Professional Documents
Culture Documents
κυδώνα λέσβου
κυδώνα λέσβου
Πίνακας περιεχομένων
1 Αρχαίοι χρόνοι
2 Μέσοι χρόνοι
3 Νεώτεροι Χρόνοι
4 Άυλη και Υλική Κληρονομιά
5 Παραπομπές
6 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
7 Πηγές
Αρχαίοι χρόνοι
Θεωρώντας την αρχαιολογική έρευνα στη Λέσβο ανεπαρκή στις αρχές της δεκαετίας
του 1990, ορισμένοι ιστορικοί προσπάθησαν να απαντήσουν και στο ζήτημα του
ορίου της επικράτειας των πόλεων-κρατών της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας. Η πιο
ευθεία από τις τρεις κυρίως αναφορές που χρησιμοποίησαν γίνεται στο έργο του
Λόγγου Δάφνις και Χλόη και μας φέρνει κατά ένα ανέλπιστο τρόπο στην Κύδωνα
που είναι γνωστή κυρίως ως βυζαντινή και μεταβυζαντινή θέση.
Σ’ένα επεισόδιο του διηγήματος του Λόγγου, μια ομάδα Μηθυμναίων στρατιωτών
καταφθάνει δια θαλάσσης σε κοντινή απόσταση από τα κτήματα των δύο νεαρών
ηρώων του[5]. Εξετάζοντας την απόσταση ή το ταξίδι μιας μέρας από τα κτήματα των
δύο νέων ως την πόλη της Μυτιλήνης, ο H. J. Mason συμπεραίνει ότι το σημείο
αποβίβασης των Μηθυμναίων στην επικράτεια των Μυτιληναίων πρέπει να
τοποθετηθεί στον όρμο του Μακρυγυαλού και πιο συγκεκριμένα κοντά στη θέση
Παλιός της σημερινής Δ. Ε. Μανταμάδου. Με βάση όμως τα ίδια δεδομένα, δύο
τουλάχιστον ιστορικοί κατέληξαν ότι το όριο των πιο σημαντικών λεσβιακών
πόλεων-κρατών πρέπει να τοποθετηθεί αρκετά πιο νότια[6]. Όπως ο P. Green, ο E. L.
Bowie επιχειρηματολογεί υπέρ της ιδέας ότι το σημείο όπου αποβιβάστηκαν οι
Μηθυμναίοι στο Δάφνις και Χλόη ήταν ο όρμος των Ν. Κυδωνιών.
Wikimedia | © OpenStreetMap
Για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της έρευνας πάνω στην τοπογραφία της Λέσβου
κατά την αρχαιότητα, οι εν λόγω ιστορικοί άντλησαν πληροφορίες από ελληνόφωνα
και ξενόφωνα έργα που χρονολογούνται από τα βυζαντινά χρόνια ως τις αρχές του
20ου αιώνα. Αν και δεν παρασύρθηκαν από πορτολάνους και ναυτικούς χάρτες που
τοποθετούν μια Chidonia κοντά στις πηγές θερμών υδάτων του Λισβορίου και του
Πολιχνίτου, παρέκαμψαν απ’ό,τι φαίνεται το μικρό αλλά κατατοπιστικό πόνημα του
Γ. Αρχοντόπουλου, Λέσβος ή Μυτιλήνη όπου γίνεται λόγος για τα «μεταξύ
Μηστιγνών και Κυδώνας διαλείποντα θερμά ύδατα» [7]:
« Τα ύδατα ταύτα (τα οποία πότε μεν φαίνονται, πότε δε όχι) αναβρύουσι έκτινος
λάκκου• είναι θερμώτατα και άνευ του εκ χειμάρρου ρέοντος ύδατος, δεν δύναται να
λουσθή. Λέγεται εις την θέσιν ταύτην υπήρχεν ναός της Αρτέμιδος το πάλαι • μετά
ταύτα δε ωνομάσθη Αγία Αικατερίνη»
Μέσοι χρόνοι
