Professional Documents
Culture Documents
Σημ - Φυσιολογία Ανθρώπου - Μ Τσίγγα 2017 PDF
Σημ - Φυσιολογία Ανθρώπου - Μ Τσίγγα 2017 PDF
Φυσιολογία
του ανθρώπου
Dr Μαρίας Τσίγγα
Θεσσαλονίκη, 2007
Φυσιολογία
του ανθρώπου
Dr Μαρίας Τσίγγα
II
Περιεχόµενα
III
Μονοκύτταρα 44
Λεµφοκύτταρα 44
Μεταβολές του αριθµού των λευκών αιµοσφαιρίων 45
ΙΙ. ∆ικτυοενδοθηλιακό σύστηµα ∆ΕΣ 46
Κεφάλαιο 6: Φυσικά χαρακτηριστικά του αίµατος 47
Ι. Αιµατοκρίτης 48
Επίδραση του Hct στη γλοιότητα του αίµατος 49
ΙΙ. Πλάσµα 50
Οι πρωτεΐνες του πλάσµατος 50
Κεφάλαιο 7: Ανοσοποιητικό σύστηµα 53
Η επίκτητη ανοσία 55
Τύποι επίκτητης ανοσίας 55
Η φύση των αντιγόνων 55
Η φύση των αντισωµάτων 56
1. Χυµική ανοσία 57
2. Κυτταρική ανοσία 58
Κεφάλαιο 8: Οµάδες αίµατος – Μετάγγιση 59
Ι. Οµάδες αίµατος 60
Σύστηµα ΟΑΒ 61
Σύστηµα Rhesus (Rh) 63
Άλλα συστήµατα οµάδων αίµατος 64
ΙΙ. Μετάγγιση 65
Αντιδράσεις µεταγγίσεων 65
Αιµοδοσία 66
Κεφάλαιο 9: Αιµόσταση – Μηχανισµός πήξης του αίµατος 67
Ι. Αιµόσταση 68
Η λειτουργία των αγγείων 68
Ο ρόλος των αιµοπεταλίων 68
Η πήξη του αίµατος 70
Οργάνωση ή διάλυση του θρόµβου 71
ΙΙ. Μηχανισµός πήξης του αίµατος 72
Σχηµατισµός του ενεργοποιητή της προθροµβίνης 74
Το ινωδολυτικό σύστηµα 76
Παρεµπόδιση της ενδοαγγειακής πήξης 78
Κεφάλαιο 10: Τα νευρικά κύτταρα – Νευρικό σύστηµα 79
Ι. Νευρικό κύτταρο 79
Η διεγερσιµότητα 82
Το δυναµικό δράσης (action potential) 83
Νόµος «όλον ή ουδέν» 84
Ηλεκτροτονικά δυναµικά – Τοπική αντίδραση – Κρίσιµο δυναµικό 85
IV
Ιοντικές µεταβολές στη διάρκεια του δυναµικού δράσης 86
Η προώθηση της νευρικής ώσης 87
Πηγές ενέργειας και µεταβολισµός των νευρικών ινών 88
ΙΙ. Τα νεύρα 89
Τύποι νευρικών ινών 91
Νευρογλοία 92
Κεφάλαιο 11: Μυικό Σύστηµα 93
Ι. Γραµµωτοί/σκελετικοί µύες 95
Χηµεία µυικής συστολής 96
Μυικός τέτανος 98
Μυικός τόνος 98
ΙΙ. Λείοι µύες 99
ΙΙΙ. Καρδιακοί µύες 100
Κεφάλαιο 12: Καρδιαγγειακό Σύστηµα 101
Ι. Η καρδιά 103
V
Ολικός µεταβολισµός 131
Κεφάλαιο 15: Ουροποιητικό – Απεκκριτικό Σύστηµα 122
Ι. Οι νεφροί 134
Παραγωγή πρόουρου και τελικών ούρων 135
Ικανότητα συµπύκνωσης & αραίωσης ούρων 137
Συλλογή και αποβολή ούρων 138
Νεφροί και οµοιοστασία 139
Νεφρική οδός 140
ΙΙ. Ο µεταβολισµός του νερού & των ηλεκτρολυτών 142
Ισοζύγιο του νερού 142
Ρύθµιση του νερού 143
Οι ηλεκτρολύτες στα υγρά του σώµατος 144
Ανταλλαγή νερού+ηλεκτρολυτών µεταξύ περιβάλλοντος &οργανισµού 144
Όργανα που επηρεάζουν το µεταβολισµό των υγρών του σώµατος 145
Κεφάλαιο16: Σύστηµα ενδοκρινών αδένων - Ορµόνες 147
Ι. Υπόφυση, Υποθάλαµος 150
Ορµόνες υπόφυσης 152
Ορµόνες υποθαλάµου 157
ΙΙ. Θυρεοειδής αδένας 158
Υπερθυρεοειδισµός 160
Ορµόνες του θυρεοειδούς 161
ΙΙΙ. Παραθυρεοειδείς αδένες 163
Ρύθµιση µεταβολισµού Ca 164
ΙV. Επινεφρίδια 167
Ορµόνες επινεφριδίων 170
V. Πάγκρεας 176
Βιβλιογραφία 178
VI
Συντοµεύσεις
VII
Φυσιολογία του ανθρώπου
Κεφάλαιο 1o
1
Κεφάλαιο 1ο Κυτταρική Μεµβράνη
Οι διαφορές στη σύσταση των διαφόρων υγρών του σώµατος οφείλεται κατά
το µεγαλύτερο µέρος τους στη φύση των φραγµάτων που τους διαχωρίζουν. Οι
κυτταρικές µεµβράνες διαχωρίζουν το ενδοκυττάριο από το διάµεσο υγρό και τα
τοιχώµατα των τριχοειδών στο διάµεσο υγρό από το πλάσµα. Οι δυνάµεις που
προκαλούν τη µετακίνηση του νερού και των άλλων ουσιών διαµέσου αυτών των
φραγµάτων είναι η διάχυση, η ώσµωση, η ενεργητική µεταφορά και η ενδοκύττωση και
η εξωκύττωση.
Οι ουσίες µεταφέρονται διαµέσου της κυτταρικής µεµβράνης µε δύο κυρίως
τρόπους: µε διάχυση –παθητική µεταφορά- και µε ενεργητική µεταφορά. Υπάρχουν
βέβαια και παραλλαγές των δύο αυτών βασικών µηχανισµών, αλλά επιγραµµατικά, η
διάχυση είναι ο τρόπος ελεύθερης µετακίνησης ουσιών που προκαλείται τυχαία από τη
θερµική κίνηση των µορίων της ουσίας που διαχέεται, χωρίς κατανάλωση
οποιασδήποτε µορφής ενέργειας, ενώ η ενεργητική µεταφορά είναι ο τρόπος
µετακίνησης ουσιών µε χηµική σύνθεση, µε τις µεταφέρουσες ουσίες της κυτταρικής
µεµβράνης –τους φορείς όπως λέγονται- και αντίθετα προς το ενεργειακό gradient,
(πχ. από χαµηλότερη σε υψηλότερη συγκέντρωση), κατάσταση που απαιτεί
κατανάλωση ενέργειας.
2
Φυσιολογία του ανθρώπου
1. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
∆ιάχυση
Είναι ο τρόπος µε τον οποίο ένα αέριο ή µια διαλυµένη ουσία κινείται διαµέσου
µιας διαχωριστικής αλλά διαπερατής µεµβράνης, για να καταλάβει οµοιόµορφα όλο το
χώρο που του προσφέρεται. Αυτό οφείλεται στη θερµική κίνηση των µορίων ή ιόντων
της διαλυµένης ουσίας χωρίς τη κατανάλωση κάποιας µορφής ενέργειας – παθητική
µεταφορά. Κατά την κίνηση των σωµατιδίων αυτών παρατηρείται ροή από τη θέση
µεγαλύτερης συγκέντρωσης προς τη θέση µικρότερης, γίνεται δηλαδή κίνηση λόγω
διαφοράς συγκέντρωσης. Τέτοιου είδους διαφορές χαρακτηρίζονται µε τον όρο
gradient (κλίση) και στην περίπτωση αυτή υπάρχει gradient συγκέντρωσης ή
πυκνότητας ή χηµικό gradient.
dn/dt=J= -DA(dc/dx)
όπου dn/dt = J = ∆ιάχυση (mol/sec)
dc/dx= gradient συγκέντρωσης (mol.cm-3.cm-1)
D: σταθερά που συνεργεί στη διάχυση
Α: Το εµβαδόν της διαχωστικής επιφάνειας
Το αρνητικό σηµείο δείχνει ότι η διάχυση γίνεται προς την κατεύθυνση από την
υψηλότερη προς τη χαµηλότερη συγκέντρωση.
Ο ρυθµός της διάχυσης εξαρτάται ανάλογα από την διαφορά πυκνότητας που
υπάρχει, από το εµβαδόν της διαχωριστικής επιφάνειας και από την απόλυτη
θερµοκρασία, και αντίστροφα ανάλογα από το µοριακό βάρος της ουσίας και από
την απόσταση µεταξύ των δύο περιοχών υψηλής και χαµηλής συγκέντρωσης.
Σαν κινητήρια δύναµη µπορεί να χρησιµεύσει όχι µόνο ένα χηµικό gradient
αλλά και µια ηλεκτροστατική διαφορά (ηλεκτρικό gradient). Επίσης, µπορεί να
συνυπάρχουν ηλεκτρικό και χηµικό gradient προς την ίδια κατεύθυνση ή αντίστροφα
και τότε η κίνηση εξαρτάται από το αλγεβρικό άθροισµα (ηλεκτροχηµικό gradient). Σαν
κινητήρια δύναµη µπορεί να χρησιµεύσει και η διαφορά πίεσης διαµέσου της
µεµβράνης (Σχήµα 1.1, Σελίδα 4).
Τελικά, οι ουσίες µπορούν να διαχυθούν µέσα από τη µεµβράνη µε δύο
διαφορετικές µεθόδους:
1) Αφού πρώτα διαλυθούν στο λιποειδικό υπόστρωµα στη συνέχεια διαχέονται και
3
Κεφάλαιο 1ο Κυτταρική Μεµβράνη
Μόρια ή ιόντα
µεµβράνη
ισορροπία ισορροπία
Σχήµα 1.1: Επίδραση της διαφοράς συγκέντρωσης στη διάχυση µορίων & ιόντων
διαµέσου της κυτταρικής µεµβράνης
4
Φυσιολογία του ανθρώπου
Σηµαντικό ρόλο στη δυνατότητα διόδου των ιόντων παίζει και ο λεγόµενος
µανδύας υδάτωσης τους, δηλαδή τα µόρια του νερού που µε ηλεκτροστατικές
δυνάµεις κρατιούνται γύρω από το ιόν. Έτσι το ιόν νατρίου διέρχεται δυσκολότερα από
τους πόρους της µεµβράνης απ’ ότι το ιόν καλίου, αν και είναι µικρότερο σε µέγεθος,
γιατί µαζί µε το µανδύα υδάτωσής του η διάµετρος του νατρίου γίνεται περίπου 1,5
φορά µεγαλύτερη από τη διάµετρο του καλίου.
Τελικά, οι ουσίες που διαχέονται προς µια κατεύθυνση µπορούν να διαχυθούν
και προς την αντίθετη αλλά και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το δε καθαρό ποσό
διάχυσης είναι σηµαντικό για το κύτταρο και ισοδυναµεί µε το άθροισµα όλων των
διαφορετικών ρευµάτων διάχυσης που λαµβάνουν χώρα σε αυτό (Σχήµα 1.2)
J 12
J J 21
O 2
Jnet
Σχήµα 1.2: Το καθαρό ποσό διάχυσης Jnet ενός µορίου είναι το άθροισµα των αντίθετων
ρευµάτων διάχυσης, δηλαδή του J12 (από το διαµέρισµα 1 προς το 2) και του J21 (από το
διαµέρισµα 2 προς το 1) .
Όσµωση
Η κυριότερη ουσία που διηθείται διαµέσου της κυτταρικής µεµβράνης είναι το
νερό και µάλιστα µε την ίδια ευκολία και προς τις δύο κατευθύνσεις, ενώ το πόσο που
διακινείται είναι το ίδιο, έτσι ώστε ο όγκος των κυττάρων να παραµένει αµετάβλητος.
Πάντως, σε ειδικές καταστάσεις, µπορεί να παρουσιαστεί µια διαφορά συγκέντρωσης
του νερού από τις δύο πλευρές της µεµβράνης σαν αποτέλεσµα της διαφορετικής
συγκέντρωσης των άλλων ουσιών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η καθαρή διακίνηση του
νερού δια της κυτταρικής µεµβράνης κάνει το κύτταρο µικρότερο ή µεγαλύτερο σε
όγκο, ανάλογα µε την κατεύθυνση του διακινούµενου ποσού νερού. Αυτό το
φαινόµενο της κίνησης του νερού που προκαλείται από µια διαφορετική
5
Κεφάλαιο 1ο Κυτταρική Μεµβράνη
ΝαCl H2O
κύτταρο
ΌΣΜΩΣΗ
Σχήµα 1.3: Όσµωση στην κυτταρική µεµβράνη όταν το NaCl τοποθετείται στη µια πλευρά
της και το νερό στην άλλη
Υποτονικό Υπερτονικό
διάλυµα διάλυµα
Ηµιπερατή
µεµβράνη
6
Φυσιολογία του ανθρώπου
εντελώς, καλείται οσµωτική πίεση του διαλύµατος NaCl. Αυτό διαγράφεται στο σχήµα
1.4, όπου η οσµωτική πίεση του νερού από το σκέλος Β προς το σκέλος Α αυξάνει το
ύψος της υγρής στήλης σ’ αυτό, µέχρι ν’ αναπτυχθεί µια διαφορά πίεσης που να
εξουδετερώνει την οσµωτική δράση. Η διαφορά πίεσης στις δύο πλευρές της
µεµβράνης εκείνη τη στιγµή είναι η οσµωτική πίεση του διαλύµατος που περιέχει τους
διαλύτες που δε διηθούνται.
Όπως είναι γνωστό, η οσµωτική πίεση εξαρτάται από τον απόλυτο αριθµό των
σωµατιδίων που κινούνται ελευθέρα στο διάλυµα, ανά µονάδα χώρου και όχι από το
βάρος ή τη φύση τους. Είναι ίδια στο ενδοκυττάριο και στο διάµεσο υγρό και περίπου
ίδια στο πλάσµα και φτάνει στη τιµή των 290 mOsm/L H2O, δηλ περίπου στις 7
ατµόσφαιρες και τους 38ο C. Τα κυριότερα ιόντα που είναι υπεύθυνα για την οσµωτική
πίεση του πλάσµατος είναι τα ιόντα Na+ και Cl-, που µαζί προσδιορίζουν τα 250
mOsm/L H2O της συνολικής οσµωτικής πίεσης.
Φαινόµενο Donnan
Αν στη µια πλευρά της µεµβράνης υπάρχει ένα οργανικό ανιόν που δεν µπορεί
να διαχυθεί διαµέσου αυτής, τότε το ανιόν αυτό επηρεάζει την κατάσταση των άλλων
ιόντων που διαχέονται δια της µεµβράνης. Τέτοια οργανικά ανιόντα είναι οι πρωτεΐνες ή
τα ενδιάµεσα µεταβολικά προϊόντα.
Οι Donnan και Gibbs απέδειξαν ότι σε παρουσία τέτοιου ανιόντος, η κατανοµή
των διαχεόµενων ιόντων στις δύο πλευρές της µεµβράνης είναι τέτοια, ώστε θετικά
φορτισµένα ιόντα να φέρονται προς το χώρο του µη διηθηµένου ανιόντας και τα
αρνητικά να διαχέονται προς τον άλλο, µέχρι να ισορροπήσει το σύστηµα (Σχήµα 1.5).
Στους χώρους Α και Β υπάρχουν τα διαχεόµενα ιόντα Κ+ και Cl- και στο χώρο Α υπάρχει
πλέον και ένα ιόν που δε διαχέεται, µια πρωτεΐνη. Τότε θα ισχύουν οι σχέσεις:
[ΚΑ+]>[ΚΒ+], [ClΑ-]<[ClΒ-],
[ΚΑ+] x [ClΑ-] = [ΚΒ+] x [ClΒ-] και
[ΚΑ+] + [ClΑ-] + [πρωτεΐνη- Α] >[ΚΒ+] + [ClΒ-]
7
Κεφάλαιο 1ο Κυτταρική Μεµβράνη
Α Β
Κ Κ
Πρωτεΐνη
Μεµβράνη
Σχήµα 1.5: Φαινόµενο Donnan-Gibbs
8
Φυσιολογία του ανθρώπου
9
Κεφάλαιο 1ο Κυτταρική Μεµβράνη
Η παρουσία φορέων περιορίζεται µόνο µέσα στη µεµβράνη και παίζουν ρόλο
«πορθµείου» επιταχύνοντας έτσι τη µεταφορά ουσιών, απαραίτητων για το κύτταρο,
που διαφορετικά θα χρειαζόταν µεγάλο χρονικό διάστηµα για να γίνει ή δε θα γινόταν.
Η φύση των φορέων πιστεύεται ότι είναι πρωτεϊνική και η περιεχόµενη ενέργεια
σ’ αυτούς γίνεται από το ΑΤΡ. Σαν βασικά χαρακτηριστικά των φορέων αναφέρονται:
Ο κορεσµός τους, γιατί ο αριθµός των µορίων του φορέα σε µια κυτταρική µεµβράνη
είναι περιορισµένος. Ο ανταγωνισµός, όταν δύο ή περισσότερες ουσίες µεταφέρονται
από τον ίδιο φορέα, η ειδικότητα, γιατί υπάρχουν ειδικοί φορείς για ορισµένες ουσίες,
και η κατανάλωση ενέργειας που παρέχεται από το ΑΤΡ.
Σε περιπτώσεις όπου η ενεργητική µεταφορά γίνεται προς την κατεύθυνση του
ηλεκτροχηµικού gradient, τότε χαρακτηρίζεται σαν διευκολυνόµενη διάχυση.
10
Φυσιολογία του ανθρώπου
Αυτή η ΑΤΡάση αποτελείται από δύο πρωτεϊνικά µόρια από τα οποία το ένα
είναι σφαιρίνη µε ΜΒ 95.000 και το άλλο γλυκοπρωτεΐνη µε Μ.Β 55.000. Η σφαιρίνη δρα
κατά κύριο λόγο δεσµεύοντας και τα δύο ιόντα αλλά και το ΑΤΡ, ενώ η γλυκοπρωτεΐνη
είναι αναγκαία για να γίνει κάποια διευκολυντική λειτουργία που ακόµα δεν είναι
γνωστή.
