Professional Documents
Culture Documents
Kemalismos. Antoni
Kemalismos. Antoni
ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΣ
Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης
Τουρκίας
Πρόλογος…………………………………………………………… 00-00
Εισαγωγή…………………………………………………………… 00-00
2
ΙΙΙ. Η αναπόφευκτη άνοδος του Ταγίπ Ερτογάν, η Ευρωπαϊκή
Ένωση, η Κύπρος και ο Κεμαλισμός …………………………….. 00-00
Η αναπόφευκτη άνοδος του Ταγίπ Ερντογάν……………………. 00-00
Η πρόοδος της Τουρκίας στον δρόμο προς την ΕΕ
και η φθίνουσα επίδραση του Στρατού …………………………… 00-00
Το Κυπριακό ως χάρτης ηλιοτροπίου……………………………… 00-00
3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
4
προσαρμοστικότητα. Εξαιτίας αυτής της προσαρμοστικότητας, είναι ανοικτός σε
επιδράσεις και εξελίξεις. Για παράδειγμα, καθώς αγωνίζεται κατά της επιρροής του
Ισλάμ, δεν παύει να αναζητεί και τρόπους ενσωμάτωσής του στο σύστημα. Αυτή η
πραγματιστική διάστασή του καταδεικνύεται με διάφορα παραδείγματα: Μετά το
πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, ακολουθήθηκε η πολιτική της
τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης, ενώ στο «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα της 28 ης
Φεβρουαρίου 1997, η βαρύτητα μεταφέρθηκε στην κοσμικότητα της τουρκικής
ταυτότητας. Σε ένα άλλο επίπεδο, ο πραγματισμός αυτός, φανερώνεται και στις
σχέσεις του Κεμαλισμού / Ατατουρκισμού με τις πολιτικές ιδεολογίες. Ο «αριστερός
Κεμαλισμός» και ο «συντηρητικός Κεμαλισμός» είναι από τις βασικές έννοιες που
συχνά συναντά κανείς στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Υπάρχουν ακόμα και πολλοί
που θεωρούν τους εαυτούς τους κεμαλιστές και απορρίπτουν την έννοια του
Ατατουρκισμού, όπως και το αντίθετο. Αναμφίβολα, η πραγματικότητα αυτή μας
υποχρεώνει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι ο Κεμαλισμός / Ατατουρκισμός
παραμένει για όλες τις πολιτικές ιδεολογίες και αναζητήσεις η κύρια αναφορά για τη
νομιμοποίηση. Ίσως, το γεγονός αυτό, φανερώνεται με τον καλύτερο τρόπο στα λόγια
του ιστορικού ηγέτη του ισλαμικού κινήματος στην Τουρκία, του Νετζμετίν
Έρμπακαν (Necmettin Erbakan): «Αν ζούσε ο Ατατούρκ εμάς θα ψήφιζε».
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, η εργασία αυτή πραγματεύεται, όχι
τόσο τον Κεμαλισμό, αλλά τους «Κεμαλισμούς». Το βιβλίο αποτελείται από τρία
κύρια μέρη: Στο πρώτο μέρος εξετάζονται οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού πριν τον
Κεμαλισμό και η γέννηση του τουρκικού εθνικισμού. Στο δεύτερο, αναλύεται ο
Κεμαλισμός ως η επίσημη και ιδρυτική ιδεολογία του τουρκικού κράτους καθώς και
η σταδιακή εξέλιξή του σε «Κεμαλισμούς». Στο τρίτο μέρος, παρουσιάζεται η
κατάσταση στην οποία οδηγείται ο Κεμαλισμός κατά τη σημερινή περίοδο, όπου η
Τουρκία οδεύει προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας,
αναπόφευκτα αλλάζει το πρόσωπο του κεμαλικού εκσυγχρονισμού. Οι
μεταρρυθμίσεις που αναγκαστικά συνοδεύουν αυτή την πορεία της Τουρκίας προς
την Ευρώπη, επιβάλλουν τον εκδημοκρατισμό ως μέρος του εκσυγρονισμού. Σήμερα,
η κάθε αναφορά σε εκδυτικισμό της Τουρκίας, απομακρύνεται από μια αφηρημένη
έννοια της Δύσης και αποκτάει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο βασίζεται σε
ένα σύνολο αξιών. Αυτή ακριβώς η διαδικασία, δημιουργεί νέες ιδεολογικές τάσεις
αλλά και ρωγμές. Οι οπαδοί της στατικής ερμηνείας του Κεμαλισμού παραμένουν
δογματικά στη θέση τους, στρέφονται κατά της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και
επιμένουν σε έναν αφηρημένο εκδυτικισμό εκτός εκδημοκρατισμού. Μια άλλη
μερίδα της κοινωνίας, στηριζόμενη στην πραγματιστική υπόσταση του Κεμαλισμού,
επιχειρεί συνδυασμό του με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και ότι αυτή η
πορεία συνεπάγεται. Τέλος, μια τρίτη ομάδα, πιστεύει ότι για να ανταποκριθεί η
Τουρκία στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής της πορείας, πρέπει αναγκαστικά, να
εισέλθει σε μια μετακεμαλική εποχή στην οποία, ο Κεμαλισμός θεωρείται πια passé.
Η εργασία αυτή, βασίστηκε κατά ένα μεγάλο μέρος, σε ένα κείμενο το οποίο
είχε ετοιμαστεί στα τουρκικά και γαλλικά στο πλαίσιο έκδοσής του υπό την επιμέλεια
του Erick Jan Zürcher, ενώ μεταφράστηκε από τα γαλλικά στα ελληνικά από την
Τερέζα Μπουκή. Οι Ευτύχιος Γαβριήλ και Χρίστος Γρηγοριάδης βοήθησαν στην
απόδοση του υπόλοιπου μέρους στα ελληνικά. Ο Μιχάλης Ν. Μιχαήλ και η Τερέζα
Μπουκή επιμελήθηκαν το κείμενο. Θερμές ευχαριστίες, οφείλονται σε όλους τους πιο
πάνω για τη συμβολή τους. Φυσικά, η ευθύνη για τυχών ελλείψεις ή ατέλειες βαρύνει
αποκλειστικά τον συγγραφέα.
5
6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η κυρίαρχη αντίληψη τόσο των Νεότουρκων όσο και του Μουσταφά Κεμάλ
είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το θετικισμό και ειδικά από τον Αύγουστο
Κομτ (Auguste Comte 1798-1857) και τη θετικιστική του προσέγγιση.
Οικειοποιήθηκαν έτσι τη αρχή της «τάξης και προόδου» (ordre et progrès), κατά την
οποία η πρόοδος είναι δυνατή μόνο όταν επιτυγχάνεται η απομάκρυνση από τη
θεολογία και η κοινωνία οργανώνεται και λειτουργεί στις βάσεις της επιστήμης. Ως
εκ τούτου, η «πρόοδος» είναι υπόθεση της πεφωτισμένης ελίτ, η οποία μέσα από
κοινωνική μηχανική προσδοκά την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Αυτή η
κοσμοαντίληψη επιδιώκει τη διαμόρφωση της κοινωνίας εκ των άνω και μετατρέπει
τις κοινωνικές διεργασίες σε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Στη σύγχρονη Τουρκική
Δημοκρατία, πέραν αυτής της θετικιστικής προσέγγισης, τέθηκαν και τα θεμέλια για
τη διαμόρφωση μιας οργανικής κοινωνίας που ήθελε να αγνοήσει την ύπαρξη των
κοινωνικών τάξεων. Από τη μια η θετικιστική προσέγγιση που άνοιξε το δρόμο σε
ένα τελεολογικό και θεολογικό σχέδιο κοσμικότητας, και από την άλλη το πάθος για
την κορπορατιστική, οργανική κοινωνία, υποκίνησαν τα ολοκληρωτικά ρεύματα και
αγνόησαν την ατομικότητα του πολίτη.
7
άλογο, δηλαδή η εικόνα του εκσυγχρονισμού είναι πιο σημαντική από τον ίδιο τον
εκσυγχρονισμό, ενώ πιο ψηλά στην ατζέντα βρίσκεται η εικόνα του εκσυγχρονισμού,
παρά η ηθική του».1
8
Ουσιαστικά, αυτό σήμαινε την επιστροφή στην παράδοση, η οποία παραγκωνίστηκε
από τον κεμαλικό εκσυγχρονισμό. Όσον αφορά το πολιτικό Ισλάμ, αυτό εμφανίζεται
στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ως
αποτέλεσμα διεθνών και τοπικών εξελίξεων.
Στην αντίληψη της κεμαλικής ελίτ, το Ισλάμ ήταν εμπόδιο τόσο για τον
εκσυγχρονισμό όσο και για τη συγκρότηση του έθνους. Γι’ αυτό το λόγο, ο
περιορισμός της επιρροής του Ισλάμ είχε γίνει κεντρικό σημείο αναφοράς του
τουρκικού μοντερνισμού και κατ’ επέκταση του τουρκικού εθνικισμού. Ο κοσμικός
εθνικισμός που διαμόρφωσε την ιδεολογία της Τουρκικής Δημοκρατίας,
προσανατολίστηκε προς την άρνηση και την απόρριψη του οθωμανικού και
ισλαμικού παρελθόντος και αναζήτησε τον αρχαίο πολιτισμό των Τούρκων στην
Κεντρική Ασία. Με μοναδικό σκοπό να υποδειχτεί ότι οι Τούρκοι πριν από το Ισλάμ
είχαν παραγάγει πολιτισμό που επηρέασε όλη την ανθρωπότητα, αναπτύχθηκε μια
αντίληψη για την ιστορία η οποία ήθελε να παρουσιάσει τους αρχαίους πολιτισμούς
των Χετταίων, των Ελλήνων, των Ασυρίων κλπ., ως απόρροια του τουρκικού
πολιτισμού. Τονίζοντας ότι οι Τούρκοι είχαν δημιουργήσει έναν αξιόλογο πολιτισμό
και ότι η ανθρωπότητα είχε μάθει πολιτισμό από τους Τούρκους, ο τουρκικός
εθνικισμός παρουσίασε τη διαδικασία του εκδυτικισμού ως κάτι οικείο και όχι ξένο
για τους Τούρκους.
Την περίοδο όπου δημιουργήθηκε η νέα τουρκική ταυτότητα μακριά από τις
αξίες του Ισλάμ και του οθωμανικού παρελθόντος, οι κοσμικοί κεμαλιστές ήθελαν να
καλύψουν το ηθικό κενό που εμφανίστηκε υιοθετώντας κοσμικές αξίες. Μόνο που οι
αξίες αυτές, ούτε διασφάλιζαν την ενότητα της κοινωνίας, καθώς δεν απευθύνονταν
στον «νοηματικό κόσμο» του πολίτη όπως υποστηρίζει και ο Σερίφ Μαρντάν (Şerif
Mardin), ούτε έγιναν αποδεχτές από το σύνολο του πληθυσμού. Έτσι, ο τουρκικός
εθνικισμός ανέλαβε το ρόλο της αποκατάστασης της κοινωνικής συνοχής που είχε
αδυνατίσει λόγω των κοσμικών κεμαλικών μεταρρυθμίσεων, μεταμορφωνόμενος σε
ολοκληρωτικό εθνικισμό.
9
απειλείται άμεσα από εξωτερικές δυνάμεις: Για να «προστατευθεί» το κράτος αλλά
και η κοινωνία, το πρώτο έπρεπε να είναι τολμηρό και θαρραλέο. Φυσικά, γι’ αυτή
την προστασία ήταν αναγκαίο να απαγορευτούν οι εσωτερικές διαφωνίες. Στη
διαδικασία αυτή όμως, το συγκεκριμένο σχέδιο δεν επέτρεψε την εξατομίκευση των
κοινωνικών στοιχείων που συγκροτούν την εθνική ενότητα.5
5
Keyder, “Modernleşmenin”, ό.π., σ. 38.
10
Όπως είπε και ο Τσαγλάρ Κεϊντέρ (Çağlar Keyder), στην Τουρκία ο αγώνας
γίνεται μεταξύ της εθνικής αυταρχικής εκσυγχρονιστικής ελίτ και των φορέων που
απαιτούν τη διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών. Παράλληλα, όσοι είναι
συνηθισμένοι να λειτουργούν και να βλέπουν τις εξελίξεις με την παλιά αντίληψη,
επιμένουν στη διατήρηση της παλιάς τάξης πραγμάτων. Βέβαια, χάνουν έδαφος και
νομιμότητα, εφόσον η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
νομιμοποιείται και στο όνομα του Ατατούρκ. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι έτοιμοι να
παραδοθούν, με αποτέλεσμα να προσπαθούν να παρεμποδίσουν, όπου αυτό είναι
δυνατό, τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
11
Ι. Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
12
η εγκαθίδρυση του χαλιφάτου. Το δεύτερο, ήταν η εγκαθίδρυση της οθωμανικής
δυναστείας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά
φαινόμενα την εδραίωσαν οι κατακτήσεις των Σελτζούκων Τούρκων και η ίδρυση της
δυναστείας των Σελτζούκων.
Τον 19ο αιώνα, ο κόσμος του Ισλάμ εισήλθε σε μια περίοδο της ιστορίας όπου
η ανωτερότητα της Δύσης είχε πια οριστικοποιηθεί. Η Ευρώπη, με τη Βιομηχανική
Επανάσταση και την ανάπτυξη του καπιταλισμού, είχε καταστεί η ανώτερη δύναμη
του κόσμου. Ο κόσμος μεταβαλλόταν γρήγορα και η μεταβολή αυτή δεν
περιοριζόταν μόνο στην τεχνολογία. Η πολιτική οργάνωση, ο τρόπος διαβίωσης, οι
κοινωνικές σχέσεις και η κοσμοθεωρία των ανθρώπων δεν ήταν πια όπως παλιά. Η
σκέψη του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα είχε φέρει στο προσκήνιο τον ανθρώπινο νου.
Ο άνθρωπος απαλλασσόταν από την «κατάσταση απειρίας, που ο ίδιος είχε επιβάλει
στον εαυτό του», εύρισκε μέσα του «το θάρρος να χρησιμοποιεί το μυαλό του» και
άρχιζε να μπαίνει σε μια κατάσταση, όπου καθόριζε ο ίδιος, σε μεγαλύτερο βαθμό, τη
δική του μοίρα. Παράλληλα με αυτά, οι ιδέες περί προόδου είχαν αφήσει τη
σφραγίδα τους στην εποχή. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, η ανθρωπότητα προχωρούσε
συνεχώς προς το καλύτερο και το ωραιότερο. Συγχρόνως, αυτή η πορεία
εκσυγχρονισμού ήταν και μια πορεία εκκοσμίκευσης. Η ζωή απαλλασσόταν από τη
θρησκευτική ιερότητα και γινόταν κοσμική.
7
Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey, London-New York, 1969, σ. 329.
8
Lewis, The Emergence ό.π. 1969, σ. 329.
9
Danison, Osmanlı, ό.π. σ. 77.
13
Στον κόσμο του Ισλάμ, η διαδικασία και η πορεία των πραγμάτων δεν
βιώθηκε μ’ αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, μπροστά στην ανωτερότητα της Δύσης άρχισαν
διάφορες μεταρρυθμιστικές αναζητήσεις και, για πρώτη φορά στην ιστορία, η
«Ανατολή», προσανατολισμένη προς τη «Δύση», ήταν πρόθυμη να μάθει πράγματα
γι’ αυτήν. «Το πρώτο πράγμα που επηρέασε τους μουσουλμάνους ήταν η
πραγματικότητα της καθυστέρησης. Από το 1880 και μετά, το θέμα αυτό θα είναι το
αντικείμενο του ενδιαφέροντος ενός σημαντικού φάσματος μουσουλμάνων
διανοουμένων».10
Το 1826, η πρώτη ομάδα φοιτητών που πήγαν από την Αίγυπτο στο Παρίσι,
είχαν την ευκαιρία να δουν τη Δύση από κοντά και δεν απέκρυψαν τον θαυμασμό
τους προς τη Δύση. Ο Ριφά Ταχταβί (Rifa Tahtavi), επεξηγώντας την ανωτερότητα
της Δύσης, εφιστούσε την προσοχή τόσο στο γεγονός ότι στο Παρίσι «οι άνθρωποι
είναι καθαροί, τίμιοι και εργατικοί», όσο και στην κομψότητα και την λεπτότητα των
γυναικών. Ο Ρ. Ταχταβί τόνιζε ότι οι Δυτικοί επιδείκνυαν μεγάλη ευφυΐα και
εφευρετικότητα στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και τη μεταφυσική, και ότι
υπήρχαν πολλά πράγματα που οι μουσουλμάνοι έπρεπε να μάθουν από αυτούς. Τα
κείμενα του Ρ. Ταχταβί, που προσέλκυσαν πάρα πολλούς Δυτικούς συγγραφείς στην
αραβική γλώσσα, τυπώθηκαν σε μορφή βιβλίου, το οποίο κατείχε θέση ανάμεσα στα
υποχρεωτικά αναγνώσματα των κρατικών υπαλλήλων στην Αίγυπτο« ׃Ελπίζω όλος ο
κόσμος του Ισλάμ, Άραβες και μη Άραβες, να μάθουν την τεχνική και την επιστήμη
της Ευρώπης και να ξυπνήσουν από τον ύπνο της αδιαφορίας». 11 Ο θαυμασμός προς
τη Δύση που παρατηρήθηκε στις αρχές του 19 ου αιώνα, έφερε μαζί του όλο και
περισσότερες αντιδράσεις κατά της ηγεμονίας της αποικιοκρατικής Δύσης. Ιδιαίτερα,
το ρεύμα του οποίου ηγήθηκε ο Τζεμαλετίν Αφγκανί (Cemaletin Afgani), από τη μια
συνηγορούσε υπέρ του να υιοθετήσουν και οι λαοί του Ισλάμ την αναπτυσσόμενη
στη Δύση επιστημονική σκέψη και να διεξάγουν αγώνα ενάντια στον φανατισμό, και
από την άλλη, καλούσε τους μουσουλμάνους σε κοινό αγώνα ενάντια στην ηγεμονία
της Δύσης. Οι δύο τάσεις εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και απέκτησαν μεγάλη
σημασία, ενώ γινόταν «(…) αυτοκριτική για το θέμα της καθυστέρησης γιατί, αν οι
μουσουλμάνοι βιώνουν τον πόνο τόσων πολλών αποτυχιών, (…) τούτο οφείλεται
στο ότι έχουν εκφυλίσει την πραγματική θρησκεία και μετατρέψει το Ισλάμ σε ‘γούνα
φορεμένη από την ανάποδη’».12 Παρόμοιες τάσεις θα εμφανίζονταν και ανάμεσα
στους οθωμανούς διανοουμένους.
14
χριστιανικοί πληθυσμοί, στηριζόμενοι στην υποστήριξη της φιλελεύθερης Ευρώπης,
άρχισαν να σχεδιάζουν τον εθνικό τους ξεσηκωμό. Ως συνέπεια των παραπάνω, η
άποψη υπέρ των μεταρρυθμίσεων ενισχυόταν στους κύκλους εκείνους που ήθελαν
την συνέχιση της αυτοκρατορίας, γιατί η υποστήριξη της Δυτικής Ευρώπης και η
αφοσίωση των υποτελών πληθυσμών μπορούσαν να εξασφαλιστούν μόνο με
μεταρρυθμίσεις».13 Πραγματικά, από τη μια η αισθητή ανάγκη να εξασφαλιστεί η
υποστήριξη των ευρωπαϊκών κρατών έναντι της ρωσικής απειλής και, από την άλλη,
η αυξανόμενη ενίσχυση της εθνικής συνείδησης μεταξύ των υποτελών πληθυσμών,
είχαν καταστήσει τα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα αναπόφευκτα.
15
Μετά το σουλτανικό Διάταγμα του Γκιουλχανέ, ακολούθησε το φιρμάνι
(σουλτανικό Διάταγμα) σχετικά με τις Μεταρρυθμίσεις του 1856. «Τα Δυτικά
κράτη, θεωρώντας ανεπαρκή τα δικαιώματα που είχαν παραχωρηθεί με τις
Μεταρρυθμίσεις το 1839, και θεωρώντας ότι οι υποσχέσεις που έδωσε η
αυτοκρατορία σχετικά με τις Μεταρρυθμίσεις δεν είχαν τηρηθεί, πρόβαλαν, πριν τη
Διάσκεψη των Παρισίων του 1856, μερικές νέες επιθυμίες ως αντάλλαγμα,
προκειμένου να προστατεύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία έναντι των
επεμβάσεων της Ρωσίας. Το δύσκολο σημείο των ξένων επιθυμιών ήταν και πάλι τα
δικαιώματα που θα παραχωρούνταν στις χριστιανικές μειονότητες. Έτσι, το 1856
αποφασίστηκαν οι βάσεις του φιρμανιού περί Μεταρρυθμίσεων, μεταξύ του Αλή
Πασά και των πρεσβευτών Αγγλίας και Γαλλίας που βρίσκονταν στην
Κωνσταντινούπολη».18 Ο κύριος σκοπός του φιρμανιού εκείνου περί
Μεταρρυθμίσεων ήταν να εξασφαλίσει ισοτιμία για τους μη μουσουλμάνους
υπηκόους. Γι’ αυτό το λόγο «αναγνώριζε δικαιώματα στους μη μουσουλμάνους,
όπως το να μπορούν να διορίζονται σε δημόσιες υπηρεσίες, να μπορούν να
εισέρχονται στα συμβούλια των αυτοδιοίκητων περιοχών (eyalet) και να
αντιπροσωπεύονται στην Ανώτατη Βουλή».19 Οι αντιδράσεις ενάντια στην
προώθηση αυτών των αναγκαστικών μεταρρυθμίσεων αυξάνονταν όλο και
περισσότερο.
18
Bülent Tanör, Osmanlı-Türk Anayasal Gelişmeleri, İstanbul 1998, σ. 95-95.
19
Tanör, Osmanlı, ό.π., σ. 96.
20
Şerif Mardin, Yeni Osmanlı Düşüncesinin Doğuşu, İstanbul, 1996, σ. 25-26.
21
Tanör, Osmanlı, ό.π., σ.101-102.
16
ένοχο του παραπτώματος» και ήταν θεσμός του ισλαμικού Δικαίου, καταργήθηκε με
το νέο ποινικό νόμο (τον Νέο Νόμο) του 1851, και τη θέση του πήραν ρυθμίσεις που
προνοούσαν πως το κράτος θα τιμωρεί τον ένοχο, ενώ καταργήθηκε ο ειδικός Νόμος
περί αμνηστεύσεως. Μια διαφορετική κατάσταση που δημιουργήθηκε με νομοθετικές
ενέργειες, ήταν ότι η εφαρμογή των νέων νόμων σε όλους τους υπηκόους χωρίς
διακρίσεις θρησκείας και δόγματος, κατευθυνόταν, σ’ αυτό το πλαίσιο, σε μια
δικαιική (νομική) ενότητα. Αυτό σηματοδοτούσε ένα βήμα που γινόταν στο δρόμο
της εκκοσμίκευσης. Το γεγονός ότι με την εφαρμογή του Νόμου, όλοι άρχισαν να
εισέρχονται στις συνελεύσεις, στο κέντρο και στην ύπαιθρο, χωρίς να επιδιώκονται
θρησκευτικές διακρίσεις, ήταν ένδειξη απομάκρυνσης από το παραδοσιακό
θεοκρατικό σύστημα, που δεν αναγνώριζε δικαίωμα σε μη μουσουλμάνους. Ακόμα,
το γεγονός της αποδοχής της αντιπροσώπευσης όλων των πληθυσμιακών στοιχείων
στα διοικητικά συμβούλια των νομών, των σαντζακιών, των επαρχιών καθώς και στα
δημοτικά συμβούλια, παράβλεπε την «αρχή της ισλαμικής διαβούλευσης» 22
22
Tanör, Osmanlı, ό.π., σ. 100-102.
23
Tibi, Nationalismus, ό.π., σ. 73.
17
Ο τούρκικος εθνικισμός, η τούρκικη δηλαδή εθνική ταυτότητα, εμφανίστηκε
αρκετά αργότερα στο ιστορικό σκηνικό. Υπάρχουν μάλιστα ενδιαφέροντα έγγραφα
και ανέκδοτες πηγές που μαρτυρούν αυτή την καθυστέρηση. Ιδιαίτερα
χαρακτηριστικός, σε σχέση με την πιο πάνω διαπίστωση, είναι ένας διάλογος μεταξύ
τουρκικής καταγωγής επισκεπτών στο Παρίσι και ενός γάλλου υπαλλήλου
βιβλιοθήκης. Την περίοδο του Αμπτούλ Χαμίτ, όπως διηγείται ένας διανοούμενος,
μερικοί φίλοι πήγαιναν μαζί σε μια βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Μια μέρα, ο
βιβλιοθηκάριος που βρισκόταν εκεί τους ρώτησε:
- «Εσείς τι είσαστε;».
- «Μουσουλμάνοι», απάντησαν.
- «Κοιτάξτε, τον βλέπετε αυτόν εκεί πέρα;» τους ρώτησε δείχνοντας κάποιον
ο Γάλλος.
- «Να, και εκείνον εκεί που κάθεται, εκείνος είπε ότι είναι Έλληνας. Εσείς,
δεν μπορείτε να είσαστε ή Αρμένηδες ή Έλληνες, έτσι!», είπε ο Γάλλος.
- «Τότε θυμήθηκα ότι είμαι Τούρκος», είπε ο ένας από τους δύο.24
18
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν οι Τούρκοι. Όπως έχουμε προαναφέρει, μέχρι
τις αρχές του 20ού αιώνα, δηλαδή μέχρι να ανέλθουν στην εξουσία οι Νεότουρκοι το
1908, στα σχολεία δεν διδασκόταν ούτε η τουρκική γλώσσα, ούτε η τουρκική
ιστορία. Ούτε ήταν δυνατό να συναντήσει κανείς το παραμικρό ίχνος εθνικής
συνείδησης ανάμεσα στους διάφορους διανοούμενους.
26
François Georgeon, Türk Milliyetçiliğinin Kökenleri. Yusuf Akçura (1876-1938), Ankara 1986, σ. 8.
27
Ziya Gökalp, Türkçülüğün Esasları, İstanbul 1995, σ. 18.
19
Συγκεκριμένα, μετά τον βαλκανικό πόλεμο του 1912, ιδρύθηκαν διαδοχικά
διάφοροι σύλλογοι και ενώσεις, όπως: «Τουρκική Ένωση» (Türk Birliği), «Τουρκική
Πατρίδα» (Türk Yurdu), «Τουρκική Εστία» (Türk Ocağı), κλπ. που εμφανίστηκαν ως
ένθερμοι υποστηρικτές του τουρανιστικού κινήματος. Από τα κινήματα αυτά που
στόχο τους είχαν την επιτάχυνση του εκτουρκισμού, το κίνημα «Τουρκική Δύναμη»
(Türk Gücü), όπως αναφέρει στο πρόγραμμα του, επεδίωκε να περισώσει την
τουρκική εθνότητα από τον αφανισμό, και έτσι δεν απέφευγε να χρησιμοποιεί
ρατσιστικό και επιθετικό λεξιλόγιο. Το κίνημα καθόρισε τους στόχους του ως εξής:
«Η τουρκική δύναμη ξετυλίχθηκε από τα βάθη του Καρακουρούμ και με
ενθουσιώδεις εκστρατείες κάλυψε ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς να αφήσει χέρι που να
μην το λυγίσει, σπαθί που να μην το σπάσει και πύργο που να μην τον καταλάβει.
Όμως, σήμερα, εκείνο που θα ανασυγκροτήσει την εξαθλιωμένη και διαλυμένη
τούρκικη δύναμη, εκείνο που θα της δώσει ξανά ζωή, εκείνο που θα ανεβάσει ξανά το
τούρκικο ηθικό, εκείνο που θα βοηθήσει να λάμψει πάλι το αλύγιστο εύστοχο μάτι
του Τούρκου είναι ο αγωνιστής του Τουράν. Αυτά τα σιδερένια νύχια των Τούρκων
θα αρπάξουν πάλι τον κόσμο, κι ο κόσμος θα τρέμει ξανά μπροστά σ’ αυτά τα
νύχια».28 Ο πνευματικός πατέρας του τουρκικού εθνικισμού Ζιγιά Γκιοκάλπ, όταν
εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του κινήματος των Νεότουρκων Ένωση και
Πρόοδος, έγραψε το δημοφιλές ποίημα του: «Πατρίδα για τους Τούρκους δεν είναι
ούτε η Τουρκία ούτε το Τουρκιστάν, πατρίδα είναι η μεγάλη κι απέραντη χώρα του
Τουράν».
20
Gücü στο Κάιρο, θεωρείται από πολλούς μελετητές ως η πρώτη προσέγγιση που
αποσκοπεί να στηρίξει την τουρκική ένωση στη βάση της τουρκικής εθνότητας. Σ'
αυτό το κείμενο ο Γιουσούφ Ακτσουρά υποστηρίζει ότι η προσπάθεια να στηριχθεί το
κράτος στη βάση μιας ισλαμικής ή οθωμανικής ένωσης είναι καταδικασμένη, γιατί θα
αντιμετωπίσει πληθώρα εσωτερικών και εξωτερικών εμποδίων. Επομένως, υπονοεί
ότι μόνο η ιδέα της τουρκικής ένωσης, βασισμένη στην κοινή εθνική ταυτότητα, είναι
ικανή ν’ αποτελέσει ρεαλιστική πολιτική. Ο Γ. Ακτσουρά δεν παραγνωρίζει τις
δυσκολίες που προκύπτουν από το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν έχουν αναπτυγμένη
εθνική συνείδηση. Ωστόσο, η ιδέα της τουρκικής ένωσης του φαίνεται να είναι η
μόνη ρεαλιστική κατεύθυνση. 29
21
άρχουσας τάξης. Μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας, πάρα πολλοί και κυρίως οι
χριστιανικοί πληθυσμοί δεν ταύτιζαν τον εαυτό τους με το οθωμανικό κράτος.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Έλληνα βουλευτή, μέλους της οθωμανικής
Βουλής που είπε: «Είμαι Οθωμανός όσο η Οθωμανική Τράπεζα».
Η ταχεία πορεία των Νεότουρκων προς τον τουρκισμό ενόχλησε, όμως, τον
αραβικό πληθυσμό, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε αναπτύξει αποσχιστική
πολιτική, αφού η κυρίαρχη αντίληψη θεωρούσε το οθωμανικό κράτος «κοινή
πατρίδα» με τους διάφορους λαούς να σέβονται την πολιτιστική αυτονομία των
άλλων. Οι Άραβες, δηλαδή, θεωρούσαν ακόμα τη συμβίωσή τους μέσα στο
οθωμανικό κράτος εφικτή και επιθυμητή. Φυσικά η στάση αυτή των αραβικών
πληθυσμών ενισχυόταν και από το τεράστιας σημασίας γεγονός ότι το οθωμανικό
κράτος κρατούσε στο χέρι του το χαλιφάτο.
