οικονομίας,
δίχως οργανική εξάρτηση και ανελέητη λεηλασία των λιγότερο ανεπτυγμένων από μια χούφτα
οικονομικά ισχυρούς, δίχως την αδιάκοπη προσπάθεια κάθε μεγάλης δύναμης να αποσπάσει
«πρόσθετο κέρδος» ακόμη και από τους κύριους διεθνείς ανταγωνιστές της, δεν μπορεί να υπάρξει.
Γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον προκλητικό να αποδίδεται στον Μαρξ η άποψη ότι «συνέδεε
πάντοτε την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με το εθνικό κράτος» και κατανοούσε
την παγκόσμια οικονομία μόνο στο επίπεδο της «αλληλεξάρτησης» των «εθνικών οικονομιών».69
Οφείλουμε να σημειώσουμε την ιδιαίτερη επιμονή του κ. Μηλιού να προσάψει στον Μαρξ, αλλά και
στο Λένιν, τις δικές του ιδιάζουσες και παρωχημένες απόψεις περί «εθνικού καπιταλισμού». Για να
«διευκολυνθεί», λοιπόν, επέτρεψε στον εαυτό του μια προκλητική και εντελώς ανέντιμη «χειρουργική
επέμβαση» σε τοποθετήσεις των κλασικών του μαρξισμού, μόνο και μόνο για να τους εμφανίσει ως
οπαδούς του δικού του δόγματος, που κατανοεί την παγκόσμια αγορά σαν εξωτερική προβολή, ή
άθροισμα των εξωτερικών οικονομικών λειτουργιών του «κράτους-έθνους» και την οποία αρέσκεται
να αποδίδει με τη νεομαρξίζουσα ορολογία της δεκαετίας του ’60, ως «εθνικό κοινωνικό σχηματισμό».
Βέβαια, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν έστω και στοιχειώδη οικονομική μόρφωση, η άποψη αυτή
του κ. Μηλιού δεν αντλείται από τον Μαρξ – αν και με ανέντιμο τρόπο αποδίδεται σ' αυτόν – αλλά
από τον μερκαντιλισμό του 17ου και 18ου αιώνα, ο οποίος θεωρούσε πως ουσιαστικά δεν υπήρχε
παγκόσμια οικονομία, αλλά το άθροισμα των εξωτερικών οικονομικών επιδιώξεων των εθνικών
κρατών. Η άποψη αυτή των μερκαντιλιστών, πέρασε στα σχολικά εγχειρίδια διεθνούς οικονομικής
που διδάσκονται ακόμη και σήμερα. Έτσι δεν είναι δύσκολο για κάποιον να ανακαλύψει αυτές τις
«καινοτόμες» και «μαρξιστικές» απόψεις του κ. Μηλιού σε οποιοδήποτε δυτικό εγχειρίδιο της σειράς,
που αντιλαμβάνεται τη «διεθνή οικονομία», ως «οικονομικές σχέσεις ανάμεσα σε έθνη.»70 Η κύρια
διαφορά με τον κ. Μηλιό βρίσκεται στο γεγονός πως τα σχολικά εγχειρίδια είναι σαφώς πιο έντιμα,
διότι δεν αποδίδουν αυτές τις απόψεις στον Μαρξ. Η επίσημη οικονομική προβληματική από την
εποχή του μερκαντιλισμού έως σήμερα, αντιλαμβάνεται τα έθνη, ή τα «έθνη-κράτη» ως «αυτοτελείς
οικονομικές μονάδες» – αυτοτελείς «εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς», όπως προτιμά ο κ. Μηλιός
– οι οποίες έρχονται σε «αλληλεξάρτηση» μέσω κυρίως του εξωτερικού εμπορίου. Η ίδια
προβληματική βρίσκεται στη βάση ακόμη και των σύγχρονων οπαδών της παγκοσμιοποίησης. Γι
αυτό και παρουσιάζουν την παγκόσμια αγορά κεφαλαίου και τη «μετατόπιση» του κυρίαρχου ρόλου
από την «εθνική οικονομία», στην «επιχείρηση» και την παγκόσμια αγορά, ως «καινοφανές γεγονός»
και ως ιστορική ήττα του «έθνους-κράτους». Η διαφορά τους με τον κ. Μηλιό, είναι μία και μόνη: η
εμμονή του τελευταίου σε πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις των σχολικών εγχειριδίων, τις οποίες
μάλιστα πασχίζει να εμφανίσει και ως «συνεπή μαρξισμό».
Η εκβιομηχάνιση με πηγή την εγχώρια αγορά, υπήρξε ιστορικά μόνο ως αμυντική αντίδραση και
ταυτόχρονα ως προσπάθεια διεκδίκησης μεριδίου σε μια παγκόσμια αγορά που ήδη κυριαρχείται από
το βιομηχανικό μονοπώλιο της Βρετανίας. Η αναγωγή της «εθνικής οικονομίας» ως πρωταρχικού
67
Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο,… σ. 278.
68
Κ. Μαρξ, Grundrisse. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 28. Moscow: Progress Publishers,
1986, σ. 436.
69
Βλ. χαρακτηριστικά Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό. Αθήνα: Κριτική, 1997, σ.
20, κ. ά.
70
βλέπε π.χ. S. T. Ellsworth, The International Economy. New York: Macmillan, 1964, σ. 4

27
σημείου αναφοράς, γινόταν από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, κάθε φορά που χρειαζόταν να
δικαιολογήσουν την αναβίωση ενός ισχυρού – επιθετικού ή αμυντικού – δασμολογικού
προστατευτισμού, καθώς και άλλων μέσων μερκαντιλιστικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα επεδίωκαν
να προσηλυτίσουν τις εργαζόμενες τάξεις της χώρα τους, στην ιδέα πως ο δικός τους «εθνικός
καπιταλισμός» είναι διαφορετικός και καλύτερος από ότι των άλλων κρατών, πως η δική τους αστική
τάξη είναι πιο «εθνικά σκεπτόμενη» και ομονοούσα από ότι όλες οι άλλες. Σ' όλα αυτά ο Μαρξ
απαντούσε πως αυτή η φιλολογία για την ιδιαιτερότητα των «εθνικών οικονομιών» δεν είναι παρά η
κλασσική προβληματική ενός αστού Φιλισταίου: «Στο εσωτερικό θέλει να' ναι αστός κι εκμεταλλευτής,
αλλά δεν θέλει να τον εκμεταλλεύονται στο εξωτερικό. Για το εξωτερικό φουσκώνει αρκετά, ώστε
απέναντι στις ξένες χώρες να φαίνεται τόσος όσο ένα "έθνος" και λέει: δεν θα υποταχθώ στους νόμους
του ανταγωνισμού, αυτό είναι ενάντια στην εθνική μου αξιοπρέπεια, σαν έθνος είμαι ανεπηρέαστος
από το παζάρεμα… Ο αστός, παρ' όλο που ατομικά αγωνίζεται ενάντια στους άλλους αστούς, έχει
σαν τάξη κοινά συμφέροντα με τους άλλους αστούς, και η κοινότητα αυτή των συμφερόντων, όπως
στο εσωτερικό στρέφεται ενάντια στο προλεταριάτο, στο εξωτερικό στρέφεται ενάντια στους αστούς
των άλλων εθνών. Αυτό αποκαλεί ο αστός ως εθνικότητά του.»71

Τα νέα φαινόμενα και η απάντηση του Μπουχάριν


Στη βάση της ανάλυσης του Μαρξ, ο Μπουχάριν θεωρεί ότι το ιδιαίτερο γνώρισμα της νέας
εποχής δεν πρέπει να αναζητηθεί απλά στη ραγδαία διεθνοποίηση των οικονομικών σχέσεων, είτε με
τη μορφή του διεθνούς εμπορίου, είτε ακόμη και με τη μορφή της εξαγωγής κεφαλαίου. Παρά το
γεγονός ότι καταγράφονται πλήθος νέα φαινόμενα, το διεθνές εμπόριο, ως εκδήλωση του κυρίαρχου
παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, όπως και η εξαγωγή κεφαλαίου, χαρακτήριζαν ευθύς εξαρχής
την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου. Τι συμβαίνει λοιπόν; Που βρίσκεται η καινοτομία της νέας
εποχής;
Για τον Μπουχάριν «η κινητήρια δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν έγκειται στην
αδυναμία επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσα στη χώρα, αλλά στην επιδίωξη ενός υψηλότερου
ποσοστού κέρδους… Ένα χαμηλότερο ποσοστό κέρδους οδηγεί τα εμπορεύματα και το κεφάλαιο όλο
και πιο μακριά από την «χώρα προέλευσής» τους. Αυτή η διαδικασία εκτελείται ταυτοχρόνως σε
διαφορετικούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Οι καπιταλιστές των διαφόρων «εθνικών
οικονομιών» συγκρούονται εδώ σαν ανταγωνιστές, και όσο πιο σθεναρή είναι η επέκταση των
παραγωγικών δυνάμεων του παγκόσμιου καπιταλισμού, τόσο πιο έντονη είναι η ανάπτυξη του
εξωτερικού εμπορίου και τόσο περισσότερο οξύνεται η σύγκρουση στο πεδίο του ανταγωνισμού. Τις
τελευταίες δεκαετίες, συνέβησαν τέτοιες ποσοτικές μετατροπές στον τομέα αυτόν που η ίδια η
ποιότητα του φαινομένου απέκτησε νέα μορφή. Αυτές οι μετατροπές προέρχονται, θα λέγαμε, από δύο
αντίθετες πλευρές. Πρώτο, η διαδικασία μαζικής παραγωγής αυξάνεται στο έπακρο. Με άλλα λόγια,
υπάρχει αύξηση του όγκου των εμπορευμάτων που αναζητούν αγορά στο εξωτερικό, φαινόμενο που
είναι, πολύ χαρακτηριστικό της τελευταίας περιόδου. Δεύτερο, οι ελεύθερες αγορές, δηλαδή οι αγορές
που δεν έχουν ακόμα καταλάβει οι μονοπωλιακές «μεγάλες δυνάμεις», μειώνονται όλο και
περισσότερο. Αυτές οι μεγάλες δυνάμεις, υποκινούμενες από τις ανάγκες του εγχώριου κεφαλαίου,
κατέλαβαν πολύ γρήγορα τα ελεύθερα εδάφη και από τα 1870 – 1880, οι «εδαφικές προσαρτήσεις»
προχώρησαν με πυρετώδη ρυθμό.»72
Επομένως, «είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί παρατηρούμε την εξαγωγή κεφαλαίου σχεδόν
καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξης του καπιταλισμού. Όμως, μόνο τις τελευταίες δεκαετίες η εξαγωγή
κεφαλαίου απέκτησε μία εξαιρετική σημασία που ποτέ πριν δεν είχε. Μπορούμε να πούμε ακόμα πως,
ως ένα βαθμό, πρόκειται εδώ για τη δημιουργία ενός νέου τύπου οικονομικού δεσμού μεταξύ των
χωρών, τόσο αυξήθηκε η σημασία αυτής της μορφής διεθνούς οικονομικής διασύνδεσης.»73 Γιατί
συνέβη αυτό; Σε τι συνίσταται η «νέα μορφή» της ποιότητας του φαινομένου, για την οποία μιλά ο
Μπουχάριν;
Η παραδοσιακή απάντηση στα ερωτήματα αυτά ήταν ότι τα νέα φαινόμενα τα επέβαλε η «άνοδος
των παραγωγικών δυνάμεων», ενώ ολόκληρη η νεώτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού
αντιμετωπιζόταν ως προϊόν, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της παραγωγής, της τεχνολογίας και της
επικοινωνίας. Με άλλα λόγια η βασικά ενεργούσα και αποφασιστική δύναμη της ιστορικής εξέλιξης
του καπιταλισμού, ήταν οι παραγωγικές δυνάμεις και πολύ συχνά κυρίως η τεχνική σύνθεση της

71
Κ. Μαρξ, Σχέδιο κριτικής στο σύστημα εθνικής οικονομίας του Φρίντριχ Λιστ. K. Marx & F. Engels,
Collected Works, vol. 4. New York: Progress Publishers, 1976, σ. 280-281. Τώρα πως γίνεται και οι
θεωρητικές περιπέτειες ενός «αστού Φιλισταίου» του 19ου αιώνα, να εμφανίζονται σήμερα ως
«συνεπής μαρξισμός», αυτό μόνο ο κ. Μηλιός το ξέρει.
72
Ν. Bukharin, Imperialism and World Economy, London: The Merlin Press, 1976, σ. 84-85.
73
Στο ίδιο, σ. 96.

28
παραγωγής. Αυτή ήταν η ουσία του «οικονομικού ντετερμινισμού» που, όπως έχουμε ήδη
επισημάνει, ανθούσε στους θεωρητικούς κύκλους της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας και ο οποίος
αντιλαμβανόταν τον τρόπο παραγωγής, όχι μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται
ανάμεσα στους ανθρώπους πρώτα και κύρια κατά την παραγωγική διαδικασία, αλλά πρωταρχικά
μέσα από τις οικονομικο-τεχνικές σχέσεις του ανθρώπου με τα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής. Γι
αυτό και πολύ συχνά οι μαζικής εφαρμογής παραγωγικές καινοτομίες, όπως π.χ. ο μηχανικός
αργαλειός, η ατμομηχανή, ο τηλέγραφος, η ηλεκτροκίνηση, η εξέλιξη της βιομηχανικής χημείας, κοκ.,
προβάλλονται ως τα καθοριστικά στοιχεία της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης, ως οι αποφασιστικές
καμπές στην οικονομική ιστορία της κοινωνίας.
Αντίθετα, η απάντηση του Μπουχάριν εντοπίστηκε σε ένα νέο ποιοτικό μίγμα οικονομίας και
πολιτικής, το «κρατικο-καπιταλιστικό τραστ». «Η ανάπτυξη των μετοχικών εταιριών», έγραφε ο
Μπουχάριν, «η οποία επέτρεψε τη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων ενός μεγάλου αριθμού
μεμονωμένων επιχειρηματιών και η οποία επέφερε ένα ριζικό πλήγμα στην αρχή της ατομικής
ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων, δημιούργησε, ταυτοχρόνως, τις απαραίτητες συνθήκες για την
ανάπτυξη των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων των επιχειρηματιών. Η συγκέντρωση των κεφαλαίων
έλαβε μία διαφορετική μορφή: τη συγκέντρωση στα τραστ… Όμως η ανάπτυξη δεν περιορίζεται εκεί.
Με διαφόρους τρόπους, μεμονωμένοι κλάδοι παραγωγής συνενώνονται σε ένα συλλογικό σώμα,
οργανωμένο σε ευρεία κλίμακα. Το χρηματιστικό κεφάλαιο κλείνει το σύνολο της χώρας στη μέγγενή
του. Η «εθνική οικονομία» μετατρέπεται σε ένα γιγάντιο μεικτό τραστ στο οποίο συνέταιροι είναι οι
οικονομικοί όμιλοι και το κράτος. Ορίζουμε αυτούς τους σχηματισμούς με τον όρο κρατικά
καπιταλιστικά τραστ. Βεβαίως, δεν μπορούμε, κυριολεκτώντας, να ταυτίσουμε τους σχηματισμούς
αυτούς με τη διάρθρωση του τραστ. Το τελευταίο, αποτελεί μία οργάνωση πολύ πιο συγκεντρωτική και
λιγότερο άναρχη. Όμως ως ένα βαθμό, κυρίως σε σχέση με την προηγούμενη φάση του
καπιταλισμού, τα οικονομικώς ανεπτυγμένα κράτη έχουν ήδη προχωρήσει πολύ προς μια κατάσταση
όπου μπορούμε να τα θεωρήσουμε σαν μεγάλες οργανώσεις με μορφή τραστ, ή, όπως τα ορίσαμε,
σαν κρατικά καπιταλιστικά τραστ. Μπορούμε επομένως σήμερα να μιλήσουμε για συγκέντρωση
κεφαλαίου στα κρατικά καπιταλιστικά τραστ, που θεωρούνται οργανικά συστατικά μιας πολύ πιο
εκτεταμένης κοινωνικο-οικονομικής οντότητας, της παγκόσμιας οικονομίας.»74
Η προσέγγιση αυτή προσπαθεί να ερμηνεύσει όχι μόνο την άνοδο των τραστ, αλλά ταυτόχρονα
και τη σύζευξή τους με το κράτος. Είναι προφανές ότι για τον Μπουχάριν τα τραστ και γενικά το
καπιταλιστικό μονοπώλιο, ενώ παραμένει και στην αντίληψή του ως «άρνηση του ανταγωνισμού»,
δεν αποτελεί τη συνήθη για τη σοσιαλδημοκρατία εκείνης της εποχής «προοδευτική» εξέλιξη, ως
προς τη συγκέντρωση της παραγωγής, αλλά τον οικονομικό φορέα πάνω στον οποίο συγκροτείται
τόσο το χρηματιστικό κεφάλαιο, όσο και το «κρατικό καπιταλιστικό τραστ». Όμως, το κεντρικό
πρόβλημα παραμένει: Αν τα τραστ και τα καρτέλ γεννήθηκαν ως «άρνηση του ανταγωνισμού», τότε
γιατί να μην υποθέσει κανείς, όπως άλλωστε έκανε και το σύνολο σχεδόν των κορυφαίων
θεωρητικών της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, ότι η ισχυροποίηση του μονοπωλίου οδηγεί με τον ένα,
ή τον άλλο τρόπο σε «υπέρβαση» του ανταγωνισμού ακόμη και μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού;
Οπότε όλα τα γνωστά «κακά» της αναρχίας της παραγωγής, των κρίσεων, των συγκρούσεων μαζί και
των πολέμων, δεν ήταν παρά παροδικά φαινόμενα στην πορεία ανάπτυξης του μονοπωλιακού
καπιταλισμού.
Ο Μπουχάριν αντιλαμβανόταν αυτό το οξύμωρο σχήμα και προσπάθησε να δώσει τη δική του
ιδιαίτερη απάντηση στον τρόπο που αναπτύσσεται γενικά ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό: «Υπό
το καθεστώς της ατομικής επιχείρησης οι μεμονωμένοι καπιταλιστές μάχονταν ο ένας εναντίον του
άλλου με τον ανταγωνισμό. Η «εθνική οικονομία» και η «παγκόσμια οικονομία» αποτελούσαν απλώς
τα αθροιστικά σύνολα αυτών των σχετικά ήσσονος σημασίας μονάδων «που συνδέονται μεταξύ τους
με τη συναλλαγή και ανταγωνίζονται κυρίως σε εθνικά πλαίσια». Η διαδικασία συγκεντροποίησης
εκφράστηκε με την απορρόφηση των μικρών καπιταλιστών από τους μεγάλους και με την ανάπτυξη
των μεγάλων ατομικών επιχειρήσεων. Παράλληλα με την ανάπτυξη των μεγάλων και γιγαντιαίων
επιχειρήσεων, η επεκτατική τάση του ανταγωνισμού μειωνόταν συνεχώς (μέσα στα δεδομένα εδαφικά
σύνορα), και ο αριθμός των ανταγωνιστών μειώθηκε παράλληλα με τη διαδικασία συγκεντροποίησης.
Όμως η ένταση του ανταγωνισμού αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω του ότι ένας ελάχιστος αριθμός
μεγάλων επιχειρήσεων έριξαν στην αγορά έναν όγκο προϊόντων που ήταν άγνωστος στις
προηγούμενες εποχές. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση κεφαλαίων κατέληξαν έτσι στην
οργάνωση των τραστ. Η πάλη μέσω του ανταγωνισμού έγινε ακόμα πιο σκληρή. Από ανταγωνισμός
μεταξύ μίας πληθώρας ατομικών επιχειρήσεων, μετετράπη σε λυσσώδη ανταγωνισμό μεταξύ
ορισμένων μεγάλων καπιταλιστικών ενώσεων που ακολουθούν μία πολύπλοκη και, σε μεγάλο βαθμό,
καλά υπολογισμένη πολιτική. Ο ανταγωνισμός εξαφανίζεται τελικά σε έναν ολόκληρο κλάδο
παραγωγής ο πόλεμος ξεσπά, πιο βίαιος, μεταξύ των βιομηχανικών κοινοπραξιών των διαφόρων
74
Στο ίδιο, σ. 117-118

