You are on page 1of 19

(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ-ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ


ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ «ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ»

Ε΄ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑΣ

Παραλίμνι, Κύπρος, 12-15 Φεβρουαρίου 2020

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ – ΚΥΠΡΟΣ

Μητροπολίτου Καθ. Δρος Σασίμων Γενναδίου

1. Θεολογικές προσεγγίσεις τῆς Ἁγιογραφικῆς τέχνης

Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε τιμά, εὐλαβεῖται καί σέβεται τίς ἱερές εἰκόνες


καθώς ἔχει τή συνείδηση, ὅτι ἀποτελούν μέσο ἁγιασμοῦ καί κοινωνίας τῶν
πιστῶν μέ τά ἱστορούμενα πρόσωπα. Ὁ Μέγας Βασίλειος διακηρύττει, ὅτι «ἡ
τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως ἐδῶ ὁ Ἅγιος
ἀναφέρεται στή σχέση τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅμως ἡ θέση αὐτὴ
χρησιμοποιήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ
ὀφειλόμενη τιμή πρός τίς ἱερές εἰκόνες.
Ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀποφαίνεται, ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν
εἰκόνων εἶναι σχετικὴ καὶ τιμητική, ἐνῶ ἡ λατρευτικὴ προσκύνηση
ἀναφέρεται μόνο στόν Θεό. Οὕτως, συμπερασματικὰ δεχόμαστε, ὅτι ἡ τιμὴ
τῆς εἰκόνας ἀναφέρεται στὸ πρωτότυπό της καὶ μέσω τοῦ εἰκονιζομένου
ἁγίου ἀπονέμεται ἡ τιμή στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἀναφέρει καὶ ὁ Ἅγ.
1
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι: «Οὔ γὰρ ἢ ὑπολέλειπται τῆς ἐμφερείας ἀλλ' ἢ
ὁμοίωται, ἡ προσκύνησις».
Ἡ Σύνοδος ἐπίσης ἔθεσε τὶς ἱερές εἰκόνες στό ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸ
Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό. Τὸ θέμα τῶν εἰκόνων ἀπασχόλησε ἀνά τοὺς
αἰώνας τοὺς θεολόγους καὶ τοὺς ἐρευνητὲς καὶ ἰδίως κατὰ τὸν 21ον αἰῶνα μέ
ποικίλες μεθοδολογικές προσεγγίσεις καί συχνά διεπιστημονικές. Στήν
εἰσήγησή μας θά ἀναφερθοῦμε, ὅσο τά χρονικά ὅρια τό ἐπιτρέπουν, στήν
ἀπεικόνιση τῆς Θεοτόκου καί τή σχέση της μέ τά ἁγιογραφικά κείμενα κατά
τήν παράδοση μεταξύ τῆς Κωνσταντινούπολις καί τῆς Κύπρου.

2. Κωνσταντινούπολις-Κύπρος:
Σταυροδρόμι Ἁγιολογικῆς παράδοσης καί Ἁγιογραφικῆς τέχνης

Εἶναι γεγονὸς, ὅτι ἡ στενὴ σχέση τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν


Κωνσταντινούπολη καὶ Κύπρο συνδέεται ἀναμφιβόλως μὲ τὴν ὅλη
γεωπολιτική ἱστορική καί κανονική δυναμική ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου,
τῆς Ὁθωμανικῆς αὐτοκρατορίας μέχρι καί σήμερον.
Ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῆς Θεοτόκου, στὸ σταυροδρόμι τῶν
πολιτισμῶν τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ὅλης τῆς Μ. Ἀνατολῆς στηρίζεται
στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τή συνέργειά της στό κοσμοσωτήριο
ἔργο τοῦ Υἱοῦ της πού ἔχει γίνει βαθειά συνείδηση τῶν πιστῶν.
Διά τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Θεοτόκος δὲν ἐγκατέλειψε ποτὲ τὸν κόσμον ἀλλὰ
εἶναι παντότε παροῦσα, ὡς ζῶσα Μήτηρ καὶ Πλατυτέρα τοῦ κόσμου, ὅπου
εὐαγγελίζεται τὴν ὅλη δημιουργία καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος τῆς κτίσεως.
Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι ἡ ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας εἰς τήν
ἁγιογραφική παράδοση ποικίλλει ἀνάλογα μὲ τὶς διάφορες Σχολὲς

