You are on page 1of 4

ΣΥΝΟΨΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ

«Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική»

ΑΘΗΝΑ

10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013
Ο συγγραφέας ξεκινά με την αναφορά στα τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά της διεθνούς
πολιτικής α) Συγκρούσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών, β) Συνεργασία μεταξύ κυρίαρχων
κρατών και γ) Τάση δημιουργίας συστημάτων αξιών με πανανθρώπινες αξιώσεις. Κατόπιν
επισημαίνει τη διαφορά της παραδοσιακής στρατηγικής ανάλυσης με την υψηλή στρατηγική:
η πρώτη έχει ως κέντρο βάρους το συγκρουσιακό στοιχείο και ως στόχο την ανάλυση
στρατιωτικών παραγόντων που καθορίζουν την πορεία και έκβαση των στρατιωτικών
επιχειρήσεων. Η υψηλή στρατηγική λαμβάνει υπόψη της και μη στρατιωτικούς παράγοντες
και αναλύει τις «μακροσκοπικές υψηλές στρατηγικές των κρατών σε περιόδους τόσο ειρήνης
όσο κ πολέμου». Αναφέρει πως η υψηλή στρατηγική έχει πέντε βασικές «μικροσκοπικές»
διαστάσεις, τη στρατιωτική στρατηγική, την οικονομική διάσταση, την εσωτερική πολιτική,
τη διεθνή νομιμοποίηση και τη διπλωματία και τέσσερις μακροσκοπικές διαστάσεις. Τη
στρατηγική της στρατιωτικής ανάσχεσης – επέκτασης, τη στρατηγική των συμμαχιών, τη
στρατηγική των εξισορροπήσεων και τη στρατηγική του κατευνασμού. Στην
πραγματικότητα, οι δρώντες δεν εφαρμόζουν μία εκ των παραπάνω στρατηγικών αλλά
συνδυάζουν δύο ή περισσότερες από τους ιδεατούς τύπους.
Ο λόγος που επελέγη η βυζαντινή υψηλή στρατηγική ήταν εξαιτίας της ασυνήθιστης
μακροβιότητας της βυζαντινής ισχύος και επιρροής. Το χρονικό διάστημα μεταξύ 6 ου και 11ου
αιώνα επελέγη γιατί η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 σηματοδότησε
την αλλαγή του γεωπολιτικού προσανατολισμού της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
και τη μετατόπιση του βάρους της αυτοκρατορίας από την Ιταλία στην ανατολική Μεσόγειο .
Τον 6ο αιώνα αρχίζει η καθαρή βυζαντινή περίοδος ενώ τον 11 ο αιώνα το διεθνές περιβάλλον
αλλάζει δραματικά με την ανάδυση της Δυτικής Ευρώπης.
Ως διεθνής δύναμη και πολιτικό σύστημα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προέκυψε από
την κατακτητική ορμή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, της οποία οι κατακτήσεις δημιουργούσαν
νέες πηγές πολιτικής ισχύος εκτός της πόλης της Ρώμης. Με την πάροδο των αιώνων η
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελίχθηκε σε μία κοινοπολιτεία, στην οποία η Ρώμη ήταν απλά η
πρωτεύουσα. Η σημασία της μετεξέλιξης αυτής φάνηκε τον 3ο αι. μ.Χ., όταν δέχθηκε ισχυρές
εξωτερικές επιθέσεις: δεν παρουσιάστηκε καμία αποσχιστική κίνηση, καθώς οι κάτοικοι της
Αυτοκρατορίας ταυτίζονταν με την Κοινοπολιτεία πλέον. Η κρίση του 3ου αιώνα ανέδειξε
μία νέα κυβερνητική τάξη, που εκτόπισε την αριστοκρατία της ρωμαϊκής συγκλήτου και
συντέλεσε στο διαζύγιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την πόλη της Ρώμης. Οι νέοι
ηγέτες αναδύθηκαν από το μαχόμενο στράτευμα, ήταν απροκάλυπτα στρατιωτικοί δεσπότες
και η άνοδός τους βασιζόταν στην αξιοκρατία του στρατεύματος. Ο όρος «Βυζαντινή
Αυτοκρατορία» επινοήθηκε από δυτικούς ιστορικούς, μετά την άλωση της
Κωνσταντινούπολης. Ο όρος αναφέρεται στην Αυτοκρατορία που ως πρωτεύουσά της είχε
την Κωνσταντινούπολη δηλαδή στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από το 330.