29
κλάδων, για το μοίρασμα της υπεραξίας: οι οργανώσεις παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων
στρέφονται ενάντια στις κοινοπραξίες που κατέχουν την παραγωγή των πρώτων υλών, και το
αντίστροφο. Η διαδικασία συγκεντροποίησης προχωρά βήμα – βήμα. Κοινοπραξίες βιομηχανικών και
τραπεζικών κονσόρτσιουμ συγκεντρώνουν όλη την εθνική παραγωγή, η οποία λαμβάνει τη μορφή
μιας εταιρείας εταιρειών και η οποία μετατρέπεται έτσι σε κρατικό καπιταλιστικό τραστ. Ο
ανταγωνισμός αγγίζει το μέγιστο, το τελευταίο στάδιο ανάπτυξής του: τον ανταγωνισμό των κρατικών
καπιταλιστικών τραστ στην παγκόσμια αγορά. Στα πλαίσια των «εθνικών» οικονομιών ο ανταγωνισμός
μειώνεται στο ελάχιστο για να φουντώσει σε κολοσσιαίες αναλογίες, που δεν θα ήταν δυνατές σε
οποιαδήποτε από τις προηγούμενες ιστορικές εποχές.»75
Κι έτσι οδηγείται στην άποψη ότι την ίδια ώρα που ο ανταγωνισμός πεθαίνει στο εσωτερικό μιας
«εθνικής οικονομίας», αναφύεται ακόμη πιο αδυσώπητος στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας με
φορέα το κρατικό καπιταλιστικό τραστ. «Βεβαίως», έγραφε ο Μπουχάριν, «ο ανταγωνισμός μεταξύ
των «εθνικών οικονομιών», δηλαδή μεταξύ των ιθυνουσών τάξεών τους, υπήρχε και πριν. Είχε όμως
έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα λόγω του ότι η εσωτερική διάρθρωση των «εθνικών οικονομιών»
ήταν σαφώς διαφορετική. Η «εθνική οικονομία» δεν εμφανιζόταν στην παγκόσμια αγορά ως ένα
σύστημα ομοιογενές, οργανωμένο, με σημαντική οικονομική δύναμη: στους κόλπους αυτής της
οικονομίας, ο ελεύθερος ανταγωνισμός κυριαρχούσε χωρίς αμφιβολία. Αντιθέτως, ο ανταγωνισμός
στην παγκόσμια αγορά ήταν εξαιρετικά αδύναμος. Όλα αυτά φαίνονται τώρα τελείως διαφορετικά στην
εποχή του χρηματιστικού καπιταλισμού. Το κέντρο βάρους μετατίθεται στον ανταγωνισμό μεταξύ
γιγαντιαίων, ομοιογενών και οργανωμένων οικονομικών οργανισμών, με τεράστια ανταγωνιστική
ικανότητα στον παγκόσμιο αγώνα των «εθνών». Ο ανταγωνισμός εδώ οργιάζει στο μέγιστο βαθμό. Η
διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου μεταμορφώνεται και εισέρχεται σε μία ανώτερη φάση. Η
απορρόφηση των μικρών καπιταλιστικών μονάδων από μεγαλύτερες, η απορρόφηση των μικρών
τραστ, η απορρόφηση ακόμα και μεγάλων τραστ από μεγαλύτερα, περνάει σε δεύτερο πλάνο και
μοιάζει ένα απλό παιχνίδι μπροστά στην απορρόφηση ολόκληρων χωρών που αποκόπτονται με τη
βία από τα οικονομικά τους κέντρα και ενσωματώνονται στο οικονομικό σύστημα των θριαμβευτών
«εθνών». Η ιμπεριαλιστική προσάρτηση αποτελεί, λοιπόν, μόνο μια περίπτωση της γενικής
καπιταλιστικής τάσης για συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μια περίπτωση συγκεντροποίησης το
εύρος της οποίας αντιστοιχεί στο επίπεδο του ανταγωνισμού των κρατικών καπιταλιστικών τραστ.
Αρένα αυτής της σύγκρουσης γίνεται η παγκόσμια οικονομία. Τα οικονομικά και πολιτικά όρια αυτής
της σύγκρουσης είναι το παγκόσμιο τραστ, το ένα και μοναδικό παγκόσμιο κράτος υποταγμένο στο
χρηματιστικό κεφάλαιο των νικητών, οι οποίοι έχουν αφομοιώσει όλους τους άλλους – ένα ιδεώδες
που ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί ακόμα και οι πιο θερμοκέφαλοι των περασμένων εποχών.»76
Η απάντηση αυτή σχετίζεται με δυο θεμελιακές απόψεις του Μπουχάριν: Αφενός με τον τρόπο
που αντιλαμβάνεται τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό. Κι αφετέρου με την αντίληψή του για το
κράτος. Η οπτική του Μπουχάριν σχετικά με τον ανταγωνισμό στην αγορά δεν διαφέρει ουσιαστικά
από την κλασσική προβληματική της αστικής πολιτικής οικονομίας. Τον αντιλαμβάνεται πρωτίστως
ως εξωστρεφή συμπεριφορά των «οικονομικών μονάδων», είτε πρόκειται για άτομα, είτε για
επιχειρήσεις, είτε για «εθνικές οικονομίες», στα πλαίσια της αγοράς. Γι αυτό και μένει σε μια
οργανωτική-λειτουργική ανάγνωση του ανταγωνισμού ως πηγή της «αναρχίας» στην οικονομία και
την παραγωγή. Κι έτσι την κυριαρχία των τραστ και των καρτέλ την αντιλαμβάνεται ως «άρνηση του
ανταγωνισμού».
Επομένως για τον Μπουχάριν το ουσιαστικά καινούργιο στοιχείο ήταν η συνένωση των τραστ με
το κράτος. Κι αυτή η συνένωση μετασχηματίζει την «άρνηση του ανταγωνισμού» σε εθνικό επίπεδο,
σε όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο
νέο ρόλο του κράτους. Για τον Μπουχάριν είναι προφανές ότι το κράτος δεν είναι κάτι «ουδέτερο»,
δεν είναι κάποιος θεσμός που στέκει πάνω από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά αντίθετα ο
χαρακτήρας και ο ρόλος του σε κάθε ιστορική εποχή εξηγείται από το επίπεδο και τις ανάγκες της
κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Την εποχή της κυριαρχίας των μονοπωλίων, των τραστ και των
καρτέλ, το κράτος συγχωνεύεται με το χρηματιστικό κεφάλαιο, ώστε να εγγυηθεί την απόλυτη
κυριαρχία του στο εσωτερικό και να λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός ενάντια στους ανταγωνιστές
στο εξωτερικό. ΜΕ αυτόν τον τρόπο, ο Μπουχάριν, έβλεπε το κράτος όλο και περισσότερο να
αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, οργανικό συστατικό της
καπιταλιστικής οικονομίας. Η ανώτερη μορφή του κρατικού καπιταλιστικού τραστ και της λειτουργίας
του τόσο προς τα μέσα, όσο και προς τα έξω, ήταν η «πολεμική οικονομία»77.
Απέναντι σ’ ένα τέτοιο κράτος τα παλιά δημοκρατικά αιτήματα του εργατικού κινήματος και της
σοσιαλδημοκρατίας ήταν πια δίχως περιεχόμενο, χρησίμευαν μόνο για να σπέρνουν αυταπάτες στο
75
Στο ίδιο, σ. 118-119.
76
Στο ίδιο, σ. 119-120.
77
Στο ίδιο, σ. 144-160.

30
προλεταριάτο, να το απομακρύνουν από τον άμεσο στόχο της επαναστατικής ανατροπής και
συντριβής του ιμπεριαλιστικού κράτους. Ταυτόχρονα, η άποψη αυτή για ένα κράτος που
συγχωνεύεται με την κυρίαρχη τάξη και αναλαμβάνει εργολαβικά «αντ’ αυτής» να αναπτύξει το
σύστημα των παραγωγικών της σχέσεων, προϊδεάζει για την προβληματική μετάβασης του
σοσιαλισμού που θα υποστηρίξει ο ίδιος ο Μπουχάριν αμέσως μετά την Οκτωβριανή. Θεωρούσε την
κρατική εξουσία, το ίδιο το κράτος ότι αποτελεί όχι το βασικό μοχλό, αλλά τον φορέα που
αναλαμβάνει εργολαβικά την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, υποκαθιστώντας την εργατική τάξη και
τους κοινωνικούς της συμμάχους. Η άποψη αυτή που επικράτησε στην περίοδο του «πολεμικού
κομμουνισμού», δεν είναι τυχαίο ότι μετέτρεψε τον Μπουχάριν σε κύριο ιδεολογικό της εκφραστή. Η
ίδια ακριβώς άποψη θα αναβιώσει λίγο αργότερα με πιο εκτρωματικό, τραυματικό και ιστορικά
αδιέξοδο τρόπο την περίοδο της απολυταρχίας του Στάλιν.
Η αδυναμία να κατανοηθεί η αληθινή ταυτότητα της σχέσης μονοπωλίου-ανταγωνισμού, οδηγεί
τον Μπουχάριν αφενός να αποδέχεται ουσιαστικά τον «οικονομικό ντετερμινισμό» της
σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με την «κατάργηση του ανταγωνισμού», έστω κι αν την περιορίζει μόνο
στο «εθνικό» επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου. Κι από την άλλη να γλιστρά σε μια
κατεξοχήν πολιτική ερμηνεία της διεθνούς οικονομίας και του πολέμου, ανάγοντας το κράτος σε
καθοριστική δύναμη όχι μόνο του «εποικοδομήματος», αλλά και της «βάσης» του καπιταλισμού.
Παρόλα αυτά ο Μπουχάριν δεν υπήρξε οπαδός του «οργανωμένου καπιταλισμού» εκείνου του είδους
που εισήγαγε μεταπολεμικά ο Χίλφερντινγκ και άλλοι σοσιαλδημοκράτες. Έστω κι αν πολύ αργότερα
την εποχή της διατεταγμένης κατασυκοφάντησης του Μπουχάριν και της αυταρχικής κομματικής του
φίμωσης, έγινε πολύ της μόδας να τον κατηγορούν με μεγάλη ευκολία και προφανή σκοπιμότητα ως
οπαδό του «οργανωμένου καπιταλισμού». Αντίθετα, ο Μπουχάριν θεωρούσε ότι παρά την άμεση
εμπλοκή του κράτους στις οικονομικές σχέσεις και την κατάργηση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό
των «εθνικών οικονομιών», όπως λανθασμένα εκτιμούσε, ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος να
περάσει σε μια εποχή «οργανωμένης οικονομικής αναταραχής», όπου «η γραφειοκρατικοποίηση της
οικονομίας, αποτελεί τη μοίρα του καπιταλισμού» και αποτελεί το «δρόμο για τον οικονομικό
λήθαργο», για την «αρτηριοσκλήρωση της οικονομίας, το φράξιμο του κυκλοφορικού συστήματος που
γενικά εμφανίζεται στα γεράματα και συνιστά τον προάγγελο του θανάτου… όλα αυτά τα φαινόμενα
είναι σημάδια αποσύνθεσης.»78 Ο Μπουχάριν φανταζόταν, όπως και σχεδόν το σύνολο του
επαναστατικού μαρξισμού την εποχή αυτή, ότι το μονοπώλιο, ή το «κρατικό καπιταλιστικό τραστ»,
όπως υποστήριζε ο ίδιος, μέσα από την κατάργηση του ανταγωνισμού, οδηγούσε τις «εθνικές
οικονομίες» σε κατάσταση χρόνιας στασιμότητας, παρακμής και αποσύνθεσης, όπου μόνο οι
ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις στο εξωτερικό, οι συγκρούσεις, οι οξύτατοι ανταγωνισμοί στην παγκόσμια
αγορά και φυσικά οι πόλεμοι μπορούσαν να δώσουν κάποια διέξοδο στην «αρτηριοσκλήρωση της
οικονομίας».

Η ιστορική σχέση ανταγωνισμού και μονοπωλίου


Ωστόσο ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός δεν συνίσταται απλά σε ένα ακόμη φαινόμενο των
αγορών, ούτε αφορά μόνο στην οικονομική κίνηση του κεφαλαίου, ή πολύ περισσότερο στην αγοραία
συμπεριφορά των επιμέρους «οικονομικών μονάδων». Αντίθετα, συνιστά μια καθολική δύναμη
εξωτερίκευσης των πιο γενικών τάσεων που ενυπάρχουν στην ίδια τη φύση του κεφαλαίου. Πρόκειται
για μια δύναμη επιβεβαίωσης, εν δυνάμει υπέρβασης, αλλά και αναπαραγωγής σε ένα νέο ιστορικό
πλαίσιο των εσωτερικών ορίων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Όπως και μια ακατάλυτη
δύναμη συγκρότησης και ανασυγκρότησης τάξεων, ταξικών σχέσεων και αντιθέσεων στον
καπιταλισμό.
Αυτός είναι ο λόγος που ο ανταγωνισμός, δηλαδή η επιδίωξη του ιδιωτικού συμφέροντος με
στόχο το κέρδος, όπως και η θεμελίωση της οικονομίας πάνω στην προσωπική ιδιοτέλεια στο έδαφος
της καθολικής κυριαρχίας της αγοράς, αποτελεί ευθύς εξαρχής το υπέρτατο φετίχ της αστικής
κοινωνίας. Ευθύς εξαρχής η εμπορευματική παραγωγή, η παραγωγή για την αγορά, θεμελιώνεται όχι
μόνο σ’ έναν κατακερματισμό ιδιωτικών συμφερόντων, σ’ έναν κοινωνικό καταμερισμό εργασίας που
βασίζεται στον ιδιώτη και τις επιδιώξεις του στην αγορά, αλλά και στην απόσπαση, την αποξένωση
του προϊόντος από τον παραγωγό, των αποτελεσμάτων της εργασίας από την ίδια την εργασία, της
ιδιοκτησίας από τον ιδιοκτήτη. Τίποτε δεν «υπάρχει» αν δεν αναμετρηθεί με την αγορά με όρους
«αγοραστικής δύναμης» και αξίας. Τίποτε δεν έχει σημασία αν δεν έχει αντίκρισμα στην αγορά, αν
δεν μπορεί να πουληθεί, ή να αγορασθεί. Εδώ ακριβώς θεμελιώνεται η «αναρχία» στην παραγωγή
και γενικά η αυθαιρεσία στην αγορά. Ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό δεν είναι απλά προϊόν της

78
Νικολάι Μπουχάριν, «Η Θεωρία της ‘Οργανωμένης Οικονομικής Αναταραχής’». Ν. Ι. Bukharin,
Selected Writings on the State and the Transition to Socialism. New York: M. E. Sharpe, 1982, σ.
331-351.

31
αντιπαράθεσης των ιδιωτικών επιδιώξεων στην αγορά, αλλά εκφράζει πρωτίστως την αναμέτρηση
του ιδιωτικού συμφέροντος με την ίδια την αγορά συνολικά.
Η αναμέτρηση αυτή παράγει αναγκαστικά το μονοπώλιο, όχι ως «άρνηση του ανταγωνισμού»,
αλλά ως οργανική ανάγκη ανάπτυξης του ίδιου του ανταγωνισμού. Ο Ένγκελς ήδη από τα 1843
σημείωνε: «Ο ανταγωνισμός βασίζεται στο ιδιωτικό συμφέρον και το ιδιωτικό συμφέρον με την σειρά
του γεννά το μονοπώλιο. Εν ολίγοις, ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπώλιο. Από την άλλη
μεριά, το μονοπώλιο δεν μπορεί να αναχαιτίσει την παλίρροια του ανταγωνισμού – στην
πραγματικότητα αυτό το ίδιο αναγεννά τον ανταγωνισμό.»79. Κι αυτό γιατί ο «ανταγωνισμός
προϋποθέτει εξαρχής το μονοπώλιο – δηλαδή, το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας»80. Όσο λοιπόν υπάρχει
ιδιωτικό συμφέρον, στηριγμένο στο μονοπώλιο της ιδιοκτησίας, θα υπάρχει και ανταγωνισμός, όσο
μονοπωλημένη κι αν είναι η αγορά.
Οι ίδιες οι εσωτερικές ανάγκες του κεφαλαίου για συσσώρευση εξαρτώνται άμεσα από τις εξής
βασικές προϋποθέσεις: Πρώτο, από τη δυνατότητα μεταλλαγής μέσω της αγοράς των μορφών της
καπιταλιστικής ιδιοκτησίας από αυστηρά προσωπικές σε πιο απρόσωπες, από σταθερές σε πιο
ρευστές επιχειρηματικά. Δεύτερο, από τη δυνατότητα ανατροπής του κοινωνικού καταμερισμού
εργασίας, ώστε να αναδεικνύεται κάθε φορά μια νέα παραγωγική βάση της οικονομίας, ένα νέο
υπόβαθρο «προσφοράς» εμπορευματικών προϊόντων και υπηρεσιών κι έτσι μια νέα διεύρυνση της
αγοράς γενικά. Τρίτο, από τη δυνατότητα συμπίεσης του «παραγωγικού κόστους» μέσα από τη
συγκέντρωση της παραγωγής και την αυξημένη προσφορά στην «αγορά εργασίας». Τέταρτο, από τη
δυνατότητα αναζήτησης νέων περιθωρίων κέρδους γενικά, αλλά και «πρόσθετου κέρδους»
κατακτώντας κάθε είδους «συγκριτικά πλεονεκτήματα» σε συνθήκες ανοιχτής αγοράς. Πέμπτο, από
τη δυνατότητα διαρκούς διεύρυνσης των πηγών άντλησης χρηματικού κεφαλαίου, όπως π.χ. με τη
χρηματιστική κερδοσκοπία, την πίστη, το πλασματικό, ή εικονικό κεφάλαιο. Δίχως αυτές τις
προϋποθέσεις δεν μπορεί να υπάρξει διευρυμένη αναπαραγωγή στον καπιταλισμό, δεν μπορεί να
υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη γενικά.
Ωστόσο, οι δυνατότητες αυτές μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο μέσα από τον
ανταγωνισμό, μόνο μέσα από την ανταγωνιστική υπέρβαση του ιδιωτικού συμφέροντος στην αγορά,
μέσα από την καταστροφή και την αναδημιουργία πλήθους ενδιάμεσων μορφών, τις διαρκείς
αναμετρήσεις εμπράγματης δύναμης, τις οξύτατες διακυμάνσεις και ανισομέρειες. Γι αυτό και όταν
αναφερόμαστε στον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής:
Πρώτο: Ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό δεν είναι μόνο, ή απλά μια διαλυτική δύναμη, μια
δύναμη «αναρχίας», αλλά ταυτόχρονα και πρωτίστως μια κατεξοχήν δύναμη εσωτερικής συνοχής του
συστήματος, μια δύναμη μετάβασης από το «μερικό» στο «όλο», μια δύναμη φθοράς, ανατροπής και
υπέρβασης των πιο παρωχημένων μορφών της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής. Μόνο που στα
πλαίσια κυριαρχίας της αγοράς και του κεφαλαίου αυτό δεν μπορεί να γίνει αλλιώς παρά μόνο σε
συνθήκες γενικής καταστροφής και βαρβαρότητας. Για ένα σύστημα που βασίζεται στην αγορά και
αναπαράγεται μέσω αυτής, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος τρόπος ανάδειξης της «γενικής
συνισταμένης». Δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος τρόπος «ρύθμισης» του ιδιωτικού
συμφέροντος, της έμφυτης αυθαιρεσίας και στενότητας που το χαρακτηρίζει. Δεν μπορεί να υπάρξει
κανένας άλλος τρόπος ουσιαστικής και διαρκούς διεύρυνσης της αγοράς. Έστω κι αν χρειάζεται να
κατεδαφιστούν με τον πιο ανελέητο τρόπο παραγωγικά πρότυπα, παραδοσιακές και μη αγορές,
ολόκληρες οικονομίες και κοινωνίες. Επομένως η έννοια της «κατάργησης του ανταγωνισμού» στα
πλαίσια του καπιταλισμού, με οιονδήποτε τρόπο και μάλιστα από τον ίδιο τον καπιταλισμό, δεν είναι
απλά αδιανόητη, αλλά ένα σχήμα εγκεφαλικό, μεταφυσικό και οξύμωρο.
Η ανάδειξη του καπιταλιστικού μονοπωλίου δεν ήταν «άρνηση του ανταγωνισμού» γενικά, ούτε
πολύ περισσότερο «κατάργηση του ανταγωνισμού», αλλά μια σοβαρή ιστορική αλλαγή των μεθόδων,
του εύρους, αλλά και του χαρακτήρα του ανταγωνισμού, που στην νέα εποχή γίνεται ακόμη πιο
αδυσώπητος, πιο ανελέητος και πιο καθολικός. Είχε δίκιο ο βρετανός Ντ. Μαγκρέγκορ, επιφανής
ειδικός των αρχών του 20ου αιώνα στις επιχειρηματικές συμπράξεις και τις μετοχικές εταιρείες που
γέννησαν το μονοπώλιο, όταν συμπέραινε: «Ακόμη κι όταν οι επιχειρηματικές συμπράξεις οδηγούν
στην οικοδόμηση μεγάλων μονοπωλίων στις ανοικτές αγορές, αυτό δεν καταστρέφει τον ανταγωνισμό,
αλλά αποτελεί παράδειγμα της δύναμής του. Ανώτερη μορφή αυτής της δύναμης είναι η αδυναμία
εμφάνισης νέων ανταγωνιστών για να απειλήσουν τη θέση του. Επιπλέον οι επιχειρηματικές
συμπράξεις μπορούν να αποκρούσουν τους «εν δυνάμει» ανταγωνιστές, συντηρώντας τον
ανταγωνισμό ζωντανό στις δικές τους εσωτερικές υποθέσεις. Φυσικά, υπάρχει κάτι το παράδοξο στην
εκτίμηση ότι η απουσία ανταγωνιστών είναι η καλύτερη απόδειξη της δύναμης του ανταγωνισμού…
[Το] παράδοξο αυτό αμβλύνεται αν συνεκτιμηθούν όλες οι πλευρές του ανταγωνισμού. Στις συνθήκες
79
Φρήντριχ Ένγκελς, Περίγραμμα Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. K. Marx & F. Engels, Collected
Works, vol. 3. Moscow: Progress Publishers, 1975, σ. 432.
80
Ό. π.

