You are on page 1of 37

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020

Ὑπεύθυνος σύνταξης Ἱερ/χος Εὐθύμιος

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ


(Λουκᾶ ΙΕ´,11-32).

Καὶ τρίτη παραβολὴ προσέθεσεν ὁ Κύριος ὡς συμπλήρωμα καὶ κορωνίδα τῶν


δύο προηγουμένων. Ἐὰν σ᾽ ἐκεῖνες ἔδειξε ποῖα αἰσθήματα γεμίζουν τὴν καρδία
τοῦ Θεοῦ διὰ τοὺς μετανοημένους ἁμαρτωλούς, στὴν παροῦσα θὰ παρουσιάσει
ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ δραματικὴ ἱστορία τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ. Ἡ τρίτη
αὐτὴ παραβολὴ εἶναι "τοῦ ἀσώτου υἱοῦ", τὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ κειμήλιο τῶν
παραβολῶν τοῦ εὐαγγελικοῦ θησαυροῦ.
Σὲ ὅλη τὴ βιβλιοθήκη τῆς ἀνθρώπινης φιλολογίας, σὲ ὅλα τὰ ἀποφθέγματα
τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ τέτοιος θησαυρὸς σοφίας, ἀγάπης,
εὐσπλαγχνίας, τρυφερότητος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στὶς λίγες γραμμὲς
τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου. Κάθε λέξη της εἶναι βαθυστόχαστος καὶ κάθε γραμμή
της εἶναι μία τεχνικώτατη καὶ θαυμάσια ἀπόχρωση, ποὺ προσδίδει ὡραιότητα
καὶ ἀναδεικνύει τὴν παραβολὴ ἀπαράμιλλο ἀριστούργημα, τὸ ὁποῖο μόνο ὁ Θεὸς
τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης μποροῦσε νὰ φιλοτεχνήσει.
Ποῖος μετανοημένος ἁμαρτωλὸς δὲν αἰσθάνεται ζωηρὴ καὶ εὐχάριστη συγκί-
νηση, ὅταν μελετάει τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου; Πόσα πλήθη ἁμαρτωλῶν καὶ
ἀπελπισμένων δὲν βρῆκαν, καὶ δὲν βρίσκουν ἀκόμη, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου
ἄριστον ναυαγοσωστικὸ μέσο τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν ἔσπευσαν, γεμᾶτα ἐλπίδα στὸ
Θεῖο ἔλεος, νὰ βροῦν ἄφεση, εἰρήνη ψυχική, θύρα σωτηρίας; Δικαίως ἡ παραβολὴ
τοῦ ἀσώτου ὀνομάστηκε τὸ «εὐαγγέλιο τῶν εὐαγγελίων». Καὶ ὀρθῶς εἶπε ἕνας
νεώτερος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας, ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς καμία ἄλλη διδασκαλία
δὲν ἔφερνε στὸν κόσμο, παρὰ μόνο τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, θὰ πετύχαινε μὲ
αὐτὴν μόνο νὰ πιστοποιήσει ὅτι εἶναι Θεὸς ἀπείρου ἀγάπης καὶ εὐσπλαγχνίας.

Ἡ ἁμαρτία τοῦ νεώτερου υἱοῦ.


Ἡ παραβολὴ ἀρχίζει μὲ τὶς ἑξῆς λέξεις: «Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς» (στίχ. 11).

Ποῖος ἆρά γε εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ πατέρας τῶν δύο υἱῶν, τὸν ὁποῖο ὁ
Χριστὸς θὰ παρουσιάσει ὡς θαυμαστὸ καὶ ἀξιοσπούδαστο ὑπόδειγμα πατέρα;
Ἔχει σημειωθεῖ καὶ σ᾽ ἄλλο μέρος, ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς ἁπλὲς λέξεις τῶν παραβολῶν
κρύβεται νόημα ὑψηλὸ καὶ θεῖο. Ὁ πατέρας, λοιπόν, τῶν δύο υἱῶν, ποὺ μᾶς πα-
ρουσιάζει ἡ παραβολή, εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας ὅλης τῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας.
Αὐτὸς μᾶς δημιούργησε· τοῦ Πατέρα αὐτοῦ εἴμαστε ὅλοι παιδιὰ «οὐχὶ πατὴρ εἷς
πάντων ὑμῶν; οὐχὶ Θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς;», λέει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ
Μαλαχίου (κεφ. β´,10). Αὐτὸς προνοεῖ καὶ φροντίζει περισσότερο ἀπὸ κάθε φιλό-
1
στοργο πατέρα τόσο γιὰ τὴ συντήρηση τῆς σωματικῆς μας ζωῆς, ὅσο καὶ γιὰ τὴ
μόρφωση καὶ ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν αἰώνια
εὐτυχία μας. Εἶναι Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλους ἀγαπάει ὡς παιδιά
Του.
Ἀλλὰ μολονότι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης τρέφει πρὸς ὅλους μας ἄπειρη ἀγάπη, ἐμεῖς
δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν Τὸν ἀγαπᾶμε ὅλοι ἐξ ἴσου. Ἂλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους -οἱ εὐσεβεῖς, οἱ δίκαιοι, οἱ Ἅγιοι- Τὸν ἀγαποῦν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ
καὶ τὴν καρδιά, ἔχουν ὑποτάξει τὸ δικό τους θέλημα στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου
Πατέρα τους καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν πάντοτε μαζί Του. Ἀλλὰ ἄλλοι -οἱ ἄπιστοι,
οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί- ζητοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὸν
Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ τὸ ἄνομο θέλημά
τους. Καὶ τοιουτοτρόπως, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε τῆς αὐτῆς φύσεως, ἐνῷ
εἴμαστε παιδιὰ τοῦ αὐτοῦ Πατέρα, ἐν τούτοις παρουσιαζόμαστε διαιρεμένοι σὲ
δύο μερίδες διαφορετικοῦ χαρακτῆρα. Γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Κύριος στὴν παραβολή,
τὴν μία καὶ ἑνιαία ἀνθρωπότητα τὴν παρουσιάζει διαιρεμένη καὶ ἐκπροσωπούμε-
νη ἀπὸ δύο υἱούς, ποὺ εἶχαν ὅλως ἀντίθετο χαρακτῆρα. Διότι ἐνῷ ὁ μεγαλύτερος
εἶναι σοβαρός, συντηρητικός, εὐπειθὴς καὶ ἐγκρατής, ὁ νεώτερος εἶναι ἄστατος,
ζωηρός, ἀνυπόμονος, ἀνυπότακτος. Βιάζεται νὰ δοκιμάσει τὴν τύχη του,
ἀκολουθῶντας ὄχι τὶς συμβουλὲς τοῦ σοφοῦ καὶ πεπειραμένου πατέρα του, ἀλλὰ
τὴ δική του ἀπερίσκεπτη φαντασία καὶ ὁρμή. Ὁ νεώτερος αὐτὸς υἱὸς ἀντιπροσω-
πεύει ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς· εἰκονίζει καθέναν ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως βρισκόμαστε
στὴ φυσική μας κατάσταση, προτοῦ δηλαδὴ ἀναγεννηθοῦμε. Περὶ αὐτὸν στρέ-
φεται τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς παραβολῆς. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε
ἀκριβέστερα τὴ διαγωγή του, διότι σ᾽ αὐτὴν ἐκθέτει ὁ Κύριος ψυχολογικώτατα
καὶ ζωγραφίζει παραστατικώτατα τὴ διαγωγὴ καὶ τὴ ζωὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ.

Ἡ θρασεῖα ἀπαίτησή του.


Πρωτίστως ὁ νεώτερος υἱὸς παρουσιάζεται στὸν πατέρα του καὶ τοῦ διατυ-
πώνει μία ἀπαίτηση, ἡ ὁποία ἀπὸ καιρὸ βασάνιζε τὸ νοῦ του: «Καὶ εἶπεν ὁ νεώ-
τερος αὐτῶν τῷ πατρί, Πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας».
Στοιχειώδης σεβασμὸς πρὸς τὸν ἀγαθὸ πατέρα ἐπέβαλλε στὸν νεώτερο νὰ
ἀπευθυνθεῖ μὲ καλύτερη κάπως συμπεριφορὰ καὶ νὰ τοῦ ἔλεγε: «πατέρα μου,
σὲ παρακαλῶ, κάνε μου μιὰ χάρι, δόσε μου, ἂν θέλεις, λίγα χρήματα, ποὺ μοῦ
χρειάζονται». Ἣ «δόσε μου λίγα χρήματα τώρα, δοκίμασέ με γιὰ νὰ δεῖς πῶς θὰ
τὰ διαχειριστῶ, καὶ ὕστερα ἂν θέλεις μοῦ ἐμπιστεύεσαι περισσότερα». Ἀλλ᾽ ὄχι,
ὁ νεώτερος παρουσιάζεται θρασύς, ὑπερήφανος, ἀπαιτητικός: «Δός μοι τὸ
ἐπιβάλλον μέρος», λέει. Ὄχι ὅσο μέρος κρίνεις ἐσὺ καλό, ἀλλὰ τὸ μερίδιο τῆς πε-
ριουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. «Θέλω νὰ τὸ ἔχω τώρα στὴν ἐξουσία μου· δὲν μπορῶ
νὰ περιμένω στὸ μέλλον· θέλω νὰ ἀπολαύσω τώρα τὰ ἀγαθά, ποὺ ζητάει ἡ ψυχή
μου». Αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνόητου νέου.
Ἀλλὰ πῶς σοῦ ἀνήκει, ἀπερίσκεπτε νέε, ἡ περιουσία; Δὲν εἶναι ἰδιοκτησία
τοῦ πατέρα σου; Ποῦ τὰ βρῆκες τὰ δικαιώματα; Μήπως ὁ πατέρας σου σὲ στέ-
2
ρησε ἕως τώρα; Μήπως εἶναι κανένας πατέρας βάναυσος, σκληρός, φιλάργυρος,
ποὺ τυραννεῖ τὴν οἰκογένειά του; Κάθε ἄλλο. Ἡ παραβολὴ θὰ δείξει ὅτι εἶναι
πατέρας φιλόστοργος, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔχουν ἅφθονα τὰ ἀγαθὰ καὶ αὐτοὶ
οἱ ὑπηρέτες, καὶ ἑπομένως πολὺ περισσότερο τὰ παιδιά του. Δὲν λείπει, λοιπόν,
τίποτε ἀπὸ τὸν νεώτερο. Ἀλλὰ πάντα μὲ μέτρο· πάντα ὁ πατέρας, ὡς σοφὸς παι-
δαγωγός, ἀποβλέπων στὸ συμφέρον τῶν παιδιῶν του, ἔχει τάξη καὶ σειρὰ σ᾽ ὅλα·
ἔχει τοὺς ἀπαραίτητους περιορισμούς, γιὰ νὰ μὴν παρεκτραποῦν τὰ παιδιά του.
Ὁ νεώτερος ὅμως δὲν ἀνέχεται κανέναν περιορισμό. Νωρὶς παρουσιάζει κλίση
πρὸς τὴν ἀνεξαρτησία. Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογένειας τοῦ φαίνεται βαρειά. Καὶ
ἡ παρουσία τοῦ πατέρα πιεστική. Δὲν θέλει νὰ ἀνεχθεῖ τὰ χαλινάρια τῆς πατρικῆς
παιδαγωγίας. Θεωρεῖ δουλεία ἀφόρητη τὴν πατρικὴ ἐπίβλεψη. Διψάει ἐλευθερία
ἀχαλίνωτη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ παρουσιάζεται ἐπὶ τέλους ἐνώπιον τοῦ πατέρα του, καὶ
μὲ ὕφος, ποὺ ἔχουν πολλοὶ νέοι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, διατυπώνει τὴν ἀπαίτηση:
«Πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας».
Ἀλλὰ δὲ νομίζετε, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες, ὅτι στὴ διαγωγὴ αὐτὴ τοῦ νεώτερου
υἱοῦ τῆς παραβολῆς ζωγραφίζεται ἡ διαγωγὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου
ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ; Ναί, εἶναι τέλεια εἰκόνα. Καὶ ἰδοὺ ἡ ἀπόδειξη. Ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ θέλει νὰ ζήσει τὸν βίο τῆς ἁμαρτίας, φαντάζεται ὅτι ὅλα τὰ δῶρα, ὅσα τοῦ
δίνει ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, εἶναι χρέη, ποὺ τοῦ ὁφείλει ὁ Θεός, εἶναι ἰδιοκτησία
του. Καὶ τὴν ὑγεία καὶ τὸν ἀέρα καὶ τὸν ἥλιο καὶ τὸ νερὸ καὶ τὰ χρήματα, τὰ νο-
μίζει φυσικὰ πράγματα, ποὺ τοῦ ἀνήκουν αὐτοδικαίως, σὰν νὰ τὰ δημιούργησε
αὐτός, σὰν νὰ ἦταν τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς εἶναι
ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ δώσει. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν αἰσθάνεται καμμία εὐγνωμοσύνη
πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα αὐτά. Ἰδοὺ τὸ πρῶτο καὶ θεμελιῶδες σφάλμα του.
Ἀλλὰ τὸ πρῶτο σφάλμα γίνεται πολλὲς φορὲς ἀρχὴ περισσότερων καὶ μεγαλύτε-
ρων καὶ μάλιστα τὴν ἀγνωμοσύνη καὶ ἀχαριστία ἀκολουθεῖ ἡ ἀναισχυντία, ὅπως
ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος χρησιμο-
ποιεῖ γλῶσσα καὶ τρόπο ἀναίσχυντο, ἀσεβῆ, αὐθάδη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Δὲν
αἰσθάνεται σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια, ἀλλὰ Τὸν προσβάλλει μὲ τὸν ἀχάριστο καὶ
ἀσεβῆ τρόπον του, Τὸν βλασφημεῖ μὲ τὰ ἔργα του. Ἀκοῦμε συχνὰ τέτοιους
ἀχάριστους καὶ αὐθάδεις νὰ μιλοῦν περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅπως μιλοῦν περὶ ἑνὸς κοινοῦ
καὶ κατώτερού τους ἀνθρώπου· νὰ κρίνουν, νὰ ἐπικρίνουν τὰ ἔργα Του, νὰ βρί-
σκουν πολλὰ τὰ δῆθεν ἄτοπα(!), ἀκόμη καὶ νὰ βλασφημοῦν τὸ ἅγιον ὄνομά Του!
Ἐπὶ πλέον ἐγείρουν ἀπαιτήσεις, ὅπως ὁ νεώτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς. Θεω-
ροῦν ζυγὸ δυσβάστακτο τὴ θρησκευτικὴ ζωή. Θέλουν νὰ ζοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸ
σπίτι τοῦ Πατέρα τους, μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι «οἶκος Θεοῦ»,
σὲ τόπους πολυάνθρωπους, μέσα στὴν πολυτέλεια τῶν μεγάλων πόλεων, ἐκεῖ
ποὺ οἱ πολλὲς διασκεδάσεις, ἐκεῖ ποὺ οἱ ἐξαχρειωμένες γυναῖκες ἀνταλλάσσουν
τὴ σάρκα μὲ τὸ χρῆμα τῶν ἀπερίσκεπτων τούτων ἀποστατῶν. Θέλουν νὰ ζοῦν
μακρυὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ἀκοῦν τὰ λόγια Του, νὰ μὴ δίνουν προσοχὴ στὸ κήρυ-
γμα τοῦ Εὐαγγελίου Του, νὰ εἰρωνεύωνται, νὰ χλευάζουν, νὰ περιφρονοῦν
ἐκείνους ποὺ μένουν πιστοὶ στὸν Πατέρα, εὐσεβεῖς, φρόνιμοι, συντηρητικοί. Θέ-
λουν χρῆμα καὶ ἀνεξαρτησία, γιὰ νὰ ζοῦν μακρυὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλὸ
3
ὁ Ἰὼβ παρουσιάζει λέγοντας πρὸς τὸν Θεό: «ἀπόστα ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι
οὐ βούλομαι»!
Ζητοῦν, ὅπως ὁ νεώτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς, τὸ μερίδιο τῶν ἀγαθῶν τοῦ
παρόντος κόσμου, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴ μερίδα τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν τοῦ μέλ-
λοντος βίου. Θέλουν νὰ ἀπολαύσουν τώρα, στὸν κόσμο τοῦτο, χρῆμα, ἡδονές,
δόξα. «Θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου», σοῦ λένε. «Θέλω νὰ χαρῶ τὸν κόσμον ἂν δὲν
διασκεδάσω τώρα, πότε θὰ γλεντήσω; ὅταν γεράσω;» Δός μου, λοιπόν, τὸ
ἐπιβάλλον μέρος τῶν ἀγαθῶν τοῦ κόσμου τούτου. Δόσε ὅ,τι ποθεῖ ἡ καρδιά, ἡ
ὁποία διεστράφη πλέον, καὶ ἡ ὁποία ζητεῖ τὸ πρόσκαιρον ἀντὶ τοῦ αἰωνίου, τὸ
φθαρτὸ ἀντὶ τοῦ ἀφθάρτου, τὸ μηδαμινὸ καὶ καταστρεπτικὸ ἀντὶ τοῦ πολύτιμου
καὶ ὠφελιμότατου. Αὐτὰ ποθοῦν καὶ αὐτὰ ζητοῦν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί.
Παρατηρεῖστε τους πάλι, γιὰ νὰ τοὺς δεῖτε γεμάτους ὑπερηφάνεια καὶ
αὐτοπεποίθηση, ὅπως ὁ ἀντιπρόσωπός τους ὁ νεώτερος υἱός, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν
ἰδέα ὅτι εἶναι ἱκανὸς νὰ κυβερνήσει ἄριστα τὸν ἑαυτό του, χωρὶς τὴν πατρικὴ
ἐπέμβαση καὶ ἐπίβλεψη. Ὁ πλέον ἀγράμματος καὶ μικρόμυαλος ἁμαρτωλὸς ἔχει
τὴν πεποίθηση ὅτι θὰ ζήσει καλύτερα μὲ τὸ βίο ποὺ ἐκλέγει αὐτός, καὶ ὄχι μὲ τὸ
βίο, ποὺ τοῦ λέει ὁ Θεός. Δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια καὶ τὴ φροντίδα
τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ὁ νεώτερος υἱὸς δὲν θεωροῦσε τὸν πατέρα του καλὸ διαχει-
ριστὴ τῆς περιουσίας. Ζητάει ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ μερίδιο τῶν ἀγαθῶν τοῦ παρόντος
κόσμου, γιὰ νὰ τὸ διαχειριστεῖ αὐτὸς μὲ τὸ σοφό του κεφάλι καὶ νὰ δημιουργήσει
τάχα τὴν εὐτυχία του! «Ἂς εἶχα ἐγὼ χρήματα, λένε, καὶ θὰ ἔβλεπες πῶς ζοῦν οἰ
ἄνθρωποι». «Τί νὰ σοῦ κάνω, παραπονεῖται ὁ ἄλλος, πῆγε καὶ τὰ ἔδωσε σ᾽
ἐκείνον ὁ Θεὸς τὰ χρήματα, ποὺ δὲν ξέρει νὰ ζήσει· ἂς τὰ πάρω ἐγὼ στὰ χέρια
μου καὶ βλέπεις τί φτιάχνω». Καὶ ὅταν τὰ πάρει, θὰ φτιάξει τὸ βάραθρο, στὸ
ὁποῖο θὰ κρημνισθεῖ, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι πλούσιοι ἁμαρτωλοί. Ἡ αὐτοπεποί-
θηση αὐτή, μὲ τὴν ὁποία φαντάζονται ὅτι θὰ κυβερνήσουν θαυμάσια τὸν ἑαυτόν
τους μακρυὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ κυριώτερη αἰτία τῆς καταστροφῆς τόσων
καὶ τόσων ἀνθρώπων. Ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὴν κρίση, στὴ σοφία, στὴν
ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ πλήρης πεποίθηση στὴ δική μας ἱκανότητα. Μὲ
ἄλλους λόγους ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ κυριώτερη αἰτία ὅλων τῶν
συμφορῶν καὶ τῶν δυστυχημάτων, ἡ ἀρχικὴ αἰτία τῆς ἀπώλειας. Οἱ πρῶτοι γονεῖς
μας, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἔσυραν καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ τόσους ἀπογόνους τους
στὸ θάνατο, ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν μωρὴ ἐκείνη φιλοδοξία, ἀπὸ τὸν ἀνόητο ἐγωισμό,
ποὺ τοὺς ἔβαλε ὁ Σατανᾶς, ὅτι θὰ ζήσουν τάχα εὐτυχέστεροι, ἐὰν γίνουν
ἀνεξάρτητοι, χωρὶς τὴν κυβέρνηση καὶ τὴ φροντίδα τοῦ ἀγαθοῦ Πατέρα τους.
Ἰδού, τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας τοῦ νεώτερου υἱοῦ τῆς παραβολῆς, τὸ
πρῶτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας κάθε ἀνθρώπου ποὺ καταντᾷ μεγάλος ἁμαρτωλός.

Ἡ καλωσύνη τοῦ πατέρα.


Ἀλλὰ ποιά ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα στὴ θρασεῖα ἐκείνη ἀπαίτηση τοῦ
νεώτερου υἱοῦ; Μήπως ἀπέπεμψε τὸν αὐθάδη μὲ αὐστηρότητα; Μήπως ἀρνήθηκε
νὰ ἀκούσει κἂν τὴν τόσο παράλογη ἀπαίτησή του; Ὄχι, ἀλλὰ «διεῖλεν αὐτοῖς
4
τὸν βίον», λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολή (στίχ. 12).

Ὑποχώρησε στὴν ἀπαίτηση τοῦ παιδιοῦ του, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ὄχι ἀπὸ τυφλὸ
αἴσθημα πρὸς ἕνα παιδὶ ἀνυπότακτο (ὅπως ὑποχωροῦν πολλοὶ γονεῖς καὶ στὶς
πλέον παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν παιδιῶν τους), ὄχι ἀπὸ ἔλλειψη πατρικοῦ κύ-
ρους, ἀλλὰ γιὰ σκοπὸ σπουδαιότατο, τὸν ὁποῖο θὰ δοῦμε παρακάτω. Διεμοίρασε
τὴν περιουσία καὶ ἔδωσε στὸν νεώτερο ὅ,τι ζήτησε, μὲ τρόπο ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ
νὰ παραπονεθεῖ ὅτι τὸν ἀδίκησε.
Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ὁ σοφὸς ἐκεῖνος πατέρας ἔδεινε στὸ νεώτερο νὰ κατα-
λάβει ὅτι δὲν ἦταν πατέρας αὐταρχικὸς καὶ τυραννικός, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρονταν
γιὰ τὴν εὐτυχία τῶν παιδιῶν του, ὅπως ἐκεῖνος τὸν φαντάζονταν, ἀλλὰ γεμᾶτος
καλωσύνη καὶ ἀγαθότητα. Ἀκόμη τοῦ ἔδεινε νὰ καταλάβει ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦσε
νὰ κρατάει κοντά του μὲ τὴ βία τὸ παιδί του, παρ᾽ ὅλο ποὺ τὸ ἀγαποῦσε πολὺ
καὶ ἤθελε νὰ τὸ ἔχει πάντοτε κοντά του γιὰ νὰ εἶναι πάντοτε εὐτυχισμένο. Ἀσφα-
λῶς κατέβαλε κάθε προσπάθεια νὰ τὸν πείσει μὲ λόγια καὶ σοφὲς πατρικὲς συμ-
βουλές, μὲ παρακλήσεις, μὲ προειδοποιήσεις περὶ τῶν κινδύνων στοὺς ὁποίους
θὰ πέσει, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι. Ἀλλ᾽ ὅταν εἶδε ὅτι κανένα
μέσο δὲν ἴσχυσε νὰ τοῦ μεταβάλει τὴν ἀπόφαση, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο νὰ θέσει
σὲ ἐφαρμογὴ τὰ σχέδιά του. Διότι ἀντιλήφθηκε ὅτι μόνο ἡ πικρὴ πεῖρα θὰ δίδα-
σκε τὸν ἀπειθῆ νέο πόσο ἦταν μωρὸς καὶ ἀνόητος, ὅταν φαντάζονταν ὅτι θὰ
ζοῦσε πολὺ εὐτυχέστερος μακρυὰ τοῦ πατέρα του, ἔχοντας στὰ χέρια του περι-
ουσία καὶ διαχειριζόμενος αὐτὴν σύμφωνα μὲ τὴ δική του κρίση.
Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ πατέρα πρὸς τὸ νεώτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς
εἰκονίζει ἐπακριβῶς τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν βιάζει
τὴν ἐλευθερία μας, ὁ Θεός, οὔτε μᾶς κρατάει ἀναγκαστικὰ ὑποτεταγμένους στὸ
νόμο Του. Ἀλλὰ δεικνύει τρόπον τινὰ εὐλάβεια πρὸς τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν
ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ περισσὴ πατρικὴ ἀγαθότητα. Διότι δὲν ἀρνεῖται νὰ
δώσει περιουσία, δηλαδὴ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἄλλα χαρίσματα καὶ σ᾽ ἐκείνους, ποὺ
θέλουν νὰ ζήσουν μακρυά Του καὶ νὰ χρησιμοποιήσουν στὴν ἁμαρτία τὶς δωρεὲς
αὐτές. Ὅταν βλέπει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ ἄλλο μέσο νὰ ἐννοήσουν τὴν ἀγαθό-
τητά Του καὶ νὰ ὑποταχθοῦν σ᾽ Αὐτόν. Ὅταν βλέπει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ
ἄλλο μέσο νὰ ξερριζώσουν τὸ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ τὸν ἐγωιστικὸ χαρακτῆρα, μὲ
τὸν ὁποῖο φαντάζονται ὅτι μποροῦν νὰ ζήσουν εὐτυχεῖς μακρυά Του, τότε τοὺς
δίνει ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦν, γιὰ νὰ δοκιμάσουν ἀπὸ τὰ παθήματά τους τὰ κακὰ τῆς
ὑπερηφάνειας. Γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν μωρία τους καὶ νὰ λάβουν αὐτογνωσία
ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ τὶς συμφορὲς ποὺ δημιούργησε ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τοῦ
κόσμου τούτου μακρυὰ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν βίο τῆς ἁμαρτίας. Ἔρχεται ὥρα κατὰ
τὴν ὁποία ὁ Θεὸς παύει πλέον νὰ ἀντιστέκεται στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ «παραδίδει
αὐτοὺς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν», λέει ὁ ἀπ. Παῦλος (Ρωμ. α´,24). Καὶ
ὅταν λάβουν πεῖραν τῶν συνεπειῶν τῆς διαγωγῆς των, θὰ πεισθοῦν πλέον ὅτι
μακρυὰ τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο εὐτυχία δὲν βρῆκαν, ἀλλὰ ἀντίθετα πικρία, θλίψη,
ταραγμένο καὶ ἀνήσυχο βίο, ἀνάγκες μεγάλες καὶ ἀθεράπευτες. Ἀλλὰ περὶ τούτου
θὰ μιλήσει σαφέστερα ἡ συνέχεια τῆς παραβολῆς.

