You are on page 1of 110

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΙΔ' ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

ΤΜΗΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΤΥΠΟΥ

ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Θέμα: Η κρίση του κεμαλισμού στη σημερινή Τουρκία

Επιβλέπων:

Τσαρδανίδης Χαράλαμπος

Σπουδάστρια:

Ανδριοπούλου Αθανασία

ΑΘΗΝΑ – 2003
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ………………………………………………………………….……..iii
ΛΕΞΕΙΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ………………………………………………….…….………iii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………………….1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Η ΚΕΜΑΛΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ…………………………...3

1. Ο Kemal Atatürk και οι συνθήκες διαμόρφωσης της


κεμαλιστικής ιδεολογίας………………………………………………………….3

2. Οι βασικές αρχές της κεμαλιστικής ιδεολογίας…………………………..6


2.1. Ρεπουμπλικανισμός ( Cumhuriyetçilik - Republicanism)………….7
2.2. Εθνικισμός ( Milliyetçilik – Nationalism)……………………………...12
2.3. Εκκοσμίκευση ( Laiklik - Secularism)…………………………………19
2.4. Λαϊκισμός ( Halkçılık - Populism)………………………………………24
2.5. Κρατισμός ( Devletçilik – Statism)……………………………………...26
2.6. Επαναστατικότητα ( İnkilapçılık -Revolutionism)……………………28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΕΜΑΛΙΣΜΟ………………..….32

1. Η αρχή του εθνικισμού και το κουρδικό ζήτημα……………………….32


1.1. Το κουρδικό ζήτημα στην Τουρκία……………………………………..33
1.2. Η τουρκική πολιτική απέναντι στο κουρδικό…………………………35
1.3. Απόπειρες κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των Κούρδων……….39
1.4. Στάση των τουρκικών κομμάτων και της κοινωνίας πολιτών………41
1.5. Η ανεπάρκεια της αρχής του εθνικισμού………………………………45

2. Η αρχή της εκκοσμίκευσης και το πολιτικό Ισλάμ……………………..51


2.1. Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία…………………………51
2.2. Παράγοντες ενίσχυσης του πολιτικού Ισλάμ…………………………..57
2.3. Προς επαναπροσδιορισμό της αρχής της εκκοσμίκευσης………….66

i
3. Η αρχή του κρατισμού και η πρόκληση του εκσυγχρονισμού..........70
3.1. Το τουρκικό κράτος και η κοινωνία πολιτών................................70
3.2. Η ΕΕ ως παράγοντας εκσυγχρονισμού.........................................77
3.3. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1982...................................80
3.4. Ο κρατισμός εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό...................................85

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ............................................................................90

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...............................................................................94

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.................................................................................105

ii
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στις μέρες μας ο κεμαλισμός, ως κυρίαρχη ιδεολογία της


Τουρκίας, διέρχεται κρίση. Οι βασικές αρχές του τίθενται υπό
αμφισβήτηση από τρεις βασικές προκλήσεις: το κουρδικό ζήτημα, την
άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και το αίτημα του εκσυγχρονισμού. Υπό τις
νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τη δεκαετία του ’80 και μετά
τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας ο κεμαλισμός αδυνατεί
να προσφέρει λύσεις και προοπτική για το μέλλον και προκαλεί
προβλήματα και αδιέξοδα στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.

ΛΕΞΕΙΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ

κεμαλισμός, Kemal Atatürk, κουρδικό, πολιτικό Ισλάμ, Τουρκία,


εκσυγχρονισμός, εκδημοκρατισμός

SUMMARY

Kemalism, the dominant ideology in Turkey, is going through


crisis during the last decades. Its basic principles are being challenged
by the Kurdish issue, the rise of political Islam and the pressure for
modernization. Under the changing international and domestic reality
kemalism is unable to produce solutions to problems and to provide
Turkish citizens with a future perspective and causes problems to the
Turkish political system.

iii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο κεμαλισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία στην Τουρκία έχει


επηρεάσει βαθύτατα τους θεσμούς, τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις
συμπεριφορές των πολιτών και ιδίως των αρχών της χώρας. Ο
κεμαλισμός διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής
Δημοκρατίας και επιχείρησε να δώσει μια νέα συλλογική ταυτότητα
στους κατοίκους της Τουρκίας, να νομιμοποιήσει τους φορείς της
κρατικής εξουσίας και να οδηγήσει την Τουρκία στο δρόμο του
εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού.
Ο σημερινός ξένος επισκέπτης της Τουρκίας δεν μπορεί να μην
προσέξει την εμμονή στην αναπαράσταση του Kemal Atatürk στους
δρόμους, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στις δημόσιες υπηρεσίες.
Ωστόσο, παράλληλα με την Τουρκία που ακολουθεί το δρόμο του Kemal
υπάρχουν και άλλες πλευρές της Τουρκίας που χαράζουν διαφορετικό
δρόμο και κερδίζουν έδαφος, που δεν εμπνέονται από τον κεμαλισμό και
που προτάσσουν διαφορετικές συλλογικές ταυτότητες, αξίες και
επιδιώξεις.
Η βασική θέση της παρούσας εργασίας είναι ότι ο κεμαλισμός στη
σημερινή Τουρκία διέρχεται κρίση. Ο κεμαλισμός αντιμετωπίζει τρεις
βασικές προκλήσεις: το κουρδικό ζήτημα, την άνοδο του πολιτικού
Ισλάμ και το αίτημα του εκσυγχρονισμού. Υπό τις νέες συνθήκες που
διαμορφώθηκαν από τη δεκαετία του ’80 και μετά τόσο διεθνώς όσο και
στο εσωτερικό της Τουρκίας ο κεμαλισμός αδυνατεί να προσφέρει λύσεις
και προοπτική για το μέλλον και προκαλεί προβλήματα και αδιέξοδα στο
τουρκικό πολιτικό σύστημα.
Η εργασία αποτελείται από δύο κεφάλαια. Στο πρώτο
σκιαγραφείται η κεμαλιστική ιδεολογία και στο δεύτερο αναλύονται οι
προκλήσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον κεμαλισμό.
Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφονται οι
συνθήκες διαμόρφωσης της κεμαλιστικής ιδεολογίας, οι ρίζες της στους
οθωμανούς μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα, ο ρόλος του Kemal Atatürk
και των μεταρρυθμίσεών του και γίνεται αναφορά τόσο στο λόγο όσο και

1
στην πρακτική του κεμαλικού μονοκομματικού καθεστώτος. Η ανάλυση
γίνεται με άξονα τις έξι βασικές αρχές του κεμαλισμού: το
ρεπουμπλικανισμό, τον εθνικισμό, την εκκοσμίκευση, το λαϊκισμό, τον
κρατισμό και την επαναστατικότητα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται οι βασικές προκλήσεις που
αντιμετωπίζει ο κεμαλισμός. Το κουρδικό ζήτημα αποτελεί την πρώτη
πρόκληση. Γίνεται αναφορά στην έξαρση του κουρδικού εθνικισμού από
τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, στη στάση του τουρκικού
κράτους, των πολιτικών κομμάτων και της κοινωνίας πολιτών απέναντι
στο κουρδικό ζήτημα. Υποστηρίζεται ότι το κουρδικό αμφισβητεί την
κεμαλιστική ιδεολογία και κυρίως την αρχή του εθνικισμού και
δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, στην οποία η εμμονή στον
κεμαλισμό καθίσταται προβληματική.
Δεύτερη βασική πρόκληση στον κεμαλισμό συνιστά η άνοδος του
πολιτικού Ισλάμ ιδίως από τη δεκαετία του ’90. Περιγράφεται η πορεία
του πολιτικού Ισλάμ τα τελευταία χρόνια και γίνεται προσπάθεια
ανίχνευσης των παραγόντων που το ενίσχυσαν. Η άνοδος του πολιτικού
Ισλάμ αντιτίθεται στην κεμαλιστική ιδεολογία και κυρίως στην αρχή της
εκκοσμίκευσης. Η προσπάθεια των κεμαλιστών να ελέγξουν και να
περιορίσουν το Ισλάμ προκαλεί τριγμούς στο πολιτικό σύστημα.
Τέλος μια τρίτη πρόκληση για τον κεμαλισμό αποτελεί το αίτημα
του εκσυγχρονισμού, το οποίο διατυπώνεται όλο και πιο έντονα καθώς η
Τουρκία επιδιώκει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τμήματα της
κοινωνίας πολιτών στην Τουρκία αλλά και η ίδια η ΕΕ πιέζουν για τον
εκσυγχρονισμό της χώρας και συναινούν ως προς την ανάγκη
εκδημοκρατισμού. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1982 αντανακλά
τις πιέσεις για εκδημοκρατισμό αλλά και τα εμπόδια που εγείρονται
προς αυτή την κατεύθυνση. Το αίτημα του εκσυγχρονισμού αμφισβητεί
ιδίως την αρχή του κρατισμού του κεμαλισμού, καθώς το ισχυρό,
παρεμβατικό και αυταρχικό κράτος αποτελεί εμπόδιο στον
εκδημοκρατισμό.

2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Η ΚΕΜΑΛΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

«Τι χαρά για όποιον ονομάζει τον εαυτό του Τούρκο» 1


Kemal Atatürk

1. Ο Kemal Atatürk και οι συνθήκες διαμόρφωσης της


κεμαλιστικής ιδεολογίας.

Τα βασικά στοιχεία της κεμαλιστικής ιδεολογίας, επίσημης


ιδεολογίας του τουρκικού κράτους, διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια
του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919-1922) και του μονοκομματικού
καθεστώτος της Τουρκίας (1923-1946). Ο Kemal Atatürk υπήρξε ο
πρωταγωνιστής αυτής της ιστορικής περιόδου, νικηφόρος στρατηγός στον
Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας και
πρώτος Πρόεδρος της Τουρκίας ως το θάνατό του, το 1938. Στην
τουρκική βιβλιογραφία η περίοδος αυτή ονομάζεται «Τουρκική
Επανάσταση» 2 , όρος που –μεταξύ άλλων- εκφράζει τις μεγάλες αλλαγές
που πραγματοποιήθηκαν στα γεωγραφικά όρια που κατέλαβε μετά τη
Συνθήκη της Λωζάννης η Τουρκία.
Ο Kemal Atatürk γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1881. Φοίτησε
στη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης, στη στρατιωτική ακαδημία του
Μοναστηρίου και στο πολεμικό κολέγιο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί
πρωτοήρθε σε επαφή με τις ιδέες των εξόριστων Νεότουρκων, που
βρίσκονταν σε αντίθεση με το καταπιεστικό καθεστώς του σουλτάνου
Abdülhamit II. Το 1907 υπηρέτησε ως ταγματάρχης στο Γ’ Σώμα
Στρατού στη Μακεδονία, όπου συμμετείχε στη μυστική Επιτροπή για την
Ένωση και την Πρόοδο. Μετά το κίνημα των Νεότουρκων, το 1908, δεν

1 Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λόγο του Kemal Atatürk στη δέκατη επέτειο της
ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Βλ.: Atatürk Kemal, Speech delivered by
Atatürk on the tenth anniversary of the foundation of the Republic,
http://gencturkler.8m.com/TURKEY/ATATURK/tenyear.html, επίσκεψη στις
22/9/2003.
2 Βλ. ενδεικτικά Kili Suna, “Kemalism in contemporary Turkey”, International Political
Science Review, vol. 1, No 3, 1980, σ. 381-404 καθώς και Akşin Sina, “The nature of
the Kemalist Revolution”, Shankland David (ed), The Turkish Republic at 75 Years,
The Eothen Press, Cambridgeshire, 1999, σ. 14-28.

3
αναδείχθηκε πολιτικά λόγω των κακών σχέσεών του με την ηγεσία των
Νεότουρκων. Υπηρέτησε στο βαλκανικό πόλεμο και στον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Ο ρόλος του στην άμυνα των Στενών ενάντια στη βρετανική
επίθεση το 1915 του χάρισε φήμη, αλλά οδήγησε και σε δυσμενή
μετάθεσή του στο Diyarbakır, στα βάθη της Ανατολίας, καθώς οι αρχές
φοβήθηκαν την ενδεχόμενη εκμετάλλευση της φήμης του. Η ανακωχή
του Μούδρου βρήκε το Mustafa Kemal στην Παλαιστίνη. Ο Kemal
ανακλήθηκε και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 1918,
όταν έφτανε εκεί και ο συμμαχικός στόλος. Συμμαχική στρατιωτική
διοίκηση επιβλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι συμμαχικές
δυνάμεις άρχισαν να καταλαμβάνουν τμήματα της ηττημένης στον
πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 3
Το 1919 ο Σουλτάνος διόρισε το Mustafa Kemal Γενικό
Επιθεωρητή του ενάτου Σώματος Στρατού με βάση τη Σαμψούντα. Ο
Kemal έφτασε στη Σαμψούντα το Μάιο του 1919, όταν στη Σμύρνη
αποβιβαζόταν ο ελληνικός στρατός. Στη Σαμψούντα ο Kemal διέλυσε τις
αντιστασιακές ομάδες των χριστιανών της περιοχής. Από τη Σαμψούντα ο
Kemal άρχισε να έρχεται σε επαφή με εθνικιστικές ομάδες, τις Εταιρίες
για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων, και να συγκροτεί εθνικό στρατό
ερχόμενος σε επαφή με γνωστούς του αξιωματικούς, συνταγματάρχες και
στρατηγούς της Ανατολίας, όπως οι Ali Fuad Cebesoy, Hüsseyin Rauf
Orbay και Kâzim Karabekir. Με τηλεγραφήματα προς πολιτικές και
στρατιωτικές αρχές ζητούσε τη σύγκλιση συνεδρίου στη Σεβάστεια. Τον
Ιούλιο του 1919 πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του Ερζερούμ, στο
οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι από τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίοι
υποστήριζαν την ακεραιτότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο
Mustafa Kemal εξελέγη πρόεδρος. Το Συνέδριο του Ερζερούμ συνέταξε
το Εθνικό Σύμφωνο, κείμενο που περιείχε τα βασικά αιτήματα του
εθνικιστικού κινήματος της Ανατολίας. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου
πραγματοποιήθηκε τελικά και συνέδριο εκπροσώπων από όλη τη χώρα
στη Σεβάστεια. Το Συνέδριο της Σεβάστειας υιοθέτησε τις αποφάσεις του

3Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. Ι, Παπαζήσης, Αθήνα,
2001, σ. 475-490.

4
Συνεδρίου του Ερζερούμ και η Ένωση της Προάσπισης των Δικαιωμάτων
της Ανατολικής Ανατολίας έγινε Ένωση της Προάσπισης των Δικαιωμάτων
της Ανατολίας και της Ρούμελης υπό το Mustafa Kemal. Η τελευταία
οθωμανική Βουλή, που αναδείχτηκε με εκλογές τον Ιανουάριο του 1920
και διαλύθηκε λίγους μήνες μετά, υιοθέτησε το Εθνικό Σύμφωνο. Στο
μεταξύ οι σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και
το εθνικιστικό κίνημα στην Ανατολή βρίσκονταν σε ρήξη. Στην Άγκυρα
σχηματίστηκε η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση και ξεχωριστό υπουργικό
συμβούλιο. Οι συμμαχικές δυνάμεις, βλέποντας τη στρατιωτική ισχύ του
εθνικιστικού κινήματος, το μη κομμουνιστικό χαρακτήρα του αλλά και
τον κίνδυνο προσέγγισής του με τη σοβιετική Ρωσία (ο Kemal είχε ήδη
υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με τους Σοβιετικούς το Μάρτιο του
1921) 4 , αναγνώρισαν την κυβέρνηση της Άγκυρας και προχώρησαν η
μια μετά την άλλη σε συμφωνίες αποχώρησης και καθορισμού συνόρων
με τους εθνικιστές. Το Σεπτέμβριο του 1922, με την καταστροφή της
Σμύρνης, έληξε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος. 5
Οι στρατηγοί–εκπρόσωποι του εθνικιστικού κινήματος με
επικεφαλής το Mustafa Kemal ανέλαβαν και τα ηνία της Τουρκίας μετά
τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Ο Kemal ίδρυσε το Ρεπουμπλικανικό
Λαϊκό Κόμμα (CHP), το οποίο θα είναι το μοναδικό κόμμα και θα
κυβερνήσει την Τουρκία ως το 1950. 6

4 Ο Lewis Bernard περιγράφει το εξής χαρακτηριστικό γεγονός, όπως αυτό αναφέρεται

από τον Ιχμέτ Ιζάτ πασά. « Ένας αριθμός βρετανών αξιωματικών πήγε να δει τον ίδιο
(τον Ιζέτ πασά) και θεωρώντας ότι είχε μυστική επικοινωνία με τους άνδρες της
Ανατολίας, άρχισαν να ερευνούν την πολιτική του άποψη και, ιδιαίτερα, προσπαθούσαν
να μάθουν κατά πόσο οι άνδρες στην Ανατολία ήταν εντελώς δέσμιοι των μπολσεβίκων.
Ο Ιζέτ πασάς απάντησε πως ‘ αυτή η ομάδα αποτελείται κυρίως από στρατιωτικούς
διοικητές και τα στελέχη τους, από επαρχιακούς προεστούς και γαιοκτήμονες, και από
διανοούμενους. Ως εκ τούτου είναι αδιανόητο να έχουν οποιαδήποτε ροπή προς τις
κομμουνιστικές θεωρίες. Ωστόσο, εάν οι δυτικές δυνάμεις επιμένουν στην εφαρμογή
αδικαιολόγητης πίεσης, δε θα ήταν δύσκολο να ριχτούν στην αγκαλιά της Ρωσίας’», βλ.
Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, Παπαζήσης, Αθήνα, 2002,
σ. 261.
5 Ό.π., σ. 490-505
6 Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ιδρύθηκαν κάποια κόμματα με την ανοχή ή

υποστήριξη του Kemal και προσπάθησαν να κάνουν αντιπολίτευση αλλά σύντομα


διαλύθηκαν. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. παρακάτω.

5
2. Οι βασικές αρχές της κεμαλιστικής ιδεολογίας

Από το 1923 ως το θάνατο του Atatürk μια σειρά μεταρρυθμίσεων


–κυρίως σε πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο- θα
εφαρμοστούν και θα επιφέρουν τεράστιες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα
της Τουρκίας. Οι μεταρρυθμίσεις του κεμαλικού μονοκομματικού
καθεστώτος φανερώνουν και τα βασικά σημεία της κεμαλιστικής
ιδεολογίας. Η κεμαλιστική ιδεολογία δεν ήταν ένα συστηματικά
συγκροτημένο σύνολο ιδεών που υποστήριξε και εφάρμοσε το
εθνικιστικό κίνημα και ο ίδιος ο Kemal. Αναπτύχθηκε σταδιακά 7 με
βάση τις συνθήκες και τον τρόπο που αυτές αξιολογήθηκαν από τον ίδιο
τον Kemal καθώς και με βάση τους συσχετισμούς δυνάμεων της εποχής.
Οι βασικές αρχές της κεμαλιστικής ιδεολογίας - και κατ’ επέκταση και
του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος- διατυπώθηκαν πολύ αργότερα
στο πρόγραμμα του κόμματος το 1931 και εντάχθηκαν στο Σύνταγμα της
Τουρκίας το 1937. Πρόκειται για τις έξι αρχές που συμβολίζονται με έξι
βέλη στο έμβλημα του κόμματος: ρεπουμπλικανισμός, εθνικισμός,
εκκοσμίκευση, λαϊκισμός, κρατισμός και επαναστατικότητα. 8 Πέρα από
τις έξι αυτές αρχές πρέπει να σημειωθεί ότι ο κεμαλισμός είχε ως στόχο
τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, τη μετατροπή της σε ένα σύγχρονο,
ανεξάρτητο και ισχυρό κράτος, στα πρότυπα των δυτικοευρωπαϊκών
κρατών της εποχής. 9

7 Την άποψη αυτή τείνουν να υιοθετούν οι περισσότεροι αναλυτές του κεμαλισμού. Οι

πιο ένθερμοι υποστηρικτές του δεν παραλείπουν να εξάρουν τον πραγματισμό του
Kemal Atatürk και τη μη δογματικότητα των απόψεών του. Βλ. ενδεικτικά Rustow
Dankwart A., “Kemalism”, Grothusen Klaus-Detlev (ed.), Handbook on South Eastern
Europe. Vol. IV. Turkey, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen, 1985, σ. 237-247
8 Για μια συνοπτική αναφορά στις έξι αρχές του κεμαλισμού βλ. μεταξύ άλλων

Özbudun Ergun, “The nature of the Kemalist Political Regime”, Kazancıgil Ali &
Özbudun Ergun (eds.), Atatürk. Founder of a Modern State, C. Hurst & Company,
London, 1981, σ. 79-102, Karal Enver Ziya, “The principles of Kemalism”,
Kazancıgil & Özbudun (eds.), ό.π., σ. 11-35 και από μια αρκετά κριτική σκοπιά
Dumont Paul, “The Origins of Kemalist Ideology”, Landau Jakob M. (ed.), Atatürk
and the Modernization of Turkey, Westview Press, Colorado, 1984, σ. 25-44. Στα
ελληνικά βλ. Πεσμαζόγλου Στέφανος, Ευρώπη- Τουρκία. Ανακλάσεις και Διαθλάσεις. Η
στρατηγική των κειμένων, βιβλίο Ι, Θεμέλιο, Αθήνα, 1993, σ. 268-285 και Σαρρής
Νεοκλής, Εξωτερική Πολιτική & Πολιτικές Εξελίξεις στην Πρώτη Τουρκική Δημοκρατία.
Ενότητα Πρώτη: Η άνοδος της στρατογραφειοκρατίας, Γόρδιος, Αθήνα, 1992, σ. 51-57
9 Βλ. ενδεικτικά Rustow Dankwart A., “Atatürk as an institution-builder”, Kazancıgil

& Özbudun (eds.), ό.π., σ. 57-77.

6
Για τους υποστηρικτές του κεμαλισμού, η κεμαλιστική ιδεολογία
συνιστά ρήξη με το παρελθόν, το κεμαλικό καθεστώς διαφέρει ριζικά από
το οθωμανικό πολιτικό σύστημα. Ο Kemal Atatürk θεωρείται ότι –σχεδόν
μόνος- οργάνωσε την εθνική αντίσταση, εμπνεύστηκε και εφάρμοσε τις
μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της Τουρκίας. Περίπου
αυτή την εικόνα έδωσε και ο ίδιος –άλλωστε- στο λόγο που εκφώνησε στο
Συνέδριο του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 1927, γνωστό ως
Nutuk (Η Ομιλία) 10 . Ωστόσο, ο κεμαλισμός έχει τις ρίζες του στους
μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα, στην εποχή του Τανζιμάτ (1839-1876)
και βέβαια στην εποχή των Νεότουρκων (1908-1918). 11
Παρακάτω, επιχειρείται μια ανάλυση της κεμαλιστικής ιδεολογίας
με άξονες τις έξι αρχές του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και με
βάση το λόγο αλλά και την πρακτική του κεμαλικού μονοκομματικού
καθεστώτος.

2.1. Ρεπουμπλικανισμός (Cumhuriyetçilik - Republicanism)

Μια από τις βασικές αρχές του κεμαλισμού είναι ο


ρεπουμπλικανισμός, δηλαδή η αβασίλευτη δημοκρατία, η οποία
ανακηρύχθηκε ως νέο πολίτευμα τον Οκτώβριο του 1923.
Ήδη από την εποχή του Τανζιμάτ ρεπουμπλικανισμός σήμαινε
δημοκρατία, περισσότερο όμως με την έννοια του συνταγματικού
πολιτεύματος, καθώς η ιδέα της κατάργησης του αξιώματος του
Σουλτάνου ήταν μάλλον πρόωρη. Στις δεκαετίες του 1860 και 1870 μέλη
των Νεοοθωμανών τάσσονταν υπέρ ενός ρεπουμπλικανικού καθεστώτος,
με την έννοια της συνταγματικής μοναρχίας. Ο Ali Suavi κατά τη
διάρκεια της εξορίας του στο Παρίσι εξέδιδε την εφημερίδα La
République και ο Namık Kemal με άρθρα του στην εφημερίδα Hürriyet

10 Βλ. Atatürk Kemal, The Great Speech,


http://gencturkler.8m.com/TURKEY/ATATURK/NUTUK/nutuk.html, επίσκεψη στις
22/9/03.
11 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, Οδυσσέας, Αθήνα,
2000, σ. 117-119, Kazancıgil Ali, “The Ottoman-Turkish State and Kemalism”,
Kazancıgil & Özbudun (eds.), ό.π., σ. 37-56 καθώς και Zürcher Erik J., Turkey. A
modern history, I. B. Tauris, London & New York, 1993, σ. 181.

7
υποστήριζε την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Οι Νεοοθωμανοί δανείζονταν
στα γραπτά τους ιδέες των Tocqueville, Montesquieu, Rousseau και
Voltaire. Στην εποχή του Abdülhamit II μέλη της στρατιωτικής ελίτ –
μεταξύ αυτών και ο Mustafa Kemal – συνέχισαν να έρχονται σε επαφή
με δημοκρατικές ιδέες μέσω περιοδικών και έργων που εκδίδονταν στο
εξωτερικό. 12 Το κίνημα των Νεότουρκων οδήγησε στην αποκατάσταση
του οθωμανικού συντάγματος του 1876 και στην εγκαθίδρυση
συνταγματικής μοναρχίας. Οι πρώτες αλλαγές που οι Νεότουρκοι
επέφεραν στο σύνταγμα στόχευαν στην υποβάθμιση της θέσης και της
εξουσίας του σουλτάνου. 13
Το 1921 ο Νόμος των Θεμελιωδών Οργανισμών, ο οποίος
συνιστούσε στην πράξη ένα προσωρινό σύνταγμα, όριζε μεταξύ άλλων ότι:
«Η εκτελεστική εξουσία και η νομοθετική αρχή
περιέρχονται και εκφράζονται στη Μεγάλη
Εθνοσυνέλευση η οποία είναι ο μόνος και
πραγματικός εκπρόσωπος του λαού.
Το κράτος της Τουρκίας διοικείται από τη Μεγάλη
Εθνοσυνέλευση και η κυβέρνηση φέρει την
ονομασία ‘Η Κυβέρνηση της Μεγάλης
Εθνοσυνέλευσης’ ...» 14

Παρόλα αυτά, πολλά μέλη της Συνέλευσης παρέμεναν πιστά στο


σουλτάνο-χαλίφη και θεωρούσαν ότι ο χαρακτήρας της Συνέλευσης ήταν
προσωρινός 15 και ότι στόχος τους ήταν να σώσουν το σουλτάνο από τους
ξένους κατακτητές. 16 Σύμφωνα με τον ίδιο τον Kemal, το καλοκαίρι του
1922 κάποιοι από τους στενότερους συνεργάτες του παρέμεναν πιστοί
στο σουλτανάτο. Τελικά το Νοέμβριο του 1922 με συνοπτικές
διαδικασίες η Συνέλευση αποφάσισε την κατάργηση του σουλτανάτου.
Λίγες μέρες αργότερα ο Mehmet VI Vahdettin, τελευταίος σουλτάνος,

12 Βλ. Dumont Paul, ό.π., σ. 26-28 και Πεσμαζόγλου Στέφανος, ό.π., σ. 272-274.
13 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ. 85-88.
14 Ό.π., σ. 94
15 Ό.π., σ. 92
16 Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ.Ι, ό.π., σ. 500.

8
εγκατέλειψε τη χώρα και μεταφέρθηκε με βρετανικό πολεμικό πλοίο στη
Μάλτα. Την επομένη κρίθηκε έκπτωτος από την Εθνοσυνέλευση. 17
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου 1923,
ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία. Η Εθνοσυνέλευση αποδέχτηκε
συνταγματική τροπολογία του Mustafa Kemal, που όριζε μεταξύ άλλων
ότι:
«Η μορφή διακυβέρνησης του κράτους της
Τουρκίας είναι Δημοκρατία... ο πρόεδρος της
Τουρκίας εκλέγεται από τη Μεγάλη
Εθνοσυνέλευση από τα μέλη της σε συνεδρίαση
ολομέλειας... ο πρόεδρος της Τουρκίας είναι ο
αρχηγός του κράτους.... και διορίζει τον
πρωθυπουργό...» 18
Λίγα λεπτά αργότερα ο Mustafa Kemal εξελέγη πρώτος πρόεδρος της
Τουρκικής Δημοκρατίας και διόρισε πρωθυπουργό τον İsmet İnönü. 19
Η απόφαση ανακήρυξης δημοκρατίας αντιμετώπισε την αντίδραση
πολλών στρατηγών που είχαν αναδειχθεί κατά τον Ελληνοτουρκικό
Πόλεμο και οι οποίοι έλειπαν από την Άγκυρα, όταν αποφασίστηκε η
τροπολογία του συντάγματος. Οι εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης
άσκησαν δριμεία κριτική στην απόφαση εκφράζοντας το φόβο ότι
σύντομα θα καταργούνταν και το χαλιφάτο, το οποίο θα μπορούσε να
λειτουργήσει ως αντίβαρο στην εξουσία του Mustafa Kemal. Πράγματι,
λίγους μήνες μετά, το Μάρτιο του 1924, καταργήθηκε το χαλιφάτο και
τα μέλη της οθωμανικής δυναστείας εκδιώχθηκαν από τη χώρα. 20
Από το 1923 ως το 1950 η Τουρκική Δημοκρατία είχε δύο
προέδρους: το Mustafa Kemal και στη συνέχεια τον İsmet İnönü, ο
οποίος τον διαδέχθηκε μετά το θάνατό του το 1938. Στην ουσία ο Kemal
ήταν δια βίου πρόεδρος - η εκλογή του προέδρου ήταν καθαρά τυπική –
και είχε τεράστια εξουσία ίση με εκείνη του εκάστοτε σουλτάνου, καθώς

17 Ό.π., σ. 510-513
18 ό.π., σ. 517
19 ό.π., σ. 517
20 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 173-175.

9
διόριζε και έπαυε πρωθυπουργούς και υπουργούς κατά βούληση. 21 Ο
νόμος που εγκαθίδρυσε τη Δημοκρατία ενίσχυσε παράλληλα την
εκτελεστική εξουσία, η οποία πρακτικά περιήλθε στα χέρια ενός – του
προέδρου-, και υποβίβασε το κοινοβούλιο, ενώπιον του οποίου ως τότε
ήταν υπόλογοι οι υπουργοί. 22
Το νέο καθεστώς παρουσίαζε κοινά στοιχεία με τη δικτατορία της
νεοτουρκικής τριανδρίας του Enver Paşa, του Talat Paşa και του Cemal
Paşa. Κυρίαρχο ρόλο κατείχε ο στρατός και αυτός ήταν που επέλεξε τον
İsmet İnönü, ήρωα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, ως διάδοχο του
Kemal. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Bernard Lewis:
«Η φιοριτούρα του συντάγματος, της βουλής, του
κόμματος και των εκλογών δεν μπορούν να
κρύψουν το βασικό γεγονός ότι η δημοκρατία
ιδρύθηκε από έναν επαγγελματία στρατιώτη που
ηγήθηκε ενός νικηφόρου στρατού και
υποστηρίχθηκε –στα πρώτα στάδια τουλάχιστον-
από ένα συνδυασμό προσωπικής και στρατιωτικής
εξουσίας.» 23
Από το 1923 ως το 1946 στην Τουρκία υπήρξε μόνο ένα κόμμα, το
Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, που ίδρυσε ο Mustafa Kemal και το
οποίο στελεχώθηκε από τους Συλλόγους για την Προάσπιση των
Δικαιωμάτων, που είχαν παίξει καίριο ρόλο στο εθνικιστικό κίνημα της
Ανατολίας. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα εξέφραζε τη συμμαχία της
στρατιωτικής και γραφειοκρατικής ελίτ με τους τοπικούς προύχοντες. 24
Προσπάθειες για την έκφραση αντιπολίτευσης προς το καθεστώς δεν
ευδοκίμησαν.
Το Νοέμβριο του 1924 32 μέλη της Εθνοσυνέλευσης που
διαφωνούσαν με τον τρόπο που είχε ανακηρυχθεί η Δημοκρατία

21 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ. 100.
22 Βλ. Dumont Paul, Κεμάλ. Ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, εκδ. Κούριερ, Αθήνα,
1998, σ. 181.
23 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ. 99.
24 Βλ. Özbudun Ergun, ό.π., σ. 82-87 και Παρέσογλου Αθανάσιος Ε., «Το τουρκικό

πολιτικό σύστημα», Βερέμης Θάνος (επιμ.), Η Τουρκία σήμερα. Πολιτεία, κοινωνία,

10
συγκρότησαν το Προοδευτικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Το κόμμα
υποστήριζε τις κοσμικές μεταρρυθμίσεις και τον εθνικισμό, αλλά
απέρριπτε την αυταρχικότητα και τον συγκεντρωτισμό του
Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και ζητούσε μια πιο φιλελεύθερη
οικονομική πολιτική. Το κόμμα του Kemal απάντησε με την επιβολή
αυστηρής πειθαρχίας στην κοινοβουλευτική ομάδα του, ώστε να μην
υπάρχουν διαρροές προς το νέο κόμμα. Η κουρδική εξέγερση με
επικεφαλής τον Şeyh Sait βόρεια του Diyarbakır το Φεβρουάριο του
1925 στάθηκε η αφορμή για την επιβολή σιγής σε κάθε
αντιπολιτευόμενη φωνή. Με το Νόμο για τη Διατήρηση της Τάξης και τη
δημιουργία ειδικών δικαστηρίων, των αποκαλούμενων «δικαστηρίων της
ανεξαρτησίας», ο Kemal κατέστειλε όχι μόνο το κουρδικό κίνημα αλλά
και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αυστηρή λογοκρισία επιβλήθηκε
στον Τύπο, πολλές εφημερίδες έκλεισαν και το Προοδευτικό
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου τον Ιούνιο του 1925,
λίγους μόνο μήνες μετά την ίδρυσή του. 25
Μια δεύτερη προσπάθεια ανάδειξης αντιπολίτευσης το 1930 δεν
είχε αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά ο ίδιος ο Kemal ενθάρρυνε τη
δημιουργία ενός αντιπολιτευόμενου κόμματος – με στόχο, ίσως, τη
διοχέτευση της κοινωνικής δυσφορίας και την αποδυνάμωση του İsmet
İnönü. Τον Αύγουστο του 1930 ο παλιός φίλος του Kemal, Fethi Okyar,
ίδρυσε με προτροπή του Kemal το Ελεύθερο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα
με αιτήματα που θύμιζαν εκείνα του Προοδευτικού Ρεπουμπλικανικού
Κόμματος. Το νέο κόμμα κέρδισε γρήγορα μεγάλη υποστήριξη, αλλά η
αστυνομία επιτέθηκε σε συγκέντρωση οπαδών του. Μετά τις τοπικές
εκλογές του Οκτωβρίου του 1930 το κόμμα κατηγόρησε την κυβέρνηση
για νοθεία. Το Νοέμβριο του 1930 ο Fethi Okyar αναγκάστηκε να
διαλύσει το νεοσύστατο κόμμα του, καθώς ο Kemal απέσυρε την όποια
υποστήριξή του προς το εγχείρημα. 26

οικονομία, εξωτερική πολιτική, θρησκεία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1995, σ. 27-111 και ιδίως
34-35.
25 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ.175-180.
26 Ό.π., σ. 185-187

11
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κεμαλικό καθεστώς στην Τουρκία ιδίως
μετά το 1925 ήταν ένα δικτατορικό καθεστώς. 27 Στην πολιτική σκηνή
απαγορεύονταν κάθε αντιπολίτευση, ενώ ο έλεγχος της πολιτιστικής και
πνευματικής ζωής ήταν αυστηρός. Η λογοκρισία του Τύπου ήταν έντονη
και σταδιακά έκλεισαν όλες οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Τα δύο
τρίτα περίπου του προσωπικού του Πανεπιστημίου της
Κωνσταντινούπολης απολύθηκαν και παρέμειναν μόνο οι πιστοί οπαδοί
του καθεστώτος. 28 Ο εργατικός νόμος του 1936 ήταν αντίγραφο του
αντίστοιχου νόμου της φασιστικής Ιταλίας και απαγόρευε το
συνδικαλισμό και την απεργία. 29 Έτσι ο ρεπουμπλικανισμός σημαίνει
περισσότερο άρνηση του θεϊκά εγκεκριμένου σουλτάνου ως αρχηγού του
κράτους και αντικατάστασή του από έναν κοσμικό άρχοντα – που
κέρδισε το αξίωμα αυτό λόγω της στρατιωτικής του αρετής. Ο
ρεπουμπλικανισμός, παρόλη τη ρητορεία περί λαϊκής κυριαρχίας που
τον συνόδευε, δε συμβάδιζε με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

2.2. Εθνικισμός ( Milliyetçilik – Nationalism)

Στο πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος στις


αρχές της δεκαετίας του 1930 το έθνος ορίζεται ως εξής:
«Ένα έθνος είναι ένας κοινωνικός και πολιτικός
σχηματισμός που περιλαμβάνει πολίτες οι οποίοι
συνδέονται μεταξύ τους σε μια κοινότητα γλώσσας,
πολιτισμού και ιδεωδών.» 30
Στα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσε να προσθέσει κανείς την εδαφική
επικράτεια, καθώς η έννοια του έθνους στον κεμαλισμό περιορίστηκε στα
εδαφικά όρια που καθόριζε το Εθνικό Σύμφωνο του 1919 και δεν
εμπεριείχε αλυτρωτικές βλέψεις. 31 Με αυτή την έννοια, ο κεμαλισμός

27 O Paul Dumont κάνει λόγο για «δικτατορία ενός ανδρός» και «δικτατορία ενός
κόμματος». Βλ. Dumont Paul, Κεμάλ. Ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, ό.π., σ. 198.
28 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 187-189
29 ό.π., σ. 209
30 Το απόσπασμα παραθέτει ο Paul Dumont – βλ. Dumont Paul, “The origins of

Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 29.


