You are on page 1of 8

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ ΛΟΥΚΑ ΙΘ´, 1-10

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΩΦΕΛΙΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΦΕΛΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Ὁ Ζακχαῖος καλοπροαίρετος καὶ ἀνδρεῖος κατὰ τὴν ψυχή, διασχίζει τὸ


πλῆθος ποὺ περικυκλώνει τὸν Χριστὸ καὶ ἀνεβαίνοντας ψηλὰ στὴ μουριά,
ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ στὸ σπίτι του καὶ νὰ
προσφέρει καρποὺς ἄξιους τῆς μετανοίας. Μόνο ἡ ἀληθινὴ μετάνοια ἀποφέρει
πλούσιους καρποὺς καὶ εἶναι εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ καὶ μόνο μέσῳ αὐτῆς
λαμβάνουμε ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ σωτηρία αἰώνια.

Οἱ τυφλοὶ καὶ ἀνόητοι εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, οὔτε
τὴν ἀκοίμητη πρόνοιά Του σὲ ὅλα, κατανοοῦν καὶ αὐτὰ τὰ φαντάσματα τῆς διάνοιάς
τους, θεοποιῶντας τὶς οἰκονομίες τοῦ προνοητὴ Θεοῦ, νόμιζαν ὅτι εἶναι ἀποτελέσματα
τῆς τύχης. Ὁπότε τὴν τύχη, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα τίποτα, δὲν εἶναι οὔτε ὁρατὴ οὔτε
ἀόρατη οὔτε ἔχει ὕπαρξη, ἀλλὰ εἶναι μία φαντασία τοῦ νοῦ ἀλλόκοτη καὶ κενὸ ὄνομα,
ποὺ δὲν σημαίνει κανένα πρᾶγμα. Αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς ὀνόμασαν τὴν τύχη θεὰ καὶ τὴν
λάτρευαν, κατασκευάζοντας εἴδωλα καὶ βωμούς, καὶ ὁτιδήποτε συνέβαινε τὸ
ἀπέδιδαν σ᾽ αὐτήν.
Τὰ λείψανα αὐτῆς τῆς πλάνης, ἔμειναν ἕως καὶ σήμερα στὶς συγκεντρώσεις τῶν
χριστιανῶν. Ἀληθινὰ κανεὶς χριστιανὸς σήμερα δὲν πιστεύει ὅτι ἡ τύχη εἶναι θεά,
οὔτε κατασκευάζει εἴδωλα, οὔτε οἰκοδομεῖ βωμοὺς στὸ ὅνομά της, οὔτε λατρεία
προσφέρει σ᾽ αὐτήν· ὅμως, ὅταν συμβεῖ εὐτυχία, τότε ὁ καθένας λέει ὅτι ἔχει καλὴ
τύχη, ὅταν συμβεῖ δυστυχία, λέει ὅτι ἔχει κακὴ τύχη. Ἐὰν ρωτήσεις τί πρᾶγμα εἶναι ἡ
τύχη, τότε ἀκοῦς καὶ καταλαβαίνεις ἀπὸ τὴν ἀπόκριση ὅτι ὁ ἀποκρινόμενος σὲ σένα
δὲν γνωρίζει οὔτε κατανοεῖ τί λέει· διότι κανεὶς οὔτε ἀμαθὴς οὔτε σοφὸς δὲν
ἐξήγησε ποτὲ τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὀνομάζουν τύχη.
Ὁ Χριστός, ὑψώνοντας τοὺς ὀφθαλμούς, βλέπει τὸν Ζακχαῖο πάνω στὴν μουριά·
αὐτὸ γίνεται ἡ σωτηρία τοῦ Ζακχαίου. Ὁ ἄπιστος, μὴ γνωρίζοντας τί μιλάει, λέει ὅτι
κατὰ τύχη ὁ Χριστὸς ἴδε τὸν Ζακχαῖο· ὁ πιστὸς κηρύττει ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς
καρδιογνώστης, γνωρίζοντας τὴν διάθεση τοῦ Ζακχαίου ποὺ ἔκλινε στὴν ἐπιστροφὴ
καὶ μετάνοια, ἐπίτηδες ὕψωσε τὰ μάτια του καὶ τὸν εἶδε γιὰ νὰ δώσει σ’ αὐτὸν τὴν
σωτηρία. Ὅποιος προσηλώσει τὸν νοῦν του στὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ
2 από8

Εὐαγγελίου, ἐκεῖνος λαμβαίνει τέλεια τὴν πληροφορία γιὰ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση.
