Professional Documents
Culture Documents
(τακτική διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Νικόλαο Βόκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασίλειο Χατζηπανταζή,
Πρωτοδίκη, Αργύριο Εκκλησίαρχο, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Σοφία Χρηματοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2014 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: από 1)... εώς 24)..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους
Κλεάνθη Βουλκίδη και Κωνσταντίνου Βουλκίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 1582 και 9484 αντίστοιχα), που
προκατέθεσαν προτάσεις (για τις οποίες εκδόθηκαν αντίστοιχα τα 343365 και 343366/2013 γραμμάτια
είσπραξης Δ.Σ.Θ.).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που
εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ. 4, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των
πληρεξούσιων Δικηγόρων της Σπυρίδωνος Ανδρίτσου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 33392), Νικολάου Τσιάντου (Α.Μ.
Δ.Σ.Θ. 2251) και Άννας Γκόβα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 29773), που προκατέθεσαν προτάσεις (για τις οποίες
εκδόθηκαν αντίστοιχα τα 23108183/2013 γραμμάτιο είσπραξης Δ.Σ.Α., 318547/2013 γραμμάτιο
είσπραξης Δ.Σ.Θ. και 23108184/2013 γραμμάτιο είσπραξης Δ.Σ.Α.).
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 24-7-2013 αγωγή τους, με αντικείμενο την αναγνώριση
ευθύνης από τραπεζικό ομόλογο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό
κατάθεσης 19443/24-7-2013, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 18-11-
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 1/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
2013, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς
τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
1. Οι εξελίξεις στις τραπεζικές συναλλαγές ήδη από τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα
επέβαλαν επανεξέταση του διέποντος τα πιστωτικά ιδρύματα και την εποπτεία τους κανονιστικού
πλαισίου, ούτως ώστε να διασφαλίζεται προστασία από ενδεχόμενο «συστημικό κίνδυνο» (“systemic
risk”), τον κίνδυνο δηλαδή η κατάρρευση ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων να πυροδοτήσει
μια κρίση εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα συνολικά, είτε εθνικά είτε διεθνώς. Ο κίνδυνος αυτός
δύναται να εκδηλωθεί διττώς: είτε ως κίνδυνος μετάδοσης (“risk of contagion”) είτε ως κίνδυνος
έλλειψης ρευστότητας (“risk of illiquidity”). Ως λόγος δημιουργίας τέτοιου κινδύνου θεωρείται ο
σημαντικότατος ρόλος των τραπεζών στην ανάπτυξη της διασυνοριακής ροής κεφαλαίων, ιδιαίτερα δε σε
αναπτυσσόμενες αγορές, ο οποίος είχε ως συνέπεια τον άμεσο συσχετισμό εθνικών οικονομικών, την
αύξηση των διεθνών επενδύσεων και της κατανάλωσης, συνακόλουθα και την ενίσχυση του διεθνούς
εμπορίου. Αυτή, όμως, η επέκταση των διεθνών τραπεζικών δραστηριοτήτων διευκόλυνε τη διάχυση
διεθνώς των τοπικών χρηματοδοτικών προβλημάτων, μέσω του διεθνούς νομισματικού συστήματος (Ε.
Μουσταΐρα, «Οδηγία 2001/24/ΕΚ για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων»,
Αρμ 2005. 321). Ένα δε καλά σχεδιασμένο σύστημα συλλογικών διαδικασιών, τόσο εξυγίανσης όσο και
εκκαθάρισης, για τα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί μέρος ή πάντως απαραίτητο συμπλήρωμα του
συνολικού διεθνούς «δικτύου ασφάλειας», που μπορεί να εξασφαλίσει σταθερότητα του συστήματος και
να αποτρέψει τη διάχυση της αφερεγγυότητας (Ε. Περράκης, «Ο ν. 3458/2006 για την εξυγίανση και
εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων», ΧρηΔικ 2007. 13). Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση που
ξέσπασε το έτος 2008 και, εν συνεχεία, η κρίση χρέους κρατών μελών της Ευρωζώνης αποκάλυψε και
φανέρωσε σημαντικά κενά του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία ήταν σε
λανθάνουσα κατάσταση την εποχή της οικονομικής ευφορίας. Ειδικά για τα πιστωτικά ιδρύματα, το
παράγωγο ενωσιακό δίκαιο είχε μεριμνήσει για κανόνες προληπτικής εποπτείας, στερούταν, όμως, μέχρι
την έκδοση της Οδηγίας 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15-5-2014
«για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων
επενδύσεων» [γνωστή και ως BRRD (Bank Recovery and Resolution Directive) - διαθέσιμη και από την
επίσημη ιστοσελίδα της Ε.Ε. (europa.eu)], εκτός μερικών εξαιρέσεων που αφορούν την αντιμετώπιση
των παρενεργειών, κανόνων αντιμετώπισης της παθολογίας ως προς τη λειτουργία των πιστωτικών
ιδρυμάτων, όταν αυτά στερούνται ρευστότητας ή, ακόμη περισσότερο, περιπίπτουν σε κατάσταση
αφερεγγυότητας (Δ. Τσιμπανούλης, «Το δίκαιο της εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης των τραπεζών υπό
το πρίσμα των νεοτέρων εξελίξεων στο ενωσιακό δίκαιο», ΧρηΔικ 2014. 53). Η ύπαρξη τέτοιας έλλειψης
καταγράφεται ακόμα και στην αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 1 του προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας, όπου
διατυπώνεται ότι «Η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι υπάρχει σε επίπεδο Ένωσης σημαντική έλλειψη
επαρκών εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μη υγιών ή προβληματικών ιδρυμάτων και
επιχειρήσεων επενδύσεων («ιδρύματα»). Τα εν λόγω εργαλεία είναι ιδίως απαραίτητα για την πρόληψη
της αφερεγγυότητας ή, όταν προκύπτουν περιπτώσεις αφερεγγυότητας, για την ελαχιστοποίηση των
αρνητικών επιπτώσεων, μέσω της διατήρησης των συστημικά σημαντικών λειτουργιών του σχετικού
ιδρύματος». Πάντως, είχε προηγηθεί η Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 «για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων».
Το πεδίο εφαρμογής της είχε εξαιρεθεί από το «γενικό» Κανονισμό 1346/2000 περί αφερεγγυότητας,
καθόσον η Οδηγία αφορά μια ιδιαίτερη κατηγορία οφειλετών, τα πιστωτικά ιδρύματα, που έχουν το
χαρακτηριστικό της έντονης κρατικής εποπτείας, δεδομένου ότι το πιστωτικό ίδρυμα ιδρύεται με άδεια
και λειτουργεί υπό την επίβλεψη των αρχών της χώρας που χορήγησε την άδεια αυτή, ενώ και η όλη
εποπτεία ρυθμίζεται με λεπτομέρειες από την ίδια την κοινοτική νομοθεσία (Ε. Περράκης, ό.π., σ. 16).
Βασικός κανόνας αυτής είναι ότι οι διοικητικές και δικαστικές αρχές του κράτους καταγωγής, του
κράτους δηλαδή που έχει χορηγήσει την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα, είναι οι «μόνες
αρμόδιες» τόσο για να λάβουν μέτρα εξυγίανσης όσο και για να αποφασίσουν την εκκαθάριση
ολόκληρου του πιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του σε άλλα κράτη
μέλη (αρχή ενότητας - άρθρο 3). Αντίστοιχα, τόσο τα μέτρα εξυγίανσης, όσο και η απόφαση για την
εκκαθάριση αναγνωρίζονται και παράγουν αποτελέσματα στα άλλα κράτη μέλη «χωρίς άλλες
διατυπώσεις» (αρχή καθολικότητας - άρθρο 9). Μάλιστα, τα μέτρα εξυγίανσης, που έχουν μεγάλη
ποικιλία κατά χώρες, έχουν υπερχώρια ισχύ, ακόμη και αν το κράτος υποδοχής, το κράτος δηλαδή όπου
η τράπεζα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες, δεν τα προβλέπει ή τα εξαρτά από προϋποθέσεις (Ε.
Περράκης, ό.π., 14). Ειδική ενότητα της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ αφορά ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου.
Κανόνας είναι ότι δίκαιο που διέπει τα μέτρα εξυγίανσης και εκκαθάρισης είναι εκείνο του κράτους
καταγωγής (άρθρα 3 § 10 και 10). Εκδηλώνεται έτσι και εδώ η γενικότητα εφαρμογής του δικαίου του
τόπου όπου ανοίγει η συλλογική διαδικασία (lex fori concursus), όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις, όταν η
lex fori concursus δεν είναι συμβατή «με τους συνήθως ισχύοντες κανόνες στα πλαίσια της οικονομικής
και χρηματοδοτικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και των υποκαταστημάτων του στα άλλα
κράτη μέλη» (άρθρο 23). Σε τέτοιες περιπτώσεις «η παραπομπή στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 2/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
αποτελεί ενίοτε αναγκαίο μέσο μετριασμού της εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής»,
κατά την αιτιολογική σκέψη 23 του προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας (Ε. Περράκης, ό.π., σ. 16). Στην
Ελλάδα, με το ν. 4021/2011 (ΦΕΚ Α΄218/3-10-2011) προστέθηκαν αρχικά στις διατάξεις του
τραπεζικού νόμου 3601/2007 (ΦΕΚ Α΄178/1-8-2007) ειδικές διατάξεις για την εξυγίανση και την ειδική
εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων. Το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών διατηρήθηκε και αντίστοιχες
διατάξεις αποτέλεσαν περιεχόμενο του νεότατου τραπεζικού νόμου 4261/2014 (Δ. Τσιμπανούλης, ό.π.,
σ. 56). Ο νόμος αυτός δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄107/5-5-2014, ωστόσο, κατά τη σχετική μεταβατική
διάταξη του άρθρου 190 αυτού, έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του σχετικά περιορισμένη αναδρομική
ισχύ, καθόσον η ισχύς των άρθρων 1 - 166 αυτού αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2014, εκτός αν
ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του, ενώ μόνο η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 57 - 59
και 154 αυτού άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Λαμβάνοντας έτσι
υπόψη τα οριζόμενα από τη διαχρονικής ισχύος διάταξη του άρθρου 25 ΕισΝΑΚ, ο πρόσφατος αυτός
νόμος δεν εφαρμόζεται αναφορικά με «μέτρα εξυγίανσης» που είχαν διαταχθεί μέχρι και τις 31-12-2013,
για τα οποία εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του προηγούμενου ν. 3601/2007. Περισσότερο
προφανές είναι ότι η Οδηγία 2014/59 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί τέτοιων μέτρων
προγενέστερων της δημοσίευσής της, ωστόσο, τόσο το περιεχόμενο των άρθρων της, όσο και πολύ
περισσότερο οι αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου της, μπορούν να αποτελέσουν κριτήρια για επίλυση
ερμηνευτικών ζητημάτων του προϊσχύσαντος αυτών δικαίου, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που είναι
εξίσου δυνατή η υποστήριξη δύο ή περισσότερων ερμηνευτικών εκδοχών, κατά την υιοθετούμενη από το
παρόν Δικαστήριο άποψη, προκριτέα είναι αυτή που συνάδει με σκέψη του προοιμίου ή κατευθυντήρια
γραμμή της εν λόγω Οδηγίας, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται η ασφάλεια δικαίου. Κατά το
προηγούμενο των παραπάνω πρόσφατων κοινοτικών και εσωτερικών νομοθετημάτων εσωτερικό δίκαιο,
και δη με το ν. 4021/2011 (ΦΕΚ Α΄218/3-10-2011) ο νομοθέτης ενίσχυσε το θεσμικό πλαίσιο
εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις παρεμβάσεων που
προέκυπταν λόγω της σοβούσας στην Ελλάδα και όχι μόνο χρηματοοικονομικής κρίσης. Μέχρι τη
μεταρρύθμιση αυτή οι δυνατότητες παρέμβασης των εποπτικών αρχών που είχαν θεσπιστεί το έτος 2007
περιορίζονταν στον εξαναγκασμό του πιστωτικού ιδρύματος να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την
αντιμετώπιση «ελλείψεων ή αδυναμιών» στη διοικητική παράταση του χρόνου εκπλήρωσης των
υποχρεώσεών του και στο έσχατο μέσο του διορισμού επιτρόπου. Όμως, η μεταβολή των συνθηκών
ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη, όπως αυτή καταγράφεται και στην αιτιολογική έκθεση του
παραπάνω νόμου, να θεσπιστεί «η δυνατότητα επιβολής, εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος,
συγκεκριμένων μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικά ιδρύματα, επί τη βάσει κριτηρίων που σχετίζονται με
την κατά τα ανωτέρω ανάγκη διασφάλισης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης
του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Ειδικότερα, με το άρθρο 4 του ν. 4021/2011, ο
νομοθέτης προσέθεσε νέες διατάξεις και δη τα άρθρα 63Α - 63Ζ στο ν. 3601/2007, με τα οποία, πέραν
της αναμόρφωσης του πλαισίου για την παράταση του χρόνου εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του
πιστωτικού ιδρύματος (άρθρο 63Α) προβλέφθηκαν συγκεκριμένα μέτρα εξυγίανσης και δη η εντολή προς
αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος (άρθρο 63Γ) και ιδίως η υποχρέωση
μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του πιστωτικού ιδρύματος προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή πρόσωπο
(άρθρο 63Δ) ή προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συνίσταται για το σκοπό αυτό (άρθρο 63Ε). Τα
μέτρα αυτά εξυγίανσης δεν έχουν ως προέχοντα σκοπό τη βελτίωση της θέσης ή τη διάσωση του
πιστωτικού ιδρύματος που αντιμετωπίζει προβλήματα, αλλά την εξυπηρέτηση ευρύτερων συμφερόντων,
δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 63Β § 1 εδ. β΄ «Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση
της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού
ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και των επενδυτών, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του Ν.
3746/2009». Εξάλλου, οι παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ορίζοντας τους λόγους που μπορούν να
οδηγήσουν στη λήψη μέτρων εξυγίανσης και τους παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμώνται για τη
συγκεκριμενοποίηση των μέτρων παραθέτουν κριτήρια αναγόμενα ιδίως στη σταθερότητα του
χρηματοπιστωτικού συστήματος (ανάγκη συστημικής ευστάθειας, προστασίας της εμπιστοσύνης του
κοινού, πρόληψης δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, εκτίμηση των συνεπειών της αδυναμίας πληρωμών του πιστωτικού
ιδρύματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.ο.κ.) (Ζ. Τσολακίδης, «Η μεταβίβαση περιουσιακών
στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος (άρθρα 63Δ - 63Ε Ν. 3601/2007) υπό το πρίσμα του ιδιωτικού
δικαίου», ΧρηΔικ 2012. 361). Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των ενδεικτικώς απαριθμούμενων στην
παράγραφο 2 του άρθρου 63Β «λόγων λήψης των μέτρων εξυγίανσης» είναι η συμβολή τους στην
εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο ο νομοθέτης προτάσσει και εκείνης ακόμη της
ανάγκης διαφύλαξης νομίμων ατομικών συμφερόντων (Φ. Αθανασίου, «Το νέο νομοθετικό πλαίσιο
εξυγίανσης και εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα - Σύντομη επισκόπηση», ΧρηΔικ
2011. 379), δεδομένου ότι τα μέτρα εξυγίανσης είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα
τρίτων (Ε. Μουσταΐρα, ό.π., σ. 325). Μάλιστα, κατά την περ. δ΄ της παρ. 3, όπως αυτή αντικ. με την
παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 4051/2012 (ΦΕΚ Α΄ 40/29-2-2012), έγινε ειδική πρόβλεψη ότι η Τράπεζα
της Ελλάδος πρέπει να συνεκτιμά και «την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση
ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης
προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις
του ν. 3746/2009» (Ζ. Τσολακίδης, ό.π., σ. 362). Η ανωτέρω διάταξη ενισχύει την πεποίθηση ότι κοινή
συνισταμένη των μέτρων εξυγίανσης είναι η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Οι διευκρινιστικές
αυτές της βούλησης του νομοθέτη διατάξεις του άρθρου 63Β είναι επιβοηθητικές τόσο για την
κατανόηση του γενικότερου πνεύματος του Νόμου, όσο και για την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των
επιμέρους ρυθμίσεών του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θίγουν νόμιμα ατομικά συμφέροντα (Φ.