22
δρόμους ενθάρρυναν τον κόσμο και ανύψωναν το φρόνημά του: «Ζήτω ο στόλος»,
«Ζήτω ο πόλεμος», «Τα χαμένα εδάφη πρέπει να ανακτηθούν», «Τα φυσικά σύνορα
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι οι όχθες του Δούναβη». Όμως, οι βαλκανικοί
πόλεμοι τερματίστηκαν με δυσάρεστα αποτελέσματα για τους Οθωμανούς. Για μια
ακόμη φορά ηττήθηκαν, για μια ακόμη φορά έχασαν εδάφη, με συνέπεια τμήματα
του τουρκικού πληθυσμού να μεταναστεύσουν. Πάνω από όλα ήταν απερίγραπτη η
πίκρα για την απώλεια της Μακεδονίας, γιατί ήταν η γενέτειρα αρκετών
διανοουμένων του κινήματος «Ένωση και Πρόοδος». Η θλίψη για την απώλεια
εδαφών φαίνεται ξεκάθαρα στην εναρκτήρια ομιλία του προέδρου της Βουλής Χαλήλ
Μπέη (Halil Bey) το 1914: «Όταν τα άλλα έθνη χάσουν στον πόλεμο εδάφη της
πατρίδας τους, ουδέποτε τα ξεχνούν, τα κρατούν πάντα ζωντανά στις μνήμες των
επόμενων γενεών (…). Από το βήμα της Βουλής, η συμβουλή μου προς το έθνος μου
είναι (…). Μη ξεχνάτε την αγαπημένη Θεσσαλονίκη (…). Τα Γιάννενα, το
Μοναστήρι, το Σκίταρι, όλη την όμορφη Ρούμελη, εκεί υψώθηκε για πρώτη φορά το
λάβαρο της ελευθερίας και της συνταγματικής τάξης». 33 Στη Βουλή ακούστηκαν τότε
φωνές: «Δεν θα ξεχάσουμε». Οι Νεότουρκοι, μπροστά στην απώλεια των εδαφών που
υπέστησαν, ανέπτυξαν έναν επιθετικό εθνικισμό, επιτάχυναν την πολιτική του
εκτουρκισμού και μετέτρεψαν το αίσθημα της εκδίκησης σε στοιχείο της τουρκικής
εθνικής ταυτότητας. Ο επικεφαλής των Νεότουρκων και Υπουργός Πολέμου κατά
τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Ενβέρ Πασά (Enver Paşa), αναφέρει: «Το να
εκδιωχθεί κάποιος από τη Ρούμελη και να καταλήξει στην Ανατολία, είναι κάτι το
ανυπόφορο. Είμαι έτοιμος να θυσιάσω την υπόλοιπη ζωή μου για να πάρω εκδίκηση
από τους Βούλγαρους, Έλληνες και Μαυροβούνιους (…). Εκδίκηση, εκδίκηση,
εκδίκηση, δεν υπάρχει άλλη λέξη».34
23
πρέπει να απαλλαγεί από αυτούς τους ξένους λαούς». 36 Αυτή η διαδεδομένη
αντίληψη ότι για τη διάλυση της αυτοκρατορίας έφεραν ευθύνη οι μη τουρκικοί της
λαοί, ενθάρρυνε την εκδικητική και επιθετική υπόσταση του τουρκικού εθνικισμού.
Και αυτό εκδηλώθηκε ιδιαίτερα ενάντια στους Έλληνες και τους Αρμένιους στη
διάρκεια της διαδικασίας εκτουρκισμού της Μικράς Ασίας.
36
Doğan Avcıoğlu, Milli Kurtuluş Tarihi III, İstanbul 1983, σ. 1113-1114.
37
Avcıoğlu, Milli, ό.π., σ. 1114.
38
Suavi Aydın, Modernleşme ve Milliyetçilik, Ankara 1993, σ. 176.
39
Ziya Gökalp, Türkleşmek, İslamlaşmak, Muasırlaşmak, İstanbul 1999, σ. 15.
24
τράπεζες καθώς και στη διοίκηση της Σιδηροδρομικής Εταιρίας. Η ενθάρρυνση της
τουρκο-μουσουλμανικής πρωτοβουλίας στις οικονομικές δραστηριότητες είναι
ιδιαίτερα εμφανής στην ύπαιθρο. Οι μουσουλμάνοι επιχειρηματίες με τη βοήθεια του
κόμματος «Ένωση και Πρόοδος» δημιουργούν «εθνικές» οικονομικές εταιρίες. Τα
τοπικά στελέχη του κόμματος και οι εταίροι αυτών των νέων οικονομικών
επιχειρήσεων ήταν συχνά τα ίδια πρόσωπα. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση
φρόντιζε τα μέλη της νέας εθνικής αστικής τάξης να είναι στελέχη του κόμματος. 40
Η περιοχή της Σμύρνης αποτελούσε έναν από τους βασικούς στόχους της
πολιτικής του εκτουρκισμού, όπου οι χριστιανοί και ιδιαίτερα οι Έλληνες
ασχολούνταν κατεξοχήν με το εμπόριο και τη βιομηχανία. Οι ελεύθεροι
επαγγελματίες όπως οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί κλπ., ήταν Έλληνες,
ενώ η οικονομική θέση των Ελλήνων ήταν ανώτερη και στον αγροτικό τομέα. 41 Η
Σμύρνη, που αναφερόταν ως «άπιστη Σμύρνη» (Gavur İzmir), αποτελούσε ιδιαίτερο
στόχο της εθνικοποίησης. Ο πρέσβης των ΗΠΑ που παρακολουθούσε από κοντά το
οικονομικό μποϋκοτάζ των Νεότουρκων σε βάρος των χριστιανών και τη στάση που
τηρούσε ο Υπουργός Εσωτερικών Ταλάτ Πασά (Talat Paşa), παραθέτει τα εξής: «Οι
Τούρκοι στη Σμύρνη ήθελαν να διώξουν όλο το ελληνικό προσωπικό από τα ξένα
ιδρύματα και να τους αντικαταστήσουν με μουσουλμάνους (…). Εφάρμοζαν
μποϋκοτάζ επίσημα εναντίον όλων των χριστιανών, όχι μόνο στην Μικρά Ασία αλλά
και στην Κωνσταντινούπολη. Οι Εβραίοι που είχαν πάντοτε καλύτερες σχέσεις με
τους Τούρκους έμειναν εκτός μποϋκοτάζ. Τον Ταλάτ Πασά τον ήξερα καλά (…).
Του είχα πει ότι θα δημιουργήσει πολύ κακή εντύπωση στο εξωτερικό. Ο Ταλάτ
Πασάς μου εξήγησε την εθνική του πολιτική (…). Τόνισε ότι για να επιζήσει η
Τουρκία με αυτά που της έχουν μείνει στα χέρια, πρέπει να απαλλαγεί από τους
ξένους λαούς».42
25
γραμματέας του κόμματος «Ένωση και Πρόοδος» στη Σμύρνη, όπου και ανέλαβε
καθήκοντα ίδρυσης εθνικών οικονομικών επιχειρήσεων. 46 Στο πλαίσιο αυτό, επέβαλε
μποϋκοτάζ στους Έλληνες και πήρε στρατιωτικά μέτρα εναντίον τους. Ταυτόχρονα,
σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού των Ελλήνων, είτε να φύγουν στην Ελλάδα είτε να
εκτοπιστούν στα βάθη της Ανατολίας, οργανώθηκαν παρασκηνιακά μια σειρά από
ληστείες.47
26
Ο Γάλλος συγγραφέας Αντρέ Μαλρώ (Andre Malraux) στο έργο του «Les
Noyers de l’Altenburg» που κυκλοφόρησε το 1948, περιγράφοντας τις
δραστηριότητες του πατέρα του, κάνει αναφορά στον οθωμανό Υπουργό Πολέμου,
τον παντουρκιστή Ενβέρ Πασά. Ο πατέρας του Α. Μαλρώ, όταν υπηρετούσε στην
γερμανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, ήταν στενός φίλος και σύμβουλος του
Ενβέρ Πασά, που ζούσε με το όραμα της Μεγάλης Τουρκικής Αυτοκρατορίας από
την Αδριανούπολη μέχρι και την Κίνα. Ο φίλος και σύμβουλος Μαλρώ, μετά από
μια επίσκεψη στο Αφγανιστάν αντιλήφθηκε ότι ο τουρανισμός δεν μπορούσε να
υλοποιηθεί. Για τον Ενβέρ Πασά όμως παρέμενε μια idée fixe, μια έμμονη ιδέα, και
έτσι δεν έλαβε υπόψη το φίλο του τον Μαλρώ.52
52
Landau, Pan-Turkism, ό.π., σ. 51-52
53
Akçam, Türk, ό.π., σ. 102.
54
Zürcher Modernleşen, ό.π., σ. 170.
27
διωγμός των Αρμενίων -που πραγματοποιήθηκε με πολύ σκληρό τρόπο- μπορεί να
θεωρηθεί εν μέρει ως μετακίνηση ενός εμποδίου, το οποίο βρισκόταν μεταξύ της
Τουρκίας και άλλων τουρκικών ομάδων που ζούσαν κοντά στα ρωσικά σύνορα.» 55 Η
Ειδική Οργάνωση (Teşkilat’ı Mahsusa), διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μαζική
σφαγή των Αρμενίων κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. 56 Επίσης, πάρα πολλοί
Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί σε τάγματα εργατών, πέθαναν από την πείνα, τη
στέρηση και το κρύο. Ο πρέσβης της Αμερικής στην Τουρκία, Μόργκεν Θάου
(Morgen Thau), περιέγραψε τα γεγονότα αυτά με τα εξής λόγια: «Οι Τούρκοι
διαχειρίστηκαν τους Έλληνες με παρόμοιο τρόπο, όπως και τους Αρμενίους. Τους
πήραν στον οθωμανικό στρατό, τους συγκέντρωσαν σε τάγματα εργατών και τους
χρησιμοποίησαν για την κατασκευή συγκοινωνιακών έργων στις περιοχές του
Καυκάσου και σε άλλες περιοχές του πολέμου. Χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες
πέθαναν, όπως και οι Αρμένιοι, από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, την ασιτία και
από άλλες στερήσεις. Στα χωριά των Ελλήνων γίνονταν συχνές έφοδοι στα σπίτια
τους, σε αναζήτηση οπλισμού. Έλληνες γυναίκες και άντρες ξυλοκοπήθηκαν και
βασανίστηκαν και γενικά έπεσαν θύματα λεηλασιών, ακριβώς όπως και οι
Αρμένιοι».57
Τα γεγονότα που συνέβησαν αυτή την περίοδο και ο ρόλος των Νεότουρκων
συζητήθηκαν στην τελευταία οθωμανική Βουλή, και επίσης καταγγέλθηκαν από τον
ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Los Angeles Times στις
22 Ιουνίου 1926, ο Μουσταφά Κεμάλ κατάγγειλε τους Νεότουρκους για τις σφαγές
των χριστιανών Οθωμανών και τους θεώρησε υπεύθυνους για τον εκτοπισμό και τον
θάνατο χιλιάδων από αυτούς.58
55
Landau, Pan-Turkism, ό.π., σ. 53.
56
Akçam, Türk, ό.π., σ. 108.
57
Avcıoğlu, Milli, ό.π., σ. 1112.
58
Tarih ve Toplum Dergisi, İstanbul, Mayıs 1988.
59
Anthony Smith, National Identity, London 1994, σ. 147.
60
Masami Arai, “Jön Türk Dönemi Türk Milliyetçiliği” στο: Mehmet Ö. Alkan (επιμ.), Modern
Türkiye’de Siyasi Düşünce, τ.1: Tanzimat ve Meşruiyetin Birikimi, İstanbul 2001, σ. 195.
28
ολοκληρώσει ο Μουσταφά Κεμάλ και οι συνεργάτες του με την ίδρυση της
Τουρκικής Δημοκρατίας.
29
Παγκοσμίου Πολέμου, οι κύριοι θεωρητικοί του παντουρκισμού, Ζιγιά Γκιοκάλπ και
Γιουσούφ Ακτσουρά, είχαν αναθεωρήσει ριζικά τις απόψεις τους. Μετά την
Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, ο Γιουσούφ Ακτσουρά διαχώρισε τον εθνικισμό
σε «δημοκρατικό εθνικισμό» και «ιμπεριαλιστικό εθνικισμό» και ενέταξε τον
παντουρκισμό στην κατηγορία του «ιμπεριαλιστικού εθνικισμού». Ο δε Ζιγιά
Γκιοκάλπ, παρόλο που δεν εγκατέλειψε πλήρως τις παντουρκιστικές πεποιθήσεις του,
τις χαρακτήριζε ως ένα πολύ απομακρυσμένο ιδανικό και υποστήριζε πως, στις
συγκεκριμένες συγκυρίες, ο τουρκικός εθνικισμός θα έπρεπε να περιοριστεί εντός της
Τουρκίας. Από την άλλη, ο Μουσταφά Κεμάλ τοποθετήθηκε για το ζήτημα αυτό με
πιο ξεκάθαρο τρόπο. Σε ομιλία του στο Εσκισεχίρ (Eskişehir), στις 15 Ιανουαρίου του
1923, περιγράφοντας το όραμά του για την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει
το τουρκικό κράτος ανέφερε: «Έχω την πεποίθηση πως, ούτε ο πανισλαμισμός, ούτε
και ο παντουρκισμός είναι λογική πολιτική για μας».63
Η ίδρυση της κεμαλικής Τουρκίας σήμανε την ίδρυση ενός κοσμικού εθνικού
κράτους. Οι αντιλήψεις περί νεωτερικότητας και εθνικισμού που επικρατούσαν μέχρι
την περίοδο αυτή, άλλαξαν ριζικά με την άνοδο του Μουσταφά Κεμάλ στην εξουσία.
Η νεωτερικότητα του Μουσταφά Κεμάλ, εγκατέλειψε το τρίπτυχο τουρκισμός, Ισλάμ
και εκδυτικισμός, και δημιούργησε μια νέα σύνθεση βασισμένη στην τουρκικότητα
με την κοσμική έννοια και τον εκδυτικισμό. Παρά τη ρήξη αυτή, σημαντικά στοιχεία
του οθωμανικού παρελθόντος άφησαν την σκιά τους και στη σύγχρονη Τουρκία.
63
Türkiye’nin Kürt Sorunu, İstanbul 1996, σ. 30.
30
ΙΙ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΜΑΛΙΣΜΟ ΣΕ «ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΥΣ»
γ) Αρχή του λαϊκισμού (halkçılık). Το έθνος είναι η πηγή της βούλησης και
της κυριαρχίας. Στο δρόμο της μεταρρύθμισης, το κόμμα μας υπενθυμίζει ότι η
αμοιβαία και δίκαιη εκπλήρωση των καθηκόντων του κράτους έναντι του πολίτη και
του πολίτη έναντι του κράτους, καθώς και η ίδια η βούληση και η κυριαρχία
αποτελούν μια μεγάλη αρχή. Κηρύσσουμε ότι είναι κομμάτι του λαού και φορέας
λαϊκότητας κάθε άτομο που δέχεται την αρχή της απόλυτης ισότητας έναντι των
νόμων και δεν αναγνωρίζει κανένα προνόμιο σ’ ένα άτομο, σε μια οικογένεια, σε μια
κοινωνική τάξη ή ακόμα και σε μια ένωση προσώπων.
31
παράγραφος για το δεύτερο άρθρο: «Ο λαός της Δημοκρατίας της Τουρκίας δεν είναι
το άθροισμα των κοινωνικών τάξεων, είναι μια κοινότητα διαφορετικών
επαγγελμάτων, οργανωμένων βάσει ενός καταμερισμού εργασίας αναγκαίου για την
κοινωνική και ατομική ζωή». Το άρθρο αυτό ενσωματώθηκε αυτούσιο στο
πρόγραμμα του 1935, στο πέμπτο άρθρο, τρίτο εδάφιο, που ορίζει την αρχή της
λαϊκότητας.
ε) Αρχή της κοσμικότητας (laiklik). Κάθε νόμος, κάθε διάταγμα και κάθε
κανονισμός που ρυθμίζει τη διακυβέρνηση του κράτους, πρέπει να εκπονείται και να
εφαρμόζεται αφού ληφθούν υπόψη οι κοσμικές ανάγκες και σε συνάρτηση με τις
αρχές και τις μορφές που η επιστήμη και η τεχνική προσδίδουν στο σύγχρονο
πολιτισμό. Καθώς η θρησκεία ανήκει στη σφαίρα της ιδιωτικής συνείδησης, ο
διαχωρισμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων από το κράτος, από τις κοσμικές
υποθέσεις και από την πολιτική αποτελεί για το έθνος μας το καλύτερο εργαλείο,
ώστε να συμμετάσχει με επιτυχία στο σημερινό κίνημα προόδου.
Στο πρόγραμμα του 1935, μια άλλη έκφραση προηγείται της δήλωσης των
βασικών αρχών του Κεμαλισμού, στην οποία αναφέρεται ότι: «Στη διακυβέρνηση
του κράτους, το κόμμα δεν περιορίζεται από την αρχή της βαθμιαίας εξέλιξης, όταν
αναζητά λύσεις»64. Οι αρχές αυτές, που συνιστούν την ίδια την ουσία του
Κεμαλισμού, αποκτούν όλο τους το νόημα αν ιδωθούν υπό το πρίσμα του σκοπού
που επεδίωκε ο Κεμαλισμός καθώς και στο ιστορικό τους πλαίσιο. Στην
πραγματικότητα, επρόκειτο πρώτα απ’ όλα, για τη δημιουργία, την εγκαθίδρυση και
τη διατήρηση ενός κοσμικού έθνους-κράτους. Έτσι, η κοσμικότητα και η άμεση
συνέπειά της, ο τουρκικός εθνικισμός, αποτελούν την καρδιά του Κεμαλισμού. Ο
ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ ξεκαθάρισε αυτό το σημείο στο λόγο που εκφώνησε στα
εγκαίνια της Νομικής Σχολής της Άγκυρας, λέγοντας:
32
εθνικισμού».65 Η θεμελίωση της κοινωνικής ενότητας στον εθνικισμό σήμαινε,
αναμφίβολα, τη δημιουργία ενός έθνους-κράτους. Από αυτή την άποψη, ο
Κεμαλισμός παρουσιάστηκε ως ριζική τομή σε σχέση την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Παρόλα αυτά, ο Μουσταφά Κεμάλ και τα ιδρυτικά στελέχη της νέας Δημοκρατίας,
κληρονόμοι ενός κινήματος εξέλιξης της οθωμανικής τάξης και του νομιμοποιητικού
της συστήματος, αντιπροσώπευαν και μια συνέχεια.
Υπό την οπτική μιας τέτοιας σύλληψης της οργανικής ενότητας κράτους και
έθνους, η διαφορετικότητα, ακόμα και οι ανεξάρτητες ομάδες (η κοινωνία των
πολιτών) δεν έχουν καμία θέση∙ με τον ίδιο τρόπο, η δημοκρατία δεν αποτελεί
ανάγκη. Αυτή η κατάσταση θυμίζει ένα αρχαιότερο, προνεωτερικό κράτος, πρότερο
του φιλελευθερισμού όπως το έχει περιγράψει ο Μιχαήλ Βάλζερ (Michael Walzer). Η
κοινωνία παρουσιάζεται ως ένα οργανικό όλο, πλήρως ενοποιημένο. Η θρησκεία (ή ο
εθνικισμός), η πολιτική, η οικονομία, η οικογένεια συγχέονται και αποτελούν τα μέρη
της ίδιας ολότητας. Το κράτος, η εκκλησία, το πανεπιστήμιο, η κοινωνία των
πολιτών, η πολιτική κοινωνία, η ιδιωτική σφαίρα και η δημόσια σφαίρα συγχέονται
επίσης. Ο φιλελευθερισμός διαχωρίζει αυτούς τους διαφορετικούς τομείς, χαράζει
σύνορα και όρια.67 Ο Κεμαλισμός δεν προσανατολίστηκε σε μια τέτοια διαδικασία
διαφοροποίησης. Αντίθετα, πρόταξε την οργανική ενότητα. Με μια ορισμένη έννοια,
η κεμαλική νεωτερικότητα περιλαμβάνει προνεωτερικά στοιχεία.
33
αποτελεί εκδήλωση, με τη μορφή του «τουρκισμού», μιας σύνθεσης: της θέσης, που
είναι το κράτος, με την αντίθεση, που είναι το έθνος. Έτσι, σύμφωνα με την ιδεολογία
της τουρκικής επανάστασης μπορούμε να ορίσουμε το κράτος με την εξής σύντομη
φράση: “το Κράτος είναι ο λαός συσπειρωμένος γύρω από τον Αρχηγό του”».68
68
Köker, Modernleşme, ό.π., σ. 160-161.
69
Şerif Mardin, “Religion and Secularism in Modern Turkey”, στο: A. Kazanciligil, E. Özburn (επιμ.),
Atatürk. Founder of a Modern State, London 1981, σ. 203-209.
70
Süleyman Seyfi Öğün, Modernleşme, Milliyetçilik ve Türkiye, İstanbul 1995, σ. 186.
34
δηλαδή ο εκσυγχρονισμός ως σουλτανική εντολή, πέρασε στον πεφωτισμένο
ολοκληρωτισμό της πρώτης περιόδου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο Μουσταφά
Κεμάλ ήταν ο ιδανικός εκπρόσωπος μιας ηγετικής ελίτ που ήταν επηρεασμένη από
τη θετικιστική σκέψη, είχε ξεκινήσει περίπου εκατό χρόνια πριν, και μέσω της
κοινωνικής μηχανικής (social engineering) συνέχιζε να αναδιαμορφώνει την
τουρκική κοινωνία με έναν εκσυγχρονισμό εκ των άνω, ως ορθολογιστική
αναδιαμόρφωση της τουρκικής κοινωνίας».71 Εκτός από τις εκσυγχρονιστικές
αντιλήψεις των πασάδων του Τανζιμάτ και των μέσων που έθεσαν σε εφαρμογή προς
αυτή την κατεύθυνση, η βούληση να προσανατολιστεί η κοινωνία στη θέαση μιας
«υπερβατικής αλήθειας» αποτελεί ένα άλλο στοιχείο που βρίσκει την πλήρη και
ολοκληρωτική έκφρασή του στον Κεμαλισμό. Εκδηλώνεται πολύ καθαρά στα μέτρα
εφαρμογής της κοσμικότητας. «Η μετουσίωση των αξιών μέσω της εκπαίδευσης,
στην οποία στοχεύει η κοσμικότητα, εμφανίζεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπό το
φως της θετικιστικής αντίληψης που είχαν ο Μουσταφά Κεμάλ και το περιβάλλον
του, όταν αναφέρονταν στις “πειραματικές και θετικές επιστήμες”. Όσο κι αν είναι
αλήθεια ότι ο θετικισμός μεταδόθηκε από τη νεοτουρκική σκέψη στον Κεμαλισμό, με
τη μορφή των θεωριών του Αυγούστου Κομτ (Auguste Comte), η κεμαλική αντίληψη
και πρακτική της κοσμικότητας είχε στόχο να αντικαταστήσει την παλιά ισλαμική
πίστη μ’ ένα νέο σύστημα πεποιθήσεων (μια νέα θρησκεία)». Σύμφωνα με τον Νουρ
Βεργκίν (Nur Vergin): «(…) αν και το θρησκευτικό γεγονός βρίσκεται στα θεμέλια
της κοσμικότητας ως η αιτία του θαύματος της επιτυχίας της, αυτό το σύστημα
σκέψης αποκλείει τη θρησκεία: δεν την αναγνωρίζει ούτε τη σέβεται. Πρόκειται για
τον αφορισμό της θρησκείας στο όνομα της επιστήμης (η οποία φυσικά
συλλαμβάνεται ως αναγωγή του πολιτισμού σε κανονικότητα), για την αποβολή της
θρησκείας από την κοινωνική και πολιτική ζωή. Ως εκ τούτου, αυτό το σύστημα
σκέψης, έχοντας σκοπό να καταστήσει την κοινωνία και την εξουσία εντελώς “άθεη”,
απομακρύνεται από την κοσμικότητα: είναι λαϊκισμός».72
71
Dietrich Jung, “Die Rache der Janitscharen. Der Türkische Modernisierungsprozess und Seine
Blockade”, Orient , 40 (1999) 225.
72
Nur Vergin, “Din ve Devlet İlişkileri. Düşüncenin Bitmeyen Senfonisi”, Türkiye Günlüğü, 29 (1994)
13.
73
Mustafa Erdoğan, “Islam in Turkish Politics”, Liberal Düşünce, 4/14 (1999) 11.
35
Αυτή η αντίληψη περί κοσμικότητας, που αντανακλά τις αντιλήψεις του
θετικιστικού εκσυγχρονισμού, υπήρξε αναγκαία για να νομιμοποιηθεί η εξουσία της
κεμαλικής ελίτ που εγκαθιδρύθηκε μετά τον πόλεμο. Για παράδειγμα, η κατάργηση
του χαλιφάτου βασιζόταν στην άποψη σύμφωνα με την οποία το χαλιφάτο
αποτελούσε κίνδυνο για τη «Δημοκρατία». Το γράμμα που απηύθυνε ο Μουσταφά
Κεμάλ στον Ισμέτ Ινονού (İsmet İnönü) σε σχέση με το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρον. 74
74
İsmet İnönü, Hatıralar, τ. 2, İstanbul 1992, σ. 186-187.
75
Bassam Tibi, Aufbrunch am Bosporus, die Türkei Zwischen Europa und dem İslamismus, München,
Zürich 1998, σ. 86.
76
Kadıoğlu, Muhakemesi, ό.π., σ. 86.
36
αποκήρυξης και απάρνησης. Δηλαδή, υπό το πρίσμα εκείνων των στοιχείων στην
τουρκική κουλτούρα και κοινωνία, έξω από τα οποία κλείστηκε ο Κεμαλισμός».77
Για την κεμαλική ελίτ, η κληρονομιά του Ισλάμ και των Οθωμανών, καθώς
και τα έθιμά τους, ήταν το κατ’ εξοχήν εμπόδιο που ορθωνόταν απέναντι στον
εκσυγχρονισμό και τη συγκρότηση της τουρκικής κοινωνίας σε έθνος. Για τον
Μουσταφά Κεμάλ, εκσυγχρονισμός σήμαινε φυσικά εκδυτικισμός. Και επρόκειτο για
μια υπαρξιακή αναγκαιότητα, ζωτική για την τουρκική κοινωνία. «Θέλουμε να
εκσυγχρονίσουμε τη χώρα μας. Όλες μας οι προσπάθειες έχουν στόχο να
εγκαθιδρύσουμε στην Τουρκία μια σύγχρονη και συνεπώς δυτική κυβέρνηση. Ποιο
είναι το έθνος που μπορεί να προσποιηθεί ότι είναι νεωτερικό χωρίς να στραφεί στη
Δύση;»78 Ο Μουσταφά Κεμάλ συνέλαβε τον εκσυγχρονισμό ως υπαρξιακό
πρόβλημα: «Η χώρα θα γίνει απολύτως σύγχρονη, πολιτισμένη και καινούρια. Για
μας, αυτό είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Από αυτό εξαρτάται η ευόδωση όλων των
θυσιών μας. Η Τουρκία ή θα αποκτήσει μια ενάρετη κυβέρνηση εξοπλισμένη με
καινοτόμες ιδέες ή δεν θα υπάρξει».
77
Kevin Robins, “Interrupting Identities: Turkey – Europe”, στο: Stuart Hall and Paul du Gay (επιμ.),
Questions of Cultural Identity, London, New Delhi 1996, σ. 68.
78
Şerafettin, Türkiye’nin Oluşumu , ό.π., σ. 174.
79
Tanıl Bora, Türk Sağının Üç Hali, İstanbul 1999, σ. 41-42.
37
δρόμος για τη νέα ορθολογική κοσμοαντίληψη, η κουλτούρα έπρεπε να εκκαθαριστεί
από τους θεοκρατικούς, γεμάτους συγχύσεις και προκαταλήψεις τρόπους ζωής.
“Εκπολιτισμός” σήμαινε κάθαρση από όλα όσα ήταν ιδιαίτερα, και ως εκ τούτου
προνεωτερικά στην τοπική κουλτούρα. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνον η αποκήρυξη
και καταστολή της συλλογικής ιστορικής μνήμης, αλλά επίσης, και αυτό ήταν ακόμα
πιο προβληματικό, η απάρνηση και καταπίεση της πραγματικότητας της τουρκικής
κουλτούρας και κοινωνίας. Όσο κι αν διαμορφώθηκε από την αφομοίωση της δυτικής
κουλτούρας, η σύγχρονη τουρκική ταυτότητα “είναι επίσης προϊόν διαφόρων
αρνήσεων”: η τουρκική κοινωνία “ασκήθηκε στην τέχνη της καταπίεσης”». 80
80
Robins, Interrrupting, ό.π., σ. 68.
81
Suavi Aydın, Modernleşme ve Milliyetçilik, Ankara 1993, σ. 227.
82
Hugh Seton-Watson, Nations and States. An Enquiry into the Origins of Nations and the Politics of
Nationalism, Cambridge 1977, σ. 259.
83
Cengiz Aktar, Türkiye’nin Batılılaştırılması, İstanbul 1993, σ. 56.