2
ἁγιογραφίας, ὅπου γενικῶς ἀπεικονίζεται ὡς μία παραδοσιακή Ἑβραῖα
γυναῖκα. Ἡ ἔκφραση τῆς Θεομήτορος, ὅπως τήν ἀπεικονίζουν οἱ ἁγιογράφοι
ἔχει χαρακτηριστικά πολλάκις μιᾶς σκληρῆς μορφῆς, ἀλλὰ συγχρόνως
γλυκυτάτης ἔνεκα τῆς μητρότητός της, φέρουσα τὰ παραδοσιακά ἐνδύματα
τῆς ἐποχῆς της, ὅπου κυριαρχοῦν τό κυανούν καὶ τὸ ἐρυθρόν, ὡς σύμβολα τῆς
γαλήνης καὶ τοῦ μαρτυρίου στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Παρ’ ὅλον, ὅτι ἡ Κύπρος ἦταν πολὺ συνδεδεμένη ἤ ἀκόμη πολλάκις καί
ἐξαρτώμενη πολιτικὰ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ λιγότερο ἀπό τὴν βασιλεύουσα,
ἐντούτοις οἱ πνευματικές της σχέσεις ἦσαν ἱσχυρές καί δημιουργικές μὲ τὴν
τοῦ Κωνσταντίνου Πόλη, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τή τέχνη τῆς
ἁγιογραφίας καί τά μνημεῖα της διαμέσου τῶν αἰώνων.
Ἕνα πλῆθος ἀπό εἰκόνες τῆς Θεοτόκου πού ἱστοροῦν Ναοὺς καὶ Μονές,
ὡς καὶ συλλογὲς βυζαντινῶν εἰκόνων μαρτυροῦν, μιά διαχρονικὴ πορεία
στενής σχέσης μεταξὺ Κύπρου καί Κωνσταντινούπολις.
Ἡ Θεοτόκος μέ τήν ἐλεύθερη ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
καθίσταται ἡ μεσιτεία τοῦ κόσμου. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δέχεται, ἡ ἀποδέχεται, ἤ
μεσολαβεῖ καὶ ἐνεργεῖ μὲ διάκριση στὸν Υἱόν της καὶ Κύριο, γιά τὴν μεσιτεία
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ γιά τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου.
Ἡ τιμή καί προσκύνηση τῆς Θεοτόκου ἀνεξαρτήτως τοῦ τόπου
λατρείας καί τῆς τεχνοτροπίας τῆς ἀπεικόνισής της ἀποδίδει τὸ βασικὸ νόημα
καὶ τὴ σπουδαιότητα τοῦ ρόλου πού διαδραματίζει στό μυστήριο τῆς θείας
οἰκονομίας καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ τὸν ἀνθρώπινο νοῦν, ἄνευ τῆς φώτησις καὶ
ἐνεργείας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος νὰ κατανοήσει, τό μυστήριο τῆς
Θείας Οίκονομίας καί τόν ρόλο τῆς Θεομήτορος, ὁ ὁποῖος κατά τόν Ἅγιο
Μάξιμο εἶναι ἔργο τοῦ Δομήτορος Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος σφυρηλατεῖται στό
3
μυστήριο τοῦ πάθους καὶ ἀνασταίνεται μαζὶ μὲ τὸν Κύριον, τὴν ἡμέρα τῆς
θείας δόξης Του. Δὲν συμπάσχει μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀλλὰ συνακολουθεῖ ὡς
Κυρηναῖος, στήν πορεία τοῦ πάθους καὶ τῆς ὁλοκλήρωσης τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ.
Ἡ ἁγιογραφική παράδοση τῆς Κωνσταντινούπολης, παρόλα τά ποικίλα
ρεύματα πού ἐπέδρασαν λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν ἀπό τίς διάφορες
Σχολές ἁγιογραφίας δέν παρέκλινε ποτέ τῆς βυζαντινῆς παράδοσης καί
τέχνης. Ἐμφανή, ἐξάλλου εἶναι καί τά δείγματα ἀπό τήν τέχνη πού
ἀναπτύχθηκε στήν Ἀθωνική Πολιτεία.
Ἡ ἁγιογραφία μέ θέμα τὴν Θεοτόκον, εἶχε ἐπίσης ἐπιδράσεις καί στήν
καθιέρωση ἱερῶν τόπων καί χώρων πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Εἶναι
σημαντικόν νά λεχθεῖ, ὅτι Κωνσταντινούπολις καί Κύπρος προχώρησαν σέ
Θεομητορικές προσωνυμίες, οἱ ὁποῖες συνεδέθησαν ἐπίσης μέ ἱστορικά
γεγονότα, ὅπου ἡ Θεοτόκος διεδραμάτισε ἕνα ρόλο καθωριστικό, ὅπου
καθιερώθη ἕνας χῶρος εἰδικῆς τιμῆς, λατρείας καί προσκύνησις. Ὅπως
γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «παραχώρει τῇ ἐκκλησιαστικῇ
παραδόσει καὶ τὴν τῶν εἰκόνων προσκύνησιν Θεοῦ καὶ φίλων Θεοῦ ὀνόματι
ἁγιαζομένων καὶ διὰ τοῦτο θείου πνεύματος ἐπισκιαζομένων χάριτι».
Ἡ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας ἐκδηλώνει ἐπίσης τὸν καθαγιασμὸ τῆς ὕλης,
ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός : «Οὐ προσκυνῶ τὴ
ὕλη, προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν, τὸν ὕλην δι᾿ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν
ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξὰ μένον καὶ δι᾿ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον
καὶ σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην, δι᾿ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται.

4
3. Προσωνύμια τῆς Θεοτόκου : Ἐκφρἀσεις Λατρείας

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἔχει δώσει ὁ λαός μας στήν


Ὑπεραγία Θεοτόκο. Εἶναι τά πολύτιμα μαργαριτάρια πού ἔχει ἀφιερώσει ὁ
πιστός καί εὐσεβής λαός μας στήν Ἁγία καί σεπτή μορφή Της. Ὅλες αὐτές οἱ
προσωνυμίες σφυρηλάτησαν μέσα στό χρόνο τό περίτεχνο καί ἀκριβό
διάδημα πού τῆς ἀφιέρωσε ἡ εὐσέβεια, ἡ τιμή και καί ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν.
Οἱ ὕμνοι πού τῆς ἔχουν ἀφιερώσει οἱ πιστοί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά
μιά θαυμάσια συλλογή τῶν προσωνυμιῶν Της πού ἐκφράζουν τή συμβολή
της στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί τίς ἀκοίμητες πρεσβεῖες της.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καί οἱ Παρακλητικοί Κανόνες τό ἐπιβεβαιώνουν. Οἱ
θεολογικές καί λαϊκές προσωνυμίες Της συναγωνίζονται στήν ὀμορφιά τοῦ
λόγου, στό βάθος τῶν ἐννοιῶν καί ἡ μιά συμπληρώνει τήν ἄλλη. Καί ὅλες μαζί,
λόγιες καί λαϊκές, προσφέρονται στή χάρη Της ὡς πολύτιμο περιδέραιο.
Οἱ προσωνυμίες αὐτές, πέρα ἀπό ποιητικές ἐκφράσεις καί ἐπικλήσεις
τῶν πιστῶν πρός τήν Παναγία, δηλώνουν ἰδιότητες καί χαρακτηρισμούς τῆς
Θεοτόκου, τόπον προέλευσης ἤ εὐρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος, ἑορτή
καί ἄλλα πολλά. Ἔτσι ἔχουμε προσωνυμίες τῆς Θεοτόκου πού δηλώνουν
τόπο, φυτά ἤ ἄνθη, θαυματουργικό τρόπο φανέρωσης, τόν κτήτορα ἤ ἕνα
χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς εἰκόνος καί τόσα ἄλλα.
Εἶναι ἀδύνατο νά ἀναφερθοῦν ὅλες οἱ προσωνυμίες τῆς Θεοτόκου σέ
αὐτἐς τίς λίγες σκέψεις, ἡ ἁπλή ἀναγραφή τους θά ἀπαιτοῦσε πολυσέλιδο
βιβλίο. Γι' αὐτό ὅσα ἀκολουθοῦν ἀναφέρονται μόνο οἱ πιό γνωστές, οἱ ὁποῖες
ἔχουν σχέση μέ τήν ἁγιοτόκο Κύπρο καί τήν Βασιλεύουσα, καθώς ἐπίσης καί
ἕνα σύντομο ἱστορικό τους.