Εὐαγγέλιο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διήρχετο ὁ Ἰησοῦς τὴν Ἱεριχὼ. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ, ὀνόματι
καλούμενος Ζακχαῖος· καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ αὐτὸς ἦν πλούσιος·
καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τὶς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ
ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν, ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα
ἴδῃ αὐτὸν· ὅτι δι' ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον,
ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν· Ζακχαῖε, σπεύσας
κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. Καὶ σπεύσας
κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. Καὶ ἰδόντες ἅπαντες διεγόγγυζον
λέγοντες· Ὅτι, παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. Σταθεὶς δὲ ὁ
Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· Ἰδοὺ τὰ ἡμίση των ὑπαρχόντων μου, Κύριε,
δίδωμι τοῖς πτωχοῖς· καὶ εἲ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι σήμερον σωτηρίᾳ τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο,
καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστι. Ἦλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι
καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλὸς.
Ὅταν σκέφτομαι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ἦλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Λουκ. ιθ´,10), μεγάλη ἐλπὶδα καὶ χαρὰ
πλημμυρίζει ἡ ψυχή μου, ἐπειδὴ ἐὰν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸ ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ
ζητήσει καὶ νὰ σώσει τὸ ἀπολωλός, καὶ μένα λοιπὸν θὰ ζητήσει καὶ θὰ σώσει, τὸν
χαμένο καὶ ἁμαρτωλό. Ὅταν πάλι συλλογίζομαι ὅσα ἔκανε ὁ Ζακχαῖος, ποὺ ζήτησε καὶ
σώθηκε, τότε φεύγει ἡ ἐλπὶδα ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ ἄμετρη λύπη καὶ φόβος πέφτει
στὴν ψυχή μου καὶ ἀμφιβάλλω γιὰ τὴν σωτηρία μου, διότι δὲν αἰσθάνομαι νὰ ἔχω
οὔτε τὴν μετάνοια οὔτε τὴν προθυμία ἐκείνου.
Θέλω καὶ ζητάω νὰ δῶ τὸν Χριστό, ὅπως τὸν ζήτησε ὁ Ζακχαῖος· «καὶ ἐζήτει ἰδεῖν
τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστιν», (Αὐτόθ.) ἀλλὰ τί βλέπω; Ὁ Ζακχαῖος ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ,
ἐπειδὴ ὅμως ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος, ὁ παρευρισκόμενος λαὸς τοῦ
ἐμπόδιζε τὴν ὄραση· «καὶ οὐκ ἠδύνατο, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν» (Αὐτόθ.). Ζητῶ κι ἐγὼ
νὰ δῶ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλ' ἐπειδὴ εἶμαι ψυχρὸς κατὰ τὴν θεία ἀγάπη, μὲ ἐμποδίζει τὸ
πλῆθος τῶν παθῶν μου, ὅπως ἐμπόδιζε ἐκεῖνον ὁ ὄχλος τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνος ὅμως
ὁ μακάριος, ἀνδρεῖος καὶ μεγαλόψυχος, ἔτρεξε μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλήθος καὶ
ἀνεβαίνοντας ψηλὰ στὴ μουριά, εἶδε τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου· ἐγὼ ὁ δυστυχής,
ἀσθενὴς καὶ μικρόψυχος, δὲν δαμάζω τὰ πάθη μου, οὔτε τὰ ἐγκαταλείπω πίσω μου,
οὔτε σπεύδω γιὰ νὰ ἀνεβῶ πάνω στὸ ὄρος τοῦ
3 από8

Θεοῦ τὸ ὑψηλὸ τῆς ἀρετῆς, «τὸ τετυρωμένον» (Ψαλμ. ϟζ´,16), καὶ νὰ κοιτάξω καὶ
ἐγὼ ἀπὸ ἐκεὶ τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ, τὸν νυμφίο τῆς ψυχῆς μου.
Ρίχνεις καὶ σὲ μένα τὰ βλέμματά σου, Κύριε πολυεύσπλαγχνε, καὶ μὲ παρατηρεῖς
μὲ προσοχὴ ὅπως παρατήρησες καὶ τὸν Ζακχαῖο, ἂν καὶ ἐγὼ εἶμαι κατάχαμα κάτω,
ἐνῷ ἐκεῖνος ἀνέβηκε ὑψηλά, διότι θέλεις καὶ τὴ δική μου σωτηρία, ὅπως κι ἐκείνου·
ἀλλὰ σ’ ἐκεῖνον ἀτενίζοντας εἶδες διάθεση μετάνοιας καὶ ἐπιστροφῆς· ὅταν κοιτάζεις
σὲ μένα, τί ἄλλο βλέπεις παρὰ γνώμη ἀμετανόητη καὶ διάθεση ἐπιμονῆς στὰ κακά μου
θελήματα;
Σὺ Κύριε αὐτόκλητος ἦλθες στὸ στίτι τοῦ Ζακχαίου· ἐγὼ τολμώντας μέσῳ τῆς
μεταλήψεως τῶν Μυστηρίων, σὲ προσκαλῶ καὶ σὲ βάζω στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μου.