38
Ο σκοπός της ενίσχυσης της κοσμικότητας και της μεταφύτευσης της νέας
εθνικής ταυτότητας στη θέση του Ισλάμ, οδήγησε την «Τουρκική Ιστορική
Θεώρηση» (Türk Tarih Tezi) να εστιαστεί στην προ-ισλαμική τουρκική ιστορία αλλά
και, παραπέρα, να φανταστεί τους Τούρκους μεταξύ των ιδρυτών του σύγχρονου
παγκόσμιου πολιτισμού, ώστε να δημιουργηθούν σχέσεις ισοτιμίας με τα άλλα
σύγχρονα και κυρίαρχα έθνη.84 Έτσι, ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας εκείνης της
εποχής, Μαχμούτ Εσάτ Μποζκούρτ (Mahmut Esat Bozkurt), υπογράμμισε, στον
εναρκτήριο λόγο του πρώτου Συνέδριου Τουρκικής Ιστορίας, ότι η είσοδος των
Τούρκων στη σκηνή της Ιστορίας προηγήθηκε κατά 5.000 χρόνια αυτής των
Ευρωπαίων: «Οι Τούρκοι που ζούσαν στη μητέρα πατρίδα, στην Κεντρική Ασία,
ξεπέρασαν την παλαιολιθική εποχή 12.000 χρόνια προ Χριστού, ενώ οι Ευρωπαίοι
μπόρεσαν να ξεφύγουν απ’ αυτήν την περίοδο 5.000 χρόνια αργότερα. Όταν αλλού οι
άνθρωποι ζούσαν ακόμα στις σπηλιές, οι Τούρκοι της Κεντρικής Ασίας είχαν ιδρύσει
τον πολιτισμό του ξύλου και του μετάλλου, είχαν εξημερώσει τα ζώα και είχαν
αρχίσει να καλλιεργούν τη γη».85
Μία από τις βασικές αποστολές του τουρκικού εθνικισμού υπήρξε η εξύμνηση
της τουρκικής ταυτότητας. Η «Ιστορική Τουρκική Θεώρηση» υπήρξε ένα από τα
ουσιώδη βήματα αυτής της διαδικασίας. Ο ανατολιστής Κουρτ Κόχλερ (Kurt Köhler)
κρίνει το ζήτημα ως εξής: «Ο Γαζής (Μουσταφά Κεμάλ) συνέταξε ένα εγχειρίδιο
ιστορίας για να διαδώσει στους Τούρκους ένα νέο όραμα του κόσμου, υπό την
καθοδήγησή του. Αυτός ο προσανατολισμός υπηρετήθηκε με τυφλό ζήλο: οδήγησε σ’
αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “τουρκομανία”. Έτσι, όλα τα ιστορικά
γεγονότα επανερμηνεύτηκαν με τρόπο που ευνοούσε τον τουρκικό εγωισμό. Η
αρχαία ιστορία μεταφέρθηκε λοιπόν σε πρώτο πλάνο. Σκοπός ήταν να βεβαιωθεί ότι
η καταγωγή όλων των πολιτισμών είναι τουρκική: κατά συνέπεια, η θέση που αξίωνε
να καταλάβει ο τουρκικός λαός στους κόλπους των σύγχρονων εθνών έβρισκε
υποκειμενική επιβεβαίωση».86 Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την έκφραση του
Τανίλ Μπόρα, η κοσμική τουρκική ταυτότητα «τράφηκε με τον ορό ενός
υπερβολικού εγωισμού», μ’ ένα λόγο που έτεινε να αποδώσει στο γεγονός του να
είναι κανείς «Τούρκος» οντολογική βαρύτητα: ότι το να είναι κανείς Τούρκος
αποτελεί πηγή ενός απόλυτου αισθήματος εγωισμού και αυτοπεποίθησης.87
Αυτή η προσέγγιση, εκτός του ότι αποτελούσε «τον ορό του εγωισμού», είχε
και μια άλλη λειτουργία. Επρόκειτο για την υποστήριξη της θέσης ότι ο τόσο
ζηλευτός ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν ήταν ξένος για τους Τούρκους, και ότι η
«τουρκο-δυτική» σύνθεση δεν ήταν αντίθετη προς την αληθινή κουλτούρα των
Τούρκων. «Φτάσαμε σ’ ένα είδος μεγαλομανίας που ιδιοποιείται τον ταυτισμένο με
τη νεωτερικότητα Δυτικισμό και ισχυρίζεται ότι η τουρκική υποκειμενικότητα
ενσαρκώνει κατ’ εξοχήν τις ιδιότητες της δυτικής νεωτερικότητας κι έτσι του
Δυτικισμού. Μ’ αυτό τον τρόπο, ακόμα και τα μέτρα εκδυτικισμού, ο μιμητικός
χαρακτήρας των οποίων είναι πλήρως αποδεδειγμένος, μπόρεσαν να ερμηνευτούν ως
αυθεντικό προχώρημα ενός πνεύματος που προσιδιάζει στο λαό: η αιτία πρέπει να
αναζητηθεί στο γεγονός ότι ο τουρκικός εθνικισμός αυτοαναγορεύτηκε σε “καθαρά
δυτικό”»88. Σύμφωνα με τον Ταχά Παρλά (Taha Parla): «Η δράση που θεμελιωνόταν
84
Aydın, Monderleşme , ό.π., σ. 227.
85
Büşra Ersanlı Behar, İktidar ve Tarih. Türkiye’de ‘Resmi Tarih’ Tezinin Oluşumu (1929-937)
İstanbul 1992, σ. 120.
86
Mete Tunçay, T.C.’nde tek Parti Yönetimi’nin Kurulması (1923-1931), İstanbul 1992, σ. 302-303.
87
Bora, Türk ό.π., σ. 25.
88
Bora, Türk, ό.π., σ. 26.
39
στην πίστη ότι είναι δυνατό να σταματήσει κανείς τον ρου της ιστορίας και να τον
θέσει και πάλι σε κίνηση όπως αυτός επιθυμεί, καθώς και η βολονταριστική αντίληψη
που είχε ο Κεμαλισμός για την ιστορία, παρότρυναν στην επιλογή να απομονωθούν
και να απορριφθούν τα ανεπιθύμητα στοιχεία που προέρχονταν από την παράδοση
(…): έτσι, ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ένα νέο κράτος, μια νέα κοινωνία, ένας
νέος Άνθρωπος, υπό την καθοδήγηση ενός μόνου κόμματος και των ηγετών του». 89
89
Taha Parla, Türkiye’nin Siyasa Rejimi 1980-1989, İstanbul, 1993, σ. 201.
90
İsmail Kaplan, Türkiye’de Milli Eğitim İdeolojisi, İstanbul 1999, σ. 140.
91
Kaplan, Milli Eğitim, ό.π., σ. 141.
92
Kaplan, Milli Eğitim, ό.π., σ. 173.
40
δυνατότητας να υπάρξουν γιατί, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, «το κράτος ήταν το
έθνος συσπειρωμένο γύρω από τον αρχηγό του» και «το έθνος ήταν μια οργανική
ολότητα». Η προηγούμενη ταύτιση κράτους και κοινότητας πιστών επανεμφανίστηκε
με την ίδια ένταση στην ταύτιση κράτους και έθνους ή λαού. Με άλλα λόγια, οι
διαδικασίες ολοκλήρωσης που προσιδίαζαν στο σχηματισμό ενός έθνους, δεν
ρίζωσαν σε διαδικασίες διαπραγμάτευσης μεταξύ διαφόρων αυτόνομων σφαιρών της
κοινωνικής ζωής, αλλά προσδιορίστηκαν a priori βάσει κολεκτιβιστικών
αντιλήψεων. Αυτή η κατάσταση μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι οι Τούρκοι
«εκπολιτιστές, με σύγχρονη εξωτερική ενδυμασία, στην πραγματικότητα έχουν τα
χαρακτηριστικά των “λογίων” (…). Έτσι, τα πάντα πρέπει να συμμορφώνονται προς
το πνεύμα της κοινωνίας, όπως την έχουν συλλάβει αυτοί οι “εκπολιτιστές”. Οι
θεσμοί είναι εργαλεία αυτού του ελέγχου».93
Από την άλλη, ο Φουάτ Κεϊμάν (Fuat Keyman) ισχυρίζεται ότι η κατηγορία
της υπηκοότητας στην Τουρκία είναι μια έννοια φορτισμένη με υποχρεώσεις που
έχουν στόχο τη θεμελίωση του «γενικού συμφέροντος». Επίσης, κατά τον συγγραφέα,
το κεμαλικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού περιλάμβανε πλατωνικά στοιχεία, κι έτσι το
«γενικό συμφέρον» οριζόταν από τις κρατικές ελίτ βάσει της επιθυμίας για πολιτισμό.
Η πολιτική που σχεδιάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση προϋπέθετε τον
προσανατολισμό ολόκληρης της κοινωνίας προς το «γενικό συμφέρον» που οριζόταν
στο πλαίσιο της επιθυμίας των ελίτ για πολιτισμό.97
93
Süleyman Seyfi Öğün, Modernleşme, Milliyetçilik ve Türkiye, İstanbul 1995, σ. 31.
94
Kadıoğlu, Muhakemesi, ό.π., σ. 60.
95
Kaplan, Milli Eğitim, ό.π., σ. 386.
96
Kaplan, Milli Eğitim, ό.π., σ. 390.
97
E. Fuat Keyman, Türkiye ve Radikal Demokrasi, İstanbul 1999, σ. 60.
41
ώστε να συμμετέχει, με μια “σύγχρονη, κοσμική, πατριωτική και εθνικιστική”
ταυτότητα, στην ανοικοδόμηση ενός έθνους».98 Η διαμόρφωση της τουρκικής,
κοσμικής και εθνικιστικής ταυτότητας ήταν ο κύριος σκοπός του εκπαιδευτικού
συστήματος της Δημοκρατίας. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έγινε το 1924
(Tevhid-i Tedrisat Kanunu) εγγράφεται πλήρως σ’ αυτή την γενική αντίληψη.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Τουρκικής Ιστορίας και το Ινστιτούτο Τουρκικής
Γλώσσας, εμφανίστηκαν ως οι θεσμοί αναπαραγωγής της κεμαλικής ιδεολογίας. Όσο
για τα «σπίτια του λαού» (Halk Evleri), που δημιουργήθηκαν το 1932, είχαν
αποστολή να διαδώσουν τη νέα ιδεολογία στις λαϊκές μάζες. Οι «Τουρκικές Εστίες»
(Türk Ocakları), που ιδρύθηκαν το 1912 είχαν σκοπό τη διάδοση της ιδέας του
τουρκισμού. Ένας από τους ιδρυτές των Τουρκικών Εστιών, ο διάσημος τουρκιστής
Γιουσούφ Ακτσουρά, δήλωσε σε ένα συνέδριο το 1927: «Κύριοι, εδώ και πενήντα
χρόνια, η ιδέα του τουρκισμού δεν ήταν παρά μια θεωρία που γεννούσε ιδέες, πάθη
και ελπίδες στην καρδιά και στο νου μιας χούφτας ανθρώπων, οι οποίοι σπάνια
τολμούσαν να εκφραστούν δημόσια, γιατί αυτή η έννοια ήταν εντελώς ξένη στο
κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Σήμερα αυτή η ιδέα είναι έκδηλη. Η ιδιοφυία
που πέτυχε αυτό το κατόρθωμα είναι ο ίδιος ο Γαζή Μουσταφά Κεμάλ Πασά».99
42
(Modigliani). Τα χρώματα, σαφώς διαχωρισμένα, τοποθετούνται διακριτά το ένα πλάι
στο άλλο. Αυτή υπήρξε η εξέλιξη της Ευρώπης και στη συνέχεια του κόσμου, από
την εποχή του εθνικισμού. Από τότε, οι εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές
διαφορές διαλύονται σε κοινές και ομοιογενείς πολιτισμικές ενότητες που
συγκροτούν την κυρίαρχη κουλτούρα.103 Ή αλλιώς, η κυρίαρχη κουλτούρα
καταστρέφει τις διαφορές. Σύμφωνα με τον Ε. Γκέλνερ, ο εθνικισμός, και κατά
συνέπεια το έθνος-κράτος, προϋποθέτει το πάντρεμα κράτους και κουλτούρας. 104 Το
έθνος-κράτος που προκύπτει από αυτό το πάντρεμα προκύπτει με διαφορετικό τρόπο
από τη μία χώρα στην άλλη και από τη μια περιοχή στην άλλη. Στη Δυτική Ευρώπη,
τα κράτη σχηματίστηκαν την περίοδο που προηγήθηκε των εθνικισμών: ήταν λοιπόν
έτοιμα να ενωθούν σε μια κοινή κουλτούρα. Έμενε η ενσωμάτωση των αγροτών στην
κυρίαρχη κουλτούρα: «Οι αγρότες έπρεπε να μετατραπούν σε πολίτες που να μιλούν
τη σωστή γλώσσα, αλλά καμία κυρίαρχη εθνική κουλτούρα δεν χρειάστηκε να
σφυρηλατηθεί από αγροτικά υλικά».105 Η Γερμανία και η Ιταλία αποτελούν
παραδείγματα μιας ήδη σχηματισμένης κυρίαρχης κουλτούρας που απαιτούσε τη
δημιουργία ενός κοινού κράτους. Στις χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης αντίθετα,
εκδηλωνόταν η ανάγκη να δημιουργηθεί τόσο μια κυρίαρχη κουλτούρα όσο και ένα
κράτος. Γι’ αυτό το λόγο, αυτές οι διαδικασίες υπήρξαν τουλάχιστον οδυνηρές. «Ο
εθνικισμός ξεκίνησε με την εθνογραφία, ένα είδος μισο-κανονιστικού συνδυασμού
επιχείρησης διάσωσης και πολιτιστικής μηχανικής. Για να είναι οι ενότητες που θα
προέκυπταν συμπαγείς και εύλογα ομοιογενείς, έπρεπε να γίνουν περισσότερα:
πολλοί, πολλοί άνθρωποι έπρεπε είτε να αφομοιωθούν είτε να απελαθούν είτε να
σκοτωθούν».106
103
Ernest Gellner, Nations and Nationalism, Oxford 1983, σ. 139.
104
Ernest Gellner, Conditions of Liberty, Civil Society and its Rivals, London 1994, σ. 115.
105
Gellner, Conditions, ό.π., σ. 114.
106
Gellner, Conditions, ό.π., σ. 116.
43
πρόσφατο ρομαντικό παρελθόν, θεωρήθηκε μέρος της εικόνας του Άλλου: αυτός ο
διπλός αποκλεισμός είχε ως συνέπεια να φτωχύνει η πολιτική της εθνικής
ταυτότητας, όχι μόνο από στρατηγική άποψη αλλά και από άποψη συμβολικών
αναπαραστάσεων».107 Για την κυρίαρχη κουλτούρα του Κεμαλισμού «το παρελθόν
είναι ξένος τόπος».
44
από εθνοτικές καταγωγές υπηκοότητας «επανεθνικοποιήθηκε», μέσα από μια
πολιτική συστηματικής διάδοσης της κυρίαρχης κουλτούρας. Όπως απέδειξε ο Ταχά
Παρλά, ο τουρκικός εθνικισμός παρουσιάζει ένα διπλό χαρακτήρα. «Από τη μία
πλευρά έναν σοβινιστικό/επιθετικό χαρακτήρα θεμελιωμένο σ’ έναν αμυντικό νομικό
εθνικισμό και έναν εθνοτικό/πολιτισμικό πλουραλισμό, και από την άλλη πλευρά
έναν ανώτερο εθνικό χαρακτήρα σε αναζήτηση εθνικής ενότητας».112
Έτσι, την άρνηση της ιδέας του Ζιγιά Γκιοκάλπ που υπέθετε ότι ο λαός ήταν ο
κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της κουλτούρας, συνόδευσε η αποδοχή του κορπορατισμού
του ίδιου συγγραφέα, που απέρριπτε την ύπαρξη των τάξεων και αντιλαμβανόταν το
λαό ως οργανική ολότητα. Ο Κεμαλισμός δανείστηκε το σύνθημα του Ζ. Γκιοκάλπ
112
Taha Parla, Türkiyede Siyasal Kültürünün Resmi Kaynakları, τ. 3, Kemalist Τek-Parti İdeolojisi ve
CHP’ nin Altı Οku, İstanbul 1992, σ. 209.
113
Anthony Smith, National Identity, London 1991, σ. 104.
114
Çağlar Keyder, “1990’ larda Türkiye’de Modernleşmenin Doğrultusu”, στο: Sibel Bozdoğan, Resat
Kasaba (επιμ.), Türkiye’de Modernleşme ve Ulusal Kimlik, İstanbul 1998, σ. 37-38.
45
«δεν υπάρχουν τάξεις αλλά επαγγέλματα» και το ενσωμάτωσε το 1935 στο
πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Δημοκρατικού (CHP). Όσο για τους
επαγγελματικούς κλάδους: «Η εργασία του κάθε κλάδου είναι απαραίτητη για την
ύπαρξη και την ευτυχία των άλλων, καθώς και της κοινωνίας στο σύνολό της. Στο
πνεύμα αυτής της αρχής, ο σκοπός του κόμματός μας είναι η εδραίωση της
κοινωνικής τάξης και αλληλεγγύης στη θέση της πάλης των τάξεων, και η
εξασφάλιση της αρμονίας μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων, έτσι ώστε να μην
έρχονται σε αντίφαση».115 Ο Ταχά Παρλά σωστά υπογραμμίζει ότι η κεμαλική
λαϊκότητα, που προκύπτει από τον κορπορατισμό της αλληλεγγύης των Ντουρκχέιμ-
Γκιοκάλπ είναι μια αντισοσιαλιστική ιδεολογία της δεξιάς. 116 Από την πλευρά του ο
Πολ Ντυμόν (Paul Dumont) δείχνει ότι, παράλληλα, η λαϊκότητα εργαλειοποιήθηκε
για να νομιμοποιήσει το μονοκομματικό σύστημα. Πράγματι, αφού δεν υπήρχαν
κοινωνικές τάξεις, δεν ήταν ανάγκη να υπάρχουν πολλά πολιτικά κόμματα. Με αυτή
την έννοια, ένας από τους θεωρητικούς του Κεμαλισμού, ο Μαχμούτ Εσάτ
Μποζκούρτ, έγραψε: «Κανένα πολιτικό κόμμα του πολιτισμένου κόσμου δεν
μπόρεσε να εκπροσωπήσει το σύνολο της χώρας με τέτοια πληρότητα και τέτοια
διαφάνεια. Τα άλλα κόμματα υπερασπίζονται τα συμφέροντα διαφορετικών τάξεων ή
κοινωνικών στρωμάτων. Σε ό,τι μας αφορά, απορρίπτουμε την ύπαρξη τάξεων και
κοινωνικών στρωμάτων, γιατί πιστεύουμε ότι συμμετέχουν σε μία και μόνη ολότητα.
Δεν υπάρχουν ούτε άρχοντες, ούτε αφεντικά ούτε σκλάβοι. Υπάρχει ένα και μόνο
σώμα: το τουρκικό έθνος» 117
Ο Μετέ Τουντζάι (Mete Tunçay) δείχνει ότι τον θετικισμό, ο οποίος αποτελεί
το θεωρητικό υπόστρωμα του πεφωτισμένου δεσποτισμού, δεν τον απασχολεί
καθόλου το ζήτημα της λαϊκής συναίνεσης. «Η αναζήτηση μιας δημοκρατικής
συναίνεσης θεωρείται παράλογη παραχώρηση, ικανή να εμποδίσει και να αμβλύνει τη
δράση της επιστήμης».118 Ο λαός όχι μόνον περιφρονείται αλλά και αντιμετωπίζεται
σαν κοπάδι που πρέπει να χειραγωγηθεί. Η κυρίαρχη κεμαλική κουλτούρα δεν
αναγνωρίζει καμία θέση στον πλουραλισμό και τη συμμετοχική δημοκρατία. «Αυτή η
αυταρχική πολιτική πρακτική απορρίπτει τον κύριο κανόνα του πλουραλισμού: την
αναγνώριση της πολιτικής νομιμότητας του άλλου». 119 Γι’ αυτήν «ο άλλος όχι μόνον
έχει λανθασμένες ιδέες αλλά έχει και κακές και επιζήμιες προθέσεις». 120 Οι
διακηρύξεις του Γιουνούς Ναντί (Yunus Nadi), ενός από τους πολύ στενούς
συντρόφους του Μουσταφά Κεμάλ, είναι διαφωτιστικές απ’ αυτή την άποψη: «Σε
μας, κάθε αντιπολίτευση υποβαθμίζεται κατ’ ανάγκη σε προδοσία. Κάθε ιδέα
αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα όταν αρχίζει να παίρνει οργανωμένη μορφή, πρέπει να
εννοείται ως απαρχή μιας προδοσίας. Μερικές φορές, η ίδια η προδοσία βρίσκεται
στην πηγή της εμφάνισης μιας αντιπολίτευσης». 121 Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον Φαλίχ
Ριφκί (Falih Rifki): «η δημοκρατία θα είχε ως μόνη συνέπεια την εγκαθίδρυση της
Βαβέλ στην Άγκυρα». Από το 1923, ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ άσκησε δριμεία και
115
Parla, Kaynakları , ό.π., σ. 44.
116
Parla, Kaynakları , ό.π., σ. 44.
117
Paul Dumont, “Kemalist İdeolojinin Kökleri”, στο: Jacob M. Landau (επιμ.), Atatürk ve Türkiye’nin
Modernleşmesi, İstanbul 1999, σ. 61.
118
Tunçay, Tek Parti , ό.π., σ. 326.
119
Ahmet İnsel, “Cumhuriyet Döneminde Otoritarizmin Sürekliliği”, Birikim Dergisi, 125/126 (1999)
150
120
Taha Parla, Türkiye’de Siyası Kültürünün Resmi Kaynakları. Atatürk’ün Nutku, İstanbul 1991, σ.
169.
121
İnsel, “Otoritarizmin” , ό.π., σ. 151.
46
πολύ ρητή κριτική στον πολυκομματισμό. Χαρακτήρισε την αρχή της διάκρισης των
εξουσιών «παραλογισμό που προκύπτει από το νου ενός τρελού».122
Έτσι, στη βάση του αγώνα για την κουλτούρα που διεξήγαγε ο Κεμαλισμός
εναντίον των παραδόσεων, εγκαθιδρύθηκε ένα αυταρχικό σύστημα. Ο
μονοκομματισμός εδραιώθηκε με τη δημοσίευση του νόμου Takrir-i Sükun, τον
Μάρτιο του 1925. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα απέκτησε το μονοπώλιο της
εξουσίας σε όλους τους τομείς, και το μονοκομματικό σύστημα υιοθετήθηκε επίσημα
από το Συνέδριο του Κόμματος το 1931. Το κράτος ταυτίστηκε με το ένα και
μοναδικό κόμμα και αυτή η ταύτιση επισημοποιήθηκε στο Συνέδριο του 1936. Το
γεγονός ότι ο νομάρχης της κάθε περιοχής ήταν και πρόεδρος της τοπικής οργάνωσης
του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος αποτελεί το πιο συγκεκριμένο παράδειγμα
αυτής της συγχώνευσης. Γι’ αυτό το λόγο, το κόμμα γραφειοκρατικοποιήθηκε
πλήρως.123 Επιμένοντας στο γραφειοκρατικό και συντηρητικό χαρακτήρα του
Κεμαλισμού, ο Λεβέντ Κοκέρ (Levent Köker) μελετά τις σχέσεις του με τη
δημοκρατία. Ο Κεμαλισμός καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά του θετικισμού, της
αλληλεγγύης και του κρατισμού: «Η ιδέα της δημοκρατίας που ριζώνει στις
κοινωνικές διαφοροποιήσεις και σημαίνει αγώνα για την αναζήτηση της συναίνεσης,
είναι εντελώς απομακρυσμένη από την αντίληψη κοινωνικής αλληλεγγύης που
απορρίπτει κάθε σύγκρουση (…). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η δημοκρατία είναι μια
δευτερεύουσα πραγματικότητα που εξαρτάται από την ύπαρξη ενός ισχυρού
συγκεντρωτικού κράτους, από την κοινωνική αλληλεγγύη και από την ιδέα ενός
Έθνους που συλλαμβάνεται ως το θεμέλιο του πολιτικού καθεστώτος· δεν μπορεί να
είναι συνέπεια κοινωνικής αντιπαράθεσης. Από μια ορισμένη άποψη, οι σχέσεις
μεταξύ Κεμαλισμού και δημοκρατίας θυμίζουν την έννοια της “κηδεμονίας” (…).
Πρόκειται για χαρακτηριστικό τέτοιας φύσης, που καθιστά τον εκδημοκρατισμό
ακόμα πιο προβληματικό. Πράγματι, οι κάτοχοι της ιδεολογίας της κηδεμονίας είναι
οι ίδιοι που πρέπει να αποφασίσουν ποια στιγμή η κοινωνία θα είναι έτοιμη για τη
δημοκρατία, αποδεικνύοντας ότι έχει φτάσει σε κάποια ωριμότητα που την καθιστά
ικανή για δημοκρατία».124
122
İnsel, “Otoritarizmin”, ό.π., σ. 151.
123
Erik Jan Zürcher, Modernleşen Türkiye’nin Tarihin, İstanbul 1995, σ. 259.
124
Köker, Modernleşme, ό.π., σ. 198.
125
Zücher, Modernleşen, ό.π., σ. 262. Επίσης, για την περίοδο του μονοκομματισμού, βλ. Tunçay, Tek
Parti, ό.π.
47
αυτό και τέθηκε υπό τη στενή επίβλεψη του κέντρου». 126 Ο τουρκικός
εκσυγχρονισμός, όπως εκφράζεται στον Κεμαλισμό, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το
ρήγμα που υπήρχε μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Ακόμα περισσότερο, με τον
Κεμαλισμό η ρήξη πήρε συγκρουσιακή διάσταση. Αν το κέντρο ήταν ο φορέας της
κυρίαρχης κεμαλικής κουλτούρας, με άλλα λόγια του κοσμικού τουρκικού
εθνικισμού, η Περιφέρεια επέμενε στο δρόμο του εθνοτικού πλουραλισμού και των
παραδοσιακών αξιών του Ισλάμ. «Το νέο κράτος της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν
αδύναμο ως προς τις μορφές θρησκευτικής τελετουργίας, κι έτσι απέτυχε να κερδίσει
τον αγροτικό πληθυσμό. Πρόσφατα, ορισμένοι πανεπιστημιακοί μπόρεσαν να δείξουν
ότι, ως κυρίαρχη ιδεολογία, ο ρεπουμπλικανικός-κεμαλικός εθνικισμός δεν πέτυχε να
καταλάβει πραγματικά τη θέση που κατείχε η θρησκεία. Δεν μπόρεσε να προσφέρει
μια εναλλακτική λύση έναντι του Ισλάμ μέσω του νόμου οργάνωσης των αρχών της
ζωής (Κεμαλισμός) και στην προσπάθειά του να προωθήσει μια ταυτότητα». 127 Η
εξήγηση που προτείνει ο Σερίφ Μαντράν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική: «Καθώς δεν
μπόρεσε να δώσει στην κουλτούρα μια νέα λειτουργία και στο άτομο ένα νέο νόημα
δημιουργίας, ο Κεμαλισμός δεν έπαιξε το ρόλο μιας ανταγωνιστικής ιδεολογίας. Η
επιρροή του Κεμαλισμού στη μετουσίωση των αξιών που κληροδοτούν οι οικογένειες
στα παιδιά τους στην Τουρκία, δεν ήταν παρά επιφανειακή». 128 Το Ρεπουμπλικανικό
Λαϊκό Κόμμα δεν μπόρεσε να εγκαθιδρύσει δεσμούς και επικοινωνία με την
αγροτική ζώνη. Αυτή ανακηρύχτηκε «απολίτιστη και αμαθής» και απορρίφθηκε.
Κατά τον Σερίφ Μαντράν: «Η καθαρή και απερίφραστη απόρριψη του εξαιρετικά
πολύπλοκου κοινωνικού ιστού της Ανατολίας υπήρξε η επίσημη πολιτική της
Δημοκρατίας. Έτσι, οι γενιές που ανατράφηκαν με την ιδεολογία της Δημοκρατίας
απαρνήθηκαν τις θρησκευτικές, εθνοτικές και τοπικές ομάδες, ως άχρηστα
υπολείμματα των σκοταδιστικών εποχών της Τουρκίας. Τις αντιμετώπισαν ως
πραγματικά ερείπια. Το κέντρο λοιπόν, άλλη μια φορά ορθώθηκε ενάντια στην
περιφέρεια, φορώντας τον μανδύα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή».129
48
ανεξάρτητα από τα λαϊκά ανοίγματα, ήταν καθαρά αντεπαναστατικός (…). Ο
Κεμαλισμός δεν προσπαθούσε καν να γεφυρώσει την αντιπάθεια που υπήρχε για
εκατοντάδες χρόνια μεταξύ των κατοίκων της υπαίθρου και του κεντρικού κράτους
και τους εκπροσώπους του (…) πραγματικά, ένα από τα αποτελέσματα του
κεμαλικού προγράμματος ήταν η δημιουργία των δύο εθνών: το ένα αγροτικό,
παραδοσιακό και υπανάπτυκτο και το άλλο αστικό, μοντέρνο και αναπτυγμένο».131
131
Tibi, İslamismus, ό.π., σ. 86-87.
132
Şen, Silahlı , ό.π., σ. 101-102.
133
Şen, Silahlı , ό.π., σ. 102.
134
Baskın Oran, Atatürk Milliyetçiliği-Resmi İdeoloji Dışı Bir İnceleme, Ankara 1999, σ. 209.
49
για το κατά πόσον ο ορισμός του Τούρκου θα βασιζόταν στη φυλή ή στον
πολιτισμό.135 «Στη βάση αυτής της ασάφειας βρισκόταν ένα δίλημμα το οποίο
αντιμετώπιζε η κεμαλική ηγεσία: Να προσανατολιστεί προς έναν ορισμό σε εθνική
βάση που να περιλαμβάνει και το τουρκικό στοιχείο που ζει πέρα από τα σύνορα της
Τουρκικής Δημοκρατίας, ή να αποδεχτεί μια αντίληψη η οποία δεν θα αποκλείει τις
κοινότητες με διαφορετική καταγωγή που ζουν εντός των ορίων του Εθνικού
Σύμφωνου»136, δηλαδή, των εθνικών συνόρων, όπως αυτά ορίστηκαν από τη Μεγάλη
Εθνοσυνέλευση το 1919. Μια προσέγγιση βασισμένη στην εθνότητα, θα έπρεπε να
προβάλλει την κοινή φυλετική βάση με τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας και θα
απέκλειε τους Κούρδους, του Τσερκέζους, τους Λάζους και άλλες ομάδες που ζούσαν
στην επικράτεια της Τουρκικής Δημοκρατίας. 137 Αυτή η προσεκτική προσέγγιση
εγκαταλείφθηκε στα επόμενα χρόνια και προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι υπήρχει
φυλετική ενότητα με τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας και ακόμα, ότι η σημερινή
Τουρκία ήταν «ανέκαθεν η πατρίδα των Τούρκων».