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 3/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Αθανασίου, ό.π., σ. 379). Όπως είναι προφανές, η ρύθμιση των άρθρων 63Α - 63Ζ του ν. 3601/2007
εντάσσεται συστηματικά και λειτουργικά στο δίκαιο της τραπεζικής εποπτείας, ήτοι στο «δημόσιο
τραπεζικό δίκαιο». Εντούτοις, είναι ομοίως πρόδηλο ότι οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται κατ’
εφαρμογή των συγκεκριμένων ρυθμίσεων επιδρούν κατά άμεσο τρόπο στις έννομες σχέσεις των
ιδιωτών, ιδιαίτερα στις σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος με τρίτους (Ζ. Τσολακίδης, ό.π., σ. 362). Αυτό
καθίσταται απαραίτητο ως εκ της ειδικής σημασίας των διατάξεων που καθορίζουν τα μέτρα μεταβίβασης
περιουσιακών στοιχείων πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της εξυγίανσης, δεδομένου ότι οι σχετικές
διατάξεις συνιστούν κράμα διατάξεων αφενός περί εκκαθάρισης και πτώχευσης και αφετέρου περί
αναγκαστικής εκποίησης (Δ. Τσιμπανούλης, ό.π., σ. 64). Ιδίως το βασικό μέτρο εξυγίανσης, η
μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του πιστωτικού ιδρύματος, επιφέρει προεχόντως συνέπειες στο
επίπεδο του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή σύσταση, αλλοίωση, μεταβίβαση και κατάργηση
ιδιωτικών δικαιωμάτων, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των αντισυμβαλλομένων τους (Ζ. Τσολακίδης,
ό.π., σ. 362). Ειδικότερα τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 63Δ και 63Ε, ήτοι η
μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος στην πρώτη περίπτωση και η ίδρυση
μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και εκκαθάριση του προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος στην
δεύτερη περίπτωση, δεν εντάσσονται σε σύστημα μέτρων που κλιμακώνονται με βάση τη βαρύτητα των
συνεπειών τους, αλλά αποτελούν μέσα, με τα οποία ο νόμος εξοπλίζει τη Διοίκηση, προκειμένου τα
αρμόδια όργανα να αντιμετωπίσουν προβλήματα πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποτρέψουν τη
μετάπτωσή τους σε συστημικό κίνδυνο, σε πρόβλημα δηλαδή της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Τα μέσα
αυτά διαφοροποιούνται για να αντιστοιχούν και να είναι προσαρμοσμένα σε διαφορετικής φύσης και
τάξης προβλήματα και συνθήκες, ανήκει δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να λάβει το μέτρο, το
οποίο με τις υφιστάμενες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, κρίνεται ως το προσφορότερο (ΟλΣτΕ 419/2014
ΕΕμπΔ 2014. 152). Ωστόσο, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν γίνεται διαβάθμιση των δύο
περιπτώσεων, φαίνεται εύλογο ότι η δεύτερη ευχέρεια θα επιλέγεται εάν, για κάποιον λόγο, δεν έχουν
ευδοκιμήσει οι διαπραγματεύσεις για τη μεταβίβαση σε υφιστάμενο τραπεζικό ίδρυμα. Ανεξάρτητα αν
στην πρώτη περίπτωση δεν περιορίζονται οι ενδεχομένως αποκτώντες μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα,
λόγω της φύσης των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, οι επιλεγόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα είναι πιστωτικά
ιδρύματα στις πλείστες περιπτώσεις, ενώ δεν αποκλείεται να προτιμηθεί η μεταβίβαση όχι σε ένα αλλά σε
περισσότερα πρόσωπα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι δυνατόν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία να
μεταβιβαστούν σε πρόσωπα που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, όπως οι υφιστάμενες
χρηματοδοτικές μισθώσεις σε εταιρίες leasing ή τα ακίνητα σε εταιρίες αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας.
Κατά την ειδική πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 63Ε § 3 εδ. β΄του ν. 3601/2007, σκοπός του
μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος είναι κατ’ αρχήν «η διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων
τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να
διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να εξασφαλιστεί η προστασία των καταθετών και
επενδυτών υπό την έννοια του ν. 3746/2009, η διαφύλαξη της αξίας της εισφερόμενης σε αυτό
περιουσίας και η ομαλή λειτουργία του προς μεγιστοποίηση της αξίας του μέχρι την εντός ευλόγου
χρόνου πώληση των μετοχών του» (Ζ. Τσολακίδης, ό.π., σ. 363). Εύστοχα, ωστόσο, έχει παρατηρηθεί
ότι, ενόψει της περιορισμένης διάρκειας ζωής του μεταβατικού ιδρύματος, το κατ’ άρθρο 63Ε μέσο
εξυγίανσης συνιστά μια ειδική μορφή της εντολής μεταβίβασης του άρθρου 63Δ και ουσιαστικά πρόκειται
για ένα μέτρο εξυγίανσης, του οποίου βασική μορφή είναι η θεσπιζόμενη με το άρθρο 63Δ και
παραλλαγή η θεσπιζόμενη με το άρθρο 63 Ε (Γ. Ψαρουδάκης, «Η συστημική σταθερότητα στο Ελληνικό
Δίκαιο», ΕΕμπΔ 2013. 497 - 498). Ειδικότερα, το άρθρο 63Δ «Εντολή μεταβίβασης» του ν. 3601/2007
(όπως ίσχυε πριν την κατάργηση αυτού με το ν. 4261/2014), όριζε τα εξής: «-1. Η Τράπεζα της Ελλάδος
δύναται με απόφαση της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του
προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία
προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα,
απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις. -2. Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να μεταβιβάσει
τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία παραχρήμα και σε κάθε περίπτωση
προ της έναρξης της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μεταβιβάσει τα
προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία εντός των χρονικών ορίων του
προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται επίτροπος σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του
άρθρου 63, ο οποίος μεταβιβάζει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με την απόφαση μεταβίβασης
χωρίς τη σύμπραξη του διοικητικού συμβουλίου και πριν από την έναρξη της επόμενης εργάσιμης
ημέρας. - 3. Το προς η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί με πρότερη έγγραφη δήλωση του προς την
Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα με την
παράγραφο 4. Η δήλωση αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού
ιδρύματος κατά του προς η μεταβίβαση προσώπου στο καθοριζόμενο αντάλλαγμα. Η Τράπεζα της
Ελλάδος καλεί πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, που κατά την κρίση της και σύμφωνα με τις
διαθέσιμες σε αυτήν κατά το χρόνο αυτόν πληροφορίες είναι κατάλληλα για την κτήση των υπό
μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για
την απόκτηση τους. Τα κληθέντα σε υποβολή προσφορών πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, καθώς
και οι διοικούντες, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο ως προς την ως άνω διαδικασία
και κάθε πληροφορία που απέκτησαν με την ευκαιρία αυτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά
οποιουδήποτε προσώπου παραβιάζει το απόρρητο του προηγούμενου εδαφίου πρόστιμο που δεν μπορεί
να υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. - 4. Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο
καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 και η μεταβίβαση
χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία
διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 4/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
βάσει της εύλογης αξίας αυτών. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα
της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης.
Εντός εξαμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει
οριστικά το ποσό της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις
αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του
χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της
Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15. Σε περίπτωση που οι
υποβαλλόμενες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη
μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό
αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 63Ε είτε προς υφιστάμενο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα είτε τη θέση σε
ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 68. Σε επείγουσα περίπτωση η
διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος και η μεταβίβαση χωρούν βάσει
προσωρινής αποτίμησης από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αμέσως κατόπιν αναθέτει σε έναν ή δύο
νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός διμήνου από την έκδοση της
απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το αντάλλαγμα λαμβάνοντας
υπόψη τα αναφερόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην απόφαση μεταβίβασης
καθορίζεται επίσης ο χρόνος, στον οποίο η αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος σε αυτό το
αντάλλαγμα, εφόσον αυτό υφίσταται, καθίσταται απαιτητή, και οι όροι καταβολής. Οι υποχρεώσεις
απορρήτου της παραγράφου 3, καθώς και η περί προστίμου σχετική διάταξη εφαρμόζονται και στους
νόμιμους ελεγκτές. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: α. Οι
υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009
και β. οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και φορέων της
Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να μεταβιβάζονται περαιτέρω
στοιχεία του ενεργητικού και το παθητικού του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτό
απαιτείται για τους σκοπούς της εξυγίανσης. Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία δεν
περιλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subordinated debts). -5. Εάν συντρέχει περίπτωση
για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, η μεταβίβαση σημειώνεται ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και
αρχεία με αίτηση του προς η μεταβίβαση προσώπου. Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν
εφαρμόζεται. Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι
υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η
μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεση τους. Εκκρεμείς δίκες
που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία συνεχίζονται από το προς η μεταβίβαση
πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη τους. -6.
Εάν η μεταβίβαση ορισμένων από τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορά η απόφαση της παραγράφου
1, υπόκειται σε διατυπώσεις προβλεπόμενες από αλλοδαπό δίκαιο, το προς η μεταβίβαση πρόσωπο
λαμβάνει αμελλητί μέριμνα για την τήρηση αυτών των διατυπώσεων. Έως την πλήρωση αυτών των
διατυπώσεων το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για
λογαριασμό του προς η μεταβίβαση προσώπου και σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου. -7.
Αντισυμβαλλόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος δικαιούνται να προτείνουν απαίτηση τους κατά του
μεταβιβάσαντος πιστωτικού ιδρύματος προς συμψηφισμό κατά απαίτησης που περιήλθε στο προς η
μεταβίβαση πρόσωπο κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού
συνέτρεξαν πριν από το χρόνο μεταβίβασης. - 8. Οι αξιώσεις από εμπράγματη ασφάλεια επί
περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου ασκούνται κατά του
προς η μεταβίβαση προσώπου. - 9. Εάν με την απόφαση της παραγράφου 1 μεταβιβάζονται σύμφωνα
συμψηφισμού και μετατροπής χρέους με την έννοια του ν. 3458/2006 ή συμφωνίες παροχής
χρηματοοικονομικής ασφάλειας με την έννοια του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), τότε οι συμφωνίες αυτές
μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στο σύνολο τους. -10. Τα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 178/2002 δεν
εφαρμόζονται στην περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007 και οι συμβάσεις
εργασίας δεν μεταφέρονται. -11. Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων κατά τις διατάξεις του
παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση. -12. Η έκδοση απόφασης της παραγράφου 1
δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών - πελατών του ν. 3746/2009.
-13. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού
στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του
ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α. το Σκέλος Καταθέσεων
του ΤΕΚΕ καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων αφαιρούμενης της αξίας των
μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β. το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ καταβάλλει το
επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται με τον προσωρινό
καθορισμό αυτού σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται με
τον οριστικό καθορισμό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4. -14. Το υποκείμενο σε μέτρα
εξυγίανσης πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του προς η μεταβίβαση ιδρύματος όλες
τις υπηρεσίες του και να το διευκολύνει προκειμένου να εκτελέσει αποτελεσματικά τις εργασίες που
μεταβιβάζονται σε αυτό δυνάμει της απόφασης μεταβίβασης. - 15. Εντός έξι μηνών από την έκδοση της
αποφάσεως της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη
μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο ή για την
αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη
των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 63Β. Με την ίδια απόφαση
αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του
παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα
εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη στην μεν περίπτωση της μεταβίβασης
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 5/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά τον χρόνο έκδοσης της ίδιας απόφασης, στην
δε περίπτωση της αναμεταβίβασης ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά
τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της παραγράφου 1. -16. Σε περίπτωση μεταβίβασης λογαριασμών
καταθέσεων στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος κατά το παρόν άρθρο, η προθεσμία
(οκταήμερη) εμφάνισης επιταγών συρόμενων επί των μεταβιβαζόμενων λογαριασμών, η οποία κατά τη
διάταξη του άρθρου 29 του ν. 5960/1933 έληγε κατά ή μετά την ημερομηνία της ανάκλησης άδειας του
πιστωτικού ιδρύματος, αρχίζει από την ημερομηνία γνωστοποίησης από το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα της
έναρξης εξυπηρέτησης των μεταβιβαζόμενων λογαριασμών σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες πολιτικές
εφημερίδες. -17. Το άρθρο 9 του ν. 3959/2011 (Α΄93) δεν εφαρμόζεται σε συγκεντρώσεις επιχειρήσεων
που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Το κύρος των δικαιοπραξιών που
καταρτίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου εξαρτάται από την απόφαση της Επιτροπής
Ανταγωνισμού που εκδίδεται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ως άνω νόμου,
εντός τριάντα ημερών από τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της
παραπάνω προθεσμίας εφαρμόζεται αναλόγως το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν.