5
Ὁπωσδήποτε στήν παρουσίασή μας δεσπόζουσα θέση κατέχουν τά
προσωνύμια πού καθόρισαν τήν λατρευτική καί ἁγιασματική ζωή τῆς
Κωνσταντινούπολης ἀλλά καί τῆς Κύπρου, ὅπως: Βλαχερνίτισσα,
Στουδίτισσα, Βαλουκλιώτισσα, Ὁδηγήτρια, Παυσολύπη, Βουρλίωτισσα,
Κυκκώτισσα, Μαχαιριώτισσα, Τροοδίτισσα, καί πολλές ἄλλες. Ἐπίσης καί στίς
εἰκόνες πού ἐπλούτισαν ἱστορικούς χώρους, Ναούς καί Μονές, ὅπως τῆς
Παμμακαρίστου, πρώην ἕδρας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤ ἀκόμη τῆς
Κυζίκου, πού θά ἀναφερθοῦμεν εἰδικά περί αὐτῆς, ἐφόσον συνδέεται ἄμεσα
μέ τήν Ἀποστολική Κύπρον μέχρι καί σήμερον.
Τά Θεοτόκια προσωνύμια δέν ἔμειναν μονολιθικά καί στερεότυπα στήν
ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά διαπότισαν τίς καρδιές καί τίς συνειδήσεις τοῦ λαοῦ
τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός Χριστιανός, δέχεται καί ἀποδέχεται τἠν Θεοτόκον καί τήν
ἐναγκαλίζεται κατά τήν καθόλου πορείαν τῆς ζωῆς του.
Ἡ Θεοτόκος γίνεται μέρος καί τόπος τοῦ καθημερινοῦ καί πνευματικοῦ
ἀγῶνος του. Ἡ Θεοτόκος συνοδεύει τόν πιστόν στήν καθημερινή του βιοπάλη,
στόν ἀγῶνα του τόν πνευματικόν, στήν χαρά καἰ στίς λύπες, ἤ ἀκόμη καί στόν
θάνατόν του.

4. Ἡ Παναγία τοῦ Κύκκου καί τῆς Μαχαιριώτισσας : Εἰκόνες θρύλου

α) Ἡ Παναγία τοῦ Κύκκου

Ἡ Θεομητορική σχέση μεταξύ Κωνσταντινούπολης καί Κύπρου,


ἀντανακλάται σέ πολλούς θρύλους γιά εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς ἁγιοτόκου
νήσου καί τῆς Βασιλεύουσας. Θά περιορισθοῦμε ὅμως σέ μερικές

6
χαρακτηριστικές ἐξ αὐτῶν ὡς ψήγματα πού ἐμπλουτίζουν τήν παράδοση καί
τήν ἱστορία.
Ὁ θρύλος λοπόν τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου εἶναι πράγματι δραματικός,
καί ἡ εἰκόνα της εἶναι φημισμένη καὶ σεβαστὴ σὲ ὅλο τὸν Ὀρθοδοξο κόσμο.
Εἶναι μιά ἀπὸ τὶς τέσσερις εἰκόνες τῆς Παναγίας οἱ ὁποῖες ἀποδίδονται,
στόν Ἀπόστολο Λουκά, καί οἱ θρύλοι ποὺ τίς περιβάλλουν εἶναι πολλοὶ μέ
μεγάλη σημασία καὶ ἐνδιαφέρον. Οἱ πίνακες στοὺς ὁποίους εἶναι
ἁγιογραφημένες δόθηκαν στὸν Ἀπόστολο Λουκά, γιά τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸν
Ἀρχάγγελο Γαβιήλ.
Ἡ Παναγία τοῦ Κύκκου ἔχει ζωγραφιθεῖ ἀπό τόν Ἀπόστολο Λουκά
ἀκριβῶς ἑπτά χρόνια μετά ἀπὸ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀναστάση τοῦ Χριστοῦ,
μεταφέρθηκε σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἀπὸ τὸ ἴδιο στὴν Αἴγυπτο μετὰ τὸ
θάνατο τῆς Παναγίας. Ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά
διασωθεῖ, καί μετέπειτα ἐπί Αὐτοκράτορος Κομνηνοῦ ἐπιστρέφει στήν
Κύπρο, καί ἀκολουθεῖ ἡ ἱστορία μέ τόν Μοναχό Ἠσαΐα καί τά θαύματά του.
Ἐδῶ καί 900 χρόνια ἡ θαυματουργός εἰκόνα της φυλάσεται στήν ὁμώνυμη
Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Κύκκου.

β) Ἡ Παναγία ἡ Μαχαιριώτισσα

Μἰα ἄλλη χαρακτηριστική περίπτωση πού τονίζει τόν πνευματικό


σύνδεσμο τῶν δύο ἁγιοτόκων παραδόσεων, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς
Μαχαιρώτισσας, ὁποία θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας πού
ἁγιογραφήθηκε καί αὐτή ἀπό τόν Ἀπόστολο Λουκά, καὶ βρισκόταν πάνω ἀπὸ
τὴν Ἁγία Σορό, δηλαδὴ τὴν ἁγία Ἐσθῆτα καὶ τὴν ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου,
στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Αὐτὸ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ
7
«Ἁγιοσορίτισσα», ἀναρτημένη ἐπάνω στήν εἰκόνα, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε
ἀργότερα σὲ «Μαχαιριώτισσα». Σύμφωνα μὲ μιὰ προφορικὴ παράδοση, κατὰ
τὸν καιρὸ τῆς Εἰκονομαχίας (716-843), ἕνας ἀσκητὴς ἔφερε στήν Κύπρο ἀπό
τήν Κωνσταντινούπολη τήν εἰκόνα τῆς Ἁγιοσορίτισσας, καὶ ἐγκαταστάθηκε
σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν τοποθεσία ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ Μονή.
Ἡ μαρτυρία αὐτή δηλώνει, ὅτι πολλές εἰκόνες τῆς Βασιλεύουσας
μεταφέροντο και ταξείδευαν στήν Κύπρο, ἤ κατόπιν παρεμβάσεως τῶν
Αὑτορατόρων ἤ κατόπιν τῶν ἱστορικῶν περιστάσεων, γιατί ἡ ἁγιοτόκος
νῆσος ἐθεωρεῖτο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη τό πνευματικό καταφύγιο τῆς
ἁγιοπατερικῆς λατρευτικῆς κληρονομιᾶς. Ἔτσι μέσα στό διάβα τῶν χρόνων
οἱ εἰκόνες αὐτές κοσμοῦν μέχρι καί σήμερον, τά μοναστηριακά κέντρα τῆς
νήσου καί εὐωδιάζουν μέ τήν αὔρα τῆς βυζαντινῆς παραδόσεως.

5. Οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίες :


τῆς Παμμακαρίστου καί τῆς Φανερωμένης τῆς Κυζίκου

α) Ἡ Παναγία τῆς Παμμακαρίστου

Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι δύο εἰκόνες θαυματουργικές πού


στολίζουν τόν Πατριαρχικό ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου στὸ Φανάρι, εἶναι τά δύο
ἀνεκτίμητα κειμήλια, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ γνωστός καί
ἀγαπητός Δημοσιογράφος Ἀ. Βηκέτος, σένα ἀπό τά προσκηνυματικά του
ἀφηγήματα, οἱ θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου καὶ
τῆς Φανερωμένης.
Ἡ Παναγία Παμμακάριστος εἶναι φορητὴ ψηφιδωτὴ εἰκόνα τοῦ 11ου
αἰῶνα ἀπὸ τὴν πάλαι ποτὲ ὁμώνυμη Μονὴ στὸν πέμπτο λόφο τῆς Πόλης, πού

8
δεσπόζει τοῦ Κερατίου Κόλπου. Ἡ Παναγία Φανερωμένη εἶναι καὶ αὐτὴ
φορητὴ εἰκόνα, τοῦ 12ου αἰῶνα ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Φανερωμένης τῆς Κυζίκου,
τὴν ὁποία εὐλαβοῦνται ἰδιαίτερα ὅλοι οἱ Μικρασιάτες.
Ἡ διάσωση τῶν δύο αὐτῶν εἰκόνων καὶ ἡ ἀποθησαύρισή τους στὸν
Πατριαρχικὸ Ναὸ μαρτυρεῖ τὴν ἄρρηκτη σχέση τῆς Παναγίας μὲ τὴν Πόλη καὶ,
τή βούλησή της νὰ παραμένει ἡ Πόλη καὶ τὸ Φανάρι «ὡς θεία παρεμβολὴ στὸν
κόσμο» γιά νὰ συνεχίζεται νὰ ψάλλεται ἀπὸ τοὺς Ρωμιοὺς τό: «…ἀναγράφω
σοί, ἡ Πόλις σου Θεοτόκε». Ὀ μακαριστὸς λόγιος Μητροπολίτης τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Πέργης Εὐάγγελος, ἔγραφε πολὺ εὔστοχα πρό
ἐτῶν: «…λειτουργοῦμαι στὸν Πατριαρχικὸ ναό. Ἀκούω τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη τὶς
ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέως. Ἔρχεται καὶ ἡ σειρὰ τῆς ἀποκλειστικῆς ἐκφωνήσεως
γιά τὴν Παναγία, ποὺ βρίσκει τὸν Πατριάρχη γονατιστὸ ἀπὸ τὸν προηγούμενο
ὕμνο τῆς Εὐχαριστίας. Καὶ δὲν ἀνεβαίνει μετὰ στὸν θρόνο του. Τὸν βλέπω
’ἑξαιρέτως’ νὰ παραμένει ὄρθιος καὶ ἀσκεπὴς στὸ δάπεδο. Σὰ νὰ τὸν καθηλώνει
ἡ χάρη Της κι ἐκεῖνος νὰ δείχνει στὴν οἰκουμένη, ὅτι ‘Ἄξιον ἐστί’, νὰ
ὀρθοστατεῖ. Μὰ βλέπω καὶ κάτι ἄλλο στὸν Πατριάρχη. Νὰ κάνει τὸ σχῆμα τοῦ
σταυροῦ καὶ πάλι ἑξαιρέτως, τρίς, πρὶν ἀνέβει τὰ σκαλιὰ τοῦ θρόνου. Μὲ
σχήματα ἀρχοντικὰ μετανοίας τὴν κάθε φορά. Μία, ἀτενίζοντας κατάματα τὴν
εἰκόνα τὴν δεσποτικὴ τῆς Παναγίας τοῦ τέμπλου καὶ εὐχαριστώντας τὴν γιά
τὴν προστασία της στὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ Φανάρι. Μιά, γι’ αὐτὴν ποὺ
ἀγρυπνεῖ στὸ κλίτος τὸ δεξὶ τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ. Καὶ μιά γιά τὴν εἰκόνα ‘τῆς
ἀνταλλαγῆς’, πού σχηματίζει τὸ τόξο τῆς χάριτος ἀπὸ τ’ ἀριστερά…».
Ἡ ψηφιδώφητος αὐτή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου
ἐνέπνευσε πλείστους διακόνους τῆς ἁγιοτεχνικῆς εἰκονογραφίας νά
ἀντιγράψουν τήν ἔκφρασή της, τούς χρωματισμούς της, τό ἰδιάζον βλέμμα
της, καί τήν σοβαρότητα τοῦ προσώπου της. Σύμφωνα μέ τήν Καθ. Καλοπίση-
9
Βέρτη, ψηφιδωτές εἰκόνες σάν τῆς Παμμακαρίστου ὑπῆρξαν καί στήν Κύπρο
μετά τόν 13ον αἰῶνα.
Μιά ὅμως ἀπό τίς ἀδυναμίες τῆς ἕως τώρα ἕρευνας, ἀποτελεῖ τό
γεγονός, ὅτι ἡ τέχνη τοῦ 13ου αἰῶνος στήν Κύπρο μελετήθηκε σέ σχέση μέ
διασωθέντα καλλιτεχνικά ἔργα στή Δύση καί ὄχι μέ αὐτά τῆς
Κωνσταντινούπολης, τά ὁποῖα θεωρήθηκε, ὅτι δημιουργήθηκαν στά
Φράγγικα Βασίλεια τῆς Ἀνατολῆς καθώς καί μέ εἰκόνες πού φυλάσσονται στή
Μονή τοῦ Σινά.
Θεωρήθηκε δέ περίπου ὡς δεδομένο, ὅτι ἡ Κύπρος συνέχισε τή
ζωγραφική/ἁγιογραφία καί τήν ἐν γένει καλλιτεχνική της παραγωγή, ἀλλά
ξεκομμένη ἀπό τόν ὑπόλοιπο βυζαντινό κόσμο στίς λατινοκρατούμενες
περιοχές καί στά βυζαντινά κέντρα τῆς Ἠπείρου καί τῆς Νίκαιας, καθώς καί
ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μετά τό 1261.
Στήν Κύπρο, μνημεῖα ἐξέχουσας τέχνης τοῦ 12ου αἰῶνος, ὅπως ἡ
Παναγία τοῦ Ἄρακος καί τοῦ Τρικώμου, καθίστανται πρότυπα γιά τήν
τοιχογράφηση Ναών κατά τόν 13ον αἰῶνα.
Ἕνα ἐπίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο εἶναι, ὅτι μολονότι ἀπό τόν
13ον αἰῶνα σώθηκε μεγάλος ἀριθμός μεμονομένων τοιχογραφιῶν πού
ἀπεικονίζουν τήν Θεοτόκο στήν Κύπρο, αὐτές ἀποτελοῦνται στή συντριπτική
πλειονότητά τους ἀπό ἐπιζωγραφίσεις ἤ τοιχογραφικές προσθῆκες
περιορισμένης ἔκτασης. Ἐλάχιστα εἶναι τά μνημεῖα τῆς Κύπρου, τουλάχιστον
ὅσα διασώθηκαν, τά ὁποῖα ζωγραφίσθηκαν ἐξ ὁλοκλήρου μέ τοιχογραφίες (π.χ.
Μουτουλλάς, Ἅγ. Θεμωνιανός Λύσης, Ἀρχ. Μιχαήλ Λευκάρων, Ἁγ. Μαύρα
Ριζοκαρπάσου, κλπ.).
Τό γεγονός αὐτό φαίνεται νά ὑποδηλώνει μάλλον τήν οἰκονομική
ἀδυναμία τῶν ὑπόδουλων πιστῶν καί τόν περιορισμό τῶν χορηγῶν σέ
10
εὐσεβεῖς ἰδιῶτες, ἤ σέ κληρικούς οἱ ὁποῖοι σέ κάθε περίπτωση εἶχαν
ἰδιαίτερη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί γνώριζαν καλά τό πεδίο τῶν
δογματικῶν συγκρούσεων μέ τή Λατινική Εκκλησία, καί ὄχι μόνον.