50
απόρριψη της παράδοσης έγινε η αιτία για να αναζητηθεί η νομιμοποίηση του
κεμαλικού σχεδίου για εκσυγχρονισμό/συγκρότηση έθνους στην ιστορία και τις
εθνοτικές καταβολές.141 Η Τουρκική Ιστορική Θεώρηση και η Γλωσσική Θεωρία του
Ήλιου που αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930, «έκαναν αναφορά σε μια
Χρυσή Εποχή η οποία, από την μια υπήρξε στο παρελθόν, και από την άλλη
αναμενόταν να πραγματοποιηθεί και στο μέλλον και (...) εμφανίστηκαν ως η
έκφραση της ανακάλυψης όχι μιας πατρίδας της οποίας τα σύνορα καθορίστηκαν από
το Εθνικό Σύμφωνο, αλλά, της εφεύρεσης του πραγματικού “Τούρκου”. Με άλλα
λόγια, ως έκφραση της αναζήτησης μιας πολιτισμικής συνέχειας (...). Ο “πολιτισμός
των προγόνων” που έγινε προσπάθεια να επιβληθεί, δεν τράφηκε από τη λατρεία της
πατρίδας ή του εδάφους, αλλά από ένα μακρινό και μυθικό τουρκικό παρελθόν. Με
αυτόν τον τρόπο, η έννοια του πολίτη ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή, απέκτησε
ένα “εθνικό” περιεχόμενο, ως αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής πολιτικής της
κουλτούρας».142 Κατά τη δεκαετία του 1930, επικράτησαν τα συνθήματα "ένα
κράτος", "ένα έθνος", "μια κουλτούρα", "ένας ηγέτης", "ένα δόγμα" και "ένα
κόμμα".143 Κατά την περίοδο αυτή που τα πάντα ανάγονταν σε "ένα", «το κράτος και
το έθνος, ο πολιτισμός και η πολιτική, θεωρήθηκαν ένα και ενιαίο. Ως αποτέλεσμα, η
υπηκοότητα, που έπρεπε να βασίζεται σε μια κοινωνική συμφωνία που υπογράφουν
οι πολίτες με το κράτος, απέκτησε μια διάσταση που ήταν και εθνοτική και πολιτική.
Η έννοια του έθνους, ενώ θα έπρεπε να ήταν το μέσο για την πολιτική ενότητα,
συμπεριέλαβε άρρηκτα και τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς τομείς, στο όνομα της
δημιουργίας του ενός έθνους, του ενός κράτους, της μίας γλώσσας, του ενός
πολιτισμού και της μίας εθνότητας».144
141
Nur Betül Çelik, “Kemalizm: Hegomonik Bir Söylem”, στο: İnsel (επιμ.), Siyasi Düşünce, τ. 2., ό.π.,
σ. 85.
142
Üstel, “Kültürel Boyutu”, ό.π., σ. 31.
143
Ahmet Yıldız, Ne Mutlu Türküm Diyebilene, Türk Ulusal Kimliğinin Etno-Kültürel Sınırları,
İstanbul 2001, σ. 195.
144
Ümit Cizre, Muktedirlerin Siyaseti, İstanbul 1999, σ. 178.
145
Landau, Pan-Turkism, ό.π., σ. 77-78.
146
Landau , Türkiye’de Sağ ve Sol Akımlar, Ankara 1979, σ. 278.
147
Hugh Poulton , Turkish Nationalism and Turkish Republic, London 1997, σ. 133.
51
Ο Στρατός, ο οποίος έπαιζε και το ρόλο εκπαιδευτικού θεσμού,
χρησιμοποιούσε σε μεγάλο βαθμό το τουρκιστικό υλικό που προσέφερε η Τουρκική
Ιστορική Θεώρηση. Στο βιβλίο «Εγχειρίδιο του Στρατιώτη» υπήρχε ο ισχυρισμός ότι
στη ρίζα όλων των πολιτισμών και όλων των γλωσσών, βρίσκεται η τουρκική
γλώσσα και ο τουρκικός πολιτισμός. Στη συνέχεια ανέφερε « ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟΥΡΚΟΣ!
Ανήκεις στο μεγαλύτερο έθνος του κόσμου: Το έθνος σου είχε γεννηθεί πριν ακόμα
εμφανιστούν τα κείμενα που ονομάζονται ιστορία και τα οποία θα σου διηγηθούμε:
Ήρθες στον κόσμο με αίμα καθαρό, με γενναία καρδιά και χωρίς φόβο. Υπήρχες και
ζούσες πριν δεκάδες χιλιάδες χρόνια: Θα συνεχίσεις να ζεις: Οι πατρίδες που
δημιούργησαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες σου, έχουν γίνει παράδεισος στον
κόσμο. Να ξέρεις ότι: Το δικό σου έθνος είναι το πρώτο παράδειγμα, το στήριγμα και
ο σύμβουλος για όλα όσα έχουν πετύχει τα άλλα έθνη στη γνώση και στην καλή
αγωγή».148
Ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1930, και παρά το γεγονός ότι ο τουρκικός
εθνικισμός που ενισχυόταν στη βάση της εθνικότητας, απέρριψε τον παντουρκισμό
ως πολιτικό πρόγραμμα, δεν μπορούμε να πούμε όμως πως είχε απαλλαγεί εντελώς
από αυτόν. Η προσάρτηση της περιοχής της Αλεξανδρέττας (Hatay) δείχνει πως ο
πολιτικός παντουρκισμός δεν είχε απορριφθεί πλήρως. 149 Οι παντουρκιστές, που
δραστηριοποιήθηκαν ξανά κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,
αναζητούσαν την κεμαλική νομιμοποίηση με αναφορά στο παράδειγμα της
Αλεξανδρέττας. Για τους παντουρκιστές, όσο νόμιμο ήταν το παράδειγμα της
Αλεξανδρέττας, άλλο τόσο ήταν και η υπόθεση των άλλων αλύτρωτων Τούρκων. 150 Η
προσάρτηση του σαντζακίου της Αλεξανδρέττας, που μετά ονομάστηκε Χατάι, ενώ
παρέμενε εξαίρεση, είχε άμεση σχέση με το γεγονός ότι ο κεμαλικός εθνικισμός
τόνισε και βασίστηκε ιδιαίτερα στην εθνοτική αντίληψη του τουρκισμού. Είναι
αξιοσημείωτο ότι το όνομα Hatay, με το οποίο ήθελαν να τονίσουν την τουρκική
ταυτότητα της περιοχής, ήταν το πιο απτό παράδειγμα εφαρμογής της Γλωσσικής
Θεωρίας του Ήλιου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι λέξεις Eti-Ata-Hata-Hatay που
προέρχονταν από το κράτος του Hatay που ιδρύθηκε στην Κεντρική Ασία, είχαν τη
ρίζα τους στη τουρκική γλώσσα. Με αυτόν τον τρόπο, ισχυρίζονταν ότι, από τη μια, ο
πολιτισμός των Χετταίων στην Ανατολία ήταν τουρκικός και από την άλλη, ότι ο
πληθυσμός που ζούσε στην Αλεξανδρέττα και στην Αντάκια ήταν Τούρκοι. 151 Ο
ισχυρισμός ότι η περιοχή αυτή ήταν ανέκαθεν τουρκική εμφανίστηκε για πρώτη φορά
το 1923. Όταν στις 15 Μαρτίου 1923 ο Μουσταφά Κεμάλ κατά τη διάρκεια της
επίσκεψης του στα Άδανα, μίλησε μπροστά σε ένα κοριτσάκι που είχε ντυθεί στα
μαύρα για να διαμαρτυρηθεί για το γεγονός ότι η Αντάκια και η Αλεξανδρέττα είχαν
μείνει εκτός των τουρκικών συνόρων, τόνισε ότι: «Η γη αυτή που για τέσσερις
χιλιάδες χρόνια υπήρξε τουρκική, δεν μπορεί να παραμείνει στα χέρια του εχθρού». 152
Στη δημόσια ομιλία που έκανε την επόμενη μέρα εξέφρασε απόψεις παρόμοιες με τις
θέσεις που αργότερα υιοθετήθηκαν από την Τουρκική Ιστορική Θεώρηση. Ο
Μουσταφά Κεμάλ ισχυρίστηκε ότι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Τούρκοι
148
Şen, Silahlı, ό.π., σ. 66.
149
Landau, Pan-Turkism, ό.π., σ. 75.
150
Landau, Pan-Turkism, ό.π., σ. 159.
151
Melek Fırat, Ömer Kürkçüoğlu, “Sancak (Hatay) Sorunu”, στο: Baskın Oran (επιμ.), Türk Dış
Politikası, τ. 1: 1919-1980, İstanbul 2001, σ. 280.
152
Stefanos Yerasimos, Milliyetler ve Sınırlar Balkanlar. Kafkasya ve Orta Doğu, İstanbul 1994, σ.
167.
52
που ήρθαν από την Κεντρική Ασία και οι οποίοι, με την πάροδο του χρόνου
υπέκυψαν στους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους.153
Στη βάση της τουρκικής εθνότητας και με τις αφηγήσεις για το «Μεγάλο
Τουρκικό Έθνος» επιδιώχθηκε η νομιμοποίηση της προσάρτησης της Αλεξανδρέττας,
της πρώτης πράξης που άλλαξε τα σύνορα της Τουρκίας μετά τη Συνθήκη της
Λωζάνης. Συχνά γινόταν αναφορά στο ότι «ο τουρκικός λαός, που έχει ένα τόσο
ένδοξο παρελθόν, δεν μπορεί να είναι λαός που θα ζει ως μειονότητα, της οποίας οι
Άραβες θα παραβιάζουν τα δικαιώματά». 154 Ένας βουλευτής που μίλησε στην
Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, υπονοώντας τη Συνθήκη της Λωζάνης, είπε:
«Στα βάθη της καρδιάς μας δεν υπογράψαμε το μέρος της συνθήκης που μας χωρίζει
από τους ανθρώπους μας που ζουν στο νότο. Υπάρχουν συνθήκες τις οποίες τα
άμοιρα έθνη σαν και εμάς, τις υπογράφουν μονάχα με τα χέρια τους». 155 Η βασική
άποψη, η οποία εκφραζόταν και στην εκστρατεία που άρχισε μέσω του Τύπου λίγο
πριν την «προσάρτηση», βασιζόταν στην Τουρκική Ιστορική Θεώρηση. «Σύμφωνα με
την άποψη αυτή, πρόγονοι των κατοίκων του σαντζακίου ήταν οι Χετταίοι,
ακριβέστερα ήταν οι Hitay, μια τουρκο-μογγολική φυλή που ζούσε στα βόρεια της
Κίνας και πριν από χιλιάδες χρόνια είχε μεταναστεύσει από την Κίνα και
εγκαταστάθηκε εδώ. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία και πάλι, απόδειξη των
προηγουμένων ήταν το γεγονός ότι, παρόλο που αυτό δεν φαινόταν στον χάρτη, μια
περιοχή του σαντζακίου λεγόταν Hetye. Αποτέλεσμα ήταν η επαρχία από τότε να
ονομαστεί Hatay».156
153
Yerasimos, Milliyetler, ό.π., σ. 167.
154
Michel Gilquin, D´ Antioch Au Hatay l’ Histoire Oubliée du Sandjak d´Alexandrette, Paris 2000, σ.
88.
155
Gilquin, Hatay, ό.π., σ. 80.
156
Yerasimos, Milliyetler, ό.π., σ. 194.
53
ένα όνομα που συνενώνει τις ονομασίες των Hatti της αρχαίας Ανατολίας και των
Katay της Ασίας».157
157
Suavi Aydın, Kimlik Sorunu, Ulusallık ve “Türk Kimliği”, Ankara 1998, σ. 71.
158
Aydın, Kimlik, ό.π., σ. 110.
159
Cemil Koçak, Türkiye’de Milli Şef Dönemi (1938-1945), τ. 1, İstanbul 1996, σ. 695.
160
Berkes, Unutulan, ό.π., σ. 268.
54
τέσσερις γενιές (...). Οι Γκρίζοι Λύκοι είναι παντουρκιστές (...). Είναι ιερό ιδανικό
(...) να βλέπει κάποιος το τουρκικό κράτος ως ένα έθνος των 65 εκατομμυρίων». 161
161
Koçak, Milli Şef , τ. 1, ό.π., σ. 668.
162
Alman Dış İşleri Dairesi Belgeleri, Türkiye’deki Alman Politikası (1941-1943), S.S.C.B. Dış İşleri
Bakanlığı Arşiv Bölümü, Havass/Türkiye Belgeleri Dizisi, İstanbul 1977, σ. 87.
163
Alman Belgeleri, Alman Politikası, ό.π., σ. 36.
164
Alman Belgeleri, Alman Politikası, ό.π., σ 58-59.
165
Alman Belgeleri, Alman Politikası, ό.π., σ. 48.
55
και υπαινίχθηκε πως «στα ανατολικά της Κασπίας θα μπορέσει να ιδρυθεί ένα
ανεξάρτητο τουρανικό κράτος».166 Η τουρκική κυβέρνηση, με μια συγκρατημένη
προσέγγιση, διαμόρφωνε την τουρανική πολιτική σε σύνδεση με την πορεία του
πολέμου. Αυτό το εξέφρασε ξεκάθαρα ο Ισμέτ Ινονού σε μια συνάντηση που είχε με
τον Γερμανό Πρέσβη Φον Πάπεν, στις 28 Αυγούστου 1941. Ο Ισμέτ Ινονού είπε πως
«η συζήτηση γύρω από τον τουρανισμό θα είναι δυνατή μονάχα όταν θα είναι
οφθαλμοφανής η ήττα της Σοβιετικής Ένωσης και μόνο τότε η Τουρκία θα είναι
πρόθυμη να συζητήσει αυτά τα θέματα». 167 Παρόλα αυτά, τόσο επίσημα, όσο και
ανεπίσημα, συνεχίζονταν οι προετοιμασίες στον «δρόμο του Τουράν».
Μετά τις πρώτες επιτυχίες του γερμανικού στρατού στη Σοβιετική Ένωση,
άρχισε η δραστηριοποίηση και μεταξύ των επίσημων Τούρκων αξιωματούχων. Στην
έκθεση του Φον Πάπεν με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1941, αναφέρεται πως στους
κύκλους της τουρκικής κυβέρνησης «κάνει εντύπωση η τάση για προσάρτηση της
πολύτιμης πετρελαϊκής περιοχής του Μπακού» και πως σχηματίστηκε «για τον σκοπό
αυτό κάτι σαν επιτροπή ειδικών, ένα μέρος της οποίας αποτελείται από άτομα που
κατά την εποχή του Αμπτουλχαμίτ είχαν παρόμοια καθήκοντα». Υπάρχει επίσης ο
ισχυρισμός ότι «σκοπός της επιτροπής αυτής είναι να συγκεντρώσει υλικό και
υποστηρικτές, τόσο στο εσωτερικό ανάμεσα στους πρόσφυγες, όσο και στο
εξωτερικό, για να προσαρτηθούν στη νέα Τουρκία οι περιοχές με τουρκικό
πληθυσμό, ιδιαίτερα από το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν μέχρι την Κασπία». Στην έκθεση
αναφέρεται επίσης πως ηγέτης της επιτροπής αυτής ήταν ο βουλευτής
Κωνσταντινουπόλεως Σουκρού Γενιμπαχτσά (Şükrü Yenibahça) και άλλα μέλη της, ο
Νουρί Πασά (Nuri Paşa) - αδελφός του Ενβέρ Πασά (Enver Paşa) - ο καθηγητής
Ζεκί Βελιντί (Zeki Velidi), ο Αχμέτ Τζαφέρ (Ahmed Cafer) και ο Πρέσβης της
Τουρκίας στην Καμπούλ, Μεμπτούχ Σεφκέτ (Memduh Şevket).168 Στους κύκλους των
επίσημων αξιωματούχων, το ενδιαφέρον προκαλούσαν ιδιαίτερα οι απόψεις του
Πρωθυπουργού Σουκρού Σαρατσόγλου (Şükrü Saraçoğlu). Ο Σ. Σαρατσόγλου, ο
οποίος έλεγε πως «δεν είναι δυνατόν να μείνει αδιάφορος για το μέλλον των 40
εκατομμυρίων ατόμων τουρκικής καταγωγής που ζουν στη Σοβιετική Ένωση», σε μια
ομιλία του στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, εξέφρασε τις εξής απόψεις:
«Εμείς είμαστε Τούρκοι, είμαστε τουρκιστές και θα παραμείνουμε τουρκιστές. Όσο
είναι ζήτημα αίματος για μας ο τουρκισμός, άλλο τόσο είναι ζήτημα συνείδησης και
πολιτισμού. Εμείς δεν είμαστε τουρκιστές που φθίνουν και μειώνονται, είμαστε
τουρκιστές που αυξάνονται και πάντοτε θα εργαζόμαστε προς αυτή την
κατεύθυνση».169 Σύμφωνα με τον Σ. Σαρατσόγλου, επιθυμία του κάθε Τούρκου ήταν
η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη και του αγγλόφιλου Χουσεΐν Τζαχίτ
Γιαλτσίν (Hüseyin Cahit Yalçın) ο οποίος, κατά τον Σαρατσόγλου, ισχυριζόταν πως
αν το πετύχαινε αυτό ο Χίτλερ, θα άρχιζε μια νέα εποχή. 170 Με αφετηρία την
αντίληψη «είμαστε σύμμαχοι με του Άγγλους, φίλοι με τους Γερμανούς», ο
Σαρατσόγλου, με την στάση που ονόμασε «ενεργητική ουδετερότητα», έκλεινε τα
μάτια στην αύξηση των δραστηριοτήτων των παντουρκιστών. Όπως αναφέρει ο
Νιγιαζί Μπερκές, «ο πόθος που κρυβόταν πίσω από το όνομα του παντουρκισμού
ήταν, στην ουσία, ένα ρεύμα το οποίο έτρεφε ο ληστρικός καπιταλισμός, το οποίο
166
Alman Belgeleri, Alman Politikası, ό.π., σ. 31.
167
Koçak, Milli Şef , τ. 1, ό.π., σ. 663.
168
Alman Belgeleri, Alman Politikası, ό.π., σ. 27-28.
169
Koçak, Milli Şef , τ. 1, ό.π., σ. 692.
170
Koçak, Milli Şef , τ. 1, ό.π., σ. 692-693.
56
αναπτυσσόταν από την εποχή της Συνταγματικής Μοναρχίας και του οποίου ο
Σαρατσόγλου ήταν ο τυπικότερος εκφραστής».171
Κατά την περίοδο αυτή, παράλληλα με τις παντουρκιστικές τάσεις που ήταν
στραμμένες προ το εξωτερικό, άξιες προσοχής ήταν και οι πρακτικές στο εσωτερικό,
οι οποίες έφθαναν στα όρια του ρατσισμού. Για παράδειγμα, ο νόμος για τη
φορολόγηση του πλούτου, που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, είχε στόχο, ειδικά, όσους δεν ανήκαν στην «τουρκική φυλή». Ο Σ.
Σαρατσόγλου, παρουσιάζοντας το νόμο στην κοινοβουλευτική ομάδα του CHP, έλεγε
τα εξής: «Αυτός ο νόμος είναι ταυτόχρονα ένας επαναστατικός νόμος. Έχουμε
μπροστά μας μια ευκαιρία που θα μας βοηθήσει να κερδίσουμε την οικονομική μας
ανεξαρτησία. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα βγάλουμε από τη μέση τους ξένους που
κυριαρχούν στην αγορά μας και θα παραδώσουμε την τουρκική αγορά στα χέρια των
Τούρκων».173 Οι ρατσιστικές πρακτικές του CHP δεν περιορίστηκαν μονάχα εναντίον
όσων δεν ανήκαν στην «τουρκική φυλή». Ο Νιγιαζί Μπερκές αναφέρει πως «ακόμη
και στις καθημερινές υποθέσεις, οι έγχρωμοι, οι Ρουμελιώτες, οι Θεσσαλονικείς, οι
Κρητικοί, οι Κύπριοι, οι Κούρδοι, οι Αλβανοί και οι Βόσνιοι, αντιμετώπιζαν
ρατσιστικές διακρίσεις όχι μονάχα στον στρατό, αλλά και στις δημόσιες υπηρεσίες»
και τονίζει πως και ο ίδιος ο Αλπαρσλάν Τουρκές (Alparslan Türkeş), «δυσκολεύτηκε
να μπει στην στρατιωτική σχολή επειδή ήταν Κύπριος και πως ακόμη και αργότερα,
όταν η Κύπρος ονομάστηκε μικρή πατρίδα, ο Α. Τουρκές απέκρυβε το ότι ήταν
Κύπριος».174
Μια άλλη ιδιαιτερότητα αυτής της εποχής, κατά την οποία το CHP εισήλθε σε
διάλογο με τους ρατσιστές-παντουρκιστές, ήταν ότι σημειώθηκε μια έξαρση του
αντικομουνισμού στην Τουρκία και είχε αρχίσει ένα γενικό κυνήγι των κομουνιστών.
Οι διανοούμενοι που εναντιώνονταν στις παντουρκιστικές απόψεις, θεωρούνταν
κομουνιστές και δέχονταν επιθέσεις. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, στην ανοικτή
επιστολή που έγραψε προς τον Πρωθυπουργό Σαρατσόγλου «επειδή ήταν και
171
Berkes, Unutulan, ό.π., σ. 240.
172
Berkes, Unutulan, ό.π., σ. 161.
173
Aktar, Varlık Vergisi, ό.π., σ. 148.
174
Berkes, Unutulan, ό.π., σ. 285.
57
Πρωθυπουργός και Παντουρκιστής», ο γνωστός παντουρκιστής Νιχάλ Ατσίζ (Nihal
Atsız) τόνιζε τον «κομουνιστικό κίνδυνο» και «εξέφραζε παράπονα για τις κρυφές
εκδοτικές δραστηριότητες με αριστερές τάσεις». 175
Το γεγονός ότι το CHP, που μέχρι τότε είχε τις ίδιες προσεγγίσεις και
προσδοκίες με τους παντουρκιστές, τους οδήγησε στα δικαστήρια, ξένισε καταρχήν
τους ίδιους τους παντουρκιστές. Ο Α. Τουρκές, ο οποίος ήταν ένας από αυτούς που
οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, εξέφρασε την απορία του με τα εξής λόγια: «Το κράτος
τότε, ακολουθούσε μια ρατσιστική στάση σε όλους τους τομείς (...). Μέχρι τις 3
Μαΐου 1944 η κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας είχε προσπαθήσει να
εφαρμόσει σε μεγάλο βαθμό τον τουρανισμό στην εσωτερική πολιτική και έγιναν
πολλές επίσημες εκδόσεις και ομιλίες που είχαν τον χαρακτήρα των προτροπών και
της προπαγάνδας προς αυτή την κατεύθυνση».177 Μόλις έγινε φανερή η ήττα της
Γερμανίας, ο κρατικός έλεγχος πάνω στους παντουρκιστές μετατράπηκε σε πίεση και
ο φιλοκυβερνητικός Τύπος πρόβαλλε ξανά το σύνθημα ότι «ο Κεμαλισμός είναι
τουρκιστικός μόνο εντός της Τουρκίας». Για παράδειγμα, ο Φατίχ Ριφκί Ατάι, έγραφε
τα εξής: «Υπόθεση μας είναι ο τουρκισμός του Κεμαλισμού που περιορίζεται εντός
της Τουρκίας. Εμείς αποβάλαμε τον παντουρκισμό από την ιδεολογία μας (...).
Είμαστε τουρκιστές μονάχα εντός της Τουρκίας».178
175
Koçak, Milli Şef , τ. 2, ό.π., σ. 220.
176
Koçak, Milli Şef , τ. 2, ό.π., σ. 225.
177
Berkes, Unutulan, ό.π., σ. 285.
178
Koçak, Milli Şef , τ. 2, ό.π., σ. 225.
58
Δυτικό κόσμο να ανοίξει πιο εύκολα τις πύλες του προς την Τουρκία. Το Δόγμα
Τρούμαν, που ήρθε στο προσκήνιο ως μέτρο κατά της Αριστεράς στην Ελλάδα,
συμπεριέλαβε την Τουρκία, ως στρατηγική αναγκαιότητα. Διότι, σε περίπτωση που
μια από τις δύο αυτές χώρες περνούσε υπό τον έλεγχο του κομουνισμού, αυτό θα
επηρέαζε αρνητικά και την άλλη. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τρούμαν, στην ομιλία του
στις 12 Μαρτίου 1947 ενώπιον του Κογκρέσου (με αυτή την ομιλία γεννήθηκε το
Δόγμα Τρούμαν) , καλώντας τα μέλη του Κογκρέσου να εγκρίνουν τη βοήθεια προς
την Τουρκία και την Ελλάδα, είπε πως οι δύο αυτές χώρες «θα διαδραματίσουν το
ρόλο του κυματοθραύστη απέναντι στον κομουνισμό». Ο Τύπος στις ΗΠΑ
προχώρησε ακόμη παραπέρα και έδωσε «όνομα» στη βοήθεια που θα δινόταν στην
Τουρκία και στην Ελλάδα: «Την Τουρκία και την Ελλάδα τις επιλέξαμε, όχι επειδή
έχουν μεγάλη ανάγκη τη βοήθεια, ούτε επειδή είναι παράδειγμα δημοκρατίας και
ελευθερίας. Τις επιλέξαμε επειδή είναι στρατηγικές πύλες προς τη Μαύρη Θάλασσα
και την καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης».179
Η Κύπρος ήταν μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τους παντουρκιστές που, μετά
τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επεδίωκαν νόμιμη έξοδο. Προσέφερε, τόσο το
κατάλληλο έδαφος από την άποψη των παντουρκιστικών οραμάτων, όσο και τη
σκηνή για αντικομουνιστική δράση. Οι παντουρκιστές, που δεν μπορούσαν πλέον να
στραφούν προς τη Σοβιετική Ένωση, με πρόφαση τον αντικομουνισμό, άπλωσαν τα
χέρια τους στην Κύπρο και αμφισβήτησαν για μία ακόμα φορά τα επίσημα σύνορα
της Τουρκίας. «Στα χρόνια αμέσως μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, εμφανίστηκαν αρκετοί εθνικιστικοί σύνδεσμοι παντουρκιστικού
χαρακτήρα, που βασίζονταν στον ακραίο εθνικισμό και στα αντισοβιετικά
αισθήματα. Οι πιο σημαντικοί, ίσως, από τους συνδέσμους αυτούς ήταν η Ένωση
Δραστηριοτήτων Τουρκικού Πολιτισμού και η Τουρκική Οργάνωση Νεολαίας, οι
οποίες ιδρύθηκαν και διοικούνταν από φοιτητές. Αυτές, καθώς και άλλες, ιδρύθηκαν
με σκοπό να εξυψώσουν τα τουρκικά ιδανικά που αναδείχθηκαν ιστορικά, να
εμψυχώσουν και να βοηθήσουν του Τούρκους του εξωτερικού και να παρεμποδίσουν
την εξάπλωση του κομουνισμού στην Τουρκία (...). Επειδή οι σκοποί τους ήταν
σχεδόν όμοιοι, αυτές οι δύο οργανώσεις και μερικές άλλες μικρές ομάδες, τον Μάιο
του 1951, συνενώθηκαν με την ονομασία Σύνδεσμος Τούρκων Εθνικιστών. Στη
179
Nikolaos Mavrouleas, Entstehungsbedingungen, Betsimmungfaktoren und Entwicklung des Cypern-
Konflikts nach dem Zweiten Weltkrieg, Diss., An der Universität Osnabrück, 1978, σ. 100.
59
δεκαετία του 1950, ο Σύνδεσμος Τούρκων Εθνικιστών είχε διασυνδέσεις με διάφορες
ομάδες και οργανώσεις που υπερασπίζονταν την υπόθεση της τουρκικής μειονότητας
στην Κύπρο. Πράγματι, η ταύτιση πολλών Τούρκων στην μητέρα πατρίδα με τους
ομογενείς τους στην Κύπρο, πρόσθεσε ένα πιο ξεκάθαρο παντουρκιστικό στοιχείο
στις εθνικιστικές ομάδες των ακτιβιστών. Σύμφωνα με ορισμένους, οι Τουρκοκύπριοι
ήταν αντιμέτωποι, τόσο με τους Ελληνοκύπριους, όσο και με τον κίνδυνο της
καταπίεσης από μια πλειοψηφία κομουνιστών στην Κύπρο. Αυτοί, έβλεπαν την
Κύπρο ως τμήμα της Τουρκίας».180
Πέρα από τον εθνοτικό εθνικισμό που επηρέασε συστηματικά την πορεία της
Τουρκίας, ανεξάρτητα από την κεμαλική αρχή περί πολιτικού έθνους, το γεγονός ότι
με τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις καλλιεργήθηκε το έδαφος για την κοινωνική
σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού και μεταξύ κοινωνίας και
Κεμαλισμού, σκίασε τις μετέπειτα εξελίξεις στην σύγχρονη Τουρκία. Η πρώτη
πολιτική συνάντηση της εκσυγχρονιστικής ελίτ του κράτους με το λαό «που δεν είχε
επηρεαστεί σχεδόν καθόλου από τη νεωτερικότητα», συγκεκριμένα με την αγροτική
ζώνη, έγινε το 1950. Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία είχε
υιοθετήσει τον πολυκομματισμό. Οι εκλογές του 1946 σήμαναν το τέλος του
Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1923. Για
πρώτη φορά, ανοιγόταν στο λαό ο πολιτικός χώρος· ο λαός που αντιμετωπιζόταν
πάντα σαν μια «αδρανής προ-νεωτερική μάζα» μπορούσε στο εξής να εκλέγει τους
εκπροσώπους του στο εθνικό Κοινοβούλιο. Οι ανησυχίες του CHP εκφράστηκαν στο
συνέδριο του 1947 όταν μία ομάδα του κόμματος, που άσκησε κριτική στη
ριζοσπαστική και λανθασμένη εφαρμογή της αρχής της κοσμικότητας, υποστήριξε
διαφορετικές προτάσεις. Ανάμεσα σε άλλα, η ομάδα αυτή ανέφερε ότι:
60
ουσιώδες παραμένει λοιπόν «να γίνουμε ένα έθνος που η καρδιά του να είναι
ολοκληρωτικά τουρκική και η λογική του εντελώς δυτική». 182 Εντούτοις, το CHP
αποφάσισε ορισμένα λαϊκά μέτρα. Πριν τις εκλογές του 1950 εφαρμόστηκε η
ελευθερία της ενδυμασίας για όσους πήγαιναν στη Μέκκα για προσκύνημα (1948).
