You are on page 1of 14

A λεξάνδρα Κ αρούσου, Δ ήmητρα Κ ατή & Χ ρυσούλα Σ ταmπουλιάδου

Η Φωνοπροσωδιακή Μορφή των Εκφωνημάτων κατά


τη Μετάβαση από την Προλεκτική στη Λεκτική Επικοινωνία:
Αναπτυξιακή και Διαγλωσσική Προσέγγιση

Αbstract

Developmental changes in the phonoprosodic shape of prelinguistic vocaliza-


tions and early words are traced in order to contribute to the theoretical issues
of whether the transition into language is continuous or not, dynamic or linear
as well as effected by experience οr solely by biological predispositions. Utter-
ances by three children aged 8–18 months, two acquiring Greek and one Span-
ish, were analyzed in terms of segmental and prosodic properties: maturity and
quantity of segments, intonation and rhythm. Results support a gradual transi-
tion into language-like features, which is far from complete with early words.
More particularly, development follows a similar trend in most measures across
the three children, but is also characterized by individual and cross-linguistic dif-
ferences. It is also differentially paced with each parameter, in spite of interesting
divergences and convergences. It is finally not perfectly linear even when clearly
incremental and in a few cases curvilinear.

1. Εισαγωγή

Η μετάβαση από την προλεκτική στη λεκτική περίοδο είχε κάποτε θεωρη-
θεί ριζικά ασυνεχής τουλάχιστον όσον αφορά τη μορφή των εκφωνημάτων.
Mε αφετηρία το έργο του Jakobson (1941) είχε υποτεθεί μια περίοδος σιωπής
πριν τον απότομο περιορισμό μιας μεγάλης ποικιλίας προγλωσσικών ήχων
σε εκείνους της μητρικής φωνολογίας. Όλες οι σύγχρονες έρευνες υποστη-
ρίζουν αντιθέτως σταδιακή μετάβαση στη γλώσσα (βλ. Oller 2000· Vihman
1996)· πιο αναλυτικά: φωνητικές και προσωδιακές ομοιότητες ανάμεσα στο
βάβισμα και τις πρώτες λέξεις (π.χ. Vihman κ.ά. 1985), μακρόχρονη συνύ-
παρξή τους (π.χ. Elbers & Ton 1985) και σταδιακή προσαρμογή των προ-
λεκτικών εκφωνημάτων στις λέξεις (π.χ. Boysson-Bardies & Vihman 1991).
Aναδεικνύουν επίσης επίδραση της μητρικής γλώσσας από την προλεκτική
περίοδο (π.χ. Boysson-Bardies, Sagart & Durand 1984) και όχι μόνο βιολογι-

Η συγκεκριμένη ανακοίνωση εντάσσεται στο πλαίσιο συνολικότερης έρευνας με τίτλο “Πρώι-


μη ανάπτυξη της γλώσσας στα ελληνικά: από τις προλεκτικές φωνήσεις στο πρώτο λεξιλόγιο
και τις απαρχές της γραμματικής” που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Τα-
μείο και Εθνικούς Πόρους (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ) ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ.

[ 486 ]

PRAKTIKA 29.indb 486 4/8/09 9:02:57 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ
κών προδιαθέσεων (π.χ. Locke 1988). Τέλος, αντικρούουν τη λογική της εκ-
δίπλωσης προκαθορισμένων σταδίων όπως και γραμμικών μόνο εξελίξεων,
υποδεικνύοντας πιο περίπλοκες αλλαγές που απορρέουν από τη δυναμική
αλληλεπίδραση ποικίλων βιολογικών και περιβαλλοντικών μεταβλητών (π.χ.
Davis κ.ά. 2000).
Οι μελέτες πάντως της πρώιμης αυτής περιόδου δείχνουν ότι η ανάπτυξη
των ποικίλων τμηματικών και υπερτμηματικών ιδιοτήτων της μορφής δια­
πλέκεται ποικιλοτρόπως, όπως άλλωστε και με την ανάδυση των λέξεων και
της γραμματικής στον δεύτερο χρόνο της ζωής (π.χ. Snow 2006). Συνεχίζεται
επίσης επί μακρόν (π.χ. Vihman, Nakai & DePaolis 2006). Παραδοσιακά έχει
υποστηριχτεί βέβαια το προγενέστερο των προσωδιακών ιδιοτήτων (Crystal
1986), ακόμη και η προσαρμογή τους στη μητρική γλώσσα (π.χ. Kent & Mur-
ray 1982) νωρίτερα απ’ ό,τι στην ποιότητα των τμημάτων (π.χ. Boysson-Bar-
dies κ.ά. 1989). Ωστόσο, τα ευρήματα αποδεικνύονται κάποιες φορές περί-
πλοκα και δύσκολο να αξιολογηθούν, γιατί προκύπτουν από διαφορετικές
γλώσσες και ηλικίες όπως και μεθόδους ανάλυσης (βλ. π.χ. DePaolis, Vihman
& Kunnari 2008 για σχετικά προβλήματα).
Πιο αναλυτικά, τα δεδομένα φαίνονται περισσότερο ασαφή όσον αφορά
κατ’ αρχάς τον επιτονισμό. Αν και διαφορετικές μελωδίες παράγονται ακό-
μη και στο πρώτο εξάμηνο, δεν χρησιμοποιούνται όπως στη μητρική γλώσ-
σα πριν από την εγκαθίδρυση των πρώτων λέξεων και κυρίως των πρώτων
συνδυασμών τους (π.χ. DePaolis, Vihman & Kunnari 2008). Διαφοροποίηση
της επιτονικής κατάληξης ανάλογα με τη χρήση έχει μεν αναφερθεί τουλά-
χιστον από τους 9 μήνες (μ. στο εξής) (π.χ. Papaeliou & Trevarthen 2006),
αλλά τα ευρήματα είναι αντιφατικά λόγω μεγάλων ατομικών διαφορών αλλά
και παλινδρομήσεων στο τέλος της βρεφικής ηλικίας (π.χ. D’Odorico & Fran-
co 1991). Έχει επίσης υποστηριχτεί ότι νωρίς κυριαρχούν άτονοι ήχοι δυσα-
ρέσκειας και αντικαθίστανται σταδιακά από μελωδικά σχήματα που προ-
σιδιάζουν στη γλώσσα (π.χ. D’Odorico 1984). Ειδικότερα, η ανοδική κατάλη-
ξη έχει θεωρηθεί λιγότερο φυσική αρθρωτικά από την καθοδική, αν και με
ενδείξεις ότι η ταχύτητα εγκαθίδρυσής της επηρεάζεται από τη μητρική
γλώσσα (π.χ. Whalen, Levitt & Wang 1991 για γαλλική και αγγλική). Εντού-
τοις, οι Kent & Murray (1982) παρατήρησαν μεν ενίσχυσή της αργά στους 12
μ., αλλά καθοδική και όχι μόνο επίπεδη κατάληξη ακόμη και στους 3 μ. Ο
Snow (2006), τέλος, υποστήριξε ότι η χρήση των μελωδικών σχημάτων ανα-
διοργανώνεται λίγο πριν εμφανιστούν οι λέξεις, με αποτέλεσμα φαινομενική
παλινδρόμηση και στη συνέχεια παρόμοια ανάπτυξη τόσο της ανοδικής όσο
και της καθοδικής κατάληξης.
Όσον αφορά τον ρυθμό, κάποια ίχνη προσαρμογής στη μητρική γλώσσα
έχουν ανευρεθεί στο βάβισμα (π.χ. Davis κ.ά. 2000) αλλά πιο συστηματικά
μόνο όταν οι πρώτες λέξεις καταστούν σχετικά συχνές κι ακόμη αργότερα

