You are on page 1of 12

Στο Πήλιο γενικότερα και στο νότιο Πήλιο ειδικότερα, η αρχαιολογική έρευνα

προχωράει με αργά βήματα εδώ και έναν περίπου αιώνα, κυρίως λόγω της
σημαντικής του απόστασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και του
δύσκολου στην πρόσβαση φυσικού αναγλύφου, που γίνεται ακόμα πιο
δυσπρόσιτο από την πυκνή βλάστηση και τις ακραίες καιρικές συνθήκες
κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Παρόλα αυτά έχουν γίνει σημαντικά
βήματα, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε τη βασική εικόνα της
κατοίκησης της περιοχής.
Η γνωριμία με το τοπίο και τον τόπο και η συγκέντρωση των μέχρι σήμερα
γνωστών αρχαιολογικών δεδομένων σε μία ενιαία αφήγηση αποτελούν τον
πρώτο στόχο της ανακοίνωσης. Η παρουσίαση της πρόσφατης ανασκαφικής
και ερευνητικής δραστηριότητας σε επί μέρους οικισμούς και θέσεις
αρχαιολογικού ενδιαφέροντος αποτελεί τον δεύτερο στόχο.
Η ανάδειξη των προοπτικών της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή και της
ανάγκης για συνέχισή της με εντατικότερους ρυθμούς και πιο οργανωμένα,
προς όφελος της γενικότερης γνώσης μας για την αρχαιότητα αλλά και των
των σύγχρονων κατοίκων του τόπου, αποτελεί τη βαθύτερη επιθυμία και τον
απώτερο στόχο της παρουσίασης.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ΠΗΛΙΟ


ΟΙ ΕΡΕΥΝΕΣ, ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ, ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Κωνσταντίνος Βουζαξάκης

Ξεκινώντας κανείς να μελετά την ανθρώπινη παρουσία στο Πήλιο κατά την
αρχαιότητα, δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιες σημαντικές διαπιστώσεις
σχετικά με την ιστορία της έρευνας στην περιοχή, εφόσον με βάση αυτή
διαμορφώθηκε αφενός η ποσότητα, αλλά κυρίως η ποιότητα της ιστορικής
γνώσης για το θέμα.
Αν και η χερσόνησος του Πηλίου άρχισε να μελετάται αρχαιολογικά ήδη από
τις αρχές του 20ου αι., σχεδόν ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Θεσσαλία,
ακολούθησε τελικά την ερευνητική τύχη όλων των δυσπρόσιτων περιοχών,
που βρίσκονται μακριά από τα κατά καιρούς μεγάλα αστικά κέντρα, το σημείο
παρουσίας της διοίκησης και την εκάστοτε έδρα της κατά το νόμο αρμόδιας
αρχαιολογικής υπηρεσίας. Αν στα παραπάνω προστεθεί το έντονα πτυχωμένο
φυσικό ανάγλυφο με τις απότομες και μεγάλες υψομετρικές διαφορές, που
καθιστά δύσκολη ακόμα και την απλή ορατότητα από το ένα σημείο στο άλλο,
το άσχημο οδικό δίκτυο, καθώς και τις ακραίες καιρικές συνθήκες ιδίως κατά
τη διάρκεια του χειμώνα, τότε μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί το γεγονός των
ελάχιστων και πάντα σύντομων χρονικά αρχαιολογικών ερευνών.
Ειδικότερα, οι αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες στην περιοχή του Πηλίου
υπήρξαν λιγοστές, μικρής κλίμακας και σχεδόν πάντα σωστικού χαρακτήρα.
Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, που θα μπορούσαν να προσφέρουν
πολύτιμες πληροφορίες και γνώσεις σχετικά με το παρελθόν και τους
ανθρώπους που έδρασαν διαχρονικά στην περιοχή, παραμένουν απλές
βιβλιογραφικές παραπομπές ερευνητών συνήθως μέσα από μια προσπάθεια
διασύνδεσής τους με αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σε πόλεις
και γεγονότα. Ταυτόχρονα, τα αρχαιολογικά ευρήματα που σταδιακά
συγκεντρώθηκαν, λειτούργησαν περισσότερο σαν ενδείξεις για το παρελθόν
μιας περιφερειακής περιοχής, η επιλεκτική μελέτη της οποίας περιοριζόταν στο
να συμπληρώσει τα όποια κενά της βασικής ιστορικής αφήγησης
κεντρικότερων γεωγραφικών και ιστορικών ενοτήτων, που παρέμεναν τα
κύρια ζητούμενα της αρχαιολογικής έρευνας.
Είναι μάλλον γνωστό και δεδομένο ότι η μελέτη του παρελθόντος συνολικά, η
ένταση της έρευνας και αντιμετώπιση του κόστους που ενδεχομένως αυτή
έχει, αποτελούν επιλογές της κοινωνίας σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο.
