Professional Documents
Culture Documents
Οι Αμορίτες
Οι Αμορίτες
προερχόμενος από την έρημο της Συρίας[1], ο οποίος απλώθηκε στη συνέχεια στη
Μεσοποταμία, τη Συρία – Παλαιστίνη και που φέρεται να εγκαταστάθηκε τελικά εκεί
προς το τέλος της 3ης με αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η γλώσσα του ανήκε στη
δυτική σημιτική ομάδα[1].
Μετά από την πτώση της τελευταίας σουμεριακής δυναστείας, περίπου το 2000
Π.Κ.Ε./π.Χ., η Μεσοποταμία μεταβλήθηκε σε πεδίο συγκρούσεων και χάους επί έναν
αιώνα σχεδόν. Περίπου το 1900 π.Χ., μια ομάδα Αμοριτών προσπάθησε και
κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της Μεσοποταμίας,
καταλαμβάνοντας αρκετές πόλεις, όπως την Ισίν, τη Λάρσα και την Κις, και ο
Αμορίτης Χαμμουραμπί ίδρυσε τη Βαβυλώνα εξουσιάζοντας όλη την περιοχή. Όπως
και οι Ακκάδιοι προηγουμένως, οι Αμορίτες άσκησαν συγκεντρωτική εξουσία μέσω
του υπάρχοντος συστήματος πόλεων-κρατών και χρησιμοποίησαν ως πρωτεύουσα
και κέντρο της αυτοκρατορίας την πόλη της Βαβυλώνας (πρώην Ακκάδ). Γι΄ αυτόν
τον λόγο οι Αμορίτες αποκλήθηκαν αρχαίοι Βαβυλώνιοι και η περίοδος υπεροχής
τους, που διήρκεσε από το 1900-1600 π.Χ., αρχαία βαβυλωνιακή ή
παλαιοβαβυλωνιακή περίοδος.
Αμορρίτες βασιλείς επικράτησαν επίσης στη Νότια Συρία και την Παλαιστίνη, κατά
τον 14ο αι. π.Χ., έχοντας στην αρχή σχέση υποτέλειας προς την Αίγυπτο και
αργότερα προς τη Χεττιτική αυτοκρατορία, κατά την εποχή των εισβολών της
τελευταίας στη Συρία. Γνωστότερος βασιλιάς τους ήταν ο Αζιρού.[2]
Πίνακας περιεχομένων
1 Επιγραφικά στοιχεία
2 Ιστορία
3 Οι βιβλικοί Αμορίτες
4 Πολιτισμικές αφομοιώσεις
5 Παραπομπές
6 Πηγές
7 Βιβλιογραφία
Επιγραφικά στοιχεία
Στις πρώιμες βαβυλωνιακές επιγραφές όλες οι δυτικές επικράτειες, στις οποίες
περιλαμβάνονται η Συρία και η Χαναάν, ήταν γνωστές ως «η γη των Αμοριτών», που
κατέκτησαν δύο φορές την Βαβυλώνα, (στο τέλος της τρίτης έως την αρχή της
πρώτης χιλιετίας.)
Το αρχαίο όνομα είναι ένας εθνικός όρος, προφανώς συνδεμένο με τους όρους
Amurru και Amar που χρησιμοποιήθηκαν από την Ασσυρία και την Αίγυπτο
αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά στο σουμεριακό ΜΑΡ.ΤΟΥ, το όνομα είναι τόσο παλαιό
όσο και η πρώτη βαβυλωνιακή δυναστεία, αλλά από τον 15ο αιώνα π.Χ. και μετά, το
συλλαβικό αντίστοιχό του Αμουρρού εφαρμόζεται κυρίως για την επικράτεια που
εκτείνεται βόρεια της Χαναάν και κατόπιν για την Καντές στον Ορόντη.
Στο παρελθόν οι Ασσυριολόγοι είχαν διατυπώσει την άποψη ότι οι Αμορίτες ήταν
νομαδικός λαός που κυβερνάτο από άγριους πολέμαρχους και αναγκάστηκαν να
επεκταθούν σε νέα εδάφη για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Τμήμα της λογοτεχνίας
που χρονολογείται στην 3η Δυναστεία της Ουρ μιλά για τους Αμορίτες υποτιμητικά.
