You are on page 1of 8

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Του G.A. Perdicaris1

Όθων και Αμαλία, το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας (αντίγραφα λιθογραφιών από το βιβλίο του G.A. Perdicaris “The
Greece of the Greeks”2)

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ


ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ3
Τώρα που δημοσιεύονται οι παρακάτω σελίδες, είναι, ίσως, περιττό να κάνω την παρατήρηση ότι
το θέμα στο οποίο θα αναφερθώ δεν είναι ούτε καινούριο ούτε παραμελημένο. Τόσο πριν από την
επανάσταση του1821 όσο και μετά από αυτή, υπήρξε αντικείμενο πολλών και σημαντικών
μελετών. Οι ευρύτατα γνωστές και καταξιωμένες έρευνες του συνταγματάρχη Leak,4
συγκεντρώνουν όλες τις μέχρι τότε- δηλ. μέχρι την αρχή του παρόντος αιώνα – γνώσεις μας για την
τοπογραφία και τις αρχαιότητες της Ελλάδας και μάλιστα εφ’ όσον η μελέτη αυτή είναι τόσο
λεπτομερής, προφανώς υπήρχε τότε μεγάλο ενδιαφέρον για τις περιγραφές και τις παρατηρήσεις του
ερευνητή αυτού. Από την εποχή του συνταγματάρχη Leak, ωστόσο, και όλων εκείνων των
διασήμων μελετητών που προηγήθηκαν αυτού, η Ελλάδα απετέλεσε τον χώρο όπου
διαδραματιστήκαν μεγάλα και σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Ο αγώνας των Ελλήνων καθώς και η
ανεξαρτησία στην οποία οδήγησε ο αγώνας αυτός, ανέδειξαν νέα αντικείμενα ενδιαφέροντος, και
ανανέωσαν το ενδιαφέρον των συγγραφέων. Αλλά οι συγγραφείς αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι,
εμφανίζονται περισσότερο εξοικειωμένοι με τους αρχαίους, παρά με τους σύγχρονους Έλληνες, και-
με ορισμένες αξιοπρεπείς εξαιρέσεις- ανήκουν όλοι σε εκείνη την κλίκα των ευγενών η οποία έχει
εμπλακεί σε αδιέξοδες διαφωνίες σχετικά με τις σημαντικές μάχες των Πλατεών και του Μαραθώνα.
Φυσικά, δεν υπάρχει η πρόθεση, μέσα απ’ αυτές τις παρατηρήσεις, να υποστηριχθεί η άποψη ότι οι
μελέτες των ανθρώπων που υπαινίχτηκα είναι ελάχιστα χρήσιμες, ή δεν έχουν κάποιο ενδιαφέρον.
αντιθέτως είναι όλες άριστες με τον τρόπο τους, αλλά οι συντάκτες τους, αν και υπήρξαν
εμποτισμένοι, άλλος σε μεγαλύτερο, άλλος σε μικρότερο βαθμό, με το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας,
ήταν απ’ την άλλη ελάχιστα εξοικειωμένοι με τη γλώσσα και τη διάνοια των σύγχρονων Ελλήνων.
για αυτό το λόγο τα βιβλία τους δεν είναι σωστά προσανατολισμένα, εφ’ όσον ο στόχος τους δεν
ήταν, η εκπόνηση μελέτης, για την κατανόηση των γεγονότων στη σύγχρονη Ελλάδα των Ελλήνων.
Α
υτός, αντίθετα , είναι ο κύριος στόχος της παρούσας εργασίας, και ο αναγνώστης θα μου
επιτρέψει να αναφέρω-υπό τον τύπο παροχής εξηγήσεων - ότι κατά την επιστροφή μου στα πάτρια
μου εδάφη, και κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στη Πρωτεύουσα του Βασιλείου, ως Αμερικανός
πρόξενος, είχα τη καλή τύχη να γνωρισθώ προσωπικά με σχεδόν όλους τους εξέχοντες Έλληνες της
εποχής, και μέσω αυτών να εντρυφήσω στα γεγονότα του παρελθόντος και τις προοπτικές του
μέλλοντος. Ασφαλώς τα ιστορικά γεγονότα είναι κτήμα όλων, όμως οι απόψεις και οι γνώμες μου
για ανθρώπους και πράγματα, παρ’ όλο που εκφράζονται από μένα, αντικατοπτρίζουν (πιστεύω) τις
απόψεις και τις γνώμες των Ελλήνων γενικά - σε αυτήν την αξιοσέβαστη Ελλάδα μου, που είναι «η
Ελλάδα των Ελλήνων».
Θα ήταν, φυσικά, αδύνατο για μένα, καθώς μετακινιόμουν συνεχώς μέσα στο κλασσικό και
εξιδανικευμένο σκηνικό του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού να αποφύγω τον πειρασμό της
πληρωμής κάποιου φόρου διέλευσης. Αλήθεια κάτι τέτοιο θα ήταν και αδύνατο και πέρα από τη
θέλησή μου, αφού όμως, ο κύριος στόχος μου, ήταν η μελέτη των συνθηκών στη σύγχρονη
Ελλάδα, έχω περιορίσει την περιγραφή τέτοιων καταστάσεων υπό τον τύπο αναφοράς σε ένα τμήμα
της Ελληνικής ιστορίας , και εστίασα την αφήγησή μου στην περιγραφή εκείνων των ιδρυμάτων και
εκείνων των εσωτερικών πόρων, με τη βοήθεια των οποίων η Χώρα είτε θα επιζήσει είτε θα χαθεί.