Πέρα από τη γενικότερη σχέση του ελληνικού κράτους με το παρελθόν, για
την οποία υπάρχει ήδη μια εκτενής συζήτηση, σημαντική είναι επίσης και η
διαφορετική προσέγγιση του παρελθόντος από τις επιμέρους τοπικές
κοινωνίες. Η διαφοροποίηση της προσέγγισης φαίνεται ότι έχει την αφετηρία
της κυρίως στη θέση που επιδιώκουν να εδραιώσουν οι τοπικές κοινωνίες στη
σύγχρονή πραγματικότητα και στην προσπάθειά τους για αναγνώρισή άλλοτε
με αναφορές στο παρελθόν και άλλοτε αδιαφορώντας γι’ αυτό και εστιάζοντας
στο παρόν. Τέλος, είναι δεδομένο ότι οι όποιες επιλογές σε εθνικό ή τοπικό
επίπεδο, τελικά εκφέρονται μέσα από τους εκάστοτε ερευνητές, οι οποίοι είναι
εύλογο ως ξεχωριστές προσωπικότητες να έχουν και να αναδεικνύουν
συγκεκριμένα επιστημονικά ενδιαφέροντα και προβληματισμούς. Είναι
προφανές, κατά συνέπεια, ότι το σύνολο των παραπάνω παραγόντων
διαμορφώνει τελικά αυτό που αρχικά ορίστηκε ως ιστορική γνώση, γεγονός
απόλυτα ευκρινές και στην περίπτωση του Πηλίου.

Οι αρχαιολογικοί χώροι που θα μας απασχολήσουν εντοπίζονται στην περιοχή


του Νοτίου Πηλίου, στα όρια των πρώην Καποδιστριακών Δήμων Αργαλαστής
και Σηπιάδος, καθώς και της πρώην κοινότητας Τρικερίου. Στην ουσία
πρόκειται για το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου, όπου τον ορεινό όγκο του
Πηλίου διαδέχεται το όρος Τισαίο. Το τοπίο είναι γεμάτο ενδιαφέρουσες
αντιθέσεις, καθώς εναλλάσσεται από παραθαλάσσιο και ήπιο στις ακτές του
Παγασητικού σε απόκρημνο και βραχώδες στις ακτές του Αιγαίου και από
πεδινό και επίπεδο σε ορεινό και δύσβατο με αρκετά μικρά, διάσπαρτα
οροπέδια.
Ψηλά από τα βουνά, μεταφέροντας τα νερά της βροχής στη θάλασσα,
ξεκινούν νεροφαγιές, που γρήγορα εξελίσσονται σε απότομες χαράδρες και
καταλήγουν σε μικρά, ήπιας μορφής ρέματα στην περιοχή των εκβολών τους.
Συχνά στα σημεία αυτά το νερό των ρεμάτων αναμειγνύεται με το θαλασσινό
δημιουργώντας ιδιαίτερα οικοσυστήματα. Σε ένα τοπίο που το βουνό σμίγει με
τη θάλασσα υπάρχει στενά συνυφασμένη η εικόνα της χιονισμένης
βουνοκορφής με τα καΐκια που ξεκινούν από τα πολυάριθμα μικρά λιμάνια.
Ορεινές κοινότητες ανήκουν στην ίδια διοικητική περιοχή με παραθαλάσσιες
αλλά και νησιωτικές. Κορφές των βουνών αντικρίζουν νησάκια, με
σημαντικότερο από διάφορες απόψεις το νησί των Τρικέρων. Πρόκειται τελικά
για ένα τοπίο που μάλλον προκαλεί με μία ιδιόμορφη, εσωτερική αρμονία
παρά ξενίζει με τις αναμφισβήτητες αντιθέσεις του.
Ο Δ.Ρ. Θεοχάρης είχε υποστηρίξει ότι εντόπισε ενδείξεις ανθρώπινης
παρουσίας στο Πήλιο ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο. Ωστόσο, μέχρι και
σήμερα αυτές οι πληροφορίες δε στάθηκε δυνατό να επαληθευτούν. Έτσι,
όσον αφορά το Νότιο Πήλιο η αρχαιότερη κατοίκηση φαίνεται να συμβαίνει
κατά την Εποχή του Χαλκού στο νησί Τρίκερι στη χερσόνησο της Αγίας
Σοφίας, ενώ λίθινα λειασμένα και απολεπισμένα εργαλεία, της ίδιας ή και
προγενέστερης πιθανόν χρονικής περιόδου, έχουν παραδοθεί και από την
ευρύτερη περιοχή της Χονδρής Άμμου, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχουν
εντοπισθεί με ακρίβεια οι θέσεις εύρεσής τους. Πάνω στο νησί των Τρικέρων,
την αρχαία Κικύνηθο σύμφωνα με τους Σκύλακα ( Περίπλους 64) και
Στράβωνα (ΙΧ. 436), έχει εντοπισθεί και ο οικισμός των ιστορικών χρόνων,
χωρίς όμως να έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα ιδιαίτερη έρευνα6. Στο
κέντρο σχεδόν του νησιού, δεσπόζει πλέον το μοναστήρι της Παναγίας
Ευαγγελίστριας.
Στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου, στη θέση ≪Μύλος ≫ στα ΒΔ της Αγ.
Κυριακής, έχει εντοπισθεί ένα ρωμαϊκό χωμάτινο οχυρό, προφανώς για τον
έλεγχο του διάπλου των πλοίων στο στρατηγικό αυτό σημείο.
Ελάχιστα στοιχεία είναι ωστόσο γνωστά για την μορφή αλλά και τις συνθήκες
λειτουργίας του.
Στα ανατολικά της χερσονήσου προς τον Παγασητικό, η πρώτη αρχαιολογική
θέση που συναντάει κανείς είναι στην περιοχή του χωριού Κόττες. Εδώ τα
επιφανειακά ευρήματα και οι διάσπαρτοι τάφοι υποδεικνύουν κατοίκηση
τουλάχιστον κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αν όχι και παλαιότερα. Η περιοχή
νότια του χωριού Κόττες αποτελεί ένα μεγάλο και βαθύ φυσικό λιμάνι, το
οποίο δεν αποκλείεται να αποτελεί το λιμάνι ≪Ίσαι≫ που αναφέρει ο
Σκύλακας (Περίπλους 65). Με αφορμή, ωστόσο, το οχυρό στη θέση
≪Μύλος≫, τον ενδεχόμενο οικισμό – λιμάνι στις Κόττες, αλλά και διάσπαρτες
ενδείξεις στην περιοχή, διαφαίνεται ένα αυξημένο και αξιοσημείωτο
ενδιαφέρον για την είσοδο του Παγασητικού Κόλπου κατά τη Ρωμαϊκή
περίοδο, που ενδεχομένως θα πρέπει να συνδυαστεί και να συνεξετασθεί με
τις εμπορικές δραστηριότητες της περιόδου.
