You are on page 1of 15

Οι Αμορίτες, ή Αμορραίοι, ή Αμοραείμ, ήταν αρχαίος σημιτικός νομαδικός λαός,

προερχόμενος από την έρημο της Συρίας[1], ο οποίος απλώθηκε στη συνέχεια στη
Μεσοποταμία, τη Συρία – Παλαιστίνη και που φέρεται να εγκαταστάθηκε τελικά εκεί
προς το τέλος της 3ης με αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η γλώσσα του ανήκε στη
δυτική σημιτική ομάδα[1].

Μετά από την πτώση της τελευταίας σουμεριακής δυναστείας, περίπου το 2000
Π.Κ.Ε./π.Χ., η Μεσοποταμία μεταβλήθηκε σε πεδίο συγκρούσεων και χάους επί έναν
αιώνα σχεδόν. Περίπου το 1900 π.Χ., μια ομάδα Αμοριτών προσπάθησε και
κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της Μεσοποταμίας,
καταλαμβάνοντας αρκετές πόλεις, όπως την Ισίν, τη Λάρσα και την Κις, και ο
Αμορίτης Χαμμουραμπί ίδρυσε τη Βαβυλώνα εξουσιάζοντας όλη την περιοχή. Όπως
και οι Ακκάδιοι προηγουμένως, οι Αμορίτες άσκησαν συγκεντρωτική εξουσία μέσω
του υπάρχοντος συστήματος πόλεων-κρατών και χρησιμοποίησαν ως πρωτεύουσα
και κέντρο της αυτοκρατορίας την πόλη της Βαβυλώνας (πρώην Ακκάδ). Γι΄ αυτόν
τον λόγο οι Αμορίτες αποκλήθηκαν αρχαίοι Βαβυλώνιοι και η περίοδος υπεροχής
τους, που διήρκεσε από το 1900-1600 π.Χ., αρχαία βαβυλωνιακή ή
παλαιοβαβυλωνιακή περίοδος.

Αμορρίτες βασιλείς επικράτησαν επίσης στη Νότια Συρία και την Παλαιστίνη, κατά
τον 14ο αι. π.Χ., έχοντας στην αρχή σχέση υποτέλειας προς την Αίγυπτο και
αργότερα προς τη Χεττιτική αυτοκρατορία, κατά την εποχή των εισβολών της
τελευταίας στη Συρία. Γνωστότερος βασιλιάς τους ήταν ο Αζιρού.[2]

Πίνακας περιεχομένων
 1 Επιγραφικά στοιχεία
 2 Ιστορία
 3 Οι βιβλικοί Αμορίτες
 4 Πολιτισμικές αφομοιώσεις
 5 Παραπομπές
 6 Πηγές
 7 Βιβλιογραφία

Επιγραφικά στοιχεία
Στις πρώιμες βαβυλωνιακές επιγραφές όλες οι δυτικές επικράτειες, στις οποίες
περιλαμβάνονται η Συρία και η Χαναάν, ήταν γνωστές ως «η γη των Αμοριτών», που
κατέκτησαν δύο φορές την Βαβυλώνα, (στο τέλος της τρίτης έως την αρχή της
πρώτης χιλιετίας.)

Το αρχαίο όνομα είναι ένας εθνικός όρος, προφανώς συνδεμένο με τους όρους
Amurru και Amar που χρησιμοποιήθηκαν από την Ασσυρία και την Αίγυπτο
αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά στο σουμεριακό ΜΑΡ.ΤΟΥ, το όνομα είναι τόσο παλαιό
όσο και η πρώτη βαβυλωνιακή δυναστεία, αλλά από τον 15ο αιώνα π.Χ. και μετά, το
συλλαβικό αντίστοιχό του Αμουρρού εφαρμόζεται κυρίως για την επικράτεια που
εκτείνεται βόρεια της Χαναάν και κατόπιν για την Καντές στον Ορόντη.
Στο παρελθόν οι Ασσυριολόγοι είχαν διατυπώσει την άποψη ότι οι Αμορίτες ήταν
νομαδικός λαός που κυβερνάτο από άγριους πολέμαρχους και αναγκάστηκαν να
επεκταθούν σε νέα εδάφη για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Τμήμα της λογοτεχνίας
που χρονολογείται στην 3η Δυναστεία της Ουρ μιλά για τους Αμορίτες υποτιμητικά.
Σε ορισμένες επιγραφές φαίνεται να υπονοείται ότι οι Ακκάδες έβλεπαν τον νομαδικό
τρόπο ζωής τους με αποστροφή και περιφρόνηση. Για παράδειγμα:

Ο ΜΑΡ.ΤΟΥ που δε γνωρίζει το σιτάρι.... Ο ΜΑΡ.ΤΟΥ που δε γνωρίζει σπίτι, μήτε


πόλη, ο αγροίκος των βουνών.... Ο ΜΑΡ.ΤΟΥ που σκάβει για να βρει τις τρούφες... που
δε λυγίζει τα γόνατά του (για να καλλιεργήσει τη γη), που τρώει το κρέας ωμό, που δεν
αποκτά κατοικία σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, που δε θάβεται μετά το θάνατό του…

Ετοίμασαν στάρι και gú-nunuz (δημητριακά), αλλά ο Αμορίτης θα τα φάει, δίχως καν
να αναγνωρίσει τι περιέχουν!

Ωστόσο, πολλά νέα αρχαιολογικά στοιχεία έχουν έρθει στο φως, και οι Ασσυριολόγοι
πλέον συμφωνούν ότι οι Αμορίτες δε συμμετείχαν ποτέ σε μια κοινή εισβολή κατά
της 3ης Δυναστείας της Ουρ. Πολλοί Αμορίτες ζούσαν ειρηνικά μέσα στο βασίλειο σε
μικρά περίκλειστα εδάφη. Επίσης, η αρχαιολογική μαρτυρία υποδεικνύει ότι αρκετοί
υπηρέτησαν στις στρατιές της Ουρ ή εργάστηκαν καθ’ομάδας τόσο στις ακκαδικές
δυναστείες, όσο και σε εκείνες της Ουρ.

Ιστορία
Καθώς η 3η δυναστεία της Ουρ σταδιακά κατέρρεε και αποσυντίθετο το
συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, όλες οι περιοχές που βρίσκονται στην επικράτεια
της Ουρ ΙΙΙ άρχισαν να διεκδικούν την πρότερη ανεξαρτησία τους. Αλλού, οι στρατιές
του Ελάμ επιτίθονταν και αποδυνάμωναν την αυτοκρατορία, καθιστώντας την ακόμα
πιο τρωτή. Οι Αμορίτες εκμεταλλεύθηκαν επιθετικά την παρακμή της αυτοκρατορίας
για να αποκτήσουν δύναμη. Δεν υπήρξε ουσιαστικά εισβολή των Αμοριτών υπό αυτή
τη μορφή, αλλά οι Αμορίτες απέκτησαν σημαντική δύναμη σε πολλές περιοχές, ειδικά
κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του τελευταίου βασιλέα της Ουρ ΙΙΙ Ιμπί-Σιν (Ibbi-
Sin). Οι ντόπιοι πληθυσμοί της Σουμερίας πάντως, τους αντιμετώπιζαν με
περιφρόνηση εξαιτίας της νομαδικής ζωής τους, εξαιτίας της οποίας τούς
φαινόντουσαν σαν άγριοι βάρβαροι.