3959/2011». Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 63Δ συνάγεται ότι αναφορικά με το αντικείμενο της
μεταβίβασης, κατ’ αρχήν δεν υφίσταται περιορισμός ως προς τα περιουσιακά στοιχεία που δύναται να
μεταβιβασθούν, ούτε ποσοτικός, ούτε ως προς το είδος τους (ενν. με τη ρητή εξαίρεση των δανείων
χαμηλής εξασφάλισης). Σε ποσοτικό επίπεδο, δεν προβλέπεται ότι μεταβιβάζεται υποχρεωτικά το
μεγαλύτερο ή έστω σημαντικό μέρος της περιουσίας του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, αλλά
καταλείπεται η εκτίμηση ως προς την έκταση της αναγκαίας για την εξυπηρέτηση των σκοπών του νόμου
μεταβίβασης στην εποπτεύουσα αρχή. Μεταβιβαστά είναι κατ’ αρχήν κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία,
ενώ πρακτικά συχνότερη θα είναι η μεταβίβαση συμβατικών σχέσεων του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος
στο σύνολό τους, όπως λ.χ. οι έννομες σχέσεις από τραπεζικές καταθέσεις, από δάνεια, από πιστώσεις με
αλληλόχρεο λογαριασμό, από χρηματοδοτικές μισθώσεις, από πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων
κ.ο.κ.: η ομαλή συνέχιση της λειτουργίας των εν λόγω έννομων σχέσεων εξυπηρετείται προφανώς όχι
με τη μεταβίβαση μεμονωμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (π.χ. της απαίτησης για την είσπραξη
του ποσού της κατάθεσης), αλλά με τη μεταβίβαση της έννομης σχέσης στο σύνολό της, με όλα τα κύρια
και παρεπόμενα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν. Η κατά τα ανωτέρω λήψη απόφασης για
μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος, ως μέτρο εξυγίανσης, εξυπηρετεί
προεχόντως όχι τα συμφέροντα του ίδιου του πιστωτικού ιδρύματος ή τρίτων αντισυμβαλλομένων του,
αλλά την προστασία του κοινού και τη δημοσίου συμφέροντος. Κριτήριο, επομένως, όχι μόνο για τη
λήψη του μέτρου, αλλά και για την οριοθέτηση της έκτασης της μεταβίβασης θα είναι η διασφάλιση της
χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της συστημικής ευστάθειας, η ελαχιστοποίηση του κόστους
εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και η κατοχύρωση της εμπιστοσύνης του καταθετικού και
επενδυτικού κοινού. Τούτο συνεπάγεται ότι δεν είναι αναγκαίως μεταβιβαστέα κάθε έννομη σχέση του
αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, ακόμη και εάν η παράλειψη της μεταβίβασης θα επιφέρει βλάβη στο
φορέα της (π.χ. ο δανειστής του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος δεν θα μπορέσει να ικανοποιηθεί κατά
την εκκαθάρισή του), αλλά μόνον αυτές, η μεταβίβαση των οποίων κρίνεται από την εποπτεύουσα αρχή
ότι εξυπηρετεί τους προβλεπόμενους στο άρθρο 63Β ν. 3601/2007 σκοπούς (Ζ. Τσολακίδης, ό.π., σ.
364), η επιλογή, δηλαδή, των μεταβιβαζομένων τραπεζικών εργασιών, κατά την ενάσκηση της
διακριτικής ευχέρειας του οργάνου που αποφασίζει την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης, πρέπει να
γίνεται λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω σκοπού του νόμου, ήτοι να αποβλέπει στην προαγωγή της
συστημικής σταθερότητας, με τη μεταβίβαση εκείνων των εργασιών, η ομαλή συνέχιση των οποίων
αποτρέπει τη διάχυση της κρίσης σε άλλες τράπεζες (Γ. Ψαρουδάκης, ό.π., σ. 498). Ειδικότερα, ο τρόπος
μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων του αρχικού ιδρύματος αποτελεί μία από τις βασικές
διαφοροποιήσεις μεταξύ των άρθρων 63Δ και 63Ε, καθώς στην περίπτωση μεταβίβασης σε ήδη
υφιστάμενο πρόσωπο, με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος θεσπίζεται υποχρέωση προς
μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, ενώ στην περίπτωση του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος,
με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία. Εάν ήθελε να
παραλληλίσει την περίπτωση του άρθρου 63Δ με ήδη προβλεπόμενες στο ιδιωτικό δίκαιο, θα εντόπιζε
ομοιότητα με τη μεταβίβαση συνεπεία υποχρέωσης από το νόμο, αφού σε αμφότερες τις περιπτώσεις η
μεταβίβαση δεν πραγματοποιείται μεν ex lege, αλλά με δικαιοπραξία που συνάπτει ο φορέας του
δικαιώματος, η σχετική υποχρέωση όμως, εκπλήρωση της οποίας αποτελεί η μεταβιβαστική δικαιοπραξία,
δεν αποτελεί αντικείμενο δικής του βούλησης, προϊόν δηλαδή της ιδιωτικής αυτονομίας του, αλλά
παράγεται ετερόνομα (ευθέως εκ του νόμου ή εν προκειμένω από απόφαση διοικητικής αρχής). Εφόσον,
έτσι, γίνει δεκτό ότι το άρθρο 63Δ ρυθμίζει κατ’ αρχήν μόνον τη γένεση υποχρέωσης προς μεταβίβαση,
είναι προφανές ότι η μεταβίβαση θα πραγματοποιηθεί με τις διακεκριμένες εκποιητικές συμβάσεις, που
προσιδιάζουν σε κάθε τύπο δικαιώματος (μεταβίβαση κυριότητας κινητού και ακινήτου, εκχώρηση
απαιτήσεων κ.ο.κ.) και ως εκ τούτου για τη μεταβίβαση δικαιωμάτων επί ακινήτων, κινητών ή αύλων
αγαθών θα εφαρμοστούν οι οικείες διατάξεις (ΑΚ 1033 - 1034, ν. 4072/2012 κ.ο.κ.). Το άρθρο 63Δ § 5
εδ. α΄ προβλέπει ότι «Εάν συντρέχει περίπτωση για ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, η μεταβίβαση
σημειώνεται ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και αρχεία με αίτηση του προς η μεταβίβαση προσώπου».
Η αναφορά αυτή σε υποχρέωση τήρησης διατυπώσεων δημοσιότητας επιτρέπει να συναχθεί το
συμπέρασμα ότι η εν λόγω διατύπωση δεν έχει απλώς δηλωτικό χαρακτήρα, αλλά, αντιθέτως, η τήρηση
ή η παράλειψή της θα έχει τις συνέπειες που οι οικείες διατάξεις προβλέπουν, με επακόλουθο η
μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα να μην επέρχεται με μόνη τη σύμβαση του
πιστωτικού ιδρύματος και του αποκτώντος προσώπου, αλλά να απαιτείται επιπλέον και η μεταγραφή ή η
καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Αντίθετα, στην περίπτωση του άρθρου 63Ε με την
εκεί προβλεπόμενη διοικητική πράξη δεν παράγεται απλώς υποχρέωση προς μεταβίβαση, αλλά τα
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 6/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 7/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
μεταβιβάζονται στο πρόσωπο που αποκτά τα περιουσιακά στοιχεία, αλλά φορέας τους παραμένει το
αρχικό πιστωτικό ίδρυμα (Ζ. Τσολακίδης, ό.π., σ. 370). Ομοίως, αξιοπρόσεκτη είναι η παρ. 13 του
άρθρου 63Δ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση κατά την οποία η αξία των μεταβιβαζομένων
στοιχείων του παθητικού υπερβαίνει εκείνη των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού, την
υπολογιζόμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος διαφορά καλύπτει το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του
Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (Τ.Ε.Κ.Ε.), μέχρι ποσού ίσου με την αξία των
εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρουμένης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού, το
δε επιπλέον ποσό καταβάλλεται από το Σκέλος Εξυγίανσης του Τ.Ε.Κ.Ε. (Φ. Αθανασίου, ό.π., σ. 380).
Επίσης, με το άρθρο 63Ζ (αντίστοιχο του οποίου είναι το άρθρο 144 του ν. 4261/2014) προβλέπεται ότι
«Αν κάποιος μέτοχος ή πιστωτής πιστωτικού ιδρύματος θεωρήσει ότι, ως συνέπεια της εφαρμογής ενός
μέτρου εξυγίανσης από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 63Β έως 63Ε, η οικονομική του θέση έχει
επιδεινωθεί σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν το πιστωτικό ίδρυμα ετίθετο άμεσα σε ειδική
εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, ο εν λόγω μέτοχος ή πιστωτής δικαιούται να
ζητήσει αποζημίωση από το Δημόσιο ύψους τέτοιου που να τον αποκαθιστά στη θέση που θα είχε αν
γινόταν απευθείας ειδική εκκαθάριση. Για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος πριν
από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, προκειμένου να αξιολογηθεί εάν υπήρξε πράγματι
χειροτέρευση θέσης, λαμβάνονται υπόψη η έκθεση ή οι εκθέσεις αποτίμησης της παραγράφου 4 του
άρθρου 63Δ και αφαιρείται κάθε ποσό κρατικής ενίσχυσης ή ενίσχυσης από κεντρική τράπεζα που τυχόν
έχει λάβει το πιστωτικό ίδρυμα». Υποστηρίζεται ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να αποκλεισθεί η
προσβολή των αποφάσεων των δημοσίων αρχών που επιβάλλουν τα μέτρα εξυγίανσης, χωρίς να
στερούνται οι δανειστές και οι μέτοχοι δικαστικής προστασίας, ενώ, βέβαια, είναι εξαιρετικά δυσχερής η
θεμελίωση αξίωσης βάσει της διάταξης αυτής (Δ. Τσιμπανούλης, ό.π., σ. 65). Η ίδια δυνατότητα
αναγνωρίζεται και από την πρόσφατη Οδηγία 2014/59, καθώς η αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 5 του
προοιμίου της, κατά την οποία «…, χρειάζεται ένα καθεστώς που θα παρέχει στις αρχές ένα αξιόπιστο
σύνολο εργαλείων για να παρεμβαίνουν αρκετά έγκαιρα και γρήγορα σε ένα μη υγιές ή προβληματικό
ίδρυμα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων χρηματοοικονομικών και οικονομικών
λειτουργιών του και παράλληλα να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της πτώχευσης του ιδρύματος στο
οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το καθεστώς αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ζημίες
βαρύνουν πρώτα τους μετόχους και μετά τους πιστωτές, αρκεί κανείς πιστωτής να μην βαρύνεται με
ζημίες μεγαλύτερες απ’ όσες θα αναλάμβανε εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες
αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, όπως ορίζεται
στην παρούσα οδηγία. Νέες εξουσίες θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές, για παράδειγμα, να διατηρούν
απρόσκοπτη πρόσβαση σε καταθέσεις και πράξεις πληρωμών, να πωλούν βιώσιμα τμήματα του
ιδρύματος, κατά περίπτωση, και να κατανέμουν τις ζημίες κατά τρόπο δίκαιο και προβλέψιμο. Οι εν λόγω
στόχοι θα πρέπει να συμβάλλουν στην αποτροπή της αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών
αγορών και στην ελαχιστοποίηση του κόστους για τους φορολογουμένους», συμπληρώνεται, ιδίως, από
τις σκέψεις 47, 49, 50 και 51 του αυτού προοιμίου κατά τις οποίες: «(47) Όταν εφαρμόζουν εργαλεία
εξυγίανσης και ασκούν εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε
ενδεδειγμένο μέτρο για να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με ορισμένες
αρχές, μεταξύ των οποίων το ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές αναλαμβάνουν κατάλληλο μερίδιο των
ζημιών, ότι η διοίκηση καταρχήν θα πρέπει να αντικαθίσταται, ότι το κόστος της εξυγίανσης του
ιδρύματος ελαχιστοποιείται και ότι οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται ισότιμα. Ειδικότερα, όταν
οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι
διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να μην να εισάγουν άμεσα
ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας. Όταν η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης συνεπάγεται τη
χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να εκτιμώνται σύμφωνα με τις σχετικές
διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Μπορεί να τίθεται θέμα κρατικής ενίσχυσης, μεταξύ άλλων, όταν
γίνεται παρέμβαση με πόρους για εξυγίανση ή από ταμεία εγγύησης των καταθέσεων ως συμβολή στην
εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης», «(49) Οι περιορισμοί στα δικαιώματα
των μετόχων και των πιστωτών θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με το άρθρο 52 του Χάρτη. Επομένως, τα
εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον στα ιδρύματα που βρίσκονται σε σημείο
πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν, και μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη του
στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, τα
εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν το ίδρυμα δεν δύναται να εκκαθαριστεί υπό
κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χωρίς να αποσταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και
τα μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η ταχεία μεταβίβαση και η συνέχεια των συστημικά
σημαντικών λειτουργιών, και όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική για εναλλακτική λύση από τον
ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της όποιας αύξησης κεφαλαίου από τους υφιστάμενους μετόχους
ή τρίτο μέρος, που να επαρκεί για να αποκαταστήσει την πλήρη βιωσιμότητα του ιδρύματος. Επιπλέον,
κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και κατά τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, θα πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και οι ιδιαιτερότητες της νομικής μορφής του
ιδρύματος», «(50) Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Οι
θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα
είχαν υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση. Σε
περίπτωση μεταβίβασης εν μέρει των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε ιδιώτη
αγοραστή ή σε μεταβατική τράπεζα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος υπό εξυγίανση θα πρέπει να
εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Προκειμένου να προστατευθούν οι
μέτοχοι και οι πιστωτές που απομένουν στη διαδικασία εκκαθάρισης του ιδρύματος, θα πρέπει να
δικαιούνται να λάβουν, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 8/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
εκκαθάρισης, όχι λιγότερα από όσα υπολογίζεται ότι θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρο το ίδρυμα είχε
εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας», «(51) Για τον σκοπό της προστασίας του
δικαιώματος των μετόχων και των πιστωτών, θα πρέπει να καθορίζονται σαφείς υποχρεώσεις όσον
αφορά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος
και, εφόσον απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, να αποτιμάται η μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν
οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να αρχίσει αποτίμηση ήδη στη φάση της έγκαιρης παρέμβασης. Πριν
αναληφθεί οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται αντικειμενική και ρεαλιστική
αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος. Η εν λόγω αποτίμηση θα
πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος αμφισβήτησης μόνον μαζί με την απόφαση εξυγίανσης.
Επιπλέον, όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, αφού έχουν εφαρμοστεί τα εργαλεία εξυγίανσης,
θα πρέπει να διενεργείται σύγκριση εκ των υστέρων μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας όντως έτυχαν οι
μέτοχοι και οι πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν σε κανονικές διαδικασίες
αφερεγγυότητας. Εάν κριθεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές έχουν λάβει, κατά την εξόφληση ή κατά την
αποζημίωση των απαιτήσεών τους, λιγότερα από όσα θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες
αφερεγγυότητας, θα πρέπει να δικαιούνται καταβολή της διαφοράς όποτε απαιτείται υπό την παρούσα
οδηγία. Σε αντίθεση με την αποτίμηση πριν από τη δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να
αμφισβητηθεί αυτή η σύγκριση χωριστά από την απόφαση εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι
ελεύθερα να αποφασίζουν τη διαδικασία για τον τρόπο καταβολής, στους μετόχους και τους πιστωτές,
της όποιας διαφοράς έχει προσδιοριστεί ως προς τη μεταχείριση. Η ενδεχόμενη διαφορά θα πρέπει να
καταβάλλεται από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που καθιερώνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία».
Ακολουθώντας τις σκέψεις αυτές, το άρθρο 75 της Οδηγίας προβλέπει ότι «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν
ότι, εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε
μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 73, ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα
με το άρθρο 109 παράγραφος 1, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την
εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τις
χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η μεταβίβαση περιουσιακών
στοιχείων περιουσιακού ιδρύματος κατά το άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007 (και ήδη κατά το άρθρο 141
του ν. 4261/2014) σε άλλο πρόσωπο, ακόμα και σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, δεν συνιστά μορφή
καθολικής διαδοχής. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις που ο νομοθέτης ήθελε μια μεταβίβαση περιουσιακών
στοιχείων να συνιστά μορφή καθολικής διαδοχής με σαφήνεια προέβλεψε αυτό ως έννομη συνέπεια,
όπως έπραξε με τη διάταξη του άρθρου 75 § 1 περ. α΄ του ΚΝ 2190/1920 αναφορικά με τα
αποτελέσματα της συγχώνευσης γενικά επί ανωνύμων εταιριών, όπου ρητά προβλέπεται ότι «… η
μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή» ή με τη διάταξη του άρθρου 16 § 2 του ν.