Στη συνέχεια αναλύονται οι κυριότερες μορφές εξωτερικών απειλών που
αντιμετώπιζε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία οι οποίες ήταν: α) Η Αίγυπτος: Ήταν η
πλουσιότερη και η ασφαλέστερη επαρχία του Βυζαντίου, καθώς κατά μήκος του Νείλου
προστατευόταν από τις ερήμους. Το μόνο σημείο απειλής ήταν το στενό νότιο πέρασμα της
κοιλάδας του Νείλου πέρα από την πόλη της Ελεφαντίνης. β) Η Μέση Ανατολή: Περιοχή από
την οποία κατά κανόνα προερχόταν η μεγαλύτερη απειλή: η Περσία, η οποία ούσα
αναθεωρητική δύναμη επεδίωκε να παλινορθώσει την αρχαία περσική αυτοκρατορία. γ) Η
Υπερκαυκασία: μεγάλης στρατηγικής σημασίας περιοχή, λόγω των ορεινών όγκων της που
δεσπόζουν έναντι τριών γειτονικών περιοχών: του κεντρικού οροπεδίου της Μικράς Ασίας,
του κεντρικού οροπεδίου του Ιράν και της βόρειας κορυφής της εύφορης ημισελήνου της
Μέσης Ανατολής. δ) Η Ευρασιατική Στέπα: οι πρωτόγονες νομαδικές φυλές της περιοχής
αποτελούσαν απειλή για το Βυζάντιο, από το βορρά. Για το Βυζάντιο, καίρια γεωπολιτική
σημασία είχε η ουκρανική στέπα – μάλιστα η παρακολούθηση και ο έλεγχος των πολιτικών
εξελίξεων εκεί αποτελούσαν μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις της βυζαντινής
διπλωματίας. ε) Τα Βαλκάνια και Κεντρική Ευρώπη: η γεωμορφολογία των Βαλκανίων
αφενός δυσχέραινε την επιβολή της αυτοκρατορικής εξουσίας έναντι αντιτιθέμενων τοπικών
κοινωνιών, αφετέρου διευκόλυνε την άμυνα των Βαλκανίων έναντι εξωτερικών απειλών και
στ) Η Δυτική Μεσόγειος: η λεκάνη της δυτικής μεσογείου είχε κατεξοχήν ιδεολογική
σημασία. Ήταν όμως και πολύ μακριά από τα ζωτικά κέντρα του Βυζαντίου και δεν επηρέαζε
την ασφάλειά τους.
Στο επόμενο κεφάλαιο ασχολείται με την υψηλή στρατηγική του Ιουστινιανού, η
οποία οδήγησε στη στρατηγική υπερεπέκταση του Βυζαντίου. Ο τριπλός στόχος του ήταν:
α)να διατηρήσει το status quo στην Ανατολή, β)να διαφυλάξει την αυτοκρατορική εξουσία
στα Βαλκάνια, και γ)να παλινορθώσει την Αυτοκρατορία στη δυτική Μεσόγειο. Όμως οι
στόχοι αυτοί δεν μπορούσαν να επιτευχθούν με στρατιωτικά μόνο μέσα, ο Ιουστινιανός
διαμόρφωσε πολιτικές που θα συμπλήρωναν και θα ενίσχυαν τη στρατιωτική στρατηγική.
Συμπερασματικά, η υψηλή στρατηγική του Ιουστινιανού ήταν δυνατόν να περισώσει την
αυτοκρατορία σε δύσκολους τριμέτωπους πολέμους, όχι όμως να εξασφαλίσει μία μακρά
περίοδο ειρήνης. Ήταν περίτεχνη, αποδοτική, προωθούσε τους στόχους της με οικονομία
στην ανάλωση πόρων, αλλά είχε χαμηλή αντοχή σε σφάλματα.