Όπως φαίνεται και στο σχήµα 1.7, το ATP του κυττάρου δεσµεύεται στην
εσωτερική πλευρά της µεµβράνης µε την ΝαΚ-ΑΤΡάση και η ενέργεια που
11
Κεφάλαιο 1ο Κυτταρική Μεµβράνη
12
Φυσιολογία του ανθρώπου
Κεφάλαιο 2ο
13
Κεφάλαιο 2ο Υγροί Χώροι Σώµατος
1. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στα αυξηµένα ποσά λιπώδους ιστού στις γυναίκες. Τα
λιποκύτταρα περιέχουν µικρότερη ποσότητα νερού απ’ ότι τα µυϊκά κύτταρα
14
Φυσιολογία του ανθρώπου
Πίνακας 2.2: Οι συγκεντρώσεις (mEq/lt) µερικών από τα σπουδαιότερα συστατικά των κυρίων
υγρών χώρων
15
Κεφάλαιο 2ο Υγροί Χώροι Σώµατος
Οι διαφορές µεταξύ του διάµεσου υγρού και του πλάσµατος οφείλονται κυρίως
στη συγκέντρωση των πρωτεϊνών στο πλάσµα. Οι µικρές διαφορές µεταξύ των
συγκεντρώσεων των ανιόντων και των κατιόντων στους ίδιους χώρους οφείλεται στο
φαινόµενο Donnan.
Οι διαφορές µεταξύ ενδοκυττάριου και διάµεσου χώρου συζητηθήκαν στο
Κεφάλαιο 1. Το ενδοκυττάριο και το εξωκυττάριο υγρό είναι υδατικά διαλύµατα ή
εναιωρήµατα. Περιέχουν ιόντα, µικροµοριακές ουσίες, ηλεκτρολύτες, µεγαλοµοριακές
ουσίες κτλ, σε αναλογία διαφορετική ανά µονάδα όγκου διαλύτη, γεγονός που
καθορίζει και τον όγκο των υγρών αυτών των χώρων. Αυτός ο όγκος µπορεί να
προσδιοριστεί µε τη βοήθεια και των έµµεσων µεθόδων, µε χρήση ειδικών ουσιών.
16
Φυσιολογία του ανθρώπου
Κεφάλαιο 3ο
17
Κεφάλαιο 3ο Αρχές Εφαρµοσµένης Φυσιολογίας
I. ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΙΑ
18
Φυσιολογία του ανθρώπου
Γ
Α
νερό
19
Κεφάλαιο 3ο Αρχές Εφαρµοσµένης Φυσιολογίας
20
Φυσιολογία του ανθρώπου
Το αντανακλαστικό τόξο
Τα περισσότερα βιολογικά ρυθµιστικά συστήµατα στους ζωντανούς
οργανισµούς ανήκουν στη γενική κατηγορία της «διέγερσης-απάντησης» και είναι
γνωστά ως αντανακλαστικά.
Το αντανακλαστικό είναι το σύνολο των φαινοµένων που αρχίζουν µε την
διέγερση (το ερέθισµα) και τελειώνουν µε την απάντηση, π.χ. τράβηγµα του χεριού όταν
ακουµπάει σ’ ένα καυτό αντικείµενο. Η οδός διαµέσου της οποίας γίνεται η
αντανακλαστική κίνηση καλείται αντανακλαστικό τόξο.
Τον υποδοχέα
Την προσαγωγό οδό
Το κέντρο ολοκλήρωσης
Την απαγωγό οδό και
Το εκτελεστικό όργανο
Ο υποδοχέας είναι το τµήµα που θα παραλάβει το ερέθισµα. Συγκεκριµένα, το
ερέθισµα προκαλεί στον υποδοχέα µεταβολή στα εκπεµπόµενα απ’ αυτόν σήµατα και
τα οποία διαµέσου της προσαγωγού (αισθητικής) οδού φέρονται προς το κέντρο
ολοκλήρωσης.
ΚΕΝΤΡΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ
Στο κέντρο φτάνουν
συνήθως πληροφορίες και από Προσαγωγός οδός Απαγωγός οδός
άλλους υποδοχείς, µερικοί από
τους οποίους µπορούν να
διεγερθούν από εντελώς δια-
Υποδοχέας Εκτελεστικό
φορετικό τύπο ερεθίσµατος. όργανο
Έτσι, η απάντηση του κέντρου
παριστάνει την καθαρή επί-
δραση όλων των εισερχοµέ-
νων πληροφοριών. Η απάντη- διέγερση απάντηση
21
Κεφάλαιο 3ο Αρχές Εφαρµοσµένης Φυσιολογίας
Τοπικές ρυθµίσεις
Όπως λέει και ο όρος, οι ρυθµιστικές αυτές απαντήσεις γίνονται σε µια
περιορισµένη περιοχή του σώµατος. Αρχίζουν όταν προκληθεί µια µεταβολή στο
εξωτερικό ή στο εσωτερικό περιβάλλον, πχ ένα ερέθισµα που δρα άµεσα στα κύτταρα
και προκαλεί µεταβολή της δραστικότητας τους.
Η τοπική ρύθµιση µοιάζει µε ένα αντανακλαστικό, όσον αφορά στην απάντηση
στο ερέθισµα, αλλά διαφέρει απ’ αυτό γιατί όλη η σειρά των γεγονότων αφορά µόνο
την περιοχή της διέγερσης χωρίς να παρεµβάλλονται νευρικοί ή ορµονικοί µηχανισµοί.
Για παράδειγµα, µια βλάβη σε κάποιο σηµείο του δέρµατος προκαλεί απελευθέρωση
από τα κύτταρα της περιοχής κάποιων χηµικών ουσιών που βοηθούν την αντίσταση
της στην επέκταση της βλάβης. Οι τοπικές αυτές ρυθµίσεις έχουν µεγάλη σηµασία γιατί
προσφέρουν τοπική αυτοπροστασία σε περιοχές του σώµατος µε µηχανισµούς
αυτορύθµισης.
Ενδοκυτταρική επικοινωνία
Η επικοινωνία µεταξύ των κυττάρων γίνεται µε τους λεγόµενους χηµικούς
µεταβιβαστές. Μέσα στον ίδιο ιστό όµως, µερικές χηµικές ουσίες µεταφέρονται κατ’
ευθείαν από κύτταρο σε κύτταρο χωρίς να µπαίνουν στο εξωκυττάριο υγρό.
Τα κύτταρα επηρεάζονται από τους χηµικούς διαβιβαστές, αφού πρώτα αυτοί
δεσµευτούν µε υποδοχείς που βρίσκονται στην κυτταρική µεµβράνη ή σε µερικές
περιπτώσεις στο κυτταρόπλασµα ή στον πυρήνα. Γενικά, διακρίνονται δύο κύριοι τύποι
ενδοκυτταρικής επικοινωνίας:
1. η νευρική επικοινωνία, στην οποία οι νευροδιαβιβαστές απελευθερώνονται στο
επίπεδο των συνάψεων από τα προσυναπτικά νευρικά κύτταρα και δρουν στην
απέναντι δεκτική περιοχή του µετασυναπτικού κυττάρου (νευρικού ή µυικού), και
2. η ορµονική επικοινωνία, κατά την οποία οι ορµόνες φτάνουν µέχρι τα κύτταρα µε
την κυκλοφορία του αίµατος.
Οι χηµικοί διαβιβαστές εξασκούν τη δράση τους διαµέσου διαφόρων οδών,
αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς δρουν µε αύξηση του κυκλικού
22
Φυσιολογία του ανθρώπου
Εξωκυττάριο υγρό
1ος 1ος
διαβιβαστής διαβιβαστής
ορµόνη
ορµόνη ενεργή
Ανενεργή πρωτεΐνη
πρωτεΐνη αδενυλκυκλαση
ενεργοποιητή
ς
Υποδοχέας Υποδοχέας
2ος
διαβιβαστής
Κατεχολαµίνες Ανενεργή ενεργή
ACTH πρωτεΐνη πρωτεΐνη
FSH κινάση κινάση
LH
Γλουκαγόνο
PTH κυτόπλασµα Ενεργοποιεί τις απαντήσεις των
TSH κυττάρων-στόχων
Καλτσιτονίνη
23
Κεφάλαιο 3ο Αρχές Εφαρµοσµένης Φυσιολογίας
24
Φυσιολογία του ανθρώπου
ΠΗΓΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
αποθήκες
καταβολισµός
τροφές Γ.Ε.Σ.
∆εξαµενή
αέρας πνεύµονες
Αποβολή από
το σώµα
(πνεύµονες,
Σύνθεση στο σώµα Γ.Ε.Σ. & νεφρά)
Ενσωµάτωση µέσα σε
µοριακές δοµές
25
Κεφάλαιο 3ο Αρχές Εφαρµοσµένης Φυσιολογίας
V. ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΡΥΘΜΟΙ
26
Κεφάλαιο 4ο Αίµα, Ανοσία, Μυελός Οστών, Ερυθρά Αιµοσφαίρια, Αιµοπετάλια
Κεφάλαιο 4ο
27
Φυσιολογία του ανθρώπου
Το αίµα είναι ένας ειδικός υγρός ιστός που κυκλοφορεί µέσα στις κοιλότητες
του καρδιαγγειακού συστήµατος µε τη βοήθεια της καρδιακής λειτουργίας και έχει σαν
αποστολή να φέρνει σ’ επικοινωνία το εξωτερικό περιβάλλον του οργανισµού µε το
διάµεσο υγρό, µεταξύ του οποίου και των κυττάρων γίνεται συνεχής ανταλλαγή
ουσιών.
Η διατήρηση αυτής ακριβώς της σταθερότητας του διάµεσου υγρού, που
αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οµαλή λειτουργία των κυττάρων, επιτυγχάνεται µε
το αίµα και συγκεκριµένα µε τις λειτουργίες που κάνει.
Μια από τις σηµαντικότερες λειτουργίες του αίµατος είναι και η ανοσία, η
δυνατότητα δηλαδή που κάνει τον οργανισµό ικανό να αµύνεται σε βλαπτικούς
παράγοντες, που µπορούν να προκαλέσουν βλάβες στους ιστούς ή στα όργανά του
και πολλές φορές να θέσουν σε κίνδυνο ακόµα και τη ζωή του.
Το αίµα αποτελείται από τα κυτταρικά στοιχεία, τα έµµορφα συστατικά όπως
λέγονται και από το καθαρά υγρό στοιχείο, το πλάσµα.
Τα κυτταρικά στοιχεία είναι τα ερυθρά αιµοσφαίρια και τα αιµοπετάλια. Τα
περισσότερα κυτταρικά στοιχεία του παράγονται στο µυελό των οστών και γι’ αυτό
θεωρήθηκε σκόπιµο να προηγηθεί η ανάπτυξη του θέµατος αυτού.
28
Κεφάλαιο 4ο Αίµα, Ανοσία, Μυελός Οστών, Ερυθρά Αιµοσφαίρια, Αιµοπετάλια
Τα κυτταρικά στοιχεία του αίµατος κατά την εµβρυϊκή ζωή σχηµατίζονται στο
ήπαρ και στο σπλήνα. Αυτή είναι η λεγόµενη εξωµυελική αιµοποίηση φυσιολογικά
στους ενήλικους δεν υπάρχει, εκτός από παθολογικές καταστάσεις, γιατί έχει
αντικατασταθεί από τη λεγόµενη µυελική αιµοποίηση. Συγκεκριµένα, τα ερυθρά
αιµοσφαίρια, τα κοκκώδη λευκά αιµοσφαίρια, τα µεγάλα µονοπύρηνα και τα
αιµοπετάλια στην παιδική ηλικία παράγονται στις οστικές κοιλότητες όλων των οστών
και από την ηλικία των 20 χρονών, στις κοιλότητες των µακρών οστών (µηριαίων και
βραχιονίων), εκτός από τα κάτω τµήµατά τους, στη διπλόη των οστών του κρανίου,
στη σπογγώδη ουσία των πλατιών οστών και των σωµάτων των σπονδύλων. Αυτό
συµβαίνει γιατί ο µυελός των οστών από τον οποίο παράγονται, στη νεαρή ηλικία
βρίσκεται στον αυλό των οστών ενώ στη συνέχεια περιορίζεται στις παραπάνω θέσεις
και χαρακτηρίζεται σαν ενεργός µυελός ή ερυθρός µυελός, αντίθετα µε τον ανενεργό
που βρίσκεται στους υπόλοιπους αρχικούς χώρους και χαρακτηρίζεται σαν ωχρός ή
λιπώδης. αυτός οφείλει την ονοµασία του στο χρώµα που πήρε µετά τη διήθηση του
από λιποκύτταρα.
Ο ερυθρός µυελός αποτελεί ένα από τα πιο δραστηριοποιηµένα και µεγάλα
όργανα του σώµατος, συγκρινόµενος σε µέγεθος και βάρος µε το ήπαρ.
Φυσιολογικά το 75 % των κυττάρων στο µυελό, ανήκουν στα λευκά αιµοσφαίρια –
προϊόντα των µυελικών σειρών – και µόνο το 25 % σε διάφορα στάδια ωρίµανσης
κυττάρων της ερυθράς σειράς. Αυτό εξισώνεται µε την ύπαρξη 500πλάσιου αριθµού
ερυθρών αιµοσφαιρίων σε σχέση µε τα λευκά στο περιφερειακό αίµα και αντανακλά το
ότι ο χρόνος ζωής των λευκών αιµοσφαιρίων είναι µικρός ενώ των ερυθρών µεγάλος.
Ο µυελός των οστών περιέχει πολυδύναµα αρχέγονα κύτταρα (αδιαφοροποίητα) και
µονοδύναµα διαφοροποιηµένα. Τα αδιαφοροποίητα πολυδύναµα που λέγονται
«αρχέγονα δικτυωτά», ανάλογα µε το ερέθισµα που θα δεχτούν (βλέπε παρακάτω),
διαφοροποιούνται σε µονοδύναµα από τα οποία θα προκύψουν τελικά ώριµα κύτταρα
συγκεκριµένης σειράς (Σχήµα 4.1). Όπως φαίνεται στο σχήµα 4.1 από τους τύπους
των κυττάρων των διάφορων σειρών στο µυελό των οστών, στο περιφερειακό αίµα
βρίσκονται φυσιολογικά µόνο οι τύποι που υπάρχουν κάτω από την οριζόντια γραµµή
στη µέση του σχήµατος.
29
Φυσιολογία του ανθρώπου
Σχήµα 4.1: Η παραγωγή των κυτταρικών στοιχείων του αίµατος στο µυελό των οστών
Β λεµφοκύτταρα
Τ λεµφοκύτταρο
ιωσινόφιλο
µακροφάγο
αιµοπετάλια
ερυθρά
µυελοβλάστης
οστεοβλάστης
οστεοκύτταρο
30
Κεφάλαιο 4ο Αίµα, Ανοσία, Μυελός Οστών, Ερυθρά Αιµοσφαίρια, Αιµοπετάλια
31
Φυσιολογία του ανθρώπου
Ερυθροποίηση
Η παραγωγή των ερυθρών αιµοσφαιρίων ή όπως αλλιώς λέγεται
ερυθροποίηση, ρυθµίζεται από ένα µηχανισµό αρνητικής παλίνδροµής ρύθµισης. Έτσι,
η αύξηση του αριθµού των ερυθρών στο περιφερικό αίµα, αναστέλλει την παραγωγή
νέων ερυθρών από τον ερυθρό µυελό των οστών και αντίστροφα.
Η ερυθροποίηση διεγείρεται σε συνθήκες υποξίας (ελάττωση της µερικής
πίεσης του οξυγόνου στους ιστούς), είτε από ελάττωση του αριθµού των ερυθρών
αιµοσφαιρίων είτε από άνοδο και παραµονή σε µεγάλο υψόµετρο. Σε υποξία ο νεφρός
παράγει µια ουσία που λέγεται νεφρικός ερυθροποιητικός παράγοντας (Renal
Erythropoietic Factor-REF) και το ήπαρ µια σφαιρίνη. Αυτές οι δύο ουσίες ενώνονται
στο αίµα και σχηµατίζεται µια ορµόνη γλυκοπρωτεϊνικής φύσης, η ερυθροποιητίνη.
Αυτή δρα στα αρχέγονα δικτυωτά κύτταρα του µυελού επιταχύνοντας τη διαφορο-
ποίηση τους σε προερυθροβλάστες επιτυγχάνοντας την ερυθροποιήση (Σχήµα 4.3).
Σχήµα 4.3: Μηχανισµός αρνητικής παλίνδροµης ρύθµισης µεταξύ υποξίας Α & αριθµού ερυθρών RBC
32
Κεφάλαιο 4ο Αίµα, Ανοσία, Μυελός Οστών, Ερυθρά Αιµοσφαίρια, Αιµοπετάλια
Η Αιµοσφαιρίνη
Είναι µια σύνθετη πρωτεΐνη µε ΜΒ 64.450, που αποτελείται από τέσσερις
πεπτιδικές αλύσους ανά δύο όµοιες. Κάθε πεπτιδική άλυσος περιέχει ένα µόριο
προσθετικής οµάδας, της αίµης, που είναι παράγωγο της πορφυρίνης και περιέχει
σίδηρο (Σχήµα 4.4). Η αιµοσφαιρίνη του ανηλίκου – Hemoglobin A – περιέχει 2α και 2δ
πεπτιδικές αλύσους. Κάθε α-άλυσος περιέχει 141 αµινοξέα και κάθε β-,146. Στο αίµα
όµως το ανηλίκου περιέχονται και µικρά ποσά δύο άλλων αιµοσφαιρινών.
γλοβίνη
ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ ΟΞΥΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ
33
Φυσιολογία του ανθρώπου
34
Κεφάλαιο 4ο Αίµα, Ανοσία, Μυελός Οστών, Ερυθρά Αιµοσφαίρια, Αιµοπετάλια
∆ικτυοερυθροκύτταρα
Σαν δικτυοερυθροκύτταρα χαρακτηρίζονται τα κύτταρα της αµέσως πριν το
ώριµο ερυθρό αιµοσφαίριο φάσης ωρίµανσης, της ερυθράς σειράς (Σχήµα 4.1, Σελίδα
30). Είναι απύρηνα και φέρουν στο κυτταρόπλασµα τους δίκτυο βασεόφιλης ουσίας,
που χρωµατίζεται µε ειδικές χρωστικές µεθόδους. Το δίκτυο δεν έχει καµία σχέση µε τον
πυρήνα, που έχει αποβληθεί πιο πριν, αλλά µε το υπόλειµµα του ενδοπλασµαµικού
δικτύου. Μετά από 2-3 µέρες στο περιφερικό αίµα, τα δικτυοερυθροκύτταρα αποβάλ-
λουν αυτό το δίκτυο και γίνονται ώριµα ερυθρά αιµοσφαίρια, που συνεχίζουν τη ζωή
τους για 120 περίπου ηµέρες ακόµη.
Φυσιολογικά το ποσοστό των δικτυοερυθροκυττάρων (∆ΕΚ) σε σχέση µε τα
ερυθρά, είναι στους άντρες 1% και στις γυναίκες 1,5% περίπου. Η παρουσία αυξηµένου
ποσοστού ∆ΕΚ στο περιφερικό αίµα είναι ένδειξη αυξηµένου αριθµού ερυθροποίησης
και αντίστροφα. Η απότοµη αύξηση του αριθµού των ∆ΕΚ στο περιφερικό αίµα χαρα-
κτηρίζεται σαν ∆ικτυοερυθροκυτταρική κρίση και παρουσιάζεται κυρίως όταν σε
στερητικές αναιµίες (έλλειψη σιδήρου, βιταµίνης Β12, φολικού οξέος κτλ.) χορηγηθεί ο
παράγοντας που λείπει, οπότε η υπερλειτουργία του µυελού των οστών, για την
κάλυψη του ελλείµµατος της περιφέρειας, εκδηλώνεται µε την δικτυοερυθροκυτταρική
κρίση, που αξιολογείται σαν θετική απάντηση του µυελού των οστών.