Η ελλιπής αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της Κυδώνας Λέσβου περιλαμβάνει ως
όφειλε δύο τουλάχιστον εξαιρέσεις. Μετά από τον Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο, διευθυντή
Αναστηλώσεως των Αρχαίων Μνημείων της Ελλάδος (1920-40), ο Σ. Χαριτωνίδης,
Έφορος Αρχαιοτήτων στη Λέσβο κατά τη δεκαέτία του 1960, επανήλθε με
δημοσιεύσεις του στην επιγραφή υπ’αριθμόν IG XII 2, 446 για την οποίαν είχαν
ενδιαφερθεί προηγούμενα ερευνητές διεθνούς ακτινοβολίας όπως οι Α. Κ. Ορλάνδος,
Henri Grégoire (1922) και Nahmanson (1908). Από τότε κι ως τουλάχιστον την
επίσκεψη Χαριτωνίδη, η επιγραφή «ΜΝΗΜΗ ΜΑΡΙΑΣ» βρισκόταν εντός του ναού
που την φιλοξενούσε [8]. Ο ναός κατατάσσεται από αρχιτεκτονικής άποψης στον τύπο
του ελεύθερου σταυρού με τρούλο. Στα ευρήματα αυτά της αρχαιολογικής έρευνας
στηρίζονται ερευνητές όπως οι J. Koder, Κ. Λουιζίδης και C. Wright, που
ενδιαφέρονται για την βυζαντινή εποχή των νησιών του Αιγαίου και πιο ειδικά για
την σύντομη περίοδο των Γατελούζων στη Λέσβο.
Η μάλλον πιο διαδεδομένη υπόθεση περί του βυζαντινού οικισμού της Κυδώνας
στηρίζεται σε δύο αλληλοϋποστηριζόμενα δεδομένα: αφενός, στην σταδιακή έξαρση
από τον 7ο μ. Χ. αιώνα του φαινομένου της πειρατείας στο Αιγαίο, αφετέρου, στον
μικρό οχυρωματικό πύργο ή πύργο-καταφύγιο που βρίσκεται στη βόρεια άκρη του
οροπεδίου της Πλάτης Μιστεγνών [9]. Βάσει των δεδομένων αυτών προωθείται η
υπόθεση σύμφωνα με την οποία κάτοικοι του οικισμού των Μιστεγνών, ενός
οικισμού ορατού από τη θάλασσα, αναζήτησαν ασφαλέστερη θέση κατοίκησης στα
βόρεια τους [10]. Πράγματι το ανάγλυφο της περιοχής παρέχει ταυτόχρονα κάλυψη
από και θέαση προς το θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Λέσβου και των απέναντι
παραλίων, καθώς το επίμηκες οροπέδιο της Πλάτης, με υψόμετρο περίπου τα 150 μ.,
εξασφαλίζει τον οπτικό έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας αποκρύπτοντας την προς
δυσμάς γειτονική κοιλάδα από κάθε διερχόμενο σκάφος. Πέραν όμως της ασφάλειας,
το ανάγλυφο του εδάφους παρείχε στους ξεριζωμένους εποίκους σίγουρα
πλεονεκτήματα: αρκετές εύφορες εκτάσεις παράλληλα προς τις όχθες του χειμάρρου
της Κυδώνας ή του Καλάμου, όπως είναι πλέον περισσότερο γνωστό το ρέμα αυτό
που αποθέτει εδώ και αιώνες φερτά υλικά ενώ παρείχε εκείνη την εποχή πόσιμο νερό
για αρκετούς μήνες το χρόνο. Έτσι μια μετοίκηση που πιθανά ξεκίνησε ως
προσωρινή απάντηση στον κίνδυνο της απώλειας της ζωής ή της μετατροπής της σε
εμπόρευμα από το δουλεμπόριο, έγινε σταδιακά μόνιμη ως τις αρχές των νεωτέρων
χρόνων.