Ἐσὺ ἐρχόμενος στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου βρῆκες ἐλεημοσύνη, βρῆκες δικαιοσύνη,
λαμπρότητα ἀρετῆς καὶ τόπο ἄξιο τῆς ὑποδοχῆς σου, ὁπότε ἔμεινες ἐκεῖ καὶ ἔδωσες
τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του· ἐρχόμενος στὸν οἶκο τῆς
ψυχῆς μου, τίποτε ἄλλο δὲν βρίσκεις παρὰ μόνο ἀνελεήμονη καρδιὰ καὶ πολλὲς
ἀδικίες καὶ ἁμαρτίες· σπήλαιο ληστῶν βρίσκεις καὶ ὄχι κατάλυμα ἄξιο τῆς βασιλείας
σου, ὁπότε μὴ ἔχωντας ποῦ νὰ κλίνεις τὴν κεφαλή Σου, ἀντὶ νὰ μείνεις μαζὶ μὲ μένα,
φεύγεις, καὶ ἀντὶ νὰ ἐξαλείψεις τὶς ἁμαρτίες μου, ὀργίζεσαι καὶ ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ
μένα τὸν τρισάθλιο.
Χριστιανοί, ἐγὼ πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ καλέσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, βλέπω φανερὰ ὅτι σὲ
ὅσους μετανόησαν ἀνοίχθηκε ὁ Παράδεισος καὶ δόθηκε ἡ σωτηρία· ἀλλὰ ὅταν
στοχάζομαι τὴν μετάνοια ἐκείνων καὶ τὴ δική μας, τότε ἀπελπίζομαι. Ναί, ἀληθινὰ
εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη τῆς μετάνοιας· οὔτε τὸ βάρος ἢ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων ἢ
ἡ πολύχρονη ἐπιμονὴ στὴν ἁμαρτία οὔτε ἄλλη περίσταση μπορεῖ νὰ νικήσει τὴ
δύναμη τῆς μετανοίας. Ἐὰν μετανόησες, ἔλαβες τὴν συγχώρηση καὶ σώθηκες.
Αὐτὰ χριστιανοὶ εἶναι ἀληθινὰ καὶ βέβαια, ἐπειδὴ εἶναι στηριγμένα ἐπάνω στὰ
λόγια τῶν προφητῶν, στὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, στὰ παραδείγματα τῶν
μετανοημένων, ἐπάνω στὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔστειλε τὸν Υἱόν Του, ὄχι γιὰ νὰ
καλέσει τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια· «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι
δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13). Περὶ αὐτοῦ λοιπὸν δὲν
ἔχουμε καμία ἀμφιβολία ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό· ὅλη ἡ ἀμφιβολία πέφτει στὸ
ἐὰν ἡ μετάνοιά μας εἶναι ἀληθινή. Ὅταν διαβάζω τὶς Ἁγίας Γραφῆς τὰ ἔργα τῶν
ἀληθινὰ μετανοημένων καὶ βλέπω τὰ ἔργα τῆς μετάνοιάς μας, φοβᾶμαι ὅτι ἐμεῖς
σήμερα ἀντὶ νὰ μετανοήσουμε, παίζουμε
4 από8

καὶ πλανᾶμε τοὺς ἑαυτούς μας, νομίζοντας μετάνοια ἀληθινὴ ἐκεῖνο τὸ ἔργο, τὸ
ὁποῖο οὔτε κἂν σχῆμα ἔχει μετάνοιας.
Ἀληθινά, ἄλλο μετάνοια καὶ ἄλλο τὰ ἔργα τῆς μετανοίας.
Μετάνοια ἀληθινὴ εἶναι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ κατάνυξη νὰ
τὴν ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ ἔχουμε σταθερὴ ἀπόφαση γιὰ τέλεια ἀποχὴ ἀπὸ αὐτὴν
τὴν ἁμαρτία· ὅποιος μὲ τέτοιον τρόπο μετανοεῖ, ἐκεῖνος λαμβάνει τὴν συγχώρηση·
«Καὶ εἶπε Δαβὶδ τῷ Νάθαν· Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ. Καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαβίδ· Καὶ
Κύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου» (Β´ Βασιλ. 12, 13). «Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ»,
ἰδοὺ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτίας· «Καὶ εἶπε Δαβὶδ τῷ Νάθαν», ἰδοὺ ἡ ἐξομολόγησις·
βλέπεις καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς τέλειας ἀποχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὰ ἔργα τοῦ Δαβίδ
μετὰ τὴν μετάνοια· «καὶ Κύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου», ἰδοὺ τῆς ἁμαρτίας ἡ
συγχώρηση.