5
Οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τοῦ νεώτερου υἱοῦ.
Τί ἔκανε ὁ νεώτερος υἱὸς ὅταν πῆρε τὸ μερίδιό του; Ἔμεινε μήπως στὴν ἴδια
πόλη ποὺ ζοῦσε ὁ πατέρας του; Ὄχι. Σπεύδει νὰ φύγει· φεύγει λαθραίως· δὲν
ἀπευθύνει οὔτε ἕνα χαιρετισμὸ πρὸς τὸν γέροντα πατέρα του. «Καὶ μετ᾽ οὐ
πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν
μακράν», λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολή.
«Μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας». Κάθε λέξη καὶ φράση τῆς παραβολῆς ἔχει βαθειὰ
καὶ σπουδαῖα νοήματα. Πρόσεξε στὴ φράση: «μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας» δηλαδὴ
ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες. Γιατί ὁ Κύριος παρουσιάζει τὸ νεώτερο υἱὸ νὰ φεύγει
ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ τὸν τόπο του ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες μετὰ τὴ διανομὴ τῆς
περιουσίας; Διότι, εἴπαμε, ὁ νεώτερος υἱὸς ἀντιπροσωπεύει τὸν ἄνθρωπο ποὺ
θέλει νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου· τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἀρέσκεται νὰ
ζεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ θείου νόμου, ἀλλὰ θέλει
τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς. Μόλις, λοιπόν, ὁ τοιοῦτος
ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ ζήσει σὲ τέτοια ἀνεξαρτησία μακρυὰ τοῦ Θεοῦ· μόλις
λάβει τὸ χρῆμα, ἢ τὸ ἀξίωμα, ἢ τὰ κοσμικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ, ἀποσείρει καὶ
ἀπορρίπτει πλέον τὸν χρηστὸ ζυγὸ τοῦ Κυρίου, ἀποβάλλει τὸν χαλινάρι τῆς θείας
χάριτος, φεύγει μακρυὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν θέλει πλέον νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία,
διότι ἐκεῖ θὰ ἀκούσει τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φωνάζει διὰ τοῦ Εὐαγγελίου Του ὅτι τὸν
πλοῦτο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὡς μερίδιό του, πρέπει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει καλῶς· τὴν
ὑγεία, τὴν τέχνη, τὴν ἱκανότητα, τὸ ἀξίωμα, τὴν πέννα ... πρέπει νὰ τὰ κάνει
ὄργανα τῆς ὠφώλειας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ὄχι ὄργανα ἀπολαύσεων καὶ μα-
ταίας δόξας. Δὲν θέλει πλέον νὰ ἀκούσει ὅτι τὸ χρῆμα καὶ τὸ ἀξίωμά του εἶναι
τὰ μέσα, διὰ τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους· δὲν ἀνέχεται νὰ
διδαχθεῖ ὅτι πρέπει νὰ μὴν κυριεύεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Τί-
ποτε· φεύγει γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν τέτοιες διδασκαλίες καὶ διαμαρτυρίες. Φεύ-
γει, διότι ὅλως ἀντίθετο πνεῦμα ἐπικράτησε στὴν ψυχή του καὶ δὲν αἰσθάνεται
καμμία εὐχαρίστηση στὴ ζωὴ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀρετῆς πλησίον τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ποῦ πῆγε καὶ πῶς ζοῦσε ὁ νεώτερος υἱός, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸν πατέρα
του; Ἡ χώρα, στὴν ὁποία πῆγε ὁ νεώτερος υἱὸς καὶ ἡ ἄθλια κατάσταση, στὴν
ὁποία κατάντησε, ὅπως ζωγραφίζονται ζωηρότατα στὴν παραβολή, παρουσιάζουν
παραστατικώτατα τὴν κατάσταση στὴν ὁποία καταντάει ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος,
τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, τὶς ἐπὶ γῆς παιδαγωγικὲς τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν.
Καὶ ἰδοὺ ποιές εἶναι αὐτές.

Βίος ἀποστασίας καὶ ἄσωτης ἐκδαπανήσεως


Παρατηρήσατε ὅτι ὁ νεώτερος υἱὸς δὲν ἐξέλεξε μία γειτονικὴ χώρα, γιὰ νὰ βρί-
σκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἀλλ᾿ «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν
μακράν», γιὰ νὰ μὴν ἔχει καμμία σχέση. Ἀκριβῶς ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ φανερώνει
ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς ἀποστατεῖ, διακόπτει κάθε σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ θρησκεία
Του. Ἡ διακοπὴ αὐτὴ τῆς σχέσεως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴ θρησκεία εἶναι ἡ οὐσία
τῆς ἁμαρτίας. Ποιά εἶναι ἡ μακρυνὴ χώρα, στὴν ὁποία καταφεύγει ὁ
6
ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ κόσμος. Κόσμο ὅταν λέμε, δὲν
ἐννοοῦμε τὴ γῆ καὶ ὅσα ὁ Θεὸς ἔκτισε σ᾽ αὐτή, διότι αὐτὰ δὲν εἶναι βέβηλα καὶ
ξένα πρὸς τὸν Θεὸ δημιουργήματα. Ἀλλὰ κόσμο, ὅταν λέει ὁ Χριστός, ἐννοεῖ τὴν
ἁμαρτωλὴ ζωὴ τῶν ἀποστατῶν. Τέτοια ζωή, στὴν ὁποία ρίπτεται ὁ ἄνθρωπος,
εἶναι χώρα ἐντελῶς ἀπομεμακρυσμένη ἀπὸ τὸν Θεό, χώρα στὴν ὁποία οὐδέποτε
ὁ Θεὸς ἀρέσκεται, ἀλλὰ τὴ βδελύσσεται καὶ τὴν ἀποστρέφεται.
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! Ἔφυγες ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ, καὶ
κατέφυγες στὴ χώρα μὲ τὴν ὁποία οὐδεμία σχέση ἔχει ὁ Θεός; Διέκοψες τὴ σχέση
πρὸς τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ καταφύγεις στὴ χώρα τοῦ
θανάτου; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι, ἀπὸ ἐκεῖ, ποὺ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ὁ Θεός, δὲν
ὑπάρχει ζωή; Δὲν ξέρεις ὅτι μπῆκες ἀπὸ τώρα στὴ χώρα τῆς κολάσεως;
Καὶ ἰδοὺ ὁ νεώτερος υἱὸς ἀποδημήσας σὲ μακρυνὴ χώρα, «ἐκεῖ διεσκόρπισε
τὴν οὐσίαν αὐτοῦ, ζῶν ἀσώτως» (στίχ. 18) (ἄσωτος -σύνθετη λέξη ἀπὸ τὸ στερητικὸ α καὶ
σώζω- σημαίνει αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει καμία ἐλπίδα σωτηρίας ἐξαιτίας τοῦ αἰσχροῦ βίου του, τὸν
αἰσχρό, ἀνήθικο καὶ διεφθαρμένο). Πόσα κρύπτονται κάτω ἀπὸ τὶς λίγες αὐτὲς λέξεις!
Ποιό μελανὸ πέπλο ἀποτελοῦν οἱ λέξεις αὐτές, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο τόσα ἔργα
σκότους, τόσος βόρβορος αἰσχρότητος ἐπισωρεύθηκε! Ἀλλ᾽ ἂς τὶς ἀναλύσουμε
γιὰ νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας.
«Διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ». Δὲν ἦταν μικρὴ βεβαίως ἡ περιουσία
ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ὁ ἀγαθὸς πατέρας ἔδωσε στὸ νεώτερο υἱό· ἐν τούτοις γρήγορα
διασκορπίστηκε. Στὴν ἀρχὴ ὁ θησαυρὸς τοῦ φαίνονταν ἀτελείωτος. Ἄρχισε, λοι-
πόν, τὶς δαπάνες καὶ τὰ μεγάλα ἔξοδα. Νοίκιασε σπίτι μεγαλοπρεπές, φόρεσε
πολυτελὴ ρούχα, ἀγόρασε δούλους, συνάθροισε φίλους καὶ φίλες ἀπὸ τὸ πλῆθος
τῶν προσώπων ἐκείνων, ποὺ βρίσκονται τόσο εὔκολα σὲ τέτοιες περιστάσεις,
ἀλλὰ καὶ τόσο γρήγορα χάνονται, χωρὶς νὰ γυρίζουν νὰ κυττάξουν τὸν φίλο, ὅταν
τὰ χρήματα τελειώσουν. Παρέθετε καθημερινὰ τραπέζια μὲ ποικιλία φαγητῶν….
Ἀλλὰ τὸν ταχὺ διασκορπισμὸ τῆς πατρικῆς περιουσίας τὸν φανερώνουν ἀκόμη
ζωηρότερα οἱ δύο ἄλλες λέξεις, ποὺ μεταχειρίστηκε ὁ Κύριος, οἱ λέξεις:
«Ζῶν ἀσώτως». Πόσα γλέντια, πόσα ξενύχτια, πόση ἁμαρτία στὰ κέντρα
ἐκεῖνα, ποὺ ἑλκύουν τοὺς ἄσωτους μὲ τὴν πλούσια διακόσμηση τῶν ἠλεκτρικῶν
φώτων, ὅπως τὸ φῶς ἐλκύει τὴν πεταλούδα μέχρις ὅτου τῆς καύσει τὰ φτερά·
πόσα πάθη δαπανηρά, σκεπασμένα μὲ τὸ χρυσόχαρτο τῆς ὑποκρισίας· πόσοι βό-
θροι, σκεπασμένοι μὲ ἄνθη στὴν ἐπιφάνεια, κρύπτονται στὶς δύο αὐτὲς λέξεις!
Πόσες αἰσχρότητες καὶ λάγνες ἡδυπάθειες καὶ ἀκατονόμαστες ἀπαισιότητες, τῶν
ὁποίων τὴν ἀποπνικτικὴ δυσωδία σκεπάζει ἡ μυρωδιὰ τῶν πολυτελῶν ἀρωμάτων!
Ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἐπαρχιώτης, ὁ ἀντιπροσωπευτικὸς τύπος τόσων ὁμοίων τῆς
ἐποχῆς μας, μὲ τὴ δίψα τῶν μεγαλείων καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς ἡλικίας, ἡ ὁποία ἕως
τώρα ἦταν περιωρισμένη ἀπὸ τὸ πατρικὸ χαλινάρι, ἀφέθηκε πλέον ἐλεύθερος γιὰ
νὰ χορτάσει ἀσώτως ὅλες τὶς ὀρέξεις του.
Ἀλλ᾽ ἂς μὴ προχωρήσουμε περισσότερο στὴν ἀνάλυση τῶν λέξεων «ζῶν
ἀσώτως». Διότι ὁ βίος τοῦ ἄσωτου υἱοῦ δὲν εἶναι ἀσυνήθιστος καὶ ἄγνωστος σή-
μερα. Δὲν εἶναι βίος, ποὺ ἀνῆκε μόνο στὸ ἀπώτερο παρελθόν, ἀλλ᾽ εἶναι γεγονὸς
7
τῆς ἡμέρας· εἶναι φαινόμενο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται δυστυχῶς σὲ εὐρύτατη κλί-
μακα στὴν κοινωνίας μας. Ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ ὥρα, ποὺ θὰ ἀναγνώσετε
τὸ παρόν, ἂς εἶναι βέβαιος ὁ ἀναγνώστης, ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ διαπράττονται στὴν
ἐπιφάνεια τῆς γῆς τόσες καὶ τόσες ἀσωτεῖες τοῦ εἴδους αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ὑπονοεῖ
ἡ παραβολὴ στὶς λέξεις «ζῶν ἀσώτως». Τόσο πολὺ ἐπιδίδεται ὁ δυστυχὴς ἄνθρω-
πος στὰ ἔργα τοῦ ἄσωτου υἱοῦ! Καὶ μόνο διότι εἶναι μακρόθυμος καὶ ἀγαθὸς ὁ
Θεός, ἀνέχεται ἕνα τέτοιο θλιβερὸ καὶ ἀπαίσιο φαινόμενο στὴ γῆ· ἀλλιῶς θὰ
εἴχαμε ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ καιροῦ!
«Διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Ἐπιμένουμε στὶς λέξεις
αὐτὲς τῆς παραβολῆς, διότι ἔχουν καὶ βαθύτερο νόημα. Δὲν πρόκειται μόνο περὶ
διασκορπισμοῦ χρήματος σὲ ἀσωτείες· διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν λαμβάνει ἀπὸ τὸν
Θεὸ Πατέρα μόνο χρήματα, κτήματα καὶ ὑλικὴ περιουσία, τὴν ὁποία σπαταλάει·
οὔτε ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χρήματα πολλά· οἱ περισσότεροι εἶναι μᾶλλον πτω-
χοί. Δὲν πρόκειται, λοιπόν, περὶ μιᾶς μόνο τάξεως ἀνθρώπων, ποὺ ἀντιγράφουν
τὸ βίο τοῦ ἀσώτου ὡς πρὸς τὶς ὑλικὲς μόνο δαπάνες τῆς ἀσωτίας. Εἶναι καὶ ἄλλοι
πολλοί, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ἂς προσέξουμε μήπως ἀνακαλύψουμε καὶ στὸν
ἑαυτό μας κάποιο εἶδος ἀσωτίας. Ἰδοὺ ὁ λόγος:
Ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει ὡς κληρονομικὲς δωρεὲς ἀπὸ τὸν Θεὸ διάφορα χαρί-
σματα καὶ τάλαντα. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, ἡ ὑγεία, οἱ σωματικὲς δυνάμεις, οἱ
διάφορες ἱκανότητες, ἡ εὐφυΐα, οἱ γνώσεις, τὸ ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη,
τὸ λογικό, ἡ ἐλευθερία, αὐτὴ ἡ ψυχή μας, ὅλα αὐτὰ εἶναι περιουσία, τὴν ὁποία
μᾶς χαρίζει ὁ ἀγαθὸς Πατέρας. Εἶναι ἡ «οὐσία μας», ἡ ὑπόστασή μας, ὁ κατ᾽
οὐσίαν ἄνθρωπος. Ἂς ἐξετάσει τώρα καθένας σὲ τί ξοδεύει τὶς σκέψεις του, ποῦ
δαπανάει τὸ χρόνο του, ποῦ χρησιμοποιεῖ τὴν ὑγεία καὶ τὶς σωματικές του δυ-
νάμεις, πῶς διαθέτει τὴν τέχνη καὶ τὴν ἐπιστήμη του, ποία χρήση κάνει τοῦ
λογικοῦ, τῆς ἐλευθερίας του τῆς πνευματικῆς καὶ ἀθανάτου ψυχῆς του. Καὶ τότε
θὰ δεῖ, ἂν καὶ αὐτὸς τὴν πολύτιμη πατρικὴ καὶ θεία κληρονομιὰ τὴ χρησιμοποιεῖ
γιὰ τὴν εὐτυχία του καὶ τὴ δόξα τοῦ Πατρός, ἢ τὴν διασκορπίζει ἀσώτως.
Δυστυχῶς τὰ πράγματα πείθουν ὅτι γίνεται ἄσωτη χρήση τῆς περιουσίας
αὐτῆς. Διασκορπίζεται ἀσώτως πρὸς βλάβη τόσο ἐκείνου ποὺ ἔχει τὴν περιουσία,
ὅσο καὶ πλείστων ἄλλων. Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι οἱ περισσότερες
ἱκανότητες ξοδεύονται γιὰ τὴν καταστροφὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴν ὠφέλεια. Ἀρκεῖ νὰ
σκεφθεῖ κανεὶς πῶς χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς ἐφευρέσεις,
τὶς ὁποῖες πραγματοποίησε μὲ τὸ λογικό, μὲ τὸ Θεῖο αὐτὸ δῶρο. Ἡ χημεία π.χ.
δὲν χρησιμοποιεῖται μόνο γιὰ τὰ φάρμακα καὶ τὴ βιομηχανία, οὔτε ἡ μηχανικὴ
γιὰ τὰ καλλιτεχνικὰ οἰκοδομήματα καὶ τὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ κυρίως ὡς
μέσον καταστροφῆς. Χρησιμοποιεῖται γιὰ τὰ ἀσφυξιογόνα, τὰ δακρυγόνα καὶ τὰ
ποικίλα δηλητηριώδη ἀέρια ποὺ ἑτοιμάζουν ἐν τῷ κρυπτῷ τὰ πολεμικὰ ἐργοστά-
σια τῶν κρατῶν. Χρησιμοποιοῦνται γιὰ ὅπλα καὶ τηλεδόλα, γιὰ θωρηκτὰ καὶ
ὑποβρύχια, γιὰ βόμβες καὶ ἀεροπλάνα, γιὰ ἔργα αἱματοχυσίας, ἀλληλοσπαραγμοῦ,
ὀλέθρου. Ποταμοὶ αἵματος χύθηκαν κατὰ τὸν μέγα εὐρωπαϊκὸ πόλεμο, ἑκατομμύ-
ρια κορμιὰ ἔμειναν στὰ χαρακώματα τῶν πολεμικῶν μετώπων. Πολὺ περισσότεροι
πέθαναν πίσω στὶς πόλεις ἀπὸ τὶς πολεμικὲς στερήσεις. Πόσες χῆρες δυστυχεῖς
8
καὶ ὀρφανὰ ἀπροστάτευτα, πόσοι ἀνάπηροι, πόση δυστυχία ποικιλόμορφος
ἐξαπλώθηκε στὴν Εὐρώπη κατὰ τὸν πόλεμο καὶ μετὰ τὸν πόλεμο! Καὶ ὅμως τόσα
καὶ τόσα μυαλά, τόσες ἱκανότητες καὶ ἐπιστημονικὲς κορυφὲς καταγίνονται σή-
μερα γιὰ νέες πολεμικὲς ἐφευρέσεις, γιὰ νέα κακοῦργα μέσα, ἀσυγκρίτως τρομα-
κτικώτερα, ἀπαισιώτερα, καταστρεπτικώτερα. Καὶ δὲν εἶναι αὐτό, ἀναγνῶστά
μου, ἄσωτη χρήση τῆς καλύτερης περιουσίας τοῦ ἀνθρώπου;
Τί νὰ ποῦμε τώρα γι᾽ ἄλλες ἱκανότητες καὶ εὐφυΐες πρώτης τάξεως, οἱ ὁποῖες
χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν ἐν καιρῷ εἰρήνης καταστροφὴ ψυχῶν καὶ σωμάτων
μαζί; Ἄνθρωποι τῆς ἱκανότητος τοῦ Ρενάν, τοῦ Νίτσε, τοῦ Τολστόη, τῶν τόσων
ἄλλων συγγραφέων τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀνατροπῆς, χρησιμοποιοῦν τὸ τάλαντο
τοῦ γραπτοῦ λόγου, ὄχι γιὰ νὰ σώσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταστρέψουν ψυχές!
Χρησιμοποιοῦν τὴ γοητευτικὴ τέχνη τῆς πέννας γιὰ νὰ παραστήσουν τὴν ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου ὡς ψεῦδος, καὶ ἑπομένως τὸ φῶς ὡς σκότος. Πλεῖστες ψυχὲς
ἀστήρικτες, παραπλανώμενες ἀπὸ τὰ θέλγητρα τοῦ λόγου των, καταλήγουν στὴν
ἀπαίσια ἀπιστία καὶ ἀπώλεια! Καὶ πόσοι ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς γνώσεις των, μὲ
τὴν εὐφυΐα των, μὲ τὸ εἰδικὸ χάρισμά των, θὰ μποροῦσαν νὰ ἑλκύσουν τόσες
ψυχὲς στὴν ἀλήθεια, στὴν τιμιότητα καὶ τὴν ἠθικὴ ἑνὸς πολιτισμοῦ ἀληθοῦς,
ἀσωτεύουν τὴν περιουσία τους αὐτή, γράφοντας μυθιστορήματα καὶ θεατρικὰ
ἔργα, ποὺ διεγείρουν τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἡδονῶν καὶ τῆς αἰσχρότητος γράφοντες
ποικίλα βιβλία καὶ ἔντυπα, διὰ τῶν ὁποίων μετοχετεύουν στὶς ψυχὲς τὸ δηλητή-
ριον καὶ τὸν βόρβορο τῆς ἀνηθικότητος, τῆς διαφθορᾶς, τοῦ ἐγκλήματος! Κατορ-
θώνουν διὰ τῆς ἱκανότητάς τους αὐτῆς νὰ ἐκμαυλίζουν, νὰ ἐκπαρθενεύουν, νὰ
δημιουργοῦν καταχραστές, πλαστογράφους, λαθρεμπόρους, αἰσχροκερδεῖς,
ἐγκληματίες ποικίλους! Πόσοι ἄλλοι τὸ μυαλό τους τὸ γόνιμον καὶ ἐπιχειρηματικό,
τὶς δυνάμεις τους τὶς ἀκμαίες, τὶς περιστάσεις τὶς εὐνοϊκές, τὶς χρησιμοποιοῦν
μόνο γιὰ νὰ θησαυρίσουν, μόνο γιὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὶς πλεονεκτικὲς ἐπιχειρήσεις,
ἀδικῶντας, ἁρπάζοντας, καταδυναστεύοντας τοὺς ἐργάτες, χωρὶς ποτὲ νὰ χρησι-
μοποιήσουν τοὺς καρποὺς τῆς εὐφυΐας των διὰ τὴ δική τους ψυχικὴ ὠφέλεια,
διὰ τὴν ὑλικὴ καὶ πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων! Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς
τὸν χρόνο τὸν πολύτιμο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πολλὲς φορὲς ἐξαρτᾶται μεγίστη
ὠφέλεια, τὸν σπαταλοῦμε ἀσώτως στὴν κατάκριση, στὸ «κοτσομπολιό»,
δημιουργῶντας σκάνδαλα, διαιρέσεις, διαβολὲς καὶ συκοφαντίες πολλάκις! Πόσοι
τέλος τὴν ἐλευθερία μας, τὴν ψυχή μας τόσο λίγο τὴν ἐκτιμοῦμε, ὥστε εἴμαστε
ἱκανοὶ νὰ τὴν πετάξουμε ἀσώτως εἰς στὰ σκουπίδια, νὰ τὴν παραδώσουμε στὸ
διάβολο, χάριν λίγου κέρδους ἢ χάριν τῆς ἐπιδείξεως ἢ ἡδονῶν προσωρινῶν! Ὅλα
αὐτὰ εἶναι διασκορπισμὸς τῆς πολύτιμης περιουσίας, ποὺ λάβαμε ὡς μερίδιο ἀπὸ
τὸν Θεὸ Πατέρα —διασκορπισμὸς δὲ ἄσωτος. Ιδοὺ ποιὰ δαπανηρὴ ἀσωτεία ἔχει
ὡς συνέπεια ἡ ἁμαρτία.

Βίος ὀδυνηρῆς στέρησης.