1. Με την ελάττωση του ποσού της Hb συνυπάρχει σχεδόν πάντα ελαττωµένος αριθµός ερυθρών
αιµοσφαιρίων και χαµηλή τιµή αιµατοκρίτη
35
Φυσιολογία του ανθρώπου
36
Κεφάλαιο 4ο Αίµα, Ανοσία, Μυελός Οστών, Ερυθρά Αιµοσφαίρια, Αιµοπετάλια
(Σχήµα 4.7). Αυτά µε τη σειρά τους επηρεάζουν την ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών
αιµοσφαιρίων.
Φυσιολογικά, η ταχύτητα καθίζησης που µετριέται σε ειδικές συσκευές και ειδική
τεχνική είναι την πρώτη ώρα για τους άντρες 3-15mm και για τις γυναίκες 3-20mm.
Η καθίζηση γίνεται σε τρεις φάσεις, από τις οποίες η πρώτη και η τρίτη είναι
αργές, γιατί καθιζάνουν µονήρη ερυθρά αιµοσφαίρια, ενώ η δεύτερη είναι γρήγορη
γιατί καθιζάνουν τα «συγκροτήµατα» των ερυθρών. Από τις πρωτεΐνες του πλάσµατος,
το ινωδογόνο, µερικές από τις α- και β-σφαιρίνες (καιρουλοπλασµίνη, απτοσφαιρίνες)
και οι παραπρωτεΐνες (πρωτεΐνες που παράγονται σε παθολογικές καταστάσεις)
προκαλούν σχηµατισµό µεγάλων συγκροτηµάτων ερυθρών αιµοσφαιρίων και έτσι
αυξάνουν την ταχύτητα της καθίζησής τους. Αύξηση της ταχύτητας καθίζησης των
ερυθρών (ΤΚΕ) παρατηρείται και σε αναιµίες, σε νεοπλάσµατα, σε µερικές οξείες και
χρόνιες λοιµώξεις, σε νεφροπάθειες, σε ηπατοπάθειες κτλ,, ενώ σε ερυθραιµίες η ΤΚΕ
είναι ελαττωµένη.
37
Φυσιολογία του ανθρώπου
ΙΙΙ. ΤΑ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ
Τα αιµοπετάλια είναι µικροί, κοκκώδεις κυτταροπλασµατικοί δίσκοι, µε ανώµαλη
επιφάνεια και έχουν διάµετρο 2-4mm (Σχήµα 4.8). Προέρχονται από τα
µεγακαρυοκύτταρα του µυελού των οστών και συγκεκριµένα αποτελούν συντρίµµατα
του κυτταροπλάσµατός τους, κατά την προσπάθεια εξόδου των µεγάλων αυτών
κυττάρων από το µυελό στην κυκλοφορία. Ο αριθµός τους είναι 150.000-400.000/mm3
αίµατος και ο χρόνος ζωής τους στο αίµα φτάνει τις 6-12 µέρες. Περιέχουν διάφορες
ουσίες και ιόντα, όπως Σεροτονίνη, ADP, ιόντα Ca++, Κ+, διάφορα ένζυµα, µερικούς
παράγοντες της πήξης του
αίµατος και άλλες ουσίες που δεν
έχουν διευκρινιστεί πλήρως οι
βιολογικές τους δραστηριότητες.
Περιέχουν επίσης δυο τύπους
κοκκίων, από τους οποίους ο
ένας περιέχει σεροτονίνη και ADP
και ο άλλος, λυσσοσωµατικά
ένζυµα. Η κύρια λειτουργία τους
είναι η αναγκαία και πρωταρχική
συµµετοχή τους στο µηχανισµό
Σχήµα 4.8: Αιµοπετάλια µεταξύ ερυθρών αιµοσφαιρίων της αιµόστασης, όπου τα
αιµοπετάλια1 είναι αναντικατάστα-
τα και παίζουν ρόλο τόσο σηµαντικό όσο και βιοχηµικό. Αυτή η συµµετοχή εκδηλώνεται
µε τρεις κύριες ιδιότητες των αιµοπεταλίων:
1. Την προσκόλληση (Adhesion) στα χείλη του ρήγµατος του αγγείου, µε τη βοήθεια
των ινών του κολλαγόνου του τοιχώµατος,
2. Τη συσσώρευση (Aggregation) µεταξύ τους, µε την παρουσία κυρίως του ADP,
3. και την αντίδραση απελευθέρωσης, όπου γίνεται κένωση του περιεχοµένου των
κοκκίων τους διαµέσου των σωληναρίων και της µεµβράνης.
Η σειρά εκδήλωσης των ιδιοτήτων των αιµοπεταλίων θα συζητηθεί στο Κεφά-
λαιο 9. Η παραγωγή των αιµοπεταλίων ρυθµίζεται από µια ουσία που κυκλοφορεί στο
πλάσµα και επιταχύνει τη διαφοροποίηση των αρχέγονων δικτυωτών κυττάρων του
µυελού των οστών σε µεγακαρυοβλάστες. Αυτή η ουσία λέγεται θροµβοποιητίνη ή
παράγοντας που διεγείρει τη θροµβοποίηση (Thrombopoietic stimulation factor – TSF),
αλλά η φύση της και η δοµή της είναι ακόµα άγνωστες.
Η αύξηση του αριθµού των αιµοπεταλίων ή θροµβοκυττάρων στο περιφερικό
αίµα λέγεται θροµβοκυττάρωση, ενώ η ελάττωσή του θροµβοπενία.
1 Τα αιµοπετάλια επειδή συµµετέχουν στο σχηµατισµό του θρόµβου αίµατος, λέγονται και θροµβοκύτταρα.
38
Κεφάλαιο 5ο Λευκά αιµοσφαίρια – ∆ικτυοενδοθηλιακό σύστηµα
Κεφάλαιο 5ο
ΛΕΥΚΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ
∆ΙΚΤΥΟΕΝ∆ΟΘΗΛΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
39
Φυσιολογία του ανθρώπου
40
Κεφάλαιο 5ο Λευκά αιµοσφαίρια – ∆ικτυοενδοθηλιακό σύστηµα
1) Τα πολυµορφοπύρηνα ουδετερόφιλα
2) Τα πολυµορφοπύρηνα εωσινόφιλα
3) Τα πολυµορφοπύρηνα βασεόφιλα
4) Τα λεµφοκύτταρα
5) Τα πλασµατοκύτταρα, και
6) Τα µονοπύρηνα
41
Φυσιολογία του ανθρώπου
Η διάκριση των παραπάνω τύπων στηρίζεται τόσο στη χρώση των κοκκίων του
κυτταροπλάσµατος, όσο και στο σχήµα του πυρήνα τους. Έτσι, τα πολυµορφοπύρη-
να έχουν πυρήνα που αποτελείται από λοβία συνδεµένα µεταξύ τους µε πυρηνικές
γέφυρες, ενώ τα ουδετερόφιλα, που είναι και τα περισσότερα, κοκκία που δεν
παρουσιάζουν εκλεκτικότητα στις διάφορες χρωστικές. Τα εωσινόφιλα, ενφανίζουν
κοκκία που χρωµατίζονται µε όξινες χρωστικές και τα βασεόφιλα, κοκκία που
χρωµατίζονται µε βασικές χρωστικές.
Τα λεµφοκύτταρα έχουν ένα στρογγυλό µεγάλο πυρήνα, που τις περισσότερες
φορές γεµίζει όλο το κύτταρο ή αφήνει µια λεπτή περιοχή κυτταροπλάσµατος στην
περιφέρεια. Τα µονοκύτταρα παρουσιάζουν έναν πυρήνα αρκετά µεγάλο µε µια εντοµή
που του δίνει τελικά το σχήµα ξερού φασολιού ή νεφρού (Σχήµα 5.1).
ΛΕΥΚΑ
ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ
WBC
άκκοκα κοκκιοκύτταρα
Τ-κύτταρα ΝΚ-κύτταρα
Β-κύτταρα
42
Κεφάλαιο 5ο Λευκά αιµοσφαίρια – ∆ικτυοενδοθηλιακό σύστηµα
1 Γενικά, ο αριθµός των λευκών αιµοσφαιρίων (WBC) που αναφέρονται στον πίνακα 5.1, αντιπροσωπεύει
µόνο το 5% του συνολικού αριθµού των λευκών του σώµατος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα λευκά
χρησιµοποιούν το αίµα σαν όχηµα µεταφοράς για την µετανάστευσή τους, και εκεί καθώς και στα
λευκοποιητικά όργανα βρίσκεται το υπόλοιπο 95% του πληθυσµού τους.
2 Οι προσταγλανδίνες (PG), είναι µια σειρά από συγγενή ακόρεστα λιπαρά οξέα µε 20 άτοµα άνθρακα και
έναν κυκλοπεντανικό δακτύλιο στο µόριό τους. Υπάρχουν σ’ όλα τα κύτταρα του σώµατος. Εκατοντάδες
από τις κυτταρικές λειτουργίες ρυθµίζονται απ’ αυτές. Οι περισσότερες δρουν τοπικά και υποβοηθούν τη
λειτουργία του δεύτερου αγγελιοφόρου. Έχουν ταξινοµηθεί σε PGA1, PGA2, PGE1, PGE2, PGF.
43
Φυσιολογία του ανθρώπου
και µε τον αρνητικό αυτό παλίνδροµο µηχανισµό ρυθµίζεται ο αριθµός των κοκκωδών
λευκών που κυκλοφορούν στο αίµα.
Πάντως, πολλά ακόµη εξακολουθούν να είναι άγνωστα για τη ρύθµιση της
παραγωγής των κυττάρων αυτών.
Τα µονοκύτταρα
Τα µονοκύτταρα ή µεγάλα µονοπύρηνα παράγονται στον ερυθρό µυελό των
οστών αλλά µερικά παράγονται και στο λεµφοειδή ιστό.
Έχουν αυξηµένη ικανότητα φαγοκύτωσης και στο
κυτταρόπλασµα περιέχουν ένζυµα, όπως υπεροξειδάση
και λυσσοσωµατικά. Ο τόπος προορισµού τους, όπως και
των κοκκωδών λευκών είναι οι ιστοί γι’ αυτό µετά την
είσοδο τους στην κυκλοφορία, σε διάστηµα 20 ωρών
περίπου βρίσκονται στους ιστούς, µεταφέροντας µε τις
ίδιες ιδιότητες την αµοιβαδοειδή κίνηση και τη χηµειοταξία.
Στους ιστούς µετατρέπονται στα λεγόµενα ιστικά µακροφάγα. Η µετανάστευση
τους είναι µια απάντηση σε χηµειοτακτικούς παράγοντες και η κύρια λειτουργία τους
εκδηλώνεται µε τη φαγοκύτωση και καταστροφή των µικροβίων, αλλά και ολόκληρων
ουδετερόφιλών ακόµη. Μπορούν επίσης αφού ευαισθητοποιηθούν από
λεµφοκύτταρα, αν καταστρέψουν καρκινικά κύτταρα, να συνθέσουν συµπλήρωµα και
άλλες βιολογικά σηµαντικές ουσίες. Ο χρόνος ζωής τους είναι άγνωστος.
Τα λεµφοκύτταρα
Τα περισσότερα παράγονται στους
λεµφαδένες, στο σπλήνα και στο θύµο αδένα και
λίγα στον ερυθρό µυελό των οστών, από
διαφοροποίηση των αρχέγονων δικτυωτών
κυττάρων σε λεµφοβλάστες. Μπαίνουν στην
κυκλοφορία διαµέσου των λεµφαγγείων. Έχει
υπολογιστεί ότι µόνο από το θωρακικό πόρο
µπαίνουν στην κυκλοφορία 3,5Χ1010
λεµφοκύτταρα το 24ώρο. Τα λεµφοκύτταρα µετέχουν καθοριστικά και πρωταρχικά
στους µηχανισµούς ανοσίας του οργανισµού και οι λειτουργίες τους αυτές θ’
αναπτυχθούν στο κεφάλαιο 7.
Τα περισσότερα από τα λεµφοκύτταρα, σχεδόν το 80%, ζουν περίπου 100-200
µέρες, ενώ τα υπόλοιπα 20% ζουν περίπου όσο και τα κοκκώδη λευκά αιµοσφαίρια.
44
Κεφάλαιο 5ο Λευκά αιµοσφαίρια – ∆ικτυοενδοθηλιακό σύστηµα
45
Φυσιολογία του ανθρώπου
Φαγοκυττώµενο
κύτταρο
46
Κεφάλαιο 6ο Τα φυσικά χαρακτηριστικά του αίµατος
Κεφάλαιο 6ο
ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
47
Φυσιολογία του ανθρώπου
Πλάσµα
αιµοπετάλια
ινώδες
Λευκά αιµοσφαίρια
ερυθρά
Ι. ΑΙΜΑΤΟΚΡΙΤΗΣ (Hct)
48
Κεφάλαιο 6ο Τα φυσικά χαρακτηριστικά του αίµατος
Σχήµα 6.3: Η επίδραση του Hct στη γλοιότητα του αίµατος (Guyton)
49
Φυσιολογία του ανθρώπου
ΙΙ. ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ
Το πλάσµα είναι καθαρό υγρό συστατικό του αίµατος. Είναι µέρος του
εξωκυττάριου υγρού του σώµατος και έχει σχεδόν την ίδια σύσταση µε το διάµεσο
υγρό, εκτός από µια σηµαντική διαφορά: το πλάσµα περιέχει περίπου 7% πρωτεΐνες
ενώ το διάµεσο υγρό µόνο 2%. Ο λόγος γι’ αυτή τη διαφορά είναι ότι οι πρωτεΐνες του
πλάσµατος, σαν µεγάλα µόρια που είναι, δεν µπορούν να περάσουν διαµέσου των
τριχοειδών στο διάµεσο χώρο.
Το πλάσµα είναι ένα διάλυµα που περιέχει µεγάλο αριθµό ιόντων, οργανικών
και ανόργανων µορίων, που µεταφέρονται στα διάφορα σηµεία του σώµατος,
συµβάλλει στη µεταφορά άλλων σηµαντικών ουσιών καθώς και στη µεταφορά των
ορµονών.
Ο όγκος του αναλογεί περίπου στο 5% του σωµατικού βάρους. Αν παραµείνει
ακίνητο το πλάσµα πήζει, και µόνο αν προστεθεί κάποια αντιπηκτική ουσία µπορεί να
διατηρηθεί σε ρευστή κατάσταση.
50
Κεφάλαιο 6ο Τα φυσικά χαρακτηριστικά του αίµατος
τρανσφερίνη
ινωδογόνο
ΙgA
Α2 µακρογλοβουλίνη
ΙgG ΙgM
Α1 αντιτρυψίνη
Απτογλοβουλίνη
Α1 οξυγλυκοπρωτεϊνη
Απολιποπρωτεϊνη Α1
Απολιποπρωτεϊνη Α2
αλβουµίνη
Μια άλλη σπουδαία λειτουργία των πρωτεϊνών του πλάσµατος και κυρίως των
λευκωµατινών, είναι η ανάπτυξη οσµωτικής πίεσης στο τοίχωµα των τριχοειδών και
τούτο γιατί το τριχοειδικό τοίχωµα είναι αδιαπέραστο για τις πρωτεΐνες αυτές1.
Η οσµωτική αυτή πίεση προέρχεται από τη συγκράτηση νερού από τις
πρωτεΐνες µέσα στα αγγεία, φτάνει τα 25mm Hg και καλείται κολοειδοσµωτική πίεση.
Παίζει δε σπουδαίο ρόλο στη µετακίνηση νερού και των διαλυµένων συστατικών µεταξύ
πλάσµατος και του διάµεσου υγρού.
1. Οι πρωτεΐνες του πλάσµατος είναι µεγάλα µόρια, γι’ αυτό δεν µπορούν να εξαγγειωθούν διαµέσου του
51
Φυσιολογία του ανθρώπου
10 nm
. Na+ . Cl- . γλυκόζη
αιµοσφαιρίνη 64.450
Λευκωµατίνη 65.000
Α1-λιποπρωτεϊνη 200.000
Β1-λιποπρωτεϊνη 1.300.000
ινωδογόνο 400.000
52
Κεφάλαιο 7ο Το ανοσοποιητικό σύστηµα
Κεφάλαιο 7ο
ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
53
Φυσιολογία του ανθρώπου
54
Κεφάλαιο 7ο Το ανοσοποιητικό σύστηµα
Ι. Η ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ
Η επίκτητη ανοσία ή όπως αλλιώς λέγεται ανοσία προσαρµογής, µπορεί να
προσφέρει συχνά πλήρη προστασία στον οργανισµό. Για παράδειγµα, η τετανική
τοξίνη του κλωστηριδίου του τέτανου, όταν εµβολιαστεί µε µικρές δόσεις σ’ ένα άτοµο,
µπορεί να προσφέρει προστασία στο µέλλον και σε δόσεις µέχρι 100.000 φορές
µεγαλύτερες από τη θανατηφόρο. Αυτός ο εµβολιασµός είναι πολύ µεγάλης σηµασίας
στην προφύλαξη του ανθρώπου έναντι νόσων και τοξινών και αποτελεί ένα από τα
κύρια αντικείµενα την Ανοσοβιολογίας.
55
Φυσιολογία του ανθρώπου
Αν µια απτίνη συνδεθεί µε µια ουσία που παρουσιάζει αντιγονικότητα π.χ µια πρωτεΐνη,
τότε ο συνδυασµός αυτός θα προκαλέσει µια ανοσολογική απάντηση. Τα αντισώµατα
ή τα ευαισθητοποιηµένα λεµφοκύτταρα που θ’ αναπτυχθούν έναντι αυτού του
συνδυασµού, µπορούν’ αντιδράσουν ή έναντι της πρωτεΐνης ή έναντι της απτίνης.
Έτσι, σε µια δεύτερη έκθεση του οργανισµού στην ίδια απτίνη, τα αντισώµατα ή τα λεµ-
φοκύτταρα αντιδρούν µ’ αυτή πριν προλάβει να εξαπλωθεί στο σώµα και προκαλέσει
βλάβη. Απτίνες που προκαλούν ανοσολογικές αντιδράσεις αυτού του τύπου είναι συ-
νήθως διάφορα φάρµακα, χηµικά συστατικά σε µορφή σκόνης, χηµικά προϊόντα κτλ.
Βαριές
άλυσοι
ελαφριές
άλυσοι
Βαριές Βαριές
άλυσοι άλυσοι
Άλυσος
συνδετική
∆ισουλφιδικός
Βαριές Βαριές δεσµός
άλυσοι άλυσοι
56
Κεφάλαιο 7ο Το ανοσοποιητικό σύστηµα
αντιγόνο, ενώ τα σταθερά αποτελούν το µέσο για τη δέσµευση του αντισώµατος στα
κύτταρα ή άλλους ιστούς, και µε αυτά τα αντίσωµα µπορεί να συνδεθεί µε άλλες
χηµικές ουσίες, όπως το σύστηµα του συµπληρώµατος1.
Τα αντισώµατα µπορούν να δράσουν µε τρεις διαφορετικούς τρόπους:
1. µε κατευθυνόµενη δέσµευση του εισβολέα
2. µε ενεργοποίηση του συστήµατος του συµπληρώµατος και τελικά
καταστροφή του εισβολέα, και
3. µε πρόκληση αναφυλακτικών αντιδράσεων.