2515/1997 περί συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία ρητά παραπέμπει σε εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 69 - 80 του ΚΝ 2190/1920. Μία τέτοια έννομη συνέπεια όχι μόνο δεν μπορεί να
συναχθεί, αλλά είναι ασυμβίβαστη με το όλο πλαίσιο του θεσμού για τους ακόλουθους λόγους: α)
Δεδομένου ότι δεν απαγορεύεται η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε περισσότερα πρόσωπα, θα
ακύρωνε πλήρως τους εξυπηρετούμενους με το άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007 σκοπούς η παράλληλη
συνύπαρξη περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων ή προσώπων ως καθολικών διαδόχων ενός άλλου
πιστωτικού ιδρύματος, αφού αυτό θα σήμαινε πολλαπλασιασμό των σχετικών δικών (έστω και υπό
μορφή ομοδικίας) και θα προϋπέθετε προσδιορισμό του ιδανικού μεριδίου συμμετοχής αυτών στη
«διανεμόμενη» περιουσία, ενώ ο κάθε διάδοχος θα αμφισβητούσε την πρόχειρη αποτίμηση των υπό
μεταβίβαση σε αυτόν περιουσιακών στοιχείων και θα ενδιαφερόταν για απόκτηση όσο το δυνατόν
μικρότερου «μεριδίου», όντας απρόθυμος για επιβάρυνσή του με το κόστος ενός μεγαλύτερου μεριδίου.
β) Η κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του ίδιου άρθρου ρητή νομοθετική απαγόρευση μεταβίβασης
των δανείων χαμηλής εξασφάλισης, αν ήθελε θεωρηθεί ότι καθιστά την εντολή μεταβίβασης μια μορφή
καθολικής διαδοχής με «εγκατάσταση επί δήλων», θα δημιουργούσε όμοια προβλήματα με όσα
εκτέθηκαν υπό α΄ ανωτέρω, αφού θα καθιστούσε αναγκαίο τον προσδιορισμό του ποσοστού ευθύνης
του αποκτώντος από τη μεταβίβαση και του ποσοστού ευθύνης του υπό εξυγίανση πιστωτικού
ιδρύματος, δεδομένου ότι μια τέτοια «καθολική» διαδοχή δεν θα ήταν «πλήρης», ακριβώς ενόψει της
διατήρησης περιουσιακών στοιχείων εκτός της μεταβίβασης. γ) Επί καθολικής διαδοχής είναι αυτόθροη η
μεταβίβαση των συμβάσεων εργασίας, κάτι που, ενόψει της σαφούς πρόβλεψης της παρ. 10 του άρθρου
63Δ, όπως προαναφέρθηκε, μόνο με ειδική, αντίθετη με την αμέσως προαναφερόμενη διάταξη,
πρόβλεψη στη σχετική εντολή - συμφωνία μπορεί να συμβεί. δ) Η σαφής πρόβλεψη μη εφαρμογής του
άρθρου 479 ΑΚ είναι απαγορευτική της θεώρησης της διαδοχής ως καθολικής. Συναφώς, δεν πρέπει να
παροράται ότι, μολονότι υπάρχει ομοιότητα μεταξύ πρακτικών αποτελεσμάτων μιας μεταβίβασης
περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007 και μιας συγχώνευσης με απορρόφηση
πιστωτικού ιδρύματος, υπάρχει σαφής διαφορά στη διαδικασία που αυτό συμβαίνει και στο
εξυπηρετούμενο με την κάθε διαδικασία συμφέρον, καθόσον, ενώ μια συγχώνευση πιστωτικών
ιδρυμάτων γίνεται με πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων και προς εξυπηρέτηση των κοινών ιδιωτικών
τους συμφερόντων, το κατ’ άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007 μέτρο - εργαλείο εξυγίανσης ενεργεί με
κρατικό παρεμβατισμό και χάριν εξυπηρέτησης ουσιαστικά δημοσίου συμφέροντος, κάτι που
επιβεβαιώνεται εμφαντικά με την κατ’ άρθρο 63Δ § 13 πρόβλεψη εξωτικής χρηματοδότησης της
μεταβίβασης. Ακριβώς οι διαφορές αυτές είναι που δεν επιτρέπουν ούτε αναλογική εφαρμογή της περί
καθολικής διαδοχής πρόβλεψης του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 (με παραπομπή στον ΚΝ 2190/1920).
Έτσι για αυτή την ειδικά ρυθμιζόμενη «διαδοχή λόγω εξυγίανσης» προβλέπονται μερικά πρακτικά
αποτελέσματα όμοια με αυτά που προβλέπονται επί συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων μόνο στο μέτρο
που ο νομοθέτης εκφράστηκε ρητά προς τούτο, όπως δηλαδή έπραξε αναφορικά με τη συνέχιση των
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 9/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
δικών σε σχέση με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 63Δ § 5 εδ. δ΄ν. 3601/2007),
επιλογή εύλογη και σύμφωνη με τους επαγγελλόμενους στο άρθρο 63Β σκοπούς, αφού διασφαλίζεται η
συνέχιση των εκκρεμών δικών χωρίς να απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων περί διακοπής και
επανάληψης δίκης που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 287 επ. και 290 επ. ΚΠολΔ
αναφορικά με τη συνήθη περίπτωση της καθολικής διαδοχής, λόγω κληρονομικής διαδοχής. Σε
περίπτωση, βέβαια, που γινόταν δεκτό, έστω αναλογικά, ότι συντρέχει περίπτωση καθολικής διαδοχής,
αυτό θα διασφάλιζε περισσότερο τα συμφέροντα των μετόχων και συγκεκριμένων ομάδων πιστωτών
(π.χ. ομολογιούχων) του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος. Πλην όμως, τόσο η επιλογή του
εσωτερικού νομοθέτη, όπως αυτή εκφράστηκε με το άρθρο 63Ζ και ήδη το άρθρο 144 του ν.
4261/2014, όσο και του κοινοτικού, όπως αυτή εκφράστηκε με το άρθρο 75 της Οδηγίας 2014/59, ήταν
σε τέτοιες ομάδες να παρέχεται η δυνατότητα αποζημίωσης σε περίπτωση που η μεταβίβαση οδηγεί σε
πραγματική μείωση της περιουσιακής τους θέσης, επιβεβαιώνει ότι βούληση αυτών (νομοθετών) ήταν να
μη λειτουργεί η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο
πρόσωπο ως μορφή καθολικής διαδοχής, αφού άλλως δεν θα συνέτρεχε λόγος θέσπισης τέτοιας
αποζημίωσης.
2. Αντίστοιχο νομικό πλαίσιο θεσπίστηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 17 (Ι) του 2013 «περί
εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων» της 22-3-2013. Ειδικότερα: Α) κατά το άρθρο 3 «Γενικές
αρχές εξυγίανσης» του Νόμου αυτού: «(1) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως Αρχή Εξυγίανσης
δύναται να αποφασίζει από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, με
γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των πιο κάτω στόχων: (α) Τη συνέχιση προσφοράς κρίσιμων
τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, (β) την πρόληψη δημιουργίας ή εξάπλωσης κινδύνων
που πιθανόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος,
εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, (γ) τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοοικονομικό
σύστημα, (δ) την προστασία των δημόσιων πόρων αποτρέποντας επηρεαζόμενα ιδρύματα από το να
βασίζονται σε δημόσια στήριξη για τη διάσωσή τους, (ε) την προστασία των καταθετών που καλύπτονται
από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, (στ) την ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης για τους
φορολογούμενους, (ζ) την προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου
συμφέροντος. (2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο
(1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές: (α) Οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση
επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, (β) οι
πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημίες μετά τους μετόχους, σύμφωνα με
τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4, (γ) εκτός όπου
προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, ή εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου
συμφέροντος, οι πιστωτές της ίδιας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης, (δ) οι πιστωτές του ιδρύματος
που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της
εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο
εναλλακτικά σε εκκαθάριση, (ε) δύναται να αντικαθίσταται η ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση του
ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, (στ) τα ανωτέρα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος που
υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται ζημίες ανάλογες, με την ατομική ευθύνη που φέρουν για τους
λόγους που έθεσαν το ίδρυμα σε εκκαθάριση, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου, (ζ) η επέμβαση επί
των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (η) δεν δημιουργείται σύγκρουση με το κοινοτικό πλαίσιο για τις δημόσιες
ενισχύσεις και τους κανόνες ανταγωνισμού. Νοείται ότι, οποιεσδήποτε ζημίες, δαπάνες ή άλλα έξοδα, τα
οποία προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναλαμβάνονται πρωτίστως από τους
μετόχους και τους πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ενώ μόνον εφόσον εξαντληθούν
οι πόροι των μετόχων και των πιστωτών, οι ζημίες, οι δαπάνες και τα άλλα έξοδα που προκύπτουν από
την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναλαμβάνονται προσωρινά από το Ταμείο Εξυγίανσης. …», Β)
κατά το άρθρο 7 «Λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης» του ίδιου νόμου: «(1) Η Αρχή Εξυγίανσης,
αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, την έκθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για
την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του επηρεαζόμενου ιδρύματος και το σχέδιο εξυγίανσης που
ετοιμάζεται από την Αρχή Εξυγίανσης σε συνεργασία με την αρμόδια εποπτική αρχή βάσει του άρθρου
30Β των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 και του άρθρου 12Γ των περί
Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, ανάλογα με την περίπτωση, έχει την εξουσία να
απαιτήσει από το εν λόγω ίδρυμα να εφαρμόσει τα ακόλουθα μέτρα εξυγίανσης, είτε μεμονωμένα, είτε
σε συνδυασμό: (α) Αύξηση κεφαλαίου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, (β) πώληση εργασιών,
δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9, (γ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή
υποχρεώσεων σε ενδιάμεση τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, (δ) μεταβίβαση
περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δυνάμει των
διατάξεων του άρθρου 11, (ε) διάσωση με ίδια μέσα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12. Νοείται ότι
το μέτρο εξυγίανσης της παραγράφου (δ) δύναται να εφαρμοστεί μόνο σε συνδυασμό με ένα ή
περισσότερα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος εδαφίου. …», Γ) κατά το άρθρο 9 «Πώληση εργασιών» του
ίδιου νόμου: «(1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την πώληση
εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα
πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν την κατάλληλη άδεια διεξαγωγής τέτοιων εργασιών, προκειμένου να
συνεχίσουν τις εργασίες αυτές, μη περιλαμβανομένης ενδιάμεσης τράπεζας, με εμπορικούς όρους,
σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με κρατικές ενισχύσεις και τηρουμένης της
διαδικασίας του εδαφίου (4), ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των
μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος: Νοείται ότι η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να ασκεί έλεγχο στο
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 10/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, έτσι ώστε να μπορεί να διαχειριστεί και να διαθέσει τα περιουσιακά
στοιχεία και την περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση. (2) Για την πώληση εργασιών,
κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μία ή περισσότερες φορές,
διαδοχικά ή παράλληλα, την σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα: (α) μεταβίβαση
τίτλων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, (β) μεταβίβαση μερικών ή όλων των
περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του εν λόγω ιδρύματος. (3) (α) Η μεταβίβαση
τίτλων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δύναται: (i) να αναφέρεται σε μεταβίβαση
συγκεκριμένων τίτλων ή τίτλων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, (ii) να καθορίζει πρόνοιες για, ή σε
σχέση με, τη μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων. (β) Η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας θεωρείται καθ’ όλα
έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που
επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή όρων σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο,
περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης με νομικές διαδικασίες που διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει,
μεταξύ άλλων, του άρθρου 17 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 ή του περί
Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 ή των περί Δημοσίων
Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 έως 2009. Νοείται ότι στην περίπτωση τίτλων ιδιοκτησίας
συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 12Α των περί Συνεργατικών
Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013. (4) (α) Η Αρχή Εξυγίανσης καλεί όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ή
άλλα πρόσωπα, τα οποία, κατά την κρίση της, και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν πληροφορίες,
είναι κατάλληλα για την κτήση τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή
υποχρεώσεων από πώληση εργασιών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε άτυπη και
εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους. (β) Τα πιστωτικά ιδρύματα ή
άλλα πρόσωπα που καλούνται για υποβολή προσφορών, καθώς και οι διευθυντές, υπάλληλοι και
συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο, ως προς τη διαδικασία υποβολής πληροφοριών και τυχόν
πληροφορίες που έχουν αποκτήσει μέσω αυτής. (γ) Πρόσωπο, που παραβαίνει τις διατάξεις της
παραγράφου (β), υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€ 300.000).
(5) Η Αρχή Εξυγίανσης καθορίζει το αντάλλαγμα της πώλησης στη βάση των προσφορών που έχουν
ληφθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία αποτίμησης των μεταβιβαζομένων τίτλων ιδιοκτησίας,
περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22. (6) Σε
περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων υπερβαίνει την αξία των
μεταβιβαζομένων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία αποτίμησης που διενεργείται,
δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, το ποσό της διαφοράς καλύπτεται από το Ταμείο Εξυγίανσης,
αφού πρώτα καταβάλει το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων
καταθέσεων, αφαιρουμένης της αξίας των μεταβιβαζομένων περιουσιακών στοιχείων. (7) Η Αρχή
Εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες για να τεθούν σε πώληση τα περιουσιακά
στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, που η Αρχή Εξυγίανσης σκοπεύει να μεταφέρει. (8) Η διαδικασία
που προνοείται στο εδάφιο (7) πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: (α) Είναι όσο το
δυνατόν διαφανέστερη, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και, ιδίως, την ανάγκη να διατηρηθεί η
χρηματοοικονομική σταθερότητα, (β) δεν ευνοεί κάποιους δυνητικές αγοραστές, ούτε δημιουργεί
διακρίσεις μεταξύ τους, (γ) δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων, (δ) δεν προσφέρει τυχόν
αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή, (ε) λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί
ταχέως η δράση εξυγίανσης, (στ) στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των
σχετικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Νοείται ότι τα κριτήρια που καθορίζονται στο παρόν
εδάφιο δεν εμποδίζουν την Αρχή Εξυγίανσης να προσκαλέσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.