32
ενός ισχυρού μονοπωλίου δεν είναι υποχρεωτικός ο καθορισμός της τιμής από το κόστος παραγωγής
– δηλαδή, από την ελευθερία υποκατάστασης [ενός προϊόντος από ένα άλλο]. Ωστόσο, οι μέθοδοι
που το κάνουν μονοπώλιο και απομακρύνουν τους ανταγωνιστές του, ώστε να ελεγχθεί αυτή η
ελευθερία, είναι μέθοδοι ανταγωνισμού: το μποϊκοτάρισμα και η διατίμηση των υλικών είναι πλευρές
της δύναμης του ανταγωνισμού, όχι λιγότερο από την παραγωγική ικανότητα. Δεν πρόκειται για
άρνηση του ανταγωνισμού, αλλά για ειδικές μεθόδους. Ένα μονοπώλιο δεν μπορεί να στηριχθεί σε
τίποτε άλλο εκτός από τη δύναμη του ανταγωνισμού. Κι αυτό από τη στιγμή που ο ανταγωνισμός δεν
είναι μια από τις πολλές οικονομικές δυνάμεις, αλλά συνώνυμο της οικονομικής ισχύος.»81
Δεύτερο: Ο ανταγωνισμός κάνει όλο και πιο «απρόσωπες» τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις,
υποβαθμίζει το ρόλο του ιδιώτη στις οικονομικές σχέσεις, υποτάσσει με τον πιο αδίστακτο τρόπο το
άτομο, την «οικονομική μονάδα», στις τυφλές δυνάμεις της αγοράς. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη
σύγχυση, ούτε πιο προκλητική διαστροφή της πραγματικότητας από την άποψη που θέλει τον
ανταγωνισμό ως «ελεύθερη δράση της ατομικής ιδιοτέλειας.»82 Η αλήθεια είναι ότι ο ανταγωνισμός
αποσπά τις οικονομικές διαδικασίες από τον έλεγχο του ατόμου, αλλά και της οργανωμένης
κοινωνίας σε οποιοδήποτε επίπεδο, ενώ εμφανίζει τους όρους και τις συνθήκες αναπαραγωγής του
κεφαλαίου και της αγοράς, ως εξωγενείς καταναγκασμούς, ως ανυπέρβλητες αναγκαιότητες της
«φύσης», ως απόκοσμες δυνάμεις που για να εξευμενιστούν απαιτούν τυφλή υποταγή. Η
«ελευθερία» στον ανταγωνισμό ισοδυναμεί με τον καταναγκασμό, με την υποταγή, με τη βίαιη
προσαρμογή σε δυνάμεις, καταστάσεις και ανάγκες πέρα από κάθε έλεγχο.
«Επειδή», έγραφε ο Μαρξ, «ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ιστορικά ως η διάλυση των περιορισμών
της γκίλντας, της κυβερνητικής ρύθμισης, των εσωτερικών δασμών και των ομοίων τους, στο
εσωτερικό της χώρας, όπως και σαν κατάργηση του αποκλεισμού, των απαγορεύσεων, ή της
προστασίας στην παγκόσμια αγορά – δηλαδή, επειδή εμφανίζεται ιστορικά ως άρνηση των ορίων και
των εμποδίων που χαρακτήριζαν τα στάδια της παραγωγής πριν το κεφάλαιο – και επειδή ιστορικά
ορθά περιγράφηκε από του Φυσιοκράτες ως laissez faire, laissez passer, αντιμετωπίστηκε στα
κατοπινά μέσα από αυτή την καθαρά αρνητική, καθαρά ιστορική του σκοπιά. Από την άλλη μεριά,
αυτό οδήγησε σε μια μεγαλύτερη ηλιθιότητα, στην αντίληψη του ανταγωνισμού ως σύγκρουση
αδέσμευτων ατόμων με κίνητρο μόνο την ιδιοτέλειά τους – ως την αμοιβαία απώθηση και έλξη των
ελεύθερων ατόμων και επομένως ως την απόλυτη μορφή ύπαρξης της ελεύθερης ατομικότητας στη
σφαίρα της παραγωγής και της ανταλλαγής. Τίποτε δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια.»83 Και
συνέχιζε: «Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του ως άλλο
κεφάλαιο, δηλαδή η αληθινή συμπεριφορά του κεφαλαίου ως κεφάλαιο… [Ο] ελεύθερος
ανταγωνισμός είναι η ελεύθερη ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, η
ελεύθερη ανάπτυξη των συνθηκών του και της διαδικασίας διαρκούς αναπαραγωγής αυτών των
συνθηκών. Στον ελεύθερο ανταγωνισμό είναι το κεφάλαιο που απελευθερώνεται, όχι τα άτομα… Ο
ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Μέσα από αυτόν, ότι
αντιστοιχεί στη φύση του κεφαλαίου, στον τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, στην
αντίληψη του κεφαλαίου, τίθεται ως εξωτερική ανάγκη για το μεμονωμένο κεφάλαιο.»84
Η ανάγκη να εμφανιστεί ο ανταγωνισμός και μάλιστα ο «ελεύθερος», περίπου ως ένα φεστιβάλ
ξεφαντώματος της ελεύθερης ατομικής πρωτοβουλίας, οδήγησε στην κατασκευή ενός απόλυτα
ιδεατού σχήματος, το οποίο όσο πιο πολλές αποστάσεις κρατά από τη ζωντανή πραγματικότητα, όσο
πιο αποστειρωμένο είναι από τις αληθινές οικονομικές σχέσεις, τόσο πιο «τέλεια» λειτουργεί, τόσο
πιο αποδοτικό είναι για το άτομο και την κοινωνία συνολικά. Από αυτή την άποψη είναι
χαρακτηριστικός ο τρόπος ορισμού του «τέλειου ανταγωνισμού», που σχετίζεται με τρία πρωτεύοντα
χαρακτηριστικά: «(α) Να υπάρχει πλήθος από επιχειρήσεις (ως πωλητές και ως αγοραστές), όλες
τόσο μικρές ώστε καμιά τους να μην έχει αντίκτυπο στην τιμή της αγοράς…(β) Όλες οι επιχειρήσεις να
στοχεύουν στη μεγιστοποίηση του κέρδους. (γ) Οι επιχειρήσεις να μπορούν να εισέρχονται, ή να
εξέρχονται από τον κλάδο δίχως κανένα κόστος. Προϋποτίθεται επίσης ότι οι διαφορετικές
εμπορεύσιμες παραγωγές είναι ομοιογενείς.»85 Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς κάποια ιδιαίτερη
οικονομική μόρφωση για να αντιληφθεί ότι αυτός ο «τέλειος ανταγωνισμός» δεν μπορεί να υπάρξει
στην πραγματικότητα, ούτε καν σε επίπεδο γειτονιάς. Η κατάφορη διαστροφή βρίσκεται στο γεγονός
ότι αφαιρούνται από τον ανταγωνισμό τα πιο προφανή του χαρακτηριστικά, δηλαδή ότι πρόκειται για
μια αντιπαράθεση στην αγορά, όπου (α) η καθεμιά επιχείρηση επιδιώκει να επιβληθεί στην άλλη και
81
D. H. Macgrecor, Industrial Combination. London: George Bell & Sons, 1906, σ. 6.
82
Palgrave’s, Dictionary of Political Economy, vol. I. New York: Augustus Kelley, 1963, σ. 376.
83
Κ. Μαρξ, Οικονομικά χειρόγραφα του 1857-58. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 29.
Moscow: Progress Publishers, 1987, σ. 37.
84
Στο ίδιο, σ. 38-39.
85
Graham Bannock, R. E. Baxter and Evan Davis, The Penguin Dictionary of Economics. Sixth
Εdition, 1998, σ. 316.

33
γενικά να μειώσει τον αριθμό των ανταγωνιστών της, (β) η διαφοροποίηση του κέρδους, αλλά και της
παραγωγής, συνδέονται οργανικά με την πάλη ανάμεσα σε ανταγωνιστές, (γ) η είσοδος και η έξοδος
από έναν κλάδο, ή μια αγορά, συνοδεύεται πάντα από υψηλό κόστος, είτε με όρους συνολικής
επένδυσης, είτε με όρους συσσωρευμένης ζημιάς. Μάλιστα όσο πιο οξύς γίνεται ο ανταγωνισμός, με
όλο και περισσότερους ανταγωνιστές να συνωστίζονται στον ίδιο κλάδο και να διεκδικούν τα ίδια
μερίδια αγοράς, τόσο περισσότερο αυξάνουν τα συνολικά κόστη μιας επιχείρησης, τόσο πιο αναγκαία
γίνεται η διαφοροποίηση της παραγωγής, της τιμής και του κέρδους για να αντέξει στην πίεση των
ανταγωνιστών.
Ο ανταγωνισμός γίνεται ολοένα πιο «τέλειος», πιο «ελεύθερος» και ανοικτός στην ατομική
πρωτοβουλία και δημιουργικότητα, όσο περισσότερο μετακομίζει από τη σφαίρα της πραγματικότητας
στη σφαίρα της φαντασίας, όσο περισσότερο ανάγεται από το επίπεδο της αληθινής ζωής, στο
επίπεδο του μύθου. Γι αυτό και οι ποικίλες θεωρίες περί «ελεύθερου» και «τέλειου» ανταγωνισμού,
από την εποχή ίδρυσης της πολιτικής οικονομίας, δεν χρησίμευσαν ποτέ στην ανάλυση της
οικονομικής πραγματικότητας, αλλά μόνο στην πιο απροκάλυπτη υπεράσπιση της επιχειρηματικής
ιδιοτέλειας και ως άλλοθι των πιο κοινωνικά ανάλγητων και αντιδραστικών πολιτικών από την εποχή
της «βιομηχανικής επανάστασης» έως σήμερα.
Τρίτο: Ανταγωνισμός για μια επιχείρηση σημαίνει πάλη για τη δεσπόζουσα θέση, ή για την
κυριαρχία στην αγορά. Κι αυτό σημαίνει εκτοπισμός, ή απορρόφηση των ανταγωνιστών, δηλαδή
σημαίνει τάση για μονοπώλιο. Είτε μιλάμε για ευρείες επιχειρηματικές συμπράξεις, είτε για μεγάλες
μετοχικές εταιρείες, είτε για μεμονωμένες αυτοτελείς επιχειρήσεις, ο στόχος παραμένει πάντα ο ίδιος,
δηλαδή να «υπερβούν» τον ανταγωνισμό με την αποφασιστική ενίσχυση της οικονομικής τους
δύναμης. Με αυτή την έννοια, ο ανταγωνισμός για μια καπιταλιστική επιχείρηση ισοδυναμεί με
τέσσερις κύριες επιδιώξεις: (α) Την ανάπτυξη της παραγωγικής της ικανότητας. (β) Την προσάρτηση
νέων μεριδίων αγοράς που διευρύνουν τον κύκλο των εργασιών της. (γ) Την ενίσχυση της
διαπραγματευτικής της θέσης σε σχέση με τους όρους απόκτησης των προμηθειών της, αλλά και
διάθεσης των προϊόντων της στην αγορά. (δ) Την διεύρυνση της παραγωγικής της δικτύωσης με την
«κάθετη» και «οριζόντια» ανάπτυξη της επιχείρησης, τις συμμαχίες, τις υπεργολαβίες, τις εξαγορές,
τις συγχωνεύσεις, με στόχο τη συμπίεση του «παραγωγικού κόστους» και τη θωράκιση από τον
ανταγωνισμό.
Στατικές, αμετάβλητες αγορές δεν υπάρχουν, ενώ εξαρχής το καπιταλιστικό μονοπώλιο
ισοδυναμεί με την ταχύτερη συσσώρευση παραγωγής και κεφαλαίου σε ευρύτερη κλίμακα. Εδώ
ακριβώς βρίσκεται κι ο μεγαλύτερος εφιάλτης μιας μονοπωλιακής επιχείρησης, δηλαδή ο τεχνητός, ή
«φυσικός» περιορισμός της σε μια δεδομένη αγορά, την οποία αργά ή γρήγορα η συσσώρευση της
παραγωγής και του κεφαλαίου θα οδηγήσει αναγκαστικά σε κατάσταση «κορεσμού» και ραγδαίας
πτώσης του ποσοστού των κερδών. Γι’ αυτό και το καπιταλιστικό μονοπώλιο δεν εξαρτάται τόσο από
την απώθηση του ανταγωνισμού, ή τον «εκτοπισμό» των ανταγωνιστών, όσο από την ανάγκη
ταχύτερης διεύρυνσης της αγοράς συνολικά, την «ανακάλυψη» και το άνοιγμα νέων αγορών, καθώς
και τη δημιουργία νέων ευκαιριών επένδυσης κεφαλαίου. Αυτός είναι ο λόγος που το μονοπώλιο είναι
οργανικά συνυφασμένο με τον επεκτατισμό, με την κατάργηση κάθε είδους φραγμού, κάθε είδους
εμποδίου, κάθε συνόρου, κάθε τεχνητού, ή «φυσικού» περιορισμού. Όσο πιο ισχυρό είναι το
καπιταλιστικό μονοπώλιο, όσο πιο ικανό αισθάνεται να σταθεί στα «δικά του» πόδια, τόσο πιο
επιθετικό, πιο επεκτατικό και πιο ακόρεστο γίνεται για αγορές και ευκαιρίες επένδυσης. Κάθε στροφή
της οικονομικής συγκυρίας σηματοδοτεί μια νέα εξόρμηση του μονοπωλίου και ταυτόχρονα μια νέα
όξυνση του ανταγωνισμού για το άνοιγμα και την εκμετάλλευση των εγχώριων και διεθνών αγορών.
ΜΕ αυτή την έννοια το μονοπώλιο αποτελεί στην ουσία του την ανώτερη έκφραση του «ελεύθερου
ανταγωνισμού», δηλαδή την ανώτερη έκφραση της «ελεύθερης» ανάπτυξης του κεφαλαίου πέρα και
πάνω από κάθε όριο στην παγκόσμια αγορά.
Ο βρετανός Τζον Χόμπσον περιέγραφε αρκετά εύστοχα την ιστορική σχέση μονοπωλίου και
ανταγωνισμού στα πλαίσια της συσσώρευσης του κεφαλαίου στα τέλη του 19 ου αιώνα και τις αρχές
20ου: «Μια εποχή εξοντωτικού ανταγωνισμού, ακολουθούμενη από μια ταχύτατη διαδικασία
συγχωνεύσεων, έριξε τεράστιες ποσότητες πλούτου στα χέρια μιας μικρής ομάδας
μεγαλοβιομήχανων. Καμμιά πολυτελής διαβίωση αυτής της τάξης δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την
αύξηση των εισοδημάτων της και έτσι μια διαδικασία αυτόματης αποταμίευσης σε μια άνευ
προηγουμένου κλίμακα μπήκε σε κίνηση. Η επένδυση αυτών των αποταμιεύσεων σ’ άλλες
βιομηχανίες συντέλεσαν στο να περάσουν κάτω από τον έλεγχο των ίδιων συγκεντρωτικών
δυνάμεων…
Αυτό δεν είναι μια απλή θεωρία. Η ιστορία καθενός από τα πολυάριθμα τραστ και τους
[επιχειρηματικούς] συνδυασμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζει τα γεγονότα με απόλυτη
καθαρότητα. Στον ελεύθερο ανταγωνισμό των βιομηχανιών, που προηγείται των [επιχειρηματικών]
συνδυασμών, η χρόνια κατάσταση είναι εκείνη της ‘υπερπαραγωγής’, με την έννοια ότι όλα τα