6. Ἡ Μονή τῆς Παμμακαρίστου

Ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς τῆς Παμμακαρίστου, ἀπὸ τὴν ὁποῖα προέρχεται ἡ


ψηφιδωτὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ξεκινᾶ περὶ τὸν 11ο αἰῶνα, ὡς ἀνδρῶα Μονή
ἀφιερωμένη στὴν Θεοτόκο, καί τό 1400 μετατράπηκε σὲ γυναικεῖα. Τὸ
καθολικὸ τῆς Μονῆς ἦταν πλούσιο σὲ διακόσμο, κυρίως σὲ ψηφιδωτά.
Σήμερα σώζονται ἐλάχιστα στὸ Παρεκκλήσι, ὅπως τοῦ Παντοκράτορος μαζὶ
μὲ Προφῆτες ὀρθίους, ἡ Δέηση, ἡ Βάπτιση, ἕνα τμῆμα τῆς προσκυνήσεως τῶν
Μάγων καὶ ἀρκετοὶ Ἅγιοι. Ἐπίσης, φυλάσσονταν τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων
Εὐφημίας, Σολομονῆς καὶ Θεοφανοῦς. Στὴν Μονὴ ἔχουν ταφεῖ ὁ
Αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς καὶ ἡ περίφημη θυγατέρα του Ἄννα καὶ ἐκεῖ
κατέφυγε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖο, μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία καὶ τόν Ναὸ
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τὸ 1587 ὁ Σουλτάνος Μουρὰτ ὁ Γ´ ἀξιοποίησε τὴν
διαίρεση μεταξὺ τῶν Πατριαρχικῶν καὶ μετέβαλε τὴν Μονὴ σὲ τέμενος μὲ τὴν
ὀνομασία «Φετιχιέ», και σήμερα δυστυχῶς λειτουργεῖ ὡς μουσειακὸς χῶρος.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγία Παμμακαρίστου ἀκολουθεῖ τὸν τύπο τῆς
Ὁδηγήτριας. Φέρει σκοῦρο ἐρυθρόμαυρο μαφόριο μὲ χρυσὲς παρυφὲς καὶ
ἄστρα στὴν κεφαλὴ καὶ τὸν ὦμο. Θυμίζει μεταεικονομαχικὴ περίοδο καὶ
μάλιστα Μακεδονικὴ Σχολή. Μὲ τὸ δεξὶ χέρι ἡ Παναγία «δεικνύει» τὸν Υἱό της,
τὸν ὁποῖο κρατᾶ ἐξ ἀριστερῶν. Ὁ Χριστὸς φέρει κλειστὸ εἰλητάριο
(χειρόγραφο σὲ περγαμηνὴ τυλιγμένο σὲ κυλινδρικὸ ξύλο) καὶ εὐλογεῖ τὴν
Παναγία μὲ τὸ δεξὶ Του χέρι. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ἐπίσης φορητὴ
11
ψηφιδωτὴ εἰκόνα τοῦ Προδρόμου καὶ τὰ λείψανα τῶν τριῶν Ἁγίων γυναικῶν
ἀκολούθησαν τὴν μαρτυρικὴ πορεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀπὸ
τὸ 1600 βρίσκονται στὸ Φανάρι.

7. Ἡ Παναγία Φανερωμένη

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης μὲ τὴν ἀργυρόχρυση ἐπένδυση,


προέρχεται ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη Μονή, ποὺ βρισκόταν (σήμερα σώζονται μόνο
ἐρείπια) μεταξὺ Ἀρτάκης καὶ Περάμου στὴν Μικρασιατικὴ χερσόνησο τῆς
Κυζίκου καὶ λειτουργοῦσε μέχρι τὸ 1922. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἡ Μονὴ
κτίστηκε ἐπὶ Αὐτοκράτορος Βυζαντίου Ζήνωνος καὶ ἀνοικοδομήθηκε καὶ
ἐπεκτάθηκε περὶ τὰ 1860. Ἡ εἰκόνα της συνδέεται ἄμεσα μέ τήν Κύπρο.
Ὅταν τὸ 1922 οἱ Ἕλληνες ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὶς πατρογονικὲς τους
ἑστίες κατάφεραν καὶ διέσωσαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης,
τὴν ὁποῖα μετέφεραν στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἡ εἰκόνα ἀνήκει στὸν
εἰκονογραφικὸ τύπο τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, ἀλλά δυστυχῶς οἱ
μορφὲς τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι σχεδὸν κατεστραμμένες.
Ἡ εἰκόνα φέρει ἀργυρόχρυση ἐπένδυση, ἔργο τῶν νεοτέρων χρόνων. Τό
χρακτηριστικό της γνώρισμα εἶναι, ὅτι ἡ Παναγία φέρει τόν Χριστό στήν
ἀγκαλιὰ Της. Τήν κεφαλή της περιβάλλει φαρδὺ χρυσοκέντητο στέφανο,
ὅπως καὶ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, τά στέφανα εἶναι διακοσμημένα μὲ γαλάζιες καὶ
τιρκουὰζ πέτρες ἀπὸ σμάλτο. Τρία βαθυκόκκινα μεγάλα ρουμπίνια στολίζουν
τήν κεφαλή τῆς Παναγίας, ἕνα στὴ κορυφὴ τοῦ στεφάνου, τὰ δύο στὶς ἄκρες
δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ προσώπου, ἐνδιάμεσα δέ αὐτῶν ἐξέχουν δύο
καταπράσινα σμαράγδια τοῦ ἰδίου μεγέθους, καί ὅλα τελικά περιβάλλονται,
κεντημένα κυκλικὰ, μὲ διαμαντόπετρες.
12
8. ΚΥΖΙΚΟΣ -ΚΥΠΡΟΣ