(9) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο πώλησης εργασιών, χωρίς να συμμορφώνεται με
τις διαδικασίες, που καθορίζονται στο εδάφιο (8), όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω
διαδικασίες ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και, ιδίως,
εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Η Αρχή Εξυγίανσης θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική
απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την ενδεχόμενη
εκκαθάριση του ιδρύματος υπό εξυγίανση και β) η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να
υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων ως προς την αντιμετώπιση
της απειλής αυτής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης, που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του
εδαφίου (1) του άρθρου 3». Επίσης, στο άρθρο 13 «Μεταβίβαση τίτλων» του αυτού ως άνω νόμου,
μεταξύ άλλων, ορίζονται τα ακόλουθα: «… (3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων της
παραγράφου (β) του εδαφίου (1), στο διάταγμα που εκδίδει η Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει των άρθρων 9,
10, και 11, δύνανται να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, πρόνοιες αναφορικά με: … (γ) την αντιμετώπιση
του αποκτώντος προσώπου ως να είναι το ίδιο πρόσωπο με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, σε
σχέση με τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται, … (στ) τη
μεταβίβαση συμβάσεων εργασίας υπαλλήλων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, στο αποκτών
πρόσωπο … (5) Στην περίπτωση όπου τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή
υποχρεώσεις διέπονται από νόμους άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας: α) εάν οι νόμοι αυτοί
επιτρέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, τότε το ίδρυμα
που υπόκειται σε εξυγίανση και το αποκτών πρόσωπο, προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για
να γίνει η εν λόγω μεταβίβαση, και β) εάν οι νόμοι αυτοί δεν επιτρέπουν τη μεταβίβαση περιουσιακών
στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το αποκτών πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την εκπλήρωση των
υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση για τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία,
δικαιώματα ή υποχρεώσεις. (6) Για σκοπούς μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή
υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 11, χρέη ή υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης
(δευτεροβάθμιο κεφάλαιο) και μετοχικό κεφάλαιο εξαιρούνται, και παραμένουν στην ιδιοκτησία του
ιδρύματος που τίθεται σε εκκαθάριση». Στο δε μέρος VII «Δικαίωμα αποκατάστασης» του ίδιου νόμου,
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 11/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
3. Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 "περί δικαστικών ενσήμων", όπως
μεταγενέστερα ερμηνεύθηκε αυθεντικά, τροποποιήθηκε και ισχύει, ο ενάγων, εάν παραλείψει την
προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή
του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο,
πράγμα που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής,
εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1337/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2005 ΕλλΔνη 2007.
803). Περαιτέρω, κατά την αρχική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 7 § 3 του ν.δ. 1544/1942 «Η
ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ είναι ότι είς το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δέν
υπόκεινται αί απλώς αναγνωριστικαί αγωγαί ώς και αί περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και
αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Με το άρθρο 70 § 3 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄165/25-7-2011), η
άνω παράγραφος αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν.
ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί
ακυρώσεως πλειστηριασμού». Παράλληλα η διάταξη του άρθρου 72 § 14 του ίδιου νόμου προέβλεψε ότι
«Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που
ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Ακολούθως, με το άρθρο 21 του ν. 4055/2012
(ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012), έγιναν οι ακόλουθες προβλέψεις περί δικαστικού ενσήμου: «-1. Η παράγραφος
3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄189) που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011
(Α΄165) αντικαθίσταται ως εξής: ‘‘3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912,
δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β,
καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την
ακύρωση πλειστηριασμού’’. -2. Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α΄
165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του,
εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού». Ήδη, η διάταξη του πρώτου
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 12/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου
πρώτου παράγραφος ΙΓ΄ «Ρυθμίσεις Θεμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων» περ. 6 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222/12-11-2012), ορίζει ότι: «1. Το δικαστικό ένσημο
καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 ‰) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου
δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο
κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ». Με τις
ανωτέρω διατάξεις εντός χρονικού διαστήματος δεκαέξι (16) μηνών (Ιούλιος 2011 - Νοέμβριος 2012)
έγιναν σημαντικές τροποποιήσεις σε όσα ίσχυαν περί δικαστικού ενσήμου, καθώς θεσπίστηκε ότι και οι
αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (άρθρο 70 § 3 ν. 3994/2011),
υποχρέωση από την οποία μετέπειτα εξαιρέθηκαν οι αναγνωριστικές αγωγές αναφορικά με εργατικές
διαφορές, διαφορές από αμοιβή για παροχή εργασίας, αυτοκινητιστικές διαφορές και διαφορές για
διατροφή (άρθρο 21 § 1 ν. 4055/2012), εν τέλει δε αυξήθηκε - διπλασιάστηκε και το ποσοστό του
δικαστικού ενσήμου (άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΓ΄ περ. 6 ν. 4093/2012), ενώ διευκρινίστηκε και ότι
δεν υπόκεινται σε καταβολή δικαστικού ενσήμου οι περιπτώσεις καταψηφιστικών αγωγών που είχαν
ασκηθεί μέχρι και τις 24-7-2011 και ακολούθως «μετατράπηκαν» σε αναγνωριστικές αγωγές (άρθρο 21
§ 2 ν. 4055/2012). Ενόψει των ανωτέρω τροποποιήσεων υποστηρίχθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής
δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη ως αντίθετη με το άρθρο 20 του
Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., με το σκεπτικό ότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός που
παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση
του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (ΠολΠρΠατρ 104/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΧαν 3/2013
ΝοΒ 2013. 415 = Αρμ 2013. 480 = ΕΠολΔ 2013. 251, ΜονΠρΑθ 669/2013 Αρμ 2013. 2108). Πριν τις
τροποποιήσεις αυτές είχε γίνει δεκτό αναφορικά με το δικαίωμα του διαδίκου να διατυπώσει τις απόψεις
του ενώπιον του δικαστηρίου ότι αμφότερες οι διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, ήτοι τόσο το 20 § 1
του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα
του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, δεν αποκλείουν παράλληλα στον κοινό νομοθέτη να
θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της
δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής
απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων
επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού
δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας, και ότι στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται
από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των
αποτιμητών σε χρήμα καταψηφιστικών αγωγών, χωρίς από αυτό το λόγο να αναιρείται ή περιορίζεται το
ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης του διαδίκου από τη δικονομική συνέπεια
της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παράλειψής του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του
(άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 § 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν
λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και
παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα που επιδικάζονται στο διάδικο που
νίκησε (ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα δύο τελευταία επιχειρήματα
δεν τίθενται προς επίρρωση της προηγούμενης κρίσης, όπως συνάγεται από τη χρήση του επιρρήματος
«επιπροσθέτως», αλλά, κατά τη μη προκρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη, προς θεμελίωση
αυτής, η ισοβαρής παράθεση αυτών («παράλληλα») υποδηλώνει ότι, μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις
περί δικαστικού ενσήμου, και μόνη η επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης στο νικητή διάδικο δεν επιτρέπει
την κρίση ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών αντίκειται στο άρθρο 20
§ 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011, αναφορικά
με το κρίσιμο άρθρο 70 που τροποποίησε τα περί δικαστικού ενσήμου, εκτίθενται τα ακόλουθα: «Με την
άσκηση και συζήτηση μιας αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί ένα πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει
συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον
καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά
αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η
καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της δικής (αιτουμένου κεφαλαίου και των επ’ αυτού
τόκων). Η πρακτική αυτή στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και άλλα
ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα, ενώ οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών
δυνατοτήτων. Με την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών στις οποίες
περιλαμβάνονται βεβαίως και οι καταψηφιστικές μετά τον περιορισμό του αιτήματός τους σε μόνο το
αναγνωριστικό, θα επέλθει αύξηση των δημοσίων εσόδων, ενώ θα αποτραπεί η συζήτηση προπετών και
αβασίμων αγωγών. Σημειώνεται εδώ ότι το τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στη δικαστική
δαπάνη που θα επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος και εις βάρος του αιτηθέντος εναγομένου». Από τα
ανωτέρω συνάγεται, μεταξύ άλλων, όχι μόνο ότι ο νομοθέτης κατά την πρόσφατη τροποποίηση έλαβε
υπόψη του την προηγούμενη απόφαση του Αρείου Πάγου επί της συνταγματικότητας και συμβατότητας
με την ΕΣΔΑ της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ. ιδίως τελευταία πρόταση της
άνω αιτιολογίας), αλλά προεχόντως ότι επεδίωξε μια μετάθεση του χρονικού σημείου καταβολής του εν
λόγω τέλους, εξισώνοντας τις προϋποθέσεις απονομής δικαιοσύνης κατά το κύριο στάδιο της
διαγνωστικής δίκης. Ειδικότερα, και πριν την άνω τροποποίηση η πλήρης παροχή έννομης προστασίας
υπέκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής
προστασίας αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε
σε εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο κατά
το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, στο οποίο ωστόσο, όπως είναι
γνωστό από την πράξη, δεν ήταν δεδομένο ότι θα κατέληγε μια δικαστική αντιπαράθεση, αφού αρκετές
υποθέσεις αποτιμητές σε χρήμα έκλειναν με την εκούσια συμμόρφωση του εναγόμενου με το διατακτικό
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 13/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
της αναγνωριστικής απόφασης, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο και σε περιπτώσεις καταψηφιστικών
αποφάσεων, όταν ο εναγόμενος δέχεται να συμμορφωθεί εκούσια με το διατακτικό τους, ακριβώς για να
αποφύγει την επιβάρυνση με τα έξοδα εκτέλεσης. Σε αμφότερες, μάλιστα, τις περιπτώσεις, τόσο,
δηλαδή, με την έκδοση μιας αναγνωριστικής όσο και με την έκδοση μιας καταψηφιστικής απόφασης επί
διαφοράς αποτιμητής σε χρήμα ο «μηχανισμός» απονομής δικαιοσύνης έχει κινηθεί εξίσου, αφού
ελάχιστη είναι η πρακτική διαφοροποίηση του σκεπτικού και διατακτικού μιας καταψηφιστικής από μια
αναγνωριστική απόφαση. Πρακτικά, λοιπόν, με τις ανωτέρω πρόσφατες ρυθμίσεις μετατίθεται το στάδιο
κατά το οποίο επιβάλλεται νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί δικαστικής προστασίας με
αναγνωριστικό αίτημα και αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική
δίκη, με την προβλεπόμενη από το άρθρο 21 § 1 του ν. 4055/2012 εξαίρεση σημαντικού αριθμού
υποθέσεων για τις οποίες ο νομοθέτης προφανώς εξέλαβε ως πιθανή μια δυσχέρεια στην καταβολή του
τέλους δικαστικού ενσήμου (για τις οποίες διατηρείται η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου
προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση αναγνωριστική απόφαση). Σε κάθε περίπτωση,
διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004 με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να
παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την
καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 § 2 ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων
αυτής, κατ’ άρθρο 1 § 2 του νόμου αυτού, ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν
υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική
Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους. Επίσης,
οι τροποποιήσεις αυτές πληρούν τα κριτήρια που κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ απαιτούνται προκειμένου
ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της
ΕΣΔΑ και δη εάν με αυτόν επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός και εάν τηρείται ένας εύλογος
(“reasonable”) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. σκέψη υπ’
αριθ. 36 της από 24-5-2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας
(63945/00)]. Αυτό συμβαίνει διότι, όπως προκύπτει από την άνω διατύπωση της σχετικής αιτιολογικής
έκθεσης, με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός ενίσχυσης της
δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης,
και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε και με τους λοιπούς
αναφερόμενους στην ίδια έκθεση και συνεπιδιωκόμενους σκοπούς, μη εύλογη μια επιβάρυνση του
ενάγοντος με τέλος το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του
χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο
προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δεν είναι 8‰, αλλά 11,0304‰, ήτοι 1,10304%). Μία
τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στη δικαιοσύνη,
ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Συναφώς, ο διπλασιασμός του
τέλους από 4‰ σε 8‰ δεν μπορεί να θεωρηθεί μη αναγκαίος, διότι αν πράγματι συνέβαινε ο επί
πολλές δεκαετίες υπολογισμός του δικαστικού ενσήμου με βασικό ποσοστό 4‰ να κάλυπτε τις
λειτουργικές ανάγκες της δικαιοσύνης, δεν θα υφίστατο ανάγκη για αύξηση του αριθμού των
υπηρετούντων στα δικαστήρια (Δικαστικών Λειτουργών και Δικαστικών Υπαλλήλων) και για συνεχή
βελτίωση των κτιριακών υποδομών και εν γένει της υλικοτεχνικής υποδομής. Μάλιστα, αν σε κάποιες
περιπτώσεις έχει γίνει διόγκωση του αιτούμενου ποσού για λόγους αρμοδιότητας του δικαστηρίου (ιδίως
επί περιπτώσεων που διώκεται η επιδίκαση ηθικής βλάβης) και π.χ. γνωρίζει ο διάδικος ότι πιθανότατα
δεν θα επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση 100.000,00 ευρώ, αλλά 10.000,00 ευρώ (οπότε εν τοις
πράγμασι το τέλος δικαστικού ενσήμου με βάση το αγωγικά αιτούμενο ποσό, ανερχόμενο με τις επ’
αυτού προσαυξήσεις σε 1.103,04 ευρώ, ισούται με περίπου το 10% του μάλλον αναμενόμενου
επιδικαστέου ποσού), και πάλι δεν τίθεται θέμα «δυσβάσταχτου οικονομικά» μέτρου. Αυτό συμβαίνει
διότι ακόμα και ένας τέτοιος διάδικος, χαρακτηριζόμενος από την αιτιολογική έκθεση «προπετής»,
δύναται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης να περιορίσει το κονδύλιο ηθικής βλάβης στο μάλλον
αναμενόμενο επιδικαστέο ποσό (10.000,00 ευρώ) και έτσι τελικά να καταβάλει για τέλος δικαστικού
ενσήμου το ποσό των 110,30 ευρώ και να αποκατασταθεί με ενέργειες του ιδίου η άνω θεμιτή αναλογία
(περίπου 1,1%), έχοντας μάλιστα ο διάδικος αυτός επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό της εκδίκασης της
διαφοράς από ανώτερο δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 221 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ.
Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο
εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον
ενάγοντα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος σε
περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής
προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους
δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως
«τέλος». Είναι ορθή η παρατήρηση ότι η είσπραξη του τέλους αυτού από τον εναγόμενο προϋποθέτει
δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης που εκδίδεται σε βάρος του, κάτι που δεν είναι πάντοτε δεδομένο
(ΜονΠρΑθ 669/2013 Αρμ 2013. 2110), πλην όμως αυτή η επισήμανση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως
κριτήριο αντίθεσης των πρόσφατων τροποποιήσεων με τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και της
ΕΣΔΑ, διότι υπό τον ίδιο κίνδυνο, αδυναμίας αναγκαστικής εκτέλεσης, τον οποίο αναλαμβάνει ο κάθε
ενάγων, τελεί η οποιαδήποτε προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η δε μη επιβολή του τέλους αυτού και επί των
ανεπίδεκτων χρηματικής αποτίμησης διαφορών (για τις οποίες θα μπορούσε π.χ. να προβλεφθεί ένα
πάγιο ποσό) αποτελεί προφανώς νομοθετική επιλογή και δεν μπορεί εξ αυτής να αντληθεί επιχείρημα
υπέρ αντίθεσης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου επί χρηματικά
αποτιμητών διαφορών. Προς τούτο λαμβάνεται υπόψη ότι μπορεί όλες οι διαφορές να κινητοποιούν το
σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αλλά δεν πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις, αφού το ένα είδος
υποθέσεων είναι αποτιμητό σε χρήμα και το άλλο μη αποτιμητό, με τις διαφορές που είναι μη αποτιμητές
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 14/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
σε χρήμα να είναι πολύ λιγότερες από τις αποτιμητές σε χρήμα και με αδυναμία τήρησης μιας σύμμετρης
ανταποδοτικότητας επί διαφορών μη αποτιμητών σε χρήμα, με σύστοιχη αδυναμία προπετούς διόγκωσης
του αντικειμένου της διαφοράς. Εξάλλου, δεν μπορεί να ελέγχεται δικαστικά ο νομοθέτης για
αντισυνταγματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου - μέσου, επειδή επέλεξε να εξαιρέσει της εφαρμογής
του μια κατηγορία υποθέσεων (τις ανεπίδεκτες χρηματικής αποτίμησης), όπως γενικότερα δεν μπορεί να
ελεγχθεί δικαστικά ο νομοθέτης για αντισυνταγματική επιβολή ενός τέλους, με μόνο το σκεπτικό ότι
εξαίρεσε κάποιους πολίτες της καταβολής του, ανεξάρτητα του πολιτικού ελέγχου για μια τέτοια επιλογή
του. Εξάλλου, στο ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να καταλήξει ο νομοθέτης αν με το ν.
3994/2011 προέβλεπε ότι επιτρέπεται η άσκηση αναγνωριστικών αγωγών μόνο επί διαφορών μη
αποτιμητών σε χρήμα και μετέπειτα επέκτεινε τη δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικών αγωγών στον
κύκλο περιπτώσεων που ήδη δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου. Μια τέτοια νομοθετική
επιλογή, ως μέσο εξειδίκευσης του τρόπου της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας δεν θα μπορούσε να
κριθεί αντίθετη με τις κρίσιμες υπερνομοθετικές διατάξεις, καθόσον στο νομοθέτη απόκειται να
εξειδικεύει τα μέσα με τα οποία ο πολίτης δύναται να ζητήσει δικαστική προστασία. Ως εκ τούτου, αφού
το ίδιο αποτέλεσμα επέρχεται με τις πρόσφατες τροποποιήσεις στις διατάξεις περί δικαστικού ενσήμου,
δεν μπορεί να εγερθεί ζήτημα παραβίασης του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της
ΕΣΔΑ, όταν το ίδιο αποτέλεσμα δικαστικής προστασίας θα μπορούσε να επέλθει και με άλλον τρόπο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν, οι νέες ρυθμίσεις ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που
διέπει την απονομή δικαιοσύνης, κατά την προκρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη, δεν είναι
αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ζήτημα παραβίασης των
υπερνομοθετικών αυτών διατάξεων θα εγειρόταν σε περίπτωση που αξιωνόταν η καταβολή τέλους
δικαστικού ενσήμου και σε περιπτώσεις αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο αποτιμητό σε
χρήμα, κάτι όμως που δεν προβλέπεται ρητά ακόμα και από τις πρόσφατες τροποποιήσεις, ούτε μπορεί
να συναχθεί από τη διατύπωση «κάθε άλλου δικογράφου», διότι, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, η
αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εκ της φύσης της δεν οδηγεί σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς,
αλλά παρέχει προσωρινή δικαστική προστασία και ακολουθεί η άσκηση αγωγής, οπότε και καταβάλλεται
το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο και για το λόγο αυτό ρητά είχε εξαιρεθεί η συγκεκριμένη διαδικασία από
την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου (ΜονΠρΑθ 136/2013 ΕλλΔνη 2013. 225). Θα
μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ένα επί ασφαλιστικών μέτρων καταβλητέο δικαστικό ένσημο θα ήταν
συνυπολογιστέο στο κατά την τακτική διαδικασία οφειλόμενο δικαστικό ένσημο. Πλην όμως ένα τέτοιο
επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει ανεκτό ενόψει της φύσης των ασφαλιστικών μέτρων, ως μέτρου
επείγοντος και αποτελούντος το πρώτο στάδιο παροχής δικαστικής προστασίας, κατά το οποίο δίνεται
βαρύνουσα σημασία στη δυνατότητα του πολίτη να ζητήσει δικαστική προστασία [βλ. σχ. σκέψη υπ’
αριθ. 42 της από 24-5-
2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Εξάλλου και από την
ίδια τη διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης είναι προφανές ότι ο νομοθέτης είχε υπόψη του τις αγωγές
και όχι τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Ωστόσο, υπό την ισχύ των νέων διατάξεων γεννάται ζήτημα
αντισυνταγματικότητας εφόσον απαιτηθεί η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου προκειμένου να
εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση αναγνωριστική απόφαση για την οποία έχει ήδη καταβληθεί το τέλος
αυτό. Σε μία τέτοια περίπτωση θα πρόκειται για διπλή καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου επί
ουσιαστικά μίας και αυτής διαφοράς, κάτι που είναι αντίθετο με το συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 4 § 1 και 20 του Συντάγματος, αφού όσοι πολίτες διώκουν την παροχή πλήρους δικαστικής
προστασίας με πρώτο στάδιο οριστικής κρίσης την αναγνώριση της απαίτησής τους θα τίθενται σε
αδικαιολόγητα δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους πολίτες που θα διώκουν απευθείας την καταψήφιση
της αυτής έκτασης απαίτησής τους, συναξιολογώντας προς τούτο ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής με
βάση προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση είναι όλως διαδικαστικού χαρακτήρα. Όσο,
λοιπόν, το ενδεχόμενο αυτό παραμένει χωρίς ειδική νομοθετική ρύθμιση, με την ανωτέρω ερμηνευτική
κρίση περί αντισυνταγματικότητας σε μια δεύτερη εφαρμογή του νόμου για τον ίδιο διάδικο, αποτρέπεται
μια τέτοια διπλή καταβολή δικαστικού ενσήμου επί ουσιαστικά μίας και αυτής διαφοράς, εξασφαλίζοντας
έτσι τη θεμιτή ισότητα στην παρεχόμενη πλήρη δικαστική προστασία, αφού άλλως θα ήταν
συνταγματικώς μη ανεκτό π.χ. ένας πολίτης που διώκει την καταβολή ποσού 30.000,00 ευρώ να πρέπει
να καταβάλει μία φορά δικαστικό ένσημο και ένας άλλος πολίτης που θα ζητούσε σε πρώτη φάση να
αναγνωριστεί η υποχρέωση του αντιδίκου του σε καταβολή ποσού 30.000,00 ευρώ να κατέβαλε δύο
φορές τέλος δικαστικού ενσήμου, μία φορά για την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης και μία φορά για
την έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή τους, κατά τη δέουσα εκτίμηση
του δικογράφου της, ισχυρίζονται ότι το Μάιο του έτους 2012 κατέστησαν δικαιούχοι του ομολόγου XS
0794125467, έκδοσης της «CYPRUS POPULAR BANK», λήξης 26-5-2016, ονομαστικής αξίας: i)
123.000,00 ευρώ οι τρεις πρώτοι από αυτούς, ii) 101.000,00 ευρώ ο τέταρτος και η πέμπτη από αυτούς,
iii) 1.516.000,00 ευρώ ο έκτος και ο έβδομος από αυτούς, iv) 2.059.000,00 ευρώ ο όγδοος, η ένατη και
η δέκατη από αυτούς, v) 3.088.000,00 ευρώ ο ενδέκατος και ο δωδέκατος από αυτούς, vi) 426.000,00
ευρώ ο δέκατος τρίτος από αυτούς, vii) 175.000,00 ευρώ ο δέκατος τέταρτος, η δέκατη πέμπτη και ο
δέκατος έκτος από αυτούς, viii) 1.377.000,00 ευρώ ο δέκατος έβδομος, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη
ένατη από αυτούς, ix) 297.000,00 ευρώ ο εικοστός και η εικοστή πρώτη από αυτούς, x) 217.000,00
ευρώ ο εικοστός δεύτερος, η εικοστή τρίτη και η εικοστή τέταρτη από αυτούς, σε αντικατάσταση του
προηγούμενου χαμηλότερης εξασφάλισης ομολόγου XS 9255675794 έκδοσης της ίδιας τράπεζας υπό
την τότε επωνυμία της «MARFIN POPULAR BANK», του οποίου είχαν καταστεί δικαιούχοι κατά τον ειδικά
αναφερόμενο για τον καθένα από αυτούς χρόνο, αποδεχόμενοι την αναφερόμενη απομείωση της
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 15/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ονομαστικής αξίας του αρχικού ομολόγου, ενόψει διαβεβαιώσεων υπαλλήλων της εκδότριας τράπεζας ότι
με τους νεότερους τίτλους η εξασφάλισή τους θα ήταν όμοια με αυτή των καταθέσεων άνω των
100.000,00 ευρώ, όλες δε οι σχετικές συναλλαγές, αρχικής αγοράς και ανταλλαγής, πραγματοποιήθηκαν
στη Θεσσαλονίκη. Ότι το μήνα Μάρτιο του έτους 2013, προς εφαρμογή νόμου της Κυπριακής
Δημοκρατίας περί θέσης της «CYPRUS POPULAR BANK» σε καθεστώς εξυγίανσης, εκδόθηκε το 97/26-3-
2013 διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου περί μεταβίβασης στην εναγόμενη των
υποκαταστημάτων της εν λόγω τράπεζας στην Ελλάδα, τα οποία σε κάθε περίπτωση συνιστούν μια
επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, και προς τούτο συντάχθηκε η από 26-3-2013 σύμβαση
πώλησης και μεταβίβασης, η οποία, κατά τη δέουσα ερμηνεία της, στις μεταβιβαζόμενες υποχρεώσεις
περιλαμβάνει και την ευθύνη πληρωμής των ομολόγων στη λήξη τους, καθώς ρυθμίζει καθολική και όχι
ειδική διαδοχή της «CYPRUS POPULAR BANK» από την εναγόμενη. Ότι, μολονότι είτε ως καθολική
διάδοχος είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 479 ΑΚ, η εναγόμενη οφείλει να τους καταβάλει την
ονομαστική αξία των ομολόγων τους κατά την ημερομηνία λήξης αυτών στις 25-6-2016, ήδη από τις 30-
5-2013 ρητά αμφισβήτησε την υποχρέωσή της αυτή, ενώ δεν τους έχει καταβάλει και το τοκομερίδιο της
1-6-
2013. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη είναι καθολική διάδοχος της
εκδότριας των επιδίκων ομολόγων τράπεζας και να αναγνωριστεί ότι είναι υπεύθυνη με το σύνολο της
περιουσίας της για την καταβολή σε αυτούς του συνόλου της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους στις
26-5-2016, όπως και όλων εν γένει των εξ αυτών υποχρεώσεων, κυρίως λόγω καθολικής διαδοχής και
επικουρικά κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ. Κατά δε τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, με δήλωση των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους που καταχωρίστηκε στα πρακτικά,
παραδεκτά κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 και 297 ΚΠολΔ, ενόψει του ενδεχόμενου
υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, έγινε περιορισμός της αιτούμενης αναγνώρισης σε
100.000,00 ευρώ: α) για τους τρεις πρώτους ενάγοντες, β) ομοίως για τον έκτο και τον έβδομο από
αυτούς, γ) ομοίως για την ένατη και τη δέκατη από αυτούς, δ) ομοίως για τον ενδέκατο και το δωδέκατο
από αυτούς, ε) ομοίως για το δέκατο τρίτο από αυτούς, στ) ομοίως για το δέκατο τέταρτο, τη δέκατη
πέμπτη και το δέκατο έκτο από αυτούς, στ) ομοίως για το δέκατο έβδομο, το δέκατο όγδοο και τη
δέκατη ένατη από αυτούς, ζ) ομοίως για τον εικοστό και την εικοστή πρώτη από αυτούς, η) ομοίως για
τον εικοστό δεύτερο, την εικοστή τρίτη και την εικοστή τέταρτη από αυτούς (διατηρήθηκε στο αιτούμενο
ποσό των 101.000,00 ευρώ για τον τέταρτο και την πέμπτη από αυτούς). Με το παραπάνω περιεχόμενο
και αιτήματα, η αγωγή αυτή αρμοδίως φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική
διαδικασία (άρθρα 18,
31 §§ 3 - 2 και 33 ΚΠολΔ), όσα δε περί έλλειψης δικαιοδοσίας του ισχυρίζεται η εναγόμενη είναι
απορριπτέα ως αβάσιμα, και, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις υπ’ αριθ. 1 και 2 ανωτέρω της
παρούσας, είναι ορισμένη και νόμιμη μόνο ως προς το αίτημα περί αναγνώρισης ευθύνης της
εναγομένης για καταβολή στους ενάγοντες (μέρους) της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους, κατά
μέρος της κύριας βάσης του, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3 και 9 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 «για την εξυγίανση και την
εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων», 9 του Νόμου 17 (1) του 2013 «περί εξυγίανσης πιστωτικών και
άλλων ιδρυμάτων» της Κυπριακής Δημοκρατίας, 200, 361, 489, 513 ΑΚ, 25 ΕισΝΑΚ, 63Δ ν. 3601/2007,
1, 6 ν. 3156/2003, 70, 74 περ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί
δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων της Αγγλίας, ενόψει του όρου 18 του Ενημερωτικού Δελτίου του κρίσιμου
ομολόγου, κατά τον οποίο «τα Δικαστήρια της Αγγλίας έχουν δικαιοδοσία για την επίλυση όλων των
διαφορών που ενδέχεται να ανακύψουν από ή σε σχέση με τα ομόλογα, τις αποδείξεις, τα κουπόνια ή τα
έντυπα» είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι, κατά τη δέουσα, ενόψει της φύσης των
ομολόγων, αντικειμενική ερμηνεία του όρου, σύμφωνα με την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των
συναλλακτικών ηθών, αυτός αφορά σε υποθέσεις μεταξύ προσώπων που αμοιβαία αποδέχονται ότι
συνδέονται με έννομη σχέση δανειστή και οφειλέτη μέσω του ομολογιακού δανείου για το οποίο
εκδόθηκε το συγκεκριμένο «ομόλογο» (ορθότερα «ομολογία»), πρωτότυπα ή παράγωγα σε περίπτωση
υπεισέλευσης στη θέση του εκδότη ή του ομολογιούχου, και όχι σε υποθέσεις, όπως η ένδικη, όπου
αντικείμενο της δικαστικής διάγνωσης είναι αν η εναγόμενη συνδέεται με τους ενάγοντες με έννομη
σχέση ομολογιακού δανείου κατόπιν μεταβίβασης της σχέσης αυτής από την αρχική εκδότρια και
αντικείμενο ερμηνείας είναι η επικαλούμενη σύμβαση πώλησης εργασιών και όχι αυτό καθεαυτό το
ομόλογο, οπότε και θα ενεργοποιούταν ο ανωτέρω όρος περί παρέκτασης. Πάντως, αμφότερα τα
αναγνωριστικά αιτήματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά το άρθρο
70 ΚΠολΔ, καθόσον υπό το πρώτο από αυτά ουσιαστικά ζητείται η μη αποτιμητή σε χρήμα διάγνωση ότι
η εναγόμενη έχει καταστεί φορέας όλων των εννόμων σχέσεων της «Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου», με το