Ο Ιμπί-Σιν (2029 - 2004 π.Χ.), γιος του Σου-Σιν, ήταν ο τελευταίος βασιλέας της
Ουρ. Στα χρόνια της βασιλείας του οι επιθέσεις των Ελαμιτών και η αυξανόμενη
δύναμη των Αμοριτών αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις σουμεριακές πόλεις.
Έχτισε νέα τείχη γύρω από την Ουρ και τη Νιπούρ, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να
αποφύγει τη φθορά. Τα τελευταία χρόνια της 3ης χιλιετίας π.Χ., ο Ιμπί-Σιν δεν
μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει τους Ελαμίτες και αναγκάστηκε να οχυρωθεί στην
Ουρ. Η Εσνούνα αποσπάστηκε περίπου το 2028 και το Ελάμ το επόμενο έτος. Η
Ενσίς και οι περισσότερες πόλεις του τον εγκατέλειψαν και αυτοπροστατεύονταν
ενάντια στους Αμορίτες που ερήμωναν τη Σουμερία. Ο Ιμπί-Σιν διόρισε έναν
αξωματούχο, τον Ισμπί-Ερά, υπεύθυνο για τη Νιππούρ και την Ισίν. Ο Ισμπί-Ερά
επεκτάθηκε αργότερα κατά μήκος των ποταμών από το Χαμαζί στον Περσικό Κόλπο.
Πήρε την Ενσίς του εγκλωβισμένου Ιμπί-Σιν και εγκαταστάθηκε ο ίδιος, ενώ ακόμα ο
Ιμπί-Σιν βρισκόταν στο θρόνο. Ακολούθησε πείνα και οικονομική κατάρρευση. Το
τέλος δεν αποφεύχθηκε. Η Ουρ δέχθηκε τη χαριστική βολή από μια εισβολή
Ελαμιτών από τα Σούσα. Καταστράφηκε και ο βασιλέας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος
στο Ελάμ, όπου και πέθανε. Έκτοτε ηγέτες με αμοριτικά ονόματα ανέλαβαν την
εξουσία σε διάφορες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου και
της νότιας Μεσοποταμίας.

Με την πτώση της 3ης δυναστείας της Ουρ, κάποιοι φύλαρχοι Αμορίτες
εκμεταλλεύτηκαν το κενό εξουσίας και απέκτησαν ισχύ και εξουσία. Η άνοδος των
Αμοριτών έφερε μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής των κατοίκων,
κυρίως της νότιας Μεσοποταμίας. Η διαίρεση σε βασίλεια αντικατέστησε τον θεσμό
των πόλεων-κρατών στη νότια Μεσοποταμία. Οι άνθρωποι, η γη και τα κοπάδια
μέχρι τότε ανήκαν στο ναό κάθε πόλης και στο βασιλιά. Οι καινούριοι κυρίαρχοι
ελευθέρωσαν εκτάσεις γης δίνοντας τη για βοσκή σε κατοίκους, τους απάλλαξαν από
τις αγγαρείες και από φόρους με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οι τάξεις των μεγάλων
γαιοκτημόνων, των ελεύθερων αγροτών και των εμπόρων. Οι ιερείς συνέχισαν να
ασκούν τα καθήκοντα τους αλλά περιορίστηκαν πλέον μόνο σε αυτά.

Η αμορίτικη περίοδος της Μεσοποταμίας διήρκεσε από το 2000 έως το 1500 π.Χ. και
έληξε με την επέμβαση των Χετταίων στη Βαβυλώνα το 1595 π.Χ., για το νότιο
μέρος, και με την άνοδο Ασσύριων βασιλέων στο βορρά, που ξαναπήραν σταδιακά
την ηγεμονία στη περιοχή.

Οι Αμορίτες φαίνεται πως λάτρευαν τον σεληνιακό θεό Σιν και τον Αμουρρού.
Γνωστοί Αμορίτες έγραψαν σε μια ακκαδική διάλεκτο, που βρέθηκε σε επιγραφές οι
οποίες χρονολογούνται από το 1800–1750 π.Χ. Πιθανώς η αρχική γλώσσα τους ήταν
μια βορειοδυτική σημιτική διάλεκτος. Οι κύριες πηγές της εξαιρετικά περιορισμένης
γνώσης μας για τη γλώσσα είναι κύρια ονόματα, μη ακκαδικά στο ύφος, τα οποία
διατηρούνται σε τέτοια κείμενα. Πολλά από αυτά τα ονόματα είναι παρόμοια με
μεταγενέστερα βιβλικά εβραϊκά. Πράγμα που σημαίνει ότι εκλάπησαν από τους
συγγραφείς της Βίβλου.

Η ευρύτερη χρήση του όρου Amurru από τους Βαβυλωνίους και τους Ασσυρίους
περιπλέκεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε επίσης για μια περιοχή στη
Βαβυλωνία, στην οποία η Γη Χαναάν δεν επεκτεινόταν παραδοσιακά. Επιπλέον, εάν
οι άνθρωποι της πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας (περ. 2100 π.Χ.)
αυτοαποκαλούνταν «Αμορίτες», όπως υποδεικνύει ο Ranke, τότε προφανώς
αναγνωριζόταν από τους Βαβυλωνίους κοινή προέλευση στη συγκεκριμένη περίοδο.

Οι βιβλικοί Αμορίτες
Ο όρος Αμορίτες χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες ως προσδιορισμός
ορισμένων ορεσιβίων, (περιγράφονται στην Γεν. 14:7 ως απόγονοι της Χαναάν) που
κατοίκησαν σε εκείνη τη γη. Στη Βίβλο-γράφτηκε χιλιάδες χρόνια μετά την
συντέλεση των γεγονότων-περιγράφονται ως ισχυρός λαός μεγάλου αναστήματος
«σαν το ύψος των κέδρων», που κατέλαβε την επικράτεια ανατολικά και δυτικά του
ποταμού Ιορδάνη. Ο βασιλιάς τους, Ογκ (Ωγ), περιγράφεται ως τελευταίος των
γιγάντων (Δευτ. 3:11).
Η βιβλική χρήση φαίνεται να υποδεικνύει ότι ο πιο συγκεκριμένος όρος «Αμορίτης»
και ο λιγότερο ακριβής και γενικός «Χαναναίος» χρησιμοποιούνταν μάλλον ως
συνώνυμοι. Ο πρώτος ήταν χαρακτηριστικός των συγγραφέων της Ιουδαίας, ενώ ο
δεύτερος των Εφραιμιτών και Δευτερονομικών συγγραφέων, όπως επίσης των
Ασσυροβαβυλωνίων. Η διάκριση διατηρείται μερικές φορές, όμως, όταν οι Αμορίτες
αναφέρονται ως λαοί του παρελθόντος, ενώ οι Χαναανίτες αναφέρονται ως σύγχρονοι
της περιόδου κατά την οποία γίνεται η αφήγηση. Ο όρος Χαναάν από την άλλη
περιορίζεται ακόμη περισσότερο στην νότια περιοχή, από την Γεβάλ έως τη νότια
Παλαιστίνη. Φαίνεται ότι οι όροι σε μια πρώιμη εποχή ήταν ανταλλάξιμοι, με το
Χαναάν να εννοεί μια γεωγραφική οντότητα και το Αμορίτης τη μείζονα εθνική
ταυτότητα των Χαναανιτών που κατοικούσαν τη γη.