31 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ. 69-72.

12
διαφοροποιείται από παλαιότερες ιδεολογίες που εμφανίστηκαν στο 19ο
αιώνα και στις αρχές του 20ου στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπως είναι
ο πανισλαμισμός, ο παντουρανισμός και ο παντουρκισμός. 32 Ενώ ο
πανισλαμισμός πρέσβευε την ένωση των μουσουλμάνων σε ένα ενιαίο
κράτος υπό την ηγεσία του χαλίφη, ο παντουρανισμός την ενότητα των
τουρκικών λαών καθώς και των Φινλανδών και Ούγγρων και ο
παντουρκισμός την ένωση των τουρκικών λαών της Ανατολίας και του
Καυκάσου, ο κεμαλισμός στόχευε στη δημιουργία ενός τουρκικού
έθνους στα εδαφικά όρια που μπόρεσε να επικρατήσει το εθνικιστικό
κίνημα της Ανατολίας. 33
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, στοιχεία του κεμαλιστικού
εθνικισμού, όπως η έμφαση στην κοινή γλώσσα και τον κοινό πολιτισμό,
συναντώνται σε θεωρητικούς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Oι
Ahmet Ağaoğlu, Yusuf Akçura, Mehmed Emin είχαν τονίσει τη σημασία
της γλώσσας για την εθνική ενότητα, ενώ ο Ziya Gökalp έδινε έμφαση
στα γραπτά του στο ρόλο της γλώσσας αλλά και του πολιτισμού. 34 Η
επίκληση της κοινής γλώσσας και του κοινού πολιτισμού στόχευε στη
διατήρηση της ενότητας της Τουρκικής Δημοκρατίας, στην αποτροπή
αποσχιστικών κινημάτων και γεννούσε την ελπίδα ότι μια πολιτική
εκτουρκισμού των διαφόρων εθνοτήτων εντός της επικράτειας θα ήταν
εφικτή. 35 Πτυχές αυτής της πολιτικής μπορούν να θεωρηθούν η

32 Για τις έννοιες του πανισλαμισμού, του παντουρκισμού και του παντουρανισμού βλ.
Lewis Bernard, ό.π., σ. 45-68 και Πεσαμαζόγλου Στέφανος, ό.π., σ. 243-262.
33 Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που παραθέτει ο Bernard Lewis από ομιλία
του Κεμάλ Ατατούρκ:
«Κύριοι! Ο καθένας από τους συμπατριώτες και ομοθρήσκους
μας μπορεί να καλλιεργεί ένα υψηλό ιδανικό στο μυαλό του.
Είναι ελεύθερος να το κάνει και κανένας δε θα ανακατευτεί.
Όμως η κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας
έχει μια σταθερή, θετική και ουσιώδη πολιτική, και αυτό,
κύριοι, στοχεύει στη διαφύλαξη της ζωής και της ανεξαρτησίας...
εντός των καθορισμένων εθνικών συνόρων. Η Μεγάλη
Εθνοσυνέλευση και η κυβέρνηση της Τουρκίας, εν ονόματι του
έθνους που εκπροσωπούν, είναι πολύ μετριοπαθείς, πολύ
μακριά από φαντασιώσεις και εντελώς ρεαλιστικές......Δεν
υπηρετούμε τον πανισλαμισμό....Δεν υπηρετούμε τον
παντουρανισμό...»
Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ. 69-70 ( η
υπογράμμιση είναι δική μου).
34 Βλ. Dumont Paul, “The origins of Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 29-30.
35 Ό.π., σ. 29

13
προσπάθεια γλωσσικής μεταρρύθμισης, οι διάφορες θεωρίες για την
τουρκική γλώσσα και ιστορία καθώς και η έμφαση του καθεστώτος στην
προώθηση της εκπαίδευσης.
Η γλωσσική μεταρρύθμιση ήταν μια προσπάθεια εξάλειψης των
αραβικών και περσικών λέξεων από την καθομιλουμένη και
αντικατάστασής τους από τουρκικές λέξεις ή λέξεις με τουρκική
προέλευση. Το 1932 πραγματοποιήθηκε το Πρώτο Συνέδριο για την
Τουρκική Γλώσσα, όπου επικράτησαν οι οπαδοί της «κάθαρσης» της
γλώσσας. 36 Ιδρύθηκε η Εταιρία για τη Μελέτη της Τουρκικής Γλώσσας, η
οποία άρχισε να συγκεντρώνει λέξεις από διαλέκτους, από αρχαίες πηγές
και από τουρκικές γλώσσες της Κεντρικής Ασίας με στόχο την
αντικατάσταση της οθωμανικής γλώσσας. Ωστόσο, το όλο εγχείρημα δεν
ήταν ιδιαίτερα επιτυχές, καθώς οι νέες λέξεις που επινοήθηκαν δεν
μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τις παλιές, οι οποίες συνέχισαν να
χρησιμοποιούνται. Η τεχνητή γλώσσα που προέκυψε ήταν ακατανόητη
στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. 37
Η προσπάθεια ανάδειξης της τουρκικής γλώσσας εκφράζεται και
στην αποκαλούμενη «Θεωρία της Γλώσσας-Ήλιου», που υιοθετήθηκε
επίσημα από το κεμαλικό καθεστώς από το 1935 και μετά. Σύμφωνα με
τη θεωρία αυτή όλες οι γλώσσες προέρχονταν από μια γλώσσα που
ομιλούνταν παλιότερα στην κεντρική Ασία, γλώσσα συγγενική με την
καθομιλουμένη τουρκική γλώσσα. Έτσι, δε χρειαζόταν να
αντικατασταθούν οι αραβικές και περσικές λέξεις από το λεξιλόγιο καθώς
και αυτές είχαν –σύμφωνα με αυτή τη θεωρία- τουρκική προέλευση. 38
Η τόνωση του τουρκικού εθνικισμού επιχειρήθηκε και με τη
«Θέση για την Τουρκική Ιστορία», η οποία υποστήριζε την πολιτισμική
προσφορά της τουρκικής φυλής και καθιστούσε την Ανατολία αρχέγονη
πατρίδα των Τούρκων. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που διατυπώθηκε
επίσημα το 1932 στο Πρώτο Συνέδριο Ιστορίας στην Άγκυρα, οι Τούρκοι
ζούσαν αρχικά στην κεντρική Ασία, όπου είχαν δημιουργήσει σημαντικό
πολιτισμό. Η ξηρασία τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν και έτσι να

36 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ.197-198.


37 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ.198.

14
δημιουργήσουν τους σημαντικότερους πολιτισμούς, όπως τον πολιτισμό
των Χετταίων και των Σουμερίων, οι οποίοι θεωρήθηκαν τουρκικά
φύλα. 39 Η Afet Inan, εισηγήτρια στο Συνέδριο, είπε χαρακτηριστικά:
«Η τουρκική ράτσα είχε φτάσει σε ένα υψηλό
επίπεδο πολιτισμού στη γενέθλια γη της, όταν οι
λαοί της Ευρώπης ήταν ακόμα αδαείς άγριοι... Τα
παιδιά της Τουρκίας θα μάθουν ότι ανήκουν σε
έναν άριο, πολιτισμένο και δημιουργικό λαό που
κατάγεται από μια ανώτερη ράτσα με ιστορία
δεκάδων χιλιάδων ετών και όχι από ‘φυλή
τετρακοσίων σκηνών’» 40
Με τη θεωρία αυτή δίνονταν έμφαση στο προοθωμανικό παρελθόν της
τουρκικής φυλής, η οθωμανική περίοδος παραμερίστηκε από την
επίσημη ιστορία και τονίστηκαν οι προαιώνιοι δεσμοί των Τούρκων με
την εδαφική επικράτεια που καταλάμβαναν. Η Ανατολία ήταν η αληθινή
τους πατρίδα. 41
Οι θεωρία για την ιστορία περιλήφθηκε στα σχολικά βιβλία, καθώς
η εκπαίδευση χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξάπλωσης του τουρκικού
εθνικισμού. Το 1924 καταργήθηκαν τα θρησκευτικά σχολεία (medrese)
και καθιερώθηκε η ενότητα της εκπαίδευσης. 42 Σύμφωνα με το
πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος το 1935, βασικός
στόχος της εκπαίδευσης ήταν η εμπέδωση των εθνικών ιδεωδών. 43 Το
σύνθημα «Ένας Τούρκος αξίζει όσο ολόκληρο το σύμπαν» καλλιεργήθηκε
στα σχολεία, στο στρατό και προβλήθηκε από τα ΜΜΕ της εποχής. 44
Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο εθνικισμός στην κεμαλιστική
ιδεολογία είναι κατεξοχήν εδαφικός και πολιτισμικός σε αντίθεση με

38 ό.π., σ. 198-199
39 ό.π., σ. 199
40 Το απόσπασμα παραθέτει ο Hugh Poulton, βλ. Poulton Hugh, ό.π., σ. 142.
41 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ.78-84.
42 Για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση βλ. Winter Michael, “The modernization of

education in Kemalist Turkey”, Landau Jakob M. (ed.), Atatürk and the


Modernization of Turkey, ό.π., σ. 183-194.
43 Βλ. Poulton Hugh, ό.π., σ.147
44 Βλ. Dumont Paul, Κεμάλ. Ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, ό.π., σ. 202. Γενικότερα,

για το σύστημα πολιτικής κοινωνικοποίησης που εφάρμοσε το κεμαλικό καθεστώς ιδίως

15
άλλους τύπους εθνικισμού που στηρίζονται στη θρησκεία ή στη φυλή. 45
Ο εθνικισμός του Κεμάλ θεωρείται κατά συνέπεια ότι ενώνει, δε χωρίζει.
«Κάθε πολίτης της Τουρκικής Δημοκρατίας θεωρούνταν Τούρκος,
ανεξάρτητα αν ήταν Έλληνας, Κιρκάσιος, Κούρδος, Αρμένιος ή Εβραίος.
Αυτός ο εθνικισμός δεν είχε πολιτικά κίνητρα.» 46 Μάλιστα πολλοί κάνουν
λόγο για τον ανθρωπιστικό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του
κεμαλιστικού εθνικισμού. Ο Enver Ziya Karal φτάνει στο σημείο να
χαρακτηρίζει τον τουρκικό εθνικισμό ως «σύμβολο ειρήνης». 47 Ωστόσο,
αν και ο εθνικισμός στην κεμαλιστική ιδεολογία βασίζεται σε μεγάλο
βαθμό στη γλώσσα, τον πολιτισμό και την εδαφική επικράτεια,
χαρακτηρίζεται επίσης από το φυλετικό και θρησκευτικό στοιχείο. Και,
αν και το κεμαλικό καθεστώς δεν είχε έντονες αλυτρωτικές βλέψεις, στα
πλαίσια ίσως μια πραγματιστικής πολιτικής, σίγουρα δεν ήταν ειρηνικός
απέναντι στις μειονότητες και άλλες εθνότητες εντός της επικράτειας.
Την αδυναμία του κεμαλιστικού εθνικισμού να αποφύγει το
θρησκευτικό προσδιορισμό φανερώνουν οι προσπάθειες του Kemal να
εθνικοποιήσει το Ισλάμ. Σε αυτά τα πλαίσια καθιερώθηκαν το κάλεσμα
σε προσευχή από τους μιναρέδες και το κήρυγμα στην τουρκική γλώσσα
και όχι στην αραβική. Επίσης, έγιναν προσπάθειες μετάφρασης του
Κορανίου. Διάφορες μεταφράσεις κατόπιν πρωτοβουλίας ιδιωτών είχαν
εμφανιστεί ήδη από το 1923. Το 1926 η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε ένα
κονδύλι για τη μετάφραση του Κορανίου και κάλεσε τον ποιητή Mehmed
Akif να την αναλάβει. Ωστόσο, ο Akif αρνήθηκε υπό την πίεση των
Αιγυπτίων πασάδων. Το 1936 ο Kemal επανέλαβε την πρόσκλησή του
αλλά χωρίς θετικό αποτέλεσμα. 48 Ο κεμαλισμός δεν ταυτίζεται σε καμία
περίπτωση με τον πανισλαμισμό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο Kemal δεν
είχε συνείδηση του γεγονότος ότι το Ισλάμ αποτελούσε κύριο στοιχείο της
συλλογικής ταυτότητας στην Ανατολία. Ο ίδιος χρησιμοποίησε το

μέσα από τα σχολικά βιβλία ιστορίας βλ. Μήλλας Ηρακλής, Εικόνες Ελλήνων και
Τούρκων, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001, ιδίως σ. 51-85.
45 Βλ. μεταξύ άλλων Rustow D.A., “Kemalism”, ό.π., σ. 241-242, Karal Enver Ziya,

ό.π., σ. 18-19, Kili Suna, ό.π., σ. 388-389.


46 Βλ. Akşin Sina, ό.π., σ. 19.
47 Βλ. Karal Enver Ziya, ό.π., σ.19.

16
θρησκευτικό στοιχείο, για να επιτύχει την υποστήριξη του εθνικιστικού
κινήματος και ονόμασε τον πόλεμο «Ιερό Πόλεμο». Οι χριστιανοί
θεωρήθηκαν εχθροί του τουρκικού έθνους και οι περισσότεροι
εκδιώχθηκαν από την Τουρκία. 49
Την ύπαρξη του θρησκευτικού σε συνδυασμό με το φυλετικό
στοιχείο στον κεμαλιστικό εθνικισμό φανερώνουν, άλλωστε, αφενός η
«Θέση για την Τουρκική Ιστορία», η οποία εξήρε την τουρκική φυλή, και
αφετέρου – και κυρίως - η στάση του καθεστώτος απέναντι στις
μειονότητες και τις εθνότητες της Τουρκικής Δημοκρατίας. Οι εξεγέρσεις
στις κουρδικές περιοχές κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930
καταστάληκαν άγρια και πολλοί Κούρδοι εκτοπίστηκαν στα δυτικά της
χώρας. Απαγορεύτηκαν η χρήση της κουρδικής γλώσσας, τα κουρδικά
έθιμα, τα κουρδικά ονόματα και εφαρμόστηκε στρατιωτικός νόμος στις
κουρδικές περιοχές ως το 1946. Μετά την καταστολή της εξέγερσης στο
Αραράτ ο υπουργός Δικαιοσύνης Mahmut Esat Bozkurt δήλωσε
χαρακτηριστικά:
«Πιστεύω πως ο Τούρκος θα πρέπει να είναι ο
μοναδικός κύριος, ο μόνος αφέντης αυτής της
χώρας. Όποιοι δεν ανήκουν στην καθαρή τουρκική
ράτσα, μόνο ένα δικαίωμα μπορεί να έχουν σ’ αυτή
τη χώρα, το δικαίωμα να είναι υπηρέτες και
δούλοι.» 50
Κατά τη δεκαετία του 1930 η άσκηση πολλών επαγγελμάτων, όπως του
γιατρού, του δικηγόρου ή του αμαξουργού, δεν επιτρεπόταν σε όσους δεν
ήταν Τούρκοι. Η Ανατολική Θράκη εποικίστηκε από άτομα αμιγώς
τουρκικής ανατροφής και παιδείας, ενώ απομακρύνθηκαν από την
περιοχή οι Εβραίοι. 51
Ιδιαίτερα ρατσιστική υπήρξε η εφαρμογή του κεφαλικού φόρου, ο
οποίος επιβλήθηκε το 1942. Το ύψος του φόρου καθορίζονταν κάθε

48 Βλ. Berkes Niyazi, The Development of Secularism in Turkey, Hurst & Company,
London, 1998, σ. 483-490.
49 Βλ. Poulton Hugh, ό.π., σ. 124-134.
50 Το απόσπασμα παρατίθεται από τον Hugh Poulton, βλ. Poulton Hugh, ό.π., σ. 157

(η υπογράμμιση είναι δική μου).


51 Ό.π., σ. 151

17
φορά βάσει της εκτίμησης των τοπικών φορολογικών συμβουλίων, οι
αποφάσεις των οποίων ήταν οριστικές. Όποιος δεν κατέβαλε την οφειλή
εντός 15 ημερών τιμωρούνταν με καταναγκαστικά έργα. Στην
πραγματικότητα το ποσό της πληρωμής κάθε φορολογουμένου
καθορίστηκε ανάλογα με το θρήσκευμα και την εθνότητά του. Οι
εξισλαμισθέντες Εβραίοι καλούνταν να καταβάλουν σχεδόν τα διπλάσια
από τους μουσουλμάνους και οι μη μουσουλμάνοι τα δεκαπλάσια. Αν
και οι ξένοι προβλέπονταν να φορολογηθούν όπως και οι μουσουλμάνοι,
σε πολλές περιπτώσεις φορολογήθηκαν ως μη μουσουλμάνοι. Αρχές
Ιανουαρίου του 1943 άρχισαν να δημοσιεύονται κατάλογοι των
φοροφυγάδων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν Έλληνες,
Εβραίοι και Αρμένιοι. Σύντομα ξεκίνησαν συλλήψεις, κατασχέσεις
περιουσιών και εκτοπισμός των οφειλετών σε στρατόπεδο
καταναγκαστικής εργασίας στο Ασκαλέ. Ο Τύπος επιδοκίμασε την
αφαίμαξη του «ξένου αίματος». Ο κεφαλικός φόρος κατέστρεψε τις
μικρές, νόμιμες επιχειρήσεις της Κωνσταντινούπολης και επέφερε
πλήγμα στην οικονομική ζωή. Καθώς έπληξε και κάποιου ξένους που
έμεναν στην Τουρκία, προκάλεσε τελικά την επέμβαση των Συμμάχων
και καταργήθηκε το 1944. 52
Ο εθνικισμός είναι βασική αρχή της κεμαλιστικής ιδεολογίας.
Μέσω του εθνικισμού ο κεμαλισμός προσπάθησε να διαμορφώσει μια
νέα συλλογική ταυτότητα για τους κατοίκους της Τουρκικής
Δημοκρατίας. Η έννοια του Τούρκου προσδιορίστηκε γλωσσικά,
πολιτισμικά και εδαφικά αλλά –επίσης- και φυλετικά και θρησκευτικά.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ίδια η Τουρκική Δημοκρατία υπήρξε
αποτέλεσμα ενός εθνικιστικού κινήματος που άνθισε κατά τη διάρκεια
του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, ενάντια σε αλλόθρησκους και
αλλοεθνείς. Βασικός στόχος του εθνικισμού στον κεμαλισμό είναι η
διατήρηση της ενότητας της τουρκικής επικράτειας μέσω του
εκτουρκισμού και της απάλειψης γλωσσικών, πολιτισμικών και άλλων
ιδιαιτεροτήτων των κατοίκων της Τουρκίας.

52 Βλ. Poulton Hugh, ό.π., σ. 152-155 και Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης

Τουρκίας, τομ. Ι, ό.π., σ. 578-587.

18
2.3. Εκκοσμίκευση ( Laiklik - Secularism)

Το κεμαλικό καθεστώς έδωσε μεγάλη βαρύτητα στον περιορισμό


της επιρροής της θρησκείας στο κράτος και την κοινωνία. Στόχος ήταν η
μετατροπή μιας θεοκρατικής κοινωνίας σε μια σύγχρονη κοινωνία,
βασισμένη στις δυτικές αξίες. Το κεμαλικό καθεστώς δεν ήταν ενάντια
στη θρησκεία, αλλά θέλησε αφενός να την περιορίσει στην ιδιωτική
σφαίρα και αφετέρου να την ελέγξει, καθώς θα μπορούσε να είναι πηγή
αντιπολίτευσης στο καθεστώς.
Προσπάθειες εκκοσμίκευσης του κράτους και της κοινωνίας είχαν
ξεκινήσει ήδη από το 19ο αιώνα. Οι οθωμανοί γραφειοκράτες,
διαπνεόμενοι από πραγματισμό, επιδίωξαν να εκσυγχρονίσουν τον
κρατικό μηχανισμό και να ενδυναμώσουν το στρατό μέσα από μια σειρά
από νόμους. Την εποχή του Τανζιμάτ εμφανίστηκαν κοσμικά
δικαστήρια, ιδρύθηκαν η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και η Στρατιωτική
Ακαδημία καθώς και μια σειρά δημοσίων σχολείων πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης με κοσμικό χαρακτήρα. 53
Την εποχή του Abdülhamit II η θρησκεία κέρδισε έδαφος, καθώς
ο σουλτάνος πίστευε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο
ανάμεσα στους υπηκόους του και να αποτρέψει την απόσχιση περιοχών
με μουσουλμανικό πληθυσμό. Παρόλα αυτά ο Abdülhamit II υποστήριξε
τα κοσμικά δικαστήρια και την κοσμική εκπαίδευση και παραμέλησε τα
θρησκευτικά σχολεία (medrese). Δημιουργήθηκαν στρατιωτικά σχολεία
(rüşdiye), όπου οι μαθητές έμεναν εσώκλειστοι από τα δώδεκά τους
χρόνια, και στρατιωτικά λύκεια (lise) που προετοίμαζαν τους μαθητές για
τη Στρατιωτική Ακαδημία. Η γενιά που φοίτησε στα σχολεία αυτά –
μεταξύ αυτών και ο Kemal Atatürk και οι συνεργάτες του- εκπαιδεύτηκε
στις θετικές επιστήμες, διάβαζε Γάλλους θεωρητικούς και υιοθέτησε τις
δυτικές αξίες και την ιδέα της αλλαγής. 54

53 Βλ. Mardin Şerif, “Religion and secularism in Turkey”, Kazancıgil Ali & Özbudun
Ergun (eds.), ό.π., σ. 191-219 και ιδίως 196-197 και Dumont Paul, “The origins of
Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 36-37.
54 Βλ. Mardin Şerif, ό.π., σ. 203-205.

19
Μετά το κίνημα των Νεότουρκων ο πανισλαμισμός
αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό. Ο Abdullah Cevdet στο περιοδικό του
Ictihad πρότεινε πολλά από τα μέτρα που αργότερα θα εφαρμόσει το
κεμαλικό καθεστώς. Ο Ziya Gökalp, ένας από τους σημαντικότερους
θεωρητικούς του κινήματος των Νεότουρκων, παρόλο το σεβασμό του
προς το Ισλάμ, πρότεινε την εκκοσμίκευση των εναπομεινάντων
θρησκευτικών σχολείων και δικαστηρίων και τον περιορισμό των
δικαιοδοσιών του σεϊχουλισλάμη 55 . Πράγματι το 1916 ο σεϊχουλισλάμης
εξαιρέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης
ανέλαβε την ευθύνη για τα θρησκευτικά δικαστήρια. Τη διοίκηση των
βακουφιών την ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών και των
θρησκευτικών σχολείων το Υπουργείο Παιδείας. Ένα χρόνο αργότερα
υιοθετήθηκε μερικώς το γρηγοριανό ημερολόγιο. 56
Ο Kemal Atatürk γαλουχήθηκε με το πνεύμα της εκκοσμίκευσης
και επιτάχυνε τις μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό του Ισλάμ που
είχαν αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα. Ωστόσο, όπως έχει ήδη
σημειωθεί, χρησιμοποίησε το θρησκευτικό συναίσθημα κατά τη διάρκεια
του Ελληνοτουρκικού Πολέμου. Όταν το 1920 ο σεϊχουλισλάμης εξέδωσε
φετφά εναντίον των εθνικιστών της Ανατολίας, ο μουφτής 57 της Άγκυρας
εξέδωσε φετφά με την υπογραφή και άλλων 152 μουφτήδων της Άγκυρας
υπέρ του εθνικιστικού κινήματος. 58 Στο Συνέδριο του Ερζερούμ αλλά
και στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση συμμετείχαν αρκετοί θρησκευτικοί
ηγέτες και άτομα με θρησκευτική ενασχόληση 59 , ενώ το Εθνικό
Σύμφωνο του 1919 έκανε λόγο για την κυριαρχία της οθωμανικής
μουσουλμανικής πλειοψηφίας. 60 Ακόμα και στο αρχικό μανιφέστο του
κόμματος του Kemal το 1923 δε γινόταν αναφορά στο ζήτημα της
εκκοσμίκευσης. 61 Αργότερα, όταν ο Kemal Atatürk θα ισχυροποιήσει

55 Ο σεϊχουλισλάμης ήταν ο ανώτερος θρησκευτικός ηγέτης στην Οθωμανική


Αυτοκρατορία μετά το σουλτάνο, κάτι ανάλογο με τον αρχιεπίσκοπο για τους
χριστιανούς ορθόδοξους,
56 Βλ. Dumont Paul, “The origins of Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 37-38.
57 Ο μουφτής είναι τίτλος θρησκευτικού ηγέτη ανάλογος με του μητροπολίτη.
58 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ.Ι, ό.π., σ. 500-501.
59 Βλ. Özbudun Ergun, ό.π., σ. 83.
60 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π., σ. 69.
61 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. Ι, ό.π., σ. 514.

20
την εξουσία του, θα προβεί σε μεταρρυθμίσεις για την εκκοσμίκευση του
κράτους, των νόμων, της εκπαίδευσης, για την αλλαγή θρησκευτικών και
παραδοσιακών συμβόλων και για την εξάλειψη του λαϊκού Ισλάμ, το
οποίο εκφραζόταν από τις ισλαμικές αδελφότητες (tarikat).
Η κατάργηση του χαλιφάτου το 1924 ήταν από τα πρώτα μέτρα
προς την κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης κοσμικού κράτους. Την ίδια
χρονιά έγιναν παρεμβάσεις για τον περιορισμό της εξουσίας των
ουλεμάδων, οι οποίοι βρίσκονταν στην κορυφή της θρησκευτικής
ιεραρχίας ως ερμηνευτές και εφαρμοστές του ισλαμικού νόμου.
Καταργήθηκαν η θέση του σεϊχουλισλάμη και το Υπουργείο
Θρησκευτικών Υποθέσεων, το οποίο αντικαταστάθηκε από δύο γραφεία,
τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων και τη Γενική Διεύθυνση
Ευλαβών Ιδρυμάτων (βακουφιών). Ο πρωθυπουργός διόριζε τον
επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, ο οποίος ήταν
αρμόδιος για τη διαχείριση των τζαμιών, για το διορισμό των ιμάμηδων
και των ιεροκηρύκων κλπ. Η Γενική Διεύθυνση Ευλαβών Ιδρυμάτων
φρόντιζε για τη διαχείριση των βακουφιών και για τη μισθοδοσία των
θρησκευτικών λειτουργών. 62 Με αυτόν τον τρόπο οι ουλεμάδες έγιναν
υπάλληλοι του κράτους, διαδικασία που είχε αρχίσει ήδη από τον
προηγούμενο αιώνα, ώστε η θρησκεία να τεθεί υπό κρατικό έλεγχο. 63
Επίσης, καταργήθηκαν τα θρησκευτικά δικαστήρια. 64
Τα θρησκευτικά σχολεία έκλεισαν με το Νόμο για την Ενότητα της
Εκπαίδευσης και ιδρύθηκαν κάποια σχολεία για ιμάμηδες και ιερείς
υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Η Θεολογική Σχολή που
ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιου της Κωνσταντινούπολης σύντομα
παρήκμασε λόγω έλλειψης σπουδαστών και αντικαταστάθηκε από ένα
Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών. 65 Σταδιακά καταργήθηκε και το
μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία. Στην αρχή τα θρησκευτικά
καταργήθηκαν στο γυμνάσιο και λύκειο και από το 1932 καταργήθηκαν
και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τα θρησκευτικά θα μπουν ξανά στο

62 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π, σ. 170-172.
63 Βλ. Mardin Şerif, ό.π., σ. 193-194.
64 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. Ι, ό.π., σ. 534.
65 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π, σ. 172-175.

21
σχολικό πρόγραμμα το 1949, αρχικά σε εθελοντική βάση και πολύ
αργότερα υποχρεωτικά. 66
Το 1926 υιοθετήθηκε ο ελβετικός αστικός κώδικας και ο
ισλαμικός νόμος έπαψε να ισχύει. Καταργήθηκαν η πολυγαμία, η
αποπομπή της συζύγου και θεσπίστηκε ο πολιτικός γάμος. Αυτά τα
μέτρα, σε συνδυασμό με την καθιέρωση κοινής εκπαίδευσης αγοριών και
κοριτσιών και με την καθιέρωση δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες το
1934 βελτίωναν τη θέση των γυναικών στην τουρκική κοινωνία. 67
Επίσης υιοθετήθηκε ο ιταλικός ποινικός κώδικας και απαγορεύτηκαν η
συγκρότηση πολιτικών κομμάτων με θρησκευτικούς σκοπούς και η
θρησκευτική προπαγάνδα. 68 Το 1928 η καθιέρωση κοσμικού κράτους
ολοκληρώθηκε τυπικά με την τροποποίηση του Συντάγματος και την
απάλειψη του Άρθρου 2, το οποίο όριζε ότι «η θρησκεία του τουρκικού
κράτους είναι η ισλαμική». 69
Στην επιδίωξη δημιουργίας ενός κοσμικού κράτους και μιας
κοσμικής κοινωνίας εντάσσεται και η κατάργηση θρησκευτικών και
παραδοσιακών συμβόλων. Το 1925 καταργήθηκε με νόμο το φέσι, το
οποίο ο Kemal θεωρούσε «έμβλημα άγνοιας, αμέλειας, φανατισμού και
μίσους εναντίον της προόδου και του πολιτισμού», και αντικαταστάθηκε
από το καπέλο. 70 Απαγορεύτηκε στους θρησκευτικούς λειτουργούς η
κυκλοφορία με θρησκευτικό ένδυμα εκτός των τζαμιών και
ενθαρρύνθηκε η κατάργηση του φερετζέ στις γυναίκες, χωρίς όμως να
απαγορευθεί ποτέ με νόμο. Η Κυριακή – και όχι η Παρασκευή -
καθιερώθηκε ως επίσημη μέρα αργίας. Υιοθετήθηκαν το γρηγοριανό
ημερολόγιο, το δυτικό αριθμητικό και μετρικό σύστημα. Το 1934
καταργήθηκαν οι τίτλοι ευγενείας και οι πολίτες της Τουρκικής
Δημοκρατίας αναγκάστηκαν να πάρουν επίθετο. Τότε ήταν που ο

66 Βλ. Winter Michael, ό.π., σ. 187-188.


67 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ.Ι, ό.π, σ. 535-536 και
565.
68 Βλ. Berkes Niyazi, ό.π., σ. 466-467.
69 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ.Ι, ό.π, σ. 542.
70 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ.Ι, ό.π, σ. 528-531.

22
Mustafa Kemal πήρε το επίθετο Atatürk, δηλαδή πατέρας των
Τούρκων. 71
Ίσως η πιο σημαντική αλλαγή, σε συμβολικό επίπεδο, ήταν η
καθιέρωση του λατινικού αλφάβητου το 1928, το οποίο αντικατέστησε το
αραβικό. Προτάσεις μεταρρύθμισης του αραβικού αλφάβητου είχαν
διατυπωθεί ήδη από την εποχή του Τανζιμάτ. Το ζήτημα της
αντικατάστασης ή μεταρρύθμισης του αλφάβητου είχε συζητηθεί στην
Εθνοσυνέλευση το 1923 και 1924, αλλά οι αντιδράσεις ήταν έντονες.
Τελικά το λατινικό αλφάβητο καθιερώθηκε με νόμο σε μια εποχή που η
εξουσία του Kemal ήταν απόλυτη και ο ίδιος ο Kemal έκανε περιοδεία
στη χώρα ενθαρρύνοντας τον κόσμο να το υιοθετήσει. 72
Από τις μεταρρυθμίσεις του κεμαλικού καθεστώτος στα πλαίσια
της εκκοσμίκευσης αυτή που συνάντησε τη μεγαλύτερη αντίσταση και
δυσαρέσκεια ήταν η απαγόρευση των ισλαμικών αδελφοτήτων (tarikat).
Οι ισλαμικές αδελφότητες με επικεφαλής τους δερβίσες συνιστούσαν τη
λαϊκή, μυστικιστική πλευρά του Ισλάμ. Συνυπήρχαν παράλληλα με το
ορθόδοξο, λιτό, επίσημο Ισλάμ και ικανοποιούσαν τις θρησκευτικές και
κοινωνικές ανάγκες του πληθυσμού. Οι οπαδοί των διαφόρων
αδελφοτήτων συγκεντρώνονταν στα μοναστήρια των δερβισών και
συμμετείχαν σε προσευχές με χορό, μουσική και τραγούδι και έβρισκαν
στο πρόσωπο του δερβίση τον καθοδηγητή και μεσολαβητή με το θείο. Σε
αντίθεση με τους ουλεμάδες που συνιστούσαν μια ελίτ κρατικών
λειτουργών, οι δερβίσες βρίσκονταν κοντά στους απλούς ανθρώπους,
είχαν μεγάλη επιρροή στη θρησκευτική αλλά και κοινωνική ζωή των
χωριών και των πόλεων και –υπό μία έννοια- ήταν και πολιτικοί ηγέτες
και υπήρξαν κατά καιρούς και επικεφαλής εξεγέρσεων. Μερικά από τα
πιο γνωστά δερβισικά τάγματα ήταν οι Bektaşiler, οι Mevleviler και οι
Nakşibendiler. Στο 19ο αιώνα οι αδελφότητες αντιτάχθηκαν στη
διείσδυση των δυτικών δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κάποιες αδελφότητες φαίνεται να υποστήριξαν το εθνικιστικό κίνημα
στην Ανατολία και μερικοί από τους ηγέτες σεΐχηδες των αδελφοτήτων

71 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 195-196.


72 Ό.π., σ. 196-197

23
συμμετείχαν στην πρώτη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Το κύρος και η
επιρροή των αδελφοτήτων στο λαό, η ανεξαρτησία τους από τον κρατικό
μηχανισμό και η πιθανή εξέλιξή τους σε εστία αντιπολίτευσης στο
καθεστώς ήταν οι αιτίες που ο Kemal Atatürk διέλυσε τις αδελφότητες.
Αφορμή στάθηκε η εξέγερση στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας υπό
τον Şeyh Sait, ο οποίος ανήκε στο τάγμα των Nakşibendi. Οι
αδελφότητες απαγορεύτηκαν, τα μοναστήρια τους έκλεισαν και οι
περιουσίες τους κατασχέθηκαν. Τα τάγματα συνέχισαν τη δράση τους
παράνομα, μια εστία αντίδρασης στην κεμαλιστική ιδεολογία
εξαλείφθηκε, αλλά η καταπίεση οδήγησε σταδιακά και στην
πολιτικοποίηση του Ισλάμ. 73
Φαίνεται, λοιπόν, ότι εκκοσμίκευση στον κεμαλισμό δε σημαίνει
τόσο διάκριση θρησκείας και κράτους, αλλά περιορισμός της
θρησκευτικής επιρροής στην ιδιωτική σφαίρα και έλεγχος της
θρησκευτικής ηγεσίας. Η αρχή της εκκοσμίκευσης συνδέεται με τον
εθνικισμό, καθώς μέσω της εκκοσμίκευσης το κεμαλικό καθεστώς
επιχείρησε να αντικαταστήσει τη θρησκευτική πίστη με το εθνικό
φρόνημα. Με αυτή την έννοια το κράτος στον κεμαλισμό θεοποιείται 74 ,

ο ίδιος ο κεμαλισμός συνιστά μια «τουρκική θρησκεία» 75 ή «κοσμική


θρησκεία». 76 Σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητή και η λατρεία του
Kemal στην Τουρκία και η εμμονή στην απεικόνισή του στους δημόσιους
χώρους, σε μια χώρα όπου παραδοσιακά υπήρχε βαθύτατη
προκατάληψη ενάντια στην απεικόνιση προσώπων.