Έτσι τα αντισώµατα µπορούν ν’ αδρανοποιήσουν τον αρχικό εισβολέα µε
συγκόλληση, κατακρήµνιση, εξουδετέρωση, λύση, ωψωνινοποιήση και φαγοκύτωση,
φλεγµονώδεις δράσεις, έκλυση ισταµίνης, έκλυση λυσσωσωµατικών ενζύµων κτλ.
1. Χυµική ανοσία
Η χυµική ανοσία εξυπηρετείται από έναν πληθυσµό λεµφοκυττάρων, τα Β-
λεµφοκύτταρα, τα οποία παράγουν τα αντισώµατα. Αυτός ο πληθυσµός βρίσκεται σε
µερικές άγνωστες περιοχές του σώµατος, πιθανόν στο ήπαρ του εµβρύου, στο µυελό
των οστών ή στο βλεννογόνο του εντέρου. Ο πληθυσµός αυτός για πρώτη φορά
βρέθηκε σε πτηνά και συγκεκριµένα στο θύλακα του Fabricius (bursa of Fabricius), γι’
αυτό τα λεµφοκύτταρα αυτά λέγονται Β-λεµφοκύτταρα. Στην επιφάνειά τους έχουν
υποδοχέα για κάθε ειδικό αντιγόνο. Μόλις το αντιγόνο δεσµευτεί µε τον υποδοχέα, το
λεµφοκύτταρο διεγείρεται για διαίρεση και τα θυγατρικά κύτταρα µεταµορφώνονται σε
πλασµατοκύτταρα, που εκκρίνουν µεγάλα ποσά αντισωµάτων στην κυκλοφορία. Τα
αντισώµατα αυτά ανήκουν στις γ-σφαιρίνες και καλούνται ανοσοσφαιρίνες.
Ο αριθµός των διαφόρων αντιγόνων που αναγνωρίζεται από τα λεµφοκύτ-
ταρα είναι εξαιρετικά µεγάλος. Αυτό επιτυγχάνεται γιατί µε βάση τη θεωρία των κλώ-
νων, τα αρχέγονα δικτυωτά κύτταρα διαφοροποιούνται σ’ ένα µεγάλο αριθµό διάφο-
ρων Β-λεµφοκυττάρων, που το καθένα έχει την ικανότητα ν’ απαντά σ’ ένα ειδικό
αντιγόνο. Όταν το αντιγόνο εισέρχεται για 1η φορά στον οργανισµό, δεσµεύεται από το
κατάλληλο Β-λεµφοκύτταρο, που µε τη σειρά του διεγείρεται για διαίρεση, σχηµατί-
ζοντας έτσι έναν κλώνο πλασµατοκυττάρων που εκκρίνει την ανοσοσφαιρίνη που δεσ-
µεύεται από το αντιγόνο αυτό (πρωτογενής αντίδραση). Παράλληλα, ένας αριθµός
λεµφοβλαστών του ίδιου κλώνου, σχηµατίζει έναν αριθµό νέων Β-λεµφοκυττάρων
όµοιων µε τα λεµφοκύτταρα του αρχικού κλώνου και αυτά παραµένουν αδρανή στο
λεµφοειδή ιστό µέχρι να ενεργοποιηθούν από ένα δεύτερο, ίδιο αντιγονικό ερέθισµα.
Αυτά ονοµάζονται µνήµονα κύτταρα.
1 Το σύστηµα του συµπληρώµατος αποτελείται από θερµοευαίσθητους παράγοντες πρωτεϊνικής φύσης του
πλάσµατος, που ενεργοποιούνται µε καθορισµένη σειρά. Η παρουσία & η δράση του συστήµατος είναι
απαραίτητη για ορισµένες ανοσοβιολογικές αντιδράσεις. Οι παράγοντες συµβολίζονται σαν C1g, C1r, C1s, C2,
C3, C4, C5, C6, C7, C8, & C9.
57
Φυσιολογία του ανθρώπου
Είναι φανερό ότι σε µια νέα έκθεση του οργανισµού στο ίδιο αντιγόνο, θα
προκληθεί µια ταχύτερη και µεγαλύτερη αντισωµατική απάντηση, που αποτελεί τη
δευτερογενή απάντηση του οργανισµού στο αντιγόνο. Η βελτιωµένη αυτή απάντηση
οφείλεται στο γεγονός ότι ο οργασµός είχε ήδη ευαισθητοποιηθεί σ’ αυτό το αντιγόνο.
Στο Σχήµα 7.2 φαίνεται η πρωτογενής και η δευτερογενής αντίδραση του οργανισµού
στο ίδιο αντιγόνο.
2. Κυτταρική ανοσία
Συγκέντρωση αντισωµάτων
Η κυτταρική ανο-
πλάσµατος
58
Κεφάλαιο 9ο Αιµόσταση – Ο µηχανισµός πήξης του αίµατος
Κεφάλαιο 9ο
ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΗΞΗΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
67
Φυσιολογία του ανθρώπου
Ι. Η ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ
68
Κεφάλαιο 9ο Αιµόσταση – Ο µηχανισµός πήξης του αίµατος
Α Προσκόλληση
αιµοπεταλίων στην
τραυµατισµένη περιοχή
Β ∆ηµιουργία θρόµβου
∆ηµιουργία ινώδους
Γ
Σχήµα 9.1: Απάντηση ενός µικρού αγγείου στη βλάβη. Α Προσκόλληση των πρώτων
αιµοπεταλίων. Β. συσσώρευση αιµοπεταλίων και αγγειοσύσπαση. Γ. Σχηµατισµός
αιµοστατικού θρόµβου (Thomson)
69
Φυσιολογία του ανθρώπου
Αντιδράσεις Ενεργοποίηση
αιµοπεταλίων πήξης
θροµβίνη
70
Κεφάλαιο 9ο Αιµόσταση – Ο µηχανισµός πήξης του αίµατος
71
Φυσιολογία του ανθρώπου
Στο αίµα και στους ιστούς έχουν βρεθεί περισσότερες από 30 διαφορετικές
ουσίες που συµµετέχουν στην πήξη του αίµατος και απ’ αυτές άλλες την προάγουν και
άλλες την αναστέλλουν. Τελικά αν θα πήξει ή όχι το αίµα, αυτό εξαρτάται από την
επικράτηση µιας από τις παραπάνω δυο οµάδες των ουσιών. Φυσιολογικά οι ουσίες
που αναστέλλουν την πήξη υπερτερούν, και γι’ αυτό καλούνται αντιπηκτικές, και το
αίµα δεν πήζει. Όταν όµως ένα αγγείο πάθει κάποια βλάβη (ρήξη, διατοµή κτλ), τότε η
δραστικότητα των ουσιών που προάγουν την πήξη αυξάνει στην περιοχή της βλάβης,
µε αποτέλεσµα την ανάπτυξη τελικά στο σηµείο αυτό του θρόµβου.
Όπως αναφέρθηκε προηγούµενα, από την χαλαρή προσκόλληση των
αιµοπεταλίων στο σηµείο του ρήγµατος του αγγείου, δηµιουργείται τελικά ο χαλαρός
αιµοπεταλιακός θρόµβος, που µετατρέπεται στη συνέχεια σε σταθερό από το ινώδες.
Για το σχηµατισµό ακριβώς του ινώδους είναι υπεύθυνος ο µηχανισµός της πήξης και
περιλαµβάνει µια άλυσο ή έναν «καταρράχτη» αντιδράσεων.
Στην πήξη του αίµατος παίρνουν µέρος αρκετές ουσίες που βρίσκονται στο
πλάσµα και χαρακτηρίζονται σαν παράγοντες της πήξης. Αυτοί οι παράγοντες
αναφέρονται στον Πίνακα 9.1, τόσο µε τη Λατινική αρίθµησή τους όσο και µε τα
συνώνυµά τους:
72
Κεφάλαιο 9ο Αιµόσταση – Ο µηχανισµός πήξης του αίµατος
Σχήµα 9.3: Νηµάτια ινώδους και ερυθρά αιµοσφαίρια ανθρώπου. Χρήση ηλεκτρονικού
µικροσκοπίου
73
Φυσιολογία του ανθρώπου
Επαφή µε κολλαγόνο
ΧΙ Ενεργοποιηµένος ΧΙ Ca
++
ΙΧ Ενεργοποιηµένος ΙΧ
Ca
VIII ++
θροµβίνη
Χ Ενεργοποιηµένος Χ
Ca
++
Φωσφολιπίδια αιµοπεταλίων
θροµβίνη
V
ενεργοποιητής
προθροµβίνης
προθροµβίνη θροµβίνη
1 Ο ανενεργός παράγοντας ΧΙΙ µπορεί να ενεργοποιηθεί µε πολλούς τρόπους. In Vitro, µε επαφή του
αίµατος µε διαβρεχόµενες επιφάνειες όπως π.χ. το γυαλί. In vivo, από πτώση του pH, από δράση
πρωτεολυτικών ενζύµων όπως η πλασµίνη, η καλλικρεΐνη, από ενδοτοξίνες κτλ.
74
Κεφάλαιο 9ο Αιµόσταση – Ο µηχανισµός πήξης του αίµατος
Τραυµατισµός
ιστών
Ιστικός Ιστικά
παράγοντας φωσφολιπίδια
X Ενεργοποιηµένος
Χ
Ca VII
++
V
Ca
++
Ενεργοποιητής
προθροµβίνης
προθροµβίνη θροµβίνη
Ca
Σχήµα 9.5: Η εξωγενής οδός ενεργοποίησης της ++
προθροµβίνης
75
Φυσιολογία του ανθρώπου
Το ινωδολυτικό σύστηµα
Στο αίµα και συγκεκριµένα στο πλάσµα περιέχεται σε ανενεργό µορφή µια
σφαιρίνη, το πλασµινογόνο, που όταν ενεργοποιηθεί µετατρέπεται σε µια ουσία, την
πλασµίνη ή ινωδολυσίνη, που δρα σαν πρωτεολυτικό ένζυµο και πέπτει το ινώδες
καθώς και άλλες ουσίες του πλάσµατος, όπως το ινωδογόνο, τους παράγοντες V, VIII
και XIII και την προθροµβίνη.
Αν σχηµατιστεί πλασµίνη σ’ έναν θρόµβο αίµατος µπορεί να προκαλέσει τη
διάλυσή του και να καταστρέψει µερικούς παράγοντες της πήξης, προκαλώντας έτσι
ελαττωµένη πηκτικότητα στο αίµα.
Κατά το σχηµατισµό ενός θρόµβου, µεγάλα ποσά πρωτεϊνών του πλάσµατος,
κατά συνέπεια και πλασµινογόνο, παγιδεύονται µέσα σ’ αυτόν. Το αίµα και οι ιστοί
όµως περιέχουν ουσίες που µπορούν να ενεργοποιήσουν το πλασµινογόνο, όπως η
θροµβίνη, ο ενεργοποιηµένος παράγοντας ΧΙΙ, παράγοντες από το ενδοθήλιο των
αγγείων και λυσσοσωµατικά ένζυµα από καταστραµµένους ιστούς. Έτσι, σε µια
αιµορραγία ιστού όπου έχει πήξει το αίµα, µετά από 1-2 µέρες αυτοί οι ενεργοποιητές
προκαλούν το σχηµατισµό αρκετής ποσότητας πλασµίνης, που θα διαλύσει το
θρόµβο.
προενεργοποιητής ενεργοποιητής
πλασµινογόνο πλασµίνη
Ινωδογόνο
Προϊόντα
διάσπασης
θροµβίνη του
ινωδογόνου
Ινώδες
76
Κεφάλαιο 9ο Αιµόσταση – Ο µηχανισµός πήξης του αίµατος
77
Φυσιολογία του ανθρώπου
αιµορραγία αιµορραγία
Ανεπιτυχής θρόµβος
Σχηµατισµός ινώδους Αιµορραγία
Σχήµα 9.7: ∆ιαφορές φυσιολογικής πήξης & παρεµπόδισης πήξης (πχ. αιµορροφιλία)
78
Φυσιολογία του ανθρώπου
Κεφάλαιο 10ο
ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΑ ΝΕΥΡΑ
79
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
παρουσιάζει το κυτταρικό
Σώµα κυττάρου
σώµα και προσεκβολές, από τις
οποίες 5-8 είναι βραχείες και
καλούνται δενδρίτες και µια Έλυτρο
Schwann
µακριά, σαν κυλινδρικός Σχήµα 10.1:
Τυπικός
άξονας, που καλείται νευρίτης ή κινητικός
νευράξονας. Ο νευράξονας νευρώνας
Περίσφυξη
εκφύεται από µια κάπως Ranvier
80
Φυσιολογία του ανθρώπου
Περίσφιξη
Ranvier
νευράξονας µυελίνη
81
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
Η διεγερσιµότητα
Σαν διεγερσιµότητα ή
ερεθιστότητα χαρακτηρίζεται η ικα-
νότητα των διεγέρσιµων κυττάρων,
των νευρικών και των µυϊκών
δηλαδή, ν’ αντιδρούν σε κάθε
µεταβολή της ενεργειακής ή υλικής
τους ισορροπίας. Αυτή η ικανότητα
εκδηλώνεται στο νευρικό κύτταρο
µε τη µορφή ηλεκτροχηµικής
διαταραχής της κυτταρικής του
µεµβράνης, που αρχίζει από τη Εικόνα 10.1: Μικροφωτογραφία νευρώνων
δεκτική ζώνη και µεταδίδεται διαµέσου του νευράξονα µέχρι τις τελικές απολήξεις του.
Αυτή η ηλεκτροχηµική µεταβολή προκαλείται από ένα ερέθισµα, που µπορεί να είναι
ηλεκτρικό, χηµικό ή µηχανικό και παρουσιάζεται µε τους παρακάτω δυο τύπους:
1. Σαν τοπικό ή µη διαδιδόµενο δυναµικό, που ανάλογα µε τον τόπο στον οποίο
παράγεται, χαρακτηρίζεται σαν συναπτικό, παραγωγό ή ηλεκτροτονικό, και
2. σα διαδιδόµενο δυναµικό ή νευρική ώση.
Στη νευρική ώση και µόνο σ’ αυτήν τα νευρικά κύτταρα, και γενικά οι ιστοί που
έχουν δεχθεί ερέθισµα, απαντούν και αυτή αποτελεί τη µια και µοναδική γλώσσα του
νευρικού συστήµατος.
82
Φυσιολογία του ανθρώπου
1
Η καταγραφή γίνεται µε τη χρήση ταλαντοσκοπίου, µικροηλεκτροδίων και ηλεκτρικού ενισχυτή
(Σχήµα 10.4 & 10.5).
83
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
2
Η περίοδος του θετικού αιµοδυναµικού µπορεί να φτάσει µέχρι και 1000 msec
84
Φυσιολογία του ανθρώπου
85
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
86
Φυσιολογία του ανθρώπου
έξω
µέσα
87
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
περιοχές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα την ταχύτερη προώθηση της νευρικής ώσης στις
εµµύελες ίνες, που µπορεί να φτάσει και στο 50πλάσιο της ταχύτητας στις αµύελες ίνες.
Τα κυκλικά αυτά ρευµατίδια δηµιουργούνται από τη ροή θετικών φορτίων:
1. από το θετικό εσωτερικό της µεµβράνης στο σηµείο διέγερσης, προς το γειτονικό
αρνητικό (µη διεγερµένο) τµήµα, και
2. από το θετικό εξωτερικό (µη διεγερµένο) παρακείµενο τµήµα της µεµβράνης, προς το
γειτονικό αρνητικό που έχει διεγερθεί
Αποτέλεσµα της κυκλικής µετακίνησης των φορτίων, είναι η ελάττωση του
δυναµικού της µεµβράνης της γειτονικής περιοχής και η εκπόλωση της κ.ο.κ. Η
κατεύθυνση της προώθησης της νευρικής ώσης σε φυσιολογικές καταστάσεις είναι
αυστηρά καθορισµένη· πάντα από τη δεκτική ζώνη του κυττάρου προς τις τελικές
απολήξεις του νευράξονα. Αυτή η κατεύθυνση ονοµάζεται ορθόδροµη. Σε περίπτωση
ερεθισµού µιας νευρικής ίνας σε κάποιο ενδιάµεσο σηµείο της, η προώθηση γίνεται και
προς τη δεκτική ζώνη του νευρώνα, δηλαδή γίνεται και αντίδροµα, αλλά η αντίδροµη
αυτή κατεύθυνση θα εµποδιστεί στο επίπεδο της δεκτικής ζώνης αφού, όπως θα
αναφερθεί στο κεφάλαιο των συνάψεων, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις παραπέρα
µετάδοσής της.
88
Φυσιολογία του ανθρώπου
II. ΤΑ ΝΕΥΡΑ
89
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
εγκέφαλος
Σπονδυλική
στήλη
Θωρακικά νεύρα
(12 ζευγάρια)
Σχιατικό νεύρο
Ωλενικό
νεύρο
Οσφυικά νεύρα
(5 ζευγάρια)
Κοκκυγικά νεύρα
(1 ζευγάρι)
90
Φυσιολογία του ανθρώπου
Οι ίνες των περιφερικών νεύρων, όπως φαίνεται και στον πίνακα 10.2,
ταξινοµούνται και µε βάση τα φυσιολογοανατοµικά χαρακτηριστικά τους και ανάλογα
µε το αν εξυπηρετούν γενικές ή ειδικές λειτουργίες.
Οι νευρικές ίνες διαφέρουν µεταξύ τους και στην ευαισθησία τους σε
ορισµένους εξωτερικούς παράγοντες. Η ευαισθησία τους σε ορισµένους εξωτερικούς
παράγοντες. Η ευαισθησία τους εκδηλώνεται µε διαταραχή της αγωγής τους. Έτσι οι
ίνες του τύπου Α είναι πιο ευαίσθητες στην πίεση, οι ίνες τύπου Β στην υποξία και οι
ίνες τύπου C στα τοπικά αναισθητικά και στην κοκαΐνη.
91
Κεφάλαιο 10ο Το νευρικό κύτταρο – Τα νεύρα
Νευρογλοία
Το νευρικό σύστηµα, εκτός από τους νευρώνες περιέχει και άλλα κύτταρα, τα
νευρογλοιακά κύτταρα ή νευρογλοία. Ο αριθµός τους είναι πολύ µεγάλος και φτάνει
περίπου στο 10πλάσιο του αριθµού των νευρώνων. Στη νευρογλοία υπάγονται και τα
κύτταρα του Schwann, που περιβάλλουν τους νευράγονες.
Στο κεντρικό νευρικό σύστηµα υπάρχουν τρεις τύποι νευρογλοίας: η
µικρογλοία, η ολιγοδενδρογλοία και τα αστροκύτταρα (Σχήµα 10.9). Τα κύτταρα αυτά
παρουσιάζουν ένα δυναµικό στη µεµβράνη τους, που ποικίλλει µε την εξωτερική
συγκέντρωση των
ιόντων Κ+, αλλά δεν
φτάνει να προκα-
λέσει γένεση δυνα-
µικού. Παρά τις µε-
ρικές θεωρίες που
έχουν αναπτυχθεί, οι
λειτουργίες τους
παραµένουν ακόµη
αδιευκρίνιστες.