Οι βιβλικοί Αμορίτες φαίνεται πως κατείχαν αρχικά τη γη που εκτείνεται από την
δυτική περιοχή της Νεκράς Θάλασσας (Γεν. 14:7) έως τη Χεβρώνα (Δευτ. 3:8; 4:46-
48), αγκαλιάζοντας «και πάσα γαλαάδ και πάσα βασάν» (Δευτ. 3:10), με την κοιλάδα
του Ιορδάνη ανατολικά του ποταμού (4:49), τη γη των δύο βασιλέων των Αμοριτών
Σηών και Ωγ (Δευτ. 31:4, Ιησ. 2:10; 9:10). Ιστορικά, αυτοί οι Αμορίτες φαίνονται να
συνδέονται με την περιοχή της Ιερουσαλήμ, και οι Γιεζουβίτες ήταν πιθανώς
παρακλάδι τους. Οι νότιες πλαγιές των βουνών της Ιουδαίας αποκαλούνται «όρος των
Αμοριτών» (Δευτ. 1:7, 19, 20). Μια πιθανή ετυμολογία για το «όρος Μοριάχ» είναι
«όρος των Αμοριτών», με απώλεια της αρχικής συλλαβής.

Πολιτισμικές αφομοιώσεις
Πέραν λοιπόν της βιβλικής αφήγησης που παρουσιάζει μια πολύ περιορισμένη και
στρεβλή εικόνα σε σχέση με τις εθνικές επιδιώξεις των Ισραηλιτών εκείνης της
περιόδου, όταν αναφερόμαστε στους Αμορίτες, μιλάμε για έναν λαό που κατόρθωσε
να κάνει αισθητή την παρουσία του στον μεσοποταμιακό πολιτισμό όχι επιβάλλοντας,
αλλά υιοθετώντας και μεταφράζοντας πολιτισμικά πρότυπα του παρελθόντος. Η
διαδικασία της αστικοποίησης για τους νομαδικούς λαούς, ακόμη και όταν
επιβάλλονται σε παλαιότερους -ήδη αστικοποιημένους- είναι σχεδόν στερεότυπη. Το
ίδιο συνέβη στην κοιλάδα του Ινδού, το ίδιο συνέβη στην Ελλάδα με την
αποκαλούμενη κάθοδο των Δωριέων, το ίδιο συνέβη και στους Μογγόλους όταν
κατέκτησαν την αχανή κινεζική αυτοκρατορία.

Ο νομάδας χρειάζεται σταθερούς τύπους προκειμένου να προσανατολιστεί σε έναν


διαφορετικό τρόπο ζωής. Οι δικοί του σταθεροί τύποι δεν αρμόζουν στην ζωή της
πόλης. Με την ίδια ευκολία που προσαρμόζεται στους επιβιωτικούς νόμους της
άγριας στέππας, είναι δυνατόν να προσαρμοστεί και να αντλήσει νέο υλικό από
εκείνους που προηγήθηκαν στη διαδικασία της αστικοποίησης. Ο πολιτισμός ούτως ή
άλλως είναι ένα συνεχές, σε καμία περίπτωση η πρώιμη αστικοποίηση εκείνης της
περιόδου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κλειστό σύστημα και συνεπώς δεν πρέπει να
εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλοί νομαδικοί λαοί της αρχαιότητας επέλεξαν την
υιοθέτηση υπαρχόντων σταθερών τύπων. Αυτό που χρειάζεται να διερευνήσει κανείς
ως άλλη σταθερή παράμετρο στη διαδικασία της αστικοποίησης και της υιοθέτησης
προγενέστερων πολιτισμικών στοιχείων είνα ότι οι Αμορίτες επέβαλαν το δικό τους
σύστημα συγγένειας, όπως συνέβη με τους Έλληνες, τους Μογγόλους και τόσους
άλλους λαούς στη διαδικασία της διέλευσης από τον ένα τρόπο ζωής στον άλλον. Οι
τεχνικοί όροι, οι αστικοί τρόποι κ.λπ. είναι κληρονομιά του παρελθόντος, εκείνου που
έχει ήδη αστικοποιηθεί. Οι νέες σχέσεις συγγένειας είναι συνήθως κληρονομιά
εκείνου που οδεύει προς την αστικοποίηση μέσα από το δικό του περίπλοκο ή απλό
δίκτυο επιβιωτικών νόμων της συγγένειας.

Παραπομπές
1.

 The Cambridge Ancient History, vol. II part 1, σελ. 25.


1.  The Cambridge Ancient History, vol. II part 2, σελ.10-13.

Πηγές
 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τομ.7ος, σελ.461.
 David and Patt Alexander, Το εκπληκτικό Εγχειρίδιο της Βίβλου, Εκδόσεις
Πέργαμος, Αθήνα 1993, σελ.660.
 The Cambridge Ancient History, vol. II part 1, The Middle East and the
Aegean Region, 1800-1380BC, Cambridge University Press, 1973, ISBN 0-
521-08230-7.
 The Cambridge Ancient History, vol. II part 2, The Middle East and the
Aegean Region, 1380-1000BC, Cambridge University Press, 1973, ISBN 0-
521-08691-4.

Βιβλιογραφία
 E. Chiera, Sumerian Epics and Myths, Chicago, 1934, Nos.58 and 112.
 E. Chiera, Sumerian Texts of Varied Contents, Chicago, 1934, No.3.
 H. Frankfort, AAO, 54-8.
 G. Roux, Ancient Iraq, London, 1980.

Οι Χετταίοι ή Χιττίτες ήταν αρχαίος λαός ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο


στην Ανατολία (Ανατολία είναι η περιοχή της σημερινής Τουρκίας) και την υπόλοιπη
Εγγύς Ανατολή. Μιλούσαν μια γλώσσα, καλούμενη χεττιτική γλώσσα, η οποία
κατατάσσεται στις ινδοευρωπαϊκές. Ο πολιτισμός τους ανήκει στους μεγαλύτερους
αρχαίους πολιτισμούς. Το απόγειό του έφτασε τη 2η χιλιετία π.Χ., ειδικά στο δεύτερο
μισό αυτής της περιόδου. Η παρουσία των προ-Χετταίων (αλλιώς Χάττι) στη
Μικρασιατική Χερσόνησο ξεκινά από την 5η χιλιετία π.Χ. Οι προ-Χετταίοι δεν ήταν
ούτε ινδοευρωπαϊκός ούτε σημιτικός λαός, αλλά μιλούσαν μια γλώσσα η οποία
ονομάστηκε χαττική. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι Χετταίοι εγκαταστάθηκαν
στην Ανατολία. Η αρχική τους κοιτίδα μας είναι άγνωστη, το βέβαιο είναι ότι δεν
ήταν Σημίτες και ότι αναμείχθηκαν με τους παλιότερους κατοίκους, απ' τους οποίους
δανείστηκαν πολλά έθιμα, λατρείες θεών, μύθους, τεχνοτροπίες, κ.τ.λ.,
δημιουργώντας τον γνωστό σε μας λαό των Χετταίων. Οι νεότεροι έποικοι των
Χετταίων αποτελούσαν την άρχουσα τάξη γύρω από το περιβάλλον του βασιλιά. Για
να γράψουν τη γλώσσα τους χρησιμοποίησαν αρχικά τη σφηνοειδή γραφή (που
χρησιμοποιούνταν στην Εγγύς Ανατολή για την ακκαδική, τη γλώσσα με τη
μεγαλύτερη διάδοση και επιρροή εκείνη την εποχή), δημιούργησαν όμως και δική
τους γραφή, η οποία χρησιμοποιήθηκε και από τους υποτελείς λαούς της Μικράς
Ασίας για την καταγραφή των δικών τους γλωσσών. Με τη σταδιακή πάροδο του
χρόνου η χαττική γλώσσα των προ-Χετταίων χρησιμοποιούνταν μόνο στις
θρησκευτικές τελετές, ενώ η χεττιτική γλώσσα υπερίσχυσε ως η καθομιλουμένη
στους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας.