2.4. Λαϊκισμός ( Halkçılık - Populism)

Η έννοια του λαϊκισμού στον κεμαλισμό δεν είναι σαφής. Σημαίνει


καθοδήγηση των μαζών και δράση υπέρ αυτών καθώς επίσης και άρνηση
της ύπαρξης ταξικών διακρίσεων στην κοινωνία.

73 ό.π., σ. 200-201 καθώς και Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας,
τομ. ΙΙ, ό.π, σ. 156-170.
74 Βλ. Σαρρής Νεοκλής, ό.π., σ. 52.
75 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 190.
76 Βλ. Πεσμαζόγλου Στέφανος, ό.π., σ. 270.

24
Την εποχή του σουλτάνου Abdülaziz, υπό την επίδραση του
κινήματος των ναρόντνικων στη Ρωσική Αυτοκρατορία, πολλοί οθωμανοί
θεωρητικοί εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για τις μάζες. Αργότερα ο
ποιητής Mehmed Emin θα εκφραστεί υπέρ του λαού μέσα από το έργο
του. Μετά το κίνημα των Νεοτούρκων πολλοί θα επικαλεστούν το
λαϊκισμό ως δράση υπέρ των μαζών. Σημαντική θα είναι η επίδραση των
ιδεών τατάρων και αζέρων μεταναστών από την τσαρική Ρωσία, όπως των
Yusuf Akçura και Ali Hüseyinzade.
Προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η έννοια του
λαϊκισμού αποκτά νέο περιεχόμενο ιδίως στα γραπτά του Ziya Gökalp.
Επηρεασμένος από τις ιδέες του Durkheim, ο Gökalp υποστήριξε ότι η
ταξική πάλη δεν είχε νόημα και υποστήριξε τη συνεργασία και
αλληλεγγύη διαφόρων επαγγελματικών ομάδων. 77
«Ο λαϊκισμός αγωνίζεται να αντικαταστήσει τις
αντιμαχόμενες τάξεις με επαγγελματικές ομάδες που
συνδέουν τα άτομα μεταξύ τους με ισχυρούς δεσμούς
αλληλεγγύης. Αν συγκρίνουμε την κοινωνία με έναν
κοινωνικό οργανισμό, τα πραγματικά της όργανα,
αυτά που εκτελούν τις βασικές λειτουργίες, είναι οι
επαγγελματικές ομάδες... Ο σοσιαλισμός,
βασιζόμενος στην ταξική πάλη, θέτει στόχους που δεν
μπορούν να επιτευχθούν. Ένα από τα μεταπολεμικά
ιδανικά θα είναι ο λαϊκισμός που βασίζεται στην
κυριαρχία των επαγγελματικών ομάδων.» 78
Το 1921 ο Kemal κάνοντας λόγο για κυβέρνηση του λαού τόνιζε τη
σημασία της εργασίας και τον αγώνα του έθνους ενάντια στον
καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο μετά τη Συνθήκη της
Λωζάννης το 1923 η αντικαπιταλιστική ρητορεία εγκαταλείφθηκε και
γινόταν πλέον λόγος μόνο για λαϊκή κυριαρχία και ισονομία. 79

77 Βλ. Dumont Paul, “The origins of Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 31-33.


78 Βλ. Ziya Gökalp, όπως παρατίθεται από τον Berkes Niyazi, ό.π., σ. 462.
79 Σε απόσπασμα που παραθέτει ο Leiws Bernard από ομιλία του Kemal Ataürk
αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Είμαστε ο λαός που εργάζεται και που πρέπει να
εργαστεί, για να σωθεί και να ζήσει...Είμαστε άνδρες που ακολουθούν μια αρχή που
μας καθορίζει, με σκοπό να προφυλάξουμε αυτό το δικαίωμα και να περιφρουρήσουμε

25
Παράλληλα, οι οπαδοί του κεμαλισμού υιοθέτησαν την ερμηνεία του
Gökalp για το λαϊκισμό ως απόρριψη της ταξικής σύγκρουσης, άποψη
που διατυπώθηκε αρχικά στο Οικονομικό Συνέδριο της Σμύρνης το
1923. Με αυτόν τον τρόπο ο κεμαλισμός αντιτάσσονταν στον
κομμουνισμό και τόνιζε την εθνική ενότητα και αλληλεγγύη. Επιπλέον, η
αρχή αυτή νομιμοποιούσε την ύπαρξη μονοκομματικού συστήματος,
καθώς το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα μπορούσε να θεωρηθεί ως
εκπρόσωπος ολόκληρου του έθνους, του λαού. 80

2.5. Κρατισμός ( Devletçilik – Statism)

Το κράτος κατέχει ιδιαίτερη θέση στον κεμαλισμό. Η αρχή του


κρατισμού, με την ευρεία έννοια, αναφέρεται στην παρέμβαση του
κράτους σε όλους τους τομείς, όπως στην κοινωνία, στην οικονομία, στην
εκπαίδευση, στον πολιτισμό. Με τη στενή έννοια, ο κρατισμός εκφράζει
την ανάγκη επέμβασης του κράτους στην οικονομία με στόχο πρωτίστως
την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας.
Από το 19ο αιώνα ήδη το οθωμανικό κράτος ενδιαφέρθηκε για την
ανάπτυξη της βιομηχανίας και διαχειριζόταν τα μεγαλύτερα εργοστάσια
της αυτοκρατορίας. Αργότερα οι οθωμανοί σουλτάνοι ενθάρρυναν τη
διείσδυση του ξένου κεφαλαίου. Η ιδέα της κρατικής παρέμβασης στην
οικονομία ήταν δημοφιλής ήδη από την εποχή του Abdülhamit II και
υποστηρίχθηκε αργότερα και από το καθεστώς των Νεότουρκων. Το 1914
ο Νόμος για την Ενθάρρυνση της Βιομηχανίας περιλάμβανε σειρά
μέτρων για τη δημιουργία εγχώριου κεφαλαίου. Έντονη κρατική
παρέμβαση στην οικονομία ασκήθηκε σε όλη τη διάρκεια του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ γνωστοί θεωρητικοί, όπως ο Ziya Gökalp και
Tekin Alp έκαναν έκκληση για παρέμβαση του κράτους υπέρ της
ανάδειξης μιας εθνικής επιχειρηματικής τάξης.

την ανεξαρτησία μας, να αγωνιστούμε σύσσωμοι ως έθνος εναντίον του ιμπεριαλισμού


που επιζητά να συντρίψει και του καπιταλισμού που επιδιώκει να καταπιεί τη δική μας
εθνικότητα...αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η κυβέρνησή μας..», βλ.
Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π, σ. 262.
80 Βλ. Dumont Paul, “The origins of Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 33.

26
Το κεμαλικό καθεστώς υιοθέτησε την αρχή του κρατισμού, τόσο
στον οικονομικό όσο και στον πολιτικό και πολιτιστικό τομέα. Είχε
έντονα πατερναλιστικό και αυταρχικό χαρακτήρα θεωρώντας ότι όλες οι
σημαντικές αλλαγές και τομές μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με
κρατικές αποφάσεις. Η έκφραση «devlet baba» (κράτος πατέρας) αλλά
και το επώνυμο που δόθηκε στον Kemal Atatürk, δηλαδή πατέρας των
Τούρκων, εκφράζουν αυτή την πραγματικότητα. 81
Στον οικονομικό τομέα, ήδη από το 1923 η Εθνική Τουρκική
Εμπορική Ένωση στο Οικονομικό Συνέδριο της Σμύρνης είχε ζητήσει
από το κράτος την προστασία του εγχώριου κεφαλαίου. 82 Από τα πρώτα
χρόνια της Δημοκρατίας το κράτος έκανε μεγάλες επενδύσεις ιδίως στον
τομέα των σιδηροδρόμων αγοράζοντας ξένες σιδηροδρομικές εταιρείες
και κατασκευάζοντας πολλά χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών.
Παράλληλα σχηματίστηκαν κρατικά μονοπώλια στους τομείς της
επεξεργασίας καπνού, αλκοόλ, σπίρτων, ζάχαρης και εκρηκτικών. 83
Ιδρύθηκαν κρατικές τράπεζες και επιβλήθηκαν περιορισμοί στις
εισαγωγές. Οι οπαδοί του κεμαλισμού συχνά τόνιζαν ότι η πολιτική
κυριαρχία συνδέεται με την οικονομική κυριαρχία και ότι η μια δεν
μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Πάντως δεν έκλεισαν την πόρτα στις
ξένες επενδύσεις, αρκεί αυτές να μη συνοδεύονταν από πολιτικές
απαιτήσεις και δεσμεύσεις. 84
Ο κρατισμός, ως οικονομική πολιτική, εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη
ένταση στη δεκαετία του 1930 85 μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση
του 1929, η οποία έπληξε και την Τουρκία. Το 1931 εντάχθηκε ως αρχή
στο πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος. Το κράτος
ανέλαβε τη δημιουργία και λειτουργία βιομηχανιών και μάλιστα

81 Ό.π., σ. 39-41.
82 Βλ. Ahmad Feroz, “The political economy of Kemalism”, Kazancıgil & Özbudun
(eds.), ό.π., σ. 145-163 και ιδίως 151.
83 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 203-204.
84 Βλ. Ahmad Feroz, “The political economy of Kemalism”ό.π., σ. 149-150.
85 Αλλά και αργότερα τουλάχιστον μέχρι τις δεκαετίες ’80 και ’90 συνεχίστηκε η

κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη δεκαετία του ’60 οι
ένοπλες δυνάμεις αποκτούν σημαντική παρουσία στην οικονομία με τη δημιουργία του
Στρατιωτικού Συνδέσμου Αμοιβαίας Βοήθειας (OYAK), ο οποίος κατέχει ως τις μέρες
μας μερικές από τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις στην Τουρκία. Βλ. Ahmad Feroz, The
making of modern Turkey, Routledge, London & New York, 1993, σ. 12.

27
εφαρμόστηκαν πενταετή προγράμματα στο πρότυπο των σοβιετικών
πενταετών προγραμμάτων και με καθοδήγηση σοβιετικών ειδημόνων. 86
Πάντως, ο κρατισμός δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με το
σοσιαλισμό, καθώς ο κρατισμός άφηνε άθικτο το θεσμό της ατομικής
ιδιοκτησίας και καθώς στόχος του ήταν η δημιουργία τουρκικής αστικής
τάξης, στην οποία σταδιακά θα μεταβιβαστούν οι κρατικές
επιχειρήσεις. 87 Η επέμβαση του κράτους περιορίστηκε στο δευτερογενή
τομέα αφήνοντας άλυτο το αγροτικό ζήτημα στην ύπαιθρο – ίσως λόγω
των στενών δεσμών του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος με τους
τοπικούς προύχοντες της επαρχίας. 88

2.6. Επαναστατικότητα ( İnkilapçılık -Revolutionism)

Η επαναστατικότητα ως έννοια του κεμαλισμού χαρακτηρίζεται


από κάποιο βαθμό ασάφειας. Για κάποιους σημαίνει αφοσίωση στις
κεμαλικές μεταρρυθμίσεις και προστασία των μεταρρυθμίσεων αυτών,
ενώ για άλλους σημαίνει τη συνεχή αλλαγή και πρόοδο προς την
κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού. 89
Ο όρος inkilab (επανάσταση) χρησιμοποιούνταν ήδη στην περίοδο
του Τανζιμάτ και αργότερα στην εποχή του Abdülhamit II από
θεωρητικούς και οπαδούς του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας, πολλοί
από τους οποίους πρότειναν κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που
αργότερα θα εφαρμόσει ο Kemal στον τομέα της εκπαίδευσης, της
εκκοσμίκευσης και της θέσης των γυναικών. Μετά το κίνημα των
Νεότουρκων εφαρμόστηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις προς αυτή την
κατεύθυνση. 90
Οι οπαδοί του κεμαλισμού πίστεψαν στη ριζική αλλαγή της
κοινωνίας, ιδίως στον κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα. Και έκαναν λόγο

86 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 205-206.


87 Βλ. Σαρρής Νεοκλής, ό.π., σ. 55-56 και Dumont Paul, Κεμάλ. Ο δημιουργός της νέας
Τουρκίας, ό.π., σ. 201-202.
88 Βλ. Ahmad Feroz, “The political economy of Kemalism, ό.π., σ. 156.
89 Βλ. Παρέσογλου Αθανάσιος, ό.π., σ. 39-40 και Kili Suna, “Kemalism in

Contemporary Turkey ”, ό.π., σ. 392.


90 Βλ. Dumont Paul, “The origins of Kemalist Ideology”, ό.π., σ. 34-35.

28
για «επανάσταση του καπέλου», «γλωσσική επανάσταση» ή «επανάσταση
του αλφάβητου». 91 Οι όποιες αλλαγές έγιναν κυρίως σε πολιτισμικό
επίπεδο, ενώ οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις παρέμειναν άθικτες. 92 Ο
δρόμος προς τον εκσυγχρονισμό και τον εκδυτικισμό, προς τη
δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κράτους, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να
γίνει με την επιβολή νόμων και την υιοθέτηση των δυτικών αξιών, με την
έννοια της απομάκρυνσης από παραδοσιακές και θρησκευτικές αξίες.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η κεμαλιστική ιδεολογία


επιχείρησε να μεταβάλει τις συλλογικές αναπαραστάσεις των κατοίκων
της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, να επιβάλει μια νέα
ταυτότητα, την ταυτότητα του Τούρκου στη θέση άλλων θρησκευτικών,
τοπικών ή εθνοτικών ταυτοτήτων. Ο Τούρκος στον κεμαλισμό είναι ο
σύγχρονος άνθρωπος που έχει απαρνηθεί τις θρησκευτικές
προκαταλήψεις και τις παραδοσιακές συνήθειες και εργάζεται για τη
δημιουργία ενός ισχυρού τουρκικού κράτους, το οποίο αποτελεί εγγύηση
εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικής ενότητας.
Από τις έξι βασικές αρχές του κεμαλισμού η πιο σημαντική και
αυτή που διαπνέει –κατά κάποιο τρόπο- και όλες τις άλλες είναι ο
εθνικισμός. Η κατάργηση του σουλτανάτου και του χαλιφάτου έχει και
εθνικιστικό χαρακτήρα, καθώς οι δύο αυτοί θεσμοί ήταν κατεξοχήν
διεθνιστικοί. Αναλόγως, οι μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της
εκκοσμίκευσης εναντιώνονταν στο μουσουλμανικό διεθνισμό. 93 Ο
κρατισμός στόχευε στη δημιουργία τουρκικής αστικής τάξης, ενώ ο
λαϊκισμός λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος του τουρκικού έθνους.
Ο κεμαλισμός αντιμετωπίστηκε συχνά με θαυμασμό από
θεωρητικούς τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής 94 και του δόθηκαν
ποικίλες ερμηνείες. Για πολλούς αποτελεί ένα μοντέλο για την ανάπτυξη

91 Βλ. Rustow D. A., “Kemalism”, ό.π., σ. 244.


92 Βλ. Akural Sabri M.. “Kemalist views on Social Change”, Landau Jacob M. (ed.),
ό.π., σ. 125-152 και ιδίως σ. 141-142.
93 Βλ. Παρέσογλου Αθανάσιος, ό.π., σ. 35-40.
94 Βλ. Dumont Paul, Κεμάλ. Ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, ό.π., σ. 213.

29
των κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου, μια «επανάσταση από τα πάνω» 95 , που
μπορεί να φέρει τις «καθυστερημένες» κοινωνίες στο δρόμο της προόδου.
Πάντως, αντίθετα από ότι συχνά γράφεται, η εξάπλωση της κεμαλιστικής
ιδεολογίας δεν έγινε χωρίς εμπόδια ούτε ήταν αναίμακτη. Στον
κεμαλισμό αντιτάχθηκαν οι ισλαμικές αδελφότητες, μεγάλο τμήμα των
Κούρδων, οι κομμουνιστές καθώς και πολλοί από τους παλιούς ηγέτες
της Επιτροπής για την Ενότητα και την Πρόοδο. Ο Kemal εμπλέκοντας
τους τελευταίους σε μια συνωμοσία εναντίον του κατάφερε να τους
εξοντώσει. Με το στρατιωτικό νόμο, που ίσχυσε από το 1925 ως το 1929
και με τα ειδικά «δικαστήρια της ανεξαρτησίας» το καθεστώς κατάφερε να
επιβάλει τη σιωπή σε κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή. 96
Η εξάπλωση της κεμαλιστικής ιδεολογίας επιχειρήθηκε μέσα από
τα «Σπίτια του Λαού», που ιδρύθηκαν στις πόλεις, και τους «Χώρους του
Λαού», που δημιουργήθηκαν στις μικρές πόλεις και τα χωριά. Σκοπός
αυτών των σπιτιών ήταν να ενθαρρύνουν το λαϊκισμό και τον εθνικισμό
μέσα από εκδηλώσεις, ομιλίες, πνευματικές και καλλιτεχνικές
δραστηριότητες κλπ. 97 Παρόλα αυτά η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου,
ιδίως στα χωριά, δεν υιοθέτησε την κεμαλιστική ιδεολογία. Οι μεγάλες
αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στις πόλεις, όπου γραφειοκράτες,
εκπαιδευτικοί, γιατροί, δικηγόροι και επιχειρηματίες ασπάστηκαν τον
κεμαλισμό. Τεχνίτες και μικροκαταστηματάρχες ήταν μάλλον αντίθετοι,
ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών έμεινε –ως ένα βαθμό- αδιάφορη
και συνέχισε να ζει με τον ίδιο τρόπο, όπως και στο παρελθόν. 98
Αυτή ακριβώς η έλλειψη της λαϊκής υποστήριξης είναι και ένα
από τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τον κεμαλισμό από το
φασισμό. Όπως σημειώνει ο Erik Zürcher, μεταξύ του κεμαλισμού και
του φασισμού υπάρχουν ομοιότητες, όπως ο υπερβολικός εθνικισμός, ο
αυταρχισμός, το μονοπώλιο του κόμματος στην πολιτική, την κοινωνική
και πολιτισμική ζωή, η λατρεία του αρχηγού και η έμφαση στην εθνική

95 Την έκφραση του Barrington Moore χρησιμοποιούν οι Özbudun και Kazancıgil, βλ.
Özbudun Ergun & Kazancıgil Ali, “Introduction”, Özbudun Ergun & Kazancıgil Ali
(eds.), ό.π., σ. 5.
96 Βλ. Παρέσογλου Αθανάσιος, ό.π., σ. 41-43 και Zürcher Erik, ό.π., σ. 184-185.
97 Βλ. Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, ό.π, σ. 119-121.
98 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 202-203.

30
ενότητα και στην άρνηση της ταξικής σύγκρουσης. Υπάρχουν όμως και
σημαντικές διαφορές από το φασισμό, όπως η έλλειψη κινητοποίησης
του πληθυσμού και μαζικής υποστήριξης του καθεστώτος – την οποία
ήδη αναφέραμε-, η έλλειψη μιας μεσαίας τάξης που αντιδρά στις
αλλαγές της εκβιομηχάνισης και που αντιλαμβάνεται τον κομμουνισμό
ως απειλή, η έλλειψη στρατιωτικής ρητορείας και η μη επίκληση στην
αρχή του αρχηγού. 99
Η κεμαλιστική ιδεολογία αναδείχτηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία του
τουρκικού κράτους. Σήμερα οι πιο σημαντικές αρχές του κεμαλισμού
είναι ο εθνικισμός και η εκκοσμίκευση. Ο κρατισμός ως οικονομική
πολιτική πήρε τη μορφή της υποκατάατασης των εισαγωγών κατά τις
δεκαετίες ’60 και ’70, αλλά άρχισε να υποχωρεί από τη δεκαετία του
’80. 100 Δεν έπαψε όμως να είναι παρών με την ευρεία έννοια ως
παρέμβαση του κράτους στην κοινωνική ζωή, ιδίως μέσω της ενίσχυσης
των κατασταλτικών μηχανισμών του. 101 Η αρχή του λαϊκισμού
διατηρήθηκε ως ελιτίστικη αντίληψη του κρατικής γραφειοκρατίας
απέναντι στους πολίτες και ως άρνηση άλλων διαιρετικών τομών –κυρίως
εθνοτικών και πολιτισμικών. Συνέχισε να χρησιμοποιείται μόνο η
κυρίαρχη διαιρετική τομή που επικαλείται ο κεμαλισμός, αυτή ανάμεσα
στους προοδευτικούς και τους παραδοσιακούς ή οπισθοδρομικούς. Στις
δεκαετίες ’60 και ’70 ο κεμαλισμός απέκτησε έντονο αντικομμουνιστικό
χαρακτήρα. Έκτοτε αμφισβητήθηκε όχι μόνο από τους σοσιαλιστές αλλά
και από τους Κούρδους εθνικιστές, τους ισλαμιστές και τους
υπέρμαχους του φιλελευθερισμού. 102

99 ό.π., σ. 194.
100 Πάντως μέχρι πρόσφατα το κράτος εξακολουθούσε να παίζει κεντρικό ρόλο στην
οικονομία στην Τουρκία. Για το ρόλο του τουρκικού κράτους στην οικονομία από
ιστορική σκοπιά βλ. Öniş Ziya, “The State and Economic Development in
Contemporary Turkey: Etatism to Neoliberalism and Beyond”, Mastny Vojtech &
Nation Craig (eds.), Turkey between East and West. Challenges for a Rising Regional
Power, Westview Press, Colorado & Oxford, 1996, σ. 155-178.
101 Βλ. Πεσμαζόγλου Στέφανος, ό.π., σ. 285.
102 Βλ. και Karabelias Gerassimos, “The Crisis of Kemalism”, Defensor Pacis, No 6,

September 2000, σ. 53-60.

31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΕΜΑΛΙΣΜΟ

Η κεμαλιστική ιδεολογία αντιμετωπίζει προκλήσεις στις μέρες μας


που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις βασικές αρχές της. Το κουρδικό
ζήτημα, που έγινε ευρύτατα γνωστό από τη δεκαετία του ’80 και μετά, το
πολιτικό Ισλάμ, που σημείωσε έξαρση από τη δεκαετία του ’90 και τέλος
το εκσυγχρονιστικό αίτημα, που τίθεται επιτακτικά, καθώς η χώρα
επιζητά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φανερώνουν τα όρια του
κεμαλισμού, τις αδυναμίες του να ανταποκριθεί σε βασικά προβλήματα
και αιτήματα του τουρκικού πολιτικού συστήματος.

1. Η αρχή του εθνικισμού και το κουρδικό ζήτημα

«Για μένα ο κόσμος είναι ένας κήπος πολιτισμού όπου


φυτρώνουν χιλιάδες λουλούδια. Κατά τη διάρκεια της
ιστορίας όλοι οι πολιτισμοί έτρεφαν ο ένας τον άλλο,
μπολιάζονταν ο ένας με τον άλλο και έτσι ο κόσμος μας
έγινε πιο πλούσιος. Η εξαφάνιση ενός πολιτισμού είναι η
απώλεια ενός χρώματος, ενός διαφορετικού φωτός, μιας
διαφορετικής πηγής. Είμαι τόσο στην πλευρά κάθε
λουλουδιού σε αυτό τον κήπο με τα χίλια λουλούδια όσο
είμαι και στην πλευρά του δικού μου πολιτισμού. Η
Ανατολία υπήρξε πάντα ένα μωσαϊκό λουλουδιών, γέμιζε τον
κόσμο με λουλούδια και φως. Θέλω να είναι η ίδια και
σήμερα.» 103

Yasar Kemal

103Το απόσπασμα είναι από το άρθρο του Yasar Kemal «Το Σκοτεινό Σύννεφο πάνω
από την Τουρκία» και παρατίθεται από τον Kim Rygiel, βλ. Rygiel Kim, “Stabilizing
Borders. The Geopolitics of national identity construction in Turkey”, O’ Tuathail
Geardid & Dalby Simon (eds.), Rethinking Geopolitics, Routledge, London & New
York, 1998, σ. 106. (Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι δική μου) Εξαιτίας αυτού του
άρθρου ο Yasar Kemal παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της αποσχιστικής
προπαγάνδας και της απειλής κατά της ακεραιότητας του τουρκικού κράτους.

32
1.1. Το κουρδικό ζήτημα στην Τουρκία

Οι Κούρδοι συνιστούν μια σημαντική, μη αναγνωρισμένη,


μειονότητα της Τουρκίας. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Κούρδων
στην Τουρκία ποικίλουν, καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. 104
Υπολογίζεται, πάντως, ότι αποτελούν περίπου το 20% των κατοίκων της
Τουρκίας. 105 Ζουν – σε μεγάλο ποσοστό- στις νοτιοανατολικές περιοχές
της χώρας, οι οποίες είναι και οι λιγότερο αναπτυγμένες με έντονα
προβλήματα φτώχειας, ανεργίας και αναλφαβητισμού, προβλήματα που
επιδεινώθηκαν τα τελευταία χρόνια λόγω της ένοπλης σύγκρουσης των
κούρδων ανταρτών του PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) με τον
τουρκικό στρατό. 106
Το κουρδικό κίνημα εμφανίστηκε ήδη από την εποχή της ίδρυσης
της Τουρκικής Δημοκρατίας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στις δεκαετίες
’20 και ’30 πραγματοποιήθηκε σειρά εξεγέρσεων στις κουρδικές
περιοχές, εξεγέρσεις που αντιμετωπίστηκαν με καταστολή. Το τουρκικό
κράτος εφάρμοσε πολιτική αφομοίωσης των Κούρδων της Τουρκίας μέσω
της εκπαίδευσης και της στρατιωτικής θητείας, αλλά η πολιτική αυτή δεν
είχε σημαντικά αποτελέσματα, -μεταξύ άλλων- λόγω της απομόνωσης της
περιοχής, της μη συμμετοχής της στην όποια οικονομική ανάπτυξη
καθώς και της υποβάθμισης του Ισλάμ ως συνδέσμου μεταξύ Τούρκων
και Κούρδων. 107 Το κύμα αστικοποίησης που ακολούθησε τη λήξη του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε πολλούς νέους Κούρδους στις πόλεις της
Τουρκίας, οι οποίοι στη δεκαετία του ’60 άρχισαν να θέτουν το κουρδικό

104 Οι τουρκικές στατιστικές υπηρεσίες σταμάτησαν να συλλέγουν στοιχεία για τις


ομιλούμενες γλώσσες του πληθυσμού το 1965. Βλ. Kirişci Kemal & Winrow Gareth
M., The Κurdish Question and Turkey, Frank Cass, London, 1997, σ. 119-120.
105 Βλ. ενδεικτικά Ergil Dogu, «Το κουρδικό πρόβλημα», Βερέμης Θάνος & Ντόκος

Θάνος Π., Η σύγχρονη Τουρκία. Κοινωνία, οικονομία και εξωτερική πολιτική,


Παπαζήσης, Αθήνα, 2002, σ. 225 και Φουντεδάκη Πηνελόπη, Το τουρκικό πολίτευμα,
Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 135. Πάντως, όπως σημειώνουν οι Kirişci &
Winrow, ο προσδιορισμός του αριθμού των Κούρδων είναι εξαιρετικά δύσκολος και η
γλώσσα πολλές φορές δεν είναι αξιόπιστο κριτήριο, καθώς υπάρχουν πολλοί ομιλούντες
κουρδικά που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι αλλά και νέοι που δεν γνωρίζουν
κουρδικά και αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι. Βλ. Kirişci & Winrow, ό.π., σ. 120-122.
106 Για τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα της περιοχής βλ. ενδεικτικά Kirişci &

Winrow, ό.π., σ. 122-126.


107 Βλ. Φουντεδάκη Π., ό.π., σ. 146-147.

33
ζήτημα στα πλαίσια κυρίως των αριστερών τουρκικών κομμάτων.
Εμφανίστηκαν πολλές δίγλωσσες αριστερές κουρδο-τουρκικές
εφημερίδες, οι οποίες –όμως- σύντομα απαγορεύθηκαν. Τον Αύγουστο
του 1967 πραγματοποιήθηκαν μαζικές διαδηλώσεις Κούρδων με
υποκίνηση του Εργατικού Κόμματος της Τουρκίας (TIP) 108 . Το 1970 το
Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας αναγνώρισε την ύπαρξη Κούρδων,
γεγονός που οδήγησε στο κλείσιμό του από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Οι Κούρδοι συνέχισαν να στελεχώνουν τα παράνομα αριστερά τουρκικά
κόμματα στη δεκαετία του ’70, τα οποία δέχτηκαν καίριο πλήγμα από
το πραξικόπημα του 1980. 109
Το στρατιωτικό καθεστώς του 1980 επέβαλε σημαντικούς
περιορισμούς στην έκφραση της κουρδικής ταυτότητας. Το 1983
απαγορεύθηκε με νόμο η χρήση της κουρδικής γλώσσας. 110 Ονομασίες
κουρδικών χωριών και πόλεων άλλαξαν, ενώ απαγορεύθηκε να δίνονται
στα παιδιά κουρδικά ονόματα. Η καταπίεση του καθεστώτος εκδηλώθηκε
έντονη και ενάντια σε Κούρδους που κατηγορήθηκαν για ανατρεπτική
δράση. 111 Τα μέτρα αυτά εντάσσονται σε ένα γενικότερο πνεύμα
αυταρχισμού και επιδίωξης αποπολιτικοποίησης της κοινωνικής ζωής εκ
μέρους του καθεστώτος, πνεύμα που αποτυπώθηκε κυρίως στο Σύνταγμα
του 1982.
Σε αυτό το κλίμα το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK)
ξεκίνησε το 1984 τον ένοπλο αγώνα ενάντια στο τουρκικό κράτος και
βρήκε απήχηση στον καταπιεσμένο κουρδικό πληθυσμό. Το PKK είχε
ιδρυθεί ήδη από το 1978. Μετά το πραξικόπημα ο αρχηγός του
Abdullah Öcalan και πολλά στελέχη του κατέφυγαν στη Συρία, όπου
οργανώνονταν η εκπαίδευση των μελών του και οι επιχειρήσεις εναντίον
τουρκικών στρατιωτικών και οικονομικών στόχων. Το PKK επέφερε

108 Το TIP ήταν το κομμουνιστικό κόμμα της Τουρκίας. Μέχρι πρόσφατα απαγορευόταν
στην Τουρκία η ίδρυση κόμματος που να αυτοαποκαλείται ρητά «κομμουνιστικό». Από
2001 υπάρχει νόμιμο Κομμουνιστικό Κόμμα στην Τουρκία. Βλ. και την ιστοσελίδα του
κόμματος: http://www.tkp.org.tr/en/party/history.asp, επίσκεψη στις 7/10/2003.
109 Βλ. Poulton Hugh, ό.π., σ. 263-267.
110 Το κείμενο του νόμου δεν ανέφερε ρητά την κουρδική γλώσσα αλλά την υπονοούσε.

Συγκεκριμένα ο νόμος 2932/ 19.10.83 προέβλεπε την απαγόρευση της χρήσης ή


δημοσίευσης ή διατύπωσης σκέψεων σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες κρατών
που αναγνωρίζει η Τουρκική Δημοκρατία. Βλ. Φουντεδάκη Π., ό.π., σ. 140.

34
σημαντικά πλήγματα στον τουρκικό στρατό και άρχισε να υποχωρεί μετά
το 1995, όταν χρησιμοποιήθηκαν εκπαιδευμένοι κομάντος και ειδικός
οπλισμός για την αντιμετώπιση των ανταρτών. 112 Το 1998 η Συρία έδιωξε
τον Öcalan, ο οποίος και συνελήφθη το Φεβρουάριο του ’99 στην Κένυα.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο Öcalan διέταξε τον τερματισμό του
ένοπλου αγώνα και την απόσυρση των κούρδων ανταρτών από την
τουρκική επικράτεια. Παράλληλα το PKK προχώρησε σε αλλαγή των
βασικών αιτημάτων του ζητώντας πλέον μόνο τον εκδημοκρατισμό της
Τουρκίας και δηλώνοντας της προσήλωσή του στο αδιαίρετο της χώρας
και αφαίρεσε τη λέξη «Κουρδιστάν» από τις οργανώσεις του. 113

1.2. Η τουρκική πολιτική απέναντι στο κουρδικό

Το τουρκικό κράτος στηρίχθηκε στη βία και την καταστολή, για


να αντιμετωπίσει τόσο το PKK όσο και κάθε έκφραση αντίθεσης στην
καταπίεση των Κούρδων της Τουρκίας.
Το 1987 κηρύχθηκε καθεστώς έκτακτης ανάγκης στις
νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας. Ο τοπικός διοικητής αποκτούσε
έτσι εκτεταμένες δικαιοδοσίες περιορισμού των ελευθεριών του
κουρδικού πληθυσμού και ασυλία για τις πράξεις του. 114 Το 1991
καταργήθηκε η απαγόρευση χρήσης της κουρδικής γλώσσας και ο
Πρόεδρος της Τουρκίας Turgut Özal, ο οποίος φέρεται ότι είχε
κουρδικές ρίζες, έκανε λόγο για την ύπαρξη των Κούρδων – ως τότε το
τουρκικό κράτος μιλούσε για «ορεινούς Τούρκους» και θεωρούσε τη
γλώσσα τους τουρκική διάλεκτο - και ο πρωθυπουργός Süleyman
Demirel δήλωσε: «Αποδεχόμαστε την πραγματικότητα του κουρδικού» 115 .
Ωστόσο, οι διώξεις ενάντια σε Κούρδους και Τούρκους που ασκούσαν

111 Βλ. Ergil Dogu, ό.π., σ. 226-227.


112 Βλ. Ergil Dogu, ό.π., σ. 228-229.
113 Βλ. Φουντεδάκη Π., ό.π., σ.145-146 και Gunter Michael M., “The continuing
Kurdish problem in Turkey after Öcalan’ s capture”, Third World Quarterly, vol. 21,
no 5, 2000, σ. 849-869 και ιδίως 854-857.
114 Βλ. Φουντεδάκη Π., ό.π., σ. 142.
115 Η δήλωση αυτή παρατίθεται από τον Kürkçü Ertuğrul, «Η κρίση του τουρκικού

κράτους», Γεώρμας Κ. & Καραμπελιάς Γιώργος (επιμ.), Τουρκία. Ισλάμ και κρίση του
κεμαλισμού (β’ έκδοση), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2001, σ. 21.