Νεώτεροι Χρόνοι
Ανάμεσα στα πρωτογενή τεκμήρια που διαθέτει μέχρι σήμερα η ιστοριογραφία για τη
Λέσβο από την περίοδο της ανασυγκρότησης του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού,
κεντρική θέση κατέχουν τα κατάστιχα των ετών 1548 και 1671. Κατά τη
προετοιμασία του πρώτου που συντάχθηκε για φορολογικούς κυρίως σκοπούς της
βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, οι υπάλληλοι της απογραφής
κατέγραψαν στην «Τσιδόνα» (οθωμ. τουρκ. چىدوﻨﻪ/ Çidona) 115 φορολογήσιμες
μονάδες από τις οποίες οι 36 είχαν επικεφαλής τους αγάμους (οθωμ. τουρκ.,
mücerred), οι 15 χήρες (bive) και οι 14 μουσουλμάνους εκ των οποίων 5 κατείχαν
ξεχωριστά έκταση που οργώνονταν από 1 ζευγάρι βοδιών (çift), 6 κατείχαν ελάχιστη
ή καθόλου γη (bennak) και 3 ήταν άγαμοι [12]. Αποτελώντας μια αριθμητική μόνο
μειοψηφία μεταξύ των συγχωριανών τους, οι 14 αυτές μονάδες συνιστούσαν τη
μεγαλύτερη συγκέντρωση μουσουλμάνων ανάμεσα στους 19 οικισμούς της επαρχίας
Κόρακα όπου υπαγόταν η οθωμανική Κυδώνα. Εξίσου μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον
παρουσιάζει βεβαίως η φορολογήσιμη παραγωγή (el mahsul) του οικισμού (karye).
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται τα 15 κυριότερα είδη από τα οποία τα
περισσότερα αποτελούσαν τα βασικά είδη διατροφής για τους ανθρώπους της εποχής.
Φορολογήσιμο Είδος Ποσότητα σε keyl Αξία σε akçe Ιεράρχηση Ειδών βάσει αξίας
Στα 123 έτη που πέρασαν ως την επόμενη γνωστή στην έρευνα απογραφή του 1671, ο
πληθυσμός της Κυδώνας αυξήθηκε μεν σε πολύ μικρότερο βαθμό από άλλα χωριά
του καζά, αλλά σε ποσοστό περίπου διπλάσιο σε σχέση με το ποσοστό των
γειτονικών Μιστεγνών που αυξήθηκαν με τον ελάχιστο ετήσιο ρυθμό του 1,13 % [13].
Ερμηνεύοντας την πληθυσμιακή αύξηση, οι ερευνητές παίρνουν υπόψη τους το
γεγονός ότι ο πραγματικός πληθυσμός αυξήθηκε ελάχιστα κατά το διάστημα εκείνο
των 123 ετών κι υποστηρίζουν το ενδεχόμενο της μετακίνησης πληθυσμών από χωριό
σε χωριό κι από τα δυτικά προς τα ανατολικά τμήματα του νησιού. Δίχως όμως
αμφιβολία, η πιο σημαντική μεταβολή στον πληθυσμό της Κυδώνας ήταν η
ολοκληρωτική αλλαγή της σύνθεσής του. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Σ.
Αναγνώστου, βάσει ενός Μητροπολιτικού Κώδικα που χάθηκε εκ των υστέρων, η
Κυδώνα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Μυτιλήνης έως στα 1652 [14].
Ενώ όμως 20 χρόνια αργότερα χριστιανοί και μουσουλμάνοι κατοικούν
κατ’ισομοιρία στα γειτονικά Μιστεγνά και Θερμή, βάσει της απογραφής του 1671
και τα 129 νοικοκυριά της Κυδώνας είναι μουσουλμανικά [15]. Αν και δεν διαθέτουμε
τεκμηριωμένη ερμηνεία για την εξαιρετική αυτή αλλαγή, μπορούμε εντούτοις να την
θεωρήσουμε έστω και προσωρινά ως τη βασική αιτία για την αντικατάσταση του
τοπωνυμίου της Κυδώνας από το νεώτερο τοπωνύμιο Φρούριο Μπαλτζίκ (τουρκ.,
Balcık Hisar) στην απογραφή του 1671 [16].