Η διαμονή μου στην Ελλάδα έλαβε χώρα πριν από την υιοθέτηση του συντάγματός της5, αλλά έχω
παρατηρήσει τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί, και τα σημαντικότερα μεταγενέστερα
γεγονότα έχουν ενσωματωθεί στο υλικό αυτής της μελέτης.

ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. 6


Την πρώτη Νοεμβρίου 1837, αφήσαμε το λιμάνι της Βοστόνης και μετά από ένα ταξίδι που
διήρκεσε περισσότερο από εξήντα ημέρες, και το οποίο διακόπηκε μόνο από μια σύντομη και
ευχάριστη παραμονή δύο εβδομάδων στο όμορφο νησί της Μάλτας, ήρθε η ώρα να γευθούμε την
ευχάριστη αίσθηση του τερματισμού του μακροχρόνιας πορείας μας . ταξιδεύαμε πλέον ανάμεσα
στα Ελληνικά νησιά
« που, αντικρίζοντας τα από το ύψος της μακρινής Κολόννας
Πλημμυρίζουν με ευτυχία την καρδιά που καλωσορίζει τη θέα.»7
Το απόγευμα της έκτης Ιανουαρίου, του 1838, είχαμε μπροστά μας το νησί της Σαλαμίνας, - η
Αίγινα στα αριστερά, και η ασυνεχής και ποικιλόμορφη ακτή της Αττικής στα δεξιά. Ήμασταν
αρκετά κοντά στο νησί της Αίγινα για να απολαύσουμε διερχόμενοι τη θέα του ναού του
Πανελληνίου Διός7 αλλά ο ελαφρύς νότιος άνεμος, ο οποίος φυσούσε τις πρωινές ώρες της μέρας ,
είχε καλύψει τα πιο απομακρυσμένα αντικείμενα της ακτής σε μια υδρονέφωση, η οποία όμως
τελικά είχε σαν αποτέλεσμα να προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον μας για τις περιοχές που
προσεγγίζαμε, και να παραχωρήσει απεριόριστο πεδίο δράσης στη φαντασία μας. Βρισκόμασταν σε
επιφυλακή περιμένοντας εκπλήξεις. και μερικοί ήμασταν σε τέτοια ένταση με την ιδέα ότι
αντικρίζαμε την Αττική, που προς στιγμήν νομίσαμε ότι ένας ερειπωμένος ανεμόμυλος ήταν το
«Μνημείο των Αθηναίων»-ο τάφος του Θεμιστοκλή8.
Ήταν αργά το απόγευμα όταν είδαμε μπροστά μας την είσοδο του λιμανιού του Πειραιά , και
μόλις προλάβαμε να παρατηρήσουμε την διέλευσή μας μέσω της στενής εισόδου σ’ αυτή τη
μοναδική αλλά όμορφη λεκάνη, πριν πέσουν οι σκιές του δειλινού. Ο λιμένας του Πειραιά είναι
τόσο περικυκλωμένος από τις βραχώδεις απολήξεις του λόφου Μουνιχία9 και του όρους Αιγάλεω,
ώστε κατά τον ερχομό του πλοίου μας, του Αλέξανδρου, είδαμε τους ψηλούς ιστούς των σκαφών
στο λιμένα πολύ πριν να μπορέσουμε να αντιληφθούμε πώς ήμαστε και εμείς μέσα σ’ αυτόν. έτσι
νοιώσαμε λίγο έκπληκτοι και ευχάριστα ξαφνιασμένοι, όταν οδηγηθήκαμε με μια απότομη στροφή
στο λιμένα, ο οποίος ανοίχθηκε μπροστά μας όπως ένα μυστήριο που αποκαλύπτεται ξαφνικά. Η
διάβαση μας από το κενό μεταξύ των δύο τοίχων του μόλου, το οποίο αν και ήταν περισσότερο από
εξήντα γυάρδες φαρδύ και αρκετά βαθύ για να περνούν και τα μεγαλύτερα σκάφη, μας έδωσε την
εντύπωση ότι ήταν αρκετά παρακινδυνευμένη και καθώς το σκάφος μας πλησίασε την είσοδο, εμείς
όλοι είχαμε μαζευτεί στην πλώρη, προκειμένου να βοηθήσουμε στην ασφαλή διέλευση του πλοίου
μέσω αυτών τεχνητών Συμπληγάδων.