Στη συνέχεια αναλύεται ο Βυζαντινοπερσικός Πόλεμος (603-628), που αποτέλεσε και
τη μεγαλύτερη μέχρι τότε δοκιμασία της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής. Η
βυζαντινοπερσική διαμάχη πήρε τη μορφή «αγώνα μέχρι θανάτου», ο οποίος έληξε με την
κατάληψη της περσικής πρωτεύουσας από τα βυζαντινά στρατεύματα το 628. Ήταν όμως μία
πολύ δύσκολη νίκη για το Βυζάντιο. Οι βασικές κατευθύνσεις της υψηλής στρατηγικής του
Ηρακλείου αποτελούσαν συνέχεια της παράδοσης του Ιουστινιανού. Η πολιτική του
Ηρακλείου ήταν ένα ιουστινιάνειο μείγμα εξισορροπητικών ελιγμών και βραχυπρόθεσμου
κατευνασμού. Οι εξισορροπητικοί ελιγμοί αποσκοπούσαν στη δημιουργία αντιπερισπασμών
ικανών να απορροφήσουν τις κύριες στρατιωτικές προσπάθειες των Αβάρων.
Το 610, όταν ο Ηράκλειος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, ο Μωάμεθ άρχισε να έχει
αποκαλυπτικά οράματα, ενώ το Βυζάντιο και η Περσία ήταν απασχολημένοι αναμεταξύ τους,
αυτός ο Άραβας, παρουσίασε τον εαυτό του ως προφήτη του Αλλάχ δημιουργώντας έτσι μία
τρίτη μονοθεϊστική θρησκεία κατόρθωσε να ενώσει τον αραβικό χώρο και να δημιουργήσει
μία δυναμική που επισκίασε τις δύο υπερδυνάμεις. Όπως γίνεται αντιληπτό, ανατράπηκε όλη
η διεθνής τάξη. Ο Ηράκλειος διέσπειρε τους στρατούς του στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας και
τους διέταξε να αποφεύγουν τις παρατεταγμένες μάχες. Με τη νέα στρατηγική, όμως οι
Άραβες εισέρεαν στα βάθη της Μ. Ασίας σχεδόν ανεμπόδιστα, αλλά οι βυζαντινοί στρατοί
εφάρμοσαν την έμμεση στρατηγική της παρενόχλησης. Η βυζαντινή στρατηγική
εκμεταλλευόταν την αναγκαία διασπορά των Αράβων και προκαλούσε πολλές μικρές αλλά
σημαντικές απώλειες στους εισβολείς. Στα Βαλκάνια, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε τη μαζική
διείσδυση και εγκατάσταση των Σλάβων. Λόγω του κατατεμαχισμού των σλαβικών φύλων,
ήταν δύσκολο το Βυζάντιο να συνάψει διπλωματικές συμφωνίες μαζί τους. Στην Ευρασιατική
Στέπα, οι νομαδικές φυλές δεν αποτέλεσαν απειλή αρχικά. Στη συνέχεια, οι Βούλγαροι
επεκτάθηκαν απειλητικά σε περιοχές κοντά στην Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη.
Όσον αφορά στις σχέσεις Βυζαντίου – Δύσης, υπήρξε σταδιακή αποξένωση των δύο, αλλά το
Βυζάντιο κατά τον 7ο αιώνα διατηρούσε την εξουσία στις δυτικές επαρχίες. Πάντως το πιο
αδύνατο σημείο στις σχέσεις Βυζαντίου και δυτικών επαρχιών του ήταν η ανικανότητά του
να τις προστατεύει.