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης πιθανότητα μεταφέρθηκε στὴν


Μονὴ μεταξὺ Ἀρτάκης καὶ Περάμου ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου, τὴν
ἐπονομαζόμενη Σιγριανὴ ἡ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ, πλησίον στὸ παράλιο
χωριὸ Κουρσουμλὶ τῆς ἐπαρχίας Κυζίκου. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας
κάποιοι μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ καὶ ἦλθαν στὴν
Κύπρο. Μέ τήν ἔλευσίν των, τό χωριό Ἀγρός πῆρε τὸ ὄνομα του, ἀπό στὴν
περιοχὴ τῆς Πιτσιλιᾶς.
Ἡ Κύζικος καὶ ἡ Ἀρτάκη καταγράφονται στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας
Κύπρου, γιατί ἀπὸ τὸ 688 μέχρι τὸ 695 ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, λόγω τῶν
Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν, ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἰωάννης, μὲ μεγάλο
μέρος τοῦ ποιμνίου του. Ἡ μετοικεσία τῶν Κυπρίων στήν Ἀρτάκη ἐγένετο
κατά τήν περίοδο τοῦ Ἰουστινιανοῦ Β΄. Πλῆθος δὲ Κυπρίων κατά τήν
μετοικεσία πνίγηκε στὴ θάλασσα κατὰ τὸ ταξεῖδι καὶ χάθηκε ἀπὸ τὶς
ἀσθένειες , καί ἀπό πλεῖστα ἄλλα δεινά [….].
Μετοίκησαν ὅλοι οἰ Κύπριοι ἢ ἕνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ; Ὁπωσδήποτε
δὲν εἶναι πιστευτὸ, ὅτι μετακινήθηκε ὁλόκληρος ὁ πληθυσμὸς τῆς Κύπρου, ὁ
ὁποῖος ἀνερχόταν σὲ 80.000 τότε καὶ ἴσως καὶ μέχρι 150.000. Ἡ μόνη
σύγχρονη πηγή, ὁ 39ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δὲν
ὁμιλεῖ γιά καθολική μετοίκηση τῶν Κυπρίων, ἰδέα πού ἀνήκει καθαρά στὸ
χῶρο τοῦ μύθου.
Ἡ παραχώρηση τῆς Μητρόπολης Κυζίκου στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου
(691), ἐπί τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Παγωνάτου κρατησάντων
Ἀγαρηνῶν τὴν Κύπρον, ἐδόθη ἡ Μητρόπολις Κυζικοὺ (γρ. Κυζίκου) μέ τίς

13
ἐπισκοπές αὐτῆς. Ὁ 39ος κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου ἀναφέρει
περιληπτικά περί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννουν καί γιά τά τῆς Ἐπισκοπῆς.
Στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη λοπόν ἀνατέθηκε ἡ διαποίμανση τῆς
Μητροπόλεως Κυζίκου, ἡ ὁποία ἐντολή τῆς ἐγκατάστασής του ἐδόθη ὑπό τοῦ
Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Β’, καὶ γιά τὸ λόγο αὐτὸ ἡ περιοχὴ τῆς Ἀρτάκης
ὀνομάσθη Νέα Ἰουστινιανή ἢ Νέα Ἰουστινιανούπολις. Ὁπότε ἀπὸ τότε ὁ
ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει καὶ τὸν τίτλο τοῦ «Νέας
Ἰουστιανιανῆς» μέχρι καί σήμερον.

9. Ἡ Ἀποτύπωση τῆς Τιμητικῆς Προσκυνηματικῆς Σχέσις τῆς Θεοτόκου

Ἡ σχέση τῆς τιμῆς καί τῆς προσκύνησης τῆς Θεοτόκου ἀνάμεσα στά τῆς
δύο κέντρα τῆς θεολογίας, λατρείας, καί πολιτισμοῦ, Κωνσταντινούπολη καί
Κύπρος, ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα, ὅτι ὁ πνευματικὸς χαρακτήρας τῶν ἁγίων
εἰκόνων τῆς Ὀρθοδόξου ἁγιογραφίας ὑποδηλώνει τή διαχρονική σχέση
αὐτῶν τῶν δύο ἱστορικῶν κέντρων μέχρι καί σήμερον. Ἡ σχέση αὐτή γίνεται
περισσότερο ἀντιληπτή, ἐάν ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας στὸν σκοπὸ τῆς
Ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας καί τῆς ἁγιολογικῆς Θεομητορικῆς παράδοσης.
Ἡ Ὀρθόδοξη εἰκόνα δηλώνει τὴν ὕπαρξη τοῦ εἰκονιζομένου στὴν
ἐσχατολογικὴ του μορφή, ἡ ὁποῖα ἐκφράζει τὴν μακαριότητα τοῦ
ἀνακαινισμένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Ὁ ἀείμνηστος Φ. Κόντογλου ἐρωτηθείς
γιατί ἡ βυζαντινὴ τέχνη δὲν εἶναι φυσική, ἀπάντησε: «Δὲν εἶναι φυσικὴ διότι
δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἐκφράσει μονάχα τὸ φυσικό, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπερφυσικό».
Ἡ Ἐκκλησία θέλοντας, νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὸν κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, παραμέρισε ἀπὸ τὶς ἅγιες εἰκόνες τὸ φυσικὸ κάλλος, τὴν ἀπεικόνιση