Τα τοιχώματα της εισόδου προεξέχουν από το νερό, και με κάποια μικρή αβεβαιότητα θα έλεγα
ότι ανήκουν στις παλαιές οχυρώσεις του λιμένα. Οι πύργοι οι οποίοι υπήρξαν σε χαμηλότερο
επίπεδο έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους βρίσκονται πλέον οι φάροι του λιμένα. Στο
παρελθόν ο Πειραιάς αποτελούνταν από τρεις λιμένες, τον ένα μέσα στον άλλο, δηλαδή: ο λιμένας
της Ζέας,ο λιμένας του Aφροδισίου, και, στο εσωτερικό όλων, ο λιμένας του Κανθάρου. Είναι πολύ
πιθανό πως όλοι τους ήταν οχυρωμένοι και διαμορφωμένοι έτσι ώστε να κλείνουν εύκολα ενάντια
σε έναν εχθρό, όμως από τις παλαιές οχυρώσεις το μοναδικό στοιχείο που παρέμεινε, είναι οι δύο
μόλοι, οι οποίοι φρουρούσαν την μπροστινή, δηλαδή την εξωτερική, είσοδο του λιμένα. Ο πιο
εσωτερικός από τους τρείς συνεχόμενους λιμένες, για τον οποίο λέγεται ότι εκεί βρίσκονταν το
οπλοστάσιο των Αθηναίων, έχει με την πάροδο του χρόνου, μερικώς επιχωματωθεί, και η σημερινή
κυβέρνηση σκέπτεται να τον καταργήσει εντελώς. Οι άλλοι δύο λιμένες, αντίθετα, δεν έχουν
υποστεί σημαντικές αλλαγές, και συνιστούν τον σημερινό λιμένα του Πειραιά, -ο οποίος, παρόλο
που σίγουρα δεν είναι τόσο ευρύχωρος όσο άλλοι λιμένες του Ελληνικού βασιλείου, είναι βεβαίως
ένας από τους ασφαλέστερους, και έχει μάλιστα σημαντικό βάθος- κατάλληλο όχι μόνο « για σκάφη
μεγάλα όσο οι φρεγάτες,» αλλά και για μεγαλύτερα πολεμικά πλοία.
Επειδή ήταν πλέον πάρα πολύ αργά για να πάμε στην Αθήνα, αναγκασθήκαμε να παραμείνουμε
στο πλοίο μας, τον Αλέξανδρο, και ασχοληθήκαμε αρχικά με την προετοιμασία της εξόδου μας από
το πλοίο, την οποία τόσο καιρό προσδοκούσαμε, και στη συνέχεια με περιπάτους που γίνονταν
πάνω-κάτω στη γέφυρα του πλοίου, με στόχο να απολαύσουμε ένα σκηνικό που έρχονταν σε τέλεια
αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πράγματι, ο καιρός είχε περάσει,
βρισκόμαστε πλέον στην καρδιά του χειμώνα, και με δεδομένο ότι είχαμε αφήσει πίσω μας μια
παγωμένη Αμερικάνικη ακτή, ήμασταν πεπεισμένοι ότι οι φίλοι μας στην άλλη πλευρά του
Ωκεανού θα έσκυβαν με την ειδωλολατρική αφοσίωση πάνω από τους οικιακούς βωμούς τους, δηλ.
τα τζάκια και τις σόμπες τους. Εμείς όμως την ίδια εποχή, και την ίδια ώρα, όχι μόνο δεν είχαμε
ανάγκη καμιάς εσωτερικής θέρμανσης, αλλά παραμέναμε σε ανοικτό χώρο, και απολαμβάναμε την
γαλήνια θάλασσα και την γλυκιά φιλοξενία μιας χώρας και ενός κλίματος στο οποίο οι ακραίες
καιρικές συνθήκες είναι άγνωστες, με άλλα λόγια - «ένα κλίμα στο οποίο κάθε εποχή χαμογελά»
Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν αποσύρθηκα στη καμπίνα μου αλλά με καμία δύναμη δεν μπόρεσα
να βάλω ένα τέλος «στα όνειρά που με κρατούσαν ξάγρυπνο» και ηρέμησα μόνο όταν άρχισαν οι
ομιλίες και η κινητικότητα που ξεκίνησαν με το πρώτο φως της ημέρας. Στον καπετάνιο μας και στα
άτομα του σκάφους μας προστέθηκε λίγοι ανώτεροι υπάλληλοι του λιμένα και μια- δύο ντουζίνες
Ελλήνων βαρκάρηδων, καθένας από τους οποίους είχε εκατό πράγματα να πει και χίλιες ερωτήσεις
να υποβάλλει. Πενήντα Ελληνικές φωνές πλημμύριζαν τα αυτιά μου, και το αποτέλεσμα που
παρήγαγαν έμοιαζε με τον ήχο μιας μεγάλης μάζας νερού- ένα πραγματικό Νιαγάρα! Η άφιξη ενός
ελληνικού σκάφους, κατ ευθείαν από την Αμερική, ήταν ούτως ή άλλως ένα σημαντικό γεγονός
αλλά η δική μας παρουσία αποτελούσε (γι’ αυτούς) ένα επιπλέον αντικείμενο ενδιαφέροντος αλλά
και κερδοσκοπίας . έτσι ο σκοπός της αποστολής μου, ο τίτλος μου, ακόμη και ο μισθός μου έγιναν
θέματα που απασχόλησαν την περιέργεια αυτών των ανθρώπων.