34
εργοστάσια ή βιομηχανίες μπορούν να συνεχίσουν να δουλεύουν με το να μειώνουν τις τιμές έως το
σημείο όπου οι πιο αδύναμοι ανταγωνιστές αναγκάζονται να κλείσουν, γιατί δεν μπορούν να
πουλήσουν τα προϊόντα τους σε τιμή τέτοια που να καλύπτει τα πραγματικά κόστη της παραγωγής. Το
πρώτο αποτέλεσμα μια επιτυχημένης συγκρότησης ενός τραστ ή μιας κοινοπραξίας είναι να κλείσουν
τα χειρότερο εξοπλισμένα, ή τα χειρότερο πλασαρισμένα εργοστάσια και να προμηθεύσουν ολόκληρη
την αγορά από εκείνα που είναι καλύτερα εξοπλισμένα και καλύτερα πλασαρισμένα. Η διαδικασία
αυτή μπορεί να ή να μην συνοδευτεί από μια αύξηση στην τιμή, ούτε κάποιο περιορισμό στην
κατανάλωση… το ζήτημα είναι ότι αυτή η συγκέντρωση της βιομηχανίας σε ‘τραστ’, ‘κοινοπραξίες’,
κοκ., περιορίζει με μιας την ποσότητα του κεφαλαίου που μπορεί με αποτελεσματικό τρόπο να
απασχοληθεί και αυξάνει το μερίδιο των κερδών από το οποίο θα ξεπηδήσουν νέες αποταμιεύσεις και
νέο κεφάλαιο. Είναι προφανές ότι ένα τραστ που κινείται με βάση τον εξοντωτικό ανταγωνισμό, λόγω
της περίσσειας κεφαλαίου, δεν μπορεί κάτω από κανονικές συνθήκες να βρει στο εσωτερικό της
‘τραστοποιημένης’ βιομηχανίας απασχόληση για εκείνο το μέρος των κερδών, το οποίο οι δημιουργοί
του τραστ επιθυμούν να αποταμιεύσουν και να επενδύσουν. Νέες εφευρέσεις και άλλες οικονομίες της
παραγωγής, ή της διανομής μέσα στον κλάδο, ίσως να απορροφήσουν μέρος του νέου κεφαλαίου,
αλλά υπάρχουν ανελαστικά όρια σ’ αυτή την απορρόφηση. Ο δημιουργός του τραστ στο πετρέλαιο, ή
στη ζάχαρη πρέπει να βρει άλλες επενδύσεις για τις αποταμιεύσεις του: εάν ξεκινήσει νωρίς στην
εφαρμογή των αρχών της κοινοπραξίας στον κλάδο του, θα προχωρήσει φυσικά με το επιπλέον
κεφάλαιό του στην εγκαθίδρυση παρόμοιων κοινοπραξιών και σε άλλες βιομηχανίες, εξοικονομώντας
κεφάλαιο ακόμη περισσότερο, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο για συνηθισμένους αποταμιευτές να
βρουν επενδύσεις για τις αποταμιεύσεις τους.»86 Αυτή η ζωτική ανάγκη κερδοφόρας «διεξόδου» για το
κεφάλαιο, το οποίο σε συνθήκες μονοπωλίου συσσωρεύεται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, είναι
που επιβάλει τον επεκτατισμό, το ασίγαστο κυνήγι «νέων αγορών», τη διαρκή αναζήτηση νέων
ευκαιριών επένδυσης σε αντιπαράθεση ακόμη και με τις ήδη κατεστημένες μονοπωλιακές
καταστάσεις στην οικονομία. Το καπιταλιστικό μονοπώλιο, όσο καμμιά άλλη μορφή του κεφαλαίου, δε
μπορεί να «συμβιβαστεί» με συνθήκες στασιμότητας στην παραγωγή και την αγορά, ούτε με
παγιωμένες καταστάσεις στην οικονομία γενικά. Παρά μόνο ως έκφραση μιας γενικευμένης κρίσης, ή
εσωτερικής αδυναμίας του ίδιου. Γι αυτό και αναγεννά τον ανταγωνισμό ως οργανική ανάγκη
υπέρβασης των εκάστοτε ορίων, εκπόρθησης των αγορών, αναζήτησης επενδυτικού διεξόδου και
κινητοποίησης της παραγωγής. Έστω κι αν χρειάζεται κάθε φορά να συγκρουστεί με τον εαυτό του,
να υπονομεύσει και να ανατρέψει τις δικές του προηγούμενες οικονομικές μορφές και σχέσεις.
Τέταρτο: Η εξέλιξη του ανταγωνισμού στον καπιταλισμό δεν προωθεί απλά και μόνο τη
συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, αλλά ταυτόχρονα και την εσωτερική ανταγωνιστική
διαφοροποίηση του ίδιου του κεφαλαίου. Όσο περισσότερο προχωρά η συγκέντρωση και η
συγκεντροποίηση, τόσο περισσότερο διευρύνεται η αγορά, τόσο περισσότερο το κεφάλαιο ως ενιαία
κοινωνική σχέση διασπάται εσωτερικά σε ανταγωνιστικές μορφές. Δεν αποσπάται μόνο το κεφάλαιο
ως ιδιοκτησία από το κεφάλαιο ως διεύθυνση, αλλά και το κεφάλαιο ως παραγωγή από το κεφάλαιο
ως χρήμα. Η ανάδειξη του καπιταλιστικού μονοπωλίου δεν είχε μόνο σαν προϋπόθεση την εμφάνιση
της μετοχικής εταιρείας, αλλά και την μετατροπή της χρηματοπιστωτικής αγοράς, ιδίως της αγοράς
του ιδιωτικού και κρατικού χρέους, σε μια προνομιακή καπιταλιστική επιχείρηση. «Από εδώ και
εμπρός», έγραφε στα 1911 ο Βέρνερ Ζόμπαρτ, «οι μετοχές και τα ομόλογα έρχονται στην επιφάνεια
όχι λόγω των αναγκών εκείνων που χρειάζονται χρήμα και βασίζονται στην πίστη, αλλά εντελώς
ανεξάρτητα, σαν μια μορφή καπιταλιστικής επιχείρησης.»87 Το γεγονός της συγχώνευσης του
βιομηχανικού και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που παρατηρείται την εποχή του μονοπωλιακού
καπιταλισμού, δεν σημαίνει τη συνένωση όλων κάτω από την ίδια «επιχειρηματική στέγη», αλλά την
ιστορική μετεξέλιξη του οικονομικού ρόλου τους και την οργανική τους αλληλεξάρτηση. Έτσι η
συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ξεφεύγει από τα πλαίσια της καπιταλιστικής
επιχείρησης και αγκαλιάζει ανοιχτά πια ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων στην παραγωγή και στην
αγορά χρήματος, όπου η μεγάλη ποικιλία οικονομικών δεσμών και μορφών «επιχειρηματικού
συνδυασμού» πυροδοτεί αναγκαστικά ανταγωνιστικές εντάσεις και «εμφύλιους» σπαραγμούς.
Με την αλματώδη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου κάθε ξεχωριστός «κρίκος»
της συσσώρευσης αποσπάται όλο και πιο πολύ για να μετατραπεί σε μια ιδιαίτερη καπιταλιστική
επιχείρηση. Η «ομαλή» συνέχεια της συσσώρευσης του κεφαλαίου εξασφαλίζεται μέσα από έναν
διαρκή αγώνα ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικές συγκεντρώσεις συμφερόντων, ανάμεσα σ’ αυτές τις
διαφορετικές μορφές καπιταλιστικής επιχείρησης. Όσο μεγαλύτερες γίνονται οι ανάγκες για άντληση
κεφαλαίων πέρα από τις δυνατότητες των ίδιων των καπιταλιστών, τόσο αυξάνει η εξάρτηση όχι
μόνο από την χρηματαγορά γενικά, αλλά και από την εσωτερική της κερδοσκοπική ανάπτυξη, έτσι
ώστε όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού πλούτου να ρευστοποιείται σ’ αυτήν. Κι έτσι ο απλός
86
J. A. Hobson, Imperialism. London: George Allen & Unwin Ltd., 1938, σ. 74-77.
87
Werner Sombart, The Jews and Modern Capitalism. New York: E. P. Dutton & Co, 1913, σ. 74.

35
καπιταλιστικός ανταγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπωλιακό ανταγωνισμό, δηλαδή σ’ έναν διαρκή κι
ανελέητο πόλεμο στο εσωτερικό της νέας αριστοκρατίας του χρήματος, του χρηματιστικού κεφαλαίου,
ο οποίος θεμελιώνεται πια και επικεντρώνεται σ’ ένα «ολόκληρο σύστημα αγυρτείας και απάτης
σχετικά με τις ιδρύσεις, την έκδοση μετοχών και το εμπόριο μετοχών.»88 Έτσι, «ο τυπικός
καπιταλιστής σήμερα έχει πάψει προ πολλού να είναι διευθυντής της βιομηχανίας. Επικεντρώνει το
«ενδιαφέρον» του σε οποιαδήποτε δραστηριότητα τον σπρώξουν οι ιδιοτροπίες του χρηματιστηρίου
και τα κόλπα με τις μετοχές. Μπορεί να τύχει να είναι ο σιδηρόδρομος, ή ένα εργοστάσιο αερίου, ή όλα
αυτά με τη σειρά.»89
Ο καπιταλιστής αποσπάται από την καπιταλιστική επιχείρηση, όχι μόνο ως διευθυντής, αλλά και
ως «επιχειρηματίας». Διαμορφώνεται ένας νέος τύπος «επιχειρηματία», που η τύχη και τα κέρδη του
δεν εξαρτώνται άμεσα από την πορεία μιας δεδομένης επιχείρησης, όσο μεγάλης κι αν είναι, αλλά
από τον τρόπο αξιοποίησης εναλλακτικών ευκαιριών «επένδυσης» και του κατάλληλου χειρισμού των
οικονομικών συγκυριών. «Με την ολόπλευρη ανάπτυξη», όπως ορθά εκτιμούσε ο Θόρνσταϊν Βέμπλεν
στα 1904, «του σύγχρονου στενά δικτυωμένου και ευρύτατου βιομηχανικού συστήματος, το επίκεντρο
της προσοχής του επιχειρηματία έχει μεταφερθεί από την παραδοσιακή επίβλεψη και ρύθμιση μιας
δοσμένης βιομηχανικής διαδικασίας, από την οποία κάποτε εξαρτιόταν ο βιοπορισμός του, σε μια
σβέλτη αναδιανομή επενδύσεων από λιγότερο σε περισσότερο αποδοτικές επιχειρήσεις, καθώς και
στο στρατηγικό έλεγχο της επιχειρηματικής συγκυρίας μέσα από εύστοχες επενδύσεις και συμμαχίες
με άλλους επιχειρηματίες.»90 Και συνέχιζε: «Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους πιο μεγάλους
επιχειρηματίες των οποίων τα συμφέροντα είναι πολύ εκτεταμένα. Οι χρηματικές δραστηριότητες
αυτών των τελευταίων είναι ευρύτατου φάσματος, ενώ οι περιουσίες τους γενικά δεν είναι μόνιμα
εξαρτώμενες από την ομαλή λειτουργία κάποιας δευτερεύουσας διαδικασίας του βιομηχανικού
συστήματος. Αντίθετα οι περιουσίες τους είναι περισσότερο συνδεδεμένες με τις ευρύτερες συγκυρίες
του βιομηχανικού συστήματος στο σύνολό του, τις διακλαδικές αναπροσαρμογές, ή τις συγκυρίες που
επιδρούν σε μεγάλα παρακλάδια του συστήματος… Στον επιχειρηματία που του αποφέρει πρόσθετο
κέρδος η διακλαδική προσαρμογή, ή η αναταραχή του βιομηχανικού συστήματος, δεν τίθεται θέμα αν
και κατά πόσο η δραστηριότητά του έχει άμεσο αντίκτυπο στην προώθηση, ή το φρενάρισμα του
συστήματος γενικά. Ο στόχος είναι το χρηματικό όφελος, το μέσο είναι η αναταραχή του βιομηχανικού
συστήματος… Γενικά μιλώντας, αυτή η τάξη των επιχειρηματιών, στο βαθμό που δεν υπηρετεί
απώτερους στρατηγικούς στόχους, έχει κάθε συμφέρον να κάνει μεγάλες και συχνές τις αναταραχές
του συστήματος, μιας και μέσα από τη συγκυρία της αλλαγής είναι που προκύπτει το κέρδος της.»91
Ανταγωνισμός γι’ αυτή την τάξη των «επιχειρηματιών» δεν σημαίνει ανταγωνισμός εμπορευμάτων και
τιμών απλά, αλλά μια γενικευμένη αντιπαράθεση για τη μεθόδευση, τη χειραγώγηση και φυσικά την
κατάκτηση των αγορών. Ανεξάρτητα από την πορεία και τη σημασία συγκεκριμένων επιχειρήσεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους η αλματώδης συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου δεν
οδηγεί και δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια «ενιαία επιχείρηση», σ’ ένα αποκλειστικό και καθολικό
μονοπώλιο, αλλά αναπαράγει αναγκαστικά ένα ολόκληρο σύστημα μονοπωλιακών συμφερόντων σε
αντιπαράθεση όχι μόνο με το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο και την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά και με τον
ίδιο τον εαυτό του στα πλαίσια ενός διαρκούς «εμφύλιου πολέμου» με όρους παραγωγής,
επενδύσεων, μεριδίων αγοράς, εξαγορών και συγχωνεύσεων, μετοχών και χρήματος. Κάθε νέα
ιστορική εποχή χαρακτηρίζεται και από μια νέα μορφή εκδήλωσης ενός γενικευμένου ανταγωνισμού
ανάμεσα σε μορφές και συγκεντρώσεις κεφαλαίου για μερίδια αγοράς, για κρατική εύνοια, για
«πρόσθετο κέρδος», για πηγές άντλησης και σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίου. Κι όσο προχωρά η
συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση, τόσο περισσότερο η συσσώρευση του κεφαλαίου συνολικά,
αλλά και το ίδιο το κεφάλαιο γενικά ως κοινωνική σχέση, αποσπάται από την όποια δυνατότητα
άμεσου ελέγχου των ίδιων των καπιταλιστών οξύνοντας τον μεταξύ τους «εμφύλιο».
Αυτό αποδεικνύει η ιστορία γέννησης του καπιταλιστικού μονοπωλίου. Η γέννηση του, με την
πρώιμη μορφή των τραστ και των καρτέλ, δεν ήρθε ως «αντίδραση» στον «ελεύθερο ανταγωνισμό»,
αλλά ως αναγκαίο ιστορικό του προϊόν. Δεν ήρθε να καταργήσει τον ανταγωνισμό και να θέσει υπό
έλεγχο την «αναρχία» της αγοράς σε οποιοδήποτε επίπεδο, αλλά να ξεπεράσει τον ιστορικά
παρωχημένο ανταγωνισμό ανάμεσα σε μεμονωμένους καπιταλιστές και να τον αναγεννήσει ως
μονοπωλιακό ανταγωνισμό, δηλαδή ως καθολικό ανταγωνισμό παραγωγής, επενδύσεων και
εμπορίου, δίχως κανενός είδους όριο και πέρα από σύνορα, με αποτέλεσμα να πυροδοτήσει μια
κατάσταση ακόμη πιο ανεξέλεγκτη, «άναρχη», ανισότιμη και απρόβλεπτη.

88
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978, σ. 553.
89
Morris Hillquit, Socialism in Theory and Practice. New York: Macmillan, 1909, σ. 5.
90
Thornstein Veblen, The Theory of Business Enterprise. New York: Charles Scribner’s Sons, 1904,
σ. 24-25.
91
Στο ίδιο, σ. 27-29.