35
κριτική στην κατασταλτική πολιτική και η ποινικοποίηση της ελευθερίας
της έκφρασης συνεχίστηκε, καθώς οι διώξεις βασίζονταν πλέον στον
αντιτρομοκρατικό νόμο, που τέθηκε σε ισχύ το 1991, περιλαμβάνοντας
έναν εξαιρετικά ευρύ ορισμό της τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα κάθε
αναφορά στο κουρδικό ζήτημα να θεωρείται ως αποσχιστική
προπαγάνδα. Το άρθρο 1 του αντιτρομοκρατικού νόμου όριζε ως
τρομοκρατία οποιαδήποτε πράξη θίγει την εξουσία του κράτους ή θέτει
σε κίνδυνο την αδιαίρετη ενότητα και ύπαρξη της Τουρκικής
Δημοκρατίας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8 απαγορευόταν η γραπτή και
προφορική προπαγάνδα, οι συγκεντρώσεις, οι συναντήσεις και
διαδηλώσεις που έχουν ως στόχο την καταστροφή της ενότητας του
κράτους. 116

Με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο εκδικάστηκαν χιλιάδες


υποθέσεις στα Δικαστήρια Κρατικής Ασφαλείας, ειδικά δικαστήρια που
ασχολούνται με αδικήματα που θίγουν την ακεραιότητα του κράτους,
την εσωτερική και εξωτερική του ασφάλεια και στα οποία συμμετείχε
και ένας στρατιωτικός δικαστής. 117 Μεταξύ των ανθρώπων που
αντιμετώπισαν διώξεις συγκαταλέγεται ο σημαντικός τούρκος
κοινωνιολόγος İsmail Beşikçi, στον οποίο έχουν επιβληθεί συνολικά
ποινές φυλάκισης 64 ετών και υψηλά πρόστιμα για τις απόψεις του για
το κουρδικό. Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε και η δίκη κατά του διεθνούς
φήμης συγγραφέα Yaşar Kemal λόγω των απόψεών του. 118
Για την αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος εφαρμόστηκαν -
πέρα από τη χρήση της στρατιωτικής βίας και τις νομικές διώξεις- και
άλλες πρακτικές, όπως τα βασανιστήρια, οι απειλές, οι δολοφονίες από
«άγνωστους δράστες» και οι εξαφανισμοί, πρακτικές που εντάθηκαν
κυρίως κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. 119

116 Βλ. μεταξύ άλλων Poulton Hugh, “The Turkish state and Democracy”, The
International Spectator, vol. 34, No 1, January-March 1999, σ. 47-62 καθώς και
Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic
Consolidation, Lynne Rienner Publ., Boulder-London, 2000, σ. 144.
117 Βλ. Poulton Hugh, “The Turkish State and Democracy”, ό.π., σ. 58.
118 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 270 καθώς και

Rygiel Kim, ό.π., σ. 106.


119 Για μια πιο αναλυτική έκθεση της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην

Τουρκία, ιδίως στα νοτιοανατολικά, την τελευταία δεκαετία βλ. τα στοιχεία που

36
Τα βασανιστήρια στα κρατητήρια της Τουρκίας είναι μια
συνηθισμένη πρακτική και οι υπεύθυνοι σπάνια τιμωρούνται. Το 1996
ένας πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, ο Firuz Çilingiroğlu, παραδέχτηκε
στο κοινοβούλιο ότι τα βασανιστήρια ήταν συνηθισμένα στην Τουρκία,
ιδίως κατά τις περιόδους κράτησης. 120 Ενδεικτική της αποδοχής των
βασανιστηρίων στη συνείδηση των αρχών είναι και η απάντηση του
νομάρχη Κωνσταντινούπολης, όταν το Μάρτιο του 2000 μέλη της
Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρήκαν σε
αστυνομικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης ένα όργανο βασανιστηρίων,
γνωστό ως «παλαιστινιακό ικρίωμα»: «Κάποιοι βρήκαν μια περίεργη
βέργα και δημιουργούν πολύ φασαρία για το τίποτα. Όλα αυτά είναι
συνωμοσίες παραγόντων του εξωτερικού.» 121
Στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας εκατοντάδες άνθρωποι
δολοφονήθηκαν, ιδίως στη διετία 1993-1994, και οι φόνοι έμειναν, σε
μεγάλο ποσοστό, ανεξιχνίαστοι. 122 Μεταξύ των δολοφονημένων και των
εξαφανισμένων συγκαταλέγονται πολλά ηγετικά στελέχη των νόμιμων
κουρδικών κομμάτων, του Λαϊκού Εργατικού Κόμματος (HEP) και του
Κόμματος της Δημοκρατίας (DEP), που αποτελεί τη συνέχεια του HEP,
δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υπεύθυνοι για τις δολοφονίες φαίνεται να είναι η οργάνωση Hizbullah,
μια ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση, που έκανε επιθέσεις ενάντια
σε αριστερούς και μέλη του PKK στα νοτιοανατολικά υπό την ανοχή –
όπως φαίνεται- της αστυνομίας, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία
Πληροφοριών της Χωροφυλακής (JİTEM) καθώς και οι πολιτοφύλακες.

δημοσιεύουν οι οργανώσεις Human Rights Association of Turkey,


http://www.ihd.org.tr/eindex.html, Human Rights Watch,
http://hrw.org/reports/world/turkey-pubs.php και Amnesty International,
http://web.amnesty.org/web/ar2002.nsf/eur/turkey?Open, επίσκεψη στις
10/9/2003.
120 Βλ. Poulton Hugh, “The Turkish State and Democracy”, ό.π.,σ. 59.
121 Το περιστατικό αναφέρεται από τον Ergil Doğu, ό.π., σ. 238.
122 Για παράδειγμα, το 1991 δολοφονήθηκε από «άγνωστους δράστες» ο Vedat Aydın,

δικηγόρος και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Diyarbαkır και μέλος
του Λαϊκού Εργατικού Κόμματος (HEP), του πρώτου νόμιμου κουρδικού κόμματος
στην Τουρκία. Άνδρες που παρουσιάστηκαν ως αστυνομικοί τον πήραν από το σπίτι
του, για να βρεθεί λίγες μέρες αργότερα σκοτωμένος έξω από την πόλη. Βλ. Van
Bruinessen Martin, «Τουρκικά αποσπάσματα θανάτου», Γεώρμας Κ. & Καραμπελιάς Γ.
(επιμ.), ό.π., σ. 185-197 και ιδίως189.

37
Το σύστημα των πολιτοφυλάκων καθιερώθηκε από το 1985 για την
αντιμετώπιση του PKK. Πρόκειται για παραστρατιωτικές δυνάμεις
Κούρδων που πολεμούσαν επί πληρωμή ενάντια στους αντάρτες του
PKK, συνεργάζονταν με τις ειδικές δυνάμεις του στρατού και μπορούσαν
να παραβιάζουν το νόμο ανενόχλητα. To PKK, από την άλλη πλευρά,
έκανε επιθέσεις τόσο ενάντια στο στρατό και τους πολιτοφύλακες όσο και
ενάντια στις οικογένειές τους και τα χωριά τους με μαζικές εκτελέσεις και
δολοφονίες. Στόχοι του PKK ήταν και οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι
δάσκαλοι, τα πρώην μέλη του, καθώς τους θεωρούσε ύποπτους για
συνεργασία με το κράτος. Οι Κούρδοι της νοτιοανατολικής Τουρκίας
βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στα αντιμαχόμενα πυρά του τουρκικού στρατού
και του PKK και χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα
χωριά τους. 123
Το 1993 συγκροτήθηκε μια Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την
έρευνα των δολοφονιών από άγνωστους δράστες, με τη συμμετοχή των
πέντε μεγαλύτερων κομμάτων του κοινοβουλίου εκτός του κουρδικού
DEP. Η αναφορά της Επιτροπής κατηγορεί εμμέσως τα όργανα του
κράτους και τις παρακρατικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις για
πολλές από τις δολοφονίες, ενώ διαπιστώνει την ανάμειξη διαφόρων
παρακρατικών ομάδων σε παράνομες δραστηριότητες και κυρίως στο
λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών. 124
Η σχέση κράτους, αστυνομίας και οργανωμένου εγκλήματος στην
Τουρκία επιβεβαιώθηκε μετά το σκάνδαλο Susurluk το 1996. Στις 3
Νοεμβρίου 1996 μια Mercedes συγκρούστηκε με ένα φορτηγό έξω από
την πόλη Susurluk. Από τα συντρίμμια της Mercedes ανασύρθηκαν
νεκροί η Gonca Us, μοντέλο με σχέσεις με την τουρκική μαφία, ο
Huseyin Kocadağ, Διευθυντής της Αστυνομικής Σχολής και μέχρι το

123 Για την εγκληματική δράση του PKK εναντίον πολιτών βλ. ενδεικτικά κάποιες από
τις αναφορές της οργάνωσης Human Rights Watch για την Τουρκία - Human Rights
Watch, 1996 Report on Turkey, http://www.hrw.org/reports/1997/turkey/Turkey-
02.htm, επίσκεψη στις 6/10/03, Human Rights Watch, 1995 Report on Turkey,
http://www.hrw.org/reports/1996/WR96/Helsinki-19.htm#P960_193943,
επίσκεψη στις 6/10/03.
124 Βλ. Van Bruinessen Martin, «Τουρκικά αποσπάσματα θανάτου», ό.π., σ. 193-196

και Poulton Hugh, “The Turkish State and Democracy”, ό.π.,σ. 59-60.

38
1995 Υποδιοικητής της Ασφάλειας στην Κωνσταντινούπολη και ο
Mehmet Özbay ή Abdullah Çatlı, ηγετικό στέλεχος της ακροδεξιάς
οργάνωσης «Γκρίζοι Λύκοι», καταζητούμενος από την Interpol και την
τουρκική αστυνομία για λαθρεμπόριο ναρκωτικών και πολιτικές
δολοφονίες, για συνέργια –μεταξύ άλλων- στην απόπειρα δολοφονίας
κατά του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ το 1981 και στο πραξικόπημα
εναντίον του Haydar Aliev, προέδρου του Αζερμπαϊτζάν, το 1993.
Τραυματισμένος ανασύρθηκε ο Sedat Bucak, βουλευτής του Κόμματος
του Ορθού Δρόμου (DYP) και επικεφαλής 20.000 περίπου
πολιτοφυλάκων στην περιοχή Urfa της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Στο
αυτοκίνητο βρέθηκαν επίσης ταυτότητες και διαβατήρια, όπλα,
μηχανήματα τηλεφωνικών υποκλοπών, κοκαΐνη και διάφορα έγγραφα.
Το σκάνδαλο Susurluk επιβεβαίωσε τις σχέσεις ανάμεσα σε πολιτικούς,
υπηρεσίες ασφαλείας και εγκληματίες και την ανοχή παράνομων
δραστηριοτήτων στα πλαίσια του πολέμου στα νοτιοανατολικά. 125

1.3. Απόπειρες κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των Κούρδων

Στη δεκαετία του ’90 το κουρδικό κίνημα κατάφερε να εκφραστεί


για πρώτη φορά και στη Βουλή. Το 1990 σχηματίστηκε το Λαϊκό
Εργατικό Κόμμα (HEP) από τρεις βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού
Λαϊκού Κόμματος (SHP) και εφτά βουλευτές του ίδιου κόμματος, οι
οποίοι είχαν αποπεμφθεί λόγω της συμμετοχής τους σε ένα συνέδριο για
το κουρδικό στο Παρίσι το 1989. Ωστόσο, στις εκλογές του 1991 το SHP
–υπό την ηγεσία του Erdal İnönü -συνεργάστηκε με το HEP. Τα μέλη
του HEP έθεσαν υποψηφιότητα υπό το SHP, με αποτέλεσμα να αυξηθούν
σημαντικά τα ποσοστά του SHP στις κουρδικές περιοχές και να εκλεγούν
για πρώτη φορά στην τουρκική Βουλή κούρδοι βουλευτές με αιτήματα
σχετικά με το κουρδικό ζήτημα.
Η συνεργασία όμως ανάμεσα στο SHP και το HEP εμφάνισε από
την αρχή προβλήματα. Κατά την ορκωμοσία των βουλευτών το Νοέμβριο

125Βλ. Σίντου Ιωάννα & Στραβοσκούφης Αθανάσιος, Σχέσεις διαφθοράς και διαπλοκής
μέσα στο σύγχρονο τουρκικό κράτος, Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, Αθήνα, 2001, σ.

39
του 1991 μερικοί από τους κούρδους βουλευτές αρνήθηκαν να
επαναλάβουν ορισμένα σημεία του όρκου που αναφέρονταν στην
υποχρέωση διατήρησης «της αδιαίρετης ενότητας της χώρας και του
έθνους». Η οριστική ρήξη επήλθε λίγους μήνες μετά, όταν το SHP, το
οποίο συμμετείχε στην κυβέρνηση σε συνεργασία με το Κόμμα του
Ορθού Δρόμου (DYP), συμφώνησε στην ανανέωση της κατάστασης
έκτακτης ανάγκης στις νοτιοανατολικές περιοχές, παρόλο που
προεκλογικά είχε δεσμευτεί για την κατάργησή της καθώς και για την
κατάργηση του συστήματος των πολιτοφυλάκων. Την ίδια χρονιά οι
εορτασμοί του Newroz (κουρδική γιορτή για το νέο χρόνο) καταστάληκαν
από τις δυνάμεις ασφαλείας. Τότε 14 κούρδοι βουλευτές του HEP
σταμάτησαν τη συνεργασία τους με το SHP. 126
Τον Ιούλιο του 1993 το HEP απαγορεύτηκε με την κατηγορία ότι
«ενεργούσε εναντίον της αδιαίρετης ενότητας του κράτους και του έθνους
και αποτέλεσε εστία παράνομων πολιτικών δραστηριοτήτων». Πριν την
απαγόρευσή του οι βουλευτές του είχαν ιδρύσει το Κόμμα της
Ελευθερίας και της Δημοκρατίας (ÖZDEP), για να αντιμετωπίσουν την
αναμενόμενη απαγόρευση. Σύντομα απαγορεύθηκε και το ÖZDEP, για
να το διαδεχθεί το Κόμμα της Δημοκρατίας (DEP). Όταν το καλοκαίρι
του 1994 απαγορεύθηκε και το DEP από το τουρκικό Συνταγματικό
Δικαστήριο, ήρθη η βουλευτική ασυλία 13 βουλευτών του κόμματος και
παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της προδοσίας και της
σχέσης με το PKK. Έξι από αυτούς διέφυγαν στο εξωτερικό και
σχημάτισαν το Κουρδικό Εξόριστο Κοινοβούλιο στην Ολλανδία. Οι
υπόλοιποι καταδικάστηκαν από το Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας της
Άγκυρας σε φυλάκιση μέχρι και 15 ετών. Η δίκη των κούρδων
βουλευτών προκάλεσε αντιδράσεις στο εξωτερικό και το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο πρότεινε την αναστολή της τελωνειακής ένωσης με την
Τουρκία. 127

15-19.
126 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ.299-300 και

Kirişci & Winrow, ό.π., σ. 136-137.


127 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ 300-301.

40
Διάδοχος του DEP υπήρξε το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα
(HADEP). Τα βασικά αιτήματα του HADEP ήταν κοινά με εκείνα των
προηγούμενων κουρδικών κομμάτων και συγκεκριμένα γενική αμνηστία
για τους πολιτικούς κρατούμενους, εκδημοκρατισμός του δικαίου,
αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας και ελεύθερη άσκηση των
πολιτιστικών δικαιωμάτων των Κούρδων, ιδίως στον τομέα της
εκπαίδευσης, κατάργηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στις
κουρδικές περιοχές και του συστήματος των πολιτοφυλάκων, επιστροφή
των Κούρδων στα χωριά τους και αλλαγή του εκλογικού συστήματος. 128
Ακριβώς λόγω του εκλογικού συστήματος, που προβλέπει 10% κατώφλι
εισόδου στη Βουλή για ένα κόμμα, αλλά και του εκφοβισμού των
κούρδων υποστηρικτών του από τις δυνάμεις ασφαλείας και τους
πολιτοφύλακες, το HADEP δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή στις εκλογές
του 1995 και του 1999, ούτε στις εκλογές του 2002, στις οποίες
συμμετείχε ως Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (DEHAP), προβλέποντας την
απαγόρευση του ίδιου του HADEP, η οποία πραγματοποιήθηκε το
Μάρτιο του 2003 με την κατηγορία – για άλλη μια φορά- των σχέσεων με
το PKK. 129 Πάντως το HADEP – και στη συνέχεια DEHAP- κατάφερε να
αυξήσει το ποσοστό του φτάνοντας το 6,2% στις εθνικές εκλογές του
Νοεμβρίου 2002, ενώ στις τοπικές εκλογές του 1999 εξέλεξε πολλούς
δημάρχους στις νοτιοανατολικές περιοχές. 130

1.4. Στάση των τουρκικών κομμάτων και της κοινωνίας πολιτών

Μετά από δύο δεκαετίες παραμονής του κουρδικού στην ημερήσια


διάταξη της Τουρκίας έχει αρχίσει πλέον να αναγνωρίζεται τουλάχιστον η

128 Βλ. Gunter Michael, ό.π., σ. 865-866.

129 Βλ. Stephan Faris, “The Outsider’s Edge”, 3/11/2002,


http://www.time.com/time/europe/magazine/2002/1111/turkey/decision.html,
επίσκεψη στις 11/9/2003 και “Turkey bans Kurdish party”, 13/3/2003,
http://news.bbc.co.uk/1/hi/world/europe/2846513.stm, επίσκεψη στις 11/9/2003
και “Turkey bans main Kurdish party for links with rebels”, 13/3/2003,
http://home.cogeco.ca/~dbonni1/14-3-03-tky-bans-hadep-party.html, επίσκεψη στις
11/9/2003.
130 Βλ. Gunter Michael, ό.π., σ 859. Γενικά για την εξέλιξη των ποσοστών των κομμάτων

κατά τις βουλευτικές εκλογές της δεκαετίας του ‘90 βλ. παράρτημα.

41
ύπαρξη των Κούρδων, οι οποίοι ως το 1989 θεωρούνταν επισήμως
«ορεινοί Τούρκοι». Σε αυτό συνέβαλλε αναμφίβολα η πολιτική του πρώην
Προέδρου Turgut Özal, ο οποίος μίλησε για πρώτη φορά ανοιχτά για
τους Κούρδους της Τουρκίας. Κατά καιρούς τούρκοι πολιτικοί έχουν
εκφραστεί υπέρ της παροχής πολιτισμικών δικαιωμάτων στους
Κούρδους. Ακόμα και ο στρατηγός Evren δήλωσε το 1991 μετά την
κατάργηση της απαγόρευσης χρήσης της κουρδικής γλώσσας: «Γιατί να
μη μιλιέται ή να τραγουδιέται η κουρδική, εφόσον ο λαός μπορεί να
τραγουδά και να ακούει τραγούδια σε άλλες, εκτός από την τουρκική,
γλώσσες, όπως η αγγλική, η αραβική ή η ιταλική;» 131 Αναλόγως, η
Tansu Çiller δέχτηκε το 1993 –χωρίς και να εφαρμόσει- τη μετάδοση
τηλεοπτικών προγραμμάτων στα κουρδικά. 132
Ωστόσο, η κυρίαρχη άποψη στα τουρκικά κόμματα είναι ότι δεν
υφίσταται κουρδικό πρόβλημα παρά μόνο πρόβλημα τρομοκρατίας. 133
Η άποψη αυτή ευθυγραμμίζεται με την πολιτική του τουρκικού κράτους
απέναντι στο κουρδικό, πολιτική που βασίζεται κατεξοχήν στην
καταστολή με στρατιωτικά μέσα. Ανάμεσα στα τουρκικά κόμματα την πιο
αδιάλλακτη στάση παίρνει το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης
(MHP), το οποίο κάνει λόγο για πρόβλημα τρομοκρατίας που οφείλεται
στην υποστήριξη ξένων κυβερνήσεων προς τους τρομοκράτες. Ως
πρόβλημα τρομοκρατίας αντιμετώπιζε το κουρδικό και το Δημοκρατικό
Αριστερό Κόμμα (DSP) με επικεφαλής τον Bülent Ecevit. Σύμφωνα με
τον Ecevit, το κουρδικό είναι πρόβλημα τρομοκρατίας, που πηγάζει από
την οικονομική υπανάπτυξη της νοτιοανατολικής Τουρκίας και από την
ανάμιξη δυτικών δυνάμεων που επιθυμούν τη δημιουργία κουρδικού
κράτους. Τόσο το MHP όσο και το DSP γνώρισαν μεγάλη άνοδο στις
εκλογές του 1999 παίζοντας το «εθνικιστικό χαρτί» μετά τη σύλληψη του
Abdullah Öcalan. 134

131 Τη δήλωση αυτή παραθέτει ο Hugh Poulton, βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος
λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 276.
132 Φαίνεται να υποχώρησε στη συνέχεια μετά από την έντονη κριτική που δέχτηκε από

την αντιπολίτευση και από τον Πρόεδρο Demirel. Βλ. ό.π., σ. 281-282.
133 Βλ. Kirişci & Winrow, ό.π., σ. 140-145.
134 Βλ. Gunter Michael, ό.π, σ. 851.

42
Παρόμοια στάση απέναντι στο κουρδικό διατηρεί και το Κόμμα
του Ορθού Δρόμου (DYP). Η επικράτηση της σκληρής γραμμής για το
κουρδικό στο κόμμα οδήγησε το 1994 στην παραίτηση του Abdülmelik
Fırat, παλαιού στελέχους του κόμματος και εγγονού του Şeyh Sait, και
στη συνεργασία του με το HADEP. Αναλόγως το Κόμμα της Μητέρας
Πατρίδας (ANAP) με επικεφαλής –μέχρι πρόσφατα- το Mesut Yılmaz
υιοθέτησε σκληρή γραμμή για το κουρδικό ζήτημα σε όλη τη διάρκεια
της δεκαετίας του ’90. 135 Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), που
κατάφερε να αυξήσει σημαντικά το ποσοστό του και να είναι το δεύτερο
κόμμα στη δικομματική Βουλή που προέκυψε μετά τις εκλογές του
2002, έχει κάνει λόγο κατά καιρούς για πολιτιστικά δικαιώματα των
Κούρδων, χωρίς όμως να φτάνει στο σημείο να δέχεται την ύπαρξη
κουρδικής μειονότητας.
Τέλος το ισλαμικό κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης
(AKP), που στις μέρες μας είναι το κυβερνών κόμμα, αντιμετώπιζε
παραδοσιακά τους Κούρδους ως μουσουλμάνους αδελφούς και, όπως
και ο προκάτοχός του, το Κόμμα Ευημερίας (RP), έχει μεγάλη απήχηση
στις κουρδικές περιοχές. 136
Πάντως τα τουρκικά κόμματα ακολουθούν –σε γενικές γραμμές-
την επίσημη άποψη του τουρκικού κράτους -και του στρατού-, η οποία
μπορεί να δεχτεί μέτρα εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, αλλά δεν
μπορεί να δεχτεί την ύπαρξη εθνικής κουρδικής μειονότητας στη χώρα
και την παραχώρηση συλλογικών δικαιωμάτων στους Κούρδους. 137
Στη συζήτηση για το κουρδικό ζήτημα συμμετέχει τα τελευταία
χρόνια και η κοινωνία πολιτών στην Τουρκία, αν και εξακολουθεί να
είναι αδύναμη και –ως ένα βαθμό- εξαρτημένη από το κράτος. 138

135 Βλ. Kirişci & Winrow, ό.π., σ. 142-144.


136 Ό.π., σ. 143-145.
137 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 275-288.
138 Για την κοινωνία πολιτών στην Τουρκία βλ. ενδεικτικά Özbudun Ergun,

Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic Consolidation, ό.π., σ. 125-


139. και Karaman Lutfullah M. & Aras Bülent, “The Crisis of Civil Society in
Turkey”, Journal of Economic and Social Research, vol.2, no 2, 2000, σ. 39-58,
http://jesr.journal.fatih.edu.tr/TheCrisisofCivilSocietyinTurkey.pdf, επίσκεψη στις
15/9/2003.

43
Η στάση των ΜΜΕ ταυτίζεται –σε γενικές γραμμές- με την επίσημη
άποψη του κράτους για το κουρδικό, δηλαδή το αντιμετωπίζει ως
πρόβλημα τρομοκρατίας. Οι πιο προοδευτικές εφημερίδες μιλούν για
ανάγκη ανάπτυξης της νοτιοανατολικής Τουρκίας και εκδημοκρατισμού
της χώρας. Μια μικρή μερίδα του Τύπου με φιλοκουρδικό
προσανατολισμό αντιμετωπίζει συνεχείς διώξεις. 139
Στην ανάδειξη του κουρδικού ζητήματος στην ημερήσια διάταξη
στην Τουρκία έχουν συμβάλλει κατά καιρούς ενώσεις του
επιχειρηματικού κόσμου που πιέζουν για τον εκδημοκρατισμό και
εκσυγχρονισμό της χώρας. Το 1995 δημοσιεύτηκε έρευνα για το
κουρδικό, η οποία έγινε με ανάθεση της Ένωσης Επιμελητηρίων και
Χρηματιστηρίων (TOBΒ). Η έρευνα ασκούσε κριτική στην κυβερνητική
πολιτική για το κουρδικό και υποστήριζε την συνεννόηση με τους
Κούρδους της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Σημαντικοί Τούρκοι
επιχειρηματίες έχουν εκφράσει άποψη για το κουρδικό ζήτημα. Το 1995
ο İshak Alaton, πρόεδρος τότε του Συνδέσμου Τούρκων Βιομηχάνων και
Επιχειρηματιών (TÜSİAD), δήλωσε σε συνέντευξή του: «Το λέω πολύ
ανοιχτά: υπάρχει κουρδικό πρόβλημα στην Τουρκία. Υπάρχει πρόβλημα
κουρδικής ταυτότητας...Η τρομοκρατία είναι ένα θέμα και η ανεύρεση
λύσης για την κουρδική ταυτότητα είναι ένα εντελώς διαφορετικό
ζήτημα.» 140
Κριτική απέναντι στην τουρκική πολιτική για το κουρδικό ασκούν
με τις αναφορές τους και μη κυβερνητικές οργανώσεις στην Τουρκία,
όπως ο Σύνδεσμος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τουρκίας (İHD) 141 και
το Ίδρυμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τουρκίας (TİHV). 142 Οι
αναφορές των οργανώσεων αυτών καθώς και άλλων διεθνών οργανώσεων
ανθρωπίνων δικαιωμάτων φανερώνουν το μέγεθος του προβλήματος όσον
αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία και αποδεικνύουν ότι το

139 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 283-284.
140 Βλ. Kirişci & Winrow, ό.π., σ. 149-150.
141 Βλ. την ιστοσελίδα του Συνδέσμου: http://www.ihd.org.tr/eindex.html, επίσκεψη

στις 10/9/2003.
142 Βλ. τη σχετική ιστοσελίδα: http://www.tihv.org.tr/eindex.html, επίσκεψη στις

14/9/2003.

44
κουρδικό είναι όχι πρόβλημα τρομοκρατίας αλλά πρόβλημα ελευθερίας
έκφρασης και ταυτότητας της κοινωνίας στην Τουρκία.

1.5. Η ανεπάρκεια της αρχής του εθνικισμού

Το κουρδικό ζήτημα εμφανίζεται ήδη από την ίδρυση της


Τουρκικής Δημοκρατίας, αλλά αποκτά έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα
και θέτει υπό αμφισβήτηση τον τουρκικό εθνικισμό τις δύο τελευταίες
δεκαετίες. Ο Philip Robins σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Όσο η αντίθεση από την πλευρά των Κούρδων βασιζόταν
στο Ισλάμ [δεκαετίες ’20 και ‘30], μπορούσε να
αντιμετωπιστεί από το τουρκικό κράτος στη βάση της
νεωτερικότητας και της εξάλειψης των προλήψεων. Όσο
η αντίθεση στηριζόταν στο μαρξισμό-λενινισμό και στην
έννοια της ταξικής πάλης [δεκαετίες ’60 και ‘70],
μπορούσε να αντιμετωπιστεί στο όνομα της εθνικής
ασφάλειας και της αλληλεγγύης με το δυτικό
συνασπισμό. Αλλά η αντίθεση που βασίζεται στον
κουρδικό εθνικισμό είναι δύσκολο να αντικρουστεί,
καθώς είναι δύσκολο να πείσει κανείς ότι ο κουρδικός
εθνικισμός είναι κατώτερος ή λιγότερο επιθυμητός από
τον τουρκικό.» 143
Η έξαρση του κουρδικού ζητήματος από τα μέσα της δεκαετίας
του ’80 φανερώνει την ανεπάρκεια της αρχής του εθνικισμού της
κεμαλιστικής ιδεολογίας. Οι συνθήκες τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και
στο εσωτερικό της Τουρκίας έχουν αλλάξει και καθιστούν την αρχή του
εθνικισμού παρωχημένη, καθώς υπό τις νέες συνθήκες η εμμονή στην
αρχή του εθνικισμού προκαλεί προβλήματα στο τουρκικό πολιτικό
σύστημα.
Οι διεθνείς εξελίξεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται
να ευνόησαν την ανάδειξη του κουρδικού και να αμφισβητούν τον

45
εθνικισμό της κεμαλιστικής ιδεολογίας. Η ίδρυση νέων κρατών στην
Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο καθώς και η ανάδειξη πολιτισμικών
ιδιαιτεροτήτων και ταυτοτήτων τροφοδότησαν τον κουρδικό εθνικισμό. Το
τέλος της κομμουνιστικής «απειλής» συνοδεύτηκε από μεγαλύτερη
έμφαση σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε επίπεδο πολιτικού λόγου
διεθνώς. Ο Α’ πόλεμος του Κόλπου το 1991 έστρεψε τα φώτα της
δημοσιότητας στους κούρδους πρόσφυγες από το Βόρειο Ιράκ και
συνέβαλε έτσι στη γνωστοποίηση του κουρδικού ζητήματος. 144 Η
δημιουργία προστατευόμενης ζώνης στο Βόρειο Ιράκ και ο έλεγχος της
ζώνης αυτής από τους Κούρδους του Β. Ιράκ ενίσχυσαν τους κούρδους
εθνικιστές στην Τουρκία, καθώς γέννησαν ελπίδες για δημιουργία
ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Στο εσωτερικό της χώρας, η καταπίεση της τουρκικής αριστεράς
και η επιδίωξη αποπολιτικοποίησης της τουρκικής κοινωνίας, που
εντάθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, είχαν ως
αποτέλεσμα τη ριζοσπαστικοποίηση των κουρδικών αιτημάτων και την
καταφυγή στον ένοπλο αγώνα, καθώς δεν υπήρχε κανένας νόμιμος
τρόπος έκφρασης των προβλημάτων των Κούρδων. Η εμμονή του
τουρκικού κράτους στη σύνδεση κάθε διαφορετικής άποψης για το
κουρδικό με το PKK δεν άφησε περιθώρια σε μετριοπαθείς προσεγγίσεις
του προβλήματος, έθεσε στους Κούρδους το εκβιαστικό δίλημμα «ή με
το στρατό ή με το PKK» και βέβαια ενίσχυσε και το ίδιο το PKK, που
θέλει να παρουσιάζεται ως γνήσιος εκφραστής των Κούρδων. 145
Επιπλέον, η υιοθέτηση της «τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης», ιδεολογίας
που συνδέει τον τουρκικό εθνικισμό με το Ισλάμ, μάλλον αποξένωσε τον
κουρδικό πληθυσμό και –αντίθετα με τις προσδοκίες των εμπνευστών
της- αφαίρεσε από το Ισλάμ το ρόλο του ως συνδετικού στοιχείου μεταξύ
Τούρκων και Κούρδων. 146 Τέλος, επισημαίνεται συχνά ότι η

143 Βλ. Philip Robins, “Turkey and the Kurds. Missing another Opportunity?”,
Abramowitz Morton (ed.), Turkey’s Transformation and American Policy, The Century
Foundation Press, New York, 2000, σ. 68.
144 Βλ. Robins Philip, ό.π., σ. 68-74 και Kirişci & Winrow, ό.π.,σ. 157.
145 Robins Philip, ό.π., σ. 78-79.
146 Βλ. Jung Dietrich & Piccoli Wolfango, Turkey at the Crossroads. Ottoman Legacies

and a greater Middle East, Zed Books, London & New York, 2001, σ. 125. Για την

46
συνεχιζόμενη υπανάπτυξη, η φτώχεια, ο αναλφαβητισμός και η ανεργία
της νοτιοανατολικής Τουρκίας συνέβαλαν στην έξαρση του κουρδικού
εθνικισμού και στην ευκολία στρατολόγησης μελών μεταξύ των νέων από
το PKK. 147 Η εσωτερική μετανάστευση των Κούρδων προς τη δυτική
Τουρκία μπορεί από τη μια να οδηγεί στην αφομοίωσή τους αλλά μπορεί
και να έχει ως αποτέλεσμα τη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητάς
τους. 148
Παράλληλα η μετανάστευση πολλών Κούρδων στην Ευρώπη τις
τελευταίες δεκαετίες συνέβαλε στην ανάδειξη του κουρδικού ζητήματος
καθώς και στην παροχή της απαιτούμενης οικονομικής στήριξης. Η
κουρδική διασπορά ίδρυσε πολιτιστικά ιδρύματα σε πολλές ευρωπαϊκές
πόλεις και προώθησε την κουρδική γλώσσα, την ιστορία, την τέχνη με
την έκδοση βιβλίων και περιοδικών και την οργάνωση εκδηλώσεων. 149
Τα σύγχρονα ΜΜΕ αξιοποιήθηκαν από το κουρδικό κίνημα για τη
διάδοση του κουρδικού πολιτισμού. Έτσι το 1994 άρχισε να εκπέμπει με
βάση τις Βρυξέλλες το κουρδικό τηλεοπτικό κανάλι MED TV στην
κουρδική και τουρκική γλώσσα στην Ευρώπη, τη Δυτική Ασία και
Βόρεια Αφρική. 150
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, οι οποίες ενίσχυσαν το κουρδικό
κίνημα, υπό την έξαρση του κουρδικού εθνικισμού, η αρχή του
εθνικισμού της κεμαλιστικής ιδεολογίας καθίσταται ανεπαρκής, καθώς
προκαλεί –μεταξύ άλλων- τα εξής προβλήματα και αδιέξοδα στο
τουρκικό πολιτικό σύστημα:
α) καταπίεση και αποκλεισμός
Πιο συγκεκριμένα, η εμμονή στην κεμαλιστική ιδεολογία έχει
οδηγήσει στην καταπίεση διαφορετικών ταυτοτήτων στην Τουρκία και
στον αποκλεισμό μεγάλου τμήματος του πληθυσμού από την πολιτική.

τουρκο-ισλαμική σύνθεση βλ. μεταξύ άλλων Παρέσογλου Αθανάσιος, ό.π., σ. 106 και
Kürkçü Ertuğrul, ό.π., σ. 25-27.
147 Βλ. μεταξύ άλλων της εκτίμηση του Abramowitz ότι το κουρδικό μπορεί τελικά να

λυθεί –μεταξύ άλλων- με οικονομικά μέτρα. Abramowitz Morton, “Dateline Ankara:


Turkey after Özal”, Foreign Policy, no 91, summer 1993, σ. 164-181 και ιδίως σ. 175.
148 Βλ. Kirişci & Winrow, ό.π., σ 136. Διαφορετική είναι η εκτίμηση του Abramowitz,

που θεωρεί την εσωτερική μετανάστευση παράγοντα επίλυσης του κουρδικού. Βλ.
Abramowitz Morton, “Dateline Ankara: Turkey after Özal” ό.π., σ. 175.
149 Βλ. Abramowitz Morton, ό.π., σ. 174 και Jung & Piccoli, ό.π., σ. 125.

47
Η αρχή του εθνικισμού της κεμαλιστικής ιδεολογίας στηρίζεται στην
εθνική ενότητα, στην εδαφική ακεραιότητα, στην πίστη στο κράτος 151 και
θεωρεί κάθε διαφορετικότητα ως απειλή. Καθώς η κεμαλιστική ιδεολογία
δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τις ποικίλες κοινωνικές και πολιτισμικές
διαιρέσεις της Τουρκίας 152 , έχει οδηγηθεί στην καταπίεσή τους. Η
επιβολή εκ των άνω ενός ομοιογενούς τουρκικού πολιτισμού δεν
μπόρεσε να εξαλείψει τις πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις, αλλά –
αντιθέτως- οδήγησε στην έκφρασή τους με πολιτιστικούς όρους. 153 Η
άρνηση αποδοχής της κουρδικής ταυτότητας είχε ως συνέπεια την
επανειλημμένη απαγόρευση και τις διώξεις φιλοκουρδικών κομμάτων
και κατ’ επέκταση τον αποκλεισμό και την αποθάρρυνση από την
πολιτική μεγάλου μέρους του κουρδικού πληθυσμού αλλά και Τούρκων
που έχουν διαφορετική άποψη για το κουρδικό ζήτημα.
β) κοινωνική και πολιτική πόλωση
Η εμμονή στην αρχή του εθνικισμού έχει προκαλέσει έντονη
κοινωνική και πολιτική πόλωση στην Τουρκία. Υπολογίζεται ότι οι
διαμάχες κούρδων ανταρτών και τουρκικού στρατού στα νοτιοανατολικά
της Τουρκίας είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 31.000
ανθρώπων, την καταστροφή 3000 χωριών και την αναγκαστική
μετακίνηση 3 εκατομμυρίων Κούρδων προς τις μεγάλες πόλεις της
Ανατολικής και Δυτικής Τουρκίας. 154 Η βία έχει επιφέρει ρήγμα στις
σχέσεις Κούρδων και Τούρκων. 155 Συνεπώς, αν η αρχή του εθνικισμού
βοήθησε στην εδραίωση και συνοχή της Τουρκίας των αρχών του αιώνα
μας, δεν μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο στις μέρες μας που η

150 Βλ. Jung & Piccoli, ό.π., σ. 125-126.