92
Κεφάλαιο 11ο Το µυικό σύστηµα
Κεφάλαιο 11ο
ΜΥΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΟΙ ΜΥΕΣ
93
Φυσιολογία του ανθρώπου
• Το λείο και
• Τον καρδιακό
Γραµµωτός µυς
Λείος µυς
Καρδιακός µυς
94
Κεφάλαιο 11ο Το µυικό σύστηµα
Ι. ΓΡΑΜΜΩΤΟΙ/ΣΚΕΛΕΤΙΚΟΙ ΜΥΕΣ
Αποτελούνται από γραµµωτές µυικές ίνες που είναι πολυπύρηνα µυικά κύτταρα
και εκτείνονται σε όλο το µήκος του µυός. Κάθε µυική ίνα αποτελείται από µυικά ινίδια
(εώς και 10.000 από αυτά) και κάθε µυικό ινίδιο από µυικά νηµάτια (περίπου 2.500). Τα
µυικά νηµάτια περιέχουν τις συσταλτές πρωτεΐνες ακτίνη και µυοσίνη µε τις οποίες
επιτυγχάνεται η συστολή των µυών. Η περιοχή της µυικής ίνας που απολήγει το νευρικό
κλωνίο που την νευρώνει ονοµάζεται τελική κινητική πλάκα, ενώ η θέση λειτουργικής
επαφής µεταξύ µυικής ίνας και νευρικής απόληξης ονοµάζεται νευροµυική σύναψη. Η
µεσάζουσα ουσία στις συνάψεις αυτές είναι η ακετυλχολίνη που απελευθερώνεται στη
συναπτική σχισµή µόλις φτάσει η αντίστοιχη νευρική ώση.
ίνα
∆έσµη ινών
τένοντας Επιµυική στρώση
Μυική ίνα
Μυικό ινίδιο
Ακτίνη Μυοσίνη
95
Φυσιολογία του ανθρώπου
Για τη συστολή των µυών είναι απαραίτητα το ΑΤΡ και τα ιόντα ασβεστίου. Η
απαιτούµενη ενέργεια για τη συστολή προσφέρεται από την υδρολυτική διάσπαση του
ΑΤΡ από ΑDP και φωσφοκρεατίνη (CP1), η οποία προσφέρει το φωσφορικό οξύ
µετατρεπόµενη σε κρεατίνη, που µε τη σειρά της κατά τη φάση ηρεµίας του µυός, όταν
συντεθεί αρκετό ΑΤΡ από τα µιτοχόνδρια µετατρέπεται και πάλι σε φωσφοκρεατίνη.
σαρκοµέριο
Χαλάρωση συστολή
Κατά τη λειτουργία των µυών και όταν τα αποθηκευµένα ποσά ΑΤΡ και CP
εξαντληθούν, τότε η λειτουργία για ανασύνθεσή τους και συνέχιση έτσι της λειτουργίας
των µυών, παρέχεται από την καύση της γλυκόζης που διασπάται σε 1η φάση µέχρι το
στάδιο του πυροσταφυλικού οξέος (αναερόβια γλυκόλυση), και αποδίδεται τόση
ενέργεια, όση για να ανασυντεθούν από 1 µόριο γλυκόζης 2 µόρια ΑΤΡ. Σε 2η φάση, αν
υπάρχει επάρκεια οξυγόνου το πυροσταφυλικό καίγεται στον κύκλο του κιτρικού προς
CO2 και H2O (αερόβια γλυκόλυση) και αποδίδεται ενέργεια για να ανασυντεθούν από 2
µόρια πυροσταφυλικού οξέος 36 µόρια ΑΤΡ. Τελικά, από την αναερόβια και την
αερόβια γλυκόλυση αποδίδεται από 1 µόριο καιόµενης γλυκόζης τόση ενέργεια, όση
απαιτείται για να ανασυντεθούν 38 (36+2) µόρια ΑΤΡ.
Κατά την εντατική λειτουργία των µυών το παραγόµενο οξυγόνο δεν επαρκεί
για την καύση όλου του παραγόµενου πυροσταφυλικού, µε αποτέλεσµα ένα µέρος
του να µετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ. Αυτό έχει µεγάλη σηµασία γιατί αν το
πυροσταφυλικό οξύ παρέµενε και αθροιζόταν στο µυ, σύµφωνα µε το νόµο δράσης
µαζών, η αντίδραση παραγωγής του θα σταµατούσε τελικά, ενώ µε τη µετατροπή του
96
Κεφάλαιο 11ο Το µυικό σύστηµα
Τελική
κινητική
Νευροµυική σύναψη πλάκα
(ακετυλχολίνη)
µιτοχόνδριο
Συναπτικό
σχίσµα
σαρκόληµµα
ινίδια
97
Φυσιολογία του ανθρώπου
επίδοση και κανένα είδος βαριάς εργασίας δε θα ήταν δυνατό, ενώ ο άνθρωπος θα
περιοριζόταν σε απλό βάδισµα µόνο.
Μυικός τέτανος
2Σαν µήκος ηρεµίας ονοµάζεται το οριακό µήκος παθητικής διάτασης του µυός, στο οποίο
αντιστοιχεί κατά τη συστολή η µέγιστη απόδοση του µυός αυτού.
98
Κεφάλαιο 11ο Το µυικό σύστηµα
Τους συναντάµε στα σπλάχνα και στα αγγεία. Οι λείες µυικές ίνες έχουν
διαφορές από τις γραµµικές (συστέλλονται αργότερα, εµφανίζουν πλαστικότητα) στη
λειτουργικότητά τους, ενώ αυτές που βρίσκονται στα σπλάχνα εµφανίζουν
αυτορρυθµία. Στα αιµοφόρα αγγεία που βρίσκονται στα σπλάχνα βρίσκονται µονήρεις
λείες µυικές ίνες, χωρίς δηλαδή να εµφανίζουν συγκυτιώδη µορφή και κάθε µία
νευρώνεται ξεχωριστά. Στα σπλάχνα, οι λείες µυικές ίνες βρίσκονται σε πολύ στενή
επαφή µεταξύ τους (αποτελούν συγκύτια) και τα δυναµικά δράσεως διαδίδονται από τη
µία ίνα στην παρακείµενη (µετάδοση εξ’επαφής).
Στις λείες µυικές ίνες δεν υπάρχει άµεση σχέση έντασης συστολής και αρχικού
µήκους, ούτε συσχέτιση αρχικού µήκους και αναπτυσσόµενης παθητικής τάσης του
µυός, όπως συµβαίνει στους γραµµωτούς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα όταν διατείνεται
ο λείος µυς, η διάτασή του να µοιάζει µε διάταση πλαθόµενης µάζας πηλού
(πλαστικότητα). Απόδειξη τέτοιας προσαρµογής λείου µυός σε αυξηµένη τάση
αποτελεί η διατήρηση της ενδοκυστικής πίεσης στην ουροδόχο κύστη σε χαµηλές τιµές
κατά τη βαθµιαία άθροιση ούρων µέσα στο όργανο αυτό (βλέπε ουροποιητικό
σύστηµα, Κεφάλαιο 15ο).
99
Φυσιολογία του ανθρώπου
3
∆ηµιουργία δυναµικού δράσης
100
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
Κεφάλαιο 12ο
ΚΑΡ∆ΙΑΓΓΕΙΑΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ
101
Φυσιολογία του ανθρώπου
Το σύστηµα τούτο αποτελείται από την καρδιά και ένα κλειστό σύστηµα
αγγείων µέσα στα οποία κυκλοφορεί αίµα. Η καρδιά λειτουργεί σαν καταθλιπτική και
αναρροφητική αντλία και προσδίδει κίνηση στο αίµα µε την δηµιουργία διαφοράς
πίεσης µεταξύ της αρχής και του τέλους των αγγείων. Τα αγγεία εκείνα που
αποµακρύνουν το αίµα από την καρδιά λέγονται αρτηρίες, ενώ εκείνα που το
επαναφέρουν σ’ αυτήν λέγονται φλέβες. Μεταξύ των αρτηριών και των φλεβών
παρεµβάλλονται άλλα αγγεία, τα τριχοειδή, δια µέσου του τοιχώµατος των οποίων
γίνεται η ανταλλαγή ουσιών µεταξύ του ενδαγγειακού και του εξωαγγειακού (η
διάµεσου) χώρου.
Με το σύστηµα αυτό ο
οργανισµός επιτυγχάνει να συνδέει και να
ρυθµίζει τα συστήµατα που του
εξασφαλίζουν τις βασικές προϋποθέσεις
καρδιά της ζωής (πεπτικό, αναπνευστικό,
ουροποιητικό, ενδοκρινικό), τόσο µεταξύ
τους όσο και µετά πλέον ακραία σηµεία
του σώµατος.
αρτηρία
φλέβα
τριχοειδή
102
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
Ι. Η ΚΑΡ∆ΙΑ
Η διαδροµή του αίµατος από την δεξιά κοιλία προς τους πνεύµονες και
επάνοδος στον αριστερό κόλπο αποτελεί την µικρή ή πνευµονική κυκλοφορία, ενώ η
διαδροµή από την αριστερή κοιλία προς την περιφέρεια του σώµατος και επάνοδος
στον δεξί κόλπο την µεγάλη ή σωµατική κυκλοφορία.
103
Φυσιολογία του ανθρώπου
αορτή Πνευµονική
οδός (προς)
Αριστερός
κόλπος
Κολποκοιλιακές
Πνευµονική βαλβίδες
βαλβίδα
Αορτική
βαλβίδα
Μηνοειδής
βαλβίδα
Αριστερή
κοιλία
∆εξιός κόλπος
∆εξιά κοιλία
Πνευµονικές
φλέβες
Μηνοειδής
βαλβίδα
∆εξιός κόλπος
αορτική
βαλβίδα
Αριστερός
Πνευµονική κόλπος
βαλβίδα
104
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
Η καρδιά έχει έναν ειδικό ιστό, που βρίσκεται σε ορισµένες θέσεις του
µυοκαρδίου, και έχει την ικανότητα παράγει ερεθίσµατα µε τα οποία επιτελείται η
λειτουργία της. Ο ιστός αυτός αποτελείται από οµάδες µυϊκών κυττάρων
αδιαφοροποίητων. Μια οµάδα τέτοιων κυττάρων βρίσκεται στο οπίσθιο τοίχωµα του
δεξιού κόλπου κοντά στην εκβολή των κοίλων φλεβών, και καλείται φλεβόκοµβος ή
πρωτεύον κέντρο ή κόµβος των Keith–Flack. Μια άλλη οµάδα βρίσκεται στη βάση του
µεσοκολπικού διαφράγµατος προς τα δεξιά και πίσω και καλείται κολποκοιλιακός
κόµβος ή δευτέριον κέντρο ή κόµβος των Aschoff- Tawara. Μια άλλη οµάδα κυττάρων,
το δεµάτιο του His, αρχίζει από την άκρη του κολποκοιλιακού κόµβου και χωρίζεται σε
δύο σκέλη, δεξιό και αριστερό, τα οποία πορεύονται εκατέρωθεν του µεσοκοιλιακού
διαφράγµατος και διανέµονται τελικά µε δίκτυο ινών, των ινών του Purkinje σ’
ολόκληρο το µυοκάρδιο των κοιλιών. Φυσιολογικά όλες οι οµάδες παράγουν
ερεθίσµατα αλλά κυριαρχεί πάντα ο φλεβόκοµβος και έτσι η καρδιά συστέλλεται µε
ρυθµό ανάλογο µε τον ρυθµό παραγωγής ερεθισµάτων στον φλεβόκοµβο
(φλεβοκοµβικός ρυθµός 60-80 συστολές ανά 1min). Σε περίπτωση βλάβης του
φλεβόκοµβου, την παραγωγή ερεθισµάτων αναλαµβάνει ο κολποκοιλιακός (περίπου
50 συστολές ανά 1min), οι δε κόλποι και οι κοιλίες πάλλονται σχεδόν ταυτόχρονα. Σε
περίπτωση που κέντρα ευρισκόµενα στο δεµάτιο του His, τριτεύοντα όπως λέγονται,
αναλάβουν αυτά την παραγωγή ερεθισµάτων τότε έχουµε τον καλούµενο ιδιοκοιλιακό
ρυθµό (περίπου 20 – 40 συστολές ανά 1min). Χάρη στον κολποκοιλιακό ρυθµό, το
άτοµο ζει και εργάζεται φυσιολογικά ενώ µε ιδιοκοιλιακό ρυθµό το άτοµο για να
διατηρηθεί στη ζωή πρέπει να ζει υπό αυστηρές συνθήκες ψυχικής και σωµατικής
ηρεµίας.
105
Φυσιολογία του ανθρώπου
Μεταβολές του τόνου των δύο αυτών συστηµάτων επηρεάζουν την καρδιακή
λειτουργία προκαλώντας τέσσερεις διαφορετικές «δράσεις» που χαρακτηρίζονται σαν:
II. Ινότροπη δράση: σχετίζεται µε τη συστολική ένταση των ινών του µυοκαρδίου,
III. ∆ροµότροπη δράση: έχει σχέση µε την ταχύτητα αγωγής του ερεθίσµατος
IV. Βαθµότροπη δράση: έχει σχέση µε την διεγερσιµότητα των καρδιακών ινών.
Το συµπαθητικό έχει όλες τις παραπάνω δράσεις, θετική δηλ. αύξηση του τόνου
του προκαλεί: αύξηση της καρδιακής συχνότητας, της έντασης της συστολής, της
ταχύτητας αγωγής του ερεθίσµατος και της διεγερσιµότητας των καρδιακών ινών και
έτσι σαν σύνολο επίταση της καρδιακής λειτουργίας. Το παρασυµπαθητικό έχει όλες τις
παραπάνω δράσεις αρνητικές1 και σαν σύνολο επιβράδυνση της καρδιακής
λειτουργίας. Βλέπουµε λοιπόν πώς οι δράσεις των παραπάνω συστηµάτων στη
καρδιά είναι ανταγωνιστικές, όπως άλλωστε και σε άλλα όργανα του σώµατος, και οι
1 Αυτό δεν ισχύει για την ινότροπη και τη βαθµότροπη δράση γιατί όπως αναφέρθηκε το παρασυµπαθητικό
δε στέλνει ίνες στο µυοκάρδιο των κοιλιών.
106
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
Η καρδιακή λειτουργία
Κατά τη συστολή των κοιλιών το αίµα προωθείται από την δεξιά κοιλία προς
την πνευµονική αρτηρία και από την αριστερή κοιλία προς την αορτή. Αυτό
επιτυγχάνεται όταν οι τιµές των πιέσεων που αναπτύσσονται κατά τη συστολή (φάση
τάσης) µέσα στις κοιλίες ξεπεράσουν τις τιµές των πιέσεων στα αντίστοιχα µεγάλα
αγγεία. Έτσι κατά τη συστολή, όταν η πίεση στη δεξιά κοιλία φτάσει τα 10mmHg και
στην αριστερή τα 80 mmHg και τούτο γίνεται ταυτόχρονα, ανοίγουν οι µηνοειδείς
βαλβίδες (φάση εξώθησης) και συνεχιζόµενης της έντασης της συστολής το ρέµα ρέει
προς τα αντίστοιχα µεγάλα αγγεία, αφού οι πιέσεις στις κοιλίες φθάνουν τελικά τα 25
mmHg στην δεξιά και τα 120 mmHg στη αριστερή. Τελειώνοντας η φάση της συστολής,
την διαδέχεται η διαστολή των κοιλιών. Τότε η πίεση σίγα σιγά πέφτει µέσα στις κοιλίες
(φάση χαλάρωσης) και όταν γίνει κατά τι µικρότερη της πίεσης στα µεγάλα αγγεία, τότε
το αίµα πάει να παλινδροµήσει προς αυτές. Τούτο όµως εµποδίζεται από τις µηνοειδείς
βαλβίδες οι οποίες κλείνουν. Συνεχιζόµενης της διαστολής των κοιλιών η πίεση µέσα σ’
αυτές πέφτει συνεχώς και όταν γίνει κατά άτι µικρότερη της πίεσης που επικρατεί στους
κόλπους, ανοίγουν οι κολποκοιλιακές βαλβίδες και ρέει το αίµα από τους κόλπους
προς αυτές (φάση πλήρωσης). Λίγο πριν την έναρξη της νέα συστολής των κοιλιών
συστέλλονται οι κόλποι και µια ποσότητα ακόµα αίµατος φέρεται προς τις κοιλίες.
Μόλις ξεκινά η συστολή των κοιλιών, το αίµα πάει να γυρίσει δια των ανοιχτών
κολποκοιλιακών βαλβίδων προς τους κόλπους, αλλά οι βαλβίδες αυτές κλείνουν τότε
και δεν επιτρέπουν την παλινδρόµηση. Έτσι το αίµα εγκλωβίζεται µέσα στις κοιλίες,
αυξάνει λόγω της συνεχιζόµενης συστολής η πίεση µέσα σ’ αυτές µέχρις ότου υπερβεί
κατά τι την πίεση στα αντίστοιχα µεγάλα αγγεία και ανοίξουν οι µηνοειδείς βαλβίδες και
ρεύσει και πάλι το αίµα προς τα µεγάλα αγγεία κοκ. Όσο οι κοιλίες συστέλλονται, οι
κόλποι ευρίσκονται σε διαστολή και γεµίζουν µε αίµα που φθάνει σ’ αυτούς από την
περιφέρεια (δεξιός κόλπος) και από τους πνεύµονες (αριστερός κόλπος).
Φυσιολογικά η καρδιά επιτελεί 60-80 συστολές ανά 1 λεπτό και σε κάθε
συστολή εξωθείται από κάθε κοιλία ίσος όγκος αίµατος περίπου 50-70 κυβικά
εκατοστόµετρα ο οποίος και καλείται όγκος παλµού. Ο δε κατά λεπτό όγκος αίµατος
(ΚΛΟΑ) που εξωθείται από κάθε κοιλία, ανέρχεται περίπου στα 5.5 λίτρα. Αύξηση του
αριθµού των συστολών ανά ένα λεπτό καλείται ταχυκαρδία ενώ ελάττωση αυτού
βραδυκαρδία. Κατά τη συστολή των κοιλιών προκαλείται και µια διασείση του
πρόσθιου θωρακικού τοιχώµατος, ψηλαφητή περίπου στο σηµείο τοµής του 5ου
µεσοπλευρίου διαστήµατος αριστερά και της µεσοκλειδικής γραµµής, που καλείται
καρδιακή ώση.
107
Φυσιολογία του ανθρώπου
Ο αρτηριακός σφυγµός
Κατά την συστολή της αριστερής κοιλίας ο όγκος αίµατος που φέρεται προς
την αορτή (όγκος παλµού) προωθεί το ήδη κινούµενο αίµα αφετέρου διατείνει τα
τοιχώµατα του αρχικού τµήµατος αυτής και δηµιουργεί ένα κύµα πίεσης το οποίο
µεταδίδεται δια του τοιχώµατος της προς όλες τις αρτηρίες του σώµατος µε ταχύτητα
πολύ µεγαλύτερη από εκείνη του αίµατος. Αυτό το κύµα καλείται αρτηριακός σφυγµός
και είναι ψηλαφητό στις επιπολής πορευµένες αρτηρίες όπως η κερκιδική, η ραδιαία
του ποδός, η καρωτίδα, η µηριαία (στο µηριαίο τρίγωνο) η ιγνυακή (στον ιγνυακό
βόθρο) κλπ. Ο αρτηριακός σφυγµός εµφανίζει πέντε βασικές ιδιότητες που λέγονται και
χαρακτήρες αυτού. Αυτές είναι:
1. Η συχνότητα, δηλ. ο αριθµός των σφίξεων ανά ένα λεπτό που φυσιολογικά
συµπίπτει µε την καρδιακή συχνότητα. Αύξηση της συχνότητας του σφυγµού καλείται
ταχυσφυγµία ενώ ελάττωση βραδυσφυγµία.