36
Η ιστορία της εμφάνισης των πρώτων μονοπωλιακών ενώσεων είναι διδακτική. Αντίθετα με την
απλοϊκή ερμηνεία που ήθελε την πρόοδο της παραγωγής και τη συγκέντρωσή της ως αιτία εμφάνισης
των τραστ και των καρτέλ, η αλήθεια είναι ότι το καπιταλιστικό μονοπώλιο γεννήθηκε ιστορικά για να
«καλύψει» την τρομακτική απόσταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους όρους, τους ρυθμούς και
το εύρος συσσώρευσης του χρηματικού κεφαλαίου, από τη μια και από την άλλη στην ανάπτυξη της
παραγωγής και την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1870 είχε
παρατηρηθεί μια εντυπωσιακή συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου, ιδιαιτέρως με την μεταβολή της
σχέσης του τραπεζίτη με το χρηματιστήριο, αλλά και με την οικονομία σαν σύνολο. Η άνθηση των
μετοχικών εταιρειών διευκόλυνε τις τράπεζες να μετατρέψουν την όλη διαδικασία έκδοσης και
διακίνησης χάρτινων αξιών σε αυτοδύναμη επικερδή επιχείρηση. Η επιδίωξη ήταν η αποκομιδή
κέρδους μέσα από την παραγωγή χρεογράφων. Έτσι γεννήθηκε η εποχή των μεγάλων επενδυτικών
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η εποχή των μεγάλων χρηματιστών, η εποχή των Ρότσιλντ και
Χάσμπρο. Η πιο επικερδής δραστηριότητά τους ήταν η έκδοση δανείων σε κράτη. Όσο πιο μεγάλη
ήταν μια δύναμη, τόσο πιο μεγάλο ήταν και το δημόσιο χρέος της. Όμως και η χρηματοδότηση
μεγάλων επιχειρήσεων και επενδυτικών σχεδίων, αποτελούσε σημαντικό πεδίο χρηματοπιστωτικής
δραστηριοποίησης. Αυτός ο δανεισμός μέσω χρεογράφων υπήρξε και η κύρια μορφή εξαγωγής
κεφαλαίου την εποχή αυτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στο 1860 και το 1876 εκδόθηκαν στο
Λονδίνο – το οποίο αυτή την εποχή αποτελεί την κυρίαρχη χρηματιστική αγορά διεθνώς – χρεόγραφα
εξωτερικού συνολικής αξίας 712,6 εκατομμυρίων λιρών στερλινών. Από αυτά τα 320,7 εκ., ή το 45%
του συνόλου αφορούσε σε δάνεια προς ξένες κυβερνήσεις, τα 159,9 εκ., ή το 22% αφορούσε σε
δάνεια προς τις αποικίες και την Ινδία, ενώ τα 232 εκ., ή το 33% του συνόλου, αφορούσε σε δάνεια
προς ξένες και αποικιακές επιχειρήσεις, κυρίως για επενδύσεις στους σιδηροδρόμους.92 Την εποχή
αυτή η αγορά κρατικού και ιδιωτικού χρέους διεθνώς γνωρίζει εκρηκτικές διαστάσεις και πυροδοτεί
μαζί με την παράλληλη άνθηση του χρηματιστηρίου μια τέτοια υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, την
οποία η ανάπτυξη της παραγωγής γενικά, της βιομηχανίας ιδιαίτερα, αλλά και η συνολική επέκταση
της παγκόσμιας αγοράς, αδυνατεί να παρακολουθήσει.
Το χάσμα αυτό ανάμεσα στην υπερπληθώρα κεφαλαίου και το επίπεδο της παραγωγής
εκδηλώθηκε βίαια μέσα από μια πρωτοφανή περίοδο παρατεταμένης κρίσης, που έπληξε την
παγκόσμια οικονομία και διάρκεσε περίπου για δυο δεκαετίες, από το 1873 έως το 1896. Επρόκειτο
για μια γενικευμένη κρίση της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας και του εμπορίου, που
πυροδοτήθηκε από μια ξαφνική καθίζηση των διεθνών αγορών χρήματος και αξιών κύρια στο
Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Βερολίνο και αλλού. Η κρίση έπληξε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, αλλά
συγκλόνισε ιδιαίτερα την κυρίαρχη οικονομία σε διεθνή κλίμακα την εποχή αυτή, δηλαδή τη βρετανική
οικονομία. «Τα έθνη του κόσμου υποφέρουν από μια οξεία ύφεση», έγραφε ένας αμερικανός
οικονομολόγος στα 1879 αποτυπώνοντας το κυρίαρχο κλίμα της εποχής. «Ο τύπος σε πολλές χώρες
ξεχειλίζει από ανήσυχα σχόλια σχετικά με αυτό το επώδυνο γεγονός. Δημόσιοι άνδρες κάθε είδους,
οικονομικοί συγγραφείς και επιχειρηματίες, συζητούν ζωηρά τη φύση και τις συνέπειές της. Οι
φιλεύσπλαχνοι προθυμοποιούνται να απαλύνουν τις συμφορές που δημιουργεί και χάνονται σε
συζητήσεις για το χαρακτήρα και τα αρμόζοντα όρια της φιλανθρωπίας. Συγγραφείς μεγάλης δύναμης
συζητούν για τις αιτίες και τις κατάλληλες θεραπείες αυτής της ύφεσης. Μεγάλες μειώσεις μισθών
απαιτούν οι εργοδότες που έχασαν κάθε κέρδος, καταμεσής ενός πολέμου απεργιών, στο όνομα της
στασιμότητας των επιχειρήσεων. Οι εργάτες αντιτείνουν ότι είναι τα θύματα της καταπίεσης των
καπιταλιστών. Οι έμποροι, υπό το κράτος πανικού λόγω των μεγάλων ζημιών και υποκινούμενοι από
την απόγνωση, αμφισβητούν τις πεποιθήσεις της λογικής τους και εγκαταλείποντας σκέψη και κρίση,
αναζητούν καταφύγιο στις ψευδαισθήσεις της παραφροσύνης του προστατευτισμού. Ένα είδος χάους
φαίνεται να έχει κυριεύσει τα μυαλά της ανθρωπότητας σε αυτό το τόσο σπουδαίο ζήτημα.»93 Μια
δεκαετία αργότερα ένας άλλος οικονομολόγος, ο Ντέιβιντ Γουέλς, απέδιδε με ανάλογο τρόπο τα
κυρίαρχα αισθήματα της εποχής του: «Η ύπαρξη μιας πολύ περίεργης και από πολλές απόψεις
πρωτοφανούς αναταραχής και ύφεσης στην οικονομία, το εμπόριο και τη βιομηχανία, η οποία
πρωτοεκδηλώθηκε με χαρακτηριστικό τρόπο το 1873 και διατηρήθηκε με διακυμάνσεις έντασης έως
σήμερα (1889), είναι ένα οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο που παντού έχει αναγνωριστεί. Η πιο
αξιοπρόσεκτη ιδιομορφία της ήταν η παγκοσμιότητά της, πλήττοντας έθνη που είχαν αναμιχθεί σε
πόλεμο το ίδιο με εκείνα που είχαν διατηρήσει ειρήνη. Εκείνα που έχουν σταθερό νόμισμα, βασισμένο
στο χρυσό και εκείνα που έχουν ασταθές νόμισμα, βασισμένο σε υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν.
Εκείνα που ζουν υπό το καθεστώς ελεύθερης ανταλλαγής εμπορευμάτων και εκείνα των οποίων οι
ανταλλαγές είναι λίγο ως πολύ περιορισμένες. Ήταν εξίσου οδυνηρή σε παλιές κοινότητες όπως η
92
Leland H. Jenks, The Migration of British Capital to 1875. New York &London: Alfred A. Knopf,
1927, σ. 425.
93
Bonamy Price, “The Stagnation of Trade and its Cause”. The North American Review, vol. 128,
issue 271, June 1879, σ. 587.

37
Αγγλία και η Γερμανία, όπως και σε Αυστραλία, Νότια Αφρική και Καλιφόρνια, που αντιπροσωπεύουν
το νέο. Υπήρξε το ίδιο ολέθρια με σοβαρές συνέπειες τόσο για τους κατοίκους της στείρας
Νιουφάουντλαντ και του Λαμπραντόρ, όσο και για εκείνους των ηλιόλουστων, καρποφόρων νησιών
της ζάχαρης των Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών. Ούτε πλούτισε επίσης εκείνους στα κέντρα των
παγκόσμιων συναλλαγών, των οποίων τα κέρδη είναι συνήθως μεγαλύτερα όταν οι επιχειρήσεις
βρίσκονται σε κατάσταση διακυμάνσεων και μεγάλης αβεβαιότητας.»94
Η παρατεταμένη αυτή παγκόσμια κρίση ήταν την εποχή εκείνη κάτι εντελώς πρωτότυπο και δεν
μπορούσε να εξηγηθεί με τον παραδοσιακό «οικονομικό κύκλο», που από τα 1825 εκτόνωνε
περιοδικά τις αντιθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης στις καπιταλιστικές χώρες. Η κρίση αυτή
εξελίχθηκε μέσα από πλήθος αντιφατικά φαινόμενα τόσο στο επίπεδο της παραγωγής, όσο και στην
αγορά χρήματος, αλλά το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ήταν το γεγονός ότι επρόκειτο για μια χρόνια
«οξεία ύφεση κερδών και τιμών.»95 Επρόκειτο για την πρώτη ιστορικά παγκόσμια κρίση
«αποπληθωρισμού» – για να χρησιμοποιήσουμε ένα γνωστό όρο του συρμού της σύγχρονης
οικονομικής φιλολογίας – που είχε πυροδοτήσει ο τρόπος ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού
εκείνη την εποχή, αλλά το ουσιαστικό της γνώρισμα ήταν ότι επρόκειτο για μια παρατεταμένη περίοδο
πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού και ιδίως στην
κοσμοκράτειρα Βρετανία.
Την εποχή αυτή χρησιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη φιλολογία για πρώτη φορά ο όρος «μεγάλη
ύφεση» για να αποδώσει αυτή την πρωτότυπη κρίση. Ένας όρος που πολλά χρόνια αργότερα θα
ταυτιστεί στην επίσημη βιβλιογραφία με το κραχ του 1929-31. Στη Βρετανία συστήθηκε το 1885 ειδική
εξεταστική επιτροπή του κοινοβουλίου, η «Βασιλική Επιτροπή για την Ύφεση στο Εμπόριο και τη
Βιομηχανία», η οποία για δύο χρόνια προσπάθησε να διερευνήσει με τη βοήθεια εκατοντάδων
«μαρτυριών» από εκπροσώπους των επιχειρήσεων, των συνδικάτων, της ακαδημίας και των
κρατικών υπηρεσιών, το τι ακριβώς συμβαίνει, σε τι οφείλεται αυτή η μακροχρόνια κρίση. Ανάλογες
«επιτροπές έρευνας» συγκροτήθηκαν στις ΗΠΑ, το Καναδά και τη Γερμανία. Οι περισσότεροι έτειναν
να συμφωνήσουν ότι πρόκειται για μια «κρίση υπερπαραγωγής», που προκλήθηκε από τον «οξύ
ανταγωνισμό». Όμως, αυτό που υπήρχε στη βάση αυτού που θεωρούσαν ως «υπερπαραγωγή»,
ήταν μια τρομακτική υπερσυσσώρευση κυρίως χρηματικού κεφαλαίου, το οποίο δεν έβρισκε πλέον
επικερδείς διεξόδους τοποθέτησης στην παραγωγή και την αγορά. Το επίπεδο συγκέντρωσης και
συγκεντροποίησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, έπρεπε να αντιστοιχηθεί με ανάλογες
συγκεντρώσεις της παραγωγής, ανάλογη δυναμικότητα της παγκόσμιας αγοράς και νέες επενδυτικές
ευκαιρίες. Σ’ αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκαν τα τραστ και τα καρτέλ.
Επομένως, το μονοπώλιο γεννήθηκε για να εκβιάσει την ταχύτερη συγκέντρωση της παραγωγής
και την ακόμη πιο δραστική επέκταση της παγκόσμιας αγοράς. Όμως, από τη στιγμή που στην
παγκόσμια αγορά είχαν ήδη σηκωθεί αποικιοκρατικά τείχη και είχε διαιρεθεί ανάμεσα σε ισχυρές
ανταγωνιζόμενες αυτοκρατορίες, δεν ήταν δυνατό να κατακτηθεί, ή να επεκταθεί μέσω του εμπορίου
και των επενδύσεων, αλλά πρωταρχικά με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Από τη στιγμή μάλιστα που
το εμπόριο ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες ήταν η πεμπτουσία του εξωτερικού εμπορίου, η
πολιτική διεκδίκηση και κατάκτηση του κόσμου αποτελεί αναπόφευκτα την πρώτη ιστορική εκδήλωση
της νέας εποχής του μονοπωλιακού ανταγωνισμού. Ιδιαίτερα όταν η παρατεταμένη παγκόσμια κρίση
του 1873-1896 κλόνισε ανεπανόρθωτα το διεθνές βιομηχανικό μονοπώλιο της Βρετανίας και
επέτρεψε σε νέα ταχύτατα αναπτυσσόμενα βιομηχανικά κράτη να κερδίσουν το προβάδισμα και να
διεκδικήσουν την παγκόσμια αγορά.
Ταυτόχρονα, τα τραστ και τα καρτέλ αποτελούσαν πολύ πρώιμες και ιδιαίτερα ευάλωτες μορφές
μονοπωλίου. Αποτελούσαν κατά κύριο λόγο συμφωνίες ανάμεσα σε επιχειρήσεις και επιχειρηματίες
για τον έλεγχο των τιμών και της παραγωγής ενός κλάδου. Ακριβώς αυτή η δυνατότητα ελέγχου τιμών
και παραγωγής αντιμετωπίστηκε από τους κυρίαρχους κύκλους της εποχής ως πανάκεια ενάντια στις
κρίσεις «υπερπαραγωγής» και της παρατεταμένης «ύφεσης κερδών και τιμών». «Η ίδια η παγίωση
των μεγάλων επιχειρήσεων», έγραφε μια γνωστή ακαδημαϊκή μελέτη για τις οικονομικές κρίσεις στα
1902, αποδίδοντας την κυρίαρχη πεποίθηση της εποχής, «κάτω από τον έλεγχο ενός περιορισμένου
αριθμού οργανώσεων, κάνει τη μείωση της παραγωγής πιο εύκολη και βοηθά στην ελαχιστοποίηση
του καταστροφικού ανταγωνισμού και της υπερπαραγωγής που εκδηλώνονται κάθε φορά σε
περιόδους κρίσης. Όσες αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς από πολλές απόψεις γι’ αυτή τη συγκέντρωση
της βιομηχανίας, όπως ο γενικός περιορισμός των επιχειρηματικών ευκαιριών, η υπόθαλψη του
μονοπωλίου και οι μαζικές απολύσεις, έχει παρόλα αυτά ευνοϊκές επιπτώσεις στην πιθανότητα μιας
κρίσης.»96

94
David A. Wells, Recent Economic Changes and their Effect on the Production and Distribution of
Wealth and the Well-Being of Society. New York: D. Appleton & Co, 1889, σ. 1-2.
95
Alfred Marshall, Official Papers. London: Macmillan, 1926, σ. 98.

38
Ωστόσο, οι επιχειρηματικές συμφωνίες περισσότερο των καρτέλ, αλλά και των τραστ, ήταν
εξαιρετικά εύθραυστες, όπως όλες οι κατά καιρούς «συμφωνίες κυρίων» στον κόσμο των
επιχειρήσεων, ιδιαίτερα ευάλωτες στις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες, τα χρηματιστικά παιχνίδια
και στον ξένο ανταγωνισμό. Έτσι, είχαν την ανάγκη για δασμολογική προστασία της «δικής τους»
αγοράς και την πολιτική εγγύηση του κράτους απέναντι στους κινδύνους του ανταγωνισμού, κυρίως
από το εξωτερικό. Πολύ περισσότερο χρειάζονταν την πολιτική και στρατιωτική δύναμη του
ιμπεριαλισμού για να εξασφαλίσουν «ζωτικό χώρο» σε μια παγκόσμια αγορά διαιρεμένη με όρους
αποικιοκρατίας και σφαιρών επιρροής. Το πέρασμα, λοιπόν, στην εποχή του μονοπωλιακού
καπιταλισμού συνέπεσε με την κρίση του «ελεύθερου εμπορίου» και του «ελεύθερου ανταγωνισμού»,
ακόμη και στην ίδια την πατρίδα του τη Βρετανία. Κι αυτό όχι γιατί το καπιταλιστικό μονοπώλιο είναι
εκ φύσεως αντίθετο με τον ανταγωνισμό και πολύ περισσότερο με τον «ελεύθερο ανταγωνισμό»,
αλλά γιατί οι πρώτες ιστορικές μορφές του μονοπωλιακού κεφαλαίου αισθάνονταν ακόμη αρκετά
αδύναμες και χρειάζονταν τα «δεκανίκια» του δασμολογικού προστατευτισμού και της αποικιοκρατίας
για να «περπατήσουν». «Όσο καιρό το κεφάλαιο είναι αδύναμο», σημείωνε πολύ εύστοχα ο Μαρξ,
«αναζητά το ίδιο δεκανίκια από περασμένους τρόπους παραγωγής, ή από τρόπους παραγωγής που
πεθαίνουν με την άνοδό του. Μόλις αισθανθεί αρκετά δυνατό, πετά μακριά τα δεκανίκια και κινείται
σύμφωνα με τους δικούς του νόμους.»97 Ο «ελεύθερος ανταγωνισμός», δηλαδή κατά τον Μαρξ η πιο
«επαρκής μορφή της παραγωγικής διαδικασίας του κεφαλαίου»98, έφυγε από το προσκήνιο όχι
οριστικά, αλλά σε αναμονή των κατάλληλων ιστορικών συνθηκών, που θα επέτρεπαν στο πλήρως
ανεπτυγμένο μονοπώλιο να απαλλαγεί από τα «δεκανίκια» και να επιβάλλει τους δικούς του
ξεκάθαρους όρους στην παραγωγή και την αγορά. Πράγμα που συνέβη τελικά, αλλά μετά από μια
ολόκληρη ιστορική περίοδο, η οποία σφραγίστηκε από αναρίθμητες ιμπεριαλιστικές αναμετρήσεις με
αποκορύφωμα τους δυο παγκόσμιους πολέμους, καθώς και την αναμέτρηση του ίδιου του
καπιταλισμού ως σύστημα με την άμεση απειλή της κοινωνικής του ανατροπής, που εγκαινίασε η
Οχτωβριανή επανάσταση.

Το «κλείσιμο» της θεωρητικής συζήτησης των μαρξιστών


Η αλήθεια είναι ότι οι μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού ελάχιστα ασχολήθηκαν με τις
πραγματικές ιστορικές συνθήκες γέννησης του μονοπωλίου. Στις πραγματείες τους η άνοδος των
τραστ και των καρτέλ ήταν μια λίγο ως πολύ ομαλή γραμμική διαδικασία όπου η συγκέντρωση της
παραγωγής οδηγούσε στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και αυτή με τη σειρά της γεννούσε το
μονοπώλιο και την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση επίσης το
γεγονός ότι εκτός από επιμέρους και περιθωριακές αναφορές, κυρίως εμπειρικού χαρακτήρα,
απουσιάζει παντελώς από τα γραπτά τους οποιαδήποτε σοβαρή ανάλυση της πρώτης παγκόσμιας
«μεγάλης ύφεσης», που γέννησε τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Μάλιστα, αν
μείνει κανείς στα κείμενα των κυριοτέρων μαρξιστών θεωρητικών της εποχής, συμπεριλαμβανομένου
και του Λένιν, θα μείνει με την εντύπωση είτε ότι η κρίση αυτή δεν υπήρξε ποτέ, είτε ότι ήταν μια από
τις συνηθισμένες περιοδικές «εκτονώσεις» της καπιταλιστικής οικονομίας. Η κρίση που στην εποχή
της τάραξε συθέμελα τον παγκόσμιο καπιταλισμό, δεν φαίνεται να απασχόλησε στα σοβαρά τους
μαρξιστές. Κι αυτό οφείλεται κυρίως σε μια γενικότερη αντίληψη που αντιλαμβανόταν την κρίση του
καπιταλισμού, ως ένα καθόλα τυπικό «κυκλικό φαινόμενο» της οικονομίας του κεφαλαίου, πρόσφορο
πεδίο καταγγελίας των συνεπειών και εκδηλώσεων, αλλά και επίσημης αναγγελίας της ιστορικής
καταδίκης του συστήματος. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση επέτρεψε να εμφανιστούν ως επίκαιρες
«μαρξιστικές» ερμηνείες της κρίσης οι ποικίλες θεωρίες της εκάστοτε ακαδημαϊκής και πολιτικής
μόδας περί «υποκατανάλωσης», περί μικρών και μεγάλων «κύκλων», περί υπερεπένδυσης και
γενικής υπερπαραγωγής.
Ο μόνος «μαρξιστής» που αντιμετώπισε την κρίση που ξέσπασε το 1873, ως πρωτότυπο
γεγονός για τον καπιταλισμό, ήταν ο ίδιος ο Μαρξ. Ήταν μάλιστα τόσο σημαντική για να την αναλύσει
και να την κατανοήσει κανείς, που ο Μαρξ θεώρησε αναγκαίο να αναστείλει την έκδοση του δεύτερου
τόμου του Κεφαλαίου. Σε μια επιστολή του προς στο Νικολάι Ντιάνελσον στα 1879 εξηγεί τους
λόγους: «Δεν πρέπει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να εκδώσω το δεύτερο τόμο πριν κορυφωθεί
η παρούσα βιομηχανική κρίση της Αγγλίας. Τα φαινόμενα αυτή τη φορά είναι μοναδικά, από πολλές
απόψεις διαφορετικά από ότι ήταν στο παρελθόν, πράγμα που – πέρα από τις όποιες άλλες
διαφορετικές συνθήκες – εύκολα εξηγείται από το γεγονός ότι ποτέ πριν δεν έχει προηγηθεί της

96
Theodore E. Burton, Financial Crises and Periods of Industrial and Commercial Depression. New
York: D. Appleton & Co., 1902, σ. 301.
97
Κ. Μαρξ, Οικονομικά Χειρόγραφα του 1857-58. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 29.
Moscow: Progress Publishers, 1987, σ. 39.
98
Στο ίδιο.