151 Βλ. και Aral Berdal, “Turkey’s Insecure Identity from the Perspective of
Nationalism”, Mediterranean Quarterly, vol.8, no 7, winter 1997, σ. 77-91
152 Για της προσπάθειες αφομοίωσης των Κούρδων και άλλων εθνοτήτων στην Τουρκία

ήδη στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους βλ. Van Bruinessen
Martin, “Race, culture, nation and identity politics in Turkey”, (Presented at the
Mica Annual Turkish Studies Workshop on Continuity and Change: Shifting State
Ideologies from Late Ottoman to Early Republican Turkey, 1890-1930, Department
of Near Eastern Studies, Princeton University, April 24-26, 1997),
http://www.let.uu.nl/~martin.vanbruinessen/personal/publications/Identity%20polit
ics%20in%20Turkey.htm, επίσκεψη στις 22/7/2003.
153 Βλ. Jung & Piccoli, ό.π., σ. 128.
154 Βλ. Gunter Michael M, ό.π., σ. 849.
155 Βλ. Robins Philip, ό.π., σ. 69-69.

48
εθνική ταυτότητα καλείται να συνυπάρξει με ποικίλες άλλες ταυτότητες,
τοπικές και υπερεθνικές, και που η ανοχή για τον άλλο είναι
προϋπόθεση συνύπαρξης.
γ) αυταρχισμός κράτους και ενίσχυση ρόλου στρατού
Η αντιμετώπιση κάθε αντιπολιτευόμενης άποψης ως απειλή
απέναντι στην εσωτερική ασφάλεια ενίσχυσε τον αυταρχισμό του
κράτους και το ρόλο του στρατού στη δεκαετία του ’90, ο οποίος
θεωρείται ως εγγυητής της ακεραιότητας και ασφάλειας του κράτους. 156

Η παρατεταμένη επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη


νοτιοανατολική Τουρκία και η έλλειψη ελέγχου και λογοδοσίας της
κρατικής εξουσίας είχε συχνά ως αποτέλεσμα την αυθαιρεσία των αρχών,
και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ενίσχυση του
ρόλου των ενόπλων δυνάμεων συνιστά εμπόδιο στον εκδημοκρατισμό της
χώρας και αποτελεί απειλή για νέο πραξικόπημα.
Πολλοί αναλυτές της τουρκικής πραγματικότητας επισημαίνουν
την ύπαρξη του «συνδρόμου των Σεβρών», δηλαδή του φόβου ότι ποικίλες
συνωμοσίες – ιδίως από το εξωτερικό- εξυφαίνονται με σκοπό τη διαίρεση
της τουρκικής επικράτειας. 157 Το κουρδικό κίνημα μπορεί, κατά την
επίσημη τουρκική κρατική πολιτική, να επιβεβαιώνει το βάσιμο αυτού
του φόβου και να δικαιολογεί την παρέμβαση των ενόπλων δυνάμεων
στην πολιτική ζωή. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το κουρδικό κίνημα
μπορεί να εκληφθεί και ως αποτέλεσμα του «συνδρόμου των Σεβρών»,
συνδρόμου που αποτελεί εμπόδιο στην ίση μεταχείριση των πολιτών της
Τουρκίας και στον εκδημοκρατισμό της χώρας.

156 Για το ρόλο του στρατού στην Τουρκία βλ. μεταξύ άλλων Hale William, Turkish
Politics and the Military, Routledge, London & New York, 1994, Özbudun Ergün,
Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic Consolidation, ό.π., σ. 105-
123, Narlı Nilüfer, “Civil-Military Relations in Turkey”, Turkish Studies, vol. 1, no 1,
spring 2000, σ. 107-127, Momayezi Nasser, “Civil-Military Relations in Turkey”,
http://www.tamiu.edu/~nmomayezi/Civil.htm, επίσκεψη στις 18/7/2003 και
Καραμπελιάς Γεράσιμος, «Η εξέλιξη των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στη
μεταπολεμική Τουρκία και Ελλάδα: 1980-1995», Καραμπελιάς Γερ., Αγγελετόπουλος
Γεώργιος & Φουρνατζοπούλου Ευδοκία, Θέματα Τουρκίας, Γόρδιος, Αθήνα, 1999, σ. 9-
110.
157 Βλ. Robins Philip, ό.π., σ. 67-68.

49
δ) κρίση νομιμοποίησης
Η έξαρση της παραοικονομίας και της διαφθοράς και η
αποκάλυψη των σχέσεων του τουρκικού κράτους με το οργανωμένο
έγκλημα, σχέσεων που ευδοκίμησαν με την έλλειψη ελέγχου και τη
διατήρηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στα νοτιοανατολικά,
θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του ίδιου του τουρκικού
κράτους, των πολιτικών κομμάτων αλλά και του στρατού – ενός θεσμού
που παραδοσιακά έχει την εμπιστοσύνη της τουρκικής κοινωνίας. 158 Η
αναποτελεσματικότητα της στρατιωτικής, κατασταλτικής προσέγγισης του
κουρδικού ζητήματος συνιστά περαιτέρω πλήγμα στην αξιοπιστία των
ενόπλων δυνάμεων. Γενικά, η αδυναμία του κράτους να εντάξει στους
κόλπους του τους κούρδους πολίτες φανερώνει την ανεπάρκεια της
ιδεολογίας του.

50
2. Η αρχή της εκκοσμίκευσης και το πολιτικό Ισλάμ

«Οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας,


οι τρούλοι είναι τα κράνη μας,
τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας» 159

2.1. Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία

Στις γενικές εκλογές του Νοεμβρίου 2002 στην Τουρκία νικητής


αναδείχτηκε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) υπό την ηγεσία
του Recep Tayip Erdoğan, ο οποίος και έγινε πρωθυπουργός μετά την
άρση της απαγόρευσης συμμετοχής του στην πολιτική ζωή. Το Κόμμα
Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αποτελεί –κατά κάποιο τρόπο- συνέχεια –με
κάποιες αλλαγές- του ισλαμικού κόμματος που άνθισε στην Τουρκία
ιδίως στη δεκαετία του ‘90 με ποικίλα ονόματα λόγω διώξεων από το
Συνταγματικό Δικαστήριο. Η επιτυχία του AKP είναι μεγάλη, αν
αναλογιστεί κανείς ότι για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια ένα κόμμα
μπόρεσε να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή
καθώς και ότι όλα τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της Τουρκίας – με
εξαίρεση το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) - βρέθηκαν εκτός
Βουλής. Η επιτυχία του AKP είναι ενδεικτική της ανόδου –αλλά και των
αλλαγών- του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια.
Το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία δεν είναι ενιαίο και δεν

158 Βλ. Robins Philip ό.π., σ. 72-73 και Jung & Piccoli, ό.π., σ. 128-129.

159 Για την αναφορά του στο ποίημα αυτό σε ομιλία του κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης

οπαδών του Κόμματος της Ευημερίας (RP) στην πόλη Siirt ο σημερινός πρωθυπουργός
της Τουρκίας Recep Tayip Erdoğan καταδικάστηκε από το Δικαστήριο Κρατικής
Ασφάλειας του Diyarbakır τον Απρίλιο του 1998 σε τετράμηνη φυλάκιση με την
κατηγορία της πρόκλησης θρησκευτικού μίσους. Ο ίδιος ο Erdoğan υποστήριξε ότι
επρόκειτο για απόσπασμα από ποίημα του Ziya Gökalp, ενός από τους κύριους
εκφραστές της κεμαλιστικής ιδεολογίας. Βλ. σχετικά Aslaneli Hakan, “Support
tourism for Erdoğan”, Turkish Daily News,
http://www.turkishdailynews.com/old_editions/04_29_98/dom2.htm#d11,
επίσκεψη στις 15/9/2003 και Swanson David, «Turkey Constitutional Court battles
for Secularism», Radio Free Europe,
http://www.rferl.org/nca/features/1998/05/F.RU.980506121138.html, επίσκεψη
στις 15/9/2003.

51
εκφράζεται αποκλειστικά από ένα μόνο κόμμα. 160 Από το 1946, με τη
μετάβαση της Τουρκίας στον πολυκομματισμό, όλα τα κόμματα της
κεντροδεξιάς προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το θρησκευτικό
συναίσθημα των ψηφοφόρων 161 , ενώ θρησκευτικές ομάδες προέβησαν σε
συμμαχίες με τα κεντροδεξιά κόμματα. Το Δημοκρατικό Κόμμα (DP) υπό
τον Adnan Menderes, που κυβέρνησε τη χώρα από το 1950 ως το 1960,
θεωρήθηκε από πολλούς φιλοϊσλαμικό, καθώς επέφερε μια σειρά από
αλλαγές, όπως η επαναφορά του καλέσματος σε προσευχή στην αραβική
γλώσσα, η ανάγνωση του Κορανίου από το κρατικό ραδιόφωνο, η ίδρυση
θρησκευτικών σχολείων και η αύξηση του προϋπολογισμού της
Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων. 162 Το Κόμμα της Δικαιοσύνης
(AP) του Süleyman Demirel, που θεωρείται συνέχεια του DP, συνέχισε
να χρησιμοποιεί θρησκευτικά σύμβολα στην πολιτική του επικοινωνία
με τους ψηφοφόρους, ενώ διατηρούσε σχέσεις με θρησκευτικές ομάδες
και ηγέτες. Στα κεντροδεξιά κόμματα αυτής της περιόδου παρατηρείται
ένας διχασμός στην προσέγγιση του θρησκευτικού ζητήματος. Οι
φιλελεύθεροι κάνουν λόγο για θρησκευτικές ελευθερίες, ενώ οι
συντηρητικοί επικαλούνται τη θρησκεία ως εμπόδιο στη διάλυση της
οικογένειας, στην ηθική παρακμή των νέων και στον κομμουνισμό. 163
Το 1970 ιδρύθηκε το Κόμμα Εθνικής Τάξης (MNP), το πρώτο
ισλαμικό κόμμα, υπό τον Necmettin Erbakan. Το κόμμα απαγορεύθηκε
από το Συνταγματικό Δικαστήριο και επανιδρύθηκε το 1972 με το όνομα
Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας (MSP). Με την υποστήριξη κυρίως εμπόρων

160 Για τις διάφορες εκδοχές του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία βλ. Hermann Rainer,

„Die drei Versionen dew politishen Islam in der Türkei“, Orient, 37, 1, 1996, σ. 35-
55.
161 Ακόμα και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Inönü επιχείρησε να

εκμεταλλευτεί το θρησκευτικό συναίσθημα, όταν το 1947 εισήγαγε την προαιρετική


διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία και το 1949 ίδρυσε το Θεολογικό Τμήμα του
Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και
ημισέληνος, ό.π., σ. 216.
162 Βλ. Sarıbay Ali Yaşar, “The Democratic Party, 1946-1960”, Heper Metin &

Landau Jakob (eds), Political Parties and Democracy in Turkey, I.B. Tauris, London &
New York, 1991, σ. 119-130 και ιδίως 128 και Toprak Binnaz, “The State, Politics
and Religion in Turkey”, Heper Metin & Evin Ahmet (eds), State, Democracy and the
Military. Turkey in the 1980s, Walter de Gruyter, Berlin & New York, 1988, σ. 119-
136 και ιδίως 123.
163 Βλ. Ayata Sencer, «Η πολιτικοποίηση του Ισλάμ στην Τουρκία», Γεώρμας Κ.

&Καραμπελιάς Γ. (επιμ.), ό.π., σ. 81-120, ιδίως 89-93

52
και μικροϊδιοκτητών της επαρχίας και συντηρητικών θρησκευόμενων,
ιδίως της αδελφότητας των Nakşibendi, το MSP κατάφερε να επιτύχει
ποσοστό 11,8% στις γενικές εκλογές του 1973 και 8,6% στις γενικές
εκλογές του 1977. Συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις συνασπισμού είτε με
το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) του Ecevit είτε με το Κόμμα
Δικαιοσύνης του Demirel και το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικής Δράσης
(MHP) του Alparslan Türkeş το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας νομιμοποίησε
και εδραίωσε την παρουσία του. Το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας υποστήριζε
την ενίσχυση των ηθικών αξιών, την εκβιομηχάνιση της Τουρκίας μέσω
της συνεργασίας με μουσουλμανικές χώρες και είχε έντονο αντιδυτικό,
αντιευρωπαϊκό χαρακτήρα. 164
Το στρατιωτικό καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα κατά την
τριετία 1980-1983 απαγόρευσε τα κόμματα της περιόδου πριν το 1980
και τη συμμετοχή των ηγετικών στελεχών τους στην πολιτική για
διάστημα δέκα ετών. Λόγω των περιορισμών που επέβαλε το στρατιωτικό
καθεστώς στην πολιτική ζωή νέα κόμματα σχηματίστηκαν μετά το 1983.
Από αυτά κυρίαρχο υπήρξε το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ANAP),
ένα νέο κόμμα που δεν αποτελούσε συνέχεια κάποιου παλαιότερου, υπό
την ηγεσία του Turgut Özal. Το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας κατέλαβε
το χώρο της κεντροδεξιάς ενσωματώνοντας –όμως- και στοιχεία από την
ακροδεξιά και από τους ισλαμιστές. Ο ίδιος ο Özal είχε σχέσεις με τον
ισλαμικό χώρο, ιδίως με την αδελφότητα των Nakşibendi και είχε
πρωτοεμφανιστεί στην πολιτική το 1977 ως υποψήφιος του MSP. 165
Στο μεταξύ ήδη από το 1983 είχε ιδρυθεί το Κόμμα Ευημερίας
(RP), υπό την ηγεσία του Ali Türkmen, στη θέση του Erbakan, ο οποίος
δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχει στην πολιτική. Μετά την κατάργηση της
απαγόρευσης συμμετοχής το 1987 ο Erbakan ανέλαβε την ηγεσία του
κόμματος, το οποίο αποτελούσε συνέχεια του MSP. Όπως το MSP έκανε
λόγο για μια «εθνική άποψη», το RP υποσχόταν την «εθνική συνείδηση»,

164 Βλ. Toprak Binnaz, ό.π., σ. 124-125 και Narlı Nilüfer, “The rise of the islamist
movement in Turkey”, MERIA Journal, Vol.3, No.3, September 1999,
http://meria.idc.ac.il/journal/issue3/jv3n3a4.html , επίσκεψη στις 7/10/03.
165 Βλ. Ayata Sencer, ό.π., σ. 93 και Ergüder Üstün, “The Motherland Party, 1983-

1989”, Heper & Landau (eds.), ό.π., σ. 152-169 και ιδίως 155.

53
την υλική και πνευματική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. 166
Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά το πραξικόπημα το RP πήρε
ποσοστό 7,2%, αλλά στις επόμενες εκλογές, το 1991, έλαβε 16,7% σε
συνεργασία με το ακροδεξιό κόμμα του Türkeş. Η μεγάλη έκπληξη για
το πολιτικό κατεστημένο της Τουρκίας υπήρξαν οι τοπικές εκλογές του
1994. Στις εκλογές αυτές το Κόμμα της Ευημερίας κέρδισε 28 δήμους,
συμπεριλαμβανομένων των δήμων Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας, που
αποτελούσαν παραδοσιακά προπύργια της Κεντροαριστεράς, και έλαβε
συνολικό ποσοστό 19%. Στις γενικές εκλογές του 1995 το RP κέρδισε το
21,4% των ψήφων και αναδείχθηκε σε πρώτο κόμμα. 167
Μετά την κατάρρευση μιας σύντομης κυβέρνησης συνεργασίας του
Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (ANAP) του Mesut Yilmaz και του
Κόμματος του Ορθού Δρόμου (DYP) της Tansu Çiller ο Erbakan
κλήθηκε το 1996 να σχηματίσει κυβέρνηση. Η Çiller δέχτηκε να
συνεργαστεί με τον Erbakan, προκειμένου να αποφύγει την έρευνα για
κατηγορίες διαφθοράς που είχαν διατυπωθεί εις βάρος της. Έτσι
σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας του Κόμματος Ευημερίας και του
Κόμματος του Ορθού Δρόμου και ο Necmettin Erbakan έγινε ο πρώτος
ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας. 168
Η σύντομη –ενός έτους μόνο- παραμονή του Erbakan στην
κυβέρνηση και το πρωθυπουργικό αξίωμα δεν έφερε συνταρακτικές
αλλαγές στην Τουρκία. Ο Erbakan δεν προσπάθησε να εφαρμόσει
ριζοσπαστικές προεκλογικές εξαγγελίες του, όπως η κατάργηση
συμφωνιών με το Ισραήλ. Αντιθέτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με το
Ισραήλ και με την ΕΕ ενισχύθηκαν και η Τουρκία παραχώρησε βάση
στα Ηνωμένα Έθνη για την παρακολούθηση του Ιράκ από αέρος. 169
Παράλληλα, όμως, ο Erbakan προχώρησε και στη βελτίωση των
διπλωματικών σχέσεων με μουσουλμανικές χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι η
πρώτη του επίσκεψη στο εξωτερικό ήταν στο Ιράν, με το οποίο υπέγραψε

166 Βλ. Toprak Binnaz, ό.π., σ. 128-129.


167 Βλ. Narlı Nilüfer, “The rise of the islamist movement in Turkey”,ό.π..
168 Βλ. Tachibana Toru, “Two Principles on a Collision Course: Turkey, Kemalism

and the Welfare Party”, Jime Review, vol. 10, No. 38, autumn-winter 1997, σ. 102-
122 και ιδίως σ. 102.
169 Tachibana Toru, Ό.π., σ. 107.

54
και μια σημαντική συμφωνία φυσικού αερίου, συμφωνία που
δυσαρέστησε τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν πρόσφατα θεσπίσει νόμο που
προέβλεπε κυρώσεις για ξένες εταιρίες που θα επένδυαν περισσότερα
από 40 εκατομμύρια δολάρια στα πετρέλαια ή το φυσικό αέριο του Ιράν
ή της Λιβύης. 170 Στο εσωτερικό της χώρας ο Erbakan προχώρησε σε
κάποια συμβολικά περισσότερο μέτρα, όπως η άρση της απαγόρευσης
της μαντίλας για τις φοιτήτριες και τις δημοσίους υπαλλήλους, η
προσαρμογή του ωραρίου εργασίας στις ανάγκες του Ραμαζανιού, η
πρόσκληση θρησκευτικών ηγετών σε δείπνο στην πρωθυπουργική
κατοικία. Οι κινήσεις αυτές, όπως και η διαφωνία του Erbakan για την
αποβολή ισλαμιστών αξιωματικών από τις ένοπλες δυνάμεις και η
πρόθεση του ισλαμιστή δημάρχου Κωνσταντινούπολης –και νυν
πρωθυπουργού- Tayip Erdoğan να χτίσει ένα τζαμί στην πλατεία
Taksim, στην πιο κοσμική περιοχή της Κωνσταντινούπολης, προκάλεσαν
τριβές με τους στρατιωτικούς. 171
Στις 28 Φεβρουαρίου 1997 το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας 172
σε συνεδρίασή του ζήτησε από την κυβέρνηση να πάρει μέτρα για την
προστασία του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Στα αιτήματα του
Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας περιλαμβάνονταν το κλείσιμο
εκατοντάδων θρησκευτικών σχολείων, ο αυστηρός έλεγχος των ισλαμικών
αδελφοτήτων και περιορισμοί στη χρήση της μαντίλας. Μάλιστα ο
στρατός, για πρώτη φορά στην ιστορία του, κάλεσε δημοσιογράφους,
ακαδημαϊκούς, μέλη οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, για να τους

170 Βλ. Kramer Heinz, “Turkey under Erbakan. Continuity and Change towards

Islam“, Aussenpolitik, Vol.4, 1996, σ. 379-388 και ιδίως 383.


171 Βλ. Narlı Nilüfer, “The rise of the islamist movement in Turkey”,ό.π., Salt Jeremy,

“Turkey’s Military ‘Democracy’”, Current History, Φεβρουάριος 1999, σ. 72-78 και


ιδίως σ. 73 και Mecham Quinn R., From the Ashes of Virtue, A Promise of Light: The
transformation of Political Islam in Turkey, (Paper presented at the Conference of the
Middle Eastern Studies Association, November 2002, Washington D.C.),
http://comparativepolitics.stanford.edu/Papers2002-03/Mecham-Dec2-2002.pdf,
επίσκεψη στις 15/9/2003, σ. 8.
172 Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας είναι ο κατεξοχήν θεσμός που διασφαλίζει την

επιρροή των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή στην Τουρκία. Για το ρόλο του
Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας βλ. ενδεικτικά Özbudun Ergun, Contemporary
Turkish Politics. Challenges to Democratic Consolidation, ό.π., σ. 107-108 και
Καραμπελιάς Γεράσιμος, «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της πολιτικής κυριαρχίας των
στρατιωτικών στην Τουρκία: Η θεσμική διάσταση», Βερέμης Θάνος & Ντόκος Θάνος,
ό.π., σ. 243-255.

55
εξηγήσει τις απόψεις του και να ζητήσει τη συμπαράστασή τους. 173 Τον
Ιούνιο του 1997 ο Erbakan αναγκάστηκε να παραιτηθεί και δόθηκε
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας. Το
όλο γεγονός ονομάστηκε «μαλακό» ή «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα. Τον
Ιανουάριο του 1998 το RP απαγορεύτηκε από το Συνταγματικό
Δικαστήριο με την κατηγορία ότι το κόμμα δρούσε ενάντια στον κοσμικό
χαρακτήρα της χώρας και απαγορεύτηκε η συμμετοχή στην πολιτική σε
πέντε μέλη του, συμπεριλαμβανομένου του Erbakan. 174
Στη θέση του RP ιδρύθηκε το Κόμμα της Αρετής (FP) υπό τον
Recai Kutan, στο οποίο προσχώρησαν οι βουλευτές του Κόμματος της
Ευημερίας. Το νέο κόμμα προσπάθησε να αλλάξει το προφίλ του
δίνοντας έμφαση στη δημοκρατία και την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Διακήρυξε την υποστήριξή του στην είσοδο της Τουρκίας
στην ΕΕ, στην οικονομία της αγοράς και όρισε κάποιες γυναίκες στο
κεντρικό κομματικό συμβούλιο λήψης αποφάσεων. Ενώ το Κόμμα της
Ευημερίας διακήρυττε ότι η Τουρκία δεν είναι αρκετά θρησκευόμενη, το
Κόμμα της Αρετής τόνιζε ότι η Τουρκία δεν είναι αρκετά
δημοκρατική. 175 Παρόλα αυτά, τον Ιούνιο του 2001 το Κόμμα της
Αρετής απαγορεύθηκε με την κατηγορία ότι αποτελούσε κέντρο
ισλαμικής πολιτικής δράσης. Η απαγόρευση του κόμματος έφερε στην
επιφάνεια τη ρήξη μέσα στο κόμμα μεταξύ των περισσότερο
παραδοσιακών στελεχών, που βρίσκονταν κοντά στον Erbakan και των
μετριοπαθέστερων στελεχών. Οι παραδοσιακοί ίδρυσαν το Κόμμα της
Ευδαιμονίας (SP) με επικεφαλής τον Recai Kutan, ενώ οι πιο
μετριοπαθείς το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με
επικεφαλής τον πρώην δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Tayip Erdoğan. Το
AKP ενσωμάτωσε πέρα από ισλαμιστές του Κόμματος της Αρετής και
στελέχη της κεντροδεξιάς. Το κόμμα κάνει λόγο για εκδημοκρατισμό,

173 Βλ. Momayezi Nasser, ό.π.


174 Βλ. Salt Jeremy, ό.π., σ. 74-76.
175 Βλ. Mecham Quinn R., ό.π., σ. 12-13.

56
θρησκευτικές ελευθερίες, τέλος της κρατικής διαφθοράς και υποστηρίζει
την ελεύθερη αγορά και την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. 176
Παράλληλα με το μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ, που φαίνεται να
είναι κυρίαρχο στη σημερινή Τουρκία, έδρασαν κυρίως στη δεκαετία του
’90 και διάφορες φανατικές ισλαμικές οργανώσεις, όπως η İBDA-C και η
Hizbullah. 177 Οι οργανώσεις αυτές ευθύνονται για πολλές δολοφονίες
στην Τουρκία και η Hizbullah φαίνεται ότι δρούσε –σε μεγάλο βαθμό- με
την ανοχή της αστυνομίας. 178 Ωστόσο η δράση τους έχει περιοριστεί μετά
τη σύλληψη πολλών μελών τους στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Λόγω της
περιθωριακής θέσης αυτών των οργανώσεων στην Τουρκία, στο παρόν
κεφάλαιο, όταν κάνουμε λόγο για άνοδο του πολιτικού Ισλάμ,
αναφερόμαστε στο επίσημο, μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ.

2.2. Παράγοντες ενίσχυσης του πολιτικού Ισλάμ

Οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στις δεκαετίες ’80 και ‘90


Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία την τελευταία
δεκαετία μπορεί να γίνει κατανοητή, αν εξετάσει κανείς τις οικονομικές
και κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες τόσο
παγκοσμίως όσο και τις ιδιαίτερες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις
στο εσωτερικό της χώρας.
Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης στον οικονομικό και
πολιτισμικό τομέα συνιστά πρόκληση για το έθνος-κράτος, ιδιαίτερα για
το κράτος-πρόνοιας, και για την παραδοσιακή πολιτική διάκριση μεταξύ
αριστεράς και δεξιάς. Καθώς τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα αδυνατούν να ανταποκριθούν στα αιτήματα των χαμένων της

176 Βλ. ό.π., σ. 16-20 καθώς και το πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και
Ανάπτυξης: AKP, Development and Democratization,
http://www.akparti.org.tr/programeng3.asp, επίσκεψη στις 15/9/2003.
177 Βλ. μεταξύ άλλων Μάζης Ι.Θ., «Το Ισλάμ στην Τουρκία», Βερέμης Θάνος (επιμ.),

ό.π., σ. 273-290 και ιδίως 289-290, Hermann Rainer, ό.π., σ. 52-55 και Karmon Ely,
“The Demise of Radical Islam in Turkey”, Ιούνιος 2000,
http://www.ict.org.il/articles/articledet.cfm?articleid=130, επίσκεψη στις 15/9/2003.
178 Μάλιστα για την οργάνωση Hizbullah, η οποία δρούσε κυρίως κατά του PKK και

κούρδων αριστερών στη νοτιοανατολική Τουρκία, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς


υπόνοιες ότι αποτελούσε πρακτικά παρακρατική οργάνωση. Βλ. Poulton Hugh,
Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 250.

57
παγκοσμιοποίησης, κερδίζουν έδαφος τα ακροδεξιά κόμματα και τα
κόμματα με θρησκευτική ιδεολογία. Παράλληλα, η πολιτισμική
παγκοσμιοποίηση προκαλεί νέες διαιρετικές τομές, οι πολιτισμικές
διαφορές τονίζονται και επικρατεί η πολιτική της ταυτότητας. 179 Η
κριτική στη νεωτερικότητα από το ρεύμα του μεταμοντερνισμού δίνει
επιχειρήματα σε ποικίλες ιδεολογίες που δεν έχουν ως σημείο αναφοράς
το δυτικό φιλελεύθερο πρότυπο. 180 Σε αυτά τα πλαίσια ισλαμικά
κινήματα μπορούν να βρουν γόνιμο έδαφος και να καλύψουν –κατά
κάποιο τρόπο- το κενό που αφήνει η αριστερά μετά το τέλος του
υπαρκτού σοσιαλισμού. Ωστόσο, η μορφή που παίρνουν τα διάφορα
ισλαμικά κινήματα στις διάφορες χώρες, οι στόχοι που θέτουν και οι
τρόποι που επιλέγονται για τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους εξαρτάται
από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα.
Στην περίπτωση της Τουρκίας οι οικονομικές και κοινωνικές
αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία του ’80, επί κυβέρνησης
Turgut Özal, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την τουρκική πραγματικότητα
και είναι βασικές για την κατανόηση της μετέπειτα ανόδου του πολιτικού
Ισλάμ. Στη δεκαετία του ’80 εφαρμόστηκε στην Τουρκία νεοφιλελεύθερη
οικονομική πολιτική με εξαγωγικό προσανατολισμό, ιδίως προς χώρες
της κεντρικής Ασίας. Η νέα οικονομική πολιτική δημιούργησε νέες
ευκαιρίες αλλά και νέα προβλήματα.
Ιδιαίτερη άνθιση γνώρισαν πολλές επιχειρήσεις μικρού και
μεσαίου μεγέθους στις πόλεις της Ανατολίας, οι αποκαλούμενες
«λιοντάρια της Ανατολίας», οι οποίες αργότερα θα σχηματίσουν τη
φιλοϊσλαμική MÜSİAD (Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Βιομηχάνων και
Επιχειρηματιών). 181 Παρά τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική ο
ρόλος του κράτους στην οικονομία δεν περιορίστηκε, καθώς το κράτος
συνέχισε να παίζει βασικό ρόλο στη διανομή οικονομικών ωφελημάτων

179 Βλ. Öniş Ziya, “The political economy of Islamic resurgence in Turkey: the rise of

the Welfare Party in perspective”, Third World Quarterly, Vol. 18, No4, 1997, σ. 743-
766 και ιδίως 745-749.
180 Βλ. Christensen-Ernst Jorgen, “The background for the resurge of Islamic self-

assertion in Turkey”, http://www.christensen-ernst.dk/Background.htm, επίσκεψη


στις 18/7/2003.
181 Βλ. Narlı Nilüfer, “The rise of the islamist movement in Turkey”,ό.π.

58
προς τις επιχειρήσεις. Μάλιστα η άμεση επαφή με τους πολιτικούς ήταν
βασική προϋπόθεση, για να αποκτήσουν οι επιχειρηματίες πρόσβαση
στους κρατικούς πόρους. Επιπλέον, η έλλειψη ελέγχων και νομικής
υποδομής οδήγησε σε έξαρση της δωροδοκίας και της διαφθοράς. Έτσι,
από τη μια πλευρά, ο ρόλος του κράτους ήταν ισχυρός καθώς ήταν σε
θέση να ευνοεί κάποιους, ενώ, από την άλλη πλευρά, αντιμετώπισε κρίση
λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας και ηθικής νομιμοποίησης στα μάτια των
πολιτών. Σε αυτά τα πλαίσια, η νέα επιχειρηματική ελίτ των ανερχόμενων
μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα διεκδικήσει μερίδιο στην πολιτική
εξουσία μέσω της υποστήριξης του ισλαμικού κόμματος. 182
Από την άλλη πλευρά, η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική της
δεκαετίας του ’80 θα προκαλέσει και έντονες οικονομικές ανισότητες. 183
Οι φτωχοί εσωτερικοί μετανάστες θα σχηματίσουν παραγκουπόλεις γύρω
από τα μεγάλα αστικά κέντρα και θα βιώσουν την απογοήτευση λόγω του
ξεριζωμού από την παραδοσιακή κοινότητα, το χωριό τους, και την
επαφή με ένα ξένο περιβάλλον, όπου δεν ευοδώνονται οι ελπίδες τους
για ένα καλύτερο μέλλον. Και αυτοί θα καταφύγουν στο ισλαμικό κόμμα,
το οποίο μέσω ενός καλά οργανωμένου δικτύου μελών παρέχει υλική και
ηθική υποστήριξη στους φτωχούς των πόλεων, όπως φαγητό για τους
φτωχούς, εστίες για τους φτωχούς φοιτητές, δουλειές για τους νέους και
πίστωση σε καταστηματάρχες και εμπόρους. 184

Τουρκο-ισλαμική σύνθεση και θρησκευτική πολιτική του κράτους


Το στρατιωτικό καθεστώς της περιόδου 1980-1983 υιοθέτησε μια
νέα ιδεολογία που έδινε έμφαση στο ρόλο της θρησκείας και επιχειρούσε
να ενσωματώσει το Ισλάμ στον τουρκικό εθνικισμό. Η νέα αυτή ιδεολογία
ονομάστηκε τουρκο-ισλαμική σύνθεση και πρεσβεύει ότι υπάρχουν
σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στον προϊσλαμικό τουρκικό πολιτισμό

182 Βλ. Öniş Ziya, ό.π., σ. 749-753 και Lowry Heath, “Betwixt and Between. Turkey’s
political structure in the cusp of the twenty-first century”, Abramowitz Morton (ed.),
ό.π., σ. 23-59 και ιδίως σ. 25-28.
183 Βλ. μεταξύ άλλων Tachibana Toru, ό.π., σ. 115
184 Βλ. Narlı Nilüfer, “The rise of the islamist movement in Turkey”,ό.π.

59
και τον ισλαμικό πολιτισμό, όπως το αίσθημα δικαιοσύνης και η έμφαση
στην οικογενειακή ζωή και την ηθική. 185
Η τουρκο-ισλαμική σύνθεση είχε πρωτοδιατυπωθεί τη δεκαετία
του ’70 στα πλαίσια της Εστίας των Φωτισμένων, μιας οργάνωσης από
πανεπιστημιακούς καθηγητές, χοτζάδες και επιχειρηματίες που
ανησυχούσαν για την εξάπλωση των αριστερών ιδεών ιδίως μεταξύ των
νέων. Η Εστία των Φωτισμένων θεωρούσε εχθρούς της τους
κομμουνιστές, τους κούρδους αυτονομιστές, τους αλλόθρησκους και
τους προοδευτικούς διανοούμενους. Μέλη της Εστίας των Φωτισμένων
ήταν οι Turgut και Korkut Özal και πολλά μετέπειτα στελέχη του
Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας και του Κόμματος του Ορθού Δρόμου.
Η Εστία των Φωτισμένων υποστήριζε το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικής
Δράσης (MHP) του Alparslan Türkeş. Πίστευε ότι η έμφαση στις
ισλαμικές αξίες μέσω της εκπαίδευσης θα μπορούσε να αποτρέψει τη
νεολαία από τη μίμηση ξένων –κατά βάση προοδευτικών- ιδεολογιών. 186
Το στρατιωτικό καθεστώς της περιόδου 1980-1983 υιοθέτησε την
τουρκο-ισλαμική σύνθεση, για να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή, όπως
ο Abdülhamit II είχε χρησιμοποιήσει το Ισλάμ, για να ενδυναμώσει την
ενότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος των στρατιωτικών ήταν
περισσότερο η διαμόρφωση ενός αυταρχικού παρά ενός θρησκευτικού
κράτους. 187 Παράλληλα η τουρκο-ισλαμική σύνθεση στόχευε στην
αποδυνάμωση των αριστερών ιδεών. 188
Μετά το πραξικόπημα του 1980 τα πρόσωπα που ανέλαβαν τον
έλεγχο της εκπαίδευσης και του πολιτισμού ήταν συνήθως παλαιά μέλη
της Εστίας των Φωτισμένων. Στο νέο Σύνταγμα του 1982 καθιερώθηκε η
υποχρεωτική διδασκαλία των θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

185 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 303.


186 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 227-228 και
Παρέσογλου Αθανάσιος, ό.π., σ. 104-106.
187 Βλ. Tapper Richard, “Introduction”, Tapper Richard (ed.), Islam in modern
Turkey. Religion, politics and literature in a secular state, I.B. Tauris, London & New
York, 1991, σ. 11.
188 Βλ. μεταξύ άλλων Ahmad Feroz, The making of modern Turkey, ό.π., σ. 220 και

Christensen-Ernst Jorgen, ό.π.

