You are on page 1of 9

Ο Ουρ-Ναμμού (Ur-Nammu), ήταν στρατιωτικός κυβερνήτης της Ουρ, διορισμένος

από τον Ουτουχενγκάλ. Με το θάνατο του βασιλιά της Ουρούκ, ο Ουρ-Ναμού


αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ουρ τα έτη 2113 - 2095 π.Χ. ιδρύοντας την Τρίτη
Δυναστεία της Ουρ.

Κατέλαβε την Ουρούκ, και σκότωσε τον Ναμχανί, τον προδότη της Λαγκάς.
Κυβέρνησε όλη τη Σουμερία καθώς και μεγάλο μέρος της Ασσυρίας και του Ελάμ. Η
Συρία, συμπεριλαμβανομένης της Έμπλα, πλήρωσε το φόρο, και μπόρεσε έτσι να
γίνει μέρος της αυτοκρατορίας. Ακόμα και η Φοινικική Βύβλος αναγκάστηκε να
πληρώσει. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις στρατιωτικές και διοικητικές του ικανότητες.
Αποτέλεσμα της πλούσιας στρατιωτικής του δραστηριότητας ήταν, μετά από νίκες εις
βάρος των πόλεων Λαγκάς, Ουρούκ, Λάρσα και Νιππούρ, να αναγνωριστεί ως
αδιαφιλονίκητος βασιλιάς (lugal) όλης της Σουμερίας.

Ο Ουρ-Ναμμού διακρίθηκε ωστόσο και για τα ειρηνικά του έργα. Η πρωτεύουσα


Ουρ, "η πόλη τού θεού της Σελήνης Νάννα", πού στα χρόνια αυτά πρέπει να άγγιζε
σε πληθυσμό τις 360.000 ψυχές (κατά τον L. Wooley) στολίστηκε με εντυπωσιακά
αρχιτεκτονήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει (διατηρείται και σήμερα) το μεγάλο
Ζιγκουράτ, συνολικού ύψους 20 μ. περίπου, πού έκτισε ο Ουρ-Ναμμού στο Ιερό
Τέμενος της τειχισμένης πολιτείας. Στην κορυφή τού Ζιγκουράτ βρισκόταν o ναός τον
θεού Νάννα, πολιούχου της Ουρ. Επίσης μερίμνησε για την επισκευή των διωρύγων
και την κατασκευή νέων, και ενίσχυσε το εμπόριο και τις τέχνες. Ο Ουρ-Ναμού,
ονομάστηκε "Βασιλιάς τής Ουρ, βασιλιάς Σουμέρ και Ακκάδ. Άρχισε πολλά
προγράμματα οικοδόμησης και προήγαγε τον Σουμεριανό τρόπο ζωής. Ελευθέρωσε
τη γη τους από τους κλέφτες, τους ληστές και τους επαναστάτες, αποκαθιστώντας την
τάξη και την ειρήνη. Αυτός ενίσχυσε τις πόλεις για οποιοδήποτε μελλοντικό κίνδυνο.
Παλιά πίστευαν ότι έγραψε τον παλαιότερο γνωστό κώδικα νόμου, αλλά πολλοί
μελετητές τώρα πιστεύουν ότι το έκανε στην πραγματικότητα ο γιος του ο Σουλγκί.
Πέθανε πολεμώντας τους Γκούτιους, οι οποίοι συνέχιζαν να παραμένουν πρόβλημα.

H Ουρούκ (σουμεριακή Unug, βιβλική Erech, ελληνική Ορχόη ή Ωρύγεια και


αραβική ‫ وركاء‬Warka), ήταν αρχαία πόλη των Σουμερίων κι αργότερα της
Βαβυλωνίας ανατολικά του ποταμού Ευφράτη, περίπου 230 χλμ. νοτιοανατολικά της
Βαγδάτης. Στην περίοδο ακμή της, η Ουρούκ είχε έκταση 6 τετρ. χιλιομέτρων, ήταν
περιφραγμένη με μεγάλα τείχη κι είχε 80.000 κατοίκους, αποτελώντας τη μεγαλύτερη
πόλη του τότε γνωστού κόσμου.