Ελαιογραφία του C.Perlberg που αναπαριστά λαϊκή εορτή (τα Κούλουμα) στους στύλους του Ολυμπίου Διός στην
Αθήνα, το 1838.

Μόλις φθάσαμε στην ακτή νοικιάσαμε μια άμαξα και συνεχίσαμε χωρίς καθυστέρηση το δρόμο
μας για την Αθήνα. Πριν καλά- καλά να εγκαταλείψουμε τους δρόμους του Πειραιά, και τους
χαμηλούς λόφους στα βορειοανατολικά του, απλώθηκε εμπρός στα μάτια μας το λεκανοπέδιο της
Αθήνας, με τα άλση ελιών του και τα βουνά μαζί με όλα τα έργα της πόλης, έργα του ανθρώπου και
έργα της φύσης. Στην αρχή εντυπωσιαστήκαμε από το σκοτεινό άλσος των ελιών, που περιέχει
80.000 δέντρα, και από το δημόσιο δρόμο, ο οποίος ελίσσεται μέσω των αλσών και των αμπελώνων
οδηγώντας μας στην πόλη της « θεάς με τα γαλάζια μάτια.» Καθώς όμως προχωρούσαμε μακρύτερα
στην πεδιάδα, αρχίσαμε να θαυμάζουμε περισσότερο, τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του
τοπίου- έτσι εντυπωσιαστήκαμε πολύ από τα βουνά που υψώνονταν σαν εμπόδια μπροστά μας.
«Όπως ακριβώς» λέει ο κ. Wordsworth10 « η πόλη της Αθήνας, προστατεύθηκε από την εξωτερική
επιθετικότητα, και συνδέθηκε συγχρόνως με τη θάλασσα, χάρις στη βοήθεια των Μακρών τειχών
της, όπως ονομάσθηκαν, και τα οποία εκτείνονταν από την πόλη μέχρι το λιμάνι της, με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο προστατεύεται το λεκανοπέδιο της Αθήνας από κάθε εισβολή, και διατηρείται η
σύνδεσή του με την ακτή μέσω ενός δεύτερου Μακρού τείχους το οποίο αποτελείται από τα
προχώματα των βουνών της, δηλαδή, τις πλαγιές της Πάρνηθας και του όρους Αιγάλεω στη Δύση,
και τις πλαγιές του Πεντελικού και του Υμηττού στην Ανατολή. Με το τρόπο αυτό, το χέρι της
φύσης επηρέασε τις τύχες της περιοχής, όπου χτίστηκε η πρωτεύουσα της Αττικής στο ίδιο βαθμό
που την επηρέασε και η μεγαλοφυΐα του Κίμωνα και του Περικλή».
Παράλληλα με το όρος Υμηττό, και σε αρκετά μεγάλη απόσταση από αυτό, σχηματίζεται μια
ελαφρά και όμορφη αλυσίδα βραχωδών λόφων η οποία χαρακτηρίζει ευχάριστα το τοπίο, και
συγχρόνως χωρίζει την κοιλάδα Ιλισού από την πεδιάδα του Κηφισού. Η συνέχεια αυτής της
αλυσίδας είναι υπερβολικά ανώμαλη. Σε ένα τμήμα της βυθίζεται στο ίδιο επίπεδο με την κοιλάδα
σε άλλο υψώνεται απότομα σε μεγάλο ύψος. Η υψηλότερη κορυφή της είναι το όρος Αγχεσμός 11
αλλά η πιο απότομη και η πιο απρόσιτη, είναι η Ακρόπολη της Αθήνας. Η υψηλή και τραπεζοειδής
μορφή της μοιάζει να έχει σμιλευθεί από την ίδια τη Φύση, σαν παρατηρητήριο ή σαν θέση
επίβλεψης του μεγαλοπρεπούς έργου της. αυτή ακριβώς είναι και η θέση που επιλέχθηκε από τους
Αθηναίους, σαν το πιο κατάλληλο μέρος για την ανέγερση των τύμβων και των ναών που έχτισαν
τιμώντας τους προστάτες θεούς της πόλης τους και τον θρίαμβο της σοφίας των.
Η απαστράπτουσα Ακρόπολη και πίσω απ’ αυτήν ο Υμηττός υψώνονταν επάνω από το έδαφος
σαν ένα όραμα γεμάτο ομορφιά και αισιοδοξία. Αλλά, παρά το γεγονός ότι αισθανόμασταν
εξοικειωμένοι με την πλειονότητα των αντικειμένων που κυριαρχούσαν στην εικόνα, η γενική
εικόνα της περιοχής ήταν όχι απλά διαφορετική, αλλά βρίσκονταν σε τέλεια αντίθεση με ό,τι είχαμε
δει μέχρι τώρα. Η πεδιάδα ήταν τόσο ομαλή και τόσο όμορφη, όσο και ο ουρανός που την σκέπαζε,
ενώ η γύμνια των βουνών ήταν τόσο πλήρης και τόσο μοναδική, ώστε το τοπίο να μοιάζει
ελαττωματικό και αφύσικο. Υπάρχει μια ευρέως επικρατούσα άποψη στους Έλληνες, καθώς επίσης
και σε μερικούς από τους Ευρωπαίους κατοίκους της περιοχής, ότι το σύνολο της χώρας έχει
υποστεί μια σημαντική αλλαγή από την εποχή της ακμής της: οι λόφοι και τα βουνά έχουν χάσει,
είτε από την υπερβολική χρήση είτε από την κακή χρήση, όλους τους θάμνους και τα δένδρα τους.