Ὀδυνηρὴ στέρηση εἶναι ἄλλη μία συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Διότι, λέει ἡ παρα-
βολή, «δαπανήσαντος αὐτοῦ πᾶντα, ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν

9
ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (στίχ. 14). Φυσικὰ ὁ ἄσωτος βίος δὲν
διαρκεῖ πολὺ χρόνο. Καὶ ἡ μεγαλύτερη περιουσία ἐξανεμίζεται γρήγορα ἀπὸ τοὺς
ἀσώτους καὶ καταντᾶ στὴ στέρηση καὶ ἑνὸς τεμαχίου ἄρτου. Οἱ σάκκοι, λοιπόν,
τοῦ ἀσώτου τῆς παραβολῆς εἶχαν πυθμένα καὶ ἦλθε ἡ μέρα ποὺ δὲν βρίσκονταν
πλέον οὔτε πεντάρα στοὺς ἄλλοτε γεμάτους ἀπὸ νομίσματα σάκκους. Ἐπὶ πλέον,
μετὰ τὴν ἀνεπανόρθωτη αὐτὴ πτώχευση, πεῖνα φοβερὴ παρουσιάστηκε στὴ χώρα
ἐκείνη, καὶ ὁ ἄσωτος βρέθηκε στερούμενος καὶ πεινασμένος ἐν μέσῳ κόσμου πει-
ναλέων. Αὐτός, ποὺ ζοῦσε ἕως χθὲς μὲ τόση χλιδὴ καὶ ἀσωτεία, καὶ περιφέρονταν
μὲ πολυτελῆ ἁμάξια, καὶ κάθονταν σὲ τραπέζια μὲ πλῆθος φαγητῶν, ποτῶν καὶ
κρασιῶν, ἰδοὺ τώρα στερεῖται. Στερεῖται τὰ πάντα, τοῦ λείπει καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί!
Ποῦ εἶναι οἱ τόσοι φίλοι, ποὺ τὸν περιεστοίχιζαν πρόθυμοι καὶ διασκεδαστικοί;
«Τῶν εὐτυχούντων πάντες φίλοι, τῶν δυστυχούντων οὐδείς», ἔλεγαν οἱ
ἀρχαῖοι. Εἶναι μυριάκις βεβαιωμένο ἀπὸ τὰ πράγματα, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀφήνουν
τὴν φιλία τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνονται ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν᾽ ἀποκτήσουν φίλους
τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ βροῦν ποτὲ οὔτε ἕνα φίλο εἰλικρινῆ. Τοὐναντίον, οἱ φίλοι
τῆς ἁμαρτίας γίνονται πολλὲς φορὲς οἱ ἐχθροί τους οἱ δήμιοί τους.
Ἰδοὺ ποῦ καταντοῦν συνήθως οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι ἀπαρνοῦνται τὸν πατέρα καὶ
τὴν οἰκογένεια, γιὰ νὰ ζήσουν τὸν βίο τῆς ἀσωτίας. Καὶ δυστυχῶς εἶναι πολλοὶ
νέοι τοῦ εἴδους αὐτοῦ σήμερα. Πολλοὶ τρέχουν τὸν πλατὺ δρόμο τῆς ἁμαρτίας
καὶ διανυκτερεύουν στὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, μακρυὰ τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ.
Πολλοὶ γονεῖς κλαῖνε τὴν ἀπομάκρυνση τῶν παιδιῶν τους, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ
ἀσώτου τῆς παραβολῆς!
Ἀλλ᾽ ἡ κατάσταση αὐτὴ τῆς ὀδυνηρῆς στέρησης καὶ ἀνάγκης, στὴν ὁποία κα-
τήντησε ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς, παριστάνει τὴν ἀθλιότητα, στὴν ὁποία κατα-
ντάει ὁ ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ θὰ καταπατήσει τὸ θεῖο νόμο καὶ θὰ
περιφρονήσει τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως καὶ θὰ ἀδιαφορήσει πρὸς τὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἀσωτεύσει τὰ οὐράνια χαρίσματα, εἶναι φυσικὸ νὰ φθάσει σὲ
ὀδυνηρὴ ἀνάγκη. Ποικίλες τιμωρίες καὶ μάστιγες τὸν βρίσκουν. Λιμός (δηλαδὴ
στέρηση καὶ πεῖνα), ἀσθένειες, θεομηνίες, συμφορὲς ποὺ περιλαμβάνονται στὸ
φυσικὸ κακὸ ἀφ᾿ ἑνός· μάστιγες τοῦ ἠθικοῦ κακοῦ ἀφ᾽ ἑτέρου, τὸν μαστιγώνουν
ὀδυνηρότατα. Δηλαδὴ, ἀηδία, τύψεις, κατάπτωση! Ἡ ἀνηθικότητα θὰ τοῦ
ἀφαιρέσει κάθε τιμὴ καὶ ὑπόληψη· σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ μεθύσια καὶ τὰ ξενύχτια,
θὰ τοῦ καταστρέψει τὴν ὑγεία καὶ θὰ τοῦ μεταβάλει τὸ σῶμα σὲ μουσεῖο
ἀπαίσιων ἀσθενειῶν. Ὁ ἀκόλαστος βίος θὰ τοῦ σκοτίσει τὸ νοῦ (διότι πρέπει νὰ
γνωρίζεις καλά, ἀναγνῶστά μου, ὅτι τὰ αἰσχρὰ πάθη ἀφαιροῦν τὴν καθαρότητα
τοῦ νοῦ καὶ ἀποβλακώνουν τὸν ἄνθρωπο, ἀφαιροῦν τὴ ντροπὴ καὶ τὴν καλαι-
σθησία ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν κάνουν ἀναιδῆ καὶ ἀναίσχυντο καὶ θυμώδη καὶ
ζηλότυπο καὶ ἐκδικητικὸ καὶ παντὸς πάθους ὅργανο· αἰχμαλωτίζουν τὴν θέλησή
του, μὲ τρόπο ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ πλέον νὰ κυβερνήσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ
διευθύνεται ἀπὸ τὰ πάθη του). Καὶ ἔτσι θὰ βρεθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς σὲ κατάσταση
ὅμοια πρὸς ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ στὸν τόπο ὅπου ἔπεσε λιμὸς ἰσχυρός, ὅπου
ὁ οὐρανὸς φαίνεται χάλκινος, λόγῳ τῆς ξηρασίας, ἡ δὲ γῆ σιδηρᾶ, ἄκαρπος δηλα-
δὴ καὶ ἀποκρουστική. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὁ οὐρανὸς φαίνεται
10
ὅτι στέρευσε καὶ δὲν βρέχει στὴν κατάξηρη καρδιά του καμία χάρη, εὐλογία,
εἰρήνη· ἡ δὲ γῆ εἶναι ἀνίκανος νὰ τοῦ δώσει παρηγοριὰ ἀληθινὴ καὶ ἀνακούφιση
πραγματική. Μὲ βουλιμία στρέφεται παντοῦ νὰ βρεῖ κάποια ἀνακούφιση καὶ βρί-
σκει πηγὲς πικρίας. Τὸ οἰνόπνευμα, ἡ κοκαΐνη, στὰ ὁποῖα ζητάει προσωρινὴ
ἀνακούφιση, εἶναι φοβερὰ δηλητήρια, ποὺ φθείρουν ψυχὴ καὶ σῶμα. Ταλαίπωρος
ἄνθρωπος! Κατήντησε νεκρὸς ἄταφος!
Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀποστάτες ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἀρκεῖ μία τιμωρία. Πρέπει φαίνεται
νὰ περάσουν σειρὲς δοκιμασιῶν, μήπως συναισθανθοῦν τὸ μέγα ἔγκλημά τους —
τὸ ὅτι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό— καὶ ἐπιστρέψουν στὸν Πατέρα.

Βίος εὐτελοῦς δουλείας.


Ἡ δουλεία εἶναι ἄλλη μία συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Διότι, λέει ἡ παραβολὴ περὶ
τοῦ ἀσώτου, «πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης καὶ
ἔπεμψεν αὐτὸν στοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους» (στίχ. 15). Ποῖο κατά-
ντημα! Ἀπὸ τὸν πλοῦτο στὴν φτώχεια, ἀπὸ τὴν φτώχεια στὴν πεῖνα, ἀπὸ τὴν
πείνα στὴ ρυπαρὴ δουλεία! Ὅταν ἔμενε πλησίον τοῦ πατρός του, νόμιζε ὅτι δὲν
εἶναι ἐλεύθερος καὶ ζητοῦσε ἀνεξαρτησία· δὲν ἤθελε νὰ πεισθεῖ ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία
αὐτὴ θὰ καταντήσει στὴν ἐλεεινότερη δουλεία καὶ στὸν ἐξευτελισμὸ τοῦ
χοιροβοσκοῦ. (Οὐχὶ ἄνευ λόγου ὁ Κύριος παρουσίασε τὸν ἄσωτο ὡς χοιροβοσκό,
διότι ὅλοι ἀπεστρέφονταν τὸ ἔργο τοῦτο· θεωροῦνταν μεγάλη ντροπὴ γιὰ ἕναν
Ἰουδαῖο νὰ βόσκει «γουρούνια». Ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν Αἴγυπτο, ποὺ λάτρευαν
τὰ ζῶα, μόνο στοὺς χοιροβοσκοὺς ἀπαγόρευαν νὰ εἰσέρχονται στοὺς ναούς·
κανεὶς δὲν ἔδινε σ᾽ αὐτοὺς τὴν κόρη του ὡς σύζυγο καὶ κανεὶς δὲν ἔπερνε γιὰ
νύφη του κόρη χοιροβοσκοῦ).
Σὲ τέτοια κατάσταση ἔφθασε ὁ ἄλλοτε ὑπερήφανος νέος. Μὲ τὰ βρωμερὰ τοῦ
δούλου χοιροβοσκοῦ ἐνδύματα, ἀσκεπὴς καὶ ἀνυπόδητος, τρέχει πίσω τῶν χοίρων.
Τὸ ὡραῖο του πρόσωπο κατήντησε ἀπὸ τὴ στέρηση καὶ τὸν καύσωνα ἀσθενικό·
ἔφυγε κάθε ζωηρὸς χρωματισμὸς κι ἔμεινε τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου!
Ἐξέλεξε, λοιπόν, ὁ Κύριος τὸ ἐξευτελιστικότερο ὅλων τῶν ἔργων ἀπὸ ὅσα
ἐργάζονταν οἱ δοῦλοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιὰ νὰ παρουσιάσει ἀκόμη καθαρώτερη
τὴν κατάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἡ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἐλευθερία δὲν εἶναι ἀπεριό-
ριστη, ὅπως τὴ φαντάζεται ὁ ἁμαρτωλός, ἀλλὰ καταλήγει σὲ πραγματικὴ δουλεία.
Ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι δοῦλος. Ἀποφεύγει τὴ θρησκευτικὴ ζωὴ καὶ τὸ δρόμο τῆς
ἀρετῆς, γιὰ νὰ ἔχει δῆθεν ἐλευθερία. Καὶ ὅμως γίνεται ἐξευτελισμένος δοῦλος. Σὲ
ποιόν γίνεται ὑπηρέτης καὶ δοῦλος εὐτελής; Στὴν ἁμαρτία. «Ἀμὴν ἀμήν, λέγω
ὑμῖν, ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας», εἶπε ὁ Κύ-
ριος (Ἰω. η´,34). Καὶ τὰ πράγματα βεβαιώνουν ἐπακριβέστατα τὸν λόγο Του. Ρίξτε
ἕνα βλέμμα στὴν κοινωνία καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ὅσοι ζοῦν τὸν βίο τῆς ἁμαρτίας, καίτοι
πολλάκις αἰσθάνονται ὅτι ὁ βίος αὐτὸς εἶναι ἐπιβλαβής, ἐν τούτοις δὲν τὸν
ἐγκαταλείπουν, διότι ὑποδουλώθηκαν πλέον στὰ πάθη. Βλέπει ὁ μέθυσος ὅτι τὸ
οἰνόπνευμα τὸν καταστρέφει, ἀλλὰ μένει προσκολλημένος στὸ ποτήρι. Βλέπει ὁ
χαρτοπαίκτης ὅτι ἡ χαρτοπαιξία φθείρει τὴν περιουσία του, ἀλλὰ ἔγινε δοῦλος
11
πλέον, καὶ τὸ χαρτοπαίγνιο τὸν σύρει ὡς μαγνήτης ἰσχυρότατος. Ὁ θυμώδης, ὁ
φθονερός, ὁ φιλόδοξος, ὁ ἀνήθικος εἶναι αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι τῶν παθῶν τους.
Δοῦλος, λοιπόν, ὁ ἁμαρτωλός, ζώντας ὑπὸ τὸν ζυγὸ τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας.
Τὰ ἡνία καὶ τὰ χαλινάρια τῶν παθῶν αὐτῶν τὰ κρατάει ἕνας ἐλεεινὸς χοιρέμπο-
ρος, ἕνας σκληρὸς καὶ ἀπαίσιος τύραννος. Αὐτὸς εἶναι ὁ διάβολος ποὺ παριστά-
νεται στὴν παραβολὴ διὰ τοῦ πολίτου τῆς χώρας ἐκείνης, στὸν ὁποῖο ὑποδου-
λώθηκε ὁ ἀσωτος. Στὴ μακρυνὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας κυριαρχεῖ ὁ διάβολος· εἶναι
«ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» εἶναι «ὁ κοσμοκράτωρ τοῦ σκότους», στὸν ὁποῖο
ὑποδουλώνονται ὅσοι ἐργάζονται τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Καὶ καταδέχονται νὰ
χρησιμοποιοῦνται ὑπὸ τοῦ διαβόλου ὡς βοσκοί (βοσκοὶ ὄχι προβάτων, ἀλλὰ χοί-
ρων) ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ θεωροῦνται ἐλεύθεροι, εὐγενεῖς, ἔνδοξοι. Διότι
ὅσοι ἔγιναν διὰ τῆς ἁμαρτίας ὑπήκοοι τοῦ διαβόλου δὲν βόσκουν καὶ δὲν τρέφουν
πλέον στὴν ψυχή τους εὐγενῆ αἰσθήματα καὶ ὑψηλὲς σκέψεις, ἀλλὰ τρέφουν
ἐπιθυμίες ρυπαρὲς καὶ ἀχόρταστες, ὅπως βρωμεροὶ καὶ ἀχόρταστοι εἶναι καὶ οἱ
χοῖροι. Σηκώνονται ἀπὸ τὸν βόρβορο τῶν παθῶν ὅπως οἱ χοῖροι, γεμᾶτοι ἀκαθαρ-
σία, ἀλλὰ καὶ πάλι σ᾽ αὐτὸν πίπτουν γιὰ νὰ βροῦν νέα εὐχαρίστηση!
Ποῦ καταντάει ὁ λογικὸς ἄνθρωπος! Εἰς ποῖον ἐξευτελισμὸν ὁδηγεῖ τὴν
ἀθάνατη ψυχή, τὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Κατέρχεται
στὴν τάξη τῶν ζώων ὁμοιώνεται μὲ τοὺς χοίρους! Πόσο εἶχε δίκαιο ὁ προφήτης
ὅταν ἔλεγε, «ἄνθρωπος ἐν τιμεῖ ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι
τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (ψαλμ. μη´,18).
Καὶ ὅμως ὑπάρχουν καὶ ἄλλες θλιβερὲς ὄψεις τῆς καταστάσεώς του.

Βίος ἀπαραμυθήτου ἀνάγκης.


Κατάσταση ἀνάγκης, στὴν ὁποίαν κανεὶς ἄνθρωπος καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν
μπορεῖ νὰ δώσει ἀνακούφιση, εἶναι ἄλλη μία συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Διότι, λέει
ἡ παραβολή, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος ἔγινε δοῦλος, δὲν κατώρθωσε νὰ βρεῖ θεραπεία τῆς
πείνας καὶ τῆς στερήσεώς του, ἀλλὰ «ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ
τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖρον· καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (στίχ. 16). Δὲν τὸν
ὠφέλησε δηλαδὴ οὔτε ἡ ἐξευτελιστικὴ δουλεία· διότι καὶ πάλι πεινασμένος ἔμεινε,
στερημένος ὄχι μόνο ἀπὸ κάθε ἄλλη τροφή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ξυλοκέρατα,
τὰ ἀποθηκευμένα γιὰ τοὺς χοίρους. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς δούλους τοὺς ὡρισμένους
διὰ τὴν διανομὴ δὲν ἤθελε νὰ τοῦ δώσει ξυλοκέρατα, γιὰ νὰ μὴ μείνουν ἄνευ
τροφῆς οἱ χοῖροι τοῦ κυρίου του. Ἰδοὺ τὸ κατάντημα. Υἱὸς προωρισμένος νὰ
εὐφραίνεται ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ πατέρα του ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἐπιθυμεῖ τὰ
ξυλοκέρατα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τροφὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι αὐτὰ ἔχουν
μὲν στὴ γεύση κάποια γλυκύτητα· ἀλλὰ εἶναι ξυλώδης οὐσία, ἀκατάλληλη γιὰ νὰ
θρέψει σῶμα ἀνθρώπου. Εἰκονίζουν ὅμως ἄριστα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου,
τὸ χρῆμα, τὶς ἡδονές, τὴ μάταιη δόξα, τὰ ὁποῖα φαίνονται μὲν ἐκ πρώτης ὄψεως
ἑλκυστικὰ καὶ εὐχάριστα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ χορτάσουν καὶ νὰ εὐφράνουν
τὴν ψυχή. Φθαρτὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν ἄυλη
καὶ ἄφθαρτη ψυχή· καὶ ἑπομένως ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ δὲν θὰ βρεῖ ποτὲ
12
ἀνάπαυση στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου. Ρωτῆστε ἐκείνους ποὺ φαντάζεσθε
εὐχαριστημένους, ἐπειδὴ ἔχουν τέτοια ἀγαθά, νὰ σᾶς ἀπαντήσουν μὲ εἰλικρίνια,
καὶ θὰ σᾶς βεβαιώσουν ὅτι καμία πραγματικὴ τέρψη δὲν βρίσκουν στὰ ἀγαθά
τους. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἄλλης φύσεως, εἶναι πλασμένη γι᾿ ἄλλο κόσμο καὶ μόνο τοῦ
κόσμου ἐκείνου τὰ ἀγαθὰ τὴν ἱκανοποιοῦν.
Καὶ ὄχι μόνο τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ ἄλλος ἄνθρωπος
ἀνακουφίζει αὐτὸν ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἁμαρτία. Καίτοι ὁ ἄσωτος υἱὸς παρακαλοῦ-
σε καὶ ζητιάνευε, κανένας δὲν τὸν συμπαθοῦσε· διότι ὅλοι γνώριζαν ὅτι ὁ ἴδιος
ἦταν αἴτιος τῆς καταστάσεώς του· καὶ διότι οἱ ἄσωτοι καὶ ἀκόλαστοι εἶναι ἀναι-
δεῖς καὶ ὀχληροί, καὶ ἑπομένως δὲν τοὺς ἀνέχονται. Ἔπειτα οἱ ἄνθρωποι τοῦ κό-
σμου καὶ νὰ θέλουν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνακουφίσουν ἄλλον· διότι εἶναι καὶ
αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, γεμᾶτοι ἐλαττώματα καὶ κακίες καὶ ἀσυμπάθεια, μὲ τὴν ὁποία,
ἀντὶ γιὰ ἀνακούφιση, προσφέρουν πικρία καὶ στενοχώρια περισσότερη στοὺς
ὁμοίους τους. Ὅταν, λοιπόν, οἰ ἄνθρωποι περιφρονοῦμε τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀπολαμ-
βάναμε πλησίον τοῦ Θεοῦ Πατρός, καὶ ἀρνούμαστε τὴ χαρὰ καὶ τὴ βοήθεια ποὺ
παρέχει Ἐκεῖνος δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ ἄλλος ἄνθρωπος ἢ ἄλλο κτίσμα νὰ μᾶς
βοηθήσει καὶ νὰ μᾶς ἀνακουφίσει πραγματικά.

Βίος μωρίας καὶ ἀφροσύνης.


Καὶ μία ἀκόμη θλιβερὴ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας: Εἶναι τρέλλα ἀληθινή. Τοῦτο
τὸ βεβαιώνει μία χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ Κυρίου, ποὺ λέει περὶ τοῦ ἀσώτου,
ἡ φράση «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών». Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄσωτος ἦλθε στὰ σωστά του,
ὅταν ἦλθε στὰ μυαλά του. Διότι προηγουμένως ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ, ἦταν σὲ κα-
τάσταση παραφροσύνης καὶ τρέλλας.
Μὴ παραξενεύεσαι, ἀναγνῶστά μου. Τί θὰ ἔλεγες, ἐὰν ἔβλεπες τὸ παιδὶ ἑνὸς
ἑκατομμυριούχου νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ πατέρα του καὶ νὰ καταντήσει ἕνας
ἀλήτης, γυμνός, ἄστεγος, πεινασμένος, ἑτοιμοθάνατος; Δὲν θὰ ἔλεγες ὅτι τὸ παιδὶ
αὐτὸ «δὲν εἶναι στὰ καλά του;» Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάνει κάθε ἄνθρωπος, ποὺ φεύγει
ἀπὸ τὸν πανάγαθο Πατέρα Θεό, ἀφήνει τὴν πηγὴ τῆς εὐτυχίας, καὶ καταντάει
ἁμαρτωλός, γυμνὸς κάθε χάρης καὶ εὐλογίας, πάσχων καὶ τυραννούμενος ἀπὸ τὰ
πάθη τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως πολλοὶ τρελλοὶ σχίζουν τὰ ροῦχα τους, πληγώνουν
τὸ σῶμα τους, ἀρνοῦνται τροφή, αὐτοκτονοῦν, ἔτσι καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτω-
λοί. Δημιουργοῦν ἐδῶ πρωτίστως τὴ δυστυχία τους, καταστρέφουν τὴν ὑγεία τους,
ἀρνοῦνται τὴ θεία χάρη ποὺ τοὺς καλεῖ σὲ σωτηρία, αὐτοκτονοῦν ψυχικῶς, γιὰ
νὰ καταντήσουν ἔτσι στὴν αἰώνια θλίψη καὶ ἀθλιότητα. Ὅπως πολλοὶ τρελλοὶ
φαντάζονται ὅτι εἶναι βασιλεῖς καὶ μεγιστᾶνες, ἐνῶ βρίσκονται στὴν ἐσχάτη
κοινωνικὴ βαθμίδα, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί. Φαντάζονται ὅτι μὲ τὴν ἁμαρτία θὰ
γίνουν μεγάλοι καὶ τράνοί, ἐνῶ ἀποδεικνύονται μηδαμινοὶ καὶ ἐξουθενωμένοι.
Ποτὲ τρελλὸς δὲν δημιούργησε τέτοιο ἀνεπανόρθωτο δυστύχημα, ὅσο αὐτὸ ποὺ
ἑτοιμάζει στὸν ἑαυτό του ὁ ἁμαρτωλὸς γιὰ τέρψεις καὶ ἡδονὲς λίγων ἐτῶν!
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας, ὅταν βλέπουν κάποιον εὐσεβῆ καὶ
ἐνάρετο τὸν θεωροῦν μωρό· ὅταν βλέπουν ἕναν φίλο τους νὰ ἀλλάξει βίο καὶ νὰ
13
ζεῖ πλέον χριστιανικά, λένε ὅτι δὲν εἶναι στὰ καλά του. Ἀλλὰ μήπως καὶ πολλοὶ
τρελλοὶ δὲν θεωροῦν μωροὺς καὶ παράφρονες τοὺς φρόνιμους καὶ ὑγιεῖς; Μή,
λοιπόν, ἀπορεῖς, ὅταν εἶσαι εὐσεβὴς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ σὲ ὀνομάζουν μωρὸ καὶ
παράφρονα. Αὐτοὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνουν ἀληθῶς. Ὁ Θεὸς ὁ σοφός, ὁ κρί-
νων κατ᾽ ἀλήθεια, Αὐτὸς τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς τοὺς θεωρεῖ μωροὺς καὶ παρά-
φρονες, τοὺς δὲ εὐσεβεῖς σοφοὺς καὶ συνετούς,
Ἰδοὺ σὲ ποιὰ θλιβερὴ καὶ ἀξιοθρήνητη κατάσταση κατήντησε ὁ ἄσωτος τῆς
παραβολῆς, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ζεῖ τὸν βίο τῆς
ἁμαρτίας!
Ἀλλ᾽ ἐδῶ πρέπει νὰ σταθοῦμε λίγο γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν σοφία τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ θαυμάσουμε τὴν ψυχολογικὴ λεπτότητα καὶ ἀκρίβεια, μὲ τὴν ὁποία περιέ-
γραψε τὶς συνέπειες καὶ τὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας. Ὅλα τὰ στάδια τῆς
ἁμαρτίας, ἀπὸ τοῦ πρώτου βήματος μέχρι τὸ βάραθρο καὶ τὴν ἀπώλεια, στὴν
ὁποία εἶναι ἕτοιμος νὰ ριφθεῖ γιὰ νὰ μείνει αἰωνίως ἐκεῖ δυστυχής, ὅλα τὰ περι-
γράφει στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου μὲ ἐκφράσεις, ποὺ ἀνταποκρίνονται πληρέ-
στατα στὴν πραγματικότητα. Κάνε τὸν κόπο, φίλε ἀναγνῶστα, νὰ ἀναγνώσεις
ἀκόμη μία φορὰ τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας σὲ ὅλες τους τὶς μορφὲς γιὰ νὰ θαυ-
μάσεις τὴ σοφία τοῦ θείου Διδασκάλου.
Ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ μέθοδος, μὲ τὴν ὁποία παριστάνει τὴν
κατάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἀναγκάζει κάθε ἁμαρτωλό,
ποὺ μελετάει τὴν παραβολή, νὰ φωνάξει: «ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄσωτος αὐτός, γιὰ τὸν
ὁποῖο ὁ Χριστὸς μιλάει». Εἶναι ἡ ἴδια μέθοδος, ποὺ χρησιμοποίησε τὸ Πνεῦμα τὸ
ἅγιο διὰ τοῦ προφήτου Νάθαν στὴν παραβολὴ ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποία ἀνάγκασε
τὸν ἁμαρτήσαντα Δαβὶδ νὰ συναισθανθεῖ βαθιὰ ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ ἄξιος θανάτου
ἁμαρτωλός. Κάθε, λοιπόν, ἁμαρτωλός, ὅταν ἀρχίσει νὰ συνέρχεται, σὲ κάθε φράση
τῆς παραβολῆς βλέπει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἔχει σημασία, ἂν δὲν δοκίμασε ὅλη τὴν
ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτίας μέχρι τοῦ τελευταίου σταδίου. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι
ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔζησε κάποιον χρόνο στὴν ἁμαρτία καὶ κατα-
χράστηκε τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ γνώρισε τὴν ἀρχικὴ γλυκύτητα τῆς
ἁμαρτίας, τὸ γεγονὸς αὐτὸ μεταφέρει τὸν ἁμαρτωλὸ στὴ θέση τοῦ ἀσώτου.
Ζωγράφισε, λοιπόν, ὁ Κύριος ἄριστα τὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας στὸ πρό-
σωπο τοῦ ἀσώτου. Ἀλλ᾽ ἆρά γε ἔμεινε ὁ ἄσωτος στὸ βάραθρο ἐκεῖνο, χωρὶς ποτὲ
νὰ ἐπιθυμήσει τὴ σωτηρία; Σηκώθηκε ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐκείνη πτώση ἢ ἔμεινε
ἐκεῖ πτῶμα ἀπαίσιο; Τοῦτο θὰ μᾶς δείξει ὁ Κύριος στὴ συνέχειαν τῆς παραβολῆς.

Ἡ μετάνοια, ἡ ἐπιστροφὴ καὶ ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἀσώτου.