39
Αγγλικής κρίσης μια τρομερή κρίση, η οποία διαρκεί ήδη τα τελευταία 5 χρόνια, στις Ηνωμένες
Πολιτείες, Νότια Αμερική, Γερμανία, Αυστρία, κ.ά. Είναι επομένως αναγκαίο να παρατηρήσει κανείς
την παρούσα πορεία των πραγμάτων έως την ωρίμανσή τους, πριν μπορέσει να τα ‘καταναλώσει’ με
‘παραγωγικό’ τρόπο, εννοώ με ‘θεωρητικό’ τρόπο.»99 Και επειδή ο Μαρξ γνώριζε πολύ καλά την
ετοιμότητα πολλών «μαθητών» του να αντιμετωπίσουν αυτή την πρωτότυπη κρίση με όρους
επικείμενης κατάρρευσης, ή «κοινωνικής αποκάλυψης», προειδοποιούσε: «Όποια κι αν είναι η
πορεία που θα ακολουθήσει αυτή η κρίση – αν και το να την παρατηρήσει κανείς στις λεπτομέρειές της
έχει την πιο μεγάλη σημασία για το μελετητή της καπιταλιστικής παραγωγής και τον επαγγελματία
theoricien – θα ξεπεραστεί, όπως οι προηγούμενες, και θα εισάγει ένα νέο ‘βιομηχανικό κύκλο’ με όλες
τις ποικίλες φάσεις ευημερίας, κλπ.»100
Δυστυχώς, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να δει την εντυπωσιακή πορεία αυτής της κρίσης, ούτε να μας
αφήσει μια συνολική της ανάλυση, εκτός από ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις κυρίως στην
αλληλογραφία του και στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου του. Πέθανε στα 1883, κληροδοτώντας το
καθήκον της συνέχισης των μελετών του στους επιγόνους του. Όμως, ακόμη και ο Ένγκελς δεν
κατόρθωσε να αντιληφθεί τον ιδιότυπο χαρακτήρα αυτής της κρίσης, παρά τις εύστοχες επιμέρους
παρατηρήσεις του για την άνοδο του χρηματιστηρίου, των μετοχικών εταιρειών και των μονοπωλίων.
«Πρόκειται για ενδιάμεση κρίση», έγραφε ο Ένγκελς στο Μπέμπελ στα 1883 για τον χαρακτήρα της
παγκόσμιας κρίσης, «όπως αυτή του 1841-42, αλλά σε μια πολύ πιο μεγάλη κλίμακα. Γενικά
μιλώντας, είναι μόνο από το 1847 (λόγω της παραγωγής χρυσού στην Καλιφόρνια και την Αυστραλία,
με αποτέλεσμα την πλήρη ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς) που ο δεκαετής κύκλος φάνηκε
ξεκάθαρα. Τώρα που η Αμερική, η Γαλλία και η Γερμανία αρχίζουν να σπάνε το μονοπώλιο της
Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά και επομένως η υπερπαραγωγή αρχίζει, όπως συνέβη και πριν το
1847, να εκδηλώνεται με ταχύτερους ρυθμούς, οι πενταετείς ενδιάμεσες κρίσεις αρχίζουν επίσης να
εκδηλώνονται. Απόδειξη είναι η παντελής εξάντληση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η
περίοδος της ευημερίας δεν φτάνει πια ποτέ σε πλήρη έκταση, η υπερπαραγωγή επαναλαμβάνεται
μόλις μετά από 5 χρόνια και, κατά τη διάρκεια ακόμη κι αυτών των 5 χρόνων, τα πράγματα γενικά
ακολουθούν τον κατήφορο. Ωστόσο, όλα αυτά απέχουν πολύ από το να αποδείξουν ότι ανάμεσα στα
1884 και 1887, δεν πρόκειται να έχουμε μια περίοδο εξαιρετικά ζωηρού εμπορίου, όπως συνέβη
ανάμεσα στα 1844 και 1847. Όμως τότε το μεγάλο κραχ είναι σίγουρο ότι θα έρθει.»101 Σε αντίθεση με
τον Μαρξ, ο Ένγκελς αντιμετωπίζει την κρίση αυτή, όχι ως πρωτότυπη, μοναδική, αλλά ως
επανάληψη των παλιών «κύκλων» με διαφορά στην ένταση και την έκταση, που προκαλείται κυρίως
από ποικίλους εξωγενείς όρους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, όπως π.χ. ήταν η παραγωγή
χρυσού στην Καλιφόρνια και την Αυστραλία.
Η προσέγγιση αυτή που ήθελε την εξέλιξη της «ενδιάμεσης κρίσης» σε ένα «μεγάλο κραχ»,
σχηματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό από την σοσιαλδημοκρατία της εποχής, παρά και ενάντια στις
προθέσεις του ίδιου του Ένγκελς, ώστε κατέληξε να δικαιολογεί τα πάντα. Στο σχήμα αυτό πάτησε η
αβάσιμη, αλλά πολιτικά χρήσιμη, καλλιεργούμενη αισιοδοξία της πολύ σύντομα αναμενόμενης
επικράτησης της σοσιαλδημοκρατίας διαμέσου της «νομίμου οδού», πιθανά ως αποτέλεσμα αυτού
του «μεγάλου κραχ», αλλά κυρίως λόγω ενός καπιταλισμού που βρίσκεται πλέον σε «παντελή
εξάντληση». Στο ίδιο σχήμα πατούσε λίγο αργότερα και η «αναθεώρηση» του Μπέρνσταϊν, ο οποίος
ερμήνευσε το ξεπέρασμα της παγκόσμιας κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1890, ως διάψευση των
ελπίδων για «παντελή εξάντληση» του καπιταλισμού και ως πέρασμα από την εποχή των «μεγάλων
κραχ» σε μια περίοδο διαρκούς οργανικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι
σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, δηλαδή στην υποτιθέμενη είσοδο του καπιταλισμού σε μια περίοδο
περιορισμένων κρίσεων, βρέθηκαν να συμφωνούν μαζί του εξαρχής όλοι οι μεγάλοι πολέμιοί του στη
διεθνή σοσιαλδημοκρατία της εποχής. Βλέπετε το «μεγάλο κραχ» που ανάμεναν, όπως οι ιουδαίοι
ζηλωτές το «μεσσία» και οι χριστιανοί την «αποκάλυψη», τελικά δεν ήρθε.
Ένα δεύτερο πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα των μαρξιστών θεωρητικών του ιμπεριαλισμού είναι
ότι αντιμετώπιζαν την έλευση του ιμπεριαλισμού, όχι ως μια ιστορική εποχή εν τη γενέσει της, αλλά
ως μια ολοκληρωμένη ιστορική διαδικασία. Έτσι, η δύση του «ελεύθερου ανταγωνισμού», η
αποικιοκρατία, ο προστατευτισμός, τα τραστ και τα καρτέλ, δεν ήταν πρώιμες μεταβατικές μορφές
γέννησης μιας νέας ιστορικής φάσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά η εσαεί ταυτότητα του
ιμπεριαλισμού. Αυτή η προσέγγιση διευκόλυνε ορισμένους να επιχειρήσουν μια φυγή από τα
δύσκολα της εποχής τους, από τη σκληρή πραγματικότητα και τις οξύτατες αντιθέσεις της περιόδου –
ιδίως όταν από τα πράγματα κλήθηκαν να εφαρμόσουν στην πράξη όσα για χρόνια διακήρυσσαν –
99
Επιστολή του Κ. Μαρξ στο Ν. Ντιάνελσον, 10 Απριλίου 1879. K. Marx & F. Engels, Collected
Works, vol. 45. Moscow: Progress Publishers, 1991, σ. 354
100
Στο ίδιο, σ. 355.
101
Επιστολή του Φρ. Ένγκελς στο Α. Μπέμπελ, 10-11 Μαίου 1883. K. Marx & F. Engels, Collected
Works, vol. 47. New York: International Publishers, 1995, σ. 23

40
ώστε να καταφύγουν στη σφαίρα της «επιστημονικής φαντασίας», όπου το «καθαρό» μονοπώλιο
υποτίθεται ότι μπορούσε να ξεμπερδέψει μια και καλή με τις κρίσεις, τον οξύ ανταγωνισμό, την
αναρχία στην παραγωγή, τους παγκόσμιους πολέμους για να αποτελέσει τη βάση ενός ιδεατού,
φινετσάτου, απόλυτα τακτοποιημένου και νομοτελειακού «ούλτρα-ιμπεριαλισμού» και ενός αντίστοιχα
«οργανωμένου καπιταλισμού». Ακόμη κι ο Μπουχάριν, παρά το γεγονός ότι δεν γοητεύτηκε, ούτε
αιχμαλωτίστηκε από τη φυγή προς το φανταστικό μέλλον του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του
ιμπεριαλισμού, παρέμεινε να αντιμετωπίζει τη νέα κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας ως μια
κατασταλαγμένη, έτοιμη, ολοκληρωμένη μορφή του παγκόσμιου καπιταλισμού, που δεν της μένει
παρά να αναπαράγεται αυτούσια ως τέτοια έως ότου το διεθνές προλεταριάτο, η παγκόσμια
επανάσταση, της δώσει τη χαριστική βολή.
Μόνο ο Λένιν ξεκινούσε ακριβώς από εκεί όπου σταματούσαν όλοι οι άλλοι. Είναι γνωστός ο
ορισμός που έδινε για τον ιμπεριαλισμό: «Αν θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατό πιο
σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό
στάδιο του καπιταλισμού.»102 Και συνέχιζε: «χωρίς να ξεχνάμε τη συμβατική και σχετική σημασία όλων
των ορισμών γενικά, που ποτέ δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τις ολόπλευρες σχέσεις του φαινομένου
στην πλήρη ανάπτυξή του, πρέπει να δώσουμε έναν τέτοιο ορισμό του ιμπεριαλισμού που θα
περιέκλεινε τα παρακάτω πέντε βασικά του γνωρίσματα: 1) συγκέντρωση της παραγωγής και του
κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που
παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το
βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του «χρηματιστικού
κεφαλαίου». 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτάει η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την
εξαγωγή εμπορευμάτων. 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι
οποίες μοιράζουν τον κόσμο. και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις
μεγαλύτερες καπιταλιστικές Δυνάμεις. Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της
ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού
κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του
κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις
μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες.»103
Τι καινούργιο έφερνε η άποψη του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό; Καταρχήν δεν αντιμετώπιζε τον
ιμπεριαλισμό και γενικά το μονοπωλιακό καπιταλισμό σαν μια νέα έτοιμη κατάσταση, που γεννήθηκε
ολόπλευρα ανεπτυγμένη και με πλήρη εξοπλισμό, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Ούτε ταύτιζε
τον ιμπεριαλισμό με την αποικιοκρατία, το μοίρασμα του κόσμου, τις προσαρτήσεις και τον
επεκτατισμό γενικά. Αντίθετα, για τον Λένιν ο ιμπεριαλισμός, ή πιο σωστά το στάδιο του
μονοπωλιακού καπιταλισμού, ξεκίνησε με την ολοκλήρωση της αποικιοκρατίας και του μοιράσματος
του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού. Ξεκίνησε με το τέλος του επεκτατισμού
και των προσαρτήσεων γενικά. Επομένως επρόκειτο για μια νέα εποχή, ένα νέο στάδιο του
καπιταλισμού, που μόλις έκανε τα πρώτα του ιστορικά βήματα.
Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Λένιν δεν σταματούσε στο ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά επέμενε ότι πίσω από αυτό υπάρχει η βαθύτερη ανάγκη για το
«οικονομικό μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στα διεθνή τραστ», το οποίο πηγαίνει πολύ πιο πέρα
από την αναδιανομή εδαφών ανάμεσα σε αυτοκρατορίες. «Άρχισε το οικονομικό μοίρασμα του
κόσμου ανάμεσα στα διεθνή τραστ», έγραφε ο Λένιν στα 1922, «Τα στοιχεία της πολιτικής οικονομίας
και της στατιστικής δεν μας επιτρέπουν να πούμε περισσότερα. Αυτό το μοίρασμα του κόσμου είναι
ένα πολύ σπουδαίο προτσές, μα μόλις τώρα άρχισε.»104 Καθώς ο ιμπεριαλισμός αναπτυσσόταν
ταχύτατα, η ανάγκη μελέτης του, βαθύτερης κατανόησής του, παρέμενε στην ημερήσια διάταξη,
εξακολουθούσε να αποτελεί ένα ανοικτό θέμα προς επιστημονική διερεύνηση. Τουλάχιστον έτσι
θεωρούσε ο ίδιος ο Λένιν. Όπως και να τη δει κανείς, η θεωρητική προβληματική του Λένιν για τον
ιμπεριαλισμό, είναι η περισσότερο «αποστασιοποιημένη» από τις ιστορικές συγκυρίες και τα
επιφαινόμενα της εποχής του. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται κι ο δυναμισμός της, η αξία της, ιδιαίτερα
μπροστά στις κατοπινές εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας του κεφαλαίου έως σήμερα. Με βασική
προϋπόθεση την παραπέρα μελέτη και έρευνα.
Η κυρίαρχη προβληματική της εποχής, όπως είδαμε, έβλεπε στον ιμπεριαλισμό μια πολιτική
επεκτατισμού και προσαρτήσεων, της οποίας οικονομικά μέσα ήταν το εμπόριο, η εξαγωγή
κεφαλαίου, η ‘τραστοποίηση’ της παραγωγής, η απορρόφηση της βιομηχανίας από το
χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ο προστατευτισμός, κοκ. Για τον Λένιν ίσχυε ακριβώς το αντίστροφο. Η
102
Β. Ι. Λένιν, Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1980, σ.
88
103
Στο ίδιο, σ. 88-89.
104
Β. Ι. Λένιν, «Για την Αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος», Άπαντα, τ. 34, Αθήνα:
Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 369.

41
ιμπεριαλιστική πολιτική, ο ιμπεριαλισμός γενικά ήταν το μέσο, το επιστέγασμα, μιας ουσιαστικής
διαφοροποίησης της οικονομικής ουσίας του ίδιου του κεφαλαίου, η οποία δεν ήταν άλλη από την
άνοδο του καπιταλιστικού μονοπωλίου σε κυρίαρχη μορφή συγκρότησης και ανασυγκρότησης του
παγκόσμιου καπιταλισμού. Για τον Λένιν το καπιταλιστικό μονοπώλιο δεν ήταν αποτέλεσμα, μέσο ή
εργαλείο, αλλά οικονομική πεμπτουσία του ιμπεριαλισμού. Καμμιά εξέλιξη στο επίπεδο της
παραγωγής, της αγοράς, αλλά και της κρατικής πολιτικής, δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή δίχως
τον κυρίαρχο ρόλο των μονοπωλίων.
Η άποψη του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ξεκινούσε από την άποψη ότι το καπιταλιστικό
μονοπώλιο δεν ήταν παρενέργεια, κάποια στρέβλωση της αγοράς, ή μια απλή άρνηση του
ανταγωνισμού, ούτε μόνο η συνέπεια κάποιων επιχειρηματικών συνδυασμών, στρατηγικών,
επιλογών και επιδιώξεων. Αντίθετα, αποτελεί αναγκαίο και νομοτελειακό αποτέλεσμα της ιστορικής
εξέλιξης της ίδιας της καπιταλιστικής αγοράς και ιδίως του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Μια νέα
εποχή άρχιζε, η εποχή του καπιταλιστικού μονοπωλίου. Για τον Λένιν ήταν καθαρό σε τι συνίστατο
αυτή η νέα εποχή, η νέα περίοδος ανάπτυξης του καπιταλισμού: «Πριν από μισό αιώνα», έγραφε ο
Λένιν, «όταν ο Μαρξ έγραφε το ‘Κεφάλαιό’ του, η καταπληκτική πλειοψηφία των οικονομολόγων
θεωρούσε τον ελεύθερο συναγωνισμό ‘φυσικό νόμο’. Η επίσημη επιστήμη προσπάθησε με τη
συνωμοσία της σιωπής να σκοτώσει το έργο του Μαρξ, που απόδειχνε με τη θεωρητική και ιστορική
ανάλυση του καπιταλισμού ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής,
και αυτή η συγκέντρωση σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί στο μονοπώλιο. Τώρα το
μονοπώλιο είναι πια γεγονός. Οι οικονομολόγοι γράφουν βουνά από βιβλία, που περιγράφουν τις
διάφορες εκδηλώσεις του μονοπωλίου και συνεχίζουν με μια φωνή να δηλώνουν ότι ‘ο μαρξισμός έχει
αναιρεθεί’… Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες
καπιταλιστικές χώρες, στο ζήτημα λογουχάρη του προστατευτισμού ή του ελεύθερου εμπορίου,
προκαθορίζουν ασήμαντες μονάχα διαφορές στη μορφή των μονοπωλίων ή στο χρόνο της εμφάνισής
τους, ενώ η γέννηση του μονοπωλίου από τη συγκέντρωση γενικά της παραγωγής αποτελεί γενικό και
βασικό νόμο του σύγχρονου σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού.»105
Ωστόσο, τα μονοπώλια δεν γεννήθηκαν μόνο ως «άμεση αντίθεση του ελεύθερου
συναγωνισμού», αλλά ταυτόχρονα «ξεπηδώντας από τον ελεύθερο συναγωνισμό δεν τον καταργούν,
μα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες
αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις.»106 Ο Λένιν δεν μιλούσε για «κατάργηση του ανταγωνισμού»
από το μονοπώλιο στα πλαίσια του καπιταλισμού, ούτε σε εθνικό, ούτε σε διεθνές επίπεδο. Αντίθετα
μιλούσε για «πέρασμα από τον ανταγωνισμό στο μονοπώλιο» στη βάση του οποίου «ο ιμπεριαλισμός
περιπλέκει και οξύνει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, ‘μπλέκει’ τον ελεύθερο συναγωνισμό με τα
μονοπώλια, όμως δεν μπορεί να εξαλείψει την ανταλλαγή, την αγορά, το συναγωνισμό, τις κρίσεις,
κτλ… Όχι καθαρά μονοπώλια, μα μονοπώλια δίπλα στην ανταλλαγή, την αγορά, το συναγωνισμό, τις
κρίσεις – να η πιο ουσιώδης ιδιομορφία του ιμπεριαλισμού γενικά.»107
Επιπλέον, για τον Λένιν η τάση του μονοπωλίου για παγκόσμια κυριαρχία δεν έχει απαραίτητα
την ανάγκη από τα «δεκανίκια» της αποικιοκρατίας, της πολιτικής προσάρτησης και του κρατικού
επεκτατισμού. Αντίθετα, θεωρούσε ότι το μονοπώλιο είναι σε θέση να επεκτείνεται, να κατακτά νέες
αγορές και να υποδουλώνει χώρες με καθαρά οικονομικούς όρους, δίχως την ανάγκη αποικιών και
κλειστών αυτοκρατοριών. «Για την εκτόπιση του ανταγωνιστή», έγραφε χαρακτηριστικά, «τα τραστ
δεν περιορίζονται στα οικονομικά μέσα, αλλά καταφεύγουν συνεχώς σε πολιτικά και ακόμη και σε
εγκληματικά μέσα. Ωστόσο, θα ήταν μέγιστο λάθος να θεωρηθεί το μονοπώλιο των τραστ είναι
οικονομικά απραγματοποίητο με μεθόδους πάλης καθαρά οικονομικές. Αντίθετα, η πραγματικότητα σε
κάθε βήμα αποδείχνει το ‘πραγματοποιήσιμό’ του: τα τραστ υποσκάπτουν την πίστη του ανταγωνιστή
μέσω των τραπεζών (τα αφεντικά των τραστ είναι αφεντικά των τραπεζών: αγορά μετοχών). τα τραστ
υπονομεύουν τη μεταφορά υλικών στους ανταγωνιστές (οι αφέντες των τραστ είναι αφέντες των
σιδηροδρόμων: αγορά μετοχών). τα τραστ ρίχνουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα τις τιμές κάτω
από το κόστος, ξοδεύοντας γι αυτό εκατομμύρια, για να καταστρέψουν τον ανταγωνιστή και να
εξαγοράσουν τις επιχειρήσεις του, τις πηγές του των πρώτων υλών (ορυχεία, γη, κτλ.). Να μια καθαρά
οικονομική ανάλυση της δύναμης των τραστ και της επέκτασής τους. Να ένας καθαρά οικονομικός
δρόμος για την επέκταση: αγορά επιχειρήσεων, καταστημάτων, πηγών πρώτων υλών.»108
Αυτή ακριβώς η οικονομική δυνατότητα του μονοπωλίου για παγκόσμια κυριαρχία διαμορφώνει
νέες ακόμη πιο εκρηκτικές διεθνείς ανισότητες όχι απλά και μόνο ανάμεσα σε «βιομηχανικές» και
105
Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 27ος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 320-321.
106
Β. Ι. Λένιν, Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1980, σ.
88.
107
Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 32ος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 145.
108
Β. Ι. Λένιν, Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό».
Μόσχα: Εκδόσεις Προγκρές, 1984, σ. 22.