Σε ορισμένες επιγραφές φαίνεται να υπονοείται ότι οι Ακκάδες έβλεπαν τον νομαδικό
τρόπο ζωής τους με αποστροφή και περιφρόνηση. Για παράδειγμα:
Ετοίμασαν στάρι και gú-nunuz (δημητριακά), αλλά ο Αμορίτης θα τα φάει, δίχως καν
να αναγνωρίσει τι περιέχουν!
Ωστόσο, πολλά νέα αρχαιολογικά στοιχεία έχουν έρθει στο φως, και οι Ασσυριολόγοι
πλέον συμφωνούν ότι οι Αμορίτες δε συμμετείχαν ποτέ σε μια κοινή εισβολή κατά
της 3ης Δυναστείας της Ουρ. Πολλοί Αμορίτες ζούσαν ειρηνικά μέσα στο βασίλειο σε
μικρά περίκλειστα εδάφη. Επίσης, η αρχαιολογική μαρτυρία υποδεικνύει ότι αρκετοί
υπηρέτησαν στις στρατιές της Ουρ ή εργάστηκαν καθ’ομάδας τόσο στις ακκαδικές
δυναστείες, όσο και σε εκείνες της Ουρ.
Ιστορία
Καθώς η 3η δυναστεία της Ουρ σταδιακά κατέρρεε και αποσυντίθετο το
συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, όλες οι περιοχές που βρίσκονται στην επικράτεια
της Ουρ ΙΙΙ άρχισαν να διεκδικούν την πρότερη ανεξαρτησία τους. Αλλού, οι στρατιές
του Ελάμ επιτίθονταν και αποδυνάμωναν την αυτοκρατορία, καθιστώντας την ακόμα
πιο τρωτή. Οι Αμορίτες εκμεταλλεύθηκαν επιθετικά την παρακμή της αυτοκρατορίας
για να αποκτήσουν δύναμη. Δεν υπήρξε ουσιαστικά εισβολή των Αμοριτών υπό αυτή
τη μορφή, αλλά οι Αμορίτες απέκτησαν σημαντική δύναμη σε πολλές περιοχές, ειδικά
κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του τελευταίου βασιλέα της Ουρ ΙΙΙ Ιμπί-Σιν (Ibbi-
Sin). Οι ντόπιοι πληθυσμοί της Σουμερίας πάντως, τους αντιμετώπιζαν με
περιφρόνηση εξαιτίας της νομαδικής ζωής τους, εξαιτίας της οποίας τούς
φαινόντουσαν σαν άγριοι βάρβαροι.
Ο Ιμπί-Σιν (2029 - 2004 π.Χ.), γιος του Σου-Σιν, ήταν ο τελευταίος βασιλέας της
Ουρ. Στα χρόνια της βασιλείας του οι επιθέσεις των Ελαμιτών και η αυξανόμενη
δύναμη των Αμοριτών αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις σουμεριακές πόλεις.
Έχτισε νέα τείχη γύρω από την Ουρ και τη Νιπούρ, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να
αποφύγει τη φθορά. Τα τελευταία χρόνια της 3ης χιλιετίας π.Χ., ο Ιμπί-Σιν δεν
μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει τους Ελαμίτες και αναγκάστηκε να οχυρωθεί στην
Ουρ. Η Εσνούνα αποσπάστηκε περίπου το 2028 και το Ελάμ το επόμενο έτος. Η
Ενσίς και οι περισσότερες πόλεις του τον εγκατέλειψαν και αυτοπροστατεύονταν
ενάντια στους Αμορίτες που ερήμωναν τη Σουμερία. Ο Ιμπί-Σιν διόρισε έναν
αξωματούχο, τον Ισμπί-Ερά, υπεύθυνο για τη Νιππούρ και την Ισίν. Ο Ισμπί-Ερά
επεκτάθηκε αργότερα κατά μήκος των ποταμών από το Χαμαζί στον Περσικό Κόλπο.
Πήρε την Ενσίς του εγκλωβισμένου Ιμπί-Σιν και εγκαταστάθηκε ο ίδιος, ενώ ακόμα ο
Ιμπί-Σιν βρισκόταν στο θρόνο. Ακολούθησε πείνα και οικονομική κατάρρευση. Το
τέλος δεν αποφεύχθηκε. Η Ουρ δέχθηκε τη χαριστική βολή από μια εισβολή
Ελαμιτών από τα Σούσα. Καταστράφηκε και ο βασιλέας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος
στο Ελάμ, όπου και πέθανε. Έκτοτε ηγέτες με αμοριτικά ονόματα ανέλαβαν την
εξουσία σε διάφορες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου και
της νότιας Μεσοποταμίας.