Πιστεύουν επίσης ότι αυτό είχε σαν συνέπεια να συμβεί μια αντίστοιχη αλλαγή στο κλίμα, που
χαρακτηρίζεται από την έλλειψη βροχής κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών και σ’ αυτή την
αλλαγή, μάλιστα, αποδίδουν το γεγονός ότι χάθηκαν πλέον τα κελαρύσματα του νερού στο ποταμό
Ιλισό. Αυτή η άποψη, εντούτοις, η οποία τίθεται προς συζήτηση σαν κάτι το καινούριο, είναι στην
πραγματικότητα, τόσο παλιά όσο και οι λόφοι της περιοχής.. Ο Πλάτωνας, στο έργο του «Κριτίας»,
αποδίδει την ξηρασία και το άγονο της Αττικής γης, στην ίδια αιτία, δηλαδή στην απώλεια των
δασών, τα οποία, σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις της εποχής του, καταστράφηκαν λόγω
διάβρωσης μετά από μια εξαιρετικά ασυνήθιστη βροχόπτωση. Από την εποχή του Πλάτωνα, το
έδαφος έχει υποστεί μεγάλες αλλαγές: ολόκληρη η βλάστησή και τα άλση του έχουν εξαφανιστεί
μαζί με την εξαφάνιση των καλλιεργημένων εκτάσεων. Μάταια ψάχνουμε να αντικρύσουμε τα
ευγενή πλατάνια που σκίαζαν τις όχθες του Ιλισού, και τους φιλοσοφικούς περιπάτους του
Λυκείου.12 Αντιθέτως τα βουνά , που στα μάτια του αμύητου μοιάζουν τόσο αλλόκοτα, είναι, ίσως,
τα μοναδικά που δεν άλλαξαν-τα μοναδικά στοιχεία του τοπίου που θα ήταν δυνατόν να
αναγνωρισθούν από τους αρχαίους κατοίκους του. Αυτά τα γυμνά βουνά της Αττικής, όπως
ακριβώς και τα συγγράμματα των κλασικών συγγραφέων, απαιτούν και τη προσοχή μας και τη
μελέτη μας, προκειμένου να καταλήξουμε στα κατάλληλα συμπεράσματα . Όταν όμως αυτή η
μελέτη ολοκληρωθεί τα οφέλη για το πολιτισμό μας θα είναι αιώνια.
Αριστερά του δρόμου, και στο χώρο μεταξύ αυτού και των λόφων του Φαλήρου, παρατηρήσαμε
το μνημείο του Καραϊσκάκη, και το ανάχωμα που σκεπάζει τα κόκαλα εκείνων που έπεσαν στις
διάφορες μάχες, σε κοντινές αποστάσεις γύρω από την Αθήνα, το 1825 και το 1826. Υπάρχουν και
ορισμένα άλλα αντικείμενα πιο ενδιαφέροντα, δηλαδή στενότερα συνδεμένα με τη σύγχρονη
ιστορία της χώρας, από αυτό τα απλό αλλά εντυπωσιακό μνημείο που σας ανάφερα, και τα οποία
διαμορφώνουν μια αξιοπρεπή είσοδο στην πόλη αλλά κι’ εμείς, όπως και οι περισσότεροι από τους
ταξιδιώτες που φθάνουν σε αυτή την χώρα, τα προσπεράσαμε βιαστικά,* και διασχίζοντας τα άλση
των ελιών, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τα μεγαλύτερα υψόμετρα. Από τη στιγμή που αφήσαμε
τον Πειραιά βλέπαμε συνεχώς μπροστά μας την Ακρόπολη, καθώς και ένα μέρος του Παρθενώνα
και των Προπυλαίων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της πόλης κρύβονταν πίσω από τους λόφους, έτσι
το πρώτο αντικείμενο που έπιασαν τα μάτια μας, και αμέσως τράβηξε την προσοχή μας, ήταν το
Θησείο. Πριν όμως καλά-καλά προλάβουμε, να πάρουμε μια ιδέα, έστω βιαστική και να
σχηματίσουμε μια γενική εικόνα των αιώνιων και όμορφων αναλογιών του, η άμαξά μας τρέχοντας
σαν τρελή, μας οδήγησε, με υπερβολική ταχύτητα, στα εξίσου τρελά προάστια της σύγχρονης
Αθήνας. έτσι για πρώτη φορά βρεθήκαμε μέσα σε ένα περιβάλλον, που βλέπαμε να κυριαρχείται
από υπερβολική δυστυχία και αθλιότητα. Μη θέλοντας όμως να απογοητευθούμε και
αποθαρρυνθούμε εντελώς ήμασταν πρόθυμοι να αποδώσουμε τις πρώτες αυτές άσχημες εντυπώσεις
στην ιδανική εικόνα που είχαμε διαμορφώσει στα μυαλά μας, για την πόλη αυτή, καθ’ όλη την
περίοδο της αναμονής, καθώς ρίχναμε πεινασμένες ματιές προς ένα αντικείμενο, για το οποίο είχαμε
πάρει εκ των προτέρων την απόφαση ότι μας αρέσει, αλλά τώρα που είχε γίνει πλέον δικό μας, ούτε
η αγάπη ούτε ο πατριωτισμός μπορούσαν πια να αλλάξουν ή να απαλύνουν τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματά του.