42
«αγροτικές» χώρες, σε περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, αλλά με όρους οργανικής
ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και οικονομικής υποδούλωσης. «Το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο μιας
χώρας», σημείωνε ο Λένιν, «μπορεί πάντα να εξαγοράσει τις επιχειρήσεις των ανταγωνιστών και μιας
ξένης, πολιτικά ανεξάρτητης, χώρας και πάντα το κάνει αυτό. Οικονομικά τούτο είναι πέρα για πέρα
πραγματοποιήσιμο. Η οικονομική ‘προσάρτηση’ είναι πέρα για πέρα ‘πραγματοποιήσιμη’ χωρίς την
πολιτική και συναντιέται συνεχώς.»109 Η πάλη για αυτού του είδους τις οικονομικές «προσαρτήσεις», ο
Λένιν δεν τις περιόριζε καθόλου στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Παντού έχει ενδιαφέρον το
χρηματιστικό κεφάλαιο να διεισδύει και να «προσαρτά» αγορές, οικονομίες και χώρες, αρκεί να
υπάρχει δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίου και κερδοφόρας τοποθέτησής του.
Το σημείο αυτό αξίζει να το υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα γιατί σήμερα γίνεται μια συστηματική
προσπάθεια να ξεδοντιαστεί η θεωρία για τον ιμπεριαλισμό του Λένιν, αποσπώντας ή αποσιωπώντας
την ιμπεριαλιστική εξάρτηση από αυτήν. Στη θέση του βαθέματος της εξάρτησης, της υποτέλειας, της
υποδούλωσης και της υποταγής που όχι μόνο στον Λένιν, αλλά και σε όλους τους θεωρητικούς του
επαναστατικού μαρξισμού, ήταν συνώνυμο του ιμπεριαλισμού, της παγκόσμιας κυριαρχίας του
καπιταλιστικού μονοπωλίου και του χρηματιστικού κεφαλαίου, γίνεται προσπάθεια να μπει η θεωρία
της «αλληλεξάρτησης», που όπως είδαμε μπορεί κανείς να την ανακαλύψει σε οποιοδήποτε σχολικό
εγχειρίδιο της σειράς. Πέρα από τον κ. Μηλιό που παπαγαλίζει αυτές τις απόψεις από την εποχή της
β’ Πανελλαδικής την δεκαετία του ’80, εξαφανίζοντας ταχυδακτυλουργικά κάθε γνωστή αναφορά του
Λένιν σε μονοπώλια και σχέσεις ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και υποδούλωσης, ήρθαν την τελευταία
δεκαετία να προστεθούν και οι εκ βιοπορισμού κομματικοί της ηγεσίας του ΚΚΕ παρουσιάζοντας τις
σχέσεις της καπιταλιστικής διεθνοποίησης ως σχέσεις «αλληλοδιαπλοκής» και «αλληλεξάρτησης»
ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες. Κι αυτήν ακριβώς την παμπάλαια ακαδημαϊκή κοινοτυπία
που επιδιώκει να αφαιρέσει το ταξικό στοιχείο από τις διεθνείς σχέσεις του κεφαλαίου, που πάντα
εκφράζεται με την επιβολή όρων υποταγής και εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς σε όλους τους
υπόλοιπους μέσα από ένα διαρκή αγώνα για την παγκόσμια κυριαρχία, επιχειρούν να εμφανίσουν ως
συνεπή και μάλιστα επαναστατικό «μαρξισμό-λενινισμό». Αν και δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με
τους εξ επαγγέλματος ignoramus idiotus του κομματικού μηχανισμού, ωστόσο θα θυμίσουμε απλά ότι
όταν στη συζήτηση για το νέο κομματικό πρόγραμμα των μπολσεβίκων το 1919 κάποιος εμφανίστηκε
να προτάσσει τις σχέσεις «αλληλεξάρτησης» ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες μιλώντας απλά
για το «τράβηγμα όλων των λαών στην παγκόσμια οικονομία», ο Λένιν του απάντησε ότι με αυτόν τον
τρόπο «εμφανίζει τα πράγματα πολύ πιο αρμονικά, γιατί εκεί γίνεται λόγος για το ‘τράβηγμα όλων των
λαών στην παγκόσμια οικονομία’!! Λες κι όλοι οι λαοί τραβήχτηκαν ισόμετρα στην παγκόσμια
οικονομία! Λες και δεν υπήρχαν σχέσεις υποδούλωσης ανάμεσα στους ‘πολιτισμένους’ και μη
πολιτισμένους λαούς ακριβώς με βάση το ‘τράβηγμα στην παγκόσμια οικονομία’!»110
Το να σταματά κανείς στις σχέσεις αλληλοδιαπλοκής και αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε κράτη,
είναι το ίδιο σαν να σταματά στη διαπίστωση ότι ανάμεσα στις τάξεις στον καπιταλισμό υπάρχει απλά
αλληλοδιαπλοκή και αλληλεξάρτηση. Είναι αλήθεια αυτό; Και βέβαια είναι. Στον καπιταλισμό δεν
μπορεί να νοηθεί η εργατική τάξη ξεκομμένη από το κεφάλαιο και την αστική τάξη, δεν μπορεί να
υπάρξει ή να αναπτυχθεί η μια δίχως την άλλη. Επομένως όντως υπάρχει αλληλεξάρτηση και μάλιστα
οργανική ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, αλλά πάντα με όρους ανισότητας, εκμετάλλευσης
και υποταγής που καθορίζουν, αφενός, το αληθινό ταξικό περιεχόμενο της αλληλεπίδρασης αυτών
των τάξεων μεταξύ τους και, αφετέρου, την αναγκαία σύγκρουση και τη διαπάλη τους σαν κυρίαρχη
μορφή της αλληλεξάρτησής τους μέσα στον καπιταλισμό.
Συνεπώς, από τη στιγμή που το κυρίαρχο υποκείμενο της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι το
κράτος, όπως ισχυρίζεται η αστική οικονομική, αλλά το ίδιο το κεφάλαιο στην παγκόσμια αγορά, τότε
οι σχέσεις αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα κράτη δεν μπορούν παρά να διέπονται πάντα από σχέσεις
ανισότητας, εκμετάλλευσης και υποταγής. Δίχως αυτές τις σχέσεις οικονομικής υποδούλωσης λαών
και χωρών δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού. Για
να προλάβουμε τυχόν εξυπνάδες όσων παραδόπιστων επιχειρούν να ξεφύγουν ταυτίζοντας την
ιμπεριαλιστική εξάρτηση μόνο με την αποικιοκρατία θα θυμίσουμε επίσης την άποψη του Λένιν ότι την
εποχή του ιμπεριαλισμού «το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι μια τόσο μεγάλη δύναμη σ’ όλες τις
οικονομικές και σ’ όλες τις διεθνείς σχέσεις, που είναι σε θέση να υποτάξει, και υποτάσσει πραγματικά,
ακόμη και τα κράτη που απολαμβάνουν την πιο πλήρη πολιτική ανεξαρτησία.»111 Για τον Λένιν ο
ιμπεριαλιστικά εξαρτημένος χαρακτήρας μιας χώρας δεν αναιρείται ακόμη και στην περίπτωση που
αυτή κατέχει δικές της αποικίες, όπως π.χ. συνέβαινε τότε με το Βέλγιο, την Πορτογαλία, κ.ά., ενώ οι
«μισοαποικιακές χώρες» – στις οποίες όπως είναι γνωστό ο Λένιν, αλλά και οι άλλοι εκπρόσωποι του
109
Στο ίδιο, σ. 23.
110
Β. Ι. Λένιν, «Για την Αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος», Άπαντα, τ. 34, Αθήνα:
Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 356.
111
Β. Ι. Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σ. 385.

43
επαναστατικού μαρξισμού της εποχής, ενέτασσαν τις «ανεξάρτητες» χώρες των Βαλκανίων, μαζί και
την Ελλάδα – «είναι χαρακτηριστικές, σαν χώρες που από αυτή την άποψη βρίσκονται στη ‘μέση’.»112
Από εδώ προέκυψε και η μόνη ορθή και σύμφωνη με την λενινιστική θεωρία κατάταξη της Ελλάδας
στις ιμπεριαλιστικά εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης, στην οποία
ιστορικά έχουν καταλήξει οι επιστήμονες μαρξιστές. Με πλήθος εμπειρικά τεκμηριωμένες εργασίες
από τη δεκαετία του ’60, τις οποίες παρά τις όποιες ατέλειες και αδυναμίες που μπορεί σήμερα να
εντοπίσει κανείς, κανένας από τους επίδοξους οπαδούς της «αλληλεξάρτησης» δεν έχει ποτέ
τολμήσει να αμφισβητήσει. Πρόκειται για μια θέση που σχετικά πρόσφατα η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ
αντικατάστησε με την «ενδιάμεση θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα».113 Και όπως
συμβαίνει πάντα στα ιερατεία με την ερμηνεία του Κανόνα της Πίστης, έτσι και στην περίπτωση αυτή
κανείς από τους εντολοδόχους δεν ένιωσε την ανάγκη να τεκμηριώσει την αντικατάσταση αυτή με
επιστημονικούς, εμπειρικούς και θεωρητικούς όρους. Πέρα βέβαια από το αναμάσημα των γνωστών
κοινοτυπιών περί «αλληλεξάρτησης» του κ. Λουκά.
Η υποδούλωση, λοιπόν, η υποτέλεια, η υποταγή και το βάθεμα της εξάρτησης, πρώτα και κύρια
της οικονομικής, είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής του ιμπεριαλισμού και όχι το
δυνάμωμα απλά ή κύρια των σχέσεων «αλληλεξάρτησης». Ιστορικά η θεωρία της «αλληλεξάρτησης»
έκανε την ντεμπούτο της από τους πιο ένθερμους απολογητές του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού και
της αποικιοκρατίας στην προσπάθειά τους να συγκαλύψουν, να κρύψουν και να εξαφανίσουν από το
πεδίο της οικονομικής και πολιτικής προβληματικής τις σχέσεις υποδούλωσης, υποτέλειας, υποταγής
και εξάρτησης που συνοδεύουν πάντα την ανάπτυξη της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, ιδίως την
εποχή του ιμπεριαλισμού και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στα πλαίσια του εργατικού κινήματος οι
πρώτοι που είδαν τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό ως «αντικειμενικό προϊόν» της καπιταλιστικής
διεθνοποίησης και «αλληλεξάρτησης», ήταν οι Φαβιανοί στη Βρετανία από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Ένγκελς μίλησε για «φαβιανό ιμπεριαλισμό» και ζήτησε από τους μαρξιστές της
εποχής του να κόψουν κάθε σχέση μαζί τους.114
Όποιος έχει έστω και στοιχειώδη επαφή με το αντικείμενο γνωρίζει πολύ καλά ότι η ίδια η έννοια
της παγκοσμιοποίησης με την οποία ο ιμπεριαλισμός γανώνει τα μυαλά των μαζών τα τελευταία
χρόνια, προήλθε ψυχή τε και σώματι από τη θεωρία της «αλληλεξάρτησης». Να για παράδειγμα πως
εξηγούσε την επικράτηση της θεωρίας της «αλληλεξάρτησης» στην ιδεολογία του ιμπεριαλισμού μια
από τις πιο σημαντικές συλλογικές εργασίες σοβιετικών οικονομολόγων στη δεκαετία του ΄80: «Στα
τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι ιμπεριαλιστικές χώρες πέρασαν από
την πολιτική της ‘αναπτυξιακής βοήθειας’ σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες [εξαρτημένες] χώρες σε μια
πολιτική ‘ισότιμης συνεργασίας’… Η ιδέα της ‘αλληλεξάρτησης των εθνώνα αναδείχθηκε ως θεωρητική
νομιμοποίηση της νέας πολιτικής της νεοαποικιοκρατίας, και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρύτατα
από Δυτικούς συγγραφείς σε εργασίες σχετικές με τα προβλήματα των αναπτυσσόμενων
[εξαρτημένων] χωρών. Σύμφωνα με αυτήν η παγκόσμια οικονομία οδηγεί στην άνοδο μιας τέτοιας
διάρθρωσης της παραγωγής ώστε όλες οι χώρες αποτελούν μέρος τους ως αλληλοσυνδεόμενες και
αλληλοεξαρτώμενες μονάδες. …»115
Στην επιδίωξή τους, λοιπόν, οι κομματικοί και εξωκομματικοί απολογητές να συγκαλύψουν τις
σχέσεις υποδούλωσης, υποτέλειας και εξάρτησης της Ελλάδας από τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, της
ΕΕ, κοκ., τις μεταμόρφωσαν με το μαγικό ραβδί που δανείστηκαν από τους ιδεολόγους του
ιμπεριαλισμού σε σχέσεις «αλληλοδιαπλοκής» και «αλληλεξάρτησης». Κάτι άλλωστε που πασχίζουν
να καταφέρουν δεκαετίες τώρα οι πιο ακραιφνείς απολογητές και οι πιο επίσημοι εκπρόσωποι του
εξαρτημένου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού της χώρας.
Όμως, ας αφήσουμε κατά μέρος τους εκμαυλιστές του λενινισμού και ας ξαναγυρίσουμε στην
άποψη του Λένιν. Η αλήθεια είναι ότι και η συνεισφορά του Λένιν, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε την
κορύφωση της θεωρητικής συζήτησης, παρέμεινε δέσμια των ιστορικών ορίων της εποχής της. Κάτι
112
Στο ίδιο.
113
Η αντικατάσταση αυτή συνέβη για πρώτη φορά επίσημα στο 16ο συνέδριο του ΚΚΕ (2000). Την
άποψη που κρύβεται πίσω από αυτή τη δικολαβίστική θέση εύκολα μπορεί να την ανακαλύψει κανείς
όχι βέβαια στο μαρξισμό, αλλά σε ορισμένους «νεομαρξιστές» αρνητές της θεωρίας του Λένιν από τη
δεκαετία του ’60, οι οποίοι υιοθετώντας την μεθοδολογία κάποιων παλιών αντιδραστικών ιδεολόγων
του ιμπεριαλισμού – όπως είδαμε προηγούμενα – μιλούσαν για ιμπεριαλισμό, υποϊμπεριαλισμό και
ανθυποϊμπεριαλισμό, κατά το λοχαγός, υπολοχαγός, ανθυπολοχαγός. Οι ίδιοι ήταν που
προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τον μαρξιστικό όρο του παγκόσμιου καπιταλισμού με τους όρους
«ιμπεριαλιστικό σύστημα» και «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» ή «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», που βρίσκει
κανείς σήμερα να διανθίζουν σε μεγάλη αφθονία τον ιδεολογικοπολιτικό λόγο της ηγεσίας του ΚΚΕ.
114
Βλ. π.χ. την επιστολή του Ένγκελς στον Φ. Α. Ζόργκε, 18/1/1893.
115
The Teaching of Political Economy, A Critique of Non-Marxian Theories, (edited by A. D.
Smirnov, V. V. Golosov, V. F. Maximova), Moscow: Progress Publishers, 1984, σ. 193-94.