Με την πτώση της 3ης δυναστείας της Ουρ, κάποιοι φύλαρχοι Αμορίτες
εκμεταλλεύτηκαν το κενό εξουσίας και απέκτησαν ισχύ και εξουσία. Η άνοδος των
Αμοριτών έφερε μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής των κατοίκων,
κυρίως της νότιας Μεσοποταμίας. Η διαίρεση σε βασίλεια αντικατέστησε τον θεσμό
των πόλεων-κρατών στη νότια Μεσοποταμία. Οι άνθρωποι, η γη και τα κοπάδια
μέχρι τότε ανήκαν στο ναό κάθε πόλης και στο βασιλιά. Οι καινούριοι κυρίαρχοι
ελευθέρωσαν εκτάσεις γης δίνοντας τη για βοσκή σε κατοίκους, τους απάλλαξαν από
τις αγγαρείες και από φόρους με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οι τάξεις των μεγάλων
γαιοκτημόνων, των ελεύθερων αγροτών και των εμπόρων. Οι ιερείς συνέχισαν να
ασκούν τα καθήκοντα τους αλλά περιορίστηκαν πλέον μόνο σε αυτά.
Η αμορίτικη περίοδος της Μεσοποταμίας διήρκεσε από το 2000 έως το 1500 π.Χ. και
έληξε με την επέμβαση των Χετταίων στη Βαβυλώνα το 1595 π.Χ., για το νότιο
μέρος, και με την άνοδο Ασσύριων βασιλέων στο βορρά, που ξαναπήραν σταδιακά
την ηγεμονία στη περιοχή.
Οι Αμορίτες φαίνεται πως λάτρευαν τον σεληνιακό θεό Σιν και τον Αμουρρού.
Γνωστοί Αμορίτες έγραψαν σε μια ακκαδική διάλεκτο, που βρέθηκε σε επιγραφές οι
οποίες χρονολογούνται από το 1800–1750 π.Χ. Πιθανώς η αρχική γλώσσα τους ήταν
μια βορειοδυτική σημιτική διάλεκτος. Οι κύριες πηγές της εξαιρετικά περιορισμένης
γνώσης μας για τη γλώσσα είναι κύρια ονόματα, μη ακκαδικά στο ύφος, τα οποία
διατηρούνται σε τέτοια κείμενα. Πολλά από αυτά τα ονόματα είναι παρόμοια με
μεταγενέστερα βιβλικά εβραϊκά. Πράγμα που σημαίνει ότι εκλάπησαν από τους
συγγραφείς της Βίβλου.
Η ευρύτερη χρήση του όρου Amurru από τους Βαβυλωνίους και τους Ασσυρίους
περιπλέκεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε επίσης για μια περιοχή στη
Βαβυλωνία, στην οποία η Γη Χαναάν δεν επεκτεινόταν παραδοσιακά. Επιπλέον, εάν
οι άνθρωποι της πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας (περ. 2100 π.Χ.)
αυτοαποκαλούνταν «Αμορίτες», όπως υποδεικνύει ο Ranke, τότε προφανώς
αναγνωριζόταν από τους Βαβυλωνίους κοινή προέλευση στη συγκεκριμένη περίοδο.
Οι βιβλικοί Αμορίτες
Ο όρος Αμορίτες χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες ως προσδιορισμός
ορισμένων ορεσιβίων, (περιγράφονται στην Γεν. 14:7 ως απόγονοι της Χαναάν) που
κατοίκησαν σε εκείνη τη γη. Στη Βίβλο-γράφτηκε χιλιάδες χρόνια μετά την
συντέλεση των γεγονότων-περιγράφονται ως ισχυρός λαός μεγάλου αναστήματος
«σαν το ύψος των κέδρων», που κατέλαβε την επικράτεια ανατολικά και δυτικά του
ποταμού Ιορδάνη. Ο βασιλιάς τους, Ογκ (Ωγ), περιγράφεται ως τελευταίος των
γιγάντων (Δευτ. 3:11).