Ἔργα τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ τέλεια ἀποχὴ καὶ ἀποστροφὴ αὐτῶν ποὺ κάναμε,
ἐπίσης εἶναι ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, τὰ δάκρυα, ἡ κακουχία τοῦ σώματος καὶ ὅσα
ἄλλα ἀπομακρύνουν τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν στηρίζουν στὴν
ἀρετή. Καὶ ἂν ἄλλο εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἄλλα τὰ ἔργα τῆς μετανοίας, ὅμως εἶναι
τόσο συνδεδεμένα καὶ συνενωμένα μεταξύ τους ὥστε, ὅταν λείπουν τὰ ἔργα τῆς
μετανοίας, ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ ὠφέλιμη, ἀλλὰ ψεύτικη καὶ μάταιη· γι᾽
αὐτὸ ὁ Τίμιος Πρόδρομος κήρυττε στοὺς μετανοοῦντας λέγοντας·
«Ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,8).
Ὅταν εἶδε ὁ Ἰούδας ὅτι Χριστὸς παραδόθηκε ἀπ' αὐτὸν καὶ καταδικάστηκε σὲ
θάνατο, τότε μεταμελήθηκε καὶ μετανόησε, γνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ
ἐξωμολογήθηκε μὲ παρρησίᾳ μπροστὰ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτερους, «ἥμαρτον,
παραδοὺς αἷμα ἀθῶον» (Ματθ. 23,4). Ναί, μετάνοια εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ Ἰούδα, ἀλλὰ
ἀτυχῆς τῶν καρπῶν τῆς μετανοίας· αὐτὴ ἀντὶ ἀρετὴ καρποφόρησε κακία, ἀντὶ
προσευχὴ καὶ δάκρυα καρποφόρησε θυμὸ καὶ ὀργή· «καὶ ἔρηξε τὰ ἀργύρια μέσα στὸ
ναὸ ἀνεχώρησε» (Αὐτόθ. 5)· ἀντὶ ἐλπίδα καρποφόρησε ἀπελπισμὸ καὶ ἀντὶ ἔλεος καὶ
συμπάθεια αὐτοχειρία· «καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Αὐτόθ.). Βλέπετε λοιπὸν ὅτι κάθε
μετάνοια δὲν εἶναι σωτηριώδης· βλέπετε ὅτι ἡ μετάνοια, ἡ γυμνὴ τῶν ἔργων προξενεῖ
βλάβη καὶ ὄχι ὠφέλεια.
Ἰδοὺ καὶ ἄλλη μετάνοια ὅμοια μὲ τὴν μετάνοια τοῦ Ἰούδα. Ὁ Φαραὼ
μετανόησε· δύο φορὲς εἶπε τὸ «ἥμαρτον», δύο φορὲς ἐξωμολογήθηκε μπροστὰ στὸν
Μωϋσῆ καὶ Ἀαρὼν. Πρώτα ὅταν εἶδε τὸν ἀφανισμὸ ἀπὸ τὸ χαλάζι· «ἔστειλε ὁ
Φαραὼ καὶ κάλεσαν τὸν Μωϋσὴ καὶ τὸν Ἀαρὼν, καὶ
5 από8

τοὺς εἶπε· Ἁμάρτησα, ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος, ἐγὼ καὶ ὁ λαός μου εἴμαστε ἀσεβεῖς»
(Ἐξόδ. 9,27)· ὑποσχέθηκε νὰ διορθώσει τὴν σκληροκαρδία του· «θὰ σᾶς ἀφήσω
ἐλεύθερους ν᾽ ἀναχωρήσετε. Δὲν θὰ μείνετε πλέον ἐδώ»(Αὐτόθ. 28)·
μετάνοιωσε, ἀλλὰ ἔλειψε τὸ πρῶτο ἔργο τῆς μετανοίας, δηλαδὴ ἡ ἀποχὴ τῆς
ἁμαρτίας, διότι μετὰ ἀπὸ λίγο ἔπεσε πάλι σ᾽ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς σκληροκαρδίας·
«καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραὼ καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ» (Αὐτόθ.
35).