60
Ανάλογη ευνοϊκή πολιτική απέναντι στο Ισλάμ ακολούθησε και ο
Turgut Özal μετά το 1983. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η επιρροή των
ισλαμιστών στο Υπουργείο Παιδείας. Χαρακτηριστικές ήταν οι αποφάσεις
του υπουργού Παιδείας Vehbi Dinçerler, ο οποίος απαγόρευσε τη
διδασκαλία της θεωρίας του Δαρβίνου στα δημοτικά και τα γυμνάσια,
καθιέρωσε τα μακριά παντελόνια για τα κορίτσια κατά την Ημέρα
Αθλητισμού και Νεολαίας το 1984 και πίεσε για την απαγόρευση
διαφημίσεων μπύρας στο κρατικό ραδιόφωνο και τηλεόραση. Η
διδασκαλία των αραβικών εντάχθηκε στο πρόγραμμα της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τα σχολικά βιβλία ξαναγράφτηκαν με
στόχο την εισαγωγή της μουσουλμανικής φιλοσοφίας στα κείμενα. 189 Η
υποστήριξη του Ισλάμ από το κράτος φαίνεται από την εξάπλωση της
ισλαμικής εκπαίδευσης, την επέκταση των δραστηριοτήτων της
Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων αλλά και από τη μεγάλη αύξηση
του αριθμού των τζαμιών.
Η ισλαμική εκπαίδευση πραγματοποιείται στις ανώτατες
θεολογικές σχολές, στα κορανικά σχολεία και στα θρησκευτικά σχολεία
για ιμάμηδες και ιεροκήρυκες (imam-hatip). Το 1994 υπήρχαν στην
Τουρκία 18 Τμήματα Θεολογίας. Οι απόφοιτοι αυτών των τμημάτων
διδάσκουν θρησκευτικά στα κοσμικά σχολεία ή διάφορα μαθήματα στα
θρησκευτικά σχολεία, ενώ μεγάλο μέρος τους βρίσκει απασχόληση στον
κρατικό ή ιδιωτικό τομέα. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των κορανικών
σχολείων έχει αυξηθεί θεαματικά, έχει στην ουσία διπλασιασθεί σε σχέση
με τον αριθμό τους πριν το πραξικόπημα του 1980. Τα κορανικά
σχολεία καλύπτουν μόνα τους το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων τους,
γεγονός που γεννά υποψίες ως προς την προέλευση της χρηματοδότησής
τους. 190 Πάντως αρκετοί αναλυτές επισημαίνουν το ρόλο της Σαουδικής
Αραβίας στην άνοδο του Ισλάμ στην Τουρκία και ιδιαίτερα του
σαουδαραβικού κεφαλαίου. 191 Τέλος το 1994 υπήρχαν 466 θρησκευτικά

189 Βλ. Toprak Binnaz, ό.π., σ. 131-133.


190 Βλ. Ayata Sencer, ό.π., σ. 98-99.
191 Ο Yıldız Atasoy σημειώνει ότι η δημιουργία στενών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και

Σαουδικής Αραβίας μετά το 1980 πραγματοποιήθηκε με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, οι


οποίες ήλπιζαν ότι μια τέτοια συμμαχία θα λειτουργούσε ανασχετικά στην ιδεολογική
εξάπλωση του σιιτικού φονταμενταλισμού του Ιράν. Βλ. Atasoy Yıldız, “Islamic

61
σχολεία (imam-hatip). Στα σχολεία αυτά το πρόγραμμα περιλαμβάνει
τόσο τη διδασκαλία των θρησκευτικών όσο και μαθήματα με κοσμικό
χαρακτήρα. Τα σχολεία αυτά λειτουργούν με την πλήρη επιδότηση του
τουρκικού κράτους. Καθώς οι απόφοιτοι των σχολείων αυτών είναι
υπεράριθμοι ως προς τις θέσεις στα τζαμιά, μεγάλο μέρος τους
απορροφάται στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. 192 Οι απόφοιτοι των
σχολείων αυτών αποτελούν –κατά κάποιο τρόπο- την καρδιά του
ισλαμικού κινήματος στην Τουρκία. Πολλοί απόφοιτοι των θρησκευτικών
σχολείων εκδίδουν ή δημοσιεύουν άρθρα σε ισλαμικά περιοδικά και –
αντιστρόφως- οι μαθητές αυτών των σχολείων αποτελούν σημαντικό
τμήμα του αναγνωστικού κοινού αυτών των περιοδικών. 193
Τα τελευταία χρόνια οι δραστηριότητες, το μέγεθος και ο
προϋπολογισμός της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων έχουν
αυξηθεί. Από μερικές χιλιάδες το προσωπικό της Διεύθυνσης ανήλθε σε
88.533 άτομα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η Διεύθυνση δαπανά το
1,23% του προϋπολογισμού. 194 Ο επικεφαλής της Διεύθυνσης
Θρησκευτικών Υποθέσεων διορίζεται απευθείας από τον πρωθυπουργό
και εκλαμβάνεται από το λαό ως θρησκευτικός ηγέτης. 195
Τέλος στη δεκαετία του ’80 αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των
τζαμιών στην Τουρκία. Κάθε χρόνο οικοδομούνταν περίπου 1500 νέα
τζαμιά. 196 Μάλιστα χτίστηκαν τζαμιά στη Βουλή, σε δημόσια κτίρια, σε
σχολεία και καθιερώθηκαν πλέον η προσευχή τις Παρασκευές και η
νηστεία κατά τη διάρκεια του Ραμαζανίου. 197

Κρίση παραδοσιακών κομμάτων. Οργάνωση ισλαμικού κόμματος


Τα παραδοσιακά κόμματα στην Τουρκία, τόσο της κεντροδεξιάς
όσο και της κεντροαριστεράς, παρουσιάζουν κρίση τα τελευταία χρόνια
και η δύναμή τους συνεχώς μειώνεται, με αποκορύφωμα τις τελευταίες

revivalism and the nation-state project. Competing claims for modernity”,


http://www.iol.ie/~afifi/Articles/revival.htm, επίσκεψη στις 18/7/2003.
192 Βλ. Ayata Sencer, ό.π., σ. 99-100.
193 Βλ. Christensen-Ernst Jorgen, ό.π..
194 Βλ. Ayata Sencer, ό.π., σ. 100-102.
195 Βλ. Φουντεδάκη Πηνελόπη, ό.π., σ. 170-171.
196 Βλ. Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, ό.π., σ. 234.

62
εκλογές, που είχαν ως αποτέλεσμα να μείνουν εκτός Βουλής όλα τα
παραδοσιακά τουρκικά κόμματα –με εξαίρεση το CHP του Deniz
Baykal.
Το εκλογικό σύστημα που καθιερώθηκε στην Τουρκία από το
στρατιωτικό καθεστώς της περιόδου 1980-1983 θέσπιζε υψηλό κατώφλι
εισόδου στη Βουλή, 10%, με στόχο τη μη αντιπροσώπευση ακραίων ή
μικρών κομμάτων και τη διαμόρφωση ενός δικομματικού συστήματος.
Ωστόσο το εκλογικό αυτό σύστημα στράφηκε τελικά εναντίον των
παραδοσιακών τουρκικών κομμάτων και ενίσχυσε το ισλαμικό κόμμα, το
οποίο στις τελευταίες εκλογές με ποσοστό 34,3% κατέλαβε τα 2/3
περίπου των εδρών στη Βουλή.
Τα παραδοσιακά τουρκικά κόμματα δεν έχουν ρίζες στην
τουρκική κοινωνία. Δεν είναι κόμματα μαζών, δεν εκπροσωπούν
συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά στηρίζουν την
επιτυχία τους σε κάθετα πελατειακά δίκτυα και κινητοποιούν τα στελέχη
τους λίγο πριν την εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση. Είναι κατά βάση
αρχηγικά κόμματα με σχεδόν «ισόβιους» αρχηγούς και ολιγαρχικές
εσωτερικές δομές. Τα προγράμματά τους μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά η
πόλωση στο κομματικό σύστημα είναι έντονη λόγω προσωπικών –
περισσότερο- διαμαχών. Η εμπιστοσύνη των Τούρκων πολιτών στα
παραδοσιακά κόμματα είναι μικρή και η κινητικότητα των ψηφοφόρων
πολύ έντονη. Η αδυναμία των τουρκικών κομμάτων να δώσουν
απαντήσεις στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα στην Τουρκία καθώς και
το πλήθος των σκανδάλων, στα οποία φέρονται να είναι αναμιγμένοι οι
σημαντικότεροι εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής έχουν οδηγήσει στην
απαξίωση των παραδοσιακών κομμάτων. 198
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψήφος στο ισλαμικό κόμμα είναι είτε ψήφος
εμπιστοσύνης είτε ψήφος διαμαρτυρίας απέναντι στα καθιερωμένα

197Βλ. Φουντεδάκη Πηνελόπη, ό.π., σ. 173.


198 Βλ. μεταξύ άλλων Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to
democratic consolidation, ό.π., σ. 73-103, Tachau Frank, “Turkish Political Parties
and Elections: Half a Century of Multiparty Democracy”, Turkish Studies, Vol 1, No
1, spring 2000, σ. 128-148 και Πεσμαζόγλου Στέφανος, «Το κομματικό σύστημα στην
Τουρκία: ερμηνευτικές παρατηρήσεις», Βαληνάκης Γιάννης, Κωστάκος Γεώργιος

63
κόμματα. Εκτιμάται ότι τα 2/3 των ψηφοφόρων του ισλαμικού κόμματος
δεν ψηφίζουν το κόμμα λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων αλλά
για άλλους λόγους. 199 Το ισλαμικό κόμμα είναι το μόνο κόμμα στην
Τουρκία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μαζικό κόμμα. Το
κόμμα έχει μεγάλο αριθμό μελών που δραστηριοποιούνται συνεχώς και
όχι μόνο προεκλογικά. Οι ακτιβιστές του κόμματος, ιδίως οι γυναίκες
ακτιβίστριες, επισκέπτονται κάθε σπίτι, καταγράφουν τις ανάγκες και
προσφέρουν βοήθεια με ποικίλους τρόπους. Οι εκστρατείες του
κόμματος στηρίζονται έτσι περισσότερο σε διαπροσωπικές σχέσεις, σε
αντίθεση με τα παραδοσιακά τουρκικά κόμματα που βασίζονται στην
προβολή τους από τα ΜΜΕ. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το κόμμα
υστερεί σε χρήση τεχνολογικών μέσων για την προσέλκυση ψήφων. Τα
στοιχεία των οικογενειών καταχωρούνται σε βάσεις δεδομένων και
γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι
ανάγκες τους. 200
Το πλήθος των μελών καθώς και η απήχηση του ισλαμικού
κόμματος σε τούρκους μετανάστες έχουν συντελέσει στην ικανότητα του
κόμματος να διαθέτει μεγάλα χρηματικά ποσά. Παράλληλα το ισλαμικό
κεφάλαιο από τη Σαουδική Αραβία φαίνεται να στηρίζει το ισλαμικό
κόμμα. 201 Ο ίδιος ο Necmettin Erbakan διαθέτει τεράστια προσωπική
περιουσία. 202

Ισλαμικές αδελφότητες
Όπως σημειώνεται στο πρώτο κεφάλαιο, οι ισλαμικές αδελφότητες
στην Τουρκία απαγορεύτηκαν το 1925, γεγονός που τις ώθησε να
λειτουργούν παράνομα. Η αυξανόμενη ανοχή του τουρκικού κράτους
απέναντι στη θρησκεία έδωσε, ωστόσο, σε πολλές ισλαμικές αδελφότητες
την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν πιο έντονα και να κερδίσουν
πολλούς οπαδούς, ενώ αυξήθηκαν και οι επιχειρηματικές τους

&Ντόκος Θάνος (επιμ.), Επετηρίδα Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής, 1994, σ. 255-
271.
199 Βλ. Tachibana Toru, ό.π., σ. 119.
200 Βλ. Ayata Sencer, ό.π., σ. 109-112.
201 Βλ. Öniş Ziya, ό.π., σ. 757-758.
202 Βλ. Lowry Heath, ό.π., σ. 32.

64
δραστηριότητες καθώς και η διείσδυσή τους στο κράτος και οι επαφές
τους με τον πολιτικό κόσμο.
Οι σημαντικότερες ισλαμικές αδελφότητες στην Τουρκία είναι η
αδελφότητα των Nakşibendi και η αδελφότητα των Nurcu – αν και η
τελευταία αμφισβητείται κατά πόσο είναι αδελφότητα ή θρησκευτικό
κίνημα. 203
Η αδελφότητα των Nakşibendi υποστήριζε παραδοσιακά το
ισλαμικό κόμμα του Necmettin Erbakan και στη δεκαετία του ’80 το
Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας. Ο ίδιος ο Turgut Özal φαίνεται ότι είχε
σχέσεις με την αδελφότητα των Nakşibendi. Από την άλλη πλευρά οι
Nurcu, ιδίως το παρακλάδι με επικεφαλής τον Fetullah Gülen,
υποστήριζαν παλαιότερα το Δημοκρατικό Κόμμα του Adnan Menderes
και έπειτα το Κόμμα Δικαιοσύνης του Demirel και το Κόμμα του Ορθού
Δρόμου. 204 Μάλιστα μετά τις τοπικές εκλογές του 1994, ανήσυχη για την
επιτυχία του Κόμματος της Ευημερίας, η Tansu Çiller συναντήθηκε
επίσημα με τον Fetullah Gülen. Ο Fetullah Gülen φαίνεται ότι έπαιξε
ρόλο και στην προώθηση της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης. 205 Θεωρήθηκε
από πολλούς ως μετριοπαθής ισλαμιστής και ως γέφυρα ανάμεσα στους
αντιτιθέμενους ισλαμιστές και κοσμικούς., καθώς συνδύαζε στο λόγο του
την αποδοχή της δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας και των ισλαμικών
αξιών, Ωστόσο, ως πρόσωπο αμαυρώθηκε, όταν δημοσιεύτηκαν κασέτες
στις οποίες προέτρεπε τους οπαδούς του να εμφανίζονται διαλλακτικοί
και να κρύψουν προσωρινά τις πραγματικές τους προθέσεις. 206
Για τη διάδοση των απόψεών τους και της επιρροής τους οι
αδελφότητες εκδίδουν περιοδικά, βιβλία, παράγουν οπτικοασκουστικό
υλικό και διοργανώνουν ομιλίες και κατηχήσεις σε τζαμιά. Οι
Fetullahçιlar, για παράδειγμα, διαθέτουν μια καθημερινή εφημερίδα
ευρείας κυκλοφορίας, τη Zaman, και ένα τηλεοπτικό κανάλι. Οι
αδελφότητες χρηματοδοτούν σε μεγάλο βαθμό τα κορανικά σχολεία.

203 Βλ. Christensen-Ernst Jorgen, ό.π.


204 Βλ. Zübeyde Sami, «Τουρκικό Ισλάμ και εθνική ταυτότητα», Γεώρμας Κ. &
Καραμπελιάς Γ., ό.π., σ. 61-82 και ιδίως σ. 71.
205 Βλ. Hermann Rainer, ό.π., σ. 41-42.
206 Βλ. Lowry Heath, ό.π., σ. 38-39.

65
Επίσης οργανώνουν προπαρασκευαστικά μαθήματα για την είσοδο στο
πανεπιστήμιο και διαθέτουν εστίες για τη διαμονή των φτωχών φοιτητών.
Προωθώντας τέτοιους φοιτητές σε θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα οι
αδελφότητες διεισδύουν στο κράτος.
Παράλληλα οι αδελφότητες επιδίδονται σε υπηρεσίες κοινωνικής
πρόνοιας ιδιαίτερα για τους φτωχούς και τους αρρώστους. Διαθέτουν
νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα και παρέχουν φαγητό σε άπορους.
Η επιρροή των αδελφοτήτων ξεπερνά τα σύνορα της Τουρκίας.
Έχουν διασυνδέσεις με άλλα κράτη καθώς και με τους Τούρκους
μετανάστες. Οι Fetullahçılar έχουν ιδρύσει 200 σχολεία στα Βαλκάνια,
τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, όπου το μάθημα γίνεται στη γλώσσα
της κάθε χώρας αλλά και στα τουρκικά και αγγλικά.
Οι πόροι των αδελφοτήτων προέρχονται τόσο από προσωπικές
συνδρομές, από δωρεές επιχειρήσεων και κρατών όσο κυρίως και από
την εκτεταμένη οικονομική δραστηριότητα των αδελφοτήτων, οι οποίες
διαθέτουν –μεταξύ άλλων- αλυσίδες καταστημάτων, τράπεζες,
ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρίες και διατηρούν διασυνδέσεις με
εταιρίες στο εξωτερικό. 207

2.3. Προς επαναπροσδιορισμό της αρχής της εκκοσμίκευσης

Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία θέτει υπό


αμφισβήτηση την αρχή της εκκοσμίκευσης της κεμαλιστικής ιδεολογίας.
Υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια τόσο
διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας, συνθήκες που ευνόησαν
την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, η εμμονή στην εκκοσμίκευση, δηλαδή
στον περιορισμό και τον έλεγχο της θρησκείας και στην αντικατάσταση
της θρησκευτικής πίστης από το εθνικό φρόνημα και τη «λατρεία του
Atatürk», δε βοηθά στην πρόοδο της Τουρκίας αλλά –αντιθέτως-
προκαλεί προβλήματα στο πολιτικό σύστημα.
Στην αμφισβήτηση της αρχής της εκκοσμίκευσης και στην άνοδο
του πολιτικού Ισλάμ συνέβαλαν διαδικασίες που συνδέονται με την

66
παγκοσμιοποίηση, όπως η κρίση του έθνους-κράτους και ιδίως η κρίση
του κράτους-πρόνοιας, η αποδυνάμωση της παραδοσιακής διάκρισης
δεξιά-αριστερά και η έμφαση στην πολιτική της ταυτότητας, ιδίως σε
πολιτιστικές διαφοροποιήσεις, και η κριτική στο δυτικό φιλελεύθερο
πρότυπο που ασκείται από το μεταμοντερνισμό.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας η νεοφιλελεύθερη πολιτική που
εφαρμόστηκε στη δεκαετία του ’80 δημιούργησε μια νέα επιχειρηματική
ελίτ αλλά και ένα στρώμα φτωχών εσωτερικών μεταναστών. Και οι δύο θα
αποτελέσουν τη βάση του πολιτικού Ισλάμ. Η υιοθέτηση της τουρκο-
ισλαμικής σύνθεσης και η θρησκευτική πολιτική ιδίως της δεκαετίας του
’80, η άνοδος του ισλαμικού κόμματος και η αυξανόμενη επιρροή των
αδελφοτήτων άλλαξαν την τουρκική κοινωνία και αποδυνάμωσαν την
αρχή της εκκοσμίκευσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες η επίκληση του κεμαλισμού, ιδίως της
εκκοσμίκευσης, αμφισβητείται έντονα και προκαλεί –μεταξύ άλλων- τα
εξής προβλήματα στο τουρκικό πολιτικό σύστημα:
α) ενίσχυση του ρόλου των στρατιωτικών
Η ανάδειξη του ισλαμισμού σε βασικό αντίπαλο των
στρατιωτικών 208 και απειλή για την κοινωνία ενισχύει το ρόλο των
ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες θεωρούνται θεματοφύλακες του κοσμικού
χαρακτήρα του κράτους, και νομιμοποιεί την επέμβασή τους στην
πολιτική. Μετά το τέλος της κομμουνιστικής «απειλής» και την
αποδυνάμωση του κουρδικού «κινδύνου» ο ισλαμισμός αποτελεί τη νέα
«απειλή» που χρειάζεται το τουρκικό πολιτικό κατεστημένο, για να
δικαιολογεί το ρόλο του.
β) καταπίεση θρησκευτικής έκφρασης
Ο περιορισμός και έλεγχος της θρησκείας στα πλαίσια της αρχής
της εκκοσμίκευσης οδηγεί στην καταπίεση της θρησκευτικής έκφρασης.
Η απαγόρευση της μαντίλας σε χώρους, όπως τα πανεπιστήμια ή τα
υπουργεία, η μη αποδοχή ή η αποβολή των θρησκευόμενων από τις
ένοπλες δυνάμεις συνιστούν δείγματα καταπίεσης του θρησκευτικού

207 Βλ. Ayata Sencer, ό.π., σ. 102-109.


208 Βλ. Lowry Heath, ό.π., σ. 46.

67
φρονήματος. Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί βασικό στοιχείο της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπου εκκοσμίκευση σημαίνει χωρισμός
θρησκείας και κράτους και όχι έλεγχος της θρησκείας από το κράτος. Η
λατρεία του Kemal Atatürk μοιάζει με εκ των άνω επιβολή μιας
«κοσμικής θρησκείας» 209 που δεν έχει απήχηση στην πλειοψηφία της
τουρκικής κοινωνίας.
γ) περιορισμός αντιπολίτευσης
Στην αρχή της εκκοσμίκευσης στηρίζεται η επανειλημμένη
απαγόρευση του ισλαμικού κόμματος στην Τουρκία. Προϋπόθεση για
την επιβίωση ενός πολιτικού κόμματος είναι η αποδοχή της
εκκοσμίκευσης αλλά και γενικότερα των αρχών του κεμαλισμού. Έτσι τα
πολιτικά κόμματα στην Τουρκία δεν έχουν μεγάλες ιδεολογικές διαφορές
και οι αντιπολιτευόμενες απόψεις μένουν εκτός κοινοβουλίου. Τα
αιτήματα της κοινωνίας πολιτών, η οποία παραμένει αδύναμη, δεν
εκφράζονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία –σε μεγάλο βαθμό-
αποτελούν κόμματα στελεχών αποκομμένων από την κοινωνία.
δ) απαξίωση κομματικού συστήματος
Η επιβολή της εκκοσμίκευσης και ο περιορισμός της
αντιπολίτευσης –σε συνδυασμό με τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά
προβλήματα- έχουν οδηγήσει στην απαξίωση του κομματικού
συστήματος εκ μέρους των πολιτών. Η ψήφος στο μετριοπαθές ισλαμικό
κόμμα που σήμερα βρίσκεται στην κυβέρνηση είναι σε μεγάλο βαθμό
ψήφος διαμαρτυρίας απέναντι στα παραδοσιακά τουρκικά κόμματα. Η
έντονη κινητικότητα των ψηφοφόρων αποτελεί επιπλέον ένδειξη της
κρίσης του κομματικού συστήματος.
Η αρχή της εκκοσμίκευσης θεωρήθηκε βασικό χαρακτηριστικό
της τουρκικής δημοκρατίας και αφετηρία για τον εκσυγχρονισμό της
χώρας σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Ωστόσο στις μέρες μας η αρχή
της εκκοσμίκευσης αποτελεί εμπόδιο στον εκδημοκρατισμό του
τουρκικού πολιτικού συστήματος. Ο μεγάλος φόβος του πολιτικού
κατεστημένου και –εν μέρει- και των ευρωπαϊκών κρατών είναι ότι η

209Βλ. και Yüksel Edip, “Cannibal democracies, theocratic secularism. The Turkish
version”, http://www.yuksel.org/e/law/cannibal.htm, επίσκεψη στις 5/9/2003.

68
φιλελευθεροποίηση της πολιτικής ζωής στην Τουρκία μπορεί να είναι
ευνοϊκή για το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο υποστηρίζεται και από δυνάμει
αντιπάλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, όμως,
η φιλελευθεροποίηση του τουρκικού πολιτικού συστήματος είναι πολύ
πιθανό να περιορίσει μακροχρόνια τη δύναμή του πολιτικού Ισλάμ,
καθώς οι διάφορες κοινωνικές ομάδες θα έχουν περισσότερες επιλογές
και μεγαλύτερη ελευθερία πολιτικής έκφρασης.

69
3. Η αρχή του κρατισμού και η πρόκληση του εκσυγχρονισμού

«Υπάρχουν δύο Τουρκίες


Η μία που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε,
η άλλη από όπου θέλουμε να ξεφύγουμε...
Η μία είναι ο τόπος των ελπίδων μας.[...] Αναζητά τις αξίες της εποχής.
Μαθαίνει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προσπαθεί να καταργήσει τη
θανατική ποινή, να εμποδίσει τα βασανιστήρια,
να ανοίξει την πολιτική στην κοινωνία. Αναζητά τους νόμους.
Η άλλη ακόμα κοιτάζει πίσω..[...] Ζει με το φόβο του διαμελισμού της και
διαλύει το λαό της... Όσο αυξάνεται η παράνοιά της γίνεται εσωστρεφής
και μικραίνει.[...] Οι φυλακές της γεμάτες με καταδικασμένους για τις
απόψεις τους. Τα δικαστήριά της κουρασμένα να κλείνουν κόμματα.
Αν σκάψεις τη μια θα βρεις τους πιο πλούσιους θησαυρούς.
Αν σκάψεις την άλλη θα βρεις τον τάφο της τυραννίας.» 210

Can Dündar

3.1. Το τουρκικό κράτος και η κοινωνία πολιτών

Το τουρκικό κράτος είναι παραδοσιακά ισχυρό – υπό την έννοια


ότι κατέχει πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση δημοσίων πολιτικών και
ότι η σημασία της κρατικής κυριαρχίας θεωρείται αδιαμφισβήτητη και
όχι τόσο υπό την έννοια της αποτελεσματικότητας ή δύναμης 211 - και
συγκεντρωτικό. Τα χαρακτηριστικά αυτά εξηγούνται –ως ένα βαθμό-, αν
λάβουμε υπόψη τη δομή του οθωμανικού κράτους και την απουσία
ισχυρής και ανεξάρτητης τουρκικής αστικής τάξης, η οποία θα μπορούσε
να λειτουργήσει ως αντίβαρο στο κράτος, ως ενδιάμεση κοινωνική δομή
ανάμεσα στο κράτος και το άτομο. Μετά την ίδρυση της Τουρκικής

210 Απόσπασμα από σχόλιο του δημοσιογράφου Can Dündar στην εφημερίδα Sabah,
όπως παρατίθεται από την ιστοσελίδα των Εναλλακτικών ΜΜΕ της Τουρκίας,
http://www.minidev.com/anayasa.asp, επίσκεψη στις 9/10/2003.
211 Βλ. Larrabee Stephen F. & Lesser Ian O., Turkish Foreign Policy in an Age of

Uncertainty, Rand, 2003,


http://www.rand.org/publications/MR/MR1612/index.html, επίσκεψη στις
9/10/2003, σ. 21.

70
Δημοκρατίας οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις δεν μπόρεσαν να
εκφραστούν πολιτικά και το κράτος διατήρησε την αυτονομία του και τον
πατερναλιστικό του χαρακτήρα, ο οποίος –όπως έχει ήδη σημειωθεί-
εκφράζεται στη φράση “devlet baba” (κράτος πατέρας). Ο έντονος
κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία δημιούργησε μια εξαρτημένη
αστική τάξη, ενώ τον κυρίαρχο πολιτικά ρόλο διατήρησε η στρατιωτική
και διοικητική γραφειοκρατία, η οποία αναδείχθηκε σε εγγυητή του
κράτους και του δημοσίου συμφέροντος. Η εμμονή στην ενότητα του
κράτους και της κοινωνίας και η άρνηση των ταξικών, θρησκευτικών,
εθνοτικών ή άλλων διαιρετικών τομών – άρνηση που απορρέει από την
αρχή του λαϊκισμού της κεμαλιστικής ιδεολογίας - είχε ως αποτέλεσμα
να αντιμετωπίζεται με καχυποψία κάθε έκφραση ιδιαίτερων
συμφερόντων και οι ομάδες πίεσης να θεωρούνται απειλητικές για το
κράτος και την κοινωνία.
Στη διάρκεια του μονοκομματικού καθεστώτος οι οργανώσεις και
οι σύλλογοι λειτουργούσαν υπό τον αυστηρό έλεγχο του κράτους. Με την
εισαγωγή του πολυκομματισμού αυξήθηκαν σε αριθμό οι οργανώσεις
διαφόρων ειδών 212 , αλλά το κράτος διατήρησε τον αυστηρό έλεγχο επί
της κοινωνίας και τον αυταρχικό του χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια της
δεκαετίας του ’50. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν μικρά περιθώρια
δράσης –είναι ενδεικτικό ότι συνεχίστηκε η απαγόρευση των απεργιών-,
ενώ ο Τύπος και τα πανεπιστήμια δεν είχαν περιθώρια αυτονομίας. 213
Στις δεκαετίες ’60 και ’70, μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του
1961 214 , το οποίο εμπεριείχε αρκετά φιλελεύθερα στοιχεία, άρχισαν να
αυξάνονται οι οργανώσεις και οι σύλλογοι στην Τουρκία, 215 να αποκτούν
μεγαλύτερη ελευθερία ο Τύπος και τα ΜΜΕ και ευρύτερα περιθώρια

212
Βλ. Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic
Consolidation, ό.π., σ. 129.
213 Βλ. Zürcher Erik, ό.π., σ. 219-252.
214 Στόχος των συντακτών του Συντάγματος του 1961 ήταν να περιοριστεί το μονοπώλιο

της εξουσίας του κυβερνώντος κόμματος μέσω της δημιουργίας αντίβαρων, όπως ο
Τύπος, το Συνταγματικό Δικαστήριο, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, για να
αποφευχθεί το προηγούμενο των κυβερνήσεων Menderes της δεκαετίας του ‘50. Βλ.
Zürcher Erik, ό.π., σ. 256-260.
215
Βλ. Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic
Consolidation, ό.π., σ. 128-130.

71
δράσης τα συνδικάτα, καθώς καθιερώθηκαν τα δικαιώματα της απεργίας
και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Παράλληλα όμως διατηρήθηκε ο
παρεμβατικός χαρακτήρας του κράτους ιδιαίτερα στην οικονομία, όπου
εφαρμόστηκε πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών.
Το πραξικόπημα του 1980 ενέτεινε τον αυταρχικό και
συγκεντρωτικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Το στρατιωτικό
καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε επιχείρησε να ελέγξει και να περιορίσει
την πολιτική συμμετοχή και δράση. Το Σύνταγμα του 1982, το οποίο με
κάποιες τροποποιήσεις ισχύει ως τις μέρες μας, περιόριζε τις ατομικές
ελευθερίες, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και
συγκέντρωνε την εξουσία στην κυβέρνηση και στον Πρόεδρο. Επιπλέον,
απαγόρευε τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή για 10 και 5 χρόνια
αντίστοιχα των αρχηγών κομμάτων και των βουλευτών προ του
πραξικοπήματος. 216 Το Σύνταγμα απαγόρευσε την πολιτική δράση των
συλλόγων και ενώσεων και προέβλεπε ότι η πολιτική δραστηριότητα ήταν
αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών κομμάτων, τα οποία –ωστόσο-
απαγορευόταν να έχουν σχέσεις με συλλόγους, ενώσεις και οργανώσεις.
Οι ρυθμίσεις αυτές καταργήθηκαν πολύ αργότερα με τη συνταγματική
αναθεώρηση του 1995. 217
Παράλληλα το στρατιωτικό καθεστώς επενέβη –σε μεγάλο βαθμό-
στο νομικό σύστημα με ένα πλήθος νέων νόμων –στο πνεύμα του
Συντάγματος- που ρύθμιζαν ποικίλες πτυχές της πολιτικής και
κοινωνικής ζωής, όπως τα κόμματα, το εκλογικό σύστημα, την
εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, τα συνδικάτα κλπ. 218 Η ομαλή και ελεγχόμενη
μετάβαση από τη στρατιωτική στην πολιτική κυβέρνηση είχε ως
αποτέλεσμα να διατηρηθούν σε ισχύ πολλοί από τους νόμους της
περιόδου 1980-1983. 219 Ο αυταρχικός χαρακτήρας του στρατιωτικού
καθεστώτος εκφράστηκε περαιτέρω με τη σύλληψη και φυλάκιση

216 Τελικά η απαγόρευση αυτή ίσχυσε ως το 1987, οπότε και καταργήθηκε με


συνταγματική αναθεώρηση που διενεργήθηκε κατόπιν δημοψηφίσματος. Βλ. ενδεικτικά
Φουντεδάκη Π., ό.π., σ.432.
217 Βλ. Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic
Consolidation, ό.π., σ. 125-131.
218 Ό.π., σ. 115.

72
χιλιάδων ανθρώπων, ιδίως αριστερών, την απόλυση μεγάλου αριθμού
καθηγητών πανεπιστημίου, το κλείσιμο εφημερίδων και περιοδικών. 220
Η έξαρση του κουρδικού ζητήματος μετά το 1984 έδωσε την αφορμή για
ενίσχυση του ρόλου της στρατιωτικής και πολιτικής γραφειοκρατίας
ιδίως στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Η παρέμβαση του κράτους δεν περιορίστηκε μόνο στην πολιτική
και πολιτιστική ζωή. Το τουρκικό κράτος διατήρησε καίριο ρόλο και στην
οικονομία παρά τα μέτρα φιλελευθεροποίησης της τουρκικής αγοράς
που εφαρμόστηκαν επί κυβέρνησης Özal. Η οικονομική πολιτική των
κυβερνήσεων Özal στόχευε στην προώθηση των τουρκικών εξαγωγών, στη
φιλελευθεροποίηση των εισαγωγών – μέσω της κατάργησης δασμών και
ποσοστόσεων- και στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, ο ρόλος του κράτους στην οικονομία δε μειώθηκε, καθώς
συνεχίστηκε ο κρατικός έλεγχος επί των αγορών μέσω των κρατικών
τραπεζών, ενισχύθηκαν επιλεκτικά συγκεκριμένες επιχειρήσεις μέσω
πελατειακών σχέσεων και αυξήθηκε ο δημόσιος τομέας, ενώ το
πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων κινήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς. 221
Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός, η περιορισμένη δημοκρατία,
η μη ανοχή της αντιπολίτευσης, η προτεραιότητα του κράτους έναντι του
πολίτη και γενικότερα ο αυταρχικός και παρεμβατικός χαρακτήρας του
κράτους είχαν ως αποτέλεσμα η κοινωνία πολιτών στην Τουρκία, ως
χώρος κοινωνικών ενσωματώσεων και δημοσίων δραστηριοτήτων που
βρίσκονται ανάμεσα στην οικογένεια και το κράτος, 222 ως αντίβαρο στο
κράτος, να παραμείνει αδύναμη, υπανάπτυκτη και εξαρτημένη από το

219 Βλ. Türsan Huri, “Ersatz Democracy: Turkey in the 1990s”, Gillespie Richard
(ed.), Mediterranean Politics, Vol. 2, Pinter, Great Britain, 1996, σ. 215-230.
220 Βλ. Zürcher Erik J., ό.π., σ. 292-296.
221 Βλ. Mousseau Demet Yalcin, “Market development, democratization and human

rights in Turkey”, Σεπτέμβριος 2002,


http://apsaproceedings.cup.org/Site/papers/015/015011YalcinMous.pdf, επίσκεψη
στις 22/9/2003.
222 Έτσι ορίζει την κοινωνία πολιτών ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος, βλ. Σωτηρόπουλος

Δημήτρης, «Εννοιολογικές διευκρινήσεις για την Κοινωνία Πολιτών», Κοινωνία Πολιτών,


τ. 5, χειμώνας 2000, σ. 11.