[ 487 ]

PRAKTIKA 29.indb 487 4/8/09 9:02:57 AM


Α. ΚΑΡΟΥΣΟΥ, Δ. ΚΑΤΗ & Χ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΑΔΟΥ
(π.χ. Vihman, Nakai & DePaolis 2006). Μάλιστα για τις λέξεις η υπόθεση της
φυσικής προτίμησης του τροχαίου ρυθμού (Allen & Hawkins 1980) υποστη-
ρίχτηκε μεν αρχικά (π.χ. Fikkert 1994), αλλά καταρρίπτεται σήμερα από εν-
δείξεις ατομικών και διαγλωσσικών διαφορών (π.χ. Vihman, DePaolis & Davis
1998). Στα ελληνικά, η Tzakosta (2004) βρήκε εξίσου συχνά τροχαίο και ίαμ-
βο μετά τους 20 μ. σε αντίθεση με την Κappa (2002) που αναφέρει μόνο τρο-
χαίο σε δεδομένα από τους 17 μ. Η πρώτη υποστήριξε μάλιστα ότι αυτό ανα-
μένεται σε μια γλώσσα όπου και οι δύο ρυθμοί είναι συχνοί και σημαντικοί
για τη διαφοροποίηση λεξημάτων. Γενικότερα, οι Vihman, Nakai & DePaolis
(2006) διατείνονται ότι η προσαρμογή στη μητρική γλώσσα συντελείται πιο
δύσκολα όταν ο ρυθμός είναι πιο ελεύθερος (όπως στην αγγλική όπου κυρι-
αρχεί απλώς ο τροχαίος έναντι της συστηματικά ιαμβικής γαλλικής).
Στην άρθρωση τμημάτων, έως τον 6ο μήνα κυριαρχούν ψευδοφωνήεντα
(ΨΦ), ακολουθούν ψευδοσυλλαβές (ΨΣ) και τέλος κανονικές συλλαβές (ΚΣ) –
χαρακτηριστικό του βαβίσματος συνήθως από τον 7ο μήνα (π.χ. Oller 2000).
Προηγούνται επίσης τα φωνήεντα (Φ) έναντι των συμφώνων (π.χ. Koopmans-
van-Beinum & Van der Stelt 1986). Επίσης, τα εκφωνήματα αυξάνονται αρχι-
κά σε μέγεθος, για να περιοριστούν προσωρινά προς το τέλος της βρεφικής
ηλικίας (π.χ. Legerstee 1991) λίγο πριν αναδυθούν οι πρώτες λέξεις με περι-
ορισμένο συνήθως μέγεθος. Μάλιστα σε γλώσσες με πιο απλές συλλαβές
(syllable-timed), όπως η ελληνική, κυριαρχούν οι δισύλλαβες (Κappa 2002),
ενώ σε αυτές με πιο περίπλοκες συλλαβές (stress-timed), όπως η αγγλική,
τουλάχιστον οι μισές είναι μονοσύλλαβες (Vihman κ.ά. 1994).
Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε τις αναπτυξιακές αλλαγές στις
φωνοπροσωδιακές ιδιότητες των εκφωνημάτων από την προλεκτική περίο-
δο των 8 μ. στην πρώτη λεκτική των 18 μ. σε δύο ελληνόφωνα παιδιά και ένα
ισπανόφωνο. Αναλύουμε ειδικότερα την αρθρωτική ωριμότητα και ποσότη-
τα των τμημάτων όπως και τις προσωδιακές ιδιότητες του επιτονισμού και
του ρυθμού. Στόχος μας είναι να συμβάλουμε στα εξής αλληλένδετα θεωρη-
τικά ερωτήματα: (α) Είναι η ανάπτυξη συνεχής ή ασυνεχής; Ειδικότερα, τα
προλεκτικά εκφωνήματα διαφοροποιούνται ριζικά από τα πρώτα λεκτικά ή
συγκλίνουν σταδιακά και συνυπάρχουν; (β) Είναι οι αναπτυξιακές αλλαγές
γραμμικές ή πιο περίπλοκες, περιλαμβάνοντας και παλινδρομήσεις; (γ) Εί-
ναι η ανάπτυξη ίδια και στα τρία παιδιά ή διαφαίνονται ατομικές και δια-
γλωσσικές διαφοροποιήσεις;

2. Μέθοδος

Τα δεδομένα προέρχονται από ημίωρες βιντεοσκοπήσεις ανά εβδομάδα τριών


παιδιών – της Αθηνάς, της Στέλλας και της Carmen – σε ελεύθερο παιχνίδι
στο σπίτι τους με την οικογένειά τους και μία ερευνήτρια. Το ηχογραφημένο

[ 488 ]