Η Ουρούκ ήταν μια από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες πόλεις των Σουμερίων.
Ήταν η πόλη του Γκιλγκαμές, ήρωα στο ομώνυμο έπος. Τα τείχη της πόλης, σύμφωνα
με το μύθο, χτίστηκαν μετά από διαταγές του ίδιου του Γκιλγκαμές ή του προκατόχου
του, Ενμερκάρ, ο οποίος φέρεται κι ως ο ίδιος ο ιδρυτής της πόλης. Ο Ενμερκάρ
επίσης κατασκεύασε τον περίφημο ναό Εάννα, αφιερωμένο στη λατρεία της θεάς
Ινάννα (Ιστάρ).

Η Ουρούκ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ιστορία της χώρας από πολύ
νωρίς, ασκώντας εξουσία σε όλη τη Βαβυλωνία πριν τον καιρό του Σαργών.
Αργότερα, επιφανής ήταν η παρουσία της στις εθνικές διαμάχες μεταξύ Βαβυλωνίων
κι Ελαμιτών, η μυθική αφήγηση κι επεξήγηση των οποίων έχει ενσωματωθεί στο
έπος του Γκιλγκαμές. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην ελληνιστική περίοδο κατά
τον Μάρτιο του 270 π.Χ., από μια επιγραφή σε σφηνοειδή γραφή που βρέθηκε στους
Όρχους (Ουρούκ) αναφέρεται μια Αντιόχεια στο κανάλι της Ιστάρ, μελετητές όπως
ο Getzel Cohen [1] και ο Andrew Erskine [2], συμπεραίνουν ότι η σουμεριακή Ουρούκ
μετονομάστηκε σε Αντιόχεια από τον Αντίοχο Α΄ Σωτήρα.

Η Ουρούκ ανασκάφηκε για πρώτη φορά από μια ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων πριν
από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποστολή επέστρεψε το 1928
και συνέχισε τις ανασκαφές μέχρι το 1939. Ξεκίνησε πάλι το 1954 συστηματικές
ανασκαφές, οι οποίες έφεραν στο φως κάποια αρχαία σουμεριακά έγγραφα και
νομικές πινακίδες από την περίοδο των Σελευκιδών.

Παραπομπές
1.

 The Hellenistic Settlements in the East from Armenia and Mesopotamia to Bactria
and India
 A Companion to Hellenistic World

Η Σουμεριακή γλώσσα της αρχαίας Σουμερίας ομιλούνταν στη νότια Μεσοποταμία


τουλάχιστον από την 4η χιλιετία π.Χ. και θεωρείται η αρχαιότερα μαρτυρημένη
γνωστή γλώσσα. Ως ομιλούμενη γλώσσα αντικαταστάθηκε από την Ακκαδική περί το
2000 π.Χ., αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται για ιερατικούς, τελετουργικούς και
επιστημονικούς σκοπούς έως το 1 μ.Χ. Κατόπιν ξεχάστηκε εντελώς έως τον 19o
αιώνα, οπότε και αποκρυπτογραφήθηκε από τον Χένρι Ρόουλινσον (Henry
Rawlinson) (1810-1895). Στη γραπτή εκφορά της η γλώσσα είναι σφηνοειδής και
διακρίνεται από άλλες γλώσσες της περιοχής, όπως η Εβραϊκή γλώσσα, η Ακκαδική
γλώσσα, η Αραμαϊκή γλώσσα -που ανήκουν στην οικογένεια των σημιτικών
γλωσσών- και η Ελαμιτική γλώσσα, που ανήκει πιθανώς στις Ελαμοδραβίδιες
γλώσσες.

Χρονολόγιο
Χρονολογικά η ιστορική συνέχεια της Σουμεριακής γλώσσας είναι δυνατόν να
διαιρεθεί σε αρκετές περιόδους βάσει γλωσσολογικών και ιστορικών κριτηρίων:

 Αρχαϊκή Σουμεριακή - 3100 - 2600 π.Χ.