Δεύτερη μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, ὅταν εἶδε τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῆς ἀκρίδας
καὶ τὴν φθορᾶ ἀπ’ αὐτήν· «ἔστειλε τότε ἐσπευσμένως ὁ Φαραώ, καὶ κάλεσε τὸν
Μωϋσὴ καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς εἶπε· "ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σας καὶ ἐνώπιόν
σας. Δεχθεῖτε τὴ μετάνοιά μου καὶ συγχωρέστε μου πάλι τὴν ἁμαρτία» (Αὐτόθ. 10,16-
17)· μετάνοιωσε, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ δεύτερη μετάνοια δὲν εἶχε τὰ ἔργα τῆς μετανοίας
διότι, ὅταν ἔπαψε ἡ ἀκρίδα, ὁ Φαραὼ πάλι ἴδιος, πάλι σκληρός, πάλι δὲν
ἀπελευθερώνει τοὺς Ἰσραηλῖτες. «Καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ» (Αὐτόθ.
20). Γνωστὸ εἶναι τὸ τέλος καὶ ὁ καρπὸς αὐτῆς τῆς ψεύτηκης μετάνοιας· τέλος τοῦ
κακῶς μετανοημένου Φαραώ, ὁ
καταποντισμός του στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα μαζὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή του (Αὐτόθ.
14,23).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐγὼ φοβᾶμαι ὅτι ἡ μετάνοιά μας εἶναι ἴδια,
δὲν λέω μὲ τὴν μετάνοια τοῦ Ἰούδα, ἀλλὰ μὲ τὴ μετάνοια τοῦ Φαραώ· ὁ Φαραὼ γιὰ
τὸν φόβο τῶν πληγῶν μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε, ὑποσχέθηκε διόρθωση καὶ
ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· μετὰ ἀπὸ λίγο πάλι σκληρόκαρδος καὶ ἰσχυρογνώμων, δὲν
ἤθελε νὰ ἀπελευθερώσει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν δουλεία. Ἐκεῖνος μέν, γιὰ τὴν συνήθεια
τῶν χριστιανῶν, ἄλλος δέ, γιὰ τοῦ κόσμου τὰ μάτια, ἢ ἐπειδὴ ἀναγκάζεται ἀπὸ τοὺς
συγγενεῖς, μετανοεῖ τὸν καιρὸ τῆς νηστείας, ἐξομολογεῖται ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ
του πατέρα τὶς ἁμαρτίες του καὶ ὑπόσχεται ἴσως μόνο μὲ τὰ χείλη, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν
καρδιά, γιὰ τὴν διόρθωση στὸ ἑξῆς καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, ἴσως δέ,
ἐγκρατεύεται μία ἢ δύο μέρες ἕως νὰ ἀξιωθεῖ τῶν θείων Μυστηρίων.
Ὅμως μία τέτοια μετάνοια δὲν καρποφορεῖ· ὅταν δὲν ὑπάρχουν δάκρυα, οὔτε
κατάνυξη, οὔτε νηστεία, οὔτε σκληραγωγία ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ μποροῦν νὰ
ἐμποδίσουν τὸν μετανοοῦντα ἀπὸ τὴν προηγούμενη κακὴ συνήθεια· τὸ ἀντίθετο
μάλιστα, ἐπακολουθοῦν πάλι οἱ ἐπικίνδυνες συναναστροφές, ὁ ἴδιος ἀχαλίνωτος βίος,
τὰ ἴδια ἔργα. Ὁπότε οἱ καρποὶ τῆς μετανοίας του εἶναι ἐπανακυλήσματα στὴν ἴδια
ἁμαρτία ἢ καὶ σὲ ἄλλες περισσότερες καὶ χειρότερες. Τέτοια εἶναι ἡ μετάνοιά μας· καὶ
αὐτὰ ὄχι μία οὔτε δύο, ὅπως ὁ Φαραώ, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ μέχρι τὸ τέλος
6 από8

τῆς ζωῆς μας· ἔπειτα ἀναπαυόμαστε καὶ κοιμόμαστε ἥσυχα καὶ νομίζουμε ὅτι
διάγουμε τὸν βίο μας «ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει». Ἀλλοίμονό μας!
Παραφρονοῦμε οἱ ταλαίπωροι καὶ παίζουμε τὰ ἄπαικτα, πλανῶντας καὶ βλάπτοντας
τοὺς ἑαυτούς μας, διότι «ὁ Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλατ. 6,7).
Βλέπετε πόση διαφορὰ εἶναι μεταξὺ τέτοιας ψευτομετάνοιας καὶ τῆς ἀληθινῆς
καὶ ὠφέλιμης μετάνοιας. Μία πόρνη γιὰ τὸν φόβο τῆς κολάσεως μετανοεῖ· αὐτὴ
τρέχει ἀμέσως στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου, ὅπου ἦταν ὁ Κύριος· ἐκεῖ
ἐνώπιον πάντων πέφτει στὰ πόδια Του καὶ τὰ πλένει μὲ τὰ δάκρυά της· ἔπειτα
σκουπίζοντάς τα μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της, τοὺς ἀλείφει μὲ τὸ μύρο, γίνεται
σώφρων ἀντὶ πόρνη καὶ σκεῦος Θεοῦ ἀντὶ δοχείο τῆς ἁμαρτίας.