PRAKTIKA 29.indb 488 4/8/09 9:02:57 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ
υλικό που εμπεριέχουν κατατμήθηκε σε εκφωνήματα με βάση τις παύσεις
από την εισπνοή του αέρα που υποδείκνυε το πρόγραμμα φασματογραφι-
κής ανάλυσης PRAAT (Boersma 2001). Για την περιγραφή, όμως, των προλε-
κτικών εκφωνημάτων, όπου θεωρούνται ακατάλληλα τα εννοιακά εργαλεία
της φωνολογίας (βλ. π.χ. DePaolis, Vihman & Kunnari 2008), υιοθετήσαμε το
υποφωνολογικό μοντέλο (Oller 2000) που προβλέπει αρθρωτικά ανώριμα
τμήματα. Για την κωδικοποίηση των εκφωνημάτων συνδυάσαμε αντιληπτι-
κή ανάλυση, δηλαδή τη διαίσθηση των κριτών για την ποιότητα των τμημά-
των, με ακουστική ανάλυση, δηλαδή πληροφορίες από το πρόγραμμα PRAAT
για τη θεμελιώδη συχνότητα, την ένταση, τη διάρκεια κάθε τμήματος και
την ταχύτητα μετάβασης από μια κλειστή σε μια ανοιχτή θέση άρθρωσης.
Η κωδικοποίηση από εκπαιδευμένο κριτή ελέγχθηκε ως προς την αξιοπιστία
της και από δεύτερο σε 20% των δεδομένων. Η συμφωνία κριτών βρέθηκε
υψηλή, κυρίως για τις αναλύσεις σε τμηματικό επίπεδο: για την ποιότητα
άρθρωσης 93,3%, τον αριθμό τμημάτων 97,5% και υπερτμημάτων 87,9%, τον
ρυθμό 85,3% και τον επιτονισμό 84,1%.
Για την ποιότητα άρθρωσης λάβαμε υπόψη εάν τα τμήματα ενός εκφω-
νήματος συνιστούν: ΨΦ (φωνητική οδό σε θέση αναπνοής), Φ (φωνητική οδό
ανοιχτή και χείλη ή/και γλώσσα σε θέση άρθρωσης), ΨΣ (αργή μετάβαση από
κλειστή σε ανοιχτή θέση άρθρωσης), ΚΣ (ταχεία μετάβαση, < 50ms δευτε-
ρολέπτου, από κλειστή σε ανοιχτή θέση άρθρωσης). Καθώς τα εκφωνήματα
εμπεριείχαν συχνά τμήματα διαφορετικής ποιότητας (π.χ. ένα Φ, δύο ΨΣ και
μία ΚΣ), μπορούν να περιγραφούν με βάση έναν μεγάλο αριθμό διαβαθμίσεων
αρθρωτικής ωριμότητας κατά το υποφωνολογικό μοντέλο. Για τους σκοπούς
όμως μιας πρώτης περιγραφής, ομαδοποιήσαμε τις διαβαθμίσεις ωριμότη-
τας σε 4 κατηγορίες: (α) ΨΦ: μόνο ΨΦ, (β) ΨΣ: μία τουλάχιστον ΨΣ ακόμη
και αν εκφέρονταν επιπλέον τα πιο ώριμα Φ ή ΚΣ ή ΨΦ, (γ) Φ: μόνο Φ, (δ)
ΚΣ: μία τουλάχιστον ΚΣ και πιθανώς Φ. Μετρήθηκε επίσης ο αριθμός των
τμημάτων με βάση τις κατηγορίες του υποφωνολογικού μοντέλου (π.χ. 1 ΨΦ
+ 2 ΚΣ + 1ΨΣ συνιστά εκφώνημα με 4 τμήματα). Για τον επιτονισμό λάβαμε
υπόψη τις μεταβολές της θεμελιώδους συχνότητας ή μελωδίας. Μετρήσαμε
ειδικότερα τον αριθμό αυτών των μεταβολών, δηλαδή των επιτονικών επι-
πέδων ή υπερτμημάτων. Καταγράψαμε επίσης εάν η τελική μελωδική κατά-
ληξη είναι ανοδική, καθοδική ή επίπεδη. Ο ρυθμός κωδικοποιήθηκε με βάση
τα εξής μέτρα: ίαμβος (⏑⏝), τροχαίος (⏝⏑), ανάπαιστος (⏑⏑⏝), αμφίβρα-
χυς (⏑⏝⏑), δάκτυλος (⏝⏑⏑), κρητικός (⏝⏑⏝). Τα άτονα και τα ομοιόμορφα
τονισμένα εκφωνήματα κωδικοποιήθηκαν ως Μονότονα, ενώ η επανάληψη
ενός μέτρου και ο συνδυασμός δύο διαφορετικών ως Μεικτά.
Ξεχωρίσαμε τέλος τα λεκτικά εκφωνήματα, για να ελέγξουμε εάν τα προ-
λεκτικά προσαρμόζονται σταδιακά ή απότομα στις φωνοπροσωδιακές τους
ιδιότητες. Με δεδομένο ότι νωρίς στην ανάπτυξη μπορούμε να μιλήσουμε

[ 489 ]

PRAKTIKA 29.indb 489 4/8/09 9:02:58 AM


Α. ΚΑΡΟΥΣΟΥ, Δ. ΚΑΤΗ & Χ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΑΔΟΥ
μόνο για διαβαθμίσεις λέξεων (Vihman & McCune 1994), απαιτήσαμε σύ-
γκλιση τριών κριτηρίων για να εντοπίσουμε τα λεκτικά (βλ. πιο αναλυτικά
Καρούσου, Κατή & Σταμπουλιάδου 2008): (α) συλλαβική μορφή – είτε ΚΣ
είτε Φ – με μέγιστο τις 4 συλλαβές και μία μόνο τονισμένη, (β) πρωτόλειο
νόημα, ειδικότερα χρήση συναφή με την περίσταση, και (γ) συμβατική σύ-
ζευξη μορφής και νοήματος στη συγκεκριμένη περίσταση.

3. Αποτελέσματα
Ο Πίνακας 1 δείχνει το σύνολο των εκφωνημάτων και ειδικότερα των πρώ-
των λέξεων για κάθε παιδί στους 11 μ. της όλης παρατήρησης. Οι λέξεις εμ-
φανίστηκαν πολύ δειλά από τους 11–12 μ. με 1–7 δείγματα και αυξήθηκαν
αξιοσημείωτα με 11–49 δείγματα μετά τους 15–16 μ. Δεν εμφανίστηκαν ποτέ
συνδυασμοί λέξεων.

Αθηνά Στέλλα Carmen


Σύνολο εκφωνημάτων 5.755 3.137 1.997
Σύνολο λεκτικών εκφωνημάτων 118 215 113

Πίνακας 1: Ο αριθμός εκφωνημάτων και ειδικότερα λέξεων για κάθε παιδί

3.1 Ποιότητα άρθρωσης


Οι αναπτυξιακές αλλαγές στην ποιότητα άρθρωσης καταγράφονται στον
Πίνακα 2.
Αθηνά Στέλλα Carmen
Ηλικία
ΨΦ ΨΣ Φ ΚΣ ΨΦ ΨΣ Φ ΚΣ ΨΦ ΨΣ Φ ΚΣ
8 65,6 15,2 4,0 15,2 60 12,3 11,3 16,5 51,5 17,4 12,8 18,4
9 64,8 16,4 2,4 16,6 47,1 13,9 17,7 21,3 64,1 16,0 3,8 16,0
10 56,6 20,0 4,8 18,8 48,8 12,3 16,8 22,2 54,5 18,9 8,2 18,4
11 32,8 32,4 21,2 13,6 41,3 9,7 21,9 27,1 29 27,9 30,1 12,9
12 29,3 40,4 12,0 18,4 31,1 24,2 21,6 22,1 33,8 31,0 19,0 16,2
13 27,1 33,2 14,4 25,4 28,8 22,8 21,0 27,5 24,6 30,6 21,2 23,6
14 30,8 29,0 18,0 22,2 29,1 25,5 17,4 28 28,6 24,4 26,1 21,0
15 14,6 18,6 17,2 49,6 20,3 20,0 17,8 42,0 6,2 9,3 36,4 48,1
16 17,8 22,4 15,2 44,8 21,4 15,2 18,4 45,0 16 20,2 25,2 38,6
17 17,2 16,3 15,0 51,5 21,2 14,5 12,4 51,9 7,7 11,6 36,2 44,5
18 9,7 12,5 17,8 60,0 19,7 12,5 16,8 51,0 10,1 13,7 25,2 51,1

Πίνακας 2: Ποιότητα άρθρωσης (% των εκφωνημάτων ανά είδος, ηλικία και


παιδί)
[ 490 ]