Η βιβλική χρήση φαίνεται να υποδεικνύει ότι ο πιο συγκεκριμένος όρος «Αμορίτης»
και ο λιγότερο ακριβής και γενικός «Χαναναίος» χρησιμοποιούνταν μάλλον ως
συνώνυμοι. Ο πρώτος ήταν χαρακτηριστικός των συγγραφέων της Ιουδαίας, ενώ ο
δεύτερος των Εφραιμιτών και Δευτερονομικών συγγραφέων, όπως επίσης των
Ασσυροβαβυλωνίων. Η διάκριση διατηρείται μερικές φορές, όμως, όταν οι Αμορίτες
αναφέρονται ως λαοί του παρελθόντος, ενώ οι Χαναανίτες αναφέρονται ως σύγχρονοι
της περιόδου κατά την οποία γίνεται η αφήγηση. Ο όρος Χαναάν από την άλλη
περιορίζεται ακόμη περισσότερο στην νότια περιοχή, από την Γεβάλ έως τη νότια
Παλαιστίνη. Φαίνεται ότι οι όροι σε μια πρώιμη εποχή ήταν ανταλλάξιμοι, με το
Χαναάν να εννοεί μια γεωγραφική οντότητα και το Αμορίτης τη μείζονα εθνική
ταυτότητα των Χαναανιτών που κατοικούσαν τη γη.
Οι βιβλικοί Αμορίτες φαίνεται πως κατείχαν αρχικά τη γη που εκτείνεται από την
δυτική περιοχή της Νεκράς Θάλασσας (Γεν. 14:7) έως τη Χεβρώνα (Δευτ. 3:8; 4:46-
48), αγκαλιάζοντας «και πάσα γαλαάδ και πάσα βασάν» (Δευτ. 3:10), με την κοιλάδα
του Ιορδάνη ανατολικά του ποταμού (4:49), τη γη των δύο βασιλέων των Αμοριτών
Σηών και Ωγ (Δευτ. 31:4, Ιησ. 2:10; 9:10). Ιστορικά, αυτοί οι Αμορίτες φαίνονται να
συνδέονται με την περιοχή της Ιερουσαλήμ, και οι Γιεζουβίτες ήταν πιθανώς
παρακλάδι τους. Οι νότιες πλαγιές των βουνών της Ιουδαίας αποκαλούνται «όρος των
Αμοριτών» (Δευτ. 1:7, 19, 20). Μια πιθανή ετυμολογία για το «όρος Μοριάχ» είναι
«όρος των Αμοριτών», με απώλεια της αρχικής συλλαβής.
Πολιτισμικές αφομοιώσεις
Πέραν λοιπόν της βιβλικής αφήγησης που παρουσιάζει μια πολύ περιορισμένη και
στρεβλή εικόνα σε σχέση με τις εθνικές επιδιώξεις των Ισραηλιτών εκείνης της
περιόδου, όταν αναφερόμαστε στους Αμορίτες, μιλάμε για έναν λαό που κατόρθωσε
να κάνει αισθητή την παρουσία του στον μεσοποταμιακό πολιτισμό όχι επιβάλλοντας,
αλλά υιοθετώντας και μεταφράζοντας πολιτισμικά πρότυπα του παρελθόντος. Η
διαδικασία της αστικοποίησης για τους νομαδικούς λαούς, ακόμη και όταν
επιβάλλονται σε παλαιότερους -ήδη αστικοποιημένους- είναι σχεδόν στερεότυπη. Το
ίδιο συνέβη στην κοιλάδα του Ινδού, το ίδιο συνέβη στην Ελλάδα με την
αποκαλούμενη κάθοδο των Δωριέων, το ίδιο συνέβη και στους Μογγόλους όταν
κατέκτησαν την αχανή κινεζική αυτοκρατορία.
Παραπομπές
1.
Πηγές
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τομ.7ος, σελ.461.
David and Patt Alexander, Το εκπληκτικό Εγχειρίδιο της Βίβλου, Εκδόσεις
Πέργαμος, Αθήνα 1993, σελ.660.
The Cambridge Ancient History, vol. II part 1, The Middle East and the
Aegean Region, 1800-1380BC, Cambridge University Press, 1973, ISBN 0-
521-08230-7.
The Cambridge Ancient History, vol. II part 2, The Middle East and the
Aegean Region, 1380-1000BC, Cambridge University Press, 1973, ISBN 0-
521-08691-4.