44
άλλωστε απολύτως φυσικό και αναμενόμενο. Το καπιταλιστικό μονοπώλιο και στη σκέψη του Λένιν
παρέμεινε ως «αντιδιαστολή» του ανταγωνισμού, έστω κι αν ο ίδιος τόνιζε ότι και τα δυο
«συνυπάρχουν» αναγκαστικά στον καπιταλισμό. Ο Λένιν μιλούσε για «συνύπαρξη» ανταγωνισμού
και μονοπωλίου, αντίθετα, όπως είδαμε, από τον Μαρξ που ορθά εκτιμούσε τον ανταγωνισμό και
μάλιστα τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» ως οργανική ιδιότητα, ως εσωτερική ανάγκη του ίδιου του
κεφαλαίου στην πιο ανεπτυγμένη του μορφή. Γι αυτό και υιοθέτησε τον ιστορικό διαχωρισμό, που
είχαν εισηγηθεί ήδη οι σοσιαλδημοκράτες θεωρητικοί, σε καπιταλισμό του «ελεύθερου
ανταγωνισμού» και μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αν και η υιοθέτηση αυτού του διαχωρισμού από τον
Λένιν έγινε για να τονίσει την εκτίμησή του ότι πρόκειται για το πέρασμα σ’ ένα νέο στάδιο στην
εξέλιξη του καπιταλισμού, στο «τελευταίο στάδιο» πριν τις νικηφόρες προλεταριακές επαναστάσεις,
παραμένει το γεγονός ότι υιοθετούσε έστω κι έμμεσα την κυρίαρχη άποψη της σοσιαλδημοκρατίας,
που ήθελε το καπιταλιστικό μονοπώλιο να είναι ασυμβίβαστο με τον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Στην
πραγματικότητα καπιταλισμός του «ελεύθερου ανταγωνισμού», ως κυρίαρχο δόγμα, δεν υπήρξε
παρά μόνο στη Βρετανία έως στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ορμητική ανάπτυξη του βιομηχανικού
καπιταλισμού στις ανταγωνίστριες χώρες της Βρετανίας, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα,
συνδέεται κυρίαρχα με καθεστώτα έντονου προστατευτισμού και ενεργητικής κρατικής παρέμβασης.
Όμως ακόμη και για τη Βρετανία το δόγμα του «ελεύθερου ανταγωνισμού» δεν αντιπροσώπευε μια
προμονοπωλιακή μορφή καπιταλισμού, όπως λανθασμένα εκτιμούσε το σύνολο των μαρξιστών
θεωρητικών της εποχής, αλλά μια αναγκαία έκφραση του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού της
προμονοπωλιακής περιόδου. Δεν είχε να κάνει τόσο με τις προμονοπωλιακές μορφές του κεφαλαίου,
αλλά με την ίδια την εσωτερική ανάπτυξη του ίδιου του κεφαλαίου στην περίοδο αυτή. Γι’ αυτό και ο
«ελεύθερος ανταγωνισμός», με ότι συνεπάγεται, θα μπορούσε να αναγεννηθεί ως έκφραση του πιο
ανεπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, όταν οι ιστορικές συνθήκες το επέτρεπαν. Κάτι που
σήμερα το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι.
Ταυτόχρονα και στον Λένιν το μονοπώλιο εξισωνόταν με τη γενικευμένη στασιμότητα, έστω κι αν
δεν είχε την ισοπεδωτική άποψη του Μπουχάριν και άλλων. Έστω κι αν δεν απέκλειε περιόδους
έντονης ανάπτυξης. Ωστόσο, για τον Λένιν οι περίοδοι αυτές αποτελούν εξαίρεση στη γενική
κατάσταση στασιμότητας στην οποία είχε εισάγει το μονοπώλιο, τόσο στο επίπεδο της τεχνολογίας,
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και συνολικά του καπιταλισμού. Η εκτίμηση αυτή
συνδεόταν περισσότερο με την πολιτική ανάγκη να απαντηθεί η φιλολογία για «υπέρβαση των
κρίσεων» και «οργανικής ανάπτυξης», που είχε εισηγηθεί για το μέλλον του καπιταλισμού η ηγεσία
της σοσιαλδημοκρατίας. Στην πραγματικότητα ο χαρακτήρας του μονοπωλίου, όπως πολύ καλά
γνωρίζουμε σήμερα, δεν συνδέεται με τη στασιμότητα γενικά, αλλά με μια ραγδαία ανάπτυξη τόσο
βάρβαρη ως προς το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό της, τόσο απάνθρωπη και καταστροφική,
που έχει οδηγήσει την πλειοψηφία της ανθρωπότητας στο χείλος της αφανισμού. Η απόλυτη αυτή
εκτίμηση του Λένιν, αλλά και όλων των άλλων εκπροσώπων του επαναστατικού μαρξισμού, δεν
σχετίζεται μόνο με τις πιο άμεσες πολιτικές ανάγκες, αλλά και με μια σοβαρή θεωρητική έλλειψη του
μαρξισμού της εποχής αυτής. Πρόκειται για την έλλειψη θεωρητικής ανάλυσης των κρίσεων του
καπιταλισμού. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός λίγο πριν την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου
είχε εισέλθει σε μια νέα γενικευμένη διαρθρωτική κρίση του συστήματός του, ίδιου χαρακτήρα με
αυτήν της περιόδου 1873-1896, από την οποία θα εξέλθει ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας του ’40,
μετά το τέλος του πιο καταστροφικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, του δευτέρου
παγκοσμίου. Όμως, ούτε στον Λένιν, όπως και σε κανέναν άλλο θεωρητικό του επαναστατικού
μαρξισμού της εποχής δεν υπάρχει καμμιά συστηματική θεωρία κρίσεων, πέρα από τις γνωστές
τελεολογικές και «καταστροφικές» αναγγελίες του τέλους του καπιταλισμού.
Ο Λένιν δεν ενδιαφερόταν καθόλου, όπως άλλωστε και κάθε σοβαρός μαρξιστής, να ασκηθεί σε
προφητείες και σε μελλοντολογία, ούτε να εισηγηθεί κάποιο σύστημα έτοιμων συμπερασμάτων που
ερμηνεύει τα πάντα σε όλους τους καιρούς. Αντίθετα, τον ενδιέφερε και επέμενε ιδιαίτερα να
επισημαίνει τις ενδότερες τάσεις των φαινομένων που αναλύει, χωρίς όμως να υπερβαίνει τα ιστορικά
πλαίσια και όρια της εποχής του. Για τον Λένιν η θεωρία δεν ήταν πρόσφορο έδαφος για την ανάδειξη
αληθινών, ή κατά συνθήκη αυθεντιών, για λόγιες «ρετσέτες» δια πάσα χρήση και νόσο, ούτε για την
επιβεβαίωση της όποιας ορθοδοξίας, αλλά ένα κατεξοχήν προνομιακό πεδίο αναμέτρησης με την
αντιφατική πραγματικότητα κάθε εποχής και την φανταστική συνείδηση που αναπαράγει για τον
εαυτό της. Μια αναμέτρηση που δεν αφορά απλά και μόνο τους όποιους «σοφούς», αλλά πρώτα από
όλα την άμεση δράση του πιο ανεπτυγμένου κινήματος της κοινωνίας, του οργανωμένου κινήματος
της εργατικής τάξης, καθώς και τη συλλογική συγκρότηση, ταυτότητα και προοπτική της
επαναστατικής πρωτοπορίας αυτού του κινήματος. Αυτό ήταν από την εποχή του Μαρξ το νόημα της
επιστημονικής και κοινωνικής στράτευσης της θεωρίας. Για τον Λένιν, όπως και για κάθε αυθεντικό
συνεχιστή του Μαρξ, η πρωτότυπη παραγωγή επιστημονικής θεωρίας ήταν ένα πρωτεύον, συλλογικό
και κινηματικό καθήκον, που συμβάδιζε αδιάρρηκτα με το εκάστοτε ιστορικό επίπεδο της ταξικής

45
πάλης. Γι αυτό και δεν τον ικανοποιούσε, ούτε και επεδίωκε μια γενική «ερμηνεία» της
πραγματικότητας, που επιβεβαιώνει, ή δεν επιβεβαιώνει ιδεολογικά σχήματα και αιώνιες αρχές.
Αντίθετα, το κύριο μέλημα του έργου του ήταν να αναδείξει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια μέσα
από τη θεωρητική ανάλυση των αντικειμενικών συγκρούσεων, αντιθέσεων και εξελίξεων κάθε εποχής
τα κυρίαρχα ιστορικά διλήμματα της περιόδου, αλλά και τα πιο επείγοντα, άμεσα πολιτικά καθήκοντα
που κρίνουν κάθε φορά το παρόν και το μέλλον του επαναστατικού κινήματος για την κοινωνική
απελευθέρωση.
Ο Νικολάι Μπουχάριν είναι ο μόνος από τις κορυφές του κόμματος που μετά το θάνατο του Λένιν
συνεχίζει στο επίπεδο της θεωρίας τη συζήτηση για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού και την
παγκόσμια οικονομία. Δυο ήταν οι πιο σημαντικές στιγμές αυτής της προσπάθειας του Ν. Μπουχάριν.
Αφενός στα 1925 όταν εκδίδει μια μπροσούρα με τίτλο, Ο Ιμπεριαλισμός και η Συσσώρευση του
Κεφαλαίου, με την οποία ασκεί την πιο συνεπή και ολοκληρωμένη μαρξιστική κριτική στις απόψεις της
Ρόζας Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αφετέρου εντός και
εκτός των πλαισίων του 6ου παγκόσμιου συνεδρίου της ΚΔ στα 1928, όταν συγκρούεται κυρίως με τον
Ευγένιο Βάργκα γύρω από τις προοπτικές και ιδίως για τον χαρακτήρα της κρίσης του παγκόσμιου
καπιταλισμού. Υπήρχε μια κοινή συνισταμένη στις παρεμβάσεις του Μπουχάριν αυτή την εποχή τόσο
ενάντια στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όσο και ενάντια στο Βάργκα. Κι αυτή ήταν η ανάγκη να χτυπηθεί η
διάχυτη αντίληψη στις γραμμές της ΚΔ, αλλά και της νέας ηγετικής ομάδας του ΚΚΣΕ, η οποία έβλεπε
στις εξελίξεις του παγκόσμιου καπιταλισμού το προανάκρουσμα μιας επικείμενης κατάρρευσης του
συστήματος, με επιχειρηματολογία που λίγο έως πολύ θύμιζε τις απόψεις της Ρ. Λούξεμπουργκ
σχετικά με κάποιο δήθεν αξεπέραστο «πρόβλημα αγορών» του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο.
Παρόλα αυτά η γόνιμη θεωρητική αντιπαράθεση Μπουχάριν-Βάργκα, τις παραμονές του μεγάλου
κραχ του 1929-1930, αποτελεί μια ύστατη και εξαιρετικά πολύτιμη ευκαιρία του επαναστατικού
μαρξισμού, όχι μόνο να αναβιώσει στο εσωτερικό του το ζωηρό θεωρητικό ενδιαφέρον για την πορεία
του παγκόσμιου καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, αλλά και να εμπλουτιστεί με μια τόσο αναγκαία
θεωρία για τις καπιταλιστικές κρίσεις. Η χονδροειδής παρέμβαση της νέας κομματικής ηγεσίας έδωσε
ένα άδοξο τέλος σε αυτή την «ακαδημαϊκή συζήτηση» ανάμεσα σε «σοφούς», πού στους
κομματικούς γραφειοκράτες της ηγεσίας φάνταζε πολύ παράξενη, ύποπτη και άκρως απειλητική για
τα άνωθεν επιβαλλόμενα άκαμπτα και εξαιρετικά βολικά σχήματα «ερμηνείας» της πραγματικότητας.
Στον Μπουχάριν απαγορεύτηκε με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου να ασχολείται και να διατυπώνει
δημόσια απόψεις σχετικά με ζητήματα που άπτονται της εσωτερικής και της διεθνούς οικονομικο-
πολιτικής κατάστασης, μιας και είχε ανεξίτηλα στιγματιστεί επίσημα ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της
«δεξιάς παρέκκλισης» στο κόμμα. Μόνο με τον αθεϊσμό του επιτράπηκε να ασχοληθεί στην οικεία
ένωση που υπήρχε τότε στη σοβιετική Ρωσία, όπως και με ζητήματα αντιθρησκευτικής
προπαγάνδας, ώστε να κρατηθεί μακριά από την τρέχουσα πολιτική ζύμωση. Όμως και σ’ αυτό τον
τομέα δεν θα μπορεί να μιλά ελεύθερα για πολύ. Η αποπνικτική φίμωση, αυτή η ανελέητη καταδίκη σε
πνευματικό θάνατο, που αποφάσισε η κομματική ηγεσία για μια τόσο δραστήρια θεωρητική διάνοια,
όπως ήταν ο Μπουχάριν, ήταν γι’ αυτόν κάτι πολύ χειρότερο από τη φυλακή, τα βασανιστήρια και το
εκτελεστικό απόσπασμα που θα αντιμετωπίσει λίγα χρόνια αργότερα.
Όταν ο Ε. Βάργκα επιχείρησε μόνος του να συνεχίσει τον προβληματισμό γύρω από τα κεντρικά
προβλήματα της νέας περιόδου ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, αντιμετώπισε κι αυτός την
κατακραυγή της ηγεσίας δια στόματος Κουουσίνεν, ο οποίος από το βήμα του 6ου συνεδρίου της
Κομμουνιστικής Διεθνούς είπε τα εξής: «Φυσικά, θα πρέπει να αξιοποιούμε τις αστικές στατιστικές....
Όμως, θα πρέπει να μας διακατέχει μεγάλη προσοχή... Ειδικά όποιος είναι υποχρεωμένος να
συνδιαλέγεται εξ επαγγέλματος με αστικούς οικονομικούς κύκλους, όπως ο Σύντροφος Βάργκα, θα
πρέπει να γνωρίζει ότι πάντα διατρέχει τον κίνδυνο να προσβληθεί από ιδεολογικό μίασμα και βρωμιά.
Μόνο η ύψιστη μαρξιστική διαφοροποίηση, όπως εκείνη που κατείχε ο Λένιν, μπορεί να αποτελέσει
την απόλυτη εγγύηση ενάντια στην μόλυνση από τη βρωμιά της αστικής οικονομικής.... Κανένας από
μας δεν διαθέτει κάποια απόλυτη εγγύηση καθαρότητας από το μίασμα της αστικής οικονομικής εάν
δεν παίρνει τα πλέον επισταμένα μέτρα Μαρξιστικής υγιεινής. Ο Σύντροφος Βάργκα είναι ένας
συνειδητός ερευνητής, παίρνει στα σοβαρά όλα τα δεδομένα του, αλλά η μέθοδός του δεν είναι πάντα
αναμφισβήτητη και τα συμπεράσματά του δεν είναι πάντα καθαρά. Γι αυτό και επιμένω: όταν κανείς
έχει επαφές με τη βρώμικη κοινωνία των αστών οικονομολόγων, η πιο απόλυτη, επιστημονική,
Μαρξιστική υγιεινή είναι ως εκ των ουκ άνευ. Θα πρέπει κανείς να προσέχει ιδιαίτερα να κρατάει το
κεφάλι του καθαρό.»116 Μπροστά σ’ αυτή την ευθεία απειλή περί «μαρξιστικής υγιεινής», η όποια
σοβαρή θεωρητική έρευνα και πολιτική αναζήτηση έπρεπε να εγκαταλειφθεί.
Οι εποχές των έντονων, ουσιαστικών και παραγωγικών συζητήσεων στη θεωρία και στην
πολιτική είχαν πια περάσει ανεπιστρεπτί. Μια νέα κομματική κουλτούρα είχε αναδυθεί και εδραιωθεί.
O. Kuusinen, ‘Concluding Speech. 6th World Congress’. International Press Correspondence, IX,
116

no. 53 (25 Σεπτεμβρίου 1929), σ. 1144.

46
Χαρακτηριστικό δείγμα της νέας κουλτούρας ειδικά στο επίπεδο της θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό,
είναι η ειδική επίσημη επανέκδοση στα τέλη της δεκαετίας του ’30, με επιμέλεια του Βάργκα και του
Μέντελσον, του βιβλίου του Λένιν, Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, συμπληρωμένο
με τα νεώτερα στατιστικά δεδομένα. Στο επιλογικό τους σημείωμα, οι επιμελητές αφού καταμετρούν
τα πιο «εξέχοντα ορόσημα» της εποχής που ακολούθησε μετά τη συγγραφή του βιβλίου του Λένιν,
όπως τα είχε επισήμως καταγράψει η κομματική ηγεσία της δεκαετίας του ’30, καταλήγουν λέγοντας
ότι «ολόκληρη αυτή η πλούσια εμπειρία της περιόδου, όλες αυτές οι διαδικασίες και οι αλλαγές
κοσμοϊστορικής σημασίας και παγκοσμίων διαστάσεων, επιβεβαιώνουν με έξοχο τρόπο τη θεωρία του
Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, όχι μόνο στα βασικά της σημεία, αλλά και σε όλες της τις ‘λεπτομέρειες’.»117
Η μετατροπή του βιβλίου του Λένιν σε ιερό θέσφατο, ακόμη κι ως προς τις ‘λεπτομέρειές’ του, όπου
αρκούσε μόνο η εμπειρική-στατιστική συμπλήρωση, αποτέλεσε καίριο πλήγμα στην επιστημονική
διαύγεια και δυναμική των θεωρητικών εκτιμήσεων του Λένιν. Αποτέλεσε τη χειρότερη παραποίηση
του έργου του, πηγή των πιο αγοραίων και εκτρωματικών «αναθεωρήσεών» του, που εκδηλώθηκαν
στα γενικά πλαίσια του μαρξισμού τα κατοπινά χρόνια.
Όπως συμβαίνει πάντα με τις θεοποιήσεις, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση συνέβη για να δοθεί το
ελεύθερο στους «αντ’ αυτού» να «προσαρμόζουν» κατά το δοκούν τη θεωρία, την πολιτική, αλλά και
την ίδια την πραγματικότητα, στις εκάστοτε άνωθεν επιλογές και σκοπιμότητες. Έτσι όσο πιο ιερό
εμφανιζόταν το κείμενο του Λένιν, έως και την τελευταία του αποστροφή, τόσο πιο αυθαίρετες,
πρόχειρες και χυδαίες υπήρξαν οι «προσαρμογές» ήδη από τη δεκαετία του ’30. Να θυμίσουμε μόνο
ότι η ηγεσία την εποχή αυτή, είχε ήδη «εισάγει» τις άκρως υποκειμενικές από επιστημονική άποψη,
εκτιμήσεις περί περιόδου «σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού», αλλά και «κατάρρευσης της
σχετικής σταθεροποίησης», καθώς επίσης και περί «γενικής κρίσης του καπιταλισμού», της οποίας
προϊόντα και ορόσημα ήταν οι πόλεμοι, οι γενικευμένες αναταραχές, οι επαναστάσεις στον
καπιταλιστικό κόσμο μαζί με την αέναη «νικηφόρα πορεία του σοσιαλισμού». Ο σοβαρός μελετητής
των θεωριών του Μαρξ, αλλά και του Λένιν, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η μεταφυσική τελεολογία που
αποπνέουν όλα αυτά δεν «κουμπώνει» με τις αντιλήψεις των κλασσικών του επιστημονικού
σοσιαλισμού. Ωστόσο κανένας από τους «εισηγητές» αυτών των εκτιμήσεων δεν ένιωσε την ανάγκη
να τις τεκμηριώσει στο πεδίο της θεωρίας. Αρκούσε η απόφαση των κομματικών οργάνων και η
φίμωση όλων όσων είχαν τη στοιχειώδη παιδεία για να καταλάβουν ότι πρόκειται για μια χοντροειδή
παρωδία της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Κι έτσι άνευ αντιλόγου ή πιο σωστά με τον αντίλογο
φιμωμένο στις φυλακές, τις εξορίες και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, μπόρεσαν να εμφανιστούν ως
νεότερη εμπειρική επιβεβαίωση των «ιερών γραφών» του Λένιν.
Το έργο των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν μετατράπηκε από αποφασιστικό κίνητρο για ελεύθερη
έρευνα και πολιτική δράση, σε ιερό ευαγγέλιο του οποίου η αυθεντική ερμηνεία ανήκει αποκλειστικά
στα κομματικά όργανα και την εκάστοτε κομματική ηγεσία. Οι κλασσικοί και ιδιαίτερα ο Λένιν
απέκτησαν σχεδόν θεϊκή υπόσταση, μόνο και μόνο για να μετουσιωθεί ο εγκάθετος κομματικός
γραφειοκράτης του ηγετικού μηχανισμού σε Πάπα, μοναδικός τους εκπρόσωπος επί της γης και
δικαιωματικός κληρονόμος του «αλάθητου» των μεγάλων δασκάλων. Ο μαρξισμός έπαψε πια να είναι
δυναμικό προϊόν της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας και της συλλογικής εμπειρίας της ταξικής
πάλης για να μετατραπεί σε ένα σύστημα αξιωματικών παραδοχών, έτοιμων συμπερασμάτων και
«απόλυτων αληθειών» από όπου μπορούσε να αντλήσει δικαίωση οτιδήποτε και οποιαδήποτε,
ακόμη και η πιο τυχοδιωκτική, πολιτική πρακτική. Το γεγονός ότι πολλοί κομμουνιστές, θεωρητικοί,
όπως ο Ν. Μπουχάριν, πολιτικές προσωπικότητες και απλοί πρακτικοί αγωνιστές του κόμματος, δεν
μπόρεσαν ούτε να «χωνέψουν», αλλά ούτε και να τους «χωνέψει» το νέο καθεστώς, το πλήρωσαν
τελικά με τη ζωή τους. Από τότε έως σήμερα η συζήτηση για την παγκόσμια οικονομία και τον
ιμπεριαλισμό έμεινε να αναπαράγει εν είδη θέσφατου, ή ως «καινοτομία», πλευρές και επιχειρήματα
της παλιάς αντιπαράθεσης – ανασύροντας συχνά ότι πιο ξεθωριασμένο, ότι πιο ξεπερασμένο από
την επιστημονική έρευνα, ως «νέα αντίληψη», ή ως «αναγκαία αναθεώρηση» των τυποποιημένων
θεσφάτων της επίσημης θεωρίας – χωρίς ποτέ το επίπεδο του κατοπινού θεωρητικού
προβληματισμού, με εξαίρεση μόνο ορισμένες επιμέρους κυρίως εμπειρικές συμβολές, να πλησιάσει
έστω και ελάχιστα το επίπεδο της μαρξιστικής προβληματικής των πρώτων δεκαετιών του 20ου
αιώνα.

Δημήτρης Καζάκης
3/11/2001

117
New Data for V.I.Lenin’s “Imperialism, The Highest Stage of Capitalism”, έκδοση του E. Βάργκα και
Λ. Μέντελσον. New York: AMS Press, 1970, σ. 269

47

You might also like