PRAKTIKA 29.indb 490 4/8/09 9:02:59 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ
Όπως αναμέναμε, τα πιο ανώριμα εκφωνήματα, δηλαδή τα ΨΦ και οι ΨΣ,
αντικαθίστανται σταδιακά από πιο ώριμα, νωρίτερα μάλιστα από Φ έναντι
ΚΣ. Πιο αναλυτικά, τα ΨΦ κυριαρχούν έως και τους 10 μ. (~50–60%), αλλά
στους 18 έχουν συρρικνωθεί στη λιγότερο συχνή κατηγορία (< 20%). Με την
πρώτη μείωση των ΨΦ στους 11 μ., αυξάνονται αξιοσημείωτα τα Φ και οι
ΨΣ. Ενώ όμως τα πρώτα καταλήγουν σταδιακά, η δεύτερη πιο συχνή κατη-
γορία, οι ΨΣ, παραμένουν μεν συχνές έως και τους 14 μ. αλλά μειώνονται στη
συνέχεια. Η μεταγενέστερη κορύφωση αλλά και μείωση των ΨΣ έναντι των
ΨΦ μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη περιπλοκότητα των πρώτων, που
συνδυάζουν ένα ΨΦ με έναν ήχο που προσιδιάζει έστω ατελώς σε σύμφωνο.
Tέλος, οι ΚΣ αρχίζουν με ~15–18% στους 8 μ. και καταλήγουν η πιο συχνή
κατηγορία στους 18 μ. με ~51–60%.
Με την αύξηση των ΚΣ τα προλεκτικά εκφωνήματα συγκλίνουν όλο και
περισσότερο με τις πρώτες λέξεις, που αποτελούνται συντριπτικά από ΚΣ
(~89–93%). Οι ΚΣ διπλασιάζονται μάλιστα ταυτόχρονα ή λίγο πριν την πρώ-
τη αξιοσημείωτη αύξηση των λέξεων στους 15–16 μ., προσεγγίζοντας το 50%.
Ακόμη όμως και στους 18 μ. δεν αποτελούν τον κανόνα. Σε όλες δε τις ηλικί-
ες συνυπάρχουν ανώριμες και ώριμες μορφές άρθρωσης. Οι αναπτυξιακές
αλλαγές δεν είναι συνεπώς απότομες. Δεν είναι επιπλέον απολύτως ευθύ-
γραμμες, ακόμη και όταν είναι σαφώς ανοδικές ή καθοδικές όπως με τις ΚΣ
και τα ΨΦ. Ειδικά μάλιστα οι ΨΣ ακολουθούν καμπύλη αντεστραμμένου U.
Η κατεύθυνση ανάπτυξης είναι σε γενικές γραμμές ίδια και στα τρία παιδιά,
με κάποιες όμως διαφορές στην ταχύτητα και στις προτιμήσεις για κάθε εί-
δος άρθρωσης. Ενδεικτικά, παρότι οι ΨΣ κορυφώνονται στους 12 μ., αποτε-
λούν με 40% ήδη την πιο συχνή κατηγορία στην Αθηνά, ενώ στα άλλα δύο
παιδιά κυμαίνονται μεταξύ 24–31% με συχνότερα ακόμη τα ΨΦ.

3.2 Αριθμός τμημάτων και υπερτμημάτων

Ο Πίνακας 3 δείχνει τον αριθμό των τμημάτων σε κάθε εκφώνημα.

Αθηνά Στέλλα Carmen


Ηλικία
1 2 3+ 1 2 3+ 1 2 3+
8 67,0 19,4 13,6 73,4 21,0 5,6 60,8 23,3 15,9
9 65,2 12,1 22,7 78,2 14,3 7,5 60,2 17,3 22,5
10 59,4 19,4 21,2 72,0 18,2 9,8 43,4 19,3 37,3
11 44,8 18,5 36,7 57,1 25,6 17,3 45,8 16,2 38,0
12 39,1 20,0 40,9 52,0 24,1 23,9 39,1 23,0 37,9
13 35,5 20,3 44,2 48,7 30,6 20,7 35,4 20,7 43,9
14 42,4 25,2 32,4 40,3 41,8 17,9 42,1 25,3 32,6

[ 491 ]

PRAKTIKA 29.indb 491 4/8/09 9:02:59 AM


Α. ΚΑΡΟΥΣΟΥ, Δ. ΚΑΤΗ & Χ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΑΔΟΥ

Αθηνά Στέλλα Carmen


Ηλικία
1 2 3+ 1 2 3+ 1 2 3+
15 31,2 46,4 22,4 35,9 47,0 17,1 35,7 43,3 21,0
16 33,9 43,9 22,1 36,7 52,1 11,2 35,6 38,0 26,4
17 35,8 47,4 16,8 27,9 60,1 12,0 26,8 48,5 25,1
18 32,5 49,1 18,4 29,3 55,0 15,7 25,2 49,5 25,3

Πίνακας 3: Αριθμός τμημάτων (% εκφωνημάτων ανά είδος, ηλικία και παιδί)


Ενώ στους 8 μ. δύο τρίτα περίπου των εκφωνημάτων διαθέτουν ένα μόνο
τμήμα, μέχρι τους 18μ. έχουν σταδιακά συρρικνωθεί σε λιγότερο από ένα
τρίτο. Ωστόσο, η αύξηση των πιο μακροσκελών εκφωνημάτων ακολουθεί μια
σύνθετη διαδρομή: αυτά με τουλάχιστον τρία τμήματα αυξάνονται στους
10–14 μ., αλλά περιορίζονται στη συνέχεια καθώς ανέρχονται σε συχνότητα
αυτά με δύο μόνο τμήματα. Από τους 15–16 μ. αρχίζει άλλωστε η αύξηση των
λέξεων, οι οποίες αποτελούνται συντριπτικά από δύο τμήματα (79–82%).
Επιβεβαιώνονται έτσι προγενέστερα δεδομένα ότι οι πρώτες λέξεις είναι δι-
σύλλαβες σε γλώσσες με απλή συλλαβική δομή – μεταξύ των οποίων η ισπα-
νική (Lleó 2006) – όπως και αυτά που δείχνουν περιορισμό του μήκους των
εκφωνημάτων πριν την εμφάνιση των λέξεων, όπως αναφέραμε στην εισα-
γωγή. Υποθέτουμε ότι η ανάγκη να αποφορτιστεί το μήκος των εκφωνημά-
των προκύπτει από τη γνωσιακή επιβάρυνση που επιφέρει η ελαφρά έστω
αύξηση των λέξεων, καθώς τα παιδιά αντιμετωπίζουν πλέον το επιπρόσθετο
πρόβλημα του νοήματος και όχι μόνο της μορφής.
Ο Πίνακας 4 δείχνει τον αριθμό των υπερτμημάτων. Τα πιο μελωδικά εκ-
φωνήματα αυξάνονται με την ηλικία, όπως φαίνεται στη σταδιακή μείωση
αυτών με ένα μόνο υπερτμήμα από ~37–56% στους 8 μ. σε ~13–23% στους 18
μ. Ακριβώς όπως στην περίπτωση των τμημάτων, όμως, περιορίζονται τα πιο
σύνθετα, δηλαδή αυτά με τουλάχιστον τρία υπερτμήματα, λίγο πριν την αύ-
ξηση των λέξεων. Οι τελευταίες αποτελούνται συντριπτικά από δύο υπερ-
τμήματα (79–85%).