οποίο συνέχεται αναγκαία, κατά τις αγωγικές αιτιάσεις, το έτερο χρηματικά αποτιμητό αναγνωριστικό
αίτημα (που για κάποιους από τους ενάγοντες ακόμα και κατά την αρχική του διατύπωση ήταν υλικής
αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου). Συγκεκριμένα, καθώς, υπό την αρχική διατύπωση του
σχετικού αγωγικού αιτήματος, με σαφήνεια ζητήθηκε η αναγνώριση ευθύνης της εναγομένης σε
καταβολή του συνόλου της ονομαστικής αξίας του ομολόγου κατά τη λήξη του, το αναγνωριστικό αυτό
αίτημα είναι χρηματικά αποτιμητό στην επικαλούμενη για τον κάθε ενάγοντα - ομάδα εναγόντων
ονομαστική αξία του επιδίκου ομολόγου, με επακόλουθο το αντίστοιχο για κάθε ενάγοντα - ομάδα
εναγόντων ποσό, όπως αυτό κατά τα ανωτέρω παραδεκτά περιορίστηκε με την εξαίρεση του τέταρτου
και της πέμπτης από αυτούς, να υπόκειται στη νόμιμη καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ενώ όσα
περί αντισυνταγματικότητας της υποχρέωσης αυτής προέβαλαν οι ενάγοντες με δήλωση ενός των
πληρεξουσίων Δικηγόρων τους που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και με την προσθήκη - αξιολόγησή
τους μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, κατά τα αναλυτικά
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 16/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
εκτιθέμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 3 ανωτέρω της παρούσας. Το δε έννομο συμφέρον για την άσκηση της
αγωγής είναι ενεστώς και δεν ανάγεται στο μέλλον, όπως αβάσιμα αιτιάται η εναγόμενη
επιχειρηματολογώντας από τον επικαλούμενο χρόνο λήξης του ομολόγου (25-6-2016), καθόσον οι
ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη έχει ήδη αμφισβητήσει την ύπαρξη τέτοιας ευθύνης της,
δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να προβεί σε πληρωμή του ομολόγου κατά τη λήξη του και δεν τους έχει
καταβάλει τα τοκομερίδια της 1-6-2013. Περαιτέρω, δεδομένου ότι στο άρθρο 15 της κρίσιμης από 26-3-
2013 «σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης» μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΛΑΪΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και της εναγόμενης ρητά προβλέπεται ότι «η παρούσα
σύμβαση και οποιαδήποτε αντιδικία, διένεξη, δικαστική ενέργεια ή πάσης φύσεως αξίωση που ανακύπτει
στα πλαίσια της παρούσας Σύμβασης ή με οποιονδήποτε τρόπο συνδέεται με αυτήν
(συμπεριλαμβανομένων και των αντιδικιών ή αξιώσεων από μη ενδοσυμβατική αιτία), θα διέπεται από το
Ελληνικό Δίκαιο και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτό», ότι οι προβλέψεις του ημεδαπού δικαίου περί
«εντολής πώλησης» κατ’ άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007 (όπως αυτές εκτέθηκαν στη σκέψη υπ’ αριθ. 1
ανωτέρω της παρούσας), που τυγχάνει εφαρμοστέο ενόψει του χρόνου της επίδικης μεταβίβασης
(ομοίως κατά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 1 ανωτέρω), συμπίπτουν ουσιαστικά με τις
προβλέψεις του Νόμου 17 (1) του 2013 της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ότι με την παραπάνω σύμβαση
δεν καταστρατηγείται καμία διάταξη του τελευταίου νόμου, εφαρμοστέο στις μεταξύ των διαδίκων
σχέσεις στην ένδικη υπόθεση είναι το Ελληνικό Δίκαιο. Αυτό δεν ακυρώνει τις προβλέψεις της Οδηγίας
2001/24/ΕΚ, καθόσον αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της παραπάνω σύμβασης είναι η «χωρίς άλλες
διατυπώσεις» αναγνώριση και παραγωγή αποτελεσμάτων και στην Ελλάδα του επικαλούμενου
Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου περί της πώλησης αυτής δια της κρίσιμης Σύμβασης,
κάτι που γίνεται αποδεκτό και από τον παρόν Δικαστήριο, και απλά η «μετενέργεια» της σύμβασης
αυτής, οι επιπτώσεις της δηλαδή στα μη συμβαλλόμενα μέρη που είχαν συναλλαγεί με τη «ΛΑΪΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» στην ημεδαπή ρυθμίζονται από το Ελληνικό Δίκαιο,
όπως και η ίδια η παραπάνω Σύμβαση. Διαφορετική εκδοχή, δηλαδή ότι, παρά τη ρητή υπαγωγή της
Σύμβασης αυτής στο ημεδαπό δίκαιο, οι περαιτέρω επιπτώσεις αυτής στις σχέσεις όσων είχαν
συναλλαχθεί με την υπό εξυγίανση τράπεζα στην Ελλάδα θα διέπονται αποκλειστικά από το Κυπριακό
Δίκαιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει των σκοπών που υπηρετεί η σύμβαση αυτή, καθόσον η
προστασία του δημοσίου συμφέροντος και η ασφάλεια δικαίου επιβάλλουν την εφαρμογή ενιαίου δικαίου
από την υπογραφή της σύμβασης και εφεξής και όχι τον κατακερματισμό του εφαρμοστέου δικαίου και
την ερμηνεία αυτής (σύμβασης) κατά το Ελληνικό Δίκαιο στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων της
και κατά το Κυπριακό Δίκαιο στις σχέσεις μεταξύ οποιουδήποτε των συμβαλλομένων της και
οποιουδήποτε τρίτου που συναλλάχθηκε με την πωλήτρια τράπεζα στην ημεδαπή. Εξάλλου, ούτε η ίδια η
Οδηγία αποκλείει τη ρύθμιση των περαιτέρω επιπτώσεων ενός μέτρου εξυγίανσης στο εσωτερικό ενός
άλλου κράτους διαφορετικού από εκείνου που άνοιξε η συλλογική διαδικασία, κατά τους κανόνες του
κράτους αυτού, το δίκαιο μάλιστα του οποίου διήπε αρχικά τις σχέσεις των τραπεζικώς συναλλαγέντων.
Σύμφωνα έτσι με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 1 της παρούσας, το αίτημα περί
αναγνώρισης ότι η εναγόμενη είναι καθολική διάδοχος της «ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ
ΛΙΜΙΤΕΔ» είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο και μη νομίμως οι ενάγοντες επιχειρούν να στηρίζουν το έτερο
αγωγικό αίτημα σε επίκληση γενικά καθολικής διαδοχής ή επικουρικά σε εφαρμογή του άρθρου 479 ΑΚ,
του οποίου η εφαρμογή ρητά απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 63Δ § 5 εδ. β΄ του ν.
3601/2007, που είναι εφαρμοστέα αναλογικά στην ένδικη υπόθεση, δεδομένου ότι το παραπάνω άρθρο
του ημεδαπού δικαίου αντιστοιχεί στο άρθρο 9 του Νόμου 17 (1)/2013 της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ
όσα οι ίδιοι αιτιώνται περί εφαρμογής του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 είναι απορριπτέα ως αβάσιμα,
καθόσον δεν συντρέχει κοινή περίπτωση συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων (ή κλάδου αυτών) που
ρυθμίζεται από τον παραπάνω νόμο, αλλά ειδική περίπτωση εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος διεπόμενη
από το ν. 3601/2007. Ωστόσο, κατά τη δέουσα εκτίμηση των αγωγικών αιτιάσεων, η κύρια θεμελίωση
του χρηματικά αποτιμητού αναγνωριστικού αιτήματος είναι διττή, ήτοι στηρίζεται τόσο γενικά σε
επίκληση καθολικής διαδοχής, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, όσο και
σε επίκληση ότι κατά τη δέουσα ερμηνεία της κρίσιμης «σύμβασης πώλησης» το επίδικο ομόλογο
αποτελεί αντικείμενο η μεταβίβαση του οποίου ρυθμίστηκε με την παραπάνω σύμβαση. Ακριβώς, κατά
την τελευταία θεμελίωση το παραπάνω αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο και, αφού οι ενάγοντες κατέβαλαν
το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις επ’ αυτού νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ. τα 4944109, -10,
-11, -13, -14, -37, -38/9-5-
2014, 4944238/13-5-2014 και 4944430/15-5-2014 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Α΄ Θεσσαλονίκης,
τα 8919751, 8919801, -02, -03, -04, -05, -06/9-5-2014, 9224089/13-5-2014 και 9224101/15-5-2014
γραμμάτια είσπραξης του υποκαταστήματος 265 της Ε.Τ.Ε. και τις 61, 62, 63, 64, 65, 66, 124/9-5-2014,
138/13-5-2014 και 22/15-5-2014 αποδείξεις είσπραξης του ίδιου υποκαταστήματος), η αγωγή πρέπει να
ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, κατά το μέρος αυτό που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη.
5. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου
αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από
τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από μεν τους ενάγοντες 1.039/2-4-
2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης, που λήφθηκε μετά από νομότυπη και
εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (σχετ. η 8.162γ΄/21-1-2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού
Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Διονυσίου Ματθαίου), από δε την εναγόμενη 2.236 και 2.237/24-
10-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς .... ............, που λήφθηκαν μετά
από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων [σχετ. η 939ε΄/21-10-2013 έκθεση επίδοσης
του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Αντωνίου Χατζόπουλου για την επίδοση
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 17/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 18/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 19/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
εξασφάλιση για καλυμμένες ομολογίες που έχουν εκδοθεί από την Πωλήτρια, η Πωλήτρια δεν θα
υποχρεούται να μεταβιβάσει αυτά τα Ελληνικά Δάνεια κατά τον Χρόνο Μεταβίβασης, αλλά θα μεριμνήσει,
εντός πέντε Εργάσιμων Ημερών μετά την Ημερομηνία Μεταβίβασης, ώστε να αποδεσμευτούν ως
εξασφάλιση και να μεταβιβαστούν στην Αγοράστρια ελεύθερα Βαρών. 2.5 Ο Εξοπλισμός (ήτοι, όλες οι
εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα, ο εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών
και του λογισμικού, τα έπιπλα, τα συστατικά και παραρτήματα που ανήκουν (i) στην Πωλήτρια και
βρίσκονται στα Καταστήματα και σε άλλα Ακίνητα ή (ii) στη Θυγατρική κατά τον Χρόνο Μεταβίβασης,
κατά το σχετικό ορισμό που εμπεριέχεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης) θα μεταβιβαστεί στην Αγοράστρια
με όλα τα εμπράγματα βάρη, τα δικαιώματα τρίτων και με τις συμβάσεις μίσθωσης, μίσθωσης με
δικαίωμα αγοράς και πώλησης επί πιστώσει που εφαρμόζοντα σε αυτόν. … 2.7 Υπό τους όρους και
σύμφωνα με αυτή τη Σύμβαση, η Αγοράστρια δια της παρούσας συμφωνεί με την Πωλήτρια να αναλάβει
σωρευτικά κατά τον Χρόνο Μεταβίβασης την υποχρέωση καταβολής των Καταθέσεων (ήτοι των
πιστωτικών υπολοίπων που καταγράφονταν στα βιβλία των εργασιών της Πωλήτριας στην Ελλάδα ή στα
βιβλία της Επενδυτικής Τράπεζας Ελλάδος, θυγατρικής της Πωλήτριας στην ημεδαπή, κατά σχετικούς
ορισμούς του άρθρου 1 αυτής) προς τους αντίστοιχους καταθέτες και η Αγοράστρια συμφωνεί να
αποζημιώσει την Πωλήτρια για οποιαδήποτε υποχρέωση σε σχέση με τις Καταθέσεις ή οποιοδήποτε άλλο
θέμα ή πράγμα που έγινε ή παραλείφθηκε από την Αγοράστρια σε σχέση με αυτές μετά τον Χρόνο
Μεταβίβασης. … 2.9 Η Πωλήτρια έχει στην κυριότητά της ή υπόκειται σε ορισμένα στοιχεία του
ενεργητικού και του παθητικού εκτός ισολογισμού που συνδέονται με τις δανειακές συμβάσεις των
πελατών των Ελληνικών Εργασιών αλλά δεν αποτελούν μέρος των υποχρεώσεων που θα αναλάβει η
Αγοράστρια βάσει της παρούσας. Όσον το δυνατόν συντομότερα και εύλογα πρακτικά μετά την
ημερομηνία αυτής της Σύμβασης η Πωλήτρια και η Αγοράστρια θα καταβάλουν αντιστοίχως κάθε δυνατή
προσπάθεια προκειμένου να καταρτίσουν μια συμφωνία βάσει της οποίας η Αγοράστρια θα αγοράσει
αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού και θα αναλάβει αυτές τις υποχρεώσεις. Η συμφωνία της Αγοράστριας
να καταρτίσει αυτή τη σύμβαση με την Πωλήτρια εξαρτάται από τα εξής: Α. η φύση και τα ποσά αυτών
των στοιχείων να έχουν με σαφήνεια προσδιοριστεί και Β. η εκτίμηση αυτών των στοιχείων να είναι
συνεπής με την Αναφορά PIMCO (δυσμενές σενάριο) και μετά την προσθήκη της κερδοφορίας προ
προβλέψεων που έχει υπολογιστεί από την Αναφορά PIMCO. 2.10 Εκκρεμούσης της μεταβίβασης των
στοιχείων του ενεργητικού και της ανάληψης των στοιχείων του παθητικού που αναφέρονται στον όρο
2.9 η Αγοράστρια θα παράσχει κάθε δυνατή για αυτήν συνδρομή κατόπιν ευλόγου αιτήματος της
Πωλήτριας για το σκοπό της διαχείρισης αυτών. Η υποχρέωση της Αγοράστριας βάσει αυτού του όρου θα
παύσει όσον αφορά οποιαδήποτε στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού στην περίπτωση που
οποιοδήποτε μέρος επιλέξει να μην συμπεριλάβει αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού σε
τυχόν συμφωνία του όρου 2.9 ή σε κάθε περίπτωση που τα Μέρη δεν επιτύχουν την κατάρτιση μιας
τέτοιας συμφωνίας μέχρι την 31 Μαΐου 2013». Επίσης, κατά το άρθρο 9 της Σύμβασης συμφωνήθηκε:
«9.1 Η Πωλήτρια και η Αγοράστρια συμφωνούν ότι οι Κανονισμοί (ήτοι το ΠΔ 178/2002, κατά το
σχετικό ορισμό που εμπεριέχεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης) θα εφαρμόζονται στους Εργαζομένους των
Ελληνικών Εργασιών. 9.2 Με έναρξη ισχύος από τον Χρόνο Μεταβίβασης, η Αγοράστρια θα υπέχει
αποκλειστικά οποιαδήποτε υποχρέωση για τις αμοιβές, μισθούς, περιοδικές δαπάνες και κάθε άλλη
υποχρέωση σε σχέση με τους Εργαζόμενους στις Ελληνικές Εργασίες. Οποιαδήποτε υποχρέωση για τις
αμοιβές, μισθούς, περιοδικές δαπάνες και κάθε άλλη υποχρέωση σε σχέση με τους Εργαζόμενους στις
Ελληνικές Επιχειρήσεις που αφορούν στην περίοδο πριν τον Χρόνο Μεταβίβασης θα φέρει αποκλειστικά
η Πωλήτρια και η Πωλήτρια εγγυάται ότι θα αποζημιώνει σε κάθε περίπτωση την Αγοράστρια για αυτές
τις υποχρεώσεις, καθώς και για κάθε αγωγή, δικαστική ενέργεια, κόστος, δαπάνη, αξίωση και απαίτηση
σχετικά με αυτές». Στο Παράρτημα 1 της Σύμβασης τα «Μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού»
προσδιορίστηκαν ως εξής: 1) τα Ελληνικά Δάνεια, 2) η υπεραξία των Ελληνικών Εργασιών, 3) τα
ακίνητα, 4) ο εξοπλισμός, 5) όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που ανήκουν στην Πωλήτρια
και που σχετίζονται αποκλειστικά με τις Ελληνικές Εργασίες και 6) όλα τα βιβλία και στοιχεία που
αφορούν αποκλειστικά τις Ελληνικές Εργασίες. Στο Παράρτημα 2 προσαρτήθηκε ο «Ισολογισμός της
Μεταβίβασης», που συντάχθηκε μόνο στα Αγγλικά (ενώ κατά τα λοιπά η Σύμβαση συντάχθηκε και στα
Ελληνικά και στα Αγγλικά), προκειμένου με τα καταγραφόμενα σε αυτόν μεγέθη να υποστηρίζεται ο
υπολογισμός του χρηματικού ανταλλάγματος στο προαναφερόμενο ποσό, δεδομένου ότι κατά το σχετικό
άρθρο 4 της Σύμβασης δεν έγινε ένας απευθείας προσδιορισμός του εν λόγω χρηματικού
ανταλλάγματος, αλλά αυτό εξαρτήθηκε από τις εκεί αναφερόμενες οικονομικές παραμέτρους
[σημειώνεται ότι η παραπάνω λειτουργία του πίνακα «Ισολογισμού» προέκυψε μετά την ενδελεχή
μελέτη της όλης Σύμβασης και των παραρτημάτων της (που δεν μπορούσε να γίνει το ίδιο
αποτελεσματικά μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο), ιδίως συνεκτιμωμένου ότι σε αυτόν
δεν γίνεται αποτίμηση στοιχείων που αναμφίβολα μεταβιβάστηκαν, όπως ο εξοπλισμός των
υποκαταστημάτων της «ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ» στην Ελλάδα, ενώ στον ίδιο πίνακα εμπεριέχεται και
γραμμή “subordinated loans”, μολονότι κατά ρητή επιταγή τόσο της διάταξης του άρθρου 63Δ § 4 εδ.