2. Η σκληρότητα, που έχει σχέση µε τη συστολική αρτηριακή πίεση. µεγάλη συστολική
πίεση συνεπάγεται σκληρό σφυγµό ενώ µικρή µαλακό.
3. Η ρυθµικότητα, δηλ. τα σφυγµικά κύµατα απέχουν
µεταξύ τους ίσα χρονικά διαστήµατα και τότε ο σφυγµός
χαρακτηρίζεται ρυθµικός σε διαφορετική δε περίπτωση
άρρυθµος.
4. Η ταχύτητα, δηλ. αν το τοίχωµα της αρτηρίας διατείνεται
ταχέως και ταχέως επανέρχεται στο αρχικό. Σφυγµός
ταχύς ή βραδύς και Σχήµα 12.4:
Ψηλάφηση σφυγµού
5. Το µέγεθος, δηλ. αν η διάταση του τοιχώµατος είναι
µεγάλη ή µικρή, και ο σφυγµός χαρακτηρίζεται σαν µέγας ή µικρός. Το µέγεθος έχει
σχέση µε τον όγκο παλµού.
Με την ψηλάφηση του σφυγµού ο ιατρός µπορεί να βγάλει σπουδαία
συµπεράσµατα για την κατάσταση και την λειτουργία της καρδιάς και των αγγείων.
108
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
109
Φυσιολογία του ανθρώπου
Η ιδιότητα αυτή της αορτής και των µεγάλων αρτηριών έχει µεγάλη σηµασία
τόσο για την περιφέρεια στην οποία εξασφαλίζεται συνεχής τροφοδότηση µε αίµα
παρά την διακοπτόµενη παροχή από την καρδιά, όσο και για την ίδια την καρδιά γιατί
ελαφρύνεται το έργο της και κύρια το έργο επιτάχυνσης, αφού κατά την επόµενη
συστολή βρίσκει το αίµα στην αορτή κινούµενο και έτσι δε χρειάζεται να προσδώσει σ’
αυτό επιτάχυνση, πράγµα που θα συνέβαινε αν το αίµα ήταν ακίνητο.
Οι αρτηρίες
Σαν αρτηρίες χαρακτηρίζονται τα αγγεία που απάγουν το αίµα από την καρδιά.
Έχουν ανεπτυγµένο µυϊκό τοίχωµα κυρίως οι µικρότερες ενώ στις µεγαλύτερες
υπερέχουν τα ελαστικά στοιχεία. Κυρίως ανεπτυγµένο µυϊκό τοίχωµα εµφανίζουν οι
πολύ µικρές αρτηρίες, τα καλούµενα αρτηρίδια (Σχήµα 12.5, επόµενη σελίδα). Αυτά µε
την αντίσταση που προβάλλουν στην ροή του αίµατος, κατόπιν σύσπασης των λείων
µυϊκών ινών τους, ρυθµίζουν το ποσό του αίµατος που θα διέλθει απ’ αυτά προς τα
εκεί ευρισκόµενα τριχοειδή. Το σύστηµα των αρτηριών αποτελεί το καλούµενο σύστηµα
αντιστάσεων ή σύστηµα υψηλών πιέσεων, και σ’ αυτό βρίσκεται το 15% περίπου του
συνολικού όγκου του αίµατος. Αυτές παρεµβαλλόµενες µεταξύ της καρδιάς και των
τριχοειδών έχουν να αντιµετωπίσουν στις µεγαλύτερες πιέσεις στο κυκλοφορικό
σύστηµα. Πράγµατι στην αορτή η µέση πίεση είναι περίπου 100 mmHg στην αρχή των
αρτηριών περίπου 85 mmHg και στην αρχή των τριχοειδών (τέλος δηλαδή των
αρτηριδίων) περίπου 30 mmHg. Αυτό δείχνει επίσης ότι το µεγαλύτερο µέρος της
πίεσης καταναλώνεται για να υπερνικηθεί η αντίσταση που προβάλλουν στην ροή του
αίµατος τα αρτηρίδια. Η ροή του αίµατος µέσα στα αγγεία διέπεται από το νόµο του
Poiseuille, που αποδίδεται µε τον τύπο:
∆Ρ x π x r4 Ex8xηxl
Ε= 8x η x l ή ∆Ρ= π x r4
Όπου: Ε: η παροχή
∆Ρ: η διαφορά πίεσης µεταξύ αρχής και τέλους του αγγείου
π: 3.14
r: η ακτίνα του αυλού του αγγείου
η: η γλοιότητα του ρέοντος υγρού
l: το µήκος του αγγείου
110
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
Και όπως φαίνεται η πίεση είναι ανάλογη της παροχής αίµατος (ΚΛΟΑ) αν οι
παράγοντες παραµένουν αµετάβλητοι, και επίσης ότι πολύ µικρές µεταβολές στην
ακτίνα του αυλού του αγγείου προκαλούν πολύ µεγάλες µεταβολές στην παροχή.
Αναφέραµε στην αρχή ότι στα µεγάλα αρτηριακά στελέχη υπερέχουν τα
ελαστικά στοιχεία. Αυτό έχει µεγάλη σηµασία διότι διατεινόµενα κατά την φάση της
συστολής καρδιάς µε την εξώθηση του όγκου παλµού, λειτουργούν σαν σύστηµα
αεροθαλάµου επανερχόµενα κατά την διαστολική φάση στην αρχική τους κατάσταση.
Σε παθολογικές καταστάσεις που έχουµε βλάβη του τοιχώµατος των αρτηριών, όπως
στην αρτηριοσκλήρυνση, οι αρτηρίες έχουν χάσει την ελαστικότητά τους. Έτσι η καρδιά
καταβάλλει µεγαλύτερο έργο αλλά η πίεση µέσα στο αρτηριακό δένδρο αυξάνει µε
όλους τους επαπειλούµενους κίνδυνος γι’ αυτά τα άτοµα.
ενδοθήλιο
Υποενδοθηλιακό
στρώµα
Εσωτερικό
ελαστικό στρώµα
αρτηρία φλέβα
ενδοθήλιο
τριχοειδή
111
Φυσιολογία του ανθρώπου
Τα τριχοειδή
Τα τριχοειδή είναι αγγεία µέσης διαµέτρου 8µ που παρεµβάλλονται µεταξύ των
αρτηριών και των φλεβών και συγκεκριµένα µεταξύ των αρτηριδίων και των φλεβιδίων
(Σχήµα 12.5, προηγούµενη σελίδα). Αναπτύσσονται σα δέντρο (Εικόνα 12.1 & 12.2,
επόµενη σελίδα). Έχουν σπουδαιότατη σηµασία γιατί διαµέσου του τοιχώµατος τους,
το οποίο αποτελείται µόνο από µια στιβάδα πλακώδους επιθήλιου (ενδοθήλιου),
επιτελείται η ανταλλαγή της ύλης µεταξύ αίµατος και διάµεσου υγρού. Τα τριχοειδή
προς το αρτηριακό του άκρο παρουσιάζουν υδροστατική πίεση (Υ.Π.), η οποία ως
γνωστό οφείλεται στην καρδιακή λειτουργία, περίπου 32 mmHg ενώ προς το φλεβικό
τους άκρο περίπου 19 mmHg. Η πίεση αυτή είναι εκείνη που ωθεί το νερό και τα
διαλυµένα σ’ αυτά µικροµοριακά συστατικά από το πλάσµα προς το διάµεσο χώρο.
Την πίεση όµως αυτή αντισταθµεύεται η κολλοειδοσµωτική πίεση του πλάσµατος (Ο.Π.)
η οποία οφείλεται στα λευκώµατα του, η οποία τείνει να συγκρατήσει το νερό µέσα στα
τριχοειδή (Σχήµα 12.6). Η τιµή της είναι σταθερή και ανέρχεται σε 28 mmHg.
Συνυπολογιζοµένων και των πολύ µικρών πιέσεων που υπάρχουν στο διάµεσο υγρό
(υδροστατική 1 mmHg – κολλοειδωσµωτική 2 mmHg) γίνεται φανερό ότι στο
αρτηριακό τέλος του τριχοειδούς υπάρχει µια δραστική πίεση +8 mmHg η οποία
προκαλεί έξοδο υγρού προς τον διάµεσο χώρο ενώ στο φλεβικό τµήµα υπάρχει µια
δραστική πίεση -7 mmHg η οποία προκαλεί είσοδο υγρού από τον διάµεσο χώρο προς
το πλάσµα. Η διαφορά των πιέσεων διήθησης έχει σαν αποτέλεσµα περισσότερο υγρό
να εξέρχεται στον διάµεσο χώρο απ’ ότι επανέρχεται στο πλάσµα. Το πλεονάζον αυτό
υγρό σχηµατίζει τη λέµφο, η οποία φέρεται στην αιµατική κυκλοφορία δια του λεµφικού
συστήµατος (Κεφάλαιο 13ο).
ΟΠΑ ΥΠΚΥ ΟΠΑ ΥΠΚΥ
Φλεβιδική Αρτηριδιακό
αρχή τέλος
112
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
113
Φυσιολογία του ανθρώπου
Οι φλέβες
Το αίµα από την περιοχή των τριχοειδών επανέρχεται στην καρδιά µε ένα άλλο
σύνολο αγγείων τις καλούµενες φλέβες. Οι φλέβες διαφέρουν από τις αρτηρίες τόσο
ανατοµικά όσο και λειτουργικά. Το τοίχωµά τους είναι κατά πολύ λεπτότερο των
αρτηριών και ο αυλός τους µεγαλύτερος (Πίνακας 12.1, Σχήµα 12.5). ∆εν είναι πάντοτε
γεµάτες µε αίµα, όπως οι αρτηρίες, και πολλές φορές τα τοιχώµατά τους συµπίπτουν.
Η κίνηση του αίµατος δια των φλεβών επιτυγχάνεται λόγω της υπάρχουσας διαφοράς
πιέσεων µεταξύ των φλεβικών τριχοειδών, όπου ανέρχεται στα 19 mmHg περίπου και
του δεξιού κόλπου όπου κυµαίνεται µεταξύ 0–5 mmHg και η οποία οφείλεται στην
καρδιακή λειτουργία. Η κινητήρια αυτή δύναµη είναι µικρή και υποβοηθείται από
άλλους παράγοντες σε σηµαντικό βαθµό. Αυτοί οι παράγοντες είναι:
1) οι συστολές των παρακείµενων µυών, που συµπιέζουν έτσι τις φλέβες που
βρίσκονται στην επιφάνεια τους ή ανάµεσα σ’ αυτούς και το αίµα προωθείται.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε µακρά ακινησία σε όρθια στάση επέρχεται στάση του
αίµατος στα κάτω άκρα µε αποτέλεσµα την λιποθυµία,
2) οι συστολές πορευοµένων παράλληλα αρτηριών,
3) οι αναπνευστικές κινήσεις όπου κατά την εισπνοή η πτώση της ενδοθωρακικής
πίεσης συνεπάγεται και πτώση της πίεσης στις εντός του θώρακα µεγάλες φλέβες µε
αποτέλεσµα επίταση της ροής του αίµατος προς αυτές, και η κάθοδος του
διαφράγµατος αυξάνει την ενδοκοιλιακή πίεση και το αίµα προωθείται προς την
καρδιά.
4) Η ύπαρξη βαλβίδων στις φλέβες που εµποδίζουν την οπισθοδρόµηση του αίµατος
5) η καρδιακή λειτουργία και συγκεκριµένα η κατά την φάση της συστολής των
κοιλιών πτώση της πίεσης στους κόλπους, λόγω της καθόδου του κολποκοιλιακού
διαφράγµατος και διεύρυνσης αυτών και των µεγάλων αγγείων. Τότε η πίεση στους
κόλπους πέφτει και αναρροφάται το αίµα προς αυτούς (δράση της καρδιάς σαν
αναρροφητική αντλία). Έτσι το αίµα επανέρχεται µε συνεχώς αυξανόµενη ταχύτητα
προς την καρδιά. Η αντίσταση που προβάλλεται από τις φλέβες στη ροή του αίµατος
είναι πολύ µικρή και οφείλεται σε συστολή των τοιχωµάτων τους.
Το σύνολο των φλεβών και η µικρή ή πνευµονική κυκλοφορία αποτελούν µαζί
το σύστηµα χωρητικότητας ή σύστηµα χαµηλών πιέσεων. Στο σύστηµα αυτό βρίσκεται
το 80% περίπου του συνολικού όγκου του αίµατος. Το σύστηµα χωρητικότητας γενικά
θεωρείται ότι εκτελεί χρέη αποθήκης αίµατος, και όταν ο οργανισµός έχει ανάγκη το
κινητοποιεί µε φλεβοσυστολή προς την καρδιά. Σαν αιµαταποθήκες λειτουργούν το
ήπαρ, η σπλήνα, οι πνεύµονες, οι µεγάλες καρδιακές φλέβες κλπ. Οι αιµαταποθήκες
αυτές λειτουργούν και αντίστροφα, δηλαδή κατακρατώντας την επιπλέον ποσότητα
αίµατος και αφαιρώντας την από την κυκλοφορία.
114
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
115
Φυσιολογία του ανθρώπου
116
Κεφάλαιο 12ο Το καρδιαγγειακό σύστηµα
Η Αρτηριακή πίεση
Είναι η πίεση που εξασκεί το αίµα που βρίσκεται µέσα στις αρτηρίες προς το
τοίχωµα αυτών. Η πίεση αυτή εµφανίζει ρυθµικές µεταβολές που οφείλονται στη
λειτουργία της αριστερής κοιλίας και οι οποίες µπορούν να µετρηθούν µε τη βοήθεια
µανοµέτρων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ακραίες τιµές της αρτηριακής
πίεσης (µέγιστη και ελάχιστη), γιατί µας βοηθούν να συνάγουµε χρήσιµα
συµπεράσµατα για το καρδιαγγειακό σύστηµα και για πολλά άλλα όργανα που την
επηρεάζουν (νεφροί, ΚΝΣ, επινεφρίδια). Η αρτηριακή πίεση µετράται µε την ψηλαφητική
ή την ακροαστική µέθοδο κατά Riva-Rocci, ως εξής:
117
Φυσιολογία του ανθρώπου
118
Φυσιολογία του ανθρώπου
Κεφάλαιο 13o
ΛΕΜΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
119
Κεφάλαιο 13ο Λεµφικό Σύστηµα
Η λέµφος είναι ο υγρός ιστός που κυκλοφορεί µέσα στο λεµφικό σύστηµα.
Κινείται από τους ιστούς, µέσω των λεµφοφόρων τριχοειδών τα οποία ενώνονται και
σχηµατίζουν µικρά και στη συνέχεια µεγαλύτερα λεµφαγγεία, διέρχεται µέσα από τους
λεµφαδένες και τελικά φέρεται σε δύο µεγάλα λεµφικά αγγεία, το µείζονα και τον
ελάσσονα θωρακικό πόρο και χύνεται στο φλεβικό αίµα (στην αριστερή και δεξιά
φλεβώδη γωνία αντίστοιχα). Ως γνωστόν, τα κύτταρα βρίσκονται σαν να κολυµπούν
µέσα σ’ ένα υγρό µέσω του οποίου γίνεται η ανταλλαγή της ύλης τους. Το υγρό αυτό
ονοµάζεται υγρό των ιστών. Στα αρτηριακά άκρα των αιµατικών τριχοειδών, λόγω
διήθησης, εξέρχεται µια ποσότητα υγρού από το αίµα προς τους ιστούς, ενώ στα
φλεβικά άκρα των τριχοειδών αυτών, πάλι λόγω διήθησης εισέρχεται υγρό από το
διάµεσο χώρο στο αίµα. Οι ποσότητες αυτές του υγρού που ανταλλάσσεται δεν είναι
ίσες, και συγκεκριµένα εισέρχεται στο αίµα λιγότερο υγρό απ’ όσο εξήλθε, µε
ινιακός
ωτοειδής
στοµατικός
παρωτιδικός
Επιφανειακός
τραχηλικός
γναθιαίος
εσωτερικός
τραχηλικός
120
Φυσιολογία του ανθρώπου
Η δίοδος της λέµφου µέσω των λεµφαδένων έχει µεγάλη σηµασία γιατί σ’
αυτούς κατακρατούνται διάφορα ξένα σώµατα που µπήκαν στον οργανισµό (πχ.
Κόκκοι άνθρακα από τους πνεύµονες) ή παθογόνα µικρόβια που δρουν σαν αντιγόνα
και διεγείρουν τα εκεί ευρισκόµενα λεµφοκύτταρα προς το σχηµατισµό αντισωµάτων,
τα οποίa στη συνέχεια καταστρέφουν ή αδρανοποιούν τα αντιγόνα αυτά.
121
Κεφάλαιο 14ο Το Πεπτικό Σύστηµα
Κεφάλαιο 14ο
ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
122
Φυσιολογία του ανθρώπου
στοµάχι
ήπαρ
Παχύ έντερο
Λεπτό έντερο
Σχήµα 14.1:
πεπτικό σύστηµα
απευθυσµένο
123
Κεφάλαιο 14ο Το Πεπτικό Σύστηµα
λάρυγγας
βλωµός
φάρυγγας οισοφάγος
επιγλωτίδα
124
Φυσιολογία του ανθρώπου
125
Κεφάλαιο 14ο Το Πεπτικό Σύστηµα
Το λεπτό έντερο έχει µήκος περίπου 6,5-7m. Το αρχικό τµήµα, το 12δάχτυλο, έχει
µήκος 30cm, το συνέχεια αυτού τµήµα, η νηστίδα, περίπου 2,6m και το τελικό τµήµα , ο
ειλεός, περίπου 3,8m.
Στο 12δάχτυλο, το εξελθόν γαστρικό περιεχόµενο, ή όπως λέγεται ο γαστρικός
χυλός που έχει όξινη αντίδραση (λόγω του HCl του γαστρικού υγρού), αναµιγνύεται µε
δύο άλλα υγρά αλκαλικής αντίδρασης, το παγκρεατικό κα την χολή, τα οποία
παράγονται από την εξωκρινή µοίρα του παγκρέατος και το ήπαρ αντίστοιχα,
φέρονται µε πόρους προς την αρχική µοίρα του 12δακτύλου και εκβάλλουν τελικά σ’
αυτή δια µέσου κοινού στοµίου (φύµα του Vater).
Το παγκρεατικό υγρό που η
ηµερησία παραγωγή του φθάνει τα
1,5-2 λίτρα, περιέχει ένζυµα, όπως
θρυψίνη, χυµοθρυψίνη, παγκρεατική
λιπάση και παγκρεατική αµυλάση,
ηλεκτρολύτες (κυρίως HCO3 και Cl)
και νερό. Η θρυψίνη και η
χυµοθρυψίνη είναι απαραίτητες για
την πέψη των λιπών, ενώ η αµυλάση
για την πέψη του αµύλου και του
γλυκογόνου. Το πακρεατικό υγρό
εκκρίνεται κι αυτό µε δύο µηχα-
νισµούς, ένα νευρικό ταυτόχρονα µε
την κεφαλική φάση έκκρισης του
γαστρικού υγρού, και έναν ορµονικό,
µε ερεθισµό των αδένων της
εξωκρινούς µοίρας του παγκρέατος
από δύο ορµόνες, τη σεκρετίνη και τη
παγκρεαζυµίνη που παράγονται από
τον βλεννογόνο του 12δακτύλου
µόλις το όξινο γαστρικό περιεχόµενο
εισέλθει σ’ αυτό.