Βιβλιογραφία
E. Chiera, Sumerian Epics and Myths, Chicago, 1934, Nos.58 and 112.
E. Chiera, Sumerian Texts of Varied Contents, Chicago, 1934, No.3.
H. Frankfort, AAO, 54-8.
G. Roux, Ancient Iraq, London, 1980.
Πίνακας περιεχομένων
1 Ιστορία
o 1.1 Χρονολόγηση
o 1.2 Προϊστορία
o 1.3 Το βασίλειο των Χετταίων
o 1.4 Παλαιό βασίλειο των Χετταίων
o 1.5 Μεγάλο βασίλειο των Χετταίων
o 1.6 Τα Νεοχεττιτικά βασίλεια
2 Η θρησκεία των Χετταίων
3 Οι Χετταίοι στην Παλαιά Διαθήκη
4 Η ανακάλυψη των Χετταίων
5 Ταινίες
6 Παραπομπές
7 Βιβλιογραφία
8 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ιστορία
Χρονολόγηση
Οι Χετταίοι έφεραν μαζί τους ή ανέπτυξαν επί τόπου και κάτι σημαντικό: την τέχνη
επεξεργασίας του σιδήρου. Ήταν οι πρώτοι και οι μοναδικοί στην εποχή τους που
γνώριζαν να επεξεργάζονται τον σίδηρο. Αυτό τους έδινε ισχυρή υπεροχή, αφού οι
άλλες σύγχρονές τους φυλές πολιτισμικά βρίσκονταν ακόμα στην εποχή του χαλκού.
Οι Χετταίοι μπόρεσαν και κράτησαν την τέχνη της επεξεργασίας του σιδήρου για
εύλογους λόγους μυστική και γι' αυτό είχαν το μονοπώλιο της τέχνης και των
προϊόντων του σιδήρου.
Την εποχή του Παλαιού Βασιλείου οι Χετταίοι ήταν ένα τυπικό βασίλειο της εποχής
του γύρω από την πρωτεύουσα Χαττούσα. Από την εποχή του βασιλιά Τουδαλίγια Α΄
έως την καταστροφή του το βασίλειο των Χετταίων εισέρχεται στην περίοδο του
Νέου ή Μεγάλου Βασιλείου, οπότε από τυπικό βασίλειο μετατρέπεται σε
κοσμοκρατορία. Το Μέγα Βασίλειο των Χετταίων είχε μεγάλη έκταση και
περιλάμβανε μεγάλες εκτάσεις της Μικράς Ασίας, κατά καιρούς δε και τη μισή
σημερινή Συρία. Πρωτεύουσα ήταν η Χαττούσα στον βορρά, κάπου 150 χλμ.
ανατολικά της σημερινής Άγκυρας. Σήμερα η Χαττούσα είναι γνωστή από τα
αρχαιολογικά ευρήματα των 30.000 πινακίδων σφηνοειδούς γραφής που
ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Χετταίοι βασιλιάδες είχαν μεγάλη
φήμη, αφού οι Φαραώ της Αιγύπτου και οι αυτοκράτορες της Βαβυλώνας τους
αναγνώριζαν ως ισάξιούς τους και διατηρούσαν διπλωματικές αλλά και εμπορικές
σχέσεις μαζί τους. Το Μέγα Βασίλειο των Χετταίων περιλάμβανε και μια σειρά
μικρότερων, υποταγμένων και συνορευόντων φιλικών κρατών, π.χ. την
Ταρχουντάσσα και το Καρχεμίς. Την περίοδο της μεγάλης δόξας του (13ος αιώνας
π.Χ.) το βασίλειο των Χετταίων είχε υπό την κατοχή του σχεδόν ολόκληρη τη Μικρά
Ασία. Οι σχέσεις των Χετταίων με την Τροία, τις Μυκήνες και με τα άλλα κράτη
(Αρζάβα, Μίλητο) δεν έχουν ακόμα εξερευνηθεί. Η Τροία εμφανίζεται, εικάζουν
μερικοί ερευνητές, στις χεττιτικές επιγραφές με το όνομα Βιλούσα. Οι Αχαιοί, οι
οποίοι κατοικούσαν δυτικά του Αιγαίου και είχαν πολλές σχέσεις με τα παράλια της
Μικράς Ασίας, εμφανίζονται με το όνομα Αχιγιάβα. Υπάρχουν ευρήματα μυκηναϊκών
αμφορέων στη σημερινή ανατολική Καππαδοκία, που τότε ήταν χετιτική επαρχιακή
πρωτεύουσα. Επίσης έχουν βρεθεί στην Χαττούσα επιστολές μεταξύ του βασιλιά των
Χετταίων και του βασιλιά των Αχιγιάβα στις οποίες οι δύο ηγεμόνες αποκαλούνται
μεταξύ τους αδελφοί, δηλαδή ισότιμοι. Το τέλος του βασιλείου των Χετταίων
σημαδεύει και τον τερματισμό του μονοπωλίου της επεξεργασίας του σιδήρου, το
οποίο οι Χετταίοι κατείχαν από τον 17ο π.Χ. αιώνα. Από τον 12ο π.Χ. αιώνα και μετά
η τέχνη αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή και στη Μεσόγειο. Μετά την
καταστροφή του βασιλείου των Χετταίων από τις επιδρομές των «Λαών της
θάλασσας» ή φυσικές καταστροφές, οι απόγονοί τους μεταναστεύουν στις περιοχές
της Συρίας και της Καππαδοκίας ιδρύοντας τα νεοχεττιτικά βασίλεια, τα οποία θα
υποταχθούν από τον 8ο αιώνα π.Χ. στους Ασσύριους, και στη συνέχεια σε
Βαβυλώνιους, Πέρσες και Σελευκίδες.