Την 1η Φεβρουαρίου 1949, θεσπίστηκαν κορανικά μαθήματα για την εκπαίδευση των
ιμάμηδων που στη συνέχεια, μετατράπηκαν σε κορανικές σχολές εκπαίδευσης των
ιμάμηδων. Αποφασίστηκε, επίσης, η δημιουργία θεολογικής σχολής στο
Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Τέλος, ορισμένοι ιεροί τάφοι, τόποι προσκυνήματος που
είχαν κλείσει μετά το 1925, άνοιξαν και πάλι.183
Τα μέτρα αυτά όμως, δεν άρκεσαν για να σώσουν το CHP, και οι εκλογές του
1950 σφραγίστηκαν από τη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος (DP). Αυτές οι
εκλογές αντιπροσωπεύουν μια πραγματική στροφή στην ιστορία της Τουρκίας. Στο
παρελθόν, η πολιτική ήταν υπόθεση των ελίτ και η νομή της εξουσίας γινόταν μεταξύ
των μελών της γραφειοκρατίας. Από την άλλη, η εθνικιστική-κοσμική ιδεολογία της
κεμαλικής γραφειοκρατίας δεν κατάφερε να αποτελέσει την πλατφόρμα ενός λαϊκού
κινήματος· δεν ήταν παρά εργαλείο κοινωνικού ελέγχου, αποκλειστικά στα χέρια της
διοικούσας ελίτ.184 Έτσι, το κέντρο απέτυχε στην προσπάθειά του να προσφέρει στη
μικροαστική τάξη των πόλεων και της επαρχίας, καθώς και στην αγροτιά, μια
κοινωνικο-οικονομική δυναμική ικανή να αποτελέσει εναλλακτική λύση απέναντι
στους παραδοσιακούς τρόπους ζωής που είχαν βαθιές ιστορικές ρίζες. 185 «Ο
Ατατούρκ προσπάθησε να αντισταθμίσει στο ιδεολογικό επίπεδο, ό,τι δεν μπόρεσε να
πραγματοποιήσει με τις βαθιές μεταρρυθμίσεις που είχαν στόχο να μετασχηματίσουν
την κοινωνική ζωή και να εξασφαλίσουν την πολιτική συμμετοχή του λαού. Έτσι, η
ιδεολογία ήταν υπερφορτισμένη. Γι’ αυτό και η αγροτική ζώνη, που θεωρήθηκε
ύποπτη για αποσχιστικές προθέσεις, δεν μπόρεσε να προσεγγιστεί από το κέντρο». 186
Σύμφωνα με τον Τσαγλάρ Κεϊντέρ: «στο βαθμό που αυξανόταν η ιδεολογική πίεση,
οι αγρότες και η μικροαστική τάξη προσηλώνονταν με μεγαλύτερη δύναμη στις
παραδόσεις τους. Η γραφειοκρατία χαρακτήρισε “αντίδραση” (irtica) αυτό το
φαινόμενο».187
61
ηγείται ενός κινήματος της αγροτιάς από τα κάτω». 189 Αυτό το φαινόμενο
δημιούργησε μια συντηρητική πίεση πάνω στην κυβέρνηση του DP, και είχε ως
συνέπεια μια πιο φιλελεύθερη εφαρμογή της κοσμικότητας. Στην πραγματικότητα,
αυτή η διαδικασία ξεπερνούσε τα όρια της κυβέρνησης του DP. «Σε όλη τη διάρκεια
της ιστορίας που συνδέει το Φιλελεύθερο Κόμμα με το Κόμμα της Δικαιοσύνης (AP),
περνώντας από το DP, ένα υπόγειο χάσμα χώριζε τη λαϊκή βάση του κόμματος από
τα πολιτικά στελέχη που προέρχονταν από το φιλελεύθερο-συντηρητικό περιβάλλον.
Τα ηγετικά στελέχη ήταν άτομα που είχαν εκδυτικιστεί λόγω της κρατικής δράσης
της Δημοκρατίας. Από την άποψη των ιδεών τους, έμοιαζαν με τους ηγέτες των
συντηρητικών χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης. Αντίθετα, η βάση
τους ήταν σαφώς πιο δεμένη με τις θρησκευτικές αξίες του Ισλάμ. Ο συντηρητισμός
της βάσης ήταν πολύ πιο βαθιά ριζωμένος από αυτόν των ηγετών. Η βάση δεν
προσέβλεπε στην εξουσία του φιλελευθερισμού αλλά στην εξουσία των
συντηρητικών, που εκφωνούσαν έναν πιο προσιτό σ’ αυτήν φιλελεύθερο λόγο. Με
αυτό τον τρόπο, κατά τη βάση, μπορούσε να αντισταθμιστεί η εξουσία των ελίτ που
κατείχαν το κράτος».190
Μεταξύ 1950 και 1960 διαπιστώνουμε έναν κοινωνικό αναβρασμό που φέρνει
πιο κοντά το κέντρο στην περιφέρεια, χωρίς ωστόσο να οδηγεί στη συγχώνευσή τους.
Ο τομέας της οικοδομής γνωρίζει, από το 1951 μέχρι το 1953, μια ετήσια ανάπτυξη
της τάξης του 23%, ενώ, από το 1954 και μετά, ο τομέας των υπηρεσιών πρώτα και
στη συνέχεια η βιομηχανία καθίστανται σημαντικές πηγές εργασίας. Στο δεύτερο
μισό της δεκαετίας του ΄50 ο αριθμός των εργατών σε επιχειρήσεις που απασχολούν
περισσότερα από 10 άτομα αυξάνει από 163.000 σε 324.000. Λόγω της εκμηχάνισης
της αγροτικής παραγωγής και της οικονομικής ζωτικότητας των πόλεων,
αναπτύσσεται η έξοδος των αγροτών προς τις πόλεις και γινόμαστε μάρτυρες της
ανάδυσης των πρώτων τενεκεδουπόλεων. Τα χρόνια 1950-1960, ο πληθυσμός των
189
Keyder, “Dictatorship” , ό.π., σ. 18.
190
Ahmet İnsel, Türkiye Toplumunun Bunalımı, İstanbul 1991, σ. 85.
191
Udo Steinback, “II. Dünya Savaşından Sonra Türkiye’nin Siyasal Kürtülü Üzerinde Atatürk’ün
Etkisi”, στο: Landau (επιμ.), Atatürk, ό.π., σ. 116.
62
τεσσάρων μεγαλύτερων πόλεων αυξάνεται κατά 75%. Ο αστικός πληθυσμός αποτελεί
πλέον το 26% του πληθυσμού της χώρας, ενώ την προηγούμενη περίοδο ήταν 19%.
Η άφιξη 1,5 εκατομμυρίου εσωτερικών μεταναστών στις πόλεις σήμαινε
εγκατάσταση περίπου 600.000 ανθρώπων στις τέσσερις μεγαλύτερες πόλεις. Το
δίκτυο των δρόμων που ανέπτυξε ο Αντνάν Μεντερές είχε ως συνέπεια να
συναντηθούν δύο κόσμοι που μέχρι τότε ήταν χωριστοί, ο κόσμος του κέντρου και ο
κόσμος της περιφέρειας: ξεκίνησε μια πραγματική διαδικασία ολοκλήρωσης της
χώρας σε μεγάλη κλίμακα. Ο ίδιος ο Αντνάν Μεντερές εξηγούσε το θέμα ως εξής:
«Μόνο τώρα αρχίζουμε να γινόμαστε μία χώρα και ένα έθνος. Στην εποχή του, ο
Πορθητής ενοποίησε τις διάφορες φυλές Ογούζ. Και εμείς πρέπει να ενοποιήσουμε τη
χώρα και να την ανοικοδομήσουμε. Αν μια πόλη εξακολουθεί να μην γνωρίζει τους
άλλους, αν δεν υπάρχουν ούτε δρόμοι ούτε επικοινωνίες που να τη συνδέουν μαζί
τους, δεν μπορούμε να έχουμε πατρίδα».192
192
Şevket Süreyya Aydemir, Menderes’in Daramı, İstanbul 1979, σ. 221.
193
Zürcher, Modernleşen, ό.π., σ. 340.
194
Zürcher, Modernleşen, ό.π., σ. 340-341.
195
Faik Bulut, İttihat ve Terakki’de Milliyetçilik Din ve Kadın Tartışmaları, τ. 2, İstanbul 1999 σ. 220.
196
Şen, Silahlı, ό.π., σ. 99.
63
Ατατούρκ και συνέχισε ο Ι. Ινονού, και που είχαν καταστραφεί από τον πολιτικό Α.
Μεντερές».197
197
Şen, Silahlı, ό.π., σ. 99.
198
Şen, Silahlı, ό.π., σ. 173.
64
έθνους ή ότι θα μπορούσαν έγκυρα να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα». 199 Μόνον η
ευθυγράμμιση των προέδρων των κομμάτων με τις απαιτήσεις του Στρατού μπόρεσε
να αποτρέψει το πραξικόπημα· υπέγραψαν ένα πρωτόκολλο στη Τσανκαγιά
(Çankaya) ενώπιον του Γενικού Επιτελείου του Στρατού, και το εθνικό Κοινοβούλιο
εξέλεξε τον Κεμάλ Γκιουρσέλ πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η δημιουργία του
Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και η συνταγματική κατοχύρωσή του, υπήρξαν
μέτρα που συμπλήρωσαν τις άμεσες επεμβάσεις του Στρατού για τον έλεγχο της
«εθνικής βούλησης». Οι συντηρητικές ελίτ που συνέχιζαν την πολιτική γραμμή του
DP στους κόλπους του ΑΡ βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια κατάσταση της οποίας η
διαχείριση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Έπρεπε από τη μια να πάρουν υπόψη τους τη
λαϊκότητα που προέκυπτε από το σύστημα συντηρητικών και παραδοσιακών αξιών
της βάσης, και από την άλλη τους στρατιωτικούς και πολιτικούς γραφειοκράτες,
υπερασπιστές και ζηλωτές του Κεμαλισμού. Η πολιτική και κεμαλική αντίληψη της
κεντροδεξιάς σφυρηλατήθηκε σε αυτό το πλαίσιο.
65
μεταρρυθμίσεων του Ατατούρκ (…) ο λαός μας είναι ικανοποιημένος μ’ αυτές τις
μεταρρυθμίσεις (…) Φυσικά, θα υπάρχει θρησκευτική εκπαίδευση και θα υπάρχουν
θρησκευόμενοι άνθρωποι. Είναι χρήσιμοι για την κοινότητα. Δεν μπορούμε να τους
θεωρήσουμε οπισθοδρόμηση, αντίδραση ή ρήξη με τις μεταρρυθμίσεις του
Ατατούρκ».201 Το πρόγραμμα της κυβέρνησης του ΑΡ που ανέλαβε την εξουσία το
1965, περιείχε ανάλογη εκτίμηση. Αυτό το πρόγραμμα, που ανακοινώθηκε από το
βήμα του εθνικού Κοινοβουλίου στις 3 Νοεμβρίου 1965, σημείωνε ότι θεμελιώδης
αποστολή της κυβέρνησης ήταν η διατήρηση των μεταρρυθμίσεων του Ατατούρκ:
«Θεωρούμε βασικό καθήκον μας την υπεράσπιση όλων των πλευρών των
μεταρρυθμίσεων του Ατατούρκ που αποτελούν τα θεμέλια της δημοκρατικής τάξης
και του τουρκικού κράτους».202 Παράλληλα, στο ίδιο πρόγραμμα, η κυβέρνηση
εξηγούσε αναλυτικά γιατί ήθελε να αναπτύξει τη θρησκευτική εκπαίδευση: «Η αρχή
της κοσμικότητας που περιλαμβάνεται στο Σύνταγμά μας δεν μπορεί να ερμηνευτεί
στο πνεύμα του περιορισμού της ελευθερίας της θρησκείας, της πίστης και της
θρησκευτικής εκπαίδευσης, καταπιέζοντας έτσι τις θρησκευτικές ανάγκες των
συμπολιτών μας. Όπως σε όλα τα πολιτισμένα κράτη, δεσμευόμαστε να δώσουμε την
απαιτούμενη προσοχή στη θρησκευτική εκπαίδευση για να ανταποκριθούμε στις
πνευματικές ανάγκες του έθνους μας που σημειώνει πολύ γρήγορη οικονομική και
πολιτιστική ανάπτυξη».203
201
Cizre-Sakallıoğlu, AP-Ordu, ό.π., σ. 40.
202
Kaplan Milli Eğitim, ό.π., σ. 234.
203
Kaplan Milli Eğitim, ό.π., σ. 234-235.
204
Cizre-Sakallıoğlu, AP-Ordu, ό.π., σ .41.
66
το ΑΡ, αντιλαμβανόταν τη θρησκεία ως παράγοντα «χρήσιμο για την κοινότητα»,
σύμφωνα με τους όρους του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, χωρίς παρόλα αυτά να υπερβαίνει
τα όρια της κεμαλικής ιδεολογίας. Υπήρξε «καρπός μιας αντίληψης που ήταν δεμένη
με την ανικανότητα της δημοκρατίας να δημιουργήσει ένα “κοινωνικό ήθος” και
προερχόταν από τις διαμαρτυρίες μιας μερίδας της κρατικής ελίτ που εξέφραζε, από
τα τέλη της δεκαετίας του ΄30, την “αναγκαιότητα της θρησκευτικής τροφής,
απαραίτητης για την επιβίωση του Κράτους”». 205 Σημειώσαμε ήδη ότι μια ομάδα του
CHP είχε παρουσιάσει στο Συνέδριο του 1947 προτάσεις που πήγαιναν προς αυτή την
κατεύθυνση. «Το άνοιγμα και πάλι των Τουρκικών Εστιών υπήρξε ένα σημαντικό
βήμα για να εκφραστεί η μεταμέλεια για την παραμέληση της θρησκείας και να
υπογραμμιστεί η απαραίτητη θέση της στην εθνική ζωή. Ο Χαμπτουλλάχ Τανρίοβερ
(Hamdullah Suphi Tanriöver), που είχε παραιτηθεί από το CHP το 1947, δήλωσε τη
στιγμή της επαναλειτουργίας των Τουρκικών Εστιών, των οποίων υπήρξε ο μυθικός
ιδρυτής: «η θρησκεία είναι ο πιο αξιοσέβαστος και ο πιο σταθερός θεσμός των
εθνών».206 Εξάλλου, μέχρι την εμφάνιση του Κεμαλισμού, υπήρχε άφθονη
βιβλιογραφία που αποδείκνυε τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ θρησκείας και
εθνικισμού. «Το μεγαλύτερο μέρος των Τούρκων εθνικιστών, από τον Αχμέτ
Αγάογλου (Ahmed Ağaoğlu) μέχρι τον Γιουσούφ Ακτσουράογλου (Yusuf
Akcuraoğlu), και από τον Ισμαίλ Γκασπιραλί (İsmail Gaspirali) μέχρι τον Μεχμέτ
Εμίν Ρεσουλζαντέ (Mehmed Emin Resulzade), απέφευγαν πάντα επιμελώς να
δημιουργήσουν μια σύγκρουση μεταξύ εθνικισμού και θρησκείας, δηλαδή να
προσδώσουν στον εθνικισμό μια έννοια ιακωβινισμού: επέλεξαν να ακολουθήσουν
σε διαφορετικούς βαθμούς, το δρόμο της σύνθεσης». 207 Χωρίς αμφιβολία ο Ζιγιά
Γκιοκάλπ κατέχει ξεχωριστή θέση σ’ αυτή τη βιβλιογραφία. Έτσι, η σχέση που
δημιουργήθηκε μεταξύ θρησκείας και εθνικισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ΄40
και έγινε πιο συγκεκριμένη με τις πολιτικές πρώτα του DP και στην συνέχεια του ΑΡ,
είχε τις ρίζες της στην περίοδο που προηγήθηκε του Κεμαλισμού. Εντούτοις, μία από
τις ουσιαστικές αιτίες της επανεμφάνισης αυτής της ιδεολογίας με το τέλος της
περιόδου του μονοκομματισμού, ήταν το γεγονός ότι, παρά το πρόγραμμα του
κεμαλικού εκπολιτισμού, για μεγάλα λαϊκά στρώματα, το Ισλάμ εξακολουθούσε να
λειτουργεί ως πηγή νοήματος.
205
Bora, Türk, ό.π., σ. 125.
206
Bora, Türk, ό.π., σ. 125.
207
Öğün, Milliyetçilik, ό.π., σ. 181.
208
Mardin, İdeoloji, ό.π., σ. 163.
67
γεννήθηκε στη δεκαετία του πενήντα, αναπτύχθηκε στη δεκαετία του εξήντα και
προσδιόρισε τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της τουρκικής δεξιάς».209
Η αποτυχία που γνώρισε το CHP μετά το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960,
ήταν η αφετηρία για την αναζήτηση νέων δρόμων. Την ίδια περίοδο, δηλαδή μετά το
1960, οι ιδέες της αριστεράς και ο σοσιαλισμός γενικότερα, ήρθαν στην επικαιρότητα
στην Τουρκία και προκαλούσαν το ενδιαφέρον κυρίως των διανοουμένων. Η
δημιουργία του Εργατικού Κόμματος της Τουρκίας και η άνοδος της αριστεράς
έβαλαν σε σκέψη το CHP, που είχε ταυτιστεί με το πραξικόπημα της 27 ης Μαΐου 1960
και είχε αποτύχει, παρά την υποστήριξη του Στρατού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες,
το CHP ανανέωσε την πολιτική του γραμμή, υιοθετώντας γραμμή
“κεντροαριστεράς”. «Η υποχώρηση που καταγράφηκε στις δημοτικές εκλογές
(Νοέμβριος 1963) και στη συνέχεια στις επαναληπτικές εκλογές για τη Γερουσία
(Ιούνιος 1964), ανάγκασε το CHP από τη μια να δημιουργήσει μια εικόνα που να το
διακρίνει από το ΑΡ, και από την άλλη, να αναθεωρήσει την πολιτική του ώστε να
αποτελέσει εναλλακτική λύση απέναντι στο σοσιαλισμό του Εργατικού Κόμματος
209
Bora, Türk, ό.π., σ. 125.
210
Tanıl Bora, Kemal Can, Devlet Ocak Dergah. 12 Eylül’den 1990’lara Ülkücü Hareket, İstanbul
1994, σ. 57.
211
Bora, Can, Ocak Dergah, ό.π., σ. 56.
68
της Τουρκίας. Το κόμμα επέστρεψε λοιπόν, άλλη μια φορά, στην παλιά
μεταρρυθμιστική ρητορική και στην κεμαλική εικόνα του».212
69
Από την άλλη, το CHP, που ήταν ένα κόμμα του κράτους, προσπαθούσε για πρώτη
φορά να δεθεί με τη βάση και να κερδίσει την υποστήριξη των εργαζομένων.
Επρόκειτο για τη μετάβαση του Κεμαλισμού και του CHP προς τη
σοσιαλδημοκρατία. Στο βιβλίο του με τίτλο, «Η Κεντροαριστερά» ο Μπουλέντ
Ετζεβίτ δίνει την εξής εξήγηση: «Ο όρος “κεντροαριστερά” είναι το όνομα ενός
πολιτικού συστήματος που αντιτίθεται τόσο στην άκρα αριστερά η οποία καλεί το
λαό σε εξέγερση, όσο και στη δεξιά, η οποία ακολουθεί μια πολιτική κοινωνικής
οπισθοδρόμησης, εξαπατώντας και εκμεταλλευόμενη το λαό με μια επίφαση
δημοκρατίας κενή από κάθε κοινωνικό περιεχόμενο. Το κίνημα που αναγνωρίζει τον
εαυτό του σε αυτόν τον όρο της κεντροαριστεράς δεν είναι άλλο από το σοσιαλιστικό
και το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα».215 Αυτή η πολιτική γραμμή που ενσάρκωνε ο Μ.
Ετζεβίτ κέρδιζε όλο και μεγαλύτερη επιρροή. Με την άνοδο του Μ. Ετσεβίτ στην
ηγεσία του κόμματος το 1972, το CHP, που ισχυριζόταν ότι παρέμενε πιστό στην
παράδοση που κληρονόμησε από τον Κεμάλ Ατατούρκ, απόκτησε
σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο. Έτσι, απέναντι στον εθνικιστικό-συντηρητικό
Κεμαλισμό που υιοθέτησε το ΑΡ, συγκροτήθηκε ο σοσιαλδημοκρατικός Κεμαλισμός
που εκπροσωπούσε το CHP.
70
πολιτιστική κληρονομιά, δηλαδή η μετακίνηση από τη “λαϊκότητα της διανόησης”
στην “πολιτική λαϊκότητα”, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με την πολιτική
χρησιμοποίηση της θρησκευτικότητας. Η πρώτη εκδήλωση του Κεμαλισμού ως
πολιτικής λαϊκότητας είναι δεξιάς απόκλισης. Ακολουθήθηκε από μία κεμαλική
πολιτική λαϊκότητα της αριστεράς, βασισμένη στο ιδεολογικό κεκτημένο του CHP, η
οποία σφυρηλατήθηκε για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τόσο των εργατικών
στρωμάτων που προέκυψαν από την εκβιομηχάνιση όσο και των μεσαίων τάξεων που
συρρικνώνονταν».217 Επίσης, ο κλασικός διαχωρισμός μεταξύ των κεμαλιστών του
CHP και των λαϊκών μαζών ξεπεράστηκε για πρώτη φορά εκείνη την εποχή, και το
CHP ενισχύθηκε τόσο στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές. Με αυτό τον
τρόπο, νίκησε στις εκλογές του 1973. Ο Κεμαλισμός κέρδιζε τη βάση και
αναπαραγόταν κάτω από την επίδραση της συγκεκριμένης δομής της βάσης. Η
εξουσία επιτέλους άνοιξε στον ανταγωνισμό, και όσοι έπαιρναν μέρος σ’ αυτό τον
ανταγωνισμό νομιμοποιούσαν την πραγματιστική-λαϊκή πολιτική τους στο όνομα του
Κεμαλισμού. Στο εξής, η εξουσία έπρεπε να είναι και κεμαλική και υποστηριζόμενη
από το λαό. Η νέα πολιτική ελίτ που συμμετείχε σ’ αυτές τις μεταμορφώσεις της
πολιτικής ζωής της Τουρκίας, έπαιζε μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στο λαό και στον
Κεμαλισμό. Έτσι, ο λαός δεν ήταν πλέον μια φανταστική και αφηρημένη κατηγορία:
εκδηλωνόταν με την αληθινή του ταυτότητα. Ο λαός ήταν προσκολλημένος στις
μουσουλμανικές αξίες· ο λαός ήταν εργάτες, ήταν άνεργοι, ήταν αγρότες και από
εθνοτική άποψη δεν ήταν ομοιογενής. Τα λαϊκά στρώματα εκμεταλλευόμενα τις
δυνατότητες που πρόσφερε το Σύνταγμα του 1961, επιβεβαίωναν τις αληθινές τους
ταυτότητες και μεταμορφώνονταν σε δυναμικά κοινωνικά κινήματα. Σ’ αυτό το
πλαίσιο, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά πάλευαν για εξουσία,
επανερμηνεύοντας τον Κεμαλισμό και διαχέοντάς τον στην κοινωνική βάση.
«Για την πολιτιστική και πολιτική κληρονομιά του Κεμαλισμού, όπως αυτή
διαμορφώθηκε στην παράδοση του CHP, το κυρίαρχο θέμα της τουρκικής
κεντροαριστεράς ήταν μια λαϊκή πολιτική απομονωτισμού και εθνικισμού που
υπερασπιζόταν έναν ελάχιστο εκσυγχρονισμό. Παράλληλα, για την πολιτική και
πολιτιστική κληρονομιά του Κεμαλισμού όπως αυτή διαμορφώθηκε στην παράδοση
του DP, το κυρίαρχο θέμα της τουρκικής κεντροδεξιάς ήταν μια πολιτική
ελεγχόμενης θρησκευτικότητας, δεμένη με τον απομονωτισμό, τον εθνικισμό και με
έναν ελάχιστο εκσυγχρονισμό».218 Η κοινωνία ανοιγόταν στην πολιτική και η
πολιτική ανοιγόταν στην κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο η αναμόρφωση του Κεμαλισμού
προς μια πραγματιστική-λαϊκή κατεύθυνση αποδείχτηκε αναπόφευκτη. Επιπλέον ο
Κεμαλισμός, του οποίου τα σύνορα διευρύνονταν, είχε στόχο, στο μέτρο του
δυνατού, να εξουδετερώσει, να εκμεταλλευτεί και να ενσωματώσει τις απόπειρες
ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Με αυτή την έννοια, μέσω της λαϊκότητας της
αριστεράς και της δεξιάς, ο Κεμαλισμός έπαιξε τον πολιτιστικό ρόλο της
κοινωνικοποίησης πολλών γενιών».219
71
δυνάμεις», προκειμένου να εκδυτικιστεί γρήγορα η Τουρκία. Υπό την καθοδήγηση
του Ντογάν Αβτζιόγλου (Doğan Avcıoğlu) και της ομάδας του, συσπειρωμένο γύρω
από το περιοδικό YÖN, αυτό το κίνημα αυτοχαρακτηριζόταν «κεμαλικό κίνημα της
αριστεράς» ή και «επαναστατικό κεμαλικό κίνημα». Σύμφωνα μ’ αυτή την ομάδα,
που αρχικά ήταν οργανωμένη γύρω από το περιοδικό YÖN και στη συνέχεια γύρω
από το περιοδικό DEVRİM, η ανάπτυξη της Τουρκίας δεν μπορούσε να
πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ήταν αναγκαία μια
επαναστατική κυβέρνηση, ικανή να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις σε βάθος· αυτή
η διαδικασία δεν ήταν δυνατή παρά μόνον με την καθοδήγηση ζωντανών δυνάμεων
που περιλάμβαναν τους διανοούμενους και το Στρατό, δηλαδή δεν ήταν δυνατή παρά
μόνο με ένα πραξικόπημα. Αυτή η τάση που είχε στόχο το μετασχηματισμό από τα
πάνω και προωθούσε μια κρατικιστική-ελιτίστικη πολιτική, αυτοπροσδιοριζόταν ως η
αριστερή πτέρυγα του Κεμαλισμού. Μπορούμε να συνοψίσουμε ως εξής την
αντίληψή τους για τον Κεμαλισμό: «Είναι αναγκαίο να φτάσουμε στην ανεξαρτησία,
και να δημιουργήσουμε τη δυνατότητα μιας ανεξάρτητης ανάπτυξης για να
εκδυτικιστούμε (…). Εκδυτικισμός σημαίνει να μετασχηματίσουμε την τάξη που έχει
εγκαθιδρυθεί από τις επαναστάσεις στο εσωτερικό της χώρας και όχι να γίνουμε
δορυφόρος της Δύσης. Οι μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ δεν πέτυχαν να
καταστρέψουν ολοκληρωτικά τα θεμέλια της παλιάς τάξης· κυρίως οι δυνάμεις που
κληρονομήθηκαν από το Μεσαίωνα δεν διαλύθηκαν με μια ριζική αγροτική
μεταρρύθμιση. Η νέα θέση που προορίζεται να μετασχηματίσει την κοινωνία και να
φέρει σε πέρας τις ανολοκλήρωτες μεταρρυθμίσεις είναι το μοντέλο της “εθνικής
επαναστατικής ανάπτυξης”».220
Αυτή η έννοια της επανάστασης που επιβάλλεται από τα πάνω, υπό την
καθοδήγηση των Ενόπλων Δυνάμεων και των διανοουμένων, κεμαλιστών και
επαναστατών, ενισχύθηκε μετά το 1967. Αυτό το ρεύμα σοσιαλιστικής έμπνευσης,
θεωρούσε ότι ταυτιζόταν με τον Κεμαλισμό. Έτσι, η ιδέα της εθνικής, αντι-
ιμπεριαλιστικής και αντι-φεουδαρχικής επανάστασης που προωθούσε το κίνημα
εμπεριείχε την αλήθεια του Κεμαλισμού. Ο Ντογάν Αβτζίογλου, θεωρητικός και
ηγέτης του κινήματος έγραφε: «Μια μη καπιταλιστική ανάπτυξη και ένα εθνικό
δημοκρατικό κράτος θα πραγματοποιήσουν την οικονομική ανεξαρτησία· θα
δημιουργήσουν μια ελεύθερη αγροτιά και μια ισχυρή εργατική τάξη και έτσι τις
αναγκαίες συνθήκες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτός είναι ο δρόμος της
λαϊκής, κρατικιστικής, επαναστατικής και εθνικιστικής ανάπτυξης, όπως χαράχτηκε
από την ιδιοφυή έμπνευση του Ατατούρκ».221
Το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1972 διέκοψε βίαια τις διάφορες απόπειρες
κοινωνικής και πολιτικής ανανέωσης. Ο Στρατός δεν έδινε καμία σημασία στις
συνταγές που εφάρμοζαν το ΑΡ και το CHP για να διαδώσουν τον Κεμαλισμό στη
λαϊκή βάση. Στην πραγματικότητα, ο Στρατός επεδίωκε ένα νέο πραξικόπημα μετά
την 27η Μαΐου 1960: λόγω της προσήλωσής του στην ελιτίστικη-κρατικιστική
παράδοση, αντιμετώπιζε με περιφρόνηση όλα τα ζητήματα που αναφέρονταν σε
εκλογές και βούληση του εκλογικού σώματος. Ένα τμήμα του Στρατού, στη βάση της
ιδέας που είχε για την αποστολή του πραξικοπήματος της 27 ης Μαΐου 1960,
επιθυμούσε να καταλάβει την εξουσία σε απόλυτη αντίθεση προς το ΑΡ και το CHP.
Ένα άλλο τμήμα του Στρατού ήταν σε επαφή με την ομάδα του Ντογάν Αβτζίογλου,
συσπειρωμένη γύρω από τα περιοδικά YÖN και DEVRİM· πρότεινε την ολοκλήρωση
220
Kaçmazoğlu, Fikir Hareketleri, ό.π, σ. 59.
221
Kaçmazoğlu, Fikir Hareketleri, ό.π, σ. 60.
72
της κεμαλικής επανάστασης μ’ ένα πραξικόπημα υπό την ηγεσία μιας πεφωτισμένης
πρωτοπορίας αποτελούμενης από στρατιωτικούς και διανοούμενους». 222 Τελικά, με
ένα μνημόνιο που μεταδόθηκε από το κανάλι της στρατιωτικής διοίκησης, η
κυβέρνηση Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ παύθηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση τεχνοκρατών
υπό την προεδρία του Νιχάτ Ερίμ (Nihat Erim) με αποστολή να «υλοποιήσει
μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με το όραμα του Ατατούρκ και να εφαρμόσει τους
επαναστατικούς νόμους». Το αποτέλεσμα ήταν ένα ολοκληρωτικό φιάσκο.
Εγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς εξαιρετικά καταπιεστικό. Το πρόγραμμα του Στρατού
να εφαρμοστούν οι κεμαλικές συνταγές ανεξάρτητα από το λαό, στην
πραγματικότητα δεν είχε περιεχόμενο· το νόημα των «κεμαλικών μεταρρυθμίσεων»
παρέμενε απροσδιόριστο. Η καλύτερη απόδειξη είναι η δήλωση του Νιχάτ Ερίμ που
διορίστηκε στην κυβέρνηση για να εφαρμόσει τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις: «Όλοι
είναι κεμαλιστές. Πώς να διακρίνουμε τι είναι κεμαλική μεταρρύθμιση και τι δεν
είναι; Πώς μπορούμε να ρυθμίσουμε αυτό το ζήτημα; Θα ρυθμιστεί είτε με εκλογές
είτε από έναν άνδρα με πυγμή που θα επιβάλει τη δική του κεμαλική
μεταρρύθμιση».223
73
εκείνος πίστευε στη θρησκεία. Για να τον καταστρέψω, χρησιμοποίησα τα όπλα
του».225
Στην πραγματικότητα, την ιδέα ότι «δεν υπάρχει έθνος χωρίς θρησκεία» ή την
ιδέα της «πανούργας εργαλειοποίησης της θρησκείας» τη μοιραζόταν με πολλούς
άλλους. Για παράδειγμα, ο διάσημος επιχειρηματίας Βεχμπί Κοτς (Vehbi Koç), στο
γράμμα που απεύθυνε στον Κενάν Εβρέν στις 12 Σεπτεμβρίου 1980 λέει ακριβώς τα
ίδια: «δεν μπορεί να υπάρξει έθνος χωρίς θρησκεία. Αυτή τη φορά αρμόζει να
οργανωθούν οι θρησκευτικές υποθέσεις με τρόπο που να εμποδίζεται η εκμετάλλευσή
τους από τα πολιτικά κόμματα».226
225
Mehmet Ali Birand, Hikmet Bila, Rıdvan Akar (επιμ.), 12 Eylül Türkiye’nin Miladı, İstanbul 1999,
σ. 223.