Αθηνά Στέλλα Carmen


Ηλικία
1 2 3+ 1 2 3+ 1 2 3+
8 43,4 29,2 27,4 56,2 23,7 20,1 37,1 29,4 33,5
9 41,0 28,3 30,7 48,7 28,4 22,9 38,1 29,0 32,9
10 39,2 32,3 28,5 46,3 29,1 24,6 33,1 34,2 32,7
11 29,6 38,3 32,2 35,1 32,8 32,1 27,6 36,9 35,5
12 29,9 41,8 28,3 37,0 33,7 29,3 30,0 41,8 28,2

[ 492 ]

PRAKTIKA 29.indb 492 4/8/09 9:03:00 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ

Αθηνά Στέλλα Carmen


Ηλικία
1 2 3+ 1 2 3+ 1 2 3+
13 24,3 39,5 36,2 31,2 39,3 29,5 23,0 30,6 46,4
14 19,1 43,6 37,3 28,9 41,3 29,8 20,0 33,7 46,3
15 22,8 51,9 25,3 25,7 47,1 27,2 22,2 55,6 22,2
16 23,3 48,5 28,2 26,6 51,3 22,1 22,3 34,4 43,3
17 22,0 56,0 22,0 28,4 54,6 17,0 16,8 55,9 27,3
18 23,0 58,0 19,0 20,2 54,1 25,7 13,1 50,5 36,4

Πίνακας 4: Αριθμός υπερτμημάτων (% εκφωνημάτων ανά ηλικία και π


­ αιδί)
Συνολικά, συμπεραίνουμε αύξηση αρχικά του μήκους των τμημάτων και
υπερτμημάτων, αλλά περιορισμό των πιο μακροσκελών και πιο μελωδικών
εκφωνημάτων και σύγκλιση με την κάπως απλούστερη μορφή των πρώτων
λέξεων. Η σύγκλιση πάντως των προλεκτικών με τα πρώτα λεκτικά εκφω-
νήματα αρχίζει νωρίτερα στο επίπεδο της προσωδίας, όπως στην προγενέ-
στερη βιβλιογραφία που αναφέραμε στην εισαγωγή. Ειδικότερα, η αύξηση
σε δύο υπερτμήματα αρχίζει το αργότερο στους 12–13 μ., ενώ αυτή σε δύο
τμήματα στους 14–15 μ. Οι διαφορές μεταξύ των παιδιών διαφαίνονται ως
επί το πλείστον μικρές, κυρίως μάλιστα στα εκφωνήματα με δύο υπερτμή-
ματα. Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο η προτίμηση της Carmen – έναντι των ελ-
ληνόφωνων παιδιών – σε όλες τις ηλικίες για εκφωνήματα με τρία τουλάχι-
στον υπερτμήματα έναντι ενός. Θεωρούμε πιθανό πάντως να πρόκειται για
ατομική και όχι διαγλωσσική διαφορά. Συγκεκριμένα, τα πιο σύνθετα εκφω-
νήματα της Carmen προσιδιάζουν προσωδιακά σε φράσεις (π.χ. με δύο του-
λάχιστον τόνους και μικρές ενδιάμεσες παύσεις). Τέτοια εκφωνήματα θεω-
ρούνται χαρακτηριστικά παιδιών με περισσότερο ‘ολιστική’ στρατηγική στη
μάθηση της γλώσσας (Peters & Menn 1993).

3.3 Επιτονισμός

Ο Πίνακας 5 δείχνει το ποσοστό των εκφωνημάτων ανάλογα με τη μελωδι-


κή τους κατάληξη ή το επιτόνημα – δηλαδή επίπεδο (Ε), καθοδικό (Κ) και
ανοδικό (Α). Αρχικά, τα ποσοστά και των τριών μελωδικών καταλήξεων δεν
διαφέρουν ιδιαίτερα, με μέσο όρο ένα τρίτο του συνόλου η καθεμιά (~28–
38%). Στη συνέχεια, όμως, η Ε φθίνει σταδιακά σε μισό έως ένα τέταρτο του
αρχικού ποσοστού (~7–17% από ~32–38%), ενώ οι Α και Κ ανέρχονται στα-
θερά – αν και περισσότερο η τελευταία. Συγκεκριμένα, η Α ξεκινά με ~28–
30% και καταλήγει με μικρή αύξηση σε ~34–39%. Η Κ υπερισχύει εξαρχής
λίγο της Α με ~34–37%, ενώ αγγίζει το ~48–55% στους 18 μ.

[ 493 ]

PRAKTIKA 29.indb 493 4/8/09 9:03:01 AM


Α. ΚΑΡΟΥΣΟΥ, Δ. ΚΑΤΗ & Χ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΑΔΟΥ

Αθηνά Στέλλα Carmen


Hλικία
Ε Κ Α Ε Κ Α Ε Κ Α
8 38,0 34,2 27,8 33,5 37,1 29,5 32,1 37,0 30,9
9 32,4 38,9 28,7 29,1 42,1 28,9 38,6 30,0 31,4
10 32,9 38,7 28,4 26,5 39,0 34,5 28,2 38,1 33,7
11 27,3 43,6 29,1 26,7 41,1 32,2 25,1 47,3 27,6
12 27,4 43,7 29,0 24,4 40,0 35,6 28,5 42,1 29,4
13 26,5 42,3 31,2 19,9 44,0 36,1 18,0 44,6 37,4
14 23,8 43,6 32,7 18,7 42,1 39,2 13,3 50,2 36,5
15 16,7 46,1 37,2 19,1 44,5 36,5 12,6 56,5 30,9
16 18,3 47,6 34,1 20,1 44,3 35,6 11,3 51,9 36,8
17 12,5 47,6 39,9 20,6 45,9 33,5 6,7 56,3 37,0
18 12,0 49,0 39,0 17,5 47,7 34,8 7,4 54,5 38,1

Πίνακας 5: Είδος επιτονήματος (% εκφωνημάτων ανά είδος, ηλικία και παι-


δί)

