You are on page 1of 6

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1. O Γ. Βιζυηνός αντλεί το αφηγηματικό του υλικό «από τις προσωπικές
και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής
ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του» (Νεοελληνική λογοτεχνία, Γ΄ ενιαίου
Λυκείου, θεωρητική κατεύθυνση, σελ. 122). Αξιοποιεί αυτό το υλικό με
βάση «Το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική
γνώση της ψυχολογίας, ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα
υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική)» (ό.π., σελ. 122).
Η προσωπική του μνήμη αποτυπώνεται καταρχάς σε όλη την
έκταση του διηγήματος «Το αμάρτημα της μητρός μου», από τον τίτλο
του οποίου αντιλαμβανόμαστε αυτήν ακριβώς τη σύνδεση μεταξύ
προσωπικής και οικογενειακής μνήμης. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η
προσωπική του μνήμη – αναπλασμένη μέσα από την πρωτοπρόσωπη
αφήγηση («Όταν επανήλθον . . . έτρεμον. . .») μεταφέρεται στο πρώτο
τμήμα του, προτού αρχίσει η αποκάλυψη του αμαρτήματος της μητέρας
του «Όταν επανήλθον . . . κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια του». Η
οικογενειακή μνήμη μεταφέρεται από τη μητέρα του η οποία του
αναδιηγείται τα περιστατικά που οδήγησαν στην ακούσια πρόκληση του
θανάτου της πρώτης αδελφής του («. . . Ναι! Με είπεν . . . Ύστερα όμως
άρχισε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος».
Συνυφασμένα με τη μνήμη της μητέρας του είναι και τα έθιμα που
συνοδεύουν την τελετή του γάμου στον οποίο ήταν κουμπάροι οι γονείς
του. Η απόδοση των συνηθειών και του κλίματος που συνόδευε το
θρακιώτικο γάμο γίνεται με λεπτομερή τρόπο («Το πρωΐ τους
στεφανώσαμε . . . και καλύτερα και πολύτερα»).
Στα τρία αυτά σημεία διαφαίνεται και ο τρόπος αξιοποίησης τον
οποίο προαναφέραμε. Έτσι η απόδοση των ψυχικών εντάσεων – δείγμα
της επιστημονικής γνώσης του ψυχολόγου Βιζυηνού – αναπτύσσεται
μέσα από την περιγραφή της συναισθηματικής κατάστασης του αφηγητή,
των σωματικών αντιδράσεων («. . . έτρεμον . . . αλλ’ ισχυρού τινος
φόβου»), αλλά και από την ανάλογη απεικόνιση της μητέρας του (π.χ.
μέσα από τις παρομοιώσεις: «ως κατάδικος . . . με την συναίσθησιν
τρομερού τινος εγκλήματος».).
Οι γλωσσικές του επιλογές – λόγια γλώσσα στα αφηγηματικά μέρη
(«Όταν επανήλθον . . . τρομερού τινος εγκλήματος»), λαϊκή – ιδιωματική
στα διαλογικά («- Το θυμάσαι το Αννιώ μας, . . . «- Μάλιστα μητέρα . . .
στα μάτια μου . . .», κλπ) αναδεικνύουν το διπλό χαρακτήρα της
ηθογραφικής αφήγησης (λόγιος αφηγητής – λαϊκός πρωταγωνιστής) και
αναπαριστούν με ρεαλιστικό, αλλά και ακριβή τρόπο τα γεγονότα τα
οποία καταγράφονται στο απόσπασμα.