---------------------------------------------
*Μετά από την άφιξή μας, επισκέφτηκα τον τάφο του Καραϊσκάκη επανειλημμένα. Μέσα από ένα καγκελόφραχτο
άνοιγμα που υπάρχει στο τοίχωμα του μνημείου μπορεί κανείς να παρατηρήσει ένα τραχύ ξύλινο κιβώτιο που περιέχει τα
λείψανα αυτού του γενναίου αρχηγού, ενώ στο χωμάτινο ανάχωμα που βρίσκεται δίπλα στο κιβώτιο αυτό, είναι θαμμένα τα
κόκαλα δύο χιλιάδων Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης θάφτηκε αρχικά στο νησί της Σαλαμίνας, αλλά, μετά από την
αποκατάσταση της ειρήνης, έγινε εκταφή του λείψανου του και το έθαψαν ξανά στο μέρος όπου, το 1826, πληγώθηκε
θανάσιμα13. Τότε ακριβώς έλαβε χώρα και εκείνη η μοναδική και μεγαλειώδης προσπάθεια κατά την οποία
περισυλλέχθηκαν από τα πεδία της μάχης, όλα τα κόκαλα των ηγετών που είχαν συνεργαστεί με τον Καραϊσκάκη, αλλά
και τα κόκαλα των απλών μαχητών του στρατεύματος και θάφτηκαν στο πλευρό του, σε ένα ενιαίο τάφο.14
1 O G.A. Perdicaris ( Γρηγόριος Περδικάρης του Αντωνίου) γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα (1808 ή 1810)
στη Τουρκοκρατούμενη τότε Ελλάδα (Βέροια;), έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανός, (πιθανότατα λόγω συμμετοχής των
γονιών του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα) και ήταν ένα από τα παιδιά που συγκέντρωσαν Αμερικανοί ιεραπόστολοι
και τα έστειλαν στις ΗΠΑ για να διασωθούν από τα δεινά του πολέμου. Το 1837 παντρεύτηκε στην Ν, Υόρκη, την
ευκατάστατη Αμερικανίδα M.E.Hanford και λίγο αργότερα (1838) επέστρεψε μαζί της στην Ελλάδα, ως πρόξενος των
ΗΠΑ στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια της θητείας του στην Ελλάδα που διήρκεσε 3 περίπου χρόνια, περιηγήθηκε το
σχεδόν όλο το ελεύθερο τμήμα της. Την ίδια εποχή (1840) απέκτησε ένα γιό τον Ίωνα Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ έδωσε
μια σειρά διαλέξεων για την Ελλάδα (κυρίως στη Βοστόνη και στη Φιλαδέλφεια )τις οποίες παρακολούθησε μεγάλος
αριθμός προσωπικοτήτων, ενώ το 1846 κατέγραψε τις εντυπώσεις και τις προτάσεις του για την Ελλάδα στο δίτομο
σύγγραμμά του “The Greece of the Greeks”. Στις ΗΠΑ είχε εγκατασταθεί στη περιοχή Trenton, της N. Καρολίνας, όπου
ασχολήθηκε με επιχειρηματικές δραστηριότητες καθώς και με την αξιοποίηση της περιουσίας της συζύγου του. Κατά την
διάρκεια όμως του Αμερικανικού εμφυλίου η εν λόγω περιουσία κινδύνεψε, οπότε διαμαρτυρόμενος μαζί με το γιό του
(πιθανότατα για τους τότε κυβερνητικούς χειρισμούς) αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ και να εγκατασταθεί μόνιμα
στην Ελλάδα, περιοριζόμενος σε σποραδικές επισκέψεις στη χώρα αυτή. Ο G.A. Perdicaris πέθανε στο σπίτι του γιού του
Ίωνα, στη Ταγγέρη του Μαρόκου το 1883.
2 Το βιβλίο του G.A. Perdicaris, “The Greece of the Greeks”, είναι ένα δίτομο έργο που εκδόθηκε στη Ν.