τελευταίο του ν. 3601/2007, αλλά και του άρθρου 13 (6) του Νόμου 17 (1) / 2013 της Κυπριακής
Δημοκρατίας τέτοια δάνεια χαμηλής εξασφάλισης ρητά εξαιρούνται της δυνατότητας μεταβίβασης].
Άμεσο αποτέλεσμα των ανωτέρω γεγονότων της 26-3-
2013 ήταν να ανασταλεί την ίδια ημέρα η χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση του παραπάνω ομολόγου
(βλ. ιδίως σχετικό από 25-10-2013 ηλεκτρονικό έγγραφο του Χρηματιστηρίου του Λουξεμβούργου). Την
1-6-2013 δεν έγινε απόδοση τοκομεριδίου στους ενάγοντες, που είναι δικαιούχοι του ανωτέρω
ομολόγου, η δε εναγόμενη αρνείται ότι έχει αναλάβει την εξόφληση το ομολόγου αυτού κατά τη
Σύμβαση. Ειδικότερα, από τα παραπάνω δεκτά γενόμενα προκύπτει ότι το 97/2013 Διάταγμα της
Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως Αρχής Εξυγίανσης, δεν είναι απολύτως σαφές αναφορικά με τα
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 20/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
μεταβιβαζόμενα στοιχεία, καθώς: α) στο συνοπτικό τίτλο αυτού (παρ. 1) αναφέρεται ως το «περί της
Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών», β) στην παρ. 2 αυτού η Σύμβαση προσδιορίζεται ως αυτή
«με την οποία συνομολογείται η μεταβίβαση από τον Πωλητή προς τον Αγοραστή των περιουσιακών
στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με τις εργασίες του Πωλητή στην Ελληνική
Δημοκρατία», γ) στην παρ. 3 αυτού γίνεται λόγος για «δυνάμει του άρθρου 9 πώληση εργασιών», δ)
στην πλέον κρίσιμη παρ. 5 ορίζεται ότι «μεταβιβάζει, δια πωλήσεως, στον Αγοραστή τα προβλεπόμενα
στη Σύμβασης Αγοράς και Πώλησης περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις». Υπό τις άνω
ορολογικές διατυπώσεις δεν καθίσταται απολύτως σαφές αν η εντελλόμενη μεταβίβαση αφορά το
σύνολο («των εργασιών») ή μέρος («εργασιών») των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων της «ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ» στην Ελλάδα και μάλλον παραπέμπεται ο προσδιορισμός αυτών
στη Σύμβαση (βλ. ιδίως παρ. 5). Η ερμηνεία του ανωτέρω Διατάγματος, το οποίο σε κάθε περίπτωση
είναι επιδεκτικό τροποποιήσεων, άρα και αυθεντικής ερμηνείας, από την εκδούσα Αρχή κατά την παρ. 13
αυτού, δεν είναι έργο του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη σκέψη υπ’
αριθ. 1 ανωτέρω της παρούσας, ένα τέτοιο Διάταγμα δεν επιφέρει άμεσα τη σκοπούμενη «πώληση
εργασιών» (στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορούν να συμπεριλαμβάνονται τα δάνεια χαμηλής
εξασφάλισης ως ρητά εξαιρούμενα με απαγορευτική διάταξη νόμου), αλλά αυτή επέρχεται με
εκτελεστική αυτού σύμβαση (ή συμβάσεις), όπως η κρίσιμη Σύμβαση. Όμως, ενώ στο ανωτέρω Διάταγμα
γίνεται σαφής λόγος για μεταβίβαση «περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων»,
δημιουργούνται ερωτηματικά αν η Σύμβαση έχει αντικείμενο στενότερο του Διατάγματος, καθόσον, ενώ
σε αυτή προσαρτάται Παράρτημα Ι, όπου προσδιορίζονται τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού, δεν
υπάρχει αντίστοιχο Παράρτημα για μεταβιβαζόμενες υποχρεώσεις. Επίσης, ακόμα και για τις Καταθέσεις
δεν έγινε αυστηρά νομοτεχνικά μεταβίβαση αυτών, αλλά η εναγόμενη ανέλαβε σωρευτικά με την
Πωλήτρια την υποχρέωση καταβολής τους στους αντίστοιχους καταθέτες (άρθρο 2.7 Σύμβασης). Η δε
υποχρέωση μισθοδοσίας που ρητά ανέλαβε η εναγόμενη κατά το άρθρο 9 της Σύμβασης, δεν συνιστά
αυτοτελή μεταβίβαση υποχρέωσης, αλλά είναι ουσιαστικά αυτόθροη συνέπεια της μεταβίβασης των
σχέσεων εργασίας των εργαζομένων των Ελληνικών Εργασιών της Πωλήτριας. Σαφής πρόνοια για
επικείμενη και όχι άμεση μεταβίβαση υποχρέωσης γίνεται στο άρθρο 2.9 της Σύμβασης, πλην όμως από
κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι υλοποιήθηκε η εκεί προβλεπόμενη κατάρτιση
νεότερης συμφωνίας για αγορά των εκεί αναφερόμενων στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων, ενώ
πρέπει να σημειωθεί ότι η περίσταση αυτή επιβεβαιώνει ότι η Σύμβαση δεν μπορεί να εκληφθεί ως
μεταβιβαστική όλων γενικά των Εργασιών της Πωλήτριας στην ημεδαπή, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι
ενάγοντες. Περαιτέρω, από κανένα χωρίο της Σύμβασης δεν μπορεί να συναχθεί, έστω και ερμηνευτικά,
ότι με αυτήν χώρησε μεταβίβαση των επιδίκων ομολόγων, τα οποία συνιστούν υποχρεώσεις που ανέλαβε
η «ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ» στην Ελλάδα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το άρθρο 2.4 αυτής, που ρυθμίζει
ειδικά τα Ελληνικά Δάνεια που αποτελούσαν εξασφάλιση για καλυμμένες ομολογίες, καθώς με το
προαναφερόμενο περιεχόμενό του, που κατατείνει σε μεταβίβαση των Δανείων αυτών στην ήδη
εναγόμενη χωρίς συναρτώμενες με αυτά υποχρεώσεις, επιβεβαιώνεται η ανωτέρω κρίση, γενικά περί μη
απόκτησης ομολογιών - ομολόγων από την εναγόμενη με την παραπάνω Σύμβαση. Από την πλευρά των
εναγόντων υποστηρίζεται ότι τα επίδικα ομόλογα ως υψηλής εξασφάλισης (senior bonds) εξομοιώνονται
με τις μη εξασφαλισμένες καταθέσεις της ημεδαπής και έτσι πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί
από την εναγόμενη, όπως οι καταθέσεις της εν λόγω κατηγορίας. Η αιτίαση αυτή, όμως, είναι αβάσιμη,
διότι είναι διαφορετική η λειτουργική αποστολή των καταθέσεων από αυτή των ομολόγων, αφού οι
καταθέσεις συνιστούν μέσο αποταμίευσης, ενώ τα επίδικα ομόλογα ως προϊόν ομολογιακού δανείου
συνιστούν μορφή επένδυσης, δεδομένου ότι το ομολογιακό δάνειο συνιστά, γενικά, τρόπο
χρηματοδότησης (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο του Τραπεζικού Συστήματος, εκδ. 2009, σ. 368), με δυνατότητα
χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης, η οποία για τα επίδικα έχει ανασταλεί, όπως προαναφέρθηκε. Η
διαφορετική αυτή λειτουργία των καταθέσεων από τις ομολογίες - ομόλογα αποτυπώνεται και
νομοθετικά στο άρθρο 11 του ν. 3746/2009 «Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (Τ.Ε.Κ.Ε.)
κ.λπ.», με την περ. 14 του οποίου ρητά εξαιρούνται από τις καλυπτόμενες καταθέσεις οι ομολογίες και
τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί από ένα πιστωτικό ίδρυμα που μετέχει στο Τ.Ε.Κ.Ε., ούτως ώστε, κατ’
αποτέλεσμα, οι καταθέτες να εξασφαλίζονται - καλύπτονται από το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του
Ταμείου αυτού μέχρι του ποσού των 100.000,00 ευρώ (βλ. άρθρο 9 του νόμου αυτού), και οι
ομολογιούχοι να εξασφαλίζονται - καλύπτονται από το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του Ταμείου αυτού
μέχρι του ποσού των 30.000,00 ευρώ (βλ. άρθρο 10 του ίδιου νόμου). Η ανωτέρω κρίση δεν κλονίζεται
από την αιτίαση των εναγόντων περί του ότι από την πλευρά της «ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ» τους είχε
παρασταθεί πριν την ανταλλαγή του μηνός Μαΐου του έτους 2012 ότι υφίσταται τέτοια εξομοίωση, υπέρ
της οποίας (αιτίασης) κατέθεσε ο μάρτυρας που αυτοί εξέτασαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου,
καθόσον ακόμα και μια τέτοια διαβεβαίωση δεν μπορεί να καταργήσει την ανωτέρω λειτουργική διαφορά
μεταξύ των επιδίκων ομολόγων και των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα
δηλαδή και αν πρέπει να αντιμετωπίζονται ενιαία οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις και τα ομόλογα
υψηλής εξασφάλισης, όπως τα επίδικα, αυτό δεν σημαίνει ότι με την παραπάνω Σύμβαση έχει επέλθει
μεταβίβαση και των υποχρεώσεων από τα ομόλογα υψηλής εξασφάλισης έκδοσης της «ΛΑΪΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ» τα οποία αποκτήθηκαν από ομολογιούχους πιστωτές στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η
υποχρέωση από τα ομόλογα αυτά είναι αυτοτελής και όχι παρακολουθηματική - άμεσα εξαρτημένη από
κάποια άλλη. Ειδικότερα, αν τα επίδικα ομόλογα αποτελούσαν παρεπόμενο αντικειμένου που
μεταβιβάστηκε με τη Σύμβαση, υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αξιολογηθεί νομικά ότι και χωρίς την
ιδιαίτερη μνεία τους στο συμβατικό κείμενο έχουν μεταβιβαστεί ως παρεπόμενα ενός κυρίου
αντικειμένου, κάτι που όμως δεν προκύπτει. Καθώς, λοιπόν, ενώ συνιστούν αυτοτελείς υποχρεώσεις, δεν
καταγράφονται ειδικά ως μεταβιβαζόμενα με τη Σύμβαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει χωρήσει
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 21/22
10/7/2018 ΝΟΜΟΣ - ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
μεταβίβασή τους και ως εκ τούτου, όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι ενάγοντες είναι απορριπτέα
ως ουσιαστικά αβάσιμα. Συναφώς δε με όσα έχουν ήδη εκτεθεί περί του ότι το Διάταγμα 97/2013 της
Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου δεν επιφέρει το ίδιο τις προβλεπόμενες σε αυτό μεταβιβάσεις, αλλά αυτό
συμβαίνει με επιγενόμενη σύμβαση των ενδιαφερομένων μερών, επισημαίνεται ότι το ενδεχόμενο
ερμηνευτικά του παραπάνω Διατάγματος να θεμελιώνεται υποχρέωση για μεταβίβαση των επιδίκων
ομολόγων στην εναγόμενη, δεν μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο, διότι αντικείμενο της
παρούσας δίκης είναι η επικαλούμενη συντελεσμένη μεταβίβαση των επιδίκων ομολόγων (που
αποδεικνύεται αβάσιμη) και όχι η αναγνώριση ή μη υποχρέωσης για μεταβίβαση αυτών από τη «ΛΑΪΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ» στην ήδη εναγόμενη. Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων, ακόμα και κατά το μέρος που η
ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Ωστόσο, κατ’ εφαρμογή
της διάταξης του άρθρου 179 ΚΠολΔ, τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν
στο σύνολό τους, λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 27 Οκτωβρίου 2014 και δημοσιεύθηκε στο
ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και
οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, στις 31 Οκτωβρίου 2014, με σύνθεση για τη δημοσίευση τους Δικαστές
Νικόλαο Βόκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αργύριο Εκκλησίαρχο, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, Ιωάννη
Ελευθεριάδη, Πρωτοδίκη, λόγω προαγωγής και μετάθεσης του μέλους Βασιλείου Χατζηπανταζή, και την
ίδια γραμματέα της έδρας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π.Β.
https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub.php 22/22