14
τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου καὶ προσπάθησε νὰ μᾶς διδάξει τὴν πραγματικότητα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἁγιότητος.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἐπιδιώκοντας νὰ ἀποδώσει τὸ ἀρχέγονον
κάλλος μετασχηματίζει τὴν πραγματικότητα, εἰκονίζει τὸ κατ' εἰκόνα - ὅσο
εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατὸν - ὅπως κατ' ἀνάλογο τρόπο τὸ ἀνακαινισμένο κατ'
εἰκόνα εἰκονίζει τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ φυσικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
Πατέρα.
Ἔτσι, ὁ ἄμορφος Λόγος γίνεται σάρκα: « Ὅταν ὁρατὸς σαρκὶ ὁ ἀόρατος
γένηται, γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τότε εἰκονίσεις τὸ τοῦ
ὀραθέντος ὁμοίωμα...». Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ
Εἰκόνα Του. Ἡ Ἐνσάρκωση στηρίζει τὴν εἰκόνα καὶ ἡ εἰκόνα ἀποδεικνύει τὴν
Ἐνσάρκωση.
Κάποιος σύγχρονος ἁγιογράφος ἀφιέρωσε ἕνα βιβλίο του «Στὴν ἀγαθὴ
Σοφία τοῦ Θεοῦ, πού δημιούργησε τὸ κάλλος». Πράγματι, ὀ Θεὸς χάρισε στὸν
ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ ἀποτυπώνει πάνω σὲ ἄψυχες ἐπιφάνειες
διάφορες συνθέσεις, πρόσωπα, τοπία, νὰ ἐκφράζει συναισθήματα, νὰ
δημιουργεῖ ἕνα εἶδος ζωῆς. Ποῖος δὲν μένει ἐκστατικὸς μπροστὰ στὰ
μοναδικὰ θαυμάσια ἀριστουργήματα μεγάλων ἁγιογράφων καί ζωγράφων
καλλιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτησαν τὴν τέχνη αὐτὴ στὸ διάβα τῶν αἰώνων ;
Ὅμως παρ' ὄλη τὴν καλλιτεχνικὴ ἀξία καὶ ὡραιότητα τῶν ἔργων των, δὲν
ἔπαψαν καὶ δὲν παύουν νὰ εἶναι ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὸν θνητό καί
φθαρτό ἄνθρωπο, γι' αὐτὸ καὶ ἡ εὐεργετικὴ πρόνοια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δὲν
σταμάτησε ἐδῶ.
Τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐνέπνευσε θεοφιλεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἐπροίκισε μὲ
καλλιτεχνικὴ καὶ πνευματικὴ εὐαισθησία, ὧστε νὰ ἐπιδοθοῦν καὶ τελικῶς νὰ
ἐπιτύχουν νὰ ἀποδώσουν διά χρωμάτων καὶ γραμμῶν ὄχι ἀπλῶς ἕνα εἶδος
15
ζωῆς ἀλλὰ αὐτή τὴν ἴδια τὴν ζωή, δηλαδή τόν Θεάνθρωπο καὶ Σωτήρα Ἰησοῦν
Χριστόν, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, «τὸν ὡραῖον κάλλει παρὰ πάντας
ἀνθρώπους».
Ἡ εἰκόνα δὲν βοηθᾶ ἀπλῶς τὴν μνήμη νὰ ἀναπλάσει παλαιὰ γεγονότα ἢ
πρόσωπα, ἀλλὰ δημιουργεῖ μιά αἴσθηση παρουσίας. Φέρνει τὸν πιστὸ σὲ
προσωπικὴ σχέση καὶ ἐπαφὴ μὲ τὴν ὑποστάση τοῦ εἰκονιζομένου Ἁγίου.
Ἡ εἰκόνα λοιπόν δὲν εἶναι ἁπλὸ ἕνα ἔργο τέχνης ἤ θρησκευτικὸς
πίνακας, ἀλλὰ ὅπως ἐμφαντικῶς τονίζουν ὁ Ρῶσσος θεολόγος Leonide
Ouspensky καὶ ὁ ἀεἰμνηστος Φ. Κόντογλου εἶναι ἕνα ἱερὸ λειτουργικὸ σκεῦος,
ποὺ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ θεῖες εἰκόνες «ὁμιλοῦν» ἐντὸς τῶν καρδιῶν τῶν
ἀνθρώπων καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποῖα θὰ ἀτενίσει τὶς θεῖες αὐτὲς μορφὲς καὶ
παραστάσεις ἐπιτυγχάνει τὴν ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του.
Τοιτοτρόπως, ἡ Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἐν συνεχείᾳ ἔκανε τὴν ἐμφάνισή
της ἢ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάστηκε ἡ Ζωγραφική τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴν ἐποχὴ
μας παρατηρεῖται ἕνα γενικότερο ρεῦμα ἐπιστροφῆς στὶς πηγὲς τῆς
Ὀρθόδοξης παράδοσης. Μέσα στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἐντάσσεται καὶ ἡ
ἀναβίωση τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.
Πολλοὶ Ἕλληνες καὶ ξένοι θεολόγοι, οἱ διάφοροι εἰδικοὶ στὰ θέματα τῆς
τέχνης, Ὀρθόδοξοι καὶ μή, ἔχουν ἀντιληφθεῖ, ὅτι ἡ ἁγιογραφία δὲν εἶναι ἕνα
εἶδος τέχνης, ποὺ ἐξυπηρέτησε μόνο τὴν ἐποχή της. Ἀνακάλυψαν μάλιστα, ὅτι
ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦσαν, ὅτι εἶναι ἀτέλειες καὶ ἐλλείψεις της, ἔχουν κάποιο
μυστικό, πνευματικὸ καὶ θεολογικὸ βάθος. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ τὸ
κλειδὶ κατανοήσης τῆς Ὀρθόδοξης εἰκόνας. Ἐδῶ ὡς θησαυρὸς κεκρυμμένος
ἀνιχνεύεται ὁ σκοπὸς, καὶ τελικὰ ἀνακαλύπτεται ἡ ἀξία τῆς εἰκονογραφίας.
Κατά τόν Leonide Ouspensky, ὁ Λόγος καὶ ἡ εἰκόνα στὴ Λειτουργία
σχηματίζουν μία ἀξεχώριστη ὁλότητα, ἕνα μέσο συντονισμοῦ, μιὰ
16
«πνευματόσφαιρα» θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ, διαμέσου τῆς ὁποίας ἡ Παράδοση
καθιστὰ ἐπίκαιρο καὶ ζωντανὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ τιμή καί εὐλάβεια πρὸς τὶς εἰκόνες εἶναι συνεπῶς μιὰ θεμελιώδης
ὄψη τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας, δηλαδή τῆς προθεωρίας τῆς Βασιλείας τῶν
Οὐρανῶν μέσα ἀπὸ τὶς πράξεις τοῦ Βασιλέα. «Ὑπὸ τοὺς πέπλους» καὶ
διαμέσου τῆς Πίστης, ἀσφαλῶς αὐτή ἡ προθεωρία δὲν βιώνεται καθόλου ἀπὸ
τὴ συνολικὴ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἔχει τὸν ἄμεσο χαρακτήρα τῆς
αἴσθησης, εἶναι ἡ «αἴσθηση τῶν θείων πραγμάτων», ἡ ὁποῖα γίνεται
συνείδηση ἀπὸ τὸν συνολικὸ ἄνθρωπο.
Συνεπῶς, ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιὰ τὴ λειτουργία ἐμφανίζεται ἔτσι
ἀδιάσπαστη ἀπὸ τὶς σημαντικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἀνατολικῆς ἀσκητικῆς γιά
τὴν μεταμόρφωση τοῦ σώματος ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μέ τή θέα τοῦ
θαβωρίου φωτὸς ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πνευματικὰ νοήματα, δηλαδὴ καθόλου
«ἀπό-ὑλοποιημένα», ἀλλὰ διαποτισμένα καὶ μεταμορφωμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα. Ἡ Λειτουργία, στὴν πραγματικότητα, καθαγιάζοντας ὅλες τὶς
δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, ξεκινᾶ τὴ μεταμόρφωσή τους, τὶς καθιστᾶ
ἰκανὲς νὰ διαβλέπουν τὸ ἀόρατο διαμέσου τοῦ ὀρατοῦ, τὴν Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν διαμέσου τοῦ μυστηρίου.
Ἡ εἰκόνα, ὅπως ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ Leonide Ouspensky,
καθαγιάζει τὴν ὄραση καὶ τὴν μετασχηματίζει ἤδη σὲ ὀπτασία: διότι ὁ Θεὸς
δὲν γίνεται μόνο ἀκουστός, γίνεται καὶ ὀρατός, ἡ δόξα τῆς Τριάδος
ἀποκαλύφθηκε μέσα ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν
σκεφτόμαστε τὴ σημασία τῆς αἴσθησης, τῆς ὄρασης γιά τὸν σύγχρονο
ἄνθρωπο, μέχρι ποίου σημείου αὐτὸς βρίσκει κατάλυμα, κατέχεται καὶ
ἐρωτεύεται μὲ τὰ μάτια, μέχρι ποίου σημείου ἡ ροὴ τῶν εἰκόνων τῆς μεγάλης
πόλης τὸν καθιστᾶ διασπασμένο, τὸν κάνει «ἀνθρωπο τοῦ τίποτε», τότε
17
καταλαβαίνουμε τὴ σημασία τῆς εἰκόνας, ἀφοῦ αὐτή, συστηματικά
ἀπελευθερωμένη ἀπὸ κάθε ἠδυπάθεια σὲ ἀντιθέση μὲ τόσα ἔργα, θαυμάσια
κατὰ τὰ ὑπόλοιπα, τῆς θρησκευτικῆς δυτικῆς τέχνης, ἔχει ὡς σκοπὸ νά
ἐξορκίσει, νά γαληνεύσει, νά φωτίσει τὸ βλέμμα μας, νὰ μᾶς κάνει «νὰ
νηστεύσουμε μὲ τὰ μάτια», σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἁγ. Δωρόθεου.
Μέσα σὲ αὐτὸν τὸν πολιτισμὸ τῆς κυριαρχίας τῆς εἰκόνας, ἡ εἰκόνα εἶναι
ἐπιτακτικὴ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐν κατακλεῖδι, μέσα ἀπό αὐτά ὀλίγα ψήγματα γραφίδας κατανοοῦμεν
ὅτι ἡ πιό σημαντική περίπτωση μιᾶς δυναμικῆς ἱσχυρῆς σχέσις μεταξύ
Κύπρου καί Κωνσταντινούπολις στό πλαίσιο ὄχι μόνον τῆς ἁγιογραφικῆς καί
ἁγιολογικῆς ἀναφορᾶς ἀνάγεται ἤδη ἀπό τήν βυζαντινή περίοδο ὅπου
καθορίζει ἐπίσης καί τήν κανονική συσχέτηση τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν.
Καί ἡ πιό εὔγλωττη ἀποτύπωση αὐτῶν τῶν σχέσεων δηλώνεται μέσα
ἀπό τή σιωπή τῶν εἰκόνων πού διδάσκουν τήν κοινή πίστη, τή βαθύτατη
εὐλάβεια, τήν ἀδιάσειστη ἐλπίδα, ὅτι ὁ σαρκωθείς Λόγος πού ἀπεικονίζουν οἱ
ἁγιογράφοι καί ψάλλουν οἱ ὑμνωδοί μέ τίς μεσιτεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
μᾶς ἀνασύρει ἀπό τόν τάφο καί μᾶς χαρίζει τή ζωή καί τήν Ανάσταση.