Στην θέση ≪Διακόπι≫, στο στενότερο σημείο στεριάς μεταξύ του Αιγαίου και
του Παγασητικού, υπάρχει τείχος με ορθογώνιους πύργους ανά διαστήματα
120-150 μέτρων, το οποίο κλείνει το πέρασμα προς τη χερσόνησο του
Τρικερίου. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το τείχος αυτό κτίστηκε σε
ελάχιστες μέρες από τους Τρικεριώτες προκειμένου να αμυνθούν απέναντι
στις στρατιές των Τούρκων τον 19ο αι.
Ωστόσο, ο τρόπος δόμησης παραπέμπει πιθανόν σε αρχαία κατασκευή και
κατά συνέπεια δεν αποκλείεται να αποτελεί αρχαίο κατάλοιπο οχύρωσης του
ισθμού, το οποίο ενδεχομένως να επισκεύασαν και να χρησιμοποίησαν και οι
επαναστατημένοι Τρικεριώτες αργότερα. Δυστυχώς, η παντελής απουσία
επιφανειακών ευρημάτων και η έλλειψη αρχαιολογικών ανασκαφών δεν
επιτρέπει λεπτομερέστερη προσέγγιση.
Λίγο βορειοανατολικότερα υπάρχει μεγάλη σε έκταση πόλη, που εκτείνεται
από την Χονδρή Άμμο στην ακτή του Αιγαίου έως και την ακτή του
Παγασητικού στη θέση του Αγ. Ανδρέα. Η πόλη αυτή καταλαμβάνει τμήμα της
πεδινής περιοχής αλλά και του λόφου στα νότια, όπου θα πρέπει να ήταν η
τειχισμένη ακρόπολη. Έχουν εντοπισθεί μια σειρά από ορατές αρχαιότητες
διάσπαρτες στην περιοχή, καθώς και αρκετοί τάφοι, αλλά δεν έχει
πραγματοποιηθεί ποτέ καμία ανασκαφική έρευνα. Από την περιοχή έχει
παραδοθεί και ακέφαλο γυναικείο άγαλμα των ύστερων ελληνιστικών χρόνων.
Σύμφωνα με όλους σχεδόν τους μελετητές, εδώ θα πρέπει να τοποθετηθεί η
≪αμφιλίμενος≫ Ολιζών της αρχαιότητος. Στην ίδια περιοχή σώζονται και
ερείπια μεταγενέστερης οχυρωμένης θέσης12. Πέρα όμως από την όποια
ταύτιση, πρόκειται προφανώς για μια σημαντική αρχαία πόλη, όπως μαρτυρά
η μεγάλη έκτασή της και η ταυτόχρονη και εύκολη σχετικά πρόσβασή σε δύο
λιμάνια, ένα στον Παγασητικό και ένα στο Αιγαίο. Μελλοντικό, και ας
ελπίσουμε όχι μακρινό, στόχο αποτελεί η διεξαγωγή μιας Εντατικής
Επιφανειακής Έρευνας σε ολόκληρη την περιοχή αυτή, προκειμένου να
εντοπισθούν και να καταγραφούν όλες οι αρχαιότητες διαχρονικά και να
αντληθούν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από έναν, καθώς
φαίνεται σημαντικό, αλλά δυστυχώς απομακρυσμένο και άγνωστο εν πολλοίς
αρχαιολογικό χώρο.
Κατευθυνόμενοι βόρεια συναντάμε τον αρχαίο οικισμό στην περιοχή του
Χόρτου. Στο λόφο ≪Πύργος≫ είχαν εντοπιστεί από παλιά ερείπια πόλης με
κατοίκηση πιθανόν από τους αρχαϊκούς χρόνους έως και τη ρωμαϊκή εποχή.
Αναθηματικές και επιτύμβιες στήλες είναι γνωστές από την περιοχή ήδη από
τις αρχές του 20ου αι. Τη δεκαετία του ’60 είχε ανασκαφεί μικρός ναΐσκος
μεταβυζαντινής περιόδου15, ενώ τη δεκαετία του ’70 είχαν ανασκαφεί τάφοι
της ελληνιστικής εποχής16. Μέσα στα ιδιαίτερα ευρήματα από την περιοχή
είναι και ένας κυλινδρικός σφραγιδόλιθος από Ορεία Κρύσταλλο, που
παραδόθηκε από κάτοικο της περιοχής με υπόδειξη της ακριβούς θέσης
εντοπισμού του. Πρόσφατα με αφορμή την οικοδομική δραστηριότητα στην
περιοχή, ανασκάφηκαν τμήματα του ελληνιστικού και ρωμαϊκού οικισμού.