Υόρκη από τους Paine and Burgess,. H χρονολογία έκδοσης που αναγράφεται στον Α΄ τόμο είναι1846 και η διεύθυνση 60
John street ενώ στο Β΄ τόμο είναι 1845 και η διεύθυνση 62 John street. Στην εισαγωγή υπάρχει σημείωση του συγγραφέα
που αναφέρει ότι ήταν στη πρόθεση του συντάκτη και των εκδοτών του βιβλίου να έχουν τυπώσει τον πρώτο και τον δεύτερο
τόμο αυτής της εργασίας ταυτόχρονα, αλλά δυστυχώς η πυρκαγιά της 20ής Οκτωβρίου κατάστρεψε πολλά υλικά και ως εκ τούτου,
θεωρήθηκε απαραίτητο να αναβληθεί η δημοσίευση για μερικές εβδομάδες .Η εργασία αυτή είναι υπό εξέλιξη, και θα εκδοθεί ο τόμος το
συντομότερο δυνατόν.» Ο Α΄ τόμος αποτελείται από το πρόλογο, την εισαγωγή, και 27 κεφάλαια όπου ο συγγραφέας
αφηγείται την άφιξή του στην Αθήνα, περιγράφει την πολιτική κατάσταση και καταγράφει τις εντυπώσεις του από τα
ταξίδια που έκανε στην Στερεά Ελλάδα και σε ορισμένα νησιά. Ο Β΄ τόμος, αποτελείται από την εισαγωγή και 28
κεφάλαια, και σ’ αυτόν ο συγγραφέας περιγράφει κυρίως τις εντυπώσεις του από την περιήγηση της Πελοποννήσου. Το
βιβλίο υπάρχει δεμένο με την μορφή ενός ενιαίου τόμου στη κεντρική βιβλιοθήκη του Α.Π.Θ., την οποία ευχαριστώ γιατί
μου επέτρεψε τη πρόσβαση.
3 G.A. Perdicaris, “The Greece of the Greeks”, Volume I, Preface
4 Άγγλος αρχαιολόγος (1777-1860). Περιόδευσε την Ελλάδα και συγκέντρωσε αντικείμενα αρχαιολογικού
ενδιαφέροντος, που τα δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο. Έγραψε τα : «Έρευνες στην Ελλάδα» (1814), «Τοπογραφία των
Αθηνών» (1821), «Ταξίδια στο Μοριά» (1830), «Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα» (1836) ,«Nomismata Hellenica» (1854),
κ.ά
5 Αυτό έγινε το 1843.
6 G.A. Perdicaris, “The Greece of the Greeks”, Volume I, Chapter I, “Arrival at Athens”
7 Φαίνεται ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σαν οδηγό του, στο ταξίδι του αυτό, το σύγγραμμα του Παυσανία
(ενός περιηγητή του 2ου αιώνα μ.Χ.) με τίτλο «Ελλάδος περιήγησις». Η αρχαία πόλη Κολόννα, ο ναός του Πανελληνίου
Διός, κ.ά. αρχαιολογικοί χώροι που αναφέρονται στο κείμενο, περιγράφονται από τον Παυσανία. Αποσπάσματα από το
έργο του Παυσανία χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα σαν εισαγωγή τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο τόμο του
έργου του, αλλά και σε ορισμένα κεφάλαια. Ως συγγραφέας ο Παυσανίας , θεωρείται αξιόπιστος, οι αναφορές του έχουν
επιβεβαιωθεί με αρχαιολογικές ανασκαφές και το έργο του είναι πηγή θεμελιώδους σημασίας για την αρχαιογνωσία.
8 Ο Θεμιστοκλής πέθανε εξόριστος στη “Μαγνησία την επί Μαιάνδρω”, πόλη της Μ. Ασίας την οποία κατείχε ο
βασιλιάς της Περσίας και όπου του παρεσχέθη άσυλο. Εκεί κατά τον Θουκυδίδη (Α΄, 138) «ηγέρθη μνημείο εν τη αγορά».
Ο ίδιος αναφέρει ότι «τα δε οστά φασίν κομισθήναι αυτού οι προσήκοντες οίκαδε κελεύσαντος εκείνου και τεθήναι κρυφά
Αθηναίων εν τη Αττική». Ο Αριστοτέλης αναφέρει (περί Ζώων Ιστ. 579,6,9) ότι υπήρξε «τόπος εν Πειραιεί εν ω
εικάζεται ότι έκειτο ο τάφος του Θεμιστοκλέους». Ο Παυσανίας (Α΄,1,2) γράφει ότι στο Πειραιά, « και νεώς και ες εμέ
ήσαν οίκοι και προς τω μεγίστω λιμένι τάφος Θεμιστοκλέους. Φασί γαρ μεταμελήσαι των ες Θεμιστοκλέα Αθηναίοις και
ως οι προσήκοντες τα οστά κομίσαιεν εκ Μαγνησίας ανελόντες». Η θέση του τάφου αυτού αποτέλεσε αντικείμενο
διαφωνιών των νεώτερων αρχαιολόγων , επικράτησαν όμως δύο απόψεις, η μία ότι βρισκόταν κοντά στο «Κάβο
Κράκαρη» δεξιά όπως βγαίνουμε από το κυρίως λιμένα του Πειραιά, και η άλλη στο «Ξυλοφάναρο» που βρίσκεται από
την αντίθετη (αριστερή) πλευρά. Σήμερα, σαν τάφος του Θεμιστοκλή, υποδεικνύεται ένας χώρος στη περιοχή της
Φρεατίδας.