Πράττεις ἄραγε καὶ σὺ ὅταν μετανοεῖς τὰ ἔργα αὐτῆς τῆς πόρνης; Μετανοεῖς καὶ
σὺ γιὰ τὸν φόβο τῆς κολάσεως; Πέφτεις καὶ σὺ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ; Ἔχεις
κατάνυξη στὴν καρδιά σου; Χύνεις δάκρυα, γιὰ νὰ πλύνεις τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ
Χριστοῦ; Τὰ σκουπίζεις μὲ τὴν καθαρότητα τῶν λογισμῶν σου; Ἀλείφεις τοὺς φτωχοὺς
μὲ τὸ μύρο τῆς ἐλεημοσύνης σου; Γίνεσαι καὶ σὺ σώφρων ἀντὶ ἄσωτος, καὶ φίλος τοῦ
Θεοῦ ἀντὶ δοῦλος τοῦ Διαβόλου; Ἐὰν τὰ κάνεις αὐτά, τότε ἡ μετάνοιά σου εἶναι
ἀληθινή, τότε ὁ Θεὸς δέχεται τὴν ἐπιστροφή σου, τότε λέει σὲ σένα ὁ Φιλάνθρωπος
ὅσα εἶπε καὶ πρὸς τὴν ἀληθινὰ μετανοημένη πόρνη· «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου· ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην»(Λουκ. 7,48-50).
Ὁ Δαβὶδ μετὰ τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνο μετανόησε· αὐτὸς στυλογράφησε τὴν
ἁμαρτία καὶ τὴν ἀνομία του μὲ τὸν πεντηκοστὸ ψαλμὸ καὶ ἀποτυπώνοντας τὸ βάρος
της στὴν καρδιά του, τὸ μελετοῦσε πάντοτε, καὶ τὸ εἶχε μπροστὰ στὰ μάτια του. «Ὅτι
τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντός» (Ψαλμ.
50,50). Ὁπότε ἐκ βάθους καὶ μὲ πολὺ πόνο στὴν καρδιά του στέναζε καὶ καθ' ἑκάστη
νύχτα μὲ τὰ δάκρυά του καὶ τὴν κλίνην του ἔλουζε καὶ τὸ στρώμα του ἔβρεχε·
«ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ' ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν
δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Αὐτόθ. 6,7).Τόσο πολὺ νήστευε, ὥστε
ἀσθένησαν τὰ γόνατά του καὶ ὅλο τὸ σῶμα του ἀλλοιώθηκε· «τὰ γόνατά μου
ἠσθένησαν ἀπὸ νηστείας καὶ ἡ σὰρξ μου ἠλλοιώθη δι' ἔλαιον» (Αὐτόθ. 108,24). Τόσοι
ἦταν οἱ στεναγμοί του καὶ τόσο ταλαιπωροῦσε καὶ βασάνιζε τὴ σάρκα, ὥστε
καταξεράθηκε καὶ κόλλησε τὸ δέρμα μὲ τὰ ὀστά του· «ἀπὸ φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου
ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου» (Αὐτόθ. 101,6). Ἀκούτε ποῖοι ἦταν οἱ καρποὶ
τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας; Ἀλλοίμονο σὲ μᾶς! Ποιός μοιχός, ποιός φονέας στὶς μέρες
μας ἔδειξε τέτοια μετάνοια;
Ὁ Παῦλος, καταδιώκοντας στὴν ἀρχὴ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἀπὸ τὴν
οὐράνια πρόσκληση γιὰ μετάνοια, μετανόησε (Α´ Κορινθ. 15,3-9). Ποιοί ἦταν οἱ καρποὶ
τῆς μετάνοιάς του; Καὶ ποιός εἶναι δυνατὸν νὰ διηγηθεῖ τὶς νηστείες, τὶς ἀγρυπνίες,
τοὺς κόπους, τοὺς κινδύνους, τοὺς διωγμούς,
7 από8

τοὺς ραβδισμούς, τὰ δεσμά, τὰ ναυάγια, τοὺς λιθοβολισμοὺς καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος


τοῦ τρισμακάριου Παύλου; Ἡ μετάνοιά του καρποφόρησε στὸν Θεὸ τὴν ἐπιστροφὴ
τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴ θεογνωσία. Ἀλλοίμονο σὲ μᾶς! Ποιός σήμερα
διώκτης τῶν ἀδελφῶν του τῶν χριστιανῶν ἔδειξε τόσους καὶ τέτοιους καρποὺς
μετανοίας;
Ὁ Πέτρος, τρεῖς φορὲς ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ μὲ ὅρκο, μετανόησε ἀμέσως καὶ
πρῶτα ἔκλαψε μὲ πικρὰ δάκρυα, ἔπειτα ὅλο τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ τῆς ζωῆς του δὲν
ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ὅτι μὲ πολλοὺς μόχθους καὶ ἀγώνες καὶ κινδύνους
κήρυττε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη Θεὸ ἀληθινὸ τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο στὴν αὐλὴ τοῦ
Καϊάφα εἶχε ἀρνηθεῖ· τελευταῖα ὑπὲρ τῆς ἀγάπης Του ἔχυσε καὶ τὸ αἷμα του καὶ τὸν
θάνατο ὑπέμεινε χαρούμενος.