73
κράτος. Στην Τουρκία η κοινωνία πολιτών υφίσταται –σε μεγάλο βαθμό-
μόνο κατ’ όνομα. 223
Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσονται οργανώσεις
και σύλλογοι στην Τουρκία που αμφισβητούν την κηδεμονία του
κράτους και διεκδικούν αυτόνομο ρόλο και συμμετοχή στην πολιτική.
Τα δυναμικότερα κομμάτια της κοινωνίας πολιτών πιέζουν για τον
εκσυγχρονισμό της πολιτικής και οικονομικής ζωής στην Τουρκία και
φαίνεται να συναινούν στο αίτημα για εκδημοκρατισμό της χώρας,
αποκέντρωση της εξουσίας, καθιέρωση κράτους δικαίου και σεβασμό των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κουρδικό κίνημα
και το πολιτικό Ισλάμ, εκφράσεις –κατά μία έννοια- της κοινωνίας
πολιτών, έχουν υιοθετήσει το εκσυγχρονιστικό αίτημα, ιδίως όσον αφορά
τον εκδημοκρατισμό της χώρας. 224
Ο επιχειρηματικός κόσμος, ο οποίος γνώρισε άνθηση από τη
δεκαετία του ’80 και μετά, έχει υποστηρίξει συχνά τον πολιτικό
φιλελευθερισμό και εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, ενώ –όπως έχει ήδη
αναφερθεί- σημαντικοί επιχειρηματίες έχουν εκφράσει ανοιχτά την
κριτική τους για ευαίσθητα θέματα, όπως το κουρδικό και το πολιτικό
Ισλάμ. Ο Σύνδεσμος Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών
(TÜSİAD) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες οργανώσεις
επιχειρηματιών που πιέζουν για τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας. Ο
TÜSİAD ιδρύθηκε το 1971 και περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες τουρκικές
επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη. 225 Κατά καιρούς
δημοσιεύει αναφορές σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας, τα
πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας και προτείνει μέτρα στην
κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. 226 Και άλλες οργανώσεις του

223 Βλ. Karaman & Aras, ό.π..καθώς και Avsar Servan Adar, “Civil Society and
Democratization. The case of Turkey”,
http://www.ir.metu.edu.tr/conf2002/papers/avsar.pdf, επίσκεψη στις 15/9/2003.
224 Χαρακτηριστική είναι η ίδρυση από τους ισλαμιστές της MAZLUMDER, οργάνωσης

προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βλ. την ιστοσελίδα


http://www.mazlumder.org/english/about.htm, επίσκεψη στις 26/9/2003.
225 Βλ. Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to Democratic

Consolidation, ό.π., σ. 133-134. Ας σημειωθεί ότι ο TÜSIAD αντιστοιχεί –κατά κάποιο


τρόπο- στον ελληνικό ΣΕΒ.
226 Βλ. ενδεικτικά TÜSİAD, Perspectives on Democratization in Turkey and EU

Copenhagen Political Criteria. Views and Priorities, Ιούλιος 2001,

74
επιχειρηματικού κόσμου, όπως η Ένωση Επιμελητηρίων και
Χρηματιστηρίων (TOBB) ή η Τουρκική Συνομοσπονδία Ενώσεων
Εργοδοτών (TİSK) έχουν εκφραστεί κατά καιρούς υπέρ του
εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος και του περιορισμού του
παρεμβατικού ρόλου του κράτους. 227
Ιδιαίτερα δραστήριες και επικριτικές απέναντι στο δημοκρατικό
έλλειμμα στην Τουρκία είναι και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις για την
προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με σημαντικότερο το Σύνδεσμο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τουρκίας (İHD). Ο Σύνδεσμος Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων της Τουρκίας ιδρύθηκε το 1986 και διαθέτει παραρτήματα
σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. Συλλέγει και δημοσιεύει
συστηματικά στοιχεία για την καταπάτηση των ατομικών και πολιτικών
δικαιωμάτων, ιδίως στις νοτιοανατολικές περιοχές, διεξάγει έρευνες,
διοργανώνει συζητήσεις, σεμινάρια, ακόμα και διαδηλώσεις. 228
Η πολιτική παρέμβαση των παραπάνω οργανώσεων δεν είναι
αποκομμένη από τις εξελίξεις στην τουρκική κοινωνία. Μετά το
σκάνδαλο του Susurluk το 1996 229 και το σεισμό του Αυγούστου του
1999 φάνηκε κάτι να αλλάζει στην Τουρκία, καθώς μεγάλο τμήμα του
κόσμου εξέφρασε την αντίθεσή του στο υπάρχον πολιτικό σύστημα και
μεγάλη μερίδα του Τύπου επιδόθηκε σε έντονη κριτική απέναντι στην
κυβέρνηση.
Το 1996, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο του Susurluk και φάνηκε η
απροθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε σχετική έρευνα,
εκδηλώθηκε δημόσια διαμαρτυρία με συμμετοχή αρχικά χιλιάδων και
έπειτα εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι κάθε βράδυ στις εννιά
έκλειναν για ένα χρονικό διάστημα τα φώτα των σπιτιών τους. Μπροστά

http://www.tusiad.us/Content/uploaded/DEMIK.PDF, επίσκεψη στις 15/9/2003.


Στον πρόλογο της αναφοράς περιγράφονται και οι σκοποί της TÜSİAD.
227 Βλ. Yılmaz Hakan, “Business Notions of Democracy. The Turkish Experience in

the 1990s”, Cahiers d’ études sur la Méditerranée orientale et le monde turco-iranien,


No 27, Ιανουάριος-Ιούνιος 1999, σ. 183-194 και ιδίως 188-190.
228 Βλ. ενδεικτικά την τελευταία ανακοίνωση του Συνδέσμου για την κατάσταση των

ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία: Human Rights Association of Turkey, The


evaluation report of the months January-March 2003,
http://www.ihd.org.tr/eindex.html, επίσκεψη στις 22/9/2003. Στον ίδιο διαδικτυακό
τόπο αναφέρονται και η ταυτότητα και οι σκοποί του συνδέσμου.

75
σε αυτή τη σιωπηλή διαμαρτυρία και τις επικρίσεις των ΜΜΕ –
τουλάχιστον για κάποιο διάστημα- οι αρχές αναγκάστηκαν να αναθέσουν
τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας σε κοινοβουλευτική επιτροπή.
Έντονη ήταν η αντίδραση του κόσμου και το καλοκαίρι του 1999,
όταν η κυβέρνηση Ecevit προώθησε νομοσχέδιο που παραχωρούσε
αμνηστία σε βαρυποινίτες εγκληματίες, δολοφόνους, διεφθαρμένους
πολιτικούς και μέλη της μαφίας, ενώ άφηνε στη φυλακή όσους είχαν
καταδικαστεί για αδικήματα έκφρασης. Η διαμαρτυρία του κόσμου
συνέβαλε στην άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας εκ μέρους του
Προέδρου της Τουρκίας Süleyman Demirel. 230
Την ίδια εποχή ο σεισμός του Μαρμαρά αποκάλυψε τις αδυναμίες
του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Η κατάρρευση πολλών κτιρίων και
το μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές έδειξε το μέγεθος της διαφθοράς
των τουρκικών αρχών, καθώς φάνηκε ότι τοπικές και κεντρικές αρχές
δωροδοκούνταν, για να επιτρέπουν την κατασκευή κτιρίων που δεν
πληρούσαν τις κατάλληλες προδιαγραφές. Η συμβολή των τουρκικών
υπηρεσιών και του στρατού στη διάσωση των σεισμόπληκτων ήταν
ανεπαρκής, το Κρατικό Ταμείο για την Αντιμετώπιση Σεισμών
αποδείχθηκε ότι ήταν άδειο, ενώ αποκαλύφθηκε ότι η τουρκική Ερυθρά
Ημισέληνος είχε καταχραστεί χρήματα και πουλήσει εξοπλισμό που της
είχε δοθεί ως δωρεά. 231 Από την άλλη πλευρά, σωστικά συνεργεία
έφτασαν για βοήθεια από το εξωτερικό, από την Ελλάδα, το Ισραήλ, την
Αμερική, γεγονός που μπορεί να συνέβαλε στην αλλαγή της εικόνας που
πολλοί τούρκοι πολίτες είχαν ως τότε για την Τουρκία και για τους
άλλους. 232 Έντονη ήταν η αντίδραση του κόσμου, όταν ο υπουργός
Υγείας δε δέχτηκε φιάλες με αίμα από την Ελλάδα 233 και όταν δήλωσε

229 Για λεπτομέρειες για το σκάνδαλο του Susurluk βλ. παραπάνω, υποκεφάλαιο 1.2.
Η τουρκική πολιτική απέναντι στο κουρδικό.
230 Βλ. Lowry Heath W, ό.π., σ. 54-55.
231 Βλ. Kubicek Paul, “The earthquake, Europe and prospects for political change in

Turkey”, Middle East Review of International Affairs, vol. 5, no2, June 2001,
http://www.biu.ac.il/Besa/meria/journal/2001/issue2/jv5n2a4.html\, επίσκεψη
στις 15/9/2003.
232 Βλ. Lowry Heath W, ό.π., σ. 56.
233 Βλ. Kubicek Paul, ό.π..

76
ότι δεν υπήρχε ανάγκη βοήθειας από ξένους εθελοντές. 234 Η ανεπάρκεια
του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στις ανάγκες είχε ως
αποτέλεσμα να συγκροτηθούν πολλές οργανώσεις πολιτών με στόχο την
παροχή βοήθειας στους σεισμόπληκτους. Πολλές από αυτές
συνενώθηκαν και σχημάτισαν το Κέντρο Συντονισμού Πολιτών. 235
Κινήσεις της κοινωνίας πολιτών, όπως οι παραπάνω, μπορεί να
μην είχαν συνέχεια και να μην αποτέλεσαν τη βάση για μια πιο
δυναμική και συντονισμένη προώθηση πολιτικών αιτημάτων. Η
ετερογένεια των οργανώσεων, η έλλειψη συντονισμού, η αντίδραση του
κράτους απέναντι σε πολλές οργανώσεις – ιδίως ισλαμικές - είχαν ως
αποτέλεσμα να διαλυθούν –σε μεγάλο βαθμό- οι κινήσεις πολιτών που
εκδηλώθηκαν το καλοκαίρι του 1999. 236 Παρόλα αυτά η συμμετοχή των
πολιτών σε κινήσεις διαμαρτυρίας ενάντια στο υπάρχον πολιτικό
σύστημα τα τελευταία χρόνια, η ενεργή παρουσία οργανώσεων ιδίως από
το χώρο των επιχειρηματιών αλλά και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, η κριτική που ασκείται από πολλούς δημοσιογράφους και
ανθρώπους των γραμμάτων στον αυταρχικό χαρακτήρα του κράτους
αποτελούν –κατά κάποιο τρόπο- εκφράσεις της κοινωνίας πολιτών στην
Τουρκία, η οποία αν και ετερογενής και αδύναμη, φαίνεται να συναινεί
ως προς την ανάγκη εκσυγχρονισμού – με την έννοια κυρίως του
εκδημοκρατισμού- του τουρκικού πολιτικού συστήματος.

3.2. Η ΕΕ ως παράγοντας εκσυγχρονισμού

Οι πιέσεις για αλλαγές στο πολιτικό σύστημα δεν προέρχονται


μόνο από το εσωτερικό της χώρας αλλά και από το εξωτερικό, κυρίως
από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας φιλοδοξεί να
γίνει η Τουρκία.
Η σχέση ΕΟΚ – Τουρκίας ξεκίνησε το 1963 με τη Συμφωνία
Σύνδεσης, γνωστή και ως Συμφωνία της Άγκυρας, η οποία έθετε ως στόχο
την τελωνειακή ένωση ΕΟΚ- Τουρκίας και έκανε λόγο για δυνατότητα

234 Βλ. Lowry Heath W, ό.π., σ. 56.


235 Βλ. Kubicek Paul, ό.π..

77
προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΟΚ, όταν η Τουρκία θα μπορούσε να
αναλάβει τις υποχρεώσεις ενός πλήρους μέλους. 237 Η συμφωνία
σύνδεσης ΕΟΚ- Τουρκίας νομιμοποιούσε – κατά κάποιο τρόπο- την
εκδήλωση του ενδιαφέροντος της ΕΟΚ για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της
Τουρκίας. Η σχέση αυτή, σε συνδυασμό με την επιθυμία εκδυτικισμού
της χώρας, περιόρισε –ως ένα βαθμό- τις αντιδημοκρατικές τάσεις στην
Τουρκία σε όλο το διάστημα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 238
Σημαντική ήταν η αντίδραση της ΕΟΚ στο πραξικόπημα του 1980.
Την επόμενη μέρα της εκδήλωσης του πραξικοπήματος η Ευρωπαϊκή
Κοινότητα δήλωσε ότι ανέμενε την όσο το δυνατόν συντομότερη
επιστροφή στην πολιτική κυβέρνηση. Το 1981 η Κοινότητα πάγωσε το
τέταρτο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο και το 1982 πάγωσε τη συμφωνία
σύνδεσης συνολικά. Το 1985 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε αναφορά
του για την Τουρκία πρότεινε την κατάργηση των πολιτικών περιορισμών
στα κόμματα που δρούσαν πριν το πραξικόπημα καθώς και την
κατάργηση του στρατιωτικού νόμου. Και οι δυο προτάσεις υλοποιήθηκαν
–σε μεγάλο βαθμό- το 1987.
Οι πιέσεις από την πλευρά της ΕΟΚ – και έπειτα ΕΕ- για τον
εκδημοκρατισμό της Τουρκίας συνεχίστηκαν στη δεκαετία του ’90. Στο
μεταξύ, το 1987 η Τουρκία είχε καταθέσει αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ.
Καθώς τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης στρέφονταν προς την ΕΕ μετά
το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η ΕΕ όρισε το 1993 τα κριτήρια που θα
έπρεπε να πληρούν τα κράτη, για να γίνουν δεκτά ως πλήρη μέλη, τα
λεγόμενα κριτήρια της Κοπεγχάγης, κριτήρια που θα έπρεπε να πληροί
και η Τουρκία. Με βάση τα κριτήρια της Κοπεγχάγης η ΕΕ άσκησε
πίεση στην Τουρκία για βελτιώσεις στον τομέα των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων ιδίως κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία

236 Βλ. Kubicek Paul, ό.π..


237 Βλ. Καζάκος Πάνος, «Οι ευρωπαϊκές προοπτικές της Τουρκίας», Καζάκος Πάνος
κ.ά., Η Ελλάδα και το Ευρωπαϊκό Μέλλον της Τουρκίας, Σιδέρης, Αθήνα, 2001, σ. 249-
278 και ιδίως σ. 253-255 και Müftüler-Baç Meltem, “The Impact of the European
Union on Turkish Politics”, East European Quarterly, vol. 34, No 2, June 2000, σ.
159-179 και ιδίως σ. 161.
238 Βλ. Öniş Ziya, “Turkey, Europe and Paradoxes of Identity: Perspectives on the

International Context of Democratization”, Mediterranean Quarterly, vol. 10, No 3,


summer 1999, σ. 107-136 και ιδίως σ. 128.

78
Τελωνειακής Ένωσης, η οποία υπογράφτηκε τελικά το 1995. Δεν είναι
τυχαίο ότι λίγους μήνες πριν την υπογραφή της Συμφωνίας και
αναμένοντας την ψήφο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία σημαντική αναθεώρηση του
Συντάγματος. Μικρή αναθεώρηση 239 πραγματοποιήθηκε και το
καλοκαίρι του 1999 λίγους μήνες πριν την απόφαση της Συνόδου
Κορυφής στο Ελσίνκι που αναγόρευε την Τουρκία σε υποψήφιο
κράτος. 240
Το 2000 η Τουρκία και η ΕΕ υιοθέτησαν τη Συμφωνία Εταιρικής
Σχέσης 241 , η οποία καθορίζει τις προτεραιότητες για την προετοιμασία
της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, στο πνεύμα των κριτηρίων της
Κοπεγχάγης. Με βάση τη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης και το Εθνικό
Πρόγραμμα που υιοθέτησε η Τουρκία για την εναρμόνιση με το
ευρωπαϊκό κεκτημένο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί στενά τις
εξελίξεις στην Τουρκία και συντάσσει κάθε χρόνο έκθεση για την πρόοδο
που έχει επιτευχθεί στον πολιτικό και οικονομικό τομέα και στην
υιοθέτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου. 242 Με αυτόν τον τρόπο η ΕΕ
πιέζει για την υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων εκδημοκρατισμού και
αποτελεί παράγοντα εκσυγχρονισμού της Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά η μεγάλη υποστήριξη της ένταξης στην ΕΕ
από τον τουρκικό πληθυσμό δεν αφήνει περιθώρια αδιαφορίας απέναντι
στις επισημάνσεις της ΕΕ. Η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δίνει
προοπτική στους πολίτες της Τουρκίας και υποστηρίζεται ιδιαίτερα στις
πόλεις και στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας. 243 Οι τούρκοι

239 Με την αναθεώρηση του 1999 καταργήθηκε η συμμετοχή στρατιωτικού δικαστή στα

Δικαστήρια Εθνικής Ασφαλείας. Γενικά για τις αναθεωρήσεις του συντάγματος στην
Τουρκία βλ. επόμενο κεφάλαιο.
240 Βλ. Müftüler-Baç Meltem, ό.π., σ. 164-167
241 Για τις προτεραιότητες που περιλαμβάνονται στη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης βλ.

http://europa.eu.int/comm/enlargement/turkey/docs.htm, όπου υπάρχουν και όλα


τα σημαντικά έγγραφα της ΕΕ που σχετίζονται με την ένταξη της Τουρκίας.
242 Βλ. ενδεικτικά την έκθεση της Επιτροπής για το 2002: Commission of the

European Communities, 2002 Regular Report on Turkey’s Progress towards


Accession, October 2002,
http://europa.eu.int/comm/enlargement/report2002/tu_en.pdf, επίσκεψη στις
22/9/2003.
243 Βλ. Çarkoğlu Ali, “Who wants full membership? Characteristics of Turkish Public

Support for EU Membership”, Turkish Studies, vol. 4, No 1, spring 2003, σ. 171-194


ιδίως σ. 189.

79
πολίτες αναμένουν από την ένταξη στην ΕΕ σημαντικά οικονομικά οφέλη
αλλά και πολιτική σταθερότητα και εκδημοκρατισμό. Η ΕΕ αποτελεί –
κατά κάποιο τρόπο- εκπλήρωση του οράματος για εκδυτικισμό. Η
συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στην Τουρκία
υποστηρίζει την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Ακόμα και οι ισλαμιστές,
που παραδοσιακά μιλούσαν ενάντια στην άλωση από τις δυτικές αξίες,
έχουν γίνει ένθερμοι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής της
χώρας. Το μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ θεωρεί την ένταξη στην ΕΕ
εγγύηση για την πολιτική επιβίωσή του. Οι Κούρδοι ελπίζουν ότι η ΕΕ με
την πίεση για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να βελτιώσει
τη θέση τους. Οι τούρκοι επιχειρηματίες – ιδίως οι πιο δυναμικοί -
προσδοκούν ότι η πολιτική σταθερότητα και οι οικονομικές
μεταρρυθμίσεις που θα συνοδεύσουν την ένταξη στην ΕΕ θα
δημιουργήσουν ένα καλύτερο περιβάλλον για επενδύσεις και θα δώσουν
ευκαιρίες για εξορμήσεις προς τις αγορές της ΕΕ. 244 Το όραμα της
ένταξης στην ΕΕ αυξάνει την δύναμη της ΕΕ για πίεση προς την
κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού.

3.3. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1982

Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1982 είναι ένα ζήτημα που


συζητείται έντονα στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια και είναι ενδεικτικό
των πιέσεων για τον εκσυγχρονισμό της χώρας τόσο από την αναδυόμενη
κοινωνία πολιτών 245 όσο και από την ΕΕ.
Το Σύνταγμα του 1982 είναι προϊόν του στρατιωτικού καθεστώτος
που εγκαθιδρύθηκε στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα του 1980. 246 Η
ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος όρισε Συντακτική Συνέλευση, η

244Βλ. Yılmaz Hakan, ό.π., σ. 186.


245Για παράδειγμα τον Ιανουάριο του 2000 ιδρύθηκε η Πρωτοβουλία Πολιτών για το
Σύνταγμα με συμμετοχή πολλών δημοσιογράφων και ανθρώπων των γραμμάτων, με
σκοπό να πραγματοποιηθεί μια ευρεία συζήτηση για το Σύνταγμα και να δοθεί η
δυνατότητα λόγου και συμμετοχής στους πολίτες της Τουρκίας. Βλ. ενδεικτικά Turkish
Daily News, “Mahcupyan: National campaign should be launched”, 3 July ,2000
http://www.turkishdailynews.com/old_editions/07_03_00/dom2.htm#d20,
επίσκεψη στις 9/10/03.

80
οποία ανέθεσε σε επιτροπή τη σύνταξη του νέου Συντάγματος. Το νέο
Σύνταγμα εγκρίθηκε από τη Συντακτική Συνέλευση και το Συμβούλιο
Εθνικής Ασφαλείας και υποβλήθηκε σε δημοψήφισμα μαζί με την
έγκριση του στρατηγού Evren ως Προέδρου της Δημοκρατίας. 247 Το
υψηλό ποσοστό υπέρ του νέου Συντάγματος -91,4%- είναι ενδεικτικό των
ανελεύθερων συνθηκών υπό τις οποίες διεξήχθη το δημοψήφισμα.
Το Σύνταγμα του 1982 -όπως έχει ήδη τονιστεί- περιορίζει τα
ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, περιορίζει τη δράση των κομμάτων
και των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και διασφαλίζει την
παρέμβαση των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή. 248 Ως εκ τούτου,
τόσο οι εκσυγχρονιστικές δυνάμεις της Τουρκίας όσο και η ΕΕ έχουν
βάλει στο στόχαστρο το Σύνταγμα του 1982 αλλά και μια σειρά νόμων
που θεσπίστηκαν είτε κατά την περίοδο 1980-1983 είτε αργότερα και
που δε συνάδουν με μια φιλελεύθερη δημοκρατία δυτικοευρωπαϊκού
τύπου. Το Σύνταγμα του 1982 έχει υποστεί κατά καιρούς αναθεωρήσεις,
χωρίς όμως να έχει πραγματοποιηθεί μια ριζική συνταγματική
μεταρρύθμιση. Οι προτεινόμενες κατά καιρούς αναθεωρήσεις γίνονται
στην Τουρκία αντικείμενο αντιπαράθεσης και εγείρουν συχνά την
αντίδραση των ενόπλων δυνάμεων και των ακροδεξιών. Έτσι κάθε
αναθεώρηση φανερώνει την πρόοδο της Τουρκίας προς τον
εκσυγχρονισμό αλλά και τα εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση, στο
μέτρο που η αναθεώρηση συνιστά ένα μετριοπαθή, συχνά ανεπαρκή,
συμβιβασμό προς τον εκδημοκρατισμό.
Οι πιέσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος αυξήθηκαν μετά την
απόφαση του Ελσίνκι, τη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης, που
συγκεκριμενοποιεί τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εκπλήρωση
των κριτηρίων της Κοπεγχάγης, και το Εθνικό Πρόγραμμα της Τουρκίας
που υιοθετήθηκε το Μάρτιο του 2001.

246 Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα προηγούμενα τουρκικά συντάγματα του 1924 και του
1961 προήλθαν από τους στρατιωτικούς.
247 Βλ. Παρέσογλου Αθανάσιος, ό.π., σ. 56.
248 Την παρέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή προέβλεπε και το προηγούμενο

Σύνταγμα του 1961, το οποίο και καθιέρωσε για πρώτη φορά το Συμβούλιο Εθνικής
Ασφαλείας. Το Σύνταγμα του 1982 θεσμοθέτησε επιπλέον τα Δικαστήρια Εθνικής
Ασφαλείας.

81
Τον Οκτώβριο του 2001 το τουρκικό κοινοβούλιο ψήφισε νόμο
που αναθεωρούσε 34 άρθρα του Συντάγματος. Η αναθεώρηση
περιλάμβανε άρθρα σχετικά με την ελευθερία έκφρασης, με τις
περιόδους κράτησης, με τις οργανώσεις, τη χρήση μειονοτικών γλωσσών,
τη θανατική ποινή, το ρόλο των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή. 249
Το 2002 και 2003 ψηφίστηκαν νόμοι που επέφεραν αλλαγές στην
τουρκική νομοθεσία – τα λεγόμενα μεταρρυθμιστικά πακέτα
εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Νομοθετικές μεταρρυθμίσεις
πραγματοποιήθηκαν σε τομείς, όπως η ελευθερία της έκφρασης, η
συγκρότηση οργανώσεων, η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, τα
δικαιώματα των Κούρδων, η περίοδος κράτησης και η θανατική ποινή
καθώς και στο ρόλο των ενόπλων δυνάμεων.
Έτσι το προοίμιο του Συντάγματος, που προέβλεπε τη δίωξη
σκέψεων και απόψεων που αντιτίθενται στα τουρκικά εθνικά
συμφέροντα, στην ακεραιότητα του τουρκικού κράτους και της
τουρκικής επικράτειας, στις τουρκικές ιστορικές και ηθικές αξίες ή στον
εθνικισμό, στις αρχές και στις μεταρρυθμίσεις του Atatürk, άλλαξε με
την αντικατάσταση της φράσης «σκέψεων και απόψεων» με «πράξεων». Τα
άρθρα 13 και 14 του Συντάγματος αναθεωρήθηκαν, ώστε να είναι
λιγότερο έντονοι οι περιορισμοί που θέτουν στα δικαιώματα και τις
ελευθερίες που προβλέπει το Σύνταγμα. Επιπλέον αναθεωρήθηκαν
άρθρα νόμων που περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία της
έκφρασης, όπως τα άρθρα 159 και 312 του Ποινικού Κώδικα καθώς και
το άρθρο 8 του Αντιτρομοκρατικού Νόμου. Οι νομικές μεταρρυθμίσεις
αύξησαν τα περιθώρια δράσης των κομμάτων, καθώς οι προϋποθέσεις
για το κλείσιμο ενός κόμματος γίνονται πιο αυστηρές και προτείνονται
στο Συνταγματικό Δικαστήριο και άλλες εναλλακτικές ποινές για τα

249 Βλ. Hale William, “Human Rights, the European Union and the Turkish
Accession Process”, Turkish Studies, Vol. 4, No 1, spring 2003, σ. 107-126 και ιδίως
σ. 109, Tanlak Pinar, Turkey EU Relations in the Post-Helsinki Phase and the EU
Harmonisation Laws Adopted by the Turkish Grand National Assembly in August
2002, Working Paper No 55, Sussex European Institute,
http://www.sussex.ac.uk/Units/SEI/pdfs/wp55.pdf, επίσκεψη στις 9/10/2003 και
Amnesty International, “Turkey. Constitutional Amendments: Still a long way to go”,
http://web.amnesty.org/library/Index/ENGEUR440072002, επίσκεψη στις
6/9/2003.

82
κόμματα, όπως η διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης. Ας σημειωθεί
ότι σημαντική βελτίωση της ελευθερίας δράσης των πολιτικών κομμάτων
και των οργανώσεων είχε επέλθει με την αναθεώρηση του 1995. 250
Σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις έγιναν και προς την
κατεύθυνση της αναγνώρισης κάποιων δικαιωμάτων για τους Κούρδους
της Τουρκίας. Επιτράπηκε η τηλεοπτική και ραδιοφωνική μετάδοση σε
γλώσσες και διαλέκτους που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά από τους
τούρκους πολίτες καθώς και η διδασκαλία αυτών των γλωσσών από
οργανώσεις υπό την επίβλεψη του υπουργείου Παιδείας. Δεν υπήρξε –
ωστόσο- αναγνώριση των Κούρδων ως εθνική μειονότητα με συλλογικά
πολιτιστικά δικαιώματα.
Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε η κατάργηση της θανατικής ποινής σε
περιόδους ειρήνης το καλοκαίρι του 2002. Επιπλέον υπήρξε
περιορισμός των περιόδων κράτησης – μέτρο που μπορεί να συμβάλλει
στη μείωση των βασανιστηρίων - και δυνατότητα ανανέωσης της δίκης
μετά από σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων. 251
Τέλος επιχειρήθηκε περιορισμός του ρόλου των ενόπλων
δυνάμεων στην πολιτική μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που αφορούν
το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Ας σημειωθεί ότι ο ρόλος των ενόπλων
δυνάμεων στη δικαιοσύνη είχε περιοριστεί με την αφαίρεση του
στρατιωτικού δικαστή από τα Δικαστήρια Κρατικής Ασφάλειας με την
αναθεώρηση ήδη του 1999. 252 Με την αναθεώρηση του 2001 αυξήθηκαν
τα πολιτικά μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και η υποχρέωση

250 Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα νομοθετικά μεταρρυθμιστικά πακέτα

βλ. Hale William, “Human Rights, the European Union and the Turkish Accession
Process”, ό.π. καθώς και TÜSIAD, Towards European Union Membership: Political
reforms in Turkey, October 2002, http://www.tusiad.us/Content/uploaded/EU-
REPORT.PDF, επίσκεψη στις 15/9/2003.
251 Βλ. Hale William, “Human Rights, the European Union and the Turkish

Accession Process”, ό.π., TÜSIAD, Towards European Union Membership: Political


reforms in Turkey, ό.π. και Human Rights Association of Turkey, Press Release:
Human Rights Violation in Turkey – 2002, February 2003,
http://www.ihd.org.tr/eindex.html, επίσκεψη στις 22/9/2003.
252 Βλ. Ganyoglu Ayla, “Ocalan trial will be concluded by civilianized DGM”, Turkish

Daily News, 20 June 1999,


http://www.turkishdailynews.com/old_editions/06_20_99/dom.htm, επίσκεψη στις
29/9/2003.

83
του υπουργικού συμβουλίου να «δίνει προτεραιότητα» στις αποφάσεις
του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας μετατράπηκε σε υποχρέωση
«αποτίμησης» των αποφάσεών του. 253 Το πρόσφατο έβδομο πακέτο
μεταρρυθμίσεων αυξάνει περαιτέρω την παρουσία των πολιτικών στο
Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και περιορίζει τις αρμοδιότητές του. 254
Οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις έχουν σημασία, αλλά δεν οδηγούν
σε ριζικές τομές στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Πολλές από τις
αναθεωρήσεις έχουν –κατά κάποιο τρόπο- «διακοσμητικό» χαρακτήρα,
γίνονται κυρίως για να επισπευτεί η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, δεν
έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά άρθρα
του Συντάγματος έχουν αναθεωρηθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια των
δύο τελευταίων χρόνων και των εφτά μεταρρυθμιστικών πακέτων.
Επίσης, μεταρρυθμίσεις περιοριστικών άρθρων συχνά αναιρούνται από
άλλες ρυθμίσεις ή οι περιορισμοί επαναφέρονται με την εφαρμογή άλλων
άρθρων παρόμοιου περιεχομένου. 255 Ο Akin Birdal, πρώην πρόεδρος
του Συνδέσμου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τουρκίας, έχει σημειώσει
χαρακτηριστικά ότι υπάρχουν 152 νόμοι και πάνω από 700 άρθρα που
περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου
στην Τουρκία. 256 Παρά τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος συνεχίζεται η
καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία 257 , καθώς
χρειάζεται εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αλλά και γενικότερη αλλαγή

253 Βλ. Hale William, “Human Rights, the European Union and the Turkish

Accession Process”, ό.π., σ. 120-121.


254 Βλ. Cagaptay Soner, “European Union reforms diminish the role of the Turkish

military: Ankara knocking on Brussel’s door”, Policywatch, No 781, 12 August 2003,


http://www.washingtoninstitute.org/watch/Policywatch/policywatch2003/781.htm
, επίσκεψη στις 27/9/2003 και Baran Fatih, “Turkey to legislate 7th reform package”,
21/7/2003, http://www.balkantimes.com/html2/english/030721-FATIH-001.htm,
επίσκεψη στις 27.9.2003.
255 Βλ. Human Rights Association of Turkey, Press Release: Human Rights Violation

in Turkey – 2002, ό.π.


256 Βλ. Monshipouri Mahmood, Islamism, Secularism and Human Rights in the

Middle East, Lynne Rienner Publishers, London, 1998, σ. 123.


257 Βλ. ενδεικτικά Amnesty International, Turkey. Constitutional Amendments: Still a

long way to go,ό.π. και Human Rights Association of Turkey, Press Release: The
Evaluation Report of the Months January – March 2003, 23 April 2003,
http://www.ihd.org.tr/eindex.html, επίσκεψη στις 22/9/2003.

84
της νοοτροπίας. 258 Τέλος, οι αλλαγές στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας
δε φαίνεται να περιορίζουν την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων στην
πολιτική ζωή. 259 Οι στρατιωτικοί εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις και να
συνιστούν απειλή για την κυβέρνηση Erdoğan. 260

3.4. Ο κρατισμός εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό

Το αίτημα του εκσυγχρονισμού που εκφράζεται όλο και πιο έντονα


στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή του
κρατισμού της κεμαλιστικής ιδεολογίας, δηλαδή την αρχή της
παρέμβασης του κράτους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια
νέα διαιρετική τομή έχει δημιουργηθεί στην τουρκική κοινωνία, αυτή
μεταξύ των υποστηρικτών της παραδοσιακής πολιτικής και οικονομικής
κατάστασης και μεταξύ των μεταρρυθμιστών-εκσυγχρονιστών, και η τομή
αυτή διχάζει ομάδες, όπως οι επιχειρηματίες, η διοικητική
γραφειοκρατία αλλά και ο ίδιος ο στρατός. 261 Υπό τις συνθήκες που
διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια διεθνώς αλλά και στο εσωτερικό της
Τουρκίας η αρχή του κρατισμού καθίσταται όχι μόνο ξεπερασμένη αλλά
και εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η μετάβαση των χωρών της
ανατολικής Ευρώπης στην οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη
δημοκρατία αναδεικνύει το ρόλο της κοινωνίας πολιτών στην
αντιμετώπιση του κρατικού αυταρχισμού. Καθώς εκλείπει πλέον ο λόγος

258 Cevik Ilknur, “Application of reforms is the key”, Turkish Daily News, 3 June
2003, http://www.turkishdailynews.com/old_editions/06_03_03/comment.htm,
επίσκεψη στις 27/9/2003.
259 Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού,

στρατηγού Hüseyin Kıvrıkoğlu, ο οποίος φέρεται να είπε: «Αν θέλουν και 100
πολιτικούς ως μέλη στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, ας είναι», εννοώντας ότι κάτι
τέτοιο δε θα άλλαζε τα πράγματα. Το απόσπασμα παρατίθεται από τον William Hale,
βλ. Hale William, “Human Rights, the European Union and the Turkish Accession
Process”, ό.π., σ. 121.
260 Η πιο πρόσφατη απειλή προήλθε από το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο, το οποίο

κλήθηκε να αποφασίσει, αν τα αποτελέσματα των εκλογών του Νοέμβρη 2002 ισχύουν


ή όχι με αφορμή την αμφισβήτηση της νομιμότητας της συμμετοχής του φιλικουρδικού
DEHAP στις εκλογές. Βλ. ενδεικτικά Κοχαϊμίδου Ελένη, «Μια σκληρή αναμέτρηση»,
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 5/10/2003,
http://www.enet.gr/online/online_hprint.jsp?q=%C5%F1%ED%F4%EF%E3%DC%E
D&a=&id=96764804, επίσκεψη στις 8/10/2003.

85
περί κομμουνιστικής «απειλής», επικρατεί διεθνώς ο λόγος περί
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας. Καθώς πολλές χώρες ζητούν
την ένταξη στην ΕΕ σε αναζήτηση προοπτικής, η ΕΕ υιοθετεί ρητά ως
προϋπόθεση για την ένταξη μιας χώρας στους κόλπους της την ύπαρξη
δημοκρατίας και κράτους δικαίου. Οι οικονομικές αλλαγές που επιφέρει
η παγκοσμιοποίηση πιέζουν για άνοιγμα των αγορών και αύξηση της
ανταγωνιστικότητας στην παραγωγή.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας η νεοφιλελεύθερη πολιτική που
ακολουθείται από τις κυβερνήσεις Özal δημιουργεί νέες ευκαιρίες για
τους τούρκους επιχειρηματίες, το δυναμικότερο κομμάτι των οποίων
διεκδικεί συμμετοχή στην πολιτική ζωή και αλλαγές στο πολιτικό
σύστημα, το οποίο παραμένει αντιδημοκρατικό και έντονα πελατειακό.
Από την άλλη πλευρά οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες που
επικρατούν και που εντείνονται, οι οικονομικές κρίσεις και τα
οικονομικά σκάνδαλα προκαλούν τη δυσφορία και την αντίδραση των
πολιτών ενάντια στο κράτος, το οποίο εξακολουθεί να διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή. Η αποκάλυψη της
αναποτελεσματικότητας και διαφθοράς του κρατικού μηχανισμού
εντείνουν την αμφισβήτηση της αρχής του κρατισμού. Η απελευθέρωση
των ΜΜΕ έχει αυξήσει τις φωνές που πιέζουν για εκδημοκρατισμό. Το
αίτημα του εκδημοκρατισμού ενισχύεται με την υιοθέτησή του και από
μεγάλο μέρος του κουρδικού κινήματος και του πολιτικού Ισλάμ. Η
επιλογή της Τουρκίας να εντείνει τις προσπάθειές της για ένταξη στην ΕΕ
επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, καθώς
η ΕΕ μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας εκσυγχρονισμού. 262
Υπό αυτές τις συνθήκες η εμμονή στην αρχή του κρατισμού είναι
παρωχημένη και προκαλεί προβλήματα στο τουρκικό πολιτικό σύστημα:
α) αδυναμία κοινωνίας πολιτών

261
Βλ. Larrabee Stephen F. & Lesser Ian O, ό.π., σ. 17.
262Ο Feroz Ahmad σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η Άγκυρα έχει δύο βασικές επιλογές.
Αν επιλέξει την ΕΕ, τότε θα έχει την ευκαιρία να εγκαθιδρύσει ένα φιλελεύθερο,
δημοκρατικό πολίτευμα. Αντίθετα, η στροφή προς την Αμερική δε θα ενθαρρύνει τον
εκδημοκρατισμό, καθώς οι ΗΠΑ υπήρξαν πρόθυμες να στηρίξουν δικτατορίες, εφόσον
εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους. Βλ. Ahmad Feroz, The making of Modern Turkey,
ό.π., σ. 226.