226
Ümit Cizre, Muktedirlerin Siyaseti Merkez Sağ-Ordu-İslamcılık, İstanbul 1999, σ. 112.
227
Cizre, Siyaseti, ό.π., σ. 111.
228
Bora, Türk, ό.π., σ. 127.
74
Εθνικής Κουλτούρας, που δημοσιεύτηκε το 1983 από την Οργάνωση Εθνικού
Σχεδιασμού, βασιζόταν στην τουρκοισλαμικήισλαμοτουρκική σύνθεση. Αυτό
σήμαινε ότι η τελευταία γινόταν δόγμα του κράτους. Στο συγκεκριμένο σημείο πρέπει
να αναλύσουμε αυτή την ιδεολογία που παρουσιάζει τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:
75
Στο πλαίσιο αυτών των προϋποθέσεων, το καθεστώς της 12 ης Σεπτεμβρίου,
δηλαδή το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας που κατείχε την εξουσία, καθιέρωσε με
διάταγμα την υποχρεωτική διδασκαλία των μαθημάτων των θρησκευτικών και της
ηθικής στα δημόσια σχολεία: έτσι ανέθεσε στη θρησκεία μια κοινωνική και εθνική
αποστολή. Η έκθεση της Επιτροπής Ειδικής Έρευνας εξέφρασε με μεγάλη ακρίβεια
αυτή τη νέα λειτουργία της θρησκείας: «Είναι λάθος να διατυπώνεται η ιδέα
σύμφωνα με την οποία η θρησκεία είναι αποκλειστικά θέμα ατομικής συνείδησης και
δεν έχει καμία επίπτωση στις προσωπικές συμπεριφορές και στην κοινωνική ζωή…
Το γεγονός ότι ορισμένοι κανόνες συμπεριφοράς και θρησκευτικών υποχρεώσεων
βιώνονται συγκεκριμένα, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι είναι αδύνατο να χωρίσουμε
τη θρησκεία από την κοινωνία».231
Το Σύνταγμα του 1982, την ίδια στιγμή που παρέμενε προσκολλημένο στον
Κεμαλισμό και περιλάμβανε τους προσανατολισμούς των αρχών του Ατατούρκ,
επέβαλε την υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση υπό τον έλεγχο του κράτους.
Έτσι, το άρθρο 42 του Συντάγματος προβλέπει, σε ευθυγράμμιση με την παράδοση
της κοσμικότητας: «(…) η μόρφωση και η εκπαίδευση οργανώνονται υπό τον έλεγχο
του κράτους, σύμφωνα με τις αρχές και τις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ, καθώς και
με τις αρχές της επιστήμης και της σύγχρονης εκπαίδευσης. Απαγορεύεται η
οργάνωση της μόρφωσης και της εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου αυτών των
αρχών». Παρόλα αυτά, στο άρθρο 24, το Σύνταγμα διευκρινίζει ότι: «η θρησκευτική
και ηθική εκπαίδευση προσφέρεται υπό τον έλεγχο του κράτους. Αυτή η εκπαίδευση
εγγράφεται στα υποχρεωτικά μαθήματα των δημοτικών σχολείων και των
κολλεγίων». Έτσι, ανατέθηκε στο κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα της οργάνωσης
της διδασκαλίας των θρησκευτικών.
76
θρησκευτικών περιείχαν πολλές εικόνες του Ατατούρκ, που τον παρουσίαζαν ως
«πιστό μουσουλμάνο».234
77
διαδικασία σήμαινε επίσης τη συμφιλίωση τη κυρίαρχης κεμαλικής κουλτούρας με
την κουλτούρα της κοινωνίας. Το πραξικόπημα του 1980 έφερε την εθνικιστική-
συντηρητική ιδεολογία της τουρκικής δεξιάς στην εξουσία. «Κατά την περίοδο που
ακολούθησε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, το κράτος και η κοινωνία
αναμορφώθηκαν βάσει των νεοφιλελεύθερων ιδεών που είχαν την καταγωγή τους
στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελίτ θεώρησαν ότι ο
Στρατός ήταν τον καλύτερο οχύρωμα κατά του κομμουνισμού· ταυτόχρονα
εκδήλωσαν μεγάλο ανταγωνισμό απέναντι στο Ισλάμ, γιατί στα μάτια τους
αποτελούσε μια εναλλακτική προσέγγιση έναντι των ταξικών ιδεολογιών. Μετά το
1980, τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι πολιτικοί ηγέτες τοποθέτησαν σε μεγάλο
βαθμό τις ελπίδες τους στο Ισλάμ, με σκοπό να επιβάλουν κοινωνική πειθαρχία και
πολιτική σταθερότητα σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε πλήρη μετάλλαξη προς
έναν όλο και πιο έκδηλο καπιταλιστικό τρόπο ζωής. Στο σημείο διασταύρωσης του
επίσημου εθνικισμού και του Ισλάμ, ο πολιτικός συντηρητισμός συνέθεσε στους
κόλπους της τουρκικής δεξιάς τον κεμαλικό δυτικισμό με το Ισλάμ».239
Μεταξύ αυτών που άσκησαν κριτική στην αντίληψη του «Ισλάμ κατά του
Ισλάμ» και, κατά συνέπεια στα μέτρα που εφαρμόστηκαν από το καθεστώς της 12 ης
Σεπτεμβρίου, μπορούμε να αναφέρουμε τους ισλαμιστές διανοούμενους. Οι κριτικές
τους βασίζονταν στην εκτίμηση ότι δεν επρόκειτο εδώ για μια εξέλιξη προς ένα
«ισλαμικό κράτος αλλά προς ένα κρατικό Ισλάμ». Έτσι, ισλαμιστές διανοούμενοι
όπως ο Αλή Μπουλάτς (Ali Bulaç) ή ο Αμπτουραχμάν Ντιλιπάκ (Abdurrahman
Dilipak), κατήγγειλαν την ισλαμοτουρκική σύνθεση ως απόπειρα να οργανωθεί η
θρησκευτική υποστήριξη στην εξουσία της δεξιάς, κάτι που γι’ αυτούς αποτελούσε
διαστρέβλωση του Ισλάμ.241
Κατά την περίοδο της κυβέρνησης του Τουργκούτ Οζάλ που ακολούθησε το
καθεστώς της 12ης Σεπτεμβρίου, πολλές ισλαμικές κοινότητες ισχυροποίησαν την
239
Cizre, Siyaseti, ό.π., σ. 137-138.
240
Ahmet Taner Kışlalı, “İslam’a Karşı İslam”, εφ. Cumhuriyet, 7 Απριλίου 1997.
241
Bora, Can, Ocak Dergah, ό.π., σ. 173-184.
78
παρουσία τους στη γραφειοκρατία, ενώ οι ομάδες των ισλαμιστών που είχαν
κρατηθεί μακριά από το πρόγραμμα του κεμαλικού εκσυγχρονισμού άρχισαν να
επωφελούνται από την κρατική βοήθεια κι έτσι να νομιμοποιούνται. Ο Ταχά Παρλά
αναφέρει ότι αυτή η εποχή σημαδεύτηκε και από άλλες παραχωρήσεις που έγιναν σε
βάρος της κεμαλικής και κοσμικής ιδεολογίας: «ας το υπογραμμίσουμε μια άλλη
πλευρά. Η κεμαλική κοσμικότητα είχε πάντα δύο διακριτές διαστάσεις. Πρώτον, η
θρησκεία κρατήθηκε μακριά από την πολιτική του κράτους αλλά, ακόμα
περισσότερο, δεύτερον, η θρησκεία και οι θρησκευτικές ομάδες ως ιδεολογία και
πολιτική εξορίστηκαν από τη νόμιμη δημόσια ζωή. Έτσι, οι μεταλλάξεις της
δεκαετίας του ΄80 άλλαξαν αυτό το δεύτερο σημείο. Η θρησκεία, κυνηγημένη μέχρι
το 1980, ήρθε στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής με επέμβαση του κράτους (…). Στο
εξής η θρησκεία, που εθεωρείτο υποδεέστερη κουλτούρα, παρουσιαζόταν σαν μια
επίσημη κουλτούρα ενθρονισμένη στο πλευρό του Κεμαλισμού ως κρατική
ορθοδοξία».242
Στη δεκαετία του ΄80 που σφραγίστηκε από τον Τουργκούτ Οζάλ,
συνυπήρξαν ο οικονομικός φιλελευθερισμός και ο πολιτικός συντηρητισμός. Η
διαδικασία νομιμοποίησης των θρησκευτικών και ισλαμικών κύκλων ευνοήθηκε
λόγω των δεσμών του Τουργκούτ Οζάλ με την θρησκευτική ομάδα Νακσιμπεντί
(Nakşibendi), λόγω της παρουσίας ισλαμιστών στελεχών στο Κόμμα της Μητέρας
Πατρίδας (Ana Vatan Partisi – ANAP) και λόγω του ότι ο Τουργκούτ Οζάλ υπήρξε ο
πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που συμμετείχε στη προσευχή της
Παρασκευής.243 Η κατάργηση του άρθρου 163 του ποινικού κώδικα χρονολογείται
από αυτή την περίοδο. Επρόκειτο για ένα άρθρο που περιόριζε τη δραστηριότητα των
ισλαμιστών· η κατάργησή του, το 1991, είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί ώθηση στον
πολιτικό και ιδεολογικό ακτιβισμό που επικαλείτο το Ισλάμ. Το Ισλάμ επωφελήθηκε
επίσης από μια χωρίς προηγούμενο διάδοσή του από τα Μέσα Ενημέρωσης, με τη
δημιουργία εκατό περίπου περιοδικών, εφημερίδων και ιδιωτικών τηλεοπτικών
καναλιών ισλαμικής κατεύθυνσης. Παράλληλα, αναπτυσσόταν η φιλελεύθερη
ιδεολογία μιας οικονομίας της αγοράς χωρίς όρια, καθώς και πολιτικές
ιδιωτικοποίησης που μείωναν το ρόλο του κράτους στην οικονομική ζωή και
ευνοούσαν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί στην
οικονομία, κυρίως το πέρασμα σε μια παραγωγή προσανατολισμένη στις εξαγωγές
καθώς και η κατάργηση των μέτρων απομονωτισμού, είχαν ως συνέπεια να ευνοηθεί
η γέννηση ενός δυναμικού ιδιωτικού τομέα. Το τέλος της ιδεολογίας της εθνικής
ανάπτυξης και η είσοδος της χώρας στο δρόμο της ενσωμάτωσης στην
παγκοσμιοποιημένη οικονομία περιόρισαν τον έλεγχο του κράτους στις πολιτικές
ανάπτυξης.
79
συνομοσπονδίες όπως η Hak-İs, ακόμα και εργοδοτικές οργανώσεις όπως o
Ανεξάρτητος Σύνδεσμος Εμπόρων και Βιομηχάνων (Müstakil Sanayiciler ve
İşadamları Derneği – MÜSİAD).244 Αυτή την περίοδο του ανοίγματος προς την
παγκόσμια αγορά, για πρώτη φορά ο πληθυσμός των πόλεων ξεπέρασε τον πληθυσμό
της υπαίθρου: το 1980, ο αστικός πληθυσμός αντιπροσώπευε το 43,9% του
συνολικού πληθυσμού, ενώ το 1990 το ποσοστό ανέβηκε στο 59%.245
244
Τα δύο πρώτα γράμματα (MÜ) του ακρωνυμίου MÜSİAD, παραπέμπουν και στη λέξη
μουσουλμάνος (müsliman), κι έτσι ο σύνδεσμος αναφέρεται συχνά ως σύνδεσμος μουσουλμάνων
εμπόρων και βιομηχάνων στο πλαίσιο του κεφαλαίου που κατέχεται από ισλαμιστές.
245
Toprak, “Civil Society ”, ό.π., σ. 102.
246
Keyman, Radikal Demokrasi , ό.π., σ. 191.
247
E. Fuat Keyman, “Kamusal Alan Cumhuriyetçi Liberalizm.Türkiye’de Demokrasi Sorunu”, Doğu
Batı, 2/5 (1989-1999) 68.
80
στην τουρκική πολιτική ζωή. Η τρίτη και τελευταία διάκριση αφορά την επίδραση
της παγκοσμιοποίησης στην Τουρκία.248
Πρόκειται για λόγια του Τσεβίκ Μπιρ, πρώην υπαρχηγού του Γενικού
Επιτελείου Στρατού και ενός από τους κύριους αρχιτέκτονες της διαδικασίας της 28 ης
Φεβρουαρίου. Σύμφωνα τον Τσεβίκ Μπιρ, οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν
αποστολή να θεραπεύσουν την κοσμικότητα που προέκυψε από το πάντρεμα του
Ισλάμ με τη δημοκρατία. Την 28η Φεβρουαρίου 1997, επενέβησαν πράγματι στην
πολιτική ζωή της χώρας μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για να
«υπερασπιστούν την κοσμικότητα», βάζοντας τέλος στην κυβέρνηση συνασπισμού
του Κόμματος της Ευημερίας και του Κόμματος του Ορθού Δρόμου (Doğru Yol
Partisi - DYP), υπό την πρωθυπουργία του Νετζμετίν Ερμπακάν.
248
Reşat Kasaba, Sibel Bozdoğan, “Turkey at a Crossroad”, Journal of International Affairs, (2000) 1-
2.
249
Jung, “Modernisierungsprozess”, ό.π., σ. 231.
81
Υπήρξε μακρόχρονη συζήτηση στην Τουρκία για το κατά πόσον επρόκειτο
εδώ για πραξικόπημα ή όχι. Ένας δημοσιογράφος, ο Τσενγκίζ Τζαντάρ (Cengiz
Candar), έγραψε ότι ήταν ένα «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα. Ο γενικός γραμματέας
του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Ερόλ Οζκασνάκ (Erol Ozkasnak) δήλωσε
πρόσφατα σε μια τηλεοπτική εκπομπή ότι η 28 η Φεβρουαρίου ήταν πραξικόπημα:
«Το πιο σωστό όνομα που μπόρεσαν να βρουν ήταν μεταμοντέρνο πραξικόπημα.
Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, αφού σ’ αυτό συμμετείχαν εκτός από το Συμβούλιο
Εθνικής Ασφάλειας, οι αξιωματούχοι του κράτους, οι αρμόδιοι υπουργοί ακόμα και ο
λαός μας· αυτό το μεταμοντέρνο πραξικόπημα συντελέστηκε με λεπτότητα και
δικαιοσύνη, χωρίς να χυθεί μια στάλα αίμα».250
82
Τουρκία. Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά μ’ αυτό το γεγονός, ο Τσεβίκ Μπιρ
δήλωσε ότι έτσι «αντισταθμίστηκε το σύστημα αναστολής της δημοκρατίας». Ο
Μπουλέντ Ετζεβίτ κατηγορούσε το Κόμμα της Ευημερίας ότι υπέθαλπε ένα
«πραξικόπημα» και δήλωνε ότι «η Τουρκία δεν βρίσκεται μπροστά σε στρατιωτικό
πραξικόπημα αλλά απειλείται από ένα πραξικόπημα του RP». Αυτή η μετωπική
αντιπαράθεση συνέχισε να οξύνεται. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών
συμμετείχαν επίσης. Οι κεμαλικοί θεσμοί κυρίως κινητοποιήθηκαν για να
απομακρύνουν το RF από την κυβέρνηση. Η Ένωση Κεμαλικής Σκέψης (ADD) και η
Ένωση Υποστήριξης της Σύγχρονης Ζωής (CYDD) καθώς και διάφορα συνδικάτα
κινητοποιήθηκαν για να υπερασπίσουν τις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ και την
κοσμική Δημοκρατία ενάντια στην «αντίδραση», καλώντας την κυβέρνηση να
παραιτηθεί.253
83
και επιμονή· αν οι ισχύοντες νόμοι αποδειχτούν ανεπαρκείς για μια τέτοια
υπεράσπιση, πρέπει να θεσπιστούν νέες νομοθετικές διατάξεις». Το δεύτερο άρθρο
πρόβλεπε την υπαγωγή στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας όλων
των ιδιωτικών θεσμών – εστιών, σχολείων και ιδρυμάτων – που συνδέονται με τις
θρησκευτικές κοινότητες, σύμφωνα με το νόμο περί Μόρφωσης και Εκπαίδευσης
(Tevhid-i Tedrisat). Το τρίτο άρθρο πρότεινε την υποχρεωτική συνεχή οκταετή
εκπαίδευση, και είχε ως αποτέλεσμα θυελλώδεις συζητήσεις. Αυτό το άρθρο
εξηγούσε με ακρίβεια τα εξής: «με σκοπό την εκπαίδευση του νεαρού πνεύματος των
νέων γενιών στην αγάπη για τη Δημοκρατία του Ατατούρκ, την Πατρίδα και το
Έθνος, έτσι ώστε να φτάσει ο τουρκικός λαός στο επίπεδο του σύγχρονου πολιτισμού
και να προφυλαχτεί από ορισμένες επιρροές είναι αναγκαίο:
84
«πόλεμο ανάμεσα στις αντίθετες κουλτούρες». Ο φετιχισμός των συμβόλων πήρε
άνευ προηγουμένου διαστάσεις.258
Έχοντας κρίνει το παρελθόν μ’ αυτό τον τρόπο, το κείμενο εξηγεί ότι μετά τη
συγκρότηση της κυβέρνησης συνασπισμού υπό την πρωθυπουργία του Νετζμετίν
Ερμπακάν, οι αντιδραστικοί κύκλοι εκδήλωσαν όλο και πιο επιδέξια τον ακτιβισμό
τους σε όλους τους τομείς, και πρώτα απ’ όλα στον τομέα της οργάνωσης και της
στελέχωσης. Επιπλέον, το κείμενο απευθύνει μομφή στον πρωθυπουργό για το γεύμα
που οργάνωσε στην έδρα της κυβέρνησης με την ευκαιρία του τέλους της νηστείας:
επρόκειτο στην πραγματικότητα για «απόπειρα νομιμοποίησης των υποστηρικτών
του πολιτικού Ισλάμ και παραχώρησης σε όσους το συμπαθούν της δυνατότητας να
εκδηλώνουν δημόσια την ταυτότητά τους». Από την άλλη, στο κείμενο
ανακοινώνεται η δημιουργία μιας «ομάδας δυτικής εργασίας» με στόχο την
καταπολέμηση του αντιδραστικού κινδύνου, που εκ προοιμίου τοποθετείται στο ίδιο
επίπεδο με την απειλή που συνιστούν τα αποσχιστικά κινήματα. «Στο πλαίσιο των
ιδρυτικών αρχών του Συντάγματος, η προσήλωση στην λαϊκή κυριαρχία, στις εθνικές
αξίες, στην κοσμικότητα, στο αδιαίρετο του κράτους, του έθνους και της χώρας,
258
Για το φετιχισμό των συμβόλων της 28ης Φεβρουαρίου, βλ. Etienne Copeaux, “Le Consensus
Obligaroire ”, Isabelle Rigoni (επιμ..), Turquie, Les Mielles Visage Politique, Religion, Femme,
Immigration, Paris 2000.
259
Yıldız, Şubat, ό.π., σ. 157.
260
Yıldız, Şubat , ό.π., σ. 173.
85
καθώς και στην ενιαία δομή του κράτους, αποτελεί το στυλοβάτη του τουρκικού
κρατικού συστήματος. Αυτό είναι το περιεχόμενο του συμβολαίου μεταξύ κράτους
και έθνους. Ο πολίτης που εφαρμόζει και διασφαλίζει την εφαρμογή αυτού του
συμβολαίου με πλήρη γνώση των κανόνων του, είναι αξιοσέβαστο μέλος του
τουρκικού έθνους». Το κείμενο υποδεικνύει ότι «κύριο καθήκον του κάθε
δημοκρατικού πολίτη που αποδέχεται την κοσμικότητα είναι να δρα ενάντια στον
αντιδραστικό κίνδυνο» και απαριθμεί τα «αμετάβλητα χαρακτηριστικά» του κράτους:
«Μία μόνη πατρίδα, ένα μόνο κράτος, μία μόνη γλώσσα, μία μόνη σημαία».261
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ένα από θεμελιώδη αξιώματα της διαδικασίας της
ης
28 Φεβρουαρίου ήταν η εκτίμηση ότι το πέρασμα στον πολυκομματισμό σημάδεψε
την αρχή της «αντεπανάστασης» και της απομάκρυνσης από τα ιδεώδη του
Ατατούρκ. Στην πραγματικότητα, οι κεμαλικές δυνάμεις που έδρασαν αυτή την
περίοδο χρησιμοποίησαν την έννοια της «αντεπανάστασης» κυρίως για να
χαρακτηρίσουν τη στροφή της δεκαετίας του ΄50. Ο όρος «αντεπανάσταση»
αναφερόταν συχνά και σχολιαζόταν, τόσο από το Στρατό στις τακτικές ενημερώσεις
του, όσο και από τον Τύπο ή από πολλά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ήθελαν
λοιπόν να επισημάνουν με μεγάλη σαφήνεια ότι ενώ κατά την περίοδο του
μονοκομματισμού ο Κεμαλισμός εφαρμόστηκε πλήρως, μετά το πέρασμα στον
πολυκομματισμό, υπό την πίεση του λαϊκισμού και του εκλογικού κόστους, έγιναν
παραχωρήσεις που υπέσκαψαν τα θεμέλια της κεμαλικής κοσμικότητας και
σημειώθηκε απομάκρυνση από την κεμαλική επανάσταση· αυτό οδήγησε την
Τουρκία στο χείλος του γκρεμού της «αντεπανάστασης». Ξεκινώντας μ’ αυτή την
αντίληψη, η 28η Φεβρουαρίου θεωρήθηκε από τις «εκσυγχρονιστικές δυνάμεις» ως
κίνημα αποκατάστασης του Κεμαλισμού.
Όπως εκείνη την εποχή, έτσι και την περίοδο της 28 ης Φεβρουαρίου,
οργανώθηκαν επιθετικές καμπάνιες ενάντια στην πολιτική και τους πολιτικούς. Οι
υπάρχουσες υποθέσεις διαφθοράς καταγγέλθηκαν βίαια και οι πολιτικοί
κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν σ’ αυτές ή τις κάλυπταν ή σε κάθε περίπτωση ότι,
για λόγους εκλογικού συμφέροντος, δεν πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στις δυνάμεις
της αντίδρασης.
261
Ολόκληρο το κείμενο του ανακοινωθέντος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, βλ. Yıldız, Şubat , ό.π.,
σ. 157-175.
262
Halil Berktay, “Menderes Dönemi”, Tarih ve Toplum, (1988) 294-297.
86
Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και ο Μεσούτ Γιλμάζ αν και έδωσαν αμέριστη
υποστήριξη στη διαδικασία της 28ης Φεβρουαρίου, έγιναν και οι ίδιοι αντικείμενο
αυτών των λοιδοριών. Πράγματι, το διάταγμα της κυβέρνησης που επέτρεψε να ταφεί
ο μεγάλος ηγέτης της κοινότητας Νακσιμπεντί, Μαχμούτ Εσάτ Τζοσάν (Mahmut Esat
Cosan), στην αυλή του τζαμιού Süleymaniye, έδωσε λαβή να διατυπωθούν δημόσιες
κατηγορίες για «ευνοιοκρατία απέναντι στην αντίδραση» με κύριο στόχο τους
Ετζεβίτ και Γιλμάζ. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της 28 ης Φεβρουαρίου, η στάση
της κυβέρνησης σ’ αυτή την υπόθεση αποκάλυπτε την πραγματικότητα της
«αντεπανάστασης». Για παράδειγμα, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
Χουριέτ στις 9 Φεβρουαρίου 2001, ένα από τα ενεργά μέλη των «ζωντανών
δυνάμεων» της δεκαετίας του ΄60 και του 2000 – που αποκαλούνταν και μη-ένοπλες
δυνάμεις – ο Μουμτάζ Σοϋσάλ έγραψε: «Η Δημοκρατία που ίδρυσε ο Ατατούρκ
απειλείται στο εσωτερικό από τους αντεπαναστάτες και στο εξωτερικό από τους
κληρονόμους του Ανατολικού Ζητήματος, που επιτίθενται στην τουρκική
ανεξαρτησία και δημοκρατία». Αφού άσκησε κριτική στην απόφαση της κυβέρνησης,
ο δημοσιογράφος κατέληξε: «χρειάζεται όσο ποτέ επαγρύπνηση για την υπεράσπιση
της Δημοκρατίας».
87
κατά καιρούς εντάσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και το Στρατό. Έτσι, μετά τις
δηλώσεις του Ετζεβίτ που εμφανίστηκαν στον Τύπο στις 23 Ιανουαρίου 1999,
σύμφωνα με τις οποίες «η διαδικασία που ονομάστηκε 28 η Φεβρουαρίου έχει πλέον
κλείσει», το Γενικό Επιτελείο Στρατού αντέδρασε άμεσα και διέψευσε τον
πρωθυπουργό, επισημαίνοντας ότι η «28η Φεβρουαρίου δεν έχει ολοκληρωθεί». Ο
στρατηγός Κιβρίκογλου (Kivrikoglu), Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού
επανέλαβε το ίδιο σε μια συνέντευξη Τύπου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1999: «Δεν
θεωρούμε ότι η 28η Φεβρουαρίου έχει ολοκληρωθεί. Γιατί πρόκειται για μια
διαδικασία που δεν ξεκίνησε στις 28 Φεβρουαρίου 1997 αλλά το 1923. Από εκείνη
την εποχή, κάθε φορά που εκδηλώνεται η Λερναία Ύδρα της αντίδρασης, οι
τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις αντιστέκονται. Η 28 η Φεβρουαρίου θα συνεχιστεί, όσο
θα διαρκεί η αντιδραστική απειλή· ένα χρόνο αν χρειαστεί, χίλια χρόνια αν είναι
ανάγκη».263
Η ταφή του θρησκευτικού ηγέτη Εσάτ Τζοσάν έδειξε με οξύτητα αυτή την
ανταγωνιστική κατάσταση. Έτσι ο Αλί Μπιράντ, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε
στην ευρωπαϊκή έκδοση της εφημερίδας Χουριέτ (Hürriyet) στις 9 Φεβρουαρίου
2001 παρατηρεί τα εξής: «Όλα αυτά (η απόφαση να ταφεί ο σεΐχης Τζοσάν στο τζαμί
του Suleymaniye – Σ.τ.σ.) δείχνουν ότι ένα τμήμα της κυβέρνησης εκδηλώνει
συμπάθεια για την κοινότητα Νακσιμπεντί. Όμως, η άλλη πτέρυγα του κράτους –
κυρίως οι ριζοσπαστικοί κοσμικοί πολιτικοί κύκλοι καθώς και ο Στρατός –
σκέπτονται με εντελώς αντίθετο τρόπο. Ξεκινώντας από την ιδέα ότι κάθε
θρησκευτική κοινότητα πρέπει να θεωρηθεί απειλή για την Τουρκία,
προσανατολίζονται σε μέτρα εξαιρετικά περιοριστικά. Είτε τις αποκαλούν κοινότητες
είτε σέκτες, διαλύουν κάθε οργάνωση με θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Τους στερούν
τους οικονομικούς πόρους και περιορίζουν τα μέσα ενημέρωσης που διαθέτουν για
να ακουστεί η φωνή τους. Συμβαίνει εξάλλου το εξής παράδοξο: διαπιστώνουμε ότι
αυτά τα μέτρα έχουν επικυρωθεί από την πολιτική πτέρυγα του κράτους στις
συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, με απαίτηση της στρατιωτικής
πτέρυγας που ελέγχει και την εφαρμογή τους. Στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι η
πολιτική πτέρυγα του κράτους, αφού υπέγραψε τη θανατική καταδίκη των
κοινοτήτων, προσποιείται ότι αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη αυτών των αποφάσεων
και υπαινίσσεται, απευθυνόμενη στις θρησκευτικές κοινότητες, ότι ο στρατός την
εξανάγκασε και την υποχρέωσε να συμφωνήσει».
88
αποφάσεις του Συμβουλίου μεταφέρονταν ως «κοινοποιήσεις». «Το πιο έκδηλο
αποτέλεσμα της διαδικασίας της 28 ης Φεβρουαρίου ήταν η επαναβεβαίωση ότι ο
στρατός νομιμοποιείται να επεμβαίνει στην πολιτική, όποτε θεωρεί ότι απειλούνται
δόγματα όπως “κοσμική ιδεολογία, σύγχρονος τρόπος ζωής και εθνική ενότητα,
αλληλεγγύη και συνοχή” και όποτε αυτά τα δόγματα προστατεύονται
αναποτελεσματικά από τους πολιτικούς».264
264
Günter Saufert, “The Impact of Nationalism Discourses on Civil Society”, στο: Yerasimos, Saufert,
Vorhoff (επιμ.), Civil Society, ό.π., σ. 35.
265
Saufert, “The Impact”, ό.π., σ. 35.
266
Erdoğan, “Non-Governmental”, ό.π., σ. 251.
89
θρησκευτικά συναισθήματα», «που συμμετέχουν σε αποσχιστικά κινήματα, σε
προβοκάτσιες και σε τρομοκρατικές ενέργειες». Και από την άλλη είναι «εκείνοι που
ποτέ δεν υπονόμευσαν τις αρχές και τις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ», «που είναι
έντιμοι», «καθαροί» και που «επιδιώκουν το συμφέρον του έθνους και όχι το δικό
τους».267
267
Erdoğan, “Non-Governmental”, ό.π., σ. 251.
268
Erdoğan, “Non-Governmental”, ό.π., σ. 259.
269
Michel Bozdemir, Forme Nouvelles de l´Islam en Tourquie. Les Analles se Autre Islam No : 6, Paris
1999, σ. 384.
90
υποκείμενο, καθορίζει την εθνική ταυτότητα των πολιτών «Κάθε πολίτης που
υπακούει (σ’ αυτό τον ορισμό) θεωρείται αξιοσέβαστο μέλος του τουρκικού έθνους».