2. Στο σχολικό βιβλίο αναφέρονται τα εξής σημεία για τα


χαρακτηριστικά της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού:
«Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο – τομή για την πεζογραφία της εποχής –
η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές
συγκρούσεις, η δομή και η άρτια τεχνική αποτελούν μερικά από τα
βασικά γνωρίσματα του κειμένου [. . .] η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του
χρόνου της ιστορίας και του χρόνου της αφήγησης, η πλοκή και η
σύνθεση, η διείσδυση στα μύχια της ψυχής, το παιχνίδι της ενοχής και
της λύτρωσης, οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις, η λεπτή
συγκίνηση και ανθρωπιά, το καθιστούν ένα από τα πιο δυνατά κείμενα
της λογοτεχνίας μας» (ό.π., σελ. 123).
Από τα προηγούμενα μπορούμε να επιλέξουμε και να παραδειγματίσουμε
τα εξής μέσα από το κείμενο:
Ι. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ενδεικτική και της
αυτοβιογραφικότητας, της βιωματικής εμπειρίας που διαπερνά την
αφήγηση («Όταν επανήλθον», . . . έτρεμον», «Η μήτηρ μου . . .»).
ΙΙ. Οι δραματικές συγκρούσεις διατυπώνονται τόσο μέσα από την
περιγραφή των δύο συναισθηματικών και ψυχικών καταστάσεων του
γιου και της μάνας, («. . . έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ’
ισχυρού τινος φόβου. Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν ως κατάδικος
όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του . . .») αλλά κυρίως μέσα από τη
σύγκρουση των βιωμάτων που αποτυπώνονται όταν μέσα από το διάλογό
τους φαίνεται ότι ο Γιωργής πίστευε ότι η Αννιώ ήταν η μόνη του αδελφή
και η μάνα του αποκάλυψε ότι δεν ήταν το μόνο της κορίτσι («- το
θυμάσαι το Αννιώ μας . . . ΄Ένα χρόνο κατόπι του έκαμα την πρώτη μου
θυγατέρα»).
ΙΙΙ. Η «διείσδυση στα μύχια της ψυχής» διαφαίνεται από την ανάδειξη
του ψυχολογικού συναισθηματικού κλίματος που προηγείται της
αποκάλυψης. («Όταν επανήλθον . . . πληκτικής σιωπής»).
ΙV. Η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων αποτυπώνεται
μέσα από την σκιαγράφηση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του
πατέρα. Τρυφερός στην αρχή και περιποιητικός προς τη γυναίκα του («. .
. και μ’ έρριψε το μανδήλι του να σηκωθώ να χορέψουμε» «. . .
Εμετάνοιωσα που σ’ έβαλα κ’ εχόρεψες τόσο πολύ») στην πορεία και
μετά τον ακούσιο φόνο του κοριτσιού από τη μητέρα αλλάζει στάση.
Επιρρίπτει αποκλειστικά τις ευθύνες για το φόνο σ’ αυτήν («- Το
πλάκωσες γυναίκα το παιδί μου . . .»), την πληγώνει (« Τι φωνάζεις έτσι,
βρε βώδι»). Αυτή η ανατροπή είναι χαρακτηριστική της γραφής του
διηγηματογράφου που δεν προσεγγίζει με επίπεδο τρόπο τους
χαρακτήρες του αλλά τους συναρτά με τις κοινωνικές συνθήκες που τους
διαμορφώνουν και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κάθε άνθρωπος τις
προσλαμβάνει και τις εκδηλώνει.
V. Η «λεπτή συγκίνηση και ανθρωπιά» με την οποία σκιαγραφεί τους
χαρακτήρες του φαίνεται και από το πώς παρουσιάζει – μέσα από το
λόγο της μητέρας του - τη στάση της απέναντι στον άντρα της μετά από
το θάνατο της πρώτης κόρης. Η μητέρα φαίνεται να πικραίνεται από την
προσβολή που της έκανε ο άντρας της (αφού την αποκάλεσε βόδι όταν
κατάλαβε το θάνατο του παιδιού) αλλά ταυτόχρονα τον κατανοεί, τον
συγχωρεί («και είχε δίκιο, που ν’ αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται!»).
Με ανάλογο τρόπο περιγράφει και τη στάση του αργότερα όταν από
«Τάχα αλύπητος», «άρχισε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος».

Σημείωση: Πιστεύουμε πώς πρέπει να θεωρηθούν σωστές οι απαντήσεις


των υποψηφίων που αναφέρονται και σε άλλα χαρακτηριστικά της
διηγηματογραφίας του Βιζυηνού. Τέτοια όπως: ο ρεαλισμός, η
ιδιαιτερότητα των πρωταγωνιστών του, ο συγκεκριμένος τρόπος
έκφρασης των στοιχείων της ηθογραφίας, οι ευρύτερες αλλά και
στενότερες αντιθέσεις που διαπερνούν το κείμενο (π.χ. αντίθεση
κλειστού – ανοιχτού χώρου).

3. Χαρακτηριστική της παθητικότητας των ηρώων του Βιζυηνού είναι η


απόδοση της στάσης της μητέρας του μετά το θάνατο της κόρης της.
Υποτάσσεται πλήρως στις προσταγές του άντρα της να μην
φωνάξει, να μην εκδηλώσει τον πόνο της για να μην ξεσηκώσει τη
γειτονιά και πει «ο κόσμος πως εμέθυσε κ’ επλάκωσε το παιδί» της. Η
υποταγή στη θέληση του άντρα της, η καταπίεση των συναισθημάτων της
δεν την οδηγούν στο να αποδεχτεί απλά το γεγονός. Την καθιστούν
δέσμιά του.
Αυτή η παθητικότητα εκδηλώνεται και μέσα από τη στάση του πατέρα. Η
αρχική ενεργητική του αντίδραση μπορεί να κριθεί μάλλον ως άμυνα
απέναντι στο θλιβερό γεγονός. Η εσωτερίκευση του πόνου τον οδηγεί
στο να «γίνεται σιγανός και συλλογισμένος». Η θλίψη τον αδρανοποιεί
καθώς με την πάροδο του χρόνου τον «αιχμαλωτίζει».
Ο συγγραφέας παρουσιάζει έτσι τους ήρωές του δέσμιους της
συμφοράς τους. Ο αναγνώστης μέσω του αφηγητή αναγνωρίζει την
αυθεντικότητα δύο απλών λαϊκών ανθρώπων που αποδέχονται τη
δυστυχία τους υπομένοντάς την και θεωρούν τα επακόλουθά της φυσική
κατάληξη της αμαρτίας την οποία διέπραξαν.

4. Αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση του πατέρα. Δεν είναι πια ο τρυφερός


σύζυγος, ο ενωμένος με τη γυναίκα του. Ο λόγος του αυστηρός και
διαχωριστικός: «- Το πλάκωσες, γυναίκα το παιδί μου! – είπεν ο πατέρας
σου και τον επήραν τα δάκρυα». Η απόδοση των ευθυνών αποκλειστικά
στη μάνα, χωρίς να θυμάται και να υπολογίζει ότι εκείνος την είχε
παρασύρει να γλεντήσει μέχρι να εξαντληθεί, αίρεται ευθύς κατόπιν. Με
πρωτοβουλία του πατέρα ο ακούσιος φόνος του παιδιού θα παρουσιαστεί
ως φυσικός θάνατος. Το σπίτι της οικογένειας του Γιωργή κρατάει μέσα
του το φρικτό μυστικό.
Η μητέρα αναθυμάται επίσης και την προσβολή που της έκανε
(«Σους! . . . τι φωνάζεις έτσι βρε, βώδι;») και για να την αναφέρει
διηγούμενη ένα γεγονός απείρως μεγαλύτερης σημασίας - φαίνεται ότι
ήταν σημαντικό γι’ αυτήν αφού ποτέ ο άντρας της δεν την είχε
στενοχωρήσει («- αυτό με είπε. Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε
πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε»).
Ο πατέρας εμφανίζεται προσβλητικός και σκληρός προσπαθώντας
να διαφυλάξει το «ένοχο μυστικό». Αναπαράγει τις προκαταλήψεις και
την κρυψίνοια της κλειστής κοινωνίας θεωρώντας ότι έτσι προφυλάσσει
και υπερασπίζεται την τιμή της οικογένειάς του.
5. Τα δύο κείμενα παρουσιάζουν επιμέρους διαφορές που σχετίζονται με
την ιδιαιτερότητα της σχέσης κάθε ανδρόγυνου, ενώ κοινό υπόβαθρο την
ουσιαστική υποταγή της γυναίκας στη θέληση του άνδρα.
Στο κείμενο του Βιζυηνού παρατηρούμε αρχικά έναν σύζυγο να
φροντίζει τη γυναίκα του, να της φέρεται τρυφερά. Και η ίδια η γυναίκα
είναι θετική απέναντι στον άντρα της αφού μόνο κοντά του μπόρεσε να
απελευθερωθεί από την απομόνωση στην οποία την είχε καταδικάσει η
μάνα της όταν ήταν ανύπαντρη.
Αντίθετα στο κείμενο του Καζαντζάκη ο αφηγητής θυμάται ότι για
«πρώτη φορά» είδε τον πατέρα του να την «κοιτάζει με τρυφερότητα»
και να της μιλά με γλυκιά φωνή στο γλέντι που ακολούθησε τη βάφτιση
στο Φόδελε.
Πέρα από αυτή τη βασική διαφορά, διαφορά που σχετίζεται με τη
θέση της παντρεμένης γυναίκας σε δύο διαφορετικούς τόπους της
Ελλάδας, παρατηρούμε ότι η θέση της γυναίκας παρουσιάζει ως κοινό
σημείο την υποταγή στον άνδρα της. Και στις δυο περιπτώσεις η
διασκέδασή της, η ψυχαγωγία, ο χορός και το τραγούδι της – αντίστοιχα
– γίνεται μετά από παρότρυνση και υπόδειξη του άντρα της. Αυτά τα
στοιχεία η γυναίκα τα αποδέχεται θεωρώντας τα είτε ως ένδειξη
τρυφερότητας και αγάπης εκ μέρους του είτε – και κυρίως - ως
υποχρέωσή της να ανταποκριθεί στη θέλησή του.
Αυτή ακριβώς η ανταπόκριση γίνεται με υπερβάλλοντα τρόπο σαν ένα
είδος απόδειξης και επιβεβαίωσης της υποταγμένης θέσης και θέλησής
της στον σύντροφό της.

You might also like