Ἐκ τῆς ἀθλιότητος ἐκείνης, στὴν ὁποία ὁ ἄσωτος κατήντησε καὶ ἐπὶ τόσον
καιρὸ ἔζησε, ξύπνησε ἐπὶ τέλους, συνῆλθε. Τὸ σκότος στὸ ὁποῖο ἦταν βυθισμένη
ἡ ψυχή του ἄρχισε νὰ διαλύεται καὶ κάποιο φῶς πνευματικὸ ἀνέτειλε. «Ἦλθεν
εἰς ἑαυτόν», λέει ὁ Κύριος ἦλθε στὰ σωστά του, ἀνέκτησε κάποια ἠθικὴ
αὐτογνωσία.
Ἀλλὰ πῶς; Ἄνθρωπος, ποὺ ἔφθασε σὲ τέτοια κατάπτωση, μπορεῖ νὰ ἔλθει
14
στὰ λογικά του, νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει; Ἰδοὺ μία σπουδαία ἀπορία.
Βεβαιότατα! Εἶναι δυνατὸν νὰ σωφρονήσει καὶ νὰ μετανοήσει καὶ ὁ μεγαλύτε-
ρος κακοῦργος. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει ποτὲ ν᾽ ἀπελπίζουμε καὶ γιὰ τὸν χειρό-
τερο ἁμαρτωλό. Ἐφ᾿ ὅσον ζεῖ ἐδῶ, ὑπάρχει πάντοτε ἐλπίδα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἱκανὴ νὰ μαλάξει καὶ τὴν πλέον ἀποσκληρυμένη καρδιὰ καὶ νὰ δημιουργήσει
σπουδαία μεταβολὴ καὶ στὴν πλέον διεφθαρμένη ψυχή. Διότι, ἡ ἁμαρτία εἶναι
μὲν χώρα ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸν Θεό, χώρα που βδελύσσεται καὶ μισεῖ
ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ στὴ χώρα αὐτὴ δὲν ἀπομακρύνει τὸ βλέμμα Του ἀπὸ τὸν
ἁμαρτωλό. Δὲν ἔχει βεβαίως ὁ Θεὸς καμία σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία, παρακολουθεῖ
ὅμως ἀπὸ μακρυὰ τὸν ἁμαρτωλό. Καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπιστροφὴ κάθε
ἁμαρτωλοῦ.
Ποιό μέσο μεταχειρίστηκε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἑλκύσει σὲ μετάνοια τὸν ἄσωτο ἀπὸ
τὴν χώρα τῆς ἁμαρτίας;
Τὴν θλίψη! Τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ δὲν ἔφεραν οἱ συμβουλές, οἱ νουθεσίες, τὰ
δάκρυα τοῦ πατέρα, τὸ ἔφερε ἡ θλίψη καὶ ἡ δυστυχία. Ὅταν ὁ Ἄσωτος ἔχασε τὰ
πάντα καὶ κατήντησε ἐξευτελισμένος δοῦλος χοιροβοσκός, ὅταν ἡ στέρηση καὶ ἡ
πεῖνα τὸν θέριζε, τότε «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν».
Ὤ! ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος διαθέτει τόσο σοφὰ
παιδαγωγικὰ μέσα γιὰ νὰ μᾶς σωφρονίσει. Οἱ θλίψεις, οἱ ὁποῖες τόσους καὶ τό-
σους Χριστιανοὺς πιέζουν καὶ πικραίνουν καὶ ματώνουν· οἱ θλίψεις εἶναι τὸ
σπουδαιότερο μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Πατέρας καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὴ μετάνοια
καὶ τὴ σωτηρία καὶ τὴν εὐτυχία. Τὸ γνωρίζουμε ὅλοι καλὰ ἐκ πείρας, ὅτι «ἡ παι-
δεία Κυρίου ἀνοίγει τὰ ὦτά» μας· ὅτι οἱ θλίψεις ἀνοίγουν τ᾽ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς, γιὰ
ν᾽ ἀκούει καὶ ὑπακούει στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Οἱ θλίψεις μαλακώνουν τὴν καρδιὰ
γιὰ νὰ ἐντυπώνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ φωτιὰ μαλακώνει τὰ σκληρὰ μέ-
ταλλα γιὰ νὰ χαράσσωνται τὰ σήματα καὶ οἱ σφραγίδες. Οἱ θλίψεις μᾶς φανερώ-
νουν καθαρὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς παρουσιάζουν τὴν ἀπάτη τῆς
ἁμαρτίας τόσο αἰσθητή, ὅσο κανένα ἄλλο γεγονὸς τοῦ βίου μας. Ἡ θλίψη, λοιπόν,
ἔγινε τὸ μέσον γιὰ νὰ «ἔλθει εἰς ἑαυτὸν» ὁ ἄσωτος, νὰ ἀλλάξει σκέψεις, διαγωγή,
βίο· μὲ ἄλλους λόγους νὰ μετανοήσει. Διότι τοῦτο ἀκριβῶς κάνει ὁ μετανοῶν.
Ἀλλάζει σκέψεις καὶ φρονήματα καὶ βίο. Ἀφήνει τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἀποφάσεις
τὶς ἁμαρτωλές, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸ σῶμα του ὡς ὄργανο τῆς ἁμαρτίας·
ἀκολουθεῖ πλέον σκέψεις καὶ φρονήματα, ποὺ μεταδίδει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
καὶ δι᾽ αὐτῶν ἐπανευρίσκει τὸν Θεό, τὸν ὁποῖο εἶχε χάσει. Μεταμελεῖται καὶ
λυπεῖται γιὰ ὅσα ἔπραξε ἕως τώρα ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας, τῆς μωρίας καὶ
τῆς τρέλλας, ἀποφασίζει νὰ ζεῖ πλέον ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἀλήθειας. Ὅλα αὐτὰ
θὰ τὰ δοῦμε μὲ ἀκρίβεια στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς, στὴν ὁποία ὁ Κύριος ζω-
γραφίζει θαυμάσια τὴ μετάνοια.

Οἱ σκέψεις τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ.


Ὅταν ὁ ἄσωτος συνῆλθε ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐκείνη μωρία καὶ τρέλλα, ἔρριξε
ἕνα βλέμμα στὴν κατάστασή του καὶ ἀντιλήφθηκε τὴ δεινὴ θέση του· «λιμῷ
15
ἀπόλλυμαι!» φώναξε. Ἄλλοτε ἦταν ἐλεύθερος, τώρα δοῦλος· ἄλλοτε υἱός, τώρα
χοιροβοσκός· ἄλλοτε χρυσοστόλιστος, τώρα κουρελιάρης· ἄλλοτε κύριος ἐν μέσῳ
ὑπηρετῶν, τώρα ὑπηρέτης ἐν μέσῳ ἀγέλης χοίρων· ἄλλοτε εἶχε πλούσια φαγητὰ
καὶ ποτὰ, τώρα μένει πειναλέος. Συναισθάνεται τώρα ὅτι «ἀπόλλυται», ὅτι εἶναι
ἕτοιμος νὰ χαθεῖ! Καὶ θυμᾶται τὸν πατέρα του ποὺ εἶχε ξεχάσει τόσο χρόνο!
Ναί· ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κινδυνεύει νὰ χαθεῖ, τότε κατανοεῖ τὴ θέση του, τότε
θυμᾶται τὸν Χριστό. Καὶ γι᾽ αὐτὸ βλέπουμε πολλὲς φορὲς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν
θυμοῦνται ἐπὶ χρόνια τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν παρουσιάζεται θλίψη,
ἀσθένεια, δυστυχία, ὅταν ὁ θάνατος κρούει τὴν θύρα τοῦ σπιτιοῦ, τότε σπεύδουν
μὲ δάκρυα καὶ παρακλήσεις στὸν Θεὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὁ εὔσπλαγχνος
Κύριος, μολονότι τὸν θυμοῦνται στὴν κατάσταση τῆς ἀπελπισίας, δὲν τοὺς
ἀποστρέφεται, ἀλλὰ τοὺς δέχεται, ἀρκεῖ ἡ μετάνοιά τους νὰ εἶναι εἰλικρινής.
Ὅταν ὁ ἀσωτος «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν», ἐπιθυμεῖ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του ἀπὸ
τὸ ὁποῖο ἀποστάτησε· ἀποστρέφεται τὴν ξένη χώρα, τὴν ὁποία εἶχε ἐπιζητήσει.
Ἐπὶ πλέον συγκρίνει τὴ σημερινὴ θέση του, ὄχι πρὸς τὴ θέση τοῦ υἱοῦ, ὅταν
ἦταν πλησίον τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ πρὸς τὴ θέση τῶν μισθωτῶν, «πόσοι μίσθιοι
τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι;» λέει (στίχ.
17). Ὄχι μόνο τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες, οἱ ἡμερομίσθιοι ἐργάτες,
τρώνε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα καὶ ἔχουν περίσσεια ἄρτων.
Καὶ πράγματι. Στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, στὴν Ἐκκλησία, στὴν χριστιανικὴ
ζωή, ὑπάρχει πάντοτε ἄρτος· δὲν λείπει ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ εὐφραίνει τὶς
ψυχὲς τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὁ θεῖος λόγος, «ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων», ὅπως
τὸν ὀνομάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος· ἐκεῖ τὰ Μυστήρια, ἐκεῖ ἡ θεία Κοι-
νωνία, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος δίνει στοὺς πιστοὺς τὸν Ἑαυτό του, τὴν πηγὴ
τῆς ζωῆς, τῆς δυνάμεως, τοῦ ἁγιασμοῦ· ἐκεῖ ὅλη ἡ εὐλογία, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη! Καὶ
ὄχι μόνο δὲν λείπει ἡ πνευματικὴ τροφή, ἀλλ᾽ ὑπάρχει καὶ περίσσεια, ὥστε ὅσοι
καὶ ἂν προσέλθουν στὴν χριστιανικὴ ζωή, νὰ μὴ στερηθοῦν ποτέ. Ὑπάρχει τροφὴ
καὶ ζωὴ γιὰ ὅλα τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦν σήμερα καὶ θὰ ζοῦν
μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. «Ἡ τράπεζα (ἡ πνευματικὴ τράπεζα) γέμει,
τρυφήσατε πάντες… πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος», λέει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ὤ! ἐὰν ἤξεραν ὅσοι τρῶνε σήμερα τὰ ξυλοκέρατα τῶν ἡδονῶν στὴν ἁμαρτωλὴ
χοιροβοσκὴ τοῦ κόσμου· ἐὰν ἤθελαν νὰ πιστέψουν πόση ἀφθονία χαρᾶς, εἰρήνης,
ψυχικῆς γαλήνης, ὑπάρχει στὸν οἶκο τοῦ πατέρα τους, θὰ ἀποφάσιζαν ἀμέσως
νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία, νὰ μετανοήσουν, νὰ ζήσουν χριστιανικὰ καὶ νὰ
βαδίσουν στὴν ἐν οὐρανοῖς αἰώνια εὐτυχία!

Ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς.


Οἱ σκέψεις αὐτὲς κυκλοφοροῦν τώρα στὸ νοῦ τοῦ ἀσώτου. Καὶ ἀποδεικνύουν
ὅτι συνεσθάνθηκε πλέον τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας του· ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ βάρους
τῆς ἁμαρτίας εἶναι τὸ πρῶτο γνώρισμα τῆς μετάνοιας. Ἐπιθυμία ζωηρὴ ἐγείρεται
τώρα στὴν ψυχή του νὰ ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του. Ἀλλὰ πῶς νὰ γυρίσει χωρὶς
16
ροῦχα, χωρὶς ὑποδήματα, παραμορφωμένος ἀπὸ τὴν πεῖνα, μολυσμένος ἀπὸ τὴν
ἐπαφὴ μὲ τοὺς βδελυροὺς χοίρους; Πῶς νὰ ἐξευτελισθεῖ στὰ μάτια τῶν γειτόνων;
Πῶς νὰ ταπεινωθεῖ στὰ γόνατα τοῦ γέροντος πατέρα, στὸν ὁποῖο, ὅταν ἔφευγε,
ἔστρεψε περιφρονητικὰ τὰ νῶτα, τὸν ὁποῖον λύπησε, πρόσβαλλε, ἐγκατέλειψε,
χωρὶς ν᾿ ἀποχαιρετίσει; Νὰ γυρίσει χοιροβοσκὸς ἐνῶ εἶχε φύγει πρίγκηπας! Μά-
λιστα. Πρέπει νὰ γυρίσει στὸν πατέρα του. Καὶ ἐὰν δὲν τὸν θέλει ὡς παιδί του,
θὰ τὸν πάρει τουλάχιστον ὡς ὑπηρέτη του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου,
ἀπόφαση ποὺ ἐπαναπαύεται στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀγαθότητος τοῦ πατέρα του, ἡ
ὁποία ἀνάμνηση ἔρριξε στὴν ψυχή του μία ἀκτῖνα φωτός. Ἀλλ᾽ ἂς τὸν ἀκούσουμε.

Ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς.


«Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου» λέει· ἰδοὺ ἡ μεγάλη ἀπόφαση.
«Θὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ φοβερό, ἀπὸ τὸ θανατηφόρο αὐτὸ πέσιμο, καὶ θὰ πάω πρὸς
τὸν πατέρα μου», λέει. Μαζὶ μὲ τὴν ἀπόφαση μελετάει καὶ σχεδιάζει εἰλικρινὴ
ἐξομολόγηση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποδεικνύεται ἀκόμη καθαρώτερα τόσο ἡ βαθειὰ
συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του, ὅσο καὶ ἡ ὁριστικὴ ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει.
«Πάτερ, ἥμαρτον στὸν οὐρανόν». Δηλαδὴ θὰ ὁμολογήσει τὸ μέγα βάρος τῆς
ἁμαρτίας, ποὺ ἔπραξε. Διότι οἱ λέξεις «ἥμαρτον στὸν οὐρανὸν» σημαίνουν,
ἁμάρτησα σὲ Σένα τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ, σὲ Σένα τὸν κυρίαρχο τοῦ σύμπαντος,
ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ὁποίου βρίσκεται ὅλος ὁ κόσμος. Ἔβρισα καὶ προσέβαλα
Ἐσένα, τὸ ὑπέρτατο Ὄν, ἀνώτερο τοῦ ὁποίου δὲν ὑπάρχει. Τέτοια εἶναι ἡ συναί-
σθηση κάθε ἀνθρώπου ποὺ μετανοεῖ ἀληθηνά. «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον», λέει ὁ Δαβὶδ
πρὸς τὸν Θεό. Καίτοι ἁμάρτησε διὰ τῆς πράξεώς του πρὸς τὸν Οὐρία, πρὸς τὴ
Βηρσαβεέ, πρὸς τὸ ἔθνος τοῦ ὁποίου ἦταν βασιλιάς, πρὸς τὸν ἑαυτό του, ἐν τού-
τοις συναισθάνεται ὅτι περισσότερο ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἁμάρτησε στὸν Θεό. Κάθε
ἁμαρτία εἶναι ὕβρις καὶ προσβολὴ κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι ἂν μὲν ἡ ἁμαρτία
ὑπάγεται στὴν ἐπιθυμίαν τῆς δόξας τοῦ κόσμου τούτου, τότε ὁ ἁμαρτάνων
πλαστογραφεῖ τὴν ἀληθῆ δόξα, ποὺ ὥρισε διὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός· ἂν ἡ ἁμαρτία
ὑπάγεται στὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἡδονῶν τοῦ κόσμου τούτου,
τότε ὁ ἁμαρτάνων πολεμεῖ τὸ σχέδιο τῆς εὐτυχίας, ποὺ προετοίμασε γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους ὁ Θεὸς καὶ περιφρονεῖ τὰ ἀγαθὰ Ἐκείνου. Καὶ γενικὰ ἡ ἁμαρτία, διὰ
τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος παραβαίνει καὶ καταπατάει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι
προσβολὴ κατ᾽ αὐτοῦ τοῦ νομοθέτου Θεοῦ. Συνήθως ἐμεῖς, ὅταν βλέπουμε ἕναν
ἄνθρωπο νὰ κατέχεται ἀπὸ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ πάθος τῆς ἁμαρτίας, λέμε ὅτι τὸν
«ἑαυτό του βλάπτει», διότι ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι τὸ πάθος αὐτὸ τοῦ δημιουργεῖ
ἐδῶ ζημιές. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό· διὰ τῆς ἁμαρτίας του βρίζει καὶ προ-
σβάλλει τὸν Θεὸ τὸν ὕψιστο. Τοῦτο εἶναι τὸ ἁμαρτωλότερο τῆς ἁμαρτίας περιε-
χόμενο, τὸ ὁποῖο θὰ δημιουργήσει στὸν ἀμετανόητο αἰώνια βλάβη καὶ ἀπώλεια.
Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄσωτος, τώρα ποὺ ἦλθε στὰ καλά του, δὲν σκέπτεται μόνο τὴν
ἄθλια θέση, στὴν ὁποία τὸν κατήντησε ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ συναισθάνεται ὅτι
ἁμάρτησε στὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ.
«Καὶ ἐνώπιόν σου» (στίχ. 18). Θὰ ὁμολογήσει δηλαδὴ ὅτι ἁμάρτησε μπροστὰ
17
στὸν πατέρα του. Ἐπειδὴ πατέρας στὴν παραβολὴ εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, γι᾽ αὐτὸ
ἡ φράση αὐτὴ σημαίνει, «περιφρόνησα τὴν παρουσία σοῦ τοῦ Θεοῦ»!
Ναί, ἀναγνῶστά μου. Ὁ Θεός, ὡς πνεῦμα ἄπειρον, εἶναι πανταχοῦ παρών,
γνωρίζει ὅλα ὅσα γίνονται στὸν κόσμο ὅλο, βλέπει τὰ πάντα, ὄχι μόνο ὅσα φαί-
νονται ἐξωτερικῶς καὶ ἀκούονται, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον ἀπόκρυφα καὶ ἀόρατα,
ἀκόμη καὶ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ποὺ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς
μας, τὰ σχέδια ποὺ μελετοῦμε μέσα στὴν ψυχή μας. «Οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς
ἐνώπιον αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς
αὐτοῦ» (Ἑδρ. δ΄, 13). Ἰδοὺ τί συναισθάνεται ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός. Καὶ ὁ Δαβὶδ
ὁμοίως: «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα», λέει.
Ἀλλὰ τέτοια συναίσθηση εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θλίβει καὶ νὰ μὴ συντρίβει τὴν
καρδία τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἡ θλίψη καὶ ἡ συντριβὴ εἶναι ἐπίσης οὐσιῶδες γνώρισμα
τῆς μετανοίας. Ὁ ἄσωτος, λοιπόν, λυπᾶται τώρα καὶ θλίβεται, ὄχι μόνο διότι κα-
τήντησε ἕνας ἄθλιος χοιροβοσκός, ἕνας ἑτοιμοθάνατος ἀλήτης· ὄχι μόνο διότι ξευ-
τιλίστηκε ἀπέναντι στοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς του καὶ συντρίφτηκε ἡ
ὑψηλὴ ἰδέα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅτι αὐτὸς ἔκρινε ὀρθὰ καὶ ἦταν σὲ θέση
μόνος του, χωρὶς τὴν κυβέρνηση τοῦ πατέρα του, νὰ ζεῖ εὐτυχής· ἀλλὰ λυπᾶται
καὶ θλίβεται διότι περιφρόνησε τὴν ἐξουσία καὶ τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ
Θεοῦ. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε τὸν τελώνη νὰ μὴ θέλει οὔτε τὰ μάτια νὰ σηκώσει
στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὴ ντροπή. Καὶ ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὅσοι μετανόησαν ἀληθινὰ καὶ
αἰσθάνθηκαν ὅτι ἁμάρτησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, λυπήθηκαν καὶ συντρίβηκαν. Ὁ
Δαβὶδ «λούσω καθ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρω-
μνήν μου βρέξω», ἔλεγε. Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ποὺ πλησίασε μὲ μετάνοια τὸν
Χριστὸ στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου, «στᾶσα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ
(τοῦ Χριστοῦ) ὀπίσω κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐν δάκρυσι»
(Λουκ. ζ´,38). Ὁ Πέτρος, μετανοήσας διότι ἠρνήθη τὸν Χριστόν, «ἐξελθὼν ἔξω
ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κστ´,75).
Ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄσωτος εἶχε θλιβεῖ καὶ συντριβεῖ καὶ ὅτι τώρα ταπεινώθηκε,
εἶναι ἡ θέση στὴν ὁποία κατατάσσει πλέον τὸν ἑαυτό του. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του
ἀνάξιο νὰ εἶναι καὶ νὰ ὀνομάζεται υἱὸς τοῦ πατέρα του. Καὶ γι᾽ αὐτό, ὅταν θὰ
παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του, θὰ ὁμολογήσει: «Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός
σου». Ἐφ᾿ ὅσον μὲ τὴν ἀποστασία του πρόσβαλε τὸ καλὸ ὄνομα τοῦ πατέρα,
εἶχε ὁ πατέρας του τὸ δικαίωμα νὰ ἀρνηθεῖ κάθε σχέση πρὸς ἕνα τέτοιο παιδί,
νὰ τὸ κάνει ἀπόκληρο, νὰ τὸ ξεγράψει ἀπὸ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του. Αὐτὸ
ἐννοεῖ καὶ παραδέχεται τώρα ὁ ἄσωτος καὶ θὰ τὸ ὁμολογήσει ὁ ἴδιος.
Ἀλλὰ, Χριστιανέ μου δὲν εἶναι τυχαῖος ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος
ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ ἄσωτου, ὁ λόγος: «οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου».
Ἔχει βαθὺ νόημα. Καὶ ἰδοὺ ποιό εἶναι τὸ νόημα: Ὁ ἄνθρωπος ὅταν βαπτίζεται
τὸ χριστιανικὸ Βάπτισμα υἱοθετεῖται, γίνεται παιδὶ τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Γίνεται
τίμιο μέλος τῆς μεγάλης, τῆς ἐνδόξου καὶ θείας ἐκείνης οἰκογένειας ποὺ λέγεται
Ἐκκλησία, καὶ τῆς ὁποίας πατέρας εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός. Γίνεται μέλος τοῦ σώμα-
τος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ βεβαιώνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σὲ πολλὰ μέρη τῆς Καινῆς
18
Διαθήκης (Ἰω. α´,12-13. Ρωμ. η´,16. Β´ Πέτρ. α´,4. Α´ Ἰω. γ´,1. Α´ Κορ. ιβ´,27. Ἐφεσ. α´,22-23. ε´,30 κλπ.). Ὅταν,
λοιπόν, ἕνας Χριστιανὸς ἁμαρτάνει ἄφοβα καὶ ἀσύστολα, προσβάλλει ὁλόκληρη
τὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὁλόκληρο τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν ἐκθέτει στὰ μάτια
τῶν ἀπίστων. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ χειρότερη σύσταση ποὺ μποροῦμε
νὰ κάνουμε κατὰ τῆς θρησκείας μας, εἶναι ὁ ἁμαρτωλὸς βίος μας. Διότι εἶναι
φυσικὸ νὰ μὴ σέβεται ὁ ἄπιστος καὶ ὁ εἰδωλολάτρης θρησκεία, τῆς ὁποίας οἱ
πιστοὶ δὲν τηροῦν τὸν νόμο, ἀλλὰ μὲ πλήρη ἀδιαφορία τὸν περιφρονοῦν καὶ τὸν
καταπατοῦν. Ὅπως ἀκριβῶς θὰ γελάσεις εἰρωνικά, ὅταν μπεῖς σ᾽ ἕνα κατάστημα
καὶ δεῖς μεγάλη ἐπιγραφὴ ὅτι τὸ κατάστημα ἔχει ὡς ἀρχὴ τὴν πλήρη καθαριότητα
καὶ τὴν τάξη, ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοί του δημιουργοῦν κάθε εἴδους ἀκαθαρσία καὶ
ἀταξία. Δὲν ὑπάρχει, ἀναγνῶστά μου, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται στὴν
ἄγνοια καὶ τὸ σκότος, μεγαλύτερη ἐνθάρρυνση νὰ ἐξακολουθοῦν τὸν βίο αὐτὸν
τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὸν κακὸ βίο καὶ τὸ ἁμαρτωλὸ παράδειγμα
ἐκείνων τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἔπρεπε λόγῳ τῆς θέσεώς τους καὶ τῶν γνώσεών
τους νὰ εἶναι φῶς καὶ παράδειγμα ἀρετῆς. Ὅταν κάποτε ἕνας θεολόγος ἐξέφραζε
τὴν ἀπορίαν του σ᾽ ἕναν ἄπιστο, πῶς κατορθώνει νὰ ἀναπαύει τὴν συνείδησή
του, ἐνῶ ζεῖ στὴν ἀπιστία, ἐκεῖνος τὸν ἀποστόμωσε μὲ τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «καὶ
ἐγὼ ἐκπλήσσομαι πῶς ἐσὺ ποὺ πιστεύεις κατορθώνεις νὰ ἔχεις ἤρεμη συνείδηση,
ἐνῶ ζεῖς βίο τελείως ἀντίθετο πρὸς αὐτὰ ποὺ πιστεύεις!» Εἶναι, λοιπόν, ἀνάξιος
υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀνάξιος νὰ λέγεται Χριστιανός, καθένας ἁμαρτωλός, ποὺ
ἐπιμένει στὸν βίο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ αἰσθάνεται βαθιὰ ὁ μετανοημένος ἄσωτος.
Καὶ σκέπτεται νὰ ἐκλιπαρήσει μία θέση ξένου ἐργάτη στὸ σπίτι ἐκείνου, στὸν
ὁποῖο εἶχε τὴ θέση τοῦ υἱοῦ.
«Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», θὰ πεῖ στὸν πατέρα του. Διότι καὶ
ὡς μισθωτὸς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του θὰ εἶναι σὲ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη κατά-
σταση ἀπὸ ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔφθασε στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας. Εὐτύχημα μέγα
θεωροῦν οἱ ἀληθινὰ μετανοημένοι, ἐὰν πετύχουν τὴν τελευταία θέση στὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. «Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι (νὰ εἶμαι παραπεταμένος) ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον, ἢ οἰκεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν», λέει ὁ Δαδίδ
(ψαλμ. πγ´,11). Αὐτὸς ποὺ μετανόησε ἀληθινὰ ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπηρετεῖ πλέον τὸν Θεὸ
σὲ ὁποιαδήποτε θέση, γιὰ νὰ δείξει ὅτι Τὸν ἀγαπάει τώρα τόσο, ὅσο προηγουμέ-
νως Τὸν καταφρόνησε.
Ἰδοὺ οἱ λέξεις μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄσωτος θὰ ὁμολογήσει τὴν ἐνοχή του, καὶ οἱ
ὁποῖες ἐκφράζουν τὴν βαθειὰ θλίψη καὶ συντριβή του. Ἀλλ᾿ εἶναι ἄξιο πολλῆς
προσοχῆς ὅτι ὁ ἀσωτος, ἐνῶ ἔχει τέτοια συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς του δὲν ἀπελπί-
ζεται, δὲν αὐτοκτονεῖ. Κάθε ἄλλο. Ἀποβλέπει πάντοτε πρὸς τὸν πατέρα του, ὡς
πρὸς πατέρα. «Ἀναστάς, λέει, πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐρῶ αὐτῷ,
Πάτερ». Ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὸς ἔγινε ἀνάξιος υἱός, ἀλλὰ αἰσθάνεται ὅτι ἐκεῖνος
μένει πατέρας του, καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ τὸν ὀνομάσει «πατέρα». Δηλαδή, ὅσοι
μετανοοῦν ἀληθινὰ δὲν ἀπελπίζονται, παρ᾽ ὅλο ποὺ αἰσθάνονται πόσο μεγάλο
χάσμα τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό· δὲν ἀπελπίζονται, παρ᾽ ὅλο ποὺ λυποῦνται
καὶ συντρίβονται διότι ὕβρισαν καὶ προσέβαλαν τὸν ἅγιο Θεὸ καὶ περιφρόνησαν
τὴν ἀγάπη Του. Ἀποβλέπουν πρὸς τὸν Θεό, πάντοτε ὡς πρὸς πατέρα. Αὐτὸ ὄχι
19
μόνο τοὺς ἐνθαρρύνει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν, ἀλλὰ κάνει καὶ τὴ
λύπη τους λεπτότερη. Τὴν κάνει ὄχι λύπη φόβου, ἀλλὰ λύπη ἀγάπης. Δὲν
λυποῦνται τόσο διότι προσέβαλαν τὸν Κριτή, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιμένουν τὴν τι-
μωρία, ἀλλὰ διότι προσέβαλαν τὸν φιλόστοργο Πατέρα τῆς ἀπείρου ἀγάπης.
Ἀλλ᾿ ἡ λύπη αὐτὴ τοὺς ἐνισχύει νὰ λάβουν πλέον σταθερὲς ἀποφάσεις, διότι
τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν συγκρατεῖ πλησίον τοῦ Θεοῦ τόσο ὁ φόβος, ὅσο ἡ ἀγάπη.
Ἐπὶ πλέον ἡ λύπη αὐτὴ τοὺς πείθει ὅτι θὰ βροῦν ἀσφαλῶς τὴ συγγνώμη, τὴ
συγχώρηση, τὴν ἄφεση. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἀρνεῖται, ἀλλὰ εὐαρεστεῖται νὰ λέγεται
πατέρας τῶν μετανοούντων. Τέτοια ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς μετάνοιας καὶ τὸ σχέδιο
τῆς ἐξομολογήσεως τοῦ ἀσώτου.