Ο περιορισμός της Ε κατάληξης και η αύξηση αυτών που προσιδιάζουν


στη γλώσσα βρίσκεται σε συμφωνία με ορισμένες ενδείξεις που αναφέρα-
με στην εισαγωγή. Οι εξελίξεις όμως στην Κ και Α κατάληξη δεν διαφέρουν
πολύ, παρά τη μικρή υπερίσχυση της πρώτης. Ενισχύουν αφενός την υπόθεση
ότι η Κ είναι πιο φυσική, αλλά την αποδυναμώνουν παράλληλα γιατί η Κ αυ-
ξάνεται περισσότερο με την ηλικία ενώ η Α είναι αξιοσημείωτη εξαρχής. Εάν
πάντως η ταχύτητα ανάπτυξης της Α επηρεάζεται από τη μητρική γλώσσα
(π.χ. DePaolis, Vihman & Kunnari 2008), δεν αποκλείεται η αυξημένη παρου-
σία της νωρίτερα στα ελληνικά και στα ισπανικά σε σύγκριση με τα αγγλι-
κά δεδομένα των Κent & Murray (1982). Τα ευρήματά μας δεν είναι πάντως
εύκολο να εξηγηθούν με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα. Ανατρέπουν πάντως
την πρόβλεψη ότι η Α κατάληξη αργεί να εμφανιστεί και υπαινίσσονται ότι η
ανάπτυξη του επιτονήματος τουλάχιστον εξαρτάται από παραμέτρους που
δεν έχουν ακόμη επαρκώς κατανοηθεί. Πάντως, παρά τις κοινές τάσεις ανά-
πτυξης και στα τρία παιδιά, διαφαίνονται και μικρές διαφοροποιήσεις που
πάλι δεν είναι εύκολο να εξηγηθούν. Για παράδειγμα, η Στέλλα επιμένει για
μεγαλύτερο διάστημα σε Ε εκφωνήματα, ενώ η Carmen το λιγότερο.

3.4 Ρυθμός άρθρωσης

Ο Πίνακας 6 παρουσιάζει τη ρυθμική δομή των εκφωνημάτων, ειδικότερα


τα ποσοστά των τριών συχνότερων κατηγοριών, δηλαδή μονότονα και άτο-
να (Μ), ίαμβος (Ι) και τροχαίος (Τ). Οι λιγότεροι συχνοί ρυθμοί, δηλαδή ανά-

[ 494 ]

PRAKTIKA 29.indb 494 4/8/09 9:03:02 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ
παιστος, κρητικός, αμφίβραχυς, δάκτυλος και μεικτά μέτρα, ομαδοποιούνται
– για λόγους χώρου – στην κατηγορία ‘άλλοι’.

Αθηνά Στέλλα Carmen


Hλ.
Μ Τ I άλλοι Μ Τ I άλλοι Μ Τ I άλλοι
8 29,4 12,4 7,3 50,9 21,2 14,1 11,9 52,8 25,4 14,1 13,0 47,5
9 23,8 16,5 8,3 51,4 22,6 16,4 13,8 47,2 17,6 5,9 20,6 55,9
10 27,2 24,7 18,1 30,1 20,3 15,8 13,2 50,7 25,0 20,8 9,7 44,5
11 19,5 23,6 16,2 40,7 19,8 18,5 15,5 46,2 28,4 19,4 10,1 42,1
12 20,8 24,3 11,6 43,3 17,1 18,1 18,8 46,0 25,3 14,5 15,7 44,5
13 18,3 22,6 15,9 43,2 10,0 21,1 25,5 43,4 20,9 14,1 17,2 47,8
14 18,9 29,7 24,5 26,9 12,7 23,3 25,9 38,1 24,1 21,3 10,7 43,9
15 9,0 26,1 24,0 40,9 10,9 26,3 27,0 35,8 15,7 32,2 11,8 40,3
16 12,0 23,9 24,7 39,4 12,8 21,2 25,9 40,1 8,8 30,2 15,3 45,7
17 10,3 25,2 26,9 37,6 15,0 24,2 27,6 33,2 9,3 45,1 19,8 25,8
18 9,3 28,1 31,1 31,5 10,4 23,8 28,3 37,5 11,5 35,6 17,2 35,7

Πίνακας 6: Ρυθμός των εκφωνημάτων (% ανά είδος, ηλικία και παιδί)


Κυριαρχούν αρχικά τα Μ εκφωνήματα, με ~21–29% στους 8 μ., τα οποία φθί-
νουν σταδιακά σε ~9–11% στους 18 μ. Σημαντική μείωση παρατηρείται με-
ταξύ 11–16 μ., με κάποιες διαφορές μεταξύ των τριών παιδιών: 11–13 μ. στην
Αθηνά, 14–15 στη Στέλλα, 14–16 στην Carmen. Περίπου την ίδια στιγμή, αρ-
χίζουν να αυξάνονται τα μέτρα του Τ και Ι, τα οποία χαρακτηρίζουν το ~90%
των πρώτων λέξεων που παράγουν και τα τρία παιδιά. Καθίστανται μάλιστα
τα πιο συχνά μέχρι και τους 16 μ., όταν έχει αρχίσει η αύξηση των λέξεων.
Τα λιγότερο συχνά είδη ρυθμού χαρακτηρίζουν συνήθως πιο μακροσκελή εκ-
φωνήματα, τα οποία δεν είναι ωστόσο ακόμη λεκτικά. Αυξάνονται μάλιστα
στους 12–13 μ., διόλου τυχαία παράλληλα με τα εκφωνήματα με τουλάχιστον
τρία τμήματα. Υποθέτουμε πάλι ότι για ένα διάστημα τα παιδιά επικεντρώ-
νονται στο να κατοχυρώσουν τις δισύλλαβες πρώτες λέξεις τους με Τ ή Ι
ρυθμό, μειώνοντας τα τμηματικά και προσωδιακά πιο περίπλοκα εκφωνή-
ματα έως ότου επιλύσουν τα πρόσθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με
τις λέξεις.
Πάλι πάντως οι αλλαγές είναι σταδιακές, με όλες τις κατηγορίες ρυθμού
σε όλες τις ηλικίες. Οι διαφορές μεταξύ των παιδιών φαίνονται σε ορισμένες
περιπτώσεις μικρές: π.χ. τα Μ εκφωνήματα κυριαρχούν στην Αθηνά στους
10 μ. με ~27%, στη Στέλλα στους 11 μ. με ~20% και στην Carmen στους 12 μ.
με ~25%. Άλλοτε ωστόσο υποδεικνύουν σαφέστερα επιδράσεις της ομιλίας
του περιβάλλοντος. Ενώ στα ελληνόφωνα παιδιά διαμορφώνεται με την ηλι-

[ 495 ]