Οι Χετταίοι ίδρυσαν αυτοκρατορία και πολιτισμό στην κεντρική Μικρά Ασία,


σημερινή Τουρκία, Αρμενία, Συρία, Ιράν, Κουρδιστάν, περί το 1500 π.Χ. Στους
επόμενους δύο αιώνες φαίνεται πως κυβερνούσαν και μέρος της σημερινής Συρίας. Η
Αυτοκρατορία των Χετταίων είναι πιθανό ότι καταστράφηκε από βόρειους
επιδρομείς, τους Κάσκα, ή τους «Λαούς της θάλασσας», περί το 1200 π.Χ. Μετά την
καταστροφή της αυτοκρατορίας τους στη Μικρά Ασία ένα μέρος του λαού
μετανάστευσε στη βόρεια Συρία, όπου και κυριάρχησαν σε πολλές πόλεις, μεταξύ
των οποίων ήταν το Καρχεμίς στην Κιλικία. Οι λαοί αυτοί, καλούμενοι πλέον
«Νεοχετταίοι» ή «Συροχετταίοι» είναι εκείνοι που αναφέρονται στην περίοδο των
«Βασιλέων» του «Ισραήλ», σε θρησκευτικά ισραηλιτικά κείμενα.

Πίνακας περιεχομένων
 1 Ιστορία
o 1.1 Χρονολόγηση
o 1.2 Προϊστορία
o 1.3 Το βασίλειο των Χετταίων
o 1.4 Παλαιό βασίλειο των Χετταίων
o 1.5 Μεγάλο βασίλειο των Χετταίων
o 1.6 Τα Νεοχεττιτικά βασίλεια
 2 Η θρησκεία των Χετταίων
 3 Οι Χετταίοι στην Παλαιά Διαθήκη
 4 Η ανακάλυψη των Χετταίων
 5 Ταινίες
 6 Παραπομπές
 7 Βιβλιογραφία
 8 Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ιστορία

Ερείπια του μεγάλου ναού στην Χαττούσα

Χρονολόγηση

Οι εποχές κυριαρχίας των Χετταίων βασιλέων δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν με


τα λίγα στοιχεία που έχουμε σήμερα. Λίγα κείμενα που υπάρχουν, ιδίως επιστολές
βασιλέων δίνουν μια πολύ αποσπασματική εικόνα.
Προϊστορία

Ορειχάλκινο αγαλματίδιο χεττιτικής θεότητας. Μουσείο Άγκυρας

Την 3η χιλιετία π.Χ. η φυλή των πρωτο-Χετταίων εγκαταστάθηκε στην κεντρική


Μικρά Ασία. Η φυλή αυτή ήταν μάλλον αυτόχθονη. Το δεύτερο ήμισυ της 3ης
χιλιετίας π.Χ. οι πρωτο-Χετταίοι ίσως αναμείχθηκαν με τους Χετταίους που μάλλον
ήρθαν από τον Καύκασο και έφεραν μαζί τους τη δική τους γλώσσα. Τόσο η κάθοδος
όσο και η ανάμειξη πρέπει να έγιναν αφενός μεν ειρηνικά και χωρίς επιδρομές και
πράξεις βίας, αφετέρου δε σταδιακά έτσι ώστε η ακριβής χρονολογία δεν είναι
δυνατόν να εξακριβωθεί, αφού η κάθοδος αυτή δεν άφησε σημάδια. Οι Λούβιοι στα
νότια και δυτικά, και οι Παλαϊοί στα βόρεια και τα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας
διατήρησαν την ιδιαιτερότητα και τη γλώσσα τους. Οι Χετταίοι, αφού ανέλαβαν την
κυριαρχία, άκμασαν τη 2η χιλιετία π.Χ., χτίζοντας το μεγάλο βασίλειο των Χετταίων.
Η χώρα ονομάστηκε Χάττι όπως έλεγαν και τους πρωτο-Χετταίους. Την γλώσσα τους
όμως την ονόμαζαν Νεσίλι κατά την πόλη Kaneš ή Νέσα. Ο Πιτχάνας ήταν ο πρώτος
βασιλιάς των Χετταίων με παλάτι στην Χαττούσα και καταγόταν από την πόλη
Κουσάρ, της οποίας η τοποθεσία παραμένει ακόμα άγνωστη. Ο δεύτερος βασιλιάς
είχε το όνομα Ανίτας και καταγόταν επίσης από την άγνωστη πόλη Κουσάρ.

Οι Χετταίοι έφεραν μαζί τους ή ανέπτυξαν επί τόπου και κάτι σημαντικό: την τέχνη
επεξεργασίας του σιδήρου. Ήταν οι πρώτοι και οι μοναδικοί στην εποχή τους που
γνώριζαν να επεξεργάζονται τον σίδηρο. Αυτό τους έδινε ισχυρή υπεροχή, αφού οι
άλλες σύγχρονές τους φυλές πολιτισμικά βρίσκονταν ακόμα στην εποχή του χαλκού.
Οι Χετταίοι μπόρεσαν και κράτησαν την τέχνη της επεξεργασίας του σιδήρου για
εύλογους λόγους μυστική και γι' αυτό είχαν το μονοπώλιο της τέχνης και των
προϊόντων του σιδήρου.

Το βασίλειο των Χετταίων

Το βασίλειο των Χετταίων χωρίζεται σε δύο μεγάλες ιστορικές περιόδους :

 Το Παλαιό Βασίλειο (περ.1600-1430 π.Χ.)


 Το Νεότερο Βασίλειο ή Μέγα Βασίλειο (περ.1430-1178 π.Χ.)
Η Μέση Ανατολή και η αυτοκρατορία των Χετταίων τον 14ο αιώνα π.Χ., πριν την
κατάκτηση του Μιτάννι.