 Κλασική Σουμεριακή - 2600 - 2300 π.Χ.
 Νεοσουμεριακή - 2300 - 2000 π.Χ.
 Μετασουμεριακή - 2000 - 100 π.Χ.

Από την αρχή της δεύτερης χιλιετίας οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι διατήρησαν και
χρησιμοποίησαν την Σουμεριακή με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνται σήμερα τα
λατινικά και τα αρχαία ελληνικά για καλλιτεχνικούς, θρησκευτικούς και
ακαδημαϊκούς σκοπούς.

Βιβλιογραφία
 Edzard, Dietz Otto. (2003) Sumerian Grammar.
 Hayes, John L. (2000) A Manual of Sumerian Grammar and Texts.
 Thomsen, Marie-Louise. (2001). The Sumerian Language: An Introduction to
Its History and Grammatical Structure.
 Volk, Konrad. (1997) A Sumerian Reader.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι
 Η σελίδα της Σουμεριακής γλώσσας
 Συγκριτική θεώρηση της ζωής και του θανάτου της Σουμεριακής γλώσσας -
Piotr Michalowski
 Zólyomi Gábor
o handout (PDF)
 Cale Johnson
o handout (PDF)
 Αναφορά του Εθνολόγου με πολύ λίγες πληροφορίες
 Άρθρο για τη Σουμεριακή γλώσσα Encyclopedia Britannica, (1911)

Αλαβάστρινο βάζο από την Ουρούκ


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αλαβάστρινο βάζο από την Ουρούκ
αντίγραφο του βάζου στο Μουσείο της Περγάμου, στο
Βερολίνο
Ονομασία Αλαβάστρινο βάζο από την Ουρούκ
Έτος δημιουργίας 4η χιλ. π.Χ.
Διαστάσεις ύψος: 93 cm
Μουσείο Εθνικό Μουσείο του Ιράκ, Βαγδάτη
Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Το αλαβάστρινο βάζο από την Ουρούκ είναι σηματικότατο τεκμήριο προιστορικής


τέχνης από την Ουρούκ. To έργο τέχνης είναι διακοσμημένο με ανάγλυφα
αφηγηματικού χαρακτήρα και χρονολογείται στην τέταρτη χιλιετία π.Χ..

Πίνακας περιεχομένων
 1 Ιστορικό του ευρήματος
 2 Περιγραφή και ερμηνεία
 3 Ιστορική τοποθέτηση
 4 Πηγές
 5 Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ιστορικό του ευρήματος


Το αγγείο βρέθηκε από γερμανούς αρχαιολόγους ασσυριολόγους στην έκτη φάση
κατά σειρά περίοδο των ανασκαφών στην Ουρούκ τον χειμώνα του 1933/34 στo
αρχαϊκό στρώμα ΙΙΙ του ναού της θεάς Ινάννα. Ήταν σπασμένο, μαζί με άλλα πολλά
κομμάτια. Αφού έγινε η ανασυναρμολόγησή του, αντίγραφό του στάλθηκε στη
Γερμανία, όπου εκτίθεται στο Μουσείο της Περγάμου, ενώ το γνήσιο μεταφέρθηκε
στο Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη, όπου αποτελούσε τμήμα της πρώιμης
σουμερικής τέχνης. Εκλάπη από τους Αμερικανούς στον πόλεμο του Ιράκ, και μαζί
με άλλες πολλές χιλιάδες εκθέματα φυγαδεύτηκε στην Αμερική, για να
επαναπατριστεί στις 12 Ιουνίου 2003 σε κακή κατάσταση. Σήμερα βρίσκεται και πάλι
στο Εθνικό Μουσείο του Ιράκ.