Ἡ ἐκτέλεσις τῆς ἀποφάσεως.


Ἀλλὰ πόσες σκέψεις σοφὲς καὶ ἀποφάσεις σπουδαῖες καταντοῦν ἀνωφελεῖς
καὶ ἄχρηστοι, ἐπειδὴ δὲν τίθενται σὲ ἐφαρμογὴ στὴν κατάλληλη στιγμή, ἀλλ᾽
ἀναβάλλονται διὰ τὸ μέλλον! Ὑπάρχει λαϊκὴ παροιμία, ποὺ λέει «στὴ βράση κολ-
λάει τὸ σίδερο», γιὰ νὰ φανερώσει ὅτι στὴν κατάλληλη ὥρα γίνεται τὸ ἀνάλογο
ἀποτέλεσμα. Καὶ ὁ ἀναγνώστης θὰ ἔχει ἴσως περιστατικὰ ἀπὸ τὸ βίο του, κατὰ
τὰ ὁποῖα λυπήθηκε καὶ στεναχωρήθηκε, διότι ἀνέβαλε νὰ πραγματοποιήσει τὴν
καλὴ σκέψη στὴν κατάλληλη εὐκαιρία. Ἐὰν στὶς ὑποθέσεις τὶς βιοτικὲς ἡ ἀναβο-
λὴ γίνεται πολλὲς φορὲς ἐπιζημία, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεως
τῆς μετανοίας; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο δυστύχημα ἀπὸ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο θὰ πά-
θουν ὅσοι ἔχασαν τὴν εὐκαιρία τῆς μετανοίας καὶ αἰφνίδια βρέθηκαν στὴν ἄλλη
ζωὴ μὲ τὸ τρομερὸ ἐπιφώνημα: «Ἀλλοίμονο, ἔχασα τὴν εὐκαιρίαν τῆς μετανοίας!»
Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς δὲν ἄφησε τὴν εὐκαιρία, δὲν ἀνέβαλε γιὰ τὸ
μέλλον τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεως, ἔθεσε ἀμέσως σὲ ἔργο τὴν καλὴ ἀπόφαση.
«Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ», λέει ἡ παραβολή. Ἀφοῦ πα-
ρέδωσε τοὺς χοίρους στὸν κύριό του, ἄρχισε τὸ μακρυνὸ ταξίδι πρὸς τὴν πατρίδα
του. Ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν χωριῶν ἐλεημοσύνη καὶ ἔτρωγε τὸ ψωμὶ
τῆς ἐπαιτείας ἀνάμικτο μὲ τὰ δάκρυά του. Πέρασε πολλὰ στάδια φόβου καὶ
ἐξαντλήσεως, διότι μέλη ποὺ ἔτρεμαν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ πόδια πληγωμένα ἀπὸ
τοὺς δρόμους δὲν μποροῦσαν νὰ βαδίσουν εὔκολα. Πολλὲς φορὲς θὰ τὸν κατέ-
λαβε φόβος μήπως πεθάνει στὸ δρόμο, προτοῦ ἀτενίσει τὸ σπίτι του καὶ προτοῦ
προφθάσει νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν πατέρα του ὅσα σχεδίασε. Ἐν τούτοις ἡ πε-
ποίθησή του, ὅτι θὰ βρεῖ συγχώρηση πλησίον τοῦ πατρός του, τὸν ἔφερε βῆμα
πρὸς βῆμα πρὸς τὸν πατέρα. Καὶ παρ᾽ ὅλα τὰ ἐμπόδια θὰ προτιμοῦσε νὰ πεθάνει
στὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς παρὰ νὰ μένει πλέον στὴν χώρα τῆς δουλείας καὶ τῆς
ἁμαρτίας. Ἔπειτα, λοιπόν, ἀπὸ πορεία μακρυνή, κοπιαστικὴ καὶ θλιβερή, ἔφθασε
στὴ χώρα τοῦ πατρός του, σύρωντας τὸ βάρος τῆς ἀθλιότητός του καὶ σκύβοντας
τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μὴ φανεῖ τὸ κοκκίνισμα τῆς ντροπῆς καὶ τῆς αἰσχύνης.
Ἡ εἰλικρινὴς ἐξομολόγηση τοῦ ἀσώτου. Ἐδῶ τώρα πρέπει νὰ θαυμάσουμε τὸν
ἄσωτο, ὄχι μόνο διότι πραγματοποίησε τὴν ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς στὸν πα-
τέρα του, ἀλλὰ καὶ διότι ἐξωμολογήθηκε μὲ κάθε εἰλικρίνεια. Τρία εἶναι τὰ ἀπα-
20
ραίτητα γιὰ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, λέει ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος· στὴν καρδιὰ συντριβή,
στὸ στόμα ἐξομολόγηση, στὸν βίο διόρθωση. Μποροῦσε ὁ ἀσωτος, ὅπως θὰ δοῦμε
στὴ σειρὰ τῆς παραβολῆς, νὰ βρεῖ προφάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες νὰ ἀποφύγει τὴν
ταπείνωση ἐκείνη στὴν ὁποία θὰ κατέρχονταν, ὅταν θὰ ὁμολογοῦσε τὴν ἐνοχή
του. Ἀλλ᾽ ὄχι· ὁ ἄσωτος εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος τώρα ἀφ᾽ ὅτου μετανόησε, ἐξώρισε
πλέον ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ ψεῦδος, τὶς προφάσεις, τὴν ὑπόκριση, τὸν ἐγωισμό, ποὺ
δὲν ἀνέχεται ταπεινώσεις. Τώρα νέο πνεῦμα ἐπικρατεῖ σὲ ὅλο τὸν ἐσωτερικό του
ἄνθρωπο, πλήρης μεταβολὴ στὶς ἐξωτερικὲς ἐνέργειές του. Καὶ ἰδού, μόλις
ἀντίκρυσε τὸν πατέρα του, ἀκούγεται ἀπὸ τὸ στόμα του ἡ ἑξῆς εἰλικρινέστατη
ἐξομολόγηση:
«Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος
κληθῆναι υἱός σου» (στ. 21). Μολονότι ὁ πατέρας του τὸν ὑποδέχτηκε μὲ πολλὴ
ἐγκαρδιότητα, προτοῦ ἀκόμη ὁ ἄσωτος πεῖ λέξη μετανοίας· μολονότι ὁ πατέρας
του τὸν συγχώρησε καὶ τὴν συγχώρηση τὴν ἐπισφράγισε μὲ φιλήματα ἀγάπης, ἐν
τούτοις ἐκεῖνος δὲν κλείνει τὸ στόμα ἀλλὰ ἐξομολογεῖται μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ
ἀναγνωρίζει μὲ πολλὴ συντριβὴ ὅτι εἶναι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα του,
ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ ὀνομάζεται πλέον υἱὸς τέτοιου πατέρα! Θὰ μποροῦσε,
ἐπαναλαμβάνουμε, ὁ ἄσωτος, ὅταν εἶδε τὴν τόσο ἀνέλπιστη ὑποδοχὴ ἀπὸ τὸν
πατέρα του, νὰ μεταβάλει ἐντελῶς τὸ σχέδιο τῆς ἐξομολογήσεώς του, νὰ πεῖ ὅτι
ὑπῆρξε ἀτυχής, ὅτι τὸν ἐξαπάτησαν ἄλλοι κακοὶ φίλοι καὶ σύμβουλοι, ἐνῶ πά-
ντοτε αὐτὸς εἶχε «καλὴ καρδιά». Θὰ μποροῦσε νὰ παρατάξει σειρὰ προφάσεων
καὶ δικαιολογιῶν, γιὰ νὰ ρίξει τὴν εὐθύνη στοὺς ἄλλους, ἀλλ᾽ ὄχι στὸν ἑαυτό του·
ἤ, ἐπὶ τέλους, νὰ μεμφθεῖ τὴ νεανικὴ ἀκρισία, ποὺ παρατηρεῖται σὲ τόσους καὶ
τόσους νέους. Ἀλλ᾽ ὄχι· ὁ ἄσωτος ἐξομολογεῖται εἰλικρινὰ καὶ ἐξουθενώνει καὶ
ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτόν του, μολονότι εἶναι βέβαιος ὅτι ἔλαβε τὴν συγχώρηση. Ὁ
ἄσωτος εἶναι πλέον ὄχι ὁ ἐγωιστὴς νεώτερος υἱός, ἀλλ᾽ ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ τα-
πεινωμένος ἀπὸ τὰ παθήματα. Ἡ πικρὴ πεῖρα τῶν παθημάτων τὸν δίδαξε τὸ
σοφὸ ἐκεῖνο μάθημα τῆς ταπεινώσεως καὶ ὑποταγῆς στὸν πατέρα, τὸ ὁποῖο δὲν
εἶχαν τὴ δύναμη οἱ πατρικὲς συμβουλὲς καὶ παρακλήσεις νὰ τὸν διδάξουν προτοῦ
ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του (Ὁ ἀναγνώστης ἂς ρίψει ἔνα βλέμμα ἐκ νέου στὴν σελ. 4-5, διὰ
νὰ καταλάβει τώρα καλύτερα γιατί ὀ ἀγαθὸς πατέρας ἔδωσε τότε στὸν νεώτερο τὸ μερίδιό του καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο
ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ). Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ ταπεινότητα.
Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸ ὅτι ὁ ἄσωτος ἐξομολογεῖται τόσο εἰλικρινά, δὲν τὸ
ἔθεσε ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ χωρὶς λόγο. Ὁ ἄσωτος εἶναι ὁ τύπος καὶ τὸ
ὑπόδειγμα τοῦ ἀληθινὰ μετανοημένου Χριστιανοῦ. Καὶ ἑπομένως θέλησε ὁ Κύριος
νὰ μᾶς διδάξει, ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ μεταμεληθεῖ ὁ Χριστιανὸς καὶ νὰ λυπηθεῖ
γιὰ ὅσα ἔπραξε ἁμαρτωλά. Δὲν ἀρκεῖ νὰ φθάσει μέχρι τὸν πνευματικὸ γιὰ νὰ
λάβει τὴν συγχώρηση, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη ἀπαραίτητη νὰ ἐξομολογηθεῖ μὲ
πραγματικὴ συναίσθηση τὴν ἁμαρτωλή του κατάσταση, νὰ ὁμολογήσει μὲ κάθε
εἰλικρίνεια τὴ θέση του, τὶς πράξεις του, τὸ παρελθόν του. Θέλησε νὰ διδάξει
ὅτι οἱ προφάσεις καὶ οἱ δικαιολογίες στὴν ἐξομολόγηση δὲν ἔχουν θέση· διότι δι᾽
αὐτῶν ὁ Χριστιανὸς προσθέτει μία ἀκόμη ἁμαρτία μεγάλη σὲ ὅσες ἔπραξε, τὴν
ἁμαρτία ὅτι καὶ σὲ τόσο ἱερὴ στιγμὴ τῆς ἐξομολογήσεως προφασίζεται, ὑποκρί-
21
νεται, ψεύδεται! Καὶ ἀποδεικνύει ἔτσι ὅτι δὲν μετενόησε πραγματικά.
Ναί, χρειάζεται νὰ μᾶς δώσει ὁ Κύριος στὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ ἀσώτου
τὸ μέγα τοῦτο δίδαγμα τῆς εἰλικρίνειας· διότι εἶναι θλιβερὸ γεγονός, ὅτι συνηθέ-
στατα δικαιολογούμαστε. Πολὺ σωστὰ εἰπώθηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὐκολώτερα
μπορεῖ νὰ κουραστεῖ ἁμαρτάνοντας, παρὰ νὰ βρίσκει δικαιολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες
νομίζει ὅτι ἐλαφρώνει τὸ ἁμάρτημά του. Ἀπὸ τὴν ἐποχή, ποὺ εἰσήγαγε ὁ διάβολος
τὴν ἁμαρτία στὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν αὐτὴν ἐποχὴ ἔσπειρε καὶ τὰ σπέρματα τῆς δι-
καιολογίας. Ἡ πρώτη λέξη τὴν ὁποία εἶπαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μετὰ τὴν ἁμαρτία,
ἦταν λέξη προφάσεως καὶ δικαιολογίας· δικαιολογήθηκε ὁ Ἀδάμ, ὅταν κλήθηκε
ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία· κατήγγειλε ὡς ὑπεύθυνο γιὰ τὴ
δική του ἁμαρτία τὴ σύντροφο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿
ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον». Δικαιολογήθηκε μὲ τὴ σειρά
της καὶ ἡ Εὔα «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον» (Γεν. γ΄,12-13), εἶπε καὶ αὐτή. Καὶ
ἔκτοτε οἱ δικαιολογίες ἐξακολουθοῦν μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς
Εὔας. Ἀκοῦμε πολλάκις ἀνόητες δικαιολογίες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος τολμάει
νὰ ρίξει τὴν εὐθύνη τῶν πράξεών του καὶ σ᾽ αὐτὸν τὸν Θεό: «ἂν ὁ Θεός, σοῦ
λέει, δὲν μὲ ἔκανε ἔτσι· ἂν δὲν μοῦ ἔδινε τέτοιο χαρακτῆρα· ἂν δὲν ἐπέτρεπε τὸν
πειρασμὸ ἐκεῖνον … δὲν θὰ ἔφθανα σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο». Τέτοιες δικαιολογίες ἔχει
ὑπ᾽ ὄψιν Του ὁ Κύριος, ὅταν παρουσιάζει τὸν πονηρὸ καὶ ὀκνηρὸ δοῦλο τῆς
παραβολῆς νὰ λέει πρὸς τὸν κύριό του, «Κύριε, ἔγνων ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος,
θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας καὶ φοβηθείς,
ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ» (Ματθ. κε´,24-25). Δικαιολογεῖται ὁ νέος,
ἀλλὰ καὶ ὁ γέρων· ὁ ἀγράμματος καὶ ἀμόρφωτος, ἀλλὰ καὶ ὁ γραμματισμένος καὶ
πολυμαθής· ὁ πτωχὸς οἰκογενειάρχης, ἀλλὰ καὶ ὁ πλούσιος· οἱ ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ
οἱ γυναῖκες. Ὅλοι δυστυχῶς ἔχουμε ἀνεξάντλητο θησαυρὸ προφάσεων καὶ δικαιο-
λογιῶν, μὲ τὶς ὁποῖες δὲν διστάζουμε νὰ μολύνουμε καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐξομο-
λόγηση, ὅταν ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἀληθινή. Τόσο ἰσχυρὴ εἶναι ἡ κλίση πρὸς τὶς
δικαιολογίες, ὥστε ὁ Δαβὶδ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν προφυλάττει ἀπὸ τὴν
πονηρία αὐτή: «μὴ ἐκκλίνης τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας, τοῦ προφα-
σίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ´,4). Καὶ γι᾽ αὐτὸ, ὅταν καὶ αὐτὸς ὑπέπεσε
σὲ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα δὲν δικαιολογήθηκε, παρ᾽ ὅλο ποὺ μποροῦσε νὰ βρεῖ
τόσες καὶ τόσες προφάσεις. Ἀλλ᾽ ἐξομολογεῖται μὲ κάθε εἰλικρίνεια τὸ ἁμάρτημά
του· ἐξομολογεῖται ὄχι μόνο ἐνώπιον τοῦ προφήτου Νάθαν, ἀλλὰ καταγγέλλει
τὸν ἑαυτό του σ᾽ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων μὲ τοὺς περίφημους ψαλμούς του.
Γιὰ νὰ μᾶς διαφυλάξει, λοιπόν, ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν θλιβερὴ αὐτὴ πονηρία τῶν
προφάσεων καὶ δικαιολογιῶν, παρουσιάζει τὸν ἄσωτον ἐξομολογούμενον ἐνώπιον
τοῦ πατέρα του μὲ κάθε εἰλικρίνεια. Διότι ὅσα καὶ ἂν ποῦμε γιὰ νὰ δικαιολογή-
σουμε τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἰσχυρὰ καὶ ἂν εἶναι τὰ περιστατικὰ ποὺ μᾶς παρέσυραν
πρὸς τὴν ἁμαρτία, πάντως τὴν τελευταία λέξη τὴ λέει ἡ δική μας θέληση. Ἐὰν ὁ
ἄνθρωπος δὲν θελήσει καὶ δὲν ἀποφασίσει τελικὰ νὰ πράξει τὴν ἁμαρτία, καμμία
ἄλλη δύναμη δὲν κατορθώνει νὰ τὸν βιάσει καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ ἁμαρτήσει.
Καὶ ἑπομένως καμμία πρόφαση καὶ δικαιολογία δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τὸν ἀπαλλάξει
ἀπὸ τὴν ἐνοχή. Μόνο ἡ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ ἡ εἰλικρινὴ ἐξομολόγηση ἔχουν τὴ
22
δύναμη νὰ ἐλκύσουν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν καὶ ἀπὸ τὰ μεγα-
λύτερα ἐγκλήματα. «Οὐδὲν οὕτω τὸν Θεὸν ἵλεων ποιεῖ, ὡς τὸ τὰ οἰκεῖα ὁμολογεῖν
ἁμαρτήματα», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ δικαιολογία,
ἡ πρόφαση μεταβάλλει σὲ βαριὰ πλημμελήματα καὶ τὰ ἐλαφρότερα ἁμαρτήματα.
Ἰδού, φίλε ἀναγνῶστα, πῶς ζωγράφισε ὁ ἀριστοτέχνης Κύριος τὴν μετάνοια
καὶ τὴν ἐξομολόγηση τοῦ ἀσώτου, γιὰ νὰ χρησιμεύει σ᾽ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς
ὅλων τῶν γενεῶν ὡς ὑπόδειγμα, στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ βλέπουμε γιὰ νὰ ἐννοοῦμε
ἂν καὶ ἡ δική μας μετάνοια εἶναι ἀληθής.

Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ πατέρα.


Ὁ Κύριος, ἀφοῦ περιέγραψε τὴν ἁμαρτία, τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση τοῦ
ἄσωτου υἱοῦ, στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς ἐκθέτει τὴν ἐγκάρδια ὑποδοχή, ποὺ
ἔκανε ὁ ἀγαθὸς πατέρας στὸν ἐπιστρέψαντα ἄσωτο. Καὶ παρουσιάζει ἔτσι τὸν
ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν
ἀποστρέφεται τὸν μετανοημένο ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ἀνοίγει τοὺς θησαυροὺς τῆς κα-
λωσύνης Του, τοῦ ἐλέους Του, τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του, γιὰ νὰ βρεῖ ὁ ἀποπλανη-
θεὶς ἀνέλπιστη καὶ ἀπροσδόκητη εὐτυχία. Στὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς παραβολῆς, τὸ
τόσο σπουδαῖο, συγκινητικὸ καὶ πολύτιμο γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ θὰ παρακαλέσουμε
τὸν ἀγαπητὸ ἀναγνώστη νὰ δώσει ἰδιαίτερη προσοχή.

Ἡ ἐγκάρδιος ὑποδοχὴ τοῦ ἀσώτου.