Την εποχή του Παλαιού Βασιλείου οι Χετταίοι ήταν ένα τυπικό βασίλειο της εποχής
του γύρω από την πρωτεύουσα Χαττούσα. Από την εποχή του βασιλιά Τουδαλίγια Α΄
έως την καταστροφή του το βασίλειο των Χετταίων εισέρχεται στην περίοδο του
Νέου ή Μεγάλου Βασιλείου, οπότε από τυπικό βασίλειο μετατρέπεται σε
κοσμοκρατορία. Το Μέγα Βασίλειο των Χετταίων είχε μεγάλη έκταση και
περιλάμβανε μεγάλες εκτάσεις της Μικράς Ασίας, κατά καιρούς δε και τη μισή
σημερινή Συρία. Πρωτεύουσα ήταν η Χαττούσα στον βορρά, κάπου 150 χλμ.
ανατολικά της σημερινής Άγκυρας. Σήμερα η Χαττούσα είναι γνωστή από τα
αρχαιολογικά ευρήματα των 30.000 πινακίδων σφηνοειδούς γραφής που
ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Χετταίοι βασιλιάδες είχαν μεγάλη
φήμη, αφού οι Φαραώ της Αιγύπτου και οι αυτοκράτορες της Βαβυλώνας τους
αναγνώριζαν ως ισάξιούς τους και διατηρούσαν διπλωματικές αλλά και εμπορικές
σχέσεις μαζί τους. Το Μέγα Βασίλειο των Χετταίων περιλάμβανε και μια σειρά
μικρότερων, υποταγμένων και συνορευόντων φιλικών κρατών, π.χ. την
Ταρχουντάσσα και το Καρχεμίς. Την περίοδο της μεγάλης δόξας του (13ος αιώνας
π.Χ.) το βασίλειο των Χετταίων είχε υπό την κατοχή του σχεδόν ολόκληρη τη Μικρά
Ασία. Οι σχέσεις των Χετταίων με την Τροία, τις Μυκήνες και με τα άλλα κράτη
(Αρζάβα, Μίλητο) δεν έχουν ακόμα εξερευνηθεί. Η Τροία εμφανίζεται, εικάζουν
μερικοί ερευνητές, στις χεττιτικές επιγραφές με το όνομα Βιλούσα. Οι Αχαιοί, οι
οποίοι κατοικούσαν δυτικά του Αιγαίου και είχαν πολλές σχέσεις με τα παράλια της
Μικράς Ασίας, εμφανίζονται με το όνομα Αχιγιάβα. Υπάρχουν ευρήματα μυκηναϊκών
αμφορέων στη σημερινή ανατολική Καππαδοκία, που τότε ήταν χετιτική επαρχιακή
πρωτεύουσα. Επίσης έχουν βρεθεί στην Χαττούσα επιστολές μεταξύ του βασιλιά των
Χετταίων και του βασιλιά των Αχιγιάβα στις οποίες οι δύο ηγεμόνες αποκαλούνται
μεταξύ τους αδελφοί, δηλαδή ισότιμοι. Το τέλος του βασιλείου των Χετταίων
σημαδεύει και τον τερματισμό του μονοπωλίου της επεξεργασίας του σιδήρου, το
οποίο οι Χετταίοι κατείχαν από τον 17ο π.Χ. αιώνα. Από τον 12ο π.Χ. αιώνα και μετά
η τέχνη αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή και στη Μεσόγειο. Μετά την
καταστροφή του βασιλείου των Χετταίων από τις επιδρομές των «Λαών της
θάλασσας» ή φυσικές καταστροφές, οι απόγονοί τους μεταναστεύουν στις περιοχές
της Συρίας και της Καππαδοκίας ιδρύοντας τα νεοχεττιτικά βασίλεια, τα οποία θα
υποταχθούν από τον 8ο αιώνα π.Χ. στους Ασσύριους, και στη συνέχεια σε
Βαβυλώνιους, Πέρσες και Σελευκίδες.

Παλαιό βασίλειο των Χετταίων


 Λαβαρνάς Α': Ιδρυτής του Παλαιού Βασιλείου των Χετταίων ήταν ο
Λαβαρνάς Α΄ (γύρω στο 1600 π.Χ.), ο οποίος ίδρυσε το βασίλειο ύστερα από
τις εκτεταμένες κατακτήσεις του στην περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας.
 Χατουσίλις Α': Γιος και διάδοχος του Λαβαρνά Α΄, ο Χατουσίλις Α΄ έκανε τις
πρώτες κατακτήσεις στην Συρία καταστρέφοντας την Αλαλακί στο σημερινό
Χαλέπι, υποτελές τότε κρατίδιο στο βασίλειο των Γιαμχάντ, και μετέφερε την
πρωτεύουσα των Χετταίων στην Χαττούσα.
 Μουρσίλις Α': Εγγονός και διάδοχος του Χατουσίλις Α΄, ο Μουρσίλις Α΄,
κορυφαίος βασιλιάς του παλαιού βασιλείου των Χετταίων, πραγματοποίησε
μεγαλύτερες εκστρατείες. Κατέστρεψε το βασίλειο των Γιαμχάντ στην Συρία,
στη συνέχεια προχώρησε στη Βαβυλώνα όπου την πολιόρκησε και την
κατέλαβε (περ.1595 π.Χ.), ανατρέποντας τη σημίτικη δυναστεία των
Αμορριτών του Χαμουραμπί, και τοποθετώντας στο θρόνο τους Κασσίτες.
Μετά τον Μουρσίλις Α΄ έως την άνοδο του Νέου Βασιλείου οι Χετταίοι
έπεσαν σε παρακμή.
 Χάντιλι: Την περίοδο της βασιλείας του επαναστάτησε η υποτελής πόλη
Κάρχεμις και στην Αυτοκρατορία των Χετταίων έλαβαν χώρα οι πρώτες
επιδρομές των Κάσκα, οι οποίοι ήταν ένας βάρβαρος λαός που είχαν
εγκατασταθεί στα βόρεια (Εύξεινος Πόντος).
 Ζιντάντα: Ο Ζιντάντα ήταν γαμπρός του Χάντιλι, που εξόντωσε τους
νόμιμους διαδόχους του δεύτερου για να ανέλθει στην εξουσία. Βρήκε όμως
φριχτό θάνατο, καθότι δολοφονήθηκε από το γιο του.
 Αμμούνα: Γιος του Ζιντάντα. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι κατά την
περίοδο της βασιλείας του συνέβη η ίδρυση της Κιζουβάτνα με πρώτο βασιλιά
τον Παριγιαβατάρι.
 Χουζίγια: Ήταν νόθος γιος του Αμμούνα και βασίλευσε για λίγα χρόνια.
 Τελίπινου: Ο Τελίπινου ήταν παντρεμένος με την πρωτότοκη κόρη του
Αμμούνα. Επειδή θεωρούσε ότι απειλούνταν, ανέτρεψε το βασιλιά Χουζίγια
και τον εξόρισε μαζί με τα αδέρφια του. Κατά τη βασιλεία του υπογράφτηκε
συνθήκη με το βασιλιά της Κιζουβάτνα, Ισπουτάχσου. Ο Τελίπινου στους
ιστορικούς είναι πιότερο γνωστός για το Διάταγμα του Τελίπινου, το οποίο
είναι ένα κείμενο-κανόνας που γράφτηκε για να σταματήσει τις δολοφονίες
και τις δολοπλοκίες για τη διαδοχή του Μεγάλου Βασιλέα των Χετταίων και
το οποίο παρέμεινε ως ο ισχύων νόμος για τη διαδοχή μέχρι το τέλος της
Αυτοκρατορίας.
 Αλλουβάμνα
 Χάντιλι Β': Γιος και διάδοχος του Αλλουβάμνα.
 Ταχουρβάιλι
 Ζιντάντα Β'
 Χουζίγια Β'
 Μουταβάλις