Περιγραφή και ερμηνεία


Το εύρημα είναι από σμιλευμένο αλάβαστρο και φαίνεται ότι είχε επισκευαστεί στους
αρχαίους χρόνους. Έχει ύψος περ. 93 εκ. και είναι εξωτερικά διακοσμημένο με
τέσσερις ζωφόρους ανάγλυφων παραστάσεων. Ερμηνεύεται ως κοσμοθεωρία των
αρχαίων Μεσοποταμίων. Από κάτω προς τα επάνω οι ζωφόροι περιγράφουν τη
χλωρίδα και την πανίδα, ακολουθούμενες από τον ανθρώπινο κόσμο, πάνω από τον
οποίο είναι η λατρεία των θεών.

Ιστορική τοποθέτηση
Το βάζο της Ουρούκ χρονολογείται στη 4η χιλιετία π.Χ.

Πηγές
 Matthew Bogdanos, William Patrick: Die Diebe von Bagdad. Raub und
Rettung der ältesten Kulturschätze der Welt, Dva 2006, ISBN 3421042012
 Julius Jordan: Uruk-Warka. Nach den Ausgrabungen der deutschen Orient-
Gesellschaft. WVDO 51. Biblio, Bissendorf Kr Osnabrück 2006. ISBN 3-
7648-2645-2

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα


Αλαβάστρινο βάζο από την Ουρούκ
 Weiterführende Informationen über die Vase von Warka
 National Museum Iraq
 Artikel von Wie Europa im Irak sein Gedächtnis verliert

Η Ακκαδική γλώσσα (lišānum akkadītum) ήταν αρχαία γλώσσα (κλάδος της


ευρύτερης ομάδας Αφροασιατικών γλωσσών) και ομιλείτο στην αρχαία
Μεσοποταμία, ιδιαίτερα από τους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους. Στη γραπτή
εκδοχή της χρησιμοποιείτο η σφηνοειδής γραφή, σύστημα γραφής που προέκυψε από
τη Σουμεριακή γλώσσα, μια μη-σημιτική γλώσσα. Το όνομά της προέκυψε από την
πόλη Ακκάδ, ένα μεγάλο κέντρο του Μεσοποταμιακού πολιτισμού.

Πίνακας περιεχομένων
 1 Διάλεκτοι της γλώσσας
 2 Ακκαδική φιλολογία
 3 Βιβλιογραφία
 4 Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διάλεκτοι της γλώσσας


Τα Ακκαδικά διαιρούνται σε διαλέκτους βασισμένες σε ιστορικά και γεωγραφικά
κριτήρια:

 Αρχαία Ακκαδική - 2500 - 1950 π.Χ.


 Αρχαία Βαβυλωνιακή/Αρχαία Ασσυριακή - 1950 - 1530 π.Χ.
 Μέση Βαβυλωνιακή/Μέση Ασσυριακή - 1530 - 1000 π.Χ.
 Νεοβαβυλωνιακή/Νεοασσυριακή - 1000 - 600 π.Χ.
 Ύστερη Βαβυλωνιακή - 600 π.Χ. - 100 μ.Χ.

Ακκαδική φιλολογία
Ανάμεσα στα έργα που γράφτηκαν στην Ακκαδική σφηνοειδή συγκαταλέγονται το
Έπος του Γκιλγκαμές και το Έπος του Ατράχασι.

Βιβλιογραφία
 Huehnergard, John (2005). A Grammar of Akkadian (Second Edition).
Eisenbrauns. ISBN 1-57506-922-9.
 Marcus, David (1978). A Manual of Akkadian. University Press of America. ISBN
0-8191-0608-9.
 Mercer, Samuel A B (1961). Introductory Assyrian Grammar. New York: F Ungar.
ISBN 0-486-42815-X

Σφηνοειδής γραφή
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Σφηνοειδής γραφή του Ξέρξη στο Φρούριο του Βαν στη βορειοανατολική Τουρκία.
Οι επιγραφές είναι σε τρεις γλώσσες που χρησιμοποιούν σφηνοειδή γραφή, Αρχαία
Περσικά, Ακκαδικά και Ελαμιτικά

Η σφηνοειδής γραφή είναι το αρχαιότερο γνωστό σύστημα γραφής στον κόσμο[1], το


οποίο χαρακτηρίζεται από τους χαρακτήρες σε σχήμα σφήνας στις πήλινες πλακέτες
που χρησιμοποιούνταν για την γραφή του, με τη χρήση ενός αμβλέος καλαμιού ως
γραφίδα.