86
Η αρχή του κρατισμού ενθαρρύνει τη διατήρηση του ισχυρού,
συγκεντρωτικού τουρκικού κράτους και δεν αφήνει περιθώρια στην
ανάπτυξη ανεξάρτητης κοινωνίας πολιτών. Έτσι αποθαρρύνονται η
πολιτική συμμετοχή, ο δημόσιος διάλογος και τα αιτήματα και οι
ανάγκες της κοινωνίας δε βρίσκουν διέξοδο στο πολιτικό σύστημα.
β) αυταρχισμός
Η αδυναμία της κοινωνίας πολιτών είναι συνυφασμένη με τον
κρατικό αυταρχισμό. Η παρέμβαση και ο πρωταρχικός ρόλος του
κράτους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής δεν αφήνουν
περιθώρια έκφρασης διαφορετικών απόψεων και πλουραλισμού. Τα
εξαρτημένα ΜΜΕ δεν ασκούν κριτική στην εξουσία. Η απουσία
ανεξάρτητης κοινωνίας πολιτών σημαίνει απουσία και ενός
αποτελεσματικού ελέγχου και περιορισμού της κρατικής αυθαιρεσίας. Ο
εκδημοκρατισμός της Τουρκίας καθίσταται έτσι εξαιρετικά δύσκολος,
καθώς, ακόμη και όταν καταργούνται οι αντιδημοκρατικοί νόμοι ή οι
περιορισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σύνταγμα, παραμένει η
νοοτροπία των τουρκικών αρχών ότι είναι ανεξέλεγκτες 263 και η παθητική
στάση μεγάλης μερίδας των πολιτών.
γ) κρίση κομματικού συστήματος
Η αρχή του κρατισμού έχοντας οδηγήσει στη δημιουργία ενός
συγκεντρωτικού αυταρχικού κράτους – όπου τον κυρίαρχο ρόλο
διατηρούν οι ένοπλες δυνάμεις - επιφέρει και κρίση στο κομματικό
σύστημα. Η παρέμβαση για τη δημιουργία νέων κομμάτων από το
στρατιωτικό καθεστώς της περιόδου 1980-1983 οδήγησε – αντίθετα με
τις προθέσεις των στρατιωτικών - στον κατακερματισμό του κομματικού
συστήματος 264 , ενώ η απαγόρευση σχέσεων μεταξύ κομμάτων και
οργανώσεων ενέτεινε την απομόνωση των κομμάτων από την κοινωνία. Η

263 Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη υπήρξε η δήλωση του Özal: «Η παραβίαση
του Συντάγματος καμιά φορά δεν πειράζει». Η δήλωση παρατίθεται από τον Kalaycioglu
Ersin, “The Logic of Contemporary Turkish Politics”, Middle East Review of
International Affairs, vol. 1, No. 3, September 1997,
http://www.biu.ac.il/Besa/meria/journal/1997/issue3/jv1n3a6.html, επίσκεψη
στις 15/9/2003.

87
συχνή απαγόρευση κομμάτων στην Τουρκία και η αναγκαστική
υιοθέτηση της κεμαλιστικής ιδεολογίας από τα κόμματα που θέλουν να
επιβιώσουν έχουν ως συνέπεια να μην εκπροσωπείται μεγάλη μερίδα
πολιτών από τα κόμματα, οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων
να είναι περιορισμένες, η ταύτιση των ψηφοφόρων με τα κόμματα μικρή
και η απογοήτευση μεγάλη.
δ) κρίση νομιμοποίησης
Η προσκόλληση στην αρχή του κρατισμού υπό συνθήκες που το
κράτος αποδεικνύεται αναποτελεσματικό και ο κρατικός μηχανισμός
διεφθαρμένος οδηγεί στην κρίση νομιμοποίησης του τουρκικού
πολιτικού συστήματος. Το τουρκικό κράτος αδυνατεί να ανταποκριθεί
στις αυξανόμενες απαιτήσεις των πολιτών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια
συρρέουν στις πόλεις και εκτίθενται όλο και πιο πολύ σε δυτικά πρότυπα
ζωής. Οι πολίτες της Τουρκίας είναι απογοητευμένοι όχι μόνο από τα
κόμματα αλλά και από τις κυβερνήσεις και την κρατική γραφειοκρατία.
Πολλοί θεωρούν ότι ο κρατικός παρεμβατισμός δεν μπορεί να οδηγήσει
στον εκσυγχρονισμό της χώρας, αλλά αντίθετα επιβραδύνει την ένταξη
της Τουρκίας στην ΕΕ, την οικονομική ανάπτυξη και τον
εκδημοκρατισμό.
Οι πιέσεις για εκσυγχρονισμό της Τουρκίας αμφισβητούν το ρόλο
του τουρκικού κράτους, την αντίληψη που οι τούρκοι πολίτες έχουν για
το κράτος και κυρίως για τις ένοπλες δυνάμεις. Οι ένοπλες δυνάμεις
εξακολουθούν να συνιστούν τον πιο αξιόπιστο θεσμό για τους τούρκους
πολίτες. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στον ιστορικό ρόλο των στρατιωτικών
στην ίδρυση του τουρκικού κράτους και στον ιστορικά ηγετικό τους ρόλο
στον εκσυγχρονισμό της τουρκικής κοινωνίας, στην προτεραιότητα των
ζητημάτων εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας –αποτέλεσμα κατά
μεγάλο βαθμό του «συνδρόμου των Σεβρών» -, στο ρόλο του στρατού ως
φορέα εκπαίδευσης και ως μέσου ατομικής κοινωνικής ανόδου καθώς
και στην εικόνα του ως μη διεφθαρμένου – σε αντίθεση με μεγάλη

264 Βλ. και Hale William, “Turkey’s Domestic Political Landscape: A glance at the

Past and Future”, The International Spectator, vol. 34, No 1, January-March 1999, σ.
27-46 και ιδίως σ. 29.

88
μερίδα των πολιτικών 265 . Η αποδοχή ή η αντίδραση των στρατιωτικών
στις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις φαίνεται ότι θα κρίνει το
μέλλον τους αλλά –ως ένα βαθμό- και το μέλλον της Τουρκίας.

265
Βλ. Larrabee Stephen F. & Lesser Ian O, ό.π., σ. 13.

89
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο κεμαλισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία της Τουρκίας,


διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919-
1922) και της μονοκομματικής περιόδου της Τουρκίας (1923-1946) με
στόχο να προσφέρει μια νέα ταυτότητα, ένα νέο αξιακό σύστημα στους
πολίτες της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας. Οι βασικές αρχές του
κεμαλισμού διατυπώθηκαν το 1931 στο πρόγραμμα του
Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος του Kemal Atatürk και των
συνεργατών του και εντάχθηκαν στο τουρκικό Σύνταγμα το 1937.
Πρόκειται για το ρεπουμπλικανισμό, τον εθνικισμό, την εκκοσμίκευση,
το λαϊκισμό, τον κρατισμό και την επαναστατικότητα.
Σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές ο κεμαλισμός πρεσβεύει τον
κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, προωθεί τον εκτουρκισμό των
κατοίκων της Τουρκίας, την επικράτηση της τουρκικής εθνικής
ταυτότητας με βάση γλωσσικά, πολιτισμικά, εδαφικά αλλά και φυλετικά
κριτήρια, υποστηρίζει την εθνική και κοινωνική ενότητα και το αδιαίρετο
της τουρκικής επικράτειας και απορρίπτει την ύπαρξη γλωσσικών και
πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και τον κοινωνικό πλουραλισμό. Ο
κεμαλισμός δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του κράτους, το οποίο
καλείται με την παρέμβασή του σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής,
με τον περιορισμό και τον έλεγχο της θρησκείας, με την επιβολή και την
περιφρούρηση των μεταρρυθμίσεων του Kemal Atatürk να λειτουργήσει
ως μοχλός εκσυγχρονισμού, με την έννοια του εκδυτικισμού, της
τουρκικής κοινωνίας. Θεματοφύλακες του κεμαλισμού υπήρξαν –κατά
κύριο λόγο- οι στρατιωτικοί, οι οποίοι έπαιξαν βασικό ρόλο στην ίδρυση
του τουρκικού κράτους και εξακολουθούν να κατέχουν κεντρικό ρόλο
στο πολιτικό σύστημα ως τις μέρες μας.
Στη σημερινή Τουρκία η κεμαλιστική ιδεολογία αποτελεί την
κυρίαρχη ιδεολογία και η μορφή του Kemal Atatürk δεσπόζει στους
δημόσιους χώρους. Ωστόσο, ο κεμαλισμός αντιμετωπίζει κρίση. Η έξαρση
του κουρδικού κινήματος, η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ και το αίτημα
του εκσυγχρονισμού της χώρας θέτουν υπό αμφισβήτηση τις βασικότερες

90
αρχές του κεμαλισμού και συγκεκριμένα την αρχή του εθνικισμού, της
εκκοσμίκευσης και του κρατισμού.
Το κουρδικό κίνημα σημειώνει έξαρση στην Τουρκία από τη
δεκαετία του ’80. Διεκδικεί την αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας
και αμφισβητεί την εθνική ομοιογένεια και συνοχή της Τουρκίας.
Αποκαλύπτει την έλλειψη απήχησης της επίσημης κρατικής ιδεολογίας
στους Κούρδους της Τουρκίας και τον αυταρχισμό του κράτους απέναντι
στη διαφορετικότητα.
Το πολιτικό Ισλάμ εμφανίζει άνοδο από τη δεκαετία του ’90 και
συνιστά πρόκληση για την αρχή της εκκοσμίκευσης. Υποστηρίζεται τόσο
από παραδοσιακά θρησκευόμενα κοινωνικά στρώματα όσο και από
μερίδα των ανερχόμενων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αλλά και των
φτωχών εσωτερικών μεταναστών των πόλεων. Ενθαρρύνει την ισλαμική
ταυτότητα των πολιτών και ζητά θρησκευτική ελευθερία. Απορρίπτει τη
«λατρεία του Atatürk» και υιοθετεί το αίτημα του εκδημοκρατισμού, για
να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
Τέλος το αίτημα του εκσυγχρονισμού εκφράζεται όλο και πιο
έντονα τα τελευταία χρόνια αμφισβητώντας την αρχή του κρατισμού του
κεμαλισμού. Οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών στην Τουρκία αλλά και
η ΕΕ πιέζουν για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, που σημαίνει –μεταξύ
άλλων- μείωση του ισχυρού, παρεμβατικού κράτους και
εκδημοκρατισμός των θεσμών.
Το κουρδικό κίνημα, η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ και το αίτημα
του εκσυγχρονισμού διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα στη
σημερινή Τουρκία. Η νέα αυτή πραγματικότητα αποτελεί -κατά κάποιο
τρόπο- αποτέλεσμα αλλαγών των συνθηκών και πολιτικών επιλογών τόσο
σε διεθνές επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Σε διεθνές επίπεδο,
το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η παγκοσμιοποίηση, η έμφαση στην
πολιτική της ταυτότητας, ο λόγος περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων
δικαιωμάτων συνέβαλαν στην έξαρση του κουρδικού κινήματος, του
πολιτικού Ισλάμ και του αιτήματος του εκσυγχρονισμού στην Τουρκία.
Αλλά και εσωτερικοί παράγοντες, όπως το στρατιωτικό πραξικόπημα του
1980 και οι οικονομικές και πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων Özal,

91
επέφεραν σημαντικές αλλαγές σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό
επίπεδο στην Τουρκία, αλλαγές που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον
κεμαλισμό.
Υπό τις νέες συνθήκες ο κεμαλισμός, ο οποίος έχει διαποτίσει
θεσμούς, νοοτροπίες, συμπεριφορές και συλλογικές αναπαραστάσεις
στην Τουρκία, μετατρέπεται σε παράγοντα κρίσης του πολιτικού
συστήματος. Σε γενικές γραμμές, τα προβλήματα του τουρκικού
πολιτικού συστήματος μπορούν να εντοπιστούν στην κρίση του
κομματικού συστήματος, στον κυρίαρχο ρόλο των ενόπλων δυνάμεων,
στην αδυναμία της κοινωνίας πολιτών και στην κρίση νομιμοποίησης του
πολιτικού συστήματος.
Ο κεμαλισμός πρεσβεύοντας την εθνική και κοινωνική ενότητα,
τον περιορισμό της θρησκείας και την αφοσίωση στις μεταρρυθμίσεις του
Atatürk λειτουργεί περιοριστικά ως προς τα περιθώρια δράσης του
κομματικού συστήματος. Καθώς το κλείσιμο κομμάτων που ξεφεύγουν
από την κεμαλιστική ιδεολογία είναι συχνό φαινόμενο, μεγάλο μέρος του
πληθυσμού στην Τουρκία δεν εκπροσωπείται στη Βουλή. Τα κόμματα
που επιβιώνουν δεν έχουν έντονες ιδεολογικές διαφορές και η πολιτική
πόλωση στηρίζεται περισσότερο σε διαπροσωπικές διαφορές των αρχηγών
τους. Η πολιτική κινητοποίηση δε γίνεται τόσο στη βάση οριζόντιων
συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων αλλά κάθετα, στα πλαίσια του
λαϊκισμού, μέσω πελατειακών δικτύων. Έτσι η συμμετοχή των πολιτών
στα κόμματα είναι μικρή, τα πολιτικά κόμματα χαρακτηρίζονται από
έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας, η κινητικότητα βουλευτών και
ψηφοφόρων είναι έντονη και το κομματικό σύστημα κατακερματισμένο.
Στην κρίση του κομματικού συστήματος συντελεί και η
παρέμβαση των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική. Ο κεμαλισμός
εκφράζει το συσχετισμό δυνάμεων που επικράτησε στις απαρχές της
Τουρκικής Δημοκρατίας, ιδίως την κυριαρχία των στρατιωτικών. Ο
πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας, ο Kemal Atatürk, ήταν νικητής στον
Ελληνοτουρκικό Πόλεμο και όλοι οι επόμενοι πρόεδροι ως την ανάδειξη
του Özal είχαν στρατιωτική προέλευση – με εξαίρεση τον Celal Bayar. Η
επέμβαση του στρατού στην πολιτική είτε με πραξικοπήματα είτε μέσω

92
θεσμών, όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ή τα Δικαστήρια
Κρατικής Ασφάλειας, εμποδίζει την εδραίωση δημοκρατίας και ενισχύει
τον αυταρχισμό.
Ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός, ο έλεγχος και περιορισμός
της πολιτικής ζωής από τους στρατιωτικούς, η απόρριψη των ομάδων
πίεσης ως απειλητικών για την κοινωνική ενότητα και των ανεξάρτητων
πολιτισμικών συλλόγων ως απειλητικών για την εθνική ακεραιότητα δεν
αφήνουν περιθώρια για την ανάπτυξη ανεξάρτητης και ισχυρής
κοινωνίας πολιτών, η οποία αποτελεί εγγύηση για τη λειτουργία της
φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ο αυταρχισμός, η κρίση του κομματικού συστήματος, ο έλεγχος
της πολιτικής από τους στρατιωτικούς συντελούν στην απαξίωση της
πολιτικής και συνδέονται με την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού
συστήματος. Η ισχυρή παρέμβαση του κράτους σε όλους τους τομείς της
κοινωνικής ζωής και η απουσία μηχανισμών ελέγχου της κρατικής
αυθαιρεσίας γεννούν φαινόμενα διαφθοράς.
Το κουρδικό κίνημα, το πολιτικό Ισλάμ, το αίτημα του
εκσυγχρονισμού θέτουν υπό αμφισβήτηση τον κεμαλισμό και
εκφράζουν –παράλληλα- την πολιτική διαμάχη για την επικράτηση
εναλλακτικών συλλογικών ταυτοτήτων. Η εμμονή στον κεμαλισμό
προκαλεί αδιέξοδα στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και συνιστά
ανασταλτικό παράγοντα στο βασικό στόχο και όραμα του ίδιου του
κεμαλισμού, στον εκδυτικισμό της Τουρκίας.

93
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βιβλία

Abramowitz Morton (ed.), Turkey’s Transformation and American


Policy, The Century Foundation Press, New York, 2000.

Ahmad Feroz, The making of modern Turkey, Routledge, London &


New York, 1993.

Βερέμης Θάνος (επιμ.), Η Τουρκία σήμερα. Πολιτεία, κοινωνία,


οικονομία, εξωτερική πολιτική, θρησκεία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1995.

Βερέμης Θάνος & Ντόκος Θάνος Π.(επιμ.), Η σύγχρονη Τουρκία.


Κοινωνία, οικονομία και εξωτερική πολιτική, Παπαζήσης, Αθήνα, 2002.

Berkes Niyazi, The Development of Secularism in Turkey, Hurst &


Company, London, 1998.

Γεώρμας Κ. & Καραμπελιάς Γιώργος (επιμ.), Τουρκία. Ισλάμ και κρίση


του κεμαλισμού (β’ έκδοση), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2001.

Dumont Paul, Κεμάλ. Ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, εκδ. Κούριερ,


Αθήνα, 1998.

Gillespie Richard (ed.), Mediterranean Politics, Vol. 2, Pinter, Great


Britain, 1996.

Grothusen Klaus-Detlev (ed.), Handbook on South Eastern Europe. Vol.


IV. Turkey, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen, 1985.

Hale William, Turkish Politics and the Military, Routledge, London &
New York, 1994.

Heper Metin & Evin Ahmet (eds), State, Democracy and the Military.
Turkey in the 1980s, Walter de Gruyter, Berlin & New York, 1988.

94
Heper Metin & Landau Jakob (eds), Political Parties and Democracy in
Turkey, I.B. Tauris, London & New York, 1991.

Jung Dietrich & Piccoli Wolfango, Turkey at the Crossroads. Ottoman


Legacies and a greater Middle East, Zed Books, London & New York,
2001.

Καζάκος Πάνος κ.ά., Η Ελλάδα και το Ευρωπαϊκό Μέλλον της Τουρκίας,


Σιδέρης, Αθήνα, 2001.

Καραμπελιάς Γερ., Αγγελετόπουλος Γεώργιος & Φουρνατζοπούλου


Ευδοκία, Θέματα Τουρκίας, Γόρδιος, Αθήνα, 1999.

Kazancıgil Ali & Özbudun Ergun (eds.), Atatürk. Founder of a Modern


State, C. Hurst & Company, London, 1981.

Kirişci Kemal & Winrow Gareth M., The Κurdish Question and Turkey,
Frank Cass, London, 1997.

Landau Jakob M. (ed.), Atatürk and the Modernization of Turkey,


Westview Press, Colorado, 1984.

Larrabee Stephen F. & Lesser Ian O., Turkish Foreign Policy in an Age
of Uncertainty, RAND, 2003,
http://www.rand.org/publications/MR/MR1612/index.html,
επίσκεψη στις 9/10/2003.

Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. Ι, Παπαζήσης,


Αθήνα, 2001.

Lewis Bernard, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τομ. ΙΙ, Παπαζήσης,


Αθήνα, 2002.

95
Mastny Vojtech & Nation Craig (eds.), Turkey between East and West.
Challenges for a Rising Regional Power, Westview Press, Colorado &
Oxford, 1996.

Μήλλας Ηρακλής, Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων, Αλεξάνδρεια, Αθήνα


2001.

Monshipouri Mahmood, Islamism, Secularism and Human Rights in the


Middle East, Lynne Rienner Publishers, London, 1998.

O’ Tuathail Geardid & Dalby Simon (eds.), Rethinking Geopolitics,


Routledge, London & New York, 1998.

Özbudun Ergun, Contemporary Turkish Politics. Challenges to


Democratic Consolidation, Lynne Rienner Publ., Boulder-London,
2000.

Πεσμαζόγλου Στέφανος, Ευρώπη- Τουρκία. Ανακλάσεις και Διαθλάσεις. Η


στρατηγική των κειμένων, Βιβλίο Ι, Θεμέλιο, Αθήνα, 1993.

Poulton Hugh, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, Οδυσσέας,


Αθήνα, 2000.

Σαρρής Νεοκλής, Εξωτερική Πολιτική & Πολιτικές Εξελίξεις στην Πρώτη


Τουρκική Δημοκρατία. Ενότητα Πρώτη: Η άνοδος της
στρατογραφειοκρατίας, Γόρδιος, Αθήνα, 1992.

Shankland David (ed), The Turkish Republic at 75 Years, The Eothen


Press, Cambridgeshire, 1999.

Σίντου Ιωάννα & Στραβοσκούφης Αθανάσιος, Σχέσεις διαφθοράς και


διαπλοκής μέσα στο σύγχρονο τουρκικό κράτος, Ινστιτούτο Αμυντικών
Αναλύσεων, Αθήνα, 2001.

96
Tapper Richard (ed.), Islam in modern Turkey. Religion, politics and
literature in a secular state, I.B. Tauris, London & New York, 1991.

Φουντεδάκη Πηνελόπη, Το τουρκικό πολίτευμα, Σάκκουλας, Αθήνα -


Κομοτηνή 2002.

Zürcher Erik J., Turkey. A modern history, I. B. Tauris, London & New
York, 1993.

Άρθρα

Abramowitz Morton, “Dateline Ankara: Turkey after Özal”, Foreign


Policy, no 91, summer 1993, σ. 164-181.

Aral Berdal, “Turkey’s Insecure Identity from the Perspective of


Nationalism”, Mediterranean Quarterly, vol.8, no 7, winter 1997, σ.
77-91.

Aslaneli Hakan, “Support tourism for Erdoğan”, Turkish Daily News,


http://www.turkishdailynews.com/old_editions/04_29_98/dom2.htm
#d11, επίσκεψη στις 15/9/2003.

Atasoy Yıldız, “Islamic revivalism and the nation-state project.


Competing claims for modernity”,
http://www.iol.ie/~afifi/Articles/revival.htm, επίσκεψη στις
18/7/2003.

Avsar Servan Adar, “Civil Society and Democratization. The case of


Turkey”, http://www.ir.metu.edu.tr/conf2002/papers/avsar.pdf,
επίσκεψη στις 15/9/2003.

97
Baran Fatih, “Turkey to legislate 7th reform package”, 21/7/2003,
http://www.balkantimes.com/html2/english/030721-FATIH-001.htm,
επίσκεψη στις 27.9.2003.

Cagaptay Soner, “European Union reforms diminish the role of the


Turkish military: Ankara knocking on Brussel’s door”, Policywatch, No
781, 12 August 2003,
http://www.washingtoninstitute.org/watch/Policywatch/policywatch
2003/781.htm, επίσκεψη στις 27/9/2003.

Çarkoğlu Ali, “Who wants full membership? Characteristics of Turkish


Public Support for EU Membership”, Turkish Studies, vol. 4, No 1,
spring 2003, σ. 171-194.

Cevik Ilknur, “Application of reforms is the key”, Turkish Daily News,


3 June 2003,
http://www.turkishdailynews.com/old_editions/06_03_03/comment.
htm, επίσκεψη στις 27/9/2003.

Christensen-Ernst Jorgen, “The background for the resurge of Islamic


self-assertion in Turkey”, http://www.christensen-
ernst.dk/Background.htm, επίσκεψη στις 18/7/2003.

Faris Stephan, “The Outsider’s Edge”, 3/11/2002,


http://www.time.com/time/europe/magazine/2002/1111/turkey/dec
ision.html, επίσκεψη στις 11/9/2003.

Ganioğlu Ayla, “Ocalan trial will be concluded by civilianized DGM”,


Turkish Daily News, 20 June 1999,
http://www.turkishdailynews.com/old_editions/06_20_99/dom.htm,
επίσκεψη στις 29/9/2003.

98
Gunter Michael M., “The continuing Kurdish problem in Turkey after
Öcalan’ s capture”, Third World Quarterly, vol. 21, no 5, 2000, σ. 849-
869.

Hale William, “Human Rights, the European Union and the Turkish
Accession Process”, Turkish Studies, Vol. 4, No 1, spring 2003, σ. 107-
126.

Hale William, “Turkey’s Domestic Political Landscape: A glance at the


Past and Future”, The International Spectator, vol. 34, No 1, January-
March 1999, σ. 27-46.

Hermann Rainer, “Die drei Versionen dew politishen Islam in der


Türkei“, Orient, 37, 1, 1996, σ. 35-55.

Karabelias Gerassimos, “The Crisis of Kemalism”, Defensor Pacis, No


6, September 2000, σ. 53-60.

Kalaycioglu Ersin, “The Logic of Contemporary Turkish Politics”,


Middle East Review of International Affairs, vol. 1, No. 3, September
1997,
http://www.biu.ac.il/Besa/meria/journal/1997/issue3/jv1n3a6.html
επίσκεψη στις 15/9/2003.

Karaman Lutfullah M. & Aras Bülent, “The Crisis of Civil Society in


Turkey”, Journal of Economic and Social Research, vol.2, no 2, 2000, σ.
39-58,
http://jesr.journal.fatih.edu.tr/TheCrisisofCivilSocietyinTurkey.pdf,
επίσκεψη στις 15/9/2003.

Karmon Ely, “The Demise of Radical Islam in Turkey”, Ιούνιος 2000,


http://www.ict.org.il/articles/articledet.cfm?articleid=130, επίσκεψη
στις 15/9/2003.

99
Kili Suna, “Kemalism in contemporary Turkey”, International Political
Science Review, vol. 1, No 3, 1980, σ. 381-404.

Κοχαϊμίδου Ελένη, «Μια σκληρή αναμέτρηση», Κυριακάτικη


Ελευθεροτυπία, 5/10/2003,
http://www.enet.gr/online/online_hprint.jsp?q=%C5%F1%ED%F4%E
F%E3%DC%ED&a=&id=96764804, επίσκεψη στις 8/10/2003.

Kramer Heinz, “Turkey under Erbakan. Continuity and Change


towards Islam“, Aussenpolitik, Vol.4, 1996, σ. 379-388.

Kubicek Paul, “The earthquake, Europe and prospects for political


change in Turkey”, Middle East Review of International Affairs, vol. 5,
no 2, June 2001,
http://www.biu.ac.il/Besa/meria/journal/2001/issue2/jv5n2a4.html
\, επίσκεψη στις 15/9/2003.

Momayezi Nasser, “Civil-Military Relations in Turkey”,


http://www.tamiu.edu/~nmomayezi/Civil.htm, επίσκεψη στις
18/7/2003.

Mousseau Demet Yalcin, “Market development, democratization and


human rights in Turkey”, Σεπτέμβριος 2002,
http://apsaproceedings.cup.org/Site/papers/015/015011YalcinMous.
pdf, επίσκεψη στις 22/9/2003.

Müftüler-Baç Meltem, “The Impact of the European Union on Turkish


Politics”, East European Quarterly, vol. 34, No 2, June 2000, σ. 159-
179.

Narlı Nilüfer, “Civil-Military Relations in Turkey”, Turkish Studies, vol.


1, no 1, spring 2000, σ. 107-127.

100
Narlı Nilüfer, “The rise of the islamist movement in Turkey”, Middle
East Review of International Affairs, Vol.3, No.3, September 1999,
http://meria.idc.ac.il/journal/issue3/jv3n3a4.html, επίσκεψη στις
7/10/03.

Öniş Ziya, “The political economy of Islamic resurgence in Turkey: the


rise of the Welfare Party in perspective”, Third World Quarterly, Vol.
18, No4, 1997, σ. 743-766.

Öniş Ziya, “Turkey, Europe and Paradoxes of Identity: Perspectives on


the International Context of Democratization”, Mediterranean
Quarterly, vol. 10, No 3, summer 1999, σ. 107-136.

Πεσμαζόγλου Στέφανος, «Το κομματικό σύστημα στην Τουρκία:


ερμηνευτικές παρατηρήσεις», Βαληνάκης Γιάννης, Κωστάκος Γεώργιος &
Ντόκος Θάνος (επιμ.), Επετηρίδα Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής,
1994, σ. 255-271.

Poulton Hugh, “The Turkish state and Democracy”, The International


Spectator, vol. 34, No 1, January-March 1999, σ. 47-62

Salt Jeremy, “Turkey’s Military ‘Democracy’”, Current History,


February 1999, σ. 72-78.

Swanson David, «Turkey Constitutional Court battles for Secularism»,


Radio Free Europe,
http://www.rferl.org/nca/features/1998/05/F.RU.980506121138.ht
ml, επίσκεψη στις 15/9/2003.

Σωτηρόπουλος Δημήτρης, «Εννοιολογικές διευκρινήσεις για την Κοινωνία


Πολιτών», Κοινωνία Πολιτών, τ. 5, χειμώνας 2000, σ. 11-12.

101
Tachau Frank, “Turkish Political Parties and Elections: Half a Century
of Multiparty Democracy”, Turkish Studies, Vol 1, No 1, spring 2000,
σ. 128-148.

Tachibana Toru, “Two Principles on a Collision Course: Turkey,


Kemalism and the Welfare Party”, Jime Review, vol. 10, No. 38,
autumn-winter 1997, σ. 102-122.

Van Bruinessen Martin, “Race, culture, nation and identity politics in


Turkey”, (Presented at the Mica Ertegün Annual Turkish Studies
Workshop on Continuity and Change: Shifting State Ideologies from
Late Ottoman to Early Republican Turkey, 1890-1930, Department of
Near Eastern Studies, Princeton University, April 24-26, 1997),
http://www.let.uu.nl/~martin.vanbruinessen/personal/publications/I
dentity%20politics%20in%20Turkey.htm, επίσκεψη στις 22/7/2003.

Yılmaz Hakan, “Business Notions of Democracy. The Turkish


Experience in the 1990s”, Cahiers d’ études sur la Méditerranée
orientale et le monde turco-iranien, No 27, Ιανουάριος-Ιούνιος 1999, σ.
183-194.

Yüksel Edip, “Cannibal democracies, theocratic secularism. The


Turkish version”, http://www.yuksel.org/e/law/cannibal.htm,
επίσκεψη στις 5/9/2003.

Άλλα

AKP, Development and Democratization,


http://www.akparti.org.tr/programeng3.asp, επίσκεψη στις
15/9/2003.

102
Amnesty International, Turkey. Constitutional Amendments: Still a long
way to go,
http://web.amnesty.org/library/Index/ENGEUR440072002,
επίσκεψη στις 6/9/2003.

Atatürk Kemal, Speech delivered by Atatürk on the tenth anniversary of


the foundation of the Republic,
http://gencturkler.8m.com/TURKEY/ATATURK/tenyear.html,
επίσκεψη στις 22/9/2003.

Atatürk Kemal, The Great Speech,


http://gencturkler.8m.com/TURKEY/ATATURK/NUTUK/nutuk.html,
επίσκεψη στις 22/9/03.

Commission of the European Communities, 2002 Regular Report on


Turkey’s Progress towards Accession, October 2002,
http://europa.eu.int/comm/enlargement/report2002/tu_en.pdf,
επίσκεψη στις 22/9/2003.

Human Rights Association of Turkey, Press Release: Human Rights


Violation in Turkey – 2002, February 2003,
http://www.ihd.org.tr/eindex.html, επίσκεψη στις 22/9/2003.

Human Rights Association of Turkey, Press Release: The Evaluation


Report of the Months January – March 2003, 23 April 2003,
http://www.ihd.org.tr/eindex.html, επίσκεψη στις 22/9/2003.

Human Rights Watch, Report on Turkey - 1995,


http://www.hrw.org/reports/1996/WR96/Helsinki-
19.htm#P960_193943, επίσκεψη στις 6/10/03.

103
Human Rights Watch, Report on Turkey - 1996,
http://www.hrw.org/reports/1997/turkey/Turkey-02.htm, επίσκεψη
στις 6/10/03.

Mecham Quinn R., From the Ashes of Virtue, A Promise of Light: The
transformation of Political Islam in Turkey, (Paper presented at the
Conference of the Middle Eastern Studies Association, November
2002, Washington D.C.),
http://comparativepolitics.stanford.edu/Papers2002-03/Mecham-
Dec2-2002.pdf, επίσκεψη στις 15/9/2003.

Tanlak Pinar, Turkey EU Relations in the Post-Helsinki Phase and the


EU Harmonisation Laws Adopted by the Turkish Grand National
Assembly in August 2002, Working Paper No 55, Sussex European
Institute, http://www.sussex.ac.uk/Units/SEI/pdfs/wp55.pdf,
επίσκεψη στις 9/10/2003.

TÜSİAD, Perspectives on Democratization in Turkey and EU


Copenhagen Political Criteria. Views and Priorities, Ιούλιος 2001,
http://www.tusiad.us/Content/uploaded/DEMIK.PDF, επίσκεψη στις
15/9/2003.

TÜSIAD, Towards European Union Membership: Political reforms in


Turkey, October 2002, http://www.tusiad.us/Content/uploaded/EU-
REPORT.PDF, επίσκεψη στις 15/9/2003.

104
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αποτελέσματα βουλευτικών εκλογών στην Τουρκία 1991-2002

1991

Ποσοστό Έδρες
Κόμμα Ορθού Δρόμου (DYP) 27,0 178
Κόμμα Μητέρας Πατρίδας (ANAP) 24,0 115
Σοσιαλδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (SHP)* 20,8 88
Κόμμα της Ευημερίας (RP)** 16,2 62
Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα (DSP) 10,8 7
Λοιποί 1,2 -
Σύνολο 450

* Υπό το SHP έθεσαν υποψηφιότητα και μέλη του φιλοκουρδικού


κόμματος ΗΕP.
**Το ισλαμικό RP συνεργάστηκε στις εκλογές με το ακροδεξιό MHP.

1995

Ποσοστό Έδρες

Κόμμα της Ευημερίας (RP) 21,3 158

Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ANAP) 19,7 132

Κόμμα Ορθού Δρόμου (DYP) 19,2 135

Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα (DSP) 14,6 76

Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP)* 10,4 49

Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) 8,2 -

Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HADEP)** 4,2 -

Λοιποί 2,4
Σύνολο 550

*Το CHP αποτελεί συνέχεια του SHP


** Το HADEP αποτελεί συνέχει του φιλοκουρδικού HEP

105
1999

Ποσοστό Έδρες
Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα (DSP) 22,1 136
Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) 18,1 130
Κόμμα της Αρετής (FP)* 15,2 110
Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ANAP) 13,2 86
Κόμμα Ορθού Δρόμου (DYP) 12,1 85
Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) 8,7 -
Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HADEP) 4,7 -
Λοιποί 5,7 3
Σύνολο 550

* Το FP είναι συνέχεια του ισλαμικού RP.

2002

Ποσοστό Έδρες
Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP)* 34,3 365
Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) 19,4 178
Κόμμα Ορθού Δρόμου (DYP) 9,6 -
Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) 8,3 -
Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (DEHAP)** 6,2 -
Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ANAP) 5,1 -
Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα (DSP) 1,2 -
Λοιποί 15,9 7
Σύνολο 550

* To AKP αποτελεί –κατά κάποιο τρόπο- συνέχεια των ισλαμικών FP και


RP.

** Το DEHAP είναι συνέχεια του φιλοκουρδικού HADEP.

Πηγή: http://www.parties-and-elections.de/turkey2.html,
επίσκεψη στις 11/9/2003.

106

You might also like