Στην ίδια περιοχή σώζονται και ερείπια βυζαντινών και μεταβυζαντινών
χρόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα σύνολο τεσσάρων
κιβωτιόσχημων τάφων στη σειρά, που περικλείονται από τοίχο
κατασκευασμένο από καλά δουλεμένους μεγάλους γωνιόλιθους. Το ταφικό
αυτό μνημείο βρίσκεται σε γειτονικό λόφο, στη θέση ≪Μνήματα ≫ απέναντι
από την αρχαία πόλη και υποδείχθηκε από κατοίκους της περιοχής. Η έρευνα
και μελέτη του μνημείου βρίσκεται σε εξέλιξη και πιθανόν θα μπορούσε να
συσχετισθεί με μια σειρά παρόμοιων μνημείων της κλασικής και ελληνιστικής
αρχαιότητας.
Σύμφωνα με παλαιότερους μελετητές, η πόλη αυτή θα πρέπει να ήταν τα
αρχαία Σπάλαυθρα. Αν και το αρχαιολογικό υλικό από τις ανασκαφές δεν έχει
επιβεβαιώσει μέχρι σήμερα την ταύτιση της αρχαίας πόλης, έχει ήδη συμβάλει
σημαντικά στην κατανόηση της κατοίκησης στην περιοχή και στη χερσόνησο
του Πηλίου γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, έχει αρχίσει να διαφαίνεται ένας
ιδιαίτερος τρόπος πολεοδομικής οργάνωσης των οικισμών-πόλεων στην
ακτογραμμή του Πηλίου κυρίως από τη μεριά του Παγασητικού αλλά και προς
το Αιγαίο. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα, οι πόλεις από την
αρχαϊκή περίοδο και μετά τουλάχιστον, χτίζονται στις πλαγιές λόφων δίπλα
στη θάλασσα, έχοντας μπροστά τους ευμεγέθεις κόλπους που θα μπορούσαν
να λειτουργούν ως λιμάνια. Τα σπίτια χτίζονται σε απόσταση το ένα από το
άλλο στις πλαγιές, πάνω σε τεχνητά άνδηρα που συγκρατούν μεγάλοι τοίχοι.
Η στρωματογραφία ενός τέτοιου οικισμού πόλης δεν είναι πάντα κάθετη ως
προς τη χρονική αλληλουχία των στρωμάτων-φάσεων, αλλά ενδέχεται να
εναλλάσσονται διαφορετικές χρονολογικές φάσεις οριζόντια σε παράταξη.
Αυτό συμβαίνει καθώς διαπιστώνεται ενίοτε ότι σε μεταγενέστερες φάσεις
χτίζονται κτίρια πάνω στο φυσικό βράχο, σε πρώην κενούς χώρους και όχι
κατ’ ανάγκη πάνω σε παλαιότερα ερείπια. Ο τρόπος αυτός ανάπτυξης των
οικισμών με οριζόντιες μετατοπίσεις των κτιρίων στο χώρο κατά τη διάρκεια
του χρόνου, οι απότομες κλίσεις των λόφων που ευνοούν τη διάβρωση των
εδαφών και την ταχύτατη αποδόμηση των κτιρίων με παράλληλη μεταφορά
αρχαιολογικού υλικού σε χαμηλότερες υψομετρικά θέσεις της περιοχής και η
ύπαρξη αναλημμάτων που άλλοτε είναι εύκολο να αποδοθούν στην
αρχαιότητα και άλλοτε όχι, αφού μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται,
ανακατασκευάζονται και κατασκευάζονται ακόμα και εξαρχής με παλιό υλικό,
καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη αλλά και ενδιαφέρουσα την έρευνα.
Στην περιοχή του Κατηγιώργη και συγκεκριμένα στη θέση ≪Θεοτόκος ≫
συναντούμε μια ακόμα αρχαία πόλη, που εκτείνεται κυρίως πάνω σε έναν
ψηλό και απότομο προς τη μεριά της θάλασσας λόφο. Εδώ, είχαν
αποκαλυφθεί από τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα, τάφοι της γεωμετρικής
περιόδου, ενώ υπήρχαν διάσπαρτα στην περιοχή αρχιτεκτονικά μέλη με
χαρακτηριστικότερα τους σπόνδυλους από δωρικούς κίονες. Στην ανασκαφή
που πραγματοποιήθηκε τότε αποκαλύφθηκε χριστιανικός ναός με ψηφιδωτό
δάπεδο, που πιθανόν να διαδέχθηκε άλλον προγενέστερο ναό των αρχαίων
χρόνων. Στην ευρύτερη περιοχή οι πηγές αναφέρουν ότι υπήρχε ο ναός της
Άρτεμης Τισαίας, χωρίς ωστόσο να έχει καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί η
θέση του ανασκαφικά. Τη δεκαετία του ‘80 ανασκάφηκε στην περιοχή τάφος
πρωτογεωμετρικής περιόδου, ενώ τη δεκαετία του ‘90, στην βόρεια πλαγιά
του λόφου ανασκάφηκαν τμήματα της οχύρωσης της πόλης των ιστορικών
χρόνων. Το 2012 με αφορμή αρχαιοκαπηλική δράση, ερευνήθηκε ένας νέος
κιβωτιόσχημος τάφος της γεωμετρικής περιόδου, όπου δυστυχώς δεν είχαν
απομείνει πολλά στοιχεία χωρίς να έχουν διαταραχθεί. Το σημαντικό ωστόσο
στοιχείο είναι η θέση του τάφου στην βόρεια πλαγιά του λόφου, αμέσως έξω
από το τείχος των ιστορικών χρόνων που αναφέρθηκε παραπάνω,
υποδεικνύοντας ενδεχομένως έμμεσα και τα αντίστοιχα όρια του παλαιότερου
οικισμού. Το όνομα που αποδίδεται στη θέση αυτή διαφέρει από μελετητή σε
μελετητή. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για την αρχαία Σηπιάδα, ενώ
αντιπροτάθηκε και η τοποθέτηση εδώ της πόλης ≪Μύραι ≫, που αναφέρει ο
Σκύλακας (Περίπλους 65).