Η χολή περιέχει κυρίως χολικά
οξέα, χολικά άλατα, χοληστερίνη,
χολοχρωστικές, ηλεκτρολύτες νερό
και άλλα συστατικά. Εκκρίνεται Εικόνα 14.1: Ο βλεννογόνος του λεπτού εντέρου
126
Φυσιολογία του ανθρώπου
συνέχεια και κατά µέσο όρο 700cm3 την ηµέρα και το χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν
περιέχει ένζυµα. Φέρεται δια των χοληφόρων αγγείων στη χοληδόχο κύστη όπου
αποθηκεύεται, γιατί το στόµιο του χοληφόρου πόρου δια µέσου του οποίου φτάνει στο
12δάχτυλο είναι κλειστό (σφιγκτήρας του Oddi) και ανοίγει µόνον όταν γεµίσει ή όταν
συσπασθεί η χοληδόχος κύστη. Το κύριο συστατικό της χολής είναι τα χολικά οξέα και
τα άλατα τα οποία προκαλούν γαλακτοµατοποίηση των λιπιδίων και συντελούν έτσι
στην καλύτερη απορρόφηση τους.
πάγκρεας
λάχνες
Εσωτ. επιθήλιο
νεύρα Παγκρεατική
οδός
Αιµοφόρα &
λεµφοφόρα
τριχοειδή
Στο λεπτό έντερο οι τροφές δέχονται και την επίδραση του εντερικού υγρού που
εκκρίνεται από τους εντερικούς αδένες που βρίσκονται στο τοίχωµα του. Περιέχει και
αυτό πεπτικά ένζυµα όπως εντεροκινάση, λιπάση, µαλτάση που δρουν στον εντερικό
χυλό και έτσι επιτυγχάνεται η πλήρης διάσπαση των ληφθέντων τροφών στα
επιµέρους συστατικά τους. Έτσι, οι πρωτεΐνες των τροφών διασπώνται σε αµινοξέα, οι
υδατάνθρακες σε δισακχαρίτες και µονοσακχαρίτες και τα λίπη σε γλυκερίδια και
ελεύθερα λιπαρά οξέα. Τα συστατικά αυτά στην συνέχεια απορροφώνται από τον
εντερικό βλεννογόνο του λεπτού εντέρου δια µέσου του επιθηλίου των λάχνων αυτού,
127
Κεφάλαιο 14ο Το Πεπτικό Σύστηµα
Χαλαρωµένος µυς
σφιγµένος µυς
βλωµός
Χαλαρωµένος µυς
σφιγµένος µυς
βλωµός
Χαλαρωµένος µυς
Σχήµα 14.6: Η
περισταλτική κίνηση του
εντέρου
128
Φυσιολογία του ανθρώπου
Αποβολή κοπράνων
Το παχύ έντερο εκτελεί και αυτό κινήσεις µίξης και περισταλτικές, οι οποίες
λαµβάνουν χώρα δύο-τρεις φορές την ηµέρα, στέλνοντας ισχυρά περισταλτικά κύµατα
που προωθούν το περιεχόµενο του εντέρου προς το απευθυσµένο. Τελικά, όταν τα
κόπρανα συσσωρευθούν στο απευθυσµένο, προκαλείται διάταση αυτού και µε
αριθµό συνδυασµένων αντανακλαστικών επιταχύνεται η αφόδευση.
Τα κόπρανα αποτελούνται από επιθήλια του εντερικού σωλήνα, βακτηρίδια,
υπολείµµατα τροφών, νερό και ηλεκτρολύτες.
Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι ο πρωκτός αποτελείται από δύο επιµέρους
σφικτήρες, τον έσω ο οποίος νευρούται από το φυτικό νευρικό σύστηµα και τον έξω ο
οποίος νευρούται από το κεντρικό νευρικό σύστηµα. Τούτο συντελεί στο ότι το άτοµο
µπορεί να διευκολύνει η να αναχαιτίσει την αφόδευση µέχρις βέβαια ενός ορίου.
129
Κεφάλαιο 14ο Το Πεπτικό Σύστηµα
V. ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ
130
Φυσιολογία του ανθρώπου
Τύµπανο που
καταγράφει
τύµπανο
αεροθάλαµος
νερό
θώρακας
Σχήµα 14.7:
κοιλιακοί Σπειρόµετρο
Ο βασικός µεταβολισµός
Είναι το ελάχιστο ποσό ενέργειας που απαιτείται για την διατήρηση των
βασικών λειτουργιών του οργανισµού. ∆ιαφέρει από άτοµο σε άτοµο και εξαρτάται
από το φύλο, την ηλικία και την σωµατική διάπλαση. Επίσης επηρεάζεται από
ορµονικούς παράγοντες, όπως τις ορµόνες του θυρεοειδή αδένα, των γεννητικών
αδένων, του µυελού των επινεφριδίων και από την αυξητική ορµόνη. Στον άνθρωπο
µετριέται µε Kcal/m2 επιφ. σώµατος / ώρα και σε σχέση µε την ηλικία και το φύλο. Έτσι,
µε την βοήθεια πινάκων βρίσκουµε ότι για αρένες πχ 20 ετών, ο βασικός µεταβολισµός
τους αντιστοιχεί σε 41.5 Kcal/m2 /ώρα ενώ για θήλυς της ίδιας ηλικίας σε 36.2 Kcal/m2
/ώρα. Για να γίνει η µέτρηση του βασικού µεταβολισµού απαραίτητη προϋπόθεση είναι
να τηρηθούν συνθήκες πλήρους ψυχικής και σωµατικής ηρεµίας εκ µέρους του
εξεταζόµενου, νηστεία από 12ώρου τουλάχιστον, καθώς και συνθήκες φυσιολογικής
θερµοκρασίας, ατµοσφαιρικής πίεσης και υγρασίας στο χώρο εξέτασης.
Ολικός µεταβολισµός
131
Φυσιολογία του ανθρώπου
Κεφάλαιο 16o
147
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
Υποθάλαµος
Επίφυση
Υπόφυση
Παραθυρεοειδείς αδένες
Θυρεοειδείς αδένες
Θύµος
Συκώτι
Επινεφρίδια
Νεφρά
Πάγκρεας
Ωοθήκες (γυναίκες)
Πλακούντας
(γυναίκες στην
εγκυµοσύνη)
Όρχεις (άντρες)
148
Φυσιολογία του ανθρώπου
149
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
Ι. ΥΠΟΦΥΣΗ – ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ
Υποθάλαµος Υπόφυση
Η υπόφυση είναι ο σπουδαιότερος από
τους ενδοκρινείς αδένες και έχει βάρος µόλις
0.5g. Βρίσκεται πίσω από το οπτικό χίασµα,
µέσα στον βόθρο της υπόφυσης, µια
οστεοϊνώδη κάψα που σχηµατίζεται από οστά
της βάσης του κρανίου. Συνδέεται µε τον
εγκέφαλο δια του µίσχου της, στην περιοχή του
φαιού φύµατος (υποθάλαµος). Χωρίζεται σε
δύο λοβούς, τον πρόσθιο ή αδενοϋπόφυση
Σχήµα 16.2: Υπόφυση & Υποθάλαµος
και τον οπίσθιο ή νευροϋπόφυση.
Στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης βρίσκουµε νευρικές απολήξεις, (Σχήµα 16.3),
δηλαδή µικρούς νευρώνες που το σώµα τους βρίσκεται µέσα στους πυρήνες του
υποθαλάµου. Γι’ αυτό, ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης λέγεται και νευροϋπόφυση. Οι
νευρικές αυτές απολήξεις τελειώνουν στα αγγεία και συγκεκριµένα στα τριχοειδή της
υποφυσικής φλέβας. Αυτές οι νευρικές απολήξεις εκκρίνουν µικρά πολυπεπτίδια, τα
οποία προορίζονται να µπουν
υποθάλαµος στην κυκλοφορία του αίµατος.
Στον πρόσθιο λοβό της
υπόφυσης βρίσκουµε επιθηλιακά
νευρώνες
κύτταρα και όχι νευρικά. Υπάρχει
όµως επικοινωνία µεταξύ του
πρόσθιου και οπίσθιου λοβού της
υπόφυσης που πραγµατοποιείται
µέσω συστήµατος αγγείων, τα
οποία ονοµάζονται πυλαία
150
Φυσιολογία του ανθρώπου
151
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
Ορµόνες υπόφυσης
Ο πρόσθιος λοβός ή αδενοϋπόφυση αποτελεί το «κυβερνείο» όλων των
ενδοκρινών αδένων γιατί εκκρίνει ορµόνες που δρουν σε άλλους ενδοκρινείς αδένες και
ρυθµίζουν τη λειτουργία τους. ∆έχεται όµως και ρυθµιστικές επιδράσεις από τον
υποθάλαµο, µέσω των παραγόντων που εκκρίνει αυτός.
Οι ορµόνες του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης είναι:
1 Η σωµατοτρόπος ή αυξητική ορµόνη
(somatotropic hormone/growth hormone – STH/GH)
2 Η θυρεοειδοτρόπος ορµόνη
(thyroid stimulating hormone – TSH)
αδενοτρόποι
3 H φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορµόνη
(adenocorticotropic hormone – ACTH)
4 Η µελανοτρόπος ορµόνη
(melanocyte stimulating hormone – MSH)
5 Η ωοθυλακιοτρόπος ορµόνη
(follicle stimulating hormone – FSH)
6 Η ωχρινοποιητική ορµόνη
(luteinising hormone – LH) γοναδοτροπίνες
7 Η ωχρινοτρόπος ορµόνη
(luteotropic hormone – LTH)
Από τις ορµόνες αυτές, οι 4 πρώτες καλούνται και αδενοτρόποι ενώ οι τρεις
τελευταίες γοναδοτρόποι ορµόνες ή γοναδοτροπίνες.
διέγερση
γοναδοτροπίνες
152
Φυσιολογία του ανθρώπου
153
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
της έλλειψης γοναδοτρόπων ορµονών. Στα πάσχοντα άτοµα, κατά την εφηβεία
σταµατά ο πολλαπλασιασµός των χονδροβλαστών.
Η χορήγηση γοναδοτροπών ορµονών στην εφηβεία βοηθά στην εξέλιξή της,
αλλά συγχρόνως µπλοκάρει οριστικά την αύξηση του σκελετού. Γι’ αυτό πριν
χορηγηθούν γοναδοτρόπες ορµόνες για την έναρξη της εφηβείας πρέπει να γίνεται
θεραπεία µε σωµατοτρόπο ορµόνη, δηλαδή να εξασφαλίζεται η αύξηση του σκελετού
και κατόπιν εκείνη του γεννητικού συστήµατος.
Παλαιότερα, η σωµατοτρόπος ορµόνη που χρησιµοποιούνταν για τη θεραπεία
του νανισµού λαµβάνονταν από τον πίθηκο, γι’ αυτό η θεραπεία του νανισµού ήταν
εξαιρετικά δαπανηρή. Η σωµατοτρόπος ορµόνη δε δρα κατευθείαν πάνω στα
χονδροβλαστικά κύτταρα. Μετά από
πολλές έρευνες δε βρέθηκαν υποδοχείς για
επίφυση την STH στις µεµβράνες των
χονδροβλαστών, αλλά βρέθηκαν
υποδοχείς σε ορισµένα κύτταρα του
Συζευκτικός ήπατος. Αποδείχτηκε δε, ότι το ήπαρ
χόνδρος
υπόφυση
παράγει µια ουσία που ονοµάζεται
σωµατοµεδίνη, η οποία είναι ικανή να
χονδροβλάστες
προκαλέσει πολλαπλασιασµό των
χονδροβλαστών στους συζευκτικούς
χόνδρους.
επίφυση
Υπάρχει ένα είδος νανισµού, που
ενώ έχει όλα τα µορφολογικά
Σχήµα 16.5: ∆ράση στους χαρακτηριστικά του νανισµού, στο αίµα
χονδροβλάστες
των πασχόντων η συγκέντρωση της STH
είναι κανονική. Έρευνες έδειξαν ότι οι πάσχοντες δε διαθέτουν καµία δραστηριότητα
σωµατοµεδίνης. Η σωµατοµεδίνη έχει αποµονωθεί και βρέθηκε ότι έχει παρόµοια δοµή
µε την ινσουλίνη.
Άλλες δράσεις της ορµόνης είναι η αύξηση της παραγωγής πρωτεϊνών, η
αύξηση της υδρόλυσης των λιπών από τις λιπαποθήκες και η δηµιουργία
υπεργλυκαιµίας (αύξηση της γλυκόζης αίµατος).
Ο ρόλος της σωµατοτρόπου ορµόνης στο µεταβολισµό υδατανθράκων και
λιπών είναι γνωστός, δεν είναι όµως διευκρινισµένο αν συµµετέχει και η σωµατοµεδίνη.
Αύξηση του επιπέδου STH στο αίµα προκαλεί ελάττωση των λιπιδικών αποθεµάτων και
αύξηση της συγκέντρωσης των λιπαρών οξέων στο αίµα (λιπόλυση).
154
Φυσιολογία του ανθρώπου
155
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
στο δέρµα. Στην επίφυση του ανθρώπου βρέθηκε µια ουσία η µελανοτονίνη που δρα
ανταγωνιστικά στην MSH και η βιοσύνθεσή της επηρεάζεται αρνητικά από τον
φωτισµό. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι η µελατονίνη δρα στους όρχεις και στις
ωοθήκες ανασταλτικά, γεγονός που το συσχετίζουν µε τη µειωµένη γεννητική
λειτουργία που παρατηρείται σε άτοµα που παρέµειναν αρκετό διάστηµα σε σκοτεινό
περιβάλλον, και αντίστροφα.
6. LH (ωχρινοποιητική) (πρόσθιος)
Η ωχρινοποιητική ορµόνη παράγεται και αυτή από τα δ- κύτταρα του πρόσθιου
λοβού της υπόφυσης. Είναι λεύκωµα και στους µεν άνδρες δρα αυξάνοντας την
παραγωγή τεστοστερόνης από τα κύτταρα του Leydig, στις δε γυναίκες συµβάλλει µαζί
µε την FSH στην ωρίµανση των ωοθυλακίων από τα οποία ένα τελικά ωριµάζει
πλήρως. Συµβάλλει επίσης στην ωοθυλακιορρηξία, καθώς και στη µετατροπή του
ραγέντος ωοθυλακίου σε ωχρό σωµάτιο. Στον άνδρα υπάρχει συνεχής «τονική»
έκκριση LH, ενώ στη γυναίκα, όπως και για την FSH, υπάρχει επιπλέον µια φασική
έκκριση LH περί το µέσον του κύκλου, εντονότερη της FSH, προκαλούµενης έτσι της
ωορρηξίας.
156
Φυσιολογία του ανθρώπου
Ορµόνες υποθαλάµου
Ο υποθάλαµος παράγει και 2 ορµόνες, την ADH (αντιδιουρητική) και την
οξυτοκίνη, οι οποίες εναποθηκεύονται στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης
(νευροϋπόφυση). Ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης αποτελεί τον «αποθηκευτικό
χώρο» των ορµονών αντιδιουρητικής και οξυτοκίνης, που παράγονται στους πυρήνες
του υποθαλάµου και φέρονται δια του µίσχου στην νευροϋπόφυση.
1. Η αντιδιουρητική ορµόνη ή βαζοπρεσσίνη (ADH) είναι ένα κλασικό πολυπεπτίδιο και
σχετίζεται µε την επαναρρόφηση του νερού από τα εσπειραµένα σωληνάρια β’ τάξης
και τα αθροιστικά σωληνάρια του νεφρού. Συγκεκριµένα, αυξάνει τη διαπερατότητα του
επιθηλίου αυτού στο νερό και πιθανόν στην ουρία. Η ρύθµιση της έκκρισης σχετίζεται
µε τις µεταβολές της οσµωτικής πίεσης του αίµατος και µε τις µεταβολές του όγκου του
πλάσµατος (αύξηση οσµωτικής πίεσης, αύξηση όγκου πλάσµατος – αναστολή
έκκρισης ADH, και αντίστροφα).
Απουσία της ADH προκαλεί αύξηση του όγκου των ούρων και διαρκή αποβολή
αυτών. Το σύνδροµο ονοµάζεται άποιος διαβήτης και χαρακτηρίζεται από συνεχή
διούρηση που µπορεί να φτάσει τα 20lt/24ωρο (πολυουρία). Η πολυουρία αυτή,
προκαλεί επίσης πολυδιψία. Το φαινόµενο της πολυουρίας και της πολυδιψίας
παρατηρείται επίσης και σε µια νευρική ασθένεια που ονοµάζεται «ποτοµανία». Οι
ποτοµανείς πίνουν µεγάλες ποσότητες ύδατος αλλά και αποβάλλουν µεγάλες
ποσότητες ούρων. Οι πάσχοντες από άποιο διαβήτη αποβάλλουν µεγάλες ποσότητες
ούρων, ακόµη και όταν δεν πίνουν. Ο άποιος διαβήτης οφείλεται σε βλάβες κυττάρων
του υποθαλάµου. Τα κατεστραµµένα κύτταρα δε µπορούν να συνθέσουν την
αντιδιουρητική ορµόνη, οπότε η έλλειψή της προκαλεί αύξηση του όγκου των ούρων.
Τόπος δράσης της ADH είναι ο νεφρός και συγκεκριµένα το αθροιστικό
σωληνάριο του νεφρώνα. Έλλειψή της καθιστά το αθροιστικό σωληνάριο
αδιαπέραστο από το νερό, δηλαδή η περίσσεια του ύδατος δε µπορεί να απορροφηθεί
από τον νεφρώνα και έτσι αποβάλλεται στα ούρα, εποµένως ο όγκος των ούρων
αυξάνει. Η απελευθέρωση της ADH εξαρτάται από την οσµωτική πίεση του αίµατος
που φθάνει στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Εάν η οσµωτική πίεση είναι πολύ
χαµηλή, η απελευθέρωση της ADH είναι µηδενική. Αρκεί αύξηση της οσµωτικής πίεσης
ίση µε 2% για να έχουµε απελευθέρωση της ADH.
2. Η οξυτοκίνη είναι και αυτή ένα κυκλικό πολυπεπτίδιο και σχετίζεται µε την πρόκληση
εξώθησης του γάλακτος από τους αδένες του µαζικού αδένα, προς τους
εκφορητικούς πόρους, καθώς και µε την πρόκληση συσπάσεων της µήτρας κατά τον
τοκετό. Στον άνδρα δεν είναι γνωστή ακόµη η φυσιολογική της δράση. Η ρύθµιση της
έκκρισης της οξυτοκίνης σχετίζεται µε τα ερεθίσµατα από τη θηλή του µαστού κατά το
θηλασµό (αύξηση) και µε µηχανικά ερεθίσµατα από τη διάταση του τράχηλου της
µήτρας (αύξηση έκκρισης).