Πίνακας περιεχομένων
 1 Ιστορία
 2 Σημερινή εποχή
 3 Φωτογραφίες
 4 Παραπομπές
 5 Βιβλιογραφία
 6 Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ιστορία
Χρησιμοποιήθηκε από τους Σουμέριους στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ., και ξεκίνησε
ως ένα σύστημα πικτογραφημάτων. Στην 3η χιλιετία π.Χ., οι αναπαραστάσεις
απλοποιήθηκαν και έγιναν πιο γενικές και ο αριθμός των συμβόλων έγινε μικρότερος:
από περίπου 1.000 στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού σε περίπου 400 στην Ύστερη
Εποχή του Χαλκού (σφηνοειδής των Χετταίων).

Το Σουμεριακό αυτό σύστημα γραφής, αργότερα χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη


γραφή των Ακκαδικών, Ελαμιτικών, Χεττιτικών, και άλλων γλωσσών, και ενέπνευσε
τα Ουγκαριτικά και αρχαία Περσικά αλφάβητα. Με την πάροδο του χρόνου, η
σφηνοειδής γραφή αντικαταστάθηκε από το Φοινικικό αλφάβητο κατά τη διάρκεια
της Ασσυριακής αυτοκρατορίας. Έως τον 2ο αιώνα μ.Χ., η γραφή αυτή είχε
εξαφανιστεί και όλη η γνώση που περιείχαν τα γραπτά της είχε χαθεί, έως ότου
αποκρυπτογραφήθηκε τον 19ο αιώνα από συλλογικές προσπάθειες Γάλλων και
Άγγλων γλωσσολόγων.

Σημερινή εποχή
Έχουν βρεθεί μεταξύ 500.000 και 2.000.000 ταμπλέτες με σφηνοειδή γραφή έως
τώρα, και από αυτές περίπου 30.000 με 100.000 μόνο έχουν διαβαστεί ή δημοσιευτεί.
Το Βρετανικό Μουσείο έχει την μεγαλύτερη συλλογή, περίπου στις 130.000, και
ακολουθείται από το αρχαιολογικό μουσείο του Βερολίνου, το Λούβρο και το
αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης [2]. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα
βρίσκονται σε αυτές τις συλλογές για πάνω από έναν αιώνα, χωρίς να έχουν
μεταφραστεί και μελετηθεί, καθώς υπάρχουν μόνο λίγες εκατοντάδες μεταφραστές
παγκοσμίως που είναι ικανοί να διαβάσουν τη σφηνοειδή γραφή[3].

Φωτογραφίες

Σουμεριακή επιγραφή σε αρχαϊκό τρόπο, 26ος αιώνας π.Χ.

Επιγραφή σταλμένη από Σουμέριο αρχιερέα προς τον βασιλιά του Λαγάς, η
οποία τον πληροφορεί για τον θάνατο του γιου του στη μάχη, Λούβρο, 2400
π.Χ.

Σφηνοειδής ταμπλέτα, συλλογή Κιρκόρ Μινασσιάν στην Βιβλιοθήκη του


Κογκρέσου στις ΗΠΑ, 24ος αιώνας π.Χ.

Μία από τις επιστολές της Αμάρνα, 14ος αιώνας π.Χ.


Παραπομπές
1.

 «Oriental Institute Museum Publications, 32, Chicago: University of Chicago, p.


13, ISBN 978-1-885923-76-9» (PDF).
  «Cuneiform Tablets: Who's Got What?, Biblical Archaeology Review 31 (2),
2005».
 «Watkins, Lee; Snyder, Dean (2003)» (PDF).

You might also like