Αὐτὰ διηγούμενος τρέμω· μοῦ ἔρχονται δάκρυα ὅταν στοχάζομαι ποιά εἶναι τὰ
ἔργα τῆς μετανοίας ἐκείνων τῶν τρισάθλιων ἀνθρώπων, ποὺ γιὰ φόβο ἢ γιὰ πλοῦτο ἢ
γιὰ δόξα ἢ γι' ἄλλα σαρκικὰ θελήματα καὶ σωματικὴ ἀνάπαυση, ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ
ἢ τὴν ὀρθοδοξία τῆς πίστεως, ἔπειτα μετανοημένοι προσέρχονται πάλι στὴ Ἐκκλησία·
ἐὰν συλλογισθεῖς τὴν μετάνοια αὐτῶν καὶ τοῦ Πέτρου, δὲν βρίσκεις καμία ἐλπίδα γιὰ
τὴν σωτηρία τους.
Τὰ προηγούμενα παραδείγματα καὶ ἀναρίθμητα ἄλλα, μᾶς διδάσκουν ὅτι καμία
ἁμαρτία δὲν νικάει τὴν δύναμη τῆς μετάνοιας. Πορνείες, μοιχείες, φόνοι, διωγμοί,
ἄρνηση πίστεως (τὸ βαρύτατο ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων), καὶ κάθε ἄλλη ἁμαρτία τὴν
γιατρεύει τὸ βάλσαμο τῆς μετανοίας. Ὁ γιατρός, ὅταν καλὰ γνωρίσει τὸ βότανο τῆς
ἀσθένειας, ἔχει μὲν βέβαιη τὴν ἐλπίδα τῆς γιατρειᾶς τοῦ ἀσθενοῦς, φοβᾶται μόνο
μήπως ἢ τὸ βότανο κατασκευαστεῖ κακά, ἢ δοθεῖ σὲ καιρὸ ἀνάρμοστο, ὁπότε ἢ δὲν
ὠφελεῖ ἢ ἀντὶ ὠφέλεια προξενεῖ βλάβη.
Συνάδελφοί μου ἁμαρτωλοί, ἐμεῖς πολὺ καλὰ γνωρίζουμε ὅτι ἓνα καὶ μόνο εἶναι
τὸ ἀναμφίβολο καὶ βέβαιο θεραπευτικὸ βότανο τῆς ἁμαρτίας, ἡ μετάνοια· αὐτὴν
ὅρισε ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς γιατρικὸ κάθε ἀσθένειας, πάθους καὶ πληγῆς τῆς ψυχῆς
μας. Ἡ μετάνοια θεραπεύει ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ ἐξαλείφει καὶ αὐτὰ τὰ ἴχνη τῶν
παρανομιῶν· «καὶ ἐὰν ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. 1,18)· ἡ μετάνοια
εἶναι τὸ λιμάνι, τὸ ὁποῖο ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ ἑτοίμασε γιὰ ὅλους τοὺς
χτυπημένους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες.
Ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστό, δὲν ἀμφιβάλλει γι᾽ αὐτόν· δύο ὅμως πράγματα
ἀπειλοῦν ὑπερβολικὰ σὲ μᾶς τὴν στέρηση τῆς εἰσόδου καὶ ἀπολαύσεως αὐτοῦ τοῦ
θεοκατασκεύαστου καὶ σωτήριου λιμανιοῦ τῆς μετανοίας· πρῶτον, μήπως ὅταν
ἐμεῖς ἀναβάλλουμε τὸν χρόνο τῆς
8 από8

μετάνοιας ἀπὸ σήμερα, αὔριο μᾶς προφτάσει ξαφνικὰ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, κατὰ τὴν
ὁποία τὸ βάλσαμο τῆς μετάνοιας μένει ἀργὸ καὶ ἄπρακτο ἢ διότι δὲν ἔχουμε καιρὸ ἢ
ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ λίγος καιρὸς δὲν εἶναι ἁρμόδιος γιὰ τὴν μετάνοια· δεύτερον μήπως
συχνὰ μετανοιώνουμε, ποτὲ ὅμως ὅπως πρέπει. Μετανοιώνουμε συχνὰ ἀλλὰ ἢ ὅπως ὁ
Κάϊν, ὁ Σαούλ, ὁ Ἰούδας ἢ ὁ Φαραώ, ὥστε αὐτὴ ἡ μετάνοια δὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶς
βλάπτει.
Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἕνα μεγάλο κακὸ ἐπειδὴ εἶναι καταφρόνηση τῶν νόμων τοῦ
ἄπειρου Θεοῦ· ἡ μετάνοια εἶναι τὸ βέβαιο ἀντιφάρμακο αὐτοῦ τοῦ ἄπειρου κακοῦ·
ὄχι ὅμως κάθε μετάνοια, ἀλλὰ ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή, ἡ μετάνοια ἡ ὁποία γίνεται
καθὼς πρέπει καὶ ὅταν πρέπει. Ἐὰν μετανοήσουμε ὅπως ἡ πόρνη, ὅπως ὁ τελώνης,
ὅπως ὁ Δαβίδ, ὅπως ὁ Παῦλος καὶ ὁ Πέτρος, ὅπως ὁ σημερινὸς Ζακχαῖος, δηλαδὴ μὲ
κατάνυξη καὶ δάκρυα, μὲ τὴν τέλεια ἀποχὴ τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ μὲ τὰ ἔργα τῆς
μετανοίας, τότε ἡ μετάνοιά μας εἶναι εὐπρόσδεκτη στὸν Θεό, τότε λαμβάνουμε τὴν
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν σωτηρία τὴν αἰώνια.
Ἀλλὰ ἐγώ, λές, μετανοῶντας ὅπως ὁ ληστής, λέω καὶ ἐγὼ στὴν ὥρα τοῦ θανάτου
μου τὸ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42) καὶ
κληρονομῶ, ὅπως κι ἐκεῖνος, τὸν Παράδεισο. Ἐὰν κι ἐσὺ κρέμεσαι στὸν σταυρό, ὅπως
ὁ ληστής, καὶ ἑπομένως δὲν ἔχεις καιρὸ γιὰ νὰ δείξεις τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας, ἢ
ἐὰν τουλάχιστον ἔχεις βεβαιότητα ὅτι στὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ θανάτου σου θὰ
μετανοήσεις ὅπως ὁ ληστής, καλῶς ἔχει, ἡσύχαζε καὶ ἀναπαύσου. Ἐὰν ὅμως δὲν
γνωρίζεις οὔτε σὲ ποιό καιρὸ θὰ σὲ προφθάσει ὁ θάνατος, οὔτε σὲ ποιά περίσταση καὶ
διάθεση θὰ σὲ βρεῖ ἡ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, πῶς ἡσυχάζεις καὶ κοιμᾶσαι;
Πῶς παρεμβάλλεις τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸν ληστή; Γιατί θεμελιώνεις τὴν ἐλπίδα τῆς
σωτηρίας σου πάνω στὴν σωτηρία τοῦ ληστοῦ, ὅταν βλέπεις καὶ διακρίνεις μόνο ὅτι
οἱ περιστάσεις σου διαφέρουν ἀπὸ τὶς περιστάσεις ἐκείνου, ὅσο διαφέρει ὁ οὐρανὸς
ἀπὸ τὴν γῆ;
Ἀδελφοί, μὴ πλανώμαστε· ὅποιος μετανοεῖ, ἀλλὰ δὲν ἀποστρέφεται τὴν ἁμαρτία,
οὔτε κάνει τὰ ἔργα τῆς μετανοίας ἢ προφασιζόμενος διάφορες προφάσεις γιὰ τὸ
σήμερα καὶ αὔριο, ἀναβάλλει τὸν καιρὸ τῆς μετάνοιας ἢ ἀποφασιστικὰ περιμένει τὴν
ὥρα τοῦ θανάτο γιὰ νὰ μετανοήσει, ἐκεῖνος κακῶς διαπραγματεύεται τὰ
ἀδιαπραγμάτευτα καὶ θεία πράγματα καὶ παίζει μὲ τὰ ἄπαικτα, βάζει στὸν ἔσχατο
κίνδυνο τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, διότι «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ
ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Γαλάτ. 6,7).

You might also like