Μεγάλο βασίλειο των Χετταίων

Χάρτης της Αυτοκρατορίας των Χετταίων, την περίοδο της μάχης του Καντές

Η συνθήκη του Καντές μεταξύ Χετταίων και Αιγυπτίων


 Τουνταλίγιας Α΄: Ιδρυτής του μεγάλου βασιλείου των Χετταίων ήταν ο
Τουδαλίγιας Α΄, τον οποίο έχουν επιχειρήσει να ταυτίσουν με τον Τάνταλο της
ελληνικής μυθολογίας. Ο πρώτος αυτός κατακτητής Χετταίος βασιλιάς, μετά
τη νίκη του εναντίον των λουβικών κρατών της Μικράς Ασίας (γύρω στο
1410 π.Χ.), ήταν ο δημιουργός της αυτοκρατορίας των Χετταίων.
 Χατουσίλις Β': Γιος του Τουνταλίγια Α', που βασίλευσε για μικρό χρονικό
διάστημα.
 Τουνταλίγιας Β': Γιος του Χατουσίλι Β'. Πραγματοποίησε εκστρατείες προς
την Αρζάβα και πολέμησε τους Αχιγιάβα (Αχαιούς). Υπέγραψε συνθήκη με το
βασιλιά της Κιζουβάτνα, Σουνασσούρα Β', ενώ κατά τη διακυβέρνηση με το
γιο του Αρνουβάντα, μαζί υπέταξαν οριστικά την Κιζουβάτνα.
 Αρνουβάντας: Γιος του Τουνταλίγια Β'. Κατά τη βασιλεία του οι Κάσκα
κατέλαβαν με επιθέσεις πολλές χεττιτικές πόλεις γύρω από τον Πόντο.
 Τουνταλίγιας Γ': Γιος του Αρνουβάντας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του
οι Κάσκα πυρπόλησαν τη Χαττούσα, πρωτεύουσα των Χετταίων.
 Σουπιλουλιούμας Α΄: Εγγονός του Αρνουβάντα Α΄, ο Σουπιλουλιούμας Α΄
αναδείχθηκε στον κορυφαίο βασιλιά των Χετταίων και της εποχής του,
κατακτώντας σχεδόν ολόκληρη την Ασία και διαλύοντας τους πρώην
κυρίαρχους Μιτάννι. Ήταν ο άνθρωπος που ανέδειξε τους Χετταίους σε
υπερδύναμη, βρήκε όμως τραγικό θάνατο, καθώς πέθανε από επιδημία
πανώλης που έπληξε την Αυτοκρατορία.
 Αρνουβάντας Β'
 Μουρσίλις Β΄: Γιος και διάδοχος του Σουπιλουλιούμα Α΄, ο Μουρσίλις Β΄
ολοκλήρωσε τις επιτυχίες του πατέρα του με την κατάκτηση της Αρζάβα στα
παράλια της Μικράς Ασίας (γύρω στο 1315 π.Χ.), της μόνης περιοχής που δεν
είχε προλάβει να κατακτήσει ο πατέρας του. Ο Μουρσίλις ανάγκασε τον
βασιλιά της Αρζάβα, Ούχα Ζίτι να τραπεί σε φυγή ύστερα από ένα περίεργο
καιρικό φαινόμενο.
 Μουταβάλις Β΄: Μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Μουρσίλις Β΄, επί της
εποχής του οποίου κορυφώθηκε η έχθρα μεταξύ Αιγυπτίων και Χετταίων, που
είχε ξεκινήσει από την εποχή των κατακτήσεων του Σουπιλουλιούμα Α΄. Τον
πέμπτο χρόνο της βασιλείας του μεγάλου Αιγύπτιου φαραώ Ραμσή Β΄ (1274
π.Χ.), και ενώ βασιλιάς των Χετταίων ήταν τότε ο Μουβατάλις Β΄, δόθηκε η
μάχη του Καντές, αποτέλεσμα της επιχείρησης του Ραμσή να ανακαταλάβει
τις πρώην αιγυπτιακές κτήσεις στη Συροπαλαιστίνη. Είναι η δεύτερη γνωστή
μάχη στην ιστορία της ανθρωπότητας (η πρώτη είναι η Μάχη της Μεγιδδώ)
και έληξε με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και
Χετταίων. Η μάχη έληξε χωρίς νικητή, ενώ οι Χετταίοι διατήρησαν τις
κτήσεις τους. Η συνθήκη μεταξύ του Ραμσή Β΄ και του Χατουσίλις Γ΄,
αρχιστράτηγου των Χετταίων και μικρότερου αδελφού του Μουβατάλις Β΄,
είναι η πρώτη γνωστή συνθήκη ειρήνης στην ιστορία της ανθρωπότητας,
αντίγραφο της οποίας βρίσκεται σήμερα ως σύμβολο στο κτήριο του ΟΗΕ
στην Νέα Υόρκη. Νέος κίνδυνος στη συνέχεια για τους Χετταίους από τη
ληστρική φυλή των Κάσκα ανάγκασε τον Μουβατάλις Β΄ να μεταφέρει την
πρωτεύουσα στα νότια, αφήνοντας κυβερνήτη στην Χαττούσα τον αδελφό του
Χατουσίλις, αρχιστράτηγο του Καντές. Ο ικανότατος Χατουσίλις συνέτριψε
τους Κάσκα, εξουδετερώνοντας τον κίνδυνο.
 Μουρσίλις Γ΄: Γιος και διάδοχος του Μουβατάλις Β΄, ο Μουρσίλις Γ΄ με την
άνοδο του στον θρόνο επανέφερε αμέσως την πρωτεύουσα στη Χαττούσα.
Ανατράπηκε από το θείο του Χατουσίλις Γ΄, μικρότερο αδελφό του πατέρα
του.
 Χατουσίλις Γ΄: Μικρότερος γιος του Μουρσίλις Β΄ και μικρότερος αδελφός
του Μουβατάλις Β΄, ο αρχιστράτηγος των Χετταίων στη μάχη του Καντές
ανέβηκε στο θρόνο των Χετταίων, αφού πρώτα ανέτρεψε τον ανιψιό του
Μουρσίλις Γ΄. Έκλεισε συνθήκη ειρήνης με τον παλιό του αντίπαλο φαραώ
Ραμσή Β΄ λόγω του κινδύνου των Ασσυρίων με τον βασιλιά τους Σαλμανασέρ
Α΄ (1259 π.Χ.). Ο Χατουσίλις Γ΄ πέθανε σε μεγάλη ηλικία, εμπεδώνοντας την
ειρήνη και μεγάλη ευημερία για τους Χετταίους.
 Τουνταλίγιας Δ΄: Μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Χατουσίλις Γ΄. Με τον
Τουδαλίγια Δ΄ ξεκίνησε η μεγάλη παρακμή για τους Χετταίους, με ξηρασία
και φυσικές καταστροφές πρώτα, και με αποκορύφωμα τη συντριβή τους από
τους Ασσυρίους του Τικουλτί Νινουρτά Α΄ στη μάχη της Νιρίγιας (περ.1230
π.Χ.). Με δική του εντολή χτίστηκε το ιερό και σκαλίστηκαν οι βράχοι της
Γιαζιλίκαγια.
 Αρνουβάντα Γ': Γιος του Τουνταλίγια Δ', που βασίλευσε για μικρό χρονικό
διάστημα.
 Σουπιλουλιούμας Β΄: Το τέλος του Μεγάλου Βασιλείου των Χετταίων ήρθε
στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα. Η επικρατούσα εκδοχή είναι ότι
καταστράφηκε από τους Λαούς της Θάλασσας, ενώ άλλοι ερευνητές μιλούν
για φυσικές καταστροφές. Τελευταίος βασιλιάς των Χετταίων ήταν ο
Σουπιλουλιούμας Β΄, γιος και διάδοχος του Τουδαλίγια Δ΄. Οι μεγαλύτερες
πόλεις καταστράφηκαν από εμπρησμούς ή εγκαταλείφθηκαν. Αιτία πιθανώς
να είναι οι καταστρεπτικές επιδρομές των Λαών της Θάλασσας. Μετά από
αυτό ολόκληρες περιοχές έπεσαν σε μαρασμό και τελικά πέρασαν στην
κυριαρχία των Ασσυρίων.