Αν κατά την έκφραση του Έρνεστ Γκέλνερ, θεωρήσουμε το έθνος-κράτος ως μια
«δομή που προκύπτει από το πάντρεμα κράτους και κουλτούρας», πρέπει να πούμε
ότι η 28η Φεβρουαρίου είναι μια απόπειρα το κράτος της Δημοκρατίας της Τουρκίας
να συνάψει νέο γάμο με την πολιτισμική ερμηνεία του τουρκικού εθνικισμού. Αυτό
φυσικά σημαίνει επανάληψη μιας αντίληψης πολύ διαδεδομένης τον 19 ο και τον 20ο
αιώνα, που επικαλείται ένα ομοιογενές έθνος και μια μονοσήμαντη υπηκοότητα. Με
άλλα λόγια, το κράτος και το έθνος, η κουλτούρα και η πολιτική, θεωρούνται ως
μοναδική ολότητα. Μια έκθεση του Ντογού Εργκίλ (Doğu Ergil) με τίτλο «Το
πρόβλημα της Ανατολής – διάγνωση και ανάλυση» (πρόκειται για το Κουρδικό
Ζήτημα, Σ.τ.σ.) που έγινε για λογαριασμό της Ένωσης Επαγγελματικών
Επιμελητηρίων και Χρηματιστηρίων της Τουρκίας, εξηγεί ως εξής αυτή την
αντίληψη: «η υπηκοότητα που πρέπει να θεμελιώνεται σ’ ένα κοινωνικό συμβόλαιο
μεταξύ κράτους και πολιτών, έχει αποκτήσει πολιτικές και ηθικές διαστάσεις. Το
έθνος που υποτίθεται ότι είναι το εργαλείο της πολιτικής ενότητας, έχει κατακλύσει
τις κοινωνικο-πολιτισμικές σφαίρες με πρόσχημα την εγκαθίδρυση ενός μόνον
έθνους, ενός μόνον κράτους, μιας μόνης γλώσσας, μιας μόνης κουλτούρας και μιας
μόνης εθνότητας».270
270
Cizre, Siyaseti, ό.π., σ. 178.
271
Bozkurt Güvenç, Cumhuriyet ve Kimlik: Konu Sorun, Kapsam ve Bağlam. 75 Yılda Tebaa’dan
Yurttaş’a Doğru, İstanbul 1998, σ. 126.
272
Cizre, Siyaseti, ό.π., σ. 180.
273
Charles Taylor, Multikulturalismus und die Politik der Anerkennung, Frankfurt 1993, σ. 14-15.
91
οργανώνονται λαμβάνοντας εξίσου υπόψη την πολιτιστική ενότητα στην οποία αυτό
ανήκει. Αυτή η αντίληψη δεν προσιδιάζει μόνον σε κοινοτιστές πολιτικούς στοχαστές
όπως ο Τσάρλς Τέιλορ, o Γουίλ Κουμλίτσα ή ο Μιχαήλ Βάλζερ. Tην υπερασπίζονται
επίσης όσοι παραμένουν πιστοί στο γαλλικό μοντέλο της υπηκοότητας, όπως για
παράδειγμα η Ντομινίκ Σνάπερ (Dominique Schnapper): «Η υπηκοότητα είναι επίσης
ένα μέσο διαχείρισης των πολιτιστικών διαφορών. Είναι μια αρχή ανεκτική, ακόμα
και αν εφαρμόστηκε χωρίς ανοχή την εποχή της συγκρότησης των εθνών, ακόμα και
αν ορισμένοι που αυτοαναγορεύονται ‘ρεπουμπλικανοί’ δεν χαρακτηρίζονται από
υπερβολική ανεκτικότητα».274
Έτσι διαπιστώνουμε ότι η έννοια της κοσμικότητας είναι τόσο ευρεία όσο και
η έννοια του Ισλάμ: αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της ζωής. Ο Μουμτάζ Τουρκονέ
(Mümtaz Türköne) παρατηρεί ότι δύο προϋποθέσεις θεμελιώνουν αυτό τον
εννοιολογικό ορισμό: «Η πρώτη προϋπόθεση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι η
κοινωνική ζωή, η πολιτισμική ζωή, ακόμα και οι κανόνες ευγένειας είναι μια σειρά
αντικειμένων που μπορούν να αναπρογραμματιστούν. Μια βούληση αρκετά ισχυρή
μπορεί να τροποποιήσει και να μετασχηματίσει αυτά τα αντικείμενα, μπορεί να τα
ανασυνθέσει με άλλη διάταξη· μπορεί επίσης να καθορίσει έναν τρόπο ζωής και να
αναγκάσει τον καθένα να τον υιοθετήσει. Αυτή η βούληση δεν είναι άλλη από το
274
Dominique Schnapper, Qu´est-ce que la Citoyenneté ?, Gallimard 2000, σ. 233.
275
Mümtazer Türköne, “Cumhuriyetin Kamusal Alanı”, Doğu Batı, 2/5 (1988-89) 126.
92
κράτος (…). Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η επιβολή στα άτομα και στην κοινωνία
ενός τρόπου ζωής σύμφωνου προς τη λογική και την επιστήμη. Αυτός ο τρόπος ζωής
καθορίζεται από τη λογική και την επιστήμη· είναι προσιτός (…). Εναπόκειται στο
κοσμικό κράτος να τον διαδώσει στους πολίτες του».276
Υπογράμμισα ήδη το γεγονός ότι αυτή η σύλληψη της κοσμικότητας, που είχε
κυριαρχήσει την περίοδο του μονοκομματισμού εμπνεόταν από τον θετικιστικό
επιστημονισμό. Ο Τανέρ Τιμούρ (Taner Timur) διαπιστώνει ότι η μηχανιστική
αντίληψη της επιστήμης έγινε η φιλοσοφία της τουρκικής επανάστασης· υπό την
επίδραση της πυκνής «εκπολιτιστικής» βιβλιογραφίας εκείνης της εποχής, αποτέλεσε
την αφετηρία του πολιτισμικού διχασμού και της μετατροπής του μονοκομματικού
καθεστώτος σε «καταπιεστικό καθεστώς». 277 Ο πρόεδρος του Ακυρωτικού
Δικαστηρίου, Σαμί Σελτζούκ (Sami Selcuk), στο λόγο που εκφώνησε στις 6
Σεπτεμβρίου 1999 με ευκαιρία την έναρξη της νέας δικαστικής χρονιάς,
υπερασπίστηκε τη θέση σύμφωνα με την οποία η κοσμικότητα που εφαρμόζεται στην
Τουρκία «είναι μια στάση που έχει στόχο να δημιουργήσει ορθολογικούς ανθρώπους,
προικισμένους με ορθολογικές ιδιότητες». Πρόσθεσε ότι το «κράτος ελέγχει και
προσανατολίζει τη θρησκεία μέσω των θρησκευτικών σχολών και της Διεύθυνσης
Θρησκευτικών Υποθέσεων που έχουν περιληφθεί στα εργαλεία του. Αυτό ονομάζεται
κοσμικότητα».278 Μια τέτοια αντίληψη περί κοσμικότητας, όχι μόνον δεν συμμετείχε
στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας αλλά δεν συνέβαλε και στην εκκοσμίκευση της
κοινωνίας. Είχε ως ουσιαστική συνέπεια τη διατήρηση της παρέμβασης του κράτους
στην πολιτική ζωή. Ο Ζαν Πιέρ Λουιζάρ (Jean-Pierre Luizard) παρατηρεί σ’ αυτό το
θέμα: «η κεμαλική κοσμικότητα, κατά παράδοξο τρόπο, συνέβαλε στη μη
εκκοσμίκευση της τουρκικής κοινωνίας (…) η τουρκική, κρατική, αυταρχική,
συγκεντρωτική και εθνικιστική κοσμικότητα αποτέλεσε δικαιολογία για τις
επεμβάσεις του στρατού».279
Ο Αλί Φουάτ Μπασγκίλ (Ali Fuad Başgıl), σε ένα από τα έργα του, αναφέρει
ότι υπό την προεδρία του Ισμέτ Ινονού, που ανέβηκε στην εξουσία μετά το θάνατο
του Ατατούρκ, διατηρήθηκαν μόνον τα τρία από τα Έξι Βέλη του Κεμαλισμού: ο
κρατισμός, η κοσμικότητα και ο εθνικισμός.280 Κατά τη δική μας άποψη, σήμερα
από τον Κεμαλισμό έχει διατηρηθεί μόνον το ένα βέλος: ο εθνικισμός.
276
Türköne, “Kamusal”, ό.π., σ. 127.
277
Taner Timur, Türk Devrimi ve Sonrası, Ankara 1977, σ. 110-112.
278
Ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του Σαμί Σελτζούκ, βλ. Yıldız, Şubat , ό.π., σ. 443-496.
279
Pierre-Jean Luizard, “Laicitê et Kémalisme”, Isabelle Rigoni (επιμ.), Turquie. Les mille Visages
Politique, Religion, Femmes, Immigration, Paris 2000.
280
Ali Fuad Başgil, La Revolution Militaire de 1960 en Turquie (ses origies) Perret-Gentil, Genève
1963, σ. 37-39..
93
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΑΓΙΠ ΕΡΝΤΟΓΑΝ, Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, Η
ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΣ
94
επιρροή της νέας γενιάς ισλαμιστών πολιτικών και διανοουμένων». 282 Ιδιαίτερα η
θέση που πρόβαλλαν με όλο και πιο ξεκάθαρη μορφή οι δημοκρατικοί ισλαμιστές
διανοούμενοι, ότι «η θρησκεία και η πολιτική είναι δύο ξεχωριστά πεδία και η
θρησκεία δεν πρέπει να γίνεται όργανο για την πολιτική», άρχισε να κερδίζει
έδαφος.283
Στις εκλογές του 1999, το Κόμμα της Αρετής πέτυχε, παρά το πραξικόπημα,
να σταθεί στα πόδια του και να πάρει το 15.4 % των ψήφων. Το ποσοστό αυτό ήταν
χαμηλότερο από το 21.4 % που πήρε το Κόμμα της Ευημερίας στις εκλογές του 1995,
όμως ήταν μια ένδειξη πως το Κόμμα θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί μετά από μια
περίοδο απροκάλυπτης πίεσης, όπως ήταν η περίοδος της 28 ης Φεβρουαρίου.
Εξάλλου, στις εκλογές αυτές, το υψηλότερο ποσοστό που κάποιο κόμμα είχε
εξασφαλίσει ήταν 22.1 % και το κόμμα αυτό ήταν το Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα
του Μπουλέντ Ετζεβίτ, κυρίως εξαιτίας της σύλληψης του Αμπτουλάχ Οτσαλάν. Η
κεμαλική γραφειοκρατία εξέφρασε σε σύντομο χρονικό διάστημα τη δυσαρέσκεια της
για το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Γενικός Εισαγγελέας κατηγόρησε το Κόμμα της
Αρετής ότι είναι «ένας βρυκόλακας που απομυζά το αίμα της χώρας και την γεμίζει
με αμάθεια» και ισχυρίστηκε ότι «το Κόμμα της Αρετής είναι η προέκταση ενός
απαγορευμένου κόμματος (του Κόμματος της Ευημερίας) και τείνει να γίνει εστία
ενεργειών που εναντιώνονται στον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους». 284 Ιδιαίτερα, το
γεγονός ότι η βουλευτής του Κόμματος της Αρετής Μερβέ Καβακτσί (Merve
Kavakçı) προσήλθε στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση και ανέβηκε στο βήμα για να
ορκιστεί φορώντας την ισλαμική μαντίλα, προκάλεσε υστερικές αντιδράσεις. Ο
Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, κατηγόρησε την Μ.
Καβακτσί ότι είναι «μια προβοκάτορας πράκτορας που προσπαθεί να ιδρύσει ένα
ριζοσπαστικό ισλαμικό κράτος».285 Το γεγονός ότι η Μ. Καβακτσί είχε διπλή
υπηκοότητα, της Τουρκίας και των ΗΠΑ, έγινε αιτία να εμφανιστεί ξανά για τα καλά
η φιλολογία περί «εξωτερικών εχθρών» που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του
τουρκικού εθνικισμού καθώς μαζί με τις «συνωμοτικές θεωρίες» που τη συνοδεύουν.
Στον Τύπο εμφανίστηκαν ισχυρισμοί πως η Μ. Καβακτσί είχε σχέσεις με τον ηγέτη
της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι και τη Χαμάς, ενώ αναφέρθηκε επίσης πως είναι
πράκτορας της CIA.286
2001, σ. 115.
95
με πολύ μικρή διαφορά ψήφων, όμως στο συνέδριο αυτό φάνηκε ότι η ανανεωτική
παράταξη είχε δυναμώσει για τα καλά. Στο διάστημα αυτό, το Συνταγματικό
Δικαστήριο διέταξε το κλείσιμο του Κόμματος της Αρετής με το αιτιολογικό ότι είναι
εστία δραστηριοτήτων που αντιμάχονται τον λαϊκό χαρακτήρα του κράτους. Μετά
από αυτήν την απόφαση, το ισλαμιστικό κίνημα χωρίστηκε επίσημα στα δύο. Οι
υποστηρικτές της παράδοσης ίδρυσαν το Κόμμα της Ευτυχίας, υπό την προεδρία του
Ρετζάι Κουτάν και την καθοδήγηση του Ν. Ερμπακάν, ενώ οι υποστηρικτές της
ανανέωσης ίδρυσαν τον Αύγουστο του 2001 το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης
(Adalet ve Kalkınma Partisi - AKP) υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν.
Το άστρο του Ταγίπ Ερντογάν είχε αρχίσει να λάμπει ήδη από τη δεκαετία του
1980. Κατά την περίοδο αυτή ήταν Πρόεδρος της Επαρχιακής Οργάνωσης
Κωνσταντινούπολης του Κόμματος της Ευημερίας και επέδειξε αποφασιστικό
πολιτικό έργο, ενώ έδειξε σε όλους ότι είναι ένας πολιτικός με πίστη και φιλοδοξίες.
Την περίοδο αυτή η πολιτική για τον Τ. Ερντογάν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά
«αγαθοεργία στον δρόμο που οδηγεί στο 'ισλαμικό κράτος'». 287 Δεν έκανε χειραψία
με γυναίκες επειδή είναι αμαρτία, δεν χαιρετούσε τους ανθρώπους που κάθονταν στα
καφενεία, και ήταν ενάντιος στο δικαίωμα των γυναικών να εκλέγονται. Ο Ταγίπ
Ερντογάν άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει. Πλέον έκανε χειραψία με γυναίκες, πήγαινε
παντού για να διαδώσει τις ισλαμικές αντιλήψεις, χωρίς να αποφεύγει τα μπαρ, τα
κλαμπ και τα πορνεία, όμως πρώτη και τελευταία αναφορά του, εξακολουθούσε να
είναι το Ισλάμ.
287
Metiner, Yemyeşil, ό.π., σ. 409.
288
Ruşen Çakır, Ne Şeriat Ne Demokrasi, İstanbul 1994, σ. 58.
289
Çakır, Şeriat, ό.π., σ. 59.
96
αντίθετη με την πειθαρχία της οργάνωσης, «λιποθύμησε από τα νεύρα του». 290 Ο Ν.
Ερμπακάν και η ομάδα του προσπάθησαν και στις εκλογές για τη Δημαρχία της
Κωνσταντινούπολης να αποτρέψουν την υποψηφιότητα του Τ. Ερντογάν, όμως
απέναντι στη σθεναρή αντίδραση της επαρχιακής οργάνωσης Κωνσταντινούπολης, η
ηγεσία του κόμματος έκανε πίσω και υποχρεώθηκε να ανάψει το πράσινο φως για την
υποψηφιότητα του Τ. Ερντογάν.
Με τα έργα που έκανε μετά την εκλογή του στη θέση του Δημάρχου, ο Τ.
Ερντογάν, κέρδισε στήριξη και εκτίμηση που δεν περιοριζόταν μονάχα στην
ισλαμιστική βάση. Ταυτόχρονα όμως, με κάποιες παρεμβάσεις του, προκαλούσε
ένταση σε όσους δεν ανήκαν στην ισλαμιστική παράταξη. Το γεγονός, για
παράδειγμα, ότι απαγόρευσε τα οινοπνευματώδη στους χώρους που ανήκαν στον
Δήμο και το ότι αποκάλεσε τις γυναίκες με μακιγιάζ «στραπατσαρισμένο
αυτοκίνητο» προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις.291 Παρ’ όλες τις επιδράσεις που είχε
πάνω στο Κόμμα η απαγόρευση στον Νετζμετίν Ερμπακάν να ασκεί πολιτική, και σε
μια περίοδο που προκλήθηκε ένα κενό, ο Ταγίπ Ερντογάν προχωρούσε ταχύτατα και
γινόταν ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς της χώρας. Η ισλαμιστική
παράταξη, αν και δεν τον είχε ονομάσει ακόμη, είχε βρει έναν νέο ηγέτη.
290
Metiner, Yemyeşil, ό.π., σ. 415.
291
Metiner, Yemyeşil, ό.π., σ. 416-417.
292
Yavuz, Modernleşen, ό.π., σ. 334.
293
Metiner, Yemyeşil, ό.π., σ. 419.
97
αναφορές. Σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη που ετοίμασε ο Αλί Μπαϋράμογλου (Ali
Bayramoğlu), συνδέει την αλλαγή αυτή με τέσσερις σημαντικές αιτίες:
294
Ali Bayramoğlu, Çağdaşlık Hurafe Kaldırmaz. Demokratikleşme Sürecinde Dindar ve Laikler,
İstanbul 2006, σ. 37.
295
Bayramoğlu, Çağdaşlık, ό.π., σ. 38.
296
Bayramoğlu, Çağdaşlık, ό.π., σ. 39-40.
297
Bayramoğlu, Çağdaşlık, ό.π., σ. 39-40.
98
από τον «μοντέρνο χώρο», αποσυντέθηκαν εντελώς με την οικονομική κρίση του
2001.298
99
φοβία ότι θα διαταραχθεί η κοσμικότητα και το ενιαίο κράτος, προχωρούσε χέρι-χέρι
με το φόβο για τη δημοκρατία. Ας παρακολουθήσουμε από κοντά αυτή τη
διαδικασία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, φάνηκε επίσης ότι η ελίτ που
εκδυτικοποιούσε τη χώρα, στην πραγματικότητα δεν γνώριζε τις δυτικές αξίες και δεν
ήθελε να τις κατανοήσει. Στην ουσία η Δύση, ως αφηρημένη αναφορά, είχε γίνει η
πηγή νομιμοποίησης της ελίτ που «αποξένωνε» τη μεγάλη πλειοψηφία του
πληθυσμού της χώρας, μετατρέποντάς την κατά συνέπεια σε «εσωτερική αποικία».
Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρισκόταν η σημασία της υποψηφιότητας της Τουρκίας
για ένταξη στην ΕΕ. Έφευγε η «αφηρημένη Δύση» που παρεμπόδιζε την ανάπτυξη
της κοινωνίας των πολιτών, κουτσούρευε τη δημοκρατία και αποξένωνε τον ίδιο της
τον λαό και στη θέση της ερχόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, που ήταν ένας
συγκεκριμένος θεσμός με συγκεκριμένες αξίες. Έτσι, εμφανίστηκε στο προσκήνιο
ένα νέο στοιχείο που αφορούσε τον εκδημοκρατισμό: Τη θέση της «δημοκρατίας των
φιλοδυτικών» πήρε μια πραγματική «δυτικού τύπου δημοκρατία». Η «Δύση» της
αυταρχικής ελίτ αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ήταν η ελπίδα
100
του τουρκικού λαού για δημοκρατία. Αυτό ήταν ένα γεγονός ιστορικής σημασίας.
Από εδώ και πέρα, ο εκσυγχρονισμός έπρεπε να συνοδεύεται και από τον
εκδημοκρατισμό.
Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τις οποίες έφερε στην επιφάνεια και
ενδυνάμωσε αυτή η νέα περίοδος, θα έρχονταν αντιμέτωπες με τις δυνάμεις που
ήθελαν να διακόψουν αυτήν την πορεία. Γι’ αυτό το λόγο η Τουρκία, ταυτόχρονα με
την υποψηφιότητά της για ένταξη στην ΕΕ, έμπαινε και σε μια νέα περίοδο εντάσεων
και αγώνα. Αυτός ο αγώνας θα ήταν η πάλη ανάμεσα σε όσους προσδοκούσαν τον
εκδημοκρατισμό της χώρας και στις δυνάμεις που ήθελαν να προστατεύσουν την
υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Για παράδειγμα, οι δυνάμεις που κυβερνούσαν πριν από
το AKP, υπό την πρωθυπουργία του Μπουλέντ Ετζεβίτ, επέδειξαν αυταρχική
εθνικιστική στάση και ενήργησαν απρόθυμα για την πραγματοποίηση των
μεταρρυθμίσεων που απαιτούσε η ΕΕ. Αυτή η στάση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη
μεγάλη ήττα που υπέστησαν αυτά τα κόμματα στις εκλογές του 2002.
Όταν ήρθε στην εξουσία το AKP, η μεγάλη πλειοψηφία του λαού είχε
εναποθέσει τις ελπίδες του στην ΕΕ και αυτό σήμαινε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη για
το AKP. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το AKP άφησε για κάποιο χρονικό διάστημα
κατά μέρος ζητήματα όπως αυτό της μαντίλας, που ήταν από τα πιο ευαίσθητα για
την ισλαμιστική βάση, και άρχισε να κάνει μεταρρυθμίσεις σε κλίμακα που δεν είχαν
ξαναγίνει στην ιστορία της χώρας. Βασική αναφορά του AKP είχε τώρα γίνει η ΕΕ. Η
πρόοδος στον δρόμο προς την ΕΕ σήμαινε άνοδο της χώρας στο επίπεδο του
«Σύγχρονου Πολιτισμού», που ήταν ο βασικός στόχος του Ατατούρκ. Έτσι, το AKP
αφομοίωσε έξυπνα τον εκδυτικισμό του Ατατούρκ, και με αυτό τον τρόπο κατάφερε
να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που πήγαζαν από την αμφισβήτηση του και να
νομιμοποιήσει την παρουσία του.
Και πράγματι, διάφορα τμήματα της κοινωνίας πέρα από τους Κούρδους και
τους ισλαμιστές, για παράδειγμα η μεγάλη οργάνωση επιχειρηματιών TÜSİAD και ο
Τύπος που στην πλειοψηφία του ήταν γνωστός για τον κεμαλισμό του, υποστήριξαν
ενεργά την πορεία για ένταξη στην ΕΕ, στο όνομα του κεμαλισμού. Αυτό
συνοδεύτηκε από μια ακόμη διάσπαση του κεμαλικού μετώπου. Αυτοί που
ερμήνευαν τον κεμαλισμό ως πρόοδο στον δρόμο προς την ΕΕ ήρθαν σε
αντιπαράθεση με τους πολέμιους της ΕΕ, δηλαδή τους απομονωτικούς εθνικιστές,
που αρνούνταν τον μοίρασμα της κυριαρχίας, προσπαθούσαν να διαφυλάξουν «την
κοσμικότητα και το ενιαίο κράτος» και έβλεπαν την ΕΕ ως απειλή. Έτσι η Τουρκία
οδηγήθηκε σε μια νέα πόλωση.
101
τη Διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι.301 Ο Ντενκτάς γνώριζε ότι τον περίμεναν
δύσκολες μέρες. Η υπέρμαχος της ευρωπαϊκής πορείας κοινή γνώμη, που δυνάμωνε
συνεχώς στην Τουρκία, έστρεφε για πρώτη φορά τα μάτια της στην Κύπρο και άρχισε
να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα όσα «συνέβαιναν» εκεί. Οι υποστηρικτές της
ευρωπαϊκής πορείας, οι οποίοι κατανοούσαν ότι όλοι οι στρατιωτικο-πολιτικοί
πολέμιοι της δημοκρατίας είχαν οργανωθεί πλήρως στο νησί - το οποίο μετά το 1974,
σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω αδιαφορίας, αλλά τις περισσότερες φορές στο όνομα
της «εθνικής πολιτικής», είχε αφεθεί στο μονοπώλιο του Ντεντκάς. 302 Ήταν φανερό,
ότι κάποια μέρα, η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ θα δεχόταν πλήγμα
λόγω του Κυπριακού, και έτσι, στο τουρκικό Τύπο, για πρώτη φορά, άρχισαν να
αναφέρονται στην αδιάλλακτη συμπεριφορά του Ντενκτάς. Ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο
Ντενκτάς αποχώρησε από τις συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού μετά τη
Διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι, θεωρήθηκε κτύπημα κατά της πορείας ένταξης της
Τουρκίας στην ΕΕ. Ο Τύπος στην Τουρκία αύξαινε τη δόση κριτικής και στην
εφημερίδα Hürriyet, ο Ερτουγρούλ Οζκιόκ (Ertuğrul Özkök) έλεγε «δεν θα
μπορέσετε να λογοδοτήσετε γι’ αυτό στις μελλοντικές γενιές». Τελικά ο Ντενκτάς
υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο τραπέζι των συνομιλιών και έτσι άρχισε η
διαδικασία που οδήγησε στο Σχέδιο του Κόφι Αννάν (Kofi Annan).
Από την άλλη πλευρά, ο εσωτερικός αναβρασμός που υπήρχε για χρόνια μέσα
στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ήταν προάγγελος μιας νέας και δυναμικής
αφετηρίας. Οι Τουρκοκύπριοι, που μετά το 1974 συγκεντρώθηκαν στο βόρειο τμήμα
της Κύπρου, αποτελούσαν «το πιο δύσμοιρο τμήμα» του status quo. Δεν υπήρχε ο
παραμικρός σεβασμός ούτε για την πολιτική βούληση και τις επιθυμίες, ούτε και για
την ταυτότητα αυτής της κοινότητας, η οποία, υπό τη διοίκηση ενός σοβινιστή ηγέτη,
είχε απηυδήσει να ακούει πρωί και βράδυ λόγους για την «ιερότητα του αίματος και
του εδάφους». Ο Ντενκτάς διοικούσε τη βόρεια Κύπρο σαν μια επαρχία της Τουρκίας
και καλούσε τους Τουρκοκύπριους να κάνουν ακόμη μεγαλύτερες θυσίες για τα
«γεωπολιτικά της συμφέροντα». Η «εθνική πολιτική» η οποία κτίστηκε πάνω σε
φετιχιστικές έννοιες όπως είναι το αίμα, το έδαφος και ο «ζωτικός χώρος» της
Τουρκίας, πραγματικά δεν λάμβανε υπόψη τους Τουρκοκύπριους και το μέλλον τους.
Όταν σε όλα αυτά προστέθηκαν και οι ατελείωτες οικονομικές κρίσεις, οι
Τουρκοκύπριοι άρχισαν να ξεχύνονται στους δρόμους για την ειρήνη. Η ειρήνη στην
Κύπρο και η ένταξη στην ΕΕ κινητοποιούσε συνεχώς όλο και περισσότερους
Τουρκοκύπριους και δημιουργούνταν γέφυρες με αυτούς που στην Τουρκία
υποστήριζαν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Τα Μέσα στην Τουρκία άνοιγαν για
πρώτη φορά τις σελίδες και τις οθόνες των τηλεοράσεων τους στην τουρκοκυπριακή
αντιπολίτευση. Είχε τώρα δημιουργηθεί ένα είδος ταυτότητας συμφερόντων. Το
γεγονός ότι, στο μεταξύ, είχε έρθει στην εξουσία το AKP, το οποίο ο κεμαλικός
εκσυγχρονισμός «δεν κατάφερε να εκσυγχρονίσει», αύξησε για τα καλά τις ελπίδες.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, οι πολέμιοι της ειρήνης στην Κύπρο και της
ευρωπαϊκής πορείας στην Τουρκία, συγκρότησαν ένα είδος «κοινού πεπρωμένου»
ξεσηκώθηκαν και σχημάτισαν μια «ιερή συμμαχία». Για αυτούς, το να εμποδίσουν
την ειρήνη στην Κύπρο ήταν κάτι σαν «να κτυπούσαν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»:
δηλαδή και να φθαρεί το AKP και να σαμποταριστούν οι σχέσεις Τουρκίας - ΕΕ...
Τελικά, μαζί με το Σχέδιο του Κόφι Αννάν που τέθηκε στο τραπέζι, άρχισαν να
βάλλονται το AKP και η μεγάλη πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων. Η πατριδοκαπηλία
301
Για το θεμα αυτό, βλ. Niyazi Kızılyürek, Milliyetçilik Kıskacında Kıbrıs, İstanbul 2002
302
Για το θέμα αυτό, βλ. Niyazi Kızılyürek, Doğmamış bir Devletin Tarihi, İstanbul 2005.
102
με το σύνθημα «Πατρίδα, Έθνος, Σαγγάριος» σήκωσε κεφάλι, προχώρησε και, παρά
το ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, το Σχέδιο Αννάν, το οποίο δεν
ενθουσίαζε κανένα στην ελληνοκυπριακή πλευρά, θα απορριπτόταν από την τουρκική
πλευρά.
103
άλλη πλευρά, το AKP με επικεφαλής τον Ταγίπ Ερντογάν, είχε έρθει αντιμέτωπο με
την πραγματικότητα στην Τουρκία. Μέσω της Κύπρου, το AKP μάθαινε για ακόμη
μία φορά πως το να κερδίσει κάποιος τις εκλογές στην Τουρκία δεν είναι αρκετό για
να γίνει εξουσία.
Το AKP, το οποίο υπέστη μια μεγάλη ήττα, είχε τώρα εναποθέσει όλες του τις
ελπίδες στις μεγάλες ανακατατάξεις που σημειώνονταν στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα. Οι εκλογές τον Δεκέμβριο του 2003 στην τουρκοκυπριακή κοινότητα,
πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το περιβάλλον. Γι’ αυτό το λόγο, οι εκλογές αυτές δεν
ήταν οι γνωστές, συνηθισμένες εκλογές. Διότι, στις εκλογές αυτές αμφισβητούνταν
άμεσα οι δομές που επικρατούσαν στη βόρεια Κύπρο. Θα άλλαζαν ή θα παρέμεναν οι
ίδιες;
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2003, αμφισβητήθηκε η πολιτική δομή που
εξακολουθούσε να υπάρχει από το 1974 και έγινε, κατά κάποιο τρόπο, ένα
δημοψήφισμα που στρεφόταν σε αναζήτηση ενός νέου πολιτικού καθεστώτος. Με
άλλα λόγια, οι εκλογές ήταν ένας έλεγχος για την επιδίωξη ενός κοινού κυπριακού
κράτους. Εξάλλου, ο πολιτικός λόγος των κομμάτων που έλαβαν μέρος στις εκλογές,
το εξέφραζε αυτό ξεκάθαρα. Το Κίνημα Εθνικής Ενότητας (Ulusal Birlik Hareketi -
UBH) υπό την προεδρία του Ντερβίς Έρογλου (Derviş Eroğlu) και το Δημοκρατικό
Κόμμα (Demokrat Parti - DP) υπό την προεδρία του Σερντάρ Ντενκτάς (Serdar
Denktaş), συμμετείχαν στις εκλογές για διατηρήσουν την υπάρχουσα πολιτική δομή
και το δήλωναν αυτό ξεκάθαρα στους εκλογείς. Η αντιπολίτευση δε, η οποία
σχηματίστηκε από τρία διαφορετικά κόμματα, αλλά επέδειξε μια «κοινή αντίληψη»
στην πολιτική, αντιτάχθηκε σε αυτά τα δύο κόμματα, και πρότεινε τη δημιουργία
ενός νέου κυπριακού κράτους στην Κύπρο στο πλαίσιο του Σχεδίου Αννάν και την
ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα – οι
Ενωμένες Δυνάμεις (Cumhuriyetçi Türk Partisi-Birleşik Güçler CTP-BG), το Κίνημα
Ειρήνης και Δημοκρατίας (Bariş ve Demokrasi Hareketi - BDH) και το Κόμμα για τη
Λύση και την ΕΕ (Çözüm ve Avrupa Birliği Partisi - ÇABP), συμμετείχαν σαν μια
φωνή στις εκλογές και, όπως έκαναν και τα κόμματα της Δεξιάς, κάλεσαν το λαό σε
«δημοψήφισμα».