9 Ο σημερινός λόφος της Καστέλας. Η περιγραφή του συγγραφέα εδώ θυμίζει λίγο το Στράβωνα που έγραψε:
«λόφος δ’ εστίν η Μουνιχία χερρονησιάζων και κοίλος και υπόνομος πολύ μέρος φύσει τε και επίτηδες, ώστ’ οικήσεις
δέχεσθαι» (σελ. 395)
10 Πρόκειται πιθανότατα για τον Christopher Wordsworth (1807-1885), Άγγλο επίσκοπο και άνθρωπο των
γραμμάτων, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1832-1833 και εξέδωσε διάφορες εργασίες πάνω στην τοπογραφία και
την αρχαιολογία της περιοχής, με κυριότερη την “Wordsworth’s Greece” που εκδόθηκε το 1839.
11 Anchesmus στο Αγγλικό κείμενο. Το όρος Αγχεσμός αναφέρεται μόνο από τον Παυσανία: «και Αγχεσμός όρος
εστίν ου μέγα και Διός άγαλμα Αγχεσμίου» (Α΄, 32,2). Από τα συμφραζόμενα γίνεται κατανοητό ότι ο G.A. Perdicaris
μάλλον εννοεί τον Λυκαβηττό, αλλά η επικρατούσα άποψη είναι σήμερα ότι η ονομασία αυτή αντιστοιχεί στα σημερινά
Τουρκοβούνια. Τέλος υπάρχει η άποψη ότι Αγχεσμός ονομαζόταν ολόκληρη η λοφοσειρά που ξεκινά από το Λυκαβηττό
και φθάνει μέχρι το ΒΑ άκρο των Τουρκοβουνίων, καθώς αναφέρεται η ύπαρξη αρχαίας κλίμακας στο λόφο του Στρέφη
με την επιγραφή «ΔΙΟΣ ΑΓΧΕΣΜΙΟΥ»
12 Περιοχή της Αθήνας κοντά στον ποταμό Ιλισό με ιερό του Απόλλωνος Λυκείου. Κατά τον Ξενοφώντα
(«Ελληνικά, Α΄ 1,33), εκεί υπήρχε αρχαιότατο γυμνάσιο, στο μέσο ενός άλσους, όπου δίδαξε ο Αριστοτέλης.
13 Για την ιστορική ακρίβεια ο Καραϊσκάκης τραυματίσθηκε την 22-4-1827, κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας πέθανε, και
την 23-4-1827, ημέρα της ονομαστικής του γιορτής, θάφτηκε στην εκκλησία του Αγ. Δημητρίου στην Σαλαμίνα (βλ.
«Αρχείο Μακρυγιάννη» Β΄, σ.203.) Ο G.A. Perdicaris κάνει λάθος στο σημείο αυτό, και το έχει επαναλάβει παραπάνω. Τα
οστά του Καραϊσκάκη μεταφέρθηκαν από την Σαλαμίνα στο Νέο Φάληρο και τοποθετήθηκαν στο μνημείο που περιγράφει
ο συγγραφέας, στις 22-4-1835 (8η επέτειο του θανάτου του), μετά από έκδοση σχετικού Βασιλικού Διατάγματος. Στον ίδιο
χώρο τοποθετήθηκαν και τα οστά των πεσόντων στη μάχη, τα οποία περισυλλέχθηκαν από την γύρω περιοχή υπό την
επίβλεψη στρατιωτικής επιτροπής (στην οποία συμμετείχε και ο Μακρυγιάννης) Ο Όθων, για να τιμήσει τον ήρωα Γ.
Καραϊσκάκη όταν εγκαινιάσθηκε το μνημείο, έβγαλε από το στήθος του τον Μεγαλόσταυρο και τον απέθεσε στο κιβώτιο
με τα οστά του.
14 Είναι γνωστό ότι στο σημείο που ήταν ο τάφος του Καραϊσκάκη ανεγέρθηκε το 1896 το ποδηλατοδρόμιο όπου το ίδιο
έτος διεξήχθησαν οι ποδηλατικοί αγώνες της Ολυμπιάδας της Αθήνας. Περίπου 70 χρόνια αργότερα (1964), στη θέση του
ποδηλατοδρομίου αυτού, ανεγέρθηκε το «Στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης». Σήμερα το μνημείο του Καραϊσκάκη δεν
βρίσκεται στην αρχική του θέση, αλλά σε χώρο εμπρός και νότια του Σταδίου. Σε μικρή απόσταση έχει μεταφερθεί επίσης
και διατηρείται το μνημείο με τα οστά των συμπολεμιστών του. (Σχετ. βλ. περιοδ. «Μέντωρ» -της Αρχαιολογικής εταιρείας
της Αθήνας- τόμος 18, τευχ.74-75, σελ.3-32, 2005)

Αλεξάνδρου Ησαΐα, «ο θάνατος του Καραϊσκάκη» , περίπου 1830, (λεπτομέρεια του πίνακα)
Μετάφραση και σχόλια από τον Αντώνιο Γ. Περδικάρη (perdant@in.gr)

You might also like