Τα Νεοχεττιτικά βασίλεια

Χάρτης των νεοχεττιτικών βασιλείων

Μετά την κατάλυση του βασιλείου των Χετταίων από τις επιδρομές των Λαών της
Θάλασσας οι απόγονοι των Χετταίων εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της
Συρίας, στην Καππαδοκία και την Κιλικία, δημιουργώντας τα νεοχεττιτικά βασίλεια.
Οι νεότεροι απόγονοι των Χετταίων αναφέρονται από τη Βίβλο, ενώ είναι ιστορικά
γνωστοί ως Νεοχετταίοι ή Συροχετταίοι. Τα νεοχεττιτικά βασίλεια καταλύθηκαν
από τους Ασσυρίους σταδιακά (9ο-8ο αιώνα π.Χ.). Οι ασσυριακές κατακτήσεις
ξεκίνησαν στις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. με τον βασιλιά Ασουρνασιρπάλ Β΄, ο
οποίος κατέλαβε το βασίλειο του Παττίν στα παράλια της βόρειας Συρίας στη θέση
που αργότερα ο Σέλευκος έχτισε την πρωτεύουσα του βασιλείου του Αντιόχεια. Ο
γιος και διάδοχος του Σαλμανασέρ Γ΄ αντιμετώπισε ένα συνασπισμό εναντίον του
από Αιγυπτίους, Ισραηλίτες και Αμμωνίτες, υπό την ηγεσία του Νεοχιττίτη βασιλιά
της Δαμασκού Ανταντεζέρ, τους συνέτριψε στη μάχη του Καρκάρ (853 π.Χ.), και
μετά τον θρίαμβό του κατέλαβε τα περισσότερα από τα νεοχεττιτικά βασίλεια όπως
το Ταμπάλ (Καππαδοκία), το Κουί (Κιλικία), και τα δύο μεγαλύτερα του Αμάθ και
του Χαταρίκα Πουχούτι στη Συρία. Ο Ασσύριος βασιλιάς Τιγκλάθ Πιλεσέρ Γ΄
κατέλαβε το βασίλειο του Αρπάντ στο Χαλέπι (740 π.Χ.) ύστερα από τρία χρόνια
πολιορκίας. Τελευταίο παρέμεινε το μεγαλύτερο βασίλειο, του Καρχεμίς, που
καταλήφθηκε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαργών Β΄ το 717 π.Χ. Μετά την κατάληψη
όλων των νεοχεττιτικών βασιλείων από τους Ασσυρίους, οι απόγονοί τους
ενσωματώθηκαν στους γηγενείς πληθυσμούς.

Η θρησκεία των Χετταίων

Χάλκινο θρησκευτικό σύμβολο από ένα τάφο Χετταίων στην Alacahöyük, που
χρονολογείται στην τρίτη χιλιετία π.Χ., από το Μουσείο Πολιτισμών της Ανατολίας
στην Άγκυρα.

Οι Χετταίοι ήταν γνωστοί σαν ο λαός με τους χίλιους θεούς. Ήταν πολύ ανεκτικοί
απέναντι στις ξένες θρησκείες των κατακτημένων λαών, ενσωμάτωναν τους ξένους
θεούς σαν δικούς τους, με αποτέλεσμα σταδιακά να αποκτήσουν εκατοντάδες
θεότητες που δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους. Κάθε πόλη και κάθε περιοχή είχε
ξεχωριστές θεότητες, λατρείες, ναούς που πολλές φορές δεν είχαν καμιά σχέση με τις
κεντρικές θεότητες στη Χαττούσα. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχηγός της θρησκείας, του
στρατού, της δικαιοσύνης, όπως και νομοθέτης. Οι νόμοι των Χετταίων ήταν επίσης
πολύ προοδευτικοί για την εποχή τους: απαγορεύονταν τα βασανιστήρια, ενώ η ποινή
του θανάτου εφαρμοζόταν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Οι δύο κορυφαίες θεότητες
των Χετταίων ήταν η Αρίνα, θεότητα του ηλίου, και ο σύζυγος της Τεσούμπ, θεός των
καιρικών φαινομένων. Ο Τεσούμπ απεικονίζεται πάντα κρατώντας έναν τριπλό
κεραυνό και ένα όπλο, συνήθως τσεκούρι. Υπήρχε, όπως και στο ελληνικό πάνθεο, η
παράδοση μέχρι τον Τεσούμπ, που καθιερώθηκε τελικά, κάθε γιος να εκθρονίζει τον
πατέρα θεό. Ο Τεσούμπ και η Αρίνα είχαν πολλά παιδιά, με σημαντικότερα τον
Σαρούνα, που απεικονίζεται καβάλα σε μια τίγρη με ένα τσεκούρι, και την Ιράνα, θεά
των αγρίων ζώων.

Οι Χετταίοι στην Παλαιά Διαθήκη

Χεττιτικό άρμα, από αιγυπτιακό ανάγλυφο

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει συχνά τόσο την φυλή των Χετταίων όσο και
συγκεκριμένα πρόσωπα π.χ. Εφρών. Αναφορές βρίσκουμε συγκεκριμένα σε τέσσερα
από τα πέντε βιβλία της Πεντάτευχου, καθώς επίσης στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή
και στο Βιβλίο των κριτών. H Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται εκτεταμένα με πολλές
αναφορές στους Χετταίους με καταγωγή από τον Χαναάν γιό του Χαμ και εγγονό του
Νώε, τους τοποθετεί στην Χαναάν μαζί με τους υπόλοιπους λαούς κάτι που σημαίνει
ότι αναφέρεται βασικά στους Νεοχετταίους, απογόνους των Χετταίων που
εγκαταστάθηκαν στην Συρία και την Παλαιστίνη τον 11ο αιώνα π.Χ., μετά τη
διάλυση του βασιλείου στην Χαττούσα. Οι Χετταίοι ζούσαν κατά την Βίβλο μαζί και
με κάποιους από τους βοσκούς Ισραηλίτες. Πρώτη αναφορά έχουμε στον Χετταίο
Εφρών που παραχώρησε στον Αβραάμ ένα κτήμα για να θάψει την σύζυγο του Σάρα
(Γεν.23 : 1-20). Στη συνέχεια έχουμε την Χετταία Ιουδήθ, μια από τις συζύγους του
Ησαύ, ανεπιθύμητη στα πεθερικά της Ισαάκ και Ρεβέκκα (Γεν.26 : 34). Η πιο γνωστή
αναφορά της βίβλου για τους Χετταίους είναι αυτή για τον Χετταίο Ουρία, πιστό
στρατιώτη του βασιλιά των Ισραηλιτών Δαβίδ, που ερωτεύεται παράφορα την σύζυγό
του Βηθσαβεέ, στέλνει τον Ουρία σκόπιμα σε επικίνδυνη μάχη για να σκοτωθεί ώστε
να μπορέσει να παντρευτεί την σύζυγο του, όπως και έγινε (Β΄ Βασιλειών, ψαλμός
11, 1-26). Ο Θεός θα τιμωρήσει σκληρά τον Δαβίδ για τη συμπεριφορά του στον
Ουρία. Με την Βηθσαβεέ θα κάνει γιο τον μέλλοντα διάδοχό του βασιλιά Σολομώντα
(Β΄ Σαμουήλ Κεφ.11). Φυσικά όλα αυτά είναι από θρησκευτικά κείμενα και όχι
αρχαιολογικά αποδεδειγμένα.

Η ανακάλυψη των Χετταίων


Μέχρι τον 19ο αιώνα οι Χετταίοι ήταν άγνωστοι. Μόνο από μερικές αναφορές στην
Παλαιά Διαθήκη τους γνωρίζαμε. Ακόμα και οι αρχαίοι Έλληνες τους είχαν ήδη
ξεχάσει, αφού δεν τους ανέφεραν ούτε στα αρχαία κείμενα. Τα ερείπια του
πολιτισμού τους νομιζόταν ότι ήταν αιγυπτιακής προέλευσης. Ο Ηρόδοτος, ο μόνος
που αναφέρει κάτι, υποθέτει ότι το ανάγλυφο της Karabel απεικονίζει τον Αιγύπτιο
φαραώ Σέσοστρι. Σήμερα ξέρουμε ότι η απεικόνιση αυτή παριστάνει τον
Ταρκασνάβα, βασιλιά του κράτους Μίρα στο βασίλειο των Χετταίων.

Η πύλη των λεόντων στην Χαττούσα

Η αρχαιότερη αρχαιολογική αναφορά περί των Χετταίων βρίσκεται στην ασσυριακή


εμπορική αποικία Κανές, όπου αναφέρεται η εμπορική σχέση των Ασσυρίων με την
«Χαττούσα», πρωτεύουσα των Χετταίων. Μερικά όμως από τα ονόματα που
αναφέρονταν ίσως δεν ήταν ούτε ανατολικής ούτε ασσυριακής προέλευσης.

Το 1884 ο Γουίλιαμ Ράιτ ανακάλυψε μια επιγραφή στο Μπογάζκαλε (Boğazkale) της
σημερινής Τουρκίας, που είχε ιερογλυφικά όμοια με εκείνα που σώθηκαν στις πόλεις
Χαλέπι και Χαμάθ στη βόρεια Συρία. Το 1887 βρέθηκαν αρχεία στο Τελ-ελ-Αμάρνα
που περιείχαν τη διπλωματική αλληλογραφία του Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και του γιου
του, του Ακενατόν. Δύο από τις επιστολές προέρχονταν από το «Βασίλειο Χέτα» που
βρισκόταν στην Χαττούσα και ήταν γραμμένα με την Ακκαδική σφηνοειδή γραφή,
αλλά σε γλώσσα άγνωστη. Οι αρχαιολόγοι διάβαζαν τα γράμματα αλλά δεν
καταλάβαιναν τις λέξεις. Ο Archibald Sayce, αρχαιολόγος και ασσυριολόγος της
Οξφόρδης πρότεινε τότε να ταυτίσουν τον αρχαίο πολιτισμό στη Χαττούσα με την
φυλή των Χετταίων που ανέφερε η Παλαιά Διαθήκη. Η πρότασή του αυτή έγινε
αποδεκτή στις αρχές του 20ού αιώνα.

Ανασκαφές που άρχισαν το 1905 έφεραν στο φως ένα βασιλικό αρχείο με περίπου
10.000 πινακίδες με σφηνοειδή γραφή της ίδιας άγνωστης γλώσσας. Η άγνωστη
γλώσσα τελικά αποκρυπτογραφήθηκε από τον Τσέχο γλωσσολόγο Bedřich Hrozný
(1879–1952), ο οποίος παρουσίασε την εργασία του το 1915.

Ταινίες
 Versunkene Metropolen: Brennpunkt Hattusa. Dokumentation, 45 Min.,
Produktion: ZDF, Erstsendung: 1. Juli 2007, Dossier mit Videos

Παραπομπές

Βιβλιογραφία
 Akurgal, Ekrem. Die Kunst der Hethiter. Μόναχο: Hirmer, 1976. ISBN 3-7774-
2770-5.
 Bittel, Kurt. Die Hethiter. Μόναχο: Beck, 1976. ISBN 3-406-03024-6.
 Brandau, Birgit και Hartmut Schickert. Hethiter. Die unbekannte Weltmacht.
Μόναχο: Piper, 2001. ISBN 3-492-04338-0.
 Breasted, J. H. The Battle of Kadesh, University of Chicago Press, Chicago
1903.
 Bryce, Trevor. The Kingdom of the Hittites. Οξφόρδη: Oxford University
Press, 1998. ISBN 0-19-814095-9.
 Bryce, Trevor. Life and Society in the Hettite World. Οξφόρδη: Oxford
University Press, 2002.
 Gurney, O. R. Οι Χετταίοι, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2001. ISBN 960-210-440-6.
 Haas, Volkert. Geschichte der hethitischen Religion. (HdO I/XV). Λέιντεν:
Brill, 1994. ISBN 90-04-09799-6.
 Haas, Volkert. Die hethitische Literatur. Texte, Stilistik, Motive. Βερολίνο: De
Gruyter, 2006. ISBN 3-11-018877-5.
 Hrozny, Bedrich. Die Sprache der Hethiter, ihr Bau und ihre Zugehörigkeit
zum indogermanischen Sprachstamm. Ein Entzifferungsversuch von Friedrich
Hrozny. Δρέσδη, 2002. ISBN 3-86005-319-1 (Ανατύπωση της πρωτότυπης έκδ.
Λειψία: Hinrichs, 1917).
 Klengel, Horst. Geschichte des hethitischen Reiches. (HdO I/XXXIV). Λέιντεν:
Brill, 1999. ISBN 90-04-10201-9.
 Klock-Fontanille, Isabelle Οι Χετταίοι, Ινστιτούτο του Βιβλίου Α.
Καρδαμίτσα, Αθήνα 2005. ISBN 960-354-172-9.
 Lehmann, Johannes. Die Hethiter. Volk der tausend Götter. Herrsching:
Pawlak 1986. ISBN 3-88199-269-3.
 Neve, Peter. Hattusa. Stadt der Götter und Tempel. Mainz: Philipp von Zabern
1993. ISBN 3-8053-1478-7.
 Riemschneider, Kaspar K. "Hethitische Fragmente historischen Inhalts aus
der Zeit HattuSHilis III". Journal of Cuneiform Studies 16/ 4 (1962): 110-121.
 Die Hethiter und ihr Reich. Stuttgart: Theiss 2002. ISBN 3-8062-1676-2.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα


Χετταίοι
 Informationen zum Hethiterreich mit 3 großen historischen Karten
 Berichte zu den aktuellen Ausgrabungen und Forschungen des DAI in
Hattuscha
 Zur Fachgeschichte und Kurzbiographien bekannter Hethitologen
 Sonnenfinsternisse 1400-1301 v. Chr.
 Sonnenfinsternisse: Verlauf und Uhrzeiten für 1400-1301 v. Chr. für Hatti (Ort
Ankara)
 KUSAKLI-Sarissa: Ausgrabungen einer hethitischen Stadtruine
 Verzeichnis und Beschreibungen der hethitischen Monumente (engl.)
 Palaeolexicon - Hattic - Άρθρο για το γλωσσικό και εθνικό υπόστρωμα των
Χετταίων

You might also like