Νοτιότερα συναντά κανείς τον όρμο του Πλατανιά. Στο σημείο αυτό
τοποθετούνται σύμφωνα με τους παλαιότερους μελετητές οι αρχαίοι
≪Αφέται≫, η περιοχή όπου οι Αργοναύτες άφησαν τον Ηρακλή σύμφωνα με
το μύθο και όπου αργότερα αγκυροβόλησε ο Ξέρξης το στόλο του μετά από
μεγάλη τρικυμία, κατά τα γεγονότα στην ναυμαχία του Αρτεμισίου (το οποίο
βρίσκεται ακριβώς απέναντι)26. Στην περιοχή αυτή εντοπίστηκαν επιφανειακά
αρχαιολογικά κατάλοιπα, αλλά και λίθινες πλάκες από πλαϊνά τάφων, που
χρονολογήθηκαν στην ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, στη μοναδική σωστική
ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή δε στάθηκε δυνατό να
επιβεβαιωθεί η ύπαρξη κάποιου οικισμού. Για να συμπληρωθεί η απαρίθμηση
των πόλεων και των οικισμών της περιοχής θα πρέπει να αναφερθεί και μια
σειρά μικρών θέσεων που εντοπίστηκαν κατά την έρευνα των τελευταίων
ετών. Ειδικότερα, στην περιοχή της Αργαλαστής στο δρόμο προς την
Ξυνόβρυση στο λόφο ≪Προφήτης Ηλίας≫ Καλλιθέας έχει εντοπιστεί νέος
οικισμός με κατοίκηση από την προϊστορική περίοδο και συγκεκριμένα την
Εποχή του Χαλκού και με ενδείξεις έως την ελληνιστική εποχή. Η διερεύνηση
της θέσης αυτής αποτελεί στόχο της έρευνας στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Στην περιοχή μεταξύ Χόρτου και Αργαλαστής, μόλις 1700μ ΒΔ σε ευθεία
γραμμή από τη γνωστή αρχαία πόλη στο Χόρτο, εντοπίστηκε πρόσφατα νέος
οικισμός, ο οποίος με τις μέχρι τώρα ενδείξεις κατοικήθηκε τουλάχιστον κατά
την κλασική περίοδο. Πιθανόν να ταυτίζεται με μία ασαφή και σύντομη
αναφορά του Αρβανιτόπουλου για ύπαρξη ενός επιπλέον οικισμού μεταξύ
Χορτόκαστρου και Πάου.
Στην Πάλτση, και συγκεκριμένα στη θέση ≪Αγ. Ταξιάρχες ≫, όπου υπάρχει
εγκαταλειμμένο μοναστηριακό συγκρότημα, έχουν εντοπισθεί οι γωνιόλιθοι
ενός Πύργου. Η έλλειψη ανασκαφής, η απουσία άλλων ευρημάτων και τα
λιγοστά φθαρμένα επιφανειακά όστρακα δε βοηθούν ούτε στην ακριβή
χρονολόγηση της κατασκευής ούτε και στην ερμηνεία της. Θα μπορούσε να
είναι τμήμα αρχαίου τείχους ή ακόμα και ενός αυτόνομου Πύργου της
αρχαιότητας, με σκοπό την εποπτεία της θάλασσας και του διάπλου ανάμεσα
στη χερσόνησο του Πηλίου και της Σκιάθου. Πρόκειται για μια πρακτική που
τη συναντούμε περιμετρικά στις ακτές του Πηλίου, με πολυάριθμους Πύργους
και μικρές οχυρωμένες θέσεις, γνωστές ως ≪Παλιόκαστρα ≫, τα οποία
χρονολογούνται όμως μεταγενέστερα, στα μεσαιωνικά χρόνια. Έχουν
ενδεχομένως αξία κάποιες πρώτες σκέψεις με αφορμή την σύντομη
ενασχόληση μέχρι σήμερα με την περιοχή και τα λιγοστά ακόμα δεδομένα που
έχουν συγκεντρωθεί. Είναι ενδιαφέρον ότι στο Πήλιο δεν έχουν εντοπισθεί
μέχρι σήμερα ασφαλείς ενδείξεις κατοίκησης ή έστω ανθρώπινης
δραστηριότητας που να μπορούν να χρονολογηθούν πριν από την Εποχή του
Χαλκού. Το γεγονός γίνεται πιο ενδιαφέρον αν ληφθεί υπόψη και η
γεωγραφική θέση του Πηλίου ανάμεσα στα νησιά των βορείων Σποράδων και
της νοτιοανατολικής Θεσσαλίας με τις πεδιάδες του Βόλου, της Λάρισας και
του Αλμυρού, περιοχές όπου έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα τόσο της
Παλαιολιθικής περιόδου30, όσο κυρίως της Νεολιθικής. Θεωρώντας ότι
υπάρχουν κατά περιοχές οι προϋποθέσεις για την εγκατάσταση ανθρώπων στο
Πήλιο στις διάφορες φάσεις της απώτερης προϊστορίας, ο εντοπισμός τους
ίσως πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί θέμα εντατικοποίησης και κατάλληλης
στόχευσης της έρευνας. Ως μια τέτοια πιθανή περιοχή έχει επισημανθεί, από
σποραδικές μέχρι σήμερα ενδείξεις, η περιοχή αμέσως νότια από τη Μηλίνα,
στην περιοχή Αγίου Ανδρέα-Χονδρής Άμμου και λίγο βορειότερα έως τον
Πλατανιά από την πλευρά του Αιγαίου. Η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται
αφενός πλησίον της Σκιάθου και των υπόλοιπων νησιών των Β. Σποράδων και
αφετέρου απέναντι και πολύ κοντά δια θαλάσσης με την περιοχή του Αλμυρού
και της Σούρπης, δημιουργώντας ένα εν δυνάμει πέρασμα και προς τις δύο
κατευθύνσεις. Παράλληλα διαθέτει εδάφη (μικρές πεδιάδες και οροπέδια)
κατάλληλα για την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων των
προϊστορικών κοινωνιών.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον θέμα προς συζήτηση, αφορά τους οικισμούς-πόλεις
των ιστορικών χρόνων και ιδιαίτερα εκείνους που φαίνεται να συνεχίζουν να
κατοικούνται κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων μετά την ίδρυση της
Δημητριάδας (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων
πηγών, η ίδρυση της Δημητριάδας είχε ως αποτέλεσμα την (υποχρεωτική;)
εγκατάλειψη των διάσπαρτων μαγνητικών πόλεων και το συνοικισμό τους στο
νέο πολεοδομικό μόρφωμα της εποχής, την μεγάλη, κεντρικά ελεγχόμενη
διοικητικά πόλη, η οποία κατασκευάζεται με προμελετημένο ρυμοτομικό
σχέδιο, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αν και αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται
για τους οικισμούς στην άμεση γειτονιά της νέας πόλης (Σωρός, Γορίτσα, Μ.