Εἴπαμε καὶ προηγουμένως ὅτι, ὅταν ὁ νεώτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς ἀποφά-
σισε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, ὁ πατέρας βεβαίως δὲν τὸν ἐμπόδισε μὲ
τὴ βία, ἀλλὰ πικράθηκε γιὰ τὴν πράξη τοῦ υἱοῦ του. Ὅπως ὁ Ἰακὼβ ἔκλαιγε τὴ
στέρηση τοῦ Ἰωσῆφ, ὅπως ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα τοῦ Τωβίου «ἐκάθητο περιβλεπομένη
εἰς τὴν ὁδὸν τὸν παῖδα αὐτῆς», ἔτσι καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἀσώτου παρατηροῦσε
πάντοτε στοὺς δρόμους καὶ ρωτοῦσε τοὺς διαβάτες, μήπως κανεὶς εἶδε στὸ ταξίδι
του τὸ παιδί του. «Ἀπέθανε, τί περιμένεις τὸν νεκρόν;», τοῦ ἔλεγαν ἴσως οἱ
οἰκεῖοί του. Ἀλλ᾽ αὐτὸς πάντοτε ἤλπιζε. Ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, τὸν διέκρινε
ἀπὸ μακριά, «Τὸ παιδί μου!» φώναξε. «Ἀπατᾶσαι», τοῦ ἀπήντησαν. Ὁ πολὺς
πόνος σοῦ ἔφερε ὀφθαλμαπάτη». «Εἶναι αὐτός», ἐπαναλαμβάνει ὁ πατέρας. «Πῶς;
ὁ ἀκάθαρτος καὶ κουρελιάρης ἐκεῖνος ζητιᾶνος, αὐτὸς εἶναι τὸ παιδί σου; Ποτέ»,
ἀπάντησαν πάλιν οἱ οἰκεῖοί του. «Εἶναι αὐτὸς τὸν αἰσθάνθηκε ἡ καρδιά μου,
προτοῦ τὸν δοῦν καλὰ τὰ μάτια μου», ἐπιμένει ὁ πατέρας.
Ὁ ἀναγνώστης ἂς μὴ ὑποθέσει ὅτι ὁ ἀνωτέρω διάλογος εἶναι πλάσμα τῆς φα-
ντασίας τοῦ γράφοντος. Ὁ διάλογος αὐτὸς εἶναι τὸ νόημα τοῦ θαυμασιωτάτου,
τοῦ ἀμίμητου ἐκείνου στίχου τῆς παραβολῆς, τῆς ζωηρῆς, τῆς ἀριστοτεχνικῆς
ἐκείνης πινελιᾶς, ποὺ ἐτεχνούργησε στὴν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου ὁ θεῖος καλλιτέχνης
Χριστός. Ἰδοὺ ὁ στίχος.
«Ἔτι δὲ αὐτοῦ (τοῦ ἀσώτου) μακρὰν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ,
καὶ ἐσπλαγχνίσθη». Στὸ στίχο αὐτὸ ἐκχύνεται ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ. Κάθε λέξη
του ἀπηχεῖ τὴν πλέον τρυφερὴ καὶ ἁγία συγκίνηση. Ἂς θαυμάσουμε σ᾽ αὐτόν:
23
Πρῶτον τὶς διαθέσεις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ πατέρας τῆς
παραβολῆς εἶδε τὸν υἱό, καίτοι ἀκόμη ἦταν μακριά· καὶ ἐκδήλωσε τὴν εὐσπλαγ-
χνία του προτοῦ ἐκεῖνος ἐκδηλώσει τὴ μετάνοιά του. Τὸν διέκρινε αὐτὸς προτοῦ
τὸν δεῖ κανένα ἄλλο μέλος τῆς οἰκογένειας. Παριστάνεται σὰν νὰ περίμενε ὡρι-
σμένως τὸν υἱό, τὸν ὁποῖο οἰ ἄλλοι λογάριαζαν ὁριστικὰ χαμένο. Ὅλα αὐτὰ γιὰ
νὰ φανερωθεῖ ἡ μεγάλη ἐπιθυμία ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς νὰ δεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς μετα-
νοοῦντας καὶ ἐπιστρέφοντας. Παρακολουθεῖ ὅλες τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς των
καὶ μόλις συλλάβουν τὴν πρώτη μακρυνὴ διάθεση πρὸς μετάνοια, τὴν βλέπει
πρῶτος ἀπὸ ὅλους ὁ Θεός· μόλις αὐλακώσει τὰ στήθη των ὁ πρῶτος στεναγμός,
τὸν ἀκούει ὁ Θεός. Λησμονεῖ ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι ὑβριστὴς τῆς ἁγιότητός Του,
παραβλέπει τὴν βαρειὰ ἐνοχή του, ἀφήνει μόνο τὴν εὐσπλαγχνία Του νὰ
κυριαρχεῖ. Ὤ ἀγαθότης!
Ἀλλὰ κάτι τὸ ἀκόμη συγκινητικώτερο καὶ θαυμαστότερο. Ὁ Κύριος λέει στὴν
παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ὅτι ὁ πατέρας ὄχι μόνο εἶδε μακρόθεν τὸν ἐπιστρέφοντα
ἄσωτο καὶ τὸν ἐσπλαγχνίσθει, ἀλλὰ «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον
αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν» (στίχ. 20). Λησμόνησε τὴν ἡλικία καὶ τὸ πατρικὸ
κῦρος, ποὺ πληγώθηκε μὲ τὴν ἀποστασία τοῦ ἀσώτου. Τρέχει αὐτὸς πρὸς τὸν
ἄσωτο. Ἐκεῖνος ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ντροπῆς βραδυποροῦσε συνε-
σταλμένος καὶ διστάζοντας. Ἀλλὰ ὁ πατέρας του ἔσπευσε νὰ τὸν ἐνθαρρύνει.
Καὶ μολονότι ρυπαρὸς καὶ ἀκάθαρτος, φέρων τοῦ χοιροβοσκοῦ τὸ σχῆμα καὶ
στὴν ψυχὴ καὶ στὴν ἐμφάνιση, ἐν τούτοις ὁ κατακάθαρος καὶ σοβαρὸς πατέρας
του τὸν ἀγκαλιάζει μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη καὶ τὸν καταφιλεῖ!
Ὁποῖος πάλιν θησαυρὸς ἀγάπης στὶς λέξεις αὐτές!
Ἡ ἁμαρτία εἶναι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἀσυγκρίτως ἀηδεστέρα καὶ βδελυρωτέρα,
ἀπὸ ὅ,τι εἶναι στὰ μάτια τὰ δικά μας ἡ πλέον βρωμερὴ ρυπαρότης καὶ ἀκαθαρσία,
τὸ πλέον ἀπαίσιο καὶ ἀποκρουστικὸ θέαμα. Καὶ ὅμως ὅταν ἐμεῖς κάνουμε ἕνα
βῆμα πρὸς τὴν ἐπιστροφή, ὁ Θεὸς κάνει δέκα πρὸς ὑποδοχή. Μολονότι φέρουμε
τὴν ἀποτροπιαστικὴ ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, σπεύδει ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ὁ
σπλαγχνικὸς Πατέρας μας, μᾶς ἀγκαλιάζει, μᾶς καταφιλεῖ! Ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ
ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του ἕνα χοῖρο, ποὺ μόλις σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βόρβορο; Καὶ
ὅμως ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης δέχεται ἐγκαρδίως τὸν ὅμοιον πρὸς τὸν χοῖρο ἁμαρτωλό,
ὅταν ἐκεῖνος ἀποφασίσει νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ σπεύσει
πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὴν βδελυρία της. Πόσες μυριάδες ἁμαρτω-
λῶν ἔλαβαν θάρρος ἀπὸ τὸν ἀνέκφραστον αὐτὸ θησαυρὸ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ
Θεοῦ καὶ ἔσπευσαν στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι
ἐκεῖ θὰ συναντήσουν τὸν Πατέρα ἕτοιμο, μὲ τὶς ἀγκάλες ἀνοικτές, νὰ τοὺς δώσει
τὸ φίλημα τῆς συγχωρήσεως!
Δεύτερον τὴν πλήρη δικαίωση τῶν μετανοούντων. Κατὰ τὴν ὥρα ὁ πρώην
ἄσωτος, ταραγμένος, γεμᾶτος ἀπὸ συγκίνηση, βρίσκει τοὺς λόγους τῆς εἰλικρινοῦς
ἐξομολογήσεως καὶ ταπεινώνεται μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νὰ ἀρνηθεῖ ἀκόμη καὶ
τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ, ὁ πατέρας μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια, ἀλλὰ καὶ μὲ φωνὴ κα-
θαρή, δίνει πρὸς τοὺς δούλους ἐκπληκτικὴ γιὰ κείνους διαταγή: «Ἐξενέγκατε
24
τὴν στολὴν τὴν πρώτην, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν».
Παράδοξον! Οὔτε μία λέξη ἐπιπλήξεως καὶ ἐλέγχου πρὸς τὸν ἀσωτο! Ἐὰν ἦταν
κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ἂν ἀκόμη τὸν δέχονταν, δὲν θὰ παρέλειπε τὶς πικρὲς λέξεις:
«γιατί δὲν ἔμενες μὲ τοὺς χοίρους; σὲ θέρισε ἡ πεῖνα καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦλθες…». Ὄχι.
Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς, δηλαδὴ ὁ Θεὸς Πατήρ, δὲν λέει τίποτε ἀπὸ αὐτά·
«πάντα τὰ παραπτώματα αὐτοῦ ὅσα ἐποίησεν, οὐ μνησθήσονται», βεβαιώνει διὰ
τοῦ προφήτου Ιεζεκιήλ (ιη΄,28). Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὸν ἐπιπλήττει, ἀλλὰ τὸν τιμᾷ
ὑπερβολικά. Ὁ ἄσωτος θὰ ἦταν εὐγνώμων, ἐὰν ὁ πατέρας τοῦ ἔδινε κάποια
προσοχὴ καὶ τὸν ἔστελνε στὸ μαγειρεῖο, γιὰ νὰ τρώει μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες. Ἀλλ᾽
ὁ πατέρας τοῦ ἑτοιμάζει στολὴ καὶ θέση σπουδαία. Διότι ὁ Θεὸς στοὺς μετανοοῦ-
ντας δίνει «ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὧν αἰτοῦνται ἢ νοοῦσιν» (Ἐφ, γ΄,20). Διέταξε, λοιπόν,
νὰ φέρουν ὄχι ἁπλῶς μία στολὴ καθαρή, ἀλλὰ «τὴν στολὴν τὴν πρώτην». Σὰν νὰ
ἔλεγε στοὺς δούλους: «ἐνοήσατε ποιά στολὴ σᾶς λέω; τὴν πρώτη· ἐκείνη ποὺ
φοροῦσε, ὡς υἱὸς καὶ κύριος, προτοῦ φύγει· καὶ ἐνδύσατε αὐτόν». Ἐκεῖνος ἴσως
νὰ ντρέπονταν νὰ δεχθεῖ ἀπότομα τόση τιμή, νὰ βγάλει τὰ ἀκάθαρτα κουρέλια
τοῦ χοιροβοσκοῦ καὶ νὰ φορέσει τὴν πρώτη μεγαλοπρεπῆ στολή. Διότι οἱ ἁμαρ-
τωλοὶ ντρέπονται καὶ ταπεινώνονται ἀκόμη βαθύτερα, ὅταν συναισθάνονται σὲ
ποιά ὑψηλὴ τιμὴ τοὺς ἀναβιβάζει ὁ Θεός. Ἐπὶ πλέον διατάσσει:
«Καὶ δότε δακτύλιον στὴν χεῖρα αὐτοῦ, καὶ ὑποδήματα στοὺς πόδας»
(στίχ.22). Δακτυλίδι μὲ τὸν σφραγιδόλιθον καὶ ὑποδήματα, τῶν ὁποίων οἱ δοῦλοι
ἐστεροῦντο· ὅλα δηλαδὴ τὰ γνωρίσματα τῶν ἐλεύθερων ἀνθρώπων, γιὰ νὰ
βεβαιωθεῖ ὅτι δὲν εἶναι πλέον δοῦλος, ἀλλὰ μέλος τῆς τετιμημένης οἰκογένειας
τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα.
Ἀλλὰ ὅλες οἱ παραβολικὲς αὐτὲς λέξεις ἔχουν βαθιὰ καὶ θαυμαστὴ σημασία.
Ἡ ἀποκατάσταση γίνεται πλήρης, ὅπως καὶ ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πλήρης καὶ ἡ
πίστη τοῦ μετανοήσαντος βαθιά. Ἡ στολὴ ἡ πρώτη, τὴν ὁποία οἱ δοῦλοι διατά-
χθηκαν νὰ φέρουν, εἶναι ἡ καθαρότης, εἶναι ἡ ἀναγέννηση, τὴν ὁποία ὁ
Χριστιανὸς ἔλαβε ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Τὴν
καθαρότητα αὐτήν, ὅταν κατόπιν ἀποστατεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ζεῖ στὴν
ἁμαρτία, τὴν χάνει. Ἀλλὰ ὅταν μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέψει, τότε κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα
τῆς ἐξομολογήσεως, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἱερεῖς, ποὺ τελοῦν τὸ Μυστήριον
τοῦτο, τὸν λύνουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τοῦ προσφέρουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν,
τὸν ἐπαναφέρουν στὴν πρώτη καθαρότητα καὶ τὴν κατάσταση τῆς υἱοθεσίας,
δυνάμει τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ δακτυλίδι εἶναι ὁ ἀρραβῶνας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ συνδέεται καὶ πάλι μὲ δεσμὸ Θεῖον καὶ ἅγιον
μετὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πρώην ἁμαρτωλὸς ἀναγνωρίζεται καὶ πάλι ὡς τίμιο μέλος
τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ ὑποδήματα εἶναι ἡ ἐνίσχυση ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς στοὺς μετα-
νοοῦντας, γιὰ νὰ βαδίζουν πλέον ἀσφαλῶς τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ πατοῦν
«ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων», κατασυντρίβοντες τὴν δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ
τῆς ἁμαρτίας. Ἀκόμη τὰ ὑποδήματα αὐτὰ εἶναι ἡ «ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου τῆς
εἰρήνης», ποὺ λέει ὁ θεῖος Παῦλος (Ἐφ. στ´,15), δηλαδὴ ἡ προθυμία, μὲ τὴν ὁποία ὁ
μετὰ τοῦ Θεοῦ εἰρηνεύσας ἁμαρτωλὸς θὰ διδάξει καὶ θὰ προσκαλεῖ καὶ ἄλλους
ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν Θεό. Διότι οἱ
25
ἀληθῶς μετανοοῦντες ἁμαρτωλοὶ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς παράδειγμα
γιὰ νὰ παρακινοῦνται σὲ μετάνοια καὶ ἄλλοι ἁμαρτωλοί. Ὁ Δαδίδ, ἐπειδὴ μετα-
νόησε καὶ ἔλαβε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἔγινε ἄριστο παράδειγμα τῆς μετανοίας
σὲ ὅλες τὶς γενιές, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τὸ βεβαιώνει στὸν ψαλμὸ τῆς μετανοίας, λέ-
γοντας «διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι (ψαλμ. ν´,15).
Νέα διαταγὴ δίνει ὁ πατέρας τοῦ ἀσώτου πρὸς τοὺς δούλους: «Καὶ
ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν»
(στίχ.28). Διατάσσει νὰ ἑτοιμάσουν τράπεζα, ἀλλὰ ὄχι μὲ φαγητὸ κοινό, ποὺ ἔτυχε
νὰ ἔχουν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου· ἔπρεπε νὰ ἑτοιμασθεῖ
φαγητὸ ὅλως ἔκτακτο καὶ πολύτιμο νὰ θυσιασθεῖ τὸ μοσχάρι, τὸ ὁποῖο ἔτρεφαν
καὶ διατηροῦσαν ἐπιμελῶς γιὰ μία σπουδαία περίσταση.
Ὤ! ποιό μυστήριον μέγα, ποιό γεγονὸς μοναδικὸ καὶ πρωτάκουστο καὶ πα-
γκοσμίου σημασίας φανέρωνε ὁ Κύριος διὰ τῶν ἀλληγορικῶν αὐτῶν λέξεων περὶ
τῆς θυσίας τοῦ σιτευτοῦ μόσχου, ὅταν δίδασκε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου! Ἡ
θυσία τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε γιὰ νὰ εὐφρανθεῖ ὁ ἐπιστρέψας
ἄσωτος καὶ ἀναγνωρισθεῖ ὡς μέλος τῆς οἰκογενείας τοῦ πατρός του, δὲν εἶναι
ἄλλη, παρὰ αὐτὴ αὕτη ἡ θυσία τοῦ «μόσχου τοῦ ἀμώμου, τοῦ μὴ δεχομένου
ἁμαρτίας ζυγόν», δηλαδὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ! Θυσιάσθηκε Ἐκεῖνος
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ γινόμαστε δεκτοὶ στὴ θεία οἰκογένεια τοῦ οὐρανίου
Πατρὸς οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί! Ὁ Χριστὸς πρόσφερε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὴ
Θυσία τῆς ζωῆς Του, ὡς ἀντιπρόσωπος κάθε ἁμαρτωλοῦ, ὁ ὁποῖος παραδέχεται
μὲν καὶ συναισθάνεται βαθιά, ὅτι γιὰ τὶς ἁμαρτίες του εἶναι ἀνάξιος νὰ λέγεται
πλέον τέκνον τοῦ οὐρανίου Πατέρα καὶ ὅτι οἱ ἁμαρτίες του τὸν ἔκαναν ἄξιο κα-
ταδίκης καὶ κολάσεως, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς προσέφερε τὴ Θυσία τῆς
ζωῆς Του καὶ τιμωρήθηκε Αὐτὸς ἀντὶ τῶν ἁμαρτωλῶν· μὲ τὴν πίστη αὐτὴ προ-
σέρχεται στὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ Τὸν παρακαλεῖ, ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβεῖ,
νὰ μὴ τὸν καταδικάσει, ἀλλὰ νὰ δεχθεῖ ἀντ᾽ αὐτοῦ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ
τὸν ἀθωώσει. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς βεβαίωσε ὅτι ἦλθε «δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύ-
τρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. κ΄,28) δηλαδὴ ἦλθε γιὰ νὰ παραδώσει τὴ ζωή Του ὡς
ἐξαγορά, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐξαγορασθοῦν ἐκ τῆς καταδίκης πολλοί. Καὶ πάλι ὁ
ἴδιος λέει ὅτι «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ ἔδωκεν (δηλαδὴ παρέδωσε σὲ θάνατο), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν
μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄,16).
Ἡ μεγάλη ἐκείνη θυσία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία πρόσφερε πάνω στὸ σταυρὸ
τοῦ Γολγοθᾶ, συνεχίζεται διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖο σὲ
κάθε Θεία Λειτουργία τελεῖται. Σ᾽ αὐτὸ προσκαλοῦνται νὰ μεταλλάβουν καὶ νὰ
εὐφρανθοῦν ὄχι μόνο οἱ οἰκιακοί, ποὺ ὑπηρετοῦν στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, οἱ ἱερεῖς
δηλαδή, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτοὶ οἱ μετανοήσαντες πρώην
ἄσωτοι καὶ ἁμαρτωλοί.
Ναί ὅσοι μετανόησαν ἀληθῶς, ὅπως ὁ ἄσωτος καὶ ἐξωμολογήθησαν εἰλικρινῶς,
ὅπως ἐκεῖνος, καλοῦνται καὶ αὐτοὶ νὰ μετάσχουν στὴν ἱερὰ καὶ πνευματικὴ τρά-
πεζα τῆς θείας Κοινωνίας, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ ἐπίσημα καὶ νὰ ἐπισφραγισθεῖ ἡ
26
θεία συγγνώμη καὶ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἔλαβαν. Καλοῦνται νὰ μεταλάβουν
γιὰ νὰ χαροῦν καὶ εὐφρανθοῦν καὶ γευθοῦν τῆς θείας δωρεᾶς, ἡ ὁποία ἐνισχύει
μὲν καὶ ἐνδυναμώνει τὴν ψυχή, ὅπως ἀκολουθεῖ πλέον σταθερῶς καὶ ἀδιακόπως
τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς· ἀλλὰ καὶ ἐνώνει μὲ αὐτὸν τὸν Χριστὸ καὶ εἰσάγει ἀπὸ
ἐδῶ στὸν δρόμο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἰδοὺ ποῖο μέγα μυστήριο φανέρωναν οἱ λέξεις
ἐκεῖνες τῆς παραβολῆς «ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγό-
ντες εὐφρανθῶμεν».
Ἐξηγεῖ ὁ πατέρας γιατί ἔπρεπε μία τέτοια ἐξαιρετικὴ θυσία νὰ γίνει ἐπὶ τῇ
ἐπιστροφεῖ τοῦ ἀσώτου. Διότι, λέει, «οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε
καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη». Εἶναι ἡμέρα μεγάλης χαρᾶς σήμερα γιὰ τὸ σπίτι
μου, λέει ὁ πατέρας. Πανηγυρίζουμε σπουδαῖο γεγονός· τὸ ὅτι τὸ παιδί μου αὐτό,
ποὺ νομίζαμε νεκρό, ἰδοὺ ζεῖ. Αὐτὸ ποὺ θεωρούσαμε χαμένο, τώρα βρέθηκε.
Ἀλλὰ πρόσεξε, ἀναγνῶστά μου, πῶς ὀνομάζει ὁ Κύριος τοὺς ἁμαρτωλούς· τοὺς
ὀνομάζει «νεκροὺς καὶ ἀπολωλότας». Διότι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔχουν πεθάνει ὡς πρὸς
τὴν ἀρετή, δὲν ὑπάρχουν γιὰ τὸ ἀγαθό, νεκρώθηκαν πνευματικῶς καὶ ζοῦν μόνο
γιὰ νὰ ἐργάζονται τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ προσθέτουν βάρος καὶ ἐνοχὴ στὴν ψυχή
τους. Ζοῦν γιὰ νὰ βαδίζουν πρὸς τὴν καταδίκη καὶ τὴν ἀπώλεια. Ἀπὸ ἕναν τέτοιο
θάνατο ἀνασταίνονται μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἐπανέρχονται στὴ ζωή. Αὐτὸ ἀκριβῶς
βεβαιώνει καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο διὰ τοῦ ἀπ. Παύλου: «Ὁ Θεός, πλούσιος ὢν ἐν
ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας νεκροὺς τοῖς
παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ ... καὶ συνήγειρε...» (Ἐφ. β´,4-6). Δηλαδὴ ὁ
Θεός, πλούσιος καὶ ἄφθονος σὲ ἔλεος, ἐξαιτίας τῆς πολλῆς ἀγάπης μὲ τὴν ὁποία
μᾶς ἀγάπησε, καίτοι εἴμαστε νεκροὶ πνευματικῶς, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας,
μᾶς ἔδωσε ζωὴ καὶ μᾶς ἀνέστησε ἐκ τῶν νεκρῶν μαζὶ μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό.
Ὥστε ὁ καθένας, ποὺ μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει ἐκ τῆς ἁμαρτίας στὸν Χριστό,
ἀνασταίνεται ἐκ νεκρῶν. Μέγα δηλαδὴ θαῦμα γίνεται, ἀληθινὴ νεκρανάσταση,
ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ νεκραναστάσεις σωμάτων. Τὸ μέγα αὐτὸ θαῦμα καὶ
εὐτύχημα εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀπολαύσει κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ εἰσέλθει σὲ νέα
ζωή, πνευματική, ἁγία, εὐτυχῆ καὶ μακαρία.
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο θὰ ἔπρεπε νὰ προσέξει ὁ ἀναγνώστης στὶς λέξεις: «νεκρὸς
ἦν καὶ ἀνέζησε...». Ὅτι δὲν πρέπει ποτὲ νὰ νομίζουμε ὅτι χάθηκε ὁριστικῶς ἕνας
ἁμαρτωλός, οὔτε νὰ ἀπελπιζόμαστε γιὰ κανέναν ἄσωτο, διότι δὲν εἶναι καθόλου
παράδοξο νὰ γίνει νεκρανάσταση. Νὰ δεῖς αὔριο, αὐτὸν ποὺ νομίζεις σήμερα
νεκρὸν πνευματικῶς καὶ χαμένον, νὰ μετανοήσει, νὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ καὶ νὰ
ἀναστηθεῖ πνευματικῶς.
Ἂς ἐπανέλθουμε στὴν παραβολή. Μετὰ τὶς διαταγές, ποὺ ἔδωσε ὁ πατέρας,
ὅλοι τέθηκαν σὲ κίνηση καὶ σὲ λίγο χρόνο τὰ πάντα ἦταν ἕτοιμα. Ὅλοι βρέθηκαν
γύρω ἀπὸ τὸ πανηγυρικὸ ἐκεῖνο τραπέζι «καὶ ἥρξαντο εὐφραίνεσθαι» (στίχ.24).
Ἐφ᾿ ὅσον ὅμως τὸ τραπέζι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ γνωστὰ πολυτελῆ τραπέζια,
ποὺ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ πνευματικὸ τῆς Θείας Κοινωνίας τραπέζι· καὶ
ἐφ᾽ ὅσον οἱ χαίροντες καὶ εὐφραινόμενοι, ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς μετανόησε καὶ
ἐπέστρεψε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι μόνο τὰ ἐπὶ γῆς τέκνα τοῦ Θεοῦ,
27
οἱ πιστοὶ δηλαδὴ Χριστιανοί, ἀλλ᾽ εἶναι καὶ οἱ ἐν οὐρανῷ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι, ποία
διάνοια ἀνθρώπου θὰ μπορέσει νὰ ἐννοήσει καὶ ποία γλῶσσα νὰ παραστήσει τὴ
χαρὰ ἐκείνη καὶ εὐφροσύνη; Εἴδαμε στὶς προηγούμενες παραβολὲς τοῦ προβάτου
καὶ τῆς δραχμῆς, ὅτι «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρ-
τωλῷ μετανοοῦντι» (στίχ.10). Ἀλλὰ χαρὰ ἀγγέλων καὶ εὐφροσύνη, τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς
προηγεῖται καὶ μετέχει, εἶναι ἀπερίγραπτος. Εἶναι ἀφάνταστος γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθ-
ρώπους ἡ μουσικὴ ἁρμονία τῆς ἀγγελικῆς λύρας, ποὺ εὐφραίνει τοὺς ἐν οὐρανῷ·
ὅταν ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς μετανοεῖ ἀληθῶς. Ἀλλὰ πάντως χαρὰ καὶ
εὐφροσύνη στὴν ὁποία θὰ μετάσχει καὶ αὐτὸς ὁ μετανοῶν! Ἀναλογίζεσαι, λοιπόν,
ἀναγνῶστά μου, πόσο μέγα γεγονὸς εἶναι ἡ μετάνοιά μας, ὅταν γι᾽ αὐτὴν οἱ
ἄγγελοι πανηγυρίζουν; Καὶ δὲν φρονεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχει εὐτυχέστερο γεγονὸς
στὸν βίο τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν ὑπάρχει σοφώτερη πράξη καὶ ἐπιχείρηση ἀπὸ
τὴν ἀληθῆ μετάνοια, ἡ ὁποία θὰ μᾶς μεταφέρει στὸν οὐρανὸ μεταξὺ τῶν ἀγγέλων,
διὰ νὰ μετέχουμε αἰώνια τῆς χαρᾶς ἐκείνης καὶ εὐφροσύνης; Ναί, εἶναι ἀληθῶς
σοφοὶ ὅσοι κατανοοῦν τὸ μυστικὸ τοῦτο καὶ τὸ ἔθεσαν σὲ ἐφαρμογή.

Ἡ διαγωγὴ τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ.


Θὰ ἦταν πολὺ εὐχάριστο πρᾶγμα, ἂν ἡ παραβολὴ τελείωνε ἐδῶ καὶ οἱ
ἀναγνῶστες τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἔμεναν μὲ τὴν ἐντύπωση τῆς χαρᾶς, ποὺ γίνε-
ται στοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὴ δική μας εἰλικρινῆ μετάνοια. Ἀλλὰ δυστυχῶς, κατὰ
τὸν χρόνο ποὺ γίνεται χαρὰ στοὺς οὐρανοὺς γιὰ τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς,
στὴ γῆ παρουσιάζεται μαύρη καὶ ἀπαίσια ἡ διαγωγὴ ἄλλων ἀνθρώπων. Διότι στὴ
γῆ δὲν εἶναι μόνο ἡ τάξη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ ἄσωτος υἱός,
ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλη μερίδα ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἀντιπροσωπεύει ἄριστα
ὁ μεγαλύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς. Τὴ διαγωγὴ αὐτῶν, τὴν ὅλως ἀντίθετη πρὸς
τὴν ἐσπλαγχνικότατη καὶ φιλανθρωπότατη διαγωγὴ τοῦ ἀγαθοῦ Πατέρα· τὴν
διαγωγὴ τὴν ἀφιλάδελφη, τὴν μικροπρεπῆ, τὴν ζηλότυπη καὶ φθονερή, τὴν
ἐγωιστικὴ καὶ ὅλως ξένη πρὸς τὴν ἀληθηνὴ ἀγάπη, ἔρχεται τώρα νὰ μᾶς δείξει ὁ
Κύριος στὸ λοιπὸ τμῆμα τῆς παραβολῆς. Καὶ εἶναι τὸ τμῆμα τοῦτο ἐπίσης διδα-
κτικό, ὅπως καὶ τὰ προηγούμενα, διότι ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νὰ
βροῦν τὸν ἑαυτό τους καθρεπτιζόμενον στὴν διαγωγὴ τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ τῆς
παραβολῆς.

Ἡ ἀνατομία τοῦ χαρακτῆρος τοῦ πρεσβυτέρου.


Ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀπὸ τὴν νεανική του ἡλικία, φαίνονταν σοβαρός, σεμνός,
τακτικός, μὲ ἐμφάνιση ἀνθρώπου ὥριμου, ἀντιπροσωπευτικὸς τύπος τῆς φαρι-
σαϊκῆς συντηρητικότητας. Σέβονταν τὸν πατέρα του μὲ ὅλους τοὺς δουλικοὺς
τύπους, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ μὲ ἐσωτερικὸ αἴσθημα ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως. Δὲν
παραμελοῦσε τὰ καθήκοντά του, δὲν ἐξετράπη σὲ ἀσωτεία καὶ ἀκολασία. Ἐν
τούτοις ἦταν πάντοτε ὀξύς, πικρός, στρεψόδικος, ἀφιλάδελφος καὶ ἀφιλόξενος.
Διότι πρὸς τὸν νεώτερο ἀδελφό του, καὶ προτοῦ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατρός
του γιὰ νὰ καταντήσει ἄσωτος, ἔδειχνε κάποια ἐξωτερικὴ ἀγάπη, ἀλλὰ ἡ καρδία
28
του εἶχε ἀποθηκευμένο πολὺ φθόνο.
Δυστυχῶς ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου διάβολος κατορθώνει νὰ εἰσάγει μεταξὺ καὶ
αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν τὴν διχόνοια, τὴ διαίρεση, τὸ μῖσος, μὲ τρόπο ὥστε πολλὲς
φορὲς οἱ λέξεις «ἀγαπῶνται σὰν ἀδέρφια» νὰ σημαίνουν τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ
«μισοῦνται σὰν ἀδέρφια!» Εἶναι κάπως θλιβερό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ποῦμε, ὅτι ἡ
ἀληθινὴ ἀγάπη μεταξὺ ἀδελφῶν δὲν εἶναι τόσο συνηθισμένη! Ἡ ζηλοτυπία καὶ ὁ
φθόνος καὶ τὰ ὑλικὰ συμφέροντα, ὄχι σπανίως σπρώχνουν τ᾽ ἀδέλφια μέχρις
ἐγκλημάτων. Ἡ ἱστορία τῶν ἀδελφῶν ἀρχίζει, ἀπὸ τὸν Κάϊν, ποὺ φόνευσε τὸν
ἀδελφόν του Ἄβελ, παρουσιάζει τὸ μῖσος τοῦ Ἡσαῦ πρὸς τὸν Ἰακώβ, περιγράφει
τὴν ἐλεεινὴ συνωμοσία τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακὼβ κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους Ἰωσήφ, τὸν
ὁποῖο ἐπὶ τέλους πούλησαν ὡς δοῦλο· τὴν πράξη τοῦ Ἀβεσσαλώμ, ποὺ φονεύει
γιὰ λόγους τιμῆς τὸν ἀδελφό του Ἀμνών… Τὰ παραδείγματα αὐτὰ τὰ συναντάει
κανεὶς παντοῦ καὶ στὶς σημερινὲς κοινωνίες, στὶς ὁποῖες τόσο συχνὰ ἀκούγονται
φόνοι καὶ ἐγκλήματα οἰκογενειακά!
Ποῖος, λοιπόν, ἦταν ὁ χαρακτῆρας τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ τῆς παραβολῆς δει-
κνύεται ἄριστα ἀπὸ τὴν διαγωγή του πρὸς τὸν ἐπιστρέψαντα ἀδελφό του: «Ἦν
δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ,
ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν» (στίχ.25). Ὅταν ὁ νεώτερος υἱὸς ἐπέστρεψε στὸ
σπίτι καὶ ἔλαβε χώρα ἡ συγκινητικὴ ἐκείνη σκηνή, τὴν ὁποία ἡ εἰλικρινὴς μετά-
νοια τούτου καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ πατρὸς δημιούργησε· ἀκόμη ὅταν ἔγινε ὁ
στολισμὸς τοῦ νεώτερου μὲ τὴν πρώτη στολή, ὅταν ἄρχισε τὸ φαγητὸ καὶ ἡ χαρά,
ὁ μεγαλύτερος υἱὸς βρισκόταν στὸ χωράφι καὶ ἐργαζόταν. Ὅταν τὸ ἀπόγευμα
ἐπέστρεψε στὸ σπίτι, παραδόξως ἄκουσε μουσικὲς συμφωνίες, ἔκτακτο καὶ ἀσυ-
νήθιστο συμπόσιο. Δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἐξηγήσει τὸ πρᾶγμα. Ὡς ἐχθρὸς τοῦ θορύβου
καὶ τῶν γλεντιῶν καὶ τῶν νέων προσώπων, δὲν θέλησε νὰ μπεῖ ὁ ἴδιος στὸ σπίτι,
ἀλλὰ «προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων, ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα» (στίχ. 26)
κάλεσε ἕναν ὑπηρέτη καὶ ρώτησε τί συμβαίνει; τί εἶναι αὐτὸς ὁ θόρυδος ποὺ γί-
νεται στὸ σπίτι, καθ᾽ ὃν χρόνον αὐτὸς ἀπουσιάζει καὶ δὲν ἔχει καμία γνώση τῶν
συμβαινόντων; Καὶ ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀπάντησε: «ὁ ἀδελφός σου ἥκει· καὶ ἔθυσεν
ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν» (στίχ.
27). Διὰ τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς ὁ ὑπηρέτης ἀνέφερε πρῶτα τὴν γενικὴ αἰτία τῆς
ἑορτῆς, ἡ ὁποία ἦταν ὅτι «ἥκει ὁ ἀδελφός σου», δηλαδὴ ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός του·
δεύτερον χαρακτήρισε τὸ γεγονός, ὡς γεγονὸς μέγα, διὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε ἐξαιρετικὸ
δεῖπνο, καὶ ὁ πατέρας θυσίασε αὐτὸν τὸν σιτευτὸ μόσχο· ἔπειτα προσθέτει ὅτι
ἡ ὅλη αὐτὴ χαρὰ καὶ θυσία ἔγινε, ἐπειδὴ ὁ πατέρας δέχθηκε ὑγιαίνοντα τὸν υἱό
του. Ὑγιαίνοντα ὄχι μόνο σωματικῶς (ἐνῶ θεωροῦνταν νεκρός) ἀλλὰ καὶ ψυχικῶς. Τὸν
δέχθηκε μετανοημένον, μὲ νέο νοῦ, ὑγιῆ καὶ φρόνιμο νοῦ, θεραπευμένο ἀπὸ τὶς
κακίες καὶ τὶς παραλυσίες, στὶς ὁποῖες ἕως τώρα ζοῦσε· ἀπαλλαγμένον ἀπὸ τὶς
πονηρὲς κλίσεις, ποὺ εἶχε προτοῦ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του.
Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ τοῦ ὑπηρέτου τὸν πλήγωσε στὴν καρδιά. Κιτρίνισε ὄχι ἀπὸ
ἔκπληξη εὐχάριστη, ἀλλὰ ἀπὸ ζηλοτυπία καὶ φθόνο. Ἐκόχλασε στὴν ψυχή του
τὸ παλαιὸ μῖσος. «Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν», λέει ὁ Κύριος στὴν
παραβολή. Ἀρνούμενος νὰ εἰσέλθει στὴν τράπεζαν τῆς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης,
29
ἔδειχνε τὴν ἀποδοκιμασία του γιὰ τὰ γενόμενα καὶ ἔδινε στὸν πατέρα του νὰ κα-
ταλάβει ὅτι δὲν ἔκανε καλὰ ποὺ δέχθηκε τὸν ἄσωτο υἱὸ καὶ ἔστησε τέτοιο συ-
μπόσιο.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση στοὺς ὑπηρέτες, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὴν
σοβαρότητα τοῦ πράγματος ἀναγκάστηκαν νὰ παρακαλέσουν τὸν πατέρα νὰ
ἀφήσει πρὸς στιγμὴ τὸ τραπέζι, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλουν κάτι τὸ ἐπεῖγον. Μὲ
πολλὴ θλίψη ὁ πατέρας ἄκουσε ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες γιὰ τὸν μεγαλύτερο υἱό. Τί
νὰ κάνει; Δὲν ἦταν σωστὸ νὰ σημειωθεῖ σ᾽ ὅλη τὴν χαρμόσυνη ἀτμόσφαιρα τοῦ
σπιτιοῦ μία τέτοια θλιβερὴ παραφωνία. «Ἐξελθών οὖν ὁ πατὴρ παρεκάλει
αὐτόν» (στίχ.28). ᾿Ἀναγκάστηκε νὰ βγεῖ ὁ ἴδιος ἔξω καὶ νὰ παρακαλέσει τὸν πρε-
σβύτερο υἱό του νὰ εἰσέλθει. «Ἔλα, θὰ τοῦ ἔλεγε· ὁ ἀδελφός σου ἐπανῆλθε·
τόσες φορὲς ρώτησε γιὰ σένα· πόσο θὰ εὐχαριστηθεῖ ὅταν σὲ δεῖ! Ἔλα, λοιπόν,
νὰ γιορτάσουμε ὅλοι μαζὶ τὸ χαρμόσυνο γεγονός!»
Ἐκεῖνος ὅμως τώρα φανερώνει, πιὸ δηλητήριο εἶχε ἀποθηκευμένο στὴν καρδία
του, καὶ ποιὸν χαρακτῆρα ἐλεεινὸ εἶχε διαμορφώσει ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ ἐγωισμοῦ.
Καὶ γι᾽ αὐτό: «ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί. Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι,
καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον,
ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. Ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος ὁ καταφαγών
σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν»
(στίχ. 29-30). Στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις, ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἔδειξε τὴν ἀγενῆ ψυχή, ποὺ
ἦταν ἕως τώρα σκεπασμένη μὲ τὸν φαρισαϊκὸ μανδύα τῆς ἐξωτερικῆς ἀρετῆς. Ἂς
τὶς ἐξετάσουμε μὲ περισσότερη λεπτομέρεια, διότι εἶναι πολὺ σπουδαῖες.
Πρῶτον καυχᾶται γιὰ τὶς ἀρετές του. Καυχᾶται διότι ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε ἀπὸ
τὸ πατρικό του σπίτι, ὅπως ὁ νεώτερος, ἀλλὰ ἔγινε τρόπον τινὰ δοῦλος στὸ σπίτι
του καὶ γι᾽ αὐτὸ τώρα μὲ πολὺ ἐγωισμὸ λέει πρὸς τὸν πατέρα του, ὅτι τόσα ἔτη
δουλεύει σ᾽ αὐτὸν καὶ δὲν παρέβηκε ποτὲ καμία διαταγή του. Ἀλλὰ τὸ φαινόμενο
αὐτὸ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ φαρισαϊσμοῦ κάθε ἐποχῆς. Νὰ
καυχᾶται δηλαδὴ καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ κρίνει τὸν ἑαυτό
του ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς γνωστούς, πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ὄχι
πρὸς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Προσπαθοῦμε δηλαδὴ τὴν ὑπεροχή μας νὰ τὴ στηρί-
ξουμε στὸ ὅτι δὲν εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ τόσο ὅσο οἱ ἄλλοι· στὸ ὅτι τάχα δὲν εἴμαστε
ἄσωτοι, ἀκόλαστοι, φονεῖς, ἐγκληματίες, ὅπως εἶναι ἄλλοι ἄνθρωποι. Καὶ δὲν κα-
ταλαβαίνουμε ὅτι, ἐὰν πράγματι ἕνας προφυλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἀσωτεία καὶ ἀπὸ
τὸ ἔγκλημα, ἐὰν εἶναι θρησκευτικὸς καὶ ζηλωτής, αὐτὸ δὲν εἶναι δικό του κατόρ-
θωμα, ἀλλὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι τὴ στιγμή, ποὺ θὰ ἀποσύρει ὁ Θεὸς τὴ
χάρη του, καὶ ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος (αὐτὸς ὁ Δαβίδ) εἶναι ἱκανὸς νὰ διαπράξει
ἐγκλήματα μεγάλα. Ἄλλως τε δὲν ἦταν ἀκριβὴς ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ πρεσβυτέρου,
ὅτι «οὐδέποτε παρῆλθεν ἐντολὴν» τοῦ πατρός του· καὶ ἀπόδειξη εἶναι τὸ πεῖσμα
καὶ ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη ποὺ δείχνει καὶ τώρα στὶς παρακλήσεις τοῦ πατέρα του.
Ἀλλὰ ὁ ἐγωιστὴς θεωρεῖ καὶ τὰ παραμικρότερα καθήκοντα ὡς κατορθώματα καὶ
ἀρετὲς μεγάλες, καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ζητήσει καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀναγνώριση
καὶ ἀμοιβές.

30
Δεύτερον κατηγορεῖ τὸν πατέρα του ἐπὶ μεροληψίᾳ. Σὲ δουλεύω τόσα χρόνια,
παραπονεῖται στὸν πατέρα του. Καὶ ἔτσι καταργεῖ τοὺς δεσμοὺς τῆς ἐγκαρδιό-
τητος, ποὺ συνδέουν τὸ τέκνον πρὸς τὸν πατέρα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ
θέση τοῦ δούλου, τὸν πατέρα του στὴ θέση τοῦ ἀφέντη. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ δῆθεν
μεροληπτικὸς πατέρας του δὲν θέλησε νὰ τοῦ δώσει ποτὲ οὔτε ἕνα κατσίκι γιὰ
νὰ εὐφρανθεῖ μὲ τοὺς φίλους του.
Δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι, ἐὰν ὁ πρεσβύτερος ζητοῦσε ἀπὸ τὸν πατέρα
του ὁτιδήποτε εἶχε ἀνάγκη, θὰ τὸ λάμβανεν ἀμέσως μὲ τὸν πρῶτο λόγο. Ἀλλὰ
τώρα παραπονεῖται, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι γιὰ τὸν νεώτερο υἱὸ ἔσφαξε τὸν μόσχο τὸν
σιτευτό· καὶ ἡ ζηλοτυπία του φέρει τὰ παράλογα αὐτὰ παράπονα. Διότι ἡ ζηλο-
τυπία διαστρέφει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ὅλα τὰ πάθη διαστρέφουν
καὶ σκοτίζουν, μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ
σωστά. Ὁ πρεσβύτερος ζοῦσε πάντοτε μὲ τὸν πατέρα του, τρέφονταν στὴν τρά-
πεζά του, ἀπολάμβανε ὅλα τὰ πατρικὰ ἀγαθά. Τί τὸ ἤθελε, λοιπόν, τὸ κατσικάκι;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ κατσικάκι, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν
ἰδέα ὅτι αὐτὸς πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στὸν πατέρα, ἐπειδὴ ἔμεινε κοντά
του, ἐπειδὴ δὲν ἔγινε ἄσωτος. Καὶ ἑπομένως εἶχε τὴν ἀξίωση ὅτι ὅλα τὰ ἀγαθὰ
τοῦ πατέρα του, καὶ πρὸ παντὸς ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, νὰ εἶναι δικά του, παρόλο
ποὺ ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς δὲν θυσιάστηκε γιὰ νὰ τὸν φάει μόνο ὁ ἄσωτος, ἀλλὰ
γιὰ νὰ εὐφρανθεῖ ὅλη ἡ οἰκογένεια, ἄρα καὶ ὁ πρεσβύτερος. Ἀλλ᾽ ὄχι, τὰ ἤθελε
ὅλα δικά του. Διότι συνήθως στὶς οἰκογένειες τὰ παιδιὰ ποὺ ἔμειναν πιστὰ στὸν
πατέρα, θέλουν νὰ ἔχουν τὸ μονοπώλιο τῆς πατρικῆς εὔνοιας, καὶ ἐπιτίθενται μὲ
δριμύτητα κατὰ τῶν ἀδελφῶν, ποὺ δὲν ὑπῆρξαν πάντοτε ὑποτεταγμένοι στοὺς
γονεῖς, παραπονοῦνται καὶ κατηγοροῦν τοὺς γονεῖς, ὅταν δείξουν καὶ πρὸς ἐκεί-
νους κάποια εὐσπλαγχνία καὶ καλωσύνη. Γενικὰ ὅσοι φαρισαΐζουν, ὅσοι ἔχουν
μεγάλη ἰδέα γιὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ πίστη τους, γιὰ τὴν θρησκευτικότητά τους
καὶ τὶς ἀρετές τους, ὅσοι δὲν καταλαβαίνουν ὅτι εἴμαστε ὅλως ἀνάξιοι τῶν ἀγα-
θῶν καὶ τῆς καλωσύνης, ποὺ δείχνει σὲ μᾶς ὁ Θεός· ὅτι δὲν μᾶς ὀφείλει τίποτε,
ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν μᾶς δίνει τόσο τὰ ὑλικά, ὅσο καὶ τὰ πνευματικὰ
ἀγαθά, αὐτοὶ τὰ θέλουν ὅλα δικαιωματικά, καὶ παραπονοῦνται καὶ γογγύζουν
ἂν στερηθοῦν κάτι, ἢ δοῦν ὅτι ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἰδέα τους δὲν εἶναι
ἄξιοι, λαμβάνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγαθά. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο τὸ σημεῖο αὐτό, στὸ
ὁποῖο ὁ πρεσβύτερος ἀντιπροσωπεύει τὴν τάξη τῶν ὁμοίων του. Ἰδού:
Τρίτον ἐκδηλώνει τὶς πλέον ἐλεεινὲς διαθέσεις γιὰ τὸν ἀδελφό του. Διότι:
1. Δὲν ἤθελε νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι, ἐκτὸς μόνο ἐὰν ἔφευγε ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἀδελφός
του. Ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ σπίτι δὲν ἦταν δυνατόν, κατὰ τὴν ἰδέα τοῦ πρεσβυτέρου,
νὰ ἔχει μαζὶ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀδελφούς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι τὸ σπίτι τοῦ πατέρα
τους. Ἡ σκέψη ὅτι αὐτὸς ἦταν πάντοτε φρόνιμος, τοῦ ἔδινε τόση ἔπαρση, ὥστε
δὲν μποροῦσε νὰ παραδεχθεῖ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συγκατοικεῖ μὲ ἕναν ἀδελφὸ
δυσφημισμένο. Καὶ ἂν τώρα ἐκεῖνος μετανόησε καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸ σπίτι
τοῦ πατέρα, αὐτὸς δὲν θέλει οὔτε νὰ τὸν δεῖ κἄν. Εἶναι βεβαίως ἀληθὲς ὅτι πρέ-
πει νὰ φοβόμαστε καὶ ν᾽ ἀποφεύγουμε τὴν συναναστροφὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἐκεί-
νων, οἱ ὁποῖοι μένουν στὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους κινδυνεύουμε νὰ παρα-
31
συρθοῦμε στὸν αὐτὸ βίο. Ἀλλ᾽ οὐδέποτε ν᾽ ἀποφεύγουμε τοὺς μετανοήσαντες
ἁμαρτωλούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμία ζημιά, ἀλλὰ μᾶλλον ὠφέλεια
ἔχουμε ν᾽ ἀποκομίσουμε. Ἄλλως τε τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐκείνους, ποὺ δέχτηκε ὁ
Θεός, τὸν ὁποῖον προσέβαλαν μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ τοὺς ἔκανε πάλι παιδιά Του
καὶ τοὺς ἔδωσε πάλι θέση στὴν ἀγάπη Του, εἶναι μωρὸ καὶ ἀνόητο νὰ μὴ τοὺς
δεχόμαστε ὡς ἀδελφοὺς καὶ νὰ μὴ τοὺς δίνουμε θέση στὴν καρδία μας.
2. Ἀρνεῖται νὰ τὸν ὀνομάσει κἂν ἀδελφό του. «Ὁ υἱός σου οὗτος», λέει πρὸς
τὸν πατέρα του· δηλαδὴ «αὐτός, ποὺ κατήντησε ἄσωτος καὶ ὅμως ἐσὺ ἐξακολου-
θεῖς νὰ τὸν θεωρεῖς παιδί σου, ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν τὸν θέλω ἀδελφό». Μὲ τὴ φράση
αὐτὴ θέλει νὰ νοηθεῖ πάλι ἡ μεροληψία τοῦ πατέρα πρὸς τὸν νεώτερο καὶ ἡ
ἀπέχθεια ἡ δική του πρὸς αὐτόν. Εἶναι δυστυχῶς κι αὐτὸ τὸ φαινόμενο ὄχι
ἀσύνηθες, ὅτι ἐκείνους τοὺς ὁποίους δὲν ἐπαισχύνεται ὁ Χριστὸς νὰ ὀνομάζει
ἀδελφούς του, θεωρεῖ προσβολὴ τῆς ἁγιότητός του(;) ἕνας φαρισαΐζων δίκαιος
νὰ τοὺς ὀνομάσει ἀδελφούς του, θεωρεῖ κατάπτωση τῆς ἀξιοπρέπειάς του(;) ἕνας
πλούσιος νὰ τοὺς ὀνομάσει ἀδελφοὺς καὶ νὰ τοὺς συναναστραφεῖ, ὅταν εἶναι
πτωχοὶ καὶ ἄσημοι.
3. Ἐξογκώνει τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀδελφοῦ του γιὰ νὰ διαθέσει καὶ τὸν πατέρα
του κατὰ τοῦ μετανοήσαντος ἀσώτου· «ὁ υἱός σου οὗτος ὁ καταφαγών σου
τὸν βίον μετὰ πορνῶν» λέει. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ νεώτερος υἱὸς σπατάλησε πε-
ριουσία ἀσώτως· ἀλλὰ μόνο τὸ μερίδιό του· τὸ ὅτι κατέφαγε τὸν βίο (δηλαδὴ ὅλη
τὴν περιουσία) τοῦ πατέρα του, αὐτὸ εἶναι ψέμα, διότι ὁ πατέρας του εἶχε ἀκόμη
ἀρκετὴ περιουσία. Ἀλλ᾽ εἶναι καὶ τοῦτο κοινὸ ἐλάττωμα πολλῶν ἀνθρώπων, νὰ
ἐξογκώνουν πάντοτε τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἄλλου. Εἴμαστε πολλάκις ἕτοιμοι καὶ
τὸ μικρὸ νὰ τὸ κάνουμε μέγα, «τὴν τρίχα τριχιά», ὅπως λέει ὁ λαός, νὰ γράψουμε
τὸν ἀδελφὸ στὸν μαῦρο πίνακα, καὶ νὰ τοῦ ρίξουμε τὸν λίθο τοῦ ὁριστικοῦ
ἀναθέματος, καθ᾽ ὃν χρόνον ὁ Θεὸς ἐνδέχεται νὰ ἐξάλειψε ὅλα τὰ ἁμαρτήματά
του! Αὐτὸ εἶναι μέγα ἀδίκημα, τὸ ὁποῖο πολλοί δυστυχῶς διαπράττουμε!
4. Ζηλοτυπεῖ καὶ φθονεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ πατέρας πρὸς τὸν πρώην
ἄσωτο. «Ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» πρὸς χάριν του, λέει, ἔκανες
θυσία ὄχι κάποιου μικροῦ δώρου, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, τὸν ὁποῖο
δὲν ἄξιζε νὰ θυσιάσεις γιὰ κανέναν ἄλλο παρὰ μόνο γιὰ μένα! Εἶναι πολὺ
ἀντιπαθητικὸς στὸν ἐγωιστὴ καὶ φθονερὸ κάθε ἐνθουσιασμός, προβαίνων σὲ θυ-
σίες ὑπὲρ τῶν ἄλλων. Ὁ φθόνος, τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ δηλητήριο τῆς ψυχῆς, διαστρέ-
φει τὸ νοῦ καὶ διαφθείρει τὴν καρδιὰ πάντοτε ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἂν λαμβάνει
ἀφορμή, εἴτε ἀπὸ τὰ χρήματα τοῦ ἄλλου, εἴτε ἀπὸ τὴν ἱκανότητα, εἴτε ἀπὸ τὴν
τέχνη, τὰ προτερήματα, τὴ δόξα ἀλλὰ πρὸ παντὸς ὅταν ἐκδηλώνεται, ἐπειδὴ ὁ
Θεὸς ἔδωσε τὴ χάρη Του σ᾽ ἕναν ἁμαρτωλό· τώρα ἐκεῖνος μετανοημένος
ἀποδείχτηκε ἐνάρετος καὶ ἄξιος τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ ἄλλος
ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν φθονεῖς, ὅταν μετενόησε
καὶ ἀπολαύει τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος, προτοῦ γίνει ἀπόστολος,
ἦταν φοβερὸς διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καὶ ὅμως, ὅταν μετενόησε καὶ ἔγινε
ἀπόστολος καὶ ὑψώθηκε ὑπὸ τὸν Θεὸ σὲ σκεῦος Αὐτοῦ ἐκλεκτὸ καὶ ἀνέβηκε
ζωντανὸς στὸν Παράδεισο (ὅταν δηλαδὴ τιμήθηκε ὑπὲρ πάντα ἄλλον ἀπόστολο)
32
δὲν τὸν φθόνησαν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ χάρηκαν ὑπερβολικὰ καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸν γιὰ
τὸ γεγονὸς αὐτό. Ἰδοὺ ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν δίωξε τὸν Χριστό, ἀλλ᾽
ἀπ᾽ ἀρχῆς ὑπῆρξε ὁ ἀφωσιωμένος ἀπόστολος, ὀνομάζει τὸν πρώην διώκτην
Παῦλο «ἀγαπητὸν ἀδελφόν» (Β´ Πέτρ. γ΄,15). Ὁ πρεσβύτερος ὅμως υἱὸς τῆς παραβολῆς
καὶ τόσοι ἄλλοι ὅμοιοι μὲ ἐκεῖνον, φθονοῦν καὶ δὲν θέλουν κἂν νὰ δοῦν καὶ νὰ
ὀνομάσουν ἀδελφοὺς τοὺς πρώην ἁμαρτωλούς.
Τέτοια ὑπῆρξε ἡ διαγωγή, τέτοιος ὁ χαρακτῆρας, τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ καὶ
ὅλων, ὅσοι τὶς ἴδιες κακίες τρέφουν στὴν ψυχή τους. Ὁ χαρακτῆρας αὐτὸς εἶναι
ὅλως ξένος πρὸς τὸν χριστιανικὸ χαρακτῆρα. Εἶναι πλήρης περιγραφὴ τοῦ
χαρακτῆρα τῶν Φαρισαίων. Ἀναπτύσσοντας ὁ Κύριος τὴν παροῦσα παραβολὴ
ἐνώπιον τῶν Φαρισαίων, ἔδινε σ᾽ αὐτοὺς τὴν εὐκαιρία νὰ καταλάβουν ἀφ᾽ ἑνὸς
μὲν τὸν δικό τους χαρακτῆρα, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ τὴν δική Του εὐσπλαγχνία καὶ συ-
γκατάβαση. Ἀλλ᾽ ἀσχέτως πρὸς τοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Σωτῆρος εἶναι
ἀνάγκη γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μελετηθεῖ καὶ πάλι ὁ χαρακτῆρας τοῦ πρε-
σβυτέρου υἱοῦ τῆς παραβολῆς. Διότι ὑπάρχει μεταξὺ πολλῶν πλάνη ὡς πρὸς τὸ
βάρος τῶν παθῶν καὶ τῶν ἁμαρτημάτων. Πολλοί, δηλαδή, θεωροῦν τὸν ἄσωτο
πολὺ χειρότερο τοῦ πρεσβυτέρου ἢ μᾶλλον τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀσώτου
φοβερὰ καὶ τρομερά, καθ᾽ ὃν χρόνον φαντάζονται ὅτι ὁ πρεσβύτερος δὲν εἶχε
ἐπίσης τρομερὰ πάθη καὶ ἁμαρτήματα. Καὶ ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὰ ἁμαρτή-
ματα τοῦ πνεύματος, ὅπως ἦταν αὐτὰ ποὺ παρουσίασε ὁ μεγαλύτερος, ἡ ὑπερη-
φάνεια γιὰ τὶς ἀρετές του, τὰ παράπονα καὶ οἱ γογγυσμοὶ κατὰ τοῦ Πατέρα, ἡ
ὀργή, ἡ κατάκριση, ἡ ζηλοτυπία καὶ ὁ φθόνος, ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη, ἡ σκληρότητα
καὶ τὸ μῖσος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπίσης φοβερὰ καὶ ἀπαίσια,
ὅπως τὰ ἁμαρτήματα τῆς σαρκός, ποὺ παρουσίασε ὁ νεώτερος. Εἶναι ἐπίσης κα-
ταστρεπτικά, ὅπως καὶ τὰ τῆς σαρκός, ἐπίσης τυραννικὰ στὸν κατεχόμενον ἀπὸ
αὐτὰ καὶ τοὺς περὶ αὐτόν. Ἐὰν γιὰ τὶς οἰκογένειες ἀποτελεῖ μέγα δυστύχημα ἡ
ὕπαρξη σ᾽ αὐτὲς προσώπων, ποὺ ἐξώκειλαν στὴν ἀσωτεία, στὴν κλοπὴ καὶ τὰ
ἐγκλήματα, ἀποτελεῖ ἐπίσης δυστύχημα καὶ ἡ ὕπαρξη προσώπων, ποὺ κατέχο-
νται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό, τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν φθόνο, τὸ μῖσος. Διότι ἐνδέχεται νὰ
καταλήξουν στὰ ἴδια καὶ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ὅπως ὁ φθονερὸς Κάϊν, ποὺ
φόνευσε τὸν ἀδελφό του, ὅπως οἱ ὑπερήφανοι καὶ φθονεροὶ Φαρισαῖοι, ποὺ
σταύρωσαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν ἄσωτοι καὶ ἅρπαγες οἱ Φαρισαῖοι, ὅπως οἱ
τελῶνες καὶ οἱ πόρνες· τοὐναντίον, θεωροῦνταν ζηλωτὲς τηρητὲς τοῦ νόμου. Καὶ
ὅμως τόσοι τελῶνες καὶ πόρνες μετανόησαν καὶ προσῆλθαν στὸν Χριστό, καθ᾿
ὃν χρόνον οἱ Φαρισαῖοι Τὸν κάρφωσαν στὸν σταυρό. Καὶ ἀποδεικνύεται ἐκ τού-
του ὅτι διαφθείρει καὶ σκληρύνει τὴν ψυχὴ περισσότερο ὁ ἐγωισμὸς καὶ ὁ φθόνος,
παρὰ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα.
Ἔπειτα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ ἀποσιωπᾶ ἂν ὁ πρεσβύτερος
υἱὸς εἰσῆλθε ἐπὶ τέλους στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του, ἂν μετεῖχε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς
εὐφροσύνης, ποὺ γίνονταν στὸ εὐτυχισμένο ἐκεῖνο σπίτι -καὶ ἀσφαλῶς δὲν
εἰσῆλθε, ἐφ᾽ ὅσον ἔμεινε στὴν κατάσταση αὐτὴ τοῦ φθόνου, τοῦ μίσους, τοῦ
ἐγωισμοῦ- ἀποδεικνύει ὅτι γι᾽ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει θέση στὴ Βα-
σιλεία τῶν Οὐρανῶν. Διότι καὶ ἐκεῖ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά τους, μὲ τὸν φθόνο, μὲ
33
τὸ μῖσος κατὰ τῶν ἄλλων, μὲ τὶς ἀπαιτήσεις νὰ κατέχουν μόνον αὐτοὶ ὅλη τὴν
ἀγάπη καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, θὰ κατέστρεφαν τὴν εὐτυχία τῶν
ἄλλων καὶ θὰ τάραζαν τὴν οὐράνια γαλήνη. Εἶναι ἀδύνατον, λοιπόν, τέτοιοι
ἄνθρωποι νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐὰν δὲν ἀναγεννηθοῦν, ἐὰν
δὲν μεταβάλουν ριζικὰ χαρακτῆρα, ἐὰν δὲν ἀποκτήσουν τὴν ἀγάπη, τῆς ὁποίας
ὡραιότατες ἐκδηλώσεις εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἄλλους, ἡ
ἐπιθυμία νὰ ἀπολαύσουν ὅλοι πλουσίως τὶς δωρεὲς καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἰδιοτροπία καὶ ἡ ἰδιορρυθμία ἐκείνη ποὺ παρουσιάζουν πολλοὶ τέτοιοι, ἡ ἐγωιστι-
κὴ εὐθιξία, ὁ ὑπὸ τὸ πέπλο τῆς ἐξωτερικῆς εὐσέβειας κρυμμένος φθόνος, εἶναι
ἕλκη ἐσωτερικὰ καρδιᾶς διεφθαρμένης. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς
σώσει ἡ ἐξωτερικὴ καὶ τυπικὴ εὐσέβεια, ἂν δὲν θεραπευθεῖ ἡ καρδιά, ἂν δὲν γί-
νουν «καινὴ κτίσις», ἂν δὲν ριζώσει στὴν ψυχή τους ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη.
Ἰδοὺ ποιὰ θαυμάσια καὶ σωτήρια διδάγματα μᾶς δώρησε ὁ Κύριος μὲ τὴν
ἀριστοτεχνικὴ περιγραφὴ τῆς διαγωγῆς καὶ τοῦ χαρακτῆρα τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ
τῆς παραβολῆς.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα.