Χάρτης της Αυτοκρατορίας των Χετταίων, την περίοδο της μάχης του Καντές
Τα Νεοχεττιτικά βασίλεια
Μετά την κατάλυση του βασιλείου των Χετταίων από τις επιδρομές των Λαών της
Θάλασσας οι απόγονοι των Χετταίων εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της
Συρίας, στην Καππαδοκία και την Κιλικία, δημιουργώντας τα νεοχεττιτικά βασίλεια.
Οι νεότεροι απόγονοι των Χετταίων αναφέρονται από τη Βίβλο, ενώ είναι ιστορικά
γνωστοί ως Νεοχετταίοι ή Συροχετταίοι. Τα νεοχεττιτικά βασίλεια καταλύθηκαν
από τους Ασσυρίους σταδιακά (9ο-8ο αιώνα π.Χ.). Οι ασσυριακές κατακτήσεις
ξεκίνησαν στις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. με τον βασιλιά Ασουρνασιρπάλ Β΄, ο
οποίος κατέλαβε το βασίλειο του Παττίν στα παράλια της βόρειας Συρίας στη θέση
που αργότερα ο Σέλευκος έχτισε την πρωτεύουσα του βασιλείου του Αντιόχεια. Ο
γιος και διάδοχος του Σαλμανασέρ Γ΄ αντιμετώπισε ένα συνασπισμό εναντίον του
από Αιγυπτίους, Ισραηλίτες και Αμμωνίτες, υπό την ηγεσία του Νεοχιττίτη βασιλιά
της Δαμασκού Ανταντεζέρ, τους συνέτριψε στη μάχη του Καρκάρ (853 π.Χ.), και
μετά τον θρίαμβό του κατέλαβε τα περισσότερα από τα νεοχεττιτικά βασίλεια όπως
το Ταμπάλ (Καππαδοκία), το Κουί (Κιλικία), και τα δύο μεγαλύτερα του Αμάθ και
του Χαταρίκα Πουχούτι στη Συρία. Ο Ασσύριος βασιλιάς Τιγκλάθ Πιλεσέρ Γ΄
κατέλαβε το βασίλειο του Αρπάντ στο Χαλέπι (740 π.Χ.) ύστερα από τρία χρόνια
πολιορκίας. Τελευταίο παρέμεινε το μεγαλύτερο βασίλειο, του Καρχεμίς, που
καταλήφθηκε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαργών Β΄ το 717 π.Χ. Μετά την κατάληψη
όλων των νεοχεττιτικών βασιλείων από τους Ασσυρίους, οι απόγονοί τους
ενσωματώθηκαν στους γηγενείς πληθυσμούς.
Χάλκινο θρησκευτικό σύμβολο από ένα τάφο Χετταίων στην Alacahöyük, που
χρονολογείται στην τρίτη χιλιετία π.Χ., από το Μουσείο Πολιτισμών της Ανατολίας
στην Άγκυρα.