104
ξανά στην ημερήσια διάταξη του AKP η ένταση που πήγαζε από την Κύπρο και είχε
μετατεθεί για κάποιο χρονικό διάστημα.
Το AKP, το οποίο εφάρμοζε την πολιτική που έλεγε «δεν έχω τίποτα άλλο να
σας δώσω πέρα από την ΕΕ» και το οποίο πίστευε ότι με την πολιτική αυτή
προστάτευε τον εαυτό του από τη συμπλοκή με τους κεμαλιστές, με τους οποίους
ήταν ιστορικά σε αντιπαράθεση - για αυτό και εμφανιζόταν ως υποστηρικτής του
«Σύγχρονου Πολιτισμού» και επιζητούσε επιδοκιμασία από τους κεμαλιστές - ήταν
υποχρεωμένο να αντιληφθεί την πορεία για ένταξη στην ΕΕ, όχι τόσο ως μια
αφηρημένη έννοια όπως ο «Σύγχρονος Πολιτισμός», αλλά ως μια ανάγκη για
δημοκρατία στην Τουρκία και ειρήνη στην Κύπρο. Η ισχυρή επιθυμία για ένταξη
στην ΕΕ επέβαλλε να βρεθεί μια λύση στην Κύπρο και η πολιτική κατάσταση που
προέκυψε μετά τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, υποκινούσε το AKP
προς αυτή την κατεύθυνση. Το AKP ήταν πλέον υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει τις
εστίες εξουσίας που βρίσκονταν μέσα στην τουρκική γραφειοκρατία.
Ήταν ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε μια κοινή άποψη για την Κύπρο ανάμεσα στο
AKP και τους άλλους θεσμούς του κράτους, με τον στρατό στην πρώτη θέση.
Επιπλέον, παρόλο που το AKP ήταν κυβέρνηση, δεν είχε τόση εξουσία που να του
επιτρέπει να ασκήσει πιέσεις για επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Στην Κύπρο,
όμως, ο Ντενκτάς ήταν αποφασισμένος να επιμείνει για τη μη λύση, παρά τη στήριξη
που ξεκάθαρα εξέφρασε η τουρκοκυπριακή κοινότητα υπέρ της λύσης. Για αυτό,
ήρθε σε πλήρη συνεργασία με τους εθνικιστές που υποστήριζαν την απομόνωση και
εναντιώνονταν στην ένταξη στην ΕΕ και προσπάθησε να αντιταχθεί στη λύση.
Απέναντι σε αυτό το χάος που εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην τουρκική πλευρά, η
ΕΕ και οι Τουρκοκύπριοι που επέμεναν για λύση του κυπριακού προβλήματος, καθώς
και οι ΗΠΑ και η κυβέρνηση του AKP που δεν ήθελαν να χάσει η Τουρκία την
προοπτική της ένταξης στην ΕΕ, έστρεψαν την προσοχή τους προς μια ημερομηνία:
Τον Μάιο του 2004, τότε που η Κύπρος θα γινόταν πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ.
Η κυβέρνηση του AKP δεν παρέλειψε να πάρει το μάθημα της από την ήττα
που υπέστη στον «πρώτο γύρο» και, χωρίς να κατεβεί για δεύτερη φορά στο πεδίο της
επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, πέρασε μια σοβαρή «περίοδο προετοιμασίας»,
τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό προσπάθησε να πείσει
τους διάφορους θεσμούς του κράτους για το τι θα περίμενε την Τουρκία και για τις
απώλειες που θα είχε, αν δεν βρισκόταν μια λύση μέχρι την 1η Μαΐου 2004. Στην
περίπτωση μη λύσης με υπαιτιότητα της τουρκικής πλευράς, θα φαινόταν ότι η
Τουρκία κατέχει την Κύπρο, που θεωρείται πλέον έδαφος της ΕΕ, από το 2005 θα
υποχρεωνόταν να καταβάλει αποζημιώσεις σε χιλιάδες Ελληνοκύπριους και θα
χανόταν εντελώς η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Επιπλέον, επειδή η
ενταγμένη στην ΕΕ ελληνοκυπριακή πλευρά θα χρησιμοποιούσε στο έπακρο εναντίον
της τουρκικής πλευράς τη διπλωματική υπεροχή που θα αποκτούσε, ήταν βέβαιο ότι
η τουρκική πλευρά θα «επιζητούσε» το Σχέδιο Αννάν και τις προστατευτικές
δικλείδες που υπήρχαν σε αυτό.
Η κυβέρνηση του AKP, από τη μια για να εξασφαλίσει την επίδραση και κατά
συνέπεια την πειστικότητα αυτών των εκτιμήσεων και, από την άλλη, για να
μπορέσει να προστατέψει τον εαυτό της, επιστράτευσε και τους εξωτερικούς
παράγοντες. Κυρίως οι ΗΠΑ και η ΕΕ κατέβαλαν πολλές προσπάθειες για να πειστεί
η Τουρκία. Το γεγονός, ιδιαίτερα, ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ βρίσκονταν σε πλήρη
105
αρμονία στο θέμα της Κύπρου, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα τμήματα εντός των
Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων που επεδείκνυαν σκληρή στάση, προβάλλοντας την
«στρατηγική σημασία» της χώρας. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σε μια
συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Süddeutche Zeitung στις 19
Ιανουαρίου 2003, ο Γκιούντερ Φερχόιχεν (Günter Verheugen) τόνιζε πως το θέμα της
Κύπρου «ήταν το μόνο θέμα εξωτερικής πολιτικής στο οποίο συμφωνούν μέχρι την
τελευταία του λεπτομέρεια» οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Αυτό σήμαινε ξεκάθαρα ότι: «Αν η
Τουρκία θέλει να συνεχίσει να εγείρει αξιώσεις για ένταξη στην ΕΕ, πρέπει να
συμβάλει στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Σε αυτό το θέμα η ΕΕ και οι
ΗΠΑ έχουν ταυτόσημες απόψεις».
106
από τα Δικαστήρια Κρατικής Ασφάλειας, η αύξηση στις αρχές του 2002 του αριθμού
των μη στρατιωτικών στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), η μείωση των
καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας του ΣΕΑ που
σημειώθηκε με την αποδοχή του έβδομου Πακέτου Σύγκλησης καθώς και η αλλαγή
που προνοούσε να συνεδριάζει το ΣΕΑ μια φορά κάθε δύο μήνες, παρουσιάστηκαν
ως σημαντικές ενδείξεις αυτής της αποδυνάμωσης».303
Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄90 σημειώθηκαν αλλαγές και στον τομέα
του «εξωτερικού κινδύνου». Μετά την εκδίωξη του Αμπτουλλάχ Οτσαλάν από τη
Συρία, άρχισαν να εξομαλύνονται οι σχέσεις και με αυτή τη χώρα. Στα Βαλκάνια
εξασφαλίστηκε μια σχετική σταθερότητα, ενώ στον Καύκασο, πέρα από τα επεισόδια
βίας που σημειώνονταν στην Τσετσενία, κυριάρχησε γενικά η σταθερότητα.
303
İlhan Üzgel, “Ordu Dış Politikanın Neresinde?”, στο: Ahmet İnsel - Ali Bayramoğlu (επιμ.), Bir
Zümre, Bir Parti. Türkiye’de Ordu, 2004, σ. 330.
107
Εξάλλου, και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, κάνοντας μια αξιολόγηση προς αυτή την
κατεύθυνση, τον Αύγουστο του 2003 πρότεινε τη μείωση της στρατιωτικής θητείας. 304
Μια άλλη σημαντική αλλαγή σημειώθηκε στις σχέσεις μεταξύ των Τουρκικών
Ενόπλων Δυνάμεων και των ΗΠΑ. Το μοντέλο του «κράτους εθνικής ασφάλειας»
που μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σχηματίστηκε, με τη στήριξη και την
καθοδήγηση των ΗΠΑ, απέναντι στον κίνδυνο της Σοβιετικής Ένωσης και γενικά της
αριστεράς, έδινε έναν σημαντικό ρόλο στο Στρατό μέσα στο κράτος. «Ως αποτέλεσμα
της δημιουργίας ισχυρών στρατών σε χώρες όπως η Τουρκία και η Ν. Κορέα που
γειτόνευαν με το σοσιαλιστικό μπλοκ, και της σύναψης συμμαχικών δεσμών ανάμεσα
στις χώρες αυτές και τις ΗΠΑ, οι στρατιωτικές δομές θα εξασφάλιζαν από τη μια τη
λειτουργία της περικύκλωσης, και από την άλλη, θα μπορούσαν να δράσουν απέναντι
σε πιθανά αριστερά κινήματα στο εσωτερικό».305 Η άλλη λειτουργία του κράτους
εθνικής ασφάλειας ήταν να αποτελεί τον εναλλακτικό μηχανισμό ο οποίος, σε
περίπτωση που κάποια από τις κυβερνήσεις λοξοδρομούσε, θα την επανέφερε στον
σωστό δρόμο.306 Το μοντέλο αυτό, δεν προέβλεπε ένα διαρκές στρατιωτικό καθεστώς,
έκανε όμως το καθεστώς να αντιμετωπίζει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της
«εθνικής ασφάλειας» ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζε τη συμμετοχή των πολιτικών
δυνάμεων στη δομή αυτή.
Η Τουρκία ήταν πρώτη μεταξύ των χωρών που εφάρμοζαν αυτό το μοντέλο.
Στο πλαίσιο των αλλαγών που επήλθαν στο διεθνές σκηνικό μέσα στη δεκαετία του
΄90 οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το μοντέλο εθνικής ασφάλειας και προσπάθησαν να
διατηρήσουν την ηγεμονία τους με άλλες μεθόδους. Άρχισαν να κυριαρχούν έννοιες
όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η φιλελεύθερη οικονομία, ο σεβασμός των
δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ενώ στη θέση της αντίληψης του ψυχρού πολέμου
«σταθερότητα χωρίς δημοκρατία», κυριάρχησε η αντίληψη «σταθερότητα μέσα σε
δημοκρατία». Όλα αυτά, εμφανίστηκαν ως έννοιες σημαντικές για τη συνέχιση της
ηγεμονίας των ΗΠΑ. Όταν οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις θέλησαν να συνεχίσουν
με το παλιό μοντέλο εθνικής ασφάλειας έχασαν την εύνοια των ΗΠΑ. «Σε ένα
περιβάλλον όπου η αριστερά έπαψε να αποτελεί τον εσωτερικό και εξωτερικό
κίνδυνο, όπου στον τομέα της οικονομίας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο προεδρίας του
Μπιλ Κλίντον, άρχισαν να εφαρμόζονται πολιτικές διεύρυνσης της οικονομίας και
του στρατηγικού εμπορίου, οι ΗΠΑ είδαν ως νέους συμμάχους στην Τουρκία την
αστική τάξη που ενισχυόταν και αποκτούσε αυτοπεποίθηση καθώς και το
“μετριοπαθές Ισλάμ”».307 Παράλληλα με αυτές τις δομικές αλλαγές, η εμφάνιση
διαφορετικών συγκυριακών απόψεων, όπως στην περίπτωση του Ιράκ, προκάλεσε
μεγάλη ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ - Στρατού. Οι ΗΠΑ θεώρησαν τον στρατό
αποκλειστικό υπεύθυνο για το ψήφισμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης να μην
επιτρέψει τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων προς το Ιράκ.
304
Üzgel, “Dış Politikanın”, ό.π., σ. 332.
305
Üzgel, “Dış Politikanın”, ό.π., σ. 327.
306
Üzgel, “Dış Politikanın”, ό.π., σ. 327.
307
Üzgel, “Dış Politikanın”, ό.π..,σ. 331.
108
δυσκολίες. Δεν είναι καθόλου εύκολο για το Στρατό, ο οποίος από την ίδρυση της
Τουρκίας και μετά, αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως τον κύριο μέτοχο και φορέα
της αποστολής για εκδυτικισμό / εκσυγχρονισμό, να γυρίσει την πλάτη του στην ΕΕ.
Αυτό θα σήμαινε να έρθει αντιμέτωπος με τον λόγο ύπαρξής του (reason de etre).
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, ως ανάγκη που πήγαζε από την πολιτική απέναντι
στην ΕΕ, ο Στρατός υποχρεώθηκε τόσο να αλλάξει στάση στο θέμα της Κύπρου, όσο
και να αποδεχτεί την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων.
109
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με την κεμαλική ελίτ, η οποία είχε στα χέρια της την κρατική
εξουσία, το Ισλάμ είχε παρεμποδίσει, τόσο τον εκσυγχρονισμό όσο και τη
συγκρότηση του έθνους και γι’ αυτό, βασικός στόχος της πορείας του τουρκικού
εκσυγχρονισμού και της συγκρότησης του έθνους, ήταν να περιορίσει την επιρροή
της ισλαμικής θρησκείας και να τη θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους. Ο κοσμικός
τουρκικός εθνικισμός, ως επίσημη ιδεολογία του κράτους, αρνούμενος το οθωμανικό-
ισλαμικό παρελθόν, ισχυρίστηκε ότι οι Τούρκοι είχαν μεγαλουργήσει πριν από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Ισλάμ. Αυτό, ταυτόχρονα, σήμαινε και την άνοδο
του εθνοτικού εθνικισμού με αναφορές στην Κεντρική Ασία. Ο Κεμαλισμός ήθελε
να καλύψει με κοσμικές αξίες το κενό που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της
απόρριψης των ισλαμικών αξιών και του οθωμανικού παρελθόντος από την
ταυτότητα των Νεότουρκων. Το βάρος για την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής,
η οποία διαταράχθηκε με τις κεμαλικές κοσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και η
προσπάθεια να αποφευχθεί η απώλεια ταυτότητας, έπεφτε στους ώμους του
τουρκικού εθνικισμού. Τόσο η δημιουργία πολιτών που να στηρίζουν την
κοσμικότητα και τον εθνικισμό, όσο και ο «εκσυγχρονισμός» τους για να
110
αφομοιωθούν στο κοσμικό κράτος, ήταν ανάμεσα στους βασικούς στόχους του
Κεμαλισμού.
Οι αξίες αυτές όμως, δεν εύρισκαν απήχηση στο «νοηματικό κόσμο» των
πολιτών. Η προσπάθεια για ομογενοποίηση με άξονα την κοσμικότητα και την
τουρκικότητα καθώς και οι διαδικασίες αφομοίωσης δεν έφεραν αποτέλεσμα, και στο
δημόσιο χώρο μεταφέρθηκαν οι διαφορετικές ταυτότητες που υπάρχουν σήμερα στην
Τουρκία. Παρόλο που το κράτος ήθελε μια «οργανική και ομοιογενή κοινωνία»,
εμφανίστηκαν στο δημόσιο χώρο οι διαφορετικότητες και οι ταυτότητες. Το γεγονός
αυτό άφησε την Τουρκία αντιμέτωπη με μια κρίση νομιμοποίησης και
εκπροσώπησης. Η ετερογενής δομή της κοινωνίας και η κοινωνικο-πολιτική
δυναμική που πήγαζε από τη δομή αυτή, συγκρούστηκε με την πολιτική
ομογενοποίησης του τουρκικού εκσυγχρονισμού. Ως αποτέλεσμα, οι Τουρκικές
Ένοπλες Δυνάμεις, επειδή ανέθεσαν στον εαυτό τους το καθήκον να εφαρμόσουν τον
Κεμαλισμό και να τον επιβλέπουν, συχνά επενέβαιναν άμεσα στην πολιτική ζωή και
είχαν συνεχώς υπό τον έλεγχο τους το πολιτικό σύστημα.
111
ιστορικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, δεν μπορούσαν να συναντηθούν,
βρέθηκαν μέσα στην ίδια «συμμαχία». Σε αυτό το σημείο άρχισε ο Κεμαλισμός να
βιώνει το μεγαλύτερο του δίλημμα. Οι κεμαλικές δυνάμεις δεν μπορούσαν εύκολα να
αντιταχθούν ανοικτά στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εναντίωσή τους στο
σύνθημα του Ατατούρκ «πρόοδος στο δρόμο του Σύγχρονου Πολιτισμού», το οποίο
σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας παρουσίαζαν ως το μοναδικό πεδίο νομιμοποίησης
της δύναμης και της θέσης τους στην πολιτική ζωή, θα μπορούσε να τους προξενήσει
σημαντικά προβλήματα νομιμοποίησης. Όμως, οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλλε η
διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, βρίσκονταν σε αντίθεση με την αντίληψη των
κεμαλιστών για το κράτος και την κοινωνία.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό μέλλον της Τουρκίας, η οποία
προχωρεί μέσα σε ιδιαίτερα ευαίσθητες ισορροπίες, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με
τον συγκερασμό που επιβάλλεται να επέλθει ανάμεσα στον Κεμαλισμό και τον
εκδημοκρατισμό.
112
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Akçam Taner, Türk Ulusal Kimliği ve Ermeni Sorunu, İletişim, İstanbul 1993 [Η
τουρκική εθνική ταυτότητα και το αρμενικό πρόβλημα].
Arai Masami, “Jön Türk Dönemi Türk Milliyetçiliği”, στο: Mehmet Ö. Aklan (επιμ.),
Modern Türkiyeş’de Siyasi Düşünce, τ.1: Tanzimat ve Meşruıyetin
Birikimi, İstanbul 2001 [Ο τουρκικός εθνικισμός την περίοδο των
Νεότουρκων].
Avcıoğlu Doğan, Devrim ve Demokrasi Üzerine, Tekin, İstanbul 1980 [Για την
επανάσταση και τη δημοκρατία].
Avcıoğlu Doğan, Milli Kurtuluş Tarihi III, İstanbul 1983 [Η ιστορία της εθνικής
απελευθέρωσης].
Aydemir Süreyya Şevket, Menderes’in Daramı, Nenzi Kitabevi, İstanbul 1979 [Το
δράμα του Μεντερές].
113
Aydın Suavi, Kimlik Sorunu, Ulusallık ve ‘Türk Kimliği’, Ankara 1998 [Το ζήτημα
της ταυτότητας. Εθνικότητα και ‘τουρκική ταυτότητα’].
Baskın Oran, Atatürk Milliyetçiliği-Resmi İdeoloji Dışı Bir İnceleme, Ankara 1999 [Ο
εθνικισμός του Ατατούρκ. Μια εξέταση έξω από την επίσημη
ιδεολογία].
Başgil Ali Fuad, La Revolution Militaire de 1960 en Turkuie (ses origies), Perret-
Gentil, Genève 1963.
Behar Ersanlı Büşra, İktidar ve Tarih. Türkiye’de ‘Resmi Tarih’ Tezinin Oluşumu
(1929-1937), Afa, İstanbul 1992 [Εξουσία και Ιστορία. Η γέννηση της
θέσης της ‘επίσημης ιστορίας’ στην Τουρκία (1929-1937)].
Berkes Niyazi, Türk Düşününde Batı Sorunu, Ankara 1975 [Το Δυτικό Ζήτημα στην
τουρκική σκέψη].
Bilge Umar, İzmir’de Yunanlıların Son Günleri, İstanbul 1974 [Οι τελευταίες μέρες
των Ελλήνων στη Σμύρνη].
Birand Ali Mehmet, Hikmet Bila, Rıdvan Akar (επιμ.), 12 Eylül Türkiye’nin Miladı,
Doğan Kitapçılık, İstanbul 1999 [12 Σεπτεμβρίου. Η χρυσή καμπή της
Τουρκίας].
Bora Tanıl, Can Kemal, Devlet, Ocak, Dergâh. 12 Eylül’den 1990’lara Ülkücü
Hareket, İletişim, İstanbul 19943 [Κράτος, Εστία, Τάγμα. Το κίνημα
Γκρίζων Λύκων από τις 12 Σεπτεμβρίου μέχρι τη δεκαετία του 1990].
Bora Tanıl, Türk Sağının Üç Hali, Birikim, İstanbul 19992 [Οι τρεις διαστάσεις της
τουρκικής Αριστεράς].
114
Bozdemir Michel, Forme Nouvelles de l´Islam en Tourquie. Les Analles se Autre
Islam No : 6, Institut National des Langues et Civilisations Orientales,
Paris 1999.
Cizre Sakallıoğlu Ümit, AP-Ordu İlişkileri. Bir İkilemin Anatomisi, İletişim, İstanbul
1993 [Οι σχέσεις του Κόμματος της Δικαιοσύνης και του Στρατού. Η
ανατομία ενός διλήμματος].
Copeaux Etienne, “Le Consensus Obligaroire”, Isabelle Rigoni (επιμ.), Turquie. Les
Mielles Visage Politique, Religion, Femme, Immigration, Sylleps, Paris
2000.
Copeaux Etienne, Tarih Ders Kitaplarında (1931-1993), Türk Tarih Tezinden Türk-
İslam Sentezine, Tarih Vakfı Yurt, İstanbul 1998 [Από την τουρκική
ιστορική θεώρηση στην τουρκοϊσλαμική σύνθεση στα σχολικά βιβλία
ιστορίας].
Çakır Ruşen, Ne Şeriat Ne Demokrasi, Metis, İstanbul 1994 [Ούτε Ιερός Νόμος ούτε
Δημοκρατία].
Feroz Ahmad, Turkey. The Quest for Identity, Oneworld Publications, Oxford 2003.
115
François Georgeon, Türk Milliyetçiliğinin Kökenleri - Yusuf Akçura - (1876-1938),
Yurt, Ankara 1986 [Οι ρίζες του τουρκικού εθνικισμού – Γιουσούφ
Ακτσουρά (1876-1938)].
Gellner Ernest, Conditions of Liberty, Civil Society and its Rivals, Penguin Books,
London 1994.
Gökalp Ziya, Türkçülüğün Esasları, İstanbul 1995 [Οι Αρχές του τουρκισμού].
Güvenç Bozkurt, Cumhuriyet ve Kimlik: Konu, Sorun, Kapsam ve Bağlam, 75. Yılda
Tebaa’dan Yurttaş’a Doğru, Tarih Vakfı, İstanbul 1998 . [Δημοκρατία
και ταυτότητα: Το θέμα, το πρόβλημα, η υπόσταση και το πλαίσιο.
Στα εβδομηνταπεντάχρονα από τον υπήκοο στον πολίτη].
Haynes J.H. Carlton, Milliyetçilik. Bir Din, İz, İstanbul 1995 [Εθνικισμός. Μια
θρησκεία].
Hobsbawm J. Eric, Nations and Nationalism Since 1780, Canto, Cambridge 1994.
116
İnsel Ahmet, “Cumhuriyet Döneminde Otoritarizmin Sürekliği”, Birikim Dergisi,
125/126 (1999) [Η συνέχεια της απολυταρχίας κατά την περίοδο της
Δημοκρατίας].
İnsel Ahmet, Türkiye Toplumunun Bunalımı, Birikim, İstanbul 1991 [Η κρίση της
τουρκικής κοινωνίας].
Jung Dietrich – Piccoli Wolfgang, Turkey at the Crossroads Ottoman Legacies and a
Greater Middle East, Zed Books, London 2001.
Kandiyoti Deniz, “End of Empire: Islam, Nationalism and Women in Turkey”, στο:
Deniz Kandiyoti (επιμ.) Women, Islam and the State, Temple
University Press, Philadelphia 1991.
Kaplan İsmail, Türkiye’de Milli Eğitim İdeolojisi, İletişim, İstanbul 1999 [Η ιδεολογία
της εθνικής παιδείας στην Τουρκία].
Keyder Çağalar, “Turkey: Dictatorship and Democracy”, New Left Review, 115
(1979).
Keyder Çağalar, Türkiye’de Devlet ve Sınıflar, İletişim, İstanbul 19933 [Κράτος και
τάξεις στην Τουρκία].
117
ρεπουμπλικανικός φιλελευθερισμός. Το πρόβλημα της δημοκρατίας
στην Τουρκία].
Keyman E. Fuat, Türkiye ve Radikal Demokrasi, Metis, İstanbul 1999 [Η Τουρκία και
η ριζοσπαστική δημοκρατία].
Kutlay Naci, İttıhad ve Terakki ve Kürtler, Ankara 2002 [Ένωση και Πρόοδος και
Κούρδοι].
Küçük Yalçın, Aydın Üzerine Tezler, III, İstanbul 1985 [Θέσεις διανοουμένων].
Kürkçüoğlu Ömer, Fırat Melek, “Sancak (Hatay) Sorunu”, στο: Baskın Oran (επιμ.),
Türk Dış Politikası, τ.1: 1919-1980, İstanbul 2001 [Το ζήτημα της
επαρχίας της Αλεξανδρέττας].
Lewis Bernard, The Emergence of Modern Turkey, Oxford University Press, London-
New York 1969.
Mardin Şerif, “Religion and Secularism in Modern Turkey”, στο: Kazanciliğil Α.,
Özburn Ε. (επιμ.), Atatürk-Founder of a Modern State, C. Hurst,
London 1981.
118
İstanbul 1990 [Ένα κλειδί που θα μπορέσει να εξηγήσει την τουρκική
πολιτική. Οι σχέσεις κέντρου - περιφέρειας].
Mardin Şerif, Din ve İdeoloji, İletişim, İstanbul 19936 [Θρησκεία και ιδεολογία].
Mardin Şerif, Yeni Osmanlı Düşüncesinin Doğuşu, Toplu Eserleri 5, İletişim, İstanbul
1996 [Η γέννηση της νεοθωμανικής σκέψης, Άπαντα 5] .
Parla Taha, Türkiye’nin Siyasal Rejimi 1980-1989, İletişim, İstanbul 19932 [Το
πολιτικό καθεστώς της Τουρκίας, 1980-1989].
Robins Kevin, “Interrupting Identities: Turkey/ Europe”, στο: Hall Stuart, Paul du
Gay (επιμ.), Questions of Cultural Identity, Sage, London, New Delhi
1996.
119
Steinback Udo, “II. Dünya Savaşından Sonra Türkiye’nin Siyasal Kültürü Üzerinde
Atatürk’ün Etkisi”, στο: Jacob M. Landau (επιμ.), Atatürk ve
Türkiye’nin Moderinleşmesi, Sarmal, İstanbul 1999 [Η επίδραση του
Ατατούρκ στην πολιτική κουλτούρα της Τουρκίας μετά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο].
Şaylan Gencay, 12 Eylül ve İslamcı Akımlar, Verso, Ankara 1992 [Η 12η Σεπτεμβρίου
και τα ισλαμιστικά ρεύματα].
Şen Serdar, Silahlı Kuvvetler ve Modernizm, Sarmal, İstanbul 1996 [Οι Ένοπλες
Δυνάμεις και ο εκσυγχρονισμός].
Şerafetin Turan, Türk Devrim Tarihi III, Yeni Türkiye’nin Oluşumu (1923-1938),
Bilgi, Ankara 1995 [Ιστορία της τουρκικής επανάστασης ΙΙΙ, η
γέννηση της νέας Τουρκίας (1923-1938)].
Taner Timur, Türk Devrimi ve Sonrası, İmge Kitapevi, Ankara 19774 [Η τουρκική
επανάσταση και η συνέχεια].
Tapper Richard (επιμ.) Çağdaş Türkiye’de İslam. Din, Siyaset, Edebiyat ve Laik
Devlet, Sarmal, İstanbul 1993 [Το Ισλάμ στη σύγχρονη Τουρκία.
Θρησκεία, πολιτική, λογοτεχνία και κοσμικό κράτος].
Tibi Bassam, Aufbrunch am Bosporus, die Türkei Zwischen Europa und dem
Islamismus, Diana Verlag, München, Zürich 1998.
Toprak Binnaz, “Civil Society in Turkey”, στο: Richard Norton Agustos (επιμ.), Civil
society in the Middle East, τ. 2, Leiden, New York, Köln 1996.
Tunaya Ζ. Tarık, İslamcılık Akımı, Simavi, İstanbul 1991 [Το ισλαμιστικό κίνημα].
120
Üstel Füsün, “Türk Milliyetçiliği ya da Vatandaşlığın Kültürel Boyutu”, στο:
Türkiyenin Kürt Sorunu, Tüses, İstanbul 1996 [Ο τουρκικός εθνικισμός
ή η πολιτισμική διάσταση της ιθαγένειας].
Üstel Füsün, Türk Ocakları (1912-1931), İletişim, İstanbul 1997 [Τουρκικές Εστίες
(1912-1931)].
Üzgel İlhan, “Ordu Dış Politikanın Neresinde?”, στο: Ahmed İnsel, Ali Bayramoğlu
(επιμ.), Bir Zümre, Bir Parti. Türkiye’de Ordu, İstanbul 2004 [Που
βρίσκεται ο Στρατός στην εξωτερική πολιτική;].
Watson- Seton Hugh, Nations and States. An Enquiry into the Origins of Nations and
the Politics of Nationalism, Cambridge University Press, Cambridge
1977.
Yerasimos Stefanos, Milliyetler ve Sınırlar, Balkanlar Kafkasya ve Orta Doğu,
İstanbul 1994 [Έθνη και σύνορα. Τα Βαλκάνια, ο Καύκασος και η
Μέση Ανατολή].
Yıldız Abdullah, (επιμ.), 28 Şubat Belgeleri, Pınar, İstanbul 2000 [Έγγραφα της 28ης
Φεβρουαρίου].
Zürcher Jan Erik, Modernleşen Türkiye’nin Tarihi, İletişim, İstanbul 1995 [Ιστορία
της σύγχρονης Τουρκίας].
Τύπος:
Hürriyet, 6 Ιανουαρίυ 2001.
Radikal, 4 Σεπτεμβρίου 1999.
Cumhuriyet, 7 Απριλίου 1999.
121
122