Η εκτιμώμενη κατά 250% αύξηση του πληθυσμού της Κυδώνας κατά το διάστημα
1548- 1671, σίγουρα δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των κρατικών εσόδων
από την αγροτική παραγωγή του χωριού στο ίδιο διάστημα. Τα φορολογικά στοιχεία
της απογραφής του 1671 επιτρέπουν όμως να διαφανεί η βαθμιαία εξάπλωση της
ελαιοκομίας εις βάρος της σιτοπαραγωγής [17]. Αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι η
ελλειμματική παραγωγή ενός βασικού είδους διατροφής όπως το σιτάρι, έπρεπε να
αντισταθμιστεί με έξωθεν εισαγωγές οι οποίες θα απαιτούσαν ολοένα και
περισσότερα έσοδα από άλλους κλάδους όπως η ελαιοκομία, συμβάλλοντας
συγχρόνως στον εκχρηματισμό της νησιωτικής οικονομίας και στην απορρόφησή της
από τις τότε διεθνείς αγορές. Εν μέσω της αλλαγής αυτής που προϋπέθετε μεταξύ
άλλων τη σταδιακή εξάλειψη της πειρατείας από τις θάλασσες του Αιγαίου, δεν θα
ήταν τόσο επισφαλής μια υπόθεση περί της βαθμιαίας εγκατάλειψης της κοιλάδας της
Κυδώνας ως χώρου κατοίκησης από τους κατοίκους της που μετακινήθηκαν προς την
γειτονική νότια απόληξη του οροπεδίου όπου ιδρύθηκε το νεώτερο Μπαλτζίκ. Η
εξαφάνιση εντούτοις της Κυδώνας και των χριστιανών της έδωσε από τον 18ο αιώνα
πρόσφορο έδαφος για διάφορες εκτιμήσεις κι υποθέσεις ως προς το παρελθόν και την
κληρονομιά της.
Αν και στα παραπάνω μπορεί κάλλιστα να διακρίνει κανείς την επιρροή ενός
πρωτεργάτη του ελληνικού εθνικισμού όπως ο A. Κοραής[18], οι καταμαρτυρούμενες
καταπιέσεις δεν μπορούν να απορριφθούν ως αβάσιμες καταγγελλίες δεδομένων
πληροφοριών όπως αυτών που σώζονται σε οθωμανικές αρχειακές πηγές, π.χ. στα
Rakka Ahkâm Defterleri που αφορούν στην περίοδο μετά το 1746 [19]. Αντίθετα όμως
με το παραπάνω ιστορικό του Σ. Αναγνώστου κινείται η πιο διαδεδομένη αφήγηση
για τον τερματισμό της κατοίκησης της Κυδώνας από χριστιανούς: « το χωρίον […]
εκ σεισμού κατεστράφη και εσκορπίσθησαν οι κάτοικοι εις Αγίαν Παρασκευήν,
Μανδαμάδον, Μηστεγνά και εις το αντίκρυ μέρος της Ανατολής» [20].
Παραπομπές
1.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Κυδώνα Project Στα Μονοπάτια της παλιάς Κυδώνας
(Γαλλικά) «Les Villages dans l'Empire byzantin» (PDF).
Πηγές
1 Αξιώτης, Μάκης (1992). Περπατώντας στη Λέσβο. Μυτιλήνη, σελ. 150-2.
5 Peter Green, “Longus, Antiphon and the topography of Lesbos”, JHS 102 (1982),
210-214 και E. L. Bowie, 1985, ό.π.
7 πρβλ. Στ. Τάξη, Συνοπτική ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου, 1909 (ανατύπωση
1994), σελ. 94 και Μ. Αξιώτη, 1992, ό.π., σελ. 152.
10 J. Koder,1998 ,ό.π.
15 βλ. L. Payzın, XVIII. yüzyılda Midilli adası, μεταπτυχιακή διατριβή, Aydın, 2008,
σελ. 22.
17 βλ. B. Anderson, Imagined Communities. Reflections on the Origin and the Spread
of Nationalism, 2006, p. 72.
19 βλ. για παράδειγμα Γ. Αρχοντόπουλου, 1894, σελ. 43 και Σ. Τάξη, 1909, σελ. 94.