Οι Χετταίοι ήταν γνωστοί σαν ο λαός με τους χίλιους θεούς. Ήταν πολύ ανεκτικοί
απέναντι στις ξένες θρησκείες των κατακτημένων λαών, ενσωμάτωναν τους ξένους
θεούς σαν δικούς τους, με αποτέλεσμα σταδιακά να αποκτήσουν εκατοντάδες
θεότητες που δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους. Κάθε πόλη και κάθε περιοχή είχε
ξεχωριστές θεότητες, λατρείες, ναούς που πολλές φορές δεν είχαν καμιά σχέση με τις
κεντρικές θεότητες στη Χαττούσα. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχηγός της θρησκείας, του
στρατού, της δικαιοσύνης, όπως και νομοθέτης. Οι νόμοι των Χετταίων ήταν επίσης
πολύ προοδευτικοί για την εποχή τους: απαγορεύονταν τα βασανιστήρια, ενώ η ποινή
του θανάτου εφαρμοζόταν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Οι δύο κορυφαίες θεότητες
των Χετταίων ήταν η Αρίνα, θεότητα του ηλίου, και ο σύζυγος της Τεσούμπ, θεός των
καιρικών φαινομένων. Ο Τεσούμπ απεικονίζεται πάντα κρατώντας έναν τριπλό
κεραυνό και ένα όπλο, συνήθως τσεκούρι. Υπήρχε, όπως και στο ελληνικό πάνθεο, η
παράδοση μέχρι τον Τεσούμπ, που καθιερώθηκε τελικά, κάθε γιος να εκθρονίζει τον
πατέρα θεό. Ο Τεσούμπ και η Αρίνα είχαν πολλά παιδιά, με σημαντικότερα τον
Σαρούνα, που απεικονίζεται καβάλα σε μια τίγρη με ένα τσεκούρι, και την Ιράνα, θεά
των αγρίων ζώων.
Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει συχνά τόσο την φυλή των Χετταίων όσο και
συγκεκριμένα πρόσωπα π.χ. Εφρών. Αναφορές βρίσκουμε συγκεκριμένα σε τέσσερα
από τα πέντε βιβλία της Πεντάτευχου, καθώς επίσης στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή
και στο Βιβλίο των κριτών. H Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται εκτεταμένα με πολλές
αναφορές στους Χετταίους με καταγωγή από τον Χαναάν γιό του Χαμ και εγγονό του
Νώε, τους τοποθετεί στην Χαναάν μαζί με τους υπόλοιπους λαούς κάτι που σημαίνει
ότι αναφέρεται βασικά στους Νεοχετταίους, απογόνους των Χετταίων που
εγκαταστάθηκαν στην Συρία και την Παλαιστίνη τον 11ο αιώνα π.Χ., μετά τη
διάλυση του βασιλείου στην Χαττούσα. Οι Χετταίοι ζούσαν κατά την Βίβλο μαζί και
με κάποιους από τους βοσκούς Ισραηλίτες. Πρώτη αναφορά έχουμε στον Χετταίο
Εφρών που παραχώρησε στον Αβραάμ ένα κτήμα για να θάψει την σύζυγο του Σάρα
(Γεν.23 : 1-20). Στη συνέχεια έχουμε την Χετταία Ιουδήθ, μια από τις συζύγους του
Ησαύ, ανεπιθύμητη στα πεθερικά της Ισαάκ και Ρεβέκκα (Γεν.26 : 34). Η πιο γνωστή
αναφορά της βίβλου για τους Χετταίους είναι αυτή για τον Χετταίο Ουρία, πιστό
στρατιώτη του βασιλιά των Ισραηλιτών Δαβίδ, που ερωτεύεται παράφορα την σύζυγό
του Βηθσαβεέ, στέλνει τον Ουρία σκόπιμα σε επικίνδυνη μάχη για να σκοτωθεί ώστε
να μπορέσει να παντρευτεί την σύζυγο του, όπως και έγινε (Β΄ Βασιλειών, ψαλμός
11, 1-26). Ο Θεός θα τιμωρήσει σκληρά τον Δαβίδ για τη συμπεριφορά του στον
Ουρία. Με την Βηθσαβεέ θα κάνει γιο τον μέλλοντα διάδοχό του βασιλιά Σολομώντα
(Β΄ Σαμουήλ Κεφ.11). Φυσικά όλα αυτά είναι από θρησκευτικά κείμενα και όχι
αρχαιολογικά αποδεδειγμένα.