157
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
158
Φυσιολογία του ανθρώπου
ΥΠΟΦΥΣΗ
1ο στάδιο 2ο στάδιο
υπερθυρεοειδισµού υπερθυρεοειδισµού
____κανονική έκκριση
Υπερέκκριση
Υποέκκριση
Χ σηµείο δράσης
+ διεγερτικός
- ανασταλτικός
Σχήµα 16.7:
∆ιαταραχές του
θυρεοειδούς αδένα κατά
στάδια
Καρκίνος θυρεοειδούς, Σύνδροµο Grave
όγκοι Τοξική βρογχοκήλη
159
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
160
Φυσιολογία του ανθρώπου
161
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
θυροξίνη
ΗΠΑΡ
τριιωδοθυρονίνη
162
Φυσιολογία του ανθρώπου
163
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
Η Βιταµίνη D
αποτελεί αναγκαίο
Βλέννα
µπλοκάρει την παράγοντα για την
πανκρεατική
απορρόφηση του
ασβεστίου από το
στοµάχι
έντερο και συντελεί
Βλέννα
µπλοκάρει τους στην ενεργό απορρό-
αεροθάλαµους Πανγκρεατική
των πνευµόνων οδός φησή του. Έλλειψή της
πάγκρεας
έχει σα συνέπεια την
Σχήµα 16.11: Ινώδης κυστική οστεΐτιδα
εµφάνιση ραχίτιδας
(εικόνα 16.3) στα
παιδιά. Υπερέκκριση της παραθορµόνης προκαλεί ινώδη κυστική οστεΐτιδα (Σχήµα
16.11), ενώ έλλειψή της προκαλεί αυξηµένη διεγερσιµότητα του νευροµυικού ιστού,
κατάσταση που χαρακτηρίζεται σα τετανία.
Αύξηση του Ca++ στο περικυττάριο υγρό συνοδεύεται από ελάττωση της
διαπερατότητας της µεµβράνης. Όταν η διαπερατότητα της µεµβράνης αυξηθεί, το
Να+ εισέρχεται στο εσωτερικό του κυττάρου όπου η συγκέντρωση του αυξάνει µε
αποτέλεσµα η διαφορά δυναµικού µεταξύ ενδοκυττάριου και εξωκυττάριου χώρου να
ελαττώνεται και η διεγερσιµότητα της µεµβράνης να αυξάνεται.
Το ίδιο συµβαίνει και µε τους µυς, δηλαδή η ελάττωση της συγκέντρωσης του
Ca++ στο αίµα προκαλεί αύξηση της διεγερσιµότητας του µυικού ιστού, µε αποτέλεσµα
την εµφάνιση σπασµών (τετανία).
164
Φυσιολογία του ανθρώπου
αίµα. Οι παράγοντες που ελέγχουν τα επίπεδα Ca++ στο αίµα είναι η παραθορµόνη
(PTH), η βιταµίνη D και η θυρεοκαλσιτονίνη. Αναλυτικά η δράση των παραγόντων
αυτών έχει ως εξής:
1. Παραθορµόνη (ΡΤΗ). Είναι πεπτιδική ορµόνη 84 α.ο που εκκρίνεται στο αίµα
κατά τεµάχια, και εµποδίζει την πτώση των επιπέδων Ca++ στον εξωκυττάριο
χώρο. Το ασβέστιο που προσλαµβάνεται από την τροφή απορροφάται κατά
70% από το έντερο. Η παραθορµόνη ενεργοποιεί την απορρόφησή του από το
έντερο και τους νεφρούς όπου αυξάνει την αποβολή του Ρ και ελαττώνει την
αποβολή του Ca++ στα ούρα. Η αύξηση της συγκέντρωσης ασβεστίου στο
αίµα προκαλεί ελάττωση της παραγωγής της ορµόνης από τους
παραθυρεοειδείς αδένες.
2. Βιταµίνη D. Είναι παράγωγο της χοληστερόλης. Οι υδροξυλιώσεις στις θέσεις
C25 και C1 γίνονται αντίστοιχα στο ήπαρ και στο νεφρό. Η βιταµίνη D3
προσλαµβάνεται από την τροφή και δρα σαν στεροειδής ορµόνη. Έλλειψη της
βιταµίνης προκαλεί ραχιτισµό. Ο ραχιτισµός οφείλεται σε ελλειπή απορρόφηση
του Ca++ από το έντερο. Τα ραχιτικά άτοµα έχουν χαµηλό επίπεδο Ca++ στο
αίµα, πράγµα που οδηγεί σε υπερθυρεοειδισµό. Εάν χορηγηθεί βιταµίνη D3,
αυξάνεται η απορρόφηση του Ca++ από το έντερο, το επίπεδό του στο αίµα
αυξάνει και έχουµε ελάττωση του επιπέδου της παραθορµόνης στο αίµα.
Αποτέλεσµα αυτού είναι η επαναφορά σε φυσιολογικά επίπεδα του
σχηµατισµού των οστών που είχε διαταραχθεί λόγω ραχιτισµού. Η βιταµίνη D3
προκαλεί τη σύνθεση µιας πρωτεΐνης στο εντερικό τοίχωµα, την calcium
binding protein, η οποία δεσµεύει το Ca.
3. Θυρεοκαλσιτονίνη. Παράγεται στο θυρεοειδή αδένα, η δε δράση της στη
ρύθµιση του Ca στο αίµα είναι γρήγορη, σε αντίθεση µε εκείνη της
παραθορµόνης η οποία είναι αργή. Ο ρόλος της είναι αντίθετος της
παραθορµόνης και εντοπίζεται αποκλειστικά στα οστά, όπου αναστέλει τη
µετακίνηση του Ca++ προς το αίµα και αυξάνει την εναπόθεσή του από το αίµα
στα οστά. Η χρησιµοποίηση της θυρεοκαλσιτονίνης για θεραπευτικούς λόγους
δεν είναι πάντα εύκολη. Μερίδα ερευνητών θέλησαν να τη χρησιµοποιήσουν
για την επίσπευση της οστεοποίησης µετά από κάταγµα. Όµως δεν ήταν
εύκολο γιατί η συγκέντρωσή της στο αίµα ελαττώνεται µε την ηλικία και χάνει τη
δραστικότητά της. Η έκκρισή της ρυθµίζεται από τα επίπεδα Ca++ στο αίµα.
Αύξηση του Ca++ προκαλεί αύξηση της παραγωγής της θυρεοκαλσιτονίνης.
165
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
θυρεοειδής
παραθυρεοειδείς
θυρεοκαλσιτονίνη Παραθορµόνη
Χτίσιµο οστών
Οστό που ∆ιάσπαση οστών
από
περιέχει από
οστεοβλάστες
Ca++ οστεοκλάστες
166
Φυσιολογία του ανθρώπου
ΙV. ΕΠΙΝΕΦΡΙ∆ΙΑ
Ορµόνες επινεφριδίων
φλοιός Τοµή Η φλοιώδης µοίρα των επινεφριδίων
επινε-
παράγει µεγάλο αριθµό στεροειδών ορµονών
φριδίου
(ορµόνες µε σκελετό από 3 δακτυλίους µε 6
άτοµα άνθρακα και ένα δακτύλιο µε 5 άτοµα
µυελός
άνθρακα), οι οποίες είναι παράγωγα της χολη-
στερίνης. Συγκεκριµένα, η σπειροειδής ζώνη πα-
ράγει τα λεγόµενα αλατοκορτικοειδή και κύρια
την αλδοστερόνη (είναι το κύριο αλατοκορτικοει-
δές του οργανισµού), η στηλιδωτή ζώνη τα λεγόµενα γλυκοκορτικοειδή και κύρια
κορτιζόλη και σε µικρότερα ποσά κορτιζόνη, και τέλος η δικτυωτή µοίρα παράγει τα 17-
κετοστεροειδή (δεϋδροεπιανδροστερόνη). Όλες οι στεροειδείς ορµόνες παράγονται
από χοληστερόλη ή από το ενεργό οξικό οξύ. Τα αλατοκορτικοειδή προάγουν την
167
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
χοληστερίνη
168
Φυσιολογία του ανθρώπου
στο µεταβολισµό όπου αυξάνουν τις καύσεις και την παραγωγή γλυκόζης από το
γλυκογόνο (γλυκογονόλυση) και υδρολύουν τα λίπη. Και οι δύο ορµόνες εξασκούν τη
δράση τους µέσω δύο ειδών υποδοχέων, των α και β, και οι µεν α- υποδοχείς
σχετίζονται µε τις διεγερτικές δράσεις, οι δε β- µε τις ανασταλτικές. Η αδρεναλίνη δρα και
στους δύο τύπους, ενώ η νοραδρεναλίνη κυρίως στους α- υποδοχείς. Η ρύθµιση της
έκκρισης των κατεχολαµινών γίνεται µε νευρικές ώσεις από τα σπλαχνικά νεύρα, µε
διάφορα φάρµακα και µέσω της αρτηριακής πίεσης (αύξηση της ΑΠ προκαλεί
ελάττωση έκκρισης κατεχολαµινών). Αύξηση της έκκρισης έχουµε και σε καταστάσεις
στρες.
Κόκκινα
µάγουλα
καµπούρα
Κόκκινες
ραβδώσεις
Λεπτό και
εύθραυστο δέρµα
Κακή επούλωση
Πρησµένη πληγών
κοιλιά Λεπτά
άκρα
169
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
1. Αλατοκορτικοειδή (Αλδοστερόνη)
Υπολειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων προκαλεί θάνατο, ο οποίος
οφείλεται σε διατάραξη της ισορροπίας των συγκεντρώσεων Na & K στο αίµα.
Πειραµατικά αποδείχτηκε ότι οι διαταραχές αυτές µπορούν να διορθωθούν
χορηγώντας εξωγενώς αλδοστερόνη.
Όπως φαίνεται από τα αριθµητικά αποτελέσµατα του πίνακα, η συγκέντρωση
του Να+ στο αίµα ελαττώνεται, γεγονός που οδηγεί στη µείωση της οσµωτικής πίεσης
στο αίµα. Το φαινόµενο συνοδεύεται από αποβολή ύδατος, κατά συνέπεια έχουµε
ελάττωση του όγκου του αίµατος που οδηγεί σε µείωση της αρτηριακής πίεσης.
Αθροιστικό
σωληνάριο απαγωγό Προσαγωγό
αρτηρίδιο αρτηρίδιο
Νεφρικό
σωµάτιο ή
κάψα του
Bauman
Εσπειραµένο
σωληνάριο
α΄ τάξης
Εσπειραµένο
σωληνάριο
β΄ τάξης
Αγκύλη
του Henle
170
Φυσιολογία του ανθρώπου
Να+ αλδοστερόνη
Αυλός
εσπειραµένου
Να+ σωληναρίου
β’ τάξης
πυρήνας
Να+
Να+ Εξωκυττάριος
χώρος
Να+
Σχήµα 16.17: ∆ράση αλδοστερόνης στην αντλίας Να-Κ στο εσπειραµένο σωληνάριο Β’
τάξης
171
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
172
Φυσιολογία του ανθρώπου
πρωτεϊνών συνεχίζεται οµαλά. Έτσι, το επίπεδο των αµινοξέων στο αίµα αυξάνει µε
αποτέλεσµα να παρατηρείται αύξηση της πρωτεϊνοσύνθεσης στο ήπαρ. Για να γίνει
οµαλά η είσοδος της γλυκόζης στο λιποκύτταρο, προαπαιτείται πρωτεϊνοσύνθεση στο
εσωτερικό του.
Ο έλεγχος της απελευθέρωσης των κορτικοειδών γίνεται από το επίπεδο
γλυκόζης αίµατος. Η ελάττωση της γλυκόζης στο αίµα προκαλεί απελευθέρωση της
κορτικολιµπερίνης (υποθαλαµικός παράγοντας), η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο
ενεργοποιεί τη σύνθεση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορµόνης από τον πρόσθιο λοβό
της υπόφυσης. Η φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορµόνη ενεργοποιεί τη σύνθεση των
γλυκοκορτικοειδών από το φλοιό των επινεφριδίων, τα οποία µε τη σειρά τους
εξασφαλίζουν τη διατήρηση του επιπέδου γλυκόζης αίµατος.
3. Αδρεναλίνη – Νοραδρεναλίνη
Παράγονται στη µυελώδη µοίρα των επινεφριδίων. Η πρώτη απελευθερώνεται
στο αίµα και κατ’ αυτόν τον τρόπο µεταφέρεται σε όλους τους ιστούς. Η
νοραδρεναλίνη απελευθερώνεται στο ύψος των νευρικών συνάψεων. Οι δύο ορµόνες
διαφέρουν µεταξύ τους κατά ένα µεθύλιο, είναι δε και οι δύο παράγωγα της τυροσίνης.
Τυροσίνη διυδροξυφαινυλαλανίνη
DOPA β-διυδροξυλάση
Dopamine νοραδρεναλίνη
Ασκορβικό οξύ
φαινυλοεθανολαµίνη
αδρεναλίνη
Ν-µεθυλοτρανσφεράση
173
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
• Στην αύξηση της αντίστασης των αγγειακών τοιχωµάτων και κατά συνέπεια
αύξηση της αρτηριακής πίεσης
• Στην αύξηση της συχνότητας των καρδιακών συστολών και κατά συνέπεια
αύξηση της παροχής το αίµατος από την καρδιά, εποµένως αύξηση του
όγκου του αίµατος στα αγγεία, πράγµα που οδηγεί σε αύξηση της αρτηριακής
πίεσης
Οι κατεχολαµίνες δρουν στους λείους µυς:
1. ελαττώνοντας τη µυική σύσπαση του εντέρου
2. ελαττώνοντας τη µυική σύσπαση της µήτρας
3. ελαττώνοντας τη σύσπαση των µυών που περιβάλλουν του βρόγχους
Ο ρόλος των κατεχολαµινών στο µεταβολισµό είναι σηµαντικός γιατί:
► Αυξάνουν τη γλυκογονόλυση, άρα συµβάλλουν στην παραγωγή γλυκόζης
από γλυκογόνο. Ο µηχανισµός που οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσµα δεν είναι
ακόµη γνωστός, πιστεύεται όµως ότι οι κατεχολαµίνες επιδρούν στο ήπαρ
εµποδίζοντας τη δράση της ινσουλίνης και ενεργοποιώντας τη σύνθεση
γλουκαγόνου.
► Αυξάνουν τη λιπόλυση ενεργοποιώντας τη δράση του κυκλικού ΑΜΡ,
απαραίτητου για τη λειτουργία της λιπάσης, ενζύµου υπεύθυνου για τη
λιπόλυση.
Η δράση των κατεχολαµινών είναι ένα πολύπλοκο φαινόµενο που γίνεται µέσω
2 ειδών υποδοχέων, των α και των β. Οι υποδοχείς α σχετίζονται µε τις διεγερτικές
δράσεις και οι υποδοχείς β περισσότερο µε τις ανασταλτικές δράσεις. Εάν χορηγηθούν
αναστολείς των υποδοχέων τύπου α, αποκαλύπτεται η δράση των υποδοχέων τύπου β
και αντίστροφα. Η µελέτη της δράσης των υποδοχέων γίνεται µε τη χρήση των
αναστολέων.
Χορήγηση των αναστολέων α προκαλεί αύξηση της διαµέτρου των αγγείων.
Χορήγηση των αναστολέων α+β δεν προκαλεί καµία επίδραση στα αγγεία. Χορήγηση
αναστολέων των υποδοχέων β προκαλεί αγγειοσύσπαση. Άρα, όταν µπλοκάρουµε
τους υποδοχείς τύπου α µε αναστολέα α έχουµε αύξηση της διαµέτρου των αγγείων,
γεγονός που σηµαίνει ότι όταν οι υποδοχείς α µπλοκάρονται, εκφράζονται µόνο οι
υποδοχείς τύπου β.
Συµπέρασµα :
οι υποδοχείς α είναι υπεύθυνοι για την αγγειοσύσπαση και
οι β για την αγγειοδιαστολή
174
Φυσιολογία του ανθρώπου
175
Κεφάλαιο 16ο Σύστηµα Ενδοκρινών Αδένων
V. ΤΟ ΠΑΓΚΡΕΑΣ
Πρόκειται για µικτό αδένα. Βρίσκεται στην άνω κοιλία. Εµφανίζει εξωκρινή µοίρα
που εκκρίνει το παγκρεατικό υγρό (βλέπε πεπτικό σύστηµα, κεφάλαιο 14) και ενδοκρινή
µοίρα που εκκρίνει 2 ορµόνες: την ινσουλίνη και το γλουκαγόνο. Οι ορµόνες αυτές
δρουν στο µεταβολισµό όχι µόνο των υδατανθράκων αλλά και των λιπών και των
πρωτεϊνών.
Η ενδοκρινής µοίρα του παγκρέατος αποτελείται από τα νησίδια του
Langerhans που βρίσκονται διάσπαρτα µεταξύ των αδένων της εξωκρινούς µοίρας. Η
ινσουλίνη είναι πρωτεΐνη που σήµερα παρασκευάζεται και συνθετικά, η οποία δρα στο
µεταβολισµό των υδατανθράκων και αυξάνει την ικανότητα του οργανισµού να
χρησιµοποιεί τη γλυκόζη, στο µεταβολισµό των λιπών όπου αναστέλλει την
κινητοποίησή τους από τις λιπαποθήκες και συµβάλει στο σχηµατισµό λίπους από
υδατάνθρακες και στο µεταβολισµό των πρωτεϊνών όπου αναστέλλει την παραγωγή
γλυκόζης από πρωτεΐνες (νεογλυκογένεση ή γλυκονεογένεση) και αυξάνει τη σύνθεσή
τους. Σε σχετική ή απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης εµφανίζεται µια χρόνια µεταβολική
νόσος που ονοµάζεται σακχαρώδης διαβήτης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του
ποσού της γλυκόζης στο αίµα, παρουσία γλυκόζης στα ούρα (απ’ όπου
απεκκρίνεται), πολυφαγία, πολυουρία και πολυδιψία. Αν η κατάσταση δεν
αντιµετωπιστεί κατάλληλα (διαιτητική και φαρµακευτική αγωγή), ο ασθενής µπορεί να
υποστεί βαριές διαταραχές όπως οξέωση, αφυδάτωση, να πέσει σε κώµα (διαβητικό)
και τελικά να επέλθει ο θάνατος αυτού. Σε υπερπαραγωγή ινσουλίνης (σπάνια
περίπτωση) παρατηρείται διάφορου βαθµού υπογλυκαιµία.
Το γλουκαγόνο είναι ένα πολυπεπτίδιο που έχει αντίθετες επενέργειες από την
ινσουλίνη. Προκαλεί
υπεργλυκαιµία προ-
καλώντας γλυκογο-
176
Φυσιολογία του ανθρώπου
σχετισµό µε το επίπεδο της γλυκόζης στο αίµα. Έτσι, αύξηση της γλυκόζης του αίµατος
προκαλεί παράλληλη αύξηση της έκκρισης της ινσουλίνης και αντίστροφα. Και άλλες
ορµόνες όµως παρεµβάλλονται και αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης, όπως η GH,
η ACTH, τα γλυκοκορτικοειδή και η θυροξίνη ή την ελαττώνουν όπως η αδρεναλίνη κα
η νοραδρεναλίνη.
Η ρύθµιση της έκκρισης του γλουκαγόνου γίνεται και αυτή σε συσχετισµό µε το
επίπεδο της γλυκόζης στο αίµα. Έτσι σε πτώση της γλυκόζης του αίµατος προκαλείται
αυξηµένη έκκριση γλουκαγόνου και αντίστροφα.
177