Ο αραβικός επεκτατισμός κορυφώθηκε στο πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνα. Η αραβική
ναυτική επέκταση στη Μεσόγειο ανακόπηκε με την καταστροφική ήττα που υπέστη το
αραβικό ναυτικό το 747 από τους στόλους του Βυζαντίου. Η εικονομαχία ήταν άμεσα
συνδεδεμένη με την αραβική απειλή. Η βυζαντινή υψηλή στρατηγική κατά την περίοδο της
εικονομαχίας επικεντρώθηκε στην εξασφάλιση των ζωτικότερων συμφερόντων της
αυτοκρατορίας. Η εικονομαχία μάλιστα συνέβαλε στη βυζαντινή εσωστρέφεια της περιόδου
και μάλιστα υπήρξαν αρνητικές συνέπειες σε μακρινές περιοχές. Η βυζαντινή υψηλή
στρατηγική υπήρξε αποτελεσματική για τα ζωτικά συμφέροντα μιας μεσαίας περιφερειακής
δύναμης. Δυστυχώς ήταν λιγότερο αποτελεσματική για τη διαφύλαξη της ευρύτερης
πολιτικής και πολιτισμικής ακτινοβολίας του βυζαντινού χριστιανικού οικουμενισμού.
Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η χριστιανοσύνη δέχθηκε βίαιες επιθέσεις από την πτώση
της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον 5ο αιώνα, οι οποίες ανέδειξαν τις διαφορές
μεταξύ του ελληνικού Βυζαντίου και της λατινικής Δύσης. Και οι δύο πτέρυγες της
χριστιανοσύνης επιβίωσαν αλλά με ριζικά διαφορετικούς τρόπους, που εμβάθυναν το χάσμα
μεταξύ τους και συνέβαλαν στην αμοιβαία αποξένωσή τους. Όσον αφορά στο διεθνή
καταμερισμό ισχύος, αναδύθηκε σύστημα με έντονα ρευστό πολυπολικό χαρακτήρα. Σε αυτό
το σύστημα, το Βυζάντιο δεν κατείχε ηγεμονική θέση, αν και ήταν πολύ πιο αναπτυγμένο από
τη Δ. Ευρώπη, οι αραβικές δυνάμεις κατείχαν τις πλούσιες επαρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας
και της Μεσοποταμίας. Πάντως, μεγάλη επιτυχία της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής ήταν
η δημιουργία μίας ζώνης φιλικών, συμμαχικών ή υποτελών δυνάμεων γύρω από την
περίμετρο της αυτοκρατορικής επικράτειας. Η διεθνής εικόνα του Βυζαντίου ως πολιτικού
κέντρου της οικουμένης προωθήθηκε όχι μόνο με υλικά μέσα, αλλά και με μη υλικούς
παράγοντες, κάτι που συνέβαλε στη διεθνή εξάπλωση της βυζαντινής επιρροής δυσανάλογα
με τις υλικές ικανότητες της αυτοκρατορίας. Στην οικονομική διάσταση της βυζαντινής
εξωτερικής πολιτικής: ήταν κατά πολύ το πλουσιότερο κράτος και το μεγαλύτερο εμπορικό
κέντρο της Ευρώπης. Ο πλούτος του βασιζόταν στην αναπτυγμένη κρατική μηχανή του
Βυζαντίου, που αντλούσε αποτελεσματικά πόρους από τον εγχώριο πληθυσμό. Το βυζαντινό
κράτος προτιμούσε να διοχετεύει το διεθνές εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη για να το
ελέγχει, παρά να έχει έλληνες εμπόρους διεθνώς.
Η περίοδος των τεσσάρων αυτοκρατόρων που διαδέχθηκαν τον Κωνσταντίνο Ζ’
Πορφυρογέννητο αποτελεί το αποκορύφωμα του βυζαντινού στρατιωτικού επεκτατισμού. Ο
θρίαμβος των βυζαντινών όπλων ήταν εντυπωσιακός. Σε καμία άλλη περίοδο δε γνώρισαν τα
βυζαντινά στρατεύματα τόσες πολλές και συνεχείς νίκες στα πεδία των μαχών. Κυρίαρχο
χαρακτηριστικό της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής θα μπορούσαν να παρουσιαστούν οι
στρατιωτικές νίκες και η εδαφική επέκταση που πέτυχαν οι στρατηλάτες αυτοκράτορες της
περιόδου αυτής. Η εσωτερική πολιτική σύγκρουση μεταξύ της κατεστημένης άρχουσας τάξης
της Κωνσταντινούπολης και της νέας στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μ. Ασίας υπήρξε
καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής. Η
ανατολική στρατιωτική αριστοκρατία οραματιζόταν την παλινόρθωση της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας στη Μ. Ανατολή. Ο στρατιωτικός επεκτατισμός επέφερε και άλλες αλλαγές
στη βυζαντινή υψηλή στρατηγική: η επέκταση στα Βαλκάνια και την Υπερκαυκασία
συμπίεσε τον κύκλο των συμμαχιών και απορρόφησε γειτονικές δυνάμεις που λειτουργούσαν
ως ανάχωμα σε εξωτερικές απειλές.