Ἐπιτρέψατέ μου νά κλείσουμε τίς σκέψεις αὐτές μὲ τὶς εὔστοχες


θεολογικὲς παρατηρήσεις τοῦ λόγιου π. Βασιλείου Ἰβηρίτη: «Ἡ εἰκόνα ἔρχεται
ἀπὸ μακριὰ καὶ ὁδηγεῖ μακριά, στὴν ὑπερβάση τῆς εἰκόνας, στὴν κατάσταση
τὴν πέρα ἀπὸ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ νοούμενα, πέρα ἀπὸ τὰ σύμβολα καὶ τοὺς
εἰκονισμούς. Ἂν ἡ εἰκόνα μᾶς ἔκλεινε στὴν ἴδια τὴν εἰκόνα, τὸ σχῆμα, τὸ χρῶμα,
τὴν αἰσθητική, τὴν ἱστορία, τὸν κτιστὸ κόσμο, θὰ ἦταν εἴδωλο καὶ δὲν θὰ ἄξιζε
νὰ χυθεῖ τόσο αἷμα γιά τὴν ἀναστήλωσή της. Δὲν συμβαίνει ὅμως αὐτό.

18
Ἡ λειτουργικὴ εἰκόνα εἶναι συνέπεια καὶ καρπὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ
Λόγου καὶ μαρτυρία, ὁδηγὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου».

19

You might also like