Βελανιδιά κλπ) είναι φανερό ότι στο ακρωτήρι του Πηλίου μάλλον συμβαίνει
κάτι διαφορετικό. Στο Χόρτο, στο Παλιόκαστρο της Μηλίνας, στη Θεοτόκο,
υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι οικισμοί κατοικούνται χωρίς διακοπή και
στην ελληνιστική περίοδο. Η φύση και η έκταση της κατοίκησης καθώς και η
σχέση της με τις προγενέστερες περιόδους, παραμένουν ωστόσο ζητούμενα
της έρευνας. Επιπλέον, το μοναδικό ταυτισμένο ιερό της περιοχής του Πηλίου,
αυτό του Κορωπαίου Απόλλωνα, όχι μόνο δεν φαίνεται να εγκαταλείπεται,
αλλά η λειτουργία του κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ενσωματώνεται στο
τελετουργικό των εορτών και τη λατρευτική ζωή της νέας πόλης της
Δημητριάδας. Αποτελεί άραγε αυτή η συνεχής παρουσία μια ένδειξη μη
συμμόρφωσης του ντόπιου πληθυσμού και παραμονής του στα πατρικά
εδάφη; Μήπως αντίθετα είναι ένδειξη μιας χαλαρότερης πολιτικής απόφασης
για τον συνοικισμό της νέας πόλης ή έστω με διαφορετική μορφή υλοποίησης
από ότι οι πηγές αφήνουν να εννοηθεί ή εμείς κατανοούμε; Για να τεθεί
διαφορετικά η ερώτηση, κατά πόσο κατανοούμε και ερμηνεύουμε πλήρως και
ορθά την έννοια του συνοικισμού, δεδομένων των αρχαιολογικών ευρημάτων
στην περιοχή; Ποιοι και πόσο επιτυχείς ήταν οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι
τρόποι “πειθού .” επίτου ντόπιου πληθυσμού ώστε να εγκαταλείψει σπίτια,
χωρά ια, συμφέροντα, τόπους λατρείας35, τόπους συνυφασμένους με την
ιστορική και κοινωνική του ταυτότητα, τους προγόνους και τις συλλογικές και
ατομικές μνήμες, προκειμένου να εγκατασταθεί στη νέα πόλη; Μια πόλη που
ελάχιστα φαίνεται πως θύμιζε τις προγονικές σε πολεοδομική μορφή αλλά και
σε οργάνωση χωρική, οικονομική και κυρίως κοινωνική; Και το επόμενο
ερώτημα που προκύπτει, πόσο έμοιαζε τελικά η κατοίκηση στο Πήλιο μεταξύ
της κλασικής αρχαιότητας και των ελληνιστικών χρόνων και ποιοι ήταν οι
λόγοι που συνέβαλαν στη διαφαινόμενη αναδιάταξη και ανάπτυξη παλαιών και
νεότερων οικισμών κατά την επόμενη ρωμαϊκή περίοδο; Με άλλα λόγια, το
Πήλιο μπορεί να αποτελέσει έναν προνομιακό χώρο για τη μελέτη της εξέλιξης
της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των επαρχιακών οικισμών - πόλεων στην
ύστερη αρχαιότητα. Πρόκειται για κοινωνίες που συνεχίζουν να δρουν σε
κάποια απόσταση αλλά και σε άμεση συνάρτηση με τις γνωστές μεγάλες
πόλεις της περιοχής, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό στηρίζονται στην
παραγωγή και στην ύπαρξη της περιφέρειας και των κατοίκων της.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή περιήγηση στις αρχαιότητες του Νοτίου
Πηλίου θα πρέπει να αναφερθούν κάποιες παρατηρήσεις, σκέψεις και
προθέσεις όσον αφορά τη μελλοντική εξέλιξη των ερευνών. Η μεγάλη έκταση
της περιοχής, η ποικιλομορφία των αρχαιολογικών χώρων και ευρημάτων που
περιέχονται σε αυτή, η ανάγκη συστηματοποίησης της έρευνας για τον
εντοπισμό νέων θέσεων, αλλά και του διοικητικού ελέγχου όλων των
παραπάνω, σε συνδυασμό με τις συνεχείς αιτήσεις των πολιτών για την
κατασκευή μιας ευρείας κλίμακας έργων από οικοδομές και σπίτια, μέχρι
δημόσια δίκτυα, κεραίες τηλεφωνίας και αιολικά πάρκα, οδήγησε στην ανάγκη
ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και διαχείρισης
του συνόλου των πληροφοριών36. Ως κατάλληλη πλατφόρμα για την
υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος επιλέχθηκε η ψηφιακή τεχνολογία των
προγραμμάτων γεωγραφικών πληροφοριών. Έτσι κατασκευάστηκαν καταρχήν
μια σειρά από βάσεις δεδομένων μέσω των οποίων γίνεται η αρχειοποίηση των
πληροφοριών, που αφορούν αρχαιολογικούς χώρους, επί μέρους μνημεία,
ευρήματα από ανασκαφές και περισυλλογές, βιβλιογραφία αλλά και διοικητικά
έγγραφα και πράξεις της διοίκησης, όπως αυτοψίες, και απαντήσεις σε
αιτήματα. Στη συνέχεια, οι βάσεις αυτές συνδέθηκαν με διάφορους τρόπους
με το κατεξοχήν πρόγραμμα γεωγραφικών πληροφοριών, όπου σημειώνονται
όλα τα σημεία αυτοψιών και ελέγχου, διατηρώντας πληροφορίες σχετικά με
την ημερομηνία του ελέγχου, τη συσχετιζόμενη υπόθεση ή αίτημα του πολίτη,
τα αποτελέσματα της αυτοψίας για την ύπαρξη ή μη αρχαιοτήτων, μαζί με μια
πρώτη εκτίμηση για τη χρονολόγησή τους. Στο ίδιο σύστημα έχουν
ψηφιοποιηθεί με ακριβείς συντεταγμένες τα όρια των κηρυγμένων
αρχαιολογικών χώρων, αλλά και οι προτάσεις οριοθέτησης και κήρυξης που θα
πρέπει να προωθηθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό η
παραπάνω εφαρμογή καθίσταται ένα σύγχρονο εργαλείο διαχείρισης της
αρχαιολογικής χωρικής πληροφορίας για την περιοχή του Πηλίου. Στα
παραπάνω προστέθηκαν διοικητικής φύσης δεδομένα, όπως τα όρια των
σύγχρονων οικισμών, τα όρια των παλαιών δήμων και κοινοτήτων, των
Καποδιστριακών και Καλλικρατικών δήμων, τα όρια των Περιφερειακών
Ενοτήτων (πρώην Νομών), οι χρήσεις γης όπως δίνονται από δορυφορικές
απεικονίσεις, ενώ ολοκληρώνεται σταδιακά η ψηφιοποίηση του οδικού δικτύου
τόσο σε επίπεδο δρόμων όσο και σε επίπεδο μονοπατιών. Για την προβολή
όλων αυτών των πολυεπίπεδων πληροφοριών επιλέχθηκαν ως υπόβαθρα οι
χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (1:50.000 και 1:5.000) και οι
ορθοφωτοχάρτες από το Εθνικό Κτηματολόγιο37, που μεταφέρθηκαν με τις
κατάλληλες γεωαναφορές στο σύστημα. Παράλληλα κατασκευάστηκε και το
τρισδιάστατο ψηφιακό μοντέλο εδάφους της περιοχής το οποίο ήδη
χρησιμοποιείται για τη χωρική ανάλυση όλων των παραπάνω πληροφοριών, με
σκοπό την εκπόνηση ειδικότερων μελετών σχετικά με τη θέση των αρχαίων
οικισμών, τους τρόπους επικοινωνίας τους και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Με βάση το σύνολο των παραπάνω πληροφοριών οργανώνεται η καθημερινή
εργασία ελέγχου και διεκπεραίωσης των υποθέσεων, τόσο σε επίπεδο
προετοιμασίας ή ολοκλήρωσης των διαδικασιών στο γραφείο (αναζητήσεις
πληροφοριών-παραγωγή επικαιροποιημένων δυναμικών χαρτών κλπ) όσο και
(κυρίως) κατά την διάρκεια των αυτοψιών στο ύπαιθρο, εφόσον όλα τα
παραπάνω είναι καταχωρημένα και σε υπολογιστή χειρός κάνοντας χρήση της
τεχνολογίας εντοπισμού της θέσης μέσω δορυφόρων (GPS). Με τον τρόπο
αυτό αφενός καθίστανται πιο αξιόπιστες οι διαδικασίες, που παράλληλα
διευκολύνονται και απλουστεύονται σε μεγάλο βαθμό, ενώ αφετέρου
δημιουργείται σταδιακά ένα πολύτιμο αρχείο με αξιοσημείωτη ποσότητα και
ποιότητα πληροφοριών, το οποίο θα μπορεί και μελλοντικά να αποτελέσει τη
βάση για την εξέλιξη της έρευνας με κατανοητές και εύκολα ελεγχόμενες
πληροφορίες, ανεξάρτητα από τον αρχικό του δημιουργό.
1. Wace 1906. Αρβανιτόπουλος 1910.
2. Σχετικά με το θέμα γενικότερα στην αρχαιολογική πρακτική ο P.N.