Συμπερασματικά, το Βυζάντιο είχε καθυποτάξει ή επιβάλει ηγεμονική ειρήνη σε
όλους τους εχθρούς του εκτός από τους Άραβες στην περιφερειακή νότια Ιταλία. Η
ηγεμονική θέση της αυτοκρατορίας στη Μ. Ανατολή και Αν. Ευρώπη ήταν αδιαμφισβήτητη.
Η κατάρρευση της βυζαντινής ισχύος κατά την περίοδο 1026-1081 αποτελεί δυσεξήγητη
παρένθεση στην ιστορία της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής.
Ο Gilpin, βασιζόμενος στο δομικό ρεαλισμό αναφέρει πως μια μεγάλη δύναμη
επεκτείνεται έως ότου το οριακό κόστος της επέκτασης αρχίσει να υπερβαίνει το οριακό
όφελος, και στη συνέχεια αυξάνεται ραγδαία το κόστος της διατήρησης των κεκτημένων της
με αποτέλεσμα την παρακμή της λόγω της ανοδικής δυναμικής των ανερχόμενων δυνάμεων
που προκάλεσαν την απαγορευτική αύξηση του οριακού κόστους της επέκτασής της. Αλλά
στην περίπτωση του Βυζαντίου δεν ισχύει, διότι ο επεκτατισμός του Βασιλείου Β’ δεν
προσέκρουσε σε αυξημένο κόστος, αλλά είχε καταλήξει να μειώσει το κόστος της ασφάλειας
του Βυζαντίου, εκμηδενίζοντας κάποιους εχθρούς. Επίσης ο Paul Kennedy, αναφέρει πως
επεκτεινόμενες δυνάμεις οδηγούνται σε στρατηγική υπερεξάπλωση και οικονομικό μαρασμό.
Ο συγγραφέας θεωρεί πιο ικανοποιητική την θεωρία της «ηγεμονικής ιδεολογίας» του
Krasner. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως με το αποκορύφωμα της βυζαντινής ηγεμονίας, το
Βυζάντιο γνώρισε μεγαλύτερη εξωτερική ασφάλεια από ποτέ άλλοτε. Η απουσία εξωτερικών
απειλών επέτρεψε στους διαδόχους του Βασιλείου Β’ να αφοσιωθούν σε θέματα εσωτερικής
πολιτικής αμελώντας την άμυνα της αυτοκρατορίας. Οι εσωτερικές διαμάχες πήραν μεγάλες
διαστάσεις, που θα είχαν αποφευχθεί αν υπήρχε η πίεση από εξωτερικούς εχθρούς. Όταν
εμφανίσθηκαν τελικά νέες εξωτερικές απειλές, οι εμφύλιες συγκρούσεις είχαν κλιμακωθεί
τόσο, ώστε να μην μπορούν να παραμερισθούν γρήγορα. Η αυτοκρατορία επέστρεψε στον
παραδοσιακό εξωτερικό και αμυντικό της προσανατολισμό, αφότου υπέστη καταστροφική
συρρίκνωση, η οποία ήταν μερικώς μόνο αναστρέψιμη. Το βυζαντινό κράτος περιήλθε σε
παρακμή. Ο στρατός και τα δημοσιονομικά κλονίσθηκαν, η φήμη του ξεθώριαζε και έτσι η
αυτοκρατορία επανήλθε στις συνθήκες πολλαπλών απειλών.

You might also like