PRAKTIKA 29.indb 495 4/8/09 9:03:03 AM


Α. ΚΑΡΟΥΣΟΥ, Δ. ΚΑΤΗ & Χ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΑΔΟΥ
κία προτίμηση τόσο για τον Ι όσο και για τον Τ (με κάποια μάλιστα υπεροχή
του Ι), η Carmen προτιμά σταδιακά τον Τ (δύο φορές πιο συχνά από τον Ι).
Αντικρούεται έτσι η υπόθεση της φυσικής προδιάθεσης για τον Τ ρυθμό. Θε-
ωρούμε διόλου τυχαίο ότι στα ισπανικά οι λέξεις ακολουθούν πιο συχνά τον
Τ ρυθμό (Quilis 1983), ενώ στα ελληνικά πιο ισορροπημένα και τους δύο.
Αναμφίβολα πάντως αυτό παρατηρείται στις πρώτες λέξεις των παιδιών. H
Carmen παράγει δεκαπλάσιες λέξεις με Τ έναντι Ι (~80% με 8%), ενώ η Αθη-
νά διπλάσιο περίπου Ι έναντι του Τ (62% με 29%) και η Στέλλα απλώς πε-
ρισσότερο Τ (49% με 38%). Ενισχύονται έτσι ευρήματα για τα ισπανικά (π.χ.
Lleó 2006) όπως και της Tzakosta (2004) για τα ελληνικά. Δεν αποκλείουμε
η προτίμηση του Τ που υποστηρίζει η Kappa (2002) να οφείλεται σε ατομι-
κές διαφοροποιήσεις, που αναμένονται περισσότερο σε γλώσσες με μεγαλύ-
τερη ποικιλία ρυθμού. Μάλιστα η μεγαλύτερη προτίμηση του Ι από την Αθη-
νά ίσως καθορίζεται από τη συχνότητα των σχετικών λέξεων που ακούει,
μεταξύ των οποίων δεν μπορεί παρά να ξεχωρίζει το όνομά της σε αντίθεση
με τον Τ ρυθμό του ονόματος της Στέλλας. Πάντως, η Κάππα δεν παραθέτει
ακριβείς μετρήσεις των λέξεων που παράγει το παιδί που μελέτησε, καθι-
στώντας αδύνατη τη συστηματική σύγκριση με τα δικά μας δεδομένα.

4. Συμπεράσματα

Θεωρούμε ότι τα αποτελέσματα στηρίζουν, πρώτον, την υπόθεση της συνε-


χούς ανάπτυξης από τα προλεκτικά στα πρώτα λεκτικά εκφωνήματα. Σε
όλες τις διαστάσεις της μορφής που εξετάσαμε, οι αλλαγές δεν είναι από-
τομες αλλά σταδιακές. Συνυπάρχουν άλλωστε σε όλες τις ηλικίες – αν και
σε διαφορετική αναλογία – όλες οι μορφές άρθρωσης – ώριμες και ανώριμες
– ακόμη και τόσο νωρίς όσο οι 8 μ. αλλά και μετά τους 15–16 μ., όταν οι πρώ-
τες λέξεις έχουν καταστεί πιο συχνές. Ταυτόχρονα η μορφή των ίδιων των
λέξεων εξακολουθεί να απέχει από αυτή των ενηλίκων, κατεξοχήν εδώ στο
ότι είναι αρχικά συντριπτικά δισύλλαβες ενώ αργότερα και πιο μακροσκε-
λείς. Ενισχύονται συνεπώς ευρήματα ότι η ανάπτυξη είναι μια μακρόχρονη
σταδιακή διαδικασία που δεν λήγει με τα πρώτα λεκτικά εκφωνήματα. Υπο-
στηρίξαμε, επιπλέον, ίδια κατά βάση καμπύλη ανάπτυξης και στα τρία παι-
διά στις περισσότερες μετρήσεις. Αν και η καθολικότητα αποδιδόταν κάπο-
τε σε βιολογικές μόνο προδιαθέσεις, θεωρείται σήμερα όλο και συχνότερα
προϊόν μιας αναπόφευκτα ίδιας εν μέρει διαπλοκής βιολογικών και περιβαλ-
λοντικών δυναμικών σε όλα τα παιδιά (π.χ. Elman κ.ά. 1996). Οι μικρές πά-
ντως συνήθως ατομικές διαφορές στην ταχύτητα ανάπτυξης όπως και σε
προτιμήσεις για διάφορα είδη εκφωνημάτων απαιτούν μακροπρόθεσμα εξή-
γηση μέσα από πιο συστηματικά δεδομένα, που ίσως αναδείξουν πιο ευκρι-
νώς και την ιδιαίτερη σε έναν βαθμό διαπλοκή παραμέτρων της ανάπτυξης

[ 496 ]

PRAKTIKA 29.indb 496 4/8/09 9:03:03 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ
σε κάθε παιδί. Υποδείξαμε πάντως πιθανές επιδράσεις της ομιλίας που ακού-
νε τα παιδιά για την εξήγηση τόσο ατομικών όσο και διαγλωσσικών διαφο-
ρών, πάνω απ’ όλα στη συχνότητα Ι και Τ ρυθμού.
Η πολυδιάστατη ανάλυση της μορφής ανέδειξε επιπλέον τον σύνθετο χα-
ρακτήρα της ανάπτυξης. Ειδικότερα, κάθε φωνοπροσωδιακή παράμετρος
ακολουθεί τη δική της διαδρομή, με ενδιαφέρουσες σε ορισμένες περιπτώ-
σεις συγκλίσεις και αποκλίσεις. Μακροπρόθεσμα πάντως θα ήταν χρήσιμα
δεδομένα για πρόσθετες παραμέτρους της μορφής που δεν εξετάσαμε εδώ,
όπως το είδος των συμφώνων και συλλαβών. Η ανάπτυξη δεν αποδείχτηκε
επίσης τελείως γραμμική, ακόμη και όταν ήταν σαφώς ανοδική ή καθοδική,
γεγονός που επίσης αντικρούει την υπόθεση ριζικών αλλαγών. Παρατηρή-
θηκαν δε και εξελίξεις αντεστραμμένου U, για διαφορετικούς μάλιστα λό-
γους σε κάθε περίπτωση. Η άνοδος των ΨΣ συνιστά πρόοδο στην πρώιμη
περίοδο όπου επιχειρούνται πλέον συνδυασμοί κλειστών και ανοιχτών ήχων,
αλλά εκτοπίζεται σύντομα και μόνιμα από τις πιο ώριμες ΚΣ. Αντιθέτως, ο
περιορισμός των πιο μακροσκελών και μελωδικών εκφωνημάτων λίγο πριν
την αύξηση των λέξεων οφείλεται μάλλον στον γνωσιακό φόρτο που επιφέ-
ρει παροδικά η μάθηση λέξεων. Οι σύνθετες αυτές εξελίξεις είναι συμβατές
με θεωρήσεις της ανάπτυξης ως δυναμικής αναδιοργάνωσης ποικίλων αλ-
ληλοσχετιζόμενων παραμέτρων. Οι θεωρήσεις αυτές υπερισχύουν άλλωστε
στη μελέτη της πρώιμης φωνοπροσωδιακής ανάπτυξης (βλ. π.χ. επίσης Hsu,
Fogel & Cooper 2000· Stark, Bernstein & Demorest 1993).