Ὑπολείπεται τώρα, στὸ τελευταῖο μέρος τῆς παραβολῆς, νὰ δοῦμε ποιά
ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα πρὸς τὸν ἐγωιστὴ καὶ φθονε-
ρὸ ἐκεῖνον μεγαλύτερο υἱό του. Καταπληκτικὰ στοργικὴ καὶ συγκινητικὴ ὑπῆρξε
ἡ συμπεριφορά του πρὸς τὸν ἐπιστρέψαντα ἄσωτο υἱό. Ἀλλ᾽ ἐπίσης εὐγενὴς καὶ
στοργικὴ πρὸς τὸν πρεσβύτερο. Τὸ ἔλεος, ἡ χάρη, ἡ συγκατάβαση τοῦ μεγάλου
Θεοῦ μας, ποὺ λάμπουν τόσο ζωηρὰ στὴν πρὸς τοὺς μετανοοῦντας ἀσώτους συ-
μπεριφορά του, λάμπουν ἐπίσης στὴν λεπτὴ καὶ τρυφερὴ διαγωγή του, διὰ τῆς
ὁποίας ζητεῖ νὰ ἑλκύσει τοὺς ὁμοίους τοῦ πρεσβυτέρου. Δεῖτε, λοιπόν, πρωτί-
στως: τὴν συγκατάβασή του τὴ μεγάλη. Διότι εἴπαμε ὅτι ὁ μεγαλύτερος δὲν ἤθελε
κἂν νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι· καὶ ὁ γέρων πατέρας, ποὺ ἔτρεξε μὲ λαχτάρα πρὸ
ὀλίγων ὡρῶν γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν νεώτερο, τίθεται πάλι σὲ κίνηση τώρα, παρὰ
πᾶσαν τὴν σοβαρότητά του, γιὰ νὰ παρακαλέσει τὸν μεγαλύτερο καὶ νὰ γλυκάνει
τὰ πικρὰ πείσματά του. Μποροῦσε νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα του καὶ νὰ
ἀδιαφορεῖ. Μποροῦσε νὰ πεῖ γιὰ τὸν ἐγωιστὴ ἐκεῖνον πρεσβύτερο: «ἂν θέλει ἂς
μπεῖ, ἀλλιῶς ἂς μείνει ἔξω· κλείστέ του τὴν πόρτα καὶ ἂς βρεῖ ἀλλοῦ σπίτι. Τὸ
σπίτι καὶ ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς εἶναι δικοί μου καὶ δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα νὰ
παραπονιέται καὶ νὰ θυμώνει». Ἀλλ᾿ ὄχι· «ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν»! Δὲν
ἔστειλε ἐπὶ τέλους κανέναν ὑπηρέτη γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσει, ἀλλὰ καταβαίνει
ὁ ἴδιος καὶ μὲ κάθε πραότητα συγκαταβαίνει στὸ ἐπίπεδο τοῦ παρακαλοῦντος
καὶ ζητοῦντος χάρη!
Ἀλλ᾽ ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ τόσο συγκαταβατικὸς καὶ πρᾷος καὶ ἀγαθὸς πα-
τέρας, ποὺ δεικνύει τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ τὴν τόσο ἑλκυστική, δὲν εἶναι ἄλλος
παρὰ αὐτὸς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ζητεῖ νὰ ἑλκύσει καὶ αὐτοὺς τοὺς δύστροπους καὶ
προκλητικοὺς καὶ ἐγωιστές «τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν ἐν τῇ
ἐρήμῳ» τοὺς δύστροπους καὶ μεμψίμοιρους καὶ ἀχάριστους Ἰσραηλῖτες (Πράξ. ιγ´,18).
34
Καὶ ἐπὶ πολὺ χρόνο πράως καὶ μακροθύμως προσκαλεῖ κάθε δύστροπο καὶ
ἐγωιστὴ Χριστιανὸ ν᾽ ἀφήσει τὰ ἐλεεινὰ αὐτὰ ἐλαττώματα καὶ νὰ εἰσέλθει στὴ
βασιλεία τῆς χαρᾶς. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ζητεῖ νὰ ἑλκύσει μὲν τοὺς τοιούτους,
νὰ διδάξει δὲ τοὺς γονεῖς καὶ κάθε προϊστάμενο, ὅτι πρέπει καὶ αὐτοὶ νὰ
ἐξαντλοῦν διὰ τῆς πραότητος καὶ τοῦ εὐγενοῦς καὶ μαλακοῦ τρόπου τους κάθε
νόμιμο μέσο, προτοῦ ἀποκηρύξουν τὰ παιδιά τους, κάθε συγκατάβαση πρὸς τὶς
ἐλλείψεις καὶ τὰ ἐλαττώματα τῶν κατωτέρων, προτοῦ τοὺς τιμωρήσουν καὶ τοὺς
ἐκδιώξουν.
Δεύτερον τὴν διαβεβαίωση περὶ τῆς μεγάλης κληρονομιᾶς ποὺ ἑτοιμάζει. «Τέ-
κνον, τοῦ λέει μὲ στοργὴ καὶ τρυφερότητα, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα
τὰ ἐμὰ σά ἐστι» (στίχ. 31). Σύ, παιδί μου, τοῦ λέει, εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ
ἑπομένως ὅλα τὰ ἀγαθά μου εἶναι δικά σου. Ἐὰν δέχτηκα τὸν νεώτερο, αὐτὸ δὲν
σημαίνει ὅτι σὲ ἀποξένωσα. Τί τὸ θέλεις τὸ κατσίκι ποὺ ζητᾶς νὰ φᾶς μὲ τοὺς
φίλους σου, ἐνῶ ἐσὺ συντρώγεις μὲ τὸν πατέρα σου στὴν πλούσια τράπεζά του;
Γιατί, λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἀχαριστία. Γιατί δὲν ἔχεις καρδιὰ υἱική, ἀνάλογη πρὸς τὴν
πατρική;
Δὲν ἐννοοῦν δυστυχῶς, ὅσοι ἔχουν τὸν χαρακτῆρα τοῦ πρεσβυτέρου ὅτι γιὰ
τὰ τέκνα εἶναι ἑτοιμασμένα ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα πλούσια καὶ αἰώνια ἀγαθά, ὅτι
αὐτὰ θὰ ζοῦν αἰώνια μαζί Του. Ἀλλὰ νομίζουν ὅτι τὸ κατσίκι τοῦ κόσμου τούτου,
οἱ ἀπολαύσεις τῆς ἁμαρτίας μὲ τοὺς φίλους ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐτυχία, τῆς ὁποίας στερήθηκαν ἕως τώρα ποὺ ἔμειναν πιστοὶ
στὸν Θεό, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀπόλαυση, ἡ δὲ ζωὴ τῆς ἀρετῆς δουλικὴ στέρηση.
Μάθε, λοιπόν, Χριστιανέ, ὅτι ἐὰν ἀποδειχθοῦμε ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐὰν
ἐξαλείψουμε τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας, εἴτε τοῦ ἀσώτου τὰ πάθη ἔχουμε, εἴτε τοῦ
πρεσβύτερου, τότε κάθε ἀγαθὸ ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς θὰ εἶναι δικό μας· ἡ εὐτυχία Του
θὰ εἶναι εὐτυχία μας· ἡ αἰώνια ζωὴ δική μας. Μὴ νομίσεις ὅτι τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ
μπορεῖ νὰ τὰ ἐλαττώσει τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ δέχεται ὁ Θεός, καὶ
ἑπομένως ὅτι θὰ λιγοστεύσει τὸ δικό μας μερίδιο. Καὶ ἐὰν ὅλα τὰ μέχρι συντελείας
τῶν αἰώνων δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων εἰσέλθουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
πάλι τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ θὰ εἶναι τόσο ἄφθονα, ὅσο θὰ ἦταν καὶ ἂν ἕνας μόνο
ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖ καὶ τὰ ἀπολάμβανε. Ὅπως τὸ φῶς καὶ τὴν θερμότητα τοῦ
ἥλιου μποροῦν νὰ τὴν ἀπολαύσουν ὅλοι, χωρὶς νὰ ἐλαττώνεται ἐπειδὴ καὶ ἄλλοι
φωτίζονται, ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο τὰ οὐράνια ἀγαθά. Αὐτὴ τὴν διαβεβαίωση
δίνει ὁ Θεὸς σ᾽ ὅλους τοὺς δύστροπους καὶ φθονερούς, ποὺ δὲν θέλουν νὰ βλέ-
πουν τοὺς ἄλλους μὲ ἀγαθά, ἀλλὰ παραπονοῦνται καὶ ὀργίζονται.
Τρίτον τὴν αἰτιολογία τῆς μεγάλης χαρᾶς, ποὺ γίνονταν στὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ
τὴν ὑπόδειξη τοῦ καθήκοντος τοῦ πρεσβυτέρου. «Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι
ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν, καὶ ἀνέζησε καἰ ἀπολωλὼς ἦν,
καὶ εὑρέθη» (στίχ. 32). Δὲν ἔπρεπε νὰ ὀργίζεσαι, τοῦ λέει, ἐπειδὴ εἶδες χαρμόσυνο
συμπόσιο στὸ σπίτι, ἀλλὰ τοὐναντίον ἔπρεπε νὰ χαρεῖς καὶ σὺ καὶ νὰ εὐφραν-
θεῖς. Ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ συμπόσιο καὶ σὺ πρέπει νὰ χαρεῖς, εἶναι
ὅτι ὁ ἀδελφός σου (σημείωσέ το καλά, «ὁ ἀδελφός σου», ὄχι μόνο «ὁ υἱός μου»,
εἶναι καὶ ἀδελφὸς δικός σου) ἦταν ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς νεκρός, καὶ ἰδοὺ
35
τώρα ἀνέστη, ἦταν στὴν ἀπώλεια καὶ ἰδοὺ τώρα εὑρέθη!
Εἶναι τόσο πειστικοὶ οἱ λόγοι αὐτοί, ὥστε ἔπρεπε νὰ τοῦ κλείσουν ὁριστικῶς
τὸ στόμα. Ὑπάρχουν λογικότερα λόγια; Ἔδινε στὸν πικρὸ καὶ δηλητηριασμένο
ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ τὸν ἐγωισμὸ πρεσβύτερο υἱὸ νὰ ἐννοήσει ἀρκετὰ σαφῶς, ὅτι
ἡ μεγάλη χαρὰ τοῦ πατέρα καὶ τοῦ σπιτιοῦ ὅλου ἦταν περίσσευμα καρδιᾶς γε-
μάτης ἀπὸ ἀγάπη. Καὶ τὸν προσκαλοῦσε νὰ μάθει καὶ αὐτὸς τὸ πολύτιμο μάθημα
τῆς ἀγάπης, νὰ ἀποκτήσει καὶ αὐτὸς τὴν καρδιὰ τῆς ἀγάπης γιὰ νὰ χαίρει.
Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεός! Σὲ κάθε λέξη ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα Του,
ἀνακαλύπτουμε νέον πλοῦτο ἀγαθότητος. Ἰδοὺ στὸν τελευταῖο τοῦτον στίχο νέος
πλοῦτος. Ἐνῶ μπορεῖ νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, χωρὶς νὰ δίνει σὲ κανέναν λόγο τῶν
πράξεών του (διότι εἶναι ὁ ἀπόλυτος Κύριος καὶ πάντα τὰ ἔργα Του εἶναι σοφά,
δίκαια, ἅγια), ἐν τούτοις συγκαταβαίνει, διὰ τὴν πολλή του ἀγαθότητα, νὰ δίνει
λόγο στοὺς δύστροπους καὶ ὀξύχολους «παραπονιάρηδες», γιὰ νὰ τοὺς πείσει
πόσο παραλογίζονται καὶ πόσο θὰ εἶναι εὐτυχεῖς, ἐὰν δέχονται ὅσα ὁ Θεὸς Πα-
τέρας κάνει μὲ κάθε ἐμπιστοσύνη στὴ σοφία Του. Πόσο ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι, ἀπὸ
τῆς ἀπόψεως ταύτης, μία μακρὰ καὶ πειστικώτατη καὶ σοφώτατη ἀπάντηση τῆς
ἀγαθωτάτης συμπεριφορᾶς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον! Ἀλλὰ καὶ ποιό θαυ-
μάσιο δίδαγμα δίνει στοὺς οἰκογενειάρχες καὶ σ᾽ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ἡ
ἀπάντηση τοῦ πατέρα, ποὺ περιέχεται στὸν στίχο αὐτό! Διδάσκει ὅτι δὲν πρέπει
οἱ γονεῖς νὰ θεωροῦν ὑπόθεση χαρᾶς, μόνο ὅταν ἕνα παιδί τους σώθηκε ἀπὸ βέ-
βαιο θάνατο, ὅταν θαυματουργικῶς ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ μία θανατηφόρα ἀσθένεια,
ἀλλὰ πρέπει νὰ χαίρουν καὶ νὰ εὐφραίνονται καὶ αὐτοὶ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια,
ὅταν ἕνα μέλος αὐτῆς ἀνέστη ἀπὸ τὴ νέκρωση τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἀπαλλάχθηκε
ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία. «Εὐφρανθῆναι καὶ χαρῆναι ἔδει», λέει,
κυρίως ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐπανέρχεται στὴν ζωὴ τὴν πνευματική, στὴ ζωὴ τῆς
μετανοίας. Διότι καὶ ἂν ἕνας σωθεῖ ἀπὸ μία ἀσθένεια φοβερή, γιὰ τὴν ὁποία οἱ
ἰατροὶ τὸν εἶχαν ἀποφασίσει, τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι τόσο σπουδαῖο· ὁ θάνατος,
τὸν ὁποῖον διέφυγε σήμερα, θὰ ἔλθει ἀσφαλῶς αὔριο. Ἀλλ᾽ ὅταν μετανοήσει καὶ
ἐπιστρέψει ὁριστικῶς στὴ ζωὴ τὴ χριστιανικὴ ἕνας ἁμαρτωλός, αὐτὸ εἶναι τὸ μέ-
γιστο καὶ ἀσύγκριτο τοῦ βίου μας γεγονός, διότι ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ζωή·
γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται χαρὰ καὶ εὐφροσύνη στὸν οὐρανὸ μεταξὺ τῆς μεγά-
λης οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων! Ἰδοὺ τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν χαρ-
μόσυνο γεγονός!
Ἀσφαλῶς ὁ ἀναγνώστης θὰ περίμενε τώρα νὰ μάθει, ἐάν, κατόπιν τῆς τόσο
πειστικῆς ἀπαντήσεως τοῦ πατέρα, κατάλαβε ἐπὶ τέλους ὁ πρεσβύτερος υἱὸς τὸ
σφάλμα του καὶ εἰσῆλθε στὸ σπίτι. Ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τελειώνει ἐδῶ τὴν παραβολὴ
καὶ ἀποσιωπᾷ, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἂν εἰσῆλθε ἢ ὄχι ὁ πρεσβύτερος.
Ἐνδέχεται νὰ συνγκινήθηκε ἀπὸ τὴν τόσο συγκαταβατικὴ καὶ στοργικὴ συμπερι-
φορὰ τοῦ πατέρα του· ἐνδέχεται νὰ ἀναγνώρισε τὰ ἐλεεινὰ πάθη του, νὰ συμφι-
λιώθηκε μὲ τὸν ἀδελφό του καὶ νὰ εἰσῆλθε στὴ χαρά. Ἀλλ᾽ ἐνδέχεται νὰ ἔμεινε
στὸ πεῖσμά του, στὴν κατάσταση τοῦ φθόνου καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ, καὶ ἑπομένως
νὰ ἀποκλείστηκε ὁριστικῶς ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν πλησίον τοῦ πατέρα θέση του.
Τοῦτο ἀκριβῶς συνέβη στοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἐκτὸς
36
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐγωιστὲς καὶ φθονεροί, καθ᾽ ὃν χρόνον οἱ πρώην ἄσωτοι
εἰδωλολάτρες μετανόησαν, ἔγιναν Χριστιανοὶ ἅγιοι καὶ ἀπόλαυσαν τῆς ἐν
οὐρανοῖς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Τὸ αὐτὸ θὰ συμβαίνει πάντοτε. Οἱ ἐγωιστὲς καὶ
φθονεροί, ἂν δὲν μεταβληθοῦν, θὰ μένουν ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ἔστω
καὶ ἂν δὲν ὑπῆρξαν ἄσωτοι καὶ ἀκόλαστοι· ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ μετανοήσαντες
ἄσωτοι θὰ ἀπολαύουν τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας πλησίον τοῦ Χριστοῦ.
Τέτοια ὑψηλὰ καὶ σωτήρια καὶ ἀνεκτίμητα διδάγματα μᾶς παρέχει ἡ θαυμάσια
παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Ἀλλὰ προτοῦ τελειώσουμε τὴν ἀνάπτυξή της, θὰ ἐπιθυ-
μούσαμε νὰ προσέξει καὶ πάλι ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης γιὰ νὰ χαραχθοῦν βαθιὰ
στὴν καρδία του οἱ ἑξῆς δύο τῆς παραβολῆς σπουδαιότατες ἀλήθειες. Ἀφ᾿ ἑνὸς
μὲν ἡ μεγάλη μωρία καὶ ἀφροσύνη τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀμφοτέρων τῶν μερίδων, τῶν
ἀσώτων δηλαδὴ καὶ τῶν ἐγωϊστῶν καὶ φθονερῶν· ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ἡ μεγάλη τοῦ
Θεοῦ εὐσπλαγχνία καὶ πρὸς τὶς δύο μερίδες. Ἡ βαθειὰ κατανόηση τόσο τῆς
ἀφροσύνης, ποὺ διαπράττουν οἱ ἁμαρτωλοί, ὅσο καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας, μὲ τὴν
ὁποία ὁ Θεὸς δέχεται αὐτούς, ὅταν μετανοήσουν, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ
ἑλκύσει, νὰ συγκινήσει, νὰ ὁδηγήσει ἀσφαλῶς κάθε ἁμαρτωλό, στὸν θρόνο τῆς
χάριτος καὶ τοῦ ἐλαίους τοῦ πανάγαθου Πατέρα. Καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖ ἀσφαλῶς τὸν
Πατέρα μὲ ἀνοικτὲς τὶς ἀγκάλες, γιὰ νὰ δώσει τὸ φίλημα τῆς συνχωρούσης
ἀγάπης, νὰ ἐνδύσει τὴν ψυχὴ μὲ τὸν χιτῶνα τῆς ἀθωότητας καὶ νὰ τὴν στολίσει
μὲ τὰ κοσμήματα τῆς ἁγιαστικῆς χάρης, νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴ θέση τοῦ υἱοῦ
καὶ κληρονόμου, νὰ τὸν κάνει μέτοχο τῆς θείας Κοινωνίας, μέτοχο τῆς αἰώνιας
εὐτυχίας τῶν οὐρανῶν!
Καὶ εὐχόμαστε νὰ μὴ βρεθεῖ ποτὲ ὁ ἀναγνώστης σὲ καμία μερίδα τέτοιων·
εὐχόμαστε νὰ ἔχει διέλθει ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς του ὡς ταπεινὸς καὶ εὐπειθὴς
τοῦ Θεοῦ υἱός, ὡς γνήσιος Χριστιανός. Ἀλλ᾽ ἐὰν μετέχει ὁπωσδήποτε στὴν
ἁμαρτίαν τῆς μίας ἢ τῆς ἄλλης μερίδος, εὐχόμαστε ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου νὰ
τὸν ἑλκύσει ὁριστικῶς μὲ τὴν γοητεύουσα δύναμή της πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ
τότε θὰ γίνει καὶ γι᾿ αὐτὸν χαρὰ στὸν οὐρανό, χαρὰ στὴν ὁποία θὰ μετέχει αὐτὸς
πρῶτος καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς θὰ δοξάζει καὶ θὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, ἐπανα-λαμ-
βάνων μετὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: «Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν
ὁ πατήρ, ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν»! (Α΄ Ἰωάν. γ΄,1).

Ἐκ τοῦ βιβλίου “ΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ”


ὑπὸ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ἐκδ. ΖΩΗ 1929

37

You might also like