Kardoulias (1994, 7) σημειώνει: ≪Ένα ακόμα δόγμα, το οποίο είναι
αυτονόητο στην πρώιμη κλασική αρχαιολογία τουλάχιστον, είναι ότι εφόσον
μία θέση, ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός αναφέρεται σε ένα κλασικό κείμενο, το
θέμα είναι σημαντικό. Εάν δεν υφίσταται μία τέτοια αναφορά ή αν είναι
ήσσονος αξίας, το θέμα αντιμετωπίζεται περίπου ως περιθωριακό ≫ (μτφρ.
του συντάκτη).
3. Kotsakis 1998. Χαμηλάκης – Μομιλιάνο 2010.
4. Θεοχάρης 1967. Δ.Ρ. Θεοχάρης, ΑΔ 21, 1968, Χρονικά, Β2, 255.
5. Το τελευταίο χρονικό διάστημα μέσα από μια συστηματική προσπάθεια
προσέγγισης των κατοίκων της περιοχής και συνεργασίας μαζί τους στο
επίπεδο της γνωριμίας μας με τον τόπο τους μέσα από τις εμπειρίες τους και
τη γνώση τους, έχει καταστεί δυνατός ο εντοπισμός και η παράδοση στην ΙΓ’
ΕΠΚΑ αρκετών αρχαίων αντικειμένων, ενώ παράλληλα υποδεικνύονται και
άγνωστες μέχρι σήμερα περιοχές με ενδεχόμενο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, οι
οποίες μένει να ερευνηθούν πιο μεθοδικά.
6. Πρόκειται για κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο με την ΥΑ 9448/19-4-1963 -
ΦΕΚ 172/Β/24-4-1963 (αρ. 14).
7. Πρόκειται για κηρυγμένο μνημείο με την ΥΑ
ΥΠ.ΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ15/33831/1401/26-9-1986 - ΦΕΚ 787/Β/11-11-1986.
8. Λιάπης 2010, 283 κ.ε. Α. Γιαλούρη, ΑΔ 56-59, 2001-2004, Χρονικά, Β2,
646.
9. B. Αδρύμη-Σισμάνη, AΔ 43, 1988, Χρονικά, 250.
10. B. Αδρύμη-Σισμάνη, AΔ 42, 1987, Χρονικά, 270, ΒΕ6529.
11. Mezieres 1854, 164. Αρβανιτόπουλος 1910, 217. Stahlin 1924, 121-122.
IG IX2, 1217 – 1221.
12. Λιάπης 2010, 235 κ.ε.
13. BCH 44, 1920, 398. Stahlin 1924, 120-121.
14. IG IX2, 1109, 1111, 1208, 1211, 1212, 1213, 1214.
15. Δ.Ρ. Θεοχάρης, ΑΔ 19, 1964, Χρονικά, 263. Πρόκειται για κηρυγμένο
μνημείο με την ΥΑ ΥΠΠΕ/Β1/Φ32/15815/375/11-
4-1985 - ΦΕΚ 282/Β/15-5-1985.
16. Κ. Βουζαξάκης, ΑΔ 63, 2008, Χρονικά (υπό έκδοση).
17. Κ. Βουζαξάκης, ΑΔ 63, 2008, Χρονικά (υπό έκδοση).
18. Βουζαξάκης 2006. Κ. Βουζαξάκης, ΑΔ 63, 2008, Χρονικά (υπό έκδοση).
19. Λιάπης 2010, 189 κ.ε.
20. Σταματοπούλου – Κατακούτα 2013, 83 -94.
21. Stahlin 1924, 120-121._
22. Πρόκειται για κηρυγμένο και οριοθετημένο αρχαιολογικό χώρο με την ΥΑ
ΥΠ.ΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/54588/3111 π.ε./14-
5-1997 - ΦΕΚ 469/Β/9-6-1997.
23. Αρβανιτόπουλος 1906, 1910.
24. Λ. Χατζηαγγελάκης 1982, ΑΔ 37, Χρονικά, 230.
25. Β. Αδρύμη-Σισμάνη, ΑΔ 51, 1996, Χρονικά, 331-333.
26. Stahlin 1924, 123-124.
27. Κ. Βουζαξάκης, ΑΔ 65, 2010, Χρονικά (υπό έκδοση).
28. Αρβανιτόπουλος 1910.
29. Λιάπης 2010.
30. Runnels κ.ά. 1999. Σάμψων 2001.
31. Halstead 1984. Γαλλής 1992. Κ. Βουζαξάκης, ΑΔ 64, 2009, Χρονικά (υπό
έκδοση).
32. Στράβων IX 5, 15. Πλούταρχος, Δημοσθένης 53, 7. Ψευδοσκύλακας 65.
33. Παπαχατζής 1960.
34. Kravaritou 2011, 120. IG IX 2, 1109a.
35. Kravaritou 2011, 111-116.
36. Αγνουσιώτης – Βουζαξάκης 2012.
37. Πολύτιμα στοιχεία έχουν αντληθεί από τη βάση των δημόσιων ανοικτών
δεδομένων (http://geodata.gov.gr/geodata/) και την Υπηρεσία του Εθνικού
Κτηματολογίου (http://www.ktimatologio.gr), τα οποία είναι διαθέσιμα σε
όλους και δωρεάν.
38. Ως σύστημα γεωαναφοράς χρησιμοποιείται το εθνικό ελληνικό σύστημα
ΕΓΣΑ87. Για επιπλέον τεχνικές λεπτομέρειες κατασκευής και λειτουργίας του
συστήματος, με συγκεκριμένες αναφορές στα προγράμματα (software), στον
εξοπλισμό (hardware) αλλά και στις τεχνολογίες (π.χ. GIS geodatabases,
cloud computing κλπ) που χρησιμοποιούνται, βλ. Αγνουσιώτης – Βουζαξάκης,
2012.

You might also like