Βιβλιογραφία
Allen, G. & S. Hawkins. 1980. “Phonological Rhythm: Definition and Development”,
Child Phonology 1, 227–56.
Boersma, P. 2001. “PRAAT, a System for Doing Phonetics by Computer”, Glot Interna-
tional 59(10), 341–5.
Boysson-Bardies, B. de, P. Hallé, L. Sagart & C. Durand. 1989. “A Crosslinguistic Inves-
tigation of Vowel Formants in Babbling”, Journal of Child Language 6, 1–17.
Boysson Bardies, B. de, L. Sagart & C. Durand. 1984. “Discernible Differences in the Bab-
bling of Infants According to Target Language”, Journal of Child Language 11, 1–15.
Boysson Bardies, B. de & M. Vihman. 1991. “Adaptation to Language: Evidence from
Babbling and First words in Four Languages”, Language 67, 297–319.
Crystal, D. 1986. “Prosodic Development”, στο P. Fletcher & M. Garman (επιμ.), Lan-
guage Acquisition, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 174–97.
Davis, B. L., P. F. MacNeilage, C. L. Matyear & J. K. Powell. 2000. “Prosodic Correlates
of Stress in Bubbling: An Acoustical Study”, Child Development 71, 1258–70.
DePaolis, R., M. Vihman & S. Kunnari. 2008. “Prosody in Production at the Onset of
Word Use: A Cross-Linguistic Study”, Journal of Phonetics 36(2), 406–22.
D’Odorico, L. 1984. “Non-Segmental Features in Prelinguistic Communications: An Anal-
ysis of Some Types of Infant Cry and Non-Cry Vocalizations”, Journal of Child Lan-
guage 11, 17–27.

[ 497 ]

PRAKTIKA 29.indb 497 4/8/09 9:03:03 AM


Α. ΚΑΡΟΥΣΟΥ, Δ. ΚΑΤΗ & Χ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΑΔΟΥ
D’Odorico, L. & F. Franco. 1991. “Selective Production of Vocalization Types in Different
Communication Contexts”, Journal of Child Language 18, 475–99.
Elbers, L. & J. Ton. 1985. “Play Pen Monologues: The Interplay of Words and Babble in
the First Words Period”, Journal of Child Language 12, 551–61.
Elman, J., E. Bates, M. Johnson, A. Karmiloff-Smith, D. Parisi & K. Plunkett. 1996. Re-
thinking Innateness: A Connectionist Perspective on Development. Cambridge, Mass.,
MIT Press.
Fikkert, P. 1994. On the Acquisition of Prosodic Structure. Dordrecht, The Netherlands,
Institute of Generative Linguistics.
Hsu, H., A. Fogel & R. Cooper. 2000. “Infant Vocal Development During the First 6
Months: Speech Quality and Melodic Complexity”, Infant and Child Development
9, 1–16.
Jakobson, R. 1968 [1941]. Child Language, Aphasia and Phonological Universals. Χάγη
& Παρίσι. Mouton de Gruyter.
Kappa, I. 2002. “On the Phonological Development of the Early Words: A Case Study”,
στο M. Makri-Tsilipakou (επιμ.), Proceedings of the 14th International Symposium
on Theoretical and Applied Linguistics, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, 124–33.
Καρούσου, Α., Δ. Κατή & Χ. Σταμπουλιάδου. 2008. Υπό έκδοση. “Η ανάδυση των
πρώτων λέξεων: εμπειρικά δεδομένα για τη σύγκλιση παραμέτρων της λέξης”,
Ψυχολογία.
Kent, R. & A. Murray. 1982. “Acoustic Features of Infant Vocalic Utterances at 3, 6 and
9 Months”, Journal of the Acoustical Society of America 72, 353–65.
Koopmans-van-Beinum, F. & J. Van der Stelt. 1986. “Early Stages in the Development of
Speech Movements”, στο B. Lindblom & R. Zetterstöm (επιμ.), Precursors of Early
Speech, Basingstoke, Hampshire, Macmillan Press, 37–50.
Legerstee, M. 1991. “Changes in the Quality of Infant Sounds as a Function of Social and
Nonsocial Stimulation”, First Language 11, 327–43.
Lleó, C. 2006. “The Acquisition of Prosodic Word Structures in Spanish by Monolingual
and Spanish-German Bilingual Children”, Language and Speech 49, 205–29.
Locke, J. 1988. “Variation in Human Biology and Child Phonology: A Response to Goad
and Ingram”, Journal of Child Language 15, 663–8.
Mitchell, P. & R. Kent. 1990. “Phonetic Variation in Multisyllable Babbling”, Journal of
Child Language 17, 247–65.
Oller, D. K. 2000. The Emergence of the Speech Capacity. Mawah, NJ, Erlbaum.
Papaeliou, C. & C. Trevarthen. 2006. “Prelinguistic Pitch Patterns Expressing ‘Commu-
nication’ and ‘Apprehension’”, Journal of Child Language 33, 163–78.
Peters, A. & L. Menn. 1993. “False Starts and Filler Syllables: Ways to Learn Grammati-
cal Morphemes”, Language 69(4), 742–77.
Quilis, A. 1983. “Frecuencias de los esquemas acentuales en español”, Estudios ofrecidos
a E. Alarcos Llorach 5, 113–26.
Snow, D. 2006. “Regression and Reorganization of Intonation Between 6 and 23 Months”,
Child Development 77(2), 281–96.
Stark, R., L. Bernstein & M. Demorest. 1993. “Vocal Communication in the First 18 Months
of Life”, Journal of Speech and Hearing Research 36, 548–58.
Tzakosta, M. 2004. “Acquiring Variable Stress in Greek: An OT Approach”, Jοurnal of
Greek Linguistics 5, 97–125.

[ 498 ]

PRAKTIKA 29.indb 498 4/8/09 9:03:04 AM


ΦΩΝΟΠΡΟΣΩΔΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΚΦΩΝΗΜΑΤΩΝ
Vihman, M. 1996. Phonological Development: The Origins of Language in the Child.
Οξφόρδη, Blackwell.
Vihman, M., R. DePaolis & B. Davis. 1998. “Is There a ‘Trochaic Bias’ in Early Word
Learning? Evidence from Infant Production in English and French”, Child Develop-
ment 69, 935–49.
Vihman, M., E. Kay, B. Boysson-Bardies de, C. Durand & U. Sundberg. 1994. “Exter-
nal Sources of Individual Differences? A Cross-Linguistic Analysis of the Phonet-
ics of Mothers’ Speech to One-Year-Old Children”, Developmental Psychology 30,
651–62.
Vihman, M., M. Macken, R. Miller, J. Simmons & J. Miller. 1985. “From Babbling to
Speech: A Re-assessment of the Continuity Issue”, Language 61, 397–445.
Vihman, M. & L. McCune. 1994. “When is a Word a Word?”, Journal of Child Language
21, 517–42.
Vihman, M., S. Nakai & R. DePaolis. 2006. “Getting the Rhythm Right: A Cross-Lin-
guistic Study of Segmental Duration in Babbling and First Words”, στο L. Gold-
stein, D. Whalen & C. Best (επιμ.), Laboratory Phonology 8, Νέα Υόρκη, Mouton
de Gruyter, 341–66.
Whalen, D., A. Levitt & Q. Wang. 1991. “Intonational Differences Between the Redubli-
cative Babbling of French and English Learning Infants”, Journal of Child Language
18, 501–6.

Λέξεις-κλειδιά: κατάκτηση γλώσσας, φωνητική ανάπτυξη, προσωδιακή ανά-


πτυξη, προλεκτική περίοδος.

[ 499 ]

PRAKTIKA 29.indb 499 4/8/09 9:03:04 AM

You might also like