Το 1884 ο Γουίλιαμ Ράιτ ανακάλυψε μια επιγραφή στο Μπογάζκαλε (Boğazkale) της
σημερινής Τουρκίας, που είχε ιερογλυφικά όμοια με εκείνα που σώθηκαν στις πόλεις
Χαλέπι και Χαμάθ στη βόρεια Συρία. Το 1887 βρέθηκαν αρχεία στο Τελ-ελ-Αμάρνα
που περιείχαν τη διπλωματική αλληλογραφία του Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και του γιου
του, του Ακενατόν. Δύο από τις επιστολές προέρχονταν από το «Βασίλειο Χέτα» που
βρισκόταν στην Χαττούσα και ήταν γραμμένα με την Ακκαδική σφηνοειδή γραφή,
αλλά σε γλώσσα άγνωστη. Οι αρχαιολόγοι διάβαζαν τα γράμματα αλλά δεν
καταλάβαιναν τις λέξεις. Ο Archibald Sayce, αρχαιολόγος και ασσυριολόγος της
Οξφόρδης πρότεινε τότε να ταυτίσουν τον αρχαίο πολιτισμό στη Χαττούσα με την
φυλή των Χετταίων που ανέφερε η Παλαιά Διαθήκη. Η πρότασή του αυτή έγινε
αποδεκτή στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ανασκαφές που άρχισαν το 1905 έφεραν στο φως ένα βασιλικό αρχείο με περίπου
10.000 πινακίδες με σφηνοειδή γραφή της ίδιας άγνωστης γλώσσας. Η άγνωστη
γλώσσα τελικά αποκρυπτογραφήθηκε από τον Τσέχο γλωσσολόγο Bedřich Hrozný
(1879–1952), ο οποίος παρουσίασε την εργασία του το 1915.
Ταινίες
Versunkene Metropolen: Brennpunkt Hattusa. Dokumentation, 45 Min.,
Produktion: ZDF, Erstsendung: 1. Juli 2007, Dossier mit Videos
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
Akurgal, Ekrem. Die Kunst der Hethiter. Μόναχο: Hirmer, 1976. ISBN 3-7774-
2770-5.
Bittel, Kurt. Die Hethiter. Μόναχο: Beck, 1976. ISBN 3-406-03024-6.
Brandau, Birgit και Hartmut Schickert. Hethiter. Die unbekannte Weltmacht.
Μόναχο: Piper, 2001. ISBN 3-492-04338-0.
Breasted, J. H. The Battle of Kadesh, University of Chicago Press, Chicago
1903.
Bryce, Trevor. The Kingdom of the Hittites. Οξφόρδη: Oxford University
Press, 1998. ISBN 0-19-814095-9.
Bryce, Trevor. Life and Society in the Hettite World. Οξφόρδη: Oxford
University Press, 2002.
Gurney, O. R. Οι Χετταίοι, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2001. ISBN 960-210-440-6.
Haas, Volkert. Geschichte der hethitischen Religion. (HdO I/XV). Λέιντεν:
Brill, 1994. ISBN 90-04-09799-6.
Haas, Volkert. Die hethitische Literatur. Texte, Stilistik, Motive. Βερολίνο: De
Gruyter, 2006. ISBN 3-11-018877-5.
Hrozny, Bedrich. Die Sprache der Hethiter, ihr Bau und ihre Zugehörigkeit
zum indogermanischen Sprachstamm. Ein Entzifferungsversuch von Friedrich
Hrozny. Δρέσδη, 2002. ISBN 3-86005-319-1 (Ανατύπωση της πρωτότυπης έκδ.
Λειψία: Hinrichs, 1917).
Klengel, Horst. Geschichte des hethitischen Reiches. (HdO I/XXXIV). Λέιντεν:
Brill, 1999. ISBN 90-04-10201-9.
Klock-Fontanille, Isabelle Οι Χετταίοι, Ινστιτούτο του Βιβλίου Α.
Καρδαμίτσα, Αθήνα 2005. ISBN 960-354-172-9.
Lehmann, Johannes. Die Hethiter. Volk der tausend Götter. Herrsching:
Pawlak 1986. ISBN 3-88199-269-3.
Neve, Peter. Hattusa. Stadt der Götter und Tempel. Mainz: Philipp von Zabern
1993. ISBN 3-8053-1478-7.
Riemschneider, Kaspar K. "Hethitische Fragmente historischen Inhalts aus
der Zeit HattuSHilis III". Journal of Cuneiform Studies 16/ 4 (1962): 110-121.
Die Hethiter und ihr Reich. Stuttgart: Theiss 2002. ISBN 3-8062-1676-2.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι