You are on page 1of 1317

Β, β. Το δεύτερο γράμμα και πρώτο σύμφωνο του ελληνικού αλφαβήτου.

Το β ήταν το δεύτερο γράμμα του αρχικού σημιτικού


αλφαβήτου, από το οποίο προήλθαν τόσο τα σημιτικά αλφάβητα (συριακό, φοινικικό, εβραϊκό κ.ά.), όσο και το φοινικικής
προέλευσης αρχαίο ελληνικό (από το οποίο κατάγεται το λατινικό και όλα τα σύγχρονα λατινογενή αλφάβητα). Έτσι εξηγείται
γιατί σε όλα αυτά τα αλφάβητα το γράμμα β κατέχει τη δεύτερη θέση, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, όπως στο αρμενικό που
κατέχει την 26η. Από τους Φοίνικες οι Έλληνες δεν πήραν μόνο το σχήμα των γραμμάτων του αλφαβήτου τους, αλλά και τα
ονόματα. Έτσι το βήτα, που στα ελληνικά δεν σημαίνει κάτι, δεν είναι άλλο από το φοινικικό Beth (= οικία ή τέντα). Φαίνεται
μάλιστα ότι και το αρχικό σχήμα του γράμματος δεν ήταν παρά η γραμμική παράσταση του αρχικού ιδεογράμματος που
παρίστανε το ίδιο το πράγμα, δηλαδή τις τέντες, τη συνήθη κατοικία των νομάδων Σημιτών. Η άμεση προέλευση του σχήματος
του ελληνικού Β πρέπει να αναζητηθεί στο φοινικικό. Από αυτό προέρχεται το Β της μεγαλογράμματης ελληνικής γραφής, το
οποίο αρχικά γραφόταν με τις γωνιώδεις προεξοχές στραμμένες άλλοτε προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά, ανάλογα με
τη φορά της γραφής, ώσπου επικράτησε η γραφή από αριστερά προς τα δεξιά, οπότε σταθεροποιήθηκε και η γραφή του βήτα
προς τα δεξιά. Η μικρογράμματη γραφή του βήτα (β) είναι πολύ μεταγενέστερη, του 8ου αι. μ.Χ.
Ο φθόγγος που συμβολίζεται με το γράμμα β στη νεοελληνική γλώσσα είναι χειλοδοντικός, συνεχής και ηχηρός. Το γράμμα β
όμως δεν είχε πάντοτε αυτή την προφορά. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα φαίνεται ότι προφερόταν όπως σήμερα το b σχεδόν σε
όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες ή όπως το νεοελληνικό μπ στις λέξεις μπακάλης, μπανάνα κ.ά. Ήταν δηλαδή φθόγγος καθαρά
διχειλικός, κλειστός, ακαριαίος, άηχος, όπως βεβαιώνεται από αρχαίες μαρτυρίες που σώθηκαν (απόσπασμα κωμικού Κρατίνου,
αναφορά Αριστείδη Κοϊντιλιανού στο έργο του Περί μουσικής). Αλλά και στη σύγχρονη γλώσσα υπάρχουν ενδείξεις της
αρχαίας προφοράς. Σε λέξεις όπου την αρχική προφορά υποστήριζε προηγούμενο ένρινο μ ή ν, μπροστά από το οποίο υπήρχε
φωνήεν, διατηρήθηκε η αρχική προφορά μπ (για παράδειγμα, εμβαίνω > μπαίνω, εμβόλιον > μπόλι κ.ά.). Η διχειλική, άηχη και
ακαριαία προφορά του β φαίνεται ότι ήταν η αρχική φθογγική του ποιότητα στο αρχικό σημιτικό αλφάβητο και διατηρήθηκε
σχεδόν σε όλα τα αλφάβητα που προήλθαν από αυτό (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως της νεοελληνικής, της ρωσικής, της
ισπανικής, όπου μετέπεσε σε χειλοδοντική, συνεχή, ηχηρή). Η μεταβολή της φθογγικής ποιότητας του β στην ελληνική φαίνεται
ότι είχε αρχίσει από πολύ νωρίς, όπως αποδεικνύουν επιγραφές στις οποίες λέξεις που άρχιζαν με δίγαμμα γράφτηκαν με β. Έτσι
αντί Foiνoπα ή Fοικέτας, γράφτηκε βοίνοπα και βοικέτας, αντίστοιχα.
(Μουσ.) Σύμφωνα με την αγγλοσαξονική ορολογία, το Β αντιστοιχεί για τους Άγγλους στον φθόγγο Σι και για τους Γερμανούς
στον φθόγγο Σι ύφεση.
Βάαγκε, Πέτερ (Peter Waage, Φλεκεφιόρδ 1833 – Όσλο 1900). Νορβηγός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της
Χριστιανίας (σημερινό Όσλο) και υπήρξε μαθητής του χημικού Ρόμπερτ Μπούνσεν στη Γερμανία. Το 1862 έγινε καθηγητής
χημείας και διευθυντής του εργαστηρίου χημείας στο πανεπιστήμιο της Χριστιανίας. Το 1864, σε συνεργασία με τον κουνιάδο
του Κάτο Γκούλντμπεργκ, διατύπωσε τον νόμο της δράσεως των μαζών, βασικό νόμο για τη χημική κινητική και τη διατύπωση
της θεωρίας της χημικής ισορροπίας. Ο Β. έγραψε πολλά συγγράμματα για τη γενική και την αναλυτική χημεία.
Βάαζα (Vaasa). Πόλη (56.953 κάτ. το 2003) της βόρειας Φιλανδίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ποζανμάα (Pohjanmaa, 173.111
κάτ.). Βρίσκεται σε έναν όρμο του Βοθνικού κόλπου, στο πιο κοντινό σημείο προς τις σουηδικές ακτές. Έχει ένα μοντέρνο
κέντρο με φαρδείς δρόμους και μεγάλα φροντισμένα πάρκα. Δίπλα όμως στα σύγχρονα κτίρια, διατηρεί και μερικά γραφικά
σπίτια από ανοιχτόχρωμο ξύλο με λεπτοδουλεμένες βεράντες. Το κτίριο του Εφετείου (1859), η γοτθικού ρυθμού εκκλησία της
Αγίας Τριάδας (1867) και το Δημαρχείο (1883) είναι τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της πόλης, που είναι και έδρα αξιόλογων
μουσείων.
Η βιομηχανία βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη, με εργοστάσια υποδημάτων, ζάχαρης, σαπουνιού και πριονιστήρια. Το λιμάνι της
δεν είναι αξιόλογο, αλλά η πόλη είναι κέντρο αεροπορικών συγκοινωνιών.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 1606 από τον Κάρολο Θ’ της Σουηδίας και ονομάστηκε προς τιμήν της σουηδικής βασιλικής
δυναστείας Βάζα (η σουηδική ονομασία της ήταν Vasa), ενώ τον 18ο αι. είχε εξελιχθεί σε ισχυρό εμπορικό κέντρο. Το 1776 ο
Γουσταύος Γ’ ίδρυσε το εφετείο που διατηρείται έως σήμερα. Η Β. καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1852 και δέκα χρόνια
αργότερα ξαναχτίστηκε, 6 χλμ. ΒΔ της παλιάς θέσης, οπότε μετονομάστηκε σε Νικολάισταντ. Στη διάρκεια της Ρωσικής
επανάστασης του 1917, οπότε ανέκτησε την αρχική της ονομασία, αποτέλεσε το προπύργιο της αντίστασης εναντίον του
στρατού των Φιλανδών κομουνιστών, που συνεπικουρούνταν από δυνάμεις του σοβιετικού Ερυθρού Στρατού.
Βάαλ (σημιτικά Baal = κύριος, ιδιοκτήτης). Αρχαία υπέρτατη θεότητα αρκετών σημιτικών λαών και πόλεων της Εγγύς
Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, γνωστή και στους Εβραίους. Ο Β. εικονιζόταν ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα
φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του, σύμβολο πιθανώς του Ήλιου. Του αποδίδονταν χαρακτηριστικά ουράνιας θεότητας (η
βροντή ήταν η φωνή του, οι κεραυνοί τα βέλη του και ήταν εκείνος που έστελνε τη βροχή στη Γη). Από ειρηνική θεότητα,
εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε πολεμική και διαδόθηκε από τους Φοίνικες σε όλες τις ακτές της Μεσογείου. Αρχικά ήταν θεότητα
αρσενική και θηλυκή μαζί, αργότερα όμως χωρίστηκε στον αρσενικό Β. και στη θηλυκή θεότητα και σύζυγό του Βααλάθ (βλ.
λ.).
Τόποι της λατρείας του ήταν κυρίως τα υψώματα, τα σημεία που βρίσκονταν πιο κοντά στον ουρανό, ακόμη και οι στέγες των
σπιτιών. Τυπικά ιερά αφιερωμένα σε αυτόν ήταν τα μπαμόθ (= υψώματα), τα πιο ολοκληρωμένα από τα οποία περιλάμβαναν
ένα ξέφωτο πλάτους περίπου 30 μ., όπου στεκόταν οι πιστοί, μια λαξευμένη σπηλιά για τους ιερείς, μερικές πέτρινες στήλες με
διάφορα σκαλίσματα (μασεμπόθ) στημένες γύρω από μια μικρότερη στήλη που λεγόταν βαίτυλος, ένα είδος βωμού που τον
αποτελούσαν ένας πέτρινος όγκος, κλαδιά ή πάσσαλοι μπηγμένοι στο έδαφος, ένας λάκκος προοριζόμενος για τα κατάλοιπα των
θυμάτων και δεξαμενές νερού. Όλα αυτά τα περιέβαλε ένας φράκτης. Σύμβολο του Β. ήταν ο ταύρος, ενώ στους βωμούς του
γίνονταν ανθρωποθυσίες.
Ο Β. ήταν γνωστός με διάφορες προσωνυμίες, συχνά σχηματισμένες από το όνομα των τόπων της λατρείας του. Από την
εβραϊκή παράδοση προέρχονται, παραλλαγμένες σε ονόματα διαβόλων, οι Μπελεγκόρ και Μπελζεμπού (Βεελζεβούλ). Η πρώτη
σημαίνει Β. του Φεγκόρ, ενός βουνού μη εξακριβωμένου που βρισκόταν κοντά στη Νεκρά θάλασσα, ενώ η δεύτερη, Μπάαλ-
Ζεμπούμπ, σημαίνει ίσως Β. των μυγών. Οι κάτοικοι μιας περιοχής της Παλαιστίνης, την εποχή των Κριτών του Ισραήλ, τον
αποκαλούσαν Βααλβερίθ, που σύμφωνα με κάποιους μελετητές σημαίνει Β. της Βηρυτού (Βααλμπεϊρήτ), ενώ κατ’ άλλους τη
συμφωνία μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων Στη Βίβλο αναφέρεται ως αρχηγός των κακών πνευμάτων και οι Φαρισαίοι
κατηγόρησαν τον Χριστό ότι έκανε θαύματα στο όνομά του. Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτισαν τον Β. με τον Κρόνο και με τον Δία,
ενώ στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Βήλος. Ο Ηρόδοτος (Α’ 181-182) περιγράφει τον ναό του στη Βαβυλώνα και
αναφέρει ότι στον τελευταίο πύργο του υπήρχε μια μεγάλη κλίνη καλοστρωμένη και κοντά της ένα χρυσό τραπέζι. Στο κρεβάτι
αυτό αναπαυόταν ο ίδιος ο θεός, με μια ιθαγενή γυναίκα που διάλεγε μέσω των ιερειών (ιερόδουλων). Ο Ηρόδοτος προσθέτει
πως η ιστορία αυτή δεν του φαίνεται αξιόπιστη. Ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν πήγε στη Βαβυλώνα, έδωσε διαταγή να
ανοικοδομηθεί ο ναός του, που είχε καταστραφεί στο μεταξύ από τον Ξέρξη το 480 π.Χ., όταν γύρισε από την εκστρατεία του
κατά της Ελλάδας. Όμως, ο θάνατος δεν τον άφησε να συμπληρώσει αυτή την ανοικοδόμηση.
Βααλάθ (σημιτικά Baalath = κυρία). Αρχαία γυναικεία θεότητα των Φοινίκων και των Χαναναίων. Μαζί με τον σύντροφό της
Βάαλ (βλ. λ.), λατρευόταν ως θεά της γονιμότητας και η λατρεία της απαιτούσε ανθρωποθυσίες. Σε πολλούς μεσογειακούς
λαούς της αρχαιότητας ταυτίζεται με άλλες θηλυκές θεότητες, όπως η Αστάρτη, η Ανάθ, η Ασσερά κ.ά., ενώ σε αρχαία ελληνικά
κείμενα αναφέρεται ως Βέλτις. Στους Αιγυπτίους εμφανίζεται με τη μορφή της θεάς Αθώρ (Ίσιδα), ενώ για τους Έλληνες τα
χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι όμοια με της Αφροδίτης (βλ. λ. Αστάρτη).
Βααλβερίθ. Βλ. λ. Βάαλ.
Βαάνης. Όνομα ιστορικών προσώπων της βυζαντινής περιόδου.
1. Στρατηγός (α’ μισό 7ου αι.). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών (618) και τον
επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον των Αράβων. Πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον τους και τελικά τους καταδίωξε μέχρι τη
Δαμασκό.
2. Ηγέτης της χριστιανικής αίρεσης των Παυλικιανών (9ος αι.). Ο Β., ο οποίος επονομάστηκε σκωπτικά και Ρυπαρός, ήλθε σε
σύγκρουση με τον Σέργιο Τυχικό (τον άλλο ηγέτη της αίρεσης) και εγκαταλείφθηκε από τους οπαδούς του, οι οποίοι
ακολούθησαν τον Σέργιο. Από το όνομά του οι Παυλικιανοί οπαδοί του ονομάστηκαν και Βαανίτες.
3. Αντιγραφέας και βιβλιογράφος, συριακής καταγωγής (9ος αι.). Διακρίθηκε ως γραφέας στο περίφημο βιβλιογραφικό
εργαστήριο του Αρέθα, κυριότερου αντιπρόσωπου της βυζαντινής Αναγέννησης. Ανακηρύχθηκε εκκλησιαστικός νοτάριος και
σε αυτόν οφείλονται πολλές σημαντικές αντιγραφικές εργασίες, από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι του Κώδικα υπ. αρ. 451 της
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, ο οποίος περιέχει απολογητικές συγγραφές του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα, του Ιουστίνου
του μάρτυρα, του Ευσέβιου Καισαρείας, του Αθηναγόρα και του Τατιανού, καθώς και του Κώδικα υπ. αρ. 5.694 του Λονδίνου,
ο οποίος περιέχει έργα του Λουκιανού.
4. Αξιωματούχος (β’ μισό 9ου – α’ μισό 10ου αι.). Εργάστηκε ως έμπιστος του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867-
886). Διακρίθηκε στην περίφημη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του 896, κατά την οποία καθιερώθηκε η πενταρχία της
Εκκλησίας. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής του.
Βάαντ (Waadt). Γερμανική ονομασία του καντονιού της Ελβετίας Βο. Βλ. λ. Βο.
Βάασα. Πόλη της Φιλανδίας. Βλ. λ. Βάαζα.
Βαασά (Baasha, ; – 885 π.Χ.). Τρίτος κατά σειρά βασιλιάς του Ισραήλ (908-885 π.Χ.). Ήταν γιος του Αχιά και ιδρυτής της
δεύτερης δυναστείας του εβραϊκού βασιλείου. Ανέβηκε στον θρόνο αφού ανέτρεψε τον βασιλιά Ναβάτ, γιο του Ιεροβοάμ Α’
(930-910 π.Χ.).
Βαβ, Αλή Μωχάμετ. Ιρανός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Βλ. λ. Μπαμπ, Αλί Μοχάμετ.
Βαβάλλαθος (3ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς της Παλμύρας (266;-272 μ.Χ.). Ο Αθηνόδωρος (όπως ήταν γνωστός στους αρχαίους
Έλληνες) ήταν γιος του Οδέναθου και της Ζηνοβίας, ηγεμόνων της Παλμύρας. Ανέβηκε στον θρόνο το 267, όταν ο πατέρας του
και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ηρώδης δολοφονήθηκαν έπειτα από οικογενειακή συνωμοσία. Την εξουσία όμως άσκησε στο
όνομά του η φιλόδοξη μητέρα του, γιατί ο Β. ήταν ακόμη ανήλικος. Βρέθηκαν αλεξανδρινά νομίσματα με την επιγραφή
«Βαβάλλαθος Αθηνόδωρος, ύπατος Αυτοκράτωρ, στρατηγός Ρωμαίων ή Βασιλεύς της Ανατολής ή Βασιλεύς των βασιλέων».
Όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός νίκησε τον στρατό της Ζηνοβίας, ο Β. και η μητέρα του μεταφέρθηκαν στη Ρώμη
και κόσμησαν τον θρίαμβο του νικητή (274 μ.Χ.). Έζησε την υπόλοιπη ζωή του μάλλον μαζί με τη μητέρα του, ως Ρωμαίος
ευγενής, στα Τίβουρα της Ρώμης (σημερινό Τίβολι).
Βαβαλόπουλος, Δημήτριος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Μαγούλιανα Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας.
Βαβαρία. Βλ. λ. Βαυαρία.
Βάβδος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 680 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 28
χλμ. ΒΔ του Πολύγυρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανθεμούντα.
Ιστορία. Ο οικισμός, που τον Ιούνιο του 1821 πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, είναι γενέτειρα του Νικόλαου Γερμανού
(1864), ιδρυτή της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης, καθώς και του λογοτέχνη Γιώργου Δέλιου (1897).
Βαβέλ, πύργος (Babel). Όρος της εβραϊκής βιβλικής παράδοσης. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις, ια’ 1-9),
επρόκειτο για ένα πανύψηλο κτίσμα που οικοδομήθηκε από τους απογόνους του Νώε στην πεδιάδα Σενναάρ της Βαβυλωνίας.
Στα εβραϊκά υπάρχει η λέξη μπαλάλ (= σύγχυση) και παλαιότερα οι ερευνητές της Βίβλου θεωρούσαν ότι από εκεί ίσως
προήλθε η ονομασία του πύργου, υποδηλώνοντας τη σύγχυση των γλωσσών που προκλήθηκε από την τιμωρία που επέβαλε ο
Θεός στους Βαβυλώνιους, για την αλαζονεία που επέδειξαν καυχώμενοι ότι το κτίσμα θα έφτανε έως τον ουρανό και θα τους
εξασφάλιζε τη δόξα. Παρόμοιοι μύθοι, εξάλλου, είναι γνωστοί και σε άλλους λαούς (Πέρσες, Ινδοί, Μεξικανοί κ.ά.).
Ωστόσο, σήμερα η πιθανότερη εκδοχή, επιβεβαιωμένη και από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, συνδέει τη βιβλική διήγηση με
τον βαβυλωνιακό πύργο Μπαμπ-ιλού (= πύλη του Θεού), ο οποίος στα εβραϊκά ονομαζόταν Μπαμπέλ. Η οικοδόμησή του
τοποθετείται στη νεολιθική εποχή. Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί Ηρόδοτος, Στράβων και Διόδωρος αναφέρουν τα ερείπια του
πύργου, αλλά μάλλον πρόκειται για μεταγενέστερα οικοδομήματα. Για το κτίριο που έχει ταυτιστεί από τους νεότερους
μελετητές με τη βιβλική διήγηση, βλ. λ. Βαβυλωνία (Αρχαιολογία-Τέχνη).
βαβελίτης (Ορυκτ.). Φωσφορικό ορυκτό, ένυδρο βασικό φωσφορικό αργίλιο με χημικό τύπο Αl3(ΡΟ4)2(ΟΗ)35H2O. Σχηματίζει
διαφανείς κρυστάλλους, συνήθως πράσινου χρώματος και σπανιότερα λευκούς, κίτρινους, καφέ ή άχρωμους. Ανήκει στο
ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα, παρουσιάζει σκληρότητα 3,5-4 της σκληρομετρικής κλίμακας (MOS) και ειδικό βάρος 2,3-
2,5. Συναντάται με τη μορφή σφαιρικών συσσωματωμάτων με ακτινοειδή, ινώδη δομή. Είναι σπάνιο δευτερογενές ορυκτό και
σχηματίζεται σε κοιλότητες ορυκτών ή πετρωμάτων που είναι πλούσια σε αργίλιο.
βαβία (Babia). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των χρυσομηλιδών. Έχουν μικρό σώμα και στιλπνό μαύρο χρώμα.
Τα πόδια τους έχουν τέσσερις αρθρώσεις. Οι προνύμφες τους εισχωρούν στο χώμα, όπου τρέφονται με τις ρίζες των φυτών, και
εκεί μετασχηματίζονται σε νύμφες. Ύστερα από 5-10 ημέρες εμφανίζονται τα ώριμα έντομα, τα οποία τρέφονται με τα φύλλα
φυτών. Είναι έντομα βλαβερά για τον άνθρωπο, γιατί καταστρέφουν τις καλλιέργειες. Γνωστότεροι αντιπρόσωποι του γένους
είναι τα είδη Babia quadriguttata και Babia tetraspilota.
βαβιανή (Babiana). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ιριδιδών. Περιλαμβάνει πολυετείς πόες, ιθαγενείς της
Νότιας Αφρικής, οι οποίες σχηματίζουν υπόγειους βολβούς. Έχουν χνουδωτά, λογχοειδή φύλλα με ραβδώσεις και φέρουν
ταξιανθίες από εύοσμα άνθη ποικίλων χρωμάτων. Χάρη στα όμορφα και αρωματικά άνθη τους είναι διαδεδομένα καλλωπιστικά
φυτά. Ανθίζουν στις αρχές του καλοκαιριού και πολλαπλασιάζονται το φθινόπωρο με σπέρματα ή βολβούς. Το γένος
περιλαμβάνει 60 περίπου είδη, μεταξύ των οποίων τα Babiana stricta, Babiana angustifolia, Babiana disticha κ.α., με πολλές
καλλιεργούμενες ποικιλίες ανάλογα με το χρώμα των λουλουδιών. Οι βολβοί της β. είναι εδώδιμοι και τρώγονται κυρίως από
τους μπαμπουίνους, στους οποίους οφείλεται η λατινική ονομασία του γένους.
βαβινγκτονίτης (Ορυκτ.). Διπλό πυριτικό άλας του ασβεστίου και του σιδήρου, το οποίο περιέχει μικρή ποσότητα μαγγανίου
και νερό (μέχρι 1,6%). Ο χημικός του τύπος είναι της μορφής [(CaFeMn)SiO 3]Fe2SiO3H2O ενώ ο αριθμός των κρυσταλλικών
υδατικών μορίων μεταβάλλεται. Ανήκει στο τρικλινές κρυσταλλικό σύστημα, είναι αδιαφανές, πρασινόμαυρο και με υαλώδη
λάμψη. Η σκληρότητά του κυμαίνεται 5,5-6 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας (MOS), ενώ το ειδικό του βάρος είναι 3,5.
Βρίσκεται αυτοφυές στη Νορβηγία, στα νησιά Σέτλαντ, στην Ιταλία, στις ΗΠΑ κ.α.
Βαβίλοι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 266 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα, 8 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας του
νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων του νομού Χίου. Στην περιοχή βρίσκεται η Παναγία της Κρίνας, εκκλησία
που χρονολογείται από τον 12ο-13ο αι., με τοιχογραφίες σε τρία στρώματα.
Βάβιος (Babius, 1ος αι. π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ο Βιργίλιος τον αναφέρει στην τρίτη από τις Εκλογές του, ως κάκιστο ποιητή,
μαζί με τον Μαίβιο, ο ίδιος δε ήταν σφοδρός επικριτής του Βιργιλίου και της Αινειάδας του.
βαβισμός (Θρησκ.). Βλ. λ. μπαμπισμός.
βαβουίνος (Ζωολ.). Βλ. λ. μπαμπουίνος.
Βαβούλας, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821 από τη Χίο. Τον Μάιο του 1825 πήρε μέρος (με το πυρπολικό του Εμμανουήλ
Μπούτη) στην πυρπόληση τουρκικής κορβέτας στον Καφηρέα. Επίσης, τον Ιούνιο του 1827 συνέπραξε στην πυρπόληση μιας
κορβέτας στην Αλεξάνδρεια. Από παραφθορά του ονόματός του μετονομάστηκε περιοχή στον Πειραιά, κοντά στην Καστέλα,
γνωστή ως Γούβα του Βάβουλα.
Βαβούρι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 47 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές των βουνών
Τσαμαντά, στην πρώην επαρχία Φιλιατών, 56 χλμ. ΒΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατών.
Βάβριος (Babrius, 2ος αι. μ.Χ.). Μυθογράφος, πιθανότατα ιταλικής καταγωγής. Οι πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του είναι
ελάχιστες. Έζησε μάλλον στη Συρία, όπως φαίνεται από αναφορές που υπάρχουν στο έργο του. Έγραψε έμμετρους μύθους στην
ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τον τρίμετρο ιαμβικό στίχο. Τον 9ο αι., ο Ιγνάτιος ο Διάκονος παρέφρασε 53 μυθιάμβους
του Β. και από τη συλλογή αυτή κυρίως προήλθαν οι λαϊκοί μύθοι της νεότερης Ευρώπης. Αργότερα, ο Μάξιμος Πλανούδης
ανέλυσε τους μυθιάμβους σε πεζό λόγο. Τα έργα του Β., που είχαν εκτιμηθεί πολύ έως τον 10o αι., λησμονήθηκαν αργότερα και
οι νεότεροι τα αγνοούσαν εντελώς έως το 1885, οπότε ανακαλύφθηκαν στη Φλωρεντινή και στη Βατικανή βιβλιοθήκη και
εκδόθηκε μια συλλογή την οποία αποτελούσαν 29 μύθοι και 59 αποσπάσματα. Το 1843 ο Μηνάς Μινωίδης ανακάλυψε
χειρόγραφο με 123 μύθους κατ’ αλφαβητική σειρά, του οποίου το αντίγραφο χρησιμοποίησε ο Γάλλος λόγιος Ζαν Φρανσουά
Μπουασονάντ, που επιμελήθηκε την πρώτη πλήρη έκδοση του έργου του Β. Για τη στιχουργία και τη γλώσσα των μύθων του, ο
Β. χρησιμοποίησε ως υπόδειγμά τους χωλιάμβους του Καλλίμαχου και του Ιππώνακτος. Όσον αφορά το περιεχόμενο, άντλησε
ιδέες από παλαιότερες συλλογές αισώπειων και λιβυκών μύθων, παρεμβάλλοντας όμως και μυθιστοριακά στοιχεία από άλλες
πηγές.
Βαβύλας. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Επίσκοπος Αντιοχείας (;-284; μ.Χ.). Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Β. απαγόρευσε την είσοδο στον ναό στον
Ρωμαίο αυτοκράτορα Νουμεριανό (283-284), επειδή είχε σκοτώσει τον γιο του βασιλιά της Περσίας, τον οποίο κρατούσε ως
όμηρο. Ο Νουμεριανός διέταξε να τον συλλάβουν και καρατομήθηκε ύστερα από βασανιστήρια, μαζί με τρεις νεαρούς μαθητές
του, αδελφούς, τους Αμμώνιο, Δονάτιο και Φαύστο. Η μνήμη τους τιμάται στις 4 Σεπτεμβρίου.
2. Δάσκαλος (; – 298 μ.Χ.). Έζησε στη Νικομήδεια. Μαρτύρησε μαζί με 84 μαθητές του, κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο
αυτοκράτορας Μαξιμιανός (286-305) εναντίον των χριστιανών το 298. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Σεπτεμβρίου, όπως και του
συνονόματού του επισκόπου (1.) με τον οποίο συγχέεται στις παραδόσεις.
Βαβυλώνα (ασσυροβαβυλωνιακά Μπαμπ-ιλού, σουμερικά Κα-ντιγκίρα = Πύλη του Θεού). Αρχαία πόλη της νότιας
Μεσοποταμίας, πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη Αλ Χιλάχ του Ιράκ. Οι
ανασκαφές Γερμανών αρχαιολόγων επέτρεψαν την αναπαράσταση του σχεδίου της πόλης, όπως ήταν στην εποχή του
Ναβουχοδονόσορα Β’ (604-562 π.Χ.). Πληροφορίες όμως για τη Β. υπάρχουν ήδη από το πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. Σε
απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την αρχαία πόλη βρέθηκαν ερείπια ενός οικοδομήματος με πλατύσκαλα ύψους 50 μ., τα οποία
μπορούν να υποβάλουν την ιδέα του βιβλικού πύργου της Βαβέλ (βλ. λ. Βαβέλ, πύργος). Η πόλη απέκτησε για πρώτη φορά
μεγάλη πολιτική δύναμη υπό την αμοριτική δυναστεία, της οποίας ονομαστότερος βασιλιάς υπήρξε ο Χαμουραμπί (1728-1686
π.Χ.) και για δεύτερη φορά με τη χαλδαϊκή δυναστεία, την οποία κατέλυσε το 539 π.Χ. ο Κύρος ο Μέγας (549-528 π.Χ.). Το 323
π.Χ. την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος και πέθανε εκεί τον ίδιο χρόνο. Η Β. γνώρισε
περίοδο παρακμής υπό την κυριαρχία των Σελευκιδών, οι οποίοι της στέρησαν για πάντα τον ρόλο της πρωτεύουσας. Το 126-
125 π.Χ. η πόλη κατακτήθηκε και πυρπολήθηκε από τον Πάρθο σατράπη Ευήμερο και δεν ανέκαμψε ποτέ πια. Για περισσότερες
λεπτομέρειες, βλ. λ. Βαβυλωνία.
Βαβυλωνία. Αρχαίο κράτος της νότιας Μεσοποταμίας, που εκτεινόταν μεταξύ των ποταμών Τίγρη και του Ευφράτη, στη θέση
του σημερινού βόρειου Ιράκ. Ιδρύθηκε κατά τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. και καταλύθηκε οριστικά τον 6ο αι. π.Χ.
Πρωτεύουσά του, από την οποία πήρε και την ονομασία του, ήταν η πόλη Βαβυλώνα.
Ιστορία. Το βασίλειο της Β. δημιουργήθηκε περίπου το 1830 π.Χ., όταν ο αρχαίος λαός των Αμοραίων ή Αμοριτών έδιωξε από
την περιοχή τους βάρβαρους Γκούτι, οι οποίοι είχαν κατακτήσει το βασίλειο των Σουμερίων και Ακκαδίων. Ο ιδρυτής της
πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας, Σουμού Αμπού, εγκατέστησε την Αυλή του στην έως τότε ασήμαντη πόλη Βαβυλώνα. Ο
γνωστότερος και σημαντικότερος μονάρχης της δυναστείας αυτής ήταν ο Χαμουραμπί (1728-1686 π.Χ.), ο οποίος επεξέτεινε
την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία, ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά της Ασσυρίας Σαμσί Αντάντ Α’
(1758-1726) και διέλυσε αρκετά βασίλεια, μεταξύ των οποίων και αυτό της πόλης Μάρι στον μέσο Ευφράτη. Με το όνομά του
συνδέθηκε η πρώτη οργανική συλλογή νόμων (Κώδικας του Χαμουραμπί). Οι διάδοχοι του Χαμουραμπί έμειναν στον θρόνο της
Β. περίπου δύο αιώνες.
Το τέλος της αμοριτικής δυναστείας της Β. οφείλεται στην εμφάνιση νέων λαών στην ιστορία της Εγγύς Ανατολής, οι οποίοι
ονομάστηκαν γενικά λαοί των βουνών. Οι Χετταίοι, οι Χοραίοι και οι Κασσίτες (ή Κοσσαίοι) που κατέβηκαν από τα βουνά της
Μικράς Ασίας και του Ιράν, ίδρυσαν κατά τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. σημαντικές κρατικές οργανώσεις, οι οποίες κάλυπταν
το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών της Μέσης Ανατολής. Υπό την αρχηγία μιας αριστοκρατίας πολεμιστών ινδοευρωπαϊκής
καταγωγής, οι λαοί αυτοί έγιναν ισχυροί, χάρη στη δύναμη νέων πολεμικών μέσων, της γρήγορης άμαξας και του αλόγου.
Περίπου το 1530 π.Χ. ο βασιλιάς των Χετταίων Μουρσίλι Α’, αφού κατέλαβε τη Συρία, επέδραμε έως τη Β. και έθεσε έτσι
τέρμα στην εξουσία της πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας. Περίπου τέσσερις αιώνες βασίλευαν στη χώρα ξένοι μονάρχες και
πιο συγκεκριμένα η δυναστεία των Κασσιτών (16ος-12ος αι. π.Χ.). Οι επιστολές του αιγυπτιακού αρχείου της Αμάρνα δίνουν
πληροφορίες για σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των Κασσιτών βασιλιάδων της Β. και των Αιγυπτίων φαραώ Αμένοφη Β’
και Αμένοφη Δ’. Το κασσιτικό βασίλειο δεν κατόρθωσε ποτέ να επεκταθεί σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία, εξαιτίας της
πεισματώδους αντίστασης των Ασσυρίων. Στην τελευταία περίοδο της κασσιτικής δυναστείας, η ασσυριακή ισχύς γινόταν
προοδευτικά πιο απειλητική. Το 1170 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι εγκαθίδρυσαν μια τοπική δυναστεία, η οποία διατηρήθηκε περίπου
130 χρόνια και βρισκόταν διαρκώς σε πόλεμο με τους Ασσυρίους στον Βορρά και τους Ελαμίτες στην Ανατολή. Οι Ασσύριοι
μονάρχες έγιναν πολλές φορές κύριοι της Β., η οποία στη διάρκεια της νέας αυτοκρατορίας των Ασσυρίων έγινε η πρωτεύουσα
μιας επαρχίας που απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια σε σχέση με την υπόλοιπη αυτοκρατορία, πιθανόν χάρη στη γοητεία που
ασκούσε ο βαβυλωνιακός πολιτισμός στους κατακτητές, αν και μια τέτοια υπόθεση δεν έχει εξακριβωθεί.
Το 721 π.Χ., έτος κατά το οποίο εγκαταστάθηκε στον ασσυριακό θρόνο ο Σαργών Β’, ο Μερόντακ-Μπάλανταν, αρχηγός μιας
ισχυρής οικογένειας Αραμαίων, έγινε ο πρωτεργάτης της βαβυλωνιακής ανεξαρτησίας: επαναστάτησε κατά των Ασσυρίων,
έγινε κύριος της Β. και ανέβηκε στον θρόνο (722-710). Αντλώντας δύναμη από την υποστήριξη των Ελαμιτών και από τις
συνεχείς εστίες εξέγερσης που ξεσπούσαν σε όλη την εδαφική έκταση του ασσυριακού κράτους (τα οποία απειλούσαν τα
αιγυπτιακά στρατεύματα), η Β. διατήρησε την ανεξαρτησία της έως το 689 π.Χ., οπότε κατέστρεψε τη Βαβυλώνα ο Ασσύριος
βασιλιάς Σεναχερίμπ.
Ο γιος του Σεναχερίμπ, Εσαρχαδών (681-669), αποκατέστησε το κράτος της Β. και εδραίωσε την κυριαρχία του στη
Μεσοποταμία. Το ασσυριακό κράτος, όμως, δεν κράτησε πολύ και οι Βαβυλώνιοι ήταν μεταξύ των πρωταίτιων της
καταστροφής του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ασουρμπανιπάλ (668-626), του Σαρδανάπαλου των Ελλήνων, ξέσπασε
νέα εξέγερση στη Β., αυτή τη φορά με επικεφαλής ένα μέλος της ίδιας της βασιλικής οικογένειας της Ασσυρίας, τον Σαμάς-
Σουμούκιν, αδελφό του Ασουρμπανιπάλ. Ήδη η εξέγερση αυτή είχε δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο για την ασσυριακή δύναμη:
οι Βαβυλώνιοι, με βασιλιά τους τον Σαμάς-Σουμούκιν, βρέθηκαν σύμμαχοι με τους Ελαμίτες και τους Αιγυπτίους. Μόνο η
δραστηριότητα και η ικανότητα του Ασουρμπανιπάλ έσωσαν το ασσυριακό κράτος, το οποίο κατόρθωσε να νικήσει παντού τους
εχθρούς του. Με τους διαδόχους όμως του Ασουρμπανιπάλ η ασσυριακή ισχύς περιήλθε σταδιακά σε παρακμή. Το 626 π.Χ.
ένας Χαλδαίος στρατηγός, ο Ναβοπολάσαρ, έγινε κύριος της Β. και την ανακήρυξε ανεξάρτητη. Οι Βαβυλώνιοι, επωφελούμενοι
από τις συνεχείς αποσχίσεις των εδαφών του κράτους και τους σκληρούς εμφύλιους πολέμους, ενισχύονταν όλο και περισσότερο
σε βάρος των Ασσυρίων και σύναψαν συμμαχία με τον ισχυρό Κυαξάρη, βασιλιά των Μήδων, νέο κυρίαρχο του ιρανικού
υψιπέδου. Έπειτα από αμφίρροπες εξελίξεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι Αιγύπτιοι (οι οποίοι φοβούνταν την αυξανόμενη
βαβυλωνιακή ισχύ) συμμάχησαν με τους Ασσυρίους, οι Μήδοι και οι Βαβυλώνιοι κατέλαβαν την ασσυριακή πρωτεύουσα
Νινευί και την κατέστρεψαν εντελώς (612 π.Χ.). Το ασσυριακό κράτος καταλύθηκε τότε οριστικά.
Το νέο βαβυλωνιακό κράτος έμεινε κυρίαρχο της Μεσοποταμίας και της Συρίας, αλλά δεν μπόρεσε να αποκτήσει τη δύναμη που
είχε το ασσυριακό. Η Αίγυπτος έμεινε ανεξάρτητη και, κυρίως, το κράτος των Μήδων γινόταν σταδιακά ισχυρότερο και πιο
απειλητικό. Την εποχή της βασιλείας του γιου του Ναβοπολάσαρ, Ναβουχοδονόσορα (605-562), το νέο βαβυλωνιακό κράτος
έφτασε στο ανώτατο σημείο της δύναμής του. Ο Ναβουχοδονόσωρ κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, καθώς η Ιερουσαλήμ
καταστράφηκε και οι κάτοικοί της εκτοπίστηκαν στη Β. (587).
Μετά τον Ναβουχοδονόσορα, το βαβυλωνιακό κράτος άρχισε να παρακμάζει και η παρακμή του επιταχύνθηκε με τον βασιλιά
Ναβονίδη (555-539), ο οποίος ήταν μισητός στην κάστα του ιερατείου του Μαρντούκ. Όταν ο Κύρος ο Μέγας, βασιλιάς των
Περσών και των Μήδων, μπήκε νικητής στη Βαβυλώνα (539 π.Χ.), οι ιερείς του Μαρντούκ τον υποδέχτηκαν με τιμές
ελευθερωτή και αναστηλωτή της πατροπαράδοτης λατρείας. Μετά την κατάκτησή της από τον Κύρο τον Μέγα, η Β. έχασε την
ανεξαρτησία της και έγινε απλή επαρχία του περσικού κράτους.
Γλώσσα. Οι Βαβυλώνιοι αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικής καταγωγής πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν
από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι βορειότερα (ανάμεσα στον Τίγρη και στους παραποτάμους του, τον άνω
και τον κάτω Ζαμπ). Μιλούσαν μία από τις σημιτικές γλώσσες και χρησιμοποιούσαν, όπως και οι Σουμέριοι, σφηνοειδή γραφή.
Η βαβυλωνιακή είναι εξέλιξη της ακκαδικής την οποία μιλούσαν οι Σημίτες που εγκαταστάθηκαν στη Βαβυλωνία και μοιάζει
πολύ με την ασσυριακή, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ρίζες των λέξεων.
Θρησκεία. Η θρησκεία των Βαβυλωνίων δεν διέφερε σημαντικά από αυτήν των άλλων λαών της Μεσοποταμίας. Οι σημιτικοί
λαοί αλλοίωσαν τις σουμερικές παραδόσεις και έτσι δεν είναι εύκολα διακριτή η συμβολή τους στη μεσοποταμιακή θρησκευτική
συνείδηση. Κάθε φορά που μελετώνται νέα κείμενα σφηνοειδούς γραφής, παρατηρείται ότι οι βαβυλωνιακοί και οι ασσυριακοί
μύθοι είχαν σουμερικά πρότυπα.
Οι Βαβυλώνιοι, όπως και οι Ασσύριοι, λάτρευαν δύο μεγάλες θεϊκές τριάδες: μία κοσμική, καθαρά σουμερικής προέλευσης, που
την αποτελούσαν οι Ανού (ουρανός), Ένλιλ (αέρας) και Ένκι ή Έα (γη), και μία αστρική, στην οποία το σημιτικό στοιχείο είναι
ίσως αρχέγονο, που αποτελείτο από τους Σάμας (ήλιος), Σιν (φεγγάρι) και Ίσταρ (ο πλανήτης Αφροδίτη)· η τελευταία
ταυτίστηκε αργότερα με την Αστάρτη (βλ. λ.). Οι θεότητες του Άδη είχαν σουμερική προέλευση: ο Νέργκαλ και η Ερεσκίγκαλ,
βασιλιάς και βασίλισσα της Αραλού, της υποχθόνιας πολιτείας στην οποία οι νεκροί διήγαν μια θλιβερή ζωή, έχουν (όπως και οι
Ανού, Ένλιλ και Ένκι) σουμερικά ονόματα. Η βαβυλωνιακή θρησκεία αριθμούσε χιλιάδες θεούς, στους οποίους οι θεολόγοι
αντιπαρέθεταν έναν εξίσου μεγάλο αριθμό δαιμόνων. Εθνικός θεός ήταν ο Μαρντούκ, ο οποίος στην περίοδο της μέγιστης
ακμής της βαβυλωνιακής δύναμης λατρευόταν ως υπέρτατος θεός του απέραντου κράτους. Το μεγάλο μεσοποταμιακό ποίημα
της κοσμογονίας Ενούμα ελίς, που απαγγελλόταν την τέταρτη ημέρα των βαβυλωνιακών εορτών της πρωτοχρονιάς, εξυμνούσε
στις διάφορες βαβυλωνιακές παραλλαγές του τη νίκη του Μαρντούκ κατά της Τιαμάτ (θεά του χάους) και το έργο του της
δημιουργίας του κόσμου. Από τους άλλους θεούς αξιοσημείωτοι ήταν ο Ταμούζ (ο Ντούμουζι των Σουμερίων), θεός της
βλάστησης, του οποίου ο θάνατος (μαζί με την κάθοδο της Ίσταρ στον Άδη για να τον ξαναφέρει στη ζωή) αποτέλεσε το θέμα
των πιο δημοφιλών μύθων, ο Ναμπού, γιος του Μαρντούκ, θεός της σφηνοειδούς γραφής, και ο Αντάντ, θεός της βροχής και του
κεραυνού.
Για τους θεούς, στους οποίους οι πιστοί προσέφεραν τρόφιμα ως αφιερώματα, είχαν κατασκευαστεί ναοί, οι οποίοι, μαζί με τα
ανάκτορα των βασιλιάδων, αποτελούσαν τα μεγαλύτερα και τα ωραιότερα οικοδομήματα των μεσοποταμιακών πόλεων. Τα
χαρακτηριστικά θρησκευτικά αρχιτεκτονικά μνημεία του πολιτισμού αυτού από τους πρώτους σουμερικούς αιώνες είναι τα
ζιγκουράτ. Το ιερατείο αποτελούσε ισχυρή και ιεραρχημένη τάξη, της οποίας ανώτατος αρχηγός ήταν ο βασιλιάς, ο οποίος ήταν
ο αντιπρόσωπος του θεού στη Γη και από αυτόν αντλούσε τις εξουσίες του. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της
θρησκευτικής πίστης των Βαβυλωνίων ήταν η έντονη μοιρολατρία. Η ανάπτυξη της αστρολογίας επέφερε τη συστηματική
κωδικοποίηση μιας πνευματικής στάσης αρκετά συνηθισμένης στη μεσοποταμιακή νοοτροπία: της πίστης σε ένα πεπρωμένο
που ρυθμίζει τα κοσμικά και ανθρώπινα γεγονότα. Οι Βαβυλώνιοι διακρίνονταν για το ζωηρότατο θρησκευτικό τους αίσθημα,
που τους ωθούσε να οργανώνουν όλες τους τις πρακτικές και πνευματικές δραστηριότητες σύμφωνα με μια βαθύτατη
θρησκευτική αντίληψη του κόσμου. Αυτό διαπιστώνεται με την ανάγνωση τόσο της μυθολογικής όσο και της επιστημονικής
φιλολογίας τους και, σε μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις καλλιτεχνικές τους εκδηλώσεις. Οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν μια
δαιμονολογία πλούσια σε τερατώδη όντα, των οποίων μοναδικός σκοπός ήταν να βασανίζουν τους ανθρώπους. Έτσι, υπάρχει
μια ολόκληρη φιλολογία αφιερωμένη στις προσευχές, στις μαγικές διαδικασίες και στις τελετές για τον εξορκισμό των κακών
πνευμάτων. Οι θεοί που επικαλούνταν περισσότερο γι’ αυτό τον σκοπό ήταν ο Ένκι ή Έα και ο Μαρντούκ. Η μαντική τέχνη
ήταν πολύ ανεπτυγμένη και περιλάμβανε πολλούς κλάδους, μεταξύ των οποίων την τερατομαντεία (προμηνύματα από τις
γεννήσεις τεράτων), την ονειρομαντεία (ερμηνεία των ονείρων), τη λεκανομαντεία (πρόβλεψη από την κίνηση του λαδιού που
έχυναν πάνω στο νερό) και, κυρίως, τη σπλαγχνομαντεία (εξέταση των σπλάγχνων των θυσιαζόμενων ζώων), η οποία διαδόθηκε
στους Ρωμαίους από τους Χετταίους και τους Eτρούσκους.
Οι μύθοι και οι παραδόσεις των Βαβυλωνίων άφησαν τα ίχνη τους στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης. Αξιομνημόνευτη είναι
κυρίως η αφήγηση του κατακλυσμού, της οποίας ήρωας είναι ο Ουτναπίστιμ. Ο μύθος αυτός, ο οποίος περιλαμβάνεται στο έπος
του Γιλγαμές, είναι χωρίς αμφιβολία το πρότυπο της βιβλικής αφήγησης για τον Κατακλυσμό του Νώε.
Επιστήμη. Οι Βαβυλώνιοι σημείωσαν μεγάλες προόδους στην αστρονομία και στα μαθηματικά. Οι ανακαλύψεις τους στους
τομείς αυτούς αποτέλεσαν τη βάση της παγκόσμιας ανάπτυξης των συγκεκριμένων επιστημονικών κλάδων, γιατί η επιστήμη
τους (της οποίας στοιχεία πήραν οι αρχαίοι Έλληνες) μεταδόθηκε στον δυτικό κόσμο. Αστρονομία, αστρολογία, μαντική τέχνη,
αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο για τους σοφούς της Βαβυλώνας, οι οποίοι από το ύψος των πύργων των ναών τους ερευνούσαν
την πορεία των άστρων. Ήξεραν να προβλέπουν τις εκλείψεις και να υπολογίζουν με ειδικές κλεψύδρες την πορεία και τις
αποστάσεις των ουράνιων σωμάτων. Γνώριζαν επίσης τις κινήσεις του Ήλιου και της Σελήνης. Με τον ίδιο ρυθμό των
αστρονομικών μελετών αναπτύσσονταν και οι μαθηματικές γνώσεις. Στη γεωμετρία, ήταν σε θέση να μετρούν τις επιφάνειες και
τους όγκους. Εκτός από τις τέσσερις στοιχειώδεις πράξεις, ήξεραν να επιλύουν και σύνθετες εξισώσεις, καθώς και την ύψωση σε
δύναμη και εξαγωγή ριζών. Στο τεχνικό επίπεδο, είχαν καταφέρει να κατασκευάσουν προηγμένα αρδευτικά συστήματα και να
προωθήσουν τη γεωργία
Αρχαιολογία-Τέχνη. Η πρώτη επιστημονική εξερεύνηση του χώρου της Βαβυλώνας έγινε το 1852 υπό τη διεύθυνση του Γάλλου
Φουλζάνς Φρενέλ, αλλά ήταν περιορισμένη και μόνο ύστερα από μισό αιώνα έγιναν μεθοδικές ανασκαφές σε μεγάλη κλίμακα
από μια γερμανική αποστολή, με διευθυντή τον Ρόμπερτ Κολντεβάι.
Μολονότι ήρθαν στο φως μερικά από τα κυριότερα μνημεία, χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά για να εξερευνηθεί έστω και
στοιχειωδώς ολόκληρη η πόλη. Υπολογίζεται πράγματι ότι το μεγάλο εξωτερικό τείχος είχε μήκος παραπάνω από 16 χλμ. Από
τις πύλες της πόλης, για τις οποίες ο Ηρόδοτος υποστήριζε ότι ήταν εκατό, διακρίνεται σήμερα η – αναστηλωμένη πλέον– πύλη
της Ίσταρ (Αστάρτης), η οποία εντυπωσιάζει με τις διαστάσεις της και με τον διάκοσμό της, τον οποίο αποτελούν ιερά ζώα
(δράκοντες και ταύροι). Σε μικρή απόσταση από την πύλη σώζονται τα ερείπια τεράστιων οικοδομών, τα οποία ελευθέρωσαν
από τις προσχώσεις Γερμανοί αρχαιολόγοι. Πιστεύεται γενικά ότι τα οικοδομήματα αυτά στήριζαν τις ταράτσες στις οποίες,
χάρη στο παχύ στρώμα χώματος που είχε μεταφερθεί εκεί, ήταν φυτεμένοι οι Κρεμαστοί Κήποι, ένα από τα Επτά θαύματα της
αρχαιότητας. Η δημιουργία τους αποδίδεται στον Ναβουχοδονόσορα Β’, τον μεγάλο βασιλιά της νέας βαβυλωνιακής
δυναστείας, που έβαλε να τους κατασκευάσουν για τη γυναίκα του, πριγκίπισσα του Ιράν, για να θυμάται τα δέντρα και τα
λουλούδια της πατρίδας της. Οι κρεμαστοί αυτοί κήποι βρίσκονταν στο μεγάλο ανάκτορο του οποίου τα ερείπια καταλαμβάνουν
σημαντική έκταση (περίπου 300 χ 200 μ.).
Στη Βαβυλώνα υπήρχαν πολλοί ναοί. Ο σημαντικότερος ήταν ο Εζαγκίλ, ο ναός του Μαρντούκ, του οποίου ο χώρος
εντοπίστηκε περίπου 100 μ. Ν του ανακτόρου του Ναβουχοδονόσορα. Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων συγγραφέων, ο ναός
αυτός διακρινόταν από υπερβολική πολυτέλεια (κατά τον Ηρόδοτο, το άγαλμα του θεού, με τον θρόνο του και τον ουρανό του,
ζύγιζε 800 τάλαντα χρυσού, δηλαδή περίπου 22 τόνους του πολύτιμου αυτού μετάλλου). Κοντά στον Εζαγκίλ βρισκόταν ο
Ετεμενάνκι, ο Οίκος του θεμελίου του Ουρανού και της Γης. Ήταν ένα ζιγκουράτ γιγαντιαίων διαστάσεων, που λογικά πρέπει να
ταυτίζεται με τον βιβλικό Πύργο της Βαβέλ. Ας σημειωθεί ότι η εβραϊκή (σημιτική) λέξη Βαβέλ αποτελεί μετάφραση του
βαβυλωνιακού Μπαμπ-ιλού (= πύλη του θεού), από την οποία προήλθε η ονομασία της Βαβυλώνας.
Ο Πύργος της Βαβέλ, τον οποίο αναζητούσαν ταξιδιώτες και αρχαιολόγοι, πρέπει να καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τον
Ξέρξη χωρίς να μείνει κανένα ίχνος του. Έγινε όμως δυνατή μια αναπαράστασή του με βάση τα σωζόμενα ζιγκουράτ σε άλλα
σημεία της Μεσοποταμίας (όπως στην Ουρ), μια σύντομη περιγραφή του Ηρόδοτου και, κυρίως, ένα πήλινο πινάκιο που
σώζεται στο Μουσείο του Λούβρου και το οποίο δίνει τις διαστάσεις του. Οι τελευταίες επιβεβαιώθηκαν και από το αποτέλεσμα
των γερμανικών ανασκαφών. Ο πύργος ήταν τετράγωνος και κάθε πλευρά του είχε μήκος 91 μ. Το ύψος του, κατανεμημένο
αναμφίβολα σε επτά επίπεδα, θα πρέπει λογικά να ανερχόταν σε ύψος ίδιου αριθμού μέτρων. Εύλογα ένα τέτοιο μνημείο, για το
οποίο μια επιγραφή αναφέρει ότι «όλοι οι λαοί από πολυάριθμα έθνη» υποχρεώθηκαν να εργαστούν για την κατασκευή του,
εντυπωσίασε τη φαντασία των ανθρώπων.
Η Βαβυλώνα, όπως άλλωστε όλες οι πλινθόκτιστες βαβυλωνιακές πόλεις, άφησαν ελάχιστα εντυπωσιακά ερείπια. Αυτά που
σώζονται σήμερα αντιπροσωπεύουν την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τώρα τα οικοδομήματα του Ναβουχοδονόσορα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις διακρίνονται λοφίσκοι από χώμα, των οποίων η προέλευση είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Κοντά
στην πύλη της Ίσταρ και στα ερείπια των Κρεμαστών Κήπων αναστηλώθηκε ο ναός της θεάς Μιν-Μαχ (= αυτή που χαρίζει τη
ζωή). Στην περιοχή υπάρχει και ένα επιβλητικό γλυπτό, ο περίφημος Λέων της Βαβυλώνας, η προέλευση του οποίου είναι
αμφιλεγόμενη. Γενικά, πιστεύεται ότι το γλυπτό προέρχεται από τη Μικρά Ασία και πιθανότατα είναι πολεμική λεία.
Η βαβυλωνιακή τέχνη, γνωστή κυρίως από έργα που φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία, αντανακλά τους σταθμούς της ιστορίας
της πόλης Βαβυλώνας και τις διαδοχικές επιδράσεις που υπέστη. Εκτός από την πύλη της Ίσταρ και την οδό των θρησκευτικών
πομπών που ξεκινούσε από αυτήν, τα σπουδαιότερα μνημεία της Βαβυλώνας είναι τα ανάγλυφα σε σμαλτωμένα τούβλα που
στόλιζαν το ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορα, καθώς και μερικά αγαλματίδια από αλάβαστρο, που χρονολογούνται από την
ελληνιστική εποχή και των οποίων δείγματα βρίσκονται στο Λούβρο.
Βαβυλωνία. Τίτλος κωμωδίας του κωμωδιογράφου Δημήτριου Βυζάντιου. Βλ. λ. Βυζάντιος, Δημήτριος.
βαβυλωνιακή γλώσσα. Βλ. λ. Βαβυλωνία (Γλώσσα).
βαβυλωνιακό ημερολόγιο. Σύστημα μέτρησης του χρόνου το οποίο επινόησαν και χρησιμοποίησαν οι Βαβυλώνιοι κατά την
αρχαιότητα. Το ημερολόγιο βασιζόταν σε 12 πλήρεις κύκλους των φάσεων της Σελήνης, οι οποίοι αποτελούσαν ένα σεληνιακό
έτος 354 ημερών.
Βάβυς. Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Μαιάνδρου και αδελφός του Μαρσύα, θεωρείτο ο εφευρέτης του μόναυλου. Σύμφωνα
με έναν μύθο που αναφέρει ο Πλούταρχος, ο θεός Απόλλων τιμώρησε τον Μαρσύα που τόλμησε να τον ανταγωνιστεί στη
μουσική, αλλά δεν τιμώρησε τον Β., επειδή ήταν κακός οργανοπαίκτης. Από το όνομά του προήλθαν οι παροιμιώδεις φράσεις
«Βάβυος χείρον» και «κάκιον Βάβυς αυλείν», που αναφέρονταν στους ατάλαντους μουσικούς.
Βαγαί. Αρχαία πόλη της Νουμιδίας. Το 255 μ.Χ. αναφέρεται ως έδρα χριστιανού επισκόπου και ύστερα από λίγα χρόνια ως
έδρα της αίρεσης των δονατιστών, οι οποίοι συγκάλεσαν εκεί σύνοδο το 394. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ίδρυσε φρούριο
στην περιοχή, του οποίου σώζονται τα ερείπια.
Βαγαίος. Αρχαία θεότητα των Φρυγών. Οι Έλληνες τον ταύτιζαν με τον Δία και τον λάτρευαν άλλοτε ως Φρύγιο Δία και
άλλοτε πάλι ως Β. Δία. Ετυμολογικά, σχετίζεται με λέξεις διαφόρων γλωσσών που σημαίνουν θεός.
Βάγγαλης, Ανδρέας. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.
Βάγγος. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. Κατάγονταν από το Χόρμοβο της Ηπείρου και γι’ αυτό αναφέρονται από
τον Μακρυγιάννη ως Χορμοβίτες. Οι δύο αδελφοί, Νίκος και Πούλιος, σκοτώθηκαν το 1823 στον Πειραιά, όπου τραυματίστηκε
και ο τρίτος αδελφός, Θωμάς. Πήραν μέρος σε πολλές μάχες (Αράχοβα, Άγραφα, Αθήνα, Κόρινθο, Πάτρα κ.α.).
Βάγγος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 106 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στα δεξιά του
ποταμού Ελισσώνα, στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως, 45 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Μεγαλόπολης.
Βαγδάτη (Baghdad). Πόλη (5.423.964 κάτ. το 1997) και πρωτεύουσα του Ιράκ. Η πόλη βρίσκεται στο κέντρο της χώρας, σε ίση
απόσταση μεταξύ της Μοσούλης και της Βασόρας, σε λιγότερο από 40 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, χτισμένη επί
του ποταμού Τίγρη, στο σημείο όπου αυτός απέχει περίπου 30 χλμ. από τον Ευφράτη. Όλη η ζωή της πόλης βασίζεται στον
ποταμό Τίγρη, κατά μήκος του οποίου βρίσκονται τα σπουδαιότερα κτίρια και οι πιο πλούσιες κατοικίες, ανάμεσα σε κήπους και
φοινικώνες. Στις παρυφές της κυρίως πόλης βρίσκονται οι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένοι και δραστήριοι αγροτικοί πυρήνες, της
Αδαμίγια και της Καδιμάιν.
Μεγάλο εμπορικό κέντρο, με σύγχρονο διεθνές αεροδρόμιο και ποτάμιο λιμάνι, η Β. αποτελεί έναν κόμβο στον οποίο
καταλήγουν μερικοί σπουδαίοι δρόμοι (από τη Βηρυτό, τη Χομς, τη Δαμασκό, τη Μοσούλη, τη Βασόρα και την Τεχεράνη) και
από εκεί περνά ο λεγόμενος σιδηρόδρομος του Ταύρου, που έρχεται από την Κωνσταντινούπολη και φτάνει έως τη Βασόρα (το
μεγαλύτερο λιμάνι του Ιράκ) και τα σύνορα με το Κουβέιτ, συνδέοντας τον Βόσπορο με τον Περσικό κόλπο. Στη Β. είναι
συγκεντρωμένα τα δύο τρίτα των βιομηχανιών της χώρας, που ασχολούνται με τους τομείς ειδών διατροφής, μηχανουργίας,
υφαντουργίας, καπνού, τσιμέντου και διύλισης πετρελαίου· επίσης, τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν στρατιωτικές
βιομηχανίες. Ωστόσο, το 1991, στον πόλεμο του Περσικού κόλπου (Καταιγίδα της Ερήμου), και ξανά το 2003-4, στη διάρκεια
της αμερικανοβρετανικής στρατιωτικής επέμβασης, μεγάλο τμήμα της πόλης και του παραγωγικού της μηχανισμού
καταστράφηκε.
Η Β. υπήρξε το σημαντικότερο πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσοποταμίας, κατά την εποχή της αραβικής κυριαρχίας.
Δυστυχώς, όμως, μόνο δύο από τις πύλες του τείχους που κατασκευάστηκε το 865 γύρω από την έδρα του χαλιφάτου (η μία
είναι η Μπαμπ αλ-Βαστανί), τα λείψανα από τη νομική σχολή Aλ Mουστανσιρίγια (1233) και τα ανάκτορα των Αβασιδών
(12ος-13ος αι.), τα οποία έχουν ανακαινιστεί και λειτουργούν ως μουσεία, και ο μιναρές Σουκ Ελζάτι (12ος αι.) είναι ό,τι
διασώθηκε από το αρχαίο μεγαλείο της πρωτεύουσας, για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες από τις περιγραφές των ποιητών και των
περιηγητών, σύμφωνα με τις οποίες η πόλη ήταν χτισμένη με κυκλικό σχέδιο. Η πόλη είναι έδρα πανεπιστημίων, ανώτερων
σχολών και ενός αρχαιολογικού μουσείου με περίφημες αρχαιότητες της Μεσοποταμίας, το οποίο όμως κατά την τελευταία
αμερικανική επέμβαση λεηλατήθηκε και οι αρχαιότητες του πωλήθηκαν στο εξωτερικό, ενώ αμέσως μετά ευαισθητοποιήθηκαν
διεθνείς οργανώσεις για τη συγκέντρωση των εκθεμάτων.
Ιστορία. Η Β. υπήρξε η κληρονόμος της Βαβυλώνας (τα ερείπια της οποίας βρίσκονται περίπου 90 χλμ. προς τα Ν-ΝΑ, στη
σημερινή πόλη Αλ Χιλάχ) και ιδρύθηκε το 762 μ.Χ. από τον Αβασίδη χαλίφη Aλ Mανσούρ στη δυτική όχθη του Τίγρη, με την
αραβική ονομασία Mαντίνατ ες-Σαλάμ (= πόλη της ειρήνης), αλλά επικράτησε τελικά η περσική ονομασία Μπαγκντάτ (= δώρο
του Θεού), την οποία έφερε ένα γειτονικό χωριό. Πολύ σύντομα, υπό τους πρώτους Aβασίδες, αναδείχθηκε σε μια μεγάλη
μητρόπολη, τη μεγαλύτερη του ισλαμικού μεσαιωνικού κόσμου, καθώς και πνευματική πρωτεύουσά του. Έφτασε να έχει
πληθυσμό 1.000.000 κατοίκους και ήταν πάρα πολύ σπουδαία από οικονομική άποψη. Στα τέλη του αβασιδικού χαλιφάτου
(13ος αι.) άκμασε εκεί η περίφημη σχολή ζωγράφων και μικρογράφων. Ο απόηχος της δόξας της και της λαμπρότητάς της
έφτασε έως τη σύγχρονη εποχή μέσω του θρυλικού αφηγήματος Χίλιες και μία νύχτες. Με το τέλος όμως του χαλιφάτου (13ος
αι.), άρχισε η παρακμή της. Αφού τη λεηλάτησαν οι Μογγόλοι το 1258 και την κατέστρεψε ο Ταμερλάνος το 1400, κατά τον 16ο
και 17ο αι., μαζί με όλη τη Μεσοποταμία, βρέθηκε στο κέντρο ενός βίαιου αγώνα ανάμεσα στους Τούρκους και τους Πέρσες,
που κατέληξε υπέρ των πρώτων. Η Β. κατακτήθηκε από τους Τούρκους το 1638 και παρέμεινε στην κυριαρχία τους έως το
1918, δηλαδή έως την κατάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η αναγέννηση της πόλης χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αι. Το 1921 ορίστηκε πρωτεύουσα του νέου ιρακινού κράτους
και από τότε άρχισε να σημειώνει γρήγορη ανάπτυξη. Χάρη στην πλοϊμότητα του Τίγρη και στην προνομιούχο θέση της στην
πεδιάδα της Μεσοποταμίας σταδιακά ανέκτησε την παλιά της σημασία ως τόπος διέλευσης από τη νοτιοκεντρική Ασία στη
Μεσόγειο.
Στη διάρκεια τόσο του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980-88) όσο και του πολέμου στον Περσικό κόλπο (Ιανουάριος-Μάρτιος 1991), η
πόλη βομβαρδίστηκε επανειλημμένα και ένα μεγάλο τμήμα της καταστράφηκε. Ωστόσο, η ανοικοδόμησή της άρχισε αμέσως
μετά τη λήξη των πολέμων. Το 1993, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους εισέβαλαν ξανά στη Β., στο πλαίσιο της επιχείρησης
εναντίον του Ιράκ εξαιτίας της μη συμμόρφωσής του στις αποφάσεις για τα όπλα μαζικής καταστροφής, και η πόλη υπέστη νέες
καταστροφές. Στην πιο πρόσφατη επέμβαση, το 2003-4, η Β. δέχθηκε νέα πλήγματα και προβλέπεται ότι η ανοικοδόμησή της θα
διαρκέσει πολλά χρόνια.
Βαγδάτης, Σχολή. Σχολή ισλαμικής ζωγραφικής και μικρογραφίας, η οποία λειτούργησε στη Βαγδάτη από τον 12ο έως τις
αρχές του 14ου αι. Κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης της ήταν η λεπτομέρεια και η εξατομικευμένη έκφραση των προσώπων και
η θεματολογία που αντλούσε έμπνευση από την καθημερινή ζωή.
Βαγενάς, Νάσος (Δράμα 1945 – ). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός, λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε φιλολογία
στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1963-68) και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Ιταλίας (Ρώμη, 1970-
72) και της Αγγλίας (Έσεξ, 1972-73 και Κέιμπριτζ, 1974-78). Στο Κέιμπριτζ εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα Ο
ποιητής και ο χορευτής: Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη (1979). Διετέλεσε καθηγητής στην έδρα της
νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (1980-91) και στη συνέχεια στο θεατρικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα και πεζά, ενώ μετέφρασε και
έργα ξένων συγγραφέων, όπως του Ίταλο Καλβίνο κ.ά. Ανάμεσα στα έργα του, αποσπάσματα των οποίων έχουν περιληφθεί σε
σχολικά διδακτικά βιβλία, περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές Πεδίον του Άρεως (1974), Βιογραφία (1978), Τα γόνατα της
Ρωξάνης (1981) κ.ά., και το πεζό Η συντεχνία (1976), και τα δοκίμια Ο λαβύρινθος της σιωπής (1982), Ποίηση και μετάφραση
(1989), Σημειώσεις στο τέλος του αιώνα (1999). Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής (1995).
Βαγένια. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου.
Βαγενίτι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 76 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Δωδώνης, 21 χλμ. Δ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Πασαρώνος.
Βαγής, Πολύγνωτος (Θάσος 1894 – Νέα Υόρκη 1965). Γλύπτης. Το 1910 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και παρακολούθησε
μαθήματα γλυπτικής στο ινστιτούτο Κούπερ Γιούνιον. Με την πρώτη του έκθεση το 1921 στη Νέα Υόρκη, επιβλήθηκε ως ένας
από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής του. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του έχουν αλληγορικά και μυθολογικά
θέματα και βρίσκονται στη γενέτειρά του Θάσο, στο μουσείο που δημιουργήθηκε με κληροδότημά του.
Βάγι. Οικισμός (37 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κισσάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Κολυμβαρίου.
Βάγια. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 220 μ., 4.509 κάτ.) του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, στην
πρώην επαρχία Θηβών, 36 χλμ. ΝΑ της Λιβαδειάς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
Βάγια. Ακρωτήριο της Ρόδου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, στο νότιο άκρο του όρμου των Αφάντου και
στο βόρειο του όρμου του Αρχαγγέλου. Στο εσωτερικό του ακρωτηρίου είναι χτισμένος ο οικισμός Κολύμπια.
Βαγιά. Ακατοίκητη νησίδα (650 τ.μ., υψόμ. 10 μ.) στη βόρεια είσοδο του στενού της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Κεκροπίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας.
Βαγιαδολίδ (Valladolid). Πόλη (316.580 κάτ. το 2001) της βόρειας Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (8.110 τ.
χλμ., 497.961 κάτ. το 2001), στην αυτόνομη περιοχή Καστίλη-Λεόν. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 700 μ., στην αριστερή
όχθη του ποταμού Πισουέργκα, στη συμβολή του με τον Εσγκέβα, και διασχίζεται από τον ποταμό Ντουέρο. Παρουσιάζει
ακανόνιστη ρυμοτομία, που αναπτύχθηκε γύρω από το κέντρο όπου βρίσκονται ο καθεδρικός ναός, το θέατρο, η αγορά και το
πανεπιστήμιο.
Η οικονομία της στηρίζεται στον τουρισμό, στην εμπορική δραστηριότητα (δημητριακά και άλευρα) και στη βιομηχανία
(τροφίμων, μηχανικού εξοπλισμού, χημική, υφαντουργική, κατεργασίας δερμάτων).
Ανάμεσα στα πολυάριθμα μνημεία της περιλαμβάνονται ο ημιτελής καθεδρικός ναός (1580), το Βασιλικό Ανάκτορο, το Κολέγιο
Μαγιόρ ντε Σάντα Κρουθ, ρυθμού πλατερέσκο (15ος αι.), το Κολέγιο ντε Σαν Γκρεγκόριο, γοτθικού ρυθμού (15ος αι.), πολλές
εκκλησίες, όπως η Σάντα Μαρία λα Αντίγκουα (14ος αι.), Σαν Πάμπλο (15ος αι.), ένα μνημείο προς τιμήν του Χριστόφορου
Κολόμβου, ο οποίος πέθανε εκεί το 1506 κ.ά. Η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου φιλοξενεί επίσης το Εθνικό Μουσείο Γλυπτικής.
Η πόλη είναι έδρα του ομώνυμου πανεπιστημίου, που είναι από τα παλαιότερα της Ευρώπης (1346).
Ιστορία. Το Β. (αναφέρεται και ως Βαλιαδολίδ) ιδρύθηκε πιθανώς κατά τη διάρκεια της αραβικής κυριαρχίας στη χώρα, οπότε
έφερε την ονομασία Μπελάντ Βαλέντ και από τον 13o αι. ήταν ο τόπος διαμονής που προτιμούσαν οι βασιλιάδες της Καστίλης
και έδρα της κυβέρνησης (Κορτές). Στη Β. έγιναν οι γάμοι του Φερδινάνδου του Καθολικού, βασιλιά της Αραγονίας, με την
Ισαβέλλα της Καστίλης. Το 1621, ο Φίλιππος Ε’ μετέφερε την Αυλή στη Μαδρίτη και η πόλη έμεινε μόνο τόπος βασιλικής
διαμονής. Υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον στρατό του Ναπολέοντα Α’, κατά τη διάρκεια του λεγόμενου Πολέμου της
Χερσονήσου (1808-14).
Βαγιαζήτ. Όνομα δύο σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
1. Βαγιαζήτ Α’ ο Κεραυνός (1359; – 1403). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1389-1402). Διαδέχτηκε τον πατέρα
του, Μουράτ Α’, ο οποίος δολοφονήθηκε λίγο πριν από τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, και έβαλε να σκοτώσουν τον αδελφό του,
Γιακούμπ, για να μείνει μόνος κύριος του θρόνου. Επεξέτεινε τις οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολή. Τον
νίκησε ο Ταμερλάνος στη μάχη της Αγκύρας (1402), η οποία υπήρξε σωτήρια για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, και πέθανε
αργότερα στη φυλακή.
2. Βαγιαζήτ Β’ (1446 – 1512). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1481-1512). Ήταν γιος του Μωάμεθ Β’ του
Πορθητή. Ανάγκασε τον αδελφό του Τζεμ, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, να φύγει στην Ιταλία. Αφού απέσπασε πολλές
περιοχές από τους Βενετούς, παραιτήθηκε ύστερα από μια επανάσταση των γενίτσαρων, αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του
Σελίμ Α’, και πέθανε λίγο αργότερα.
Βαγιαζήτ. Όνομα δύο πριγκίπων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
1. Γιος του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’ του Μεγαλοπρεπούς (16ος αι.). Δεν αποδέχτηκε την εντολή του πατέρα του να αναλάβει τη
διοίκηση μιας επαρχίας και επαναστάτησε εναντίον του, υπό την παρότρυνση του δασκάλου του Λουλά Μουσταφά (που
φιλοδοξούσε να γίνει μεγάλος βεζίρης). Ο πατέρας του έστειλε στρατό εναντίον του και τον νίκησε (Ικόνιο, 1559). Έτσι, ο Β.
αναγκάστηκε να καταφύγει στην Περσία μαζί με τους τέσσερις γιους του. Ο σάχης της Περσίας, όμως, ύστερα από
διαπραγματεύσεις δύο χρόνων παρέδωσε τον Β. και τους γιους του στον σουλτάνο, ο οποίος τους τιμώρησε παραδειγματικά με
θάνατο.
2. Γιος του σουλτάνου Αχμέτ Α’ και αδελφός του Μουράτ Δ’ (αρχές 17ου αι.). Ο Β. και ο αδελφός του Σουλεϊμάν
δολοφονήθηκαν από τον Μουράτ, που φοβόταν τη δημοτικότητά τους, μετά τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου εναντίον των
Περσών (Ερεβάν Αρμενίας, Αύγουστος 1635). Λέγεται ότι ο Β. κατάφερε να σκοτώσει τέσσερις από τους δολοφόνους του
προτού υποκύψει. Από το γεγονός αυτό ο Ρακίνας εμπνεύστηκε την τραγωδία Βαγιαζήτ.
Βαγιαζήτ Κεϊτουρούμ (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.). Ηγεμόνας της ανεξάρτητης επαρχίας της Σινώπης, Σεβάστειας και
Κασταμονής. Παρότρυνε τον Μογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο να βαδίσει εναντίον του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ (μάχη της
Άγκυρας, 1402).
Βαγιάν (Vaillant). Επώνυμο οικογένειας Φλαμανδών ζωγράφων.
1. Αντρέ (Andres, 1629 – 1693). Σπούδασε χαρακτική στο Παρίσι και μετά εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Διακρίθηκε κυρίως
στις προσωπογραφίες.
2. Βαλεράν (Wallerant, Λιλ, Γαλλία 1623 – Άμστερνταμ 1677). Ασχολήθηκε κυρίως με την προσωπογραφία. Στο τέλος της ζωής
του αποσύρθηκε στο Άμστερνταμ, όπου ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη χαρακτική, τα μυστικά της οποίας του είχε αποκαλύψει
ο πρίγκιπας της Βαυαρίας Ρούπερτ. Φιλοτέχνησε πολλά έργα, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι οι προσωπογραφίες του
Ιωάννη Φιλίππου, εκλέκτορα της Μαγεντίας (Μάιντς), του πρίγκιπα Ρούπερτ, η δική του και της συζύγου του.
3. Γιακόμπ (Jakob, 1628 – 1691). Ήταν αδελφός και μαθητής του Βαλεράν (2.). Αφού μετεκπαιδεύτηκε στη Ρώμη,
εγκαταστάθηκε στην Αυλή του εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου, όπου φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες, εμπνευσμένους από
ιστορικά γεγονότα
4. Μπερνάρ (Bernard, 1625 – 1674). Μαθητής του Βαλεράν (2.), παρουσίασε αξιόλογη επίδοση στις προσωπογραφίες.
Βαγιάν, Εντουάρ (Edward Vaillant, 1840 – 1915). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική, αλλά τον
προσέλκυσε η πολιτική και οι νέες σοσιαλιστικές ιδέες. Προσχώρησε στην Α’ Διεθνή και, όταν ξέσπασε η Κομούνα των
Παρισίων (1871), εξελέγη μέλος της κεντρικής επαναστατικής επιτροπής και ανέλαβε υπουργός Παιδείας. Με την καταστολή
της εξέγερσης, ο Β. κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου υπήρξε πρόεδρος στη συνδιάσκεψη της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τις γαλλικές αρχές, αλλά αμνηστεύτηκε και επέστρεψε στο Παρίσι, όπου πρωτοστάτησε
στον αγώνα κατά του μιλιταρισμού και προπαγάνδισε τις σοσιαλιστικές ιδέες από τις στήλες της εφημερίδας του Ελεύθερος
Άνθρωπος.
Βαγιάν, Ζαν Φουά (Jean Fois Vaillant, 1632 – 1707). Γάλλος νομισματολόγος. Σε αυτόν ανέθεσε ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ’
(1643-1715) την κατάρτιση νομισματικών συλλογών με υλικό από την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σικελία. Ο Β. ταξίδεψε επίσης
στο Ιράν, στην Αίγυπτο, στην Αγγλία και στην Ολλανδία, όπου συγκέντρωσε πλήθος νομισμάτων. Έγραψε διάφορες μελέτες με
νομισματολογικό περιεχόμενο, οι οποίες διακρίνονται για την επιστημονική εγκυρότητα και την πρωτοτυπία τους.
Βαγιάν, Ζαν-Μπατίστ (Jean-Batiste Vaillant, Ντιζόν 1790 – Παρίσι 1872). Γάλλος στρατιωτικός. Πήρε μέρος στις μάχες του
Ενί και του Βατερλό, στην εκστρατεία στη Ρωσία, καθώς και στην άμυνα του Παρισιού, όπου τραυματίστηκε. Συμμετείχε στις
στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αλγερία, όπου ανέλαβε την επίβλεψη των οχυρωματικών έργων, και αργότερα διορίστηκε
διευθυντής της πολυτεχνικής σχολής στο Παρίσι. Το 1849 πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Ρώμης και το 1851 προήχθη
στον βαθμό του στρατάρχη. Ο Β., στη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας, χρημάτισε γερουσιαστής, υπουργός
Στρατιωτικών και πρόεδρος της επιτροπής άμυνας του Παρισιού. Διετέλεσε επίσης μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και
ασχολήθηκε με τη συγγραφή απομνημονευμάτων.
Βαγιάν, Ογκίστ Νικολά (Auguste Nicola Vaillant, 1793 – 1858). Γάλλος στρατιωτικός. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και
σύντομα έγινε αξιωματικός. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην Ολλανδία ως υπολοχαγός του πυροβολικού, αλλά το 1816
καθαιρέθηκε από το καθεστώς της Παλινόρθωσης, με την κατηγορία ότι ήταν βοναπαρτιστής. Επέστρεψε στον στρατό το 1818
και το 1828 πήρε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Πελοπόννησο και διετέλεσε αρχηγός του επιτελείου του
ναυάρχου Δεριγνί (1828-30), όπως επίσης και σύμβουλος του υπουργού Ναυτικών της Γαλλίας. Το 1837 πολέμησε στην
εκστρατεία της Ντε λα Πλάτα, ενώ το 1851 διορίστηκε υπουργός Ναυτικών και διοικητής των Αντιλλών (νησιά Καραϊβικής).
Στο έργο του Ο γύρος του κόσμου με την κορβέτα Βονίτ (1840-48) περιγράφει παραστατικά τις εντυπώσεις του και τις εμπειρίες
του από τις περιπετειώδεις εξερευνητικές αποστολές στις οποίες είχε πάρει μέρος.
Βαγιάν, Σεμπαστιάν (Sebastien Vaillant, 1669 – 1722). Γάλλος βοτανολόγος και ακαδημαϊκός. Σε πολύ μικρή ηλικία άρχισε
να εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη βοτανική, αλλά ο πατέρας του τον υποχρέωσε να μάθει μουσική, όπου έκανε εκπληκτικές
προόδους (σε ηλικία 11 ετών, αντικαθιστούσε τον δάσκαλό του στην εκκλησία του Ποντουάζ). Αργότερα, παράλληλα με τη
μουσική, παρακολουθούσε και μαθήματα ιατρικής στο νοσοκομείο της ίδιας πόλης και έγινε βοηθός χειρουργού σε ηλικία 19
ετών. Συνέχισε τις σπουδές του στην πόλη Εβρέ και εκεί γνώρισε τον μαρκήσιο Ντε Γκαβίλ, ο οποίος τον προσέλαβε χειρουργό
στο σύνταγμά του. Με την ιδιότητά του αυτή παραβρέθηκε στη μάχη του Φλερί, όπου σκοτώθηκε ο προστάτης του (1690). Τον
επόμενο χρόνο έφυγε από τον στρατό και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού. Εκεί
αναζωπυρώθηκε το πάθος του για τη βοτανική και στράφηκε προς την επιστήμη αυτή, εγκαταλείποντας την ιατρική. Έκτοτε, η
πρόοδός του στον τομέα αυτόν υπήρξε ανοδική.
Διετέλεσε διευθυντής του Βασιλικού Βοτανικού Κήπου της Γαλλίας, καθηγητής της βοτανικής και, το 1716, μέλος της
Ακαδημίας Επιστημών. Ο Β. διατύπωσε δικές του θεωρίες για την ταξινόμηση των φυτών και το 1728 κυκλοφόρησε τη μελέτη
του Παρισινή Βοτανική, στην οποία είχε καταγράψει με αλφαβητική σειρά τα φυτά που φύτρωναν γύρω από το Παρίσι. Το έργο
αυτό, που θεωρείται κλασικό, εδραίωσε τη φήμη του ως βοτανολόγου και τον έκανε διεθνώς γνωστό.
Βαγιάνης, Κωνσταντίνος (Νεβσεχίρ Καισαρείας 1846 – Κωνσταντινούπολη 1919). Ηγεμόνας της Σάμου (1898-1900).
Καταγόταν από εύπορους γονείς. Ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του στη Σμύρνη και αργότερα σπούδασε νομικά στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε δικαστικός υπάλληλος. Ανέβηκε
γρήγορα τη δικαστική ιεραρχία και έγινε μέλος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η επανάσταση των Νεότουρκων
(1908) δεν τον μετακίνησε από τη θέση του. Συνέχισε έτσι να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο τουρκικό κράτος. Στη διάρκεια
της ηγεμονίας του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ (1876-1909) διορίστηκε ηγεμόνας της Σάμου, αλλά δεν έμεινε εκεί για πολύ,
επειδή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων, που ζήτησαν τη μετάθεσή του. Έγραψε πολλά συγγράμματα, οικονομικά,
νομικά και λογοτεχνικά, τα τελευταία με το ψευδώνυμο Ησύχιος.
Βάγιας. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Ήπειρο.
1. Γεώργιος. Αναδείχθηκε σε στρατηγό και έλαβε μέρος στην άμυνα του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Μετά την Έξοδο
πολέμησε υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη σε πολλά πεδία μαχών της Ανατολικής Στερεάς.
2. Μήτρος. Καταγόταν από το Σούλι. Εκβιάστηκε να πολεμήσει για τους Τούρκους στην πολιορκία του Μεσολογγίου, κατάφερε
όμως να δραπετεύσει και να αγωνιστεί για την ελληνική υπόθεση ανεβαίνοντας πολύ ψηλά στη στρατιωτική ιεραρχία.
Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Μαυροβουνιώτη και του Κίτσου Μπότσαρη.
3. Τόλης. Καταγόταν από το Σούλι. Μετά την υποταγή της ιδιαίτερης πατρίδας του (1822), πήρε μέρος στον απελευθερωτικό
αγώνα, στη διάρκεια του οποίου τραυματίστηκε.
Βάγιας, Θανάσης (Λέκλι Ηπείρου [σημερινή Αλβανία] ; – Ιωάννινα 1834;). Αξιωματούχος του Αλή πασά. Σύμφωνα με μία
παράδοση, ο Β. βοήθησε στην προαγωγή του Αλή σε δερβέναγα και μετά σε πασά των Ιωαννίνων και εκείνος, ως ανταμοιβή,
τον προσέλαβε ως αρχηγό της φρουράς των ανακτόρων του. Η θέση του αυτή και οι συχνές θανατικές εκτελέσεις τις οποίες
διέταζε ο Αλή πασάς, συνέβαλαν στην εντύπωση ότι ο Β. ήταν αρχιδήμιος του πασά. Ο Γάλλος διπλωμάτης Πουκεβίλ και ο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υποστηρίζουν ότι υπήρξε προδότης του ελληνισμού. Ο Πουκεβίλ μάλιστα, ο οποίος είχε προσωπικούς
λόγους να τον μισεί, γράφει ότι ο Β., επικεφαλής 150 αντρών, σκότωσε 600 μουσουλμάνους κατοίκους του Γαρδικίου, με
διαταγή του Αλή. Άλλες όμως ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Β. προστάτευε τους χριστιανούς και έσωζε αιχμαλώτους
αρματολούς από τον θάνατο. Μετά τον θάνατο του Αλή πασά, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, όπου όμως
απελευθερώθηκε με την εγγύηση του πατριάρχη. Το 1828 πήγε στην Προύσα και το 1829 εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη
Ελλάδα, όπου διορίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια επιστάτης στο αγροκήπιό του στην Τίρυνθα. Πέθανε άπορος στα
Ιωάννινα και τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Βάγιας, Λουκάς (Λέκλι Ηπείρου [σημερινή Αλβανία] ; – Άργος 1828). Γιατρός και Φιλικός, αδελφός του Θανάση Βάγια (βλ.
λ.). Ο Αλή πασάς τον έστειλε να σπουδάσει ιατρική στην Ευρώπη με δικά του έξοδα. Παρέμεινε εκεί δώδεκα χρόνια,
παρακολουθώντας μαθήματα στα πανεπιστήμια του Παρισιού, της Βιέννης και της Λειψίας. Παντρεύτηκε την κόρη του λόγιου
και σχολάρχη των Ιωαννίνων Αθανασίου Ψαλίδα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προσέφερε τις υπηρεσίες του στο έθνος
κοντά στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το 1824 θεράπευσε στο Μεσολόγγι τον Λόρδο Βύρωνα. Άλλωστε, οι γιατροί Χόλαντ
και Μόλινγκεν μαρτυρούν ότι ήταν εξαιρετικός επιστήμονας. Πέθανε στο Άργος, κατά τη διάρκεια των αιματηρών
συγκρούσεων με τα γαλλικά στρατεύματα (1828).
Βαγιές. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 43 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή του νησιού, ΝΔ της πόλης της
Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκανήσου. Μέχρι το 1971 ονομαζόταν Βάρη.
Βαγιονιά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 666 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού,
στις ανατολικές παρυφές της πεδιάδας της Μεσσάρας, στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, 58 χλμ. ΝΔ της πόλης του
Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας.
Βαγίστανα. Αρχαία πόλη της Μηδίας. Ήταν χτισμένη στους πρόποδες του όρους Βαγίστανο, πάνω στον δρόμο που συνέδεε τη
Βαβυλώνα με τα Εκβάτανα. Η ονομασία οφείλεται στην περσική λέξη βαγιαστάνα (= τόπος του Θεού) και σημαίνει ότι η
περιοχή ήταν άξια να κατοικείται από τους θεούς. Στη θέση της υπάρχει σήμερα χωριό που ονομάζεται Μπεγιστούν ή Ταβούζ-
Μποστάν (= περιβόλι των παγονιών).
βαγιώσιο (Γεωλ.). Η κατώτερη βαθμίδα της μέσης ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Χαρακτηρίζεται από διάφορα
απολιθώματα, κυρίως ωολιθικών ασβεστόλιθων, πινακιδίων κρινοειδών και κοραλλιών. Στην Ελλάδα, στρώματα της περιόδου
αυτής βρέθηκαν κυρίως στα Δ της χώρας (Λευκάδα, Ιθάκη, Κέρκυρα, Ήπειρος, Ακαρνανία) και περιείχαν αμμωνιτοφόρους
ασβεστόλιθους και κερατόλιθους με ποσειδωνίες αποτυπωμένες επάνω τους.
Βάγκα, Περίνο ντελ- (Perino del Vaga, 1500 – 1547). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πιέτρο Μπουονακόρσι,
το οποίο υιοθέτησε προς τιμήν ενός από τους δασκάλους του. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον άσημο
ζωγράφο Αντρέα ντε Τσέρι και στη συνέχεια μαθήτευσε στο εργαστήριο του Ροντόλφο Γκιρλαντάιο, όπου προκάλεσε το
ενδιαφέρον του ονομαστού εκείνη την εποχή ζωγράφου Βάγκα, ο οποίος τον έπεισε να εργαστεί μαζί του στην Τοσκανέλα στη
διακόσμηση διαφόρων μνημείων. Έπειτα ο Β. πήγε στη Ρώμη (εκεί άλλαξε το όνομά του), όπου κάτω από συνθήκες μεγάλης
ανέχειας επιδόθηκε στη σπουδή των αριστουργημάτων του Μιχαήλ Άγγελου. Η πρόσληψή του στη σχολή του ζωγράφου
Ραφαήλ τού έδωσε την ευκαιρία να επιδείξει το σπάνιο ταλέντο του στη ζωγραφική διακόσμηση των θόλων του Βατικανού.
Τότε φιλοτέχνησε, μαζί με τον ομότεχνό του Ιωάννη του Ούντινε, την Ιστορία του Ιωσία και του Δαβίδ σε σχέδια του Ραφαήλ,
καθώς επίσης τη Γέννηση, τη Βάπτιση και τον Μυστικό δείπνο.
Η περίοδος της συνεργασίας του με τον διάσημο δάσκαλό του υπήρξε σημαντική για την κατοπινή του σταδιοδρομία, όχι μόνο
γιατί η εμπειρία της μαθητείας του κοντά του συνετέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του
προσωπικότητας, αλλά και γιατί μπόρεσε να γίνει ευρύτατα γνωστός και να αναλάβει μια σειρά αξιόλογων παραγγελιών,
ανάμεσα στις οποίες ήταν και η διακόσμηση της αίθουσας των Βοργίων του Βατικανού. Φιλοτέχνησε επίσης με αραβουργήματα
και μυθολογικές σκηνές την έπαυλη του Λατίνου αρχιεπίσκοπου της Κύπρου Αλντομπραντίνι και το μέγαρο των Γερμανών
τραπεζιτών Φούγκερ και ασχολήθηκε με τη διακόσμηση πολλών εκκλησιών. Το 1541 εργάστηκε στον ναό της Αγίας Τριάδας
στη Ρώμη, στον οποίο σώζονται δύο από τις σημαντικότερες τοιχογραφίες του, Η ανάσταση του Λαζάρου και Η προβατική
κολυμβήθρα. Έξοχα δείγματα της τοιχογραφικής του δημιουργίας θεωρούνται επίσης οι συνθέσεις Η δημιουργία της Εύας και
Οι Ευαγγελιστές Μάρκος και Ιωάννης, που διακρίνονται από την παραστατική τους εκφραστικότητα και την τεχνική τους
εντέλεια. Ο τάφος του βρίσκεται στο Πάνθεο της Ρώμης.
Βαγκαρσαπάτ (Vargharsapat). Πόλη (56.338 κάτ. το 2001) της Αρμενίας, στην πεδιάδα του Αραράτ. Είναι βιομηχανική πόλη
με εργοστάσια οινοποιίας, κονσερβοποιίας, οικοδομικών και πλαστικών υλικών κ.ά. Ανάμεσα στα αξιοθέατά της
περιλαμβάνονται ο καθεδρικός ναός (303 μ.Χ.), με κωδωνοστάσιο του 17ου αι. και τοιχογραφίες (φρέσκα) του Αρμένιου
ζωγράφου του 17ου αι. Οβνατάν Ναγκάς, και οι ναοί Ριπσιμέ (618) και μια βασιλική με τρούλο (630). Έχει επίσης αξιόλογο
εθνογραφικό μουσείο, μουσείο του Αρμένιου ποιητή Ι.Μ. Ιοανισιάν και μουσείο του επίσης Αρμένιου μουσικοσυνθέτη Σ.
Κομιτάς. Είναι έδρα της αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. από τον βασιλιά Βαγκάρς Α’ (117-140 μ.Χ.), στον οποίο οφείλει την
ονομασία της. Στη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου η πόλη ονομαζόταν Ετσμιατζίν, αλλά μετά την ανεξαρτητοποίηση της
Αρμενίας, που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η πόλη έλαβε ξανά την ιστορική ονομασία της.
Βαγκ-Βέι (699 – 759 μ.Χ.). Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και μουσικός. Θεωρείται ιδρυτής της δυτικής κινεζικής
τοπιογραφίας και ο πρώτος που θεμελίωσε τη μονόχρωμη ζωγραφική με υλικό τη σινική μελάνη. Στα τοπία του απεικόνιζε με
πολλή τέχνη το νερό και την ομίχλη, γι’ αυτό και θεωρήθηκε μεγάλος δάσκαλος της ατμοσφαιρικής ζωγραφικής. Ασχολήθηκε
επίσης με την ποίηση και με την κριτική.
Βάγκνερ, Άντολφ (Adolf Wagner, 1774 – 1835). Γερμανός συγγραφέας. Ήταν θείος του μεγάλου συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ,
τον οποίο επηρέασε πολύ, κυρίως μέσω της μεγάλης βιβλιοθήκης του. Μετέφρασε τον Οιδίποδα του Σοφοκλή, διάφορα
μυθιστορήματα του Γουόλτερ Σκοτ και ιταλικές νουβέλες του 14ου και 15ου αι. Συνέγραψε επίσης βιογραφίες των Ζβίγγλιου,
Χούτεν, Έρασμου κ.ά. Δημοσίευσε τον τόμο Δύο εποχές της σύγχρονης ποίησης στον Δάντη, Βοκάκιο, Γκέτε, Σίλερ και Βίλαντ
(1806). Σημαντικό έργο του θεωρείται μια συλλογή έργων της ιταλικής ποίησης, με τίτλο Ιταλικός Παρνασσός (1827).
Βάγκνερ, Άντολφ Χάινριχ Γκότχιλφ (Adolf Heinrich Gotthilf Wagner, Έρλανγκεν 1835 – Βερολίνο 1917). Γερμανός
οικονομολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στην εμπορική σχολή της Βιέννης και στα πανεπιστήμια Ντόρπατ, Φράιμπουργκ
(Μπρισγκάου) και Βερολίνου (1870-1917). Πήρε μέρος στις δραστηριότητες του Χριστιανοσοσιαλιστικού Κόμματος και ήταν
μέλος στις Δίαιτες του 1882-85 και του 1910 της γερουσίας της Πρωσίας. Υπήρξε ο τύπος του συντηρητικού μεταρρυθμιστή,
ένας από τους εκπροσώπους του καθέδρας σοσιαλισμού. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη μελέτη της δημοσιονομίας.
Χειραφέτησε τη γερμανική δημοσιονομική σκέψη από τον διοικητικό της χαρακτήρα, τοποθετώντας τα φορολογικά φαινόμενα
σε κοινωνικοοικονομικά πλαίσια. Το τεράστιο έργο του Οικονομική Επιστήμη (1877-1901), με το οποίο εισήγαγε τη μελέτη της
δημοσιονομίας στο πλαίσιο της οικονομίας, άσκησε μεγάλη επίδραση για δεκαετίες τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό.
Βάγκνερ, Γιοχάνες Γιάκομπ (Johannes Jacob Wagner, 1775 – 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Υπήρξε προσωπικός φίλος του
Φρίντριχ Σέλινγκ, με τον οποίο συνεργάστηκε ως καθηγητής στο Βίρτσμπουργκ το 1803. Ο Β., ξεκινώντας από την υπόθεση ότι
η σκέψη έχει μαθηματικό χαρακτήρα, διατύπωσε τη φιλοσοφία του Σέλινγκ με μια μαθηματική έννοια.
Βάγκνερ, Ζίγκφριντ (Siegfried Wagner, Τρίμπσεν 1869 – Μπαϊρόιτ 1930). Γερμανός μουσικός. Ήταν γιος του μεγάλου
συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ και της Κόζιμα φον Μπίλοβ. Σπούδασε κοντά σε μεγάλους δασκάλους της μουσικής, όπως ο Φέλιξ
Μοτλ, ο Χανς Ρίχτερ και ο Γιούλιους Κνίζε. Χρημάτισε διευθυντής ορχήστρας και γενικός διευθυντής του βαγκνερικού θεάτρου
στο Μπαϊρόιτ, όπου πειραματίστηκε με νέους τρόπους σκηνικής παρουσίασης των έργων του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ανάμεσα στις
συνθέσεις του συγκαταλέγονται 12 λυρικά παραμύθια σε δικά του λιμπρέτα (1899-1923), το συμφωνικό ποίημα Ίμερος (1895),
το Κοντσέρτο για βιολί (1915) κ.ά.
Βάγκνερ, Κόζιμα (Kozima Wagner, Ελβετία 1837 – Μπαϊρόιτ, Γερμανία 1930). Ιδρυτής και διευθύντρια του βαγκνερικού
θεάτρου στο Μπαϊρόιτ. Κόρη του διάσημου συνθέτη Φραντς Λιστ και της κόμισσας Μαρί ντ’ Αγκού, υπήρξε δεύτερη σύζυγος
του συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ. Στο σαλόνι της μητέρας της γνωρίστηκε με κορυφαίους καλλιτέχνες και διανοούμενους της
εποχής της, όπως ήταν ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο κριτικός λογοτεχνίας Σαρλ Σεν-Μπεβ και ο συνθέτης Φρεντερίκ Σοπέν.
Σε ηλικία είκοσι ετών παντρεύτηκε τον μαθητή του πατέρα της Χανς φον Μπίλοβ, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Το 1864,
με αφορμή τις παραστάσεις του έργου του Ρίχαρντ Βάγκνερ Τριστάνος και Ιζόλδη στο Μόναχο (με διευθυντή τον φον Μπίλοβ)
γνωρίστηκε με τον Βάγκνερ και δημιούργησε μαζί του ερωτικό δεσμό που οδήγησε, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας τους,
σε γάμο (1870). Η Β. ήταν εξαιρετικά προικισμένη γυναίκα, με ισχυρότατη προσωπικότητα και σπάνια πνευματική ευαισθησία.
Για τον Βάγκνερ δεν υπήρξε μόνο η αφοσιωμένη σύντροφος της ζωής του, αλλά και η καλύτερη κριτικός του έργου του,
κυριότερος εμπνευστής και παραστάτης της δημιουργικής του προσπάθειας. Μετά τον θάνατό του, ανέλαβε τη διεύθυνση του
θεάτρου του Μπαϊρόιτ.
Βάγκνερ, Μαξ Λέοπολντ (Max Leopold Wagner, 1880 – 1962). Γερμανός γλωσσολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στα
πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Κοΐμπρα. Έγινε διάσημος για τις σπουδές του στη ρομανική γλωσσολογία, ιδιαίτερα στις
νεολατινικές διαλέκτους της Σαρδηνίας, για τις οποίες άφησε τις εξαιρετικές εργασίες Ιστορική φωνητική της σαρδηνικής
(1941), Σαρδηνική γλώσσα: Ιστορία, πνεύμα και μορφή (1951), Ετυμολογικό λεξικό της σαρδηνικής (1960-62).
Βάγκνερ, Μάρτιν (Martin Wagner, 1777 – 1858). Γερμανός ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, αρχαιολόγος και συλλέκτης. Ήταν
γιος του γλύπτη Πέτερ Βάγκνερ και διετέλεσε καλλιτεχνικός σύμβουλος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Βίτελσμπαχ Α’,
για λογαριασμό του οποίου μετέφερε από την Ελλάδα (1812) διάφορες αρχαιότητες, μεταξύ των οποίων τα αετώματα του ναού
της Αφαίας στην Αίγινα, που βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Μονάχου.
Βάγκνερ, Μόριτς (Moritz Wagner, Μπαϊρόιτ 1813 – Μόναχο 1887). Γερμανός εθνολόγος, εξερευνητής και φυσιοδίφης. Έκανε
πολλά επιστημονικά ταξίδια στη βόρεια Αφρική, στον Καύκασο, στην Αρμενία, στο Κουρδιστάν, στο Ιράν, στον Καναδά, στον
Παναμά, στην Κεντρική και Νότια Αμερική και στα νησιά της Καραϊβικής (Αντίλλες). Τις εμπειρίες και τις παρατηρήσεις από
τα ταξίδια αυτά, τις κατέγραψε σε διάφορα έργα του. Ο Β. μελέτησε συστηματικά τη θεωρία του Δαρβίνου και διατύπωσε στη
συνέχεια τη θεωρία των μεταναστεύσεων, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη των ειδών προκύπτει από τη γεωγραφική
απομόνωση η οποία οφείλεται στη μετανάστευση ή στην αναπαραγωγική απομόνωση. Με την επιστροφή του στη Γερμανία, το
1860, έγινε καθηγητής γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και διευθυντής του Εθνογραφικού Μουσείου. Ο αδελφός
του Ρούντολφ ήταν επίσης φυσιολόγος.
Βάγκνερ, Ότο (Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Διετέλεσε δάσκαλος της
σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του λεγόμενου νέου ρυθμού (γαλλ. Art Nouveau,
γερμ. Jugendstil) Γιόζεφ Χόφμαν, Γιόζεφ Μαρία Όλμπριχ, Κόλομαν Μόζερ. Το έργο του και, κυρίως, το σύγγραμμά του
Σύγχρονη Αρχιτεκτονική (Modern Architektur, 1893), ξεπέρασε τα όρια της Αυστρίας και παρακίνησε πολλούς αρχιτέκτονες να
εγκαταλείψουν τις άγονες απομιμήσεις παλαιοτέρων ρυθμών.
Ο Β. διαπαιδαγωγήθηκε με την παράδοση του τοπικού συντηρητικού μπαρόκ (Λουτρά Αρτέμιδος, Βιέννη), έπειτα στράφηκε
προς την τοσκανική Αναγέννηση (Λέντερμπακ, Βιέννη), για να καταλήξει στον μεταβατικό νέο ρυθμό. Στο παρεκκλήσιο του
κοιμητηρίου της Βιέννης, έργο του 1894, χρησιμοποιούσε ακόμη πολλά νεοκλασικά στοιχεία, όπως έξι δωρικούς κίονες και
θολωτή στέγη από σφυρήλατο σίδερο με φυτικά σχέδια. Τον ίδιο χρόνο ολοκλήρωσε μια μελέτη του υπόγειου περιφερειακού
σιδηροδρόμου της Βιέννης και αργότερα έχτισε τα γραφεία και τους σταθμούς του (Σταθμός της Κάρλπλατς, 1897), όπου για
πρώτη φορά υποδιαίρεσε τους τοίχους σε χωρίσματα πλαισιωμένα με μέταλλο και διακοσμημένα με φυτικά μοτίβα, όπως αυτά
που είχε χρησιμοποιήσει λίγα χρόνια πριν ο Εκτόρ Γκιμάρ στο Παρίσι. Έχοντας κύριο στόχο να υποτάξει τη μορφή στην
αυστηρή λιτότητα των οικοδομικών υλικών (τάση που τον ανέδειξε σε πρωτοπόρο της νέας αρχιτεκτονικής), κατασκεύασε
συμπαγείς κυβικούς όγκους με εντελώς ευθείες επιφάνειες και περιορισμένες γεωμετρικές διακοσμήσεις. Χαρακτηριστικά έργα
του της εποχής αυτής ήταν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο της Βιέννης (1905), όπου στην τέλεια διάταξη των ορόφων αντιστοιχεί
η θαυμάσια κεντρική αίθουσα με τα γυμνά υποστυλώματα που χάνονται μέσα στον φωτεινό θόλο, κατασκευασμένο ολόκληρο
από σίδερο και γυαλί, και η Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Βιέννης (1910), στην οποία συνδυάζονται διαλεκτικά τα δύο κύρια
συστατικά στοιχεία του προσωπικού του ύφους, η αυστηρή οργανικότητα της κατασκευής και η χρωματική ευαισθησία των
εξωτερικών διακοσμήσεων (που καθόρισε και την προσχώρηση του Β. στο κίνημα της βιεννέζικης σετσεσιόν). Το αίτημα της
οργανικότητας άνοιξε τον δρόμο στην αρχιτεκτονική του Άντολφ Λόος και η χρωματική ανάδειξη των εξωτερικών επιφανειών
βρήκε συνέχεια στην αρχιτεκτονική του Όλμπριχ.
Βάγκνερ, Πέτερ (Peter Wagner, 1730 – 1809). Γερμανός γλύπτης. Εργάστηκε στο Βίρτσμπουργκ και στην Κάτω Φραγκονία,
όπου αναδείχθηκε τελευταίος εκπρόσωπος του ύστερου μπαρόκ. Από το 1770 έτεινε προς τον κλασικισμό. Από τα έργα του
ξεχωρίζει η διακόσμηση του δημαρχείου του Βίρτσμπουργκ.
Βάγκνερ, Πέτερ Γιόζεφ (Peter Joseph Wagner, 1865 – 1931). Γερμανός μουσικολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του
Στρασβούργου και παρακολούθησε στο Βερολίνο τις παραδόσεις του Φ. Σπίτα και του Χ. Μπέλερμαν, ο οποίος τον μύησε στην
πολυφωνία. Αποδέχθηκε θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της Ελβετίας και ίδρυσε τη Γρηγοριανή Ακαδημία,
γνωστή για την περίφημη έκδοση των Μουσικολογικών τετραδίων. Πρωτοστάτησε στο κίνημα των καικιλιανών, που απέβλεπε
στην επαναφορά της ακαπέλα μουσικής του Παλεστρίνα στη λειτουργία (ιταλ. a cappella, δηλαδή χορωδία χωρίς οργανική
συνοδεία). Ο Β. συνέθεσε επίσης και εκκλησιαστικά μοτέτα για ανδρική και μεικτή χορωδία.
Βάγκνερ, Ρίχαρντ (Wilhelm Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός μουσικοσυνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη
έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες, που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά
ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή ευφυΐα και με ελεύθερο πνεύμα, απέκτησε κάποια φήμη με μια τραγωδία του,
στην οποία πεθαίνουν 42 πρόσωπα. Αργότερα άρχισε να ασχολείται με τη μουσική και το 1833 κατάφερε να εκτελεστεί μια
Συμφωνία του και πιο ύστερα να διοριστεί διευθυντής της χορωδίας στο Βίρτσμπουργκ. Κλίνοντας ολοένα και περισσότερο
προς τη μουσική, έγραψε τα δύο πρώτα λυρικά του μελοδράματα, Οι Νεράιδες (Die Feen, που παρουσιάστηκε στο κοινό μόλις
το 1888) και Η απαγόρευση του Έρωτα (Das Liebesverbot, 1836). Το 1837 διορίστηκε διευθυντής χορωδίας στο Κένιξμπεργκ
και έπειτα στη Ρίγα και ταυτόχρονα αφοσιώθηκε στο πρώτο του αξιόλογο μελόδραμα, Ριέντσι, ο τελευταίος των Ρωμαίων
δημάρχων (Rienzi), το οποίο μάταια προσπάθησε να παρουσιαστεί στο Παρίσι, όπου είχε εγκατασταθεί το 1839 με τη γυναίκα
του, την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ. Αργότερα, ασχολήθηκε εναλλάξ με τη μελέτη της γερμανικής λογοτεχνίας και τη σύνθεση του
λιμπρέτου και της μουσικής του μελοδράματος Ο ιπτάμενος Ολλανδός (Der Fliegende Hollander) που αποκάλυψε σε όλο της το
μεγαλείο την πρωτοτυπία της μουσικής ιδιοφυΐας του. Επιστρέφοντας στη Δρέσδη, είχε μια λαμπρή επιτυχία με το Ριέντσι
(1842) και ταυτόχρονα διορίστηκε διευθυντής της χορωδίας στην Όπερα της Δρέσδης. Αντίθετα, απέτυχε η παράσταση του
Ιπτάμενου Ολλανδού το 1843, όπως και του νέου του μελοδράματος Ταγχόιζερ (Tannhαuser, 1845). Όταν άρχισε να συνθέτει το
έργο Λόενγκριν (Lohengrin, 1849), αναμείχθηκε στα φιλελεύθερα κινήματα της εποχής και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη
Δρέσδη και να καταφύγει στη Βαϊμάρη, όπου είχε την προστασία του Φραντς Λιστ. Εκεί παρουσίασε το μελόδραμα Λόενγκριν,
του οποίου η επιτυχία επίσης δεν διήρκεσε πολύ. Εγκαταστάθηκε για ένα χρονικό διάστημα στη Ζυρίχη όπου έγραψε
θεωρητικές και αισθητικές μελέτες, ανάμεσα στις οποίες το δοκίμιο Η τέχνη και η επανάσταση (1849) και οι δύο τόμοι του
έργου Όπερα και δράμα (1851). Στην ίδια περίοδο έδωσε συγκεκριμένη μορφή στο ποιητικό κείμενο που από καιρό επιθυμούσε
να γράψει (το τελείωσε το 1853) του μελοδραματικού κύκλου Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (Der Ring des Nibelungen) το
οποίο περιλαμβάνει τα τέσσερα μελοδράματα που αποτελούν τη λεγόμενη τετραλογία: Ο χρυσός του Ρήνου (Das Rheingold), Η
Βαλκυρία (Die Walkυre), Ζίγκφριντ (Siegfried) και Το λυκόφως των θεών (Die Gοtter Dαmmerung).
Με την πυρετώδη δημιουργική περίοδο του συνθέτη συνδέεται μια θυελλώδης εποχή της προσωπικής του ζωής, στην οποία ο Β.
έμοιαζε να πραγματοποιεί τα ιδανικά που συχνά σκιαγραφεί στη μουσική του παραγωγή. Εγκατέλειψε τη Μίνα Πλάνερ και
συνδέθηκε ερωτικά πρώτα με τη Ζεσί Λοσό, σύζυγο ενός Γάλλου αμπελουργού, και έπειτα με τη Ματίλντε Βέζεντονκ, σύζυγο
ενός πλούσιου επιχειρηματία. Αυτός ο τελευταίος αισθηματικός δεσμός διακόπηκε από τη νόμιμη σύζυγο του Β. το 1858. Η
Ματίλντε τού ενέπνευσε το μεγαλύτερο ερωτικό ποίημα που εκφράστηκε ποτέ σε μουσική, το μελόδραμα Τριστάνος και Ιζόλδη
(Tristan und Isolde). Το 1859, ύστερα από παραμονή του στη Βενετία και στη Λουκέρνη, ο Β. επέστρεψε στο Παρίσι όπου, δύο
χρόνια αργότερα, παρουσιάστηκε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία ο Ταγχόιζερ. Όταν δόθηκε πολιτική αμνηστία, γύρισε στη Γερμανία
(πρώτα στην Καρλσρούη και αργότερα στη Βιέννη) όπου, ύστερα από πολλές δοκιμές, η παρτιτούρα του Τριστάνου δεν
θεωρήθηκε εκτελέσιμη. Το 1863 δημοσίευσε το ποιητικό κείμενο του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν, χωρίς ακόμη να έχει
βρει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες του.
Μόνο ύστερα από τα πενήντα του χρόνια ο Β. γνώρισε μια αποφασιστική στροφή στη ζωή του και στην καλλιτεχνική του
πορεία. Χάρη στη γενναιόδωρη προστασία του Λουδοβίκου Βίτελσμπαχ Β’ της Βαυαρίας (1845-86), έγινε δυνατή η
πραγματοποίηση του καλλιτεχνικού προγράμματός του. Έτσι, απαλλαγμένος από τις καθημερινές έγνοιες, ο Β. αποτραβήχτηκε
στο Τρίμπσεν, στα περίχωρα της Λουκέρνης, συμπλήρωσε τον Τριστάνο και έγραψε τους Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης
(Die Meistersinger von Nυrnberg), έργο που προωτοπαρουσιάστηκε το 1868. Το 1865 παρουσιάστηκε στο Μόναχο το
μελόδραμα Τριστάνος και Ιζόλδη με διευθυντή τον διάσημο Χανς φον Μπίλοβ και ακολούθησαν με επιτυχία άλλες παραστάσεις
μελοδραμάτων του. Το 1886 πέθανε η Μίνα Πλάνερ και το 1870 ο Β. παντρεύτηκε (ύστερα από αρκετά χρόνια συμβίωσης) την
πρώην σύζυγο του Μπίλοβ, Κόζιμα, κόρη του Φραντς Λιστ. Αυτή προώθησε το σχέδιο ίδρυσης ενός θεάτρου αποκλειστικά
βαγκνερικού (βλ. λ. Βάγκνερ, Κόζιμα). Ο θεμέλιος λίθος του θεάτρου τέθηκε το 1872 στην πόλη Μπαϊρόιτ και το θέατρο
εγκαινιάστηκε το 1876 με την παρουσίαση ολόκληρης της τετραλογίας Νιμπελούνγκεν (από τις 13 έως τις 17 Αυγούστου). Ο
Χρυσός του Ρήνου και η Βαλκυρία είχαν αντίστοιχα την πρώτη τους εκτέλεση το 1869 και το 1870, στο Μόναχο. Το γεγονός
είχε ευρεία απήχηση, αλλά τέτοια οικονομική αποτυχία, που το θέατρο αναγκάστηκε να κλείσει τον ίδιο χρόνο (1876) και
επαναλειτούργησε το 1882 με την παράσταση του τελευταίου μελοδράματος του Β., με τίτλο Πάρσιφαλ (Parsifal).
Η κριτική, αν εξαιρέσει κανείς τη δυσμενή στάση κατά τη ναζιστική περίοδο, απέδωσε γενικά στα βαγκνερικά μελοδράματα την
πατρότητα των νέων μουσικών πειραματισμών της Ευρώπης. Η νέα χρωματική αντήχηση ακόμη και παραδοσιακών οργάνων, η
νέα αρμονική πλοκή, η αποφυγή των παραδοσιακών μελοδραματικών μορφών και τύπων, η προέκταση του ανθρώπινου
πολιτισμού στις διαστάσεις του μύθου (τυπικά ρομαντική αντιμετώπιση), η επίτευξη της ενότητας των τεχνών από μία και μόνο
δημιουργική φαντασία, η αδιάκοπη ροή του ηχητικού κύματος, που προωθείται και πλαισιώνεται από το λάιτ μοτίφ (που ο Β.
ονόμασε βασικό θέμα) είναι τα στοιχεία που απαρτίζουν μια τέχνη που αναπτύχθηκε σχεδόν πάντα στο επίπεδο του
αριστουργήματος και η οποία είχε για φιλοδοξία της τον αδιάκοπο πλουτισμό της μουσικής γλώσσας.
Πολλά δημοσιεύματά του, ανάμεσα στα οποία η αυτοβιογραφία του και μία μελέτη για τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, όπως
επίσης σκόρπιες σελίδες συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου, καθώς και η πλούσια δράση στη διεύθυνση ορχήστρας,
συμπληρώνουν τη μορφή μίας από τις κορυφαίες μεγαλοφυΐες στην ιστορία της μουσικής.
Βάγκνερ, Χάινριχ Λέοπολντ (Heinrich Leopold Wagner, Στρασβούργο 1747 – Φρανκφούρτη 1779). Γερμανός συγγραφέας
και δραματουργός. Ήταν φίλος του Γκέτε κατά τη νεανική ηλικία του, αλλά αργότερα έγινε μιμητής του και αντίπαλός του.
Τυπικός εκπρόσωπος του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και ορμή), απεικονίζει με σκληρούς τόνους στα δράματά του τις
κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής του. Από τα έργα του ιδιαίτερα γνωστό έγινε το δράμα Η παιδοκτόνος (1776), με θέμα την
ατιμασμένη και παρατημένη γυναίκα. Μετέφρασε στα γερμανικά έργα των Μοντεσκιέ, Μερσιέ και Σαίξπηρ.
Βάγκνερ, Χέρμαν (Herman Wagner, 1840 – 1929). Γερμανός γεωγράφος. Διηύθυνε τα Γεωγραφικά Χρονικά του
Γεωγραφικού Ινστιτούτου Πέρτες της Γκότα. Έδινε μεγάλη σημασία στη χαρτογραφική αναπαράσταση και επιμελήθηκε την
προετοιμασία ενός εξαιρετικά μεθοδικού και λεπτομερειακού άτλαντα. Έγραψε μια πραγματεία γενικής γεωγραφίας, ενώ
αξιόλογα είναι και τα κείμενά του σχετικά με την ιστορία της γεωγραφίας, που έχουν πολύπλευρο ενδιαφέρον.
Βάγκνερ φον Γιάουρεγκ, Γιούλιους (Julius Wagner von Jauregg, 1857 – 1940). Αυστριακός νευρολόγος και ψυχίατρος.
Διετέλεσε μέλος της ψυχιατρικής ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου της Βιέννης (1883-89) και καθηγητής στο
πανεπιστήμιο του Γκρατς (1893-1928). Μελέτησε τις παραλυτικές μορφές παραφροσύνης, την ψύχωση, το μυξοίδημα και τον
κρετινισμό. Έγινε γνωστός για την επινόηση της θεραπείας της προϊούσας παράλυσης, με τη μόλυνση του ασθενή με παράσιτα
της ελονοσίας. Για την επιτυχία του αυτή τιμήθηκε με το πρώτο Νόμπελ ιατρικής (1927).
Βάγκραμ, μάχη (Wagram). Μάχη που έγινε στα περίχωρα της αυστριακής κωμόπολης Βάγκραμ, 16 χλμ. ΒΑ της Βιέννης, στις
5 και 6 Ιουλίου 1809, μεταξύ του γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα (180.000 άντρες και 4.220 πυροβόλα) και του αυστριακού
στρατού υπό τη διοίκηση του αρχιδούκα Καρόλου (150.000 άντρες και 1.400 πυροβόλα).
Στις 5 Ιουλίου οι Γάλλοι πέρασαν τον Δούναβη, χωρίς όμως να κατορθώσουν να επιτύχουν τους προκαθορισμένους
αντικειμενικούς σκοπούς. Η μάχη επαναλήφθηκε την επομένη και οι Αυστριακοί κατόρθωσαν να προελάσουν στη δεξιά τους
πτέρυγα, τους σταμάτησαν όμως τα γαλλικά τμήματα που ο Ναπολέων είχε αποσύρει από το κέντρο της παράταξής του. Για να
κλείσει το κενό που δημιουργήθηκε στη γραμμή του γαλλικού μετώπου, ο Ναπολέων μετέφερε στην πρώτη γραμμή μια
πυροβολαρχία με εκατό κανόνια. Τα πυρά των τελευταίων και οι επανειλημμένες επελάσεις του ιππικού καθήλωσαν τους
Αυστριακούς, οι οποίοι στη συνέχεια υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν από μια ισχυρή έφοδο των σωμάτων στρατού του
πρίγκιπα Ευγενίου και του Μακντόναλντ, πλαισιωμένων από δύο μεραρχίες ιππικού.
Οι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν μεγάλες. Οι Αυστριακοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ανακωχή και το τελικό
αποτέλεσμα ήταν η συνθήκη του Σένμπρουν (Οκτώβριος 1809), με την οποία έληξε ο πόλεμος Αυστρίας-Γαλλίας για τον έλεγχο
της Γερμανίας.
βαγνερίτης (Ορυκτ.). Φθοριούχο φωσφορικό άλας του μαγνησίου και του σιδήρου με χημικό τύπο (Mg,Fe)2(PO4)F. Σχηματίζει
κρυστάλλους στο μονοκλινές σύστημα. Είναι διαφανές ορυκτό, με έντονη στιλπνότητα και διάφορα χρώματα, όπως κίτρινο,
κόκκινο, λευκό, γκρι, ροζ, πράσινο ή πορτοκαλί. Έχει σκληρότητα 5-5,5 βαθμούς στη σκληρομετρική κλίμακα (MOS) και ειδικό
βάρος 3,15. Ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στην περιοχή των Αυστριακών Άλπεων.
βαγξία (Βοτ). Βλ. λ. μπανκσία.
βάγος (Bagus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν σε πολλές χώρες του Βόρειου
ημισφαιρίου. Το σώμα τους είναι μικρό και καμπύλο στη ράχη. Τα έλυτρα είναι συνενωμένα, ενώ τα πίσω φτερά είναι ατροφικά.
Είναι αποκλειστικά φυτοφάγα και τρέφονται με φρούτα, σπόρους και φύλλα διάφορων φυτών. Συνήθως τριγυρίζουν στα έλη
που βρίσκονται κοντά στους ποταμούς και στις λίμνες.
Βαγρατιόν, Πιοτρ Ιβάνοβιτς. Ρώσος στρατιωτικός, αρμενικής καταγωγής. Βλ. λ. Μπαγκρατιόν, Πιοτρ Ιβάνοβιτς.
βάγρος (Bagrus). Γένος ιχθύων της οικογένειας των σιλουριδών. Ζουν σε κοπάδια, κυρίως στα γλυκά νερά των ποταμών της
Αφρικής, αλλά έχουν προσαρμοστεί και μπορούν να αντέξουν στα ζεστά και αλμυρά νερά των θαλάσσιων ακτών.
Το είδος Bagrus meridionalis είναι ένα από τα μεγαλύτερα σαρκοφάγα ψάρια της λίμνης Μαλάουι (Νιάσα), το οποίο αναζητά
την τροφή του κυρίως στη διάρκεια της νύχτας. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο τοποθετεί τα αβγά του μέσα σε φωλιές, τις
οποίες προστατεύει από τους θηρευτές. Μετά την εκκόλαψη οι γονείς εξακολουθούν να φροντίζουν τα νέα άτομα για ορισμένο
χρονικό διάστημα. Άλλο γνωστό είδος είναι ο Bagrus bayad, που φτάνει σε μήκος το 1,5 μ. και ζει στον ποταμό Νείλο. Έχει ένα
ραχιαίο πτερύγιο και ένα στηθαίο στο ύψος του λαιμού, καθώς επίσης έξι μουστάκια, τέσσερα στην κάτω σιαγόνα και δύο στην
πάνω.
βάγχος (Bαnchus). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των ιχνευμονιδών, τα οποία συναντώνται στην Ευρώπη. Είναι
πολύ μικρά έντομα, μεγέθους λίγων χιλιοστών, τα οποία τριγυρίζουν επάνω στα λουλούδια, απ’ όπου και τρέφονται. Οι
προνύμφες τους παρασιτούν επάνω σε άλλα έντομα, κυρίως λεπιδόπτερα, και τρέφονται από τους ιστούς του ξενιστή τους,
προκαλώντας έτσι τον θάνατό του. Η ανατομία του εσωτερικού μέρους του σώματος των εντόμων αυτών (αλλά και γενικότερα
όλων των ιχνευμονιδών) διαφέρει από την ανατομία των άλλων εντόμων σε πολλά σημεία. Βλ. λ. ιχνευμονίδες.
Βαγώας. Εξελληνισμένος τύπος του περσικού Μπαγκάδα (= ευνούχος), που υπήρξε προσωνύμιο πολλών αυλικών της αρχαίας
περσικής ιστορίας.
1. Αιγύπτιος χιλίαρχος του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Γ’ του επιλεγόμενου Ώχου (4ος αι. π.Χ.). Ο Β., που συνέβαλε στην
κατάληψη της πατρίδας του από τους Πέρσες, αν και ανήκε στους έμπιστους του Πέρση βασιλιά, υφάρπαξε τους θησαυρούς του
και με τη βοήθεια του βασιλικού ιατρού τον δηλητηρίασε, το 339 π.Χ., και έσφαξε τους γιους του, εκτός από δύο: τον
Βαγισθένη, που σώθηκε φεύγοντας, και τον Αρσή, που αναρριχήθηκε στον θρόνο. Τον δολοφόνησε όμως κι αυτόν για να
ανακηρύξει βασιλιά τον ανιψιό τού Αρταξέρξη, εγγονό του Δαρείου Β’, Δαρείο τον Γ’ τον Κοδομανό. Επιχείρησε να
δηλητηριάσει και αυτόν, αλλά ο Δαρείος πρόφτασε και υποχρέωσε τον αυλικό να πιει ο ίδιος το δηλητήριο. Το πολυτελέστατο
μέγαρό του στα Σούσα το χάρισε ο Μέγας Αλέξανδρος στον Παρμενίωνα.
2. Δούλος του Δαρείου του Κοδομανού (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Διορίστηκε τριήραρχος από τον Μέγα Αλέξανδρο, το 326 π.Χ. Ο
Αλέξανδρος τον συμπάθησε λόγω της εξαιρετικής καλλονής του, τον έκανε αυλικό και παρακοιμώμενό του και κατηγορήθηκε
πως τον φιλούσε δημόσια.
3. Στρατηγός του βασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράθη (β’ μισό 2ου – α’ μισό 1ου αι. π.Χ.). Βοήθησε τον Αριαράθη να
επανακτήσει τον θρόνο του, το 92 π.Χ., αφού επωφελήθηκε από τον Μιθριδατικό πόλεμο για να εξορίσει τον Αριοβαρζάνη Α’
τον Φιλορωμαίο.
βαδελεΐτης (Ορυκτ.). Βλ. λ. μπαντελεγίτης.
Βαδενία (Αστρον.). Βλ. λ. Μπαντένια.
Βάδη. Εξελληνισμένη ονομασία της γερμανικής περιοχής Μπάντεν. Βλ. λ. Μπάντεν-Βυρτεμβέργη.
βάδην. Αθλητικό αγώνισμα που συγκαταλέγεται στα αγωνίσματα στίβου. Βλ. λ. αθλητισμός (Τα αγωνίσματα στίβου).
Βάδιμος. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και ήταν αρχιμανδρίτης. Μαρτύρησε με
αποκεφαλισμό στα χρόνια του βασιλιά Σαπούρ Β’ (325-379). Η μνήμη του τιμάται στις 9 Απριλίου.
βάδιο (Ορυκτ.). Μείγμα υπεροξειδίου του μαγγανίου (MnO2), υποξειδίου του μαγγανίου (MnO) και κρυσταλλικού νερού.
Εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές, από τις οποίες κυριότερες μορφές είναι ο ασβολάνης και ο λαμπαδίτης. Το χρώμα του
ποικίλλει από καστανό έως ερυθρωπό, σκούρο με κυανές αποχρώσεις ή και μαύρο. Η σκληρότητά του κυμαίνεται μεταξύ 1-3
βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας των ορυκτών (MOS). Σχηματίζεται από αποσάθρωση μαγγανιούχων πυριτικών και
σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων, τα οποία πολλές φορές βρίσκονται με προσμείξεις οξειδίου καλίου, οξειδίου σιδήρου,
οξειδίου βαρίου, οξειδίου ασβεστίου και διοξειδίου πυριτίου. Παραγωγή και εκμετάλλευσή του γίνεται στη Γαλλία, στη
Γερμανία, αλλά και στην Ελλάδα (στη Μήλο, στην Αντίπαρο, στο Λαύριο).
βαδιστικά (Ζωολ.). Κοινή ονομασία των δεκάποδων καρκινοειδών, που οφείλεται στη διαμόρφωση των ποδιών τους, που
επίσης ονομάζονται β. και τους επιτρέπουν τη βάδιση. Βλ. λ. δεκάποδα.
Βαδίστρα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 112 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού,
στη δυτική πλευρά των προεκτάσεων του όρους Τόμαρος, στην πρώην επαρχία Δωδώνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Δερβιζιάνων.
Βαδουίλας. Γότθος ηγεμόνας. Βλ. λ. Τουτίλας.
βάζα (Ζωολ.). Κοινή ονομασία ιερακόμορφων πτηνών του γένους Aviceda της οικογένειας των ακιπιτριδών. Ζουν σε διάφορες
περιοχές της Αφρικής (Τανζανία, Μαδαγασκάρη) και της Ασίας (Ινδία, Ινδονησία, Σρι Λάνκα). Το μέγεθός τους είναι όσο
περίπου και ενός περιστεριού. Έχουν γαμψό ράμφος και φέρουν χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι. Τρέφονται με έντομα και με
μικρά ερπετά και θηλαστικά. Σημαντικότερα είναι τα είδη Aviceda cuculoides (κοινώς αφρικανική β.), Aviceda jerdoni
(ασιατική β.), Aviceda madascariensis (β. της Μαδαγασκάρης), Aviceda subcristata (λοφιοφόρος β.) και Aviceda leuphotes
(μαύρη β.).
Βάζα (σουηδ. Vasa, πολων. Waza). Σουηδική οικογένεια και βασιλική δυναστεία της Σουηδίας (1523-1654) και της Πολωνίας
(1587-1668). Η οικογένεια βρέθηκε στο προσκήνιο τον 14o αι. με τον Νιλς Κέτλσον και τάχτηκε τον επόμενο αιώνα με το μέρος
του αριστοκρατικού κόμματος που ήταν κατά της κυριαρχίας των Δανών.
Ιδρυτής και κορυφαία προσωπικότητα της δυναστείας ήταν ο Γουσταύος Α’ (1523-60), ο οποίος διεξήγαγε νικηφόρο πόλεμο
εναντίον των Δανών, καθιέρωσε τον λουθηρανισμό στη χώρα και καθιέρωσε με διάταγμα την κληρονομικότητα του βασιλικού
τίτλου για την οικογένειά του. Τον διαδέχτηκαν ο γιος του Έρικ ΙΔ’ (1560-68) τον οποίο εκθρόνισαν οι αδελφοί του και τον
δηλητηρίασαν το 1577· ο Ιωάννης Γ’ (1568-92), αδελφός του προηγούμενου, ο οποίος έγινε καθολικός υπό την επίδραση της
συζύγου του Αικατερίνης Γιάγκελον· ο Κάρολος Θ’ ο Μέγας (1604-11), αδελφός του Ιωάννη, ο οποίος σφετερίστηκε τον θρόνο
από τον ανιψιό του Σιγισμούνδο (1592-1604), βασιλιά της Πολωνίας, και ανακήρυξε τον λουθηρανισμό ως μόνη επίσημη
θρησκεία του κράτους· ο Γουσταύος Β’ Αδόλφος (1611-32), γιος του Καρόλου Θ’, που σημείωσε αρκετές νίκες στον
Τριακονταετή πόλεμο και σκοτώθηκε στη μάχη του Λίτσεν. Η Χριστίνα (1632-54), κόρη του προηγούμενου, υπήρξε η τελευταία
της δυναστείας· αφού ασπάστηκε το καθολικό δόγμα, παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του εξαδέλφου της, Καρόλου Γ’ του
Τσβάιμπρικεν.
Ο Σιγισμούνδος, γιος του Ιωάννη Γ’, εξελέγη το 1587 βασιλιάς της Πολωνίας, αρχίζοντας τον κλάδο των Β. της Πολωνίας, τον
οποίο συνέχισαν οι γιοι του, Λαδίσλαος Δ’ (1632-48), ο οποίος υπήρξε και κατ’ όνομα τσάρος της Ρωσίας, και Ιωάννης Καζιμίρ,
ο οποίος παραιτήθηκε από τον θρόνο το 1668 και πέθανε έπειτα από τέσσερα χρόνια.
Βάζα (Vasa). Σουηδική ονομασία της φιλανδικής πόλης Βάαζα. Βλ. λ. Βάαζα.
Βαζάντσιο, Τζοβάνι (Giovanni Vasanzio, Ουτρέχτη 1550; – Ρώμη 1621). Εξιταλισμένος τύπος του ονόματος του Ολλανδού
αρχιτέκτονα Γιαν Βαν Σάντεν. Επιπλοποιός στην αρχή της σταδιοδρομίας του, έγινε πασίγνωστος για τα περίφημα μικρά
γραφεία του, με τις ένθετες διακοσμήσεις από ελεφαντόδοντο ή όστρακο. Στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε από το 1610 και μετά,
άρχισε να επιδίδεται στην αρχιτεκτονική και με την καθοδήγηση του Φλαμίνιο Πόντσιο ανέλαβε, μεταξύ άλλων, την ανέγερση
της εκκλησίας του Αγίου Σεβαστιανού Εκτός των Τειχών. Αργότερα διαδέχτηκε τον Πόντσιο στη θέση του αρχιτέκτονα του
Βατικανού. Σε αυτόν οφείλεται η αποπεράτωση του μεγάρου Ροσπιλιόζι-Παλαβιτσίνι στον Κυρηνάλιο λόφο και της έπαυλης
Μοντραγκόνε, κοντά στο Φρασκάτι, στην οποία προσέθεσε τη στοά, το κτίριο της δεξαμενής με το νυμφαίο και τον μνημειακό
εξώστη (1613). Τα πιο γνωστά έργα του είναι το περίπτερο της έπαυλης Μποργκέζε (1610-14) με τις χαρακτηριστικές
διακοσμητικές γυψώσεις στην πρόσοψη, καθώς και οι πολυάριθμες κρήνες του, όπως η Κρήνη του Αετού (1614) στους κήπους
του Βατικανού και οι κρήνες της αυλής του Μπελβεντέρε, της πλατείας Σκοσακαβάλι και της έπαυλης Μοντραγκόνε.
Βαζαρελί, Βικτόρ (Victor Vasarely, Πεξ, Ουγγαρία 1906 – Παρίσι 1997). Γάλλος ζωγράφος, ουγγρικής καταγωγής. Θεωρείται
ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της οπ αρτ. Η αντίληψή του για την τέχνη συνοψιζόταν στην κλασική του ρήση «τέχνη για
όλους».
Σπούδασε στην Ακαδημία Μίχελι της Βουδαπέστης, την περίοδο 1927-29. Το 1930 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και εργάστηκε
ως γραφίστας σε διαφημιστικά γραφεία. Μετά τον πόλεμο, άρχισε να πειραματίζεται με την κονστρουκτιβιστική και γεωμετρική
αφηρημένη τέχνη. Στη συνέχεια, εισήγαγε νέα υλικά στις εικαστικές τέχνες, όπως το αλουμίνιο και το γυαλί, και δημιούργησε
πρωτότυπες αρχιτεκτονικές συνθέσεις. Μετά το 1952 συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής σε όλο τον κόσμο και
τιμήθηκε με αρκετά βραβεία, σημαντικότερο από τα οποία ήταν το διεθνές βραβείο Γκούνγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη. Την
περίοδο 1966-69, ανάμεσα στις υπόλοιπες δραστηριότητές του, σκηνοθέτησε και δύο ταινίες, με τίτλους Les Multiples και
Procinetisme.
Στη δεκαετία του 1970 εγκαινιάστηκε το μουσείο που φέρει το όνομά του στη Βοκλίζ της Γαλλίας, ενώ την ίδια εποχή εξέδωσε
το βιβλίο του Plasti-cite. Το 1976 δημιουργήθηκε το Ίδρυμα Β. στην πόλη Εξ-αν-Προβάνς και το 1978 εγκαινιάστηκε μουσείο
Β. και στη γενέτειρά του, το Πεξ. Το γαλλοσοβιετικό πλήρωμα κοσμοναυτών του Σογιούζ 7 πήρε μαζί του στο Διάστημα 154
εκτυπώσεις του Β., τις οποίες είχε δημιουργήσει για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Μέσα από τους πειραματισμούς του με την κίνηση, κατόρθωσε να μεταμορφώσει τυπικές επιφάνειες σε έναν κόσμο από
αμέτρητες πιθανές καταστάσεις, πολύ πριν από την έλευση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των δυνατοτήτων που
προσέφεραν στην τέχνη. Ο Β. αργότερα γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ της επιστήμης των υπολογιστών και της τέχνης. Ύστερα
από μια μεγάλη περίοδο πειραματισμών, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πρότυπο για τα μέσα δημιουργίας, με έναν μικρό
αριθμό τυπικών σχημάτων και χρωματικών κωδικών και ένα πλαστικό αλφάβητο, καθώς και ένα αισθητικό σύστημα πολλαπλών
συνδυασμών απόλυτα αριθμημένων και ταξινομημένων.
Βαζάρι, Τζόρτζιο (Giorgio Vazari, Αρέτσο 1511 – Φλωρεντία 1574). Ιταλός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και κριτικός τέχνης.
Αρκετά νέος άρχισε να ζωγραφίζει, πρώτα στη γενέτειρά του, και αργότερα στη Φλωρεντία, κοντά στον Αντρέα ντελ Σάρτο,
στον Μπάτσιο Μπαντινέλι, στον Ρόσο Φιορεντίνο και άλλους. Το 1531 συνόδευσε τον καρδινάλιο Ιππόλυτο των Μεδίκων στη
Ρώμη. Στο ταξίδι αυτό, αποφασιστικής σημασίας για την καλλιτεχνική του διαμόρφωση, γνώρισε και θαύμασε τα έργα του
Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ. Το 1538, έπειτα από παραμονή στο Καμάλντολι, όπου ζωγράφισε μια Παναγία με Αγγέλους,
επέστρεψε στη Ρώμη και αυτή τη φορά ασχολήθηκε συστηματικά με τη σπουδή της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Χωρίς να
εγκαταλείψει τη ζωγραφική, ακολούθησε τη συμβουλή του Μιχαήλ Άγγελου να επιδοθεί στην αρχιτεκτονική και εργάστηκε για
τον πάπα Ιούλιο Γ’, αλλά κυρίως για τον δούκα Κόζιμο Α’ των Μεδίκων (από το 1554), ο οποίος του ανάθεσε την κατασκευή
του κτιρίου των Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Το οικοδόμημα αυτό, κομψό και αυστηρό, καθαρά αναγεννησιακής αντίληψης,
θεωρείται το αριστούργημά του.
Το όνομα όμως του Β. συνδέεται κυρίως με το έργο του ως ιστοριογράφου και κριτικού της τέχνης, στο οποίο συνδυάζονται η
βαθιά του καλλιέργεια και η εξαιρετική του ευαισθησία. Το βασικό σύγγραμμά του Βίοι των σπουδαιότερων ζωγράφων,
γλυπτών και αρχιτεκτόνων που εκδόθηκε το 1550 και το 1568, καρπός των εντατικών και μακροχρόνιων ερευνών του σε όλη
την Ιταλία, περιέχει τεράστιο όγκο πληροφοριών και μαρτυριών για την τέχνη, από τον Τζοβάνι Τσιμαμπούε έως τους
καλλιτέχνες του 16oυ αι. Σύμφωνα με πολλούς τεχνοκριτικούς, ο Β. θεωρείται ο πατέρας της ιταλικής κριτικής της τέχνης.
βαζελίνη (Χημ.). Μείγμα ανώτερων υδρογονανθράκων, κυρίως κορεσμένων της παραφινικής σειράς, με μικρές ποσότητες
ακόρεστων μελών. Πρόκειται για ημιστερεό, ομοιογενές, λιπαρό υλικό, σχεδόν άγευστο και άοσμο. Η β. είναι λευκή όταν είναι
καθαρή, υποκίτρινη ή φαιά όταν είναι ακάθαρτη, διαλυτή στο μεγαλύτερο μέρος των οργανικών διαλυτών, αδιάλυτη στο νερό
και στη γλυκερίνη. Παραλαμβάνεται από το στερεό υπόλειμμα που απομένει κατά την κλασματική απόσταξη του αργού
πετρελαίου. Μπορεί επίσης να παρασκευαστεί με επεξεργασία της παραφίνης με ορυκτέλαια, σε διάφορους τύπους και
ποιότητες. Η β. κυκλοφορεί στο εμπόριο σε διάφορους τύπους, ανάλογα με τον βαθμό καθαρότητας. Χρησιμοποιείται στη
βιομηχανία καλλυντικών, στη φαρμακευτική (για πομάδες και αλοιφές), στη βιομηχανία εκρηκτικών υλών (για την παρασκευή
της άκαπνης πυρίτιδας), ως αντιοξειδωτικό και αντισκωρικό και σε λιπαντικά, σαπούνια και βερνίκια υποδημάτων.
Βαζελών, μονή. Πατριαρχικό σταυροπηγιακό μοναστήρι του Πόντου, κοντά στην Τραπεζούντα, που τιμάται στο όνομα του
Ιωάννη Πρόδρομου του Βαζελώνος. Η ονομασία Βαζελών είναι νεότερη και προήλθε πιθανότατα από παραφθορά της
αρχαιότερης Ζαβουλών. Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή είναι αρχαιότερη από όλες τις μονές του Πόντου και ιδρύθηκε το
270 μ.Χ. Καταστράφηκε από τους Πέρσες, αλλά επανιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό Α’ (527-565). Η μεγάλη ακμή του συμπίπτει
με την αυτοκρατορία των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Από το 1694 το μοναστήρι ενίσχυσαν οι Ρώσοι, γεγονός που
συνετέλεσε στην οικονομική του ανόρθωση. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και έγιναν σφαγές Ελλήνων, ο ηγούμενος
Χρύσανθος διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά και κατόρθωσε να σώσει χιλιάδες χριστιανών που κατοικούσαν στις γύρω
κοινότητες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) ερημώθηκε. Στο μοναστήρι υπήρχαν πολύτιμα κειμήλια και χειρόγραφα
από την εποχή των Κομνηνών.
βαζοπρεσίνη (Βιοχημ.). Άλλη ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH), η οποία εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της
υπόφυσης ή νευροϋπόφυσης. Η ονομασία β. δόθηκε αρχικά στην ορμόνη όταν ανακαλύφθηκε ότι προκαλεί σύσπαση των
περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος. Η κύρια φυσιολογική δράση της έγκειται όμως στη
ρύθμιση της έκκρισης του νερού. Συγκεκριμένα, δρα στα νεφρικά σωληνάρια προκαλώντας αναρρόφηση του νερού από το προ-
ούρο, με αποτέλεσμα την ελάττωση του ποσού των εκκρινόμενων ούρων (αντιδιουρητική επίδραση). Η β. συντίθεται στα
νευροεκκριτικά κύτταρα του υποθαλάμου και από εκεί μεταφέρεται με τους νευρικούς άξονες στη νευροΰπόφυση.
Από χημική άποψη είναι ένα κυκλικό εννιαπεπτίδιο με μοριακή μάζα 1084, αποτελείται δηλαδή από 9 αμινοξέα. Στα
περισσότερα ζώα και στους ανθρώπους, η β. αποτελείται από τα αμινοξέα κυστεΐνη, τυροσίνη, φαινυλαλανίνη, γλουταμίνη,
ασπαραγίνη, κυστεΐνη, προλίνη, αργινίνη και γλυκίνη. Τα πέντε πρώτα σχηματίζουν έναν δακτύλιο, ο οποίος κλείνει με μια
δισουλφιδική γέφυρα μεταξύ των δύο κυστεϊνών, ενώ τα υπόλοιπα τρία κλείνουν με μια πλευρική αλυσίδα
Η έκκρισή της ρυθμίζεται από δύο παράγοντες, την ωσμωμοριακότητα του πλάσματος και τον όγκο του αίματος. Αύξηση της
ωσμωμοριακότητας και ελάττωση του όγκου του αίματος προκαλούν την απελευθέρωση της ορμόνης. Διαταραχές της έκκρισης
της β., διαφορετικής αιτιολογίας, όπως κρανιακή κάκωση, προκαλούν κάποιο είδος διαβήτη, κατά τον οποίο αυξάνεται έντονα η
αποβολή αραιών ούρων και δημιουργείται παθολογική κατάσταση.
Βάζοφ, Ιβάν (Ivan Vazov, Σοπότ [σημερινό Βάζοφγκραντ] 1850 – Σόφια 1921). Βούλγαρος λογοτέχνης. Ήταν γιος ενός
εύπορου εμπόρου και στην αρχή επιδόθηκε σε εμπορικές σπουδές. Η επαφή με τους κύκλους των Βουλγάρων φυγάδων στη
Ρουμανία (όπου είχε καταφύγει το 1870 και παρέμεινε έως το 1877), του δημιούργησε λογοτεχνικά και πολιτικά ενδιαφέροντα.
Έλαβε μέρος στη δημόσια ζωή της χώρας του, πριν και μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από τον τουρκικό ζυγό (από το
1897 έως το 1899 ήταν υπουργός Παιδείας), ασχολούμενος ταυτόχρονα με τη δημοσιογραφία και κυρίως με τη λογοτεχνία. Το
πλούσιο έργο του (που ακολουθεί το ρεαλιστικό ρεύμα, χωρίς ωστόσο να αποποιείται εντελώς τον ρομαντισμό) άφησε βαθιά
ίχνη στη διαμόρφωση της βουλγαρικής λογοτεχνίας. Ο Β. δοκίμασε το ταλέντο του σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, από τη λυρική
και την επική ποίηση έως το μυθιστόρημα, το διήγημα (όπου είχε καλύτερες επιδόσεις) και το δράμα. Μεταξύ των έργων του
ξεχωρίζουν Η εποποιία των λησμονημένων (1881), συλλογή μικρών ποιημάτων που εξυμνούν μορφές και γεγονότα της
βουλγαρικής ιστορίας, Ο παππούς Γιότσο μάς βλέπει (1917), ίσως το ωραιότερο έργο του, και Κάτω από τον ζυγό (1886),
μυθιστόρημα με το οποίο συνδέεται κυρίως το όνομά του.
Βάθεια. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 216 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στην
πρώην επαρχία Οιτύλου, 110 χλμ. ΝΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.
Ο οικισμός, γνωστός ήδη από τον 16ο αι., διαμορφώθηκε οικιστικά τον 18ο αι. και άκμασε κυρίως τον επόμενο. Από την
περίοδο εκείνη υπάρχουν τα χαρακτηριστικά πέτρινα πυργόσπιτα, ορισμένα από τα οποίους έχουν αναστηλωθεί και λειτουργούν
ως ξενώνες.
Βαθειανός Κάμπος. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 731 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού,
στην πρώην επαρχία Πεδιάδος, Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών.
Βαθέος, δήμος. Νέος δήμος (12.346 κάτ.) του νομού Σάμου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από
τον πρώην δήμο Σαμίων, καθώς και τις κοινότητες Αγίου Κωνσταντίνου, Αμπέλου, Βαθέος, Βουρλιωτών, Κοκκαρίου,
Μανολατών, Παλαιοκάστρου και Σταυρινήδων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η Σάμος (Χώρα).
Βάθη. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 433 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις
δυτικές κλιτύς του όρους Κρούσια, 22 χλμ. ΒΑ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρουσσών.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 83 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις δυτικές
απολήξεις της κορυφής Άγιος Δίκαιος, στην πρώην επαρχία Κισσάμου, 64 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Ινναχωρίου. Μέχρι το 1961 ονομαζόταν Κούνενι.
Βάθηα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 22 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Κυνουρίας, στις βόρειες απολήξεις του όρους Πάρνωνας. Τα Β. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Βόρειας
Κυνουρίας.
Βάθης, πλατεία. Πλατεία στο κέντρο της Αθήνας. Έλαβε αυτή την ονομασία, με την οποία είναι γνωστή πλέον (η επίσημη
ονομασία της είναι πλατεία Ανεξαρτησίας), από το χαμηλό έδαφος που σχηματιζόταν στην περιοχή, έτσι όπως πλησίαζε την
κοίτη του Κυκλοβόρου, ενός τοπικού ρέματος. Το ρέμα αυτό βρισκόταν στο σημείο όπου αρχίζουν η οδός Αχαρνών και η οδός
Λιοσίων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, η ονομασία οφείλεται σε κάποιον Αθηναίο κτηματία Ιωάννη Βάθη, που είχε
μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή (σύμφωνα με αυτή την εκδοχή θα έπρεπε να ονομάζεται πλατεία Βάθη).
Βαθιά. Οικισμός (36 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.
Βαθιακό. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 10 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού,
στις νοτιοδυτικές απολήξεις του όρους Ίδη, στην πρώην επαρχία Αμαρίου, 57 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Κουρητών.
Βάθικ Χαρούν (; – 846 μ.Χ.). Άραβας χαλίφης, ο ένατος της δυναστείας των Αβασιδών (842-846). Διαδέχτηκε τον πατέρα του,
Αλ Μουτάσιμ, στον θρόνο του χαλιφάτου της Σαμάρας. Ο Β. πίστευε ότι το Κοράνι ήταν δημιούργημα ανθρώπων και όχι θεϊκή
αποκάλυψη, γεγονός που τον έφερε σε ρήξη με τους ορθόδοξους μουσουλμάνους. Είχε έφεση για μάθηση και περιστοιχιζόταν
από πολλούς σοφούς. Στη διάρκεια της διακυβέρνησής του άρχισε η παρακμή και η προσάρτηση των επαρχιών του χαλιφάτου
στο ανερχόμενο τουρκικό κράτος.
Βαθίλδη (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1898. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 12,5, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
8,51. Περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.720 ημέρες. Διεθνώς ονομάζεται Bathilde 441.
βαθμίδα (Γεωλ.). Υποδιαίρεση την οποία καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών πετρωμάτων. Ο καθορισμός
των β. βασίζεται στα θαλάσσια αποθέματα. Κάθε β. στρωμάτων διακρίνεται από τις άλλες, ανάλογα με τη στρωματογραφική
θέση των στρωμάτων της, τα απολιθώματα που περιέχουν αυτά και από την πετρογραφική σύσταση των πετρωμάτων. Κάθε β.
στρωμάτων παίρνει την ονομασία της εποχής του σχηματισμού της (π.χ. ααλένιος, αϊφέλιος, άλβιος, αλδαία κ.ο.κ.).
βαθμίδα (Μαθ.). Το άνυσμα του οποίου οι συνιστώσες ως προς τους τρεις άξονες συντεταγμένων Οχ, Οy, Oz είναι αντίστοιχα
οι μερικές παράγωγοι της συνάρτησης f (x,y,z) που καθορίζει ένα μονόμετρο πεδίο.
βαθμίδα (Μετεωρ.). Ο ρυθμός μεταβολής ενός μετεωρολογικού μεγέθους σε συνάρτηση με την απόσταση και συνήθως με το
ύψος. Η β. πίεσης λέγεται βαροβαθμίδα, η β. θερμοκρασίας θερμοβαθμίδα κ.ο.κ. Βλ. λ. βαροβαθμίδα· θερμοβαθμίδα.
βαθμίδα (Μουσ.). Η θέση την οποία κατέχει κάθε φθόγγος σε μια μουσική κλίμακα. Υπάρχουν επτά β.: τονική, δεύτερη, μέση,
υποδεσπόζουσα, δεσπόζουσα, έκτη και προσαγωγέας. Η πρώτη β. στην κλίμακα του Ντο είναι το Ντο, η δεύτερη το Ρε, η τρίτη
το Μι κ.ο.κ. Μετά τις επτά β. έχουμε τη λεγόμενη oκτάβα, που εξυπηρετεί την επανάληψη της κλίμακας.
βαθμός (Μαθ.). Β. μονωνύμου ονομάζεται το άθροισμα των εκθετών των γραμμάτων του, ενώ β. πολυωνύμου ο μεγαλύτερος
από τους βαθμούς των μονωνύμων που το αποτελούν.
Ο όρος χρησιμοποιείται και στη γεωμετρία, ως μονάδα μέτρησης, υποδηλώνοντας το 1/100 μιας γωνίας.
βαθμός (Φυσ.). Ονομασία μονάδων μέτρησης της θερμοκρασίας σε διάφορες θερμομετρικές κλίμακες, για παράδειγμα β.
Κελσίου, Φαρενάιτ κ.ά. (βλ. αντίστοιχα λήμματα).
βαθμός απόδοσης (Φυσ.). Βλ. λ. απόδοσης, βαθμός.
βαθμός ελευθερίας (Μηχ.). Σε ό,τι αφορά μηχανικά συστήματα, έτσι ονομάζεται ο ολικός αριθμός των ανεξάρτητων
μεταβλητών που είναι αναγκαίες για να χαρακτηρίσουν πλήρως τη θέση και την κατάσταση του συστήματος.
βαθμωτό μέγεθος (Φυσ.). Μέγεθος το οποίο περιγράφεται πλήρως από μία και μόνο αριθμητική τιμή και από τη
χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος (βλ. λ.
διάνυσμα). Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα, ο χρόνος, η θερμοκρασία.
Για το βαθμωτό γινόμενο ή εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων, βλ. λ. διάνυσμα.
βαθόλιθος (Γεωλ.). Τεράστια μάζα ηφαιστειακού πετρώματος, η οποία δημιουργήθηκε από τη στερεοποίηση του μάγματος σε
πολύ μεγάλο βάθος. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Αυστριακό γεωλόγο Έντουαρντ Ζις. Ο β. έχει σχήμα πεπλατυσμένου θόλου,
διαμέτρου αρκετών χιλιομέτρων. Συνήθως είναι πολύ δύσκολο να διερευνηθούν γεωλογικά. Τις περισσότερες φορές βρίσκονται
σε ορεινές αλυσίδες, και κατά κανόνα ακολουθούν την κατεύθυνση των τεκτονικών διαταράξεων, που δημιούργησαν τα όρη
αυτά. Οι μεγαλύτεροι β. βρίσκονται στη βόρεια Ευρώπη, στην ανατολική Αφρική στις δυτικές οροσειρές της Βόρειας και Νότιας
Αμερικής, στην Αυστραλία και στην Ιταλία.
βαθομετρικός χάρτης. Βλ. λ. βαθυμετρικός χάρτης.
βάθος (Αστρον.). Η γωνία που σχηματίζεται από το εφαπτόμενο επίπεδο της Γης στο σημείο όπου στέκεται ο παρατηρητής, με
το επίπεδο του ορατού ή φυσικού ορίζοντα, όταν ο παρατηρητής βρίσκεται σε μια θέση ψηλότερη από την επιφάνεια της Γης.
βάθος οπτικού πεδίου (Οπτ.). Η μέγιστη εμβέλεια την οποία διαθέτει μια φωτογραφική μηχανή ή οποιοδήποτε άλλο οπτικό
όργανο, ώστε να παράγει ευδιάκριτα είδωλα ενός αντικειμένου. Τα οπτικά όργανα ρυθμίζονται ως προς ένα επίπεδο το οποίο
απέχει ορισμένη απόσταση από τον αντικειμενικό φακό του οργάνου. Έτσι, όταν ο φακός εστιάζει ως προς το συγκεκριμένο
επίπεδο, το είδωλο του μέρους του αντικειμένου που βρίσκεται στο επίπεδο είναι η εστία, αλλά το υπόλοιπο μέρος του
αντικειμένου που βρίσκεται εκατέρωθεν του επίπεδου είναι έξω από την εστία. Ως βάθος ορίζεται η ζώνη εκείνη όπου το είδωλο
γίνεται οξύ και ευδιάκριτο. Εάν ο φακός ρυθμίζεται ως προς ένα αντικείμενο που απέχει 8 μ. και εμφανίζονται στη φωτογραφική
πλάκα όλα τα αντικείμενα που βρίσκονται στο διάστημα 6-10 μ. τότε, αυτό το διάστημα αποτελεί το β.ο.π. Η ζώνη αυτή γίνεται
μεγαλύτερη όσο το άνοιγμα του διαφράγματος και η εστιακή απόσταση γίνονται μικρότερες, ενώ γίνεται μικρότερη όσο το
αντικείμενο πλησιάζει το όργανο. Μεγάλο βάθος παρουσιάζουν οι λιγότερο φωτεινοί αντικειμενικοί φακοί, ενώ μικρό οι πιο
φωτεινοί, διπλοί και τριπλοί αναστιγματικοί φακοί. Για τα περισσότερα οπτικά όργανα υπάρχουν ειδικοί πίνακες που παρέχουν
το β.ο.π., ανάλογα με το διάφραγμα και την εστιακή απόσταση.
Βαθούσης (4ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (αναφέρεται και ως Ααθούσης). Ήταν Γότθος ιερέας, τον
οποίο έκαψαν ζωντανό μέσα στον ναό, μαζί με άλλους 25 χριστιανούς την εποχή του αυτοκράτορα Γρατιανού (375-383). Η
μνήμη τους τιμάται στις 26 Μαρτίου.
βάθρο (Ιατρ.). Συσκευή για ορθοπεδικές επεμβάσεις κατά την αρχαιότητα, εφευρέτης της οποίας υπήρξε ο Ιπποκράτης. Βλ. λ.
Ιπποκράτειο βάθρο.
βάθρο (Μηχ.). Στη γεφυροποιία, έτσι ονομάζονται τα μέρη της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για
να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκείμενων φορτίων. Ανάλογα με τη θέση τους διακρίνονται σε ακρόβαθρα ή
μεσόβαθρα. Η κατασκευή τους στηρίζεται στη μελέτη του εδάφους, των υδραυλικών συνθηκών και της στατικής σύνθεσης του
έργου. Το υλικό κατασκευής μπορεί να είναι πέτρα, ξύλο ή, πλέον, οπλισμένο σκυρόδεμα.
Β. επίσης ονομάζεται η βάση όπου τοποθετείται ένα άγαλμα ή μια προτομή, ώστε να προβάλλεται περισσότερο το δημιούργημα.
Είναι κατασκευασμένο από διάφορα υλικά (μάρμαρο, μέταλλο, σχιστόλιθο) ανάλογα με το υλικό κατασκευής του
καλλιτεχνήματος.
Βαθύ. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 25 μ., 2.546 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στην ακτή της Βοιωτίας, ΝΔ της Χαλκίδας.
Αποτελεί έδρα του δήμου Αυλίδος.
Στην ευρύτερη περιοχή σώζονται τα ερείπια της αρχαίας Αυλίδος. Βλ. λ. Αυλίς.
Βαθύ. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 2.025 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, στο
εσωτερικό του φερώνυμου όρμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου.
Ιστορία. Στις 17 Απριλίου 1821 ο Κωνσταντίνος Λαχανάς κήρυξε στο Β. την Επανάσταση, η οποία εξαπλώθηκε σταδιακά σε
όλο το νησί. Το φθινόπωρο του 1912 καταλύθηκαν οι τοπικές τουρκικές αρχές και τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο Θεμιστοκλής
Σοφούλης, ο οποίος κήρυξε την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η κωμόπολη είναι η γένέτειρα γεννήθηκαν σπουδαίων
προσωπικοτήτων, όπως ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860), ο διπλωμάτης και δοκιμιογράφος Δημήτριος Νικολαρεΐζης (1908) και
ο εισαγγελέας και πανεπιστημιακός καθηγητής, Κωνσταντίνος Σταμάτης.
Βαθύ. Ονομασία οχτώ οικισμών.
1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.474 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς.
2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 170 κάτ.) της Αργολίδας. Βρίσκεται στη δυτική ακτή της χερσονήσου των Μεθάνων, στην
πρώην επαρχία Τροιζηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεθάνων της νομαρχίας Πειραιώς.
3. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 14 κάτ.) της Αστυπάλαιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στον μυχό του
φερώνυμου κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστυπάλαιας του νομού Κυκλάδων.
4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 21 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του βόρειου άκρου του νησιού.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας.
5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 163 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου της
Μάνης, προς την ακτή του Λακωνικού κόλπου, στην πρώην επαρχία Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου.
6. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 145 κάτ.) του Μεγανησίου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού, στον μυχό του
φερώνυμου κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγανησίου του νομού Λευκάδος.
7. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 46 κάτ.) της Σίφνου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού, στον ομώνυμο όρμο.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σίφνου του νομού Κυκλάδων.
8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 132 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις
νοτιοδυτικές απολήξεις της οροσειράς Ξεροβούνι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανωγείου.
Βαθύ. Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου.
1. Ακρωτήριο του νησιού Αγκίστρι, στο ακραίο ανατολικό σημείο του.
2. Όρμος της Αμοργού, στη βορειοδυτική ακτή, πιο γνωστός ως Κατάπολα, από την ονομασία του φερώνυμου οικισμού και
λιμανιού (βλ. λ. Κατάπολα).
3. Όρμος της Αστυπάλαιας, στη δυτική ακτή του βορειοανατολικού τμήματός της. Βρίσκεται μεταξύ των ακρωτηρίων Πυργί και
Τραχίνι, είναι ανοιχτός προς τα Α και στον μυχό του βρίσκεται ο φερώνυμος οικισμός (βλ. λ. Βαθύ. Ονομασία οχτώ οικισμών,
3.).
4. Όρμος της Θάσου, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού.
5. Λιμάνι της Ιθάκης, όπου βρίσκεται το μικρό νησί Λαζαρέτο. Παλαιότερα έτσι ονομαζόταν και η κωμόπολη του νησιού, η
οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ιθάκη.
6. Όρμος της Καλύμνου, ο μεσαίος από τους τρεις της ανατολικής ακτής του νησιού.
7. Μικρή χερσόνησος του Καστελόριζου, καθώς και το ακρωτήριο στο οποίο καταλήγει.
8. Δύο όρμοι στον Λακωνικό κόλπο, στην ανατολική ακτή της χερσονήσου της Λακωνικής.
9. Όρμος της Σάμου, στο ανατολικό άκρο της βόρειας ακτής, μεταξύ των ακρωτηρίων Αγία Παρασκευή στα ΒΔ και Κότζικας
στα ΒΑ. Στον μυχό του βρίσκεται η φερώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Βαθύ. Κωμόπολη της Σάμου).
10. Θαλάσσιο στενό του Σαρωνικού κόλπου, μεταξύ του ανατολικού άκρου του νησιού Αγκίστρι και του νοτιοδυτικού άκρου
της νησίδας Μονή.
11. Λιμάνι στη νοτιοδυτική ακτή της Σίφνου με ωραία αμμουδιά.
12. Όρμος της Φολεγάνδρου, Α από τον ισθμό που ενώνει το βορειοδυτικό με το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού.
βαθυανθίας (Bathyanthias). Γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας των σερανιδών. Έχουν ωοειδές σώμα μέτριου μήκους
και ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη στις θάλασσες του Ατλαντικού ωκεανού. Περισσότερο διαδεδομένο είναι το είδος Bathyanthias
mexicanus, που συναντάται στον δυτικό Ατλαντικό και στον κόλπο του Μεξικού. Το σώμα του φτάνει σε μήκος τα 15 εκ. και
είναι κοκκινωπό με κίτρινες ποικίλσεις.
βαθύβιος (Βathybius). Ονομασία άμορφης βλεννώδους μάζας η οποία ανακαλύφθηκε στα μέσα του 19ου αι. από τον Τόμας
Χένρι Χάξλεϊ σε μεγάλα βάθη του Ατλαντικού ωκεανού (5.000-6.000 μ.). Η ανακάλυψη αυτή έδωσε αφορμή για έρευνες και
αντεγκλήσεις ανάμεσα σε φυσιοδίφες, βιολόγους και ζωολόγους, γιατί πίστεψαν στην αρχή ότι ήταν ένας πρωτόγονος
οργανισμός που αποτελούσε την αφετηρία του ζωικού βασιλείου. Ο Χάξλεϊ τον είχε κατατάξει στα μονήρη (την ύπαρξη των
οποίων υποστήριζε και ο Ερνστ Χάινριχ Χέκελ), δηλαδή οργανισμούς που δεν έχουν πυρήνες, κενοτόπια και όργανα, η
παρουσία των οποίων όμως δεν είχε επιβεβαιωθεί ποτέ. Παρόμοιες παρατηρήσεις συνέχισαν να γίνονται και αργότερα, όπως το
1873 στη θάλασσα της Γροιλανδίας, όπου παρατήρησαν οργανισμούς πρωτοπλασματικούς με ψευδοπόδια και αμοιβαδοειδείς
κινήσεις, τους οποίους ονόμασαν πρωτοβαθύβιους, αλλά χωρίς συνέχεια. Τελικά διαπιστώθηκε ότι οι β. δεν ήταν ζωικοί
οργανισμοί, αλλά ζελατινώδεις σχηματισμοί που προέρχονταν από τη χημική αντίδραση των ανόργανων συστατικών της λάσπης
του θαλάσσιου βυθού, με το οινόπνευμα μέσα στο οποίο διατηρούνταν τα δείγματα.
βαθύγαδος (Bathygαdus). Γένος γαδίμορφων ιχθύων της οικογένειας των μακρουριδών. Περιλαμβάνει περίπου 15 είδη με
ευρεία εξάπλωση, τα οποία ζουν σε πολύ μεγάλα βάθη, έως 2.000 μ. Τα ψάρια αυτά έχουν μακρύ σώμα με δύο ραχιαία πτερύγια
και μεγάλο κεφάλι με μεγάλα μάτια. Βλ. λ. μακρουρίδες.
βαθυεργίδες (bathyergidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών, τα οποία ζουν αποκλειστικά σε χώρες της Αφρικής, Ν της
Σαχάρας. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 12 είδη τα οποία κατανέμονται σε πέντε γένη, Bathyergus, Cryptomys, Georychus,
Heliophobius και Heterocephalus, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στο γένος Cryptomys (βλ. λ. βαθύεργος· κρυπτόμυς).
Ονομάζονται και ασπαλακώδεις μύες ή τυφλοπόντικες, λόγω της προσαρμογής τους στην υπόγεια διαβίωση. Το σώμα τους είναι
κοντόχοντρο και καλύπτεται από κοντό, μαλακό τρίχωμα ποικίλων χρωμάτων ανάλογα με το είδος, από λευκωπό έως σκούρο
καφέ και μαύρο. Έχουν κοντά ισχυρά άκρα, κοντή ουρά και μεγάλο κεφάλι, με μικρά, ατροφικά μάτια και αφτιά που δεν
φαίνονται. Τα τρωκτικά αυτά ζουν αποκλειστικά κάτω από τη γη και αποφεύγουν το φως. Φτιάχνουν στοές σκάβοντας σε
αμμώδη εδάφη και θίνες, με τη βοήθεια των κοπτήρων τους, εκτός από τον βαθύεργο, ο οποίος σκάβει με τα μπροστινά του
νύχια. Είναι κυρίως φυτοφάγα ζώα και τρέφονται συχνά με βολβούς και χλωρές ρίζες, προκαλώντας καταστροφές στις
καλλιέργειες.
βαθύεργος (Bathyergus). Γένος τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας των βαθυεργιδών (βλ. λ.). Περιλαμβάνει τα είδη
Bathyergus janetta και Bathyergus suillus, τα οποία ζουν στην νότια Αφρική, ιδιαίτερα στις περιοχές γύρω από το Ακρωτήριο
της Καλής Ελπίδας.
Βαθύκαμπος. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 109 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. Μέχρι το 1954 ονομαζόταν Πολίτσανα.
Βαθυκλής (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Μαγνησία. Το καλύτερο έργο του ήταν ο θρόνος του ναού του Απόλλωνος στις
Αμύκλες της Λακωνικής, που κατασκευάστηκε για το κολοσσιαίο άγαλμα του θεού και βασίστηκε στα ομοιώματα της Χάριτος
και των Ωρών.
Βαθύκοιλο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 334 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού,
στο εσωτερικό της βόρειας ακτής του διαύλου των Ωρεών, 52 χλμ. ΒΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελασγίας.
Μέχρι το 1940 ονομαζόταν Βαθύκοιλα.
βαθύκρινος (Bathycrinus). Γένος κρινοειδών εχινοδέρμων της οικογένειας των βαθυκρινιδών. Ζουν συνήθως σε μεγάλα βάθη,
στις περισσότερες θάλασσες του κόσμου. Το σώμα τους έχει μήκος περίπου 10 εκ. και είναι μόνιμα προσκολλημένο στον
πυθμένα, με έναν μίσχο. Το γένος περιλαμβάνει λίγα είδη, μεταξύ των οποίων τα Bathycrinus gracilis και Bathycrinus
aldrichianus.
Βαθύλακκος. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 110 μ., 2.198 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του
νομού, προς τα όρια με τον νομό Κιλκίς, 28 χλμ. ΒΔ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου
Αθανασίου.
Βαθύλακκος. Ονομασία τριών οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 85 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, στις νοτιοανατολικές
κλιτύς του Φαλακρού όρους, 11 χλμ. Β της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 234 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, κοντά στα
όρια με τον νομό Ευρυτανίας, στις ανατολικές κλιτύς της κορυφής Βουλγάρας, 42 χλμ. Ν της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Μενελαΐδας.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 652 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 14 χλμ.
ΝΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερβίων.
βαθυλιθολογικός χάρτης (Ναυτ.). Ειδικός ναυτικός χάρτης που υποδεικνύει το βάθος της θάλασσας (σε μέτρα ή οργιές), σε
συνδυασμό με την πετρογραφική σύσταση του πυθμένα. Οι χάρτες αυτοί αποτελούν σημαντικό βοήθημα για τους κυβερνήτες
πλοίων, ώστε να επιτυγχάνουν την ασφαλή προσέγγιση σε ρηχά νερά. Αποτελούνται από σημεία αριθμημένα με τις ενδείξεις της
βαθομέτρησης και από ομόχρωμες γραμμές, συνεχείς ή ασυνεχείς, ανάλογα με την ποιότητα του βυθού.
Εάν η πετρογραφική σύσταση δύο σημείων είναι όμοια, αυτά συνδέονται με ομόχρωμες γραμμές, ενώ σε διαφορετική
περίπτωση οι γραμμές αλλάζουν χρώμα. Η μεταβολή δειγματοληπτικής εικόνας του πυθμένα, για παράδειγμα από αμμώδη σε
βραχώδη, δίνει σαφή ένδειξη για την παρουσία υφάλου στο σημείο εκείνο.
Βάθυλλος. Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας.
1. Σάμιος ευνοούμενος του τυράννου Πολυκράτη (6ος αι. π.Χ.). Ο Πολυκράτης του έστησε ανδριάντα, ενώ την καλλονή του
εξύμνησε ο Ανακρέων.
2. Ρωμαίος ποιητής (1ος αι. π.Χ.). Σφετερίστηκε στίχους του Βιργιλίου κολακευτικούς για τον Αύγουστο και έλαβε ως
αντάλλαγμα από τον αυτοκράτορα δώρα και τιμές. Αποκαλύφθηκε όμως από τον Βιργίλιο και έγινε καταγέλαστος. Το όνομά
του έμεινε συνώνυμο του λογοκλόπου.
3. Ορχηστής από την Αλεξάνδρεια (1ος αι. π.Χ.). Έζησε στη Ρώμη, ως απελεύθερος του Μαικήνα.
βαθύλυχνος (Ιχθλ.). Κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων του γένους Astronesthes, της οικογένειας των στομιατιδών.
Περιλαμβάνει σαρκοβόρα και αρπακτικά ψάρια με μακρύ σώμα και μεγάλα στηθαία πτερύγια. Ζουν σε μεγάλα βάθη σε όλες τις
θάλασσες του πλανήτη.
βαθυμετρία. Κλάδος της ωκεανογραφίας ο οποίος ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των
λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν, κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα, και τη
μορφολογία των πυθμένων. Αυτός ο τομέας των ερευνών παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για την καθαρή επιστήμη (όπως στην
περίπτωση του προσδιορισμού των τάφρων και των εξάρσεων των ωκεανών, σε σχέση με τη θεωρία του Βέγκενερ για την
απόκλιση των ηπείρων) όσο και για τις πρακτικές του εφαρμογές (για παράδειγμα, για την ανεύρεση βυθών σε μικρά βάθη,
κατάλληλων για την αλιεία κ.ά.). Η τεχνική των ερευνών χρησιμοποιεί είτε ηχητικές βολίδες με υπερήχους είτε βαθύμετρα,
συσκευές που αποτελούνται συνήθως από δύο μέρη, το ένα ελαφρύτερο και το άλλο βαρύτερο από το νερό. Το πρώτο, αφού
φτάσει στον βυθό μαζί με το δεύτερο, επιστρέφει στην επιφάνεια σε χρόνο ανάλογο προς την απόσταση που διανύθηκε.
βαθυμετρικός χάρτης. Χάρτης που αναγράφει το βάθος των θαλασσών σε κάθε σημείο τους, βάσει του οποίου μπορεί να
παρασταθεί η τοπογραφική διαμόρφωση του πυθμένα. Επίσης, παρέχει τις ισοβαθείς γραμμές ή γραμμές ίσου βάθους των
θαλασσών. Τα σημεία του χάρτη έχουν τιμές αρνητικές ως προς τη στάθμη της θάλασσας. Χρήση των χαρτών αυτών γίνεται
στις ωκεανογραφικές μελέτες και ευρύτερα στη ναυσιπλοΐα, στην εκμετάλλευση του ορυκτού υποθαλασσίου πλούτου, στη ρίψη
υποβρύχιων καλωδίων (τηλεφωνικά, ηλεκτροδότησης κ.ά.) κ.α.
Η σύνταξη τέτοιων χαρτών άρχισε στα μέσα του 19ου αι. Πρώτο όργανο που χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό αυτό ήταν το
βαθύμετρο (Ζίμενς, 1859) και αργότερα οι βολιστικοί σωλήνες και τα βολίσματα. Μετά τη σύσταση του Διεθνούς Συνεδρίου
Γεωγραφίας στο Βερολίνο, το 1899, ο πρίγκιπας Αλβέρτος του Μονακό δημοσίευσε το 1904 για πρώτη φορά τον Γενικό Χάρτη
των Ωκεανών, σε 24 φύλλα, χάρτης ο οποίος ενημερώνεται συνεχώς.
Από τις αρχές του 20ού αι. εφαρμόστηκε η ηχοβολία, η οποία στηρίζεται στην άμεση καταγραφή του χρόνου πρόσπτωσης και
ανάκλασης στο επίπεδο του πυθμένα, ενός ηχητικού κύματος που εκπέμπεται από ένα πλοίο μελετών. Η ταχύτητα διάδοσης του
ήχου στο θαλασσινό νερό είναι γνωστή και έτσι είναι εύκολος ο υπολογισμός του βάθους (βάθος = ταχύτητα χ χρόνος). Σήμερα
χρησιμοποιούνται υπέρηχοι, κυμάνσεις που δεν συλλαμβάνονται από το ανθρώπινο αφτί, αλλά οι οποίες είναι μεγαλύτερης
ακρίβειας και εμβέλειας. Παρόμοιοι χάρτες συντάσσονται για ποταμούς και λίμνες, σε βοήθεια των πλωτών μέσων που τους
διαπλέουν.
βαθύμετρο (Τεχνολ.). Όργανο που χρησιμοποιείται από ωκεανογράφους στη βαθυμετρία. Βλ. λ. βαθυμετρία.
βαθύνομος (Βathynomus). Γένος ισόποδων μαλακόστρακων καρκινοειδών της οικογένειας των κυμοθοϊδών, τα οποία ζουν σε
μεγάλα θαλάσσια βάθη. Το γένος περιλαμβάνει ορισμένα από τα μεγαλύτερα γνωστά αρθρόποδα. Σπουδαιότερο είναι το είδος
Βathynomus giganteus, το οποίο ζει στα ανοιχτά των ακτών της Φλόριντα των ΗΠΑ και φτάνει σε μήκος τα 30 εκ. και σε
πλάτος τα 10 εκ.
βαθυόμφαλος (Bathyomphalus). Γένος πνευμονογαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των πλανορβιιδών. Ζουν στα γλυκά
νερά, παρασιτώντας επάνω στα υδρόβια φυτά. Έχουν σπειροειδές όστρακο, μικρού μεγέθους. Γνωστότερο είναι το είδος
Bathyomphalus contortus.
βαθύοφις (Bathyophis). Παλαιότερη επιστημονική ονομασία του γένους τελεόστεων ιχθύων Idiacanthus της οικογένειας των
στομιατιδών. Βλ. λ. ιδιάκανθος.
βαθύοψις (Bathyopsis). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, το οποίο έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε
στρώματα της ηώκαινης περιόδου του καινοζωικού αιώνα, στο Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ.
βαθύπεδο (Γεωλ.). Περιοχή της επιφάνειας της Γης η οποία έχει γενικά πολύ μικρό μέσο υψόμετρο και, σε ορισμένες
περιπτώσεις, χαμηλότερο και από την επιφάνεια της θάλασσας.
Βαθύπεδο. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον
νομό Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.080 μ., 100 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στις
δυτικές κλιτύς του όρους Λάκμος, στην πρώην επαρχία Δωδώνης, 40 χλμ. ΝΑ της πόλης των Ιωαννίνων. Αποτελεί έδρα της
ομώνυμης κοινότητας.
Βαθυπέδου, κοινότητα. Κοινότητα (100 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
περιλαμβάνει την πρώην ομώνυμη κοινότητα, με τον μοναδικό οικισμό Βαθύπεδο.
βαθυπελαγική ζώνη. Μία από τις κάθετες ζώνες στις οποίες χωρίζονται τα νερά των ωκεανών, η οποία ξεκινά συνήθως σε
βάθος 1.000 μ. και φτάνει μέχρι τον πυθμένα. Ανήκει στην πελαγική ζώνη, δηλαδή στο πελαγικό ή ωκεάνιο οριζόντιο τμήμα των
ωκεανών, η οποία βρίσκεται πέρα από τη νηριτική ζώνη της υφαλοκρηπίδας και χωρίζεται από πάνω προς τα κάτω στην
επιπελαγική ζώνη, στη μεσοπελαγική, στην υποπελαγική, στη β. και στο βενθικό τμήμα (του βυθού). Τα βαθύτερα στρώματα
της β.ζ. αποτελούν την αβυσσική ζώνη. Βλ. λ. αβυσσικά πεδία.
βαθυπελαγική πανίδα. Το σύνολο των ζωικών οργανισμών που διαβιούν στη βαθυπελαγική ζώνη (βλ. λ.). Βλ. λ. αβυσσική
πανίδα.
Βαθύπετρο. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 24 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βουνό Γιούχτας, περίπου 15 χλμ.
από την Κνωσό, στην πρώην επαρχία Τεμένους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχανών.
Αρχαιολογία. Σε απόσταση 1 χλμ. από τον οικισμό, στην τοποθεσία Πίσω Λιβάδια, βρίσκονται τα ερείπια μινωικού μεγάρου. Σε
ανασκαφές που έγιναν το 1949 ήρθε στο φως το μεγάλο αυτό οικοδόμημα, οι εξωτερικοί τοίχοι του οποίου είναι χτισμένοι με
πελεκητές πέτρες και οι εσωτερικοί με κοινή λιθοδομή. Οι τοίχοι του, αν και ήταν σκεπασμένοι με πολύχρωμο κονίαμα, δεν
είχαν τοιχογραφίες. Το μέγαρο άρχισε να χτίζεται το 1580 π.Χ. και η οικοδόμησή του διήρκεσε 30 χρόνια. Μέσα στο μέγαρο
βρέθηκαν εγκαταστάσεις σταφυλοπιεστηρίου και ελαιοπιεστηρίου, καθώς και εργαλεία υφαντουργικής και κεραμικός κλίβανος.
βαθύπτερος (Βathypterus). Γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των μυκτοφιδών, τα οποία ζουν σε μεγάλα θαλάσσια
βάθη. Έχουν ιδιόμορφα θωρακικά πτερύγια στα οποία οι δύο ανώτερες ακτίνες αναπτύσσονται υπέρμετρα, αποκτούν
νηματοειδή μορφή και φτάνουν μέχρι την ουρά. Τα θωρακικά πτερύγια αποτελούν όργανα αφής και προσανατολισμού των
ψαριών αυτών, αφού τα μάτια τους έχουν καταστεί ατροφικά, επειδή διαβιούν σε μεγάλα βάθη όπου το φως που διεισδύει είναι
ελάχιστο. Ορισμένες ακτίνες των κοιλιακών πτερυγίων παίζουν ρόλο οργάνων ισορροπίας.
Βαθύρεμα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 14 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, στο
εσωτερικό του όρμου Φιλάγρα, στην πρώην επαρχία Καρυστίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυραίων του νομού Ευβοίας.
Μέχρι το 1954 ονομαζόταν Τσουταίοι.
Βαθύρρευμα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 75 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις
κλιτύς της Νότιας Πίνδου, ανάμεσα στις κορυφές Αβγό και Τούρλα, 54 χλμ. ΝΔ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Πυνδαίων.
Βαθύς. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου.
βαθύσαυρος (Bathysaurus). Γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των μυκτοφιδών. Ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη,
κυρίως στη Μεσόγειο. Έχουν πλατύ ρύγχος με γαμψά δόντια και μέτριο σώμα. Γνωστότερα είδη είναι το Bathysaurus ferox, που
αλιεύεται στα ανοιχτά του Μαρόκου, και το Bathysaurus mollis.
βαθυσκάφος. Υποβρύχιο σκάφος, το οποίο μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των
ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ το 1947, διαφέρει ουσιαστικά από τη
βαθύσφαιρα την οποία χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί Γουίλιαμ Μπίμπι και Ότις Μπάρτον, την περίοδο 1930-48, για
καταδύσεις σε βάθη έως 1.360 μ. Η βαθύσφαιρα αποτελείτο από μια σφαίρα από χυτοχάλυβα, η οποία κρεμόταν από το πλοίο-
βάση με καλώδιο δεμένο με ένα βαρούλκο, που ρύθμιζε την άνοδο και την κάθοδο της σφαίρας. Το σοβαρότερο πρόβλημα
αυτής της κατασκευής ήταν ότι οι κινήσεις των κυμάτων μπορούσαν να προκαλέσουν επικίνδυνες τάσεις στο καλώδιο, η θραύση
του οποίου θα ήταν μοιραία για τους επιβάτες της βαθύσφαιρας, αφού δεν θα ήταν δυνατόν να επιστρέψουν στην επιφάνεια. Για
να καταστήσει το σκάφος τελείως αυτόνομο, ο Πικάρ σκέφτηκε να καταφύγει σε ένα υδροστατικό σύστημα. Για να πετύχει την
απαιτούμενη άνωση (αναγκαία για την εξισορρόπηση του βάρους ολόκληρου του β. και για την ανάδυση), χρησιμοποίησε μια
δεξαμενή γεμάτη από υγρό ελαφρύτερο από το νερό και από τη φύση του πολύ λιγότερο συμπιεστό από ένα αέριο. Η
χρησιμοποίηση υγρού επέτρεψε να κατασκευαστεί ένα σκάφος όχι πολύ ανθεκτικό και συνεπώς όχι πολύ βαρύ. Έτσι, μόνο ο
μικρός θάλαμος των παρατηρητών, κατασκευασμένος ως σφαίρα, έπρεπε να αντέχει στις εντονότατες πιέσεις που απαιτούνται
στα μεγάλα βάθη.
Για να αντέχει ασφαλώς σε τέτοιες πιέσεις, η σφαίρα του Trieste (του τελευταίου τύπου β. που σχεδίασε ο Πικάρ το 1953)
κατασκευάστηκε από σφυρήλατο χάλυβα αντί από χυτοχάλυβα. Ο θάλαμος παρατηρητών είχε εσωτερική διάμετρο 2 μ. Το
πάχος των τοιχωμάτων του ήταν 9 εκ., εκτός από τη θέση όπου βρισκόταν το κύριο φινιστρίνι και η θύρα, η οποία είχε επίσης
φινιστρίνι πάχους 15 εκ.
Εκτός από τα αναγκαία μηχανήματα για τον έλεγχο της συμπεριφοράς του β. κατά την κατάδυση και την ανάδυση, για την
καταγραφή των εξωτερικών πιέσεων, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κ.ά., ο θάλαμος παρατηρητών διαθέτει
εγκατάσταση αναπαραγωγής του αέρα, η οποία απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα και τους υδρατμούς που εκπέμπονται από
τα σώματα του πληρώματος και εμπλουτίζει το περιβάλλον με οξυγόνο.
Το κυρίως σκάφος αποτελείται από έναν κύλινδρο, χωρισμένο σε 12 στεγανά διαμερίσματα, στα οποία τοποθετείται το υγρό
(βενζίνη με πυκνότητα περίπου 0,690 στους 0°C) που θα δώσει την απαιτούμενη άνωση. Η ελάττωση του βάρους του β. για την
ενδεχόμενη μείωση της ταχύτητας κατάδυσης ή για την έναρξη της ανάδυσης, επιτυγχάνεται με τη ρυθμιζόμενη απόρριψη ενός
ειδικού έρματος που ζυγίζει συνολικά 9 τόνους. Το έρμα αυτό, από μεταλλικά σφαιρίδια, τοποθετείται σε δύο ειδικά
διαμερίσματα του κυρίως σκάφους. Η απόρριψη του έρματος ρυθμίζεται με μαγνητικές βαλβίδες ελεγχόμενες από το εσωτερικό
του θαλάμου παρατηρητών. Ύστερα από διάφορες καταδύσεις (οι πρώτες από τις οποίες είχαν γίνει στο Τυρρηνικό πέλαγος το
1953) στις 22 Ιανουαρίου 1960 το Trieste, με πλήρωμα τον Ζακ Πικάρ, γιο του σχεδιαστή του β., και τον Αμερικανό Ντόναλντ
Γουόλς, καταδύθηκε στην τάφρο των Μαριανών, στον Ειρηνικό ωκεανό, τη βαθύτερη γνωστή ωκεάνια τάφρο, και έφτασε σε
βάθος 10.915 μ., όπου η πίεση ήταν χίλιες φορές μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική.
Σήμερα, τα β. χρησιμοποιούνται από πολλές χώρες στις ωκεάνιες εξερευνητικές αποστολές, τα περισσότερα από τα οποία
φέρουν υπερσύγχρονα όργανα παρατήρησης και δειγματοληψίας.
Βαθύσπηλο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 243 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, προς τα
όρια με τον νομό Καβάλας, 21 χλμ. ΝΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοξάτου.
Βαθύτοπος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 416 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις
νότιες κλιτύς του όρους Όρβηλος, 57 χλμ. ΒΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου.
βαθύσφαιρα. Παλαιότερος τύπος σκάφος ωκεανογραφικών μετρήσεων. Βλ. λ. βαθυσκάφος.
βαθυφάντης (Bathyphantes). Γένος αραχνών της οικογένειας των λυνιφιιδών. Ζουν κυρίως στις ψυχρές και εύκρατες περιοχές
της Ευρώπης. Έχουν μικρό σώμα καστανόξανθου χρώματος, με λευκές κηλίδες στην κοιλιά. Φτιάχνουν τους ιστούς τους κάτω
από πέτρες και σάπια ξύλα ή πάνω σε διάφορα φυτά, κοντά σε βάλτους και λίμνες. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 60 είδη, από
τα οποία πιο γνωστά είναι τα Bathyphantes gracilis, Bathyphantes nigrinus, Bathyphantes parvulus και Bathyphantes
approximatus.
βαθύφωνος (Μουσ.). Τραγουδιστής ο οποίος, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της
ανδρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε
δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με ιδιαίτερα ανεπτυγμένους τους χαμηλότερους φθόγγους της φωνητικής του
έκτασης, σε λυρικό ή μπάσο καντάντε (basso cantante), με ιδιαίτερα αναπτυγμένους τους μεσαίους και υψηλούς φθόγγους,
πράγμα που τον κάνει να βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ β. και βαρύτονου, και τέλος σε κωμικό ή μπάσο κόμικο (basso
comico) που διαθέτει ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα σε ολόκληρη την έκταση της φωνής του (ιδιαίτερα στους υψηλότερους φθόγγους)
και είναι κατάλληλος για μερικούς χαρακτηριστικούς ρόλους (caratterista) που υπάρχουν συχνά στο μελόδραμα.
βαθύχορδο (Μουσ.). Βλ. λ. κοντραμπάσο.
Βαθυχώρι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 275 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 21 χλμ. ΝΑ
της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοξάτου.
Βάι. Τοποθεσία της Κρήτης, στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Λασιθίου και του νησιού, στο εσωτερικό του όρμου
Γκράντες. Το Β., όπως φαίνεται και από την ονομασία του (βαγιά = κλαδιά από φοίνικες) είναι το μοναδικό μέρος στην Ελλάδα
με αυτοφυείς φοίνικες. Κοντά στο φοινικόδασος, το οποίο έχει ανακηρυχθεί αισθητικό δάσος, υπήρχε παλαιότερα ομώνυμος
οικισμός.
Η γένεση του δάσους χρονολογείται πιθανότατα από την εποχή ακμής της αρχαίας πόλης Ίτανος, εμπορικού σταθμού των
Φοινίκων, οι οποίοι λάτρευαν τον ομώνυμο θεό και το ιερό του δέντρο, τον φοίνικα. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, οι
φοίνικες φύτρωσαν από τα κουκούτσια των χουρμάδων (καρπών του φοίνικα), τα οποία έφτυναν οι Φοίνικες έμποροι ή οι
διάφοροι πειρατές που κατέφευγαν εκεί.
Βαΐα. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 239 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς.
Βαϊάνος, Μάριος (Μιτ-Γαμρ, Αίγυπτος 1908 – Αθήνα 1975). Λόγιος και εκδότης. Καταγόταν από τη Χίο, όπου έζησε τα
παιδικά του χρόνια. Εγκαταστάθηκε κατόπιν στην Αθήνα, όπου φοίτησε για ένα διάστημα στη φαρμακευτική σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποιήματά του. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία και
ίδρυσε το ιδιόμορφο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, εκθετήριο ζωγραφικής και κέντρο συγκέντρωσης συγγραφέων και
καλλιτεχνών. Ίδρυσε επίσης τα βραχύβια περιοδικά Νέα Τέχνη (1924), Ελληνικά Φύλλα (1935) και Ορίζοντες (1942-44). Ήταν
από τους πρώτους θαυμαστές του Κωνσταντίνου Καβάφη στην Αθήνα και η υπογραφή του βρίσκεται σε κείμενο υποστήριξης
του Αλεξανδρινού ποιητή, το έργο και η ζωή του οποίου είχαν γίνει αντικείμενα αρνητικής κριτικής από μερίδα του Τύπου της
εποχής (1924).
Βαίβιος, Γάιος (Gaius Baebius, β’ μισό 2ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, δήμαρχος της Ρώμης (111 π.Χ.). Καταγόταν από το
γένος πληβείων των Βαιβίων. Εξαγοράστηκε από τον βασιλιά της Νουμιδίας Ιουγούρθα, όταν ο τελευταίος είχε κληθεί να
απολογηθεί στη Ρώμη για τον φόνο των γονέων του. Ο Β. χρησιμοποίησε το βέτο του για να τον απαλλάξει και ο Ιουγούρθας,
φεύγοντας, φώναξε: «Ω πόλη που πουλιέσαι ολόκληρη, αρκεί μόνο να βρεθεί ο αγοραστής».
Βαίβιος, Μάριος (Marius Baebius, τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, που καταγόταν από το γένος πληβείων
των Βαιβίων. Στάλθηκε εναντίον του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Γ’ (192 π.Χ.). Συμμάχησε με τον βασιλιά της Μακεδονίας
Φίλιππο Ε’ και πήγε πάλι το 185 στην Ελλάδα για να λύσει τη διαφορά μεταξύ Φιλίππου και Αντίοχου.
Βάιερστρας, Καρλ (Carl Wilhelm Theodor Weierstrass, Οστενφέλντε 1815 – Βερολίνο 1897). Γερμανός μαθηματικός.
Ύστερα από περίπου 15 χρόνια διδασκαλίας σε μέσες τεχνικές σχολές, το 1856 ανέλαβε υφηγητής στο πανεπιστήμιο του
Βερολίνου, όπου το 1864 ονομάστηκε τακτικός καθηγητής. Το όνομά του συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη θεωρία των
αναλυτικών συναρτήσεων πραγματικής και μιγαδικής μεταβλητής, την οποία αυτός πρώτος θεμελίωσε χωρίς τη χρήση
γεωμετρικών εννοιών. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή του Β. στον λογισμό των μεταβολών, στη μελέτη των αβελιανών
συναρτήσεων και, ιδιαίτερα, των ελλειπτικών συναρτήσεων. Οι εργασίες του συγκεντρώθηκαν σε επτά τόμους και
δημοσιεύτηκαν στη Γερμανία αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του.
Βάιζα. Ακρωτήριο των Σπετσών. Βρίσκεται στο βόρειο ακραίο σημείο του νησιού, Α του όρμου Ζωγιωργιά.
Βαιθήλ (εβρ. μπετ’ελ = οίκος του Θεού). Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, η αρχική ονομασία της οποίας ήταν Λουζ ή Λουζά.
Βρισκόταν στο όρος Εφραίμ, Β της Ιερουσαλήμ, και υπήρξε ο πρώτος γνωστός τόπος λατρείας των Ιουδαίων, τον οποίο, ίσως
από τη ρωμαϊκή εποχή, τον χρησιμοποιούσαν ήδη για ειδωλολατρικές τελετές. Εκεί τοποθετήθηκε από τον Αβραάμ το πρώτο
θυσιαστήριο και εκεί είδε ο Ιακώβ, κατά την Αγία Γραφή, το όνειρο της σκάλας που οδηγούσε από τη Γη στον ουρανό. Στη Β.
ιδρύθηκε αργότερα χριστιανικό μοναστήρι με ναό του Αγίου Ιωσήφ του Μνήστορα, θεμελιωμένο πάνω στον λίθο, όπου
ξάπλωσε (σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση) ο Ιακώβ. Η Β. παραχωρήθηκε στη φυλή του Βενιαμίν, ο δε Ιεροβοάμ την έκανε
κέντρο ειδωλολατρίας, στήνοντας το είδωλο του χρυσού μόσχου.
Βαϊκάλη (Baykal). Λίμνη (30.500 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, στη νότια Σιβηρία. Έχει επίμηκες σχήμα με κατεύθυνση από τα
ΝΔ στα ΒΑ, μήκος 600 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 30 έως 100 χλμ. Καταλαμβάνει τον χώρο μιας τεκτονικής τάφρου που
σχηματίστηκε στο τέλος της πλειόκαινου εποχής και είναι η βαθύτερη λίμνη της Γης. Η στάθμη του νερού βρίσκεται σε
υψόμετρο 455 μ. και το μεγαλύτερο βάθος φτάνει τα 1.740 μ., συνεπώς το κρυπτοβύθισμά της είναι 1.285 μ.
Τριγυρισμένη από βουνά που το ύψος τους ξεπερνά τα 1.500 μ., η Β. έχει κατά κανόνα ψηλές και απόκρημνες όχθες. Η μεγάλη
έκτασή της την κατατάσσει τρίτη μεταξύ των λιμνών της Ασίας και δέκατη παγκοσμίως και δικαιολογεί γιατί οι κάτοικοι της
περιοχής την αποκαλούν θάλασσα. Πράγματι, λειτουργώντας ουσιαστικά ως εσωτερική θάλασσα, επηρεάζει σημαντικά το κλίμα
των γύρω περιοχών: δροσίζει το καλοκαίρι την ατμόσφαιρα, χαμηλώνοντας τη θερμοκρασία, παρατείνει το φθινόπωρο και
καθυστερεί το κρύο του χειμώνα· παγώνει από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο. Τροφοδοτείται από τριακόσια ποτάμια και τα νερά
της φημίζονται για τη διαύγειά τους καθώς και για τη χαμηλή περιεκτικότητά τους σε ανόργανα άλατα. Οι σημαντικότεροι
ποταμοί που τροφοδοτούν τη Β. είναι ο Άνω Ανγκαρά και ο Σιλινγκά που πηγάζει από τον ορεινό όγκο Χάνγκαϊ και εκβάλλει με
ένα εκτεταμένο δέλτα στο νοτιοανατολικό τμήμα της λίμνης, έπειτα από μια διαδρομή 1.100 χλμ. Μοναδικός ποταμός που
εκβάλλει στο νοτιοδυτικό τμήμα της είναι ο Ανγκαρά, ο οποίος τροφοδοτεί μια τεράστια τεχνητή λεκάνη και συμβάλλει τελικά
στον Γενισέι.
Η Β. είναι πλούσια σε ψάρια, που τροφοδοτούν σημαντική βιομηχανία κονσερβοποιίας. Η πανίδα της εξάλλου είναι αντικείμενο
μελετών, επειδή σε αυτήν ανήκαν ενδιαφέροντα ενδημικά είδη, κυρίως υδρόβια. Τα κυριότερα λιμάνια, που συνδέονται με
τακτική ατμοπλοϊκή συγκοινωνία, είναι η Σλιουντιάνκα και το Μπάμπουσκιν. Η Β. όμως δέχεται ξαφνικές θύελλες οι οποίες
δυσχεραίνουν τη ναυσιπλοΐα. Γι’ αυτό, η συγκοινωνία εξυπηρετείται κατά μεγάλο μέρος με τον Υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, ο
οποίος ακολουθεί τη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης. Η μόλυνση των νερών της λίμνης τις τελευταίες δεκαετίες από τις γειτονικές
βιομηχανικές μονάδες της Σιβηρίας, καθώς και η ελάττωση της ποσότητάς τους λόγω υπεράντλησης, προκάλεσαν την
ευαισθητοποίηση των Ρώσων περιβαλλοντολόγων που καταβάλλουν προσπάθειες για τον καθαρισμό της. Το 1996 η ΟΥΝΕΣΚΟ
την κατέταξε στα προστατευόμενα φυσικά περιβάλλοντα του πλανήτη.
Βάιλ, Ανρί (Henri Weil, Φρανκφούρτη 1818 – Παρίσι 1909). Γάλλος ελληνιστής, γερμανικής καταγωγής. Δίδαξε στο
Στρασβούργο (1846-49), στην Μπεζανσόν (1849-76) και από το 1876 στη Σορβόνη. Κυριότερα έργα του είναι Η τάξη των
λέξεων στις αρχαίες γλώσσες σε σύγκριση με τις σύγχρονες (1879), Μελέτες για το αρχαίο δράμα (1897), Μελέτες για την
ελληνική αρχαιότητα (1900). Δημοσίευσε επίσης μελέτες με σχόλια στον Αισχύλο (2 τόμοι, 1858-67) και 7 σχολιασμένες
τραγωδίες του Ευριπίδη (1868).
Βάιλ, Κουρτ (Kurt Weill, Ντεσάου, Γερμανία 1900 – Νέα Υόρκη, ΗΠΑ 1950). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, γερμανικής
καταγωγής. Σπούδασε μουσική κοντά στον Ιταλό συνθέτη Φερούτσιο Μπουσόνι και στον Γερμανό Ένγκελμπερτ Χάμπερτινγκ.
Έγινε κυρίως γνωστός για τη συνεργασία του με τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Μπέρτολντ Μπρεχτ στα έργα Η όπερα της
πεντάρας (1928) και Η ακμή και η παρακμή της πόλης Μαχάγκονι (1927-30). Την περίοδο του ναζισμού αυτός και η σύζυγός
του, ηθοποιός και τραγουδίστρια Λότε Λένια, κατέφυγαν αρχικά στο Παρίσι και κατόπιν στις ΗΠΑ. Εκεί ο Β. ξεκίνησε μια
δεύτερη γόνιμη περίοδο της σταδιοδρομίας του, γράφοντας τη μουσική πολλών θεατρικών κωμωδιών οι οποίες ανέβηκαν στο
Μπρόντγουεϊ. Ασχολήθηκε επίσης με μουσική για τον κινηματογράφο και συνέθεσε τη μουσική της περίφημης όπερας Η
εγγύηση (1932). Το μουσικό του ύφος άσκησε βαθιά επίδραση στον Τζορτζ Γκέρσουιν, στον Τζαν Κάρλο Μενότι και σε άλλους
συνθέτες της εποχής του. Ο συνδυασμός της ανανεωμένης μουσικής γραφής και του έντονου κοινωνικού στοιχείου στο
περιεχόμενο, κυρίως στα έργα της πρώτης του περιόδου (έως τις αρχές της δεκαετίας του 1940), τον κατατάσσουν στην
αφρόκρεμα των συνθετών του 20ού αι.
Βαϊμάρη (Weimar). Πόλη (63.522 κάτ. το 2002) της κεντρικής Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι
χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ιλμ, σε μια περιοχή δασωδών λόφων. Αποτελεί σιδηροδρομικό και οδικό κόμβο, με
βιομηχανίες υφασμάτων, μηχανημάτων, υαλουργίας, χαρτιού, μουσικών οργάνων, καπνού και γραφικών τεχνών. Η πόλη
διατηρεί πολλά οικοδομήματα ιστορικού, καλλιτεχνικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα
σπίτια του Γκέτε και του Σίλερ, ο καθεδρικός ναός (15ος αι.), ο Πύργος του Μπελβεντέρε (που χτίστηκε υπό την επίβλεψη του
Γκέτε) και αρκετά μουσεία, όπως το Σλοσμουζέουμ με έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, το μουσείο έργων ροκοκό, το μουσείο
της προϊστορίας, το κτίριο της αρχιτεκτονικής σχολής του Μπαουχάους, το οποίο συμπεριλήφθηκε στα μνημεία παγκόσμιας
κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ (1996) κ.ά.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε τον 10ο αι. μ.Χ., αλλά άρχισε να ακμάζει από το 1547, όταν έγινε πρωτεύουσα του μεγάλου δουκάτου
της Σαξονίας-Βαϊμάρης. Τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου, ήταν το κέντρο της πνευματικής ζωής της Γερμανίας. Για
παράδειγμα, στην πόλη αυτή έζησαν και έδρασαν ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (από το 1708 έως το 1717), ο συνθέτης Φραντς
Λιστ, ο ποιητής Σίλερ, ο φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε (σχεδόν όλη τη ζωή του), οι πρωτεργάτες του κινήματος Μπαουχάους στις
αρχές του 20ού αι. (το 1919 το κίνημα έλαβε τη μορφή του στη Β.) κ.ά. Τον Ιανουάριο του 1919 συνήλθε στην πόλη η πρώτη
συντακτική συνέλευση του νέου γερμανικού κράτους, μετά την κατάλυση της μοναρχίας (βλ. λ. Βαϊμάρης, Σύνταγμα), ενώ το
1920 η Β. ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κρατιδίου της Θουριγκίας. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου,
κοντά στην πόλη λειτούργησε το διαβόητο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ. Μετά τον πόλεμο, ανήκε
στην Ανατολική (Λαϊκή Δημοκρατία) Γερμανία, έως την ενοποίηση της χώρας.
Βαϊμάρης, Δημοκρατία. Συμβατική ονομασία του πολιτεύματος της Γερμανίας από το 1919 έως την άνοδο του Χίτλερ στην
εξουσία, το 1933. Βλ. λ. Γερμανία (Ιστορία)· Βαϊμάρης, Σύνταγμα.
Βαϊμάρης, Σύνταγμα. Το σύνταγμα της νεοσύστατης γερμανικής δημοκρατίας, το οποίο ψηφίστηκε στις 11 Αυγούστου 1919
από τη συντακτική εθνοσυνέλευση η οποία είχε προκύψει από τις εκλογές του Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου και είχε πάρει την
ονομασία της από την πόλη Βαϊμάρη, όπου είχε συνέλθει πρώτη φορά.
Μετά την πτώση της μοναρχίας (Νοέμβριος 1918) και την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γερμανία, η εξουσία περιήλθε σε
ένα Συμβούλιο των αντιπροσώπων του λαού, που το αποτελούσαν σοσιαλδημοκράτες όλων των αποχρώσεων. Με διάταγμα του
συμβουλίου στις 30 Νοεμβρίου προκηρύχτηκαν εκλογές με καθολική ψηφοφορία (ψήφισαν και οι γυναίκες) για συντακτική
συνέλευση, οι οποίες έγιναν στις 19 Ιανουαρίου 1919, μετά την καταστολή της εξέγερσης των σπαρτακιστών, και έδωσαν την
πλειοψηφία στα κόμματα των σοσιαλδημοκρατών και των δημοκρατών. Η συνέλευση εξέλεξε πρόεδρο της δημοκρατίας τον
σοσιαλδημοκράτη Φρίντριχ Έμπερτ και πρωθυπουργό τον Φίλιπ Σάιντεμαν. Στις 12 Μαΐου συνεδρίασε στο Βερολίνο και
επικύρωσε τη συνθήκη των Βερσαλιών. Το νέο σύνταγμα αποτέλεσε πρότυπο κοινοβουλευτικού δημοκρατικού πολιτεύματος.
Όριζε την ίδρυση ενός ομοσπονδιακού κράτους (Ράιχ), το οποίο απαρτιζόταν από 17 ομόσπονδα κρατίδια, το καθένα με δική
του κυβέρνηση και κοινοβούλιο, τα οποία εκπροσωπούνταν στο κεντρικό Συμβούλιο του Κράτους. Επίσης, έθετε με σαφήνεια
τα όρια των διάφορων εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις
σχέσεις εργασίας κ.ά.
Βαϊνάρι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 58 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του
νομού, στα αριστερά του ποταμού Αχελώου, στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος, 7 χλμ. Β του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Παρακαμπυλίων.
Βαϊνγκάρτνερ, Πάουλ Φέλιξ φον- (Paul Felix von Weingartner, Ζάρα 1863 – Βίντερτουρ 1942). Αυστριακός συνθέτης και
διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε μουσική στο Γκρατς, φιλοσοφία στη Λειψία και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Φραντς
Λιστ στη Βαϊμάρη. Στη συνέχεια άρχισε τη διπλή του δραστηριότητα ως συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Εργάστηκε ως
διευθυντής ορχήστρας στο Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας), στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στη
Βιέννη και επιβλήθηκε ως βαθύς και μελετημένος ερμηνευτής. Από τις συνθέσεις του είχαν κάποια επιτυχία τα μελοδράματα
Σακούνταλα (1884), η τριλογία Ορέστης (1902), Κάιν και Άβελ (1914) και Μάστρο-Αντρέας (1920). Συνέθεσε επτά συμφωνίες
και πολλά άλλα συμφωνικά έργα, καθώς και έργα μουσικής δωματίου. Έγραψε πολλά κριτικά δοκίμια, όπως Η συμφωνία μετά
τον Μπετόβεν (1897). Επιμελήθηκε επίσης σπουδαίες κριτικές εκδόσεις μουσικών έργων, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η
έκδοση των απάντων του Μπερλιόζ.
Βαϊνιά. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 704 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό ΒΑ της Ιεράπετρας, στην πρώην
επαρχία Ιεράπετρας, 35 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας.
Βάιντα, Αντρέι (Andrzej Wajda, Σουβάλκι 1926 – ). Πολωνός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σε ηλικία 16 ετών συμμετείχε
στην πολωνική αντίσταση εναντίον της γερμανικής κατοχής. Αφού γύρισε μερικά ντοκιμαντέρ, παρουσίασε την πρώτη του
ταινία μεγάλου μήκους, με τίτλο Γενιά (Pokolenie, 1955), εμπνευσμένη από ένα επεισόδιο της πολωνικής αντίστασης· ήταν μια
αξιόλογη ταινία, χάρη στο πολυσύνθετο της ψυχολογίας των ηρώων της και στο έντονο δραματικό στοιχείο του ερωτικού της
μύθου. Οι επόμενες ταινίες του χαρακτηρίζονται από μια σημαντική μορφική δεξιοτεχνία, στην οποία αναμειγνύονται, όχι
πάντοτε με κλασική ισορροπία, στοιχεία παρακμής, ρομαντισμού και ρεαλισμού, καθώς και κριτικής της κομουνιστικής
γραφειοκρατίας. Οι σπουδαιότερες από αυτές είναι: Κανάλ (1957), Στάχτη και διαμάντια (1958), Όλα για πούλημα (1968), Το
δάσος των σημύδων (1970), Ο άνθρωπος από μάρμαρο (1977), Ο άνθρωπος από σίδερο (1981), Υπόθεση Δαντόν (1982),
Κορτσάκ (1990) και Παν Ταντέους (1999). Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία, ενώ το 2000 η Αμερικανική Ακαδημία
Κινηματογράφου (2000) τον τίμησε με ειδικό βραβείο για τη συνολική προσφορά του στην Έβδομη Τέχνη.
βαιομύκης (Baeomyces). Γένος λειχήνων της οικογένειας των κλαδωνιιδών. Αποτελούνται από έναν μεμβρανώδη, επίπεδο
θαλλό και φύονται στο έδαφος κυρίως των υγρών δασών και ερεικώνων. Έχουν σφαιρικά ή ημισφαιρικά αποθήκια και απλά,
ελλειψοειδή ή ατρακτοειδή ασκοσπόρια, τα οποία σχηματίζονται ανά οκτώ σε κάθε ασκό. Από τα περίπου 35 είδη του γένους,
γνωστότερα είναι τα Baeomyces roseus, Baeomyces rufus και Baeomyces byssoides, τα οποία φύονται και στην Ελλάδα.
Βαϊοχώρι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 72 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, Β
της λίμνης Βόλβης, στην πρώην επαρχία Λαγκαδά, 56 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Εγνατίας.
Βάιπρεχτ, Καρλ (Karl Weyprecht, 1838 – 1881). Αυστριακός εξερευνητής και φυσιοδίφης. Ήταν αξιωματικός του ναυτικού
και ταξίδεψε δύο φορές, το 1871 και το 1872, μαζί με τον συνάδελφό του Γιούλιους φον Πάγερ στον Αρκτικό (Βόρειο
Παγωμένο) ωκεανό. Στο δεύτερο ταξίδι του έφτασε στο αρχιπέλαγος του Φραγκίσκου Ιωσήφ και εξερεύνησε τον πορθμό που
βρίσκεται στα Β της θάλασσας αυτής. Έγραψε διάφορες μελέτες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εξής: Πολική εξερεύνηση
των Καρλ Βάιπρεχτ και Γιούλιους φον Πάγερ, αξιωματικών του ναυτικού της Αυστρίας, από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του
1871, Οι μεταμορφώσεις του πολικού πάγου και Αστρονομικές και γεωδαιτικές παρατηρήσεις της αυστροουγγρικής
εξερεύνησης των αρκτικών χωρών.
Βάις, Πέτερ (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – Στοκχόλμη 1982). Σουηδός συγγραφέας και καλλιτέχνης, γερμανοεβραϊκής
καταγωγής. Το 1934 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία και, αφού έμεινε για λίγο στην Αγγλία και στην
Πράγα (1936-38), όπου σπούδασε ζωγραφική, εγκαταστάθηκε τελικά στη Στοκχόλμη και το 1948 έλαβε τη σουηδική
υπηκοότητα.
Η πληθωρική προσωπικότητά του βρήκε την έκφρασή της σε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Εκτός από
λογοτέχνης, ζωγράφος και σκιτσογράφος, υπήρξε επίσης σκηνοθέτης και πρωτοποριακός θεωρητικός του κινηματογράφου.
Έγινε διάσημος με το μεγάλο αφήγημά του Η σκιά του σώματος του αμαξά (Der Schatten des Korpers des Kutschers), το οποίο
γράφτηκε το 1952 αλλά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1960. Ακολούθησαν μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα, όπως Η
συζήτηση των τριών οδοιπόρων (1963). Έπειτα ο Β. αφοσιώθηκε στο θέατρο με εντυπωσιακά αποτελέσματα, τα οποία τον
τοποθετούν ανάμεσα στις κορυφαίες φυσιογνωμίες του σύγχρονου θεάτρου. Ύστερα από το σύντομο αλλά δυναμικό Νύχτα με
τους φιλοξενούμενους (Nacht mit Gasten, 1963), ο Β. καθιερώθηκε με το έργο Η δίκη και η δολοφονία του Zαν Πολ Μαρά,
παρουσιασμένη από τον θίασο του ασύλου του Σαραντόν υπό τη διεύθυνση του κυρίου Ντε Σαντ (1964), που παίχτηκε και στην
Ελλάδα. Στο έργο αυτό, που το ύφος του αποκαλύπτει μια εξαιρετική ευρυμάθεια, ο Β. αξιοποιεί ολόκληρη τη γερμανική
παράδοση θεατρικών πειραματισμών μέχρι τα εξωλογικά πρότυπα του μπρεχτικού θεάτρου, συνδυάζοντάς την με έναν
προβληματισμό εξαιρετικά σύγχρονο. Η ανάκριση (Die Ermittlung, 1965), ορατόριο σε 11 ωδές, είναι ένα συγκλονιστικό και
συντριπτικό κατηγορητήριο κατά του ναζισμού. Στην Ελλάδα έχει παιχτεί και το έργο του Άσμα για το σκιάχτρο της
Λουζιτάνιας (Gesang vom Lusitanischen Popanz, 1967), με μεγάλη επιτυχία. Τα τελευταία του έργα ήταν Ο Τρότσκι στην
εξορία (Trotzki im Exil, 1969), Χέλντερλιν (Holderlin, 1971) και Η νέα δίκη (Der neue Prozess, 1981), μια θεατρική διασκευή
της διάσημης νουβέλας Η δίκη του Φραντς Κάφκα.
Βάισε, Κρίστιαν Φέλιξ (Christian Felix Weisse, 1726 – 1804). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε στη Λειψία, όπου
γνωρίστηκε με τους Γκόντχολντ Λέσινγκ και του Γκότλιμπ Βίλχελμ Ράμπενερ. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς
εκπροσώπους της λυρικής μπαρόκ ποίησης και συνάμα ένας ιδιαίτερα αξιόλογος συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Διετέλεσε
επίσης διευθυντής της γερμανικής επιθεώρησης Ο φίλος των παιδιών από το 1775 έως το 1782.
Βάισε, Κρίστιαν Χέρμαν (Christian Hermann Weisse, Λειψία 1801 – 1866). Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε
και δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Αντέδρασε στον πανθεϊστικό ιδεαλισμό του εγελιανισμού και υποστήριξε τη
φιλοσοφία του ώριμου Φρίντριχ Σέλιγκ. Ήταν ο εισηγητής της θεωρίας των δύο πηγών για τα Ευαγγέλια των Αποστόλων (1838,
βλ. λ. Ευαγγέλιο). Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του συγκαταλέγονται τα Η ιδέα του Θείου (1833) και Δογματική φιλοσοφία
(1855-62).
Βάισμαν, Αουγκούστ (August Weismann, Φρανκφούρτη 1834 – Φράιμπουργκ 1914). Γερμανός βιολόγος. Ο Β. ασχολήθηκε
με τη φυσική ιστορία από νεαρή ακόμη ηλικία, συλλέγοντας φυτά και έντομα και εκτρέφοντας κάμπιες. Το μουσείο Φυσικής
Ιστορίας Σένκεμπεργκ στη Φρανκφούρτη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τόνωση του ενδιαφέροντος του νεαρού φυσιοδίφη. Το
1856 πήρε πτυχίο ιατρικής από το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και κατόπιν έγινε βοηθός χημικού σε κλινική του Poστόκ. Ο Β.
άρχισε να ασκεί το ιατρικό επάγγελμα σε διάφορες θέσεις (υπήρξε προσωπικός γιατρός του αρχιδούκα Στεφάνου της Αυστρίας)
έως ότου αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη βιολογία. Μελέτησε ζωολογία κοντά στον Καρλ Ρούντολφ Λόικαρτ και άρχισε να
ασχολείται με μικροσκοπικές μελέτες, οι οποίες αφορούσαν κυρίως την ανάπτυξη των εντόμων. Η συγγραφή της διατριβής Η
ανάπτυξη των διπτέρων στο αβγό και η επεξεργασία μιας δεύτερης βοήθησαν τον Β. να διεκδικήσει και να γίνει καθηγητής
ζωολογίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (1863), όπου παρέμεινε έως τη συνταξιοδότησή του, το 1912. Η σταδιακή
εξασθένιση της όρασής του τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τις μικροσκοπικές παρατηρήσεις και να ασχοληθεί με πιο
θεωρητικά βιολογικά ζητήματα.
Ο Β. θεωρείται ένας από τους ιδρυτές της γενετικής επιστήμης, όπου η προσφορά του υπήρξε καθοριστική. Διατύπωσε τη
θεωρία της αθανασίας των μονοκύτταρων οργανισμών, σύμφωνα με την οποία, αφού οι μονοκύτταροι οργανισμοί
πολλαπλασιάζονται με απλή διαίρεση, υπάρχει συνέχεια ζωής, όπου το μητρικό κύτταρο αποτελεί την αφετηρία για τη δεύτερη
γενιά. Η σημαντικότερη, όμως, εργασία του Β. είναι η διατύπωση της θεωρίας του σωματικού και γεννητικού πλάσματος και η
αντίθεση του με τη θεωρία του Ζαν-Μπατίστ Λαμάρκ για την κληρονομικότητα των επίκτητων ιδιοτήτων.
Ο Β., αναγνωρίζοντας την παντοδυναμία της φυσικής επιλογής ως μοναδικής κινητήριου δύναμης της εξέλιξης, υποστήριξε
θερμά τη θεωρία του Δαρβίνου. Αμφισβήτησε, όμως, την άποψη του Δαρβίνου και του Λαμάρκ για την κληρονομικότητα των
επίκτητων χαρακτήρων και γι’ αυτό κατατάσσεται στους νεοδαρβινιστές. Για να στηρίξει τη θέση του, πραγματοποίησε
πειράματα κατά τα οποία έκοβε τις ουρές των ποντικών για πολλές συνεχείς γενιές, παρατηρώντας ότι όλοι οι απόγονοι
γεννιούνται με ουρά, οπότε αποδεικνύεται ότι οι ακρωτηριασμοί δεν κληρονομούνται. Η θεωρία του σωματικού και γεννητικού
πλάσματος διατυπώθηκε στην αρχική της μορφή το 1893, με επιρροές από τη θεωρία του ειδοπλάσματος του Καρλ Βίλχελμ φον
Νέγκελι και από θεωρίες άλλων επιστημόνων, όπως ο Βίλχελμ Ρου. Σύμφωνα με αυτήν, το υλικό του σώματος χωρίζεται σε
σωματικό πλάσμα και γεννητικό πλάσμα· το σωματικό πλάσμα είναι θνητό και διαχωρίζεται πλήρως από γεννητικό πλάσμα που
αποτελεί το κληρονομήσιμο υλικό και είναι θεωρητικά αθάνατο. Το γεννητικό πλάσμα των πολυκύτταρων οργανισμών
περιλαμβάνει πολλές μικρότερες μονάδες, τους ειδάντες, οι οποίοι αντιστοιχούν στα χρωμοσώματα και αποτελούνται από
πολυάριθμα είδια. Κάθε είδιο αποτελείται από μικροσκοπικές ζωτικές μονάδες, τους καθοριστές και, τέλος, κάθε καθοριστής
αποτελείται από μικρές υποθετικές μονάδες, τα βιοφόρα. Το γεννητικό πλάσμα εντοπίζεται στον πυρήνα των κυττάρων, περιέχει
όλες τις πληροφορίες για τον νεοσχηματισθέντα οργανισμό και παραμένει ανεπηρέαστο από το περιβάλλον. Οι επίκτητες
ιδιότητες είναι αποτέλεσμα μεταβολής του σωματικού πλάσματος και δεν κληρονομούνται. Ο Β. μελέτησε την κατασκευή και
τη συμπεριφορά των γεννητικών κυττάρων, και ιδιαίτερα του πυρήνα, και υποστήριξε ότι πριν από τη γονιμοποίηση πρέπει να
συντελείται μείωση του γεννητικού πλάσματος στα αναπαραγωγικά κύτταρα, για να παραμένει σταθερό το ποσό του
κληρονομήσιμου υλικού από γενιά σε γενιά. Η τελική μορφή του οργανισμού είναι αποτέλεσμα της ανάμειξης του μητρικού και
πατρικού γεννητικού πλάσματος στο γονιμοποιημένο ωάριο.
Οι απόψεις του Β. έγιναν ευρέως δεκτές μετά την επικράτηση της θεωρίας του Μέντελ για την κληρονομικότητα, με το
δεδομένο ότι το γεννητικό πλάσμα αντιστοιχεί στην πραγματικότητα στο γενετικό υλικό, το DNA. Πολλές όμως από τις απόψεις
του, όπως ότι κάθε βλαστομερίδιο μπορεί να δώσει μόνο ένα συγκεκριμένο τμήμα του οργανισμού ανάλογα με τους καθοριστές
που περιέχει, καταρρίφθηκαν με πειράματα του Χανς Σπέμαν.
Βάισμαν, Φρίντριχ (Friedrich Waismann, Βιέννη 1896 – 1959). Αυστριακός φιλόσοφος. Συγκαταλέγεται στα αρχικά και
προεξάρχοντα μέλη του Κύκλου της Βιέννης, μαζί με τον Ρούντολφ Καρνάπ και τον Μόριτς Σλικ, ενώ αργότερα δίδαξε στα
βρετανικά πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Με το έργο του Οι αρχές της γλωσσικής φιλοσοφίας συνέβαλε στην
ανάπτυξη της αναλυτικής φιλοσοφίας, ενθαρρύνοντας την επιστημονική ανάλυση της ομιλούμενης γλώσσας. Βασική του θέση
ήταν ότι ακόμη και οι πλέον ακριβείς όροι, οι οποίοι υποδηλώνουν εμπειρική αντίληψη, έχουν μια ανοικτή σημασιολογική δομή,
δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν όλες τις πιθανές σημασίες τους. Σημαντικότερο έργο του είναι το Πώς βλέπω
τη φιλοσοφία (How I See Philosophy).
Βαϊσμίλερ, Τζόνι (Johnny Weissmuler, Φράιντορφ Ουγγαρίας [σημερινή Ρουμανία] 1904 – 1984). Αμερικανός κολυμβητής
και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Σικάγο των ΗΠΑ. Στη δεκαετία
του 1920 έσπασε δεκάδες φορές τα παγκόσμια ρεκόρ σε διάφορα στιλ κολύμβησης, και ιδιαίτερα στο ελεύθερο. Στους
Ολυμπιακούς αγώνες του 1924, στο Παρίσι, κατέκτησε 3 χρυσά μετάλλια (100 μ. ελεύθερο, 200 μ. ελεύθερο και σκυταλοδρομία
4 χ 200 μ. ελεύθερο). Στην επόμενη Ολυμπιάδα (1928, Άμστερνταμ) επανέλαβε τον θρίαμβό του με δύο χρυσά μετάλλια (100 μ.
ελεύθερο και σκυταλοδρομία 4 χ 200 μ. ελεύθερο).
Όμως, ο Β. έγινε παγκοσμίως διάσημος ως ο κινηματογραφικός Ταρζάν· το 1932 άφησε τις πισίνες για χάρη του Χόλιγουντ και
πρωταγωνίστησε σε διάφορες ταινίες με ήρωα τον θρυλικό ήρωα του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ, το ατρόμητο παιδί της ζούγκλας,
Ταρζάν.
Βαιτική. Βλ. λ. Βετική Κορδιλιέρα.
Βαϊτσζέκερ, Καρλ Φρίντριχ φον- (Carl Friederich von Weizsacker, Κίελο 1912 – ). Γερμανός φυσικός και αστρονόμος.
Καθηγητής στο ινστιτούτο Πλανκ και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, είναι από τους διασημότερους μελετητές του ατόμου
και το όνομά του έχει συνδεθεί με τις θεωρίες του για την εξέλιξη των γαλαξιών, την προέλευση των αστέρων και τη γένεση του
ηλιακού συστήματος. Η ανακάλυψη, το 1938, του κύκλου των θερμοπυρηνικών μετασχηματισμών του άνθρακα, στην οποία
συνέβαλε και ο Αμερικανός αστρονόμος Χανς Άλμπρεχτ Μπέτε, του επέτρεψε να διατυπώσει μια πρώτη εξήγηση της
ανεξάντλητης παραγωγής ηλιακής θερμότητας, της οποίας η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στις συντελούμενες πυρηνικές
αντιδράσεις. Η θεωρία των στροβίλων, την οποία διατύπωσε το 1944 για να εξηγήσει την καταγωγή του πλανητικού
συστήματος, προκάλεσε πολλές συζητήσεις, στάθηκε όμως ικανή να επιβεβαιώσει την υπόθεση του Καντ. Το πρωταρχικό
νεφέλωμα, στην αρχή σφαιρικό, υπό τη συνδυασμένη δράση της βαρύτητας και της εσωτερικής τριβής, έλαβε σε σύντομο
χρονικό διάστημα σχήμα φακοειδές με συμπύκνωση στο κέντρο, περιστρεφόμενο εξαιτίας της στροβιλοειδούς κίνησης της
διαστρικής ύλης. Ξεκινώντας από τη θεωρία αυτή, ο αστρονόμος Κουίπερ μπόρεσε να διατυπώσει την άποψη για τη μετέπειτα
εξέλιξη του ηλιακού συστήματος, σύμφωνα με την οποία το φακοειδές νεφέλωμα θρυμματίστηκε κατά τη διάρκεια της
συμπύκνωσής του και σχημάτισε στην αρχή τους πλανήτες και έπειτα τους δορυφόρους.
Βάιτσμαν, Χαΐμ (Chaim Weizmann, Μοτιίλ, Ρωσία 1874 – Ρέχοβατ, Ισραήλ 1952). Ισραηλινός πολιτικός και επιστήμονας,
ρωσοεβραϊκής καταγωγής, ηγέτης του σιωνιστικού κινήματος και πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ (1948-52).
Καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Γενεύης (1900-3) και του Μάντσεστερ (1904-16), έλαβε την αγγλική υπηκοότητα
και διορίστηκε διευθυντής των εργαστηρίων του βρετανικού ναυαρχείου στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου βοήθησε στην
ανάπτυξη των μελετών για τις εκρηκτικές ύλες. Στον πολιτικό τομέα, ήδη από το 1901 έγινε αρχηγός της δημοκρατικής
σιωνιστικής πτέρυγας και έπαιξε βασικό ρόλο στο να δοθεί από την αγγλική κυβέρνηση η περίφημη Δήλωση Μπάλφουρ στις 2
Νοεμβρίου 1917, η οποία αναγνώριζε το δικαίωμα στους Εβραίους να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος
στην Παλαιστίνη. Πρόεδρος της παγκόσμιας σιωνιστικής οργάνωσης από το 1920 έως το 1931, υποστήριξε πάντοτε την
πολιτική των Άγγλων ως εντολοδόχων στην Παλαιστίνη, κατάφερε να ιδρυθεί το εβραϊκό πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ (1925)
και μετά από τέσσερα χρόνια ίδρυσε το Εβραϊκό Πρακτορείο, του οποίου υπήρξε αρχηγός από το 1929 έως το 1931 και από το
1935 έως το 1946. Σε διαρκή πολεμική με τις ομάδες των αδιάλλακτων σιωνιστών, που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τον
Βλαντιμίρ Γιαμποτίνσκι, προσπάθησε να δημιουργήσει τις βάσεις του μελλοντικού εβραϊκού κράτους, ακολουθώντας πολιτική
μετριοπάθειας και συμφιλίωσης με τους Άραβες. Με την ισχύ που του έδινε το διεθνές κύρος του ως ηγέτη του σιωνισμού,
ονομάστηκε προσωρινός αρχηγός του κράτους του Ισραήλ στις 14 Απριλίου 1948. Στις 16 Φεβρουαρίου 1949 εξελέγη πρόεδρος
της ισραηλινής δημοκρατίας και το 1951 επανεξελέγη στο ίδιο αξίωμα, το οποίο διατήρησε έως τον θάνατό του.
βαίτυλοι (εβρ. μπετ’ελ = οίκος του Θεού). Ονομασία λίθων κωνικού κατά κανόνα σχήματος, για τους οποίους οι σημιτικοί
πληθυσμοί της συροπαλαιστινιακής περιοχής και της Αραβικής χερσονήσου είχαν ένα ιδιαίτερο είδος λατρείας, καθώς πίστευαν
ότι ενυπάρχει σε αυτούς θεϊκή δύναμη. Η λατρεία αυτή ήταν διαδεδομένη στους Χαναναίους, στους Φοίνικες και στους
Αραμαίους. Οι Άραβες της προϊσλαμικής εποχής χρησιμοποιούσαν τις ίδιες ιερές πέτρες για βωμούς. Οι β. βρίσκονταν στο
κέντρο ιερών περίφρακτων και ακάλυπτων χώρων, που ήταν οι κυριότεροι τόποι λατρείας των μεσονομαδικών πληθυσμών της
συροαραβικής ερήμου.
Βακά. Βυζαντινό φρούριο στην Κιλικία, χτισμένο πάνω σε ψηλό λόφο, το οποίο κυριεύτηκε από τον στασιαστή Αρμένιο
αρχηγό Λεβούνη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνού (1118-43). Ο Ιωάννης εκστράτευσε εναντίον του και
πολιόρκησε στενά το φρούριο, το οποίο κυρίευσε ύστερα από σθεναρή αντίσταση των αμυνομένων.
βακαλάος (Ιχθλ.). Εναλλακτική ονομασία με την οποία διατίθεται στο εμπόριο ο μπακαλιάρος. Βλ. λ. μπακαλιάρος.
Βακαλό, Γιώργος (Κωνσταντινούπολη 1902 – Αθήνα 1991). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ζωγράφου και σκηνογράφου
Γεώργιου Βακαλόπουλου. Σπούδασε στο Παρίσι όπου και εργάστηκε ως σκηνογράφος. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το
Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή κ.ά. Οργάνωσε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μαζί με τη
γυναίκα του Ελένη ίδρυσαν τη Σχολή Βακαλό (βλ. λ. Βακαλό, Ελένη). Στη ζωγραφική του κυρίαρχο ρόλο είχαν τα
διακοσμητικά στοιχεία.
Βακαλό, Ελένη (Κωνσταντινούπολη 1921 – Αθήνα 2001). Ποιήτρια και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε με σπουδές ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στο Παρίσι. Το 1944
παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Τα Νέα κατά το χρονικό διάστημα 1952-74,
έχοντας τη στήλη της τεχνοκριτικής. Το 1958 ίδρυσε, μαζί με τον σύζυγό της και άλλους, τη Σχολή Βακαλό. Υπήρξε μέλος της
Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της AICA. Έγραψε ποιήματα και βιβλία σχετικά με την τέχνη. Έργα της είναι οι
ποιητικές συλλογές Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία (1948), Στη μορφή των θεωρημάτων
(1951), Το δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της ηλικίας (1958), Περιγραφή του σώματος (1959), Η έννοια των
τυφλών (1966), Ο τρόπος να κινδυνεύομε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας
(1984), Γεγονότα και ιστορίες της κυρά Ροδαλίνας (1990), καθώς και οι μελέτες για την τέχνη Εισαγωγή σε θέματα ζωγραφικής
(1960), Μαθήματα για τη σύγχρονη τέχνη (1973), Ρυθμοί και όροι της ευρωπαϊκής τέχνης (1980), Η φυσιογνωμία της
μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα (1981-84, 4 τόμοι), Κριτική εικαστικών τεχνών (1996) κ.ά. Είχε τιμηθεί με το κρατικό
βραβείο ποίησης (1991) κ.ά.
Βακαλόπουλος, Απόστολος (Βόλος 1909 – ). Ιστορικός συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε κλασική φιλολογία και
παιδαγωγικά στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και
νέα ελληνική ιστορία με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε στην πανεπιστημιακή κοινότητα του ΑΠΘ,
αρχικά ως υφηγητής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας (1943-51) και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα (1955-74)
και από το 1974 ομότιμος. Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και πολλών άλλων επιστημονικών
σωματείων, ενώ εκπροσώπησε τη χώρα μας σε πολλά διεθνή επιστημονικά συνέδρια.
Υπήρξε πολυγραφότατος και τα σημαντικότερα έργα του είναι: Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1204-1831 (8 τόμοι), Ιστορία της
Μακεδονίας, 1354-1833, Πηγές της ιστορίας του νέου ελληνισμού, 1204-1812 (2 τόμοι), Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα
κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821, Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821, Τα ελληνικά
στρατεύματα του 1821, Περί των προσφυγικών εγκαταστάσεων εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης κ.ά. Τιμητικές διακρίσεις: α’
βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, βραβείο Ζάππα, διεθνές βραβείο Herder κ.ά.
βακαούρεα (Baccaureα). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ευφορβιιδών. Αριθμεί περίπου 50 είδη των θερμών
περιοχών της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Είναι δέντρα ή θάμνοι με πλατιά φύλλα και μικρά, απέταλα άνθη
διατεταγμένα σε βότρυς. Ο καρπός τους είναι μικρή ράγα, στο μέγεθος κερασιού, με κίτρινο χρώμα και ξινή γεύση.
Βακαρέσκου, Έλενα (Helena Vacarescu, γαλλ. Helene Vacaresco, Βουκουρέστι 1866 – Παρίσι 1947). Ρουμάνα ποιήτρια.
Κόρη Ρουμάνου διπλωμάτη και απόγονος του λογίου Ιενατσίτα Βακαρέσκου (βλ. λ.), σε πολύ νεαρή ηλικία διετέλεσε δεσποινίς
επί των τιμών της βασίλισσας Ελισάβετ, η οποία, καθώς ήταν επίσης ποιήτρια (γνωστή με το ψευδώνυμο Κάρμεν Σίλβα),
εκτιμούσε ιδιαίτερα τη Β. για την επίδοσή της στην ποίηση. Απομακρύνθηκε όμως από τα ανάκτορα, με εντολή του βασιλιά της
Ρουμανίας Καρόλου, όταν αυτός διαπίστωσε τον ερωτικό δεσμό του ανιψιού του και διαδόχου του στον θρόνο Φερδινάνδου με
τη Β., που ίσως να κατέληγε σε γάμο. Από τότε η ποιήτρια έζησε στο Παρίσι, όπου εκδόθηκαν στα γαλλικά οι ποιητικές
συλλογές της Τραγούδια της χαραυγής (1886), Γαλήνια ζωή (1896), Ο ραψωδός της Διμποβίτσας (1900), Αναλαμπές και φλόγες
(1903). Άλλα έργα της: Βασιλείς και βασίλισσες που γνώρισα (1907), Ανατολίτικα παραμύθια, (1907), Στον δρόμο της αγάπης
(1905, δίπρακτο δράμα), Ο έρωτας νικά (1909), Η γοητεία (1911), Η σύζυγος του βασιλιά και ο φίλος της βασίλισσας
(μετάφραση στα γαλλικά ποιήματος της βασίλισσας Ελισάβετ), Μεγάλες φυσιογνωμίες θρυλικών γυναικών, Έγχρωμες προβολές
(1928) κ.ά.
Βακαρέσκου, Ιενατσίτα (Ienachita Vacarescu, 1740 – 1798). Ρουμάνος λόγιος και αξιωματούχος των ηγεμόνων της Βλαχίας
(αναφέρεται και με το εξελληνισμένο όνομα Γιαννακίτσας). Έγραψε αξιόλογη μελέτη για τη ρουμανική γραμματική και
συλλογή λυρικών ποιημάτων. Οι γιοι του, Αλέξανδρος και Νικόλαος, έγραψαν και αυτοί –ακολουθώντας το παράδειγμα του
πατέρα τους– ποιήματα με έντονη την επίδραση του Χριστόπουλου. Το 1908 κυκλοφόρησε συλλογή που περιλάμβανε ποιήματα
και των τριών.
Βακάρι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 28 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις
βορειοδυτικές κλιτύς της κορυφής Αβγό της Νότιας Πίνδου, 69 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αιθήκων. Έως το 1940 ονομαζόταν Βάκαρη.
Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα (Giovan Batista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας. Απέκτησε φήμη χάρη
στην ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730
εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την ανοικοδόμηση της πόλης που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές στον
σεισμό του 1693. Αυτό που χαρακτηρίζει τα έργα του είναι η σταθερή προσπάθειά του να προσαρμόσει τα ρωμαϊκά στοιχεία
στις μορφές, στον τρόπο κατασκευής και στα υλικά του τόπου (σκούρα ηφαιστειογενής πέτρα και λευκός τιτανόλιθος).
Κυριότερα έργα του είναι η πρόσοψη του μητροπολιτικού ναού (1730), το αίθριο του πανεπιστημίου, η Κρήνη του Ελέφαντα
(1736), το δημαρχείο με τις χαρακτηριστικές πέτρινες παραστάδες (1741), το μέγαρο Βάλε και η μονή της Αγίας Αγάθης στην
οποία ο καλλιτέχνης εργάστηκε πάνω από τριάντα χρόνια (τελείωσε το 1767). Στο αίθριο του κολεγίου Κουτέλι, ένα από τα
σημαντικότερα έργα του, διακρίνεται η επίδραση του κλασικισμού του Βανβιτέλι.
Βάκας. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Άμφισσα. Είχε την επιμελητεία διάφορων στρατοπέδων στη διάρκεια του Αγώνα.
2. Παναγιώτης. Καταγόταν από χωριό της Σπάρτης. Πήρε μέρος στις μάχες εναντίον του εκστρατευτικού σώματος του
Δράμαλη.
βακελίτης (Χημ.). Γενική ονομασία μιας ομάδας ρητινών οι οποίες παρασκευάζονται με πολυσυμπύκνωση της φαινόλης με
φορμαλδεΰδη· ονομάζονται επίσης φαινοπλάστες. Η ονομασία τους οφείλεται στον χημικό Μπάκελαντ, ο οποίος τους
παρασκεύασε πρώτος, μεταξύ 1907 και 1909, και συνέβαλε στη διάδοσή τους για βιομηχανική χρήση.
Η διαδικασία παρασκευής σε αλκαλικό περιβάλλον διακρίνεται σε τρεις φάσεις, κατά τις οποίες σχηματίζονται διαδοχικά οι
μορφές Α, Β, C. Ο β. Α είναι υγρό ή ημιστερεό υλικό, μάλλον διαλυτό και χρησιμοποιείται ως βερνίκι. Όταν υποβληθεί σε
θέρμανση μετατρέπεται στον β. Β, μια στερεή και εύθραυστη ρητίνη η οποία θερμαινόμενη μαλακώνει και γίνεται ελαστική. Ο
Β, με περαιτέρω πολυμερισμό, μετατρέπεται στον αδιάλυτο και άτηκτο β. C. Εκτός από το αλκαλικό περιβάλλον, μπορεί να
επιτευχθεί πολυσυμπύκνωση της φαινόλης και της φορμαλδεΰδης και σε όξινο περιβάλλον. Το παρασκευαζόμενο προϊόν
ονομάζεται νοβολάκα και χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυπογραφικών κόνεων. Λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων τους
(ισχυρά μονωτικές, καλής αντοχής στα χημικά αντιδραστήρια και στις φυσικές συνθήκες, ευκολία στην επεξεργασία κλπ.), οι
ρητίνες αυτές είχαν στο παρελθόν ευρεία εφαρμογή στην κατασκευή αντικειμένων κάθε είδους, όπως διακόπτες, μονωτήρες κ.α.
Σήμερα ορισμένα από αυτά τα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα κάποιες παλιές τηλεφωνικές συσκευές, έχουν συλλεκτική αξία.
Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος
πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Έρλανγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Γιόχαν Λούντβιχ Τικ (βλ. λ.), με τον οποίο
συνδεόταν με φιλία, πραγματοποίησαν μια περιοδεία σε ολόκληρη τη Γερμανία, εν είδει πνευματικού προσκυνήματος. Στη
Νυρεμβέργη και στο Μπάμπεργκ, μέσα στην ατμόσφαιρα του γερμανικού Μεσαίωνα και της γερμανικής Αναγέννησης, ένιωσε
το παρελθόν να επανασυνδέεται με το παρόν και να μεταμορφώνεται σε ένα υψηλότατο αισθητικό και θρησκευτικό ιδανικό.
Μετά το τέλος των σπουδών του ο Β. ξαναγύρισε στο Βερολίνο. Το 1797 ο Τικ εξέδωσε ένα έργο του, παρεμβάλλοντας και δικά
του κείμενα, με τίτλο Διαχύσεις ενός φιλότεχνου καλόγερου (Herzensergiessungen eines kunstliebenden Klosterbruders) και το
1799 τις Φαντασίες για την τέχνη (Phantasien uber die Kunst), που αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη και σχεδόν
προγραμματική έκφραση της ρομαντικής-μυστικιστικής αντίληψης για την τέχνη.
βακιλαιμία (Ιατρ.). Βλ. λ. βακτηριαιμία.
βάκιλλος. Βλ. αντίστοιχα λήμματα βάκιλος.
βάκιλοι (Βιολ.). Γενική ονομασία των βακτηρίων που έχουν ραβδοειδές σχήμα. Βλ. λ. βακτήρια.
βάκιλος (Bacillus· Βιολ.). Γένος βακτηρίων της οικογένειας των βακιλιδών, της τάξης των ευβακτηρίων. Είναι ραβδόμορφα,
θετικά κατά Γκραμ βακτήρια, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, στο έδαφος, στο νερό ή στον αέρα, ενώ
ορισμένα είδη ανήκουν στη φυσική εντερική χλωρίδα του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του γένους είναι η ικανότητα
δημιουργίας ανθεκτικών ενδοσπορίων, όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι δυσμενείς.
Το είδος Bacillus anthracis προκαλεί την ασθένεια του άνθρακα στα βοοειδή και στον άνθρωπο (βλ λ. άνθρακας ή νόσος του
άνθρακα), ενώ το είδος Bacillus cerei προσβάλει ορισμένές τροφές, όπως το γάλα, και προκαλεί δηλητηριάσεις. Τα υπόλοιπα
είδη β. είναι γενικά ακίνδυνα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το είδος Bacillus thurigiensis (Bt), το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως για τον βιολογικό έλεγχο
των εντόμων που προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα φυτά. Ο β. αυτός παράγει μια πρωτεϊνική τοξίνη, η οποία όταν
καταναλώνεται από διάφορα έντομα, κυρίως λεπιδόπτερα, προκαλεί τον θάνατό τους. Η χρήση του Bacillus thurigiensis, αντί
των κλασικών χημικών εντομοκτόνων, ξεκίνησε στη Γαλλία και αργότερα εξαπλώθηκε. Τα τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια της
γενετικής μηχανικής, απομονώθηκαν τα γονίδια της τοξίνης, τα οποία εδράζονται σε ένα πλασμίδιο του βακτηρίου. Με
κατάλληλες τεχνικές τα γονίδια αυτά εισάγονται στο γονιδίωμα διάφορων φυτικών ειδών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία
διαγονιδιακών φυτών, που έχουν την ικανότητα να παράγουν μόνα τους την εντομοκτόνο τοξίνη· τα γενετικά τροποποιημένα
αυτά φυτά είναι γνωστά ως Bt-φυτά, με γνωστότερο το Bt-καλαμπόκι. Η διάδοσή τους στην αγορά έχει προκαλέσει ποικίλες
αντιδράσεις στους αγρότες, σε περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλους φορείς.
βάκιλος (Bacillus· Εντομ.). Γένος εντόμων της οικογένειας των φασμιδών. Πολλά είδη ζουν στην Ευρώπη, στις παραμεσόγειες
χώρες και στην Αμερική. Είναι αρκετά μακριά σε μήκος (φτάνουν τα 20-25 εκ.) και έχουν λεπτά και μεγάλα πόδια. Δεν έχουν
καθόλου φτερά και το χρώμα τους είναι καστανοπράσινο, το οποίο όμως μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή του χρόνου.
Μοιάζουν πολύ με φύλλα, με λειχήνες ή με κλαδάκια και αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα μιμητισμού. Σπάνια γίνονται
αντιληπτά από τον άνθρωπο. Τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με φυτά και πολλές φορές προκαλούν σοβαρές ζημιές στα δέντρα.
βακίνιο (Vaccinium). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ερεικιδών. Περιλαμβάνει περίπου 150 είδη τα οποία
φύονται κυρίως στις εύκρατες περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για φυλλοβόλους ή αειθαλείς μικρούς θάμνους με
λεπτούς, πράσινους, γωνιώδεις, βλαστούς και απλά εναλλασσόμενα φύλλα. Τα άνθη τους είναι τετραμερή ή πενταμερή, με
σταμνόμορφη, πρασινόλευκη έως ροδόχρωμη στεφάνη, διατεταγμένα κατά μασχαλιαίους ή επάκριους βότρυς. Ο καρπός είναι
ράγα.
Το είδος Vaccinium myrtillus, ευρέως διαδεδομένο ευρωσιβηρικό είδος, είναι φυλλοβόλος νανοφυής θάμνος και βρίσκεται σε
μεγάλη αφθονία στους ορεινούς δασικούς θαμνότοπους της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
σφαιρικοί, μελανωποί καρποί του σε μέγεθος μπιζελιού, οι οποίοι περιέχουν αρωματικό, πορφυρόχρωμο χυμό, με γλυκιά και
υπόξινη γεύση. Οι καρποί αυτοί είτε τρώγονται νωποί είτε χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μαρμελάδας και για τον
χρωματισμό των κρασιών, στα οποία δίνουν την απόχρωση του χυμού τους. Ο χυμός του β. χρησιμοποιείται επίσης στη
φαρμακευτική, ενώ τα φύλλα, πλούσια σε τανίνη, χρησιμοποιούνται στη βοτανική φαρμακολογία.
Συγγενές είδος είναι το Vaccinium vitis-idaea, κοινό στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη, το οποίο φύεται επίσης σε ορεινά δάση
της χώρας μας. Είναι μικρός αειθαλής θάμνος, με κόκκινους, εδώδιμους καρπούς που έχουν όξινη πικρίζουσα γεύση και
χρησιμοποιούνται κυρίως για μαρμελάδες.
Βακιρτζής, Γιώργος (Μυτιλήνη 1923 – Αθήνα 1988). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας
και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές στην Ελλάδα
και στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εικονογράφηση βιβλίων, την επιμέλεια εκδόσεων και γενικά με τις γραφικές
τέχνες, ενώ παράλληλα δημοσίευσε άρθρα και μελέτες του γύρω από την τέχνη. Εξέδωσε επίσης τα βιβλία Η λαϊκή επιγραφή
στην Ελλάδα, Οι 25 αφίσες, Η γιγαντοαφίσα του κινηματογράφου.
Βάκις (Αρχ.). Γενικό όνομα που αποδιδόταν σε ολόκληρη τάξη αρχαίων χρησμολόγων που άκμασε στον ελληνικό χώρο από
τον 8o έως τον 6o αι. π.Χ. Οι γνωστότεροι είναι τρεις: ένας από τη Βοιωτία, ένας από την Αθήνα και ένας από την Αρκαδία
(πιθανώς αυτός που χρησμοδότησε στον Επαμεινώνδα για την ανέγερση της Μεσσήνης).
Β. επονομαζόταν και ο Πεισίστρατος, πιθανότατα λόγω της αγάπης που έτρεφε προς την προφητική ποίηση.
Βακιώτες. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 22 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του
νομού, στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, 46 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αρκαλοχωρίου.
Βακοδιονύσιος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ηλεία. Τραυματίστηκε στη μάχη του Λατζοΐου (1821).
Βάκος. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 397 κάτ.) του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Κομοτηνής, 15 χλμ. ΝΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας.
Βακούνα (Vacunα). Αρχαία αγροτική θεότητα των Ρωμαίων, σαβινικής προέλευσης. Ταυτίζεται συνήθως με την ελληνική
Δήμητρα ή την Άρτεμη. Σε μεταγενέστερους χρόνους θεωρήθηκε θεότητα του πολέμου και της νίκης και ταυτίστηκε με την
Αθηνά. Κύριος τόπος λατρείας της υπήρξε η περιφέρεια της Ρεάτης και της λίμνης Βελίνης. Πληροφορίες για την προέλευση
του ονόματος και τη φύση της θεότητας δίνουν ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Πλίνιος κ.ά.
Βακούφι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 67 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 25 χλμ. ΝΔ της
πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πικρολίμνης.
βακούφια (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ = αφιέρωμα). Ονομασία κατά την οθωμανική περίοδο των ακινήτων (συνήθως κτήματα),
που αφιερώνονταν για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών (συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων,
ορφανοτροφείων κ.ά.). Για τη σύσταση των β. ήταν απαραίτητη η σύνταξη αφιερωτήριου εγγράφου (βακουφχανέ) στον
ιεροδικαστή της περιοχής (καδή). Ανάλογα με την ιδιότητα του δωρητή, τα β. διακρίνονταν σε σουλτανικά και ιδιωτικά
(σαχιχέ). Η σύσταση σουλτανικών β. εξυπηρετούσε θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η σύσταση των
ιδιωτικών σκόπευε στη διασφάλιση (από τυχόν κατασχέσεις, δημεύσεις κ.ά.) ή στην πρόληψη της κατασπατάλησης της
περιουσίας του δωρητή, ο οποίος έπαιρνε από τον επίτροπο (μουταβελή) του β. ισόβιο εισόδημα (ιδζαρέ) για τη συντήρησή του,
το οποίο μπορούσε να κληρονομηθεί στους απογόνους του. Από το 1840, στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την
εποπτεία της διαχείρισης των β. είχε ειδικό υπουργείο (Εβκάφ Ναζαρετή). Β. υπήρχαν επίσης και στην Αίγυπτο.
βακτήρια (Βιολ.). Ομάδα μονοκύτταρων προκαρυωτικών οργανισμών της ομοταξίας των σχιζομυκήτων. Στα β. ανήκουν
πολυάριθμοι μικροσκοπικοί οργανισμοί με πολύ μεγάλη ποικιλία μορφών, οι οποίοι ταξινομούνται σε διάφορες τάξεις,
σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι ψευδομονάδες (pseudomonadales), τα ευβακτήρια (eubacteriales), τα χλαμυδοβακτήρια
(chlamydobacteriales), οι ακτινομύκητες (actinomycetales), οι σπειροχαίτες (spirochaetales), τα μυξοβακτήρια
(myxobacteriales), τα μυκοπλάσματα (mycoplasmatales) και τα θειοβακτήρια (beggiatoales).
Με βάση τη μορφολογία τους, τα β. διακρίνονται σε κόκκους, αν είναι σφαιρικά, σε βακίλους αν είναι ραβδοειδή και σε
σπειρίλια αν είναι σπειροειδή· οι κυρτές μορφές λέγονται κόμματα ή βίπριο. Η ονομασία τους, που διεθνώς είναι bacterium,
προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη βακτηρία (= ραβδί), γιατί τα περισσότερα από τα πρώτα β. που ανακαλύφθηκαν,
καθώς και τα περισσότερα που ζουν στο σώμα και στο περιβάλλον του ανθρώπου, έχουν ραβδοειδές σχήμα.
Τα βακτηριακά κύτταρα ζουν μεμονωμένα ή συγκροτούν απλές αποικίες. Οι κοκκοειδείς μορφές που απαντούν σε ζεύγη
ονομάζονται διπλόκοκκοι, ενώ εκείνα που σχηματίζουν απλές αλυσίδες είναι γνωστά ως στρεπτόκοκκοι· ακανόνιστες
συγκεντρώσεις κυττάρων αποτελούν τους σταφυλόκοκκους, ενώ οι κυβοειδείς σχηματισμοί λέγονται σαρκίνες. Υπάρχουν τέλος
β. που η μορφή τους διαφέρει από όλες τις παραπάνω, όπως οι στρεπτομύκητες, η οργάνωση του σώματος των οποίων θυμίζει το
μυκήλιο των μυκήτων. Η μορφή των β. σχετίζεται στενά με το περιβάλλον τους και είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζει την
αποτελεσματική πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών πιέσεων.
Τα κύτταρα των β. έχουν απλή προκαρυωτική δομή (βλ. λ. προκαρυωτικοί οργανισμοί) και η διάμετρος των περισσοτέρων
κυμαίνεται μεταξύ 1-10 μικρομέτρων. Το κυτταρικό τους τοίχωμα είναι ένα συμπαγές εξωτερικό περίβλημα, το οποίο διατηρεί
το σχήμα του κυττάρου και το προφυλάσσει. Το τοίχωμα εμφανίζει δύο βασικούς τύπους οργάνωσης οι οποίοι αντιδρούν
διαφορετικά στη χρώση κατά Γκραμ (Gram). Τα β., με βάση την Γκραμ χρώση του τοιχώματος διακρίνονται σε δύο μεγάλες
κατηγορίες, τα θετικά και τα αρνητικά κατά Γκραμ. Το τοίχωμα των θετικών κατά Γκραμ β. εμφανίζεται στο μικροσκόπιο
άμορφο χωρίς διακριτές στρώσεις. Κύριο συστατικό του είναι η πεπτιδογλυκάνη, ένα πολυμερές τροποποιημένων σακχάρων, τα
οποία ενώνονται με μικρές πεπτιδικές αλυσίδες. Σχηματίζεται έτσι ένα ενιαίο γιγάντιο μόριο που περιβάλλει το κύτταρο και
ενισχύεται με διάφορα τειχοϊκά οξέα. Αντιθέτως, στα αρνητικά κατά Γκραμ β., το τοίχωμα είναι σαφώς πολύστιβο, με
τουλάχιστον δύο εμφανείς στιβάδες: μια λεπτή στιβάδα πεπτιδογλυκάνης εσωτερικά και μια εξωτερική στιβάδα αποτελούμενη
από λιποπολυσακχαρίτες και λιποπρωτεΐνες. Σε μερικά β. το τοίχωμα περιβάλλεται από ένα προστατευτικό στρώμα κολλώδους
υλικού, που αποτελείται κατά κανόνα από υδατάνθρακες και σχηματίζει κάψες, θήκες ή βλεννώδεις στιβάδες. Πολλά είδη β.
κινούνται με τη βοήθεια μαστιγίων τα οποία μπορεί να εκφύονται από το ένα (μονότριχα) ή και από τα δύο άκρα (πολύτριχα)
του κυττάρου ή, μερικές φορές, να καλύπτουν όλη την επιφάνειά του (περίτριχα). Τα μαστίγια αυτά διαφέρουν από τα μαστίγια
των ευκαρυωτικών κυττάρων και συντίθενται από μια πρωτεΐνη, τη μαστιγίνη. Στην επιφάνεια αρκετών αρνητικών κατά Γκραμ
β., υπάρχουν λεπτά, άκαμπτα νηματοειδή εξαρτήματα πολύ μικρότερα από τα μαστίγια, τα οποία ανάλογα με το αν σχετίζονται
ή όχι με τη μεταφορά DNA, διακρίνονται αντίστοιχα σε κροσσούς και ινίδια. Το γενετικό υλικό τους υλικό είναι συνήθως ένα
κυκλικό μόριο δίκλωνου DNA, μήκους περίπου 1 χιλιοστού· πολλά β. φέρουν επιπρόσθετα εξωχρωμοσωμικά στοιχεία που
ονομάζονται πλασμίδια.
Τα β. εμφανίζουν μεγάλη ποικιλότητα στον μεταβολισμό. Ανάλογα με τις πηγές ενέργειας και άνθρακα που χρησιμοποιούν
διακρίνονται σε: φωτοαυτότροφα, τα οποία χρησιμοποιούν φως ως πηγή ενέργειας και CO2 ως πηγή άνθρακα· φωτοετερότροφα,
τα οποία χρησιμοποιούν φως ως πηγή ενέργειας και οργανικές ενώσεις ως πηγή άνθρακα· χημειοαυτότροφα, τα οποία
οξειδώνουν ανηγμένες ανόργανες ενώσεις για να προμηθευτούν ενέργεια και χρησιμοποιούν CO2 ως πηγή άνθρακα· τέλος,
χημειοετερότροφα, τα οποία οξειδώνουν ή ανάγουν ποικιλία οργανικών ενώσεων για να προμηθευτούν ενέργεια και άνθρακα.
Τα περισσότερα β. είναι χημειοετερότροφα, αλλά μπορεί να μεταπέσουν από τη μία τροφική ομάδα στην άλλη ανάλογα με τις
συνθήκες του περιβάλλοντος. Διακρίνονται αντιστοίχως σε αερόβια και αναερόβια, ανάλογα με τα αν χρησιμοποιούν ή όχι
οξυγόνο για τις μεταβολικές τους διαδικασίες. Μερικά β. είναι ικανά να απορροφούν και να δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό άζωτο
(βλ. λ. αζωτοβακτήρια).
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος πολλαπλασιασμού των β. είναι με απλή διχοτόμηση, δηλαδή με διαχωρισμό του κυττάρου σε δύο
θυγατρικά. Θεωρητικά, η βακτηριακή αύξηση ακολουθεί γεωμετρική πρόοδο, καθώς σε κάθε γενιά συμβαίνει διπλασιασμός των
κυττάρων. Ο ρυθμός διπλασιασμού ποικίλει από 1 έως 3 ώρες, αλλά υπάρχουν και β. που μπορούν να διπλασιαστούν μέσα σε 20
λεπτά. Αν αυτός ο ρυθμός μπορούσε να διατηρηθεί για 24 ώρες, ένα μεμονωμένο κύτταρο θα έδινε τελικά μια αποικία κυττάρων
βάρους 1.000 τόνων. Στην πραγματικότητα η αύξηση των β. τόσο στη φύση όσο και στο εργαστήριο περιορίζεται και σταματά,
είτε λόγω εξάντλησης των θρεπτικών είτε λόγω συσσώρευσης τοξικών μεταβολιτών. Στα β. δεν εμφανίζεται εγγενής
αναπαραγωγή και η κύρια πηγή γενετικής ποικιλομορφίας είναι οι μεταλλαγές. Σε σπάνιες περιπτώσεις πραγματοποιείται
ανταλλαγή γενετικού υλικού με μηχανισμούς όπως είναι ο μετασχηματισμός, η μεταγωγή μέσω ιών και η σύζευξη. Πολλά είδη
β. σχηματίζουν, σε δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, ανθεκτικά κύτταρα που είναι γνωστά ως σπόρια.
Τα β. κυριαρχούν στη βιόσφαιρα. Αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα οργανισμών, με τεράστιες δυνατότητες εξάπλωσης.
Ένα μόνο γραμμάριο εδάφους είναι δυνατόν να περιέχει 2,5 εκατ. β. Βρίσκονται σχεδόν παντού και μπορούν να επιζήσουν σε
πολύ δυσμενείς και ακραίες συνθήκες, όπως σε θερμοπηγές με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, σε μεγάλα θαλάσσια βάθη με μεγάλη
πίεση, στους πάγους των πόλων κ.α. Τα β. παρουσιάζουν τεράστια οικολογική και οικονομική σημασία. Ορισμένα είδη είναι
παθογόνα, υπεύθυνα για σοβαρές μολύνσεις και ασθένειες, κυρίως των ζώων και του ανθρώπου (χολέρα, λέπρα, άνθρακας,
διφθερίτιδα, φυματίωση κ.α.) και λιγότερο των φυτών. Η πλειοψηφία όμως των βακτηριακών ειδών είναι αβλαβής και
απαραίτητη για τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη. Παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποικοδόμηση της οργανικής ύλης προς
ανόργανα στοιχεία τα οποία μπορούν να προσληφθούν και πάλι από τα φυτά, συμβάλλοντας στην ανακύκλωση των χημικών
στοιχείων στο οικοσύστημα. Ορισμένα β. πραγματοποιούν χρήσιμες βιοχημικές μετατροπές και συνθέσεις, όπως η γαλακτική
και η οξική ζύμωση και χρησιμοποιούνται ευρέως στην αρτοποιία, στη βιομηχανία γάλακτος, στην ποτοποιία κ.α. Ιδιαίτερα
σημαντικός, εξάλλου, είναι ο ρόλος τους στην παρασκευή των αντιβιοτικών (βλ. λ. αντιβιοτικά· αρτοποιία· γάλα). Τα β., τέλος,
λόγω της απλής τους δομής, του μικρού χρόνου γενιάς, της ευκολίας ανάπτυξής τους στο εργαστήριο και της απομόνωσης
ποικίλων μεταλλαγών, έχουν αποτελέσει και αποτελούν βασικής σημασίας πειραματικό υλικό. Η ανάπτυξη της μοριακής
βιολογίας επέτρεψε τη γενετική τροποποίηση των β. σε ευρεία κλίμακα, με ποικίλες εφαρμογές στη θεραπεία ασθενειών, στη
βιομηχανία, αλλά και στη βασική έρευνα για τη διαλεύκανση των μοριακών μηχανισμών λειτουργίας του κυττάρου που
επεκτείνονται σε όλα τα είδη οργανισμών.
βακτηριαιμία (Ιατρ.). Η παρουσία βακτηρίων στο αίμα (παλαιότερα ονομαζόταν επίσης βακιλαιμία ή μικροβιαιμία).
Εισέρχονται στην κυκλοφορία μέσα από λύσεις της συνέχειας του δέρματος, μέσα από βλεννογόνους υμένες ή όταν υπάρχουν
παθολογικές αλλοιώσεις στα λεμφοζίδια, στο αγγειακό σύστημα κ.ά. Η β. μπορεί να εμφανιστεί επίσης κατά τη διαδρομή
λοιμωδών ασθενειών, κυρίως στην οξεία φάση τους. Η β. ελαττώνεται, καθώς ο οργανισμός υπερνικά την ασθένεια,
ενεργοποιώντας τη φαγοκυτταρική λειτουργία των λευκοκυττάρων (λευκών αιμοσφαιρίων) και, στο τέλος, εξαφανίζεται. Στην
αντίθετη περίπτωση επιδεινώνεται, εξελίσσεται σε σηψαιμία, που συνήθως καταλήγει σε θάνατο. Η ανακάλυψη των
αντιβιοτικών υπήρξε καταλυτική στην αντιμετώπιση της β.
βακτηρίδια (Βιολ.). Παλαιότερος όρος για τα βακτήρια. Βλ. λ. βακτήρια.
βακτηριοκτόνα (Χημ.). Παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τη θανάτωση ή την καταστροφή των βακτηρίων (παλαιότερα
αποκαλούνταν επίσης μικροβιοκτόνα ή βιοκτόνα). Οι παράγοντες αυτοί είναι απαραίτητοι για τις αποστειρώσεις (βλ. λ.
αποστείρωση). Στα β. ανήκουν οι ενώσεις των αλογόνων, και ιδιαίτερα τα υποχλωριώδη και υποβρομιώδη άλατα, η ισχυρή
δράση των οποίων οφείλεται στην οξείδωση των πρωτεϊνών που προκαλούν. Ετεροκυκλικές ενώσεις, όπως το αιθυλενοξείδιο, ή
άλλες όπως το μεθυλοβρομίδιο, χρησιμοποιούνται συνήθως για την αποστείρωση των ευαίσθητων στη θερμότητα αντικειμένων.
Μια άλλη ομάδα β. αποτελείται κυρίως από φαινολικές ενώσεις, με γνωστότερες την κραισόλη και τη λιζόλη (διάλυμα
σαπουνιού και φαινολικών ενώσεων)· η δραστηριότητα των ενώσεων αυτών οφείλεται στην ικανότητα που έχουν να
προσβάλλουν τη δομή των πρωτεϊνών. Η πρώτη φαινολική ένωση που είχε χρησιμοποιηθεί ως β. ήταν η φαινόλη, η χρήση της
οποίας, ωστόσο, σήμερα έχει περιοριστεί λόγω των ερεθισμών που προκαλεί στο δέρμα. Οι αλδεΰδες, με κύριο αντιπρόσωπο τη
φορμαλδεΰδη (και συγκεκριμένα το διάλυμα συγκέντρωσης 37% σε νερό που ονομάζεται φορμαλίνη) θεωρούνται από τα πιο
ισχυρά β. Επιπλέον, βακτηριοκτόνο δράση παρουσιάζουν μερικά άλατα βαρέων μετάλλων (όπως του αργύρου και του χαλκού) ή
οξέα και αλκάλια· τα μεταλλικά αυτά ιόντα, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1929 για τη βακτηριοκτόνο δράση
τους, η οποία οφείλεται στον ιονισμό που προκαλούν.
Τη σημαντικότερη θέση ανάμεσα στα β., ωστόσο, κατέχουν οι αλκοόλες (με πιο κοινή την αιθανόλη, η οποία χρησιμοποιείται σε
άριστη συγκέντρωση 70% σε νερό) οι οποίες αποδιατάσσουν τις πρωτεΐνες, ενώ συγχρόνως καταστρέφουν και τις κυτταρικές
μεμβράνες. Οι αλκοόλες θανατώνουν αμέσως κάθε ζωντανή μορφή, αν και δεν έχουν αποτέλεσμα στα σπόρια. Χαρακτηριστικό
είναι ότι η δραστικότητά τους συνδυάζεται απαραίτητα με την παρουσία του νερού. Με μικρή βακτηριοκτόνο δράση μπορούν να
αναφερθούν και διάφορες χρωστικές, όπως είναι το μερκουρόχρωμα. Τέλος, και άλλοι παράγοντες (όπως το υπεριώδες φως, οι
υπέρηχοι, η θερμοκρασία, οι ακτίνες Χ, οι βακτηριοσίνες και τα αντιβιοτικά) μπορούν να αποδιοργανώσουν το βακτηριακό
κύτταρο και να το θανατώσουν. Γενικά, όμως, β. ονομάζονται μόνο οι χημικές ενώσεις και μάλιστα όσες δεν προέρχονται από
ζωντανούς οργανισμούς, όπως οι βακτηριοσίνες και τα αντιβιοτικά.
βακτηριολογία (Βιολ.). Κλάδος της μικροβιολογίας με αντικείμενο τη μελέτη των βακτηρίων (βλ. λ. βακτήρια). Τα βακτήρια
περιγράφηκαν για πρώτη φορά κατά τον 17ο αι. από τον Ολλανδό Άντονι Βαν Λέβενχουκ, ο οποίος τα παρατήρησε με απλό
μικροσκόπιο που κατασκεύασε ο ίδιος. Ο Ιταλός βιολόγος Λάτζαρο Σπαλαντσάνι πραγματοποίησε τις πρώτες βακτηριακές
καλλιέργειες, αλλά η συστηματική τους μελέτη και οι πρώτες προσπάθειες ταξινόμησης των οργανισμών αυτών άρχισαν στις
αρχές του 19ου αι. Τα πειράματα των Λουί Παστέρ και Ρόμπερτ Κοχ έδωσαν τεράστια ώθηση στην επιστήμη της β. και της
μικροβιολογίας γενικότερα. Αργότερα, με την εφαρμογή του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου έγινε δυνατή η γνώση της λεπτής
δομής του βακτηριακού κυττάρου. Η σύγχρονη β. στοχεύει στη μελέτη των ιδιοτήτων των βακτηρίων, με σκοπό την οικονομική
εκμετάλλευσή τους, τη θεραπεία ασθενειών αλλά και τη βασική βιολογική έρευνα.
βακτηριόλυση (Βιολ.). Η καταστροφή των βακτηρίων, η οποία οφείλεται συνήθως στη διάλυση του κυτταρικού τους
τοιχώματος (βλ. λ. βακτήρια). Η β. είναι δυνατόν να προκληθεί τόσο από φυσικές και χημικές επιδράσεις, όσο και από
βακτηριοφάγους, βακτηριολυσίνες και μερικά ένζυμα, όπως η λυσοζύμη. Το περιεχόμενο τον βακτηριακών κυττάρων
ελευθερώνεται στο γύρω περιβάλλον, οπότε μειώνεται η θολότητα του αιωρήματος.
βακτηριοσίνες (Βιολ.). Ομάδα πρωτεϊνικών ενώσεων, οι οποίες προέρχονται από βακτηριακά κύτταρα και έχουν ισχυρή
βακτηριοκτόνο δράση (βλ. λ. βακτήρια· βακτηριοκτόνα). Εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν για πρώτη φορά σε μικροοργανισμούς
της εντερικής χλωρίδας, κυρίως στα οξυγαλακτικά βακτήρια. Είναι ωστόσο δυνατόν να παραχθούν από διάφορα άλλα μη
παθογόνα βακτήρια, είτε θετικά είτε αρνητικά κατά Γκραμ.
Οι β. ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τις τροποποιήσεις που υφίσταται το πρωτεϊνικό μόριο μετά τη σύνθεσή
του. Η ονομασία τους προέρχεται συνήθως από τους οργανισμούς που τις παράγουν· για παράδειγμα, αυτές που παράγονται από
την Escherichia coli λέγονται κολισίνες, από την Pseudomonas pyocyanea πυοσίνες κλπ. Ορισμένες β. συνδέονται με συστατικά
του τοιχώματος του κυττάρου-στόχου διακόπτοντας τη σύνθεσή του, ενώ άλλες προσδένονται στη μεμβράνη των βακτηρίων
επηρεάζοντας ποικίλες φυσιολογικές λειτουργίες, όπως η διαπερατότητα των μεμβρανών.
βακτηριοστατικά (Βιολ.). Αντιβακτηριακοί παράγοντες, οι οποίοι αναστέλλουν την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό των
βακτηρίων (βλ. λ. βακτήρια), χωρίς ωστόσο να τα θανατώνουν (παλαιότερα αποκαλούνταν μικροβιοστατικά). Πολλά από αυτά
είναι πολύ χρήσιμα στην αντιμετώπιση ασθενειών· σταματούν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων και φυσικά την επιδείνωση
της ασθένειας, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στον οργανισμό να χρησιμοποιήσει το ανοσοποιητικό του σύστημα και να
καταστρέψει τους μικροοργανισμούς. Τα β. χρησιμοποιούνται επίσης στα τρόφιμα, ώστε αυτά να διατηρούνται για μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα. Η προσβολή ενός πληθυσμού βακτηρίων με ένα β. δεν σημαίνει την άμεση σταθεροποίηση του αριθμού των
βακτηρίων, αλλά την προοδευτική εκθετική μείωση του ρυθμού αναπαραγωγής τους. Ως β. μπορούν να θεωρηθούν η ψύξη και η
αποξήρανση, καθώς και διάφορες χημικές ουσίες, όπως το εξαχλωροφαίνιο. Τέλος, ορισμένα αντιβιοτικά που παρουσιάζουν
βακτηριοστατική δράση είναι τα σουλφοναμίδια, οι τετρακυκλίνες, η χλωραμφενικόλη και η ερυθρομυκίνη.
βακτηριοχλωροφύλλες (Βιολ.). Ομάδα φωτοσυνθετικών χρωστικών, οι οποίες συναντώνται στα φωτοσυνθετικά βακτήρια και
διακρίνονται σε πέντε τύπους, που ονομάζονται αντίστοιχα με τα πέντε πρώτα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου: a, b, c, d και
e· περιγράφονται και με τον όρο τετραπυρρολικό μαγνήσιο.
Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι είτε a είτε b, ανάλογα με το είδος, ενώ τα πράσινα
θειοβακτήρια περιέχουν ως κύρια φωτοσυνθετική χρωστική τη β. c, d ή e, ανάλογα με το είδος, ωστόσο όλα τους περιέχουν και
ένα μικρό ποσό από τη β. a. Όλες οι β. παρουσιάζουν μικρές χημικές διαφορές από τη χλωροφύλλη a, η οποία είναι κοινή στα
φύκη και στα ανώτερα φυτά. Στις διαφορές αυτές στηρίζονται και οι διαφορετικές ιδιότητες των χρωστικών αυτών ως προς την
απορρόφηση του φωτός· έτσι, οι β. απορροφούν το φως στην περιοχή του υπέρυθρου, με μέγιστο απορρόφησης στα 800-1000
nm. Όπως και οι χλωροφύλλες, οι β. χρησιμεύουν στο βακτηριακό κύτταρο για τη δέσμευση της ηλιακής ενέργειας κατά τη
φωτοσύνθεση.
βακτηρίωση (Βοτ.). Ασθένεια των φυτών, η οποία οφείλεται σε δράση βακτηρίων (βλ. λ. βακτήρια). Οι β. είναι συχνά
καταστροφικές για τις καλλιέργειες. Χαρακτηρίζονται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους, όπως ο φυτικός
καρκίνος που προκαλείται από το είδος Agrobacterium tumefasciens· τις υγρές σήψεις, όπως η σήψη της πατάτας, που
προκαλείται από το είδος Erwinia phytophthora· τις ξηρές τοπικές νεκρώσεις ή κηλίδες, όπως η λεγόμενη αγριοφωτιά του
καπνού, που προκαλείται από το βακτήριο Pseudomonas savastanoi· και τις μαράνσεις, όπως αυτή της πατάτας, που προκαλείται
από το βακτήριο Corinebacterium sepedonicum.
Βάκτρα. Η έδρα των βασιλιάδων των Αρίων κατά την αρχαιότητα, και κατόπιν πρωτεύουσα περσικής σατραπείας (σημερινή
πόλη Μπαλκ του βόρειου Αφγανιστάν). Η ονομασία της έγινε γνωστή στην Ελλάδα μετά την εκστρατεία του Δαρείου, και
ιδιαίτερα ύστερα από εκείνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πόλη αρδευόταν από τον ποταμό Βάκτρο, που εισχωρούσε στη
γειτονική της πεδιάδα και περιβαλλόταν από οχυρά τείχη. Η ακρόπολή της στα ελληνιστικά χρόνια ονομαζόταν Ζαρίασπα. Η Β.,
που λεγόταν και Βακτρία, είχε ιερό στο οποίο διατηρούσαν φωτιά που τη χαρακτήριζαν ιερή. Στα χρόνια της ακμής της
φημιζόταν και για τις πλούσιες αγορές της.
Βακτρία. Βλ. λ. Βάκτρα.
Βακτριανή. Ανατολική επαρχία της αρχαίας Περσικής αυτοκρατορίας, η οποία εκτεινόταν στα εδάφη του σημερινού βόρειου
Αφγανιστάν και ονομάστηκε έτσι από την πρωτεύουσά της, Βάκτρα (βλ. λ.). Αποτελούσε τη δωδέκατη σατραπεία της
αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και το όνομά της εμφανίζεται σε επιγραφές της εποχής του Δαρείου Α’ (6ος-5ος αι. π.Χ.). Η Β.
είχε μεγάλη σημασία λόγω της γεωγραφικής της θέσης, καθώς από την πρωτεύουσά της περνούσε η κυρία οδός του εμπορίου
μεταξύ Κίνας, κεντρικής Ασίας και Ιράν.
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να γίνει κύριος της Β. αφού προηγουμένως εκμηδένισε την περσική δύναμη. Για μεγάλο
διάστημα, οι Έλληνες υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της Β., η οποία μετά τον Αλέξανδρο πέρασε στην κυριαρχία του
ελληνιστικού κράτους των Σελευκιδών και ύστερα κυβερνήθηκε από τοπικές ελληνικές δυναστείες, οι οποίες έφεραν τα σύνορα
της χώρας έως τον Ινδό ποταμό, σε ένα μεγάλο τμήμα της σημερινής βόρειας Ινδίας. Τους Έλληνες διαδέχτηκαν ιρανικοί
πληθυσμοί, οι Σάνκα-Παχλάβα.
Κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. η Β., μαζί με γειτονικές περιοχές και με τη βόρεια Ινδία, αποτέλεσαν μια ισχυρή ενιαία
αυτοκρατορία υπό την ηγεμονία των Κουσάνα, των οποίων η καταγωγή δεν είναι σαφής. Νεότερες έρευνες οδηγούν στην
υπόθεση ότι ταυτίζονταν με τους Βακτριανούς. Οι Κουσάνα είχαν τακτικές εμπορικές σχέσεις με τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και
ίσως και στρατιωτική συμμαχία, εναντίον του κοινού εχθρού τους, των Πάρθων. Ο μεγαλύτερος αυτοκράτορας των Κουσάνα, ο
Κανίσκα, που τον έκανε αθάνατο η βουδιστική παράδοση, ήταν ίσως σύγχρονος του Τραϊανού, νικητή των Πάρθων. Ο
πολιτισμός των Κουσάνα, του οποίου λίκνο ήταν η βορειοδυτική Ινδία, παρουσιάζει μια όψη σύνθετη και εκλεκτική: η
θρησκεία, για παράδειγμα, ήταν πλούσια σε ελληνικά στοιχεία της κλασικής περιόδου, καθώς επίσης σε ρωμαϊκά και
ελληνιστικά, συνυφασμένα με ιρανικά και ινδικά.
Μετά τους Κουσάνα, η Β. πέρασε στην κυριαρχία των Σασσανιδών και αργότερα καταστράφηκε από τις επιδρομές των
βαρβαρικών ορδών που ξεκινούσαν από την κεντρική Ασία. Η ιστορία της ακολούθησε έκτοτε την ιστορική διαδρομή της
κεντρικής Ασίας, ενώ τον 7ο αι. μ.Χ. εξισλαμίστηκε.
βακτρίς (Bactris). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των φοινικιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη χαμηλών
δέντρων, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Ο κορμός τους είναι λεπτός, αγκαθωτός ή λείος, με έντονα τα αποτυπώματα των
φύλλων που έχουν πέσει. Τα φύλλα φύονται στην κορυφή του βλαστού και είναι πτεροσχιδή, λεία ή χνουδωτά, με μακρύ
αγκαθωτό κολεό. Είναι μόνοικα φυτά με μικρά, κιτρινωπά ή πρασινωπά άνθη. Ο καρπός είναι δρύπη στο μέγεθος βερίκοκου.
Πολλαπλασιάζονται κυρίως με σπέρματα. Ιδιαίτερα διαδεδομένο είναι το είδος Bactris gasipaes, το οποίο υπήρξε ένα από τα
σημαντικότερα καλλιεργούμενα φυτά των αυτοχθόνων φυλών της Κεντρικής Αμερικής, κατά την προκολομβιανή εποχή. Οι
εδώδιμοι καρποί του έχουν υψηλή θρεπτική αξία και αποτελούσαν τότε βασική τροφή, αντί των δημητριακών. Σήμερα, το είδος
καλλιεργείται επίσης για την ξυλεία του.
βακτρομαντεία. Μαντική πρακτική, διαδεδομένη στους ανατολικούς λαούς και στους Ρωμαίους (αναφέρεται και ως
ραβδομαντεία). Οι μάντεις έφτιαχναν ένα ραβδί (αρχ. βακτηρία) από ξύλο ιτιάς, δάφνης ή άλλου δέντρου και το ξεφλούδιζαν
κατά μήκος, έτσι ώστε να μένει ένα μέρος της φλούδας. Έπειτα έριχναν το ραβδί κάτω και ανάλογα με την πλευρά που έπεφτε,
ξεφλουδισμένη ή μη, μάντευαν τα μελλούμενα. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. μαντική.
Βάκχαι. Η τελευταία τραγωδία του Ευριπίδη (406 π.Χ.), η οποία θεωρείται και μια από τις σημαντικότερες της αρχαίας
δραματουργίας. Το υλικό της προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής
μέθης, όσο και σε ιστορικά περιστατικά από τη διείσδυση αυτής της λατρείας.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Θήβα. Ο Διόνυσος παρουσιάζεται με ανθρώπινη μορφή και διαμαρτυρείται για τον ισχυρισμό
που προέβαλλαν οι αδελφές της μητέρας του Σεμέλης, Αγαύη (κυρίως αυτή), Αυτονόη και Ινώ, ότι ο ίδιος δεν γεννήθηκε από
την ένωσή της με τον Δία, αλλά με κάποιον θνητό. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι τον συνοδεύουν οι Βάκχες, κατειλημμένες από
διονυσιακή μέθη. Ο γιος της Αγαύης Πενθέας, βασιλιάς της Θήβας και ήδη πολέμιος της διονυσιακής λατρείας, φυλακίζει τον
Διόνυσο, αλλά αυτός διαφεύγει και αποφασίζει να τον τιμωρήσει. Τον παρασύρει έως το βουνό Κιθαιρώνα, όπου οι Βάκχες
κρούουν τα φρυγικά τύμπανα και χορεύουν σε έξαλλη κατάσταση. Εκεί, ο Πενθέας κατασπαράσσεται από την ίδια του τη
μητέρα και τις αδελφές της, οι οποίες έχουν κυριευτεί επίσης από θεία μανία (Μαινάδες) και έχουν μεταμορφωθεί σε Βάκχες.
Στο τέλος, όταν η Αγαύη συνέρχεται, συνειδητοποιεί τι έχει κάνει και αναγνωρίζει τον Διόνυσο ως θεό, ο οποίος παρουσιάζεται
πλέον ως τιμωρός των ασεβών (βλ. λ. Αγαύη, 1.).
Οι Β. προξένησαν άπειρες συζητήσεις για την ερμηνεία τους, στην οποία άλλοι είδαν μια μεταστροφή του σκεπτικιστή ποιητή
προς τον ψυχολυτρωτικό θεό και άλλοι μια ορθολογιστική διαμαρτυρία εναντίον του, που πραγματοποιείται στο πρόσωπο του
Πενθέα, ενσάρκωση του ανθρώπινου λογισμού. Σήμερα, είναι αναντίρρητο ότι το έργο προήλθε μέσα από μια γνήσια εξέταση εκ
μέρους του Ευριπίδη του διονυσιακού φαινομένου, το οποίο πουθενά αλλού δεν βρήκε εντυπωσιακότερη παρουσίαση και τόσο
δυναμική έκφραση.
Βακχανάλια. Βλ. λ. Βακχεία.
βάκχαρις (Baccharis). Γένος δικοτυλήδονων φυτών οικογένειας των συνθέτων. Περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα, ιθαγενή
της Αμερικής. Είναι δίοικα φυτά με μικρά φύλλα. Τα άνθη τους σχηματίζουν μικρά κεφάλια, τα οποία συγκεντρώνονται στην
άκρη των βλαστών κατά πυραμιδοειδείς ταξιανθίες. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα άφθονα άνθη τους, τα οποία
διατηρούνται για μεγάλο διάστημα (αμάραντα). Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα και μοσχεύματα και ευδοκιμούν σε αμμώδη
και υφάλμυρα εδάφη. Το είδος Baccharis halimifolia ανθίζει το φθινόπωρο και καλλιεργείται στους κήπους ως καλλωπιστικό.
Βακχεία. Γιορτές της αρχαιότητας προς τιμήν του θεού Διονύσου (Βάκχου), οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη
Ρώμη, κατά τον 2ο αι. π.Χ., με την ονομασία Bacchanalia (από το λατινικό όνομα του Βάκχου, Bacchus), που στα ελληνικά
αποδόθηκε ως Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια.
Όσοι μετείχαν στα ρωμαϊκά Β. σχημάτιζαν καλά οργανωμένες μυστικές ενώσεις, με αρχηγούς οι οποίοι ονομάζονταν μάγιστροι
(magistri) και με δικούς τους ιερείς. Οι μυημένοι γιόρταζαν κρυφά τα Β. και ήταν δεσμευμένοι με όρκο που τους απαγόρευε να
αποκαλύπτουν στους αμύητους όσα είχαν σχέση με τη θρησκεία τους. Οι μυστηριακές αυτές τελετές και συνήθειες έβαλαν σε
υποψία τις αρχές, καθώς κυκλοφορούσαν φήμες ότι τα Β. ήταν τελετές οργιαστικές, ανόσιες, ακόμη και εγκληματικές. Έφτασε
μάλιστα να θεωρηθεί το θρησκευτικό κίνημα των Β. ανατρεπτικό και επικίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους. Έτσι, το 186
π.Χ. η Σύγκλητος νομοθέτησε αυστηρότερα μέτρα εναντίον των Β. και τα απαγόρευσε. Οι ενώσεις των μυημένων διαλύθηκαν
και τα μέλη τους υπέστησαν διώξεις. Μερικοί συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως κοινοί εγκληματίες, ενώ άλλοι
αυτοκτόνησαν.
Βακχείος. Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας.
1. Γιατρός από την Τανάγρα Βοιωτίας (3oς αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ηρόφιλου, ο οποίος άσκησε την ιατρική ως
υπομνηματιστής του Ιπποκράτη.
2. Ο πρώτος δάσκαλος φιλοσοφίας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου (2ος αι. μ.Χ.).
3. Μουσικολόγος, γνωστός ως Β. ο Γέρων. Βλ. λ. Βακχείος ο Γέρων.
Βακχείος ο Γέρων (α’ μισό 4ου αι. μ.Χ.). Μουσικολόγος. Με το όνομά του σώζονται δύο πραγματείες με τον τίτλο Εισαγωγή
τέχνης μουσικής. Η πρώτη, σε μορφή ερωταποκρίσεων, πραγματεύεται τα διάφορα στοιχεία της μουσικής (τόνοι, διαστήματα,
ρυθμός κ.ά.) και ιδιαίτερα της αρμονίας, ενώ η δεύτερη περιορίζεται στην αρμονία. Από επίγραμμα που ακολουθεί το κείμενο
της δεύτερης πραγματείας εικάζεται (χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιο) ότι ο συγγραφέας της έζησε στα χρόνια του Μεγάλου
Κωνσταντίνου. Η πρώτη πραγματεία εκδόθηκε στο Παρίσι (1623) από τον Φρεντερίκ Μορέλ, ενώ η δεύτερη στο Βερολίνο
(1841) από τον Γιόχαν Φρίντριχ Μπέλερμαν.
Βάκχες (αρχ. Βάκχαι). Συλλογική ονομασία μυθολογικών προσώπων. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, οι Β. ήταν
γυναίκες, μέλη του οργιαστικού θιάσου του Διόνυσου, που έλαβαν την ονομασία αυτή από το όνομα Βάκχος, με το οποίο
λατρευόταν ο Διόνυσος. Στους Ορφικούς Ύμνους, όπου αποκαλούνται επίσης Μαινάδες, αναφέρονται ως τροφοί του θεού. Οι
Β., κυριευμένες από θεία μανία (στη μανία αυτή οφείλουν και την εναλλακτική ονομασία Μαινάδες), έτρεχαν στα βουνά με τα
μαλλιά λυτά στον αέρα, κρατώντας θύρσους και χτυπώντας κρόταλα, στεφανωμένες με κισσό και σμίλακα (αρκουδόβατο). Οι Β.
θήλαζαν μικρά θηρία, ενώ η υπερφυσική δύναμη που τους εμφυσούσε η θεότητα τούς έδινε την ικανότητα να ξεριζώνουν
ολόκληρα δέντρα και να κατασπαράσσουν με τα χέρια τους άγρια ζώα, που αμέσως μετά τα καταβρόχθιζαν ωμά. Άριστη
περιγραφή των μυθολογικών αυτών γυναικών παραδίδει ο Ευριπίδης στο ομώνυμο έργο του (βλ. λ. Βάκχαι).
Στους ιστορικούς χρόνους, οι γυναίκες-λάτρεις του Διονύσου τελούσαν οργιαστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού, σε τακτά
διαστήματα, στις κορυφές του Παρνασσού και στα στενά του Κιθαιρώνα.
Από τον 6ο αι. π.Χ. και μετά ο μύθος των Β. αποτέλεσε αγαπητό θέμα της γλυπτικής, και ιδίως της αγγειογραφίας. Από τα έργα
που σώζονται έως σήμερα με θέμα τις Β., ονομαστές είναι οι σχετικές παραστάσεις μιας λευκής κύλικας και ενός αμφορέα στο
μουσείο του Μονάχου και η Μαινάδα της Δρέσδης, αντίγραφο του περίφημου αγάλματος του Σκόπα.
Βάκχες. Τραγωδία του Ευριπίδη. Βλ. λ. Βάκχαι.
Βακχιάδες (αρχ. Βακχιάδαι). Ηγεμονική δυναστεία της αρχαίας Κορίνθου, τα μέλη της οποίας κατάγονταν από τον μυθικό
βασιλιά Βάκχη. Αρχικά, οι Β. εξουσίαζαν την Κόρινθο με βασιλικό πολίτευμα (9ος-8ος αι. π.Χ.), και έπειτα με ολιγαρχικό (με
ετήσιο πρύτανη) έως το 657 π.Χ. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, οι Β. αποίκισαν την Κέρκυρα και τις Συρακούσες
(Χρησικράτης, Αρχίας) και κατασκεύασαν τον δίολκο στον Ισθμό της Κορίνθου. Μέλη της οικογένειας ήταν επίσης ο επικός
ποιητής Εύμηλος, ο νομοθέτης της Θήβας Φιλόλαος και ο Αρραβαίος, ηγεμόνας των Λυγκηστών της Μακεδονίας.
Βακχίδες. Κωμωδία του Λατίνου κωμωδιογράφου Πλαύτου, διασκευή πιθανότατα του χαμένου έργου του Μενάνδρου Δις
εξαπατών. Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: ένας νέος ψάχνει να βρει για λογαριασμό ενός φίλου του την εταίρα Βακχίδα τη
Σαμία. Τη βρίσκει, αλλά ερωτεύεται την αδελφή της Βακχίδα την Αθηναία. Η συμπεριφορά του προκαλεί υποψίες στον φίλο
του, έως τη στιγμή που ανακαλύπτει πως υπάρχουν δύο εταίρες με το ίδιο όνομα. Ο δούλος Χρύσαλος, αντίθετα προς τον
παιδαγωγό Λύδο, βοηθάει τον κύριό του στο ειδύλλιο αυτό, λέγοντας αδιάντροπα και επιδέξια ψέματα. Κατορθώνει να
αποσπάσει από τον πατέρα του νέου τα χρήματα που χρειάζονται για την υπόθεση, αλλά τελικά οι δύο αδελφές κατακτούν τους
πατέρες των δύο φίλων, δίνοντας ένα αίσιο τέλος.
Βακχικόν άντρον. Βλ. λ. Κωρύκειον (Ονομασία δύο σπηλαίων της αρχαιότητας, 1.).
Βάκχις. Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Κορίνθου, γενάρχης του οίκου των Βακχιαδών. Βλ. λ. Βακχιάδες.
Βάκχος. Προσωνύμιο του θεού Διόνυσου, ένα από τα κυριότερα με τα οποία λατρευόταν ως εμπνευστής της βακχικής μανίας
(βλ. λ. Διόνυσος). Στη ρωμαϊκή μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς
τιμήν του είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη (βλ. λ. Βακχεία).
Βάκχος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού. Μαρτύρησε μαζί με τον συνάδελφό του Σέργιο στα χρόνια του αυτοκράτορα
Μαξιμιανού (286-305), κοντά στον Ευφράτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου.
2. Β. ο νέος (τέλη 8ου αι. μ.Χ.). Καταγόταν από την Παλαιστίνη και έδρασε τα χρόνια του Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της μητέρας
του Ειρήνης (790-797). Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου.
Βάκχος. Ακρωτήριο της Νάξου. Βρίσκεται στη δυτική ακτή, στο βορειοανατολικό άκρο του όρμου της Νάξου. Κοντά στο
ακρωτήριο, συνδεδεμένη με κυματοθραύστη, βρίσκεται η νησίδα Απόλλων.
Βακχυλίδης (Ιουλίδα Κέας 518; – 450; π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Ανιψιός του ποιητή Σιμωνίδη του Κείου (γιος της
αδελφής του), άκμασε γύρω στο 467 π.Χ., σύμφωνα με το Χρονικόν του Ευσεβίου. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896, όταν
ανακαλύφθηκαν δύο αιγυπτιακοί πάπυροι (οι οποίοι βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο) που περιείχαν ο ένας τους
Επινίκους του και ο άλλος τους Διθυράμβους. Για τη ζωή του λίγα είναι γνωστά· είναι πολύ πιθανό ότι έμεινε στην Αυλή του
Ιέρωνα, στη Σικελία, και ότι έζησε μια περίοδο εξόριστος στην Πελοπόννησο.
Οι Αλεξανδρινοί τον είχαν περιλάβει στον Κανόνα των εννιά μεγάλων λυρικών και προέβησαν σε ταξινόμηση του έργου του σε
εννέα βιβλία, έξι με ποιήματα σχετικά με τη λατρεία (διθύραμβοι, παιάνες, ύμνοι, προσόδια, παρθένια, υπορχήματα) και τρία με
ποιήματα σχετικά με τους ανθρώπους (επινίκια, ερωτικά, εγκώμια.) Οι Επίνικοί του (ύμνοι προς νικητές αθλητικών αγώνων),
γραμμένοι σε δωρική διάλεκτο με σπάνια ιωνικά στοιχεία, ακολουθούν τα μετρικά σχήματα του Στησιχόρου. Δύο από αυτούς (3
και 5) είναι αφιερωμένοι στον Ιέρωνα. Από τους διθυράμβους του, δύο είναι αφιερωμένοι στον μύθο του Θησέα και φέρουν τους
τίτλους Ηίθεοι (= νέοι) και Θησεύς· ο δεύτερος έχει ιδιαίτερη φιλολογική σημασία επειδή είναι σε μορφή διαλόγου (και στον
πρώτο γίνεται μεγάλη χρήση του απευθείας λόγου). Η μορφή αυτή του διαλόγου δημιούργησε την εικασία ότι ο Θησεύς είναι ο
διθύραμβος στον οποίο ο Αριστοτέλης ανάγει την αρχή του δράματος, άποψη η οποία όμως δεν μπορεί να ευσταθεί, γιατί όταν
γράφτηκε ο Θησεύς, το δράμα είχε πια εξελιχθεί· είναι λοιπόν πιθανότερο πως το δράμα επηρέασε τη συγγραφή του Θησέα στο
περιεχόμενο και στη δομή του.
Κάθε κρίση για το έργο του Β. γίνεται αναγκαστικά σε σύγκριση με το έργο του Πινδάρου, αφού έζησαν την ίδια εποχή,
καλλιέργησαν το ίδιο ποιητικό είδος και οι ποιητικοί τους δρόμοι διασταυρώθηκαν πολλές φορές στα ίδια θέματα. Η αξία του Β.
έγκειται στην αφηγηματική του ικανότητα (οι Ηίθεοι και ο Θησεύς αποτελούν τα σημαντικότερα τεκμήρια). Διακρίνεται για τη
θαυμαστή χρήση των λογοτεχνικών τεχνασμάτων, αντλεί από τον Όμηρο, χρησιμοποιεί γλώσσα ευκολότερη από αυτήν του
Πινδάρου και διατυπώνει σε ευχάριστη μορφή τη σοφία της απλής καθημερινής ζωής. Απουσιάζει όμως από το έργο του το
πινδαρικό βάθος της αίσθησης των αξιών. Ο Β. αυτοχαρακτηρίστηκε ως «αηδόνι της Κέας με φωνή γλυκιά σαν το μέλι»
(«μελιγλώσου χάριν Κειίας αηδόνος»), ενώ ο ίδιος ο Πίνδαρος τον αποκάλεσε «Μουσάων ιερόν στόμα».
Βάκων. Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δύο Άγγλων φιλοσόφων, διαφορετικών εποχών, του Ρότζερ και του Φράνσις
Μπέικον. Βλ. λ. Μπέικον, Ρότζερ· Μπέικον, Φράνσις.
ΒΑΛ (Χημ.). Βλ. λ. μπαλ.
Βαλ Καμόνικα. Βλ. λ. Βάλε Καμόνικα.
Βαλ-ντ’ Ουάζ (Val-d'Oise). Νόμος (1.246 τ. χλμ., 1.105.464 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, στο διαμέρισμα Ιλ-ντε-Φρανς. Ο νομός
εκτείνεται στο βόρειο τμήμα της χώρας, σε μικρή απόσταση από το Παρίσι, στην κοιλάδα του ποταμού Ουάζ στον οποίο οφείλει
την ονομασία του. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Ποντουάζ (Pontoise, 27.494 κάτ. το 1999). Βλ. λ. Ιλ-ντε-Φρανς.
Βαλ-ντε-Μαρν (Val-de-Marne). Νόμος (245 τ. χλμ., 1.227.250 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, στο διαμέρισμα Ιλ-ντε-Φρανς. Ο
νομός εκτείνεται στο βόρειο τμήμα της χώρας, σε μικρή απόσταση από το Παρίσι, και διαρρέεται από τον ποταμό Μάρνη, στον
οποίο οφείλει την ονομασία του. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Κρετέιγ (Creteil, 82.147 κάτ. το 1999). Βλ. λ. Ιλ-ντε-
Φρανς.
Βάλα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 24 Μαΐου 1873. Περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.385 ημέρες. Σε
απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο έχει φαινόμενο μέγεθος 10,03. Διεθνώς ονομάζεται Vala
131.
Βάλα, Λορέντσο (Lorenzo Valla, Ρώμη 1407 – 1457). Ιταλός ουμανιστής. Από το 1429 έως το 1431 δίδαξε ρητορική στην
Παβία. Το 1437 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη ως γραμματέας του βασιλιά Αλφόνσου της Αραγονίας και το 1448 επέστρεψε
οριστικά στη Ρώμη.
Ο Β. είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του φιλολογικού και κριτικού ουμανισμού και ο φιλοσοφικός διάλογός του Περί
ηδονής (De voluptate, 1431) είναι από τα σημαντικότερα κείμενα της φιλοσοφίας της Αναγέννησης. Η φύση, όπως
υποστηρίζεται στον διάλογο αυτόν, στην καθαρή της ουσία είναι καλή, αλλά στην υπηρεσία του Θεού είναι όπως αυτός: απαθής
και αδιάφορη στις επικλήσεις των ανθρώπων. Η πρόθεση ωστόσο του συγγραφέα είναι κυρίως η αντίθεση σε κάθε μορφή
ασκητισμού, στωικού ή χριστιανικού, η οποία καταλήγει σε έναν ύμνο της χαράς και της ζωής. Άμεσος και έσχατος σκοπός του
ανθρώπου είναι η απόλαυση. Ακόμη και η χριστιανική ζωή νοείται ως θυσία του σήμερα για την ουράνια απόλαυση στην
αιωνιότητα. Η ουράνια χαρά δημιουργείται μέσα στη γαλήνια χαρά της Γης. Στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Νάπολη
ο Β. έγραψε τον διάλογο Περί ελευθερίας της βούλησης (De libero arbitrio, 1439) και τη μελέτη Διαλεκτικής, βιβλία τρία (1439,
α’ έκδ. 1499). Στον διάλογο ο Β., επιμένοντας στη σαφή αντίθεση μεταξύ πίστης και ορθού λόγου, στρέφεται κατά της
σχολαστικής φιλοσοφίας και της αριστοτελικής λογικής, που είναι ανίκανη να προσαρμοστεί στη συγκεκριμένη ιστορική
πραγματικότητα. Υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στα αρχαία κείμενα (τους ρωμαϊκούς νόμους, την Αγία
Γραφή) για να κατανοήσει το αρχικό περιεχόμενο, πέρα από τις παραμορφώσεις που επέβαλαν στα κείμενα οι ερμηνευτές.
Το έργο του Οι γλαφυρότητες της λατινικής γλώσσας (Elegantiae linguae latinae, 1435-44· α’ έκδ. 1471) είναι η πρώτη
πραγματεία λατινικής γραμματικής και ύφους και αποσκοπούσε να ελευθερώσει τη λατινική γλώσσα από τις μεσαιωνικές
διαστρεβλώσεις, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τους κλασικούς, ιδιαίτερα τον Κικέρωνα και τον Κουιντιλιανό. Το 1440
έγραψε την περίφημη πραγματεία Περί της εσφαλμένης απόδοσης του θεσπίσματος του Κωνσταντίνου (De falso credita et
ementita Constantini donatione declaratio), στην οποία αποδείκνυε με φιλολογικά και ιστορικά στοιχεία ότι δεν είναι αυθεντικό
το Κωνσταντίνου θέσπισμα, το έγγραφο που αναφέρεται στη δωρεά εδαφών από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο προς την Εκκλησία,
στο οποίο στηριζόταν και το δικαίωμα των παπών να κατέχουν κοσμική εξουσία.
Η συμβολή του Β. στην κριτική θεώρηση των αρχαίων κειμένων είναι σημαντικότατη, όπως αποδεικνύουν οι διορθώσεις του σε
πολλά σημεία του κειμένου του Τίτου Λίβιου και του λατινικού κειμένου της Καινής Διαθήκης, που παρουσιάζουν μια νέα
μέθοδο κριτικής και ιστορικής προσέγγισης του αρχαίου κόσμου.
Βαλαάμ (13ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Αριθμοί, κβ’-κδ’), ήταν προφήτης από τη
Μεσοποταμία, τον οποίο κάλεσε ο βασιλιάς των Μωαβιτών Βαλάκ για να καταραστεί τους Εβραίους, που είχαν εισβάλει στη
χώρα του με αρχηγό τον Μωυσή. Ο Β., όμως, συγκινημένος από το δράμα του ισραηλίτικου λαού, έδωσε την ευλογία του στους
Εβραίους. Βλ. λ. Μωαβίτες.
Βαλαβάνη, Ελένη (Βόλος 1922 – ). Λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γερμανική φιλολογία στο
πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία και έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων
Λογοτεχνών και του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το
1963 με το έργο της Φεγγάρι δώδεκα ημερών. Ακολούθησαν τα έργα της: Τα παπούτσια κι εγώ (1966), Μορφές του νέου
ελληνισμού (1968), Στον Μιστρά των Παλαιολόγων (1972), Ανοιξιάτικες ιστορίες (1975), Ιστορίες (1975, παραμύθια), Ταξίδι
στ’ Ανάπλι και στον χρόνο (1972), Παπ και πιπ (1977), Το μικρό μικρούτσικο (1977), Η κοκκινοπαντοφλίτσα (1981), Ένας θεός
ξεπετιέται, Μύθοι του Αισώπου κ.ά. Αποσπάσματα κειμένων της περιλαμβάνονται σε σχολικά διδακτικά βιβλία και ανθολογίες.
Βαλαβάνης, Δημοσθένης (Καρίταινα Γορτυνίας 1824 – Αθήνα 1854). Ποιητής. Ξεκίνησε σπουδές ιατρικής, αλλά οι
βιοποριστικές ανάγκες τον ανάγκασαν να τις εγκαταλείψει. Στην ποίησή του, που κινείται στο κλίμα της Αθηναϊκής Σχολής,
ακολουθεί τη γνήσια γραμμή του ρομαντισμού, αν και δεν ολοκλήρωσε την προσφορά του, αφού πέθανε πολύ νέος, μόλις 30
ετών. Τα ποιήματά του έχουν μια ξεχωριστή ποιότητα και, γεγονός σπάνιο για την εποχή του, δίπλα στην επιμελημένη
καθαρεύουσα χρησιμοποίησε μια ανεπιτήδευτη και γνήσια λαϊκή δημοτική. Δεν εξέδωσε ωστόσο καμία συλλογή.
Βαλαβάνης, Εμμανουήλ. Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός (αναφέρεται και ως Μπαλαμπάνος). Καταγόταν από τα Ψαρά.
Ήταν καπετάνιος και σε ένα από τα ταξίδια του στη Ρουμανία, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία (1820). Πήρε μέρος στις ναυτικές
επιχειρήσεις με το δικό του πλοίο, τον Θεμιστοκλή, και δαπάνησε σημαντικά ποσά για τους σκοπούς της Επανάστασης.
Βαλαβάνης, Νικόλαος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Καρύταινα της Γορτυνίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και
πολιορκίες υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Βαλάκ (13ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Αριθμοί, κβ’-κδ’), ήταν βασιλιάς των Μωαβιτών
που κάλεσε τον μάντη Βαλαάμ να καταραστεί τους Εβραίους. Βλ. λ. Βαλαάμ· Μωαβίτες.
Βαλάκου, Αντιγόνη (Καβάλα 1931 – ). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Βασίλη
Ρώτα και έκανε το ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια στον κινηματογράφο, το 1953, στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Οι
ουρανοί είναι δικοί μας. Ειδικεύτηκε σε δραματικούς ρόλους της νεαρής που συνήθως είχε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες
της ζωής. Το αριστοκρατικό, αλλά συχνά μελαγχολικό παρουσιαστικό της, ήταν η αιτία που δεν έπαιξε ποτέ φάρσα με επιτυχία.
Εμφανίστηκε συνολικά σε 15 ταινίες, ενώ πλούσια είναι η παρουσία της στο θέατρο, όπου ξεκίνησε την καριέρα της με το έργο
Νυφιάτικο τραγούδι, για να ακολουθήσουν παραστάσεις με υλικό από το εγχώριο αλλά και το διεθνές ρεπερτόριο: Αντιγόνη,
Χειμωνιάτικο παραμύθι, Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα και πολλές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας
(Ηλέκτρα, 1972, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου κ.ά.). Έχει τιμηθεί με το βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ στον
κινηματογράφο ξεχωρίζουν επίσης οι εμφανίσεις της στις ταινίες Γκόλφω, Της τύχης τα γραμμένα, Ο μετανάστης και Χαμένα
όνειρα.
Βάλακρος. Όνομα δύο αξιωματούχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.).
1. Στρατηγός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Ήταν γιος του Αμύντα και πρώτος σύζυγος της Φίλας, κόρης του Αντιπάτρου.
Διετέλεσε σατράπης της Φρυγίας.
2. Ένας από τους επτά σωματοφύλακες του Μεγάλου Αλέξανδρου.
Βαλαμάνδρι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 115 μ., 136 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην
πεδιάδα, 10 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιαλείων.
Βαλανδρέας, Βασίλειος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Νιοχώρι του Μεσολογγίου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες
στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του Γεωργίου Σισίνη, καθώς επίσης στις πολιορκίες του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού,
όπου και αιχμαλωτίστηκε.
βαλανείο. Ονομασία των λουτρών κατά την αρχαιότητα (πληθ. βαλανεία), καθώς και του σκεύους μέσα στο οποίο πλένονταν ή
ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και ήταν είτε δημόσιες είτε
ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των β. ονομάζονταν βαλανείς ή βαλανευτές (θηλ. βαλανεύτριες ή
βαλάνισσες). Για την είσοδο στο κτίριο οι πολίτες πλήρωναν ένα αντίτιμο, το επίλουτρο. Τα β., εκτός από το λουτρό,
προσέφεραν στους πελάτες τους και τη δυνατότητα να περιποιηθούν τα μαλλιά ή τα νύχια τους.
Πέρα από τη συγκεκριμένη λειτουργία του, ο χώρος του β. αποτελούσε κατά την αρχαιότητα (όπως και το κουρείο) κέντρο
κοινωνικής συναναστροφής, όπου διαδίδονταν και σχολιάζονταν τα κοινωνικά γεγονότα. Οι βαλανείς και οι βαλάνισσες, αλλά
και αυτοί που σύχναζαν στα β., ως επί το πλείστον δεν θεωρούνταν σοβαρά πρόσωπα, ενώ ειδικά οι πρώτοι είχαν φήμη
εξαιρετικά φλύαρων ατόμων, κάτι που αναφέρεται από τον παροιμιογράφο Διογενειανό, καθώς και από τον Πλάτωνα στην
Πολιτεία. Κατά τους χρόνους της παρακμής στη Ρώμη, ειδικότερα, τα β. είχαν εξελιχθεί σε χώρους όπου οργανώνονταν
πολύωρες διασκεδάσεις, γεύματα και ερωτικά όργια. Ωστόσο, κατά καιρούς το β. αποτελούσε και τόπο φιλοσοφικών διαλέξεων
και συζητήσεων. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα λουτρά της αρχαιότητας, βλ. λ. λουτρό (για τα λουτρά των
αρχαίων Ελλήνων)· θέρμες (για τα λουτρά των Ρωμαίων).
Βαλανείο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 368 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 31 χλμ. ΒΔ
της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εσπερίων του νομού Κερκύρας.
Βαλανίδα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 742 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελασσόνας.
βαλανίδες (balanidae). Οικογένεια θυσανόποδων καρκινοειδών της τάξης των θωρακικών. Περιλαμβάνει εδραίους
οργανισμούς οι οποίοι ζουν προσκολλημένοι σε βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη
και σε λιμνοθάλασσες. Συνήθως εμφανίζονται σε παλιρροϊκές ζώνες και σε βάθος 50-60 μ. Το σώμα τους έχει σχήμα κόλουρου
κώνου, δεν έχει μίσχο και περιβάλλεται από έξι ζεύγη ασβεστολιθικών πλακιδίων. Το κέλυφος φέρει στην κορυφή του άνοιγμα
από δύο χιτινώδεις κινητές θυρίδες, μέσα από τις οποίες περνούν τα πόδια.
Οι β. είναι ερμαφρόδιτοι οργανισμοί. Τα αβγά τους αποθηκεύονται στα πλάγια του σώματός τους μέσα σε σάκους, στο βάθος
της κοιλότητας του μανδύα που περιβάλλει το σώμα. Στο πρώτο στάδιο της ζωής τους κολυμπούν ελεύθερα και κατόπιν
προσκολλώνται σε ένα στερεό αντικείμενο όπου παραμένουν στο υπόλοιπο διάστημα της ζωής τους.
Χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος της οικογένειας είναι το είδος Balanus, είδη του οποίου βρίσκονται και στις ελληνικές
θάλασσες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία βελανίδια της θάλασσας.
βαλανίδι (Βοτ.). Ο καρπός της βαλανιδιάς. Βλ. λ. βαλανιδιά.
βαλανιδιά. Κοινή ονομασία δέντρων του γένους Querqus της οικογένειας των φηγιδών· πρόκειται για διαδεδομένο δέντρο της
ελληνικής χλωρίδας, που ονομάζεται επίσης δρυς (αρχαία ονομασία) ή βελανιδιά (ονομασία, που όπως και η β., προέρχεται και
αυτή από την αρχαιότητα και οφείλεται στο βαλανοειδές σχήμα των καρπών του δέντρου). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 300
είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου.
Πρόκειται για φυλλοβόλα ή αειθαλή δέντρα (σπανιότερα θάμνους), με πριονωτά ή οδοντωτά φύλλα (σπανιότερα λειόχειλα),
πτεροσχιδή ή έλλοβα με αποστρογγυλεμένους λοβούς. Είναι μόνοικα φυτά· τα αρσενικά άνθη είναι μικρά, κιτρινοπράσινα και
σεπαλοειδή και διατάσσονται σε μακρούς, κρεμάμενους ίουλους. Τα θηλυκά άνθη φύονται μονήρη ή ανά δύο ή κατά ταξιανθία
στάχυ ή κεφάλιο· έχουν τρίχωρη ωοθήκη και περιβάλλονται από μικρά λέπια, που προσκολλώνται το ένα επάνω στο άλλο,
διαμορφώνοντας, μετά την αποξύλωσή τους, ένα στερεό κύπελλο. Το κύπελλο αυτό περιβάλλει εξωτερικά τον καρπό (βαλανίδι
ή βελανίδι), ο οποίος είναι ωοειδές έως κυλινδρικό κάρυο.
Υπάρχουν πολλά είδη και ποικιλίες του δέντρου, που συχνά σχηματίζουν μεταξύ τους υβρίδια, καθιστώντας δύσκολη την
αναγνώριση και τη σαφή ταξινόμησή τους. Κάθε ποικιλία είναι συνδεδεμένη με ορισμένο φυσικό περιβάλλον, και γι’ αυτό τα
δάση που σχηματίζει καθεμία από αυτές χαρακτηρίζονται από ειδική οικολογία: η αριά (Querqus ilex), για παράδειγμα, είναι
τυπικό είδος του μεσογειακού δάσους, η χνουδωτή β. (Querqus pubescens) συναντάται κατεξοχήν σε παραμεσόγειες περιοχές,
ενώ άλλα είδη καταλαμβάνουν χαμηλές πεδιάδες στους πρόποδες των βουνών. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί 12 είδη, τα οποία
περιλαμβάνουν διάφορα υποείδη και υβριδικές μορφές, ενώ παρακάτω αναφέρονται τα σημαντικότερα από αυτά.
Το είδος Querqus robur είναι μεγαλοπρεπές δέντρο, το ύψος του οποίου φτάνει συχνά τα 25 μ. και η διάμετρος του κορμού του
τα 3 μ. Σχηματίζει δάση στις περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου και της βορειοδυτικής Ασίας. Μοναχικά άτομα ή συστάδες
συναντώνται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, μέσα σε δάση χαμηλών ή ορεινών περιοχών, όπου το είδος είναι γνωστό με
τις κοινές ονομασίες δέντρο, ρένια και ροτσόκι. Ο κορμός έχει σκούρο γκρίζο φλοιό με βαθιές και χονδροειδείς ρωγμές. Η κόμη
είναι πλατιά με βραχύμισχα, αντωοειδή φύλλα με ακανόνιστους λοβούς, τα οποία αναπτύσσονται ενωμένα με τα άνθη. Τα
αρσενικά άνθη είναι πρασινωπά, κατά μακρουλούς ιούλους, ενώ τα θηλυκά βρίσκονται ανά 1-5 στην άκρη ενός κοινού μακρύ
ποδίσκου. Το βαλανίδι αναπτύσσεται στην άκρη αυτού του ποδίσκου, που είναι πολύ μακρύτερος από τον μίσχο των φύλλων
του δέντρου.
Το είδος Querqus cerris είναι φυλλοβόλο δέντρο, ιθαγενές της νοτιοευρωπαϊκής δασικής χλωρίδας. Στην Ελλάδα, όπου είναι
γνωστό με τις κοινές ονομασίες τσέρο, ρουπάκι και δέντρο, σπάνια σχηματίζει καθαρές συστάδες και είναι συνήθως
αναμεμειγμένο με άλλα δέντρα, σχεδόν σε όλη τη χώρα. Ο κορμός του έχει λευκόγκριζο φλοιό, με βαθιές, ερυθρωπές ρωγμές
στα δέντρα μεγάλης ηλικίας και πλατιά, κωνική κόμη με στενόμακρα, ελλειψοειδή έως αντωοειδή φύλλα, βαθιά λοβωτά ή βαθιά
πτεροσχιδή· τα βαλανίδια έχουν μεγάλο κύπελλο, με άφθονα λέπια.
Το είδος Querqus aegilops, γνωστό στη χώρα μας με την κοινή ονομασία ήμερη β., ευδοκιμεί σε θερμά περιβάλλοντα και γι’
αυτό είναι διαδεδομένο στις πεδιάδες και στους πρόποδες των βουνών σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά. Το
ύψος της φτάνει τα 30 μ., έχει καστανό σχισμένο φλοιό και έμμισχα, ωοειδή, δερματώδη φύλλα, με οξύληκτους ανόμοιους
λοβούς. Παράγει μεγάλους καρπούς με εξίσου μεγάλο κύπελλο, που φέρει παχιά, μακρά και πυκνά λέπια. Το είδος αυτό ήταν
σημαντικό, από οικονομική άποψη, για τη χώρα μας κατά το παρελθόν, γιατί από τα κύπελλα των καρπών του, τα οποία
περιέχουν 40% τανίνη, εξαγόταν με βιομηχανική απόσταξη ένα εκχύλισμα χρήσιμο στη βυρσοδεψία και στη βαφική.
Το είδος Querqus pubescens είναι φυλλοβόλο μικρό δέντρο, με στρογγυλεμένη κορυφή· τα φύλλα του είναι ποικιλόμορφα, με
πυκνό χνούδι στην κάτω επιφάνεια, γι’ αυτό και ονομάζεται κοινώς χνουδωτή δρυς. Φυτρώνει ανάμεσα σε άλλα είδη, συγγενικά
ή μη, σε όλη την επικράτεια της χώρας μας και διασταυρώνεται με άλλα είδη β., δημιουργώντας ποικίλα υβρίδια.
Εκτός από αυτές τις β., η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει επίσης τα είδη Querqus coccifera, γνωστό με την κοινή ονομασία
πουρνάρι (βλ. λ.), Querqus trojana (μακεδονική δρυς), Querqus ilex, γνωστό με την κοινή ονομασία αριά (βλ. λ.), Querqus
pseudosuber (ψευδοφελλώδης δρυς), Querqus frainetto (πλατύφυλλη δρυς) κ.ά.
Από τα ξενικά είδη, το πιο ενδιαφέρον είναι η φελλόδρυς (Querqus suber), από τον φλοιό της οποίας παράγεται ο φελλός (βλ.
λ.).
Τα δάση β. της Ελλάδας καλύπτουν έκταση χιλιάδων στρεμμάτων, τα οποία μειώνονται με το πέρασμα των χρόνων γιατί
αντικαθίστανται από γεωργικές καλλιέργειες. Το ξύλο σχεδόν όλων των β. είναι βαρύ, σκληρό, συμπαγές, με χρώμα ωχρώδες ή
κοκκινωπό (Querqus cerris), δεν σαπίζει εύκολα και χρησιμοποιείται σε πλήθος ξυλουργικές εργασίες, όπως για παράδειγμα
στην οικοδομική, στη ναυπηγική, στην επιπλοποιία, στην κατασκευή βαρελοσανίδων, δοκαριών σταθεροποίησης
σιδηροδρομικών δοκών κ.α. Επειδή παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες
άριστης ποιότητας. Ο φλοιός, όπως και τα κύπελλα των καρπών, είναι πλούσιος σε δεψικές ουσίες. Και τα δύο
χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία, στη βαφική και στη φαρμακευτική. Οι καρποί της β., τα βαλανίδια (ή βελανίδια), αποτελούν
θρεπτική τροφή για τα ζώα και κυρίως για τους χοίρους. Μεγάλος αριθμός ειδών καλλιεργείται επίσης για καλλωπιστικούς
σκοπούς.
Βαλανιδιά. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 32 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Θεσπρωτίας, στην πρώην επαρχία Δωδώνης, στις βόρειες κλιτύς των ορέων του Σουλίου, 48 χλμ. ΝΔ της
πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλών.
Βαλανιδόραχη. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 334 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στις εκβολές του Αχέροντα, 54 χλμ.
ΒΔ της Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου.
Βαλανιδούσσα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 309 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του
νομού, 38 χλμ. ΒΔ της Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου.
βαλανίνος (Balaninus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στην Ευρώπη, αλλά και σε
άλλες περιοχές, και προκαλούν ζημιές στους καρπούς ορισμένων δέντρων. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 5 έως 10
χιλιοστά, ενώ το ρύγχος τους είναι πολύ μακρύ. Έχουν καστανωπό χρώμα και το σώμα τους καλύπτεται από λεπτές τρίχες. Στη
μέση του ρύγχους ξεχωρίζουν δύο λεπτές καμπυλωτές κεραίες.
βαλανίτης (Balanites). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ζυγοφυλλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη,
ιθαγενή των τροπικών περιοχών της Αφρικής και της Ασίας. Είναι πολυετείς, αείφυλλοι θάμνοι ή φρύγανα, με ακτινόμορφα
άνθη, τα οποία βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το είδος Balanites aegyptiaca καλλιεργείται κυρίως για τον εδώδιμο καρπό
του, από τα σπέρματα του οποίου παράγεται και έλαιο.
βαλανόβιος (Βalanobius). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Τα έντομα αυτά, που ζουν
κυρίως στην Ευρώπη, είναι μικρού μεγέθους και μαύρου χρώματος. Γνωστότερο είναι το είδος Βalanobius salicivorus, το οποίο
προσβάλλει τις ιτιές. Αφήνει τα αβγά του στις κηκίδες της ιτιάς, που δημιουργούνται από το υμενόπτερο έντομο Pontinia, και οι
προνύμφες που εκκολάπτονται, αφού καταβροχθίσουν τις προνύμφες της Pontinia, εισχωρούν στο έδαφος για να
μεταμορφωθούν.
βαλανόγλωσσος (Balanoglossus). Γένος εντερόπνευστων ημιχορδωτών σκουληκιών της οικογένειας των πτυχοδερινών.
Διαβιούν στους ωκεανούς όλου του πλανήτη, εκτός από την Ανταρκτική, όπου ζουν μέσα στην άμμο του θαλάσσιου πυθμένα,
ανοίγοντας στοές με τις προβοσκίδες τους. Το σώμα τους είναι μακρύ, μαλακό και σαρκώδες και το μήκος τους ποικίλλει από
2,5-5 εκ. έως 2 μ. Αποτελούνται από τρία μέρη: την προβοσκίδα, το περιλαίμιο και τον κορμό. Η προβοσκίδα είναι οξεία προς
τα εμπρός και παχύτερη στο σημείο σύνδεσης με τον κορμό (περιλαίμιο). Το στόμα βρίσκεται στην κοιλιακή πλευρά του
σώματος, ανάμεσα στην προβοσκίδα και στο περιλαίμιο. Στο πίσω μέρος της ραχιαίας επιφάνειας του κορμού υπάρχει μια διπλή
σειρά βραγχιακών σχισμών που συγκοινωνούν με τον φάρυγγα με μια μακριά δίοδο. Κατά μήκος του κορμού, στην περιοχή των
βραγχίων, υπάρχει ένα ζεύγος γεννητικών πλευρών, που σχηματίζουν πτυχές. Περίπου στο κέντρο του κορμού βρίσκονται δύο
σειρές εντερικών προεκβολών. Το ζώο έρπει τρυπώντας τον πυθμένα, ενώ μεγάλες ποσότητες άμμου εισχωρούν συνέχεια στο
ανοιχτό στόμα του. Στην προσπάθεια αυτή υποβοηθείται από την προβοσκίδα και το περιλαίμιο· αυτά φουσκώνουν και
διαστέλλονται με την είσοδο του νερού και κατόπιν συστέλλονται με τη βοήθεια των μυών των σωματικών τοιχωμάτων. Με
αυτή τη συνεχή λειτουργία, οι μικροοργανισμοί που περιέχονται στο νερό χωνεύονται και έτσι τρέφεται το ζώο, ενώ η άμμος
αποβάλλεται από την έδρα. Οι κινήσεις αυτές του σώματος αποτελούν συγχρόνως και το κύριο μέσο μετακίνησης του ζώου.
Οι β. είναι γονοχωριστικοί οργανισμοί. Γεννούν αβγά, από τα οποία, ανάλογα με το είδος, εκκολάπτονται είτε τέλειες μορφές
είτε προνύμφες, οι οποίες ονομάζονται τορναρίες και κινούνται ελεύθερα μέσα στο νερό. Οι β. έχουν την ικανότητα
αναγέννησης τμημάτων του σώματός τους που καταστρέφονται εξαιτίας διαφόρων αιτίων. Στη θέση τους εμφανίζεται γρήγορα
το νέο τμήμα, που συμπληρώνει και πάλι ένα τέλειο ζώο.
βάλανος (Ανατ.). Το ακραίο διογκωμένο τμήμα του πέους. Έχει σχήμα κωνοειδές και χωρίζεται από τα λεπτά σηραγγώδη
σώματα του πέους με τη στεφανιαία αύλακα, η οποία την περιβάλλει κυκλικά στη βάση της. Στο κάτω τμήμα της, η β. συνδέεται
με την ακροποσθία με μια λεπτή πτυχή, τον χαλινό, στις πλευρές του οποίου σχηματίζονται δύο κοιλώματα, που μπορούν συχνά
να αποτελέσουν εστίες μόλυνσης. Στη βάση της, η β. σχηματίζει χείλος, τη στεφάνη της β., το οποίο είναι πιο εξογκωμένο στο
επάνω τμήμα της. Στην άκρη της β. υπάρχει σχισμή, στην οποία καταλήγει το εξωτερικό στόμιο της ουρήθρας.
Η β. έχει χρώμα κυανέρυθρο και μαλακή σύσταση η οποία διατηρείται κατά μεγάλο μέρος και στη στύση, οπότε και
αποκαλύπτεται από την ακροποσθία που την καλύπτει. Στα άτομα τα οποία έχουν υποστεί περιτομή, η β. παραμένει μόνιμα
ακάλυπτη και προοδευτικά αναισθητοποιείται.
βαλάνος (Balanus). Γένος θυσανόποδων καρκινοειδών της οικογένειας των βαλανιδών. Βλ. λ. βαλανίδες.
Βάλανος, Γεώργιος. Αγωνιστής του 1821. Πήρε μέρος σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου υπό τις διαταγές του
στρατηγού Δημήτρη Μακρή.
βαλανοφυλλία (Balanophyllia). Γένος εξακοράλλιων ανθοζώων της οικογένειας των ευψαμμιδών. Ζουν στις θερμές και
εύκρατες θάλασσες όλου του πλανήτη, μεταξύ των οποίων και στη Μεσόγειο, σχηματίζοντας ασβεστολιθικές δενδρόμορφες
αποικίες. Το κυριότερο είδος είναι το Balanophyllia elegans.
Βαλανσιέν (Valenciennes). Πόλη (41.278 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Νορ (5.742 τ. χλμ., 2.562.476 κάτ. το
2002), της περιφέρειας Νορ-Πα-ντε-Καλέ. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σκάλδη (γαλλ. Εσκό), 48 χλμ. ΝΑ από την Εζ
και κοντά στα σύνορα Γαλλίας και Βελγίου.
Η πόλη διαθέτει μεταλλουργεία, χημικές βιομηχανίες, υφαντουργεία και άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ενώ στην ευρύτερη
περιφέρειά της λειτουργούν ανθρακωρυχεία.
Από τον 15o αι. υπήρχε στην πόλη παράδοση στην κατασκευή δαντελών, οι οποίες έφεραν την ονομασία της πόλης,
κατασκευάζονταν με κοπανέλια και ήταν πανάκριβες, λόγω του χρόνου και της πολύπλοκης διαδικασίας κατασκευής τους. Η
εξαιρετική τους ποιότητα και η αισθητική τους αξία στάθηκαν αφορμή να γίνουν περιζήτητες μεταξύ των ευγενών, οι οποίοι
(σύμφωνα με ένα παλιό χρονικό) πουλούσαν ακόμα και τη γη τους για να αποκτήσουν έναν δαντελένιο γιακά ή ένα ζευγάρι
μανικέτια. Η μεγαλύτερη ακμή της βιοτεχνίας αυτής σημειώθηκε μεταξύ 1725 και 1780, περίοδο κατά την οποία απασχολούσε
4.000 εργάτριες. Έκτοτε, το υπερβολικό κόστος της κατασκευής των βαλανσιέν προκάλεσε την προοδευτική πτώση της
παραγωγής, η οποία σταμάτησε το 1840, οπότε το τελευταίο κομμάτι δαντέλας που βγήκε από τα εργαστήρια της Β. δωρήθηκε
στη δούκισσα του Νεμούρ. Απομιμήσεις των βαλανσιέν κατασκευάζονται πλέον σε διάφορες πόλεις της βόρειας Γαλλίας και
του Βελγίου.
Ιστορία. Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης. Τον Μεσαίωνα αποτέλεσε κομητεία, η οποία
συγχωνεύτηκε στην κομητεία του Ενό κατά τον 11ο αι., με πρωτεύουσα τη Β. Στις αρχές του 16ου αι. ο πληθυσμός της δέχτηκε
τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων και το 1567 πήρε μέρος στην εξέγερση των Κάτω Χωρών εναντίον του
Φίλιππου Β’ της Ισπανίας, με αποτέλεσμα να καταληφθεί από τα ισπανικά στρατεύματα. Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ την κατέλαβε το
1678 και, με τις συνθήκες του 1678 και του 1714, την απέσπασε οριστικά από τις Κάτω Χώρες. Μόνο για μια σύντομη περίοδο
(1793-94) η πόλη διετέλεσε υπό αυστριακή κατοχή. Κατά την κατάρρευση του ναπολεόντειου καθεστώτος, το 1815, η Β.
κυριεύτηκε από τα πρωσικά στρατεύματα. Στους δύο παγκόσμιους πόλεμους, η πόλη κατελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα
τις πρώτες μέρες των εχθροπραξιών και υπέστη σημαντικές καταστροφές.
βαλαντιδίαση (Ιατρ.). Μορφή δυσεντερίας που προκαλείται από προσβολή του οργανισμού από το παράσιτο Balantidium coli.
Βλ. λ. βαλαντίδιο.
βαλαντίδιο (Balantidium). Γένος βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό
σύστημα διαφόρων σπονδυλόζωων, ορισμένες φορές και στον άνθρωπο. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί,
μεγέθους 0,1-0,5 χιλιοστών, ελλειψοειδούς σχήματος, με χωνοειδές στόμα που περιβάλλεται από βλεφαριδωτή στεφάνη
(περίστομα).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιατρική παρουσιάζει το είδος Balantidium coli, το οποίο ζει παρασιτικά στο παχύ έντερο των
χοίρων, για τους οποίους είναι αβλαβές. Αυτό όμως εισέρχεται με τη μορφή κύστεων, μέσω μολυσμένων τροφών, στο πεπτικό
σύστημα του ανθρώπου, όπου πολλαπλασιάζεται πολύ γρήγορα και προκαλεί μια βαριά μορφή δυσεντερίας, τη βαλαντιδίαση.
Σε προχωρημένες καταστάσεις μπορεί ακόμη και να προκαλέσει έλκη στα εντερικά τοιχώματα.
Βαλαντιέ, Τζουζέπε (Giuseppe Valadier, Ρώμη 1762 – 1839). Ιταλός αρχιτέκτονας. Θεωρείται από τους σημαντικότερους
εκπροσώπους της νεοκλασικής εποχής.
Σπούδασε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά και ταξίδεψε στη Φλωρεντία, στη Μοντένα, στο Μιλάνο και στη Μασσαλία. Το
1781, σε ηλικία μόλις 19 ετών, ονομάστηκε αρχιτέκτονας των ανακτόρων του Βατικανού και από τότε συνέχισε αδιάκοπα τη
λαμπρή και πολύπλευρη σταδιοδρομία του, παρά τις πολιτικές αναταραχές των ετών 1797, 1800, 1809 και 1814 και χωρίς να
θιγεί από τα εναλλασσόμενα καθεστώτα των ποντίφικων και των Γάλλων. Σε ηλικία 22 ετών αναστήλωσε το εσωτερικό της
μητρόπολης του Σπολέτο και έχτισε την έπαυλη Πιαντσάνι. Ακολούθησε πλήθος έργων σε πολλές ιταλικές πόλεις, με
αποκορύφωμα τις αναστηλωτικές εργασίες του στο Κολοσσαίο και στη θριαμβική αψίδα του Τίτου, καθώς και στη διαμόρφωση
της Πλατείας του Λαού, στη Ρώμη.
Ως αρχιτέκτονας, ο Β. δημιούργησε ρωμαλέα και ισορροπημένα έργα, κάποια από τα οποία πλησιάζουν την τελειότητα. Ως
αναστηλωτής, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Ως πολεοδόμος, διαμόρφωσε την Πλατεία του Λαού στη
Ρώμη (Piazza del Popolo), η οποία θεωρείται όχι μόνο το σημαντικότερο έργο του, αλλά και το αριστούργημα της ευρωπαϊκής
πολεοδομίας του 19ου αι. Τέλος, ως θεωρητικός και κριτικός, άφησε πολυάριθμα συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία
περιλαμβάνονται τα Συλλογή διαφόρων εφευρέσεων (1796), Αρχιτεκτονικές μελέτες (1807), Η πρακτική αρχιτεκτονική στα
σχολεία (5 τόμοι, 1831-33), Συλλογή των σπουδαιότερων κτιρίων της αρχαίας Ρώμης (1810), στα οποία παρουσιάζει μια
καινούργια και ευρύτατη κτιριακή θεματογραφία, που εκτείνεται από τη βιβλιοθήκη έως την παλαίστρα και από τις φυλακές
μέχρι τα νεκροταφεία. Ήταν τόσο ενήμερος για όλα τα παραδοσιακά επιτεύγματα και όλους τους ευρωπαϊκούς νεωτερισμούς
και διέθετε τέτοια οξυδέρκεια και ακρίβεια ιστορικής και καλλιτεχνικής κρίσης, ώστε μόνο μισό αιώνα μετά τον θάνατό του
κατόρθωσαν να ευθυγραμμιστούν μαζί του οι αρχιτέκτονες και οι μελετητές.
βαλάντιο. Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη
χρημάτων.
Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Ωστόσο υπάρχει
άφθονο εικονογραφικό υλικό, που διασώζει την εικόνα τους έως σήμερα.
Κατά τον 12ο αι. μ.Χ., στη δυτική Ευρώπη, κατασκευάζονταν από δέρμα ελαφιού ή από χοιρόδερμα, ενώ ύστερα από έναν
αιώνα έγιναν αντικείμενα πολυτελείας και κατασκευάζονταν κυρίως από πλούσιο μεταξωτό ύφασμα διακοσμημένο με πολύτιμα
μέταλλα και πέτρες. Έως τον 17ο και 18ο αι., εποχή κατά την οποία γενικεύτηκε η χρήση της τσέπης, τα β. ήταν απαραίτητα
τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, και υπήρχαν β. διάφορων τύπων.
Περίφημα ήταν τα σακούλια ελεημοσύνης, στα οποία αρχικά συλλέγονταν οι ελεημοσύνες και τα οποία με τη χρήση
μετατράπηκαν σε πραγματικά β. Ανατολικής προέλευσης, μια και εισήχθησαν στην Ανατολή από τους δυτικούς Σταυροφόρους
(γι’ αυτό τα αποκαλούσαν σαρακηνά), τα β. ελεημοσύνης είχαν συνήθως τραπεζοειδές σχήμα, δένονταν συχνά στη ζώνη και
είχαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι έμπαιναν το ένα μέσα στο άλλο. Ενώ στην αρχή έκλειναν με κορδέλες, αργότερα
απέκτησαν μεταλλικό άνοιγμα, το οποίο, από τον 15o αι., ήταν συχνά από πολύτιμο μέταλλο, με πλούσια σκαλίσματα. Τα πρώτα
τσαντάκια μικρών διαστάσεων προορίζονταν για αντικείμενα αξίας (νομίσματα, κειμήλια, φυλαχτά) και για μεγαλύτερη
ασφάλεια τα κρεμούσαν από τον λαιμό.
Δερμάτινα ήταν τα λεγόμενα πουγκιά (ιταλ. scarselle), που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως οι προσκυνητές για τη φύλαξη
εγγράφων και κοσμημάτων. Στην περίοδο της Γαλλικής επανάστασης ήταν της μόδας τα redicules (παραφθορά του λατινικού
reticulus = βαλάντιο), τα οποία διαδόθηκαν αργότερα σε όλες τις χώρες και με τον καιρό άλλαξαν πολύ στο σχήμα και στον
τρόπο κατασκευής τους. Αρχικά τα redicules ήταν πλεκτά, φοδραρισμένα με χρωματιστό μεταξωτό ύφασμα, σε σχήμα
στενόμακρο και τα κρεμούσαν από το χέρι με ένα κορδόνι. Έπειτα, τον 19o αι. κατασκευάζονταν από χρυσοποίκιλτο μεταξωτό,
δαμάσκο ή κεντημένο ύφασμα, ενώ μια αλυσιδίτσα αντικατέστησε το κορδόνι.
Απόγονοι των redicules είναι οι σημερινές γυναικείες τσάντες, οι οποίες κατασκευάζονται από διάφορα υλικά.
βαλάντιο (Balantium). Παλαιότερη ονομασία του γένους γαστερόποδων μαλακίων Clio. Βλ. λ. κλειώ.
Βαλαντόν, Μαρί Κλεμεντίν (Marie Clementine Valadon, Λιμόζ 1865 – Παρίσι 1938). Γαλλίδα ζωγράφος, γνωστή και με το
καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Σουζάν (Susanne). Άρχισε τη σταδιοδρομία της ως μπαλαρίνα, ενώ αργότερα εργάστηκε ως μοντέλο
διαφόρων ζωγράφων, ανάμεσά τους του Ρενουάρ και του Τουλούζ Λοτρέκ. Κατόπιν, ασχολήθηκε με επιτυχία με τη ζωγραφική,
επηρεασμένη από την τεχνική του Πολ Γκογκέν. Το 1909 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Αντρέ Ιτέρ. Τα έργα της είναι κυρίως
γυμνά, προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις. Πίνακές της υπάρχουν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού και σε
διάφορες πινακοθήκες γαλλικών επαρχιακών πόλεων. Κατά καιρούς πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις. Γιος της ήταν ο διάσημος
ζωγράφος Μορίς Ουτριλό (βλ. λ.).
Βάλαντος, Σπυρίδων. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Λίμνη της Εύβοιας. Πήρε μέρος στην πυρπόληση ενός
τουρκικού πολεμικού σε λιμάνι της Λέσβου κάτω από τις διαταγές του πλοιάρχου Καλογιάννη (1824).
Βαλαντώνης, Γεώργιος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από χωριό της επαρχίας Μεσολογγίου. Ήταν διοικητής μικρής
ομάδας αγωνιστών στις τρεις πολιορκίες του Μεσολογγίου, στις οποίες ξεκληρίστηκε όλη η οικογένειά του.
Βαλάξα. Νησίδα (περ. 5 τ. χλμ.) των Σποράδων. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σκύρου. Έχει μήκος από βορρά
προς νότο περίπου 1.500 μ. και μέγιστο υψόμετρο 219 μ., ενώ κλείνει σαν κυματοθραύστης τον όρμο της Καλαμίτσας. Το νησί
διαθέτει μάρμαρο εκλεκτής ποιότητας και στο έδαφός του υπάρχει λατομείο. Στο νότιο άκρο του λειτουργεί αυτόματος φάρος,
ένας από τους πρώτους που τοποθετήθηκαν στην Ελλάδα, ορατός από 9 μίλια. Οι νότιες ακτές του νησιού είναι βραχώδεις.
Βαλαπαΐ (Walapai). Φυλή αυτοχθόνων Αμερικανών, που κατοικούσαν στα όρια της σημερινής πολιτείας Καλιφόρνια των
ΗΠΑ, από τον κάτω Κολοράντο έως την περιοχή του ορεινού συγκροτήματος Μπλακ Μάουντενς.
Βαλάρ (Valar, 1698 – 1781). Γάλλος ουμανιστής. Έργα του είναι, μεταξύ άλλων, ένα Λατινικό Λεξικό (1735) και Η εξέταση
της λατινικότητας του πατέρα Ζιβανσί, έργο που προκάλεσε πολλές συζητήσεις στην εποχή του. Μετέφρασε στα γαλλικά την
Καινή Διαθήκη και πολλούς Λατίνους συγγραφείς.
Βαλαρέσο, Ζακαρία (Zaccaria Valaresso, Βενετία ; – 1769). Ιταλός ποιητής και δραματουργός. Το γνωστότερο έργο του έχει
τίτλο Ρουτζ-Βασκάντ, αρχυπερτραγωγικότατη τραγωδία του Κατούφιου Πανκιάνο (1724), παρωδία με την οποία ο συγγραφέας
σατίριζε την τυφλή αντιγραφή των αρχαίων Ελλήνων τραγικών από τους σύγχρονούς του δραματουργούς Λατζαρίνι και Μαφέ.
Βαλάρι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 103 κατ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στις
δυτικές κλιτύς της κορυφής Καταραχιάς των Αγράφων-Νότιας Πίνδου, αριστερά του ποταμού Αγραφιώτη. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Αγράφων.
Βαλαροί. Αρχαία πόλη της Σαρδηνίας, η οποία χτίστηκε από Αφρικανούς και Ισπανούς μισθοφόρους των Καρχηδονίων, που
επαναστάτησαν γιατί διαφώνησαν μαζί τους στη διανομή των λάφυρων. Η λέξη Β. σημαίνει φυγάδες.
Βάλας. Όνομα δύο βασιλιάδων της Συρίας, κατά την ελληνιστική περίοδο. Βλ. λ. Αλέξανδρος ο Βάλας.
Βαλάση, Ζωή (Αθήνα 1945 – ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα με την κριτική βιβλίου, την
πεζογραφία και την παιδική λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ριζοσπάστης, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Αξιόλογη επίσης είναι η ενασχόλησή της με το κουκλοθέατρο. Ίδρυσε την παιδική σκηνή Χαρταετός και είναι μέλος της
Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Έργα της: Τα γενέθλια της ηλιαχτίδας (1971),
Τα δώρα του αγέρα (1976), Ιστορίες του ασημένιου δάσους (1976), Ο βασιλιάς και τ’ αηδόνι, Καλικαντζαροϊστορία, Ας
παίξουμε πάλι (1979), Διαλέγουμε βιβλία για παιδιά (1978-80, σε συνεργασία με τη Βίτω Αγγελοπούλου), Τα μαγικά μολύβια
(1981), Τόμπολα από τα μαγικά μολύβια, Ήλιος, ήλιος και βροχή (1982), Η τελευταία μάγισσα (1982), Η επανάσταση των
παραμυθιών (1982). Έγραψε επίσης το κουκλοθέατρο Τα παιδιά που φέραν την ειρήνη (1977). Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο της
Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.
Βαλάση, Μπέτυ (Θεσσαλονίκη 1939 – ). Ηθοποιός. Διακρίθηκε κυρίως στο θέατρο, αλλά έπαιξε επίσης στον κινηματογράφο
και στην τηλεόραση. Με την τελευταία όμως συνδέθηκε περισσότερο λόγω της μεγάλης επιτυχίας της στον ρόλο της Λωξάντρας
στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1970. Η Β. διακρίνεται για την ευκολία με την οποία χειρίζεται είτε
κωμικούς είτε δραματικούς ρόλους.
Πήρε μαθήματα στην δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο πλάι στον Μάνο Κατράκη,
στις αρχές της δεκαετίας του 1960· έκτοτε έπαιξε σε πολλά έργα (Έκτο πάτωμα, Ουράνιο τόξο κ.ά.). Στον κινηματογράφο,
έκανε το ντεμπούτο της το 1969 στο έργο Ανοιχτή επιστολή του Γιώργου Σταμπουλόπουλου, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στις
ταινίες Στον αστερισμό της Παρθένου, Μια τόσο μακρινή απουσία, 1922 κ.ά. Ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Τίτο Βανδή (βλ.
λ.).
Βαλάσιος (17ος αι.). Ιερέας και νομοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου (αναφέρεται και ως Μπαλάσιος). Ο Β. άκμασε
περίπου το 1650-80, οπότε ασχολήθηκε με τη βυζαντινή μουσική. Η συμβολή του σε αυτήν αποτελεί σταθμό στην εξέλιξή της.
Στη μονή Ιβήρων σώζονται μουσικά του αυτόγραφα. Έγραψε επίσης τη μουσική πραγματεία Σύντομο Ειρμολόγιο, ενώ
μελοποίησε δοξολογίες, χερουβικά και εκκλησιαστικούς ύμνους.
Βαλασόπουλος, Ιωάννης (Λακωνία 1820 – 1888). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξελέγη πολλές
φορές βουλευτής με το κόμμα του Δημήτριου Βούλγαρη. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών (1865), Οικονομικών (1868),
Παιδείας (1873) και Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης έγιναν εκλογές, τις
οποίες κέρδισε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Ο Β. κατηγορήθηκε τότε ότι είχε εμπλακεί στα Σιμωνιακά (βλ. λ.) και στις 26
Ιανουαρίου άρχισε η πολύκροτη δίκη του, η οποία κράτησε περισσότερο από δύο μήνες. Ο Β. καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός
χρόνου και τριετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Η καταδίκη αυτή σήμανε και την αρχή του τέλους της πολιτικής
του σταδιοδρομίας, αν και αργότερα αναμείχτηκε ξανά στην πολιτική ζωή.
βαλάτα (balata). Είδος κόμμεως, το οποίο προέρχεται από τον γαλακτώδη χυμό ορισμένων δέντρων της οικογένειας των
σαπoτιδών, ιθαγενών της τροπικής Αμερικής. Ένα από τα φυτά αυτά είναι η Manilkara bidentata, γνωστή και ως κόκκινη β.
Πρόκειται για πολύ μεγάλο δέντρο το οποίο φύεται κυρίως στη Γουιάνα και στη Βενεζουέλα. Το ξύλο του είναι περιζήτητο στην
εβενουργία και ο χυμός του, όταν ξεραθεί, δίνει τη β., η οποία έχει κόκκινο χρώμα και μοιάζει με τη γουταπέρκα. Όταν είναι
νωπός, ο γαλακτώδης χυμός χρησιμοποιείται στο τσάι ή τον καφέ, αντικαθιστώντας το γάλα.
Βαλάτσας, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Εύβοια. Πήρε μέρος, ως οπλαρχηγός, στις μάχες που έγιναν
στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, επικεφαλής ομάδας αγωνιστών.
Βάλαφριντ, Στράμπο (Strabo Walafrid, Σουηβία 808 – 849 μ.Χ.). Γερμανός θεολόγος και συγγραφέας. Ήταν μαθητής του
Ραμπάνο Μάουρο στο μοναστήρι της Φούλντα και αργότερα παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού στην Αυλή του
Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Από το 838, διετέλεσε ηγούμενος στη μονή του Ραϊχανάου. Ο Β. υπήρξε ένας από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους της καρολίγγειας αναγέννησης. Έγραψε υπομνήματα στις Γραφές, βίους αγίων, ποιήματα με
θέματα θρησκευτικά και λαϊκά κ.ά. Από τα ποιητικά του έργα, αξιοσημείωτο για την αλληγορική του διάθεση είναι το Βιβλίο
της καλλιέργειας των κήπων.
Βάλαχ, Ότο (Otto Wallach, Κένιξμπεργκ Πρωσίας [σημερινό Καλίνινγκραντ Ρωσίας] 1847 – Γκέτινγκεν 1931). Γερμανός
χημικός. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, μετέβη το 1870 στο πανεπιστήμιο της Βόννης,
όπου συνεργάστηκε με τον συνάδελφό του Φρίντριχ Άουγκουστ Κεκιλέ και έγινε αργότερα καθηγητής φαρμακολογίας. Το 1889
έγινε διευθυντής του Χημικού Ινστιτούτου του Γκέτινγκεν, όπου παρέμεινε έως το 1915. Ο Β. ασχολήθηκε με την οργανική
χημεία και ιδιαίτερα με τα φυσικά αιθέρια έλαια (τερπενικές ενώσεις) και με τα οξυγονωμένα παράγωγά τους. Προσδιόρισε τη
φύση και τη σύνθεσή τους και επεξεργάστηκε ενδιαφέρουσες μεθόδους σύνθεσης και διαχωρισμού τους που εφαρμόστηκαν
έπειτα σε βιομηχανική κλίμακα για την παραγωγή των συνθετικών αρωμάτων. Για τις μελέτες του αυτές τιμήθηκε με το βραβείο
Νομπέλ χημείας, το 1910.
Βαλαώρα. Κορυφή (1.390 μ.) της δυτικής Ροδόπης. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα της οροσειράς, στο βορειοανατολικό άκρο
του νομού Δράμας, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Βαλαώρα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 334 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, ΒΑ της
βόρειας όχθης της λίμνης των Κρεμαστών, 85 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, από αυτό τον οικισμό, που έως το 1981 ονομαζόταν Βελαόρα, ανάγεται η καταγωγή της οικογένειας
του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Βαλαώρας. Βλ. λ. Βαλαωρίτης.
Βαλαωρίτης. Επώνυμο οικογένειας αρματολών, από την Ήπειρο (αναφέρονται και ως Βαλαώρας). Έδρασαν κυρίως κατά τον
17o και 18ο αι. Στους Ενετοτουρικούς πολέμους (τέλη 17ου αι.), διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι Χρήστος και Μόσχος Βαλαωρίτης.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, αυτή η οικογένεια ήταν η προγονική του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης (Λευκάδα 1824 – 1879). Ποιητής και πολιτικός. Ήταν γόνος οικογένειας αρματολών από τη
Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή από την Ήπειρο (δεν έχει ξεκαθαριστεί), μέλη της οποίας είχαν εγκατασταθεί στη Λευκάδα κατά τα
τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με καθηγητές τον Κωνσταντίνο
Ασώπιο και τον Ιωάννη Οικονομίδη, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ελβετία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι
και στην Πίζα, χωρίς ωστόσο να ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1852 παντρεύτηκε την Ελοϊσία (κόρη του
Αιμιλίου Τυπάλδου) στη Βενετία.
Ωραίος, πλούσιος, αθλητικός και εκρηκτικός χαρακτήρας, με φλογερή ιδιοσυγκρασία, ασχολήθηκε με την πολιτική και
παράλληλα με την ποίηση και εργάστηκε για όλα τα εθνικά κινήματα της εποχής του (Επτάνησα, Ήπειρος, Κρήτη). Εκλεγόταν
αδιάλειπτα βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή από το 1857. Αρχικά πολιτεύτηκε με το κόμμα των ριζοσπαστών (Ενωτικό) έως την
ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), στη συνέχεια έγινε πληρεξούσιος στην εθνοσυνέλευση των Αθηνών, ύστερα
προσχώρησε στο κόμμα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και το 1869 αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική.
Ο Β. κυριαρχείται από τα πατριωτικά ιδανικά, τόσο στην πολιτική όσο και στην ποίηση. Υπό αυτή τη θεώρηση, το έργο του
συνδέεται με αυτό του Ανδρέα Κάλβου και του Διονυσίου Σολωμού, χωρίς όμως να έχει ούτε την αυστηρή λιτότητα του πρώτου
ούτε την αβρή πνευματικότητα και τη μουσικότητα του δεύτερου. Εμπνεύστηκε από τα δημοτικά τραγούδια, από τους
αρματολούς, από τον Αγώνα του 1821 και από τη φύση. Πίστευε ότι έπρεπε να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η Επανάσταση
του 1821. Στην ποίησή του κυριαρχεί το ηρωικό στοιχείο. Οι στίχοι του είναι αδροί, αρρενωποί, γεμάτοι έξαρση και πάθος.
Είναι συνήθως περιγραφικός, αλλά και επικός, και γι’ αυτό πολύ λίγο επιγραμματικός. Οι σκηνές που περιγράφει εξελίσσονται
πάντα στην ύπαιθρο. Χρησιμοποιεί δημοτική γλώσσα και μιμείται την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού. Αν και Επτανήσιος,
επηρεάστηκε πολύ από τον ρομαντισμό και ιδίως από τον Βικτόρ Ουγκό. Στη γλωσσική μεγαλοστομία θυμίζει τους ρομαντικούς
ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής, διαφέρει όμως από αυτούς σε δύο βασικά σημεία: εκείνοι ήταν ακραία απαισιόδοξοι, ενώ αυτός
ηρωικός, και επίσης εκείνοι έγραφαν στην καθαρεύουσα, ενώ ο Β. έγραψε στη δημοτική (το μόνο στοιχείο που κράτησε από τη
σολωμική παράδοση), μια δημοτική πληθωρική και πολύ υλική, αλλά περισσότερο ρουμελιώτικη παρά επτανησιακή. Τον
χαρακτηρίζει στιχουργική ευκολία, εκφραστικός πληθωρισμός (λυρική ρητορεία) κοχλάζοντα αισθήματα, συσσωρεύσεις και
αντιθέσεις και πολλή φρίκη. Στο εθνικό μαρτυρολόγιο που παραθέτει υπάρχουν πολλοί νεκροί, σάβανα, ξυλοκρέβατα, όρνια,
κουφάρια, βρικόλακες κ.ά., ένα στοιχείο υπερβολής που έγινε αφορμή να γραφτούν παρωδίες σε βάρος του (Παναγιώτης Πανάς
κ.ά.).
Από τα ποιήματα που εξέδωσε όσο ζούσε, την πρώτη θέση κατέχουν ο Αθανάσης Διάκος (1867) και ο Αστραπόγιαννος (1867),
τα οποία αποτελούν ενσάρκωση των ιδεών των αρματολών. Η Κυρά Φροσύνη (1859) είναι το ασθενέστερο, ενώ τα
Στιχουργήματα (1845) και τα Ανέκδοτα ποιήματα (γραμμένα ίσως πριν από τα Στιχουργήματα, αλλά δημοσιευμένα το 1937)
είναι πρωτόλεια. Διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα έργα του είναι η τελευταία του σύνθεση, ο Φωτεινός, το καλύτερό του
έργο, που έμεινε ατελείωτο και ανεπεξέργαστο και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1891). Το θέμα και πάλι είναι εθνικό,
εμπνευσμένο όμως από την εποχή της φραγκοκρατίας στη Λευκάδα. Εδώ, τόσο ο στίχος όσο και η σύνθεση είναι αρτιότερα και
υπάρχουν και δροσερές νότες γυναικείας παρουσίας. Κυρίως όμως ο λόγος είναι πιο περιεκτικός και όχι τόσο ρητορικός. Τέλος,
σταθμό για το γλωσσικό ζήτημα αποτέλεσε το ποίημα που έγραψε για τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του πατριάρχη
Γρηγορίου Ε’ (1872) ύστερα από επίσημη πρόσκληση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γραμμένο στη δημοτική, ενθουσίασε το
αθηναϊκό κοινό που το άκουσε από το στόμα του ίδιου του ποιητή, γεγονός που θεωρήθηκε ως η επίσημη αναγνώριση της
δημοτικής στην ποίηση.
Το πλατύ κοινό της εποχής του αγάπησε το έργο του Β., ενώ εξέχουσες προσωπικότητες της κριτικής (Δημήτριος Βερναρδάκης,
Ιάκωβος Πολυλάς, Γιάννης Αποστολάκης) τού αρνήθηκαν κάθε ποιητική αρετή. Δικαιότεροι υπήρξαν απέναντί του ο
Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Κωστής Παλαμάς. Όσες επιφυλάξεις και αν υπάρχουν ωστόσο για την ποίησή του, δεν μπορεί να
παραβλεφθεί το ότι αποτελεί σταθμό για τη δημοτική μετά τον Σολωμό, και έναν από τους σημαντικότερους συνδέσμους
ανάμεσα στην Επτανησιακή και στην Αθηναϊκή σχολή.
Βαλαωρίτης, Ιωάννης (Λευκάδα 1855 – Πειραιάς 1914). Οικονομολόγος, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Ήταν γιος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε νομικά και για μερικά χρόνια άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην
ιδιαίτερη πατρίδα του. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή νομικών βιβλίων. Στη
συνέχεια έγινε γενικός γραμματέας της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, γενικός γραμματέας της Εθνικής Τράπεζας (1891),
υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας (1895) και διοικητής της (1911), στη θέση του Τζορτζ Στρέιτ, ο οποίος είχε αποχωρήσει. Το
1910 εξελέγη αντιπρόσωπος της Λευκάδας στην Α’ Αναθεωρητική βουλή. Ο θάνατός του προήλθε από ατύχημα, μετά από
σύγκρουση του σκάφους που επέβαινε με ατμόπλοιο, ανοιχτά του λιμανιού του Πειραιά. Έγραψε πολλές μελέτες της ειδικότητάς
του, όπως την Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας.
Βαλαωρίτης, Νάνος (Λοζάνη Ελβετίας 1921 – ). Λογοτέχνης και φιλόλογος. Δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,
σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Σταδιοδρόμησε ως διπλωματικός υπάλληλος
σε διάφορες πρεσβείες, ενώ δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και συγγραφή στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ.
Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με την ποίηση. Στην Αγγλία, όπου έζησε από το 1944 έως το 1953
γνώρισε τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον κύκλο του, ενώ στο Παρίσι (1954-60) ήρθε σε επαφή με τους υπερρεαλιστές. Συνεργάστηκε με
το περιοδικό Νέα Γράμματα, ο ίδιος δε υπήρξε εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Πάλι.
Έργα του είναι οι ποιητικές συλλογές Η τιμωρία των μάγων (1947), Κεντρική στοά (1958), Ανώνυμο ποίημα (1974), Εστίες
μικροβίων (1977), Η πουπουλένια εξομολόγηση (1981), Μερικές γυναίκες (1981), Ποιήματα 1, 1944-1964 (1983), Ποιήματα 2,
1965-1974 (1987), Ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης (1996), Ανιδιογράμματα (1996) κ.ά., τα πεζά Από τα κόκαλα βγαλμένη
(1982), Η δολοφονία (1984), Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη (1997) κ.ά. και τα κριτικά δοκίμια Για μια θεωρία της γραφής,
Ανδρέας Εμπειρίκος, Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και πάλι. Τέλος, έχει μεταφράσει στα αγγλικά ποιήματα των Γιώργου Σεφέρη,
Οδυσσέα Ελύτη, Νίκου Εγγονόπουλου, Νίκου Γκάτσου κ.ά. Το 1983 τιμήθηκε με το Α’ κρατικό βραβείο ποίησης και το 1996
με βραβείο της Αμερικανικής Εταιρείας Ποίησης.
Βαλβασόρι, Γκαμπριέλε (Gabriele Valvassori, Ρώμη 1683 – 1761). Ιταλός αρχιτέκτονας. Το 1720 η οικογένεια Παμφίλι της
Ρώμης τον διόρισε αρχιτέκτονά της και το 1730 του εμπιστεύτηκε τη μελέτη της πρόσοψης του μεγάρου Ντόρια-Παμφίλι στην
οδό Βία ντελ Κόρσο. Το καλοσχεδιασμένο αυτό έργο, που τελείωσε το 1734, είναι ένα από τα λίγα δείγματα ρυθμού ροκοκό στη
Ρώμη. Ο Β. σχεδίασε επίσης το μνημείο του πάπα Ινοκέντιου Γ’ για την εκκλησία της Αγίας Αγνής, στην πλατεία Ναβόνα στη
Ρώμη.
Βάλβη. Ακρωτήριο της Λέσβου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, ΝΔ του στομίου του κόλπου της Γέρας.
Ονομάζεται και Κεφάλα ή Μπάλμπι.
Βάλβης, Δημήτριος (Μεσολόγγι 1814 – Αθήνα 1892). Δικαστικός και νομομαθής. Έφηβος ακόμη, δοκίμασε τα δεινά της
πολιορκίας του Μεσολογγίου, απ’ όπου κατάφερε τελικά να διαφύγει, με τη βοήθεια της μητέρας του, στο νησάκι Κάλαμος του
Ιονίου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, στο σπίτι του θείου του Σπυρίδωνα Βάλβη (βλ. λ.), όπου και
διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα από τον εφημέριο της ελληνικής εκκλησίας της πόλης. Όταν ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές
του, ο θείος του τον έστειλε στην Πίζα, όπου σπούδασε νομικά και ανακηρύχθηκε διδάκτορας. Στη συνέχεια επέστρεψε στην
Ελλάδα, διορίστηκε αντεισαγγελέας πρωτοδικών και προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον δικαστικό κλάδο για πενήντα
ολόκληρα χρόνια. Το κύρος του και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του επιβραβεύτηκαν και τυπικά, με την αναγόρευσή του σε
πρόεδρο του Αρείου Πάγου (1872).
Ο ρόλος του Β. στην κατοχύρωση της ομαλής λειτουργίας του συνταγματικού πολιτεύματος υπήρξε αποφασιστικός, κυρίως με
αφορμή το θέμα της ποινικής δίωξης μελών της κυβέρνησης του Δημήτριου Βούλγαρη, το οποίο είχε ανακύψει το 1875 με το
θέμα των λεγόμενων Σιμωνιακών (βλ. λ. Σιμωνιακά). Ο Β. αποφάνθηκε τότε ότι δεν υπήρχε λόγος που να στοιχειοθετεί την
κατηγορία της αντιποίησης της αρχής από τον Βούλγαρη και εισηγήθηκε την αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης. Τον
Απρίλιο του 1886, όταν παραιτήθηκε η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο Β., ύστερα από σχετική παράκληση του
βασιλιά Γεωργίου, σχημάτισε υπηρεσιακή κυβέρνηση η οποία, ύστερα από λίγες μέρες, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον
Χαρίλαο Τρικούπη. Ο τελευταίος μάλιστα εισηγήθηκε στον βασιλιά την απονομή στον Β. του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρα για
τη μακρόχρονη προσφορά του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ειδικά σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την αποδοτική
λειτουργία των πολιτικών του θεσμών.
Βάλβης, Ζηνόβιος ή Ζαφείριος (Μεσολόγγι 1800 – 1886). Νομομαθής και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας
(Φεβρουάριος-Μάρτιος 1863 και Απρίλιος-Ιούλιος 1864). Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και, στη συνέχεια, λίγο
πριν από την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας όπου σπούδασε νομικά. Μετά την άφιξη του
Όθωνα στην Ελλάδα, διορίστηκε εισαγγελέας σε ένα από τα πρωτοδικεία που είχε ιδρύσει ο Μάουερ και παρέμεινε στον
δικαστικό κλάδο έως το 1841, οπότε υπέβαλε την παραίτησή του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι,
όπου και εργάστηκε ως δικηγόρος.
Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την εγκαθίδρυση του συνταγματικού πολιτεύματος, αναμείχθηκε στην
πολιτική ζωή του τόπου και χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση που σχημάτισε το 1849 ο ναύαρχος
Κωνσταντίνος Κανάρης. Τον ίδιο χρόνο, μετά την πτώση της κυβέρνησης Κανάρη, ο Β. πήρε μέρος και πάλι ως υπουργός
Οικονομικών στη διάδοχη κυβέρνηση του Αντωνίου Κριεζή (12 Δεκεμβρίου 1849), η οποία παρέμεινε στην αρχή έως το 1854,
οπότε τα αγγλογαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τον Πειραιά και επέβαλαν τη φιλική προς τους δυτικούς συμμάχους κυβέρνηση
του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1863, ο Β. έγινε πρωθυπουργός νέας κυβέρνησης, που σχηματίστηκε ύστερα από πίεση του στρατού και
με την έγκριση της εθνοσυνέλευσης, η οποία με σχετικό ψήφισμα είχε αναλάβει την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας και είχε
ορίσει να ηγούνται των κυβερνήσεων πρωθυπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου. Στις 18 Μαρτίου 1863, ο Β. ανακοίνωσε στην
εθνοσυνέλευση την εκλογή του Γεωργίου ως βασιλιά των Ελλήνων και την κατάλυση της βαυαρικής δυναστείας, ικανοποιώντας
έτσι το επιτακτικότερο λαϊκό αίτημα της πολυτάραχης εκείνης περιόδου. Ο Β. χρημάτισε πρωθυπουργός για μία ακόμη φορά,
από τις 14 Απριλίου 1864 έως τις 16 Ιουλίου 1864, όταν του ζητήθηκε να αντικαταστήσει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου
Κανάρη, που είχε χάσει την πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησής του, αποσύρθηκε οριστικά
στο Μεσολόγγι, όπου και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως ιδιώτης.
Διακρινόταν για την ευγένεια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, για την πολιτική του επιτηδειότητα και διαλλακτικότητα,
καθώς επίσης και για την άριστη νομική του κατάρτιση. Οι συμπολίτες του, σε ένδειξη σεβασμού και τιμής προς το πρόσωπό
του, τον ενταφίασαν στο Ηρώο της πόλης.
Βάλβης, Ιωάννης (Αιτωλοακαρνανία 1798 – 1884). Αγωνιστής του 1821. Έφηβος ακόμη κατέφυγε στην Ιταλία και στην
Ισπανία, επειδή ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων ήθελε να σφετεριστεί την περιουσία του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους
προύχοντες του τόπου. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε για την επιτυχία της. Κατά
διαταγή της τοπικής διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας, πήγε στην Κεφαλονιά για να υποδεχθεί τον Λόρδο Βύρωνα. Βοήθησε στον
Αγώνα με διάφορους τρόπους και για τον λόγο αυτό τιμήθηκε από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Βάλβης, Παντελής (Μεσολόγγι ; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Ιερέας και δάσκαλος, υπήρξε μαθητής του
Γρηγορίου Παλαμά και δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη, από το 1812 έως το 1821. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και
ανέπτυξε πατριωτική δράση. Ήταν μαζί με τους πολιορκημένους και στις τρεις πολιορκίες του Μεσολογγίου, τους οποίους
εμψύχωνε στις δύσκολες ώρες του αποκλεισμού. Σκοτώθηκε κατά την Έξοδο.
Βάλβης, Σπυρίδων (Λιβόρνο Ιταλίας ; – ;). Αγωνιστής του 1821. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην Επανάσταση. Στις
διαπραγματεύσεις για την παροχή δανείων υπέρ του Αγώνα, πήρε μέρος σε αυτές, συστήνοντας στις ελληνικές επαναστατικές
αρχές Γερμανούς κεφαλαιούχους. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου και πολιτεύτηκε.
βαλβίδα (Αθλ.). Το σημείο που αποτελεί όριο για τους αθλητές των ρίψεων στον στίβο. Βλ. λ. αθλητισμός (Τα αγωνίσματα –
Ρίψεις).
βαλβίδα (Φυσ.). Όργανο ρύθμισης της ροής μέσω αγωγών ή ανοιγμάτων. Με κατάλληλο χειρισμό, οι β. μπορούν γενικά να
λάβουν άπειρες θέσεις, οι οποίες καθορίζουν ισάριθμους καταμερισμούς του όγκου του διερχόμενου ρευστού, από την πλήρη
διακοπή έως την ελεύθερη ροή του ρευστού (ακραίες θέσεις: κλειστή-ανοιχτή).
Η μηχανική β. τοποθετείται συνήθως σε μια σωλήνωση μέσω συνδέσμων με σπείρωμα και αποτελείται βασικά από ένα κινητό
διάφραγμα το οποίο, μετακινούμενο, ελευθερώνει ή αποφράσσει (μερικά ή ολικά) το άνοιγμα του αγωγού. Οι β.
κατασκευάζονται από μεταλλικά κράματα διάφορων συνθέσεων, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ρευστού με το οποίο θα
έρθουν σε επαφή. Ο πιο απλός τύπος μηχανικής β. είναι η αποφρακτική με απευθείας χειρισμό με χειροστρόφαλο ή μοχλό. Σε
πολλές κατασκευές η μηχανική β. δεν λειτουργεί με το χέρι, αλλά είναι τηλεκατευθυνόμενη μέσω ενός ηλεκτρομαγνήτη
(μηχανική β. με πηνίο) ή μέσω ενός ηλεκτρικού κινητήρα (μηχανοκίνητη β.). Σε πολλές επίσης περιπτώσεις, οι β. λειτουργούν
αυτόματα με την πίεση του ρευστού, η οποία υπερνικά την ανταγωνιστική δύναμη ενός βάρους ή ενός ελατηρίου και καθορίζει
τη λειτουργία της β.
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στους κινητήρες εσωτερικής καύσης (μηχανικές β. εισαγωγής και εξαγωγής), οι β. ελέγχονται από
διάφορους μηχανισμούς διανομής (εκκεντροφόρος άξονας διανομής) σύμφωνα με έναν καθορισμένο κύκλο.
βαλβίδα ασφαλείας. Β. που ανοίγει αυτόματα, επιτρέποντας τη ροή του ρευστού όταν η πίεσή του ξεπεράσει κάποιο
προκαθορισμένο όριο.
βαλβίδα αντεπιστροφής. Ειδικός τύπος β. ο οποίος επιτρέπει τη σχεδόν ανεμπόδιστη ροή ρευστού προς τη μία κατεύθυνση, ενώ
εμποδίζει τελείως τη ροή του προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Βάλβιλλος (1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αστρολόγος. Έδρασε επί Νέρωνα και παρακίνησε τον αυτοκράτορα να προλάβει τον
κίνδυνο που έβλεπε στην εμφάνιση ενός κομήτη, θυσιάζοντας όσο το δυνατόν περισσότερους γνωστούς Ρωμαίους
Βαλβίνος (; – 238 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (238). Βασίλευσε μόλις για 96 μέρες. Ήταν ποιητής, είχε διατελέσει ύπατος
και μετά τη δολοφονία των δύο αυτοκρατόρων από τον Μαξιμίνο, υποδείχτηκε συναυτοκράτορας του Πουπιανού. Σκοτώθηκαν
όμως και οι δύο στη στρατιωτική στάση που εκδηλώθηκε ύστερα από περίπου τρεις μήνες.
βαλβολίνη (valvoline). Εμπορική ονομασία ειδικού λιπαντικού ελαίου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στα αυτοκίνητα για τη
μόνιμη λίπανση του κιβωτίου ταχυτήτων, του διαφορικού και άλλων σημείων.
Βάλβος (Balbus, 1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος γεωγράφος και στρατιωτικός μηχανικός. Συνέταξε χάρτη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,
ενώ διετέλεσε και κήνσορας.
Βάλβος, Άττιος (Attius Balbus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Ορίστηκε στρατηγός το 62 π.Χ. και ήταν συγγενής του
Πομπήιου.
Βάλβος, Λεύκιος Κορνήλιος, ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός από τα Γάδειρα,
αναπληρωματικός ύπατος της Ρώμης (40 π.Χ.). Ήταν στενός φίλος του Ιουλίου Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο
εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο του Καίσαρα τάχθηκε με τον Αύγουστο
και το 40 π.Χ. έγινε αναπληρωματικός ύπατος, αν και δεν ήταν Ρωμαίος. Για τη ρωμαϊκή του πολιτογράφηση δημιουργήθηκαν
δυσκολίες και ο Κικέρων συνηγόρησε υπέρ του Β. σε ομώνυμο λόγο του. Έγραψε βιογραφία του Καίσαρα, η οποία χάθηκε. Το
όνομά του συνδέθηκε κυρίως με την ακμή της γενέτειράς του (βλ. λ. Γάδειρα) καθώς συνέβαλε στην οικονομική και
δημογραφική ενίσχυσή της, ενώ κατάφερε να θεσπιστεί διάταγμα με το οποίο πολιτογραφούνταν Ρωμαίοι πολίτες οι κάτοικοί
της.
Βάλβος, Λεύκιος Κορνήλιος, ο Νεότερος (Lucius Cornelius Balbus Minor, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός από τα
Γάδειρα, αναπληρωματικός ύπατος της Ρώμης (32 π.Χ.). Ήταν ανιψιός του συνονόματού του πολιτικού, του επιλεγόμενου
Γαδιτανού (βλ. λ. Βάλβος, Λεύκιος Κορνήλιος, ο Γαδιτανός), και κατάφερε κι αυτός να αποκτήσει τη ρωμαϊκή ιθαγένεια.
Νίκησε στην εκστρατεία εναντίον της αφρικανικής φυλής των Γαραμανθών, ως αναπληρωματικός ύπατος το 32 π.Χ., και έγινε ο
πρώτος μη γηγενής Ρωμαίος πολίτης που αξιώθηκε θριάμβου στη Ρώμη. Έγινε ποντίφικας, απέκτησε μεγάλη περιουσία και
έχτισε μαρμάρινο θέατρο στη Ρώμη για να εορταστεί η επάνοδος του Αυγούστου από τη Γαλατία, το 13 π.Χ.
Βάλβος, Οκτάβιος (Octavius Balbus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος νομομαθής. Ήταν σύγχρονος του Κικέρωνα και απέκτησε τη
φήμη σοφού και δίκαιου ανθρώπου. Το 42 π.Χ. προγράφηκε από την Τριανδρία και αρχικά κατόρθωσε να διαφύγει, αλλά
επέστρεψε στη Ρώμη όταν έμαθε πως στη θέση του είχαν πιάσει και θα θανάτωναν τον γιο του. Ο γιος του γλίτωσε, αλλά ο ίδιος
θανατώθηκε.
βάλγος (Valgus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Το γένος περιλαμβάνει αρκετά είδη,
ορισμένα από τα οποία ζουν στην Ευρώπη. Έχουν μικρό μέγεθος και σκουρόχρωμο σώμα με λευκά σημάδια στη ράχη τους. Τα
θηλυκά ανοίγουν τρύπες στους κορμούς των δέντρων και αποθέτουν τα αβγά τους. Οι προνύμφες είναι μικρές και λευκές και
αναπτύσσονται μέσα στο ξύλο. Αφού μεγαλώσουν, τρυπούν το ξύλο και βγαίνουν έξω από τον κορμό του δέντρου. Το πιο
γνωστό είδος της Ευρώπης είναι το Valgus hemipterus, που τρέφεται κυρίως με νέκταρ λουλουδιών.
Βαλδουίνος (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά τη βραχύβια λατινική
κυριαρχία (1204-61) στο Βυζάντιο, μετά την Δ’ Σταυροφορία.
1. Βαλδουίνος Α’ (1171 – 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204-5). Κόμης της Φλάνδρας, υπήρξε από τους αρχηγούς της
Δ’ Σταυροφορίας (1202) και, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Ανατολής.
Πολέμησε στην Αδριανούπολη εναντίον των Βουλγάρων επαναστατών, αλλά συνελήφθη και πέθανε στην αιχμαλωσία.
2. Βαλδουίνος Β’ (Κωνσταντινούπολη 1217 – Τράνι 1274). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1228-61). Στέφθηκε ουσιαστικά
αυτοκράτορας το 1239, αφού για 11 χρόνια την αντιβασιλεία ασκούσε ο πεθερός του, Ιωάννης της Βριένης, αλλά εκθρονίστηκε
από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο οποίος ανασύστησε την ελληνική αυτοκρατορία (1261). Ο Β. Β’ κατέφυγε τότε στην Ιταλία,
στον Κάρολο της Ανδηγαυίας.
Βαλδουίνος (Baldwin). Όνομα πέντε Λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ, κατά τον 12ο αι.
1. Βαλδουίνος Α’ (1058 – 1118). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1100-18). Φεουδάρχης της Λορένης, έλαβε μέρος στην Α’
Σταυροφορία και διαδέχτηκε τον αδελφό του Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν, παίρνοντας πρώτος τον τίτλο του βασιλιά της
Ιερουσαλήμ.
2. Βαλδουίνος Β’ (; – 1131). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1118-31). Εξάδελφος του Β. Α’, κληρονόμησε από αυτόν τον θρόνο και
τον διατήρησε εν μέσω μιας ταραγμένης περιόδου έως τον θάνατό του. Κάτω από την προστασία του ιδρύθηκε το τάγμα των
Ναϊτών ιπποτών (1119).
3. Βαλδουίνος Γ’ (1130 – 1162). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1143-62). Εγγονός του Β. Β’, από μια κόρη του, και γιος του
Φούλκου της Ανδηγαυίας, αγωνίστηκε γενναία, αλλά με μικρή επιτυχία, για την ακεραιότητα του βασιλείου του.
4. Βαλδουίνος Δ’ (1161 – 1185). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1174-85). Γιος του Αμαλάριχου, αδελφού και διαδόχου του Β. Γ’,
ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 13 χρόνων και, παρότι είχε αρρωστήσει από λέπρα, πολέμησε με γενναιότητα για την επιβίωση
του βασιλείου του.
5. Βαλδουίνος Ε’ (1177 – 1186). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1185-86). Γιος της Σίβυλλας, αδελφής του Β. Δ’, βασίλεψε υπό την
επιτροπεία της μητέρας του έως τον πρόωρο θάνατό του.
Βαλδουίνος. Βασιλιάς του Βελγίου. Βλ. λ. Μποντουέν Α’.
βαλδστεϊνία (Waldsteinia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ροδιδών. Περιλαμβάνει πολυετείς πόες, ιθαγενείς
της ανατολικής Ευρώπης, της βόρειας Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Έχουν έρποντες βλαστούς, με παραφυάδες, όπως η
φράουλα, λοβωτά, παράρριζα φύλλα και μικρά, κίτρινα άνθη. Ο καρπός τους είναι χνουδωτό αχαίνιο. Χρησιμοποιούνται ως
διακοσμητικά φυτά και για την κάλυψη βράχων.
Βάλε Καμόνικα (Valle Camonica ή Val Camonica). Κοιλάδα των ιταλικών Άλπεων, γνωστή για τις χιλιάδες εγχάρακτες
προϊστορικές απεικονίσεις που υπάρχουν στους βράχους των κλιτύων της. Ανάλογα με το ύψος τους, οι απεικονίσεις αυτές
κατατάσσονται από τους ειδικούς σε διάφορες διαδοχικές φάσεις: η αρχαιότερη ανήκει στην υπονεολιθική περίοδο (περ. 2000
π.Χ.) ενώ οι νεότερες ανάγονται στην περίοδο της γαλατικής διείσδυσης στη βόρεια Ιταλία (400-16 π.Χ.). Τα χαράγματα είναι
στην πλειονότητά τους έκκρουστα. Παριστάνουν ζώα του δάσους ή κατοικίδια, σπίτια, όπλα, θεϊκά σύμβολα, ανθρώπινες
μορφές μεμονωμένες ή πολλές μαζί σε σκηνές εργασίας, λατρείας, πολέμου κλπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
παραστάσεις αρότρων και αμαξών. Τα νεότερα χαράγματα συνοδεύονται συχνά από επιγραφές σε ρετική γλώσσα.
Βάλε ντ’ Αόστα. Αυτόνομη περιοχή της Ιταλίας. Βλ. λ. Αόστης, Κοιλάδα.
Βαλέ (γαλλ. Valais, γερμ. Wallis). Καντόνι (5.226 τ. χλμ., 278.200 κάτ. το 2000) της Ελβετίας, που εκτείνεται στο νοτιοδυτικό
τμήμα της χώρας. Συνορεύει στα Ν και ΝΑ με την Ιταλία, στα Δ με τη Γαλλία, στα Β με τα καντόνια Βο και Βέρνης και σε ένα
μικρό σημείο στα ΒΑ με τα καντόνια Ούρι και Τιτσίνο. Πρωτεύουσα του καντονιού, το οποίο έγινε μέλος της Ελβετικής
Συνομοσπονδίας το 1815, είναι η πόλη Σιόν (γερμ. Σίτεν· βλ. λ. Σιόν). Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι καθολικοί στο
θρήσκευμα, γαλλόφωνοι στο δυτικό τμήμα και γερμανόφωνοι στο ανατολικό.
Το καντόνι εκτείνεται στην κοιλάδα του Ροδανού, από τον ορεινό όγκο του Αγίου Γοτθάρδου στα Α μέχρι τη λίμνη της Γενεύης
στα Δ, περιλαμβάνοντας τις νότιες κλιτύς των Βερναίων Άλπεων με τις κορυφές Φινστεράαρχορν (4.274 μ.) και Γιούνγκφραου
(4.158 μ.), και τις βόρειες κλιτύς των Πενίνων Άλπεων (στα σύνορα με την Ιταλία) με τον ορεινό όγκο του Μόντε Ρόζα ή Μον
Ροζ (κορυφή Ντιφούρ, 4.633 μ.), του Τσερβίνο ή Σερβέν ή Μάτερχορν (4.478 μ.) και πολλές άλλες κορυφές, που το ύψος τους
ξεπερνά τα 4.000 μ. Από την περιοχή των Άλπεων κατεβαίνουν στις κοιλάδες μερικοί από τους πιο επιβλητικούς παγετώνες της
Ευρώπης, όπως ο Άλετς. Ο μεγάλος συλλέκτης των υδάτων της περιοχής είναι ο Ροδανός, που πηγάζει από τον Άγιο Γοτθάρδο
και δέχεται τα ύδατα πολλών παραποτάμων.
Η οικονομία του καντονιού στηρίζεται στην κτηνοτροφία (βοοειδή), στη δασική εκμετάλλευση, στη γεωργία (ζωοτροφές,
σιτάρι, πατάτες, φρούτα), στη βιομηχανία (τροφίμων, υφαντουργικής, μηχανοκατασκευών, χημικής και βιομηχανίας ξύλου) και
στον τουρισμό, θερινό και χειμερινό.
Τα σημαντικότερα, από ιστορική και οικονομική άποψη, αστικά κέντρα βρίσκονται στην κοιλάδα του Ροδανού, που αποτελεί τη
βάση της οικονομίας της περιοχής και τον άξονα των οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών. Ωστόσο, εκτός από την
πρωτεύουσα Σιόν, τα υπόλοιπα αστικά κέντρα είναι ουσιαστικά κωμοπόλεις λίγων χιλιάδων κατοίκων, με κυριότερη την Μπριγκ
(περ. 5.000 κάτ.). Από τα κέντρα τουριστικού ενδιαφέροντος ξεχωρίζουν οι Ζάας-Φέε, Τσερμάτ και Σαμπερί στις Πένινες
Άλπεις και οι Κρανς και Μοντάνα-Βερμάλα στις Βερναίες.
Βαλέ Πουσέν, Σαρλ Ζαν Γκουστάβ Νικολά (Charles Jean Gustave Nicolas Baron de la Vallee Poussin, Λουβέν 1866 –
1962). Βέλγος μαθηματικός. Ο πατέρας του ήταν καθηγητή γεωλογίας και μεταλλειολογίας στο πανεπιστήμιο της Λουβέν επί
σαράντα χρόνια. Ο ίδιος ξεκίνησε σπουδές στο κολέγιο Ιησουιτών της Μονς, αλλά αντέδρασε στη διδασκαλία θεωρώντας την
απαράδεκτη. Συνέχισε με σπουδές μηχανικής και έλαβε το αντίστοιχο πτυχίο. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στα μαθηματικά και
σπούδασε στα πανεπιστήμια της Λουβέν, του Παρισιού και των Βρυξελλών. Για μία από τις πρώτες εργασίες του στις
διαφορικές εξισώσεις τού απονεμήθηκε βραβείο από τη Βελγική Ακαδημία το 1892. Το 1896 ολοκλήρωσε τη σημαντικότερη
εργασία του, αποδεικνύοντας το διάσημο Θεώρημα των πρώτων αριθμών. Τέλος, εργάστηκε στην προσέγγιση συναρτήσεων με
αλγεβρικά και τριγωνομετρικά πολυώνυμα, την περίοδο 1908-18.
Βαλεαρίδες (ισπαν. Islas Baleares). Νησιωτικό σύμπλεγμα (4.992 τ. χλμ., 841.669 κάτ. το 2001) της δυτικής Μεσογείου, στα
ανοιχτά των ανατολικών ακτών της Ισπανίας, στην οποία υπάγεται διοικητικά ως αυτόνομη περιοχή. Το σύμπλεγμα αριθμεί
τέσσερα μεγάλα νησιά, τη Μαγιόρκα (3.625 τ. χλμ., το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους) και τη Μινόρκα (689 τ. χλμ.), που
χωρίζονται με το κανάλι της Μινόρκα, την Ιμπίθα ή Ίμπιζα (567 τ. χλμ.) και τη Φορμεντέρα (76 τ. χλμ.), που βρίσκονται ΝΔ της
Μαγιόρκα, από την οποία τις χωρίζει το ομώνυμο κανάλι. Στο αρχιπέλαγος υπάρχουν και άλλα μικρότερα νησιά και νησίδες,
ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν η Καμπρέρα και η Κονεχέρα, Ν της Μαγιόρκα.
Εκτός από τη Μινόρκα, ένα ασβεστολιθικό υψίπεδο που το ύψος του δεν ξεπερνά τα 358 μ. (Μόντε Τόρο), τα άλλα νησιά
μπορούν να θεωρηθούν διακλαδώσεις του συστήματος των οροσειρών της νότιας Ισπανίας. Υψηλότερη κορυφή τους είναι η
Πουί ντε Τορέλιας (1.445 μ.) στο βόρειο τμήμα της Μαγιόρκα. Λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, μεταξύ 38° και 40° βορείου
πλάτους, οι Β. έχουν ηπιότατο κλίμα, με μέτριες ετήσιες θερμικές αιχμές και μέτριες βροχοπτώσεις.
Η γεωργία καταλαμβάνει σημαντική θέση στην οικονομία του τόπου· τα κυριότερα προϊόντα είναι ελιές, χαρούπια, αμύγδαλα,
σύκα, σταφύλια, εσπεριδοειδή και πρώιμα κηπευτικά. Ο βιομηχανικός τομέας αντιπροσωπεύεται ουσιαστικά από μερικά
συγκροτήματα υφαντουργίας και βιομηχανίας τροφίμων. Οι μεγαλύτεροι όμως πόροι των νησιών προέρχονται πλέον από τον
τουρισμό, καθώς παρατηρείται μεγάλη συρροή Ισπανών και ξένων σε κάθε εποχή του χρόνου.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει στη νήσο Μαγιόρκα, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής, η
Πάλμα ντε Μαγιόρκα (βλ. λ. Ιμπίθα· Μαγιόρκα· Μινόρκα· Πάλμα ντε Μαγιόρκα· Φορμεντέρα).
Ιστορία. Το νησιωτικό σύμπλεγμα, στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας του, ακολούθησε πάντα την τύχη της Ισπανίας.
Αφού αποικίστηκαν διαδοχικά από τους Φοίνικες, τους Καρχηδόνιους και τους Ρωμαίους, οι Β. κατακτήθηκαν έπειτα από τους
Βανδάλους τον 5ο αι., τους Βυζαντινούς τον 6o αι. και τους Άραβες στα τέλη του 8ου αι. μ.Χ. Η Ιμπίθα και η Φορμεντέρα είχαν
γνωρίσει και ένα διάστημα ελληνικής κυριαρχίας κατά την αρχαιότητα, οπότε ονομάστηκαν Πιτυούσαι, λόγω των κωνοφόρων
δέντρων τους (αρχ. πίτυς), ονομασία που διατηρείται άτυπα μέχρι σήμερα γι’ αυτά τα δύο νησιά (ισπαν. islas Pitiusas). Τον 13o
αι. οι Β. πέρασαν στην κυριαρχία του βασιλείου της Αραγονίας, ενώ αποτέλεσαν τμήμα του βασιλείου της Ισπανίας από την
αρχή της ίδρυσής του, εκτός από τη Μινόρκα, η οποία γνώρισε μια σύντομη αγγλική κατοχή, από το 1713 έως το 1802.
βαλεαρική (Balearica). Γένος γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Περιλαμβάνει τα είδη Balearica pavonina
και Balearica regulorum, ιθαγενή των χωρών της Αφρικής που βρίσκονται N της Σαχάρας. Ορισμένοι ερευνητές ταξινομούν
μόνο ένα είδος στο γένος, το Balearica pavonina, με επιμέρους υποείδη.
Το σώμα τους, μήκους περίπου 1 μ., έχει χρώμα ασημί, με ασπρόμαυρες περιοχές στις φτερούγες και στην ουρά. Στο κεφάλι
τους υπάρχει ένα μαύρο σαρκώδες λειρί, ενώ πίσω από αυτό βρίσκεται ένα πολύ όμορφο λοφίο από ανοιχτόχρωμα
σμηριγγόπτερα. Τα ιδιόμορφα μάτια τους είναι άσπρα, ενώ το ράμφος τους είναι μέτριο σε μέγεθος και αρκετά δυνατό. Έχουν
πολύ ψηλά, μαύρα πόδια τα οποία καταλήγουν σε γαμψά νύχια. Η β. αποτελεί τον μοναδικό αντιπρόσωπο των γερανιδών ο
οποίος μπορεί να σκαρφαλώσει και να κουρνιάσει πάνω στα δέντρα, λόγω της παρουσίας μεγάλων οπίσθιων δακτύλων. Ζουν
κατά ζεύγη ή σε ομάδες και αποτελούν δημοφιλές έκθεμα των ζωολογικών κήπων, λόγω της εντυπωσιακής τους εμφάνισης.
Βαδίζουν αρκετά αργά και κρατούν τη ράχη τους κυρτή. Μόνο μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα.
Βαλένθια (Valencia). Αυτόνομη περιοχή (23.255 τ. χλμ., 4.202.608 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, που εκτείνεται στο ανατολικό
τμήμα της χώρας προς τη Μεσόγειο θάλασσα. Ορίζεται από το δέλτα του ποταμού Έβρου και τον κάτω ρου του Σαγκούρα και
περιλαμβάνει την ομώνυμη επαρχία, καθώς και τις επαρχίες Αλικάντε (1.461.925 κάτ. το 2001) και Καστελιόν (485.173 κάτ. το
2001). Είναι ορεινή (Ανατολική Μεσέτα) στο δυτικό τμήμα της, με εδαφικές πτυχώσεις και πεδιάδες, και πολύ εύφορη στο
ανατολικό, υποφέρει όμως από μεγάλες ανομβρίες, γι’ αυτό και η γεωργία είναι δυνατή μόνο στις αρδευόμενες ζώνες της
παράκτιας πεδιάδας του κόλπου της Β. (huertas). Εκεί είναι συγκεντρωμένη η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής. Τα
γεωργικά προϊόντα είναι κυρίως εσπεριδοειδή, δημητριακά, ρύζι και οπωροκηπευτικά. Κυριότερες πόλεις είναι η Βαλένθια και η
Αλικάντε, πρωτεύουσες των αντίστοιχων επαρχιών. Βλ. λ. Αλικάντε· Βαλένθια (Πόλη).
Βαλένθια (Valencia). Πόλη (738.441 κάτ. το 2001) της ανατολικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης αυτόνομης περιοχής
(βλ. λ. Βαλένθια. Αυτόνομη περιοχή) και της ομώνυμης επαρχίας (10.807 τ. χλμ., 2.227.170 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στην ακτή
του ομώνυμου κόλπου, που διασχίζεται από τον ποταμό Γκουανταλαβιάρ (Τούρια), ο οποίος εκβάλλει στη Μεσόγειο.
Κυκλωμένη από τον ποταμό, από ΒΔ προς ΝΑ, δείχνει καθαρά τη μεσαιωνική τοπογραφία που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις
κάλιες (Ντε Γκιλιέν, Ντε Kάστρο, Ντε Xάτιβα και Ντε Kολόν), με δρόμους στενούς και ελικοειδείς.
Από δημογραφική άποψη, η Β. είναι η τρίτη πόλη της Ισπανίας και ένα από τα κυριότερα εμπορικά και βιομηχανικά της κέντρα.
Η ανάπτυξή της ευνοήθηκε από ιστορικά αίτια, αλλά και από την προνομιούχα θέση της κοντά στη θάλασσα και στο σημείο
συνάντησης σημαντικών αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών. Η βιομηχανία της παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη
στους τομείς τροφίμων, αυτοκινήτων, υφαντουργίας, χημείας, μηχανολογικού εξοπλισμού, επίπλων, παιχνιδιών, χαρτοποιίας και
καπνού. Από το λιμάνι της Βιλιανουέβα ντελ Γκράο, σε απόσταση 4 χλμ. από την πόλη, γίνονται εκτεταμένες εξαγωγές των
αγροτικών προϊόντων της εύφορης πεδινής περιοχής (ετήσια διακίνηση εμπορευμάτων πάνω από 4 εκατ. τόνους). Εξυπηρετείται
επίσης από το διεθνές αεροδρόμιο της Μανίσες (7 χλμ. στα Δ).
Η Β. είναι επίσης σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, με πολλά μουσεία, μεταξύ των οποίων το Επαρχιακό Μουσείο Ζωγραφικής.
Ανάμεσα στα αξιοθέατά της περιλαμβάνονται ο βοτανικός κήπος, η πλατεία Καουντίλιο, η Λόνχα ντε λα Σέντα (οικοδόμημα
γοτθικού ρυθμού της τελευταίας περιόδου, χτισμένο μεταξύ 1483 και 1498), ο καθεδρικός ναός (13ος-14ος αι.), ο οκτάγωνος
πύργος Μιγκελέτε, η Αουντιένθια (1481-1510), η Τόρες ντε Σεράνος (1238) και πολλές εκκλησίες, όπως ο Σαν Χουάν ντε
Μερκάντο (1368), ο Σαν Νικόλας, παλιό τζαμί που μετατράπηκε σε εκκλησία τον 14ο και 15ο αι., η γοτθική εκκλησία του Σαν
Εστεμπάν και η ρυθμού μπαρόκ Σαν Μπαρτολομέ. Ορισμένα από τα σύγχρονα κτίρια της πόλης έχουν ανεγερθεί από τον
διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Σαντιάγκο Καλατράβα. Η πόλη είναι έδρα ιστορικού πανεπιστημίου (1500) και πολυτεχνικής
σχολής (1968).
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από Έλληνες αποίκους και αργότερα κατελήφθη από τους Καρχηδόνιους και τους Ρωμαίους, από τους
οποίους ονομάστηκε Valentia. Με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κυριεύτηκε από τους Βησιγότθους (413
μ.Χ.) και έπειτα από τους Άραβες (714), υπό την κυριαρχία των οποίων έφτασε σε μεγάλη ακμή. Διαφιλονικούμενη για ένα
μεγάλο διάστημα από τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς, επανήλθε στους τελευταίους το 1238, οπότε προσαρτήθηκε
στο στέμμα της Αραγονίας. Μολονότι πέρασε ορισμένες περιόδους κρίσης, η πόλη γνώρισε και στους επόμενους αιώνες
ευημερία και εξωραΐστηκε με πολυάριθμα θρησκευτικά και κοσμικά οικοδομήματα, που την καθιστούν μια από τις πιο
σημαντικές πόλεις της τέχνης στην Ισπανία.
Βαλένσια (Valencia). Πόλη (1.196.000 κάτ. το 2001) της Βενεζουέλας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας Καραμπόμπο
(βλ. λ.). Είναι χτισμένη στη δυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης, στα κεντρικά υψίπεδα της χώρας, πάνω στον ποταμό
Καμπριάλες. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της Βενεζουέλας και ένα από τα δύο βασικά βιομηχανικά κέντρα της. Η βιομηχανία
της περιλαμβάνει μονάδες επεξεργασίας τροφίμων (ζωοτροφές, λιπάσματα, γαλακτοκομικά προϊόντα, λάδι), φαρμακευτικών και
χημικών προϊόντων, κατασκευής ρούχων και παπουτσιών, σαπωνοποιίες, τσιμεντοποιίες κ.ά. Επίσης, αποτελεί σημαντικό
εμπορικό κόμβο διαμετακόμισης των γεωργικών προϊόντων της περιοχής. Συνδέεται σιδηροδρομικώς με την πρωτεύουσα
Καράκας (από την οποία απέχει 120 χλμ.), καθώς και με τις πόλεις Μπαρκισιμέτο και Πουέρτο Καμπέλιο, ενώ εξυπηρετείται
από αεροδρόμιο. Πολιτιστικό κέντρο, η πόλη είναι επίσης έδρα του πανεπιστημίου του Καραμπόμπο που ιδρύθηκε το 1852.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ισπανούς το 1555. Το 1812 ονομάστηκε πρωτεύουσα της χώρας, όπως και το 1830. Κοντά
στην πόλη έγινε η περίφημη μάχη του Καραμπόμπο (1821), όπου ο επαναστατικός στρατός, με αρχηγούς τον Σιμόν Μπολιβάρ
και τον Χουάν Αντόνιο Πάες, νίκησε τους Ισπανούς και οδήγησε τη χώρα στην ανεξαρτησία.
βαλενίσεψ (Ζωολ.). Βλ. λ. φαλαινοκέφαλος.
Βάλενς. Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Βλ. λ. Βαλέντιος.
Βαλενστάιν, Άλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον- (Albrecht Wenzel Eusebius von Wallenstein, Χερμάνιτς, Βοημία 1583
– Χεπ 1634). Βοημός στρατιωτικός. Ο φιλόδοξος Β. έγινε πάμπλουτος χάρη στον γάμο του με μια πλούσια χήρα και σε πολλές
κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Στις παραμονές του Τριακονταετούς πολέμου (1617) έθεσε στη διάθεση του Φερδινάνδου της
Στυρίας, από τον ηγεμονικό οίκο των Αψβούργων (τον κατοπινό Φερδινάνδου Β’, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας) ένα μισθοφορικό στράτευμα που πολέμησε κατά της Βενετίας και τον επόμενο χρόνο ένα σύνταγμα
θωρακοφόρων για να καταπνίξει την εξέγερση των Βοημών. Μετά τη συνένωση των γαιών του στο δουκάτο της Φρίντλαντ, και
αφού δημιούργησε σταδιακά έναν μεγάλο στρατό, διορίστηκε αρχιστράτηγος της αυτοκρατορίας το 1625, κατέλαβε το
Μεκλεμβούργο, το Σλέσβιχ-Χολστάιν και τη Γιουτλάνδη και έλαβε τον τίτλο του δούκα του Μεκλεμβούργου και του κόμη του
Σάγκαν (1627). Επειδή όμως δημιούργησε υποψίες ότι έτρεφε υπερβολικές φιλοδοξίες, μετά τη νίκη του εναντίον του
Χριστιανού της Δανίας και τη σύναψη της ειρήνης του Λίμπεκ (1629), του αφαιρέθηκε ξαφνικά η αρχιστρατηγία. Λίγο
αργότερα (1632), ωστόσο, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία από τον Φερδινάνδο Β’, ο οποίος βρέθηκε σε δύσκολη θέση
εξαιτίας των νικών του Γουσταύου Αδόλφου. Η συμμετοχή του Β. φάνηκε στην αρχή να αλλάζει προς το καλύτερο την πορεία
του πολέμου, έπειτα όμως ηττήθηκε στο Λίτσεν (1632). Αποσύρθηκε τότε στη Βοημία και ανακλήθηκε πάλι από τον
αυτοκράτορα για να σπεύσει σε βοήθεια του πρίγκιπα εκλέκτορα της Βαυαρίας. Επειδή όμως αρνήθηκε, προβάλλοντας ως
δικαιολογία το ότι η εποχή δεν ήταν ευνοϊκή για την έναρξη μιας εκστρατείας και επειδή ήταν πλέον ύποπτος προδοσίας (ήταν
βάσιμες, μεταξύ άλλων, οι επίμονες φήμες για διαπραγματεύσεις του με τους Σουηδούς), αντικαταστάθηκε για ακόμα μία φορά
και δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 1634. Αργότερα, ο Β. αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο μιας δραματικής τριλογίας του
Σίλερ.
Βαλέντης. Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Βλ. λ. Βαλέντιος.
Βαλεντία. Η αρχαία ρωμαϊκή ονομασία της ισπανικής πόλης Βαλένθια. Βλ. λ. Βαλένθια.
Βαλεντίνη (Αστρον.). Αστεροειδής, το φαινόμενο μέγεθος του οποίου στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,1, ενώ αν
βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 8,99. Διεθνώς ονομάζεται
Valentine 447.
βαλεντινιανισμός (Εκκλ.). Χριστιανική αίρεση των πρώτων αιώνων. Βλ. λ. Βαλεντίνος (Θεολόγος και φιλόσοφος).
Βαλεντινιανός (Valentinian). Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, μετά τη διαίρεση της
αυτοκρατορίας (4ος-5ος αι. μ.Χ.)· σε ορισμένες παλαιότερες ελληνικές πηγές, αναφέρονται ως Ουαλεντινιανός.
1. Βαλεντινιανός Α’ (Πανονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364-375). Γιος ασήμαντου
αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού, ενώ ο αδελφός του Βαλέντιος (βλ. λ.) έγινε συναυτοκράτοράς
του στο ανατολικό κράτος. Έδιωξε τους Αλαμανούς από τη Γαλατία, πολέμησε εναντίον των Φράγκων και ο στρατηγός του
Θεοδόσιος εξασφάλισε μεγάλο μέρος της Βρετανίας. Προσπάθησε να βελτιώσει την τύχη των φτωχότερων πολιτών του.
2. Βαλεντινιανός Β’ (Τρέβηροι [σημερινό Τρίερ Γερμανίας] 371 – 392 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (375-
392). Γιος του προηγούμενου και της Ιουστίνης, ονομάστηκε αυτοκράτορας σε ηλικία 4 ετών, μαζί με τον λίγο μεγαλύτερο
ετεροθαλή αδελφό του Γρατιανό· μετά τον θάνατο εκείνου (383) έμεινε μόνος αυτοκράτορας, υπό κηδεμονία, έως τη δολοφονία
του το 392. Νωρίτερα, είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον θρόνο στον σφετεριστή Μάξιμο, ο οποίος όμως εκδιώχτηκε από τον
αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδόσιο Α’.
3. Βαλεντινιανός Γ’ (Ραβένα 419 – 455 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (425-455). Ήταν γιος της Γάλλας
Πλακιδίας και το 437 παντρεύτηκε την κόρη του Θεοδοσίου Β’. Ο στρατηγός του Αέτιος Φλάβιος σημείωσε μεγάλες νίκες
εναντίον των Ούννων, και μετά τη μεγάλη νίκη στα Καταλαυνικά πεδία (451), ο Β. έδωσε την κόρη του Πλακιδία στον γιο του
Αέτιου. Μετά τη διάλυση των Ούννων, ωστόσο, ο Β. έκρινε ότι έπρεπε να απαλλαγεί από τον Αέτιο, και τον σκότωσε ο ίδιος, με
την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (453). Στις 16 Μαρτίου του 455 δολοφονήθηκε από έναν πρώην υπασπιστή του Αέτιου. Ο
Β. Γ’ επιχείρησε να μεταρρυθμίσει τη διοίκηση και να αναδιοργανώσει την άμυνα της Ρώμης, μέσω νέων νόμων (Novellae
Valentinianae). Με τον θάνατό του επήλθε ουσιαστικά η κατάρρευση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.
βαλεντινίτης (Ορυκτ.). Οξείδιο του αντιμονίου (περιεκτικότητα 83% σε αντιμόνιο) με χημικό τύπο Sb2O3. Σχηματίζει
κρυστάλλους στο ορθορομβικό σύστημα και εμφανίζεται σε διάφορα χρώματα, από σχεδόν λευκό και διαφανές έως κόκκινο και
σκούρο γκρι. Έχει σκληρότητα 2,5-3 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας (MOS) και ειδικό βάρος 5,6-5,8 gr/cm3. Λιώνει
εύκολα και εξαχνώνεται ολοκληρωτικά μόλις πυρωθεί. Ο σχηματισμός του οφείλεται στην αποσάθρωση (αιολική ή υδατική)
αντιμονιούχων μεταλλευμάτων. Κοιτάσματά του έχουν βρεθεί στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Αλγερία κ.α.
Βαλεντίνο, Ροδόλφο (Rodofo Valentino, Τάρας, Ιταλία 1895 – Νέα Υόρκη, ΗΠΑ 1926). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του
ιταλικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου Ροντόλφο Γκουλιέλμι (Rodolfo Guglielmi). Μετανάστευσε το
1913 στις ΗΠΑ, όπου άσκησε διάφορα επαγγέλματα (μεταξύ των οποίων και του χορευτή) και αργότερα πήγε στο Χόλιγουντ,
όπου εργάστηκε ως κομπάρσος στον κινηματογράφο. Το 1921 ανέλαβε τον πρώτο σημαντικό ρόλο του, στην ταινία Οι τέσσερις
ιππότες της Αποκαλύψεως (The Four Horsemen of the Apocalypse) του Ρεξ Ίνγκραμ, στην οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία
επιβάλλοντας έναν καινούργιο, αισθησιακό και κάπως μυστηριώδη τύπο, αυτόν του Λατίνου εραστή. Ανάμεσα στις πιο
αγαπητές στο κοινό ταινίες του ήταν οι Αίμα και άμμος (Blood and Sand, 1922) του Φρεντ Νίμπλο, Ο αετός (The Eagle, 1925)
του Κλάρενς Μπράουν και Ο γιος του σεΐχη (The Son of the Sheik, 1926) του Τζορτζ Φιτσμόρις. Ο Β. υποτάχτηκε, αν και
σχετικά απρόθυμα, στο καθεστώς του βεντετισμού, μεταφέροντας και εκτός οθόνης τον μύθο που είχε ενσαρκώσει και
ακολουθώντας έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, τον οποίο επισφράγισε ο πρόωρος θάνατός του.
Βαλεντίνος (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Θεολόγος και φιλόσοφος από την Αίγυπτο, ιδρυτής της ομώνυμης θεωρητικής
κατεύθυνσης του γνωστικισμού (βλ. λ.). Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη
Ρώμη. Οι θεωρίες του έγιναν γνωστές στους μεταγενέστερους από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από τα αντιρρητικά έργα του Τερτυλλιανού και κυρίως του Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου.
Το σύστημά του, αρκετά δύσληπτο και σκοτεινό, προήλθε από την ανάμειξη ορφικών, πλατωνικών, εβραϊκών και περσικών
στοιχείων. Κατά την κοσμογονία του Β., από την αυθύπαρκτη και αγέννητη Αρχή προήλθε σε τρεις διαδοχικές φάσεις ένα
σύνολο 30 αιώνων, σε ζεύγη αρσενικού και θηλυκού. Με τη συνεργασία όλων των αιώνων, που το σύνολό τους αποτελούσε το
πλήρωμα, γεννήθηκε ο υπέρτατος αιώνας, ο Ιησούς ή Σωτήρ. Οι άνθρωποι ανήκουν στον κατώτερο κόσμο (κένωμα) και
διακρίνονται σε πνευματικούς, ψυχικούς και υλικούς. Οι πνευματικοί δεν έχουν ανάγκη σωτηρίας, ενώ οι υλικοί είναι
καταδικασμένοι. Η θέση όμως των ψυχικών είναι αβέβαιη. Για τη σωτηρία τους, ο Ιησούς εγκαταλείπει το πλήρωμα, υιοθετεί με
το βάπτισμα την ανθρώπινη φύση και, αφού εξασφαλίσει τη σωτηρία των ψυχικών (λίγο πριν τον σταυρικό θάνατό του),
επιστρέφει στο πλήρωμα.
Πρόσφατα ανακαλύφθηκε και ένα κοπτικό χειρόγραφο που αποδίδεται στον Β.
Βαλεντίνος (Valentinus, 3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος μάρτυρας. Είναι ο άγιος με το όνομα του οποίου συνδέθηκε στη Δύση, κυρίως
στις αγγλοσαξονικές χώρες, η μέρα των ερωτευμένων και συγκεκριμένα έθιμα που πιθανώς ανάγονται σε παγανιστικές τελετές
που γίνονταν παλαιότερα στη Ρώμη την ίδια ημέρα που εορταζόταν και η μνήμη του (14 Φεβρουαρίου), η οποία τελικά
απαλείφθηκε από το δυτικό εορτολόγιο το 1969. Βλ. λ. Βαλεντίνου, ημέρα.
Βαλεντίνος (Valentinus, 6ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Σικελίας. Όταν οι Βυζαντινοί είχαν καταλάβει τη Ρώμη και βρέθηκαν
πολιορκημένοι από τους Γότθους, το 547, σε αυτόν ανέθεσε ο επίσκοπος Ρώμης Βιργίλιος την αποστολή τροφίμων στην
περικυκλωμένη πόλη. Οι Γότθοι το πληροφορήθηκαν, έστησαν ενέδρα στον Β. και στους άντρες του και, μόλις αποβιβάστηκαν
από τα πλοία τους στις εκβολές του Τίβερη, τους σκότωσαν όλους, εκτός από τον επίσκοπο. Τον Β. τον οδήγησαν στον ηγεμόνα
των Γότθων Τουτίλα, ο οποίος διέταξε τον ακρωτηριασμό του.
Βαλεντίνος (Valentine, Ρώμη ; – Ρώμη 827 μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (827). Καταγόταν από τον ρωμαϊκό οίκο των Λόντζι.
Ήταν ο 103ος πάπας της Ρώμης, αλλά η θητεία του υπήρξε πολύ σύντομη, καθώς πέθανε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα μετά
την εκλογή του.
Βαλεντίνος (Valentinus). Όνομα ιστορικών προσώπων της πρώιμης βυζαντινής εποχής (σε ορισμένες παλαιότερες ελληνικές
πηγές, αναφέρονται ως Ουαλεντίνος).
1. Τοπικός ηγεμόνας της Παμφυλίας (β’ μισό 4ου – α’ μισό 5ου αι. μ.Χ.). Όταν στους πρώτους χρόνους της βασιλείας του
Αρκάδιου (395-408) στασίασαν οι Γότθοι της Μικράς Ασίας, ο Β., επικεφαλής συμπατριωτών του, κατόρθωσε να τους νικήσει.
2. Βυζαντινός στρατηγός (; – 546 μ.Χ.). Διακρίθηκε στην εκστρατεία του στρατηγού Βελισάριου εναντίον των Γότθων της
Ιταλίας (536). Ως αρχηγός του ιππικού πραγματοποίησε τολμηρές εξόδους στη διάρκεια της πολιορκίας της Ρώμης. Το 545
ανέλαβε με επιτυχία να εφοδιάσει με τρόφιμα τη φρουρά της Δρυούντας (Οτράντο) και τον επόμενο χρόνο, όταν οι Γότθοι
πολιορκούσαν τη Ρώμη, στάλθηκε σε βοήθεια του Πόρτου (επίνειου της Ρώμης). Από εκεί, με ξαφνικές επιδρομές, προκάλεσε
σοβαρές φθορές στους πολιορκητές. Σκοτώθηκε σε ενέδρα των Γότθων, που προετοιμάστηκε με τη βοήθεια κάποιου βυζαντινού
στρατιώτη ο οποίος είχε αυτομολήσει στο εχθρικό στρατόπεδο.
Βαλεντίνος, Βασίλειος (Basilius Valentinus, 1394; – α’ μισό 15ου αι.). Εκλατινισμένο όνομα Γερμανού αλχημιστή. Οι
πληροφορίες για τη ζωή του είναι λίγες και αντικρουόμενες, ενώ δεν είναι γνωστό ούτε το πραγματικό του όνομα. Φαίνεται ότι
ταξίδεψε στην Ισπανία, στην Αγγλία και στην Ολλανδία και τελικά, το 1413, αποσύρθηκε σε μοναστήρι Βενεδικτίνων στην
Ερφούρτη. Θεωρείται πρωτοπόρος για την εποχή του στον τομέα των χημικών ερευνών. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα
του αντιμονίου (προς τιμήν του ονομάστηκε βαλεντινίτης μια ποικιλία αντιμονίου) και ανακάλυψε το υδροχλωρικό οξύ, την
αμμωνία και ένα είδος πυρίτιδας. Έγραψε επίσης διάφορες μελέτες (Τα 12 κλειδιά) σχετικά με τις έρευνές του, που ωστόσο
αποσκοπούσαν στην εύρεση της φιλοσοφικής λίθου και οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας περίπου δύο αιώνες μετά τον
θάνατό του. Χάρη σε αυτές μάλιστα, θεωρήθηκε πατέρας της σύγχρονης χημείας.
Βαλεντίνου, ημέρα. Γιορτή στο δυτικοευρωπαϊκό χριστιανικό εορτολόγιο (14 Φεβρουαρίου) που συνέπιπτε με τη ρωμαϊκή
γιορτή Λουπερκάλια, η οποία έγινε χριστιανική για να τιμηθεί η μνήμη ενός Ρωμαίου μάρτυρα του 3ου αι. (βλ. λ. Βαλεντίνος.
Ρωμαίος μάρτυρας). Με την πάροδο των αιώνων ο άγιος θεωρήθηκε, κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες, προστάτης των
ερωτευμένων, οι οποίοι την ημέρα εκείνη αντάλλασσαν ρομαντικούς ή κωμικούς στίχους που ονομάζονταν βαλεντίνοι. Το 1840
τυπώθηκαν στις ΗΠΑ οι πρώτες ευχετήριες κάρτες του εμπορίου και σήμερα πλέον η γιορτή αυτή έχει μάλλον συμβολικό ή και
εμπορικό χαρακτήρα, αλλά και αρκετούς πολέμιους, τόσο από τον χώρο της Εκκλησίας όσο και έξω από αυτόν.
Βαλέντιος (Valens, Σλαβονία 328 – Αδριανούπολη 378 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (364-378).
Ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου, ως συμβασιλέας του αδελφού του Βαλεντινιανού Α’, για τις ανατολικές επαρχίες. Λιγότερο
ικανός από τον αδελφό του, πολέμησε εναντίον των Περσών και των Βησιγότθων, οι οποίοι, κυνηγημένοι από τους Ούννους,
εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και έπειτα από μια νίκη στη Μαρκιανούπολη (377) προχώρησαν στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του
378, ο Β. αντιμετώπισε τον στρατό των Βησιγότθων χωρίς να περιμένει τον ανιψιό του Γρατιανό, που θα του έφερνε βοήθεια.
Νικήθηκε όμως σε μάχη στα βόρεια της Αδριανούπολης και σκοτώθηκε.
Χαρακτηριστικό, πάντως, είναι ότι το όνομά του απαντά στις περισσότερες δυνατές παραλλαγές, σε παλαιότερες ελληνικές
πηγές: Βάλης και Ουάλης (οι επικρατέστερες), Βαλέντης ή Βαλέντας, Βάλενς, Ουαλέντης, Ουαλέντιος κ.ά.
Βαλέντσια. Πόλη, επαρχία και αυτόνομη περιοχή της Ισπανίας. Βλ. αντίστοιχα λήμματα Βαλένθια.
Βαλεοντάδες. Οικισμός (15 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου.
Βαλέρ, Μαξ (Max Waller, 1860 – 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου γαλλόφωνου ποιητή Μορίς Βαρλομόν. Υπήρξε
διευθυντής της επιθεώρησης La jeune Belgique (Το νεαρό Βέλγιο), που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην αναγέννηση των βελγικών
γραμμάτων τον 19o αι. Μετά τον θάνατό του δημοσιεύτηκαν οι τρυφεροί και ειρωνικοί στίχοι του στην ποιητική συλλογή Το
φλάουτο του Ζιβέλ (1891), το μυθιστόρημα Ντέζι (1892), καθώς και τα θεατρικά Ζαν Μπιζού και Δηλητήριο.
Βαλέρα ι Αλκαλά Γκαλιάνο, Χουάν (Juan Valera y Alcalα Galliano, Κάμπρα, Κόρδοβα 1824 – Μαδρίτη 1905). Ισπανός
λογοτέχνης και πολιτικός. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό (Ιταλία, Πορτογαλία,
Βραζιλία, Γερμανία, Ρωσία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Αυστρία κ.α.). Άνθρωπος με ευρεία ουμανιστική και κοσμοπολίτικη καλλιέργεια, ο
Β. υπήρξε προσωπικότητα με κύρος και επιρροή στην πολιτική και πνευματική ζωή της εποχής του και φημισμένος πεζογράφος,
ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς μυθιστοριογράφους του 19ου αι. Μολονότι ήταν ανάμεσα στους πρώτους που
ανακάλυψαν τον Ρουμπέν Νταρίο, ήταν αντίπαλος της σχολής του συμβολισμού, όπως και κάθε νεωτερισμού στη λογοτεχνία.
Επίσης, αν και αντίθετος στο θεωρητικό πεδίο προς τον νατουραλισμό, δεν μπόρεσε να μην υποστεί έως ένα σημείο την
επίδρασή του.
Στην πεζογραφία επιδόθηκε σε ώριμη ηλικία: το 1874 εκδόθηκε το πρώτο του και πιο γνωστό μυθιστόρημα, Pepita Jimenez, η
τρυφερή ιστορία μιας θρησκευτικής και αισθηματικής κρίσης. Στα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησαν άλλα επτά μυθιστορήματά
του, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τα Dona Luz (1879), Juanita la Larga (1895) και Morsamor (1899), που σχεδόν όλα
διαδραματίζονται στην Ανδαλουσία και είναι γραμμένα σε καθαρό και τρυφερό ύφος. Πολύ πλουσιότερο είναι το
δοκιμιογραφικό έργο του, που περιλαμβάνει ιστορικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, πολιτικά και ηθικά δοκίμια, με κορυφαίο το
Cartas Americans (4 τόμοι, 1889). Αρκετά πλούσια και ενδιαφέρουσα είναι και η επιστολογραφία του. Από το κριτικό έργο του
και από την αλληλογραφία του προβάλλει μια περίεργη και ζωντανή προσωπικότητα, συχνά με οξύτητα κρίσης και
διεισδυτικότητα, αλλά σε τελευταία ανάλυση περιορισμένη από τον ίδιο τον ελιτισμό και τον πνευματικό συντηρητισμό του.
Βαλέρα, Ιμόν ντε-. Ιρλανδός πολιτικός. Βλ. λ. Ντε Βαλέρα, Ίμον.
Βαλερί, Πολ (Paul Ambroise Valery, Σετ, Ερό 1871 – Παρίσι 1945). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Μονπελιέ και το 1894
εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Στεφάν Μαλαρμέ, ο οποίος επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του
ταλέντου του. Με την Εισαγωγή στη μέθοδο του Λεονάρντο ντα Βίντσι (Introduction a la methode de Leonard da Vinci, 1895)
και το κομψότατο σε ύφος Μια βραδιά με τον κύριο Τεστ (Une soiree avec Monsieur Teste, 1896), έκανε βαθιά ανάλυση των
θεμάτων του Εγώ και των νοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Στο πλαίσιο μιας κάπως εξεζητημένης και αριστοκρατικής
κομψότητας στην έκφραση, τα έργα του αυτά δίνουν το πιο ζωντανό και ανήσυχο στοιχείο της προσωπικότητάς του. Τα δύο
βιβλία συνδέονται με μια κρίση που πέρασε ο ποιητής, η οποία τον ανάγκασε, γύρω στο 1900, να απομακρυνθεί από τη
λογοτεχνική του δραστηριότητα και να αφιερωθεί αποκλειστικά στη μελέτη, ιδιαίτερα των μαθηματικών. Η ετοιμασία μιας
συλλογής ποιημάτων που γράφτηκαν γύρω στο 1890 και η οποία εκδόθηκε το 1920 με τον τίτλο Λεύκωμα παλαιών στίχων
(Album de vers anciens), τον ξανάφερε κοντά στην ποίηση. Το 1917 εξέδωσε το μικρό ποίημα συμβολικού χαρακτήρα Η νεαρή
Μοίρα (La jeune Parque) και ακολούθησαν το περίφημο Θαλασσινό κοιμητήριο (Le cemetiere marin) και άλλες ποιητικές
συνθέσεις, που εκδόθηκαν με κοινό τίτλο Γοητείες (Charmes, 1923).
Ο Β., που μέχρι μια εποχή αναφερόταν ως ο μεγαλύτερος Γάλλος ποιητής του 20ού αι., αποκαλύπτει σήμερα, μαζί με τα
πραγματικά μοντέρνα στοιχεία της ποιητικής του (άρνηση της έμπνευσης, λατρεία της αυστηρότητας στη μορφή) σαφέστερα τα
όρια του σκοτεινού του συμβολισμού που, στο όνομα του καθαρού λυρισμού και της αυστηρής πνευματικότητας, καταφεύγει σε
έναν άχρωμο και συχνά ψυχρό κλασικισμό. Από τα άλλα έργα του, εκτός από τους διαλόγους του με αισθητικό-φιλοσοφικό
περιεχόμενο, όπως ο Ευπαλίνος ή αρχιτέκτων (Eupalinos ou l’architecte, 1923) και Η ψυχή και ο χορός (L’ame et la dance,
1923), είναι επίσης αξιοσημείωτα οι Ματιές στον σύγχρονο κόσμο (1931) και τα δοκίμια πάνω σε διάφορα θέματα που
συγκεντρώθηκαν στους 5 τόμους των Αναλέκτων του (Variete, 1924-44).
Το βαθιά διεισδυτικό πνεύμα του διαποτίζει τους τόμους στους οποίους περιέχονται οι σημειώσεις που κρατούσε σε ένα
ατέλειωτο ημερολόγιο, το οποίο δημοσιεύτηκε ολόκληρο μετά τον θάνατό του με τον τίτλο Τετράδια (Cahiers). Ο Β. έγραψε και
για το θέατρο· σημαντικά είναι τα δύο αποσπάσματα που εκδόθηκαν με τον κοινό τίτλο Ο Φάουστ μου (Mon Faust, 1946).
βαλεριάνα (Valeriana). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλεριανιδών. Πρόκειται για πολυετή ποώδη ή
θαμνώδη φυτά, ιθαγενή κυρίως των ευκράτων και ψυχρών περιοχών του Βορείου ημισφαιρίου. Στο γένος ανήκουν περίπου 200
είδη, πέντε από τα οποία συναντώνται και στην ελληνική χλωρίδα.
Σπουδαιότερο είναι το είδος Valeriana officinalis, το οποίο φύεται σε σκιερούς υγρότοπους, όπως σε δασώδεις περιοχές κοντά
σε κανάλια ή ρυάκια, από τη Βόρεια Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλία. Ο βλαστός του φτάνει σε ύψος τα 1,2 μ. και είναι κοίλος
εσωτερικά και αυλακωτός εξωτερικά. Έχει έμμισχα φύλλα, με αντίθετη διάταξη, σύνθετα πτεροειδή, με 9-21 λογχοειδή
φυλλάρια. Τα άνθη του είναι μικρά, ρόδινα ή λευκά, διγενή, και σχηματίζουν εντυπωσιακές επάκριες κυματώδεις ταξιανθίες·
κάθε άνθος έχει μικρό τριχωτό κάλυκα, συμπέταλη, σωληνοειδή στεφάνη με χείλη διαιρεμένα σε πέντε στρογγυλεμένους,
άνισους λοβούς, τρεις στήμονες και έναν ύπερο. Η β. αυτή έχει κυλινδροκωνικές, πολύ ινώδεις ρίζες, με δυσάρεστη οσμή όταν
ξεραίνονται και φαρμακευτική δράση. Διάφορες ποικιλίες της καλλιεργούνται και ως διακοσμητικά φυτά.
Τα άλλα είδη β. που φύονται στην Ελλάδα είναι το Valeriana dioscouridis, φυτό πολύ συνηθισμένο σε ορεινές, βραχώδεις
περιοχές σχεδόν όλης της Ελλάδας, γνωστό με την κοινή ονομασία άγριος ζαμπούκος· και τα Valeriana crinii, Valeriana
asarifolia και Valeriana olenaea, ενδημικά σε διάφορα βουνά της Ελλάδας.
Εξάλλου, με την κοινή ονομασία ελληνική β. είναι γνωστό το φυτό Polemonium caeruleum (βλ. λ. πολεμόνιο), ενώ ως β.
αναφέρεται και το είδος Centranthus rubius της ίδιας οικογένειας (βλ. λ. κέντρανθος).
Ιατρική. Το αποξηραμένο ρίζωμα της β. χρησιμοποιείται ευρέως στη φαρμακευτική. Περιέχει ένα αιθέριο έλαιο με δυσάρεστη
οσμή, και διάφορες δραστικές ουσίες όπως εστέρες του βαλεριανικού οξέος και βορνεόλη. Όταν χορηγείται σε μικρές δόσεις,
κατά προτίμηση σε σταγόνες, η β. προκαλεί επιβράδυνση των καρδιακών παλμών και ελαφρά αύξηση της αρτηριακής πίεσης,
ενώ σε μεγαλύτερες δόσεις την κατεβάζει. Επιδρά κατασταλτικά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και γι’ αυτό χρησιμοποιείται
γενικά ως αντισπασμωδικό και ελαφρύ καταπραϋντικό σε περιπτώσεις διεγέρσεων, υστερίας, νευρώσεων κ.ά.
βαλεριανίδες (valerianaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών, της τάξης των ρουβιωδών. Περιλαμβάνει
πολυετή ποώδη ή θαμνώδη φυτά, αυτοφυή των ευκράτων περιοχών. Τα κυριότερα γένη της οικογένειας είναι τα Valeriana,
Valerianella, Fedia και Centranthus. Βλ. λ. βαλεριάνα· κέντρανθος.
Βαλεριάνος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 150 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού,
27 χλμ. ΝΑ του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελειού-Πρόνων του νομού Κεφαλληνίας.
Στον οικισμό αυτόν γεννήθηκε και πέθανε ο θαλασσοπόρος και εξερευνητής Ιωάννης Φωκάς τον 16ο αι. και αργότερα, το 1906,
ο δημοσιογράφος και ποιητής Γεράσιμος Αμπάτης (βλ. λ.).
Βαλεριανός (Publius Licinius Valerianus, ; – περ. 260 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253-260)· σε ορισμένες παλαιότερες
ελληνικές πηγές, αναφέρεται ως Ουαλεριανός. Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Γότθων και όταν ο αυτοκράτορας
Τριβωνιανός Γάλλος (251-253) τον κάλεσε εναντίον του Αιμιλιανού, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας, έγινε
αυτοκράτορας ο ίδιος και αναγνωρίστηκε επίσημα μετά τον θάνατο και των δύο. Έκανε συναυτοκράτορα τον γιο του Γαλιηνό,
του ανάθεσε την άμυνα της Δύσης και πήγε ο ίδιος στην Ανατολή, όπου πολέμησε κατά των Περσών. Το 260 συνελήφθη από
τον Πέρση βασιλιά Σαπούρ και πέθανε στην αιχμαλωσία, άγνωστο πότε ακριβώς.
Βαλεριανός (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατιωτικός, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη (σε ορισμένες παλαιότερες ελληνικές
πηγές, αναφέρεται ως Ουαλεριανός). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Βελισάριου κατά των Βανδάλων της Καρχηδόνας (533).
Στην αποφασιστική μάχη, η οποία απέβη νικηφόρα για τους Βυζαντινούς, ήταν αρχηγός στην αριστερή πτέρυγα του στρατού. Το
537 στάλθηκε στην Ιταλία με 1.500 ιππείς για να βοηθήσει τον Βελισάριο στην πολιορκημένη από τους Γότθους Ρώμη. Ο Β.
κατόρθωσε να μπει στην πόλη, γεγονός που τόνωσε το ηθικό των πολιορκημένων. Στη συνέχεια, επιχειρούσε κατά καιρούς
εξόδους οι οποίες παρέλυαν τους πολιορκητές. Μάλιστα κατόρθωσε να ανακόψει τον εφοδιασμό τους, γεγονός που οδήγησε στη
λύση της πολιορκίας. Το 541 συμπολέμησε με τον Βελισάριο κατά των Περσών. Διορίστηκε έπειτα στρατηγός του Θέματος του
Αρμενικού, αλλά το 549 στάλθηκε πάλι στην Ιταλία και συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των Γότθων. Το 553 διορίστηκε αρχηγός
του στρατού που βρισκόταν στη Ραβένα. Με την ιδιότητά του αυτή, έσπευσε να βοηθήσει τη βυζαντινή φρουρά της Ανκόνα και
κατόρθωσε να αποτρέψει την κατάληψή της από τους Γότθους. Μετά την ήττα των Γότθων, το 553, κατόρθωσε να ματαιώσει
την ανασυγκρότηση του στρατού τους. Πολέμησε επίσης εναντίον των Φράγκων, μαζί με τον στρατηγό Ναρσή. Μετά το 554
στάλθηκε στον Καύκασο, όπου οι Βυζαντινοί πολεμούσαν τους Πέρσες, και έμεινε εκεί μέχρι τη λήξη του πολέμου (562).
Βαλέριοι (Valerii). Μεγάλη οικογένεια πατρικίων της αρχαίας Ρώμης, που κατάγονταν από τον μυθικό Σαβίνο Βαλέριο, ο
οποίος σύμφωνα με την παράδοση είχε συντελέσει στην ειρήνη μεταξύ Ρωμύλου και του Σαβίνου βασιλιά Τίτου Τατίου. Μετά
τον θάνατο του Ρωμύλου, σύμφωνα πάντα με τη ρωμαϊκή μυθολογία, ο Σαβίνος Βαλέριος κατόρθωσε να εγκαταστήσει στον
θρόνο τον συμπατριώτη του Νουμά Πομπίλιο.
Στους ιστορικούς χρόνους, πολλά διάσημα πρόσωπα της ρωμαϊκής δημόσιας ζωής –ιδιαίτερα την περίοδο της αυτοκρατορίας–
κατάγονταν από την οικογένεια αυτή, ανάμεσά τους και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες Διοκλητιανός, Κωνστάντιος ο Χλωρός,
Γαλέριος και (Μέγας) Κωνσταντίνος, που όλοι τους έφεραν το όνομα Βαλέριος (εξελλ. Ουαλέριος). Η γενιά αυτή, που διαιρείτο
σε τρεις κλάδους (Ποπλικόλες, Φλάκκοι και Μάξιμοι), είχε ειδικά προνόμια και μπορούσε να θάψει τους νεκρούς της μέσα στη
Ρώμη.
Βαλέριος, Ιούλιος (Julius Valerius, β’ μισό 3ου αι. μ.Χ.). Λατίνος λόγιος. Μετέφρασε στα λατινικά το κείμενο του
Ψευδοκαλλισθένη, που αφορά τη βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είναι μια μυθιστορηματική έκδοση σε τρία βιβλία. Ο Β.,
που ταυτίζεται από ορισμένους με έναν ύπατο του 4ου αι. μ.Χ. (Βαλέριος Πολένιος), έζησε κατά την πιθανότερη εκδοχή στα
χρόνια του Αυρηλιανού (270-275).
Βαλέριος, Σωτήριος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Πήρε μέρος και στις τρεις πολιορκίες του
Μεσολογγίου και στην τελευταία έχασε τον πατέρα του και δύο αδελφούς του.
Βαλέριος Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία
της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον χρησιμοποίησαν ως πηγή τους.
Βαλέριος Αρποκρατίων. Αλεξανδρινός γραμματικός. Βλ. λ. Αρποκρατίων, Βαλέριος.
Βαλέριος Ασιατικός, Δέκιμος (Decimus Valerius Asiaticus, 1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ύπατος (35 μ.Χ.) και
συγκλητικός. Πήρε μέρος στη συνωμοσία εναντίον του Καλιγούλα. Συνόδευσε τον Κλαύδιο Α’ στη Βρετανία. Έπεσε θύμα των
μηχανορραφιών της Μεσσαλίνας, καταδικάστηκε σε θάνατο για ανατρεπτική δράση και αυτοκτόνησε.
Ήταν απελεύθερος του Γάλβα και γαμπρός του αυτοκράτορα Βιτέλλιου, ο οποίος και τον ανακήρυξε Ρωμαίο ιππέα. Ήταν
λεγάτος της Βελγικής κατά την πτώση του Βιτέλλιου (69 μ.Χ.).
Βαλέριος Κάτουλλος, Γάιος. Λατίνος ποιητής. Βλ. λ. Κάτουλλος, Γάιος Βαλέριος.
Βαλέριος Κάτων, Πόπλιος. Λατίνος ποιητής. Βλ. λ. Κάτων, Πόπλιος Βαλέριος.
Βαλέριος Κόρβος, Μάρκος (Marcus Valerius Corvus, περ. 370 – περ. 270 π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος και δικτάτορας,
επανειλημμένα μεταξύ 348 και 308 π.Χ. Ονομάστηκε Κόρβος (λατ. corvus = κόρακας) επειδή, κατά την παράδοση, ένας
κόρακας τον είχε βοηθήσει να νικήσει στη μονομαχία του με κάποιον Γαλάτη το 349 π.Χ. Νίκησε τους Σαμνίτες στο όρος
Γαύρος και το 342, ως δικτάτορας, κατέστειλε μια εξέγερση του στρατού στην Καπύη. Το 332, ως αντιβασιλιάς, διενέργησε
εκλογές για την υπατεία.
Βαλέριος Λαιβίνος, Μάρκος (Marcus Valerius Laevinus, ; – 200 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατιωτικός, ύπατος της
Ρώμης (220 και 210 π.Χ.). Του ανατέθηκε να προστατεύσει την Ιταλία από τον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας. Το 214
αποβιβάστηκε στην Ελλάδα και κατόρθωσε να συνάψει συμμαχία με τους Αιτωλούς. Την περίοδο 210-206 ήταν διοικητής της
Σικελίας και διηύθυνε από εκεί τις επιχειρήσεις του στόλου εναντίον της Αφρικής. Το 205 ήταν επικεφαλής της ρωμαϊκής
πρεσβείας που επισκέφθηκε τον Άτταλο Α’ της Περγάμου.
Βαλέριος Μαξέντιος, Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Μαξέντιος.
Βαλέριος Μαξιμιανός, Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Μαξιμιανός.
Βαλέριος Μαξιμιανός Γαλέριος, Γάιος. Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Γαλέριος.
Βαλέριος Μάξιμος (Valerius Maximus, περ. 20 π.Χ. – περ. 50 μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας. Έγραψε το 31 μ.Χ. το έργο
Πράξεων και λόγων αξιομνημόνευτων, βιβλία 9 (Factorum ac dictorum memorabilium, libri IX), ανθολογία ιστορικών
αφηγήσεων, χωρισμένη κατά θέματα. Αναφέρεται σε ρωμαϊκά και ξένα ιστορικά γεγονότα και αντλεί από αρχαιότερες
παρόμοιες συλλογές, αλλά και απευθείας από συγγραφείς όπως ο Κικέρων, ο Τίτος Λίβιος κ.ά. Ο τόνος του έργου είναι
πατριωτικός και ηθικοδιδακτικός και το ύφος του γεμάτο ρητορική επιτήδευση. Ο Β. κολακεύει τους ισχυρούς και το έργο του
δεν παρουσιάζει ούτε ωριμότητα στη σύλληψη ούτε ηθικές ή ιστοριογραφικές αρετές.
Βαλέριος Μαρτιάλις, Μάρκος. Λατίνος επιγραμματοποιός. Βλ. λ. Μαρτιάλις, Μάρκος Βαλέριος.
Βαλέριος Ποπλικόλας, Πόπλιος (Publius Valerius Publicola, ; – 499; π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος (506-503;, 501-500;). Ο Β. ήταν
αυτός που, μαζί με τον Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, ανέτρεψε τη βασιλεία στη Ρώμη και κατέστειλε τη συνωμοσία για την
παλινόρθωση των Ταρκυνίων. Έδωσε διαταγή να γκρεμίσουν το σπίτι του βασιλιά, που βρισκόταν στη βασιλική συνοικία, για
να εξαλείψει την υποψία ότι απέβλεπε ο ίδιος στη βασιλεία. Σπουδαιότερος από τους νόμους του υπήρξε η Lex Valeria de
provocatione. Ο Β. διετέλεσε πρώτος ύπατος της Ρώμης και επανεξελέγη τρεις φορές στο αξίωμά του, με ένα μεσοδιάστημα δύο
ετών, αν και οι πηγές δεν συμφωνούν για τα έτη της υπατείας του. Έθεσε τα θεμέλια της δημοκρατικής νομοθεσίας και νίκησε
τους Σαβίνους. Κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη. Ωστόσο, για τα περισσότερα στοιχεία από τη ζωή του δεν υπάρχουν ιστορικές
αποδείξεις.
Βαλέριος Ποτίτος, Λεύκιος (Lucius Valerius Potitus, 5ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος (449). Ήταν αντίπαλος της Δεκανδρίας
και, μαζί με τον Μάρκο Οράτιο Βαρβάτο, εξέδωσαν νόμους που ευνοούσαν τον λαό και ονομάστηκαν Leges Valeriae Horatiae.
Ένας από αυτούς εξίσωνε το δημοψήφισμα με νόμο και ένας άλλος προέβλεπε την ασυλία.
Βαλέριος Πρόβος, Μάρκος. Ρωμαίος φιλόλογος και γραμματικός. Βλ. λ. Πρόβος, Μάρκος Βαλέριος.
Βαλέριος Φλάκκος, Γάιος (Gaius Valerius Flaccus, 1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Μετά το 70 μ.Χ. έγραψε τα Αργοναυτικά,
μυθολογικό ποίημα που αναφέρεται στην εκστρατεία για το χρυσόμαλλο δέρας και στον έρωτα της Μήδειας για τον Ιάσονα. Το
έργο είναι γραμμένο σε 8 βιβλία (από τα 12 που είχαν προβλεφθεί) και δεν ολοκληρώθηκε ίσως εξαιτίας του θανάτου του
ποιητή. Ο Β. μιμήθηκε το ομότιτλο βιβλίο του Απολλώνιου του Ρόδιου, ακολούθησε όμως τυφλά, ως πρότυπο ύφους, την
Αινειάδα του Βιργιλίου, προσδίδοντας έτσι στον Ιάσονα μια πιο ρωμαϊκή μορφή.
Βαλερύ, Πωλ. Βλ. λ. Βαλερί, Πολ.
Βαλές, Ζιλ (Gilles Valles, Παρίσι 1832 – 1885). Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Δραστήριος και στρατευμένος,
προσχώρησε στην Κομουνιστική Διεθνή και έλαβε μέρος στην Κομούνα του Παρισιού (1871). Γλίτωσε τον τουφεκισμό
καταφεύγοντας στο Λονδίνο. Το 1879 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του κύκλου Ζακ Βεντρά, μια συγκλονιστική εξιστόρηση της
Κομούνας με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, με τίτλο Το παιδί (L’Enfant). Ακολούθησαν Ο απόφοιτος (Le Bachelier, 1881) και Ο
επαναστάτης (L’Insurge, 1886), έργα γεμάτα εύγλωττη ειρωνεία εναντίον μιας κοινωνίας που ο Β. περιφρονούσε. Ο Β. είναι μία
από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες του νατουραλιστικού κινήματος.
Βαλέσα, Λεχ (Lech Walesa, Ποπόβο, Πολωνία 1943 – ). Πολωνός συνδικαλιστής και πολιτικός, πρόεδρος της Πολωνικής
Δημοκρατίας (1990-95). Ηλεκτρολόγος στα ναυπηγεία Λένιν του Γκντανσκ, δραστηριοποιήθηκε έντονα στο συνδικαλιστικό
κίνημα, πρωτοστατώντας σε μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις (1970, 1979-80). Απολύθηκε επανειλημμένα από την εργασία
του, διώχτηκε και φυλακίστηκε (1981-82). Το 1980 ίδρυσε το πρώτο ελεύθερο εργατικό συνδικάτο της Πολωνίας, την
Αλληλεγγύη, το οποίο διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στις μετέπειτα ραγδαίες εξελίξεις στις τότε σοσιαλιστικές χώρες.
Διετέλεσε αρχικά πρόεδρος του προσωρινού συμβουλίου (1986-87) και της εκτελεστικής επιτροπής της (1987-90), και κατόπιν
ιδρυτής της πολιτικής επιτροπής (1988). Τον Δεκέμβριο του 1990, μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος, εξελέγη
πρόεδρος της Πολωνικής Δημοκρατίας και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι το 1995, οπότε παραχώρησε την εξουσία στον
Αλεξάντερ Κβασνιέφσκι. Αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας 15 πανεπιστημίων, ανακηρύχθηκε Άνθρωπος της Χρονιάς από την
αγγλική εφημερίδα Financial Times το 1980 και έλαβε το βραβείο Νόμπελ ειρήνης το 1983, μεταξύ άλλων βραβεύσεων. Έγραψε
τα βιβλία Ο δρόμος της ελπίδας (1987) και Ο δρόμος προς την ελευθερία (1991).
Βαλέστ ή Βαλέστας. Βλ. λ. Βαλέστρας.
Βαλέστρας (Κορσική 1790; – Κρήτη 1822). Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός (αναφέρεται και ως Βαλέστ ή Βαλέστας). Έμαθε
τα ελληνικά στην Κρήτη, όπου πήγε το 1814, μετά τη θητεία του στον στρατό του Ναπολέοντα Α’, για να συνεργαστεί με τον
έμπορο πατέρα του. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης τον συνάντησε στην Τεργέστη, του ανέθεσε την οργάνωση τακτικού
στρατού. Οι Έλληνες όμως αποδείχτηκαν απρόθυμοι να καταταγούν σε οργανωμένα σώματα. Πολύ αργότερα, μετά τη διάσταση
του Υψηλάντη με τους προύχοντες, πήγε στην Καλαμάτα και οργάνωσε σώμα από 500 στρατιώτες. Όταν ο Καρά αλής έφτασε
με τον στόλο του για απόβαση στην Καλαμάτα, ο Β., ενισχύοντας το σώμα αυτό με 100 Μανιάτες επιπλέον, κατόρθωσε να
δώσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για μεγάλη δύναμη τακτικού στρατού, γεγονός που επηρέασε το ηθικό του εχθρού και η
απόβαση ματαιώθηκε. Ο Β. πήρε επίσης μέρος στην άτυχη έφοδο του Ναυπλίου και παραβρέθηκε στην παράδοση του
Ακροκορίνθου. Τον Μάρτιο του 1822 πήγε στην Κρήτη σχεδιάζοντας να κυριεύσει ένα από τα φρούρια για να το έχουν οι
Κρητικοί ως ορμητήριο. Τον Απρίλιο, οι άντρες του Β. χτύπησαν το Ρέθυμνο, αλλά η μεγάλη αντίσταση που συνάντησαν
οδήγησε στη διάλυσή τους και στην αιχμαλωσία πολλών από αυτούς. Το ίδιο τον Β. οι Τούρκοι τον ακρωτηρίασαν και στη
συνέχεια τον αποκεφάλισαν.
Βαλέτα (Valletta). Πόλη (7.199 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Μάλτας. Αποτελεί ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της
Μεσογείου, επειδή το στόμιό του προστατεύεται από τους βορειοανατολικούς ανέμους με δύο κυματοθραύστες και το μήκος του
φτάνει τα 2 χλμ. Στη νότια ακτή του λιμανιού σχηματίζονται πέντε μικρότερα (Μπίγκι, Κάλκαρα, Ναυστάθμου, Γαλλικό και
Μαρσά) που αποτελούν και τον μυχό του.
Η Β. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, έχει ωραία ρυμοτομία και πλήθος μνημείων, που προσδίδουν στη φυσιογνωμία της μια
χαρακτηριστική γραφικότητα. Η πόλη οχυρώθηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου το 1530, όταν ο Κάρολος Κουίντος
τούς εκδίωξε από τη Ρόδο και τους παραχώρησε, ως αντάλλαγμα, την εξουσία της Μάλτας. Ανάμεσα στα αξιοθέατα ξεχωρίζει ο
μητροπολιτικός ναός του Αγίου Ιωάννη, που χτίστηκε το 1576 και περιλαμβάνει τα μνημεία των Μεγάλων Μαγίστρων και των
ιπποτών του τάγματος καθώς και πολλά παρεκκλήσια. Στο πέμπτο μάλιστα παρεκκλήσι, που είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο,
βρίσκονται κρεμασμένα, μπροστά στην εικόνα της, τα κλειδιά των πυλών των πόλεων που είχαν κυριεύσει κατά καιρούς από
τους Τούρκους οι Ιωαννίτες ιππότες. Εξάλλου, στα υπόγεια του ναού έχουν τοποθετηθεί οι σαρκοφάγοι των Μεγάλων
Μαγίστρων, όπως του Βιλιέ ντε λ’ Ιλ ντ’ Αντάμ και του Λα Βαλέτ, από τον οποίο ονομάστηκε και η πόλη. Αξίζει να σημειωθεί
ότι η γραφικότητα της πόλης επιτείνεται από τη μετατροπή των ηφαιστειογενών βράχων που την περιβάλλουν σε ολάνθιστους
κήπους, με την επιχωμάτωση των κοιλοτήτων που αφήνει η εξαγωγή των γνωστών πλακών της Μάλτας. Ολόκληρο το ιστορικό
κέντρο της πόλης έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ (1980).
Βαλέτα. Ακρωτήριο της Ικαρίας. Βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή του νησιού, ΝΑ του όρμου Αρμενιστής.
Βαλέτας, Γεώργιος (Άργενος Λέσβου 1907 – 1989). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής φιλόλογος σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης (1935-39) και, στη
συνέχεια, ως επιμελητής του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ, 1939-42) και τμηματάρχης του Υπουργείου
Παιδείας (διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-44) έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική
Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Για την αντιστασιακή του δράση συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς.
Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε το 1926 ως διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Λεσβιακές Σελίδες (μετέπειτα
Λεσβιακά Γράμματα). Το 1947 ίδρυσε τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη και κυκλοφόρησε τα Άπαντα των Ιάκωβου Πολυλά, Ιωάννη
Γρυπάρη, Αργύρη Εφταλιώτη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Κώστα Κρυστάλλη, Μιλτιάδη Μαλακάση, Παύλου Νιρβάνα, Γεωργίου
Σουρή, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κ.ά., ενώ από το 1970 υπήρξε ο ιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού Αιολικά Γράμματα.
Κυριότερα έργα του: Ο Σολωμός και Φαναριώτες (1936), Φιλολογικά στον Βιζυηνό (1937), Παπαδιαμάντης: Η ζωή, το έργον, η
εποχή του (1940), Ανθολογία της δημοτικής πεζογραφίας (1948-50), Οι αρχές του νεοελληνικού θεάτρου (1953), Εισαγωγή
στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας κ.ά. Το 1940 τιμήθηκε με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Βάλης. Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Βλ. λ. Βαλέντιος.
Βαλής. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 200 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Καινουργίου, 52 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας.
Βαλής, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα κάτω από
τις διαταγές του Παπανικολή.
Βάλια Κάλντα (στα βλάχικα = ζεστή κοιλάδα). Κοιλάδα της Πίνδου, στη Δυτική Μακεδονία. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο
του νομού Γρεβενών, στα όρια με τον νομό Ιωαννίνων, μεταξύ των κορυφών Αβγό (2.177 μ.), Πυροστιά (1.965 μ.), Αφτιά
(2.055 μ.), Μηλιά (2.180 μ.) και Φλέγκα (2.158 μ.). Η Β.Κ. έχει ανακηρυχτεί φυσικός τόπος ειδικής προστασίας, ενώ η ευρύτερη
περιοχή, η οποία αποτελεί ένα από τα πιο ολοκληρωμένα οικοσυστήματα της Ελλάδας, θεωρείται εθνικός δρυμός (Εθνικός
Δρυμός Νότιας Πίνδου, 1966). Ο δρυμός καλύπτεται από εκτεταμένα δάση κωνοφόρων και οξιάς και πάρα πολλά είδη
ενδημικών φυτών των Βαλκανίων και της Ελλάδας (ανάμεσά τους το ενδημικό φυτό της περιοχής, Centaurea vlachorum, που
ονομάστηκε έτσι προς τιμήν των Βλάχων που κατοικούν στα γειτονικά χωριά). Φιλοξενεί επίσης περισσότερα από 80 είδη
πουλιών (11 από τα οποία είναι αρπακτικά), ορισμένα από τα οποία είναι προστατευόμενα, και είναι από τους σημαντικότερους
ελληνικούς βιότοπους για την καφέ αρκούδα, ενώ άλλα σπάνια θηλαστικά που ζουν εκεί είναι ο λύκος, η βίδρα, το αγριόγιδο, το
ζαρκάδι και ο αγριόγατος.
Ο εθνικός δρυμός της Β.Κ. προστατεύεται από το νομοθετικό διάταγμα 996/71 και από την Οδηγία 79/409 της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Το 1987 συμπεριλήφθηκε, μαζί με τον εθνικό δρυμό Πρεσπών, στον κατάλογο της IUCN (Διεθνής Ένωση για τη
Συντήρηση της Φύσης), ανάμεσα στις 12 πιο ευαίσθητες περιοχές του κόσμου που έχουν ανάγκη άμεσης προστασίας.
βαλία (Ballia). Γένος πνευμονοφόρων μαλακίων. Ζουν στη στεριά, στην Ευρώπη και σε άλλες εύκρατες περιοχές, κάτω από
σάπια φύλλα και πέτρες, μέσα σε εδαφικές κοιλότητες ή σε σχισμές δέντρων. Είναι μικρά σε μέγεθος (1-2 εκ.) και η κόγχη τους
είναι στενή με αυλακώσεις. Τα μαλάκια αυτά έχουν τέσσερις συσταλτές κεραίες και τα μάτια τους βρίσκονται στην κορυφή των
δύο πίσω και ψηλότερων.
Βαλιαδολίδ. Πόλη της Ισπανίας. Βλ. λ. Βαγιαδολίδ.
Βαλιανάκης, Κωνσταντίνος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βόνιτσα. Πήρε μέρος με ομάδα αγωνιστών στις μάχες
του Αγρινίου, του Μακρυνόρους και του Αετού. Βρισκόταν στο Μεσολόγγι στην τρίτη πολιορκία και υπερασπίστηκε την πόλη
με μεγάλο ηρωισμό. Μετά την Έξοδο πολέμησε στις μάχες της Αράχοβας, της Φοντάνας κ.α. Συνέχισε να υπηρετεί ως
αξιωματικός και μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
Βάλιε Ινκλάν, Ραμόν Μαρία ντελ- (Ramόn Marίa del Valle Inclάn, Βιλανουέβα ντε Αρόσα, Γαλικία 1866 – Σαντιάγο ντε
Κομποστέλα 1936). Ισπανός συγγραφέας. Υπήρξε εκκεντρική φυσιογνωμία, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως λογοτέχνης, όχι τόσο
για τη ζωή που έκανε (ταξίδι σε αναζήτηση τύχης στο Μεξικό όταν ήταν νέος, επίσκεψη στα μέτωπα κατά τη διάρκεια του Α’
Παγκοσμίου πολέμου, διαμονή στη Ρώμη ως διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών κ.ά.) όσο για την ιδιόρρυθμη στάση που
πήρε στις συγκεντρώσεις (tertulias) της Μαδρίτης, όπου άφησε έντονη τη σφραγίδα της καινοτομίας και του αντικομφορμισμού.
Το γεγονός αυτό στον τομέα της πολιτικής πήρε συγκεκριμένη μορφή με τον αμείλικτο αγώνα του Β. κατά της δικτατορίας του
Πρίμο ντε Ριβέρα (1923-30) και την αποφασιστική προσχώρησή του στο στρατόπεδο των δημοκρατικών, και στον τομέα της
λογοτεχνίας με το αίτημα να ανανεωθεί εσωτερικά και εξωτερικά και ο ίδιος ο μοντερνισμός και η ποιητική της παρακμής με
αφηγηματικές, θεατρικές και λυρικές μορφές, ελεύθερα ερμηνευμένες. Στην ασταθή λογοτεχνική του παραγωγή μπορεί ωστόσο
να διακρίνει κανείς δύο βασικές κατευθύνσεις: από τη μια μεριά μια επίμονη και ριζοσπαστική αναζήτηση στην περιοχή του
ύφους που ξεκινά από την πλούσια εκφραστική κομψότητα που χαρακτηρίζει τις σονάτες του (Sonatas, 1902-5) και φτάνει έως
τις ιδιωματικές και λαϊκές μορφές και τους διδακτικούς πειραματισμούς των esperpentos (είδος φαρσοκωμωδιών)· από την άλλη
μεριά, μια εξεζητημένη και αφ’ υψηλού θεώρηση των πραγμάτων και του κόσμου, σχεδόν στιλιζαρισμένη, που ενσαρκώνεται
άλλοτε από τον μαρκήσιο Ντε Μπραντομίν, που θυμίζει ήρωα του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, και άλλοτε από το κύριο
πρόσωπο του Τυράννου Μπαντέρας (1926), δικτάτορα μιας φανταστικής χώρας της Λατινικής Αμερικής.
Τα καλύτερα αφηγηματικά έργα του Β.Ι., εκτός από αυτά που αναφέρθηκαν, είναι οι δύο μυθιστορηματικές τριλογίες Η Ισπανία
της παράδοσης (1908-9) και Η Ιβηρική αρένα, καθώς και τα μυθιστορήματα Η αυλή των θαυμάτων (1927), Ζήτω ο κύριός μου
(1928). Μεταξύ των θεατρικών του έργων τα σπουδαιότερα είναι τα δράματα Η νουβέλα των λύκων (1908), Θεϊκά λόγια (1920)
και Τα φώτα της μποέμικης ζωής (1920), καθώς και οι φαρσοκωμωδίες Τα κέρατα του Ντον Φριολέρα (1923) και Η κόρη του
λοχαγού (1927). Τέλος, στα εκκεντρικά ποιήματα της συλλογής Η πίπα του Κιφ (1919) είναι συγκεντρωμένο ό,τι καλύτερο έχει
δώσει ο Β.Ι. στον τομέα της ποίησης.
Βαλιέχο, Σέσαρ (Cesar Vallejo, Σαντιάγο ντε Τσούκο, Περού 1895 – Παρίσι 1938). Περουβιανός ποιητής και πεζογράφος.
Μιγάς και από φτωχή οικογένεια, υπέστη πολιτικές διώξεις στην πατρίδα του, υπέφερε από τη φτώχεια και τις φυλακίσεις και
στο τέλος αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό. Έζησε στην Ισπανία και στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια του ισπανικού
εμφύλιου πολέμου πήρε το μέρος των δημοκρατικών. Πέθανε μέσα σε απόλυτη μοναξιά και φτώχεια. Μαζί με τον Πάμπλο
Νερούντα, υπήρξε η πιο εξέχουσα φυσιογνωμία της λατινοαμερικανικής ποίησης του 20ού αι.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με τη συλλογή Οι μαύροι κήρυκες (Heraldos negros, 1918), στην οποία είναι
αισθητή ακόμη η επίδραση του μοντερνισμού, γρήγορα όμως προσχώρησε στο μεγάλο κίνημα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας.
Στο Τρίλσε (Trilce, 1923) συνταιριάζει την ταπεινή του διαμαρτυρία με τις σπασμένες και παραληρούσες μορφές του
υπερρεαλισμού. Στο πιο ώριμο έργο του Ανθρώπινα ποιήματα (Poemas Humanos, 1939) και στο Ισπανία, πάρε από μένα αυτό
το ποτήρι (Espana, aparta de mi este cάliz, 1940), που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του, η επαναστατημένη κραυγή βρίσκει
βαθύτερες αιτιολογίες και πιο ολοκληρωμένες και ραφιναρισμένες λύσεις, χωρίς ωστόσο οι εκφραστικοί τρόποι του να
αποκτήσουν διαύγεια και καθαρότητα. Το ποιητικό του έργο εξακολουθεί να διαβάζεται και να θαυμάζεται σε όλη τη Λατινική
Αμερική. Ακόμη περισσότερο όμως θαυμάζονται τα πεζά του, μεταξύ των οποίων μερικά πολύ πρωτότυπα, όπως το
μυθιστόρημα Τουνγκστένιο (Tungsteno, 1931).
Βαλιμή. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 111 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις
βόρειες κλιτύς της κορυφής Μαρμάρι, στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας, Ν της Ακράτας και 36 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Ακράτας.
Βαλιμίτικα. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 510 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην
ακτή του Κορινθιακού κόλπου, Δ των εκβολών του ποταμού Σελινούντα, στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας, 46 χλμ. Α της
Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίου.
Βαλίν, Γιόχαν Όλαφ (Johan Olaf Wallin, Στόρα Τούνα 1779 – Ουψάλα 1839). Σουηδός επίσκοπος και ποιητής. Για πολύ
καιρό ήταν πρωθιερέας της Στοκχόλμης και από το 1837 αρχιεπίσκοπος της Ουψάλα. Έγραψε ποιήματα υιοθετώντας τα
αισθητικά κριτήρια και τις προτιμήσεις των ποιητών του 18ου αι. Γύρω στο 1810 υιοθέτησε τη ρομαντική ποιητική. Διευθυντής
της επιτροπής για τον εκσυγχρονισμό του βιβλίου των Ψαλμών, έθεσε την προσωπική του σφραγίδα στο νέο βιβλίο, που
δημοσιεύτηκε το 1819. Από τους 500 ψαλμούς που περιέχει, οι 130 είναι του ίδιου του Β. και περίπου οι 200 είναι
μεταφρασμένοι ή διασκευασμένοι από αυτόν. Επηρεασμένος από τους φωσφοριστές, ο Β. εκφράζει μια πίστη συγκινητική και
ειλικρινή, μακριά από κάθε δογματισμό και αυστηρότητα, μαζί με τη χριστιανική επιθυμία της ειρήνης του ουρανού και τη
διαπίστωση του εφήμερου της επίγειας ζωής. Οι πιο προσωπικοί τόνοι ωστόσο του Β. γεννιούνται έξω από την ψαλμική ποίηση
(Η νοσταλγία, Ο άγγελος του θανάτου κλπ.). Στις ποιητικές αυτές συνθέσεις, τις οποίες έγραψε σε αρχαϊκό ύφος, παρουσιάζει
δυνατές εικόνες της ανθρώπινης αδυναμίας.
Βαλίος. Ένα από τα μυθικά άλογα του άρματος του Αχιλλέα, στον Τρωικό πόλεμο. Η ονομασία οφείλεται στο χρώμα του (αρχ.
βαλίος = παρδαλός). Ο Όμηρος διηγείται πως το άλογο αυτό ήταν αθάνατο και είχε γονείς τον Ζέφυρο και την Ποδάργη.
Βαλισζέφσκι, Καζιμίρ (Kazimierz Waliszewski, 1849 – 1935). Πολωνός ιστορικός. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
του στο Παρίσι. Ασχολήθηκε με την πολιτική ιστορία της Πολωνίας και της Ρωσίας του 17ου, 18ου και 19ου αι. Τα κυριότερα
έργα του είναι: Διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Πολωνίας και Γαλλίας κατά τους χρόνους του Σομπιέσκι (εξάτομη μελέτη που
δημοσιεύτηκε μεταξύ 1873 και 1883), Η Πολωνία και η Ευρώπη κατά τον 18o αιώνα (1890), Το μυθιστόρημα μιας
αυτοκράτειρας (1893, έργο που αναφέρεται στη ζωή της Αικατερίνης της Μεγάλης, γραμμένο στα γαλλικά και βραβευμένο από
τη Γαλλική Ακαδημία), Πέτρος ο Μέγας (1900), Η ρωσική φιλολογία (1900) και Αρχή του νέου ρωσικού πολιτικού καθεστώτος
(1902). Επίσης, αξιόλογη θεωρείται η κριτική του στο έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και τιμωρία. Το έργο του Β.
χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντικειμενικότητα, με εξαίρεση τα έργα του που αναφέρονται στη Ρωσία, στα οποία εκδηλώνεται το
παραδοσιακό πνεύμα του πολωνικού εθνικισμού.
βαλισνερία (Vallisneria). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Περιλαμβάνει πολυετή, ποώδη,
υδρόβια φυτά με ευρεία εξάπλωση. Στην Ελλάδα φύεται το είδος Vallisneria spiralis, υποβρύχιο φυτό με κοντούς βλαστούς και
παράρριζα, επιμήκη, λεπτά, ταινιοειδή και διαφανή φύλλα, τα οποία σχηματίζουν ρόδακα. Πρόκειται για μόνοικο είδος, με
αρσενικά και θηλυκά φυτά. Τα αρσενικά άνθη διατάσσονται σε ταξιανθία κεφάλιο, το οποίο είναι ωοειδές και περιβάλλεται από
βράκτια. Τα θηλυκά άνθη φύονται μεμονωμένα, πάνω σε μακρύ νηματοειδή και σπειροειδή ποδίσκο που προστατεύεται από ένα
σωληνοειδές, δισχιδές βράκτιο. Τα θηλυκά άνθη αναπτύσσονται, όπως και το υπόλοιπο φυτό, στον βυθό και, καθώς ωριμάζουν,
ο σπειροειδής ποδίσκος επιμηκύνεται ώσπου να φέρει το άνθος στην επιφάνεια του νερού. Τα αρσενικά άνθη, καθώς ωριμάζουν,
αποσπώνται και ανεβαίνουν επίσης στην επιφάνεια, όπου επιπλέουν. Τα ρεύματα του νερού και του ανέμου ωθούν και ρίχνουν
τα αρσενικά άνθη πάνω στα θηλυκά, οπότε γίνεται η επικονίαση. Μετά τη γονιμοποίηση, ο μίσχος των θηλυκών βραχύνεται
κάτω από το νερό και φέρνει πίσω στον πυθμένα το γονιμοποιημένο ωάριο, από το οποίο θα ωριμάσει τελικά ο καρπός, μια
κυλινδρική κάψα.
βαλιστίδες (balistidae). Οικογένεια τελεόστεων ιχθύων της τάξης των τετραοδοντιμόρφων, που ζουν σε όλες τις τροπικές
θάλασσες, κοντά σε κοραλλιογενείς υφάλους. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 25 έως 60 εκ., ενώ το χρώμα τους
ποικίλλει ανάλογα με το είδος. Έχουν ωοειδές σώμα, πλευρικά πεπιεσμένο, που καλύπτεται από χοντρά και τραχιά λέπια. Το
δέρμα τους είναι πολύ σκληρό και μοιάζει με θώρακα. Το κεφάλι τους είναι μεγάλο, με μικρό ρύγχος και πολύ μικρά μάτια στο
επάνω μέρος του. Οι β. έχουν δυνατά δόντια για να συντρίβουν τα κοράλλια και τα κοχύλια με τα οποία τρέφονται. Το
χαρακτηριστικό τους, στο οποίο οφείλεται και η ονομασία της οικογένειας, είναι ένα αγκάθι που βρίσκεται μπροστά από το
ραχιαίο πτερύγιο και το οποίο σηκώνεται και επανέρχεται στη θέση του, όπως ακριβώς η κεραία της βαλλίστρας (αρχαίου
πολεμικού οργάνου). Με τον μηχανισμό αυτό το ψάρι σφηνώνεται σε προστατευτικές σχισμές βράχων. Οι β. δεν κολυμπούν
γρήγορα, καταφέρνουν όμως να μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις επιπλέοντας σε θερμά ρεύματα της θάλασσας. Το κρέας
τους είναι συχνά εύγευστο αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, επικίνδυνο γιατί προκαλεί δηλητηριάσεις. Τα ψάρια αυτά είναι
περιζήτητα για τα ενυδρεία, εξαιτίας των χρωμάτων τους. Το σπουδαιότερο γένος της οικογένειας είναι το Balistes, που
ονομάζεται κοινώς και γουρουνόψαρο εξαιτίας του ρύγχους του που μοιάζει με αυτό του γουρουνιού.
Βαλκαμόνικα. Βλ. λ. Βάλε Καμόνικα.
Βαλκανάρια. Κορυφή (1.213 μ.) των Χασίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της οροσειράς, στο βορειοδυτικό τμήμα του
νομού Τρικάλων και Α του οικισμού Τρυγόνα. ΄
Βαλκάνια. Η οροσειρά του Αίμου και οι χώρες στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης. Για την οροσειρά, βλ. λ. Αίμος· για την
ευρύτερη εδαφική περιοχή, βλ. λ. Βαλκανική χερσόνησος.
Βαλκανική χερσόνησος. Η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά
της είναι εν μέρει ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα Β της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου
1.200 χλμ. με τον ηπειρωτικό κορμό της Ευρώπης. Συμβατικά χαρακτηρίζεται ως Β. η περιοχή που εκτείνεται Ν της γραμμής
που χαράζουν οι ποταμοί Σάβος και Δούναβης, ανάμεσα στην Αδριατική και στο Ιόνιο στα Δ, καθώς και στο Αιγαίο, στη
Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα) και στη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) στα Α. Η ονομασία της χερσονήσου –όπως
και του ορεινού όγκου, που στα ελληνικά είναι γνωστός από την αρχαιότητα ως Αίμος (βλ. λ.)– προέρχεται από την τουρκική
λέξη μπαλκάν, που σημαίνει γενικά δασώδες όρος.
Πολιτικά, η Β. περιλαμβάνει σήμερα τα κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία, Τουρκία (το ευρωπαϊκό τμήμα της στην
Ανατολική Θράκη), Σερβία και Μαυροβούνιο, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Βοσνία-Ερζεγοβίνη,
Κροατία, Σλοβενία και Ρουμανία (η περιοχή της Δοβρουτσάς).
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Η Β. είναι ορεινή περιοχή με περίπλοκη μορφολογία, η οποία διαμορφώθηκε σε διαφορετικές
γεωλογικές εποχές. Διακρίνονται τρεις κύριες ζώνες: η δυτική, στην οποία δεσπόζουν οι Δειναρικές Άλπεις, νεότερης
προέλευσης και καρστικής δομής· η ανατολική, με το μεγάλο τόξο του Αίμου· και η κεντρική, στην οποία υψώνεται ο
κρυσταλλοσχιστώδης όγκος του θρακο-μακεδονικού συγκροτήματος. Στα Β του Αίμου εκτείνεται το βαθύπεδο του Δούναβη,
ενώ στα Ν το βαθύπεδο του Έβρου. Αυτές είναι οι μεγαλύτερες πεδινές εκτάσεις της χερσονήσου, της οποίας ο διαμελισμός
είναι μεγάλος, δεν είναι σπάνιες όμως και οι μεγάλες κοιλάδες που προσφέρονται για γεωργική εκμετάλλευση και, κατά
συνέπεια, έχουν αρκετά πυκνό πληθυσμό. Οι ακτές σχεδόν παντού έχουν μεγάλο διαμελισμό, με πολλά νησιά (Δαλματικά, Ιόνια,
Κυκλάδες, Σποράδες κ.α.).
Υδρογραφία. Η Β. παρουσιάζει στο σύνολό της φτωχή υδρογραφία και αυτό έως ένα σημείο οφείλεται σε καρστικά φαινόμενα
της δειναρικής και της αιγαιοπελαγίτικης ζώνης. Στα Β το μεγάλο λεκανοπέδιο των Σάβου και Δούναβη δέχεται τα νερά του
Κούπα, του Δρίνου, του Μοράβα και του Ίσκερ. Οι κυριότεροι ποταμοί που εκβάλλουν στο Αιγαίο είναι ο Έβρος, ο Νέστος, ο
Στρυμόνας, ο Αξιός και ο Πηνειός. Στην Αδριατική εκβάλλουν τα νερά τους ο Ναρέντα (Νάρων), ο Δρίνος και ο Αώος, ενώ στο
Ιόνιο ο Άραχθος και ο Αχελώος.
Ούτε και οι λίμνες της Β. είναι πολύ μεγάλες. Στη Μακεδονία και στη Δαλματία βρίσκονται λιμναίες λεκάνες καρστικής
προέλευσης, ενώ στις παραθαλάσσιες πεδιάδες υπάρχουν πολλές που οφείλουν την ύπαρξή τους σε ποτάμιες αποθέσεις, οι
οποίες εμπόδισαν την ελεύθερη κάθοδο των υδάτων. Κυριότερες λίμνες είναι αυτές της Σκόδρας (Σκούταρι), στα σύνορα μεταξύ
Αλβανίας και Σερβίας, η Αχρίδα (ή Οχρίδα) μεταξύ Αλβανίας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, και
οι Πρέσπες μεταξύ Αλβανίας, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ελλάδας.
Κλίμα. Η ανισομερής κατανομή των ορεινών ανάγλυφων, τα οποία διευκολύνουν ή παρεμποδίζουν το πέρασμα των θαλάσσιων
ανέμων (που συχνά είναι κατάφορτοι από υγρασία), αλλά και των ηπειρωτικών που είναι ξηρότεροι, γίνεται αιτία μεγάλης
κλιματικής ποικιλίας. Επικρατούν τα κλίματα ηπειρωτικού τύπου στις ορεινές ζώνες και στην πεδιάδα του Δούναβη και τα
μεσογειακού τύπου στις παράκτιες ζώνες και στις κοιλάδες που είναι ανοιχτές προς τη θάλασσα.
Χλωρίδα. Η βλάστηση είναι ανάλογη με τις κλιματικές συνθήκες: στο εσωτερικό υπάρχουν πολλά δάση από κωνοφόρα,
πλατάνια, καρυδιές, καστανιές, ενώ στις παράκτιες περιοχές ευδοκιμούν η ελιά, το αμπέλι, η βαλανιδιά, η δάφνη και γενικά η
μεσογειακή χλωρίδα.
Οικονομία-Πληθυσμός. Η οικονομία της χερσονήσου είναι κατά παράδοση αγροτική. Οι καλλιέργειες στις οποίες στηρίζεται
είναι δημητριακά, πατάτες, φρούτα, καπνός, τριαντάφυλλα για αιθέρια έλαια (Βουλγαρία). Σημαντικός είναι ο δασικός πλούτος
που τροφοδοτεί τη βιομηχανία κυτταρίνης και χάρτου. Η κτηνοτροφία είναι διαδεδομένη στα Β και ΒΔ (βοοειδή), στη Βοσνία,
στο Μαυροβούνιο και στη Μακεδονία (αιγοπρόβατα). Ανεπτυγμένη είναι επίσης η αλιεία. Ο πλούτος του υπεδάφους
παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και είναι αρκετά υπολογίσιμος. Σίδηρος, μόλυβδος, κάρβουνο, πετρέλαιο, βωξίτης και χαλκός
είναι τα κυριότερα ορυκτά προϊόντα, που επέτρεψαν τη δημιουργία βιομηχανικών συγκροτημάτων σιδηρουργίας,
μηχανολογικού εξοπλισμού, πετρελαιοχημείας κ.ά. Τα τελευταία χρόνια πρόοδο σημείωσε και η τουριστική κίνηση.
Ο μεγάλος διαμελισμός της ορεογραφικής διάταξης είχε αποφασιστική επίδραση στην εγκατάσταση των πληθυσμών και στις
μεταξύ τους σχέσεις. Μεγάλη είναι η ποικιλία των εθνικών στοιχείων (Σλάβοι, Τούρκοι, Έλληνες, Ρουμάνοι, Αλβανοί κ.ά.),
εξαιτίας των διεισδύσεων διάφορων λαών από την ανατολική Ευρώπη και την Ασία.
Ιστορία. Ουσιαστικά, για κοινή ιστορική πορεία των λαών της νοτιοανατολικής Ευρώπης μπορεί να γίνει λόγος μόνο από την
εποχή της μέγιστης επέκτασης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (16ος αι.), όταν οι λαοί αυτοί βρέθηκαν να συνδέονται με την
κοινή μοίρα της υποδούλωσης στον ίδιο κατακτητή, στον οποίο άλλωστε οφείλεται και η σχετικά πρόσφατη ονομασία της
περιοχής, άρα και ο κοινός προσδιορισμός της. Ωστόσο, μπορεί κανείς να βρει ένα προοίμιο κοινής μοίρας που χρονολογείται
από την κατάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (4ος αι. μ.Χ.) και τη διαίρεσή της σε Ανατολικό (μετέπειτα Βυζαντινό) και
Δυτικό κράτος, όταν η πλειοψηφία των περιοχών της σημερινής Β. υπήχθησαν στο Ανατολικό κράτος.
Πράγματι, με τον βαθμιαίο διαχωρισμό του Δυτικού από το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, η Β., η οποία διοικητικά ήταν
διαιρεμένη στα θέματα (επαρχίες) της Αχαΐας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μοισίας και του Ιλλυρικού,
γνώρισε την επιδρομή των Γότθων, που νίκησαν τον αυτοκράτορα Βαλέντιο στην Αδριανούπολη (378 μ.Χ.). Αργότερα, οι
Σέρβοι και οι Βούλγαροι –Σλάβοι οι πρώτοι, Μογγόλοι που γρήγορα εκσλαβίστηκαν οι δεύτεροι– κατέλαβαν εκτεταμένα εδάφη
της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά με τον εκχριστιανισμό τους μπήκαν στη σφαίρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού,
δημιουργώντας βασίλεια που γνώρισαν περιόδους ακμής.
Τον 14o αι. οι Τούρκοι κινήθηκαν από τη Μικρά Ασία για την κατάληψη και των νοτιοευρωπαϊκών εδαφών της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας και, αφού νίκησαν τα βασίλεια των Σέρβων και των Βουλγάρων στο Κοσσυφοπέδιο και στο Τίρνοβο, κατέλαβαν
την ίδια την Κωνσταντινούπολη το 1453, καταστρέφοντας ό,τι είχε απομείνει από τη χιλιετή Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ωστόσο,
οι Έλληνες και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Β., αν και δοκιμάστηκαν σκληρά, διατήρησαν τα εθνικά τους χαρακτηριστικά και
τις θρησκευτικές και εθνικές τους παραδόσεις. Γι’ αυτό, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει στα τέλη του
18ου αι., οι λαοί αυτοί ήταν σε θέση να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους. Δημιουργήθηκε έτσι το ιδιαίτερα πολύπλοκο
Ανατολικό ζήτημα (βλ. λ. Ανατολικό Ζήτημα), εξαιτίας της σύγκρουσης των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στη Β.
Το 1821 επαναστάτησαν πρώτοι οι Έλληνες. Ύστερα από ηρωικό αγώνα, που προκάλεσε τη φιλελληνική κίνηση των
φιλελευθέρων της Ευρώπης, η Τουρκία και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν τη δημιουργία ενός μικρού
ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου (1830). Στο μεταξύ, και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του αιώνα, κινήθηκαν και οι άλλοι
βαλκανικοί λαοί, μολονότι οι επαναστατικές απόπειρες καταπνίγονταν πάντα άγρια από τους Τούρκους. Στο συνέδριο του
Παρισιού (1856) οι Σέρβοι, που ήδη από το 1815 είχαν αναγκάσει τον σουλτάνο να τους παραχωρήσει αυτονομία κάτω από
εθνικό αρχηγό, πέτυχαν την αναγνώριση και την εγγύηση από μέρους των δυνάμεων των προνομίων που είχαν ανακτήσει.
Παράλληλα, ενισχύθηκε η αυτονομία των ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας, παρότι κατά τόπους οι ηγεμονίες αυτές
έμειναν υποτελείς στους Τούρκους. Από τα μέσα του 19ου αι. το κίνημα των εθνοτήτων προχωρούσε ασυγκράτητο. Τα
κινήματα, ωστόσο, στις βαλκανικές χώρες καταπνίγονταν βάρβαρα από τους Τούρκους. Οι Ρώσοι, με το πρόσχημα ότι ήθελαν
να βοηθήσουν τους ορθόδοξους σλαβικούς λαούς της Β., κήρυξαν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, κατέβαλαν την τουρκική
αντίσταση στην Πλέβνα και έφτασαν μέχρι τις πύλες της Κωνσταντινούπολης, υποχρεώνοντας τον σουλτάνο να υπογράψει τη
συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878). Με τη συνθήκη αυτή η Ρωσία πραγματοποιούσε τις πανσλαβικές επιδιώξεις της,
κυρίως με την ίδρυση μεγάλου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους. Όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις, που τα συμφέροντα και το
γόητρό τους θίγονταν ιδιαίτερα, επέβαλαν στο κράτος του τσάρου την αναθεώρηση των όρων της συνθήκης του Αγίου
Στεφάνου και στο συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος-Ιούλιος 1878) καθόρισαν τη νέα μορφή των Βαλκανίων, που έμεινε σχεδόν
αναλλοίωτη έως το 1913.
Η νέα διαμόρφωση του στάτους κβο στην περιοχή όξυνε την αντιζηλία μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας και αύξησε γενικά τους
διεθνείς ανταγωνισμούς, που τελικά οδήγησαν στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914). Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 είχε
σκοπό να εκτουρκίσει τις ξένες εθνότητες και να ανανεώσει τη δύναμη της θνήσκουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
μετασχηματίζοντάς την σε σύγχρονο κοινοβουλευτικό κράτος· στο σύνολό της η επανάσταση αυτή δεν πέτυχε τους σκοπούς της
και η Τουρκία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον συνασπισμό των βαλκανικών κρατών που δημιουργήθηκε το 1912. Οι
Βαλκανικοί πόλεμοι (βλ. λ. Βαλκανικοί πόλεμοι) του 1912-13 περιόρισαν τις ευρωπαϊκές κτήσεις της Τουρκίας σε τμήμα της
Θράκης και στα παράλια των Στενών. Στα εδάφη της Β. παγιώθηκαν τα κράτη που υπήρχαν έως και τις αρχές της δεκαετίας του
1990, δηλαδή η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία και η Αλβανία, με αλλαγές στα αντίστοιχα σύνορα, ύστερα
από τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το Μαυροβούνιο κατελήφθη από τη Σερβία το 1918 και έκτοτε ακολουθεί κοινή
πορεία με αυτήν.
Η Β. βρέθηκε και πάλι στο κέντρο της επικαιρότητας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά τις αλλαγές που σημειώθηκαν
στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα μετά τις συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία μεταξύ των Σέρβων και όλων των υπόλοιπων
εθνοτήτων που ζούσαν έως τότε στην ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Το αποτέλεσμα ήταν ο σχηματισμός νέων κρατών (κατά
σειρά ανεξαρτητοποίησης: Σλοβενία, Κροατία, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Βοσνία-Ερζεγοβίνη), τα
περισσότερα ύστερα από αιματηρούς εμφύλιους πολέμους (με εξαίρεση τη Σλοβενία και τη ΠΓΔΜ) στα εδάφη της πρώην
Γιουγκοσλαβίας, αλλά και με μια εύθραυστη ισορροπία στα σύνορα της (Νέας) Γιουγκοσλαβίας (Μαυροβούνιο,
Κοσσυφοπέδιο), μεταφέροντας στον 21ο αι. εθνικά προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους στον 19ο. Η (Νέα) Γιουγκοσλαβία
μετονομάστηκε επίσημα σε Σερβία-Μαυροβούνιο το 2003, με ενδεχόμενη αποσκίρτηση του Μαυροβουνίου σε λίγα χρόνια.
Παράλληλα, η ύπαρξη σημαντικών εθνικών μειονοτήτων σε όλα τα κράτη της Β. και η καθυστερημένη οικονομική ανάπτυξη
πολλών εξ αυτών, που έχει ως αποτέλεσμα τα κράτη της Β., με εξαίρεση τη χώρα μας και τη Σλοβενία, να είναι από τα ελάχιστα
ευρωπαϊκά που παραμένουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία και Τουρκία είναι σε στάδιο ενταξιακών
διαπραγματεύσεων, ενώ Κροατία, Αλβανία, ΠΓΔΜ και Σερβία-Μαυροβούνιο απέχουν αρκετά από αυτό) διαμορφώνουν μια
εικόνα υστέρησης της ευρύτερης περιοχής.
Βαλκανικοί πόλεμοι. Δύο πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου 1912-13 που έγιναν στη Βαλκανική χερσόνησο, ο πρώτος
μεταξύ της συμμαχίας που είχαν συμπτύξει η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία εναντίον της Τουρκίας και ο
δεύτερος μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας, από τη μία, και της Βουλγαρίας από την άλλη. Οι πόλεμοι αυτοί, προοίμιο του Α’
Παγκοσμίου πολέμου, συνέβαλαν στον καθορισμό των συνόρων στην περιοχή, όπως διατηρήθηκε σχεδόν έως τα τέλη του 20ού
αι.
Α’ Βαλκανικός πόλεμος. Ο Α’ Β.π. αποτέλεσε τη συνέχεια των αγώνων των λαών της Βαλκανικής χερσονήσου εναντίον των
Τούρκων, οι οποίοι, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, άρχισαν να εφαρμόζουν σχέδια εκτουρκισμού όλων των
υποδούλων. Ο πόλεμος κηρύχτηκε στις 4 Οκτωβρίου 1912 χωρίς κοινό συμμαχικό σχέδιο· κάθε κράτος ενήργησε στην περιοχή
των συνόρων του με την Τουρκία.
Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού εξόρμησε από τη Θεσσαλία στις 5 Οκτωβρίου και κατέλαβε την τοποθεσία του
Σαρανταπόρου και τα Σέρβια. Ακολούθησαν η κατάληψη της Κοζάνης, των Γρεβενών και της Σιάτιστας (12 Οκτωβρίου) και της
Έδεσσας (18 Οκτωβρίου), η σκληρή διήμερη μάχη των Γιαννιτσών (20-21 Οκτωβρίου) και η περικύκλωση και παράδοση άνευ
όρων της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα επεδίωξαν να καταλάβουν την πόλη οι Βούλγαροι, αλλά
εμποδίστηκαν από τους Έλληνες. Μπήκαν όμως στη Θεσσαλονίκη, με δόλιο τρόπο, 15.000 άντρες του βουλγαρικού στρατού και
ένα τμήμα του παρέμεινε εκεί έως τον Β’ Β.π. Ο ελληνικός στρατός προχώρησε ύστερα στη δυτική Μακεδονία, όπου κατέλαβε
την Άρνισσα (5 Νοεμβρίου), τη Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), την Καστοριά (14 Νοεμβρίου) και την Κορυτσά (6 Δεκεμβρίου). Στην
Ήπειρο οι μικρές ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν, ύστερα από σκληρούς αγώνες, τη Φιλιππιάδα (12 Οκτωβρίου), τη Νικόπολη
(20 Οκτωβρίου), την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου) και έφτασαν μπροστά στην οχυρωμένη τοποθεσία του Μπιζανίου, η οποία
έφρασσε κάθε κατεύθυνση προς τα Ιωάννινα. Η κατάσταση έμεινε αμετάβλητη έως τον Φεβρουάριο του 1913, οπότε οι
ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν και πέτυχαν την ιστορική τους νίκη στο Μπιζάνι (18-19 Φεβρουαρίου), που οδήγησε στην
άλωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου), στην παράδοση 33.000 αξιωματικών και οπλιτών και 120 πυροβόλων των Τούρκων
και στη νικηφόρο προέλαση των Ελλήνων στη Βόρεια Ήπειρο, όπου κατέλαβαν το Λεσκοβίκι (23 Φεβρουαρίου), το Καλπάκι
(24 Φεβρουαρίου), την Πρεμετή (27 Φεβρουαρίου), τα στενά Κλεισούρας, το Δέλφινο και το Αργυρόκαστρο (3 Μαρτίου), το
Τεπελένι (6 Μαρτίου) και σταμάτησαν στον Αυλώνα ύστερα από αξίωση της Ιταλίας.
Οι Σέρβοι, από την πλευρά τους, μετά τη νίκη τους στη μάχη του Κουμάνοβο (10-11 Οκτωβρίου), κατέλαβαν χωρίς αγώνα τα
Σκόπια (13 Οκτωβρίου), την περιοχή Περλεπέ (20-23 Οκτωβρίου) και το Μοναστήρι (5 Νοεμβρίου), απ’ όπου οι περισσότεροι
Τούρκοι διέφυγαν προς τα Ιωάννινα (8.000) και την Κορυτσά (10.000). Ταυτόχρονα, κατέλαβαν την Αλβανία και βοήθησαν
τους Μαυροβούνιους στις επιχειρήσεις τους στην περιοχή Νόβι Παζάρ και στην αξιοσημείωτη πολιορκία και άλωση της πόλης
Σκόδρα (25 Ιανουαρίου – 9 Απριλίου 1913), η οποία τελικά παραδόθηκε σε διεθνές στρατιωτικό τμήμα (23 Απριλίου).
Οι Βούλγαροι, έως τις 15 Οκτωβρίου, απέκοψαν την Αδριανούπολη από την Κωνσταντινούπολη και, αφού νίκησαν τους
Τούρκους στις μάχες των 40 Εκκλησιών (9-10 Οκτωβρίου) και του Λουλέ Βουργάς-Βουρνέ Χισάρ (15-20 Οκτωβρίου), έφτασαν
προ της οχυρής τοποθεσίας της Τσατάλτζας, Δ της Κωνσταντινούπολης, την οποία, παρά τις προσπάθειές τους (4-8 Νοεμβρίου),
δεν κατόρθωσαν να κλονίσουν. Ακολούθησε η ξεχωριστή ανακωχή (20 Νοεμβρίου) έως τις 21 Ιανουαρίου 1913, οπότε
ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες, οι οποίες διήρκεσαν χωρίς αποτέλεσμα έως τη μονομερή βουλγαρο-τουρκική ανακωχή (31
Μαρτίου). Η άλωση της Αδριανούπολης πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου, με τη βοήθεια όμως και 60.000 Σέρβων.
Στη Δυτική Θράκη, οι επιχειρήσεις απέβλεπαν στην εξασφάλιση των πλευρών των αντιπάλων, ενώ στη Μακεδονία η
βουλγαρική ενέργεια κατά της Θεσσαλονίκης δεν εξυπηρετούσε κανέναν συμμαχικό σκοπό. Αποφασιστική για την ήττα της
Τουρκίας ήταν η συμβολή του ελληνικού στόλου, του μοναδικού που διέθεταν οι σύμμαχοι, ο οποίος (παρότι υπολειπόταν σε
υλικές δυνάμεις) κυριάρχησε στο Αιγαίο και στο Ιόνιο πέλαγος και απέκλεισε τον τουρκικό στα στενά των Δαρδανελίων, καθώς
και στα παράλια της Μικράς Ασίας, ώστε να μην είναι δυνατή η από τη θάλασσα ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων σε όλα
τα μέτωπα στη Βαλκανική. Επίσης, προστάτευσε τις θαλάσσιες μεταφορές, ζωτικότατες την εποχή εκείνη για τις μετακινήσεις
και τον εφοδιασμό στρατευμάτων, και συνέβαλε αποφασιστικά στην απελευθέρωση όλων των υπόδουλων νησιών του Αιγαίου,
τα οποία, εκτός από τη Λέσβο (7 Νοεμβρίου) και τη Χίο (20 Δεκεμβρίου), κατελήφθησαν χωρίς μάχη. Και τις δύο φορές που
επιχείρησαν τα τουρκικά πολεμικά να εξέλθουν στο Αιγαίο απέτυχαν και καταδιώχτηκαν έως τα Στενά (ναυμαχίες της Έλλης
στις 13 Δεκεμβρίου και της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου).
Η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους εμπολέμους, που σήμανε το τέλος της σύγκρουσης, υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 17/30
Μαΐου 1913.
Β’ Βαλκανικός πόλεμος. Ο Β’ Β.π. άρχισε ακήρυχτος τη νύχτα της 16ης προς 17η Ιουνίου 1913, με την ξαφνική επίθεση των
Βουλγάρων εναντίον των πρώην συμμάχων τους (Ελλήνων και Σέρβων) στην περιοχή Παγγαίου, Γευγελής και Ιστίπ. Οι
αξιώσεις των Βουλγάρων σε εδάφη που είχαν καταλάβει οι Έλληνες και οι Σέρβοι είχαν ήδη οδηγήσει στην υπογραφή
αμυντικής συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας (19 Μαΐου 1913). Η ελληνική αντίδραση ήταν άμεση. Τη νύχτα
της 17ης προς 18η Ιουνίου, τα ελληνικά στρατεύματα εκκαθάρισαν τη Θεσσαλονίκη από τη βουλγαρική δύναμη που είχε μείνει
εκεί (1.300 άντρες) και από το πρωί της 19ης ανέλαβαν γενική επίθεση, με αποτέλεσμα τις ιστορικές νίκες στις αιματηρές μάχες
Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου) και Καλίνοβου-Δοϊράνης (19-22 Ιουνίου). Επακολούθησαν η κατάληψη του Μπέλες (25
Ιουνίου), οι νικηφόρες μάχες της Στρωμνίτσας και του Σιδηροκάστρου (26-27 Ιουνίου), η κατάληψη των Σερρών (27 Ιουνίου),
της Δράμας (1 Ιουλίου), του Κάτω Νευροκοπίου (4 Ιουλίου), των στενών της Κρέσνας (10 Ιουλίου), η ταυτόχρονη προέλαση
από το Κάτω Νευροκόπι στη Μαχομία και από τη Στρώμνιτσα στο Πέτσοβο και, τέλος, οι σκληρές μάχες Σιμιτλή, Τζουμαγιάς
και Πετσόβου (12-18 Ιουλίου), όπου ο ελληνικός στρατός, λόγω αδράνειας των Σέρβων, αντιμετώπισε μόνος του τον όγκο του
βουλγαρικού. Συγχρόνως, κατελήφθησαν από τον ελληνικό στόλο η Καβάλα (27 Ιουνίου) και η Αλεξανδρούπολη (12 Ιουλίου)
και από χερσαίες δυνάμεις η Ξάνθη (12 Ιουλίου) και η Κομοτηνή (16 Ιουλίου). Η ανακωχή (18 Ιουλίου) βρήκε τους Έλληνες 4
χλμ. Ν της Τζουμαγιάς και στη Μαχομία, και τους Βουλγάρους στο ορεινό συγκρότημα της Ρίλα.
Οι Σέρβοι, μετά τον βουλγαρικό αιφνιδιασμό, επιτέθηκαν αποφασιστικά και νίκησαν τους Βουλγάρους στη μάχη του
Μπρεγκανλίτσα (17-26 Ιουνίου). Από κακή όμως εκτίμηση, ή και για άλλους λόγους, έστρεψαν πολλές δυνάμεις τους στα Β και
διέκοψαν την επαφή με τις ελληνικές, χωρίς να συνεχίσουν την ενέργειά τους προς τη Σόφια, από την οποία απείχαν μόνο 80
χλμ. Αυτό επέτρεψε στους Βουλγάρους να ανασυνταχθούν και να ενισχύσουν το μέτωπό τους κατά των Ελλήνων, ενώ οι Σέρβοι
σημείωσαν μικρή πρόοδο. Από τον πόλεμο αυτό επωφελήθηκαν η Ρουμανία και η Τουρκία, κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της
Βουλγαρίας, χωρίς προσυνεννόηση με τους συμμάχους, στις 27 και 29 Ιουνίου, αντίστοιχα. Οι Ρουμάνοι κατέλαβαν τη
Δοβρουτσά και μεγάλο τμήμα του βουλγαρικού εδάφους, με αποτέλεσμα να βρεθούν την ημέρα της ανακωχής 30 χλμ. από τη
Σόφια. Οι Τούρκοι, με γρήγορη προέλαση, απώθησαν τους Βούλγαρους στην Ανατολική Θράκη και στις 9 Ιουλίου κατέλαβαν
την Αδριανούπολη.
Ο Β’ Β.π. έληξε με τη συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου, που συνομολογήθηκε στη ρουμανική πρωτεύουσα στις 28 Ιουλίου
(10 Αυγούστου) 1913. Σύμφωνα με αυτήν, η Βουλγαρία παραχωρούσε τμήμα της Μακεδονίας στη Σερβία και στην Ελλάδα, την
Αδριανούπολη στην Τουρκία και τη Σιλιστρία στη Ρουμανία.
Το συνοριακό ζήτημα των βαλκανικών κρατών έμελλε, ωστόσο, να επανακάμψει και στους δύο παγκόσμιους πολέμους του
20ού αι.
Βαλκάνο. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 28 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις
κλιτύς της κορυφής Τούρλας της Νότιας Πίνδου, 74 χλμ. ΝΔ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Πυνδαίων.
Βαλκυρίες (γερμ. Walkuren ή Valkyrien). Συλλογική ονομασία μυθολογικών προσώπων των γερμανικών λαών. Στη μυθολογία
των βόρειων λαών, θεωρούνταν ατρόμητες παρθένες που, πετώντας έφιππες, κατηύθυναν την έκβαση των μαχών και διάλεγαν
εκείνους που έπρεπε να σκοτωθούν. Όταν η μάχη τελείωνε, οδηγούσαν τους νεκρούς ήρωες στη Βαλχάλα, τη μυθική κατοικία
των θεών. Σκοτεινά πνεύματα του θανάτου την ώρα της μάχης, οι Β. εξιδανικεύονται στην ποιητική παράδοση, όπως η
Βρουνχίλδη στον μύθο των Νιμπελούνγκεν η οποία αγάπησε τον Ζίγκφριντ (και οι υπόλοιπες αγαπούσαν ονομαστούς ήρωες).
Λόγω της ικανότητάς τους να επηρεάζουν την έκβαση των μαχών, οι Β. συγχέονται καμιά φορά με τις Νόρνες. Τα ονόματα των
Β. είχαν πάντοτε κάποια σχέση με τις μάχες, όπως για παράδειγμα της Βρουνχίλδης (= οπλισμός, αλλά και μάχη). Κεντρικό
ρόλο είχαν οι Β. σε έργα του συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ (βλ. λ.).
Βάλλα. Αρχαία πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Σύμφωνα με μία άποψη, βρισκόταν στη θέση της Βεργίνας.
Βαλλαχάδες. Ονομασία των Ελλήνων μουσουλμάνων της ανατολικής Μακεδονίας, κατά την τουρκοκρατία, οι οποίοι ζούσαν
στα χωριά, ανάμεσα στη Σιάτιστα, στην Καστοριά και στα Γρεβενά. Ιστορικά, η παρουσία τους αναφέρεται για πρώτη φορά από
τον Γάλλο εξερευνητή Φρανσουά Πουκεβίλ, στο έργο του Ταξίδι στην Ελλάδα, ο οποίος τους ονομάζει Βαρδαριώτες. Οι Β.
ήταν ελληνικός πληθυσμός που είχε εξισλαμιστεί και όφειλαν την ονομασία τους στην τουρκική έκφραση βάλλαχι (= μα τον
Θεό). Απέφευγαν την επικοινωνία με τους Τούρκους και είχαν διατηρήσει τα ελληνικά ήθη και έθιμα, ενώ οι θρησκευτικές τους
δοξασίες είχαν και χριστιανικά στοιχεία, αναμεμειγμένα με τα μουσουλμανικά. Η εποχή και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες
εξισλαμίστηκαν δεν είναι ακριβώς γνωστές. Σύμφωνα με τους κώδικες του Ζωσιμά Σιάτιστας και της μονής Μεταμόρφωσης της
Ζάμπορδας, ο εξισλαμισμός των Β. πραγματοποιήθηκε προοδευτικά μεταξύ του 1692 και του 1797. Κάποιοι μελετητές
τοποθετούν επίσης τον εξισλαμισμό τους στον 18ο αι., ενώ ο Στίλπων Κυριακίδης υποστηρίζει ότι ο πληθυσμός αυτός
ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό κατά το δεύτερο μισό του 17ου αι. Τέλος, άλλοι μελετητές υποστηρίζουν την εκδοχή ότι οι Β.
εξισλαμίστηκαν τον 16o αι. ή την εποχή του Αλή πασά. Οι Β. έφυγαν από την Ελλάδα το 1923 με την ανταλλαγή των
πληθυσμών, παρά το γεγονός ότι ήταν ελληνόφωνοι και, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αγνοούσαν την τουρκική γλώσσα.
βαλλεΐτης (Ορυκτ.). Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα του μαγνησίου και του ασβεστίου, της μορφής (MgCa) SiO 3.
Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων.
Βαλλιάνος. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Κεφαλονιά.
1. Θεόδωρος. Βλ. λ. Βαλλιάνος, Θεόδωρος (Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και λόγιος).
2. Ιωάννης (ή Ρήγας). Πριν από την Επανάσταση ζούσε στη Σερβία. Κατέβηκε στην Ελλάδα και πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές
συγκρούσεις εναντίον των Τούρκων, όπως στη ναυμαχία στη Σούδα (Ιούνιος 1825) κ.ά. Αργότερα πήγε στα Επτάνησα, όπου
υπηρέτησε στο ιππικό (1829-34). Το 1854 πήγε στη Θεσσαλία και πολέμησε στο σώμα του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου στις
μάχες του Κριμαϊκού πολέμου, στο ελληνοτουρκικό μέτωπο (Δομοκός, Βελεστίνο κ.α.).
3. Κωνσταντίνος. Πήρε μέρος στον Αγώνα τόσο ως ναυτικός όσο και ως αξιωματικός του στρατού ξηράς.
Βαλλιάνος. Επώνυμο οικογένειας από τις Κεραμειές της Κεφαλονιάς, μέλη της οποίας, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες,
διακρίθηκαν ως εθνικοί ευεργέτες τον 19o αι. Οι Β., όσο ζούσαν αλλά και με τα κληροδοτήματά τους, διέθεσαν μεγάλο μέρος
της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς: στη γενέτειρά τους για την ανέγερση σχολείων, νοσοκομείων και εκκλησιών και
στην Αθήνα για την ίδρυση ιερατικής σχολής και για την ανέγερση του κτιρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
1. Ανδρέας (Κεραμειές 1827 – Μασσαλία 1887). Ίδρυσε υποκαταστήματα του εμπορικού οίκου της οικογένειας στην
Κωνσταντινούπολη και στη Μασσαλία της Γαλλίας.
2. Μαρής (; – Ταϊγάνι, Ρωσία 1896). Ο μεγαλύτερος από τους τρεις αδελφούς. Μετανάστευσε στη Ρωσία, όπου ασχολήθηκε με
το εμπόριο σιτηρών.
3. Παναγής (Κεραμειές 1814 – Λονδίνο 1902). Έζησε στο Λονδίνο, όπου ίδρυσε τραπεζικό γραφείο και υποκατάστημα
εμπορίου σιτηρών.
Βαλλιάνος, Θεόδωρος (Ρωσία 1801 – Αθήνα 1857). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και λόγιος. Καταγόταν από την
Κεφαλονιά. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεολογία και τη
λογοτεχνία. Υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και έφτασε στον βαθμό του λοχαγού του μηχανικού σώματος. Κατέβηκε στην
Ελλάδα τον Απρίλιο του 1822 και πήρε μέρος στον Αγώνα. Είχε φέρει μαζί του χρήματα, όπλα και πολεμοφόδια με τα οποία
συγκρότησε ένα μικρό στρατιωτικό σώμα από Κεφαλονίτες, που τελούσε υπό τις διαταγές του. Πήρε μέρος στην καταστροφή
του Δράμαλη και στις επιχειρήσεις στην Πάτρα εναντίον του Γιουσούφ πασά και στο Μεσολόγγι εναντίον του Σκόδρα πασά. Το
1824 διορίστηκε διοικητής του μηχανικού και του πυροβολικού στο Ναύπλιο. Εκεί, συνεισφέροντας χρηματικά ποσά και ο ίδιος,
έχτισε το Βουλευτήριο, στρατώνες, δεξαμενές, υδραγωγεία, αποθήκες, εργαστήρια, χυτήρια κ.ά. και συμπλήρωσε την
οικοδόμηση των τειχών της πόλης. Αργότερα, επί Καποδίστρια, ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης και διετέλεσε διευθυντής του
μηχανικού σώματος και διοικητής του οπλοποιείου. Ο βασιλιάς Όθων τον διόρισε γενικό πρόξενο Μακεδονίας και Θεσσαλίας,
όπου αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των ομογενών Ελλήνων. Το 1841 παραιτήθηκε και ανέλαβε τη διεύθυνση του δικαστικού
σώματος του Υπουργείου Στρατιωτικών, παίρνοντας συγχρόνως προαγωγή σε συνταγματάρχη.
Ο Β. υπήρξε επίσης θεολόγος, συγγραφέας πολλών μελετών και μεταφραστής από τα ρωσικά. Από τα έργα του τα σπουδαιότερα
είναι τα: Διάλογος περί Ορθοδοξίας της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας (1851), Ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας (1851) και
Ο θάνατος του πρίγκιπα Ποτέμκιν (1850, δράμα).
Βαλλιάνος, Θεόδωρος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Άμπλιανη. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως διοικητής
μπουλουκιού κάτω από τις διαταγές του Κίτσου Τζαβέλλα, του Γιάννη Δυοβουνιώτη και των Γιολδασαίων. Πολέμησε σε όλες
τις μάχες εναντίον του Δράμαλη και στη συνέχεια κατά του Ιμπραήμ.
Βαλλίς. Αρχαία θεότητα των Αιγυπτίων, που μνημονεύεται από τον Πλούταρχο και, κατά μία παράδοση, ταυτίζεται με την
Αστάρτη. Βλ. λ. Αστάρτη.
βαλλιστικά βλήματα (Στρατ.). Όρος που καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και
προσδιορίζει τα κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και
ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διάφορων τύπων. Επίσης, τα βλήματα αυτά δεν χρειάζονται ατμοσφαιρικό αέρα και
κατευθύνονται με αυτόνομα συστήματα διεύθυνσης και ελέγχου. Ακριβέστερα, ονομάζονται β.β. τα σώματα τα οποία
εκτοξεύονται στην τροχιά τους αρχίζοντας από μηδενική ταχύτητα και φτάνοντας τη μέγιστη ταχύτητα τη στιγμή που σταματάει
η ώθηση της δύναμης η οποία ενεργεί πάνω σε αυτά κατά τρόπο συνεχή και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ονομάζονται
πύραυλοι τα σώματα που αποκτούν τη μέγιστη ταχύτητά τους μερικά μόνο δευτερόλεπτα μετά την εγκατάλειψη του συστήματος
εκτόξευσης. Οι πύραυλοι και τα β.β. διαφέρουν έτσι από τα απλά βλήματα, τα οποία φτάνουν στη μέγιστη ταχύτητα κατά την
έξοδό τους από την κάνη του πυροβόλου όπλου. Τα β.β., με τη διαρκή πρόοδο και βελτίωση της τεχνικής, τελειοποιούνται
συνεχώς.
Η κίνηση με ενδοαντίδραση ήταν γνωστή και από παλαιότερα χρόνια. Οι Κινέζοι νίκησαν τους Τατάρους στη μάχη του Πιεν-
Κουγκ (1238) χρησιμοποιώντας πρωτόγονους πυραύλους, οι οποίοι είχαν προωθητικό καύσιμο τη μαύρη πυρίτιδα. Στην
Ευρώπη, η ενδοαντίδραση άρχισε να εφαρμόζεται γύρω στα τέλη του 18ου αι. στα πυροτεχνήματα, για την επίτευξη λαμπρών
χρωμάτων στα λαϊκά πανηγύρια. Την ίδια περίοδο, στις Ινδίες, στα στρατεύματα του πρίγκιπα Χιντέρ Αλή υπήρχαν σώματα
στρατού οπλισμένα με πυραύλους, τα οποία προξένησαν σημαντικές απώλειες στους Άγγλους. Αυτοί πάλι χρησιμοποίησαν
πυραύλους εναντίον του Ναπολέοντα Α’ (η Κοπεγχάγη καταστράφηκε από τα πλήγματα 25.000 πυραύλων) και στον
αμερικανικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1775-83). Η αρχή της επιστημονικής μελέτης αυτού του συστήματος προώθησης έγινε
στις αρχές του 20ού αι. με τα έργα του Κονσταντίν Εντουάρντοβιτς Τσιολκόφσκι στη Ρωσία, του Ρόμπερτ Χάτσινγκς Γκοντάρ
στις ΗΠΑ και του Χέρμαν Όμπερτ στη Γερμανία. Ο Γκοντάρ απέδειξε ότι η κίνηση διά πυραύλων είναι δυνατή ακόμη και στο
κενό και ότι οι πύραυλοι μπορούσαν να κατευθυνθούν με γυροσκοπικά συστήματα.
Για να δοθεί στα κινητά σώματα της βλητικής (βλήματα, πύραυλοι, β.β.) η αναγκαία επιτάχυνση έτσι ώστε να φτάσουν τον
στόχο τους, χρειάζεται ένας προωθητήρας και ένα προωθητικό καύσιμο. Προωθητήρας είναι ένα σύστημα κατασκευασμένο
κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να μεταδοθεί η ώθηση του προωθητικού καυσίμου στο κινούμενο σώμα. Στα βλήματα, τη
θέση του προωθητήρα παίρνει το όπλο, το οποίο μένει στο έδαφος (τουφέκι, πολυβόλο, πυροβόλο). Στους πυραύλους και στα
β.β. ο προωθητήρας είναι συνδεδεμένος με το κινούμενο σώμα και συμμετέχει στην κίνησή του.
Τα προωθητικά καύσιμα αποτελούνται από μείγμα καυσίμων και οξειδωτικών. Η καύση του μείγματος αυτού, όταν αρχίσει σε
ένα τυχαίο σημείο, χαρακτηρίζεται από μια υψηλή ταχύτητα διάδοσης μέσα στη μάζα του, ανεξάρτητα από την πυκνότητα, την
πίεση, τη θερμοκρασία και τη σύνθεση του αέρα του περιβάλλοντος. Πρακτικά, τα προωθητικά καύσιμα καίγονται κανονικά και
συνεπώς εκτελούν την αποστολή τους ακόμη και με πλήρη έλλειψη ατμόσφαιρας, στο κενό. Αυτό είναι διαφορετικό απ’ ό,τι
συμβαίνει, για παράδειγμα, στους θαλάμους καύσης ενός κινητήρα αυτοκινήτου, όπου ο εξωτερικός αέρας είναι αναγκαίος, γιατί
αποτελεί το οξειδωτικό του εκρηκτικού μείγματος.
Η ώση, ίση προς το γινόμενο της δύναμης επί τη διάρκεια λειτουργίας, καθορίζει την επιτάχυνση του κινούμενου σώματος. Στα
β.β. και στους πυραύλους, η ώθηση επενεργεί για μακρύτερο χρόνο απ’ ό,τι στα απλά βλήματα, γιατί ο προωθητήρας ακολουθεί
το κινούμενο σώμα. Θεωρητικά, τα β.β. ισοδυναμούν με βλήματα των οποίων η κάννη έχει επιμηκυνθεί κατά την απόσταση που
διανύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ώθησης. Πρακτικά, τα αποτελέσματα αντιστοιχούν, για τους μεν πυραύλους με τη χρήση
μιας κάννης μήκους περίπου χιλίων μέτρων, ενώ για τα β.β. μιας κάννης πολύ μεγαλύτερου μήκους, ανάλογα με τον χρόνο που
απαιτείται για να εξαντληθεί το προωθητικό καύσιμο. Εξάλλου, εφόσον υπάρχουν μακρύτεροι χρόνοι κατά τους οποίους επιδρά
η ώθηση, δεν είναι αναγκαίο –για να δοθούν στα κινούμενα σώματα υψηλές ταχύτητες εκτόξευσης– να χρησιμοποιηθούν
προωθητικά καύσιμα, των οποίων η καύση έχει τα χαρακτηριστικά της έκρηξης, όπως στα βλήματα. Προκύπτει λοιπόν ότι οι
θάλαμοι καύσης μπορούν να έχουν στην περίπτωση αυτή όχι πολύ ανθεκτικά (συνεπώς βαριά) τοιχώματα. Φυσικά, η
κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται αισθητά, με την επίτευξη αυτών των υψηλότερων ταχυτήτων εκτόξευσης, έστω και αν αυτές
αποκτώνται με την εφαρμογή μικρότερων δυνάμεων, οι οποίες ενεργούν για μακρύτερο χρόνο.
Τα β.β., επειδή προορίζονται να διανύσουν τροχιές μεγάλου μήκους, περιλαμβάνουν εκτός από τους θαλάμους καύσης και τις
δεξαμενές για τα προωθητικά καύσιμα, και τα αναγκαία όργανα για την έναυση, την τροφοδότηση και τον έλεγχο της καύσης.
Η προώθηση. Χαρακτηριστικό στοιχείο των β.β. είναι η πολύ υψηλή ταχύτητα πτήσης, η οποία επιτυγχάνεται με
ενδοαντιδραστήρες. Πρόκειται για κινητήρες αντίδρασης, συνεχούς λειτουργίας, προωθητικών καυσίμων υγρών ή στερεών, οι
οποίοι δεν έχουν ανάγκη εξωτερικού αέρα για τη λειτουργία τους. Αυτή είναι και η σημαντικότερη διαφορά από τους
αεροπορικούς κινητήρες δι’ αντίδρασης (στροβιλοαντιδραστήρες, αυτοαντιδραστήρες κ.ά.). Ο κινητήρας με ενδοαντίδραση
είναι ο μόνος, μεταξύ των κινητήρων εσωτερικής καύσης, που επιτρέπει την ανάπτυξη σημαντικών ωθήσεων, με ένα σύστημα
αρκετά περιορισμένου όγκου. Το φαινόμενο της ενδοαντίδρασης συνίσταται στην παραγωγή αερίων με την καύση κατάλληλων
χημικών ουσιών και στη βίαιη έξοδο των αερίων αυτών με τη βοήθεια ενός ανοίγματος κατάλληλης μορφής στον πυθμένα του
θαλάμου καύσης. Η ώθηση δημιουργείται από την αντίδραση των αερίων πάνω στο κινητό σώμα, όταν αυτά εξέρχονται από το
ακροφύσιο. Στο φαινόμενο αυτό η καύση, εφόσον αρχίσει, συνεχίζεται και στα χαμηλά και στα μεγάλα ύψη, ακόμη και στο
πλήρες κενό. Εξάλλου, οι ενδοαντιδραστήρες δίνουν επιδόσεις ανεξάρτητες της ταχύτητας πτήσης, αναπτύσσουν για μικρές
περιόδους σημαντικές ωθήσεις και παρουσιάζουν μια ελάχιστη μετωπική επιφάνεια, η οποία επιτρέπει την εύκολη υπερνίκηση
της αεροδυναμικής αντίστασης. Η ειδική ώση του προωθητήρα, δηλαδή ο λόγος μεταξύ της ώθησης (γινόμενο της δύναμης
ώθησης επί τη διάρκεια λειτουργίας) και της μάζας του προωθητικού καυσίμου (καυσίμου και οξειδωτικού) είναι της τάξεως
των 200 κιλών χ δευτ./κιλό μάζας, τιμή η οποία με κατάλληλες τεχνικές μπορεί να φτάσει περίπου 350 κιλά χ δευτ./κιλό μάζας.
Οι χημικές ουσίες που είναι κατάλληλες για την ενδοαντίδραση είναι πολυάριθμες. Διακρίνονται σε προωθητικά καύσιμα μονής
και διπλής εναποθήκευσης. Ονομάζονται προωθητικά καύσιμα μονής εναποθήκευσης εκείνα στα οποία το καύσιμο και το
οξειδωτικό φυλάσσονται μόνο σε μία δεξαμενή και η μεταξύ τους αντίδραση επιτελείται μόνο στον θάλαμο καύσης, όπου
επικρατούν συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης κατάλληλες για τη δημιουργία του φαινομένου. Προωθητικά καύσιμα διπλής
εναποθήκευσης είναι εκείνα στα οποία το καύσιμο και το οξειδωτικό φυλάσσονται σε ξεχωριστές δεξαμενές και έρχονται σε
επαφή μόνο τη στιγμή της καύσης. Τα πρώτα, συνήθως στερεά, χρησιμοποιούνται λίγο στα β.β., γιατί πρέπει να διαρρυθμιστεί
ειδικά ο θάλαμος καύσης και διότι, αν θερμανθούν κατά την αρχική φάση του φαινομένου, μπορούν να εκραγούν εύκολα. Τα
δεύτερα, συνήθως υγρά, είναι εξαρχής πολύ πιο ακίνδυνα.
Οι ενδοαντιδραστήρες στερεών προωθητικών καυσίμων χαρακτηρίζονται από μεγάλη απλότητα στα συστήματα τροφοδοσίας,
στις σωληνώσεις και στα άλλα κινητά στοιχεία. Οι ενδοαντιδραστήρες υγρών προωθητικών καυσίμων χρησιμοποιούν συνήθως
για την τροφοδοσία μια φυγοκεντρική αντλία.
Τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα β.β. αποκαλούνται γενικά προπεργκόλ. Από αυτά, ονομάζονται υπεργκόλ τα προωθητικά
καύσιμα διπλής εναποθήκευσης, τα οποία, όταν έρθουν σε επαφή στον θάλαμο καύσης με μορφή λεπτότατων σταγονιδίων,
αυτοαναφλέγονται. Λιτεργκόλ ονομάζονται τα προωθητικά καύσιμα που αποτελούνται από ένα στερεό καύσιμο και ένα υγρό
οξειδωτικό, το οποίο όταν έρθει σε επαφή με το καύσιμο προκαλεί την καύση.
Η κατασκευή των βαλλιστικών βλημάτων. Τα συγκεκριμένα βλήματα αποτελούνται από πολλά τμήματα (ορόφους). Με αυτόν
τον τρόπο επιτυγχάνεται μείωση του κόστους και χαρακτηριστικά πτήσης που θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν με την
κατασκευή βλημάτων ενός ορόφου. Οι τεχνικοί λόγοι αυτών των αποτελεσμάτων είναι οι ακόλουθοι: αν θεωρηθούν ασήμαντες
οι παθητικές αντιστάσεις, η ταχύτητα την οποία έχει αποκτήσει ένα σώμα τη στιγμή που σταματά η ώθηση, είναι ευθέως
ανάλογη προς την ώση και αντιστρόφως ανάλογη προς τη μάζα του (ο λόγος του βάρους του προς την επιτάχυνση της
βαρύτητας). Τα β.β. αποτελούνται από το ωφέλιμο φορτίο, από τις δεξαμενές (πλήρεις από προωθητικό καύσιμο) και από τον
θάλαμο καύσης, με όλους τους μηχανισμούς που απαιτούνται για τη λειτουργία του. Συνεπώς, ο λόγος μεταξύ της συνολικής
μάζας και του ωφέλιμου φορτίου είναι πάντοτε πολύ υψηλός. Η ταχύτητα του κινούμενου σώματος αυξάνεται σε όλη τη
διάρκεια της καύσης, τόσο λόγω της συνεχούς ώθησης, όσο και λόγω της συνεχούς ελάττωσης της μάζας που οφείλεται στην
κατανάλωση του καυσίμου. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί, καθώς αυξάνεται το ύψος που φτάνει το β.β., η μικρότερη
αεροδυναμική αντίσταση που ασκείται από τον αέρα και η μικρότερη γήινη έλξη βαρύτητας. Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι
στην περίπτωση των μονώροφων β.β. το μεγαλύτερο μέρος της ώθησης δαπανάται για τη μεταφορά μη ωφέλιμου φορτίου.
Πάνω από ορισμένα όρια, η προσπάθεια επίτευξης μεγαλύτερων ώσεων εξουδετερώνεται από την ανάγκη αύξησης της μάζας
των μεταφερόμενων προωθητικών καυσίμων. Με χρήση ενδοαντίδρασης είναι δυνατόν να παραχθεί, με μονώροφο β.β., μέγιστη
ταχύτητα 10.000-12.000 χλμ./ώρα. Για να βγουν από αυτό τον φαύλο κύκλο, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οι
τεχνικοί συνέζευξαν δύο ή περισσότερα βλήματα. Το πρώτο επιταχύνει τόσο τον εαυτό του όσο και τα υπόλοιπα, αλλά στο τέλος
της προώθησής του αποσπάται από το σύστημα, ελαττώνοντας έτσι την ολική μάζα. Τότε αρχίζει να λειτουργεί το δεύτερο β.β.,
το οποίο συνεχίζει μεν να επιταχύνει τον εαυτό του και τα υπόλοιπα, αλλά με μικρότερη δύναμη ώθησης. Έτσι έρχεται η σειρά,
με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα, του τελευταίου β.β., το οποίο πρέπει να αναπτύξει μια πολύ μικρή δύναμη ώθησης. Αυτή η
μέθοδος επιτρέπει την επίτευξη μεγαλύτερων χρόνων ώθησης μαζί με ωθήσεις συνεχώς μειουμένου μεγέθους και τη δυνατότητα
επίτευξης σημαντικών ταχυτήτων στο ωφέλιμο φορτίο. Με αυτήν τη μέθοδο είναι δυνατή η αποφυγή, ή τουλάχιστον η εύκολη
υπέρβαση, του εμποδίου που αντιπροσωπεύει το φράγμα της θερμότητας, δηλαδή η θέρμανση του κινούμενου σώματος, η οποία
εξαρτάται από τη θερμοκρασία του διασχιζόμενου ρευστού και από τον αριθμό του Μαχ, η οποία φτάνει (όσο αυξάνεται ο
αριθμός του Μαχ) σε τόσο υψηλές τιμές, ώστε να τήκεται οποιοδήποτε από τα γνωστά μέταλλα ή υλικά. Επειδή, με το σύστημα
των πολλαπλών ορόφων, είναι δυνατή μεγαλύτερη διάρκεια εφαρμογής της ώθησης και συνεπώς προσεγγίζονται υψηλές
ταχύτητες σε σχετικά μεγάλο χρόνο, όταν το β.β. φτάσει σε αυτές τις ταχύτητες πετά σε πολύ μεγάλο ύψος, όπου η τιμή της
κρίσιμης ταχύτητας, που αντιστοιχεί σε αυτό το φράγμα, είναι τόσο υψηλή ώστε δεν υπάρχει πλέον ανησυχία για την αντοχή
των υλικών. Στην περίπτωση κατά την οποία η μεγάλη ταχύτητα που πραγματοποιείται τη στιγμή του τερματισμού της ώθησης
υπερβεί τα 7.600 χλμ./ώρα, το β.β. έχει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί σε τροχιά γύρω από τη Γη. Η τροχιά αυτή θα είναι
ελλειπτική και η Γη θα καταλαμβάνει μία από τις εστίες της. Γι’ αυτό τον λόγο, στον υπολογισμό των β.β. μεγάλου βεληνεκούς
υιοθετούνται οι νόμοι της ουράνιας μηχανικής, θεωρώντας ότι η Γη μόνο περιστρέφεται.
Η τεχνική η οποία μελετά τους τρόπους διεύθυνσης και ελέγχου ενός β.β. κατά την πτώση ονομάζεται κυβερνητική β.β. Το
βλήμα μπορεί να διατηρηθεί στην προβλεπόμενη τροχιά του με τη βοήθεια συστημάτων αυτοκατεύθυνσης και τηλεκατεύθυνσης.
Η αυτοκατεύθυνση γίνεται με γυροσκοπικά όργανα και με ηλεκτρονικές συσκευές, από τις οποίες σπουδαιότερες είναι εκείνες
που έχουν τη δυνατότητα να βλέπουν τον στόχο. Αντίθετα, για την τηλεκατεύθυνση απαιτούνται πομποί και δέκτες
ραδιοηλεκτρικών σημάτων (δέσμες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή παλμοί ραδιοκυμάτων) τόσο στη Γη όσο και μέσα στα ίδια
τα βλήματα. Ωστόσο, αν και στις επίγειες εγκαταστάσεις δεν υπάρχει όριο ισχύος, για τις εγκαταστάσεις εντός των βλημάτων
παρουσιάζονται σημαντικές δυσχέρειες, διότι ο διαθέσιμος χώρος και το βάρος είναι ελάχιστα. Συνήθως, για να υπερνικηθούν
αυτές οι αντιξοότητες, ο μικρός σταθμός ασυρμάτου του βλήματος εκπέμπει σήματα σε τακτικά χρονικά διαστήματα με
ελαττωμένη κατανάλωση ενέργειας. Ένα πλεονέκτημα του συστήματος αυτού είναι ότι επιτρέπει την ταυτόχρονη μετάδοση
πολλών πληροφοριών στον ίδιο δίαυλο μεταβάλλοντας κατάλληλα τον ρυθμό εκπομπής.
βαλλιστική εξέταση (Εγκλημ.). Η εξέταση των βλημάτων από ειδικούς της αστυνομίας, ώστε να διαπιστωθεί ο τύπος και η
ταυτότητα του όπλου που χρησιμοποιήθηκε. Μικροσκοπικές ατέλειες στην κάννη κάθε όπλου προκαλούν κάποιες
συγκεκριμένες, ξεχωριστές για κάθε όπλο ενδείξεις στις σφαίρες που χρησιμοποιούνται από αυτό, ώστε να πιστοποιήσουν την
ταυτότητά του.
βαλλιστικό γαλβανόμετρο (Ηλεκτρ.). Όργανο ηλεκτρικών μετρήσεων υψηλής ακρίβειας το οποίο διαθέτει κινητό σύστημα με
μεγάλη ροπή αδράνειας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση ηλεκτρικού φορτίου. Απαραίτητη προϋπόθεση για να
λειτουργήσει ένα γαλβανόμετρο ως β.γ. είναι ότι το παροδικό ρεύμα πρέπει να περνάει από το πλαίσιο σε χρόνο t πολύ μικρό σε
σύγκριση με την περίοδο ταλάντωσης του κινητού συστήματος. Το ρεύμα περνά από το πλαίσιο σε χρόνο t, ασκεί μηχανική
ροπή σε αυτό και το κινητό σύστημα αποκτά ορισμένη στροφορμή. Όταν το ρεύμα μηδενιστεί, μετά από χρόνο t, το κινητό
σύστημα (εξαιτίας της αδράνειάς του) θα εξακολουθήσει να στρέφεται έως ότου φτάσει στη μέγιστη γωνία στροφής, οπότε θα
αρχίσει να στρέφεται αντίθετα, προς τη θέση ισορροπίας.
βαλλιστικό εκκρεμές (Φυσ.). Όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1740 για τη μέτρηση της ταχύτητας
βλημάτων. Αποτελείται από ένα μεγάλο ξύλινο σώμα μάζας Μ που κρέμεται κατακόρυφα, με δύο νήματα τοποθετημένα στο
μπροστινό και στο πίσω μέρος του, έτσι ώστε η ταλάντωσή του να περιορίζεται μόνο σε μία διεύθυνση. Στο κάτω μέρος του
εκκρεμούς πυροδοτείται ένα βλήμα μάζας m, που με ταχύτητα u1 πέφτει και σφηνώνεται στο ξύλινο σώμα. Αν ο χρόνος που
χρειάζεται το βλήμα για να ηρεμήσει ως προς το ξύλο είναι πολύ μικρός σε σχέση με τον χρόνο της ταλάντωσης του εκκρεμούς,
τότε τα νήματα εξάρτησης μένουν σχεδόν κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της κρούσης, οπότε η οριζόντια συνιστώσα της ορμής
διατηρείται, επειδή καμία εξωτερική οριζόντια δύναμη δεν εξασκείται πάνω στο σύστημα βλήμα-εκκρεμές. Από το μέγιστο
ύψος στο οποίο φτάνει το εκκρεμές υπολογίζεται η δυναμική ενέργεια του συστήματος βλήματος-εκκρεμούς, η οποία είναι ίση
με την κινητική ενέργεια του συστήματος αμέσως μετά τη κρούση. Από την τιμή της κινητικής ενέργειας και με δεδομένες τις
μάζες βλήματος και εκκρεμούς, υπολογίζεται η ταχύτητα u2 του συστήματος αμέσως μετά την κρούση. Από τη u2 και τις μάζες
υπολογίζεται η ζητούμενη ταχύτητα u1, λόγω της αρχής διατήρησης της ορμής.
βαλλίστρα (Στρατ.). Παλαιό βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια
συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό
πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους πολεμιστές της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Λιθοβόλα μηχανήματα
χρησιμοποίησαν επίσης, σε διάφορες περιόδους της αρχαιότητας, οι Φοίνικες, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Δημήτριος ο
Πολιορκητής, ο Αρχιμήδης στις Συρακούσες και κυρίως οι Ρωμαίοι, κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας. Ο όρος
(λατ. ballista) απαντά αρχικά στον Βιτρούβιο, που ονομάζει έτσι μόνο τα πετροβόλα μηχανήματα. Το βλήμα τεντωνόταν με
σχοινιά-ελατήρια και διέγραφε μεικτή τροχιά, αργότερα όμως η τροχιά έγινε ευθεία (όναγροι). Κάθε ρωμαϊκή λεγεώνα είχε 55 β.
και 10 ονάγρους. Τον 4ο αι. μ.Χ. συγκροτήθηκαν 4 λεγεώνες αποκλειστικά από βαλλιστραρίους.
Η τελειοποίηση της β. οφείλεται στην εισαγωγή ενός μηχανικού συστήματος που επέτρεπε τη χρήση ενός πολύ ισχυρού τόξου
με περιορισμένη δύναμη και το τέντωμα της χορδής του χωρίς την επέμβαση του τοξότη. Τη χορδή συγκρατούσε ένα
ανασταλτικό ελατήριο, το οποίο απελευθέρωνε ο τοξότης τη στιγμή της εκτόξευσης του βέλους. Οι β. εκτόξευαν βέλη και
ακόντια. Υπήρχαν διάφοροι τύποι β. ανάλογα με το σύστημα τάνυσης της χορδής και μπορούσαν επίσης να είναι φορητές ή
σταθερές. Χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα κατά τον Μεσαίωνα και εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του 17ου αι., λόγω της
τελειοποίησης και της διάδοσης των πυροβόλων όπλων.
Βάλμη. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 128 κατ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στην
ανατολική όχθη της τεχνητής λίμνης του Πηνειού, 41 χλμ. Β του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας.
Βαλμί, μάχη (Valmy). Μάχη που έλαβε χώρα στο ομώνυμο χωριό της βορειοανατολικής Γαλλίας (στον νομό Μάρνη), μεταξύ
των Γάλλων και των Πρώσων, το 1792. Η μάχη δόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου και είχε καταλυτική σημασία για την έκβαση του
Γαλλοπρωσικού πολέμου. Συγκεκριμένα, ο βασιλιάς της Πρωσίας είχε ζητήσει από τη γαλλική εθνοσυνέλευση την
απελευθέρωση των βασιλέων της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και Μαρίας Αντουανέτας, που κρατούνταν φυλακισμένοι, και την
αποκατάστασή τους στον θρόνο. Βασισμένος στην υπεροχή του στρατού του, έστειλε 30.000 άντρες κατά του Παρισιού, με
επικεφαλής τον δούκα του Μπράουνσβαϊγκ. Ο τελευταίος, αφού κατέλαβε το Λονγκβί και το Βερντέν, στράφηκε (ύστερα από
σχετική διαταγή του βασιλιά) κατά των δυνάμεων του Γάλλου στρατηγού Ντιμουριέ, που είχαν στρατοπεδεύσει, μετά την
απώλεια των διαβάσεων της Αργκόν, στο Βαλμί, μαζί με τις δυνάμεις του Κελερμάν και του Μπερνονβίλ. Ο Πρώσος δούκας
άρχισε την επίθεσή του με σφοδρό βομβαρδισμό των γαλλικών θέσεων, αλλά όταν οι στρατιώτες του αντιμετώπισαν τις
ξιφολόγχες των Γάλλων, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις αρχικές τους θέσεις. Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό του
γαλλικού στρατού και αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς από ήττες των Πρώσων, οι οποίοι τελικά υποχρεώθηκαν να
αποσυρθούν από τα γαλλικά εδάφη σχεδόν αποδεκατισμένοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άγγελμα της μεγάλης νίκης διαδόθηκε
στο Παρίσι την ώρα ακριβώς που η γαλλική συνέλευση ανακήρυττε τη δημοκρατία και απεσταλμένοι της έσπευσαν να
ανακοινώσουν την ιστορική είδηση στον στρατό του Ντιμουριέ. Η μάχη αποτέλεσε και το θέμα θαυμάσιου πίνακα του
ζωγράφου Οράς Βερνέ (1833).
Βαλμίκι (σανσκριτικά βάλμικα = μυρμηγκοφωλιά). Μυθικός Ινδός ποιητής στον οποίο αποδίδεται το επικό ποίημα Ραμαγιάνα.
Καμιά αξιόπιστη πληροφορία δεν υπάρχει για την προσωπικότητά του και για την εποχή που έζησε, εκτός από μερικά
μυθολογικά στοιχεία σχετικά με αυτόν στο ίδιο το ποίημα. Καταγόμενος από κατώτερη κάστα, σύμφωνα πάντοτε με τον μύθο,
πήρε ενεργό μέρος στα γεγονότα που αναφέρονται στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Έπειτα από πολλές περιπέτειες,
συνάντησε στο δάσος την πιστή του σύζυγο Σίτα, που την καταδίωκε αδικαιολόγητα ο Ράμα.
Στον Β. αποδίδεται επίσης η επινόηση του σλόκα, της τυπικής ινδικής μετρικής μορφής, όταν άρχισε να τραγουδά για τη
θανάτωση του θηλυκού ενός ερωδιού από έναν κυνηγό, εμπνεόμενος απευθείας από τον Βράχμα. Πάντοτε σύμφωνα με την
παράδοση, πέθανε ασκητής, αφού έμεινε ακίνητος για πάρα πολλά χρόνια, ενώ το σώμα του είχε μετατραπεί σε μυρμηγκοφωλιά,
απ’ όπου προήλθε και το όνομά του.
Βάλντα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1866. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 15,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
11,67. Περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.490 ημέρες. Διεθνώς ονομάζεται Valda 262.
Βαλντέκ, Ζαν-Φρεντερίκ (Jean-Frederic Waldek, Αυστρία 1766 – 1875). Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος. Σε νεαρή ηλικία
περιηγήθηκε μεγάλο μέρος της Αφρικής και έφτασε έως το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο
Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Τουλόν και στην εκστρατεία στην Αίγυπτο όπου, για να μη
συλληφθεί από τους Άγγλους, διέσχισε ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες την έρημο Δόγκολα. Από εκεί πέρασε στις πορτογαλικές
αποικίες και έφτασε στη Μαδαγασκάρη. Επέστρεψε στη Γαλλία και έπειτα από λίγο καιρό ταξίδεψε στην Ινδία. Συνέχισε τα
ταξίδια του και επισκέφτηκε τη Χιλή, τη Γουατεμάλα (όπου ζωγράφισε αρχαία μνημεία) και το Μεξικό, όπου επισκέφτηκε τις
τοπικές αρχαιότητες. Το 1867, σε ηλικία 101 ετών, έστειλε στο Σαλόν του Παρισιού δυο πίνακές του, τον Παλαιό Κόσμο και τον
Νέο Κόσμο, εμπνευσμένους από τα ταξίδια του. Φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες του είδους και έγραψε αξιόλογα έργα με βάση τις
ταξιδιωτικές εμπειρίες του.
Βάλντεμαρ (Waldemar). Όνομα τριών βασιλιάδων της Δανίας.
1. Βάλντεμαρ Α’, ο Μέγας (1131 – 1182). Βασιλιάς της Δανίας (1157-82). Ήταν γιος του Κανούτου Λαβάρντ (Κνουτ) και της
Ρωσίδας πριγκίπισσας Ίνζεμποργκ. Σε ηλικία 16 ετών αναμείχτηκε στην υπόθεση της διαδοχής του θρόνου της Δανίας, που
διεκδικούσαν ο Σβεν Γ’ και ο μετέπειτα Κανούτος Ε’ και τάχθηκε με το μέρος του πρώτου. Αργότερα όμως, μετά τον γάμο του
με την κόρη του Κανούτου, στράφηκε κατά του πρώην συμμάχου του Σβεν, όταν αυτός δολοφόνησε τον Κανούτο Ε’, και
κατόρθωσε, στον πόλεμο που ακολούθησε, να τον νικήσει (μάχη του Γκρατ, 1157) και να παραμείνει έτσι ο μόνος βασιλιάς της
χώρας του. Ο Β. ασχολήθηκε με το έργο της αναδιοργάνωσης της Δανίας (με τη βοήθεια του αρχιεπισκόπου Άμπσαλον), που
είχε δοκιμαστεί από τους συνεχείς εμφύλιους πολέμους και με την κατάρτιση μιας σειράς νόμων (Νόμοι της Σκανίας και της
Σγελάνδης), που αποτέλεσαν και τη βάση του δανέζικου δικαίου.
2. Βάλντεμαρ Β’, ο Νικητής ή Νομοθέτης (1170 – 1241). Βασιλιάς της Δανίας (1202-41). Ήταν γιος του Β. Α’ και διαδέχτηκε
τον αδελφό του, Κανούτο ΣΤ’. Όταν ανέβηκε στον θρόνο, κατόρθωσε να καταλάβει διάφορες πόλεις της Βαλτικής και της
Γερμανίας, μεταξύ των οποίων και το Αμβούργο. Το 1218, κατέκτησε την Εσθονία, ύστερα από νικηφόρα μάχη κοντά στο
σημερινό Ταλίν, όπου ίδρυσε έναν οχυρό οικισμό, ο οποίος στα γερμανικά ονομαζόταν Ρεβάλ. Τα υπόλοιπα χρόνια της
βασιλείας του σημαδεύτηκαν από τον αποτυχημένο αγώνα του να εξουδετερώσει τον επικίνδυνο εχθρό του Έρικ Σβέριν και από
την απώλεια σχεδόν όλων των κτήσεων που είχε κατακτήσει στους προηγούμενους πολέμους. Καταπτοημένος από τις αποτυχίες
αυτές, αφιέρωσε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην εσωτερική ανασυγκρότηση της χώρας του και στη συνέχιση του
νομοθετικού έργου του πατέρα του.
3. Βάλντεμαρ Γ’ (1200 – 1231). Βασιλιάς της Δανίας (1219-31). Γιος του Β. Γ’, άσκησε τη βασιλική εξουσία μαζί με τον πατέρα
του ως συμβασιλιάς, νυμφεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Πορτογαλίας Αλφόνσου Β’ και πέθανε λίγο αργότερα, από
τραυματισμό του σε κυνήγι.
4. Βάλντεμαρ Δ’ Άτερνταγκ (1320; – 1375). Βασιλιάς της Δανίας (1340-75). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον Χριστόφορο Β’. Χάρη
στην εξαιρετική του διπλωματική ικανότητα, κατάφερε να ανακτήσει τις περισσότερες επαρχίες της Δανίας που είχαν πέσει στα
χέρια των Σουηδών και να αποκαταστήσει το κύρος του κράτους του. Όμως, ο εναντίον του συνασπισμός συνολικά 77
χανσεατικών πόλεων υποχρέωσε τον στρατηγό του, Πόντμπουσκ, να υπογράψει ταπεινωτική ειρήνη, που προέβλεπε ανάμεσα
στους άλλους όρους να δεχτεί ως διάδοχό του τον γιο του δούκα του Μεκλεμβούργου. Ο Β. πέθανε τον καιρό που ετοιμαζόταν
να πάρει και πάλι τα όπλα για να απαλλαγεί από την ταπεινωτική αυτή συνθήκη.
Βαλντίβια. Πόλη (140.559 κάτ. το 2002) της νότιας Χιλής, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (18.250 τ. χλμ., 356.396 κάτ.).
Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ομώνυμου ποταμού, κοντά στις εκβολές του στον Ειρηνικό ωκεανό, 380 χλμ. στα νότια
της Κονσεψιόν. Η πόλη βρίσκεται πάνω στον Παναμερικανικό αυτοκινητόδρομο και στη σιδηροδρομική γραμμή Σαντιάγο-
Πουέρτο Μοντ. Διαθέτει επίσης αεροδρόμιο και έχει ένα καλά οργανωμένο εμπορικό λιμάνι που εξυπηρετείται και από τον
προλιμένα του Κοράλ. Η δευτερογενής δραστηριότητα είναι πολύ ανεπτυγμένη, με βιομηχανίες μηχανημάτων, χάρτου, ειδών
διατροφής και ξύλου. Η ενέργεια εξασφαλίζεται από ένα θερμοηλεκτρικό και έναν υδροηλεκτρικό σταθμό.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Ισπανό κονκισταδόρ Πέδρο δε Βαλντίβια το 1552 και για μεγάλο χρονικό διάστημα όριζε τα
σύνορα με τα εδάφη των ιθαγενών Αραουκανών, οι οποίοι το 1597 την πυρπόλησαν. Το 1643 κατελήφθη από μια ολλανδική
αποστολή, η οποία όμως υποχρεώθηκε γρήγορα να αποσυρθεί κάτω από τις ακατάπαυστες επιθέσεις των Αραουκανών. Η πόλη
γνώρισε μεγάλες καταστροφές από τον σεισμό και το παλιρροϊκό κύμα του 1960 (22 Μαΐου).
Βαλντίβια, Πέδρο δε- (Pedro de Valdivia, Ισπανία περ. 1500 – Τουκαπέλ, Νότια Αμερική 1554). Ισπανός θαλασσοπόρος και
κονκισταδόρ της Νότιας Αμερικής. Πήρε μέρος στην κατάκτηση και στην εξερεύνηση του Περού και της Χιλής (1535-37). Το
1540 ήταν επικεφαλής της ισπανικής εκστρατείας στη Χιλή. Τα επόμενα χρόνια ίδρυσε τις πόλεις Σαντιάγκο (1541), Σερένα
(1544), Κονσεψιόν (1550), Ιμπεριάλ (1551) Βαλντίβια (1552) και αρκετές άλλες, μικρότερες. Στο ενεργητικό του είχε πολλές
μάχες εναντίον των ιθαγενών και κυρίως εναντίον των Αραουκανών. Τον Δεκέμβριο του 1553 σε μια τέτοια μάχη, κοντά στην
Τουκαπέλ, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους γηγενείς και εκτελέστηκε. Τα γράμματα του Β. προς τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’
αποτελούν πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Χιλής.
Βαλντχάιμ, Κουρτ (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 – ). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ
(1971-81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986-92). Την περίοδο 1956-60 διετέλεσε πρεσβευτής της χώρας του
στη Γαλλία και στον Καναδά. Το 1962 ορίστηκε μόνιμος αντιπρόσωπος της Αυστρίας στα Ηνωμένα Έθνη, θέση στην οποία
παρέμεινε μέχρι το 1964. Το 1968 έγινε πρόεδρος της επιτροπής του OHE για την ειρηνική χρήση του Διαστήματος. Το 1968-70
έγινε υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας και την επόμενη χρονιά έθεσε υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές, αλλά δεν
εξελέγη. Το 1971 ανέλαβε καθήκοντα γενικού γραμματέα του OHE, θέση που διατήρησε έως τον Δεκέμβριο του 1981 (δύο
θητείες). Στην πολυετή θητεία του ως γενικού γραμματέα ανέλαβε σημαντικές ειρηνευτικές αποστολές (Λίβανος, Ναμίμπια
κ.ά.). Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, ο Β. δραστηριοποιήθηκε για την επίλυση του Κυπριακού, χωρίς όμως
αποτέλεσμα.
Το 1986 διεκδίκησε ξανά την προεδρία της Αυστρίας, αλλά λίγους μήνες πριν από τις εκλογές κατηγορήθηκε για συμμετοχή
στις γερμανικές θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου. Οι καταγγελίες αφορούσαν την εξόντωση χιλιάδων Εβραίων και
ανταρτών στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία, όπου ο Β. υπηρέτησε ως αξιωματικός του γερμανικού στρατού. Παρά τη διεθνή
κατακραυγή, ο Β., ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του σε ναζιστικά εγκλήματα, εξελέγη πρόεδρος της Αυστρίας
στον δεύτερο γύρο των εκλογών (8 Ιουλίου 1986). Μια διεθνής ανεξάρτητη επιτροπή που συγκροτήθηκε για να ερευνήσει τις
καταγγελίες εναντίον του, στην έκθεσή της το 1988, ενώ διαπίστωσε ότι ο Β. υπηρετούσε στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία
την περίοδο εκείνη, δεν βρήκε αποδείξεις για προσωπική συμμετοχή του σε εγκληματικές ενέργειες, αλλά έκρινε πως πρέπει να
ήταν σε γνώση του ανάλογες πράξεις υφισταμένων του. Η διεθνής απομόνωση της χώρας του λόγω των καταγγελιών τον
ανάγκασε να μη θέσει ξανά υποψηφιότητα μετά τη λήξη της θητείας του, το 1992.
Βαλονία. Ονομασία του γαλλόφωνου τμήματος του Βελγίου και, σύμφωνα με το νέο σύνταγμα της χώρας (1995), μία από τις
τρεις ζώνες στις οποίες υποδιαιρείται η χώρα (οι άλλες δύο είναι η φλαμανδόφωνη Φλάνδρα και η μεικτή ζώνη των Βρυξελλών).
Βλ. λ. Βέλγιο (Πολιτικά στοιχεία).
βάλος (Ballus). Γένος αραχνών της οικογένειας των σαλτικιδών, που διαβιούν σε διάφορα μέρη του κόσμου, μεταξύ αυτών και
στην Ελλάδα. Είναι έντομα μικρού μεγέθους, με αρκετά μεγάλο κεφαλοθώρακα και καλά ανεπτυγμένα μάτια, στο πάνω και
πίσω μέρος τους. Καλύπτονται από λευκό ή ξανθό τρίχωμα, ενώ τα πίσω πόδια τους είναι κίτρινα με μαύρες ταινίες.
Μετακινούνται με άλματα στα δάση και στα χωράφια. Στην Ελλάδα συναντώνται τα είδη Ballus depressus και Ballus rufipes.
Βαλουά (Valois). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Γαλλίας, στο βόρειο τμήμα της χώρας, που οριζόταν μεταξύ των ποταμών
Ουάζ και Εν, στα όρια του σημερινού διοικητικού διαμερίσματος Ιλ-ντε Φρανς. Πρόκειται για μια περιοχή με μεγάλη ποικιλία
καλλιεργειών (δημητριακά, όσπρια, λαχανικά κ.ά.) και με πολλά οπωροφόρα δέντρα, ενώ περιβάλλεται επίσης από μεγάλα και
πυκνά δάση.
Ο Φίλιππος Δ’ ο Ωραίος (1285-1314) παραχώρησε την περιοχή, το 1285, στον αδελφό του Κάρολο. Γιος του Καρόλου ήταν ο
Φίλιππος ΣΤ’ της Γαλλίας, η δυναστεία του οποίου ονομάστηκε από το όνομα της περιοχής αυτής (βλ. λ. Βαλουά, δυναστεία).
Βαλουά, δυναστεία (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, ο οποίος είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του
βασιλικού οίκου των Καπετιδών.
Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’ του Τολμηρού και αδελφό του Φιλίππου Δ’ του Ωραίου, ο
οποίος του παραχώρησε το 1285 την κομητεία του Β., στη βόρεια Γαλλία, ενώ αργότερα ο Κάρολος, με τον γάμο του με την
εξαδέλφή του Μαργαρίτα, κόρη του Καρόλου Β’, ονομάστηκε επίσης κόμης της Νάπολης, του Μεν και της Ανδηγαυίας (1290).
Ο Κάρολος πέθανε το 1325 (βλ. λ. Κάρολος του Βαλουά), ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 1328, με την εξαφάνιση της απευθείας
αρρενογονικής γραμμής των Καπετιδών, ο γιος του Φίλιππος ΣΤ’ ανέβηκε στον θρόνο, εγκαινιάζοντας τη δυναστεία των Β., η
οποία συνεχίστηκε από πατέρα σε γιο με τους Ιωάννη Β’ (1350-64), Κάρολο Ε’ (1364-80), Κάρολο ΣΤ’ (1380-1422), Κάρολο
Ζ’ (1422-61), που βασίλεψαν στην περίοδο του Εκατονταετούς πολέμου, Λουδοβίκο ΙΑ’ (1461-83) και Κάρολο Η’ (1483-98),
τον οποίο διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Λουδοβίκος ΙΒ’ (1498-1515), από το γένος Β.-Ορλεάνης, και μετά τον θάνατο του
τελευταίου, ο γαμπρός και εξάδελφός του Φραγκίσκος Α’ του οίκου των Β.-Ανγκουλέμ (1515-47), γιος του Καρόλου Β.-
Ανγκουλέμ και της Λουίζας της Σαβοΐας. Τον Φραγκίσκο Α’ διαδέχτηκε ο γιος του Ερρίκος Β’ (1547-59), ο οποίος πέθανε από
τραύματα σε μια κονταρομαχία, και στη συνέχια οι τρεις γιοι του από τον γάμο του με την Αικατερίνη των Μεδίκων,
Φραγκίσκος Β’ (1559-60), Κάρολος Θ’ (1560-74) και Ερρίκος Γ’ (1574-89), ο οποίος για να φορέσει το στέμμα της Γαλλίας,
εγκατέλειψε τον θρόνο της Πολωνίας, της οποίας εκείνη την περίοδο είχε εκλεγεί βασιλιάς. Με τη δολοφονία του Ερρίκου Γ’
από τον αβά Κλεμάν έσβησε η από αρρενογονία γραμμή, γιατί ο αδελφός του, δούκας του Αλανσόν, είχε πεθάνει το 1584.
Τη δυναστεία των Β. διαδέχτηκε ο οίκος των Βουρβόνων.
Βαλουά, Ίντρις Στάντε ντε-. Ιρλανδή χορεύτρια και χορογράφος. Βλ. λ. Ντε Βαλουά, Ίντρις Στάντε.
Βαλουκλή, μονή. Μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Ανατολής που επιβίωσαν
μέχρι σήμερα. Βρίσκεται έξω από τα μεσαιωνικά τείχη της Κωνσταντινούπολης, απέναντι από τη λεγόμενη Πύλη της
Σηλυβρίας, και είναι επίσης γνωστό ως μονή Μπαλουκλί (ή Βαλουκλί), Παναγία η Βαλουκλιώτισσα (ή Μπαλουκλιώτισσα) και,
κυρίως, ως Μονή ή Αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, από την ομώνυμη πηγή που θεωρείται από τα σημαντικότερα αγιάσματα της
ορθοδοξίας (βλ. λ. Ζωοδόχος Πηγή).
Σύμφωνα με μία εκδοχή, η μονή ιδρύθηκε λίγο πριν από το 536 από τον Ιουστινιανό (κατ’ άλλους, από τον Λέοντα Α’, στα μέσα
του 5ου αι.) και έκτοτε, στην πορεία των αιώνων, η ιστορία της ταυτίστηκε με την τύχη της Κωνσταντινούπολης. Στο διάστημα
αυτό καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και πολέμους, αλλά κάθε φορά ξαναχτιζόταν από αυτοκράτορες και
πατριάρχες. Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ήταν τελείως ερειπωμένη.
Σύμφωνα όμως με τον Γερμανό Στέφαν Γκέρλαχ, ο οποίος την επισκέφθηκε το 1576, οι Κωνσταντινουπολίτες εξακολουθούσαν
να πηγαίνουν εκεί κάθε χρόνο την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής και να πίνουν από το θαυματουργό νερό του αγιάσματος. Ο
Γκέρλαχ επίσης αναφέρει πρώτος τη λαϊκή παράδοση για τα ψάρια που την ημέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης
αναπήδησαν από το τηγάνι μιας μοναχής και ξανάπεσαν στην πηγή του μοναστηριού, συμβολίζοντας έτσι ότι η Πόλη αλώθηκε
από τους Τούρκους. Από τότε, σύμφωνα με τον θρύλο, η μονή πήρε την ονομασία Β. (τουρκ. μπαλούκ = ψάρι).
Ο σημερινός ναός της μονής χτίστηκε το 1833 από τον πατριάρχη Κωνστάντιο Α’. Από τα τέλη του 18ου αι. λειτούργησαν εκεί
νοσοκομείο και γηροκομείο της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα, το Ομογενειακό Νοσοκομείο Β.
θεωρείται από τα κορυφαία της τουρκικής πόλης. Εκεί επίσης βρίσκεται και το επίσημο ορθόδοξο νεκροταφείο, το οποίο υπέστη
πολλές ζημιές κατά τα ανθελληνικά γεγονότα τον Σεπτέμβριο του 1955, αλλά και αργότερα από Τούρκους εξτρεμιστές. Στο
νεκροταφείο βρίσκονται οι τάφοι των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
Βαλπαραΐσο (Valparaίso). Πόλη (275.982 κάτ. το 2002) της κεντρικής Χιλής, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.780 τ.
χλμ., 876.022 κάτ.), καθώς και του ομώνυμου γεωγραφικού διαμερίσματος (16.396 τ. χλμ., 1.539.852 κάτ. το 2002) της χώρας.
Βρίσκεται στα παράλια του Ειρηνικού ωκεανού, χτισμένη αμφιθεατρικά στην ακτή του ομώνυμου κόλπου. Ουσιαστικά,
αποτελεί πολεοδομικό συγκρότημα με τη γειτονική παράλια πόλη Βίνια ντελ Μαρ (286.931 κάτ. το 2002), που είναι ονομαστό
τουριστικό θέρετρο, συνιστώντας το μητροπολιτικό συγκρότημα του Β. Στο χαμηλό τμήμα της αστικής περιοχής εκτείνονται οι
εμπορικές συνοικίες, ενώ στις πλαγιές των πίσω λόφων έχουν αναπτυχθεί οι περιοχές κατοικίας που συνδέονται με τις πρώτες με
τελεφερίκ.
Το Β. είναι το κυριότερο λιμάνι ολόκληρης της ακτής του Ειρηνικού της Νότιας Αμερικής και η δεύτερη βιομηχανική πόλη της
Χιλής, μετά την πρωτεύουσα Σαντιάγκο, από την οποία απέχει περίπου 100 χλμ. στα ΒΔ. Η βιομηχανία της είναι ιδιαίτερα
ανεπτυγμένη στους κλάδους τροφίμων, μηχανημάτων, υφαντουργίας και δερμάτινων ειδών, συνθετικών ινών, υποδηματοποιίας,
φαρμακευτικών και χημικών προϊόντων και καπνού, ενώ διαθέτει επίσης ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις.
Είναι οδικός κόμβος και αφετηρία της διηπειρωτικής σιδηροδρομικής γραμμής που περνάει από το Σαντιάγκο και καταλήγει στο
Μπουένος Άιρες, στον Ατλαντικό ωκεανό. Εξυπηρετείται επίσης από αεροδρόμιο, ενώ μεγάλη κίνηση παρουσιάζει ο τουρισμός.
Αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο, το Β. είναι έδρα του Καθολικού Πανεπιστημίου (1928) και του πολυτεχνείου Φεντερίκο Σάντα
Μαρία (1926), ενώ φιλοξενεί επίσης ναυτική ακαδημία, ιδρύματα ερευνών και πολλά άλλα μορφωτικά ιδρύματα. Στο κάτω
μέρος της πόλης βρίσκονται μεγάλα δημόσια κτίρια, λεωφόροι, πλατείες και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το ιστορικό κέντρο της
έχει ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ (2003).
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 1536 από τους Ισπανούς, πιθανότατα από τον Πέδρο δε Βαλντίβια. Το 1674, οι Ισπανοί άποικοι,
για να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των Άγγλων και Ολλανδών πειρατών, την οχύρωσαν με τείχη. Κατά τον πόλεμο της
ανεξαρτησίας της Χιλής, η πόλη κάηκε από τους Ισπανούς. Το 1832, όμως, ανοικοδομήθηκε και γνώρισε μια περίοδο μεγάλης
ευημερίας κατά την οποία κατέστη το κυριότερο λιμάνι της Νότιας Αμερικής, αλλά βρέθηκε επίσης στο επίκεντρο σημαντικών
πολεμικών γεγονότων. Στον πόλεμο με τους Ισπανούς (1866) βομβαρδίστηκε από μοίρα του ισπανικού στόλου. Από τις αρχές
του 18ου αι. και μετά, η πόλη δοκιμάστηκε από συχνούς και ισχυρούς σεισμούς (1730, 1822, 1906 και 1928), οι οποίοι
προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές.
Βαλπούργα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1886. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 14,8, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,8. Διεθνώς ονομάζεται Walpurga 256.
Βαλπούργεια νύχτα (γερμ. Walpurgisnacht). Θρύλος της γερμανικής λαϊκής παράδοσης, σύμφωνα με τον οποίο, τη νύχτα της
30ής Απριλίου προς την 1η Μαΐου, μάγισσες και διάφορα άλλα κακοποιά πνεύματα φτάνουν πάνω σε σκούπες και τράγους στην
κορυφή του βουνού Χαρτζ και επιδίδονται, μαζί με τον αρχηγό τους τον Σατανά, σε κάθε είδους όργια. Ο θρύλος αυτός
εμφανίζεται ως θέμα στο έργο πολλών ζωγράφων και λογοτεχνών, όπως στον Φάουστ του Γκέτε. Η ονομασία της δοξασίας
οφείλεται στην Αγγλίδα ιεραπόστολο του 8ου αι. Βαλπούργα (περ. 710;-770;), η οποία έζησε στη Γερμανία και η μνήμη της
τιμάται ως αγίας την 1η Μαΐου.
βαλπουργίνης (Ορυκτ.). Ένυδρο αρσενικό άλας του ουρανίου και του βισμουθίου, με χημικό τύπο 3UO 25Bi2O32Αs2Ο510Η2Ο.
Σχηματίζει κρυστάλλους στο τρικλινές κρυσταλλικό σύστημα. Παρουσιάζει σκληρότητα 3,5 βαθμούς στη σκληρομετρική
κλίμακα (MOS) και ειδικό βάρος 5,76. Έχει χρώμα κίτρινο, υαλώδη λάμψη και πρόκειται για σχετικά σπάνιο ορυκτό, γιατί
βρίσκεται μόνο μαζί με ουρανιούχα κοιτάσματα.
Βαλρά, Λεόν (Leon Walras, Εβρέ, Ερ 1834 – Κλαρέν, Λοζάνη 1910). Γάλλος οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε
καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης στην Ελβετία (1870-92), αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να διδάξει
στη Γαλλία εξαιτίας της εχθρότητας που συνάντησαν οι ιδέες του από τους ομοεθνείς του οικονομολόγους της εποχής του.
Το όνομά του συνδέθηκε με μια εντελώς πρωτότυπη θεωρία, περί της γενικής οικονομικής ισορροπίας, με την οποία απέδειξε
ότι σε μια στατική οικονομία και υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού θα επερχόταν αυτόματα και αναπόφευκτα μια
κατάσταση ισορροπίας, στην οποία οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών θα ισοδυναμούσαν και οι επιχειρηματίες δεν θα
είχαν κανένα κέρδος.
Ο Β. είναι ο ιδρυτής της λεγόμενης οικονομικής σχολής της Λοζάνης και, σχεδόν την ίδια εποχή με τον Καρλ Μένγκερ, τον
ιδρυτή της σχολής της Βιέννης, και τον Άγγλο οικονομολόγο Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς, έβαλαν τις βάσεις της θεωρίας της
οριακής ωφελιμότητας (ή χρησιμότητας). Χρησιμοποιώντας τα μαθηματικά, ο Β. ανέλυσε το πρόβλημα των τιμών με τόσες
εξισώσεις όσους και αγνώστους (ποσότητες και τιμές), με τη βοήθεια των καμπυλών ζήτησης και ωφελιμότητας. Το σύστημα
του Β. συμπληρώθηκε από τον Ιταλό Βιλφρέντο Παρέτο και, στη συνέχεια, το σύστημα εξίσωσης Β.-Παρέτο χρησιμοποιήθηκε
και στην οικονομετρία.
Η εισαγωγή των μαθηματικών στην οικονομική επιστήμη από τον Γάλλο Αντουάν Ογκιστέν Κουρνό και κυρίως από τον Β. και
τη σχολή της Λοζάνης χαρακτηρίζει και τη σχολή της οικονομικής ισορροπίας, ή αλλιώς μαθηματική σχολή, όπως είναι
περισσότερο γνωστή.
Από τα έργα του θεμελιώδη σημασία έχει η μελέτη με τίτλο Στοιχεία καθαρής οικονομικής πολιτικής (1874-77), στην οποία,
αναλύοντας δύο προηγούμενες μελέτες, ο Β. παρέχει μια πλήρη έκθεση της ανάλυσης περί ανταλλαγής και της θεωρίας της
οικονομικής ισορροπίας. Λιγότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα του Μελέτες κοινωνικής οικονομικής (1896) και Μελέτες
εφαρμοσμένης οικονομίας (1898) που προτείνουν μεταρρυθμίσεις στην οικονομία.
βαλς (γαλλ. valse, γερμ. waltz < walzen = στροβιλίζομαι). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, ο οποίος άνθησε τον 19o αι.
Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κ.ά., οι οποίοι ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο.
Παρά τις πολλές επιφυλάξεις ηθικής φύσεως (στη Γαλλία, για παράδειγμα, εναντιώθηκαν με διάφορους τρόπους) το β. γνώρισε
αμέσως τεράστια επιτυχία και οι διασημότεροι συνθέτες, από τον Μπετόβεν έως τον Σούμαν, από τον Σοπέν έως τον Μπραμς,
και από τον Τσαϊκόφσκι έως τον Ραβέλ, ασχολήθηκαν με το είδος αυτό. Στην Αυστρία, περίπου στα μέσα του 19ου αι., έπαψε
να είναι καθαρή σύνθεση και έγινε χορευτικό είδος που προσαρμοζόταν και σε μικρά ορχηστρικά σύνολα, υπακούοντας όμως σε
δικά του σχήματα μορφής. Χάρη στους δύο Γιόχαν Στράους (πατέρα και γιο), το β. δεν έγινε μόνο κομψότερο και
δημοφιλέστερο από ποτέ άλλοτε, αλλά απέκτησε και αυτό τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μουσικού πολιτισμού της
Αυστρίας, δηλαδή την ιδιαίτερη ευαισθησία στην ενορχήστρωση, στον ρυθμό και στη δυναμική.
Στα τέλη του 19ου αι. ο ρυθμός, το πρωταρχικό στοιχείο του β., υποχώρησε έναντι του μελωδικού στοιχείου και το ίδιο το β.
πέρασε σε μια άλλη, πιο εύθυμη μορφή της βιεννέζικης μουσικής ζωής με τους Φραντς Λέχαρ, Όσκαρ Στράους, Ίμρε Κάλμαν.
Κατά τις αρχές του 20ού αι., στον επικρατέστερο χορό του προηγούμενου αιώνα απέτισαν φόρο τιμής ο Μορίς Ραβέλ στο
συμφωνικό του ποίημα Το βαλς και ο Ρίχαρντ Στράους στο έργο του Ο ιππότης με το ρόδο.
Βαλσάλβα, Αντόνιο Μαρία (Antonio Maria Valsalva, Ίμολα 1666 – Μπολόνια 1732). Ιταλός γιατρός. Άξιες μνείας είναι οι
εργασίες του στην ανατομία και στη φυσιολογία του αφτιού. Διαδεδομένη υπήρξε επίσης η αποκαλούμενη δοκιμασία
Βαλσάλβα, η οποία συνίσταται στη συγκράτηση του θώρακα σε θέση βαθιάς εισπνοής, ενώ συγχρόνως γίνεται προσπάθεια
βίαιης εκπνοής με κλειστή τη γλωττίδα. Η δοκιμασία αυτή χρησιμεύει σε ορισμένες εξετάσεις της φυσιοπαθολογίας του
αναπνευστικού και του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος.
βάλσαμα. Αρωματικές ουσίες οι οποίες εκκρίνονται από ορισμένα φυτά και ρέουν αυτόματα ή με χάραξη του φυτού. Πρόκειται
γενικά για ρητίνες διεσπαρμένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την
ιδιότητα να σκληραίνουν στον αέρα, να γίνονται δηλαδή πυκνόρρευστα ή εντελώς στερεά. Έχουν ευχάριστη οσμή και είναι
αδιάλυτα στο νερό και διαλυτά στους οργανικούς διαλύτες.
Μερικά από τα φυτικά β. είναι η βενζόη (βλ. λ.), το β. του Περού και το β. του Τολού· τα δύο τελευταία εκκρίνονται από
διαφορετικές ποικιλίες του φυτού Myroxylon balsamum, τα οποία φύονται στην τροπική Αμερική. Πρέπει να αναφερθεί επίσης
το β. του Καναδά, ελαιορητίνη που εκκρίνεται από τα καναδικά έλατα, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικών
οργάνων λόγω της διαφάνειάς του και του ειδικού δείκτη διάθλασης. Τα β. έχουν σήμερα ευρεία χρήση, τόσο στη φαρμακευτική
όσο και στην αρωματοποιία.
Βαλσαμάκης. Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, τα μέλη της οποίας μετά την Άλωση διασκορπίστηκαν στην
Κρήτη, στα Ιόνια νησιά και στη Δύση, δημιουργώντας κλάδους της οικογένειας. Από τα μέλη της οικογένειας αυτής με δράση
κατά τον 19ο αι., ξεχωρίζουν οι παρακάτω.
1. Γεράσιμος (α’ μισό 19ου αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση
μεταξύ Αδαμάντιου Κοραή και Παναγιώτη Κοδρικά για το γλωσσικό ζήτημα και υπέγραψε μάλιστα διαμαρτυρία για τις
γλωσσικές αντιλήψεις του τελευταίου, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της αρχαΐζουσας γλώσσας των πατριαρχικών εγγράφων.
2. Δήμος (1785 – 1870). Λόγιος. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους λόγιους της εποχής
του και, κυρίως, με τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στα χρόνια της αγγλοκρατίας κατέλαβε διοικητικές
θέσεις στην Ιόνιο Πολιτεία και τιμήθηκε για τη δράση του με τον αγγλικό Μεγαλόσταυρο των Αγίων Γεωργίου και Μιχαήλ.
Διετέλεσε επίσης μέλος πολλών φιλολογικών και καλλιτεχνικών εταιρειών στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Αυστρία. Έγραψε
ποιήματα και φιλολογικές και ιστορικές μελέτες στα ελληνικά και στα ιταλικά. Στο συνέδριο της Βιέννης (1815) είχε υποβάλει –
ανεπίσημα– υπόμνημα για την τύχη των Ιόνιων Νήσων.
3. Κωνσταντίνος (1798 – 1868). Γιατρός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Ήταν αδελφός του Δήμου (2.). Το 1821 εγκαταστάθηκε
στην Κύπρο, όπου εργάστηκε ως γιατρός. Συγκέντρωσε υλικό για την ιστορία και τη νομισματολογία της Επτανήσου και
κατάρτισε συλλογή έργων αρχαίας τέχνης και φυσιολογίας. Η τελευταία βρίσκεται τώρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τα
έργα του, έχει δημοσιευτεί μόνο ένα επικό ποίημά του, γραμμένο στα ιταλικά.
4. Νικόλαος (Κεφαλονιά 1834 – 1914). Νομικός και πολιτικός. Ήταν μέλος της Ιονίου Βουλής και, μετά την ένωση της
Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Κεφαλληνίας. Διετέλεσε επίσης πληρεξούσιος (1863) και
υπουργός Δικαιοσύνης (1879-80). Τέλος, διακρίθηκε ως κοινοβουλευτικός εισαγγελέας στην περιβόητη δίκη των Σιμωνιακών
(βλ. λ. Σιμωνιακά).
5. Παύλος (1775 – 1825). Νομικός και συγγραφέας. Έγραψε πολλές μελέτες, η σπουδαιότερη από τις οποίες αναφέρεται στον
ενετικό ποινικό κώδικα.
6. Σπυρίδων (Κεφαλονιά 1796 – Κέρκυρα 1863). Νομομαθής και ποινικολόγος. Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και στην
Ιταλία. Το 1843 εξελέγη βουλευτής Κεφαλληνίας και αργότερα διορίστηκε πρόεδρος πρωτοδικών στα Κύθηρα. Το 1845
προτάθηκε από τον Άγγλο αρμοστή Σίτον ως πρόεδρος της Ιόνιας Γερουσίας, αλλά ο διορισμός του ματαιώθηκε. Δημοσίευσε
ανώνυμα δύο νομικές πραγματείες.
Βαλσαμάκης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Κεφαλονιά.
1. Δημήτριος. Κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στην Κωνσταντινούπολη και πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα της
Μολδοβλαχίας. Το 1823 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε τον Αγώνα.
2. Λουκάς. Ήταν πλοίαρχος και εγκατέλειψε το πλοίο του στην Οδησσό για να ακολουθήσει, μαζί με τους ναύτες του, τον
Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εξέγερση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο Υψηλάντης τον διόρισε εκατόνταρχο στον Ιερό Λόχο.
Μετά τη μάχη του Δραγατσανίου συμπολέμησε με τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη στο Σκουλένι, όπου και σκοτώθηκε.
3. Σπύρος. Ήταν πλοίαρχος, αλλά αγωνίστηκε και στην ξηρά ως οπλαρχηγός. Το 1823, κυβερνούσε ένα βομβαρδιστικό πλοίο
και ακολουθούσε το πλοίο που έφερνε στην Ελλάδα τον Λόρδο Βύρωνα. Στο πλοίο του είχε τις αποσκευές, το τυπογραφείο και
άλλα αντικείμενα που ανήκαν στον Βύρωνα. Η ταχύτητα όμως του πλοίου του ήταν μικρή και, μένοντας πίσω, συνελήφθη από
μια τουρκική φρεγάτα. Ο Τούρκος κυβερνήτης, ονόματι Ζαχαριάς, διέταξε την αποκεφάλιση του Β. και το κάψιμο του πλοίου
του. Όταν όμως ο Β. του θύμισε ότι σε ένα ναυάγιο τον είχε σώσει, ο Ζαχαριάς του χάρισε τη ζωή του και ο Β. έφυγε με το
πλοίο του για το Μεσολόγγι.
Βαλσαμάκης, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Πάρο. Όταν άρχισε η Επανάσταση, στρατολόγησε με δικά
του χρήματα 27 συμπατριώτες του και πήρε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης. Πολέμησε μέχρι την απελευθέρωση.
Βαλσαμάτα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 942 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στις
βορειοδυτικές απολήξεις του Αίνου, 11 χλμ. Α του Αργοστολίου. Αποτελεί έδρα της κοινότητας Ομαλών του νομού
Κεφαλληνίας.
Βαλσαμής, Εμμανουήλ. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Ναύπλιο. Πολέμησε σε πολλές μάχες του Αγώνα και το
1824 πήρε τον βαθμό του χιλίαρχου.
Βαλσαμίνα ή βαλσαμίνη. Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του είδους Impatiens balsamine, της οικογένειας των
βαλσαμινιδών. Βλ. λ. ιμπάτιενς.
βάλσαμο. Βλ. λ. βάλσαμα.
Βαλσαμόνερου, μονή. Διαλυμένο μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, στην πρώην επαρχία Καινουργίου. Σώζεται μόνο η
τρίκλιτη εκκλησία του, η οποία τιμάται στο όνομα της Παναγίας, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και του αγίου Φανουρίου.
Το εγκάρσιο κλίτος του Αγίου Φανουρίου οικοδομήθηκε το 1426 και ζωγραφίστηκε το 1431 από τον ζωγράφο Κωνσταντίνο
Ρίκο. Αλλά και ο υπόλοιπος ναός είναι κατάγραφος και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά μνημεία της Κρήτης.
Εκτός από τις τοιχογραφίες, υπάρχουν και φορητές εικόνες, ανάμεσα στις οποίες και μία του ζωγράφου Αγγέλου. Μεγάλο
ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης το ξυλόγλυπτο τέμπλο και το ξυλόγλυπτο αναλόγιο, που βρίσκονται τώρα στο μουσείο του
Ηρακλείου.
Βάλσαμος, Γεώργιος (Ζάκυνθος 1511 – 1582). Λόγιος. Υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους ελληνιστές και λατινιστές της
εποχής του. Έγραψε πολλά έμμετρα και πεζά, που σώζονται (ανέκδοτα) στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Βαλσαμών, Θεόδωρος. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα πατριαρχών Αντιοχείας (4.).
Βάλσχαπ, Γκέραρντ (Gerard Walschap, Λοντερζέελ 1898 – Αμβέρσα 1989). Βέλγος συγγραφέας, ο οποίος έγραψε στη
φλαμανδική γλώσσα. Αφού διετέλεσε συντάκτης καθολικών περιοδικών και, γύρω στο 1930, του Φόρουμ, απομακρύνθηκε
σταδιακά από την Εκκλησία, μέχρι την πλήρη ρήξη (1940). Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία το 1929 με το
μυθιστόρημα Αδελαΐς, το πρώτο μιας τριλογίας που περιλαμβάνει και τα μυθιστορήματα Έρικ (1931) και Κάρλα (1933). Στην
τριλογία αυτή, όπως και αργότερα στον Γάμο (1933) και στην Εργένικη Ζωή (1934), ο Β. περιγράφει τις ασχήμιες και τις
μικρότητες ανθρώπινων περιπτώσεων και κύκλων, τις οποίες αναλύει με θαρραλέο ρεαλισμό. Ανάλογη κριτική στάση και χωρίς
προκαταλήψεις απέναντι στον πολιτισμό και στην κοινωνία χαρακτηρίζει και τα μεγαλύτερα έργα του Αδελφή Βιργκίλια (1951)
και Εξέγερση στο Κονγκό (1953), τα οποία αναφέρονται στην αποικιοκρατία και στο φυλετικό πρόβλημα. Με τον θάνατό του
κυκλοφόρησε και η Αυτοβιογραφία του.
Βάλτα. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 930 μ., 88 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στην πρώην επαρχία
Καλαβρύτων, στις νότιες κλιτύς της κορυφής Λούρος, 73 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 356 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Τριφυλίας, μεταξύ Φιλιατρών και Γαργαλιάνων, 70 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Γαργαλιάνων.
Βαλτάκι. Ονομασία δύο οικισμών του νομού Λακωνίας.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού, στο νότιο άκρο της
χερσονήσου του Έλους, Β του ακρωτηρίου Ζόβολο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού, κοντά στην ακτή του βορειοδυτικού
μυχού του Λακωνικού κόλπου, Β του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κροκεών.
Βαλτάσαρ. Όνομα βιβλικών προσώπων.
1. Ένας από τους γιους του Ναβουχοδονόσορα.
2. Γιος του βασιλιά της Βαβυλωνίας Ναβονίδη. Αναφέρεται στο βιβλίο του Δανιήλ, όπου συγχέεται με τον πατέρα του,
τελευταίο βασιλιά της χώρας (555-538 π.Χ.) στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου διαλύθηκε το χαλδαϊκό κράτος της
Βαβυλώνας. Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, δινόταν κάποτε συμπόσιο στα ανάκτορα, κατά το οποίο χρησιμοποιούσαν αντί
για επιτραπέζια σκεύη τα ιερά σκεύη του ναού της Ιερουσαλήμ (τον οποίο είχε συλήσει ο Ναβουχοδονόσωρ, προπάππος του Β.).
Στη διάρκεια του συμποσίου, ο Β. είδε ένα μυστηριώδες χέρι να γράφει στον τοίχο τις λέξεις «μενή-θεκέλ-φάρες». Κάλεσε τότε
τρομαγμένος τον Δανιήλ για να του εξηγήσει και εκείνος του είπε ότι οι λέξεις σημαίνουν το τέλος της βασιλείας του.
Πραγματικά, πάντοτε κατά τη Βίβλο, την ίδια νύχτα έγινε επιδρομή των Περσών, κατά την οποία σκότωσαν τον Β., λεηλάτησαν
τη Βαβυλώνα και διέλυσαν το κράτος του.
3. Ένας από τους Τρεις Μάγους των Ευαγγελίων, κατά τον Βέδα τον Αιδέσιμο, οι οποίοι προσκύνησαν τον Ιησού ως νεογέννητο
βρέφος στη φάτνη.
Βάλτερ, Μπρούνο (Bruno Walter, Βερολίνο 1876 – Λος Άντζελες 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του εβραϊκής καταγωγής
Γερμανού διευθυντή ορχήστρας Μπρούνο Βάλτερ Σλέσινγκερ (Bruno Walter Schlesinger). Ο Β. έγινε διευθυντής ορχήστρας
στη Γερμανία, ενώ από νωρίς άρχισε και τη διεθνή σταδιοδρομία του, μεταβαίνοντας στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Πράγα
και στη Λειψία, όπου διηύθυνε την περίφημη ορχήστρα του Γκεβάντχαους. Στην Αυστρία, όπου έζησε από το 1933 έως το 1938
εξαιτίας των φυλετικών διωγμών από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, διηύθυνε το φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ (γεγονός
που έδωσε σε αυτό ιδιαίτερη αίγλη) και υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Το 1939, αμέσως
μετά το Άνσλους (την ένωση της Αυστρίας με τη ναζιστική Γερμανία) μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και πήρε την
αμερικανική ιθαγένεια, αλλάζοντας το επώνυμό του σε Γουόλτερ, απαλείφοντας το Σλέσινγκερ. Μαζί με τον Αρτούρο
Τοσκανίνι, ο οποίος τον διαδέχτηκε το 1947 στη διεύθυνση της συμφωνικής ορχήστρας της Νέας Υόρκης, ο Β. θεωρείται από
τις μεγαλύτερες αυθεντίες του 20ού αι. στον ερμηνευτικό τομέα, για τον εξαιρετικό σεβασμό προς το μουσικό κείμενο και την
ευαισθησία της ερμηνείας του. Έχουν μείνει αξέχαστες οι ερμηνείες του σε έργα των Μότσαρτ, Μπετόβεν, Μπραμς και Μάλερ·
με τον τελευταίο μάλιστα υπήρξαν στενοί φίλοι. Η παραδειγματική ηθική του συνέπεια στήριξε ιδιαίτερα τους συνθέτες της
Σχολής της Βιέννης που διώχτηκαν κατά τη ναζιστική περίοδο. Ο Β. υπήρξε και συγγραφέας διάφορων μονογραφιών που
παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον (Μάλερ, 1936).
Βάλτερ φον ντερ Φογκελβάιντε (Walther νοn der Vogelweide, περ. 1170 – 1230). Γερμανός ποιητής. Δεν είναι γνωστό ούτε
πού γεννήθηκε (ίσως στο νότιο Τιρόλο) ούτε αρκετά στοιχεία για την υπόλοιπη ζωή του. Φαίνεται ότι είχε πολλούς προστάτες
και μαικήνες και ότι έκανε μεγάλα ταξίδια. Από τα έργα του σώζονται γύρω στα 70 Lieder (τραγούδια), 110 Spruche
(αποφθέγματα) και ένα μεγάλο Leich (τραγούδι με πολλές στροφές και ποικίλη δομή). Σε μερικά από αυτά έχει σωθεί και η
μελωδία. Εγκαταλείποντας τα τεχνητά σχήματα των τροβαδούρων, επέφερε βαθύτατες καινοτομίες στη γερμανική αυλική
ποίηση (Minnesang) και στη γεμάτη ερωτικό πάθος ποίηση της hohe Minne. Αντικατέστησε την ερωτική υποτέλεια με το πιο
ρεαλιστικό θέμα του πάθους που βρίσκει ανταπόκριση (ebene Minne). Με ιδιαίτερο ζήλο ασχολήθηκε και με τον αισθησιακό
έρωτα (niedere Minne), αντλώντας από τη λαϊκή ποίηση και από τα τραγούδια των περιπλανώμενων γλεντζέδων κληρικών. Τα
Spruche, τραγούδια κυρίως πολιτικο-διδακτικού χαρακτήρα, αποκαλύπτουν (συχνά σε άμεση και αυθόρμητη μορφή) μια
ρωμαλέα ηθική ιδιοσυγκρασία και μια αρκετά υψηλή εθνική συνείδηση. Ο Β. υπήρξε υποστηρικτής του σουηβικού οίκου και
του αυτοκρατορικού του προγράμματος και έλαβε αποφασιστικά πολεμική στάση απέναντι στον παπισμό, αντιτάσσοντας την
ιδέα μιας Εκκλησίας στηριγμένης στην αληθινή πίστη και απαλλαγμένης από υπερβολές.
Βαλτερό. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 32 μ., 1.225 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο
βορειοδυτικό τμήμα του νομού, Α της λίμνης Κερκίνης, 26 χλμ. ΒΔ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Ηρακλείας.
Βάλτερος Βρυέννιος. Όνομα δύο δουκών της Αθήνας (σε παλαιότερες πηγές αναφέρονται ως Ουάλτερος).
1. Β. Α’ (; – Βοιωτία 1311). Δούκας της Αθήνας (1309-11). Ανέλαβε τη διοίκηση του δουκάτου της Αθήνας, έπειτα από
απόφαση της κούρτης της Αχαΐας. Έφερε τον τίτλο του Ιππότη του θανάτου. Στην αρχή συμμάχησε με τους Καταλανούς, αλλά
αργότερα στράφηκε εναντίον τους, επειδή φοβόταν τις κατακτητικές βλέψεις τους. Σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά σε φονική
μάχη που έγινε το 1311 στη Βοιωτία.
2. Β. Β’. Γιος του Β. Α’. Μετά την κατάληψη του δουκάτου της Αθήνας από τους Καταλανούς, κατέφυγε με τη μητέρα του στη
Γαλλία.
Βαλτεσινίκο. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 675 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται ΝΑ της τεχνητής λίμνης του
Λάδωνα, στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, 65 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλείτορος.
Βαλτέτσι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 170 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις πλαγιές του Ρεζενίκου, στην
πρώην επαρχία Μαντινείας, 12 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Ο οικισμός είναι χτισμένος πάνω σε βράχο, σε ορεινή κοιλάδα. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Βαλτετσίου.
Ιστορία. Το Β. συνδέθηκε με την Επανάσταση του 1821, για τις δύο μάχες που διεξήχθησαν στην περιοχή του και οι οποίες,
νικηφόρες αμφότερες για τα ελληνικά στρατεύματα, είχαν μεγάλη σημασία για την εξέλιξη του Αγώνα στην Πελοπόννησο. Η
πρώτη δόθηκε στις 24 Απριλίου 1821, όταν 7.000 Τούρκοι βγήκαν από την Τρίπολη και επιτέθηκαν στο Β., όπου ο
Κολοκοτρώνης είχε συγκεντρώσει αρκετούς καπεταναίους με τις δυνάμεις τους. Οι Έλληνες συγκρούστηκαν με τους Τούρκους
μέσα στο χωριό και κατόρθωσαν να τους απωθήσουν.
Η δεύτερη μάχη έγινε στις 12 και 13 Μαΐου 1821. Τουρκικές ενισχύσεις, οι οποίες είχαν σταλεί από την Ήπειρο για να
βοηθήσουν την πολιορκούμενη Τρίπολη, επιτέθηκαν κατά του Β. όπου είχαν ταμπουρωθεί περίπου 1.000 Έλληνες. Η άμυνα
ήταν αποφασιστική και κράτησε έως τη νύχτα, όταν 1.500 άντρες με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Δημήτρη
Πλαπούτα και άλλους χτύπησαν τους επιτιθέμενους, διέσπασαν τις τουρκικές γραμμές και ανεφοδίασαν τους υπερασπιστές του
Β. Το πρωί οι Έλληνες απώθησαν με γενική έφοδο τους Τούρκους, οι οποίοι αποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Βαλτετσίου, δήμος. Νέος δήμος (1.846 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Αγριακόνας, Αθηναίου, Αμπελακίου, Αραχαμιτών, Ασέας, Βαλτετσίου, Δάφνης, Δόριζα, Καλτεζών,
Κεραστάρη, Μάναρη, Μαυρογιάννη, Παλαιοχούνης και Πάπαρη, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός
Ασέα.
Βαλτετσιώτης, Στέφανος (Ερμούπολη Σύρου 1887 – Αθήνα 1974). Μουσικοσυνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε
πιάνο και σύνθεση στο Μιλάνο. Στην Ελλάδα διορίστηκε διευθυντής ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής (1912-39). Έγινε
καθηγητής στη μελοδραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών (1917-26) και ύστερα του Εθνικού Ωδείου έως το 1944. Από το 1937
έως το 1948 ήταν διευθυντής της Φιλαρμονικής. Έχει συνθέσει ουβερτούρες, πρελούδια και σουίτες. Έγραψε επίσης ένα Λεξικό
Μουσικής Ορολογίας.
Βαλτί. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 25 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στην
ακτή του Ιονίου πελάγους, στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, κοντά στην περιοχή Λεσίνι. Υπάγεται διοικητικά στον
δήμο Αστακού.
2. Οικισμός (151 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης.
βαλτικές γλώσσες (Γλωσσ.). Υποοικογένεια της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Οι γλώσσες αυτές, που
αντιπροσωπεύονται από τη λετονική, τη λιθουανική και την αρχαία πρωσική (η οποία έσβησε στα τέλη του 17ου αι. με την
ουσιαστική επικράτηση της γερμανικής) αποτελούν έναν ξεχωριστό κλάδο της ινδοευρωπαϊκής ομάδας. Αν και εξαιτίας του
έντονα συντηρητικού χαρακτήρα τους παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη συγκριτική μελέτη των ινδοευρωπαϊκών
γλωσσών, δυστυχώς τα γραπτά τεκμήρια που υπάρχουν είναι σχετικά πρόσφατα. Τα πρώτα κείμενα (το λεγόμενο Λεξικό του
Έλπινγκ με περίπου 800 λέξεις και μερικές μεταφράσεις, μεταξύ των οποίων και το Εγχειρίδιο του Λούθηρου) προέρχονται από
τον 15o αι. Στον επόμενο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1547 και το 1585, ανήκουν και τα πρώτα γραπτά τεκμήρια στη λιθουανική
και στη λετονική, και πρόκειται για δύο κατηχήσεις. Βλ. λ. Λετονία (Λογοτεχνία)· Λιθουανία (Λογοτεχνία).
Βαλτικές χώρες. Συλλογική ονομασία των ανεξάρτητων κρατών της Εσθονίας, της Λιθουανίας και της Λετονίας, οι οποίες
βρίσκονται στην ανατολική ακτή της Βαλτικής θάλασσας.
Ιστορία. Στους προϊστορικούς χρόνους η περιοχή κατοικήθηκε από ασιατικούς πληθυσμούς (τους ίδιους που εγκαταστάθηκαν
στη Φιλανδία) και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εχθρεύονταν τον χριστιανισμό. Λόγω της θέσης τους ανάμεσα στη Ρωσία
και στη Βαλτική, ανάμεσα στις Σκανδιναβικές χώρες και στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι λαοί αυτοί υπέστησαν διάφορες
αντικρουόμενες πιέσεις: πρώτα από τους Γερμανούς, οι οποίοι προσπάθησαν αρχικά να τους εκχριστιανίσουν και να τους
αφομοιώσουν, αλλά όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να το καταφέρουν εξαπέλυσαν εναντίον τους Τεύτονες ιππότες·
αργότερα από τους Σκανδιναβούς, οι οποίοι επεδίωξαν να καταλάβουν τα εδάφη τους, λόγω της στρατηγικής θέσης που
κατείχαν στη Βαλτική· και τελικά από τους Ρώσους, οι οποίοι ήθελαν να ανοίξουν έναν δρόμο προς τις δυτικές θάλασσες.
Όλη αυτή η ανάμειξη φυλών και πολιτισμικών επιρροών κατέληξε, το 1919, στη δημιουργία των τριών ανεξάρτητων κρατών της
Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, τα οποία ενσωματώθηκαν ως σοβιετικές δημοκρατίες στην πρώην Σοβιετική Ένωση
το 1940.
Οι χώρες αυτές ήταν οι πρώτες που εκμεταλλεύτηκαν τις αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη, την περίοδο 1989-92. Τον Μάρτιο
του 1990 το κοινοβούλιο της Εσθονίας έκρινε τη χώρα υπό κατοχή και διακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική
Ένωση. Το παράδειγμά της ακολούθησαν τόσο η Λετονία όσο και η Λιθουανία, αλλά η ΕΣΣΔ αντέδρασε δυναμικά και
υποχρέωσε τα κοινοβούλια των δύο τελευταίων δημοκρατιών να ακυρώσουν τις αποφάσεις τους για ανεξαρτησία. Αμέσως μετά
το πραξικόπημα κατά του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στις 18 Αυγούστου 1991, και οι δύο αυτές δημοκρατίες ανακηρύχθηκαν
ανεξάρτητα κράτη. Βλ. λ. Εσθονία· Λετονία· Λιθουανία.
Βαλτική θάλασσα. Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο-σκανδιναβικής
χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β και στα Δ, της
Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Ρωσίας στα Α, της Πολωνίας και της Γερμανίας στα Ν και της
Δανίας στα Δ. Συνδέεται με τη Βόρεια θάλασσα μέσω ενός στενού στο ύψος του ακρωτηρίου Σκάγκεν, που ενώνει τον
Κατεγάτη (ευρύ θαλάσσιο βραχίονα μεταξύ Δανίας και Σουηδίας) με τον Σκαγεράκη (μεταξύ Δανίας και Νορβηγίας). Η
διώρυγα του Κιέλου, που διανοίχτηκε το 1895 στη βάση της χερσονήσου της Δανίας, συνδέει επίσης τις δύο θάλασσες.
Η Β. εισχωρεί στην ξηρά με διάφορους κόλπους, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι στα Β ο Βοθνικός (μεταξύ Φιλανδίας και
Σουηδίας), στα Α ο κόλπος της Φιλανδίας ή Φινικός (μεταξύ Εσθονίας και Φιλανδίας), στα ΝΑ της Ρίγας (μεταξύ Εσθονίας και
Λετονίας). Η θάλασσα αυτή είναι διάσπαρτη από νησιά, μεγαλύτερα από τα οποία είναι τα Σγέλαντ, Φιόνια (Φιν), Λόλαντ,
Μπόρνχολμ και Φάλστερ (δανέζικα), Έλαντ και Γκότλαντ (σουηδικά), Ρίγκεν (γερμανικό), Σααρεμάα (εσθονικό) και η συστάδα
των νήσων Όλαντ (φιλανδικά). Μεταξύ των νησιών και της στεριάς υπάρχουν διάφοροι θαλάσσιοι βραχίονες μεγάλης σημασίας
για τις συγκοινωνίες. Οι μεγαλύτεροι είναι ο Έρεσουντ μεταξύ της νήσου Σγέλαντ και της Σουηδίας, ο Μέγας Βέλτης μεταξύ
Σγέλαντ και Φιόνια, ο Μικρός Βέλτης μεταξύ Φιόνια και Δανίας.
Η Β. δέχεται τα νερά πολλών ποταμών, ιδιαίτερα στα Ν και Α: του Γκλόμα, του Γιέτα, του Όντερ, του Βιστούλα, του Νέμαν,
του Δυτικού Ντβινά, του Νέβα και άλλων· στα Δ των σουηδικών Ντάλελβ, Ίνταλσελβ, Άγκερμαν, Ίμεελβ, Λίλεελβ και Τόρνε. Η
συνεχής παροχή της τεράστιας αυτής ποσότητας νερού και η ελάχιστη εξάτμιση, εξαιτίας του ψυχρού κλίματος, διατηρούν σε
πολύ χαμηλά επίπεδα την αλατότητα των νερών, που σε ορισμένα από τα πιο εσωτερικά σημεία των κόλπων της Βοθνίας και της
Φιλανδίας, παρουσιάζει κατώτατα όρια 2‰. Η αλατότητα μεγαλώνει με την αύξηση του βάθους το οποίο είναι όμως παντού
μέτριο (μέσος όρος 65 μ., μέγιστο 463 μ.). Τον χειμώνα, το βορειότερο τμήμα της Β. παγώνει για μερικούς μήνες (πολύ σπάνια
και ολόκληρη η θάλασσα) και αυτό εμποδίζει ή καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη ναυσιπλοΐα. Η στάθμη της θάλασσας, αν και δεν
υπόκειται σε σημαντικές παλίρροιες, παρουσιάζει τοπικές ανυψώσεις μέχρι 3 μ. λόγω των καταιγίδων που συχνά προκαλούν οι
άνεμοι, ιδιαίτερα κατά μήκος των νότιων ακτών. Στη Β. υπάρχουν διάφορα σημαντικά λιμάνια, όπως η Στοκχόλμη, το Ελσίνκι,
η Ρίγα, το Γκντανσκ, το Στετίνο, το Λίμπεκ και το Κίελο.
Η εντατική εκβιομηχάνιση των περιοχών γύρω από τη Β. προκάλεσε σημαντικά προβλήματα ρύπανσης της θάλασσας, τα οποία
έγιναν αντιληπτά τη δεκαετία του 1990, όταν άρχισαν και οι προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος.
Βαλτιμόρη (Baltimore). Πόλη (651.154 κάτ. το 2000) του βορειοανατολικού τμήματος των ΗΠΑ, στην πολιτεία Μέριλαντ.
Χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Πατάπσκο στον κόλπο Τσέζαπικ (σε απόσταση 240 χλμ. από τον Ατλαντικό ωκεανό), είναι
ένα από τα κυριότερα λιμενικά (ποτάμιο), εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών, με διεθνές αεροδρόμιο.
Από την ίδρυσή της, στο πρώτο μισό του 18ου αι., η Β. όφειλε τη σπουδαιότητά της και την ταχεία ανάπτυξή της στην
προνομιούχο θέση της στο κέντρο της ατλαντικής ακτής, στο σημείο συνάντησης των συγκοινωνιακών αρτηριών που ξεκινούν
από τον βορρά, τον νότο και τα δυτικά, και κοντά στα ανθρακοφόρα λεκανοπέδια της Πενσιλβάνια και της Δυτικής Βιρτζίνια.
Το λιμάνι της, βάθους πάνω από 10 μ. και με αποβάθρες που εκτείνονται σε μήκος 72 χλμ., είναι από τα σημαντικότερα των
ΗΠΑ από άποψη κίνησης, με ετήσια διακίνηση εμπορευμάτων δεκάδων εκατομμυρίων τόνων, που κυρίως είναι προϊόντα της
ενδοχώρας: δημητριακά, βαμβάκι, καπνός, χάλυβας, μηχανήματα, πετρελαιοειδή. Πολλές και ποικίλες είναι οι βιομηχανίες της,
ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση καταλαμβάνουν η βιομηχανία μηχανολογικού εξοπλισμού, η αεροναυτική, η βιοτεχνολογία
και η ναυπηγική. Από τη Β. ξεκινούν τέσσερις σημαντικές σιδηροδρομικές γραμμές και πλήθος αυτοκινητοδρόμων, ενώ η πόλη
εξυπηρετείται και από διεθνές αεροδρόμιο.
Η Β. διατηρεί πλήθος από νεοκλασικά, νεογοτθικά και νεορομανικά κτίρια. Πόλη πολιτιστικής παράδοσης, είναι έδρα τριών
πανεπιστημίων, μεταξύ αυτών και του φημισμένου πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, διάσημο σε όλο τον κόσμο για τις έρευνες
στον ιατρικό τομέα, ακαδημίας επιστημών, μουσείων και μιας περίφημης συμφωνικής ορχήστρας.
Ιστορία. Η περιοχή της Β. κατοικείτο από αυτόχθονες της φυλής Σουσκουεχάνοκ, έως την άφιξη των Ευρωπαίων. Ο Τζον Σμιθ
υπήρξε ο πρώτος που εξερεύνησε την περιοχή, το 1608. Ένας αρχικός οικισμός δημιουργήθηκε το 1661, αλλά η πόλη ιδρύθηκε
επίσημα το 1729 και πήρε την ονομασία Β. προς τιμήν των βαρόνων Μπάλτιμορ, των Βρετανών που είχαν ιδρύσει την αποικία
του Μέριλαντ. Αρχικά χρησίμευσε ως λιμάνι εξαγωγής καπνού, αλλά γρήγορα αναπτύχθηκε σε αλευροβιομηχανικό και
ναυπηγικό κέντρο. Στα ναυπηγεία της πόλης καθελκύστηκε, το 1797, το αρχαιότερο πλοίο των ΗΠΑ, το Constellation. Στον
πόλεμο της Αμερικανικής ανεξαρτησίας (1812) διακρίθηκε για την ηρωική αντίσταση στις επιθέσεις των Άγγλων. Μετά το
1827, με τη δημιουργία της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεσε την πόλη με τις μεσοδυτικές πολιτείες, η ανάπτυξη
επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο. Πάντως, από τη δεκαετία του 1960 η πόλη πήρε φθίνουσα πορεία, πληθυσμιακά και
οικονομικά, με αποκορύφωμα τη δεκαετία 1990-2000 όταν παρουσίασε έναν από τους μεγαλύτερους αρνητικούς δημογραφικούς
δείκτες στις ΗΠΑ, με μείωση του πληθυσμού της τάξεως του 11,5%.
Βαλτινό. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 736 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στο δυτικό
άκρο της πεδιάδας, 14 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Αποτελεί έδρα του δήμου Καλλιδένδρου.
Βαλτινός. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας.
1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης (5.) υπηρετούσε στην Αυλή του Αλή πασά, ο
Κώστας Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο, τον Αθανασούλα, τον οποίο έσωσαν όμως αιχμάλωτες γυναίκες. Ο
Αλή πασάς τον πήρε τότε στην Αυλή του, τον μόρφωσε και, όταν ενηλικιώθηκε, τον διόρισε έμπιστο αυλικό του. Όταν, ο Αλή
πασάς σκοτώθηκε, ο Β. αιχμαλωτίστηκε και έμεινε περιορισμένος στα Ιωάννινα έως το 1824, οπότε τον έστειλαν στην Άρτα,
όπου ο Ομέρ Βρυώνης του πρότεινε να αναλάβει μυστική αποστολή κατά των Ελλήνων. Ο Β. όμως προσχώρησε στους
επαναστατημένους Έλληνες και πολέμησε κοντά στον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη αγωνίστηκε
κάτω από τις διαταγές του Δημητρίου Υψηλάντη έως το τέλος της Επανάστασης. Το 1855 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα,
τον οποίο ακολούθησε στην εξορία του στη Γερμανία. Γύρισε αργότερα στην Ελλάδα και πέθανε στην Αθήνα.
2. Ανδρέας. Γιος του Κωνσταντίνου (6.), πολέμησε μαζί με τον εξάδελφό του Σωτήρη (7.) τους Τούρκους έξω από τα τείχη του
Μεσολογγίου (Δεκέμβριος 1825). Ο Σωτήρης σκοτώθηκε και ο Ανδρέας αιχμαλωτίστηκε, αλλά τελικά δραπέτευσε χάρη σε έναν
Κεφαλονίτη δεσμοφύλακα.
3. Γεωργάκης. Ήταν ο πιο σημαντικός αγωνιστής όλης της οικογένειας. Πολέμησε τους Τούρκους μαζί με τον Γώγο Μπακόλα.
Όταν όμως ο Μπακόλας προσχώρησε στους Τούρκους και ο Γεώργιος Βαρνακιώτης συνθηκολόγησε με τον Ομέρ Βρυώνη, ο Β.
τους μιμήθηκε και προσχώρησε στους εχθρούς. Στην πρώτη μάλιστα πολιορκία του Μεσολογγίου πολέμησε με τους Τούρκους
πολιορκητές. Μετά την αποτυχία του Ομέρ Βρυώνη, το 1824 ο Β. πήγε στον Μοριά και πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο κατά
των ανταρτών. Το 1825 μπήκε στο Μεσολόγγι και πολέμησε στη διάρκεια της πολιορκίας, καθώς και στην Έξοδο. Κατόπιν
εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τον διόρισε αντιπρόσωπό του κοντά στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μετά
την απόφαση των δύο αρχηγών να παραμείνουν ενωμένοι κατά των πολιτικών. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Β.
παρασύρθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη και πήρε μέρος στη συνέλευση της Περαχώρας. Μετά την απελευθέρωση, τον
κατέταξαν τιμητικά στους αξιωματικούς πρώτης τάξεως.
4. Γεώργιος (ή Γάκης). Ήταν γιος του Κωνσταντίνου (6.) και ανιψιός του Γεωργάκη (3.). Πήρε μέρος και στις τρεις πολιορκίες
του Μεσολογγίου και αγωνίστηκε μαζί με λίγους μαχητές στην Κλείσοβα, το μικρό νησάκι της λιμνοθάλασσας του
Μεσολογγίου. Μετά την Έξοδο ενώθηκε με τον στρατό του Γεωργίου Καραϊσκάκη και πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα έως το
τέλος του Αγώνα.
5. Ιωάννης. Πατέρας του Αθανασούλα (1.) και του Σωτήρη (7.). Ο ίδιος υπηρετούσε στην Αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων,
αλλά με την έκρηξη της Επανάστασης πήρε και ο ίδιος μέρος σε μάχες.
6. Κωνσταντίνος. Αδελφός του Ιωάννη (5.) και πατέρας του Ανδρέα (2.) και του Γάκη (4.). Πολέμησε σε διάφορες μάχες στη
Στερεά Ελλάδα.
7. Σωτήρης. Γιος του Ιωάννη (5.), πολέμησε με τον εξάδελφό του Ανδρέα (2.) στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου
και σκοτώθηκε τον Δεκέμβριο του 1825.
Βαλτινός. Επώνυμο διαφόρων αγωνιστών του 1821.
1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Εύβοια. Πρωτεργάτης του Αγώνα στο νησί, υπέγραφε τις επαναστατικές προκηρύξεις.
Υπηρέτησε ως καπετάνιος.
2. Δημήτριος. Καταγόταν από την Υπάτη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως καπετάνιος. Πληγώθηκε στην Έξοδο του
Μεσολογγίου.
3. Ιωάννης. Καταγόταν από τη Θήβα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και πληγώθηκε τρεις φορές.
Βαλτινός, Θανάσης (Καράτουλας Κυνουρίας 1932 – ). Σεναριογράφος και διηγηματογράφος. Σπούδασε στη φιλοσοφική
σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε με σπουδές κινηματογράφου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη διηγηματογραφία, τη
μετάφραση έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, το θέατρο και τη συγγραφή σεναρίων. Στα ελληνικά γράμματα
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1963 δημοσιεύοντας κείμενά του στο περιοδικό Εποχές. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής
Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Συγγραφέων (πρόεδρος), του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και άλλων
λογοτεχνικών σωματείων.
Έργα του: Το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (1972), Η κάθοδος των εννιά (1978), Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978), Μπλε
βαθύ σχεδόν μαύρο (1985), Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989), Φτερά μπεκάτσας (1992), Θα βρείτε τα οστά μου υπό
βροχήν (1992), Ορθοκωστά (1994), Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, βιβλίο δεύτερο (2000) κ.ά. Έχει γράψει επίσης τα
σενάρια των ταινιών Ενώ σφύριζε το τρένο, Δούρειος Ίππος και, σε συνεργασία με άλλους, Μέρες του ’36, Ταξίδι στα Κύθηρα,
Το μετέωρο βήμα του πελαργού κ.ά. Τέλος, έχει μεταφράσει τις Τρωάδες του Ευριπίδη και την Ορέστεια του Αισχύλου, που
ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης στα Επιδαύρεια των ετών 1979 και 1980, αντίστοιχα. Έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις,
ανάμεσα στις οποίες το Α’ κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος, το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Κανών για την ταινία Ταξίδι
στα Κύθηρα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου κ.ά.
Βαλτόνερα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 321 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού,
Β της λίμνης Χειμαδίτιδας, 48 χλμ. ΝΑ της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αετού.
Βάλτος. Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Εκτείνεται στο βόρειο τμήμα της Ακαρνανίας, μεταξύ
του νομού Άρτης προς Β, του ποταμού Αχελώου προς Ν, της Πίνδου και των προεκτάσεών της προς Α, της ανατολικής ακτής
του Αμβρακικού κόλπου και των ορίων του Ξηρομέρου προς Δ. Στο μεγαλύτερο μέρος της η γεωγραφική περιοχή αντιστοιχεί με
την αρχαία περιοχή της Αμφιλοχίας. Βλ. λ. Αμφιλοχικό Άργος· Βάλτου, επαρχία.
Βάλτος. Ονομασία πέντε οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Καλαβρύτων, 115 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 565 κάτ.) του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Ορεστιάδας, 131 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης και Δ της Ορεστιάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστιάδος.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 30 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, Ν του
Ξυλοκάστρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην πρώην
επαρχία Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου
5. Οικισμός (47 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δεσφίνας.
Βαλτοτόπι. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 346 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στη δεξιά πλευρά του
ποταμού Αξιού, στην πρώην επαρχία Παιονίας, 44 χλμ. ΝΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αξιούπολης.
2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 14 μ., 1.138 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στην
πεδιάδα, 18 χλμ. Ν της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στρυμόνα.
Βάλτου, επαρχία. Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.226 τ. χλμ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, με πρωτεύουσα την
Αμφιλοχία (βλ. λ. Αμφιλοχία· Αιτωλοακαρνανίας, νομός).
Ιστορία. Οι κάτοικοι της επαρχίας διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους στους αγώνες για την ανεξαρτησία, σε όλη τη διάρκεια
της τουρκοκρατίας, με διαρκείς εξεγέρσεις εναντίον των κατακτητών. Το αρματολίκι της περιοχής το διαχειρίζονταν ικανοί
αρματολοί και οπλαρχηγοί, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Ανδρέας και ο Ιωάννης Ίσκος, οι οικογένειες των Βαλτινών και
των Ράγγων κ.ά. Επειδή όμως η επαρχία αποτελούσε κέντρο για τη διάβαση των εχθρικών στρατευμάτων, βρέθηκε εξαρτημένη
από τους πασάδες, ενώ η άμυνα της Δυτικής Ελλάδας περιορίστηκε στο Μεσολόγγι. Ελευθερώθηκε ουσιαστικά επί Ιωάννη
Καποδίστρια, οπότε αποτέλεσε επαρχία στα όρια του ελληνικού κράτους.
Βάλτου, όρη. Ορεινό συγκρότημα (μεγαλύτερο υψόμ. 1.852 μ.) της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, διακλάδωση της οροσειράς της
Νότιας Πίνδου. Το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς, που έχει συνολικό μήκος 50 χλμ., εκτείνεται στον νομό Αιτωλοακαρνανίας
και το υπόλοιπο στον νομό Άρτης, όπου βρίσκεται και η υψηλότερη κορυφή της.
Η οροσειρά, που αποτελεί συνέχεια προς Ν των Αθαμανικών ορέων, αρχίζει από το ύψος του οικισμού Αστροχώρι του νομού
Άρτης, εισέρχεται στη συνέχεια στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, προχωρεί με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και καταλήγει στη λίμνη των
Κρεμαστών. Οι σημαντικότερες κορυφές (όπως σχηματίζονται από Β προς Ν) είναι: Αλκή (1.201 μ.), Αστρί (1.500 μ.), Αετοί
(1.852 μ.), Βώλος (1.464 μ.), Κούκκος (1.056 μ.), Στύλος (1.358 μ.), Κοθόπουλο (1.125 μ.), Πυραμίδα (1.373 μ.), Βλαχιώτη
(1.588 μ.), Γάβροβο (1.782 μ.), Αλίντα (1.540 μ.), Τσούμα Πρατίνας (1.588 μ.), Παυλογιάννη (1.626 μ.), Φούρκα (1.501 μ.),
Κορφούλα (1.645 μ.), Χιονάκι (1.508 μ.), Παλιοδιάσελα (1.392 μ.), Προφήτης Ηλίας (1.516 μ.), Ποτίστρες (1.520 μ.),
Ψηλοβούνι (1.200 μ.), Ανδρώνης (1.370 μ.) και Λημέρι (1.095 μ.).
Κύρια πετρώματα της οροσειράς είναι ο ασβεστόλιθος και ο φλύσχης. Μεταξύ του ορεινού όγκου του Β. και του Μακρυνόρους
πηγάζει ο ποταμός Ίναχος, ενώ στις πλαγιές τους σχηματίζονται τα υδάτινα ρεύματα Κακό Πηγάδι, Σκουληκαριάς,
Παλιοστρούγκα, Τόρνος, Μέγα και Λαμπριάδα· στις βορειοανατολικές παρυφές σχηματίζονται τα ρεύματα Βατανιάδα, Καμίνια
και Κρανά. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η οροσειρά είναι σκεπασμένη από δάσος, ενώ στις παρυφές της βρίσκονται οι οικισμοί
Σκουληκαριά, Πρδικάκι, Βρουβιανά, Αυλάκι, Κρύα Βρύση και Αστροχώρι.
Βάλτου, όρμος. Όρμος στον νομό Θεσπρωτίας. Εκτείνεται στην ακτή του νομού στο Ιόνιο, κοντά στις εκβολές του Καλαμά.
Ανοίγεται με στενό στόμιο, μεταξύ των ακρωτηρίων Λυγαριάς ή Λυγιάς στα Ν και Βατάτσας στα Β και εισδύει 2 ναυτικά μίλια.
Ονομάζεται επίσης Βατάτσα.
Βαλτούδι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 60 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 23 χλμ. ΒΔ της
πόλης Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου.
Βαλτοχώρι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ., 314 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στα
δεξιά του ποταμού Αξιού, 31 χλμ. ΒΔ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκηδόνος.
βαλτς. Γερμανικός χορός του 19ου αι. Βλ. λ. βαλς.
Βαλτσαίικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 51 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων.
Βαλύρα. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.005 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του
νομού, στην κοιλάδα του ποταμού Παμίσου, στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, 25 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Ιθώμης.
Βαλχάλα (γερμ. Walhalla). Δοξασία της αρχαίας γερμανικής μυθολογίας. Με την ονομασία Β. χαρακτηριζόταν η κατοικία στον
Κάτω Κόσμο όπου πίστευαν πως γίνονταν δεκτοί οι νεκροί που έπεφταν ηρωικά στη μάχη. Στη Β. οδηγούσαν τους νεκρούς οι
Βαλκυρίες (βλ. λ.). Αρχικά φαντάζονταν τη Β. ως υπόγεια κατοικία, αλλά αργότερα –ίσως υπό την επίδραση του χριστιανισμού–
επικράτησε η πίστη ότι βρισκόταν στον ουρανό. Εκεί οι ήρωες που έπεφταν στη μάχη συμποσίαζαν με τους θεούς,
υπηρετούμενοι από τις Βαλκυρίες.
Βαλχάλα (γερμ. Walhalla). Οικοδομή δωρικού ρυθμού στην πόλη Ρέγκενσμπουργκ της Βαυαρίας, κατασκευασμένη κατά το
πρότυπο του Παρθενώνα. Είναι χτισμένη στις όχθες του Δούναβη, επάνω σε λόφο ύψους 98 μ. Πρόκειται για μαυσωλείο το
οποίο χτίστηκε στην περίοδο 1830-42, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φραντς Καρλ Λέο φον Κλέντσε, έπειτα από εντολή του
Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας για να τιμηθούν διάφοροι ένδοξοι άντρες της Γερμανίας.
Εξωτερικά έχει παραστάσεις από τη νίκη του αρχαίου Γερμανού ηγεμόνα Αρμινίου επί του Ρωμαίου στρατηγού Βάρου (9 μ.Χ.)
και άλλες συνθέσεις ιστορικού υπόβαθρου. Το εσωτερικό του είναι διακοσμημένο με παραστάσεις εμπνευσμένες από τη
γερμανική μυθολογία. Εξάλλου, σε 63 πλάκες αναγράφονται τα ονόματα Γερμανών ηρώων, ενώ προτομές διαφόρων
γερμανικών προσωπικοτήτων συμπληρώνουν τη διακόσμηση, που αποβλέπει στην προβολή της ανωτερότητας και της δόξας της
γερμανικής φυλής.
Βαλχάλα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1933. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 14,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
11,9. Περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.544,3 ημέρες, σε μέση από αυτόν απόσταση 2,6147 αστρονομικών μονάδων και σε
τροχιά της οποίας η κλίση ως προς την τροχιά της Γης είναι 8°,019’ και η εκκεντρότητα 0,036. Η απόστασή του από τη Γη
κυμαίνεται από 377,2 έως 404,1 εκατ. χλμ. Διεθνώς ονομάζεται Walhalla 1260.
Βάμβακα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 51 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στη
δυτική Μάνη, στην πρώην επαρχία Οιτύλου, ανάμεσα στους όρμους Λαγκαδάκι και Μέζαπο. Ο οικισμός, που έχει ανακηρυχθεί
παραδοσιακός, υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.
Βαμβακάδες. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 3 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στις
νοτιοδυτικές κλιτύς της κορυφής Πηγάδι, στην πρώην επαρχία Σελίνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καντάνου.
Βαμβακάρης, Μάρκος (Άνω Χώρα, Σύρος 1905 – Πειραιάς 1972). Λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός. Ήταν ο
πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας αγροτών καθολικών (φραγκοσυριανών). Αφού πέρασε από κάθε είδους επαγγέλματα
(εφημεριδοπώλης, λούστρος, μανάβης, λαχειοπώλης, υπάλληλος γραφείου κηδειών, αχθοφόρος, εκδορέας σε σφαγεία) κατέληξε
στην επαγγελματική απασχόληση με το μπουζούκι. Το 1917 μετακόμισε στον Πειραιά, γύρω στο 1930 οργάνωσε εκεί την πρώτη
ορχήστρα με λαϊκά όργανα και το 1934 παρουσίασε τα πρώτα του τραγούδια.
Λέγεται ότι στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έγραψε συνολικά 2.500 τραγούδια. Τον ονόμασαν πατριάρχη του ρεμπέτικου
τραγουδιού και δίπλα του μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι λαϊκοί μουσικοί. Μετά το 1960, όταν το ρεμπέτικο από μουσικό είδος
των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων και του περιθωρίου έγινε δημοφιλές και στην ανερχόμενη αστική κοινωνία, ο Β. συνέχισε να
γράφει, περνώντας στη δεύτερη φάση της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας του. Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι το
τραγούδι «Φραγκοσυριανή» (1936).
Η Αυτοβιογραφία του (1973, επιμέλεια Βέλλου-Κάιλ), βασισμένη σε αφηγήσεις του ίδιου γραμμένες σε μαγνητοταινίες,
αποτελεί πολύτιμο στοιχείο για τη γνώση της ιστορίας του ρεμπέτικου τραγουδιού και των κοινωνικών συνθηκών που ευνόησαν
την ανάπτυξή του.
Βαμβακάς. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα.
1. Δημήτριος. Σκοτώθηκε στην Ακρόπολη, όταν την πολιορκούσε ο Κιουταχής. Κατά τη μαρτυρία του Μακρυγιάννη,
σκοτώθηκε πολεμώντας.
2. Ιωάννης. Γιος του Δημητρίου. Πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της Αττικής και παρασημοφορήθηκε για τις υπηρεσίες
του.
Βαμβακάς. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από το Μεσολόγγι.
1. Αθανάσιος. Καταγόταν από το χωριό Γουργιά του Μεσολογγίου. Διακρίθηκε στις μάχες της Ναυπάκτου και της Βόνιτσας.
Ανδραγάθησε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
2. Στέφανος. Πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα, στις μάχες του Πέτα και του Αγρινίου και στις τρεις πολιορκίες του Μεσολογγίου.
Σκοτώθηκε στην τελευταία πολιορκία, στη Μεγάλη Τάπια. Στην Έξοδο χάθηκαν δύο γιοι του και αιχμαλωτίστηκαν η γυναίκα
του και η κόρη του, οι οποίες απελευθερώθηκαν το 1836.
βαμβακέλαιο. Προϊόν του βαμβακιού. Βλ. λ. βαμβάκι.
Βαμβακές. Οικισμός (79 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου-Περαχώρας.
βαμβάκι. Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Gossypium, της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών,
καθώς και διαδεδομένη ονομασία των κλωστικών ινών που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης
βαμπάκι και μπαμπάκι). Από τα 39 είδη του γένους, που είναι ιθαγενή των θερμών τροπικών περιοχών, για την παραγωγή β.
καλλιεργούνται τα τέσσερα, σε διάφορες ποικιλίες και παραλλαγές.
Το γένος περιλαμβάνει δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη φυτά με όρθιο, διακλαδιζόμενο βλαστό. Έχουν μεγάλα, μακρόμισχα
φύλλα, με 3-5 λοβούς. Τα άνθη τους είναι μεγάλα, μονήρη, μασχαλιαία, με εμφανή κάλυκα και πέντε υπόλευκα ή ωχροκίτρινα
πέταλα. Ο καρπός τους είναι ωοειδής και μυτερή κάψα (καρύδι ή καρύκι), η οποία ανοίγει σε τρεις λοβούς και περιέχει πολλά
μικρά σπέρματα, σκεπασμένα με άφθονες μακριές, λευκές, μετάξινες ίνες. Όταν η κάψα ωριμάσει, οι ίνες του, οι οποίες είναι
εξαιρετικά υγροσκοπικές, την αναγκάζουν να ανοίξει, οπότε αποκαλύπτεται η μάζα των ινών του β. Οι ανοιχτοί καρποί
συλλέγονται και το σύσπορο β. (σπόροι και ίνες) εκκοκκίζεται με μηχανικά μέσα και διαχωρίζεται σε ποιότητες, ανάλογα με το
μήκος των ινών, την απαλότητα, την ελαστικότητα και τη στιλπνότητά τους. Το έτοιμο προϊόν καταλήγει στα νηματουργεία και
στα υφαντουργεία.
Τα τέσσερα βασικά καλλιεργούμενα είδη β. είναι τα Gossypium hirsutum, Gossypium barabadense, Gossypium herbaceum και
Gossypium arboreum, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι τετραπλοειδή και τα δύο τελευταία διπλοειδή.
Το Gossypium hirsutum αποτελεί το πιο διαδεδομένο καλλιεργούμενο είδος και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας
παραγωγής. Είναι πολυετές φυτό, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής, αλλά καλλιεργείται και ως μονοετές. Οι ίνες του φτάνουν σε
μήκος τα 30 χιλιοστά. Τα σπέρματά του καλύπτονται από χνούδι, γεγονός στο οποίο οφείλει την ονομασία χνουδωτό β.
Το είδος Gossypium barabadense (βαρβαδινό β.), νοτιοαμερικανικής προέλευσης, είναι μονοετές ή πολυετές και περιλαμβάνει
αρκετές καλλιεργούμενες ποικιλίες. Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι οι πολύ μακριές ίνες του, μήκους 30-50 χιλιοστών.
Το είδος Gossypium herbaceum (ποώδες β.) είναι ιθαγενές της Αφρικής και της δυτικής Ασίας· η καλλιέργειά του ήταν ευρέως
διαδεδομένη στο παρελθόν, ιδιαίτερα στις παραμεσόγειες χώρες, αλλά σήμερα έχει αντικατασταθεί από το χνουδωτό β.
Τέλος, το είδος Gossypium arboreum (δενδρώδες β.), ιθαγενές της Ινδίας και του Πακιστάν, καλλιεργείται ελάχιστα στις μέρες
μας.
Ιστορία. Οι πρώτες πληροφορίες για τη χρησιμοποίηση των ινών του β. προέρχονται από αρχαία ινδικά θρησκευτικά κείμενα. Ο
Ηρόδοτος (445 π.Χ.) αποκαλούσε το β. «είρια από ξύλου» και ανέφερε ότι οι Ινδοί ήταν ντυμένοι με «είματα από ξύλου»,
δηλαδή με βαμβακερά ρούχα. Ο Θεόφραστος περιγράφει το φυτό σαν δέντρο και αναφέρει την καλλιέργειά του στην Ινδία και
στην Αραβία. Στον ελληνικό χώρο πιστεύεται ότι πρωτοήρθε από την Ασία κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η
καλλιέργειά του εξαπλώθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου από τους Άραβες και σταδιακά γινόταν συστηματική.
Η πρώτη γραπτή αναφορά για την καλλιέργεια β. στον ελλαδικό χώρο γίνεται από τον Παυσανία, το 174 π.Χ., ο οποίος
χρησιμοποιεί την ονομασία βύσσος, για τη σχετική καλλιέργεια που γινόταν στην Ηλεία. Η ονομασία βάμβαξ αναφέρεται για
πρώτη φορά στη νομοθεσία του Ιουστινιανού τον 6ο αι. μ.Χ.
Στην Κεντρική Αμερική, η καλλιέργειά του ήταν γνωστή στους Αζτέκους, αλλά η διάδοσή του στις ΗΠΑ, χώρα που είναι από
τους μεγαλύτερους παραγωγούς του κόσμου, είναι σχετικά πρόσφατη. Άρχισε τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι. στην πολιτεία
Βιρτζίνια και επεκτάθηκε στην Καρολίνα, στη Γεωργία (Τζόρτζια) και στη Λουιζιάνα. Κατά τα τέλη του αιώνα, η καλλιέργειά
του ανθούσε στις πολιτείες Τενεσί, Αλαμπάμα, Φλόριντα και Μισισιπή.
Επεξεργασία. Το β. συλλέγεται αμέσως μόλις ωριμάσει και ανοίξει η κάψα. Τότε, οι ίνες που περιβάλλουν τα σπέρματα
βγαίνουν μέσα από τα ανοιγμένα χωρίσματα. Το μήκος των ινών ποικίλλει από 10 έως 50 χιλιοστά και σε εξαιρετικά είδη φτάνει
τα 60 χιλιοστά, ενώ η διάμετρός τους ποικίλλει από 14 έως 18 μικρόμετρα.
Οι διαστάσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία για την εμπορική ταξινόμηση του β. Όσο πιο μικρές, λεπτές και ανθεκτικές είναι οι
ίνες, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή του νήματος. Μακρόινα θεωρούνται τα νήματα από 21 έως 50 χιλιοστά και βραχύινα από 10
έως 20 χιλιοστά. Στη μικροσκοπική εξέταση φαίνονται ως σπειροειδείς ταινίες με στιλπνές άκρες. Η ιδιότητα αυτή καθορίζεται
από την επαρκή ή όχι τροφοδοσία της ίνας σε κυτταρικό χυμό, που αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες για τον
καλύτερο σχηματισμό, την αντοχή και την ελαστικότητα των νημάτων. Η ίνα του β. αποτελείται από σχεδόν καθαρή κυτταρίνη
και περιβάλλεται από ένα λεπτότατο σκληρό στρώμα από πηκτίνες, κερί και λίπος, που της δίνει στιλπνότητα, απαλότητα στην
αφή και την κάνει πραγματικά αδιάβροχη.
Για να διακρίνονται τα νήματα που προέρχονται από β. από τα νήματα άλλων ινών, υποβάλλονται σε ελέγχους. Το β., όταν
καίγεται, αναδίδει οσμή παρόμοια με του χαρτιού. Αν εμβαπτιστεί για δύο ώρες σε θειικό οξύ (58° Μπομέ) διαλύεται τελείως.
Τα νήματα από β., αν εμβαπτιστούν για δύο λεπτά σε θειικό οξύ, δεν διαλύονται, αλλά φθείρονται τόσο πολύ, ώστε όταν
πλυθούν με καθαρό νερό θρυμματίζονται.
Καλύτερης ποιότητας θεωρούνται τα β. της Βόρειας Αμερικής και μεταξύ αυτών την πρώτη θέση κατέχουν αυτά του Σι Άιλαντ
και της Γεωργίας, με μήκος ινών πάνω από 50 χιλιοστά και με όλα τα άλλα πλεονεκτήματα, δηλαδή λεπτότητα, αντοχή,
ελαστικότητα, στιλπνότητα και ομοιομορφία. Εκτιμώνται επίσης και τα αφρικανικά β. με πρώτο την ποικιλία μακό ή jumel, που
καλλιεργείται στο Δέλτα του Νείλου.
Νηματοποίηση. Το σύσπορο β. που συλλέγεται, μεταφέρεται στα εκκοκιστήρια για τον αποχωρισμό των ινών από τον σπόρο. Το
εκκοκκισμένο β., συσκευασμένο σε μπάλες, μεταφέρεται από τις φυτείες στα βαμβακοκλωστήρια, όπου μετατρέπεται σε νήματα
και υφάσματα. Η βασική εργασία για τη νηματοποίηση είναι το ξάσιμο ή λανάρισμα, το οποίο συνίσταται στην τακτοποίηση
μιας ορισμένης ποσότητας ινών σε μια δέσμη με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μήκος. Η εργασία αυτή γινόταν άλλοτε με το χέρι.
Έπαιρναν μια ποσότητα β. και με κατάλληλες κινήσεις σχημάτιζαν μικρή δέσμη από ίνες παράλληλες και όσο το δυνατόν πιο
λεπτή. Άλλες βασικές εργασίες κατά τη νηματοποίηση είναι το ζευγάρωμα και το στρίψιμο. Με το ζευγάρωμα επιτυγχάνονται,
στις διαδοχικές φάσεις της επεξεργασίας, τα διάφορα είδη: η βάτα, η ταινία, το φιτίλι και τελικά το νήμα, που πρέπει να είναι
όσο το δυνατόν πιο κανονικό και ομοιόμορφο, να περιέχει δηλαδή, με τη μεγαλύτερη προσέγγιση, τον ίδιο αριθμό ινών σε κάθε
τμήμα του. Το στρίψιμο γίνεται στα φιτίλια και στα νήματα για να τους προσδώσει στερεότητα και αντοχή. Κι αυτό διότι, αν οι
ίνες ήταν τοποθετημένες παράλληλα (ενωμένες μόνο με την πίεση) το νήμα θα κοβόταν στο παραμικρό τέντωμα καθώς η μία ίνα
θα γλιστρούσε πάνω στην άλλη. Το νήμα αποκτά μεγαλύτερη αντοχή όσο καλύτερα έχουν στριφτεί οι ίνες του.
Στο κλωστήριο, οι μπάλες του β., αφού ελεγχθούν, περνούν από την πρώτη μηχανή, τον δεματοθραύστη όπου το β.
αποσυμπιέζεται και καθαρίζεται χονδρικά από τις ξένες ύλες (π.χ. φλοιοί και σπόροι). Μετά το πέρασμα από τον φορτωτή-
αναμείκτη, όπου επιδιώκεται η ομοιογένεια των χαρακτηριστικών κάθε παρτίδας, η ανοίκτρια και η τινάκτρια αραιώνουν
περισσότερο το πιεσμένο β. και αφαιρούν κάθε άσχετη ύλη που είναι ακόμη προσκολλημένη στις ίνες.
Η ξαντική μηχανή το καθαρίζει σε βάθος, φτάνοντας μέχρι τις μεμονωμένες ίνες και μετατρέπει τον ιστό σε ταινία (κορδέλα),
που είναι η πρώτη φάση της κλωστής. Για να προκύψουν νήματα ποιότητας, η κορδέλα υφίσταται σε αυτό το στάδιο το
χτένισμα. Αμέσως μετά αρχίζει το λανάρισμα και ταυτόχρονα η παράλληλη τοποθέτηση των ινών της κορδέλας, καθώς επίσης
και το απαραίτητο ζευγάρωμα, για να αποκτήσει μια ομοιομορφία σε όλο το μήκος της. Οι κορδέλες που προέρχονται από τα
λανάρια εκλεπτύνονται περνώντας σε ένα ή περισσότερα αδράκτια, όπου μετατρέπονται σε λεπτά φιτίλια και δέχονται το πρώτο
στρίψιμο. Τα φιτίλια υφίστανται την τελική εργασία στις κλώστριες, που τα μετατρέπουν σε νήμα. Για ειδικές χρήσεις και για
την παραγωγή προϊόντων πιο ανθεκτικών και ανώτερης ποιότητας, δυο ή περισσότερα νήματα συνενώνονται και ξαναστρίβονται
στις κλώστριες.
Το νήμα που κατασκευάστηκε, αφού αποκτήσει την εμπορική υγρασία, γύρω στο 8,5%, αποστέλλεται στις βιομηχανίες
μετατροπής, στα πλεκτήρια και στα υφαντήρια. Οι σύγχρονες βαμβακοβιομηχανίες συμπληρώνουν ολόκληρο τον κύκλο της
διαδικασίας, από το ακατέργαστο β. έως τα έτοιμα υφάσματα.
Οικονομία. Το β. καλλιεργείται για τις ίνες και τους σπόρους του. Η μέση ετήσια παραγωγή εκκοκκισμένου β. είναι περίπου 20
εκατ. τόνοι. Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή σπόρου ξεπερνούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα 35 εκατ. τόνους. Τη μεγαλύτερη
εξαγωγή βαμβακόσπορου πραγματοποιούν οι χώρες της νοτιοδυτικής Ασίας, με πρώτη την Ινδία, η οποία ακολουθείται από την
Κίνα, τις ΗΠΑ και τις ασιατικές δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Άλλες σημαντικές χώρες παραγωγής β. είναι το
Πακιστάν, η Βραζιλία και η Αίγυπτος. Οι κυριότερες αγορές β. είναι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας, καθώς και της
Ιαπωνίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Ο βαμβακόσπορος παρέχει, με έκθλιψη, λάδι κατάλληλο για τη λίπανση των μηχανών, και για τη σαπωνοποιία· όταν
εξευγενιστεί είναι βρώσιμο. Στο εμπόριο του βαμβακέλαιου, η ετήσια παραγωγή του οποίου σε όλο τον κόσμο ξεπερνά τους
100.000 τόνους, πρώτες έρχονται οι ΗΠΑ με το 80% της παγκοσμίως διακινούμενης ποσότητας. Ακολουθούν, σε μεγάλη
απόσταση, η Αίγυπτος, το Σουδάν, η Μoζαμβίκη και η Ουγκάντα. Οι κυριότερες εισαγωγικές χώρες είναι ο Καναδάς, η Μεγάλη
Βρετανία, οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία και η Ιαπωνία.
Στις ΗΠΑ, η ζώνη καλλιέργειας του β. τείνει να μετακινηθεί προς τα Δ, στις αρδευόμενες περιοχές των πολιτειών Τέξας,
Αριζόνα και Καλιφόρνια. Στην Κίνα, η καλλιέργεια του β. άρχισε στα τέλη του 15ου αι. και διαδόθηκε στις επαρχίες Χοπέι,
Σανσί, Χονάν κ.ά. Στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, β. παράγεται στην καυκασιανή ζώνη (στις δημοκρατίες της
Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν) και στην κεντρική Ασία (Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Καζακστάν). Στην Ινδία,
καλλιεργείται κυρίως στα γόνιμα εδάφη του βορειοδυτικού Ντεκάν και στη χερσόνησο Καθιαβάρ· στο Μεξικό, στις πολιτείες
Ταμαουλίπας, Σονόρα, Τσιουάουα· στην Αίγυπτο, στην εύφορη Κοιλάδα του Νείλου· στη Βραζιλία, στις πολιτείες Σεαρά, Ρίο
Γκράντε ντο Σουλ· τέλος, στην Τουρκία καλλιεργείται στην πεδιάδα των Αδάνων και στις κοιλάδες των ποταμών που
εκβάλλουν στο Αιγαίο.
Ιστορικά, η παραγωγή β. έχει συνδεθεί με την εξασφάλιση φτηνών εργατικών χεριών, παρά την εκβιομηχάνιση μετά τον Β’
Παγκόσμιο πόλεμο. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παράδοση των μαύρων Αφρικανών δούλων στις
βαμβακοφυτείες του Νότου των ΗΠΑ, φαινόμενο με το οποίο έχουν συνδεθεί ακόμη και πολιτιστικά στοιχεία (η μουσική τζαζ
και μπλουζ στις αρχές του περασμένου αιώνα). Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη η μετατόπιση των πρωτείων της παραγωγής β., ιδίως
τη δεκαετία του 1990, από την ακριβή Βόρεια Αμερική στη φτηνή Κίνα και στην Ινδία. Οι κυριότερες χώρες εξαγωγής β. είναι
πλέον η Κίνα, η Ινδία και οι ΗΠΑ, ενώ ακολουθούν η Αίγυπτος, το Μεξικό, το Πακιστάν, η Βραζιλία, το Περού και η Τουρκία.
Β. εισάγουν σε μεγάλες ποσότητες οι προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και η Ιαπωνία.
Το βαμβάκι στη νεότερη Ελλάδα. Στην Ελλάδα, η παραγωγή του β. αναπτύχθηκε τα τελευταία προπολεμικά χρόνια και κυρίως
κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Έτσι, η καλλιεργούμενη με β. έκταση αυξήθηκε και έγινε σημαντικό εξαγώγιμο γεωργικό
προϊόν μετά τον καπνό. Νωρίτερα, κατά τον 19ο αι., σημαντικό ρόλο στο εμπόριο του β. στην Αίγυπτο διαδραμάτισαν οι
Αιγυπτιώτες Έλληνες (κυρίως οι Πηλιορείτες), εφευρέτες νέων ποικιλιών (Σακελλαρίδης, Βόλος κ.ά.), οι οποίοι αργότερα
μετέφεραν την τεχνογνωσία στην πατρίδα.
Το 1931 ιδρύθηκε στην Ελλάδα ο Οργανισμός Βάμβακος και το Ινστιτούτο Βάμβακος και Βιομηχανικών Φυτών, με σκοπό τη
μεθοδική και επιστημονική μελέτη και αντιμετώπιση των προβλημάτων επέκτασης και εκσυγχρονισμού της
βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Ο Οργανισμός Βάμβακος, με τις περιφερειακές υπηρεσίες και τα εργαστήριά του, βοηθούσε
τους καλλιεργητές, τους εκκοκιστές, τους εμπόρους και τους υπόλοιπους εργαζομένους στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας.
Την περίοδο εκείνη η καλλιεργούμενη έκταση στη χώρας μας ήταν περίπου 200.000.000 τ.μ., ενώ το 1940 είχε φτάσει τα
800.000.000 τ.μ. Ωστόσο, κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, η παραγωγή β. μειώθηκε δραματικά. Μεταπολεμικά,
ακολούθησε μια αλματώδης αύξηση. Ο Οργανισμός Βάμβακος καταργήθηκε το 2001.
Περίπου το 90% της συνολικής παραγωγής β. στη χώρα μας, η οποία το 1994 ανήλθε σε 1.221.398 τόνους, προέρχεται από
τέσσερις νομούς της Μακεδονίας (Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Σερρών και Πέλλης), τρεις της Θεσσαλίας (Καρδίτσης, Λαρίσης και
Τρικάλων) και δύο της Στερεάς Ελλάδας (Βοιωτίας και Φθιώτιδος). Από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες, η λεγόμενη 4S είναι
διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα, εκτός από τη Λήμνο, την Πελοπόννησο και το Μεσολόγγι – όπου καλλιεργείται η Άκαλα
4-42, από το 1933.
Η βαμβακουργία, δηλαδή η βιομηχανία επεξεργασίας του β. για την παραγωγή νημάτων και υφασμάτων είναι από τους
σπουδαιότερους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας με πολλές σύγχρονες και μεγάλες μονάδες, αλλά τα τελευταία χρόνια
δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού.
Βαμβακιά. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 252 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, μεταξύ της
λίμνης Βόλβης και του Στρυμονικού κόλπου, στην πρώην επαρχία Λαγκαδά, 77 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 700 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 22 χλμ. Δ της πόλης
των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Μητρουσίου.
Βαμβακιά. Ακρωτήριο της Κρήτης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της βόρειας ακτής του νησιού και στο δυτικό όριο του
όρμου της Σητείας.
βαμβακιά, άγρια (Βοτ.). Κοινή ονομασία διαφόρων φυτών, όπως τα είδη Chrozophora verbascifolia και Chrozophora tinctoria
της οικογένειας των ευφορβιιδών, το είδος Abutilon theophrasti κ.ά., τα οποία αναφέρονται επίσης ως αγριομπαμπακιά. Βλ. λ.
αβούτιλο· χροζοφόρα.
Βαμβακιές. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 39 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, κοντά
στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης των Κρεμαστών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπενησίου.
Βαμβακιάς. Ακρωτήριο της Πάτμου. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της ανατολικής ακτής του νησιού.
Βαμβακόπουλο. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.617 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων.
Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 4 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θερίσου.
βαμβακοπυρίτιδα (Χημ.). Εκρηκτική ύλη που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης με θειικό και νιτρικό οξύ. Βλ. λ.
εκρηκτικές ύλες.
βαμβακόσπορος. Ο σπόρος του βαμβακιού που υπόκειται σε βιομηχανική επεξεργασία. Βλ. λ. βαμβάκι.
Βαμβακού. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 301 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, κοντά στα όρια με τον νομό Αρκαδίας, στη βορειοδυτική πλαγιά του όρους Πάρνωνα, 53 χλμ.
ΒΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος.
2. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 155 μ., 1.074 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Φαρσάλων, στα δεξιά του ποταμού Ενιπέα, 43 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Πολυδάμαντα.
Βαμβακούσσα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 368 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού,
αριστερά του ποταμού Στρυμόνα, 16 χλμ. ΝΔ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκουτάρεως.
Βαμβακόφυτο. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.168 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών.
Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 20 χλμ. ΒΔ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιδηροκάστρου.
Βάμβαλος, Αλεξανδρής. Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Μπάμπαλος). Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος σε
πολλές ναυτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων.
Βάμβας, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήταν ανιψιός του διδασκάλου του Γένους
Νεόφυτου Βάμβα. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση βρισκόταν στην Αίνο της Θράκης όπου εξόπλισε με δικά του μέσα πολεμικό
καράβι και άρχισε τις επιθέσεις εναντίον των Τούρκων. Αργότερα αιχμαλωτίστηκε σε μια απόπειρά του στον Μόλυβο της
Λέσβου (Μάιος 1821). Έμεινε στις τουρκικές φυλακές επί δύο χρόνια και κατάφερε να αποφυλακιστεί με ενέργειες του Άγγλου
πρεσβευτή Κάνινγκ (επειδή, ως κάτοικος της αγγλοκρατούμενης Επτανήσου, είχε τη βρετανική υπηκοότητα). Δώρισε στο
ελληνικό κράτος τη βιβλιοθήκη του θείου του, Νεόφυτου, την οποία είχε κληρονομήσει από αυτόν, και για τον λόγο αυτόν του
απονεμήθηκε ο Σταυρός του Σωτήρα.
Βάμβας, Νεόφυτος (Χίος 1770 – Αθήνα 1855). Κληρικός, λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην
ιδιαίτερη πατρίδα του και στην Πάτμο. Φιλομαθής και ανήσυχη φύση, ο Β. άλλαζε τόπο εγκατάστασης σχεδόν συνεχώς έως τα
σαράντα του χρόνια (Χίο, Σίφνο, Πάτμο, Βλαχία, Κωνσταντινούπολη, Παρίσι) για να παρακολουθεί τα μαθήματα των πιο
φημισμένων δασκάλων του καιρού του: του Δανιήλ Κεραμέα, του Δωρόθεου Πρωίου κ.ά. Δίδαξε για λίγο στο Βουκουρέστι και
σπούδασε φιλοσοφία και φυσικές επιστήμες στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή και ενστερνίστηκε τις
γλωσσικές του απόψεις.
Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι (1811), ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής της Χίου, την οποία αναδιοργάνωσε ριζικά,
στελεχώνοντάς την με δασκάλους και φροντίζοντας για τον τεχνικό εξοπλισμό της. Εισήγαγε, πρώτος αυτός στην Ελλάδα, στο
σχολικό πρόγραμμα τη μουσική, τη ζωγραφική, τις ξένες γλώσσες και τα ναυτικά μαθήματα. Στο μεταξύ, αρχιμανδρίτης ήδη,
είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και πρωτοστάτησε στην επανάσταση της Χίου. Μετά την καταστροφή του νησιού κατέφυγε
στην Ύδρα και από εκεί στην Πελοπόννησο ως γραμματέας του Δημήτριου Υψηλάντη.
Από το 1823 έως το 1836 δίδαξε κατά σειρά στην Κεφαλονιά, στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, στη Σύρο (όπου με δική του
πρωτοβουλία οργανώθηκε σχολείο) και στον Πειραιά. Το 1837 διορίστηκε καθηγητής της φιλοσοφίας στο νεοσύστατο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέση που διατήρησε έως τον θάνατό του.
Τα συγγράμματά του είναι κυρίως διδακτικά εγχειρίδια: Ρητορική (1813), Στοιχεία φιλοσοφικής ηθικής (1818), Γραμματική
(1821), Συντακτικόν της αρχαίας γλώσσης (1828), Σημειώσεις εις λόγους του Δημοσθένους (1849), Εγχειρίδιον Ηθικής (1853),
Φυσική και θεολογία και χριστιανική ηθική (1893). Μετέφρασε επίσης στη νεοελληνική τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των
Αποστόλων. Η μετάφραση αυτή, η οποία εκδόθηκε από την αγγλική Βιβλική Εταιρεία (1838), προκάλεσε πολλές αντιδράσεις
και επικρίσεις από μέρους των συντηρητικών λογίων και ιδίως του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων. Ο Β. απάντησε
με μια σειρά φυλλαδίων. Έλαβε επίσης μέρος με βίαια άρθρα και φυλλάδια στην έριδα γύρω από την ορθοδοξία ή μη του
Θεόφιλου Καΐρη και στη διαμάχη περί του σκόπιμου ή μη της χειραφέτησης της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
Βαμβέργη. Εξελληνισμένη ονομασία της γερμανικής πόλης Μπάμπεργκ. Βλ. λ. Μπάμπεργκ.
Βαμβέτσος, Αλέξανδρος (1890 – 1971). Νομομαθής και πολιτικός. Διδάκτορας της νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών,
συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (Μόναχο, Λειψία, Χάλε και Βερολίνο). Διετέλεσε υπάλληλος της Γενικής Διοίκησης
Μακεδονίας (1913-15), νομάρχης Φλώρινας (1915-16) και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών Επιστημών (1922-
23). Ως πολιτικός, χρημάτισε υπαρχηγός του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά και του Εθνικού Κόμματος
του Ναπολέοντα Ζέρβα. Το 1949 ίδρυσε το Κόμμα Τρίτης Καταστάσεως, το οποίο σύντομα διαλύθηκε. Εξελέγη τρεις φορές
βουλευτής Τρικάλων. Έγραψε διάφορα νομικά συγγράμματα με σημαντικότερο το Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον των
Ορθοδόξων (1911) και ίδρυσε τις εφημερίδες Ελεύθερον Φρόνημα (1924) και Τόλμη (1956-57).
βαμβουσίκολα (Bambusicola). Γένος ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας των φασιανιδών. Περιλαμβάνει τα είδη
Bambusicola thoracica και Bambusicola fytchii, τα οποία ζουν στην Ασία, κυρίως στην Κίνα, στην Ταϊβάν και στη χερσόνησο
της Ινδοκίνας. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται μεταξύ 20-25 εκ., από τα οποία τα 7-10 εκ. αντιστοιχούν στην ουρά.
Έχουν κοντές φτερούγες και λεπτά πόδια με μεγάλα νύχια. Το χρώμα τους ποικίλλει· συνήθως είναι καστανοκόκκινο ή
κιτρινωπό στο κεφάλι και στον λαιμό και πιτσιλωτό στη ράχη και στην κοιλιά. Φωλιάζουν μέσα στο έδαφος, σε φυτείες
μπαμπού (όπου οφείλουν και την ονομασία τους), αλλά και άλλων φυτών. Το θηλυκό γεννά 3-9 αβγά, τα οποία μοιάζουν με
αυτά της πέρδικας, γι’ αυτό και τα πτηνά αποκαλούνται πέρδικες των μπαμπού. Τα κυνηγούν για το τρυφερό και εύγευστο κρέας
τους ή τα αιχμαλωτίζουν για εκτροφή.
βάμμα (Ιατρ.). Φαρμακευτικό διάλυμα το οποίο παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση, είτε με εκχύλιση διάφορων ουσιών σε
αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) ή σε μείγμα αιθυλικής αλκοόλης με νερό (ή αιθέρα). Ανάλογα με τη σύνθεσή τους, τα β.
διακρίνονται σε απλά και σύνθετα. Τα απλά παρασκευάζονται από μία και μόνο διαλυμένη ουσία φυτικής, ζωικής ή ορυκτής
προέλευσης (για παράδειγμα, β. ιωδίου), ενώ τα σύνθετα από πολλές τέτοιες ουσίες (για παράδειγμα, το παρηγορητικό ελιξίριο,
το λάβδανο κ.ά.). Τα β. διατηρούνται εύκολα και χρησιμοποιούνται είτε με τη μορφή σταγόνων είτε ύστερα από ενσωμάτωση με
άλλες φαρμακευτικές ουσίες (για παράδειγμα, σε σιρόπια, αλοιφές κ.α.).
Βάμος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 665 κάτ.) του νομού Χανίων. Είναι χτισμένος αμφιθεατρικά πάνω σε λόφο, στο
βορειοανατολικό τμήμα του νομού, Ν του προκόλπου της Σούδας και Δ του όρμου του Αλμυρού, στην πρώην επαρχία
Αποκορώνου, 25 χλμ. ΝΑ της πόλης των Χανίων. Αποτελεί έδρα του δήμου Βάμου. Στην τοποθεσία Κατωμέρι του Β. υπάρχει
βυζαντινός ναός της Παναγίας με αξιόλογες τοιχογραφίες.
Ιστορία. Στις 28 Αυγούστου 1866 τουρκική δύναμη η οποία βάδιζε προς το χωριό Βρύσες, για να ενισχύσει τους
πολιορκούμενους εκεί Αιγυπτίους υπό τον Σαχίν πασά, συγκρούστηκε έξω από τον Β. με τμήμα Κρητικών. Στις 8 Οκτωβρίου
1866 κατέλαβαν τον Β. οι Τούρκοι και οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν νοτιότερα, στο Βαφέ. Στις 4-18 Μαΐου 1896
επαναστάτες πολιόρκησαν την τουρκική φρουρά του Β. Από τις κοντινές Καλύβες ήρθαν ενισχύσεις, οι οποίες, αφού
συγκρούστηκαν με τους Κρητικούς έξω από τους Αρμένους, προχώρησαν και ελευθέρωσαν τους πολιορκημένους.
Ο οικισμός είναι, εξάλλου, η γενέτειρα του δημοσιογράφου και εκδότη Δημήτριου Λαμπράκη (1888).
Βάμου, δήμος. Νέος δήμος (2.932 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις
πρώην κοινότητες Βάμου, Γαβαλοχωρίου, Κάινας, Καλαμιτσίου Αλεξάνδρου, Κεφαλά, Κόκκινου Χωρίου, Ξηροστερνίου,
Πλάκας και Σελλίων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Βάμος.
βαμπίρ (αγγλ. vampire, απαρχ. εξελλ. βάμπιρος). Κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι αιματοφάγες νυχτερίδες της
οικογένειας των δεσμοδοντιδών, καθώς και άλλες νυχτερίδες που δεν απομυζούν αίμα, από εσφαλμένη ταύτισή τους με τα
αιματοφάγα (βλ. λ. δεμοδοντίδες).
Από τα μη αιματοφάγα β. αναφέρεται το είδος Vampyrum spectrum της οικογένειας των φυλλοστομιδών. Είναι η μεγαλύτερη
από τις νυχτερίδες της Αμερικής, με άνοιγμα πτερύγων το οποίο φτάνει τα 80 εκ. και μεγάλα στρογγυλά αφτιά. Τρέφεται κυρίως
με μικρά σπονδυλόζωα και έντομα.
Εξάλλου, αναφέρονται λανθασμένα ως β. ορισμένες μεγάλες νυχτερίδες του Ευρώπης, οι οποίες ανήκουν στην οικογένεια των
μεγαδερματιδών (βλ. λ. μεγαδερματίδες).
(Λαογρ.) Στις λαϊκές παραδόσεις, κυρίως των αγγλοσαξονικών χωρών, ο όρος β. ταυτίστηκε με τον βρικόλακα ή λυκάνθρωπο,
το φάντασμα δηλαδή ενός νεκρού που επιστρέφει για να πιει το αίμα των ζωντανών και το οποίο μπορεί να κρατηθεί μακριά
μόνο με ειδικά ξόρκια (φυλαχτά, σκόρδα, σταυρούς κ.ά.) και ευχές. Με το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, Κόμης Δράκουλας,
η μορφή αυτή ταυτίστηκε στη συνέχεια με τον δράκουλα και έλαβε τεράστια εξάπλωση στη νεότερη λογοτεχνική και
κινηματογραφική μυθοπλασία.
Βαν (Van). Αλμυρή λίμνη (3.760 τ. χλμ.) της ανατολικής Τουρκίας, στα τουρκικά εδάφη της Αρμενίας, 100 χλμ. ΝΔ του
ηφαιστειακού συστήματος του όρους Αραράτ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.720 μ. και έχει βάθος μεταξύ 70 και 100 μ. Είναι
αρκετά αλμυρή (16‰), αλλά πολύ λιγότερο από την Τουζ Γκιολού, γι’ αυτό είναι δυνατή η ζωή σε πολλά σημεία της, ιδιαίτερα
κοντά στις εκβολές των διαφόρων ποταμών, όπως των Μπεντιμαχί, Καρά, Ζιλάν και Μιτσινγκέρ. Η λίμνη, η οποία δεν έχει
εκροή προς τη θάλασσα, περιβάλλεται από ψηλά βουνά (κυρίως ηφαιστειογενή), μεταξύ των οποίων το Μενγκενέ νταγ (3.610
μ.), το Αχτά νταγ (2.750 μ.), το Σουπχάν νταγ (4.434 μ.), απ’ όπου ξεκινά μια μακριά χερσόνησος σε σχήμα γάντζου, η οποία
χωρίζει τη λίμνη σε δύο ημικυκλικά τμήματα, και το Νεμρούτ νταγ (2.400 μ.).
Βαν (Van). Πόλη (284.464 κάτ. το 2000) της νοτιοανατολικής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (19.069 τ. χλμ.,
877.524 κάτ.). Είναι χτισμένη κοντά στην ανατολική ακτή της ομώνυμης λίμνης και απέχει περίπου 80 χλμ. από τα
ιρανοτουρκικά σύνορα. Το ορεινό έδαφος, το μεγάλο υψόμετρο, το δριμύ κλίμα και η αλμυρότητα της παρακείμενης λίμνης δεν
ευνοούν τη γεωργία, ωστόσο η περιοχή παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγή οπωρικών, τα οποία διοχετεύονται μέσω του εμπορίου
από την πόλη Β. στην υπόλοιπη χώρα και στο Ιράν. Άλλα προϊόντα που συμβάλλουν στην οικονομία της περιοχής είναι δέρματα
και σιτηρά, ενώ πρόσφατα αξιόλογες προοπτικές παρουσιάζει και ο παραλίμνιος τουρισμός. Η περιοχή συνδέεται αεροπορικώς
με την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη και, μέσω της λίμνης (με φέρι-μποτ), με την πλησιέστερη σιδηροδρομική γραμμή.
Το κυριότερο αξιοθέατό της, εκτός από το φυσικό τοπίο της λίμνης, είναι τα ερείπια μιας αρχαίας ακρόπόλης στον λόφο πάνω
από τη σύγχρονη πόλη. Το τοπικό μουσείο θεωρείται ένα από τα καλύτερα επαρχιακά μουσεία της Τουρκίας και φιλοξενεί πάρα
πολλά ευρήματα από τις ανασκαφές που άρχισαν το 1939 (τμήματα επιγραφών, αγγεία και χρυσά κοσμήματα της αρμενικής
περιόδου κ.ά.). Το Β. είναι έδρα του πανεπιστημίου της Εκατονταετηρίδας (1982), το οποίο πήρε την ονομασία του προς τιμήν
των εκατοστών γενεθλίων του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ιστορία. Η πόλη, με την ονομασία Τούσπα, ήταν η πρωτεύουσα του πανάρχαιου βασιλείου των Ουραρτού, έως τον 7ο αι. π.Χ.
οπότε κατακτήθηκε από τον βασιλιά των Μήδων Κυαξάρη. Ύστερα από διαδοχικές καταλήψεις από την περσική δυναστεία των
Αχαιμενιδών και τους βασιλιάδες του Πόντου, περιήλθε στους Αρμένιους και τον 1ο αι. π.Χ. ανήκε στο βασίλειο του Τιγράνη
Α’. Στη συνέχεια πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων, των Περσών Σασσανιδών και των Αρμενίων Βαγρατιδών. Το 1071 η
πόλη περιήλθε στους Σελτζούκους και το 1543 στους Οθωμανούς. Το 1895, η πλειοψηφία των Αρμενίων κατοίκων της περιοχής
σφαγιάστηκε από τους Τούρκους. Μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης καταστράφηκε το 1915, κατά τη διάρκεια του Α’
Παγκοσμίου πολέμου, ενώ το 1950 ένας μεγάλος σεισμός κατέστρεψε την πλειοψηφία των οθωμανικών κτισμάτων.
ΒΑΝ. Μέθοδος πρόβλεψης των σεισμών, ελληνικής επινόησης. Η ονομασία της αποτελεί αρκτικόλεξο από τα αρχιγράμματα
των επιθέτων των καθηγητών Παναγιώτη Βαρώτσου, Καίσαρα Αλεξόπουλου και Κωνσταντίνου Νομικού, που συνεργάστηκαν
για την ανάπτυξή της.
Η μέθοδος ΒΑΝ βασίζεται στην έρευνα των λεγόμενων ανωμαλιών του πλέγματος των στερεών, ενός πεδίου της φυσικής
επιστήμης. Ύστερα από δεκαετή έρευνα, ο καθηγητής Βαρώτσος και οι συνεργάτες του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, όταν
αυξάνεται σταδιακά η πίεση σε ένα στερεό, πριν από τη θραύση του, ένα μικρό ποσοστό των ατόμων αυτού μετακινείται και
εκπέμπει ένα ηλεκτρικό σήμα πολύ μικρής έντασης. Τα στερεά, πριν σπάσουν, εκπέμπουν ένα προειδοποιητικό ηλεκτρικό σήμα.
Τα σήματα αυτά μετρώνται με ειδικές συσκευές που ανιχνεύουν το ηλεκτρικό πεδίο της Γης. Με την ανάλυση ενός
προσεισμικού σήματος προσδιορίζεται το επίκεντρο και το μέγεθος του σεισμού που αναμένεται.
Παρά τον αρχικό σκεπτικισμό με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η μέθοδος στην Ελλάδα, το πρώην Υπουργείο Βιομηχανίας
χρηματοδότησε το ερευνητικό πρόγραμμα του ΒΑΝ για μια τριετία. Στον διεθνή χώρο, το ΒΑΝ φαίνεται να χαίρει μεγαλύτερης
εκτίμησης. Σε επιστημονικό συνέδριο του OHE (Γιοκοχάμα Ιαπωνίας, Μάιος 1994) έγινε σύσταση σε όλα τα κράτη-μέλη του
διεθνούς οργανισμού να αναπτύξουν άμεσα και μαζικά τη μέθοδο ΒΑΝ σε περιοχές που κινδυνεύουν από μεγάλους σεισμούς,
για την προστασία του πληθυσμού. Στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ, έχουν εγκατασταθεί και δοκιμαστεί συσκευές ΒΑΝ.
Βαν Άικ, Γιαν (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ 1390; – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Θεωρείται ο εισηγητής και από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής.
Λίγες εξακριβωμένες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του καλλιτέχνη. Από το 1422 έως το 1425 εργάστηκε στη Χάγη, στην
υπηρεσία του κόμη της Ολλανδίας Ιωάννη της Βαυαρίας. Αργότερα έγινε αυλικός ζωγράφος του Φιλίππου του Αγαθού, δούκα
της Βουργουνδίας, και με την ιδιότητα αυτή ανέλαβε πολλές επίσημες αποστολές, όπως την εκτέλεση της προσωπογραφίας της
πριγκίπισσας Ισαβέλλας στην Πορτογαλία το 1428-29. Για ένα διάστημα παρέμεινε στη Λιλ, στον πύργο του Εσντέν, και το
1432 εγκαταστάθηκε στην Μπριζ, συνεχίζοντας τη γόνιμη δραστηριότητά του μέχρι τον θάνατό του.
Με τα έργα του σημειώθηκε η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Ορισμένοι
υποστήριξαν ότι η τέχνη του επηρεάστηκε άμεσα από τη ζωγραφική του Μελχιόρ Μπρέντερλαμ, και ιδίως από μερικές
μικρογραφίες των αδελφών Λίμπουργκ στο ευχολόγιο του δούκα Ντε Μπερί Οι πολύ πλούσιες ώρες του δούκα του Μπερί
(1409-16, Μουσείο Κοντέ, Σαντιγί). Ωστόσο, σε ορισμένες μικρογραφίες του Βιβλίου των Ωρών του Τορίνο και του Μιλάνου
(1420-25), το οποίο αναγνωρίζεται σχεδόν ομόφωνα ως το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα της τέχνης του, ο ζωγράφος έχει ήδη
απομακρυνθεί από αυτές τις δύο πηγές γοτθικής νοοτροπίας, καθώς υποδηλώνει τον χώρο, όχι πια μεταφορικά και συνοπτικά,
αλλά με μια νέα, εκπληκτική αίσθηση του πραγματικού. Τα χαρακτηριστικά αυτά έγιναν ευκρινέστερα στα αμέσως επόμενα
έργα του, όπως η Παναγία στην Εκκλησία (περ. 1425, Μουσείο Κάιζερ Φρειδερίκου, Βερολίνο), το τρίπτυχο της Δρέσδης (περ.
1430), η Παναγία (1433, Άινς Χολ, Μελβούρνη Αυστραλίας) και η Παναγία της Λούκα (περ. 1435, Κρατικό Ινστιτούτο Τέχνης
Φρανκφούρτης).
Οι βασικοί χαρακτήρες του νέου ύφους του, όπως η κατάκτηση ενός τρισδιάστατου χώρου με τη χρήση της ατμοσφαιρικής
προοπτικής, η πλαστικότητα των όγκων και η ρεαλιστική εξατομίκευση των μορφών και του περιβάλλοντος, παρουσιάζονται
τελείως ανεπτυγμένοι στο μεγάλο πολύπτυχο της Προσκύνησης του Μυστικού Αμνού, που είναι χωρισμένο σε είκοσι
φατνώματα και φυλάσσεται στην εκκλησία του Αγίου Μπαβόν στη Γάνδη. Μια επιγραφή ζωγραφισμένη στο πολύπτυχο
αναφέρει ότι το έργο άρχισε ο Χούμπερτ Βαν Άικ και το ολοκλήρωσε ο αδελφός του Γιαν το 1432. Η διαμάχη μεταξύ των
ιστορικών και των κριτικών γύρω από την επιγραφή αυτή δεν έχει τελειώσει. Στο πολύπτυχο της Γάνδης, η καλλιτεχνική
ιδιοφυΐα του Β.Ά. αποδίδει τις γυμνές μορφές του Αδάμ και της Εύας με ωμό ρεαλισμό (ίσως για πρώτη φορά στη φλαμανδική
τέχνη), τις μορφές των δωρητών με δύο ολοζώντανες προσωπογραφίες και το φόντο της Προσκύνησης του Αγγέλου με ένα
τοπίο βαθύ και φωτεινό που δεν έχει προηγούμενο στη ζωγραφική, αλλά συναντάται μόνο στα εξακριβωμένης ταυτότητας έργα
του.
Άλλοι κορυφαίοι σταθμοί της τέχνης του είναι η Παναγία του καγκελάριου Ρολέν (1436;, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι) όπου
η ατμοσφαιρική προοπτική, σε συνδυασμό με τις αξίες του φωτός και του χρώματος, ανοίγει μέσα από τις μνημειακές μορφές
του πρώτου επιπέδου ένα άλλο θαυμάσιο τμήμα τοπίου, και η Παναγία του κανονικαρίου Βαν ντερ Πέλε (1436, Μουσείο της
Μπριζ). Εδώ, η ίδια θρησκευτική έμπνευση του καλλιτέχνη, απαλλαγμένη από μυστικές εξάρσεις, αποτυπώνεται με εκφραστική
αυστηρότητα στα πρόσωπα και στα πράγματα. Στις προσωπογραφίες του επαναλαμβάνονται οι κύριες αρετές του, δηλαδή η
μεγάλη ικανότητα εξατομίκευσης και η άρνηση του εξιδανικευμένου κάλλους.
Τα πιο εντυπωσιακά έργα του, από τα οποία άντλησαν την έμπνευσή τους οι καλύτεροι προσωπογράφοι του αιώνα του, είναι ο
επονομαζόμενος Τιμόθεος (1432, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), ο Άνθρωπος με το σαρίκι (1433), η προσωπογραφία της
Μαργαρίτας Βαν Άικ, συζύγου του ζωγράφου (1439) και το Ζεύγος Αρνολφίνι που προβάλλεται σε έναν φωτεινότατο
εσωτερικό χώρο, στον οποίο η ακρίβεια ακόμη και των ελάχιστων λεπτομερειών συνδυάζεται με μεγάλη συνθετική δεξιοτεχνία,
βασικό γνώρισμα του καλλιτέχνη.
Βαν Άικ, Χούμπερτ (Hubert Van Eyck, 1370 – 1426). Φλαμανδός ζωγράφος, αδελφός του Γιαν Βαν Άικ. Ορισμένοι
τεχνοκριτικοί, ωστόσο, καταλήγουν στην παραδοχή ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, το οποίο κατά τα νεανικά του χρόνια
παρουσίαζε τα έργα του με το όνομα αυτό. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί δύο διαφορετικών ζωγράφων. Τη
σύγχυση αυτή ενισχύουν οι ελάχιστες βιογραφικές πληροφορίες για τους δύο ζωγράφους, και ιδίως για τον Χούμπερτ. Βλ. λ.
Βαν Άικ, Γιαν.
Βαν Άλεν, Τζέιμς Άλφρεντ (James Alfred Van Allen, 1914 – ). Αμερικανός φυσικός. Έγινε διάσημος επειδή ανακάλυψε τις
περιοχές ακτινοβολίας που φέρουν πλέον το όνομά του.
Πήρε το διδακτορικό του από το κρατικό πανεπιστήμιο της Αϊόβα των ΗΠΑ. Στη συνέχεια, διορίστηκε διευθυντής στο τμήμα
φυσικής του ίδιου πανεπιστημίου και στο πρόγραμμα ερευνών του Διαστήματος και των δορυφόρων. Για να μετρήσει την
κοσμική ακτινοβολία, σχεδίασε ένα καταγραφικό μηχάνημα σε μικρογραφία και το τοποθέτησε σε έναν πύραυλο V-2. Για να
μελετήσει εκτενέστερα την κοσμική ακτινοβολία και το μαγνητικό πεδίο που περιβάλλει τη Γη σχεδίασε ειδικό πύραυλο και,
αργότερα, έναν άλλον, συνδυασμό μιας μικρής σφαίρας και ενός μικρού πυραύλου. Χάρη στις μετρήσεις που καταγράφηκαν
από τα μηχανήματα αυτά και από τις συσκευές του Εξερευνητή 1 (Explorer I), του πρώτου αμερικανικού δορυφόρου, στη
διάρκεια του Διεθνούς Γεωφυσικού Έτους (1958), ο Β.Ά. διαπίστωσε την ύπαρξη των ζωνών ακτινοβολίας που φέρουν το όνομά
του, οι οποίες αποτελούνται από φορτισμένα σωματίδια (ηλεκτρόνια και πρωτόνια) τα οποία περιστρέφονται γύρω από τη Γη με
μεγάλη ενέργεια, παγιδευμένες από το ανομοιογενές μαγνητικό της πεδίο.
ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Ζώνες ακτινοβολίας φορτισμένων σωματιδίων (κυρίως ηλεκτρονίων και πρωτονίων), τα οποία
περιστρέφονται με μεγάλες ενέργειες γύρω από τη Γη –σε περιοχές δακτυλιοειδούς σχήματος– παγιδευμένα από το
ανομοιογενές μαγνητικό της πεδίο. Βλ. λ. ακτινοβολία.
Βαν Βέεν, Ότο (Otto Van Veen, Λέιντεν 1556 – 1629). Ολλανδός ζωγράφος. Ήταν γιος του δημάρχου του Λέιντεν και
σπούδασε φιλολογία. Παρακολούθησε στη Ρώμη μαθήματα στο εργαστήριο του ζωγράφου Φεντερίκο Ζουκέρο. Έζησε εκεί
οχτώ χρόνια και έπειτα περιόδευσε στη Γερμανία. Κατόπιν, εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου ζωγράφισε τον Μυστικό γάμο
της αγίας Αικατερίνης, που θεωρείται το αριστούργημά του. Αργότερα διέμεινε στην Αμβέρσα, όπου ίδρυσε σχολή ζωγραφικής·
υπήρξε μάλιστα δάσκαλος του Ρούμπενς. Ξαναγύρισε στις Βρυξέλλες, όπου διορίστηκε σε κυβερνητική θέση. Έργα του
υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές πινακοθήκες.
Βαν Βίτελ. Βλ. λ. Βανβιτέλι.
Βαν Βλεκ, Τζον Χάσμπρουκ (John Hasbrouck Van Vleck, Κονέκτικατ 1898 – 1980). Αμερικανός φυσικός. Ο πατέρας του
ήταν καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Γουινσκόνσιν, απ’ όπου ο Β.Β. αποφοίτησε το 1920. Στη συνέχεια (1922)
έγινε διδάκτορας του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Το 1923 διορίστηκε βοηθός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα,
όπου παρέμεινε έως το 1928. Μετά δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, όπου παρέμεινε έως το 1934, οπότε διορίστηκε
στο Χάρβαρντ, όπου αργότερα έγινε επίτιμος καθηγητής (1969). Από το 1945 έως το 1949 ήταν πρόεδρος του φυσικού
τμήματος και από το 1951 έως το 1957 κοσμήτορας της σχολής Μηχανολόγων και Φυσικών Εφαρμογής.
Ο Β.Β. θεωρείται πατέρας του σύγχρονου μαγνητισμού. Στο βιβλίο του, Η θεωρία των ηλεκτρικών και μαγνητικών
επιδεκτικοτήτων (1932), ανέπτυξε τη γενική κβαντομηχανική τυπολογία του θέματος. Προχώρησε επίσης σε υπολογισμούς της
μοριακής δομής και άνοιξε νέους δρόμους έρευνας στη θεωρία του κρυσταλλικού πεδίου του Μπέτε. Τέλος, ανέπτυξε μεθόδους
για να περιγράψει τη συμπεριφορά ενός ατόμου ή ιόντος μέσα σε έναν κρύσταλλο. Αργότερα, οι κβαντομηχανικές αυτές μέθοδοι
έγιναν το κύριο όργανο έρευνας στον κλάδο της ανόργανης χημείας.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως διευθυντής σε ένα ερευνητικό εργαστήριο ραδιοηλεκτρολογίας,
εργαζόμενος στα ραντάρ. Ο Β.Β. απέδειξε ότι ένα εξωτερικό μαγνητικό πεδίο μπορεί να αναμείξει διεγερμένες παραμαγνητικές
στιβάδες, που να έχουν αποτέλεσμα μία μη μαγνητική κύρια στιβάδα, η οποία αποτελεί την αιτία για μια μαγνητική
επιδεκτικότητα, ανεξάρτητη της θερμοκρασίας. Αυτό αποτελούσε την κύρια ιδέα της θεωρίας του παραμαγνητισμού. Ήταν
εξάλλου ένας από τους πρώτους που σημείωσαν τη βασική σημασία των ηλεκτρονικών συσχετίσεων, των αλληλεπιδράσεων
δηλαδή των κινήσεων των ηλεκτρονίων, για την εμφάνιση τοπικών μαγνητικών ορμών στα μέταλλα. Το 1977 τιμήθηκε με το
βραβείο Νόμπελ φυσικής για την εργασία του σχετικά με την ηλεκτρονική δομή των μαγνητικών συστημάτων, από κοινού με
τους Φίλιπ Άντερσον και σερ Νέβιλ Μοτ.
Βαν Γκένεπ, Άρνολντ Κουρ (Arnold Kurr Van Gennep, Λούντβισμπουργκ, Γερμανία 1873 – Επερνέ, Γαλλία 1957).
Γερμανός εθνολόγος και λαογράφος. Έζησε κυρίως στη Γαλλία. Σοβαρός και οξυδερκής μελετητής, άρχισε με μερικές εργασίες
εθνολογικού χαρακτήρα, ανάμεσα στις οποίες και το βιβλίο Οι τελετές του περάσματος (1909), το οποίο είχε παγκόσμια
απήχηση. Έγραψε στη συνέχεια πολυάριθμα δοκίμια ποικίλων θεμάτων, όπως το αξιόλογο Η σημερινή φάση του τοτεμικού
προβλήματος (1920), αλλά το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε τελικά στη γαλλική λαογραφία. Θεμελιώδες έργο του είναι το
Εγχειρίδιο της σύγχρονης γαλλικής (1938-53) σε έξι τόμους. Ανάμεσα στα άλλα έργα του ξεχωρίζουν τα Στη Σαβοΐα: από το
λίκνο στον τάφο (1916) και Λαογραφία του Δελφινάτου (1932). Ίδρυσε και διηύθυνε την Επιθεώρηση Εθνογραφίας και
Κοινωνιολογίας και διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Νεσατέλ.
Βαν Γκόγεν, Γιαν (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι
πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν
γύρισε στην Ολλανδία, συνεργάστηκε με τον Βαν ντε Βέλντε στο Χάαρλεμ για την απεικόνιση κυνηγετικών σκηνών και ίδρυσε
σχολή ζωγραφικής στο Λέιντεν. Το 1631 εγκαταστάθηκε στη Χάγη, όπου έγινε ηγέτης της τοπικής συντεχνίας των ζωγράφων
(1640).
Η τεχνοτροπία του διακρίνεται για τη λεπτότητα, την ευαισθησία, τη γνώση της ατμόσφαιρας και την ικανή καλλιτεχνική
αντίληψη στη σύλληψη και σύνθεση του τοπίου. Τα θέματα των πινάκων του είναι τα τυπικά ολλανδικά: τα ήρεμα νερά, οι
σιωπηλές διώρυγες, τα μελαγχολικά κωδωνοστάσια, οι ιδιόρρυθμες παραλίες και οι απλοϊκοί κάτοικοι της πατρίδας του. Ο
χρόνος όμως αλλοίωσε το χρώμα των πινάκων του και έτσι έχουν χάσει μεγάλο μέρος από την αρχική τους αξία.
Βαν Γκογκ, Βίνσεντ (Vincent Van Gogh, Γκροοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ-σιρ-Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος.
Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης
Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει, εμπνεόμενος κυρίως από τον Ζαν-Φρανσουά Μιλέ. Μια κρίση μυστικισμού τον ώθησε να
σπουδάσει για δύο χρόνια θεολογία στο Άμστερνταμ και να αναλάβει θρησκευτικο-κοινωνική αποστολή στην περιοχή των
ανθρακωρυχείων του Μπορινάζ (1876-81). Συνεχίζοντας εκεί τη ζωγραφική του, απεικόνισε τη ζωή των εργατών με σκοτεινές
και παχιές μάζες χρώματος, περικλεισμένες σε έντονα περιγράμματα.
Το 1886 ο αδελφός του, Τεό, τον προσκάλεσε στο Παρίσι. Σε αυτό το αποφασιστικό για την καλλιτεχνική του εξέλιξη ταξίδι,
γνώρισε τον ιμπρεσιονισμό και ωρίμασε, μέσα από τη φιλία του με τον Εμίλ Μπερνάρ και τον Πολ Γκογκέν. Μελέτησε με
πάθος την ιαπωνική χαρακτική, άρχισε να χρησιμοποιεί πιο φωτεινά χρώματα και στους πίνακές του έκαναν για πρώτη φορά την
εμφάνισή τους τα χαρακτηριστικά ηλιακά κίτρινα. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στην Αρλ και συνέχισε μόνος τους
πειραματισμούς του. Το χρώμα του έγινε πλέον παράφορο, απελευθερώθηκε από τους περιορισμούς του περιγράμματος και
εξωτερίκευσε το εσωτερικό του άγχος, το οποίο πολύ σύντομα τον οδήγησε στην παράνοια. Στο ψυχιατρείο ζωγράφιζε πίνακες
σχεδόν εφιαλτικούς, ώσπου κατέληξε στην αυτοκτονία.
Από τα έργα του, οι Πατατοφάγοι και ο Υφαντής ανήκουν στην πρώτη περίοδο της τέχνης του, η Προσωπογραφία του Μπάρμπα
Τανγκί και η Φυλακή στην παρισινή περίοδο, η Αρλεζιάνα και ο Ταχυδρόμος Ρολέν στην εποχή της Αρλ και η Προσωπογραφία
του γιατρού Γκασέ στους τελευταίους λίγους μήνες της ζωής του.
Ο Β.Γ. θεωρείται από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές ιδιοφυΐες του 19ου αι. Το έργο του ήταν βαθιά ανθρωποκεντρικό, ακόμη
και όταν απεικόνιζε τοπία ή νεκρές φύσεις, καθώς προσπάθησε συνειδητά να γίνει ο ζωγράφος των καταφρονεμένων της
ανερχόμενης βιομηχανικής κοινωνίας. Υπήρξε απίστευτα παραγωγικός (το σύνολο του έργου του, περισσότεροι από 800 πίνακες
και ισάριθμα σχέδια, ήταν παραγωγή των 10 τελευταίων ετών της σύντομης ζωής του). Το έργο αυτό επηρέασε βαθιά το κίνημα
του εξπρεσιονισμού και του φοβισμού, καθώς και της πρώιμης αφηρημένης τέχνης.
Βαν Έκεν, Χιερόνιμους. Το πραγματικό όνομα του Ολλανδού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος. Βλ. λ. Μπος, Ιερώνυμος.
Βαν Κλιφ, Λι (Νιου Τζέρσι 1925 – Καλιφόρνια 1989). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο θρυλικός κακός της
ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος (1966), έπαιξε σε περισσότερες από 85 ταινίες, αν και αυτοδίδακτος.
Γεννημένος σε μια κωμόπολη του Νιου Τζέρσεϊ, ξεκίνησε σχετικά μεγάλος στο σινεμά με πρώτη εμφάνιση στο φιλμ Το τρένο
θα σφυρίξει τρεις φορές (1952). Ειδικεύτηκε σε ρόλους παρανόμων, σκληρών και γενικώς στις πιο πολλές ταινίες όπου
εμφανίστηκε κρατούσε κάποιο όπλο. Στην τηλεόραση έπαιξε σποραδικά, κυρίως σε έκτακτες εμφανίσεις, και ενώ ήταν ήδη
γνωστός από τις ταινίες, όπως οι Κάνσας Σίτι, Εμπιστευτικό, Για μια χούφτα δολάρια, Arena, Jackslade κ.ά.
Βαν Λέβενχουκ, Άντονι. Βλ. λ. Λέβενχουκ, Άντονι Βαν.
Βαν Λέιντεν, Λούκας (Lucas Van Leyden, Λέιντεν 1494 – 1533). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Διδάχτηκε τη
ζωγραφική από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν μέτριος ζωγράφος. Νεαρός ακόμη φιλοτέχνησε την Ιστορία του αγίου
Ουμβέρτου, τον πρώτο του αξιόλογο πίνακα. Επιδόθηκε επίσης και στη χαλκογραφία και έγινε διάσημος με τα χαλκογραφικά
του έργα Ίδε ο άνθρωπος και η Ιστορία του Ιωσήφ. Το χαρακτικό του έργο, που το διακρίνει λεπτότητα και φαντασία, είναι
επηρεασμένο από εκείνο του Ντίρερ. Οι σημαντικότεροι πίνακες του είναι το τρίπτυχο Δευτέρα Παρουσία, καθώς επίσης Οι
σκακιστές και Η ομιλία στην εκκλησία.
Βαν Λιντ, Πέτερ (Peter Van Lint, Αμβέρσα 1609 – 1690). Βέλγος ζωγράφος. Πήγε στην Ιταλία και ζωγράφισε στη Ρώμη, στην
Παναγία του Λαού (Μαντόνα ντελ Πόπολο). Τα σπουδαιότερα έργα του βρίσκονται στον καθεδρικό ναό της Όστια. Όταν γύρισε
στην πατρίδα του, εργάστηκε για τον βασιλιά Χριστιανό Δ’ της Δανίας. Κυριότερα από τα έργα του είναι η Ανύψωση του
Σταυρού, η Πάλη μεταξύ Κακίας και Αρετής και η Παναγία που κάθεται με τον Ιησού στα γόνατά της.
Βαν-Λόο (Van-Loo). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων, φλαμανδικής καταγωγής. Βλ. λ. Βανλό.
Βαν Μάρλαντ, Γιάκομπ. Βλ. λ. Μάρλαντ, Γιάκομπ βαν.
Βαν Μάντερ, Κάρελ (Karel Van Mander, Μπελεμπέκε 1548 – Χάαρλεμ 1606). Ολλανδός ζωγράφος και συγγραφέας.
Σπούδασε κοντά στον Βαν Χέερε και στον Βλερίκ, αλλά τελειοποίησε τη ζωγραφική εκπαίδευσή του στη Ρώμη. Έζησε για
μικρό διάστημα στην Αυστρία και στη Φλάνδρα. Στις θρησκευτικές ταραχές της πατρίδας του, λαφυραγωγοί στρατιώτες
θέλησαν να τον απαγχονίσουν. Σώθηκε όμως και εγκαταστάθηκε τότε με την οικογένειά του στο Χάαρλεμ, όπου και
αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία. Διακρίθηκε ως ιστορικός ζωγράφος, αλλά το έργο που τον έκανε διάσημο είναι
το σύγγραμμα Το βιβλίο του ζωγράφου (1604), που αναφέρεται στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του αιώνα του.
Βαν Μπετόβεν, Λούντβιχ. Βλ. λ. Μπετόβεν, Λούντιβιχ βαν.
Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν (Martin Van Buren, 1782 – 1862). Αμερικανός πολιτικός, όγδοος πρόεδρος των ΗΠΑ (1837-41).
Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη
επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, ο Β.Μ. έστρεψε την υποστήριξή του στο πρόσωπο
του Άντριου Τζάκσον. Το 1828 ο B.M. εξελέγη κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης, αλλά όταν ο Τζάκσον έγινε
πρόεδρος, παραιτήθηκε και ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνησή του. Αντίθετος στο δόγμα της αμερικανικής
ουδετερότητας, απέφυγε να πάρει θέση στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει για το ζήτημα μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης και
παραιτήθηκε το 1831 για να διευκολύνει τον πρόεδρο Τζάκσον στο ξεκαθάρισμα των αντιφρονούντων της πολιτικής του.
Εκείνος, σε αντάλλαγμα, τον υποστήριξε στην υποψηφιότητά του το 1832 για την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος και,
κυρίως, στο να λάβει το χρίσμα του προεδρικού υποψηφίου των Δημοκρατικών το 1836. Έτσι, δεδομένης της κακής οργάνωσης
των αντιπάλων Ουίγων, ο Β.Μ. εξελέγη εύκολα όγδοος πρόεδρος των ΗΠΑ, τον επόμενο χρόνο.
Η προεδρία του στιγματίστηκε από την οικονομική κρίση του 1837, την οποία προσπάθησε να αντιμετωπίσει, ενώ στον
εξωτερικό τομέα θέλησε να συμβιβάσει τις διαφορές με την πρώην μητρόπολη, Μεγάλη Βρετανία. Το 1840 έχασε τις εκλογές,
καθώς η προεκλογική εκστρατεία των αντιπάλων του στηρίχτηκε στο επιχείρημα ότι ήταν πλούσιος και αδιάφορος για τα
προβλήματα των απλών ανθρώπων, μετά την κρίση του 1837. Όμως, το 1844 προσπάθησε να διεκδικήσει ξανά το χρίσμα των
Δημοκρατικών, αλλά δεν τα κατάφερε, κυρίως επειδή αντιτάχθηκε στην ενσωμάτωση του Τέξας στις ΗΠΑ, αφενός γιατί ήταν
αντίθετος στη δουλεία, αφετέρου διότι φοβόταν ενδεχόμενο πόλεμο με το Μεξικό.
Μέχρι το τέλος της ζωής του υπήρξε ενεργό στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά αργότερα υποστήριξε παρασκηνιακά
τον ρεπουμπλικάνο Άμπρααμ Λίνκολν. Μετά τον θάνατό του, ένας από τους γιους του εξέδωσε το βιβλίο του Μια εξέταση για
τις απαρχές και τη διαδρομή των πολιτικών κομμάτων στις ΗΠΑ (1867).
Βαν Νόορτ, Άνταμ (Adam Van Noort, 1557 – 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Υπήρξε δάσκαλος των Ρούμπενς και Γιόρντενς,
αλλά τελικά η επίδραση των μαθητών στον δάσκαλο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλοί πίνακές του να αποδίδονται σε αυτούς.
Από τα έργα του αξιόλογα είναι τα Οι πέντε αισθήσεις, Ο Χριστός ευλογεί τα παιδιά και Ο Χριστός και η μοιχαλίδα.
Βαν Ντάικ, Άντονι (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης
οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το
1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον Ρούμπενς (που υπήρξε σημαντική για την καλλιτεχνική του διαμόρφωση), ήταν ήδη
μέλος της συντεχνίας των ζωγράφων της Αμβέρσας. Το 1620, ο λόρδος Άρεντλ τον προσκάλεσε στην Αγγλία και του
εξασφάλισε ένα επίδομα από τον βασιλιά Ιάκωβο Α’. Το επόμενο έτος ο Β.Ν. εγκατέλειψε το Λονδίνο και ύστερα από μια
σύντομη διαμονή στην πατρίδα του ταξίδεψε στην Ιταλία. Γνώρισε τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, το Παλέρμο, τη Βενετία και
παρέμεινε στη Γένοβα από το 1623 έως το 1627. Το 1632 επέστρεψε στο Λονδίνο όπου, εκτός από μερικά ταξίδια στις
Βρυξέλλες, στο Παρίσι και στην Αμβέρσα, παρέμεινε έως τον θάνατό του ως ζωγράφος του βασιλιά Καρόλου Α’. Αν και ποτέ
δεν λησμόνησε τη διδασκαλία του Ρούμπενς, στα ωριμότερα έργα του διακρίνεται η επίδραση της ιταλικής τέχνης και ιδιαίτερα
της βενετσιάνικης ζωγραφικής. Τα σχήματά του γίνονται κομψότερα, το πλάσιμο πιο απαλό, το χρώμα πιο λιτό και
συγκρατημένο.
Παρά την αξία των μεγάλων θρησκευτικών συνθέσεών του όπως Η Σταύρωση (Βασιλικά Ανάκτορα, Γένοβα), Η Σύλληψη του
Ιησού (συλλογή Κουκ, Ρίτσμοντ), Τωβίας (Πινακοθήκη Ντουράτσο-Ιουστινιάνι, Γένοβα), οι προσωπογραφίες των πλούσιων
Φλαμανδών αστών και των Ιταλών και των Άγγλων ευγενών είναι οι αντιπροσωπευτικές εκφράσεις της τέχνης του. Θεωρείται ο
παραγωγικότερος Φλαμανδός ζωγράφος του 17ου αι., ο σπουδαιότερος μετά τον Ρούμπενς.
Βαν ντε Βέλντε (Van de Velde). Επώνυμο οικογένειας Φλαμανδών ζωγράφων, που μετανάστευσαν από την Αμβέρσα του
Βελγίου στην Ολλανδία.
1. Αντριάν (Adriaen Van de Velde, 1636 – 1672). Γιος του Βίλεμ του Πρεσβύτερου (2.) και αδελφός του Νεότερου (3.), ήταν
ζωγράφος τοπογραφιών και επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στη χρήση του φωτός ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή.
2. Βίλεμ, ο Πρεσβύτερος (Willem Van de Velde, Λέιντεν 1611 – Λονδίνο 1693). Ασχολήθηκε κυρίως με θαλασσογραφίες, τις
οποίες ζωγράφιζε με μελάνι σε λευκό ύφασμα ή χαρτί και ύστερα από πολλά χρόνια ασχολήθηκε με την ελαιογραφία. Η φήμη
του ως θαλασσογράφου έγινε αφορμή να του ανατεθεί, από τον βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Β’ (1660-85), η δημιουργία σειράς
πινάκων εμπνευσμένων από τους ναυτικούς αγώνες μεταξύ Αγγλίας και Ολλανδίας. Από το 1673 έως τον θάνατό του έζησε στο
Λονδίνο ως ζωγράφος της αγγλικής Αυλής. Τα σημαντικότερα έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου,
υπάρχουν όμως και αρκετά σε ιδιωτικές συλλογές.
3. Βίλεμ, ο Νεότερος (Willem Van de Velde, Άμστερνταμ 1633 – Αγγλία 1707). Ήταν γιος του Βίλεμ του Πρεσβύτερου (2.) και
μαθητής του. Ο βασιλιάς Κάρολος Β’ του ανέθεσε να φιλοτεχνήσει πίνακες ναυμαχιών του αγγλικού στόλου, για να
διακοσμήσει διάφορα ανάκτορα, όπως ακριβώς είχε ζητήσει και από τον πατέρα του. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική
Πινακοθήκη του Λονδίνου καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές, όπως επίσης στην Πινακοθήκη του Άμστερνταμ. Πολλοί
τεχνοκριτικοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των μεγαλύτερων θαλασσογράφων. Τα σπουδαιότερα έργα του τιτλοφορούνται Ένα
λιμάνι, Ακτή και Προκυμαία.
4. Γιαν (Jan Van de Velde, 1593 – 1641). Ήταν πατέρας του Γιαν Γιανς (5.) και θείος του Εζάια (6.). Δεν ήταν τόσο σημαντικός
ζωγράφος όσο οι υπόλοιποι της οικογένειας.
5. Γιαν Γιανς (Jan Jansz Van de Velde, Άμστερνταμ 1620 – 1663). Γιος του Γιαν (4.), επιδόθηκε περισσότερο στην απεικόνιση
της νεκρής φύσης. Διακρίθηκε επίσης στη χαλκογραφία. Έργα του υπάρχουν σε μουσεία της Χάγης, του Βερολίνου, της
Δρέσδης, του Μονάχου, του Λονδίνου και του Παρισιού.
6. Εζάια (Esaias, Άμστερνταμ 1591; – Χάγη 1630). Ζωγράφος και χαράκτης. Αδελφός του Βίλεμ του Πρεσβύτερου (2.),
διακρίθηκε για την απεικόνιση σκηνών μαχών και συγκρούσεων με ληστές. Στην πινακοθήκη του Άμστερνταμ βρίσκονται οι
σπουδαιότεροι πίνακές του (Ισπανικοί καταυλισμοί, Η χειμερινή διασκέδαση και μια προσωπογραφία του πρίγκιπα Μαυρίκιου).
Σε ιδιωτικές συλλογές διασώζονται και τοπία του. Δύο από τα ωραιότερα έργα του, Η νυχτερινή μάχη και ο Ιππέας, βρίσκονται
στην πινακοθήκη του Ρότερνταμ. Γενικά όμως, τα έργα του είναι δυσεύρετα, γιατί ζωγράφιζε με αργό ρυθμό και δεν άφησε
μεγάλο αριθμό πινάκων.
Βαν ντε Βέλντε, Χένρι (Henri Van de Velde, Αμβέρσα 1863 – Ζυρίχη 1957). Βέλγος αρχιτέκτονας και σχεδιαστής (designer),
από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του νέου ρυθμού (Art Nouveau) και πρωτοπόρος της σύγχρονης
αρχιτεκτονικής.
Ασχολήθηκε αρχικά με τη ζωγραφική, γρήγορα όμως αισθάνθηκε ιδιαίτερη κλίση για τις διακοσμητικές τέχνες και την
αρχιτεκτονική. Από τα πρώτα του έργα, τα πιο ενδιαφέροντα είναι η κατοικία του Ικλ (1895), όπου προσπάθησε να ικανοποιήσει
το αίτημα της απόλυτης μορφολογικής ενότητας σχεδιάζοντας τις εσωτερικές διακοσμήσεις, τα έπιπλα, ακόμη και τα σκεύη, και
η διαμόρφωση του εσωτερικού του καταστήματος Art Nouveau στο Παρίσι (1895). Η επιτυχία των επιπλώσεών του στην
Έκθεση της Δρέσδης (1896) τού έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στη Γερμανία. Τότε διαρρύθμισε και
το κατάστημα της εταιρείας Αβάνα (1900) στο Βερολίνο και ανασυγκρότησε το Μουσείο Φόλκβανγκ στη Χάγκεν (1902).
Περισσότερο όμως εργάστηκε στη Βαϊμάρη. Εκεί, εκτός από το αξιόλογο παιδαγωγικό του έργο, θεμελιωμένο σε αρχές που
προανήγγειλαν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, τις διδακτικές μεθόδους του Μπαουχάους (Bauhaus), δημιούργησε ένα από τα
καλύτερα έργα του, το κτίριο της Τεχνικής και Επαγγελματικής Σχολής (1906). Το οικοδόμημα αυτό εγκαινίασε μια νέα φάση
στην αρχιτεκτονική του, η οποία χαρακτηριζόταν από σαφέστερο καθορισμό του χώρου και των όγκων και απλούστερη αλλά
αρμονικότερη διακοσμητική αντίληψη. Το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιόδου αυτής ήταν το περίφημο θέατρο της
Κολονίας (Βερκμπουντεάτερ, 1914) το οποίο δεν υπάρχει σήμερα.
Αφού παρέμεινε στην Ελβετία και στην Ολλανδία, το 1925 επέστρεψε στην πατρίδα του και το 1947 εγκαταστάθηκε οριστικά
στην Ελβετία συνεχίζοντας με εξαιρετική ζωτικότητα τη δημιουργική του δράση μέχρι το τέλος της ζωής του. Δύο ακόμη
σημαντικά έργα του είναι το εξωτερικό σχέδιο του υπερωκεάνιου Πρίγκιπας Μποντουέν (Prince Baudouin, 1930-32), το οποίο
θεωρείται υπόδειγμα λειτουργικότητας, και το μουσείο Κρόλερ-Μίλερ στο Ότερλο, το αρχικό σχέδιο του οποίου ήταν του 1921,
αλλά η υλοποίησή του κράτησε από το 1937 έως το 1952 και κρίθηκε ως το ωραιότερο και αρτιότερο για τη λειτουργικότητά
του μουσείο της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ού αι. Το μονίμως ζωηρό ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για τα θεωρητικά και
διδακτικά προβλήματα αποδεικνύεται από τα συγγράμματά του, όπως οι Τύποι μιας σύγχρονης αισθητικής (1923), και από τη
διδασκαλία του στο Ινστιτούτο Λα Καμπρ και στο πανεπιστήμιο της Γάνδης.
Βαν ντε Γκράαφ, Ρόμπερτ Τζέμισον (Robert Jemison Van de Graaff, Τασκαλούσα, Αλαμπάμα 1901 – Βοστόνη 1967).
Αμερικανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα και μετά στη Σορβόνη και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης,
όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα (1928). Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, εργάστηκε στο τμήμα ερευνών του πανεπιστημίου
Πρίνστον (1929-31) και μετά (1931) στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), όπου έγινε βοηθός καθηγητής το 1934.
Ο Β. ντε Γ. θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της πυρηνικής φυσικής. Είναι γνωστός για τις εργασίες του στην πυρηνική
φυσική και για την εφεύρεση (1933) της ηλεκτροστατικής γεννήτριας υψηλής τάσης η οποία φέρει το όνομά του.
επιταχυντής Bαν ντε Γκράαφ. Τύπος επιταχυντή, στον οποίο χρησιμοποιείται η ομώνυμη ηλεκτροστατική γεννήτρια για την
παραγωγή υψηλών τάσεων. Τα σωμάτια μπορούν να επιταχυνθούν από τα πολύ υψηλά αυτά δυναμικά (της τάξεως
εκατομμυρίων βολτ) και να αποκτήσουν υψηλές ενέργειες. Για πρακτικούς λόγους, ο επιταχυντής αντικαταστάθηκε από το
κύκλοτρο του Λόρενς.
Βαν ντε Καπέλε, Γιαν (Jan Van de Kappelle, 1624; – 1679). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής και φίλος του θαλασσογράφου
Σιμόν ντε Φλίγκερ από το Ρότερνταμ, ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό το είδος, ζωγραφίζοντας συνήθως ιστιοφόρα.
Βαν Ντέισελ, Λόντεβικ. Βλ. λ. Ντέισελ, Λόντεβικ βαν.
Βαν ντερ Άα, Πιέτερ (Pieter Van der Aa, 1530 – 1594). Ολλανδός νομομαθής. Δίδαξε νομικά στο πανεπιστήμιο της Λουβέν.
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους νομικούς της εποχής του. Είναι γνωστός και με το λατινικό όνομα Βαντεράνους.
Βαν ντερ Άα, Πιέτερ (Pieter Van der Aa, 18ος αι.). Ολλανδός εκδότης και βιβλιοπώλης. Δούλεψε ως μαθητευόμενος κοντά σε
έναν βιβλιοπώλη στην ηλικία των 9 ετών και άνοιξε τη δική του επιχείρησε στα 23 του. Σε διάρκεια μισού αιώνα εξέδωσε έναν
πολύ μεγάλο αριθμό έντυπου υλικού, όπως βιβλία, γεωγραφικούς άτλαντες και εικονογραφημένα έργα κάθε σχήματος και
μεγέθους. Ανάμεσα στις εκδόσεις του, οι οποίες είναι σήμερα περιζήτητες από τους συλλέκτες, συγκαταλέγονται τα έργα του
Εράσμου σε 11 τόμους (1703-6), των Γκρονόβιους και Γκέβιους με τον τίτλο Θησαυρός, κ.ά.
Βαν ντερ Άστ, Μπαλτάσαρ (Balthasar Van der Ast, 1593-1657). Ολλανδός ζωγράφος. Ασχολήθηκε κυρίως με νεκρές φύσεις.
Έργα του βρίσκονται στις πινακοθήκες του Άμστερνταμ, της Χάγης και του Ρότερνταμ.
Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός
φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής
στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ (1877-1907). Δημοσίευσε πολλές εργασίες πάνω σε
διάφορους τομείς της φυσικής (ηλεκτρολυτική διάσπαση, θερμοδυναμική θεωρία των τριχοειδών φαινομένων, καταστατική
εξίσωση των αερίων, στατική των ρευστών κ.ά.), αλλά πιο αξιόλογη θεωρείται η εργασία του, Για το συνεχές της υγρής και της
αέριας κατάστασης (1873), όπου υποστήριξε ότι τα ρευστά αποτελούνται από μεγάλο αριθμό κινητών αμετάβλητων σωματίων
και ότι παρουσιάζουν μεταξύ τους αμοιβαίες έλξεις, ασθενικές, αλλά όχι αμελητέες. Η θεωρία αυτή (κινητική θεωρία των
υγρών) οδήγησε σε πάρα πολύ σημαντικά συμπεράσματα τα οποία επιβεβαιώθηκαν πειραματικά με την υγροποίηση των αερίων.
Για τις εργασίες του αυτές τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής (1910) και ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος των Ακαδημιών
πολλών κρατών.
Βαν ντερ Βάαλς, δυνάμεις (Φυσ.). Ασθενικές διαμοριακές δυνάμεις ηλεκτροστατικής φύσεως. Αν δύο μόρια έχουν μόνιμες
διπολικές ροπές και βρίσκονται σε τυχαία θερμική κίνηση, τότε ανάλογα με τη μεταξύ τους απόσταση, θα παρατηρείται
αμοιβαία άπωση (μικρή απόσταση) ή έλξη (αρκετά μεγάλη απόσταση). Στην παραπάνω περίπτωση των δύο ουδέτερων
ηλεκτρικά μορίων, είναι δυνατόν, με μια μετατόπιση του ηλεκτρικού φορτίου, να δημιουργηθούν δύο δίπολα τα οποία ως
σύστημα παραμένουν ουδέτερα. Οι αλληλεπιδράσεις διπόλου-διπόλου δεν μπορούν να εμφανιστούν ανάμεσα στα άτομα.
Οι δυνάμεις αυτές ανάμεσα σε ξεχωριστά άτομα δημιουργούνται εξαιτίας των μικρών στιγμιαίων διπολικών ροπών, οι οποίες
εμφανίζονται στα ίδια τα άτομα ως αποτέλεσμα διακυμάνσεων στην ηλεκτρονική τους κατανομή. Η στιγμιαία αυτή διπολική
ροπή μπορεί να προκαλέσει πόλωση σε ένα γειτονικό άτομο, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ασθενικής έλξης ανάμεσα στα άτομα.
Το δυναμικό αλληλεπίδρασης δύο μορίων σε καθεμία από αυτές τις αλληλεπιδράσεις παίρνει τη μορφή:
V(τ)= Α[_(σ/τ)12 - (σ/τ)6 ] ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΥΠΟΣ!!!
όπου Α μία σταθερά για ένα ιδιαίτερο μόριο και τ
Μίζα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισηυν η ΠΙΝΑΚΟΘη απόσταση μεταξύ των μορίων· το V(τ) ονομάζεται δυναμικό
Λέναρντ-Τζόουνς 6 - 12. Οι δυνάμεις αυτές είναι υπεύθυνες για τις διαφορές που παρουσιάζει η συμπεριφορά των πραγματικών
αερίων σε σχέση με ένα ιδανικό αέριο.
Βαν ντερ Βάαλς, καταστατική εξίσωση (Χημ.). Η αναλυτική μελέτη του νόμου των Μπόιλ-Μαριότ, σε συνδυασμό με την
παραδοχή του Βαν ντερ Βάαλς ότι τα μόρια του αερίου συμπεριφέρονται περίπου σαν σκληρές σφαίρες διαμέτρου d, οδήγησε το
1873 τον Ολλανδό φυσικό σε διόρθωση του τύπου των ιδανικών αερίων, ο οποίος παίρνει τη μορφή:
(p + a/v2)(V-b) = RT ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΥΠΟΣ!!!
όπου p, V παριστάνουν την πίεση και τον όγκο του αερίου ανά γραμμομόριο στην απόλυτη θερμοκρασία T, R είναι η παγκόσμια
σταθερά των αερίων και b ο διορθωτικός παράγοντας για τον όγκο. Αφού τα μόρια θεωρούνται σκληρές σφαίρες, πρέπει από τον
συνολικό όγκο να αφαιρεθεί εκείνος που δεν είναι προσιτός από τα μόρια: αν ένα μόριο θεωρηθεί ως σκληρή σφαίρα διαμέτρου
d, τότε, κατά τη διάρκεια της κίνησής του το κέντρο του δεν μπορεί να πλησιάσει λιγότερο από d/2 ένα τοίχωμα ή λιγότερο από
d από το κέντρο ενός άλλου μορίου και έτσι ο πραγματικός όγκος που διατίθεται σε κάθε μόριο είναι μικρότερος από τον όγκο
του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται· το πόσο μικρότερος είναι εξαρτάται από το πόσα μόρια υπάρχουν. Τέλος, ο διορθωτικός
παράγοντας a/v2 ο οποίος προστίθεται στην πίεση οφείλεται στις ελκτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων.
Λόγω αυτών, η πίεση του αερίου πάνω στα τοιχώματα του δοχείου είναι λίγο μικρότερη απ’ ό,τι στο ιδανικό αέριο, όπου δεν
υπάρχουν τέτοιες ελκτικές δυνάμεις. Οι τιμές των a και b βρίσκονται στο πείραμα και από αυτή την άποψη η εξίσωση των
πραγματικών αερίων είναι εμπειρική. Για κάποιο συγκεκριμένο υλικό οι σταθερές a και b θα πρέπει (θεωρητικά) να είναι
ανεξάρτητες από τη θερμοκρασίας, κάτι όμως που δεν ισχύει στην πράξη. Η σταθερά a για το νερό στους 0°C και εξωτερική
πίεση 1 atm παίρνει την τιμή 0,547 Pa m6/mole2 . Ο παράγοντας b μεταβάλλεται από αέριο σε αέριο, αλλά η συνηθισμένη του
τιμή είναι της τάξεως των 3 x 10-5 m3/mole, δηλαδή γύρω στο 0,15% του ελεύθερου όγκου που διατίθεται για το αέριο σε
κανονικές συνθήκες. Τα ποσοτικά πειραματικά δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή της συγκεκριμένης καταστατικής
εξίσωσης δεν μπορούν να προσαρμοστούν παντού με σταθερές τιμές των a και b και αυτό οφείλεται στο ότι το μοντέλο πάνω
στο οποίο βασίζεται ο τύπος είναι ακόμη πολύ απλουστευμένο.
Βαν ντερ Βάιντεν, Ρόχιρ (Rogier Van der Weyden, Τουρνέ 1400; – Βρυξέλλες 1464). Εκφλαμανδισμένο όνομα του
ζωγράφου Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture). Ήταν γιος μαχαιροποιού και άρχισε να εργάζεται στη γενέτειρά του, στη
συντεχνία της οποίας αναδείχτηκε αρχηγός, το 1432. Το 1435 εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου δεν αποκλείεται να γνώρισε
προσωπικά τον Γιαν Βαν Άικ. Το βέβαιο είναι ότι τα έργα του μεγάλου δασκάλου επέδρασαν σημαντικά στη διαμόρφωση της
τέχνης του. Την περίοδο αυτή ζωγράφισε την Παναγία (1432, συλλογή Τίσεν, Λουγκάνο), το Τρίπτυχο (1435, μοιρασμένο στο
Λούβρο και σε πινακοθήκη του Τορίνο) και κυρίως τη δραματική Αποκαθήλωση (1436). Για την κοινότητα των Βρυξελλών
ζωγράφισε τέσσερις πίνακες με θέμα τη Δικαιοσύνη. Τα έργα αυτά έχουν σήμερα εξαφανιστεί, στην εποχή τους όμως ήταν
φημισμένα και είχαν προκαλέσει τον θαυμασμό του Άλμπρεχτ Ντίρερ.
Το 1450, με την ευκαιρία του Ιωβηλαίου, ταξίδεψε στη Ρώμη, έπειτα στη Νάπολη, στη Γένοβα, στη Φλωρεντία και τέλος στη
Φεράρα, όπου η παρουσία του άσκησε μεγάλη επίδραση στη ζωγραφική της σχολή. Η επιστροφή στην πατρίδα του (γύρω στο
1455) του έδωσε την ευκαιρία να επανασυνδέσει την τεχνοτροπία του με τη ζωγραφική του Βαν Άικ. Η μεγάλη παραγωγή του,
διασκορπισμένη σήμερα σε πολλά μουσεία, επέδρασε στην τέχνη πολλών ζωγράφων των Κάτω Χωρών, της Γαλλίας, της
Ιταλίας και της Ισπανίας. Άλλα έργα του: Ταφή του Ιησού (1450, Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία), Παναγία των Μεδίκων
(1450, Ινστιτούτο Στέντελ, Φρανκφούρτη), Προσωπογραφία γυναίκας της οικογένειας Ντ’ Έστε (1450, Μητροπολιτικό
Μουσείο Νέας Υόρκης), Πολύπτυχο του Αγίου Ιωάννου (1455, Κρατικό Μουσείο, Βερολίνο), Επτά Μυστήρια (Βασιλικό
Μουσείο Καλών Τεχνών, Αμβέρσα), Σταύρωση (1462, Μουσείο του Εσκοριάλ, Ισπανία) κ.ά.
Βαν ντερ Γκους, Ούγκο (Hugo Van der Goes, ; – Ρόντεν Κλόστερ, Βρυξέλλες 1482). Φλαμανδός ζωγράφος. Κατά τα μέσα
του 15ου αι. αναφέρεται ως μέλος της συντεχνίας της Γάνδης, όπου ίσως γεννήθηκε. Αργότερα βρέθηκε στην Μπριζ, όπου
δέχτηκε την παραγγελία του Τομάζο Πορτινάρι και φιλοτέχνησε το περίφημο Τρίπτυχο, το οποίο προκάλεσε τεράστιο
ενδιαφέρον, όταν παραδόθηκε στη Φλωρεντία (1482). Το έργο αυτό, το μόνο που αποδίδεται με βεβαιότητα στον ζωγράφο, έχει
πλήρως ανεπτυγμένα όλα τα εκπληκτικά χαρακτηριστικά της τέχνης του και τον τοποθετεί στην κατηγορία των μεγαλύτερων
Φλαμανδών ζωγράφων του β’ μισού του 15ου αι. Του αποδίδονται αρκετά άλλα έργα, μεταξύ των οποίων ορισμένες Παναγίες
(μουσείο Βρυξελλών, συλλογή Τζόνσον στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, μουσείο Παβίας, Ινστιτούτο Στέντελ Φρανκφούρτης), ο
Ιησούς Θρηνούμενος και το Προπατορικό αμάρτημα (Πινακοθήκη Βιέννης), το Τρίπτυχο των Μάγων (Αγία Πετρούπολη,
Ρωσία) και ο Βωμός Μονφόρτε (Μουσείο Βερολίνου). Το 1481 διαγνώστηκε ψυχασθενής και πέθανε τον επόμενο χρόνο.
Βαν ντερ Λεκ, Μπαρτ (Bart Van der Leck, Ουτρέχτη 1876 – Μπλάρικουμ 1958). Ολλανδός ζωγράφος και σχεδιαστής.
Σπούδασε στην Εθνική Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Άμστερνταμ (1900-4). Το ενδιαφέρον του για τις εφαρμοσμένες
τέχνες προκλήθηκε από τις πολιτικοκοινωνικές αναζητήσεις του. Επιζητούσε να εκμηδενίσει την απόσταση ανάμεσα στην τέχνη
και στον απλό άνθρωπο και να την εντάξει στην καθημερινή ζωή, καθιστώντας την προσιτή στο ευρύ κοινό, ενώ παράλληλα
επιχείρησε να απαλείψει τη διαφορά ανάμεσα στις καλές και στις εφαρμοσμένες τέχνες. Αρχικά επηρεάστηκε από τους
συμβολιστές Άντον Ντερκίντερεν και Γιαν Τόοροπ και στη συνέχεια από τους ιμπρεσιονιστές Τζορτζ Χέντρικ Μπράινερ και
Άιζαακ Ίσραελς. Τα σχέδιά του για μια έκδοση του πίνακα Τραγούδι του Σολομώντα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Πιετ
Κλααρχάμερ, για τη συλλέκτρια Χέλενε Κρόλερ Μίλερ, το οποίο ολοκλήρωσε το 1905, αναδεικνύουν την επίδραση της
αιγυπτιακής τέχνης. Ύστερα από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι, το 1907, έζησε και εργάστηκε το υπόλοιπο της ζωής του
σε διάφορες πόλεις της Ολλανδίας.
Βαν ντερ Μέερ, Γιοχάνες. Πιθανότατα το πραγματικό όνομα του Ολλανδού ζωγράφου Γιαν Βερμέερ. Βλ. λ. Βερμέερ, Γιαν.
Βαν ντερ Μέερ, Σιμόν (Simon Van der Meer, Χάγη 1925 – ). Ολλανδός φυσικός. Εξαιτίας της γερμανικής κατοχής και της
αναστολής λειτουργίας των ολλανδικών πανεπιστημίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές
του το 1945, σε ηλικία είκοσι ετών, στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ντελφτ, όπου εξειδικεύτηκε στην τεχνολογία μετρήσεων
και προτυποποίησης και από το οποίο αποφοίτησε με το πτυχίο μηχανικού το 1952. Επί τέσσερα χρόνια πραγματοποίησε έρευνα
για λογαριασμό της εταιρείας Philips στο Αϊντχόβεν, σε συσκευές υψηλής τάσης και σε ηλεκτρονικά για ηλεκτρικά
μικροσκόπια. Το 1956 προσχώρησε στο νεοϊδρυθέν ινστιτούτο σωματιδιακής φυσικής (CERN) στη Γενεύη, όπου εργάστηκε έως
το τέλος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, το 1990, συμμετέχοντας σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους έργα. Ανάμεσα
στις εργασίες του ήταν η ευθύνη λειτουργίας του σύγχροτρου των 400 GeV και η ανάπτυξη μιας στοχαστικής μεθόδου, στην
οποία βασίστηκε η λειτουργία του δακτυλίου αντιπρωτονίων χαμηλής ενέργειας (LEAR). Το 1984 τού απονεμήθηκε, μαζί με
τον Ελβετό Κάρλος Ρούμπια, το βραβείο Νόμπελ φυσικής για την αποφασιστική συμβολή τους στο μεγάλο έργο στο οποίο
συμμετείχαν στο CERN και το οποίο οδήγησε στην ανακάλυψη των μποζονίων W και Ζ, που είναι φορείς ασθενούς
αλληλεπίδρασης. Με βάση αυτή την ανακάλυψη, επιβεβαιώθηκε η ηλεκτρασθενής θεωρία, η οποία δέχεται ότι σε πολύ υψηλές
ενέργειες οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις έχουν την ίδια ένταση με τις ηλεκτρομαγνητικές. Παράδειγμα ασθενούς αλληλεπίδρασης
είναι οι πυρηνικές διαδικασίες στο εσωτερικό του ήλιου, οι οποίες ελέγχουν τη θερμοκρασία του.
Βαν ντερ Νέερ, Άερτ (Aert Van der Νeer, 1603; – 1677). Ολλανδός ζωγράφος. Διακρίθηκε ως τοπιογράφος. Ιδιαίτερα
ζωγράφισε ανατολές και δύσεις ηλίου, τοπία υπό το σεληνόφως και ανταύγειες του χιονιού.
Βαν ντερ Ρόε, Λούντβιχ Μίες (Ludwig Mies Van der Rohe, Άαχεν, Γερμανία 1886 – Ιλινόις, ΗΠΑ 1969). Γερμανός
αρχιτέκτονας. Από το 1908 έως το 1912 εργάστηκε στο γραφείο του αρχιτέκτονα Μπέρενς, από τον οποίο επηρεάστηκε
σημαντικά. Ανέπτυξε μια σχεδιαστική αντίληψη βασισμένη σε πρωτοποριακή στατική τεχνική και στον πρωσικό κλασικισμό.
Παράλληλα, διακατεχόταν από μια συμπάθεια προς τον ρωσικό κονστρουκτιβισμό και την ολλανδική ομάδα Ντε Στιλ και
δανείστηκε στοιχεία από τα σχέδια του Κ.Φ. Σίνκελ σε ατσάλι και γυαλί. Συνέβαλε σημαντικά στην αρχιτεκτονική φιλοσοφία
που διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της επόμενης, και διετέλεσε διευθυντής της σχολής
Μπαουχάους έως το κλείσιμό της από το ναζιστικό καθεστώς. Το 1937 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε
διευθυντής Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Ιλινόις, θέση από την οποία εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών
αρχιτεκτόνων. Είναι γνωστός για τη φράση του «less is more» (το λιγότερο είναι περισσότερο), όπου περικλείεται η βασική
φιλοσοφική άποψη της αρχιτεκτονικής των μέσων του 20ού αι. για απέριττα έργα. Δημιούργησε ουδέτερους χώρους,
βασισμένους σε απλά υλικά και δομική ενότητα. Τιμήθηκε το 1969 με το χρυσό μετάλλιο του Αμερικανικού Ινστιτούτου
Αρχιτεκτόνων.
Βαν ντερ Χάιντεν, Γιαν (Jan Van der Heyden, 1637 – 1712). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Εκτός από την επίδοσή του
στη ζωγραφική, ασχολήθηκε και με τη μηχανική και επινόησε έναν τύπο πυροσβεστικής αντλίας.
Βαν Ντέισελ, Λόντεβικ. Βλ. λ. Ντέισελ, Λόντεβικ βαν.
Βαν Ντέσμπουργκ, Τέο (Theo Van Doesburg, Ουτρέχτη 1883 – Νταβός 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού
αρχιτέκτονα, ποιητή και ζωγράφου Κρίστιαν Κέπερ. Το 1917, μαζί με τον ζωγράφο Πιτ Μοντριάν και τον αρχιτέκτονα Πίτερ
Ουντ ίδρυσε την ομάδα Ντε Στιλ (και το ομώνυμο περιοδικό) η οποία, με αφετηρία τον κυβισμό, τόλμησε να προχωρήσει στην
ολοκληρωτική, αυστηρά γεωμετρική αφαίρεση. Για να διαδώσει τις ιδέες της ομάδας, ταξίδεψε την περίοδο 1920-21 στην
Ιταλία, στο Βέλγιο και κυρίως στη Γερμανία, όπου το κίνημα Ντε Στιλ βρήκε μεγάλη απήχηση και επέδρασε σημαντικά στη
δραστηριότητα της σχολής Μπαουχάους. Από το 1922, μαζί με τον Κουρτ Σβίτερς, αγωνίστηκε για τη διάδοση των ιδεών της
κίνησης Νταντά στις Κάτω Χώρες (απολογισμό αυτής της δραστηριότητας επιχείρησε ένα αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού
Merz, το 1932) και με το ψευδώνυμο Κ. Μπόνσετ ίδρυσε το περιοδικό Dada-Mecano, του οποίου κυκλοφόρησαν μόνο τέσσερα
τεύχη (το άσπρο, το γαλάζιο, το κόκκινο και το κίτρινο) σε συνεργασία με τον Χανς Αρπ, τον Ραούλ-Οσμάν, τον Ριμπμόν-
Ντεσέν και τον Κουρτ Σβίτερς.
Βαν Ντίμεν, Άντον (Anton Van Diement, 1593 – 1645). Ολλανδός θαλασσοπόρος. Είχε αναλάβει τη διοίκηση των
ολλανδικών Ινδιών (1636) και κατόρθωσε να επεκτείνει το ολλανδικό εμπόριο στην Άπω Ανατολή. Ίδρυσε σχολεία και έχτισε
εκκλησίες στη Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα της Ινδονησίας). Στον θαλασσοπόρο αυτόν οφείλεται η ανακάλυψη της
Τασμανίας (1642), που ονομάστηκε τότε Γη του Βαν Ντιέμεν.
Βαν Ντόνγκεν, Κέες (Kees Van Dongen, 1877 – 1968). Γάλλος ζωγράφος, ολλανδικής καταγωγής. Νέος ακόμη, εγκατέλειψε
την οικογένειά του και δούλεψε ως ναυτεργάτης στο λιμάνι του Ρότερνταμ. Αργότερα πήγε στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Το
1900 εγκαταστάθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα. Το 1904, η πρώτη του έκθεση σημείωσε μεγάλη επιτυχία και τον επέβαλε
διεθνώς. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνεται και μια προσωπογραφία της Γαλλίδας ηθοποιού Μπριζίτ Μπαρντό.
Βαν Ντόρεν, Καρλ (Carl Van Doren, Ιλινόις, ΗΠΑ 1885 – 1950). Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε στα
πανεπιστήμια Ιλινόις και Κολούμπια και διετέλεσε αρχισυντάκτης πολλών περιοδικών. Έργα του: Η ζωή του Τόμας Λοβ Πίκοκ
(1911), Το αμερικανικό μυθιστόρημα (1921), Σύγχρονοι Αμερικανοί μυθιστοριογράφοι (1922), Εισαγωγή στην αμερικανική
λογοτεχνία (1933) κ.ά. Το 1938 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ.
Βαν Ντρούτεν, Τζον Γουίλιαμ (John William Van Druten, Λονδίνο 1901 – Τερμάλ, Καλιφόρνια 1957). Αμερικανός
θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, αγγλικής καταγωγής. Από την παραγωγή του κατά την περίοδο της ζωής του στην
Αγγλία αξιοσημείωτη είναι η πρώτη του κωμωδία Young Woodley (1925), στην οποία περιγράφει τη δύσκολη και συχνά
πικάντικη εμπειρία ενός νεαρού Άγγλου φοιτητή. Μετά την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ, έγινε ο εκφραστής των λεπτότερων και
εσωτερικότερων αισθημάτων της ρομαντικής και απλής οικογενειακής ατμόσφαιρας, καθώς και ορισμένων κάπως
υπεραισθηματικών αλλά γνήσιων εκδηλώσεων του αμερικανικού μύθου, που δεν τους λείπει η χιουμοριστική διάθεση. Από τα
πιο γνωστά έργα του, που ανεβάστηκαν και στο εξωτερικό, είναι Η φωνή της τρυγόνας (1943) και οι διασκευές Θυμάμαι τη
μητέρα (1944), από το μυθιστόρημα της Κάθριν Φορμπς και Είμαι μια κάμερα (1951), διασκευή από τα βερολινέζικα διηγήματα
του Κρίστοφερ Ίσεργουντ, η επιτυχία των οποίων επαναλήφθηκε στις διασκευές για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ο
ίδιος σκηνοθέτησε πολλά δικά του έργα και το περίφημο μιούζικαλ των Ρότζερς και Χάμερστάιν Ο βασιλιάς κι εγώ (King and I).
Βαν Όμπσταλ, Γκέραρντ (Gerard Van Obstal, 1594 – 1668). Φλαμανδός γλύπτης. Εργάστηκε σε μάρμαρο και σε
ελεφαντοστό. Κατασκεύασε τον ανδριάντα του Λουδοβίκου ΙΔ’ που τοποθετήθηκε στην Πύλη του Αγίου Αντωνίου. Πολλά έργα
του βρίσκονται στο Λούβρο. Τα περισσότερα εικονίζουν Τρίτωνες, Νηρηίδες και Νύμφες.
Βαν Όοστ, Γιάκομπ (Jacob Van Oost, 1601; – 1671). Ολλανδός ζωγράφος. Σπούδασε στη Ρώμη με δάσκαλο τον Α. Καράτσι.
Νέος, έκανε αντιγραφές έργων του Ρούμπενς με τέτοια επιδεξιότητα, που μπορούσαν να παραπλανηθούν ακόμη και τεχνοκρίτες.
Απεικόνισε κοσμοϊστορικές σκηνές. Σπουδαιότερα από τα έργα του είναι Η Αποκαθήλωση και Η Γέννηση του Σωτήρα.
Βαν Όοστ, Γιάκομπ Γιαν (Jacob Jan Van Oost, 1639 – 1713). Ολλανδός ζωγράφος. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Ρώμη και
έζησε περίπου σαράντα χρόνια στη Λιλ. Ήταν αξιόλογος προσωπογράφος και ζωγράφος θρησκευτικών σκηνών. Οι καλύτεροι
από τους πίνακές του βρίσκονται στη Λιλ της Γαλλίας (Η Ανάσταση του Λαζάρου, Η Μεταμόρφωση).
Βαν Όρλι, Μπέρναρτ (Bernaert Van Orley, Βρυξέλλες 1491; – 1542). Φλαμανδός ζωγράφος. Έγινε γνωστός με τους πίνακες
Οι δοκιμασίες του Ιώβ και Δευτέρα Παρουσία. Διακρίθηκε και για τις υαλογραφίες του.
Βαν Όρμαν Κουίν, Γουίλαρντ. Βλ. λ. Κουίν, Γουίλαρντ Βαν Όρμαν.
Βαν Οστάιγεν, Πάουλε (Paule Van Ostaijen, Αμβέρσα 1896 – Μιαβουά-Αντέ, Ναμίρ 1928). Φλαμανδός ποιητής. Επειδή
κατηγορήθηκε για φιλογερμανισμό, κατέφυγε στη Γερμανία και έζησε στο Βερολίνο την περίοδο 1918-21. Μετά την επιστροφή
στην πατρίδα του, συνεργάστηκε δραστήρια σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και άνοιξε μια γκαλερί τέχνης στις Βρυξέλλες.
Αρρώστησε από φυματίωση και έζησε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του σε ένα σανατόριο των Αρδενών. Η αναζήτηση
δρόμων ανανέωσης της ποίησης σε κατεύθυνση αντίθετη από τον ρομαντισμό τον έφερε πολλές φορές κοντά στα διάφορα
ρεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας.
Η πρώτη του συλλογή, με τίτλο Μιούζικ Χολ (1916), όπου υμνεί τη ζωή μιας μεγαλούπολης, είναι ένα έργο που έσπασε την
παράδοση τόσο στη χρήση της γλώσσας, θεληματικά ατημέλητης, όσο και στο πνεύμα ατομικισμού που επικρατούσε τότε. Στη
συλλογή Το σήμα (1918), φανερά επηρεασμένος από τον εξπρεσιονισμό, ο ποιητής εξήρε έναν έντονο κοινωνικό και
ανθρωπιστικό ενθουσιασμό. Τα μεταπολεμικά αισθήματα της μοναξιάς και του άγχους αποτυπώθηκαν στους στίχους της
Κατεχόμενης πόλης (1921), οι οποίοι είναι εμφανώς επηρεασμένοι από τον ντανταϊσμό. Με το Πρώτο βιβλίο του Σμολ, που
δημοσιεύτηκε ωστόσο μετά τον θάνατό του (1929), ο Β.Ο. βρήκε την πιο αυθεντική ποιητική του φλέβα: παράλληλα με το
συμβολιστικό δίδαγμα δημιούργησε ένα είδος καθαρής ποίησης με τους άλλοτε αθώους και άλλοτε ειρωνικούς τόνους, όπου
δίνεται στη λέξη συγκεκριμένη μουσική λειτουργία. Υπήρξε επίσης οξύς κριτικός λογοτεχνίας και εκκεντρικός πεζογράφος.
Βαν Οστάντε (Vαn Ostade). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων.
1. Αντριάν (Adriaen, Χάαρλεμ 1610 – 1685). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στο εργαστήρι του Φραντς Χαλς. Ειδικεύτηκε
στην απεικόνιση σκηνών της καθημερινής ζωής και επηρεάστηκε βαθιά από το έργο του Ρέμπραντ. Φιλοτέχνησε εκατοντάδες
πίνακες, οι κυριότεροι από τους οποίους τιτλοφορούνται Οργανοπαίχτης, Ο χορός, Ολλανδικό καφενείο, Χωρικοί που χορεύουν
μπροστά στην έπαυλη, Το εργαστήρι του αλχημιστή, Η ψαραγορά, Ο άνθρωπος που τρώει ρέγκες και Ο δάσκαλος.
2. Άιζαακ (Isaac, Χάαρλεμ 1613 – 1654). Αδελφός του Αντριάν και μαθητής του. Ασχολήθηκε κυρίως με την τοπιογραφία και
φιλοτέχνησε εξαιρετικούς πίνακες με θέματα από τη ζωή της υπαίθρου. Τα κυριότερα έργα του είναι Η ανάπαυση, Οι
παγοδρόμοι, Ανάπαυση ταξιδιωτών, Ο πότης και Αγροτική συναυλία.
Βαν Ρόισμπρουκ, Γιαν. Βλ. λ. Ρόισμπρουκ, Γιαν Βαν.
Βαν Ρόισνταλ, Γιάκομπ (Jacob Van Ruysdael ή Ruysdal, Χάαρλεμ 1628; – Άμστερνταμ 1682). Ολλανδός ζωγράφος και
χαράκτης. Φαίνεται ότι αρχικά μαθήτευσε πλάι στον θείο του Σόλομον Βαν Ρόισνταλ και δέχτηκε την επίδραση του έργου των
Πάουλους Πότερ, Γιαν Βαν Γκόγιεν και Ερκουάλες Σέγκερς. Το 1648 έγινε αρχιτεχνίτης στη συντεχνία του Χάαρλεμ. Στα
πρώτα του έργα ζωγράφισε διακριτικές απόψεις των προαστίων της γενέτειράς του. Την περίοδο 1650-55 ταξίδεψε στην
ανατολική Ολλανδία και στη δυτική Γερμανία. Στο ίδιο διάστημα ζωγράφισε και μια σειρά τοπίων. Το 1656 εγκαταστάθηκε στο
Άμστερνταμ.
Στην ώριμη καλλιτεχνική του περίοδο φιλοτέχνησε τοπία της πόλης και της εξοχής και απόψεις από ποτάμια και θάλασσες.
Ζωγράφισε επίσης ορεινά τοπία της Νορβηγίας και συστάδες των δασών. Τα τοπία του της Νορβηγίας συνδυάζουν την ακρίβεια
της γραμμής και την ανάγλυφη μορφή με μια έξοχη απόδοση της προοπτικής στον χώρο και των παιχνιδιών της φωτοσκίασης.
Τα χρώματά του διακρίνονται για τις λεπτές διαβαθμίσεις των τόνων. Σε πολλά έργα του η συγκινησιακή ένταση παίρνει συχνά
μορφή υποκειμενικής απαισιοδοξίας. Σημαντικότερα από τα έργα του είναι τα: Μικρό σπίτι στο άλσος (1646, Ερμιτάζ, Αγία
Πετρούπολη), Εβραϊκό νεκροταφείο (Πινακοθήκη Δρέσδης), Άποψη της υπαίθρου στο Έγκμουντ αν Ζέε (Μουσείο Καλών
Τεχνών Πούσκιν, Μόσχα), Ανεμόμυλος στο Βιζκ (1611, Εθνικό Μουσείο Άμστερνταμ), Καταρράκτης (Μουσείο Μαουρίτσιους,
Χάγη), Βαλτότοπος (Ερμιτάζ) και Βουνά της Νορβηγίας (Ερμιτάζ).
Βαν Ρόισνταλ, Σόλομον (Solomon Van Ruysdael ή Ruysdal, ; – Χάαρλεμ 1670). Ολλανδός ζωγράφος. Ήταν ίσως μαθητής
του Γιαν Βαν ντε Βέλντε, ενώ παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και στο πλευρό του Γιαν Βαν Γκόγιεν. Τα τοπία του,
πίνακες μικρών σχετικά διαστάσεων, ξεχωρίζουν για τη μεγάλη λεπτότητα των χρωμάτων. Τέλος, ήταν θείος και δάσκαλος του
πιο φημισμένου ομοτέχνου του, Γιάκομπ Βαν Ρόισνταλ (βλ. λ.).
Βαν Σάντεν, Γιαν. Ολλανδός αρχιτέκτονας, γνωστός κυρίως με το εξιταλισμένο επώνυμο Βαζάντσιο. Βλ. λ. Βαζάντσιο,
Τζοβάνι.
Βαν Σβίτεν, Γκέραρντ (Gerhard Van Swieten, Λέιντεν 1700 – Βιέννη 1772). Ολλανδός γιατρός. Φημισμένος παθολόγος στην
αυτοκρατορική Αυλή της Μαρίας Θηρεσίας, προσέφερε πολλά σε διάφορους τομείς της ιατρικής εγκαινιάζοντας μια νέα μέθοδο
διδασκαλίας στη σχολή της Βιέννης που ο ίδιος ίδρυσε. Ανακάλυψε μάλιστα και ένα φάρμακο για την καταπολέμηση της
σύφιλης που φέρει το όνομά του (υγρό του Βαν Σβίτεν). Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα Σχόλια για τα αφροδίσια
νοσήματα (1742-72).
Βαν Σκόρελ, Γιαν (Jan Van Scorel, Σουρλ 1495 – Ουτρέχτη 1562). Ολλανδός ζωγράφος. Διετέλεσε συντηρητής αρχαιοτήτων
του Βατικανού στα χρόνια του πάπα Αδριανού ΣΤ’ (1522-24). Αργότερα έζησε στην Ουτρέχτη, όπου ζωγράφισε διάφορους
πίνακες επηρεασμένους από την ιταλική τεχνοτροπία. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρομανικής
τέχνης. Τα έργα του διακρίνονται για τη ζωντάνια των χρωμάτων και για τον λυρισμό στην απόδοση των τοπίων.
Βαν Τιούλντεν, Τέοντορ (Theodor Van Thulden, 1606 – 1669). Φλαμανδός ζωγράφος. Ήταν σύγχρονος του Ρούμπενς, ο
οποίος ήταν νονός της γυναίκας του. Ο σπουδαιότερος πίνακάς του τιτλοφορείται Το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και
βρίσκεται στην πινακοθήκη της Γάνδης.
Βαν Φλιτ, Τζέιμς (James Van Fleet, Κοΐτεσβιλ, Νιου Τζέρσεϊ 1893 – 1978). Αμερικανός στρατιωτικός. Σπούδασε στη
Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ και στη συνέχεια δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές των ΗΠΑ.
Έλαβε μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας (1944), ως υπαρχηγός της Β’ Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ, ενώ το 1945 ανέλαβε
τη διοίκηση του 3ου Σώματος στρατού. Το 1948 τοποθετήθηκε αρχηγός της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής στην
Ελλάδα, με τον βαθμό του αντιστράτηγου (κατηγορήθηκε τότε για παρεμβάσεις στην ελληνική δημόσια ζωή) και το 1952
διορίστηκε γενικός αρχηγός των δυνάμεων του ΟΗΕ στον πόλεμο της Κορέας. Τιμήθηκε με τον ελληνικό Μεγαλόσταυρο του
Φοίνικα και με πλήθος άλλων παρασήμων. Αποστρατεύτηκε το 1953 και ασχολήθηκε με οικονομικές επιχειρήσεις.
Βαν Χάαρλεμ, Κορνέλιτς. Βλ. λ. Κορνέλιτς Βαν Χάαρλεμ.
Βαν Χάλεν, Γιαν (Jan Van Halen, 1790 – 1864). Ισπανός στρατηγός, βελγικής καταγωγής. Αρχικά πήρε μέρος στους
ναπολεόντειους πολέμους στην Ισπανία και έπειτα υπηρέτησε έως το 1823 στη Ρωσία. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, η
χώρα συγκλονιζόταν από τις οξύτατες διαμάχες ανάμεσα στους συνταγματικούς και στους απολυταρχικούς. Ο Β.Χ. τάχθηκε με
το μέρος των συνταγματικών και μάλιστα αναδείχτηκε σε έναν από τους υπαρχηγούς των στρατευμάτων τους. Όταν
επικράτησαν οι αντίπαλοι, εκείνος αυτοεξορίστηκε στις Βρυξέλλες. Η διαμονή του στη βελγική πόλη συνέπεσε με τη βελγική
επανάσταση του 1830, οπότε έγινε αρχηγός των επαναστατικών στρατευμάτων και στη συνέχεια κυβερνήτης της Βραβάντης. Ο
Β.Χ. διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα της περιόδου αυτής στο Βέλγιο. Το 1836, όταν γύρισε στην
Ισπανία, πολέμησε τους Καρλιστές και διορίστηκε κυβερνήτης της Καταλονίας από τον Εσπαρτέρο, του οποίου υπήρξε θερμός
υποστηρικτής. Μετά την πτώση του Εσπαρτέρο, ο Β.Χ. αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Βανάδα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 65 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές απολήξεις του
Τετραζίου όρους, στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, 68 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα.
βανάδιο (Χημ.). Χημικό στοιχείο με σύμβολο V. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στα στοιχεία
μεταπτώσεως. Έχει ατομικό αριθμό 23, ατομική μάζα 50,95 και δύο σταθερά ισότοπα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση και
τα κύρια ορυκτά του είναι ο βαναδινίτης, ο πατρονίτης, ο καρνοτίτης και ο ροσκοελίτης. Ανακαλύφτηκε το 1830 από τον
Σουηδό χημικό Σέλφστρομ και απομονώθηκε το 1867 από τον Ρόσκοε. Είναι αργυρόλευκο, μαλακό, ελατό μέταλλο, με σημείο
τήξης 1890°C και ειδικό βάρος 6,1. Είναι συνήθως πεντασθενές, αλλά μπορεί και συμπεριφέρεται και ως δι-, τρι- και
τετρασθενές. Το β. παράγεται σχεδόν καθαρό με αναγωγή του πεντοξειδίου του V 2O5, με ασβέστιο ή με πυράκτωση του
χλωριούχου παραγώγου του VCl5, σε ρεύμα υδρογόνου.
Μεταξύ των πολυάριθμων ενώσεων του β. οι πιο ενδιαφέρουσες είναι το πεντοξείδιο του β. ή βαναδικός ανυδίτης V 2O5,
ερυθρόφαιη μάζα, και το μεταβαναδικό αμμώνιο NH4VO3, ευρύτατα χρησιμοποιούμενα ως καταλύτες στις οξειδώσεις, για την
παραγωγή του νάιλον, του θειικού οξέος με τη μέθοδο επαφής, στην οξείδωση της ζάχαρης σε οξαλικό οξύ. Το β.
χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία για την παρασκευή ειδικών χαλύβων (βαναδιούχος χάλυβας), στους οποίους προσδίδει ειδική
σκληρότητα και αντοχή.
Βαναδίς (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Αυγούστου 1884. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 12,5, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9. Περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.591 ημέρες. Διεθνώς ονομάζεται Vanadis 240.
Βανάτο (Banato). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντροανατολικής Ευρώπης, η οποία με τη συνθήκη του Τριανόν (1920)
διαμοιράστηκε μεταξύ της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας. Η ονομασία της περιοχής προέρχεται από
τη λέξη ban, που ήταν ο τίτλος του τοπικού άρχοντα.
Είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου πεδινή περιοχή, εκτός από το ανατολικό τμήμα όπου υψώνονται οι δυτικές διακλαδώσεις των
Τρανσυλβανικών Άλπεων. Εκτείνεται μεταξύ των υδάτινων ρευμάτων του Μούρες ή Μάρος στα Β και του Δούναβη στα Ν,
μεταξύ του κάτω Τίσα στα Δ και του άνω Τίμις στα Α. Ο πληθυσμός αποτελείται από διάφορες εθνότητες, μεταξύ των οποίων
επικρατούν οι Σέρβοι, οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι και οι Γερμανοί, απόγονοι των μεγάλων ομάδων γεωργών που είχαν μετακινηθεί
για να αποικίσουν την περιοχή τον 18ο και 19o αι., όταν έγινε η μεθοριακή στρατιωτική ζώνη της Αυστροουγγρικής
αυτοκρατορίας.
Κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία (σιτάρι, καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα, αμπέλια και καπνός), η
κτηνοτροφία (κυρίως βοοειδή), η εξαγωγή πετρελαίου καθώς και διάφορες βιομηχανίες (τροφίμων, χημική, δερμάτων,
αλευρόμυλων, μηχανουργική, ξυλείας και διύλισης πετρελαίου) που οι περισσότερες είναι συγκεντρωμένες στις μεγάλες πόλεις.
Η σημαντικότερη από τις πόλεις αυτές είναι η Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ), πρωτεύουσα του νομού Τίμις, στη Ρουμανία.
Βανατζόρ (Vanadzor). Πόλη (107.394 κάτ. το 2001) της Αρμενίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Λόρι (3.789 τ. χλμ., 253.351
κάτ.). Βρίσκεται σε απόσταση 65 χλμ. Β της πρωτεύουσας Ερεβάν και είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.350 μ., σε μια καταβύθιση
ανάμεσα στις οροσειρές Μπαζούμσκι και Παμπάκ, στη συμβολή των ποταμών Παμπάκ, Νατζούρ και Βανατζόρ. Αποτελεί ένα
από τα κυριότερα βιομηχανικά κέντρα της περιοχής, με εργοστάσια παραγωγής χημικών προϊόντων (καρβίδια, αμμωνία,
συνθετικό κορούνδιο, πλαστικές ρητίνες κ.ά.), κατασκευής μηχανημάτων, επεξεργασίας τροφίμων και υφαντουργικών
προϊόντων. Κοντά στην πόλη υπάρχει το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Παμπάκ, το οποίο τροφοδοτεί τις βιομηχανίες της
περιοχής με ηλεκτρική ενέργεια.
Ιστορία. Μια σειρά από αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι στη θέση της σημερινής πόλης υπήρχε οικισμός
της εποχής του Χαλκού. Πιο συγκεκριμένα, το 1948 ανακαλύφθηκε τάφος της εποχής του ορείχαλκου, που χρονολογείται
περίπου στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., μέσα στον οποίο βρέθηκε λείψανο, καθώς και πολλά χρυσά και ασημένια σκεύη.
Τα ευρήματα μαρτυρούν το υψηλό επίπεδο πολιτισμού της Υπερκαυκασίας εκείνη την εποχή και τις σχέσεις της με τους λαούς
της νοτιοδυτικής Ασίας.
Στη νεότερη εποχή, το 1826 δύο χωριά, το Μπαλσόι (= μεγάλο) και το Μαλί (= μικρό) Καρακλίς ενώθηκαν και συγκρότησαν
την πόλη Καρακλίς, στην ανάπτυξη της οποίας συνέβαλε σημαντικά η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τιφλίδας-
Καρακλίς-Αλεξαντροπόλ στο τέλος του 19ου αι. Η πόλη διατήρησε αυτή την ονομασία έως το 1935, ενώ από τότε και έως την
ανεξαρτησία της Αρμενίας (1991) ονομαζόταν Κιροβακάν, προς τιμήν του Σοβιετικού πολιτικού Σεργκέι Κίροφ. Το 1988
μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε από σεισμό, ενώ το 1991 μετονομάστηκε σε Β.
Βανάτο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 820 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 6 χλμ. Δ της
πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαδίων του νομού Ζακύνθου.
Βανβιτέλι (Vanvitelli). Οικογένεια καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής (Van Wittel), που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κατά τα
τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αι.
1. Γκάσπαρ (Gaspar, Άμερσφορτ 1655 – Ρώμη 1736). Τοπιογράφος. Έζησε στη Ρώμη από το 1674 ζωγραφίζοντας μεγάλες και
λεπτομερειακές απόψεις που είχαν σημαντική επίδραση στον Αντόνιο Κανάλ (Καναλέτο). Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα
έμεινε στη Νάπολη και στη Βενετία.
2. Λουίτζι (Luigi, Νάπολη 1700 – Καζέρτα 1773). Ήταν γιος του Γκάσπαρ. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες της
Ιταλίας της περιόδου μεταξύ μπαρόκ και νεοκλασικισμού. Ακολούθησε αρχικά την τέχνη του πατέρα του, γρήγορα όμως
αισθάνθηκε κλίση προς την αρχιτεκτονική. Στη Ρώμη μαθήτευσε κοντά στον Φίλιπο Γιουβάρα και γνώρισε τους κλασικούς από
τα αρχαία μνημεία και από τα συγγράμματα του Βιτρουβίου. Το αντιπροσωπευτικότερο έργο του είναι το βασιλικό ανάκτορο
στην Καζέρτα, για το οποίο εργάστηκε είκοσι χρόνια. Οι πρωτότυπες αρχιτεκτονικές λύσεις του, χωρίς να το απομακρύνουν από
τον αυστηρό του ρυθμό, το αναδεικνύουν σε ένα από τα καλύτερα κτίρια της εποχής. Άλλα έργα του Β. υπάρχουν στην Ανκόνα
(λοιμοκαθαρτήριο, αψίδα του Κλήμη κ.ά.), στη Ρώμη (Αγία Καικιλία στο Τραστέβερε, πρόσοψη του μεγάρου Οντεσκάλκι σε
συνεργασία με τον Σάλβι, Παναγία των Αγγέλων στις Θέρμες του Διοκλητιανού), στη Νάπολη (εκκλησία του Ευαγγελισμού,
υδραγωγείο του Καρόλου), στην Περούτζια και στο Βιτέρμπο. Είχε αναλάβει και την ανακαίνιση του βασιλικού ανακτόρου του
Μιλάνου, την οποία ολοκλήρωσε ο Τζουζέπε Πιερμαρίνι.
Βάνδαλοι. Αρχαίος γερμανικός λαός. Αρχικά ίσως ήταν εγκατεστημένοι στις ακτές της Αζοφικής θάλασσας και τον 1o αι. μ.Χ.
κατέβηκαν στις ακτές της Βαλτικής. Τον 2o αι., κάτω από την πίεση των Γότθων, οι Β. μετατοπίστηκαν στα Ν και
εγκαταστάθηκαν ίσως στα σύνορα της Δακίας, ώσπου η επιδρομή των Ούννων (τέλη 4ου αι.) τους ανάγκασε να μετακινηθούν
ξανά. Την περίοδο 407-409 οι Β. περιπλανήθηκαν στη Γαλατία, σκορπίζοντας τον θάνατο και την καταστροφή (από τη δράση
τους προήλθε και ο όρος βανδαλισμός). Τελικά, διέβησαν τα Πυρηναία και εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία. Εκεί ο Γονδέριχος
ανακηρύχτηκε βασιλιάς των Β. και των Αλανών και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μεγάλο ενιαίο κράτος. Όμως, ιδρυτής του
ισχυρού βανδαλικού βασιλείου υπήρξε, ύστερα από τον θάνατο του Γονδέριχου (428), ο ετεροθαλής αδελφός και διάδοχός του
Γεζέριχος ο οποίος (αφού πέρασε το 429 το στενό του Γιβραλτάρ) εξάπλωσε την εξουσία του σε μια εκτεταμένη περιοχή της
βόρειας Αφρικής, από τη Μαυριτανία έως τη Νουμιδία και σε ένα τμήμα της Τριπολίτιδας. Από εκεί ο Γεζέριχος κινήθηκε με
ισχυρό στόλο, ο οποίος ανέβηκε το ρεύμα του Τίβερη, και λεηλάτησε τη Ρώμη για 14 ημέρες. Περίπου έναν αιώνα αργότερα
(534), ο Ιουστινιανός Α’ έστειλε εναντίον των Β. τον Βελισάριο επικεφαλής στόλου. Οι Βυζαντινοί εισέβαλαν στο βανδαλικό
βασίλειο και το διέλυσαν.
Βανδής, Τίτος (Θεσσαλονίκη 1917 – Αθήνα 2003). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο
Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε το 1934 στον Ιούδα του Σπύρου Μελά και έως το
1943 ερμήνευσε αξιόλογους ρόλους στο Εθνικό, στη Νέα Σκηνή του Μιχάλη Κουνελάκη και σε έργα που ανέβασαν οι θίασοι
Μαρίκας Κοτοπούλη και Κατερίνας. Τη χρονιά 1943-44 έπαιξε στο μουσικό θέατρο και αμέσως μετά συνεργάστηκε με τους
Ενωμένους Καλλιτέχνες του ΕΑΜ. Το 1946 συγκρότησε θίασο με την Αλέκα Παΐζη και τον Δήμο Σταρένιο και παρουσίασαν
τους Αδελφούς Καραμαζόφ. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους σε έργα ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου
και το 1964 συγκρότησε προσωπικό θίασο και ανέβασε τα έργα Όμηρος του Μπρένταν Μπίαν και Άσπρο άτι του Κάρολ. Στη
συνέχεια, μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου παρέμεινε για 24 χρόνια σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο, στο
θέατρο και στην τηλεόραση. Σημαντικές ήταν οι ερμηνείες του στα έργα Ίλια ντάρλινγκ του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα
Μερκούρη, Zorba, The man of la Mancha κ.ά. Επέστρεψε οριστικά από την Αμερική το 1983. Η επαγγελματική του
δραστηριότητα συνεχίστηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε, με μεταφράσεις θεατρικών έργων και με τη διδασκαλία της
υποκριτικής. Ανέπτυξε επίσης συνδικαλιστική δραστηριότητα. Στον κινηματογράφο πρωταγωνίστησε στις ταινίες Μηδέν πέντε,
Το ποτάμι, Αστέρω, Ποτέ την Κυριακή, Πολιορκία. Για την ερμηνεία του στο έργο Προσοχή κίνδυνος τιμήθηκε με το Α’
βραβείο ανδρικού ρόλου του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Από την καριέρα του στην Αμερική, ξεχωρίζουν ακόμα οι ερμηνείες του
στις ταινίες Young doctors in love, The Betsy, Topkapi, It happened in Athens. Έγραψε επίσης το βιβλίο Κουβέντα με τους
φίλους μου (1999). Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Μπέτυ Βαλάση.
Βανδουσία (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 16 Απριλίου 1906. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 12,8, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,4. Η περιφορά του γύρω από τον Ήλιο συμπληρώνεται σε 1.595,8 μέρες. Διεθνώς ονομάζεται Bandusia 597.
βανέλος (Vanellus). Γένος υδρόβιων πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων, γνωστά στη
χώρα μας με την κοινή ονομασία καλημάνα. Βλ. λ. καλημάνα.
βανέσα (Vanessa). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των νυμφαλιδών. Το γένος είναι ευρύτατα διαδεδομένο
κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Περιλαμβάνει όμορφες, εντυπωσιακές πεταλούδες με πολύχρωμες φτερούγες
ανοίγματος 5-8 εκ. Οι προνύμφες τους είναι τριχωτές ή ακανθώδεις και τρέφονται με τα φύλλα διάφορων φυτών,
καταστρέφοντάς τα.
Το είδος Vanessa cardui είναι η πεταλούδα με τη μεγαλύτερη εξάπλωση σε όλο τον κόσμο· μεγάλοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί
του είδους αυτού κατακλύζουν συχνά περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Οι κάμπιες της ζουν σε διάφορα είδη
φυτών, κυρίως της οικογένειας των συνθέτων, αλλά και των ψυχανθών. Η Vanessa io είναι λίγο μεγαλύτερη από την
προηγούμενη· το εμπροσθοπλευρικό τμήμα της κάθε πτέρυγάς της, που έχει βελούδινη υφή, είναι στολισμένο με μεγάλα
στίγματα. Η κάμπια της καταβροχθίζει κυρίως τα φύλλα της τσουκνίδας, του λυκίσκου, του τριφυλλιού και του μπιζελιού. Η
Vanessa ή Euvanessa antiopa με τις μεγάλες κίτρινες κρασπεδωτές φτερούγες, βρίσκεται συνήθως στις λεύκες και στις ιτιές. Η
Vanessa atalanta ζει σε όλες τις χώρες, κυρίως όμως στα εύκρατα κλίματα. Είναι πολύ όμορφη πεταλούδα, περιζήτητη από τους
συλλέκτες λεπιδοπτέρων. Τα φτερά της είναι οδοντωτά και με λαμπερά χρώματα στην επάνω επιφάνεια. Οι κάμπιες της είναι
ακανθωτές και αναπτύσσονται κυρίως επάνω στις τσουκνίδες.
Βάνι. Ακρωτήριο της Μήλου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό ακραίο σημείο της και στο δυτικό όριο του εξωτερικού τμήματος του
όρμου της Μήλου. Ονομάζεται και Βάνη.
Βάνι, Αντρέα (Andrea Vanni, Σιένα 1320 – 1414). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν κυρίως γνωστός στη Σιένα και στη Νάπολη, όπου
και σώζονται αρκετοί πίνακές του. Θεωρείται ένας από τους ιδρυτές της σχολής της Σιένα, ζωγραφικής τεχνοτροπίας με κύριο
εκπρόσωπο της τον Σιμόνε Μαρτίνι, που κυριάρχησε για μια περίοδο στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Έργα της τεχνοτροπίας
αυτής βρίσκονται στην πινακοθήκη της πόλης.
Βανιάνο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 206 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ
της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τοπείρου.
βανίλια. Κοινή ονομασία μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους Vanilla της οικογένειας των ορχιδιδών (αναφέρεται και ως
βανίλλη). Β. ονομάζεται επίσης η αρωματική ουσία που εξάγεται από τους καρπούς ορισμένων ειδών του γένους, όπως η Vanilla
planifolia. Το γένος Vanilla περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών, τα οποία καλλιεργούνται ευρέως για
τον αρωματικό καρπό τους. Είναι πολυετή, πολύκλαδα, αναρριχώμενα φυτά, με μακρύ βλαστό ο οποίος φέρει εναέρια ριζίδια,
με τα οποία προσκολλώνται στους θάμνους και στα δέντρα των δασών. Έχουν χοντρά, σαρκώδη, γυαλιστερά, σκουροπράσινα
φύλλα. Τα άνθη τους είναι λευκοπράσινα και λεπτεπίλεπτα και η επικονίασή τους γίνεται από μια μικροσκοπική μέλισσα που ζει
μόνο στο Μεξικό· στις άλλες χώρες στις οποίες καλλιεργείται η β. εφαρμόζεται τεχνητή επικονίαση.
Ο καρπός είναι επιμήκης, σαρκώδης κάψα η οποία μοιάζει με χέδρωπα οσπρίων. Οι καρποί περιέχουν πολυάριθμα μικρά
σπέρματα, τα οποία είναι αρχικά άοσμα· το χαρακτηριστικό τους άρωμα οφείλεται σε μια αρωματική ουσία, τη βανιλίνη (ή,
επίσης β.) και είναι αποτέλεσμα ειδικής επεξεργασίας, η οποία διαρκεί 4-5 μήνες. Οι άγουροι καρποί συλλέγονται, εκτίθενται
διαδοχικά στον ήλιο και στη νυχτερινή υγρασία και κατόπιν αποξηραίνονται σε καλά αεριζόμενο χώρο. Το καρύκευμα της β.
προέρχεται από ένα εκχύλισμα β., αλκοόλης και νερού. Τη β., η οποία διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο από τους Ισπανούς
κατακτητές του Μεξικού, τη χρησιμοποιούσαν οι Αζτέκοι για τον αρωματισμό ενός αφεψήματος.
βανιλίνη (Χημ.). Οργανική ένωση, παράγωγο της βενζαλδεΰδης (3-μεθοξυ-4-υδροξυ-βενζαλδεΰδη) με χημικό τύπο C 6H3(OH)
(CH3O)CHO. Κρυσταλλώνεται προς βελονοειδείς, άχρωμους κρυστάλλους οι οποίοι τήκονται στους 80°C, εξαχνώνονται
εύκολα και διαλύονται στην αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο, στη γλυκερίνη και στο νερό. Περιέχεται με τη μορφή
γλυκοσιδίων στους καρπούς της βανίλιας, προσδίδοντάς τους ένα ευχάριστο, γλυκό, πλούσιο άρωμα και ευχάριστη γεύση.
Εξάγεται από τα σπέρματα της βανίλιας με εκχύλιση αλλά μπορεί να παρασκευαστεί και συνθετικά από την ευγενόλη, την
κωνυφερυλική αλκοόλη ή τη λιγνίνη του ξύλου. Η κύρια χρήση της είναι στη ζαχαροπλαστική για τον αρωματισμό των
γλυκισμάτων, στην αρωματοποιία και στη βιομηχανία τροφίμων. Χρησιμοποιείται επίσης στη φαρμακευτική για τη βελτίωση
της γεύσης και της οσμής ορισμένων φαρμάκων, καθώς και για την παρασκευή σκευασμάτων, όπως το αμινοξύ
διΰδροξυφαινυλαλανίνη (L-dopa), που έχει αποδειχτεί χρήσιμο στη θεραπεία ορισμένων εκφυλιστικών ασθενειών.
βανίλλη (Βοτ.). Βλ. λ. βανίλια.
Βάνιρ (Vanir). Ομάδα θεοτήτων της σκανδιναβικής μυθολογίας. Θεωρούνταν θεότητες της άγριας φύσης και της γονιμότητας
και ορκισμένοι εχθροί μιας άλλης ομάδας θεοτήτων, των φιλοπόλεμων Έζιρ. Ο όρος πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία
σκανδιναβική λέξη vinir (= φίλος).
Ο μύθος αναφέρει ότι, ύστερα από μακραίωνη διαμάχη, οι δύο εμπόλεμες ομάδες έκαναν ειρήνη, με τον όρο να κρατηθούν
όμηροι και από τις δύο πλευρές. Οι Β. έδωσαν τους πιο δημοφιλείς θεούς, τον Νγιορντ και τους γιους τους Φρέια και Φρέιρ,
καθώς και τον σοφό Κβάζιρ, ενώ οι Έζιρ έδωσαν αντίστοιχα τον δυνατό και μεγαλόσωμο Χόνιρ και τον σοφό Μίμιρ. Παρά την
αθέτηση της συμφωνίας από τους Έζιρ, δεν επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες και, τελικά, οι Β. αφομοιώθηκαν από τους
τελευταίους.
Βάνκελ. Τύπος κινητήρα εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα. Βλ. λ. αυτοκίνητο.
Βανκούβερ (Vancouver). Πόλη (545.671 κάτ. το 2001) του Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας της Βρετανικής Κολομβίας.
Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της χώρας, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα με την πολιτεία Ουάσινγκτον των ΗΠΑ,
χτισμένη κοντά στις εκβολές του ποταμού Φρέιζερ, σε μια πεδιάδα που καλύπτει το νότιο τμήμα του θαλάσσιου βραχίονα
Μπάραρντ Ίνλετ, μιας κόλπωσης του Στενού της Γεωργίας, από την άλλη πλευρά του οποίου βρίσκεται το ομώνυμο νησί (βλ. λ.
Βανκούβερ. Νησί). Το πολεοδομικό συγκρότημα του Β., με τα πολυάριθμα προάστια που αποτελούν το μητροπολιτικό Β.,
αριθμεί πάνω από 1.600.000 κατοίκους. Ο αστικός πυρήνας, με τους πανύψηλους ουρανοξύστες, αναπτύχθηκε κυρίως στο
δυτικό τμήμα της χερσονήσου ανάμεσα στο βόρειο βραχίονα του Φρέιζερ και στον κολπίσκο του Mπάραρντ.
Η θέση της πόλης στο άκρο μιας τεράστιας γεωργικής και δασικής περιοχής και στην αφετηρία πολλών διηπειρωτικών
σιδηροδρόμων και αυτοκινητόδρομων υπήρξε ευνοϊκή για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, που καλύπτει διάφορους τομείς:
τροφίμων (κονσερβοποίηση ψαριών και αλευροβιομηχανία), ναυπηγικής, σιδηρουργίας, μηχανουργίας, χημικών προϊόντων,
διύλισης πετρελαίου, χαρτοποιίας, ξυλείας και κατασκευής επίπλων.
Το Β., όμως, αναπτύχθηκε κυρίως χάρη στο λιμάνι του, το σπουδαιότερο της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα σε όλο τον
κόσμο με κίνηση εμπορευμάτων (σιτάρι, ξυλεία, χαρτί, ψάρια και διάφορα μεταλλεύματα) που ξεπερνά τα 60 εκατ. τόνους.
Διαθέτει αεροδρόμιο και παρουσιάζει αξιόλογη τουριστική κίνηση που είναι πολύ σημαντική για την οικονομία της.
Η πόλη χαρακτηρίζεται από πολυφυλετικότητα, καθώς έχουν μεταναστεύσει σε αυτήν χιλιάδες άνθρωποι από τη Ασία, κυρίως
Κινέζοι (η Τσαϊνατάουν του Β. είναι η δεύτερη μεγαλύτερη του Δυτικού Κόσμου), Ιάπωνες και Νοτιοασιάτες. Τέλος, η
γειτνίασή της με τις ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα τις έντονες πολιτιστικές αναμείξεις με τους νότιους γείτονες της πόλης.
Είναι έδρα του πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας (1908) και πολλών άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Γύρω από το
πανεπιστήμιο, τα ενδιαφέροντα μουσεία και τις πλούσιες βιβλιοθήκες εκτυλίσσεται η έντονη πολιτιστική ζωή της πόλης που
φιλοξενεί κάθε χρόνο ένα διεθνές φεστιβάλ τέχνης καθώς και πολυάριθμες μουσικές εκδηλώσεις.
Ιστορία. Η περιοχή του Β., όπου κατοικούσαν οι αυτόχθονες Σάλις, εξερευνήθηκε πρώτη φορά το 1791, από τον Ισπανό
θαλασσοπόρο Χοσέ Μαρία Ναρβάεζ. Η πρώτη αποικία δημιουργήθηκε εκεί το 1865, με την ονομασία Γκάσταουν η οποία
μετονομάστηκε το 1870 σε Γκράνβιλ. Τη σημερινή ονομασία της την πήρε το 1886, προς τιμήν του Βρετανού εξερευνητή
Τζορτζ Βανκούβερ. Το 1887 δημιουργήθηκε εκεί ο τελευταίος σταθμός του Canadian Pacific Railway, του διηπειρωτικού
καναδικού σιδηροδρόμου. Για αρκετά χρόνια δεν είχε παρά λίγα σπίτια κοντά στα κτίρια του σιδηροδρόμου και στο λιμάνι,
αλλά αργότερα, κυρίως χάρη στις δραστηριότητες του λιμανιού, αναπτύχθηκε γρήγορα και ξεπέρασε τους 100.000 κατοίκους το
1911 και τους 200.000 το 1928. Η πόλη εξελίχτηκε σταδιακά στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της δυτικής ακτής του
Καναδά. Στις αρχές του 20ού αι., με τη δημιουργία της Διώρυγας του Παναμά, διευρύνθηκε το εμπόριο με την Ευρώπη και με
την ανατολική ακτή. Πολλά μεγάλα κτίρια οικοδομήθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Βανκούβερ (Vancouver). Πόλη (143.560 κάτ. το 2000) των βορειοδυτικών ΗΠΑ, στο νοτιοδυτικό τμήμα της πολιτείας
Ουάσιγκτον. Ιδρύθηκε το 1857 στις όχθες του ποταμού Κολούμπια και αποτελεί λιμάνι. Διαθέτει βιομηχανίες αλουμινίου,
χαρτοποιίας, αθλητικών ρούχων κ.ά. Τη δεκαετία 1990-2000, ο πληθυσμός της πόλης υπερτριπλασιάστηκε (αύξηση 210%),
υποδεικνύοντας την οικονομική ανάπτυξη της.
Βανκούβερ (Vancouver). Νησί (32.137 τ. χλμ., 664.722 κάτ. το 2001) του βόρειου Ειρηνικού ωκεανού, ανοιχτά των ακτών του
Καναδά. Διοικητικά υπάγεται στην επαρχία της Βρετανικής Κολομβίας.
Το σχήμα του είναι στενόμακρο (μήκος 460 χλμ.), με κατεύθυνση παράλληλη προς τις Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες, των
οποίων αποτελεί άλλωστε κράσπεδο, αλλά χωρίζεται από αυτές με τη Διαμήκη Κοιλάδα του Ειρηνικού. Η κοιλάδα αυτή
αποτελείται από σειρά βυθισμάτων, κατά ένα μέρος κατακλυσμένων από τα νερά, και σχηματίζεται από τον κόλπο και την
κοιλάδα της Καλιφόρνια, το λεκανοπέδιο του Γουιλάμιτ, το Πιούτζετ Σάουντ και από τους θαλάσσιους βραχίονες που χωρίζουν
τα αρχιπελάγη Βασίλισσας Καρλότας (Καναδάς) και Αλεξάνδρου (Αλάσκα ΗΠΑ) από την ηπειρωτική ξηρά.
Το Β. χωρίζεται από τον υπόλοιπο Καναδά με τα στενά της Βασίλισσας Καρλότας, του Τζόνστοουν και της Γεωργίας και από
τις ΗΠΑ με τα στενά του Χέροου και του Χουάν ντε Φούκα. Είναι κυρίως ορεινό με ακτές ομοιόμορφες στα Α και με πολλές
τομές στα Δ, όπου διανοίγονται μεγάλα φιόρδ. Το κλίμα του Β. είναι σχετικά ήπιο, εξαιτίας της επίδρασης των θερμών
θαλάσσιων ρευμάτων και μεγάλο τμήμα του νησιού είναι σκεπασμένο με δάση.
Η βιομηχανία ξύλου, μαζί με τη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων και την αλιεία, είναι οι κυριότεροι οικονομικοί πόροι.
Από το υπέδαφος εξάγονται λιθάνθρακες, χρυσός και χαλκός. Οι σημαντικότερες πόλεις είναι η Βικτόρια, το Πορτ Άλμπερνι και
η Νανάιμοου. Το νησί Β. το ανακάλυψε ο Βρετανός εξερευνητής Τζέιμς Κουκ το 1778, αλλά το εξερεύνησε το 1792 ο Τζορτζ
Βανκούβερ, από τον οποίο έλαβε και την ονομασία του.
Βανκούβερ, Τζορτζ (George Vancouver, 1757 – 1798). Άγγλος θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Με την ιδιότητα του
αξιωματικού του βρετανικού ναυτικού, πήρε μέρος στις εξερευνήσεις του Τζέιμς Κουκ (1772-75 και 1776-80). Στη συνέχεια
υπηρέτησε στις Δυτικές Ινδίες (νησιά της Καραϊβικής) και το 1790 διορίστηκε κυβερνήτης στο πλοίο Discovery, το οποίο είχε
ναυπηγηθεί ειδικά για εξερευνήσεις. Όταν διευθετήθηκε η διαφορά μεταξύ Αγγλίας και Ισπανίας για την κατοχή της περιοχής
Νούτκα, η οποία παραχωρήθηκε στην Αγγλία, στον Β. ανατέθηκε να παραστεί από μέρους της χώρας του στην επίσημη
μεταβίβασή της από τους Ισπανούς. Του ανατέθηκε επίσης να εξερευνήσει τα δυτικά παράλια της Αμερικής. Ο Β. έφτασε στο
ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και από εκεί έπλευσε στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, των οποίων χαρτογράφησε τις
ακτές. Ανακάλυψε τότε διάφορα μικρά νησιά και, στη συνέχεια, έφτασε στην Ταϊτή και στα νησιά της Χαβάης. Στην τελευταία
διαχείμασε και αναχώρησε έπειτα για τη δυτική ακτή της Βόρειας Αμερικής. Στη διαδρομή ανακάλυψε το νησί που αργότερα
πήρε το όνομά του. Το 1795 επέστρεψε στην Αγγλία και άρχισε να γράφει ένα βιβλίο για τα ταξίδια και τις ανακαλύψεις του.
Πέθανε όμως πριν το ολοκληρώσει. Ωστόσο, τα ανέκδοτα χειρόγραφά του συγκεντρώθηκαν από τον αδελφό του Τζον και
δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Τα κείμενα αυτά περιέχουν πολύτιμο υλικό για όσους ασχολούνται γενικά με την ιστορία
των εξερευνήσεων, κυρίως στη θαλάσσια περιοχή που περιβάλλει την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Βανλό (Vanloo ή Van-Loo). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων, φλαμανδικής καταγωγής (αναφέρονται και με το
φλαμανδικό όνομα Βαν-Λόο).
1. Αμεντέ (Amende, Τορίνο 1719 – Παρίσι 1796). Ήταν γιος και μαθητής του Ζαν-Μπατίστ (3.). Το 1474 έγινε μέλος της
βασιλικής Ακαδημίας και έζησε στην αυλή του Φρειδερίκου της Πρωσίας έως το 1769. Το 1790 διορίστηκε καθηγητής και
αργότερα πρύτανης της βασιλικής Ακαδημίας της ζωγραφικής του Παρισιού. Διακρίθηκε για τις τοιχογραφίες του. Κυριότερα
από τα έργα του: Ο Όλυμπος, Η Σχολή της Αθήνας, Η Γέννηση της Αφροδίτης και Η γιορτή του χωριού.
2. Γιάκομπ ή Ζακ (Jacob ή Jacques, Εκλίζ Φλαμανδίας 1614 – Παρίσι 1670). Εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ έως το 1662 και
έπειτα στη Γαλλία, όπου πήρε τη γαλλική υπηκοότητα. Το 1663 έγινε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Ο σημαντικότερος
πίνακάς του τιτλοφορείται Γυμνή γυναίκα που ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Το Λούβρο έχει άλλους δύο αξιόλογους πίνακές του: μια
σπουδή γυναικείου σώματος και μια προσωπογραφία του Μιχαήλ Κορνηλίου.
3. Ζαν-Μπατίστ (Jean-Baptiste, Εξ, Γαλλία 1684 – 1745). Εγγονός του Γιάκομπ ή Ζακ (2.). Φοίτησε επί πέντε χρόνια στο
εργαστήριο του ζωγράφου Μπενεντέτο Λούτι στη Ρώμη, όπου γνωρίστηκε με διάσημους Ιταλούς ζωγράφους και ακολούθησε
την τεχνοτροπία της κλασικής σχολής. Το 1719 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι, όπου χάρη στην προστασία του πρίγκιπα
Καρινιόν, έγινε γρήγορα γνωστός. Διορίστηκε καθηγητής της σχολής Καλών Τεχνών και σε εννέα χρόνια έγινε και μέλος της
Ακαδημίας. Από τα ωραιότερα εκθέματα της Ακαδημίας είναι το έργο του Άρτεμις και Ενδυμίων. Υπήρξε βαθύς μελετητής της
φύσης και του ανθρώπινου σώματος. Οι κριτικοί της εποχής του έγραψαν ότι τα χρώματά του έχουν κάτι το κατανυκτικό. Οι
σπουδαιότεροι πίνακές του είναι Ο άγιος Πέτρος στη φυλακή και Ο Ερρίκος Γ’ και οι ιππότες του Αγίου Πνεύματος. Σημαντικές
είναι και οι προσωπογραφίες του στην πινακοθήκη του Λούβρου.
4. Λουί-Μισέλ (Louis-Michel, Τουλόν 1707 – Παρίσι 1771). Ήταν γιος του Ζαν-Μπατίστ (3.). Ένας πίνακάς του βραβεύτηκε το
1725 στην Ιταλία. Ασχολήθηκε με προσωπογραφίες, αλλά έγινε μέλος της Ακαδημίας κυρίως λόγω του πίνακά του Ο Απόλλων
καταδιώκει τη Δάφνη. Αργότερα πήγε στη Μαδρίτη, ως ζωγράφος του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Ε’, και του ανατέθηκε η
επίβλεψη πολλών καλλιτεχνικών έργων. Γύρισε έπειτα στο Παρίσι όπου, φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του Λουδοβίκου ΙΕ’,
του θείου του Καρόλου και τον περίφημο πίνακά του Ισπανική συναυλία.
5. Σαρλ Αντρέ, ο επιλεγόμενος Καρλ (Charles Andre ή Carle, Νίκαια 1705 – Παρίσι 1765). Ο αδελφός του Ζαν-Μπατίστ (3.)
τον κάλεσε στο Τορίνο και του δίδαξε σχέδιο και ζωγραφική. Το 1724, σε διαγωνισμό του Παρισιού, βραβεύτηκε με τον πίνακα
Κάτοικοι των Σοδόμων. Αργότερα βραβεύτηκε και στη Ρώμη. Τοιχογράφησε την εκκλησία του Αγίου Ισιδώρου της Ρώμης και
το 1734 γύρισε στο Παρίσι όπου ζωγράφισε τον εξαίρετο πίνακα Ο Μαρσύας. Φιλοτέχνησε επίσης το 1763 δύο προσωπογραφίες
του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ’. Στα έργα του υπάρχει η επίδραση των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης, αλλά δεν
εντάσσονται σε καμιά σχολή. Τα σπουδαιότερα είναι εκείνα που εικονίζουν την οικογένειά του, όπως Η ανάγνωση και Η
ισπανική συνομιλία (είχε παντρευτεί τη διάσημη για την καλλονή της Αικατέρινη Σάμις). Μετά τον ξαφνικό θάνατο της κόρης
του Καρολίνας, τα έργα του είναι διαποτισμένα με μελαγχολία. Για μεγάλο διάστημα θεωρήθηκε πολύ σπουδαίος ζωγράφος, ο
σημαντικότερος από την οικογένεια, άποψη που υποχώρησε στο τέλος του 18ου αι., και πλέον οι πίνακές του εκτιμώνται κυρίως
για τα χρώματά τους και όχι τόσο για την τεχνική και το ύφος τους.
Βανουάτου (Vanuatu)
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Βανουάτου
Παλαιότερη ονομασία: Νέες Εβρίδες (New Hebrides)
Έκταση: 12.189 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 202.609 κάτ. (2004)
Πρωτεύουσα: Πορτ-Βίλα

Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, το οποίο αποτελείται από 80 και πλέον νησιά.
Πολιτικά στοιχεία
Το νησιωτικό σύμπλεγμα του Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ειρηνικού
ωκεανού, Α της Νέας Καληδονίας και στα τρία τέταρτα της διαδρομής μεταξύ Αυστραλίας και Χαβάης.
Διοικητική διαίρεση. Από τα 80 και πλέον νησιά που συνιστούν το Β., τα 67 είναι ακατοίκητα. Τα τέσσερα μεγαλύτερα είναι τα
Εσπίριτου Σάντο (το μεγαλύτερο), Μαλέκουλα, Εφατέ και Τάνα τα οποία, μαζί με τα Έπι, Παντεκότ, Αόμπα, Μαέουο,
Ερομάνγκα και Άμπριμ, συνιστούν τον βασικό κορμό του κράτους.
Από το 1994, το Β. χωρίζεται σε έξι επαρχίες (σε παρένθεση η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός τους, σύμφωνα με την απογραφή
του 1999): Μαλάμπα (Malampa, Λακατόρο, 32.705), Πενάμα (Penama, Λογκάνα, 26.646), Σάνμα (Sanma, Λουγκανβίλ,
36.084), Σέφα (Shefa, Πορτ Βίλα, 54.439), Ταφέα (Tafea, Ίσαντζελ, 29.047) και Τόρμπα (Torba, Σόλα, 7.757).
Πολίτευμα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Οι Νέες Εβρίδες έγιναν ανεξάρτητο κράτος στις 30 Ιουλίου 1980, οπότε και
έλαβαν την ονομασία Β. Σύμφωνα με το σύνταγμα του ίδιου έτους, πολίτευμα του κράτους είναι η προεδρευόμενη δημοκρατία
και την εκτελεστική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση, η οποία προκύπτει από το κοινοβούλιο. Αρχηγός του κράτους είναι ο
πρόεδρος, ο οποίος εκλέγεται για 5 χρόνια από ένα σώμα εκλεκτόρων το οποίο αποτελείται από τα μέλη του κοινοβουλίου και
τους προέδρους των έξι περιφερειακών συμβουλίων. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το κοινοβούλιο, που διαθέτει 52 μέλη,
τα οποία εκλέγονται απευθείας από τον λαό για θητεία 4 χρόνων. Η ψηφοφορία είναι καθολική για όσους έχουν συμπληρώσει το
18ο έτος της ηλικίας τους.
Κόμματα και κυβέρνηση. Τα κυρίαρχα κόμματα του Β. είναι η Ένωση Μετριοπαθών Κομμάτων (UMP), το Κόμμα Βανουαάκου
(Κόμμα της Πατρίδας, VP) και το Εθνικό Ενωμένο Κόμμα (NUP), ενώ το πολιτικό σκηνικό συμπληρώνουν το Προοδευτικό
Κόμμα Μελανησίων (MPP), το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και οι Πράσινοι. Από τον Ιούλιο του 2004 πρωθυπουργός του Β. είναι
ο Σερζ Βοχόρ, ενώ προσωρινός πρόεδρος είναι ο Ρότζερ Τομ Άμπιουτ (Μάιος 2004).
Δικαιοσύνη. Το Β. έχει υιοθετήσει ένα μεικτό δίκαιο, το οποίο αποτελεί συγκερασμό του αγγλικού και του γαλλικού που
προϋπήρχαν. Τη δικαστική εξουσία ασκεί το ανώτατο δικαστήριο, ο πρόεδρος του οποίου ορίζεται από τον πρόεδρο της
δημοκρατίας, ύστερα από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Θρησκεία. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (84,3%) είναι χριστιανοί, οι οποίοι ακολουθούν διάφορα δόγματα και αιρέσεις
(καθολικοί, αγγλικανοί κ.ά.), όπου πλειοψηφούν οι πρεσβυτεριανοί. Οι υπόλοιποι είναι οπαδοί τοπικών θρησκειών.
Γλώσσα και εθνότητες. Οι κάτοικοι του Β. είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους Μελανήσιοι (94%), ενώ υπάρχουν επίσης
Βιετναμέζοι, Κινέζοι, αλλά και Γάλλοι (4%) οι οποίοι παρέμειναν και μετά την ανεξαρτησία. Επίσημες γλώσσες του κράτους
είναι η αγγλική και η γαλλική, κατάλοιπα της αγγλογαλλικής συγκυριαρχίας, αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού μιλά το
τοπικό ιδίωμα μπισλάμα. Επίσης, ομιλούνται πολλές διάλεκτοι της πολυνησιακής οικογένειας γλωσσών.
Εκπαίδευση. Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια. Η μέση διαιρείται σε δύο κύκλους, έναν τετραετή και έναν τριετή.
Στο Β. λειτουργεί το Πανεπιστήμιο του Νοτίου Ειρηνικού. Ο αναλφαβητισμός φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, αν και δεν
υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία. Σύμφωνα πάντως με στοιχεία πριν από την ανεξαρτησία (1979), έφτανε έως και 53%.
Άμυνα. Δεν υπάρχει τακτικός στρατός στο Β. Στη δύναμη της αστυνομίας περιλαμβάνεται όμως και ένα παραστρατιωτικό σώμα,
η Κινητή Δύναμη.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Τα νησιά του αρχιπελάγους είναι παρατεταγμένα με κατεύθυνση προς τον μεσημβρινό, σε δύο τόξα που ενώνονται στο νότιο
τμήμα. Πολλά από αυτά αποτελούνται από ηφαιστειακούς ή ιζηματογενείς βράχους της τριτογενούς και της τεταρτογενούς
περιόδου (ασβεστολιθικές, κοραλλιογενείς και άλλες συσσωρεύσεις). Από το μειόκαινο και μετά η κρυσταλλοειδής βάση των
νησιών, η οποία αποτελείται από διάφορα είδη πετρωμάτων (διορίτες, γρανίτες, χαλαζίτες, σερπεντίτες κ.ά.), έγινε αντικείμενο
αλλεπάλληλων ηπειρογενετικών δονήσεων που συνέβησαν βαθμιαία σε διαφορετικές περιόδους, διαμόρφωσαν το αρχιπέλαγος
και σχημάτισαν υποβρύχια και μη ηφαίστεια. Υπάρχουν πολλά ηφαίστεια στο Β., αν και ενεργά είναι μόνο τρία: το Μπένμποου
στο νησί Άμπριμ, το Ιάχουε στο Τάνα και το ηφαίστειο του Λοπέβι με μακροχρόνιες περιόδους αδράνειας. Η υψηλότερη
οροσειρά του Β. βρίσκεται στο νησί Εσπίριτου Σάντο, με κορυφή την Ταμπουεμασάνα (1.877 μ.).
Το κλίμα είναι τροπικό θαλάσσιο, ζεστό και βροχερό. Οι αληγείς άνεμοι πνέουν από τα Ν, είναι μέτριοι και διαρκείς και
φέρνουν αίθριο καιρό. Από τον Νοέμβριο έως τον Απρίλιο οι άνεμοι εξασθενούν και έτσι επακολουθούν περίοδοι νηνεμίας που
τις διαδέχονται σφοδρές βροχές και τροπικοί κυκλώνες, οι οποίοι προξενούν μεγάλες καταστροφές.
Λόγω του βροχερού και υγρού κλίματος, το έδαφος είναι καλυμμένο με πλούσια υποτροπική βλάστηση, ενώ γενικότερα τα
νησιά είναι δασώδη. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 25°C.
Πληθυσμός
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (ο οποίος είναι από τους λιγότερο εξευρωπαϊσμένους του Ειρηνικού) είναι Μελανήσιοι,
ενώ οι Ευρωπαίοι είναι λίγες χιλιάδες. Υπάρχουν επίσης μερικοί Ινδοκινέζοι, ενώ οι Πολυνήσιοι είναι δύσκολο να μετρηθούν
γιατί έχουν διασταυρωθεί με τους Mελανήσιους. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πόσοι ήταν πριν από την έλευση των Ευρωπαίων,
αλλά φαίνεται ότι έφταναν τους 500.000. Όταν όμως άρχισε ο αποικισμός των λευκών, τουλάχιστον μέχρι το 1920, μειώθηκε
πολύ ο πληθυσμός από τις διάφορες ενδημικές αρρώστιες και τους εργάτες που έστελναν στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου στην
Κουίνσλαντ. Λευκοί και αυτόχθονες ζουν κατά μήκος των καλλιεργημένων και εύφορων ακτών. Κοντά στις ακτές έμεναν και οι
πρώτοι κάτοικοι οι οποίοι, με την άφιξη των λευκών, ιδίως των ιεραποστόλων που έφτασαν πρώτοι (Βρετανοί πρεσβυτεριανοί
και Γάλλοι καθολικοί), αποσύρθηκαν στο εσωτερικό του νησιού και μετά ξαναγύρισαν κοντά στους Ευρωπαίους, για να βρουν
καλύτερες συνθήκες ζωής. Είναι όμως επίσης πολυάριθμοι οι αυτόχθονες που ζουν στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών και
τους οποίοι οι Βρετανοί αποκαλούσαν χλευαστικά μπους-μεν (αγγλ. bush-men = άνθρωποι των δασών), ενώ αντίθετα τους
άλλους τους αποκαλούσαν σολτ γουότερ-μεν (αγγλ. salt-water-men = άνθρωποι του αλμυρού νερού, δηλαδή της θάλασσας).
Η μέση πυκνότητα στη χώρα είναι 16,62 κάτ. ανά τ. χλμ. 0 ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 1,57% (2004) και το
προσδόκιμο ζωής 62,1 χρόνια, σύμφωνα με εκτίμηση του 2004 (60,64 για τους άντρες και 63,3 για τις γυναίκες).
Τα κυριότερα αστικά κέντρα είναι η πρωτεύουσα Πορτ-Βίλα (29.356 κάτ. το 1999), χτισμένη μέσα σε έναν πλατύ κόλπο στο
νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού Εφατέ, και η Λουγκανβίλ (10.738 κάτ. το 1999), στο νοτιοανατολικό τμήμα του Εσπίριτου Σάντο.
Και οι δύο πόλεις είναι λιμάνια, όπου συγκεντρώνεται η εμπορική δραστηριότητα της χώρας.
Οικονομία
Τα τελευταία χρόνια, η οικονομία της χώρας στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό και στα έσοδα από τη
δραστηριοποίηση υπεράκτιων εταιρειών, καθώς επίσης τραπεζικών και ασφαλιστικών οργανισμών, ενώ έως πρόσφατα
αντιμετώπιζε προβλήματα γιατί βασιζόταν στη μικρής κλίμακας γεωργική παραγωγή (κυρίως κόπρας και κακάο). Το ΑΕΠ
φτάνει τα 563 εκατ. δολ. ΗΠΑ και η μέση κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη τα 2.900 δολ. (2002). Ο πληθωρισμός
υπολογίστηκε σε 2% το 2002, ενώ επίσημα στοιχεία για την ανεργία δεν υπάρχουν. Με τη γεωργία (κυρίως), την κτηνοτροφία
και την αλιεία ασχολείται περίπου το 65% του ενεργού πληθυσμού. Σημαντική είναι και η συνεισφορά της υλοτομίας. Με τη
βιομηχανία (κονσερβοποιΐα και κατάψυξη τροφίμων) και τον ορυκτό πλούτο ασχολείται το 5%. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού
απασχολείται επίσης στον τομέα των υπηρεσιών (περίπου 30%), και ιδιαίτερα στον τουρισμό, ο οποίος είναι μια διαρκώς
αναπτυσσόμενη πηγή εισροής συναλλάγματος. Επίσης, το Β. είναι χώρα με σημαία ευκαιρίας για πολλούς εφοπλιστές.
Υπάρχει οδικό δίκτυο (1.130 χλμ.), αλλά οι συγκοινωνίες είναι κυρίως θαλάσσιες ή αεροπορικές. Στα κυριότερα λιμάνια, Πορτ-
Βίλα και Λουγκανβίλ, τα πλοία πηγαινοέρχονται από την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία και από τα άλλα
αρχιπελάγη των Φίτζι και του Σολομώντα. Τα κύρια αεροδρόμια είναι το Μπάουερ Φιλντ στο νησί Εφατέ και το Πεκόα στο
Εσπίριτου Σάντο. Η εσωτερική αεροπορική συγκοινωνία διεξάγεται από την Air Melanesia.
Νομισματική μονάδα του κράτους είναι το βατού (1 ευρώ = 138,4 βατού το 2004). Ιδιαίτερα ανεπτυγμένος είναι ο τραπεζικός
τομέας, καθώς λειτουργούν υποκαταστήματα από πολλές διεθνείς τράπεζες όπως η Τράπεζα της Ινδοκίνας, η βρετανική
Barclays, η Εθνική Τράπεζα Αυστραλίας κ.ά.
Ιστορία
Η περίοδος της αποικιοκρατίας. Το αρχιπέλαγος ανακαλύφθηκε το 1606 από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Πέντρο ντε Κεϊρός,
ο οποίος το ονόμασε Αυστραλία του Εσπίριτου Σάντο (δηλαδή του Αγίου Πνεύματος). Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, το
1768, ο Γάλλος Λουί Aντουάν ντε Mπουγκενβίλ ονόμασε τα νησιά Μεγάλες Κυκλάδες και τέλος, το 1774, ο Τζέιμς Κουκ τούς
έδωσε την ονομασία Νέες Εβρίδες, η οποία επικράτησε για τους δύο επόμενους αιώνες.
Τον 19ο αι. γνώρισε μεγάλη άνθηση το εμπόριο σκλάβων μεταξύ των μελανησιακών φυλών του αρχιπελάγους, τους οποίους
έστελναν στις φυτείες της Αυστραλίας και στα νησιά της Ωκεανίας, που ήταν ήδη αποικίες. Το δουλεμπόριο, οι διάφορες
αρρώστιες που έφεραν αργότερα οι λευκοί και ο αλκοολισμός μείωσαν σταδιακά τον γηγενή πληθυσμό, ο οποίος κατοικούσε
στα νησιά αυτά από την 6η χιλιετία π.Χ. Οι προσπάθειες διείσδυσης της Γαλλίας στην Ωκεανία, κατά το δεύτερο μισό του 19ου
αι., προκάλεσαν δυσπιστία και ανησυχίες, όχι τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, οι οποίες
άρχισαν να πιέζουν την κυβέρνηση του Λονδίνου να εγκαταλείψει την αδέσμευτη πολιτική της. Το 1878 η Γαλλία και η Μεγάλη
Βρετανία συμφώνησαν να σεβαστούν αμοιβαία την κυριαρχία στο αρχιπέλαγος, αλλά οι φόβοι της Αυστραλίας επανήλθαν πιο
ζωηροί, ιδίως μετά την ίδρυση της Καληδονιακής Εταιρείας των Νέων Εβρίδων (1882) και τις πρώτες απόπειρες των Γάλλων
για αποικισμό (1883). Έπειτα από πολλές προσπάθειες, οι κυβερνήσεις του Λονδίνου και του Παρισιού υπέγραψαν μια
σύμβαση, στις 16 Νοεμβρίου 1887, η οποία απετέλεσε την αρχή της λεγόμενης αγγλογαλλικής συγκυριαρχίας στις Νέες
Εβρίδες. Η σύμβαση όμως αποδείχθηκε αρκετά ελλιπής, γι’ αυτό υπογράφηκε νέα, στις 20 Οκτωβρίου 1914, η οποία
αντικαταστάθηκε μέσα στον ίδιο χρόνο με ένα πρωτόκολλο το οποίο επικυρώθηκε μόλις το 1922 και ρύθμισε από τότε τη ζωή
στη χώρα. Από το 1978 άρχισε να εφαρμόζεται μια μορφή αυτοδιοίκησης, προκειμένου να αντικατασταθεί η αγγλογαλλική
διοίκηση.
Από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Η Δημοκρατία του Β. (όπως ονομάστηκε το νέο κράτος) έγινε ανεξάρτητη στις 30 Ιουλίου
του 1980, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα είχε αναπτυχθεί ένα αυτονομιστικό κίνημα στο νησί Εσπίριτου Σάντο, το οποίο
υποκίνησαν οι Γάλλοι ως αντίδραση για την αντιγαλλική πολιτική του Κόμματος της Πατρίδας (VP) που οδήγησε τη χώρα στην
ανεξαρτησία. Ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός για την επιρροή στο Β. συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Το VP, που
κυβέρνησε τη χώρα για μία δεκαετία, συνταράχθηκε αρκετές φορές από εσωκομματικές συγκρούσεις, με κυρίαρχες
προσωπικότητες τον πρόεδρο Σοκομάνου και τον γενικό γραμματέα του κόμματος Μπάρακ Σόουπ. Τις εκλογές του 1991
κέρδισε η αντιπολιτευόμενη Ένωση Μετριοπαθών Κομμάτων UMP, συμμαχώντας με το Εθνικό Ενωμένο Κόμμα (NUP), και
την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Μαξίμ Καρλότ.
Το 1990, το 1992 και το 1994 (ανά διετία δηλαδή), η χώρα συγκλονίστηκε από ισχυρούς σεισμούς, εντάσεως από 6,8 έως 7,1
βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Τη δεκαετία αυτή η χώρα επέδειξε μια φιλογαλλική στροφή που έφτασε μάλιστα σε σημείο να
αποδεχτεί τις πυρηνικές δοκιμές της Γαλλίας στον νότιο Ειρηνικό. Παράλληλα, η νέα δημοκρατία του Β. κλονιζόταν από
διακομματικές διαμάχες και ανταλλαγές κατηγοριών για εθνική μειοδοσία. Τον Οκτώβριο του 1996, ένα στρατιωτικό κίνημα,
υποκινημένο από οικονομικούς λόγους, ανέτρεψε για λίγες ώρες τον πρόεδρο της χώρας Ζαν-Μαρί Λεγιέ, τον οποίο μάλιστα
συνέλαβε στην Πορτ-Βίλα και τον οδήγησε στο γειτονικό Εσπιρίτου Σάντο, όπου συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Μπάρακ
Σόουπ. Οι δύο άντρες επέστρεψαν μαζί στην πρωτεύουσα και η κρίση εκτονώθηκε. Μετά από νέες εκλογές το 1998
πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ντόναλντ Καλπόκας, αλλά τον Νοέμβριο του 1999 υποχρεώθηκε σε παραίτηση και τον διαδέχθηκε ο
Μπάρακ Σόουπ. Τον Μάρτιο του 1999 πρόεδρος εξελέγη ο Τζον Μπέρναρντ Μπάνι. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η χώρα
δοκιμάστηκε από νέο μεγάλο σεισμό, τον οποίο ακολούθησε κυκλώνας, με μεγάλες καταστροφές ιδίως στο νησί Παντεκότ. Τον
Απρίλιο του 2001 η κυβέρνηση του Σόουπ δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή και νέος πρωθυπουργός ανέλαβε ο
Έντουαρντ Ναταπέι, ο οποίος εξελέγη και πάλι στη θέση αυτή κατά τις εκλογές του 2002. Την άνοιξη του 2004, ύστερα από
τέσσερις γύρους ψηφοφορίας, εξελέγη πρόεδρος ο Άλφρεντ Μέιζινγκ Νάλο, ο οποίος ωστόσο παύθηκε, καθώς η εκλογή του
θεωρήθηκε άκυρη. Καθήκοντα προέδρου ανέλαβε προσωρινά ο Ρότζερ Αμπιούτ. Στις έκτακτες βουλευτικές εκλογές που έγιναν
τον Μάιο του 2004 ο συνασπισμός που στήριζε τον Ναταπέι έχασε την κυβερνητική πλειοψηφία. Προκηρύχθηκαν εκλογές οι
οποίες έγιναν τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η βουλή που ανέδειξαν, όπου κανένα κόμμα δεν διέθετε απόλυτη πλειοψηφία, εξέλεξε
πρωθυπουργό τον Σερζ Βοχόρ.
Τέχνη
Από τη σημαντική αυτή ομάδα νησιών, μόνο τα μεγαλύτερα και όσα βρίσκονται προς τα Β (ιδίως τα νησιά Μαλέκουλα και
Άμπριμ) διατήρησαν τη γηγενή καλλιτεχνική παράδοση. Στα υπόλοιπα, η επαφή με τους Ευρωπαίους επέφερε βαθμιαία την
παρακμή. Η τέχνη των Μελανησίων, σε μια γη τόσο πλούσια αλλά και τόσο βίαιη, είναι στενά συνδεδεμένη με τις θρησκευτικές
και κοινωνικές τελετές, που αποτελούν τη βάση μιας κοινωνίας αυστηρά χωρισμένης σε φατρίες (φυλές).
Οι μάσκες και τα μνημειώδη τύμπανα, φτιαγμένα από διάφορα υλικά, είναι οι πιο συνηθισμένες λαξευμένες μορφές. Στη
γλυπτική χρησιμοποιούν το ξύλο και τον κορμό της δενδρώδους φτέρης που είναι γεμάτος σκληρές, μπλεγμένες βελόνες και δεν
μπορεί να χαραχθεί, γι’ αυτό τον επικαλύπτουν με μια ειδική ύλη για να τον ζωγραφίσουν. Επικρατεί η ανθρώπινη μορφή, με
υπερβολικά τριγωνικό πρόσωπο, στατικά χαρακτηριστικά, συχνά με μικρά άκρα, ολοστρόγγυλα ή κολλημένα στον κορμό και με
ύψος από ένα έως τρία μέτρα ή και περισσότερο.
Οι μάσκες και τα κεφάλια κατασκευάζονται από δενδρώδη φτέρη, από τυλιγμένα φύλλα, ινδικές καρύδες ή άλλα φρούτα,
μαλακό ξύλο ή ακόμη και από κρανία. Οι μάσκες συνήθως έχουν κωνικό σχήμα και είναι σκεπασμένες με πυκνό ιστό αράχνης
πλασμένο με άργιλο, ζωγραφισμένες με ζωηρά χρώματα και στολισμένες με φτερά, μαλλιά και δόντια γουρουνιών. Επίσης,
μαλακά υλικά χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανδρείκελων σε φυσικό μέγεθος που επικαλύπτονται με άργιλο και
ζωγραφίζονται με ζωηρά χρώματα από φυσικές ουσίες χρωστικά (ροζ, κεραμιδί, ανοιχτό πράσινο, μαύρο, μπλε και λευκό).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα γιγαντιαία τύμπανα του Άμπριμ· αυτά είναι κοίλοι κορμοί ύψους αρκετών μέτρων,
αυλακωμένοι κάθετα από μια μακριά σχισμή, οι οποίοι, στα Β του νησιού, φέρουν και ένα μεγάλο κεφάλι σε σχήμα
μισοφέγγαρου.
Έθιμα και παραδόσεις
Σε ορισμένα νησιά του Β., κυρίως στα μεγαλύτερα που έχουν εξευρωπαϊστεί, παρατηρείται μια τάση απομάκρυνσης από τις
παραδόσεις, ενώ σε άλλα, ιδίως στα πιο απομακρυσμένα, μια προσκόλληση σε αυτές. Οι κάτοικοι της ενδοχώρας δεν θέλουν να
διευρύνουν τις επαφές τους με αυτούς που τους ανάγκασαν να καταφύγουν στα δάση για να γλιτώσουν από τη στρατολόγηση
για τις φυτείες των κατακτητών. Έτσι, προστατευμένοι μέσα στα απρόσιτα δάση τους, διατηρούν το παραδοσιακό κοινωνικό
σύστημα, το οποίο βασίζεται σε μια ιεραρχία από βαθμούς και τίτλους για κάθε άντρα. Οι βαθμοί δεν είναι κληρονομικοί, αλλά
αγοράζονται με ένα μοναδικό νόμισμα: τα γουρούνια. Ο αριθμός των γουρουνιών που έχει στην κατοχή του ένας άντρας, εκτός
από την επιρροή και το κύρος που του προσθέτει, προσδιορίζει και τον αριθμό των γυναικών που θα πάρει, μια και η γυναίκα
είναι εκείνη που τα περιποιείται. Για να ανέλθει κανείς στην ιεραρχία, πρέπει να παραχωρήσει ένα ζευγάρι μεγάλων ζώων στους
ηλικιωμένους, ως αντάλλαγμα ενός ανώτερου τίτλου. Υπάρχει επίσης ένα σύστημα δανείων, για να μπορεί κανείς ακόμη και με
λίγες γυναίκες και γουρούνια να εξασφαλίζει πάντα τα αναγκαία ζώα.
Τα γουρούνια είναι σημαντικά διότι αποτελούν την τροφή της οικογένειας, αλλά και επειδή χρησιμεύουν για τα συμπόσια που
παραθέτει στους ομοίους του όποιος θέλει να ανέβει κοινωνικά. Με αυτό τον τρόπο οι κατώτεροί του τον σέβονται για τη
δύναμη που του αναγνωρίζουν και ο αρχηγός της περιφέρειάς του τού παραχωρεί δωρεάν τμήματα γης. Όταν πάρουν τον πρώτο
βαθμό της ιεραρχίας, το φανγκτάσουμ, είναι υποχρεωμένοι να έχουν ξεχωριστή κουζίνα από τις γυναίκες και τα παιδιά και να
τρώνε μόνο μαζί με αυτούς που έχουν τον ίδιο τίτλο. Αν πάρουν και άλλο ανώτερο βαθμό, δεν μπορούν καν να φάνε
οποιοδήποτε φυτικό προϊόν που καλλιεργούν οι γυναίκες. Έτσι, με αυτά τα προνόμια-μειονεκτήματα φτάνουν στη θέση στην
οποία ένας ηλικιωμένος που κατορθώνει να φτάσει στην κορυφή της ιεραρχίας (τη μάτζε, που αποτελείται συνήθως από 13
βαθμούς) πρέπει να βρει έναν νεότερό του, για να τον βοηθά να βρει φαγητό, αν δεν θέλει να παραβεί κανέναν κανόνα.
Κάθε τίτλος έχει και το σύμβολό του από το απλό φυτό σίκας, σε μια επίπεδη πέτρα ζωγραφισμένη με κόκκινους και μαύρους
κύκλους, στο ξύλινο γλυπτό που έχει μορφή ανθρώπινου κεφαλιού και, τέλος, στο μαλ, που αντιστοιχεί στον 13ο βαθμό και
είναι ένας στατικός ξύλινος αετός που τον τοποθετούν στην κορυφή της καλύβας. Ο αρχηγός δεν θεωρείται ότι διαθέτει μαγικές
δυνάμεις και εξουσίες προς τα άτομα της φυλής του, παρά μόνο ότι έχει την ευθύνη να διοικεί σωστά. Κάθε οικογένεια, εκτός
από μερικές κοινές εξευμενιστικές τελετές, πραγματοποιεί και τις δικές της προσωπικές μαγικές τελετουργίες για να
εξασφαλίσει τον πολλαπλασιασμό ζώων ή φυτών ή την εύνοια μιας φυσικής δύναμης, που κατά την παράδοση υπήρξαν
γενάρχες των προγόνων της. Χωρίζουν δηλαδή το σύμπαν λεπτομερώς σε κατηγορίες (νάφλακ)· έτσι, κάθε οικογένεια έχει τη
δική της και ο γάμος δεν μπορεί να γίνει μεταξύ δύο ατόμων που ανήκουν στο ίδιο νάφλακ.
Ο ελληνισμός στο Βανουάτου
Στο Β. δεν έχει αναφερθεί η παρουσία Ελλήνων. Υπάρχει όμως ένα ελληνικό πλοίο με τη σημαία αυτού του κράτους, σύμφωνα
με στοιχεία του 2000.
Βανουκιώτης, Γιαννάκης. Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Βαγκιώτης). Καταγόταν από την Αρκαδία. Υπηρέτησε
τον Αγώνα στο σώμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ως καπετάνιος. Ο Β. ήταν ο ένας από τους τρεις ιππείς που συνόδευαν τον
Πάνο Κολοκοτρώνη, όταν, κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1824, τον σκότωσαν σε ενέδρα οι κυβερνητικοί. Τον Φεβρουάριο του
1828, ο Β., μαζί με τον Ανάστο Σαμαρίνη, συνόδευσαν Τουρκοαιγύπτιους αιχμαλώτους στη Μεθώνη. Οι αιχμάλωτοι αυτοί
προέρχονταν από το κάστρο της Καρίταινας και τους είχε ελευθερώσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε ανταπόδοση της
χειρονομίας του Ιμπραήμ, που απελευθέρωσε Έλληνες αιχμαλώτους από την Τρίπολη.
Βανούτσι, Πιέτρο ντι Κριστόφορο. Το πραγματικό όνομα του Ιταλού ζωγράφου Περουτζίνο. Βλ. λ. Περουτζίνο.
Βανς, Σάιρους (Cyrus Roberts Vance, Κλάρκσμπουργκ, Δυτική Βιρτζίνια 1917 – 2002). Αμερικανός νομικός, διπλωμάτης και
πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Γέιλ και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος αρχικά στη
Νέα Υόρκη και στη συνέχεια στην Ουάσιγκτον. Η πολιτική του καριέρα άρχισε το 1961 με τον διορισμό του από τον πρόεδρο
Κένεντι ως γενικού συμβούλου στο Υπουργείο Άμυνας, ενώ τον επόμενο χρόνο (1962) ορίστηκε υφυπουργός Στρατού. Στη
συνέχεια διετέλεσε υφυπουργός Άμυνας (1964) και υπουργός Εξωτερικών (1977-80) υπό τον πρόεδρο Κάρτερ. Έλαβε μέρος σε
πολλές αποστολές, όπως για την επίλυση των αλλεπάλληλων ελληνοτουρκικών κρίσεων (με σημαντικότερη εκείνη της Κύπρου),
στις διαπραγματεύσεις για το Βιετνάμ (Παρίσι, 1968-69) και για την επίτευξη της συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ, Ισραήλ και
Αιγύπτου, γνωστής ως συμφωνίας του Καμπ Ντέιβιντ (1979), ενώ και μετά την παραίτησή του το 1980, λόγω διαφωνίας του για
την αποτυχημένη απόπειρα σωτηρίας των Αμερικανών ομήρων στην πρεσβεία της Τεχεράνης, χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες
ειρηνευτικές αποστολές (Βοσνία-Ερζεγοβίνη κ.ά.).
Βαν’τ Χοφ, Γιάκομπους Χένρικους (Jacobus Hendricus Van’t Hοff, Ρότερνταμ 1852 – Βερολίνο 1911). Ολλανδός χημικός.
Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Ντελφτ, φοίτησε για έναν χρόνο στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και στη συνέχεια
παρακολούθησε τα μαθήματα του Φρίντριχ Άουγκουστ Κεκιλέ στη Βόνη (1872-73) και του Σαρλ Αντόλφ Βιρτς στο Παρίσι
(1873-74). Δίδαξε χημεία στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης (1876) και χημεία, ορυκτολογία και γεωλογία στο πανεπιστήμιο του
Άμστερνταμ (1877-1900). Το 1900 προσκλήθηκε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου πραγματοποίησε τις πιο σημαντικές
εργασίες του. Μελετώντας τις οργανικές ενώσεις και το πρόβλημα της ασυμμετρίας τους, εδραίωσε τη διάταξη των τεσσάρων
σθενών του άνθρακα στον χώρο, στην κορυφή ενός κανονικού τετραέδρου, το κέντρο του οποίου κατέχεται από το άτομο του
άνθρακα. Η διατύπωση της αρχής αυτής το 1874, η οποία έγινε ανεξάρτητα από την αντίστοιχη εργασία του Λε Μπελ, βοήθησε
στην εξήγηση της συμπεριφοράς των οπτικά ενεργών ενώσεων και έθεσε τις τις βάσεις της στερεοχημείας. Για τις θεωρίες του
πάνω στη συμπεριφορά των αραιών διαλυμάτων και των ωσμωτικών φαινομένων, ο Β.Χ. θεωρείται θεμελιωτής της σύγχρονης
φυσικοχημείας. Απέδειξε ότι οι νόμοι που εκφράζουν την ωσμωτική πίεση των αραιών διαλυμάτων, σε συνάρτηση με τη
θερμοκρασία και τη συγκέντρωση, είναι όμοιοι με εκείνους που εκφράζουν τη συμπεριφορά των ιδανικών αερίων· η ωσμωτική
πίεση (Π) του διαλύματος και η πίεση του ιδανικού αερίου σε καθορισμένο όγκο και για τον ίδιο αριθμό μορίων έχουν την ίδια
τιμή στην ίδια θερμοκρασία. Σύμφωνα με το νόμο του Β.Χ.: ΠV = nRT, όπου V ο όγκος, n ο αριθμός των γραμμομορίων της
διαλυμένης ουσίας, R η παγκόσμια σταθερά των αερίων και Τ η απόλυτη θερμοκρασία. Για τους νόμους που διατύπωσε για τα
διαλύματα, τιμήθηκε το 1901 με το πρώτο βραβείο Νομπέλ χημείας.
Βαν’τ Χοφ, συντελεστής (Χημ.). Ονομασία ενός συντελεστή (i) ο οποίος εισάγεται στην εξίσωση της ωσμωτικής πίεσης των
ηλεκτρολυτών, επειδή τα ηλεκτρολυτικά διαλύματα εμφανίζουν μεγαλύτερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που προβλέπει η
εξίσωση, εξαιτίας της διάστασης των μορίων σε ιόντα. Ο συντελεστής αυτός, που οφείλει την ονομασία στον Ολλανδό χημικό
Βαν’τ Χοφ (βλ. λ.) που τον εισήγαγε, είναι μεγαλύτερος από τη μονάδα και η εξίσωση της ωσμωτικής πίεσης (Π) των
ηλεκτρολυτών γίνεται:
ΠV = iRT.
Βαντέ (Vendee). Νομός (6.720 τ. χλμ., 539.664 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, στη διοικητική περιφέρεια της Χώρας του Λίγηρα
(Pays de la Loire). Πρωτεύουσά του είναι η Λα Ρος-σιρ-Ιόν (52.947 κάτ.). Η οικονομία του νομού βασίζεται στις καλλιέργειες
δημητριακών, την κτηνοτροφία, την αλιεία στρειδιών, τις βιομηχανίες τροφίμων και υφαντουργίας, τα ορυχεία ουρανίου και τον
τουρισμό.
Βαντέ, εξέγερση. Μεγάλη εξέγερση των Γάλλων χωρικών που ζούσαν στις περιοχές Ν του ποταμού Λουάρ (Λίγηρα) με
κέντρο τη Βαντέ, η οποία ξέσπασε τον Μάρτιο του 1793 εναντίον της επαναστατικής κυβέρνησης του Παρισιού. Οι θεσμοί που
καθόριζαν τα αστικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κλήρου στην αρχή και έπειτα η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και η
γενική επιστράτευση 300.000 αντρών υπήρξαν οι αιτίες της εξέγερσης, η οποία καθοδηγήθηκε από δυνάμεις μοναρχικών και
καθολικών πρώην αξιωματικών και απείλησε σοβαρά την εξέλιξη της Γαλλικής επανάστασης. Η εξέγερση υπήρξε αιματηρή και
από τις δύο πλευρές. Οι στασιαστές, με τις λεγόμενες φάλαγγες της κόλασης διέπραξαν φοβερές ωμότητες εναντίων των
δημοκρατικών, ενώ από την πλευρά της η Συμβατική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμους για τη σύλληψη και άμεση εκτέλεση των
ένοπλων στασιαστών. Ωστόσο, στα τοπικά κέντρα της εξέγερσης οι μάχες συνεχίστηκαν έως τους πρώτους μήνες του 1796,
οπότε τουφεκίστηκαν και οι τελευταίοι ηγέτες της. Μια τελευταία αιματηρή εξέγερση ξέσπασε την άνοιξη του 1800,
καταπνίγηκε όμως από τον πρώτο ύπατο Ναπολέοντα Βοναπάρτη με πολύ σκληρό τρόπο, αλλά και με συμβιβασμό.
Βαντερβέλντε, Εμίλ (Emil Vandervelde, Βρυξέλλες 1866 – 1938). Βέλγος πολιτικός, ηγέτης του Βελγικού Εργατικού
Κόμματος. Έγινε βουλευτής το 1900, υπουργός Επισιτισμού το 1914 με την κήρυξη του πολέμου και, από το 1914 έως το 1918,
διετέλεσε διαδοχικά υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών.
Ο Β. ήταν ένα από τα κορυφαία στελέχη της Β’ Διεθνούς και ένας από τους χαρακτηριστικότερους αντιπροσώπους της
σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας. Η θέση του αυτή εκφράστηκε με την αμετακίνητη προσήλωσή του στο ιδεώδες της
δημοκρατίας και τη μαχητική απόκρουση της δικτατορίας του προλεταριάτου ως αναγκαίας πολιτικής διαδικασίας για τη
μετάβαση σε μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία. Ο σοσιαλισμός, σύμφωνα με τον Β., θα προέλθει όχι από την ταξική
σύγκρουση αλλά από την ειλικρινή συνεργασία των κοινωνικών ομάδων. Η κατοχύρωση των κεκτημένων της εργατικής τάξης
και η διεκδίκηση νέων παραχωρήσεων στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποτελούν, σύμφωνα με τον Β., τις
προϋποθέσεις για την πραγμάτωση των στόχων του λαϊκού κινήματος και την τελική επικράτηση του σοσιαλισμού. Η πολιτική
θεωρία του Β. είναι ένα κράμα σοσιαλισμού και παραδοσιακού αστικού φιλελευθερισμού.
Ο Β. έγραψε πλήθος σχετικών έργων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν Η έγγεια ιδιοκτησία στο Βέλγιο (1902), Το αγροτικό
ζήτημα στο Βέλγιο (1902), Ο αγροτικός σοσιαλισμός (1908), Η γενική απεργία στο Βέλγιο (1914), Ο σοσιαλισμός κατά του
κράτους κ.ά. Το 1924 επισκέφτηκε την Αθήνα.
Βαντερμόντ, Αλεξάντρ Τεοφίλ (Alexandre Theophile Vandermonde, Παρίσι 1735 – 1796). Γάλλος μαθηματικός και
φυσικός. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών (1779) και έγινε γνωστός για τις εργασίες του στη θεωρία των αλγεβρικών
εξισώσεων, τη θεωρία των ομάδων και τη συστηματική μελέτη των οριζουσών (τις οποίες ονόμαζε συνισταμένες). Στη φυσική
ασχολήθηκε με έρευνες πάνω στη διαστολή του ατμοσφαιρικού αέρα και άλλων αερίων. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη
μεταλλουργία και την τεχνολογία και υπήρξε διευθυντής του Μουσείου Επαγγελμάτων και Τεχνών.
Βαντίμ, Ροζέ (Roger Vadim, Παρίσι 1928 – Παρίσι 2000). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ουκρανικής καταγωγής Γάλλου
σκηνοθέτη και παραγωγού Ρότζερ Πλεμιάνικοφ (Roger Plemiannikov). Εργάστηκε αρχικά ως ηθοποιός του θεάτρου και
δημοσιογράφος, πριν αναδειχθεί σε έναν από τους βασικούς άξονες του λεγόμενου μοντέρνου γαλλικού σινεμά των δεκαετιών
1950 και 1960. Η πρώτη κινηματογραφική του δουλειά ήταν το σενάριο της ταινίας Μπλακμέιλντ (1951).
Ο Β. δημιούργησε μερικές από τις κλασικές ταινίες εκείνης της εποχής, όπως τα Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα (1956, με την
Μπριζίτ Μπαρντό), Μυστικός φάκελος φον Μπέργκεν (1957) Επικίνδυνες σχέσεις (1960) κ.ά., πριν περάσει σε πιο εμπορικές
παραγωγές όπως ήταν οι ταινίες Μπαρμπαρέλα (1968, με την Τζέιν Φόντα), Δον Ζουάν (1972) κ.ά.
Βαντόμ (Vendome). Πόλη (18.510 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γαλλίας, στον νομό Λουάρ-ε-Σερ. Είναι χτισμένη στις όχθες
του ποταμού Λουάρ (Λίγηρα) και συνδέεται σιδηροδρομικώς με το Παρίσι, το οποίο βρίσκεται στα ΒΑ. Είναι κέντρο της
ευρύτερης αγροτικής περιοχής και διαθέτει εγκαταστάσεις ελαφριάς βιομηχανίας και βιοτεχνίας.
Στην πόλη διασώζονται πολλά μεσαιωνικά μνημεία, που θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν της, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται
και το αβαείο της Αγίας Τριάδας (12ος αι.), με κωδωνοστάσιο ύψους 80 μ., που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα εκκλησιαστικά
μνημεία της εποχής. Σώζονται επίσης ερείπια των πύργων του φρουρίου (12ου, 15ου και 16ου αι.), το οποίο κατεδάφισε ο
Ερρίκος Β’, το 1589.
Ιστορία. Η Β. βρίσκεται στη θέση της αρχαίας γαλατικής πόλης Βινδόκιο (Vidocium). Κατά τον 12ο και στις αρχές του 13ου αι.
ανήκε στα εδάφη των βασιλιάδων της Αγγλίας, Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και Ιωάννη του Ακτήμονα, ενώ αργότερα
βρισκόταν στο επίκεντρο των κατά καιρούς αγγλογαλλικών πολέμων για την κυριαρχία της περιοχής. Από τον 12ο αι., το αβαείο
της Αγίας Τριάδας της Β. αποτελούσε σπουδαίο εκκλησιαστικό κέντρο. Κατά τα μέσα του 17ου αι., ο Ερρίκος Δ’ παραχώρησε
τη Β. στον νόθο γιο που είχε αποκτήσει με την Γκαμπριέλ ντ’ Εστρέ, Σεζάρ. Ο τελευταίος πήρε τον τίτλο του δούκα της Β. και
οι απόγονοί του αποτέλεσαν κλάδο του βασιλικού οίκου των Βουρβόνων. Το 1752 η πόλη προσαρτήθηκε στα εδάφη του
γαλλικού στέμματος.
Βαντόμ (Vendome). Κλάδος του βασιλικού οίκου των Βουρβόνων, κληρονόμος του τίτλου των Βουρβόνων μετά την
αποκλήρωση του στρατάρχη Μονπανσιέ, του συζύγου της δούκισσας Σουζάνας των Βουρβόνων, από τον Φραγκίσκο Α’ (1525).
Από τον κλάδο αυτό προήλθαν επτά βασιλιάδες της Γαλλίας, ο Ερρίκος Δ’, ο Λουδοβίκος ΙΓ’, ο Λουδοβίκος ΙΔ’, ο Λουδοβίκος
ΙΕ’, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’, ο Λουδοβίκος ΙΗ’ και ο Κάρολος Ι’. Ο οίκος εξέλειπε με τον θάνατο του κόμη Ντε Σαμπόρ, ο οποίος
διεκδικούσε τον γαλλικό θρόνο ως Ερρίκος Ε’.
Βαντόμ, Λουί Ζοζέφ, δούκας ντε- (Louis Joseph, duc de Vendome, Παρίσι 1654 – Βιναρόθ, Ισπανία 1712). Γάλλος
στρατηγός. Εγγονός του Σεζάρ, δούκα της Β. και προπάτορα του ομώνυμου βασιλικού κλάδου. Στις αρχές της σταδιοδρομίας
του πολέμησε στην Ολλανδία (1672) και μετά από τρία χρόνια στη Γερμανία κάτω από τις διαταγές του Τιρέν. Το 1683, ο Β.
διορίστηκε κυβερνήτης της Προβηγκίας. Έλαβε μέρος έπειτα στον πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και της Συμμαχίας της Αυγούστας.
Το 1697, έχοντας ήδη την ανώτατη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων της Καταλονίας, ο Β. κυρίευσε τη Βαρκελώνη·
συνέπεια της νίκης αυτής ήταν η ειρήνη του Ρέισβεϊκ. Κατά τον πόλεμο της διαδοχής του ισπανικού θρόνου, πολέμησε στην
Ιταλία κατά του πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβοΐας, τον οποίο νίκησε στο Κασάνο (1705). Στην Ισπανία, το 1710 ο Β. πέτυχε
εναντίον του Καρόλου της Αυστρίας τις νίκες της Μπριχουέγκα και της Βίλια Βιθιόσα, χάρη στις οποίες ο Φίλιππος Ε’ μπόρεσε
να επιστρέψει στη Μαδρίτη.
Βαντόμ, πλατεία (Ρlace Vendome). Πλατεία του Παρισιού, στο κεντρικό τμήμα της πόλης. Ο χώρος της διαμορφώθηκε από
τον αρχιτέκτονα Ζιλ Αρντουέν Μανσάρ την περίοδο 1699-1701, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου Δ’, προς τιμήν
του οποίου ονομάστηκε Πλατεία του Λουδοβίκου του Μεγάλου. Στο κέντρο της στήθηκε (1699), άγαλμα που παρίστανε τον
βασιλιά έφιππο. Η πλατεία μετονομάστηκε Πλατεία των Λογχοφόρων μετά τη Γαλλική επανάσταση και το 1792 ο
επαναστατημένος λαός γκρέμισε τον βασιλικό ανδριάντα. Η μεταγενέστερη ονομασία της πλατείας οφείλεται στο μέγαρο της
δυναστικής γαλλικής οικογένειας Βαντόμ το οποίο υπήρχε παλαιότερα στην περιοχή. Σήμερα η πλατεία ανήκει στο πρώτο
διοικητικό διαμέρισμα του Παρισιού.
Πέτρινη στήλη Βαντόμ. Κολόνα με ορειχάλκινο ανάγλυφο περίβλημα, η οποία στήθηκε στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας του
Παρισιού το 1810, από τον Μεγάλο Ναπολέοντα, σε ανάμνηση των νικών της Μεγάλης Στρατιάς κατά την εκστρατεία του 1805.
Η εγκατάστασή της πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 1806-10. Είχε ύψος 43,5 μ., διάμετρο 3,9 μ. και ήταν επενδεδυμένη με
378 ορειχάλκινες πλάκες, τοποθετημένες σπειροειδώς, στις οποίες υπήρχαν ανάγλυφες αναπαραστάσεις των πολεμικών
γεγονότων της περιόδου 1805-7. Στο εσωτερικό της στήλης μία ελικοειδής σκάλα οδηγούσε στην κορυφή, όπου τοποθετήθηκε
(1812) ανδριάντας του Ναπολέοντα Α’, ντυμένου με στολή Ρωμαίου αυτοκράτορα, κατασκευασμένος από τον γλύπτη Ντενί
Αντουάν Σοντέ. Για την κατασκευή του ορειχάλκινου περιβλήματος είχε χρησιμοποιηθεί το λιωμένο μέταλλο 1.200 αυστριακών
και ρωσικών κανονιών που αποτελούσαν πολεμικά λάφυρα του γαλλικού στρατού. Μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων, ο
ανδριάντας του Ναπολέοντα αφαιρέθηκε για να αντικατασταθεί, το 1864, με άλλον του γλύπτη Ζακ-Εντμ Ντιμόν. Κατά την
εξέγερση της παρισινής Κομούνας (1871), η στήλη γκρεμίστηκε, ύστερα από πρόταση του ζωγράφου Γκουστάβ Κουρμπέ.
Αποκαταστάθηκε τελικά το 1875.
Βαντόμ, στήλη. Βλ. λ. Βαντόμ, πλατεία.
Βαντούζ (Vaduz). Πόλη (5.038 κάτ. το 2004) και πρωτεύουσα του πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν. Είναι χτισμένη κοντά στον
Ρήνο, στα σύνορα του πριγκιπάτου με την Ελβετία. Η Β. βρίσκεται στο κέντρο μιας γεωργικής περιοχής, τα σπουδαιότερα
προϊόντα της οποίας είναι σιτηρά, οπωρικά και κρασί. Η μικρή πόλη είναι έδρα του βασιλεύοντα πρίγκιπα, ο οποίος ζει σε
παλάτι που ανοικοδομήθηκε τον 16o αι., μετά την καταστροφή του από τους Ελβετούς.
Βαντσέτι, Μπαρτολομέο. Ιταλός αναρχικός, που εκτελέστηκε στις ΗΠΑ το 1927, μαζί με τον σύντροφό του Νικόλα Σάκο,
μετά από μια πολύκροτη δίκη. Βλ. λ. Σάκο και Βαντσέτι.
Βάντσουρα, Βλαντισλάβ (Vladislav Vancura, Σιλεσία 1891 – Πράγα 1942). Τσέχος πεζογράφος και ποιητής. Προσωπικότητα
εξαιρετικά πολυσύνθετη, θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του τσέχικου εξπρεσιονισμού. Στο έργο του συναντώνται επίσης
μοτίβα και επιδράσεις ενός ρεύματος το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τσέχικη λογοτεχνία αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο
πόλεμο. Τολμηρός πειραματιστής στην αναζήτηση ύφους και γλώσσας, έγραψε πολλά μυθιστορήματα: Ο φούρναρης Γιαν
Μαρχούλ (1924), Σταροχώραφα και πεδία μάχης (1925, θαυμάσια περιγραφή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου), Μαρκέτα
Λαζάροβα (1931) και Τα τρία ποτάμια (1936). Τον τουφέκισαν το 1942 οι ναζί.
Βάξμαν, Κόνραντ (Konrad Wachsmann, Βερολίνο 1901 – 1980). Αμερικανός αρχιτέκτονας, γερμανικής καταγωγής.
Ακολούθησε καλλιτεχνικές σπουδές στο Βερολίνο, τις οποίες συνέχισε στη Ρώμη. Στις ΗΠΑ, όπου μετανάστευσε,
συνεργάστηκε με τον Βάλτερ Γκρόπιους (1941-48). Από το 1950 δίδαξε στο Σικάγο, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Ιλινόις.
Ήταν ουτοπιστής με την απόλυτη αλλά και σύγχρονη έννοια, πρωτοπόρος των προκατασκευών, που τις εμπνεύστηκε από την
ξυλουργική. Ο Β. βρισκόταν σε συνεχή αναζήτηση του βασικού κατασκευαστικού κυττάρου, των συνδυασμών του, της
τυποποίησής του, της προκατασκευής και της μαζικής παραγωγής του. Θεωρούσε ότι το έργο του αρχιτέκτονα –που τον
αποκαλούσε δυνητικά «παγκόσμιο προγραμματιστή» (universal planner)– είναι να συντονίζει αυτά τα τυποποιημένα
κατασκευαστικά κύτταρα, συνδυάζοντας τον τεχνολογικό με τον δημιουργικό παράγοντα. Η θεωρητική και πρακτική
δραστηριότητά του και η αναζήτηση νέων διαστάσεων και νέων εκμεταλλεύσεων του χώρου (πρότυπα υπόστεγων όλων των
μεγεθών από προκατασκευασμένα σωληνοειδή στοιχεία) τοποθετούν τον Β. κοντά στον άλλο μεγάλο Αμερικανό ουτοπιστή, τον
Μπουκμίνστερ Φούλερ.
Βάξμαν, Σέλμαν Άμπραχαμ (Selman Abraham Waksman, Πριλούκα, Κίεβο 1888 – Νέα Υόρκη 1973). Αμερικανός
μικροβιολόγος, ουκρανικής καταγωγής. Ανακάλυψε και παρασκεύασε τη στρεπτομυκίνη, το αποτελεσματικότερο αντιβιοτικό
κατά της φυματίωσης. Για την ανακάλυψή του αυτή τού απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ ιατρικής το 1952. Κατά τη διάρκεια
των ερευνών του απομόνωσε και άλλα σημαντικά αντιβιοτικά, όπως την ακτινομυκίνη, τη νεομυκίνη, την γκριζεΐνη κ.ά.
Βάος, Ιερώνυμος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Μύκονο. Συμμετείχε στον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνι και,
αργότερα, ονομάστηκε αξιωματικός στην Ελλάδα, όπου πολέμησε έως το τέλος του Αγώνα.
Βάουτερς, Ρικ (Rik Wouters, Μαλίν 1882 – Άμστερνταμ 1916). Βέλγος γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης. Άρχισε την
καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ως γλύπτης, δημιουργώντας προτομές και αγάλματα από το 1907 έως το 1913, οπότε
εγκατέλειψε τη γλυπτική για χάρη της ζωγραφικής, εμπνεόμενος από τα έργα του συμπατριώτη του Τζέιμς Ένσορ, αλλά και των
Πολ Σεζάν και Ογκίστ Ρενουάρ, τα οποία γνώρισε σε ένα ταξίδι του στο Παρίσι. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του
φοβισμού στο Βέλγιο. Τα ζωγραφικά του έργα, στα οποία ο χρωματισμός παίρνει πρωταρχική σημασία, ήταν αποφασιστικά για
την επόμενη περίοδο. Στα γλυπτά του ο Β. τόνισε προπαντός αποτελέσματα του κινήματος του φοβισμού. Ένας από τους
γνωστότερους πίνακές του είναι Η γυναίκα που σιδερώνει (1912), ενώ γνωστό γλυπτό του είναι η Τρελή Παρθένα (1912), μια
μελέτη πάνω στον όγκο και στην κίνηση εμπνευσμένο από τη διάσημη Αμερικανίδα χορεύτρια Ισιντόρα Ντάνκαν.
Βαπόρια. Ακρωτήριο της Σύρου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού. Στο εσωτερικό του ακρωτηρίου απλώνεται η
Ερμούπολη.
Βάπται. Ιερείς της θρακικής θεάς Κοττυτούς ή Κότυος, που ήταν ανάλογη με τη φρυγική Κυβέλη και λατρευόταν στην Αθήνα.
Έτσι λέγονταν κι οι οπαδοί της θεάς αυτής, γιατί έπρεπε να βαπτισθούν σε νερό για να μυηθούν στη λατρεία της. Τα όργια που
συνόδευαν αυτούς τους εμβαπτισμούς προκάλεσαν την αγανάκτηση των πολιτών και σατιρίστηκαν από τον Αριστοφάνη. Ο
Εύπολις έγραψε μάλιστα και κωμωδία με τον τίτλο Βάπται. Μετά την καταδίκη του Αλκιβιάδη για ασέβεια, εγκαταλείφθηκε η
λατρεία της Κοττυτούς στην Αθήνα.
βάπτισμα (Εκκλ.). Το μυστήριο με το οποίο γίνεται κάποιος χριστιανός και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας
(αναφέρεται και ως βάπτιση ή βάφτιση ή βάφτισμα). Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς Χριστός (που, σύμφωνα με την παράδοση,
δέχτηκε ο ίδιος το β. από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) αναφέρεται πολλές φορές στο β. ως «πνευματική αναγέννηση εξ
ύδατος και Πνεύματος Αγίου» και δίνει την εντολή να βαπτίζονται εκείνοι που θέλουν να πιστέψουν («πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»). Οι Πράξεις
των Αποστόλων κατοχυρώνουν με πολλά γεγονότα την ανάγκη του μυστηρίου του β., το οποίο, σύμφωνα με τη διδασκαλία του
Χριστού, εξαλείφει τις αμαρτίες (απαλλάσσει πρωτίστως από το προπατορικό αμάρτημα), ξαναδίνει τη χάρη (που είναι η
συμμετοχή στη ζωή του Θεού) και χαράσσει στην ψυχή τον χαρακτήρα του χριστιανού, δηλαδή του προσώπου που ανήκει στον
Χριστό και στην Εκκλησία του. Με το β. ο άνθρωπος γίνεται υιός του Θεού. Το νερό και η επίκληση της Αγίας Τριάδας
αποτελούν τα στοιχεία και τη μορφή του β.
Η παλαιοχριστιανική τέχνη είναι πλούσια σε στοιχεία που αναπαριστάνουν σκηνές β. Η αρχαιότερη παράσταση β. (2ος αι.)
βρίσκεται στο κοιμητήριο των κατακομβών του Αγίου Καλλίστου, στη Ρώμη.
(Λαογρ.) Εκτός από την εκκλησιαστική-δογματική ουσία, το β. (τα βαφτίσια) έχουν μια ευρύτατη λαογραφική διάσταση, καθώς
η διαδικασία αποτελεί ένα κοινωνικό γεγονός που πολύ νωρίς εμπλουτίστηκε με πολλά λαϊκά έθιμα. Τα περισσότερα από αυτά
σχετίζονται με την αυξημένη βρεφική θνησιμότητα των περασμένων εποχών και αποτυπώνουν λαϊκές δοξασίες και
δεισιδαιμονίες.
Βαπτιστές (Baptists). Οπαδοί χριστιανικών αιρέσεων, των οποίων η προέλευση μπορεί να τοποθετηθεί στην Αγγλία της εποχής
του Ερρίκου Η’ (1509-47) και της Ελισάβετ Α’ (1558-1603). Οι Β. δεν θεωρούν υποχρεωτική καμία δογματική διδασκαλία ή
κοινή ομολογία πίστης. Γενικά, δέχονται το βάπτισμα ως ενδεικτικό σημείο της χάρης, με μια εντελώς ελεύθερη και συνειδητή
πράξη πίστης. Κατά συνέπεια, θεωρούν άκυρο τον νηπιοβαπτισμό και αναβαπτίζουν όσους τον έχουν δεχτεί.
Η ανάπτυξη των Εκκλησιών των Β. σημειώθηκε κυρίως στις ΗΠΑ, και μάλιστα ιδίως μεταξύ των Αφροαμερικανών, μια και
αυτοί συνήθως προσηλυτίζονταν ενήλικοι στον χριστιανισμό. Το 1905 δημιουργήθηκε η Παγκόσμια Αδελφότητα Β., η οποία
σήμερα περιλαμβάνει στους κόλπους της 192 ενώσεις από όλο τον κόσμο με ένα σύνολο πιστών που φτάνουν τα 192
εκατομμύρια (στοιχεία 1999).
βαπτιστήριο (Εκκλ.). Ο χώρος που χρησιμοποιήθηκε κατά τα πρώτα χρόνια διάδοσης του χριστιανισμού για την τέλεση του
μυστηρίου του βαπτίσματος. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των
ρωμαϊκών κατοικιών. Τα πρώτα οικοδομήματα που χτίστηκαν ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό βρίσκονταν κοντά στις μεγάλες
βασιλικές και επικοινωνούσαν με τον νάρθηκα ή το αίθριο, γιατί μόνο σε αυτούς τους χώρους του ναού επιτρεπόταν η είσοδος
των αβάπτιστων πιστών.
Το σχήμα των β. ήταν συνήθως περίκεντρο (ελληνικού σταυρού, τετράγωνο, κυκλικό ή oκταγωνικό) σύμφωνα με το εύχρηστο
πρότυπο των ανάλογων κτιρίων των ρωμαϊκών θερμών και ειδικά των νυμφαίων, ή επίσης επειδή το σχήμα αυτό εξασφάλιζε σε
όλους τους βαπτιζομένους θέση απόλυτης ισοτιμίας κατά την τέλεση του μυστηρίου. Τα β. καλύπτονται συνήθως με θόλο και
ορισμένα έχουν περιφερικό κλίτος, μικρές αψίδες ή διάφορα δευτερεύοντα προσκτίσματα. Η διακόσμηση, κατά κανόνα
ψηφιδωτή, αντλεί τα θέματά της από τον συμβολισμό της βάπτισης και από τα επεισόδια του βίου του αγίου Ιωάννη του
Βαπτιστή. Χαρακτηριστικές συμβολικές παραστάσεις είναι το ελάφι που πίνει νερό μέσα από έναν κάνθαρο, το περιστέρι, ο
κενός θρόνος με τον σταυρό (η ετοιμασία), οι βλαστοί αμπέλου, τα παγόνια και άλλα.
Το αρχαιότερο γνωστό β. βρίσκεται στην πόλη Δούρα-Εύρωπος της Συρίας (3ος αι.). Περίφημο και άριστα συντηρημένο είναι
το β. της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη (6ος αι.), ο μέγας βαπτιστήρ, όπως το αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί.
Αρχιτεκτόνημα τετραγωνικό εξωτερικά και οκταγωνικό εσωτερικά, με αβαθή τρούλο, έχει μετατραπεί από το 1623 σε
μαυσωλείο του Μουσταφά Α’. Στην Ελλάδα σώζεται το αξιόλογο β. του ναού της Παναγίας της Καταπολιανής στην Πάρο με
σταυρική κολυμπήθρα, ενώ από τα πολλά άλλα των μεγάλων παλαιοχριστιανικών βασιλικών (Αίγινας, Νέας Αγχιάλου, Μήλου,
Σάμου, Λέσβου κ.ά.) μόνο ίχνη βρέθηκαν στις ανασκαφές.
Φημισμένα και μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας είναι στην Ιταλία το β. των Ορθοδόξων στη Ραβένα (5ος αι.), του Αγίου Ιωάννη
στη Φλωρεντία (ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το αρχικό του σχέδιο ανάγεται στην υστερορωμαϊκή εποχή και ότι οι μετατροπές
και οι θαυμάσιες διακοσμήσεις του χρονολογούνται από τον 11o αι. και ύστερα), της Πίζα (1153), έργο του Ντιοτισλάβι, και της
Πάρμα (περ. 1196-1216), έργο του Μπενεντέτο Αντελάμι.
Με την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού σταμάτησε η ανέγερση β. και χρησιμοποιήθηκε η φορητή κολυμπήθρα που είναι σε
χρήση έως σήμερα στο ορθόδοξο δόγμα. Στη Δύση, μετά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 16ου αι., όταν καθιερώθηκε οριστικά η
βάπτιση με ραντισμό, η κολυμπήθρα πήρε τη μορφή μικρής λεκάνης αγιάσματος και τοποθετήθηκε σε μια κόγχη, στην είσοδο
της εκκλησίας.
Βαπτιστής. Προσωνύμιο του αγίου Ιωάννη, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση της Καινής Διαθήκης βάπτισε τον Ιησού. Βλ.
λ. Ιωάννης ο Βαπτιστής.
Βαπτιστής. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 195 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Δωδώνης, στις νοτιοδυτικές προεκτάσεις του όρους Λάκμος και δεξιά του ποταμού Καλαρίτικου, 38 χλμ. ΝΑ της πόλης
των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τζουμέρκων.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 449 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης του
Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κιλκίς.
Βαπτσάροφ, Νικόλα (Nicola Vaptzarov, Μπάνσκο 1909 – Σόφια 1942). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βούλγαρου ποιητή
Νικόλα Γιόνκοφ (Nicola Yonkov). Το έργο του, μολονότι παρουσιάζει πολλές επιδράσεις από την ποίηση του Βλαντιμίρ
Μαγιακόφσκι και από τα ρωσικά ρεύματα του κυβισμού και του φουτουρισμού, αποκαλύπτει έναν αυθεντικό και πρωτότυπο
ποιητή και βρίσκει την ιδεώδη ισορροπία του στον συνδυασμό της ελεύθερης έκφρασης του συναισθήματος με την κοινωνική
διαμαρτυρία. Από την πρώτη του ακόμη συλλογή, Τραγούδια του μοτέρ (1940), ο Β. είχε ευρύτατη λαϊκή επιτυχία. Τον
τουφέκισαν οι ναζί.
Βαραββάς. Πρόσωπο της χριστιανικής παράδοσης. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη (Ευαγγέλια, Πράξεις των Αποστόλων),
ήταν ονομαστός Ιουδαίος ληστής ο οποίος είχε καταδικαστεί γιατί είχε πάρει μέρος σε στάση εναντίον των ρωμαϊκών αρχών. Οι
Ιουδαίοι ζήτησαν από τον Πόντιο Πιλάτο την απελευθέρωσή του αντί του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με τη συνήθεια να
ελευθερώνεται ένας θανατοποινίτης με την ευκαιρία της γιορτής του εβραϊκού Πάσχα.
Βαραγκάρ, Χαθάντο. Καταλανός ποιητής. Βλ. λ. Βερνταγκουέρ, Χαθάντο.
Βάραγκοι. Ονομασία μισθοφορικής φρουράς στην υπηρεσία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Τη φρουρά αυτή τη
συγκροτούσαν Ρώσοι, Σκανδιναβοί και Βρετανοί στρατιώτες. Το 988 μ.Χ., για πρώτη φορά, έφτασαν στο Βυζάντιο 6.000 Ρώσοι
Β. τους οποίους είχε στείλει ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος να βοηθήσουν τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο εναντίον των
σφετεριστών του θρόνου του. Η ρωσική αυτή δύναμη, που ονομαζόταν Ντρούτσινα, πήρε μέρος στις μάχες της Χρυσούπολης
και της Αβύδου (989) υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα και συνέβαλε αποφασιστικά στη νίκη του βυζαντινού στρατού.
Αργότερα, οι Β. πήραν μέρος στην εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη στη Σικελία, στα μέσα του 11ου αι., και προσέφεραν
σημαντικές υπηρεσίες στους Βυζαντινούς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το
1203.
Στα μέσα του 11ου αι., οι Β. άρχισαν να στρατολογούνται όχι από τη Ρωσία, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά από την Αγγλία, και
είναι χαρακτηριστικό σχετικά ότι ο Ντι Κανζ στο Glossarium mediae et infimae latinitatis ετυμολογεί το Β. από την αρχαία
αγγλική λέξη waring, που σημαίνει τον πολεμιστή, τον μαχητή (war = πόλεμος). Ο Ράισκιν, στο υπόμνημά του στο έργο του
Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, υποστηρίζει την εκδοχή ότι η ονομασία Β. είναι παραλλαγή της ονομασίας Φράγκοι,
που ήταν λαοί γερμανικής προέλευσης. Μία εκδοχή που διασταυρώνεται και από σχετικό κείμενο του Συμεών του Μαγίστρου,
παρέχει την πληροφορία ότι οι λαοί του Βορρά (κυρίως οι Ρος) ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς και Φράγκοι. Ο Μιχαήλ
Δένδιας στο έργο του Οι Βάραγκοι και το Βυζάντιο (1926) δέχεται ως ορθότερη την άποψη του Ζεγιέρ ότι οι Βαρέγκουες των
Ρώσων είναι οι Β. των Βυζαντινών και οι Βέρινγκατ του Βορρά, και ότι η ετυμολογία της λέξης στην τοπική γλώσσα προέρχεται
από το βαραβέρε, που σημαίνει συνθήκη και αναφέρεται στο γεγονός ότι οι πολεμιστές αυτοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους
ύστερα από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι περιγράφουν τους Β. ως ψηλόσωμους πολεμιστές
με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, που χρησιμοποιούσαν ως κύριο όπλο το τσεκούρι και παρατάσσονταν στη μάχη με έναν
ιδιόμορφο τρόπο, ώστε να σχηματίζουν ένα είδος ανθρώπινου πύργου την ώρα της μάχης.
Βάραθρον. Ένας σκοτεινός και βαθύς λάκκος στην αρχαία Αθήνα, στον δήμο Κειριαδών, όπου έριχναν τους καταδικασμένους
σε θάνατο. Τα τοιχώματα είχαν σιδερένια άγκιστρα, που καταξέσχιζαν τους κατάδικους που ρίχνονταν εκεί. Σε αυτό, κατά τον
Ηρόδοτο, ρίχτηκαν οι πρέσβεις των Περσών που έστειλε ο Δαρείος και οι οποίοι τόλμησαν να ζητήσουν από τους Αθηναίους
«γην και ύδωρ». Παραλίγο να ριχτεί στο Β. και ο νικητής της μάχης του Μαραθώνα Μιλτιάδης, μετά την άτυχη εκστρατεία του
εναντίον της Πάρου. Ο δήμιος του Β. λεγόταν «ο επί του ορύγματος». Κάτι ανάλογο προς το Β. των Αθηνών ήταν στη Σπάρτη ο
Καιάδας.
Βαράκες. Οικισμός (42 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεθώνης.
Βαρανάσι. Πόλη της Ινδίας. Βλ. λ. Μπενάρες.
βαρανίδες (varanidae). Οικογένεια σαυροειδών ερπετών, με μοναδικό αντιπρόσωπο το γένος Varanus. Βλ. λ. βάρανος.
Βαράνο (Varano). Λίμνη (60,5 τ. χλμ.) της Ιταλίας, η μεγαλύτερη του ιταλικού Νότου. Βρίσκεται στην επαρχία της Φότζια,
στην ανατολική ακτή της περιοχής Κάργκανο. Έχει σχήμα τετράπλευρο, με μεγαλύτερο βάθος 6 μ. Μια στενή λωρίδα τη χωρίζει
από τη θάλασσα, με την οποία όμως επικοινωνεί με δύο διώρυγες, τη Βαράβο και την Καποϊάλε. Η περιοχή έχει αξιοποιηθεί
τουριστικά. Υπάρχουν επίσης εκεί και αξιόλογα ενυδρεία.
βάρανος (Varanus). Γένος μεγάλων σαυροειδών ερπετών, το μοναδικό της οικογένειας των βαρανιδών. Περιλαμβάνει
πολυάριθμα είδη τα οποία είναι εξαπλωμένα στην Αφρική, στη νότια Ασία, στην Ινδονησία και στην Αυστραλία. Ανάλογα με το
είδος, προτιμούν το ξηρό έδαφος, τα δέντρα ή το νερό. Έχουν μικρό, επιμηκυσμένο κεφάλι, μακρύ ευκίνητο λαιμό και εύρωστο
σώμα που καταλήγει σε μακριά ισχυρή ουρά, την οποία χρησιμοποιούν ως όπλο. Τα δάχτυλα των τεσσάρων ποδιών τους έχουν
μυτερά και ισχυρά νύχια. Τα δόντια τους, ισχυρά και κοφτερά, βρίσκονται στο εσωτερικό χείλος των σιαγόνων και η μακριά,
διχαλωτή τους γλώσσα μπορεί να εκτινάσσεται έξω από το στόμα.
Οι β. είναι ωοτόκοι οργανισμοί. Η επώαση των αβγών, τα οποία έχουν περγαμηνώδες περίβλημα, γίνεται με την υψηλή
θερμοκρασία του περιβάλλοντος· τα νεαρά άτομα είναι πολύ δραστήρια και αναπτύσσονται ταχύτατα. Οι β. είναι σαρκοφάγα
ζώα, τα οποία αναζητούν την τροφή τους κυρίως στο έδαφος ή στα δέντρα, ενώ υπάρχουν και ορισμένα υδρόβια είδη. Ένα από
τα γνωστότερα είδη είναι ο Varanus komodoensis, η μεγαλύτερη σαύρα του κόσμου, γνωστή με την κοινή ονομασία δράκος του
Κόμοντο (βλ. λ. δράκος του Κόμοντο). Άλλο γνωστό είδος είναι ο Varanus griseus (κοινώς, β. της ερήμου), χερσόβια σαύρα με
μήκος έως και 1,3 μ. Είναι κοινός στη Σαχάρα, εμφανίζεται όμως και στη νοτιοδυτική Ασία και στις ακτές της Κασπίας.
Θηρεύεται τόσο για το κρέας του, που τρώγεται από τους αυτόχθονες, όσο και για το δέρμα του, με το οποίο κατασκευάζονται
διάφορα αντικείμενα. Ο Varanus niloticus (κοινώς, β. του Νείλου), μήκους κατά μέσο όρο 1,5 μ., είναι διαδεδομένος σχεδόν σε
ολόκληρη την Αφρική, κοντά σε ποταμούς. Έχει υδρόβιες συνήθειες και τρέφεται με μαλάκια, μικρά καρκινοειδή, αμφίβια,
ερπετά, ψάρια και αβγά. Ο Varanus salvator (κοινώς, β. του νερού) φτάνει σε μήκος τα 3 μ. Πρόκειται για ημιυδρόβιο είδος το
οποίο ζει σε ποικίλα ενδιαιτήματα· μπορεί να σκαρφαλώσει στα δέντρα αλλά και να διανύσει μεγάλες αποστάσεις μέσα στο
νερό, γεγονός που εξηγεί την ευρεία εξάπλωσή του στη νοτιοανατολική Ασία. Το κυνηγούν για την εδώδιμη σάρκα αλλά και για
το δέρμα του. Ο μικρότερος αντιπρόσωπος του γένους και ένα από τα μικρότερα ερπετά του κόσμου, με μήκος που δεν ξεπερνά
τα 20 εκ., είναι το είδος Varanus brevicauda, ιθαγενές των τροπικών περιοχών της Αυστραλίας.
βαρανόσαυρος (Varanosaurus). Γένος πελυκοσαύριων ερπετών της οικογένειας των οφιακοδοντιδών, το οποίο έχει εκλείψει. Η
μορφή του θύμιζε τους σημερινούς βαράνους. Το κρανίο των ζώων αυτών ήταν μακρόστενο, με αιχμηρό ρύγχος το οποίο έφερε
πολυάριθμα, κοφτερά, κυρτά δόντια. Το σώμα τους έφτανε σε μήκος τα 1,5 μ. και κατέληγε σε πολύ μακριά ουρά. Τρέφονταν
πιθανότατα με ψάρια. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν μέσα σε στρώματα της περμίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα,
στο Τέξας των ΗΠΑ.
Βαράσοβα. Βουνό (914 μ.) της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, με μοναδική κορυφή το Σφυρί. Εκτείνεται στα νότια όρια των πρώην
επαρχιών Μεσολογγίου και Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ογκώδες και επίμηκες, απλώνεται στα Ν προς την ακτή
του Πατραϊκού κόλπου. Μια χαμηλή κοιλάδα το χωρίζει από το γειτονικό βουνό Κλόκοβα. Το κύριο πέτρωμά του είναι ο
ασβεστόλιθος. Το βουνό έχει αρκετή χαμηλή βλάστηση, ιδίως στις ανατολικές κλιτύς του, και ελάχιστα υδάτινα ρεύματα. Στις
παρυφές του βρίσκονται οι οικισμοί Κάτω Βασιλική, Άνω Βασιλική και Περιθώριο, ενώ στην αρχαιότητα ήταν χτισμένη η πόλη
Χαλκίς.
Βαραστάδης (β’ μισό 4ου αι. μ.Χ.). Αρμένιος πρίγκιπας, μεγάλης σωματικής ρώμης. Το 393 μ.Χ., όταν βρισκόταν για σπουδές
στην Αθήνα, έλαβε μέρος στους τελευταίους Ολυμπιακούς αγώνες του αρχαίου κόσμου. Γι’ αυτό και θεωρείται ο τελευταίος
Ολυμπιονίκης. Αναφέρεται επίσης ως Αρδαβάζης.
Βαραχήσιος (4ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έζησε στην Περσία τα χρόνια του βασιλιά Σαπούρ Β’
(325-379). Δολοφονήθηκε μαζί με τον αδελφό του Ιωνά και άλλους εννέα κρατούμενους χριστιανούς, τους οποίους τα δύο
αδέλφια επισκέφθηκαν στη φυλακή. Η μνήμη τους τιμάται στις 29 Μαρτίου.
Βαράχος. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού (284-305) με αποκεφαλισμό, μαζί
με τον Ιέρωνα και άλλους 31 μάρτυρες (στο εορτολόγιο της Εκκλησίας αναφέρονται ως «οι άγιοι 33 μάρτυρες, οι εν Μελιτινή»).
Η μνήμη τους τιμάται στις 7 Νοεμβρίου.
Βαρβάκειο. Πειραματικό γυμνάσιο και λύκειο, που λειτουργεί στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1857 στο κέντρο της Αθήνας (κοντά
στη σημερινή Βαρβάκειο Αγορά), σε ιδιόκτητο κτίριο που ανεγέρθηκε με κληροδότημα του Ιωάννη Βαρβάκη. Έως τις πρώτες
δεκαετίες του 20ού αι. λειτουργούσε ως τμήμα του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης, συμβάλλοντας στην πρακτική κατάρτιση
των νέων εκπαιδευτικών, ενώ από το 1920 ονομάστηκε Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή. Στη διάρκεια του Εμφυλίου (1944) το
κτίριο καταστράφηκε και μεταστεγάστηκε σε διάφορα άλλα κτίρια, ενώ έως το 1984 στεγαζόταν σε γυμνάσιο της Νεάπολης
Εξαρχείων, στον Άγιο Νικόλαο. Στη συνέχεια ανεγέρθηκε νέο κτίριο στα όρια μεταξύ του δήμου Αθηναίων και του Παλαιού
Ψυχικού. Λίγο νωρίτερα (1982), με σχετικό νομοθέτημα καταργήθηκε ο όρος πρότυπο για όλα τα δημόσια σχολεία και, επίσης,
άλλαξε ο τρόπος εισαγωγής μαθητών, από εξετάσεις σε κλήρωση. Από το Β., που ήταν φημισμένο κυρίως ως σχολείο
κατεύθυνσης πρακτικών σπουδών, έχουν αποφοιτήσει πολλές προσωπικότητες της πολιτικής και πνευματικής ζωής του τόπου.
Βαρβάκης, Α.Γ. (Ψαρά ; – Ψαρά 1824). Αγωνιστής του 1821. Ήταν συγγενής του εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη.
Σκοτώθηκε πολεμώντας στην καταστροφή των Ψαρών.
Βαρβάκης, Ιωάννης (Ψαρά 1745; – Ζάκυνθος 1825). Εθνικός ευεργέτης. Το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Λεοντίδης, αλλά
το άλλαξε ο ίδιος σε Β. (πιθανότατα από κάποιο ομώνυμο πουλί). Νεαρός ακόμη εμποροπλοίαρχος, πρωτοστάτησε στην
αποστασία των Ψαριανών από τον τουρκικό ζυγό και στην προσχώρησή τους στο απελευθερωτικό κίνημα του στρατηγού
Ορλόφ (Ορλοφικά), που είχε τότε κατεβεί επικεφαλής του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο (1770). Στις ναυτικές επιχειρήσεις που
ακολούθησαν πήρε ενεργό μέρος, εξοπλίζοντας το εμπορικό του πλοίο και επιχειρώντας τολμηρές καταδρομές κατά του
τουρκικού στόλου. Μετά την ειρήνη του 1774, ο Β. ξαναγύρισε στις εμπορικές του ασχολίες. Όταν εμφανίστηκε όμως στην
Κωνσταντινούπολη, καταδιώχτηκε από τις τουρκικές αρχές και αναγκάστηκε να καταφύγει στη ρωσική πρεσβεία, η οποία
κατάφερε να τον φυγαδεύσει στην Οδησσό. Από εκεί, ο Β. πήγε στην Αγία Πετρούπολη, για να ζητήσει την προστασία της
αυτοκράτειρας (1778). Πράγματι, η Αικατερίνη Β’ τον δέχτηκε με ευμένεια, τον ενίσχυσε οικονομικά και του παραχώρησε
άδεια ατελούς αλιείας στην Κασπία. Ο Β. τότε εγκαταστάθηκε στο Αστραχάν και επιδόθηκε στο εμπόριο οινοπνεύματος και
χαβιαριού. Μέσα σε λίγα χρόνια πλούτισε. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να διαθέτει την περιουσία του σε μεγάλα
κοινωφελή έργα στο Αστραχάν και στο Ταϊγάνι, όπου είχε εγκατασταθεί το 1815. Σε ανταμοιβή, ο τσάρος τον τίμησε με τίτλους
ευγενείας και υψηλές θέσεις. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ο Β. έστειλε μεγάλα ποσά για την ενίσχυση του
Αγώνα. Το 1824 κατέβηκε και ο ίδιος στην Ελλάδα, συνοδεύοντας μια αποστολή χρημάτων, τροφίμων και πολεμοφοδίων.
Επιστρέφοντας στη Ρωσία μέσω Τεργέστης, αρρώστησε στη Ζάκυνθο και πέθανε. Όλη σχεδόν την περιουσία του την άφησε στο
ελληνικό κράτος για την ανέγερση ενός πρότυπου λυκείου (του μετέπειτα Βαρβακείου) και για την εξαγορά αιχμαλώτων από
τους Τούρκους.
Βαρβάρα. Κορυφή (1.547 μ.) της δυτικής Ροδόπης. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα της οροσειράς, στο ανατολικό άκρο του νομού
Δράμας.
Βαρβάρα (3ος αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με μία παράδοση, μαρτύρησε την περίοδο του
Μαξιμίνου (235-239) στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, ενώ κατά τον Συμεών τον Μεταφραστή, μαρτύρησε στα τέλη του 3ου αι.
στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου. Λέγεται ότι προδόθηκε στους διώκτες της από τον ίδιο της τον πατέρα, ο θάνατος του οποίου
από κεραυνό ερμηνεύτηκε ως θεϊκή τιμωρία. Η παράδοση αυτή εξηγεί και το γεγονός ότι η Β. θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να
εξουσιάζει τα στοιχεία της φύσης και να προστατεύει από πυρκαγιά, καταιγίδα και ξαφνικό θάνατο. Είναι επίσης η προστάτιδα
αγία του ελληνικού πυροβολικού. Εγκώμια στη Β. είχαν γράψει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Αρσένιος από την Κέρκυρα, ο
Ιωάννης από τις Σάρδεις και πολλοί άλλοι. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου.
Βαρβάρα. Ονομασία τριών οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 62 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού του νομού Ευβοίας.
2. Πεδινός οικισμός ( υψόμ. 140 μ., 32 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατιών του νομού Ζακύνθου.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ., 613 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις βόρειες
κλιτύς του όρους Στρατονικού, 57 χλμ. ΒΑ του Πολύγυρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρναίας.
Βαρβάρα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 12 Αυγούστου 1883. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 12,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,02. Διεθνώς ονομάζεται Barbara 234.
Βαρβαρέσος. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Ιωάννης. Καταγόταν από τα Ψαρά. Ήταν πλοίαρχος και πολύ συχνά έκανε επιθέσεις στους συνοικισμούς της Ανατολής,
συλλαμβάνοντας Τούρκους αιχμάλωτους, που τους έφερνε στα Ψαρά. Σκοτώθηκε πολεμώντας στην καταστροφή των Ψαρών
στη θέση Φτελιό.
2. Ιωάννης. Πρόκριτος της Καστοριάς. Πήρε μέρος στην άμυνα της Νάουσας. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη τον Απρίλιο
του 1822, ο Β. μαζί με λίγους μαχητές κλείστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και πολέμησαν μέχρι τέλους.
Βαρβαρέσος, Κυριάκος (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος, πολιτικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Άρχισε τη
σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας, Εμπορίου και Εργασίας. Το 1918 συμμετείχε στην
αντιπροσωπεία για τη συνθήκη ειρήνης των Βερσαλιών, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ το ίδιο έτος διορίστηκε
έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε τακτικός
καθηγητής, όπου δίδαξε έως το 1940. Το 1936 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα
δημοσίευσε διάφορες επιστημονικές εργασίες: Η Θεωρία του πληθυσμού, Στατιστική και Οικονομική, Αι οικονομικαί διατάξεις
της συνθήκης των Βερσαλλιών, Η ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, Πολιτική Οικονομία κ.ά. Παράλληλα ασκούσε
καθήκοντα οικονομικού συμβούλου της Τράπεζας της Ελλάδος, της οποίας έγινε υποδιοικητής και το 1939 διοικητής.
Κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου, που έπληξε και την Ελλάδα, χρημάτισε υπουργός
Οικονομικών στις κυβερνήσεις Αλεξάνδρου Παπαναστασίου και Ελευθερίου Βενιζέλου (1932) και με την ιδιότητα αυτή
εισήγαγε αριθμό δραστικών μέτρων για τη διάσωση της οικονομικής ισορροπίας της χώρας. Το 1941 ακολούθησε την
κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή και στο Λονδίνο και, με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών και διοικητή της Τράπεζας της
Ελλάδος, εκπροσώπησε την Ελλάδα στις μεγάλες οικονομικές και νομισματικές διασκέψεις (του Μπρέτον Γουντς, για την
ίδρυση της UNRRA κ.ά.). Μετά την απελευθέρωση, επανήλθε στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος (1945) και έγινε
υπουργός Εφοδιασμού και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Πέτρου Βούλγαρη. Παραιτήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1945 και
εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου διετέλεσε σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έως τον θάνατό του.
Το 1951 ήρθε στην Ελλάδα, μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης Νικολάου Πλαστήρα, για να βοηθήσει στην προσπάθεια
επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων. Συνέταξε για τον σκοπό αυτό εμπεριστατωμένη έκθεση «επί του οικονομικού
προβλήματος της Ελλάδος», της οποίας το κύριο συμπέρασμα ήταν ότι «η αποκατάστασις νομισματικής σταθερότητος είναι
απαραίτητος προϋπόθεσις, όχι μόνον διά την εξυγίανσιν της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως της χώρας, αλλά και διά
την πραγματικήν βελτίωσιν της θέσεως των οικονομικώς ασθενών». Ο Β. είχε προτείνει σειρά ριζικών μέτρων, για αρκετά από
τα οποία είχε παραδεχτεί ότι ήταν αντίθετα προς τις θεωρητικές πεποιθήσεις του, αλλά «υπό ειδικάς συνθήκας», οι οποίες έχουν
δημιουργηθεί, «θα είναι τα περισσότερο αποτελεσματικά». Μεταξύ των προτάσεών του ήταν και υποδείξεις για την υποτίμηση
της δραχμής και την αύξηση της αξίας της νομισματικής μονάδας, στις οποίες βασίστηκε η απόφαση για την αναπροσαρμογή
του Απριλίου 1953 με βάση το δολάριο.
Βαρβαρήγος, Ιερεμίας (Σαντορίνη ; – Γενεύη 1637;). Ρωμαιοκαθολικός κληρικός. Φοίτησε στο γυμνάσιο του Αγίου
Αθανάσιου στη Ρώμη και χειροτονήθηκε από την Εκκλησία της Ρώμης μητροπολίτης Παροναξίας. Έκτοτε, αγωνίστηκε
δραστήρια για τη διάδοση του καθολικισμού στην Ελλάδα. Ήταν φανατικός αντίπαλος του Κυρίλλου Λούκαρη και προσπάθησε
με συκοφαντίες να πείσει τους ηγεμόνες, τους λαούς και τους εκκλησιαστικούς παράγοντες της Ευρώπης να ζητήσουν την
καθαίρεσή του. Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στην Πολωνία, σύμφωνα με μία παράδοση, θανατώθηκε στη Γενεύη, από
συγκεντρωμένο όχλο.
βαρβαρικές επιδρομές. Συμβατική ονομασία που δόθηκε στις μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, λαών από
τον Βορρά οι οποίοι, κατά τον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέκλυσαν τα εδάφη του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και προκάλεσαν την
κατάλυσή του.
Στην πραγματικότητα, οι επιδρομές λαών στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά την άλλη χωρίς διακοπή, από τότε που οι
ινδοευρωπαϊκοί λαοί κινήθηκαν από τις ασιατικές τους έδρες κατακλύζοντας τα μεσογειακά εδάφη, τα οποία κατοικούσαν λαοί
πολύ πιο προηγμένοι από αυτούς (1800-1100 π.Χ.). Οι μετακινήσεις αυτές σταμάτησαν μόνο μεταξύ 4ου και 6ου αι. μ.Χ., όταν
οι λαοί αυτοί εγκαταστάθηκαν τελικά στα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και, σε συνδυασμό με τα λατινικά και ελληνικά
στοιχεία, δημιούργησαν την πολύπλοκη εθνική σύνθεση της νέας Ευρώπης.
Ωστόσο, επιδρομές λαών από τον Βορρά απασχολούσαν από πολύ νωρίς τους ρωμαϊκούς και τους ελληνικούς πληθυσμούς, ήδη
από την κλασική περίοδο, μολονότι οι Έλληνες, αν και είχαν εγκατασταθεί κυρίως σε παραλιακές περιοχές, δεν είχαν
συγκρούσεις σε μεγάλη κλίμακα με τους λαούς αυτούς, παρά μόνο με τους ανατολικούς (Πέρσες). Εξάλλου, ο όρος βάρβαρος
(βλ. λ.), ελληνικής προέλευσης, είχε εντελώς διαφορετική σημασία στην κλασική αρχαιότητα, δηλώνοντας αδιακρίτως τους
λαούς των οποίων τη γλώσσα δεν κατανοούσαν οι Έλληνες, ανεξαρτήτως των σχέσεων (φιλικές ή εχθρικές) που είχαν μαζί τους.
Η σημασιολογική εξέλιξη του όρου, ως δηλωτική ενός πολιτισμού κατώτερου και συχνά πολεμοχαρούς, προήλθε από
συγκεκριμένες επιδρομές λαών (Κέλτες) που προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι υπάρχει μια
μεροληψία στην εξέταση αυτών των επιδρομών και στην αναγωγή όλων των βόρειων λαών ως πολεμοχαρών και βίαιων, όταν
την ίδια ιστορική περίοδο ήταν διαδεδομένη πρακτική να «κατασκάπτονται» πόλεις και να «εξανδραποδίζονται» πληθυσμοί –
συνήθως για παραδειγματική τιμωρία ή αντεκδίκηση– ακόμα και από μη βαρβαρικούς λαούς. Έτσι, η χρήση του σημασιολογικά
φορτισμένου αυτού όρου για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο γίνεται καθαρά για συμβατικούς λόγους, μέχρι να επικρατήσει
ένας καταλληλότερος όρος.
Οι πρώτες πραγματικά επικίνδυνες για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο επιδρομές ήταν αυτή των Κελτών τον 4ο αι. π.Χ. (οι οποίοι
κατέστρεψαν τη Ρώμη, λεηλάτησαν το ιερό των Δελφών και κατέληξαν στη Μικρά Ασία και στη Βοημία) και η επιδρομή των
Κίμβρων και των Τευτόνων τρεις αιώνες αργότερα, τους οποίους αναχαίτισε ο ύπατος Μάριος (102 π.Χ.). Παρότι οι εκστρατείες
του Καίσαρα εναντίον των Γαλατών και οι οχυρώσεις των συνόρων στη γραμμή Δούναβη-Ρήνου σταμάτησαν γρήγορα την
προώθηση των βαρβάρων, επιτρέποντας τη δημιουργία και την ανάπτυξη της αυτοκρατορίας, οι λαοί αυτοί ωστόσο
εγκαταστάθηκαν στην ανατολική όχθη του Ρήνου και του Δούναβη, όπως και σε ορισμένες βόρειες περιοχές της Γαλατίας,
δημιουργώντας έτσι ένα ανυπέρβλητο φράγμα στην εξάπλωση της Ρώμης. Η πίεσή τους, με τη μετακίνηση νέων ασιατικών
κυμάτων, όλο και μεγάλωνε με τον καιρό, ενώ ταυτόχρονα εξασθενούσε η στρατιωτική δύναμη της Ρώμης, καθώς η φύλαξη των
εκτεταμένων συνόρων της ευρύτατης πλέον αυτοκρατορίας απαιτούσε πολυάριθμους στρατιώτες και ανάγκαζε τους
αυτοκράτορες να δέχονται χιλιάδες ξένους στον στρατό και να τους παραχωρούν εδάφη κατά μήκος των συνόρων για να
εμποδίζουν την προέλαση άλλων βαρβαρικών λαών. Έτσι, τις εισβολές και τις συγκρούσεις διαδέχτηκε μια αργή αλλά σταθερή
διείσδυση των βαρβάρων στη ρωμαϊκή κοινωνία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η εδραίωσή τους σε όλους τους τομείς της
κοινωνικής και πολιτικής ζωής, σε διάστημα περίπου τριών αιώνων. Για παράδειγμα, γοτθικής καταγωγής ήταν ο Μαξιμίνος που
έγινε αυτοκράτορας της Ρώμης το 235 μ.Χ., ενώ την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337) βόρειοι αξιωματούχοι
βρίσκονταν σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, και την εποχή του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395) ο στρατός απαρτιζόταν σχεδόν
στο σύνολό του από βαρβάρους, οι οποίοι υπεράσπιζαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Κάποια στιγμή, η αργή και αδιάκοπη διείσδυση δεν ικανοποιούσε πια τους βαρβάρους, η ανάγκη των οποίων να αποκτήσουν
νέα εδάφη και να αποφύγουν νέους επιδρομείς τούς ωθούσε αδιάκοπα προς τη Δύση. Στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. άρχισαν οι
πρώτες συγκρούσεις με τους ένοπλους επιδρομείς, πρώτα με την κάθοδο των Κουάδων και των Μαρκομάνων, που τους
σταμάτησε στην Πανονία ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180), ύστερα με την είσοδο στη Γαλατία των Φράγκων, των Βουργουνδών
και των Βανδάλων (256 μ.Χ.) και, τέλος, με την απόπειρα των Γότθων να εισβάλουν στην Ιταλία, τους οποίους ανέκοψαν οι
αυτοκράτορες Αυρηλιανός (270-275) και Πρόβος ο Γοτθικός (276-280) και τους απώθησαν προς τη Δακία, όπου
εγκαταστάθηκαν αργότερα με την έγκριση των ηγεμόνων του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας.
Από τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά από τον Θεοδόσιο τον Μέγα σε δύο τμήματα,
το Ανατολικό (Βυζαντινό) και το Δυτικό, άρχισαν αλλεπάλληλες επιδρομές τόσο συχνές και ισχυρές, που μέσα σε ένα διάστημα
περίπου 80 ετών προκάλεσαν την κατάλυση του δυτικού κράτους, με έδρα τη Ρώμη.
Το 395 μ.Χ., οι Βησιγότθοι (= δυτικοί Γότθοι), που είχαν ήδη εγκατασταθεί στο Ιλλυρικό, εισέβαλαν στη Μακεδονία και στην
υπόλοιπη Ελλάδα. Το 401, ύστερα από παρότρυνση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αρκαδίου, εισέβαλαν στην Ιταλία,
λεηλάτησαν την Ακυληία, διέσχισαν την κοιλάδα του Πάδου και κατευθύνθηκαν στη Γαλατία εναντίον του Στηλίχωνα. Παρότι
νικήθηκαν στο Πολέντσο και στο Φιέζολε και αναγκάστηκαν να κατευθυνθούν στην Ισπανία (406), κατέκλυσαν και πάλι την
Ιταλία, φτάνοντας μέχρι τη Ρώμη, την οποία λεηλάτησαν για τρεις ημέρες (410) για να εκδικηθούν τον Ονώριο επειδή δεν
δέχτηκε τους όρους τους. Η λεηλασία αυτή της Ρώμης, που επαναλάμβανε έπειτα από 800 χρόνια την ανάλογη επιχείρηση των
Κελτών (Γαλατών), προκάλεσε μεγάλη εντύπωση σε όσους την έζησαν, γιατί τότε αισθάνθηκαν πραγματικά την οριστική
παρακμή μιας μεγάλης δύναμης.
Στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι., Αλανοί, Σουηβοί και Βάνδαλοι, αφού εισέβαλαν και ερήμωσαν τη Γαλατία, πέρασαν στην
Ισπανία και στην Αφρική, όπου ίδρυσαν δυο βασίλεια. Οι Ούννοι, λαός μογγολικής καταγωγής από την κεντρική Ασία,
εγκαταστάθηκαν στις παραδουνάβιες περιοχές γύρω στο 450· αργότερα διέβησαν τον Ρήνο, ξεχύθηκαν στη Γαλατία και στην
Ιταλία, όπου κατέστρεψαν πολλές πόλεις της περιοχής του Βένετο, ανάμεσα στις οποίες και την Ακυληία, και αναχαιτίστηκαν
μόνο από την πανώλη και τον λιμό (451). Το 476, ο Οδόακρος, στρατηγός βαρβαρικών συμμαχικών στρατευμάτων, εκθρόνισε
τον αυτοκράτορα Ρωμύλο Αύγουστο (τον περιπαικτικά επονομαζόμενο Αυγουστύλο) χωρίς να τον αντικαταστήσει με άλλον,
καταλύοντας έτσι το δυτικό κράτος και ιδρύοντας το πρώτο βαρβαρικό βασίλειο στην Ιταλία.
Ο Θεοδώριχος, βασιλιάς των Οστρογότθων (= ανατολικοί Γότθοι), τον οποίο έστειλε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου για να
ανακαταλάβει τη Ρώμη, πήρε μαζί του όλο τον λαό του και συνέχισε το βασίλειο του Οδόακρου. Στις αρχές του 6ου αι., οι
μεταναστεύσεις των βαρβαρικών λαών δημιούργησαν μια νέα τάξη πραγμάτων στο δυτικό κράτος. Η Γαλατία, η Ισπανία, η
Ιταλία και η Αφρική έγιναν τέσσερα βασίλεια που ονομάστηκαν ρωμαιοβαρβαρικά, επειδή προήλθαν από τη συγχώνευση της
πολιτικής, εθνικής και πολιτιστικής παράδοσης της Ρώμης με τα συστατικά στοιχεία των νέων λαών.
Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κάποιος τις β.ε. ως έναν κόσμο εντελώς αποκομμένο από τη ρωμαϊκή κοινωνία, από εθνική και
πολιτιστική άποψη. Η ρωμαϊκή κατάκτηση εδαφών στα οποία κατοικούσαν οι Κέλτες (κοιλάδα του Πάδου, Γαλατία κ.ά.) είχε
δημιουργήσει στην κεντρική Ευρώπη μια κελτολατινική ενότητα, που ήδη από τον 1o αι. είχε αρχίσει να διαδραματίζει
μεσολαβητικό ρόλο μέσα στην πιο πρωτόγονη κοινωνία των γερμανικών λαών. Οι διεισδύσεις στη ρωμαϊκή κοινωνία από τον
1o έως τον 4o αι. και η στρατολόγηση βαρβάρων στον ρωμαϊκό στρατό είχαν δημιουργήσει τέτοιους δεσμούς ανάμεσα στους
βαρβαρικούς λαούς και στη Ρώμη, ώστε οι διάφορες επιδρομές (ανεξάρτητα από τα αίτια που τις προκάλεσαν), συνοδεύονταν
πάντα από ένα αίσθημα θαυμασμού προς τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από μέρους των επιδρομέων και από την επιθυμία των
τελευταίων να γίνουν ζωντανό τμήμα μιας τόσο τέλειας κοινωνίας.
Οι επιδρομές των λαών από τον Βορρά δεν ήταν ασφαλώς η μόνη αιτία της πτώσης του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Η
εσωτερική αναρχία, οι κοινωνικές αναστατώσεις και το οικονομικό αδιέξοδο, που διαδέχτηκαν την περίοδο των κατακτήσεων,
δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για τα σχέδια των κατακτητών. Αντίθετα, το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, κυρίως χάρη στην
οργάνωσή του, στη διπλωματικότητα των πολιτικών του και στη ζωτικότητα των πληθυσμών του, κατόρθωσε να αποκρούσει τις
διάφορες επιδρομές και να επιζήσει για χίλια ακόμη χρόνια.
βαρβαρική τέχνη. Συμβατική ονομασία της καλλιτεχνικής παραγωγής που εμφανίστηκε σχεδόν παντού στη Δύση κατά την
περίοδο των αποκαλούμενων βαρβαρικών επιδρομών (βλ. λ.), από τον 5o έως τον 9o αι., και η οποία διακρίνεται για την
προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η τέχνη αυτή, γνωστή κυρίως από τα ευρήματα των τάφων της
εποχής, από τα ιερά ή κοσμικά αντικείμενα της χρυσοχοϊκής (όπλα, περιδέραια, σκεύη), παρουσιάζει ιδιαίτερους τεχνικούς και
μορφολογικούς χαρακτήρες. Στη χρυσοχοϊκή επικρατούν η τεχνική της κοίλανσης (προσαρμογή χρωματιστών γυαλιών ή
πολύτιμων λίθων σε κοιλότητες υποδοχής ειδικά κατασκευασμένες στο μέταλλο) και η τεχνική της δαμασκήνωσης (ενσφήνωση
με σφυρηλασία χρυσών ελασμάτων σε εγκοπές προσχεδιασμένες και σκαλισμένες με το καλέμι). Τα διακοσμητικά σχέδια είναι
κατά κανόνα γεωμετρικά (πλοχμοί, κόμποι, ρόδες, αγκυλωτοί σταυροί, σπείρες κ.ά.), ή απεικονίζουν ανθρώπους, φυτά και ζώα
(φίδια, πουλιά, λιοντάρια, αιλουροειδή), σε αυστηρή συμμετρική διάταξη και με παραμορφώσεις και συμπιέσεις κατάλληλες
ώστε να προσαρμόζονται στα καθορισμένα σχήματα των αντικειμένων.
Με τη διακοσμητική καλαισθησία τους, την ποικιλία των θεμάτων (πολλά κατάγονται από τη χριστιανική εικονογραφία) και τον
πλούτο των υλικών τους, αυτά τα έργα της χρυσοχοϊκής είναι συχνά αυθεντικά αριστουργήματα. Τα πιο αξιόλογα είναι τα χρυσά
στέμματα, το σκήπτρο, τα αγγεία, οι λυχνίες και η πόρπη ενός ζωστήρα, αντικείμενα του βησιγοτθικού θησαυρού που βρέθηκε
το 1858 στην Ισπανία (στο Γκουαραθάρ, κοντά στο Τολέδο) και φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο του Κλινί στο Παρίσι και στη
Βασιλική Οπλοθήκη της Μαδρίτης. Το Cabinet des Medailles στο Παρίσι κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων του
τάφου του βασιλιά Χιλδέριχου (που πέθανε το 482) στο Τουρνέ της Γαλλίας, τα θαυμάσια δηλαδή κοσμήματα της στολής του
και τα όπλα του. Τα πολυτιμότερα αντικείμενα της τέχνης αυτής από την Ιταλία προέρχονται από τους λογγοβαρδικούς τάφους
του 7ου-8ου αι. στη Νότσερα Ούμπρα (πόρπες, λαβές σπαθιών), στο Καστέλ Τροζίνο του Άσκολι (όπλα, στολίδια της σέλας με
μορφές δράκων και λιονταριών), στο Τσιβιντάλε (πόρπες σε σχήμα πουλιού και διάφορα σκεύη), στην Τεστόνα (Τορίνο), στην
Μπολσένα και στο Μπενβενούτο. Πολλά αντικείμενα εκκλησιαστικής χρυσοχοϊκής υπάρχουν στα θησαυροφυλάκια διάφορων
εκκλησιών: εγκόλπιοι σταυροί, μια εκπληκτική συλλογή δίσκων και η χρυσή λειψανοθήκη που συνδέεται με το όνομα της
βασίλισσας Θεοδολίνδης (θησαυροφυλάκιο της μητρόπολης της Μόντσα).
Τα γλυπτικά και μικρογραφικά έργα της τέχνης αυτής είναι πολύ λιγότερα και η διακοσμητική τους θεματογραφία είναι ίδια με
της χρυσοχοϊκής. Στο κιβώριο του Αγίου Ελευκαδίου της εκκλησίας του Αγίου Απολλιναρίου ιν Κλάσε, στο μαυσωλείο του
Θεοδωρίχου στη Ραβένα και σε πολλούς πέτρινους σταυρούς της Αγγλίας και της Ιρλανδίας συναντώνται τα ίδια μοτίβα: κύκλοι,
ρόμβοι, πλοχμοί, κόμποι και σπείρες. Πολλοί συγκαταλέγουν σε αυτή την τέχνη και τα ιρλανδικά και αγγλοσαξονικά
ιστορημένα χειρόγραφα με γεωμετρικά πολύχρωμα σχέδια, στα οποία ακόμη και τα ενδύματα, τα διακοσμητικά στοιχεία (όπως
τα μαλλιά και οι γενειάδες) δένονται και πλέκονται με τον ίδιο διακοσμητικό τρόπο.
βαρβαρικοί λαοί. Βλ. λ. βαρβαρικές επιδρομές.
βαρβαρισμός. Κατά την αρχαιότητα, ο όρος σήμαινε οποιοδήποτε λάθος ή παρέκκλιση από τους στοιχειώδεις κανόνες της
γλώσσας. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, έδινε στον όρο την έννοια της χρήσης ακατανόητων, άχρηστων ή πεπαλαιωμένων λέξεων.
Βαρβαρίνα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, δεξιά του
ποταμού Λάδωνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης.
Βάρβαρο. Μικρή χερσόνησος της Κέρκυρας. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, Α της Κασσιώπης, απέναντι
από τη νησίδα Καπαρέλι. Ονομάζεται και Αγία Βαρβάρα.
Βαρβαρονήσι. Βραχονησίδα των Κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοανατολική ακτή της Ίου και στο ακρωτήριο
Πυργάρι.
βάρβαρος. Αρχαία λέξη, η ετυμολογία της οποίας ανάγεται είτε στο σανσκριτικό μπαρμπαράς (= σγουρομάλλης ή ξένος) είτε
στην ονοματοποίηση εκ μέρους των Ελλήνων της συλλαβής βαρ, επαναλαμβανόμενης δύο φορές, κατ’ απομίμηση της βαριάς
φωνής, ιδίως των βόρειων λαών. Στον Όμηρο απαντά η λέξη βαρβαρόφωνος, που ενισχύει τη δεύτερη εκδοχή. Η λέξη πήρε
σιγά-σιγά εθνολογική σημασία («πας μη Έλλην βάρβαρος»). Αρχικά β. ονομάζονταν οι Πέρσες, έπειτα όμως όλοι οι ξένοι λαοί
που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και, συνακόλουθα, την ελληνική παιδεία. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης εκφράζονται
με περιφρόνηση για τους β., ο Ευριπίδης τους χαρακτηρίζει εκ φύσεως δούλους (στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι), άποψη με την οποία
συμφώνησε και ο Αριστοτέλης, ενώ ο Πλάτων αντιδιαστέλλει το «φιλομαθές και φιλόσοφον» των Ελλήνων με το «θυμοειδές,
επιθυμητικόν και φιλοχρήματον» των β.
Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν β. όλους τους λαούς που είχαν διαφορετικά έθιμα και τρόπο ζωής από αυτόν του ελληνορωμαϊκού
κόσμου, αργότερα όμως η έκφραση εντοπίστηκε στα γερμανικά φύλα και στους λαούς που ζούσαν πέρα από τον Ευφράτη. Οι
λαοί που κατά καιρούς έλαβαν αυτό τον χαρακτηρισμό ήταν οι Σαρμάτες, οι Γαλάτες, οι Κίμβροι και οι Τεύτονες, οι Φράγκοι, οι
Βάνδαλοι, οι Βησιγότθοι, οι Ούννοι, οι Οστρογότθοι, οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξονες, οι Σουήβοι, οι Φίννοι, οι Πίκτοι, οι Γεπίδες
και, στα χριστιανικά χρόνια, οι Νορμανδοί, οι Άραβες, οι Σλάβοι, οι Άβαροι και οι Τούρκοι. Βέβαια, αυτή η εθνοκεντρική
ελληνορωμαϊκή αντίληψη δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο την ιστορική περίοδο και τους συγκεκριμένους λόγους για τους
οποίους υπαγορεύτηκε (φόβος του ξένου, προάσπιση του χώρου κλπ.). Βλ. λ. βαρβαρικές επιδρομές.
Βάρβαρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου.
2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου.
3. Ο όσιος ο Μυροβλήτης. Κατά τον Λαυρεωτικό Κώδικα, πριν γίνει χριστιανός, ήταν ληστής. Η μνήμη του τιμάται στις 15
Μαΐου.
Βαρβαρόσας. Εξελληνισμένος τύπος του προσωνυμίου Μπαρμπαρόσα (= ερυθροπώγων), που έφεραν ο αυτοκράτορας της
Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Φρειδερίκος Α’ (βλ. λ. Φερδινάνδος, 1.) και δύο Τούρκοι πειρατές του 16ου αι. (βλ. λ.
Μπαρμπαρόσα).
Βαρβαρούσα. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σύρου, Β του ακρωτηρίου
Τράχηλος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνω Σύρου του νομού Κυκλάδων.
Βαρβάσαινα. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.250 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 5
χλμ. Α του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου.
Βαρβάτης, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Καταγόταν από τη Βυτίνα. Ήταν εγκατεστημένος στην Οδησσό και
εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ήρθε στην Ελλάδα και διετέλεσε πληρεξούσιος της Γορτυνίας στη Β’ Εθνοσυνέλευση. Το
1822 μπήκε στο Ναύπλιο για τη σύνταξη της συνθήκης της παράδοσης του Ναυπλίου στους Έλληνες. Οι Τούρκοι όμως τον
κράτησαν στο φρούριο ως όμηρο μέχρι την άλωση του Ναυπλίου.
Βαρβατόπουλος, Χρυσανθάκης. Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Πελοπόννησο.
Βαρβάτος (Θράκη ; – βόρεια Αφρική 535 μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Υπηρέτησε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ (527-
565). Πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Βανδάλων στην Καρχηδόνα, ως αρχηγός ισχυρού σώματος ιππικού. Στη μάχη
του Τρικάμαρου, όπου οι Βάνδαλοι νικήθηκαν κατά κράτος, ο Β. ήταν διοικητής της δεξιάς πτέρυγας της βυζαντινής παράταξης.
Παρέμεινε στην Αφρική με την εντολή να καταδιώξει τον στασιαστή στρατηγό Στότζα. Εγκαταλείφθηκε όμως από τους
στρατιώτες του, οι οποίοι προσχώρησαν στον Στότζα, που κατόρθωσε έτσι να τον συλλάβει. Στη συνέχεια εκτελέστηκε, μαζί με
άλλους Βυζαντινούς στρατηγούς.
Βαρβέρης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν γαμπρός του Αναστάσιου Τσαμαδού και διετέλεσε αξιωματικός στα πυρπολικά
των Αν. Σπαχή και Δημ. Τσάπελη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις το 1824. Στο διάστημα 1825-27 υπηρέτησε στο πολεμικό
Θεμιστοκλής.
2. Νικόλαος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος ως πυρπολητής στις επιχειρήσεις στην Τένεδο.
Βαρβέρης, Γιάννης (Αθήνα 1955 – ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος και στη συνέχεια ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών. Παράλληλα ασχολήθηκε και
με τη λογοτεχνία. Έχει γράψει ποιήματα, δοκίμια, κριτική θεάτρου και έχει μεταφράσει έργα αρχαίων κλασικών συγγραφέων και
ξένων λογοτεχνών. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, του
Ελληνικού Κέντρου Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και άλλων σωματείων και ενώσεων.
Έργα του είναι οι ποιητικές συλλογές Εν φαντασία και λόγω (1975), Το ράμφος (1978), Αναπήρων πολέμου (1982), Ο θάνατος
το στρώνει (1986), Πιάνο βυθού (1981), Ο κύριος Φογκ (1993), Ποιήματα 1975-1996· οι μελέτες για το θέατρο Η κρίση του
θεάτρου, 1976-1984 (1985), Η κρίση του θεάτρου Β’, 1984-1989 (1991), Η κρίση του θεάτρου Γ’, 1989-1994 (1994), Πλατεία
θεάτρου (1994) και η συλλογή δοκιμίων Σωσίβια λέμβος (1999). Πλούσιο είναι και το μεταφραστικό έργο του. Το 1996
τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο κριτικής και δοκιμίου.
Βαρβιάνης, Διονύσιος (Ζάκυνθος 1788 – 1866). Λόγιος, φυσικομαθηματικός και Φιλικός (αναφέρεται και με το επώνυμο
Βαρβίας). Ήταν εκδότης του ιταλόφωνου περιοδικού Giornale Letterario, με έδρα τη Ζάκυνθο. Όταν ο Αλή πασάς κατήγγειλε
στις αγγλικές αρχές των Ιονίων νήσων την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας, ο Β. κλήθηκε σε εξονυχιστική ανάκριση, αλλά
αρνήθηκε την ύπαρξή της και δήλωσε ότι με το όνομα αυτό υπήρχε μόνο ένας φιλολογικός σύλλογος, κατάθεση που έγινε
πιστευτή. Εκτός από μια ανέκδοτη ιστορία της Ζακύνθου, που κάηκε σε πυρκαγιά, έγραψε και μια μελέτη στα γαλλικά, που
κυκλοφόρησε στο Παρίσι με τον τίτλο Στατιστική σεισμολογία της Ελλάδας.
βάρβιτος (Μουσ.). Αρχαιοελληνικό μουσικό όργανο. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, ενώ στις σχετικές παραδόσεις
αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν παρόμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη
β. αποτελούσαν ένα αρμονικό ηχείο σε διάφορα σχήματα, κλεισμένο ανάμεσα σε δύο πλάγιους βραχίονες (κατά κανόνα
καμπυλωτούς προς τα έξω) που συνδέονταν με ένα εγκάρσιο στήριγμα. Μεταξύ του αρμονικού ηχείου και του στηρίγματος ήταν
τεντωμένες οι χορδές, μεταβλητού αριθμού, από τέσσερις έως δεκαπέντε.
Η β. ηχούσε συνήθως μόνο με πλήκτρο, αλλά οι δεξιοτέχνες χρησιμοποιούσαν τα δάχτυλά τους. Ήταν γνωστή από τον 7o αι.
π.Χ. και σταδιακά γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα, όπως φαίνεται από πολυάριθμες παραστάσεις της σε τοιχογραφίες,
αγγειογραφίες και αγάλματα.
Τον Μεσαίωνα, β. ονομαζόταν ένα λαϊκό έγχορδο όργανο, με επίπεδο ηχείο και μακριά λαβή, από το οποίο προέρχονται το
λαούτο και η κιθάρα της σημερινής εποχής.
βαρβιτουρικά (Ιατρ.). Ομάδα φαρμάκων, τα οποία είναι καταπραϋντικά του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ).
Πρόκειται για συνθετικά παράγωγα του βαρβιτουρικού οξέος (η παραγωγή του οποίου έγινε για πρώτη φορά το 1864) και έχουν
υπνωτικές ιδιότητες. Τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του ΚΝΣ και όταν χορηγούνται στον οργανισμό σε κατάλληλες δόσεις
προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Σήμερα, είναι γνωστά περισσότερα από 2.000 είδη β., τα οποία έχουν παρόμοια χημική δομή
και ανάλογη φαρμακολογική δράση. Είναι άοσμα κρυσταλλικά στερεά, τα οποία είναι ελάχιστα διαλυτά στο νερό και για τον
λόγο αυτό χορηγούνται κυρίως από τη στοματική οδό, με τη μορφή χαπιών. Τα νατριούχα άλατά τους, αντίθετα, είναι πλήρως
διαλυτά σε υδατικά μέσα και συνεπώς κατάλληλα για υποδόρια, ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια χορήγηση.
Οι επιδράσεις των β. διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Οι βραχυπρόθεσμες διαρκούν έως 15 ώρες μετά τη
λήψη τους και σε αυτές περιλαμβάνονται η ανακούφιση από την ένταση και το άγχος, η υπνηλία, η αίσθηση μέθης, η αδυναμία
ελέγχου απλών σωματικών λειτουργιών, όπως το βάδισμα και η ισορροπία, η συναισθηματική αστάθεια και η αδύναμη μνήμη.
Στις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των β. περιλαμβάνονται η χρόνια κόπωση, τα προβλήματα όρασης, οι ζαλάδες, τα αργά
αντανακλαστικά, οι ανωμαλίες του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες και οι αναπνευστικές διαταραχές. Επίσης, τα β. μπορούν να
επιδράσουν ποικιλοτρόπως στη συμπεριφορά, ανάλογα με τη δόση. Έτσι, σε χαμηλές δόσεις μειώνουν το άγχος, την αναπνοή,
την πίεση του αίματος, τον καρδιακό ρυθμό και τον ύπνο REM, ενώ αντίθετα σε υψηλές δόσεις μπορούν να δράσουν ως
διεγερτικά, καταστέλλοντας ανασταλτικά εγκεφαλικά κυκλώματα. Τέλος, τα καταπραϋντικά αποτελέσματά τους μπορεί να είναι
υπερβολικά και να προκαλέσουν αναισθησία, κώμα, ακόμη και τον θάνατο.
Τα β. διαλύονται εύκολα στα λίπη και μπορούν να διέλθουν εύκολα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να φτάσουν στον
εγκέφαλο. Οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους δρουν στον εγκέφαλο δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ωστόσο πιστεύεται ότι
τα φάρμακα αυτά δεσμεύονται στα κανάλια νατρίου των νευρώνων και παρεμποδίζουν τη ροή των ιόντων νατρίου, με τελικό
αποτέλεσμα να μην παράγονται δυναμικά δράσης στους νευρώνες. Η κύρια δράση τους φαίνεται να εντοπίζεται στους υποδοχείς
του γ-αμινο-βουτυρικού οξέος (GABA) των νευρικών κυττάρων, ωστόσο οι ουσίες αυτές αλληλεπιδρούν επίσης με τους
γλουταμινεργικούς υποδοχείς και τα τασοεξαρτώμενα ιοντικά κανάλια. Τα β. μπορούν επίσης να αυξήσουν τη ροή των ιόντων
χλωρίου κατά μήκος των μεμβρανών των νευρώνων, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα παραγωγής δυναμικών δράσης.
Τα β. εισήχθησαν στην κλινική εφαρμογή στις αρχές του 20ου αι., οπότε χρησιμοποιήθηκαν για τη θεραπεία ενός μεγάλου
αριθμού διαταραχών, όπως το άγχος και η αϋπνία. Χάρη στην ιδιότητά τους να επιφέρουν νάρκωση, έχουν χρησιμοποιηθεί
ευρύτατα στο παρελθόν ως αναισθητικά. Συνήθως χορηγούνται ενδοφλεβίως, για να επιτευχθεί βαθιά και πλήρης αναισθησία ή
ενδομυϊκώς ή διά του ορθού πριν από την κυρίως αναισθησία με το σκοπό να προετοιμαστεί ο ασθενής, να ηρεμήσει δηλαδή
πριν οδηγηθεί στο χειρουργείο. Μερικά από αυτά έχουν ισχυρή αντισπασμωδική δράση και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ακόμη
και σήμερα στη θεραπευτική αγωγή διαφόρων κλινικών μορφών επιληψίας.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα των β. είναι ότι προκαλούν εθισμό στον οργανισμό, που απαιτεί ολοένα μεγαλύτερη δόση για να
επέλθει η επιθυμητή δράση, οδηγώντας σε εξάρτηση. Μεγάλος κίνδυνος αναπνευστικής ανεπάρκειας υπάρχει κατά τη λήψη β.
σε συνδυασμό με αντιισταμινικά φάρμακα, που χορηγούνται σε όσους υποφέρουν από αλλεργίες και τα οποία αποτελούν επίσης
καταπραϋντικά του ΚΝΣ. Έτσι, η χρήση των β. περιορίστηκε μετά την ανακάλυψη, κατά τη δεκαετία του 1960, μιας άλλης
κατηγορίας κατασταλτικών φαρμάκων του ΚΝΣ, των βενζοδιαζεπινών, τα οποία προτιμούνται πλέον έναντι των β., επειδή έχουν
ευρύτερο θεραπευτικό εύρος, ενώ ο εθισμός προς αυτά αναπτύσσεται με πιο αργό ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά, τα β. εξακολουθούν να
αποτελούν σημαντική κατηγορία φαρμάκων από επιστημονική άποψη, επειδή έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη μελέτη των
υποδοχέων του γ-αμινο-βουτυρικού οξέος.
Η χρήση των β. χωρίς συνταγή γιατρού είναι παράνομη, γιατί αποδείχθηκε ότι είναι συχνές οι περιπτώσεις κατάχρησής τους.
Ένα κοινό είδος β. είναι το πεντοθαλικό νάτριο, το οποίο είναι γνωστό με την ονομασία ορός της αλήθειας. Στην
πραγματικότητα, το φάρμακο αυτό δεν κάνει τους ανθρώπους να λένε την αλήθεια, αλλά απλώς μειώνει τους ενδοιασμούς και
τους καθιστά πιο ομιλητικούς.
Τα β., τέλος, αποτελούν συχνά υποκατάστατο του αλκοόλ, επειδή προκαλούν αντίστοιχα αποτελέσματα με αυτό.
βαρβιτουρισμός (Ιατρ.). Οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση, η οποία οφείλεται σε υπερβολική ή μακροχρόνια λήψη βαρβιτουρικών
(βλ. λ. βαρβιτουρικά). Ο β. χαρακτηρίζεται από υπνηλία, απώλεια μνήμης και αποπροσανατολισμό, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις
μπορεί να επιφέρει αναπνευστικά προβλήματα, κώμα, ακόμη και θάνατο. Συχνά, προκαλούνται νευρολογικές διαταραχές και
διαταραχές του χαρακτήρα, οι οποίες φτάνουν μέχρι τις ψευδαισθήσεις. Η θεραπευτική αγωγή της δηλητηρίασης εξαρτάται από
τη βαρύτητα της κατάστασης του πάσχοντος και αποσκοπεί γενικά στην απομάκρυνση των βαρβιτουρικών από τον οργανισμό
(πλύση στομάχου, εάν έχει ληφθεί από το στόμα), στη διατήρηση της αναπνευστικής λειτουργίας (τεχνητή αναπνοή, χορήγηση
οξυγόνου κ.ά.) και στην αντιμετώπιση της κυκλοφορικής ανεπάρκειας. Αφού ξεπεραστεί η οξεία δηλητηρίαση παραμένει,
μερικές φορές για εβδομάδες, μια κατάσταση έντονης εξασθένησης.
Βαρβίτσα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ. 13 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, στις βορειοδυτικές κλιτύς του όρους Πάρνωνας, 48 χλμ. ΒΑ της Σπάρτης. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Οινούντος. Στη Β. γεννήθηκε ο αγωνιστής του 1821, Πέτρος Βαρβιτσιώτης (βλ. λ.).
Βαρβιτσιώτης, Ιωάννης (Αθήνα 1933 – ). Πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο
πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (Γερμανία) και το 1960 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Πολιτικός με πλούσια δραστηριότητα,
εξελέγη βουλευτής της ΕΡΕ στις διαδοχικές εκλογές του 1961, του 1963 και του 1964. Από το 1974 έως και το 1996 εκλεγόταν
αδιάλειπτα βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος. Διετέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών και
Εσωτερικών την περίοδο 1974-75, ενώ αργότερα (1975-80) ανέλαβε τα υπουργεία Εμπορίου και Εθνικής Παιδείας, πάντα στις
κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το 1985 εξελέγη γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ και
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος. Από το 1989 έως το 1992 διετέλεσε, κατά σειρά, υπουργός Εθνικής Άμυνας,
Εμπορίου και Δικαιοσύνης. Εξάλλου, την περίοδο 1989-96 ήταν αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ενώ το 1994
εξελέγη αντιπρόεδρος της ΝΔ. Στις ευρωεκλογές του 2004, εξελέγη ευρωβουλευτής, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου της ΝΔ.
Βαρβιτσιώτης, Πέτρος. Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Μπαρμπιτσιώτης). Καταγόταν από τη Βαρβίτσα Λακωνίας.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Αναγνωστόπουλος, αλλά ο Β. πήρε το όνομά του από τον τόπο καταγωγής του. Τον Μάρτιο του
1821 ίδρυσε το στρατόπεδο των Βερβένων και πολέμησε στα Δολιανά. Με διαταγή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μαζί με τους
Θοδωρή Ζαχαρόπουλο και Αντώνη Κουμουστιώτη και εκατό ακόμη αγωνιστές ανέκοψε την προέλαση του Δράμαλη προς το
Άργος, ακινητοποιώντας τον στην τοποθεσία Παλιόκαστρο για περίπου μισό μήνα. Αργότερα, ως στρατηγός πια, πήρε μέρος
στον αγώνα κατά του Ιμπραήμ.
Βαρβιτσιώτης, Τάκης (Θεσσαλονίκη 1916 – ). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, παράλληλα όμως ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία.
Έγραψε κυρίως ποιήματα και δοκίμια, ενώ έχει μεταφράσει επίσης έργα διαφόρων ξένων ποιητών (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,
Πάμπλο Νερούντα, Σεντ Τζον Περς, Μποσκέ κ.ά.). Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, αντιπρόεδρος της
Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Ποιητών κ.ά. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για
πρώτη φορά το 1949, με την ποιητική συλλογή Φύλλα Ύπνου. Συνεργασίες του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Νέα Εστία,
Νέα Πορεία, Διαγώνιος κ.ά.
Έργα του είναι οι ποιητικές συλλογές Επιτάφιος (1951), Χειμερινό ηλιοστάσιο (1955), Το ξύλινο άλογο (1955), Αλφαβητάριο
(1955), Η γέννηση των πηγών (1959), Το πέπλο και το χαμόγελο (1963), Η μεταμόρφωση (1971), Η φθινοπωρινή σουίτα και
άλλα ποιήματα (1975), Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία (1977), Η Άννα της απουσίας (1979), Ενωμένα χέρια (1980),
Σύνοψη Β’ (1982), Καλειδοσκόπιο (1983), Η ατραπός (1984), Ακόμη ένα καλοκαίρι (1987), Σύνοψη Γ’ (1988), Φαέθων (1992),
Η θαυμαστή αλιεία (1993), Νήματα της Παρθένου (1997), Άρωμα ενός κομήτη (1997) κ.ά., καθώς και τα δοκίμια Ποίηση και
ποιητικά θέματα του Γ. Σαραντάρη (1958), Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ένας περιπαθής του ενστίκτου (1964) κ.ά.
Έχει τιμηθεί με το Α’ κρατικό βραβείο ποίησης, καθώς και με βραβεία ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών και της Ομάδας των
Δώδεκα, το Χρυσό Μετάλλιο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, τον τίτλο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος Γραμμάτων, τα
διάσημα του Τάγματος του Φοίνικος από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, το διεθνές βραβείο Ίμπλα (ιταλικό), το χρυσό μετάλλιο
τιμής από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο κ.ά.
Βάρβογλη. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 91 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας.
Έως το 1971 ονομαζόταν Βάρβογλης.
Βάρβογλης. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Τρίπολη (αναφέρονται και με το επώνυμο Μπάρμπογλους). Η
οικογένεια καταγόταν από τις Σέρρες αλλά ένας κλάδος της βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όταν ο γενάρχης της οικογένειας
κατέβηκε στην Πελοπόννησο το 1684, με τον στρατό του Μοροζίνι, και κατόπιν εγκαταστάθηκε εκεί.
1. Γεώργιος (1770; – 1826). Προεστός της Τρίπολης. Πήρε το όνομα του πατέρα του Γιώργη, τον οποίο σκότωσαν οι Τούρκοι
μετά την αποτυχία του κινήματος του Ορλόφ (1770). Ήταν πλούσιος έμπορος και, όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, φυγαδεύτηκε
από συγγενή του ο οποίος ήταν γιατρός στο χαρέμι του Χουρσίτ πασά. Όταν έπεσε η Τρίπολη, ήταν άρρωστος στον Αγιάννη της
Κυνουρίας. Οι Έλληνες πολιορκητές λεηλάτησαν το σπίτι του και η κυβέρνηση φυλάκισε για σαράντα μέρες τον γιο του,
Παναγιώτη (2.), με την κατηγορία της δυσφήμησης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γεγονός που έκανε τον Β. να θεωρήσει τον
Κολοκοτρώνη προσωπικό του εχθρό. Μετά την Εθνοσυνέλευση του Άστρους ο Β. διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης.
2. Παναγιώτης (1799 – 1870). Γιος του Γεωργίου, σπούδασε ιατρική, νομικά και μαθηματικά στην Πίζα της Ιταλίας. Τον
Απρίλιο του 1821 ήρθε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης. Το 1823 κατηγορήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος
για ένα κείμενο που δυσφημούσε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση σαράντα ημερών στις φυλακές
του Ναυπλίου. Όταν αποφυλακίστηκε, έκανε αναφορά στο Βουλευτικό σώμα και πέτυχε την παράτυπη ανάμειξη των
βουλευτών, οι οποίοι υποχρέωσαν τις αστυνομικές αρχές να μην τον ενοχλήσουν ξανά, ενώ μετά τον σχηματισμό της
κυβέρνησης Κουντουριώτη (1824) η οικογένειά του απέκτησε μεγάλη επιρροή στην Τρίπολη και ο ίδιος έγινε αργότερα
τέσσερις φορές υπουργός.
Βάρβογλης, Μάριος (Βρυξέλλες 1885 – Αθήνα 1967). Μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος
από τη γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902
πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, όπου έμεινε, με μικρές διακοπές, 19 χρόνια σπουδάζοντας μουσική,
συνθέτοντας, αλλά και ζώντας ταυτόχρονα την πνευματική ανησυχία και τον δημιουργικό οργασμό ενός καλλιτεχνικού κέντρου,
όπως ήταν τότε το Παρίσι. Είναι γνωστό το θαυμάσιο Πορτρέτο του Μάριου (Le portrait de Mario) που εμπνεύστηκε ο Αμεντέο
Μοντιλιάνι από τον Β., όπως γνωστή είναι και η εγκαρδιότητα των σχέσεών του με διάσημες προσωπικότητες της εποχής του,
όπως ο Ζαν Μορεάς, οι συνθέτες Βενσάν ντ’ Εντί, που ήταν και δάσκαλος του, Μανσέ, Μορίς Ραβέλ, Έντγκαρ Βαρέζε και
Φρανσίς Πουλένκ, ο πιανίστας Αλφρέντ Κορτό, ο χαράκτης Ουβρέ (που φιλοτέχνησε πολλά χαρακτηριστικά σκίτσα του) και
πολλοί άλλοι.
Στην Αθήνα ο Β. επέστρεψε το 1921, αρχίζοντας μια σταδιοδρομία που καλύπτει όχι μόνο τον τομέα της σύνθεσης, αλλά και της
μουσικοπαιδαγωγικής (καθηγητής στο Ελληνικό Ωδείο, στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία κ.ά.), της καλλιτεχνικής
διεύθυνσης μουσικών ιδρυμάτων, όπως το Ελληνικό Ωδείο, και τέλος της μουσικής κριτικής, την οποία άσκησε για πολλά
χρόνια στον Νουμά και στον Ελεύθερο Λόγο και στα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του στην εφημερίδα Τα Νέα.
Ωστόσο, πάνω απ’ όλα ο Β. στάθηκε ο συνθέτης που χάρισε στην ελληνική μουσική μερικές σελίδες θαυμαστής απλότητας,
φρεσκάδας και ειλικρίνειας. Γιατί, παρότι δεν αποτίναξε ποτέ του την επιρροή τόσο του Σεζάρ Φρανκ, όσο και της σχολής του
γαλλικού ιμπρεσιονισμού, ο Β. κατάφερε να εμφυσήσει στο έργο του μια πνοή γνήσιας ελληνικότητας και να το προικίσει με
έναν τόνο απόλυτα προσωπικό, αβίαστο και πηγαίο. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του αναφέρονται η συμφωνική εισαγωγή
Αγία Βαρβάρα, το μελόδραμα Απόγευμα της Αγάπης, το συμφωνικό ποίημα Πανηγύρι (1909), η Ποιμενική Σουίτα (1912) για
ορχήστρα εγχόρδων, Δάφνες και κυπαρίσσια (το τελευταίο του έργο), καθώς και οι μουσικές επενδύσεις για έργα του αρχαίου
δραματολογίου, όπως για τις τραγωδίες Αγαμέμνων (1932) και Πέρσες (1939) του Αισχύλου, Μήδεια (1945) του Ευριπίδη, για
την κωμωδία Όρνιθες (1930) του Αριστοφάνη κ.ά.
Τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων (1923), με το βραβείο Τάκη Κανδηλώρου της Ακαδημίας Αθηνών (1937) και με
κρατικό παράσημο (1965).
Βάρβογλης, Φίλιππος (1835 – 1907). Νομομαθής και πολιτικός. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια Β. της Τρίπολης. Το
1872 έγινε βουλευτής και το 1895 υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Δηλιγιάννη. Παραιτήθηκε μετά την ήττα της Ελλάδας
στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
βάρβος (Barbus). Γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των κυπρινιδών, ιθαγενή των γλυκών νερών. Τα ψάρια του γένους,
που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία μπριάνα, κατατάσσονται σε πολυάριθμα είδη, διαδεδομένα σε λίμνες και σε βαθιά
ποτάμια της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Ο τυπικός αντιπρόσωπος του γένους, το ευρωπαϊκό είδος Barbus barbus, έχει
ατρακτοειδές σώμα, μήκους 50 εκ. και βάρους 5-6 κιλών. Διαθέτει τέσσερα χαρακτηριστικά μουστάκια, τα οποία κρέμονται
στην άκρη του στόματος από τις δύο μεριές και χρησιμεύουν ως όργανα αφής για την αναζήτηση της τροφής στον βυθό. Πολλά
είδη του γένους τοποθετούνται στα ενυδρεία, λόγω των όμορφων ζωηρών χρωμάτων τους. Η σάρκα τους είναι εδώδιμη αλλά
έχει πολλά αγκάθια, γι’ αυτό δεν προτιμάται. Στην Ελλάδα, εκτός από τα διάφορα υποείδη του Barbus barbus, διαβιούν και άλλα
είδη β. όπως τα Barbus cyclolepis, Barbus meridionalis, Barbus prespensis, Barbus albanicus κ.ά.
Βάρβος. Επώνυμο εξελληνισμένης οικογένειας Ενετών αποίκων της Κρήτης. Οι αδελφοί Αντώνιος και Γεώργιος Β. πολέμησαν
στην επανάσταση του 1363, στην οποία Κρητικοί και Ενετοί άποικοι του νησιού αποκήρυξαν από κοινού την ενετική κυριαρχία
και κήρυξαν την Κρήτη ανεξάρτητη, με την ονομασία Δημοκρατία του Αγίου Τίτου. Οι επαναστάτες, παρά το γεγονός ότι είχαν
καταλάβει σχεδόν όλα τα φρούρια του νησιού, ηττήθηκαν τελικά από τις δυνάμεις που έστειλε στο νησί η Βενετία (1364). Οι
δύο Β. αποκεφαλίστηκαν στην κεντρική πλατεία του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο).
Βαρβούκαλλος, Ιωάννης (6ος αι. μ.Χ.). Ποιητής. Έγραψε διάφορα επιγράμματα. Δύο από αυτά αναφέρονται στην άλωση της
Βηρυτού (540) και αποτελούν τεκμήριο της εποχής που έζησε. Τα επιγράμματα αυτά έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες ανθολογίες.
βαρβύλη (Barbulα). Γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων της οικογένειας των ποτιιδών, της υποκλάσης των βρυϊδών. Περιλαμβάνει
πολυάριθμα είδη, τα οποία ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη. Τα αρσενικά άνθη καλύπτονται στην κορυφή τους από ένα περίβλημα,
το οποίο άλλοτε διευθύνεται προς τα πάνω και άλλοτε λυγίζει στην άκρη του. Το πρωτόνημα είναι νηματοειδές και τα
φυλλοειδή του γαμετόφυτου έχουν κεντρικό νεύρο.
Βαργιάδες. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 329 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Δωδώνης, στις νότιες κλιτύς του όρους Τόμαρος, 35 χλμ. ΝΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Δερβιζιάνων.
Ιστορία. Στους Β. ο Αλή πασάς διατηρούσε ανάκτορο, μόνιμη φρουρά και φρούριο, το οποίο κατέλαβαν οι Σουλιώτες στις 7
Δεκεμβρίου 1821, όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Βάργιανη. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 83 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Παρνασσίδος, στις βόρειες κλιτύς της κορυφής Γερολέκας του Παρνασσού, 33 χλμ. Β της Άμφισσας. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Γραβιάς.
Βάργκας, Ζετούλιο Ντορνέλις (Getulio Dornelles Vargas, Σαν Μπόρχα, Ρίο Γκράντε ντο Σουλ 1883 – Ρίο ντε Τζανέιρο
1954). Βραζιλιάνος πολιτικός, πρόεδρος της Βραζιλίας (1930-45 και 1951-54). Το 1907 πήρε το πτυχίο νομικών και κοινωνικών
επιστημών από το πανεπιστήμιο του Πόρτο Αλέγκρε και το 1909 εξελέγη βουλευτής. Το 1919 επανεξελέγη και μετά από επτά
χρόνια έγινε υπουργός Οικονομικών. Το 1927 έγινε κυβερνήτης της πολιτείας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Υποψήφιος για το
προεδρικό αξίωμα στις εκλογές του 1930, ηττήθηκε, αλλά κατόρθωσε να καταλάβει την εξουσία, επικεφαλής στρατιωτικού
κινήματος. Εγκαθίδρυσε αυταρχικό καθεστώς και για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει διάφορες εξεγέρσεις. Παρ’
όλα αυτά, το 1934 εισήγαγε ένα σύνταγμα, σχετικά δημοκρατικό, το οποίο όμως ανακάλεσε αυθαίρετα το 1937 και εγκαθίδρυσε
δικτατορική διακυβέρνηση. Φάνηκε όμως συνεπής στις διεθνείς υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Βραζιλία και έτσι, το 1942,
κήρυξε τον πόλεμο κατά του Άξονα. Το 1945 αναγκάστηκε να παραιτηθεί, επανεξελέγη όμως αρχηγός του κράτους το 1950.
Αυτή τη φορά κυβέρνησε με δημοκρατικές μεθόδους, αλλά η πολιτική κοινωνικού ανοίγματος που ακολούθησε προκάλεσε τόση
εχθρότητα στις συντηρητικές δυνάμεις, ώστε στις 24 Αυγούστου 1954 αυτοκτόνησε, προτιμώντας τον θάνατο αντί μιας νέας
παραίτησης.
Βάργκας Λιόσα, Μάριο (Mario Vargas Llosa, Αρεκουίπα 1936 – ). Περουβιανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας,
δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Αρχικά φοίτησε στη στρατιωτική ακαδημία Λεόνθιο Πράδο (1950-52) και στη
συνέχεια στο εθνικό κολέγιο Σαν Μιγκέλ της Πιούρα. Την περίοδο 1955-57 σπούδασε λογοτεχνία και νομικά στο πανεπιστήμιο
του Σαν Μάρκος και το 1959 απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Έγραψε αρκετά βιβλία στον
χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα έργα του για τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και
για τη Μαντάμ Μποβαρί του Γκιστάβ Φλομπέρ. Μαζί με τους Χούλιο Κορταζάρ, Κάρλος Φουέντες και Γκαμπριέλ Γκαρσία
Μάρκες συνέστησαν έναν πυρήνα με στόχο την αναγέννηση της παραδοσιακής λατινοαμερικανικής νουβέλας. Παράλληλα,
κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, εργαζόταν ως δημοσιογράφος για το έντυπο La Industria (Η βιομηχανία). Αργότερα
συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα La Literatura (Η λογοτεχνία) και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Παναμερικανικό Ράδιο και
στο έντυπο La Chronica (Χρονικά).
Η πρώτη συλλογή ιστοριών του κυκλοφόρησε το 1959 και την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, αναζητώντας οικονομική
διέξοδο ως συγγραφέας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 άρχισε να εργάζεται ως επισκέπτης καθηγητής σε αρκετά αμερικανικά
και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το 1970 μετέβη στη Βαρκελώνη όπου έμεινε πέντε χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στο
Περού, στο οποίο επικρατούσε η στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Φρανθίσκο Μοράλες Μπερμούδεζ. Το 1977 εξελέγη
πρόεδρος της διεθνούς ένωσης συγγραφέων PEN Club. Υποψήφιος του Δημοκρατικού Μετώπου στις προεδρικές εκλογές του
1990, ηττήθηκε από τον ιαπωνικής καταγωγής Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο οποίος, το 2000, παραιτήθηκε και διέφυγε στην
Ιαπωνία, έπειτα από το ξέσπασμα ενός σκανδάλου διαφθοράς. Την περίοδο 1991-92, ο Β.Λ. εργάστηκε ως επισκέπτης
καθηγητής σε πανεπιστήμια του Μαϊάμι και του Βερολίνου. Για το έργο του τιμήθηκε με αρκετά βραβεία λογοτεχνίας και
κριτικής.
Το πιο δημοφιλές έργο του τιτλοφορείται Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου (1981), ενώ έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά,
μεταξύ άλλων, και τα έργα του Η Θεία Χούλια και ο γραφιάς (1977), Μία ιστορία για τον Μάιτα (1984) και Το ψάρι στο νερό
(1993).
Βαργυλία. Αρχαία παράλια πόλη της Καρίας, στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, την ίδρυσε ο
Βελλεροφόντης για να τιμήσει τη μνήμη του συντρόφου του Βαργύλλου που τον σκότωσε ο Πήγασος.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Κινδυάδος, γιατί παλαιότερα βρισκόταν εκεί η πόλη Κινδύη. Στον Βαργυλιακό
κόλπο (Ν της Μιλήτου και Β της Αλικαρνασσού) έγιναν μερικές ναυμαχίες του Πελοποννησιακού πολέμου και η ναυμαχία
μεταξύ Αττάλου και Φιλίππου Γ’ της Μακεδονίας.
Βάρδα. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.100 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα
όρια με τον νομό Αχαΐας, 54 χλμ. Β του Πύργου. Αποτελεί έδρα του δήμου Βουπρασίας.
Βαρδαλάχος, Κωνσταντίνος (Κάιρο 1755 – ανοιχτά της Κύθνου 1830). Λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Φοίτησε στα
σχολεία της Αλεξάνδρειας και της Σύμης και συνέχισε τις σπουδές του (φυσικές επιστήμες και ιατρική) στο πανεπιστήμιο της
Πάντοβα, στην Ιτραλία, όπου είχε συμφοιτητή τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στη συνέχεια δίδαξε στις ελληνικές σχολές του
Βουκουρεστίου (1800-15 και 1819-21), της Χίου, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας του (1815-17) και της Οδησσού (1817-19 και
1825-30). Το 1830 ξεκίνησε να έρθει στην Ελλάδα για να ζήσει τα τελευταία του χρόνια. Πνίγηκε όμως ταξιδεύοντας όμως από
τη Σύρο στην Αίγινα για να συναντήσει τον παλιό του φίλο Καποδίστρια.
Ο Β., θαυμαστής του Αδαμάντιου Κοραή και του Λάμπρου Φωτιάδη, ήταν ένας από τους εισηγητές των νέων διδακτικών
μεθόδων στα ελληνικά σχολεία. Από τα συγγράμματά του, διδακτικά εγχειρίδια τα περισσότερα, αξίζει να μνημονευθούν η
Φυσική πειραματική (1812), η Γραμματική της ομιλουμένης ελληνικής γλώσσης (1829) και οι μεταφράσεις του Λουκιανού και
του Ξενοφώντα.
Βαρδαλή. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 405 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στην
πρώην επαρχία Δομοκού, 50 χλμ. Β της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεσσαλιώτιδος.
Βαρδαλής, Λέων (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός λόγιος και αξιωματούχος. Ήταν ανιψιός του μεγάλου λογοθέτη
(πρωθυπουργού) του Βυζαντίου Θεόδωρου Μετοχίτη. Το 1296 διορίστηκε πρεσβευτής στη Βενετία από τον αυτοκράτορα
Ανδρόνικο Β’. Ο Β. έγραψε ιαμβικούς στίχους, γνωμικά και ενδιαφέρουσες επιστολές.
Βαρδάνης. Όνομα δύο βασιλιάδων των Πάρθων κατά τον 1ος αι. μ.Χ.
Βαρδάνης, Γεώργιος (τέλη 12ου – α’ μισό 13ου αι.). Λόγιος ιεράρχης και μητροπολίτης Κερκύρας (1228-36), γνωστός με την
επωνυμία Αττικός. Καταγόταν από την Ήπειρο και υπήρξε μαθητής και φίλος του Μιχαήλ Χωνιάτη, αλλά και του αδελφού του
Ιωάννη (γνωστοί και ως Ακομινάτοι). Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός κατέλαβε την Αθήνα, ο Β. κατέφυγε στα Γρεβενά. Το
1214 ήταν διάκονος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε μέρος στις συζητήσεις για την ένωση των Εκκλησιών. Αργότερα έγινε
επίσκοπος στην Κέρκυρα και πέτυχε μάλιστα την αναγνώριση των προνομίων της μητρόπολής του με χρυσόβουλο από τον
δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Άγγελο Κομνηνό. Το 1231 το Πατριαρχείο του ανέθεσε ειδική αποστολή στην Ιταλία, με σκοπό
να συναντήσει εκεί τον αυτοκράτορα του γερμανικού κράτους Φρειδερίκο Β’, ο οποίος είχε έρθει σε αντίθεση με τον πάπα και
αφορίστηκε από αυτόν. Άγνωστο όμως γιατί, η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Στο μεταξύ, το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, που έδρευε τότε στη Νίκαια, έκρινε ότι είχε χειροτονηθεί αντικανονικά και ο Β. έζησε τα τελευταία του χρόνια
παραμερισμένος.
Υπήρξε συγγραφέας αρκετών έργων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και δύο αντιρρητικά συγγράμματα εναντίον των
Λατίνων, Δεύτερον σύνταγμα περί θείας κοινωνίας και Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Από τα έργα του σώζονται η
Περίληψις της περί καθαρτηρίου πυρός συζητήσεως και η Απολογία του ρηματικού τύπου βαπτίζεται. Σώζονται επίσης διάφορες
επιστολές και θρησκευτικές ακολουθίες.
Βαρδάνιος. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711-713). Βλ. λ. Φιλιππικός.
Βαρδαράδες. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 23 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στις νότιες
κλιτύς του Αθέρα, ΝΔ του Αγίου Κηρύκου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Κηρύκου του νομού Σάμου.
Βαρδάρης. Εναλλακτική ονομασία, σλαβικής προέλευσης, του ποταμού της Βαλκανικής Αξιού (βλ. λ. Αξιός).
Έτσι ονομάζεται επίσης ο υγρός βόρειος άνεμος που πνέει στην κοιλάδα του Αξιού. Ο άνεμος, ο οποίος πνέει συνήθως από το
τέλος του φθινοπώρου έως την αρχή της άνοιξης, φτάνει έως την πόλη της Θεσσαλονίκης και προκαλεί υγρασία.
Βάρδας. Υδάτινο ρεύμα της Ηπείρου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού Ιωαννίνων, στο Ζαγόρι, και είναι παραπόταμος
του Ζαγορίτικου ποταμού. Σχηματίζεται στις δυτικές απολήξεις της Βόρειας Πίνδου, ρέει προς Ν, περνάει κοντά από τον
οικισμό Άμπελος και κοντά στον οικισμό Μηλιωτάδες συμβάλλει στον Ζαγορίτικο.
Βάρδας. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 31 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο
νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές απολήξεις του όρους Τόμαρος, ΝΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Δερβιζιάνων.
Βάρδας. Όνομα διαφόρων αξιωματούχων και στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου.
1. Βάρδας (9ος αι.). Στρατηγός. Ήταν γιος του στρατηγού της Μακεδονίας Θεόφιλου Κορδύλη, ο οποίος του ανέθεσε τη
διοίκηση της υπερδουνάβιας Μακεδονίας.
2. Βάρδας ο Καίσαρ (9ος αι.). Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν αδελφός της Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου
(829-824) και απόγονος του οίκου των Μαμιγονιανών. Εκμεταλλεύτηκε τη συγγένειά του με τον αυτοκράτορα και ανέβηκε
γρήγορα στα αξιώματα του κουροπαλάτη και του καίσαρα. Μαζί με την αδελφή του, είχαν αναλάβει την κηδεμονία του
διαδόχου Μιχαήλ Γ’ (842-867), αλλά τελικά η Θεοδώρα αποσύρθηκε σε μοναστήρι και ο Β. παραμέρισε τον Μιχαήλ. Έτσι ο Β.
έγινε ο ουσιαστικός κύριος του κράτους. Πέτυχε τότε την εκτόπιση του πατριάρχη Ιγνάτιου (858), με τον οποίο είχε έρθει σε
αντίθεση, και τον αντικατέστησε με τον Φώτιο, του οποίου την ανάρρηση επικύρωσε με τη σύγκληση της Οικουμενικής
Συνόδου (861). Ο Β. συνεργάστηκε με τον Φώτιο για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων, έδειξε ενδιαφέρον για τα γράμματα και
αναμόρφωσε τη σχολή της Μαγναύρας, όπου διδάσκονταν ελληνικά, ρητορική, φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία και
μουσική. Οι φιλοδοξίες όμως του Β. να ανεβεί στον θρόνο μετά τον άτεκνο Μιχαήλ δεν στέφθηκαν με επιτυχία, γιατί ο
Βασίλειος ο Μακεδών (867-886) τον δολοφόνησε κατά τη διάρκεια εκστρατείας στην Κρήτη (865).
3. Βάρδας Βοήλας (10ος αι.). Βλ. λ. Βοήλας, Βάρδας.
4. Βάρδας Δαλασσηνός (11ος αι.). Βλ. λ. Δαλασσηνός, Βάρδας.
5. Βάρδας Καλλέργης (14ος αι.). Βλ. λ. Καλλέργης.
6. Βάρδας Ξιφιλίνος (11ος αι.). Βλ. λ. Ξιφιλίνος, Βάρδας.
7. Βάρδας Παρσακουτηνός (10ος αι.). Βλ. λ. Παρσακουτηνός, Βάρδας.
8. Βάρδας Σκληρός (10ος αι.). Βλ. λ. Σκληρός.
9. Βάρδας Φωκάς (10ος αι.). Βλ. λ. Φωκάς.
Βάρδια. Ακρωτήριο της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Αχαΐας, Α του
ακρωτηρίου Άραξος, μαζί με το οποίο κλείνουν τη λιμνοθάλασσα Καλογριά. Αποτελεί και δυτικό όριο του όρμου Κραβοστάσι.
Βαρδιανά. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 16 κάτ.) του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου.
Βαρδιάνοι. Ακατοίκητη νησίδα του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Κεφαλονιάς, περίπου 1,5
ναυτικό μίλι Ν του ακρωτηρίου Ακρωτήρι. Έχει σχήμα επίμηκες, μέγιστο πλάτος 500 μ. και μέγιστο ύψος 20 μ. Στο μέσο της
νησίδας βρίσκεται η μονή της Ευαγγελίστριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας.
βάρδος (λατ. bardus < κελτικής προέλευσης). Ο ποιητής και τραγουδιστής στους αρχαίους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς
και Σκοτσέζους), ο οποίος εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια
μικρή άρπα, η οποία λεγόταν κρότα. Με τα ιδιαίτερα προνόμια που είχαν οι β., αποτελούσαν στις χώρες τους κληρονομικές
κάστες. Κήρυκες των ηγεμόνων και μεσολαβητές στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, συνόδευαν τους πολεμιστές στις
εκστρατείες και πήγαιναν μπροστά στη μάχη. Περισσότερο από αλλού, ο θεσμός διατηρήθηκε με την πάροδο των χρόνων στην
Ουαλία και στην Ιρλανδία. Από τη Γαλατία οι β. εξαφανίστηκαν μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Οι Γερμανοί δεν είχαν β. και
μόνο από μια εσφαλμένη ετυμολογία που συνέδεσε το όνομά τους με το baritus ή barditus (πολεμική κραυγή) που αναφέρει ο
Τάκιτος, κάποιοι σύγχρονοι ποιητές φαντάστηκαν μορφές και τραγούδια β. στις γερμανικές χώρες.
Η λεγόμενη βαρδική ποίηση έγινε ξανά της μόδας τον 18o αι., όταν ο Σκοτσέζος Τζέιμς Μακφέρσον προέβη σε μια
συμπαθητική απάτη, δημοσιεύοντας έναν κύκλο τραγουδιών κάποιου υποτιθέμενου αρχαίου β. Οσιάν (στην πραγματικότητα,
όπως αποδείχθηκε, ήταν δικά του) και παρουσίασε τον γαελικό β., που συνειδητά εναλλάσσει τον επικό τόνο με τον λυρικό και
τον ελεγειακό. Ο ιταλικός ρομαντισμός συμμετείχε στον φανατισμό για τη βαρδική ποίηση με κείμενα όπως ήταν ο Αρμίνιο του
Ιππόλυτου Πιντεμόντε και Ο βάρδος του Μέλανος Δρυμού του Βιντσέντσο Μόντι.
Σήμερα, ο όρος β. χρησιμοποιείται στη χώρα μας ως συνώνυμο του τραγουδοποιού γενικά.
Βαρδουλάκης, Μανούσος. Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Βαρδουλομανούσος). Καταγόταν από τα Σφακιά της
Κρήτης. Πολέμησε ως οπλαρχηγός σε όλες τις μάχες που έγιναν στο νησί, από την αρχή του Αγώνα έως το 1830, οπότε
εγκαταστάθηκε στους Μολάους, όπου και πέθανε.
Βαρδούσια. Ορεινό συγκρότημα (μέγιστο υψόμ. 2.437 μ., Κοκκινιάς) της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας. Αποτελεί συνέχεια της
οροσειράς της Νότιας Πίνδου και η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται στο νότιο τμήμα.
Τα Β. αρχίζουν από το νοτιοδυτικό άκρο του νομού Φθιώτιδος και εκτείνονται με νοτιοανατολική κατεύθυνση Δ της Γκιώνας
(από την οποία τα χωρίζει η κοιλάδα του ποταμού Μόρνου), καθορίζοντας τα όρια μεταξύ των νομών Φθιώτιδος και Φωκίδος.
Στη Φθιώτιδα ανήκει το βόρειο τμήμα των Β., με τις κορυφές Μεγάλη Χούνη (2.286 μ.), Σινάνιο (2.059 μ.) και Μηλιά (1.791
μ.). Στη Φωκίδα, εκτός από τον Κοκκινιά, την ψηλότερη κορυφή, βρίσκονται επίσης οι κορυφές Κόρακας (2.350 μ.) και Κορυφή
(2.256 μ.). Δυτικότερα βρίσκονται οι κορυφές Βλαχοβούνι (1.627 μ.) και Τρίκορφα (1.545 μ.), τις οποίες διαχωρίζει ο Μόρνος,
τέμνοντας εγκάρσια τις πτυχώσεις της οροσειράς. Τα πετρώματα που κυριαρχούν στα Β είναι ο ασβεστόλιθος και ο φλύσχης.
Ο κύριος όγκος των Β., που καλύπτεται από έλατα, αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ των νομών Φθιώτιδος και
Αιτωλοακαρνανίας. Το μεγαλύτερο από τα υδάτινα ρεύματα που πηγάζουν από τα Β είναι ο Εύηνος, που σχηματίζεται στις
βορειοδυτικές κλιτύς του Κόρακα. Άλλα μικρότερα ρεύματα είναι: στη βόρεια πλευρά το Καρυώτικο και το Διχαλόρρεμα, που
αποτελούν τις αρχές του Ευήνου· στη δυτική πλευρά τα ρεύματα Βαρδουσόρρεμα, Σαΐτα, Κακόρρεμα, Κόκκινος,
Γρνιτσόρρεμα· τέλος, στην ανατολική πλευρά τα Δαφνόρρεμα, Αρκουδόρρεμα και Κοκκινόρρεμα. Στη ζώνη πάνω από 2.000 μ.
τα βουνά είναι γυμνά· χαμηλότερα υπάρχουν λιβάδια και εκτεταμένα δάση, στα οποία κυριαρχεί το έλατο, δεν απουσιάζουν
όμως και τα άλλα δασικά δέντρα, ανάλογα με το ύψος και την περιοχή.
Βαρδουσίων, δήμος. Νέος δήμος (2.216 κάτ.) του νομού Φωκίδος, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Αλποχωρίου (Αλεποχωρίου), Αρτοτίνας, Διχωρίου, Ζοριάνου, Κερασέων, Κοκκίνου, Κουπακίου,
Κριατσίου, Κροκυλείου, Πενταγιών, Περιβολίου, Τριστένου και Υψηλού Χωρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου
ορίστηκε ο οικισμός Κροκύλειο.
Βάρδυλις (α’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Βασιλιάς των Ιλλυριών (αναφέρεται και ως Βαρδύλης). Πολέμησε εναντίον των Μακεδόνων,
αλλά υποτάχθηκε το 359 π.Χ. στον Φίλιππο.
Βαρέζε, Έντγκαρ (Edgard Varese, Παρίσι 1885 – Νέα Υόρκη 1966). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, γαλλικής καταγωγής.
Άρχισε σπουδές μαθηματικών, αλλά τελικά αφοσιώθηκε στη μουσική με την καθοδήγηση του Σαρλ-Μαρί Βιντόρ. Δημιούργησε
στην Ευρώπη πολλά μουσικά ιδρύματα και συνέχισε τις μουσικές του δραστηριότητες μετά την εγκατάστασή του στην Αμερική
(1916), ιδρύοντας στη Νέα Υόρκη τη Νέα Συμφωνική Ορχήστρα (1919), της οποίας διετέλεσε και διευθυντής, και αργότερα την
Παναμερικανική Ένωση Συνθετών.
Μουσικός με ξεχωριστή ηθική και πνευματική συνέπεια, θεωρείται ομόφωνα ένας από τους πατέρες της νεότερης
πρωτοποριακής μουσικής. Άφησε, ανάμεσα στις λίγες συνθέσεις του (το 1937 έπαψε να συνθέτει), παρτιτούρες με ιδιαίτερο
ενδιαφέρον όπως τα έργα Όκτανδρο (1924, για επτά πνευστά και κοντραμπάσο), Ιονισμός (1931, για δύο ομάδες κρουστών),
Υπέρπρισμα (1931, για πνευστά και κρουστά), Διάστημα (1937, για χορωδία και ορχήστρα), Του Ισημερινού (1937, για διάφορα
όργανα). Μια σύντομη παρτιτούρα για σόλο φλάουτο (Πυκνότητα 21,5) άνοιξε ευρύτατους ορίζοντες για τις δυνατότητες αυτού
του οργάνου, τις οποίες ανέπτυξαν αργότερα οι νεότερες γενιές συνθετών. Ο τίτλος της σύνθεσης αναφέρεται στην πυκνότητα
ενός φλάουτου από πλατίνα με το οποίο εκτελέστηκε η μουσική. Ο Β. θεωρείται πλέον (μαζί με τον Ιάνη Ξενάκη) από τους
πρωτοπόρους της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής και επηρέασε μουσικούς από όλο το φάσμα της αβανγκάρντ, από τον Στιβ
Ράιχ και τον Φίλιπ Γκλας έως τον Φρανκ Ζάπα.
βαρεία (Γραμμ.). Τόνος της αρχαίας ελληνικής. Βλ. λ. τόνος.
Βαρειά. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 137 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Τριχωνίδος, στη βόρεια όχθη της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας.
2. Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.254 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού, 3 χλμ. Ν
της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Στη Β. γεννήθηκε και πέθανε ο λαϊκός ζωγράφος
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1860-1934, βλ. λ. Θεόφιλος).
Βαρέλα, Φρανσίσκο (Francisco Varela, Χιλή 1946 – Παρίσι 2001). Χιλιανός βιολόγος. Πτυχιούχος του Καθολικού
Πανεπιστημίου της Χιλής, το 1970 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη βιολογία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και τον ίδιο
χρόνο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χιλής, όπου ονομάστηκε τελικά καθηγητής το 1980. Στη
συνέχεια ανακηρύχθηκε επισκέπτης καθηγητής στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης και στο ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Φρανκφούρτης.
Το 1988 έγινε διευθυντής του εργαστηρίου Γνωστικών Νευροεπιστημών και Αναπαράστασης του Εγκεφάλου, στο Εθνικό
Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS).
Ο Β. έγινε ευρύτερα γνωστός ως συνεργάτης του Ουμπέρτο Ματουράνα και συνδημιουργός της νέας θεωρίας της αυτοποίησης.
Οι δύο επιστήμονες εισήγαγαν αυτή τη ριζοσπαστική άποψη στα υπάρχοντα ρεύματα των γνωστικών επιστημών,
υποστηρίζοντας ότι η πράξη της γνώσης συνιστά μια ενεργό διαδικασία που έχει τις ρίζες της στη βιολογική δομή, με τη βοήθεια
της οποίας κυριολεκτικά δημιουργείται ο κόσμος των εμπειριών μας. Στο έργο του συμπεριλαμβάνονται η επέκταση της θεωρίας
της αυτοποίησης, οι πειραματικές μελέτες κατά τη διάρκεια γνωστικών διαδικασιών, με την αναπαράσταση του ανθρώπινου
εγκεφάλου και με μαθηματική ανάλυση, καθώς και μελέτες για την ανθρώπινη συνείδηση, με μια αμοιβαία προσέγγιση
φιλοσοφικών στοιχείων και εμπειρικών ευρημάτων. Για μια πιο συστηματική προσέγγιση της ανθρώπινης συνείδησης, ο Β.,
καθιέρωσε και τον όρο νευροφαινομενολογία. Έλαβε αρκετές διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες και το βραβείο Γκούγκενχαϊμ.
Έγραψε αρκετές μελέτες και βιβλία, ανάμεσα στα οποία τα The Tree of Knowledge: A new look at the biological roots of human
understanding (Το δέντρο της γνώσης: Μια νέα ματιά στις βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης κατανόησης, 1987) και The
Embodied Mind: Cognitive Science and Human Experience (1991).
Βαρέλης, Φώτης (Σάλακας Ρόδου 1911 – ). Λογοτέχνης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο και στη φιλοσοφική σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δάσκαλος (1932-33) και στη συνέχεια ως καθηγητής φιλόλογος,
γυμνασιάρχης και λυκειάρχης (1937-65). Υπήρξε μέλος της Δωδεκανησιακής Νεολαίας στην Αθήνα (1938-39). Παράλληλα,
ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζά του.
Έργα του είναι οι ποιητικές συλλογές Το τραγούδι του σκλάβου (1942), Σταυρός στο χέρι (1961), Θεοί και άνθρωποι (1988),
Τάφος και τρόπαιο (1983), Γεροντικές περιπλανήσεις (1987), Homo sapiens (1991), Όταν οι άνθρωποι μονολογούνε (1992) και
τα πεζογραφήματα Μορφές ζωής (1962, 2 τόμοι), Κίταλα (1977), Αλκυονίδες (1981), Η τελευταία διδασκαλία (1989). Το 1977
τιμήθηκε με βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του Κίταλα.
βαρέλι. Δοχείο κυλινδρικό, ελαφρώς διογκωμένο στη μέση του, ξύλινο ή μεταλλικό. Το ξύλινο (το οποίο είναι πιο
συνηθισμένο) κατασκευάζεται με τις λεγόμενες βαρελοσανίδες, δηλαδή ξύλινες σανίδες που συγκρατούνται και συνάπτονται με
σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια. Τα β. χρησιμεύουν για την αποθήκευση και τη μεταφορά υγρών (νερού, μπίρας, κρασιού, λαδιού
κ.ά.) και γι’ αυτό πρέπει να είναι απολύτως στεγανά. Η μέτρηση του όγκου των β. είναι σχετικά δύσκολη, εξαιτίας του ιδιότυπου
σχήματός τους. Δύο από τους απλούστερους τύπους που έχουν προταθεί για την προσεγγιστική μέτρηση του όγκου τους είναι οι
εξής:
(α) O = 0,0873 χ M χ (δ+2Δ)2,
όπου Ο ο όγκος του β., Μ το εσωτερικό μήκος του, Δ η διάμετρος της κοιλιάς και δ η διάμετρος των σκεπασμάτων.
(β) Ο = 0,012272 χ M χ (5Δ+3δ)2.
Οι παραπάνω τρόποι δίνουν τον όγκο σε λίτρα εφόσον οι διαστάσεις μήκους είναι σε δεκατόμετρα (παλάμες).
Βαρέλλα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 48 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου.
Βαρελλά, Αγγελική (Θεσσαλονίκη 1930 – ). Λογοτέχνης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη
λογοτεχνία, κυρίως την παιδική, και το εκπαιδευτικό βιβλίο.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1966 με το βιβλίο της Η Ελλάδα και εμείς, για το οποίο τιμήθηκε με το α’
βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Με το βιβλίο αυτό αντιπροσώπευσε επίσης τη χώρα μας στον διεθνή
διαγωνισμό παιδικού βιβλίου Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (γίνεται ανά διετία) και τιμήθηκε με έπαινο. Ακολούθησαν τα βιβλία της:
Με το χαμόγελο στα χείλη (αναφέρεται στα μετόπισθεν του έπους του 1940), Η μητέρα μας φύση, Φιλενάδα φουντουκιά μου,
Αρχίζει το ματς, Σε δύο τρελά ημίχρονα, Έξι εναντίον ενός κ.ά. Επίσης, μετά τη μεταπολίτευση του 1974, έγραψε το
Αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού, το οποίο και εγκρίθηκε το 1978 από τον ΟΕΔΒ. Τα θέματά της είναι εμπνευσμένα από το
φυσικό και οικολογικό περιβάλλον, τη μυθολογία, τη βία στα γήπεδα κ.ά. Είναι μέλος πολλών λογοτεχνικών και άλλων
σωματείων.
Βαρελλαίοι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 32 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, στην
πρώην επαρχία Καρυστίας, στο εσωτερικό του όρμου Φίλαγρα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου του νομού Ευβοίας.
Βαρελούδι. Βραχονησίδα του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Βρίσκεται κοντά στο ανατολικό άκρο της νότιας ακτής της Σάμου,
στον όρμο Ψιλή Άμμος, στο στενό της Σάμου.
Βαρένιος, Βερνάρδος (Bernhardus Varenius, 1622 – 1650). Εκλατινισμένο όνομα του Γερμανού γεωγράφου Μπέρνχαρντ
Βάρεν (Bernhard Varen). Έγραψε πολλά έργα, τα πιο γνωστά από τα οποία είναι τα Περιγραφή του βασιλείου της Ιαπωνίας
(1649) και Γενική γεωγραφία· το δεύτερο είχε μεταφραστεί μάλιστα σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Β. συνδυάζει στα
κείμενά του τον επιστημονικό θετικισμό με τη γλαφυρότητα των περιγραφών και του ύφους.
Βαρερία. Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (αναφέρεται και ως Βαλερία). Μαρτύρησε μαζί με τέσσερις άλλες παρθένες
στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Η μνήμη τους τιμάται στις 6 Ιουνίου.
Βαρές, Φραγκίσκος (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Λόγιος των προεπαναστατικών χρόνων, που έζησε πολλά χρόνια στη
Βενετία. Το 1817 κυκλοφόρησε εκεί την Παμέλα ανύπανδρον, σε απλοελληνική γλώσσα, μετάφραση κωμωδίας του Γκολντόνι.
Από τον πρόλογο της μετάφρασης πληροφορούμαστε ότι ο Β. είχε μεταφράσει και άλλη κωμωδία του ίδιου συγγραφέα.
Βαρετάδα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 294 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του
νομού, στην πρώην επαρχία Βάλτου, Α της Αμφιλοχίας και 94 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αμφιλοχίας.
Βαρζάνης (4ος αι. π.Χ.). Πέρσης αξιωματούχος. Ήταν υποτελής του σατράπη Βήσσου που προσπάθησε να υποκινήσει στάση
στην Παρθική εναντίον της μακεδονικής φρουράς, αλλά συνελήφθη και μεταφέρθηκε στον Μέγα Αλέξανδρο, στα Ζαρίασπα.
Βάρη. Πόλη (υψόμ. 25 μ., 10.998 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αττικής, στα ανατολικά
παράλια του Σαρωνικού κόλπου, 25 χλμ. ΝΑ της Αθήνας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής
Αττικής.
Στη θέση του σημερινού οικισμού βρισκόταν κατά την αρχαιότητα ο δήμος Αναγυρούντος. Σχετικά με τα ευρήματα από τον
αρχαίο δήμο, βλ. λ. Αναγυρούς.
Βάρη. Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.187 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά παράλια του νησιού, 9
χλμ. Ν της Ερμούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας του νομού Κυκλάδων.
βαρηκοΐα (Ιατρ.). Η εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας του ανθρώπου. Βλ. λ. κώφωση· ακουστικά (ακουστικά βαρηκοΐας).
Βάρης. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 76 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, προς
τα όρια με τον νομό Κοζάνης, στις νότιες απολήξεις του όρους Βούρινος, 32 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Βεντζίου.
Βάρης, δήμος. Δήμος (10.998 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, που περιλαμβάνει την ομώνυμη πόλη.
Βάρης, όρμος. Ονομασία δύο όρμων.
1. Όρμος του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του, μεταξύ του ακρωτηρίου Ζωστήρ ή Ασπροκάβος στα ΝΔ.
Είναι ανοιχτός προς ΝΑ, οι ακτές του είναι βραχώδεις και στις δύο πλευρές του και ο μυχός του αμμώδης. Στο δυτικό τμήμα του
μυχού βρίσκεται ο οικισμός Βάρκιζα και στο βάθος του, περ. 2 χλμ. βορειότερα, η Βάρη. Ονομάζεται και όρμος της Βάρκιζας.
2. Όρμος της Σύρου. Βρίσκεται στη νότια ακτή της, μεταξύ των ακρωτηρίων Χοντρά ΝΑ και Αχλάδι ΝΔ.
βαρθολίνειοι αδένες (Ανατ.). Ζεύγος αδένων, μεγέθους φασολιού, οι οποίοι βρίσκονται εκατέρωθεν της εισόδου του
γυναικείου κόλπου. Πήραν την ονομασία τους προς τιμήν του Δανού γιατρού και φυσιολόγου Κάσπαρ Μπάρτολιν (Kaspar
Bartholin, 1655-1738), ο οποίος τους επισήμανε πρώτος. Κατά τη συνουσία, οι αδένες αυτοί εκκρίνουν από έναν μικρό πόρο
διαυγές, βλεννώδες υγρό, που λιπαίνει την είσοδο του κόλπου με σκοπό να διευκολύνει τη σεξουαλική επαφή.
βαρθολινίτιδα (Ιατρ.). Πάθηση των βαρθολίνειων αδένων, η οποία, όταν οφείλεται σε γονοκοκκική μόλυνση, συνήθως
εξελίσσεται σε χρόνια. Αποφράσσονται δηλαδή οι αγωγοί από τη φλεγμονή και κατακρατείται το πύον, προκαλώντας οξύ πόνο.
Κατά την εξέλιξη της νόσου παρατηρείται διόγκωση κοντά στην είσοδο του κόλπου και αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος.
Βαρθολομαίος (εβρ. Βαρ-θολόμ = γιος του Θολομαίου, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους, από τους πρώτους
μαθητές του Χριστού και άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας· ίσως να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Ναθαναήλ. Η Καινή
Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα για την αποστολική δράση του Β. Κατά τον Ευσέβιο, κήρυξε τον χριστιανισμό στη νότια Αραβία,
στην οποία μετέφερε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου στην εβραϊκή γλώσσα. Κατά τον Χρυσόστομο, ο Β. κήρυξε στην Αρμενία και
στη Μικρά Ασία και, σύμφωνα με την παράδοση, θανατώθηκε στη Λυκαονία ή στην Αρμενία. Η μνήμη του γιορτάζεται από την
Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 11 Ιουνίου και από την Δυτ. Καθολική Εκκλησία στις 24 Αυγούστου.
Βαρθολομαίος. Όνομα λογίων μοναχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Μοναχός (9oς αι.). Έζησε στην Έδεσσα της Συρίας. Έγραψε τον Έλεγχο Αγαρηνού, όπου αντικρούει τις μουσουλμανικές
δοξασίες. Του αποδίδεται επίσης και η μελέτη Κατά Μωάμεθ, η οποία σώθηκε χωρίς όνομα συγγραφέα.
2. Μοναχός (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.). Ήταν ελληνικής καταγωγής, αλλά έζησε στην Καλαβρία της Ιταλίας, όπου και ίδρυσε
μοναστήρι, την περιώνυμη μονή της Κρυπτοφέρρης. Συνέγραψε ύμνους, καθώς και τον Βίο του αγίου Νείλου.
3. Ιερομόναχος από την Ίμβρο, γνωστός ως Β. ο Κουτλουμουσιανός (β’ μισό 18ου – α’ μισό 19ου αι.). Βλ. λ. Βαρθολομαίος ο
Κουτλουμουσιανός.
Βαρθολομαίος. Όνομα διαφόρων επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, της εποχής της τουρκοκρατίας και των πρώτων
χρόνων του νεότερου ελληνικού κράτους.
1. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας (1660-92). Καταγόταν από την Ήπειρο. Δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα για τη διαφύλαξη
της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας από τυχόν δογματικές παρεκκλίσεις.
2. Μητροπολίτης Αθηνών (κατά διαστήματα από το 1764 έως το 1780). Οργάνωσε πρεσβεία και πήγε στην Κωνσταντινούπολη,
όπου πέτυχε να απαλλαγεί η Αθήνα από την τυραννία του Τούρκου διοικητή Αλή Χασεκή.
3. Επίσκοπος Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1833-61). Νωρίτερα ήταν επίσκοπος Μοσχονησίων, αλλά κατέφυγε στην ελεύθερη
Ελλάδα ως πρόσφυγας. Το 1824 διορίστηκε τοποτηρητής της επισκοπής Σίφνου.
4. Επίσκοπος Τριφυλίας και Ολυμπίας (1866-71). Το κοσμικό όνομά του ήταν Σωτηριάδης. Φοίτησε στη θεολογική σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
5. Μητροπολίτης Κορινθίας (1891-1918). Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεωργιάδης. Αποφοίτησε από τη θεολογική σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών (1861). Το 1867 διορίστηκε διευθυντής της ιερατικής σχολής Χαλκίδας, θέση στην οποία παρέμεινε έως
την ανακήρυξή του σε μητροπολίτη. Διακρίθηκε και ως συγγραφέας διδακτικών βιβλίων.
Βαρθολομαίος (Κατσούρης, Αθήνα 1928 – ). Μητροπολίτης Mεγάρων και Σαλαμίνας (1974-). Σπούδασε στη θεολογική και
στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1954 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1958 πρεσβύτερος. Υπηρέτησε ως
ιεροκήρυκας και πρωτοσύγκελος στην ιερά μητρόπολη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών, ενώ διετέλεσε και γραμματέας και
αρχιγραμματεύων της Ιεράς Συνόδου. Το 1974 εξελέγη πρώτος μητροπολίτης Μεγάρων και Σαλαμίνας, όπου έχει αναπτύξει
πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Συγκεκριμένα, στη μητροπολιτική του περιφέρεια λειτουργούν, εκτός των
άλλων, το γηροκομείο ο Άγιος Λαυρέντιος Σαλαμίνας, το ίδρυμα υποτροφιών Κρουνοί της Αγάπης, ενώ εκδίδονται το διμηνιαίο
περιοδικό Ο Λόγος του Σταυρού και το νεανικό (τετραμηνιαίο) Αντίφωνον.
Βαρθολομαίος Α’ (Δημήτριος Αρχοντώνης, Άγιοι Θεόδωροι Ίμβρου 1940 – ). Οικουμενικός πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως (1991-). Φοίτησε στο Ζωγράφειο Λύκειο της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια σπούδασε στη
Θεολογική Σχολή Χάλκης. Μετεκπαιδεύτηκε στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών Ρώμης (με υποτροφία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου), στο Οικουμενικό Ινστιτούτο Bossey Ελβετίας και στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, με ειδίκευση στο ανατολικό
κανονικό δίκαιο. Αναγορεύτηκε διδάκτορας του κανονικού δικαίου στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης, παρουσιάζοντας
τη διατριβή Περί την Κωδικοποίησιν των ιερών κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Το 1961
χειροτονήθηκε διάκονος και το 1968 πρεσβύτερος, ενώ το 1972 εξελέγη μητροπολίτης Φιλαδελφείας και το 1990 διαδέχθηκε
τον Μελίτωνα στη μητρόπολη Χαλκηδόνας. Διετέλεσε βοηθός σχολάρχης στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και μέλος της Ιεράς
Συνόδου, καθώς και πολλών άλλων συνοδικών επιτροπών.
Στις 22 Οκτωβρίου 1991, μετά τον θάνατο του Δημητρίου, εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Έχει αναπτύξει αξιόλογες
δραστηριότητες για την επίλυση σύγχρονων προβλημάτων, όπως το οικολογικό, η ανεργία, η φτώχεια κ.ά., ενώ ταυτόχρονα
αγωνίζεται για την ενότητα των ορθοδόξων Εκκλησιών, την προσέγγιση με τις ετερόδοξες Εκκλησίες, την επαναλειτουργία της
Θεολογικής Σχολής Χάλκης κ.ά. Για την επίτευξη των στόχων του έχει επισκεφθεί πολλές χώρες. Έχει πλούσιο συγγραφικό
έργο και μιλάει, εκτός της ελληνικής και της τουρκικής γλώσσας, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά.
Βαρθολομαίος ο Αγγλικός (Bartholomaeus Anglicus, 13oς ή 14oς αι.). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός, θεολόγος και
μουσικός. Έγραψε το εγκυκλοπαιδικό έργο De proprietatibus rerum, στο οποίο περιλαμβάνεται και μια μελέτη του για τη
μουσική.
Βαρθολομαίος ο Κουτλουμουσιανός (Ίμβρος 1772 – ;). Ιερομόναχος και λόγιος. Οφείλει την προσωνυμία του στη μονή του
Κουτλουμουσίου, όπου μόνασε. Δίδαξε θεολογία στη Σχολή της Χάλκης, καθώς επίσης στη Θεσσαλονίκη, στην Κέρκυρα και
στη Βενετία. Στη Βενετία, εξάλλου, τύπωσε τα λειτουργικά βιβλία Μικρό Προσευχητάριον (1828) και Ωρολόγιον το Μέγα
(1832), σε μια εποχή κατά την οποία υπήρχε μεγάλη ανάγκη λειτουργικών βιβλίων για λαϊκή χρήση. Από τότε συνέχισε την
έκδοση βιβλίων του είδους, αλλά και μιας Εισαγωγής εις την Γραμματικήν. Σημαντική υπήρξε η προσφορά του με την έκδοση
των Μηνιαίων, τα οποία θεωρούνται και η σπουδαιότερη εκδοτική του εργασία.
Βαρθολομιό. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 3.093 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, δεξιά του
ποταμού Πηνειού, 32 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
Ιστορία. Στις 10 Νοεμβρίου 1825 οι κάτοικοι του Β. αντιστάθηκαν στον στρατό του Ιμπραήμ που πέρασε από εκεί, τελικά όμως
υπέκυψαν.
Βαρθολομιού, δήμος. Δήμος (5.348 κάτ.) του νομού Ηλείας που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις κοινότητες Δήμητρας, Καλυβίων Μυρτουντίων, Λυγιάς και Μάχου, οι οποίες
καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε το Βαρθολομιό.
Βαριαδίτης, Αποστολάκης (Σούλι ; – Μεσολόγγι 1825). Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στο σώμα του Λάμπρου Βέικου και
σκοτώθηκε κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου, τον Αύγουστο του 1825.
βαρίδα (Φυσ.). Μονάδα πίεσης, η οποία χρησιμοποιείται στο μετρικό σύστημα CGS. Η β. ορίζεται ως η πίεση που ασκείται από
μια δύναμη ίση προς μία δύνη πάνω σε μια κάθετη επιφάνεια ίση προς ένα τετραγωνικό εκατοστόμετρο. Ισχύει η εξής ισότητα:
1 dyn/cm2 = 0,1 Pa = 9,87 10-7 Atm.
Στη μετεωρολογία, χρησιμοποιείται συνήθως ένα πολλαπλάσιο της β., η μεγαβαρίδα ή μπαρ, ίση προς ένα εκατομμύριο β. (βλ.
λ. μπαρ).
Βαρίδι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 54 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά
στο δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων.
βαριετέ (Θέατρο). Ελαφρύ θεατρικό είδος, χωρίς ενιαία υπόθεση, με επικρατέστερο τον μουσικό χαρακτήρα. Παράλληλα, έχει
επικρατήσει ο όρος να δηλώνει και το θέατρο όπου παρουσιάζεται το β. Ως θέαμα μπορεί να αναχθεί στις μεσαιωνικές
παραστάσεις των γελωτοποιών. Στοιχεία του β. υπάρχουν και στο τσίρκο, στα θεάματα των αγγλικών pleasure gardens (= κήποι
τέρψεως), που τον 17o και 18o αι. λειτουργούσαν ως τόποι συγκεντρώσεων, και περισσότερο ακόμη στα καφέ-σαντάν και στα
καφέ-κονσέρ, που αντιπροσωπεύουν το πρώτο στάδιο του θεάτρου β.
Με τη μετάβαση στην κλασική μορφή των θεατρικών παραστάσεων, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., το β. έχασε σε μεγάλο
βαθμό τον τολμηρό χαρακτήρα που είχε προηγουμένως, καθώς απευθυνόταν πλέον σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Ποικίλο στο
πρόγραμμα (η γαλλική λέξη variete σημαίνει ακριβώς τον ποικίλο χαρακτήρα του θεάματος), ανάλογα με τον τόπο και την
εποχή, το β. περιλάμβανε ωστόσο ορισμένα απαραίτητα νούμερα, όπως ο τραγουδιστής, ο κωμικός και το μπαλέτο. Στις
Ηνωμένες Πολιτείες, το αντίστοιχο είδος, για το οποίο προτιμάται ο όρος vaudeville, προήλθε κυρίως από τα honky tonks,
κέντρα όπου σύχναζαν άνθρωποι του υπόκοσμου και όπου πρωτοεμφανίστηκαν τα μελλοντικά μεγάλα ονόματα του θεάματος
αυτού του είδους (βλ. λ. βοντβίλ).
Σήμερα το β. έχει αντικατασταθεί σχεδόν παντού από την επιθεώρηση. Επιζεί μόνο σε παραστάσεις των νάιτ κλαμπ.
Βαρίκας. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821.
1. Δημήτριος. Πολέμησε ως οπλαρχηγός, τραυματίστηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου και πέθανε δύο μέρες μετά.
2. Ιωάννης. Γιος του Δημητρίου, πολέμησε στους Μύλους, στα Δερβενάκια, στη Στερεά Ελλάδα κ.α.
Βαρίκας, Βάσος (Κάρπαθος 1913 – Αθήνα 1971). Δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα
και αισθητική και ιστορία της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Άρχισε τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του από το
1939. Διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Τα Νέα και βιβλιοκριτικός στην εφημερίδα Το Βήμα, καθώς και προϊστάμενος
του τμήματος δελτίων ειδήσεων του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Έργα του: Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης (1936), Κ.Γ.
Καρυωτάκη-Το δράμα μιας γενιάς (1937), Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία (1939) κ.ά.
Βαρικό. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 17 μ., 161 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον
νομό Κοζάνης, στις βόρειες κλιτύς του όρους Μορίκι, 71 χλμ. Ν της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στρυμονικού.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 698 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στα δεξιά του
ποταμού Στρυμόνα, 28 χλμ. ΝΔ των Σερρών. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας.
Βαρικού, κοινότητα. Κοινότητα (698 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό.
Βαρινιόν, Πιέρ (Pierre Varignon, Καν 1654 – Παρίσι 1722). Γάλλος μαθηματικός. Υπήρξε από τους πρώτους που εφάρμοσαν
τις μεθόδους του απειροστικού λογισμού του Νεύτωνα και του Λάιμπνιτς στη μηχανική (αρχή των δυνατών έργων κλπ.). Εκτός
από τις μελέτες του στη στατική (πολύ γνωστό είναι το θεώρημά του για τις ροπές), ο Β. μελέτησε διάφορα προβλήματα της
γεωμετρίας, ιδιαίτερα τα σχετικά με τις καμπύλες οι οποίες είναι γνωστές με την ονομασία σπείρες. Δίδαξε μαθηματικά στο
Παρίσι και διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών. Πολλές εργασίες του δημοσίευσε μεταγενέστερα η Γαλλική
Ακαδημία Επιστημών.
βάριο (Χημ.). Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba, το οποίο ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην
υποομάδα των αλκαλικών γαιών. Έχει ατομικό αριθμό 56, ατομική μάζα 137,34 και 7 σταθερά ισότοπα.
Σε καθαρή κατάσταση είναι αργυρόχρωμο μέταλλο, κάπως σκληρότερο από τον μόλυβδο, ευήλατο και σφυρήλατο, με σημείο
τήξης 850°C· σε υγρασία καίγεται με φλόγα κιτρινοπράσινη και πολύ λαμπερή. Είναι το όγδοο σε αφθονία στοιχείο του γήινου
φλοιού. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά μόνο με τη μορφή ορυκτών αλάτων, με σπουδαιότερα τον βαρίτη (BaSO4) και
τον βιθερίτη (BaCO3).
Το 1774 ο Σουηδός χημικός Καρλ Βίλχελμ Σέελε αναγνώρισε πρώτος το οξείδιο του β. (BaO) στον βαρίτη και το 1808 το
στοιχείο απομονώθηκε από τον Χάμφρεϊ Ντέιβι με ηλεκτρόλυση. Το 1906, ο Γκιντς εφάρμοσε την αναγωγή του οξειδίου του β.
με αργίλιο στους 1200°C σε κενό (3BaO + 2Αl  3Ba + Al2O3). Ακολούθησε ο Ματινιόν το 1913, ο οποίος αντικατέστησε το
αργίλιο με πυρίτιο ή με σιδηροπυρίτη (3BaO + Si  2Ba + BaSiO3), που ήταν οικονομικότερος. Η σύγχρονη βιομηχανική
παραγωγή του β. βασίζεται στην ηλεκτρόλυση του χλωριούχου β. (BaCl2) σε κατάστασης τήξης, κυρίως όμως εφαρμόζεται η
μέθοδος αναγωγής με αργίλιο μειγμάτων μονοξειδίου και υπεροξειδίου του β. (BaO και BaO 2) σε ηλεκτρικές καμίνους υπό κενό.
Το β. έχει παρόμοια χημική συμπεριφορά με το ασβέστιο: συμπεριφέρεται ως δισθενές και είναι πολύ δραστικό μέταλλο.
Οξειδώνεται πολύ εύκολα προς οξείδιο του β., ενώ αντιδρά με όλα τα αλογόνα σε συνήθεις θερμοκρασίες σχηματίζοντας
αλογονούχα άλατα. Με θέρμανση, αντιδρά με το υδρογόνο σχηματίζοντας υδρίδιο (BaH 2) και με το άζωτο σχηματίζοντας
νιτρίδιο (Ba3N2). Χρησιμοποιείται γενικά σε κράματα με τον μόλυβδο, το νικέλιο και τον χαλκό. Από τις ενώσεις του β. οι πιο
ενδιαφέρουσες είναι το θειούχο β. (BaS) από το οποίο παράγονται οι υπόλοιπες, τα άλατα νιτρικό, ανθρακικό και θειικό β. –
Ba(NO3)2, BaCO3, BaSO4, αντίστοιχα– και το οξείδιο και υδροξείδιο του β.
Το νιτρικό β. χρησιμοποιείται στην πυροτεχνουργία για τη σύνθεση εκρηκτικών μειγμάτων και στην παραγωγή τεχνητής
πράσινης φλόγας. Το θειικό β. χρησιμοποιείται στην ιατρική ως διαγνωστικό μέσο στις ακτινογραφικές εξετάσεις του στομάχου
και του δωδεκαδάκτυλου. Έχει επίσης εφαρμογή ως χρωστική, σε μορφή λευκής σκόνης με την ονομασία σταθερό λευκό, ή σε
μείγμα με θειούχο ψευδάργυρο, γνωστό ως λιθοπόνιο. Το ανθρακικό β. χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κεραμικών και ως
ποντικοφάρμακο. Το οξείδιο του β. χρησιμοποιείται ως αποξηραντικό και το υπεροξείδιο, το οποίο προκύπτει με θέρμανση του
οξειδίου στον αέρα, δρα ως λευκαντικό. Το υδροξείδιο του β., Ba(OH) 2, ή αλλιώς ύδωρ βαρίτη, εφαρμόζεται στη βυρσοδεψία
και στη ζαχαροβιομηχανία ως διαχωριστικό του σακχάρου από τη μελάσα.
Τα πτητικά άλατα του β. χρωματίζουν πράσινη τη φλόγα και η ιδιότητα αυτή χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για την ποιοτική
ανίχνευση του β. Για την ποσοτική ανάλυση, το β. καθιζάνει με τη μορφή του θειικού άλατος, που είναι πρακτικά αδιάλυτο.
Το μεταλλικό β. χρησιμοποιείται στην κατασκευή θερμοϊονικών λυχνιών, με σκοπό να απομακρυνθούν τα υπόλοιπα ίχνη αέρα
και να σχηματιστεί έτσι πληρέστερο κενό. Στον ίδιο τομέα, με κάποια κράματα β. κατασκευάζονται εξαρτήματα ραδιολυχνιών
και ηλεκτρόδια ως κηρία ανάφλεξης. Το στοιχείο βρίσκει επίσης εφαρμογή στον καθαρισμό του χαλκού και ως συστατικό των
κραμάτων χαμηλής τριβής με πιο γνωστό το κράμα β., μολύβδου και ασβεστίου, το οποίο χρησιμοποιείται σε στοιχεία μηχανών.
βαριόμετρο (Αεροναυτ.). Όργανο το οποίο μετρά τις αλλαγές υψομέτρου στην αεροπλοΐα. Αποτελείται από δύο πηνία
συνδεδεμένα σε σειρά και τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε το κινητό (εσωτερικό πηνίο) να μπορεί να περιστρέφεται γύρω
από άξονα μέσα στο ακίνητο. Το β. έχει μεταβλητό συντελεστή αυτεπαγωγής. Τα δύο πηνία έχουν τον μέγιστο συντελεστή
αυτεπαγωγής, όταν το ρεύμα που τα διαρρέει έχει την ίδια φορά και στα δύο. Ο συντελεστής αυτεπαγωγής αποκτά την ελάχιστη
τιμή του όταν το εσωτερικό πηνίο στραφεί κατά 180°, οπότε η φορά του ρεύματος που διαρρέει το ένα πηνίο είναι αντίθετη απ’
ό,τι στο άλλο.
Βάριος Ρούφος (Varius Rufus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Ήταν φίλος του Βιργίλιου και του Οράτιου. Έγραψε μια
τραγωδία σχετικά με τον μύθο του Θυέστη και ένα έπος για τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα και τους πολέμους του
Αυγούστου. Τα έργα αυτά δεν διασώθηκαν. Η τραγωδία Θυέστης παίχτηκε το 29 π.Χ. στους αγώνες για τον εορτασμό της νίκης
του Ακτίου, και ο συγγραφέας πήρε 1.000.000 σηστερτίους γι’ αυτήν από τον Αύγουστο. Ο Κουιντιλιανός τη χαρακτήρισε
ισάξια προς οποιαδήποτε ελληνική τραγωδία. Ο Β. υπήρξε και ο εκδότης της Αινειάδας μετά τον θάνατο του Βιργίλιου.
βαρίσκιο (Γεωλ.). Βλ. λ. ερκύνια ορεογένεση.
βαρίστορ (Ηλεκτρ.). Ειδική ηλεκτρική αντίσταση, η τιμή της οποίας δεν μεταβάλλεται γραμμικά με την εφαρμοζόμενη τάση,
αλλά εκθετικά. Οι αντιστάσεις αυτές κατασκευάζονται με ανάμειξη κρυστάλλων ημιαγωγού υλικού (ανθρακοπυρίτιο) και
συνδετικού υλικού (πηλός, υδρύαλος, βερνίκι, ρητίνη) που συμπιέζονται και ψήνονται έως τους 1700°C. Τα β. είναι απλά,
φτηνά, ο θερμικός συντελεστής τους είναι αρνητικός και μπορούν να λειτουργήσουν με μεγάλες υπερφορτώσεις. Τα
μειονεκτήματά τους είναι ότι έχουν θόρυβο χαμηλής συχνότητας και αλλάζουν χαρακτηριστικά με τον χρόνο και τη
θερμοκρασία. Χρησιμοποιούνται ως ρυθμιστές τάσης και έντασης στα κυκλώματα υπολογιστών κ.α.
βαρίτης (Ορυκτ.). Το σπουδαιότερο ορυκτό του βαρίου. Αποτελείται από θειικό βάριο (BaSO4) με περιεκτικότητα 65,79% σε
οξείδιο του βαρίου (BaO). Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα, έχει σκληρότητα 3 βαθμών της
σκληρομετρικής κλίμακας (MOS), ειδικό βάρος 4,3-4,7, τήκεται πολύ δύσκολα και χρωματίζει κιτρινοπράσινη την άχρωμη
φλόγα. Είναι ημιδιαφανής με λευκό χρώμα και υαλώδη και μαργαριταρώδη λάμψη. Είναι πολύ διαδεδομένος, ιδιαίτερα ως
ορυκτό φλεβών και θειούχων μεταλλευμάτων. Αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη για την παρασκευή του βαρίου και των ενώσεών
του, ενώ χρησιμοποιείται επίσης στην παρασκευή λευκού του βαρίου (μόνιμο λευκό χρώμα) και λιθοπονίου (μείγμα θειούχου
ψευδαργύρου και θειικού βαρίου) που αντικαθιστά το δηλητηριώδες λευκό του μολύβδου, στην κατασκευή χαρτιού υψηλής
ποιότητας και βερνικοχρωμάτων, στη βιομηχανία χαλιών και μεταξιού, στην αγγειοπλαστική κ.α. Εκτεταμένα κοιτάσματα β.
υπάρχουν στην Ισπανία, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ.
βάρκα. Βλ. λ. λέμβος.
Βάρκα. Επώνυμο επιφανούς οικογένειας της αρχαίας Καρχηδόνας, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στους αγώνες της πόλης με
τη Ρώμη. Για τους κυριότερους εκπροσώπους της οικογένειας, βλ. λ. Αμίλκας Βάρκας· Αννίβας· Άννων· Ασδρούβας.
Βαρκά. Ονομασία πέντε οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 66 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Μεσολογγίου, κοντά στη νοτιοανατολική όχθη της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Μακρυνείας.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 55 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Ηρακλείας.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 12 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες
απολήξεις της κορυφής Αναλήψεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροποτάμου.
4. Οικισμός (42 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας.
5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 72 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις
του όρους Οίτη, Δ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υπάτης.
βαρκαρόλα (Μουσ.). Μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων (ιταλ. barcarola <
barca = βάρκα). Αποτελείται από μια μελωδία που στην αρχή τραγουδιέται σόλο και συνεχίζεται, όπως το γαλλικό κουπλέ
(couplet), από χορωδία που τραγουδάει σε ταυτοφωνία. Κατά τον 19o αι. πολλοί μουσικοί την εισήγαγαν στα μελοδράματά
τους, όπως ο Ντανιέλ Φρανσουά Ομπέρ στο Φρα Ντιάβολο και ο Γκαετάνο Ντονιτζέτι στο Mαρίν Φαλιέρο, το μελόδραμα με το
οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε και επιβλήθηκε στο Παρίσι. Ο Μέντελσον, ο Σοπέν και ο Τσαϊκόφσκι τη μετέφεραν στην ενόργανη
μουσική, συνθέτοντας β. για σόλο πιάνο. Ακόμη και ο Όφενμπαχ, ο σπινθηροβόλος συνθέτης οπερέτας, εισήγαγε (αφού την
ξαναδούλεψε) μια πολύ παλιά β. στην τρίτη πράξη του έργου του Παραμύθια του Χόφμαν: Όμορφη νύχτα, νύχτα έρωτα.
Βάρκας. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα.
1. Γεώργιος. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε ιδιαίτερα στη ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου
1824) και στην εκστρατεία στην Αλεξάνδρεια (26 Ιουνίου 1826).
2. Δημήτριος. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις και πολέμησε και στην ξηρά, στο Ναύπλιο. Το 1828-29, επί Ιωάννη
Καποδίστρια, υπηρετούσε στον στολίσκο του Αμβρακικού που υποστήριζε τις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της δυτικής
Ελλάδας.
Βαρκελώνη (Barcelona). Πόλη (1.503.884 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας
(7.728 τ. χλμ., 4.804.626 κάτ. το 2001) και της αυτόνομης περιοχής της Καταλονίας. Είναι χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου,
σε μια παράλια πεδινή έκταση, μεταξύ των εκβολών των ποταμών Λιομπρεγκάτ και Μπεσός, στην παρυφή μιας σειράς λόφων,
ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Τιμπιντάμπο (532 μ.) και ο Μόντχουιτς (173 μ.).
Δεύτερη πόλη της Ισπανίας σε πληθυσμό, μετά τη Μαδρίτη, η Β. είναι ωστόσο το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, στο οποίο
εισρέουν τα προϊόντα (κάρβουνο, χάλυβας, βαμβάκι) που κατά ένα μέρος τροφοδοτούν τις κυριότερες βιομηχανίες της χώρας:
υφαντουργικές, μηχανουργικές, μεταλλουργικές, χημικές, αεροναυπηγικές, αυτοκινητοβιομηχανίες κ.ά. Υπολογίζεται ότι από το
λιμάνι της παρουσιάζει ετήσια διακίνηση εμπορευμάτων πάνω από 11 εκατ. τόνους. Πολύ μεγάλη κίνηση έχει και το διεθνές
αεροδρόμιο της πόλης, που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη Οσπιταλέτ, κοντά στις εκβολές του Λιομπρεγκάτ.
Πολεοδομικά, η πόλη αποτελείται από δύο τμήματα, τα οποία συνδέονται μέσω της Πλάθα ντε Καταλούνια. Η παλιά πόλη
εκτείνεται ΝΑ προς το λιμάνι και φιλοξενεί τα κυριότερα μνημεία, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η επιβλητική γοτθική
μητρόπολη (14ος-15ος αι.), το βασιλικό ανάκτορο, που φιλοξενεί διάφορα μουσεία, και οι εκκλησίες της Σάντα Μαρία ντελ
Μαρ και του Σαν Πάμπλο ντελ Κάμπο· την παλιά πόλη διασχίζει μια σημαντική οδική αρτηρία (Λα Ράμπλα). Η σύγχρονη πόλη,
Ενσάντσε, επεκτάθηκε προς τα Β και τα Δ με πλατιές λεωφόρους και ευθύγραμμους δρόμους. Από τα σύγχρονα μνημεία, το πιο
χαρακτηριστικό είναι η ημιτελής νεογοτθική εκκλησία, αφιερωμένη στην Αγία Οικογένεια, ενώ ενδιαφέρον είναι επίσης το
Πουέμπλο Σπανιόλ, σύνολο αναπαραστάσεων διάφορων οικοδομημάτων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, από όλες τις
περιοχές της Ισπανίας. Τη νέα πόλη διασχίζει ο Nτιαγκονάλ, ο ωραιότερος δρόμος της. Η πλατεία της Καταλονίας είναι το
επίκεντρο ολόκληρης της δραστηριότητας της πόλης.
Η Β. είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά κέντρα της χώρας, με πολυάριθμα μουσεία, ορισμένα από τα οποία βρίσκονται
στο πάρκο του Μόντχουιτς και περιλαμβάνουν ενδιαφέροντα τμήματα ρομανικής τέχνης. Έχει επίσης, πλούσιες βιβλιοθήκες,
ενώ εκεί εδρεύει και το Μουσείο Πικάσο. Είναι έδρα του ομώνυμου πανεπιστημίου (1450) και του Αυτόνομου Πανεπιστημίου
της Β. (1968).
Το 1992 η πόλη βρέθηκε στο επίκεντρο του κόσμου με την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων, οι οποίοι στέφθηκαν από μεγάλη
επιτυχία, αλλά παράλληλα της προσέδωσαν νέα αίγλη, η οποία συνοδεύτηκε από πλούσιες και ποικίλες πολιτιστικές
εκδηλώσεις. Είναι επίσης πολύ γνωστή η ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης, η περίφημη Μπαρτσελόνα, με εκατομμύρια
φίλους σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ιστορία. Η Β. ιδρύθηκε από τους Καρχηδονίους και μάλιστα, σύμφωνα με μία εκδοχή, η ονομασία της οφείλεται στο όνομα της
διάσημης οικογένειας των Βάρκα (Barca), γόνος της οποίας ήταν ο στρατηγός Αννίβας. Υπήρξε σημαντικό ρωμαϊκό κέντρο με
την ονομασία Μπαρθίνο (Barcino), αλλά έπειτα την κατέλαβαν οι Βησιγότθοι (5ος αι. μ.Χ.) και την έκαναν πρωτεύουσα του
βασιλείου τους. Περιήλθε για σύντομο διάστημα στην κατοχή των Αράβων (8ος αι.) και κατόπιν των Φράγκων του
Καρλομάγνου (801), ο οποίος την επέλεξε ως πρωτεύουσα της Ισπανικής Μαρκιονίας (Marca Hispanica). Η Μαρκιονία έγινε
ανεξάρτητη υπό τους κόμητες της Β., οι οποίοι τελικά επεξέτειναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την Καταλονία. Όταν η
Καταλονία ενώθηκε με το βασίλειο της Αραγονίας (12ος αι.), η Β. παρέμεινε πρωτεύουσα, με διαρκή ανάπτυξη της οικονομικής
και εμπορικής της σπουδαιότητας, ειδικά στις συναλλαγές της με την Ανατολή.
Από τον 16o αι. και ύστερα, η παρουσία των Τούρκων στη Μεσόγειο και το μονοπώλιο της Καστίλης στο εμπόριο με την
Αμερική προκάλεσαν τη βαθμιαία παρακμή της πόλης, η οποία παρατάθηκε έως τις αρχές του 19ου αι. Η Β. ήταν πάντοτε οχυρό
του καταλονικού αυτονομιστικού κινήματος και υπήρξε θέατρο διαφόρων εξεγέρσεων εναντίον της κεντρικής εξουσίας της
Ισπανίας, ενώ το 1931, με την πτώση της μοναρχίας, ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα αυτόνομου κράτους.
Βάρκη. Αρχαία πόλη της Κυρηναϊκής, η οποία ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Στη θέση της βρίσκεται σήμερα η πόλη της
βορειοανατολικής Λιβύης Ελ Μαργκ ή Μερχ (Merj), χτισμένη στο οροπέδιο της Β., στα Δ του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης. Στο
οροπέδιο ζουν Βεδουίνοι, που ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, την πόλη έχτισαν οι γιοι του βασιλιά της Κυρήνης Βάττου. Γύρω στο 540 π.Χ. οι γιοι αυτοί
στασίασαν εναντίον του βασιλεύοντος αδελφού τους Αρκεσίλαου Β’ και έχτισαν την πόλη με τη βοήθεια της λιβυκής φυλής των
Βακάλων. Όταν σκοτώθηκε ο Αρκεσίλαος, η μητέρα του Φερετίμη πήγε στον Καμβύση και παρουσίασε τον φόνο του γιου της
ως συνέπεια των δήθεν φιλομηδικών αισθημάτων του. Ο Καμβύσης έστειλε εναντίον της πόλης μεγάλο στόλο και μετά από
πολιορκία εννέα μηνών την κυρίευσε. Η Φερετίμη ανασκολόπισε τότε τους υποθετικούς φονιάδες του γιου της και έκοψε τους
μαστούς των γυναικών τους, στολίζοντας με αυτούς τα τείχη. Όσοι κάτοικοι δεν ήταν Βαττιάδες παραδόθηκαν στους Πέρσες,
που τους μετέφεραν στην Αίγυπτο. Ο Δαρείος τούς λυπήθηκε και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη Βακτρία, σε μια πόλη
που ονόμασαν επίσης Β. Η πρώτη Β. παράκμασε όμως γρήγορα, αν και ανήκε στην Πεντάπολη της Κυρηναϊκής.
Βάρκιζα. Συνοικισμός της Αττικής, στη δυτική ακτή του Σαρωνικού κόλπου, ο οποίος συγχωνεύτηκε στον δήμο Βάρης και
πήρε την ονομασία Αλίανθος. Χτισμένος στις ακτές του ομώνυμου όρμου (αλλιώς, όρμος της Βάρης), αποτελεί ένα από τα
ωραιότερα θέρετρα της Αττικής, με οργανωμένες πλαζ και σημαντική τουριστική κίνηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Βάρκιζας, συμφωνία. Συμφωνία η οποία υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 στη Βάρκιζα, ανάμεσα σε αντιπροσωπεία
του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και στην τότε ελληνική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα. Την
αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν ο επικεφαλής Γεώργιος Σιάντος και ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, ο Ηλίας Τσιριμώκος και
ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης ως στρατιωτικό σύμβουλο, ενώ η κυβερνητική αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τον επικεφαλής
Ιωάννη Σοφιανόπουλο, υπουργό Εξωτερικών, και τους Περικλή Ράλλη (υπουργό Εσωτερικών), Ιωάννη Μακρόπουλο (υπουργό
Γεωργίας) και Παυσανία Κατσώτα ως στρατιωτικό σύμβουλο. Με τη συμφωνία τερματίζονταν οι επιχειρήσεις του Ελληνικού
Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) από το ένα μέρος και των αγγλικών στρατευμάτων από το άλλο. Επίσης, η ελληνική
κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση να εξασφαλίσει την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών φρονημάτων. Η συμφωνία
προέβλεπε επίσης την κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και άλλων αντιστασιακών
οργανώσεων, τη συγκρότηση εθνικού στρατού και την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες του
κατακτητή. Καθόριζε επίσης και τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό καθώς και εκλογών συντακτικής συνέλευσης.
Χορηγούσε, τέλος, αμνηστία στα πολιτικά αδικήματα που είχαν συντελεστεί από την 3η Δεκεμβρίου 1944 και μετά. Οι ένοπλες
δυνάμεις του ΕΑΜ παρέδωσαν, έπειτα από τη συμφωνία, τον οπλισμό τους, η τήρηση όμως της συμφωνίας υπονομεύτηκε
τελικά από αντιδραστικές παρεμβάσεις, γεγονός που οδήγησε την Ελλάδα στα τραγικά γεγονότα και στις δυσάρεστες πολιτικές
εξελίξεις που ακολούθησαν.
Βαρκό. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Οικισμός (7 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας.
2. Οικισμός (39 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών.
Βαρκό Κυπριό. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 38 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Ινάχου.
Βάρκος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 171 μ., 90 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις
ανατολικές απολήξεις των Αντιχασίων, στην κοιλάδα του ποταμού Τιταρήσιου, στην πρώην επαρχία Ελασσόνος. Υπάγεται
διοικητικά στην κοινότητα Βερδικούσσης.
Βάρκοσης, Νικόλαος (Ιωάννινα ; – Κωνσταντινούπολη 1782.). Λόγιος και επιγραμματοποιός (αναφέρεται επίσης ως
Βαρκούσιος και Μπάρκοσης). Μετά τις σπουδές του στα Ιωάννινα δίδαξε επί έξι χρόνια στη Σιάτιστα, όπου και ανέλαβε τη
διεύθυνση του τοπικού σχολείου. Αργότερα άσκησε το επάγγελμα του οικοδιδάσκαλου στην Κοζάνη και παράλληλα μελετούσε
τη λατινική και τη γαλλική γλώσσα. Το 1750 έγινε διευθυντής της σχολής της Κοζάνης και από το 1754 της σχολής του
Καρπενησίου. Το 1777 βρισκόταν στο Ιάσιο, όπου διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του ηγεμόνα της Μολδαβίας Κωνσταντίνου
Μουρούζη, καθώς και δάσκαλος των παιδιών του. Ο Β. έχει μεταφράσει από τα λατινικά τη Λογική και τη Μεταφυσική του
Φρίντριχ Μπαουμάιστερ και έγραψε και μερικά επιγράμματα.
Βαρκούλες. Συστάδα τεσσάρων βραχονησίδων, κοντά στη βορειοδυτική ακτή της Κέρκυρας. Εκτείνονται ανοιχτά του όρμου
Αρίλα και Β της βραχονησίδας Κραβιά.
Βαρκούλια. Οικισμός (37 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παναιτωλικού.
Βαρλαάμ. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 155 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Δωδώνης, 35 χλμ. Ν της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου.
Βαρλαάμ. Ακρωτήριο της Ηπείρου. Βρίσκεται στη νότια ακτή του νομού Θεσπρωτίας, στο Ιόνιο πέλαγος.
Βαρλαάμ (Varlaam, 1595 – 1657). Μολδαβός ιεράρχης. Απόγονος βογιάρων της Μολδαβίας, διετέλεσε μοναχός στη μονή
Σέκου. Αργότερα, χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης και ανέλαβε αποστολή στο Κίεβο και στη Μόσχα. Ως μητροπολίτης Μολδαβίας
πήρε μέρος στις εργασίες της συνόδου του Ιασίου (1642). Ο Β. πρωτοστάτησε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη
Μολδαβία και ίδρυσε για τον σκοπό αυτό σχολεία και τυπογραφεία στο Ιάσιο. Τελικά, αποσύρθηκε στη μονή Σέκου, όπου και
πέθανε.
Βαρλαάμ, Μακάριος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Σκύρο. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821, ήταν
πρωτοσύγκελος του επισκόπου Χαλκίδας. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν να περιοδεύσει στο νησί του για να καθησυχάσει τον λαό
και να τον αποτρέψει να προσχωρήσει στην Επανάσταση. Τον συνόδευε μάλιστα και ένας αστυνομικός, ο Αμούς αγάς. Έτσι ο
Β., μπροστά στον αστυνομικό έλεγε ό,τι τον διέταξαν, αλλά κρυφά προέτρεπε τους νησιώτες να ξεσηκωθούν. Όταν μάλιστα
συνάντησε αρματωμένους χωριάτες, σκότωσε με τη συνεργασία τους τον αστυνομικό και ως αρχηγός τους πια, πήγε μαζί τους
στη βόρεια Εύβοια, όπου μαζί με τον Τομαρά και τον Ιατρού, συνυπέγραψε τις πρώτες επαναστατικές διακηρύξεις.
Βαρλαάμ, μονή. Μονή των Μετεώρων. Βλ. λ. Μετέωρα.
Βαρλαάμ και Ιωάσαφ. Μεσαιωνικό μυθιστόρημα θεολογικού περιεχομένου. Το κείμενο του μυθιστορήματος, που αποτελεί
ύμνο στον ασκητικό βίο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1832. Το μυθιστόρημα έχει εμπνεύσει ιδιαίτερα τους Κόπτες
αγιογράφους. Οι δύο φανταστικοί ήρωές του, που αγιοποιήθηκαν από τους Κόπτες, προσέφεραν στους αγιογράφους την
ευκαιρία αφελών συνθέσεων, που κοσμούν αρκετούς παλαιούς κοπτικούς ναούς της Αιγύπτου. Πολλοί θεωρούσαν το
μυθιστόρημα έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού, τελικά όμως αποδείχτηκε ότι είναι έργο κάποιου Ιωάννη, μοναχού σε μοναστήρι
της Παλαιστίνης, που έζησε τον 7o αι. Μερικοί ωστόσο το θεωρούν έργο του Ευθυμίου του Ιβηρίτη. Ο πλήρης τίτλος του είναι
Ιστορία ψυχωφελής εκ της ενδοτέρας των Αιθιόπων χώρας, των Ινδών λεγομένης, προς την αγίαν πόλιν μετενεχθείσα δι’
Ιωάννου μοναχού, ανδρός τιμίου και εναρέτου, μονής του Αγίου Σάββα, εν η ο βίος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, των αοιδίμων και
μακαρίων.
Βαρλαάμ ο Καλαβρός (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα,
ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος
ακόμη απέκτησε φήμη δεινού ελληνιστή και φιλοσόφου. Το 1326 ξεκίνησε για ένα προσκύνημα στην Ελλάδα. Όταν έφτασε
στην Κωνσταντινούπολη, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο και σύντομα
διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας του Βυζαντίου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου
άνοιξε δική του σχολή με πλήθος φοιτητών. Το 1333 ορίστηκε εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις συζητήσεις με τους
παπικούς αντιπροσώπους για την ένωση των Εκκλησιών. Με ανάλογη αποστολή στάλθηκε και στην Αβινιόν της Γαλλίας, όπου
είχε μεταφερθεί προσωρινά η παπική έδρα.
Το όνομα του Β. συνδέεται κυρίως με την έριδα του ησυχασμού, που συντάραξε για πολλές δεκαετίες το Βυζάντιο. Ο Β. πρώτος
κατήγγειλε ως αιρετικούς και ομφαλοσκόπους τους μυστικιστές μοναχούς του Αγίου Όρους, τους γνωστούς ως ησυχαστές, που
ισχυρίζονταν ότι με την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση κατόρθωναν να δουν το θείο φως. Η έριδα αυτή σύντομα πήρε
μορφή θεολογικής μονομαχίας μεταξύ του Β. και του ηγέτη των ησυχαστών Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος και δικαιώθηκε τελικά
από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του 1341. Απογοητευμένος, ο Β. επέστρεψε στην Ιταλία και δέχτηκε από τον πάπα τη
θέση του επίσκοπου Ιέρακα στην Καλαβρία. Κύρια ασχολία του όμως ήταν η διδασκαλία της ελληνικής φιλολογίας και
φιλοσοφίας. Μεταξύ των μαθητών και θαυμαστών του ήταν και ο κορυφαίος Ιταλός ποιητής Πετράρχης, ο οποίος θεωρείται ο
πρώτος φορέας του πνεύματος του ουμανισμού στη Δύση. Ως συγγραφέας, ο Β. ήταν πολυμερής και πολυγράφος. Εκτός από μια
σειρά 18 θεολογικών έργων, έγραψε πραγματείες περί αστρονομίας, μουσικής, αριθμητικής, περί της ηθικής των στωικών κ.ά.
Ο Β. υπήρξε από τους προδρόμους της Αναγέννησης. Ανανέωσε το ενδιαφέρον των λογίων της εποχής του για τον αγνοημένο
στη Δύση Πλάτωνα και πολέμησε τον σχολαστικισμό του Θωμά του Ακινάτη, που ήταν η επίσημη φιλοσοφία του Μεσαίωνα. Η
διαμάχη του με τους ησυχαστές εκφράζει τη σύγκρουση της ορθολογικής θεολογίας με τον χριστιανικό μυστικισμό της
Ανατολής.
Βαρλάμος, Γιώργος (Πάρος 1922 – ). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και δάσκαλός
του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, με τον οποίο συνεργάστηκε συνολικά 14 χρόνια. Στη δεκαετία του 1950 σπούδασε με
υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (χαρακτική στο εργαστήριο Καμί), καθώς και την τέχνη του
γραμματοσήμου στο Τεχνικό Κολέγιο Ετιέν. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της χαρακτικής (χαλκογραφία, ξυλογραφία,
λιθογραφία) με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Έχοντας μελετήσει σε βάθος τους τρόπους πιστής απόδοσης των πιο διαφορετικών
υλικών (σάρκα, ύφασμα, φυτά) με τα πιο διαφορετικά μέσα (λάδια, ακουαρέλες, χαρακτική) κατέληξε, μέσα από μια αφαιρετική
διαδικασία, σε μια ζωγραφική που αποδίδει τη βαθύτερη ουσία της φύσης χωρίς εμφανείς λεπτομέρειες και σε μια χαρακτική
όπου τα πιο λαμπρά χρώματα είναι παρόντα με τη χρήση μόνο του μαύρου. Πέρα από τα αναρίθμητα ζωγραφικά και χαρακτικά
έργα που φιλοτέχνησε, έχει επιμεληθεί καλλιτεχνικά ή έχει εικονογραφήσει, με χαρακτικά ή σχέδια, πάνω από 200 ελληνικές
εκδόσεις βιβλίων. Επίσης, έχει φιλοτεχνήσει δεκάδες αφίσες κοινωνικού περιεχομένου. Από την ογκώδη αυτή παραγωγή
αναφέρονται μόνο οι 10 Λευκές Αττικές Λήκυθοι, μια μνημειώδης έκδοση για την οποία εργάστηκαν ο Κεφαλληνός και οι
μαθητές του Μοντεσάντου, Δαμιανάκης και Β., καθώς και η πολυτελής τρίτομη έκδοση των τραγωδιών του Σοφοκλή (Παρίσι,
1973), εικονογραφημένη με ακουαρέλες. Έλαβε μέρος και βραβεύτηκε σε διεθνείς εκθέσεις (Μόσχα, Βελιγράδι, Λειψία, Παρίσι,
Λουγκάνο κ.α.), ενώ για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1995).
Βαρλέντης, Χρήστος (1873 – 1931). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Χρήστου Χριστοδούλου. Ήταν ένας από τους
συνεπέστερους οπαδούς της δημοτικής, για την επιβολή της οποίας αρθρογράφησε. Έργα του είναι οι ποιητικές συλλογές
Θρύλοι (1910), Μπουκεττάκι (1912), Φλόγες (1921) και Σκέρτσο (1921). Έγραψε επίσης τις συλλογές διηγημάτων Δόξα και
ζωή (1907), Αετοί και λελέκια (1909), Χαμοζωή (1909) και Ξύπνα Ρωμιέ (1912), καθώς και το θεατρικό έργο Η βουβή. Έχει
μεταφράσει έμμετρα και αρχαίους Έλληνες τραγικούς.
Βάρμους, Χάρολντ (Harold Varmous, Νέα Υόρκη 1939 – ). Αμερικανός μικροβιολόγος γιατρός. Σπούδασε ιατρική στα
πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Κολούμπια, όπου ανακηρύχτηκε καθηγητής μικροβιολογίας και ανοσολογίας το 1979. Το
ερευνητικό του ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στη συμπεριφορά των ρετροϊών, και πιο συγκεκριμένα στον κύκλο ζωής τους, στη
φύση και στην προέλευση των γονιδίων μετάπλασης, καθώς και στη δυνατότητά τους να προκαλούν γενετική αλλαγή. Από το
1984 συνεργάστηκε με τον Μάικλ Μπίσοπ στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Αργότερα ασχολήθηκε με τις
αιμοσφαιρινοπάθειες, τη δράση των γλυκοκορτικοειδών και τον ιό της ηπατίτιδας Β.
Τιμήθηκε επανειλημμένα για τις εργασίες του, συχνά μαζί με τον Μπίσοπ, με αποκορύφωμα το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας
και ιατρικής του 1989 που μοιράστηκαν, για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με την κυτταρική προέλευση των ογκογονιδίων και
των ρετροϊών. Συγκεκριμένα βραβεύτηκαν για την ταυτοποίηση μιας μεγάλης οικογένειας γονιδίων που ελέγχουν τη
φυσιολογική ανάπτυξη και τη διαίρεση των κυττάρων. Διαταραχές σε ένα ή περισσότερα από τα αποκαλούμενα ογκογονίδια
μπορεί να οδηγήσουν σε μετατροπή ενός φυσιολογικού κυττάρου σε ογκοκύτταρο και να προκληθεί καρκίνος. Οι δύο ερευνητές
χρησιμοποίησαν έναν ογκογόνο ρετροϊό για να ταυτοποιήσουν τα ογκογονίδια που ελέγχουν τη φυσιολογική ανάπτυξη στα
κύτταρα. Το 1976 δημοσίευσαν ότι τα ογκογονίδια στον ιό δεν αντιπροσωπεύουν ένα γνήσιο γονίδιο του ιού, αλλά γονίδιο του
φυσιολογικού κυττάρου που ο ιός ενσωμάτωσε κατά τον πολλαπλασιασμό του μέσα στο κύτταρο και εξακολουθεί να έχει από
τότε. Μέχρι τώρα έχουν βρεθεί περισσότερα από 40 διαφορετικά ογκογονίδια, που βοήθησαν στη μελέτη τόσο της φυσιολογικής
ανάπτυξης όσο και της ογκογένεσης. Ο καρκίνος δεν είναι μεταδοτική νόσος. Παρ’ όλα αυτά λοιμώδεις παράγοντες, όπως ιοί,
μπορεί να συμμετέχουν στην πρόκληση καρκίνου. Με τη χρήση των ρετροϊών ταυτοποιήθηκαν τα περισσότερα ογκογονίδια.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ρετροϊοί διαδραματίζουν έναν σχετικά μικρό ρόλο στην ανάπτυξη καρκίνου κάτω από φυσιολογικές
συνθήκες. Το μόνο γνωστό παράδειγμα στον άνθρωπο είναι ο HTLV-1 που σχετίζεται με λεμφώματα τα οποία εμφανίζονται
στην Ιαπωνία. Άλλα είδη ιών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη όγκων στον άνθρωπο έχουν DNA ως γενετικό υλικό, για
παράδειγμα ο ιός των κονδυλωμάτων και ο ιός Epstein-Barr που ενοχοποιούνται (πάντα σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες)
για την ανάπτυξη καρκίνου στον τράχηλο της μήτρας και λεμφώματος Burkitt στην Αφρική ή ρινοφαρυγγικό καρκίνωμα στην
Ασία, αντιστοίχως.
Βάρμπουργκ, Άμπι (Aby Warburg, Αμβούργο 1866 – 1929). Γερμανός ιστορικός της τέχνης και του πολιτισμού.
Επηρεάστηκε πολύ από τις επιδράσεις της κλασικής παράδοσης της Δύσης. Οι απόψεις του έχουν εκτεθεί στο έργο Die
Ernenerung der heind (2 τόμοι, 1932). Το 1902 ίδρυσε στο Αμβούργο ομώνυμη βιβλιοθήκη, η οποία από το 1944 έχει
μετονομαστεί σε Ινστιτούτο Βάρμπουργκ. Περιλαμβάνει, εκτός από τα βιβλία, μια πλούσια συλλογή φωτογραφικών μνημείων
από όλο τον κόσμο.
Βάρμπουργκ, Έμιλ (Emil Warburg, Αλτόνα 1846 – Γκρεφνάου, Μπαϊρόιτ 1931). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στα
πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου και διορίστηκε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Στρασβούργου (1872), του
Φράιμπουργκ (1876-95) και του Βερολίνου (1898). Υπήρξε πρόεδρος του Φυσικοτεχνικού Ινστιτούτου στο Βερολίνο και έκανε
πολλές έρευνες στους τομείς της ηλεκτροχημείας, της θερμότητας, του ατμοσφαιρικού ηλεκτρισμού κ.ά. Ειδικότερα, μελέτησε
την ακτινοβολία του μελανού σώματος, υπολόγισε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις ειδικές θερμότητες των αερίων και το
1880 ανακάλυψε το φαινόμενο της μαγνητικής υστέρησης.
Βάρμπουργκ, Ότο (Otto Warburg, Αμβούργο 1859 – Ιερουσαλήμ 1938). Γερμανός βοτανολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Από το
1885 έως το 1889 ταξίδεψε στην ανατολική και νότια Ασία και το 1892 προσκλήθηκε να διδάξει τροπική γεωργία στο σεμινάριο
του Βερολίνου. Υπήρξε ιδρυτής της γερμανικής οικονομικής επιτροπής για τις αποικίες (1896) και του σχετικού περιοδικού για
την αποικιακή γεωργία, Ο γεωργός των τροπικών χωρών (1897). Ήταν ένθερμος σιωνιστής και υποστήριξε την ίδρυση του
σιωνιστικού κράτους στην Παλαιστίνη. Το 1925 διορίστηκε επικεφαλής του τμήματος βοτανικής στο πανεπιστήμιο της
Ιερουσαλήμ. Έγραψε αρκετά έργα βοτανικής, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχει Ο κόσμος των φυτών (3 τόμοι, 1913-
22). Σήμερα, λειτουργεί στο Ισραήλ Κέντρο Γεωργικής Βιοτεχνολογίας το οποίο φέρει το όνομά του.
Βάρμπουργκ, Ότο Χάινριχ (Otto Heinrich Warburg, Φράιμπουργκ 1883 – Βερολίνο 1970). Γερμανός βιοχημικός και
φυσιολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε μαθητής του διάσημου χημικού Έμιλ Φίσερ. Απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα
στη χημεία το 1906, με μια εργασία πάνω στα πολυπεπτίδια, και μετά στράφηκε στην ιατρική. Από το 1931 υπηρέτησε ως
διευθυντής στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας των Κυττάρων Κάιζερ Γουλιέλμος στο Βερολίνο. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την
κυτταρική αναπνοή και οι εργασίες του πάνω στις οξειδοαναγωγικές διαδικασίες στο ζωντανό κύτταρο υπήρξαν εξαιρετικά
σημαντικές.
Το 1931 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για την ανακάλυψή της δομής και του μηχανισμού δράσης
των αναπνευστικών ενζύμων (κυτοχρωμάτων). Διαπίστωσε ότι το συστατικό του αναπνευστικού ενζύμου στο οποίο οφείλεται η
μεταφορά οξυγόνου κατά την τελική οξείδωση είναι ο σίδηρος. Η μελέτη της κυτταρικής αναπνοής έδωσε την πρώτη εξήγηση
για τον χημικό μηχανισμό της δράσης των ενζύμων.
Πολλές εργασίες του Β. είναι αφιερωμένες στη μελέτη της φωτοσύνθεσης των φυτών, της ζύμωσης και του μεταβολισμού στα
κύτταρα των όγκων. Η τελευταία εργασία τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα καρκινικά κύτταρα μπορούν να αναπτύσσονται
στο σώμα και σε χαμηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου, σε αντίθεση με τα φυσιολογικά που είναι αερόβια. Η ανακάλυψη αυτή είχε
μεγάλη σημασία στην κατανόηση του μηχανισμού ανάπτυξης των νεοπλασιών και στη δυνατότητα ελέγχου τους. Οι έρευνες του
Β. πάνω στον καρκίνο έκαναν δυνατή την επιβίωσή του στη ναζιστική Γερμανία, παρά το γεγονός ότι ήταν Εβραίος. Το 1941
απομακρύνθηκε από τη θέση του, αλλά ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος φοβόταν ο ίδιος για καρκίνο του φάρυγγα, φρόντισε για την
επιστροφή του Β. στις έρευνές του. Το 1944 ο Β. προτάθηκε ξανά για το βραβείο Νόμπελ, αλλά η ευκαιρία χάθηκε, γιατί
σύμφωνα με τη ναζιστική πολιτική εκείνης της εποχής απαγορευόταν στους Γερμανούς να δέχονται τέτοια βραβεία.
Βάρνα (Varna). Πόλη (314.539 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Βουλγαρίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής
περιφέρειας (11.920 τ. χλμ., 887.222 κάτ. το 2001), η οποία εκτείνεται στις ανατολικότερες διακλαδώσεις του Ντελί Ορμάν
(Λούντα Γκόρα) και του Αίμου (Στάρα Πλάνινα), καθώς και στο κάτω μέρος της κοιλάδας Καμτσίγια. Χτισμένη στις ακτές ενός
μεγάλου κόλπου του Εύξεινου Πόντου, στην άκρη μιας εύφορης πεδιάδας και πάνω σε έναν αμμώδη ισθμό, ανάμεσα στην
ομώνυμη λίμνη και στη θάλασσα, σε θέση προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, είναι σημαντικό λιμάνι και μια από τις
πιο ανθηρές οικονομικά πόλεις της Βουλγαρίας.
Αναπτύχθηκε σημαντικά χάρη στη δημογραφική αύξηση που σημειώθηκε από τις αρχές του 20ού αι. και αποτελεί σημαντικό
τουριστικό κέντρο, που έχει να επιδείξει μια από τις ωραιότερες παραλίες του Εύξεινου Πόντου. Η Β. κατάφερε να
αντισταθμίσει την απώλεια της εκτεταμένης οικονομικής ενδοχώρας που αποτελούσε η Δοβρουτσά, η οποία παραχωρήθηκε στη
Ρουμανία, ισχυροποιώντας μερικές βιομηχανίες της (τροφίμων, κονσερβών, υφαντουργική, δέρματος και καπνού). Έχει
πανεπιστήμιο, πολυτεχνείο, ναυτική ακαδημία και μερικές ενδιαφέρουσες χριστιανικές εκκλησίες και τζαμιά, καθώς και
αρχαιολογικό μουσείο.
Ιστορία. Αρχαία ελληνική αποικία, που ιδρύθηκε από Μιλήσιους στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. (Οδησσός), δέχτηκε έντονα την
επίδραση των γειτονικών πληθυσμών της Θράκης. Καταστράφηκε από τους Γέτες και, τον 1ο αι. μ.Χ., κατελήφθη από τους
Ρωμαίους, οι οποίοι τη μετονόμασαν Τιβεριούπολη, ενώ με την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους περιήλθε στους
Βυζαντινούς. Στους επόμενους αιώνες αποτέλεσε μήλον της έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ενώ στη συνέχεια
υπέστη τις εισβολές των Ούννων και των Τούρκων. Οι Τούρκοι την κατέλαβαν το 1391, αλλά ήρθε η σειρά πρώτα των Ούγγρων
και των Πολωνών και, στη συνέχεια, των Ρώσων να τη διεκδικήσουν· οι Ρώσοι την κατέλαβαν δύο φορές (1610 και 1828). Κατά
τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1854-56) η πόλη υπήρξε βάση των αγγλικών και γαλλικών στρατευμάτων και
καταστράφηκε από πυρκαγιά. Σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη μετά την οριστική εκδίωξη των Τούρκων (1878) και έγινε το
μεγαλύτερο λιμάνι του πριγκιπάτου της Βουλγαρίας καθώς και εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Το 1949 μετονομάστηκε σε
Στάλιν, αλλά το 1961 ξαναπήρε τη σημερινή της ονομασία, με την οποία ήταν γνωστή από τον 7o αι.
Βαρνάβα, κοινότητα. Κοινότητα (1.722 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Έδρα της ορίστηκε ο οικισμός Βαρνάβας,
ενώ περιλαμβάνει και επτά μικρότερους, γειτονικούς οικισμούς.
Βάρνας, μάχη. Μάχη που έγινε στις 10 Νοεμβρίου 1444 ανάμεσα στους Τούρκους από το ένα μέρος και τους Ούγγρους και
τους χριστιανούς συμμάχους τους από το άλλο. Συγκεκριμένα, με πρωτοβουλία του σουλτάνου Μουράτ Β’ υπογράφηκε στις 12
Ιουλίου 1444 δεκαετής συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Τούρκων και των Ούγγρων, που όριζε την απόδοση της Σερβίας και της
Ερζεγοβίνης στον βασιλιά της Σερβίας και τη διατήρηση της ουγγρικής επικυριαρχίας στη Βλαχία. Ωστόσο, λίγο αργότερα ο
καρδινάλιος Ιούλιος Καισαρίνης (θέλοντας να επωφεληθεί από την παραίτηση του Μουράτ Β’ από τον θρόνο) κατόρθωσε να
πείσει τον βασιλιά Λαδίσλαο Γ’ να οργανώσει νέο πόλεμο κατά των Τούρκων. Πράγματι, ο Ούγγρος βασιλιάς, αφού εξασφάλισε
και την άδεια του πάπα, αποφάσισε να παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους και να στραφεί με τον στρατό του
(στον οποίο μετείχαν και οι δυνάμεις των ηγεμόνων της Βλαχίας Βλαντ Ντράκουλα και της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνιάδη)
προς τη Β., όπου και εγκατέστησε το στρατόπεδό του. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον δεκατετράχρονο τότε σουλτάνο Μωάμεθ
Β’, που ήταν γιος του Μουράτ, να ζητήσει από τον πατέρα του να αναλάβει και πάλι την αρχηγία του στρατού. Ο τελευταίος,
ύστερα από τις επανειλημμένες εκκλήσεις των βεζίρηδων Χαλίλ πασά και Σαρουντζά πασά, τέθηκε επικεφαλής του τουρκικού
στρατού και αφού πέρασε τον Βόσπορο, μισθώνοντας για τον σκοπό αυτό γενοβέζικα πλοία, βάδισε εναντίον της Β. και
στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από τους Ούγγρους. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Ούγγροι κατόρθωσαν να προελάσουν υπό
την ηγεσία του Ουνιάδη έως τη σκηνή του σουλτάνου, αλλά τελικά αναγκάστηκαν (εξαιτίας της εξόντωσης του βασιλιά τους
Λαδίσλαου) να αναδιπλωθούν και να υποχωρήσουν, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους αντιπάλους τους να αντεπιτεθούν και να
τους συντρίψουν.
Βαρνάβας. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο απόστολος (1ος αι. μ.Χ.). Καταγόταν από την Κύπρο και ήταν εγκατεστημένος στην Ιερουσαλήμ. Υπήρξε μαθητής του
Ιησού και το αρχικό του όνομα ήταν Ιωσήφ, αλλά οι Απόστολοι το μετέτρεψαν σε Β. (= υιός του κηρύγματος). Ο Β. υπήρξε ένας
από τους επιφανέστερους ευαγγελιστές της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας και βοήθησε τον Απόστολο Παύλο στο αποστολικό
του αξίωμα. Ο Β. και ο Παύλος εκτέλεσαν την πρώτη αποστολική περιοδεία (45-48 μ.Χ.) προς τους εθνικούς, στις απρόσιτες
χώρες της Μικράς Ασίας. Το 51 ο Β. χωρίστηκε από τον Παύλο και πήγε στη γενέτειρά του Κύπρο. Σύμφωνα με την παράδοση,
μαρτύρησε στη Σαλαμίνα από τους Εβραίους, οι οποίοι τον λιθοβόλησαν και έκαψαν το σώμα του. Στον Β. αποδόθηκαν
διάφορα συγγράμματα (Πράξεις, Ευαγγέλιο), τα οποία ωστόσο θεωρούνται απόκρυφα. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Ιουνίου.
2. Μοναχός (4ος αι. μ.Χ.). Καταγόταν από την Αθήνα. Μαζί με τον επίσης μοναχό ανιψιό του Σωφρόνιο πήγαν στην
Τραπεζούντα, μεταφέροντας την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Ίδρυσε το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά (386) στο
βουνό Μελά. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Αυγούστου.
3. Μάρτυρας. Μαρτύρησε μαζί με τους Αβράμιο, Βάση, Δαμιανό, Δορυμέδοντα, Κοσμά, Σάββα, Στέφανο και Τρόφιμο. Η
μνήμη τους τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.
Βαρνάβας. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 1.415 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό
τμήμα της Αττικής, 39 χλμ. ΒΑ της Αθήνας. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας της νομαρχίας ανατολικής Αττικής.
βαρναβίτες. Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η επίσημη ονομασία του ήταν Κληρικοί του Αγίου Παύλου.
Ιδρύθηκε το 1530 στο Μιλάνο από τον άγιο Αντώνιο Μαρία Ζακαρία (1502-39) και τους ευγενείς Μορίτζια και Φεράρι, με
σκοπό να αναζωογονήσουν τη θρησκεία και τα χρηστά ήθη. Ο πάπας τούς αναγνώρισε το 1553. Ο λαός τους ονόμασε β. από την
εκκλησία του Αγίου Βαρνάβα, στην οποία ιερουργούσαν.
Στην ιστορία της παιδαγωγικής, οι β. χαρακτηρίζονται για τον ζήλο με τον οποίο δίδασκαν τους νέους, για τη δημιουργία ενιαίου
διδασκαλικού τρόπου και για την προοδευτική μέθοδο σπουδών. Σχολές και οικοτροφεία του τάγματος υπάρχουν και σήμερα σε
διάφορες χώρες του κόσμου.
Βάρνακας. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 309 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού,
στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, στις δυτικές κλιτύς των Ακαρνανικών ορέων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αλυζίας. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο οικισμός αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης των κλεφτών τον χειμώνα.
Βαρνακιώτης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τον Βάρνακα Ξηρομέρου (σημερινής Αιτωλοακαρνανίας).
1. Γεώργιος. Βλ. λ. Βαρνακιώτης, Γεώργιος.
2. Γιαννάκης (Βάρνακας ; – 1825). Οπλαρχηγός, αδελφός του Γεωργίου (1.). Πήρε μέρος στη μάχη του Αγρινίου και σε άλλες
τρεις κοντά στη Βόνιτσα. Το 1822 η Γερουσία τον ονόμασε χιλίαρχο.
3. Γιώτης. Αδελφός των Γεωργίου και Γιαννάκη, πολέμησε στο Αγρίνιο και έλαβε, όπως και τα αδέλφια του, το αξίωμα του
χιλίαρχου.
4. Διονύσιος. Πολέμησε επικεφαλής μικρού σώματος σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Μετά την Απελευθέρωση παρέμεινε στον
στρατό ως πεντακοσίαρχος.
Βαρνακιώτης, Γεώργιος (Βάρνακας Ακαρνανίας 1760 – Μεσολόγγι 1842). Αγωνιστής του 1821. Όταν ο Αλή πασάς
κυριάρχησε στη Δυτική Ελλάδα, ο Β. τον υπηρέτησε ως αρματολός του Ξηρόμερου, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Όταν
αργότερα τα σουλτανικά στρατεύματα επιτέθηκαν κατά του Αλή πασά, ο Β. κατάφερε να βγει από τα πολιορκημένα Ιωάννινα,
αφού υποσχέθηκε στον Αλή βοήθεια. Δεν τήρησε όμως την υπόσχεσή του, γιατί είχε φιλία και με τον Ομέρ Βρυώνη. Τα
σουλτανικά στρατεύματα πλημμύρισαν τότε την Ήπειρο και ο Β., ο οποίος είχε στις διαταγές του τους περισσότερους από τους
ενόπλους, αποφάσισε την κήρυξη επανάστασης στην περιοχή (Μάιος 1821). Οι καπεταναίοι της Ρούμελης πολιόρκησαν το
Αγρίνιο (Βραχώρι) και οι Τούρκοι, που πολεμούσαν απεγνωσμένα μέσα από τα σπίτια, παραδόθηκαν μόνο όταν ο Β. μπήκε
στην πόλη, τον Ιούνιο του 1821. Ο Β. θέλησε ειλικρινά να διακόψει τους παλιούς δεσμούς του με τους Τούρκους και τον Ομέρ
Βρυώνη, αλλά δυσαρεστημένος από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που τον παραγκώνιζε, στράφηκε πάλι προς τους εχθρούς.
Μετά την καταστροφή του Πέτα, επικράτησε ηττοπάθεια και φόβος επιδρομής των πασάδων στη Ρούμελη. Για να αποτρέψουν
τον κίνδυνο, οι καπεταναίοι αποφάσισαν μια προσωρινή διαπραγμάτευση με τους Τούρκους ώστε να τους δοθεί ο καιρός για να
ανασυγκροτηθούν. Την αποστολή αυτή ανέθεσαν στον Β. ο οποίος πιέστηκε πολύ για να δεχτεί. Ζήτησε όμως να του
υπογράψουν σχετικό έγγραφο ότι δεν πάει με δική του πρωτοβουλία. Το έγγραφο το υπέγραψε πρώτος ο Μαυροκορδάτος. Ο Β.
πήγε στην Άρτα, όπου συναντήθηκε με τον Ομέρ Βρυώνη και μετά γύρισε στο Ξηρόμερο. Έστειλε τότε τον δάσκαλο Γαζή στο
Αιτωλικό για να ειδοποιήσει τον Μαυροκορδάτο να απομακρύνει τον άμαχο πληθυσμό. Καπεταναίοι, φίλοι του
Μαυροκορδάτου, βασάνισαν στον δρόμο τον Γαζή για να μαρτυρήσει την πιθανή προδοσία του Β. Ο ίδιος άλλωστε ο
Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Β. ότι ήταν όργανο του Ομέρ Βρυώνη. Είναι βέβαια άγνωστο τι ακριβώς είπε με τον Ομέρ
Βρυώνη. Αλλά και αν ακόμη δεν είχε την πρόθεση να πάει με τους Τούρκους, γεγονός είναι ότι τελικά, για να μη συλληφθεί ως
προδότης, συνεργάστηκε μαζί τους. Με τον ερχομό του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Β. ξαναγύρισε στο ελληνικό στρατόπεδο και το
1830 έλαβε αμνηστία και ονομάστηκε χιλίαρχος του ελληνικού στρατού.
Βαρνάκοβας, μονή. Γυναικείο μοναστήρι (13 κάτ. το 2001) του νομού Φωκίδος, στο βουνό του Αγίου Αρσενίου. Εξαρτάται
από τη μητρόπολη Φωκίδος και βρίσκεται στα όρια του δήμου Ευπαλίου. Το καθολικό χτίστηκε το 1077 από τον μοναχό
Αρσένιο και το 1148 ανακαινίστηκε, ενώ είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στο μοναστήρι έχουν ταφεί επίσημα
πρόσωπα της δυναστείας των Αγγέλων Κομνηνών, δεσποτών της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια του ενετοτουρκικού πολέμου
λεηλατήθηκε. Αλλά και το 1821 το μοναστήρι έγινε κέντρο επαναστατικών γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή του από
τους Τούρκους (1826). Αναστηλώθηκε το 1831 από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται και ο νέος κτήτορας του
μοναστηριού. Το καθολικό, πάνω στο σχέδιο του παλιού, είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Στο
δάπεδο διατηρούνται μαρμαροθετήματα με παραστάσεις του 11ου ή 12ου αι. Διαθέτει βιβλιοθήκη όπου μεταξύ άλλων
φυλάσσονται πατριαρχικά σιγίλια, φιρμάνια και πολύτιμα έγγραφα για την ιστορία του μοναστηριού. Μέσα στο καθολικό
φυλάσσονται σε προθήκη διάφορα εκκλησιαστικά και λειτουργικά σκεύη, δίσκοι, σταυροί, λειψανοθήκες και άλλα κειμήλια.
Βάρναλης, Κώστας (Πύργος Ανατολικής Ρωμυλίας [σημερινό Μπουργκάς Βουλγαρίας] 1884; – Αθήνα 1974). Ποιητής,
πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Φοίτησε σε σχολεία της Φιλιππούπολης (σημερινό Πλόβντιβ) και στη συνέχεια
εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί
στο δημόσιο ως δάσκαλος, το 1918 έγινε καθηγητής και τα δύο επόμενα χρόνια μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία (Σορβόνη).
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε την υπηρεσία του στο δημόσιο έως το 1925, οπότε κατά την περίοδο της δικτατορίας του
Πάγκαλου απολύθηκε για τις μαρξιστικές ιδέες του. Ασχολήθηκε τότε με τη δημοσιογραφία, καθώς και με τη μετάφραση έργων
της κλασικής, ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.ά.). Το 1959 τιμήθηκε μάλιστα με το
βραβείο Λένιν της πρώην ΕΣΣΔ.
Εμφανίστηκε πρώτη φορά στα γράμματα το 1904, από τις στήλες του φιλολογικού περιοδικού Νουμάς. Μερικά χρόνια αργότερα
συνεργάστηκε και με το περιοδικό Ηγησώ. Το πρώτο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή Κηρήθρες, δημοσιεύτηκε το 1905.
Ακολούθησαν τα βιβλία Το φως που καίει (1922, Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η συλλογή αφηγημάτων Ο
λαός των μουνούχων (1923), το κριτικό δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), το ποιητικό έργο Σκλάβοι πολιορκημένοι
(1927), το αφηγηματικό Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931) κ.ά. Την περίοδο 1956-58 κυκλοφόρησαν τα Άπαντά του σε
τρεις τόμους. Από τότε η παραγωγή του περιορίστηκε σημαντικά.
Ήδη στην πρώτη του συλλογή, παρά τον λυρισμό των ποιημάτων, ο Β. διακρίνεται για ένα νέο πνεύμα (το αποκαλούμενο
αντιθρηνητικό), που χαρακτηρίζεται από ορμή και διονυσιακό πάθος πρωτοφανέρωτα στην ελληνική ποίηση. Το πνεύμα αυτό
αργότερα, μετά την επικράτηση της Ρωσικής επανάστασης (1917), της οποίας τα κοινωνικοπολιτικά μηνύματα ενστερνίστηκε ο
Β., τέθηκε στην υπηρεσία της στρατευμένης και κοινωνικά ασυμβίβαστης τέχνης. Παράλληλα, υπερασπίστηκε την τέχνη αυτή
και σε θεωρητικό επίπεδο, με τα πολυάριθμα δοκίμιά του. Ο Β., συνδυάζοντας μια σπάνια σατιρική φλέβα με τα άλλα ποιητικά
χαρίσματά του, άσκησε αμείλικτη κριτική στις αδυναμίες της αστικής κοινωνίας, την οποία θεωρούσε εμπόδιο στην
αποκατάσταση της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Τη στροφή αυτή (στην οποία συνετέλεσε και η επιρροή που ασκούσε
επάνω του η προσωπικότητα του Δημήτρη Γληνού, καθώς και οι σπουδές και η ζωή του στη γαλλική πρωτεύουσα)
πραγματοποίησε στο βιβλίο του Το φως που καίει, το οποίο καινοτομεί και ως προς τη μορφή: είναι έργο με θεατρική μορφή, σε
στίχους και πρόζα, σε τρία μέρη. Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια σκληρή κριτική του χριστιανισμού με τις αμφίβολες, κατά την
άποψη του ποιητή, αξίες, ενώ αποθεώνεται η κοινωνική επανάσταση: ο Οδηγητής του ομώνυμου ποιήματος, που βροντοφωνάζει
ότι δεν είναι «σπορά της τύχης» και δεν κατεβαίνει από τα σύννεφα ως μεταφυσικός λυτρωτής, αλλά είναι «τέκνο της ανάγκης
και της οργής», απεσταλμένος ως εκπρόσωπος των χιλιάδων ανθρώπων που υποφέρουν πάνω στη Γη, για να πλάσει τη νέα ζωή,
αποτέλεσε τον επαναστατικό θούριο των Ελλήνων οπαδών των σοσιαλιστικών ιδεών (και αργότερα αποτέλεσε έμπνευση για τον
τίτλο της εφημερίδας της Κομουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας). Στο δοκίμιό του, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, όπου ασκεί
πολεμική στις ιδεαλιστικές θέσεις του Γιάννη Αποστολάκη για τον Διονύσιο Σολωμό, είναι από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα
κριτικής με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού στην Ελλάδα. Εξάλλου, στο πεζογράφημά του Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
(όπου ο αρχαίος φιλόσοφος παρουσιάζεται μετανιωμένος για τις ιδεαλιστικές του διδασκαλίες και έτοιμος, αν είχε μια νέα ζωή,
να καλέσει σε ξεσηκωμό τους δούλους και τους φτωχούς Αθηναίους) δίνει ένα δείγμα ώριμης δημοτικής γλώσσας, η οποία,
χωρίς τις ακρότητες του ψυχαρισμού, γεμάτη δροσιά, δύναμη και ζωντάνια, είναι ικανή να υπηρετήσει και την πιο απαιτητική
πεζογραφία ακόμη και σήμερα.
Ο Β. είναι μοναδικός ως κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας. Πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη του διανοουμενισμού
που συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλε σε καθαρή λαϊκή τέχνη και ζωντανό υλικό
οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του. Γι’ αυτό, χωρίς να προδίδει τους κανόνες της
τέχνης, η οποία απαιτεί μια εκφραστική αυτονομία, μιλούσε άμεσα στις καρδιές και των πιο απλών εργαζόμενων ανθρώπων, των
προλεταρίων.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί η καλλιτεχνική αξία των μεταφράσεων του Αριστοφάνη, με τον οποίο τον συνέδεε μια πηγαία
αγάπη προς τις ασεμνολογίες ή, όπως ο ίδιος έλεγε, τις ελευθεροστομίες.
Βαρνούς. Βουνό (μέγιστο υψόμ. 2.334 μ., Περιστέρι) της Μακεδονίας. Ο κύριος όγκος του εκτείνεται σήμερα στην Πρώην
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ενώ στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Φλωρίνης βρίσκεται η κορυφή Καλό
Νερό (2.156 μ.).
Βαρντά, Ανιές (Agnes Varda, Βρυξέλλες 1928 – ). Γαλλίδα σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ελληνικής καταγωγής. Η Β.
σπούδασε φωτογραφία και εικαστικές τέχνες. Η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, La Pointe courte (1956), δικαίωσε τον
χαρακτηρισμό που της αποδόθηκε αργότερα, ως «γιαγιάς του νέου κύματος», καθώς εισήγαγε νέες αντιλήψεις στην αισθητική
και στην κινηματογραφική γλώσσα. Η διεθνής αναγνώριση ήλθε με την ταινία Η Κλεό από τις 5 έως τις 7 (Cleo de 5 α 7, 1962),
όπως και με την ταινία Δίχως στέγη, δίχως νόμο (Sans toit ni loi, 1985), στις οποίες κοινό χαρακτηριστικό είναι η αντίληψη του
κόσμου μέσα από τα μάτια της γυναίκας-πρωταγωνίστριας. Ειδικά στη δεύτερη, εμφανίζεται με μια ευρύτερη πολιτική
τοποθέτηση, με μια κριτική στην απογοητευμένη γενιά του Μάη του ’68. Ακόμα πιο στρατευμένες θέσεις πήρε στις ταινίες της
Μαύροι Πάνθηρες (Black Panthers, 1970), την οποία κινηματογράφησε στις ΗΠΑ για την ομώνυμη εξτρεμιστική οργάνωση των
Αφροαμερικανών, Salut les Cubains (1963), για την Κούβα, καθώς και με τη συμμετοχή της στην ταινία για τον πόλεμο του
Βιετνάμ, Loin du Vietnam (1967). Η θέση της για τον φεμινισμό έχει μια ιδιαίτερη οπτική στην ταινία Η μία τραγουδάει, η άλλη
όχι (L’une chante, l’autre pas, 1977). Ελληνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ταινίες της Uncle Yanko (1968) και Nausica
(1970). Από τα πιο πρόσφατα έργα της ξεχωρίζει μια ταινία μεγάλου μήκους για την εκατονταετηρίδα του κινηματογράφου, με
τίτλο Les Cent et une nuits du cinema (Οι εκατό και μία νύχτες του κινηματογράφου, 1995).
βαροβαθμίδα (Μετεωρ.). Η ελάττωση της πίεσης σε διεύθυνση κάθετη προς τις ισοβαρείς ανά μονάδα υψομετρικής
απόστασης. Οι διαφορές των πιέσεων σε ένα οριζόντιο επίπεδο έχουν μεγάλη σημασία από μετεωρολογική άποψη, γιατί είναι
στενά συνδεδεμένες με τις οριζόντιες μετακινήσεις του ατμοσφαιρικού αέρα. Από αυτή τη διαφορά πίεσης προκύπτει και η
λεγόμενη δύναμη β.
Ο όρος χρησιμοποιείται στην μετεωρολογία για να περιγράψει την προς τα επάνω δύναμη που δέχεται ένα στρώμα αέρα λόγω
της ελάττωσης της πίεσης με το ύψος. Η δύναμη αυτή εξουδετερώνεται, τις περισσότερες φορές, από τη βαρύτητα. Η β.
αποτελεί μέτρο των οριζόντιων μεταβολών της πίεσης και η μονάδα της στο σύστημα CGS είναι η πτώση πίεσης 1 βαρίδας (1
δύνη ανά τετραγωνικό εκατοστό) για απόσταση 1 εκ. κάθετο προς τις ισοβαρείς καμπύλες. Στους χάρτες των ισοβαρών, η β.
μπορεί να υπολογιστεί, αν διαιρεθεί η διαφορά πίεσης ανάμεσα σε δύο διαδοχικές ισοβαρείς με την απόστασή τους. Επομένως,
όσο πιο μεγάλη είναι αυτή η απόσταση τόσο πιο μικρή είναι η β.
βαρογράφος (Μετεωρ.). Είδος μεταλλικό βαρόμετρο (βλ. λ.), το οποίο έχει διασκευαστεί έτσι ώστε να καταγράφει τις
μετρήσεις του. Στον β., οι χρονικές μεταβολές της πίεσης καταγράφονται με τη βοήθεια ενός ιδιαίτερου οργάνου. Μια
καταγραφική ακίδα, συνδεδεμένη με τον δείκτη του οργάνου, χαράζει πάνω σε μια εκτυλισσόμενη και κατάλληλα
βαθμονομημένη ταινία χαρτιού τη βαρομετρική καμπύλη. Όταν στον β. έχουν ενσωματωθεί και λειτουργίες υψομέτρου, τότε
λέγεται υψογράφος.
βαροδέκτης (Βιολ.). Αισθητικό κύτταρο (νευρικός υποδοχέας) το οποίο είναι ευαίσθητο στις μεταβολές της αρτηριακής πίεσης.
Οι πιο γνωστοί β. βρίσκονται στο τοίχωμα του αορτικού τόξου και στο επίπεδο του καρωτιδικού βολβού. Ο β. λέγεται και
πιεζοδέκτης.
βαροθερμόμετρο (Μετεωρ.). Συσκευή με την οποία μπορεί να υπολογιστεί η ατμοσφαιρική πίεση ενός τόπου με τη μέτρηση
της θερμοκρασίας βρασμού ενός υγρού, συνήθως του νερού. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός ότι το σημείο βρασμού των
υγρών αποτελεί συνάρτηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το β. λέγεται και θερμοβαρόμετρο ή υψομετρικό θερμόμετρο.
βαρομετρική καμπύλη (Μετεωρ.). Γραμμή την οποία χαράζει στη βαθμονομημένη ταινία ο αυτόματος βαρογράφος και η
οποία δείχνει τις αυξομειώσεις της πίεσης σε συνάρτηση με τον χρόνο. Βλ. λ. βαρογράφος· βαρόμετρο.
βαρομετρική τάση (Μετεωρ.). Η μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης στη διάρκεια των τριών ωρών που προηγούνται από
κάθε παρατήρηση (για παράδειγμα, η μεταβολή της πίεσης από την 5η ώρα έως την 8η αποτελεί τη β.τ. η οποία αντιστοιχεί στην
8η ώρα). Εκφράζεται σε δέκατα του χιλιοστοβάρου και είναι θετική, αν η πίεση κατά την ώρα της παρατήρησης είναι
μεγαλύτερη από την πίεση πριν από τρίωρo, και αρνητική, αν είναι μικρότερη. Η β.τ. έχει μεγάλη σημασία για την ανάλυση και
την πρόγνωση του καιρού, γιατί είναι εύκολή η παρατήρηση της μεταβολής (ελάττωσης ή μείωσης) της πίεσης. Αν σε έναν
χάρτη ενωθούν οι τόποι (νοούμενοι ως σημεία) που έχουν την ίδια β.τ. κατά την ίδια ώρα, προκύπτουν καμπύλες που λέγονται
ισοβαρείς.
βαρομετρικός τύπος (Φυσ.). Ο τύπος που περιγράφει τη μεταβολή της πίεσης ενός αερίου στην ατμόσφαιρα της Γης σε
συνάρτηση με το ύψος, με την προϋπόθεση όμως ότι η θερμοκρασία δεν μεταβάλλεται με το ύψος:
P(h) = Po e-mgh/KT ,
όπου P η πίεση σε ύψος h, m η μάζα ενός μορίου του αερίου, g η επιτάχυνση βαρύτητας, K η σταθερά Boltzmann, Τ η απόλυτη
θερμοκρασία και Ρ0 η πίεση, όταν h=0. Ο τύπος αυτός προέρχεται από το συνδυασμό της κατανομής Boltzmann και της
εξίσωσης που δείχνει ότι η πίεση ενός αερίου (σε ένα δοχείο) είναι ανάλογη προς τη συγκέντρωση των μορίων αυτού.
βαρομετρικό φως (Φυσ.). Ασθενική λάμψη που παράγεται στον κενό χώρο ενός υδραργυρικού βαρόμετρου, όταν το όργανο
αναταράζεται. Το φως προέρχεται από τους ατμούς υδραργύρου ή άλλου πολύ αραιωμένου αερίου στον χώρο πάνω από τον
υδράργυρο, καθώς διεγείρεται από την επίδραση των ηλεκτρικών φορτίων που δημιουργούνται με την τριβή του υδραργύρου
πάνω στο γυαλί. Το φαινόμενο ανακαλύφθηκε από τον Γάλλο αστρονόμο Ζαν Πικάρ το 1675 και χρησιμοποιήθηκε στην
κατασκευή των σωλήνων Γκάισλερ (πριν από την εξαγωγή του αέρα εισαγόταν στον σωλήνα μικρή ποσότητα υδραργύρου που
με την τριβή του στα τοιχώματα, όταν ο σωλήνας αναταραζόταν, δημιουργούσε τα απαραίτητα φορτία για τη διέγερση του
σωλήνα).
βαρόμετρο (Φυσ.). Όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. επινόησε ο Ιταλός Εβαντζελίστα Τοριτσέλι, στην
προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος.
Παρ’ όλα αυτά, ο πιο απλός τρόπος για να μετρηθεί η πίεση είναι η χρήση ενός μανόμετρου ανοιχτού σωλήνα.
Το υδραργυρικό β. του Τοριτσέλι αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα μήκους περίπου 1 μ., κλειστός στη μία άκρη, και από
μία λεκάνη· και τα δύο είναι γεμάτα υδράργυρο. Βυθίζοντας την ανοιχτή άκρη του σωλήνα στο υγρό της λεκάνης, ο υδράργυρος
του σωλήνα κατεβαίνει λίγο, αφήνοντας στο επάνω μέρος έναν κενό χώρο (κενό του Τοριτσέλι) στον οποίο έχουν απομείνει
μόνο ατμοί υδραργύρου, αμελητέας πίεσης. Το ύψος της στήλης του υδραργύρου μέσα στον σωλήνα, αν μετρηθεί από την
επιφάνεια του υδραργύρου της λεκάνης, είναι 760 χιλιοστά στο επίπεδο της θάλασσας και υπό κανονικές ατμοσφαιρικές
συνθήκες. Ο Τοριτσέλι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πίεση που ασκεί η ατμόσφαιρα στην ελεύθερη επιφάνεια του
υδραργύρου της λεκάνης είναι τόση ώστε να εξισορροπεί την πίεση της στήλης του υδραργύρου. Έτσι προκύπτει ότι, από το
ύψος της στήλης του υδραργύρου, το β. καταγράφει απευθείας την τιμή της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το ίδιο συμβαίνει και για μια
στήλη ύδατος, η οποία μπορεί να ανέβει μέσα στον σωλήνα μιας αναρροφητικής αντλίας σε ύψος περίπου 10 μ., λόγω του
μικρότερου ειδικού βάρους. Αργότερα, επειδή έγινε αντιληπτό ότι η ατμοσφαιρική πίεση ελαττώνεται ανάλογα με την αύξηση
του ύψους από την επιφάνεια της θάλασσας και ότι υπάρχει συνάρτηση μεταξύ των μεταβολών της ατμοσφαιρικής πίεσης και
των ατμοσφαιρικών συνθηκών, χρειάστηκε να επινοηθούν β. καταλληλότερα για τρέχουσα χρήση, μεταξύ των οποίων και το
υδραργυρικό σιφωνοειδές β. Αυτό σχηματικά είναι ένας σωλήνας λυγισμένος σε σχήμα U, με το ένα σκέλος κλειστό, μήκους
περίπου 1 μ., και με το άλλο σκέλος βραχύ και ανοιχτό. Ο σωλήνας περιέχει υδράργυρο. Καθώς μεταβάλλεται η ατμοσφαιρική
πίεση, μεταβάλλεται και η διαφορά στάθμης που παίρνουν οι ελεύθερες επιφάνειες του υδραργύρου στα δύο σκέλη.
Στο β. του Τοριτσέλι, όταν η ατμοσφαιρική πίεση αυξάνεται ή ελαττώνεται, κατεβαίνει ή ανεβαίνει αντίστοιχα η στάθμη του
υδραργύρου στη λεκάνη και από αυτό μεταβάλλεται ελαφρά το ύψος της στήλης στον σωλήνα. Το μειονέκτημα αυτό
εξουδετερώθηκε με το υδραργυρικό β. του Φορτέν. Αυτό αποτελείται κυρίως από έναν σωλήνα Toριτσέλι, βυθισμένο στον
υδράργυρο που περιέχει ένας κύλινδρος κλειστός στη βάση του με ένα δέρμα δορκάδας. Η θέση του δέρματος μπορεί να
μεταβληθεί από μια βίδα, η οποία το πιέζει στο κέντρο του και όταν περιστραφεί, φέρνει τη στάθμη του υδραργύρου μέσα στον
κύλινδρο έως την κορυφή ενός μικρού κώνου από ελεφαντόδοντο, διατηρώντας έτσι τη στάθμη αυτή σε σταθερό επίπεδο. Το β.
καλύπτεται τελείως από ορείχαλκο (εκτός από δύο κάθετες αντιδιαμετρικές θυρίδες) έτσι ώστε να είναι ορατή η ελεύθερη
επιφάνεια του υδραργύρου μέσα στον σωλήνα. Στο ένα χείλος της μπροστινής θυρίδας υπάρχει μια διαβάθμιση σε χιλιοστά και
ένας βερνιέρος για την ανάγνωση των δεκάτων του χιλιοστού. Στο πίσω μέρος υπάρχει ένα μικρό κάτοπτρο για την ακριβή
παρατήρηση του επιπέδου της στάθμης του υδραργύρου. Με το β. είναι συνδεδεμένο ένα θερμόμετρο. Τα β. Φορτέν
χρησιμοποιούνται στα επιστημονικά εργαστήρια για μετρήσεις μεγάλης ακρίβειας και τα αποτελέσματα μετρήσεων πρέπει να
υποστούν διόρθωση, αφού ληφθεί υπόψη κάθε παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τις ενδείξεις: θερμοκρασία του
περιβάλλοντος, επιτάχυνση της βαρύτητας στον τόπο μέτρησης, τάση των ατμών του υδραργύρου.
Για τη μέτρηση υψών, όπως και για την πρόγνωση του καιρού, έχουν κατασκευαστεί μεταλλικά β., τα οποία είναι και πιο
εύχρηστα και πολύ φθηνότερα από τα υδραργυρικά, αν και μικρότερης ακρίβειας.
βαρόνος (κελτικά ή γερμ. baro = άνθρωπος). Τίτλος ευγενείας. Στα φιλολογικά κείμενα και στα ποιητικά έργα του 12ου και
13ου αι., ο τίτλος αποδίδεται στους ανδρείους, στους ισχυρούς, στους αγίους, αλλά ακόμα και στον ίδιο τον Ιησού Χριστό.
Επιπλέον, την ίδια εποχή, αποκαλούσαν β. και τον σύζυγο. Μετά τον 12o αι., τον τίτλο του β. έφεραν όλοι εκείνοι που κατείχαν
τιμάρια, τα οποία τους είχαν δοθεί απευθείας από τον βασιλιά. Στα τέλη του 13ου αι., οι β. ήταν ισότιμοι με τους πατρικίους και
ταξικά ανώτεροι από τους κόμητες. Στα χρόνια εκείνα, τον τίτλο του β. είχαν και οι τιμαριούχοι ευπατρίδες, οι οποίοι είχαν
άμεση εξάρτηση από τον βασιλιά. Στους δύο τελευταίους αιώνες της μοναρχίας στη Γαλλία, ο κόμης ήταν ανώτερος κατά τον
τίτλο από τον β. Στην περίοδο αυτή ο τίτλος δεν είχε πια τόση σημασία και μπορούσε να απονεμηθεί με ένα απλό βασιλικό
γράμμα και σε κάποιον που δεν είχε τιμάριο. Τον Ιούνιο του 1790, η Γαλλική επανάσταση κατάργησε όλους τους τίτλους
ευγενείας, αλλά το 1808 ο Ναπολέων Α’ τους επανέφερε σε ισχύ. Αυτή τη φορά, ο τίτλος του β. ήταν μια απλή τιμητική
διάκριση, την οποία έφεραν ανώτατοι δικαστικοί, κληρικοί, στρατιωτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι.
Στην Αγγλία, ο βασιλιάς Ριχάρδος Β’ ήταν ο πρώτος που απένειμε το 1387 τον τίτλο του β. με γράμμα, και από τότε τον
μιμήθηκαν όλοι οι διάδοχοί του. Στη Γερμανία, κατά τον 12o και 13o αι., β. ήταν όλοι εκείνοι που κατοικούσαν στο τιμάριο
κάποιου άρχοντα. Αργότερα, ο τίτλος δινόταν και σε αυτούς που κατείχαν εκτάσεις γης ελεύθερες από κάθε φεουδαρχική
εξάρτηση. Στη συνέχεια, έγινε συνώνυμος του δεσπότη. Τελικά, οι β. της Γερμανίας αποτέλεσαν την κατώτατη τάξη των
ευγενών.
βάρος (Φυσ.). Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει τα σώματα προς αυτή. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης
που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη με
αυτή που ασκεί αυτή επί του σώματος. Επειδή όμως η μάζα της Γης είναι πολύ μεγαλύτερη από τις μάζες των επίγειων
σωμάτων, η επιτάχυνση που αποκτά η Γη υπό την επίδραση μιας τέτοιας δύναμης είναι ασήμαντη. Η κατεύθυνση της δύναμης
της βαρύτητας είναι η ευθεία που ενώνει το κέντρο β. της Γης με το κέντρο β. κάποιου σώματος. Η κατεύθυνση αυτή καθορίζει
την κάθετο σε ένα καθορισμένο σημείο. Εφόσον σε ένα ορισμένο σημείο η επιτάχυνση που οφείλεται στην έλξη της Γης είναι
ανεξάρτητη από τη μάζα του σώματος (βαρύτητα), έπεται, από τον θεμελιώδη νόμο της δυναμικής, ότι το μέτρο της δύναμης της
βαρύτητας είναι ευθέως ανάλογο προς τη μάζα του σώματος.
Βάρος. Μυθολογικό πρόσωπο. Βλ. λ. Έμβαρος.
Βάρος. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 235 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού και μεταξύ του κόλπου
Πουρνιά και του λιμανιού του Μούδρου, 23 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ατσικής του νομού Λέσβου.
Βάρος. Κορυφή (1.420 μ.) της Δυτικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Καστοριάς, ΒΔ του
οικισμού Μελισσότοπος.
βάρος, ατομικό και μοριακό (Χημ). Το βάρος ενός ατόμου, σε σύγκριση με μια συμβατική μονάδα μέτρησης, ή (αντίστοιχα)
ενός μορίου. Οι έννοιες αυτές έχουν αντικατασταθεί, ωστόσο, από τους αντίστοιχους όρους ατομική και μοριακή μάζα (αντί
βάρους) και η χρήση τους οφείλεται πλέον σε συνήθεια που διαρκεί περισσότερο από έναν αιώνα. Βλ. λ. ατομική μάζα· μοριακή
μάζα.
βάρος, ειδικό (Φυσ.). Βλ. λ. ειδικό βάρος.
Βάρος, Πόπλιος Κουιντίλιος (Publius Quinctilius Varus, ; – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος
της Αφρικής (8-7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6-4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ.
από τον Αύγουστο με την ιδιότητα του λεγάτου στη Γερμανία, όπου με τη διοικητική αναδιοργάνωση της περιοχής προκάλεσε
μεγάλη δυσαρέσκεια στους πληθυσμούς. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκε ο Γερμανός ηγεμόνας Αρμίνιος για να
οργανώσει εξέγερση. Κατά τη διάρκεια μιας πορείας σχεδόν ολόκληρου του ρωμαϊκού στρατού της περιοχής, τον οποίο
διοικούσε ο ίδιος ο Β., ο Αρμίνιος του έστησε ενέδρα στον Τευτοβούργειο Δρυμό και τον εκμηδένισε ολοκληρωτικά (9 μ.Χ.). Ο
Β. και οι υπαρχηγοί του, τραυματισμένοι στη μάχη, αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Κατά τον
Σουητώνιο, όταν ο Αύγουστος πληροφορήθηκε την καταστροφή, εκδήλωσε τη θλίψη του με μια φράση την οποία επαναλάμβανε
διαρκώς: «Vare, Vare, Legiones redde!» («Βάρε, Βάρε, φέρε μου πίσω τις λεγεώνες μου!»).
βαροσκόπιο (Φυσ.). Όργανο το οποίο χρησιμεύει για την πειραματική απόδειξη της άνωσης που ασκείται από πάνω στα
σώματα μέσα σε αέρια και ειδικά μέσα στον ατμοσφαιρικό αέρα. Αποτελείται από έναν μικρό ζυγό, στα άκρα της φάλαγγας του
οποίου κρέμονται δύο ελαφρές μεταλλικές σφαίρες ίδιου βάρους, αλλά πολύ διαφορετικών όγκων. Στον ατμοσφαιρικό αέρα, ο
ζυγός αυτός βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, όταν όμως το σύστημα τοποθετηθεί μέσα σε έναν θάλαμο αεραντλίας και
αφαιρεθεί ο αέρας, παρατηρείται ότι ο ζυγός κλίνει προς το μέρος της μεγαλύτερης σφαίρας· εάν ξαναμπεί αέρας μέσα στον
θάλαμο, η ισορροπία αποκαθίσταται. Αποδεικνύεται έτσι ότι η ισορροπία οφείλεται στη μεγάλη άνωση που ασκείται πάνω στη
μεγαλύτερη σφαίρα εξαιτίας του όγκου της, ο οποίος εκτοπίζει περισσότερο αέρα, ενώ με την απουσία αέρα η άνωση παύει να
επιδρά και το σώμα γίνεται βαρύτερο.
βαροτροπισμός (Βιολ.). Είδος τροπισμού κατά τον οποίο ένας οργανισμός προσανατολίζεται σε σχέση με το πεδίο της
βαρύτητας. Βλ. λ. γεωτροπισμός.
Βαρότσι. Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου του φραγκικού φεουδαρχικού οίκου ενετικής καταγωγής Μπαρότσι (Barocci),
τα μέλη του οποίου εγκαταστάθηκαν στη Σαντορίνη και στη Θηρασία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους
Λατίνους (1204). Πρώτος άρχοντας των νησιών ήταν ο Ιάκωβος Α’ Β. Οι απόγονοί του εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Με τη
συνθήκη του 1265, που υπέγραψαν οι Βενετοί με τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, η Βενετία έχασε τις κτήσεις της στο Αιγαίο. Στα
τέλη όμως του 13ου αι. οι Β. κυρίευσαν εκ νέου τα δύο νησιά, που από το 1335 πέρασαν στη δικαιοδοσία του δούκα της Νάξου.
Οι Β. κατέφυγαν τότε στην Κρήτη και μετά την κατάληψή της από τους Τούρκους, εγκαταστάθηκαν στη Νάξο (1669).
Βαρότσι, Βερνάρδος. Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού φιλέλληνα Μπερνάρντο Μπαρότσι (Bernardo Barocci).
Καταγόταν από τη Βενετία και το 1821 ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήρε μέρος στον Αγώνα ως αξιωματικός. Μετά
την απελευθέρωση επέστρεψε στη Βενετία.
βαρούλκο (Μηχ.). Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή
αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων.
Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα. Στις δύο άκρες του άξονα
τοποθετούνται ακτινωτά δύο εγκάρσιες ράβδοι. Το σχοινί, στο οποίο είναι συνδεδεμένο το φορτίο, ενώνεται με το τύμπανο. Το
έργο που είναι αναγκαίο για τη μετακίνηση του φορτίου σε ορισμένο χρόνο (έργο αντιστάσεων) προκύπτει από το γινόμενο της
δύναμης (αντίστασης) η οποία καταπονεί το σχοινί επί τη μετατόπιση του φορτίου. Το έργο που δίνεται στην άκρη της ράβδου
(έργο δράσεων) προκύπτει από το γινόμενο του μήκους αυτής της ράβδου επί τη δύναμη που εφαρμόζεται σε αυτήν. Κατά τους
νόμους της μηχανικής (αρχή διατήρησης της ενέργειας), έπεται ότι κατά τη λειτουργία του β., αν θεωρηθούν αμελητέες οι τριβές
του συστήματος, το έργο των δυνάμεων που δρουν ισούται με το έργο των ανθισταμένων. Επειδή το μήκος της ράβδου είναι
μεγαλύτερο από την ακτίνα του τυμπάνου, σε μια ενδεχόμενη μετατόπιση του φορτίου (ίση με το μήκος του σχοινιού που θα
τυλιχτεί στο τύμπανο) αντιστοιχεί μια μεγαλύτερη μετατόπιση του άκρου της ράβδου. Από την έκφραση της ισότητας μεταξύ
των έργων δρώσας και ανθιστάμενης δύναμης, έπεται ότι η δύναμη που πρέπει να εφαρμοστεί στη ράβδο θα είναι μικρότερη από
τη δύναμη που καταπονεί το σχοινί.
Στα σύγχρονα β. το σχοινί ή η αλυσίδα τυλίγεται σε μεταλλικό τύμπανο, του οποίου ο άξονας συνδέεται με τον άξονα ενός
κινητήρα μέσω οδοντωτών τροχών. Οι οδοντωτοί αυτοί τροχοί, με τη σύζευξη τροχών μικρότερης διαμέτρου με τροχούς
μεγαλύτερης διαμέτρου, αποτελούν μια διάταξη μείωσης της δύναμης ανάλογη με αυτήν που περιγράφεται πιο πάνω.
Τα β. χρησιμοποιούνται στα εργοτάξια για τον χειρισμό γερανών και ανελκυστήρων, στα κτίρια για τη λειτουργία των
ανελκυστήρων, στα πλοία για τον χειρισμό των πρυμνησίων, της άγκυρας και την ανύψωση φορτίων κ.ά. Β. μεγάλης δύναμης
χρησιμοποιούνται στα λιμάνια και στα ναυπηγεία και σε όλες τις βαριές εργασίες οι οποίες απαιτούν μετακινήσεις μεγάλων
φορτίων. Τα ακόμα πιο σύγχρονα β. έχουν τελειοποιηθεί και λειτουργούν συχνά με ηλεκτρονικές βοηθητικές συσκευές.
Βαρούνα. Αρχαία βεδική θεότητα η οποία λατρευόταν συνήθως μαζί με τον Μίθρα. Συμβόλιζε τον ουράνιο θόλο και τα
κοσμικά ύδατα, απ’ όπου προέρχεται η ζωή. Φύλακας της κοσμικής τάξης (ρτα) και της δύναμης (ξάτρα), ο Β. συλλάμβανε με
τον αλάθευτο βρόχο του τους αμαρτωλούς και τους τιμωρούσε, δείχνοντας όμως επιείκεια σε αυτούς που μετανοούσαν. Ήταν ο
κυριότερος θεός-μάγος, τον οποίο επικαλούνταν μαζί με τον Μίθρα στις τελετές της μύησης (ντίξα, αμπχισέκα).
Στον ινδουισμό δεν έχει τόσο μεγάλη σπουδαιότητα, παραμένει ωστόσο κύριος των υδάτων, κριτής των ανθρώπων και ένας από
τους τέσσερις φύλακες του κόσμου. Ως τέτοιος λατρεύεται και στον βουδισμό.
Βαρούχ (7ος; αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν μαθητής και φίλος του προφήτη Ιερεμία, του οποίου έγραψε τις προφητείες.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία πήγε στη Βαβυλώνα για να ενθαρρύνει τους αιχμάλωτους συμπατριώτες του. Αργότερα πήγε στην
Ιερουσαλήμ για να παραδώσει χρήματα που συγκέντρωσε με έρανο στους ομοθρήσκους του. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τον
θεωρεί άγιο και η μνήμη του τιμάται στις 28 Σεπτεμβρίου.
Βαρούχ, Βιβλίο. Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο διασώθηκε σε ελληνική μετάφραση. Αποτελείται από πέντε κεφάλαια
και αναφέρεται κυρίως στη δράση του Βαρούχ στη Βαβυλώνα, περιέχει όμως και αναφορά στους αιχμαλώτους Εβραίους οι
οποίοι είχαν οδηγηθεί εκεί. Τη γνησιότητα του βιβλίου αρνούνται οι περισσότεροι προτεστάντες.
Με το όνομα του Βαρούχ υπάρχουν και δυο απόκρυφες Αποκαλύψεις, από τις οποίες η μία σώζεται στη συριακή γλώσσα και η
άλλη στην ελληνική.
Βαρούχας. Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας η οποία άκμασε τον 11o και τον 12o αι. Από τα μέλη της διάλεξε ο αυτοκράτορας
Αλέξιος Κομνηνός τους αδελφούς Κωνσταντίνο, Πολύκαρπο, Ιωάννη, Αλέξιο, Νικηφόρο και Αντώνιο, μαζί με άλλα
αρχοντόπουλα του Βυζαντίου, και τους έστειλε στην Κρήτη. Οι Β. είναι οι πρόγονοι των μεγάλων κρητικών οικογενειών
Πετροχείλων, Μακρυμάλληδων και Ξεριτών, οι οποίοι διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του νησιού. Μετά την
κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1669), πολλοί Β. εγκαταστάθηκαν στην Κεφαλονιά.
Σπουδαιότεροι από τον κρητικό κλάδο της οικογένειας είναι ο Βασίλειος (13ος αι.), οι Γεώργιος και Ιωάννης (16ος αι.), ο
Δημήτριος (1766-1811) και ο Σταύρος (19ος αι.).
Από τον κλάδο της Κεφαλονιάς, ξεχώρισαν οι Ιωάννης, Αντώνιος και Φραγκίσκος που διακρίθηκαν στην πολιορκία της
Κέρκυρας (1716), καθώς και ο στρατηγός Γεώργιος, ο οποίος διακρίθηκε στην εκστρατεία της Κρήτης (1897) και στους
Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913).
Βαρούχας, Αθανάσιος (Χανιά 1631 – Ζάκυνθος 1708). Λόγιος ιερομόναχος. Υπήρξε ένας από τους συνεπέστερους
δημοτικιστές της εποχής του. Ζούσε μόνιμα στη Ζάκυνθο, όπου ασχολήθηκε συστηματικά με τη μετάφραση εκκλησιαστικών
κειμένων στη δημοτική. Οι μεταφράσεις του κυκλοφόρησαν σε σειρά βιβλίων στη Βενετία.
Βάρρων, Αύλος Τερέντιος (Aulus Terentius Varro, 2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ήταν πραίτορας στην Ισπανία το
184 π.Χ. και κατόρθωσε να καταστείλει τοπικές επαναστατικές εκδηλώσεις εναντίον των Ρωμαίων.
Βάρρων, Γάιος Τερέντιος (Gaius Terentius Varro, 3ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και υπήρξε και ο ίδιος
κρεοπώλης. Ήταν όμως δημαγωγός και κατόρθωσε να αναρριχηθεί σε διάφορα αξιώματα. Το 218 π.Χ. έγινε πραίτορας. Εξελέγη
επίσης συνύπατος και στρατηγός στον πόλεμο με τους Καρχηδονίους. Σε μάχη εναντίον τους έπαθε πανωλεθρία (σκοτώθηκαν
70.000 Ρωμαίοι). Μετά την αποτυχία του αυτή αντικαταστάθηκε, χωρίς ωστόσο να χάσει τη δημοτικότητά του.
Βάρρων, Μάρκος Τερέντιος Ρεατίνος (Marcus Terentius Reatinus Varro, Ριέτι [Ρεάτιο] Σαβίνης 116 – 26 π.Χ.). Λατίνος
συγγραφέας. Υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής, καταγόμενος από παλαιά οικογένεια
συγκλητικών. Από τα 74 έργα του (περίπου 620 βιβλία), ποικίλου χαρακτήρα, ολόκληρο σώζεται μόνο ένα τρίτομο έργο για τη
γεωργία (Rerum Rusticarum Libri), γραμμένο με μορφή διαλόγου στο 80ό έτος της ηλικίας του, όπου χειρίζεται το θέμα
εξαντλητικά, χρησιμοποιώντας τόσο τη δική του εμπειρία, όσο και αρχαίες πηγές· με αυτό, απέβλεπε στην ενίσχυση των
καλλιεργειών ως λύση μιας οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Επίσης, έχει σωθεί ένα μέρος του έργου Περί της λατινικής γλώσσας
(De lingua latina), το οποίο αποτελείτο συνολικά από 25 τόμους και ήταν αφιερωμένο στον Ιούλιο Καίσαρα. Από τα υπόλοιπα
έργα του, το κυριότερο ήταν το Anliquitates Rerum Humanarum et Divinarum, σε 41 βιβλία, το οποίο περιείχε αφήγηση της
πολιτικής και θρησκευτικής ζωής και χρησιμοποιήθηκε ως πηγή από πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Ανάμεσα στα
πολυάριθμα και ποικίλα ποιητικά έργα του, πιο πρωτότυπο είναι το Sature Menippeae, σε 150 βιβλία, που το τελείωσε πριν από
το 45 π.Χ., σε απομίμηση του κυνικού φιλόσοφου Μένιππου. Τα 15 βιβλία του, με τον τίτλο Imagines ή Hebdomades,
δημοσιεύτηκαν γύρω στο 39 π.Χ., και περιείχαν 700 προσωπογραφίες Ελλήνων και Ρωμαίων, με επιγράμματα. Τα 9 βιβλία του
με τίτλο Disciplinarum Libri ήταν μια εγκυκλοπαίδεια για τις τέχνες, που αναφερόταν στη γραμματική, στη διαλεκτική, στη
ρητορική, στη γεωμετρία, στην αριθμητική, στην αστρονομία, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική και στην ιατρική. Το Libri
Logistorici, σε 76 βιβλία, περιλάμβανε συντομότερες λαϊκές πραγματείες πάνω σε ιστορικά και φιλοσοφικά θέματα.
Γενικά, από τα αποσπάσματα και τις πληροφορίες που σώζονται, ο Β. εμφανίζεται ως επιστήμονας με ευρύτατο πνευματικό και
μορφωτικό ορίζοντα, αντάξιος της φήμης του κατά τον Μεσαίωνα, στοχαστικό και λαμπρό πνεύμα, ανθρωπιστής και
γενναιόδωρος διδάσκαλος.
Βάρρων, Πόπλιος Τερέντιος Ατακίνος (Publius Terentinus Atacinus Varro, Άταξ, Ναρβωνική Γαλατία 82 – 35 π.Χ.).
Λατίνος ποιητής. Σύμφωνα με μία πηγή της αρχαιότητας, άρχισε να σπουδάζει ελληνική φιλολογία στα 35 του χρόνια. Τα
σατιρικά του όμως ποιήματα, που είναι γραμμένα πάνω στο πρότυπο του Λουκίλιου, και το επικό του ποίημα για τον πόλεμο του
Καίσαρα με τους Σηκανούς (Bellum Sequanicum) ανάγονται σε προγενέστερα χρόνια. Στη συνέχεια, γοητεύτηκε από το νέο
ύφος των Αλεξανδρινών ποιητών, μελέτησε σε βάθος τα ελληνικά και μεταγλώττισε σε ελεύθερη απόδοση το επικό ποίημα
Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου (4 βιβλία). Στη Χωρογραφία του, έργο διδακτικό γεωγραφικού περιεχόμενου,
μιμήθηκε ή μετέφρασε τον Άρατο. Έγραψε επίσης ελεγείες και διδακτικά ποιήματα, κατά τα ελληνικά πρότυπα, και ποιήματα
ερωτικού χαρακτήρα για κάποια Λευκαδία.
Βαρσάμης (; – 1728). Αρματολός. Συνεργάστηκε με τους Μπουκουβαλαίους και σκοτώθηκε το 1728 στη μάχη της Βατζινιάς.
Βαρσαμής. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Πολέμησε ως ναυτικός στη θάλασσα, αλλά πήρε μέρος και σε μάχες της ξηράς. Από το
1821 έως το 1824 αγωνίστηκε με σπάνια αυταπάρνηση και διακρίθηκε ως μπουρλοτιέρης. Το 1824, στον Γέροντα, πληγώθηκε
στο δεξί του χέρι. Ύστερα από 16 μήνες το χέρι του αχρηστεύτηκε και δεν μπόρεσε πια να συνεχίσει την αγωνιστική
δραστηριότητά του.
2. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από το Κορακοβούνι Κυνουρίας. Πληγώθηκε βαριά στον Άγιο Σώστη, έξω από την Τρίπολη. Όταν
θεραπεύτηκε, συνέχιζε να αγωνίζεται μέχρι την απελευθέρωση.
3. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από τη Σκόπελο. Πήρε μέρος ως πυρπολητής στις επιχειρήσεις κοντά στη Μεθώνη, στις 29
Μαρτίου 1824, όταν ο Μιχαήλ Σπαχής πυρπόλησε εκεί τουρκικά σκάφη.
4. Εμμανουήλ. Καταγόταν από τη Ναυπλία. Οπλαρχηγός, συγκρότησε σώμα με το οποίο πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην
Πελοπόννησο και στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Συνέχισε τον Αγώνα μέχρι την αποχώρηση των Αιγυπτίων.
Βαρσίμαιος. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (αναφέρεται και ως Βαρσιμαίος). Διετέλεσε επίσκοπος στην Έδεσσα της
Μεσοποταμίας. Βασανίστηκε και φυλακίστηκε από τον ηγεμόνα της Έδεσσας Λυσία, αλλά στο μεταξύ έπαψε ο διωγμός ων
χριστιανών και, αφού αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στα καθήκοντά του. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.
Βαρσοβία (Warszawa). Πόλη (1.671.670 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Πολωνίας, καθώς και του βοϊβοδάτου (διοικητικού
διαμερίσματος) της Μαζοβίας (35.598 τ. χλμ., 5.124.018 κάτ.). Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βιστούλα, πάνω από τη
συμβολή του με τον Mπουγκ. Ο αρχαιότερος πυρήνας της πόλης βρίσκεται πάνω σε ένα ανάχωμα, στην αριστερή όχθη του
Βιστούλα, ύψους περίπου 30 μ., και συνδέεται με γέφυρες με τις συνοικίες που βρίσκονται στην αντίθετη όχθη, σε μια χαμηλή
ζώνη. Είναι μια σύγχρονη πόλη, με ευρείες λεωφόρους, όπου οι βιομηχανικές συνοικίες εναλλάσσονται με κατοικημένες ζώνες,
που χτίστηκαν κατά μεγάλο μέρος στο πρώτο σχέδιο ανοικοδόμησης της χώρας μετά τον πόλεμο (1949-55). Μερικοί
κατοικημένοι πυρήνες (Mακότουφ στα νότια, Kόουο στα δυτικά, Mουράνουφ περισσότερο στο κέντρο, στην τοποθεσία του
παλαιού γκέτο) σχηματίζουν αυτόνομα κέντρα. Ολόγυρα έχουν αναπτυχθεί διάφορα προάστια, με πολυάριθμα βιομηχανικά
συγκροτήματα. Η Β. είναι συγκοινωνιακός κόμβος, με οδικές αρτηρίες που τη συνδέουν με το Γκντανσκ, το Στετίνο, το
Βερολίνο, την Κρακοβία, τη Λεόπολη, το Μινσκ και τη Μόσχα, σιδηροδρομικές γραμμές και αεροδρόμιο (Οκετσίε).
Η Β. είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Πολωνίας και το μεγαλύτερο πολιτιστικό, πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό
κέντρο της. Η βιομηχανία της παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως στους τομείς μηχανολογικού εξοπλισμού,
ηλεκτρομηχανικής, χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, υφασμάτων, τροφίμων, εκδοτικών και γραφικών τεχνών, οπτικών,
ιματισμού και μηχανημάτων ακριβείας. Είναι έδρα του ομώνυμου πανεπιστημίου (1818), του Πολυτεχνείου της Β. και άλλων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών. Επίσης διαθέτει πολλά ιδρύματα, μουσεία,
βιβλιοθήκες κ.ά.
Το ιστορικό κέντρο της πόλης, που καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο
και αναστηλώθηκε μετά το 1945, χαρακτηρίστηκε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ το 1980. Ανάμεσα στα
πολλά αξιόλογα μνημεία περιλαμβάνονται ο γοτθικός καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη (14ος αι.), άλλες μεσαιωνικές
εκκλησίες, το βασιλικό ανάκτορο (14ος αι.), η στήλη του Σιγισμούνδου Γ’ (17ος αι.), το μέγαρο Κρασίνσκι (17ος αι.), το
ανάκτορο Μπριλ και οι κήποι του Σαξονικού Ανακτόρου (18ος αι.).
Ιστορία. Τον 13ο αι. η Β. δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό ψαράδων και γεωργών, όταν οι δούκες της Μαζοβίας αποφάσισαν να
χτίσουν έναν πύργο για την άμυνα του χωριού, το οποίο βρισκόταν σε μια τοποθεσία όπου ο ποταμός ήταν εύκολα διαβατός. Το
1289 η πόλη ήταν ήδη πρωτεύουσα επαρχίας και το 1344 ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του δουκάτου της Μαζοβίας. Η εξέλιξή
της ήταν αρκετά γρήγορη και προπάντων μετά την ένωση της Πολωνίας με τη Λιθουανία το 1386.
Το 1596 ο βασιλιάς Σιγισμούνδος Γ’ Βάζα μετέφερε εκεί –από την Κρακοβία– την πρωτεύουσα του βασιλείου της Πολωνίας.
Άρχισε τότε μια μεγάλη οικοδομική και δημογραφική επέκταση και η πόλη πλουτίστηκε με ανάκτορα, εκκλησίες, μοναστήρια,
επαύλεις, πάρκα και κήπους. Το 1656, με την κατάκτησή της από τους Σουηδούς του Καρόλου Ι’, καταστράφηκε μεγάλο τμήμα
της. Αφού ανοικοδομήθηκε έπειτα από διάφορες περιπέτειες, ερημώθηκε και πάλι από τους Σουηδούς του Καρόλου ΙΒ’ (1702).
Η Β. ανάκαμψε για άλλη μία φορά, μετά την τρομερή πανώλη του 1709, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της και κατέστρεψε την
οικονομία της, ακολουθώντας πάντα την τύχη της Πολωνίας με εναλλασσόμενες φάσεις ευημερίας και πολιτικών και
οικονομικών κρίσεων. Με τον Στανίσλαο Β’ Αύγουστο (1764) γνώρισε οικονομική, καλλιτεχνική και κοινωνική ανάπτυξη. Από
το 1795 έως το 1806 κατελήφθη από τους Ρώσους και ύστερα περιήλθε στην εξουσία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη ο οποίος,
μετά την ειρήνη του Τίλσιτ (1807), την ονόμασε πρωτεύουσα του μεγάλου δουκάτου της Βαρσοβίας. Από το 1815 η πόλη
ξανάγινε πρωτεύουσα του βασιλείου της Πολωνίας, υπό ρωσική κυριαρχία. Μετά την εξέγερση του 1831 υποβιβάστηκε σε
πρωτεύουσα του κυβερνείου και, τέλος, υπήρξε η ψυχή της αντιρωσικής επανάστασης του 1863. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο
πόλεμο κατελήφθη από τους Γερμανούς και, μετά την ήττα των Γερμανών και την απελευθέρωσή της, το 1918 ορίστηκε
πρωτεύουσα της νέας πολωνικής δημοκρατίας.
Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εισέβαλαν πάλι οι Γερμανοί, αφού πρώτα τη βομβάρδισαν (1939)· οι Γερμανοί κατέστρεψαν μεγάλο
τμήμα της πόλης και εξόντωσαν όλους τους Εβραίους κατοίκους, που αποτελούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Την 1η
Αυγούστου 1944, και ενώ πλησίαζαν τα σοβιετικά στρατεύματα, η Βαρσοβία εξεγέρθηκε· οι πολίτες αντιστάθηκαν λυσσαλέα,
αλλά στις 20 Οκτωβρίου αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Οι Γερμανοί εκτόπισαν όλους τους κατοίκους και συμπλήρωσαν την
καταστροφή της πόλης. Μόνο στις 17 Ιανουαρίου 1945 ρωσικά και πολωνικά στρατεύματα μπήκαν στη Βαρσοβία και την
απελευθέρωσαν.
Βαρσοβία (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 23 Μαρτίου 1933. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 13,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
10,5. Διεθνώς ονομάζεται Varsavia 1263.
Βαρσοβίας, Σύμφωνο. Εικοσαετές σύμφωνο συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας, με ενοποιημένη στρατιωτική διοίκηση υπό
την ηγεσία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο υπογράφηκε στη Βαρσοβία της Πολωνίας, στις 14 Μαΐου 1955, κατά τη
διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των ευρωπαϊκών κρατών του ανατολικού συνασπισμού: ΕΣΣΔ και λαϊκές
δημοκρατίες της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Πολωνίας και της
Ανατολικής Γερμανίας (η τελευταία ωστόσο αποκλείστηκε από την ενοποιημένη στρατιωτική διοίκηση). Το Σύμφωνο αυτό
δημιουργήθηκε κυρίως για να ισοσταθμίσει την Ατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) και την ισχυροποίηση της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), που αποφασίστηκε στις διασκέψεις του Λονδίνου και του Παρισιού (Σεπτέμβριος και
Οκτώβριος 1954) και η διάρκειά του ανανεώθηκε στα επόμενα χρόνια, αν και υπήρξαν κατά καιρούς τριγμοί και αποχωρήσεις·
για παράδειγμα, η Αλβανία αποχώρησε αρκετά νωρίς, όταν ο Χότζα επέβαλε την πολιτική απομονωτισμού μετά την
αποσταλινοποίηση στην ΕΣΣΔ, η Ουγγαρία δέχθηκε εισβολή το 1956, η Τσεχοσλοβακία ανάλογη εισβολή το 1968, ενώ στην
ίδια την Πολωνία επιβλήθηκε στρατιωτικό καθεστώς το 1980.
Μετά τις αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, το Σ.Β. αυτοκαταργήθηκε με το πρωτόκολλο διάλυσης που υπογράφηκε στην
Πράγα την 1η Ιουλίου 1991 και εγκρίθηκε από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών του· είχε προηγηθεί, έναν χρόνο νωρίτερα, η
αποχώρηση της Ανατολικής Γερμανίας μετά την ενοποίηση των Γερμανιών.
Βάρσος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Επίσκοπος στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (4ος αι.). Δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση της αίρεσης των
Αρειανών και γι’ αυτό εξορίστηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βαλέντιο. Πέθανε στην εξορία. Η μνήμη του τιμάται στις 15
Οκτωβρίου.
2. Επίσκοπος Δαμασκού. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου.
Βαρσών, μονή. Ανδρικό μοναστήρι (11 κάτ. το 2001) του νομού Αρκαδίας, στην πρώην επαρχία Μαντινείας. Εξαρτάται από
τη μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας και βρίσκεται στα όρια του δήμου Κορυθίων. Το καθολικό του μοναστηριού, το οποίο
είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, χτίστηκε τον 16o αι. στη θέση παλαιότερου κτίσματος του 11ου αι. Είναι ναός
σταυροειδής εγγεγραμμένος, τετρακιόνιος, με προσθήκη νεότερου νάρθηκα. Οι τοιχογραφίες του, κατεστραμμένες σήμερα, είναι
επίσης του 16ου αι. Τον ίδιο αιώνα χτίστηκαν και τα κελιά. Γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη του μοναστηριού υπάρχουν από
τον 16o αι. οπότε ήδη άκμαζε. Διαθέτει βιβλιοθήκη, αρχείο και πολύτιμα κειμήλια.
Βάρτζελλης, Ιωσήφ (16oς αι.). Λόγιος ιερομόναχος, από τη Ζάκυνθο. Σώζεται παραλλαγή του στιχουργήματος Πένθος
θανάτου, το οποίο αναφέρεται ως δικό του έργο. Η παραλλαγή αυτή τιτλοφορείται Στίχοι προς τον μάταιον και πεπλανεμένον
κόσμον και αποτελείται από 676 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους.
Βαρύ. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 52 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, στην Έρισσο, 41
χλμ. ΒΑ του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερίσου.
βαρύ ύδωρ. Βλ. λ. ύδωρ, βαρύ.
Βαρυάξης (4ος αι. π.Χ.). Μήδος αξιωματούχος. Το 324 π.Χ. επιχείρησε να ανακηρυχθεί βασιλιάς των Μήδων και των Περσών,
επαναστατώντας εναντίον των μακεδονικών φρουρών. Τον συνέλαβαν, όμως, και ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε τη θανάτωσή
του.
βαρύαυλος (Μουσ.). Η ελληνική ονομασία του πνευστού μουσικού οργάνου φαγκότο. Βλ. λ. φαγκότο.
Βαρυμπόμπη. Συνοικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές απολήξεις της Πάρνηθας.
Αποτελεί τμήμα του δήμου Αχαρνών. Παλαιότερα αναφερόταν ως οικισμός.
βαρυόνια (Φυσ.). Ομάδα βαρέων στοιχειωδών σωματίων η οποία περιλαμβάνει τα νουκλεόνια (πρωτόνια και νετρόνια) και
άλλα φερμιόνια, τα υπερόνια (όπως τα Λ, Σ, Ω που μοιάζουν με νουκλεόνια μόνο που είναι βαρύτερα). Αυτά είναι ασταθή και
διασπώνται σε άλλα υπερόνια ή νουκλεόνια με εκπομπή μεσονίων. Όλα τα β. έχουν μάζα ίση ή μεγαλύτερη από τη μάζα του
πρωτονίου mp και η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι η mp είναι 1.836 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου.
Τα β. παίρνουν μέρος σε όλες τις γνωστές στοιχειώδεις αλληλεπιδράσεις (ισχυρές, ασθενικές και ηλεκτρομαγνητικές). Ο
αριθμός τους παραμένει σταθερός σε όλες τις πυρηνικές αντιδράσεις. Σε μια πυρηνική αντίδραση, η δημιουργία ενός β. πρέπει
απαραιτήτως να συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός αντιβαρυονίου που ελαττώνει κατά ίσο ποσό τον βαρυονικό αριθμό. Για
παράδειγμα, στην αντίδραση δύο πρωτονίων, ο αρχικός αριθμός β. είναι 1 + 1 = 2. Μετά την αντίδραση μπορεί να σχηματιστούν
δύο πρωτόνια (1 + 1 = 2) ή τρία πρωτόνια και ένα αντιπρωτόνιο.
βαρυονικός αριθμός (Φυσ.). Ένας κβαντικός αριθμός ο οποίος ορίζεται έτσι ώστε στα βαρυόνια να έχει την τιμή +1, στα
αντισωμάτιά τους, τα αντιβαρυόνια, την τιμή –1 και για όλα τα άλλα σωμάτια τιμή 0 (δεν έχουν παρατηρηθεί στοιχειώδη
σωμάτια στα οποία η απόλυτη τιμή του β.α. να ξεπερνά τη μονάδα). Ο αριθμός αυτός διατηρείται σε όλα τα είδη των
αλληλεπιδράσεων, δηλαδή το άθροισμα β.α. πρέπει να είναι το ίδιο και στα δύο μέλη μιας σωματιδιακής αντίδρασης.
Βαρυπατάδες. Πεδινός οικισμός ( υψόμ. 160 μ., 338 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, 11 χλμ. ΝΔ
της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχιλλείων του νομού Κερκύρας. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός
οικισμός.
Βαρύπετρο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 360 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Κυδωνίας, 6 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θερίσου.
βαρύσφαιρα (Γεωλ.). Η κεντρική από τις τρεις ζώνες στις οποίες διαιρείται η γήινη σφαίρα, σύμφωνα με τον Αυστριακό
γεωλόγο Έντουαρντ Ζις. Η υψηλή τιμή της πυκνότητας των υλικών από τα οποία αποτελείται (περίπου ίση προς 10 gr/cm3)
κάνει εύλογη την υπόθεση ότι η κεντρική ζώνη του πλανήτη αποτελείται από μια μεταλλική μάζα σιδήρου ενωμένη με μια
σημαντική ποσότητα νικελίου. Από την υπόθεση αυτή προήλθε και η ονομασία NiFe η οποία δίνεται ορισμένες φορές στη β.
Μερικοί συγγραφείς όμως υποστηρίζουν ότι η β. είναι ένας αεριώδης πυρήνας, μη διαμορφωμένος. Η διάμετρος της β., που
προσδιορίστηκε σύμφωνα με τα δεδομένα της σεισμολογίας, είναι περίπου τα 3/5 ή 4/5 της γήινης διαμέτρου.
βαρύτητα (Φυσ.). Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. Βλ. λ. έλξη, παγκόσμια.
βαρύτητας, απώλεια (Αεροναυτ.). Η απώλεια ταχύτητας του πυραύλου, καθώς ανεβαίνει, η οποία οφείλεται στην έλξη της
Γης. Είναι ανάλογη με τον χρόνο και ενεργεί κατά την κάθετο, δηλαδή κατά τη διεύθυνση της ακτίνας της Γης. Βλ. λ.
αστροναυτική.
βαρυτική ερυθρή μετατόπιση (Φυσ.). Η ελαφρά μετατόπιση προς την ερυθρή περιοχή του φάσματος η οποία παρατηρείται
σε ένα αστρικό φάσμα εξαιτίας της ύπαρξης του ισχυρότατου βαρυτικού πεδίου (όπως αυτό ενός αστέρα νετρονίων ή μιας
μαύρης τρύπας). Μια τέτοια φασματική μετατόπιση, η οποία οφείλεται σε βαρυτική δύναμη, προβλέπεται από τη θεωρία της
σχετικότητας και εξηγείται ως εξής: η ενέργεια του φωτός που περνάει από την περιοχή ενός μεγάλης έντασης βαρυτικού
πεδίου, όπως αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω, συνεχώς ελαττώνεται καθώς προσπαθεί να διαφύγει από την ισχυρή έλξη.
Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η μετατόπιση προς το ερυθρό όλων των μηκών κύματος των συνιστωσών ακτίνων. Κάθε
φασματική γραμμή του φωτός που διέρχεται σε απόσταση R μακριά από το πεδίο βαρύτητας σώματος μάζας M μετατοπίζεται
προς το ερυθρό κατά έναμ παράγοντα z= G M / R c2 (όπου G η παγκόσμια σταθερά της βαρύτητας και c η ταχύτητα του φωτός).
Μετά την πειραματική επιβεβαίωση της παραπάνω θεωρίας, ρώτησαν κάποτε τον Αϊνστάιν ποια θα ήταν η αντίδρασή του εάν η
θεωρία αποδεικνυόταν λανθασμένη. Εκείνος απάντησε ως εξής: «Θα έλεγα κρίμα, γιατί η θεωρία είναι σίγουρα σωστή»
βαρυτικό κύμα (Φυσ.). Μια μεταβολή του βαρυτικού πεδίου η οποία φαίνεται να διαδίδεται στον χώρο, υπό μορφή κύματος,
με την ταχύτητα του φωτός. Τέτοια κύματα είναι ανιχνεύσιμα όταν προκαλούνται από πολύ μεγάλης έντασης γεγονότα, όπως για
παράδειγμα η σύγκρουση δύο αστεριών ή η έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς, αφού γενικά το βαρυτικό πεδίο είναι ασθενές. Η
γενική θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, που θεωρεί τη βαρυτική δύναμη ως μια καμπύλωση του τετραδιάστατου
χωροχρόνου, προβλέπει μια ποικιλία από παράξενα φαινόμενα, μεταξύ των οποίων και μια νέα μορφή ενέργειας η οποία
ονομάζεται βαρυτική ακτινοβολία. Κάθε υλικό σώμα προκαλεί γύρω του μια παραμόρφωση στον χωρόχρονο. Κάθε φορά που το
σώμα κινείται, αυτή η καμπυλότητα του χωροχρόνου πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα διαμόρφωση της μάζας, γεγονός που
προκαλεί την εκπομπή τέτοιων κυμάτων. Η Γη που περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, η μπάλα που αναπηδά από το έδαφος, ένας
άνθρωπος που κινεί τα χέρια, είναι πηγές β.κ. με πολύ μικρότερη όμως αποδοτικότητα από αυτή που μπορεί να ανιχνευτεί
σήμερα. Σε σύγκριση με την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (φως, ακτίνες Χ, ραδιοκύματα που εκπέμπονται από κινούμενα
ηλεκτρικά φορτία), τα β.κ. είναι εξαιρετικά ασθενικά και ένας από τους λόγους είναι ότι οι δυνάμεις βαρύτητας είναι πολύ πιο
ασθενικές από τις ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, η ισχύς της βαρυτικής δύναμης που ασκούν δύο ηλεκτρόνια
μεταξύ τους (εξαιτίας του φορτίου και της μάζας τους) όταν απέχουν 0,025 εκ. το ένα από το άλλο είναι ίση με την ισχύ της
ηλεκτρικής δύναμης ανάμεσα στα ίδια ηλεκτρόνια αν η απόστασή τους ήταν 50 έτη φωτός. Είναι φανερό ότι η ανίχνευση και η
μέτρηση τόσο ασθενικών κυμάτων είναι εξαιρετικά δύσκολο έργο. Πολλά από τα προβλήματα σχετικά με την κατασκευή
ευαίσθητων κεραιών για την ανίχνευση των β.κ. λύθηκαν τη δεκαετία του 1960 από τον Τζόζεφ Βέμπερ του πανεπιστημίου
Μέριλαντ. Ο Βέμπερ κατασκεύασε κεραίες από μεγάλους κυλίνδρους αλουμινίου με διάμετρο 60 εκ., μήκος 1,5 μ. και βάρος
λίγο μεγαλύτερο από 1 τόνο. Καθένας από αυτούς τους κυλίνδρους κρεμάστηκε με ένα σύρμα από τη μέση του σε έναν θάλαμο
κενού, ο οποίος ήταν απομονωμένος από τον έξω κόσμο με ένα περίπλοκο σύστημα για την απορρόφηση των δονήσεων. Όταν
ένα β.κ. περάσει από τον κύλινδρο, προκαλεί ταλαντώσεις κατά μήκος του που μπορούν να ανιχνευτούν με τη βοήθεια
πιεζοηλεκτρικών κρυστάλλων, τοποθετημένων πάνω στην επιφάνειά του. Οι κρύσταλλοι αυτοί μετατρέπουν τις ταλαντώσεις σε
ασθενικά ηλεκτρικά ρεύματα, τα οποία μπορούν να ενισχυθούν και να καταγραφούν. Το 1993 οι αστρονόμοι Τζότζεφ Τέιλορ
και Ράσελ Χαλς του πανεπιστημίου Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ τιμήθηκαν με το Νόμπελ φυσικής, καθώς κατάφεραν να
επιβεβαιώσουν (εμμέσως) την ύπαρξη των κυμάτων βαρύτητας παρατηρώντας έναν διπλό πάλσαρ. Οι επιστήμονες θεωρούν
σήμερα ότι η ανίχνευση των β.κ. αποτελεί ισχυρό τεκμήριο της ορθότητας της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.
βαρύτονος (Μουσ.). Τραγουδιστής του οποίου η φωνή είναι ενδιάμεση ανάμεσα στις φωνές του τενόρου και του βαθύφωνου
(πλησιάζει περισσότερο άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη) και έχει τη δεξιοτεχνία των λαρυγγισμών της φωνής του τενόρου
και τη δύναμη και το βάθος εκείνης του βαθύφωνου.
Ο όρος στο ουδέτερο δηλώνει επίσης έγχορδα ή πνευστά μουσικά όργανα (βλ. λ. μπάσο).
Βάρφης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τη Χιμάρα της Βόρειας Ηπείρου.
1. Ζάχος. Στρατολόγησε, με δικά του χρήματα, άντρες από την πατρίδα του και πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, ως
καπετάνιος, στην Πελοπόννησο και στο Μεσολόγγι. Τραυματίστηκε στη μάχη της Κλείσοβας. Αργότερα πήρε μέρος σε μάχες
της Αττικής.
2. Σπύρος. Όταν δημεύτηκε η περιουσία του, κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα και πολέμησε τους Τούρκους στην
πολιορκία του Μεσολογγίου και στην Αττική. Επί Καποδίστρια έγινε αξιωματικός πέμπτης τάξης. Μετά τον Αγώνα
εγκαταστάθηκε στη Θήβα.
3. Χρήστος. Κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1823 και πήρε μέρος στις πολιορκίες του Μεσολογγίου και στις μάχες
της Ανατολικής Ελλάδας με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε αξιωματικός τρίτης τάξης. Πέθανε
ως απόστρατος ταγματάρχης.
βαρών, άρση (Αθλ.). Βλ. λ. άρση βαρών.
βαρώνος. Βλ. λ. βαρόνος.
Βαρώσια. Παλαιός συνοικισμός της Αμμοχώστου της Κύπρου. Βλ. λ. Αμμόχωστος (Ιστορία).
Βαρώτσος, Κωνσταντίνος (Αθήνα 1955 – ). Γλύπτης. Σπούδασε γλυπτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και
αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο της Πεσκάρα. Το 1990-91 σπούδασε στη Νέα Υόρκη, με υποτροφία του ιδρύματος
Φουλμπράιτ. Τα έργα του είναι κυρίως κατασκευασμένα από γυαλί και ατσάλι. Γλυπτά του υπάρχουν στο Μουσείο Μοντέρνας
και Σύγχρονης Τέχνης στη Νις και στο μουσείο της Ρουέν στη Γαλλία, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Γενεύης και στο
Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Αρκετά έργα του κοσμούν δημόσιους χώρους, όπως Ο δρομέας, Η ανέλιξη και Ο
δρομέας ΙΙ στην Αθήνα, Η κλεψύδρα στους Δελφούς, Ο λαβύρινθος στη Χαλκιδική, Ο ποιητής και Η σπείρα στη Λευκωσία της
Κύπρου. Έργα του εκτίθενται επίσης σε δημόσιους χώρους στην Ιταλία. Υπήρξε ο εμπνευστής της εικαστικής έκθεσης Athina
by Art, στο πλαίσιο της πολιτιστικής δραστηριότητας που σχετίστηκε με τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, που έγιναν στην
Αθήνα. Εξάλλου, είναι καθηγητής εικαστικών τεχνών στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης.
Βαρώτσος, Παναγιώτης (Πάτρα 1947 – ). Φυσικός. Το 1970 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1972
ολοκλήρωσε σε αυτό τη διδακτορική διατριβή του στη φυσική στερεάς κατάστασης. Το 1986 εξελέγη καθηγητής φυσικής
στερεάς κατάστασης στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το 1981, μαζί με τους καθηγητές Καίσαρα Αλεξόπουλο και Κωνσταντίνο Νομικό,
ανακοίνωσαν την εφεύρεσή τους, η οποία έμεινε γνωστή ως ΒΑΝ (ακρωνύμιο που προέρχεται από τα αρχικά των επιθέτων τους,
βλ. λ. ΒΑΝ), μια νέα μέθοδο πρόγνωσης των σεισμών, η οποία βασίζεται στην παρακολούθηση των γεωηλεκτρικών δυναμικών
μεταβολών. Η μέθοδος ΒΑΝ , σύμφωνα με τους εμπνευστές της, μπορούσε με ασφάλεια να προβλέψει τον τόπο, τον χρόνο και
την ένταση εκδήλωσης ενός σεισμού. Ο Β. έχει στο ενεργητικό του περισσότερες από διακόσιες εργασίες, κυρίως στη φυσική
στερεάς κατάστασης και στη γεωφυσική, καθώς και στην έρευνα για την πρόβλεψη των σεισμών.
Βασαίικα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 42 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο άκρο το νομού, στις
νοτιοδυτικές απολήξεις της κορυφής Αετορράχης, στην πρώην επαρχία Δωδώνης, Ν της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου.
Βασαΐτης, Μάρκος. Ιταλός ζωγράφος, ελληνικής καταγωγής. Βλ. λ. Μπαζαΐτης, Μάρκος.
Βασαλέτο (Vassalletto). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας μαρμαροτεχνιτών και οικοδόμων. Έγινε γνωστή το δεύτερο μισό του
12ου αι. και η δραστηριότητά της ήταν σε ακμή έως τα τέλη του 13ου. Οι Β. συνέβαλαν στην άνθηση της ψηφοθετικής και
υπήρξαν, μαζί με τους Κοσμάτι, οι σπουδαιότεροι τεχνίτες της Ρώμης στην αρχιτεκτονική διακόσμηση. Στόλισαν εκκλησίες και
βασιλικές με εξωτερικές στοές, τοξοστοιχίες αίθριων, πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα και κατασκεύασαν κιβώρια, Άγιες Τράπεζες,
κηροστάτες, θωράκια, άμβωνες και επισκοπικούς θρόνους.
Γενάρχης της οικογένειας ήταν κάποιος Μπασαλίκτο (ή Μπαλιζέτο), που η υπογραφή του υπάρχει στον Λέοντα της εκκλησίας
των Αγίων Αποστόλων. Ο Πιέτρο, πιθανώς γιος του, σκάλισε μαζί με τον Νικολό ντ’ Άντζελο τον Πασχαλινό Κηροστάτη (τέλη
12ου αι.) του Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών, το μόνο ολόγλυφο έργο του, και έχτισε το αίθριο του ίδιου ναού. Αλλά το
αριστούργημά του –και αριστούργημα της ψηφοθετικής τέχνης– είναι το αίθριο του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού, στο οποίο
εργάστηκε ο ίδιος από το 1220 έως το 1230 και το ολοκλήρωσε ο γιος του Β. Β’, μεταξύ 1232 και 1236. Στον Πιέτρο
αποδίδονται επίσης και η schola cantorum της εκκλησίας του Αγίου Σάββα και το παλιό τμήμα με τον νάρθηκα του Αγίου
Λαυρεντίου εκτός των Τειχών. Ο ωραίος επισκοπικός θρόνος της μητρόπολης του Ανάνι θεωρείται έργο του Β. Β’. Τέταρτος της
οικογένειας των Β. είναι ο Νικόλα. Άσκησε την τέχνη του από το 1215 έως το 1262 και συνεργάστηκε με τον Πιέτρο ντε Μαρία
στη μονή του Σασοβίβο γύρω στο 1233.
Τον κλασικισμό των Β. χαρακτηρίζει η αρμονική σχέση κατασκευής και διακόσμησης που κορυφώνεται στο αίθριο του Αγίου
Ιωάννη του Λατερανού και στον επισκοπικό θρόνο του Ανάνι, καθώς και η μεγάλη δεξιοτεχνία στο σκάλισμα της πέτρας και του
μαρμάρου και οι σοφοί χρωματικοί συνδυασμοί.
Βάσαλος. Βραχονησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σύρου, μπροστά από τον όρμο
Μεγάλος Γιαλός. Ονομάζεται και Πάσσαλος.
βασάλτης (Γεωλ.). Έκχυτο, εκρηξιγενές, ηφαιστειακό πέτρωμα, πλούσιο σε σίδηρο και μαγνήσιο, με σχετικά χαμηλή
περιεκτικότητα (περ. 50%) σε οξείδιο του πυριτίου (SiO2). Έχει συνήθως συμπαγή, λεπτόκοκκη υφή και είναι ανάλογης χημικής
σύστασης με τα μαγματικά ηφαιστειακά πετρώματα που ονομάζονται γάββροι. Οι περισσότεροι β. έχουν πορφυριτικό ιστό, με
κύρια συστατικά τα πορφυριτικά, φεμικά (βασικά) ορυκτά αυγίτη και ολιβίνη και διάφορα πλαγιόκλαστα ορυκτά, όπως το
λαβραδόριο και ο βυτοβνίτης. Τα ορυκτά αυτά βρίσκονται με τη μορφή ευδιάκριτων κρυστάλλων, των φαινοκρυστάλλων, μέσα
σε μια θεμελιώδη μικροκρυσταλλική μάζα, ανάλογης σύστασης. Ο ολιβίνης, ο οποίος μπορεί και να απουσιάζει, εξαλλοιώνεται
συχνά σε σερπεντίνη. Ο β. μπορεί επίσης να περιέχει βιοτίτη, κεροστίλβη, ιλμενίτη, μαγνητίτη κ.ά.· όταν περιέχει σημαντικές
ποσότητες μαγνητίτη, παρουσιάζει μαγνητικές ιδιότητες. Ανάλογα με την ορυκτολογική τους σύσταση, υπάρχουν τρεις κύριοι
τύποι β.: ο ασβεσταλκαλικός, ο αλκαλικός και ο θολεϊτικός β.
Το υγιές πέτρωμα έχει μαύρο χρώμα (μελανοκρατικό), ενώ εξαλλοιωμένο αποκτά γκρίζα, ερυθρωπή ή σπανιότερα πρασινωπή
απόχρωση. Λόγω της χαμηλής περιεκτικότητάς του σε οξείδιο του πυριτίου, εμφανίζει χαμηλό ιξώδες άρα μεγάλη ικανότητα
ροής. Οι β. είναι κατά κανόνα συμπαγείς, αλλά σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζουν σπογγώδη υφή, λόγω του εγκλωβισμού αέρα
στο εσωτερικό της λάβας κατά την ψύξη της· οι πόροι που σχηματίζονται γεμίζουν με δευτερογενή ορυκτά, για παράδειγμα
ασβεστίτη, ζεόλιθους και οπάλιο, οπότε ονομάζονται αμυγδαλοειδείς κοιλότητες. Μερικές φορές η θεμελιώδης μάζα του β. είναι
υαλώδης και τότε λέγεται υαλώδης β. Χαρακτηριστικό των βασαλτικών εμφανίσεων είναι η στηλοειδής κατάτμησή τους σε
πρίσματα πολυγωνικής τομής που θυμίζουν κολόνες, η οποία οφείλεται στη συστολή του μάγματος κατά την ψύξη του.
Ο β. είναι το κατεξοχήν ηφαιστειακό πέτρωμα από το οποίο δομείται ο πυθμένας των ωκεανών· εκτεταμένες ροές λάβας έχουν
σχηματίσει τεράστιες αποθέσεις β. σε πολλές ηπείρους, όπως στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ και στο Ντεκάν της Ινδίας. Τυπικές
εμφανίσεις β. βρίσκονται σε πολλές άλλες περιοχές, όπως στην Ισλανδία, στο Φίνγκαλ της Σκοτίας (τυπικές στηλοειδείς
εμφανίσεις), στην Παταγονία της Νότιας Αμερικής, στη Γροιλανδία (όπου μέσα στις βασαλτικές λάβες του νησιού Ντίσκο,
υπάρχουν ονομαστά και εκτεταμένα κοιτάσματα σιδήρου), καθώς και στα νησιά της Χαβάης, τα οποία αποτελούνται σχεδόν
αποκλειστικά από β. Στην Ελλάδα β. βρίσκονται όπου υπάρχουν οφιόλιθοι, όπως για παράδειγμα στην Πίνδο, στη Χαλκιδική,
στη Σαμοθράκη, στην Κρήτη, στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές με ηφαιστειακά πετρώματα όπως η Ροδόπη, η Σάμος, η
Σαντορίνη κ.α.
Ο β. παρουσιάζει φυσική εύκολη κατάτμηση σε πρίσματα και υψηλή αντοχή στη μηχανική πίεση (συχνά ανώτερη από 3.000
kg/cm2), γι’ αυτό χρησιμοποιείται σε οικοδομικές κατασκευές, σε τεχνητούς λιμένες, ως αδρανές σε σιδηροδρομικές γραμμές
και σε σκυροδέματα· αντίθετα, είναι ακατάλληλος για οδοποιία, επειδή παρουσιάζει μέτρια αντίσταση στη φθορά και
αποσαθρώνεται εύκολα.
βασανιστήρια. Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις φυσικού και ψυχικού καταναγκασμού σε βάρος είτε ενός
κατηγορουμένου, προκειμένου να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος, είτε ενός μάρτυρα, προκειμένου να εξασφαλιστεί
μια αληθοφανής κατάθεση.
Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο, τα β. για την εξασφάλιση ομολογίας χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα από τους
Ασσυρίους, τους Βαβυλώνιους, τους Ινδούς και τους Κινέζους.
Στον ελληνικό κόσμο χρησιμοποιήθηκαν για μεγάλο διάστημα στους δούλους και στους ξένους (ορισμένες φορές και σε
πολίτες), των οποίων οι μαρτυρικές καταθέσεις δεν θεωρούνταν αξιόπιστες, αν δεν τις αποσπούσαν με επιβολή β. Ο
Αριστοφάνης (Βάτραχοι, Ε 617 και Λυσιστράτη, Σ 846) μνημονεύει τέτοιου είδους πρακτικές. Ο Ισοκράτης και ο Λυσίας
χρησιμοποιούσαν τον όρο στρέβλωσις. Σε β. είχαν υποβληθεί ο Ζήνων και ο Ανάχαρσις. Ο Αριστοτέλης και ο Δημοσθένης
θεωρούσαν τα β. (αρχ. η βάσανος) ως το ασφαλέστερο μέσο για την εξακρίβωση της αλήθειας.
Στη Ρώμη, τα β. τελειοποιήθηκαν. Ο κύριος ενός δούλου μπορούσε να τον βασανίσει και ο θάνατός του δεν θεωρείτο σε αυτή
την περίπτωση ανθρωποκτονία. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας, τα β. για ανακριτικούς σκοπούς εφαρμόζονταν και σε
ελεύθερους πολίτες. Εξαίρεση αποτελούσαν οι στρατιωτικοί, οι ευγενείς, οι έγκυες γυναίκες κλπ., εκτός από τις περιπτώσεις
εσχάτης προδοσίας ή μαγγανείας. Τα β. εφαρμόζονταν στη Ρώμη και ως ποινή του οφειλέτη που δεν μπορούσε να εξοφλήσει τα
χρέη του. Τρόποι β. ήταν η έκταση του σώματος με τον τροχό ή άλλα μέσα, η πυρακτωμένη πλάκα, η σταύρωση, η ρίψη στα
θηρία, ο ακρωτηριασμός
Την εποχή των αποκαλούμενων βαρβαρικών επιδρομών από τους βόρειους λαούς που κατέλυσαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τα
β., υπό την επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου, εισήχθησαν και στη νομοθεσία μερικών γερμανικών λαών, που τα αγνοούσαν έως
τότε. Χρησιμοποιούμενα σε σπάνιες περιπτώσεις στα βασίλεια αυτά, τα β. διαδραμάτισαν και πάλι σημαντικό ρόλο στα διάφορα
νομικά συστήματα από τον 12o αι. και ύστερα. Ακόμα και η αρχική αποδοκιμασία της Εκκλησίας, θεμελιωμένη στην καταδίκη
των β. που περιέχεται στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, υποχώρησε εμπρός στην προσπάθεια καταστολής των
αιρέσεων· το 1252 ο πάπας Ινοκέντιος Δ’, με την εγκύκλιο Ad estirpanda (Προς εκρίζωση) αποδέχτηκε τη χρήση των β. στους
υπόπτους αιρετικών πεποιθήσεων και το περιεχόμενο της εγκυκλίου περιελήφθη σε όλα τα κοινοτικά θέσμια, τα οποία άλλωστε
προέβλεπαν ήδη τη χρήση β. για τα εγκλήματα αρμοδιότητας της κρατικής εξουσίας. Επίσης, στη Γαλλία, όπου το κατηγορητικό
σύστημα είχε μόλις αντικατασταθεί από το εξεταστικό, τα β. αποτέλεσαν απαραίτητο στοιχείο της ποινικής δικονομίας.
Οι νομοθέτες και οι δικαστές επιστράτευαν όλη τη δύναμη της φαντασίας τους για να επινοήσουν τα διάφορα είδη β. που θα
επέβαλαν στους κατηγορούμενους και στους θεωρούμενους ως δυστροπούντες μάρτυρες. Η πιο συνηθισμένη μορφή β. ήταν
αυτό του σχοινιού: ο κρατούμενος δενόταν με τα μπράτσα διπλωμένα στην πλάτη με ένα σχοινί περασμένο από μια τροχαλία
κρεμασμένη πολύ ψηλά. Ύστερα τον ανύψωναν μέχρι ένα ορισμένο ύψος από το έδαφος και τον άφηναν να πέσει απότομα στο
έδαφος. Άλλα είδη β. που εφαρμόζονταν συχνά ήταν αυτό του νερού (στο στόμα του κατηγορούμενου, που τον κρατούσαν σε
ύπτια θέση, έχυναν μεγάλη ποσότητα νερού που ο βασανιστής τον έκανε ύστερα να το αποβάλλει, πηδώντας επάνω στην κοιλιά
του), το β. της φωτιάς, που εφαρμοζόταν ιδίως στα πόδια με διαφορετικά μέσα πυράκτωσης. Άλλα β. ήταν η υποχρεωτική
αϋπνία, η πείνα, η δίψα, το τσάκισμα των αστραγάλων κλπ.
Η χρήση των β. συνεχίστηκε και μερικές φορές έγινε πιο συστηματική με το πέρασμα των αιώνων –η εγκύκλιος Summis
desiderantes affectibus του πάπα Ινοκέντιου Η’ κατά της μαγείας χρονολογείται από το 1484– αλλά άρχισε να προκαλεί κατά
τον 18ο αι. τη γενική αποδοκιμασία των λαών. Μεγάλη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσαν τα συγγράμματα της
εποχής εκείνης και ειδικότερα το έργο Περί των εγκλημάτων και των ποινών (1764) του Τσεζάρε Μπεκαρία. Υπό την επίδραση
του Διαφωτισμού τα β. καταργήθηκαν σε πολλές χώρες –στη Γαλλία η λεγόμενη προπαρασκευαστική εξέταση, δηλαδή τα β. στα
οποία υποβαλλόταν ο κατηγορούμενος για να ομολογήσει, καταργήθηκε με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και
του πολίτη της Γαλλικής επανάστασης– και η κατάργησή τους κατοχυρώθηκε νομικά από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη κατά την
περίοδο από τα τέλη του 18ου αι. έως τα πρώτα χρόνια του επόμενου και έτσι τερματίστηκε, θεωρητικά τουλάχιστον, μια από τις
πιο θλιβερές και ατιμωτικές σελίδες της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Παρ’ όλα αυτά, τις τελευταίες δεκαετίες η οργάνωση της Διεθνούς Αμνηστίας καταρτίζει κάθε χρόνο έναν κατάλογο με όλες τις
διαπιστωμένες καταγγελίες β. σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου. Ο κατάλογος αυτός μαρτυρά ότι ακόμα και τον 21ο αι., η
ανθρωπότητα δεν έχει καταφέρει να εξοβελίσει τη βάρβαρη αυτή πρακτική, ιδίως στις χώρες του αποκαλούμενου Τρίτου
Κόσμου.
βασανίτης (Ορυκτ.). Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη oρθοκλάστου και πλαγιοκλάστου
(λευκίτη) και μικρής ποσότητας ολιβίνη. Βρίσκεται άφθονο σε πολλές ηφαιστειογενείς περιοχές, όπως στην κεντρική Ιταλία και
ιδιαίτερα στη λάβα του Βεζούβιου.
Βάσαρ (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Ιουλίου 1933. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 16,8, ενώ αν βρισκόταν και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
10,8. Διεθνώς ονομάζεται Vassar 1312.
Βασαράβης, Κωνσταντίνος (17ος αι.). Λόγιος από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Γιος του ηγεμόνα της Ουγγαροβλαχίας
Ιωάννη Βασαράβη, ασχολήθηκε συστηματικά με τα ελληνικά γράμματα και μετέφερε στην απλή ελληνική αρχαίους Έλληνες
συγγραφείς. Η σπουδαιότερη μετάφρασή του τιτλοφορείται Του Πλουτάρχου Χαιρώνειας, Ελληνικών και Ρωμαϊκών
παραλλήλων, μετάφρασις ακριβεστάτη (Βουκουρέστι, 1704).
Βασαράς. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 250 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού,
στις δυτικές κλιτύς της κορυφής Σταματείρας του Πάρνωνα, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, 26 χλμ. ΒΑ της Σπάρτης.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος.
Ιστορία. Στις 14 Αυγούστου 1826, 2.000 Έλληνες, υπό τους Νικηταρά, Πλαπούτα και Γενναίο Κολοκοτρώνη, επιτέθηκαν
εναντίον τμημάτων του Ιμπραήμ, που είχαν μεταβεί εκεί, για να στρατοπεδεύσουν, και τα εξουδετέρωσαν.
Βασδέκη, Όλγα (Βόλος 1973 – ). Αθλήτρια του στίβου. Μεγάλωσε σε αθλητική οικογένεια, μια και ο μεγαλύτερος αδελφός
της ήταν ήδη πρωταθλητής του μήκους όταν εκείνη ξεκινούσε την καριέρα της. Γρήγορα όμως φάνηκε το δικό της άστρο και
αναδείχθηκε σε μια από τις κορυφαίες Ελληνίδες αθλήτριες, συνδέοντας το όνομά της με την αναγέννηση του ελληνικού
αθλητισμού στη δεκαετία του 1990. Ξεκίνησε δυνατά κατακτώντας συνεχώς την πρώτη θέση, στο νέο για τις γυναίκες αγώνισμα
του άλματος εις τριπλούν, στη διοργάνωση Μπρούνο Τζάουλι (1993-98), ενώ το 1996 πέτυχε τη μεγάλη διάκριση
καταλαμβάνοντας την 5η θέση στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ατλάντα. Στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες, του Σίδνεϊ
(2000), αναδείχτηκε 7η, ενώ ενδιάμεσα είχε μια σειρά από άλλες διακρίσεις: τρία χρυσά μετάλλια (Παγκόσμιο κύπελλο και
Πανευρωπαϊκοί αγώνες του 1998, Μεσογειακοί αγώνες του 1997), δύο χάλκινα μετάλλια (Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1999 και
Πανευρωπαϊκοί αγώνες κλειστού στίβου του 1996), 4η θέση στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου το 1997 στην Αθήνα κ.ά.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα, στην τρίτη της συμμετοχή στην κορυφαία αθλητική διοργάνωση, η Β.
κατέλαβε την ενδέκατη θέση. Η Β. ανήκει στο αθλητικό δυναμικό του Πανελλήνιου ΓΣ και έως το 2004, τα ατομικά της ρεκόρ
ήταν 14,67 μ. στον ανοιχτό στίβο (Βενιζέλεια, 1999) και 14,51 στον κλειστό (μίτινγκ Αθήνα, 1999).
Βασδέκης. Επώνυμο οικογένειας αρματολών και αγωνιστών του 1821, από το Πήλιο. Βλ. λ. Μπασδέκης.
βάσεις (Χημ.). Χημικές ενώσεις οι οποίες μπορούν να προσλάβουν ένα ή περισσότερα πρωτόνια ή, σύμφωνα με τον Γκίλμπερτ
Νιούτον Λιούις, οι ουσίες εκείνες που μπορούν να δώσουν ζεύγος ηλεκτρονίων. Οι β. χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να
διίστανται σε υδατικά διαλύματα, παρέχοντας ανιόντα υδροξυλίου (ΟΗ-), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με
την ισχύ της βάσης· το pH των υδατικών διαλυμάτων των βάσεων κυμαίνεται μεταξύ 7 και 14. Το φαινόμενο αυτό της
ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι ανάλογο με το φαινόμενο που προσδιορίζεται στα οξέα. Οι β. εξουδετερώνουν τα οξέα
σχηματίζοντας άλατα και νερό· αλλάζουν επίσης το χρώμα ορισμένων δεικτών, όπως το βάμμα του ηλιοτροπίου.
Οι ανόργανες β. προκύπτουν με την προσθήκη ύδατος στα οξείδια των μετάλλων των αλκαλίων και των μετάλλων των
αλκαλικών γαιών και ορίζονται ακριβέστερα με τον όρο υδροξείδια ή ένυδρα οξείδια. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, το οξείδιο
του ασβεστίου ενώνεται με το ύδωρ για να σχηματίσει το υδροξείδιο του ασβεστίου: CaO + Η2Ο  Ca(ΟΗ)2.
Τα μέταλλα των αλκαλίων και μερικών αλκαλικών γαιών αντιδρούν με το νερό και σχηματίζουν απευθείας τα υδροξείδια. Η
αντίδραση αυτή είναι γενικά έντονη και βίαιη και συνοδεύεται με έκλυση αερίου υδρογόνου: 2Na + 2Η 2Ο  2NaOH + Η2 .
Ανάλογα με τον αριθμό των υδροξυλίων που περιέχουν στο μόριό τους, οι β. χαρακτηρίζονται ως μονόξινες, δισόξινες κ.ο.κ. Η
διαλυτότητα των β. στο νερό είναι ευθέως ανάλογη με τον βαθμό διάστασης και συνεπώς της ισχύος τους. Οι ισχυρές β., όπως
είναι τα υδροξείδια του νατρίου και του καλίου, είναι διαλυτές στο νερό σε μεγάλο βαθμό, ενώ τα υδροξείδια των βαρέων
μετάλλων είναι εντελώς αδιάλυτα. Οι β. μέτριας ισχύος, όπως για παράδειγμα τα υδροξείδια του ασβεστίου και του βαρίου, είναι
διαλυτές στο νερό σε ελάχιστο βαθμό και σχηματίζουν θολά διαλύματα, όπως το βαρίτιον ύδωρ και το γάλα της ασβέστου. Οι
ισχυρές β. έχουν την ιδιότητα να αντικαθιστούν τις ασθενείς β. στα άλατά τους.
Τα υδροξείδια των αλκαλίων ονομάζονται κοινώς καυστικά αλκάλια· ειδικότερα τα υδροξείδια του νατρίου και του καλίου, σε
υδατικά διαλύματα ονομάζονται καυστική σόδα και καυστική ποτάσα, αντίστοιχα. Ο ονομασίες αυτές προέρχονται από το
γεγονός ότι οι β. αυτές έχουν καυστική δράση στους ζωντανούς ιστούς και υδρολύουν ταχύτατα τις πρωτεϊνικές ουσίες,
σαπωνοποιούν τα λίπη και προβάλλουν ακόμα και τις κεράτινες και χόνδρινες ουσίες, αποσυνθέτοντας εντελώς τη ζωντανή ύλη.
Ο όρος βάση, πολύ παλιός, προέρχεται από τις παρατηρήσεις των πρώτων αλχημιστών και μελετητών, οι οποίοι παρατηρούσαν
ότι πυρακτώνοντας άλατα και διάφορες ουσίες απέμενε συνήθως ένα υπόλειμμα περισσότερο ή λιγότερο αλκαλικό. Το
υπόλειμμα αυτό, που φαινόταν ότι συνιστούσε τη βάση της πυρακτωθείσας ουσίας, έγινε η αφορμή να προκύψει αυτός ο όρος,
που γενικά χρησιμοποιείται για όλες τις ουσίες με ανάλογα χαρακτηριστικά, που συνιστούν τον βασικό χαρακτήρα.
Όλες οι ανόργανες β. είναι στερεές σε καθαρή κατάσταση εκτός της αμμωνίας, της αρσίνης και της φωσφίνης. Οι β. αντιδρούν
με τα οξέα για να σχηματίσουν τα άλατα, σύμφωνα με το σχήμα αντίδρασης που ονομάζεται εξουδετέρωση, κατά την οποία οι
σχηματιζόμενες ενώσεις (άλατα) είναι ουδέτερες. Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι μόνο τα άλατα των ισχυρών β. με ισχυρά
οξέα είναι ουδέτερα, ενώ αντίθετα τα άλατα ισχυρών β. με ασθενή οξέα είναι αλκαλικά και άλατα ασθενών β. με ισχυρά οξέα
είναι όξινα.
Τελείως ουδέτερα με pH=7, είναι για παράδειγμα τα αλογονούχα και τα θειικά άλατα του νατρίου και του καλίου· αλκαλικά τα
ανθρακικά, διττανθρακικά, βορικά και θειούχα των αλκαλίων και όξινα τα αλογονούχα καθώς και τα θειικά των βαρέων
μετάλλων.
Η αρσίνη (AsH3) και η φωσφίνη (ΡΗ3) είναι πολύ ασθενείς β., οι οποίες συμπεριφέρονται όπως η αμμωνία και βρίσκονται σε
αέρια κατάσταση. Η φωσφίνη σχηματίζει μερικά οξέα και, υπό ειδικές συνθήκες, τα άλατα του φωσφονίου, από τα οποία είναι
γνωστά το χλωριούχο (PH4Cl), το ιωδιούχο (ΡΗ4Ι) και το βρομιούχο φωσφόνιο (PH4Br).
Εκτός από τις ανόργανες β. υπάρχουν και οι οργανικές, οι οποίες περιλαμβάνουν τις αμίνες, τις φωσφίνες, τις αρσίνες και τα
υδροξείδια του τετραλκυλπυριτίου.
Κατά τρόπο ανάλογο προς τις αμίνες, οι οποίες προκύπτουν με αντικατάσταση των ατόμων του υδρογόνου από οργανικές ρίζες,
προκύπτουν και οι υπόλοιπες οργανικές β. Ανάλογα με τον αν αντικαθίστανται ένα, δύο ή τρία άτομα υδρογόνου, οι β.
ονομάζονται αντίστοιχα πρωτοταγείς, δευτεροταγείς ή τριτοταγείς. Γενικά παρατηρείται ότι ο βαθμός διάστασης, άρα και η
ισχύς των αμινών, των αρσινών και των φωσφινών, ελαττώνεται με την αύξηση του βαθμού αντικατάστασης και της ολικής ή
συνισταμένης μοριακής μάζας των ριζών που φέρουν.
Από τις πιο γνωστές αρσίνες είναι η διφαινυλοχλωροαρσίνη και η διφαινυλοκυανοαρσίνη, που ονομάζονται αντίστοιχα CLARK
Ι και II και χρησιμοποιούνται ως χημικά όπλα για τις ερεθιστικές ιδιότητές τους.
Τα υδροξείδια του τετραλκυλφωσφονίου απέκτησαν σχετικό ενδιαφέρον στον τομέα της παρασκευής εντομοκτόνων. Ανάλογα
προς τα αλκαλικά παράγωγα του φωσφόρου, τα τεταρτογενή οργανικά άλατα του πυριτίου είναι αρκετά τοξικά.
βασεοτριψία (Ιατρ.). Έτσι ονομαζόταν κατά το παρελθόν η χειρουργική επέμβαση κατά την οποία έσπαζαν με τη βοήθεια ενός
ειδικού οργάνου (βασεοθρύπτης) τη βάση του κρανίου των νεκρών εμβρύων, για να εξασφαλιστεί η ακίνδυνη για τη μητέρα
εξαγωγή τους από τη μήτρα. Σήμερα η πρόοδος της μαιευτικής έχει καταργήσει τη χειρουργική αυτή μέθοδο.
βασεόφιλα (Βιολ.). Επιστημονική ονομασία των κυττάρων τα οποία περιέχουν στο κυτταρόπλασμά τους κοκκία που έχουν ως
ιδιότητα να χρωματίζονται από βασικές χρωστικές ουσίες.
Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και ένας σπάνιος τύπος πολυμορφοπύρηνων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) του
αίματος· στον υγιή άνθρωπο τα β. αυτά αποτελούν το 0,5-1% όλων των λευκών αιμοσφαιρίων.
Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται, τέλος, και ένα είδος κυττάρων του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης.
Βάσερμαν, αντίδραση (Ιατρ.). Ανοσολογική αντίδραση του ορού του αίματος, η οποία αποβαίνει θετική σε περίπτωση
σύφιλης. Η αντίδραση αυτή ανιχνεύει στην ουσία τα αντισώματα που παράγει ο οργανισμός όταν προσβληθεί από το μικρόβιο
της σύφιλης. Την επινόησε το 1906 ο Γερμανός επιστήμονας Άουγκουστ φον Βάσερμαν (βλ. λ.) και συνέβαλε αποφασιστικά
στην έρευνα της παθολογίας της σύφιλης, επιτρέποντας κυρίως την ανίχνευση των ασυμπτωματικών μορφών της. Η αντίδραση
αυτή, η οποία σήμερα εκτελείται με τροποποιημένη μέθοδο, χρησιμοποιείται ακόμα ευρύτατα, αν και η πείρα απέδειξε το
ενδεχόμενο ψευδών (είτε θετικών είτε αρνητικών) αντιδράσεων.
Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και
ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Έρλανγκεν, του Στρασβούργου και της Βιέννης. Από το 1888
εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό επάγγελμα. Το 1891 διορίστηκε στο Ινστιτούτο Λοιμωδών
Νοσημάτων Ρόμπερτ Κοχ στο Βερολίνο, ενώ το 1906 προήχθη σε διευθυντή του Τμήματος Πειραματικής Θεραπείας και
Ορολογικής Έρευνας του ίδιου ινστιτούτο και παρέμεινε εκεί έως το 1913, οπότε έγινε διευθυντής του Τμήματος Πειραματικής
Θεραπείας του Ινστιτούτου Κάιζερ Βίλχελμ, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.
Ο Β. διαπίστωσε, το 1901, την ύπαρξη της ανοσολογικής ιδιομορφίας των λευκωμάτων διαφόρων ζώων· έκτοτε ανακάλυψε τη
θεραπεία της διφθερίτιδας με αντιτοξίνες, τον εμβολιασμό κατά του τετάνου, του τύφου και της χολέρας και συνέβαλε
σημαντικά στις έρευνες για τη θεραπεία της φυματίωσης. Το 1906, από κοινού με τους Άλμπερτ Νάισερ και Καρλ Μπρουκ,
ανακάλυψε μια αντίδραση για την εργαστηριακή διάγνωση της σύφιλης (βλ. λ. Βάσερμαν, αντίδραση)
Βασερό, Ετιέν (Etienne Vacherot, Τορσενέ 1809 – Παρίσι 1897). Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός. Ανέπτυξε αξιόλογη
πολιτική δραστηριότητα και έγραψε πολλά φιλοσοφικά έργα, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι: Μεταφυσική και επιστήμη
(1858), Κριτική Ιστορία της Αλεξανδρινής σχολής (1846-58), Ο νέος πνευματισμός (1884), Η φιλελεύθερη δημοκρατία (1892).
Βάσης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε για τις χριστιανικές πεποιθήσεις του, μαζί με άλλους χριστιανούς.
Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.
Βασιάδης, Κωνσταντίνος (Δελβινάκι Ηπείρου 1821 – Κωνσταντινούπολη 1890). Λόγιος και γιατρός. Μετά τις εγκύκλιες
σπουδές στη γενέτειρά του και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία και ιατρική στην Αθήνα, στο Παρίσι και
στο Βερολίνο. Το 1859 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε καθηγητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Συγχρόνως ανέπτυξε μεγάλη εκπαιδευτική και κοινωνική δράση και ίδρυσε πλήθος ιδρυμάτων, όπως το Εκπαιδευτικό
Φροντιστήριο, τον Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως, τον Ηπειρώτικο Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο, τη Μακεδονική
Αδελφότητα και τον Θρακικό Σύλλογο, που αποσκοπούσαν στη βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των υπόδουλων. Υπό την
καθοδήγηση του Β., το Εκπαιδευτικό Φροντιστήριο ίδρυσε φροντιστήρια για την επιμόρφωση των γυναικών και του κλήρου,
προκήρυξε διαγωνισμούς για τη συγγραφή εκσυγχρονισμένων σχολικών βιβλίων και για τη συναγωγή λαογραφικού υλικού,
εγκαινίασε σειρά εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων και εξέδιδε το περιοδικό του συλλόγου, που σύντομα αναγνωρίστηκε ως το
πιο έγκυρο ελληνικό ιστορικό και φιλολογικό περιοδικό. Εκτός από πολλές μικρές μελέτες, ο Β. δημοσίευσε μια υποδειγματική
έκδοση των Φιλιππικών του Δημοσθένη (1848) που επαινέθηκε από τους διεθνείς φιλολογικούς κύκλους την εποχή εκείνη.
βασιβουζούκος (τουρκ. μπας = κεφάλι + μποζούκ = χαλασμένος). Ονομασία του άτακτου Τούρκου στρατιώτη, κατά την
ύστερη οθωμανική περίοδο. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα τον 19o αι. Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για
να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και να τρομοκρατήσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Διέπραξαν τότε εγκλήματα
και αγριότητες, που προκάλεσαν βαθιά συγκίνηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ο αρχηγός του Φιλελεύθερου Κόμματος της
Μεγάλης Βρετανίας Γλάδστων κατήγγειλε με πάθος της θηριωδίες αυτές και έγραψε ένα σχετικό κείμενο, το οποίο προκάλεσε
μεγάλη αίσθηση στους Ευρωπαίους. Από τότε, η λέξη β. κατάντησε συνώνυμη των λέξεων κακούργος και τρομοκράτης.
βασίδιο (Βοτ.). Το κύτταρο των βασιδιομυκήτων. Βλ. λ. βασιδιομύκητες.
βασιδιομύκητες (basidiomycotina). Υποδιαίρεση ανώτερων μυκήτων, η οποία περιλαμβάνει περίπου το 25% του συνόλου των
μυκήτων. Αριθμεί περισσότερα από 450 γένη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία
στο μέγεθος και στη μορφή. Υπάρχουν μικροσκοπικοί β., κυρίως παράσιτα ανώτερων φυτών τα οποία προκαλούν μεγάλες
καταστροφές στην παραγωγή, και πολύ μεγάλοι σαπροφυτικοί β. με τεράστιο καρπόσωμα. Ορισμένα είδη προκαλούν σήψεις σε
δασικά και οπωροφόρα δέντρα, ενώ άλλα είναι πολύ ωφέλιμα, είτε ως τροφή είτε ως συμβιωτικοί οργανισμοί στα μυκορριζικά
συστήματα.
Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η παρουσία των βασιδίων, εξειδικευμένων ροπαλόμορφων κυττάρων, τα οποία
αναπτύσσονται πάνω σε ένα σποριοπαραγωγό ιστό, το υμένιο. Τα κύτταρα αυτά, φέρουν πάνω σε μικρά στηρίγματα, τα εγγενή
σπόρια των β. που ονομάζονται βασιδιοσπόρια· τα τελευταία είναι απλοειδή, μονοπύρηνα, άχρωμα ή έγχρωμα σπόρια,
διαφόρων σχημάτων. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα ασκοσπόρια των ασκομυκήτων που βρίσκονται μέσα στον ασκό, τα
βασιδιοσπόρια σχηματίζονται εξωγενώς πάνω στο βασίδιο και βρίσκονται συνήθως κατά τετράδες. Η αγενής αναπαραγωγή των
β. πραγματοποιείται με μια μεγάλη ποικιλία σπορίων, ανάλογα με την ομάδα.
Ορισμένοι ερευνητές χωρίζουν τους β. σε δύο μεγάλες ομάδες ανάλογα με τη μορφολογία του βασιδίου: τους
ομοβασιδιομύκητες, τα βασίδια των οποίων δεν έχουν εγκάρσια τοιχώματα (σέπτα), και τους ετεροβασιδιομύκητες, οι οποίοι
φέρουν βασίδια με σέπτα. Σύμφωνα με την επικρατούσα ταξινόμηση οι β. διακρίνονται σε τρεις κλάσεις: τους τελειομύκητες,
τους υμενομύκητες και τους γαστερομύκητες. Στους πρώτους ανήκουν δύο σημαντικές ομάδες φυτοπαθογόνων μυκήτων, οι
σκωριομύκητες (βλ. λ.) και οι ανθρακομύκητες (βλ. λ. ουστιλαγινώδη), παρασιτικοί μύκητες που προκαλούν αντίστοιχα τις
γνωστές ασθένειες των σκωριάσεων και του άνθρακα των σιτηρών. Οι υμενομύκητες, αποτελούν τη μεγαλύτερη κλάση β. Το
μυκήλιό τους σχηματίζεται από πολυκύτταρες υφές, οι οποίες υπό ειδικές συνθήκες σχηματίζουν το καρπόσωμα
(βασιδιοκάρπιο) που βγαίνει πάνω από το έδαφος· τα καρποσώματα των υμενομυκήτων είναι γνωστά με την κοινή ονομασία
μανιτάρια (βλ. λ.). Οι γαστερομύκητες σχηματίζουν κλειστά καρποσώματα τα οποία μπορεί να μοιάζουν με σφαίρες, άστρα ή
φωλιές πουλιών.
βασιδιοσπόριο (Βοτ.). Το σπόριο των βασιδιομυκήτων. Βλ. λ. βασιδιομύκητες.
Βασίλα. Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Θανατώθηκε με αποκεφαλισμό στη Ρώμη μαζί με την
αγία Ευγενία, πιθανότατα επί Κομμόδου (180-192 μ.Χ.). Η μνήμη της τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου.
Βασιλάδα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 95 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νότιου
τμήματος του νομού, στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, ΒΔ της Μεσσήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανδρούσας.
Βασιλάδες. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.100 μ., 98 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού,
στις βόρειες κλιτύς της κορυφής Κοκκινολάκκας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αθαμανών.
Βασιλάδι. Ακατοίκητο νησί που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της εισόδου της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.
Ιστορία. Κατά την Επανάσταση του 1821, η θέση του νησιού είχε μεγάλη σημασία για την άμυνα της πόλης, καθώς ήταν
δύσκολο να απειληθεί από τη θάλασσα, επειδή από τα ρηχά νερά δεν μπορούσαν να περάσουν μεγάλα πλοία. Το καλοκαίρι του
1822, λιγότεροι από 100 υπερασπιστές κράτησαν μακριά από το Β. τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Τον Μάρτιο του 1824, ο
Καραϊσκάκης έστειλε εκεί 50 έμπιστους στρατιώτες του και το κατέλαβαν ως αντίποινα στην κακοποίηση του ανιψιού του
Ψαρογιαννόπουλου από τους Μεσολογγίτες. Σε λίγες όμως μέρες διέταξε τους στρατιώτες του να αποχωρήσουν, παραδίδοντας
το νησί στους ντόπιους υπερασπιστές του. Ο Κιουταχής προσπάθησε να καταλάβει το Β. αλλά δεν τα κατάφερε. Το 1826 ο
Χουσεΐν πασάς, με διαταγή του Ιμπραήμ, χτύπησε το νησί που το υπεράσπιζαν 80 μαχητές με αρχηγό τον Σπύρο Πεταλούδη. Οι
υπερασπιστές του αντιστάθηκαν γενναία, αλλά μια φωτιά που έπιασε σε ένα σακί με μπαρούτι έδωσε την ευκαιρία στον εχθρό
να κυριεύσει το νησί. Από τους υπερασπιστές, μόνο τρεις σώθηκαν και τέσσερις αιχμαλωτίστηκαν. Σε περίπου ενάμιση μήνα
μετά την πτώση του έπεσε και το Μεσολόγγι.
Βασιλάκης. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από τη Σίτσοβα Αλαγονίας Μεσσηνίας.
1. Γεώργιος (; – 1828). Οργάνωσε δικό του σώμα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες.
2. Παναγιώτης (; – 1828). Πολέμησε στο σώμα του αδελφού του, Γεώργιου.
Βασιλάκης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Αιτωλοακαρνανία.
1. Ευθύμιος. Καταγόταν από το Αιτωλικό. Υπήρξε αντιπρόσωπος της πατρίδας του στη συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας το
1821.
2. Νικόλαος. Καταγόταν από το Ξηρόμερο. Υπηρέτησε στον Αγώνα από το 1821 έως το 1826. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και
το 1825 έγινε χιλίαρχος. Όταν έπεσε το Μεσολόγγι, δήλωσε υποταγή στους Τούρκους, αλλά όταν ήρθε ο Καποδίστριας και
οργάνωσε την εκστρατεία για την απελευθέρωση της Στερεάς, κατατάχθηκε στον στρατό και πολέμησε γενναία.
Βασιλάκης, Αντώνιος (Μήλος 1556 – Βενετία 1629). Ζωγράφος, κρητικής καταγωγής, που έγινε πιο γνωστός ως Αλιένσε
(Alience), όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί.
Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία κοντά στους αδελφούς του και μαθήτευσε στο εργαστήριο του διάσημου
ζωγράφου Πάολο Βερονέζε. Η παιδεία του αυτή τον απομάκρυνε τελείως από τη βυζαντινή ζωγραφική και διαμόρφωσε την
τεχνική του και τις αντιλήψεις του κατά τα ιταλικά δεδομένα, γι’ αυτό και δεν χρησιμοποίησε ποτέ το αβγό ως συνδετική ουσία
των χρωμάτων του, αλλά το λάδι, ούτε ακολούθησε στη θεματογραφία του τα βυζαντινά πρότυπα. Οι κοσμικές συνθέσεις του, οι
φυσιογνωμίες και οι στάσεις των μορφών, ακόμα και των ιερών προσώπων, η μυολογία, η διάρθρωση των σκηνών σύμφωνα με
τους κανόνες των αρμονικών χαράξεων, τα χρώματα και, τέλος, το όλο πνεύμα του είναι προσαρμοσμένα στην ιταλική τέχνη της
εποχής του.
Ο Β. εκτιμήθηκε πολύ ως ζωγράφος στη Βενετία, όπως αποδεικνύεται από την πληθώρα των παραγγελιών για διάφορες
εκκλησίες, ιδιωτικά μέγαρα και δημόσια κτίρια και ιδίως από τη σημαντική συμμετοχή του στη ζωγραφική διακόσμηση του
ανακτόρου της πόλης, παράλληλα με διακεκριμένους ζωγράφους όπως ο Τιντορέτο. Εκτός από τους πίνακές του στο ανάκτορο,
έργα του βρίσκονται σε πολλές εκκλησίες και στα μουσεία της Βενετίας: στον Άγιο Γεώργιο των Σκιαβόνι, διακοσμημένο
κυρίως από τον Βιτόρε Καρπάτσιο, βρίσκεται μια ωραία Ανάσταση του Χριστού και στο Μουσείο Κορέρ ένας από τους
καλύτερους πίνακές του, η Υποδοχή της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο στη Βενετία. Αλλά και σε άλλες ιταλικές
πόλεις υπάρχουν έργα του: στον Άγιο Πέτρο της Περούτζια (σειρά πινάκων με θέματα από τη ζωή του Χριστού), στο Μπελούνε,
στη Μάντοβα και αλλού.
Ο Β., άριστος σχεδιαστής, κάτοχος της τεχνικής της ελαιογραφίας, ήταν γενικά ένας παραγωγικός ζωγράφος, χωρίς οξύτητες και
ιδιαίτερους προβληματισμούς. Η έκφρασή του, βασισμένη συνήθως σε μια ισορροπημένη σύνθεση οριζόντιων και κάθετων
αξόνων, διακρίνεται για την ευπρέπεια και την ηρεμία της. Δίδαξε στο εργαστήριό του πολλούς Ιταλούς και ξένους καλλιτέχνες.
Ο γιος του Στέφανος, επίσης ζωγράφος, συνεργάστηκε με τον πατέρα του σε πολλές συνθέσεις, αλλά κανένα ενυπόγραφο έργο
του δεν είναι γνωστό.
Βασιλάκης, Νικηφόρος (12ος αι.). Λόγιος. Ήταν κληρικός, αλλά καθαιρέθηκε με την κατηγορία της κακοδοξίας (1156).
Έγραψε αρκετούς στίχους, μεταξύ των οποίων και σατιρικούς. Σώζονται λόγοι του προς διάφορες προσωπικότητες της εποχής
του, ένα είδος αυτοβιογραφίας του και ένας μέρος από τα Προγυμνάσματά του, που αποτελούνται από ασκήσεις ρητορικής.
Βασιλάκι. Ονομασία δύο οικισμών της Πελοποννήσου.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 450 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια
με τον νομό Αρκαδίας, 36 χλμ. Α του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 118 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην πρώην
επαρχία Λακεδαίμονος, 27 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κροκέων. Έως το 1955 ονομαζόταν Τάραψα.
Βασιλάκιος, Νικηφόρος (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Στα χρόνια του Ρωμανού Δ’ του Διογένη και των διαδόχων του,
ήταν μάγιστρος και στρατηγός της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Με ορμητήριο το Δυρράχιο, στασίασε εναντίον του
αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και έπειτα από ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες σε βάρος του βυζαντινού στρατού έφτασε
μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Νικήθηκε τελικά σε μάχη κοντά στον Αξιό και γύρισε στη Θεσσαλονίκη, όπου οι κάτοικοι τον
συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στον αυτοκρατορικό στρατό. Στον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη πρώτα τον τύφλωσαν και
έπειτα, με διαταγή του αυτοκράτορα, τον αποκεφάλισαν.
Βασιλακογεώργης (19ος αι.). Εθνικός αγωνιστής από το Λασίθι της Κρήτης. Στην Κρητική επανάσταση του 1841, ο Β.
οργάνωσε τις ανατολικές επαρχίες του νησιού και ο Εμμανουήλ Μαυρογένης τις δυτικές.
Βασιλάς. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Πάργα.
1. Αναστάσιος. Πολέμησε ως οπλαρχηγός και σκοτώθηκε στη διάρκεια του Αγώνα.
2. Σπύρος. Πολέμησε ως οπλαρχηγός και σκοτώθηκε στη διάρκεια του Αγώνα.
Βασιλάτικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 174 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, ΒΔ
του όρμου της Λευκίμμης, 35 χλμ. ΝΑ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορισσίων.
Βασίλεια. Παμβοιωτικοί αγώνες κατά την αρχαιότητα που γίνονταν στην αρχαία Λεβάδεια προς τιμήν του Δία, μετά τη νίκη
των Θηβαίων στα Λεύκτρα επί των Σπαρτιατών (371 π.Χ.). Πριν από τη μάχη, είχε έρθει άγγελος από την Λεβάδεια που είπε
πως το Μαντείο του Τροφωνίου προέβλεπε νίκη των Θηβαίων, και αυτό έδωσε αφορμή στην καθιέρωση των αγώνων. Ο Μέγας
Αλέξανδρος τους καθιέρωσε και στην Αλεξάνδρεια, με το ίδιο όνομα.
Βασιλεία (γερμ. Basel, γαλλ. Bale). Πόλη (165.051 κάτ. το 2002) της Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου ημικαντονίου
(γερμ. Bαsel-Stadt, γαλλ. Bαle-Ville, 37 τ. χλμ. και 187.600 κατ. το 2001). Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του Ρήνου, ο οποίος τη
χωρίζει σε Μεγάλη Β., αριστερά του Ρήνου, που είναι το εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της πόλης, και Μικρή Β., δεξιά του
Ρήνου, με βιομηχανικές μονάδες, κοντά στη συμβολή του Μπιρς με τον Βίζε, στα σύνορα μεταξύ Ελβετίας, Γερμανίας και
Γαλλίας. Στη Μεγάλη Β. βρίσκονται οι παλιές συνοικίες, με τον καθεδρικό ναό, το πανεπιστήμιο, τα περίφημα μουσεία και τα
γραφικά κτίρια.
Χάρη στην προνομιακή θέση της, ως κόμβου σιδηροδρομικών γραμμών και σημαντικού κέντρου της ναυσιπλοΐας του Ρήνου, η
Β. αναπτύχθηκε με ταχύ ρυθμό από τον 19o αι. και έγινε μία από τις πόλεις της Ελβετίας με τη μεγαλύτερη κίνηση. Η
βιομηχανία της αποτελείται κυρίως από επιβλητικά χημικά συγκροτήματα (ιδιαίτερα στους τομείς των χρωστικών ουσιών, των
εντομοκτόνων και των φαρμακευτικών προϊόντων), ενώ ακολουθούν, κατά σειρά σπουδαιότητας, οι κλάδοι της υφαντουργίας,
του μηχανολογικού εξοπλισμού και των τροφίμων. Η Β., μοναδικό αξιόλογο ποτάμιο λιμάνι της Ελβετίας και σημείο
συνάντησης υπεραλπικών οδών και σιδηροδρόμων, είναι μεγάλο εμπορικό κέντρο, από το οποίο διακινούνται τα δύο τρίτα των
εισαγωγών της χώρας· από το λιμάνι της διακινούνται ετησίως 8 εκατ. τόνοι εμπορευμάτων, κυρίως υγρά καύσιμα, σίδηρος,
χάλυβας και δημητριακά. Η Β. χρησιμοποιεί επίσης, από κοινού με τη Μιλούζ, το αεροδρόμιο του Μπλότσχαϊμ που βρίσκεται
σε γαλλικό έδαφος. Η ίδια πόλη, στη συνεχή της επέκταση, απλώνεται τώρα με μερικές βιομηχανικές συνοικίες της και στα
γειτονικά κράτη: στη Γαλλία (Σεν-Λουί) και στη Γερμανία (Λέραχ).
Η συνεχής εκβιομηχάνιση δεν έχει ωστόσο αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του αστικού κέντρου της πόλης· τριγυρισμένο από
κομψές συνοικίες γεμάτες πάρκα και κήπους, διατηρεί τα περίφημα μεσαιωνικά μνημεία: τη ρομανικού και γοτθικού ρυθμού
μητρόπολη (14ος αι.), το μέγαρο της Δημαρχίας (Rathaus), επίσης γοτθικό, και το Σπαλέντορ, γραφική πύλη του
περιτοιχίσματος. Η Β. είναι επίσης πνευματικό κέντρο με ονομαστό πανεπιστήμιο του 15ου αι.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους, που την ονόμασαν από την αρχή Β. (Basilia). Τον 7ο αι. έγινε έδρα αυτόνομης
επισκοπής και αργότερα, τον 11ο αι., ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη. Οι θρησκευτικοί αγώνες που συντάραξαν τον χριστιανικό
κόσμο τον 15ο αι. έκαναν τη Β. θέατρο σημαντικών γεγονότων· μεταξύ 1431 και 1449 υπήρξε έδρα της οικουμενικής συνόδου
που συγκάλεσε ο πάπας Μαρτίνος Ε’, για να καταδικάσει την αίρεση των Ιησουιτών· αργότερα, η Μεταρρύθμιση βρήκε ευνοϊκό
έδαφος στην αστική τάξη της πόλης, η οποία ασπάστηκε τον προτεσταντισμό, ενώ οι πληθυσμοί της υπαίθρου παρέμειναν πιστοί
στην Εκκλησία της Ρώμης. Στο μεταξύ η Β. είχε προσχωρήσει στην Ελβετική Ομοσπονδία (1501) ως ενδέκατο καντόνι, αλλά
αναγνωρίστηκε από την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η ανεξαρτησία της μόνο με τη συνθήκη της Βεστφαλίας (1648).
Δύο αιώνες αργότερα, το 1833, η ύπαιθρος αποσπάστηκε από την πόλη, σχηματίζοντας το ημικαντόνι της Βασιλείας-
Περιφέρειας (βλ. λ.).
Συνθήκες της Βασιλείας. Στην ελβετική πόλη έχουν υπογραφεί κατά καιρούς διάφορες σημαντικές συνθήκες, ενώ τον 15ο αι.
συνήλθε στην πόλη μια από τις σημαντικότερες συνόδους της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, εν μέσω της Μεταρρυθμίσης (βλ. λ.
Βασιλείας, σύνοδος). Από τις πολιτικού χαρακτήρα συνθήκες οι σημαντικότερες ήταν τρεις: (α) η συνθήκη που υπογράφηκε στις
22 Σεπτεμβρίου 1499 μεταξύ του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού και της ομοσπονδίας των 10 ελβετικών καντονιών, η οποία
αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Ελβετίας· (β) η συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας στις 5 Απριλίου 1795,
με την οποία η Πρωσία αναγνώριζε στη Γαλλία την κατοχή της αριστερής όχθης του ποταμού Ρήνου· (γ) τέλος, η συνθήκη
μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας που υπογράφηκε στις 22 Ιουλίου 1795, με την οποία η Γαλλία προσαρτούσε το ισπανικό τμήμα της
Αϊτής, ενώ στην Ισπανία δίδονταν σε αντάλλαγμα από τη Γαλλία η Καταλονία, η Ναβάρα και η επαρχία των Βάσκων, περιοχές
που τις είχαν καταλάβει οι Γάλλοι.
Βασιλεία-Περιφέρεια (γερμ. Basel-Landschaft, γαλλ. Bale-Campagne). Ημικαντόνι (517 τ. χλμ., 262.300 κάτ. το 2001) της
Ελβετικής Ομοσπονδίας. Συνορεύει στα Ν με το ημικαντόνι της πόλης Βασιλείας και με τη Γερμανία, ΒΔ με τη Γαλλία, Ν με το
καντόνι της Βέρνης και Α με το καντόνι του Άαργκαου.
Στο μεγαλύτερο τμήμα αποτελείται από λόφους που φτάνουν μέχρι τις διακλαδώσεις της οροσειράς του Ιούρα και διασχίζεται
από τον κάτω ρου του Μπιρς και του Έργκολτς, αριστερών παραποτάμων του Ρήνου, ο οποίος αποτελεί τη μεθόριο με τη
Γερμανία. Το ημικαντόνι προήλθε από την αποσκίρτηση της υπαίθρου της Βασιλείας από τη διοίκηση της πόλης, το 1833.
Βασιλειάδα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ., 432 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στις
νοτιοδυτικές κλιτύς του όρους Βέρνου, 26 χλμ. ΒΑ της πόλης της Καστοριάς, κοντά στα στενά της Κλεισούρας. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Αγίων Αναργύρων.
Βασιλειάδης. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τη Σμύρνη.
1. Εμμανουήλ. Το 1821 συνόδευσε τον Δημήτριο Υψηλάντη στην Πελοπόννησο για να πάρει μέρος στον Αγώνα και διορίστηκε
επιθεωρητής των σωμάτων που πολιορκούσαν την Τρίπολη. Το 1822 μαζί με τον Υψηλάντη καθυστέρησε τον Δράμαλη, για να
δοθεί καιρός στους Έλληνες να συγκεντρώσουν δυνάμεις, και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στο Άργος, στα Δερβενάκια και
στον Ισθμό. Το 1826 διορίστηκε γενικός αστυνόμος της Αργολίδας και μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε ως ταμίας.
2. Παντελής. Πήρε μέρος στην επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μετά την αποτυχία της, πολέμησε στην Ελλάδα, στο
σώμα του Δημήτριου Υψηλάντη με τον βαθμό του λοχαγού. Συμμετείχε στην πολιορκία του Ναυπλίου υπό τις διαταγές του
ταγματάρχη Π.Γ. Ροδίου. Κατόπιν, βρέθηκε σε σώμα με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, απέκρουσε τον Ιμπραήμ στα Βέρβαινα
και ύστερα πολέμησε μαζί με τον Καραϊσκάκη στην μάχη της Αράχοβας και στις επιχειρήσεις της Αττικής.
Βασιλειάδης, Νικόλαος (Κωνσταντινούπολη 1867 – 1945). Γιατρός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στην Ευαγγελική
Σχολή Σμύρνης και στη συνέχεια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αφού μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία,
εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σταδιοδρόμησε ως γιατρός. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία,
συνεργαζόμενος με διάφορα φιλολογικά περιοδικά της Πόλης και της Αθήνας. Το 1910 κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή
πεζών, με τον τίτλο Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών. Το 1923, και αφού μεσολάβησε η Μικρασιατική Καταστροφή
του 1922, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου συνέχισε τη
λογοτεχνική του απασχόληση. Άλλα έργα του: Θρύλοι της Πόλης (1923), Εικόνες απ’ το Φανάρι (1929), Ανέκδοτα ποιήματα
του Γ. Βιζυηνού (1940), Εκκλησιαστική μουσική (1940). Τέλος, άφησε και αξιόλογο μεταφραστικό έργο. Έγραψε αρχικά στην
καθαρεύουσα και κατόπιν στη δημοτική γλώσσα.
Βασιλειάδης, Νίκος (Χρυσούπολη Καβάλας 1942 – ). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Ιορδάνη Βλαχόπουλου.
Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής της μέσης
εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα το
1989 με το μυθιστόρημα Αγαθός. Ακολούθησαν τα έργα του: Άγημα τιμών (1990) και Ο Συμβολαιογράφος (1995). Ο Β. στα
έργα του παρουσιάζει αρκετά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και πολλές φορές μάλιστα με τρόπο κωμικό και χαριτωμένο.
Βασιλειάδης, Πέτρος (Θεσσαλονίκη 1945 – ). Θεολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε θεολογία και μαθηματικά στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και βιβλική κριτική και θεολογία στο Λονδίνο και στη Χαϊδελβέργη. Το
1977 αναγορεύτηκε διδάκτορας θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο ξεκίνησε και την πανεπιστημιακή του
καριέρα ως βοηθός καθηγητής (1974-77). Σταδιοδρόμησε κατόπιν στο ΑΠΘ ως επιμελητής (1977-82), λέκτορας (1983-84),
επίκουρος (1984-85), αναπληρωτής (1985-89) και από το 1989 τακτικός καθηγητής. Δίδαξε επίσης σε πανεπιστήμια της
Ελβετίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Φιλανδίας και των ΗΠΑ. Είναι μέλος πολλών επιστημονικών σωματείων και
συλλόγων.
Έργα του: Η περί της πηγής των λογίων θεωρία (1977), Σταυρός και σωτηρία (1983), Χάρις – Κοινωνία – Διακονία (1985),
Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες (1988), Ορθόδοξη Χριστιανική μαρτυρία (1989), Ερμηνεία των Ευαγγελίων (1990), Η
Ορθοδοξία στο σταυροδρόμι (1992), Λόγοι Ιησού (1999) κ.ά.
Βασιλειάδης, Σπυρίδων (Πάτρα 1845 – Παρίσι 1874). Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός. Σπούδασε νομικά, αλλά
ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση. Κινούμενος μέσα στο κλίμα της Αθηναϊκής Σχολής, αντιπροσωπεύει, μαζί με τον Δημήτριο
Παπαρρηγόπουλο και τον Αχιλλέα Παράσχο, την κορύφωση και την υπερβολή του ρομαντισμού και προμηνύει την παρακμή
του. Τα έργα του εκδόθηκαν συγκεντρωτικά, σε τέσσερις τόμους, με τον τίτλο Αττικαί νύκτες (1873-75).
Βασιλειάδου, Γεωργία (Αθήνα 1903 – 1980). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε φωνητική μουσική
στη Σχολή Γεννάδη. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση, ως μέλος χορωδίας, το 1923 στη σκηνή του θεάτρου Ολυμπία και στη
συνέχεια καθιερώθηκε στο θέατρο πρόζας και, κυρίως, ερμηνεύοντας ρόλους δραματικούς αλλά και κωμικούς. Συνεργάστηκε
κατά περιόδους με τους θιάσους της Κυβέλης, της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Αιμίλιου Βεάκη. Από το 1939 καθιερώνεται ως
πρωταγωνίστρια μουσικών κωμωδιών και ως συνθιασάρχης με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο, ερμηνεύοντας ρόλους
στα έργα Γαμπροί της Ευτυχίας, Η γυναικούλα μας, Ο εραστής έρχεται κ.ά. Παράλληλα, έντονη ήταν και η παρουσία της στον
κινηματογράφο, παίζοντας πάντα πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως στα έργα Θεία απ’ το Σικάγο, Ο Κλέαρχος, Η Μαρίνα και ο
κοντός, Η κυρά μας η μαμή, Αστέρω, Η προξενήτρα, Η καφετζού, Ο θησαυρός του μακαρίτη, Η ωραία των Αθηνών κ.ά. Τέλος,
έπαιξε και σε τηλεοπτικές σειρές, ξεκινώντας από τη διασκευή του ομώνυμου έργου του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται. Η μεγάλη της επιτυχία οφείλεται στο ταλέντο της, στα σκέρτσα και στο νάζι της. Έμεινε στην ιστορία του
κινηματογράφου μας ως η ανεπανάληπτη άσχημη γεροντοκόρη.
Βασιλειανός κώδικας. Ελληνικό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης. Χρονολογείται από τον 8o αι. μ.Χ. και φυλάσσεται στην
πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της ελβετικής πόλης Βασιλείας, απ’ όπου προήλθε και η ονομασία του. Περιέχει και τα τέσσερα
Ευαγγέλια.
Βασιλείας, σύνοδος (Εκκλ.). Μεταρρυθμιστική σύνοδος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας που συνήλθε από το 1431 έως το
1449 στη Βασιλεία της Ελβετίας. Σκοπός της συνόδου ήταν η ένωση των χριστιανικών εθνών υπό το σκήπτρο της Δυτ.
Καθολικής Εκκλησίας και η καταπολέμηση των αιρέσεων. Η σύνοδος, που συγκλήθηκε σε μια εποχή που πολλοί υποστήριζαν
ότι οι οικουμενικές σύνοδοι είχαν μεγαλύτερες αρμοδιότητες από τον πάπα, επικύρωσε τις αποφάσεις της συνόδου της
Κωνσταντίας (1414-18), διακήρυξε την κατάργηση των τίτλων που έδιναν άφεση αμαρτιών με το ανάλογο αντίτιμο
(συγχωροχάρτια) εξυπηρετώντας τα παπικά συμφέροντα και απαίτησε τη διενέργεια ελεύθερων εκκλησιαστικών αρχαιρεσιών. Ο
πάπας Ευγένιος Δ’ αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις αποφάσεις της και συγκάλεσε σύνοδο στη Φεράρα το 1438. Τον επόμενο
χρόνο, η σύνοδος αυτή συνέχισε τις εργασίες της στη Φλωρεντία. Η σύνοδος της ελβετικής πόλης, αντιδρώντας, καθαίρεσε τον
πάπα Ευγένιο Δ’ και τον αντικατέστησε με τον πάπα Αμαδέο Η’ με το όνομα Φήλιξ Ε’. Τελικά, όμως, οι οπαδοί της
υποχώρησαν, γιατί πολλοί Ευρωπαίοι ηγεμόνες υποστήριξαν τον Ευγένιο Δ’. Το 1448 η σύνοδος μεταφέρθηκε από τη Βασιλεία
στη Λοζάνη, αλλά το 1449, με την αποχώρηση των περισσότερων μελών της, διαλύθηκε.
Βασιλείδης (α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο.
Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές χριστιανικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά
τον πρώτο, ο Β. δίδασκε ότι ο υπέρτατος θεός δημιούργησε 365 αιώνες ή ουρανούς, από τους οποίους ο κατώτερος, ο ουρανός
και ο υποσελήνιος, όπως τον ονόμαζε, εξουσιάζεται από έναν κατώτερο δημιουργό, τον Γιαχβέ των Εβραίων. Κατά τον
Ιππόλυτο, ο Β. υποστήριζε ότι κάθε ύπαρξη δημιουργήθηκε από μια ύψιστη και ακατανόητη θεότητα. Από αυτή
δημιουργήθηκαν με διαδοχικές γεννήσεις ένας μεγάλος αριθμός διαζωμάτων, από τα οποία το κατώτερο είναι ο δικός μας
κόσμος, με θεό αυτόν των Εβραίων. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Β. ο ανώνυμος θεός έστειλε στη Γη τον πρωτότοκο αιώνα
Νου, που έγινε γνωστός ως Χριστός. Ο Χριστός δεν βασανίστηκε και δεν σταυρώθηκε στην πραγματικότητα, παρά μόνο
φαινομενικά, καθώς στη θέση του σταυρώθηκε ο Σίμων ο Κυρηναίος. Κατά τον Β., όσοι πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι εκείνος
που σταυρώθηκε είναι υπόδουλοι στις υλικές δυνάμεις, ενώ όσοι αναγνωρίζουν τον Χριστό ως λυτρωτή κατέχουν τη λυτρωτική
γνώση. Ο Β. συμβούλευε τους ανθρώπους να μην παντρεύονται και γενικά η ηθική του χαρακτηριζόταν από μεγάλη
αυστηρότητα. Απέκτησε πολυάριθμους μαθητές και οπαδούς στην Αίγυπτο και στη νότια Ευρώπη, οι οποίοι όμως κατά τον 4o
αι. εξέλειψαν τελείως.
Βασιλείδης. Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της ελληνιστικής περιόδου.
1. Στωικός φιλόσοφος (2ος αι. μ.Χ.). Μαθητής του ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος.
2. Σοφιστής από τη Μίλητο (2oς αι. μ.Χ.).
3. Αλεξανδρινός γραμματικός, συγγραφέας της μελέτης Περί ομηρικής λέξεως.
Βασιλείδης. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας,
1. Μάρτυρας από την Κυδωνία Κρήτης. Ήταν ένας από δέκα μάρτυρες της Κρήτης που μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό την
εποχή του Δεκίου (250). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου. Βλ. λ. Άγιοι Δέκα.
2. Μάρτυρας από τη Ρώμη. Ήταν συγκλητικός από πλούσια οικογένεια και θανατώθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα
Διοκλητιανό (284-305). Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου.
3. Μάρτυρας. Φονεύτηκε με ξίφος, μαζί με τον Γερόντιο. Η μνήμη του τιμάται την 1η Απριλίου.
Βασιλείες. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 800 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Τεμένους, 10 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείου.
Βασίλειος. Όνομα τριών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
1. Βασίλειος Α’ ο Σκαμανδρηνός (10ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (970-974). Διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο
τον Πολύευκτο, χάρη στην υποστήριξη του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, και διακρίθηκε για τον ασκητικό και ενάρετο
χαρακτήρα του. Κατά τη διάρκεια της θητείας του συκοφαντήθηκε από άλλους ιεράρχες ότι παρέβαινε τους ιερούς κανόνες και
κλήθηκε σε δίκη. Όταν αρνήθηκε να παραστεί στο δικαστήριο εξορίστηκε σε μονή, που είχε ιδρύσει ο ίδιος, κοντά στον ποταμό
Σκάμανδρο. Στα χρόνια της πατριαρχίας του συντάχθηκε το Τυπικόν του Ευθυμίου ή αλλιώς Τράγος, που θεωρείται η κυριότερα
καταστατική διάταξη της πολιτείας του Αγίου Όρους.
2. Βασίλειος Β’ (Καματηρός ή Φυλακόπουλος, 12ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1183-86). Ευνοούμενος του
Ανδρόνικου Κομνηνού και υποχείριο του, καθαιρέθηκε με την πτώση του Ανδρόνικου.
3. Βασίλειος Γ’ (Γεωργιάδης, Σκούταρι Κωνσταντινούπολης 1846 – Φανάρι 1929). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1925-
29). Σπούδασε θεολογία και φιλολογία στην Αθήνα και στο Μόναχο. Το 1872 διορίστηκε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της
Χάλκης, όπου ανέπτυξε αξιόλογη διδακτική και συγγραφική δραστηριότητα. Επιδόθηκε στην έρευνα των βιβλιοθηκών της
Θεολογικής και της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης, όπως επίσης και των βιβλιοθηκών του μετοχίου του Αγίου Τάφου στο
Φανάρι και του Αγίου Όρους, και ανακάλυψε σημαντικά κείμενα της χριστιανικής φιλολογίας που εκδόθηκαν αργότερα από τον
ίδιο. Ανάμεσα στα έργα που ανακαλύφθηκαν –χάρη στις ακούραστες αναζητήσεις του Β.– ήταν το υπόμνημα του Ιππολύτου
Ρώμης στον προφήτη Δανιήλ, που θεωρείται το πρώτο ερμηνευτικό σύγγραμμα της αρχαίας χριστιανικής φιλολογίας, δύο
προηγουμένως άγνωστα κείμενα του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, ανέκδοτα κείμενα του Μητροφάνους Σμύρνης, αντίπαλου του
Φωτίου, και διάφοροι λόγοι των μητροπολιτών Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη και Γεωργίου Βούρτζου, τους οποίους δημοσίευσε
στην Αθήνα το 1882. Το 1880 ταξίδεψε σε διάφορες πανεπιστημιακές πόλεις της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Αγγλίας,
όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία επιφανών θεολόγων καθηγητών και επισκέφθηκε τις βιβλιοθήκες τους αναζητώντας χαμένα
ή ανέκδοτα κείμενα, που δημοσίευσε αργότερα στην Εκκλησιαστική Αλήθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αξίζει να
σημειωθεί ότι καρπός των ερευνών του αυτών ήταν και η ανεύρεση στη βιβλιοθήκη του Μονάχου σημαντικών αποσπασμάτων
της Ερμηνείας του Ωριγένη για το Ευαγγέλιο του Λουκά. Το 1884 διορίστηκε από τον Ιωακείμ Γ’ διευθυντής της ιερατικής
σχολής και συνέχισε από τη νέα του αυτή θέση τη λαμπρή εκπαιδευτική και συγγραφική του δράση. Πέντε χρόνια αργότερα
εξελέγη μητροπολίτης Αγχιάλου και το 1908 πήγε, ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην Κύπρο για να
βοηθήσει στην επίλυση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Το 1909 διορίστηκε στη μητρόπολη Πελαγονίας και τον επόμενο χρόνο
μετατέθηκε στην μητρόπολη Νικαίας όπου διακρίθηκε για τις επιστημονικές έρευνες που πραγματοποίησε γύρω από τα
εκκλησιαστικά της μνημεία. Στις 13 Ιουλίου 1925, μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου, εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης,
θέση στην οποία παρέμεινε έως τον θάνατό του το 1929.
Βασίλειος. Όνομα επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, της βυζαντινής περιόδου.
1. Επίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας και διαπρεπής θεολόγος, από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο επιλεγόμενος Μέγας (4ος
αι.). Βλ. λ. Βασίλειος ο Μέγας.
2. Επίσκοπος Αγκύρας (4ος αι.). Ανέλαβε το αξίωμα χάρη στην υποστήριξη του μητροπολίτη Νικομηδείας Ευσεβίου. Ο Β. ως
ηγέτης της μετριοπαθούς παράταξης των αρειανοφρόνων κατηγορήθηκε από τους σκληροπυρηνικούς Αρειανούς με αποτέλεσμα
να εκπέσει της θέσης του και να εξοριστεί στην Ιλλυρία. Ύστερα από πρόσκληση του Ιουλιανού του Παραβάτη επανήλθε στον
επισκοπικό του θρόνο. Έγραψε Κατά Μαρκέλλου Αγκύρας και Περί παρθενίας.
3. Επίσκοπος Σελευκείας Ισαυρίας (5ος αι.). Αναμείχθηκε ενεργά στις δογματικές διαμάχες της εποχής του. Στην Δ’
Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας προσανατολίστηκε σταθερά στην ορθοδοξία, γεγονός που διαφαίνεται και από τα μεγάλο
αριθμών κειμένων διαφόρων ομιλιών του που διασώθηκαν.
4. Επίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας (912-954). Ο ίδιος επέλεξε τα προσωνύμια Νέος και Ελάχιστος, για να μη συγχέεται με
τον Βασίλειο τον Μέγα. Ερμήνευσε και σχολίασε τους λόγους του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και άλλων Πατέρων της
Εκκλησίας.
Βασίλειος (Ζαγορίτσα Μακεδονίας 1832 – Σμύρνη 1910). Μητροπολίτης Σμύρνης (1884-1910). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης
Αγχιάλου το 1863 και διετέλεσε σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1878-81) στην οποία είχε σπουδάσει.
Συγκέντρωσε τους λόγους του σε δύο τόμους και έγραψε πολλές πραγματείες για εκκλησιαστικά ζητήματα.
Βασίλειος (Wasyly Fedak, Καντούμπβιτς, Ουκρανία 1909 – ). Μητροπολίτης της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας στον
Καναδά. Σπούδασε στο Κολέγιο Διδασκάλων του Σασκατούν, στην καναδική επαρχία Σασκάτσιουαν, στο Εκκλησιαστικό
Σεμινάριο και στο τμήμα θεολογίας του Κολεγίου Άγιος Ανδρέας του Γουίνιπεγκ και του Ουκρανικού Πανεπιστημίου του
Μονάχου. Το 1944 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Το 1978 εξελέγη επίσκοπος Σασκατούν και αρχιερατικός επίτροπος της
κεντρικής επαρχίας, το 1983 αρχιεπίσκοπος Τορόντο και ανατολικής επαρχίας και το 1985 αρχιεπίσκοπος Γουίνιπεγκ και
μητροπολίτης της ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας του Καναδά. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται 281 ενορίες-κοινότητες, έχει
δε ως συμπαραστάτες του στο πνευματικό και διοικητικό έργο δύο επισκόπους.
Βασίλειος (Κολόκας, Νήσος Ιωαννίνων 1953 – ). Μητροπολίτης Ελασσόνος (1995-), Υπέρτιμος και έξαρχος Ολύμπου. Μετά
την αποφοίτησή του από τη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών, σπούδασε στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1975 και πρεσβύτερος το 1979. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής
Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης και εφημέριος-προϊστάμενος του ναού Αγίου Θεράποντα Κάτω Τούμπας. Κατά τη διάρκεια της
υπηρεσίας του στον Άγιο θεράποντα, εκτός της ποιμαντικής δράσης του, επιμελήθηκε της έκδοσης καλλιτεχνικού λευκώματος
με βυζαντινές εικόνες από την πινακοθήκη του ναού. Το 1995 εξελέγη μητροπολίτης Ελασσόνος, όπου έχει αναπτύξει
πνευματική, κοινωνική και φιλανθρωπική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, στην περιφέρειά του λειτουργούν επτά πνευματικά
κέντρα, σχολή βυζαντινής μουσικής, τρία μουσεία, κατασκηνώσεις, βιβλιοθήκη, υπηρεσίες ασθενών, αντιαιρετικής δράσης κ.ά.
Βασίλειος. Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
1. Βασίλειος Α’ ο Μακεδών (813; – 886 μ.Χ.). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867-886) και ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας
του Βυζαντίου. Ο Β., ταπεινής καταγωγής και αμόρφωτος, κατάφερε χάρη στη σωματική του ρώμη και στην εξαιρετική
ιππευτική του ικανότητα να εισέλθει στα ανάκτορα του Βυζαντίου ως ιπποκόμος του Θεοφιλίτζη, στρατηγού του θέματος της
Μακεδονίας και σταδιακά κατόρθωσε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και να ανέλθει σε ανώτερα
αξιώματα.
Η έλλειψη ηθικών φραγμών, σε συνδυασμό με την άμετρη φιλοδοξία του, τον ώθησαν σε αλλεπάλληλα εγκλήματα (δολοφονία
του καίσαρα Βάρδα και του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’), που τον έφεραν τελικά στον θρόνο του Βυζαντίου.
Ο ωμός τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε δεν τον εμπόδισε να αναδειχτεί σε έναν από τους σπουδαιότερους και πιο συνετούς
αυτοκράτορες του Βυζαντίου, όπως προκύπτει κυρίως από την εξωτερική του πολιτική και από το αξιόλογο νομοθετικό του
έργο. Κύριος στόχος της εξωτερικής του πολιτικής ήταν η καταπολέμηση των Αράβων, που –κυρίως με την πειρατική τους
δράση– μάστιζαν ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η επιτυχημένη δράση των εξαιρετικών ναυάρχων του, Νικήτα Ωορύφα και Νάσαρ,
ανακούφισε την Αδριατική πρώτα και γενικά τη Μεσόγειο καθώς και τα Στενά από τις αραβικές επιδρομές, επανέφερε τη
βυζαντινή διοίκηση σε ένα τμήμα της νοτίου Ιταλίας, ενισχύοντας έτσι την ελληνική επίδραση και το κύρος της αυτοκρατορίας,
και αύξησε τη βυζαντινή επιρροή στη Βαλκανική χερσόνησο, δίνοντας νέα ώθηση στην αποδοχή του χριστιανισμού από τους
λαούς των Βαλκανίων. Παράλληλα ο Β., ύστερα από μακροχρόνιες επιχειρήσεις στην Ανατολή εναντίον των παυλικιανών και
των Αράβων, πέτυχε την επέκταση των βυζαντινών συνόρων.
Η επαναφορά του Ιγνάτιου στον πατριαρχικό θρόνο και η εξορία και καταδίκη του Φωτίου από σύνοδο που περιλάμβανε και
παπικούς αντιπροσώπους, επεδίωκε κυρίως την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρώμη, με την ελπίδα η τελευταία να
ενισχύσει τους αγώνες των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων της νοτίου Ιταλίας. Αντίθετα, στην ανάκληση του Φωτίου στην
Κωνσταντινούπολη και στην επαναφορά του στον πατριαρχικό θρόνο, μετά τον θάνατο του Ιγνατίου, συνετέλεσε όχι μόνο η
αναγνώριση από τον Β. της αξίας του Φωτίου αλλά και το γεγονός πως η διαλλακτική του πολιτική προς τη Ρώμη δεν οδήγησε
στον επιδιωκόμενο πολιτικό σκοπό.
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων είναι μια από τις αξιόλογες προσφορές του Β., ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει η εξάρτηση των
Βουλγάρων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η ενίσχυση των σχέσεων (πνευματικών και εμπορικών) μεταξύ Βυζαντίου και
Βουλγαρίας. Η συμβολή του Β. στον τομέα της νομοθεσίας με το Πρόχειρον (επιλογή των σπουδαιότερων και πιο συνηθισμένων
νόμων), την Επαναγωγή (επανέκδοση με αλλαγές του Πρόχειρου, σπουδαία για την εικόνα που παρέχει της πολιτικοκοινωνικής
διάρθρωσης του Βυζαντίου) και την προπαρασκευαστική εργασία για τα Βασιλικά είναι από τις σημαντικότερες.
Η πνευματική ανάπτυξη της εποχής που προηγήθηκε, συνεχίστηκε την εποχή του Β. κυρίως χάρη στον Φώτιο, ενώ ταυτόχρονα
άρχισε η καλλιτεχνική άνθηση της εποχής των Μακεδόνων με ορισμένα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ξεχωριστής σπουδαιότητας,
όπως ήταν για παράδειγμα η Νέα Εκκλησία και το Παλάτι των Μεγγάνων.
2. Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (958 – 1025 μ.Χ.). Βυζαντινός αυτοκράτορας (976-1025). Θεωρείται η σπουδαιότερη
φυσιογνωμία της Μακεδονικής δυναστείας.
Ο Β. Β’ υπήρξε ο αντιπροσωπευτικός τύπος του στρατηγού-αυτοκράτορα, που αγωνίστηκε με εσωτερικούς και εξωτερικούς
εχθρούς και πέτυχε νίκες αποφασιστικής σημασίας για την αυτοκρατορία, χάρη στην ισχυρότατη θέληση, στην
αποφασιστικότητα και στη γρήγορη εκτέλεση των αποφάσεών του. Διέθετε την απλότητα αλλά και την τραχύτητα του μαχητή,
όπως φαίνεται αντίστοιχα από τον τρόπο που ζήτησε να ταφεί –στο Έβδομο ως απλός στρατιώτης– και από την τύφλωση των
Βουλγάρων αιχμαλώτων μετά τη μάχη του Κλειδίου.
Δύο ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Β. κατά τη διάρκεια της ταραγμένης βασιλείας του. Το ένα
ήταν εσωτερικό και αφορούσε την αντιμετώπιση των ισχυρών στρατηγών που ανήκαν στην τάξη των δυνατών (των μεγάλων
γαιοκτημόνων), οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρές επαναστάσεις για να καταλάβουν τον θρόνο. Η δύναμη των στρατηγών αυτών,
και πιο συγκεκριμένα του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά, αποδείκνυε πόσο ισχυροί ήταν ακόμα οι δυνατοί, μολονότι
είχαν ληφθεί αυστηρότατα νομοθετικά μέτρα της δυναστείας –ειδικότερα από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α’ Λεκαπηνό– για την
αποκατάσταση μιας δικαιότερης διάρθρωσης της κοινωνίας. Ο Β., που τελικά επιβλήθηκε στους επαναστάτες, αντιμετώπισε και
αυτός με αποφασιστικότητα το πρόβλημα, κυρίως με τα Νεαρά του 996, σύμφωνα με τα οποία καταργούνταν οι προσκτήσεις
γαιών των τελευταίων 40 χρόνων δίνοντας έτσι μία δεύτερη ευκαιρία στους μικροκαλλιεργητές, καθώς και με τη θέσπιση του
αλληλεγγύου, που επέβαλε στους δυνατούς να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών γειτόνων τους.
Το δεύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο Β. ήταν το βουλγαρικό. Οι Βούλγαροι, με ηγέτη τους τον Σαμουήλ, ισχυρή
προσωπικότητα και ανάλογη με εκείνη του Β., επωφελήθηκαν από τις εμφύλιες διαμάχες του Βυζαντίου και ξεκινώντας από τη
δυτική Βουλγαρία –που μετά τη διάλυση του βουλγαρικού κράτους από τον Ιωάννη Τσιμισκή δεν είχε καταληφθεί με στρατό–
άρχισαν να επεκτείνονται στην ανατολική Βουλγαρία και να επιχειρούν επιθέσεις εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Ο αγώνας
του Β. στο εσωτερικό τον εμπόδισε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον εξωτερικό εχθρό που έκανε επιθέσεις, λεηλατούσε και
καταλάμβανε βυζαντινά εδάφη. Από την τελευταία δεκαετία του 10ου αι., και κυρίως μετά τη μάχη του Σπερχειού το 996, όπου
ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός αιφνιδίασε τα βουλγαρικά στρατεύματα και τους προκάλεσε πανωλεθρία, άρχισε η νέα φάση
του αγώνα μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγάρων, στην οποία ο βυζαντινός στρατός ανέλαβε την επίθεση, με την ενεργό συμμετοχή
του Β. που ελευθέρωνε οχυρές θέσεις και ενέτεινε την επιθετική του δράση, κυρίως μετά το 999. Στην αποφασιστική για τον
αγώνα μάχη του Κλειδίου (1014), ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας αιφνιδίασε τον στρατό του Σαμουήλ, κατέλαβε το στενό και ο
Β. συνέλαβε 15.000 αιχμαλώτους, τους οποίους τύφλωσε αφήνοντας έναν μονόφθαλμο ανά 100, ενώ μετά τον θάνατο του
Σαμουήλ –επακόλουθο της τρομακτικής ήττας του στρατού του– ο Β. συμπλήρωσε την κατάληψη οχυρών θέσεων και τελικά
εισέβαλε στην Αχρίδα (1018) διαλύοντας ουσιαστικά το βουλγαρικό κράτος.
Ο Β. στα τέλη του 10ου αι. αντιμετώπισε με επιτυχία και τους Άραβες της Αιγύπτου, όταν οι τελευταίοι επιχείρησαν να
καταλάβουν τη βυζαντινή Συρία, ενώ το 1018 κατέπνιξε επανάσταση των Λογγοβάρδων στη νότια Ιταλία, όπου και ενίσχυσε
γενικά τη βυζαντινή εξουσία.
Η μεγάλη προσφορά του Β. στο Βυζάντιο υπήρξε η κατάλυση του βουλγαρικού κράτους, γιατί εξάλειψε σχεδόν για δύο αιώνες
έναν φοβερό εχθρό σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή για την αυτοκρατορία, όταν νέοι εχθροί επρόκειτο να φανούν –τόσο από την
Ανατολή όσο και από τη Δύση– για να απειλήσουν την ύπαρξη του κράτους.
Βασίλειος. Όνομα ηγεμόνων της Ρωσίας.
1. Βασίλειος (Βασίλι Γιαροσλάβοβιτς, ; – 1276). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1272-76). Γιος του Γιαροσλάβ Β’ και αδελφός
του Γιαροσλάβ Γ’, διαδέχτηκε στη μεγάλη ηγεμονία τον αδελφό του. Αγωνίστηκε εναντίον του πρίγκιπα Δημητρίου (γιου του
περίφημου ήρωα Αλέξανδρου Νιέφσκι) και του Σβιατοσλάβ Γιαροσλάβιτς, ηγεμόνα της Τβάρας, που διεκδίκησαν τον θρόνο του
μεγάλου ηγεμόνα. Συμμάχησε με τον χάνο των Μογγόλων και εκστράτευσε μαζί του εναντίον της Λιθουανίας, προκαλώντας
έτσι μεγάλη ζημιά στη χώρα του επειδή οι Μογγόλοι βρήκαν την ευκαιρία, όταν επέστρεψαν στα εδάφη τους, να λεηλατήσουν
μεγάλες ρωσικές εκτάσεις και να υφαρπάξουν τις περιουσίες των Ρώσων γεωργών. Ο Β. δεν αναγνωρίσθηκε από όλους ως μέγας
ηγεμόνας της Μόσχας και γι’ αυτό δεν καταχωρείται συχνά ως Β. Α’. Από τα αξιοσημείωτα γεγονότα της ηγεμονίας του ήταν
και η πραγματοποίηση το 1274 της συνόδου του Βλαντιμίρ, πρόεδρος της οποίας ήταν ο μητροπολίτης Κιέβου Κύριλλος.
2. Βασίλειος Α’ (Βασίλι Ντμίτριεβιτς Ντονσκόι, 1371 – 1425). Μέγας ηγεμόνας του Βλαντιμίρ και της Μόσχας (1389-1425).
Ήταν γιος του Δημητρίου Ντονσκόι και, στη διάρκεια της ηγεμονίας του, προσάρτησε με τη συγκατάθεση των τοπικών
βογιάρων, το Νίζνι Νόβγκοροντ. Κατέκτησε την περιοχή του Μουρόμ και προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία του στα
εδάφη του Μεγάλου Νόβγκοροντ. Το 1395 ο Β. κατάφερε να καταστήσει τα εδάφη του ανεξάρτητα και να απαλλαχθεί από την
υποχρέωση καταβολής φόρου στους Τατάρους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε έως το 1408, οπότε η πολιορκία του Εντιγκού,
ηγέτη των Τατάρων, ανάγκασε τον Β. να επαναφέρει την πληρωμή των φόρων.
3. Βασίλειος Β’, ο Τυφλός (Βασίλι Βασίλιεβιτς, 1415 – 1462). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας και του Βλαντιμίρ (1425-62).
Διαδέχτηκε στην ηγεμονία τον πατέρα του Β. Α’ και στη διάρκεια της βασιλείας του αγωνίστηκε σκληρά εναντίον του θείου του
Γιούρι και των εξαδέλφων του, Βασιλείου του Μονόφθαλμου (5.) και Δημητρίου Σεμιάκα, που διεκδικούσαν τον θρόνο του. Το
1434 ο Β. έχασε για λίγο τον θρόνο του από τον θείο του και το 1446 αιχμαλωτίστηκε από τον Σεμιάκα και τυφλώθηκε, αλλά
τελικά κατόρθωσε να επιβληθεί και να επανέλθει στην εξουσία τον επόμενο χρόνο. Ο Β. συγκέντρωσε στα χέρια του την
απόλυτη εξουσία της χώρας του και περιόρισε την αυτονομία του Νόβγκοροντ (1456) ενώ προηγουμένως (1449) είχε υπογράψει
συνθήκη μη επίθεσης με τη Λιθουανία. Αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα για την ένωση της Ανατολικής Ορθόδοξης και της
Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας (1439) και από τότε η Ρωσία εξέλεγε μόνη της τους μητροπολίτες της, θεωρώντας ότι το
Βυζάντιο είχε προδώσει την ορθοδοξία.
4. Βασίλειος Γ’ (Βασίλι Ιβάνοβιτς, 1479 – 1533). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1505-33). Ήταν γιος του Ιβάν Γ’. Επεδίωξε να
καταστείλει την προσπάθεια ανεξαρτησίας των βογιάρων με τρομακτικές μεθόδους και προσάρτησε στη χώρα του τα κράτη του
Πσκοβ, του Ριαζάν, του Στάροντουμπ και του Νόβγκοροντ. Στη διάρκεια της βασιλείας του αγωνίστηκε συχνά εναντίον των
Τατάρων της Κριμαίας, τους οποίους επεδίωξε να αντιμετωπίσει όχι μόνο στο στρατιωτικό, αλλά και στο εμπορικό πεδίο.
5. Βασίλειος ο Μονόφθαλμος (1556 – 1612). Εγγονός του Δημητρίου Ντονσκόι και εξάδελφος του μεγάλου ηγεμόνα της
Μόσχας Βασιλείου Β’ του Τυφλού (3.), αγωνίστηκε μαζί με τον πατέρα του Γιούρι και τον αδελφό του Δημήτριο Σεμιάκα για
τον περιορισμό της εξουσίας του μεγάλου ηγεμόνα και το 1436 αιχμαλωτίστηκε και τιμωρήθηκε με τύφλωση.
Βασίλειος. Όνομα διαφόρων στρατηγών και αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
1. Βασίλειος (10ος αι.). Στρατηγός. Ήταν παρακοιμώμενος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου και
κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Υπήρξε ο αρχηγός εκστρατείας κατά των Αράβων της Συρίας, τους οποίους νίκησε
καταλαμβάνοντας τα Σαμόσατα.
2. Βασίλειος ο Ευνούχος (10ος αι.). Αξιωματούχος. Ήταν νόθος γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού και μιας δούλης
του. Ευνουχίστηκε σε μικρή ηλικία ύστερα από εντολή του πατέρα του προκειμένου να μην προβάλει αξιώσεις έναντι των
νόμιμων διαδόχων του. Συνέβαλε στην ενθρόνιση του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου και εκείνος για να τον
ανταμείψει τον ονόμασε παρακοιμώμενό του. Την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ ο Β. απέκτησε τεράστια
περιουσία και εξουσία. Ο θάνατος του αυτοκράτορα και η ενθρόνιση του Ρωμανού Β’ μείωσαν τη δύναμη του Β., που επανήλθε
δριμύτερος μετά το θάνατο του Ρωμανού. Ο Β. προσέφερε τα μέγιστα στην επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και στην
αναρρίχηση του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ως ανταπόδοση για τις υπηρεσίες του ο Φωκάς τον έχρισε πρόεδρο της συγκλήτου
και παρακοιμώμενό του. Σταδιακά όμως απομακρύνθηκε από το περιβάλλον του αυτοκράτορα και προσχώρησε στις τάξεις των
αντιπάλων του βοηθώντας να επιτευχθεί το σχέδιο δολοφονίας του. Υποστήριξε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή
και εκείνος τον έχρισε παρακοιμώμενό του αλλά αργότερα θέλησε να τον απομακρύνει από το περιβάλλον του και οι δυο τους
βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Μετά τον θάνατο του Τσιμισκή ο Β. βρέθηκε κηδεμόνας των νομίμων διαδόχων του θρόνου
Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’. Ο Βασίλειος Β’ το 985 τον καθαίρεσε από όλα τα αξιώματά του, δήμευσε την περιουσία
του και τον εξόρισε. Ορισμένοι ιστορικοί τον ταυτίζουν με τον Β. τον επιλεγόμενο Πετεινό (3.).
3. Βασίλειος ο Πετεινός (10ος αι.). Στρατηγός. Ήταν αντίπαλος του αυτοκράτορας Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού και επεδίωκε,
σε συνεννόηση με τους στρατηγούς Φωκά, Τορνίκιο και Αργυρό, την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και την
επάνοδο στην εξουσία της μακεδονικής δυναστείας. Εκμεταλλεύτηκε γι’ αυτό τη φιλοδοξία του γιου του αυτοκράτορα,
Στέφανου, και τον έπεισε να στασιάσει εναντίον του αυτοκράτορα και να πάρει στα χέρια του την αρχή. Έτσι, όταν ο γέροντας
Ρωμανός εκτοπίστηκε στο νησί Πρώτη των Πριγκιποννήσων, ο Β. πέτυχε, μετά από παρέλευση 40 ημερών, να ανεβάσει στον
θρόνο τον προστατευόμενό του Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, απομακρύνοντας από την Κωνσταντινούπολη τον ανίσχυρο γιο
του Ρωμανού, Στέφανο, και τον αδελφό του Κωνσταντίνο. Το 959, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και
την άνοδο στον θρόνο του γιου του, Ρωμανού Β’, ο Β. σχεδίασε την πραγματοποίηση νέας συνωμοσίας με σκοπό την καθαίρεση
του τελευταίου. Τα σχέδια όμως αυτά του Β. έγιναν γνωστά στον αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα ο συνωμότης στρατηγός να
εξοριστεί έως τον θάνατό του. Η δράση του δημιούργησε σε ορισμένους ιστορικούς την εντύπωση ότι πρόκειται για το ίδιο
πρόσωπο με τον ευνούχο Β. (2.), που έδρασε με ανάλογο τρόπο την ίδια περίοδο.
4. Βασίλειος Σκληρός (10ος αι.). Βλ. λ. Σκληρός.
5. Βασίλειος Συναδηνός (11ος αι.). Βλ. λ. Συναδηνός.
6. Βασίλειος Θεοδωρακάνος (11ος αι.). Βλ. λ. Θεοδωρακάνος, Βασίλειος.
7. Βασίλειος Μάλεσης (11ος αι.). Βλ. λ. Μάλεσης, Βασίλειος.
8. Βασίλειος Τζικανδύλης (12ος αι.). Βλ. λ. Τζικανδύλης, Βασίλειος.
9. Βασίλειος Ξηρός (12ος αι.). Βλ. λ. Ξηρός, Βασίλειος.
Βασίλειος ο Μέγας (Νεοκαισάρεια Πόντου 330; – 379 μ.Χ.). Επίσκοπος Καισαρείας (370-379), θεολόγος, Πατέρας και άγιος
της χριστιανικής Εκκλησίας.
Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην Εκκλησία πολλών θεολόγων και
εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας και διακρίθηκε για την κλασική και θεολογική του
μόρφωση, τον παραδειγματικό βίο του και τους αγώνες του εναντίον των αιρετικών. Δέχτηκε την κλασική παιδεία στην
Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα (φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία) και διετέλεσε στη συνέχεια ρητοροδιδάσκαλος στη
Νεοκαισάρεια.
Κατά την περίοδο των σπουδών του στην Αθήνα, συνδέθηκε με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και διακρίθηκε για την αυστηρότητα
του ήθους του και τις ασκητικές του τάσεις και βαπτίστηκε μετά την επιστροφή του στην Καισάρεια το 358, αφού πρωτύτερα
είχε ταξιδέψει στη Συρία, στην Παλαιστίνη, στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο. Ως διάκονος έζησε στην έρημο, όπου
μελέτησε θεολογία και επιδόθηκε στην οργάνωση του μοναχικού βίου· ως πρεσβύτερος εργάστηκε στην Καισάρεια εναντίον του
αρειανισμού και ανέπτυξε φιλανθρωπικό έργο. Επίσκοπος Καισαρείας από το 370, αντιτάχθηκε απόλυτα στις προσπάθειες του
αρειανού αυτοκράτορα Βαλέντιου να επιβάλει την εκκλησιαστική πολιτική του, αποκάλυψε και πολέμησε τον απολλιναρισμό,
που τότε μόλις εκδηλωνόταν, όχι μόνο με απολογητική και αντιρρητική δράση αλλά και με διπλωματική δραστηριότητα προς
τον πάπα Δάμασο· πέτυχε έτσι να ενώσει πολλούς επισκόπους σε κοινή στάση έναντι των αιρέσεων και για την υποστήριξη της
διδασκαλίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας. Στην προσπάθειά του αυτή αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του
συγγραφικού του έργου και κυρίως τα δογματικά του έργα. Μοναχός ο ίδιος, φρόντισε για την ορθή τοποθέτηση του μοναχικού
βίου υποτάσσοντάς τον στην Εκκλησία· μετέφερε δηλαδή τους μοναχούς στις πόλεις, τους έθεσε υπό τον έλεγχο των επισκόπων
και τους ανέθεσε φιλανθρωπικά έργα. Γνωστή είναι η Βασιλειάς, πόλη κοντά στην Καισάρεια, συγκρότημα φιλανθρωπικών
ιδρυμάτων με αποκλειστικό προσωπικό μοναχούς, στην οποία ο Β. διέθεσε την περιουσία των γονέων του. Στα ασκητικά
συγγράμματά του περιλαμβάνονται και οι Όροι ή Κανόνες, που αποτέλεσαν έκτοτε τη βάση του ορθόδοξου μοναχισμού. Ο Β.
εργάστηκε για την κατάργηση του Αντιοχειανού σχίσματος που αποτελούσε εμπόδιο στην ενότητα των ορθόδοξων Εκκλησιών,
καθώς και ενάντια στη διασπαστική δυτική επίδραση.
Η κλασική του μόρφωση του επέτρεψε να υποστηρίξει, στην πραγματεία Προς τους νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο
λόγων, τη διδασκαλία της θύραθεν παιδείας στο χριστιανικό σχολείο και να επηρεάσει έτσι πολύ τη θέση της Εκκλησίας έναντι
των κλασικών σπουδών τότε αλλά και κατά την Αναγέννηση. Η βαθύτατη γνώση της κλασικής παιδείας και η ορθή τοποθέτηση
του Β. απέναντί της φαίνονται και στις Ομιλίες εις την Εξαήμερον, ενώ το αποστολικό του πνεύμα και ο πλούσιος
ανθρωπιστικός και κοινωνικός κόσμος του αποκαλύπτονται μέσω των 350 επιστολών του. Στο συνολικό έργο του οφείλεται η
ανακήρυξή του σε οικουμενικό διδάσκαλο της Εκκλησίας και έναν από τους Τρεις Ιεράρχες. Η μνήμη του ως αγίου τιμάται από
την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου, καθώς και στις 30 Ιανουαρίου (ως ενός εκ των Τριών Ιεραρχών).
Βασιλείου. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από τη Χασιά (σημερινή Φυλή) Αττικής.
1. Αθανάσιος. Πολέμησε μαζί με τον αδελφό του Μελέτη (3.) από το 1821 έως το 1826. Αργότερα υπήρξε αρχηγός σώματος που
είχε συγκροτήσει ο ίδιος.
2. Ιωάννης. Αγωνίστηκε μαζί με τον αδελφό του Μελέτη (3.) στις μάχες εναντίον των Τούρκων. Συμμετείχε στην
Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1826) ως πληρεξούσιος της Αθήνας. Μετά τη δολοφονία του Μελέτη, συνέχισε τον αγώνα με
τον άλλο αδελφό του, Αθανάσιο, υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
6. Μελέτης (Φυλή ; – Αθήνα 1826). Οι ικανότητές του τον ανέδειξαν σε σημαντικό παράγοντα της Αττικής. Ο Β. κατάφερε να
αναγνωριστεί η Χασιά ως δερβένι, από την οθωμανική διοίκηση, και να αναλάβει τη φρούρησή του. Από τη θέση αυτή ετοίμασε
την Επανάσταση στην Αττική. Ο βοεβόδας τού έδωσε άδεια να στρατολογήσει Έλληνες για τη φύλαξη του δερβενιού και ο Β.
οργάνωσε έτσι μεγάλο αρματωμένο σώμα. Τελικά συγκέντρωσε στο Μενίδι 1.200 αγωνιστές και με στρατιωτικό αρχηγό τον
Δήμο Αντωνίου, στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, μπήκαν στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1821. Συμμετείχε στην πολιορκία της
Ακρόπολης και στη μάχη στο Χαλάνδρι. Οι προύχοντες όμως της Αθήνας, που δεν συμπαθούσαν τον Β., κατόρθωσαν να τον
δολοφονήσουν (Μάιος 1826).
Βασιλείου. Επώνυμο διαφόρων αγωνιστών του 1821.
1. Αντώνιος. Καταγόταν από την Κάσο. Πρόκριτος του νησιού, εξόπλισε το πλοίο του Αριστοτέλης και πήρε μέρος στις
επιχειρήσεις της Κρήτης και της Μικράς Ασίας. Μετά το 1825 πολιτεύτηκε.
2. Βασίλειος (ή Χατζάρας). Καταγόταν από τα Σάλωνα (Άμφισσα). Πρόκριτος των Σαλώνων και με μεγάλη περιουσία, ενίσχυσε
οικονομικά τα στρατόπεδα της Ανατολικής Στερεάς και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά. Λόγω των δωρεών του στον
Αγώνα ο ίδιος πέθανε φτωχός.
3. Ιωάννης. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε στην πυρπόληση της
Τενέδου.
4. Μιχάλης. Καταγόταν από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Αγωνίστηκε ως οπλαρχηγός από την αρχή της Επανάστασης έως
την απελευθέρωση.
5. Σταύρος. Συμμετείχε ως οπλαρχηγός σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων. Έλαβε μέρος στην Εθνοσυνέλευση του
Άστρους (1823) ως πληρεξούσιος των οπλαρχηγών.
Βασιλείου, Γιώργος (Αμμόχωστος 1931 – ). Κύπριος οικονομολόγος και πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
(1988-93). Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Γενεύης και της Βιέννης και οικονομικά στο πανεπιστήμιο της
Βουδαπέστης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εμπορίας και έρευνας της αγοράς στο Λονδίνο, όπου και εργάστηκε μέχρι το 1962.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο ίδρυσε το Κέντρο Ερευνών Μέσης Ανατολής (1963), το οποίο λειτουργεί σήμερα γραφεία ερευνών
και συμβουλευτικών υπηρεσιών σε 23 χώρες της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Ευρώπης. Στις εκλογές
του 1988 έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος στις προεδρικές εκλογές της Κύπρου και εξελέγη πρόεδρος για την πενταετία
1988-93. Είναι, μεταξύ άλλων, πρόεδρος του Κινήματος Ενωμένοι Δημοκράτες, του Κέντρου Ερευνών και Μάρκετινγκ Μέσης
Ανατολής (ΚΕΜΑ), μέλος του Συμβουλίου του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης (WIBER) του Πανεπιστημίου
των Ηνωμένων Εθνών (έδρα Ελσίνκι) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών (Βρυξέλλες).
Έχει αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βουδαπέστης, Βελιγραδίου και Θεσσαλονίκης, ενώ του έχουν
απονεμηθεί διάφορα παράσημα και τιμητικές διακρίσεις από πολλές χώρες.
Βασιλείου, Σπύρος (Γαλαξίδι 1903 – Αθήνα 1985). Ζωγράφος. Σπούδασε με υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
της Αθήνας και μαθήτευσε δίπλα στον Νικόλαο Λύτρα. Το 1926 συμμετείχε στην πρώτη του ομαδική έκθεση ενώ η πρώτη του
ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνογραφία (συνολικά
σχεδίασε τα σκηνικά σε 140 παραστάσεις), ενώ ήδη είχε ξεκινήσει την εικονογράφηση εφημερίδων και περιοδικών. Το 1930
βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Μπενάκειο βραβείο για τα σχέδια αγιογράφησης του ναού του Αγίου Διονυσίου
Αρεοπαγίτη. Ταξίδεψε, χάρη στο χρηματικό έπαθλο, για καλλιτεχνικές σπουδές στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Αγγλία και στην
Ιταλία. Ιδρυτικό μέλος των ομάδων Τέχνη και Στάθμη, πήρε μέρος σε όλες τις εκθέσεις των ομάδων αυτών στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό, ενώ εξέθεσε και ανεξάρτητα τα έργα του, σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και της
Αμερικής, καθώς και σε πόλεις της Αιγύπτου και της Κύπρου. Στα χρόνια της Κατοχής κυκλοφόρησε κρυφά ξυλογραφίες,
εικονογραφημένα χειρόγραφα και χειρόγραφες εκδόσεις Ελλήνων ποιητών με πατριωτικό περιεχόμενο. Έχει εικονογραφήσει
πολλά βιβλία και έχει τιμηθεί και με διεθνείς διακρίσεις. Το 1950 συμμετείχε στην ίδρυση του Ελληνικού Χοροδράματος και
συνεργάστηκε επί πολλά χρόνια με τη Ραλλού Μάνου.
Η τέχνη του Β., χωρίς να αναλώνεται σε υπαρξιστικά προβλήματα, κινείται σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα και ρεμβασμούς. Σε
όλες τις εκδηλώσεις της κυριαρχεί η ιδέα της ελληνικότητας, που τον οδηγούσε σε χρωματικούς ποιητικούς συνειρμούς. Έργα
του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη. Εκτός από τον Άγιο Διονύσιο της Αθήνας, αγιογράφησε και την ελληνική εκκλησία του
Αγίου Νικολάου στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Δημοσίευσε τα Γαλαξιδιώτικα καράβια (1934) και το αυτοβιογραφικό λεύκωμα Φώτα
και σκιές (1969) καθώς επίσης, σε συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη, τα Παιδικά σχέδια (1930).
Βασιλείς, Τρεις (Αστρον.). Βλ. λ. Τρεις Μάγοι (Αστρον.).
Βασιλειών, βιβλία Α’-Δ’. Τα τέσσερα μεγάλα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική μετάφραση των Ο’
καθώς και στη μετάφραση της Βουλγάτας. Από αυτά, τα δύο πρώτα, που στο εβραϊκό πρωτότυπο ονομάζονται Σιεμουέλ
(δηλαδή Σαμουήλ), χωρίζονται σε τέσσερα μέρη, που περιλαμβάνουν διαδοχικά την ιστορία του Σαμουήλ (Α’, α’-ζ’), την
ιστορία του Σαούλ (Α’, η’-ιε’), την ιστορία του διωγμού του Δαβίδ από τον Σαούλ (Α’, ιστ’-λα’) και την ιστορία της βασιλείας
του Δαβίδ (Β’, α’-η’). Τα δύο άλλα βιβλία (Γ’ και Δ’) περιγράφουν την ιστορία του Ισραήλ από την εποχή της βασιλείας του
Σολομώντα έως την κατάρρευση της βασιλείας του Ιούδα. Τα βιβλία αυτά περιλαμβάνουν ειδικότερα την ιστορία της βασιλείας
του Σολομώντα (Γ’, β’-ια’), την ιστορία των βασιλειών Ισραήλ και Ιούδα έως την καταστροφή της Σαμάρειας (Γ’, ιβ’ – Δ’, ιζ’)
καθώς και την ιστορία των βασιλέων του Ιούδα έως την καταστροφή των Ιεροσολύμων (Δ’, ιη’-κε).
Βασιλένκο, Σεργκέι (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των
αντιπροσώπων της ρωσικής μουσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους περιλάμβαναν συχνά και άλλες
δραστηριότητες άσχετες με τη μουσική, ο Β. σπούδασε νομικά και πήρε αργά το δίπλωμα σύνθεσης (1903). Επηρεάστηκε από
την επιβλητικότητα της παλιάς ρωσικής λειτουργίας, πλησίασε έπειτα τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό, για να προβάλει τελικά με την
καλλιτεχνική του παραγωγή τη νέα πολιτική κατάσταση της χώρας του, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση (1917) και την
επικράτηση των μπολσεβίκων. Έγραψε μελοδράματα, μπαλέτα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έγραψε επίσης
συμφωνική μουσική: τρεις συμφωνίες, μια καντάτα (1937), συμφωνικά ποιήματα και συνθέσεις πάνω σε λαϊκά θέματα.
Ενδεικτικά έργα του: Ο κήπος του θανάτου (1908), Λόλα (1926), Καρουζέλ (1932), Η χιονοθύελλα (1938).
Βασιλέσι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ., 82 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις
νότιες κλιτύς της κορυφής Πυραμίδας, 98 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροποτάμου.
βασιλεύς (Αρχ.). Στην αρχαία Αθήνα, ήταν αρχικά ο κληρονομικός άρχοντας και αργότερα ο δεύτερος από τους άρχοντες, που
είχε την επιμέλεια της λατρείας και παρέπεμπε στα δικαστήρια τις δίκες για φόνο (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ.
άρχοντας).
Ο Όμηρος αποκαλούσε β. κάθε αρχηγό του στρατού των Αχαιών. Β. ονομάζονταν επίσης οι αριστοκράτες, που κατάγονταν από
βασιλικό γένος.
Βασιλεύς. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Αναφέρεται και ως Βασίλειος. Αποκεφαλίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Λικίνιου και το σώμα του ρίχτηκε στη
θάλασσα. Διετέλεσε επίσκοπος Αμασείας (314-322). Η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου.
2. Επίσκοπος Χερσώνας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-305). Η μνήμη του τιμάται στις 7 Μαρτίου.
Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Τραγωδία του κρητικού θεάτρου, που τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1647 στη Βενετία. Είναι έργο του
Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου από το Ρέθυμνο και η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από την έμμετρη τραγωδία Il re Torrismondo του
Ιταλού Τορκουάτο Τάσο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ποιητή της τραγωδίας, πολλοί όμως υποθέτουν ότι η οικογένειά του ήταν
ενετικής καταγωγής. Η υπόθεση του έργου, που είναι πεντάπρακτο, διαδραματίζεται στην Αίγυπτο, με κεντρικό ήρωα τον
βασιλιά Ροδολίνο. Το έργο είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο και διαπνέεται από γνήσιο λυρισμό.
Βασιλέων, βιβλία (Εκκλ.). Εναλλακτική ονομασία για τα 4 βιβλία Βασιλειών της Παλαιάς Διαθήκης. Βλ. λ. Βασιλειών, βιβλία
Α’-Δ’.
Βασιλεώνοικο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 392 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα, 6 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας
του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων του νομού Χίου.
Βασίλης (; – Όλυμπος 1810). Οπλαρχηγός του 18ου αι., από τον Όλυμπο. Η ανδρεία του αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια.
Εξελίχτηκε σε μεγάλο κλέφτη και βοήθησε τους Μπουκουβαλαίους. Από τη δράση του είναι εμπνευσμένο το δημοτικό τραγούδι
που αρχίζει με τον στίχο «Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης».
Βασιλής. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 145 μ., 404 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Φαρσάλων, 41 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα.
Βασιλιανά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 43 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Κισσάμου, 37 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου.
Βασίλιεφ, αδελφοί (Vasiliev). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο δύο Ρώσων σκηνοθετών του κινηματογράφου, της σοβιετικής
περιόδου. Ο πρώτος, ο Γκεόργκι Νικολάγεβιτς Β. (1899-1946) σπούδασε στη θεατρική σχολή Νέοι Καλλιτέχνες και τιμήθηκε με
τα παράσημα Λένιν και Ερυθρού Αστέρα. Ο δεύτερος, ο Σεργκέι Ντμίτριεβιτς Β. (1900-1959), σπούδασε στο Ινστιτούτο
Κινηματογράφου του Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) και τιμήθηκε με το παράσημο Λένιν.
Οι Β. άρχισαν τη σκηνοθετική τους συνεργασία το 1924. Το πρώτο έργο που σκηνοθέτησαν ήταν το Κατόρθωμα στους πάγους
(1928). Ακολούθησε η ταινία Τσαπάγιεφ (1934), που βραβεύτηκε το 1941 με κρατικό βραβείο. Το έργο αυτό παρουσιάζει
γεγονότα της επαναστατικής εποχής και προβλήθηκε σε πολλές χώρες του κόσμου. Άλλες ταινίες που σκηνοθέτησαν, με θέματα
αντλημένα πάντοτε από τον εμφύλιο πόλεμο, είναι οι Μέρες της Βολοτσάγεφκα (1937) και Η άμυνα του Τσαρίτσιν (1942), που
πήρε κρατικό βραβείο το 1942. Σκηνοθέτησαν επίσης έργα για γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όπως το Μέτωπο (1943)
και Οι ήρωες της Σίπκα (1955), στα γυρίσματα του οποίου συνεργάστηκαν και Βούλγαροι κινηματογραφιστές. Οι Β. έγραφαν οι
ίδιοι τα σενάρια των περισσότερων ταινιών που σκηνοθέτησαν.
Βασίλιεφ, Αλεξάντρ (Alexandr Vasiliev, Αγία Πετρούπολη 1867 – Ουάσινγκτον 1953). Ρώσος βυζαντινολόγος. Σπούδασε και
στη συνέχεια δίδαξε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του. Το 1919 έγινε μέλος της Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης. Το
1925 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και έως το 1939 δίδασκε βυζαντινή ιστορία στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν. Μετά τον
πόλεμο ήταν ένας από τους κύριους οργανωτές και συνεργάτες του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Ντάμπαρτον Όουκς. Το έργο
της ζωής του, που θεωρείται μνημειώδες στο είδος του, είναι η Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους. Ο Β., που θεωρείται
κορυφαίος βυζαντινολόγος, δημοσίευσε επίσης πολλές μελέτες για τις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Ρώσους και τους Άραβες.
Το 1938 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βασιλικά. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 75 μ., 4.163 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Χαλκιδικής, 29 χλμ. ΝΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Βασιλικών.
Ιστορία. Στις 4 Ιουνίου 1821 κατέφυγαν στα Β. επαναστατημένοι χωρικοί, καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους. Στις 9 Ιουνίου
έφτασαν στα Β. 800 Τούρκοι, οι οποίοι, παρά τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλαν οι κάτοικοι των Β., λεηλάτησαν και έκαψαν
τον οικισμό.
Βασιλικά. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 313 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, ΝΑ της
Σπερχειάδας και Δ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υπάτης.
Ιστορία. Στο στενό οροπέδιο του οικισμού, Ν του οικισμού Ρεγκίνι, στους βόρειους πρόποδες του όρους Καλλίδρομου, τον
Αύγουστο του 1821, 1.650 Έλληνες απέκρουσαν το σώμα 8.000 ανδρών του Μπεϊράν πασά, ο οποίος είχε φτάσει από τη
Μακεδονία στη Λαμία, για να προχωρήσει από εκεί στα Β. Ο Γιάννης Δυοβουνιώτης ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς της περιοχής
να στρατοπεδεύσουν στα Β. Οι Έλληνες, κρυμμένοι στο πυκνό δάσος, αιφνιδίασαν τους πρώτους 2.000 Τούρκους που έστειλε
δοκιμαστικά ο Μπεϊράν. Σε δύο ημέρες έστειλε άλλους 6.000, οπότε δόθηκε σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι, περισσότεροι και με
κανόνια, πίεζαν τους Έλληνες, αλλά ο Γιάννης Γκούρας τους κύκλωσε επιδέξια και οι Τούρκοι υποχώρησαν με πολλές
απώλειες. Η μάχη που δόθηκε στα Β. ήταν από τις σημαντικότερες που είχαν πραγματοποιηθεί έως τότε στη Στερεά Ελλάδα·
είχε ως συνέπεια την εδραίωση της Επανάστασης των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα και την απελευθέρωση της Τρίπολης από
τους Έλληνες.
Βασιλικά. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 69 κάτ.) του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Φθιώτιδας, αριστερά του ποταμού Κηφισού, 25 χλμ. ΒΔ της Λιβαδειάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Χαιρώνειας. Έως το 1953 ονομαζόταν Κραβασαράς.
Βασιλικά. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 551 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, στην
πρώην επαρχία Ιστιαίας, προς την ακτή του φερώνυμου όρμου, 98 χλμ. ΒΔ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αρτεμισίου του νομού Ευβοίας.
Βασιλικά. Ονομασία δύο οικισμών της Κέρκυρας.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 219 κάτ.) που βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νησιού, Δ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Παρελίων του νομού Κερκύρας.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 13 κάτ.) που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του βόρειου άκρου του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας.
Βασιλικά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 557 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, κοντά στον
κόλπο της Καλλονής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολιχνίτου.
Στο επίνειο Αχλαδερή των Β., βρισκόταν η αρχαία πόλη Πύρρα, που καταστράφηκε το 231 από σεισμό. Ένα τμήμα της
καταποντίστηκε στον κόλπο της Καλλονής, όπου διακρίνονται ακόμα ίχνη κτισμάτων. Το 2002, ο οικισμός ανακηρύχθηκε
παραδοσιακός.
Βασιλικά (Ιστ.). Τοποθεσία της Κορινθίας. Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1821, στρατοπέδευσε ο Δημήτριος Υψηλάντης για να
παρακολουθεί τον Ισθμό και να βοηθήσει στην πολιορκία του Ακροκόρινθου. Τον Αύγουστο του 1822, μετά την καταστροφή
του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης έστειλε στα Β. προφυλακή τον γιο του Γενναίο και τον Αγγελή Γάτσο με τα
σώματά τους (για να μην προχωρήσουν τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη στην Πάτρα). Οι ολιγάριθμοι αυτοί Έλληνες
κράτησαν τον όγκο των Τούρκων έως τη στιγμή που έφτασαν απεσταλμένοι από τον Κολοκοτρώνη, ο Πλαπούτας, ο Π.
Γιατράκος και οι Πετιμεζαίοι και αναχαίτισαν τους Τούρκους στην Κόρινθο. Οι Τούρκοι, για δεύτερη φορά, προχώρησαν στα
Β., όπου φαινομενικά υποχώρησαν, ενώ στην πραγματικότητα κρύφτηκαν στα αμπέλια. Όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν
αιφνιδιαστικά, οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή και ο Πετιμεζάς, προσπαθώντας να τους συγκρατήσει, σκοτώθηκε μαζί με τον γιο
του Σωτηράκη. Ο Γενναίος πάντως κατάφερε πάλι να κερδίσει χρόνο μέχρι να φτάσουν ενισχύσεις, οπότε οι Τούρκοι
ξαναγύρισαν στην Κόρινθο. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες καθώς και 250 Τούρκοι.
Βασιλικά. Όρμος της Σαλαμίνας. Βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή του νησιού, Α της μονής Φανερωμένης.
Βασιλικά. Μεγάλη συλλογή νόμων της βυζαντινής περιόδου, που κωδικοποιήθηκε την εποχή του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886-
912), από επιτροπή νομομαθών με βάση την προπαρασκευαστική εργασία του Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867-886) με την
«ανακάθαρση των παλαιών νόμων». Η συλλογή αυτή, που θεωρείται το σπουδαιότερο νομοθετικό μνημείο μετά το Corpus Juris
Civilis του Ιουστινιανού, αποτελείται από εξήντα βιβλία, έχει συνταχθεί στα ελληνικά και βασίζεται κυρίως στο νομοθετικό
έργο του Ιουστινιανού –από το οποίο όμως έχουν αφαιρεθεί τα στοιχεία που στο μεταξύ περιέπεσαν σε αχρηστία από τον χρόνο–
ενώ συγχρόνως χρησιμοποιεί ως πηγές και μεταγενέστερους της εποχής του Ιουστινιανού νόμους και νομικές εργασίες. Τα Β.,
πολύ πιο εύχρηστα από το Corpus του Ιουστινιανού, παραμέρισαν τη χρήση του τελευταίου και έγιναν το κύριο νομοθετικό έργο
στο οποίο βασίστηκαν οι μεταγενέστεροι.
Βασιλικά Ανώγεια. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 216 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα
του νομού, στην πρώην επαρχία Καινουργίου, 57 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας.
Βασιλικάτα (Basilicata). Διοικητικό διαμέρισμα (9.992 τ. χλμ., 595.727 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, μεταξύ της Απουλίας,
της Καμπανίας και της Καλαβρίας. Βρέχεται στα Δ από την Τυρρηνική Θάλασσα και στα Α από το Ιόνιο πέλαγος.
Η περιοχή είναι από τις πιο ορεινές της Ιταλίας. Υπολογίζεται ότι μόλις το 8% του εδάφους της είναι πεδινό. Το ορεινό τοπίο της
μοιάζει με αυτό των Άλπεων και μόνο κατεβαίνοντας προς τη στενή πεδινή λωρίδα γίνεται πιο ήμερο. Μεγαλύτεροι ποταμοί
είναι ο Μπραντάνο (116 χλμ.), ο Μπασέντο (149 χλμ.) και ο Άγκρι (111 χλμ.), ενώ οι λίμνες είναι σπάνιες· γραφικότερες είναι
του Μοντίκιο και του Σιρίνο. Υπάρχουν επίσης αρκετές λίμνες-φράγματα. Το κλίμα παρουσιάζει αρκετή ποικιλία κατά περιοχές,
ενώ οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται από 600 έως 1.400 χιλιοστά. Η περιοχή είναι αραιοκατοικημένη εξαιτίας του ορεινού
εδάφους, του ανεπαρκούς υδρευτικού δικτύου, που για αιώνες ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, και της ελονοσίας που παλαιότερα
μάστιζε τις πεδινές και παραλιακές κυρίως περιοχές. Μόνο τρεις πόλεις ξεπερνούν τις 15.000 κατοίκους: η Ποτέντσα,
πρωτεύουσα του διαμερίσματος και της ομώνυμης επαρχίας (68.500 κάτ.), η Ματέρα (54.872 κάτ.) και το Μέλφι (17.844 κάτ.).
Από οικονομική άποψη, η περιοχή είναι πολύ φτωχή. Κύρια αγροτικά προϊόντα είναι τα δημητριακά· η κτηνοτροφία (κυρίως
αιγοπρόβατα) είναι σχετικά ανεπτυγμένη αλλά η αλιεία ανύπαρκτη. Υπάρχει μεθάνιο στο υπέδαφος και σε μικρότερες
ποσότητες πετρέλαιο και λιγνίτης· η μικρή βιομηχανία της περιοχής επεξεργάζεται κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά
προϊόντα. Ο τουρισμός είναι ασήμαντος και η συγκοινωνία ανεπαρκής με μία μόνο σιδηροδρομική γραμμή και έναν
αυτοκινητόδρομο. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής μετανάστευσαν στις αρχές του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ και στη βόρεια
Ιταλία, ενώ συχνά υπήρξαν κοινωνικές αναταραχές με αφορμή το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Η αρχαία ονομασία της περιοχής ήταν Λουκανία ή Λευκανία (λατ. Lucania) και εκεί είχαν εγκατασταθεί Έλληνες άποικοι που
δημιούργησαν αξιόλογο πολιτισμό στις πόλεις Μεταπόντιον, Ηράκλεια, Σύβαρις, Ποτεντία κ.ά. Η σημερινή ονομασία φαίνεται
να προήλθε από τη λέξη βασιλικός (τίτλος του Βυζαντινού διοικητή της περιοχής) και εμφανίζεται για πρώτη φορά σε επίσημο
έγγραφο του έτους 1175. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ιστορία της περιοχής, βλ. λ. Λευκανία.
βασιλική (Αρχιτ.). Ονομασία δημόσιου κτιρίου της ρωμαϊκής αρχαιότητας και, αργότερα, ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού
τύπου χριστιανικής εκκλησίας, που κατά την επικρατέστερη εκδοχή προήλθε από προγενέστερες κατασκευές.
ρωμαϊκή βασιλική. Η β. ήταν χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων, τοποθετημένο συνήθως στην άκρη της αγοράς,
τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων, εμπορικών συναλλαγών και απονομής της δικαιοσύνης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ρωμαϊκή
β. είναι εξέλιξη της Βασιλείου Στοάς της αρχαίας Αθήνας. Το σχήμα της ήταν ορθογώνιο, χωριζόταν σε τρία ή περισσότερα
τμήματα με σειρές κιονοστοιχιών που υποβάσταζαν τη στέγη και η είσοδός της βρισκόταν σε μία από τις μακρές ή στενές
πλευρές. Β. άρχισαν να χτίζονται στη Ρώμη από τον 2ο αι. π.Χ. Η Πορκία β. της Ρώμης (184 π.Χ.) δεν σώζεται, διατηρείται
όμως σε σχετικά καλή κατάσταση η β. της Πομπηίας (περ. 100 π.Χ.). Τον 1ο αι. μ.Χ. χτίσθηκε στην αγορά της Ρώμης η Ιουλία
β. που ονομάστηκε έτσι γιατί περιείχε πολλά αγάλματα της εποχής του Ιουλίου Καίσαρα. Αργότερα, εκτός των δημόσιων,
κατασκευάζονταν επίσης ανακτορικές και ιδιωτικές β.
χριστιανική βασιλική. Η προέλευση της χριστιανικής β. είναι αβέβαιη, δεν αποκλείεται όμως να συνδέεται, για λόγους
λειτουργικούς και συμβολικούς, με τη μεγάλη αίθουσα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών ανακτόρων. Ως αρχιτεκτονικός τύπος
εμφανίζεται εντελώς διαμορφωμένη κατά τον 4ο αι. μ.Χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος ανακήρυξε τον χριστιανισμό επίσημη
θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους και ίδρυσε επιβλητικές β. σε όλη την επικράτεια.
Οι β. διακρίνονται σε αυτές που είναι χτισμένες επάνω στον τάφο ενός μάρτυρα (Αγίου Πέτρου, Αγίου Παύλου, Αγίου
Λαυρεντίου στη Ρώμη, Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη), σε ενοριακές (Αγίων Ιωάννη και Παύλου στη Ρώμη) και σε αυτές
που κατασκευάστηκαν για ειδικούς σκοπούς, ακόμα και αναμνηστικούς (της Γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ, της
Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ).
Αν και στις διάφορες ελληνορωμαϊκές περιοχές οι τύποι των β. παρουσιάζουν ιδιομορφίες που οφείλονται στα τοπικά
οικοδομικά υλικά και στις ιδιαίτερες κατασκευαστικές συνήθειες, ακολουθείται πάντοτε ένα βασικά ομοιογενές αρχιτεκτονικό
σχήμα. Το κύριο σώμα της β. ήταν ένας μεγάλος ορθογώνιος χώρος κατανεμημένος με σειρές κιόνων σε τρία ή περισσότερα
κλίτη, ή δρόμους, που κατευθύνονταν από τον δυτικό στον ανατολικό τοίχο. Το μεσαίο κλίτος ήταν πλατύτερο και ψηλότερο
από τα πλάγια, φωτιζόταν στο επάνω μέρος με παράθυρα και κατέληγε στη μεγάλη ημικυκλική αψίδα του ιερού βήματος, ενώ οι
καταλήξεις των πλάγιων κλιτών στα πλευρά του βήματος ήταν συχνά διαμορφωμένες σε μικρότερα διαμερίσματα που
ονομάζονταν παστοφόρια και χρησίμευαν, τα μεν βόρεια ως βοηθητικοί χώροι της τελετουργίας, τα δε νότια ως τόποι φύλαξης
των σκευών και των χρημάτων του ναού. Επάνω από τα πλάγια κλίτη υπήρχε, ιδίως στις ανατολικές χώρες, ένα υπερώο, ο
γυναικωνίτης. Πολλές β. μεγάλων διαστάσεων είχαν στο ανατολικό τμήμα και ένα εγκάρσιο κλίτος, που σχημάτιζε ορθή γωνία
με τα άλλα και προεκτεινόταν μερικές φορές πέρα από τους πλευρικούς τοίχους, δίνοντας στον ναό σχήμα σταυρού. Τη θέση
του κλίτους αυτού όριζε ένα τόξο μπροστά από το ιερό, το θριαμβικό τόξο, συχνά ωραιότατα διακοσμημένο (Παναγία η Μείζων,
Ρώμη). Το ιερό βήμα, χώρος που προοριζόταν μόνο για το ιερατείο, ήταν υπερυψωμένο και χωριζόταν από τον υπόλοιπο ναό με
χαμηλό κιγκλίδωμα ή με μαρμάρινο φράγμα από εναλλασσόμενα ανάγλυφα θωράκια και μικρούς πεσσούς (ωραιότατα δείγματα
θωρακίων βρέθηκαν στη β. Α των θεσσαλικών Θηβών, κοντά στον Βόλο). Στο κέντρο του ιερού ήταν τοποθετημένη η Αγία
Τράπεζα (θυσιαστήριον), που στεγαζόταν με κουβούκλιο (κιβώριον) και έκλεινε με παραπέτασμα (βήλον). Γύρω της, στο
ημικύκλιο της κόγχης του ιερού, υπήρχε το σύνθρονον, τα εδώλια δηλαδή των ανώτερων κληρικών σε αμφιθεατρική διάταξη, με
τον ψηλό αρχιεπισκοπικό θρόνο στη μέση (χαρακτηριστικό δείγμα σώζεται στην Καταπολιανή της Πάρου). Η κάλυψη των β.
γινόταν κατά κανόνα με ξύλινη στέγη, αμφικλινή στο μεσαίο και επικλινή στα πλάγια κλίτη, ορατή από το εσωτερικό του ναού ή
κλεισμένη με οροφή. Στην Ανατολή όμως (Μικρά Ασία, Συρία) επικράτησε η στέγαση των κλιτών με καμάρες. Μπροστά από
την είσοδο της β. υπήρχε πάντοτε μια μεγάλη τετράγωνη ακάλυπτη αυλή (αίθριον), που είχε στοές στις τέσσερις πλευρές και στη
μέση τη φιάλη, την κρήνη των καθαρμών. Η τέταρτη στοά του αίθριου, η ανατολική, ήταν συνήθως διαμορφωμένη σε κλειστό
επιμήκη προθάλαμο (νάρθηκας), τόπο παραμονής των κατηχουμένων και των μετανοούντων, που επικοινωνούσε με τον κυρίως
ναό. Ως πυρήνας θρησκευτικός και κοινωνικός, η β. είχε για τις ποικίλες δραστηριότητές της και διάφορα προσαρτήματα όπως
κατηχουμενείο, βαπτιστήριο, ξενώνες, φιλανθρωπικά διαμερίσματα για την περίθαλψη των φτωχών, των αρρώστων, των
ορφανών, κατοικίες κληρικών κ.ά.
Η β. ήταν γενικά ένας οικοδομικός οργανισμός σχετικά απλός, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν και
αρχιτεκτονικά στοιχεία από παλαιότερα κτίσματα (κίονες, κιονόκρανα κ.ά.). Είναι όμως και μία από τις ωραιότερες
αρχιτεκτονικές μορφές γιατί φέρει μεγάλο διακοσμητικό πλούτο: ψηφιδωτά, γυψώσεις, ορθομαρμαρώσεις, μαρμαροθετήματα,
διαφανή αλάβαστρα στα παράθυρα και διάφορα πολυτελή υλικά. Ως αρχιτεκτονικός τύπος ανταποκρίνεται στον παραδεισιακό
συμβολισμό και εκφράζει την ιδέα της Ουρανίου Ιερουσαλήμ.
Από τις παλαιότερες β. της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ελάχιστες σώζονται. Οι περισσότερες είναι γνωστές από
περιγραφές εκκλησιαστικών συγγραφέων ή έχουν αποκαλυφθεί με ανασκαφές. Τα ιερότερα μνημεία της χριστιανοσύνης, οι
λεγόμενες κωνσταντίνειες β. των Αγίων Τόπων, οι ναοί της Αναστάσεως (Πανάγιος Τάφος) στην Ιερουσαλήμ, της Αναλήψεως
στο Όρος των Ελαιών και της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, έχουν επανειλημμένα ανοικοδομηθεί και η σημερινή μορφή τους είναι
εντελώς διαφορετική από την αρχική. Οι μεγάλες και σημαντικότατες παλαιοχριστιανικές β. της Συρίας, της Μικράς Ασίας και
της βόρειας Αφρικής δεν διασώζουν παρά επιβλητικά ερείπια ή ανασκαφικά ίχνη. Από τις εκκλησίες της ίδιας εποχής, στην
Κωνσταντινούπολη παραμένει μόνο η ερειπωμένη β. του Ιωάννη του Βαπτιστή (463), το καθολικό της μονής Στουδίου, ενώ οι β.
της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης και των Αγίων Αποστόλων κάηκαν στην πυρκαγιά της στάσης του Νίκα (532) και
ανοικοδομήθηκαν σε σχέδια τρουλωτών ναών.
Η συμβολή της ηπειρωτικής Ελλάδας στην παλαιοχριστιανική ναοδομία αρχίζει από τον 5o αι. και τεκμηριώνεται από τα
ελάχιστα σωζόμενα μνημεία και τα ευρήματα των ανασκαφών. Τρεις παλαιοχριστιανικές β. υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα: ο
ναός της Αχειροποιήτου (ή Αγίας Παρασκευής) του 5ου αι. στη Θεσσαλονίκη που διατηρείται σχεδόν ανέπαφος στην αρχική
του μορφή· η πεντάκλιτη β. του Αγίου Δημητρίου των αρχών του 5ου αι., επίσης στη Θεσσαλονίκη, αναστηλωμένη μετά τις
επανειλημμένες καταστροφές της· και η β. της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα του τέλους του 5ου ή των αρχών του 6ου αι.,
μετασκευασμένη μετά την άλωση της πόλης από τους Φράγκους σε εκκλησία καθολικού δόγματος, σε πολλά σημεία γοτθικής
μορφής. Όμως, ο κύριος όγκος των κτισμάτων της εποχής αυτής, εντελώς ερειπωμένος από τις διάφορες περιπέτειες της χώρας,
αναφαίνεται όσο προχωρούν οι ανασκαφικές εργασίες. Έτσι έχουν ανευρεθεί πολλές β. στα κέντρα της εθνικής λατρείας, στις
αρχαίες μεγάλες πόλεις και στα νησιά, όπως το σημαντικότατο συγκρότημα της πεντάκλιτης β. της Επιδαύρου, οι β. της
Δωδώνης, της Ελευσίνας, των Δελφών και της Δήλου, η β. του Ιλισού στην Αθήνα με το υπόγειο μαρτύριο του επισκόπου
Λεωνίδη, της Βέροιας, της Κορίνθου, της Κρήτης, της Κέρκυρας, της Αίγινας, της Λέσβου και των δύο παλαιοχριστιανικών
πόλεων των θεσσαλικών Θηβών (σημερινή Νέα Αγχίαλος Βόλου) και της Νικόπολης της Ηπείρου, καθώς και πολλές άλλες.
Κυριότερες β. στη Ρώμη είναι οι πεντάκλιτες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Ιωάννη του Προδρόμου στο Λατερανό
και οι τρίκλιτες της Παναγίας της Μείζονος (Santa Maria Maggiore), η διπλή β. του Αγίου Κλήμεντος, η β. της Αγίας Σαβίνης
(αρχές 5ου αι.), της Αγίας Αγνής κ.ά. Πασίγνωστες επίσης για τις θαυμάσιες διακοσμήσεις τους των χρόνων του Ιουστινιανού
είναι οι δύο β. του 6ου αι. στη Ραβένα, ο Άγιος Απολλινάριος ιν Κλάσε και ο Άγιος Απολλινάριος ο Νέος.
Από τον 5o αι., ενώ στη Δύση το πατροπαράδοτο σχήμα της β. διατηρείται, στην Ανατολή αρχίζει να μεταβάλλεται ουσιαστικά.
Στη Μικρά Ασία τοποθετείται ένας τρούλος επάνω από το μεσαίο κλίτος, που σπάζει τη μοναδική κατά μήκος κατεύθυνση του
ναού, προσθέτοντας στον αρχικό άξονα έναν δεύτερο, τον κατακόρυφο άξονα του τρούλου. Η διαφοροποίηση αυτή αλλάζει
τελείως το συμβολικό και αισθητικό νόημα της χριστιανικής εκκλησίας, δίνει αφορμή σε νέες αρχιτεκτονικές παραλλαγές και
διακοσμητικές προσαρμογές και δημιουργεί τον βυζαντινό ναό. Η τελειότερη έκφραση τρουλαίας β. είναι ο ναός της Αγίας
Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη (532-537), έργο των αρχιτεκτόνων Ανθέμιου και Ισίδωρου. Πολύ αργότερα και στη Δύση, η
ρομανική αρχιτεκτονική αντικατέστησε την ξυλόστεγη κάλυψη των β. με χτιστή θολωτή, λύση που χρησιμοποιήθηκε αρκετά
συχνά και κατά την Αναγέννηση.
Με την πάροδο του χρόνου, οι β. όχι μόνο γίνονται σπανιότερες, ιδιαίτερα στις βυζαντινές περιοχές, αλλά μετατρέπουν και
πολλά άλλα στοιχεία στην εσωτερική τους διάταξη. Το σύνθρονο καταργείται, ο επισκοπικός θρόνος μεταφέρεται έξω από το
ιερό και τοποθετείται στη δεξιά πλευρά του κεντρικού κλίτους, το χαμηλό τέμπλο του ιερού υψώνεται περισσότερο, τα
βαπτιστήρια δεν κατασκευάζονται πια μετά την εισαγωγή του νηπιοβαπτισμού, οι νάρθηκες, μην έχοντας ουσιαστικό λόγο
ύπαρξης, δεν είναι απαραίτητοι στο κτίριο, το αίθριο και η φιάλη παραλείπονται εντελώς.
Ακόμα και ο όρος β. έχει αποκτήσει στην Καθολική Εκκλησία μια έννοια ευρύτερη από την καθαρά αρχιτεκτονική και σημαίνει
εκκλησία που έχει ορισμένα ειδικά προνόμια, είτε με παπική απόφαση είτε από παλιό έθιμο. Έτσι, κάθε μεγάλος ναός,
σημαντικός για την ιστορία και την τέχνη του, μπορεί άσχετα από το σχήμα του να διεκδικήσει τον τίτλο της ελάσσονος (minor)
β., ενώ τον τίτλο της μείζονος (major) κατέχουν ελάχιστες πραγματικές β. (Άγιος Ιωάννης του Λατερανού, Παναγία η Μείζων
κ.ά.).
Βασιλική (Πλισιβίτσα Φιλιατών 1789 – Αιτωλικό 1834). Ελληνίδα ευνοούμενη του Αλή πασά και πιθανότατα σύζυγός του.
Ήταν κόρη του προύχοντα Κίτσου Κονταξή και αδελφή του Γεωργίου Κίτσου. Το 1805 οδηγήθηκε, παρά τη θέλησή της, στην
Αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα και, επειδή ήταν πολύ όμορφη, έγινε ευνοούμενή του. Όσο καιρό έμεινε κοντά του,
διατήρησε τη χριστιανική της θρησκεία και μεσολάβησε πολλές φορές προς όφελος των συμπατριωτών της. Έμεινε πιστή στον
Αλή πασά και του συμπαραστάθηκε ακόμα και όταν απομονώθηκε από τους αντιπάλους του στο νησί της Λίμνης των
Ιωαννίνων. Τον Φεβρουάριο του 1822, όταν ο Χουρσίτ μπήκε νικητής στα Ιωάννινα, παραδόθηκε σε αυτόν και οδηγήθηκε μαζί
με ολόκληρο το χαρέμι του Αλή πασά στην Κωνσταντινούπολη. Με τη μεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριάρχη αφέθηκε
ελεύθερη και παρέμεινε φιλοξενούμενη στο πατριαρχείο. Το 1827 εξορίστηκε, μαζί με τον Θανάση Βάγια και τον αδελφό της
Σίμο, στην Προύσα. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1829), με παρέμβαση του πατριαρχείου, της δόθηκε άδεια να επιστρέψει
στην Ελλάδα και συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Αίγινα. Τελικά κατέληξε να ζει μόνη και παραφρονημένη στο
χωριό Κατοχή της Αιτωλίας όπου και τάφηκε.
Βασιλική. Ονομασία οχτώ οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 18 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό
Ηλείας, στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων, στις νοτιοδυτικές κλιτύς της κορυφής Άγιος Κωνσταντίνος, 99 χλμ. ΝΑ της Πάτρας.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αροανίας.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 198 κάτ.) του νομού Ηράκλειου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στις
βορειοδυτικές απολήξεις του όρους Κόφινας, 5 στην πρώην επαρχία Καινουργίου, 6 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 493 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στην πρώην
επαρχία Δωδώνης, μεταξύ της λίμνης των Ιωαννίνων στα Δ και των υψωμάτων του Δρίσκου στα Α, 13 χλμ. ΝΑ της πόλης των
Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. Έως το 1955 ονομαζόταν Γιάνιστα.
4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 143 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στις ανατολικές
απολήξεις του όρους Πάρνωνας, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, 35 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Φαρίδος. Έως το 1955 ονομαζόταν Κουρτσούνα.
5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 133 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον Ισθμό της Ιεράπετρας, προς τον μυχό του
κόλπου Μιπραμπέλλου, στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας, 24 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Ιεράπετρας.
6. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 431 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, 38 χλμ. ΝΔ της
πρωτεύουσας, στον μυχό του ομώνυμου όρμου. Αποτελεί έδρα του δήμου Απολλωνίων του νομού Λευκάδος. Σύμφωνα με μία
άποψη, στη θέση του σημερινού οικισμού βρισκόταν μάλλον η αρχαία πόλη Φαρά.
7. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 1.435 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της
πεδιάδας, στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, 12 χλμ. Β της πόλης των Τρικάλων. Αποτελεί έδρα του δήμου Βασιλικής.
8. Οικισμός (61 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυλίδος.
Βασιλική. Ακρωτήριο της νήσου Ψερίμου, στα Δωδεκάνησα. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό ακραίο σημείο της.
Βασιλική αγωγή. Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1347-1424). Ο πλήρης τίτλος του
είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον
Παλαιολόγον, υποθήκαι βασιλικής αγωγής εν κεφαλαίοις Ρ’ [= 100]. Το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Πατρολογία
του Μιν. Στα πρώτα έξι κεφάλαια γίνεται λόγος για τις αντιξοότητες της ζωής, στα πέντε επόμενα αναπτύσσεται η ανάγκη της
θεοσέβειας και στα υπόλοιπα αναφέρονται οι ηθικές αρχές που πρέπει να εμπνέουν κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα τον καλό
βασιλιά.
Βασιλικής, δήμος. Νέος δήμος (2.472 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Βασιλικής, Θεόπετρας και Περιστέρας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο
οικισμός Βασιλική.
Βασιλικής, όρμος. Όρμος της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο της νότιας ακτής της, μεταξύ των ακρωτηρίων Δουκάτο
στα ΝΔ και Λιψού στα ΒΑ. Τη δυτική πλευρά του αποτελεί η χερσόνησος Λευκάτας. Ο όρμος είναι ανοιχτός προς τα Ν, έχει
άνοιγμα εισόδου 4,5 ναυτικά μίλια, είσδυση 3,5 ναυτικά μίλια, οι ακτές του είναι αμμώδεις στον μυχό, βραχώδεις στις δύο
πλευρές και στον μυχό βρίσκεται ο οικισμός Βασιλική. Ο όρμος θεωρείται από τους καλύτερους φυσικούς της Ευρώπης για τη
διεξαγωγή αθλητικών διοργανώσεων ιστιοσανίδας (wind-surfing).
Βασιλικιάδες. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 124 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 41 χλμ.
ΒΑ του Αργοστολίου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ερίσου.
Βασιλικό. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 6.504 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στα αριστερά του ποταμού Λήλα, 9 χλμ. ΝΑ της
Χαλκίδας. Αποτελεί έδρα του δήμου Ληλαντίων του νομού Ευβοίας.
Βασιλικό. Ονομασία τριών οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 145 μ., 521 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στην
πεδιάδα, 20 χλμ. Ν της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρρών.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 254 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού προς τα
σύνορα, στις νότιες κλιτύς του όρους Δούσκου, 55 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνω
Πωγωνίου.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 115 μ., 506 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην πρώην
επαρχία Τριφυλίας, 39 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωρίου.
Βασιλικό. Νησίδα στη λιμνοθάλασσα της Κλείσοβας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της.
βασιλικό ύδωρ (Χημ.). Μείγμα πυκνού υδροχλωρικού (ΗCl) και νιτρικού οξέος (ΗΝΟ3), συνήθως σε αναλογία 3 προς 1, το
οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω της ικανότητάς του να διαλύει τα ευγενή (βασιλικά) μέταλλα χρυσό και λευκόχρυσο. Το πυκνό
θειικό οξύ (H2SO4) δεν διασπά το HCl, σε αντίθεση με το HNO3 που είναι ισχυρότερο οξειδωτικό σώμα: HNO3 + 3HCl
2Η2Ο + ΝΟ +3[Cl]. Η ισχυρή διαλυτική ικανότητα του β.ύ. οφείλεται στον σχηματισμό του χλωρίου [Cl], το οποίο είναι
πολύ ενεργό κατά τη στιγμή της παρασκευής του (χλώριο εν τω γεννάσθαι) και προσβάλλει τα ευγενή μέταλλα σχηματίζοντας
χλωριούχα άλατα. Για παράδειγμα, ο λευκόχρυσος Pt και το [Cl] σχηματίζουν τετραχλωριούχο λευκόχρυσο (PtCl 4): Ρt + 4[Cl]
 PtCl4.
βασιλικοί παίδες (Ιστ.). Βλ. λ. παίδες, βασιλικοί.
βασιλικός (Βοτ.). Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου φυτού Ocimum basilicum της οικογένειας των χειλανθών. Είναι
μονοετές, αρωματικό ποώδες φυτό, ιθαγενές της Ινδίας, το οποίο καλλιεργείται ευρέως. Έχει λίγο ή πολύ διακλαδισμένη κόμη,
ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά φύλλα, έντονα πράσινα ή και σκουρόχρωμα σε ορισμένες ποικιλίες. Τα άνθη του είναι
μικρά, λευκά ή λευκορόδινα και σχηματίζουν επάκριους στάχεις.
Ο β. καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό, για το δυνατό και ευχάριστο άρωμά του και συναντάται σε πάρα πολλές ποικιλίες οι
οποίες διακρίνονται γενικά σε μικρόφυλλες και πλατύφυλλες. Τα φύλλα του έχουν έντονο άρωμα και οξεία γεύση και
χρησιμοποιούνται φρέσκα ή αποξηραμένα στη μαγειρική, αποτελούν δε ιδιαίτερα αγαπητό καρύκευμα στην ιταλική κουζίνα.
Από τα φύλλα του β. λαμβάνεται επίσης με απόσταξη ένα αιθέριο έλαιο, το οποίο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην
ποτοποιία και στη φαρμακευτική ως αφέψημα κατά των εντερικών παθήσεων, ως στομαχικό, διουρητικό και τονωτικό. Κατά
την αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν το χλωρό β. για τα δαγκώματα των φιδιών.
(Λαογρ.) Ο β. κατέχει εξέχουσα θέση στη θρησκευτική παράδοση και στη δημοτική ποίηση της χώρας μας. Σύμφωνα με την
παράδοση, φύτρωσε στο μέρος που είχε ταφεί ο Τίμιος Σταυρός και με το άρωμά του οδήγησε την αγία Ελένη στην ανακάλυψή
του. Διάφορα δημοτικά τραγούδια και παροιμίες αναφέρονται στον β., ο οποίος αποτέλεσε σε πολλές περιπτώσεις σύμβολο του
έρωτα.
άγριος βασιλικός. Με αυτή την κοινή ονομασία (ή και αγριοβασιλικός) είναι γνωστά δύο φυτά, η επιστημονική ονομασία των
οποίων είναι Salvia berbenacea και Parietaria judaica. Το πρώτο ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών και είναι πολυετής πόα,
με τριχωτό και αρωματικό βλαστό ύψους 10-50 εκ. που ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο και φυτρώνει σε όλη την
Ελλάδα.
Το δεύτερο ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών και είναι πολυετής πόα με πολύκλαδο βλαστό μήκους 10-40 εκ. και μικρά,
ωοειδή φύλλα· φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, επάνω σε τοίχους, στα απορρίμματα, στις αυλές των σπιτιών και κατά μήκος των
δρόμων.
Βασιλικός (16ος αι.). Επώνυμο δύο τυχοδιωκτών αδελφών, του Ηρακλείδη και του Ιάκωβου, που κατάγονταν πιθανότατα από
τη Χίο. Ο Ηρακλείδης Β., χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, υποστήριζε πως ήταν ο νόμιμος ηγεμόνας της Πάρου και της
Σάμου. Μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του Ιάκωβος, με βάση τα ίδια εκείνα έγγραφα, έπεισε τον Γερμανό αυτοκράτορα
Κάρολο Ε’ και αναγνωρίστηκε νόμιμος δεσπότης των νησιών αυτών. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις έφτασε στη Μολδαβία,
όπου εξαπάτησε τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Λαπουσνεάνου, πείθοντάς τον ότι είναι συγγενής του, και εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο.
Από εκεί άρχισε να οργανώνει επανάσταση κατά του ηγεμόνα, ανακαλύφθηκε όμως και διέφυγε στην Ουγγαρία, απ’ όπου
επέστρεψε με τη βοήθεια του αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου και αφού νίκησε (1562) τον Λαπουσνεάνο, αναγνωρίστηκε
από την Υψηλή Πύλη ηγεμόνας της Μολδαβίας. Οι ευγενείς, όμως, με επικεφαλής τον Στέφανο Τόμσα, εξεγέρθηκαν, τον
συνέλαβαν (ύστερα από δίμηνη πολιορκία της μονής Σουτσέαβα, όπου είχε καταφύγει) και τον εκτέλεσαν.
Βασιλικός. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 257 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στη μικρή χερσόνησο που σχηματίζεται ΝΑ του νησιού
και εσωτερικά του ακρωτηρίου Γεράκι, 16 χλμ. ΝΑ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 196 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Θυάμιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηγουμενίτσης.
Βασιλικός, Βασίλης (Καβάλα 1934 – ). Συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και
σκηνοθεσία τηλεόρασης στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης σε ελληνικά ντοκιμαντέρ και συνεργάστηκε με τον Νίκο
Κούνδουρο στο σενάριο της ταινίας Μικρές Αφροδίτες. Ανέλαβε επίσης διοικητικά καθήκοντα στην ΕΡΤ. Έγραψε πολλά
πεζογραφήματα, με κυριότερα τα: Η διήγηση του Ιάσονα (νουβέλα, 1953), Θύματα Ειρήνης (χρονικό, 1956), Το Φύλλο – Το
Πηγάδι – Τ’ Αγγέλιασμα (βραβείο των Δώδεκα, 1962), Η μυθολογία της Αμερικής (ταξιδιωτικό, 1964) κ.ά.
Διεθνώς γνωστός έγινε με το μυθιστόρημά του, Ζ (1966), με θέμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το οποίο γυρίστηκε σε
ταινία από τον Κώστα Γαβρά και γνώρισε μεγάλη επιτυχία (με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν στον ρόλο του άκαμπτου στις άνωθεν
πιέσεις ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη). Ο Β. έχει γράψει τα τελευταία χρόνια σειρά ρεαλιστικών μυθιστορημάτων,
εμπνευσμένων από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, πολλά διηγήματα και μια βιογραφία του λαϊκού τραγουδιστή
Στέλιου Καζαντζίδη. Θεωρείται από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της νεότερης Ελλάδας και το έργο του έχει μεταφραστεί σε
πολλές γλώσσες.
Βασιλικού, όρμος. Όρμος στο μέσο της δυτικής ακτής του μικρού νησιού Περιστέρα, στις δυτικές Σποράδες.
Βασιλικών, δήμος. Νέος δήμος (9.280 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Αγίου Αντωνίου, Βασιλικών, Λιβαδίου, Περιστεράς και Σουρωτής, οι
οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η κωμόπολη Βασιλικά.
Βασιλίνα. Οικισμός (52 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του νομού Ευβοίας. Την ίδια
ονομασία φέρει και ακρωτήριο του νησιού στον δίαυλο των Ωρεών.
Βασιλίνα (; – 331 μ.Χ.). Βυζαντινή ευγενής. Ήταν κόρη του Ρωμαίου υπάτου Ιουλιανού Καμενίου, σύζυγος του Ιουλίου
Κωνσταντίνου, αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίου, και μητέρα του Ιουλιανού του Παραβάτη. Με τη διαθήκη της άφησε την
περιουσία της στην Εκκλησία.
Βασιλίς. Προσωνυμία της θεάς Αφροδίτης στους Ταραντίνους.
Βασιλίς. Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς της Αρκαδίας Κύψελος. Στη Β. είχαν
καθιερωθεί καλλιστεία γυναικών.
βασιλίσκος (Basiliscus). Γένος σαυρών της οικογένειας των ιγουανιδών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον
Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Έχει ατρακτοειδές σώμα συνολικού μήκους 70-80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3
αντιστοιχούν στην ουρά. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού φέρει ένα είδος χόνδρινου λοφίου, το οποίο είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο
στα αρσενικά. Από εκεί ξεκινά και επεκτείνεται σε όλο το μήκος της ράχης μια πλατιά έκφυση ενισχυμένη με ακτινωτά οστά·
μια δεύτερη έκφυση χαμηλότερη από την πρώτη, η οποία σχεδόν λείπει από τα θηλυκά, βρίσκεται πάνω από το πρώτο μισό της
ουράς. Τα δάχτυλα των τεσσάρων ποδιών φέρουν, εκτός από τα νύχια, διάφορους περιφερικούς λοβούς. Ο β. ζει σχεδόν πάντοτε
πάνω στα δέντρα, όπου βρίσκει την τροφή του, η οποία περιλαμβάνει φυτικές ουσίες και έντομα. Είναι ικανός κολυμβητής, αλλά
για σύντομα διαστήματα μπορεί να μετακινείται πάνω στην επιφάνεια του νερού, στηριγμένος μόνο στα πίσω πόδια, τα οποία
κινεί με μεγάλη ταχύτητα.
Ο β. αναφέρεται σε διάφορα κείμενα αποκρυφολογίας ως ερπετό με μαγικές ιδιότητες. Για τον λόγο αυτό απασχόλησε πολλούς
συγγραφείς παλαιότερων εποχών, ανάμεσα στους οποίους και τον Βολτέρο.
Βασιλίσκος (Κωνσταντινούπολη ; – Καππαδοκία 476; μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός και αξιωματούχος, σφετεριστής του
θρόνου (475-476). Ήταν αδελφός της Βηρίνης, συζύγου του αυτοκράτορα Λέοντα Α’ (457-474). Χάρη στην αδελφή του και
στον ισχυρό Αλανό πατρίκιο Άσπαρ, του δόθηκε η αρχηγία του βυζαντινού στόλου στη μεγάλη επιχείρηση που οργάνωσε το
468 η αυτοκρατορία εναντίον των Βανδάλων της Αφρικής, με 1.113 πλοία και πάνω από 100.000 στρατιώτες. Το άδοξο τέλος
της επιχείρησης αυτής –τεράστιο πλήγμα τόσο για το γόητρο όσο και για τα οικονομικά της αυτοκρατορίας – αποδόθηκε όχι
μόνο στην αναμφισβήτητη ανικανότητα του Β. αλλά και σε πιθανή προδοτική συνεννόηση, δική του και του Άσπαρ, με τους
Βανδάλους. Για την τραγική αυτή αποτυχία ο Β., που εγκατέλειψε στην κρίσιμη στιγμή τον αγώνα και έσπευσε στην
Κωνσταντινούπολη να ζητήσει άσυλο στην Αγία Σοφία, δεν τιμωρήθηκε και το 475, ύστερα από μεγάλη συνωμοσία που
οργάνωσε κυρίως η Βηρίνα εναντίον του γαμπρού της Ζήνωνα, διαδόχου του Λέοντα Β’, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Η
μεγάλη δυσαρέσκεια που προκάλεσε η φιλική προς τους μονοφυσίτες πολιτική του, σε συνδυασμό με τη ληστρική συμπεριφορά
των φοροεισπρακτόρων του και την προδοτική στάση ορισμένων συνεργατών του, διευκόλυναν την επάνοδο του Ζήνωνα
ύστερα από περίπου δύο χρόνια. Η φοβερή πυρκαγιά που προκάλεσε την καταστροφή της περίφημης βιβλιοθήκης που είχε
ιδρύσει ο Ιουλιανός έγινε το έτος της βασιλείας του Β. και ήταν ένα ακόμα στοιχείο που επέτεινε την αντιδημοτικότητά του.
Μετά την επάνοδο του Ζήνωνα, ο Β. και η οικογένειά του κλείστηκαν σε φρούριο της Καππαδοκίας, όπου και πέθαναν από
ασιτία.
Βασιλίσκος (Αστρον.). Αστέρας λαμπρός και απλανής στην άκρη της λαβής του υποθετικού δρεπανιού που σχηματίζει ο
αστερισμός του Λέοντα, ο α του Λέοντα. Μερικοί υποστηρίζουν πως η ονομασία του οφείλεται στον Αλεξανδρινό αστρονόμο
Πτολεμαίο. Πολύ πριν από αυτόν, όμως, τον είχαν επισημάνει οι Πέρσες, που τον θεωρούσαν αρχηγό των τεσσάρων φυλάκων
του ουρανού, που ο καθένας τους κυβερνούσε από ένα τέταρτο του ουράνιου θόλου. Έχει μέγεθος 1,36, φασματικό τύπο B7 V
και μεσουρανεί τα μεσάνυχτα της 19ης Φεβρουαρίου. Απέχει από τη Γη περίπου 100 έτη φωτός. Είναι διπλός αστέρας και ο
συνοδός του είναι επίσης διπλός.
Διεθνώς ονομάζεται Regulus ή Cor Leonis, οι Άραβες τον ονόμασαν Αλ Μαλίκ (= βασιλικός), ενώ για πολλούς αιώνες ήταν
γνωστός με την ονομασία Καρδία του Λέοντος. Οι Έλληνες τον ονόμασαν Β. και πίστευαν ότι όσοι γεννιούνταν υπό την
επιρροή του προορίζονταν να βασιλεύσουν. Ο Κοπέρνικος, εκλατινίζοντας την ονομασία του, τον αποκάλεσε Regulus (ελλ.
Ρήγουλος), ονομασία σχετική τόσο με τον αρχαιοελληνική όσο και με την αραβική.
βασίλισσα (Ζωολ.). Συμβατική ονομασία για το μοναδικό αναπαραγωγικά ώριμο θηλυκό άτομο σε ορισμένες κοινωνίες
ντόμων, ιδίως των μελισσών και των μυρμηγκιών. Βλ. λ. μέλισσα· μυρμήγκια.
Βασίλισσα. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Καταγόταν από τη Νικομήδεια και μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (285-304). Η μνήμη της τιμάται στις 3
Σεπτεμβρίου.
2. Σύζυγος του Μαξέντιου. Σκοτώθηκε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Νοεμβρίου.
3. Μαθήτρια του αγίου Λεωνίδα. Μαρτύρησε στην Κόρινθο. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Απριλίου.
Βασίλισσας Καρλότας, νησιά. Βλ. λ. Καρλότας, βασίλισσας νησιά.
Βασίλισσας Μοντ, Γη. Βλ. λ. Γη Βασίλισσας Μοντ.
Βασιλίτσα. Κορυφή (2.249 μ.) της Βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της, στα όρια των νομών Ιωαννίνων και
Κοζάνης, Α του οικισμού Δίστρατο.
Βασιλίτσι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ., 488 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της
Μεσσηνιακής χερσονήσου, κοντά στην ακτή, στην πρώην επαρχία Πυλίας, 57 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Κορώνης.
βασιλόπιτα (Λαογρ.). Πίτα παρασκευάζεται, σύμφωνα με το έθιμο, στο πλαίσιο του εορτασμού του νέου έτους (Πρωτοχρονιά
ή γιορτή του Αγίου Βασιλείου, απ’ όπου και η ονομασία). Συνήθως, στη β. κρύβουν ένα νόμισμα που συμβολίζει την τύχη που
θα έχει τον νέο χρόνο εκείνος που θα το βρει στο δικό του κομμάτι.
Το έθιμο της β. ανάγει την προέλευσή του στη ρωμαϊκή γιορτή των Σατουρναλίων (Κρονίων) που τελούνταν κάθε χρόνο στις 17
Δεκεμβρίου και διαρκούσαν 7 μέρες. Η γιορτή αυτή, εκτός από τις διάφορες διασκεδάσεις, περιλάμβανε και την ανταλλαγή
δώρων τα οποία με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκαν από ένα χρυσό ή αργυρό νόμισμα, που συμβόλιζε τον πλούτο και
την ευτυχία. Το έθιμο της ανταλλαγής δώρων, που μεταδόθηκε στις Καλένδες του Ιανουαρίου, οι οποίες ήταν χρονικά κοντά με
τα Σατουρνάλια, διαδόθηκε αργότερα και στους Βυζαντινούς, που το διατήρησαν –μαζί με μια σειρά άλλων εθίμων,
συνδεδεμένων με τις γιορτές του δωδεκαήμερου (δηλαδή του διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ των Χριστουγέννων και των
Φώτων)– παρά τις αντιδράσεις της επίσημης Εκκλησίας.
Βασιλόπουλο. Ονομασία τριών οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 573 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, προς την
ακτή του Ιονίου, στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, 59 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αστακού. Έως το 1981 ονομαζόταν Παναγία.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 113 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις
νοτιοανατολικές απολήξεις του όρους Κασιδιάρης, στην πρώην επαρχία Δωδώνης, 39 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρυμενών.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 72 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, ΝΑ του
κόλπου του Κισσάμου, στην πρώην επαρχία Κισσάμου, 32 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Κολυμβαρίου.
Βασιλόπουλος. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Ρούτσι Μεγαλοπόλεως Αρκαδίας.
1. Αδάμης. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, ως καπετάνιος, όπως στις πολιορκίες της Πάτρας, της Τρίπολης και της Κορίνθου, με
αγωνιστές που στρατολόγησε από τα χωριά Ρούτσι και Ανεμοδούρι. Πολεμώντας στο Μανιάκι, σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του
Κωνσταντίνο.
2. Κωνσταντίνος. Γιος του Αδάμη, πολέμησε πλάι στον πατέρα του και σκοτώθηκε μαζί με εκείνον στο Μανιάκι.
3. Παναγιώτης. Γιος του Αδάμη, πολέμησε τους Τούρκους στο σώμα του πατέρα και του αδελφού του Κωνσταντίνου. Όταν
εκείνοι σκοτώθηκαν στο Μανιάκι, πήρε την αρχηγία του στρατιωτικού σώματός τους και πολέμησε τους Αιγυπτίους του
Ιμπραήμ.
Βασιλόπουλος, Λιμπέρης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ανδρούσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε ως πολιτικός
στην Επανάσταση και αντιπροσώπευσε την ιδιαίτερη πατρίδα του στην Δ’ Εθνοσυνέλευση στο Άργος (1829).
Βασιλόπουλος Μπαλάνος (Ιωάννινα 1694 – 1760). Λόγιος, κληρικός και διδάσκαλος του Γένους. Καταγόταν από τη γνωστή
ηπειρώτικη οικογένεια των Μπαλάνων και υπήρξε μαθητής του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Το 1720 έγινε συνδιδάκτωρ του
δασκάλου του και αργότερα τον διαδέχτηκε. Ο Β. ισχυρίστηκε ότι βρήκε τη λύση του δήλιου προβλήματος και την υπέβαλε στις
Ακαδημίες πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Οι παιδαγωγικές και γενικότερες αντιλήψεις του τον έφεραν σε σύγκρουση με λόγιους
της εποχής του. Έργα του: Οδός μαθηματική (1749), Μέθοδος γεωμετρικώς χωρούσα περί ευρέσεως των δύο μέσων συνεχώς
εξής ανάλογον γραμμών (1756), Έκθεσις ακριβεστάτη της αριθμητικής (1803), Ερμηνεία των αφορισμών του Ιπποκράτους
(1887).
Βασιλόσαυρος (Basilosaurus). Γένος κητωδών θηλαστικών της οικογένειας των βασιλοσαυριδών, το οποίο έχει εκλείψει. Το
μήκος του σώματός τους έφτανε τα 20 μ. Τα ζώα αυτά, μαζί με τα υπόλοιπα προγονικά κητώδη, ονομάζονται αρχαιοκήτη (βλ.
λ). Σε στρώματα της ηωκαίνου εποχής της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα στη Λουιζιάνα βρέθηκαν απολιθώματα
του είδους Basilosaurus cetoides.
Βασιλούδι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 681 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα νότια της λίμνης Κορωνείας,
στην πρώην επαρχία Λαγκαδά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορωνείας.
Βασιλοχώρι. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης.
βάσιμο (Μουσ.). Μουσικός όρος, που στη διεθνή βιβλιογραφία απαντά ως μπάσο (basso) και λαμβάνει διάφορες έννοιες.
ενάριθμο – συνεχές βάσιμο (ιταλ. basso numerato – continuo). Σύστημα μουσικής γραφής σύμφωνα με το οποίο, αντί να
σημειώνονται όλοι οι φθόγγοι των συγχορδιών ενός μουσικού έργου, σημειώνονται μόνο οι βαθύτεροι, ενώ ορισμένοι αριθμοί –
γραμμένοι κάτω ή πάνω από αυτούς– υποδηλώνουν τους υπόλοιπους φθόγγους της συγχορδίας, καθώς και τον τρόπο διαδοχής
τους. Το σύστημα αυτό, που περιέπεσε σε αχρηστία και σήμερα περιορίζεται μόνο σε διδακτικούς σκοπούς, γνώρισε στο
παρελθόν –ιδιαίτερα τον 17o αι.– αξιόλογη άνθηση, όταν πολλοί ειδικευμένοι ερμηνευτές αποκρυπτογραφούσαν το β. και
αυτοσχεδίαζαν, φυσικά μέσα στα όρια που τους επέτρεπε το είδος και η φύση του συγκεκριμένου έργου.
έμμονο βάσιμο (ιταλ. basso ostinato). Η συνεχής και αδιάκοπη διαδοχή ορισμένων μουσικών φθόγγων, που με την έμμονη και
αναλλοίωτη κάθε φορά επανάληψή τους, συνήθως στο μπάσο μιας μουσικής σύνθεσης, δημιουργούν το πιο χαρακτηριστικό και
πιο ευδιάκριτο στοιχείο της.
βασκανία (Λαογρ.). Διαδεδομένη δοξασία για την επιβλαβή επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα
με το βλέμμα τους. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, τη δύναμη του κακού συμβαίνει να την έχουν, εκτός από τους δαίμονες, τους
μάγους και τις μάγισσες, ορισμένοι άνθρωποι (π.χ. έγκυες γυναίκες) και ζώα, που μπορούν να προκαλέσουν ολέθρια βλάβη με
το βλέμμα τους σε άλλους ανθρώπους, ζώα, ακόμα και αντικείμενα. Η απαλλαγή από τη β. γίνεται με την προσφυγή σε διάφορα
προφυλακτικά μέτρα, όπως είναι μια σειρά ειδικών χειρονομιών, το φτύσιμο στο πρόσωπο, τα φυλακτά που αποτρέπουν το
κακό, διάφορα ξόρκια κ.ά.
Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με ανεπτυγμένο
πολιτισμό. Ήταν διαδεδομένη στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους, όπως επίσης στους Εβραίους, στους Άραβες, στους
Σλάβους, στους Ινδούς, στους Μαλαίσιους, στους Πολυνήσιους και στους τσιγγάνους.
Από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, εκείνοι που κυρίως ασχολήθηκαν με το φαινόμενο της β. ήταν ο Δημόκριτος, ο
Αριστοτέλης, ο Ηλιόδωρος και ο Πλούταρχος, ο οποίος μάλιστα προτείνει την εξής ερμηνεία: «Πολυκίνητος γαρ η όψις ούσα,
μετά πνεύματος αυγήν αφιέντος πυρώδη, θαυμαστήν τινα διασπείρει δύναμιν, ώστε πολλά και πάσχειν και ποιείν δι’ αυτής τον
άνθρωπον». Οι Έλληνες είχαν αντιλήψεις για τη β. που δεν απείχαν πολύ από τις σημερινές. Είχαν τις εκφράσεις «οφθαλμίζειν»
(= ματιάζω), «ξύλου άπτεσθαι» (= χτύπα ξύλο) κλπ. Ο Σωκράτης φέρεται να λέει στον Φαίδωνα του Πλάτωνα (95 Β): «Μη μέγα
λέγε, μη τις βασκανία περιτρέψη τον λόγον τον μέλλοντα». Ο Αριστοτέλης αναφέρει το φτύσιμο ως προληπτικό της β. και ο
Πλούταρχος (Συμποσιακά, Ε) αναφέρει γνώμη του Δημόκριτου, σύμφωνα με την οποία τα μάτια ορισμένων ανθρώπων
εκπέμπουν είδωλα (εικόνες) που φέρνουν διαταραχές στους άλλους. Στις πόρτες των σπιτιών και των καταστημάτων των
Αθηνών κρεμούσαν σκόρδα που τα θεωρούσαν αντίδοτο της β., όπως άλλωστε και τους εξορκισμούς.
Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τη β. fascinum και πίστευαν πως ασκείται με το βλέμμα, τα λόγια ή τη φωνή, ιδιαίτερα εις βάρος
παιδιών, ζώων και πραγμάτων. Φυλαχτά κάθε είδους χρησίμευαν ως αντίδοτα. Ο όρος fascinum χρησιμοποιείτο ιδιαίτερα για
τον φαλλό, που αποτελούσε το διαδεδομένο αντίδοτο κατά της β. στους Ρωμαίους. Έτσι, εικόνες φαλλών βρίσκονταν μέσα στα
φυλαχτά των παιδιών ή κάτω από το άρμα ενός στρατηγού στον θρίαμβό του, ως προστασία εναντίον του φθόνου των
αντιπάλων.
Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται σποραδικά αναφορά στη β. (Παροιμ. κγ’ 6, κη’ 22, Σοφ. Σειρ. ιδ’ 3), ενώ στην Καινή Διαθήκη
μόνο μία φορά, στην επιστολή Προς Γαλάτες, όπου ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί το ρήμα βασκαίνω (κεφ. γ’ 1: «Ω
ανόητοι Γαλάτες, τι σας εβάσκανε...»). Στο πλαίσιο της χριστιανικής παράδοσης, η β. αποτελεί συχνά αντικείμενο εξέτασης και
είναι αξιοσημείωτο ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξή της, αλλά και τη θεώρησαν εκδήλωση
και έργο του διαβόλου.
Από ψυχολογική άποψη, το φαινόμενο της β. αποδίδεται στην κατάσταση της αυθυποβολής –στην οποία μπορεί να πέσει ένα
άτομο εξαιτίας υπερβολικής συγκίνησης– και τις περισσότερες φορές προκαλείται από έμμονη φοβία.
βασκική γλώσσα. Βλ. λ. Βάσκοι.
Βασκιρίας, Δημοκρατία. Βλ. λ. Μπασκίρων, Δημοκρατία.
Βάσκο ντα Γκάμα. Βλ. λ. Γκάμα, Βάσκο ντα-.
Βάσκοι. Λαός εγκατεστημένος στις δυτικές υπώρειες των Πυρηναίων, κατά μήκος του Βισκαϊκού κόλπου, με εθνικά και
προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει σημαντικά από τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς. Οι Β.
κατοικούν σε μια περιοχή, διοικητικά διαμοιρασμένη μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας, η οποία ονομάζεται Χώρα των Β.
(βλ. λ. Βάσκων, Χώρα).
Η βασκική γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται σε αυτήν πολυάριθμα φαινόμενα
συγκόλλησης), προκαλεί –όπως κάθε γλωσσική νησίδα– αξιόλογο επιστημονικό ενδιαφέρον. Η προέλευση της βασκικής είναι
ακόμα και σήμερα αντικείμενο μελέτης. Μία άποψη υποστηρίζει ότι η βασκική γλώσσα είναι συνέχεια της ιβηρικής και
κατάλοιπο, μαζί με την τελευταία, του αρχαίου προ-ινδοευρωπαϊκού υποστρώματος, συγγενεύοντας με τις καυκασιανές
γλώσσες. Αρκετοί γλωσσολόγοι, πάντως, υποστηρίζουν ότι δεν έχει καμία σχέση με την ινδοευρωπαϊκή, λόγω της μορφολογικής
της ιδιομορφίας.
Η προέλευση των Β. είναι αντικείμενο αμφισβητήσεων. Κατά την άποψη ορισμένων ανθρωπολόγων, οι Β. θα πρέπει να είναι οι
απόγονοι ενός νεολιθικού πληθυσμού ασιατικής καταγωγής, που φτάνοντας στην Ευρώπη πιθανώς από τη Μικρά Ασία,
αποίκισε την ήπειρο εδώ και 6 ή 7 χιλιετίες, για να υποταχθεί αργότερα στους Ινδοευρωπαίους. Οι παραδόσεις των Β.
επιβεβαιώνουν την εθνική τους προέλευση. Ποικίλες είναι οι ενδείξεις που οδηγούν στην υπόθεση ότι η πατριαρχία έχει εισαχθεί
αρκετά πρόσφατα και ότι η αρχαία οργάνωση της οικογένειας στηριζόταν σε μητριαρχική βάση. Η κατοικία είναι τυπική,
λιθόκτιστη, στολισμένη με μικρά ξύλινα μπαλκόνια και δεν υπάρχει χωριό χωρίς τοίχο προορισμένο για το παραδοσιακό
παιχνίδι της πελότας. Μαζί με τη γλώσσα διατηρούνται οι αρχαιότατοι χοροί, μεταξύ των οποίων ο μοντσίκο (monchico), που
τον χορεύουν οι Β. της Γαλλίας με ενδυμασία στολισμένη με κορδέλες, και ο θορθίκο (zorzico), μια πολεμική παντομίμα, που
εκτελούν οι Ισπανοί Β. κρατώντας ξίφη ή μπαστούνια. Αρκετά πλούσιες είναι και οι μουσικές παραδόσεις και συναντώνται
συχνά κάποιες μορφές λαϊκού θεάτρου, όπως οι ιερές αναπαραστάσεις μεσαιωνικού τύπου και οι ποιητικοί αυτοσχεδιασμοί των
συμποσίων. Τέλος, χαρακτηριστική είναι η τοπική ενδυμασία τους, στην οποία ξεχωρίζουν ο σκούφος των αντρών (boina).
Βάσκων, Χώρα (βασκικά Euskadi, ισπαν. Pais Vasco, γαλλ. Basque). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 16.000 τ. χλμ., περ.
2.800.000 κάτ. το 2004) της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, διαμοιρασμένη πολιτικά μεταξύ της
Γαλλίας και της Ισπανίας. Η περιοχή διατηρεί μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα έναντι των γειτονικών της, λόγω της εθνικής
ιδιορρυθμίας του πληθυσμού της, που στην πλειοψηφία του αποτελείται από Βάσκους (βλ. λ.).
Οι γαλλικές βασκικές επαρχίες, που εκτείνονται Δ του Πικ ντ’ Ανί και στα αντερείσματα των Πυρηναίων μέχρι την κάτω
κοιλάδα του Αντούρ, περιλαμβάνουν τις ιστορικές περιοχές Σουλ, Λαμπούρ και Κάτω Ναβάρα στον νομό των Ατλαντικών
Πυρηναίων (7.645 τ. χλμ., 600.018 κάτ. το 1999). Οι ισπανικές βασκικές επαρχίες (περ. 8.500 τ. χλμ., περ. 2.500.000 κάτ.)
περιλαμβάνουν την αυτόνομη περιοχή της Χώρας των Βάσκων (7.234 τ. χλμ., 2.082.587 κάτ. το 2001), καθώς και ένα μικρό
τμήμα της αυτόνομης περιοχής της Ναβάρα. Παρακάτω γίνεται μια σύντομη αναφορά στο γαλλικό τμήμα της περιοχής, ενώ για
την ισπανική αυτόνομη περιοχή, βλ. λ. Βάσκων, Χώρα (Αυτόνομη περιοχή).
Το έδαφος της γαλλικής Χ.Β. είναι σε μεγάλη έκταση ορεινό, αλλά όχι με μεγάλο υψόμετρο· μόνο στο Πικ Ορί (2.017 μ.)
ξεπερνάει τα 2.000 μ., μορφολογικά όμως παρουσιάζει ποικιλία, γιατί αποτελείται από έναν αρχαίο ορεινό όγκο, που
διακόπτεται από πυκνό δίκτυο μικρών υδάτινων ρευμάτων, που κατεβαίνουν στον Βισκαϊκό κόλπο: τους ποταμούς Σεζόν,
Μπιντούζ, Νιβ και τους παραποτάμους τους. Λόγω της επίδρασης των ανέμων του ωκεανού, η περιοχή είναι υγρή, σκεπασμένη
από πυκνά δάση στο κάτω μέρος των κοιλάδων και στα χαμηλά κράσπεδα και από μια άγονη έκταση που διακόπτεται από δάση
με οξιές στις πιο ψηλές πλαγιές.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία είναι οι κυριότεροι οικονομικοί πόροι. Ο βιομηχανικός τομέας δεν παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη,
αν και υπάρχουν μερικά συγκροτήματα επεξεργασίας μετάλλου και χημικής βιομηχανίας στην Μπαγιόν, το μεγαλύτερο αστικό
κέντρο της περιοχής, που διαθέτει και ένα λιμάνι με ζωηρή κίνηση στον ποταμό Αντούρ. Στα χωριά όμως της ενδοχώρας
υπάρχουν πολλές βιοτεχνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της υφαντουργίας και της υποδηματοποιίας. Στις παράκτιες,
τέλος, περιοχές υπάρχει ζωηρή τουριστική κίνηση, με τις ονομαστές λουτροπόλεις Μπιαρίτς και Αντέ, και ανεπτυγμένη αλιεία,
που έχει ως κύρια βάση το Σεν Ζαν ντε Λιζ.
Βάσκων, Χώρα (βασκικά Euskedia, ισπαν. Pais Vasco). Αυτόνομη περιοχή (7.234 τ. χλμ., 2.082.587 κάτ. το 2001) της
Ισπανίας, που εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των Πυρηναίων. Συνορεύει με τη Γαλλία στα Δ
(νομός Ατλαντικών Πυρηναίων), καθώς και με τις ισπανικές αυτόνομες περιοχές της Ναβάρα στα Δ και ΝΔ, της Λα Ριόχα στα Ν
και της Καστίλης-Λεόν και της Κανταβρίας στα Α, ενώ στα Β βρέχεται από τον Βισκαϊκό κόλπο (Ατλαντικός ωκεανός).
Ορίζεται από μια έκταση η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των δυτικών πλαγιών των Πυρηναίων και των ανατολικών των
Κανταβρικών ορέων και, ακριβέστερα, μεταξύ του ποταμού Μπιντασόα και των οροσειρών Αραλάρ και Αντία στα Α, του
ποταμού Έβρου στα Ν, της Σιέρα Σαλβάντα στα Δ και του Βισκαϊκού κόλπου στα Β.
Διοικητικά περιλαμβάνει τις λεγόμενες Βασκικές Επαρχίες (ισπαν. Provincias Vascongadas) Άλαβα (3.037 τ. χλμ., 286.387 κάτ.
το 2001), Γκιπούθκοα (1.980 τ. χλμ., 673.563 κάτ. το 2001) και Βισκαΐα (2.217 τ. χλμ., 1.122.637 κάτ. το 2001). Πρωτεύουσα
της αυτόνομης περιοχής είναι η Βιτόρια (216.852 κάτ. το 2001). Επισημαίνεται ότι στην ιστορικογεωγραφική περιοχή των
Βάσκων περιλαμβάνεται και ένα τμήμα το οποίο ανήκει στη γειτονική αυτόνομη περιοχή της Ναβάρα.
Η περιοχή είναι σε μεγάλη έκταση ορεινή, χαρακτηριζόμενη από αρχαίες κρυσταλλοσχιστώδεις πτυχώσεις και από νεότερους
εμβόλιμους ηφαιστειογενείς σχηματισμούς, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται στενές και βαθιές κοιλάδες που
διασχίζονται από χειμαρρώδεις ποταμούς, όπως ο Μπιντασόα, ο Ντέβα και ο Ντερβιόν, οι οποίοι ρέουν με κατεύθυνση κυρίως
βορειοδυτική και εκβάλλουν στον Βισκαϊκό.
Το εύκρατο ωκεάνιο κλίμα, η γονιμότητα του εδάφους και η αφθονία υδάτινων πόρων καθώς και η παρουσία σημαντικών
μεταλλοφόρων κοιτασμάτων (σιδήρου, ψευδαργύρου, μολύβδου) ευνόησαν την οικονομική ανάπτυξη. Υπάρχει ανεπτυγμένη
γεωργία (δημητριακά, τεύτλα, πατάτες, φρούτα), δραστήρια και σε ποικίλους τομείς βιομηχανία (σιδηρουργία, επεξεργασίας
μετάλλου, χημική, υφαντουργική, ηλεκτρική, οργάνων ακριβείας), συγκεντρωμένη κυρίως στη Βισκαΐα και γενικά κατά μήκος
των ακτών του Ατλαντικού· ανεπτυγμένη είναι επίσης η αλιεία.
Η σημαντικότερη πόλη είναι το Μπιλμπάο (βλ. λ.), πρωτεύουσα της Βισκαΐα, ενώ άλλα αστικά κέντρα είναι το Σαν Σεμπαστιάν
(βλ. λ.), πρωτεύουσα της επαρχίας Γκιπούθκοα, και η Βιτόρια, πρωτεύουσα της επαρχίας Άλαβα αλλά και όλης της αυτόνομης
περιοχής, πόλη με διάφορα μνημεία, όπως η γοτθική μητρόπολη (12ος-14ος αι.) και η εκκλησία Σαν Μιγκουέλ.
Ιστορία. Οι Βάσκοι είχαν καταφέρει να διατηρήσουν κατά θαυμαστό τρόπο την ανεξαρτησία τους από τότε που εμφανίστηκαν
στην ιστορία (1ος αι. μ.Χ.) και έως τον 19ο αι., παρά τους διάφορους εισβολείς (Ρωμαίοι, Γότθοι, Βάνδαλοι, Άραβες, Φράγκοι,
Γερμανοί, Ισπανοί, Γάλλοι) της Ιβηρικής χερσονήσου. Όταν απώλεσαν αυτή την αυτονομία, με την ενοποίηση του βασιλείου της
Ισπανίας κατά τον 19ο αι., άρχισαν αμέσως οι αυτονομιστικές διεκδικήσεις, αίτημα που επανήλθε με έμφαση στη διάρκεια του
ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936). Μετά την επικράτηση του Φράνκο οργανώθηκαν διάφορες παράνομες οργανώσεις, που
είχαν στόχο την αυτονομία της περιοχής. Η πιο γνωστή είναι η ΕΤΑ (τα αρχικά σημαίνουν Χώρα των Βάσκων Ελευθερία), η
οποία συνέχισε τη δράση της, με βομβιστικές κυρίως επιθέσεις, και μετά τον θάνατο του Φράνκο και την επάνοδο της
δημοκρατίας. Τον Ιανουάριο του 1980 η ισπανική κυβέρνηση αναγνώρισε αυτονομία στην περιοχή, ενώ ήδη από το 1978 είχε
αναγνωριστεί η βασκική γλώσσα ως επίσημη στα σχολεία της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΤΑ συνέχισε τη δράση της, αν και
κατά καιρούς (π.χ. το 1999 ή το 2004) φαινόταν να υπάρχει μια σιωπηρή ή δημόσια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Βασόρα (αραβ. al Basrah). Πόλη (725.000 κάτ. το 1997) του νοτιοανατολικού Ιράκ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας
(19.070 τ. χλμ., 1.556.445 κάτ. το 1997). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σατ αλ Άραμπ που σχηματίζεται από τη
συμβολή των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, σε απόσταση περίπου 120 χλμ. από την εκβολή τους στον Περσικό κόλπο.
Η κατοικημένη περιοχή αποτελείται από δύο ξεχωριστά τμήματα: την κυρίως πόλη και τη ζώνη του λιμανιού. Η πρώτη
εκτείνεται σε μερικές διώρυγες που συνδέονται με τον Σατ αλ Άραμπ και με τη σειρά της υποδιαιρείται στο παλιό κέντρο,
τυπικά αραβικό, και στο σύγχρονο κέντρο (Άσαρ), όπου βρίσκονται οι διοικητικές και εμπορικές συνοικίες. Το λιμενικό κέντρο
βρίσκεται 7 χλμ. βορειότερα. Οι διώρυγες, τα ιστιοφόρα σκάφη και οι πανύψηλοι φοίνικες προσδίδουν μια ωραία όψη στην
πόλη, που έχει όμως θερμό, υγρό και ανθυγιεινό κλίμα.
Σύγχρονο πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο, η Β. διαθέτει ένα από τα καλύτερα νοσοκομεία της χώρας και, από το 1967,
πανεπιστήμιο. Πολύ σημαντικό είναι το εξαγωγικό εμπόριο γεωργικών προϊόντων (σιτάρι και χουρμάδες) της γύρω περιοχής,
των ζώων (αιγοπρόβατα και καμήλες) και του πετρελαίου το οποίο, αφού μεταφέρεται με πετρελαιαγωγό από τα φρέατα της
νότιας ζώνης της χώρας, διυλίζεται εκεί. Το λιμάνι στις όχθες του ποταμού, το Μακίλ, σπουδαιότατο για την ιρακινή οικονομία,
έχει συνολικό μήκος 1,5 χλμ., με θαυμάσιο εξοπλισμό, και μπορεί να φιλοξενήσει ακόμα και ποντοπόρα πλοία. Το λιμάνι αυτό
συμπληρώνεται από το υπερσύγχρονο λιμάνι Ουμ Κασρ. Η πόλη συνδέεται με την πρωτεύουσα Βαγδάτη μέσω του ποταμού ή
σιδηροδρομικώς και διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 638 μ.Χ. από τον Άραβα χαλίφη Ομάρ Α’ και γρήγορα απέκτησε μεγάλη οικονομική
σπουδαιότητα, εξελισσόμενη, στην εποχή των Αβασιδών, στο κυριότερο λιμάνι του ισλαμικού κόσμου και σε κέντρο εμπορικής
διακίνησης με την Ινδία, την Άπω Ανατολή και την ανατολική ακτή της Αφρικής, καθώς και σε πολιτιστικό κέντρο. Την
παρακμή του χαλιφάτου ακολούθησε και η ίδια η πόλη, που καταστράφηκε πολλές φορές από εσωτερικές εξεγέρσεις (τρομερή
ήταν η εξέγερση των νέγρων σκλάβων Ζενγκ, το 871) και από τις διάφορες επιδρομές των βεδουίνων.
Η μογγολική εισβολή (13ος αι.) και οι κατοπινές διαμάχες μεταξύ Περσών και Τούρκων για την κατοχή του λιμανιού
προκάλεσαν την πλήρη παρακμή της, αν και το λιμάνι της παρέμεινε δραστήριο ακόμα και υπό την οθωμανική κυριαρχία. Στο
δεύτερο μισό του 19ου αι. πέρασε στην εμπορική σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας και γνώρισε μια νέα, ταχεία
ανάπτυξη. Στις αρχές του 20ού αι., η διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής που τη συνέδεσε με τη Βαγδάτη –με την οποία
συνδέεται επίσης με ποτάμιες συγκοινωνίες–επανέφερε την πρότερη σπουδαιότητα στο λιμάνι της, που σήμερα είναι το
μεγαλύτερο του Ιράκ και ένα από τα κυριότερα της Μέσης Ανατολής. Το 1991 η Β. υπήρξε στόχος των βομβαρδιστικών των
αμερικανικών και συμμαχικών τους δυνάμεων στον πόλεμο του Περσικού κόλπου (Καταιγίδα της Ερήμου), ενώ τον Μάρτιο του
2003 βομβαρδίστηκε ξανά από τον βρετανικό στρατό στο πλαίσιο της επέμβασης των Αμερικανών και Βρετανών στο Ιράκ.
Βάσσα. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Πατρικία στα Ιεροσόλυμα (5ος αι. μ.Χ.). Ίδρυσε μοναστήρι του Αγίου Μηνά στα Ιεροσόλυμα, του οποίου υπήρξε ηγουμένη.
Η μνήμη της τιμάται στις 9 Δεκεμβρίου.
2. Μάρτυς από την Έδεσσα της Μακεδονίας. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-305). Μαρτύρησε μαζί με τα
τρία παιδιά της. Η μνήμη της τιμάται στις 21 Αυγούστου.
Βασσάνης, Πανταζής (Πορταριά Πηλίου 1830 – Τάντα, Αίγυπτος 1892). Εθνικός ευεργέτης. Καταγόταν από φτωχή
οικογένεια· ταξίδεψε στη Σμύρνη και από εκεί στην Αλεξάνδρεια, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Τελικά εγκαταστάθηκε οριστικά
στην πόλη Τάντα της Αιγύπτου, όπου έμεινε επί τριάντα χρόνια και δημιούργησε περιουσία από το εμπόριο. Όταν πέθανε,
παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του στο ελληνικό Δημόσιο, για να δημιουργηθεί η Βασσάνειος Ναυτική
Σχολή. Η σχολή αυτή χτίστηκε στην ακτή του Πειραιά για την εκπαίδευση των αξιωματικών του Ναυτικού. Επίσης, σημαντικό
μέρος της περιουσίας του διατέθηκε για την κατασκευή της αμαξιτής οδού (14 χλμ.), που συνδέει την Πορταριά με τον Βόλο.
Εξάλλου, δώρισε το σπίτι του στην Τάντα στο ελληνικό κράτος για την εγκατάσταση του ελληνικού προξενείου που υπήρχε
άλλοτε εκεί.
βασσάρα (Αρχ.). Μακρύ ένδυμα που φορούσαν οι ιέρειες Βακχίδες (ή Μαινάδες). Έλαβε την ονομασία του από την ουρά
αλεπούς που έβαζαν για ζώνη τους (αρχ. αιγυπτιακά βασάρ = αλεπού). Σε αγγειογραφίες, οι Βακχίδες παρουσιάζονται με τη β.
και κοθόρνους, επίσης από δέρμα αλεπούς (Βασσαρίδες). Την ίδια ονομασία είχε και το ένδυμα των εταίρων.
Βασσαρέας (αρχ. Βασσαρεύς). Αρχαία θεότητα των Λυδών που ταυτιζόταν με τον Διόνυσο. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο θίασος του
Διονύσου ονομάζοταν και βασσαρικός θίασος.
Βασσάραι. Τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου, η οποία χάθηκε. Ήταν πιθανότατα εμπνευσμένη από τον διονυσιακό κύκλο.
Βασσαρίδες. Συλλογική ονομασία μυθολογικών προσώπων. Επρόκειτο για Βάκχες της Λυδίας και της Θράκης που, κατά τον
Αισχύλο, διαμέλισαν τον Ορφέα, τιμωρώντας τον για την περιφρόνηση που έδειξε στον Διόνυσο.
Επίσης, έτσι ονομάζονταν αυτοί που αποτελούσαν τον θίασο του Διονύσου και αναμειγνύονταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις
ιεροτελεστίες του.
Βάσσες (αρχ. Βάσσαι). Τοποθεσία (υψόμ. 1.131 μ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στο όρος Κωτίλιον, στο νοτιοανατολικό
άκρο του σημερινού νομού Ηλείας, 6 χλμ. ΒΑ του οικισμού Φιγάλεια, κοντά στην Ανδρίτσαινα. Εκεί βρίσκεται ο ναός του
Επικούρειου Απόλλωνος, ο αρτιότερα διατηρημένος ναός της αρχαίας Ελλάδας. Βλ. λ. Επικούρειου Απόλλωνος, ναός.
Βασσιανός. Το πραγματικό επώνυμο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ηλιογαβάλου. Βλ. λ. Ηλιογάβαλος.
Βασσιανός (5ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Συρία. Έζησε την εποχή του Μαρκιανού
(450-457) και ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη μοναστήρι, το οποίο στα χρόνια του Ιουστινιανού είχε περίπου 300 μοναχούς. Το
μοναστήρι διαλύθηκε τον 13ο αι. από τους Φράγκους. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Οκτωβρίου.
Βάσσος. Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής.
1. Β. Αυφίδιος (α’ μισό 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός, σύγχρονος του Τιβέριου. Έγραψε ρωμαϊκή ιστορία από την εποχή των
εμφυλίων πολέμων έως τον Κλαύδιο. Το έργο του αυτό συμπληρώθηκε από τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο.
2. Β. Ιούλιος (β’ μισό 1ου αι. π.Χ.). Ρητοροδιδάσκαλος των χρόνων του Αυγούστου.
3. Β. Ιούλιος (β’ μισό 1ου αι. π.Χ.). Γιατρός των χρόνων του Αυγούστου.
4. Β. Καικίλιος (1ος αι. π.Χ.). Ευγενής Ρωμαίος, σύγχρονος του Κικέρωνα, στενός φίλος του Πομπήιου.
5. Β. Καισήλιος (; – 61 μ.Χ.). Καρχηδόνιος, που αυτοκτόνησε μετά την αποτυχία της επιχείρησής του για την ανεύρεση
κρυμμένου θησαυρού, στην οποία είχε αναμειχθεί και ο Νέρων.
6. Β. Καίσιος (1ος αι. μ.Χ.). Λυρικός ποιητής, σύγχρονος του Νέρωνα.
7. Β. Λουκίλιος (1ος αι. μ.Χ.). Ναύαρχος, φίλος του Βεσπασιανού στον αγώνα του εναντίον του Βιτελλίου. Πέθανε πολεμώντας
στην Καμπανία.
8. Β. Σαλήιος (1ος αι. μ.Χ.). Επικός ποιητής.
Βάσσος. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός επί Διοκλητιανού (284-305), μαρτύρησε μαζί με τους επίσης
συγκλητικούς Ευτύχιο, Ευσέβιο και Βασίλειο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου.
Βάσσος. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) στρατιωτικών, γιων του εθνικού αγωνιστή Μαυροβουνιώτη Βάσσου (βλ. λ.).
1. Αλέξανδρος (Σαλαμίνα 1831 – Αθήνα 1913). Αφού τελείωσε τη Σχολή Ευελπίδων, κατατάχτηκε στο πυροβολικό και έφτασε
τελικά έως τον βαθμό του υποστράτηγου.
2. Τιμολέων (Αθήνα 1836 – 1929). Τελείωσε τη Σχολή Ευελπίδων και πήγε κατόπιν στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές
του. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίστηκε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α’. Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του
1897 πήγε στην Κρήτη ως αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής. Διορίστηκε κατόπιν μέραρχος στην Αθήνα και
έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντιστράτηγου.
Βάσσος, Μαυροβουνιώτης (Μαυροβούνιο 1797 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε για τον ηρωισμό και την
περιπετειώδη ζωή του. Τον Αύγουστο του 1821 ανέλαβε τη συναρχηγία των Καρυστινών μαζί με τον Ηλία Μαυρομιχάλη. Ο Β.
συμπαρατάχθηκε με τους κυβερνητικούς την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και διορίστηκε στρατηγός από τον Κουντουριώτη.
Διακρίθηκε σε διάφορες επιχειρήσεις, όπως στις μάχες του Καματερού, του Χαϊδαρίου και της Πέτρας καθώς και στην
εκστρατεία του Καραϊσκάκη στην Αττική. Αργότερα ορίστηκε από τον Όθωνα υπασπιστής του.
Βάσσος, Φώτος. Αγωνιστής του 1821 (γνωστός και ως Φωτοβάσιος). Καταγόταν από την Ήπειρο. Πήρε μέρος σε πολλές
μάχες ως καπετάνιος και σκοτώθηκε στον Προφήτη Ηλία των Σαλώνων το 1825.
Βαστάρνες. Αρχαίος γερμανικός λαός. Τον 2ο αι. π.Χ. οι Β. είχαν καταλάβει την περιοχή μεταξύ του άνω Βιστούλα και του
κάτω Δούναβη. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’ (221-179 π.Χ.) τους ξεσήκωσε εναντίον των Ρωμαίων. Προσέφεραν
επίσης τις υπηρεσίες τους στον Περσέα και στον Μιθριδάτη, στους αγώνες τους εναντίον των Ρωμαίων. Αργότερα, ωστόσο, ο
Ρωμαίος αυτοκράτορας Πρόβος (3ος αι. μ.Χ.) εγκατέστησε 100.000 Β. στη Θράκη.
Βάστας. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 147 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις
ανατολικές απολήξεις του Τετράζιου όρους, 55 χλμ. ΝΔ της Μεγαλόπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλόπολης.
Βαστίλη (γαλλ. Bastille). Φρούριο του Παρισιού με οκτώ πύργους, που χτίστηκε το 1370, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς
πολέμου, από τον Ουγκό Ομπριό κοντά στο προάστιο Σεν Αντουάν της γαλλικής πρωτεύουσας. Στην περίοδο της βασιλείας του
Καρόλου ΣΤ’ (1380-1422) χρησιμοποιήθηκε τμήμα του φρουρίου ως τόπος κράτησης. Ωστόσο, σε πραγματική κρατική φυλακή
μετατράπηκε από τον καρδινάλιο Ρισελιέ (α’ μισό 17ου αι.) και από τότε διατήρησε κάποιον αριστοκρατικό χαρακτήρα. Ο λόγος
αυτής της ιδιαίτερης αίγλης ήταν ότι μπορούσε να στεγάσει μόνο 42 φυλακισμένους, οι οποίοι έμεναν σε ξεχωριστά κελιά ο
καθένας και ήταν κατά κανόνα μόνο ευγενείς και μεγάλοι συνωμότες κατά της κρατικής ή θρησκευτικής εξουσίας. Τους
φυλάκιζαν εκεί με μυστικές διαταγές.
Σύμβολο της αυθαιρεσίας και της καταπίεσης, κατελήφθη από τον επαναστατημένο λαό του Παρισιού στις 14 Ιουλίου 1789. Ο
διοικητής της, μαρκήσιος Ντε Λονέ, διέταξε τότε να πυροβολήσουν οι φρουροί αδιακρίτως κατά του πλήθους που την
πολιορκούσε. Στη μάχη που επακολούθησε, σκοτώθηκαν περίπου εκατό άτομα. Μετά την κατάληψή της, το πλήθος έκοψε το
κεφάλι του Ντε Λονέ και το περιέφερε πάνω σε ένα κοντάρι στους δρόμους του Παρισιού, ενώ οι φυλακισμένοι
απελευθερώθηκαν.
Η ημερομηνία της πτώσης της Β., που σήμανε για τη Γαλλία το τυπικό τέλος της βασιλικής αυθαιρεσίας, καθιερώθηκε από το
1880 ως εθνική γιορτή της Γαλλίας.
βατ (watt). Μονάδα μέτρησης ισχύος. Αντιστοιχεί σε 1 τζάουλ ανά δευτερόλεπτο και συμβολίζεται με W.
Βατ, Τζέιμς (James Watt, Γκρίνοκ, Σκοτία 1736 – Χίθφιλντ, Μπέρμιγχαμ 1819). Σκοτσέζος εφευρέτης, κατασκευαστής της
πρώτης ατμομηχανής που λειτούργησε ομαλά και μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί ως παραγωγός κινητήριας δύναμης στη
βιομηχανία. Πριν από αυτόν, εφευρέτες όπως ο Παπέν, ο Σαβερί, ο Νιουκόμεν και ο Κόλεϊ, είχαν κατασκευάσει πρωτόγονες
ατμομηχανές διαφόρων τύπων. Ο Β. συνέλαβε την ιδέα να τελειοποιήσει την ατμομηχανή, όταν χρειάστηκε να επισκευάσει μια
μηχανή Νιουκόμεν. Η βασική συμβολή του ήταν η επινόηση του χωριστού συμπυκνωτή, ο οποίος καταργούσε την ανάγκη να
ψύχεται ο κύλινδρος στο τέλος κάθε εκτόνωσης και επέτρεπε με τον τρόπο αυτό μια μεγάλη οικονομία στα καύσιμα.
Ο Β. καταγόταν από φτωχική οικογένεια και εξελίχθηκε σε μηχανικό με υψηλή ειδίκευση. Εργάστηκε πρώτα στο Λονδίνο σε
έναν κατασκευαστή επιστημονικών οργάνων και αργότερα προσελήφθη ως μηχανικός στο εργαστήριο του πανεπιστημίου της
Γλασκόβης. Εκεί γνωρίστηκε με διάφορους επιστήμονες και κατάφερε να ενισχύσει το εφευρετικό του πνεύμα με θεωρητικές
γνώσεις. Αφού αφιερώθηκε σε μελέτες και σε πειράματα σχετικά με την ατμομηχανή, εισήγαγε διαδοχικά σε αυτήν τον
συμπυκνωτή (που είναι η βασική εφεύρεση), την πυξίδα διανομής, το παραλληλόγραμμο που φέρει το όνομά του και τον
φυγοκεντρικό ρυθμιστή που κρατά αυτόματα σταθερή την πίεση στον λέβητα. Ο τελευταίος αυτός έχει και ιστορική σημασία,
γιατί είναι η πρώτη περίπτωση αυτορρύθμισης μιας μηχανής. Πρακτικός άνθρωπος, ο Β. απέκτησε διπλώματα ευρεσιτεχνίας για
τις ανακαλύψεις του και συνεταιρίστηκε με τον Μάθιου Μπούλτον, που διέθετε ένα ειδικευμένο χυτήριο, με σκοπό να
κατασκευάζουν ατμομηχανές. Για να υπερνικήσουν την αντίδραση των βιομηχανιών στην αντικατάσταση των μηχανών
Νιουκόμεν, οι δύο συνεταίροι συμφώνησαν με τους ιδιοκτήτες να τους παραχωρήσουν δωρεάν τις νέες μηχανές και να
πληρώνονται από αυτούς το ένα τρίτο της αξίας των καυσίμων που θα εξοικονομούνταν. Αλλά το ποσό αυτό ήταν τόσο μεγάλο
ώστε οι ιδιοκτήτες των μηχανών του Β. άρχισαν δικαστικούς αγώνες για να απαλλαγούν από αυτή την υποχρέωση. Οι αγώνες
αυτοί τερματίστηκαν μόλις το 1799, οπότε ο Β. μπόρεσε να επιστρέψει στις έρευνες του: εφηύρε τον χάρτη αντιγραφής,
επινόησε τη θέρμανση δι’ ατμού, κατασκεύασε πολλά όργανα μέτρησης και συνέχισε την τελειοποίηση της ατμομηχανής.
βάτα. Αραιό στρώμα βαμβακιού που έχει και στις δύο πλευρές του επίχρισμα ξερής κόλλας και χρησιμοποιείται στη ραπτική για
υπόστρωμα ενδυμάτων και αντρικών καπέλων. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική watte ή τη γαλλική ouate. Η β.
κατασκευάζεται με ειδική κατεργασία σε εργοστάσια, κυρίως στη Γαλλία και στην Ιταλία.
Βαταβία. Παλαιότερη, αποικιοκρατική ονομασία της πόλης Τζακάρτα της Ινδονησίας. Την ονομασία αυτή έδωσαν το 1619 οι
Ολλανδοί, προς τιμήν των Βαταβών, αρχαίου λαού γερμανικής καταγωγής που κατοικούσε στις εκβολές του Ρήνου. Βλ. λ.
Τζακάρτα· Βαταβοί.
Βαταβίας, Δημοκρατία (γαλλ. Republique Batave). Ονομασία μιας σύντομης περιόδου (1795-1815) της ιστορίας των Κάτω
Χωρών (Ολλανδίας), κατά την οποία επιβλήθηκε η γαλλική κυριαρχία στη χώρα, μετά την επικράτηση της Γαλλικής
επανάστασης και τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ναπολέοντα. Η ονομασία της δημοκρατίας προήλθε από τους Βαταβούς, τους
αρχαίους κατοίκους της χώρας (βλ. λ. Βαταβοί).
Με τη συνθήκη της Χάγης (16 Μαΐου 1795), που σήμανε το τέλος του πολέμου μεταξύ της Γαλλίας και των Ηνωμένων
Επαρχιών της Ολλανδίας, κατά τον οποίο οι Ολλανδοί ηττήθηκαν κατά κράτος από τον Σαρλ Πισεγκρί (Νοέμβριος 1794 –
Ιανουάριος 1795) και υποχρεώθηκαν να συμβιβαστούν με τους όρους των νικητών, η χώρα μεταβλήθηκε σε κοινοβουλευτική
δημοκρατία. Το 1800, οι Ολλανδοί υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν τον συνταγματικό χάρτη που υπέδειξαν οι Γάλλοι, στον οποίο
μάλιστα ο Ναπολέων επέφερε τροποποιήσεις (1801 και 1805) και λίγο αργότερα (1806) την ανακήρυξε βασίλειο με βασιλιά τον
αδελφό του Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Η γαλλική κυριαρχία προκάλεσε τη λαϊκή αγανάκτηση, ενώ σχηματίστηκαν μυστικές
οργανώσεις και η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, το 1813. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό και τη
συνθήκη της Βιέννης (1815), η Βαταβική Δημοκρατία έλαβε τέλος και δημιουργήθηκε το βασίλειο των Κάτω Χωρών. Βλ. λ.
Ολλανδία (Ιστορία).
Βαταβοί (λατ. Batavi). Αρχαίος κελτογερμανικός λαός, που κατά την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα ήταν εγκατεστημένος σε
περιοχή των εκβολών του Ρήνου, που τότε ονομαζόταν Νησί των Βαταβών (αναφέρονται επίσης στις πηγές ως Βαταυοί ή
Βατάουοι). Η ιστορία του λαού αυτού είναι άγνωστη, έως την εποχή που ο Καίσαρας έφερε τα σύνορα του ρωμαϊκού κράτους
μέχρι την περιοχή που ζούσαν. Από τότε οι Β. έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη στρατιωτική ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,
αναδείχτηκαν δεινοί ιππείς και πολέμησαν ως μισθοφόροι των Ρωμαίων στα Φάρσαλα, στο Άκτιο κ.α., τους αποδόθηκε μάλιστα
γι’ αυτό ο τίτλος των «φίλων και αδελφών του ρωμαϊκού λαού». Επειδή όμως οι Ρωμαίοι βαθμοφόροι τούς
κακομεταχειρίζονταν, οι Β. επαναστάτησαν και, μετά τον θάνατο του Νέρωνα (68 μ.Χ.), προσπάθησαν να ιδρύσουν δική τους
αυτοκρατορία, αλλά απέτυχαν. Η ήττα τούς ανάγκασε να παραμείνουν σύμμαχοι των Ρωμαίων, διακρίθηκαν μάλιστα στην
εκστρατεία του Αδριανού εναντίον της Δακίας. Αργότερα περιήλθαν στην κυριαρχία των Φράγκων και αφομοιώθηκαν στη
διάρκεια της αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσε ο Καρλομάγνος.
Βάταλος. Ακρωτήριο της Κρήτης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της νότιας ακτής του νησιού, στον νομό Χανίων, στο
νοτιοανατολικό όριο του όρμου των Σφακίων.
Βατατάδες. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 53 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Δωδώνης, 29 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εκάλης.
Βατάτζης. Επώνυμο οικογένειας αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
1. Ανδρόνικος (; – Μυριοκέφαλον Μικράς Ασίας 1176). Στρατηγός και ανιψιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού
(1143-80). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του θείου του εναντίον του Ικονίου, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε από τους
Σελτζούκους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε.
2. Βασίλειος (; – Αρκαδιούπολη 1194). Στρατηγός του Ισαάκιου Β’ Αγγέλου (1185-95). Πήρε μέρος στις στρατιωτικές
επιχειρήσεις του Βυζαντίου εναντίον του δεύτερου βουλγαρικού κράτους, πολεμώντας στο πλευρό του στρατηγού
Κωνσταντίνου. Πολέμησε επίσης και εναντίον των Βουλγάρων που λεηλατούσαν τη Μακεδονία, σταλμένος εκεί από τον
Ισαάκιο. Νικήθηκε όμως στην Αρκαδιούπολη και σκοτώθηκε κατά τη μάχη.
3. Θεόδωρος (12ος αι.). Στρατηγός και γαμπρός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-80), διακρίθηκε στην
εκστρατεία εναντίον των Αρμενίων της Κιλικίας.
4. Ιωάννης (11ος αι.). Στρατηγός του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025). Αργότερα, πήρε μέρος στη στάση του
Λέοντα Τορνίκιου εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-54), που κατέληξε σε δική τους ήττα στη
Θράκη. Μετά από αυτό οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη, όπου τυφλώθηκαν.
5. Ιωάννης (12ος αι.). Στρατηγός του θέματος των Θρακησίων, επί Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-80). Μετά τον θάνατο του
αυτοκράτορα και την εκθρόνιση του γιου του Αλέξιου, ο Β. ηγήθηκε μιας εξέγερσης, που όμως καταπνίγηκε από τον στρατηγό
Ανδρόνικο Λαπαρδά. Μετά την αποτυχία του κινήματος οι γιοι του Β., Μανουήλ και Αλέξιος, κατέφυγαν στον Σελτζούκο
σουλτάνο του Ικονίου, αλλά τελικά αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν.
6. Ιωάννης (13ος αι.). Αυτοκράτορας του βυζαντινού κράτους της Νίκαιας. Βλ. λ. Ιωάννης (Όνομα οχτώ αυτοκρατόρων του
Βυζαντίου, 3.).
7. Λέων (12ος αι.). Στρατηγός του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-80), πήρε μέρος στις νικηφόρες στρατιωτικές επιχειρήσεις του
Βυζαντίου εναντίον της Ουγγαρίας.
Βατάτζης, Βασίλειος (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1694 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική γλώσσα.
Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον βασιλιά της Περσίας Ναδίρ Σαχ, ο οποίος τον
διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Αγία Πετρούπολη.
Ο Β. έγραψε μια έμμετρη ιστορία των ταξιδιών του. Πρόκειται για στιχούργημα περίπου 2.100 ομοιοκατάληκτων στίχων με τον
τίτλο Περιηγητικόν Βασιλείου Βατάτζη. Το πολύστιχο αυτό έργο τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Λειψία το 1816 και περιέχει
και χάρτη των περιηγήσεων του στιχουργού. Είναι γραμμένο στη γλώσσα της καθομιλουμένης των Ελλήνων της
Κωνσταντινούπολης με πολλούς σολοικισμούς. Το περιεχόμενό του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς προσφέρει
σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο διαβίωσης των λαών στους οποίους αναφέρεται, που κατοικούσαν κυρίως γύρω και πέρα
από την Κασπία.
Βατάτζης, Ιωάννης. Αυτοκράτορας του βυζαντινού κράτους της Νίκαιας (1222-54). Βλ. λ. Ιωάννης (Όνομα οχτώ
αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, 3.).
Βατάτσα. Όρμος στον νομό Θεσπρωτίας. Βλ. λ. Βάλτου, όρμος.
Βατάτσι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 64 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στις δυτικές
κλιτύς των Τζουμέρκων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγνάντων.
Βαταυοί. Βλ. λ. Βαταβοί.
Βατέλ, Έμεριχ ντε- (Emerich de Vattel, 1714 – 1767). Ελβετός νομομαθής και διπλωμάτης. Γιος προτεστάντη πάστορα,
σπούδασε στη Βασιλεία και στη Γενεύη. Επηρεάστηκε από τη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς και του Βολφ. Μεγάλη εντύπωση
προκάλεσε το έργο του Υποστήριξη του συστήματος του Λάιμπνιτς, που δημοσιεύτηκε το 1741. Ο Β., που διετέλεσε και
σύμβουλος στην πρωσική πρεσβεία της Δρέσδης (1743), έγραψε πολλά έργα, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι τα Ανθρώπινο
δίκαιο ή ο φυσικός νόμος, Ποικίλα φιλολογικά και Πολιτική και ηθική.
Βατερά. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 172 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού, ΒΑ του ακρωτηρίου
Άγιος Φωκάς, 55 χλμ. ΝΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολιχνίτου.
Βατερλό, μάχη (Waterloo). Μάχη που διεξήχθη στις 18 Ιουνίου 1815 στην ομώνυμη τοποθεσία του Βελγίου, σε απόσταση
περίπου 15 χλμ. από τις Βρυξέλλες, και η οποία σήμανε το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και της Α’ Γαλλικής
αυτοκρατορίας. Αντίπαλοι ήταν από το ένα μέρος ο γαλλικός στρατός, με δύναμη από 120.000 άντρες και 570 πυροβόλα, και
από το άλλο τα ενωμένα στρατεύματα των Άγγλων και Πρώσων συμμάχων, που αριθμούσαν συνολικά 220.000 άντρες και 500
πυροβόλα και διοικούνταν από τους Γουέλινγκτον (Αγγλία) και Μπλίχερ (Πρωσία).
Από την πλευρά του Ναπολέοντα, στρατηγικός σκοπός της μάχης ήταν η διάσπαση των συμμάχων στο σημείο επαφής των
πρωσικών τμημάτων με τα αγγλικά. Η επιχείρηση άρχισε το πρωί στα αριστερά των Γάλλων, το πεζικό όμως προσέκρουσε σε
ισχυρές αγγλικές θέσεις, εναντίον των οποίων έγιναν αποφασιστικές αλλά μάταιες επιθέσεις μεγάλων σχηματισμών πεζικού σε
πυκνή διάταξη, με αποτέλεσμα να προσφέρουν άριστο στόχο στα εχθρικά πυρά. Ο στρατάρχης Νε, που κατηύθυνε την γαλλική
επίθεση, ζήτησε από τον Ναπολέοντα να παρέμβει η Παλαιά Φρουρά. Όμως, ο αυτοκράτορας αρνήθηκε. Το μεσημέρι έκαναν
την εμφάνισή τους οι εμπροσθοφυλακές του σώματος του Μπλίχερ, τις οποίες τα γαλλικά στρατεύματα που ήταν προορισμένα
γι’ αυτό τον σκοπό δεν μπόρεσαν να κρατήσουν μακριά από τη μάχη. Ο Ναπολέων ήλπιζε πως είχε ακόμα αρκετό χρόνο για να
νικήσει τους Άγγλους, εναντίον των οποίων κατηύθυνε όλη του την προσπάθεια. Ολόκληρη η δύναμη του γαλλικού ιππικού
ρίχτηκε στην επίθεση, κατόρθωσε να δημιουργήσει μερικά ρήγματα, αλλά αποδεκατίστηκε από τα πυρά του αγγλικού πεζικού
και εγκατέλειψε τον αγώνα, έπειτα από δώδεκα αλλεπάλληλες επιθέσεις. Το απόγευμα, ο Μπλίχερ κατόρθωσε να μεταφέρει όλα
του τα τμήματα στο πεδίο της μάχης και πραγματοποίησε δυνατές επιθέσεις, φτάνοντας σχεδόν στα νώτα των γαλλικών
γραμμών. Η κατάσταση των Γάλλων, κρίσιμη ήδη, έγινε δραματική όταν το πρωσικό ιππικό έκοψε στα δύο τη διάταξη μάχης
τους. Αυτή ήταν η στιγμή για τη γενική επίθεση των συμμάχων. Η γαλλική υποχώρηση μετατράπηκε γρήγορα σε άτακτη φυγή,
παρά τα επεισόδια θρυλικής αντίστασης, όπως εκείνη που προέβαλε η Παλαιά Φρουρά. Οι Άγγλοι, εξαντλημένοι μετά από
πολύωρη μάχη, δεν τους καταδίωξαν. Ο Μπλίχερ, αντίθετα, εξαπέλυσε το ιππικό του σε μια καταδίωξη που διήρκεσε όλη τη
νύχτα και ολοκλήρωσε την καταστροφή της στρατιάς και της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα.
Σε ανάμνηση της μεγάλης εκείνης νίκης τους, οι Άγγλοι έδωσαν το όνομα της τοποθεσίας σε μία από τις γέφυρες που ενώνουν
τις δύο όχθες του Τάμεση στο κέντρο του Λονδίνου (Waterloo Bridge, στα αγγλικά προφέρεται Γουότερλου).
Βατερό. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 744 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης.
Βατή. Αρχαίος δήμος της Αττικής, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Η ακριβής τοποθεσία του δεν έχει ταυτιστεί.
Βατήσι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 53 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, προς τα ΒΑ
του ακρωτηρίου Μαρμάρι, στην πρώην επαρχία Καρυστίας, 111 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Μαρμαρίου του νομού Ευβοίας.
Βάτι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 188 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα, 77 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας του
νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου.
Βατίαι. Αρχαία κωμόπολη των Κασσωπαίων, στη Θεσπρωτία της Ηπείρου (αναφέρεται και ως Βιτία). Ιδρύθηκε από τους
Ηλείους τον 7ο αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη πιθανώς στη μεσόγεια περιοχή και προς την αριστερή όχθη του Αχέροντα. Αργότερα οι
κάτοικοί της μεταφέρθηκαν με την παρακίνηση των Μολοσσών βασιλιάδων στην πόλη Κασσώπη.
Βατιάς. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 25 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στην ακτή του Ιονίου, ΝΔ των
Γαργαλιάνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαργαλιάνων.
Βατικάνα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Μαΐου 1896. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 12,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
7,89. Διεθνώς ονομάζεται Vaticana 416.
Βατικανό (ιταλ. Santa Sede – Stato della Citta del Vaticano)
Επίσημη ονομασία: Αγία Έδρα – Κράτος της Πόλης του Βατικανού
Έκταση: 0,44 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 890 κάτ. (2001)
Πρωτεύουσα: Πόλη του Βατικανού

Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία).


Πολιτικά στοιχεία
Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η πόλη του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus, που
εκτεινόταν ανάμεσα στις ακρινές υπώρειες των λόφων Μόντε Μάριο και Τζανίκολο. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου με τα
προσαρτημένα αποστολικά μέγαρα και άλλα μικρότερα οικοδομήματα, καλύπτει περίπου το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης
της επικράτειάς της. Αποτελούν όμως τμήμα του κράτους του Β. πολλές περιοχές και κτίρια που βρίσκονται σε ιταλικό έδαφος·
αυτά είναι οι τρεις βασιλικές της Σάντα Μαρία Ματζόρε (Μείζονος Παναγίας), του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού και του Αγίου
Παύλου Εκτός των Τειχών, με τα προσαρτημένα κτίρια, μερικά μέγαρα της Ρώμης, όπου έχουν την έδρα τους διάφορες παπικές
υπηρεσίες (καγκελαρία, αποστολική δαταρία κ.ά.) η έπαυλη και το ανάκτορο Καστέλ Γκαντόλφο στη λίμνη Αλμπάνο, όπου
είναι εγκατεστημένο ένα από τα αρχαιότερα αστρονομικά παρατηρητήρια της Ευρώπης (το Βατικανό Αστεροσκοπείο) και η
θερινή κατοικία του πάπα. Έδαφος του Β. είναι ακόμα η περιοχή όπου υψώνεται, κοντά στο Τσεζάνο, σε μικρή απόσταση από
το κέντρο της Ρώμης, το κτίριο του ισχυρού ραδιοφωνικού σταθμού της Σάντα Μαρία Γκαλερία κ.ά.
Πολίτευμα, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία. Εκτός από τα ιδιαίτερα εδαφικά χαρακτηριστικά, το Β. παρουσιάζει
κάποιες ιδιορρυθμίες που το διακρίνουν από οποιοδήποτε άλλο κράτος, προπάντων λόγω της αδιάσπαστης σύνδεσής του με την
Αγία Έδρα, την έδρα του πάπα, επικεφαλής της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, η διασφάλιση της οποίας αποτελεί την κύρια
αποστολή του. Πράγματι, ενεργεί πάντοτε και μόνο μέσω της Αγίας Έδρας, η οποία δεν θεωρείται εδαφική οντότητα και ασκεί
την εξουσία πάνω στο ίδιο το κράτος, το οποίο έτσι δεν είναι αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο, αλλά δευτερογενές. Διαφορετικά
απ’ ό,τι συμβαίνει με τα άλλα κράτη, των οποίων συστατικά στοιχεία είναι το έδαφος, ο πληθυσμός και η εθνική κυριαρχία, στο
κράτος του Β. δεν υφίσταται η τελευταία, την οποία ασκεί η Αγία Έδρα. Το καθεστώς εξάλλου που το διέπει είναι το ίδιο με
αυτό της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή το κανονικό δίκαιο. Ανώτατο όργανό του είναι ο ίδιος ο αρχηγός της Δυτ.
Καθολικής Εκκλησίας, ο πάπας. Σκοποί των πολιτειακών θεσμών του δεν είναι, όπως σε όλα τα κράτη, η ρύθμιση της κοινής
ζωής των πολιτών του, αλλά η σταθεροποίηση και η εγγύηση της ανεξαρτησίας της Αγίας Έδρας από κάθε εξωτερική επιρροή ή
κατάχρηση δύναμης. Ωστόσο, το Β. παρουσιάζεται εξωτερικά οργανωμένο όπως οποιοδήποτε άλλο κράτος, με τη μορφή
αιρετής μοναρχίας, της οποίας ο αρχηγός –ο πάπας– έχει όλες τις εξουσίες: εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική.
Γλώσσα και εθνότητες. Οι κάτοικοι είναι κυρίως Ιταλοί (οι θρησκευτικοί παράγοντες), Ελβετοί (τα μέλη της φρουράς) κ.ά.
Επίσημες γλώσσες είναι η ιταλική, η γαλλική, αλλά κυρίως η λατινική σε ό,τι αφορά τα επίσημα έγγραφα της Αγίας Έδρας.
Άμυνα. Η άμυνα του Β. έχει ανατεθεί στην ιταλική κυβέρνηση. Στις πύλες του Β. είναι εγκατεστημένη η παπική φρουρά, που
αποτελείται μόνο από Ελβετούς πολίτες (για ιστορικούς λόγους, οι οποίοι ανάγονται στις αρχές του 16ου αι., όταν ο πάπας
Ιούλιος Β’ συγκρότησε την παπική φρουρά από Ελβετούς μισθοφόρους) και βρίσκεται εκεί για την ασφάλεια και την προσωπική
προστασία του πάπα. Στο έδαφος του Β. υφίσταται εξάλλου δουλεία διεθνούς χαρακτήρα υπέρ του ιταλικού κράτους που αφορά
την πλατεία του Αγίου Πέτρου, η οποία πρέπει να είναι πάντοτε ανοιχτή στο κοινό και να βρίσκεται υπό την εξουσία της
αστυνομίας της ιταλικής δημοκρατίας.
Πληθυσμός
Πολίτες του Β. είναι ο ποντίφικας και οι καρδινάλιοι της παπικής Αυλής (που παραμένουν δηλαδή στη Ρώμη, έστω και έξω από
το Β.), καθώς επίσης τα άτομα που κατοικούν μόνιμα στο Β. για λόγους εργασίας ή άλλης απασχόλησης και οι συγγενείς που
ζουν μαζί τους, αν έχουν άδεια διαμονής. Μπορούν να έχουν την υπηκοότητα του Β. και άλλα πρόσωπα, εάν τους έχει χορηγηθεί
ειδική άδεια του πάπα. Ιδιαίτεροι κανονισμοί καθορίζουν τις περιπτώσεις απώλειας της υπηκοότητας.
Οικονομία
Οι υπήκοοι του Β. δεν πληρώνουν φόρους. Τα έσοδα του κράτους προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την πώληση των
γραμματοσήμων και των εισιτηρίων των μουσείων του Β., του θησαυρού του Αγίου Πέτρου (έτσι ονομάζονται οι εισφορές των
πιστών ρωμαιοκαθολικών) κ.ά. Το έλλειμμα του ισοζυγίου του καλύπτεται από την Αγία Έδρα. Το 1997 τα έσοδα του Β.
ανήλθαν στο ποσό των 209,6 εκατ. δολ. ΗΠΑ.
Από το 2002, σύμφωνα με παλαιότερη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Β. υιοθέτησε ως νόμισμα το ευρώ,
αντικαθιστώντας τη λιρέτα του Β. η οποία ήταν έως τότε το νόμισμα του κράτους (και ακολουθούσε τις νομισματικές
διακυμάνσεις της ιταλικής λιρέτας).
Ιστορία
Με τη συνθήκη του Λατερανού (11 Φεβρουαρίου 1929) μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και της Αγίας Έδρας, ιδρύθηκε το
κράτος του Β., επί πάπα Πίου ΙΑ’. Η συνθήκη αυτή, που ανανεώθηκε το 1984, αναγνώριζε την επικυριαρχία της Αγίας Έδρας
στο Β. Μετά τον Πίο ΙΑ’, οι πάπες και κατ’ ακολουθία αρχηγοί του κράτους του Β. ήταν: Πίος ΙΒ’ (1939-58), Ιωάννης ΚΓ’
(1958-63), Παύλος ΣΤ’ (1963-78), Ιωάννης Παύλος Α’ (1978) και Ιωάννης Παύλος Β’ (1978 έως σήμερα).
Ο Ιωάννης Παύλος Β’ ανέπτυξε έντονη διεθνή δραστηριότητα για την προβολή της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και αρκετές
δηλώσεις του τα τελευταία χρόνια σε θέματα της επικαιρότητας προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Το 1989
αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με τη γενέτειρά του Πολωνία, η οποία ήταν η πρώτη χώρα του ανατολικού
συνασπισμού που προχώρησε σε αυτή την κίνηση. Ακολούθησε η Λευκορωσία και τον Νοέμβριο του 1989 ο Μιχαήλ
Γκορμπατσόφ υπήρξε ο πρώτος Σοβιετικός ηγέτης που έγινε δεκτός από τον πάπα σε επίσημη επίσκεψη στο Β. Το άνοιγμα προς
την ανατολική Ευρώπη επιταχύνθηκε ιδιαίτερα το 1992, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας
και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1992 το Ισραήλ και το Β. συνέστησαν κοινή επιτροπή και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αποκαταστάθηκαν επίσης οι
σχέσεις του Β. με το Μεξικό. Τον Δεκέμβριο του 1993 το Β. και το Ισραήλ υπέγραψαν συμφωνία αμοιβαίας συνεργασίας και
προχώρησαν σε ανταλλαγή πρεσβευτών. Λίγο αργότερα, το Β. αποκατέστησε επίσημες σχέσεις και με την Οργάνωση για την
Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του (που προήλθε μετά από τραυματισμό του σε εναντίον του δολοφονική απόπειρα το
1981) ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ συνέχισε τα ταξίδια του σε πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής, της Ωκεανίας και της
Αμερικής, με αποκορύφωμα το ταξίδι του στην Κούβα και τη συνάντησή του με τον Φιντέλ Κάστρο.
Βλ. λ. παπισμός· Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία· Βατικανού, Μουσεία· Λατερανό· Άγιος Πέτρος· Ιταλία (Ιστορία).
Βατικανός κώδικας (Εκκλ.). Ένας από τους τρεις παλαιούς κώδικες της Αγίας Γραφής. Βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του
Βατικανού και χρονολογείται από τον 4o αι. μ.Χ. Έχουν διασωθεί 759 φύλλα του, από τα οποία 617 περιέχουν την Παλαιά
Διαθήκη και 142 την Καινή Διαθήκη. Λείπουν ωστόσο πολλές ενδιάμεσες σελίδες και από τις δύο. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται
στο Βατικανό από τον 16o αι. Το 1809, ο Ναπολέων Βοναπάρτης μετέφερε τον κώδικα στο Παρίσι, απ’ όπου επεστράφη το
1815. Ο κώδικας είναι γραμμένος σε καλής ποιότητας περγαμηνή με μεγάλα γράμματα. Πολλές εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης
έγιναν με βάση τον κώδικα αυτό.
Βατικανός λόφος (ιταλ. Vaticano). Λόφος (υψόμ. 77 μ.) της Ρώμης, στη δυτική όχθη του Τίβερη, απέναντι από την αρχαία
πόλη. Αρχικά έριχναν εκεί τα πτώματα που οι αναθυμιάσεις τους μόλυναν την περιοχή. Επί Καλιγούλα και Νέρωνα έγιναν
προσπάθειες να εξυγιανθεί ο τόπος με αναδάσωση και καλλιέργεια κήπων και μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Νέρωνα έγινε
αναγκαστικός αποικισμός της περιοχής, με μεταφορά κατοίκων του κέντρου. Ο Νέρων είχε ιδρύσει στον λόφο Ιππόδρομο, όπου
έριχναν τους χριστιανούς στα θηρία. Επί Ηλιογάβαλου απομακρύνθηκαν από τον λόφο τα νεκροταφεία και η τοποθεσία έγινε
μία από τις ωραιότερες της Ρώμης.
Έδρα του πάπα και της παπικής Αυλής από το 1377, η περιοχή ανακηρύχθηκε με τη συνθήκη του Λατερανού (11 Φεβρουαρίου
1929) ανεξάρτητο κράτος, υπό την επικυριαρχία της Αγίας Έδρας, παίρνοντας την επίσημη ονομασία Πόλη του Βατικανού (Βλ.
λ. Βατικανό).
Βατικανού, Αποστολική Βιβλιοθήκη. Βιβλιοθήκη του Βατικανού, η οποία χάρη στον πλούτο και στην αξία των συλλογών
της, θεωρείται από τις σημαντικότερες και πληρέστερες του κόσμου. Ιδρυτής της θεωρείται ο πάπας Νικόλαος Ε’ (1447-55),
στην πραγματικότητα όμως η ιστορία της Βιβλιοθήκης είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η Εκκλησία της Ρώμης. Δυστυχώς, είναι
λίγες και αποσπασματικές οι πληροφορίες που υπάρχουν για τους πρώτους αιώνες· για το πρώτο ευρετήριο ο ενδιαφερόμενος
πρέπει να ανατρέξει στο 1295. Αντίθετα, δεν λείπουν οι γραπτές πηγές για την περίοδο της λεγόμενης αιχμαλωσίας της Αβινιόν
(1309-77) και για την εποχή που ακολούθησε την επιστροφή της παπικής έδρας στη Ρώμη. Οπωσδήποτε, οι κώδικες που
κληρονόμησε ο Νικόλαος Ε’ κατά τη στιγμή της ανάρρησής του στον παπικό θρόνο, ήταν μόνο 350. Ο αριθμός όμως αυτός
αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά τη διάρκεια της παποσύνης του και αργότερα έγινε τόσο σημαντικός ώστε χρειάστηκε ιδιαίτερο
οίκημα, το οποίο χτίστηκε πράγματι κάτω από τα διαμερίσματα του πάπα. Παρά τις διάφορες εναλλαγές της τύχης (το 1527, για
παράδειγμα, λεηλατήθηκε και η Βιβλιοθήκη, παράλληλα με τη λεηλασία της Ρώμης από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα
Καρόλου Ε’), η Βιβλιοθήκη εξακολούθησε να διευρύνεται με διάφορες δωρεές. Ο κυριότερος εμπλουτισμός της έγινε με την
ενσωμάτωση της Παλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης (την οποία δώρισε ο εκλέκτορας της Βαυαρίας), της συλλογής
Ουρμπινάτε, της συλλογής της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας (η λεγόμενη Βασιλική Συλλογή), καθώς και των ατομικών
συλλογών των μεγάλων οικογενειών παπών και ευγενών (Μποργκέζε, Βοργία, Κίτζι, Οτομπόνι κ.ά.). Ο Σίξτος Ε’ (1585-90)
εγκατέστησε τη Βιβλιοθήκη σε ένα νέο και ευρύχωρο οίκημα. Στο μεταξύ είχε οριστεί ο βιβλιοθηκάριος να είναι καρδινάλιος.
Σήμερα, η Βιβλιοθήκη είναι από τις καλύτερα εξοπλισμένες του κόσμου (μεταλλικές αποθήκες, μεγάλα αναγνωστήρια, τέλειοι
κατάλογοι, αίθουσα για μικροφίλμ, εργαστήρια αποκατάστασης χειρογράφων κ.ά.). Περιλαμβάνει περισσότερα από 60.000
χειρόγραφα, 7.000 αρχέτυπα, περίπου 700.000 έντυπα, 100.000 ξυλογραφίες, και επιπλέον χάρτες, σχέδια κ.ά. Περιέχει επίσης
παπύρους με ιερογλυφικά, αρχαιότατα παλίμψηστα, πλουσιότατους κώδικες με μικρογραφίες, πολυτελέστατες βιβλιοδεσίες.
Δημοσιεύει καταλόγους χειρογράφων, διάφορες σειρές φωτοτυπημένων αντιγράφων, ανατυπώσεις σε πανομοιότυπο διαφόρων
κωδίκων και σημαντικές επιστημονικές συλλογές.
Βατικανού, κύλιξ (Αρχαιολ.). Αττική κύλιξ με γελοιογραφικές παραστάσεις, που βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού.
Βατικανού, Μουσεία. Με τη γενική αυτή ονομασία αναφέρεται ένα σύνολο ιδρυμάτων άλλα από τα οποία βρίσκονται στο
Βατικανό και άλλα στο Λατερανό (αυτά ονομάζονται και μουσεία του Λατερανού). Από τα σημαντικότερα είναι τα Museo Pio-
Clementino (Πίου-Κλήμεντος), Museo Chiaramonti (Κιαραμόντι), Museo Gregoriano Egizio (Γρηγοριανό Αιγυπτιακό), Museo
Gregoriano Etrusco (Γρηγοριανό Ετρουσκικό), Museo Cristiano (Χριστιανικό), Museo Profano (μη θρησκευτικής τέχνης), η
Πινακοθήκη κ.ά.
Παρότι στη σημερινή τους μορφή τα ιδρύματα αυτά δημιουργήθηκαν μεταξύ 17ου και 20ού αι., οι απαρχές της ίδρυσής τους
ανάγονται στην ουμανιστική περίοδο. Το 1471 ο πάπας Σίξτος Δ’ προσέφερε στον ρωσικό λαό την αρχαιότερη συλλογή έργων
τέχνης που υπήρχε έως τότε: το Μουσείο του Καπιτωλίου. Όταν ανήλθε στον παπικό θρόνο ο Ιούλιος Β’ (1503-13), μετέφερε
στο Βατικανό το περίφημο άγαλμα του Απόλλωνα (το οποίο ονομάστηκε αργότερα Απόλλων του Μπελβεντέρε), από την
επισκοπική κατοικία του στο Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι. Ο Ιούλιος Β’, γνήσιο τέκνο της Αναγέννησης, εισήγαγε στο Βατικανό το
πάθος για τις συλλογές έργων τέχνης. Αρκετά γρήγορα, πράγματι, προστέθηκαν πολυάριθμα και σημαντικά έργα, έτσι που να
δικαιολογείται η νέα ονομασία Antiquario delle statue (συλλογή αρχαίων αγαλμάτων) που δόθηκε στο προαύλιο όπου
συγκεντρώθηκαν. Πολύ σύντομα μάλιστα ο χώρος δεν ήταν αρκετός εκεί και τα έργα τέχνης πλημμύρισαν ακόμη και τη Στοά
του Ραφαήλ (κατά την επιθυμία του Λέοντος Γ’). Μια προσωρινή διακοπή σημειώθηκε με τον Πίο Ε’, τον αυστηρό ερμηνευτή
του πνεύματος της Αντιμεταρρύθμισης, ο οποίος όχι μόνο έκλεισε το Antiquario, αλλά απομάκρυνε από το Βατικανό σημαντικό
αριθμό από τα μεγάλης αξίας αγάλματα, δωρίζοντάς τα στο Μουσείο του Καπιτωλίου ή ακόμη και σε ιδιώτες, όπως στον
Μαξιμιλιανό Β’ και στον Φραγκίσκο των Μεδίκων.
Η ώθηση όμως για τη συγκέντρωση έργων τέχνης ήταν ασταμάτητη και πάρα πολλά ήταν τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν
στο φως στη Ρώμη και στις περιοχές οι οποίες αποτελούσαν ιδιοκτησία της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον οι
πάπες να μένουν αδιάφοροι. Άλλωστε, η ίδια η Βιβλιοθήκη του Βατικανού (βλ. λ. Βατικανού, Αποστολική Βιβλιοθήκη), για την
εικονογράφηση και την τεκμηρίωση των έργων της, είχε συγκεντρώσει με το πέρασμα των αιώνων ένα πλούσιο και σημαντικής
αξίας υλικό σε μικρότερα έργα (νομίσματα, αγγεία, επιγραφές, κομψοτεχνήματα από φίλντισι, μπρούντζο κ.ά.), τα οποία
αναγκαστικά έπρεπε να καταγραφούν σε καταλόγους και να ταξινομηθούν.
Δημιουργήθηκε έτσι το 1756, επί πάπα Βενέδικτου ΙΔ’, ο πρώτος πυρήνας των μουσείων: το Μουσείο Χριστιανικής
Αρχαιότητας, στο οποίο προστέθηκε (πάντοτε σύμφωνα με την επιθυμία του Βενέδικτου ΙΔ’) η Πινακοθήκη Επιγραφών. Έπειτα
από δέκα χρόνια (1767) ο Κλήμης ΙΒ’, με τη συνεργασία του καρδινάλιου Αλμπάνι (και ίσως του Γιόχαν Γιοακίμ Βίνκελμαν),
δημιούργησε το Κοσμικό Μουσείο, νομισματική συλλογή που περιλαμβάνει νομίσματα και μετάλλια μεγάλου ενδιαφέροντος.
Στο μεταξύ, η εντατικοποίηση των ερευνών και των αρχαιολογικών ανασκαφών είχε προκαλέσει έναν ανανεωμένο συλλεκτικό
ζήλο, ενώ μεγάλος αριθμός ελληνικών, αιγυπτιακών, ετρουσκικών και ρωμαϊκών έργων, που έρχονταν συστηματικά στο φως,
συγκεντρώνονταν στο Βατικανό. Ο Κλήμης ΙΔ’ (1769-74) και ο διάδοχός του Πίος ΣΤ’ (1775-99) μπόρεσαν έτσι να ιδρύσουν
ένα εξαιρετικό μουσείο γλυπτών έργων, το οποίο ονομάστηκε Μουσείο Πίου-Κλήμεντος προς τιμήν τους. Το μουσείο αυτό
στεγάστηκε σε κτίρια τα οποία, κατά μεγάλο μέρος, χτίστηκαν ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Οι συλλογές του νέου μουσείου,
καθώς και οι συλλογές του Museo Profano, υπέστησαν τις συνέπειες της γαλλικής κατοχής και μεγάλος αριθμός εκθεμάτων
μεταφέρθηκε στη Γαλλία.
Αφού πέτυχε κατά ένα μέρος την επιστροφή τους στην Ιταλία, ο Πίος Ζ’ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα νέο μουσείο που
ονομάστηκε Κιαραμόντι από το κοσμικό επώνυμό του. Μαζί με το Μουσείο Πίου-Κλήμεντος αποτελεί το πιο επιβλητικό και το
πιο πλούσιο σύνολο γλυπτών που υπάρχει στον κόσμο. Ο Πίος Ζ’ θεμελίωσε επίσης την Πινακοθήκη και το Μενταλιέρε
(Μουσείο Μεταλλίων και Νομισμάτων).
Βασικής σημασίας όμως υπήρξε το έργο του Γρηγορίου ΙΣΤ’ (1831-46), με το οποίο τα μουσεία της παπικής έδρας έφτασαν στη
σημερινή τους λαμπρότητα. Το 1836 ίδρυσε την Galleria degli Αrazzi (Στοά των Ταπήτων), που προστέθηκε στην Galleria dei
Candelabri (Στοά των Κηροπηγίων)· το 1837 εγκαινίασε το Ετρουσκικό Μουσείο, εξαιρετικής σπουδαιότητας για τη γνώση του
ετρουσκικού πολιτισμού του νότου· το 1839 το Αιγυπτιακό Μουσείο· τέλος, το 1844 το Museo Profano Lateranense (Μουσείο
μη θρησκευτικής τέχνης του Λατερανού). Δέκα χρόνια αργότερα, ο Πίος Θ’ (1846-78) εγκαινίασε το Museo Cristiano
Lateranense (Χριστιανικό Μουσείο του Λατερανού), αφιερωμένο στην παλαιοχριστιανική τέχνη, και άνοιξε νέες αίθουσες για τη
συγκέντρωση και ταξινόμηση του υλικού που βρέθηκε στην Όστια.
Στον Πίο ΙΑ’ (1922-39), εκτός από σημαντικές προσθήκες στο Ετρουσκικό και στο Αιγυπτιακό μουσείο, οφείλεται και η
εγκαινίαση του Ιεραποστολικού Εθνολογικού Μουσείου.
Βατικανού, σύνοδοι (Εκκλ.). Έτσι αναφέρονται στην εκκλησιαστική ιστορία δύο συνελεύσεις ανωτάτων αξιωματούχων της
Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, προερχομένων από όλες τις χώρες που ακολουθούν το λατινικό δόγμα. Η πρώτη συνήλθε τον
Δεκέμβριο του 1869 και κατά τις συνεδρίες της 13ης και 18ης Ιουλίου 1870 θέσπισε το αλάθητο του πάπα, δηλαδή την αρχή ότι
οι επίσημα διακηρυγμένες αποφάσεις του πάπα της Ρώμης, σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία για την πίστη και για το ήθος, είναι
αλάθητες και δεν χρειάζεται να εγκρίνονται από τους καρδινάλιους και τους επισκόπους. Οι εργασίες της συνόδου αυτής δεν
ολοκληρώθηκαν, γιατί τα ιταλικά στρατεύματα κυρίευσαν τη Ρώμη και κατέλυσαν την κοσμική εξουσία του πάπα. Ωστόσο, η
Δυτ. Καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να αναγνωρίζει και να παραδέχεται ως δόγματα πίστης, όσα θέσπισε η Α’ σύνοδος του
Βατικανού.
Η Β’ σύνοδος συνήλθε το 1962-65 και εγκαινίασε αδελφικό διάλογο ανάμεσα στη Δυτ. Καθολική και στην Ανατ. Ορθόδοξη
Εκκλησία, ο οποίος συνεχίζεται με τελικό σκοπό να επιτευχθεί η ένωση των δύο Εκκλησιών.
Βατικιώτης, Γεώργιος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα. Στην αρχή του Αγώνα υπηρέτησε ως ναύτης σε
πυρπολικά. Από το 1824 έγινε πλοίαρχος πυρπολικών με πολλές επιτυχίες, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η πυρπόληση
πλοίου του στόλου του Χοσρέφ πασά στη Σάμο (1824). Στις 29 Αυγούστου 1824, βύθισε στον Γέροντα μια αιγυπτιακή φρεγάτα
και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου πυρπόλησε ένα τουρκικό πλοίο στο στενό της Μυκάλης.
Βατικιώτης, Δημήτριος (Λακωνία 1790 – 1817). Φιλικός. Ήταν αρχηγός των βουλγαρικών ταγμάτων στο Ρένι της
Βεσσαραβίας από το 1815. Το 1817 κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αθανάσιο Σέκερη και ορίστηκε απόστολός της
για τη Βουλγαρία, όπου ήταν δημοφιλής (με απόφαση του Σκουφά είχαν οριστεί απόστολοι σε όλα τα Βαλκάνια). Οι αρχηγοί
των Βουλγάρων υποσχέθηκαν στον Β. ότι, όταν άρχιζε το κίνημα, 14.000 Βούλγαροι θα πολεμούσαν κατά του σουλτάνου. Ο Β.,
πηγαίνοντας από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα, πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 27 ετών. Σε έγγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης
υπάρχει αφιερωτικό του αδελφού του Ιωάννη, όπου αναφέρεται ότι τελικά οι Βούλγαροι δεν πήραν μέρος στο κίνημα, γιατί δεν
πήραν μέρος και οι Σέρβοι.
Βατίνιος (Ρώμη 94 π.Χ. – ;). Ρωμαίος αξιωματούχος. Φίλος και υποστηρικτής του Ιουλίου Καίσαρα, το 62 π.Χ. τοποθετήθηκε
στην Ισπανία ως ταμίας, όπου απέκτησε περιουσία με ιδιοποιήσεις και εκβιασμούς. Το 58 εξελέγη δήμαρχος και υποστήριξε τον
Καίσαρα, που έγινε έτσι το 53 στρατηγός. Στον εμφύλιο πόλεμο νίκησε τους οπαδούς του Πομπηίου στην Ιλλυρία. Το 46 έγινε
ύπατος και το 42 οργάνωσε θρίαμβο στη Ρώμη.
Βατιώνας. Οικισμός (82 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού.
Βατό, Ζαν Αντουάν (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν-σιρ-Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά
των έργων του Αβρές γιορτές (Fetes galantes) αποτελεί την τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του
18ου αι. Λίγες πληροφορίες υπάρχουν για τη σύντομη ζωή του, που ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένη στη ζωγραφική. Οι
πρόσφατες κριτικές έρευνες κατόρθωσαν να χρονολογήσουν κατά προσέγγιση το πλήθος των ελαιογραφιών του και των
θαυμάσιων σχεδίων που εκτελούσε μελετώντας τα τοπία εκ του φυσικού.
Υπάρχουν περισσότερα από τριακόσια έργα του, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτά η αβέβαιη νεανική του παραγωγή στη
Βαλανσιέν και στο Παρίσι, όταν συνεργαζόταν με τον Ζιγιό ως σκηνογράφος. Από τη μετέπειτα εργασία του κοντά στον Κλοντ
Οντράν για την εξωτική διακόσμηση του πύργου της Μιέτ (κατεστραμμένου σήμερα) σώζεται μόνο ένα γρήγορο πλαστικό
σχέδιο (Βιέννη). Το 1712, ύστερα από μια περίοδο οπότε ζωγράφιζε θέματα της στρατιωτικής ζωής, ο Β. αρχίζει με τους
Ζηλιάρηδες να αναπτύσσει το προσωπικό του ύφος και να εκμεταλλεύεται τις αξίες του φωτός μετατρέποντας τα τοπία σε
λυρικούς χώρους κατοικημένους από μορφές ελαφρές και λεπτά χρωματισμένες που περιορίζονται όμως ακόμα μέσα σε μια
γενική διακοσμητική πλαισίωση του πίνακα. Όταν γνώρισε τον μεγάλο συλλέκτη Κροζά, εγκατέλειψε αυτή την τυποποιημένη
έκφραση και άρχισε νέα σειρά έργων σε πιο συγχρονισμένη αντίληψη, με μορφές αυθόρμητες και φυσικές, μέσα σε μια
αρμονική αλλά ήρεμη και αληθινή φύση. Τότε δημιούργησε έργα όπως τα Συνομιλία, Αδιάφορος, Μνηστευμένη χωρική,
Αγροτικές γιορτές και η φήμη του μεγάλωσε τόσο, ώστε πιεζόμενος από τις απαιτήσεις των πελατών αναγκάστηκε να
εμπιστευτεί σε φίλους την κατασκευή αντιγράφων ή παραλλαγών των έργων του. Το αριστούργημα της σειράς των πινάκων με
χορευτικές, μουσικές ή ερωτικές συγκεντρώσεις κομψών ευγενών, είναι Η επιβίβαση για τα Κύθηρα (Μουσείο Βερολίνου). Η
ελαιογραφία παρουσιάστηκε το 1717 στην Ακαδημία και επηρέασε σημαντικά τη ζωγραφική του 18ου αι. Πολλοί τη μιμήθηκαν,
όπως και τις πολυάριθμες σπουδές που προαναγγέλλουν τον ποιητικό της χαρακτήρα (Αβρή συγκέντρωση σε ένα πάρκο, Αβρό
διάλειμμα κ.ά.).
Η ανάγκη να συμβουλευτεί έναν διάσημο γιατρό, έφερε τον Β. για ένα σύντομο διάστημα στο Λονδίνο. Πέθανε λίγο μετά την
επιστροφή του στη Γαλλία. Η πνευματική διαθήκη του είναι ο πίνακας-έμβλημα του καταστήματος Ζερσέν στη γέφυρα της
Παναγίας του Παρισιού. Στη μεγάλη αυτή ελαιογραφία (σήμερα στην κρατική Πινακοθήκη του Βερολίνου) απεικονίζεται το
κατάστημα ενός εμπόρου ζωγραφικών έργων και με τη γοργή και ζεστή πινελιά του ανοίγει τον δρόμο στη μοντέρνα ζωγραφική.
Γενικά, το έργο του Β. στην περίοδο της ωριμότητάς του χαρακτηρίζεται από ένα βαθύ ποιητικό αίσθημα ανάμεικτο με μια
ελαφρά μελαγχολική διάθεση που διαποτίζει ακόμα και τις γενικά χαρούμενες Αβρές γιορτές. Η σειρά αυτή (Αβρή συγκέντρωση
σε ένα πάρκο, Η κρήνη στον κήπο, Ραντεβού για κυνήγι κ.ά.) αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο που απεικονίζει τα ήθη ενός
κόσμου βυθισμένου στην κενότητα, στη μετριότητα και στην ελευθεριότητα με εμφανή τα σημάδια της φθοράς.
Βατόλακκος. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 386 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΒΑ της
πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Στην περιοχή υπάρχουν ίχνη αρχαίου οικισμού.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 739 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στην πρώην επαρχία
Κυδωνίας, 15 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων.
βατόμετρο (Ηλεκτρ.). Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος την οποία απορροφά ένα ηλεκτρικό
κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ.
Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από ένα ηλεκτροδυναμόμετρο, το ένα από τα δύο πηνία του οποίου διαρρέεται από το ρεύμα
που διατρέχει το κύκλωμα, ενώ το άλλο διαρρέεται από ρεύμα με ένταση ανάλογη προς την εμφανιζόμενη τάση στα άκρα του
κυκλώματος. Επειδή η ένδειξη του δείκτη του ηλεκτροδυναμόμετρου είναι ανάλογη προς το γινόμενο των εντάσεων των
ρευμάτων που διαρρέουν τα δύο πηνία του, έπεται ότι στο ηλεκτροδυναμικό β. η ένδειξη είναι ανάλογη προς το γινόμενο της
έντασης του ρεύματος του κυκλώματος επί την εφαρμοζόμενη τάση, δηλαδή τελικά ανάλογη προς την ηλεκτρική ισχύ που
απορροφά αυτό το κύκλωμα (υπενθυμίζεται ότι η ισχύς W = VI). Το ηλεκτροδυναμικό β. μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
μετρήσεις ισχύος σε κυκλώματα συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος χαμηλής συχνότητας (έως μερικές δεκάδες κύκλους ανά
δευτερόλεπτο).
Το επαγωγικό β. αποτελείται από δύο ηλεκτρομαγνήτες των οποίων οι περιελίξεις διαρρέονται αντίστοιχα από το ρεύμα του
κυκλώματος και από ένα ρεύμα με ένταση ανάλογη προς την τάση που εφαρμόζεται στα άκρα του κυκλώματος. Οι δύο
ηλεκτρομαγνήτες είναι τοποθετημένοι με τέτοιον τρόπο ώστε οι μαγνητικές ροές τους να επιδρούν σε έναν δίσκο από αλουμίνιο.
Ο δίσκος αυτός υφίσταται τη δράση κινητήριας ροπής ανάλογης προς το γινόμενο των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν
τις περιελίξεις των ηλεκτρομαγνητών. Ο δίσκος του αλουμινίου, πάνω στον οποίο είναι προσαρμοσμένος ο δείκτης, συνδέεται
με ένα επανατατικό ελατήριο. Αυτό απαγορεύει τη συνεχή περιστροφή, επιτρέπει όμως τη γωνιακή μετατόπιση κατά γωνία
ανάλογη προς την κινητήρια ροπή και τελικά ανάλογη προς την ισχύ που απορροφά το ηλεκτρικό κύκλωμα. Το επαγωγικό β.
μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος χαμηλής συχνότητας.
Για τη μέτρηση της ισχύος που απορροφούν κυκλώματα υψίσυχνων ρευμάτων, χρησιμοποιούνται θερμικά β. Τα β. αυτά
αποτελούνται από σειρές αντιστάσεων οι οποίες, όταν διαρρέονται από το ηλεκτρικό ρεύμα, θερμαίνονται φτάνοντας σε
θερμοκρασία ανάλογη προς την ισχύ που απορροφά το εξεταζόμενο κύκλωμα. Η τιμή των θερμοκρασιών μετράται με
κατάλληλα συστήματα θερμοηλεκτρικών ζευγών.
βατομουριά (Βοτ.). Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Rubus της οικογένειας των ροδιδών (αναφέρονται
επίσης με την κοινή ονομασία βάτος). Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη και υβρίδια, χαμηλών, συνήθως αγκαθωτών θάμνων, με
ευρεία εξάπλωση σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις βόρειες εύκρατες περιοχές. Έχουν απλά πτεροειδή ή σύνθετα παλαμοειδή
φύλλα και λευκά ή ρόδινα, πενταμερή άνθη. Το γένος Rubus παρουσιάζει ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον λόγω των εδώδιμων
καρπών πολλών ειδών του. Πρόκειται για κοινοκάρπια, τα οποία αποτελούνται από πολλές μικρές μονόσπερμες δρύπες.
Στην Ελλάδα συναντώνται αυτοφυή διάφορα είδη, μεταξύ των οποίων τα Rubus fruticosus, Rubus caesius, Rubus hirtus και
Rubus idaeus. Το είδος Rubus fruticosus φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις
όχθες των ρυακιών. Βγάζει άφθονες παραφυάδες, οι οποίες σχηματίζουν μακρείς και ευλύγιστους τοξοειδείς βλαστούς με
ισχυρά αγκάθια. Έχει βαθυπράσινα, σύνθετα φύλλα, με 3-5 οδοντωτά φυλλάρια, από τα οποία το επάκριο έχει μακρύτερο μίσχο.
Τα άνθη έχουν υπόλευκα πέταλα και είναι διατεταγμένα κατά αραιές φόβες. Οι καρποί του, τα γνωστά άγρια βατόμουρα, είναι
χυμώδεις, εύγευστοι και εδώδιμοι, στην αρχή πράσινοι, έπειτα κοκκινόξανθοι και τελικά μαύροι και γυαλιστεροί. Το είδος
Rubus caesius είναι χαμηλός θάμνος, ο οποίος φύεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας κατακείμενος, με σποραδική εξάπλωση
στην κεντρική και βόρεια ηπειρωτική χώρα. Ιδιαίτερα γνωστό είναι το είδος Rubus idaeus, όρθιος θάμνος, αυτοφυής στα
κωνοφόρα δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας, γνωστός ως σμεουριά. Καλλιεργείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για τον εύγευστο
κόκκινο καρπό του, που είναι γνωστός με τη γαλλική ονομασία φραμπουάζ. Τα βατόμουρα και τα σμέουρα είτε τρώγονται νωπά
είτε κονσερβοποιούνται, ενώ χρησιμοποιούνται επίσης για την παρασκευή μαρμελάδων, κρασιού, τον αρωματισμό λικέρ κ.ά.
Βατοπαιδίου, μονή. Άλλη γραφή της μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Βλ. λ. Άγιον Όρος (Συνοπτική αναφορά μονών).
Βατοπέδι. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 236 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στο
εσωτερικό του μυχού του κόλπου της Κασσάνδρας, 26 χλμ. ΝΑ του Πολύγυρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορμυλίας.
Βατοπεδίου, μονή. Μονή του Αγίου Όρους. Βλ. λ. Άγιον Όρος (Συνοπτική αναφορά μονών).
Βατοπεδίου, όρμος. Όρμος στην ανατολική ακτή της χερσονήσου του Άθω (Αγίου Όρους). Βρίσκεται μεταξύ των
ακρωτηρίων Θημωνιά στα ΒΔ και Κούλτσου στα ΝΑ. Έχει άνοιγμα εισόδου 1,8 ναυτικά μίλια και είσδυση 0,75 ναυτικά μίλια.
Στο νοτιοανατολικό άκρο του μυχού βρίσκεται η μονή Βατοπεδίου. Μεταξύ των όρμων Β. και Ζωγράφου, στη δυτική ακτή,
εντοπίζεται το μικρότερο πλάτος της χερσονήσου, περίπου 5,5 χλμ.
βάτος (Βοτ.). Άλλη ονομασία για τη βατομουριά. Βλ. λ. βατομουριά.
Βάτος. Ονομασία τεσσάρων οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου, 159 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 467 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στα δυτικά παράλια του νησιού, 15 χλμ. Δ της πόλης της
Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρελίων του νομού Κερκύρας.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 45 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου.
4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 52 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην πρώην επαρχία
Αγίου Βασιλείου, στις βόρειες κλιτύς του όρους Σιδερώτας, 38 χλμ. ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης.
Βάτος. Ακατοίκητο νησί του Αιγαίου πελάγους. Ανήκει στη συστάδα των Οινουσσών και βρίσκεται Ν της νησίδας Πασάς.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου.
Βατουδιάρης. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 54 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, στις βορειοανατολικές απολήξεις των Λευκών ορέων, 42 χλμ. ΝΑ της πόλης των Χανίων.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρυονερίδας.
Βατούμ (Batum ή Batumi). Πόλη (121.806 κάτ. το 2002) της Γεωργίας, πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας της Ατζαρίας
(2.880 τ. χλμ., 376.016 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε έναν καλά προστατευόμενο κόλπο της Μαύρης θάλασσας, στις εκβολές
του ποταμού Τσορούχ.
Χάρη στην προνομιούχα παραθαλάσσια τοποθεσία του, το Β. είναι αρκετά φημισμένο κέντρο παραθερισμού. Είναι όμως κυρίως
γνωστό ως λιμάνι στο οποίο καταλήγει ο πετρελαιαγωγός του Μπακού και ως βιομηχανικό κέντρο με μεγάλη κίνηση, ιδιαίτερα
στους τομείς της χημικής βιομηχανίας (διυλιστήρια πετρελαίου), μηχανολογικού εξοπλισμού και τροφίμων. Στο λιμάνι του, που
συνδέεται με όλα τα σπουδαιότερα λιμενικά κέντρα της Μαύρης θάλασσας, φορτώνονται προϊόντα πετρελαίου, φρούτα, νήματα,
υφάσματα, ξυλεία, μηχανήματα και μαγγάνιο.
Ιστορία. Πόλη με μεγάλη ιστορία, γνωστή κατά την αρχαιότητα με την ονομασία Βατίς, στους χριστιανικούς αιώνες υπήρξε για
μεγάλο χρονικό διάστημα μήλον της έριδος μεταξύ των Πάρθων και των Βυζαντινών, ενώ στη συνέχεια γνώρισε εναλλάξ
περιόδους ευημερίας και παρακμής, ιδιαίτερα μετά τις καταστροφές που της προκάλεσαν οι Μογγόλοι και οι Γεωργιανοί.
Παρέμεινε στην κυριότητα των Τούρκων από το 1564 έως το 1878, οπότε με τη συνθήκη του Βερολίνου παραχωρήθηκε στη
Ρωσία.
Βατούνια. Υδάτινο ρεύμα της Χαλκιδικής. Σχηματίζεται στις νοτιοδυτικές κλιτύς του όρους Χολομώντας, ρέει προς Ν,
διέρχεται από τον οικισμό Όλυνθο και καταλήγει στον μυχό του κόλπου της Κασσάνδρας, ΝΑ του οικισμού Άγιος Μάμας.
Βατούσσα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 529 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 67 χλμ. ΒΔ της
Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερεσού-Αντίσσης του νομού Λέσβου. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Βατοχώρι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 34 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, προς τα
όρια με τον νομό Καστοριάς, στις βόρειες κλιτύς της κορυφής Μπούτσι, 42 χλμ. ΝΔ της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στην
κοινότητα Κρυσταλλοπηγής.
βατραχάνθρωποι (Στρατ.). Ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού που χρησιμοποιούνται στις υποβρύχιες
επιχειρήσεις. Το πολεμικό αυτό σώμα δημιουργήθηκε όταν εφευρέθηκε η αυτόνομη υποβρύχια συσκευή που επέτρεψε στον
άνθρωπο να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο νερό με ανεξαρτησία κινήσεων. Για να προσεγγίσουν κάποιον
στόχο τους, οι β. είτε κολυμπούν είτε χρησιμοποιούν αυτοκατευθυνόμενες τορπίλες, ταχυκίνητα σκάφη ή μικρά υποβρύχια.
Ανάλογο σώμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Ιταλούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο εξοπλισμός των β.
αποτελείται από μια στεγανή προσωπίδα (μάσκα), πτερύγια των ποδιών (πέδιλα), στεγανό σακίδιο για τις εκρηκτικές ύλες και
μια αυτόνομη υποβρύχια συσκευή. Η συσκευή αυτή αποτελείται από μια μεταλλική φιάλη, μέσα στην οποία αποθηκεύεται
ατμοσφαιρικός αέρας με πίεση, και από έναν ρυθμιστή της πίεσης ή μειωτήρα, από τον οποίο διοχετεύεται στον δύτη αέρας με
πίεση ίση προς την πίεση του υγρού περιβάλλοντος στο οποίο κινείται.
βατραχίδες (Βοτ.). Εξελληνισμένη ονομασία της οικογένειας φυτών ranunculaceae. Βλ. λ. ρανουγκουλίδες.
Βάτραχοι. Κωμωδία του Αριστοφάνη, που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Ευριπίδη (4ο6 π.Χ.) και ανέβηκε έναν χρόνο
αργότερα (405 π.Χ.), χαρίζοντας στον μεγάλο κωμικό τα πρωτεία στον δραματικό αγώνα των Ληναίων.
Η υπόθεση της κωμωδίας έχει ως εξής: ο Διόνυσος βρίσκει πια ανυπόφορη τη ζωή με τους ποιητές που έχουν απομείνει και
αποφασίζει να κατεβεί στον Άδη για να επαναφέρει στη ζωή τον Ευριπίδη. Μεταμορφώνεται σε Ηρακλή, φθάνει στην
Αχερουσία λίμνη, όπου ο Χάρων τον περνάει έναντι δύο οβολών, αλλά αποκλείει τον δούλο του Ξανθία, επειδή δεν είχε
μετάσχει στη ναυμαχία των Αργινουσών, και ο Ξανθίας αναγκάζεται να περάσει γύρω από τη λίμνη πεζός. Ο θεός κωπηλατεί
ρυθμικά, ακολουθώντας τα κοάσματα των βατράχων της λίμνης, τα οποία εκτελεί ο Χορός, κρυμμένος πίσω από το προσκήνιο.
Τελικά φτάνει στον Άδη, αλλά επειδή ο Ηρακλής είχε κάνει πολλές αδικίες εκεί, οι αδικημένοι επιτίθενται κατά του Διονύσου
που φοράει τη λεοντή και ο Διόνυσος αναγκάζεται να βάλει τα ρούχα του Ξανθία. Ενώπιον του Πλούτωνα διεξάγεται
δραματικός αγώνας, με έπαθλο τη σίτιση στο πρυτανείο και τον τραγικό θρόνο, ανάμεσα στον Αισχύλο, ο οποίος κατείχε ήδη
τον θρόνο, και τον Ευριπίδη που μόλις έφτασε και τον διεκδικεί. Ο Διόνυσος περιμένει την έκβαση του αγώνα για να φέρει στη
γη τον νικητή. Η κρίση αφορά όλα τα μέρη της τραγωδίας και ο Αριστοφάνης διακωμωδεί, αλλά λέει και αλήθειες σχετικά με
την αξία των τραγικών ποιητών. Τελικά κερδίζει ο Αισχύλος, που εκπροσωπεί το πνεύμα της ηρωικής αθηναϊκής περιόδου και
χάνει ο Ευριπίδης, με το διαλεκτικό πνεύμα που ανατέμνει και διαλύει τα πάντα, αλλά ο θρόνος δίνεται στον Σοφοκλή, που
ακολούθησε τα χνάρια του Αισχύλου, δηλαδή βάδισε στη γραμμή της παράδοσης.
Στο έργο του αυτό, ο Αριστοφάνης διαγράφει με καθαρές γραμμές τις ανησυχίες του για τη συνεχή μείωση του αθηναϊκού
μεγαλείου στον πολιτικό και πνευματικό τομέα, χρησιμοποιώντας θαυμάσια λυρικά μέρη και πρωτότυπα κωμικά στοιχεία, που
αναδεικνύουν το έργο σε ένα από τα τελειότερα του είδους. Εκτός από τη δραματική κρίση και την τεχνική πρωτοτυπία, οι Β.
περιέχουν και πολιτικούς υπαινιγμούς για τον Δήμο που είχε καταστεί έρμαιο των ανίκανων και ανήθικων πολιτικών. Ο
Αριστοφάνης συγκρίνει στην κωμωδία του αυτή την υψιπετή ποίηση και την εύνομη πολιτεία της περιόδου ακμής με την ποίηση
και την πολιτεία της εποχής του, δηλαδή των τελευταίων χρόνων του ατυχούς Πελοποννησιακού πολέμου.
Βατραχομυομαχία. Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, το οποίο αποδόθηκε στον ίδιο
τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο κ.ά. Ωστόσο, το ποίημα είναι μεταγενέστερο και πιθανότατα γράφτηκε την εποχή
των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους ενός έλους και στους ποντικούς που ζουν
τριγύρω. Ο ποντικός Ψιχάρπαξ (= αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα) έχει προσκληθεί από τον βασιλιά των βατράχων Φυσίγναθο (=
φουσκομάγουλο) να πάει στο σπίτι του καθισμένος στην πλάτη του για να διασκεδάσουν. Ξαφνικά παρουσιάζεται μια νεροφίδα
και ο βάτραχος χώνεται κάτω από το νερό φοβισμένος, αλλά ο ποντικός πνίγεται. Οι ποντικοί θυμώνουν για τον θάνατο του
ομόφυλού τους, ετοιμάζουν πόλεμο εναντίον των βατράχων και στέλνουν κήρυκα τον Εμβασίχυτρο (= αυτός που μπαίνει στις
χύτρες). Μετά τα σαλπίσματα των κουνουπιών, αρχίζει η μάχη με πολλούς νεκρούς. Οι θεοί, αρχικά ουδέτεροι, επεμβαίνουν
τελικά για να σώσουν τους βατράχους. Ο κεραυνός του Δία δεν φοβίζει τους ποντικούς, που αρνούνται να υποχωρήσουν, και
τότε ο Δίας τούς στέλνει ψαλιδοφόρους καρκίνους (= καραβίδες), που κόβουν τις ουρές, τα πόδια και τα κεφάλια των ποντικών,
με αποτέλεσμα να τραπούν οι υπόλοιποι σε φυγή.
Οι λόγοι των εμπολέμων, γεμάτοι ρητορικά σχήματα, η επέμβαση των θεών, τα αστεία ονόματα των ποντικών (Τυρογλύφος,
Λειχοπίναξ, Μεριδάρπαξ, Τρωξάρτης) και των βατράχων (Υψιβόας, Πολύφωνος, Βορβοροκοίτης, Κραυγασίδης) καθιστούν την
υπόθεση εξαιρετικά κωμική, με αποτέλεσμα το έργο να σημειώσει μεγάλη επιτυχία στην αρχαιότητα, παρότι ποιητικά είναι
μέτριο και το ύφος του είναι στεγνό και χωρίς πολλή φαντασία.
βάτραχος (Ζωολ.). Γενική ονομασία των άνουρων αμφιβίων· οι τυπικοί β. ανήκουν στην οικογένεια των ρανιδών με
χαρακτηριστικό αντιπρόσωπο το γένος Rana. Το πιο διαδεδομένο είδος στην Ευρώπη είναι ο Rana ridibunda, ο κοινός ή
πράσινος β., ο οποίος είναι γνωστός στην Ελλάδα και με τις κοινές ονομασίες βατράχι, βαθράκι, βαθρακός, μπάκακας και
βάθρακας. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και έχει μικρά και λεπτά δόντια μόνο στην άνω σιαγόνα και στον ουρανίσκο, τα οποία
δεν έχουν μασητική ικανότητα, αλλά χρησιμεύουν για να συγκρατούν την τροφή πριν από την κατάποση. Η γλώσσα του, πλατιά
και κολλώδης, εκτινάσσεται ταχύτατα έξω από το στόμα για να συλλάβει τη λεία.
Ζει σε λιμνάζοντα ή χαμηλής ροής νερά, ανάμεσα στα υδρόβια φυτά και στην παρόχθια βλάστηση. Τις ζεστές ώρες της ημέρας
παραμένει μέσα στο νερό και τρέφεται κυρίως με έντομα, μαλάκια και σκουλήκια. Στις περιοχές όπου ο χειμώνας είναι αρκετά
βαρύς, περνά μερικούς μήνες σε κατάσταση νάρκης, κρυμμένος σε τρύπες μέσα στο χώμα ή στη λάσπη.
Ο πράσινος β. συναντάται στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης. Είναι ωφέλιμος για τον άνθρωπο, γιατί, εκτός από το κρέας
που του προσφέρει (στις χώρες όπου τρώγεται), τρέφεται με πολλά επιβλαβή έντομα. Κατά το παρελθόν, χρησιμοποιήθηκε ως
πειραματόζωο για κάθε είδους βιολογικές και φυσιολογικές μελέτες. Βλ. λ. αμφίβια· άνουρα.
βάτραχος, γιγαντιαίος (Ζωολ.). Κοινή ονομασία του είδους Conrana goliath, αμφιβίου της οικογένειας των ρανιδών, το οποίο
ζει στην τροπική Αφρική. Ο βάτραχος αυτός, όπως υποδηλώνει και η κοινή ονομασία του, είναι ο μεγαλύτερος που υπάρχει στη
Γη και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 75 εκ., μαζί με τα πόδια, και να ξεπεράσει τα 3 κιλά σε βάρος. Το μέγεθός του δεν του
προσφέρει κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα· αντίθετα, σε συνδυασμό με την αρκετά εύγευστη σάρκα του, προσελκύει την
προσοχή των ιθαγενών κατοίκων που τον κυνηγούν.
βατραχόψαρο (Ιχθλ.). Κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων του γένους Lophius, της οικογένειας των λοφιιδών. Το πιο μεγάλο
είδος του γένους αλλά και ολόκληρης της οικογένειας είναι το Lophius piscatorius, γνωστό επίσης και με την ονομασία
πεσκανδίτσα. Έχει τεράστιο πεπλατυσμένο κεφάλι και σώμα που μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 2 μ. και σε βάρος τα 50 κιλά. Τα
μάτια του βρίσκονται στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και το στόμα του είναι τόσο μεγάλο ώστε μπορεί να καταπιεί ένα ψάρι
ίδιου μεγέθους με το ίδιο. Τα δόντια του είναι πολλά και μυτερά και έχουν κατεύθυνση προς τα μέσα, όπως και στα φίδια,
γεγονός που εμποδίζει τη λεία του να ξεφύγει. Το δέρμα του είναι χοντρό, γυμνό από λέπια, έχει όμως αγκάθια, φυμάτια και
λεπτά σαρκώδη εξαρτήματα, που κρέμονται σαν κρόσσια στο άκρο της σιαγόνας και στις πλευρές του κορμού. Κατά μήκος της
μεσαίας γραμμής της κεφαλής υπάρχουν τρεις πτερυγιακές ακτίνες (άκανθες)· η πρώτη είναι επιμήκης και έχει στην άκρη της
μια ευκίνητη διχαλωτή μεμβράνη.
Κινείται στην επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο έρπει αργά με τη βοήθεια των θωρακικών και
κοιλιακών του πτερυγίων, αναζητώντας την τροφή του. Είναι πολύ λαίμαργο και αδηφάγο ψάρι, με ευρύχωρο στομάχι. Τα αβγά
του σχηματίζουν μία μακριά ζελατινώδη ταινία, το μήκος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 10 μ. Το ψάρι αυτό είναι περιζήτητο
για το νόστιμο κρέας του. Μόλις συλληφθεί, το γδέρνουν και του κόβουν το κεφάλι, ενώ το κρέας της ουράς του διατίθεται προς
πώληση.
Βατσαξής, Ιωάννης (Ύδρα 1778 – 1841). Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Μπατζαξής). Πήρε μέρος σε δεκατρείς
επιχειρήσεις με το μπρίκι του Κίμων, από το 1821 έως το 1827. Μετά την απελευθέρωση στάλθηκε από τον Μιαούλη στη
Θεσσαλονίκη για να προμηθευτεί την ξυλεία που χρειαζόταν ο ναύσταθμος του Πόρου (1834).
βατσέλο (ιταλ. bascello). Κοινή ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί κατά τον 18o και 19o αι. για τα κατάφρακτα πλοία,
δηλαδή τα δίκροτα και τα τρίκροτα· αναφέρονται επίσης με την ονομασία βασέλο.
βατσέλο δελίνι (ιταλ. bascello de linea). Έτσι ονομαζόταν το μεγάλο πολεμικό πλοίο της γραμμής.
βατσέλο ραζάδο (ιταλ. bascello rasado). Έτσι ονομαζόταν ένας τύπος φρεγάδας που χρησιμοποιούσαν κυρίως στη δυτική
Μεσόγειο. Χαρακτηριστικό του τύπου αυτού ήταν ότι είχαν καταργηθεί από τον οπλισμό του τα δύο ανώτερα πυροβολεία. Στον
τύπο αυτό ανήκαν και τα μεγάλα πλοία που πυρπόλησε ο Κανάρης.
Βατσιανά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 23 κάτ.) της Γαύδου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στην κοινότητα Γαύδου του νομού Χανίων.
Βατσουνιά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 605 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού,
κοντά στα όρια με τον νομό Τρικάλων, 43 χλμ. Δ της πόλης της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου.
Βάττος. Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της αρχαίας Κυρήνης (Β. σήμαινε βασιλιάς στη λιβυκή γλώσσα).
1. Βάττος Α’ (; – 590; π.Χ.). Βασιλιάς της Κυρήνης (περ. 631-590 π.Χ.). Υπήρξε ο οικιστής της Κυρήνης, μαζί με άλλους
αποίκους από τη Θήρα. Ήταν γιος του Πολυμνήστου και της Φρονίμης, κόρης του Ετέαρχου, και απόγονος του Μινύα Ευφήμου.
Βασίλεψε 40 χρόνια, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Ήταν αδύνατο παιδί και τραυλό και ίσως από αυτό να προήλθε η λέξη
βαττολογώ (= τραυλίζω). Όταν έγινε άνδρας ο Β. πήγε στην Πυθία να τη ρωτήσει για τη φωνή του και εκείνη του είπε πως θα
γινόταν βασιλιάς της Λιβύης. Κάποια χρονιά που οι Θηραίοι υπέφεραν από ξηρασία, συμβουλεύτηκαν το Μαντείο των Δελφών
και η Πυθία τούς είπε να στείλουν τον Β. να ιδρύσει την Κυρήνη στη Λιβύη (Ηρόδοτος, Δ’ 155-156).
2. Βάττος Β’, ο Ευδαίμων (; – 560; π.Χ.). Βασιλιάς της Κυρήνης (περ. 574-560 π.Χ.). Γιος και διάδοχος του Αρκεσίλαου Α’ και
εγγονός του Β. Α’. Η Κυρήνη γνώρισε την εποχή εκείνη μεγάλη ακμή και ύστερα από έναν πόλεμο με τους Αιγυπτίους, ο
βασιλιάς τους Άμασις νυμφεύθηκε την κόρη του Β. (ίσως το 571 π.Χ.) και οι σχέσεις τους έγιναν ειρηνικές.
3. Βάττος Γ’, ο Χωλός ή Παράλυτος (; – 530; π.Χ.). Βασιλιάς της Κυρήνης (περ. 544-530 π.Χ.). Ήταν γιος του Αρκεσίλαου Β’.
Επί της βασιλείας του οι Κυρηναίοι ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών ποια διοίκηση έπρεπε να εγκαταστήσουν για να ζήσουν
ευτυχισμένοι. Η Πυθία τους συμβούλεψε να φέρουν οργανωτή από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας, που είχε καλούς θεσμούς. Οι
Μαντινείς τούς έδωσαν τον Δημώνακτα, που διαίρεσε τους Κυρηναίους σε τρεις φυλές, εκχώρησε ιερατικά αξιώματα στον Β.,
ενώ όλα τα άλλα δικαιώματα του βασιλιά τα παραχώρησε στον δήμο (Ηρόδοτος, Δ’ 161). Νυμφεύτηκε τη Φερετίμη και ο γιος
τους Αρκεσίλαος Γ’ ζητούσε τα προνόμια των προγόνων του, αλλά νικήθηκε και κατέφυγε στη Σάμο. Παρεξηγώντας έναν
χρησμό της Πυθίας, γύρισε στην Κυρήνη και εκδικήθηκε τους αντιπάλους του, όταν όμως πήγε στη Βάρκη, σκοτώθηκε από
Κυρηναίους πρόσφυγες.
4. Βάττος Δ’, ο Καλός (β’ μισό 6ου – α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Κυρήνης (514;-; π.Χ.). Διαδέχτηκε τον Αρκεσίλαο Γ’,
αλλά δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες ούτε για τη διάρκεια της βασιλείας του, ούτε για τη ζωή του. Ο γιος του,
Αρκεσίλαος Δ’, υπήρξε ο όγδοος και τελευταίος βασιλιάς της Κυρήνης, η οποία μετά από αυτόν έγινε υποτελής στους Πέρσες.
Βάττος (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της
ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία.
Βάττυνα. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Η πόλη τοποθετείται πιθανότατα στην Ορεστίδα της Δυτικής Μακεδονίας και είναι
γνωστή από μια περιγραφή του 2ου αι. μ.Χ., η οποία βρέθηκε κοντά στον σημερινό οικισμό Κρανοχώρι του νομού Καστοριάς,
γι’ αυτό μία άποψη τοποθετεί εκεί την πόλη.
Βατωνιές. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 74 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, Α του
όρμου Αγίου Γεωργίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Γεωργίου του νομού Κερκύρας.
βατώρα (Ηλεκτρ.). Μονάδα της ηλεκτρικής ενέργειας· αναφέρεται και ως βατώριο. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση της
ενέργειας που καταναλώνουν διάφορες ηλεκτρικές συσκευές στη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Ο φυσικός ορισμός
της μονάδας είναι: η ενέργεια που παράγεται από μηχανή ισχύος 1W (1 βατ) και η οποία λειτουργεί για μία ώρα. Ισούται με το
ένα χιλιοστό της κιλοβατώρας, που είναι και η πιο συνηθισμένη μονάδα. Η β. ισούται με 3.600 τζάουλ και η κιλοβατώρα με
3.600.000 τζάουλ.
Βαυαρία (Bayern). Ομόσπονδο κρατίδιο (70.549 τ. χλμ., 12.387.000 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, που εκτείνεται στο
νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Συνορεύει στα Ν και ΝΑ με την Αυστρία, στα Α με την Τσεχία, στα Δ και ΒΔ με τα κρατίδια
Μπάντεν-Βυρτεμβέργης και Έσεν και στα Β με τα κρατίδια Θουριγκίας και Σαξονίας.
Η Β. είναι το μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας σε έκταση και το δεύτερο μεγαλύτερο σε πληθυσμό. Περιλαμβάνει διάφορες
ιστορικές γεωγραφικές περιοχές και συγκεκριμένα την Άνω Β. (Oberbayern) στα ΝΑ, την Κάτω Β. (Niederbayern) στα Α, τη
Σουηβία (Schwaben) στα ΝΔ, την Κεντρική Φραγκονία (Mittelfranken) στα Δ, την Κάτω Φραγκονία (Unterfranken) στα ΒΔ,
την Άνω Φραγκονία (Oberfranken) στα Β και το Άνω Παλατινάτο (Oberpfalz) στα ΒΑ.
Ορεινή στα Ν και Α, όπου βρίσκονται τα ανάγλυφα των Βαυαρικών Άλπεων (με ψηλότερη κορυφή τους την Τσουγκσπίτσε,
2.963 μ.), του Βοημικού Δρυμού και του Φιχτελγκεμπίργκε, η Β. παρουσιάζει σε άλλα τμήματά της μια σειρά λοφωδών
πτυχώσεων, σκεπασμένων με πυκνά δάση από έλατα, τα οποία απλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις τόσο στις πεδινές ζώνες όσο και
στο βαυαρικό υψίπεδο. Η περιοχή διασχίζεται από τον Δούναβη και τους παραποτάμους του Ίλερ, Λεχ, Ίζαρ, Ιν, Άλτμιλ, Νάαμπ
και Ρέγκεν, καθώς και από τον Μάιν, στον οποίο εκβάλλει ο Ρέγκνιτς. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό με χειμώνες μάλλον ψυχρούς
και δροσερά καλοκαίρια. Οι βροχοπτώσεις, πυκνότατες στα ορεινά, είναι άφθονες παντού και ευνοούν την παραγωγή
ζωοτροφών, δημητριακών (βρόμη, σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι), πατάτας και κηπευτικών. Σε μερικές κοιλάδες, όπως του Μάιν,
καλλιεργούνται αμπέλια, από τα οποία παράγονται περίφημα κρασιά. Ευρύτατα διαδεδομένη είναι η κτηνοτροφία. Τα τελευταία
χρόνια, όμως, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιομηχανία, καθώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στην περιοχή
σημειώνεται ο υψηλότερος δείκτης βιομηχανικής ανάπτυξης της Γερμανίας, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς ηλεκτρονικών,
προσωπικών υπολογιστών, μηχανολογικού εξοπλισμού, πετρελαιοχημείας, αυτοκινήτων, ενδυμασίας και τροφίμων. Κέντρα της
βιομηχανικής δραστηριότητας είναι το Μόναχο, το Ίνγκολστατ, η Νυρεμβέργη, το Άουγκσμπουργκ, το Χοφ και το Έρλανγκεν.
Πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους είναι το Μόναχο, χτισμένο στο βαυαρικό υψίπεδο, εκατέρωθεν του ποταμού Ίζαρ. Οι
άλλες κυριότερες πόλεις είναι το Άουγκσμπουργκ στη Σουηβία, το Ρέγκενσμπουργκ στο Άνω Παλατινάτο, η Νυρεμβέργη στην
κεντρική Φραγκονία, το Μπάμπεργκ και η Μπαϊρόιτ στην άνω Φραγκονία, το Βίρτσμπουργκ στην κάτω Φραγκονία (βλ.
αντίστοιχα λήμματα πόλεων, για περισσότερες λεπτομέρειες).
Στην αλπική περιοχή υπάρχουν τα κέντρα θερινής διαμονής και χειμερινών σπορ του Μπερχτεσγκάντεν, κοντά στη γραφική
λίμνη Κένιχσζεε. Εκεί επίσης βρίσκονται το Ομπεραμεργκάου, γνωστό κυρίως από την αναπαράσταση των Παθών, και η
ονομαστή λουτρόπολη Μπαντ Ράιχενχαλ. Στη Βαυαρική Σουηβία βρίσκονται το Κέμπτεν, πόλη προ-ρωμαϊκής καταγωγής
(Campodunum), με τη ρυθμού μπαρόκ εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου και άλλα ενδιαφέροντα μνημεία· το Μέμινγκεν, αρχαία
αυτοκρατορική ελεύθερη πόλη, που ο αρχικός οικοδομικός πυρήνας της βρίσκεται ακόμα σε καλή κατάσταση, κλεισμένος μέσα
στα μεσαιωνικά τείχη του· το Νου Ουλμ, βιομηχανικό κέντρο στη δεξιά όχθη του Δούναβη απέναντι στην Ουλμ. Στην Άνω Β.
ξεχωρίζουν οι πόλεις Ροζενχάιμ, με ζωηρή βιομηχανική κίνηση στην όχθη του Ιν· το Τράουνσταϊν, λουτρόπολη και κέντρο
χειμερινών σπορ· το Άλτετινγκ, τόπος προσκυνήματος της εικόνας της Μαύρης Παναγίας που φυλάσσεται στη Χέλιγκε Καπέλε,
καρολίγγειος ναός του 9ου αι.· το Φράισινγκ, στην αριστερή όχθη του Ίζαρ, αρχαία πόλη πλούσια σε μνημεία, ανάμεσα στα
οποία ξεχωρίζει η μητρόπολη του 12ου αι.· το Ίνγκολστατ, μεγάλο κέντρο πετρελαιοχημικής βιομηχανίας, στο οποίο
καταλήγουν οι πετρελαιαγωγοί που ξεκινούν από τη Μασσαλία, τη Γένοβα και την Τεργέστη.
Τα κυριότερα κέντρα της Κάτω Β. είναι το Πασάου, που ίδρυσαν ο Ρωμαίοι με την ονομασία Castra Batava, λιμάνι στον
Δούναβη κοντά στη συμβολή των Ιλτς και Ιν, πόλη γνωστή για τη μητρόπολή της, το δημαρχικό μέγαρο και το αβαείο της
Νίντεμπουργκ, καθώς και η Λάντσουτ, στον Ίζαρ, πλούσια επίσης σε μνημεία γοτθικά και μπαρόκ.
Σημαντικές πόλεις υπάρχουν και στη Φραγκονία. Στην άνω Φραγκονία βρίσκονται το Κόμπουργκ (βλ. λ.) από την ονομασία του
οποίου προέκυψε το όνομα ενός κλάδου του ηγεμονικού οίκου της Σαξονίας, και η Χοφ, βιομηχανική πόλη στους πρόποδες του
Φιχτελγκεμπίργκε. Στην κεντρική Φραγκονία, ξεχωρίζουν η Άνσμπαχ , κέντρο του γερμανικού μπαρόκ· η Φιρτ, μεγάλη
βιομηχανική πόλη ΒΔ της Νυρεμβέργης· και το Έρλανγκεν, βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο με πανεπιστήμιο. Στην κάτω
Φραγκονία, τέλος, υπάρχουν η λουτρόπολη Μπαντ Κίσινγκεν και τα βιομηχανικά κέντρα Ασάφενμπουργκ και Σβάινφουρτ.
Ιστορία. Η Β. έλαβε την ονομασία της (όπως και η Βοημία) από τις κελτικές φυλές των Βοΐων (βλ. λ. Βόιοι), που είχαν
εγκατασταθεί στη χώρα αυτή πριν ενσωματωθεί στη ρωμαϊκή επαρχία του Νορικού. Μετά την εισβολή των γερμανικών
πληθυσμών κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, και έπειτα από διάφορες εναλλαγές, αποτέλεσε δουκάτο, το στέμμα του
οποίου περιήλθε το 1180 στον παλατιανό κόμη Όθωνα του Βίτελσμπαχ, οι απόγονοι του οποίου σε ευθεία γραμμή κυβερνούσαν
έως το 1777. Ο οίκος της Β. ήρθε συχνά σε αντίθεση με τον οίκο των Αψβούργων και κατάφερε να φτάσει μέχρι το
αυτοκρατορικό στέμμα της Γερμανίας (Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) με τον Λουδοβίκο τον Βαυαρό (1314-47). Αντίθετα,
στη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων τάχθηκε με το μέρος της Αυστρίας εναντίον των προτεσταντών και εξασφάλισε το
αξίωμα του εκλέκτορα (1623).
Κατά τον 18o αι. η Β. υπήρξε και πάλι δύο φορές αντιμέτωπη με την Αυστρία, στους πολέμους για τη διαδοχή του ισπανικού και
του αυστριακού θρόνου, κατακτώντας για δεύτερη φορά το αυτοκρατορικό στέμμα με τον Κάρολο Αλβέρτο (Κάρολος Ζ’, 1742-
45). Με την εξαφάνιση του κλάδου των Βίτελσμπαχ, η Αυστρία προέβαλε αξιώσεις στη Β., αλλά το πρωσικό βέτο την
υποχρέωσε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα διαδοχής του Καρόλου Θεοδώρου, κόμη του Παλατινάτου (ειρήνη του Τέσεν, 1779).
Τον Κάρολο διαδέχτηκε ο Μαξιμιλιανός Δ’ Ιωσήφ, ο οποίος δέχτηκε στη χώρα τις μεταρρυθμίσεις που εμπνέονταν από το
πνεύμα του Διαφωτισμού. Αυτός, αφού τάχθηκε με το μέρος του Ναπολέοντα, εξασφάλισε εδαφικά οφέλη με τις συνθήκες
ειρήνης του Πρεσβούργου (1805) και της Βιέννης (1809), κυρίως εις βάρος της Αυστρίας, έλαβε τον τίτλο του βασιλιά (1806)
και προσχώρησε στην ομοσπονδία του Ρήνου, της οποίας προστάτης ήταν ο Ναπολέων Α’. Μετά την καταστροφή στην
εκστρατεία της Ρωσίας (στην οποία πήρε μέρος ο στρατός του), ο βασιλιάς της Β. εγκατέλειψε τον Ναπολέοντα και τάχθηκε
στον συνασπισμό των αντιπάλων του (1814). Στο συνέδριο της Βιέννης, η Β. επανήλθε στο πρότερο εδαφικό καθεστώς της,
αποδίδοντας στην Αυστρία το Τιρόλο και το Σάλτσμπουργκ, ενώ προσχώρησε στη Γερμανική Ομοσπονδία. Στον πόλεμο του
1886 τάχθηκε εναντίον της Πρωσίας, ηττήθηκε όμως στο Κίσινγκεν. Μετά τη σύναψη της ειρήνης, προσχώρησε στη νέα
Ομοσπονδία του Νότου και το 1870 επιτέθηκε ως σύμμαχος της Πρωσίας εναντίον της Γαλλίας. Αργότερα ακολούθησε τις τύχες
του ομοσπονδιακού κράτους της Γερμανίας έως την κατάρρευση του 1918. Μετά την κατάλυση της δυναστείας των
Βίτελσμπαχ, η Β. έγινε δημοκρατία. Αποτέλεσε ομόσπονδο κρατίδιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτικής
Γερμανίας) μετά τον διαμελισμό του κράτους που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μετά την επανένωση διατήρησε
τη θέση της ως ισχυρότατου κρατιδίου της Ομοσπονδίας. Στοιχείο διαφοροποίησης της πλειοψηφίας των Βαυαρών έναντι των
υπόλοιπων Γερμανών εξακολουθεί να είναι η από παράδοση θρησκευτική σύνδεσή τους με την Εκκλησία της Ρώμης, σε
αντίθεση με τους βορειότερους προτεσταντικούς πληθυσμούς.
Βαυβώ. Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, μητέρα του
Τριπτόλεμου, του Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν
την περιπλανώμενη Δήμητρα και επειδή την είδαν θλιμμένη της έδωσαν ένα ποτήρι κυκεώνος (είδος ποτού), που όμως εκείνη
δεν το δέχτηκε. Τότε, η Β. για να την κάνει να γελάσει, έκανε μια άσεμνη χειρονομία, που άρεσε στον Ίακχο (παραλλαγή του
Βάκχου), πρώτο ακόλουθο της θεάς και αρχηγέτη των Ελευσίνιων. Η θεά γέλασε και ήπιε το ποτό που είχε αρνηθεί. Η απρεπής
χειρονομία της Β. επαναλαμβανόταν τελετουργικά στη γιορτή των Ελευσίνιων μυστηρίων και είχε συμβολικό χαρακτήρα.
Βαυκερή. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 100 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, 21 χλμ. ΝΔ της
πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελομένου του νομού Λευκάδος.
βαυκίδες (Αρχ.). Γυναικεία κομψά υποδήματα της κλασικής αρχαιότητας, με έντονο χρώμα κρόκου, τα οποία προτιμούσαν
ιδιαίτερα οι εταίρες.
Βαυκίς. Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια γριά της Φρυγίας, η οποία μαζί με τον σύζυγό της
Φιλήμονα φιλοξένησαν τον Δία και τον Ερμή, που γύριζαν την οικουμένη ως κοινοί θνητοί για να τη γνωρίσουν. Το ζευγάρι
ήταν το μόνο, απ’ όλους τους κατοίκους της Φρυγίας, που δέχτηκε να φιλοξενήσει τους θεούς. Ο Δίας καταπόντισε τα κτήματα
των υπόλοιπων κατοίκων, ενώ μεταμόρφωσε σε μεγαλοπρεπή ναό το σπιτάκι του Φιλήμονα και της Β., κάνοντάς τους ιερείς.
Τους έδωσε επίσης την ευτυχία να πεθάνουν μαζί και μεταμόρφωσε τον Φιλήμονα σε βαλανιδιά και τη Β. σε φιλύρα. Τα
ονόματα του ζευγαριού έγιναν σύμβολα της συζυγικής αρμονίας.
Βαυνούκα. Κορυφή (1.221 μ.) της Μίνθης, στο δυτικό άκρο της. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού Ηλείας, Α του οικισμού
Ροδινά.
Βαφαίικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 718 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 8
χλμ. ΝΑ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιστωνίδος.
Βαφέας, Βασίλης (Αλεξάνδρεια 1944 – ). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε χημεία στην Αθήνα και στο Παρίσι και
εργάστηκε για ένα μεγάλο διάστημα ως χημικός στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο με τις μικρού μήκους
ταινίες Απορρόφηση στα 257 (1973) και Παρασκευή με Δευτέρα (1975). Καταπιάστηκε με μια διαφορετικού, για τον ελληνικό
κινηματογράφο, είδους κωμωδία (βασισμένη στην παρατηρητικότητα και στο χιούμορ) αλλά και με έναν κινηματογράφο που
ασχολείται με την ανθρώπινη συμπεριφορά, πάντα με λεπτό χιούμορ και οξυδέρκεια. Στη φιλμογραφία του περιλαμβάνονται τα
έργα: Ανατολική περιφέρεια (1979), Ρεπό (1982), Ο έρωτας του Οδυσσέα (1984), 120 ντεσιμπέλ (1987), Η κόκκινη μαργαρίτα
(1990), Κοσμικό ανατομείο (1993) και Κάθε Σάββατο (1999).
Βαφειάδης, Αναστάσιος (Μεγάροβο Μακεδονίας ; – Κρήτη 1866). Εθνικός αγωνιστής. Δικηγόρος στο επάγγελμα, πολέμησε
δύο φορές ως εθελοντής με τον Τζουζέπε Γκαριμπάλντι υπέρ της ιταλικής ανεξαρτησίας (1859 και 1861) και κατόπιν πήρε
μέρος στην Κρητική επανάσταση του 1866. Αγωνίστηκε γενναία στη μάχη του Βαφέ (12 Οκτωβρίου 1866), όπου προτίμησε,
μην έχοντας ελπίδες να γλιτώσει, να αυτοκτονήσει παρά να αιχμαλωτιστεί.
Βαφειάδης, Μάρκος (Θεοδοσιούπολη Μικράς Ασίας 1906 – Αθήνα 1992). Πολιτικός και ηγετική μορφή της Εθνικής
Αντίστασης (1941-44). Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) βρέθηκε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη
Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Καβάλα και εργάστηκε σε καπνεργοστάσια. Το 1924 οργανώθηκε στο
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και το 1928 έγινε μέλος της νεολαίας του κόμματος (ΟΚΝΕ). Όταν εκπλήρωσε τη στρατιωτική
του θητεία, ορίστηκε γραμματέας της ΟΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη και αργότερα ανελίχθηκε στην κομματική ιεραρχία και έγινε
κομματικός καθοδηγητής σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Στη δεκαετία του 1930 συνελήφθη πολλές φορές για την πολιτική του
δράση και εξορίστηκε από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά στον Άι Στράτη, απ’ όπου δραπέτευσε, ενώ το 1941 εκτοπίστηκε
στη Γαύδο, αλλά δραπέτευσε για δεύτερη φορά.
Το 1943 ορίστηκε υπεύθυνος του ΕΛΑΣ Μακεδονίας. Στη διάρκεια του Εμφυλίου (1946) ο Β. βρέθηκε πάλι στον ανταρτικό
στρατό (που ονομάστηκε δεύτερο ανταρτικό), ύστερα από υπόδειξη του Νίκου Ζαχαριάδη. Οργάνωσε μαζί με άλλους το γενικό
στρατηγείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, του οποίου τέθηκε επικεφαλής, και τον Δεκέμβριο του 1947 ορίστηκε
πρωθυπουργός και υπουργός Στρατιωτικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (η επονομαζόμενη κυβέρνηση του
βουνού, μια και οι ανταρτικές ομάδες είχαν την έδρα τους στα ορεινά σημεία της χώρας). Στα επόμενα χρόνια διαφώνησε σε
πολλές περιπτώσεις με τον Ζαχαριάδη και το κόμμα (3η Ολομέλεια). Παρά τις διαφωνίες του, ο Ζαχαριάδης επέμενε να είναι ο
Β. ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης του βουνού, ενώ την ίδια περίοδο διέδιδε ότι ήταν άρρωστος, τρελός κλπ. Στην 5η
Ολομέλεια του 1949, του ζήτησαν να άρει τις διαφωνίες του, αλλά ο Β. αντίθετα τις υπέβαλε και γραπτώς. Χαρακτηρίστηκε από
τους κομματικούς συντρόφους του «τιτοϊκός» και «πράκτορας» και απομακρύνθηκε στη Σοβιετική Ένωση, αφού πρώτα
διαγράφηκε από μέλος του ΚΚΕ και καθαιρέθηκε από όλα τα αξιώματά του. Η 6η Ολομέλεια του κόμματος τον αποκατέστησε,
αλλά η 8η (1958) τον καθαίρεσε πάλι και τον διέγραψε. Έζησε στη Σοβιετική Ένωση, όπου παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιο.
Μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ (1981) και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, συνεπώς και την αποκατάσταση των
αριστερών αγωνιστών, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1983. Πρώτη του ενέργεια ήταν να συναντηθεί με τον πρώην αντίπαλό του
στην περίοδο του Εμφυλίου, αντιστράτηγο των κυβερνητικών δυνάμεων Θρασύβουλο Τσακαλώτο, σε μια συμβολική ενωτική
κίνηση. Το 1989 και το 1990 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ. Τα απομνημονεύματά του κυκλοφόρησαν σε τρεις
τόμους.
Βαφειό. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 69 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Ν των
αρχαίων Αμυκλών, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, 6 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάρτης.
Αρχαιολογία. Στη θέση του οικισμού, στην κορυφή ενός λόφου, βρέθηκε μεγάλος θολωτός μυκηναϊκός τάφος το 1805, ο οποίος
όμως ανασκάφηκε αργότερα από τον Χρίστο Τσούντα, το 1885. Είχε συληθεί νωρίτερα από τυμβωρύχους, οι οποίοι όμως δεν
ανακάλυψαν την ταφή που υπήρχε σε έναν λάκκο κάτω από το δάπεδο του τάφου. Από αυτήν προήλθε ολόκληρος ο θησαυρός
του Β. (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών) που αποτελείται από τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα, ασημένια
και αλαβάστρινα αγγεία, περιλαίμιο από αμέθυστο, χάντρες από ήλεκτρο και ορεία κρύσταλλο, πήλινα και λίθινα αγγεία,
σφραγιδόλιθους (την πλουσιότερη συλλογή του είδους που έχει βρεθεί σε μυκηναϊκό χώρο), ξίφος, εγχειρίδια, μάχαιρες, αιχμές
δοράτων, πέλεκυ και δαχτυλίδια, χρυσά, χάλκινα και ένα σιδερένιο (το παλαιότερο σιδερένιο κόσμημα στην Ελλάδα). Ο τάφος
χρονολογείται στην υστεροελλαδική ΙΙα περίοδο (1500-1450 π.Χ.).
Βαφειός. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 147 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, Ν της Μήθυμνας
και 62 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήθυμνας του νομού Λέσβου.
Βαφές. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 194 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Αποκορώνου, στις βορειοανατολικές απολήξεις των Λευκών ορέων, 36 χλμ. ΝΑ της πόλης των Χανίων.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρυονερίδας.
Ιστορία. Τον Αύγουστο του 1821 ο οικισμός καταστράφηκε από τους Τούρκους. Στις αρχές Οκτωβρίου 1866 κατέφτασε στον Β.
ο Ιωάννης Ζυμβρακάκης με αρκετούς εθελοντές και πήγαν για να τον συναντήσουν πολλοί Κρητικοί οπλαρχηγοί. Στις 8
Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Βάμο, οι επαναστάτες κατέφυγαν στον Β., οι Τούρκοι τους
επιτέθηκαν, εκείνοι υποχώρησαν με πολλές απώλειες και οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Σφακιά. Τέλος, στις 20 και 23 Μαΐου 1867
πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή ελληνοτουρκικές συγκρούσεις.
βαφή. Η διαδικασία κατά την οποία χρωματίζεται ένα αντικείμενο· επίσης, β. ονομάζεται και η έγχρωμη οργανική ένωση
(χρώμα, μπογιά) που χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό (βλ. λ. χρώματα). Η β. πραγματοποιείται είτε με βύθιση του
αντικειμένου στο διάλυμα της χρωστικής, είτε με επίχριση.
Β. λέγεται, επίσης, η επεξεργασία ενός κράματος για τη βελτίωση των χαρακτηριστικών του, όπως, για παράδειγμα, η
επεξεργασία σκλήρυνσης του χάλυβα με θέρμανση και απότομη ψύξη σε νερό ή λάδι.
Στο λήμμα αυτό, γίνεται διερεύνηση κυρίως της β. στην υφαντουργία, ενώ για την ευρύτερη χρήση των β. ο αναγνώστης
παραπέμπεται στο λήμμα χρώμα.
βαφή των υφαντικών υλών. Η διαδικασία της β. είναι πανάρχαια. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν σε μεγάλη
κλίμακα τον κρόκο (ζαφορά) για να βάφουν κίτρινα τα υφάσματά τους, καθιστώντας έτσι το εμπόριο του κρόκου σε σημαντική
οικονομική δραστηριότητα. Διαδεδομένη ήταν και η πορφύρα (ιδίως στους Ρωμαίους), που εξαγόταν από διάφορα κοχύλια.
Σήμερα, ο επιθυμητός χρωματισμός προσδίδεται στις υφαντικές ίνες με μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία υλοποιείται πλέον σε
βιομηχανικό επίπεδο. Αρχικά, οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες, τις
οποίες έφεραν από την αρχή ή απέκτησαν κατά τις προηγούμενες διαδικασίες (νηματοποίηση, ύφανση κλπ.). Στις περισσότερες
περιπτώσεις, πριν από τη β., απαιτείται η λεύκανση (βλ. λ.). Οι ίνες μουσκεύονται κατόπιν σε λουτρό θερμοκρασίας 45-60°C,
και αφού προστεθούν οι κατάλληλες χρωστικές ουσίες, η θερμοκρασία του νερού του λουτρού ανυψώνεται σταδιακά, από 80°C
μέχρι βρασμού, οπότε πραγματοποιείται η β. Στη συνέχεια, το λουτρό ψύχεται σταδιακά και το ύφασμα ή οι ίνες ξεπλένονται με
όλο και ψυχρότερο νερό. Πολλές φορές, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η στερέωση του χρώματος, οι υφαντικές ίνες
πλένονται με ειδικές χημικές ουσίες, που γενικά ονομάζονται προστύμματα, όπως είναι το διπλό θειικό άλας του αργιλίου και
του καλίου (βλ. λ. στυπτηρία). Η προκαταρκτική αυτή επεξεργασία ονομάζεται πρόστυψη.
Αν και το φαινόμενο της β. έχει μελετηθεί με ειδικές έρευνες, παραμένει ωστόσο χωρίς ικανοποιητική διευκρίνιση. Οι θεωρίες
που φαίνονται πιθανότερες για την ερμηνεία του είναι η φυσική, η χημική και η ηλεκτροκολλοειδής. Κατά τη φυσική θεωρία,
που είναι η απλούστερη, τα προς β. υλικά πρέπει να είναι πορώδη και η απόκτηση του χρώματος οφείλεται σε φαινόμενα
απορρόφησης ή προσκόλλησης της χρωστικής σε αυτά. Η χημική θεωρία εξηγεί τη β. ως χημική συνένωση της χρωστικής
ουσίας με ορισμένες πολύπλοκες ομάδες, οι οποίες περιέχονται στα μόρια των υφαντικών ινών· οι βαμβακερές ίνες
αποτελούνται από κυτταρίνη και έχουν ουδέτερες ιδιότητες, ενώ το μαλλί και το μετάξι που αποτελούνται από πρωτεΐνες,
χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από όξινες και βασικές ιδιότητες. Η ικανότητα των χρωστικών να βάφουν τις υφαντικές ύλες
οφείλεται στην εντός των μορίων τους παρουσία χημικών ομάδων, οι οποίες ονομάζονται αυξόχρωμες και σχηματίζουν ενώσεις
με τα συστατικά των υλών. Κατά την ηλεκτροκολλοειδή θεωρία, η β. πραγματοποιείται όσο υπάρχουν χρωστικές ύλες σε
κολλοειδή κατάσταση, δηλαδή διάσπαρτες στο νερό, χωρίς να καθιζάνουν στον πυθμένα. Οι χρωστικές αυτές έχουν ένα
ορισμένο θετικό ή αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και συνενώνονται με υφαντικές ίνες αντίθετου φορτίου.
Οι β. που χρησιμοποιούνται στην κλωστοϋφαντουργία μπορεί να είναι φυσικές ή συνθετικές, και κατατάσσονται σε διάφορες
κατηγορίες με βάση τα χημικά χαρακτηριστικά τους και τη μέθοδο με την οποία στερεώνονται στις ίνες. Τα τελευταία χρόνια το
ενδιαφέρον της κλωστοϋφαντουργίας για β. με φυσικές χρωστικές αυξάνεται, κυρίως για περιβαλλοντικούς λόγους. Η
κατανάλωση συνθετικών β. επιβαρύνει το περιβάλλον, οδηγεί σε κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων νερού και ενέργειας,
απελευθερώνει τοξικά παραπροϊόντα κλπ. Επίσης, αντί για λεύκανση και πρόστυψη με χημικά μέσα, μελετάται η επεξεργασία
των υφασμάτων με ένζυμα, η οποία είναι φιλικότερη προς το περιβάλλον.
Βαφιόπουλος. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Πάτρα (αναφέρονται και με το επώνυμο
Συνοδινός).
1. Ανδρέας. Διετέλεσε φροντιστής των στρατιωτικών σωμάτων στο Ναύπλιο.
2. Δημήτριος. Με δικά του χρήματα αγόρασε ξυλεία για να συμπληρώσει τις ελλείψεις των τειχών του Μεσολογγίου στην
τελευταία του πολιορκία.
Βαφιόπουλος, Παναγιώτης. Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Βογιατζόπουλος). Καταγόταν από την Κεφαλονιά και
κατοικούσε στη Σαντορίνη. Αργότερα πήγε στην Ύδρα ως γραμματέας του ρωσικού προξενείου. Ταυτόχρονα παρέδιδε
μαθήματα γαλλικής και ιταλικής γλώσσας. Από το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πρωτοστάτησε στην εξέγερση της
Μεγαρίδας, ιδιαίτερα στα Δερβενοχώρια. Έπειτα πήγε στην Ύδρα για να πείσει τους προεστούς να προσχωρήσουν στην
Επανάσταση, χωρίς όμως επιτυχία. Γύρισε τότε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος στην πολιορκία της Κορίνθου και του
Ναυπλίου με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Τον Νοέμβριο του 1821 πήγε στα νησιά του Αιγαίου για να συγκεντρώσει χρήματα για
τον Αγώνα. Το 1822 αρρώστησε από τύφο. Μετά την ανάρρωσή του αποστρατεύτηκε από την ενεργό στρατιωτική δράση και
διορίστηκε έπαρχος στην Πάρο και στην Αντίπαρο. Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε πρόεδρος του Πρωτόκλητου
Δικαστηρίου Ύδρας.
Βαφιοχώρι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 781 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην περιοχή του αποξηραμένου τέλματος
Αρτζάν, 21 χλμ. ΒΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου.
Βαφόπουλος, Γεώργιος (Γευγελή [σημερινή ΠΓΔΜ] 1903 – Θεσσαλονίκη 1996). Λογοτέχνης. Σπούδασε μαθηματικά στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, αν και ποτέ δεν πήρε το πτυχίο του. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την ποίηση. Τα πρώτα του ποιήματα
δημοσιεύτηκαν στα λογοτεχνικά περιοδικά Σφαίρα και Νουμάς το 1920, ενώ το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού
Μακεδονικά Γράμματα, ύστερα από σχετική εισήγηση-σύσταση του Κωστή Παλαμά. Το 1939 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη
Θεσσαλονίκης, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής (1939-63). Χρημάτισε επίσης γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου
Ελλάδος, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και άλλων σωματείων. Με
δωρεά του, εξάλλου, ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο στη Θεσσαλονίκη.
Έργα του: Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931, ποιητική συλλογή), Εσθήρ (1934, τραγωδία), Προσφορά (1938, ποιητική συλλογή), Η
προσφορά και τα αναστάσιμα (1948, ποιητική συλλογή), Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951, ποιητική συλλογή), Επιθανάτια
και σάτιρες (1966, ποιητική συλλογή), η αυτοβιογραφική τετραλογία Το πάθος (1970), Η ανάσταση (1971), Ταξίδια και
παρενθέσεις Α’ (1973) και Ταξίδια και παρενθέσεις Β’ (1975), Τα ποιητικά (1970, ποιητική συλλογή), Τα επιγενόμενα (1977,
ποιητική συλλογή), Το τέλος (1985, ποιητική συλλογή), Εσθήρ και το ξύπνημα (1990, θεατρικό), Άπαντα τα ποιητικά (1990,
ποιητική συλλογή), Ύστερα από δεκαεπτά χρόνια (1990, πεζό) κ.ά. Τιμήθηκε με το βραβείο της πόλεως της Θεσσαλονίκης, το
α’ κρατικό βραβείο ποίησης (1966), τα βραβεία ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη, της Ακαδημίας Αθηνών (1972) κ.ά.
Βαφύρας. Ονομασία κατά την αρχαιότητα ενός ποταμού της μακεδονικής Πιερίας.
βαχαβίτες (Θρησκ.). Ισλαμική κοινότητα που ιδρύθηκε στην Αραβική χερσόνησο από τον Μουχάμαντ ιμπν Αμπντ αλ Βαχάμπ
(1703-1791), από τον οποίο έλαβε και την ονομασία της. Οι β. προτιμούν να αυτοαποκαλούνται μουβαχιντούν (= ενωτικοί) και
συγκαταλέγονται στους σουνίτες. Η διδασκαλία του Αλ Βαχάμπ, εξαιρετικά πουριτανική και συντηρητική, κηρύσσει την
επιστροφή σε έναν αρχαίο ιδανικό ισλαμισμό, τον οποίο επιδιώκει να επαναφέρει στην αρχική του ορθοδοξία: απαγορεύεται το
κάπνισμα, ο καφές, η λατρεία των αγίων, ακόμα και η υπερβολική λατρεία του προφήτη Μωάμεθ.
Ο βαχαβισμός βρήκε έναν ισχυρό υποστηρικτή στο πρόσωπο του Άραβα εμίρη Μουχάμαντ ιμπν Σαούντ, προγόνου της
σημερινής βασιλικής δυναστείας της Σαουδικής Αραβίας, στην οποία ο βαχαβισμός είναι σήμερα επίσημο θρησκευτικό δόγμα,
αν και τελευταία έχουν γίνει κάποιες μεταρρυθμίσεις, αναφορικά με τον αυστηρά ορθόδοξο χαρακτήρα του. Ο βαχαβισμός δεν
περιορίζεται μόνο στην Αραβική χερσόνησο, καθώς τα δόγματά του, κυρίως έπειτα από τις επαφές με τους ισλαμιστές άλλων
χωρών κατά τη διάρκεια των προσκυνημάτων στη Μέκκα, διαδόθηκαν και στην Ινδία και γίνονται δεκτά με συμπάθεια από
ορισμένες τάσεις του ισλαμικού μοντερνισμού.
βαχαϊσμός (Θρησκ.). Ισλαμική διδασκαλία που αναπτύχθηκε τον 19ο αι. Βλ. λ. μπαχαϊσμός.
Βάχλια. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 91 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στην
πρώην επαρχία Γορτυνίας, κοντά στα όρια με τον νομό Αχαΐας, 101 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Κοντοβαζαίνης.
Βάχος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 189 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στη
Χερσόνησο της Μάνης, στην πρώην επαρχία Γυθείου, 69 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. Κοντά
στον οικισμό, που έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός, υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας Καρυούπολης.
Βαχός. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 143 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις
νοτιοδυτικές κλιτύς της κορυφής Αφέντης Χριστός, στην πρώην επαρχία Βιάννου, 71 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου.
Βαχτάνγκοφ, Γεβγένι (Yevgeni Vakhtangov, Βλαντικαφκάζ, Ορντζονικίτζε 1883 – Μόσχα 1922). Ρώσος σκηνοθέτης και
ηθοποιός του θεάτρου. Το 1911 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή Αντάσεφ. Τον ανακάλυψε ο Στανισλάφσκι, ο οποίος τον
προσέλαβε ως καθηγητή της απαγγελίας στο Θέατρο Τέχνης, όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη της δραματικής τέχνης. Το 1918
πήρε ενεργό μέρος στον σχηματισμό του πρώτου μόνιμου εβραϊκού θεάτρου Χαμπίμαχ, του οποίου σκηνοθέτησε την
εναρκτήρια παράσταση. Μαθητής του Στανισλάφσκι, ακολούθησε αρχικά τις καλλιτεχνικές κατευθύνσεις του δασκάλου του. Με
ασκητικό ζήλο, μελέτησε εντατικά και αναδείχτηκε σε εξαιρετικό δάσκαλο της θεατρικής τέχνης. Οι πρώτες σκηνοθετικές
εργασίες του υπήρξαν αριστουργήματα εκφραστικής καθαρότητας και ερμηνείας λεπτών ψυχολογικών καταστάσεων,
υποδείγματα ενός θεάτρου που έθετε σκοπό να προβάλει ένα μήνυμα καλοσύνης και μετάνοιας (Το θαύμα του Αγίου Αντωνίου
του Μέτερλινκ, 1918). Ισορροπώντας ανάμεσα στην αυστηρή ακαμψία του Στανισλάφσκι, του οποίου δεν επιδοκίμαζε την
υπερβολική αυστηρότητα και την παραμέληση των μορφικών αξιών του θεάματος, και στον συμβιβασμό του Μέγερχολντ, του
οποίου επίσης κατέκρινε τις υπερβολές, ο Β. τελειοποίησε την τέχνη του Στανισλάφσκι. Έχοντας συναίσθηση της ανεπάρκειας
του ψυχολογικού ρεαλισμού να ανταποκριθεί στις καινούργιες απαιτήσεις του επαναστατικού πνεύματος, ο Β. προσχώρησε σε
αντιλήψεις πολιτικά πιο στρατευμένες και θεατρικά πιο φιλελεύθερες. Παράδειγμα της εξελικτικής του πορείας ήταν η νέα
παράσταση του Θαύματος του Αγίου Αντωνίου, που πήρε αυτή τη φορά αποχρώσεις παρωδίας σε ένα υποβλητικό και παράξενο
πλαίσιο. Οι δύο σπουδαιότερες σκηνοθετικές του εργασίες είναι το Ντιμπούκ και η Πριγκίπισσα Τουραντό του Γκότσι (1922).
Αν ο εβραϊκός μύθος έδωσε στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να διακηρύξει σε τραγικούς τόνους την καταδίκη κάθε κοινωνικής
ανισότητας, ο μύθος του Γκότσι έδωσε αφορμή για μια παράσταση θριαμβικής κωμικότητας και ανεξάντλητης επινοητικότητας.
Η διδασκαλία του Β. υπήρξε καθοριστική για το σοβιετικό θέατρο.
Βαώνη. Οικισμός (13 κάτ.) της Ικαρίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Κηρύκου του νομού Σάμου.
βδέλλα (Ζωολ.). Κοινή ονομασία δακτυλιοσκωλήκων της ομοταξίας των βδελλοειδών. Περιλαμβάνει εκατοντάδες είδη,
θαλάσσια, των γλυκών νερών ή χερσαία. Αρκετές β. είναι σαρκοφάγες και τρέφονται με διάφορα ασπόνδυλα αλλά οι
περισσότερες είναι εξωπαράσιτα άλλων ζώων των οποίων απομυζούν το αίμα.
Η τυπική β. ανήκει στο γένος Hirudo της τάξης των γναθοβδελλομόρφων. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και αποτελεί
τυπικό παράδειγμα παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το σώμα της είναι μαλακό, μυώδες, ραχοκοιλιακά πεπλατυσμένο
και στερείται παραποδίων, σμηρίγγων και άλλων εξαρτημάτων· περιλαμβάνει 34 μεταμερή, αλλά εξωτερικά φαίνεται διαιρεμένο
σε περίπου εκατό κυκλικούς δακτυλίους, οι οποίοι αποτελούν στην πραγματικότητα αναδιπλώσεις του δέρματος. Η β. αλλάζει
θέση με κυματοειδείς κινήσεις του σώματος καθώς στερείται οργάνων μετακίνησης.
Καθένα από τα δύο άκρα της είναι εφοδιασμένο με έναν μυζητήρα· ο οπίσθιος, μοιάζει με δίσκο, βρίσκεται κοιλιακά και τη
βοηθάει να συγκρατείται στα διάφορα ξένα σώματα, ενώ ο μπροστινός είναι μικρότερος, περιβάλλει το στόμα και χρησιμεύει για
να προσκολλάται στα ζώα, από τα οποία απομυζά το αίμα. Η κοιλότητα του στόματος περιλαμβάνει μία προβοσκίδα ή τρεις
πριονωτές γνάθους, με τη βοήθεια των οποίων διατρυπούν την επιδερμίδα του ξενιστή. Στην αναρρόφηση του αίματος βοηθά ο
μυώδης φάρυγγας, που αποτελεί συνέχεια του στόματος. Μετά τον φάρυγγα ακολουθούν ο λεπτός οισοφάγος και το στομάχι, με
δέκα ζεύγη σακοειδών πλευρικών εκπτυχώσεων, μέσα στις οποίες παραμένει αποθηκευμένο το αίμα, μέχρις ότου αφομοιωθεί·
στην πέψη του αίματος συμβάλλει και η συμβιωτική χλωρίδα των βακτηρίων.
Η τυπική β., όπως και τα υπόλοιπα βδελλοειδή, είναι ερμαφρόδιτη· τα γονιμοποιημένα αβγά παραμένουν, έως ότου
εκκολαφθούν, μέσα σε ειδικό βομβύκιο κατασκευασμένο από εκκρίματα αδένων, οι οποίοι βρίσκονται στους μεταμερείς
δακτυλίους που σχηματίζουν το επίσαγμα. Στο παρελθόν, το είδος Hirudo officinalis, γνωστό και ως ιατρική β., χρησιμοποιείτο
στην ιατρική για αφαιμάξεις και η εκτροφή του είχε μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως στην Ουγγαρία και στην Τουρκία. Παρόμοιο
βδελλοειδές είναι το είδος Limnatis nilotica της τάξης των ρυγχοβδελλομόρφων, που ζει σε βαλτόνερα του Νείλου και
προσκολλάται στον βλεννογόνο του στόματος και του οισοφάγου των ζώων, τη στιγμή που πίνουν νερό.
βδελλοειδή (hirudinea). Ομοταξία δακτυλιοσκωλήκων που περιλαμβάνει εκατοντάδες είδη, γνωστά με την κοινή ονομασία
βδέλλα. Βλ. λ. βδέλλα.
Βεάκης, Αιμίλιος (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και μεγάλωσε στα
χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ από νωρίς έδειξε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν
συμπληρώσει τα δεκαέξι του χρόνια, έδωσε με επιτυχία εξετάσεις στη Βασιλική Δραματική Σχολή, που λειτούργησε για μικρό
χρονικό διάστημα. Το καλοκαίρι του 1901 έπαιξε στο Θέατρο Νεαπόλεως με τον θίασο της Ευαγγελίας Νίκα και ξεχώρισε
αμέσως και μάλιστα σε κωμικό ρόλο· παρά τη νεότητά του, δεν ζήτησε να παίξει ρόλους εραστή. Για 13 χρόνια, στη συνέχεια,
χάθηκε από την Αθήνα, που ήταν η φιλοδοξία όλων των ηθοποιών. Έκανε περιοδείες στην επαρχία, καθώς δεν παραδεχόταν τα
αθηναϊκά παρασκήνια. Εργάστηκε πλάι σε ελάσσονες ηθοποιούς του 19ου αι., από αυτούς όμως διδάχτηκε την αποστολική
αντίληψη του θεατρικού λειτουργήματος. Στην τουρκοκρατούμενη ακόμη τότε Μακεδονία και έχοντας δίπλα του ερασιτέχνες,
μοχθούσε με πατριωτική πίστη να φέρει το θέατρο σε επαφή με τον υπόδουλο πληθυσμό. Όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί
πόλεμοι, έσπευσε με κινδύνους να φτάσει από τη Μακεδονία στην Αθήνα, για να καταταγεί. Το 1914 δημοσίευσε τις Πολεμικές
Εντυπώσεις του. Ξαναγύρισε στην επαρχία για ένα μικρό χρονικό διάστημα και όταν επέστρεψε στην Αθήνα συνεργάστηκε με
τους θιάσους Τηλέμαχου Λεπενιώτη και Χριστίνας Καλογερίου (1914), Μαρίκας Κοτοπούλης (1915-16) και Κυβέλης (1917-
18). Βγήκε στο θέατρο όταν πρωτοπορία ήταν ο προχωρημένος νατουραλισμός –όχι πια ο ηθογραφικός, αλλά των πόλεων– και
υπήρξε ο ασύγκριτος εκπρόσωπος του· η συνεργασία του με τους παλαιότερους ηθοποιούς τού είχε αφήσει έναν ανεπαίσθητο
στόμφο, που γινόταν μεγαλείο στο παίξιμό του. Από το 1915 τον θεωρούσαν κορυφαίο ηθοποιό του ελληνικού θεάτρου. Το
γαλλικό βουλεβάρτο, που ήταν η βάση του ελληνικού δραματολογίου, στον καιρό του δεν είχε μυστικά για τον Β., ούτε στους
χαρακτηριστικούς (καρατερίστικους) κωμικούς ρόλους ούτε στους μεγαλοαστικούς. Ο Σαίξπηρ ήταν γι’ αυτόν ένα ιδανικό και
το 1916 ερμήνευσε τον Μάκβεθ. Διψασμένος για θεατρική μάθηση, ζήτησε τη διδασκαλία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Θωμά
Οικονόμου.
Το 1919 στράφηκε στην αρχαία τραγωδία και ερμήνευσε Οιδίποδα τύραννο, σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη. Η θεατρική του
δύναμη βρήκε τον ρόλο που της ταίριαζε και αναπτύχθηκε σε ένα πλάτος και σε μια ένταση που και ο ίδιος δεν την είχε φτάσει
άλλοτε και ήταν δύσκολο να την ξεπεράσει άλλος. Ανάλογη πληρότητα και λάμψη είχε και στον Βασιλιά Ληρ (Εθνικό Θέατρο,
1938), όπου ξεπέρασε κάθε άλλη του δημιουργία και στάθηκε ως ένας από τους καλύτερους Ληρ του κόσμου.
Τη στάση του απέναντι στα ελληνικά έργα τη χαρακτήριζε αγάπη και συναίσθηση ευθύνης. Θα μείνει αλησμόνητος ως Κυρ-
Αντώνης στο Φιντανάκι (θίασος Κυβέλης, 1921) όταν στην τελευταία πράξη νανούριζε τη θυγατέρα του, και το θεληματικό
βράχνιασμα της φωνής του έδινε τόσο έκδηλο το ξεχείλισμα του πόνου μέσα στη λαϊκή ψυχή του. Στον Κουρέα της Σεβίλης του
Μπομαρσέ (θίασος Κοτοπούλη, 1927) έπαιξε με δύναμη κωμική τον ερωτευμένο γέρο, καθώς και στον Κατά φαντασίαν ασθενή
(Εθνικό Θέατρο, 1937) τον Αργκάν. Οι παραπάνω ρόλοι του δείχνουν πόσο πολύμορφο ήταν το ταλέντο του. Από το 1915 και
ύστερα, εργάστηκε στους θιάσους Κυβέλης, Μαρίκας Κοτοπούλη και σε δικούς του. Στο Εθνικό συμμετείχε από την ίδρυση του
το 1932 μέχρι και τη γερμανική Κατοχή του 1941 οπότε εξαναγκάστηκε να φύγει και να εργαστεί στο ελεύθερο θέατρο. Αρχικά
συνεργάστηκε με την Κατερίνα και κατόπιν συγκρότησε θίασο με τη Βάσω Μανωλίδου, τον Γιώργο Παππά και τον Νίκο
Δενδραμή. Ύστερα από τα Δεκεμβριανά ακολούθησε μαζί με άλλους ηθοποιούς την υποχώρηση του ΕΑΜ, δίνοντας
παραστάσεις σε κάθε πόλη που βρισκόταν στον δρόμο τους. Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της ενεργούς του δράσης
υπέστη διώξεις –που έβλαψαν την υγεία του– και αναγκάστηκε να βγει στην σύνταξη εισπράττοντας έναν πενιχρό μισθό.
Τελικά, ξαναγύρισε στο Εθνικό Θέατρο, όπου και εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο έργο Τρεις κόσμοι του Διονύση Ρώμα
(1951).
Η θεατρική του πολυμέρεια δεν περιορίστηκε στους ρόλους, καθώς έγραψε και θεατρικά έργα, όπως τα μονόπρακτα Πλάι στον
αρχηγό και Χρεωκοπημένοι (1929), ενώ από τα κορυφαία του είναι Η Ρηνούλα (παίχτηκε από τον θίασο Κυβέλης το 1918) και
δύο διασκευές: 7.000.000 εισόδημα (θίασος Κυβέλης, 1929) και Ταπεινοί και καταφρονεμένοι του Ντοστογιέφσκι. Έχει
κυκλοφορήσει επίσης η ποιητική συλλογή του Τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας (ποιήματα χωρίς χρονολογία). Από τα
Απομνημονεύματα, όπου ανιστορεί γενικά τη ζωή του, έχουν δημοσιευτεί μερικά αποσπάσματα. Ειδικότερα, πρέπει να
αναφερθούν οι Πολεμικές εντυπώσεις του (1914).
Μεγάλο μέρος από την αγνή καρδιά του το προσέφερε στη θεατρική νεότητα ως καθηγητής δραματικών σχολών, αλλά και ως
συμπαραστάτης της σε θιάσους (Ενωμένοι Καλλιτέχνες, Ρεαλιστικό Θέατρο). Η καλοσύνη του, η συναίσθηση των υποχρεώσεών
του ως πνευματικού ανθρώπου απέναντι στον λαό και η τόλμη του ως πολίτη, έγιναν αφορμή να υποστεί διωγμούς, περιπέτειες
και ενοχλήσεις. Ο Β. ήταν ηθοποιός με μεγάλη ανταπόκριση στο θεατρόφιλο κοινό και υπήρξε γοητευτικός παρά τον όγκο του
σώματός του, ενώ στα τελευταία του χρόνια δεν έχασε τίποτα από την ευκινησία του και από τη χάρη στις κινήσεις του επάνω
στη σκηνή. Η ομιλία του, ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τη δημοτική στη σκηνή ως πιστός οπαδός της, ενίσχυσε τις πεποιθήσεις
πολλών φίλων του δημοτικισμού. Θεωρείται από τους κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς του περασμένου αιώνα.
Βεάτη (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 22 Απριλίου 1925. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 15,0, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,79. Διεθνώς ονομάζεται Beate 1043.
Βεατρίκη (Beatrice, 1938 – ). Βασίλισσα της Ολλανδίας (1980-). Κόρη της παραιτηθείσας βασίλισσας Τζουλιάνας, την οποία
διαδέχτηκε στον θρόνο, και του πρίγκιπα Βερνάνδου. Το 1966 παντρεύτηκε τον Γερμανό διπλωμάτη Κλάους φον Άμσμπεργκ
και τον επόμενο χρόνο απέκτησε τον σημερινό διάδοχο Γουίλιαμ Αλεξάντερ.
Βεατρίκη (Beatrix, 1938 – ). Πρόσωπο της Θείας Κωμωδίας του Δάντη· εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, της οποίας την
ιστορική ύπαρξη υποστηρίζουν πολλοί μελετητές του Δάντη, ταυτίζοντάς την με τη Βεατρίκη Πορτινάρι, που παντρεύτηκε τον
Σιμόνε ντε Μπάρντι και πέθανε στις 8 Ιουνίου του 1290. Κατ’ άλλους σχολιαστές της Θείας Κωμωδίας, η Β. (η αγγελική κόρη
που εκτελεί χρέη οδηγού του ποιητή στον Παράδεισο) είναι αλληγορική μορφή που συμβολίζει τη θεολογία, η οποία –
υποκαθιστώντας την ανθρώπινη λογική που τη συμβολίζει ο Βιργίλιος– οδηγεί τον άνθρωπο στον Θεό.
Βεατρίκη (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 26 Απριλίου 1865. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 12,4, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
8,66. Διεθνώς ονομάζεται Beatrix 83.
Βεβαία. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον αδερφό της Σερβίλο στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, στα χρόνια του Τραϊανού. Η μνήμη της
τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.
2. Μαρτύρησε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας μαζί με τον αδελφό της Θαθουήλ, με τον οποίο συνεορτάζεται στις 4
Σεπτεμβρίου. Πολλοί την ταυτίζουν με την προηγούμενη.
3. Μαρτύρησε μαζί με τους Αιμιλιανό, Βικέντιο και Τερέντιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου.
βεβαίωση (Νομ.). Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος.
Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη
δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης σχέσης· για παράδειγμα, για να μεταγραφεί η αποδοχή της κληρονομιάς, πρέπει να
βεβαιωθεί ο θάνατος του κληρονομούμενου.
Η β. της υπηρεσίας τους δίνει στους δημόσιους υπάλληλους τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την ιδιότητά τους όπου τους
χρειάζεται. Η ιατρική β. δίνει τη δυνατότητα στον άρρωστο να πάρει άδεια από την εργασία του κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις, ο
ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη β. ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης, π.χ. γέννησης, γάμου, θανάτου
κλπ., αν δεν έχει συνταχθεί κανονικά ληξιαρχική πράξη για οποιονδήποτε λόγο, της παύσης της πληρεξουσιότητας ή εντολής για
να κηρυχθεί ανίσχυρο το έγγραφο με το οποίο δόθηκε, της ανυπαρξίας κληρονόμων μιας περιουσίας προκειμένου να περιέλθει
στο δημόσιο κλπ.
Από την άποψη του ποινικού δικαίου, η χρήση ψευδούς β. τιμωρείται σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν περιέχεται σε
καταθέσεις μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, διερμηνέων καθώς και στην περίπτωση που κάποιος κατορθώνει με απάτη να
χρησιμοποιήσει β. σε δημόσιο έγγραφο., γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπειες. Επίσης, τιμωρείται και στην περίπτωση
χρήσης ψεύτικων β. γιατρών, φαρμακοποιών, χημικών και μαιών.
Βέβρυκες. Μυθικός λαός της Βιθυνίας και της Μυσίας. Η ονομασία του οφείλεται είτε σε κάποιον μυθικό ήρωα Βέβρυκο είτε
στη Δαναΐδα Βεβρύκη. Τον βασιλιά τους Άμυκο σκότωσε σε πυγμαχικό αγώνα ο Πολυδεύκης (Απολλώνιος ο Ρόδιος,
Αργοναυτικά). Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και αρχαίος λαός που ζούσε στους πρόποδες των Πυρηναίων στην Ιβηρική
χερσόνησο.
Βεβρύκη. Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Δαναΐδες. Σύμφωνα με την παράδοση, παρά την εντολή που πήρε από τον πατέρα
της, δεν σκότωσε τον εξάδελφο και σύζυγό της Ιππόλυτο, αλλά δραπέτευσε μαζί του, πήγε στα παράλια της Βιθυνίας και δίδαξε
στους βαρβάρους τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Πιθανώς ο μύθος να είναι μεταγενέστερος για να εξηγήσει την κοινή ονομασία
Βεβρύκων και Βεβρύκης.
Βέγας (Αστρον.). Ο λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Λύρας και ο τέταρτος ή πέμπτος λαμπρότερος αστέρας.
Σχηματίζει, μαζί με τον Αρκτούρο και τον Πολικό αστέρα, ένα τρίγωνο του οποίου κατέχει τη μία κορυφή. Έχει αστρικό
μέγεθος 0,04 και απέχει από το ηλιακό σύστημα 28 έτη φωτός. Συγκρινόμενος με τις διαστάσεις του Ήλιου, που λαμβάνονται ως
μονάδες, έχει διάμετρο 2,4, μάζα 3 και λαμπρότητα 50. Ο Β. κινείται προσεγγίζοντας τη Γη με ταχύτητα 14 χλμ./δευτ. Πριν από
14.000 χρόνια βρισκόταν στο ζενίθ του Βόρειου Πόλου και αποτελούσε τον πολικό αστέρα. Στη θέση αυτή θα βρεθεί πάλι
ύστερα από 12.000 χρόνια. Έχει φασματικό τύπο A0 V και μεσουρανεί τα μεσάνυκτα της 1ης Ιουλίου. Διεθνώς ονομάζεται
Vega ή Wega.
Βεγγάζη (Banghazi). Πόλη (637.000 κάτ. το 2003) της Λιβύης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Χτισμένη στη
βορειοανατολική ακτή του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης, σε μια ισόπεδη προεξοχή ανάμεσα στη θάλασσα και σε δύο παράκτιες
λιμνοθάλασσες, η Β. είναι κυρίως εμπορικό κέντρο, με δραστήριο λιμάνι (το δεύτερο της χώρας μετά την Τρίπολη) και διεθνές
αεροδρόμιο. Η ανακάλυψη των γειτονικών κοιτασμάτων πετρελαίου επιτάχυνε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και ευνόησε
την οικοδόμηση νέων συνοικιών γύρω από τον παλιό οικοδομικό πυρήνα. Η Β. έχει επίσης μερικές βιομηχανίες: βυρσοδεψεία,
βιομηχανίες τσιμέντου, εργοστάσια ζυθοποιίας και συγκροτήματα βιομηχανίας τροφίμων. Η Β. είναι έδρα του Πανεπιστημίου
της Λιβύης από το 1955.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 446 π.Χ. από Έλληνες αποίκους με την ονομασία Εσπερίδες ενώ ο Πτολεμαίος Γ’ τη μετονόμασε
Βερενίκη, προς τιμήν της συζύγου του. Από τον 3ο αι. μ.Χ. σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη που σταδιακά μειώθηκε έως ότου έπεσε
στα χέρια των Τούρκων τον 16ο αι. Η σημερινή ονομασία της δόθηκε από το Σίντι Γκάζι τον 15ο αι. και έκτοτε αναδείχθηκε
σιγά-σιγά στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Κυρηναϊκής. Κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής της Λιβύης (1911-42),
γνώρισε και πάλι άνθηση, αλλά στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε θέατρο βίαιων συγκρούσεων και υπέστη
σημαντικές καταστροφές, ενώ κατελήφθη από τους Βρετανούς το 1942. Η μετέπειτα ιστορία της είναι συνυφασμένη με την
ιστορία της υπόλοιπης χώρας.
Βεγγάλη (Bengal). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (214.450 τ. χλμ.) της νότιας Ασίας. Είναι διαιρεμένη πολιτικά μεταξύ της
Δυτικής Β. στη βορειανατολική Ινδική χερσόνησο και του ανεξάρτητου κράτους Μπανγκλαντές. Καταλαμβάνει το κάτω
λεκανοπέδιο και το δέλτα που σχηματίζουν ο Γάγγης και ο Βραχμαπούτρα. Το έδαφος, σχεδόν παντού πεδινό, είναι χαμηλό και
βαλτώδες στην παράκτια λωρίδα και συχνά κατακλύζεται από τη θάλασσα. Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος κατά το
μεγαλύτερο μέρος σε μεγάλα χωριά, χτισμένα κοντά στα ποτάμια και ασχολείται με την πατροπαράδοτη γεωργία,
καλλιεργώντας ρύζι, γιούτα, τσάι και ζαχαροκάλαμο. Βλ. λ. Δυτική Βεγγάλη· Μπναγκλαντές.
Βεγγάλη, Δυτική. Ομόσπονδο κρατίδιο της Ινδίας. Βλ. λ. Δυτική Βεγγάλη.
Βεγγάλης, κόλπος (αγγλ. Bay of Bengal). θαλάσσιο τμήμα (περ. 2.200.000 τ. χλμ.) του Ινδικού ωκεανού, που βρίσκεται
μεταξύ της Ινδίας (από τα Δ) και της Μυανμάρ (στα Α). Είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Γης, με επιφάνεια περίπου ίση με
αυτήν της Μεσογείου θάλασσας, ενώ το μεγαλύτερο πλάτος του είναι στην είσοδο, δηλαδή μεταξύ του ακρωτηρίου Κομόριν
(νότια άκρη της Ινδίας) και της βόρειας άκρης της νήσου Σουμάτρα. Το μέσο βάθος του είναι 2.800 μ., ενώ το μέγιστο βάθος
είναι στα 5.250 μ.
Τα μεγαλύτερα από τα νησιά του είναι η Σρι Λάνκα και τα νησιωτικά συμπλέγματα Ανταμάν και Νικομπάρ. Πολλοί ποταμοί
εκβάλλουν στον κόλπο: το ποτάμιο σύστημα των Γάγγη-Βραχμαπούτρα (στα Β), ο Κρίσνα (στα Α), ο Μαχανάντι και ο
Γκοντάβαρι που συγκεντρώνουν τα ύδατα του υψιπέδου του Ντεκάν (Ινδία), ο Ιραουάντι και ο Σαλουίν στη Μυανμάρ. Από τα
κυριότερα λιμάνια που βρίσκονται στις ακτές του κόλπου είναι το Μαδράς και το Τσιταγκόνγκ.
βεγγαλική γλώσσα (Γλωσσ.). Η σημαντικότερη γλώσσα της ομάδας των ινδοάριων ανατολικών γλωσσών. Κατάγεται από την
αρχαία ινδοάρια, ενώ υπάρχουν πολλές διάλεκτοι της γλώσσας αυτής. Η σύγχρονη β. είναι εκείνη που χρησιμοποιούν οι
μορφωμένες τάξεις και σε αυτή βασίζεται και η β. λογοτεχνία. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. Ινδία (Λογοτεχνία).
Βέγγος, Θανάσης (Φάληρο 1927 – ). Ηθοποιός. Χαρισματικός και δημοφιλής πρωταγωνιστής, κυρίως του κινηματογράφου,
συνέδεσε το όνομά του για πολλά χρόνια με την ταχύτητα και το τρέξιμο, που αποτελούσε εξάλλου βασικό στοιχείο του
χαρακτήρα που υποδυόταν σε πολλές ταινίες του. Καθιερώθηκε ως κωμικός, προωθώντας έναν αυθεντικό λαϊκό καθημερινό
ήρωα, τον τίμιο και καλόκαρδο βιοπαλαιστή που αγωνιζόταν για καλύτερες μέρες ενώ συχνά τον εκμεταλλεύονταν, αλλά το
ταλέντο του τού επέτρεψε να δραστηριοποιηθεί και σε άλλους τομείς του κινηματογράφου, όπως στην παραγωγή ταινιών με
δική του εταιρεία που ίδρυσε το 1965, αλλά και τη σκηνοθεσία.
Ο Β., που ξεκίνησε ως τεχνικός σε κινηματογραφικές παραγωγές, έπαιξε για πρώτη φορά το 1955 έναν μικρό ρόλο στη Μαγική
πόλη του Νίκου Κούνδουρου και από τότε έχει εμφανιστεί σε περισσότερες από 110 ταινίες, αρκετές από τις οποίες
δημιούργησαν εισπρακτικά ρεκόρ στα ταμεία. Στο θέατρο ξεκίνησε στο είδος της φάρσας (Ομόνοια πλατς πλουτς και
Καινούργια Αθήνα), συνέχισε με επιθεωρήσεις ως μεγάλο πρωταγωνιστικό όνομα και εκπλήρωσε αρκετά αργότερα το όνειρό
του, να παίξει δηλαδή και Αριστοφάνη. Με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, ο Β. πέρασε και στις νεότερες γενιές, ενώ
αγκάλιασε και τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, με ταινίες όπως οι Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (1991), Το βλέμμα του
Οδυσσέα (1996) και Όλα είναι δρόμος (1998). Από τις ταινίες που τον καθιέρωσαν, ξεχωρίζουν: Ο Ηλίας του 16ου, Ψηλά τα
χέρια Χίτλερ, Ο παπατρέχας, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, Τρελός παλαβός και Βέγγος, Θου Βου φαλακρός πράκτωρ 000, Τι
έκανες στον πόλεμο Θανάση; κ.ά.
Βέγιας, Διονύσιος (Κεφαλονιά 1819 – Κέρκυρα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε κοντά στον γλύπτη Παύλο Προσαλέντη και με
υποτροφία στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά Ρώμης στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέρκυρα όπου δίδαξε ιχνογραφία
στην καλλιτεχνική σχολή του Παύλου Προσαλέντη, στην οποία αργότερα διορίστηκε διευθυντής, και σκιαγραφία στο λύκειο της
Κέρκυρας. Ασχολήθηκε επίσης με την αγιογραφία και εργάστηκε στην αγιογράφηση του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στο
Αργοστόλι, καθώς και στους ναούς της Παναγίας των Ξένων και του Αγίου Γεωργίου Παλαιού Φρουρίου στην Κέρκυρα.
Βέγκα, Γκαρθιλάσο ντε λα-. Βλ. λ. Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα.
Βέγκα Κάρπιο, Φέλιξ Λόπε ντε- (Felix Lope de Vega Carpiο, Μαδρίτη 1562 – 1635). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και
ποιητής (αναφέρεται συχνά και ως Λόπε ντε Βέγκα).
Άνθρωπος με ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη και περιπετειώδη, γεμάτη
ατέλειωτες ερωτικές ιστορίες. Μια από αυτές τις ιστορίες ήταν με την Ελένα Οζόριο, σύζυγο ενός ηθοποιού, τη Φυλλίδα των
στίχων του, η οποία κατέληξε σε σκάνδαλο που στάθηκε αιτία να εξοριστεί από τη Μαδρίτη. Αμέσως μετά (1588) παντρεύτηκε
την Ισαβέλλα ντε Ουρμπίνα (την Μπελίσα), την οποία εγκατέλειψε όμως για να καταταγεί στις δυνάμεις της Αήττητης Αρμάδας.
Επέστρεψε ύστερα κοντά της και έμειναν για λίγο καιρό στη Βαλένθια και κατόπιν στην Άλβα ντε Τόρμες, όπου έγινε
γραμματέας του δούκα της πόλης. Όταν πέθαναν η σύζυγος και οι κόρες του (1598), παντρεύτηκε τη Χουάνα ντε Γκουάρντο,
από την οποία απέκτησε δύο γιους που επίσης πέθαναν πρόωρα. Σύναψε τότε σχέσεις και με μια άλλη ηθοποιό, και αυτή
παντρεμένη, τη Μικαέλα ντε Λουχάν (την Καμίλα Λουτσίντα) και απέκτησε και άλλα παιδιά μαζί της. Αφού έχασε και τη
δεύτερη σύζυγό του, συγκλονισμένος από μια βαθιά πνευματική κρίση, πίστεψε ότι θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της
ζωής του χειροτονούμενος ιερέας (1614). Αυτό δεν τον εμπόδισε, μετά τα πενήντα του, να συνεχίσει τους έρωτες και την
περιπετειώδη ζωή του με πολλές ακόμα γυναίκες.
Αν το ισπανικό θέατρο του Χρυσού Αιώνα μπόρεσε να γίνει γρήγορα το σημείο συμβολής και σύνθεσης όλων των ηθικών,
θρησκευτικών και ιδεολογικών ανησυχιών της εποχής και όλων των λογοτεχνικών μοτίβων του μπαρόκ, αυτό οφείλεται πρώτα
απ’ όλα στη δυναμική και πολυσύνθετη προσωπικότητα του Β. Οδηγημένος περισσότερο από μια διαίσθηση και από ένα δυνατό
θεατρικό ένστικτο παρά από σαφή και ακριβή ποιητική μέθοδο, επιχείρησε μια αλλαγή εντελώς εμπειρική στους κανόνες της
δραματουργίας, όπως μπορεί να δει κανείς στο έργο του Νέοι κανόνες στην τέχνη του να γράφεις κωμωδίες του καιρού μας
(1609), όπου όχι μόνο υιοθετούνται οριστικά οι τρεις πράξεις αντί των πέντε του κλασικού θεάτρου και καταργούνται οι τρεις
ενότητες της αριστοτελικής ποιητικής, αλλά προβάλλονται κυρίως τα τεχνικά ή γλωσσικά εκείνα μέσα που καθιστούν το έργο
προσιτό στο κοινό. Πράγματι, στα 400 και πλέον θεατρικά έργα του που έχουν διασωθεί (ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε γράψει
1.500), αφομοιώνοντας τα πιο ποικίλα στοιχεία της λογοτεχνίας και της λαϊκής παράδοσης της Ισπανίας, κατόρθωσε να
δημιουργήσει ένα θέατρο ρεαλιστικό και συγχρόνως βασισμένο στον μύθο, ηρωικό, γεμάτο δυναμισμό και δράση, ένα θέατρο
μάλλον χαρακτήρων παρά κεντρικών ηρώων, στο οποίο πρωταγωνιστεί συχνά το πλήθος· τα θέματα του Β. έχουν εξάλλου στην
απέραντη ποικιλία τους ένα κοινό φόντο, πολύφωνο και λαϊκό.
Δεν υπάρχει θεατρικό είδος που να μην καλλιέργησε ο Β., αν και σε όλες τις κωμωδίες του μπορεί να ξαναβρεί κανείς την ίδια
ατμόσφαιρα. Έγραψε έργα θρησκευτικού περιεχομένου, όπως Ο θερισμός, που η υπόθεσή του είναι παρμένη από την
ευαγγελική παραβολή του σπορέα ή με θέματα από την Παλαιά Διαθήκη, όπως Η δημιουργία του κόσμου. Ακολούθησαν τα
βουκολικά Μαινόμενος Μπελάρντο και Η Αρκαδία και έργα με θέματα από τη μυθολογία, όπως Ο λαβύρινθος της Κρήτης, ή
από την κλασική και ξένη ιστορία, όπως Ο σκλάβος της Ρώμης και Ο μέγας δούκας της Μόσχας. Οι ηθογραφίες του είναι ίσως
οι πιο πολλές και οι πιο γνωστές έξω από τα όρια της Ισπανίας. Η φαντασία του και η προτίμησή του στις ιστορίες με μεγάλη
πλοκή επιστρατεύτηκαν στα έργα του, με μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν το κοινό και να κρατήσουν αμείωτη την προσοχή
του· αυτό διαφαίνεται σε έργα, όπως τα Ν’ αγαπάς χωρίς να ξέρεις ποιον, Η ανόητη κυρία (μία από τις πιο επιτυχημένες
κωμωδίες του, που ξεχωρίζει για το χιούμορ της και τη φινέτσα του ψυχολογικού παιχνιδιού), Το σκυλί του περιβολάρη και Ο
χωρικός στη γωνίτσα του (τα δύο τελευταία εμπνευσμένα από την αγροτική ζωή) κ.ά. Αξιόλογα είναι επίσης τα δράματα των
οποίων τα θέματα άντλησε από τους μύθους και την ιστορία της Ισπανίας. Δεν υπάρχει περίοδος, φυσιογνωμία ή επεισόδιο που
ο Β. να μην έχει μεταφέρει στη σκηνή· χαρακτηριστικά έργα είναι Ο τελευταίος Γότθος –που αναφέρεται στο τέλος της
δυναστείας των Βησιγότθων– και Ο ιππότης του Ολμέδο. Σε αυτό τον κύκλο ανήκουν και τρία έργα στα οποία ο Β. έφτασε σε
μεγαλύτερο βάθος και ωριμότητα έκφρασης, σε μια ευτυχέστερη ισομέρεια ανάπτυξης και σε μια τελειότερη θεατρική τεχνική:
Ο καλύτερος κριτής είναι ο βασιλιάς, Ο Περιμπάνιεθ και ο διοικητής της Οκάνια και Προβατοπηγή. Έγραψε σε στίχους τις
κωμωδίες του με ιντερμέδια από χορούς, ωραιότατες ρομάντσες, σονέτα και τραγούδια που δημιουργούν ένα κλίμα δροσερού
λυρισμού που σφραγίζει το μοναδικό ύφος του.
Μπορεί να μην έγραψε ούτε ένα θεατρικό έργο που να είναι τέλειο, ολοκληρωμένο και με καθολικότητα, μπορεί να του
καταλογίζουν μεγάλη προχειρότητα και υπερβολική ευκολία στο να γράφει θεατρικά έργα των οποίων η ποσότητα αποβαίνει σε
βάρος της ποιότητας, ωστόσο ο Β. δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο, μεταφέροντας στη σκηνή τη ζωή στις πιο διαφορετικές
της όψεις, πλάθοντας με μεγαλοφυή τρόπο τύπους και χαρακτήρες ενός θεάτρου το οποίο ακολούθησαν και μιμήθηκαν στην
Ισπανία (όπου δημιούργησε μια μεγάλη σχολή δραματουργών) ή στο εξωτερικό και προπάντων στη Γαλλία, όπου δραματουργοί
του ύψους του Κορνέιγ ή του Μολιέρου εκτίμησαν πολλά έργα του.
Ο Β. ήταν εξάλλου ποιητής με λεπτή ευαισθησία και σε αναρίθμητα θαυμαστά σονέτα, ρομάντσες και άλλα ποιήματα ύμνησε –
εκτός από τον έρωτα και τη θρησκευτική πίστη– πολλά και ποικίλα θέματα, μεταξύ των οποίων και απλά περιστατικά. Στα
λυρικά του έργα, και προπάντων στις ρομάντσες, παρατηρείται μια εξαιρετική συνένωση λαϊκών και λόγιων στοιχείων, που τον
τοποθετούν ανάμεσα στους πιο μεγάλους συνεχιστές της παράδοσης του ποιητικού είδους της ρομάντσας. Έγραψε επίσης
αρκετά επικά ποιήματα. Στην Κίρκη, τη Φιλομένη και την Ανδρομέδα πραγματεύτηκε μυθολογικά θέματα, ενώ με τη Γατομαχία
προσέφερε ένα λαμπρό δείγμα σατιρικής ποίησης. Στην πρόζα καλλιέργησε το βουκολικό μυθιστόρημα με την Αρκαδία και τους
Ποιμένες της Βηθλεέμ, θρησκευτικού περιεχομένου. Έγραψε ακόμα και την κωμωδία-μυθιστόρημα Η Δωροθέα, ένα από τα πιο
ωραία έργα του ισπανικού Χρυσού Αιώνα. Διασώθηκαν τέλος αναρίθμητες επιστολές του, που αποτελούν αυτοβιογραφική
μαρτυρία εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
Βέγκενερ, Άλφρεντ Λόταρ (Alfred Lothar Wegener, Βερολίνο 1880 – Γροιλανδία 1930). Γερμανός γεωφυσικός. Έδειξε
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τη μετεωρολογία και ασχολήθηκε με γεωφυσικές και γεωλογικές μελέτες για να
επιβεβαιώσει κυρίως τη θεωρία του σχετικά με την προέλευση των ηπείρων, την οποία διατύπωσε το 1910 (βλ. λ. μετατόπιση
ηπείρων). Οργάνωσε τρεις αποστολές στη Γροιλανδία και πέθανε εκεί κατά τη διάρκεια της τρίτης.
Βεγκέσλαος (τσεχ. Vaclav). Εξελληνισμένο όνομα δουκών και βασιλιάδων της Βοημίας, ορισμένοι από τους οποίους
βασίλεψαν επίσης στα γειτονικά βασίλεια της Πολωνίας και της Ουγγαρίας (αναφέρονται και ως Βενσέσλαος).
1. Βεγκέσλαος, ο Άγιος (907 – 929 μ.Χ.). Δούκας της Βοημίας (921-929). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Βρατισλαύο
και βοήθησε τον Ερρίκο Α’ της Γερμανίας στους πολέμους του εναντίον των Σαξόνων, των Ούγγρων και των σλαβικών λαών.
Επανέφερε τον χριστιανισμό στη Βοημία και εξόρισε τη μητέρα του που ήταν επικεφαλής της ειδωλολατρικής αντίδρασης.
Δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Βολέσλαο, τον οποίο εξόπλισε εναντίον του η μητέρα του Δραχομίρα. Η Δυτ. Καθολική
Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο για τις υπηρεσίες του στον αγώνα της εδραίωσης του χριστιανισμού και τιμά τη μνήμη του στις
28 Σεπτεμβρίου.
2. Βεγκέσλαος Α’ (1205 – 1253). Βασιλιάς της Βοημίας (1230-53). Γιος και διάδοχος του Οδόακρου Α’ (Οτοκάρ), προσέφερε
την βοήθειά του στον δούκα της Αυστρίας Φρειδερίκο και στον δούκα της Βαυαρίας, στον αγώνα τους εναντίον του
αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’ με αντάλλαγμα να του παραχωρηθεί η γη σε ολόκληρη την ανατολική πλευρά του Δούναβη. Η
συμφωνία δεν τηρήθηκε με αποτέλεσμα ο Β. να εισβάλει στην Αυστρία στο όνομα του γιου του Λαδίσλαου· όταν ο τελευταίος
πέθανε, οι αριστοκράτες της Τσεχίας ανάγκασαν τον Β. να συμβασιλέψει με τον γιο του Οδόακρο Β’.
3. Βεγκέσλαος Β’ (1271 – 1305). Βασιλιάς της Βοημίας (1278-1305) και της Πολωνίας (1300-5). Διαδέχθηκε τον πατέρα του
Οδόακρο Β’, αλλά επειδή ανέβηκε στον θρόνο σε παιδική ηλικία, τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του βρισκόταν υπό την
κηδεμονία του Όθωνα του Βραδεμβούργου. Το 1301 δέχτηκε και το στέμμα της Ουγγαρίας που όμως παραχώρησε στον γιο του
Β. Γ’ (4.).
4. Βεγκέσλαος Γ’ (1289 – 1306). Βασιλιάς της Ουγγαρίας (1301-5), της Βοημίας και της Πολωνίας (1305-6). Γιος του Β. Β’ (3.),
παραιτήθηκε από τον θρόνο της Ουγγαρίας για χάρη του Όθωνα της Βαυαρίας, προκειμένου να ισχυροποιήσει τη θέση του στον
πολωνικό θρόνο έναντι του αντιπάλου του Λαδισλάου, αλλά πολύ γρήγορα έπεσε θύμα δολοφονίας.
5. Βεγκέσλαος Δ’ (Νυρεμβέργη 1359 – Πράγα 1419). Βασιλιάς της Βοημίας (1363-1419), μαργράβος του Βραδεμβούργου
(1373-76), αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας (1376-1400) και δούκας του Λουξεμβούργου (1383-
1419). Βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλούς εχθρούς όπως οι Τσέχοι ευγενείς, ο πάπας και οι Γερμανοί αντίπαλοι του, με
αποτέλεσμα να εκθρονιστεί από τον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αργότερα φυλακίστηκε από τον αδελφό του
Σιγισμούνδο και όταν ελευθερώθηκε προσπάθησε ανεπιτυχώς να διεκδικήσει ξανά τον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας και περιορίστηκε στη Βοημία.
Βεγκέσλαος (τσεχ. Vaclav, Πράγα 1337 – Λουξεμβούργο 1383). Δούκας του Λουξεμβούργου (1354-83), της Βραβάντης και
του Λίμπουργκ (1355-83). Γιος του Ιωάννη του Τυφλού αναγκάστηκε να παραδώσει την Μαλίν και την Αμβέρσα στον
Λουδοβίκο Β’.
Βεγλερής, Γεώργιος (Κωνσταντινούπολη 1850 – Σμύρνη 1923). Λόγιος και συγγραφέας. Έγραψε πολλά έργα, στα ρωσικά και
στα ελληνικά, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τρεις μελέτες που τιτλοφορούνται Περί του Πορφυρού Κώδικα, Περί του
μολυβδοβούλλου Δαυίδ του Κομνηνού της Τραπεζούντος και Αγιολογικά. Ο Β. χρημάτισε στην Κωνσταντινούπολη
υποπράκτορας ρωσικής ατμοπλοϊκής εταιρείας. Από εκεί μετατέθηκε στη Σμύρνη, όπου και έζησε έως τη Μικρασιατική
Καταστροφή του 1922, κατά την οποία χάθηκε η πλούσια βιβλιοθήκη του και η πολύτιμη συλλογή του με κειμήλια.
Βεγλερής, Γρηγόριος (Κωνσταντινούπολη 1862 – 1948). Τελευταίος ηγεμόνας της υπό οθωμανική εξάρτηση ηγεμονίας της
Σάμου (1912-13). Σπούδασε στην πολιτική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Διετέλεσε ανώτερος διοικητικός υπάλληλος της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα βοηθός νομάρχης Ντιαρμπεκίρ (1895-1901) και Τραπεζούντας (1901-10) και
διοικητής Πρέβεζας και Μερσίνης Κιλικίας (1910-12). Τον Μάρτιο του 1912 πήγε στη Σάμο, όπου διαδέχτηκε τον
δολοφονημένο ηγεμόνα του νησιού Ανδρέα Κοπάση. Ο Β. αντιμετώπισε εξέγερση του σαμιακού λαού, επειδή αντί να χορηγήσει
αμέσως αμνηστία στους αντιπάλους του προκατόχου του, σύμφωνα και με τη σχετική απόφαση της σαμιακής βουλής, προτίμησε
να ζητήσει πρώτα τη σχετική συγκατάθεση της Υψηλής Πύλης. Οι επαναστάτες, με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή Σοφούλη,
συγκρούστηκαν με την τουρκική φρουρά του νησιού, που υποστήριζε τον ηγεμόνα. Τελικά, με τη μεσολάβηση των Δυνάμεων,
οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Μετά την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα και την αποβίβαση, τον
Μάρτιο του 1913, ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Β. κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι όμως αναγνώριζαν
πάντοτε τον Β. ως ηγεμόνα της Σάμου και μόνο μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, με την οποία επισημοποιήθηκε η
ένωση του νησιού με την Ελλάδα, θεώρησαν τη νέα κατάσταση οριστική. Ο Β. διετέλεσε αργότερα γερουσιαστής της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διευθυντής του Ελληνικού Σχολείου καθώς και του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου
Κωνσταντινούπολης.
Βεγλερής, Φαίδων (Κωνσταντινούπολη 1903 – Αθήνα 1998). Νομικός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε νομικά και πολιτικές
επιστήμες στα πανεπιστήμια του Μπορντό και του Παρισιού της, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του διοικητικού δικαίου.
Αρχικά, εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα, ενώ από το 1935 σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός (1935-56 υφηγητής, 1956-
60 έκτακτος καθηγητής, 1960-68 τακτικός καθηγητής διοικητικού δικαίου της νομικής σχολής Αθηνών). Κατά τη διάρκεια της
απριλιανής δικτατορίας έφυγε ξανά για τη Γαλλία και στο χρονικό διάστημα 1968-74 δίδαξε ως καθηγητής του δημοσίου
δικαίου και των πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου και ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή
δραστηριότητα κατά του απριλιανού καθεστώτος. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε την πολύπλευρη πολιτική και
επιστημονική δράση του με την ενεργό συμμετοχή του σε επιστημονικές εταιρείες, επιτροπές κλπ. Υπήρξε μέλος της επιτροπής
εμπειρογνωμόνων για τα δικαιώματα του ανθρώπου την περίοδο 1959-66. Δημοσίευσε πλήθος άρθρων και μελετών στον
ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, ελληνικό και ξένο. Έργα του: Η συμμόρφωσις της διοικήσεως εις τας αποφάσεις του ΣτΕ (1934),
Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως (1946), Η δικαστική δικαιοσύνη υπό το Σύνταγμα (1960), Η διοικητική οργάνωσις (1963),
Η σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό το Σύνταγμα (1977), Περιορισμοί των δικαιωμάτων των ανθρώπων (1982) κ.ά.
Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων που είχε λάβει είναι το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και το αριστείο της
Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του (1990).
βεγόνια (Begonia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βεγονιιδών· ονομάζεται επίσης μπιγκόνια. Περιλαμβάνει
περίπου 1.000 είδη πολυετών, ποωδών φυτών, τα οποία είναι ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της
Αμερικής και της Ασίας. Οι β. καλλιεργούνται ευρέως ως καλλωπιστικά φυτά και κυκλοφορούν σε αναρίθμητες ποικιλίες και
υβρίδια.
Οι πόες αυτές είναι ριζωματώδεις, ινόρριζες ή κονδυλόρριζες, με σαρκώδεις βλαστούς· πολύ σπάνια είναι φρυγανώδεις ή
θαμνώδεις. Τα φύλλα τους είναι ποικιλόμορφα, μάλλον ασύμμετρα, απλά, καρδιοειδή ή άλλων σχημάτων. Φέρουν μονογενή
άνθη, με τέσσερα συνήθως πέταλα, λευκά ή χρωματιστά (ροζ, κίτρινα, κόκκινα κ.ά.) και πολυάριθμους στήμονες. Ο καρπός
είναι κάψα με πολυάριθμα μικρά σπέρματα.
Η β. καλλιεργείται εύκολα σε θερμό, υγρό περιβάλλον με διάχυτο φως και έδαφος πλούσιο σε οργανικές ουσίες. Χρειάζεται
άφθονα ποτίσματα και πολλαπλασιάζεται με σπέρματα ή μοσχεύματα. Πολλές β. καλλιεργούνται ειδικά για τα ωραία τους άνθη,
ενώ άλλες για τα πλατιά διακοσμητικά τους φύλλα (Begonia rex)· τα φύλλα αυτά είναι όμορφα, πράσινα ή υπόξανθα,
ποικιλμένα με λευκές ή άλλου χρώματος κηλίδες.
Από ανθοκομική και κηποτεχνική άποψη, κατατάσσονται σε δύο ομάδες: τις β. του κήπου, όπως είναι τα είδη Begonia
semperflorens και Begonia tuberhybrida, και τις β. εσωτερικών χώρων, όπως τα είδη Begonia rex και Begonia argyrostigma. Οι
καλλιεργούμενες ποικιλίες β., ανάλογα με την προέλευση και τη μορφή τους, κατηγοριοποιούνται επίσης σε διάφορες ομάδες,
όπως είναι η ομάδα semperflorens-cultorum με ποώδεις, ινόρριζες β. με κηρώδη φύλλα· η ομάδα tuberhybrida, που
περιλαμβάνει κονδυλόρριζες β. με όμορφα άνθη· η ομάδα rex, με ριζωματώδεις β. που καλλιεργούνται για τα όμορφα φύλλα
τους, όπως το γνωστό είδος Begonia rex, και πολλές άλλοι τύποι: νανώδεις β., ινόρριζες β. με καλαμοειδή βλαστό, β. με τριχωτά
φύλλα κ.ά.
Εκτός από την καλλωπιστική τους αξία, πολλά είδη β. χρησιμοποιούνται και στη φαρμακευτική ως αντιπυρετικά ή διουρητικά.
Τα φύλλα ορισμένων ειδών τρώγονται ως σαλατικό.
Βεγόνια (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1920. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 15,0, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,77. Διεθνώς ονομάζεται Begonia 943.
βεγονιίδες (begoniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των βεγονιωδών. Πρόκειται για πολυετείς σαρκώδεις
πόες, σπανιότερα θάμνους, των τροπικών και υποτροπικών περιοχών. Είναι μόνοικα φυτά, δηλαδή τα θηλυκά και τα αρσενικά
άνθη σχηματίζονται στο ίδιο φυτό και εμφανίζονται σε ποικίλες μορφές. Η οικογένεια αριθμεί περισσότερα από 1.000 είδη, τα
οποία ανήκουν κυρίως στο γένος Begonia (βλ. λ. βεγόνια), με πολυάριθμες καλλιεργούμενες ποικιλίες. Άλλα γένη β. είναι τα
Hillebrandia και Symbegonia.
βεγονιώδη (begoniales). Τάξη δικοτυλήδονων φυτών με μοναδικό αντιπρόσωπο την οικογένεια begoniaceae. Βλ. λ. βεγονιίδες.
Βέγορα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ., 479 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στη
νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Βεγορίτιδας, 41 χλμ. ΝΑ της πόλης της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλώτα.
Βεγορίτιδα. Λίμνη (72,5 τ. χλμ.) της Μακεδονίας, στα όρια των νομών Κοζάνης, Φλωρίνης και Πέλλης (ονομάζεται επίσης
λίμνη του Οστρόβου ή της Άρνισσας). Στη βορειοανατολική όχθη της βρίσκεται η κωμόπολη Άρνισσα. Η λεκάνη της
περικλείεται μεταξύ των ορέων Τρικλαρίου, Βαρνούντος και Βένρου προς τα Δ-ΝΔ και Βόρα προς τα Α-ΒΑ. Δέχεται τα νερά
των γύρω βουνών και κυρίως του Εορδαϊκού ποταμού. Έχει μήκος περίπου 15 χλμ., μέγιστο πλάτος 5 χλμ., βάθος 67-81 μ. και η
επιφάνειά της βρίσκεται 528 μ. υψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας. Από τα αλιεύματά της σπουδαιότερα και
περισσότερα είναι οι κυπρίνοι (γριβάδια). Παράλληλα προς τις βόρειες και βορειοδυτικές όχθες της και πολύ κοντά τους περνά η
σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Φλώρινας. Παλαιότερα, σε βροχερές περιόδους, η στάθμη της Β. ανέβαινε επικίνδυνα
και τα νερά της κατέκλυζαν τη γύρω περιοχή, επειδή η λίμνη δεν έχει απορροή, εκτός από μια μικρή καταβόθρα, με την οποία
τροφοδοτεί τον Εδεσσαίο (Βόδα) ποταμό. Τα έργα της ΔΕΗ (1954) μετέτρεψαν τη λίμνη σε υδροταμιευτήρα και τα νερά της, με
σήραγγα μήκους 6.035 μ., μεταφέρονται –όταν χρειάζεται– στην τεχνητή λίμνη Νησίου, από την οποία τροφοδοτούνται τα
υδροηλεκτρικά έργα Άγρα-Έδεσσας.
Βεγορίτιδας, δήμος. Νέος δήμος (4.206 κάτ.) του νομού Πέλλης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Αγίου Αθανασίου, Αρνίσσης, Γραμματικού, Παναγίτσας και Περαίας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα
του δήμου ορίστηκε η κωμόπολη Άρνισσα.
Βέδα. Πρωτόγονος λαός της νοτιοανατολικής νησιωτικής Ασίας, περιορισμένος σήμερα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα,
μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Η οικογένειά τους είναι βασικά
μονογαμική και αποτελεί το στήριγμα της κοινωνικής διάρθρωσης των Β. Κάθε κοινότητα αποτελείται από 4-5 οικογένειες που
κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη ή από τις παντρεμένες κόρες του, μια και γενεαλογικά ακολουθούν τη γραμμή των γυναικών.
Με βάση τις διαφορές του πολιτισμού τους, που προήλθε από τις επαφές με άλλους πληθυσμούς (όπως οι Σινγκαλέζοι και οι
Ταμίλ), οι Β. υποδιαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: στους Β. της ζούγκλας, στους Β. των χωριών και στους Β. των ακτών. Κοινό
χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των Β. είναι η μεγάλη εκτίμηση που τρέφουν για τη γυναίκα: τρώει μαζί με τον άντρα από το
ίδιο φαγητό του. Οι άγριοι Β. δεν χρησιμοποιούν ούτε στολίδια ούτε φυλαχτά και ντύνονται με φλούδες δέντρων. Τα μαλλιά
τους είναι απεριποίητα και μόνο μερικές παντρεμένες γυναίκες χρησιμοποιούν ψεύτικες κοτσίδες. Δεν ασκούν ανεπτυγμένη
μαγεία ούτε χρησιμοποιούν φίλτρα, αλλά είναι ανιμιστές. Πλέον, ελάχιστοι είναι οι Β. που ζουν τηρώντας τον παραδοσιακό
τρόπο διαβίωσης τους αφού οι περισσότεροι έχουν αφομοιωθεί από τον σύγχρονους κατοίκους της Σρι Λάνκα.
Βεδάντα (Vedanta). Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας. Το σύστημα αυτό εμφανίζεται με το κύρος
του ονόματος των Βεδών και, αναπτύσσοντας τη βασική ιδέα των Ουπανισάδ (βλ. λ.), ρίχνει το κύριο βάρος του στο πρόβλημα
της γνωσιολογίας. Τα βεδικά κείμενα, η Βραχμασούτρα ή Βεδάντα σούτρα, γράφτηκαν γύρω στον 3o αι. μ.Χ., χωρίς η
χρονολογία αυτή να θεωρείται απόλυτα ακριβής. Κυριότερος εκπρόσωπος του δόγματος είναι ο Σάνκαρα, ο οποίος θεωρείται
επίσης ο σπουδαιότερος φιλόσοφος του ινδουισμού. Επηρεασμένη από τη βουδιστική σχολή Μαχαγιάνα –που αρνείται την
αντικειμενική πραγματικότητα των παραστάσεών μας– η Β. υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι μια πλάνη, μια απάτη των
αισθήσεων, και θεωρεί ως μόνο πραγματικό το βράχμαν, την αιώνια και άναρχη ψυχή, στην οποία όλα υπάρχουν και δεν
υπάρχουν συγχρόνως. Πρόκειται για την ουσία του δόγματος αυτού. Βλ. λ. Ινδία· ινδουισμός.
Βέδας ο Αιδέσιμος (Baeda ή Bede Venerabilis, Γουιρμάουθ, Σάντερλαντ 672; – Τζάροου 735 μ.Χ.). Άγγλος λόγιος και
θεολόγος, άγιος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λογίους του Μεσαίωνα και
θεμελιωτής του αγγλοσαξονικού χριστιανικού πολιτισμού. Ανάλωσε σχεδόν όλη τη ζωή του στο μοναστήρι του Τζάροου
μελετώντας, διδάσκοντας και γράφοντας. Ασχολήθηκε με την ιστορία και τη φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες καθώς και με
εκπαιδευτικά προγράμματα, έρευνες και μελέτες για τη φιλολογία των Πατέρων της Εκκλησίας. Σε όλα αυτά δεν επέδειξε
ιδιαίτερη πρωτοτυπία, αλλά μια τρομερή ικανότητα οργάνωσης της πνευματικής προσπάθειας στην υπηρεσία της πίστης. Το
κυριότερο έργο του, με τίτλο Εκκλησιαστική ιστορία των Άγγλων (γραμμένο στα λατινικά, σε πέντε βιβλία), αναφέρεται στη
χρονική περίοδο από την απόβαση του Καίσαρα στη Βρετανία έως περίπου το 730 και είχε μεγάλη διάδοση και αντίστοιχη
απήχηση σε όλη την καθολική Ευρώπη του Μεσαίωνα. Το 1899, ο Β. ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 27
Μαΐου.
Βεδέροι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 48 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού,
προς την ακτή, 8 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου Φωκά. Έχει ανακηρυχθεί
παραδοσιακός οικισμός.
Βέδες (σανσκρ. Veda = [ιερή] γνώση). Συλλογή αρχαίων ιερών ινδικών κειμένων. Αποτελούνται από ύμνους και στίχους, που
έχουν γραφτεί στην αρχαία σανσκριτική γλώσσα. Τα πρώτα κείμενα των Β. χρονολογούνται κατά προσέγγιση μεταξύ 2000 και
1500 π.Χ., διακρίνονται όμως σαφώς σε αυτά στοιχεία πίστης και λατρείας που προϋπήρχαν στις Ινδίες. Το έργο, αποτελούμενο
από μεγαλειώδεις συλλογές ύμνων, προσευχών και τελετουργικών τύπων, είχε διαιρεθεί στην αρχή σε τρεις ομάδες, ενώ
αργότερα, όταν αναγνωρίστηκε η ιερότητα της Αταρβαβέδα, έγιναν τέσσερις (ιερός αριθμός των Ινδών). Η παλαιότερη και πιο
σημαντική ομάδα είναι η Ριγκβέδα (βλ. λ.), η Βέδα των ύμνων, που συγκεντρώνει 1.028 ύμνους, κατανεμημένους σε 10 βιβλία,
όπου οι πανηγυρικοί, οι τελετουργικές εξιλεωτικές περιγραφές, οι ιστορικοί και κοσμογονικοί ύμνοι εναλλάσσονται με τους –
σπανιότερους– σε μορφή διαλόγου ύμνους. Η Γιαζουρβέδα, η Βέδα των τύπων των θυσιών, από την οποία είναι γνωστά πέντε
κείμενα, συγκεντρώνει όλους τους τύπους των ιερών θυσιών, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρωποθυσίας. Η μυθολογία της
ομάδας αυτής είναι η ίδια, όπως και στις άλλες. Μερικές μόνο θεότητες, όπως ο Πρατζαπάτι, γνωστός ως κύριος του σύμπαντος,
ο Βισνού και ο Σίβα, προσλαμβάνουν πιο έκδηλη προσωπικότητα. Λιγότερο σημαντική είναι η τρίτη ομάδα, η Σαμαβέδα, η
Βέδα των μελωδιών, η οποία προέρχεται απευθείας από την πρώτη και διαιρείται σε δύο μέρη. Είναι ενδιαφέρουσα για τα
μουσικά της φθογγόσημα, που, αν και δεν μπορούν να ερμηνευτούν, αποτελούν το αρχαιότερο μνημείο λειτουργικής μουσικής.
Η Αταρβαβέδα, η Βέδα των μαγικών τύπων (μερικοί από τους οποίους προέρχονται από τη Ριγκβέδα), αποτελείται από 20
βιβλία. Παρά τη βραχμανική αναμόρφωση που έχει υποστεί, όπως φανερώνει και η πιο σύγχρονη γλώσσα, διατηρεί τον αρχικό
της χαρακτήρα, που είναι ίσως πιο παλιός από τον χαρακτήρα των άλλων Β. – η σύνταξή της φαίνεται ότι τοποθετείται γύρω
στον 8o αι. π.Χ. Εκτός από τα θρησκευτικά πλαίσια των αρχαίων Ινδιών, οι Β. δίνουν επίσης το πρότυπο της ινδικής κοινωνίας
μετά την κατάκτησή της από τους Αρίους.
Η βεδική θρησκεία. Η σημαντικότερη πηγή γνώσης για τη βεδική θρησκεία είναι η Ριγκβέδα, φιλολογικό και θρησκευτικό
κείμενο των Αρίων της πρώιμης περιόδου. Η βεδική φάση είχε τη φυσική της εξέλιξη στις βραχμανικές φάσεις (7ος-6ος αι. π.Χ.,
από τις Βραχμάνες, ιερατικά υπομνήματα στις Β.) και στις ουπανισαδικές (μετά τον 6ο αι., από τις Ουπανισάδ, κείμενα
θεολογικού χαρακτήρα).
Η βεδική θρησκεία παρουσιάζεται ως πολυθεϊσμός, με έναν ορισμένο αριθμό μεγάλων ενεργών θείων μορφών –όπως οι Ίντρα,
Σούργια, Βαρούνα και Άγκνι– που συνοδεύονται από θεότητες περισσότερο μυθικής (κοσμογονικής) σημασίας παρά
λατρευτικής, καθώς και από ένα πλήθος ελασσόνων θεοτήτων ακαθόριστης μορφής. Πιθανώς, η πολυθεϊστική αυτή μορφή να
μην οφείλεται στην ινδοευρωπαϊκή κληρονομιά, αλλά στην επαφή με αυτόχθονες πολιτισμούς (για παράδειγμα, τον λεγόμενο
Μοχέντζο Ντάρο, από τον κυριότερο τόπο αρχαιολογικών ανακαλύψεων), που και αυτοί με τη σειρά τους προήλθαν από την
επίδραση ανώτερων πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή αυτή αποδεικνύεται ότι είναι δευτερεύουσα,
ακριβώς για τις βραχμανικές και ουπανισαδικές εξελίξεις της βεδικής εποχής, που θέτουν υπό κρίση την πολυθεΐα και
αντιτάσσουν στην καθορισμένη δύναμη των θείων μορφών μια δυναμικότητα απρόσωπων δυνάμεων, που αποδίδονται με τις
έννοιες ότζας (ζωτικότητα, δημιουργικότητα), σράδα (η πίστη ως πηγή ενέργειας), τάπας (ζήλος, ως προϊόν άσκησης) κλπ. Στο
μεταξύ, στη θεώρηση του κόσμου ως κατανεμημένου σε θείες μορφές (διακριτικό της πολυθεΐας) αντιτίθεται η πλήρης και
παγκόσμια θεώρηση του κόσμου που εκφράζεται με έννοιες όπως βράχμαν (η ίδια η ύλη του όντος) και άτμαν (η ψυχή των
πραγμάτων, υπό μία έννοια), οι οποίες συντελούν στο να θεωρείται ως απατηλή όψη (μάγια) καθετί που είναι ή φαίνεται ότι
είναι τμηματικό, υποδιαιρεμένο. Από την κρίση αυτή της βεδικής πολυθεΐας γεννήθηκε, διατηρώντας κατά κάποιον τρόπο το
αυτόχθονο προάριο ρεύμα, μια νέα πολυθεΐα, ο ινδουισμός· γεννήθηκαν όμως και τα μυστικιστικά ασκητικά κινήματα, και οι
μεγάλες ετερόδοξες θρησκείες (βουδισμός, τζαϊνισμός).
Η δευτερεύουσα σημασία της πολυθεϊστικής μορφής φαίνεται ακόμα και από ορισμένες ιδιότητες που διακρίνουν τη βεδική
θρησκεία από τις άλλες πολυθεϊστικές θρησκείες, όπως είναι η έλλειψη ναών και δημόσιας λατρείας. Ενοποιητικό στοιχείο είναι
το ιερατείο και η κοινωνική σταθερότητα που παρέχει η τριχοτόμηση σε κάστες: η πρώτη (των βραχμάνων, από τους οποίους
προέρχονται οι ιερείς) τίθεται στην υπηρεσία της λατρείας, η δεύτερη (των κσατρίγια, από τους οποίους προέρχονται οι
πολεμιστές και οι βασιλιάδες) στην υπηρεσία του πολέμου και η τρίτη (των βαΐσια) στην υπηρεσία της οικονομικής παραγωγής.
Κεντρικό θέμα είναι η τοποθέτηση κάθε επιμέρους πράξης σε μια παγκόσμια τάξη (ρτα) που πρέπει όχι μόνο να διατηρείται
αλλά και να προωθείται μέσω της κατεξοχήν ιερής πράξης, της θυσίας.
Η θρησκευτική ζωή της βεδικής περιόδου έχει ως κέντρο της τη θυσία: οι θεοί, συνήθως αδιάφοροι, από επικίνδυνοι για κάποια
προσβολή που τους έγινε, μπορεί να γίνουν ευνοϊκοί ύστερα από μια θυσία και να εξασφαλίσουν τα υλικά εκείνα αγαθά (ζωή,
πλούτο, απογόνους, συγκομιδή) που η βεδική κοινωνία εκτιμά καλύτερα. Οι θυσίες, πολυάριθμες και ποικίλης διάρκειας και
σύνθεσης, υποδιαιρούνται σε επίσημες (σράουτα) και οικογενειακές (γρίχια), στις οποίες δεν είναι απαραίτητος ο ιερέας, γιατί
μπορεί να εκτελέσει χρέη ιερουργού ο αρχηγός της οικογένειας, υποβοηθούμενος από τη σύζυγό του.
Αφού δεν υπήρχαν ναοί, ακόμα και οι επίσημες θυσίες γίνονταν στην ύπαιθρο. Ο αγιαζόμενος τόπος γινόταν έτσι ο άξονας του
κόσμου, στον οποίο ο εισερχόμενος πραγματοποιούσε τη μετάβαση από το ανθρώπινο επίπεδο στο ουράνιο. Μεσάζων μεταξύ
ανθρώπου και θεού ήταν ο ιερέας, ο μόνος που γνώριζε όλη την τεχνική των ιεροπραξιών, των οποίων το αποτέλεσμα μπορούσε
να ακυρωθεί ακόμα και από το παραμικρό σφάλμα που θα γινόταν κατά τη διάρκειά τους. Μπροστά σε τρία θυσιαστήρια για τις
τρεις ιερές πυρές, ο χοτρ (= επικαλούμενος) απάγγειλε τους ύμνους της δοξολογίας, ο ουδγατάρ (= ψάλτης) συνόδευε με άσματα
τα διάφορα μέρη της ιεροπραξίας, ο αδαβαργιού (θύτης) εκτελούσε το υλικό μέρος της θυσίας, ενώ ο Βραχμάν, ο επικεφαλής
των ιερέων, έλεγχε και συντόνιζε τις κινήσεις.
Βεδουίνοι (αγγλ. Bedouins < αραβ. baduw = νομάδας της ερήμου). Νομαδικές φυλές που ζουν στις έρημους της βόρειας και
βορειοανατολικής Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και, κυρίως, της Αραβικής χερσονήσου. Είναι ισλαμιστές, οργανωμένοι σε
πατριαρχικές κοινότητες και αποτελούν περίπου το 1/ 10 του πληθυσμού της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής.
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ασχολούνται με τη γεωργία, καθώς στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι βοσκοί· γι’ αυτό το λόγο
κατατάσσονται σε τρεις ομάδες ανάλογα με τα ζώα που εκτρέφουν: υπάρχουν οι καμηλιέρηδες, που συναντώνται κυρίως στις
ερήμους της Σαχάρας, της Συρίας και της Αραβίας, οι βοσκοί αιγοπροβάτων, που περιπλανώνται στις παρυφές των
καλλιεργημένων εκτάσεων του Ιράκ, της Συρίας και της Ιορδανίας και, τέλος, οι βοσκοί βοοειδών (αραβ. Μπαγκάρα), που έχουν
ως βάση τη νότια Αραβία και το Σουδάν.
Οι Β. τηρούν έναν τρόπο ζωής που διέπεται από άγραφους κανόνες που τηρούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Η τιμή, η
αξιοπρέπεια, η ανδρεία, η ελευθερία είναι κάποιες από τις βασικές και απαράβατες αρχές στη ζωή ενός Β. Κατά το παρελθόν,
βέβαια, αποτελούσαν μία από τις πληγές της ερήμου όταν επιδίδονταν σε ληστρικές επιδρομές εναντίων των εμπορικών
καραβανιών. Βλ. λ. Αίγυπτος (Πληθυσμός)· Άραβες.
Βεδύνδια. Αρχαία κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας. Αναφέρεται στην εποχή του Κασσάνδρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.).
Βεελζεβούλ (εβρ. Βάαλ + ζεβούλ = κύριος των μυγών). Αρχαία θεότητα της πόλης των Φιλισταίων Ακκαρών στην
Παλαιστίνη. Αντιστοιχούσε προς τον Δία Απομυΐον (= αυτός που απομακρύνει τις μύγες) των αρχαίων Ελλήνων. Ωστόσο, στην
Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζει τον άρχοντα των δαιμόνων, τον Βάαλ, συνώνυμο του Σατανά. Η λέξη ζεβούλ, σύμφωνα με τη
γνώμη πολλών αρχαιολόγων, συνόδευε τα ονόματα πολλών θεών και σήμαινε τον άρχοντα και τον υπέροχο.
Βέεν, Ότο Βαν. Ολλανδός ζωγράφος. Βλ. λ. Βαν Βέεν, Ότο.
Βέζας, Θεόδωρος. Βλ. λ. Μπεζά, Τεοντόρ.
Βεζελόφσκι, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς (Alexandr Nikolayevich Veselovski, Μόσχα 1838 – Αγία Πετρούπολη 1906). Ρώσος
φιλόλογος. Εξαιρετικός γνώστης της αρχαίας και σύγχρονης λογοτεχνίας, ευρωπαϊκής και ανατολικής, εργάστηκε για
περισσότερο από 20 χρόνια στις βιβλιοθήκες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας. Θεμελιώδους σημασίας είναι οι
μελέτες του για την ιταλική Αναγέννηση, για τα αρχαία βυζαντινά και σλαβικά κείμενα καθώς και για τη λαϊκή λογοτεχνία.
Σημαντικές είναι επίσης οι εργασίες του για την καταγωγή και τη φύση της τέχνης, την οποία ο Β. τείνει να συνδέσει με τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κοινωνικών σχηματισμών. Οι εργασίες αυτές τον αναδεικνύουν σε πρόδρομο του
φορμαλισμού.
Βέζερ (Weser). Ποταμός (440 χλμ.) της βορειοδυτικής Γερμανίας. Σχηματίζεται στο Μίντεν, από τη συμβολή των δύο αρχικών
του κλάδων, του Βέρα και του Φούλντα. Ο Φούλντα πηγάζει από τη δυτική πλευρά του Ρεν και κατεβαίνει προς τα βόρεια
περνώντας από τους ανατολικούς πρόποδες του ηφαιστείου Φόγκελσμπεργκ και του Κνιλ και από τις πόλεις Φούλντα, Μπαντ,
Χέρσφελντ και Κάσελ. Ο Β. διασχίζει χαμηλότερα από το Μίντεν το Βεζερμπέργκλαντ, ρέοντας μεταξύ Ζόλιγκ στα Α και
Ράινχαρντς Βαλντ και Εγκεγκεμπίργκε στα Δ. Πιο κάτω από το Χάλμελν προχωρεί πλάι στη νότια πλευρά των Βεζεργκεμπίργκε
και ύστερα αναδιπλώνεται στα Β, περνώντας μεταξύ Βεζεργκεμπίργκε στα Α και Βιχενγκεμπίργκε στα Δ, μέσα από τη λεγόμενη
Πύλη της Βεστφαλίας. Εισχωρεί έπειτα στην πεδιάδα της βόρειας Γερμανίας, αφού προηγουμένως διασταυρωθεί με το Μίτελαντ
Κανάλ στα Δ και με τον Έλβα κοντά στο Μαγδεμβούργο στα Α, ενώ περνώντας έξω από τις πόλεις Όσναμπρικ, Μίντεν,
Ανόβερο και Βόλφσμπουργκ κατεβαίνει προς τη Βρέμη βρέχοντας το Νίνμπουργκ. Πιο κάτω από τη Βρέμη, ο Β. περνά από τις
πόλεις Μπράκε, Νόρντενχαμ και Μπρεμερχάφεν. Τόσο ο Β. όσο και οι Βέρα και Φούλντα –όλοι τους πλωτοί– αποτελούν
συγκοινωνιακή αρτηρία βασικής σημασίας μεταξύ των μέσων γερμανικών οροσειρών και της Βόρειας θάλασσας.
βεζίρης (τουρκ. vezir < αραβ. vasir = αχθοφόρος, χαμάλης· μτφ. αυτός που σηκώνει το βάρος των υποθέσεων του κράτους).
Πολιτειακό αξίωμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (μεγάλος βεζίρης), αντίστοιχο με αυτό του πρωθυπουργού στα δυτικά
ευρωπαϊκά κράτη, αλλά με περισσότερες δικαιοδοσίες. Πολλές φορές, ωστόσο, ο μεγάλος β. έπεφτε στη δυσμένεια του
σουλτάνου και έχανε τη θέση του, ενίοτε μάλιστα και τη ζωή του. Από ένα σημείο και ύστερα οι β. έγιναν δύο και αργότερα
επτά, ενώ από την εποχή του σουλτάνου Σουλεϊμάν Β’ του Μεγαλοπρεπή τοποθετούνταν β. και στην Αίγυπτο, στην Υεμένη και
στη Βαγδάτη. Σύμβολο της εξουσίας τους ήταν η σφραγίδα του σουλτάνου, χρυσή και διακοσμημένη με πολύτιμες πέτρες. Τον
τίτλο του β. κατείχε επίσης ο αρχηγός του σώματος των γενιτσάρων και ο διοικητής του στόλου. Σταδιακά β. ονομάζονταν και
κατώτεροι τοπικοί διοικητές και ο θεσμός εκφυλίστηκε, καθώς πολλοί από αυτούς αμείβονταν με παρακράτηση από τους
δημόσιους φόρους με αποτέλεσμα να καταπιέζουν και να κλέβουν τον λαό. Ο θεσμός καταργήθηκε το 1922 ύστερα από την
επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ που έφερε και το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Βεζούβιος (Vesuvius). Ενεργό ηφαίστειο (υψόμ. 1.279 μ.) της Ιταλίας, στην περιοχή της Καμπανίας, στην πεδιάδα ανατολικά
της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με
περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους δείγμα, όπως εμφανίζεται με τον παλιό κρατηριακό κύκλο της Σόμα,
διαμέτρου περίπου 4 χλμ., μέσα από τον οποίο προβάλλει ο πιο πρόσφατος κώνος του κυρίως Β., που στην κορυφή του υπάρχει
ο σημερινός κρατήρας. Τα δύο ηφαιστειακά συγκροτήματα δεν είναι ομόκεντρα, δεν έχουν κατά συνέπεια και τον ίδιο άξονα
έκχυσης, αφού ο άξονας του Β. είναι μετατοπισμένος κατά 250 μ. ΝΔ σε σχέση με τον ευρύτερο της Σόμα. Εκτός από την
υπέρθεση των δύο κώνων, που χωρίζονται στα Β από μια βαθιά ημικυκλική κοιλάδα, τη λεγόμενη Άτριο του αλόγου,
χαρακτηριστικό στοιχείο της μορφολογίας του Β. είναι η ασυμμετρία των πλαγιών· η εσωτερική πλαγιά είναι πολύ πιο απότομη
από αυτήν που βλέπει προς τη θάλασσα.
Ο Β. πρωτοεμφανίστηκε ως νησιωτικό ηφαίστειο στον ευρύ θαλάσσιο κόλπο, που κατά την ηώκαινο εποχή της τριτογενούς
περιόδου του καινοζωικού αιώνα εισχωρούσε βαθιά στο ασβεστολιθικό ανάγλυφο των Απενίνων της Καμπανίας και συνδέθηκε
αργότερα με την ξηρά κατά την πλειόκαινο εποχή της τριτογενούς περιόδου, εξαιτίας είτε ισχυρής πτύχωσης του γήινου φλοιού
είτε άφθονων εκχύσεων λάβας και άλλων πυροκλαστικών υλικών που φαίνεται ότι ανέβασαν τον κώνο σε ύψος περίπου 2.300 μ.
Στη συνέχεια, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, ισχυρή έκρηξη μείωσε το ύψος του στα σημερινά επίπεδα, αφήνοντας στην
κορυφή έναν τεράστιο κρατήρα έκρηξης ή καταβύθισης. Από τη διάταξη κατά στρώματα των υλικών που έχουν ξεχυθεί,
διακρίνονται τέσσερις φάσεις δραστηριότητας, με ενδιάμεσες μακραίωνες ανάπαυλες που χαρακτηρίζονται από λάβες με
φθίνουσα οξύτητα (τραχείτες, ορβιετίτες, οκταβιανίτες και βεζουβίτες). Αυτό μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι ο ηφαιστειακός
πόρος διέρχεται σε μεγάλο βάθος από έναν ισχυρό σχηματισμό τριαδικού δολομιτικού ασβεστόλιθου, εξαιτίας του οποίου το
μάγμα έχει υποστεί μια προοδευτική διαφοροποίηση, λόγω αφομοίωσης.
Η μεγάλη έκρηξη του 79 μ.Χ., που έδωσε στο ηφαίστειο τη σημερινή του μορφή και κατέστρεψε τις πόλεις Πομπηία, Στράβιαι
και Ηράκλεια, εγκαινίασε την ιστορική φάση της δραστηριότητάς του, κατά την οποία οι παροξυσμικές εκρήξεις διαδέχονται η
μία την άλλη σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Από τις καταστρεπτικότερες είναι αυτές του 1631, του 1794, του 1906 και του
1944, που κάλυψαν με λάβα εκατοντάδες στρέμματα καλλιεργημένης γης και προσέβαλαν μερικά κατοικημένα κέντρα, κυρίως
στη νοτιοδυτική πλαγιά. Η περιοχή του Β. χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλή πυκνότητα πληθυσμού (1.832 κάτ. ανά τ. χλμ.),
προπάντων προς την πλευρά της θάλασσας όπου τα αστικά κέντρα έχουν πολύπλευρη οικονομική δραστηριότητα σε σχέση με
τα κέντρα της πλευράς της Σόμα που είναι κυρίως αγροτικά. Περισσότερο από τη μισό της καλλιεργήσιμης και δασώδους
επιφάνειας καλύπτεται από αμπελώνες (28%) και οπωρώνες (22%). Οι οπωρώνες απλώνονται από τη βάση του βουνού περίπου
έως το ύψος των 700 μ. στην πλαγιά της Σόμα και μέχρι 400-500 μ. στην άλλη πλευρά. Κυριαρχεί η καλλιέργεια της βερικοκιάς
με ετήσια παραγωγή 25.000 τόνων, δηλαδή το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής της Ιταλίας. Ακολουθούν δαμασκηνιές,
κερασιές, ροδακινιές και αμπέλια, κυρίως κάτω από τη ζώνη των οπωρώνων, στην ανατολική και νότια πλαγιά. Σημαντική
εξάλλου, από οικονομική άποψη, είναι η καλλιέργεια των κηπευτικών στους πρόποδες και στην παραλιακή ζώνη.
βέης. Βλ. λ. μπέης.
Βέης, Κωνσταντίνος (Τρίπολη 1879 – Αθήνα 1963). Χημικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φυσικές
επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με υποτροφία στην Ecole Normale Superieure, στη Γαλλία. Το 1908
ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και δέκα χρόνια αργότερα εξελέγη καθηγητής της οργανικής χημικής
τεχνολογίας στο τμήμα χημικών μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου· στη θέση αυτή παρέμεινε έως το 1947 και
σταδιακά αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους Έλληνες μελετητές της οργανικής χημείας. Το 1926 εξελέγη μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1957 το Διεθνές Συνέδριο Βιομηχανικής Χημείας που συνήλθε στην Αθήνα του
απένειμε τιμητικό δίπλωμα. Έγραψε πολλές επιστημονικές εργασίες και διατριβές, οι κυριότερες από τις οποίες δημοσιεύτηκαν
στη Γαλλία.
Βέης, Νίκος (Τρίπολη 1883 – Αθήνα 1958). Βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε
φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μόλις 18 ετών διορίστηκε στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και
ασχολήθηκε με την παλαιογραφία, την κωδικολογία και την περιγραφή κωδίκων. Το 1908 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της
φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους επισκέφθηκε τα Μετέωρα και ξεκίνησε τη
μελέτη και την αποκωδικοποίηση μοναστηριακών εγγράφων και επιγραφών με στόχο την έκδοση ενός σχετικού καταλόγου· στα
επόμενα χρόνια επισκέφθηκε άλλες δύο φορές τα Μετέωρα (1945-47, 1953) για τον σκοπό αυτό και τελικά το μνημειώδες έργο
του εκδόθηκε το 1967.
Το 1911 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου δίδαξε παλαιογραφία, επιγραφική και ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Εκεί
συνεργάστηκε με κορυφαίους Γερμανούς βυζαντινολόγους της εποχής του. Από το 1920 εξέδιδε το γερμανόφωνο περιοδικό
Βυζαντινά και Νεοελληνικά Χρονικά. Το 1925 εξελέγη καθηγητής της μεσαιωνικής και νεότερης φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και το 1941 ακαδημαϊκός. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά απομακρύνθηκε για δύο χρόνια από την έδρα του,
λόγω της άρνησής του να συνεργαστεί με το καθεστώς. Το 1945 απολύθηκε από τη θέση του στο πανεπιστήμιο λόγω της
σύνδεσής του με το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αργότερα αναμείχθηκε στην πολιτική και εξελέγη βουλευτής Αθηνών
το 1950 με το κόμμα της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας.
Οι 600 μελέτες που δημοσίευσε ο Β. αναφέρονται κυρίως στην παλαιογραφία (κατάλογοι χειρογράφων μονών της
Πελοποννήσου και των Μετεώρων), στη βυζαντινή φιλολογία (εκδόσεις κειμένων, κυρίως από κώδικες των Μετεώρων), στη
νεοελληνική λογοτεχνία (Ρήγας, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς) και στη νεότερη ιστορία της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας.
Βεθγέα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1920. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 15,3, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
11,83. Διεθνώς ονομάζεται Bethgea 937.
Βεϊγκάν, Μαξίμ (Maxime Weygand, Βρυξέλλες 1867 – Παρίσι 1965). Γάλλος στρατιωτικός. Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή
του Σεν-Σιρ και το 1914 διορίστηκε, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατάρχη Φος,
με τον οποίο συνεργάστηκε στενά έως το 1923. Το 1918 ο Β. έγινε υποστράτηγος και γενικός επιτελάρχης των συμμαχικών
δυνάμεων στη Γαλλία. Το 1920 πήγε στη Βαρσοβία για να βοηθήσει τους Πολωνούς που πολεμούσαν εναντίον του ρωσικού
Ερυθρού Στρατού (μπολσεβίκοι). Το 1923 διορίστηκε ύπατος αρμοστής στη Συρία και στον Λίβανο και το 1930 ανέλαβε την
αρχηγία του γενικού επιτελείου, θέση την οποία διατήρησε έως το 1935, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Το 1939
ανακλήθηκε στην υπηρεσία και το 1940 επωμίστηκε την ευθύνη της απόκρουσης των Γερμανών εισβολέων. Το 1941, ως
γενικός κυβερνητικός αντιπρόσωπος στη βόρεια Αφρική, πέτυχε να ανασυγκροτήσει τον γαλλικό στρατό, αλλά τον Νοέμβριο
του ίδιου χρόνου, κατά την επιστροφή του στη Γαλλία, οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και παρέμεινε στη φυλακή έως το 1945,
οπότε ελευθερώθηκε από τους Συμμάχους. Ο Β. έγραψε και διάφορα βιβλία της ειδικότητάς του, όπως Η ιστορία του γαλλικού
στρατού (1938), Φος (1947) κ.ά., καθώς και τρεις τόμους με τον γενικό τίτλο Απομνημονεύματα (1950-57).
Βέικος, Θεόφιλος (Βελβεντός Κοζάνης 1936 – Αθήνα 1995). Φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική
σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο το 1968 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Το 1971
διορίστηκε καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και τον επόμενο χρόνο καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μέσα από τα κείμενα και τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Β. ανέδειξε τη
διαλεκτική, την κριτική και μια εναντίωση στον δογματισμό, με οποιαδήποτε έκφραση κι αν εμφανίζεται. Τήρησε μια κριτική
στάση απέναντι στα κείμενα του μαρξισμού και επηρεάστηκε σημαντικά από σύγχρονους φιλελεύθερους φιλοσόφους, όπως ο
Χέρμπερτ Μαρκούζε και ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αμφότεροι της καλούμενης σχολής της Φρανκφούρτης, αλλά και ο Καρλ
Πόπερ. Αντιδογματικός, εναντιώθηκε σε μια θεολογική αντίληψη της ιστορίας, στην οποία απέδωσε τη δημιουργία όλων των
ολοκληρωτικών καθεστώτων και πρότεινε το αίτημα μιας ανοιχτής κοινωνίας, η οποία θα θεμελιώνεται στον διάλογο και στην
ελευθερία. Εναντιώθηκε επίσης στον εθνικισμό, την περίοδο που γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση στην Ευρώπη. Ανάμεσα στα βιβλία
του συγκαταλέγονται τα Προβλήματα κοινωνικής φιλοσοφίας (1977), Προλεγόμενα στη φιλοσοφία (1984) και Αναλυτική
φιλοσοφία (1990).
Βέικος, Λάμπρος (Σούλι ; – Αθήνα 1827). Αγωνιστής του 1821. Γιος του Βέικου Ζορμπά, υιοθέτησε για επώνυμο το όνομα
του πατέρα του, όπως συνηθιζόταν τότε στο Σούλι. Μετά την πτώση του Σουλίου (1804), ο Β., μαζί με άλλους Σουλιώτες, έφυγε
για την Κέρκυρα όπου και υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Γάλλων και, αργότερα, των Άγγλων. Όταν τα σουλτανικά
στρατεύματα πολιόρκησαν τα Ιωάννινα, ο Β. με τον Μάρκο Μπότσαρη ήρθαν σε συμφωνία με τον Αλή πασά, ο οποίος τους
παρέδωσε το Σούλι, εκτός από το κάστρο της Κιάφας. Για δεύτερη φορά, όμως, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Σούλι
(1822), μετά την πτώση του Αλή πασά και την προέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων του Χουρσίτ. Ο Β., μετά την
εγκατάλειψη του Σουλίου, συνέχισε τον αγώνα και πολέμησε το 1823 στο Καρπενήσι και το 1824 στη μάχη της Άμπλιανης. Τον
Ιούνιο του 1825 μπήκε στο Μεσολόγγι και ενίσχυσε την άμυνα της πολιορκημένης πόλης. Όταν ο Κιουταχής πρότεινε στη
φρουρά του Μεσολογγίου να παραδώσει την πόλη και να φύγει, ο Ταχίρ Αμπάζης έγραψε επιστολή στον Β., καθώς ήταν παλιός
του γνώριμος, και τον συμβούλευσε να δεχτεί τους όρους του Κιουταχή. Ο Β. απάντησε πως ο Κιουταχής χωρίς πόλεμο δεν
μπορεί να πάρει το Μεσολόγγι. Ο Κιουταχής διέταξε τότε έφοδο, αλλά χωρίς επιτυχία. Τον Ιανουάριο του 1826, ο Β. με
τέσσερις αγωνιστές πήγε στο Ναύπλιο να ζητήσει οικονομική ενίσχυση για την άμυνα της πόλης. Κατά την απουσία του έπεσε
το Μεσολόγγι. Αργότερα εντάχθηκε στη στρατιά του Καραϊσκάκη και πολέμησε στην Αράχοβα και στα Σάλωνα. Μετά τον
θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Β., μαζί με άλλους καπεταναίους και 2.500 άνδρες, ξεκίνησαν από το Φάληρο για να καταλάβουν με
έφοδο την Αθήνα. Επακολούθησε η μάχη του Αναλάτου, στην οποία ο Β. σκοτώθηκε.
Βέιλ, Σιμόν (Simone Weil, Παρίσι 1909 – Άσορντ Κεντ, Μεγάλη Βρετανία 1943). Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας,
εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και φυσική. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια φιλοσοφίας σε
σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Γαλλίας και κατά τη διετία 1934-35 στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ρενό, ως εργάτρια με
σκοπό να ζήσει από κοντά τα προβλήματα των εργατών. Στη συνέχεια πήγε στην Ισπανία και πολέμησε στον εμφύλιο πόλεμο,
αφού εντάχθηκε μαζί με πολλούς άλλους πνευματικούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο στις Διεθνείς Ταξιαρχίες των
δημοκρατικών. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής κατέφυγε αρχικά στο Μαρόκο και στη συνέχεια στις ΗΠΑ και στην
Αγγλία, όπου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση, εργαζόμενη στα τοπικά γραφεία της Ελεύθερης Γαλλίας. Έχοντας
μεγαλώσει σε φιλελεύθερο εβραϊκό περιβάλλον, δεν δίστασε να στραφεί προς τον μυστικισμό στα τελευταία χρόνια της ζωής
της. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της: Υπερφυσική γνώση (1950), Η εργατική μοίρα
(1951), Η ελληνική πηγή (1953), Ενδείξεις χριστιανοσύνης στους αρχαίους Έλληνες (1958) κ.ά.
Βέιλ, Σιμόν (Simone Veil, Νίκαια 1927 – ). Γαλλίδα πολιτικός, εβραϊκής καταγωγής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
(1979-82). Σε μικρή ηλικία είδε να εξοντώνονται στο Άουσβιτς τα μέλη της οικογένειάς της (επέζησε μόνο η ίδια και η αδελφή
της). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού. Το 1974 διορίστηκε
υπουργός Υγείας και πέντε χρόνια αργότερα εξελέγη ευρωβουλευτής και έγινε η πρόεδρος του πρώτου άμεσα εκλεγμένου
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Το όνομα της Β. είναι αρκετά γνωστό στη χώρα μας, ίσως περισσότερο από τη διάσημη και προγενέστερη συνώνυμή της,
μάλλον επειδή συνέπεσε η είσοδος της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα με τη δική της προεδρία στο
Ευρωκοινοβούλιο, και μάλιστα σε μια εποχή που πρόεδρος της Γαλλίας ήταν ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, κατεξοχήν φιλικά
διακείμενος στη χώρα μας και στον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, και, κατά κάποιον τρόπο,
εγγυητής της ένταξης της χώρας μας.
Βέιν, Τζον (John Vane, Τάρνετμπιγκ, Μεγάλη Βρετανία 1927 – ). Άγγλος φαρμακολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της
Οξφόρδης και του Σέφιλντ και ανακηρύχτηκε καθηγητής φαρμακολογίας στα πανεπιστήμια Γέιλ (ΗΠΑ) και Λονδίνου. Στο
ερευνητικό του έργο επικεντρώθηκε στις αγγειοδραστικές ορμόνες στην κυκλοφορία και στα υγρά διάχυσης μεμονωμένων
οργάνων και ιδιαίτερα στις προσταγλανδίνες. Αργότερα ασχολήθηκε με τη βιομηχανική φαρμακολογία. Έτσι οδηγήθηκε μαζί με
τους συνεργάτες του στην ανακάλυψη της προστακυκλίνης και στη φαρμακευτική της χρήση. Το 1982 μοιράστηκε με τους Σ.
Μπέργκστεμ και Μ. Σάμουελσον το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τις
προσταγλανδίνες και σχετικές βιολογικά ενεργές ουσίες, όπως είναι η προστακυκλίνη και η θρομβοξάνη (οι οποίες
σχηματίζονται από ακόρεστα λιπαρά οξέα, κυρίως αραχιδονικό οξύ, που βρίσκεται στην κυτταρική μεμβράνη, η οποία επίσης
έχει την ενζυματική δυνατότητα να σχηματίζει προσταγλανδίνες). Οι ουσίες αυτές εκλύονται όταν η λειτουργία των ιστών
διαταράσσεται από τραύμα, νόσο ή στρες, με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η φυσιολογική λειτουργία, και έτσι
χαρακτηρίζονται ως τοπικές ιστικές ορμόνες. Λειτουργούν ως άμυνα των κυττάρων ενάντια σε αιφνίδιες αλλαγές. Τα πρόσφατα
μέλη της οικογένειας των προσταγλανδινών, οι λευκοτρίνες, σχηματίζονται κυρίως στους πνεύμονες και στα λευκοκύτταρα και
η έκλυσή τους είναι πιθανή αιτία για τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν αλλεργικές και φλεγμονώδεις καταστάσεις. Οι
προσταγλανδίνες χρησιμοποιούνται ευρέως στην κλινική ιατρική και ιδιαίτερα στην παιδιατρική και στη γυναικολογία, για τη
θεραπεία κυκλοφορικών διαταραχών, πεπτικού έλκους και ως παυσίπονα. Ο Β. αποκάλυψε ότι το μυστικό της παυσίπονης και
αντιπυρετικής δράσης του ακετυλοσαλικυλικού οξέος (γνωστό με την εμπορική ονομασία ασπιρίνη) είναι η αναστολή
σχηματισμού των προσταγλανδινών και έδωσε ένα χρήσιμο εργαλείο στην έρευνα για τη διαλεύκανση του ρόλου των ενώσεων
αυτών σε ποικίλες βιολογικές διεργασίες.
Βέκι, Οράτιο Τιβέριο (Oratio Tiberio Vecchi, Μοντένα 1550 – 1605). Ιταλός μουσικοσυνθέτης, ποιητής και ιερωμένος. Η
φήμη του οφείλεται κυρίως στο έργο του Αμφιπαρνασσός (Amfiparnaso), μια συλλογή από πεντάφωνα μαδριγάλια λαϊκού
χαρακτήρα. Επηρεασμένος από το κοσμικού τύπου μαδριγάλι που χρησιμοποιούσε ο Τζοβάνι Τζάκομο Γκαστόλντι (1555-1622),
ο Β. με τη μεγαλοφυή του ιδιοσυγκρασία παρεμβάλλει στη ρώμη της πολυφωνίας λαμπερά σατιρικά και χιουμοριστικά στοιχεία.
Σε ένα τέτοιο ποιητικό κλίμα τοποθετούνται, μεταξύ άλλων του έργων, Το μουσικό συμπόσιο (1597) και Τα ξενύχτια της Σιένα
(1604), μία άλλη συλλογή από μαδριγάλια. Σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων μελετητών, τις αρχές του μελοδράματος θα πρέπει
κανείς να τις αναζητήσει και στο λεγόμενο παραστατικό μαδριγάλι, που καθιέρωσε ο Β., ο οποίος ήταν και συνθέτης
θρησκευτικής μουσικής.
Βεκιέτα (Vecchietta, Καστιλιόνε ντ’ Όρτσια, Σιένα 1412; – 1480). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου και γλύπτη
Λορέντζο ντι Πιέτρο (Lorenzo di Pietro). Μαθήτευσε στη Σιένα κοντά στον Σασέτα, αλλά επηρεάστηκε και από τους
φλωρεντινούς νεωτερισμούς. Η επίδραση του Ντονατέλο και του Μαζάτσιο είναι φανερή στις προοπτικές βραχύνσεις που
παρουσιάζουν οι νεανικές νωπογραφίες του στην εκκλησία του Καστιλιόνε Ολόνα, με γενικό τίτλο Μαρτύριο και ταφή των
αγίων Λαυρεντίου και Στεφάνου (1433-38). Μετά το 1440 εργάστηκε στη Σιένα και ανέπτυξε, στο υπόβαθρο των φλωρεντινών
και φλαμανδικών εμπειριών του και της τοπικής παράδοσης, τις προσωπικές του αναζητήσεις μέσα στα πλαίσια της
αναγεννησιακής ζωγραφικής, όπως έκαναν και άλλοι καλλιτέχνες της Σιένα. Χαρακτηριστικά έργα του είναι οι νωπογραφίες του
νοσοκομείου της Παναγίας της Κλίμακος (στον θάλαμο του Αγίου Πέτρου, στο νέο σκευοφυλάκιο και στην εκκλησία),
εκτελεσμένες μεταξύ 1446 και 1449, του αρχιεπισκοπικού ιεροσπουδαστηρίου και του βαπτιστηρίου (1448;). Από τα διάσπαρτα
σε διάφορα μουσεία, εκκλησίες και ινστιτούτα πολύπτυχά του, το πιο αξιόλογο βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Πιέντσα
(1461-62).
Η γλυπτική, στην οποία άρχισε να επιδίδεται από το 1459, αποκαλύπτει τις γνώσεις του στον τομέα της ανατομίας και την
ικανότητά του στον χαρακτηρισμό των μορφών. Κατασκεύασε σε χαλκό αξιόλογα έργα, όπως τα ταφικά μνημεία του Τζιρολάμο
Φόσκαρι (1464), στην Παναγία του Λαού στη Ρώμη, και του Μαριάνο Σοτσίνι (1467, σήμερα στο μουσείο Μπαρτζέλο της
Φλωρεντίας). Το επίσης χάλκινο γλυπτό του, Αναστηθείς Χριστός, στην εκκλησία του νοσοκομείου της Σιένα (1476),
παρουσιάζει ενδιαφέρον για τις ισχυρές αντιθέσεις των φωτεινών και των σκοτεινών όγκων του.
βεκίλης (αραβ. ουακίλ = πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος, αλλά και οικονομικός διαχειριστής). Την εποχή της τουρκοκρατίας, β.
ονομαζόταν στην Κωνσταντινούπολη ο αρμόδιος των υποθέσεων της Πελοποννήσου και ο υπεύθυνος εγγυητής για την υποταγή
των χριστιανών κατοίκων της στον σουλτάνο.
Βέκκος, Ιωάννης. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Βλ. λ. Ιωάννης (Όνομα 14 πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, 11.).
Βελά. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 119 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Αιγιαλείας, στις βόρειες κλιτύς της κορυφής Μαρμάρι, 89 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αιγείρας.
Βελάνι. Ακρωτήριο της Αττικής. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή της, ΒΑ του όρμου της Αρτέμιδος (Λούτσας).
Βελανίδι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 250 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, κοντά στην
νότια όχθη της τεχνητής λίμνης του Πηνειού, 32 χλμ. Β του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας.
Βελανίδια. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 431 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού,
κοντά στο ακρωτήριο Μαλέας, στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, 160 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον
δήμο Βοιών.
βελανίδια της θάλασσας (Ζωολ.). Κοινή ονομασία θυσανόποδων καρκινοειδών του γένους Balanus της οικογένειας των
βαλανιδών. Βλ. λ. βαλανίδες.
βελανιδιά (Βοτ.). Βλ. λ. βαλανιδιά.
Βελανιδιά. Ονομασία οχτώ οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 111 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα
όρια με τον νομό Αρκαδίας, στην πρώην επαρχία Άργους, 23 χλμ. ΝΔ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρνας.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 84 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές
κλιτύς των ορέων Βάλτου, κοντά στα όρια με τους νομούς Καρδίτσης και Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Τετραφυλίας.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 237 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάτων-Λούτσας της νομαρχίας
Ανατολικής Αττικής.
4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ., 110 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην πρώην επαρχία
Βοΐου, 57 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης.
5. Οικισμός (219 κάτ.) του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Αγχιάλου.
6. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ., 105 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στις
νοτιοδυτικές κλιτύς της κορυφής Μαγκλάβι, στην πρώην επαρχία Καλαμών, 25 χλμ. Β της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Αρφαρών.
7. Οικισμός (8 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαραθόκαμπου του νομού Σάμου, στο δημοτικό διαμέρισμα
Κουμαίικων.
8. Οικισμός (69 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαραθοκάμπου του νομού Σάμου, στο δημοτικό διαμέρισμα
Μαραθοκάμπου.
Βελανιδιάς, μονή. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, ΒΑ της Καλαμάτας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη
Μεσσηνίας. Επιγραφές μαρτυρούν ότι το μοναστήρι χτίστηκε το 1679. Το καθολικό του ξαναχτίστηκε, ύστερα από έναν
καταστροφικό σεισμό του 1696, και ανακαινίστηκε το 1816. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το μοναστήρι
προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες και υπήρξε το στρατηγείο των ελευθερωτών της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Το
καθολικό καταστράφηκε στους σεισμούς του 1860 και ξαναχτίστηκε. Στη μονή αυτή, εξάλλου, εκάρη μοναχός ο Παπαφλέσσας.
Κατά της διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής η μονή υπήρξε καταφύγιο αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και γι’ αυτό
βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς.
βελαντία (Vaillantia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρουβιιδών. Πρόκειται για μικρές μονοετείς ή πολυετείς
πόες, ιθαγενείς των παραμεσόγειων περιοχών. Έχουν λεπτές ρίζες και ωοειδή ή επιμήκη, σπονδυλωτά φύλλα. Τα άνθη τους
σχηματίζουν τριάδες και είναι λευκά ή κίτρινα. Το μεσαίο από τα τρία άνθη είναι διγενές, ενώ τα δύο πλάγια είναι μονογενή,
αρσενικά. Γνωστότερα είδη του γένους, τα οποία φύονται και στην Ελλάδα, είναι τα Vaillantia muralis και Vaillantia hispida. Η
Vaillantia muralis έχει πολύ μικρά κιτρινοπράσινα άνθη και συναντάται σε ξηρά, άγονα πετρώδη εδάφη και ερείπια, σε όλη την
Ελλάδα. Η Vaillantia hispida έχει λευκά άνθη και συναντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά του
Αιγαίου.
Βελαόρα. Παλαιότερη ονομασία του οικισμού της Ευρυτανίας Βαλαώρα. Βλ. λ. Βαλαώρα.
Βέλας. Παραπόταμος του Αλιάκμονα, στο βόρειο άκρο του νομού Γρεβενών. Σχηματίζεται στις ανατολικές κλιτύς του Βοΐου
και συμβάλλει στον Αλιάκμονα Δ του οικισμού Βογατσικό.
Βελάσκεθ, Ντιέγκο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα (Diego Rodriguez da Silva y Velazquez, Σεβίλη 1599 – Μαδρίτη 1660). Ισπανός
ζωγράφος. Ήταν παιδί ακόμα όταν άρχισε τη μαθητεία του στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο. Παρά τον όψιμο
μανιερισμό του δασκάλου του, ο Β. ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη ζωγραφική του Ριμπέρα και των οπαδών του Καραβάτζιο,
που κατέφταναν τότε στη Σεβίλη από τη Νάπολη. Η νατουραλιστική διάθεση των πρώτων πινάκων του με λαϊκά ρωπογραφικά
θέματα (bodegones) και σκηνές εσωτερικών χώρων διατηρήθηκε με θαυμαστή συνέπεια σε όλο του το έργο και εξυψώθηκε σε
επίπεδο ηθικής οφειλής απέναντι στην πραγματικότητα. Το 1618 ο Β. νυμφεύτηκε την κόρη του Πατσέκο, Χουάνα, και το 1622
ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε τον επόμενο χρόνο. Ο βασιλιάς Φίλιππος Δ’, στον οποίο τον
παρουσίασε ο προστάτης του ζωγράφου, κόμης Ντ’ Ολιβάρες, αναγνώρισε αμέσως την ιδιοφυΐα του νεαρού καλλιτέχνη και δεν
άργησε να τον ονομάσει ζωγράφο της Αυλής.
Η επαφή του με τις πλουσιότατες βασιλικές συλλογές και την αφθονία τους σε αντιπροσωπευτικά αναγεννησιακά έργα, άνοιξε
νέους και ευρύτερους ορίζοντες στον Β. και συνετέλεσε στη γρήγορη ωρίμανση του ύφους του. Μεγάλη εντύπωση του
προξένησαν τα έργα του Τιτσιάνο, γι’ αυτό και τα επανερμήνευσε, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί από τη νατουραλιστική του
κατεύθυνση. Από τους πειραματισμούς αυτούς γεννήθηκαν τα πρώτα του αριστουργήματα, όπως Ο θρίαμβος του Βάκχου ή Οι
μέθυσοι (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη). Η προσωπική γνωριμία του με τον Ρούμπενς το 1628 στη Μαδρίτη και το ταξίδι του στην
Ιταλία από τον Απρίλιο του 1629 μέχρι το τέλος του 1630, οι επισκέψεις του στη Γένοβα, στο Μιλάνο, στη Βενετία, στην
Μπολόνια, στη Ρώμη και, τέλος, στη Νάπολη, όπου ξανασυνάντησε τον Ριμπέρα, ολοκλήρωσαν την ωρίμανση του ταλέντου
του. Εκεί ζωγράφισε τα έργα Εργαστήριο του Ηφαίστου (Μουσείο Πράντο), Συμπλοκή της ισπανικής πρεσβείας (Πινακοθήκη
Παλαβιτσίνο, Ρώμη) και τις δύο Απόψεις της έπαυλης των Μεδίκων (Μουσείο Πράντο), με την εκπληκτικά μοντέρνα αντίληψη
της τοπιογραφίας. Τα έργα αυτά αποτελούν την αφετηρία της νέας τεχνοτροπίας του, που συνεχίζεται σε ολόκληρη τη
μεταγενέστερη παραγωγή του. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ασχολήθηκε κυρίως με την εκτέλεση μιας μεγάλης σειράς
προσωπογραφιών των μελών της βασιλικής οικογένειας, αυλικών, γελωτοποιών, νάνων, ακόμα και ζητιάνων, για την οποία
θεωρείται ο οξυδερκέστερος παρατηρητής, ο μεγαλύτερος γνώστης, αλλά και ο αντικειμενικός ερμηνευτής της κοινωνίας της
εποχής του. Ο Β. ζωγράφισε επίσης και μερικούς θρησκευτικούς πίνακες (Ο Χριστός μετά τη μαστίγωση, 1633;, Εθνική
Πινακοθήκη, Λονδίνο), μυθολογικούς (Αίσωπος και Μένιππος, Μουσείο Πράντο· Αφροδίτη, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο) και
ιστορικούς, όπως την περίφημη Παράδοση της Μπρέντα (1635, Μουσείο Πράντο), το πρώτο ζωγραφικό έργο με πραγματικά
μοντέρνα θεώρηση του υπαίθρου. Όλες αυτές οι συνθέσεις διαπνέονται από μια ζωηρή αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας και
ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία.
Από τον Σεπτέμβριο του 1649 έως τον Ιούνιο του 1651, ο Β. ταξίδεψε και πάλι στην Ιταλία ως μέλος της ισπανικής πρεσβείας
προς τη Μαρία-Άννα της Αυστρίας, μνηστή του Φιλίππου Δ’ και με την ειδική αποστολή να αγοράσει έργα τέχνης για τις
βασιλικές συλλογές. Ήταν πλέον η σειρά του Ισπανού καλλιτέχνη να διδάξει την τέχνη του στους Ιταλούς, ζωγραφίζοντας εκεί
ένα από τα ωραιότερα έργα του, την προσωπογραφία του πάπα Ινοκέντιου Γ’ (Πινακοθήκη Ντόρια, Ρώμη). Γυρίζοντας στην
Ισπανία, ονομάστηκε επιθεωρητής των βασιλικών ανακτόρων. Παρά τις πολλές ασχολίες του, ακόμα και σε εκείνη την περίοδο
δημιούργησε μερικά εξαιρετικά έργα, όπως τους πίνακες Las meninas (Οι δεσποινίδες των τιμών) και Las hilanderas (Οι
υφάντριες, από τον μύθο της Αράχνης) που κοσμούν το μουσείο Πράντο.
Με τα έργα αυτά, όπως γράφει ο Ιταλός ιστορικός της τέχνης Λόνγκι, «ο Β. προσέφερε στη ζωγραφική ορισμένες βασικές και
αιώνιες ανακαλύψεις, αλλά υπήρξε προπάντων ο μεγαλύτερος στη νεότερη εποχή ερευνητής της ατμόσφαιρας που
παρεμβάλλεται ανάμεσα στον θεατή και στο αντικείμενο». Ο Β. ήταν πρόδρομος των πολύ μεταγενέστερων αναζητήσεων της
ζωγραφικής, γι’ αυτό και το έργο του κίνησε το ζωηρό ενδιαφέρον των καλλιτεχνών του 19ου αι., και μάλιστα των
ιμπρεσιονιστών της εποχής εκείνης.
Όταν το σχέδιό του για ένα νέο ταξίδι στην Ιταλία το 1657 ναυάγησε, ο Β. αφοσιώθηκε περισσότερο στα επίσημα καθήκοντά
του (επέβλεψε και στην αποκατάσταση και αναδιοργάνωση του Αλκαζάρ της Μαδρίτης) και το 1659 έλαβε τη μεγαλύτερη
τιμητική διάκριση, το παράσημο του Τάγματος του Σαντιάγο.
Βελάστης, Στανισλαύος Θωμάς (18ος αι.). Λόγιος από τη Χίο. Ο Β. ήταν καθολικός Ιησουίτης και σπούδασε θεολογία και
φιλολογία στη Σικελία, αλλά αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου έγινε για ένα διάστημα καθολικός εφημέριος. Έγραψε
διάφορα έργα στα ελληνικά, αλλά με λατινικούς χαρακτήρες. Το σπουδαιότερο έργο του είναι μια διασκευή του από τις
διδασκαλίες του Ισπανού ιεροκήρυκα Αλφόνσο Ροντρίγκες με τίτλο Anapafsis tis Kardias is to aghion thelima tu Theu. Η
διασκευή αυτή είναι γραμμένη στην ελληνική διάλεκτο των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας και τυπώθηκε στη Ρώμη το
1746. Το μόνο έργο του Β. που τυπώθηκε με ελληνικούς χαρακτήρες είναι το Περί θυμού (Ρώμη, 1747). Ως συγγραφέας,
θεωρείται από τους πιο προοδευτικούς της εποχής του. Όπως γράφει ο ίδιος για τους αναγνώστες του, «επάσχισα όσο το δυνατόν
να ομιλήσω απλά ρωμαίικα και να γράψω φράγκικα, βέβαιος πως θέλει τους αρέσω περισσότερο μ’ αυτόν τον τρόπο. Διά τούτο
ακόμη εξήγησα κάθε άλλη ξένη γλώσσα εις την ιδικήν μας, διά να το διαβάζη κάθε αγραμμάτιστο παιδί, να το καταλαβαίνει
κάθε αμαθής γυναίκα ανεμπόδιστα, χωρίς να γυρεύη εξηγήματα». Σχετικό της προσπάθειάς του αυτής είναι και το έργο του Περί
προφοράς των γραμμάτων των Ελλήνων.
Βέλβα. Πρόσωπο της σκανδιναβικής μυθολογίας, αντίστοιχο της ελληνικής Πυθίας. Προέλεγε το μέλλον όχι μόνο των
ανθρώπων αλλά και των θεών.
Βελβεντός. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 420 μ., 3.437 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του
νομού, προς τα όρια με τον νομό Πιερίας, μεταξύ των Πιερίων ορέων και του ποταμού Αλιάκμονα, 33 χλμ. ΝΑ της πόλης της
Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. Από τον Β. κατάγονταν ο Σταμάτιος Κλεάνθης (1802), εμπνευστής του
πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών και ο εκπαιδευτικός Χαρίσιος Παπαμάρκου (1844) και ο φιλόσοφος και πανεπιστημιακός
Θεόφιλος Βέικος (1936).
Βελβεντού, δήμος. Δήμος (3.738 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και την κοινότητα Καταφυγίου, η οποία καταργήθηκε. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο
Βελβεντός.
Βελβίνα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 124 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του
νομού, προς τη δυτική ακτή του όρμου της Ναυπάκτου, στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, 56 χλμ. Α του Μεσολογγίου.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου.
Βελβίνα. Ονομασία νησιού του Σαρωνικού κόλπου, κατά την αρχαιότητα, το οποίο σήμερα ονομάζεται Άγιος Γεώργιος ή Σαν
Τζώρτζης. Βλ. λ. Άγιος Γεώργιος (Ονομασία νησίδων του ελλαδικού χώρου, 2.).
βελβίτσια (Welwitschia). Γένος γυμνόσπερμων φυτών της οικογένειας των βελβιτσιιδών, της κλάσης των γνετοφύτων.
Περιλαμβάνει μόνο το είδος Welwitschia mirabilis, ένα σπάνιο και ασυνήθιστο δίοικο φυτό το οποίο συναντάται κυρίως σε
βοτανολογικά μουσεία. Φύεται σε ελάχιστες ερημικές περιοχές της νοτιοδυτικής Αφρικής, όπως για παράδειγμα στην έρημο της
Ναμίμπια. Το μεγαλύτερο μέρος του φυτού αντιστοιχεί στη ρίζα που βρίσκεται μέσα στην άμμο. Το υπέργειο τμήμα αποτελείται
από έναν συμπαγή, ξυλώδη, πολύ χοντρό και κοντό κορμό, ο οποίος παράγει μόνο δύο μεγάλα, πλατιά, ταινιοειδή φύλλα· αυτά
ζουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και καθώς αναπτύσσονται σχίζονται σε λωρίδες. Στις παρυφές της βάσης του βλαστού
σχηματίζονται στρόβιλοι από κόκκινα αρσενικά ή θηλυκά άνθη· οι αρσενικοί στρόβιλοι έχουν στην πραγματικότητα
ερμαφρόδιτο χαρακτήρα: φέρουν σχηματισμούς παρόμοιους με τον ύπερο των αγγειόσπερμων, οι οποίοι όμως δεν
γονιμοποιούνται. Η β. ζει περίπου έναν αιώνα.
Βέλγες. Αρχαίος κελτικός λαός που κατοικούσε στα βόρεια της Γαλατίας, μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα και Ρήνου. Οι
σπουδαιότερες φυλές των Β. ήταν οι Βελλοβάκοι, οι Σουεσιόνοι, οι Ρέμοι, οι Αμβιανοί, οι Ατρεβάτες, οι Μορίνοι και οι
Μενάπιοι.
Στην ιστορία εμφανίζονται για πρώτη φορά το 125 π.Χ., με ρωμαϊκές αναφορές για αμυντικούς πολέμους τους εναντίον των
Κίμβρων. Την εποχή του Καίσαρα, μερικοί Β. πέρασαν στη Μεγάλη Βρετανία και εγκαταστάθηκαν εκεί. Μετά την ήττα του
Αριοβίστου, το 57 π.Χ., οι Β. σχημάτισαν συνασπισμό που στρεφόταν εναντίον του Καίσαρα και το 52 έλαβαν μέρος στην
αντιρωμαϊκή εξέγερση με αρχηγό τον Βερκινγκετόριξ. Οι Β. υποδουλώθηκαν τελικά από τον Καίσαρα το 51 π.Χ., ο οποίος
κατέστησε τη χώρα τους ρωμαϊκή επαρχία (Βελγική). Στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και την περιοχή των Β.
στη Βρετανία. Τον 5ο αι. μ.Χ., όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν τη βελγική επαρχία, πολλοί από τους κατοίκους της εξοντώθηκαν,
ενώ οι άλλοι τελικά αφομοιώθηκαν με τους κατακτητές τους.
Βελγική. Ρωμαϊκή επαρχία που συγκροτήθηκε από τον Καίσαρα, μετά την υποταγή των Βέλγων. Εκτεινόταν στο βόρειο τμήμα
της Γαλατίας και αρχικά περιλάμβανε τις περιοχές των Βέλγων, των Κελτών και των Ακουιτανών, αλλά αργότερα (16 π.Χ.) ο
Αύγουστος διαίρεσε την επαρχία σε τρεις, η μία από τις οποίες ήταν η Β. Βλ. λ. Βέλγες.
Βελγικό Κονγκό. Παλαιότερη ονομασία αφρικανικού αποικιακού κράτους, που σήμερα αποτελεί τη Λαϊκή Δημοκρατία του
Κονγκό (βλ. λ.).
Βέλγιο (φλαμ. Belgie, γαλλ. Belgique).
Επίσημη ονομασία: Βασίλειο του Βελγίου
Έκταση: 32.545 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 10.348.276 κάτ. (2004)
Πρωτεύουσα: Βρυξέλλες

Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με την Ολλανδία, στα Α με τη
Γερμανία, στα ΝΑ με το Λουξεμβούργο, στα Ν με τη Γαλλία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.
Πολιτικά στοιχεία
Τα σημερινά σύνορα του κράτους του Β. είναι σε γενικές γραμμές εκείνα που προήλθαν από την επανάσταση του 1830. Στο
σύνολό τους, τα σύνορα αυτά έχουν μήκος 1.444 χλμ., από τα οποία μόνο το 4,5% αντιπροσωπεύεται από τις ακτές. Όσο για τα
υπόλοιπα, έχουν δημιουργηθεί τεχνητά με διάφορες συνθήκες, μία από τις οποίες είναι και η συνθήκη των Βερσαλιών (1919),
που καθόρισε τα σύνορα της χώρας με τη Γερμανία.
Διοικητική διαίρεση. Με το νέο σύνταγμα του 1995 καθιερώθηκε το ομοσπονδιακό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η χώρα
διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες (Φλάνδρα, Βαλονία και Βρυξέλλες), που περιλαμβάνουν δέκα επιμέρους επαρχίες (ήταν εννέα μέχρι
το 1995) και 589 δήμους.
Η Φλάνδρα (Vlaanderen, 5.972.781 κάτ. το 2002) αποτελείται από τις εξής επαρχίες (σε παρένθεση η φλαμανδική ονομασία, η
πρωτεύουσα και ο πληθυσμός τους το 2002): Αμβέρσα (Antwerpen, Αμβέρσα, 1.652.450), Ανατολική Φλάνδρα (Oost-
Vlaanderen, Γάνδη, 1.366.652), Δυτική Φλάνδρα (West-Vlaanderen, Μπριζ, 1.132.275), Λίμπουργκ (Limburg, Χάσελτ,
798.583) και Φλαμανδική Βραβάντη (Vlaams-Brabant, Λουβέν, 1.022.821).
Στη Βαλονία (Walloon, 3.358.560 κάτ. το 2002) περιλαμβάνονται οι επαρχίες Βαλονική Βραβάντη (Walloon Brabant, Βαβρ,
355.207), Ενό (Hainaut, Μονς, 1.281.042), Λιέγη (Liege, Λιέγη, 1.024.130), Λουξεμβούργο (Luxembourg, Αρλόν, 250.406) και
Ναμίρ (Namur, Ναμίρ, 447.775). Το εθνογλωσσικό σύνορο αποτελεί η μεικτή ζώνη των Βρυξελλών (978.384 κάτ. το 2002).
Το διοικητικό σύστημα, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, βασίζεται σε συνδυασμό αιρετών συμβούλων και κρατικών
υπαλλήλων που εκπροσωπούν την κεντρική εξουσία.
Πολίτευμα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Το πολίτευμα του Β. είναι συνταγματική μοναρχία (κατ’ αρρενογονία έως το
1991, οπότε μια συνταγματική τροποποίηση επέτρεψε την άνοδο γυναικών στον θρόνο). Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το
κοινοβούλιο, το οποίο αποτελείται από τη Γερουσία και τη Βουλή. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί θεωρητικά ο βασιλιάς, στην
πραγματικότητα όμως η κυβέρνηση. Μετά τις εκλογές του 1995, έγινε μια ριζική αναθεώρηση του συντάγματος με την οποία
μειώθηκε ο αριθμός των αιρετών αντιπροσώπων, βουλευτών και γερουσιαστών. Έτσι, η Βουλή αποτελείται πλέον από 150 μέλη,
απευθείας αιρετά από τον λαό, και η Γερουσία από 71, η εκλογή των οποίων γίνεται με ένα μεικτό σύστημα (40 μέλη απευθείας
αιρετά και 31 αιρετά από τα επαρχιακά συμβούλια). Οι βουλευτές εκλέγονται για μία τετραετία από όλους τους πολίτες που
έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική). Δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες
παραχωρήθηκε το 1948. Δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχει όποιος συμπληρώσει το 21ο έτος.
Μεγάλη αυτονομία έχουν και οι τοπικές (επαρχιακές) κυβερνήσεις, αιρετές και αυτές από τον λαό, στις οποίες επιπλέον
αναγνωρίζεται το δικαίωμα ύπαρξης ξεχωριστών συμβουλίων για καθεμία από τις τρεις εθνικές-γλωσσικές κοινότητες
(φλαμανδική-ολλανδική, βαλονική-γαλλική και γερμανική).
Κόμματα και κυβέρνηση. Ο πολιτικός αγώνας περιστρέφεται κατά κανόνα στον ανταγωνισμό μεταξύ Φλαμανδών και Βαλόνων.
Υπάρχουν 18 πολιτικά κόμματα. Τα δύο κυριότερα, το Χριστιανοδημοκρατικό και το Σοσιαλιστικό, έχουν την έδρα τους στη
Φλάνδρα και στη Βαλονία, αντίστοιχα. Ισχυρά είναι επίσης τα κόμματα Φιλελευθέρων και στις δύο κοινότητες. Αρχηγός του
κράτους είναι ο βασιλιάς Αλβέρτος Β’ από το 1993, ενώ πρωθυπουργός είναι ο Γκι Βερχόφσταντ, ο οποίος εξελέγη ξανά το
2003.
Δικαιοσύνη. Η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Οι δικαστές ορίζονται από τον βασιλιά, είναι ισόβιοι και παύονται μόνο
ύστερα από δικαστική απόφαση. Η δικαιοσύνη απονέμεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (Άρειος Πάγος), με έδρα τις Βρυξέλλες,
τα εφετεία (Βρυξελλών, Γάνδης, Αμβέρσας, Μονς και Λιέγης), 27 πρωτοδικεία και 222 ειρηνοδικεία. Τα ποινικά αδικήματα
εκδικάζονται από ορκωτούς λαϊκούς δικαστές.
Γλώσσα και εθνότητες. Οι πλειοψηφούντες Φλαμανδοί (ολλανδόφωνοι) και οι Βαλόνοι (γαλλόφωνοι) είναι οι κυρίαρχες εθνικές
ομάδες. Υπάρχει επίσης γερμανικός πληθυσμός, ενώ οι Βρυξέλλες είναι πλέον μια πολυφυλετική διεθνής μεγαλούπολη. Η
φλαμανδική (ολλανδικά της Φλάνδρας), η γαλλική και η γερμανική είναι οι τρεις επίσημες γλώσσες (η τελευταία έγινε επίσημη
το 1963, με νομοθετική πράξη). Η φλαμανδική είναι η γλώσσα του 56,1% του πληθυσμού. Το 32% των Βέλγων μιλά τη
γαλλική, ενώ μια μικρή μειονότητα (1%) μιλά τη γερμανική· το 11% δηλώνουν δίγλωσσοι. Στις Βρυξέλλες ισχύει επίσημα η
διγλωσσία, αν και η πλειονότητα του πληθυσμού στην πρωτεύουσα μιλά τη γαλλική. Στις κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποιούνται
και οι τρεις γλώσσες.
Εκπαίδευση. Το 1989 έγινε μια σημαντική μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό σύστημα με την απελευθέρωση της πολιτειακής
εκπαίδευσης για τους γαλλόφωνους, φλαμανδόφωνους και γερμανόφωνους κατοίκους. Η εκπαίδευση είναι δημόσια (κρατική,
δημοτική και κοινοτική) και ιδιωτική (στην οποία περιλαμβάνονται ιδιωτικά καθολικά εκπαιδευτήρια). Υπάρχουν επτά κρατικά
πανεπιστήμια, τρία φλαμανδικής γλώσσας και τέσσερα γαλλικής. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για όλες τις βαθμίδες, από 6
έως 18 ετών. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι εξαετής και ακολουθείται από επίσης εξαετή μέση εκπαίδευση, η οποία
χωρίζεται σε τρεις διετείς κύκλους και περιλαμβάνει σχολεία γενικής κατεύθυνσης και τεχνικές, καλλιτεχνικές και άλλες σχολές.
Ο αναλφαβητισμός είναι περίπου 2% (2001).
Θρησκεία. Το 84% των Βέλγων δηλώνουν ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί, ενώ υπάρχουν επίσης αρκετές χιλιάδες προτεστάντες.
Οι ισλαμιστές είναι περίπου 250.000 (2,5%) και οι Εβραίοι 35.000. Η οργάνωση της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας στο Β.
περιλαμβάνει τις αρχιεπισκοπές Βρυξελλών και Μαλίν (οι αρχιεπίσκοποι φέρουν τον τίτλο του πριμάτου) και επτά επισκοπές:
Αμβέρσας, Μπριζ, Γάνδης, Χάσελτ, Λιέγης, Ναμίρ και Τουρνέ. Στις Βρυξέλλες έχει την έδρα της και η Ιερά Μητρόπολη
Βελγίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (βλ. λ. Βελγίου, Ιερά Μητρόπολη), για τους λιγοστούς
ορθόδοξους των βορειοκεντρικών χωρών.
Άμυνα. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας απασχολούν 39.420 άτομα (2001) στα σώματα του στρατού, της αεροπορίας και του
ναυτικού. Η στρατιωτική θητεία, η οποία αρχίζει στην ηλικία των 19 ετών, ήταν υποχρεωτική μέχρι το 1994, ενώ από τότε είναι
εθελοντική. Το Β. είναι ιδρυτικό κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο έχει την έδρα του στις Βρυξέλες.
Κοινωνική πρόνοια. Η κοινωνική πρόνοια υπάγεται σε μια κεντρική εθνική υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης, στην οποία
καταβάλλονται υποχρεωτικά εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων. Η υπηρεσία παρέχει οικογενειακά επιδόματα, συντάξεις
αναπηρίας και γήρατος, ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη και επιδόματα ανεργίας.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Γεωλογική ιστορία. Ανάμεσα στο υψίπεδο των Αρδενών και στη Βόρεια θάλασσα, το Β. είναι μέρος του βόρειου τμήματος της
κεντρικής Ευρώπης, το οποίο αποτελείται από αρχαίους ορεινούς όγκους που κατέρχονται βαθμιαία στο παράκτιο βαθύπεδο. Το
νότιο τμήμα της χώρας είναι το υπόλειμμα των αρχαίων συρρικνώσεων του παλαιοζωικού αιώνα, με σχηματισμούς που
αντιπροσωπεύουν τις γεωλογικές περιόδους του σιλουρίου, του δεβονίου και του λιθανθρακοφόρου. Στους παλαιοζωικούς
αυτούς σχηματισμούς προστέθηκαν από πάνω κατά τόπους οι ιζηματογενείς επικαλύψεις του μεσοζωικού αιώνα, τις οποίες τα
υδάτινα ρεύματα χάραξαν με βαθιές κοιλάδες. Επικρατούν τα κρητιδικά μαργώδη εδάφη, με ιουρασικές και τριασικές
επιφανειακές αναδύσεις στο νοτιοανατολικό τμήμα. Κοντά στον ρου των ποταμών Σαμπρ και Μόσα (Μάας), οι δευτερεύοντες
σχηματισμοί εξαφανίστηκαν, ενώ αναδύθηκαν τα αρχικά εδάφη της περιόδου του λιθανθρακοφόρου, που εμφανίστηκαν και πάλι
πέρα από το ποτάμιο βαθύπεδο, στη λεγόμενη βελγική λεκάνη. Η λεκάνη αυτή κατέρχεται με ελαφρώς κυματοειδή κλίση προς
τα ΒΔ, όπου το αρχαίο βραχώδες υπόβαθρο καταβυθίστηκε και καλύφθηκε από ισχυρές ιζηματογενείς επικαλύψεις. Προς το
μέρος των ακτών επικρατούν πρόσφατες προσχώσεις του τεταρτογενούς, που διακόπτονται από χαμηλούς αμμώδεις λόφους με
βαθιά και συνεχή αργιλώδη στρώματα. Το βορειοανατολικό τμήμα του Β. εισδύει τώρα πια στο λιθολογικό και μορφολογικό
συγκρότημα του ολλανδικού δέλτα, δηλαδή του βασικού επιπέδου προς το οποίο εκτείνεται το πιο αξιοσημείωτο τμήμα του
υδρογραφικού συστήματος της κεντρικής Ευρώπης.
Γεωμορφολογία. Το Άνω Β., ιστορική περιοχή που αντιστοιχεί στο νότιο τμήμα της χώρας, καταλαμβάνεται κατά σημαντικό
μέρος από το υψίπεδο των Αρδενών, με βαθιές κοιλάδες και τραχύ και υγρό κλίμα. Τα υψίπεδα, που ακόμη και σήμερα
καλύπτονται κατά ένα μέρος από δάση, είναι σχεδόν ομοιόμορφα και έχουν μέτρια ύψη (στο Χόες Φεν φτάνουν το μέγιστο ύψος
των 694 μ.). Η δενδρώδης βλάστηση αντιπροσωπεύεται κυρίως από πλατύφυλλα. Στα μεγαλύτερα ύψη συναντώνται και
σημύδες. Η εσωτερική πλευρά του υψιπέδου, προς τη μεθόριο με τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο, είναι μια μικρή περιοχή με
κλίμα πιο ήπιο και ευνοϊκότερες συνθήκες για τη γεωργία. Προς τα ΒΔ οι Αρδένες κατέρχονται προς τον ρου του Μόσα με
υψίπεδα που ορίζονται από συχνές ακτές. Πρόκειται για μεγάλα τμήματα αρχαίων δασών που εναλλάσσονται με βοσκότοπους
και αγρούς δημητριακών. Το ποτάμι εκεί είναι μια φυσική συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ δύσης και ανατολής. Έτσι,
παρατηρείται μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού και έχουν αναπτυχθεί πολυάριθμα βιομηχανικά κέντρα, χάρη στα εκτεταμένα
κοιτάσματα γαιάνθρακα.
Οι ιστορικές περιοχές Ενό, Βραβάντη και Εσμπέ συνιστούν το Μέσο Β., που αποτελείται από ένα εκτεταμένο επίπεδο με
ελαφρά κλίση προς τα ΒΔ, το οποίο καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της χώρας. Υπάρχει πυκνό δίκτυο ποταμών και διωρύγων,
που παρέχουν άφθονα νερά, αντισταθμίζοντας έτσι τον σχετικά χαμηλό δείκτη βροχοπτώσεων. Στην περιοχή αυτή είναι
ανεπτυγμένες η γεωργία και η κτηνοτροφία, με κύρια καλλιέργεια τα ζαχαρότευτλα.
Το Κάτω Β. αποτελείται από δύο διακεκριμένες ζώνες. Προς τα ΒΔ βρίσκεται η Φλάνδρα, μια πεδινή περιοχή η οποία
διακόπτεται σε ορισμένα σημεία από απαλές κυματοειδείς εξάρσεις και διασχίζεται από τον Σκάλδη. Το έδαφος, αμμώδες και
αργιλώδες στο μεγαλύτερο μέρος, δεν είναι πολύ εύφορο, αλλά καλλιεργείται εντατικά με δημητριακά, λινάρι (πατροπαράδοτη
καλλιέργεια), λυκίσκο και κτηνοτροφικά φυτά. Διαφορετική είναι η περιοχή της Καμπίν, ένα άγονο τμήμα πεδιάδας με
αναβαθμίδες. Καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της χώρας, στα σύνορα με την Ολλανδία. Η εκμετάλλευση των ορυχείων, που
ξεκίνησε μεταπολεμικά, έχει τροποποιήσει βαθιά το τοπίο. Όλη η περιοχή που γειτνιάζει με τις ακτές έχει υποστεί βαθιές
μεταμορφώσεις, γιατί και εκεί, όπως και στην Ολλανδία, ο άνθρωπος αγωνίστηκε για μακρύ χρονικό διάστημα εναντίον της
θάλασσας. Χρειάστηκε να αποξηρανθούν τεράστιες εκτάσεις γαιών, που προηγουμένως κατακλύζονταν κάθε τόσο από τους
ποταμούς ή τη θάλασσα, κατασκευάστηκαν διώρυγες και διαρρυθμίστηκε όλο το υδρογραφικό δίκτυο της Φλάνδρας. Η
παράκτια αυτή λωρίδα αποτελείται από μια σειρά τμημάτων εδάφους που αποξηράνθηκαν από τη θάλασσα, τα πόλντερ, τα
οποία χρησιμοποιήθηκαν για εντατική καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Στις εσωτερικές παρυφές των θινών έχουν δημιουργηθεί
πολυάριθμα αλιευτικά κέντρα. Οι ψαράδες γίνονται για ορισμένο διάστημα και δραστήριοι καλλιεργητές της γης.
Υδρογραφία. Οι βροχοπτώσεις (συχνές στο βόρειο τμήμα της χώρας) και η χαμηλή διαπερατότητα της πλειοψηφίας των εδαφών
συντελούν ώστε οι ποταμοί του Β. να είναι γενικά πλούσιοι σε νερά. Σχεδόν κανείς όμως από αυτούς δεν ρέει αποκλειστικά στο
έδαφος της χώρας. Το Μέσο και Κάτω Β. στέλνει τα νερά του στον Σκάλδη (Σέλντε), ο οποίος, αν και έχει τις πηγές του στη
Γαλλία και τις εκβολές του στην Ολλανδία, είναι ουσιαστικά ο κυριότερος ποταμός της χώρας. Στα Ν ο Μόσας διασχίζει αρχικά
το υψίπεδο των Αρδενών δημιουργώντας κλειστές κοιλάδες και ύστερα ακολουθεί ευθεία πορεία έως τη Ναμίρ, όπου συναντά
τον Σαμπρ, τον μοναδικό σπουδαίο παραπόταμό του από τα αριστερά. Οι βελγικοί ποταμοί είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους
πλωτοί και αποτελούν σπουδαίες συγκοινωνιακές αρτηρίες. Η ρύπανση των υδάτων από βιομηχανικά απόβλητα ώθησε στην
ευαισθητοποίηση της κυβέρνησης σε περιβαλλοντικά θέματα. Υπάρχει πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος και εφαρμόζονται
οι διεθνείς συμφωνίες.
Κλίμα. Το κλίμα του Β. στο σύνολό του μπορεί να χαρακτηριστεί ατλαντικό. Υπάρχουν όμως αισθητές διαφορές σε σχέση με το
ύψος και την απόσταση από τη θάλασσα. Οι βροχοπτώσεις είναι καλά κατανεμημένες στους διάφορους μήνες του χρόνου, αλλά
μόνο στην ακτή η παροχή είναι ωκεάνια, γιατί στο εσωτερικό είναι πιο αισθητή η επίδραση της ηπειρωτικής Ευρώπης, με
περισσότερες θερινές βροχές. Ακόμη και η μορφή των ανέμων δείχνει την κυρίαρχη επίδραση του Ατλαντικού.
Πληθυσμός
Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Τα πιο παλαιά ανθρώπινα ίχνη που βρέθηκαν στο Β. ανάγονται
στον άνθρωπο του Νεάντερταλ. Σπάνια και μικρής σπουδαιότητας είναι τα λείψανα της ανώτερης παλαιολιθικής και νεολιθικής
περιόδου. Πολυάριθμα είναι τα ευρήματα των λιμναίων πασσαλαίων κατοικιών στη δυτική Φλάνδρα και στη Βραβάντη, οι
οποίες διήρκεσαν έως την εποχή του σιδήρου (Νεκερσπέελ, Αουστρουβέελ, Κόντιχ).
Τις πρώτες ασφαλείς πληροφορίες για τους βελγικούς (κελτικούς) πληθυσμούς παρέχει ο Ιούλιος Καίσαρας. Οι μεταναστεύσεις
που οφείλονταν στη ρωμαϊκή κατάκτηση είχαν ως αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό εκλατινισμό της περιοχής. Αργότερα, όταν
στις βόρειες πεδιάδες εγκαταστάθηκαν γερμανικοί πληθυσμοί, το κελτορωμαϊκό στοιχείο κατέφυγε στα νότια υψίπεδα, όπου
μπόρεσε να διατηρήσει για μεγάλο διάστημα τη γλώσσα του. Κατάλοιπο της αρχαίας αυτή κατανομής είναι η διγλωσσία που
χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα τους κατοίκους του Β.: στα Β μιλούν τη φλαμανδική (γερμανικής προέλευσης) και στα Ν τη
βαλονική (όμοια με τη γαλλική διάλεκτο της Πικαρδίας).
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο παρατηρήθηκε μεγάλη εισροή μεταναστών που πήγαιναν για να εργαστούν στις βιομηχανίες
και στα ορυχεία της χώρας. Ωστόσο, καταγράφεται και η αντίθετη τάση, Βέλγων που μετανάστευσαν, κυρίως στη Γαλλία, για να
ασχοληθούν με τη γεωργία ή να εργαστούν στις βιομηχανίες. Στις παραμεθόριες περιοχές, η μετανάστευση αυτή είναι
διαδεδομένη, αλλά αρκετά μειωμένη σε σχέση με το παρελθόν.
Μεγάλος αριθμός των 85.000 Βέλγων οι οποίοι παλαιότερα κατοικούσαν στο πρώην Βελγικό Κονγκό (σημερινή Λαϊκή
Δημοκρατία του Κονγκό) επαναπατρίστηκε την εποχή των βίαιων ταραχών που οδήγησαν στην ανεξαρτησία (30 Ιουνίου 1960)
την αφρικανική αυτή χώρα.
Δημογραφική ανάπτυξη και κατανομή του πληθυσμού. Το 1831, όταν το Β. αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος, ο πληθυσμός του
έφτανε τους 3.785.000 κατοίκους. Το 1914, στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου είχε ανέλθει σε 7.500.000 κατ.
Αργότερα, ο ρυθμός της δημογραφικής αύξησης επιβραδύνθηκε. Το 2004, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης υπολογίστηκε σε 0,16%.
Το προσδόκιμο ζωής είναι 78,44 χρόνια, 75,26% για τους άντρες και 81,75 για τις γυναίκες (2004). Το φλαμανδικό στοιχείο
διατηρεί μεγαλύτερη δημογραφική ζωτικότητα και τείνει να υπερισχύσει αριθμητικά έναντι του βαλονικού (55% έναντι 33%).
Η επίδραση των φυσικών συνθηκών είναι φανερή στην κατανομή του πληθυσμού. Η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή είναι η
ζώνη των Βρυξελλών. Παραμένει αντίθετα κάτω από το μέσο η πυκνότητα των επαρχιών Λιέγης, Λίμπουργκ, Λουξεμβούργου
και Ναμίρ. Ζώνες με μεγάλη πυκνότητα είναι όλα τα βιομηχανικά διαμερίσματα (Μονς, Σαρλερουά, Λιέγη), κατά μήκος της
μεγάλης αύλακας Σαμπρ-Μόσα· άλλες ζώνες με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας του
Σκάλδη, στην περιοχή μεταξύ Γάνδης και Αμβέρσας. Συνολικά, η μέση πυκνότητα στη χώρα είναι περίπου 317 κάτ. ανά τ. χλμ.
(2004).
Στο Β. επικρατεί η βιομηχανική οικονομία και η αστική ζωή έχει παράδοση αιώνων. Το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που
ασχολείται με τη γεωργία είναι μόλις 3%, αλλά παρ’ όλα αυτά στα αγροτικά κέντρα ζει ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων.
Αυτό οφείλεται στο καλό δίκτυο συγκοινωνιών, που επιτρέπει στους πολίτες της χώρας να μετακινούνται καθημερινά για
δουλειά στις μεγάλες πόλεις.
Σχεδόν σε όλο το Άνω Β. και στην Εσμπέ ο αγροτικός πληθυσμός ζει σε χωριά. Η Δυτική Φλάνδρα και κατά ένα μέρος η
Ανατολική είναι, αντίθετα, αραιοκατοικημένες. Στις βαλονικές περιοχές είναι πολυάριθμα τα μικρά κέντρα στα οποία δεσπόζει
ένα κάστρο. Στην παράκτια ζώνη και στα πόλντερ συναντώνται συχνά μεγάλα αγροκτήματα, ενώ στους λόφους (εκτός από την
περιοχή της Εσμπέ) επικρατεί ο μεικτός οικισμός. Συχνά, οι μεμονωμένες κατοικίες είναι διατεταγμένες σε κανονικές γραμμές
κατά μήκος των δρόμων και ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας χωριά με χαρακτηριστικά γραμμική τοπογραφική δομή, τα
λεγόμενα χωριά του δρόμου.
Πόλεις. Η δημιουργία των πρώτων πόλεων στην περιοχή του Β. οφείλεται στους Ρωμαίους· ακόμη και σήμερα είναι δυνατόν να
αναγνωριστούν αρχαίες ονομασίες σε μερικά τοπωνύμια. Στο βόρειο τμήμα, αντίθετα, διαδόθηκαν οι villae που σε ορισμένες
περιπτώσεις σήμερα αντιστοιχούν σε αγροτικές κοινότητες. Κατά τον Μεσαίωνα, αναπτύχθηκαν κυρίως οι πόλεις της Φλάνδρας,
χάρη στη γειτνίασή τους με τη θάλασσα και στην ακμάζουσα υφαντουργία. Με την ίδρυση της μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας,
τέλος, πολλές πόλεις (Οστάνδη, Μπριζ, Γάνδη, Λιέγη και Αμβέρσα) γνώρισαν μια δεύτερη και οριστική ανάπτυξη. Ωστόσο,
παρά την υψηλή σημερινή στάθμη εκβιομηχάνισης, η αστική ανάπτυξη έχει σχετικά περιορισμένες διαστάσεις, γιατί το αξιόλογο
δίκτυο μεταφορών και οι μικρές αποστάσεις επιτρέπουν γρήγορη σύνδεση ανάμεσα στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο. Στη
δομή της βελγικής πόλης ξεχωρίζει πάντοτε το παλιό ιστορικό κέντρο, το οποίο χωρίζεται από τις καινούργιες συνοικίες με
πλατιές λεωφόρους, εκεί όπου άλλοτε υψώνονταν τα κυκλικά τείχη, οι οποίες, με τη σειρά τους, συνδέονται με τα περίχωρα με
ακτινωτούς δρόμους. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας είναι οι Βρυξέλλες, η Αμβέρσα και η Λιέγη (βλ. αντίστοιχα
λήμματα πόλεων).
Οικονομία
Εκτεινόμενο σε μια προνομιακή γεωγραφική θέση, ανάμεσα στη Βόρεια θάλασσα, στη ρηνοβεστφαλική λεκάνη και στον
βιομηχανικό γαλλικό βορρά, το Β. επωφελήθηκε από μεγάλα ρεύματα του διεθνούς εμπορίου. Η ένταση των ανταλλαγών και ο
υψηλός βαθμός εκβιομηχάνισης επέτρεψαν στη μικρή αυτή χώρα να φτάσει τις πιο ανεπτυγμένες της Ευρώπης. Η παρουσία
εκτεταμένων και πλούσιων κοιτασμάτων άνθρακα, σε συνδυασμό με την ευχέρεια των συγκοινωνιών, επέτρεψαν τη γρήγορη και
έντονη εμφάνιση της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αι. που κατόπιν επεκτάθηκε σε διάφορες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η
αποικιακή εμπειρία του Κονγκό ενίσχυσε τις ήδη ισχυρές εμπορικές δομές που, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές
αγορές, βρήκαν μια πηγή τροφοδότησης και μια υπερπόντια διέξοδο. Οι συνέπειες των δύο παγκόσμιων πολέμων και η απώλεια
της αφρικανικής αποικίας αποκάλυψαν μερικά από τα τοπικά διαρθρωτικά προβλήματα που είχαν σοβαρές οικονομικές και
κοινωνικές συνέπειες.
Το πρόβλημα μεταξύ της φλαμανδικής και της βαλονικής κοινότητας πήρε σημαντικές διαστάσεις στην εσωτερική πολιτική
κατά την περίοδο ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, και έγινε μόνιμο τις τελευταίες δεκαετίες. Η κυριότερη αιτία των
προστριβών είναι οικονομική και όχι εθνική ή γλωσσική. Πραγματικά, κατά τον 19ο αι. η υπεροχή του βαλονικού στοιχείου
εξασφαλιζόταν από την επέκταση στις νότιες επαρχίες της βιομηχανίας άνθρακα και σιδήρου, ενώ στις βόρειες περιοχές της
χώρας επικρατούσαν συνθήκες λιγότερο ευνοϊκές για την εκμετάλλευση των ορυκτών και οι πόροι προέρχονταν κυρίως από τη
γεωργία και την υφαντουργία. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι έως τότε καθυστερημένες φλαμανδικές περιοχές
ευνοήθηκαν από την ύπαρξη άριστων διεξόδων προς τη θάλασσα, την ευκολία των συγκοινωνιών και την αφθονία ειδικευμένων
εργατών. Οι επενδύσεις, που συνήθως προέρχονταν από το εξωτερικό, δημιούργησαν μια μοντέρνα βιομηχανία, τεχνολογικά
προηγμένη και με υψηλή παραγωγικότητα. Παράλληλα, με την αύξηση των παγκόσμιων συναλλαγών, το εμπόριο ενισχύθηκε
συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των λιμανιών της Αμβέρσας και της Γάνδης. Αντίθετα, οι νότιες περιοχές υπέστησαν
βαρύτατα πλήγματα από την κρίση του άνθρακα, η οποία είχε αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών ορυχείων και συναφών
βιομηχανιών που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις οργανικές μεταβολές της ζήτησης. Το φαινόμενο, κοινό σε όλες τις
ανθρακοπαραγωγές χώρες της δυτικής Ευρώπης, επιδεινώθηκε εδώ από μια πολιτική επιδοτήσεων που, αντί να λύσει το
πρόβλημα, καθυστέρησε τη λύση του.
Σήμερα το Β., παρά την οικονομική ανάπτυξη στη δεκαετία του 1980, αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με την οικονομική
ύφεση που παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες κατά τη δεκαετία του 1990. Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν
να ακολουθήσουν πολιτική λιτότητας για να επιτύχουν τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη.
Το ΑΕΠ του Β. έφτασε τα 298.600 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2003, με μέση κατά κεφαλήν ετήσια αγοραστική δύναμη 29.000 δολ.
Στη γεωργία απασχολείται περίπου το 3% του ενεργού πληθυσμού, στη βιομηχανία το 28% και στον τομέα των υπηρεσιών το
64%. Ο πληθωρισμός ήταν περίπου 1,4% το 2003, ενώ η ανεργία εξακολουθεί να είναι βασικό πρόβλημα της χώρας,
υπολογιζόμενη σε 8,1% τον ίδιο χρόνο.
Γεωργία. Παρά την περιορισμένη έκταση των καλλιεργήσιμων εδαφών και τη χαμηλή γονιμότητα μερικών περιοχών, η γεωργία,
ευνοούμενη από ένα εύκρατο στο σύνολό του κλίμα, είναι αξιόλογη. Πρόκειται για μια πραγματικά τεχνητή γεωργία, που
ασκείται συχνά σε θερμαινόμενα θερμοκήπια και σε εδάφη δημιουργημένα από τους ανθρώπους (με εγγειοβελτιωτικά έργα), τα
οποία σήμερα καλλιεργούνται ορθολογικά και αρδεύονται. Στην οργάνωση της αγροτικής δραστηριότητας επικρατεί παντού η
μικρή ιδιοκτησία οικογενειακού χαρακτήρα. Η έκταση των κτημάτων είναι σχετικά μικρή. Εξαιτίας της συνεχούς μείωσης των
απασχολούμενων στη γεωργία, οι παραγωγοί στηρίζονται στον υψηλό βαθμό μηχανοποίησης. Η αγροτική πολιτική της βελγικής
κυβέρνησης, όπως έχει η κατάσταση, προσανατολίστηκε προς τον περιορισμό της καλλιέργειας δημητριακών, που μπορούν να
εισαχθούν σε χαμηλές τιμές, και την επέκταση των κτηνοτροφών και των κηπευτικών, που έχουν μεγαλύτερη απόδοση. Η
καλλιέργεια της πατάτας είναι διαδεδομένη σχεδόν παντού. Τα ζαχαρότευτλα καλλιεργούνται στα αργιλώδη εδάφη και στα
πόλντερ. Χαρακτηριστικές της Φλάνδρας είναι οι καλλιέργειες του λιναριού και του καπνού.
Κτηνοτροφία. Για την κτηνοτροφία, η οποία είναι διαδεδομένη σε όλη τη χώρα, διατίθεται σύγχρονος και εξαιρετικά
μηχανοποιημένος εξοπλισμός και χρησιμοποιούνται επιμελημένες ζωοτροφές και εκλεκτές φυλές ζώων. Αυτός ο τομέας
αντιπροσωπεύει περίπου τα δύο τρίτα του αγροτικού εισοδήματος και καλύπτει σχεδόν στο σύνολο τις εσωτερικές ανάγκες σε
κρέας και γάλα, ενώ επιπλέον σημαντικό μέρος των εξαγωγών της χώρας προέρχεται από γαλακτοκομικά προϊόντα. Σε ό,τι
αφορά τους κλάδους, αυξάνεται ο αριθμός των βοοειδών (3,4 εκατ. ζώα) και αναπτύσσεται η χοιροτροφία (7 εκατ.), ενώ έχει
ελαττωθεί ο αριθμός των αλόγων, αλλά αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η πτηνοτροφία (30,5 εκατ.), που εξυπηρετείται από μια άριστα
οργανωμένη και δραστήρια εμπορική οργάνωση: το Β. είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αβγών του κόσμου.
Βιομηχανία, ορυκτός πλούτος και ενέργεια. Η βελγική βιομηχανία έχει μεγάλη ιστορία. Γεννήθηκε από την ακμαία βιοτεχνική
δραστηριότητα και τις μεταποιητικές εργασίες του Μεσαίωνα, γνωρίζοντας στη συνέχεια την επίδραση της βιομηχανικής
επανάστασης (ο 19ος αι. ήταν κυρίως ο αιώνας του άνθρακα και του σιδηροδρόμου) που επιτάχυνε την ανάπτυξη. Μετά από τον
Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι βόρειες περιοχές στήριξαν την ανάπτυξή τους πάνω στον άξονα Αμβέρσας-Βρυξελλών, ενώ στην
περιοχή της Γάνδης η βιομηχανική δραστηριότητα των νότιων περιοχών υποχωρούσε. Η γεωγραφική κατανομή των
βιομηχανιών και ο αναπτυξιακός ρυθμός μεταβλήθηκαν προς όφελος των βόρειων περιοχών που ευνοήθηκαν από ογκώδεις
επενδύσεις κεφαλαίων και από το γεγονός ότι βρίσκονταν κοντά στα λιμάνια. Βάση αυτής της βιομηχανικής δραστηριότητας
ήταν στην αρχή η ύπαρξη αξιόλογων κοιτασμάτων άνθρακα, τόσο στον νότο όσο και στον βορρά της χώρας. Ωστόσο, η βελγική
βιομηχανία άνθρακα, από τις παλαιότερες της Ευρώπης, γνώρισε διαρθρωτικά προβλήματα που κατέληξαν στην κρίση του 1966,
όταν έκλεισαν σχεδόν όλα τα ορυχεία του Λίμπουργκ και τα φρέατα του Σαρλερουά. Εκτός από την πτώση της παγκόσμιας
ζήτησης, η κρίση οφειλόταν στον πλημμελή εξοπλισμό των επιχειρήσεων. Από το 1966, στην κατανάλωση ενέργειας το
πετρέλαιο ξεπέρασε το ποσοστό του άνθρακα. Το Β. διαθέτει σημαντική βιομηχανία διύλισης αργού πετρελαίου.
Τα τελευταία 20-25 χρόνια, η βελγική βιομηχανία στράφηκε σε νέες και τεχνολογικά προοδευμένες δραστηριότητες, στον τομέα
των χημικών, των πετροχημικών, των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών και των μηχανημάτων. Η χημική βιομηχανία,
ιδιαίτερα, σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη (συνθετικό καουτσούκ, λιπάσματα, αμμωνιούχα, θειικό οξύ). Σημαντική θέση
εξακολουθεί να κατέχει η σιδηροβιομηχανία, που χρησιμοποιεί εισαγόμενες πρώτες ύλες. Πλάι στη σιδηρουργία έχουν
αναπτυχθεί οι εξαγωγικές βιομηχανίες χαλκού, μολύβδου και ψευδαργύρου. Η μηχανική βιομηχανία (αυτοκίνητα-
τηλεπικοινωνίες κ.ά.) είναι εγκατεστημένη κυρίως στο λεκανοπέδιο της Λιέγης, κοντά στην Αμβέρσα και στη Γάνδη. Αξιόλογη
είναι πάντα η κλωστοϋφαντουργία (παραδοσιακή βελγική βιομηχανία), η επεξεργασία των διαμαντιών, του γυαλιού και των
κρυστάλλων, των φωτογραφικών ειδών, του καπνού και του τσιμέντου.
Η ενέργεια του Β. στηρίζεται κατά 60% σε πυρηνικά εργοστάσια, αλλά η απόφαση της κυβέρνησης να περιορίσει την παραγωγή
οδήγησε τα τελευταία χρόνια στην αύξηση της χρήσης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ως πηγών ενέργειας.
Συγκοινωνίες, μεταφορές και εμπόριο. Η γεωγραφική θέση του Β., η γρήγορη εκβιομηχάνισή του και οι ανεπτυγμένες
συγκοινωνίες έχουν αναδείξει τη χώρα σε έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους του κόσμου. Τα ρεύματα των
εμπορευμάτων περνούν κυρίως από το λιμάνι της Αμβέρσας, το οποίο, μαζί με τη Γάνδη και τα ολλανδικά λιμάνια του
Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ, αποτελούν το μεγαλύτερο λιμενικό σύμπλεγμα του κόσμου. Μικρότερα λιμάνια είναι αυτά της
Μπριζ, των Βρυξελλών, της Οστάνδης και της Ζεεμπρίγκε. Το σύστημα διωρύγων του Β., σύγχρονο σύστημα μεταφορών και
μέσο άμυνας κατά των πλημμύρων, απορροφά περίπου το μισό της εμπορικής κίνησης της χώρας. Οι μεγάλοι άξονες
αποτελούνται από τον Μόσα και τη διώρυγα Αλβέρτου, που συνδέει το λιμάνι της Αμβέρσας με τις λεκάνες της Καμπίν. Το
σιδηροδρομικό δίκτυο φτάνει τα 3.518 χλμ. (2003) και το οδικό δίκτυο τα 148.216 χλμ. (2000), από τα οποία περισσότερα από
1.700 χλμ. είναι αυτοκινητόδρομοι υψηλής ταχύτητας. Το δίκτυο των αεροπορικών συγκοινωνιών, τις οποίες εξυπηρετεί η
εθνική εταιρεία Sabena, συνδέει το Β. με όλο τον κόσμο. Τα κυριότερα αεροδρόμια είναι του Μέλσμπρεκ κοντά στις Βρυξέλλες
και του Ζαβεντέρ. Διεθνείς υπηρεσίες ελικοπτέρων ξεκινούν από διάφορες βελγικές πόλεις προς διάφορα κέντρα της Γαλλίας,
της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Υπάρχουν ακόμα 1.570 χλμ. υδάτινων οδών (2001).
Ο τυπικά βιομηχανικός χαρακτήρας της βελγικής οικονομίας καθιστά απαραίτητες τις μεγάλες εισαγωγές εκείνων των πρώτων
υλών που στερείται η χώρα, ενώ η μικρή έκταση της εσωτερικής αγοράς υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να αναζητήσουν πελάτες
στο εξωτερικό, ενισχύοντας έτσι το εξαγωγικό εμπόριο.
Νόμισμα και τράπεζες. Από την 1η Ιανουαρίου 2002, επίσημη νομισματική μονάδα του Β. είναι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το
ευρώ, υποδιαιρούμενο σε 100 λεπτά. Η ισχυρή φιλελεύθερη παράδοση του Β. περιορίζει στο ελάχιστο την επέμβαση του
κράτους στην οικονομία. Το Β. είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι Βρυξέλλες το κέντρο σημαντικών δραστηριοτήτων
της, καθώς εκεί εδρεύουν αρκετές κεντρικές υπηρεσίες της ΕΕ. Εκτός από τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και την Caisse Generale
d’Εpargne et de Retraite, η υπόλοιπη τραπεζική δραστηριότητα ασκείται από τον ιδιωτικό τομέα.
Ιστορία
Από τη ρωμαϊκή και φραγκική κατάκτηση στον φεουδαρχικό Μεσαίωνα. Πρώτοι κάτοικοι της χώρας στην ιστορική εποχή ήταν
οι Βέλγες, λαός γαλατικής καταγωγής, ο οποίος χάρη στις πολεμικές του αρετές κατάφερε να αντισταθεί στις επιδρομές των
Γερμανών, των Κίμβρων και των Τευτόνων και δεν υποτάχθηκε στον Ιούλιο Καίσαρα παρά μόνο ύστερα από πεισματικό αγώνα
(51 π.Χ.). Ήταν χωρισμένοι σε 15 φυλές, στις οποίες είχαν αναμειχθεί επίσης πολλά γερμανικά και κελτικά φύλα. Όπως
μαρτυρεί ο Στράβων, ήταν από τότε εξαιρετικά πολυάριθμοι.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η χώρα έγινε επαρχία της αυτοκρατορίας, με την ονομασία Βελγική (Gallia Βelgica),
αποτελώντας τμήμα της Μεγάλης Γαλατίας. Η χώρα παρέμεινε υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία έως τον 5ο αι., οπότε υποτάχθηκε
στους Φράγκους. Από τότε και μέχρι τον 9ο αι., το Β. ακολούθησε την τύχη των φραγκικών κτήσεων. Μετά τον θάνατο του
Λουδοβίκου του Ευσεβούς (843) η χώρα διαμοιράστηκε, με τη συνθήκη του Βερντέν, μεταξύ του Καρόλου του Φαλακρού (ο
οποίος πήρε τη σημερινή Φλάνδρα) και του Λοθαρίου, βασιλιά της Ιταλίας (στον οποίο περιήλθαν οι ανατολικές περιοχές του
σημερινού Ενό, της Βραβάντης κ.ά.). Κατά τους επόμενους αιώνες εκδηλώθηκαν και εκεί, όπως και αλλού, οι τάσεις
ανεξαρτησίας των φεουδαρχών.
Στην κομητεία της Φλάνδρας, οι διάδοχοι του Βαλδουίνου του Σιδηρόχειρος (864-879) επεξέτειναν τις κτήσεις τους τόσο ώστε,
στα τέλη του 10ου αι., τα ανατολικά σύνορα εκτείνονταν έως τον Σκάλδη. Μετά τη βασιλεία του Αρνούλφου της Καρινθίας, οι
εγχώριες δυνάμεις επικράτησαν και άρχισε η πλήρης φεουδαρχική περίοδος, με την κληρονομική μεταβίβαση των αξιωμάτων.
Τότε, η αριστοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της, υπό τον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν, έναν από τους σημαντικότερους
αρχηγούς της Α’ Σταυροφορίας, και αργότερα τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, ο οποίος έγινε και βασιλιάς της σύντομης
Λατινικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204).
Η ενίσχυση των κοινοτήτων στη Φλάνδρα. Κατά τον 12ο αι. έλαβαν χώρα άγριες έριδες μεταξύ των ηγεμονικών οίκων που
διατάραξαν την ειρήνη στη Φλάνδρα, με ξένες επεμβάσεις (γαλλικές και αγγλικές) οι οποίες επέτρεψαν στους κατοίκους των
πόλεων να αποκτήσουν διαρκώς μεγαλύτερο λόγο στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων. Εμφανίστηκαν οι πρώτες αγροτικές
κοινότητες, οι οποίες απέκτησαν προνόμια και αναπτύχθηκαν χάρη στο εμπόριο που διεξαγόταν από τα μεγάλα λιμάνια (Μπριζ,
Γάνδη κ.ά.). Δημιουργήθηκε η λεγόμενη Χάνσα του Λονδίνου, η ένωση που ανέπτυξε το εμπόριο με την Αγγλία, υπό την ηγεσία
της Μπριζ. Η Λιέγη και οι πόλεις της Φλάνδρας προέβαλαν πολιτικές διεκδικήσεις. Ένα σύστημα φορολογικών απαλλαγών
(keure), τους έδωσε το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης. Η κοινότητα έγινε ουσιαστικά κράτος με δική του πολιτοφυλακή και αιρετά
σώματα. Οι λαϊκές μάζες είχαν οργανωθεί, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι., σε συντεχνίες με δική τους διοίκηση και είχαν
δικούς τους δικαστές. Μια τέτοια οργάνωση έφερε, τόσο στο Β. όσο και στην Ολλανδία, μεγάλη οικονομική και πολιτική
ανάπτυξη. Κατά τον Εκατονταετή πόλεμο (1337-1453), ο οποίος άρχισε μάλιστα στη Φλάνδρα, ο πατρίκιος Γιάκομπ Βαν
Αρτεβέλντε πέτυχε την αναγνώριση της ουδετερότητας της κομητείας και συνεργάστηκε με τρεις βελγικές πόλεις (Γάνδη, Μπριζ
και Ιπρ), για να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα.
Το 1369 η Φλάνδρα (φέουδο τότε του γαλλικού βασιλείου), η Βραβάντη, το Λίμπουργκ και, αργότερα, το Λουξεμβούργο
περιήλθαν στον οίκο της Βουργουνδίας. Μετά τον θάνατο του τελευταίου δούκα της Βουργουνδίας Καρόλου (1477) οι βελγικές
του κτήσεις περιήλθαν στην κόρη του, Μαρία της Βουργουνδίας, η οποία παντρεύτηκε (1548) τον αρχιδούκα της Αυστρίας και
κατοπινό αυτοκράτορα της Γερμανίας Μαξιμιλιανό Β’. Ο Μαξιμιλιανός ανέθεσε την αντιβασιλεία στον γιο του Φίλιππο, ο
οποίος με τη συνετή καθοδήγηση τοπικών συμβούλων (Γουλιέλμος του Κρουά) κράτησε το κράτος μακριά από τη σύγκρουση
μεταξύ των Αψβούργων και της Γαλλίας και υπέγραψε (1496) εμπορική συνθήκη με την Αγγλία. Όταν στέφθηκε αυτοκράτορας
ο εγγονός της Μαρίας, Κάρολος Ε’, η Φλάνδρα αποτέλεσε τμήμα του ισπανικού κράτους των Αψβούργων. Μετά την παραίτηση
του Καρόλου Ε’ (1556) η κυριαρχία των Αψβούργων στις Κάτω Χώρες αυξήθηκε σημαντικά. Το επισκοπικό πριγκιπάτο της
Λιέγης έγινε σύμμαχος του αυτοκράτορα, ενώ στις 26 Ιουνίου 1548 εγκρίθηκε από την αυτοκρατορική Δίαιτα της Αυγούστας η
απόφαση με την οποία οι Κάτω Χώρες και η Ελεύθερη Κομητεία θα αποτελούσαν πλέον ανεξάρτητο κράτος.
Η Μεταρρύθμιση και η επανάσταση κατά της Ισπανίας. Το προτεσταντικό κίνημα εισχώρησε στις Κάτω Χώρες με την
υποστήριξη και των ισπανοεβραϊκής καταγωγής εμπόρων, των μαράνος. Το 1520 εκδόθηκε ένα καταδικαστικό έδικτο και το
1523 έγιναν οι πρώτες εκτελέσεις. Αργότερα εκδόθηκαν νέα έδικτα εναντίον των Αναβαπτιστών (1535) και του καλβινισμού
(είναι περίφημο το Δελτίο του αίματος του 1550). Από το 1530 έως το 1572 τα θύματα των διωγμών ήταν 877.
Ο Φίλιππος Β’, όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του, εγκατέλειψε τη χώρα χάριν του ισπανικού θρόνου (25 Αυγούστου 1559),
αφήνοντας τη διοίκηση στην αδελφή του Μαργαρίτα της Πάρμας, με ρητή εντολή να επιβάλει την απολυταρχία κατά το
ισπανικό πρότυπο. Έπειτα από αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και ταραχές που κατέληξαν στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο (1567), ο
οποίος έληξε με τη συντριβή των καλβινιστών, ο Φίλιππος ανακάλεσε τη Μαργαρίτα και έστειλε στις Βρυξέλλες τον δούκα της
Άλμπα. Αυτός σχημάτισε το Συμβούλιο των συνομωσιών, που αργότερα ονομάστηκε Συμβούλιο του αίματος, εξαιτίας της
αγριότητάς του. Αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία αυτό το συμβούλιο, προέβη στην εκτέλεση 84 ατόμων, ενώ στη συνέχεια
αποκεφαλίστηκαν 18 ευγενείς. Επί τρία ολόκληρα χρόνια οι εκτελέσεις συνεχίζονταν με άγρια μανία, ενώ στις επαρχίες οι
καλβινιστές αντάρτες άρχισαν κλεφτοπόλεμο. Στο μεταξύ, αντάρτες ναυτικοί και ψαράδες κατέλαβαν τη Λα Μπριέλ (1
Απριλίου 1572) δίνοντας το σύνθημα για μια εξέγερση που γρήγορα εξαπλώθηκε, ενώ ο Γουλιέλμος της Οράγκης εισέβαλε στη
χώρα με τη βοήθεια των Ουγενότων (Γάλλων Διαμαρτυρομένων). Στις 19 Ιουλίου οι επαρχίες της Ολλανδίας και της Ζέελαντ
τον ανακήρυξαν κυβερνήτη. Έτσι άρχισε πραγματικός πόλεμος εναντίον των Ισπανών. Επανειλημμένες προσπάθειες
συμβιβασμού δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα και στις 8 Νοεμβρίου 1576 οι επαρχίες υπέγραψαν την Ειρήνη της Γάνδης. Ο Δον
Ιωάννης ο Αυστριακός, νέος διοικητής, προσπάθησε να λύσει διπλωματικά την κατάσταση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα: οι σχέσεις
των καθολικών και των καλβινιστών είχαν επιδεινωθεί. Οι καθολικοί των νότιων κρατών υπέγραψαν χωριστή συμφωνία με τον
Φίλιππο Β’ (σύμβαση του Αράς, 1579), η οποία επικύρωνε τις αρχικές παραχωρήσεις.
Η περίοδος της ισπανικής και αυστριακής κυριαρχίας. Σε απάντηση στη σύμβαση του Αράς, τα κράτη του Βορρά (Ολλανδία,
Ζέελαντ, Ουτρέχτη, Γκέλντερλαντ, Οβερέισελ, Φρισία, Γκρόνινγκεν, οι πόλεις Μπριζ, Γάνδη, Αμβέρσα, Βρυξέλλες κ.ά.)
υπέγραψαν την Ένωση της Ουτρέχτης, στις 23 Ιανουαρίου 1579. Έτσι γεννήθηκε η Δημοκρατία των Επτά Επαρχιών και
ξεκίνησε ο διαχωρισμός των Κάτω Χωρών, δηλαδή του Β. από την Ολλανδία. Τα κράτη της Ένωσης της Ουτρέχτης
αποδεσμεύτηκαν από τον Φίλιππο στις 26 Ιουλίου 1581, κηρύσσοντάς τον έκπτωτο. Από τότε οι πολεμικές επιχειρήσεις
αναπτύχθηκαν σε μεγάλη κλίμακα. Στις 16 Αυγούστου 1585 διασπάστηκαν οριστικά οι 17 επαρχίες σε δύο μέρη. Το 1621 το Β.
επανεντάχτηκε στην Ισπανία. Ο πόλεμος που ξανάρχισε τότε τερματίστηκε με την Ειρήνη της Βεστφαλίας (Μίνστερ, 30
Ιανουαρίου 1648). Οι Ηνωμένες Επαρχίες πέτυχαν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους και προσέκτησαν επίσης τη βόρεια
Βραβάντη, τη ζεελανδική Φλάνδρα και το Μάαστριχτ. Η Ολλανδία συνέχισε να αναπτύσσεται οικονομικά, ενώ το Β. βρισκόταν
σε περίοδο παρακμής. Έπειτα, η πάλη συνεχίστηκε με τον Γουλιέλμο Β’ και μόνο με την Ειρήνη των Πυρηναίων (1659) δόθηκε
τέλος στις εχθροπραξίες. Η κατάσταση έγινε επικίνδυνη όταν αναγγέλθηκε ο διαμελισμός του Β. μεταξύ Γαλλίας και Ολλανδίας,
αλλά τελικά η χώρα παρέμεινε στην Ισπανία με τη συνθήκη του Ρίσβικ (1697). Με τον πόλεμο για την ισπανική διαδοχή, το Β.
πέρασε από την Ισπανία στην Αυστρία (1714) και εδραιώθηκαν τα νότια σύνορά του, τα οποία ισχύουν έως σήμερα. Μετά τον
θάνατο του Καρόλου ΣΤ’ (1740), άρχισε ο πόλεμος της αυστριακής διαδοχής. Το 1745 το Β. έγινε πολεμικό πεδίο όλης της
Ευρώπης. Μετά τη μάχη του Φοντενουά (11 Μαΐου), ενσωματώθηκε στη Γαλλία. Η ειρήνη του Εξ-λα-Σαπέλ, η οποία
ακολούθησε, απέδωσε στην Αυστρία τις Κάτω Χώρες, με διοικητή τον Κάρολο της Λορένης, ο οποίος κυβέρνησε με φρόνηση
επί 36 χρόνια. Μετά τον θάνατο της Μαρίας Θηρεσίας (1780), ο γιος της Ιωσήφ Β’ επεξέτεινε και στο Β. την πολιτική του
φωτισμένου δεσποτισμού. Στις 17 Οκτωβρίου 1781 εξέδωσε το έδικτο της ανεξιθρησκίας, το οποίο επέτρεπε τους μεικτούς
γάμους, αφαίρεσε τις ληξιαρχικές πράξεις από τον κλήρο και κατάργησε τις επισκοπικές ιερατικές σχολές ιδρύοντας γενικά
ιεροδιδασκαλεία στη Λουβέν. Τα μέτρα αυτά, όμως, καθώς και άλλα κοινωνικού χαρακτήρα, δεν επεκτάθηκαν στους Βέλγους,
οι οποίοι προέβαλαν σοβαρή αντίσταση στις συγκεντρωτικές τάσεις του Ιωσήφ Β’. Η αντίσταση κατέληξε σε ένοπλη εξέγερση
(1788), που καταπνίγηκε ύστερα από δύο χρόνια.
Η προσάρτηση στη Γαλλία και ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Η Γαλλική επανάσταση είχε μεγάλη επίδραση στον βελγικό λαό.
Όταν οι Αυστριακοί προσπάθησαν να εισβάλουν στην επαναστατημένη Γαλλία, περνώντας μέσα από το βελγικό έδαφος (1792),
προκάλεσαν την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων στο Β. καθώς και την προσάρτησή του σε αυτή. Η χώρα διαιρέθηκε τότε
σε εννέα επαρχίες. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα (1814) και τους σχετικούς διακανονισμούς που ακολούθησαν το συνέδριο
της Βιέννης (1815), το Β. αποτέλεσε τμήμα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, υπό το σκήπτρο του Γουλιέλμου Α’, πρίγκιπα της
Οράγκης-Νασάου, ο οποίος, παρά τις αδιαμφισβήτητες προσπάθειές του, δεν κατάφερε να εξαφανίσει την αντίθεση μεταξύ των
δύο κοινοτήτων, απέσπασε όμως το Λίμπουργκ και το τμήμα εκείνο του Λουξεμβούργου που σήμερα αποτελεί το ανεξάρτητο
κράτος (Μεγάλο Δουκάτο) του Λουξεμβούργου.
Η διαρκώς βιαιότερη αντίσταση των Βέλγων προκάλεσε στις Βρυξέλλες μια σύγκρουση (25 Αυγούστου 1830) η οποία οδήγησε
σε επανάσταση. Οι Ολλανδοί αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και τότε συνήλθε ένα εθνικό συνέδριο για να δώσει στο κράτος νέο
σύνταγμα. Το συνέδριο κάλεσε στον θρόνο τον Λεοπόλδο από τον ηγεμονικό οίκο Σαξ-Κόμπουργκ -Γκότα. Η διάσκεψη του
Λονδίνου (1831) αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Β. και την ουδετερότητά του. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση δεν είχε
σταθεροποιηθεί και μόλις το 1839 οι συμφωνίες έγιναν δεκτές απ’ όλους. Τα επόμενα 75 χρόνια η βελγική πολιτική απέβλεπε
στην αποφυγή εμπλοκής στις διεθνείς συγκρούσεις και ζυμώσεις. Κατά την περίοδο αυτή δεν έλειψαν οι αιτίες εξωτερικών και
εσωτερικών εντάσεων (κυρίως εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες για τις συνθήκες εργασίες και για την πολιτική εξουσία), αλλά η
ειρήνη διατηρήθηκε και οι δημοκρατικές αρχές έβρισκαν ολοένα πιο πρόσφορο έδαφος. Το 1876 ο Λεοπόλδος Β’ άρχισε να
εφαρμόζει την κατακτητική του πολιτική στην κεντρική Αφρική, η οποία απέφερε καρπούς με την ενσωμάτωση του Κονγκό στο
Β. (1908).
Οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι. Τη νύχτα της 3ης προς 4η Αυγούστου 1914, η Γερμανία, παραβιάζοντας τη βελγική ουδετερότητα,
μπήκε στη χώρα και κατέλαβε τη Λιέγη και τη Ναμίρ. Παρά τη γενναία αντίστασή τους, τα βελγικά στρατεύματα, που
αριθμούσαν μόλις 117.000 άνδρες με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά Αλβέρτο, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μέχρι τον
Οκτώβριο, και παρά τις βαριές τους απώλειες, οι Βέλγοι αντιστέκονταν πεισματικά. Στις 13 Οκτωβρίου, όμως, ο βασιλιάς
συμπτύχθηκε με τα συντάγματά του στον ποταμό Ιζέρ. Εγκατέλειψε τη γύρω πεδιάδα και συγκράτησε έτσι τον εχθρό, ο οποίος
δεν μπόρεσε ποτέ, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, να περάσει τον ποταμό. Οι Γερμανοί, που είχαν καταλάβει όλη τη χώρα εκτός
από μια μικρή ζώνη της δυτικής Φλάνδρας, επέβαλαν λογοκρισία, κατάργησαν τις συνταγματικές ελευθερίες και καταλήστευσαν
οικονομικά τη χώρα με τις επιτάξεις, διαλύοντας και καταστρέφοντας τις σιδηροβιομηχανίες. Επιβλήθηκαν βαρύτατες εισφορές
για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Το 1916-17 οι κατακτητές στρατολόγησαν στα Τάγματα Πολιτικών Εργατών
120.000 εργάτες, τους μισούς από τους οποίους έστειλαν στη Γερμανία. Στα ηθικά βασανιστήρια που επέβαλαν οι κατακτητές
προστέθηκαν και τα επισιτιστικά. Η γερμανική κατοχή ανάγκασε τη βελγική κυβέρνηση να μεταφέρει την έδρα της πρώτα στην
Αμβέρσα και ύστερα στην Οστάνδη και στη Χάβρη. Ο βελγικός στρατός, όμως, είχε ανασυγκροτηθεί και πολέμησε πάλι στο
πλευρό των Συμμάχων. Με τη συνθήκη των Βερσαλιών (1919), το Β. εξασφάλισε την προσάρτηση των περιοχών του Επέν και
του Μαλμεντί και την παραχώρηση του Μορενέ, ενώ στην Αφρική έλαβε την εντολή της διοίκησης στη Ρουάντα και στο
Μπουρούντι.
Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, η ανασυγκρότηση ανακόπηκε με την οικονομική κρίση του 1926, αλλά με διάφορες
συντονισμένες ενέργειες τα δημόσια οικονομικά αποκαταστάθηκαν. Η κατάσταση είχε επανέλθει σχεδόν στην ομαλότητα κατά
την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Στον Μεσοπόλεμο, το Β. είχε μετάσχει ενεργά στις ευρωπαϊκές πολιτικές εξελίξεις,
λαμβάνοντας μέρος στις κυριότερες συνθήκες και σύμφωνα. Το 1927 το Β. διαιρέθηκε, σύμφωνα με τη γλωσσική του σύνθεση,
σε δύο τμήματα, στο φλαμανδικό (με πρωτεύουσα τις Βρυξέλλες) και στο βαλονικό (με πρωτεύουσα τη Ναμίρ). Με την άνοδο
του Χίτλερ, σημειώθηκε αναζωπύρωση του φλαμανδικού εθνικισμού και ο Λεόν Ντεγκρέλ ίδρυσε το φασιστικών τάσεων
Ρεξιστικό Κόμμα. Το 1939, όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες, το Β. προσπάθησε να διατηρήσει την ουδετερότητά του, ενώ
προχωρούσε συστηματικά στην επιστράτευση 600.000 ανδρών. Στις 10 Μαΐου 1940, για δεύτερη φορά μέσα σε 25 χρόνια, οι
Γερμανοί εισέβαλαν στο Β., το οποίο στις 28 Μαΐου αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, αν και ο αγώνας συνεχίστηκε στην
Αφρική, στο πλευρό των Συμμάχων. Η κατοχή της χώρας ήταν τρομακτική. Η αντίσταση οργανώθηκε, ενθαρρυμένη από την
εξόριστη κυβέρνηση, ενώ ο βασιλιάς Λεοπόλδος Γ’ παρέμενε αιχμάλωτος των Γερμανών. Στις 5 Φεβρουαρίου 1945 το Β.
απελευθερώθηκε πάλι, αλλά μόνο στις 8 Μαΐου, μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, αποκαταστάθηκε η ειρήνη.
Η νεότερη εποχή. Από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, το Β. αναγνωρίστηκε ως κατεξοχήν χώρα της διεθνούς συνεργασίας
στην Ευρώπη. Είναι ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όλων των
προδρομικών μορφών της). Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι ενδοκοινοτικές διενέξεις μεταξύ Φλαμανδών και Βαλόνων
επιδεινώθηκαν, με την πολιτική και την οικονομική πόλωση που σημειώθηκε ανάμεσα στη Φλάνδρα και στη γαλλόφωνη
Βαλονία. Ο πληθυσμός της Φλάνδρας υποστήριζε παραδοσιακά το συντηρητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CVΡ) και την
εθνικιστική Λαϊκή Ένωση (VU), ενώ η Βαλονία υπήρξε από παράδοση προπύργιο των σοσιαλιστών. Τα μεγάλα κόμματα έχουν
διαφορετικά γαλλόφωνα και φλαμανδικά τμήματα, ενώ οι πρώτες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της
περιφερειακής αυτονομίας εισήχθησαν το 1971 και το 1973 θεσμοποιήθηκε η γλωσσική ισότητα στην κεντρική κυβέρνηση. Για
αρκετά χρόνια το γλωσσικό ζήτημα και τα δικαιώματα της κάθε πλευράς στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και ο ρόλος της
Εκκλησίας, αποτέλεσαν την κυριότερη αιτία αδυναμίας σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων. Ο πληθυσμός του Β. είναι
κατανεμημένος σε γενικές γραμμές κατά 55% στη Φλάνδρα, κατά 35% στη Βαλονία και κατά 10% στις Βρυξέλλες.
Το 1977 ο Λέο Τίντεμανς σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, τους σοσιαλιστές και
άλλους. Οι προτάσεις της κυβέρνησής του για αποκέντρωση δεν έγιναν δεκτές και ο Τίντεμανς παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο
και ανέλαβε ο Πολ Μπούιναντς επικεφαλής προσωρινής κυβέρνησης. Η διαμάχη για το ειδικό καθεστώς των Βρυξελλών
οδήγησε σε εξάμηνη κρίση, η οποία λύθηκε με νέα κυβέρνηση συνασπισμού το 1979, με επικεφαλής τον πρόεδρο του
Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Βίλφριντ Μαρτένς. Η διένεξη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα και οι οικονομικές δυσκολίες
οδήγησαν σε διαδοχικές κυβερνήσεις συνασπισμού και ο Μαρτένς αντιμετώπισε σφοδρές επικρίσεις για την αποδοχή της
εγκατάστασης πυρηνικών πυραύλων του ΝΑΤΟ στη χώρα. Στα τέλη του 1980 ο Μαρτένς σχημάτισε πάλι κυβέρνηση
κεντροδεξιάς αντιμετωπίζοντας τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων καθώς και του ειρηνιστικού κινήματος για το ζήτημα των
πυραύλων.
Σε μια θλιβερή παρένθεση, τον Μάιο του 1985, σημειώθηκε στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών μία από τις μεγαλύτερες
τραγωδίες στην ιστορία του αθλητισμού, όταν στον ποδοσφαιρικό αγώνα για τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης
μεταξύ της αγγλικής Λίβερπουλ και της ιταλικής Γιουβέντους, οι συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών είχαν αποτέλεσμα τον θάνατο
39 ατόμων (από πτώση κερκίδας).
Οι διενέξεις ανάμεσα στα βαλονικά (γαλλόφωνα) και στα φλαμανδικά κόμματα του συνασπισμού οδήγησαν στην κατάρρευση
του κυβερνητικού συνασπισμού το 1987 και, μολονότι στις επόμενες εκλογές οι σοσιαλιστές σημείωσαν ορισμένα κέρδη, οι
μακρόχρονες διαπραγματεύσεις οδήγησαν και πάλι, για όγδοη φορά, σε κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον Βίλφριντ
Μαρτένς, τον Μάιο του 1988. Ο πεντακομματικός συνασπισμός προχώρησε σε μέτρα λιτότητας, αλλά και σε μια διαδικασία
ομοσπονδοποίησης του Β. Το κοινοβούλιο ψήφισε τους πρώτους νόμους αυτού του σχεδίου και στο πλαίσιό του οι Βρυξέλλες
απέκτησαν ισότιμο καθεστώς με τη Φλάνδρα και τη Βαλονία.
Το 1990 μια ιδιότυπη συνταγματική κρίση συγκλόνισε το Β. Το κοινοβούλιο ψήφισε τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, όμως ο
βασιλιάς Μποντουέν είχε δηλώσει ότι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ως πιστού καθολικού, δεν του επέτρεπαν να υπογράψει
το σχετικό διάταγμα. Η λύση βρέθηκε με την επίκληση άρθρου του συντάγματος που προέβλεπε την «ανικανότητα του μονάρχη
να κυβερνά». Ο Μποντουέν παραιτήθηκε για 36 ώρες, στη διάρκεια των οποίων ψηφίστηκε το νομοθετικό διάταγμα, και αμέσως
μετά συγκλήθηκε το κοινοβούλιο που διακήρυξε την επιστροφή του βασιλιά στα καθήκοντά του. Νέα εσωτερική κρίση ανάμεσα
στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού οδήγησε στην παραίτηση Μαρτένς και σε γενικές εκλογές το 1991, οι οποίες
έδειξαν σημαντική μείωση για όλα τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Αντίθετα, ένα νέο κόμμα της άκρας δεξιάς, το
Φλάαμς Μπλοκ, το οποίο υποστήριζε την απόσχιση της Φλάνδρας και την εκδίωξη των ξένων μεταναστών, κατάφερε να εκλέξει
12 βουλευτές (επί 212 τότε) σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση της δύναμής του.
Η νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ζαν-Λικ Ντεάν δεσμεύτηκε να συμπληρώσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είχαν
ξεκινήσει με τον Μαρτένς. Τον Φεβρουάριο του 1993 το κοινοβούλιο ψήφισε την τροπολογία του συντάγματος ώστε να
δημιουργηθεί το ομοσπονδιακό κράτος του Β., το οποίο περιλαμβάνει στο εξής τις ευρύτατα αυτόνομες περιοχές της Φλάνδρας,
της Βαλονίας και των Βρυξελλών.
Τον Ιούλιο του 1993 πέθανε ο βασιλιάς Μποντουέν και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, πρίγκιπας Αλβέρτος της Λιέγης. Το 1994
ένα μεγάλο σκάνδαλο δωροδοκιών συγκλόνισε το Β. και τρεις υπουργοί, μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, παραιτήθηκαν. Ο
υπουργός Εξωτερικών Βίλι Κλας αρνήθηκε την ανάμειξή του στο σκάνδαλο και τον Σεπτέμβριο έγινε γενικός γραμματέας του
ΝΑΤΟ. Λίγο αργότερα, όμως, τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν επιβάρυναν τη θέση του, η βελγική βουλή ψήφισε τη σύσταση
εξεταστικής επιτροπής και ο Βίλι Κλας αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο ΝΑΤΟ. Στις ευρωεκλογές του 1994 τα
κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται, ενώ αυξήθηκε η δύναμη των Φιλελευθέρων, αλλά
και ακροδεξιών κομμάτων. Ιδιαίτερα στις τοπικές εκλογές, σε ορισμένες πόλεις του Β., όπως στην Αμβέρσα, το Φλάαμς Μπλοκ
αύξησε εντυπωσιακά τη δύναμή του και αναδείχτηκε πρώτο κόμμα. Εκλογές έγιναν και πάλι το 1999 και κατέληξαν σε
κεντροαριστερή κυβέρνηση συνασπισμού, από την οποία για πρώτη φορά απουσίαζε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα.
Πρωθυπουργός έγινε ο Γκι Φερχόσφσταντ, ο οποίος επανεξελέγη το 2003, με τον ίδιο συνασπισμό.
Λογοτεχνία
Το φλαμανδικό και το βαλονικό στοιχείο, που τόσο έντονα διατηρούνται στο Β. μέχρι σήμερα, προσδιορίζουν καθαρά και την
ύπαρξη δύο αντίστοιχων, παράλληλων και ξεχωριστών λογοτεχνιών. Έτσι συνυπάρχουν δύο πολιτιστικές τάσεις με
αντιπροσωπευτικό πόλο τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα, που είναι δίγλωσση σε κάθε εκδήλωσή της. Στις ρίζες των δύο
λογοτεχνιών βρίσκονται δύο αριστουργήματα: Το τραγούδι της Αγίας Ευλαλίας (La cantilene de Sainte Εulalie) και το Τραγούδι
του Λουδοβίκου (Ludwigslied). Και τα δύο γράφτηκαν από έναν αντιγραφέα του 9ου αι. στο Σεν Αμάν.
Η διαδρομή της γαλλόφωνης βελγικής λογοτεχνίας. Οι απαρχές της γαλλόφωνης λογοτεχνίας συναντώνται στα έργα Η ζωή του
Αγίου Ελαφρού (La Vie de Saint Leger) και Ο μύθος του Αγίου Αλεξίου (La Legende de Saint Αlexis), σε βαλονική γραφή.
Δίπλα στην παραγωγή εκκλησιαστικής (κυρίως μοναστικής) προέλευσης αναπτύχθηκε, από τον 11ο αι. και έπειτα, μια πλούσια
σε όγκο ηρωική λαϊκή λογοτεχνία. Η μετάβαση από τη βουργουνδική εποχή στην αυτοκρατορία του Καρόλου Ε’, κατόπιν στην
ισπανική κυριαρχία και τέλος στην αυστριακή, άφησε και εδώ τα ίχνη της. Ο Φιλίπ Βαν Μάρνιξ ντε Σεν Αλντεγκόντ (1540-
1598) έγραψε το έργο Πίνακας των διαφορών της θρησκείας (Τableau des differends de la religion), μια σατιρική αλληγορία
καθολικισμού.
Η βαλονική λογοτεχνία –όπως και η αντίστοιχη φλαμανδική– είχε παρακμάσει έως τη Γαλλική επανάσταση και τη ναπολεόντεια
κατάκτηση. Μόνο μετά την ανεξαρτησία του 1830 σημειώθηκε κάποια σχετική κίνηση. Πριν από αυτό το έτος-ορόσημο για το
Β., μόνο μία αξιόλογη μορφή παρουσιάστηκε στα γαλλικά γράμματα: ο πρίγκιπας Σαρλ-Ζοζέφ Λιν (1735-1814), στρατάρχης της
αυτοκρατορίας, με το έργο Στρατιωτικά, λογοτεχνικά και αισθηματικά ανάλεκτα (Μelanges Μilitaires, Literaires et
Sentimentaux).
Μετά την ανεξαρτησία, σταθμό στη γαλλόφωνη βελγική λογοτεχνία αποτέλεσε η έκδοση του περιοδικού Νέο Βέλγιο (Jeune
Βelgique, 1880), του οποίου εμψυχωτής υπήρξε ο Μαξ Βαλέ (1860-1889). Σε αυτό παρουσιάστηκαν μορφές όπως ο Καμίλ
Λεμονιέ (1844-1913). Ξεχωριστή θέση είχαν οι Φλαμανδοί που έγραψαν στη γαλλική γλώσσα, ενώ πιο εσωτερικοί και
ονειροπόλοι εμφανίστηκαν οι Βαλόνοι αφηγητές. Πάντως, χρειάστηκε να φτάσει ο Μορίς Μέτερλινκ (βραβείο Νομπέλ 1911, βλ.
λ.) με τα συμβολικά του δράματα για να δώσει στη βελγική λογοτεχνία και στο θέατρο παγκόσμια απήχηση. Άλλοι αξιόλογοι
συγγραφείς ήταν ο Ανρί Μισό στη λυρική ποίηση, ο Ζορζ Σιμενόν (1903-1989) στο αστυνομικό μυθιστόρημα και ο Σαρλ Πλινιέ
(1896-1952), που δημοσίευσε ένα βιβλίο διεθνούς απήχησης, τα Ψεύτικα διαβατήρια (Faux Ρasseports), για το οποίο τιμήθηκε
το 1937 με το βραβείο Γκονκούρ.
Λογοτεχνία στη φλαμανδική γλώσσα. Εκτός από το Τραγούδι του Λουδοβίκου (Ludwigslied), το οποίο υπήρξε το αριστούργημα
των απαρχών της φλαμανδικής λογοτεχνίας, υπήρξαν και άλλα μεσαιωνικά δημιουργήματα που ξεχώρισαν, όπως η Αλεπού του
Ράινερντε (Van den Vos Reinaerde) και η Βeatrijs. Ο Γιαν Βαν Ρόισμπρουκ (1293-1381, βλ. λ.), γνωστός για τα μυστικοπαθή
γραπτά του, άφησε πολλές πραγματείες στις οποίες καθρεφτίζεται η αγνότητα και το βάθος της εσωτερικής του ζωής. Αλλά στην
Αναγέννηση βρέθηκε μια ρωμαλέα ουμανιστική μορφή, εκείνη του Τζούστο Λίπσιο (Γιόοστ Λιπς, 1547-1606), ο οποίος έγραψε
στα λατινικά, ή του συγγραφέα Γιόοστ Βαν ντεν Βόντελ (1587-1679, βλ. λ.), δραματουργού που καταγόταν από την Αμβέρσα.
Έπειτα, για δύο ολόκληρους αιώνες, η φλαμανδική λογοτεχνία σχεδόν εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και μόνο στα μέσα του
19ου αι. σημειώθηκε μια ανανέωση, με τα έργα του Χέντρικ Κονσιάνς (1812-1883), που άνοιξαν τον δρόμο για τον Γκουίντο
Γκεζέλε (1830-1899), έναν μοναχό που εμπλούτισε τη λογοτεχνική γλώσσα με τα στοιχεία της δυτικής φλαμανδικής διαλέκτου.
Η ενιαία βελγική λογοτεχνία αντιπροσωπεύτηκε με τον Σαρλ ντε Κοστέ (1827-1879), γεννημένο στο Μόναχο της Βαυαρίας από
Φλαμανδό πατέρα και Βαλόνη μητέρα, το έργο του οποίου (Ulenspiegel κ.ά.), προανήγγειλε την ενότητα των δύο τάσεων. Στο
μεταξύ παρουσιαζόταν σταδιακά στο Β. μια νέα γενιά συγγραφέων, συγκεντρωμένη γύρω από το περιοδικό Πράγματα του
σήμερα και του αύριο (Van Νu en Straks), που ιδρύθηκε από τον Ογκίστ Βερμέιλεν (1872-1945). Ο Στέιν Στρέεβελς και ο
Κάρεν Βαν ντε Βουστέινε (1878-1929) υπήρξαν οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι αυτού του νέου κύματος, οι εκφραστές του
οποίου συμμετείχαν ενεργά στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο Φέλιξ Τίμερμανς, συγγραφέας των περιπετειών του Ρallieter (1916),
ακολούθησε τη φλαμανδική παράδοση της αντίθεσης στο γαλλικό πνεύμα.
Η σύγχρονη φλαμανδική λογοτεχνία γεννήθηκε με τα μυθιστορήματα του Χέρμαν Τάιρλινκ (1879-1967) και εδραιώθηκε με τα
έργα των Βίλεμ Έλσκοτ (1882-1960), Γκέραρντ Βάλσχαπ (1898-1989), Μάρνιξ Γκίζσεν (1899-1984) και Λουί-Πολ Μπουν
(1912-1979). Η ανανέωσή της επήλθε χάρη στους νεότερους Ούγκο Κλάους, Γουάρντ Ρίισλινγκ, Ούγκο Ράες, Ζεφ Γκεέραερτς
κ.ά. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς δεν έχουν τίποτα κοινό με τη θεωρούμενη τυπικά φλαμανδική λογοτεχνική παράδοση, δηλαδή μια
λογοτεχνία κυρίως αφηγηματική με θέματα από την αγροτική ζωή και προσκολλημένη στην καθημερινότητα. Αντίθετα, οι νέες
γενιές ενδιαφέρονται για όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, συνδέοντας το ενδιαφέρον αυτό με
πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό. Όσον αφορά το πολιτιστικό κλίμα, το επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής και της εκδοτικής
οργάνωσης, από τη μεταπολεμική περίοδο και ύστερα, σηματοδοτούν μια βασική διαφορά μεταξύ της Ολλανδίας και του
φλαμανδικού Β. Πράγματι, το εμπόριο βιβλίων στη Φλάνδρα συνεχίζει να κυριαρχείται από τις ολλανδικές εκδόσεις, ενώ την
ίδια στιγμή μεγάλο μέρος της φλαμανδικής λογοτεχνίας δεν καταφέρνει να βρει μια θέση στην ολλανδική αγορά. Επίσης, τα
έργα διάσημων Φλαμανδών συγγραφέων, όπως για παράδειγμα αυτά των Μπουν και Κλάους, δημοσιεύονται συνήθως από
ολλανδικούς εκδοτικούς οίκους. Η απουσία μεγάλων εκδοτικών οίκων και η έλλειψη λογοτεχνικών επιθεωρήσεων και σοβαρών
περιοδικών κριτικής αποτελούν την αιτία πολλών απογοητεύσεων για τους Βέλγους Φλαμανδούς συγγραφείς. Ωστόσο, οι
αντιδράσεις σε αυτό το πολιτιστικό κενό δεν λείπουν, όπως μπορεί να συμπεράνει κάποιος από τα έργα των συγγραφέων οι
οποίοι ωρίμασαν στη δεκαετία του 1960 καθώς και από το πρόσφατο κίνημα των ποιητών, των λεγομένων Μaximalen. Η
αβέβαιη αυτή πολιτιστική κατάσταση έχει πάντως σοβαρές επιπτώσεις στην τεχνική που υιοθετεί η φλαμανδική λογοτεχνία.
Παρακινημένη από μια έντονη ένδεια, που εκτός από πολιτικοκοινωνική είναι συνάμα πολιτιστική, η πεζογραφία καταλήγει να
κυριαρχείται από την υποκειμενική τάση της μετατροπής και της επεξεργασίας μιας ιδιαίτερης γλώσσας. Αυτή είναι η
περίπτωση των μυθιστορημάτων και των θεατρικών έργων του Πολ Κόεκ αλλά και του Πίετ Βαν Άκεν, του Λισιέν Στασάερτ και
του Βάλτερ Βαν ντεν Μπρόεκ, τα έργα των οποίων μαρτυρούν ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα, που
εκφράζεται σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο. Στην ποίηση κυριαρχεί το έργο του Ούγκο Κλάους, ενώ αξίζει να μνημονευθούν
επίσης τα έργα των Πολ Σνόεκ, Ούγκο Περνάτ, Χέρμαν ντε Κόνινκ καθώς και τα έργα της ομάδας Μaximalen. Στον τομέα αυτό,
η αντίθεση μεταξύ Ολλανδίας και Β. είναι πολύ σαφέστερη απ’ ό,τι στην πεζογραφία: ενώ στην ολλανδική ποίηση δεσπόζει η
εγκεφαλικότητα, η κατασκευή και η απόσταση, στη φλαμανδική ποίηση κυριαρχούν το συναίσθημα και η συγκίνηση σε ένα
ύφος κυρίως μπαρόκ.
Τέχνη
Οι αρχιτεκτονικές εκδηλώσεις της ρομανικής και γοτθικής τέχνης. Ως φλαμανδική τέχνη χαρακτηρίζεται η τέχνη που
αναπτύχθηκε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Β.: την κομητεία της Φλάνδρας, τη Βραβάντη, το Λίμπουργκ, τα
πριγκιπάτα Λιέγης και Ενό, το δυτικό Λουξεμβούργο και τη Ναμίρ. Δύο φορές στην ιστορία αγγίζουν το ύψιστο σημείο
ανάπτυξης: πρώτα κατά τον 13ο αι., υπό την ηγεμονία των δουκών της Βουργουνδίας, και αργότερα ανάμεσα στον 16ο και τον
17ο αι.
Δύο ρυθμοί επικράτησαν στην αρχιτεκτονική: ο ρυθμός του Μόσα, με ρηνανική επίδραση, και ο σκαλδικός, εμπνευσμένος από
τα φραγκορομανικά πρότυπα. Τα αρχαιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής που διασώζονται σε βελγικό έδαφος ανάγονται στον 10ο
αι. Ανήκουν σε μια αυστηρή και λιτή τεχνοτροπία η οποία, παρά τις μεταγενέστερες γοτθικές προσθήκες, διατηρεί ίχνη από τη
ρωμαϊκή αρχιτεκτονική έμπνευση. Ο καθεδρικός ναός της Τουρνέ είναι χτισμένος κατά μεγάλο μέρος σε καθαρά ρομανικό
ρυθμό, αλλά η κάπως ποικιλμένη και ελαφρότερη γραμμή του απομακρύνεται αισθητά από τα χαρακτηριστικά πρότυπα της
αυστηρής ρομανικής αρχιτεκτονικής της νότιας Ευρώπης. Αξιόλογο μνημείο ρομανικής αρχιτεκτονικής είναι ο πύργος των
κομήτων της Γάνδης (1180).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, από την άποψη της αρχιτεκτονικής γλυπτικής, η θύρα του ναού της Τουρνέ και το
βαπτιστήριο της εκκλησίας Σεν Μπαρτελεμί στη Λιέγη, έργο του Ρενιέ ντε Ιί (1113).
Η γοτθική αρχιτεκτονική ακολούθησε τα γαλλικά πρότυπα, όπως ήταν επόμενο, δεδομένης της μηδαμινής απόστασης που
χωρίζει τις δύο χώρες. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικότερα μνημεία της τέχνης αυτής είναι οι εκκλησίες Νοτρ Νταμ ντε Παμέλ
στο Αουντενάαρντε (1238-42), Σεν Πολ στη Λιέγη, Νοτρ Νταμ στην Τονγκρ (1240-41) κ.ά. Αξιόλογες γοτθικές εκκλησίες,
φλαμανδικής τεχνοτροπίας, υπάρχουν τόσο στις Βρυξέλλες (Σεν Γκουντούλ) όσο και σε άλλες πόλεις. Πολλές εκκλησίες
χτίστηκαν ανάμεσα στον 11ο και τον 14ο αι., αλλά μεγαλύτερη πρωτοτυπία παρουσιάζουν τα κοσμικά οικοδομήματα της
εποχής, κυρίως τα μεγάλα κτίρια των αγορών, τα κοινοτικά καταστήματα, το ανάκτορο των πριγκίπων-επισκόπων της Λιέγης
και το θαυμάσιο κτίριο του χρηματιστηρίου της Αμβέρσας (1531).
Οι μεγάλοι Φλαμανδοί ζωγράφοι του 15ου αι. Η φλαμανδική ζωγραφική έκανε την εμφάνισή της μόλις προς τα τέλη του 12ου
αι. Αργότερα, άρχισε να αποκτά δική της προσωπικότητα, η οποία εκδηλώνεται τόσο στις μινιατούρες όσο και στα μεγάλα έργα,
με μια βαθμιαία αποδέσμευση από την παρισινή σχολή του 14ου αι. Τα ονόματα που λάμπρυναν αρχικά τη φλαμανδική τέχνη
ήταν αυτά του Μέλχιορ Μπρούντερλαμ και των αδελφών Λίμπουργκ (περ. 1400), οι οποίοι δούλεψαν στην υπηρεσία των
δουκών της Βουργουνδίας. Η μεγάλη προσωπικότητα της εποχής υπήρξε ο Γιαν Βαν Άικ (βλ. λ.), ο οποίος παρουσίασε τα έργα
του υπό το φως μιας πιο ανθρώπινης καθημερινής πραγματικότητας. Η σχολή της Μπριζ, θεμελιωτής της οποίας υπήρξε ο Βαν
Άικ, προανήγγειλε την εκπληκτική ανάπτυξη της φλαμανδικής ζωγραφικής του 15ου αι. Η απήχηση της τέχνης του ξεπέρασε τα
σύνορα του τόπου του και σήμερα έργα του βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Οι Ιταλοί χρονικογράφοι Τσιριάκο ντ’ Ανκόνα (1449), Φάτσιο (1454-55) και Τζοβάνι Σάντι (1485) αναφέρουν μαζί με το όνομα
του Βαν Άικ και εκείνο κάποιου Ρότζερ από τις Βρυξέλλες, μαθητή του, γνωστότατου ζωγράφου, του οποίου όμως δεν
διατηρήθηκε κανένα ενυπόγραφο έργο. Πολλοί μάλιστα αποδίδουν στον Ρότζερ Βαν ντερ Βάιντεν (βλ. λ.) μια σειρά έργων
ομάδας καλλιτεχνών που έζησαν την ίδια εποχή. Άλλοι προσπάθησαν να προσδιορίσουν και κάποιον άλλο καλλιτέχνη (πιθανώς
τον Ρομπέρ Καμπέν), ο οποίος θεωρήθηκε ως ο πραγματικός δημιουργός των πρώτων έργων που αποδίδονται στον Βαν ντερ
Βάιντεν. Ο Βαν ντερ Βάιντεν ίδρυσε στις Βρυξέλλες, όπου εργάστηκε από το 1435, μια σχολή με βασικό χαρακτηριστικό την
έντονα δραματική ερμηνεία της εικόνας.
Ο αμεσότερος συνεχιστής της τέχνης του Γιαν Βαν Άικ ήταν ο Πέτρους Κρίστους (βλ. λ.). Στα πρώτα έργα του ακολούθησε
πιστά το ύφος του Βαν Άικ, ενώ στην κατοπινή παραγωγή του διακρίνεται η επιρροή της ιταλικής Αναγέννησης. Τα
αντιπροσωπευτικότερα από τα έργα του βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, σε ιδιωτική συλλογή στη
Νέα Υόρκη και στα μεγάλα δυτικοευρωπαϊκά μουσεία. Κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. δεν παρατηρείται αποφασιστική
καμπή στην εξέλιξη της τέχνης. Ο Ντιρκ Μπόουτς είναι ο πρώτος ζωγράφος που μπορεί να θεωρηθεί συνεχιστής της γενιάς του
Βαν ντερ Βάιντεν και του Κρίστους. Καταγόταν από το Χάαρλεμ της Ολλανδίας και από τα πρώτα κιόλας έργα του διαφάνηκε η
επιρροή του Βαν ντερ Βάιντεν. Ύστερα από αυτόν εμφανίστηκαν δύο αξιόλογοι νέοι ζωγράφοι, ο Τζούστο της Γάνδης (κατά
πληροφορίες, μεταξύ 1460 και 1475) και ο Ούγκο Βαν ντερ Γκους (βλ. λ.). Ο Χανς Μέμλινγκ (βλ. λ.) ήταν γερμανικής
καταγωγής, δούλεψε στην Μπριζ κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. και το έργο του θεωρήθηκε η πιο χαρακτηριστική μαρτυρία
της ιδιοφυΐας των πριμιτίφ της Φλάνδρας. Πάντως, με το έργο του η φλαμανδική ζωγραφική του αιώνα αυτού κινδύνεψε να
στραφεί προς τον ακαδημαϊσμό, με μια φανερή προσήλωση στην παράδοση του Βαν Άικ, η οποία θεωρήθηκε ανυπέρβλητη σε
τεχνική και σε ύφος. Άμεσος συνεχιστής του Μέμλινγκ μπορεί να θεωρηθεί ο Γκέραρντ Νταβίντ (βλ. λ.), ενώ με το έργο του
συγγενεύει και η δημιουργία του Ζαν Προβό (1472-1529).
Η αρχιτεκτονική έκρηξη, οι Ρωμαϊστές και ο Μπρίγκελ κατά τον 16ο αι. Στις αρχές του 16ου αι. ανεγέρθηκαν στην Αμβέρσα,
στις Βρυξέλλες, στη Γάνδη και στη Ναμίρ θαυμάσιες εκκλησίες, έργα των Ζακ Φρανκάρ από τις Βρυξέλλες, Βενσεσλάο
Κόμπεργκερ, Φρανσουά Ογκιγιόν και Πέτερ Χέισενς. Η διάσημη Γκραντ Πλας, η κεντρική πλατεία των Βρυξελλών, δίνει
εξάλλου ένα λαμπρό παράδειγμα κοσμικής αρχιτεκτονικής.
Οι θρησκευτικές ταραχές που ξέσπασαν στις Κάτω Χώρες την εποχή εκείνη ανάγκασαν πολλούς καλλιτέχνες να εγκαταλείψουν
τη χώρα τους και να μεταναστεύσουν στην Ιταλία, όπου δέχτηκαν άμεσα την επίδραση της ιταλικής Αναγέννησης. Το γεγονός
αυτό ανανέωσε τη φλαμανδική παράδοση, η οποία πλέον χαρακτηριζόταν από έναν ιταλικίζοντα μοντερνισμό. Η Αμβέρσα έγινε
σπουδαίο κέντρο ανάπτυξης των νέων τάσεων και εκεί δούλεψαν οι Κεντέν Μέτσεϊς ή Μάσεϊς και Φρανς Φλόρις (βλ. λ.), καθώς
και ο τοπιογράφος Γιοακίμ Πατινιέ (βλ. λ.). Οπαδός της σχολής της Ρώμης υπήρξε ο Μπέρναρτ Βαν Όρλι, ζωγράφος της Αυλής
των Βρυξελλών που ακολούθησε πιστά τις ιδέες της ρωμαϊκής Αναγέννησης του Ραφαήλ. Σύγχρονός του ήταν ο Γιόος Βαν
Κλέβε. Παράλληλα με το έργο των ζωγράφων αυτών της ιταλικής σχολής, εμφανίστηκε ο Γιαν Γκόσαρτ (βλ. λ.) με την
εξεζητημένη φορμαλιστική ζωγραφική του. Ανάμεσα στους μανιεριστές της Αμβέρσας αξιοσημείωτοι είναι κάποιοι που
προχώρησαν σε πιο πρωτότυπες δημιουργίες, όπως οι Πιέτερ Άαρτσεν (βλ. λ.), Μίχελ Κόξιε, Λαμπέρ Λομπάρ, Πιέτερ
Πούρμπες, Φρανς Φλόρις κ.ά. Την εποχή αυτή ήταν χαρακτηριστική η επίδραση της ζωγραφικής και στη γλυπτική, ενώ
άκμασαν διάσημες οικογένειες γλυπτών, όπως οι Νόλε, οι Κελίνους, από τους οποίους διασημότερος ήταν ο Άρτους, που
διακόσμησε το δημαρχείο του Άμστερνταμ, και οι Ντικενουά, από τους οποίους ξεχώρισαν ο Ζερόμ και ο γιος του Φρανσουά.
Αναμφισβήτητα, ωστόσο, ο μεγαλύτερος Φλαμανδός καλλιτέχνης του 16ου αι. ήταν ο Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος, η
δραστηριότητα του οποίου χρονολογείται από το 1558. Ο Μπρίγκελ ανακάλυψε πάλι τη μαγευτική καθημερινή πραγματικότητα,
κατάλαβε την ελπίδα και τον πόνο της αληθινής ζωής, της ζωντανής σάρκας που μιλάει, ανασαίνει και αισθάνεται. Στα έργα του
καθρεφτίζεται η ζωή των Φλαμανδών που πιέζονται υπό την ξένη κατοχή. Το έργο του Μπρίγκελ τοποθετείται στο ίδιο ύψος με
εκείνο του Βαν Άικ.
Η μορφές του Ρούμπενς και του Καραβάτζιο κατά τον 17ο αι. Ο αιώνας αυτός χαρακτηρίζεται από την ξεχωριστή
προσωπικότητα του Πίτερ Πάουλ Ρούμπενς (βλ. λ.), ο οποίος καταγόταν από το Ζίγκεν της Βεστφαλίας και από το 1598
εργάστηκε στην Αμβέρσα. Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του έπαιξε η μακρόχρονη παραμονή του στην Ιταλία, κατά
την οποία μελέτησε με προσοχή το έργο των Ενετών ζωγράφων του 16ου αι., κυρίως του Τιτσιάνο και του Βερονέζε, και
επωφελήθηκε από τη μελέτη του έργου του Καραβάτζιο ο οποίος τότε ζούσε ακόμη στη Ρώμη. Η πληρότητα του φωτός, της
μορφής και του χρώματος φανερώνουν έναν καθαρό αισθησιακό και παγανιστικό κόσμο ο οποίος κυριαρχείται από τη χαρά της
ζωής. Ζωγράφισε πολυάριθμους πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μεγάλες συνθέσεις. Επιδόθηκε επίσης με
ιδιαίτερη επιτυχία και στην προσωπογραφία. Ο Άντον Βαν Ντάικ (βλ. λ.), ο μεγαλύτερος ζωγράφος της σχολής του Ρούμπενς,
παρουσίασε κομψότερες μορφές. Ολότελα διαφορετική όμως ερμηνεία στη σχολή του Ρούμπενς έδωσε ο Γιάκομπ Γιόρνταενς
(βλ. λ.), ο οποίος κινείται ανάμεσα στον μύθο και στην πραγματικότητα. Αξιόλογοι ζωγράφοι του 17ου αι. υπήρξαν επίσης οι
Άντριεν Μπρόουερ, Γιαν Φέιτ και Φρανς Σνέιντερς (βλ. αντίστοιχα λήμματα).
Η βελγική τέχνη από τον 18ο αι. έως σήμερα. Με το τέλος του 17ου αι. η φλαμανδική τέχνη γνώρισε μια αποφασιστική και
πολύχρονη κάμψη. Ξεχώρισαν όμως την εποχή αυτή οι γλύπτες Μίχελ Βέρβοορτ (1667-1737) και η οικογένεια Γκίλις της
Αμβέρσας. Ο Λαμπέρ Γκοντεσάρλ (1750-1835) ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που εμπνεύστηκε από τον νεοκλασικισμό. Η μεγάλη
σχολή της Αμβέρσας ξέπεσε τον 18ο αι. στον επαρχιωτισμό και οι καλλιτέχνες της εμφανίστηκαν να στερούνται έμπνευσης.
Ανάμεσα στους τελευταίους γλύπτες της νεοκλασικής γενιάς ξεχώρισε ο Βίλεμ Γκέεφς (1805-1883).
Όταν ο Γάλλος ζωγράφος Νταβίντ εξορίστηκε στις Βρυξέλλες (όπου πέθανε το 1825), συγκέντρωσε γύρω του τους
γνωστότερους εκπροσώπους του τοπικού νεοκλασικισμού, από τους οποίους ξεχώριζε ο Φρανσουά Ναβέ (1787-1869). Το
σημαντικότερο όμως γεγονός του δεύτερου μισού του 19ου αι. είναι η καλλιτεχνική κίνηση Αrt Libre (Ελεύθερη Τέχνη, από τον
τίτλο ενός περιοδικού που κυκλοφόρησε το 1871 με τον τίτλο αυτό). Μέσα στην κίνηση αυτή αναδείχτηκε η πιο δυνατή
προσωπικότητα της εποχής, ο Κονσταντέν Μενιέ (1831-1905), του οποίου η ζωγραφική ήταν άμεσα συνδεδεμένη με εκείνη του
Σαρλ ντε Γκρου (1825-1870). Αξιόλογος καλλιτέχνης της εποχής ήταν και ο Ρικ Βάουτερς (βλ. λ.). Με τον Τζέιμς Ένσορ (βλ.
λ.) η βελγική ζωγραφική φάνηκε να επανέρχεται σε πιο παραδοσιακές εκφράσεις.
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αι. οι αρχιτεκτονικές φόρμες αναπτύχθηκαν χάρη στα καινούργια υλικά της δομικής τέχνης, το
γυαλί και το σίδερο, που έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη νέα αρχιτεκτονική. Η χαρακτηριστικότερη εκδήλωση της τεχνοτροπίας
αυτής ονομάστηκε Art Nouveau (= νέα τέχνη) και κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν οι Βικτόρ Ορτά (βλ. λ.) και Χένρι Βαν ντε
Βέλντε (βλ. λ.). Κατά τον 20ό αι., οι Βέλγοι καλλιτέχνες που διακρίθηκαν διεθνώς ήταν οι Κόνσταντ Πέρμεκε (βλ. λ.), Ρενέ
Μαγκρίτ (βλ. λ.) και Πολ Ντελβό (1897-1994), οι οποίοι εξέφρασαν τον βελγικό υπερρεαλισμό. Η γλυπτική στα νεότερα χρόνια
γνώρισε μια σημαντική ανάπτυξη με υπερρεαλιστικές τάσεις από τους Βικ Ζαντίγ και Ρενχού. Στη ζωγραφική πάλι, κυριάρχησε
μια εξπρεσιονιστική σχολή η οποία άνθησε παράλληλα στη Δανία, στο Β. και στην Ολλανδία (η κίνηση CoBrA, από τα αρχικά
των πρωτευουσών των τριών χωρών) και έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη δύναμη των χρωμάτων. Εκπρόσωποι της σχολής αυτής
είναι οι Μορίς Βιζκαέρ και κυρίως ο Πιερ Αλεσίνσκι.
Θέατρο
Και οι δύο εθνικές ομάδες της χώρας έχουν μια κοινή –με τις αναπόφευκτες ποικιλομορφίες της– ρωμαλέα παράδοση λαϊκού
θεάτρου, που οι καταβολές της βρίσκονται στον Μεσαίωνα. Επίσης, μεγάλη διάδοση στο Β. είχε και το θέατρο μαριονέτας.
Αναφορικά με το σκηνικό θέατρο, στις βαλονικές επαρχίες οι συνηθισμένες μορφές του μεσαιωνικού δράματος, ιερού και
λαϊκού, οδήγησαν στις επεξεργασμένες θρησκευτικές παραστάσεις της Αυλής των δουκών της Βουργουνδίας. Αντίθετα, από τον
17ο έως τον 19ο αι., θεατρικές παραστάσεις έδιναν μόνο οι γαλλικοί θίασοι ή οι μαθητές των ιησουιτικών κολεγίων. Στη
Φλάνδρα το θέατρο είχε παιδαγωγικό και διδακτικό χαρακτήρα έως τον 16ο αι. Μετά την απόσπαση από την Ολλανδία
εμφανίστηκαν τα πρώτα μόνιμα θέατρα (στη Γάνδη το 1847, στην Αμβέρσα το 1853). Από τη στιγμή που το Εθνικό Θέατρο του
Β. μπόρεσε να αποκτήσει μεγαλοπρεπή έδρα στις Βρυξέλλες, η θεατρική δραστηριότητα των δύο εθνικών ομάδων δέχτηκε νέα
ώθηση. Το Νational Τoneel, δεύτερο επίσημο θέατρο, προσπαθούσε να προωθήσει τη συγγραφή έργων στη φλαμανδική
γλώσσα. Μαζί με τους μεγάλους δημιουργούς Μορίς Μέτερλινκ, Φερνάν Κρομελίνκ και Μισέλ ντε Γκελντερόντ, στη χορεία του
γαλλόφωνου βελγικού θεάτρου συγκαταλέγονται επίσης οι κωμωδιογράφοι Ερμάν Κλοσόν, Ζορζ Σιόν, Ζαν Μοζέν, Σαρλ
Μπερτέν, Κλοντ Σπαάκ, Ντενί Μαριόν, Αλοΐς ντε Μποκ και Αντρέ Λακούρ. Στη φλαμανδική ομάδα, εμπνεόμενη εν μέρει από
το παλαιό λειτουργικό θέατρο, συμμετείχαν, εκτός από τον Άντον ντε Βέλντε, ο Ούγκο Κλάους, ο Χέρβιγκ Χένσεν, ο Γιόχαν
Ντεν, ο Γιόζεφ Βαν Χουκ και ο Τονς Μπρέλιν.
Κινηματογράφος
Το Β. υπήρξε από τις χώρες-σκαπανείς του κινηματογράφου. Ο Ζ.Α.Φ. Πλατό, εφευρέτης του Φαντασκόπ (1832), και άλλοι
γνωστοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί ήταν βελγικής καταγωγής, αν και εργάστηκαν στη Γαλλία. Συγχρόνως, πολλοί Γάλλοι
εργάστηκαν στο Β., ξεκινώντας από τον Αλφρέ Μασέν. Η εθνική κινηματογραφική κουλτούρα άνθησε στη δεκαετία του 1930,
χάρη στην οπτική σχολή σκηνοθετών όπως ο Ανρί Στορκ και ο Σαρλ Ντεκεκελέρ, ο Αντρέ Κοβέν και ο Πολ Εζαέρτς.
Ο Σαρλ Ντεκεκελέρ έδειξε μια οξύτατη απέχθεια για τη διήγηση και προτίμησε τα ερεθίσματα που προκαλούσαν οι ρεαλιστικές
εικόνες. Η προσωπικότητα του Ανρί Στορκ ήταν ακόμη πιο περίπλοκη. Σκηνοθέτησε μερικά ενδιαφέροντα έργα πάνω στις
αδυναμίες, στις μικροδιαστροφές και στις αθλιότητες του ανθρώπου, ενώ γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μόλις το
1951, το Γεύμα απατεώνων (Le banquet des fraudeurs), με τη συνεργασία του σκηνοθέτη Σαρλ Σπαάκ και με πρωταγωνιστή τον
Φρανσουά Ροζέ (Βέλγοι και οι δύο). Αργότερα εμφανίστηκε ο Αντρέ Ντελβό και ο Φλαμανδός Ρόλαντ Βερχάβερτ.
Ο βελγικός κινηματογράφος άρχισε να επιβάλλεται στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με ταινίες όπως το Πέταξε κιόλας το
λεπτό λουλούδι (Deja s’envole la fleur maigre, 1960) του Πολ Μεγιέρ, που καταγράφει την άθλια ζωή των μεταναστών, Την
Πέμπτη θα τραγουδάμε όπως την Κυριακή (Jeudi on chantera comme Dimanche, 1967) του Λικ ντε Όις, γύρω από τα
καθημερινά προβλήματα των εργατών κ.ά. Όμως, ο σκηνοθέτης που ξεχώρισε περισσότερο ήταν ο Αντρέ Ντελβό, φιλόσοφος
και πιανίστας (ξεκίνησε συνοδεύοντας στο πιάνο τις βουβές ταινίες που προέβαλε η Ταινιοθήκη του Βελγίου), ο οποίος γύρισε
εικαστικά συναρπαστικές ταινίες, οι σκηνές των οποίων έμοιαζαν με πίνακες ζωγραφικής, όπως Ο άνθρωπος με το ξυρισμένο
κεφάλι (L’homme au crane rase, 1966), εντελώς προσωπική ταινία που αγγίζει τα όρια του φανταστικού· Ένα βράδυ, ένα τρένο
(Un soir, un train, 1968), εξαιρετική ταινία που συνδυάζει το φανταστικό με το πραγματικό και μιλά για τη δύναμη των
αισθημάτων· Ραντεβού στο Μπρε (Rendez-vous a Βray, 1971), ένα είδος ποιήματος που συνδυάζει το όνειρο με τον ερωτισμό·
Μπελ (Βelle, 1973), οπτικό ποίημα όπου η πραγματικότητα συγχέεται με το όνειρο και τη φαντασία· Μπενβενούτα (Βenvenuta,
1983), ταινία στο πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού· Έργο στο σκοτάδι (L’oeuvre au noir, 1988), έκκληση για την ελευθερία
του πνεύματος, με φόντο την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης, κ.ά.
Άλλοι σκηνοθέτες αυτής της περιόδου ήταν η Σαντάλ Άκερμαν (Ηotel Μonterey, 1972· Je, tu, il, elle, 1974· Jeanne Dielman, 23
quai du Commerce, 108 Βruxelles, 1975· Les rendez-vous d’Αnna, 1978 κ.ά.) και ο Χάρι Κούμελ (Μonsieur Ηawarden, 1968·
Les levres rouges, 1970· Μalpertuis, 1972). Από τους νεότερους, αναφέρονται οι Αντρέ Καβένς, Ρομπ ντ’ Ερτ, Τιερί Ζενό,
Μορίς Ραμπίνοβιτς, Κρις Βερμόρκχεν, Ανίκ Λερουά, Μαρί Ιμενέζ, Ζεράρ Κορμπιό και, πιο πρόσφατα, ο Γιακό Βαν Ντορμαέλ,
δημιουργός της ποιητικής, διανθισμένης με υπερρεαλιστικές εικόνες ταινίας Τοτό, ο ήρωας (Τoto, le heros, 1991). Παρότι τα
τελευταία χρόνια οι ταινίες γυρίζονται με μεγαλύτερη δυσκολία, οι Βέλγοι κινηματογραφιστές κατάφεραν να κρατήσουν μια
αξιόλογη παραγωγή χάρη σε συμπαραγωγές με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο Β. αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα το ντοκιμαντέρ, ο πειραματικός κινηματογράφος (χάρη στη δημιουργία, στα τέλη της δεκαετίας
του 1940, του πειραματικού φεστιβάλ Κnokke-Le-Ζoute) και οι ταινίες κινουμένων σχεδίων. Ανάμεσα στις ταινίες που έχει
προσφέρει το τελευταίο αυτό είδος είναι και οι γνωστές σειρές του Αστερίξ, του Λούκι Λουκ και του Τεν-Τεν, καθώς και οι
ταινίες μεγάλου μήκους του Πίσα (Ταρζούν, η ντροπή της ζούγκλας κ.ά.).
Μουσική
Στην περίοδο του γαλλο-φλαμανδικού πολιτισμού (15ος-16ος αι.) δεν γίνεται ακόμη λόγος για βελγική εθνική μουσική. Η
αυξανόμενη φήμη των Φλαμανδών συνθετών που βρίσκονταν στη Γαλλία, στην Ισπανία και στην Ιταλία παρακίνησε αρκετούς
μουσικούς να μεταφερθούν στις Αυλές της Αμβέρσας και των Βρυξελλών, σημαντικό μουσικό κέντρο από τις αρχές κιόλας του
15ου αι. Στη φήμη της μεγάλης φλαμανδικής σχολής προστέθηκε αργότερα και η φήμη της Ακαδημίας Μουσικής, η οποία
προσέλκυσε επίσης αρκετούς μουσικούς από διάφορα μέρη της Ευρώπης.
Η λαϊκή και θεατρική μουσική, αντίθετα, επηρεάστηκαν από την ιταλική έως και τις αρχές του 19ου αι. Η επίδραση αυτή
υπάρχει ακόμη και στον αντιπροσωπευτικότερο Βέλγο μουσικό του 18ου αι., τον Αντρέ Μοντέστ Γκρετρί (βλ. λ.). Η παράδοση
κύρους της βελγικής σχολής ενισχύθηκε έπειτα από τον Σεζάρ Φρανκ (βλ. λ.).
Οι ιστορικές και πολιτικές διαδικασίες που οδήγησαν στην κήρυξη της ανεξαρτησίας του Β. επηρέασαν και τη μουσική
κουλτούρα προς μια εθνικολαϊκή κατεύθυνση, όπως διακρίνεται κυρίως στο έργο του Πέτερ Μπενουά (1834-1901). Οι
πολλαπλές ευρωπαϊκές εμπειρίες βρήκαν απήχηση στην παραγωγή του Εντγκάρ Τινέλ (1854-1912) και του Γιόζεφ Γιόνγκεν
(1873-1953). Το έργο του Εζέν Ιζαΐ (βλ. λ.), διάσημου μουσικολόγου, παραμένει επίσης θεμελιώδες.
Τον 20ό αι. η μουσική εισήχθη στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, ιδρύθηκαν νέες σχολές και αναπτύχθηκε ο σύνδεσμος Ρro
Μusica Αntiqua, που ιδρύθηκε από τον μαέστρο Σάφορντ Καπ. Ανάμεσα στους σημαντικότερους συνθέτες των τελευταίων
αυτών χρόνων περιλαμβάνονται κυρίως ο Ζαν Αμπσίλ και ο Αντρέ Σουρί, καθώς και οι μεταγενέστεροι Μαρσέλ Κινέ, Καμίλ
Σμιτ και Ανρί Πουσέρ. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. το Β. έγινε έδρα πειραματιστών συνθετών της σύγχρονης
ηλεκτρονικής μουσικής και από τις συναντήσεις της αβανγκάρντ με πιο εξωστρεφείς μουσικές μορφές προέκυψαν ιδιαίτερα
γόνιμα αποτελέσματα.
Επιστήμες
Η συμβολή του Β. στην ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι τόσο σημαντική όσο εκείνη της γειτονικής Ολλανδίας.
Οχυρό του ισπανικού ιμπεριαλισμού, έδρα βίαιων συγκρούσεων, το Β. δεν προσφέρθηκε για την επιστημονική έρευνα κατά τον
16ο και τον 17ο αι. Είναι αλήθεια ότι άκμασαν ορισμένα πανεπιστήμια, κυρίως της Λουβέν (1425, χωρισμένο σε γαλλόφωνο και
φλαμανδικό κλάδο από το 1970), αλλά και αυτό χωρίς σημαντική λάμψη. Δύο μάλιστα Φλαμανδοί επιστήμονες μεγάλης αξίας, ο
σπουδαίος ανατόμος Βεσάλιος (βλ. λ.), ο οποίος γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, και ο μαθηματικός και μηχανικός Σίμον Στέβιν
(1548-1620) εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να ζήσουν ο ένας στην Ιταλία και ο άλλος στην Ολλανδία.
Η βελγική προσφορά στην επιστήμη συνδέεται με τα πρόσφατα χρόνια και με την οικονομική άνθηση της χώρας. Ανάμεσα
στους Φλαμανδούς, αξιοσημείωτος είναι ο μαθηματικός Αντρέας Ρομάνους ή Βαν Ρόομεν (1561-1615), ο οποίος γεννήθηκε και
δίδαξε στη Λουβέν. Στις Βρυξέλλες γεννήθηκε επίσης ένας διάσημος γιατρός, ο Βαν Χέλμοντ, ο οποίος συνέβαλε στην
ανάπτυξη της ιστοχημείας. Το κυριότερο έργο του, Ανάπτυξη της ιατρικής (Developement de la medecine) δημοσιεύτηκε το
1648, μετά τον θάνατό του. Ανάμεσα στους μεταγενέστερους επιστήμονες πρέπει να αναφερθεί ο βιολόγος Ε. Βαν Μπένεντεν.
Με βραβείο Νόμπελ ιατρικής έχουν τιμηθεί οι Βέλγοι επιστήμονες Ζιλ Μπορντέ (1919), γνωστός για τις μελέτες του στην
ανοσολογία, και Χέιμανς (1939), για τις ανακαλύψεις του σχετικά με τις ανακλαστικές αναπνευστικές ρυθμίσεις. Τέλος, πρέπει
να αναφερθεί και το έργο του Ζορζ Εντουάρ Λεμέτρ (βλ. λ.), ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία για την προέλευση του σύμπαντος
(1927).
Έθιμα και παραδόσεις
Στα έθιμα των Βέλγων αντανακλάται ο μεγάλος διχασμός μεταξύ Φλαμανδών και Βαλόνων. Οι παραδοσιακές εκδηλώσεις των
Φλαμανδών είναι περισσότερο εσωστρεφείς και μυστικοπαθείς, εμπνευσμένες από πανάρχαιες κελτικές λατρευτικές τελετές. Οι
πιο διαλλακτικοί Βαλόνοι, από την άλλη, έχουν πιο ανάλαφρες παραδοσιακές θρησκευτικές τελετές, με χαρούμενα λαογραφικά
στοιχεία. χαρακτηριστική είναι η λιτανεία της πόλης Μονς με τον αστείο μουσικό σκοπό Ντουντού (αναφέρεται σε έναν μυθικό
δράκο). Άλλες λιτανείες συνοδεύονται από ιππηλασία, παιχνίδια και λαϊκά θεάματα όπως παράτες, μαριονέτες κ.ά. Στο Αντρ-
Σαμπρ-ε-Μεζ, ιδιαίτερα, διοργανώνεται μια επική-κωμική παράτα, με συνοδεία από άντρες ντυμένους με στρατιωτικές στολές
όλων των εποχών, από τους Σουάβους έως τους σκαπανείς της αυτοκρατορίας και τους γρεναδιέρους της Δημοκρατίας, η οποία
ακολουθεί μια διαδρομή χιλιομέτρων μεταφέροντας στην εξοχή τα λείψανα των αγίων· το έθιμο ανάγεται στον 11ο αι., σε μια
εποχή που οι λιτανείες δέχονταν κάποτε ληστρικές επιθέσεις και η ένοπλη συνοδεία ήταν απαραίτητη. Υπάρχει επίσης μια
πρωτότυπης γιορτή παγανιστικής προέλευσης, η οποία γίνεται την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής στη φλαμανδική κωμόπολη
Γκερααρντσμπέργκεν, όπου συνηθίζεται η ρίψη χιλιάδων γλυκών. Μια περίεργη τελετή διασώζεται κάθε Πρωτομαγιά στο
Ρισόν, ένα χωριό κοντά στην Τονγκρ. Εκεί η θρησκευτική πομπή προς τιμήν του αγίου Εβερμάρ καταλήγει σε ένα παιχνίδι που
η καταγωγή του ανάγεται στον απώτατο Μεσαίωνα: πρόκειται για ένα αστείο κυνηγητό ανάμεσα σε ανθισμένα δέντρα, που
θυμίζει τον φόνο του αγίου και των συντρόφων του που έγινε το 969 από τον ληστή Χάκο.
Κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί τους Gilles της Μπενς, μιας μικρής πόλης στην καρδιά της Μπορινάζ, της μεταλλευτικής
ζώνης ανάμεσα στη Μονς και στη Σαρλερουά. Οι φιγούρες αυτές, που η φήμη τους έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας,
εμφανίζονται στο βελγικό καρναβάλι με φανταχτερές στολές και γιγάντια λοφία, παραπέμποντας στην εποχή των γεωγραφικών
ανακαλύψεων, καθώς η παράδοση ξεκίνησε από μια γιορτή που παρέθεσε η Μαρία της Ουγγαρίας, η οποία είχε την Αυλή της
στην Μπενς, όπου οι ευγενείς εμφανίστηκαν όπως φαντάζονταν ότι ντύνονταν οι πρίγκιπες των Ίνκας.
Επίσης, οι Βέλγοι δείχνουν προτίμηση στην τοξοβολία. Μεσαιωνικά κατάλοιπα βρίσκει κανείς στις πολυάριθμες ενώσεις (gilde
στα φλαμανδικά, serments στα βαλονικά) σκοπευτών με το τόξο και τη βαλλίστρα. Η ζωοφιλία είναι πολύ διαδεδομένη και
συνηθίζεται ιδιαίτερα η ερασιτεχνική εκτροφή των ταχυδρομικών περιστεριών. Ο kijker, ο εκτροφέας περιστεριών, είναι μια
χαρακτηριστική φυσιογνωμία στα χωριά του Β.
Ο ελληνισμός στο Βέλγιο
Ως διοικητικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Βρυξέλλες αποτελούν τόπο εργασίας για αρκετούς Έλληνες, υπαλλήλους της
ΕΕ, οι οποίοι, από το 1980 και έπειτα, προστέθηκαν στους οικονομικούς μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών,
δημιουργώντας μια πολυάριθμη ελληνική κοινότητα. Στο Β. υπάρχουν επτά κοινότητες Ελλήνων ομογενών, σε διάφορες πόλεις
(Αμβέρσα, Βρυξέλλες, Λιέγη, Σαρλερουά, Σεν Πολ). Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, στο Β.
ζουν συνολικά περίπου 25.000 Έλληνες.
Βελγίου, Ιερά Μητρόπολη. Μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με έδρα τις Βρυξέλλες και
δικαιοδοσία στα κράτη του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου. Ιδρύθηκε το 1969, με σχετικό πατριαρχικό και
συνοδικό τόμο του Πατριαρχείου, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Αναγνωρίστηκε από το βελγικό κράτος με σχετικό
νόμο του 1985, ενώ στο βασιλικό διάταγμα της 15ης Μαρτίου 1988 (κεφάλαιο Α, άρθρο 1) ορίζεται ότι: «Ο μητροπολίτης-
αρχιεπίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ή ο αντικαταστάτης του αναγνωρίζεται υφ’ ημών ως το
αντιπροσωπευτικό όργανον ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Βελγίω». Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή
οργάνωση έχουν οριστεί βοηθοί οι επίσκοποι Ευμενείας και Ρηγίας. Στον τομέα της πνευματικής δράσης λειτουργούν οι
επιτροπές διεκκλησιαστικών σχέσεων, ορθόδοξου θρησκευτικού μαθήματος, ραδιοφώνου, τηλεόρασης και Τύπου, φοιτητικής
μέριμνας, ασθενών κ.ά. Παράλληλα, λειτουργούν τα ιδρύματα Κεστεκίδειο Σχολείο (δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο),
Παπαδοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Βρυξέλλες), το ενοριακό κέντρο Ιωάννου και Γεωργίας Κεστέκογλου, το κέντρο
ορθόδοξης κατάρτισης Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, εκκλησιαστική βυζαντινή χορωδία κ.ά. Τέλος, στη δικαιοδοσία της
υπάγονται συνολικά 25 ενοριακοί ναοί, καθώς και το γυναικείο μοναστήρι Γενεθλίου της Θεοτόκου (Άστεν Ολλανδίας).
Βελέγραδα. Παλαιότερη, βυζαντινή ονομασία (σερβικής ετυμολογίας) της αλβανικής πόλης Βεράτι, η οποία χρησιμοποιείται
σήμερα μόνο ως εκκλησιαστικός προσδιορισμός (μητροπολίτης Βελεγράδων). Βλ. λ. Βεράτι.
Βελεγρής, Σπύρος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και, επειδή ήταν
μορφωμένος, χρησιμοποιήθηκε ως γραμματέας από τους οπλαρχηγούς Μακρυγιάννη, Χατζηχρήστο, Πλαπούτα και Δεληγιάννη.
Βέλεθ δε Γκεβάρο, Λουίς (Luis Velez de Guevaro, Έθιχα, Σεβίλη 1579 – Μαδρίτη 1644). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας,
ποιητής και μυθιστοριογράφος. Η ζωή του ήταν άσωτη και περιπετειώδης. Σε ό,τι αφορά το δραματικό του ταλέντο και το
ποιητικό του αίσθημα ήταν πιο κοντά –από τους άλλους, δεύτερης σειράς Ισπανούς λογοτέχνες– στον Λόπε ντε Βέγκα. Από τις
πολλές κωμωδίες του, με θέματα βιβλικά, ιστορικά και ηθογραφικά, οι καλύτερες είναι αυτές που έχουν έμπνευση από την
ιστορία: Το φεγγάρι της σιέρας, Η ορεσίβια της Βέρα και –το ωραιότερο έργο του– Βασιλεία μετά θάνατον, με θέμα την τραγική
ιστορία της Ινές ντε Κάστρο. Στα έργα αυτά έφτασε σε ικανοποιητικά δραματικά αποτελέσματα και σε στιγμές ζωηρής
συγκίνησης. Σήμερα όμως είναι ίσως περισσότερο γνωστός από το σατιρικό του μυθιστόρημα Ο σακάτης διάβολος (1641), που
έγινε περισσότερο γνωστό από τη διασκευή του Γάλλου δραματουργού Αλέν Λεσάζ, ως Ο κουτσός διάβολος. Το έργο αυτό,
εξαιτίας μιας σχετικής θεματικής συγγένειας, θεωρείται ότι ανήκει στο πικαρεσκικό είδος, αλλά θα ήταν σωστότερο να
χαρακτηριστεί ηθογραφική σάτιρα. Είχε πρότυπο τα Όνειρα του Κεβέντο, χωρίς όμως την πικρία, την ηθική ρώμη και την
παραστατική δύναμη εκείνου. Είναι έργο διασκεδαστικό, πνευματώδες, πλούσιο σε οξύτατες παρατηρήσεις, γραμμένο σε ύφος
μπαρόκ, κάπως εξεζητημένο και δυσνόητο λόγω των πολλών λογοπαιγνίων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
βελέλα (Velella). Γένος σιφωνόφορων υδροζώων της οικογένειας των βελελιδών. Περιλαμβάνει πλαγκτονικούς οργανισμούς με
ευρεία εξάπλωση στις θερμές θάλασσες του κόσμου, που σχηματίζουν αποικίες πολυπόδων, ενωμένων κάτω από ένα δισκοειδές
σώμα, που διογκώνεται σχηματίζοντας στο εσωτερικό του έναν χιτινώδη πλωτήρα, χάρη στον οποίο επιπλέει η αποικία. Ο
πολυθάλαμος αυτός χώρος φέρει στην επάνω επιφάνεια μία κάθετη προεξοχή, που λειτουργεί σαν ιστίο και βοηθά στη
μετακίνηση της αποικίας με τη δράση του ανέμου. Οι πολύποδες που αποτελούν την αποικία εμφανίζουν πολυμορφισμό. Στο
κέντρο της αποικίας, στην κάτω επιφάνεια του δίσκου, υπάρχει ένα μεγάλο γαστροζωίδιο, το οποίο προσλαμβάνει την τροφή·
περιφερειακά σχηματίζονται αμυντικά δακτυλιοζωίδια, ενώ ανάμεσά τους κρέμονται τα γονοζωίδια, που είναι υπεύθυνα για την
αναπαραγωγή της αποικίας.
Βελεμίνα. Αρχαία πόλη της Λακωνικής, κοντά στα όρια με τη Μεγαλόπολη. Το 227 π.Χ. την κατέλαβε ο βασιλιάς της Σπάρτης
Κλεομένης, για να προλάβει εισβολή του Άρατου στη Λακεδαίμονα. Το 189 π.Χ. την κατέλαβε ο Φιλοποίμην και την
προσάρτησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Στην εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης η Β. αποδόθηκε ξανά στους Σπαρτιάτες.
βελεμνίτες (Ζωολ.). Γενική ονομασία κεφαλόποδων μαλακίων της οικογένειας των βελεμνιτιδών. Πρωτοεμφανίστηκαν σε
στρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίστηκαν κατά την ηώκαινο εποχή της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού
αιώνα. Οι γνήσιοι β., του γένους Belemnites, είναι μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας και χαρακτηρίζουν τον μεσοζωικό
αιώνα, κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη εξάπλωσή τους.
Το όστρακό τους ήταν εσωτερικό και χωρισμένο σε τρία μέρη: ρόστρο, φραγμοκώνος και προόστρακο· το τμήμα που συχνά
ανευρίσκεται είναι το ασβεστολιθικό ρόστρο. Το σχήμα του μοιάζει με πούρο ή ρόπαλο, είναι άλλοτε κοντό ή κοντόχοντρο και
άλλοτε πολύ μακρύ, ενώ συχνά φέρει αύλακες, πλευρικές, ραχιαίες ή κοιλιακές, που μαρτυρούν τα μυϊκά αποτυπώματα του
ζώου. Πιο σπάνια έχουν βρεθεί ο φραγμοκώνος και το προόστρακο. Ο πρώτος, που είναι το σημαντικότερο τμήμα των β., είναι
πολυθάλαμος και εφοδιασμένος με ένα σιφώνιο· το υλικό της κατασκευής του είναι ο αραγονίτης. Το δεύτερο είναι ένα κεράτινο
έλασμα, που μπορεί να συγκριθεί με το ασβεστολιθικό κόκαλο της σουπιάς. Στην πορεία της εξέλιξης των β. εκδηλώθηκε μια
προοδευτική μείωση του φραγμοκώνου και κατόπιν του ρόστρου.
Οι β. ζούσαν σε σχετικά μικρά βάθη και κοντά στις ακτές, αποτελούσαν λεία των ψαριών (σε ένα απολιθωμένο σκυλόψαρο
βρέθηκαν 250 καλοδιατηρημένα τμήματα), αλλά τρώγονταν πολλές φορές και μεταξύ τους.
Βελέντα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1872. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 13,0, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,27. Διεθνώς ονομάζεται Velleda 126.
Βελέντζας, Διονύσιος. Φιλικός και ιερομόναχος, αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το χωριό Μεσορούγι των Καλαβρύτων.
Πριν από την εξέγερση, γύριζε στα χωριά και κήρυττε το Ευαγγέλιο, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα τον ξεσηκωμό. Το 1819
μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από τότε, στις περιοδείες του, μύησε πολλούς πρόκριτους. Αργότερα η Πελοποννησιακή
Γερουσία του ανέθεσε διάφορες αποστολές. Σε μία από αυτές, πήγε στο Μέγα Σπήλαιο και έπεισε τους μοναχούς να του
παραδώσουν τα ασημένια καντήλια και τα άλλα αφιερώματα και σκεύη για να πληρωθεί ο στόλος. Το ασήμι του μοναστηριού
έφτασε τις 100 οκάδες.
Βελέντζας, Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τον Αλμυρό Μαγνησίας. Πήρε μέρος στον Αγώνα από την αρχή
και γρήγορα έγινε ταξίαρχος και στη συνέχεια χιλίαρχος. Το 1823 συνθηκολόγησε με τον Κιουταχή με αντάλλαγμα να του δοθεί
ο έλεγχος του Αλμυρού. Πληγώθηκε στη μάχη της Αταλάντης τον Νοέμβριο του 1826.
Χαρακτηρίστηκε από την επιτροπή της απελευθέρωσης αξιωματικός Γ’ τάξεως, ενώ επί Όθωνα υπηρέτησε στη χωροφυλακή με
τον βαθμό του μοίραρχου. Κυνήγησε τους ληστές της Στερεάς Ελλάδας, ενώ αργότερα πολιτεύτηκε και εξελέγη δύο φορές
βουλευτής.
Βελεντζικό. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ., 69 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές των ορέων του
Βάλτου, 48 χλμ. ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας.
Ιστορία. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το Β. ήταν έδρα επισκοπής και κέντρο επαναστατικής δραστηριότητας στην
περιοχή Ραδοβίζι. Ο οικισμός πυρπολήθηκε από τους Τούρκους το 1821, το 1854 και το 1878.
Βελεντζινά Μαλουνίου. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 18 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό
τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατών.
Βέλερ, Φρίντριχ (Friedrich Wohler, Έσερσχαϊμ 1800 – Γκέτινγκεν 1882). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Υπήρξε ο
πρώτος επιστήμονας που συνέθεσε οργανική ένωση.
Σπούδασε αρχικά ιατρική, αλλά αφοσιώθηκε στη χημεία και έφτασε σε τόσο σημαντικά αποτελέσματα ερευνών, ώστε
θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους χημικούς της εποχής του. Σπούδασε έναν χρόνο στη Στοκχόλμη στο εργαστήριο του
μεγάλου Μπερτσέλιους. Δίδαξε χημεία σε τεχνικές σχολές του Βερολίνου και αργότερα του Κάσελ και το 1836 προσελήφθη ως
καθηγητής χημείας στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν όπου παρέμεινε έως τον θάνατό του. Μαθητές του υπήρξαν διάσημοι
ερευνητές όπως ο Κόλμπε.
Η σύνθεση της ουρίας από το κυανικό αμμώνιο, που πραγματοποιήθηκε από τον Β. το 1828, αποτέλεσε μνημειώδη σταθμό στην
ιστορία της οργανικής χημείας και επιβεβαίωσε τη δυνατότητα εργαστηριακής παρασκευής ενώσεων ζωικής προέλευσης, με
ανόργανη πρώτη ύλη.
Σε συνεργασία με τον χημικό Γιούστους φον Λίμπιγκ, προσδιόρισε τον τύπο της αλδεΰδης και του βενζοϊκού οξέος, μελέτησε το
κυανογόνο, τα παράγωγά του και το ουρικό οξύ, παρασκεύασε το βόριο σε κρυσταλλική μορφή, το μεταλλικό αλουμίνιο με
αναγωγή του χλωριούχου αργιλίου και από το οξείδιο του βηρυλλίου, που ανακάλυψε ο Βοκλέν, κατόρθωσε να απομονώσει το
ομώνυμο στοιχείο. Ανακάλυψε την κινόνη, την υδροκινόνη, την κινιδρόνη και το ανθρακασβέστιο, αποδεικνύοντας τη
δυνατότητα της χρησιμοποίησής του για την παρασκευή του ακετυλένιου. Ο Β. έγραψε επίσης μεγάλο αριθμό διδακτικών
βιβλίων οργανικής και ανόργανης χημείας.
Βέλες. Οροσειρά της Μακεδονίας, γνωστή με την ελληνική ονομασία Κερκίνη. Βλ. λ. Μπέλες.
Βελεσιώτες. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 589 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στην
πρώην επαρχία Δομοκού, 48 χλμ. ΒΔ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεσσαλιώτιδος.
Βελεστινλής, Ρήγας. Βλ. λ. Ρήγας Φεραίος.
Βελεστίνο. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 120 μ., 3.270 κάτ.) του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του βόρειου
τμήματος του νομού, στο νότιο άκρο της πεδιάδας της Λάρισας, 21 χλμ. ΒΔ του Βόλου και 42 χλμ. από τη Λάρισα. Αποτελεί
έδρα του δήμου Φερών.
Ιστορία. Το Β., γνωστό κυρίως ως γενέτειρα του μεγάλου εθνικού αγωνιστή Ρήγα Φεραίου (Βελεστινλή), είναι χτισμένο στη
θέση των αρχαίων Φερών. Στις 9 Μαΐου 1821 πραγματοποιήθηκε στο Β. ελληνική επίθεση χωρίς αποτέλεσμα. Στις 14-24
Απριλίου 1897 πραγματοποιήθηκαν αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Τελικά οι Έλληνες υποχώρησαν
και το Β. καταστράφηκε.
Βελή πασάς (Τεπελένι 1773 – Κιουτάχεια 1822). Αλβανός αξιωματούχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διοικητής της
Πελοποννήσου (Μοριά, 1806-12). Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ,
νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Το 1802 κινήθηκε κατά του
πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε τους Σουλιώτες και τους Τσάμηδες· ύστερα όμως από έκκληση του Ισμαήλ προς τον Αλή
πασά, η ρήξη έλαβε τέλος. Ο Β. στράφηκε τότε απερίσπαστος κατά των Σουλιωτών, τους οποίους υποχρέωσε να
συνθηκολογήσουν (Δεκέμβριος 1803) και να εγκαταλείψουν το Σούλι.
Το 1806, ο Β. διορίστηκε από τον σουλτάνο Μόρα βαλεσής (διοικητής Πελοποννήσου) και με 12.000 άνδρες πέρασε στον
Μοριά. Η πολιτεία του εκεί, στα πλαίσια του σχεδίου επικράτησης της οικογένειας του Αλή πασά στον ελλαδικό χώρο, υπήρξε
ιδιαίτερα ευνοϊκή προς τους χριστιανούς, με τους οποίους διατηρούσε φιλικότατες σχέσεις· ενδεικτικό είναι ότι προσωπικός του
γιατρός στην Πελοπόννησο ήταν ο Ηπειρώτης ποιητής Ιωάννης Βηλαράς, ενώ ανάμεσα στους συμβούλους του
συγκαταλέγονταν ο Ιωάννης Δεληγιάννης και ο Σωτήριος Λόντος. Το 1810 πήρε μέρος στις μάχες των Τούρκων κατά των
Ρώσων στον Δούναβη, όπου είχε σοβαρές αποτυχίες. Το 1812 μετατέθηκε στη Θεσσαλία και το 1819 –στην προσπάθεια του
σουλτάνου να περιορίσει την επιρροή της οικογένειας του Αλή πασά– στο περιορισμένης εξουσίας πασαλίκι της Ναυπάκτου.
Στην περίοδο της ρήξης του πατέρα του με τον σουλτάνο (1820), ο Β., όπως και ο αδελφός του Μουχτάρ, πείστηκε από τον
Πασόμπεη (πρώην έμπιστο της οικογένειας και τότε αρχιστράτηγο των σουλτανικών στρατευμάτων) να συνθηκολογήσει, με
αντάλλαγμα την παραχώρηση πασαλικίου στην Ανατολία. Τα παιδιά εγκατέλειψαν τον πατέρα, ύστερα όμως από τη σύλληψη
και τον θάνατο του Αλή πασά (1822), ακολούθησαν την τύχη του. Ο Β. αποκεφαλίστηκε, αφού προηγουμένως παρακολούθησε
τον αποκεφαλισμό του αγαπημένου του γιου Μεχμέτ.
Βεληγκέκας (Σκόδρα ; – Άγραφα 1807). Αλβανός αξιωματούχος του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Γιγαντόσωμος και άγριος,
σύμφωνα με την παράδοση, έγινε περιώνυμος για την παλικαριά του, αλλά και για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών.
Ο Κατσαντώνης, που δεν υποτασσόταν στον Αλή πασά, τρομοκρατούσε τους μουσουλμάνους στην Ακαρνανία και στη νότια
Ήπειρο. Ο Αλή πασάς διόρισε τότε τον Β. διοικητή των στενών (δερβέναγα) όπου είχαν τα κρησφύγετά τους οι Ηπειρώτες
κλέφτες. Ο Β. υποσχέθηκε στον πασά ότι θα έβρισκε τον Κατσαντώνη και θα τον εξόντωνε. Ο Κατσαντώνης, όταν έμαθε πως
τον αναζητούσε, τον ειδοποίησε πού βρισκόταν. Ο Β. προχώρησε με το ασκέρι του χωρίς προφύλαξη και πλησίασε το λημέρι
των κλεφτών. Τρία βόλια των αγωνιστών σώριασαν τον Β. νεκρό.
Ο Β. έγινε από τα κυριότερα πρόσωπα του λαϊκού θεάτρου σκιών, του γνωστού Καραγκιόζη. Σε αυτό, εμφανίζεται ως
πρωτοπαλίκαρο του πασά και σωματοφύλακάς του.
Βελημάχι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 136 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στην
πρώην επαρχία Γορτυνίας, στις νοτιοδυτικές κλιτύς του Αφροδίσιου όρους, 131 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Κοντοβαζαίνης.
Βεληνιάτικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ., 168 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, ΝΔ
της Αρχαίας Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου-Λεχαίου.
Βελής. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Κεράσοβο Ιωαννίνων.
1. Γεώργιος. Γιος του Κώστα (2.), ήταν έμπορος στην Άρτα και είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Μετά τον θάνατο του πατέρα
του (1821) ανέλαβε την αρχηγία του στρατιωτικού του σώματος και διακρίθηκε για την ανδρεία του. Μετά την απελευθέρωση,
ονομάστηκε τιμητικά αντιστράτηγος.
2. Κώστας (Κεράσοβο 1770 – Κωνσταντινούπολη 1821). Ήταν αρματολός πριν από την Επανάσταση και έζησε από το 1800
στην Αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Το αληθινό του όνομα ήταν Στεργιόπουλος, έμεινε όμως γνωστός ως Β., λόγω των
δεσμών του με τον Αλβανό δερβέναγα Βεληγκέκα, του οποίου διετέλεσε μάλιστα πρωτοπαλίκαρο. Αργότερα διορίστηκε από
τον Χουρσίτ πασά βοεβόδας Μακεδονίας και μετά Θεσσαλίας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε όσο λίγοι για τα
ιδεώδη της. Στις 10 Μαΐου 1821 κήρυξε την Επανάσταση στο Κεράσοβο. Για να εξαναγκάσει μάλιστα τους Αγραφιώτες να
προσχωρήσουν, έδωσε εντολή να σφαγιαστούν οι πρώτοι Τούρκοι αιχμάλωτοι και κατηγόρησε έπειτα γι’ αυτό τους
διστακτικούς συμπατριώτες του, που φοβήθηκαν τα αντίποινα των Τούρκων και προσχώρησαν στον Αγώνα. Ο Β. επέδειξε
πλούσια σε αγωνιστικότητα δραστηριότητα. Τελικά, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη και τον
θανάτωσαν εκεί με φοβερά βασανιστήρια.
Βέλθανδρος και Χρυσάντζα. Ανώνυμο έμμετρο μυθιστόρημα, πιθανότατα του 13ου αι. Σε αυτό, ο άγνωστος ποιητής
εξιστορεί έμμετρα τις ερωτικές περιπέτειες του Βέλθανδρου, γενναίου γιου του βασιλιά της Ρομανίας, και της ωραίας
Χρυσάντζας. Οι περιπέτειές τους τελειώνουν με γάμο, που τον ευλογεί ο ίδιος ο πατριάρχης.
Το έργο αποτελείται από 1.348 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και έγινε γνωστό από το μοναδικό
χειρόγραφο του ελληνικού κώδικα 2.909 που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Πρόκειται για ένα από τα
σπουδαιότερα ελληνικά μεσαιωνικά ερωτικά μυθιστορήματα. Η γλώσσα του είναι ιδιόρρυθμη, γιατί συνυπάρχουν σε αυτή λαϊκά
στοιχεία και λόγιοι τύποι. Στο έργο υπάρχουν επίσης αρκετά ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία είχαν προκαλέσει την –άδικη
πάντως– δυσφορία του Αδαμάντιου Κοραή. Η καθαρότερη μορφή του κειμένου περιέχεται στη συλλογή Bibliotheque Grecque
Vulgaire του Λεγκράν (Παρίσι 1880, τόμος Α’), από την οποία ανατυπώθηκε σε μεταγενέστερες εκδόσεις.
Βελιανιτάτικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 70 κάτ.) των Παξών. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Παξών του νομού Κερκύρας.
Βελιγοστή. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 131 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται Ν της Μεγαλόπολης. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας.
Ιστορία. Μεσαιωνικό φρούριο της Αρκαδίας, γνωστό και ως Βελιγόστη, αναφέρεται συχνά στη γαλλική παραλλαγή του
Χρονικού του Μορέως, ως Veligurt, Verilouet, Veligot, Veligosti και Veligorda. Το φρούριο αυτό, μετά την κατάληψη της
περιοχής από τους Φράγκους, έγινε έδρα βαρονίας. Στην ελληνική έκδοση του Χρονικού αναφέρεται ως κέντρο συνάντησης των
βυζαντινών στρατευμάτων, στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την προέλαση των Φράγκων.
Βελιγοστή. Υδάτινο ρεύμα του νομού Αρκαδίας, αριστερός παραπόταμος του Αλφειού. Σχηματίζεται στις βόρειες απολήξεις
του Ταϋγέτου, στο νότιο άκρο της λεκάνης της Μεγαλόπολης. Ονομάζεται επίσης Κουτουφαρίνα ή Κουτιφαρίνα και, κατά την
αρχαιότητα, Θειούς.
Βελιγράδι (Beograd). Πόλη (1.120.092 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Σερβίας (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Σερβίας και
Μαυροβουνίου). Είναι χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Σάβου και αυτή η άριστη φυσική θέση, όπου
καταλήγει σε πεδιάδα η τάφρος Μοράβα-Βαρντάρ (Αξιού), θεωρείται κλειδί της εισόδου στα Βαλκάνια, στη διασταύρωση
σημαντικών συγκοινωνιακών αρτηριών που συνδέουν την κεντρική Ευρώπη με τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο) και την
ανατολική Μεσόγειο. Χτισμένη αρχικά στον λόφο του Καλεμεγκντάν, όπου υπάρχουν ακόμα γύρω από το φρούριο οι συνοικίες
του παλιού Β., η πόλη επεκτάθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις και κατέληξε να περιλάβει διάφορους κοντινούς δήμους και
κοινότητες, όπως το Ζεμούν στον Δούναβη, το καθαυτό βιομηχανικό προάστιο της πρωτεύουσας, καθώς και το συγκρότημα
κατοικιών του Νέου Β. με μεγάλα και μοντέρνα κτίρια.
Έδρα βιομηχανιών (εργοστάσια μηχανουργίας, μεταλλουργίας, χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, υφαντουργίας,
τροφίμων), το Β. στηρίζεται ωστόσο κυρίως στην εμπορική δραστηριότητα, χάρη στο λιμάνι του στον Δούναβη, που αποτελεί το
κύριο σερβικό κέντρο διαμετακόμισης των προϊόντων του εσωτερικού και εκείνων που εισάγονται από το εξωτερικό.
Η πόλη είναι σημαντικό πνευματικό κέντρο, έδρα πανεπιστημίου που ιδρύθηκε το 1863, ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
και πολλών μουσείων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το Εθνικό και το Εθνογραφικό. Ουσιαστικά σύγχρονη πόλη,
ανοικοδομημένη κατά μεγάλο μέρος μετά τις καταστροφές που υπέστη στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά με εμφανή ακόμα τα
τραύματα από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999, διατηρεί πλέον λίγα μνημεία του παρελθόντος: μερικά ρωμαϊκά
ερείπια, το αρχαίο φρούριο του Καλεμεγκντάν, το τέμενος Μπαργιάκ, που έχτισε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν (16ος αι.), η πύλη του
αυτοκράτορα Καρόλου, η μητρόπολη, ο ναός του Αγίου Μάρκου, τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα και το Λευκό Μέγαρο.
Ιστορία. Ο πρώτος οικιστικός πυρήνας δημιουργήθηκε από τους Κέλτες τον 4ο αι. π.Χ. Αργότερα κατακτήθηκε από τους
Ρωμαίους και τον 3ο αι. μ.Χ. οχυρώθηκε και έλαβε την ονομασία Singidunum (ελλ. Σιγγιδών). Η στρατηγική και γεωγραφική
σημασία της πόλης υπήρξε αιτία πολλαπλών πολιορκιών και καταστροφών στη διάρκεια της ιστορίας της. Επί Ιουστινιανού
μετατράπηκε σε μόνιμο οχυρό, ως μέσο ανάσχεσης των επιδρομών των βόρειων λαών που ήθελαν να περάσουν τον Δούναβη,
αργότερα όμως κατελήφθη από τους Αβάρους (7ος αι.). Κατόπιν, κυριεύτηκε διαδοχικά από τους Βουλγάρους, τους Ούγγρους,
ξανά από τους Βυζαντινούς, για να περιέλθει πάλι στην κατοχή των Βουλγάρων. Η σημερινή ονομασία δόθηκε από τους
Σέρβους (στα σερβικά σημαίνει Λευκό Φρούριο) οι οποίοι κυριάρχησαν στην περιοχή τον 14ο αι. και κατέστησαν την πόλη
κυριότερο κέντρο τους. Τον επόμενο αιώνα, ωστόσο, με την επέκταση των Οθωμανών, το Β. κατακτήθηκε από τον σουλτάνο
Μουράτ Β’ και η πόλη παρέμεινε υπό τον οθωμανικό ζυγό, με εναλλασσόμενες περιόδους κυριαρχίας των Αυστριακών.
Αναγνωρίστηκε πρωτεύουσα της αυτόνομης Σερβίας με τη συνθήκη ειρήνης της Αδριανούπολης (1829) και το 1918 έγινε
πρωτεύουσα του βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας από το 1929) και αργότερα της
Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (1945). Το 1962
συνήλθε στην πόλη η Γ’ Διάσκεψη του κινήματος των αδεσμεύτων χωρών, στο οποίο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο η
Γιουγκοσλαβία επί Τίτο, ενώ το 1977 φιλοξενήθηκε εκεί η Διάσκεψη για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Συνεργασία (ΔΑΣΕ).
Την άνοιξη του 1999 το Β. υπέφερε από τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ σε αντίποινα για τη στάση
του τότε προέδρου της χώρας Σλόμποταν Μιλόσεβιτς στο ζήτημα των αλβανόφωνων της περιοχής του Κοσσυφοπεδίου.
Βελιγραδίου, συνθήκη. Συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1739 στο Βελιγράδι και όριζε τον τερματισμό
του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1735-39). Οι λόγοι που οδήγησαν τους Ρώσους να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία
ήταν βασικά οι αποτυχημένες επιχειρήσεις των συμμάχων τους Αυστριακών και η χωριστή συνθήκη ειρήνης που υπέγραψαν
αυτοί με τους Τούρκους στις 21 Αυγούστου, με την οποία οι Τούρκοι προσαρτούσαν τη Σερβία και τη Μικρή Βλαχία, όπως
επίσης και η επιδείνωση των σχέσεών τους με τη Σουηδία. Με τη συνθήκη αυτή η Ρωσία αποκτούσε την κυριαρχία στο Αζόφ,
αλλά με τη δέσμευση να γκρεμίσει τις οχυρώσεις της πόλης, καθώς και το δικαίωμα ανέγερσης ενός φρουρίου στο νησί
Τσερκάς, στον ποταμό Ντον. Η Μεγάλη και Μικρή Κοβαρδία αναγνωρίστηκαν ως ουδέτερη ζώνη στα σύνορα μεταξύ Ρωσίας
και Τουρκίας, ενώ η Ρωσία δεν είχε πλέον το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στην Αζοφική ή στη Μαύρη θάλασσα, το εμπόριο της
οποίας περιερχόταν στα χέρια των Τούρκων. Τέλος, στην Τουρκία επιτρεπόταν να χτίσει φρούριο στο στόμιο του ποταμού
Κουμπάν. Η συνθήκη, που δεν εκπλήρωνε τη βασική πρόθεση της ρωσικής διπλωματίας να εξασφαλίσει πρόσβαση στη Μαύρη
θάλασσα, ακυρώθηκε από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774.
Βελιές. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 494 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται σε μια μικρή πεδιάδα, ΒΔ της
Μονεμβασιάς, στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασιάς.
Βελίκα. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 444 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στους πρόποδες
της Όσσας, στην πρώην επαρχία Αγιάς, 53 χλμ. ΒΑ της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελιβοίας.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 310 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, κοντά στην
ακτή του Μεσσηνιακού κόλπου, στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, 20 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Μεσσήνης.
Βελίκας. Ποταμός του νομού Μεσσηνίας. Πηγάζει από τα όρη της Κυπαρισσίας και εκβάλλει στον όρμο Πεταλιδίου του
Μεσσηνιακού κόλπου.
Βελιμάχι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 80 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες της Λάμπειας,
κοντά στα όρια με τον νομό Ηλείας, στην πρώην επαρχία Πατρών, 44 χλμ. Ν της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Τριταίας.
Βελίνα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 930 μ., 243 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στις βόρειες κλιτύς της Ζήριας, Δ του
Κιάτου και 50 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων.
Βελισάνα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1877. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 13,4, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,38. Διεθνώς ονομάζεται Belisana 178.
Βελισάριος (Θράκη 505 – Κωνσταντινούπολη 565 μ.Χ.). Στρατηγός του Βυζαντίου. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους
στρατιωτικούς της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μέλος της φρουράς του Ιουστινιανού και
βρέθηκε στα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα όταν ο Ιουστινιανός διαδέχτηκε τον Ιουστίνο Α’ στον θρόνο του Βυζαντίου. Ως
αρχηγός του στρατού νίκησε το 530 τους Πέρσες, τους φοβερότερους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Το 532 κατέστειλε τη στάση
του Νίκα, την κυριότερη πράξη ανατροπής του Ιουστινιανού μέσα στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από την επιτυχία
αυτή, ο Ιουστινιανός εμπιστεύτηκε στον Β. το έργο της ανακατάληψης του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Ο Β. τέθηκε
επικεφαλής στρατού 18.000 ανδρών και διέλυσε το βανδαλικό κράτος της Αφρικής, συλλαμβάνοντας αιχμάλωτο τον βασιλιά
των Βανδάλων Γελίμερο (534).
Το 535 άρχισε τον πόλεμο εναντίον των Βησιγότθων της Ιταλίας. Εισέβαλε πρώτα στη Σικελία και προχώρησε ύστερα στην
ιταλική χερσόνησο. Το 539 κατέλαβε χωρίς μάχη τη Ραβένα, συνέλαβε αιχμάλωτο τον Βησιγότθο βασιλιά Ουίτιγι και, μαζί με
άλλους αιχμαλώτους, τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη (540). Μετά την Ιταλία, ο Β. ανέλαβε την αποστολή ανάκτησης
των βυζαντινών εδαφών από τους Πέρσες, ενώ το 544 ξαναπήγε στην Ιταλία όπου οι Βησιγότθοι, έχοντας ανακηρύξει νέο
βασιλιά τον Τωτίλα, άρχισαν πάλι τον αγώνα κατά των Βυζαντινών. Οι δυνάμεις που διέθετε ο Β. ήταν ανεπαρκείς και ο αγώνας
σκληρός· με δυσκολία ανακατέλαβε τη Ρώμη (548) που στο μεταξύ είχε καταληφθεί από τον Τωτίλα, ενώ δεν κατάφερε να
εξασφαλίσει άλλη βοήθεια από το Βυζάντιο. Μετά την ανακατάληψη της Ρώμης επέστρεψε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη,
όπου συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του αποκρούοντας βουλγαρικές και σλαβικές επιθέσεις. Το 562, ύστερα από
κατηγορία για συμμετοχή σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα, φυλακίστηκε και δημεύτηκε η περιουσία του. Το 563
αναγνωρίστηκε η αθωότητά του και απελευθερώθηκε, αλλά πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Βελισάριος. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τα Ψαρά (αναφέρονται και ως Βελισσάριος).
1. (αγνώστου ονόματος). Υπηρέτησε στον Αγώνα ως υπαξιωματικός από το 1821 έως το 1828. Το 1827 έγινε αξιωματικός και
πήρε μέρος σε τέσσερις ναυμαχίες.
2. Αναγνώστης. Γαμπρός του Νικολή Αποστόλη, υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος και αργότερα ως πλοίαρχος σε όλη τη διάρκεια
του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, όπως της Σάμου, της Κω, των Πατρών κ.ά.
3. Νικόλαος (Ψαρά 1783 – Σύρος 1833). Πρόκριτος των Ψαρών, με μεγάλη μόρφωση. Κυβερνήτης στο πλοίο Περικλής, πήρε
μέρος σε πολλές αποστολές και ναυμαχίες, από το 1821 έως το 1824. Το πλοίο του βυθίστηκε τελικά στην καταστροφή των
Ψαρών. Το 1825 έγινε βουλευτής και το 1826 εξελέγη πληρεξούσιος για την Γ’ Εθνική Συνέλευση. Επί Καποδίστρια ήταν
ναυτοδίκης και το 1833 διορίστηκε λιμενάρχης στη Σύρο, όπου και πέθανε.
4. Νικόλαος. Πολέμησε στη θάλασσα ως πλοίαρχος και στην ξηρά ως εκατόνταρχος. Κατά την καταστροφή των Ψαρών το
1824, κλείστηκε με 15 μαχητές στο νησάκι Δασκαλειό, μαζί με τον Κυριάκο Μαμούνη και τον οπλαρχηγό Νάνο. Ο Β. πολέμησε
ηρωικά και πληγώθηκε, όπως επίσης ο Μάνος και ο Μαμούνης. Οι Τούρκοι έστειλαν τότε εκπρόσωπό τους που τους πρότεινε να
παραδοθούν, αλλά ο Νάνος τον σκότωσε και ο Β. έβαλε φωτιά στο μπαρούτι και κάηκαν όλοι ζωντανοί.
Βελισαρίου, Ιωάννης (Αθήνα 1861 – Οντάρ Μαχαλά 1913). Εθνικός αγωνιστής των Βαλκανικών πολέμων, γνωστός με το
προσωνύμιο Μαύρος Καβαλάρης. Κατατάχτηκε στον στρατό ως εθελοντής και στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο υπηρέτησε ως
αξιωματικός στο α’ ευζωνικό σύνταγμα, όπου και διακρίθηκε για την ανδρεία και την τόλμη του. Στη διάρκεια του Β’
Βαλκανικού πολέμου, έχοντας πλέον τον βαθμό του ταγματάρχη, διοικούσε ένα τάγμα του ίδιου συντάγματος. Διακρίθηκε στις
μάχες του Λαχανά και του Μπέλες, όπου ο ίδιος και οι εύζωνοί του επέδειξαν μεγάλο ηρωισμό. Σκοτώθηκε ενώ μαχόταν στην
πρώτη γραμμή, στο ύψωμα Οντάρ Μαχαλά, όπου και τάφηκε.
Βελισαρίου Διήγησις. Βυζαντινό ποίημα που αναφέρεται στη ζωή και στις περιπέτειες του στρατηγού του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού, Βελισάριου. Ο στρατηγός Βελισάριος, που είναι και ο ήρωας του ποιήματος, ήταν αληθινό ίνδαλμα των
Βυζαντινών, γι’ αυτό και το ποίημα, που σώζεται σε τρεις παραλλαγές, ήταν πολύ δημοφιλές την εποχή του Βυζαντίου. Η πρώτη
παραλλαγή έχει 556 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, η δεύτερη 840 δεκαπεντασύλλαβους που στο τέλος
ομοιοκαταληκτούν και η τρίτη 997 ομοιοκατάληκτους, πάντοτε δεκαπεντασύλλαβους. Υπάρχει και μια τέταρτη, μεταγενέστερη
παραλλαγή του στιχουργού Εμμανουήλ Γεωργιλλά του 15ου αι. Η γλώσσα των παραλλαγών είναι λαϊκή με αρχαΐζοντα στοιχεία,
ενώ η διασκευή του Γεωργιλλά πιο δημοτική. Το ποίημα είναι καθαρά ελληνικό, χωρίς ξένες επιδράσεις.
Βελισσάριος. Βυζαντινός στρατηγός. Βλ. λ. Βελισάριος.
Βελισσάριος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 233 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωαννιτών.
Βέλκερ, Φρίντριχ (Friedrich Welcker, Γκούνμπεργκ 1784 – Βόνη 1868). Γερμανός φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε
κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Γκίσεν και σε νεαρή ηλικία διορίστηκε καθηγητής στο γυμνασιακό παράρτημα του
ίδιου πανεπιστημίου. Το 1806 πήγε στην Ιταλία όπου έμεινε για έναν χρόνο και γνώρισε σπουδαίους επιστήμονες και
καλλιτέχνες. Το 1808 επέστρεψε στο Γκίσεν και διορίστηκε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και αρχαιολογίας στο
πανεπιστήμιο της πόλης. Πολέμησε ως εθελοντής στην εκστρατεία του 1814 κατά των Γάλλων. Το 1816 απομακρύνθηκε από το
πανεπιστήμιο εξαιτίας των φιλελεύθερων πολιτικών του φρονημάτων αλλά, σχεδόν αμέσως, προσελήφθη στο πανεπιστήμιο του
Γκέτινγκεν, όπου δίδαξε έως το 1819. Έπειτα, για μεγάλο χρονικό διάστημα δίδαξε αρχαία φιλολογία και αρχαιολογία στο
πανεπιστήμιο της Βόνης, όπου ίδρυσε επίσης το αρχαιολογικό μουσείο και την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, της οποίας μάλιστα
ήταν και ο πρώτος διευθυντής. Στο διάστημα 1841-43 ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Συνταξιοδοτήθηκε το 1861 και
έως τον θάνατό του παρέμεινε στη Βόνη.
Ο Β. έγραψε πολυάριθμα έργα με κριτικό πνεύμα και μεγάλη επιστημονική αξία. Έκανε εξαιρετικές μεταφράσεις στα γερμανικά
αποσπασμάτων του Αλκμάνα (1815), του Ιππώνακτα (1817), του Φιλόστρατου (1825) και της Θεογονίας του Ησίοδου (1865),
ενώ από τα συγγράμματά του τα κυριότερα είναι: Συλλογή ελληνικών επιγραμμάτων, Ελληνική μυθολογία των θεών, Η τριλογία
του Αισχύλου, Ο επικός κύκλος ή Οι ομηρικοί ποιητές και Αρχαία μνημεία.
Βέλκιο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 75 μ., 297 κάτ.) του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Ροδόπης, 34 χλμ. ΝΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών.
Βελλά. Βυζαντινή κωμόπολη της Ηπείρου. Ήταν χτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Φωτικής, ΒΔ των Ιωαννίνων και κοντά
στις όχθες του ποταμού Καλαμά. Αναφέρεται από τις αρχές του 13ου αι. ως έδρα επισκοπής. Από τα μέσα του 18ου αι. η Β.
άρχισε σταδιακά να παρακμάζει και να ερημώνεται. Η ονομασία της όμως επέζησε χάρη στη μονή Βελλάς που συνέχισε να
ακμάζει εκεί από τις αρχές του 18ου έως τα τέλη του 19ου αι. Σήμερα, στη μονή αυτή στεγάζεται το γνωστό ιεροδιδασκαλείο Β.,
το οποίο ίδρυσε το 1911 ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος.
Βέλλας, Βασίλειος (Ιωάννινα 1902 – Αθήνα 1969). Θεολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στις θεολογικές
σχολές των πανεπιστημίων της Αθήνας, του Μονάχου και του Βερολίνου. Ειδικεύτηκε σε θέματα εβραϊκού πολιτισμού και έγινε
υφηγητής (1931) και κατόπιν καθηγητής (1933) στην έδρα της εβραϊκής γλώσσας και αρχαιολογίας και της ερμηνείας της
Παλαιάς Διαθήκης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διετέλεσε πρύτανης του πανεπιστημίου κατά την ακαδημαϊκή περίοδο 1959-60.
Διορίστηκε κατά καιρούς γενικός διευθυντής θρησκευμάτων στο Υπουργείο Παιδείας (1945 και 1962-64), γενικός γραμματέας
του ίδιου υπουργείου (1952) και γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας (1947-53).
Έργα του: Ανάλυσις του Βιβλίου του Ναούμ (1930), Ο πολιτισμός των Σουμερίων (1931), Αι σύγχρονοι κατευθύνσεις της
επιστήμης της Παλαιάς Διαθήκης (1932), Κριτικά εις το Βιβλίον της Εξόδου (1932), Θεός και ιστορία εν τη ισραηλιτική
θρησκεία (1934), Κριτική της Βίβλου και εκκλησιαστική αυθεντία (1937), Φλαβίου Ιωσήπου κατ’ Απίωνος (2 τόμοι, 1938), Το
χωρίον Ησαΐου 3,10 κατά το κείμενο των Ο’ (1939), Κύρια προβλήματα της ερεύνης των Ο’ (1939), Τα νέα όστρακα της Λάχης
(1939), Ερμηνεία του Δωδεκαπροφήτου (1947-50), Η Αγία Γραφή εις εικόνας (1950), Ο άνθρωπος κατά την Παλαιάν Διαθήκην
(1950), Ο σεισμός εν τη Παλαιά Διαθήκη (1955), Γραμματική της εβραϊκής γλώσσης (1958), Η επίδρασις της ελληνικής
φιλοσοφίας επί του Βιβλίου της Σοφίας Σολομώντος (1961), Ο προφήτης Ιεζεκιήλ (1963), Το Βιβλίον της Ρουθ (1964), Οι
Εσσαίοι (1969).
Βελλάς, μονή. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων, κοντά στον ποταμό Καλαμά, αφιερωμένο στη Γέννηση της
Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 11o αι., αλλά αυτό που υπάρχει σήμερα χτίστηκε το
1745, όπως φανερώνει επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδο του καθολικού. Στα προεπαναστατικά χρόνια ήταν
σπουδαίο εκπαιδευτικό κέντρο με σημαντική κτηματική περιουσία, την οποία υφάρπαξε ο Αλή πασάς. Τον 19ο αι. το μοναστήρι
περιέπεσε σε μαρασμό μέχρι το 1911 που ο τότε μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων Βλάχος ίδρυσε το
Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς. Στο καθολικό του μοναστηριού υπάρχουν εικονογραφίες αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και ιστορικών·
φυλάσσεται επίσης και χειρόγραφο Ευαγγέλιο που έγραψε ο μοναχός Ματθαίος, μετέπειτα μητροπολίτης Μυρέων.
Βελλατούρι. Λόφος (137 μ.) της Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της, στον βορειοδυτικό μυχό του όρμου του
Θορικού. Στις πλαγιές του ανασκάφηκαν τα λείψανα της αρχαίας πόλης του Θορικού. Βλ. λ. Θορικός.
Βελλεϊάνειον δόγμα. Ψήφισμα της ρωμαϊκής Συγκλήτου επί αυτοκράτορα Κλαυδίου, σύμφωνα με το οποίο κάθε αναδοχή
γυναίκας κηρυσσόταν άκυρη. Με αυτό, η γυναίκα δεν μπορούσε να αναδεχθεί ξένο χρέος, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πως
περιορίστηκε η ευχέρεια συναλλαγής της έγγαμης γυναίκας. Το ψήφισμα ονομάστηκε έτσι από τον ύπατο Βελλέιο, ο οποίος
προώθησε την ψήφισή του μαζί με τον Ιούλιο Σιλάνο.
Βέλλερος. Μυθολογικό πρόσωπο, που ταυτίζεται με τον Αλκιμένη. Βλ. λ. Αλκιμένης (1.)
Βελλεροφόντης. Μυθολογικό πρόσωπο (αναφέρεται και ως Βελλεροφών). Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη μυθολογική
παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Εφύρας (Κορίνθου) Γλαύκου και εγγονός του Σίσυφου, αν και άλλη εκδοχή τον εμφανίζει
γιο του Ποσειδώνα. Το αρχικό του όνομα ήταν Ιππόνοος, τον ονόμασαν όμως Β. γιατί σκότωσε τον αδελφό του, ή, σύμφωνα με
άλλους, τον ευγενή Κορίνθιο Αλκιμένη ή Βέλλερο (απ’ όπου και ετυμολογείται το όνομα, δηλαδή φονιάς του Βέλλερου). Για να
εξαγνιστεί από τον φόνο αυτό, πήγε στην Τίρυνθα και φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά της Προίτο. Επειδή αρνήθηκε να
ανταποκριθεί στον ένοχο έρωτα της συζύγου του Προίτου, Άντειας (ή Σθενέβοιας), εκείνη τον συκοφάντησε στον σύζυγό της κι
αυτός, για να μην παραβεί τους νόμους της φιλοξενίας σκοτώνοντάς τον, τον έστειλε στον πεθερό του Αμφιάνακτα (ή Ιοβάτη)
στη Λυκία, με «σήματα λυγρά» (Ιλιάδα, Ζ’ 168), δηλαδή με την εντολή να θανατωθεί. Ο Αμφιάναξ προτίμησε να αναθέσει στον
Β. μια σειρά από άθλους, πιστεύοντας πως θα του ήταν αδύνατο να τους φέρει εις πέρας. Χάρη στο φτερωτό του άλογο, τον
Πήγασο, ο Β. σκότωσε τη Χίμαιρα και νίκησε την άγρια φυλή των Σολύμων και τις Αμαζόνες. Όταν, με εντολή του
Αμφιάνακτα, επίλεκτοι Λύκιοι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν με ενέδρα, τους εξόντωσε κι αυτούς.
Ο Αμφιάναξ, αναγνωρίζοντας μετά από όλα αυτά τη θεία καταγωγή του Β., του έδωσε σύζυγο την κόρη του (η οποία
παραδίδεται με διάφορα ονόματα στις πηγές: Φιλονόη, Αλκιμένη, Αντίκλεια ή Κασσάνδρα), το μισό του βασίλειο και τη
διαδοχή του θρόνου της Λυκίας. Ο Β. απέκτησε τρία παιδιά, τον Ίσανδρο, τον Ιππόλοχο και τη Λαοδάμεια, προκάλεσε όμως την
οργή των θεών όταν αποπειράθηκε να μπει στον Ουρανό με τον Πήγασο. Η κόρη του Λαοδάμεια σκοτώθηκε από την Άρτεμη, ο
γιος του Ίσανδρος από τον Άρη, ενώ ο ίδιος κατακρημνίστηκε από τον Πήγασο, όταν ο Δίας ενέπνευσε μανία στο άλογο και το
έκανε να αφηνιάσει· από τότε, τυφλός και κουτσός, ο Β. περιπλανιόταν απελπισμένος στο Αλήιον πεδίον.
Κατά τον Πίνδαρο, ο Β. δάμασε τον Πήγασο όταν βρισκόταν ακόμη στην Κόρινθο, με το χρυσό χαλινάρι που του έδωσε η θεά
Αθηνά (Χαλινίτις) και με τις συμβουλές του Ποσειδώνα, στον οποίο είχε προσφέρει για θυσία έναν άσπρο ταύρο. Εκτός από τον
Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, πολλοί άλλοι ποιητές και συγγραφείς της αρχαιότητας εμπνεύστηκαν από τον μύθο του Β.,
που ανήκει στον κύκλο των ηλιακών μύθων. Ο Σοφοκλής έγραψε την τραγωδία Ιοβάτης και ο Ευριπίδης τις τραγωδίες
Βελλεροφόντης και Σθενέβοια, όμως ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν από αυτά τα έργα. Για τον Β. έγραψαν επίσης ο
Αστυδάμας, ο Θεοδέκτης και ο κωμικός Εύβουλος. Σε μετόπες, ανάγλυφα, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, πολύτιμους
λίθους και αγγειογραφίες εικονίζονται σκηνές από τις περιπέτειες του ήρωα. Τον τιμούσαν στην Καρία και στη Λυκία, ενώ η
ονομασία της Ταρσού αποδίδεται στον μύθο ότι εκεί βρέθηκε το χαμένο φτερό (αρχ. ταρσός) του Πήγασου. Στην Κόρινθο
υπήρχε προς τιμήν του άλσος από κυπαρίσσια, με ναό και άγαλμα του Β. επάνω στον Πήγασο, που από την οπλή του έρεε το
νερό μιας κρήνης. Τέλος, Βελλεροφόντου χάραξ ονομαζόταν μια τοποθεσία κοντά στην ακρόπολη της Τελμησσού, 25 χλμ.
δυτικά του κόλπου της Αττάλειας.
βελλεροφών (Bellerophon). Γένος γαστερόποδων προσωβράγχιων μαλακίων, που έχουν εκλείψει. Το όστρακό τους, επίπεδο,
κυκλικό, συμμετρικό, με αδρές περιελίξεις, έφερε στο μέσο μια μεγάλη σχισμή και εξωτερικά χείλη με βαθιά εγκοπή. Στο γένος
αυτό, που εμφανίστηκε κατά τον παλαιοζωικό αιώνα, κατατάσσονται μορφές με πρωτόγονους χαρακτήρες (συμμετρικά όργανα).
Το είδος Bellerophon leda βρέθηκε σε στρώματα της δεβόνιας περιόδου. Οι β. χαρακτηρίζουν έναν ιδιαίτερο ασβεστολιθικό
σχηματισμό.
Βελλεροφών. Μυθολογικό πρόσωπο. Βλ. λ. Βελλεροφόντης.
Βελλήιος Πατέρκουλος, Γάιος (Gaius Velleius Paterculus, 19 π.Χ. – 31 μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός. Υπηρέτησε ως
αξιωματικός του ιππικού υπό τον Τιβέριο στη Γερμανία το 4 μ.Χ., κατόπιν στην Πανονία και έπειτα πάλι στη Γερμανία.
Αργότερα συνέγραψε μια Ρωμαϊκή Ιστορία, σε δύο τόμους, με τα γεγονότα από την ίδρυση της Ρώμης έως την εποχή του. Το
κριτήριό του για τη σύγχρονή του ιστορία ήταν επηρεασμένο από τον θαυμασμό του προς τον Τιβέριο (του οποίου υπήρξε
αξιωματικός), καθώς εκθειάζει την προσωπικότητά του με έναν ενθουσιασμό που φτάνει στα όρια της κολακείας. Αξιόλογα
είναι ωστόσο τα κριτήριά του για την κριτική της λογοτεχνίας, αν και είναι έκδηλη μια μηχανιστική αντίληψη περί ακμής και
παρακμής. Ο Β. είναι ο πρώτος που περιέλαβε μια πραγματεία περί λογοτεχνίας σε ιστορικό έργο.
Βέλλια. Κορυφή (1.688 μ.) του όρους Άσκιου, στην Δυτική Μακεδονία. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του βουνού, στο δυτικό
τμήμα του νομού Κοζάνης. Στις νότιες κλιτύς της κορυφής είναι χτισμένη η Σιάτιστα.
Βελλιανίτης, Θεόδωρος (Πειραιάς 1863 – Αθήνα 1933). Δημοσιογράφος, πολιτικός και λογοτέχνης. Η απώτερη καταγωγή
του ήταν από τους Παξούς, ενώ σε νεαρή ηλικία πήγε στη Ρωσία, όπου έμαθε τη γλώσσα. Γύρισε έπειτα στην Ελλάδα και ήταν ο
πρώτος που γνώρισε στη χώρα τη ρωσική λογοτεχνία με σειρά διαλέξεών του στην Αθήνα. Διετέλεσε, παράλληλα, ανταποκριτής
ρωσικών εφημερίδων, συνεργαζόμενος με μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας. Το 1895 αναμείχθηκε στην πολιτική και
εξελέγη βουλευτής Κερκύρας μέσα από τις τάξεις του κόμματος του Χαρίλαου Τρικούπη. Μετά τον θάνατο του Τρικούπη,
προσχώρησε στο κόμμα του Δηλιγιάννη, από το οποίο όμως αποχώρησε αργότερα. Το 1906 ανέλαβε τη γενική διεύθυνση της
υπηρεσίας Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων και το 1924 έγινε υπουργός Παιδείας. Κατά τη θητεία του στα ταχυδρομεία
εισηγήθηκε και πέτυχε την πρόσληψη γυναικών υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα, πέραν της εκπαίδευσης.
Η φιλολογική του δραστηριότητα συνοψίζεται κυρίως στη μετάφραση της δίτομης Ιστορίας της ρωσικής λογοτεχνίας του
Σκαρμπιτσέφσκι. Από τα πρωτότυπα έργα του αξιομνημόνευτες είναι οι μελέτες Τα θέατρα και τα καφενεία επί Όθωνος, Αι
τύχαι των τελευταίων Παλαιολόγων, Οι πρώτοι ιδρυταί της Φιλικής Εταιρείας κ.ά. Έγραψε επίσης ποιήματα, θεατρικά,
απομνημονεύματα και μετέφρασε διάφορα έργα της ρωσικής λογοτεχνίας.
Βελλιανίτης, Μιχαήλ-Λάμπρος (Παξοί περ. 1790 – Οδησσός Ρωσίας 1869). Ναύαρχος του ρωσικού στόλου. Το 1806
στάλθηκε από την Ιόνιο Γερουσία στη Ρωσία ως υπότροφος του τσάρου Αλέξανδρου Α’ για να σπουδάσει στη Σχολή Ναυτικών
Δοκίμων. Πολέμησε στον Κριμαϊκό πόλεμο και ενίσχυσε την Κρητική επανάσταση του 1866. Μετά την αποστράτευσή του
έζησε στην Οδησσό.
Βελλίδης, Ιωάννης (Θεσσαλονίκη 1909 – 1978). Δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1931 διαδέχτηκε τον πατέρα του στη
διεύθυνση της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης Μακεδονία, η οποία ήταν και ιδιοκτησία του. Ήταν επίσης ιδιοκτήτης της
εφημερίδας Θεσσαλονίκη και διετέλεσε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΘ (Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης).
Βέλμος, Νίκος (Αθήνα 1890 – 1930). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη, ζωγράφου, ηθοποιού και δημοσιογράφου
Νίκου Βογιατζάκη. Νέος ακόμα, φιλοδόξησε να βοηθήσει αποτελεσματικά τα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας και ίδρυσε το
Άσυλο Τέχνης (1926), όπου παρουσίαζαν έργα τους γνωστοί αλλά και νέοι ζωγράφοι, γλύπτες και χαράκτες. Η πρώτη έκθεση
που οργανώθηκε ήταν του Γιαννούλη Χαλεπά. Πριν ιδρύσει το Άσυλο Τέχνης, είχε ασχοληθεί με το θέατρο, όπου σημείωσε
ιδιαίτερη επιτυχία ως ηθοποιός, με ερμηνείες του σε έργα όπως Οι βρικόλακες του Ίψεν. Παράλληλα με το Άσυλο ίδρυσε το
περιοδικό Φραγγέλιο, η έκδοση του οποίου διακόπηκε έπειτα από περίπου δύο χρόνια.
Από το συγγραφικό έργο του ξεχωρίζουν τα: Ο ερωτόπαθος τραγουδιστής (1910), Σεβντάς (1911), Ο πιστός της απελπισίας και
μελέτη για το θέατρο (1915), Το κοινωνικό βιβλίο (1921), Δύο αγάπες (1923). Δημοσίευσε επίσης μελετήματα για τους
Μπετόβεν (1929), Θεοτοκόπουλο (1927), Χαλεπά (1928), Γαλάνη (1928) και τους ασπούδαχτους ζωγράφους (1927). Μετά τον
θάνατό του, από τροφική δηλητηρίαση, εκδόθηκαν τα βιβλία του Παλαιά Αθήνα (1931) και Ιστορία ενός παιδιού (1936). Το
τελευταίο το είχε γράψει στις φυλακές Αβέρωφ το 1916, όπου είχε φυλακιστεί για τις ουτοπιστικές σοσιαλιστικές ιδέες του.
Βελμύρας, Κωστής (Αθήνα 1898 – 1960). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου
Κωνσταντίνου Βελιμέζη. Πολύ νέος αναμείχθηκε στη φιλολογική κίνηση της πρωτεύουσας. Συνεργάστηκε με διάφορα
λογοτεχνικά περιοδικά και διετέλεσε αρχισυντάκτης στα περιοδικά Πάνθεον και Παρασκήνια. Εκτός από την ποίηση, ο Β.
ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέατρο ως συγγραφέας και σκηνοθέτης. Έγραψε επίσης δύο μυθιστορήματα: Αμαρτίες γονέων
(1936) και Πουρνάς (1960). Από τις ποιητικές συλλογές του ξεχωρίζουν οι: Νοσταλγικά (1922), Λίγα τραγούδια (1929) και
Ειδώλια (1961). Το θεατρικό έργο του Η μπόρα βραβεύτηκε το 1938 από την Ακαδημία Αθηνών.
Βέλντε, Βαν ντε-. Επώνυμο διαφόρων ιστορικών προσώπων. Βλ. αντίστοιχα λήμματα Βαν ντε Βέλντε.
Βέλο. Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.041 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην πεδιάδα, 18
χλμ. Δ της Κορίνθου και Α του Κιάτου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
Βελόνα. Ακατοίκητη νησίδα του νοτιοδυτικού Αιγαίου πελάγους. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου.
Βελονάδες. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 473 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 31 χλμ.
ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Αποτελεί έδρα του δήμου Εσπερίων του νομού Κερκύρας.
Βελονάδο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 104 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, ΝΔ του
Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου Φωκά.
βελόνη (Ιχθλ.). Βλ. λ. ζαργάνα.
βελονισμός. Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία έχει εισαχθεί στην ιατρική των Κινέζων από τη 2η χιλιετία π.Χ. Στην
Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. Ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή,
όπου έχει τον μεγαλύτερο αριθμό οπαδών.
Ο β. ακολουθεί την ταοϊστική δοξασία περί κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ψυχοσωματική ισορροπία εξαρτάται από δύο
ανταγωνιζόμενες δυνάμεις, το Γιανγκ και το Γιν (η πρώτη θετική και διεγερτική, η δεύτερη αρνητική και ανασταλτική), οι
οποίες ρυθμίζουν τα πάντα στο σύμπαν, συνεπώς και τον άνθρωπο. Ο β. συνίσταται στην εισαγωγή λεπτών, ανοξείδωτων
βελονών διαφορετικής διαμέτρου, σχήματος και μήκους (από 3 έως 24 εκ.) στο δέρμα σε ποικίλο βάθος και σε προκαθορισμένα
σημεία του σώματος, στα οποία φαίνεται πως αντιστοιχούν οι θέσεις των πασχόντων εσωτερικών οργάνων. Η εισαγωγή των
βελονών στο δέρμα γίνεται κατά τη διάρκεια της εισπνοής και συνεχίζονται σε βάθος κατά την εκπνοή για να επιτευχθεί
αναλγητικό αποτέλεσμα. Ανάλογα με την περίπτωση χρησιμοποιούνται βελόνες από κίτρινο μέταλλο (χρυσός, χαλκός) που
θεωρείται ότι έχουν τονωτική επίδραση ή από λευκό μέταλλο (ασήμι, λευκόχρυσος, χρώμιο) που θεωρείται ότι έχουν
καταπραϋντική επίδραση, άλλοτε ζεστές, άλλοτε κρύες, με αιχμή λογχοειδή, τριγωνική ή αμβλεία. Οι τυπικές βελόνες του
κινεζικού β. είναι εννέα και δημιουργήθηκαν από τα πανάρχαια ήδη χρόνια, όταν οι γιατροί αποφάσισαν ότι μόνο ένας τύπος
βελόνας δεν αρκούσε για να ικανοποιήσει τις διάφορες απαιτήσεις.
Οι υποστηρικτές του β. πρεσβεύουν ότι ένα τέτοιο επιφανειακό ερέθισμα μπορεί να επιδράσει ευνοϊκά, μέσω της
αντανακλαστικής οδού, στα υποκείμενα όργανα. Οι αμφισβητούντες τη μέθοδο του β. τονίζουν τη σημασία του παράγοντα της
υποβολής. Ο β. χρησιμοποιείται ευρέως και στον δυτικό κόσμο, ιδιαίτερα στις επώδυνες οξείες και χρόνιες παθήσεις των οστών,
των αρθρώσεων και των περιφερικών νεύρων, αλλά και στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, τη διακοπή του καπνίσματος κλπ.
Οι Δυτικοί μελετητές, ωστόσο, πολύ δύσκολα μπορούν να διαμορφώσουν μια ορθή και ακριβή ιδέα για τη θεραπευτική αυτή
πρακτική, γιατί πολλοί από αυτούς που εφαρμόζουν τον β. στις δυτικές χώρες υιοθετούν αμφίβολης αξίας παραλλαγές της
πρακτικής, ενώ είναι πολύ προβληματικό το να μπορέσει να παρακολουθήσει κανείς τις πρακτικές έτσι όπως πραγματοποιούνται
ακόμα και σήμερα στην Κίνα από τους κληρονόμους της ορθόδοξης παράδοσης.
Βελοπούλα. Ακατοίκητη νησίδα κοντά στις Σπέτσες. Βλ. λ. Παραπόλα.
βελονόφυλλα (Βοτ.). Τα φυτά με λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα βελονοειδή φύλλα έχουν μόνο ένα
κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Γενικά, τα β. είναι αείφυλλα φυτά, διατηρώντας την ίδια όψη όλες τις εποχές.
Βελονοειδή φύλλα έχουν, για παράδειγμα, τα κωνοφόρα δέντρα.
Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντίθεση προς τον όρο πλατύφυλλα, με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα φυτά εκείνα τα οποία έχουν
πλατιά φύλλα.
βέλος. Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο μεγαλύτερο από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός
από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο,
στους πιο πρωτόγονους λαούς ήταν φτιαγμένη από μια σκληρή αιχμηρή πέτρα ή κόκαλο, αργότερα όμως κατασκευαζόταν από
μπρούντζο, σίδερο και τελικά από ατσάλι και είχε διάφορα σχήματα κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η γλυφή είναι αυλάκι ή
δόντι –ανοιγμένο στο πίσω μέρος του ακοντίου– που στηρίζεται στη χορδή του τόξου. Λίγο πιο μπροστά στη γλυφή
τοποθετούνται είτε φυσικά φτερά (πτερωτή γλυφή) είτε μεταλλικά πτερύγια, που σκοπό έχουν να σταθεροποιήσουν τη διαδρομή
του β. Ένα παρεπόμενο του β., διαδεδομένο από τους προϊστορικούς χρόνους, είναι η φαρέτρα, δερμάτινη ή ξύλινη θήκη στην
οποία οι τοξότες έβαζαν τα β.
Στον Τρωικό πόλεμο, όπως και στην εποχή της μάχης του Μαραθώνα, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν β. με χάλκινη ακίδα,
εφοδιασμένα με φτερά. Από τα γλυπτά που σώζονται, το μήκος των β. των Ελλήνων και των Ρωμαίων υπολογίζεται σε 0,60 μ.
Εκτός από το τυπικό β., κατά τον Μεσαίωνα ήταν σε χρήση παρόμοια όπλα, που ανάλογα με τον τύπο και τον σκοπό για τον
οποίο προορίζονταν έφεραν διάφορες ονομασίες.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μικρά β. από ατσάλι, μήκους 12 εκ., αφήνονταν να πέσουν από αεροπλάνα και
πηδαλιουχούμενα αερόστατα επάνω σε συγκεντρωμένα τμήματα στρατού. Τα β. αυτά προκαλούσαν σοβαρούς τραυματισμούς
λόγω της μεγάλης ταχύτητας που αποκτούσαν καθώς έπεφταν από μεγάλο ύψος.
Βέλος. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 623 κάτ.) της Εύβοιας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού,
ΒΔ της λίμνης του Δύστου, στην πρώην επαρχία Καρυστίας, 53 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Δυστίων. Έως το 1954 ονομαζόταν Βελούσια.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 98 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό
Κοζάνης, στον οποίο ανήκε έως το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος. Έως το 1961 ονομαζόταν Καλονέρι.
Βέλος (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, που αποτελείται από αμυδρούς αστέρες τετάρτου μεγέθους και
αμυδρότερους, χωρίς κύριο όνομα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Αλωπεκής, Δελφίνου, Αετού και Ηρακλή. Διεθνώς
ονομάζεται Saggita και συμβολίζεται με Sge.
Βέλος. Τίτλος εφημερίδων.
1. Καθημερινή εφημερίδα που εκδόθηκε στην Αθήνα και κυκλοφορούσε από τις 25 Μαρτίου έως τις 23 Αυγούστου 1857.
2. Δικαστική εφημερίδα που εκδόθηκε στην Αθήνα και κυκλοφορούσε από τις 13 Μαρτίου 1859 έως την 1η Ιανουαρίου 1860.
3. Δεκαπενθήμερη εφημερίδα που εκδόθηκε στη Σμύρνη και κυκλοφορούσε από τις 16 Μαρτίου 1874 έως τις 15 Μαρτίου 1881.
4. Εφημερίδα που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1875.
Βελοστάσι. Βλ. λ. Βιγκλοστάσι.
βελοστοματίδες (belostomatidae). Οικογένεια υδρόβιων ημίπτερων εντόμων. Περιλαμβάνει μεγάλα σαρκοφάγα έντομα, το
μέγεθος των οποίων μπορεί να φτάσει τα 11 εκ. Έχουν επίμηκες σώμα με τραπεζοειδή προθώρακα και μακριά έλυτρα. Τα πόδια
τους είναι πολυαρθρωτά και καταλήγουν σε δίχηλες αιχμές που μοιάζουν με νύχια. Το θηλυκό ορισμένων ειδών περιβάλλει τα
αβγά που γεννά με μια αδιάβροχη, κολλώδη μεμβράνη και τα στερεώνει στη συνέχεια στη ράχη του αρσενικού, όπου
παραμένουν μέχρι να εκκολαφθούν. Το γνωστότερο είδος της οικογένειας είναι το Belostoma grandis, που έχει μέγεθος περίπου
8 εκ. και ζει στα νερά της Νότιας Αμερικής και των Ινδιών.
Βέλου, δήμος. Δήμος (8.231 κάτ.) του νομού Κορινθίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από
τον πρώην δήμο Βέλου-Νεράντζης καθώς και τις κοινότητες Ελληνοχωρίου, Κοκκωνίου, Κρηνών, Πουλλίτσης, Στιμάγκας και
Ταρσινών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η κωμόπολη Βέλο.
Βελούδης. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων του 19ου αι., που έδρασαν στη Βενετία της Ιταλίας.
1. Ιωάννης (Βενετία 1811 – 1890). Διετέλεσε καθηγητής στο Φλαγγίνειο Γυμνάσιο της Βενετίας και διευθυντής της Μαρκιανής
Βιβλιοθήκης. Μαζί με τον αδελφό του Σπυρίδωνα (2.) διηύθυνε το ελληνικό τυπογραφείο του Αγίου Γεωργίου Βενετίας. Εκτός
από μια μετάφρασή του στη δημώδη ελληνική της Βιβλιοθήκης του Φωτίου, έγραψε επίσης την Ιστορία της Ελληνικής
Κοινότητος Βενετίας, στα ιταλικά. Το τελευταίο αυτό έργο κυκλοφόρησε το 1843 και σε ελληνική μετάφραση.
2. Σπυρίδων (Βενετία 1815 – 1866). Έγραψε μελέτες για πολλούς Έλληνες λόγιους της εποχής της τουρκοκρατίας. Ίδρυσε το
περιοδικό Χρυσαλλίς (1858), στο οποίο δημοσιεύτηκαν πολλές ενδιαφέρουσες μελέτες.
Βελουδής, Γιώργος (Αθήνα 1935 – ). Φιλόλογος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός.
Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια του Μονάχου (βυζαντινή
και νεοελληνική φιλολογία, ιστορία νοτιοανατολικής Ευρώπης, κλασική φιλολογία) και της Σορβόνης (κοινωνιολογία
λογοτεχνίας). Διδάκτορας της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου (1968-85), στη συνέχεια
σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στην έδρα της νεοελληνικής και συγκριτικής γραμματολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Διεθνούς Εταιρείας Συγκριτικής Γραμματολογίας, της Ελληνικής
Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας και άλλων επιστημονικών σωματείων.
Κυριότερα έργα του: Η φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου (1977), Γιάννη Ρίτσου – Επιτομή (1977), Γιάννης Ρίτσος – Προβλήματα
μελέτης του έργου του (1983), Κ. Χατζόπουλος, ο Πύργος του Ακροπόταμου (1986), Το ελληνικό τυπογραφείο των Γλυκήδων
στη Βενετία (1987), Διονύσιος Σολωμός – Ρομαντική ποίηση και ποιητική (1989), Ψηφίδες για μια θεωρία λογοτεχνίας (1994),
Π. Σούτσου, ο Λέανδρος (1996), Δ. Σολωμού – Στοχασμοί στους Ελεύθερους Πολιορκημένους (1997), Κριτικά στον Σολωμό
(2000), Κ. Βάρναλη – Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (2000) κ.ά. Μετέφρασε επίσης έργα των Μπελ, Μούρκε, Μπρεχτ και
Χέγκελ. Έχει τιμηθεί με τα κρατικά βραβεία δοκιμίου και κριτικής (1984 και 1990).
βελούδο. Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και στη
διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί
από νήματα κάθε είδους, φυσικά ή συνθετικά, οι καλύτερες όμως ποιότητες είναι από μετάξι, μαλλί ή λινό.
Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι ύφανσης του β. Στον πρώτο χρησιμοποιούνται ειδικοί αργαλειοί που κατασκευάζουν
ταυτόχρονα δύο επανωτά φύλλα υφάσματος βάσης. Ανάμεσα στα φύλλα αυτά παρεμβάλλεται και τα ενώνει το στημόνι του
χνουδιού, που είναι έως και δεκαπέντε φορές ψηλότερο από το στημόνι της βάσης. Όταν το χνούδι κοπεί στη μέση,
αποχωρίζονται τα δύο φύλλα και παράγονται δύο β.
Κατά τον δεύτερο τρόπο, το β. γίνεται σε αργαλειό με ένα υφάδι και δύο στημόνια. Το πρώτο στημόνι δημιουργεί τη βάση του
υφάσματος, ενώ το δεύτερο, πολύ πιο μακρύ, το χνούδι. Ειδικές μεταλλικές ράβδοι εισχωρούν στο στημόνι του χνουδιού και
δημιουργούν τις χαρακτηριστικές θηλιές του β. Αυτός ο τύπος ονομάζεται πλους. Για τα ξυρισμένα β. χρησιμοποιούνται ειδικές
ράβδοι με μαχαίρι που κόβουν τις θηλιές μόλις σχηματιστούν. Υπάρχουν και β. με εναλλασσόμενες θηλιές, κομμένες και
άκοπες.
Κατά τον τρίτο τρόπο, το β. παράγεται σε αργαλειό με ένα στημόνι και δύο υφάδια. Το δεύτερο νήμα του υφαδιού δημιουργεί τις
θηλιές του χνουδιού, που κόβονται συνήθως με ειδική κοπτική μηχανή.
Τέχνη. Το β. κατάγεται από την Ανατολή· πιο συγκεκριμένα, τα πρώτα μεταξωτά β. πρέπει να δημιουργήθηκαν στην Κίνα και
στην Ινδία. Αργότερα η Περσία και η Μικρά Ασία φημίζονταν για τα θαυμάσια β. που παρήγαγαν. Στην Ευρώπη, μόλις από τον
13o αι. άρχισε η παραγωγή του υφάσματος αυτού, πρώτα στη Βενετία. Τον επόμενο αιώνα παρουσιάστηκαν ικανοί τεχνίτες και
στη Φλωρεντία, στη Γένοβα, στην Πίζα και στη Λούκα, οι οποίοι διδάχτηκαν την τέχνη μάλλον από Σικελούς βιοτέχνες. Τα λεία
όπως και τα ανάγλυφα β. διαδόθηκαν ευρύτατα στην Ευρώπη κατά την υστερογοτθική περίοδο, αλλά παρέμειναν προϊόν
χαρακτηριστικά ιταλικό.
Για αρκετούς αιώνες τα σκήπτρα της εξαγωγής είχε η Βενετία, αλλά τον 15o και 16o αι. αναπτύχθηκαν στη Γένοβα νέες τεχνικές
ύφανσης του β. και νέα σχέδια, όπως το αναγεννησιακό σχέδιο κήπου. Τα πολυτελή αυτά υφάσματα χρησιμοποιήθηκαν αμέσως
στα ενδύματα, στα καλύμματα των κρεβατιών, στην επένδυση τοίχων και στην επίστρωση επίπλων. Την τέχνη του β. δίδαξαν
στη Γαλλία Ιταλοί ειδικοί. Ωραιότατα ήταν τα β. της Λιόν με πλούσια φυτικά ποικίλματα που χρησιμοποιήθηκαν στις
επιπλώσεις των Λουδοβίκων ΙΔ’ και IE’. Τον 18ο αι. ήταν πολύ διαδεδομένα τα β. της Εξ-αν-Προβάνς, διακοσμημένα με
μορφές διάσημων προσώπων.
Βελούλι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 4 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην πρώην
επαρχία Μονοφατσίου, Ν της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστελλίου.
Βελούσι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 34 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη
δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Βελούχι. Κορυφή (2.315 μ.) του Τυμφρηστού. Είναι η ψηλότερη κορυφή του βουνού και βρίσκεται στο μέσο του, στο νότιο
τμήμα του νομού Ευρυτανίας, Β της πόλης του Καρπενησίου. Συχνά η ονομασία Β. χρησιμοποιείται όχι μόνο για την κορυφή
αλλά για ολόκληρη την οροσειρά του Τυμφρηστού (βλ. λ.).
Βελούχι. Ονομασία δύο οικισμών της Στερεάς Ελλάδας.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 44 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Ν του Αγρινίου, στην πρώην επαρχία
Τριχωνίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου.
2. Οικισμός (16 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπενησίου.
Βελουχιστάν (Beluchistan). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 500.000 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, η οποία σήμερα είναι
διαμοιρασμένη πολιτικά μεταξύ του Πακιστάν, όπου βρίσκεται και το μεγαλύτερο τμήμα της, του Ιράν (στο νοτιοανατολικό
τμήμα του κράτους) και του Αφγανιστάν (μια μικρή έκταση στον νότο). Το πακιστανικό τμήμα αποτελεί διοικητικά την
ομώνυμη επαρχία του κράτους (Baluchistan, 347.190 τ. χλμ., 6.565.885 κάτ. το 1998), που εκτείνεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της
χώρας, με πρωτεύουσα την Κουέτα (βλ. λ.). Το ιρανικό τμήμα εκτείνεται στην επαρχία Σιστάν-Β. (Sistan va Baluchestan,
178.431 τ. χλμ., 2.219.393 κάτ., κατ’ εκτίμηση 2004), με πρωτεύουσα τη Ζαχεντάν.
Η περιοχή, που διεθνώς έχει επικρατήσει να αποκαλείται Μπαλουχιστάν (Baluchistan), βρέχεται στα νότια από τον κόλπο του
Ομάν και την Αραβική θάλασσα σε έκταση 800 χλμ. και έχει ακτές χαμηλές και αμμώδεις. Είναι κυρίως ορεινή χώρα, που
διασχίζεται από διάφορες οροσειρές, οι οποίες ξεπερνούν τα 2.000 μ. και περικλείουν μεγάλες λωρίδες ερήμου, μερικές από τις
οποίες καταλαμβάνονται από αλμυρές λίμνες.
Τα υδάτινα ρεύματα είναι κυρίως ουάντι, χείμαρροι με κάποια ροή τον χειμώνα που αποξηραίνονται το καλοκαίρι· το κλίμα
είναι υποερημικό, χαρακτηριζόμενο από μεγάλες ετήσιες θερμικές αιχμές και από ελάχιστες βροχοπτώσεις (μέσος όρος λιγότερο
από 300 χιλιοστά).
Η οικονομία στηρίζεται στην κτηνοτροφία (πρόβατα και καμήλες)· η γεωργία, που είναι δυνατή μόνο στα αρδευόμενα εδάφη,
παράγει δημητριακά (σιτάρι, κεχρί), ελαιώδεις σπόρους, χουρμάδες και βαμβάκι· αρκετά ανεπτυγμένη είναι η πατροπαράδοτη
βιοτεχνία ταπήτων και μάλλινων υφασμάτων. Ο πληθυσμός είναι ακόμα σε μεγάλη έκταση νομαδικός, υπάρχουν όμως κάποια
αξιόλογα αστικά κέντρα, όπως οι Καλάτ, Χάραν, Τουρμπάτ, Ζαχεντάν και κυρίως η Κουέτα, που οφείλει έως έναν βαθμό τη
σπουδαιότητά της στο ότι βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το πέρασμα Μπολάν, από το οποίο διέρχεται ένας αμαξιτός δρόμος
με πολλή κίνηση και μέσω του οποίου επικοινωνεί το Αφγανιστάν με την κάτω κοιλάδα του Ινδού.
Ιστορία. Φαίνεται ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από τη λίθινη εποχή. Λόγω της έλλειψης γραπτών μαρτυριών, τουλάχιστον
μέχρι την αραβική κατάκτηση, λίγα πράγμα τα είναι γνωστά για την ιστορία του Β., όπως η κατάκτηση του από τον Μέγα
Αλέξανδρο και η επικυριαρχία του από τους Εφθαλίτες Τούρκους. Τον 7ο αι. μ.Χ. εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Άραβες που
διατήρησαν το Β. στην κατοχή τους έως και τον 11ο αι., οπότε άρχισαν οι διεκδικήσεις από διάφορες δυναστείες της εποχής.
Αργότερα, αποτέλεσε τμήμα της μεγάλης Μογγολικής αυτοκρατορίας, από το 1595 έως και το 1638. Μέχρι και την εμφάνιση
της επεκτατικής πολιτικής των Βρετανών (1875) το Β. χωριζόταν στα πριγκιπάτα Σίμπι και Βάκχι. Οι Βρετανοί ίδρυσαν το 1896
τη Βρετανική Επαρχία του Β. Το 1947 έγινε η διάσπαση της Βρετανικής Επαρχίας και η ενσωμάτωση των εδαφών στα κράτη
του Πακιστάν και του Ιράν, με μια συνοριακή διευθέτηση η οποία υφίσταται μέχρι σήμερα.
Βελουχιώτης, Άρης (Λαμία 1905 – Μεσούντα Αχελώου 1945). Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς
πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής.
Σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας και αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά στη συνέχεια έκανε
διάφορα επαγγέλματα (οικοδόμος, μεταλλωρύχος στο Λαύριο, ελαιοχρωματιστής, εργάτης στα έργα του υπογείου Ομονοίας
κ.ά.). Το 1924 έγινε μέλος της νεολαίας του ΚΚΕ (ΟΚΝΕ), ενώ για τη συνδικαλιστική του δράση γνώρισε αλλεπάλληλες
διώξεις, φυλακίσεις (Αίγινα, 1929) και εξορίες (Γαύδος, 1931-33). Στα τέλη του 1936, επί δικτατορίας Μεταξά, συνελήφθη και
φυλακίστηκε ξανά στην Αίγινα. Το 1937 δραπέτευσε μαζί με άλλους συγκατηγορούμενούς του από το δικαστήριο της Αθήνας
όπου είχαν οδηγηθεί για να δικαστούν, συνελήφθη όμως λίγο αργότερα στη Δράμα και τον Μάρτιο του 1938 καταδικάστηκε σε
τετραετή κάθειρξη. Οδηγήθηκε πάλι στις φυλακές της Αίγινας και από εκεί στην Κέρκυρα (μέσα 1939), απ’ όπου
αποφυλακίστηκε τον Ιούλιο του 1939, αφού υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης των πολιτικών ιδεών του.
Με την κήρυξη του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, κατατάχτηκε στο στράτευμα και υπηρέτησε στο 3ο Σύνταγμα
αντιαεροπορικού πυροβολικού έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την επίθεση των Γερμανών και την κατάρρευση του μετώπου
επέστρεψε στην Αθήνα, έχοντας ήδη πάρει την απόφασή του για την ένοπλη συνέχιση του αγώνα. Τις απόψεις του αυτές
εξέθεσε ξεκάθαρα σε μια πρώτη σύσκεψη συντρόφων του, που ο ίδιος οργάνωσε στις 15 Μαΐου 1941 στο δασύλλιο της
Καισαριανής. Τον χειμώνα 1941-42 ο Β. περιόδευσε στη Στερεά Ελλάδα και, με κέντρο τη Λαμία, προετοίμαζε τον αγώνα.
Λίγους μήνες αργότερα, αποφασίστηκε η άμεση έναρξη του αγώνα. Στις 25 Μαΐου, μια πρώτη ομάδα με επικεφαλής τον Β.
βγήκε στα βουνά της Σπερχειάδας. Την περίοδο εκείνη υιοθέτησε το αντάρτικο ψευδώνυμό του, από το βουνό Βελούχι
(Τυμφρηστός) της Ευρυτανίας, μια πρακτική που ήταν διαδεδομένη στις τάξεις των ανταρτών ως μέτρο προνοίας για τις
οικογένειές τους. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση της ομάδας έγινε την Κυριακή 7 Ιουνίου 1942 στο χωριό Δομνίστα, στα σύνορα
μεταξύ Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Εκεί ο Β. μίλησε δημόσια στους χωρικούς και τους προέτρεψε στον αγώνα. Το φθινόπωρο
του 1942, ύστερα από 2-3 μήνες προετοιμασιών, στρατολόγησης νέων μελών και αψιμαχιών με μικρά αποσπάσματα της
χωροφυλακής, άρχισαν οι μεγάλες συγκρούσεις της ομάδας του Β. με τους Ιταλούς, που συνεχίστηκαν έως το τέλος του 1942: η
μάχη της Δέκα ή Ρίκα (9 Σεπτεμβρίου), η μάχη στο Κρικέλι (29 Οκτωβρίου), το σαμποτάζ στη γέφυρα του Γοργοπόταμου,
κορυφαία αντιστασιακή ενέργεια με τη σύμπραξη του ΕΔΕΣ και των Βρετανών (25 Νοεμβρίου), οι μάχες στη Χρύσω (5
Δεκεμβρίου) και στο Μικρό Χωριό (18 Δεκεμβρίου).
Παράλληλα με τη στρατιωτική δράση, ο Β. ανέπτυξε και αξιόλογες πολιτικές και διοικητικές πρωτοβουλίες, με την εισαγωγή
της λαϊκής αυτοδιοίκησης. Τον Φεβρουάριο του 1943, κατέβηκε στην Αθήνα μεταμφιεσμένος σε παπά, όπου και του ανατέθηκε
από την ηγεσία του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) η συγκρότηση γενικού στρατηγείου του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός
Απελευθερωτικός Σταρτός), του ένοπλου σκέλους του ΕΑΜ. Επέστρεψε έπειτα στη Ρούμελη και στις 25 Μαρτίου βρέθηκε, μαζί
με 400 αντάρτες, στη Δεσφίνα, όπου εορταζόταν πανηγυρικά η εθνική επέτειος. Στις 10 Απριλίου, συγκροτήθηκε το αρχηγείο
Στερεάς με επικεφαλής τον Β., ενώ στις 19 Μαΐου του ίδιου έτους συγκροτήθηκε το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Το καλοκαίρι
του 1943 αναλώθηκε ουσιαστικά στις προστριβές ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στην αντιστασιακή, επίσης αντάρτικη οργάνωση
ΕΔΕΣ, τις οποίες υποκινούσε κυρίως η προσπάθεια της αγγλικής πολιτικής να ελέγξει το ελληνικό αντάρτικο. Οι προστριβές
αυτές κορυφώθηκαν στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ που κράτησε από τις 9 Οκτωβρίου 1943 έως τις 3
Φεβρουαρίου 1944. Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν με τη διάσκεψη Μυρόφυλλου-Πλάκας (Φεβρουάριος 1944). Στις αρχές του
φθινοπώρου του 1944 ο Β. ήρθε σε συνεννόηση με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, υπουργό της εξόριστης κυβέρνησης εθνικής
ενότητας, και δέχτηκε να διακόψει την τέλεση των έκτακτων στρατοδικείων που μέχρι τότε τελούνταν σύμφωνα με τις διαταγές
του. Δύο μήνες αργότερα, σε σύσκεψη των καπετάνιων του ΕΛΑΣ ο Β. πρότεινε την προετοιμασία τους με σκοπό την ένοπλη
σύγκρουση με τους Βρετανούς, αλλά η πρόταση του απορρίφθηκε από τον Μάρκο Βαφειάδη και ο Β. δεν πήρε μέρος στα
επεισόδια του Δεκεμβρίου του 1944 (γνωστά ως Δεκεμβριανά). Ο Β. συνέχισε τη δραστηριότητά του στην Πελοπόννησο και
αργότερα στη Στερεά Ελλάδα. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), την οποία υπέγραψε, αν και ήταν
αντίθετος προς τους όρους της –θέση που όξυνε τη διάστασή του με το ΚΚΕ, στις γραμμές του οποίου ανήκε– ο Β. γνώρισε μια
περίοδο μεταπτώσεων, που κορυφώθηκαν με τη διαγραφή του από το κόμμα. Η δίωξή του από κυβερνητικά αποσπάσματα
συνέβαλε στη δημιουργία κλίματος που τον οδήγησε τελικά στην αυτοκτονία. Ο Β., παρά το τραγικό τέλος του (αυτοκτόνησε
στις 16 Ιουνίου 1945 όταν βρέθηκε περικυκλωμένος από σώμα ενόπλων αντιπάλων του) και τις πολλές εναντίον κατηγορίες για
ακρότητες, υπήρξε αγωνιστής συνεπής προς τα ιδεώδη του και δεσπόζουσα μορφή της Εθνικής Αντίστασης.
Βελούχοι. Λαός της νοτιοδυτικής Ασίας, που κατοικεί κυρίως στην επαρχία Βελουχιστάν του Πακιστάν, καθώς και σε τμήματα
του νότιου Αφγανιστάν και του νοτιοδυτικού Ιράν. Βλ. λ. Βελουχιστάν· Πακιστάν (Πληθυσμός· Έθιμα και παραδόσεις).
Βελοχώρι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 210 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 11 χλμ. Α
της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σελέρου.`
Βέλτμαν, Μαρτίνους (Martinus Veltman, Βάαλβικ, Ολλανδία 1931 – ). Ολλανδός φυσικός. Το χόμπι του για τα ηλεκτρονικά
τον οδήγησε στη φυσική και σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, όπου έκανε και τη διδακτορική διατριβή του. Αρκετά
μεγάλος, σε ηλικία 27 ετών, άρχισε να προσεγγίζει ουσιαστικά τη θεωρητική φυσική. Την περίοδο 1961-63 εργάστηκε στον
θεωρητικό τομέα του ερευνητικού κέντρου σωματιδιακής φυσικής (CERN) στην Ελβετία, όπου επηρεάστηκε σημαντικά από το
πείραμα του νετρίνο, ενώ στη συνέχεια συνέχισε το θεωρητικό έργο του στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ. Το 1966
ανέλαβε την έδρα θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, ενώ εργάστηκε επίσης κατά διαστήματα σε
πανεπιστήμια των ΗΠΑ, της Ισπανίας και της Γαλλίας. Το 1999, τιμήθηκε μαζί με τον συμπατριώτη του Γκεράρντους Χουφτ με
το Νόμπελ φυσικής, για την εργασία τους στην κβαντική δομή των ασθενών ηλεκτρικών αλληλεπιδράσεων στη φυσική.
Βέλτσος, Γεώργιος (Αθήνα 1944 – ). Κοινωνιολόγος, επικοινωνιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κοινωνιολογία στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο (υφηγητής 1977, επίκουρος καθηγητής 1980, αναπληρωτής καθηγητής 1983 και τακτικός καθηγητής στην έδρα
της κοινωνιολογίας από το 1985). Άρθρα του δημοσιεύονται τακτικά σε ελληνικά και ξένα έντυπα, ενώ πλουσιότατο είναι και το
συγγραφικό του έργο. Σπουδαιότερα συγγράμματά του: Σημειολογία των πολιτικών θεσμών (1974), Κείμενα πολιτικής
κοινωνιολογίας (1974), Κοινωνία και γλώσσα (1976), Κοινωνιολογία των θεσμών Ι – Ο θεσμικός λόγος και η εξουσία (1977),
Κοινωνιολογία των θεσμών ΙΙ – Οικογένεια και φαντασιακές σχέσεις (1979), Αντικείμενα (1982), Το τίποτα (1983), Η
τερατώδης πλευρά (1985), Για την επικοινωνία (1985), Προς τον Κορνήλιο Καστοριάδη (1989) κ.ά.
Βελχάβεν, Γιόχαν Σεμπάστιαν (Johan Sebastian Welhaven, Μπέργκεν 1807 – Χριστιανία [σημερινό Όσλο] 1873). Νορβηγός
ποιητής. Ο Β. συνέβαλε με το έργο του στην προσέγγιση της νορβηγικής προς την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Με τα λυρικά λαϊκά
τραγούδια του (τέσσερις συλλογές), νοσταλγικές αναμνήσεις από τα τοπία της πατρίδας του, υπήρξε ο σπουδαιότερος
εκπρόσωπος του ρομαντισμού στη Νορβηγία. Είχε όμως και μια έντονη διαμάχη με τον εθνικιστή ποιητή Χένρικ Βέργκελαντ
(την οποία άρχισε ο ίδιος με μια διάλεξη το 1830), κατά την οποία ο Β., ιδιοσυγκρασία πιο ήρεμη και περισσότερο ελεγχόμενη
από τη λογική απ’ ό,τι ο αντίπαλός του, συνηγόρησε με τόλμη για την καθαρότητα της μορφής στο έργο τέχνης, για την
ενάργεια του πνεύματος και για έναν μετριοπαθή πατριωτισμό.
Βελχανός. Προσωνυμία του Δία στην αρχαία Κρήτη. Λείψανα ιερού της λατρείας του βρέθηκαν στα ερείπια της μινωικής
έπαυλης της Αγίας Τριάδας, στον νομό Ηρακλείου, κοντά στη Φαιστό. Στο νότιο μέρος του ιερού βρέθηκαν πολλά αφιερώματα
και γύρω από τον βωμό εντοπίστηκαν λείψανα θυσιών και κόκαλα μικρών ζώων. Οι κέραμοι του ιερού γράφουν το όνομα Β. και
αυτό επιβεβαιώθηκε εξάλλου και σε νομίσματα της Φαιστού, στα οποία εμφανίζεται ως νέος άντρας που κάθεται πάνω στα
κλαδιά ενός δέντρου, κρατώντας έναν πετεινό. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του Δία Β. ονομάζονταν Βαλχάνια.
Βελωτά. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 62 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στις
βορειοανατολικές κλιτύς του όρους Παναιτωλικού και κοντά στην κοιλάδα του Τρικεριώτη, 60 χλμ. ΝΔ του Καρπενησίου.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 31 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές
κλιτύς της κορυφής Ελατιάς του Πάρνωνα, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γερόνθρων.
βέμπερ (Φυσ.). Μονάδα της μαγνητικής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων (SI), που ονομάστηκε προς τιμήν του Γερμανού
φυσικού Βίλχελμ Βέμπερ (βλ. λ.), και συμβολίζεται με Wb. Ένα Wb ισούται με τη μαγνητική ροή που διαπερνά μια μοναδιαία
επιφάνεια (1 τετραγωνικό μέτρο) η οποία είναι τοποθετημένη κάθετα στις δυναμικές γραμμές ομογενούς μαγνητικού πεδίου
έντασης ενός Tesla: 1Wb = 1 Tesla χ 1m2.
Βέμπερ, Βίλχελμ (Wilhelm Eduard Weber, Βίτενμπεργκ 1804 – Γκέτινγκεν 1891). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός.
Ήταν γιος θεολόγου και αδελφός του φυσιολόγου Ερνστ Χάινριχ Βέμπερ (βλ. λ.). Διετέλεσε καθηγητής της φυσικής στα
πανεπιστήμια του Χάλε (1828) και του Γκέτινγκεν (1831), αλλά το 1837 ανακλήθηκε για έξι χρόνια μαζί με αρκετούς άλλους
καθηγητές, γιατί διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην πολιτική της πρωσικής κυβέρνησης. Στη συνέχεια έγινε καθηγητής της φυσικής
στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, από το 1843 έως το 1849, οπότε ξαναγύρισε στην παλιά του θέση στο Γκέτινγκεν.
Ασχολήθηκε αρχικά με τη μελέτη φαινομένων της ακουστικής (πόλωση των ηχητικών κυμάτων, αντιστάθμιση της
θερμοκρασίας στους ηχητικούς σωλήνες) και αργότερα, μαζί με τον Γκάους, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης,
πραγματοποίησε μελέτες πάνω στα ηλεκτρικά και μαγνητικά φαινόμενα. Ο Β. επεξεργάστηκε ένα απόλυτο σύστημα ηλεκτρικών
και μαγνητικών μονάδων που έγινε επίσημα δεκτό στο διεθνές συνέδριο του Παρισιού το 1881. Συνεργάστηκε με τον Γκάους σε
έρευνες σχετικά με τον γήινο μαγνητισμό και στην κατασκευή του πρώτου τηλεγράφου στη Γερμανία.
Το 1846 διατύπωσε τον νόμο της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρικά φορτισμένων σωματίων σε κίνηση και για πρώτη φορά
εισήγαγε τη σχέση της εξάρτησης, όχι μόνο από το μέγεθος και το σημείο των φορτίων, αλλά και από τη σχετική ταχύτητα της
μετατόπισής τους. Το 1856 συνέκρινε για πρώτη φορά τα δύο συστήματα μονάδων CGS, το ηλεκτροστατικό και το
ηλεκτρομαγνητικό, και μαζί με τον Φρίντριχ Κόλραους καθόρισε τη σχέση των δύο μονάδων έντασης, την οποία βρήκε κατά
προσέγγιση ίση με την ταχύτητα του φωτός. Σε συνεργασία με τον αδελφό του Ερνστ έκανε μελέτες πάνω στη ροή των υγρών
μέσα από σωλήνες, τα συμπεράσματα των οποίων μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση της λειτουργίας του
κυκλοφορικού συστήματος του ανθρώπου και το 1845, πάλι μαζί με τον αδελφό του, ανακάλυψε την ανασταλτική επίδραση του
πνευμονογαστρικού νεύρου στη λειτουργία της καρδιάς, που αποτέλεσε την αρχή για τη θεωρία της αναστολής ως ειδικού
λειτουργικού φαινομένου. Πολλές από τις αξιόλογες έρευνες του Β. στον τομέα του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού
δημοσιεύτηκαν στη σειρά Ηλεκτροδυναμικοί ορισμοί της μάζας (1846-77).
Βέμπερ, Γκέοργκ (Georg Weber, 1808 – 1888). Γερμανός ιστορικός. Σπούδασε ιστορία και αρχαία φιλολογία, έγινε
καθηγητής της Ανώτερης Σχολής της Χαϊδελβέργης και από το 1848 έως το 1872 χρημάτισε διευθυντής της. Πραγματοποίησε
πολλά επιστημονικά ταξίδια σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και έγραψε, μεταξύ άλλων, τα: Ιστορική έκθεση του Καλβινισμού
σε αναφορά προς τις σχέσεις του με το κράτος, Ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας, Ιστορία του Ισραηλίτικου λαού και της
γένεσης του χριστιανισμού και Παγκόσμια ιστορία, που θεωρείται και το σπουδαιότερο έργο του.
Βέμπερ, Γκότφριντ (Gotfried Weber, 1779 – 1839). Γερμανός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Σπούδασε νομικά στα
πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Γκέτινγκεν και στη συνέχεια επιδόθηκε με ζήλο στην τελειοποίηση των μουσικών του
γνώσεων. Ίδρυσε μουσική ακαδημία στο Μάνχαϊμ, οργάνωσε πλήθος θρησκευτικών συναυλιών στην πόλη αυτή και επινόησε
δικό του σύστημα αρμονίας που προέβλεπε τη χρήση γραμμάτων για τον καθορισμό των συγχορδιών. Εκτός από το Δοκίμιο
συστηματικής θεωρίας της μουσικής, όπου αναπτύσσει τη θεωρία του για το σύστημα αυτό, έγραψε και τα εξής έργα: Γενική
μουσική θεωρία, Για τον χρονομετρικό καθορισμό της αγωγής, Δοκίμιο πρακτικής ακουστικής των πνευστών οργάνων.
Συνέθεσε επίσης έργα μουσικής δωματίου.
Βέμπερ, Ερνστ Χάινριχ (Ernst Heinrich Weber, Βίτενμπεργκ 1795 – Λειψία 1878). Γερμανός φυσιολόγος και
πανεπιστημιακός. Καθηγητής της ανατομίας και της φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, συνέδεσε το όνομά του με
μελέτες σχετικά με τη φυσιολογία του αίματος, του μεταβολισμού και του νευρικού συστήματος. Οι έρευνές του πάνω στις
αισθήσεις, ιδιαίτερα της αφής, τον παρακίνησαν να μελετήσει τις ποσοτικές σχέσεις μεταξύ ερεθίσματος και αίσθησης και να
δώσει έτσι μια αποφασιστική ώθηση στην ανάπτυξη της ψυχοφυσιολογίας. Μεταξύ των έργων του, το πιο γνωστό είναι το De
Tactu: annotationes physiologicae et anatomicae (1834), όπου περιγράφει στα λατινικά τα πειράματά του σχετικά με την αφή.
Συνεργάτης του σε πολλές έρευνες υπήρξε ο νεότερος αδελφός του, διάσημος φυσικός Βίλχελμ Βέμπερ (βλ. λ.).
Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- (Karl Maria Friedrich von Weber, Ούτιν 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός
μουσικοσυνθέτης. Διδάχτηκε τα πρώτα στοιχεία μουσικής από τον πατέρα του, Φραντς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ,
Κωνστάντιας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που αφοσιώθηκε αργότερα στη διεύθυνση της ορχήστρας. Μελέτησε πιάνο στο
Σάλτσμπουργκ με τον Μίκαελ Χάιντν. Ξεκίνησε την καριέρα του ως πιανίστας εργαζόμενος παράλληλα, για βιοποριστικούς
λόγους, ως λιθογράφος. Διακρίθηκε νωρίς χάρη στην επιτυχία που είχε σημειώσει το έργο του Η κόρη του δάσους, το 1800.
Ύστερα από μετακινήσεις ανάμεσα στο Σάλτσμπουργκ και στο Αμβούργο, όπου έμεινε έως το 1803, πήγε στη Βιέννη και
ύστερα στο Μπρεσλάου (σημερινό Βρότσλαβ της Πολωνίας), ως μουσικός διευθυντής του δημοτικού θεάτρου της πόλης αυτής.
Στην Καρλσρούη υπήρξε μουσικός έφορος του δούκα της Βυρτεμβέργης. Το 1807 πήγε στη Στουτγάρδη όπου έμεινε τρία
χρόνια. Έπειτα, εκδιώχτηκε από το δουκάτο και πήγε στη Φρανκφούρτη, όπου παρουσίασε το μελόδραμα Σιλβάνα (1810).
Συνέχισε τις μετακινήσεις του σε διάφορες πόλεις, με κάποια ανάπαυλα ως διευθυντής ορχήστρας του Εθνικού Θεάτρου της
Πράγας. Η φήμη του τον έφερε στη Δρέσδη, όπου εγκαταστάθηκε το 1817. Εκεί εμπνεύστηκε το αριστούργημά του, το
μελόδραμα Ελεύθερος σκοπευτής, που παρουσιάστηκε στο Βερολίνο το 1821 με εξαιρετική επιτυχία. Στο έργο αυτό
διαμορφώνεται μια αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της ευρωπαϊκής μουσικής· ο Ελεύθερος σκοπευτής είναι το πρώτο
νεότερο μελόδραμα μετά το Φιντέλιο του Μπετόβεν και μπορεί να θεωρηθεί η απαρχή του ρομαντικού μουσικού θεάτρου και
της εθνικής γερμανικής σχολής.
Η φυματίωση, που τον οδηγούσε σε μια ακατάσχετη κατάπτωση δυνάμεων, τον ανάγκασε, ύστερα από την αποτυχία της
Ευρυάνθης (1823), να αναπαυθεί για ένα χρονικό διάστημα στο Μαρίενμπαντ. Εκεί ξεκίνησε να εργάζεται στη σύνθεση του
Όμπερον, που του είχε παραγγείλει το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και το οποίο με κόπο ολοκλήρωσε και διηύθυνε την
πρώτη του παράσταση τον Απρίλιο του 1826. Δύο μήνες αργότερα πέθανε. Κατά τη μετακομιδή των οστών του στη Δρέσδη,
που έγινε με επισημότητα το 1844, ο Βάγκνερ εκφώνησε τον επικήδειο λόγο.
Στη συμπάθεια που αισθανόταν ο Μπετόβεν για τη μουσική του Β. και στην αποστροφή του νέου συνθέτη για τον Μπετόβεν
βρίσκεται ίσως το νόημα του νεωτεριστικού μουσικού στοιχείου που χαρακτηρίζει το έργο του Β. Απαλλαγμένος από τυπικούς
περιορισμούς, έφερε τη μουσική κοντά στις ρομαντικές κορυφές των μύθων και των φυσικών θρύλων. Η μουσική του,
χρησιμοποιώντας έναν νέο τρόπο ενορχήστρωσης, πάλλεται από τους μυστηριώδεις κραδασμούς του φυσικού και του
φανταστικού κόσμου· προπορεύεται της ορχήστρας του Μπερλιόζ και του Βάγκνερ φωτίζοντας τον δρόμο της μουσικής μέχρι
και την εμφάνιση της λεγόμενης Ομάδας των Πέντε της ρωσικής σχολής. Στον Β. ανάγονται άλλωστε η υιοθέτηση και η
επινόηση λαϊκών μελωδιών ή άλλων που κυλούν με μια φρεσκάδα ξένη από κάθε ρητορικό ακαδημαϊσμό. Συνθέτης με πλούσιο
έργο, άφησε θρησκευτικές, συμφωνικές, χορωδιακές και πολλές συνθέσεις μουσικής δωματίου. Έγραψε επίσης την
αυτοβιογραφία του, Ζωή καλλιτέχνη, και τρεις τόμους ποικίλου περιεχομένου που δημοσιεύτηκαν στη Δρέσδη το 1828.
Βέμπερ, Μαξ (Max Weber, Ερφούρτη 1864 – Μόναχο 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης
της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και θρησκευτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και
στην ατομική συμπεριφορά, συσχετίζοντας τον προτεσταντισμό με τον καπιταλισμό. Ο Β. υποστήριξε μια επιστημονική
προσέγγιση για την έρευνα, πλήρως απαλλαγμένη από ηθικές οριοθετήσεις και αξίες, ενώ παράλληλα τόνισε τον σημαντικό
ρόλο του σκοπού και της συνείδησης στις κοινωνικές πράξεις. Υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του στο πανεπιστήμιο του
Βερολίνου, το 1889, με θέμα την ιστορία των εμπορικών κοινωνιών κατά τον Μεσαίωνα. Το 1894 εξελέγη καθηγητής της
πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και το 1987 στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Το 1898 υπέστη
νευρικό κλονισμό –πιθανώς εξαιτίας του θανάτου του πατέρα του– και νοσηλεύτηκε μέχρι και την ανάρρωση του το 1903. Από
την ανάρρωση του και ύστερα ο Β. βρέθηκε στην ακμή του δημιουργικού του οίστρου. Επηρεασμένος από την Οκτωβριανή
επανάσταση στη Ρωσία (1917), άρχισε να επεξεργάζεται τις βασικές αρχές μιας φιλελεύθερης γερμανικής πολιτικής. Την
περίοδο 1918-20 συμμετείχε στην ίδρυση του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος· αρθρογραφούσε και δραστηριοποιήθηκε
ενεργά στην πολιτική, ενώ συμμετείχε επίσης στην ομάδα για την επεξεργασία ενός νέου συντάγματος, διαπνεόμενου από τις
αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, μιας νέας τάσης ανάμεσα στην αριστερή και στη συντηρητική πτέρυγα της
γερμανικής πολιτικής σκηνής.
Σε ό,τι αφορά το έργο του στην κοινωνιολογία, διαχώρισε τις κοινωνικές πράξεις με βάση τέσσερα κίνητρα: πράξεις με
ορθολογικά κίνητρα και συγκεκριμένο σκοπό, πράξεις που υποκινούνται από αξίες ηθικού περιεχομένου, πράξεις που έχουν
σκοπό τη διατήρηση της παράδοσης και πράξεις με συναισθηματικά κίνητρα. Ο Β. έδωσε έναν δικό του ορισμό για την
κοινωνιολογία, χαρακτηρίζοντάς την ως την επιστήμη που στοχεύει «στην ερμηνευτική κατανόηση της κοινωνικής
συμπεριφοράς, προκειμένου να εξηγήσει στη συνέχεια τα αίτια, τη διαδρομή και τα αποτελέσματά της». Τόνισε τον
υποκειμενικό παράγοντα στα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Τέλος, προσπάθησε να ανιχνεύσει και να περιγράψει τα
χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας και να περιγράψει τη λειτουργία της. Προειδοποίησε για την απώλεια της ατομικής
ελευθερίας, εξαιτίας της αποτελεσματικής μεν αλλά υπέρ-ανεπτυγμένης και υπέρ-ορθολογικής γραφειοκρατίας, η οποία είναι
αποτέλεσμα της διευρυμένης οικονομικής επένδυσης. Σημαντικότερα έργα: Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του
καπιταλισμού (1905), Η κοινωνιολογία στη θρησκεία (1920), Οικονομία και κοινωνία (1922), Η μεθοδολογία στις κοινωνικές
επιστήμες (1949). Ο Β. αναμφίβολα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς που έθεσαν τις βάσεις για μια νέα επιστήμη, την
κοινωνιολογία.
Βέμπερ, Φρίντριχ Βίλχελμ (Friedrich Wilhelm Weber, 1813 – 1894). Γερμανός λογοτέχνης. Γιατρός στο επάγγελμα, έγινε
κυρίως γνωστός με το επικό ποίημά του Δεκατρείς φιλύρες (1878), που αναφέρεται στη διάδοση του χριστιανισμού στη
Γερμανία. Το έπος αυτό, παρά την αφηγηματικότητα του κειμένου του, έχει να επιδείξει και αξιόλογες λογοτεχνικές αρετές.
Βέμπερ, Χάινριχ (Heinrich Weber, Χαϊδελβέργη 1842 – Στρασβούργο 1913). Γερμανός μαθηματικός και πανεπιστημιακός.
Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, στη Λειψία και στο Κένιξμπεργκ και έγινε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης (1869),
του Κένιξμπεργκ (1875), του Μάρμπουργκ (1884), του Γκέτινγκεν (1893) και του Στρασβούργου (1895), καθώς επίσης στο
πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1870) και στην ανώτερη τεχνική σχολή του Βερολίνου (1883).
Οι εργασίες του αναφέρονται στη θεωρία των αριθμών, στις ελλειπτικές και αβελιανές συναρτήσεις, στις πεπερασμένες ομάδες,
στην υδροδυναμική και στην ηλεκτροδυναμική. Σε συνεργασία με τον Ντέντεκιντ, επίσης, επεξέτεινε τη θεωρία των ιδεωδών
στις αλγεβρικές συναρτήσεις μιας μεταβλητής και επιμελήθηκε την έκδοση των έργων των Μπέρναντ Ρίμαν και Ρίχαρντ
Ντέντεκιντ, όπως επίσης και την έκδοση μιας μαθηματικής εγκυκλοπαίδειας (1903-7).
Βέμπερν, Άντον φον- (Anton von Webern, Βιέννη 1883 – Σάλτσμπουργκ 1945). Αυστριακός μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε
μουσικολογία και σύνθεση με τον Γκουίντο Άντλερ στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, απ’ όπου και πήρε το σχετικό δίπλωμα. Το
1904 υπήρξε το κρισιμότερο έτος της ζωής του, καθώς γνωρίστηκε με τον Άρνολντ Σένμπεργκ του οποίου έγινε, μαζί με τον
Άλμπαν Μπεργκ, ο πιο ένθερμος μαθητής. Το 1908 πρωτοεμφανίστηκε ως διευθυντής ορχήστρας, δραστηριότητά που συνέχισε
στη Βιέννη και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Με την άνοδο του ναζισμού αρνήθηκε να μεταναστεύσει, αλλά
αποτραβήχτηκε τελείως από τη μουσική ζωή. Ασχολήθηκε για λίγο με τη διδασκαλία, γρήγορα όμως αφοσιώθηκε αποκλειστικά
στη σύνθεση.
Ο Β., που άρχισε τη σταδιοδρομία του ως ένθερμος οπαδός του δωδεκάφθογγου μουσικού συστήματος, προχώρησε πολύ
μακρύτερα από τον δάσκαλό του Σένμπεργκ, και σήμερα θεωρείται δίκαια πατέρας της μουσικής πρωτοπορίας και του
λεγόμενου σειραϊκού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο τα διάφορα επιμέρους στοιχεία που απαρτίζουν ένα μουσικό έργο
(ρυθμική διάρθρωση, δυναμική, τονικό ύψος, μουσική φόρμα κλπ.) είναι από πριν καθορισμένα με μαθηματική ακρίβεια.
Η στενή του προσήλωση στις αρχές τόσο της δωδεκάφθογγης όσο και της σειραϊκής τεχνικής, τον οδήγησαν να δημιουργήσει
έργα εξαιρετικά μικρής διάρκειας αλλά, ταυτόχρονα, έσχατης συμπύκνωσης, μουσικούς μικρόκοσμους που προβάλλονται ως
καρποί ενός ολόκληρου μουσικού πολιτισμού και μιας ηρωικής πνευματικής προσπάθειας. Μεταξύ των έργων του αναφέρονται
η Πασακάλια, έργο 1 (Passacaglia, op. 1, 1908), πολυάριθμα τραγούδια (Lieder) πάνω σε στίχους των Γκεόργκε, Ρίλκε και
Τρακλ, τα Πέντε κομμάτια για κουαρτέτο εγχόρδων, έργο 5 (1909), τα Πέντε κομμάτια για ορχήστρα, έργο 6 (1910), η
Συμφωνία, έργο 21 (1928), το Κοντσέρτο, έργο 24 (1934), οι Παραλλαγές, έργο 27 (1936), το Κουαρτέτο εγχόρδων, έργο 28
(1938), η Καντάτα Ι, έργο 29 (1939), η Καντάτα ΙΙ, έργο 31 (1942) κ.ά.
Βεμπετζιώσης (β’ μισό 11ου αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Άκμασε στα χρόνια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081-1118). Το
1086, νίκησε σε μάχη Σκύθες επιδρομείς, από τους οποίους οι περισσότεροι σκοτώθηκαν.
Βέμπλεν, Θορνστάιν (Thornstein Veblen, Βάλντερς, Γουισκόνσιν 1857 – Μένλο Παρκ, Καλιφόρνια 1929). Αμερικανός
οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, νορβηγικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κάρλετον στη Μινεσότα και συνέχισε
με μεταπτυχιακά στο Γέιλ. Δίδαξε στα πανεπιστήμια του Σικάγου, του Στάνφορντ και του Μισούρι καθώς και στη Νέα Σχολή
Κοινωνικών Ερευνών της Νέας Υόρκης. Στη διαμάχη του με τους κλασικούς οικονομολόγους, έθεσε υπό κριτική στα έργα του
την αφηρημένη έρευνα, δίνοντας σημασία στην περιγραφή, στις στατιστικές παρατηρήσεις, στην ψυχολογία και στη
συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Ο Β. υποστήριζε ότι με τη βοήθεια της τεχνικής και των ινστιτούτων
οικονομικών ερευνών είναι δυνατόν να αποφευχθούν οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις. Κυριότερα έργα του: Η θεωρία της
αργόσχολης τάξης (1899, στο οποίο εμπεριέχεται το σύνολο των ιδεών του), Το ένστικτο της παραγωγικής εργασίας και η
κατάσταση των βιομηχανικών έργων (1914), Τα κατοχυρωμένα συμφέροντα και η κατάσταση των βιομηχανικών τεχνών (1919).
Βέμπο, Σοφία (Καλλίπολη Θράκης 1910 – Αθήνα 1978). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας και ηθοποιού Έφης
Μπέμπου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της το 1919 στον Βόλο. Έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή στην επιθεώρηση
Παπαγάλος με τον θίασο Σαμαρτζή-Ηλιάδη και από τότε συνεργάστηκε με πολλούς μουσικούς θιάσους.
Το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με τον εθνικό αγώνα κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, όταν ερμήνευσε μια σειρά
από τραγούδια που πλέον θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής λαϊκής παράδοσης. Στις πρώτες μέρες της Κατοχής
φυλακίστηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Μετά την αποφυλάκισή της, της απαγόρευσαν οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση.
Το 1943 φυγαδεύτηκε από πατριωτική οργάνωση στη Μέση Ανατολή, όπου συγκρότησε θίασο που απέβλεπε κυρίως στην
ψυχαγωγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Το 1945, μετά την απελευθέρωση, γύρισε στην Ελλάδα και συνέχισε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία όχι μόνο ως
τραγουδίστρια αλλά και ως ηθοποιός. Συνεργάστηκε με επιτυχημένους καλλιτέχνες της εποχής όπως ο Ορέστης Μακρής και ο
Βασίλης Αυλωνίτης και παρουσίασε σειρά επιτυχημένων παραστάσεων στο ομώνυμο θέατρο που δημιούργησε (θέατρο Βέμπο):
Βίρα τις άγκυρες, Φουρτούνες και μπουνάτσες, Καινούργια ζωή κ.ά.
Λίγες αλλά ενδιαφέρουσες ήταν οι συμμετοχές της σε κινηματογραφικές ταινίες, με κυριότερη την ερμηνεία της στη Στέλλα
(1955) του Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1957 παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο. Την ίδια
περίοδο πραγματοποιούσε και πολλές περιοδείες στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Το εξαιρετικό της ήθος
αποκαλύφθηκε και σε μια άλλη περίσταση, σε μεγάλη ηλικία πλέον, όταν τη νύχτα της εισβολής των τανκ στο Πολυτεχνείο, τον
Νοέμβριο του 1973, έκρυψε στο σπίτι της δεκάδες κυνηγημένους φοιτητές.
Βεναρδάτος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 18 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στην κοινότητα Πανόρμου του νομού Κυκλάδων. Έχει ανακηρυχτεί παραδοσιακός οικισμός.
Βενάρια (Venaria). Πόλη (35.660 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας, στην επαρχία Τορίνο της περιοχής του Πεδεμόντιου.
Βρίσκεται 8 χλμ. ΒΔ του Τορίνο, χτισμένη σε υψόμετρο 258 μ. και είναι σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής Τορίνο-Σέρες.
Στην πόλη υπάρχουν βιομηχανίες μεταλλουργίας, υφαντουργίας και βυρσοδεψίας.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους με την ονομασία Venaria Reale, ενώ πήρε τη σημερινή της ονομασία τον 17o αι.,
όταν ο Κάρολος Εμμανουήλ Β’ έχτισε εκεί για τον Αμεδαίο του Καστελμόντε ένα κυνηγετικό περίπτερο (Venari = πάω για
κυνήγι). Το οικοδόμημα αυτό κάηκε το 1693 και ξαναχτίστηκε με εντολή του Βίκτορα Αμεδαίου Β’ για να χρησιμοποιηθεί ως
ανάκτορό του.
Βένδες. Ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί κατά τον Μεσαίωνα για να αναφερθούν στους Σλάβους γείτονές τους. Ο
πολιτισμός τους ήταν βασικά γερμανικός και η γλώσσα τους, που ανήκει στον δυτικό κλάδο των σλαβικών γλωσσών και
χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από κατοίκους της Γερμανίας, περιέχει στοιχεία της γερμανικής. Η λογοτεχνία των Β., που
είχε σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικό περιεχόμενο έως το 1840, χρονολογείται από την περίοδο της Μεταρρύθμισης.
Βενδίς. Αρχαία σεληνιακή θεότητα των Θρακών, που ταυτίστηκε αργότερα άλλοτε με την Εκάτη, άλλοτε με την Άρτεμη και
άλλοτε με την Περσεφόνη. Στον Πειραιά εορτάζονταν τα Βενδίδεια, από την εποχή του Περικλή και έπειτα, με δημόσιες θυσίες
και τελετές. Βενδίδειον ονομαζόταν και ένα ιερό της θεάς στη Θράκη, κοντά στον Έβρο. Όπως αναφέρει ο Ξενοφών, το ιερό
αυτό βρισκόταν στη Μουνιχία, στον δρόμο όπου συγκρούστηκαν οι οπαδοί των 30 τυράννων με τους φυγάδες Αθηναίους που
είχαν αρχηγό τον Θρασύβουλο. Ο Άουγκουστ Μόμσεν στην Εορτολογία του διατυπώνει την υπόθεση ότι το Βενδίδειον θα
πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 445 και 420 π.Χ.
Βενδότης, Γεώργιος. Βλ. λ. Βεντότης, Γεώργιος.
Βενεβιτίνοφ, Ντμίτρι (Dmitry Venevitinov, Μόσχα 1805 – 1827). Ρώσος διανοούμενος, ποιητής και κριτικός. Προικισμένος
με εξαιρετική ευφυΐα, πήρε το δίπλωμά του από το πανεπιστήμιο της Μόσχας. Φίλος του Πούσκιν και των Δεκεμβριστών,
ύστερα από την ήττα των τελευταίων φυλακίστηκε σε φρούριο. Το λυρικό του έργο, στο οποίο φτάνει σε μια τελειότητα των
μορφολογικών του μέσων, είναι συνδεδεμένο με τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, τις οποίες ανέπτυξε στην Επιστολή προς την
κόμισσα N.Ν., στην αλληλογραφία με τους φίλους του και στα κριτικά του κείμενα. Ξεκινώντας από τις θέσεις του
προοδευτικού ρομαντισμού εκείνης της εποχής, ο Β. υπήρξε πρόδρομος του Μπελίνσκι, προέβαλε το αίτημα να είναι η τέχνη
σκοπός και μέσο πρόσκτησης γνώσεων, καθώς και την ανάγκη μιας κριτικής της τέχνης με ιστορικά κριτήρια.
Βενέδημος (3oς αι. μ.Χ.). Χριστιανός μάρτυρας από την Αθήνα (αναφέρεται και ως Βενέδιμος). Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό
την εποχή των διωγμών του Ρωμαίου αυτοκράτορα Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου.
βενεδικτίνη. Ηδύποτο, κίτρινου χρώματος, το οποίο παρασκευάζεται από την απόσταξη οινοπνεύματος μαζί με διάφορα φυτά.
Η ποιότητά του εξαρτάται από το είδος των φυτών, τις συνθήκες της απόσταξης κλπ. Η καλύτερη ποιότητα προέρχεται από
ορισμένα μοναστήρια της Γαλλίας, όπου οι μοναχοί το παρασκευάζουν με μυστική –έως ένα σημείο– συνταγή. Η ονομασία του,
άλλωστε, οφείλεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά παρασκευάστηκε από μοναχό της μονής των Βενεδικτίνων, κοντά στο
Φεκάμ της Γαλλίας (1550). Το ποτό μετά την απόσταξη πρέπει να διατηρηθεί τουλάχιστον για ένα έως δύο χρόνια σε δοχεία
προτού δοθεί στην κατανάλωση.
Βενεδικτίνοι. Γενική ονομασία με την οποία εμφανίστηκαν στην Ιταλία διάφορα μοναχικά τάγματα, όπως οι Καμαλδολέσιοι
(1012), οι Βαλομβροσιανοί (1036), οι Σιλβεστρίνοι (1251) και οι Ολιβετανοί (1313). Τα μοναστήρια των Β. αποτέλεσαν
σημαντικά πνευματικά κέντρα κατά τον Μεσαίωνα και διέσωσαν αρκετά κλασικά κείμενα, μεταξύ των οποίων τα έργα του
Κικέρωνα και του Τάκιτου. Οφείλουν την ονομασία τους στον άγιο Βενέδικτο (βλ. λ.), οργανωτή του μοναχικού βίου στη Δύση,
τους Κανόνες του οποίου ακολούθησαν και ομάδες γυναικών. Στην Ιταλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία ιδρύθηκαν πολλά
γυναικεία μοναστήρια, τα οποία έγιναν κατά τον Μεσαίωνα κέντρα μόρφωσης και μυστικισμού.
Βενεδικτίνων Αδελφών Κλήρου, μονή. Γυναικείο μοναστήρι στην Πεύκη της Αττικής. Στο μοναστήρι, που εξαρτάται από
την Καθολική Εκκλησία, λειτουργούν ορφανοτροφείο και δημοτικό σχολείο.
Βενέδικτος (Benedetto, Νουρσία 480; – Μοντεκασίνο 547; μ.Χ.). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, από τους
επιφανέστερους κήρυκες του μοναχικού βίου και ιδρυτής του μοναστικού τάγματος των Βενεδικτίνων, γνωστός και ως Β. ο εκ
Νουρσίας (Benedetto da Norcia). Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι πολύ συγκεχυμένες και προέρχονται κυρίως από τους
Διαλόγους του πάπα Γρηγορίου Α’ του Μέγα. Μετά τις σπουδές του στη Ρώμη, αποσύρθηκε στο Άφιλε και μετά στο Σουμπιάκο
όπου και αφιέρωσε τρία χρόνια στην προσευχή και στην άσκηση. Το 529 εγκατέλειψε το Σουμπιάκο, κατέφυγε στην Καμπανία
και έχτισε την κατοικία του επάνω σε ένα βουνό όπου σύχναζαν ακόμα ειδωλολάτρες, στους οποίους δίδασκε το Ευαγγέλιο. Το
μοναστήρι του Μοντεκασίνο (βλ. λ.) που ίδρυσε ανυψώθηκε ως υπόδειγμα κοινοβιακής ζωής. Ως βάση του μοναχικού κανόνα
έθεσε την απόλυτη ανεξαρτησία και αυτάρκεια της μοναχικής κοινότητας. Ζητούσε από τους μοναχούς να αποσπαστούν
πνευματικά από τον κόσμο και να πλησιάσουν την τελείωση ακόμα και με την άρνηση των υλικών αγαθών. Η εργασία, για τον
Β., είναι απαίτηση της ανθρώπινης ύπαρξης και άσκηση πνευματικής ανάτασης. Η πεμπτουσία της ασκητικής των Βενεδικτίνων
είναι: «Να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι» (λατ. Ora et Labora).
Βενέδικτος (Benedetto). Όνομα δεκαεπτά παπών (επίσημα, δεκατεσσάρων) της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας.
1. Βενέδικτος Α’ (Ρώμη ; – 578). Πάπας της Ρώμης (575-578). Διαδέχτηκε τον Ιωάννη Γ’. Στη διάρκεια της παποσύνης του η
Ρώμη δέχτηκε την επίθεση των Λογγοβάρδων και ο πληθυσμός της δοκιμάστηκε από την έλλειψη τροφίμων. Του αποδίδονται
τρεις επιστολές, η γνησιότητα των οποίων αμφισβητείται.
2. Βενέδικτος Β’ (Ρώμη ; – 685). Πάπας της Ρώμης (684-685). Διαδέχτηκε τον Λέοντα Β’. Εξασφάλισε τη συγκατάθεση του
Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου για την κατάργηση της αυτοκρατορικής επικύρωσης της εκλογής του
πάπα και υποστήριξε τον Αγγλοσάξονα άγιο Γουίλφριντ, αρχιεπίσκοπο του Γιορκ. Υπεράσπισε ακόμα τους κανόνες της ΣΤ’
Οικουμενικής Συνόδου εναντίον του μονοθελητισμού. Αγιοποιήθηκε από τη Δυτ. Καθολική Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται
στις 7 Μαΐου.
3. Βενέδικτος Γ’ (Ρώμη ; – 858). Πάπας της Ρώμης (855-858). Διαδέχτηκε τον Λέοντα Δ’. Αμέσως μετά την ενθρόνισή του,
απομακρύνθηκε και φυλακίστηκε από τους ηγέτες των Φράγκων που ήταν αντίθετοι στην εκλογή του και οι οποίοι υπέδειξαν
στη θέση του τον αντίπαπα Αναστάσιο Γ’. Ωστόσο, ο Β. ήταν αγαπητός στον λαό και αποκαταστάθηκε από τον ρωμαϊκό κλήρο,
διοικώντας την Εκκλησία με αυστηρότητα και ενεργητικότητα εναντίον του αυτοκράτορα Λοθάριου.
4. Βενέδικτος Δ’ (Ρώμη ; – 903). Πάπας της Ρώμης (900-903). Διαδέχτηκε τον Ιωάννη Θ’. Απένειμε το αυτοκρατορικό στέμμα
στον Λουδοβίκο, βασιλιά της Βουργουνδίας (901).
5. Βενέδικτος Ε’, ο Γραμματικός (; – Αμβούργο 965). Πάπας της Ρώμης (964). Διαδέχτηκε τον Ιωάννη ΙΒ’. Η παποσύνη του
υπήρξε εξαιρετικά σύντομη (μόλις δύο μήνες), καθώς καθαιρέθηκε με επέμβαση του αυτοκράτορα Όθωνα Α’, ο οποίος επέβαλε
στη θέση του τον Λέοντα Η’ και φυλάκισε τον Β. στο Αμβούργο, όπου και πέθανε.
6. Βενέδικτος ΣΤ’ (Ρώμη ; – φρούριο Σαντ’ Άντζελο 974). Πάπας της Ρώμης (973-974). Διαδέχτηκε τον Ιωάννη ΙΓ’. Ύστερα
από τον θάνατο του αυτοκράτορα Όθωνα πολεμήθηκε από τον ηγέτη της ρωμαϊκής φατρίας που ανέβασε στον παπικό θρόνο τον
αντίπαπα Βονιφάτιο Ζ’. Ο Β. φυλακίστηκε για δύο μήνες και τελικά στραγγαλίστηκε.
7. Βενέδικτος Ζ’ (Ρώμη ; – 983;). Πάπας της Ρώμης (974-983). Διαδέχτηκε τον δολοφονηθέντα νόμιμο πάπα Β. ΣΤ’ (6.).
Καταδίκασε τη σιμωνία, αλλά είχε να αντιμετωπίσει τη διαρκή εχθρότητα του αντίπαπα Βονιφάτιου.
8. Βενέδικτος Η’ (Τοσκάνη ; – Ρώμη 1024). Πάπας της Ρώμης (1012-24). Ήταν γιος του κόμη της Τοσκάνης, Γρηγορίου.
Έστεψε στη Ρώμη τον αυτοκράτορα Ερρίκο Β’, το 1014, και απέκρουσε την εκστρατεία των Σαρακηνών ενώ ευνόησε την
εγκατάσταση Νορμανδών στη νότια Ιταλία.
9. Βενέδικτος Θ’ (Ρώμη, περ. 1010 – μονή Γκροταφεράτα, περ. 1055). Πάπας της Ρώμης (1032-45 και 1047-48). Ήταν ανιψιός
του πάπα Β. Η’ (8.). Εξελέγη πάπας σε πολύ νεαρή ηλικία και υπήρξε ταραχοποιός, τυραννικός, με ζωή περιπετειώδη και
έκλυτη. Μια επανάσταση, το 1044, αμφισβήτησε την εξουσία του. Οι αντίπαλοι του επέβαλαν τον Σιλβέστρο Γ’, αλλά οι
υποστηρικτές του Β. από τον οίκο της Τοσκάνης τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί. Τον επόμενο χρόνο (1045) παραιτήθηκε και ο
ίδιος, αφού πήρε χρηματική αποζημίωση, υπέρ του πάπα Γρηγορίου ΣΤ’. Η σύνοδος του Σουτρίου κήρυξε έκπτωτο και τον πάπα
Γρηγόριο ΣΤ’ και διόρισε στη θέση του τον Κλήμη Β’. Ο Β. όμως επέστρεψε στη Ρώμη και το 1047 ξανάγινε πάπας.
Εκδιώχτηκε από τον θρόνο από τον Ερρίκο Γ’ και στη συνέχεια θεωρήθηκε ύποπτος για τους θανάτους του Κλήμη Β’ και του
Δαμάσου Δ’, ο οποίος τον διαδέχτηκε. Κατόπιν αποσύρθηκε στη μονή Γκροταφεράτα, στα περίχωρα της Ρώμης, όπου παρέμεινε
έως τον θάνατό του.
10. Βενέδικτος Ι’ (11ος αι.). Αντικανονικός πάπας (αντίπαπας) της Ρώμης (1058-59). Εξελέγη από ευγενείς Ρωμαίους, αλλά στη
θέση του επιβλήθηκε, ύστερα από απόφαση συνόδου στη Σιένα, ο Νικόλαος Β’, επίσκοπος Φλωρεντίας. Ο Β. αναγκάστηκε να
δραπετεύσει, αλλά τελικά επανήλθε στη Ρώμη όπου αποσχηματίστηκε και καθαιρέθηκε.
11. Βενέδικτος ΙΑ’ (Nicholas Boccasini, Τρεβίζο 1240 – Περούτζια 1304). Πάπας της Ρώμης (1303-4). Αρχικά διετέλεσε
αρχηγός του τάγματος των Δομινικανών και καρδινάλιος επίσκοπος Όστιας. Ανακηρύχθηκε πάπας το 1303 και λόγω των
πολιτικών αναταραχών που εκτυλίσσονταν στη Ρώμη αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα του διαδοχικά στο Μοντεφιασκόνε,
στο Βιτέρμπο και στην Περούτζια. Στην τελευταία αυτή πόλη βρέθηκε ξαφνικά νεκρός, μετά από παραμονή οχτώ μηνών,
δημιουργώντας βάσιμες υποψίες για δηλητηρίασή του. Το 1736 ανακηρύχθηκε όσιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας.
12. Βενέδικτος ΙΒ’ (Jacques Fournier, Τουλούζ ; – Αβινιόν 1342). Τρίτος πάπας (1334-42), στο διάστημα της καλούμενης
αιχμαλωσίας της Αβινιόν. Γαλλικής καταγωγής, εξελέγη επίσκοπος στην Αβινιόν το 1334, όπου έχτισε τα περίφημα παπικά
ανάκτορα. Ο Β., που είχε σπουδάσει θεολογία στο Παρίσι, αναδείχθηκε σε αξιόλογο πάπα που ανέλαβε σημαντικές
πρωτοβουλίες για τη μεταρρύθμιση του δυτικού κλήρου. Καταδίκασε την επικαρπία των ανώτερων κληρικών, τον νεποτισμό και
τη σιμωνία. Εργάστηκε επίσης για την άρση του σχίσματος μεταξύ των δύο Εκκλησιών και για την ειρήνευση μεταξύ Αγγλίας
και Γαλλίας.
13. Βενέδικτος (ΙΓ’) (1329; – Βαρκελώνη 1422;). Αντικανονικός πάπας (αντίπαπας, 1394-1417), στο διάστημα της καλούμενης
αιχμαλωσίας της Αβινιόν. Σπούδασε κανονικό δίκαιο στο Μονπελιέ. Αναγνωρίστηκε αρχικά από πολλούς ηγεμόνες, αλλά
αργότερα εκθρονίστηκε και τελικά αφορίστηκε από τις συνόδους που συγκλήθηκαν στην Πίζα (1409) και στην Κωνστάντζα
(1417). Ο ίδιος δεν δέχτηκε να παραιτηθεί από τον παπικό θρόνο μολονότι είχε αποσυρθεί και έζησε ως ασκητής στη
Βαρκελώνη μέχρι και τον θάνατό του. Στον επίσημο κατάλογο των παπών της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, δεν
συμπεριλαμβάνεται το όνομά του.
14. Βενέδικτος ΙΓ’ (Pietro Francesco Orsini, 1649 – 1730). Πάπας της Ρώμης (1724-30). Καταγόταν από την αριστοκρατική
οικογένεια του δούκα Ορσίνι. Έγινε καρδινάλιος σε ηλικία 23 ετών και αργότερα αρχιεπίσκοπος Μπενεβέντο. Διαδέχθηκε τον
Ινοκέντιο ΙΓ’. Ο πιο πιστός του σύμβουλος ήταν ο διεφθαρμένος καρδινάλιος Κόσκια.
15. Βενέδικτος (ΙΔ’) (15ος αι.). Αντικανονικός πάπας (αντίπαπας) της Ρώμης (1425-30). Ακόλουθος του επίσης αντίπαπα Β. ΙΓ’
(13.), εξελέγη σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκλογή του αντίπαπα Κλήμη Η’. Στον επίσημο κατάλογο των παπών της Δυτ.
Καθολικής Εκκλησίας, δεν συμπεριλαμβάνεται το όνομά του.
16. Βενέδικτος ΙΔ’ (Prospero Lorenzo Lambertini, Μπολόνια 1675 – 1758). Πάπας της Ρώμης (1740-58). Σπούδασε κανονικό
δίκαιο και εξελέγη διαδοχικά αρχιεπίσκοπος Ανκόνα (1727), καρδινάλιος (1728) και αρχιεπίσκοπος Μπολόνια. Έδειξε μεγάλο
πνευματικό και ηθικό ανάστημα, προκάλεσε σειρά συνθηκών με πολλές ευρωπαϊκές χώρες και προστάτευσε τις τέχνες και τα
γράμματα.
17. Βενέδικτος ΙΕ’ (Giacomo della Chiesa, Γένοβα 1854 – 1922). Πάπας της Ρώμης (1914-22). Διαδέχτηκε τον Πίο Ι’.
Πτυχιούχος νομικής και θεολογίας, διετέλεσε αρχικά αρχιεπίσκοπος στην Μπολόνια (1907) και καρδινάλιος. Προσπάθησε με
ειρηνευτικές προτάσεις (Αύγουστος 1917) να συντομεύσει εκείνο που ο ίδιος αποκάλεσε «άχρηστη σφαγή», δηλαδή τον Α’
Παγκόσμιο πόλεμο, και να διασώσει την Ευρώπη. Στο θρησκευτικό πεδίο φρόντισε για την προαγωγή των σχέσεων με την
Ορθοδοξία. Στη διάρκεια της θητείας του η Γαλλία και η Αγγλία αποκατέστησαν τις διπλωματικές σχέσεις τους με την Αγία
Έδρα.
Βενέδικτος (β’ μισό 12ου αι. – α’ μισό 13ου αι.). Έλληνας επίσκοπος Κεφαλονιάς, του ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Το 1206
ονομάστηκε επίσκοπος από τον τοπικό άρχοντα Ορσίνι και αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ινοκέντιο Γ’ τον επόμένο χρόνο. Ο Β.
ήταν αξιόλογος λόγιος της εποχής του. Σώζεται κείμενό του που απευθύνεται προς τον άρχοντα του νησιού Ορσίνι, στο οποίο
διακηρύττει την αφοσίωσή του σε αυτόν και στους διαδόχους του. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στον τρίτο τόμο της
γερμανόφωνης Βυζαντινής και Νεοελληνικής Επετηρίδας του έτους 1922.
Βενέδικτος Α’ (Βασίλειος Παπαδόπουλος, Προύσα 1892 – 1980). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1957-80). Αποφοίτησε από την
Ιερατική Σχολή των Ιεροσολύμων το 1914. Σπούδασε νομικά και θεολογία στην Αθήνα. Διετέλεσε έξαρχος του Παναγίου
Τάφου στην Αθήνα (1929-46), μέλος της Ιεράς Συνόδου των Ιεροσολύμων (1946-51) και αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος (1951-57).
Πήρε μέρος σε συνέδρια ως αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, την Ελλάδα, την Αγγλία
και άλλες χώρες για την προώθηση ζητημάτων της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του. Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της
θητείας του ήταν η συνάντησή του με τον πάπα Παύλο ΣΤ’, το 1964, στο πλαίσιο του διαλόγου και της προσέγγισης των
χριστιανικών Εκκλησιών.
Βενέδικτος ο εκ Νουρσίας. Βλ. λ. Βενέδικτος (Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας).
Βενέδικτος ο Ερημίτης (; – 845 μ.Χ.). Έλληνας μοναχός του ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Ίδρυσε στη Γαλλία μοναστήρι και
έγινε ο πρώτος ηγούμενός του. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του τιμάται στις 22 Οκτωβρίου.
Βενέδικτος ο Λάμαρης (; – 1850). Έλληνας λόγιος μοναχός. Δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη, στην Αμφιλοχία (τότε
Κραβασαρά), στην Πρέβεζα και στην Άρτα.
Βενέδιμος. Βλ. λ. Βενέδημος.
Βενέζης, Ηλίας (Κυδωνίες [Αϊβαλί] Μικράς Ασίας 1904 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και
ακαδημαϊκού Ηλία Μέλλου. Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο
πατέρας του και μία αδελφή του έπεσαν όμηροι των Τούρκων· ο ίδιος, η μητέρα του και τα υπόλοιπα αδέλφια του κατέφυγαν
στη Μυτιλήνη, όπου ο Β. τελείωσε το γυμνάσιο. Η οικογένεια ξαναμαζεύτηκε στις Κυδωνίες το 1919 και έμεινε εκεί έως το
1922, οπότε ο Β. γνώρισε και ο ίδιος την ομηρία, μετά την οποία κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου δημοσίευσε τις πρώτες
συνέχειες του χρονικού της ομηρίας του Νούμερο 31328 στην εφημερίδα Καμπάνα. Στην ίδια εφημερίδα δημοσίευε κείμενά του
και ο Στρατής Μυριβήλης, επικεφαλής τότε μιας ομάδας ελπιδοφόρων νέων λογοτεχνών, και αυτός ενθάρρυνε τον Β. στα πρώτα
του βήματα. Ο Β. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1932 για εργαστεί στην κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην
Κατοχή τον φυλάκισαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι. Χρημάτισε επανειλημμένα γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και το
1957 έγινε ακαδημαϊκός.
Το πρώτο βιβλίο του ήταν μια συλλογή διηγημάτων (Ο Μανώλης Λέκας, 1928) και ακολούθησε, σε μορφή βιβλίου αυτή τη
φορά, το Νούμερο 31328 (1931), που συνάντησε θερμότατη υποδοχή. Η καθιέρωσή του εδραιώθηκε ακόμα περισσότερο με τα
βιβλία του Γαλήνη (1939) και Αιολική γη (1943), που αποτελούν, ιδίως το δεύτερο, ένα υβριδικό είδος ανάμεσα στο
μυθιστόρημα και στο χρονικό. Έγραψε πολλά άλλα βιβλία, κυρίως συλλογές διηγημάτων και ταξιδιωτικές εντυπώσεις ή χρονικά
(μεταξύ των οποίων το Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, 1955), καθώς και τις βιογραφίες Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός
(1952) και Εμμανουήλ Τσουδερός (1965). Στα έργα της ύστερης παραγωγής του συγκαταλέγονται τα: Εφταλού (1972), Στις
ελληνικές θάλασσες (1973, μυθιστορία) και Μικρασία, χαίρε (1974, αφηγήματα).
Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα τρία σημαντικά βιβλία του Β., αυτά που του εξασφάλισαν την επιτυχία και τον ανέδειξαν ως τον
πιο δημοφιλή πεζογράφο της γενιάς του ’30, βασίζονται στο υλικό που είχε αποθησαυρίσει μέσα στην ψυχή του από τη ζωή του
στην όμορφη και ύστερα τραγική μικρασιατική πατρίδα. Στο Νούμερο 31328 εξιστορείται η τραγωδία της ομηρίας των Ελλήνων
στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ένας από αυτούς, ο ίδιος ο συγγραφέας (ο αριθμός του τίτλου είναι αυτός που είχε λάβει ως
όμηρος), μεταδίδει τη σκληρότητα του πολέμου ή, ακριβέστερα, την τραγωδία της αμείλικτης συμπεριφοράς ενός
αποχαλινωμένου εξουσιαστή απέναντι σε έναν ανυπεράσπιστο· αυτό ισχύει κυρίως για την πρώτη έκδοση, γιατί στις
μεταγενέστερες περιόρισε την ωμότητα στην περιγραφή και κάποιες άλλες αντιπολεμικές αναφορές. Στη Γαλήνη καταπιάστηκε
με τα ποικίλα προβλήματα (όχι μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και ψυχικά και συναισθηματικά), που δημιούργησε η
εγκατάσταση των ξεριζωμένων Μικρασιατών στη Ελλάδα, η οποία δεν έγινε πάντα με την αυτοπροαίρετη συναίνεση των
ντόπιων. Τέλος, στην Αιολική γη παρακολουθούσε τη μετατροπή –με την επενέργεια της νοσταλγικής διάθεσης του συγγραφέα,
που ολοένα μεγάλωνε με τον καιρό– σε παραμύθι της βιωμένης στα παιδικά του χρόνια ζωής στην ιωνική γη: τα γεγονότα έχουν
περιβληθεί με ένα μαγικό πέπλο, χάνουν το γήινο βάρος τους και κείνται μετέωρα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο
όνειρο.
Θα έλεγε κανείς πως τα τρία αυτά βιβλία του Β. αποτελούν τρεις βαθμίδες, που σημειώνουν μια σταδιακή απομάκρυνσή του από
την απτή ζωή και τα σκληρά προβλήματά της, μια υπερπήδηση των προβλημάτων με τη φυγή και την καταφυγή σε ένα κλίμα
υποβολής, στη δημιουργία της οποίας φάνηκε ιδιαίτερα ικανός ως συγγραφέας, ενώ δεν συμβαίνει ίσως το ίδιο στη δημιουργία
στέρεων πλοκών και παραστατικών ανθρώπινων τύπων.
Βενεζουέλα (Venezuela)
Επίσημη ονομασία: Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας
Έκταση: 912.050 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 26.008.481 κάτ. (2004)
Πρωτεύουσα: Καράκας

Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Δ με την Κολομβία, στα Ν με τη Βραζιλία και στα Α με τη Γουιάνα, ενώ στα Β
βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και τον Ατλαντικό ωκεανό.
Πολιτικά στοιχεία
Ανεξάρτητο κράτος από το 1811, η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από τη
Β., που προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις κατά μήκος του ποταμού Εσεκίμπο.
Διοικητική διαίρεση. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο σύνταγμα της χώρας, που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 1999, η Β. είναι
δημοκρατικό κράτος ομοσπονδιακού χαρακτήρα, με 23 ομόσπονδες πολιτείες, την ειδική Ομόσπονδη Περιοχή της
Πρωτεύουσας και τα Ομοσπονδιακά Εδάφη, στα οποία υπάγονται τρία μικρά νησιωτικά αρχιπελάγη στην Καραϊβική θάλασσα.
Πιο συγκεκριμένα, οι πολιτείες της χώρας είναι (σε παρένθεση η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός τους, το 2001): Αμαζόνας
(Amazonas, Πουέρτο Αγιακούκο, 70.464), Ανθοάτεγκι (Anzoαtegui, Μπαρσελόνα 1.222.225), Απούρε (Apure, Σαν Φερνάντο,
377.756), Αράγκουα (Aragua, Μαρακάι 1.449.616), Βάργκας (Vargas, Λα Γκουάιρα, 298.109), Γιαρακούι (Yaracuy, Σαν
Φελίπε, 449.049), Γκουάρικο (Guαrico, Σαν Χουάν δε λος Μόρος, 627.086), Δέλτα Αμακούρο (Delta Amacuro, Τουκουπίτα,
97.987), Θούλια (Zulia, Μαρακαΐμπο, 2.983.679), Καραμπόμπο (Carabobo, Βαλένσια, 1.932.128), Κοχέδες (Cojedes, Σαν
Κάρλος, 253.105), Λάρα (Lara, Μπαρκισιμέτο, 1.556.415), Μέριδα (Merida, Μερίδα, 715.268), Μιράντα (Miranda, Λος Τέκες,
2.330.872), Μονάγκας (Monagas, Ματουρίν, 712.626), Μπαρίνας (Barinas, Μπαρίνας, 624.508), Μπολίβαρ (Bolίvar, Θιουδάδ
Μπολίβαρ, 1.214.846), Νουέβα Εσπάρτα (Nueva Esparta, Λα Ασουνσιόν, 373.851), Ομόσπονδα Εδάφη (Dependencias
Federales, 1.651), Ομόσπονδη Περιοχή Πρωτεύουσας (Distrito Federal, Καράκας, 1.836.236), Πορτουγκέσα (Portuguesa,
Γκουαναρέ, 725.740), Σούκρε (Sucre, Κουμανά, 786.483), Ταχίρα (Tαchira, Σαν Κριστομπάλ, 992.669), Τρουχίλιο (Trujillo,
Τρουχίλιο, 608.563) και Φαλκόν (Falcon, Κόρο, 763.188).
Πολίτευμα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Το πολίτευμα της Β. είναι προεδρική δημοκρατία. Έως την αναθεώρηση του
συντάγματος το 1999, τη νομοθετική εξουσία ασκούσαν δύο σώματα, η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων, με μια
περίπλοκη σύνθεση των σωμάτων: τη Γερουσία αποτελούσαν δύο εκλεγμένοι εκπρόσωποι από κάθε πολιτεία, μαζί με
γερουσιαστές από διάφορες μειονότητες και τους πρώην προέδρους της χώρας (ισόβια μέλη), ενώ η σύνθεση της Βουλής των
Αντιπροσώπων καθοριζόταν από ειδικούς νόμους, αν και κάθε πολιτεία δεν μπορούσε να έχει λιγότερους από δύο βουλευτές.
Με το νέο σύνταγμα, καταργήθηκαν τα δύο σώματα και αντικαταστάθηκαν από μια ενιαία εθνική αντιπροσωπεία, τα μέλη της
οποίας εκλέγονται απευθείας από τον λαό. Το σώμα των βουλευτών περιορίστηκε έτσι σε 165 μέλη (από 205) και η θητεία τους
ορίστηκε πενταετής. Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους.
Κάθε ομόσπονδη πολιτεία έχει δικό της κυβερνήτη και νομοθετικό σώμα, που εκλέγονται επίσης απευθείας από τον λαό, ενώ το
ίδιο ισχύει και για τα μικρότερα ομοσπονδιακά εδάφη.
Αρχηγός του κράτους και της εκτελεστικής εξουσίας, με διευρυμένες μάλιστα εξουσίες, είναι ο πρόεδρος, ο οποίος επίσης
εκλέγεται απευθείας από τον λαό για θητεία έξι ετών (έως το 1999 ήταν πενταετής), με περιορισμό τις δύο συνεχόμενες θητείες.
Κόμματα και κυβέρνηση. Τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το Χριστιανοκοινωνικό (COPEI) και το
Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης (AD), ενώ στις εκλογές του 2000 εμφανίστηκαν δύο ευρύτεροι συνασπισμοί, το Κίνημα για την
Πέμπτη Δημοκρατία (MVR) και το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό (MAS). Πρόεδρος της χώρας, από το 1998, είναι ο Ούγο
Τσάβες, ο οποίος είναι συγχρόνως και πρωθυπουργός· ο Τσάβες επανεξελέγη το 2000 και διατήρησε το αξίωμά του, εν μέσω
εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων, μετά από δημοψήφισμα που διεξήχθη το 2004.
Δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ανώτατο όργανο είναι το ανώτατο δικαστήριο, με έξι επιμέρους κλάδους. Κάθε
πολιτεία αποτελεί ένα αυτόνομο δικαστικό διαμέρισμα με δικό του ανώτατο δικαστήριο, αποτελούμενο από τρία μέλη, ένα
εφετείο και πρωτοβάθμια δικαστήρια στα διαμερίσματα και στους δήμους. Στα ομόσπονδα εδάφη υπάρχουν πρωτοβάθμια
πολιτικά δικαστήρια και στρατοδικεία. Στην πρωτεύουσα υπάρχει και φορολογικό δικαστήριο.
Θρησκεία. Κυρίαρχο θρησκευτικό δόγμα της χώρας είναι ο ρωμαιοκαθολικισμός (96%), ενώ η τοπική Καθολική Εκκλησία
διοικείται από 4 αρχιεπισκόπους και 19 επισκόπους. Υπάρχει επίσης ένα μικρό ποσοστό Διαμαρτυρομένων (2%). Ωστόσο,
συνταγματικά είναι κατοχυρωμένη η θρησκευτική ελευθερία και ο πλήρης διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας.
Γλώσσα και εθνότητες. Περίπου το 65% του πληθυσμού είναι μεστίζος (μιγάδες), 20% λευκοί, 10% έγχρωμοι και 2%
αυτόχθονες. Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η ισπανική. Οι αυτόχθονες (Αμερινδοί) μιλούν κυρίως τη γλώσσα καρίμπε.
Εκπαίδευση. Η εκπαίδευση, που παρέχεται τόσο σε δημόσιες όσο και σε ιδιωτικές σχολές, διαιρείται σε στοιχειώδη, μέση,
τεχνική, διδασκαλικού κύκλου και πανεπιστημιακή. Στις κρατικές σχολές η εκπαίδευση παρέχεται εντελώς δωρεάν,
καλύπτοντας ακόμα και τα βιβλία και τη σίτιση. Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί εννέα χρόνια και είναι υποχρεωτική, από την
ηλικία των 5 έως 15 ετών, αλλά το ποσοστό του αναλφαβητισμού είναι ακόμη υψηλό (6,6% το 2003). Η μέση εκπαίδευση
διαρκεί δύο χρόνια. Η ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα πανεπιστήμια και σε διάφορα ανώτερα ιδρύματα.
Πανεπιστήμια λειτουργούν στο Καράκας (1725), στη Μέριδα (1785), στη Βαλένσια (1852), στο Μαρακαΐμπο (1891) και στην
Κουμανά (1958). Λειτουργούν, επίσης, το Πειραματικό Κέντρο Ανώτερων Σπουδών και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια Σάντα Μαρία
(1953) και Αντρές Μπέλιο (1953), και τα δύο στο Καράκας.
Άμυνα. Σημαντικές και σταθερές ήταν οι προσπάθειες της κυβέρνησης, προκειμένου να αναδιοργανώσει και να εκσυγχρονίσει
το αμυντικό σύστημα της χώρας. Η θητεία είναι υποχρεωτική για τους άνδρες και διαρκεί 30 μήνες. Η Β. διαθέτει στρατό,
ναυτικό και αεροπορία, της οποίας σχεδόν όλα τα αεροσκάφη είναι σύγχρονα και καλά εξοπλισμένα. Το 2004 υπηρετούσαν στα
τρία σώματα 59.300 άτομα. Στις ένοπλες δυνάμεις ανήκει επίσης η Guardia Nacional (Εθνοφρουρά), με 23.000 άτομα.
Κοινωνική πρόνοια. Η κοινωνική ασφάλιση είναι ανεπτυγμένη, αν και σημαντικό είναι ακόμα το ανασφάλιστο τμήμα του
πληθυσμού (μεγάλο μέρος των χωρικών του εσωτερικού και πολλοί κάτοικοι των φτωχών συνοικιών των μεγαλουπόλεων).
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Γεωλογική ιστορία. Το τοπίο της Β. εμφανίζεται ασυνεχές, καθώς το έδαφός της αποτελείται από τμήματα που χαρακτηρίζονται
από διαφορετική ανάπτυξη των γεωλογικών φάσεων. Ξεκινά από ορεινές κορυφές υψηλότερες από 5.000 μ., οι οποίες
αποτελούν μέρος του συστήματος των Άνδεων, και καταλήγει σε επίπεδες επιφάνειες και βαθύπεδα. Ο ορεινός όγκος της
Γουιάνας, βόρειο τμήμα της βραζιλιανής ασπίδας, είναι ο πιο αρχαίος της Β., της οποίας αποτελεί τη νοτιοανατολική περιοχή.
Εκεί αναδύονται κρυσταλλοπαγή και ιζηματογενή πετρώματα του κάτω και μέσου προκάμβριου, που μεταμορφώθηκαν και
σχημάτισαν μια άκαμπτη μάζα η οποία αναδύθηκε σε μια απώτατη χρονική περίοδο και στη συνέχεια ισοπεδώθηκε, ανυψώθηκε
και κατ’ αυτό τον τρόπο ανανεώθηκε μορφολογικά. Στα Α του ποταμού Καρονί και στο βόρειο τμήμα, η μάζα της Γουιάνας
καλύπτεται κατά ένα μέρος από ιζηματογενείς σχηματισμούς, με κρυσταλλικές εισδύσεις του μεσοζωικού.
Οι Άνδεις της Β. είναι μόνο το βορειότερο τμήμα όλου του συστήματος. Οι πτυχώσεις και η ανύψωση των ιζηματογενών
σχηματισμών (οι αρχαιότεροι από τους οποίους ανάγονται στο κάμβριο), που αποτελούν τις αλυσίδες των Άνδεων,
δημιουργήθηκαν βαθμιαία. Μετά τον σχηματισμό των πρώτων οροσειρών, στα τέλη του παλαιοζωικού αιώνα, η αποφασιστική
ορεογενετική κίνηση παρατηρήθηκε στα τέλη της κρητιδικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Οι αλυσίδες αυτές, που
υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες διακλαδώσεις, χωρίζονται από βαθιές λεκάνες ιζηματαπόθεσης, οι κυριότερες από τις οποίες
είναι τα γεωσύγκλινα του Μαρακαΐμπο και του Ορινόκο. Στις τάφρους αυτές, από το κρητιδικό και ύστερα, εναποτέθηκαν
μεγάλα στρώματα θαλάσσιων ή ποτάμιων ιζημάτων, προερχόμενα από τη διάβρωση των αλυσίδων των Άνδεων, στα οποία
σχηματίστηκαν πολυάριθμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Η πλήρωσή τους δημιούργησε τις προσχωσιγενείς πεδιάδες των
λιάνος.
Γεωμορφολογία. Το έδαφος της Β. καταλαμβάνει το βορειότερο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Περιλαμβάνεται ανάμεσα στα
ανάγλυφα των Άνδεων και στους αρχαίους όγκους της Γουιάνας, και αντιστοιχεί κατά μεγάλο μέρος στο βαθύπεδο του Ορινόκο.
Οι ακτές της, οι οποίες κρασπεδώνονται από τα αρχιπελάγη των Μικρών Αντιλλών, βρέχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την
Καραϊβική θάλασσα. Μόνο ένα μικρό παράκτιο τμήμα, που αντιστοιχεί στο δέλτα του Ορινόκο, βρέχεται απευθείας από τον
Ατλαντικό.
Από ορεογραφική άποψη, το έδαφος της Β. είναι ποικίλο και ασυνεχές, με εναλλαγές πεδιάδων, οροσειρών και υψιπέδων, που
δίνουν στη μορφολογία αρκετά τραχιά εμφάνιση. Υψομετρικά, ξεκινά από τα βαλτώδη βαθύπεδα που περιβάλλουν τη λίμνη
Μαρακαΐμπο και καταλήγει στις αιώνια χιονισμένες κορυφές της κορδιλιέρας της Μέριδα, οι οποίες ξεπερνούν τα 5.000 μ.
Γενικά, η διάρθρωση του εδάφους της Β. μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις μεγάλες διακριτές ενότητες. Στα Δ και στα Β είναι
διατεταγμένες οροσειρές, διακλαδώσεις του βασικού κορμού των Άνδεων. Πρόκειται για βουνά που σχηματίστηκαν από τις
συρρικνώσεις της τριτογενούς περιόδου. Στα ΝΑ, περιορισμένο από τη δεξιά όχθη του Ορινόκο και από τον Ατλαντικό,
εκτείνεται το ορεινό συγκρότημα της Γουιάνας, κυρίως με πεδινή δομή, μέσου ύψους 700 μ. (αν και κάποιες κορυφές ξεπερνούν
τα 2.000 μ.). Το συγκρότημα αυτό αντιπροσωπεύει ένα μέρος της αρχαίας κρυσταλλικής μάζας η οποία, μαζί με τη βραζιλιανή
ασπίδα, αποτελεί τη βάση όλης της νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Τέλος, ανάμεσα στις οροσειρές των Άνδεων και στον όγκο της
Γουιάνας απλώνονται οι εκτεταμένες πεδιάδες (λιάνος), όπου ρέουν οι αριστεροί παραπόταμοι του Ορινόκο οι οποίοι έχουν
προσχώσει την έκταση που έως τον καινοζωικό αιώνα ήταν ένας εκτεταμένος θαλάσσιος κόλπος.
Η δυτικότερη από τις οροσειρές των Άνδεων, η Σιέρα δε Περιχά, αποτελεί τη μεθόριο μεταξύ της Β. και της Κολομβίας. Η
κορδιλιέρα της Μέριδα, που βρίσκεται ανατολικότερα και διευθύνεται από ΝΔ προς ΒΑ, χαμηλώνει προς τα Β, στα εκτεταμένα
υψίπεδα Ελ Τοκούγιο και Μπαρκισιμέτο. Συνεχίζει, κατευθυνόμενη προς τον Ισημερινό (Εκουαδόρ), με την ονομασία
κορδιλιέρα της Ακτής, πάντοτε κατακερματισμένη σε διάφορα τμήματα που άλλοτε βρέχονται από τη θάλασσα και άλλοτε
βρίσκονται στην ενδοχώρα. Οι Άνδεις της Β. παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές σε σχέση με την καθαυτό κορδιλιέρα των
Άνδεων, της οποίας αποτελούν το βορειοανατολικό άκρο, διαμελισμένο σε διάφορες μικρότερες αλυσίδες. Στο σύνολό τους
είναι λιγότερο ψηλές (υψηλότερη κορυφή η Πίκο Μπολίβαρ στη θέση Λα Κολούμνα, 5.002 μ., στην κορδιλιέρα της Μέριδα),
ενώ οι παράκτιες οροσειρές της κορδιλιέρας της Ακτής μόλις που ξεπερνούν τα 2.000 μ. Το ανάγλυφο ωστόσο είναι αρκετά
τραχύ και οι πλαγιές μάλλον απόκρημνες. Ανάμεσα στη Σιέρα δε Περιχά και στην κορδιλιέρα της Μέριδα εκτείνεται, για
περισσότερα από 70.000 τ. χλμ., το μεγάλο βαθύπεδο Θούλια, κατά μεγάλο μέρος κατακλυσμένο από τα νερά της λίμνης
Μαρακαΐμπο, λείψανο ενός ευρύτερου θαλάσσιου κόλπου που έχει υποστεί μερική πρόσχωση. Η λεκάνη της λίμνης
Μαρακαΐμπο μπορεί να θεωρηθεί λεκάνη καθίζησης (σε αυτό οφείλεται και ο πλούτος της σε πετρέλαιο) που κατακλύστηκε
επανειλημμένα από τα θαλάσσια νερά και υπέστη θαλάσσια και χερσαία ιζηματαπόθεση, η οποία συγκέντρωσε υλικά σε πάχος
πάνω από 5.000 μ.
Ανάμεσα στις κορδιλιέρες και στον όγκο της Γουιάνας εκτείνονται, σε μια έκταση περίπου 300.000 τ. χλμ., τα λιάνος· στο
σύνολο καλύπτουν το 35% του εδάφους της Β. Η προέλευσή τους είναι συνδεδεμένη με την παρουσία ενός μεγάλου
γεωσύγκλινου, η καθίζηση του οποίου επέτρεψε τη συσσώρευση ιζημάτων πάχους 4.000 μ. Η όψη τους είναι ερημική, λόγω της
απουσίας οποιασδήποτε μορφής ανάγλυφου. Το μέσο ύψος, κατώτερο των 200 μ., έχει ανεπαίσθητη κλίση από τις παρυφές των
Άνδεων προς την αμφίβια ζώνη του δέλτα του Ορινόκο, στα Δ του οποίου ωστόσο η πεδιάδα διακόπτεται από μια σειρά
λοφωδών κυματώσεων. Ο ορεινός όγκος της Γουιάνας, που καλύπτει περίπου το 45% του εδάφους της Β., αποτελείται από
πανάρχαια πετρώματα (γνεύσιους, εισδυτικούς γρανίτες) και περιλαμβάνεται στο τόξο που διαγράφει ο Ορινόκο. Το μέσο
υψόμετρο δεν είναι υπερβολικά μεγάλο, αλλά η μορφολογία του είναι μάλλον ποικίλη. Το βόρειο τμήμα αποτελείται από ένα
κυματοειδές υψίπεδο, πάνω από το οποίο υψώνονται λόφοι και σιέρες, λείψανα ενός διαμελισμένου και διαβρωμένου
αναγλύφου, που φτάνουν τα μεγαλύτερα ύψη τους στην Πίκο Μαραουάκα (2.580 μ.) στα νοτιοδυτικά κράσπεδα του ορεινού
όγκου, και στη Σιέρα δε Ροραΐμα (2.875 μ.), τον ανατολικότερο ορεογραφικό κόμβο του μεγάλου υψιπέδου. Στα
βορειοανατολικά κράσπεδα του συγκροτήματος, η Σιέρα δε Ιματάκα, μήκους 150 χλμ. έως το δέλτα του Ορινόκο, είναι ένα από
τα τυπικότερα ανάγλυφα της περιοχής.
Οι ακτές της Β. βρίσκονται σε στενή εξάρτηση με τις συνθήκες του εσωτερικού αναγλύφου. Οι δυτικές, που βρέχονται από τον
κόλπο της Β., ανάμεσα στη χερσόνησο Παραγουανά και στη χερσόνησο Γκουαχίρα της Κολομβίας, είναι γενικά χαμηλές και
βαλτώδεις, ιδιαίτερα σε αντιστοιχία με τη λίμνη Μαρακαΐμπο. Στα Α της χερσονήσου Παραγουανά, οι ακτές αρχικά είναι ακόμη
χαμηλές και βαλτώδεις, αλλά στη συνέχεια γίνονται ευθύγραμμες και ψηλές, σε αντιστοιχία με την κορδιλιέρα που εκτείνεται
παράλληλα. Η καταβύθιση που σημειώθηκε κατά το πλειστόκαινο δημιούργησε στη συνέχεια ακτές ψηλές και βραχώδεις (εκτός
από το τμήμα στον κόλπο της Μπαρσελόνα), σε αντιστοιχία με τη διπλή χερσόνησο Αράγια-Παρία, η οποία αποτελεί ενιαίο
ορεινό συγκρότημα που συνεχίζεται στα βόρεια ανάγλυφα του Τρινιντάντ.
Από τα νησιά που βρίσκονται απέναντι από τις ακτές της Β., άλλα κοραλλιογενούς προέλευσης και άλλα συνδεδεμένα με την
παρουσία της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, το πιο εκτεταμένο είναι η Μαργαρίτα, η οποία χωρίζεται από την ήπειρο με έναν
στενό θαλάσσιο βραχίονα μικρού βάθους.
Υδρογραφία. Οι ποταμοί της Β. είναι πολυάριθμοι και πλούσιοι σε νερά. Συμβάλλουν, στην πλειονότητά τους, στον μεγάλο
ποταμό Ορινόκο (2.140 χλμ.), τον τρίτο μεγαλύτερο σε μήκος ποταμό της Νότιας Αμερικής. Η λεκάνη απορροής του, με
επιφάνεια 948.000 τ. χλμ. (από τα οποία τα 600.000 βρίσκονται στη Β.), εκτείνεται μέσω των αριστερών παραποτάμων του,
Μέτα και Απούρε, στα λιάνος των ανατολικών πλαγιών των Άνδεων της Β. και της Κολομβίας, και μέσω των δεξιών
παραποτάμων του (Βεντουάρι, Κάουρα, Καρονί) σε μεγάλο τμήμα του όγκου της Γουιάνας. Ο άνω ρους του παρουσιάζει
μάλλον ακανόνιστο περίγραμμα, που διακόπτεται από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες οι οποίοι εμποδίζουν τη ναυσιπλοΐα.
Πολυάριθμοι είναι οι καταρράκτες και κατά μήκος του ρου των παραποτάμων που κατεβαίνουν από τη Γουιάνα, όπως ο Σάλτο
Άνχελ (περ. 1.000 μ.), ο οποίος σχηματίζεται από έναν παραπόταμο του Καρονί. Στον μέσο ρου, ο Ορινόκο είναι ο ποταμός των
λιάνος με την αρκετά γρήγορη ροή (από 2 έως 5 χλμ. την ώρα), με μερικά βραχώδη επίπεδα που πρέπει να ξεπεράσει
(καταρράκτες Μαϊπούρες και Ατούρες). Μετά τη συμβολή του Μέτα, το πλάτος του φτάνει ακόμα και τα 5 χλμ. και η ταχύτητά
του περιορίζεται αισθητά. Ο Ορινόκο και οι παραπόταμοί του μεταφέρουν στα λιάνος τεράστιες ποσότητες προσχώσεων,
ιδιαίτερα άμμους, οι οποίες κατά την εποχή της ξηρασίας σχηματίζουν ένα τοπίο πραγματικών θινών. Το ήρεμο αυτό τμήμα του
ρου τερματίζεται στις κλεισώρειες της Αγκοστούρα. Ο ποταμός διαρρέει τα τελευταία βόρεια μέλη του ορεινού όγκου της
Γουιάνας, όπου έχει σκάψει κλεισώρειες απέναντι από τη Θιουδάδ Μπολίβαρ, έως 80 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας,
γι’ αυτό και ο ποταμός, κατά την περίοδο της ανόδου των νερών, μπορεί να φτάσει το βάθος των 100 μ. Μετά τις κλεισώρειες
της Αγκοστούρα, ο Ορινόκο διαιρείται στους πολλαπλούς βραχίονες του δέλτα του, ενός μεγάλου τριγώνου 300.000 τ. χλμ. που
διευρύνεται γρήγορα, κερδίζοντας κάθε χρόνο 45 μ. από τη θάλασσα.
Το έδαφος της Β. που δεν περιλαμβάνεται στη λεκάνη του Ορινόκο αποστραγγίζεται από αρκετά πιο μικρούς ποταμούς, όπως
είναι αυτοί που κατεβαίνουν από την κορδιλιέρα της Ακτής απευθείας στην Καραϊβική θάλασσα (ανάμεσα στους οποίους ο
Ουνάρε και ο Τοκούγιο) ή οι άλλοι που συμβάλλουν στη λίμνη Μαρακαΐμπο. Η λίμνη αυτή, που ουσιαστικά είναι
λιμνοθάλασσα (12.590 τ. χλμ., με μέσο βάθος μόλις 50 μ.) επικοινωνεί με τη θάλασσα μέσω ενός στενού περάσματος γεμάτου
αμμώδεις μπάγκους· είναι γνωστό ιδιαίτερα το φράγμα Σαν Κάρλος, που περιορίζει το βάθος του περάσματος στα 3,5 μ.,
γεγονός που εμπόδιζε τη ναυσιπλοΐα έως την πρόσφατη κατασκευή μιας τεχνητής διώρυγας. Το θαλασσινό νερό δεν εισέρχεται
παρά σε σπάνιες περιπτώσεις στη λίμνη, όπου επικρατούν τα νερά που εκβάλλουν οι ποταμοί.
Κλίμα. Η γεωγραφική θέση της χώρας προσδίδει στο κλίμα της τυπικά ισημερινά χαρακτηριστικά, κυρίως λόγω της απουσίας
εποχιακών εναλλαγών. Επικρατεί μια σχετική θερμική ομοιομορφία όλο τον χρόνο, με θερμοκρασίες (τουλάχιστον στις πιο
χαμηλές ζώνες) που ξεπερνούν τους 25°C και με ασθενέστατες διακυμάνσεις, εκτός από τα ανάγλυφα, όπου τον Ιανουάριο το
θερμόμετρο δείχνει μέσες θερμοκρασίες 17-18°C (όπως στη Μέριδα). Οι εποχιακές διακυμάνσεις του κλίματος είναι
συνδεδεμένες κυρίως με την παροχή των ανέμων, τη διάταξη των αναγλύφων και τις διαφορές υψομέτρου.
Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Β. βρίσκεται πράγματι στην περιοχή επιρροής των βορειοανατολικών αληγών ανέμων,
που φυσούν κανονικά από τις ζώνες υψηλών πιέσεων της βόρειας τροπικής ζώνης (αντικυκλώνας των Αζόρων) προς τις ζώνες
χαμηλών πιέσεων του μεσοτροπικού μετώπου. Παρατηρείται έτσι μια σταθερή ροή αέρα, με διεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ.
Ωστόσο, τα ζενιθιακά περάσματα του ήλιου προκαλούν διαφορετικές εποχιακές συνθήκες, επηρεάζοντας τις χαμηλές
μεσοτροπικές πιέσεις. Πράγματι, από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο (περίοδος του χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο) οι χαμηλές
πιέσεις στρέφονται προς τον Ισημερινό, δηλαδή προς τα Ν. Οι αληγείς φτάνουν τότε στη μεγαλύτερη έντασή τους, χωρίς όμως
να προκαλούν αξιοσημείωτες βροχοπτώσεις. Αυτή είναι ξηρή εποχή για το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της χώρας. Στη
συνέχεια, το μεσοτροπικό μέτωπο, σε συνάρτηση με την κίνηση του ήλιου, προχωρεί προς τα Β και στο βόρειο καλοκαίρι (από
τον Μάιο έως τον Νοέμβριο) και χαρακτηρίζεται από πολύ πιο ασθενείς αληγείς, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τα Α και
προκαλούν γενικά ισχυρές βροχοπτώσεις. Όμως, οι βροχές κατανέμονται αρκετά ακανόνιστα, εξαιτίας της διαφορετικής
επίδρασης των τοπικών ορεογραφικών συνθηκών. Η εναλλαγή μεταξύ μιας βροχερής εποχής (με μέγιστη τιμή, τον Ιούλιο, 300-
400 χιλιοστά) και μιας ξηρής εποχής (με ελάχιστη τιμή, τον Ιανουάριο, κάτω από 25 χιλιοστά) είναι το κυριότερο
χαρακτηριστικό του κλίματος της Β.
Σε ορισμένες περιοχές, όπου τα ανάγλυφα παρέχουν μεγαλύτερη προστασία από τους αληγείς, οι βροχές μπορεί να είναι
ελάχιστες. Στα ορεινά του Μπαρκισιμέτο, για παράδειγμα, δεν ξεπερνούν τα 500-600 χιλιοστά τον χρόνο. Και η βόρεια
παράκτια λωρίδα, όπου οι καλοκαιρινοί αληγείς φυσούν παράλληλα με την ακτή, δέχεται μικρές ποσότητες βροχής. Στο
Μαρακαΐμπο οι βροχές δεν ξεπερνούν τα 400-450 χιλιοστά, ενώ στην Κόρο, στον ισθμό της χερσονήσου Παραγουανά, μόλις
που φτάνουν τα 250-300 χιλιοστά. Το ίδιο παρατηρείται και στα νησιά, όπως η Μαργαρίτα και η Τορτούγα. Εξαιτίας των
σταθερά υψηλών θερμοκρασιών και της έντονης εξάτμισης, η αραιότητα αυτή των βροχών προκαλεί στις περιοχές υποάγονες
κλιματικές συνθήκες. Αντίθετα, το νοτιοκεντρικό τμήμα του ορεινού όγκου της Γουιάνας έχει πολύ πιο υγρό κλίμα, χάρη στις
μεσοτροπικές πιέσεις, το οποίο πλησιάζει εκείνο της περιοχής της Αμαζονίας, με βροχοπτώσεις που ξεπερνούν τα 3.500-4.000
χιλιοστά. Ιδιαίτερες συνθήκες παρατηρούνται στην ορεινή περιοχή της κορδιλιέρας της Μέριδα· οι πλαγιές που είναι
εκτεθειμένες στους αληγείς είναι πολύ υγρές, ενώ ορισμένες προφυλαγμένες κοιλάδες παρουσιάζουν υποάγονες κλιματικές
συνθήκες.
Πάντως, ένας καθοριστικός παράγοντας για τις κλιματικές συνθήκες της Β. είναι το υψόμετρο. Η επίδρασή του εκδηλώνεται
βασικά με την υψομετρική διάταξη κλιματικών λωρίδων, οι οποίες γίνονται εμφανέστερες από τις διαφορές του φυτικού μανδύα.
Χλωρίδα και πανίδα. Στις τιέρας καλιέντες (εδάφη κάτω από τα 600 μ.) συναντώνται διάφοροι τύποι δασών. Εκεί όπου υπάρχει
αρκετή υγρασία, κυριαρχεί το πυκνό δάσος ισημερινού τύπου, που εκτείνεται στο κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα του όγκου
της Γουιάνας και στο νότιο τμήμα της λεκάνης της λίμνης Μαρακαΐμπο. Ο ίδιος τύπος δάσους παρατηρείται και στο δέλτα του
Ορινόκο, λιγότερο βροχερό, αλλά με έδαφος διαποτισμένο από την υγρασία. Το δάσος που χαρακτηρίζεται από φυλλοβόλα
δέντρα καταλαμβάνει τις περιοχές που έχουν πιο έκδηλη ξηρή εποχή, δηλαδή το δυτικό και βόρειο τμήμα της Γουιάνας, τις
βόρειες κορδιλιέρες, το δυτικό τμήμα των λιάνος και τη ζώνη στους πρόποδες των Άνδεων.
Το τσαπαράλ, ιδιαίτερα εκτεταμένο στη βόρεια Γουιάνα, είναι μια μεταβατική μορφή ανάμεσα στο τροπικό δάσος και στη
σαβάνα, που αντιστοιχεί σε ζώνη βροχοπτώσεων μεταξύ 1.400-1.800 χιλιοστών. Είναι ένας ποώδης σχηματισμός, διάσπαρτος
όμως με δέντρα και αρκετά πυκνούς θάμνους. Εκεί όπου οι βροχές είναι λιγότερες (περ. 1.000 χιλιοστά), κυριαρχεί η σαβάνα
(σχηματισμός από υψηλές πόες) λίγο ή πολύ δεντρόφυτη, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των λιάνος, στα Β του Ορινόκο και
στις κεντρικές περιοχές της λεκάνης της Μαρακαΐμπο. Οι περιοχές όπου οι βροχές είναι κάτω από 800 χιλιοστά τον χρόνο (και
σε ορισμένες περιπτώσεις κάτω από 500 χιλιοστά) αποτελούν μέρος του άγονου περιβάλλοντος. Εξαιτίας της ισχυρής εξάτμισης
και της μεγάλης διάρκειας της ξηρής εποχής, χαρακτηρίζονται από ξηρόφιλη βλάστηση. Αυτές είναι κυρίως οι περιοχές κοντά
στις ακτές, όπου, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπάρχει ένα ξηρό και αραιό δάσος το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλους
κάκτους και από το ντίβι-ντίβι. Κατά τόπους παρουσιάζονται καθαρά ερημικές όψεις με κινούμενες άμμους στη χερσόνησο
Κόρο.
Στα βουνά, η διαδοχή των κλιματικών λωρίδων από την επιφάνεια της θάλασσας έως τα 5.000 μ. καθορίζει μια σειρά από
αρκετά διαφορετικά οικολογικά περιβάλλοντα. Ανάμεσα στα 600 και στα 1.500 μ., κατά μήκος όλης της κορδιλιέρας, βρίσκεται
η λωρίδα με εξασθενημένο τροπικό κλίμα. Οι βροχές ποικίλλουν, φυσικά, ανάλογα με την έκθεση των πλαγιών, αλλά είναι
γενικά αφθονότερες σε σχέση με τις γειτονικές πεδιάδες. Εκεί συναντάται ένας τύπος υγρού δάσους, με αφθονία επίφυτων, αλλά
με βλάστηση λιγότερο πλούσια απ’ ό,τι στα δάση των πεδιάδων. Ανάμεσα στα 1.500 και στα 2.000 μ., η τιέρα τεμπλάδα
αποτελεί την εύκρατη λωρίδα, που είναι πολύ εκτεταμένη στις Άνδεις και έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με το μεσογειακό
κλίμα κατά την άνοιξη, με τη διαφορά ότι στην περιοχή αυτή οι συγκεκριμένες κλιματικές συνθήκες διαρκούν όλο τον χρόνο,
χωρίς να υπάρχουν εποχιακές εναλλαγές. Η βλάστηση ξεκινά από το δάσος αειθαλών, στις πιο υγρές πλαγιές, και καταλήγει σε
ένα ξηρόφιλο, αραιό δάσος με κάκτους, σε ορισμένες προφυλαγμένες και σχεδόν άγονες κοιλάδες.
Ανάμεσα στα 2.000 και στα 3.000 μ., η τιέρα φρία είναι η ψυχρή λωρίδα που είναι γενικά κοινή στις ψηλές περιοχές των
Άνδεων. Η λωρίδα αυτή διαφέρει αξιοσημείωτα από τις αντίστοιχές της που βρίσκονται σε άλλα γεωγραφικά πλάτη, επειδή εδώ
καλοκαίρι και χειμώνας δεν εναλλάσσονται. Ο παγετός, επομένως, λείπει και η ετήσια διακύμανση των μέσων θερμοκρασιών
δεν ξεπερνά τους 3°C. Σε συνθήκες ήπιου κρύου και υγρασίας, το δάσος αειθαλών εκφυλίζεται προοδευτικά με το υψόμετρο· το
μέγιστο όριο της δενδρώδους βλάστησης βρίσκεται λίγο κάτω από τα 3.000 μ. Πάνω από τα 3.000 μ. και έως τα 5.000, όπου
υπάρχουν τα αιώνια χιόνια, το βουνό χαρακτηρίζεται από τη λωρίδα των πάραμος, συνεχώς ψυχρή, υγρή και τυλιγμένη στην
ομίχλη. Οι βροχοπτώσεις φτάνουν περίπου τα 600 χιλιοστά. Η φτωχή βλάστηση παίρνει όψη στέπας, αν και υπάρχουν
καλλιέργειες έως τα 3.800 μ. Πάνω από τα 4.000 μ., τα χαρακτηριστικά φυτά είναι οι πολυάριθμες ποικιλίες φραϊλεχόνες, που
φυτρώνουν μόνο στα πάραμος της Β. και της Κολομβίας και στα όρη Ρουβενζόρι, στην κεντρική Αφρική. Πρόκειται για
θάμνους που ανθίζουν όλη τη διάρκεια του χρόνου, ενώ τα παχιά βελούδινα φύλλα τους είναι γεμάτα νερό. Το τοπίο των
πάραμος είναι το τυπικό των ισημερινών ψηλών ορέων, διαφορετικό από το ξερό τοπίο της πούνα, που συναντάται στα ίδια
υψόμετρα, στα υψίπεδα του Περού και της Βολιβίας.
Σε ό,τι αφορά την πανίδα της Β., περιλαμβάνονται τυπικά είδη της νοτιοαμερικανικής ηπείρου, όπως τάπιροι, βραδύποδες,
αρμαδίλοι, πλατύρρινοι πίθηκοι των γενών Alouatta και Midas, το ενδημικό μαρσιποφόρο γιαπόκ, ενώ υπάρχουν επίσης
ιαγουάροι, πούμα κ.ά. Τα πτηνά αντιπροσωπεύονται από διάφορα είδη, όπως φλαμίνγκο, ερωδιοί, το ενδημικό γκουαχάρο
(λαδοπούλια), ίβιδες κ.ά. Στις όχθες των ποταμών ζουν κροκόδειλοι. Από τα ερπετά υπάρχουν ανακόντα, βόες κ.ά.
Πληθυσμός
Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Πριν από την άφιξη των Ισπανών (16ος αι.), στο σημερινό
έδαφος της Β. κατοικούσαν φυλές Αραουάκων (αυτόχθονες των λιάνος, που ζούσαν διάσπαρτοι στο εσωτερικό της χώρας) και
Καρίβων (αυτόχθονες των νησιών των Αντιλλών, που είχαν καταλάβει τις παραθαλάσσιες περιοχές). Αυτός ο ιθαγενής
πληθυσμός είχε, ωστόσο, τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον πληθυσμό του Περού και της Βολιβίας. Στη Β., η οποία
δεν συμπεριλαμβανόταν στην αυτοκρατορία των Ίνκας, οι αυτόχθονες ήταν ολιγάριθμοι. Επιπλέον, οι Άνδεις δεν προσφέρονταν
ιδιαίτερα ως καταφύγιο. Αυτό πιθανότατα εξηγεί γιατί δεν μπόρεσαν οι αυτόχθονες της Αμερικής να εμποδίσουν τη διείσδυση
της ισπανικής κουλτούρας.
Σήμερα, δεν υπάρχουν πια παρά ελάχιστες ομάδες ατόμων που μπορούν να χαρακτηριστούν αυτόχθονες. Μόλις που ξεπερνούν
τους 30.000 αυτοί που ανήκουν στις μεγάλες ομάδες των Καρίβων και των Αραουάκων, ενώ συνολικά οι αυτόχθονες (χωρίς
επιμειξίες) υπολογίζονται στο 2% του συνολικού πληθυσμού.
Η μετανάστευση συνεχίστηκε και κατά την περίοδο του αποικισμού. Επειδή όμως οι άποικοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες,
αναμείχθηκαν με τις γυναίκες του τοπικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα υπάρχει ακόμη ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κρεολών,
γεγονός που συνετέλεσε στην απουσία μιας κυρίαρχης τάξης λευκών. Μεταξύ του 1946 και του 1969 έφτασαν στη Β. 700.000
μετανάστες, ένας καινούργιος λευκός πληθυσμός που τον αποτελούσαν Ισπανοί, Ιταλοί και Πορτογάλοι.
Όπως όλες οι άλλες χώρες της τροπικής Αμερικής, έτσι και η Β., την εποχή της αποικιοκρατίας, εισήγαγε Αφρικανούς ως
εργατικό δυναμικό, προερχόμενους κυρίως από τη Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα) και την Αγκόλα. Όμως, η οικονομία των
φυτειών δεν είχε μεγάλη ανάπτυξη στη Β., γι’ αυτό και έμεινε ένας πολύ μικρός αριθμός μαύρων, οι οποίοι αναμείχθηκαν με
τους λευκούς.
Δημογραφική ανάπτυξη και κατανομή του πληθυσμού. Το 1811, οπότε η Β. έγινε ανεξάρτητο κράτος, είχε 750.000 κατοίκους,
ενώ ο πληθυσμός άγγιξε τα 2 εκατ. το 1880. Από το 1917, η ανακάλυψη του πετρελαίου μεταμόρφωσε ριζικά την κατάσταση
και συνέτεινε σε μια μεγάλη αύξηση, τόσο λόγω της εισερχόμενης μετανάστευσης προς τη Β. όσο και εξαιτίας της φυσικής
δημογραφικής αύξησης. Ο δείκτης της ετήσιας αύξησης του πληθυσμού έφτασε το 3,5%, ενώ τα τελευταία χρόνια μειώθηκε σε
2,9% (1970-75), 2,6% (1991) και 1,6% (2001). Τα στοιχεία των τελευταίων απογραφών επιβεβαιώνουν τη δημογραφική
αύξηση. Από 5.093.708 κατ. το 1950, ο πληθυσμός της Β. αυξήθηκε σε 7.869.460 κατ. το 1961, 11.093.557 κατ. το 1971,
19.501.849 κατ. το 1991 και 26.008.481 κατ. (κατ’ εκτίμηση) το 2004.
Η Β. παρουσιάζει μεγάλη ανομοιογένεια στην κατανομή του πληθυσμού. Ανάμεσα σε πυκνοκατοικημένες ζώνες
παρεμβάλλονται μεγάλες ακατοίκητες εκτάσεις. Το έδαφος της χώρας διασχίζεται από μια πυκνοκατοικημένη ζώνη, που
αντιστοιχεί στο τόξο της οροσειράς των Άνδεων και όπου είναι συγκεντρωμένος ο μισός και πλέον πληθυσμός της χώρας. Εκεί η
πυκνότητα φτάνει τους 300 κατ. ανά τ. χλμ. Στη βορειοδυτική ζώνη, η πυκνότητα είναι 30-50 κάτ. ανά τ. χλμ. Στα λιάνος η
πυκνότητα ποικίλλει από 2 έως 30 κατ. ανά τ. χλμ., ενώ το τεράστιο έδαφος της Γουιάνας (Μπολίβαρ και Αμαζόνας), φιλοξενεί
μόλις το 5% του πληθυσμού, σε μια επιφάνεια που καταλαμβάνει το 45% του συνολικού εδάφους της χώρας. Η μέση πυκνότητα
στη χώρα είναι 28,5 κάτ. ανά τ. χλμ. Το 2002, το προσδόκιμο ζωής ήταν 74 χρόνια (71 χρόνια στους άνδρες και 77,3 στις
γυναίκες).
Οικισμοί της υπαίθρου. Το μεγάλο χωριό, με μια πλατεία στο κέντρο, η οποία συνήθως έχει το όνομα του Σιμόν Μπολίβαρ και
όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια (η εκκλησία και τα σπίτια των πλούσιων γαιοκτημόνων)
είναι η τυπική μορφή εγκατάστασης του αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Έξω από τα χωριά υπάρχουν παντού διάσπαρτα τα
ράντσος, κατά μήκος των δασών και της σαβάνας, κληρονομιά της προκολομβιανής εποχής. Από τον 16ο αι. ο αποικισμός έγινε
με βάση το φεουδαρχικό σύστημα, με λατιφούντια και μινιφούντια, τα οποία περιόριζαν τις δραστηριότητες των αγροτών. Σε
μια χώρα όπου το πετρέλαιο προκάλεσε διακίνηση τεράστιων κεφαλαίων, η αγροτική μάζα ζει τελείως απομονωμένη, έξω από
κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ο καθυστερημένος τρόπος ζωής των αγροτών είναι και η αιτία της αστυφιλίας, φαινόμενο
παράδοξο σε σχέση με τις τεράστιες εκτάσεις γης που πρέπει να καλλιεργηθούν.
Πόλεις. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ο αστικός πληθυσμός της Β. αντιστοιχεί στο 90,5% του συνόλου. Επειδή η
αποικία είχε εμπορικές σχέσεις με τη μητρόπολη, οι πόλεις βρίσκονταν κοντά σε λιμάνια (Μαρακαΐμπο, Κόρο, Μπαρσελόνα
κλπ.). Τον 20ό αι. η ραγδαία κίνηση προς την πόλη συνδέθηκε με την οικονομική ανάπτυξη. Το 1917, η έναρξη εξαγωγής
πετρελαίου επέφερε μια νομισματική ροή συναλλάγματος, η οποία όμως δεν επηρέασε καθόλου το αγροτικό περιβάλλον, αλλά
έδωσε καινούργια ζωή στην πόλη, δημιουργώντας πολλές θέσεις εργασίας. Οι πόλεις της Β., λοιπόν, οφείλουν την εξάπλωσή
τους σε δύο παράγοντες: στην ένδεια των αγροτών και στην κερδοσκοπία. Η παλιά παραδοσιακή πόλη μοιάζει αταίριαστη με τις
απαιτήσεις της μοντέρνας. Υπάρχει λοιπόν το πρόβλημα της ανανέωσης όλων αυτών των πόλεων που μεγαλώνουν και στις
οποίες η μετανάστευση των πιο φτωχών τάξεων προσθέτει όλο και περισσότερες παραγκουπόλεις (ραντσίτος). Σήμερα, τα
σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας, εκτός από την πρωτεύουσα Καράκας, είναι η Μαρακαΐμπο, η Βαλένσια, η
Μπαρκισιμέτο, η Κουμανά και η Μαρακάι (για περισσότερες λεπτόμερειες, βλ. αντίστοιχα λήμματα πόλεων).
Οικονομία
Η οικονομία της Β. είναι από τις πιο ισχυρές της Λατινικής Αμερικής. Η χώρα διαθέτει πετρέλαιο, φυσικό αέριο, αλλά και
πληθώρα άλλων μεταλλευμάτων (άνθρακα, βωξίτη, χρυσό, σίδηρο κ.ά.). Η οικονομία της όμως αντιμετωπίζει προβλήματα από
την κακή διοίκηση, τον υπερτροφικό κρατικό τομέα (παρά τις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων χρόνων) και την τεράστια
φοροδιαφυγή, κυρίως των υψηλών εισοδημάτων. Το 1994 αντιμετώπισε ένα πρόβλημα από την κατάρρευση της τράπεζας Banco
Latino. Τα μέτρα που πήρε αμέσως η κυβέρνηση βοήθησαν στην αποκατάσταση της ομαλότητας στον οικονομικό τομέα, αλλά
το κόστος της παρέμβασης ήταν σημαντικό. Μετά το 1994 ελήφθησαν επίσης μέτρα για τον περιορισμό του πληθωρισμού κάτω
του 30% και την ενίσχυση των επενδύσεων σε τομείς όπου συνήθως έκανε επενδύσεις το κράτος. Το 1996 ακολουθήθηκε ένα
σταθεροποιητικό πρόγραμμα με πολιτική λιτότητας και υψηλή φορολογία, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η βοήθεια από το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ωστόσο, οι ασταθείς πολιτικές συνθήκες στο εσωτερικό, με αποκορύφωμα τη δίμηνη απεργία στον
ενεργειακό τομέα (Δεκέμβριος 2002 – Φεβρουάριος 2003), επιδείνωσε δραματικά την οικονομική κατάσταση της χώρας. Το
2003, ο πληθωρισμός έφτασε στο 32,1% και η ανεργία στο 18%. Την ίδια χρονιά, το ΑΕΠ υπολογίστηκε σε 117.900 εκατ.
δολάρια ΗΠΑ, με μέση κατά κεφαλήν ετήσια αγοραστική δύναμη 4.800 δολάρια. Οι προσπάθειες της αριστερής κυβέρνησης
Τσάβες αποβλέπουν κυρίως στον έλεγχο των εσόδων από το πετρέλαιο, καθώς η χώρα είναι η σημαντικότερη
πετρελαιοπαραγωγός της Νότιας Αμερικής, με παράλληλο περιορισμό της δράσης των ξένων πετρελαϊκών εταιρειών.
Γεωργία και δασικός πλούτος. Η γεωργία, όπου απασχολείται το 11% του ενεργού πληθυσμού της Β. (1997), αποφέρει πενιχρά
έσοδα στο εθνικό εισόδημα της χώρας. Συγκεκριμένα συμβάλλει μόλις κατά 5% στο ΑΕΠ (2001). Ο τομέας αυτός αναπτύσσεται
με αργούς ρυθμούς, γι’ αυτό και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να επέμβουν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής
των αγροτών. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1960 δεν άλλαξε ωστόσο τις συνθήκες ζωής των αγροτών, που εγκατέλειπαν κατά
κύματα τα χωριά για να καταλήξουν στα ραντσίτος της πρωτεύουσας. Στην παραδοσιακή οικονομία της Β. υπάρχει μια
παράδοξη κατάσταση. Οι ορεινές περιοχές, που κανονικά είναι οι πλέον κατάλληλες για την κτηνοτροφία, στη Β. είναι
αφιερωμένες στη γεωργία, ενώ οι πεδιάδες είναι οι τόποι άσκησης της κτηνοτροφίας. Αυτή η κατάσταση προέρχεται από
αρχαίες συνθήκες υγιεινής, που εμπόδιζαν τον αποικισμό στις χαμηλές ζώνες. Η κυριότερη γεωργική καλλιέργεια είναι το
καλαμπόκι, που αποτελεί το βασικό είδος διατροφής του λαού. Ακολουθεί το ρύζι, διαδεδομένο στα λιάνος, του οποίου όμως η
παραγωγή, όπως εξάλλου και αυτή του σιταριού, δεν επαρκεί για να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες. Παράλληλα με τα
δημητριακά, καλλιεργούνται διάφοροι βολβοί που εξυπηρετούν τις ανάγκες διατροφής των κατοίκων, όπως η πατάτα, η
γλυκοπατάτα και η μανιόκα. Εκτός από τα φρούτα που είναι διαδεδομένα στις χώρες με εύκρατο κλίμα, η Β. παράγει και μεγάλη
ποσότητα τροπικών φρούτων, και κυρίως μπανάνες, εσπεριδοειδή, μάνγκο, ανανάδες, τροπικά πεπόνια κ.ά. Άλλες καλλιέργειες
που έχουν εμπορικό χαρακτήρα είναι αυτές του κακάο, του ζαχαροκάλαμου, του καφέ και, σε μικρότερο ποσοστό, του
βαμβακιού, της ινώδους αγαύης, του κοκκοφοίνικα και του καπνού, που τροφοδοτεί μια σημαντική βιοτεχνία πούρων και
τσιγάρων.
Τα δάση προσφέρουν ένα σημαντικό εισόδημα στη χώρα χάρη στην ποικιλία των ειδών (μαόνι, κέδρος, σαμάν, μόρα), αν και η
δυσκολία πρόσβασης στα πυκνά δάση κρατά την εκμετάλλευσή τους σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Κτηνοτροφία και αλιεία. Σημαντική δραστηριότητα του πρωτογενούς τομέα αποτελεί η κτηνοτροφία, η οποία ασκείται στις
αραιοκατοικημένες περιοχές. Μεγάλος αριθμός βοοειδών εκτρέφεται στα λιάνος του Ορινόκο και της λίμνης Μαρακαΐμπο. Η
κτηνοτροφία είναι ποιμενικού τύπου και συνεισφέρει περισσότερο στην παραγωγή κρέατος και δερμάτων. Την εποχή των
βροχών, οι κτηνοτρόφοι είναι αναγκασμένοι να μετακινούνται σε πιο ψηλές περιοχές, στα λιάνος άλτος, όπου βρίσκονται και οι
κατοικίες των κτηνοτρόφων, τα ράντσος. Κατά την εποχή της ξηρασίας επιστρέφουν και πάλι στις χαμηλές περιοχές
(ινβερνάδας), που δεν έχουν πια νερά. Εκεί το χώμα είναι αρκετά βαλτώδες και φυτρώνει χόρτο κατάλληλο για ζωοτροφή. Μαζί
με τα βοοειδή εκτρέφονται και χοίροι, ενώ τα αιγοπρόβατα εκτρέφονται σε πιο ξηρές περιοχές. Η πτηνοτροφία είναι
διαδεδομένη στις αγροτικές ζώνες.
Οι κυριότερες αλιευτικές ζώνες της χώρας βρίσκονται στη χερσόνησο Παρία και στο νησί Μαργαρίτα, όπου ακόμη και σήμερα
αλιεύονται φυσικά μαργαριτάρια. Τέλος, το κυνήγι τροφοδοτεί το εμπόριο δερμάτων και γούνας.
Βιομηχανία, ορυκτός πλούτος και ενέργεια. Έως το 1970 η Β. κατείχε την τρίτη θέση στον κόσμο στην παραγωγή πετρελαίου
και την πρώτη στην εξαγωγή του προϊόντος αυτού. Σήμερα, όμως, βρίσκεται στην έβδομη θέση, ενώ προσπαθεί να διατηρήσει
τις πηγές της συγκρατώντας την παραγωγή. Βέβαια, το πετρέλαιο εξακολουθεί να αποτελεί κύρια συνεισφορά στο ακαθάριστο
εγχώριο προϊόν, με ποσοστό μάλιστα 75% επί του ΑΕΠ (1999). Η Β. είναι μέλος του Οργανισμού Κρατών Εξαγωγής
Πετρελαίου (ΟΡΕC) και είναι ανεξάρτητη σε ό,τι αφορά την εξόρυξη, την παραγωγή και το εμπόριο των υδρογονανθράκων.
Πράγματι, από τον Ιανουάριο του 1976 ελέγχει απευθείας τις πετρελαιοπηγές μέσω του κρατικού φορέα Ρetroleos de Venezuela
(ΡΕΤRΟVΕΝ). Τεράστια είναι και η παραγωγή φυσικού αερίου, ενώ σημαντικότατα είναι και τα κοιτάσματα σιδήρου (σε
μεγαλύτερο ποσοστό κοιτάσματα αιματίτη). Η εκμετάλλευση άρχισε το 1950 στα ορυχεία Ελ Πάο, Θέρο Μπολίβαρ και Σαν
Ισίντρο. Το 1974 τα ορυχεία σιδήρου εθνικοποιήθηκαν. Ένα μέρος των σιδηρομεταλλευμάτων εξάγεται στις ΗΠΑ και το
υπόλοιπο τροφοδοτεί την τοπική σιδηρουργία στη Ματάνσας, που είναι το βιομηχανικό προάστιο της Θιουδάδ Γουιάνα.
Μικρότερης σημασίας είναι οι άλλες πηγές ορυκτού πλούτου (χρυσός, διαμάντια, άσφαλτος, αμίαντος, μαγνησίτης, φωσφορικά
άλατα).
Οι ενεργειακές πηγές είναι σημαντικότατες και συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας τεράστιας βιομηχανίας. Εκτός από τις πηγές
ορυκτών καυσίμων, η δύναμη των υδρογραφικών δικτύων είναι απεριόριστη, τόσο στις νότιες περιοχές όσο και στη Γουιάνα.
Οι βιομηχανικές δραστηριότητες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και απασχολούν περίπου το 14% του εργατικού δυναμικού,
συνεισφέροντας κατά 20% στο ΑΕΠ (2001). Στην πολιτική εκβιομηχάνισης της χώρας υπάγονται, εκτός από τις
προαναφερθείσες σιδηρουργικές εγκαταστάσεις και τα διυλιστήρια πετρελαίου, συγκροτήματα επεξεργασίας αλουμινίου καθώς
και βιομηχανίες χάρτου, υαλουργεία, τσιμεντοβιομηχανίες, συγκροτήματα χημικών προϊόντων, συναρμολόγησης οχημάτων,
εργοστάσια ελαστικών και μονάδες παραγωγής χειροποίητων ειδών. Ο παραδοσιακός τομέας της βιομηχανίας αντιπροσωπεύεται
από κονσερβοποιίες κρέατος και φρούτων, μονάδες παραγωγής γάλακτος σε σκόνη, φυτικών ελαίων, ζάχαρης, μπίρας και
αεριούχων ποτών, κλωστοϋφαντουργίες (με τις κυριότερες εγκαταστάσεις στο λεκανοπέδιο της λίμνης Βαλένσια) και
βιομηχανίες δέρματος, καπνού και ξύλου.
Συγκοινωνίες και μεταφορές. Η τεράστια έκταση του αραιοκατοικημένου εδάφους της Β. καθιστά πολυδάπανη τη δημιουργία
και τη συντήρηση ενός σύγχρονου και επαρκούς συγκοινωνιακού δικτύου. Η περίοδος κατασκευής των σιδηροδρομικών
γραμμών (τέλη 19ου αι.) πέρασε ανεκμετάλλευτη για τη χώρα, η οποία, ακόμη και σήμερα, διαθέτει ελάχιστες σιδηροδρομικές
γραμμές και μόνο στις πιο εκβιομηχανισμένες περιοχές (682 χλμ.). Ο Παναμερικανικός αυτοκινητόδρομος, με τα 1.422 χλμ.
οδικών αρτηριών που αντιστοιχούν στη Β., ενώνει το Καράκας με το Σαν Κριστομπάλ. Η πρωτεύουσα συνδέεται και με τις
Άνδεις, ενώ σημαντικοί κόμβοι αυτοκινητόδρομων βρίσκονται στις περιοχές του Καράκας και της Βαλένσια. Για τη
διευκόλυνση της επικοινωνίας έχουν κατασκευαστεί τεράστιες γέφυρες, όπως η γέφυρα της λίμνης Μαρακαΐμπο, που συνδέει τις
δύο όχθες της και έχει μήκος πάνω από 8 χλμ., καθώς επίσης η γέφυρα στον ποταμό Απούρε και η γέφυρα της Αγκοστούρα.
Συνολικά, χρησιμοποιούνται 95.155 χλμ. οδικού δικτύου. Το χαμηλό κόστος των μεταφορών δίνει λύση στο πρόβλημα των
μεγάλων αποστάσεων και των απομακρυσμένων περιοχών.
Οι αεροπορικές εταιρείες της Β., LΑV και Avensa, εξυπηρετούν το εσωτερικό της χώρας, ενώ η Viasa είναι η διεθνής
αεροπορική εταιρεία. Η Β. διαθέτει σύγχρονα λιμάνια που εξυπηρετούν τις θαλάσσιες συγκοινωνίες και τις εμπορικές
ανταλλαγές με το εξωτερικό. Τα σημαντικότερα είναι τα Λα Γκουάιρα, Πουέρτο Καμπέλιο και Μαρακαΐμπο. Μεταξύ των
ποτάμιων λιμανιών, σημαντικότερο είναι αυτό της Θιουδάδ Γουιάνα. Οι τουριστικές υποδομές έχουν αναπτυχθεί, αλλά οι
δυνατότητες είναι ακόμη τεράστιες.
Νόμισμα και τράπεζες. Νομισματική μονάδα της Β. είναι το μπολίβαρ (1 ευρώ = περ. 2.350 μπολίβαρ το 2004), που
υποδιαιρείται σε 100 σεντάβος. Η Β. είναι μέλος του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, της Συνεργασίας Λατινοαμερικανικής
Ολοκλήρωσης και της Κοινότητας των Άνδεων. Το εκδοτικό ίδρυμα της χώρας είναι η Κεντρική Τράπεζα της Β. Στη χώρα
λειτουργούν επίσης 35 εγχώριες τράπεζες, ανάμεσα στις οποίες η Εθνική Αγροτική Τράπεζα και η Εργατική Τράπεζα, καθώς και
θυγατρικές ξένων τραπεζών.
Ιστορία
Από τον ισπανικό αποικισμό στην ανεξαρτησία. Η Β., που ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο την 1η Αυγούστου
1498, πήρε την ονομασία της από τον Αμέρικο Βεσπούτσι και τον Αλόνσο δε Οχέδα οι οποίοι, ταξιδεύοντας από τον κόλπο
Παρία μέχρι τη λίμνη Μαρακαΐμπο, συνάντησαν μερικά χωριά ιθαγενών με πασσαλόπηκτα σπίτια, τα οποία τους θύμισαν τη
Βενετία. Ονόμασαν λοιπόν την περιοχή Μικρή Βενετία (ιταλ. Venezuela). Η πρώτη εγκατάσταση Ισπανών έγινε το 1500 στο
νησί Κουμπάγκουα, γνωστό για τα μαργαριτοφόρα όστρακά του, και λίγο αργότερα ο αποικισμός επεκτάθηκε προς τα
ηπειρωτικά. Ο Γκονσάλο δε Οκάμπο ίδρυσε το Νέο Τολέδο (σημερινή Κουμανά), το 1521, ενώ ο Χουάν δε Αμπουές
εξερεύνησε την ακτή Φαλκόν και ίδρυσε την πόλη Σάντα Άνα δε Κοριάνα (σημερινή Κόρο), το 1527, από την οποία οι άποικοι
άρχισαν να προχωρούν προς τα Ν κατά μήκος της ανατολικής ακτής της λίμνης Μαρακαΐμπο. Την περίοδο 1528-46 στις τάξεις
των Ισπανών αποίκων προστέθηκαν και μερικές ομάδες Γερμανών, που συνδέονταν με κάποια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (στα
οποία ο Κάρολος Ε’ της Ισπανίας, αντί για την αποπληρωμή ενός δανείου, είχε παραχωρήσει το δικαίωμα να εξερευνήσουν την
περιοχή γύρω από την Κόρο), που οργάνωσαν διάφορες αποστολές προς το εσωτερικό για την –μάταια, όπως αποδείχτηκε–
αναζήτηση του Ελ Ντοράντο, της χώρας με τους μυθικούς θησαυρούς χρυσού. Επειδή η Ισπανία θεώρησε ότι τα σημερινά
εδάφη της Β. δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη αξία, παραχώρησε τη διοίκησή τους στον Άγιο Δομίνικο έως τον 18ο αι., οπότε η χώρα
περιήλθε στη δικαιοδοσία της αντιβασιλείας της Νέας Γρενάδας που είχε την έδρα της στην Μπογκοτά. Το 1777, με βασιλικό
διάταγμα του Καρόλου Γ’, αναδιοργανώθηκε η Β. ως ηγεμονία με τις επαρχίες Καράκας, Κουμανά, Μαρακαΐμπο, Γουιάνα και
τα νησιά Μαργαρίτα και Τρινιντάντ, που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του μελλοντικού κράτους της Β. σε πολιτικό επίπεδο.
Τα πρώτα εθνικά κινήματα ήταν εμπνευσμένα από τα ιδανικά της Γαλλικής επανάστασης. Οι εξεγέρσεις των σκλάβων, μαύρων
και μιγάδων, κατά την περίοδο 1780-95, καταπνίγηκαν στο αίμα από τα ισπανικά στρατεύματα. Το 1806, ο εθνικός ήρωας
Φρανθίσκο δε Μιράντα (1752-1816) κατέλαβε, με λίγους μόνο γενναίους στρατιώτες, την Κόρο και την Οκουμάρε, νικήθηκε
όμως από τους Ισπανούς. Αυτές οι εξεγέρσεις, που καταπνίγονταν άγρια από τους Ισπανούς, σήμαναν και το αναπόφευκτο τέλος
της αποικιακής δυναστείας. Η καταστροφή της Ισπανίας στην Ευρώπη, έργο του Ναπολέοντα Α’, επιτάχυνε αυτό το τέλος. Ο
τελευταίος ηγεμόνας, ο Εμπαράν, υποχρεώθηκε να παραιτηθεί στις 19 Απριλίου 1810. Τον διαδέχτηκε μια στρατιωτική
κυβέρνηση η οποία, αν και θεωρητικά υποστήριζε ακόμη την ισπανική κυριαρχία, διακήρυξε πως όλα τα μέλη της κυβέρνησης
έπρεπε να είναι Αμερικανοί, δηλαδή γεννημένοι στη Β. και όχι στην Ισπανία. Στις 5 Ιουλίου 1811 το πρώτο συνέδριο της Β., το
οποίο συνήλθε στο Καράκας, διακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία της χώρας και ο Μιράντα ορίστηκε πρώτος ηγέτης της.
Όμως, η πρώτη δημοκρατία είχε πολύ σύντομη διάρκεια, γιατί οι Ισπανοί κατάφεραν να την καταλύσουν και να φυλακίσουν τον
Μιράντα (Ιούλιος 1812). Στο μεταξύ, ο Σιμόν Μπολίβαρ (βλ. λ.) κατάφερε να κερδίσει μερικές μάχες στην Κολομβία και το
1813 μπήκε θριαμβευτικά και στο Καράκας. Αλλά και αυτή η δεύτερη δημοκρατία της Β. είχε σύντομη ζωή. Το λάβαρο της
ανεξαρτησίας υψώθηκε ξανά το 1816, όταν ο Μπολίβαρ επέστρεψε από την Κολομβία στη Β. και με τη βοήθεια του στρατηγού
Αντόνιο Χοσέ δε Σούκρε (βλ. λ.) κατάφερε να σημειώσει μια σειρά από νίκες κατά των Ισπανών. Στις 17 Δεκεμβρίου 1819, ο
Μπολίβαρ ανακήρυξε στην Αγκοστούρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας, που περιλάμβανε τα
σημερινά εδάφη της Κολομβίας, του Ισημερινού (Εκουαδόρ) και της Β. Οι Ισπανοί νικήθηκαν ολοκληρωτικά στις μάχες του
Καραμπόμπο (24 Ιουνίου 1821) και του Αγιακούτσο (9 Δεκεμβρίου 1824). Η Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας διήρκεσε
λίγο περισσότερο από δέκα χρόνια και διαλύθηκε για να δημιουργηθούν τρία ανεξάρτητα κράτη, η Κολομβία, η Β. και ο
Ισημερινός (Εκουαδόρ). Η ανεξάρτητη Β. κυβερνήθηκε από τον στρατηγό Χοσέ Αντόνιο Πάες (βλ. λ.), συμπολεμιστή του
Μπολίβαρ και του Σούκρε, ο οποίος διατήρησε την εξουσία έως το 1863. Από το 1870 έως το 1888, κυβέρνησε ο Αντόνιο
Γκουθμάν Μπλάνκο. Ακολούθησαν 10 χρόνια σπασμωδικών αγώνων και το 1899 αναδείχτηκε στην προεδρία ο στρατιωτικός
Σιπριάνο Κάστρο. Το 1908 τον διαδέχτηκε ένας άλλος στρατηγός, ο Χουάν Βισέντε Γκόμες (1857-1935), που κυβέρνησε
τυραννικά τη Β. για 26 χρόνια.
Η πορεία της χώρας κατά τον 20ό αι. Ο Γκόμες εγκαινίασε την εποχή των σύγχρονων καουντίγιος (στρατιωτικών δικτατόρων)
στη Λατινική Αμερική, εφαρμόζοντας το σύστημα της ιδιωτικής αστυνομίας του προέδρου και του απόλυτου ελέγχου της
πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου από ένα μόνο κόμμα. Στη διάρκεια της μακρόχρονης δικτατορίας του, πάντως, άρχισε
να επιταχύνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, χωρίς βέβαια αυτό να οφείλεται στον Γκόμες. Η ανακάλυψη του
πετρελαίου και των άλλων ορυκτών πλουτοπαραγωγικών πηγών, καθώς και η ανάπτυξη του εμπορίου με το εξωτερικό,
αποτέλεσαν τα καθοριστικά σημεία ανάπτυξης. Ο Γκόμες συνέδεσε βαθιά την τύχη της δικτατορίας του με τα οικονομικά
συμφέροντα των ΗΠΑ. Η κληρονομιά που άφησε ο Γκόμες στη χώρα με τον θάνατό του (1935) ήταν πολύ βαριά και έπεσε
στους ώμους του στρατηγού Ε. Λόπες Κοντρέρας, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας το 1936, δίνοντας την ευκαιρία
στην αντιπολίτευση να οργανωθεί και να δημιουργήσει το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, που αργότερα μετονομάστηκε σε
Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης (ΑD, Αccion Democratica). Τον Κοντρέρας διαδέχτηκε το 1941 ο στρατηγός Ισάβας Μεδίνα
Ανγκαρίτα, ο οποίος συμμάχησε με τις δυτικές δημοκρατίες κατά του φασιστικού Άξονα και της Ιαπωνίας. Η αντίθεση, όμως,
προς τον εσωτερικό απολυταρχισμό εντεινόταν. Το 1945 μια λαϊκή επανάσταση έφερε στην εξουσία το Κόμμα Δημοκρατικής
Δράσης και, τον Φεβρουάριο του 1948, την προεδρία της δημοκρατίας ανέλαβε ο συγγραφέας Ρόμουλο Γκαλιέγκος Φρέιρε, ο
οποίος εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην αγροτική και βιομηχανική πολιτική. Οι συντηρητικοί και οι στρατιωτικοί αντέδρασαν και,
τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ανέτρεψαν με πραξικόπημα τον Γκαλιέγκος. Λίγα χρόνια αργότερα η χούντα επέβαλε στην
εξουσία τον συνταγματάρχη Μάρκος Πέρες Χιμένεθ. Ένα άλλο στρατιωτικό πραξικόπημα, η αυτοαποκαλούμενη Πατριωτική
Χούντα που υποστηρίχτηκε από αξιωματικούς της αεροπορίας αυτή τη φορά, αντικατέστησε το 1958 τον Χιμένεθ (ο οποίος
υποχρεώθηκε σε αυτοεξορία) με τον ναύαρχο Βόλφγκανγκ Λαραθάμπαλ. Τον ίδιο χρόνο προκηρύχθηκαν εκλογές, τις οποίες
κέρδισε ο σοσιαλιστής Ρόμουλο Μπετανκούρ του Κόμματος Δημοκρατικής Δράσης. Αρχικά, η κυβέρνησή του προσπάθησε να
επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά συνάντησε φοβερές δυσκολίες, τόσο από τους αντιδραστικούς που προκαλούσαν
αναταραχές όσο και από την Αριστερά που τον κατηγορούσε ότι ήταν συνδεδεμένος με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Πάντως, και
στις εκλογές του 1963 επικράτησε πάλι το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης εκλέγοντας πρόεδρο τον Ραούλ Λεόνι. Την επόμενη
πενταετία, όμως, πλειοψήφησε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα υπό τον Ραφαέλ Καλντέρα Ροντρίγκεζ.
Το 1973, τις εκλογές κέρδισε και πάλι το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης με πρόεδρο τον Κάρλος Αντρές Πέρες. Στη διάρκεια
της διακυβέρνησης του Πέρες έγιναν διαρθρωτικές αλλαγές τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις του κράτους. Η
κυβέρνησή του εθνικοποίησε τις βιομηχανίες σιδήρου (1975) και πετρελαίου, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση κυρίως των
ΗΠΑ, ενώ παράλληλα αντιτάχθηκε στη χούντα της Χιλής και αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την Κούβα. Το 1978 η
Β. εξέλεξε πρόεδρο τον Λουίς Χερέρα Καμπίνς του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος. Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης το
1981 προκάλεσε έντονη κοινωνική αναταραχή και ένα κύμα επιθέσεων από τους αριστερούς αντάρτες. Στις προεδρικές εκλογές
του 1983 επικράτησε πάντως ο υποψήφιος του Κόμματος Δημοκρατικής Δράσης, Τζέιμ Λουζίντσι, που υποσχέθηκε εθνική
σταυροφορία κατά της διαφθοράς και λήψη αυστηρών μέτρων για την ενίσχυση της οικονομίας. Στις προεδρικές εκλογές του
1988 το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης επικράτησε και πάλι, με υποψήφιο αυτή τη φορά τον πρώην πρόεδρο Κάρλος Αντρές
Πέρες. Ο Πέρες, στη δεύτερη θητεία του, ακολούθησε επίσης πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας, προκαλώντας τις έντονες
αντιδράσεις των συνδικάτων. Το 1992 οι πιστές στον πρόεδρο Πέρες στρατιωτικές δυνάμεις κατέστειλαν δύο απόπειρες
πραξικοπήματος από αξιωματικούς της οργάνωσης ΜRΒ-200 με επικεφαλής τον Ούγο Τσάβες. Οι κατηγορίες κατά του
προέδρου Πέρες για διαφθορά προκάλεσαν την πτώση του με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας το 1993 και την
αντικατάστασή του από τον ανεξάρτητο γερουσιαστή Ραμόν Χοσέ Βελάσκεθ. Στις προεδρικές εκλογές του 1993 εξελέγη ο
Ραφαέλ Καλντέρα Ροντρίγκεζ, ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος το διάστημα 1969-74.
Η διακυβέρνηση Τσάβες. Μια μεγάλη πολιτική αλλαγή στη χώρα επήλθε με τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1998, οι οποίες
ανέδειξαν πρόεδρο της χώρας τον απόστρατο αξιωματικό Ούγο Τσάβες, ηγέτη του Κινήματος για την Πέμπτη Δημοκρατία, ο
οποίος είχε κάνει αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1992. Ο Τσάβες, υποστηριζόμενος από το μεγαλύτερο μέρος του
φτωχού πληθυσμού της χώρας, υποσχέθηκε σημαντικές κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επικρίθηκαν ως
λαϊκίστικες από τους αντιπάλους του και προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ. Ανακοίνωσε μέτρα κατά της διαφθοράς,
προέβη σε ευρεία εκκαθάριση του δικαστικού σώματος, μείωσε την τιμή του πετρελαίου, αναθέρμανε τις σχέσεις της χώρας με
την Κούβα, τη Λιβύη και το Ιράκ (τον Άξονα του Κακού για την αμερικανική εξωτερική πολιτική), ενώ αναθεώρησε ριζικά το
σύνταγμα (15 Δεκεμβρίου 1999) και άλλαξε την επίσημη ονομασία του κράτους σε Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Β.· την ίδια
μέρα της συνταγματικής αναθεώρησης, όμως, συνέβη μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στη χώρα, από μια βροχή
που προκάλεσε εκτεταμένες πλημμύρες, προκαλώντας τον θάνατο 30.000 ανθρώπων και αφήνοντας 200.000 άστεγους. Οι
πρώτες εκλογές με το νέο σύνταγμα έγιναν τον Ιούλιο του 2000 και ο Τσάβες επανεξελέγη. Τον Απρίλιο του 2002 ανατράπηκε
με πραξικόπημα, επανήλθε όμως στην εξουσία μέσα σε 48 ώρες. Ωστόσο, οι αντιδράσεις εναντίον του εντάθηκαν, με
αποκορύφωμα τις παρατεταμένες απεργίες στις αρχές του 2003, και η αντιπολίτευση, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες,
κατάφερε να αποσπάσει περίπου 2 εκατ. υπογραφές οι οποίες επέτρεψαν να τεθεί ζήτημα δημοψηφίσματος για το δικαίωμα του
Τσάβες να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα. Τον Μάρτιο του 2004 ξέσπασαν αιματηρές ταραχές ανάμεσα στους οπαδούς του
Τσάβες και στους αντιπάλους του. Το δημοψήφισμα διεξήχθη τελικά τον Αύγουστο του 2004 και ανέδειξε τον Τσάβες νικητή με
το 58% του λαού να ψηφίζει υπέρ της παραμονής του στην προεδρία. Ο νέος άξονας συμμαχίας που δημιουργήθηκε στη Νότια
Αμερική από τις αριστερές κυβερνήσεις της Βραζιλίας, της Β., αλλά και τις υπόλοιπες που προϋπήρχαν (Κούβα) ή εξελέγησαν
(Ισημερινός, Περού, Ουρουγουάη κλπ.) δημιουργούν ένα νέο πολιτικό σκηνικό για την ευρύτερη περιοχή στον 21ο αι.
Λογοτεχνία
Η Μικρή Βενετία δεν υπήρξε ποτέ μια σημαντική αποικία της ισπανικής αυτοκρατορίας ούτε και έδωσε μεγάλους λογοτέχνες
στη μητρόπολη. Μόνο στο δεύτερο μισό του 18ου αι., με τις μεταρρυθμίσεις του Καρόλου Γ’ και την οικονομική ανάπτυξη που
επήλθε από το εμπόριο του κακάο και τη συρροή ξένων αποίκων, παρουσίασε κάποια πολιτιστική κίνηση. Ο πρώτος σημαντικός
λογοτέχνης της χώρας ήταν ο Αντρές Μπέλιο, ο σημαντικότερος του 19ου αι., που πήρε μέρος στον αγώνα για την ανεξαρτησία,
αλλά κυρίως υπήρξε διανοούμενος, φιλόλογος και δάσκαλος του ουμανισμού. Η επόμενη γενιά ανέδειξε τρεις προσωπικότητες
στον λογοτεχνικό χώρο: τον ποιητή και ιστοριογράφο Ραφαέλ Μαρία Μπάραλτ (1810-1860), τον ρομαντικό πεζογράφο Χουάν
Βισέντε Γκονσάλες (1811-1866) και τον Φερμίν Τόρο (1807-1865), νεοκλασικό ποιητή και συγγραφέα ιστορικών
μυθιστορημάτων. Με τη ρομαντική ποίηση ασχολήθηκαν οι Χοσέ Αντόνιο Μαϊτίν (1814-1874), Αμπιγκαΐλ Λοθάνο (1821-
1866), Χοσέ Ραμόν Γέπες (1822-1881) και Σεσίλιο Ακόστα (1818-1881). Σημαντικοί πεζογράφοι της ίδιας εποχής ήταν οι
Αρίστιδες Ρόχας (1826-1894), Εντουάρντο Μπλάνκο (1840-1910), Ραφαέλ Αρβέλο (1812-1877), Λεόνσιο Μαρτίνες (1889-
1941) και Φρανσίσκο Πιμέντελ (1890-1942). Όμως, ο πιο γνήσιος ποιητής του 19ου αι. υπήρξε ο Χουάν Αντόνιο Πέρες
Μπονάλδε (1846-1892).
Η κουβανέζικη λογοτεχνία επέφερε μια ανανέωση στην ποίηση της Β. Η αλλαγή διακρίνεται περισσότερο στα έργα των Σέσαρ
Θουμέτα (1860-1955), Λουίς Λόπες Μέντες (1861-1891) και Χοσέ Χιλ Φόρτοουλ (1862-1943). Πεζογράφοι ήταν και οι τρεις
δημιουργοί του περιοδικού Cοsmόpolis (1894-98), Πέδρο Εμίλιο Κολ (1872-1947), Πέδρο Σέσαρ Ντομίνισι (1872-1954) και
Λουίς Ατσελπόλ (1874-1937). Αλλά αυτός που έφερε τη μοντέρνα πρόζα στην ακμή της ήταν ο Μανουέλ Ντίας Ροντρίγκες
(1878-1927), απαράμιλλος στιλίστας, ταλαντούχος αφηγηματογράφος και δοκιμιογράφος.
Πρότυπο μοντέρνου συγγραφέα ήταν ο Ρουφίνο Μπλάνκο-Φομπόνα (1874-1944), εξόριστος περίπου για 25 χρόνια στην
Ευρώπη, λόγω της δράσης του εναντίον του δικτάτορα Γκόμες, ο οποίος έγραψε πάρα πολλά έργα και εργάστηκε για την
ισπανική δημοκρατία. Έγραψε μοντέρνα ποίηση, όπως διαφαίνεται στις συλλογές του Τροβαδούροι και ποιήματα (Τrovadores y
trovas, 1899) και Μικρό λυρικό μελόδραμα (Ρequeρa όpera lίrica, 1904), ενώ γέρος πια κυκλοφόρησε τα Χρυσά στάχυα
(Μazorca de oro, 1943). Έγραψε επίσης πολλά πεζά, πολιτικούς λίβελους, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, δημοσιογραφικά
χρονογραφήματα, αυτοβιογραφίες, διηγήματα και μυθιστορήματα. Από τα μυθιστορήματά του ξεχωρίζουν τα Ο άνθρωπος από
σίδερο (Εl hombre de hierro, 1907) και Ο άνθρωπος από χρυσό (Εl hombre de oro, 1914), όπου προσδιορίζει τις δύο όψεις της
κοινωνικής πραγματικότητας της Β. Άλλα έργα του είναι τα Ηρωικό προσωπείο (La mαscara heroica, 1923), ένα τρομερό
κατηγορώ κατά του Γκόμες, Η μίτρα στο χέρι (La mitra en la mano, 1927), ενάντια στον κλήρο της χώρας του που στήριζε τη
δικτατορία του Γκόμες, Η ωραία και η γιορτή (La bella y la fiera, 1931) και Το μυστικό της ευτυχίας (Εl secreto de la felicidad,
1932).
Με τον Μπλάνκο-Φομπόνα, η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα εισχώρησε στη λογοτεχνία, όπως εξάλλου συνέβη και με
άλλους συγγραφείς του 20ού αι. στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Κοινωνικοπολιτικό είναι και το έργο του Ρόμουλο
Γκαλιέγκος (1884-1969), του μεγαλύτερου διηγηματογράφου της χώρας στον 20ό αι. Στον ίδιο χώρο κινήθηκαν οι
διηγηματογράφοι Χοσέ Ραφαέλ Ποκατέρα (1889-1955), Αρτούρο Ούσλαρ Πιέτρι (1906-2001), Ραμόν Ντίας Σάντσες (1930-
1968), καθώς και ο Γκιλιέρμο Μενέσες, που αφηγείται τις περιπέτειες των μαύρων και των μιγάδων. Μετά το 1940 εμφανίστηκε
μια νέα γενιά πεζογράφων, με πιο μοντέρνα τεχνική, αλλά με παρόμοια προβλήματα. Από αυτήν ξεχωρίζουν τα ονόματα των
Γκουστάβο Ντίας Σολίς, Έκτορ Μούχικα, Οσβάλδο Τρέχο, Ραμόν Γκονσάλες Παρέδες και Σαλβαδόρ Γκαρμέντια. Εκπρόσωποι
της σύγχρονης πεζογραφίας, που χαρακτηρίζεται πάντως από μια τάση εστετισμού και ξενομανίας, είναι οι Ανδριάνο Γκονσάλες
Λεόν, Δαβίδ Αλίθο, Ζεζού Αλμπέρτο Λεόν, Εδουάρδο Γκάσκα, Χερνάντο Τρακ και Κάρλος Νογκέρα.
Από τη λυρική ποίηση του 20ού αι. ξεχώρισε ο Αντρές Ελόι Μπλάνκο (1897-1955), ευαίσθητος και γόνιμος ποιητής με
πολυάριθμα έργα. Σημαντικά είναι και τα θεατρικά του έργα, αν και κινούνται πιο πολύ στον χώρο του ποιητικού θεάτρου.
Ύστερα από αυτόν και έως τα τέλη του 20ού αι. ο λυρισμός άνθησε με ποικίλους τρόπους και προς διάφορες κατευθύνσεις. Σε
αυτό το ρεύμα συνετέλεσαν οι Χασίντο Φομπόνα Πατσάνο, Μανουέλ Φελίπε Ρουχέλες, Πάμπλο Ρόχας Γκουάρντια, Ότο Ντε
Σόλα, Χοσέ Ραμόν Μεδίνα, Αΐδα Γκράμκο, Χουάν Καλθαδίλια, Γκιγιέρμο Σούρκε και Ραμόν Παλομάρες.
Σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας διαδραμάτισαν την περίοδο 1950-70 διάφορα λογοτεχνικά έντυπα,
όπως τα Τabla Redonda, Sardio, Εl techo de la Βallena, τα οποία έδωσαν ώθηση σε νέες τάσεις και πειραματισμούς και
ανέδειξαν ποιητές όπως ο Ραφαέλ Καντένας, ο Καουπολκάν Οβάλε, ο Λουίς Γκαρσία Μοράλες και ο Ραμόν Παλομάρες. Άνοιξε
έτσι ο δρόμος της ανανέωσης των ποιητικών μορφών και της γλώσσας, στην οποία συνετέλεσαν οι λογοτέχνες της Β. κατά τη
διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980· από αυτούς διακρίθηκε ο Γκιγιέρμο Σούκρε, κυρίως ως δοκιμιογράφος και κριτικός,
αλλά και ως ποιητής, τα έργα του οποίου παρουσιάζουν υποδειγματική αυστηρότητα μορφής. Στη δεκαετία του 1980
επιβλήθηκε μια ομάδα συγγραφέων που συνεργάζονταν με τη λογοτεχνική επιθεώρηση Τaller de poesia (που εκδόθηκε από το
Κέντρο Λατινοαμερικανικών Σπουδών Ρόμουλο Γκαλιέγκος). Πρόκειται για συγγραφείς διαφορετικού ύφους, από τον Σάντος
Λόπες έως τον Αρμάντο Χοσέ Σεκουέρα, τον Αρμάντο Ρόχας Γκουάρντια και τους Χάνι Όσοντ, Μαρία Κλάρα Σάλας,
Αλεχάντρο Ολιβέρος κ.ά.
Στον πεζό λόγο, η συνεισφορά των συγγραφέων της Β. στην ανάπτυξη του νέου μυθιστορήματος (Νoueva Νovela) συνδέθηκε
με ονόματα διεθνούς φήμης, όπως ο Άντριου Ούσλαρ Πιέτρι και ο Σαλβαδόρ Γκαρμέντια. Ο πρώτος θεωρείται δημιουργός του
σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος και το έργο του ο ακρογωνιαίος λίθος του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού.
Αντίθετα, ο δεύτερος κινήθηκε, έστω και ολισθαίνοντας, προς το ονειρικό και το φανταστικό, στο πλαίσιο της σύγχρονης
πραγματικότητας, καταγράφοντας με δραματική σαφήνεια στα έργα του κοινωνικές πληγές και προσωπικές απογοητεύσεις. Οι
εξέχουσες αυτές λογοτεχνικές προσωπικότητες της πεζογραφίας της χώρας πλαισιώνονται από σημαντικούς συγγραφείς, όπως
είναι ο Γκιγιέρμο Μενέζες, ο Αντριάνο Γκονσάλες Λεόν και οι νεότεροι Χοσέ Μπάλσα, Ντεουζίλ Ρομέρο, Λουίς Μπρίτο
Γκαρσία, Ζεζού Αλμπέρτο Λεόν, Νταβίντ Αλίζο κ.ά.
Τέχνη
Η Β. έχει δεχτεί την επιρροή δύο διαφορετικών πολιτιστικών ρευμάτων: του πολιτισμού των τροπικών πεδιάδων και του κάτω
και μεσαίου τμήματος του ποταμού Ορινόκο, που παρουσιάζει συγγενή στοιχεία με τον πολιτισμό του Αμαζονίου, και του
πολιτισμού των δυτικών υψιπέδων. Η πιο αρχαία τερακότα, γνωστή με την ονομασία saladero, είναι απλή, σε κόκκινο χρώμα με
άσπρες διακοσμήσεις. Στην τερακότα που βρέθηκε στην Μπαράνκας, η διακόσμηση, περιορισμένη στα χείλη, αποτελείται από
εγχάρακτα ή γλυπτά πουλιά, ανθρώπινα κεφάλια ή κεφάλια ζώων. Αυτά τα ευρήματα, που βρέθηκαν στη ζώνη του κάτω
Ορινόκο, παρουσιάζουν μεγάλη συγγένεια με τα ανάλογα ευρήματα των Αντιλλών. Πραγματικά, τα νησιά της Καραϊβικής
κατοικήθηκαν από τους Καρίβες και τους Αραουάκες, λαούς προερχόμενους από τη Νότια Αμερική. Η γλώσσα των Αραουάκων
ομιλείται ακόμα από ορισμένες ομάδες. Οι ξύλινες επενδύσεις είναι αρκετά διαδεδομένες στη Β., όπως εξάλλου και οι εκκλησίες
με τρία κλίτη και αψίδες που στηρίζονται σε κυλινδρικές κολόνες. Τέτοιες είναι η εκκλησία Λα Ασουνσιόν, στο νησί
Μαργαρίτα, και η εκκλησία της Κόρο.
Ο 18ος αι. ευνόησε την ανάπτυξη νέων αρχιτεκτονικών μορφών αρκετά απλών ως προς τα υλικά και τη διακόσμηση. Στα σπίτια
και στις εκκλησίες υιοθετήθηκε η κυλινδρική κολόνα με αττική βάση και τουσκικό (ετρουσκικό) κιονόκρανο. Πολύ
ενδιαφέρουσες, αλλά σπάνιες, είναι οι κολόνες με κορινθιακό κιονόκρανο που διαπλατύνθηκαν προς τη βάση, όπως στην αυλή
του σπιτιού του Δον Χουάν δε λα Βέγκα ι Μπερτοδάνο, στο Καράκας. Τα θρησκευτικά κτίρια στο Ελ Τοκούγιο, περιοχή που
χάρη στο πλούσιο έδαφός της γνώρισε μεγάλες περιόδους ευημερίας, ακολουθούσαν τα τοπικά πρότυπα με προσθήκη θόλου και
με παράθυρα σε σχήμα μισοφέγγαρου. Η πιο παλιά εκκλησία της χώρας είναι η Κονσεπσιόν, που καταστράφηκε από σεισμό και
χτίστηκε ξανά το 1950 σύμφωνα με το αρχικό της σχέδιο, με τρία κλίτη, εγκάρσιο διάδρομο ευρύχωρο όσο και το κεντρικό
κλίτος και φωτεινό θόλο. Άλλες ενδιαφέρουσες εκκλησίες είναι αυτές των Πετάρε, Ελ Πάο και Καλαμπόσο. Η εκκλησία της
Κουμανακόα ανήκει και αυτή στον τύπο με τρία κλίτη και δύο πύργους. Η εκκλησία του Σαν Αντόνιο στη Ματουρίν, έργο του
μοναχού Χουάν ντε Αράγκες, έχει και αυτή τρία κλίτη και καλύπτεται με ξύλο.
Στις αρχές του 20ού αι. άνθησαν διάφορα αρχιτεκτονικά ρεύματα στο Καράκας, επηρεασμένα από αυτά που επικρατούσαν στην
Ευρώπη. Στις επόμενες δεκαετίες του αιώνα, στο Καράκας και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα της χώρας επικράτησε η μοντέρνα
αρχιτεκτονική και πολεοδομία, όπως έγινε και στις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στο κέντρο του Καράκας, γύρω από
την πλατεία Μπολίβαρ, έχουν ανεγερθεί σύγχρονα δημόσια κτίρια, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια λειτουργική
αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικό κτίριο είναι το πανεπιστήμιο με το νοσοκομείο, το Καπιτώλιο, το Πάνθεον με τον τάφο του
Μπολίβαρ και πολυάριθμα κτίρια υπουργείων. Μετά το 1938, με βάση το σχέδιο του αρχιτέκτονα Σιπριάνο Ντομίνγκες,
ξεκίνησε η δόμηση ενός καινούργιου κέντρου της πρωτεύουσας: ένα μεγάλο οδικό σύστημα που έχει δρόμους σε τέσσερα
επίπεδα –από τα οποία τα τρία είναι υπόγεια– και ουρανοξύστες. Η πανεπιστημιούπολη, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Κάρλος
Ραούλ Βιλιανουέβα, περιλαμβάνει και ωδείο με βιτρό του Φερνάν Λέχερ και αγάλματα των Λόρενς, Αρπ κλπ. Ο περίφημος
Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας Όσκαρ Νιμέγερ είχε λάβει μέρος στα σχέδια για το Μουσείο Καλών Τεχνών της πρωτεύουσας της Β.,
ενώ ορισμένα ξενοδοχεία, όπως το Χάμπολτ και το Τουριστικό, παρουσιάζουν σημαντικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Θέατρο
Στο θέατρο της Β., σημείο αναφοράς του οποίου είναι το Θεατρικό Φεστιβάλ που θεσμοθετήθηκε το 1959, διακρίνονται τα
ονόματα των Ραφαέλ Πινέντα, Ακουίλες Σερτάδ, Ραμόν Σαλμπάου και Ισαάκ Κοκρόν, καθώς και οι νεότεροι Πολ Γουίλιαμς,
Χοσέ Νούνιες και Ροντόλφο Σαντάνα.
Κινηματογράφος
Ο κινηματογράφος της Β. άρχισε να παίρνει σοβαρή μορφή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, όταν η Μαργκότ Μπενασέραφ
γύρισε τα ντοκιμαντέρ Reveron (1952) και Arayga (1958), που κέρδισαν διάφορες διακρίσεις στο εξωτερικό. Το ντοκιμαντέρ, το
οποίο άνθησε ιδιαίτερα στην επόμενη δεκαετία, ήταν και το είδος με το οποίο η Β. έγινε γνωστή στο διεθνές κινηματογραφικό
κοινό. Ανάμεσα στους κινηματογραφιστές που ξεχωρίζουν σε αυτό το είδος είναι οι Aλφρέδο Aνζόλα (Σάντα Tερέζα, 1969),
Zεζού Eνρίκε Γκουέδες (Η πόλη που μας βλέπει, 1967) και Kάρλος Pομπολέδο (Νεκρό πηγάδι, 1967). Το 1973 η κυβέρνηση της
χώρας ψήφισε νόμο για την οικονομική ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής, αλλά και για τον έλεγχο του
ανταγωνισμού των ξένων ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν, κατά την περίοδο 1975-80, το κράτος να επιδοτήσει την παραγωγή 29
ταινιών, ανάμεσά στις οποίες συγκαταλέγονται οι ακόλουθες: Ζητείται ωραία ρεσεψιονίστ και κλητήρας με δικό του μηχανάκι
(1977) και Mανουέλ (1979) του Aλφρέδο Aνζόλα, Το ψάρι που καπνίζει (1977) του Ρομάν Σαλμπάουντ, αλληγορία γύρω από το
θέμα της εξουσίας και της διαφθοράς, Φορητή πατρίδα (1978) του Αντόνιο Λεράντι κ.ά. Η οικονομική κρίση στις αρχές της
δεκαετίας του 1980 είχε καταστροφικό αντίκτυπο στην κινηματογραφική παραγωγή. Ευτυχώς, με διάφορα μέτρα που τελικά
έλαβε το κράτος στη δεκαετία του 1990, ιδρύοντας και το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου για τον συντονισμό και την
προώθηση των ταινιών, αλλά και τη δημιουργία, μαζί με άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, μιας κοινής αγοράς και διανομής
ταινιών, η παραγωγή άρχισε να σημειώνει άνοδο.
Από τις πιο σημαντικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών αναφέρονται οι ακόλουθες: Οριάνα (1985) της Φίνα Tόρες,
φεμινιστική ταινία που χρησιμοποιεί τη μορφή του μελοδράματος για να μιλήσει για τη θέση της γυναίκας, Kοκτέιλ από γαρίδες
(1983) του Αλφρέδο Ανζόλα, Χόλιγουντ (1991) του Αουγκούστο Ποραντέλι, Πυροβολήστε στο ψαχνό (1992) του Κάρλος
Αζπουρούα, Φλογισμένα μαχαίρια (1992) του Ρομάν Σαλμπάουντ, Τρυφερή είναι η νύχτα (1992) του Λεονάρντο Ενρίκεζ κ.ά.
Έθιμα και παραδόσεις
Οι αυτόχθονες (Ίντιος). Πριν από την εισβολή των Ισπανών, στη Β. υπήρχαν εννέα περιοχές με διαφορετικό πολιτισμό: η
περιοχή των Γκουαχίρος στις όχθες της λίμνης Μαρακαΐμπο· η περιοχή των Καρίβων στο δυτικό άκρο· η περιοχή των Τιμότο
Κουίκας στις Άνδεις· η περιοχή των Χιραχάρας, Γιάμαν και Γκαγιόν στην περιοχή της σημερινής πολιτείας Λάρα· η περιοχή
των Αραουάκων· η περιοχή των Καρίβων της ακτής· η περιοχή των ψαράδων, των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών στα
λιάνος· η περιοχή των Καρίβων του Ορινόκο· και, τέλος, η περιοχή των Οτομάκων, μεταξύ των ποταμών Απούρε και Ορινόκο.
Οι Καρίβες, λαός πολεμικός, κατάφεραν να επιβληθούν στους Αραουάκες στις αρχές του 16ου αι., καταλαμβάνοντας τις
παραθαλάσσιες περιοχές, και εξαπλώθηκαν από εκεί προς τα Ν. Με τον καιρό τα έθιμα των Ίντιος εξαφανίστηκαν, αλλά
μουσικά όργανα όπως τα τσιριμίας, τούρας, καρίσο, μάρε-μάρε, μαράκες κ.ά. συνοδεύουν ακόμη τους χορούς τους. Ο χορός
τούρας, που κληρονομήθηκε από τους Αγιαμάνες και τους Χιραχάρας, χορεύεται την άνοιξη σε μερικές περιοχές της πολιτείας
Λάρα και αποτελεί μέρος ενός θεάματος που διαρκεί μέρες κατά τις οποίες χορεύουν, τρώνε κυνήγι και πίνουν τσίτσα. Ο χορός
καθοδηγείται από τον capataz (= τελετάρχης), ο οποίος παραδίδει το έμβλημά του (ένα μαστίγιο από βέργες λυγαριάς) στον
διάδοχό του με το τέλος της γιορτής. Η γιορτή αρχίζει με μια ανάγνωση του Reglamento de las Τuras, ενός μεγάλου κειμένου με
ιστορικοπολιτικά σχόλια και ηθικές παραινέσεις. Η εναρκτήρια φιγούρα του χορού (οι χορευτές σχηματίζουν κύκλο με τα χέρια
του καθενός στην πλάτη του επόμενου) συμβολίζει τις κινήσεις του ανέμου και συναντάται και στον χορό μάρε-μάρε, που
χορεύεται στα ανατολικά τμήματα της χώρας κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων εορτών.
Οι καταβολές των μαύρων. Οι μαύροι μεταφέρθηκαν στη Β. από την Αγκόλα, το Κονγκό και τη Σιέρα Λεόνε ως σκλάβοι και οι
περισσότεροι ανήκαν στη φυλετική ομάδα Μπαντού. Η θρησκεία τους ήταν ανιμιστική, με επίκεντρο τη λατρεία των προγόνων.
Οι εκκλησιαστικές αρχές απαγόρευσαν, από τα τέλη του 17ου αι., οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση των μαύρων θεωρούσαν
ειδωλολατρική και σχετική με τη μαγγανεία. Η Καθολική Εκκλησία, όμως, παρότρυνε τους μαύρους και τους μιγάδες να
ενταχθούν σε θρησκευτικές αδελφότητες, οι οποίες γνώρισαν μεγάλη άνθηση και ήταν διαδεδομένες σε όλες τις πόλεις της Β.
Ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοιου είδους αδελφότητες που οφείλουν την καταγωγή τους σε εκείνες τις παλιές. Είναι οι
ομάδες που οργανώνουν ορισμένες γιορτές, όπως αυτή του Σαν Φρανσίσκο δε Γιάρε (στην πολιτεία Μιράντα), όπου την ημέρα
του Corpus Domini χορεύουν τον χορό των diablos. Οι χορευτές φορούν μάσκες με κεφάλια ζώων και έχουν το σώμα τους
τυλιγμένο με ένα σακί. Χορεύουν σε κύκλο στους ρυθμούς ταμπούρλων, που γίνονται όλο και πιο γρήγοροι.
Οι παραδόσεις των μαύρων αναμείχθηκαν με αυτές των Ίντιος και αλληλοεπηρεάστηκαν. Για παράδειγμα, οι μαύροι έχουν
διατηρήσει ένα παλιό έθιμο των Ίντιος, που ονομάζεται σαγιάπα: βοηθούν τον γείτονα στη συγκομιδή, στο χτίσιμο του σπιτιού
κ.ά. Αυτός που δέχεται τη βοήθεια προσφέρει στο τέλος φαγητό και ποτό. Οι Ίντιος πάλι έχουν με τη σειρά τους υιοθετήσει
ορισμένα μουσικά όργανα και χορούς των μαύρων. Οι plaches, θεραπευτές των Ίντιος, και οι μάγοι αφρικανικής καταγωγής
χρησιμοποιούν πολλές φορές τα ίδια αντικείμενα και δίνουν την ίδια εξήγηση σε διάφορα καιρικά φαινόμενα. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι τόσο οι Ίντιος όσο και οι μαύροι διακοσμούν τους κυνόδοντες των κροκόδειλων με χρυσό,
για να κατασκευάσουν φυλαχτά.
Θρησκευτικές λιτανείες, χοροί και γιορτές. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η συγχώνευση
αφρικανικών δοξασιών και χριστιανικών λατρευτικών εθίμων, δεν εμφάνισε στη Β. τις πολυσύνθετες μορφές που έλαβε στην
Κούβα και στη Βραζιλία. Ο συγκρητισμός εκδηλώνεται με την ευκαιρία ρωμαιοκαθολικών εορτών και πιο πολύ στη γιορτή του
Αγίου Βενέδικτου (ο οποίος ήταν μαύρος) και στις γιορτές του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Αντωνίου (13 Ιουνίου) και των
Ινοτσέντι (Αθώοι, 28 Δεκεμβρίου). Οι γιορτές των Αγίων Ιωάννη και Βενέδικτου (24 Ιουνίου και 26 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα)
συμπίπτουν με τα ηλιοστάσια του καλοκαιριού και του χειμώνα και για τους πιστούς τους έχουν μαγική σημασία. Η λατρεία του
Αγίου Βενέδικτου είναι πιο διαδεδομένη στο δυτικό τμήμα της χώρας και η γιορτή που του αφιερώνεται ονομάζεται fiesta del
Νegro ή fiesta de los Chimabangueles, από την ονομασία των τυμπάνων που χρησιμοποιούνται. Η αδελφότητα του Αγίου
Βενέδικτου οργανώνει γιορτές που κρατούν αρκετές εβδομάδες. Από την 1η Οκτωβρίου μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου, το άγαλμα του
αγίου περιφέρεται σε όλα τα χωριά της περιοχής. Στις 26 και 27 Δεκεμβρίου το άγαλμα γίνεται ο πρωταγωνιστής των εορτών
στο Μπετιχόκε και επιστρέφει, κάνοντας την ίδια πορεία, στην εκκλησία της Μεγάλης Σαβάνας όπου, στις 29 Δεκεμβρίου,
γίνεται η fiesta del pueblo (γιορτή του λαού). Η γιορτή του Αγίου Αντωνίου γιορτάζεται πιο πολύ στην πολιτεία Μέριδα με μια
σειρά χορών.
Οι σημαντικότερες γιορτές, ωστόσο, είναι και σε αυτή τη χώρα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Το καρναβάλι στις μεγάλες
πόλεις έχει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με άρματα γεμάτα λουλούδια, χορούς και πομπές. Στην ύπαιθρο υπάρχουν ορισμένα
γραφικά έθιμα, όπως το toro e candela (= ο ταύρος που καίει) όπου κάποιος, φορώντας μάσκα με κεφάλι ταύρου και έχοντας
φωτισμένα τα μάτια, τρέχει σε ολόκληρο το χωριό. Η Τετάρτη της Σαρακοστής σημαίνει και το τέλος του καρναβαλιού. Οι
γιορτές του Πάσχα γιορτάζονται με παντομίμες και δραματικές σκηνές, όπως το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα ή το
μυστήριο των Παθών, που κάθε χρόνο συγκεντρώνουν πλήθη πιστών και απλών θεατών.
Ο ελληνισμός στη Βενεζουέλα
Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2001 ζούσαν στη Β. 2.500 ομογενείς Έλληνες, οργανωμένοι
σε επτά κοινότητες (Αράγκουα, Θούλια, Καράκας, Μπαρκισιμέτο, Τρουχίλιο-Βαλέρα και Πουέρτο Λα Κρους).
Βενεράτο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 917 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Τεμένους, 20 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του δήμου Τετραχωρίου.
Βενέρης, Ιωάννης. Λόγιος και μητροπολίτης Κρήτης, με το όνομα Τιμόθεος. Βλ. λ. Τιμόθεος (Μητροπολίτης Κρήτης).
Βενετία (Venezia). Πόλη (266.181 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ.
χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα.
Η πιο χαρακτηριστική πόλη της Ιταλίας είναι χτισμένη πάνω σε 118 νησιά της εκτεταμένης λιμνοθάλασσας που σχηματίζεται
ανάμεσα στις εκβολές του Πάδου, του Αδίγη και του Μπρέντα από Ν και του Πιάβε από Β. Τα 157 κανάλια που χωρίζουν τα
νησάκια και επικοινωνούν με γέφυρες αποτελούν τους υδάτινους δρόμους που τους διασχίζουν βενζινάκατοι, βαποράκια, βάρκες
και οι περίφημες γόνδολες που έχουν γίνει πια το σύμβολο της Β. Εξαιτίας της ίδιας της συγκρότησής της, που δεν προσφέρεται,
όπως των άλλων πόλεων, για μεγάλα ρυθμιστικά σχέδια και για σημαντικές οικοδομικές μετατροπές, η Β. διατηρεί ακόμα την
όψη που είχε στους καιρούς της ένδοξης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.
Καρδιά της πόλης είναι η πλατεία του Αγίου Μάρκου, με την ομώνυμη βασιλική στη δυτική της πλευρά. Η πρώτη βασιλική,
χτισμένη το 832 για να φιλοξενήσει το σκήνωμα του αγίου Μάρκου που είχε μεταφερθεί από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου,
καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε τον 9o αι. από τον δόγη Ντομένικο Κονταρίνι, ο οποίος την επένδυσε με
πολύτιμα μάρμαρα και ψηφιδωτές διακοσμήσεις σε χρυσό φόντο, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην ωραιότατη πρόσοψή της. Το
κωδωνοστάσιο, επιβλητικό οικοδόμημα ρομανικού ρυθμού, χτισμένο σε πολύ νεότερη εποχή (μόλις το 1912, μετά την
κατάρρευση του παλιού το 1902) βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος της πλατείας έχοντας στη βάση του την ωραία στοά του
Σανσοβίνο. Στη βορινή πλευρά βρίσκεται ο πύργος του Ωρολογίου, με δύο πελώριους, ορειχάλκινους Μαυριτανούς, που
σημαίνουν τις ώρες. Πολύ κοντά στα Δ, βρίσκεται το παλιό Διοικητήριο, άλλοτε έδρα των επιτρόπων του Αγίου Μάρκου,
οικοδόμημα αυστηρής κομψότητας, που εναρμονίζεται θαυμάσια με τη ναπολεόντεια ή νεότατη πτέρυγα, η οποία κλείνει τη
δυτική πλευρά της πλατείας. Τη νότια πλευρά της αποτελεί το Νέο Διοικητήριο, άλλοτε βασιλικό ανάκτορο. Δίπλα στην πλατεία
και σε άμεση επικοινωνία με αυτήν βρίσκεται η μικρή πλατεία που έχει για φόντο τον κόλπο του Αγίου Μάρκου και στη μία
πλευρά της έχει την Παλαιά Βιβλιοθήκη, αριστούργημα του Σανσοβίνο, έδρα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και από την άλλη το
ανάκτορο των δόγηδων που συνδυάζει τον ρυθμό της Αναγέννησης με τον γοτθικό-βενετσιάνικο ρυθμό σε μια θαυμάσια
οικοδομή. Πίσω από αυτό, βρίσκεται η θρυλική Γέφυρα των Στεναγμών, μια μικρή σκεπασμένη γέφυρα, που ενώνει το
ανάκτορο με τις παρακείμενες φυλακές, τις ονομαζόμενες Μολύβια.
Αν η πλατεία του Αγίου Μάρκου είναι η καρδιά της πόλης, το Κανάλ Γκράντε είναι η βασική της αρτηρία. Η μεγάλη αυτή
υδάτινη οδός σε σχήμα ανάποδου S, μήκους 3.800 μ. και πλάτους 30-70 μ., έχει από τις δύο πλευρές της υπέροχα μέγαρα,
βυζαντινά, ρωμαϊκά, γοτθικά, αναγεννησιακά και μπαρόκ, καθώς και επτά εκκλησίες. Το κανάλι έχει τρεις γέφυρες: τη γέφυρα
των Σκάλτσι, την ξύλινη γέφυρα της Ακαδημίας και την ωραιότατη Πόντε ντι Ριάλτο, που επάνω της είναι χτισμένα
καταστήματα σε δύο σειρές, τα οποία τη χωρίζουν σε τρεις δρόμους. Από τα μέγαρα, καθένα από τα οποία έχει τη δική του
ιδιαίτερη γοητεία, τα πιο αξιόλογα είναι το Κόρνερ, που είναι και το πιο ψηλό, το Ρετσόνικο, το Γκρόσι, το Κονταρίνι
Βεντραμίν-Καλέρτζι, το Φοσκάρι, το Κόρνερ-Σπινέλι, το Γκριμάνι, το Λόρενταν, το Φαρσέτι, το Πέζαρο και πάνω απ’ όλα η
περίφημη Κα ντ’ όρο, το πιο ωραίο γοτθικό ανάκτορο της Β. Στην αρχή του Κανάλ Γκράντε υψώνεται η περίφημη εκκλησία της
Σάντα Μαρία ντέλα Σαλούτε, του Λονγκένα, σε οκταγωνικό σχήμα, με έναν μεγαλοπρεπή τρούλο. Πολλές άλλες εκκλησίες της
Β. αξίζει να μνημονευθούν για την αρχιτεκτονική τους αξία ή για τους θησαυρούς τέχνης που περιέχουν: οι εκκλησίες των
Φράρι, του Σαν Τσανίπολο, του Αγίου Ζαχαρία, της Θεοτόκου Μαρίας των θαυμάτων, του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, του
Λυτρωτή, της Σάντα Μαρία Φορμόζα, της Μαντόνα ντελ’ Όρτο, του Σαν Φραντσέσκο ντέλα Βίνια. Αλλά η γοητεία της πόλης
βρίσκεται πάνω απ’ όλα στα χρώματά της και στην ιδιαίτερη λάμψη της, στη χάρη των μικρών γεφυριών που ενώνουν τα στενά
κανάλια, στους μικροσκοπικούς κήπους που ανθίζουν με θαυμαστό τρόπο και στους πιο μικρούς χώρους και κυρίως στην πατίνα
του χρόνου που είναι απλωμένη παντού και δημιουργεί θαυμάσια αρμονία ανάμεσα στα πιο διαφορετικά στοιχεία μιας μακρινής
για τον σημερινό επισκέπτη εποχής.
Η Β. είναι σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, με πανεπιστήμιο, θέατρα, αξιόλογα μουσεία, όπως του δουκικού ανακτόρου, το
Κόρνερ, το Αρχαιολογικό, το Μουσείο του 18ου αι. στο Παλάτσο Ρετσόνικο, την πινακοθήκη Φρανκέτι στην Κα ντ’ όρο, την
πινακοθήκη της Σύγχρονης Τέχνης και το Μουσείο Ανατολικής Τέχνης στο Παλάτσο Πεζάρο, τη σχολή του Σεν Ρόκο, την
πινακοθήκη του Κουερίνι Σταμπάλια, τη σχολή του Σαν Τζόρτζιο των Σκιαβόνι, το Ιστορικό Ναυτικό Μουσείο, και κυρίως την
πινακοθήκη της Ακαδημίας, εκτός από αναρίθμητες άλλες συλλογές που φυλάσσονται σε εκκλησίες και σε διάφορα ιδιωτικά και
δημόσια κτίρια.
Γύρω από αυτή την πόλη που έμεινε ανέπαφη από τον χρόνο αναπτύχθηκαν, για να καλύψουν τις ανάγκες της προόδου και της
αύξησης του πληθυσμού, νέες συνοικίες, στο νησί της Αγίας Ελένης και στο Λίντο. Μεταξύ Β. και Μέστρε, στο Πόρτο
Μαργκιέρα, συγκεντρώνεται όλη η βιομηχανία της πόλης, ενώ η βιοτεχνική και η καλλιτεχνική δραστηριότητα παραμένουν στο
παλιό κέντρο και στα γειτονικά νησιά: το Μουράνο (9.000 κάτ.) παράγει τα πασίγνωστα γυαλικά και το Μπουράνο (8.500 κάτ.)
τις όχι λιγότερο γνωστές δαντέλες.
Μεταξύ των νησιών που είναι σκορπισμένα στη λιμνοθάλασσα, ξεχωρίζει το Τορτσέλο, που το 452 μ.Χ. συγκέντρωσε τους
φυγάδες του Αλτίνο και έγινε μία από τις πιο βασικές πόλεις της ακτής. Σήμερα είναι σχεδόν τελείως ακατοίκητο και έχει για
καύχημα δύο από τις πιο παλιές και πιο καλά διατηρημένες χριστιανικές βασιλικές, τη μητρόπολη και τη βασιλική της Σάντα
Φόσκα. Για τη σημαντικότατη τέχνη της πόλης, βλ. λ. Βένετο (Τέχνη).
Ιστορία. Στη ρωμαϊκή εποχή, Β. ονομαζόταν συνολικά η βορειοανατολική περιοχή της Ιταλίας, αλλά με την κατάλυση της
αυτοκρατορίας και κυρίως μετά την κάθοδο των Λογγοβάρδων (568), η ονομασία αυτή δήλωνε ένα μέρος των μικρών αστικών
κέντρων τα οποία σχηματίστηκαν στα νησιά της λιμνοθάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στον Πάδο και στον Αδίγη. Η
οικονομική βάση των κέντρων αυτών ήταν η αλιεία και αργότερα το εμπόριο μεταξύ των χωρών της Εγγύς Ανατολής και της
βόρειας Ευρώπης (Γερμανίας και Κάτω Χωρών).
Η Β. οργανώθηκε σε ομοσπονδία που υπαγόταν στο Βυζάντιο, αλλά σιγά-σιγά η εξάρτησή της αυτή χαλάρωσε ώσπου, προς τα
τέλη του 9ου αι., η πόλη έγινε τελείως ανεξάρτητη. Μετά την επικράτηση της Ηρακλείας και του Μαλαμόκο ακολούθησε, από
τις αρχές του 10ου αι., εκείνη του Ρίβο Άλτο (Ριάλτο, πυρήνας της σημερινής Β.). Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την
αποτυχημένη απόπειρα των Φράγκων να υποτάξουν τα νησιά. Μετά την απόκρουση των αραβικών επιδρομών και την
καταστροφή, το έτος 1000, των Κροατών πειρατών της Αδριατικής, άρχισε η πολιτική επέκταση στην Ιστρία και στη Δαλματία
υπό την καθοδήγηση μιας τάξης εφοπλιστών και εμπόρων, που είχαν κατορθώσει να εξουδετερώσουν τις απόπειρες ορισμένων
οικογενειών να καταστήσουν την εξουσία κληρονομική. Επειδή φοβούνταν τον αποκλεισμό του στενού του Τάραντα –
υποχρεωτικής διάβασης προς την Ανατολή– και των διαβάσεων των Άλπεων, που ήταν απαραίτητες για το εμπόριο με τις χώρες
του Βορρά, οι ηγεμόνες της Β. αφενός μεν αντιμετώπισαν τις απόπειρες των Νορμανδών, των Σουήβων και των Ανδηγαυών να
εγκατασταθούν στα ηπειρωτικά παράλια, αφετέρου δε προσχώρησαν στη Λομβαρδική Ένωση, για να αποφύγουν την
παντοδυναμία του Γερμανού αυτοκράτορα. Με την Δ’ Σταυροφορία (1202-4) που κατέληξε στην κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η Β. ίδρυσε εκτεταμένο αποικιακό κράτος στη Βαλκανική χερσόνησο και στο Αιγαίο,
που εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την ανακατάληψη της αυτοκρατορίας από τους Βυζαντινούς (1261), αλλά έκανε οξύτερο
τον ανταγωνισμό της με τη Γένοβα, γεγονός που προκάλεσε πολλές ναυμαχίες με εναλλασσόμενες νίκες και των δύο πόλεων-
κρατών. Στις αρχές του 14ου αι., με τη δημιουργία των ηγεμονιών (ισχυρών συγκεντρωτικών κρατιδίων) έγιναν και στη Β.
απόπειρες (για παράδειγμα, από τον Μπεαμόντε Τιέπολο το 1310, από τον Μαρίνο Φαλιέρο το 1355 κ.ά.) μεταβολής του
ολιγαρχικού καθεστώτος, που από το 1297 είχε περιοριστεί σε ορισμένο αριθμό οικογενειών, σε ηγεμονία (σινιορία) με την
υποστήριξη μικροαστών (ναυτικών, ψαράδων), οι οποίες όμως απέτυχαν. Άρχισε πάντως η επέκταση στην ενδοχώρα (κυρίως
ύστερα από τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεξε το 1378 με τον λεγόμενο πόλεμο της Κιότζα, όταν η λιμνοθάλασσα πολιορκήθηκε
από ξηρά και θάλασσα, από συνασπισμένες δυνάμεις της Ουγγαρίας, της Πάντοβα και της Γένοβα).
Η Β. επωφελήθηκε από την ευνοϊκή κατάσταση και μέσα σε λίγα χρόνια κατέλαβε ολόκληρο το Βένετο, το Φρίουλι, την
Μπρέσια και το Μπέργκαμο, εγκαινιάζοντας μια σειρά πολέμων πρώτα με το Μιλάνο και έπειτα με τη Φλωρεντία και τη
Φεράρα. Οι κατακτήσεις της στην Απουλία (1495) και στη Ρομάνια (1503) και, επιπλέον, το λάθος της να υποστηρίξει την
ηγεμονία της Κρεμόνα (1499) αποδείχθηκαν μοιραίες για τη Β., γιατί της επιτέθηκαν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις,
παρακινημένες από τον πάπα Ιούλιο Β’ (ένωση του Καμπρέ). Έτσι, αφού ηττήθηκαν από τους Γάλλους στο Ανιαντέλο (1509), οι
Βενετοί είδαν να σταματά ανεπιστρεπτί η επέκτασή τους στην Ιταλία. Στο μεταξύ καταλαμβάνονταν από τους Τούρκους –αν και
όχι χωρίς αντίσταση– οι κτήσεις της Β. στην Ανατολή, ενώ η ανακάλυψη της Αμερικής μετατόπιζε τους δρόμους του εμπορίου –
της πηγής του πλούτου της– από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό. Ήταν η αρχή μιας αργής παρακμής της Β., που αντιστάθηκε
στους Τούρκους στην Κύπρο (1571-73) και στην Κρήτη (1644-86), ανακατέλαβε για ένα χρονικό διάστημα την Πελοπόννησο
(18ος αι.) και ταπείνωσε τους Βερβερίνους στην Τύνιδα (1784-86). Εξίσου επικίνδυνοι εχθροί για τη Β. αποδείχθηκαν οι
Αψβούργοι, οι οποίοι ήθελαν την ένωση του Τιρόλο με την περιοχή του Μιλάνου, την οποία και πέτυχαν μόνο με τη βοήθεια
του Βοναπάρτη, ο οποίος διέλυσε την παλιά δημοκρατία με τη συνθήκη του Καμποφόρμιο (1797) και την παραχώρησε στην
Αυστρία με αντάλλαγμα το δουκάτο του Μιλάνου. Η Β. ενώθηκε πάλι με το βασίλειο της Ιταλίας του Ναπολέοντα το 1805,
επέστρεψε στην Αυστρία το 1813 και με τη συνθήκη της Βιέννης έγινε, μαζί με το Μιλάνο, η πρωτεύουσα ενός θεωρητικού
λομβαρδοβενετικού βασιλείου. Το 1848 επαναστάτησε κατά της Αυστρίας και, όταν ο Ντανίλο Μανίν ανακήρυξε τη
δημοκρατία, η Β. ενώθηκε με το βασίλειο της Σαρδηνίας ακριβώς την παραμονή της ανακωχής του Σαλάσκο. Έγινε και πάλι
δημοκρατία και αντιστάθηκε στους Αυστριακούς έως τον Αύγουστο του 1849, ύστερα από μακρά πολιορκία. Με τον τρίτο
πόλεμο της ιταλικής Ανεξαρτησίας (1866) ενώθηκε με την Ιταλία.
Ο ελληνισμός στη Βενετία. Από τα τέλη του 14ου αι. συναντώνται Έλληνες μόνιμα εγκατεστημένοι στη Β. Όσο ο τουρκικός
κίνδυνος γινόταν απειλητικότερος στην Ανατολή, τόσο μεγάλωνε ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων στη Β. και γενικά στην
Ιταλία. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), η συρροή Ελλήνων στη Β. ήταν τέτοια ώστε έγινε αισθητή σε αυτούς
η ανάγκη να οργανωθούν για να μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα στην πολυάνθρωπη πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης
Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Έτσι, το 1456, με μεσολάβηση του Έλληνα καρδινάλιου Ισιδώρου, αναγνωρίστηκε στους
Έλληνες το δικαίωμα να διατηρούν δικό τους ναό με ορθόδοξο ιερέα. Ύστερα από πολλές δυσκολίες και αντιδράσεις, ιδίως από
μέρους του τοπικού καθολικού κλήρου, θεμελιώθηκε το 1539 και εγκαινιάστηκε το 1573 ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου
Γεωργίου των Γραικών, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Από το 1577 εγκαταστάθηκε στη Β., ως εκκλησιαστικός προϊστάμενος
των Ελλήνων της πόλης, ο λόγιος μητροπολίτης Φιλαδελφείας, Γαβριήλ Σεβήρος. Από τότε οι μητροπολίτες Φιλαδελφείας είχαν
την έδρα τους στη Β. Στο μεταξύ, μετά την άλωση του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Τούρκους (1540) και αργότερα
της Κύπρου (1570) και της Κρήτης (1669), νέα κύματα προσφύγων κατέφταναν στη Β. Η ελληνική παροικία αριθμούσε πλέον
πάνω από 10.000 μέλη. Ανάμεσά τους συναντούσε κανείς εύπορους επιχειρηματίες και ναυτικούς, τυπογράφους και βιοτέχνες,
κληρικούς και μισθοφόρους στρατιώτες (stradioti) στον στρατό της Β., σπουδαστές και δασκάλους, λογίους, ζωγράφους και
καλλιτέχνες κάθε είδους. Έτσι, η ελληνική παροικία της Β. αναδείχτηκε σύντομα ως το πιο σημαντικό πνευματικό και εμπορικό
κέντρο του ελληνισμού των χρόνων της τουρκοκρατίας. Στα σχολεία της, και ιδίως στο περίφημο Φλαγγίνειο Γυμνάσιο που
ιδρύθηκε το 1662 δίπλα στον ναό του Αγίου Γεωργίου, σπούδασαν και δίδαξαν εκατοντάδες ονομαστοί λόγιοι και ιεράρχες.
Εξάλλου, τα περίφημα ελληνικά τυπογραφεία της Β. (του Νικολάου Βλαστού, του Ζαχαρία Καλλέργη και του Ανδρέα Κουνάδη
τον 15o και 16o αι., των Γλυκήδων, των Θεοδοσίου, του Σάρρου και του Φοίνικα αργότερα), κάλυπταν σχεδόν αποκλειστικά τις
πνευματικές ανάγκες του ελληνικού αναγνωστικού κοινού ολόκληρης της Ανατολής. Την πνευματική αυτή ακτινοβολία και την
οικονομική ακμή της ελληνικής παροικίας ανέκοψε απότομα η διάλυση του ναυτικού κράτους της Β. από τον Ναπολέοντα, το
1797. Ακολούθησε μια περίοδος παρακμής που κορυφώθηκε το 1926 με τη δέσμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της
ελληνικής κοινότητας από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Με την ελληνοϊταλική μορφωτική συμφωνία του 1948 η
περιουσία αυτή επεστράφη στην ελληνική κοινότητα, η οποία με τη σειρά της τη μεταβίβασε στο Ελληνικό Ινστιτούτο
Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Β., το οποίο είναι ένα από τα αξιολογότερα ελληνικά ιδρύματα του εξωτερικού
(για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. Ινστιτούτο Βενετίας).
Βενετία (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 9 Ιουλίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 12,8, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
8,14. Διεθνώς ονομάζεται Venetia 487.
Βενετίας, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών. Βλ. λ. Ινστιτούτο Βενετίας.
Βενέτικο. Τοπωνυμία του ελλαδικού χώρου.
1. Ακρωτήριο της Νάξου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή της, στο νοτιοανατολικό όριο του όρμου Απόλλωνος.
2. Ακρωτήριο της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της, ΝΑ του όρμου Αλωνιάς.
3. Νησίδα των ανατολικών Κυκλάδων. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή της Ηράκλειας.
4. Νησίδα του νότιου Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού Μεσσηνίας, σε απόσταση 1 ναυτικού μιλίου Ν του
ακρωτηρίου Ακρίτας. Έχει μήκος περ. 1,5 χλμ., πλάτος περ. 700 μ. και μέγιστο ύψος 181 μ.
6. Παλαιότερη ονομασία της Ναυπάκτου κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Η ονομασία αυτή είχε δοθεί από τους Βενετούς
κατά το διάστημα της μακρόχρονης παραμονής τους στην πόλη και στην ομώνυμη επαρχία (1399-1499).
Βενέτικος. Ποταμός του νομού Γρεβενών. Είναι δεξιός παραπόταμος του Αλιάκμονα, πηγάζει από τις πλαγιές της Πίνδου, ρέει
ΒΑ και συμβάλλει στον Αλιάκμονα Ν του οικισμού Αγάπη. Ονομάζεται και Βελονιάς.
βενετιτώδη (bennettitales). Τάξη γυμνόσπερμων φυτών της κλάσης των κυκαδικών, τα οποία έχουν εκλείψει· ονομάζονται
επίσης βενετιτικά και, σύμφωνα με άλλη ονοματολογία, κυκαδεοϊδώδη (cycadeoidales), ενώ σε άλλα συστήματα κατάταξης
αποτελούν ξεχωριστή κλάση των γυμνοσπέρμων (bennettitinae).
Τα φυτά αυτά διαβιούσαν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μεσοζωικού αιώνα, φτάνοντας στο μέγιστο της διάδοσής τους κατά
την ιουρασική περίοδο του μεσοζωικού αιώνα, και εξαφανίστηκαν κατά την κρητιδική περίοδο. Ο κορμός τους ήταν
κοντόχοντρος, κυλινδρικός ή βαρελοειδής, γυμνός ή σκεπασμένος με πυκνά λέπια, τα οποία σχημάτιζαν προστατευτικό στρώμα
που υποστήριζε τον κορμό αντισταθμίζοντας την έλλειψη μιας ζώνης με ξυλώδη ιστό. Τα φύλλα, συνήθως σύνθετα και
πτεροειδή, τοποθετημένα στην κορυφή του κορμού, έφταναν ακόμα και τα 3 μ. σε μήκος. Έφεραν άνθη άμισχα ή έμμισχα,
μονογενή, γυμνά ή περιβαλλόμενα από βράκτια. Το θηλυκό άνθος αποτελείτο από μια κωνική ανθοδόχη, πάνω στην οποία
στηρίζονταν πολυάριθμα λεπιοειδή φυλλάρια, που στην κορυφή τους έφεραν το καθένα από μία σπερμοβλάστη. Τα άρρενα άνθη
έφεραν πολυάριθμους στήμονες τοποθετημένους κυκλικά, με τη μορφή σπονδύλου. Στα γεωλογικά στρώματα της ανώτερης
ιουρασικής περιόδου και της κατώτερης κρητιδικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα στις ΗΠΑ (Μπλακ Χιλ, Μέριλαντ,
Γουαϊόμινγκ), βρίσκονται αντιπρόσωποι των β. τόσο καλά διατηρημένοι, ώστε επιτρέπουν ακριβείς μελέτες ακόμα και για την
εσωτερική τους κατασκευή. Απολιθώματα β. έχουν βρεθεί επίσης στη Γαλλία, στην Ισπανία καθώς και στην Ιταλία, μεταξύ των
λεπιδωτών αργίλων της Μπολόνια κ.α. Από τα πιο αξιόλογα γένη των β. είναι η Williamsonia. Τα β. αποτελούν μία από τις πιο
ενδιαφέρουσες τάξεις της φυτοπαλαιοντολογίας.
Βένετο (Veneto ή Venezia Euganea). Διοικητικό διαμέρισμα (18.365 τ. χλμ., 4.527.694 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, που
εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, με πρωτεύουσα τη Βενετία (βλ. λ.). Διοικητικά αποτελείται από επτά
επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο, Βενετία, Βερόνα και Βιτσέντζα, ομώνυμες των αντίστοιχων πόλεων.
Μορφολογικά η περιοχή αποτελείται από μια ορεινή λωρίδα στα ΒΔ και Β και από μια απέραντη πεδιάδα που κατέρχεται με
ελαφριά κλίση προς την Αδριατική ακτή, χαμηλή και αμμώδη, με πολλές λιμνοθάλασσες προσχωματικής προέλευσης. Εκτός
από τις δυτικές ακραίες διακλαδώσεις των Καρνικών Άλπεων που υψώνονται στα Δ του Πιάβε, στο Β. ανήκει και η περιοχή
εκείνη των Δολομιτικών Άλπεων μεταξύ Μπρέντα και Πιάβε, που περιλαμβάνει τέσσερις μεγάλες δολομιτικές κοιλάδες και μια
λωρίδα από προαλπικά ασβεστολιθικά υψώματα. Οι ποταμοί της περιοχής εκβάλλουν στην Αδριατική με παράλληλη ροή
νοτιοανατολικής κατεύθυνσης, με εξαίρεση τον Πάδο. Εκτός από τον Πάδο και τον Αδίγη, που είναι και οι μεγαλύτεροι της
Ιταλίας σε μήκος, κυριότεροι ποταμοί του Β. είναι οι Μπακιλιόνε, Μπρέντα, Πιάβε, Λιβέντζα, Ταλιαμέντο κ.ά. Στο Β. ανήκει
ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της λίμνης Γκάρντα, που είναι η μεγαλύτερη της Ιταλίας. Άλλες μικρότερες είναι η Σάντα
Κρότσε, η Νεκρή Λίμνη, η Αλέγκε και οι δολομιτικές λίμνες, όπως η Μιζουρίνα, από τις γραφικότερες του αλπικού τοπίου. Το
κλίμα είναι γενικά εύκρατο, αλλά είναι αξιοσημείωτες οι θερμικές και βροχομετρικές διαφορές μεταξύ της παραλιακής και
προαλπικής ζώνης και των υψηλότερων αναγλύφων.
Στην περιοχή καλλιεργούνται ζαχαρότευτλα, καλαμπόκι, σιτάρι, οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια. Η βιομηχανία παρουσιάζει
μεγάλη κίνηση, κυρίως στους τομείς των μηχανοκατασκευών (μοτοσικλέτες, ποδήλατα, ηλεκτρικοί κινητήρες, αγροτικές
μηχανές), της υφαντουργίας, της επεξεργασίας μεταξιού, δαντέλας και ζάχαρης, καθώς και της επεξεργασίας τροφίμων.
Οι σημαντικότερες πόλεις, από οικονομική και πολιτιστική άποψη, είναι η Βενετία, η Πάντοβα και η Βερόνα (βλ. αντίστοιχα
λήμματα). Ιστορικό, οικονομικό και τουριστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι πόλεις Αρτσινιάνο, Τιένε, Μαργκέρα,
Βαλντάνιο, Άντρια, Σαν Ντονά ντι Πιάβε, Βιτόριο Βένετο, Πορτογκρουάρο και Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο· η τελευταία είναι το πιο
ονομαστό χειμερινό τουριστικό κέντρο της Ιταλίας.
Τέχνη. Τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου (εποχή του εξαρχάτου), η περιοχή του Β., μολονότι δεν είχε λησμονήσει
εντελώς την αρχαία παράδοση των δύο μεγάλων και φημισμένων πόλεών της, της Μπρέσια και της Ακουιληίας, άντλησε την
έμπνευσή της από τα πρότυπα της Ραβένα και του Παρέντσο (μητροπολιτικός ναός του Γκράντο). Αλλά και η Βενετία, το
Τορτσέλο και το Μουράνο, κέντρα χωρίς ιδιαίτερη ακόμα ακτινοβολία, ακολούθησαν στην αρχιτεκτονική την προτίμηση της
περιοχής για τη μορφή της βασιλικής (Άγιος Ιωάννης Ντεγκολά και Αγία Ευφραιμία στη Βενετία), για τα κυλινδρικά
κωδωνοστάσια (μητρόπολη του Κάορλε) και για τις παραστάδες που χωρίζουν τις προσόψεις των εκκλησιών σε κάθετα τμήματα
(Άγιος Πέτρος στο Μουράνο). Τα στοιχεία αυτά διατηρήθηκαν και μετά το 725, στα χρόνια της λομβαρδικής κυριαρχίας, όπως
φαίνεται από τον μικρό ναό της Σάντα Μαρία ιν Βάλε στο Τσιβιντάλε (Ούντινε) και την εκκλησία του Σωτήρα στην Μπρέσια.
Κατά τη διάρκεια της φραγκικής κατοχής ο τύπος της βασιλικής διατηρήθηκε. Χτίστηκαν νέες (Σάντα Μαρία ντι Πομπόζα
κοντά στη Φεράρα, 9ος αι.) και οι παλαιότερες και πιο ταπεινές επενδύθηκαν με ψηφιδωτά (βασιλική του Τορτσέλο). Η Βερόνα,
σημαντικό πολιτιστικό κέντρο στην καρολίγγεια περίοδο και –λόγω της συνοδικής σχολής της– πυρήνας διάδοσης της
ιρλανδικής παιδείας του Βέδα του Αιδέσιμου, δέχτηκε πολύ νωρίς τις ρομανικές καινοτομίες που είχαν μεταφέρει και εφαρμόσει
οι μαΐστορες Κοματσίνι στον ναό του Αγίου Ζήνωνα του Μπαρτολίνο, στο Τσεζόν ντέλα Βάλε του Λενιανέζε, στον Άγιο
Νικόλαο του Τρεβίζο και στη μητρόπολη του Βεντσόνε, στην είσοδο της Κάρνια. Αν και ο Άγιος Ζήνων της Βερόνας χτίστηκε
περίπου το 1120, μόνο είκοσι χρόνια μετά τη μητρόπολη της Μοντένα, είναι ένας ώριμος καρπός των τεχνικών και αισθητικών
επιτευγμάτων του ρομανικού ρυθμού, αλλά έχει και έναν ιδιαίτερο τοπικό, καθαρά ζωγραφικό χαρακτήρα. Είναι γεγονός ότι ενώ
στην περιοχή της λιμνοθάλασσας η συνήθεια των ταξιδιών και η εμπορική επικοινωνία δημιούργησαν στενό σύνδεσμο με την
Ανατολή και ανέπτυξαν μια χρωματική αντίληψη της αρχιτεκτονικής που δημιούργησε τον ιδιότυπο βυζαντινο-ανατολικό τόνο
της Βενετίας, του Μουράνο και του Τορτσέλο, η ενδοχώρα δέχτηκε τις μορφολογικές προτάσεις πρώτα της Λομβαρδίας και της
Εμίλια και έπειτα της Τοσκάνης. Αυτές οι διαφορετικές τάσεις κυκλοφορούσαν αμοιβαία από τη Βενετία στην ενδοχώρα έως το
δεύτερο μισό του 15ου αι., όταν η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, κατά την άνοδό της προς εκείνη την εξαιρετική
άνθηση που θα την καθιστούσε ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κέντρα, ισάξιο της Φλωρεντίας και της Ρώμης, άρχισε να
απορροφά βαθμιαία τις δυνάμεις των γειτονικών πόλεων οι οποίες βάδιζαν με βραδύ ρυθμό προς την παρακμή. Τον 13ο αι. η
Βενετία διεύρυνε τις πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις της πέρα από την ιταλική και ευρωπαϊκή Δύση. Οι επαφές της με το
Βυζάντιο αντανακλώνται στην αρχιτεκτονική της πεντάτρουλης βασιλικής του Αγίου Μάρκου (1094), εμπνευσμένης από τον
ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, στα ψηφιδωτά του Αγίου Μάρκου και του Τορτσέλο και στη γλυπτική του
κεντρικού θυρώματος του Αγίου Μάρκου, όπου τα μοτίβα του Αντέλαμι συμπλέκονται με τους κλασικίζοντες βυζαντινούς
ρυθμούς.
Ακόμα και στη ζωγραφική η Βενετία παρέμεινε συνδεδεμένη με τους ελληνικούς τρόπους του Πάολο Βενετσιάνο, ενώ την ίδια
εποχή το Τρεβίζο, η Βερόνα και η Πάντοβα όχι μόνο είχαν ανανεωθεί με την παραδοχή των αντιλήψεων του Τζιότο
(τοιχογραφίες του στο παρεκκλήσι των Σκροβένι στην Πάντοβα), αλλά ανέδειξαν και προσωπικότητες όπως ο Αλτικιέρο. Από
την επαφή με τον τοσκανικό πολιτισμό (ο Τζοβάνι Πιζάνο εργάστηκε στην Πάντοβα και ο Νίνο Πιζάνο στη Βενετία) και τα
γαλλικά στοιχεία, ξεπήδησαν στα τέλη του 14ου αι. η χάρη του Πιερ Πάολο ντάλε Μαζένιε και η βίαιη εκφραστικότητα του
αδελφού του Γιακομπέλο. Τον 15ο αι. οι τεχνίτες της πέτρας εργάζονταν στα μέγαρα και σε γλυπτικά έργα, με καθαρά
διακοσμητική πρόθεση και δημιούργησαν τον διανθισμένο ρυθμό, χαρακτηριστικό των ζωγραφικών αξιών της Βενετίας,
συνεχίζοντας φυσικά την παλαιότερη παράδοση των γραφικών θυρωμάτων και των αψιδωτών στοών. Οι πιο αξιόλογοι από
αυτούς τους μάστορες ήταν ο Ματέο Ραβέρτι από το Μιλάνο, οι Λαμπέρτι από τη Φλωρεντία, οι Μπον από τη Βενετία, ο
Αντόνιο Ρίτσο από τη Βερόνα και ο Μάουρο Κοντούτσι από το Μπέργκαμο, ο οποίος έδωσε βενετσιάνικη μορφή στον
αναγεννησιακό πλαστικό χώρο, προαναγγέλλοντας τα επιτεύγματα του Σανσοβίνο και του Παλάντιο κατά τον 16o αι.
Με τρόπο ανάλογο εξελίχθηκε και η βενετσιάνικη ζωγραφική στην πρώτη πεντηκονταετία του 15ου αι. Στο ανάκτορο των
δόγηδων ο Πιζανέλο συνέχισε το έργο του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο και τη διεθνή γοτθική ζωγραφική της τελευταίας περιόδου.
Ταυτόχρονα, η Πάντοβα προχώρησε προς τις αναγεννησιακές εκδηλώσεις της. Το 1433 εργάστηκε εκεί ο Φιλίπο Λίπι, το
επόμενο έτος ο μαθητής του Μπρουνελέσκι, Νικολό Μπαροντσέλι, και το 1443 έφτασε ο Ντονατέλο και παρέμεινε δέκα χρόνια
απασχολούμενος με την εκτέλεση της μνημειακής Αγίας Τράπεζας του Αγίου Αντωνίου και με το έφιππο σύμπλεγμα του
Γκαταμελάτα. Όπως ήταν φυσικό, αναπτύχθηκε στην Πάντοβα μια γλυπτική σχολή πολύ ισχυρή, η οποία μπόρεσε να
αυτοσυντηρηθεί μέχρι τον 18ο αι., αφού έδωσε τα καλύτερα δείγματά της με τα μικρά χάλκινα έργα του Αντρέα Μπριόσκο, του
αποκαλούμενου Ρίτσιο, γλύπτη του 16ου αι. Εκεί ο μαθητής της μεγάλης τοπικής σχολής του Σκουαρτσιόνε, Αντρέα Μαντένια,
επηρεασμένος και από τις έντονες προσωπικότητες του Λίπι, του Αντρέα ντελ Καστάνιο και του Ντονατέλο, ζωγράφισε το
παρεκκλήσι των Οβιετάρι. Όταν λίγο μετά τα μέσα του αιώνα παντρεύτηκε τη Νικολόζια, κόρη του Τζιάκοπο Μπελίνι και
αδελφή του Τζεντίλε και του Τζιοβάνι, και εγκαταστάθηκε στη Βενετία, η πόλη αυτή ήταν πια ένα ζωντανό αναγεννησιακό
εργαστήριο, όπου οι ανακαλύψεις των προοπτικών αξιών του χρώματος του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα βρήκαν το γονιμότερο
έδαφος για τη μεταφύτευσή τους. Η Βενετία προσέλκυσε και τον Αντονέλο ντα Μεσίνα, ο οποίος δημιούργησε το πολύπτυχο
του Αγίου Κασσιανού. Αργότερα, ενώ ακόμα ο μεγάλος Τζιοβάνι Μπελίνι (Τζαμπελίνο) διένυε τη ζωγραφική του ωριμότητα και
τα εργαστήρια του Καρπάτσιο στη Βενετία και των Βιβαρίνι στο Μουράνο βρίσκονταν σε πλήρη δραστηριότητα, ο Τζορτζιόνε,
συνδυάζοντας τις αξίες του φωτός και του χρώματος, προσέφερε με το τονικό χρώμα το χαρακτηριστικό εκφραστικό μέσο της
βενετσιάνικης ζωγραφικής που επρόκειτο να εξελιχθεί στους καινούργιους ζωγραφικούς τρόπους του νεαρού Τιτσιάνο.
Τον 16o αι., η τέχνη θριάμβευσε στη Βενετία με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Τιτσιάνο, ο Λότο, ο Βερονέζε, ο
Τιντορέτο, ο Βιτόρια και οι Μπασάνο. Βαθμιαία άρχισαν να κατακτούν έδαφος ο κλασικισμός του Τζούλιο Ρομάνο, ο οποίος
μετά τη λεηλασία της Ρώμης (1527) εργάστηκε στη Μάντοβα, και ο μανιερισμός του Παρμιτζανίνο. Τον 17o αι., ενώ οι αδελφοί
Καράτσι και ο Ρούμπενς αντλούσαν από την τέχνη της Βενετίας πολύτιμα διδάγματα για την εξέλιξή τους, η ίδια η βενετσιάνικη
ζωγραφική υπέστη μια σχετική αποτελμάτωση, παρά την προβολή μεγάλων ονομάτων όπως του Σαρατσένι, του Φέτι, του
Στρότσι, του Μαφέι και του Ματσόνι. Στην αρχιτεκτονική, πάντως, ο Μπαλτάσαρε Λονγκένα, μαθητής του Σκαμότσι,
συνδυάζοντας τα στοιχεία του μπαρόκ με τις παραδοσιακές ζωγραφικές αξίες, πραγματοποίησε ένα επιβλητικό αριστούργημα
ρυθμού μπαρόκ, την εκκλησία της Σάντα Μαρία ντέλα Σαλούτε στη Βενετία.
Τον 18o αι., ενώ η αρχιτεκτονική του Παλάντιο επηρέασε αποφασιστικά την αγγλική, με τα έργα του Αντόνιο Γκάσπαρι, στη
Βενετία επήλθε ένας πρόωρος μαρασμός των μορφών του μπαρόκ. Αλλά και η καλύτερη γλυπτική αντιπροσωπευόταν την ίδια
εποχή από τους ξένους: τον Φλαμανδό Τζιούστο Λε Κουρ και λίγο αργότερα τον αυθόρμητο και ζωντανό Τζοβάνι Μαρία
Μορλάιτερ. Η ζωγραφική όμως ανέκτησε την προηγούμενη ηγετική θέση της στην ευρωπαϊκή τέχνη, όχι τόσο με τη συμμετοχή
Βενετσιάνων καλλιτεχνών σε ευρωπαϊκές παραγγελίες (Σεμπαστιάνο Ρίτσι, Γιάκοπο Αμιγκόνι, Τζοβάνι Αντόνιο Πελεγκρίνι)
όσο με το υψηλό επίπεδο προσωπικοτήτων όπως ο Τζαμπατίστα Τιέπολο, ο Πιατσέτα, ο Καναλέτο, ο Γκουάρντι, ο Πιέτρο και ο
Αλεσάντρο Λόνγκι. Οι καλλιτέχνες αυτοί θεμελίωσαν με τη μνημειακή τοιχογραφία, την προσωπογραφία, την τοπιογραφία
απόψεων, ακόμα και με τα ελαφρά θέματα του Τζουκαρέλι, τη δεύτερη χρυσή εποχή της βενετσιάνικης τέχνης. Στα τέλη του
18ου αι., ο Λάμπι από το Τρέντο εργάστηκε στην Πολωνία, στη Ρωσία και στην Αυστρία και πραγματοποίησε τον σύνδεσμο με
τη νεοκλασική ζωγραφική.
Η Βενετία, μετά την κατάκτησή της από τον Ναπολέοντα, παρά τη στέρηση της ελευθερίας της, την κατάπτωση του εμπορίου
της και τις διαδοχικές ιστορικές περιπέτειες της απελευθερωτικής προσπάθειας, έγινε το κέντρο της ακτινοβολίας των
ρασιοναλιστικών θεωριών του Αλγκαρότι και διατήρησε μια εξέχουσα θέση στη νεοκλασική περίοδο με τον Κουαρένγκι, τον
Κανόβα, τον Τεμάντσα, τον Σέλβα (Θέατρο του Φοίνικα, Βενετία) και τον Ματέο Περτς (Θέατρο Βέρντι, Τεργέστη). Κατά τη
ρομαντική περίοδο, αρκετά ενδιαφέροντα έργα δημιούργησαν ο Καμίλο Μπόιτο, αναστηλωτής πολλών μεγάρων στη Βενετία
και υπέρμαχος ενός μεσαιωνίζοντος Νέου Ρυθμού, καθώς επίσης ο συγγραφέας Πιέτρο Σελβάτικο, ο μαχητικότερος θεωρητικός
και υποστηρικτής του μεσαιωνισμού στην Ιταλία.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα, η πόλη της Βενετίας ως έδρα της Μπιενάλε, της διεθνούς καλλιτεχνικής
έκθεσης, ξαναζεί κάθε δύο χρόνια ημέρες με ζωηρή κίνηση ανταλλαγών και συναντήσεων. Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει
και το ετήσιο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας, στο οποίο παρουσιάζονται οι καλύτερες νεοεμφανιζόμενες ταινίες,
κυρίως του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Γενικά, η Βενετία με τα περίχωρά της είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιοχές
της Ιταλίας.
Βενέτο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 185 κάτ.) του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού,
στις βορειοανατολικές απολήξεις του Πηλίου, στην πρώην επαρχία Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κεραμιδίου. Ο
οικισμός, που έως το 1971 ονομαζόταν Βένετο, έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός.
Βένετοι. Μία από τις δύο αντίπαλες φατρίες στις αρματοδρομίες του Ιπποδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη βυζαντινή
περίοδο. Οι Β. ονομάζονταν επίσης Κυανοί ή Γαλάζιοι και οι αντίπαλοί τους Πράσινοι. Οι ονομασίες αυτές οφείλονταν στο
χρώμα της στολής των αρματοδρόμων. Παράλληλα, Β. και Πράσινοι ονομάζονταν και οι θεατές, ανάλογα με τη συμπάθειά τους
προς τη μία ή την άλλη μερίδα. Οι Β. ήταν κατά κύριο λόγο μέλη της αριστοκρατίας και αυστηρά Ορθόδοξοι ως προς την πίστη.
Οι δύο φατρίες ήταν αναγνωρισμένες από το κράτος. Ο φανατισμός τους όμως ήταν τόσος, ώστε το Βυζάντιο συνταρασσόταν
συχνά από τις οξύτατες εκδηλώσεις του ανταγωνισμού τους. Είναι γνωστή η στάση του Νίκα (532 μ.Χ.) που ξέσπασε στον
Ιππόδρομο, εναντίον της πολιτικής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, τα θύματα της οποίας ξεπέρασαν τα 30.000 άτομα.
Βενετσανάκης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τη Μάνη.
1. Αναγνώστης. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και το 1824 έγινε εκατόνταρχος. Αργότερα έγινε χιλίαρχος.
2. Βασίλης. Το 1806 βοήθησε στη φυγάδευση του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο. Στην Επανάσταση πολέμησε ως καπετάνιος.
Μετά την απελευθέρωση, του απονεμήθηκε ο βαθμός αξιωματικού της πέμπτης τάξης.
3. Γεώργιος (ή Λιακάκος). Οπλαρχηγός από το Γύθειο και αρματολός πριν από το 1821. Ήταν φίλος του Κολοκοτρώνη και
προστάτης των κλεφτών που κατέφευγαν στη Μάνη για να αποφύγουν τις διώξεις του διοικητή του Μοριά. Συγκρότησε σώμα
από συγγενείς του και άλλους Μανιάτες και πολιόρκησε τη Μονεμβασιά, όπου και σκοτώθηκε τον Ιούλιο του 1821.
4. Λιάκος. Πολέμησε στη Μονεμβασιά, στην Τρίπολη, στον Διρό, στη Βέρβαινα, στο Άργος και σε άλλες μικρότερης σημασίας
μάχες.
5. Παναγάκος. Καπετάνιος από την Καστανίτσα, απόγονος του περίφημου Παναγιώταρου. Μετά τη φυγή των Τούρκων της
Μπαρδούνιας για την Τρίπολη, ο Β. μαζί με άλλους Μανιάτες συγκρότησαν το στρατόπεδο της Βλαχοκερασιάς. Το Πάσχα όμως
του 1821 εμφανίστηκαν ξαφνικά οι Τούρκοι από την Τρίπολη και τους διασκόρπισαν. Μεταξύ των νεκρών της μάχης αυτής
ήταν και ο Β.
6. Παναγιώταρος. Βλ. λ. Παναγιώταρος.
Βενετσανόπουλος. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Πελοπόννησο.
1. Αντώνιος. Καταγόταν από την Ολυμπία. Σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο.
2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Ζάτουνα της Γορτυνίας. Νέος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον θείο του,
τον μεγαλοτραπεζίτη Γυαλά. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση και οι Τούρκοι σκότωσαν τον θείο του, έφυγε κρυφά και κατέβηκε
στην Ελλάδα, όπου πήρε μέρος στον Αγώνα. Συμπολέμησε με διάφορους οπλαρχηγούς, όπως ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ο
Δημήτριος Πλαπούτας και ο Iωάννης Νοταράς, και σκοτώθηκε το 1826 στην εκστρατεία της Αττικής.
Βενετσάνου, Νένα (Αθήνα 1956 – ). Τραγουδίστρια και συνθέτης. Ακολούθησε από μικρή ηλικία μουσικές σπουδές (πιάνο).
Σπούδασε ιστορία της τέχνης στην Μπεζανσόν της Γαλλίας και ωδική στο Παρίσι. Η επιστροφή της στην Ελλάδα (1977) την
εισήγαγε στον χώρο του έντεχνου τραγουδιού (Εδώ Λιλιπούπολη του Μάνου Χατζιδάκη). Το 1977 έγραψε τα πρώτα της
τραγούδια, πολλά από τα οποία αποτέλεσαν σημείο αναφοράς του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα. Ηχογράφησε τον πρώτο
της δίσκο σε ηλικία 24 ετών (1980), όμως η καριέρα της είναι συνυφασμένη κυρίως με τις ερμηνείες έργων του Μάνου
Χατζιδάκη, αλλά και άλλων σπουδαίων συνθετών (Μίκη Θεοδωράκη, Νίκου Μαμαγκάκη κ.ά.). Το δισκογραφικό έργο της ίδιας
είναι σχετικά περιορισμένο, αλλά σημαντικό. Έχει αποσπάσει πλήθος διακρίσεων σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ, καθώς και
διεθνείς βραβεύσεις για το ήθος και την ποιότητα της δουλειάς της. Ενδεικτικοί δίσκοι της: Το κουτί της Πανδώρας (1984), Νέα
Γη (1997).
Βενετσιάνο. Επώνυμο διαφόρων Ιταλών ζωγράφων, το οποίο υιοθέτησαν ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο από την πόλη όπου
έδρασαν, δηλαδή τη Βενετία. Βλ. λ. Κατερίνο Βενετσιάνο· Ντομένικο Βενετσιάνο· Πάολο Βενετσιάνο.
βενζένιο (Χημ.). Βλ. λ. βενζόλιο.
βενζιδίνη (Χημ.). Οργανική ένωση, παράγωγο του διφαινυλίου, με χημικό τύπο NH2-C6H4-C6H4-NH2. Βιομηχανικά
παρασκευάζεται από το νιτροβενζόλιο, το οποίο ανάγεται αρχικά προς υδραζωβενζόλιο και στη συνέχεια μετατρέπεται σε β. με
την επίδραση ισχυρού οξέος. Έχει σημείο τήξης 122°C και σημείο βρασμού 360°C. Με διαζώτωση της β., προκύπτει ένα
διαζωνιακό άλας, το οποίο αν συζευχθεί με διάφορα οξέα ή φαινόλη δίνει διάφορα αζωχρώματα· χρησιμοποιείται έτσι, ως
ενδιάμεση ένωση στη σύνθεση βαφικών υλών. Τυπικά χρώματα στη σύνθεση των οποίων παίρνει μέρος η β. είναι το ερυθρό του
Κονγκό, η χρυσαμίνη, το κίτρινο του Κονγκό κ.ά. Χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή φαρμάκων και αρωμάτων ως
χρωστική, για μικροσκοπικές παρατηρήσεις και στην ανάλυση του αίματος (το υδροχλωρικό της άλας).
βενζίλιο (Χημ.). Κοινή χημική ονομασία της α-δικετόνης ή διφαινυλαιθανοδιόνης, με μοριακό τύπο C 6H5-CO-CO-C6H5.
Παρασκευάζεται με καταλυτική οξείδωση της βενζοΐνης. Με επίδραση καυστικών αλκαλίων στο β. προκύπτει το βενζιλικό οξύ,
αντίδραση η οποία είναι γνωστή ως βενζιλική μετάθεση. Το β. σχηματίζει κίτρινους κρυστάλλους με σημείο τήξης 94-95°C και
σημείο ζέσης 346-348°C.
βενζινάκατος. Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και
τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το
μεγαλύτερο μέρος του σκάφους κατασκευάζεται από ξύλο (μαόνι, κέδρος, τικ κλπ.) που έχει υποστεί καλή ξήρανση. Το ξύλο
αυτό κόβεται σε ομοιόμορφες σανίδες, στενές και με αρκετό πάχος, οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους με ανθεκτικές κόλλες ή με
χάλκινα καρφιά. Πολλά στρώματα ειδικών βερνικιών προστατεύουν το ξύλο και δίνουν στο σκάφος ωραία εξωτερική όψη. Τα
τελευταία πενήντα χρόνια έχει διαδοθεί πολύ και σε αυτό τον τομέα η χρήση των πλαστικών και των συνθετικών ρητινών. Αυτό
διευκόλυνε την κατασκευή, σε μεγάλο αριθμό, τυποποιημένων σκαφών, που δεν απαιτούν πολυδάπανη συντήρηση. Οι μεγάλες
β. κατασκευάζονται επίσης από ελάσματα χάλυβα ή ελαφρών κραμάτων, συγκολλημένα και καρφωμένα.
Οι διαστάσεις και ο εξοπλισμός των β. μεταβάλλονται ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Οι β. αγώνων (αγγλ.
racers) έχουν μόνο κινητήρα, μηχανικά όργανα για να μεταδίδουν την κίνηση, την προώθηση και τη διεύθυνση, δεξαμενές
καυσίμων και θέση για τον οδηγό. Τα άλλα παρελκόμενα έχουν παραλειφθεί για την ελάττωση του βάρους.
Οι β. μεταφοράς προσώπων, εκτός από τα κύρια όργανα, φέρουν και άνετα ενσωματωμένα καθίσματα, παρμπρίζ, κατάστρωμα
για ηλιοθεραπεία, φανούς, αρπάγες για την αγκυροβόληση και διάφορα εξαρτήματα εξωτερικής διακόσμησης.
Οι β. τουρισμού (αγγλ. motocruisers) έχουν μεγάλες διαστάσεις (περίπου 10 έως 25 μ. μήκος και 2,50 έως 3,50 μ. πλάτος) και
διαθέτουν καμπίνες, κουκέτες, μαγειρείο, χώρους υγιεινής και αμπάρι. Ο εξοπλισμός περιλαμβάνει διάφορα όργανα
ναυσιπλοΐας, όπως ραδιοτηλέφωνο, πυξίδα, ακόμα και ραντάρ. Έχουν επίσης και μία ή περισσότερες λέμβους εξυπηρέτησης
(εφόλκια), κυρίως από ελαστικό, για να περιορίζεται ο χώρος, βαρούλκα κλπ.
Ιδιαίτερη σημασία για τις β. έχει το σχήμα της τρόπιδας (καρένας), που σχετίζεται με την ευστάθεια, την ασφάλεια και την
ταχύτητά τους. Η τρόπιδα μπορεί να είναι ολισθαίνουσα ή επιπλέουσα. Ο πρώτος τύπος έχει τέτοιο σχήμα ώστε να παρουσιάζει
στο νερό κεκλιμένα επίπεδα, τα οποία κατά την ταχεία πορεία καθορίζουν τη δυναμική στήριξη του σκάφους. Αυτός ο τύπος
επιτρέπει υψηλές ταχύτητες, αλλά είναι ευαίσθητος στο βάρος και προσδίδει στο σκάφος μια κάπως όρθια στάση. Αντίθετα, η
επιπλέουσα τρόπιδα έχει καμπύλο σχήμα και στηρίζεται στην υδροστατική ώθηση που αναπτύσσεται από το βυθιζόμενο τμήμα
της. Δεν είναι ευαίσθητη στο βάρος, δεν δίνει όρθια στάση, παρουσιάζει μεγαλύτερη ευστάθεια, αλλά σε αυτήν υπάρχει ένα
υδροδυναμικό όριο ταχύτητας, που έχει σχέση με τις διαστάσεις του σκάφους. Μεταξύ των δύο οριακών τύπων τρόπιδας έχουν
μελετηθεί και κατασκευαστεί άλλοι με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά, οι οποίοι αποβλέπουν στην εκμετάλλευση των
πλεονεκτημάτων και των δύο τύπων με ταυτόχρονη μείωση των μειονεκτημάτων τους. Τέτοιοι τύποι είναι η ημιολισθαίνουσα
τρόπιδα (με καμπύλο σχήμα, αλλά με μεγάλο πλάτος και με επίπεδο στην πρύμνη), η κοίλη τρόπιδα, η τρόπιδα με πολλά
σώματα (καταμαράν και τριμαράν), η τρόπιδα με πλωτήρες (Χουντ) κ.ά.
Ο κινητήρας (ή οι κινητήρες) των β., μικρών και μεσαίων διαστάσεων, διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: εξωλέμβιος και
εσωλέμβιος. Στην πρώτη περίπτωση (με μέγιστη ισχύ 100 ίππων) είναι στερεωμένος στον άβακα (καθρέφτη) της πρύμνης και
πρόκειται πάντα για κινητήρα κινητό και ανεξάρτητο από το σκάφος. Στη δεύτερη περίπτωση, η εγκατάσταση του κινητήρα
γίνεται στο εσωτερικό του σκάφους και η διάταξη μοιάζει πολύ με τη διάταξη που χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα. Ο
εξωλέμβιος κινητήρας (πάντα βενζινοκινητήρας, δίχρονος ή τετράχρονος) αποτελείται από ένα σώμα στο άνω μέρος, που
περιλαμβάνει τον κυρίως κινητήρα, και από ένα πόδι που βυθίζεται στο νερό και φέρει στο άκρο του την έλικα. Το πόδι αυτό
περιλαμβάνει το σύστημα εξάτμισης και το σύστημα μετάδοσης κίνησης με αναστροφέα πορείας. Ο εσωλέμβιος κινητήρας
(βενζινοκινητήρας ή Ντίζελ) είναι στερεωμένος στο σκάφος με στηρίγματα που απορροφούν τους κραδασμούς, προστατεύεται
με ένα κάλυμμα και είναι συνδεδεμένος με τον αναστροφέα πορείας και τον άξονα μετάδοσης κίνησης, ο οποίος διασχίζει τον
πυθμένα του σκάφους μέσω στρεφόμενων στυπειοθλιπτών και φέρει την έλικα.
Μια μέση λύση είναι ο εσωεξωλέμβιος κινητήρας. Αυτός αποτελείται από έναν εσωλέμβιο κινητήρα τοποθετημένο στην πρύμνη
και συνδεδεμένο με ένα πόδι, εργαζόμενο υπό γωνία, το οποίο καταργεί τον άξονα μετάδοσης κίνησης και το πηδάλιο
διεύθυνσης. Πραγματικά, το πόδι αυτό είναι κινητό και η περιστροφή του γύρω από τον κατακόρυφο άξονα καθορίζει την
αλλαγή της διεύθυνσης του σκάφους, που έτσι γίνεται τεχνικά πιο εύκολη.
Οι λύσεις του εξωλέμβιου και του εσωλέμβιου παρουσιάζουν ταυτόχρονα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο εξωλέμβιος
κινητήρας παρουσιάζει μεγαλύτερη ευελιξία και ευκαμψία στη χρήση του, υψηλότερη απόδοση, καταλαμβάνει μικρότερο χώρο
και έχει μειωμένο βάρος. Ο εσωλέμβιος παρουσιάζει όμως λύση με μεγαλύτερη πληρότητα, ασφάλεια και αποδοτικότητα.
Πράγματι, οι β. υψηλών επιδόσεων, και ειδικά οι β. τουρισμού, είναι εφοδιασμένες με εσωλέμβιους κινητήρες. Στις β. για
μεγάλα ταξίδια είναι προτιμότεροι οι κινητήρες Ντίζελ, γιατί η βενζίνη, καθώς είναι ιδιαίτερα εύφλεκτη, μπορεί να προκαλέσει
εκρήξεις και πυρκαγιές.
Ένας τύπος κινητήρα θάλασσας που εφαρμόστηκε πιο πρόσφατα είναι ο υδροπροωθητήρας. Αυτός αποτελείται από έναν
κλασικό κινητήρα εσωτερικής καύσης (εσωλέμβιο ή εξωλέμβιο), ο οποίος μέσω ενός συστήματος αντλίας και στροβίλου
απορροφά νερό από την πλώρη και το εκτοξεύει με μεγάλη πίεση από ένα ακροφύσιο της πρύμνης. Έτσι το σκάφος κινείται δι’
αντιδράσεως. Αυτό επιτρέπει την κατάργηση της έλικας και συνεπώς καθιστά δυνατή τη ναυσιπλοΐα σε νερά πολύ αβαθή και
γεμάτα βλάστηση. Η υδροδυναμική συμπεριφορά όμως της τρόπιδας μεταβάλλεται από τους στροβίλους που δημιουργούνται
από το σύστημα αναρρόφησης του νερού.
Μερικές β., ιδιαίτερα με μεγάλο εκτόπισμα για τη μεταφορά πολλών προσώπων, έχουν ένα συγκρότημα συμπίεσης του αέρα και
ειδικά ακροφύσια κάτω από την τρόπιδα. Από αυτά βγαίνει πεπιεσμένος αέρας, σχηματίζοντας ένα στρώμα μεταξύ του σκάφους
και του νερού. Έτσι, το σκάφος ανυψώνεται κατά μερικά εκατοστά και μένει βυθισμένη μόνο η πρύμνη με την έλικα.
Επιτυγχάνεται λοιπόν μια αισθητή οικονομία ισχύος για την προώθηση, λόγω της περιορισμένης επιφάνειας της τρόπιδας που
μένει σε επαφή με το νερό.
Ένας ειδικός τύπος β., που χρησιμοποιείται σε αγώνες, είναι η ιπτάμενη β., σκάφος με ολισθαίνουσα τρόπιδα που κινείται στον
αέρα με έλικες όπως του αεροπλάνου.
βενζίνη (Χημ.). Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β.
ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικοί τύποι β. Γενικά, με τον όρο αυτό
εννοούνται υγρά μείγματα χαρακτηριστικής οσμής, που δεν αναμειγνύονται με το νερό, αλλά διαλύονται σε οργανικούς
διαλύτες.
Η β. που παίρνουμε με απόσταξη του πετρελαίου εκπλύνεται με οξέα και βάσεις, με οξειδωτικά και αποθειωτικά μέσα καθώς
και με νερό και κατόπιν αποστάζεται ξανά. Η β. που προκύπτει με την πορεία της απόσταξης είναι λίγη, επειδή το πετρέλαιο
περιέχει μόνο μια μικρή ποσότητα ελαφρών υδρογονανθράκων. Για τον λόγο αυτό, το 1913 άρχισε να εφαρμόζεται η μέθοδος
διάσπασης ή πυρόλυσης (αγγλ. cracking), σύμφωνα με την οποία οι μακριές αλυσίδες υδρογονανθράκων των κλασμάτων
υψηλού σημείου ζέσης του πετρελαίου ανάγονται σε πιο μικρά μόρια, ώστε να λαμβάνονται οι υδρογονάνθρακες που αποτελούν
τη β. Οι β. από πυρόλυση έχουν διαφορετική σύνθεση από αυτήν που λαμβάνεται με απόσταξη και ποικίλλουν ανάλογα με τη
μέθοδο που ακολουθείται. Τα κλάσματα απόσταξης του πετρελαίου υποβάλλονται ακόμα στην επεξεργασία αναμόρφωσης
(αγγλ. reforming), η οποία συνίσταται στον πολυμερισμό των μικρών ανθρακούχων αλυσίδων, αλλά κυρίως στην πρόκληση
ανακατατάξεων των μορίων (ισομεριώσεις) των υδρογονανθράκων, έτσι ώστε να βελτιωθούν τα χαρακτηριστικά της β. Η
μέθοδος αυτή αφορά επίσης και την αντοχή της β. στην εκτόνωση, χαρακτηριστικό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την
απόδοση των κινητήρων. Κατά την πραγματοποίηση της καύσης μέσα στον κινητήρα, εμφανίζεται –καθώς αυξάνεται η
θερμοκρασία– το φαινόμενο του χτυπήματος, που έχει ως αποτέλεσμα τη φθορά της μηχανής. Το χτύπημα εξαρτάται από τη
χημική σύσταση των καυσίμων που χρησιμοποιούνται.
Το ισοοκτάνιο, αλειφατικός υδρογονάνθρακας στον οποίο τα οχτώ άτομα άνθρακα έχουν διακλαδισμένη διάταξη, παρουσιάζει
υψηλή αντιεκτονωτική (αντικροτική) ικανότητα, σε αντίθεση με το κανονικό επτάνιο αλειφατικού υδρογονάνθρακα με επτά
άτομα άνθρακα, το οποίο εκτονώνεται ισχυρά. Η αντοχή στην εκτόνωση, δηλαδή η αντικροτική ικανότητα, ενός καυσίμου
μετριέται σε σύγκριση με δείγματα μειγμάτων ισοοκτανίου και κανονικού επτανίου, και εκφράζεται συμβατικά ως αριθμός
οκτανίου με το σύμβολο ΝΟ. Όταν λέγεται ότι μία β. έχει αριθμό οκτανίων 85, δεν σημαίνει ότι περιέχει το 85% σε οκτάνιο,
αλλά ότι συμπεριφέρεται σε πρότυπο κινητήρα, από άποψη αντίστασης στην εκτόνωση, με τον ίδιο τρόπο όπως ένα μείγμα
ισοοκτανίου-επτανίου το οποίο περιέχει το 85% του ισοοκτανίου. Δίνεται ο αριθμός 100 σε μια β. όταν παρουσιάζει στην
εκτόνωση την ίδια αντίσταση με το καθαρό ισοοκτάνιο. Ο αριθμός 0 καθορίζεται για το καθαρό επτάνιο.
Ο αριθμός οκτανίων μπορεί να υπερβεί το 100, δηλαδή την τιμή του οκτανίου. Μετριέται με έναν μονοκυλινδρικό κινητήρα
έκρηξης, ο οποίος έχει κινητή κεφαλή (χώρο συμπίεσης), μικρομετρικής ρύθμισης. Κατά τη δοκιμή αυξάνει προοδευτικά ο
λόγος συμπίεσης ώσπου να εκδηλωθεί το φαινόμενο της αυτοανάφλεξης, και έτσι καθορίζεται ο αριθμός στον οποίο φτάνουμε.
Ο αριθμός οκτανίων μιας β. κυμαίνεται ανάλογα με τον τύπο του αρχικού πετρελαίου, με τις τεχνικές επεξεργασίες (απόσταξη,
θερμική πυρόλυση, καταλυτική πυρόλυση, καταλυτική αναμόρφωση κλπ.) και με το ποσοστό αντιεκτονωτικού (αποκλειστικά
τετρααιθυλικός μόλυβδος). Αυξάνεται, για παράδειγμα, με την αύξηση της ποσότητας των αρωματικών υδρογονανθράκων και
αυτό εξηγεί τη σημασία των τυποποιήσεων που προκύπτουν με τη μέθοδο του ισομερισμού (αναμόρφωση). Με τη β.
αναμειγνύονται ειδικές ουσίες, κατάλληλες για τη βελτίωση των χαρακτηριστικών της. Μεταξύ αυτών των ουσιών, που
ονομάζονται προσθετικά, περιλαμβάνονται διάφορα αντιοξειδωτικά, για να αποτρέπεται ο σχηματισμός κολλωδών παραγώγων,
τα αντιεκτονωτικά, τα αντιδιαβρωτικά, τα αντιπηκτικά (αλκοόλες και επιφανειοδραστικά) και τα αντιενεργητικά των μετάλλων
(χηλισμός).
Η συνθετική β., που λαμβάνεται με απευθείας υδρογόνωση του άνθρακα σε πολύ υψηλή θερμοκρασία και πολύ υψηλή πίεση,
παράγεται με τις μεθόδους Φίσερ-Τροπς και Μπέργκιους.
αμόλυβδη βενζίνη. Η εκτεταμένη χρήση της β. κατά τα μεταπολεμικά χρόνια στους κινητήρες των αυτοκινήτων δημιούργησε
προβλήματα περιβαλλοντικής ρύπανσης, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, όπου παρατηρείται και η μεγαλύτερη συγκέντρωση
οχημάτων. Ο μόλυβδος που απελευθερωνόταν στην ατμόσφαιρα, λόγω της χρήσης των βενζινοκινητήρων, συνέβαλε στη
δημιουργία φαινομένων όπως το περιβόητο νέφος (αιθαλομίχλης) της Αθήνας, φαινόμενο που δεν ήταν όμως μοναδικό στον
κόσμο. Τα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης των πετρελαϊκών εταιρειών, μετά από διάφορες άλλες ατελέσφορες ή ασύμφορες
λύσεις, κατέληξαν στην λύση της αμόλυβδης β. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, με τη σειρά τους, άρχισαν να εφαρμόζουν τις –
αρχικά προαιρετικές– λύσεις των καταλυτικών κινητήρων που δεν δέχονταν β. με μόλυβδο. Η πειραματική χρήση της
αμόλυβδης β. οδήγησε σε βελτιώσεις κατά τη διάρκεια του 1990, με αποτέλεσμα πλέον όλα τα νέα επιβατικά αυτοκίνητα να
είναι εφοδιασμένα με καταλυτικούς κινητήρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στα τέλη της δεκαετίας αυτής, εξέδωσε οδηγία για την
απαγόρευση κυκλοφορίας (απόσυρση) αυτοκινήτων παλαιάς τεχνολογίας.
βενζινοκινητήρας (Μηχ.). Τύπος κινητήρα εσωτερικής καύσης, που χρησιμοποιεί βενζίνη ως καύσιμο. Βλ. λ. κινητήρας·
αυτοκίνητο.
βενζόη (Χημ.). Βαλσαμική ρητίνη, η οποία λαμβάνεται με εντομή στον κορμό του φυτού Styrax benzoin. Το δέντρο αυτό,
ιθαγενές στα νησιά της νοτιοανατολικής Ασίας Βόρνεο και Ιάβα, καθώς και στη Μαλαϊκή χερσόνησο, παράγει β. ως απόκριση
στον τραυματισμό. Στο σημείο της εντομής σχηματίζονται –στα πρώτα τρία χρόνια– μικροί θρόμβοι β., που αποτελούν την
εκλεκτή παραγωγή· στα επόμενα χρόνια, το φυτό παράγει ρητίνη σε αμυγδαλοειδές σχήμα, με χρώμα πάντοτε πιο σκούρο, μέχρι
το θάνατό του, οπότε το ξύλο βράζεται και λαμβάνεται β. ακόμα κατώτερης ποιότητας.
Η β. περιέχει βενζοϊκό οξύ, κιναμωμικό οξύ, διάφορα αιθέρια έλαια και άλλες ουσίες. Χρησιμοποιείται στην ιατρική με τη
μορφή βάμματος ως αποχρεμπτικό και απολυμαντικό. Βρίσκει, επίσης, εφαρμογή ως αρωματικό υλικό στη σαπωνοποιία και
στην παρασκευή οδοντόκρεμας. Όταν καίγεται εκλύει λευκούς καπνούς με ευχάριστη οσμή βανίλιας και ελαφρώς απολυμαντική
ικανότητα.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν διάφορες ποικιλίες, με κυριότερες τη β. της Ταϊλάνδης, αναγνωρισμένης ποιότητας από τη διεθνή
φαρμακοβιομηχανία, και της Σουμάτρα (Ινδονησίας).
βενζοϊκό οξύ (Χημ.). Αρωματικό μονοκαρβονικό οξύ με μοριακό τύπο C6H5-COOH, το οποίο προέρχεται από το βενζόλιο αν
αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με μια όξινη ρίζα –COOH. Βρίσκεται στη φύση γενικά με τη μορφή των εστέρων του σε
διάφορες ρητίνες και βάλσαμα, όπως το βάλσαμο του Περού, του Τολού, η βενζόη κ.ά. Το β.ο. σχηματίζει λευκούς κρυστάλλους
σχεδόν αδιάλυτους στο νερό, διαλυτούς όμως στην αλκοόλη και στον αιθέρα· τήκεται στους 122°C, εξαχνώνεται στους 100°C
και είναι πτητικό.
Κατά το παρελθόν παρασκευαζόταν βιομηχανικά με διάφορους τρόπους, με κυριότερη την αποκαρβοξυλίωση του φθαλικού
ανυδρίτη στους 220°C· η σύγχρονή βιομηχανική παρασκευή του πραγματοποιείται με καταλυτική οξείδωση του τολουολίου σε
υψηλές θερμοκρασίες, παρουσία κοβαλτίου.
Τα πιο σημαντικά παράγωγά του είναι το βενζοϊκό νάτριο, το βενζονιτρίλιο, ο βενζοϊκός βενζιλεστέρας και το βενζοϋπεροξύ, το
οποίο χρησιμοποιείται για τη διευκρίνιση του τύπου των φυσικών ελαίων και των λιπών και ως καταλύτης. Τα παράγωγά του
βρίσκουν μεγάλη εφαρμογή στη βιομηχανία τροφίμων ως συντηρητικά, στη βιομηχανία χρωμάτων, καλλυντικών, πλαστικών,
στην αρωματοποιία κ.ά. Παρουσιάζει αντισηπτική δράση αλλά και αποχρεμπτική, γι’ αυτό οι εστέρες του χρησιμοποιούνται
στην ιατρική ως βάλσαμο για την αναπνευστική οδό.
βενζόλιο (Χημ.). Αρωματικός υδρογονάνθρακας με μοριακό τύπο C6H6 (αναφέρεται και ως βενζένιο). Ανακαλύφτηκε το 1825
από τον Μάικλ Φαραντέι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και παρασκευάστηκε συνθετικά για πρώτη φορά από τον Πιερ
Εζέν Μαρσελέν Μπερτελό το 1866, με συμπύκνωση τριών μορίων ακετυλενίου σε αέρια φάση και υψηλή θερμοκρασία. Αυτός ο
τρόπος παρασκευής έχει σήμερα μόνο ιστορική σημασία. Το β. βρίσκεται στη φύση σε ορισμένους τύπους πετρελαίων, κυρίως
όμως στη λιθανθρακόπισσα, από την οποία απομονώνεται με απόσταξη, στα εργοστάσια φωταερίου. Σε βιομηχανική κλίμακα
λαμβάνεται, επίσης, με καταλυτική αναμόρφωση ορισμένων κλασμάτων του πετρελαίου.
Το β. είναι ευκίνητο, άχρωμο υγρό, με ιδιάζουσα οσμή. Έχει ειδικό βάρος 0,88 στους 20°C, στερεοποιείται στους 5,4-5,5°C και
βράζει στους 80°C. Είναι ελάχιστα διαλυτό στο νερό, αλλά αναμειγνύεται σε όλες τις αναλογίες με αλκοόλες, αιθέρα, ακετόνη,
χλωροφόρμιο κλπ. Είναι εξαίρετος διαλύτης των λιπών, ενώ διαλύει ακόμα και το θείο, τον φωσφόρο και το ιώδιο. Είναι πολύ
σταθερό στα χημικά αντιδραστήρια και καίγεται παράγοντας αιθαλίζουσα φλόγα. Αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής δίνει
μόνο όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι καταλύτες.
Η πρώτη ικανοποιητική περιγραφή του συντακτικού τύπου του β. οφείλεται στον Φρίντριχ Άουγκουστ Κεκιλέ, κατά τον οποίο
το μόριο του β. συνίσταται από 6 άτομα άνθρακα, καθένα από τα οποία καταλαμβάνει την κορυφή ενός επίπέδου κανονικού
εξαγώνου. Τα άτομα του άνθρακα είναι ενωμένα εναλλάξ με τρεις απλούς και τρεις διπλούς δεσμούς (συζυγιακό σύστημα).
Αυτή η διάταξη των ατόμων του άνθρακα συνιστά τον αρωματικό δακτύλιο. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην αλειφατική σειρά,
οι διπλοί δεσμοί που συμμετέχουν στον τύπο του β. και στις άλλες ενώσεις της αρωματικής σειράς είναι τα σημεία της
μεγαλύτερης αντοχής του μορίου. Ο αρωματικός δακτύλιος αποτελεί μια πολύ σταθερή δομή, η οποία διατηρείται αναλλοίωτη
σε πολυάριθμες αντιδράσεις οξείδωσης, αναγωγής, συμπύκνωσης κλπ. Το β. δεν δίνει τις τυπικές αντιδράσεις προσθήκης των
ακόρεστων ενώσεων· ωστόσο, λόγω της παρουσίας π ηλεκτρονίων στον βενζολικό δακτύλιο, παρουσιάζει πυρηνόφιλο
χαρακτήρα και αντιδρά με ηλεκτρονιόφιλα αντιδραστήρια (αλκύλια, αλογόνα, νιτροομάδα κ.ά.), δίνοντας προϊόντα
ηλεκτρονιόφιλης υποκατάστασης, στα οποία το μόριο διατηρεί την ακορεστότητά του. Η συμπεριφορά αυτή, σε συνδυασμό με
τις χαρακτηριστικές φασματοσκοπικές του ιδιότητες, προσδίδουν στο β. καθώς και σε άλλα ακόρεστα συζυγιακά συστήματα της
σειράς του β., ιδιαίτερο χαρακτήρα ο οποίος είναι γνωστός ως αρωματικότητα ή αρωματικός χαρακτήρας.
Την ειδική χημική συμπεριφορά του β. ερμήνευσε ο Κεκιλέ (1864) με την ύπαρξη δύο ισοδύναμων ισομερών μορφών του
μορίου, θεωρώντας ότι οι θέσεις των διπλών δεσμών δεν είναι μόνιμες, αλλά ταλαντεύονται δεξιά και αριστερά. Η ύπαρξη των
τριών διπλών ταλαντευόμενων δεσμών στέφθηκε από επιτυχή πειραματική επιβεβαίωση.
Ο τύπος του Κεκιλέ επιτρέπει την εξήγηση της χημικής συμπεριφοράς του β. και την πρόβλεψη της ύπαρξης πολυάριθμων
παραγώγων, κατά την αντικατάσταση, μερική ή ολική, των 6 ατόμων υδρογόνου που είναι ενωμένα με τον βενζολικό πυρήνα·
τα άτομα αυτά υδρογόνου είναι χημικά ισοδύναμα το ένα προς το άλλο. Εξαιτίας αυτής της ισοδυναμίας δεν μπορεί να υπάρχει
παρά μόνο ένα μονοϋποκατεστημένο παράγωγο. Στην περίπτωση που τα υποκατεστημένα άτομα είναι δύο, είναι δυνατόν να
υπάρχουν τρεις τύποι παραγώγων, που χαρακτηρίζονται ως ορθο-, μετα- και παρα-. Με τρεις υποκαταστάσεις μπορούν να
δημιουργηθούν τρία παράγωγα, γειτονικά, συμμετρικά ή ασύμμετρα.
Πολύ αργότερα (1933) ο Λίνους Πάουλινγκ, βασιζόμενος σε μια σειρά ερευνών επί της δομής, υποστήριξε ότι το μόριο του β.
αποτελεί συνισταμένη της υπέρθεσης πέντε δομών. Το σχήμα του Πάουλινγκ, στηριγμένο στις αρχές της κβαντικής μηχανικής,
συνίσταται σε μια ενδιάμεση κατάσταση που προσδιορίζεται από τη συμβολή δύο διαφορετικών δομών, όπως είχε ήδη προτείνει
ο Κεκιλέ. Η δυνατότητα ύπαρξης περισσότερων στερεοχημικών τύπων στην ίδια ένωση είναι αιτία σταθερότητας (σταθερότητα
συμβολής).
Η σύγχρονη άποψη για τη σύνταξη του β. υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ενδιάμεσης μορφής μεταξύ των δύο δομών του Κεκιλέ,
όπου όλοι οι δεσμοί μεταξύ των ατόμων του άνθρακα είναι ισοδύναμοι (υβρίδιο μεταξύ απλού και διπλού δεσμού). Το μόριο
αυτό συμβολίζεται ως ένα επίπεδο εξάγωνο, με έναν εσωτερικό δακτύλιο. Από τα φάσματα διάχυσης των ακτίνων Χ έγινε
εφικτό να πιστοποιηθεί ότι η απόσταση μεταξύ των ατόμων του άνθρακα στον πυρήνα είναι της τάξης των 1,39 άγκστρεμ,
δηλαδή μια τιμή ενδιάμεση μεταξύ της απόστασης του απλού δεσμού (1,48 άγκστρεμ) και του κανονικού διπλού δεσμού (1,34
άγκστρεμ).
Η μεγάλη σημασία του β. ως προτύπου των ενώσεων της αρωματικής σειράς είναι ίση με την τεράστια σημασία του στο
βιομηχανικό πεδίο. Στο παρελθόν, δεν υπήρχε χημική βιομηχανία, φαρμακευτική, χρωμάτων, βυρσοδεψία, παρασκευής
πλαστικών υλών, ηλεκτρική κλπ., που να μη χρησιμοποιούσε το β. ή τα πολύ άμεσα παράγωγά του.
Τελευταίες όμως ιατρικές έρευνες τείνουν να αποδείξουν ότι πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνη ουσία με καρκινογόνο δράση·
η μακροχρόνια εισπνοή του β. φαίνεται ότι προκαλεί βαρύτατες μορφές λευχαιμίας.
βενζοπυριδίνη (Χημ.). Βλ. λ. κινιλίνη.
βενζοπυρόλιο (Χημ.). Βλ. λ. ινδόλιο.
βενζυλαμίνη (Χημ.). Βλ. λ. αμίνες.
βενζύλιο (Χημ.). Μονοσθενής οργανική ρίζα με χημικό τύπο C6H5-CH2-· προκύπτει με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από
το μόριο του τολουολίου ή μεθυλοβενζολίου (C6H5-CH3). Τα αλογονούχα παράγωγα του β. ή βενζυλοαλογονίδια
παρασκευάζονται γενικά με επίδραση ατμών αλογόνου στο τολουόλιο, με ισχυρή θέρμανση ή φωτοχημικά. Τα αλογονούχα β.
υφίστανται πολύ γρήγορα υδρόλυση στην υγρή ατμόσφαιρα και γενικά εμφανίζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα σε σχέση με τα
αλκυλαλογονίδια. Το βενζυλοχλωρίδιο χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία των συνθετικών χρωμάτων, διαφόρων
φαρμακευτικών προϊόντων, αρωμάτων και καρβιδίων (ως αντιδραστήρια που εμποδίζουν τον σχηματισμό ρητινωδών
υπολειμμάτων). Το βενζυλοχλωρίδιο, το βενζυλοβρομίδιο και το βενζυλοϊωδίδιο χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα ως δακρυγόνα.
Βενθεσικύμη. Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Νηρηίδες. Στη Β., που το όνομά της σημαίνει «αυτή που μένει στον βυθό των
κυμάτων», παρέδωσε ο Ποσειδών τον Εύμολπο, γιο του από τη Χιόνη, για να τον αναθρέψει. Αργότερα ο Εύμολπος πήρε για
γυναίκα του μια κόρη της Β.
βένθος (Βιολ.). Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων.
Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος.
Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στερεώνονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει τους ζωικούς
οργανισμούς, οι οποίοι είτε ζουν μόνιμα προσκολλημένοι σε αυτόν είτε μετακινούνται σε μικρή έκταση με δικά τους όργανα.
Οι οργανισμοί που συνιστούν το ζωοβένθος χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο διατροφής τους:
ιζηματοφάγοι οργανισμοί που τρέφονται με τα λεπτόκοκκα υλικά πάνω στα οποία ζουν κατακρατώντας τις θρεπτικές ουσίες που
χρειάζονται· αιωρηματοφάγοι οργανισμοί που τρέφονται φιλτράροντας από το νερό αιωρούμενες θρεπτικές ουσίες· τέλος,
σαρκοφάγοι οργανισμοί αλλά και ζώα τα οποία τρέφονται με μεγάλη ποικιλία θρεπτικών ουσιών φυτικής ή ζωικής προέλευσης.
Οι βενθικοί οργανισμοί που ζουν σε μεγάλα βάθη, όπου δεν φτάνει το φως στηρίζονται στην εισροή οργανικής ύλης, την
επονομαζόμενη βροχή ενέργειας, από την ευφωτική ζώνη. Βλ. λ. αβυσσική πανίδα· άβυσσος.
Βενθύλος, Ιωάννης (Σμύρνη 1804 – Αθήνα 1854). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Ο Β. συνέβαλε αποφασιστικά στην
ανάπτυξη της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα. Σπούδασε στο Βερολίνο και ήρθε το 1828 στην Ελλάδα, όπου και δίδαξε στο
Κεντρικόν Σχολείον της Αίγινας. Με τις προσπάθειές του, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Γεννάδιο, το σχολείο αυτό έγινε
σημαντική πνευματική εστία του ελληνισμού. Όμως, τα δημοκρατικά φρονήματά του υπήρξαν αιτία να απολυθεί. Το 1833, όταν
ιδρύθηκε γυμνάσιο στο Ναύπλιο, διορίστηκε καθηγητής της ελληνικής και της γαλλικής γλώσσας. Λίγο αργότερα δίδαξε στο
πανεπιστήμιο, θέση στην οποία παρέμεινε έως τον θάνατό του από χολέρα. Ο Β. έγραψε τη μελέτη Στοιχεία μετρικής της των
Ελλήνων και Ρωμαίων ποιήσεως (1851), ενώ επιμελήθηκε επίσης μια έκδοση των Νεφελών του Αριστοφάνη (1839).
Βένι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 19 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στη βάση της
χερσονήσου του Ροδωπού, στην πρώην επαρχία Κισσάμου, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Κολυμβαρίου.
Βενί. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 210 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Μυλοποτάμου, 42 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλουκώνα.
Βενιαμίν. Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δωδέκατος και τελευταίος γιος του πατριάρχη των Εβραίων Ιακώβ. Σύμφωνα με την
παράδοση, όταν ο Ιακώβ, στη διάρκεια του λιμού, έστειλε τους γιους του να αγοράσουν σιτάρι στην Αίγυπτο, θέλησε να
κρατήσει κοντά του τον Β., γιο των γηρατειών του και παιδί, όπως και ο Ιωσήφ, της αγαπημένης του γυναίκας Ραχήλ που πέθανε
στον τοκετό. Ο Ιωσήφ, όμως, που βρισκόταν στην Αίγυπτο και κατείχε σπουδαίο αξίωμα, απαίτησε τη μετάβαση εκεί και του Β.
Τα αδέλφια του αγνοούσαν ποιος ήταν και νόμιζαν ότι ήταν Αιγύπτιος. Δέχτηκαν λοιπόν τον όρο του και έφεραν στην Αίγυπτο
τον μικρό Β. Τότε, μπροστά σε όλους, ο Ιωσήφ φανέρωσε την ταυτότητά του και αφού συγχώρεσε τα αδέλφια του για τη
συμπεριφορά τους, τους προσέφερε πλούσια δώρα.
Βενιαμίν. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Β. ο Νιτριώτης (4ος αι. μ.Χ.). Ασκητής στην έρημο της Νιτρίας. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Δεκεμβρίου.
2. Β. ο Πέρσης (; – 424 μ.Χ.). Διάκονος στην Περσία που μαρτύρησε επί Θεοδοσίου Β’. Η μνήμη του τιμάται στις 13
Οκτωβρίου.
3. Β. και Βήριος. Συνεορτάζονται στις 29 Ιουλίου.
Βενιαμίν (Χριστοδούλου, Αδραμύττιο 1871 – Κωνσταντινούπολη 1946). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1936-46).
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1889-96). Διετέλεσε ιεροκήρυκας και καθηγητής των θρησκευτικών, πρώτα στη
Μαγνησία και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του πατριαρχείου, ενώ το 1912
εξελέγη μητροπολίτης Ρόδου. Το 1914 μετατέθηκε στη μητρόπολη Σηλυβρίας και στη συνέχεια στη μητρόπολη
Φιλιππουπόλεως. Το 1925 ονομάστηκε μητροπολίτης Νικαίας και το 1933 μητροπολίτης Ηρακλείας έως την ανάδειξή του σε
πατριάρχη. Στη διάρκεια της πατριαρχίας του αναγνωρίστηκε το αυτοκέφαλο των Εκκλησιών της Αλβανίας και της Βουλγαρίας,
ενώ χιλιάδες Καρπάθιοι Ρώσοι ουνίτες ξαναγύρισαν στην ορθοδοξία.
Βενιαμίν (β’ μισό 16ου – α’ μισό 17ου αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1600-4). Εξελέγη αρχιεπίσκοπος μετά την καθαίρεση του
Αθανασίου και ενώ ήταν επίσκοπος Σολίου. Η εκλογή του Β. στον αρχιεπισκοπικό θρόνο προκάλεσε την αντίδραση των οπαδών
του Αθανασίου, γι’ αυτό χρειάστηκε να επικυρωθεί από τους πατριάρχες Ματθαίο Ε’ (1598-1602) και Νεόφυτο Β’ (1602-3). Η
πολιτική αστάθεια που επικρατούσε στο νησί και η συνεχιζόμενη αντίδραση των οπαδών του Αθανασίου ανάγκασαν τελικά τον
Β. να παραιτηθεί.
Βενιαμίν ο Λέσβιος (Πλωμάρι 1759 – Ναύπλιο 1824). Διδάσκαλος του Γένους και εθνικός αγωνιστής του 1821, ένας από
τους κύριους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και μετά έγινε
μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήταν ήδη είκοσι ετών όταν γράφτηκε στην περίφημη σχολή των Κυδωνιών (σημερινό Αϊβαλί
Τουρκίας). Με την επίδοσή του στα γράμματα κέρδισε τη συμπάθεια του ιδρυτή της σχολής Ιωάννη Οικονόμου, ο οποίος τον
έστειλε να συμπληρώσει τις σπουδές του στις σχολές της Πάτμου και της Χίου και αργότερα στα πανεπιστήμια της Πίζα και του
Παρισιού, όπου ο Β. σπούδασε φυσική, μαθηματικά και αστρονομία. Το 1798 επέστρεψε στις Κυδωνίες και διορίστηκε
καθηγητής της σχολής –που πλέον είχε ονομαστεί ακαδημία– θέση που διατήρησε έως το 1812. Επηρεασμένος από τους
εμπειρικούς φιλοσόφους και τις νέες ιδέες της Δύσης, ο Β. αποκήρυξε «την πεντάπτωτον κατάραν της γραμματικής» και δίδαξε
με πάθος τις θετικές επιστήμες. Η διδασκαλία του συνέπλεε με τις προοδευτικές ιδέες της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας
της εποχής του. Δεν άργησε όμως να προκαλέσει την αντίδραση των συντηρητικών λογίων και κληρικών. Κατηγορήθηκε ως
αιρετικός και άθεος –επειδή δίδασκε το ηλιοκεντρικό πλανητικό σύστημα– και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του και
να απολογηθεί στο πατριαρχείο. Το 1818 κλήθηκε να αναδιοργανώσει την ελληνική σχολή του Βουκουρεστίου, αλλά συνάντησε
τις ίδιες αντιδράσεις. Έφυγε για το Ιάσιο, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1820 ήταν διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής
Σμύρνης. Μόλις ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο Β. άρχισε μια περιοδεία στα νησιά του Αιγαίου για να συντονίσει τον
ξεσηκωμό των νησιωτών. Κατέβηκε μετά στην Πελοπόννησο, όπου πήρε μέρος στη Β’ Εθνοσυνέλευση, η οποία τον διόρισε
αρμοστή των νησιών του Αιγαίου. Ύστερα από λίγο όμως αρρώστησε και πέθανε στο Ναύπλιο. Εκτός από μερικούς λόγους και
επιστολές, έγραψε μια σειρά από εγχειρίδια φυσικής, άλγεβρας, γεωμετρίας, ηθικής κ.ά.
Βενιέρι (Venieri). Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Βενετίας, που έδρασε από τον 13ο έως τον 18ο αι. Στη διανομή των
εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), οι
Β. έλαβαν τα Κύθηρα (1207). Προς τα τέλη του 13ου αι., ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος κατέλαβε τα Κύθηρα, με τη
συνδρομή του Γενοβέζου Λικάρη, και τα παραχώρησε στον άρχοντα Παύλο Μονογιάννη από τη Μονεμβασιά. Οι Β.
ξαναγύρισαν στο νησί το 1309 όπου σύναψαν γάμους με Ελληνίδες και παρέμειναν κύριοι του νησιού έως το 1797, με την
εξαίρεση ενός μικρού διαστήματος, το 1393, όταν ο οίκος εκδιώχτηκε από το νησί, ύστερα από σύγκρουσή του με τη Βενετία
κατά την περίοδο της Κρητικής επανάστασης εναντίον των Ενετών. Από το 1520 έως το 1531 οι Β. είχαν την επικυριαρχία της
Πάρου.
Το επώνυμο της οικογένειας φέρουν ακόμη και σήμερα πολλοί Έλληνες (Βενιέρης), καθολικοί και ορθόδοξοι, με καταγωγή
κυρίως από τα Κύθηρα και τις Κυκλάδες.
Βενιέρι, Σεμπάστιαν (Sebastian Venier ή Veniero, Βενετία 1496 – 1578). Ενετός ναύαρχος. Ήταν διοικητής του ενετικού
στόλου στον πόλεμο κατά των Τούρκων (1570) και πήρε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) κατά την οποία οι
ενωμένοι στόλοι (Βενετίας, αυτοκράτορα Φιλίππου Β’, Γένοβας, Νάπολης και Σαβοΐας) συνέτριψαν τον τουρκικό.
Επιστρέφοντας στη Βενετία, ο Β. εξελέγη δόγης της Βενετίας, αλλά πέθανε λίγους μήνες μετά την εκλογή του.
Βένιζα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 88 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, προς την ακτή
του Κορινθιακού κόλπου, 63 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιλίων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής.
Βένιζα. Ακατοίκητη νησίδα του Σαρωνικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ύδρας της νομαρχίας Πειραιώς.
Βενιζέλος. Επώνυμο ονομαστής αθηναϊκής οικογένειας, βυζαντινής καταγωγής, που έδρασε από τον 14ο έως τον 19ο αι. Βλ. λ.
Μπενιζέλος.
Βενιζέλος, Ελευθέριος (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936). Πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1910-15, 1917-20,
1924, 1928-33) και ο πρώτος Έλληνας πολιτικός της νεότερης ιστορίας που ονομάστηκε Εθνάρχης.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε στα Χανιά για να εργαστεί ως δικηγόρος (1886), ενώ γρήγορα
αναμείχτηκε και στην πολιτική. Τον επόμενο χρόνο εξελέγη βουλευτής Κυδωνίων και αναδείχτηκε από την πρώτη στιγμή σε
ηγετική πολιτική φυσιογνωμία, χάρη στη ρητορική δεινότητα, την πολιτική διορατικότητα και την ευτολμία του. Στην Κρητική
επανάσταση του 1896 τήρησε επιφυλακτική στάση, γιατί την έκρινε άκαιρη, αλλά τον Ιανουάριο του 1897 έλαβε μέρος στην
επανάσταση των Κρητικών που συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι και διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην εξέλιξή της. Έγινε
μέλος της διοικούσας επιτροπής του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου και αντιπροσώπευσε την Επανάσταση στις διαπραγματεύσεις
με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και τους ναυάρχους των αγκυροβολημένων εκεί ευρωπαϊκών στόλων. Με
διακοίνωσή του προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, την οποία διέκρινε πολιτικός ρεαλισμός, ο Β. δήλωνε μετά τη
δυσμενή έκβαση του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ότι, «συμφώνως προς τας υπαγορεύσεις της πρακτικής πολιτικής...
είμεθα υπόχρεοι ν’ αποδεχθώμεν την αυτονομίαν ως νέον σταθμόν προς εκπλήρωσιν του εθνικού ιδεώδους».
Με την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου ως υπάτου αρμοστή Κρήτης, τον Απρίλιο του 1899, ο Β. ονομάστηκε σύμβουλος της
Ανώτερης Διεύθυνσης Δικαιοσύνης. Τον Μάρτιο του 1901 απολύθηκε λόγω διαφωνιών στον χειρισμό του θέματος της Ένωσης
και ανέλαβε την ηγεσία της αντιπολίτευσης. Επακολούθησε οξεία και μακροχρόνια διαμάχη με τον ύπατο αρμοστή και τον
Μάρτιο του 1905 ηγήθηκε της Επανάστασης του Θερίσου, με την οποία εξανάγκασε σε παραίτηση τον πρίγκιπα Γεώργιο και
διακήρυξε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, την οποία όμως δεν αποδέχτηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, που ενέκριναν μόνο
ορισμένες μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος. Τον Σεπτέμβριο του 1908, ο Β. με ένοπλο συλλαλητήριο στα Χανιά κήρυξε την
ανεξαρτησία της Κρήτης, ανέλαβε τα υπουργεία Εξωτερικών και Δικαιοσύνης και στις αρχές του 1910 εξελέγη πρόεδρος της
συνέλευσης και αργότερα πρωθυπουργός. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως συνέπεια να εξαναγκαστούν σε αποχώρηση τα ξένα
στρατεύματα και να επεκταθεί η πολιτική ακτινοβολία του Β. σε όλο τον ελληνισμό, ελεύθερο και αλύτρωτο.
Στο μεταξύ, τον Αύγουστο του 1909, εκδηλώθηκε στην Αθήνα το Κίνημα στο Γουδί, οι ηγέτες του οποίου, μπροστά στις
δυσκολίες που συναντούσαν κατά την εφαρμογή του ανακαινιστικού τους προγράμματος, κατέφυγαν στον Β. ζητώντας τη
συνδρομή του. Αυτός μετέβη στην Αθήνα και τους συμβούλευσε να προχωρήσουν στον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης
και στην προκήρυξη εκλογών αναθεωρητικής βουλής. Ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, ο βασιλιάς και ο πολιτικός κόσμος
προσανατολίστηκαν στη λύση αυτή και τον Αύγουστο του 1910 διενεργήθηκαν εκλογές, στις οποίες ο Β., αν και απουσίαζε στην
Ελβετία, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής Αθηνών. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα και εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε λαϊκή
συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, όπου στις επίμονες κραυγές του πλήθους για συντακτική συνέλευση αντέταξε το δικό
του σύνθημα για αναθεωρητική, θεωρώντας άκαιρη και εθνικά ασύμφορη την ανακίνηση του ζητήματος της μοναρχίας. Ίδρυσε
τότε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, τον Οκτώβριο του 1910 σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή του, διέλυσε τη βουλή και
προκήρυξε εκλογές αναθεωρητικής βουλής για τον Δεκέμβριο του 1910, στις οποίες δεν πήραν μέρος τα υπόλοιπα κόμματα και
κυριάρχησε το δικό του. Η βουλή αυτή ψήφισε το νέο σύνταγμα (1911) και τον Μάρτιο του 1912 έγιναν νέες εκλογές με γενική
συμμετοχή των κομμάτων, στις οποίες θριάμβευσε πάλι το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ο Β. σχημάτισε τη δεύτερη κυβέρνησή
του. Χωρίς χρονοτριβή αφιερώθηκε στη στρατιωτική αναδιοργάνωση και διοικητική ανασύνταξη της χώρας για να μη βρεθεί
ανέτοιμη η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα γεγονότα στον βαλκανικό χώρο που προανήγγειλαν την επερχόμενη πολεμική θύελλα.
Κατόπιν προσχώρησε στη συμμαχία των βαλκανικών κρατών και τον Σεπτέμβριο του 1912 κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της
Τουρκίας. Ακολούθησαν οι εκστρατείες κατά της Τουρκίας (1912) και της Βουλγαρίας (1913), υπό τη στρατιωτική ηγεσία του
διαδόχου Κωνσταντίνου, και οι Βαλκανικοί πόλεμοι (βλ. λ.) τερματίστηκαν με τις συνθήκες ειρήνης του Λονδίνου και του
Βουκουρεστίου, όπου η διπλωματική δεξιοτεχνία του Β. συνετέλεσε στην εδαφική επέκταση της Ελλάδας, της οποίας τα σύνορα
μετατέθηκαν από τη Μελούνα στη γραμμή Νέστου (σχεδόν διπλασιάστηκαν τα εδάφη).
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, το φθινόπωρο του 1914, η διαφωνία μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του
πρωθυπουργού Β. για τη στάση της Ελλάδας πήρε τη μορφή του Εθνικού Διχασμού, με καταστρεπτικές για το έθνος συνέπειες.
Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε πολιτική ουδετερότητας, μια και ήταν γερμανικής καταγωγής, ενώ ο Β. την έξοδο της Ελλάδας
στον πόλεμο, στο πλευρό των Αγγλογάλλων συμμάχων (Αντάντ). Η διαφωνία αυτή προκάλεσε την παραίτηση του Β. τον
Φεβρουάριο του 1915, αλλά στις εκλογές του Μαΐου πλειοψήφησε το Κόμμα των Φιλελευθέρων και επανήλθε στην εξουσία.
Νέα διαφωνία, ως προς τις υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τη σύμμαχο Σερβία, προκάλεσε δεύτερη παραίτηση του Β.
Διαλύθηκε πάλι η βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Δεκέμβριο του 1915, από τις οποίες απείχε το Κόμμα των
Φιλελευθέρων και κατήγγειλε το κύρος τους καθώς και τη στάση του στέμματος ως αντισυνταγματική.
Η οξεία αυτή διάσταση αντιλήψεων οδήγησε στην έκρηξη του Κινήματος της Θεσσαλονίκης (Σεπτέμβριος 1916), όπου ανέβηκε
ο Β. και σχημάτισε τριανδρία (Β., Κουντουριώτης και Δαγκλής), η οποία ίδρυσε το Κράτος της Θεσσαλονίκης, με την
προσχώρηση της Βόρειας Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου, και συγκρότησε τον στρατό της Εθνικής Αμύνης τον οποίο
ενέταξε στο μακεδονικό μέτωπο, στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Τον Μάιο του 1917 εκθρονίστηκε από τους Συμμάχους ο
βασιλιάς Κωνσταντίνος και ανέβηκε στον θρόνο ο πρίγκιπας Αλέξανδρος, ο οποίος ανέθεσε στον Β. τον σχηματισμό
κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε η ενότητα του ελληνικού κράτους (και του λαού), που μετείχε πλέον ενωμένο
στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων.
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Β. υπήρξε από τους πρωταγωνιστές στο συνέδριο της ειρήνης και στις διασκέψεις του Νεϊγί και
των Σεβρών, όπου επέδειξε εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες και υπέγραψε τις ομώνυμες συνθήκες, με τις οποίες
δημιουργήθηκε «η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», με την προσάρτηση της Θράκης και την εντολή στη
Μικρά Ασία. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, μετά την υπογραφή των συνθηκών της ειρήνης, έγινε απόπειρα δολοφονίας
εναντίον του στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν στη Γαλλία, από δύο απότακτους Έλληνες αξιωματικούς· ευτυχώς,
τραυματίστηκε ελαφρά. Η ελληνική πρωτεύουσα τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και του απέδωσε μεγάλες τιμές, ενώ η Βουλή
τον ανακήρυξε «άξιον της πατρίδος». Όμως, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, τις οποίες προκήρυξε ο ίδιος, το Κόμμα των
Φιλελευθέρων ηττήθηκε, ο Β. θεώρησε ότι ήταν προσωπική του αποτυχία και έφυγε για τη Γαλλία, δηλώνοντας με διάγγελμα
προς τον λαό ότι «καταλείπει την αρχήν και την πολιτικήν σκηνήν».
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο Β. αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λοζάνης και υπέγραψε την
ομώνυμη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του 1923 εξελέγη πληρεξούσιος σε πολλές περιφέρειες και
έγινε πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης και πρωθυπουργός (Ιανουάριος 1924). Παραιτήθηκε όμως μετά από λίγες μέρες και έφυγε
πάλι στο εξωτερικό, όταν υπέστη καρδιακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια μιας οξύτατης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης.
Εξάλλου, διαφώνησε με τη δημοκρατική μερίδα της εθνοσυνέλευσης στη διαδικασία της ρύθμισης του πολιτειακού ζητήματος
και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία των πραγμάτων προς την άμεση έκπτωση της δυναστείας και την
ανακήρυξη της δημοκρατίας με απόφαση της Βουλής, την οποία θα ακολουθούσε επικυρωτικό δημοψήφισμα, όπως επεδίωκαν
και πέτυχαν τελικά το κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος. Ο ίδιος είχε ταχθεί υπέρ της λύσης του
πολιτειακού θέματος απευθείας από τον λαό, με δημοψήφισμα διεξαγόμενο υπό ομαλές συνθήκες και χωρίς κομματική χροιά,
δηλώνοντας στην εθνοσυνέλευση ότι «δεν θα πάρη την οδοιπορικήν ράβδον» για να περιοδεύσει στην Ελλάδα υπέρ της
δημοκρατίας.
Το 1927 ο Β. επέστρεψε στην Ελλάδα και ιδιώτευσε στη Χαλέπα, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Τον επόμενο χρόνο (Ιούλιος 1928)
επανεμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή και ανασυγκρότησε το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Σχημάτισε κυβέρνηση, μετέβαλε με
απλό διάταγμα τον εκλογικό νόμο της αναλογικής σε πλειοψηφικό σύστημα και διενέργησε εκλογές τον Αύγουστο του 1928, τις
οποίες κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία (228 έδρες επί συνόλου 300). Κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής τετραετίας του
ανέπτυξε δραστηριότητα σε όλους τους τομείς και ιδίως στον εξωτερικό, όπου διευθέτησε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ιταλία
και τη Γιουγκοσλαβία, ενώ σύναψε το βαρυσήμαντο σύμφωνο φιλίας με τη νέα Τουρκία του Κεμάλ, με το οποίο ρυθμίστηκαν οι
σοβαρές διαφορές και εγκαινιάστηκε περίοδος φιλίας και συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών. Τον Μάιο του 1932, λίγο πριν
εκπνεύσει η κυβερνητική τετραετία, παραιτήθηκε εξαιτίας του αντίκτυπου της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην οικονομική
κατάσταση της Ελλάδας, που επέβαλε την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών χρεών της χώρας, την οποία δεν ήθελε να
πραγματοποιήσει ο ίδιος. Υποστήριξε στη Βουλή με την ψήφο του κόμματός του την κυβέρνηση Παπαναστασίου, την οποία
όμως ανέτρεψε μόλις μετά από δέκα ημέρες και σχημάτισε πάλι ο ίδιος κυβέρνηση, μετέβαλε εκ νέου τον εκλογικό νόμο του
πλειοψηφικού σε απλή αναλογική και προκήρυξε εκλογές για τον Σεπτέμβριο του 1932, στις οποίες δεν συγκέντρωσε την
απόλυτη πλειοψηφία. Στήριξε κατόπιν στη Βουλή τη συμμαχική κυβέρνηση των Τσαλδάρη, Κονδύλη και Μεταξά, αλλά την
ανέτρεψε σε λίγες εβδομάδες, και σχημάτισε πάλι ο ίδιος κυβέρνηση με όλα τα παλαιοδημοκρατικά κόμματα. Άλλαξε για τρίτη
φορά τον εκλογικό νόμο, από απλή αναλογική σε πλειοψηφικό, και διενήργησε εκλογές στις 5 Μαρτίου 1933, στις οποίες
ηττήθηκε η παράταξή του. Τη νύχτα της 5ης προς 6η Μαρτίου εκδηλώθηκε κίνημα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, αλλά ο
πρωθυπουργός Β. τήρησε τις πρώτες ώρες επιφυλακτική στάση και μόνο αργότερα υπέδειξε να σχηματιστεί κυβέρνηση
στρατιωτικών, υπό τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο, για να παραδοθεί η εξουσία στον αρχηγό της πλειοψηφίας Παναγή
Τσαλδάρη. Τον Ιούνιο του 1933 έγινε στη Λεωφόρο Κηφισίας της Αθήνας νέα δολοφονική απόπειρα εναντίον του, αλλά και
πάλι διέφυγε τον θάνατο. Οργάνωσε κατόπιν ανατρεπτικό κίνημα στο όνομα της δημοκρατίας, το οποίο εκδηλώθηκε την 1η
Μαρτίου 1935, και ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του, αλλά απέτυχε και αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Έκτακτο στρατοδικείο τον
καταδίκασε τότε ερήμην σε θάνατο.
Μετά τη βασιλική παλινόρθωση (Οκτώβριος 1935) αναγνώρισε την πολιτειακή μεταβολή, η παλαιοδημοκρατική ωστόσο
παράταξη αναβίωσε με τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 στις οποίες ισοψήφησε με τους αντιπάλους της. Ο επιφανής πολιτικός
πέθανε εξόριστος στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1936. Μετά τον θάνατό του, η σορός του μεταφέρθηκε στα Χανιά, όπου έγινε
πάνδημη η κηδεία του. Ο τάφος του στο ιστορικό Ακρωτήρι αποτελεί έκτοτε πανελλήνιο προσκύνημα.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά την παρουσία του στην πολιτική σκηνή της χώρας μας, το όνομά του εξακολουθεί να είναι από τα πιο
λαμπρά της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Άλλωστε, και μόνο η διάκριση των βασικών πολιτικών αντιπάλων της εποχής σε
βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, υποδεικνύει τον κεντρικό ρόλο του στην πολιτική σκηνή. Σήμερα, εκατοντάδες δρόμοι και
πλατείες σε όλη τη χώρα φέρουν το όνομά του, γεγονός δηλωτικό της υπεράνω κομματικών τοποθετήσεων αναγνώρισής του.
Ονομαστό είναι το πάρκο Β., με το άγαλμα του πολιτικού, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα. Η μεγαλύτερη ασφαλώς
απόδοση τιμής είναι η ονομασία του νέου διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας (Ελευθέριος Βενιζέλος). Τέλος, τη μνήμη και το
έργο του Β. τιμά το Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου και της αντίστοιχης εθνικής περιόδου, που συστεγάζεται με το
ομώνυμο μουσείο στην οδό Χρήστου Λαδά, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, εκτός από αναρίθμητα και σπάνια προσωπικά
κειμήλια του πολιτικού, υπάρχουν επίσης όλες οι εκδόσεις που επιμελήθηκε ο ίδιος (με κορυφαία τη μετάφραση της Ιστορίας
του Θουκυδίδη), αλλά και ιστορικά έργα για τον ίδιο και την εποχή του από σύγχρονους και μεταγενέστερους ιστορικούς και
πανεπιστημιακούς (βλ. λ. Βενιζέλου Ελευθερίου, Μουσείο Ιστορικής Μνήμης).
Βενιζέλος, Ευάγγελος (Θεσσαλονίκη 1957 – ). Νομικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και συνέχισε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο II του
Παρισιού (Σορβόνη). Το 1980 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής σχολής του ΑΠΘ, το 1984 έγινε υφηγητής του
συνταγματικού δικαίου και στη συνέχεια καθηγητής στην ίδια σχολή. Μέλος του εκτελεστικού γραφείου του ΠΑΣΟΚ από το
1985, εξελέγη βουλευτής στην Α’ περιφέρεια Θεσσαλονίκης στις εκλογές των ετών 1993, 1996, 2000 και 2004. Υπήρξε μέλος
της επιτροπής αναθεώρησης του Συντάγματος, ως εισηγητής της πλειοψηφίας (1996). Διετέλεσε υφυπουργός Προεδρίας
Κυβερνήσεως και κυβερνητικός εκπρόσωπος (1993-94), υπουργός Τύπου και ΜΜΕ (1994-95), Μεταφορών και Επικοινωνιών
(1995-96), Δικαιοσύνης (1996), Ανάπτυξης (1999-2001) και Πολιτισμού (1996-99 και 2001-2004). Έχει γράψει επιστημονικές
μονογραφίες και βιβλία πολιτικής παρέμβασης, με ιδιαίτερη έμφαση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στους θεσμούς και στην
εξωτερική πολιτική, ενώ μεγάλος αριθμός άρθρων και μελετών του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Βενιζέλος, Θεοδόσιος (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1900). Φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της
Αθήνας και του Βερολίνου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του γερμανικού πανεπιστημίου με μία μελέτη του για την Αθηνά
(1854). Δίδαξε στη Ριζάρειο σχολή επί 45 χρόνια καθώς και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Έργα του: Περί του ιδιωτικού
βίου των αρχαίων Ελλήνων (1873), Ελληνική Ιστορία (1884, δύο τόμοι) κ.ά.
Βενιζέλος, Σοφοκλής (Χανιά 1894 – Αιγαίο πέλαγος 1964). Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ενώ
ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και, αργότερα,
στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη Μικρά Ασία, παραιτήθηκε από τον στρατό το 1920 και εξελέγη
βουλευτής Χανίων στην Γ’ Εθνοσυνέλευση, χωρίς όμως να ασκήσει τη βουλευτική του ιδιότητα ύστερα από τη βαριά ήττα που
υπέστη το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1922, ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το κίνημα του Νικόλαου
Πλαστήρα, ζήτησε να επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία και μέχρι το 1930 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην πρεσβεία
του Παρισιού. Παραιτήθηκε και πάλι, με τον βαθμό του συνταγματάρχη, και μετά τον θάνατο του πατέρα του (1936) έγινε μέλος
της τριμελούς διοικητικής επιτροπής που ανέλαβε τη διοίκηση του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Από τότε ασχολήθηκε
αποκλειστικά με την πολιτική.
Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο Β. διέφυγε στο εξωτερικό και το 1943 συμμετείχε στην κυβέρνηση Τσουδερού
στο Κάιρο, ως υπουργός των Ναυτικών, ενώ τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς ανέλαβε για λίγες μέρες πρωθυπουργός, ώσπου να
σχηματιστεί η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία ορίστηκε αντιπρόεδρος. Τον Αύγουστο του 1945 έγινε υπαρχηγός του
Κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά στις αρχές του 1946 ίδρυσε το δικό του κόμμα, των Βενιζελικών Φιλελευθέρων. Πήρε
μέρος στις εκλογές, σε συνεργασία με τα κόμματα του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και εξελέγη
βουλευτής Σερρών. Τον Απρίλιο του 1946 ανέλαβε υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Παναγιώτη Πουλίτσα
και κατόπιν αντιπρόεδρος και υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Εθνικής Συνεργασίας του Δημητρίου Μάξιμου.
Τον Οκτώβριο του 1947 ξαναγύρισε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και έγινε υπαρχηγός του, έως τον θάνατο του Θεμιστοκλή
Σοφούλη, οπότε ανέλαβε την αρχηγία. Στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Διομήδη (1950) ήταν αντιπρόεδρος. Στις εκλογές που
έγιναν τον Μάρτιο του 1950 εξελέγη βουλευτής Αθηνών. Του ανατέθηκε τότε να σχηματίσει κυβέρνηση, στην οποία ήταν και
υπουργός Εξωτερικών. Το 1951 εξελέγη βουλευτής Πειραιώς και στην κυβέρνηση Πλαστήρα (συνεργασία ΕΠΕΚ-
Φιλελευθέρων) έγινε αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών. Το 1952 εξελέγη βουλευτής Ηρακλείου, αλλά το 1954
αποχώρησε προσωρινά από την πολιτική αφήνοντας αρχηγό του κόμματος τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το 1955 ίδρυσε τη
Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ένωση (ΦΔΕ) και στις εκλογές του 1956 εξελέγη βουλευτής Δωδεκανήσου. Η ΦΔΕ και το Κόμμα
των Φιλελευθέρων συνέπραξαν εκλογικά και ο Β. ανέλαβε συναρχηγός με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το 1958 εξελέγη
βουλευτής Αθηνών και το 1961 συμμετείχε στην ίδρυση της Ένωσης Κέντρου. Εξελέγη πάλι βουλευτής Αθηνών το 1961 και το
1963 και ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών. Κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1964,
επιστρέφοντας στην Αθήνα από περιοδεία στην Κρήτη, πέθανε ξαφνικά εν πλω από καρδιακή προσβολή. Κηδεύτηκε στα Χανιά
και ετάφη στο Ακρωτήρι, σε τάφο δίπλα στον πατέρα του.
Βενιζέλου, Έλενα (Αγγλία 1875 – Παρίσι 1960). Δεύτερη σύζυγος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Γεννήθηκε στην Αγγλία, αλλά
καταγόταν από τη Χίο (το πατρικό της επώνυμο ήταν Σκυλίτση). Παντρεύτηκε τον Έλληνα πολιτικό στο Λονδίνο το 1921. Τόσο
πριν από τον γάμο της όσο και μετά ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Προσέφερε πολλά χρήματα
για υποτροφίες σε νέους που ήθελαν να σπουδάσουν στην Ευρώπη και ίδρυσε στη μνήμη της φίλης της Μαρίκας Ηλιάδη το
γνωστό πρότυπο μαιευτήριο στην Αθήνα. Με δαπάνες της εξάλλου χτίστηκε και στάδιο στα Χανιά της Κρήτης. Το 1955
εξέδωσε την αυτοβιογραφία της γραμμένη στη γαλλική γλώσσα (Υπό την σκιά του Βενιζέλου, α’ ελληνική έκδοση 1975).
Βενιζέλου Ελευθερίου, Μουσείο Ιστορικής Μνήμης. Μουσείο που λειτουργεί από το 1975 στον πρώτο όροφο του κτιρίου
όπου στεγαζόταν η λέσχη του Κόμματος των Φιλελευθέρων (Χρήστου Λαδά 2, Αθήνα). Στη συλλογή του περιλαμβάνονται
φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και διάφορα άλλα είδη της εποχής του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Οι αναρίθμητες φωτογραφίες της ιστορικής περιόδου στην οποία πρωταγωνίστησε ο Βενιζέλος είναι αναρτημένες σε πίνακες
χρονολογικών ενοτήτων και με τέτοιον τρόπο ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να σχηματίσει μια αρκετά καλή εικόνα της ιστορίας
της Ελλάδας των αρχών του 20ού αι. Σε ειδικές προθήκες παρουσιάζονται πολλά αντικείμενα από την πολιτική και ιδιωτική ζωή
του Βενιζέλου, όπως χαρτοφύλακές του, στιλογράφοι, δαχτυλίδια, κοσμήματα και μετάλλια. Μία ξεχωριστή προθήκη φιλοξενεί
τις επιστολές του, τα τετράδια των ασκήσεών του στις ξένες γλώσσες, και μία άλλη παλιές εκδόσεις και μια μικρή συλλογή
γραμματοσήμων. Σε βιτρίνα εκτίθενται τα εσώρουχα που φορούσε την ώρα της απόπειρας δολοφονίας του στον σταθμό της
Λιόν του Παρισιού το 1920, στα οποία διακρίνονται οι τρύπες από τις σφαίρες στον ώμο και στον μηρό, ενώ σε μία άλλη βιτρίνα
υπάρχει ένα παλτό του και ο περίφημος δίκοχος σκούφος του.
Φιλοξενούνται επίσης λαϊκές λιθογραφίες με πρωταγωνιστή τον Βενιζέλο, προσωπογραφίες του, σκίτσα, διακοσμητικά πιάτα με
τη μορφή του, προτομές του και το αγαπημένο του ραδιόφωνο. Στο πατάρι της μεγάλης αίθουσας εκτίθενται μερικές ακόμα
φωτογραφίες, σχέδια, σκίτσα, η καρέκλα του και μερικά από τα μπαούλα που χρησιμοποιούσε στα ταξίδια του.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το επάνω μέρος του αυτοκινήτου του, μάρκας Πακάρ, που φέρει τα σημάδια από τις σφαίρες
της δεύτερης δολοφονικής απόπειρας εναντίον του, το 1933. Δίπλα σε αυτό υπάρχουν πολλά πρωτότυπα πρωτοσέλιδα
εφημερίδων εκείνων των ημερών, στα οποία εξιστορείται όλο το χρονικό της απόπειρας.
Ένα μέρος της αίθουσας του μουσείου καταλαμβάνει η ιστορική βιβλιοθήκη και το μικρό αναγνωστήριο της Λέσχης
Φιλελευθέρων, όπου εκτίθενται μερικοί πολύ αξιόλογοι πίνακες σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων· μεταξύ αυτών και δύο έργα
του Κωνσταντίνου Παρθένη, ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων του Λυκούργου Κογεβίνα με θέμα τη Σαντορίνη, καθώς και
από ένας πίνακας των Νικηφόρου Λύτρα, Νικόλαου Οθωναίου, Περικλή Βυζάντιου και Σπυρίδωνα Βικάτου. Στο μουσείο
υπάρχει επίσης το αρχείο του Βενιζέλου, ενώ στο πωλητήριο διατίθενται οι εκδόσεις του Ιδρύματος Βενιζέλου.
Βένιο Δασκαλειού. Οικισμός (47 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας
Ανατολικής Αττικής.
βενλόκιο (Γεωλ.). Περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, μία από τις τέσσερις βαθμίδες της ανώτερης σιλούριας υποδιάπλασης.
Ονομαστοί είναι οι β. ασβεστόλιθοι της Αγγλίας, που περιέχουν απολιθωμένα βραγχιόποδα, γαστερόποδα, κοράλλια,
ασβεστοφύκη κ.ά. Στην Ελλάδα δεν έχουν βρεθεί στρώματα της βαθμίδας αυτής.
Βέννα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 492 κάτ.) του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΑ της
Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας.
Βένους (Venus). Η λατινική ονομασία της θεάς Αφροδίτης. Βλ. λ. Αφροδίτη.
Βενσέσλαος. Βλ. λ. Βεγκέσλαος.
βεντάλια. Αντικείμενο ποικίλης σύστασης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με
σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη.
Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και έχουν
επάνω τους απλωμένο ένα χαρτί. Όταν οι βέργες ανοίξουν, η επιφάνεια του χαρτιού αναπτύσσεται και παίρνει το σχήμα ενός
τομέα κύκλου. Άλλος τύπος β. είναι το αρχαιοελληνικό ριπίδιο, μια λεπτή και ελαφρά επιφάνεια προσαρμοσμένη σε μικρή
ράβδο. Ανάλογη με το ριπίδιο είναι και η β. που απεικονίζεται σε αιγυπτιακές, βαβυλωνιακές και ασσυριακές παραστάσεις.
Αυτή διαδόθηκε αργότερα (κατά τον 5ο αι. π.Χ.) στην Ελλάδα και ύστερα πέρασε στη Ρώμη.
Στην Κίνα και στην Ιαπωνία, η β., αναπόσπαστο εξάρτημα της τοπικής ενδυμασίας, πήρε τον χαρακτήρα κομψοτεχνήματος, με
εξαιρετική λεπτουργική διακόσμηση, μινιατούρες και σκαλίσματα. Οι παραδοσιακές β. της Άπω Ανατολής συνήθως
κατασκευάζονταν από μπαμπού ή σάνταλο (είδος ξύλου), ενώ οι πολυτελέστερες από ελεφαντόδοντο και άλλα ακριβά υλικά.
Τον 10ο αι. οι β. εμπλουτίστηκαν με φτερά, είχαν λαβή από φίλντισι ή χρυσό και τις κρεμούσαν με λεπτή αλυσίδα από τον
λαιμό. Στην Ευρώπη διαδόθηκαν κατά τον 15o αι. στην Ιταλία, τον 16o αι. στη Γαλλία και λίγο αργότερα στην Αγγλία, οι
περισσότερες με σχήμα ημικύκλιου και σε κινεζική απομίμηση. Στα τέλη του 16ου αι., η πολυτέλεια της β. είχε γίνει τόσο
εντυπωσιακή ώστε στη Βενετία δημοσιεύτηκε ειδικός απαγορευτικός νόμος για τον περιορισμό των δαπανών. Στη Γαλλία, οι β.
είχαν σκελετό από ελεφαντόδοντο ή ταρταρούγα (όστρακο χελώνας), με περγαμηνή ή ελαφρό ύφασμα, ζωγραφισμένο από
διάσημους καλλιτέχνες ή με παραστάσεις από ονομαστούς πίνακες. Το 1678 ιδρύθηκε στο Παρίσι σωματείο καλλιτεχνών που
κατασκεύαζαν β. Στα τέλη του 18ου αι. το ενδιαφέρον για το είδος αυτό μειώθηκε σημαντικά και τον 19ο αι. οι καλλιτεχνικές β.
ήταν πλέον πολύ σπάνιες, καθώς επικράτησε η βιομηχανική παραγωγή τους.
Βέντεκιντ, Φρανκ (Frank Wedekind, Ανόβερο 1864 – Μόναχο 1918). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Ακολούθησε στη ζωή
του τους πιο διαφορετικούς και παράξενους δημιουργικούς δρόμους, από τη διαφήμιση βιομηχανικών ειδών έως τη
δημοσιογραφία. Στο Παρίσι ίδρυσε, μαζί με τον εκδότη Λανζάν, το περιοδικό Simplizissimus (1896) που τον έκανε δημοφιλή,
αλλά και του απέφερε επίσης μια δίκη για εσχάτη προδοσία (1899). Έγραψε περίπου 20 θεατρικά έργα, η παράσταση των
οποίων είτε καθυστέρησε εξαιτίας της λογοκρισίας είτε εμποδίστηκε από την έλλειψη κατανόησης του κοινού, το οποίο
αντέδρασε αρχικά στη βίαιη και ωμή ειλικρίνεια του ύφους του.
Ο Β. ήταν ο εμπνευστής και ο απόστολος μιας βαθιάς μεταρρύθμισης, που προκάλεσε σκάνδαλο και ζωηρές αντιδράσεις. Το
θέατρό του έχει ως κεντρικό θέμα αποκλειστικά το σεξουαλικό πρόβλημα, τα σκοτεινά εκείνα φυσικά ένστικτα που
αποτελούσαν για τον Β. την αιτία της πρώτης και θεμελιώδους σύγκρουσης του ανθρώπινου πνεύματος. Η πορεία του –που
μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους– άρχισε με Το ξύπνημα της νιότης (1891), που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1906. Στην
πρώτη περίοδο δεσπόζει μια αντίληψη σκοτεινή και δραματική, που καταλήγει στη φαιδρότητα και βρίσκει στην αυτοκτονία τη
λύτρωση από την καταθλιπτική υπεροχή των αισθήσεων: Το πνεύμα της γης (1895), Λούλου, δραματικό ποίημα σε δύο μέρη –
Μέρος πρώτο: το πνεύμα της γης (1903), Ο Μαρκήσιος του Κάιτ (1901) κλπ. Στη δεύτερη περίοδο η υποταγή στην ακατανίκητη
δύναμη των αισθήσεων βρίσκει την αναγκαία και θετική ανταμοιβή στη δημιουργική δύναμη της μητρότητας: Ο θάνατος και ο
διάβολος (1909), Φραντσίσκα (1912).
Η επίδραση του Β. στις επόμενες γενιές ήταν τεράστια. Γεννημένο από μια τολμηρές προθέσεις, το έργο του υπήρξε
ανεξάντλητη πηγή ανθρώπινης αλήθειας για τη θεατρική παραγωγή που ακολούθησε και αποτέλεσε την πιο σημαντική περίοδο
στη μετάβαση από τον νατουραλισμό στον εξπρεσιονισμό. Άλλα γνωστά έργα του: Το κουτί της Πανδώρας (1904), Ο μακάβριος
χορός (1906), Η λογοκρισία (1908), Βίσμαρκ (1916), Ηρακλής (1917).
Βέντελ, Τζέιμς. Άγγλος θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Βλ. λ. Γουέντλ, Τζέιμς.
Βεντελίνη (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1937. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 16,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
11,4. Διεθνώς ονομάζεται Wenteline 1438.
Βεντένσκι, Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς (Alexander Ivanovich Vedenski, 1856 – 1925). Ρώσος φιλόσοφος και ψυχολόγος, ένας από
τους εκπροσώπους του ρωσικού νεοκαντιανισμού. Ο Β. διετέλεσε καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Αγίας
Πετρούπολης από το 1890 και πρόεδρος της Φιλοσοφικής Εταιρείας της Αγίας Πετρούπολης από το 1899. Αντιμετώπιζε με
σκεπτικισμό τις δυνατότητες της ψυχολογίας, την οποία ουσιαστικά θεωρούσε περιγραφική επιστήμη και μέθοδο ενδοσκόπησης.
Ανάλογες αμφιβολίες έτρεφε και για τις δυνατότητες της πειραματικής ψυχολογίας. Σύμφωνα με τον Β., το ανθρώπινο πνεύμα
χαρακτηριζόταν από την έλλειψη αντικειμενικών ενδείξεων εμψύχωσης. Κατά τις φιλοσοφικές συζητήσεις και διαμάχες που
ακολούθησαν την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, ο Β. τάχθηκε εναντίον της υλιστικής φιλοσοφίας και του μαρξισμού.
Έργα του: Δοκίμιο νέων βάσεων της θεωρίας της ύλης, πάνω στις αρχές της κριτικής φιλοσοφίας (1888), Για τα όρια και τις
ενδείξεις της εμψύχωσης (1892), Για τις μορφές της θρησκείας και των σχέσεών της με τη γνώση (1894) και Ψυχολογία χωρίς
καμιά μεταφυσική (1914).
Βεντένσκι, Μπόρις Αλεξέγιεβιτς (1893 – 1969). Ρώσος ραδιοφυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μόσχας το
1915 και από το 1928 ασχολήθηκε με τη διαβίβαση των υπερβραχέων κυμάτων πάνω από την επιφάνεια της Γης. Το 1965, σε
συνεργασία με τον Μ.Α. Κόλοσοφ, υπολόγισε το πεδίο για τη μακρινή τροποσφαιρική διαβίβαση των υπερβραχέων κυμάτων.
Τα αποτελέσματα των ερευνών του περιέχονται στις μελέτες του, Βάσεις της θεωρίας της διάδοσης των ραδιοκυμάτων (1934),
Διάδοση των υπερβραχέων κυμάτων (1938) και Αγωγοί ραδιοκυμάτων (1946), τις οποίες έγραψε μαζί με τον Α.Γ. Άρενμπεργκ.
Τέλος, συνεργάστηκε με την ομάδα των επιστημόνων που δημοσίευσε τη μελέτη Η παραπέρα επέκταση των τροποσφαιρικών
υπερβραχέων κυμάτων (1965). Ο Β. ήταν μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ από το 1943 και αντεπιστέλλον μέλος της
Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου από το 1955. Είχε τιμηθεί τρεις φορές με το παράσημο του Λένιν καθώς και με άλλες
διακρίσεις.
Βέντερ, Τζον Κρεγκ (John Craig Venter, Σολτ Λέικ Σίτι 1946 – ). Αμερικανός βιοχημικός. Υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό
των ΗΠΑ και συμμετείχε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σπούδασε βιοχημεία στο πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, στην Καλιφόρνια,
απ’ όπου έλαβε διδακτορικούς τίτλους στη φυσιολογία και στη φαρμακολογία. Στη συνέχεια δίδαξε στο πανεπιστήμιο της
Πολιτείας της Νέας Υόρκης στο Μπάφαλο και στο Ινστιτούτο Καρκίνου Ρόζγουελ Παρκ, ενώ το 1984 διορίστηκε στο Εθνικό
Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ.
Το 1992, ίδρυσε την εταιρεία Celera Genomics, η οποία αποκωδικοποίησε το ανθρώπινο γονιδίωμα (DNA) το 2000· η συμβολή
του Β. στο επίτευγμα θεωρείται θεμελιώδης. Είναι ιδρυτής του Ινστιτούτου Έρευνας για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα (TIGR), του
οποίου διετέλεσε πρόεδρος την περίοδο 1992-96, και μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Μικροβιολογίας. Η αποκωδικοποίηση
του DNA θεωρείται το πρώτο σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα του 21ου αι., ενώ προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στο
εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας.
Βεντερίκος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 46 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Θεσπρωτίας, στις βορειοανατολικές κλιτύς της κορυφής Χιονίστρας, ΝΔ της πόλης των Ιωαννίνων.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μολοσσών.
Βέντερς, Βιμ (Wim Wenders, Ντίσελντορφ 1945 – ). Γερμανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Είναι ίσως ο πιο διάσημος
δημιουργός του νέου γερμανικού σινεμά και δημιούργησε σχολή βάζοντας πλάι στην κινηματογραφική παράδοση της πατρίδας
του τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του.
Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ καθώς και ζωγραφική στο Παρίσι, αλλά ο
κινηματογράφος ήταν αυτός που τον τράβηξε οριστικά όταν πήγε στο Μόναχο και γράφτηκε στη σχολή της πόλης. Γύρισε
αρκετές πειραματικές ταινίες κατά την περίοδο 1967-71, ενώ το 1972 κέρδισε κοινό και κριτικούς με το φιλμ Η αγωνία του
τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι.
Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται από ανθρωποκεντρισμό και προβληματισμό για τη ζωή στις πόλεις, ενώ τα θέματά του
συχνά αγγίζουν τη μουσική κουλτούρα. Σκηνοθέτησε βιντεοκλίπ και συνεργάστηκε στενά με μερικά από τα σπουδαία ονόματα
της σύγχρονης μουσικής σκηνής, όπως τον Ράι Κούντερ (Buena Vista Social Club) και τους U2. Οι ταινίες του είναι οι πιο
εμπορικές από κάθε άλλον συμπατριώτη του, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ ο Β. είναι και ο
μοναδικός Ευρωπαίος κινηματογραφιστής που γύρισε τόσο υποδειγματικές ταινίες για την Αμερική. Τέλος, είναι αυτός που
μέσω του ντοκιμαντέρ του Buena Vista Social Club συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση της φήμης των λεγόμενων μουσικών
του κόσμου. Σημαντικότερες ταινίες του: Ένας Αμερικανός φίλος (1977), Η κατάσταση των πραγμάτων (1981), Παρίσι Τέξας
(1984), Τα φτερά του έρωτα (1987), Buena Vista Social Club (1999).
βεντέτα (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με
νέο φόνο που εκτελεί μέλος της οικογένειάς του σε βάρος της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση της
αυτοδικίας, συναντάται –αν και σε σχετική υποχώρηση– κυρίως στη Σικελία και στην Κορσική. Στην Ελλάδα, το έθιμο
επικρατούσε παλαιότερα στη Μάνη και στις επαρχίες Σφακίων, Αποκορώνου, Σελίνου και Αγίου Βασιλείου στη δυτική Κρήτη.
Η β. στη Μάνη είχε περιβληθεί με τους κανόνες ενός αυστηρότατου τυπικού, που παρακολουθούσε όλες τις φάσεις του
γδικιωμού, όπως λεγόταν στην περιοχή, από την πρώτη ενέργεια της προσβολής έως την τελική λύση: τη συμφιλίωση (ψυχικό) ή
την πλήρη εξολόθρευση των αντίδικων οικογενειών. Ανάμεσα στις απαράβατες αρχές της β. ήταν ο κανόνας της σιωπής, που
υποχρέωνε τις αντίδικες οικογένειες να αρνούνται κάθε πληροφορία προς τις κρατικές αρχές, και ο κανόνας που απαγόρευε ως
ατιμωτικό τον φόνο γυναίκας. Ανάλογα έθιμα επικρατούσαν και στην Αλβανία, τα οποία περιέγραψε με πολύ εύστοχο τρόπο ο
μεγάλος σύγχρονος συγγραφέας της χώρας στο βιβλίο του Ο ρημαγμένος Απρίλης. Βλ. λ. Μάνη (Παραδόσεις).
Βεντζίου, δήμος. Νέος δήμος (2.958 κάτ.) του νομού Γρεβενών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Εξάρχου, Κέντρου, Κνίδης, Παλαιοχωρίου, Ποντινής, Πυλωρών και Σαρακήνας, οι οποίες
καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κνίδη.
Βέντζος. Νησίδα (υψόμ. 20 μ.) στα όρια μεταξύ Σαρωνικού κόλπου και Ερμιονίδας, ΝΔ της Ύδρας.
Βεντήρης, Γεώργιος (Άρτα 1890 – Λοζάνη, Ελβετία 1954). Δημοσιογράφος και ιστορικός. Ο Β. υπήρξε ένας από τους
σημαντικούς παράγοντες της ελληνικής πολιτικής ζωής κατά το πρώτο μισό του 20ού αι.
Λακωνικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Άρτα και άρχισε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ως διευθυντής των εφημερίδων
Νέα Ελλάς (1913) και Πατρίς (1915), από τις στήλες των οποίων τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ του κινήματος των Φιλελευθέρων
του Βενιζέλου. Ήταν μάλιστα από τους στενότερους φίλους και συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Νικόλαου
Πλαστήρα. Το 1946 διορίστηκε μέλος στην ελληνική αντιπροσωπεία του συνεδρίου ειρήνης που συγκλήθηκε μετά τον Β’
Παγκόσμιο πόλεμο. Λίγα χρόνια όμως πριν από τον θάνατό του, ο Β. πραγματοποίησε εντυπωσιακή μεταστροφή της πολιτικής
του τοποθέτησης και ανέλαβε τη διεύθυνση της γενικής γραμματείας του πολιτικού γραφείου του βασιλιά Παύλου Α’. Το
ιστορικό έργο του, Η Ελλάς του 1910-1920, το οποίο γράφτηκε μεταξύ 1927 και 1931, μαρτυρά γνώση των πολιτικών
πραγμάτων της εποχής του και αποτελεί αξιόλογη συμβολή στη μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Βεντήρης, Κωνσταντίνος (Καλαμάτα 1892 – 1960). Στρατιωτικός, αδελφός του Γεώργιου Βεντήρη (βλ. λ.). Σε ηλικία 18
ετών κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, με τον βαθμό του υπαξιωματικού, και
τραυματίστηκε στη μάχη του Κιλκίς. Το 1914 αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαξιωματικών με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και
πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία, κατά την οποία τραυματίστηκε και πάλι. Στη διάρκεια
του μεσοπολέμου, αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία. Επιστρέφοντας στην
Ελλάδα, ανέλαβε τη διοίκηση του 1ου Συντάγματος Αθηνών.
Ο Β. πήρε μέρος στο αποτυχημένο αντιβασιλικό κίνημα του 1935, με αποτέλεσμα να αποστρατευτεί με τον βαθμό του
αντιστράτηγου. Στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, ηγήθηκε της αντιστασιακής οργάνωσης ΡΑΝ και το 1943 διέφυγε στη
Μέση Ανατολή. Εκεί, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, μετά την καταστολή του αντιβασιλικού κινήματος που
εκδηλώθηκε στις τάξεις του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, του ανέθεσε την αναδιοργάνωση των στρατιωτικών τμημάτων,
αποστολή την οποία εκπλήρωσε με επιτυχία. Την ίδια εποχή, ο Β. μεταπήδησε στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο και, μετά την
απελευθέρωση της Ελλάδας και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου (1946-49), διετέλεσε διαδοχικά διοικητής του Γ’ Σώματος
Στρατού, διοικητής της 1ης Στρατιάς, αρχηγός του ΓΕΣ και, από το 1948, Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Αποστρατεύτηκε με
τον βαθμό του αντιστρατήγου και τον τίτλο του επίτιμου γενικού υπασπιστή του βασιλιά (1951). Τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με
τον Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου Α’ και τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας.
Επίσης, ο Β. μετέφρασε στα ελληνικά το στρατιωτικό σύγγραμμα Οι αρχές του πολέμου, έργο του Γάλλου στρατάρχη Φος.
βεντονίτης (Ορυκτ.). Ακάθαρτη άργιλος, η οποία αποτελείται κυρίως από το αργιλούχο ορυκτό μοντμοριλονίτη και προέρχεται
από την αποσάθρωση ηφαιστειογενών πετρωμάτων (αναφέρεται και ως μπεντονίτης). Συναντάται κυρίως στις ΗΠΑ, στη Νότια
Αφρική, στην Ιαπωνία, στην Ιταλία, στη Ρουμανία και σε ορισμένες χώρες της λατινικής Αμερικής· στην Ελλάδα υπάρχει
κυρίως στη Μήλο. Έχει αξιόλογες φυσικές ιδιότητες, όπως είναι η σημαντική αύξηση του όγκου του όταν έλθει σε επαφή με το
νερό. Λόγω των προσροφητικών, απορροφητικών και αποχρωστικών ιδιοτήτων του, χρησιμοποιείται σε πολλούς και διάφορους
βιομηχανικούς τομείς. Συγκεκριμένα, γίνεται χρήση του στην κεραμική, στην παρασκευή πυρίμαχων και οικοδομικών υλικών,
στην παρασκευή μονωτικών υλικών και υλικών κατάλληλων για τον καθαρισμό του νερού και του λαδιού, ως αποσκληρυντικό
του νερού, στη σαπωνοποιία, στη βιομηχανία χρωμάτων, στη βιομηχανία ελαστικού και χάλυβα, στις εργασίες γεώτρησης για
την εξαγωγή πετρελαίου κ.α. Σημαντική είναι η χρήση του β. σε φαρμακευτικά σκευάσματα για τον καθαρισμό του
γαστρεντερικού συστήματος και την αποτοξίνωση του οργανισμού.
Τα κοιτάσματα της Μήλου ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια τόνων και είναι εξαιρετικής ποιότητας. Η εκμετάλλευσή τους
άρχισε το 1959 και από τότε σημαντικές ποσότητες β. έχουν εξαχθεί στις βιομηχανικές χώρες.
Βεντότης, Γεώργιος (Ζάκυνθος 1757 – Βιέννη 1795). Τυπογράφος, εκδότης και δημοσιογράφος. Μετά την ολοκλήρωση της
εκπαίδευσής του στη Ζάκυνθο, μετανάστευσε στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου εργάστηκε στο τυπογραφείο
του Νικόλαου Γλυκή, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε ανώτερες θεολογικές σπουδές. Στην Ιταλία επιδόθηκε επίσης στην
εκμάθηση της λατινικής, της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας, ενώ μετέφρασε και εξέδωσε δύο συγγράμματα του Ελβετού
γιατρού Αντρέ Τισό (1777 και 1780). Το 1781 ταξίδεψε στη Βουδαπέστη, όπου δίδαξε για λίγο στο τοπικό ελληνικό σχολείο και
έπειτα εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βιέννη, όπου εργάστηκε ως διορθωτής του τυπογραφείου του Γιόζεφ Μπαουμάιστερ.
Στη Βιέννη, ο Β., μαζί με τον Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη και με τη βοήθεια του εργοδότη του, άρχισε μια πληθωρική εκδοτική
δραστηριότητα, η οποία περιλάμβανε εκδόσεις έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, σε μετάφραση. Ορισμένες από αυτές τις
εκδόσεις ήταν: Εκκλησιαστική Ιστορία του Μελετίου (1782, με γλωσσική επιμέλεια και προσθήκες δικές του), Λόγγου τα κατά
Δάφνιν και Χλόην (1792), Ορθόδοξος διδασκαλία του μητροπολίτη της Μόσχας Πλάτωνα (1782), Πάπας τι Εστί του Άιμπελ
(1782), Ινδός φιλόσοφος του Τσέστερφιλντ (1783), Ηθική Ιστορία Βελισαρίου του Μάρμοντελ (1783), Ιστορία της Αμερικής
του Ρόμπερτσον (1792-94), Νέος Ανάχαρσις του Μπαρτελεμί κ.ά. Τη μετάφραση του τελευταίου αυτού έργου την έκανε σε
συνεργασία με τον Ρήγα Φεραίο, με τον οποίο είχε συνδεθεί φιλικά. Το 1792 κυκλοφόρησε τα προσωπικά του έργα,
Αλφαβητάριον και Περιγραφή του παντός (εικονογραφημένο σύγγραμμα φυσικής ιστορίας). Ανέκδοτο παρέμεινε το έργο του
Περί των ηγεμονευσάντων εν Βλαχία κατά καιρούς έως του νυν ιστορία συνοπτική, εν η προσετέθη και ιστορία περί της παλαιάς
Δακίας. Το 1784, ο Β. κατόρθωσε να εκδώσει στη Βιέννη ελληνική εβδομαδιαία εφημερίδα, της οποίας όμως η κυκλοφορία
απαγορεύτηκε αργότερα από τις αυστριακές αρχές, ύστερα από επέμβαση της Υψηλής Πύλης της Κωνσταντινούπολης, ενώ από
το 1791 είχε γίνει κάτοχος ιδιόκτητου τυπογραφείου.
Πέθανε φτωχός, από φυματίωση, στη Βιέννη, αφού είχε πραγματοποιήσει αξιόλογο διαφωτιστικό έργο, τουλάχιστον μεταξύ των
Ελλήνων του εξωτερικού. Το τυπογραφείο του διατηρήθηκε έως το 1810, από τη γυναίκα του Μαρία, το γένος Σφογκαρά, την
οποία είχε παντρευτεί το 1787.
Βεντούρα, Λίνο (Lino Ventura, Πάρμα, Ιταλία 1919 – Σεν Κλοντ, Γαλλία 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού
ηθοποιού Άντζελο Μπορίνι. Δημοφιλής σταρ του κινηματογράφου στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ειδικεύτηκε στις
γαλλικές περιπέτειες –είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία από το 1927– στις οποίες υποδυόταν πάντα ένα ιδιότυπο είδος αντιήρωα.
Το παρελθόν του ως μποξέρ και το ογκώδες σώμα του ήταν μάλλον οι λόγοι που οδήγησαν όλους τους παραγωγούς να του
αναθέτουν ρόλους σκληρών αστυνομικών και κακοποιών. Έκανε μεγάλη καριέρα στην Ευρώπη, αλλά δεν κατάφερε, παρά τις
απόπειρές του, να κάνει αισθητή την παρουσία του στο Χόλιγουντ. Έπαιξε σποραδικά στο θέατρο και εμφανίστηκε στην
τηλεόραση, αλλά έμεινε στην ιστορία από τις κινηματογραφικές εμφανίσεις του, σε μικρούς ρόλους στην αρχή, σε ταινίες με τον
Ζαν Γκαμπέν. Έκανε το ντεμπούτο του το 1953 στο φιλμ του Ζακ Μπεκέρ Touchez pas au grisbi και έπαιξε συνολικά σε
περισσότερες από 40 ταινίες, με τελευταία του εμφάνιση στο φιλμ Το σπαθί του Γεδεών (1986)· μιλούσε ιταλικά, γαλλικά,
αγγλικά και ισπανικά, γεγονός που τον βοήθησε να συμμετάσχει σε παραγωγές διαφόρων χωρών. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι
ερμηνείες του στις ταινίες Έγκλημα και τιμωρία, Το μεγάλο ρίσκο, Λαβύρινθος, Η συμμορία των Σικελών, Τρία σκληρά
καρύδια.
Βεντούρας, Σπυρίδων (Λευκάδα 1761 – 1835). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της
επτανησιακής ζωγραφικής σχολής του 18ου αι. Μαθήτευσε κοντά στον Παναγιώτη Δοξαρά, ο οποίος πραγματοποίησε τη
μεταστροφή από την παράδοση της μεταβυζαντινής αγιογραφίας στη δυτική ζωγραφική. Σε ηλικία 20 ετών ταξίδεψε στη
Βενετία, όπου παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της
πόλης. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, μολονότι γνώριζε την τέχνη της ωογραφίας (εικόνα Αγίου Ευσταθίου), χειρίστηκε
κυρίως την ελαιογραφία και εργάστηκε κατά τον ελεύθερο δυτικό τρόπο σε θρησκευτικά θέματα, προσωπογραφίες, γυμνά και
άλλα. Για τον ναό του Αγίου Νικολάου της Λευκάδας ζωγράφισε μια σειρά από φορητούς πίνακες με θέματα κυρίως από τον
κύκλο των θαυμάτων του αγίου Νικολάου, καθώς και άλλα: Υπαπαντή, Σαμαρείτιδα, Μαρία μη μου Άπτου και Γάμοι εν Κανά
(αντίγραφο από έργο του Βερονέζε). Ο Β. εργάστηκε επίσης στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα.
Βεντουράτα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 37 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού, 44 χλμ. ΒΑ
του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερίσου του νομού Κεφαλληνίας.
Βεντούρι, Ρόμπερτ (Robert Venturi, Φιλαδέλφεια 1925 – ). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Παρακολούθησε μαθήματα στην
Επισκοπική Ακαδημία της Φιλαδέλφειας και στη συνέχεια αποφοίτησε το 1947 από το πανεπιστήμιο Πρίνστον, στο οποίο
ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές του το 1950. Από το 1956 διδάσκει θεωρία αρχιτεκτονικής στα μεγαλύτερα
πανεπιστήμια των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων το Πρίνστον, το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA), το Γέιλ
και το Χάρβαρντ. Στο πρώτο βιβλίο του, Σύνθεση και αντίθεση στην αρχιτεκτονική (1966), αντιπαραθέτει τον πλούτο και την
αμφιβολία απέναντι στην επικρατούσα ενότητα και σαφήνεια του μοντερνισμού, καθώς και την αντίθεση και την υπερβολή
έναντι της αρμονίας και της απλότητας. Προκαλεί τον μοντερνισμό με πολλαπλές αρχιτεκτονικές προτάσεις στηριζόμενος στο
ιστορικό παρελθόν και χρησιμοποιεί τον συμβολισμό στα έργα του. Μέσα από τα έργα και τη διδασκαλία του προβάλλει την
αξία της ανθρώπινης χρήσης των κτιρίων, της άνεσης, της μνήμης και της διασκέδασης. Εκτός από την αρχιτεκτονική,
ασχολείται επίσης με την τέχνη και τη φιλοσοφία. Τιμήθηκε το 1991 με το βραβείο Πρίτσκερ.
Βεντούρι, Τζοβάνι Μπατίστα (Giovanni Battista Venturi, Ρέτζιο 1746 – 1822). Ιταλός φυσικός. Σπούδασε στην ιερατική
σχολή της γενέτειράς του και έζησε για μερικά χρόνια ακόμη, κατά τα οποία ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο. Το ενδιαφέρον
του όμως για τα θέματα της φυσικής όλο και μεγάλωνε και ύστερα από επιτυχείς μελέτες ορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο
της Μοντένα και της Παβία. Το 1799 υποστήριξε το κίνημα της Ιταλικής Δημοκρατίας και γι’ αυτό, μετά την παλινόρθωση της
βασιλείας, φυλακίστηκε για λίγο καιρό. Αργότερα έφυγε για το εξωτερικό, όπου έμεινε αρχικά στο Παρίσι και μετά στη Βέρνη.
Ασχολήθηκε με την ιστορία της επιστήμης, έγραψε μια πραγματεία για τα πλεονεκτήματα του δεκαδικού μετρικού συστήματος
και κατόπιν αφοσιώθηκε στη μελέτη οικονομικών και πιστωτικών προβλημάτων.
Σημαντικότερες ωστόσο είναι οι εργασίες του Β. στον τομέα της υδροδυναμικής και το όνομά του φέρει ένα όργανο, ο σωλήνας
Β. ή βεντουρίμετρο, ένας σωλήνας για τον προσδιορισμό της παροχής ενός υγρού σε έναν αγωγό. Τα κύρια χαρακτηριστικά του
σωλήνα Β. είναι το στόμιο που καταλήγει στη στένωση και ο διαχυτήρας.
Βεντράμος, Τζάνες (16ος αι.). Ποιητής από το Ναύπλιο. Πολλοί μελετητές τον θεωρούν ιταλικής καταγωγής, από μητέρα
Ελληνίδα.
Ο Β., που ήταν έμπορος στο επάγγελμα, έγραψε στιχουργήματα διδακτικού περιεχομένου. Ένα από αυτά, με τίτλο Ιστορία των
γυναικών των καλών και των κακών (Βενετία, 1549), είναι γνωστό από το μοναδικό αντίτυπο που διασώθηκε και βρίσκεται
σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Μονάχου. Ένα άλλο ονομάζεται Ιστορία φιλαργυρίας μετά της περηφανίας (Βενετία, 1567) και σε
αυτό ο στιχουργός ανατρέχει συχνά στην αρχαιοελληνική ιστορία. Τα στιχουργήματά του, αν και άτεχνα, έχουν ωστόσο
ιδιαίτερο γραμματολογικό ενδιαφέρον, καθώς μας φέρνουν σε άμεση επαφή με τις προτιμήσεις των φιλολογικών κύκλων και
των λογίων της εποχής εκείνης.
Βέντρις, Μάικλ Τζορτζ Φράνσις (Michael George Francis Ventris, 1922 – 1956). Βρετανός αρχιτέκτονας που ειδικεύτηκε
στην αποκρυπτογράφηση αρχαιοελληνικών κειμένων. Πιο συγκεκριμένα, στο χρονικό διάστημα 1952-53 ασχολήθηκε
επισταμένα και κατόρθωσε να αποκρυπτογραφήσει, χρησιμοποιώντας μεθόδους συνδυαστικής και στατιστικής ανάλυσης, τη
Γραμμική Β’, τη γραφή δηλαδή του κειμένου πινακίδων που βρέθηκαν στην Κνωσό, στην Πύλο και στις Μυκήνες και των
οποίων το περιεχόμενο παρέμενε μέχρι τότε αινιγματικό. Αποδείχτηκε έτσι ότι η γραφή των πινακίδων αντιστοιχούσε σε κάποια
ελληνική διάλεκτο που μιλιόταν στην περιοχή από το 1500 έως το 1200 π.Χ. Η ανακάλυψη του Β. επέφερε επανάσταση στις
σπουδές του προϊστορικού Αιγαίου και διεύρυνε κατά επτά αιώνες το ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής γλώσσας. Ο Β. σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1956.
Βέντσελ, Καρλ Φρίντριχ (Karl Friedrich Wenzel, Δρέσδη 1740 – Φράιμπουργκ 1793). Γερμανός χημικός. Αρχικά άσκησε το
επάγγελμα του γιατρού, αλλά αργότερα ασχολήθηκε με έρευνες στη μεταλλουργική χημεία, στα ορυχεία του Φράιμπουργκ όπου
έγινε διευθυντής το 1785. Ο Β. απέδειξε ότι η ταχύτητα αντίδρασης των οξέων με τα μέταλλα είναι ανάλογη προς τη
συγκέντρωση των οξέων και ότι η ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων είναι γενικά ανάλογη προς τις συγκεντρώσεις των
ουσιών που αντιδρούν. Καθόρισε με μεγάλη ακρίβεια τη μοριακή μάζα πολυάριθμων χημικών ενώσεων και θεωρείται από τους
θεμελιωτές της στοιχειομετρίας.
Βέρα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1885. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
7,82. Διεθνώς ονομάζεται Vera 245.
Βερακρούς (Λιάβε) (Veracruz ή Veracruz-Llave). Πόλη (457.119 κάτ. το 2000) του Μεξικού, λιμάνι και μεγαλύτερη πόλη της
ομώνυμης πολιτείας, στο νότιο και κεντρικό τμήμα της ακτής της, προς τον κόλπο του Μεξικού. Απέχει 435 χλμ. από την Πόλη
του Μεξικού και αποτελεί το σημαντικότερο λιμάνι όλης της χώρας και κύριο οδικό, σιδηροδρομικό και αεροπορικό κόμβο.
Από το λιμάνι της διακινείται μεγάλο μέρος των εξαγωγών της χώρας και στην περιφέρειά του λειτουργούν ναυπηγεία,
διυλιστήρια πετρελαίου, βιομηχανίες τροφίμων και μεταλλικών κατασκευών, υφαντουργεία και καπνοβιομηχανίες.
Η πόλη είναι έδρα του πανεπιστημίου της πολιτείας, καθώς και σχολών πολεμικού και εμπορικού ναυτικού. Η τουριστική της
κίνηση είναι αξιόλογη. Από την εποχή της ισπανικής κυριαρχίας σώζονται το φρούριο Σαντιάγκο και ο πύργος Σαν Χουάν ντε
Ουλούα, ενώ στο κοντινό Νησί των Θυσιών έχουν βρεθεί ερείπια αρχαίων εγκαταστάσεων των Αζτέκων.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Ισπανό κατακτητή του Μεξικού Φερνάντο Κορτές, ο οποίος αποβιβάστηκε στις ακτές της
στις 21 Απριλίου 1519. Ονομάστηκε αρχικά Λα Βίλα Ρίκα ντα λα Βέρα Κρους και κατά τη διάρκεια του 16ου αι. οι κάτοικοί της
μετακίνησαν τον οικισμό δύο φορές προς την ενδοχώρα, για να επιστρέψουν οριστικά στην αρχική τοποθεσία το 1599. Η πόλη,
που από νωρίς αποτέλεσε το κυριότερο σημείο επικοινωνίας της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο, κατελήφθη επανειλημμένα κατά
τον 19ο αι. από ξένες δυνάμεις. Οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν εκεί το 1838 και κατά την περίοδο 1862-67, ενώ οι Βορειομερικανοί
(ΗΠΑ) την κατέλαβαν κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Μεξικό (1846-48) καθώς και το 1914. Για σύντομα διαστήματα, η Β.
είχε ανακηρυχτεί πρωτεύουσα του κράτους από τους προέδρους Μπενίτο Χουαρέζ και Βενουστιάνο Γκαράντζα.
Βερακρούς-Λιάβε (Veracruz-Llave). Πολιτεία (72.815 τ. χλμ., 6.908.975 κάτ. το 2000) του Μεξικού, η οποία εκτείνεται στο
ανατολικό τμήμα της χώρας, κατά μήκος των ακτών του κόλπου του Μεξικού, από ΒΔ προς ΝΑ, στο νοτιοδυτικό τμήμα του
μυχού του. Συνορεύει με τις πολιτείες Ταμαουλίπας στα Β, Σαν Λουίς Ποτοσί, Ιντάλγκο και Πουέμπλα στα Δ, Οαξάκα στα Ν,
Τσιάπας στα ΝΑ και Ταμπάσκο στα Α. Το δεύτερο συνθετικό της ονομασίας της οφείλεται στον κυβερνήτη της κατά την
περίοδο 1875-80, τον στρατηγό Ιγνάσιο ντε λα Λιάβε.
Στο βορειοανατολικό τμήμα της απλώνεται μια μεγάλου μήκους παραλία με σχετικά ομαλή ακτογραμμή. Κατά μήκος της ακτής
ξεκινά μια μακρόστενη πεδινή λωρίδα, ενώ προς τα Δ το έδαφος ανέρχεται προς τις βουνοκορφές της Ανατολικής Σιέρα Μάδρε.
Κοντά στα όρια με την πολιτεία Πουέμπλα υψώνεται η ψηλότερη κορυφή του Μεξικού, η Ορισάμπα (5.954 μ.). Μεγάλος
αριθμός ποταμών, από τους οποίους οι κυριότεροι είναι ο Πάνουκο στα Β και ο Κοατζακοάλκος στα Ν, πηγάζουν από τις
οροσειρές και διαρρέουν την πολιτεία κατά πλάτος. Το κλίμα είναι τροπικό στις ακτές, ενώ στα υψίπεδα και στις ορεινές
περιοχές του δυτικού τμήματός της πολιτείας επικρατούν κλιματικές συνθήκες της εύκρατης ζώνης.
Τα κυριότερα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής είναι ζαχαροκάλαμο, καφές, μπανάνες, κακάο, βανίλια και εσπεριδοειδή. Στο
βόρειο τμήμα παράγεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με κέντρα παραγωγής και επεξεργασίας την Πόζα Ρίκα και το Τουξπάν.
Διυλιστήρια πετρελαίου υπάρχουν επίσης στην πόλη Βερακρούς. Άλλοι αρκετά ανεπτυγμένοι τομείς της βιομηχανίας είναι η
υφαντουργία, η βιομηχανία τροφίμων και η μεταλλουργία.
Πρωτεύουσα είναι η πόλη Χαλάπα Ενρίκες (390.058 κάτ. το 2000), στο κέντρο της πολιτείας, αλλά η μεγαλύτερη πόλη είναι το
λιμάνι Βερακρούς (βλ. λ.), στο νότιο τμήμα. Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι το Τουξπάμ, η Παπάντλα, η Ορισάμπα, η
Κόρδοβα, το Κοατζακοάλκος, η Πόζα Ρίκα ντε Ιντάλγκο, η Μπόκα ντελ Ρίο, το Σαν Αντρές Τούξτλα, το Τεμαπάτσε και το
Μιντιτλάν.
Βερανζέρος, Πέτρος Ιωάννης (Ντιβάλ 1780 – Παρίσι 1857). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου φιλέλληνα
ποιητή Πιερ Ζαν ντε Μπερανζέ (Pierre Jean de Beranger). Φιλελεύθερος στις πολιτικές του αντιλήψεις, κατά την περίοδο της
Παλινόρθωσης των Βουρβόνων ύμνησε με συγκίνηση και νοσταλγία τους στρατιώτες του Ναπολέοντα. Φυλακίστηκε μάλιστα
δύο φορές για τις βοναπαρτικές του απόψεις.
Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης εκδηλώθηκε ο φιλελληνισμός του Β. σε ποιήματα όπως Το φανταστικό ταξίδι, Τα
Ψαρά κ.ά. Πολλά από τα ποιήματά του, τα οποία είχε προσαρμόσει σε δημοφιλείς γαλλικές μελωδίες, μεταφράστηκαν στα
ελληνικά. Ο Δήμος Αθηναίων τίμησε τη μνήμη του δίνοντας το όνομά του σε κεντρική οδό της πόλης.
Βέρας, Σόλων (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1974). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Λιόν, της
Λιλ και του Παρισιού. Εργάστηκε αρχικά ως γιατρός στο παιδιατρικό τμήμα του Γαλλικού Νοσοκομείου και στην Πολυκλινική
Αθηνών. Εξελέγη καθηγητής όταν ιδρύθηκε η έδρα παιδιατρικής της ιατρικής σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης (1942-58). Διετέλεσε επίσης μέλος πολλών επιστημονικών ιδρυμάτων και οργανώσεων.
Έργα του: Η υγιεινή του παιδιού (1927), 0 δάγγειος παρά τοις παιδίοις (1928), Η προστασία του βρέφους (1931), Αι λαϊκαί
προλήψεις όσον αφορά την υγιεινή του παιδιού (1932), Το παιδί μας (1946), Σημειώσεις παιδιατρικής (3 τόμοι, 1946-50), Η
προστασία του παιδιού από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον (1958), Τα παιδιά της Ελλάδος εις την επανάστασιν του 1821
(1958) κ.ά. Δημοσίευσε επίσης και μερικά ποιήματα και λογοτεχνικά πεζογραφήματα.
βεράτι (τουρκ. μπεράτ < εξελλ. μπεράτι ή βεράτι). Σουλτανικό διάταγμα κατά την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με το
οποίο παραχωρούνταν προνόμια ή κάθε είδους απαλλαγές. Στον τομέα των σχέσεων του οθωμανικού κράτους με το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ιδιαίτερη σημασία είχε το β. του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, με το οποίο αναγνωριζόταν τόσο
η ανεξαρτησία και η αυτοδιοίκηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και ο ρόλος του πατριάρχη ως εθνάρχη στις υποθέσεις που
ρυθμίζονταν από το θρησκευτικό δίκαιο των χριστιανών. Τα προνόμια αυτά, που γίνονταν σεβαστά ή καταστρατηγούνταν από
τους Τούρκους ανάλογα με την κατά καιρούς πολιτική κατάσταση, ανανεώνονταν κάθε φορά στο πρόσωπο του νέου
οικουμενικού πατριάρχη. Από τα μέσα του 19ου αι., η Υψηλή Πύλη έκανε διάφορες απόπειρες να περιορίσει τα θρησκευτικά
προνόμια που αναγνώριζε το β. του Μωάμεθ Β’, στην αρχική του μορφή. Η αποτυχία της να αναθεωρήσει το επίσημο κείμενο
την οδήγησε να επιχειρήσει την αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την έκδοση β. που ενίσχυαν τη Βουλγαρική
Εξαρχία, η οποία ιδρύθηκε το 1870, σε βάρος του. Υπέρ της Βουλγαρικής Εξαρχίας εκδόθηκαν συνολικά επτά β., από τα οποία
δύο το 1894 για να αποφευχθεί η ελληνοβουλγαρική προσέγγιση και δύο κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, με τα
οποία η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία εξασφάλισε τις επισκοπές Σκοπίων, Βελεσών, Νευροκοπίου, Στρωμνίτσης,
Μοναστηρίου, Αχρίδος και Δεβρών. Η πολιτική αυτή της Υψηλής Πύλης προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες του Οικουμενικού
Πατριαρχείου και δημιούργησε, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., ένα οξύ διπλωματικό ζήτημα (το λεγόμενο ζήτημα των
βερατίων) μεταξύ των κυβερνήσεων της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης. Τα πατριαρχικά προνόμια καταργήθηκαν
οριστικά από την οθωμανική κυβέρνηση κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Βεράτι (αλβ. Berat). Πόλη (193.855 κάτ. το 2001) της νότιας Αλβανίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.802 τ. χλμ.) της
χώρας. Η περιοχή του Β. παράγει καπνό, σταφύλια και λαχανικά καθώς και κτηνοτροφικά προϊόντα. Λειτουργούν επίσης
βιομηχανίες υφαντουργίας, ελαιουργίας, καπνού και πετρελαιοειδών.
Ιστορία. Η πόλη, γνωστή από τον 4Ο αι. π.Χ., επανιδρύθηκε τον 5Ο αι. μ.Χ. από την Πουλχερία, αδερφή του Βυζαντινού
αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’, και ονομάστηκε προς τιμήν της σε Πουλχεριόπολη. Τον 9Ο αι. μετονομάστηκε από τους Σέρβους,
που κυριάρχησαν στην περιοχή, σε Μπέλι-Γκραντ (Λευκή Πόλη). Το 1417 κατελήφθη από τους Τούρκους και στην περίοδο της
τουρκοκρατίας γνώρισε κάποια ακμή και έγινε διαδοχικά έδρα τοπαρχίας και σαντζάκι του βιλαετίου Ιωαννίνων. Στην πόλη
κατοικούσαν τότε διάφορες εθνότητες (Αλβανοί, Έλληνες, Εβραίοι, Τσιγγάνοι). Το 1777, μετά τις πολυάριθμες εξωμοσίες των
χριστιανών κατοίκων της, την επισκέφθηκε ο Κοσμάς ο Αιτωλός και ίδρυσε εκεί σχολείο. Το 1809 περιήλθε στη δικαιοδοσία
του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Τον Σεπτέμβριο του 1914, κατά τη διάρκεια του Βορειοηπειρωτικού αγώνα, τμήματα του
αυτόνομου βορειοηπειρωτικού στρατού κατέλαβαν για λίγες μέρες την πόλη. Τέλος, το 1922 ανακηρύχθηκε στην πόλη το
αυτοκέφαλο της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της οποίας υπήρξε για αρκετά χρόνια έδρα.
Βερατίου, κώδικας . Πολύτιμο ελληνικό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης, γνωστό και με τον χαρακτηρισμό Πορφυρούς
κώδιξ Φ. Χρονολογείται από τον 6Ο αι. μ.Χ. και βρίσκεται στη μητρόπολη του Κάστρου, στο Βεράτι της Αλβανίας. Ανήκει στα
λεγόμενα μεγαλογράμματα χειρόγραφα με ασημένια γράμματα και περιέχει τα Ευαγγέλια του Ματθαίου (εκτός από τα κεφάλαια
α’ – στ’ 3, ζ’ 26 – η’ 7, ιη’ 25 – ιθ’ 2, κγ’ 5-12) και του Μάρκου (εκτός από τα κεφάλαια ιδ’ 63 – ιστ’ 20). Ο κώδικας αυτός
θεωρείται ένα από τα σπανιότερα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης και η ύπαρξή του επισημάνθηκε από τον μητροπολίτη
Βελεγράδων Άνθιμο Αλεξούδη.
Βερατσάνο, Τζοβάνι ντα- (Giovanni da Verrazzano ή Verrazano, Φλωρεντία 1485; – Βραζιλία 1528;). Ιταλός θαλασσοπόρος
και εξερευνητής. Το 1523 έλαβε εντολή από τον Φραγκίσκο Α’ της Γαλλίας, στην Αυλή του οποίου υπηρετούσε, να πλεύσει με
το Ντοφίν και άλλα τρία πλοία προς τη Βόρεια Αμερική για να αναζητήσει τον υποθετικό βορειοδυτικό διάπλου. Στις 7 Μαρτίου
1524 προσορμίστηκε, με μόνο το Ντοφίν, στις ακτές της σημερινής Νότιας Καρολίνας, απ’ όπου κατέβηκε προς τη Γεωργία.
Ύστερα έπλευσε προς τα ΒΑ, έφτασε στον ποταμόκολπο του Χάντσον, προχώρησε λίγο προς τα Β και επέστρεψε
ακολουθώντας την ατλαντική ακτή των σημερινών ΗΠΑ, την οποία ονόμασε Γη του Φραγκίσκου, πλησιάζοντας τις ακτές της
Νέας Σκοτίας. Επέστρεψε στη Γαλλία τον Ιούλιο του 1524 και στις 17 Μαρτίου 1528 ξεκίνησε πάλι, με πέντε πλοία, για τον
περίπλου της Κεντρικής Αμερικής, με σκοπό να φτάσει στη Βραζιλία, όπου και σκοτώθηκε από ιθαγενείς.
Βερατσίνι, Φραντσέσκο Μαρία (Francesco Maria Veracini, Φλωρεντία 1690 – 1768). Ιταλός βιολιστής και
μουσικοσυνθέτης. Αφού συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές, άρχισε με εξαιρετική επιτυχία τη σταδιοδρομία του ως
βιρτουόζος του βιολιού. Πήγε στο Λονδίνο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό τόσο ως συνθέτης όσο και ως εκτελεστής, στη
Δρέσδη, στην Πράγα και πάλι στο Λονδίνο. Άνθρωπος με βαθύτατη και πολύπλευρη μόρφωση, ο Β. δέχτηκε τη διάρθρωση της
σονάτας με τη μορφή που της έδωσε ο Κορέλι και την ανέπτυξε με τέτοια συνέπεια και βεβαιότητα στη σκέψη του, που
κατέλαβε μια ξεχωριστή θέση στην Ιταλία των μέσων του 18ου αι. Αξιόλογη είναι στον Β. η χειραφέτηση της μελωδικής
γραμμής, που συνοδεύεται από μια δύναμη και αποφασιστικότητα στην έκφραση. Έγραψε τα μελοδράματα Ο Αδριανός στη
Συρία (1735), Η επιείκεια του Τίτου (1737), Ροζαλίνδη (1744) και Το σφάλμα του Σολομώντα (1744), μερικά από τα οποία
είχαν εξαιρετική επιτυχία στο κοινό, 24 σονάτες για βιολί και φλάουτο καθώς και κοντσέρτα, συμφωνίες και καντάτες.
Βέρβαινα. Παλαιότερη γραφή της ονομασίας του οικισμού Βέρβενα (βλ. λ.).
Βέρβενα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 302 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού,
στις βόρειες κλιτύς της κορυφής Κούκουρα, στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, 25 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας.
Ιστορία. Η συμβολή του οικισμού υπήρξε αξιοσημείωτη κατά την Επανάσταση του 1821. Εκεί ιδρύθηκε ένα καλά οχυρωμένο
στρατόπεδο αγωνιστών και το πρώτο κελάρι πολεμοφοδίων και τροφοδοσίας. Η ήττα των Τούρκων στα Β., στις 18 Μαΐου 1821,
έκανε αποτελεσματικότερη την πολιορκία της Τρίπολης· μάλιστα, κατά την άλωση της Τρίπολης, από τους πρώτους που μπήκαν
ήταν οι άντρες του στρατοπέδου των Β. Στις 21 Ιουνίου 1821 μετέβη στα Β. ο Δημήτριος Υψηλάντης, συσκέφθηκε με τους
πρόκριτους και τους καπεταναίους και εξέδωσε προκήρυξη. Τον Ιούλιο του 1825 ιδρύθηκε εκεί νέο στρατόπεδο.
βερβένα (Verbena). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βερβενιδών. Περιλαμβάνει περίπου 200 είδη πολυετών
ποωδών φυτών, ιθαγενών της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής. Έχουν οδοντωτά φύλλα με αντίθετη διάταξη και όμορφα
άνθη ποικίλων χρωμάτων, σε επάκριες ταξιανθίες.
Σε άγονους τόπους όλης της Ελλάδας συναντάται αυτοφυές το είδος Verbena officinalis. Είναι πολυετής πόα με μικρά άνθη,
ρόδινα ή μενεξεδιά, διατεταγμένα κατά μικρούς στάχεις. Το είδος αυτό, το οποίο είναι γνωστό και με τις κοινές ονομασίες
σταυροβότανο, γοργόγιαννη και αγιοβότανο, θεωρείτο ιερό φυτό κατά την αρχαιότητα. Χρησιμοποιείται στην πρακτική ιατρική
ως εφιδρωτικό, αντιπυρετικό, αποχρεμπτικό, αντικαταθλιπτικό. στομαχικό και επουλωτικό των πληγών.
Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες της β. προέρχονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από το είδος Verbena hybrida. Πρόκειται για
καλλωπιστικά φυτά με εντυπωσιακή εμφάνιση, χάρη στην ποικιλία των χρωμάτων της στεφάνης των ανθών τους που συχνά
είναι διακοσμημένη στο κέντρο από κηλίδες διαφορετικού χρώματος. Ανθίζουν από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο και
πολλαπλασιάζονται με σπέρματα τον Αύγουστο.
Βερβεράτο. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ., 225 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Καμποχώρων του νομού Χίου.
Βερβέρης, Ιωάννης (Κυδωνίες Μικράς Ασίας [σημερινό Αϊβαλί Τουρκίας] 1840 – Αθήνα 1905). Σατιρικός ποιητής και
εκδότης. Εκδότης στη Σύρο των σατιρικών περιοδικών Εωσφόρος και Ιππότης και στην Αθήνα του επίσης σατιρικού Ό,τι θέλω
(1876-77), διακρίθηκε για το σκωπτικό του πνεύμα και συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τον Γεώργιο Σουρή ως συνεκδότης
του περιοδικού Σκηναί. Συνεργασίες του δημοσιεύτηκαν επίσης στα περιοδικά Αριστοφάνης, Ραμπαγάς και Μη χάνεσαι. Στα
περιοδικά αυτά δημοσίευσε με τη μορφή επιφυλλίδων λαϊκά μυθιστορήματα, που είχαν στα χρόνια του μεγάλο αναγνωστικό
κοινό. Ο Β., που υπήρξε ο εκδότης και του αθηναϊκού περιοδικού Παληάνθρωπος, έγραφε στη δημοτική και εντάσσεται μεταξύ
των προδρόμων του δημοτικισμού της προ-ψυχαρικής περιόδου.
Βερβερία. Παλαιότερη ονομασία για την ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής που περιλαμβάνει τις
σημερινές περιοχές της Τριπολίτιδας (Λιβύη), της Τύνιδας (Τυνησία), της Αλγερίας και του Μαρόκου, η οποία δηλαδή οριζόταν
μεταξύ της Αιγύπτου, της Μεσογείου θάλασσας, του Ατλαντικού ωκεανού και της Σαχάρας. Αντιστοιχεί με τις περιοχές που οι
αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Κηρυναϊκή Αφρική, Νουμιδία και Μαυριτανία.
Η προέλευση της ονομασίας ανάγεται μάλλον στους Ρωμαίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν για τη βόρεια Αφρική την ονομασία
Barbarian, ως δηλωτικό των βάρβαρων λαών που κατοικούσαν εκεί. Από τον 15Ο αι. περίπου η ονομασία αυτή συνυφάνθηκε με
το όνομα των λαών της περιοχής, Βερβέρων.
Οι Άραβες ονομάζουν τη μεγάλη αυτή περιοχή της Αφρικής Μάγρεμπ (= Δύση) ή Γκαζίρατ αλν Μάγρεμπ (Νησί της Δύσης) και,
ειδικότερα, το Μαρόκο Μάγρεμπ αλ Άκσα, ενώ την υπόλοιπη περιοχή Μάγρεμπ αλ Αουσάθ. Οι Έλληνες την εποχή της
τουρκοκρατίας την αποκαλούσαν Μπαρμπαριά και τους κατοίκους της Μπαρμπερίνους.
Την εποχή της ακμής του αραβικού πολιτισμού και αργότερα, στη Β. ανθούσαν σημαντικές πόλεις, όπως η Φεζ, το Τλέμσεν, το
Αλγέρι, η Ταγγέρη, η Τύνιδα κ.ά., οι οποίες υπήρξαν από τα σημαντικότερα κέντρα του αραβικού πολιτισμού. Ο σημερινός
πληθυσμός προέρχεται, στη συντριπτική του πλειοψηφία, από επιμειξίες των ντόπιων κατοίκων με τους Άραβες, των οποίων
έχει επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό και η γλώσσα.
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις σημερινές φυλές Βερβέρων, βλ. λ. Βέρβεροι· Μάγρεμπ· επίσης τις ενότητες
Πληθυσμός και Έθιμα και Παραδόσεις στα λήμματα Αλγερία· Λιβύη· Μαρόκο.
βερβερίδα (Berberis). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βερβεριδιδών. Περιλαμβάνει περίπου 450 είδη
φυλλοβόλων ή αειθαλών, αγκαθωτών θάμνων, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών, κυρίως της Ασίας.
Ένα από τα σπουδαιότερα ευρωπαϊκά είδη, το οποίο φύεται και σε υποαλπικές βραχώδεις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας,
είναι η Berberis vulgaris. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο ύψους μέχρι 2 μ., με λεπτούς καστανοκίτρινους βλαστούς, γεμάτους
αγκάθια. Τα μέτριου μεγέθους φύλλα της ενώνονται σε δεσμίδες και είναι αντοωειδή ή ελλειψοειδή, με αγκαθωτές παρυφές.
Έχει μικρά, κίτρινα άνθη με έξι πέταλα και έξι στήμονες, τα οποία διατάσσονται σε βότρεις. Ο καρπός της είναι μακρουλή ράγα,
με βαθύ κόκκινο χρώμα και ελαφρώς όξινη σάρκα η οποία χρησιμοποιείται στην παρασκευή ηδύποτων, σιροπιών κ.ά. Το ξύλο
των βλαστών είναι σκληρό και χρήσιμο για ξυλουργικές εργασίες του τόρνου· περιέχει επίσης μια κίτρινη χρωστική ουσία, τη
βερβερίνη, η οποία χρησιμοποιείται στη βαφή υφασμάτων. Η ποικιλία atropurpurea του είδους αυτού έχει όμορφα βαθυκόκκινα
φύλλα και χρησιμοποιείται για το στόλισμα των κήπων.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει επίσης το είδος Berberis cretica, το οποίο –όπως υποδηλώνει και η ονομασία του– φύεται
κυρίως στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου και είναι γνωστό με διάφορες κοινές ονομασίες, όπως γλυκαγκαθιά, οξαγκαθιά,
δράτσινο κ.ά. Ο θάμνος αυτός φτάνει σε ύψος μέχρι το 1 μ., φέρει αντωοειδή λειόχειλα φύλλα και κίτρινα, εύοσμα άνθη σε
μικρούς βότρεις. Ο καρπός του είναι μελανή ράγα.
Πολλά είδη, όπως τα Berberis thunbergii, Berberis julianiae, Berberis darwinii κ.ά. καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα
ελκυστικά τους άνθη, το γυαλιστερό πράσινο –ή κοκκινωπό το φθινόπωρο– φύλλωμά τους και τους χρωματιστούς καρπούς
τους. Ορισμένα μάλιστα είδη αποτελούν ενδιάμεσο ξενιστή του μύκητα Puccinia, που προκαλεί τις σκωριάσεις των σιτηρών, γι’
αυτό είναι επικίνδυνη η παρουσία τους κοντά σε καλλιέργειες σιτηρών. Τα διάφορα φυτικά μέρη της β. περιέχουν ουσίες που
χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ως καθαρτικά για τη χολολιθίαση, τη νεφρολιθίαση και τους κολικούς των νεφρών.
Βέρβεροι. Λαός της βορειοδυτικής Αφρικής, που ζει αναμεμειγμένος με τους αραβικούς πληθυσμούς κυρίως στα κράτη του
Μάγρεμπ, δηλαδή στο Μαρόκο, στην Αλγερία και στη Λιβύη. Παλαιότερα όλη αυτή η γεωγραφική ενότητα ονομαζόταν στα
ελληνικά Βερβερία (βλ. λ.) ή Μπαρμπαριά, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει επικρατήσει ο αραβικό όρος Μάγρεμπ (βλ. λ.), που
σημαίνει Δύση.
Ο λαός αυτός είχε υποστεί από τα αρχαία χρόνια πολλές φυλετικές διαφοροποιήσεις εξαιτίας της σύνδεσής του με τους Φοίνικες
και, αργότερα, τους Άραβες και τους Τούρκους. Κατά τον Μεσαίωνα, οι πληθυσμοί που ζούσαν στα δυτικά της Λιβύης ήταν
γνωστοί και ως Μαυρούσιοι ή Μαυριτανοί (βλ. λ.) και αποτελούσαν έναν φυλετικό συγκερασμό Β. και Αράβων, οι οποίοι
επικράτησαν στην Ισπανία από τον 8Ο έως τον 13Ο αι. και τρομοκράτησαν τη Μεσόγειο με τις πειρατικές τους επιδρομές κατά
τον 16Ο και 17Ο αι.
Γνήσιοι Β. υπάρχουν ακόμα σε ορισμένους ορεινούς οικισμούς της Καβυλίας (βλ. λ.) του αλγερινού Άτλαντα, καθώς και στην
έρημο της Σαχάρας, γνωστοί περισσότερο ως Τουαρέγκ (βλ. λ.). Οι πρώτοι αντιστάθηκαν με πείσμα στη γαλλική κατοχή της
Αλγερίας, τον 20ό αι.
Εικάζεται ότι οι Β. προήλθαν από καυκασιανούς πληθυσμούς και κατοικούσαν στα εδάφη αυτά από την 3η χιλιετία π.Χ. Είναι
επίσης χαρακτηριστική η θρησκευτική τους αφομοίωση από τους εκάστοτε κατακτητές, καθώς στην πολύχρονη ιστορία τους
έχουν υπάρξει εθνικοί ειδωλολάτρες, ιουδαίοι, χριστιανοί (διαφόρων αιρέσεων) και μουσουλμάνοι, ανάλογα με τον κατακτητή.
Σήμερα, οι περισσότεροι είναι σουνίτες μουσουλμάνοι. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. ενότητες Πληθυσμός και Έθιμα και
Παραδόσεις στα λήμματα Αλγερία· Λιβύη· Μαρόκο.
Βερβερόντα. Ακρωτήριο και όρμος της ανατολικής Πελοποννήσου. Βρίσκεται στον νομό Αργολίδος, στη βορειοανατολική
ακτή του Αργολικού κόλπου.
Βερβερούδα. Οικισμός (158 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρανιδίου.
Βέργα. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Βλ. λ. Βέργη.
Βέργα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις
νοτιοανατολικές κλιτύς του όρους Βέρνου, κοντά στην είσοδο των στενών της Κλεισούρας, 28 χλμ. ΝΑ της πόλης της
Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίων Αναργύρων.
Βεργαδαίικα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ., 81 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού,
στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, κοντά στα όρια με τον νομό Αρκαδίας, στις ανατολικές κλιτύς του Ταϋγέτου, 38 χλμ. ΒΔ
της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελλάνας.
Βεργαίον. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Βλ. λ. Βέργη.
Βεργαμικές Άλπεις. Τμήμα της οροσειράς των Άλπεων, που εκτείνεται σε ιταλικά εδάφη, στην περιοχή της Λομβαρδίας·
έλαβαν την ονομασία τους από την πόλη Μπέργκαμο της περιοχής. Βλ. λ. Ιταλία (Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα)· Άλπεις·
Λομβαρδία.
Βέργας. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αρματολών, από τον οικισμό Μοχός του νομού Ηρακλείου Κρήτης, που έδρασαν στα
τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι.
Πολύ πριν από την Επανάσταση, ο Γεώργιος Β. είχε σκοτώσει έξι Τούρκους και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκε στην
Κωνσταντινούπολη. Επειδή όμως είχε την εύνοια του τότε Καπουδάν πασά, αποφυλακίστηκε και διορίστηκε υπάλληλος των
ναυπηγείων της πόλης. Αργότερα επέστρεψε στην Κρήτη, όπου μαζί με τον αδελφό του Νικόλα ενεπλάκησαν σε συμπλοκή με
Τούρκους, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Νικόλας σκοτώθηκε και ο Γεώργιος, πληγωμένος, κατέφυγε στη Σάμο, αφού πρώτα
σκότωσε τον δολοφόνο του αδελφού του. Οι συγγενείς του σκοτωμένου Τούρκου δωροδόκησαν τον γιατρό που είχε αναλάβει
την αποθεραπεία του και εκείνος τον δηλητηρίασε (1808).
Ο Ζαχαρίας Β., ο τρίτος αδελφός, φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους. Δραπέτευσε όμως και έγινε
πειρατής. Μετά τη σύλληψή του από τους Άγγλους, οι τελευταίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους οι οποίοι τον κρέμασαν.
Βέργη. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Τοποθετείται στη Βισαλτία, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα, αν και για την ακριβή θέση
της δεν υπάρχει ομοφωνία. Από τον 1ο αι. π.Χ. αναφέρεται ως κώμη. Αναφέρεται επίσης ως Βέργα, Βέργιον και Βεργαίον.
Βέργη. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 1.279 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Βισαλτίας, 34 χλμ. ΝΔ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βισαλτίας. Στην περιοχή
υπάρχουν ευρήματα προϊστορικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Βεργή. Οικισμός (23 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου.
Βεργή, Έλσα (Αθήνα 1920 – 1989). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών και στο Ωδείο
Αθηνών (πιάνο). Κατά το χρονικό διάστημα 1940-57 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, ερμηνεύοντας με μεγάλη επιτυχία
σημαντικούς ρόλους, κυρίως του αρχαίου ελληνικού δραματολογίου, όπως της Ιφιγένειας (Ιφιγένεια εν Ταύροις), της
Κλυταιμνήστρας (Ιφιγένεια εν Αυλίδι), της Ηλέκτρας (Χοηφόροι), της Φαίδρας (Ιππόλυτος), της Μήδειας (Μήδεια), της
Πολυξένης (Εκάβη) κ.ά. Το 1960 δημιούργησε δικό της θίασο ανεβάζοντας αξιόλογα έργα, όπως τα Καπετάνιος στον
Παράδεισο, Ζητείται ένοχος, Ξεριζωμένος κ.ά. Εμφανίστηκε στο φεστιβάλ Εδιμβούργου, σε παραστάσεις των δραμάτων
Ηλέκτρα του Σοφοκλή και Μήδεια του Ευριπίδη.
Βέργης, Άνθης (Πετροχώρι Αιτωλοακαρνανίας 1919 – ). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Κώστα Δημητρίου.
Σταδιοδρόμησε ως διευθυντής στη γενική γραμματεία Τύπου, ενώ υπήρξε επίσης τακτικός συνεργάτης στο Εθνικό Ίδρυμα
Ραδιοφωνίας (1950-60). Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στη μάχη της Κρήτης συνελήφθη από τους Γερμανούς,
βασανίστηκε και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1940 με
τη δημοσίευση διηγήματός του στο περιοδικό Νεοελληνική Λογοτεχνία. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το διήγημα και είναι μέλος
της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Έργα του: Χαλασμός της Αιτωλίας (1948), Πρώτες οπώρες (1950), Η άδικη κατάρα (1955), Οργή Θεού (1963), Όταν θερίζαμε
στα σκοτάδια (1971), Ο μεγάλος χειμώνας (1973), Η ανάσα της γης (1975), Ερημιά (1978), Με το φως της νύχτας (1980),
Κοντά στις ρίζες (1982), Χωρίς θεμέλια (1985), Πικρή σοδειά (1987), Κλειστές πόρτες (1992), Στον Κάτω Κόσμο (1992),
Βόρειοι άνεμοι (1997), Καθώς γέρνει ο ήλιος (2001). Εξέδωσε επίσης την εφημερίδα Ρουμελιώτικο Μέλλον. Για την προσφορά
του στην ανάπτυξη των γραμμάτων έλαβε τιμητική σύνταξη από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Βεργιανά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 18 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Μυλοποτάμου, ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. Έχει ανακηρυχθεί
παραδοσιακός οικισμός.
Βεργίνα. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.246 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις
βόρειες απολήξεις των Πιερίων ορέων, στο νότιο άκρο της πεδιάδας, 12 χλμ. ΝΑ της Βέροιας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου
δήμου. Στη Β. βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας, καθώς
και το σχετικό με τα ευρήματα της περιοχής αρχαιολογικό μουσείο (βλ. λ. Βεργίνας, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Ιστορία. Ο οικισμός αναπτύχθηκε μετά το 1922, με τη συνένωση δύο παλαιότερων οικισμών που υπήρχαν στην περιοχή
(Μπάρμπες και Κούτλες), όταν στους παλαιότερους κατοίκους προστέθηκαν πρόσφυγες από τον Καύκασο και τον Πόντο, που
εγκαταστάθηκαν εκεί στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η
ονομασία Β. συνδέεται με τον θρύλο κάποιας βασίλισσας η οποία έφερε το ίδιο όνομα.
Αρχαιολογία. Το 1855, εντοπίστηκαν για πρώτη φορά κοντά στη Β. λείψανα ενός αρχαίου ανακτόρου, ένας τάφος και τμήματα
αρχαίας πόλης με την ακρόπολη και τμήμα του περιβόλου της. Οι έρευνες συνεχίστηκαν το 1937 και συστηματοποιήθηκαν μετά
τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Σε μια έκταση ΒΑ του οικισμού βρέθηκε κατόπιν μεγάλο νεκροταφείο τύμβων. Οι ανασκαφές
έδειξαν ότι οι τύμβοι αυτοί χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του σιδήρου (10ος-7ος αι. π.Χ.). Εκτός από τα πήλινα αγγεία
που μαρτυρούν διατήρηση της εγχώριας κεραμικής παράδοσης και επιδράσεις από τη νότια Ελλάδα, οι νεκροί είχαν
πλουσιότατα χάλκινα κοσμήματα, τα οποία συνδέουν τον πολιτισμό της Β. με αντίστοιχους της κεντρικής Ευρώπης. Κατά τους
ελληνιστικούς χρόνους, πολλοί από τους τύμβους αυτούς ξαναχρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι έθαβαν
τους νεκρούς τους είτε μέσα σε απλούς λάκκους είτε σε χτιστούς με πωρόλιθους τάφους, οι οποίοι ενίοτε διέθεταν επιμέρους
αίθουσες. Δύο πολύ αξιόλογοι για την αρχιτεκτονική τους αψιδωτοί τάφοι αποκαλύφθηκαν στην περιοχή· ο ένας από αυτούς
έχει λαμπρή ιωνική πρόσοψη με ζωγραφιστή ζωφόρο και κλείνει στο εσωτερικό του θαυμάσιο μαρμάρινο θρόνο, ενώ γενικά η
διατήρησή του είναι εξαιρετικά καλή.
Εκτός από τους τάφους, οι ανασκαφές αποκάλυψαν ένα σημαντικότατο ελληνιστικό ανάκτορο διαστάσεων 104,5 χ 88,5 μ. που
φαίνεται ότι χτίστηκε την εποχή του Αντίγονου Γονατά (3ος αι. π.Χ.) καθώς και ένα πολύ μεγάλο κτίριο ελληνιστικής εποχής,
στα Δ του ανακτόρου. Λείψανα του τείχους της ακρόπολης επισημάνθηκαν στο ύψωμα που βρίσκεται Ν του ανακτόρου, ενώ
στα άνδηρα Β του ανακτόρου αποκαλύφθηκαν τοίχοι ελληνιστικών κτιρίων. Επικράτησε λοιπόν η άποψη πως εκεί πρέπει να
βρισκόταν η πρωτεύουσα των Μακεδόνων, Αιγαί. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από τις ανασκαφές του 1976, που οδήγησαν στο
συμπέρασμα ότι η ταύτιση της Β. με τις Αιγές δικαιολογείται αρχαιολογικά από το γεγονός της βίαιης καταστροφής του
νεκροταφείου, η οποία συσχετίζεται με τη σύληση των βασιλικών τάφων που βρέθηκαν εκεί από μισθοφόρους Γαλάτες που
άφησε ως φρουρά ο Πύρρος, όταν το 274/3 π.Χ. κυρίευσε την παλιά πρωτεύουσα των Μακεδόνων. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε
στο συμπέρασμα ότι η Μεγάλη Τούμπα της Β. δημιουργήθηκε ύστερα από αυτή την καταστροφή, από τον Αντίγονο Γονατά,
προκειμένου να καλύψει τους συλημένους τάφους.
Οι ανασκαφές του 1977, που έγιναν υπό την επίβλεψη του αείμνηστου αρχαιολόγου Μανόλη Ανδρόνικου, οδήγησαν στην
αποκάλυψη –περίπου στο κέντρο της Τούμπας– μιας λίθινης κατασκευής. Στη συνέχεια, οι ανασκαφές οδήγησαν στην
αποκάλυψη τάφου με τοιχογραφίες του 4ου αι. π.Χ. Σε μικρή απόσταση από τον τάφο αυτό βρέθηκε άλλος τάφος με θάλαμο
4,46 χ 4,46 μ. και ύψος 5,3 μ. Στη μέση του θαλάμου, σε μικρή απόσταση από τον τοίχο, υπήρχε μαρμάρινη τετράγωνη
σαρκοφάγος διαστάσεων 59 χ 61,5 χ 70 εκ. και κοντά της πλήθος από κτερίσματα, πολλά από τα οποία ήταν εξαίρετης τέχνης. Η
σαρκοφάγος έκρυβε μέσα μία χρυσή λάρνακα, στολισμένη στις τρεις πλευρές της με αξιοσημείωτη κομψότητα. Μέσα στη
λάρνακα υπήρχαν καμένα ανθρώπινα οστά. Πάνω τους βρισκόταν βαρύτιμο χρυσό στεφάνι από φύλλα και καρπούς βαλανιδιάς.
Στον προθάλαμο του τάφου βρέθηκε μία άλλη σαρκοφάγος και κοντά της διάφορα αντικείμενα, πολλά από τα οποία χρυσά,
όπως ένα στεφάνι από φύλλα και άνθη μυρτιάς. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μία χρυσή λάρνακα, που είχε στο κάλυμμά της,
όπως και η προηγούμενη, ένα αστέρι. Μέσα βρισκόταν ένα χρυσοπόρφυρο ύφασμα που κάλυπτε τα καμένα οστά και ένα μάλλον
γυναικείο διάδημα λεπτής χρυσοχοϊκής τέχνης. Κατά την άποψη του Μανόλη Ανδρόνικου, οι δύο τάφοι, μέσα στον ίδιο τύμβο,
και η τελειότητα της κατασκευής των κτερισμάτων τους, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β’
και της Κλεοπάτρας, της τελευταίας συζύγου του, χωρίς να αποκλείεται η εκδοχή, αν τα οστά της δεύτερης λάρνακας είναι
αντρικά, να αποδειχτεί αληθινή η αμφισβητούμενη πληροφορία ότι η Ολυμπιάδα έθαψε στον ίδιο τάφο με τον Φίλιππο και τον
δολοφόνο του.
Τα ευρήματα των βασιλικών τάφων της Β. μαρτυρούν το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο της Μακεδονίας αλλά και την άρρηκτη
σύνδεσή της με τη γενικότερη ιστορική πορεία του ελληνισμού, από τα αρχαιότατα χρόνια έως την ακμή των ελληνιστικών
χρόνων.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές των επόμενων ετών έφεραν στο φως περισσότερα ευρήματα, με σπουδαιότερα από αυτά το αρχαίο
θέατρο της Β. (1982) και, πιο πρόσφατα, το ιερό της Κυβέλης (1990).
Βεργίνας, Αρχαιολογικό Μουσείο. Μουσειακός χώρος στη Βεργίνα της Μακεδονίας, που δημιουργήθηκε για να
προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανόλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη
Τούμπα, τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών, που περιείχε τους βασιλικούς μακεδονικούς τάφους.
Ο χαμηλός λόφος που έχει δημιουργηθεί σήμερα στον χώρο δίνει στον επισκέπτη μια εικόνα της Μεγάλης Τούμπας. Κάτω από
τον λόφο αυτόν βρίσκεται ο μουσειακός χώρος, που έχει τη μορφή κυψέλης, με τέσσερις εξαγωνικές αίθουσες, καθεμία από τις
οποίες διαθέτει χωριστή πυραμιδοειδή οροφή. Με τις εξαγωνικές αίθουσες επικοινωνούν δύο επιπλέον μακρόστενες αίθουσες,
που στεγάζουν τους δύο βασιλικούς τάφους.
Κατά την είσοδο στον χώρο, λόγω και του χαμηλού φωτισμού, ο επισκέπτης αισθάνεται σαν να βρίσκεται κάτω από το έδαφος.
Στην πρώτη αίθουσα οι μακέτες και οι φωτογραφίες των ανασκαφών δίνουν μια ιδέα για την αρχική μορφή της Μεγάλης
Τούμπας και για τη θέση των τάφων μέσα σε αυτήν. Εκεί υπάρχουν επιτύμβιες στήλες του 4ου αι. π.Χ., μερικές από τις οποίες
φέρουν εντυπωσιακή ζωγραφική διακόσμηση και επιγραφές με τα ονόματα των νεκρών.
Στη δεύτερη αίθουσα φιλοξενείται ο λεγόμενος τάφος των ελευθέρων κιόνων. Την πρόσοψή του διαμόρφωναν τέσσερις
ελεύθεροι δωρικοί κίονες, που σώζονται έως σήμερα μέχρι κάποιο ύψος. Οι κίονες αυτοί ήταν επιχρισμένοι και έφεραν
ραβδώσεις μόνο στην μπροστινή πλευρά. Το υπόλοιπο μνημείο δεν σώζεται σε καλή κατάσταση, ενώ τα κινητά ευρήματα είχαν
συληθεί. Η κατασκευή του τοποθετείται, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, γύρω στο 300 π.Χ.
Η σύνδεση με την επόμενη αίθουσα γίνεται με μια μικρή ξύλινη πλατφόρμα που περνά δίπλα από το κτίριο που ονομάστηκε
συμβατικά Ηρώο. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίριο, το οποίο ο ανασκαφέας θεώρησε ότι σχετιζόταν με τη λατρεία του
νεκρού που ήταν θαμμένος στο βασιλικό τάφο και μάλλον βρισκόταν έξω από την τούμπα. Δίπλα ακριβώς από το Ηρώο
βρίσκεται ο επονομαζόμενος τάφος της Περσεφόνης. Πρόκειται για έναν τάφο θαλαμοειδούς τύπου που σχηματίζεται από
μεγάλες πώρινες δοκούς. Στους τρεις εσωτερικούς τοίχους του τάφου σώζονται εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες με θέμα την
αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, αναπαραστάσεις των οποίων σε φυσικό μέγεθος υπάρχουν και στους τοίχους της
αίθουσας. Η ζωντάνια των χρωμάτων και η δύναμη της πινελιάς οδήγησαν τους μελετητές στην υπόθεση ότι αποτελούν έργα
μεγάλου ζωγράφου της αρχαιότητας, ίσως του Νικόμαχου.
Ένας διάδρομος και μια ξύλινη σκάλα οδηγούν στον βασιλικό τάφο, τον πιο εντυπωσιακό και πλούσιο σε ευρήματα τάφο της
Βεργίνας, που βρέθηκε ακέραιος και ασύλητος στις ανασκαφές του Μανόλη Ανδρόνικου, το 1977. Η σκάλα βρίσκεται στη θέση
του αρχαίου μονοπατιού με μεγάλη κλίση που οδηγούσε στον τάφο. Ο τάφος είναι ένα αψιδωτό οικοδόμημα που αποτελείται
από έναν προθάλαμο και ένα δωμάτιο. Είναι το μεγαλύτερο σωζόμενο δείγμα μακεδονικών τάφων του είδους. Στο δωμάτιο
βρέθηκε μία ταφή μέσα σε χρυσή λάρνακα, που αποδόθηκε στον Φίλιππο Β’, βασιλιά της Μακεδονίας και πατέρα του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, ο οποίος δολοφονήθηκε στο θέατρο των Αιγών το 336 π.Χ., ενώ στον προθάλαμο βρέθηκε γυναικεία ταφή,
πιθανότατα της Κλεοπάτρας, της τελευταίας συζύγου του Φιλίππου Β’. Εντυπωσιάζει η μνημειακή πρόσοψη του τάφου με τους
δωρικούς κίονες, ενώ στη ζωφόρο του μνημείου σώζεται τοιχογραφία με σκηνή κυνηγιού μέσα σε άλσος, που ξεχωρίζει για τη
ζωντάνια των χρωμάτων και την έντονη κίνηση.
Μια άλλη ξύλινη σκάλα οδηγεί στον επονομαζόμενο τάφο του πρίγκιπα. Πρόκειται για έναν μακεδονικό τάφο του ίδιου τύπου
με τον προηγούμενο, αλλά μικρότερου και μεταγενέστερου χρονολογικά. Μέσα στο δωμάτιο του τάφου βρέθηκε ταφή ενός
δεκατετράχρονου αγοριού, που προφανώς ανήκε στη βασιλική οικογένεια, γι’ αυτό και ο τάφος ονομάστηκε συμβατικά τάφος
του πρίγκιπα. Στην πρόσοψη φέρει ανάγλυφες και ζωγραφισμένες ασπίδες και εντυπωσιακά μαρμάρινα θυρόφυλλα. Στο
εσωτερικό του προθαλάμου σώζεται τοιχογραφία με παράσταση αρματοδρομίας.
Στην τελευταία εξαγωνική αίθουσα εκτίθενται τα πλούσια ευρήματα των δύο αυτών τάφων. Σε ξεχωριστές προθήκες
φιλοξενούνται οι δύο χρυσές λάρνακες που βρέθηκαν στον βασιλικό τάφο και οι οποίες περιείχαν τα οστά των νεκρών. Οι
λάρνακες διακοσμούνται με χρυσά ανθέμια και ρόδακες και τα καλύμματα με το περίφημο δεκαεξάκτινο αστέρι. Μαζί με τη
λάρνακα του Φιλίππου είναι τοποθετημένα το εξαιρετικής τέχνης χρυσό στεφάνι από φύλλα και βαλανίδια, ενώ μαζί με τη
λάρνακα της Κλεοπάτρας τα βαρύτιμα κοσμήματα που συνόδευαν την ταφή και το χρυσοΰφαντο πορφυρό ύφασμα στο οποίο
ήταν τυλιγμένα τα οστά της νεκρής. Σε ξεχωριστή προθήκη εκτίθεται η υδρία με τα οστά από τον τάφο του πρίγκιπα· αυτά ήταν
τοποθετημένα μέσα στην ασημένια υδρία, στον λαιμό της οποίας ήταν περασμένο ένα χρυσό στεφάνι.
Οι υπόλοιπες προθήκες περιέχουν όπλα και σκεύη. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο σιδερένιος και χρυσοστόλιστος θώρακας, η
θήκη για τα βέλη, από κράμα χρυσού και αργύρου, το ασημένιο σουρωτήρι για τη διήθηση του κρασιού και μία ασημένια
οινοχόη με κεφαλή σατύρου κάτω από τη λαβή, όλα από τον τάφο του Φιλίππου. Άξια προσοχής είναι η ζωφόρος της
χρυσελεφάντινης κλίνης που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου. Πρόκειται για μικρές ανάγλυφες μορφές από ελεφαντόδοντο,
πραγματικά αριστουργήματα της μικρογλυπτικής. Δύο από τις κεφαλές που σώζονται θεωρούνται πορτρέτα του Φιλίππου Β’ και
του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Βεργίνας, δήμος. Νέος δήμος (2.483 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από
τις πρώην κοινότητες Βεργίνας, Παλατιτσίων και Συκέας, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό Μετόχι
Προδρόμου της πρώην κοινότητας Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος αποσπάστηκε από αυτήν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η Βεργίνα.
Βέργιον. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Βλ. λ. Βέργη.
Βεργίτση, Ευμενία (Ρέθυμνο Κρήτης 1643 – Κωνσταντινούπολη 1715). Ευνοούμενη του Οθωμανού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’,
πρώτη στην ιεραρχία του χαρεμιού και βαλιδέ σουλτάνα (= βασιλομήτωρ). Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους σε ηλικία 3
ετών, κατά την κατάληψη του Ρεθύμνου, και μεταφέρθηκε στο σουλτανικό χαρέμι της Κωνσταντινούπολης, όπου εξισλαμίστηκε
και έλαβε το τουρκικό όνομα Ρέμπια Κιουλνούς (= αυτή που πίνει τη δροσιά από τα ανοιγμένα τριαντάφυλλα). Μετά την
ενηλικίωσή της, όταν έγινε ευνοούμενη του σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ (1648-87), απέκτησε από αυτόν δύο γιους, τους μελλοντικούς
σουλτάνους Μουσταφά Β’ (1695-1703) και Αχμέτ Γ’ (1703-36). Μετά την εκθρόνιση του Μεχμέτ Δ’, το 1687, έπεσε σε
δυσμένεια και παρέμεινε έγκλειστη έως το 1695, οπότε ο πρώτος της γιος ανέβηκε στον θρόνο. Έκτοτε απέκτησε μεγάλη
επιρροή στους κύκλους της εξουσίας και ασχολήθηκε με την ανέγερση τζαμιών και κοινωφελών ιδρυμάτων. Με πρωτοβουλία
και συνδρομή της χτίστηκε το Γενί-τζαμί του Γαλατά, το τζαμί του Σκούταρη κ.ά. Από τις χαλκογραφίες της εποχής, που
βρίσκονται σε διάφορες βιβλιοθήκες της Ευρώπης, φαίνεται ότι η Β. ήταν γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς.
Βεργίτσης, Άγγελος (Κρήτη ; – Γαλλία 1569). Λόγιος ελληνιστής. Εγκαταστάθηκε σε νεαρή ηλικία στη Βενετία, όπου
εργάστηκε ως αντιγραφέας ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην Αυλή του
Φραγκίσκου Α’. Η δράση του στη γαλλική πρωτεύουσα ήταν αξιόλογη. Δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στο πανεπιστήμιο του
Παρισιού και φιλοτέχνησε πλήθος από χειρόγραφα που θεωρούνται υποδείγματα καλλιγραφίας. Από τα έργα που καλλιγράφησε,
μόνο τα ελληνικά ανέρχονται σε 540. Κατάρτισε επίσης τον κατάλογο των βιβλίων της ιδιαίτερης βιβλιοθήκης του Φραγκίσκου
Α’ και επιμελήθηκε πολλές εκδόσεις. Στα έργα αυτά οφείλεται η απονομή από τον Φραγκίσκο Α’ του τίτλου του «εξέχοντος
γραφέα στα ελληνικά γράμματα» (γαλλ. ecrivain expert en lettres grecques).
Το 1566 καταργήθηκε η θέση του και ο Β. γνώρισε μεγάλη οικονομική ανέχεια, που λέγεται ότι στάθηκε και η αφορμή του
θανάτου του. Λίγο αργότερα, ο Γάλλος χαράκτης Γκραμόν πήρε ως πρότυπο τα καλλιγραφικά γράμματά του για να χαράξει
ελληνικά στοιχεία. Μερικοί μελετητές θεωρούν ότι το επώνυμο Β., στην περίπτωσή του, είναι λανθασμένο και τον αναφέρουν
Βεργίκιο.
Βεργίτσης, Γεώργιος (16ος αι.). Λόγιος ελληνιστής, από την Κρήτη. Ήταν βιβλιογράφος κώδικα που περιέχει το ενδιαφέρον
μελέτημα Μιχαήλ του Λυγίζου εξήγησις κατά πλάτος εις τον Θουκυδίδην, κατά λέξιν και κατά νουν.
Βεργίτσης, Ιωάννης (16ος αι.). Λόγιος ελληνιστής, από την Κρήτη. Έζησε στην Ιταλία όπου εργάστηκε ως καλλιγράφος και
βιβλιογράφος. Με πρότυπο τα ελληνικά καλλιγραφικά γράμματά του, παραγγέλθηκαν χάλκινα ελληνικά στοιχεία για το
τυπογραφείο του δούκα της Τοσκάνης Κοσμά Α’ των Μεδίκων (1551). Αναφέρεται επίσης ότι έγραψε ιστορία της Κρήτης σε 17
τόμους στην ιταλική, από την αρχαιότητα έως το 1597.
Βεργίτσης, Νικόλαος (16ος αι.). Λόγιος ελληνιστής, κρητικής καταγωγής, γιος του Αγγέλου Βεργίτση (βλ. λ.). Καλλιγράφος
και ποιητής, έζησε στη Γαλλία όπου συνδέθηκε με στενή φιλία με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ. Ο Ρονσάρ έγραψε για τον φίλο
του επιτάφιο επίγραμμα («Επιτάφιο του ελληνοκρητικού Νικολάου Βεργίτση, μεγάλου φίλου του συγγραφέα»).
Βεργίτσης, Πέτρος (16ος αι.). Λόγιος ελληνιστής, κρητικής καταγωγής. Έζησε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με την
καλλιγραφική αντιγραφή ελληνικών χειρογράφων, αρκετά από τα οποία σώζονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και
στη Βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου.
Βέργκα, Τζοβάνι (Giovanni Verga, Κατάνη 1840 – 1922). Ιταλός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, άρχισε να
σπουδάζει νομικά, αλλά διέκοψε σύντομα τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Η δραστηριότητά του στα
γράμματα άρχισε στην Κατάνη με τη δημοσιογραφία και το διήγημα. Το 1869 έφυγε στη Φλωρεντία και από το 1872 έως το
1894 διέμενε στο Μιλάνο· αυτή ήταν η πιο παραγωγική περίοδος του έργου του. Το 1870 δημοσίευσε το καλύτερο μυθιστόρημά
του της πρώτης περιόδου, Storia di una capinera, και ακολούθησαν τα: Εύα (1873), Βασιλική τίγρη (1874) και Έρωτας (1875).
Με τη Νέντα, που είναι μια σκιαγραφία της σικελικής ζωής, σημειώνεται η στροφή του Β. προς τον βερισμό. Ακολουθούν
πολλά ακόμα έργα, μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά, μεταξύ των οποίων τα διηγήματα Καβαλερία ρουστικάνα, Η ζωή
στα χωράφια (1880) και τα μυθιστορήματα Μαλαβόλια (1881) και Μάστρο ντον Τζεζουάλντο (1889), τα μόνα που είδαν το φως
της δημοσιότητας. Τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του ο Β. έπαψε να συγγράφει. Εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κατάνη
και έζησε αποτραβηγμένος από κάθε λογοτεχνική δραστηριότητα.
Ο Β. επηρεάστηκε αρχικά από κοινά μυθιστορήματα, γαλλικά και ιταλικά, αλλά αργότερα στράφηκε σταθερά προς τον βερισμό
και δέχτηκε την επίδραση των μεγαλύτερων πεζογράφων του γαλλικού ρεαλισμού, του Μπαλζάκ, του Φλομπέρ, του Μοπασάν
και του Ζολά. Η εξέλιξη όμως αυτή στη διαμόρφωση του ταλέντου του δεν τον εμπόδισε να περιπέσει σε έναν εξεζητημένο
συναισθηματισμό, σε μια τεχνητή έξαρση του ψυχολογικού στοιχείου ή ακόμα σε μια αυστηρή εφαρμογή του βεριστικού
κανόνα της απροσωπίας.
Βέργκελαντ, Χένρικ Άρνολντ (Henrik Arnold Vergeland, Κρίστιανσαντ 1808 – Χριστιανία [σημερινό Όσλο] 1845).
Νορβηγός ποιητής. Σπούδασε θεολογία, αλλά αφιερώθηκε πολύ σύντομα σε μια έντονη και πολυτάραχη πολιτική και
λογοτεχνική δραστηριότητα. Άνθρωπος με πλούσια φαντασία και πάθος, έγραψε ένα πλήθος από δράματα, φάρσες, άρθρα,
νουβέλες και ποιήματα, περνώντας από θέματα ιστορικά και γεωγραφικά σε ζητήματα κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά.
Κυριότερα έργα του: Η απελευθερωμένη Ευρώπη (1831), Ο Εβραίος (1842), Ιστορία του Νορβηγικού Συντάγματος (1843), Η
Εβραία (1844). Το πιο σπουδαίο του έργο –Η δημιουργία, ο άνθρωπος και ο Μεσσίας (1830)– θεωρείται το καταστάλαγμα της
σκέψης του. Στο έργο αυτό συνυπάρχουν σε ένα ετερογενές σύνολο ιδέες δανεισμένες από τον διαφωτισμό και τον ρομαντισμό.
Ο Β., που είχε μια σκληρή αντιδικία με τον συμπατριώτη του Γιόχαν Βελχάβεν, υπήρξε φλογερός υπέρμαχος της εθνικής
ενότητας της Νορβηγίας και αφιέρωσε όλες του τις προσπάθειες στο έργο διαπαιδαγώγησης του λαού, τον οποίο θεωρούσε
θεματοφύλακα όλων των πολιτιστικών και ηθικών αξιών του έθνους.
Βεργόπουλος, Κωνσταντίνος (Αθήνα 1942 – ). Οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά, πολιτικές και
οικονομικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόνης (Παρίσι). Στο γαλλικό πανεπιστήμιο αναγορεύτηκε διδάκτορας
των οικονομικών επιστημών. Αργότερα, έγινε καθηγητής οικονομικών επιστημών στη Σορβόνη (1974) και πολιτικής οικονομίας
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1992), ενώ παράλληλα έχει διατελέσει εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Βρυξέλλες) και του ΟΗΕ (Νέα Υόρκη), διευθυντής στο πρόγραμμα του ΟΗΕ για τη Μεσόγειο (UNITAR), μέλος της
ευρωπαϊκής επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την απορρύθμιση και την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη, καθώς και του Vision
Group του ASEM για την ανάπτυξη της Ασίας και τη συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ασίας (1997-99). Είναι επίσης μέλος του
διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Παράλληλα αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο και περιοδικό
Τύπο, στο ιδιαίτερο γνωστικό του αντικείμενο (ευρωπαϊκή και διεθνής οικονομία, οικονομική και γεωργική ανάπτυξη). Τέλος,
έχει γράψει σειρά βιβλίων στο αντικείμενό του, με σημαντικότερα τα: Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα (1975),
Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα (1999) και Ποιος φοβάται την Ευρώπη – Ανατομία ενός μύθου (2000).
Βερδελής, Νικόλαος (1908 – 1966). Αρχαιολόγος. Διετέλεσε επιμελητής (1942) και έφορος αρχαιοτήτων (1950).
Πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες στα Φάρσαλα και στον Πτελεό της Θεσσαλίας, στη Δίολκο της Κορίνθου, στη Σολύγεια
της Κορινθίας, καθώς επίσης στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα. Μεταξύ των έργων του ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το Ο
πρωτογεωμετρικός ρυθμός της Θεσσαλίας (1958) και η μελέτη Η παράσταση της Σφίγγας στην ελληνική τέχνη (1950, στα
γαλλικά).
Βερδικούσσα. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 1.711 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές
των Αντιχασίων, κοντά στα όρια με τον νομό Τρικάλων, στην πρώην επαρχία Ελασσόνος, 60 χλμ. ΒΔ της Λάρισας. Αποτελεί
έδρα της ομώνυμης κοινότητας.
Βερδικούσσης, κοινότητα. Κοινότητα (2.236 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα, που περιλαμβάνει τον οικισμό Βερδικούσσα (έδρα) και πέντε μικρότερους
οικισμούς.
Βερδούγια. Συστάδα τεσσάρων βραχονησίδων στον κόλπο των Πεταλιών, κοντά στην ανατολική ακτή της Αττικής.
Βρίσκονται στην είσοδο του όρμου της Αγίας Μαρίνας και οι ονομασίες τους είναι Λευκασία ή Δερακωτός, Παρθενόπη,
Πλατουράδα ή Πεισινόη και Ξεροπούλα ή Λιγεία.
Βερεγκάριος (Βerengar). Όνομα δύο βασιλιάδων της Ιταλίας και αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
1. Βερεγκάριος Α’ (; – Βερόνα 924 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιταλίας (888-924) και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
(915-924). Ήταν γιος του Εβεράρδου, δούκα του Φρίουλι και ανιψιός του Λουδοβίκου του Αγαθού. Αναγορεύτηκε βασιλιάς της
Ιταλίας στην Παβία το 888 και στέφθηκε αυτοκράτορας στη Ρώμη το 916. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση
ορισμένων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον θρόνο και οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τελικά ο Β.
νικήθηκε στην Πλακεντία από τις δυνάμεις του αντιπάλου του, βασιλιά της Βουργουνδίας Ροδόλφου Β’, και αναγκάστηκε να
καταφύγει στη Βερόνα, όπου έπεσε θύμα δολοφονίας.
2. Βερεγκάριος Β’ (900; – 966 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιταλίας (950-961) και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
(950-952). Ήταν γιος του μαρκήσιου Αδαλβέρτου Ιβρέ και της Γιζέλης, κόρης του Β. Α’, και σύζυγος της Βίλας, ανιψιάς του
βασιλιά της Ιταλίας Ούγου, εναντίον του οποίου επαναστάτησε. Τελικά, αφού κατόρθωσε να τον εκθρονίσει το 945,
αναγορεύτηκε πραξικοπηματικά τον Δεκέμβριο του 950 αυτοκράτορας, μαζί με τον γιο του Αδαλβέρτο. Η άρνηση του
τελευταίου να νυμφευτεί την Αδελαΐδα, χήρα του γιου του Ούγου Λοθαρίου, οδήγησε τον Β. στην απόφαση να συλλάβει και να
φυλακίσει την πριγκίπισσα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του προστάτη της βασιλιά της Γερμανίας Όθωνα Α’, ο
οποίος ανάγκασε τον Β. να αναγνωρίσει την υποτέλειά του προς το πρόσωπό του, στη Δίαιτα της Αυγούστας (952) και να του
παραχωρήσει τα φρούρια της Βερόνα, του Τρέντο και της Ακουιληίας. Ο Β. αιχμαλωτίστηκε από τον αυτοκράτορα της Αγίας
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Όθωνα Α’ το 963 και φυλακίστηκε.
Βερεγκάριος της Τουρ (Berengarius, Τουρ 999 – 1088 μ.Χ.). Γάλλος θεολόγος. Μετά τις σπουδές του στη Σαρτρ, διορίστηκε
έφορος της μονής του Αγίου Μαρτίνου στην Τουρ και έπειτα αρχιδιάκονος στην Ανζέ. Ο Β. δεν δεχόταν ότι στη Θεία
Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος μετουσιώνονται στο σώμα και στο αίμα του Χριστού, αλλά πίστευε ότι κατά τη διάρκεια του
μυστηρίου υφίσταται πραγματική παρουσία του Χριστού. Οι απόψεις του καταδικάστηκαν σε επανειλημμένες συνόδους από την
Εκκλησία, ως αιρετικές. Τελικά, για να αποφύγει τις διώξεις, δήλωσε μετάνοια (1079). Τα τελευταία του χρόνια ασκήτευε.
Βερέκυνθες. Αρχαίος φρυγικός λαός, από το όνομα του οποίου πήρε η φρυγική θεά Κυβέλη την προσωνυμία Βερεκυνθία. Ο
λαός αυτός (αναφέρεται και με την ονομασία Βερέκυντες) κατοικούσε ανατολικά από τα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου
έμεναν οι Κάρες και οι Λύδοι και αργότερα αναπτύχθηκαν οι ιωνικές ελληνικές αποικίες. Έδρα τους ήταν η οχυρή πόλη
Βερεκύνθιον κοντά στον ποταμό Σαγγάριο.
Βερέκυνθος. Αρχαία ονομασία βουνού της Κρήτης, που αποτελεί προέκταση των σημερινών Λευκών Ορέων προς τα Χανιά.
Ήταν η χώρα των Αστεραίων, όπου σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση οι Ιδαίοι Δάκτυλοι εξόρυσσαν και κατεργάζονταν τον
χαλκό, τον σίδηρο και άλλα μέταλλα.
Βερέκυντες. Βλ. λ. Βερέκυνθες.
Βερελής, Θανάσης (18ος αι.). Αρματολός από την Παρνασσίδα. Μαζί με άλλους οπλαρχηγούς νίκησε τον δερβέναγα των
Σαλώνων Μανίκα κοντά στο Γαλαξίδι. Με δόλο όμως του μπέη των Σαλώνων Τσεκή Οβάκη, δολοφονήθηκε όταν έμπαινε στο
σεράι και το πτώμα του διαπομπεύτηκε. Δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στη δολοφονία του.
Βερελής, Χρήστος (Αθήνα 1950 – ). Πολιτικός. Σπούδασε χημικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έγινε
διδάκτορας χημείας φυσικών προϊόντων του πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης της Γερμανίας. Την περίοδο 1993-96 διετέλεσε
πρόεδρος της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου (ΔΕΠ) και της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ). Εξελέγη βουλευτής
Αιτωλοακαρνανίας του ΠΑΣΟΚ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1996, του 2000 και του 2004. Μετά τις εκλογές του 1996
διορίστηκε υφυπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ) έως το 2000, ενώ στην επόμενη
κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη ανέλαβε το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, όπου παρέμεινε έως τη λήξη της
κυβερνητικής θητείας, το 2004.
Βερέμης, Αθανάσιος (Αθήνα 1943 – ). Ιστορικός, πολιτικός επιστήμονας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες
στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης των ΗΠΑ και ιστορία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Άρχισε την πανεπιστημιακή του
σταδιοδρομία ως επιμελητής στην έδρα της νεότερης ελληνικής ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (1977) και συνέχισε ως
ερευνητής-συνεργάτης του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (1978), επισκέπτης ερευνητής στο
πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ των ΗΠΑ (1983), αναπληρωματικός καθηγητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης του
Πανεπιστημίου Αθηνών (1984), επίκουρος επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πρίνστον και το 1987 εξελέγη καθηγητής
της πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1988 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ελληνικού Ιδρύματος Αμυντικής και
Εξωτερικής Πολιτικής. Έργα του: Επέμβαση του στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936 (1977), Η Εθνική Τράπεζα στη
Μικρά Ασία (1984), Ελληνοτουρκικές σχέσεις (1986), Στρατός και πολιτική (1989) κ.ά.
Βερενίκη. Όνομα τριών βασιλισσών του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου και της Κυρηναϊκής.
1. Βερενίκη Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Ήταν κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής
αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν
ένας Μακεδόνας στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ονόματι Φίλιππος, από τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Μάγα,
διοικητή αργότερα της Κυρήνης, καθώς και μερικές κόρες, από τις οποίες μία, η Αντιγόνη, παντρεύτηκε τον βασιλιά της
Ηπείρου Πύρρο. Όταν πέθανε ο άντρας της, παντρεύτηκε τον Πτολεμαίο Α’ τον Σωτήρα, από τον οποίο απέκτησε την Αρσινόη
και τον Πτολεμαίο Β’ τον Φιλάδελφο. Φημιζόταν για την ομορφιά της και την ευφυΐα της.
2. Βερενίκη Β’ (; – 221 π.Χ.). Βασίλισσα της Κυρήνης και της Αιγύπτου (247-221). Ήταν εγγονή της Β. Α’, κόρη του βασιλιά
της Κυρήνης Μάγα, αδερφού του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου, και της Απάμας, κόρης του βασιλιά
της Συρίας Αντίοχου Α’. Μετά τον θάνατο του Μάγα (268;), παντρεύτηκε τον Δημήτριο τον Καλό, αδελφό του βασιλιά της
Μακεδονίας Αντίγονου Γονατά, τον οποίο και δολοφόνησε το 251, όταν έμαθε ότι είχε δεσμό με τη μητέρα της. Παντρεύτηκε
στη συνέχεια τον Πτολεμαίο Γ’ τον Ευεργέτη (247). Λίγο μετά τον γάμο, ο Πτολεμαίος έφυγε σε εκστρατεία (246/5) κατά της
Συρίας και, όταν επέστρεψε, η Β., όπως είχε υποσχεθεί, θυσίασε στον ναό της Ζεφυρίτιδας Αφροδίτης τα όμορφα μαλλιά της. Το
γεγονός είχε μεγάλη απήχηση στον λαό της Αλεξάνδρειας και ο μεγάλος αστρονόμος Κόνων ο Σάμιος, για να κολακέψει τους
βασιλείς, είπε ότι οι θεοί πήραν τα μαλλιά της Β. και σχημάτισαν τον αστερισμό Πλόκαμο ή Κόμη της Β. (βλ. λ. Κόμη της
Βερενίκη). Η Β. δολοφονήθηκε το 221 από τον γιο της Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα, ο οποίος φοβήθηκε την επιρροή της σε
τυχόν παραμερισμό του από τον αδελφό του Μάγα.
3. Βερενίκη Γ’ (; – 55 π.Χ.). Βασίλισσα της Αιγύπτου (57-55 π.Χ.). Ήταν κόρη του Πτολεμαίου ΙΒ’ του Αυλητή. Το 58 π.Χ. οι
Αλεξανδρινοί εκθρόνισαν τον Πτολεμαίο και παρέδωσαν την αρχή στη σύζυγό του Κλεοπάτρα Τρύφαινα και στη διάδοχο Β. Το
55, όταν πια η Κλεοπάτρα είχε πεθάνει, ο Αυλητής επανέκτησε τον θρόνο του με τη βοήθεια των Ρωμαίων και δολοφόνησε τη
σφετερίστρια του θρόνου κόρη του.
Βερενίκη (28 μ.Χ. – ;). Ιουδαία πριγκίπισσα. Ήταν κόρη του βασιλιά Αγρίππα Α’ και σύζυγος του Ηρώδη, βασιλιά της
συριακής Χαλκίδας. Μετά τον θάνατο του συζύγου της (48 μ.Χ.), συζούσε με τον αδελφό της Ηρώδη Αγρίππα Β’ και αργότερα
έγινε σύζυγος του βασιλιά της Κιλικίας Πολέμωνα. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τον Πολέμωνα και συνέχισε τη συμβίωση με τον
αδελφό της, προκαλώντας σκάνδαλο. Μαζί με τον Αγρίππα επισκέφθηκαν την Καισάρεια (60) και ήταν παρόντες στην απολογία
του φυλακισμένου εκεί αποστόλου Παύλου. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, η Β. συνδέθηκε με τον κατοπινό Ρωμαίο
αυτοκράτορα Τίτο, ο οποίος τη φιλοξένησε στη Ρώμη (75). Ο Τίτος όμως αναγκάστηκε από τους Ρωμαίους –που απεχθάνονταν
τους Εβραίους– να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για γάμο.
Βερενίκη. Ονομασία αρχαίων πόλεων.
1. Πόλη της Κυρηναϊκής, στη βόρεια Αφρική. Ήταν η δυτικότερη της Κυρηναϊκής Πεντάπολης, στη βορειοδυτική ακτή του
κόλπου της Μεγάλης Σύρτης. Η πόλη ονομάστηκε από τον Πτολεμαίο Γ’ τον Ευεργέτη, προς τιμήν της συζύγου του.
Παλαιότερα ονομαζόταν Ευεσπερίδες (κατ’ άλλους, Εσπερίδες ή Εσπερίς), γιατί οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι την ταύτισαν με
την τοποθεσία του μυθικού Κήπου των Εσπερίδων. Υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων για πολλά χρόνια, προσαρτήθηκε στη
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με διαθήκη του Πτολεμαίου του Απίωνα, ο οποίος την παραχώρησε στο ρωμαϊκό κράτος. Βυζαντινή
αργότερα, οχυρώθηκε από τον Ιουστινιανό και γνώρισε έπειτα τη διαδοχική κατοχή των Αράβων και των Τούρκων. Στη θέση
της χτίστηκε κατόπιν η σημερινή πόλη Βεγγάζη (βλ. λ.).
2. Πόλη της Ηπείρου. Βρισκόταν σε κάποιο σημείο της χερσονήσου της σημερινής Πρέβεζας. Ονομάστηκε έτσι από τον βασιλιά
της Ηπείρου, Πύρρο, πιθανότατα προς τιμήν της πεθεράς του, βασίλισσας της Αιγύπτου Β. Α’.
3. Πόλη της Αιθιοπίας, γνωστή ως Β. η Τρωγλοδυτική.
4. Πόλη της Κιλικίας.
Βερενίκη. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο
νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Θεσπρωτίας, στις βορειοανατολικές απολήξεις της κορυφής
Χιονίστρας, 68 χλμ. ΝΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μολοσσών.
Βερενίκη (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1907. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 14,5, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,18. Διεθνώς ονομάζεται Berenike 653.
Βερενίκη η Σύρια (280 – 246 π.Χ.). Βασίλισσα του ελληνιστικού βασιλείου της Συρίας (252-246). Κόρη του Πτολεμαίου Β’
του Φιλάδελφου και της Αρσινόης Α’, κόρης του Λυσίμαχου, έγινε σύζυγος του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Β’, το 252, στον
οποίο δόθηκε από τον πατέρα της ως αντάλλαγμα για την ειρήνη που είχαν συνάψει οι δύο μονάρχες. Η Β. δεν παρέμεινε για
πολύ στον θρόνο των Σελευκιδών, γιατί το 246 π.Χ., έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αντίοχου, δολοφονήθηκε στα ανάκτορα
των Δαφνών από την έκπτωτη βασίλισσα Λαοδίκη, πρώην σύζυγο του Αντίοχου.
Βερενίκης, Κόμη (Αστρον.). Βλ. λ. Κόμη της Βερενίκης.
Βερενίκης, Πλόκαμος (Αστρον.). Βλ. λ. Κόμη της Βερενίκης.
Βερεσάιεφ, Βικέντι Βικεντίεβιτς (Vikenti Vikentievich Veressaiev, Τούλα 1867 – Μόσχα 1945). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο
του Ρώσου πεζογράφου Βικέντι Βικεντίεβιτς Σμίντοβιτς (Smidovich). Η συνήθεια της προσεκτικής και ενδελεχούς
παρατήρησης, που απέκτησε από το επάγγελμα του γιατρού που ασκούσε, πιθανώς συνέβαλε στο ότι στο αφηγηματικό του έργο
παρουσίασε έναν λεπτομερή και ακριβέστατου πίνακα (μέσα από τη ματιά ενός σοσιαλιστή) των προσανατολισμών της ρωσικής
διανόησης στο μεταίχμιο δύο αιώνων και της στάσης της απέναντι στην Οκτωβριανή επανάσταση. Αντιπροσωπευτικά από αυτή
την άποψη είναι τα μυθιστορήματά του, Χωρίς διέξοδο (1895), Οι αναμνήσεις ενός γιατρού (1901), Σε μια καμπή (1922), Προς
τη ζωή (1922) και Οι αδελφές (1933). Έγραψε επίσης κριτικά δοκίμια, μυθιστορηματικές βιογραφίες και ενδιαφέροντα
απομνημονεύματα.
Βέρης, Κώστας. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την επαρχία Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας. Πολέμησε ως
καπετάνιος στο σώμα του Τσόγκα. Μετά το 1824 εντάχθηκε στο σώμα του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Πολέμησε στο Χαϊδάρι, στο
Ζεμενό και στην Αράχοβα. Αργότερα διορίστηκε πολιτάρχης στο Άργος. Κατά τη βασιλεία του Όθωνα, έγινε συνταγματάρχης
και αντιστράτηγος της Φάλαγγας.
Βέρια. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 43 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις
βορειοδυτικές κλιτύς του Πάρνωνα, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, σε απόσταση 32 χλμ. από τη Σπάρτη. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Οινούντος.
Βερίγγειος θάλασσα (αγγλ. Bering sea). Θαλάσσιο τμήμα (2.274.020 τ. χλμ.) του Ειρηνικού ωκεανού, στο βόρειο τμήμα του,
ανάμεσα στη Σιβηρία και στην Αλάσκα. Βαφτίστηκε έτσι (θάλασσα του Μπέρινγκ, για την ακρίβεια) από το όνομα του Δανού
εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ (βλ. λ.), ο οποίος τη διέπλευσε δύο φορές, το 1728 και το 1741, λειτουργώντας για λογαριασμό
του Ρώσου τσάρου, και ανακάλυψε τις φώκιες που επρόκειτο τα επόμενα 150 χρόνια να γίνουν αντικείμενο αδιάκοπου κυνηγιού
από τους ψαράδες των βόρειων χωρών, αλλά και θέμα διπλωματικής έντασης μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά, της Μεγάλης
Βρετανίας, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας, στα τέλη του 19ου αι., σχετικά με τον έλεγχο του κυνηγιού της φώκιας που
περιορίστηκε τελικά ύστερα από σχετικές συνθήκες. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. Ειρηνικός ωκεανός.
Βερίγγειος πορθμός (αγγλ. Bering strait). Πορθμός, πλάτους περίπου 85 χλμ. και μέσου βάθους 38 μ., που συνδέει τον
Αρκτικό (Βόρειο Παγωμένο) ωκεανό με τη Βόρεια θάλασσα και χωρίζει το βορειοανατολικό άκρο της Ασίας από το
βορειοδυτικό άκρο της Αμερικής. Ονομάστηκε προς τιμήν του Δανού εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ (βλ. λ.).
βερικοκιά (Βοτ.). Κοινή ονομασία οπωροφόρων φυλλοβόλων δέντρων του είδους Prunus armeniaca (ή, σύμφωνα με άλλες
ταξινομήσεις, του είδους Armeniaca vulgaris), της οικογένειας των ροδιδών. Η β. κατάγεται από την κεντρική Ασία και
μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη, όπου καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς της.
Ο κορμός της φτάνει σε ύψος τα 15 μ. και φέρει διακλαδώσεις με έμμισχα, πλατιά, ωοειδή φύλλα, ελαφρώς πριονωτά, με αδένες
στη βάση του ελάσματος. Τα άνθη της είναι πενταμερή, λευκά με ελαφρές ρόδινες αποχρώσεις και φύονται συνήθως μονήρη. Οι
καρποί της β., τα βερίκοκα, είναι σαρκώδεις, σφαιρικές, πορτοκαλοκίτρινες ή πορτοκαλερυθρές, αρωματικές δρύπες, με
βελούδινο περικάρπιο και ωοειδή, σκληρό, ξυλώδη, πυρήνα (κουκούτσι) με ελαφρώς πτυχωτή κόψη· ο πυρήνας περικλείει 1-2
σπέρματα, συνήθως πικρά.
Η β. πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό της επιθυμητής βελτιωμένης ποικιλίας πάνω σε υποκείμενα συγγενικών δέντρων όπως
είναι η αμυγδαλιά, η ροδακινιά και η δαμασκηνιά, τα οποία επιλέγονται ανάλογα με τις οικολογικές και εδαφολογικές συνθήκες
της καλλιεργούμενης περιοχής. Η β. καλλιεργείται σε αρδευόμενα και καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Προτιμώνται θέσεις
προστατευμένες από το κρύο και ειδικότερα από τις όψιμες παγωνιές, που προκαλούν ζημιές στα φυτά (αποξήρανση βλαστών)
και στα άνθη, τα οποία αναπτύσσονται, όπως και στην αμυγδαλιά, πρώιμα και πριν εμφανιστούν τα φύλλα.
Υπάρχουν πολυάριθμες καλλιεργούμενες ποικιλίες β.· στην Ελλάδα οι κυριότερες από αυτές είναι οι ντόπιες τσαουλί
(μικρόκαρπος), Διαμαντόπουλου (μεσόκαρπος), Μπεμπέκου (μεγαλόκαρπος) και Πλάκας (μεγαλόκαρπος) καθώς και οι
εισαγόμενες Λουιζέτ, Παβιότ, Πρεκός ντε Τουνεζί, όλες μεγαλόκαρπες.
Ο Διοσκουρίδης ανέφερε τα βερίκοκα ως αρμενικά μήλα, λόγω της προέλευσης του φυτού. Τα βερίκοκα είναι γευστικά φρούτα,
πλούσια σε σάκχαρα και βιταμίνες. Καταναλώνονται φρέσκα ως επιτραπέζια φρούτα ή ξερά, αλλά και με τη μορφή μαρμελάδας
ή κομπόστας. Τα σπέρματα των πυρήνων τους χρησιμοποιούνται στη φαρμακοποιία.
Βερινγκία (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Ιουλίου 1882. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 14,3, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,7. Διεθνώς ονομάζεται Weringia 226.
Βερίνο. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 131 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις
βορειοανατολικές κλιτύς του Παναχαϊκού όρους, στην πρώην επαρχία Πατρών, 52 χλμ. ΒΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Συμπολιτείας.
Βέριος Φλάκος, Μάριος. Βλ. λ. Βέρριος Φλάκκος, Μάριος.
βερισμός (ιταλ. verismo = πραγματισμός, ρεαλισμός). Ρεύμα του 19ου αι. στην ιταλική λογοτεχνία, αντίστοιχο προς τον
γαλλικό νατουραλισμό· ο όρος χρησιμοποιήθηκε αργότερα, πιο περιορισμένα, και στις εικαστικές τέχνες.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η τάση εκείνη του ρομαντισμού που απέβλεπε στη λέξη-μουσική είχε περιοριστεί σε έναν
αφηρημένο συναισθηματισμό. Εναντίον του αντέδρασε ο ίδιος ο ρομαντισμός με την άλλη του τάση, που απέβλεπε στη λέξη-
πράγμα, δηλαδή στον ρεαλισμό. Ο κριτικός και μεγάλος υπέρμαχος του ρομαντισμού Ντε Σάνκτις έγινε υποστηρικτής του β. και
ο Καπουάνα θερμός κήρυκάς του, αν και μερικές φορές αντιφατικός. Όμως, εκτός από μερικές αφηγηματικές σελίδες του ίδιου
του Καπουάνα, ο ιταλικός νατουραλισμός, που προτίμησε τον χαρακτηρισμό β., έμεινε αρκετά μακριά από τον γαλλικό. Ο
Τζοβάνι Βέργκα (βλ. λ.), για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος βεριστής συγγραφέας της Ιταλίας, ο οποίος στη δεύτερη και πιο
σημαντική φάση της σταδιοδρομίας του ξεκίνησε από τις υπαγορεύσεις του νατουραλισμού, αποσπάστηκε από αυτόν,
ξεφεύγοντας οριστικά από τον επιστημονισμό και τον πειραματισμό της αφηγηματικής τέχνης του Ζολά και των οπαδών του. Ο
Βέργκα ερμήνευσε ουσιαστικά τον νατουραλισμό μέσα από το τοπικό πρίσμα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν επίσης η Ματίλντε
Σεράο, ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο στην πρώτη του περίοδο, η Γκράτσια Ντελέντα (βλ. αντίστοιχα λήμματα) και πολλοί άλλοι.
Όλοι αυτοί διαπίστωσαν ότι το λαϊκό και αστικό στοιχείο των διαφόρων ιταλικών περιοχών (Σικελία, Νάπολη, Τοσκάνη,
Σαρδηνία κλπ.) αποτελούσε ανεξάντλητη πηγή παρατηρήσεων, την οποία δεν είχε ακόμα εκμεταλλευτεί η ιταλική πεζογραφία
και η οποία οπωσδήποτε βρισκόταν πολύ μακριά από τον συμβατικό συναισθηματισμό της αφηγηματικής τέχνης της τελευταίας
περιόδου του ρομαντισμού.
(Ζωγρ.) Έτσι ονομάστηκε επίσης η τάση εκείνη του υπερρεαλισμού στις εικαστικές τέχνες, η οποία απέδιδε θέματα
φωτογραφικού ρεαλισμού, αναμεμειγμένα με ειρωνικές εικόνες ή εμπνευσμένα από παραισθησιογόνα. Κυριότερος εκπρόσωπος
του ρεύματος, που ονομάστηκε επίσης βεριστικός υπερρεαλισμός, υπήρξε ο Σαλβαντόρ Νταλί.
Βέριτας. Αρχαία ρωμαϊκή θεότητα. Βλ. λ. Αλήθεια.
Βέριτας (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 13,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
8,32. Διεθνώς ονομάζεται Veritas 490.
βερίτης (Ορυκτ.). Έκχυτο πυριγενές πέτρωμα, η μάζα του οποίου αποτελείται κυρίως από διαφανή πισσολιθική ύαλο,
γκριζοκάστανου χρώματος, με άχρωμους μικρόλιθους διοψιδίου και με πορφυριτικούς κρυστάλλους φλογωπίτη και ολβίνου.
Κοιτάσματα β. υπάρχουν στην Ισπανία.
Βερίτης, Γεώργιος (Ελάτα Χίου 1915 – Αγία Παρασκευή Αττικής 1948). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του θεολόγου, ποιητή και
διηγηματογράφου Αλεξάνδρου Ι. Γκιάλα. Έργα του ήταν οι συλλογές Η ωδή του αγαπητού, Στις πηγές των υδάτων, Όταν
ανθίζουν κρίνα και Με την αυγή, που κυκλοφόρησαν μαζί με τα πεζά του σε τρεις τόμους στα Άπαντά του (1958).
Βερκινγκετόριξ (Vercingetorix, Αρβέρνη 72 π.Χ. – Ρώμη 46 π.Χ.). Ηγεμόνας των Αρβέρνων Γαλατών, σύγχρονος και
αντίπαλος του Ιουλίου Καίσαρα. Γιος του πρίγκιπα Κελτίλου, της γαλατικής φυλής των Αρβέρνων (από την οποία προήλθε η
ονομασία της σημερινής περιοχής της Γαλλίας, Οβέρνης), ο Β. ύψωσε τη σημαία της εξέγερσης όλων των γαλατικών φυλών
εναντίον των Ρωμαίων στο τέλος του 53 π.Χ., κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Καίσαρα. Ωστόσο, ο Β. ήθελε να
αποφύγει ανοιχτή μάχη με τον Καίσαρα και επεδίωκε να τον φθείρει με την παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού του. Μερικούς
μήνες αργότερα, όμως, ο γαλατικός στρατός υποχρεώθηκε σε μάχη και ηττήθηκε στην Ντιζόν, ενώ κατόπιν πολιορκήθηκε στην
Αλεσία. Όταν, έπειτα από απεγνωσμένο αγώνα, η κατάσταση των πολιορκημένων επιδεινώθηκε, ο Β. έθεσε στους Γαλάτες
φύλαρχους το δίλημμα, είτε να τον παραδώσουν είτε να τον σκοτώσουν. Ο Καίσαρας ζήτησε να του τον παραδώσουν και τον
οδήγησε στη Ρώμη για να κοσμήσει τον θρίαμβό του. Ύστερα από μερικά χρόνια φυλάκισης τον αποκεφάλισε (46 π.Χ.).
Βερκόφτσαλης. Οθωμανός αξιωματούχος. Βλ. λ. Γιουσούφ πασάς Μπερκόφτσαλης.
Βερλέν, Πολ (Paul Marie Verlaine, Μετς 1844 – Παρίσι 1896). Γάλλος ποιητής. Γιος αξιωματικού του μηχανικού, πέρασε τα
παιδικά του χρόνια σε αστικό περιβάλλον. Στο Παρίσι εργάστηκε ως υπάλληλος, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά
στο δημαρχείο. Ύστερα από τις πρώτες ποιητικές του απόπειρες (1858), δημοσίευσε κάποια ποιήματα παρνασσιακού ύφους,
όπως τα Κρόνια ποιήματα (Poemes saturniens, 1866). Ήδη, με τα ποιήματα αυτά και με τις Ερωτικές γιορτές (Fetes galantes,
1869) είχε αρχίσει να διαφαίνεται η πραγματική φυσιογνωμία του ποιητή. Το 1870 παντρεύτηκε και προσέφερε στη γυναίκα του
ως γαμήλιο δώρο το Καλό τραγούδι, όπου υποσχόταν να απελευθερωθεί από το πάθος του αλκοολισμού. Τον επόμενο χρόνο,
όμως, μπήκε στη ζωή του ο νεαρός Ρεμπό και αναστάτωσε τον εύθραυστο οικογενειακό δεσμό του. Για να τον ακολουθήσει,
εγκατέλειψε τη σύζυγο και τον γιο του και ταξίδεψε μαζί του στο Βέλγιο και στην Αγγλία. Στις Βρυξέλλες, το 1873, ύστερα από
έναν καβγά, πυροβόλησε τον φίλο του με πιστόλι και τον τραυμάτισε. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση στη Μον. Αυτή
ήταν μια περίοδος προσέγγισης του ποιητή στη θρησκεία.
Ο Β. έγραψε στη φυλακή μερικές από τις καλύτερες ποιητικές συλλογές του: Ρομάντζες χωρίς λόγια (Romances sans paroles,
1874) και το μεγαλύτερο μέρος από τη Φρόνηση (Sagesse, 1880) και από το Τότε και τώρα (Jadis et Naguere, 1885). Επέστρεψε
κατόπιν στη Γαλλία και ξανάρχισε τη ζωή της εξαθλίωσης, μια ζωή σημαδεμένη από το ποτό καθώς και από τη μακρόχρονη
παραμονή του στα νοσοκομεία. Το 1894 ανακηρύχθηκε «πρίγκιπας των ποιητών», ενώ άγγιζε πλέον το τελευταίο στάδιο της
ηθικής κατάπτωσης.
Εκτός από μερικά πεζά, όπως τα αξιόλογα Οι καταραμένοι ποιητές (Poetes maudits, 1884) και Οι αναμνήσεις ενός χήρου
(Memoires d’un veuf, 1886), το έργο του είναι κυρίως ποιητικό. Πέρα από τις προαναφερθείσες, κυκλοφόρησαν επίσης οι
συλλογές του Αγάπη (Amour, 1888), Παράλληλα (Parallelement, 1889), Ευτυχία (Bonheur, 1891), Τραγούδια για κείνη
(Chansons pour elle, 1891) κ.ά.
Οι ποιητές της παρακμής (decadence) και οι συμβολιστές τον θεωρούσαν δάσκαλο και πρότυπό τους, αλλά ο ίδιος δεν
ενδιαφέρθηκε ποτέ να μείνει πιστός σε μια σχολή. Η ποίησή του διαπνέεται κυρίως από μια έμπνευση συναισθηματική και
αισθησιακή. Η νεανική του παρνασσιακή εμπειρία άφησε ωστόσο τα ίχνη της στην κομψότητα και στη χάρη του ρυθμού. Στην
Ποιητική Τέχνη (Art Poetique) που έγραψε το 1874, υπογράμμιζε τη σημασία που ο ίδιος έδινε στις αξίες του στίχου.
Βερμέερ, Γιαν (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της
Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες απεικονίσεις του σε εσωτερικούς χώρους και για τα
αστικά τοπία του. Οι ελάχιστες μέχρι σήμερα υπάρχουσες πληροφορίες δεν επαρκούν για να φωτίσουν τα κύρια σημεία της
μορφής του ανθρώπου και του καλλιτέχνη, αφήνοντας αδιευκρίνιστες βασικές περιόδους της ζωής του (σε ορισμένες πηγές
αναφέρεται μάλιστα ως Johannes Van der Meer) και της δραστηριότητάς του, μεταξύ των οποίων και τα χρόνια της
καλλιτεχνικής του διαμόρφωσης. Το ίδιο ισχύει και για τα έργα του. Ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός τους (οι
επιβεβαιωμένοι πίνακές του είναι μόλις 35) και οι δυσχέρειες της χρονολόγησης δημιουργούν ζητήματα άλυτα ακόμα για τους
ερευνητές της ολλανδικής ζωγραφικής, χωρίς να υπολογιστούν και τα δυσεπίλυτα προβλήματα των πλαστών έργων που
δημιούργησαν και εμπορεύτηκαν επιδέξιοι μιμητές του, όπως ο Χανς Βαν Μέεγκερεν.
Είναι γνωστό πάντως ότι ο Β., γιος ενός μεταξουργού και εμπόρου έργων τέχνης, βρήκε από τα παιδικά του χρόνια στο
οικογενειακό περιβάλλον το κατάλληλο κλίμα για την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής του ιδιοφυΐας· παραμένει ωστόσο
ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δάσκαλός του. Βέβαιο είναι ότι το 1653, με την εγγραφή του στην τοπική συντεχνία των ζωγράφων
του Αγίου Λουκά, άρχισε επίσημα τη σταδιοδρομία του και μέσα σε λίγα χρόνια είχε κατακτήσει εξέχουσα θέση μεταξύ των
συναδέλφων του και εξελέγη δύο φορές μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της συντεχνίας, το 1662 και το 1670. Είναι επίσης
αναμφισβήτητο ότι, εκτός από τη ζωγραφική, ο Β. ασκούσε και το επάγγελμα του εμπόρου και εκτιμητή έργων τέχνης, όπως
συμπεραίνεται από ένα σύντομο ταξίδι του στο Άμστερνταμ (μοναδικό τεκμήριο διαμονής του καλλιτέχνη έξω από τη γενέτειρά
του) για να εκτιμήσει ορισμένους πίνακες. Δεν είναι καθόλου απίθανο να ήταν αυτή η κύρια πηγή συντήρησης της πολυμελούς
οικογένειάς του και με αυτή την εργασία να είχε ασχοληθεί περισσότερο παρά με τη ζωγραφική, αφού πεθαίνοντας άφησε τη
σύζυγο και τα 11 παιδιά του σε οικονομική αβεβαιότητα, που εξελίχτηκε σε οικονομική εξαθλίωση.
Τα μόνα ασφαλώς χρονολογημένα έργα του, Η μεσάζουσα του 1656 (Πινακοθήκη της Δρέσδης) και Ο αστρονόμος του 1668
(συλλογή Ρότσιλντ, Παρίσι), αποτελούν τα ακραία σημεία της σειράς των πινάκων του με τη χαρακτηριστική μοριακή τεχνική,
όπου το φως περνώντας μέσα σε μυριάδες στίγματα από χρώμα, ζωντανεύει τα αντικείμενα και τις μορφές με τις μαγευτικές
χρυσές ανταύγειές του. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και τα έργα Ο στρατιώτης και το κορίτσι που γελάει (συλλογή Φρικ, Νέα
Υόρκη), Μαγείρισσα και μικρός δρόμος (Άμστερνταμ) και Άποψη του Ντελφτ (Χάγη), που όλα τους χρονολογούνται μεταξύ
του 1658 και του 1662. Μετά τις Απόψεις, ο Β. επιδόθηκε περισσότερο στην προσωπογραφία και κυρίως στα ρωπογραφικά
θέματα που εκφράζουν την εξελικτική πορεία των αναζητήσεών του για τον καθορισμό μιας ευρύτερης αντίληψης του χώρου
και τα τελευταία χρόνια για τις συνέπειες των φωτοσκιάσεων. Λαμπρά δείγματα αυτών των προσπαθειών είναι τα έργα Κυρία
στο παράθυρο (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη), Ζύγισμα των μαργαριταριών (Εθνική Πινακοθήκη,
Ουάσινγκτον), Εργαστήριο του καλλιτέχνη (Ιστορικό Μουσείο Τέχνης, Βιέννη), Γράμμα (Άμστερνταμ), Κυρία εμπρός στη
σπινέτα (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο) και Κορίτσι με το γαρίφαλο (Χάγη), με τις λεπτές αρμονίες του κίτρινου και του
γαλάζιου, χαρακτηριστικό επίσης στοιχείο της τέχνης του ζωγράφου από το Ντελφτ. Ο Β. μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αι.
αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του πλουσιότατου ζωγραφικού κόσμου του ευρωπαϊκού 17ου αι.
Αλλά πριν από τους ιστορικούς και τους ειδικούς, κίνησε το ενδιαφέρον ποιητών και καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων
ξεχωρίζουν τα ονόματα των Γκοτιέ, Πισαρό, Γκονκούρ, Βαν Γκογκ και Προυστ.
Βερμέιλεν, Ογκίστ (August Vermeylen, Βρυξέλλες 1872 – 1945). Βέλγος λογοτέχνης και πανεπιστημιακός. Το 1893 ίδρυσε
το περιοδικό Πράγματα του σήμερα και του αύριο. Καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών,
δίδαξε αργότερα στο φλαμανδικό πανεπιστήμιο της Γάνδης, του οποίου υπήρξε και πρύτανης. Επίσης, διετέλεσε γερουσιαστής
από το 1921. Συγγραφέας δοκιμίων, κριτικός και ιστορικός της τέχνης και της λογοτεχνίας, πολέμησε σκληρά με τα έργα του και
από τις στήλες του περιοδικού του για την από-επαρχιοποίηση του πνευματικού πολιτισμού της χώρας του. Τα σημαντικότερα
έργα του είναι: Κριτική του φλαμανδικού κινήματος (1895), Από τον Γκαζέλ έως σήμερα (1923), Σκέψεις (1942), Ιστορία της
ευρωπαϊκής γλυπτικής και ζωγραφικής (1921-25, που επανεκδόθηκε μετά τον θάνατό του με τον τίτλο Από τις κατακόμβες έως
τον Γκρέκο). Αξίζει να σημειωθεί ακόμα η αυτοβιογραφία του Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος (1906) και το μυθιστόρημα Δύο
φίλοι (1943).
Βέρμιο. Οροσειρά (μέγιστο υψόμ. 2.052 μ., Τσανακτσή) της Μακεδονίας, φυσικό όριο της πεδιάδας Καμπανίας και του
υψιπέδου της Κοζάνης. Εκτείνεται σε μήκος περίπου 50 χλμ. και συνδέεται στα Β με το όρος Βόρας, στα στενά Έδεσσας και στη
λεκάνη της Βεγορίτιδας λίμνης, ενώ οι νότιες απολήξεις του καταλήγουν στη βόρεια όχθη του Αλιάκμονα, η στενή και βαθιά
κοιλάδα του οποίου το χωρίζει από τα Πιέρια όρη. Κυριότερες κορυφές του είναι οι Τσανακτσή (2.052 μ.), Μαύρη Πέτρα (2.027
μ.), Παλάτι (1.895 μ.), Αρσούμπασι (1.874 μ.), Ξηροβούνι (1.804 μ.), Γκιώνα (1.749 μ.) και Αγκάθι (1.650 μ.).
Ιζηματογενής, σχιστολιθική και ασβεστολιθική στο βόρειο ήμισυ, κρυσταλλική στο νότιο, η οροσειρά έχει επιμήκη μορφή, με
τις βόρειες και ανατολικές πλαγιές της σκεπασμένες από δάση (κυρίως οξιές και έλατα) και οπωροφόρα δέντρα, ενώ οι δυτικές
είναι κατά κανόνα γυμνές. Τα άφθονα νερά του Β. σχηματίζουν μικρούς καταρράκτες και κινούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις
στην Έδεσσα, στη Νάουσα και στη Βέροια, οι οποίες είναι χτισμένες στις ανατολικές υπώρειές του. Οι χιονοσκεπείς πλαγιές του
είναι κατάλληλες για χιονοδρομίες και προσελκύουν πολλούς φίλους των χειμερινών σπορ στους αγώνες που διεξάγονται στην
περιοχή Κάτω Β. (Σέλι) όπου υπάρχει χιονοδρομικό κέντρο από τη Λάκα Μιρέ (1.500 μ.) στην κορυφή Αρσούμπασι. Στο Β.
μάλιστα δημιουργήθηκε το πρώτο χιονοδρομικό κέντρο της χώρας.
Το Β. υψώνεται ως φυσικό τείχος μεταξύ της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας, με λίγες και υποχρεωτικές διαβάσεις, όπως
της Χάδοβας, απ’ όπου διέρχεται η οδός Θεσσαλονίκης – Βέροιας – Κοζάνης, των στενών Έδεσσας (Άγρα και Μπουχαρέμ
Χαν), απ’ όπου διέρχεται η οδική αρτηρία και η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Έδεσσας – Φλώρινας, και της
Νάουσας, απ’ όπου περνά από την Ακρινή η οδός προς την Κοζάνη. Για τον λόγο αυτό, οι δύο πρώτες διαβάσεις υπήρξαν πεδία
στρατιωτικών επιχειρήσεων, τόσο κατά τους βαλκανικούς όσο και κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Βερμίου, δήμος. Νέος δήμος (3.504 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από
τις κοινότητες Ανατολικού, Κομνηνών, Μεσοβούνου και Πύργων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο
οικισμός Κομνηνά.
Βερμόντ (Vermont). Πολιτεία (24.900 τ. χλμ., 608.827 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, που εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της
χώρας. Συνορεύει με τον Καναδά στα Β και με τις ομόσπονδες πολιτείες των ΗΠΑ Νιου Χαμσάιρ στα Α, Μασαχουσέτης στα Ν
και Νέας Υόρκης στα Δ. Πρωτεύουσα της πολιτείας είναι το Μονπελιέ (8.035 κάτ. το 2000), που ιδρύθηκε το 1787 πάνω στον
ποταμό Ουίνισκ.
Το Β. διασχίζεται, με κατεύθυνση από Β προς Ν, από τις οροσειρές των Γκριν Μάουντενς (αγγλ. Green Mountains = Πράσινα
Όρη· άλλωστε, η ετυμολογία του ονόματος της πολιτείας προέρχεται από το γαλλικό Verts Monts, όπως ονομάστηκε η περιοχή
από τους Γάλλους εξερευνητές και σημαίνει επίσης Πράσινα Όρη). Πρόκειται για πολύ ψηλά ανάγλυφα (όρος Μάνσφιλντ), που
αποτελούνται κυρίως από μεταμορφωσιγενή πετρώματα του αρχαϊκού αιώνα και έχουν σχηματιστεί στον παλαιοζωικό αιώνα,
μαζί με άλλα ανάγλυφα του ορεινού συστήματος των Απαλαχίων. Το νοτιοδυτικό τμήμα της πολιτείας διασχίζεται από τα όρη
Τακόνικ, με κατεύθυνση παράλληλη με τα Γκριν Μάουντενς, αλλά μικρότερου ύψους (όρος Εκουίνοξ). Στα Δ και στα ΒΔ τα
ορεινά ανάγλυφα χαμηλώνουν προς τα βαθύπεδα που βρίσκονται κατά μήκος της ανατολικής όχθης της λίμνης Σαμπλέν και τα
οποία διακόπτονται από μερικούς χαμηλούς δολομιτικούς και αμμώδεις λόφους. Στα Α εκτείνεται μια μεγάλη σειρά υψιπέδων
που κατεβαίνουν ομαλά προς τη βαθιά κοιλάδα του Κονέκτικατ, του σημαντικότερου ποταμού της περιοχής. Τα άλλα υδάτινα
ρεύματα κατεβαίνουν είτε προς τα Α και εκβάλλουν στον Κονέκτικατ, ο οποίος με τη σειρά του εκβάλλει στον Ατλαντικό, είτε
προς τα Δ, οπότε εκβάλλουν στη Σαμπλέν, τη μεγάλη λιμναία λεκάνη που μοιράζεται ανάμεσα στο Β. και στην πολιτεία της
Νέας Υόρκης και βρίσκεται στον μακρύ διάδρομο τεκτονικής προέλευσης, ο οποίος χωρίζει τα όρη της Νέας Αγγλίας προς τα Α
από τα Αλεγκάνια και τα όρη Αντιρόντακ προς τα Δ. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό αλλά μάλλον υγρό, με χειμώνες μεγάλης
διάρκειας και αρκετά ψυχρούς, καλοκαίρια σύντομα και δροσερά και βροχοπτώσεις που ποικίλλουν από 900 έως 1.100 χιλιοστά.
Από τις γεωργικές καλλιέργειες της πολιτείας, οι πιο αξιόλογες είναι αυτές του αραβόσιτου, της βρόμης, της πατάτας, των
ζωοτροφών και των μήλων. Η κτηνοτροφική παραγωγή περιλαμβάνει βοοειδή και πουλερικά. Σημαντική είναι η παραγωγή
γάλακτος, η οποία τροφοδοτεί τις αγορές της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης. Άλλος σημαντικός πόρος είναι η εκμετάλλευση
των εκτεταμένων δασών. Υπάρχει ανεπτυγμένη βιομηχανία στους τομείς της κατεργασίας ξύλου, της κυτταρίνης, της
χαρτοποιίας καθώς και των προϊόντων υφαντουργίας και τροφίμων. Από το υπέδαφος εξάγονταν –μέχρι και τη δεκαετία του
1940– χρυσός, ασήμι και χαλκός. Από τη δεκαετία του 1960, η περιοχή του Μπέρλινγκτον προσέλκυσε πολλές εταιρείες υψηλής
τεχνολογίας.
Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα, εκτός από την πρωτεύουσα, είναι οι πόλεις Μπέρλινγκτον στη λίμνη Σαμπλέν, Μπαρ,
Μπένιγκτον, Μπράτλμπορο και Ράτλαντ.
Ιστορία. Η περιοχή εξερευνήθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Σαμουέλ ντε Σαμπλέν (1609) και η πρώτη αγγλική
εγκατάσταση χρονολογείται στο 1724 με την ίδρυση του Φορτ Ντάμερ, όπου βρίσκεται σήμερα η Μπράτλμπορο. Το 1777, στη
διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας των δεκατριών βρετανικών αποικιών, το Β. ανακήρυξε την ανεξαρτησία του και το
1791, αφού απέκρουσε τις διεκδικήσεις της πολιτείας της Νέας Υόρκης επί των εδαφών της, έγινε δεκτή στην Ένωση ως
ομόσπονδη πολιτεία και ήταν η πρώτη που προστέθηκε στον αριθμό των δεκατριών αρχικών Ηνωμένων Πολιτειών της
Αμερικής. Τη δεκαετία του 1990 η πολιτεία έγινε γνωστή για την προοδευτική πολιτική των τοπικών αρχών της και ιδίως του
ανεξάρτητου πρώην δημάρχου Μπέρναρντ Σόντερς, σοσιαλιστή και οικολόγου πολιτικού.
Βερμούδες (Bermuda Islands). Νησιωτικό σύμπλεγμα (53,5 τ. χλμ., 64.935 κάτ. το 2004) του Βόρειου Ατλαντικού ωκεανού,
που αποτελεί εξαρτημένο έδαφος (υπερπόντια κτήση) της Μεγάλης Βρετανίας. Πρωτεύουσα είναι το Χάμιλτον (969 κάτ. το
2000· 5.270 κάτ. η κοινότητα).
Πολιτικά στοιχεία. Οι Β. βρίσκονται στα ανοιχτά της Βόρειας Αμερικής, και πιο συγκεκριμένα Α του ακρωτηρίου Χατέρας της
πολιτείας Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ, στον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό. Το αρχιπέλαγος περιλαμβάνει περίπου 150
κοραλλιογενή νησιά, από τα οποία μόλις τα είκοσι είναι κατοικημένα, διεσπαρμένα σε μια θαλάσσια έκταση 50 χλμ.· κάποιες
πηγές αναφέρουν 360 νησιά, συνολικής έκτασης 58,8 τ. χλμ., αλλά αυτό είναι ζήτημα ευρύτερων θαλάσσιων διεκδικήσεων,
καθώς πρόκειται για ακατοίκητους κοραλλιογενείς υφάλους. Τα έξι μεγαλύτερα νησιά των Β. είναι η Μεγάλη Βερμούδα (το
μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και κέντρο των Β., με έκταση 23 τ. χλμ.), το Σόμερσετ, η Ιρλανδία, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος
Δαβίδ και το Μποάζ. Διοικητικά, οι Β. διαιρούνται σε 9 κοινότητες και 2 δήμους (του Χάμιλτον και του Αγίου Γεωργίου).
Οι Β. περιλαμβάνονται στο ειδικό διεθνές καθεστώς των υπερπόντιων κτήσεων, κατάλοιπο της αποικιοκρατίας. Στην περίπτωση
των Β., την επικυριαρχία ασκεί ο εκάστοτε βασιλιάς ή η βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, που διορίζει τον γενικό κυβερνήτη
και έχει την ευθύνη των εξωτερικών υποθέσεων, της εσωτερικής ασφάλειας, της άμυνας και της αστυνομίας. Σύμφωνα με το
πρώτο σύνταγμα του 1968, το οποίο παρείχε αυτοδιοίκηση στα νησιά (και το οποίο αναθεωρήθηκε το 1989), στα υπόλοιπα
θέματα ο κυβερνήτης βοηθείται στο έργο του από το εκτελεστικό συμβούλιο (κυβέρνηση), το νομοθετικό συμβούλιο (βουλή)
και τη συνέλευση (ενδεκαμελής γερουσία). Τα σαράντα μέλη της βουλής εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία από τον λαό για
πεντατετή θητεία. Τα δύο κυρίαρχα κόμματα, από το 1968 που έγιναν οι πρώτες εκλογές, είναι το Κόμμα Ενωμένων Βερμούδων
και το Προοδευτικό Εργατικό Κόμμα. Στις εκλογές του 1997 επικράτησε το δεύτερο (μετά από τριάντα χρόνια επικράτησης του
αντίπαλου κόμματος), αναδεικνύοντας την Τζένιφερ Σμιθ πρωθυπουργό, που έγινε η δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργός στην
ιστορία των νησιών, μετά την προκάτοχό της Πάμελα Γκόρντον· πρωθυπουργός από το 2003 είναι ο Άλεξ Σκοτ. Διορισμένος
κυβερνήτης του βρετανικού στέμματος είναι από το 2002 ο σερ Τζον Βέρεκερ, ενώ τυπικά αρχηγός του κράτους είναι η
βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, Ελισάβετ Β’.
Οι Β. ακολουθούν το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και προσφέρεται δωρεάν από το κράτος, στις
ηλικίες από 5 έως 16 ετών. Από το 1974 λειτουργεί επίσης το Κολέγιο των Β., παρέχοντας ανώτερη εκπαίδευση. Ο
αναλφαβητισμός είναι πολύ χαμηλός (2% το 2000).
Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, αλλά αρκετοί μιλούν και πορτογαλικά. Σε ό,τι αφορά το θρήσκευμα, επικρατούν οι
προτεστάντες (αγγλικανοί και μη). Τέλος, η άμυνα της χώρας αποτελεί ευθύνη της μητρόπολης, Μεγάλης Βρετανίας.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Οι Β. έχουν ηφαιστειογενή προέλευση και αποτελούν τη βορειότερη κοραλλιογενή νησιωτική
ομάδα του πλανήτη. Τα νησιά χωρίζονται μεταξύ τους με στενά κανάλια. Στις δυτικές ακτογραμμές όλου του αρχιπελάγους
σχηματίζονται φυσικά καταφύγια, δασώδεις περιοχές και όμορφοι όρμοι. Γενικά, στο έδαφός τους δεν παρουσιάζονται
ορεογενετικοί σχηματισμοί, παρά μόνο χαμηλοί λόφοι που φτάνουν σε μέσο ύψος τα 80 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το
κλίμα είναι γενικά ήπιο, με μέσες θερμοκρασίες 17°C τον χειμώνα και 26°C το καλοκαίρι. Οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις
φτάνουν τα 1.470 χιλιοστά.
Πληθυσμός. Οι κάτοικοι είναι στην πλειοψηφία τους μαύροι μιγάδες, ενώ υπάρχουν και αρκετοί λευκοί (περ. 35%). Κέντρο της
διοικητικής και οικονομικής ζωής των νησιών είναι το νησί Μεγάλη Βερμούδα, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Χάμιλτον,
κυριότερο λιμάνι των Β. Μετά το Χάμιλτον, που είναι πολυσύχναστος τουριστικός προορισμός κυρίως χειμερινής διαμονής, το
σημαντικότερο αστικό κέντρο είναι ο Άγιος Γεώργιος (1.752 κάτ. το 2000), με διεθνές αεροδρόμιο. Άλλοι οικισμοί των νησιών
είναι το Ντεβονσάιρ, το Πέμπροουκ, το Σάντις, το Σμιθς, το Σαουθάμπτον και το Γουόργουικ, όλα με τοπωνύμια σαφώς
επηρεασμένα από τη βρετανική κατοχή. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης πληθυσμού είναι της τάξης του 0,74% και το προσδόκιμο
ζωής ανέρχεται σε 75 χρόνια για τους άντρες και 79 για τις γυναίκες.
Οικονομία. Το εύφορο έδαφος και το πιο ήπιο κλίμα ευνοούν τις αγροτικές καλλιέργειες, ιδιαίτερα των πρώιμων
οπωροκηπευτικών και της μπανάνας. Στις Β. ευδοκιμούν επίσης τα βιομηχανικά αγροτικά προϊόντα, όπως το βαμβάκι, ο καπνός
και ο καφές. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσιάζει επίσης η αλιεία. Όμως, ο σημαντικότερος οικονομικός πόρος των Β. είναι ο
τουρισμός, που βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ανάπτυξη, καθώς άρχισε να αξιοποιείται από τον 19ο αι., χάρη στους
Βορειοαμερικανούς που αναζητούσαν ένα κοντινό θέρετρο για να αποφεύγουν το μεγάλο ψύχος των χειμερινών μηνών. Η
τουριστική βιομηχανία, όπου απασχολείται η πλειονότητα των κατοίκων και η οποία συνεισφέρει το ένα τρίτο του συνολικού
ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας, εξυπηρετώντας περίπου 350.000 επισκέπτες κάθε χρόνο, σε συνδυασμό με
το καθεστώς των φορολογικών ελαφρύνσεων για τις αποκαλούμενες υπεράκτιες αλλοδαπές εταιρείες (offshore), έχουν συμβάλει
στην ενίσχυση της μέσης ετήσιας κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης των Β., που είναι από τις υψηλότερες του κόσμου. Πιο
συγκεκριμένα, το ΑΕΠ ανέρχεται σε 2.100 εκατ. δολ. ΗΠΑ (2000), με συμμετοχή σχεδόν 90% από τον τομέα των υπηρεσιών,
και η μέση ετήσια κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη σε 33.000 δολ. ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός υπολογίστηκε στο 2,7% την ίδια
χρονιά, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για την ανεργία.
Νόμισμα είναι το δολάριο Β. (1 ευρώ = περ. 1 δολάριο Β.).
Ιστορία. Οι Β. ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1503 από τον Ισπανό θαλασσοπόρο Χουάν ντε Μπερμούδες, ο οποίος ναυάγησε εκεί
και έδωσε έτσι το όνομά του στο αρχιπέλαγος. Τα νησιά αποικίστηκαν όμως αρκετά αργότερα, και συγκεκριμένα μετά από έναν
αιώνα, από Άγγλους αποίκους που κατευθύνονταν προς τη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, αλλά ναυάγησαν και αυτοί στα νησιά.
Επικεφαλής της ομάδας των αποίκων ήταν ο Βρετανός Τζορτζ Σόμερς, από τον οποίο τα νησιά ονομάστηκαν το 1612 Νησιά
Σόμερς. Το 1684 εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία του βρετανικού στέμματος και τον επόμενο αιώνα άρχισε η μεταφορά μαύρων
σκλάβων και Πορτογάλων εργατών. Παρά τη γειτνίαση με τις ΗΠΑ και τη μετακίνηση πληθυσμών από την πολιτεία Βιρτζίνια,
οι Άγγλοι δεν άφησαν ποτέ τα στρατηγικής σημασίας αυτά νησιά και διατηρούσαν εκεί ναυτικές βάσεις μέχρι και το 1995. Το
1941, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι Άγγλοι νοίκιασαν για 99 χρόνια στους Αμερικανούς μια έκταση στο
νησί Άγιος Γεώργιος, για να εγκαταστήσουν εκεί αεροπορική και ναυτική βάση. Όμως, και αυτή η βάση σταμάτησε να
λειτουργεί το 1995. Από το 2000 η πόλη του Αγίου Γεωργίου –μαζί με τις οχυρώσεις– έχει ανακηρυχθεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ
μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς
Το 1968 ψηφίστηκε το πρώτο σύνταγμα στη χώρα, που παραχωρούσε αυτοδιοίκηση στις Β. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1995 τα
νησιά ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας σε δημοψήφισμα, γεγονός που εκτιμάται ότι αντανακλά το υψηλό βιοτικό επίπεδο των
κατοίκων, οι οποίοι προφανώς φοβήθηκαν την απώλεια των πλεονεκτημάτων που τους παρέχει το καθεστώς της κτήσης
(υπεράκτιες εταιρείες, τουρισμός, προνομιακές εξαγωγές κλπ.).
Βερμούδων, Τρίγωνο. Θαλάσσια περιοχή στον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό, ανοιχτά της Φλόριντα, που ορίζεται από τα σημεία
της Μελβούρνης (στη Φλόριντα των ΗΠΑ), του Πουέρτο Ρίκο και των Β. Στην περιοχή αυτή είχαν εξαφανιστεί κατά το
παρελθόν αεροπλάνα και πλοία, γι’ αυτό ονομάζεται επίσης Τρίγωνο του Διαβόλου. Αν και είναι συχνές οι θύελλες σε αυτή την
περιοχή, δεν υπάρχουν επιστημονικά τεκμήρια για την ύπαρξη ασυνήθιστων φαινομένων που να σχετίζονται με αυτές τις
μυστηριώδεις εξαφανίσεις.
βερμούτ (vermouth). Ποτό που παρασκευάζεται από λευκά κρασιά, με την προσθήκη επιπλέον αλκοόλ και αρωματικών
βοτάνων, μπαχαρικών και ριζών. Περιέχει 19% οινόπνευμα. Διακρίνεται σε δύο τύπους: το ιταλικό, που είναι ηδύποτο, και το
γαλλικό, που είναι πιο ελαφρύ και ξηρό. Πίνεται ως απεριτίφ και σε κοκτέιλ.
Βερμπάνο (Verbano). Λίμνη της Ιταλίας, πιο γνωστή ως Μεγάλη Λίμνη (ιταλ. Lago Maggiore). Βλ. λ. Ματζόρε.
Βερν, Ιούλιος (Jules Verne, Ναντ 1828 – Αμιέν 1905). Γάλλος συγγραφέας, πατέρας της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας.
Σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε με ένα διήγημα στο περιοδικό Οικογενειακό Μουσείο
(Musee de Famille), το οποίο δεν είχε απήχηση, αλλά ο νεαρός τότε συγγραφέας δεν απογοητεύτηκε. Η γνωριμία του με τον
Φελίξ Τουρνασόν που ετοιμαζόταν να πετάξει με αερόστατο, στάθηκε αποφασιστική για τη συγγραφική του σταδιοδρομία,
καθώς του έδωσε υλικό για τη συγγραφή του μυθιστορήματός του Πέντε εβδομάδες με αερόστατο (1863), που σημείωσε μεγάλη
επιτυχία. Ο εκδότης Πιερ Ερζέλ, που διαισθάνθηκε το ταλέντο του νέου πεζογράφου, του πρότεινε τη συγγραφή ανάλογων
έργων, που θα κυκλοφορούσαν με τον γενικό τίτλο Παράξενα ταξίδια. Ο Β. δέχτηκε και από τότε άρχισε τη συγγραφή των
περίπου 100 μυθιστορημάτων που τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο. Από αυτά αναφέρουμε τα σπουδαιότερα: Ταξίδι στο
κέντρο της Γης (1864), Από τη Γη στη Σελήνη (1865), Γύρω από τη Σελήνη (1869), Τα παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ (1867),
20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1870), Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες (1872), Μυστηριώδης νήσος (1874), Μιχαήλ
Στρογκόφ (1876), Δεκαπενταετής πλοίαρχος (1878), Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ (1879), Ματίας Σαντόρφ (1885),
Ροβήρος ο κατακτητής (1886), Καίσαρ Κασκαμπέλ (1890), Ο πύργος των Καρπαθίων (1962). Ένα μυθιστόρημά του, εξάλλου,
με τον τίτλο Το αρχιπέλαγος φλέγεται (ελληνικός τίτλος Το Αιγαίο ανάστατο) είναι εμπνευσμένο από τον ελληνικό
απελευθερωτικό αγώνα κατά των κατακτητών Τούρκων.
Τα περισσότερα μυθιστορήματα του Β. θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προφητικά, γιατί σε αυτά προβλέπονται πολλά
επιστημονικά και τεχνικά επιτεύγματα. Το υποβρύχιο, η βαθύσφαιρα και το αεροπλάνο έχουν τους πρόδρομούς τους στις
σελίδες των έργων του, χωρίς να ξεχνούμε ότι πρώτος προέβλεψε και τα διαστημικά ταξίδια. Αλλά και τα βιβλία του που
αναφέρονται σε εξερευνήσεις ή σε περιγραφές άγνωστων στην εποχή του περιοχών του πλανήτη μας, δεν στερούνται
διορατικότητας (π.χ. Η Σφίγγα των πάγων).
Ο Β. συγκίνησε αναγνώστες όλων των ηλικιών και των εθνικοτήτων και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, και
μάλιστα χωρίς να μειώνεται ο αριθμός των αναγνωστών τους με την πάροδο του χρόνου.
Βερναίες Άλπεις. Τμήμα της οροσειράς των Άλπεων, που εκτείνεται σε ελβετικά εδάφη. Βλ. λ. Ελβετία (Γεωγραφικά στοιχεία
και κλίμα)· Άλπεις· Βέρνη (καντόνι).
Βερναρδάκης, Αθανάσιος (Μυτιλήνη 1844 – 1912). Οικονομολόγος και συγγραφέας, αδελφός των Γρηγορίου και Δημητρίου
Βερναρδάκη (βλ. λήμματα). Σπούδασε πολιτική οικονομία στο Παρίσι (1866-70) και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου
ασχολήθηκε με το εμπόριο. Παράλληλα, επιδόθηκε στη συγγραφή πολυάριθμων οικονομολογικών μελετών: De l’origine des
monnaies et des leurs noms (Η καταγωγή των νομισμάτων και η ονομασία τους, Παρίσι 1870), Le pαpiermonnaie de l’antiquite
(Το χαρτονόμισμα της αρχαιότητας, Παρίσι 1874), Περί του εν Ελλάδι εμπορίου (Αθήνα, 1885), Η ανακαίνισις του Παρθενώνος
(Αθήνα, 1906) κ.ά.
Βερναρδάκης, Γρηγόριος (Μυτιλήνη 1848 – 1925). Φιλόλογος, παλαιογράφος και πανεπιστημιακός, αδελφός των Αθνασίου
και Δημητρίου Βερναρδάκη (βλ. λήμματα). Το όνομά του συνδέεται στενά με την ελληνική παροικία της Αιγύπτου, μια και
διετέλεσε διευθυντής της Αμπετείου σχολής του Καΐρου και του Αβερώφειου γυμνασίου της Αλεξάνδρειας.
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Από την Αίγυπτο έφυγε για
μετεκπαίδευση στη Λειψία και στο Βερολίνο και έπειτα πήγε στο Παρίσι και στην Ιταλία, όπου μελέτησε χειρόγραφα των
τοπικών βιβλιοθηκών. Το 1880 διορίστηκε γυμνασιάρχης στη Μυτιλήνη και το 1895 διευθυντής του Ζαρίφειου διδασκαλείου
της Φιλιππούπολης. Το 1898 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εκτός από μια επτάτομη έκδοση των Ηθικών του Πλουτάρχου (Λειψία, 1888-96), έγραψε και πολλά πρωτότυπα έργα της
ειδικότητάς του, καθώς και ένα Λεξικόν ερμηνευτικόν των ενδοξοτάτων Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων (1918).
Βερναρδάκης, Δημήτριος (Μυτιλήνη 1833 – 1907). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και δραματικός ποιητής. Σπούδασε
φιλολογία και ιστορία στα πανεπιστήμια Αθηνών, Μονάχου και Βερολίνου. Όταν επέστρεψε, διορίστηκε καθηγητής της γενικής
ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1861-69 και 1882-83). Το πάθος του, όμως, ήταν το δραματικό θέατρο. Από φοιτητής
ακόμα άρχισε να γράφει μια σειρά από τραγωδίες πάνω σε ευριπίδεια και σαιξπηρικά πρότυπα: Μαρία Δοξαπατρή, Μερόπη,
Κυψελίδαι, Ευφροσύνη, Νικηφόρος Φωκάς και Φαύστα· το τελευταίο θεωρείται το καλύτερο έργο του. Το κοινό τις υποδέχτηκε
με ενθουσιασμό, οι κριτικές επιτροπές όμως των θεατρικών διαγωνισμών της εποχής δεν τις έκριναν άξιες βραβείου. Ο Β. κάθε
φορά απαντούσε με δηκτικές αντεπικρίσεις. Έτσι, γρήγορα δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπό του ένα εχθρικό κλίμα που
τον ανάγκασε δύο φορές να παραιτηθεί από την έδρα του στο πανεπιστήμιο και τελικά να απομονωθεί στη Μυτιλήνη. Με την
ίδια δηκτικότητα, αλλά και με γερή επιχειρηματολογία, έγραψε τον Ψευδαττικισμού έλεγχον (1884), κείμενο με το οποίο
υπερασπίστηκε τη δημοτική και επιτέθηκε κατά του Κωνσταντίνου Κόντου και των οπαδών του γλωσσικού αρχαϊσμού. Από τα
άλλα έργα του πρέπει ιδιαίτερα να μνημονευτούν η τρίτομη υποδειγματική έκδοση οκτώ τραγωδιών του Ευριπίδη (1888-1903),
το Εγχειρίδιον γενικής ιστορίας (1867) και η πραγματεία Περί εκκλησιαστικής μουσικής (1876).
Βερναρδίνος της Σιένα (Bernardino da Siena, Μάσα Μαρίτιμα 1380 – Ακουιληία 1444). Άγιος της Δυτ. Καθολικής
Εκκλησίας. Υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα της εποχής του χάρη στην διδασκαλία, στο πρωτότυπο και γόνιμο κήρυγμά του,
στον ανθρωπισμό και στο νέο πνεύμα, που ήταν διάχυτο στο φραγκισκανό τάγμα του 15ου αι. Σπούδασε στη Σιένα φιλοσοφία,
νομικά και κλασικούς Λατίνους συγγραφείς. Σε ηλικία 22 ετών κατατάχθηκε στο τάγμα των Ελαχίστων Αδελφών και το 1405
άρχισε να κηρύττει με ευγλωττία και δημοτικότητα. Τα γραπτά κηρύγματά του παραμένουν μεταξύ των φιλολογικών μνημείων
του 15ου αι.
Βερνάρδος (Bernard, 797 – 818 μ.Χ.). Πρώτος βασιλιάς της Ιταλίας (813-818). Γιος του Πεπίνου του Βραχύ, ανακηρύχθηκε
από τον παππού του Καρλομάγνο βασιλιάς της Ιταλίας, με τον όρο ότι θα αναγνώριζε την επικυριαρχία του θείου του
Λουδοβίκου του Αγαθού. Μετά τη διανομή του κράτους από τον τελευταίο στους γιους του, ο Β., επειδή θεώρησε ότι είχε
αδικηθεί, στασίασε εναντίον του Λουδοβίκου, αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί. Ο Λουδοβίκος, αν
και του χάρισε τη ζωή, τον τιμώρησε με την ποινή της τύφλωσης, αλλά ο Β. ύστερα από μερικές μέρες πέθανε.
Βερνάρδος, Εμμανουήλ (Ρέθυμνο 1777 – Αθήνα 1852). Λόγιος, νομομαθής και αγωνιστής του 1821. Σπούδασε στην
Κωνσταντινούπολη και στη Μολδοβλαχία. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Ιάσιο, όπου το 1812 ίδρυσε ελληνικό τυπογραφείο και
εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος σε φαναριώτικες οικογένειες. Η ευφυΐα και η το ήθος του τού εξασφάλισαν την εύνοια του
ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη, αναγκάστηκε
να καταφύγει στην Οδησσό και από εκεί στη Βενετία, όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη των αρχείων της πόλης. Το 1824
εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και ανέλαβε τη γενική γραμματεία του Υπουργείου Δικαίου. Αργότερα πολέμησε τους Τούρκους
με σώμα συμπατριωτών του και διετέλεσε πληρεξούσιος Κρήτης. Μετά την απελευθέρωση ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο
και κατέλαβε κατά καιρούς διάφορες θέσεις. Ο Β. έγραψε μελέτες της ειδικότητάς του και τα Ηθικά ποιήματα (Ιάσιο, 1814).
Επίσης, μετέφρασε ιστορικά έργα που αναφέρονται στην Κρήτη.
Βερνάρδος του Κλερβό (Bernard de Clairvaux, Φοντέν, Ντιζόν 1091 – Κλερβό 1153). Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος, άγιος
της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Υπήρξε, μαζί με τον Ούγο και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτορα, μια από τις κεντρικές
φυσιογνωμίες του μυστικισμού της εποχής του. Μοναχός, σε ηλικία είκοσι ετών ίδρυσε το μοναστήρι του Κλερβό και το
διηύθυνε σχεδόν επί σαράντα χρόνια. Παρά τον μονήρη βίο και τη μυστικιστική έφεση του πνεύματός του, ανέπτυξε σημαντική
και πολύπλευρη δραστηριότητα: πέτυχε την καταδίκη του Αβελάρδου (σύνοδος της Σιένα, 1140), αντιτάχθηκε στη διδασκαλία
του Ζιλβέρ ντε λα Πορέ και των Καθαρών και υπήρξε εμψυχωτής της Β’ Σταυροφορίας του 1147.
Στα έργα του υπογράμμισε το εύθραυστο της πίστης που βασίζεται στα σοφίσματα του λόγου, εξήρε την ταπείνωση ως την οδό
και το ήμισυ της θέωσης του ανθρώπου, του οποίου σκοπός είναι η έκσταση και η άφατος απόλαυση του Θεού. Αυτό το
εννοούσε ως ενέργεια και πράξη, η οποία στην πραγματικότητα είναι προοδευτική κατάσταση απασχόλησής μας από τον Θεό.
Στην Απολογία προς Γουλιέλμον, ηγούμενον Αγίου Θεοδωρίχου, για να καταπολεμήσει το τάγμα των Κλουνιανών, έγραψε μια
περίφημη κριτική ερμηνεία της ρομανικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Με τις αρχές που διατύπωσε, διαμορφώθηκε η
κιστερκιανή αρχιτεκτονική.
Βερνάρδος του Μαντόν (Bernard de Menthon, 923 – 1009). Ιταλός κληρικός, άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ο Β.
ήταν ο ιδρυτής των ομώνυμων μονών στις Άλπεις (Αγίου Βερνάρδου) και πέρασε όλη τη ζωή του κοντά στους χωρικούς της
Αόστης στις ιταλικές Άλπεις, όπου μαζί με τους υπόλοιπους μοναχούς και τα περίφημα σκυλιά που επίσης πήραν από αυτόν το
όνομά τους (βλ. λ. Αγίου Βερνάρδου, σκυλιά) βοηθούσε όσους ταξιδιώτες προσπαθούσαν να διασχίσουν τα δύσβατα τότε
περάσματα των Άλπεων. Ο Β. θεωρείται προστάτης των ορειβατών. Η μνήμη του τιμάται από τη Δυτ. Εκκλησία στις 15 Ιουνίου.
Βερνάτσας, Ραφαήλ (Χίος ; – 1780). Λόγιος και κληρικός του ρωμαιοκαθολικού δόγματος (αναφέρεται και ως Βερνάσας).
Καθολικός στο θρήσκευμα, σπούδασε στο Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας της
φιλοσοφίας και της θεολογίας. Δίδαξε ελληνικά στο κολέγιο Propaganda Fide και παράλληλα εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη
βιβλιοθήκη του Βατικανού έως τον θάνατό του. Ο Β. έγραψε ελληνικά ποιήματα γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες. Σε ένα
από αυτά, γραμμένο στην αρχαΐζουσα, εκφράζει την ελπίδα ότι ο διάδοχος του Βίκτορα Αμεδαίου Γ’ της Σαβοΐας, Κάρολος
Εμμανουήλ, θα γίνει ο απελευθερωτής της τουρκοκρατούμενης Κύπρου.
Βερνέ (Vernet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν:
1. Αντουάν Σαρλ Οράς (Antoine Charles Horace Vernet, 1758 – 1836). Γιος του Κλοντ Ζοζέφ (4.), ειδικεύτηκε στην
αναπαράσταση αλόγων, ιπποδρομιών και σκηνών μάχης, κυρίως από τη δράση του Μεγάλου Ναπολέοντα: Η μάχη του
Μαρενγκό, Ο βομβαρδισμός της Μαδρίτης, Η μάχη του Ριβολί κ.ά. Δημοσίευσε επίσης πολλές αξιόλογες γελοιογραφικές
συνθέσεις του.
2. Εμίλ Ζαν Οράς (Emile Jean Horace Vernet, 1789 – 1863). Γιος του Αντουάν Σαρλ Οράς (1.), ασχολήθηκε κι αυτός, όπως ο
πατέρας του, με την απεικόνιση αλόγων και σκηνών μάχης. Υπήρξε θερμός θαυμαστής του Ναπολέοντα και τα περισσότερα
έργα του είναι εμπνευσμένα από τη στρατιωτική του δράση.
3. Καρλ (Carle Vernet). Διαφορετικό όνομα που χρησιμοποίησε ο Αντουάν Σαρλ Οράς (1.).
4. Κλοντ Ζοζέφ (Claude Joseph Vernet, Αβινιόν 1714 – Παρίσι 1789). Ο διασημότερος της οικογένειας. Βλ. λ. Βερνέ, Κλοντ
Ζοζέφ.
Βερνέ, Κλοντ Ζοζέφ (Claude Joseph Vernet, Αβινιόν 1714 – Παρίσι 1789). Γάλλος ζωγράφος. Καταγόταν από οικογένεια που
ανέδειξε πολλούς ζωγράφους (βλ. λ. Βερνέ) και από τον πατέρα του, Αντουάν, επίσης ζωγράφο, διδάχτηκε σε παιδική ηλικία το
σχέδιο. Μόλις 18 ετών πήγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε πολλά χρόνια ζωγραφίζοντας και μελετώντας τις ιδιότητες του φωτός
και τις επιδράσεις του στη διαμόρφωση των χρωματικών βαθμίδων. Επιδόθηκε στις σπουδές υπαίθρου μελετώντας ιδιαίτερα τα
προβλήματα ατμοσφαιρικής προοπτικής. Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, ανέλαβε να ζωγραφίσει, ύστερα από παραγγελία
του Λουδοβίκου ΙΕ’, τα Λιμάνια της Γαλλίας (φιλοτέχνησε τελικά 14). Ζωγράφισε επίσης θαλασσινά θέματα και κυρίως
ναυάγια με ένα έντονα ρομαντικό και μάλλον θεατρικό ύφος. Το 1766 διορίστηκε σύμβουλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Έργα
του υπάρχουν στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Βέρνερ, Άλφρεντ (Alfred Werner, Μιλούζ, Αλσατία 1866 – Ζυρίχη 1919). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε
στη Ζυρίχη, όπου συνεργάστηκε με τον Λούνγκε και τον Χαντς και στο Παρίσι, κοντά στον Μπερτελό. Διορίστηκε έκτακτος
καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1893 και μετά από δύο χρόνια έγινε τακτικός καθηγητής. Δημοσίευσε
ενδιαφέρουσες εργασίες σχετικά με τη στερεοχημεία των ανόργανων ενώσεων, επεξεργάστηκε τη θεωρία της συνδιάταξης και
μελέτησε τα φαινόμενα ισομέρειας και μοριακής σύνταξης. Το 1913 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χημείας για τις έρευνές
του.
Το όνομα του Β. συνδέεται με τις αντιλήψεις του για το σθένος των στοιχείων. Διαχωρίζοντας τα πρωτεύοντα σθένη από τα
δευτερεύοντα, διευκρίνισε ότι τα δευτερεύοντα εκδηλώνονται ως ικανότητα του ατόμου να δημιουργήσει δεσμούς, εφόσον
κορεστούν τα πρωτεύοντα σθένη του. Με βάση την άποψη αυτή, εισηγήθηκε την αρχή της συνδιάταξης και έδωσε την πρώτη
ικανοποιητική εξήγηση για τον σχηματισμό των σύμπλοκων ενώσεων. Ειδικότερα, ο Β. κατέταξε ορθολογιστικά τις
πολυάριθμες σύμπλοκες ενώσεις της όγδοης ομάδας και ανακάλυψε νέους τύπους γεωμετρικής και οπτικής ισομέρειας.
Βέρνερ, Άμπραχαμ Γκότλομπ (Abraham Gotlob Werner, Βέχραμ, Μπούντσλαου 1749 – Δρέσδη 1817). Γερμανός γεωλόγος
και ορυκτολόγος. Υπήρξε ο πρώτος που προσπάθησε να κατατάξει τις υφιστάμενες τότε γνώσεις για τη φύση των συστατικών
του φλοιού της Γης σε τελείως ξεχωριστή ύλη, διαχωρίζοντας έτσι την ορυκτολογία από τους άλλους τομείς της γεωλογίας.
Επιπλέον, κατέταξε τα ορυκτά με βάση, όχι πια τα μορφολογικά κριτήρια, αλλά τη χημική τους σύσταση.
Βέρνη (γερμ. Βern, γαλλ. Berne). Πόλη (122.707 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ελβετίας, καθώς και του ομώνυμου
καντονιού. Βρίσκεται στην κεντροδυτική Ελβετία, σε υψόμετρο 545 μ., στις όχθες του ποταμού Άαρ και στη διασταύρωση
μεγάλων διεθνών συγκοινωνιακών οδών. Ο ποταμός Άαρ χωρίζει την πόλη σε δύο ομόκεντρες περιοχές. Ο παλαιός πυρήνας της
πόλης, γραφικά συγκεντρωμένος πάνω σε ένα βραχώδες αντέρεισμα που περιβάλλεται από τρεις πλευρές από τον Άαρ, διατηρεί
τη χαρακτηριστική μεσαιωνική του όψη. Η παλιά πόλη διατηρεί ακόμα τους παράλληλους στενούς δρόμους, τα κτίρια με τις
στοές και τις καλλιτεχνικές κρήνες, σύμφωνα με το τυπικό γερμανικό νεοκλασικό ύφος. Η σύγχρονη πόλη, στην απέναντι όχθη,
έχει ακολουθήσει ένα πολεοδομικό σχέδιο με συνοικίες πλούσιες σε εκτεταμένους χώρους πρασίνου, όπου κυριαρχούν μεγάλα
κτίρια, έδρες των διεθνών οργανισμών. Ωστόσο, στην παλιά πόλη βρίσκονται τα πιο σημαντικά μνημεία της Β.: ο νεογοτθικού
ρυθμού καθεδρικός ναός (15ος-16ος αι.), η γοτθική εκκλησία του Νίντεκ (15ος αι.), η μπαρόκ εκκλησία του Αγίου Πνεύματος
και το καμπαναριό της, που ήταν μέρος των οχυρωματικών τειχών του 12ου αι., το Δημαρχείο (15ος αι.) και ο Πύργος του
Ρολογιού. Από το 1983 το ιστορικό κέντρο της Β. έχει ανακηρυχθεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς.
Η Β. είναι έδρα των κυριότερων πολιτικών και διοικητικών οργάνων της χώρας, σημαντικών μορφωτικών ιδρυμάτων, μουσείων
(ιστορικό, καλών τεχνών, φυσικής ιστορίας), διαφόρων διεθνών οργανώσεων (Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση, Παγκόσμια
Ένωση Συγκοινωνιών και Παγκόσμια Ένωση Πνευματικών Δικαιωμάτων). Η οικονομική ζωή της εξαρτάται, εκτός από τους
φυσικούς πόρους του καντονιού, και από τη διπλή ιδιότητα που έχει, ως πρωτεύουσα της Ελβετίας και διεθνές κέντρο. Η Β.
παρουσιάζει σημαντική εμπορική κίνηση στα είδη τροφίμων· η βιομηχανία της βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, ιδιαίτερα στους
τομείς της υφαντουργίας, της χρυσοχοΐας και της χαρτοποιίας, ενώ παράλληλα διαθέτει μεγάλη τουριστική κίνηση.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 1191 από τον Μπέρτολντ Ε’ του Τσέρινγκεν και πήρε το όνομα του θρυλικού Γερμανού ήρωα
Ντίτριχ φον Μπερν. Τέθηκε υπό την άμεση εξάρτηση της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας πρώτα και των δουκών
της Σαβοΐας έπειτα. Έγινε αυτόνομη, ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη στο τέλος του 13ου αι., όταν άρχισε η κατάκτηση των
γειτονικών εδαφών. Το 1353 έγινε μέλος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Το 1468 έλαβε μέρος στον πόλεμο κατά της Αυστρίας
και το 1494 στους πολέμους εισβολής στην Ιταλία μαζί με τους Γάλλους. Αφού ιδιοποιήθηκε μερικά εδάφη του οίκου της
Σαβοΐας, αναστατώθηκε από τις αιματηρές εξεγέρσεις των χωρικών και από τους θρησκευτικούς αγώνες ανάμεσα στα
προτεσταντικά και καθολικά καντόνια. Καταφύγιο των ουγενότων μετά την ακύρωση του Εδίκτου της Ναντ, κατελήφθη από
τους Γάλλους και ενώθηκε πρώτα με την Ελβετική Δημοκρατία και στη συνέχεια με την Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα. Μετά
τη διάσκεψη της Βιέννης (1815) ανέλαβε την εξουσία μια αριστοκρατική κυβέρνηση, αλλά η πόλη σύντομα επέστρεψε στον
δρόμο του εκδημοκρατισμού και το 1848 ορίστηκε πρωτεύουσα του κράτους.
Βέρνη (γερμ. Bern, γαλλ. Berne). Καντόνι (5.960 τ. χλμ., 957.197 κάτ. το 2000) της Ελβετίας, ένα από τα μεγαλύτερα της
χώρας σε έκταση και σε πληθυσμό. Εκτείνεται από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, από τα γαλλικά σύνορα έως το Βαλέ, είναι ορεινό στα
ΒΔ (Ιούρας) και στα ΝΑ (Όμπερλαντ), πεδινό ή κυματοειδές στο κεντρικό του τμήμα, στην περιοχή του ελβετικού υψιπέδου
(Μίτελαντ). Τα βουνά, οι λόφοι και οι λίμνες του (λίμνες του Μπριέντς, της Τουν και της Μπιέλ) συγκροτούν ένα από τα πιο
υποβλητικά τοπία όλης της Ελβετίας.
Εκτός από την ομώνυμη πρωτεύουσα, που είναι και διοικητικό κέντρο όλης της χώρας, σημαντικότερα αστικά κέντρα του
καντονιού είναι η Μπιέλ, βιομηχανική πόλη με σύγχρονη εμφάνιση, αλλά και με ένα τμήμα που έχει μείνει σχεδόν αμετάβλητο,
και η Τουν, τουριστικό κέντρο με πολλά μνημεία. Στον Βερναίο Ιούρα βρίσκονται οι μικρές γραφικές πολίχνες Ποραντρί με το
επιβλητικό κάστρο της, Ντελεμόν, Σεν-Ιμιέ και Ταβάν, γνωστές για τις βιομηχανίες ρολογιών. Στο ελβετικό υψίπεδο βρίσκονται
το υφαντουργικό κέντρο του Μπρούργκντορφ και το Λάνγκναου στο Έμενταλ. Γνωστές τουριστικές τοποθεσίες είναι τέλος το
Σπιτς με αρχαίο κάστρο και μια εκκλησία του 11ου αι., το Ιντερλάκεν, σε υπέροχη πανοραμική θέση, το Μπριέντς στην
ομώνυμη λίμνη και στο ψηλότερο τμήμα του Όμπερλαντ, το Γκρίντεβαλντ, το Βένγκεν, το Μίρεν, το Κάντερστεγκ, το
Άντελμποντεν και το Γκστάαντ.
βερνιέρος (Τεχνολ.). Όργανο μέτρησης των κλασμάτων μιας δεδομένης μονάδας μέτρησης. Ο β. που χρησιμοποιείται για την
ακριβή μέτρηση του μήκους, του πάχους, της εξωτερικής διαμέτρου κλπ. είναι προσαρμοσμένος επάνω στο λεγόμενο
παχύμετρο. Το σύστημα αποτελείται από έναν μεταλλικό κανόνα R, διαιρεμένο σε χιλιοστά και λυγισμένο στο ένα άκρο Α, κατά
90°. Επάνω στον κανόνα ολισθαίνει ένας βοηθητικός κανόνας Β, ο οποίος έχει μια κλίμακα S μήκους 9 χιλιοστών, διαιρεμένη σε
10 τμήματα (μερικές φορές και σε 20 ή 50 τμήματα). Αν τα Α και Β συμπίπτουν, τα σημεία μηδέν των δύο κλιμάκων
συμπίπτουν. Εάν μετακινηθεί το Β, το μηδέν της S μας επιτρέπει να διαβάσουμε την απόσταση του Β από το Α σε χιλιοστά, αν
το μηδέν αυτό συμπίπτει με μια υποδιαίρεση σε χιλιοστά της R. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η υποδιαίρεση της S, που συμπίπτει με
την υποδιαίρεση της R, μας δίνει τα επιπλέον δέκατα του χιλιοστού. Η αρχή του β. εφαρμόζεται και σε βαθμονομημένα τόξα για
τη μέτρηση κλασμάτων μοίρας ή βαθμού.
Η ονομασία του β. οφείλεται στον Γάλλο μαθηματικό Πιερ Βερνιέρ, ο οποίος περιέγραψε το όργανο το 1631 σε ένα έργο του.
Βέρνικε, Καρλ (Carl Wernicke, Τάρνοβιτς, Πολωνία 1848 – Θουριγκία, Γερμανία 1905). Γερμανός ψυχίατρος, νευρολόγος και
πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής ψυχιατρικής και νευρολογίας στο Μπρεσλάου (1890) και στο Χάλε (1904). Σημαντικές
υπήρξαν οι έρευνές του σχετικά με την ανατομία του νευρικού συστήματος, τη συμπτωματολογία της ημιπληγίας στην ψύχωση,
την αφασία κλπ. Το όνομά του έχει δοθεί τιμητικά σε μια αντίδραση, σε μια νόσο και στη λεγόμενη ζώνη (ή πεδίο) Β.
βερνίκι (Ζωγρ.). Όρος που δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση
ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από
διαλύματα σε μεταβλητές αναλογίες ρητινών (τεχνητών ή φυσικών) ή καουτσούκ σε έλαιο ή αλκοόλ. Στην ελαιογραφία, το
βερνίκωμα είναι απαραίτητο για να αποφεύγονται τα δυσάρεστα αποτελέσματα της ξήρανσης, για να διευκολύνεται η πρόσφυση
των επαλλήλων στρωμάτων χρώματος και για να επιτυγχάνεται προστασία από την υγρασία, την τριβή, το φως κλπ. Ένας
ιδιαίτερος τύπος β. είναι εκείνο που φέρει το όνομα των εφευρετών του, των Γάλλων αδελφών Μαρτέν, που κατάφεραν να
μιμηθούν αρκετά ικανοποιητικά τις λάκες της Κίνας του 18ου αι.
βερνίκι (Τεχνολ.). Οποιοδήποτε υλικό χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ή την προληπτική προστασία επιφανειών ή
αντικειμένων (βερνίκωμα), η οποία συνίσταται στην επάλειψη του β. με διάφορες μεθόδους. Το β. αυτό μπορεί να οριστεί ως
ένα αιώρημα –μέσα σε κατάλληλο υγρό– στερεών και λεπτότατα καταμερισμένων συστατικών, τα οποία, όταν απλωθούν σε μια
επιφάνεια, ξηραίνονται και σχηματίζουν ένα υμένιο, είτε με οξείδωση είτε με εξάτμιση. Εξωτερικές επιφάνειες (π.χ. στην
οικοδομική) ή επιφάνειες αντικειμένων εκτεθειμένων συνήθως στις καιρικές συνθήκες απαιτούν β. που εξασφαλίζουν μια καλή
προστασία, ενώ εσωτερικές επιφάνειες ή αντικείμενα κλειστών χώρων απαιτούν β. που δίνουν ωραία εμφάνιση ή λεία επιφάνεια.
Για να επιτευχθεί ένα καλό βερνίκωμα, οι επιφάνειες πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένες, δηλαδή λείες, ομοιόμορφες και
χωρίς πόρους. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ειδικά επιχρίσματα.
Το βερνίκωμα μπορεί να γίνει είτε με πινέλο είτε με ψεκασμό είτε με βύθιση του αντικειμένου σε λουτρό χρώματος. Οι δύο
τελευταίοι τρόποι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία. Το βερνίκωμα με ψεκασμό εκτελείται με ένα εργαλείο σε σχήμα
πιστολιού, το πιστολέτο, στο οποίο διοχετεύεται με σωλήνα πεπιεσμένος αέρας. Ο αέρας, με τον στροβιλισμό και την υψηλή του
ταχύτητα, καταμερίζει το β. σε λεπτότατα μόρια και το κατευθύνει στην επιφάνεια.
Αξιοσημείωτη μέθοδος είναι το ηλεκτροστατικό βερνίκωμα με ψεκασμό. Αυτό συνίσταται στη φόρτιση των μορίων του β. με
αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο, ενώ το αντικείμενο που πρόκειται να βερνικωθεί φορτίζεται θετικά. Το αρνητικό φορτίο
προσδίδεται κατά τον ψεκασμό με χρήση ειδικών πιστολέτων που υποβάλλουν το β. σε ένα ηλεκτροστατικό πεδίο υψηλής
τάσης. Αντίθετα, το θετικό φορτίο δίνεται στο αντικείμενο με την καλή γείωσή του. Με το σύστημα αυτό, η απώλεια β.
περιορίζεται στο ελάχιστο, ακόμα και στην περίπτωση μεταλλικών δικτύων. Γενικά, επιτυγχάνεται οικονομία β. περίπου άνω
του 35%.
Όσο για τους τύπους β., αυτοί είναι τα κυρίως β., τα χρωστικά β. και τα σμάλτα. Τα πρώτα είναι β. που δίνουν διαφανή υμένια·
τα χρωστικά β. έχουν ουσίες που δίνουν χρωματιστά και τα σμάλτα δίνουν υαλώδη, έγχρωμα ή άχρωμα υμένια μεγάλης
σκληρότητας. Τα συστατικά ενός β. διαιρούνται σε τρεις ομάδες: τον φορέα, τους διαλύτες και τα αιωρούμενα συστατικά. Ο
φορέας, ο οποίος κατά την ξήρανση σχηματίζει το συνεχές υμένιο, αποτελείται συνήθως από έλαια (λινέλαιο, κικινέλαιο κλπ.) ή
από συνθετικές ρητίνες (πολυβινυλικές ρητίνες, σιλικόνες) ή από εστέρες (χρησιμοποιείται ιδιαίτερα η νιτροκυτταρίνη, λόγω της
ελαστικότητας και της αντοχής της). Οι διαλύτες, που εξατμίζονται μετά την εφαρμογή του β., έχουν σκοπό να μειώσουν το
κολλώδες του β., ώστε να γίνει κατάλληλο για εφαρμογή και, μερικές φορές, να διατηρήσουν τον φορέα σε υγρή κατάσταση.
Συνηθέστεροι είναι η ακετόνη, οι αλκοόλες (μεθυλική, αιθυλική κλπ.), οι υδρογονάνθρακες (βενζόλιο, τολουόλιο κλπ.). Τα
αιωρούμενα συστατικά περιέχονται μόνο στα χρωστικά β. και στα σμάλτα και είναι ουσίες λεπτά καταμερισμένες, που
σχηματίζουν αιωρήματα με τον φορέα. Οι έγχρωμες ουσίες ονομάζονται χρωστικά, ενώ ως στερεωτικά χαρακτηρίζονται οι
άσπρες ή άχροες ουσίες (βαρίτης, ανθρακικό ασβέστιο κλπ.), οι οποίες δεν μεταβάλλουν το χρώμα, αλλά αυξάνουν την
αντίσταση των χρωστικών. Τα πιο συνήθη χρωστικά είναι διάφορες γαίες, μεταλλικά οξείδια και, για φωσφορίζουσα βαφή, ο
θειούχος ψευδάργυρος.
Βέρνικο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 38 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, Β
της λίμνης του Καστρακίου, 103 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων.
Βέρνο. Βουνό (2.128 μ.) της Δυτικής Μακεδονίας, που υψώνεται στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλωρίνης. Είναι γνωστό
και ως Βίτσι, από την ονομασία της ψηλότερης κορυφής του. Εκτείνεται από τη διάβαση του Πισοδερίου, συνέχεια του
Βαρνούντος, προχωρεί με νοτιοανατολική κατεύθυνση στα όρια των νομών Φλωρίνης-Καστοριάς και σχηματίζει από Β προς Ν
τις κορυφές Βίγλα (1.932 μ.), Τσούκα (1.679 μ.), Πλατύ (1.759 μ.) και Βίτσι (2.128 μ.). Μετά, αρχίζει να χαμηλώνει έως τα
στενά της Κλεισούρας, όπου απολήγει, μεταξύ των λιμνών Καστοριάς προς Δ και Χειμαδίτισσας προς Α. Μετά τα στενά αρχίζει
να υψώνεται το Άσκιο-Σινιάτσικο, νότια συνέχεια του Βαρνούντος.
Το βουνό, που εκτείνεται συνολικά σε μήκος περίπου 30 χλμ., έχει κυρίως ασβεστολιθικά πετρώματα. Τα μεγαλύτερα από τα
υδάτινα ρεύματα που πηγάζουν από αυτό είναι το Μακρυχώρι, ο Μελάς, ο Ξεροπόταμος προς Δ και το Ασπρόρρεμα προς Α.
Εκτός από την υψηλή ζώνη, σχεδόν ολόκληρο το υπόλοιπο καλύπτεται από δάση.
Βερνταγκουέρ, Χαθίντο (Jacinto Verdaguer, Φολγκαρόλας 1845 – Βαλβιντρέρα 1902). Ισπανός Καταλανός ποιητής (το
επώνυμό του στα καταλανικά προφέρεται Βαραγκάρ). Αρχικά ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο, αλλά πολύ νέος ανακάλυψε το
ποιητικό του ταλέντο και το 1865 κέρδισε σε ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο. Αφού χειροτονήθηκε ιερέας, το 1870,
πραγματοποίησε πολλά ταξίδια, κυρίως στην Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Πολύ σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση με την
εκκλησιαστική ιεραρχία και του απαγορεύτηκε για μερικά χρόνια η εκτέλεση των ιερατικών του καθηκόντων. Παρά τη
δημοτικότητα του συγγραφικού του έργου, αντιμετώπισε πολλές στερήσεις και έλλειψη κατανόησης και πέθανε σε μεγάλη
ένδεια.
Ποιητής αυθόρμητος, με τρυφερή και συχνά μυστικιστική ευαισθησία, ο Β. υπήρξε ο πρώτος εκπρόσωπος της καταλανικής
λογοτεχνικής αναγέννησης του 19ου αι.· θεωρείται, άλλωστε, ο εθνικός ποιητής των Καταλανών. Περισσότερο και από τις
ποικίλες συνθέσεις επικού χαρακτήρα, όπως η Ατλαντίδα (1877) και το Kaνιγκό (1885), και πολυάριθμα ποιήματά του
πατριωτικού χαρακτήρα, αξιομνημόνευτα είναι τα θρησκευτικού περιεχομένου και γεμάτα ειλικρίνεια τραγούδια του και οι
σύντομες συνθέσεις του, όπου περιγράφει με γοητευτικό τρόπο τη φύση. Αυτά είναι συγκεντρωμένα στις ποιητικές συλλογές
Μυστικά ειδύλλια και ωδές (1879), Τριανταφυλλιές για όλο τον χρόνο (1894) και Άσματα (1882). Από τις ταξιδιωτικές του
εμπειρίες σώζονται το Εκδρομές και ταξίδια (1887) και άλλα πεζά, διασκορπισμένα στους 27 τόμους στους οποίους τυπώθηκαν
για πρώτη φορά τα έργα του (1904-20).
Βερντάντι (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1906. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 15,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
10,49. Διεθνώς ονομάζεται Werdandi 621.
Βερντέν (Verdun). Πόλη (19.624 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γαλλίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λορένης,
χτισμένη κοντά στον ποταμό Μεζ. Το Β. ήταν στην αρχαιότητα αποικία Κελτών και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αναδείχτηκε
σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, η περιοχή του Β. έγινε πεδίο σημαντικών επιχειρήσεων (βλ. λ.
Βερντέν, μάχη), ενώ στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, από το 1940 έως το 1944, κατελήφθη από τα γερμανικά
στρατεύματα.
Το τοπωνύμιο Β. φέρουν τρεις ακόμα πόλεις. Η πρώτη βρίσκεται στη Γαλλία, γνωστή ως Β. επί του Γκαρόν (Γαρούνα), η
δεύτερη επίσης στη Γαλλία, γνωστή ως Β. του Ντουμπ, και η τρίτη στον Καναδά, που θεωρείται προάστιο της πόλης Μόντρεαλ.
Βερντέν, μάχη (Verdun). Μία από τις πιο φονικές πολεμικές αναμετρήσεις του 20ού αι., η οποία πραγματοποιήθηκε στην
περιοχή της γαλλικής πόλης Βερντέν το 1916, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και στην οποία έλαβαν μέρος συνολικά
2.000.000 στρατιώτες.
Η ιστορική αυτή μάχη, που έφερε αντιμέτωπα τα γερμανικά και τα γαλλικά στρατεύματα, καλύπτει το χρονικό διάστημα από τον
Φεβρουάριο έως τον Δεκέμβριο του 1916. Οι Γερμανοί αποφάσισαν τότε να διασπάσουν το Δυτικό μέτωπο, πραγματοποιώντας
επίθεση κατά της οχυρωμένης πόλης, την οποία υπεράσπιζαν οχτώ γαλλικές μεραρχίες. Η επίθεση έγινε στις 21-25 Φεβρουαρίου
και σε αυτήν πήραν μέρος 6,5 μεραρχίες με 946 πυροβόλα. Η γαλλική άμυνα στηριζόταν στις δυνάμεις της Β’ στρατιάς, αρχηγός
της οποίας ήταν ο περίφημος στρατηγός Πετέν και από την 1η Μαΐου ο Νιβέλ. Μετά από σφοδρές συγκρούσεις που διήρκεσαν
70 μέρες, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να προελάσουν σε μεγάλο βάθος όπως προσδοκούσαν, με συνέπεια να μεταβληθεί η
μάχη σε πόλεμο φθοράς. Τον Ιούνιο ανέλαβαν νέα επιθετική δραστηριότητα, αλλά και πάλι χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα,
εξαιτίας της ορθής αμυντικής τακτικής των γαλλικών στρατευμάτων και του αποδοτικού ανεφοδιασμού τους από την οδική
αρτηρία Μπαρ-Ντιουκ-Βερντέν, που επονομάστηκε μάλιστα χαρακτηριστικά Ιερά Οδός. Οι νίκες των ρωσικών στρατευμάτων
στο Ανατολικό μέτωπο και η επίθεση που εξαπέλυσαν οι σύμμαχοι στον ποταμό Σομ υποχρέωσαν τους Γερμανούς να περάσουν
σε άμυνα στο Βερντέν και έδωσαν την ευκαιρία στον γαλλικό στρατό να αντεπιτεθεί και να ανακαταλάβει με την επίθεση της
25ης-26ης Αυγούστου 1917 τις αρχικές του θέσεις. Οι απώλειες, σε ανθρώπινα θύματα, ήταν βαρύτατες και για τις δύο πλευρές.
Βερντέν, συνθήκη (Verdun). Συνθήκη που υπογράφηκε το 843 μ.Χ. στη γαλλική πόλη Βερντέν, μεταξύ των εγγονών του
Καρόλου του Μεγάλου (Καρλομάγνου), Λοθαρίου, Λουδοβίκου του Γερμανικού και Καρόλου του Φαλακρού. Η συνθήκη
ρύθμιζε τα θέματα που αφορούσαν τη διαδοχή της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας. Ο Λοθάριος γινόταν κύριος της Ιταλίας και
μιας περιοχής που εκτεινόταν κατά μήκος του Ρήνου και του Ροδανού, ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός αποκτούσε τις περιοχές Α
του Ρήνου και ο Κάρολος ο Φαλακρός διατηρούσε τα εδάφη Δ του Ρήνου. Στην ουσία, ο διαμελισμός του φραγκικού κράτους με
τη συνθήκη αυτή αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για τον σχηματισμό των τριών μεγάλων κρατών, της Γαλλίας, της
Γερμανίας και της Ιταλίας.
Βέρντι, Τζουζέπε (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός μουσικοσυνθέτης, από τους κορυφαίους
της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του σε ηλικία οχτώ ετών με ένα παλιό
πιάνο και κατόρθωσε, στα δώδεκα του χρόνια, να κερδίζει τα προς το ζην ως πιανίστας, εργασία που δεν εγκατέλειψε ούτε και
όταν τον έστειλαν στο Μπουσέτο για να συμπληρώσει τη μουσική του εκπαίδευση. Σε αυτό το μικρό μουσικό κέντρο πολύτιμη
στάθηκε η φιλία του με τον έμπορο Αντόνιο Μπαρέτσι, προμηθευτή του καταστήματος που διατηρούσε εκεί η οικογένεια Βέρντι
και πρόεδρο της τοπικής φιλαρμονικής εταιρείας που διηύθυνε ο Φερντινάντο Προβέζι, πρώτος δάσκαλος του Β. Στο σπίτι του
Μπαρέτσι συγκεντρώνονταν τα μέλη της φιλαρμονικής εταιρείας για τις πρόβες τους. Μια και είχε ξεπεράσει το προβλεπόμενο
από τον κανονισμό όριο ηλικίας, ο Β. δεν έγινε δεκτός στο Ωδείο του Μιλάνου. Έτσι, εξασφαλίζοντας μια υποτροφία,
ολοκλήρωσε τη μουσική του εκπαίδευση με κατ’ οίκον μαθήματα.
Το 1836, επιστρέφοντας στο Μπουσέτο για να αναλάβει μια θέση μουσικού στην κοινότητα, διακρίθηκε ως διευθυντής
ορχήστρας, συνθέτης και πιανίστας. Τον ίδιο χρόνο νυμφεύτηκε την κόρη του Μπαρέτσι, Μαργαρίτα, που την έχασε όμως το
1840 μαζί με τα δύο παιδιά του. Το 1837 συνέθεσε το πρώτο του μελόδραμα, Ουμπέρτο, κόμης του Αγίου Βονιφάτιου (Oberto,
conte di San Bonifacio), για το οποίο ο ιμπρεσάριος Μπαρτολομέο Μερέλι κατάφερε να κλείσει μια παράσταση στο Μιλάνο το
1839. Με την παρότρυνση του Μερέλι, ο Β. συνέθεσε την κωμική όπερα Μία μέρα βασιλείας (Un giorno di regno) ή, αλλιώς, Ο
ψευτο-Στανίσλαος, που παρουσιάστηκε με μέτρια επιτυχία το 1840. Επιστρέφοντας στο Μπουσέτο, ξεπέρασε την κρίση του
χαμού της γυναίκας και των παιδιών του, με τη σύνθεση και εκτέλεση στο Μιλάνο του Ναμπούκο (Nabucco), ο αρχικός τίτλος
του οποίου ήταν Ναβουχοδονόσωρ (Nabucodonosor, 1842), με θέμα τη ζωή του αρχαίου βασιλιά των Βαβυλωνίων. Με το
μελόδραμά του αυτό ο νεαρός συνθέτης έγινε δεκτός στους πνευματικούς κύκλους του Μιλάνου και ιδιαίτερα στο σαλόνι της
κόμισσας Κλαρίνα Μαφέι, που από τότε έγινε αχώριστη φίλη του. Με το έργο Οι Λομβαρδοί στην πρώτη Σταυροφορία (I
Lombardi alla prima Crociata, 1843), με θέμα εμπνευσμένο από την Α’ Σταυροφορία, η μουσική του Β. φαίνεται να επηρεάζεται
από το κλίμα και τη συνείδηση που είχε δημιουργήσει την εποχή εκείνη ο αγώνας για την ιταλική ανεξαρτησία. Η σύνδεση της
μουσικής του με τα πατριωτικά ιδεώδη συνεχίστηκε με τον Ερνάνη (Ernani, 1844), έργο που προκάλεσε πολιτικές διαδηλώσεις
εναντίον της αυστριακής κατοχής της χώρας. Στην Ιταλία, η επιτυχία του Β. εξασφαλίστηκε χάρη σε αυτές τις πολιτικές νύξεις
που διαφαίνονται στα μελοδράματά του.
Έπειτα από μια περίοδο αναζητήσεων, κατά την οποία ο συνθέτης εγκατέλειψε τα πολιτικά ιδεώδη (Δύο Φόσκαρι, 1844· Ζαν ντ’
Αρκ και Αλτσίρα, 1845), επανήλθε στα επαναστατικά κελεύσματα της εποχής, με τα μελοδράματα Αττίλας (Attila, 1846) και
Μάκβεθ (Macbeth, 1847). Αυτή ακριβώς η αναφορά στην πολιτική κατάσταση της Ιταλίας ήταν το στοιχείο που εδραίωσε το
γόητρο του συνθέτη όχι μόνο μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων αλλά και των πιο καλλιεργημένων πνευματικών κύκλων.
Αποκορύφωμα μουσικής και πατριωτικής έξαρσης στάθηκε το μελόδραμα Η μάχη του Λενιάνο (1849), που εκτελέστηκε στη
Ρώμη μέσα σε μια εξαιρετικά θερμή πατριωτική ατμόσφαιρα. Κατόπιν, ο Β. έμεινε για λίγο καιρό στο Παρίσι και έπειτα
ξαναγύρισε στο Μπουσέτο, στη νέα του έπαυλη στη Σάντα Άγκατα, όπου ασχολήθηκε με τη σύνθεση της Λουίζας Μίλερ (Luisa
Miller, 1849). Ακολούθησε η περίφημη τριάδα των αριστουργημάτων του, Ριγολέτος (Rigoletto, 1851), Τροβατόρε (Trovatore,
1853) και Τρaβιάτα (La Traviatta, 1853), με τα οποία πραγματοποίησε μια μετάβαση από τον έντονα χορωδιακό χαρακτήρα των
πρώτων μελοδραμάτων στις δραματικές συγκρούσεις μεμονωμένων προσώπων, που η μουσική υπογραμμίζει την ένταση του
πάθους τους.
Η πανευρωπαϊκή αναγνώριση της μεγαλοφυΐας του Β. επισφραγίστηκε στο Παρίσι, το 1855, με τον Σικελικό Εσπερινό (I Vespri
Sicilliani), ενώ ακολούθησαν τα έργα Σίμον Μποκανέγκρα (Simone Boccanegra, 1857) και Χορός μεταμφιεσμένων (Un ballo in
maschera, 1859). Το 1859, ο Β. παντρεύτηκε την Τζουζεπίνα Στεπόνι, που ήταν σύντροφός του από το 1842 (ήταν η πρώτη
ερμηνεύτρια στο Ναμπούκο). Την ίδια χρονιά, εξελέγη μέλος του ιταλικού κοινοβουλίου.
Τη δεκαετία που ακολούθησε (1860-70) η συνείδηση του μεγάλου συνθέτη συγκλονίστηκε από το δράμα μιας μουσικής και
ηθικής κρίσης. Οι καιροί είχαν αλλάξει, η ενότητα της χώρας απαιτούσε θυσίες ακόμα και στον μουσικό τομέα, όπου στο μεταξύ
επικρατούσε όλο και πιο πολύ η εμπειρία του ρομαντισμού και του βαγκνερικού θεάτρου. Ήταν επίσης η εποχή του θανάτου του
πατέρα του (1867) και του Μπαρέτσι, καθώς και των αναθεωρήσεων διαφόρων έργων του, παλαιότερων αλλά και πιο
πρόσφατων. Έτσι, το 1865 ξαναέγραψε τον Μάκβεθ και το 1869 επιμελήθηκε μια νέα έκδοση της Δύναμης του πεπρωμένου (La
forza del destino) που είχε παρουσιαστεί στην Αγία Πετρούπολη το 1862.
Η μοναξιά του συνθέτη, που εκφράστηκε με τόση πικρία στον Ντον Κάρλος (Don Carlo, 1867), ξεπεράστηκε με την Αΐντα
(Aϊda, 1871) και το Σίμον Μποκανέγκρα, που παρουσιάστηκε στη νέα του μορφή, ύστερα από αναθεώρηση του συνθέτη, το
1881. Και στα δύο αυτά μελοδράματα, παρά τη θλίψη που εκφράζεται για μια χαμένη εποχή, πάλλεται το αίσθημα ενός νέου
ξεκινήματος για τον Β. Κατόπιν παρουσίασε τον Οθέλλο (Otello, 1887) και τον Φάλσταφ (Falstaff, 1893), έργα που κρύβουν
μέσα τους μια συσσωρευμένη πείρα στο μελοδραματικό είδος και γράφτηκαν υπό την επίδραση της ορμής του Ρέκβιεμ
(Requiem, 1874), που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα Αλεσάντρο Μαντσόνι. Στα έργα αυτά
μπορεί κανείς να διακρίνει την αναγέννηση του πνεύματος του ηλικιωμένου πλέον συνθέτη, καθώς ιδιαίτερα στο Ρέκβιεμ τα
επίγεια γεράματα συναντιούνται με την αιώνια νεότητα της τέχνης.
Η μακρόχρονη καλλιτεχνική πορεία του Β. διαιρείται συνήθως σε δύο –τουλάχιστον– περιόδους: στην περίοδο της νεανικής
παραγωγής του συνθέτη και στην περίοδο της ωριμότητάς του. Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρη αυτή τη δημιουργική πορεία,
η μουσική του Β. ανανεωνόταν αδιάκοπα, χωρίς ποτέ να απαρνηθεί τον αρχικό χαρακτήρα του ύφους της, αλλά πάντα
ξετυλίγοντας το νήμα που συνδέει τα μεγάλα ανθρώπινα συναισθήματα και τα μεγάλα πάθη, έτσι όπως τα περιέγραψε ο Β. σε
πρωτότυπες μουσικές δημιουργίες. Τα παλιά μελοδραματικά πρότυπα, από τα οποία ωστόσο ο Ιταλός συνθέτης δεν
απομακρύνθηκε, φωτίστηκαν, ίσως για τελευταία φορά, σε έναν αιώνα μουσικά τόσο πλούσιο όπως ήταν ο 19ος, και έγιναν
μέσα έκφρασης μιας υψηλότατης πολιτικής και ηθικής συνείδησης. Η δύναμη της μουσικής έγκειται και στην ικανότητά της να
προβάλλεται ως αντανάκλαση των μεγάλων γεγονότων της ανθρώπινης ζωής, που παλεύει μεταξύ πόνου και αγάπης, αλλά
τελικά θριαμβεύει με τη γήινη γλυκύτητά της (Φάλσταφ). Χάρη σε αυτή τη συνειδητή δύναμη, το μελόδραμα του Β., στο
πέρασμα των γενεών, δεν έχασε τίποτε από εκείνη τη ζωογόνο συγκίνηση που το χαρακτηρίζει.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Β. συμπληρώνεται με μερικά κομμάτια εκκλησιαστικής μουσικής καθώς και με ένα
Κουαρτέτο Εγχόρδων (σε Μι ελάσσονα, 1873). Στο Μιλάνο ίδρυσε ένα αναπαυτήριο για μουσικούς (όπου μεταφέρθηκε και ο
τάφος του), που συντηρείται έως σήμερα από τις εισπράξεις των έργων του. Πέθανε στο Μιλάνο, στη χαραυγή του 20ού αι., στις
27 Ιανουαρίου 1901.
Βέρντον, Γκουέν (Gwen Verdon, Κάλβερ Σίτι 1925 – Γούντστοκ 2000). Αμερικανίδα ηθοποιός του θεάτρου. Γεννήθηκε στα
περίχωρα του Λος Άντζελες από πατέρα ηλεκτρολόγο και μητέρα χορεύτρια. Έδειξε από νωρίς την κλίση της και, παρότι
αυτοδίδακτη, εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες πρωταγωνίστριες του μουσικού θεάτρου (μιούζικαλ). Έκανε την πρώτη της
εμφάνιση στο θέατρο το 1947, με το έργο Bonanza Bount, και ακολούθησε πλήθος εμφανίσεων στο Μπρόντγουεϊ της Νέας
Υόρκης, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν αυτές στα έργα: Sweet Charity, New Girl In Town και Can Can. Στον κινηματογράφο
εμφανίστηκε στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, Cotton Club. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τέσσερα
βραβεία Τόνι.
Βερόη. Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Κόρη του Βέρητα, γιου του Μακεδόνα (αναφέρεται και ως Βέροια). Από αυτήν, σύμφωνα με την παράδοση, ονομάστηκε η
πόλη Βέροια της Μακεδονίας.
2. Νύμφη, κόρη της Αφροδίτης και του Άδωνη. Προτίμησε τον Διόνυσο από τον Ποσειδώνα, που την έκανε όμως δική του ενώ
η Β. αντλούσε νερό.
3. Μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος.
4. Τροφός της Σεμέλης από την Επίδαυρο.
5. Γυναίκα από την Τρωάδα, που ακολούθησε τον Αινεία. Μεταμορφώθηκε στη Σικελία και συμβούλεψε τις άλλες γυναίκες να
κάψουν τα πλοία για να μείνουν εκεί.
Βέροια. Πόλη (42.794 κάτ.) της Κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας από τη σύστασή του (1946) και έδρα
του ομώνυμου δήμου. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, χτισμένη στις ανατολικές απολήξεις του Βερμίου, σε υψόμετρο
130 μ., στο νοτιοδυτικό άκρο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, όπου την διαρρέει ο Τριπόταμος. Η Β. αποτελεί διοικητικό,
οικονομικό και εμπορικό κέντρο του νομού, εμπορικό κόμβο διακίνησης φρούτων και κηπευτικών και έδρα ανάλογων
βιομηχανιών και βιοτεχνιών.
Χαρακτηριστική είναι η αρχιτεκτονική όψη της παλιάς πόλης της Β.: πολλοί κήποι και δεντροπερίβολα, καλντερίμια ανάμεσα σε
τουρκόσπιτα με καφασωτά παράθυρα και μικρές εκκλησίες μέσα σε αυλές με ψηλές μάντρες. Από την άλλη, εντυπωσιάζει ο
οικοδομικός οργασμός –έτσι που η παλιά πόλη είναι δυσδιάκριτη πλέον μέσα στη σημερινή– και τα φυσικά μπαλκόνια της Ελιάς
και του Πασά-Κιόσκι, απ’ όπου η θέα προς τον ανοιχτό ορίζοντα της πεδιάδας της Καμπανίας είναι εξαιρετική.
Η αρχαιότατη αυτή πόλη έχει πολλά γεωγραφικά πλεονεκτήματα, τα οποία ενισχύονται ή περιορίζονται, ανάλογα με το είδος
τους, από τη γειτονία της Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό και υπήρξε πάντα αξιόλογο αστικό κέντρο της Μακεδονίας, αδυνατώντας
ωστόσο να ξεπεράσει κάποια όρια. Το 1928, για παράδειγμα, είχε ήδη πληθυσμό 15.000 κατ., οι οποίοι το 1961 είχαν αυξηθεί σε
26.000. Το εσωτερικό μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας εκείνης ευνόησε την πόλη, με συνέπεια το 1971 ο πληθυσμός της να
αυξηθεί περίπου κατά 15% και οι κάτοικοί της να φθάσουν τους 30.000. Νέα πληθυσμιακή έκρηξη (28%) ακολούθησε τη
δεκαετία του 1970 και το 1981 οι κάτοικοί της ανέρχονταν σε 38.000. Στη συνέχεια, ωστόσο, ο ρυθμός της πληθυσμιακής της
ανάπτυξης ανακόπηκε σε μεγάλο βαθμό (2%) και το 1991 είχε 39.000 κατ., ενώ το 2001 έφτασε τους 42.794 κατ. (και 47.411
κάτ. ο δήμος).
Η Β. γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και είναι σήμερα αξιόλογο εμπορικό κέντρο. Εκτός από την
παραγωγή λεπτών υφασμάτων (βαμβακερά, λινά, μάλλινα και μεταξωτά), την οικιακή βιοτεχνία, τη λειτουργία υδροκίνητων
εργοστασίων νηματουργίας, αλευροποιίας, ζυμαρικών (χάρη στα άφθονα νερά του ποταμού Τριπόταμου, που διαρρέει τις
βόρειες συνοικίες της πόλης), ενισχύει την οικονομία της η μεγάλη ανάπτυξη της οπωροκαλλιέργειας στην περιοχή της (μήλα
και ροδάκινα) και η ίδρυση και λειτουργία εργοστασίων κονσερβοποιίας και επεξεργασίας φρούτων και λαχανικών, ψυκτικών
θαλάμων κ.ά. Την πόλη διασχίζει η οδός Θεσσαλονίκης-Κοζάνης.
Η πόλη έχει ένα σύγχρονο και αξιόλογο βυζαντινό μουσείο με ενδιαφέροντα εκθέματα (βλ. λ. Βέροιας, Βυζαντινό Μουσείο)
καθώς και δημόσια βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε το 1953. Η γειτνίασή της με τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας έχει συμβάλει
τα τελευταία χρόνια σε μια αύξηση της διερχόμενης τουριστικής κίνησης της πόλης, η οποία είναι επίσης έδρα μητρόπολης.
Από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους και την περίοδο της τουρκοκρατίας σώζονται πολλές και ενδιαφέρουσες εκκλησίες με
τοιχογραφίες. Οι εκκλησίες αυτές είναι η παλαιά μητρόπολη, η Παναγία Παλιορίτισσα ή Παλαιοφορήτισσα, ο Παντοκράτορας,
η Περίβλεπτος, η Ανάσταση, η Ευαγγελίστρια, ο Άγιος Νικόλαος της Γούριας ή Γουρνάς, ο Άγιος Κήρυκος, ο Άγιος Γεώργιος ο
μικρός, η Αγία Παρασκευή και η Αγία Φωτεινή ή Φωτίδα. Επίσης, υπάρχουν οι ενοριακές εκκλησίες Μέγας Θεολόγος, Παναγία
Χαβιαρά, Παναγούδα (Υπαπαντή), Προφήτης Ηλίας, Άγιος Σωτήρ, Φανερωμένη, Άγιος Ξυλοτρίφτης, τρεις εκκλησίες στο
όνομα της Αγίας Άννας κ.ά.
Κοντά στη μητρόπολη διασώζονται λείψανα φρουρίου και σε διάφορα σημεία της πόλης αρχαία τείχη. Αξιοθέατα είναι και τα
τζαμιά Ορτά, Μαχμούτ Τσελεπή και Μεντρεσές, το σπίτι του Ρακτιβάν με την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική του, το σπίτι του Χατζή
και το συγκρότημα τουρκικών λουτρών (χαμάμ). Στην έξοδο της πόλης υπάρχουν επίσης μακεδονικοί τύμβοι.
Ιστορία. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η Β. πήρε την ονομασία της είτε από τη Βερόη, κόρη του μυθικού βασιλιά της
Μακεδονίας Βέρητα, είτε από τη Βέροια, αδελφή της Μιέζας και του Ολγάνου. Η επικρατέστερη εκδοχή, ωστόσο, είναι ότι
ονομάστηκε από τον ιδρυτή της, έναν αρχαίο Μακεδόνα στρατηγό που ονομαζόταν Φέρρων ή Βέρρων. Η παλαιότερη μνεία της
πόλης βρίσκεται στον Θουκυδίδη (Ιστορία, Α’ 61), σε ένα χωρίο ωστόσο που πολλοί φιλόλογοι αμφισβητούν την καθιερωμένη
ανάγνωσή του («Ως εκ τούτου, ανεχώρησαν εκ Μακεδονίας και διά Βερροίας έφθασαν εις το έδαφος της Στρέψας», μτφ.
Ελευθερίου Βενιζέλου).
Η παρουσία ανθρώπου στη Β. και στην περιοχή διαπιστώνεται περίπου από το 1000 π.Χ., όπως φανερώνουν τα αρχαιολογικά
ευρήματα που χρονολογούνται από την πρώιμη εποχή του σιδήρου. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της πόλης παραμένει πάντως
άγνωστη. Ως πρώτοι κάτοικοι αναφέρονται οι Βρύγες, λαός φρυγικής καταγωγής, οι οποίοι εκτοπίστηκαν από τους Μακεδόνες.
Η γεωγραφική θέση της Β. ήταν φυσικό να βοηθήσει την ανάπτυξή της. Τόσο από τις γραπτές μαρτυρίες όσο και από τα
ευρήματα, διαπιστώνεται ότι η Β. γνώρισε περίοδο ακμής κατά τους χρόνους των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και
ακόμα μεγαλύτερη κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Τμήματα του τείχους της πόλης που αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια καθορίζουν τα όριά της προς βορρά. Το τείχος αυτό σε
ορισμένα σημεία διατηρεί υπολείμματα της ελληνιστικής οχύρωσης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος, που κατασκευάστηκε από
διάφορα υλικά παλαιότερων μνημείων (για παράδειγμα, αναθηματικούς βωμούς), φαίνεται ότι ανυψώθηκε εσπευσμένα κατά την
τρομακτική επιδρομή των Ερούλων, το 265 μ.Χ.
Την περίοδο των αλληλοσπαρασσόμενων ελληνιστικών μακεδονικών βασιλείων, η πόλη πέρασε για μερικούς μήνες του 287
π.Χ. στην κυριαρχία του Πύρρου, ο οποίος επωφελήθηκε από μια απουσία του Δημήτριου του Πολιορκητή· όταν όμως ο
Δημήτριος επέστρεψε, την ανακατέλαβε. Η ακμή της και η στρατηγική σημασία της εκείνη την περίοδο σχετίζεται με τη
γεωγραφική θέση της, στα στενά του Τριποτάμου, δηλαδή σε μία από τις υποχρεωτικές διαβάσεις από την ορεινή Δυτική
Μακεδονία προς την πεδιάδα. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τη Β. το 168 π.Χ. Το 50-51 μ.Χ. την επισκέφτηκε ο Απόστολος Παύλος.
Στη βυζαντινή περίοδο εξακολουθούσε να είναι από τις σημαντικότερες πόλεις της Μακεδονίας, με ακμαίο εμπόριο. Το 989
κατελήφθη από τους Βούλγαρους του Σαμουήλ και παρέμεινε στην κατοχή τους δώδεκα χρόνια. Το 1185 πέρασε στους
Νορμανδούς, το 1204 την κατέλαβαν οι Φράγκοι, ενώ το 1222 περιήλθε πάλι στους Βυζαντινούς. Το 1308 ηττήθηκαν οι
Καταλανοί έξω από τη Β. και εγκατέλειψαν τότε οριστικά τη Μακεδονία. Το 1342 και το 1347-50 η πόλη κατελήφθη από τους
Σέρβους του Στέφανου Δουσάν, αλλά την ανακατέκτησαν οι Βυζαντινοί. Τον 14ο αι. η Β. μαζί με την Καστοριά εξελίχθηκαν
στα σπουδαιότερα ζωγραφικά κέντρα βυζαντινής αγιογραφίας, μετά τη Θεσσαλονίκη. Οι Τούρκοι την κατέλαβαν το 1436, την
μετονόμασαν Καραφέρια και την κατέστησαν σημαντικό στρατιωτικό κέντρο τους. Το 1537 έγινε ένα από τα πέντε
αρματολίκια, στα οποία χώρισε τη Μακεδονία ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’.
Στα μέσα του 18ου αι. υπήρχαν στην πόλη εργαστήρια βαφής βαμβακιού και η βιοτεχνία της κατασκεύαζε νήματα και υφαντά.
Το 1798 εισέβαλε στην περιοχή ο στρατός του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Το καλοκαίρι του 1808 η Β. πολιορκήθηκε από τους
κλέφτες. Τον Ιούνιο του 1821 αποτέλεσε σημαντικό κέντρο των Τούρκων. Στην περιοχή της κατέφυγαν οι Τουρκαλβανοί
Λαλαίοι της Πελοποννήσου, όταν υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στον Λάλα της Ηλείας. Στις 21 Φεβρουαρίου
1822 οι οπλαρχηγοί Καρατάσος και Γάτσος απέκρουσαν μια τουρκική επίθεση. Μετά την καταστροφή της Νάουσας, όμως, ο
Καρατάσος σταμάτησε εκεί κάθε επαναστατική κίνηση και πήγε στο Μεσολόγγι, για να συνεχίσει τον αγώνα. Το 1907-8 έδρασε
στην περιοχή ο μακεδονομάχος Βασίλειος Σταυρόπουλος και ο ελληνικός στρατός μπήκε στην πόλη στις 16 Οκτωβρίου 1912.
Στη Β. γεννήθηκαν αξιόλογες μορφές του νεότερου ελληνισμού: ο Ιωάννης Κωττούνιος (1572, βλ. λ.), ελληνιστής λόγιος,
φιλόσοφος, θεολόγος και ιδρυτής του Κωττουνιανού Κολεγίου ή Ελληνομουσείου στην Πάντοβα της Ιταλίας· ο φιλόσοφος και
θεολόγος Κωνσταντίνος Καλλοκρατάς (1589)· ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589, βλ. λ.
Μητροφάνης)· ο Καλλίνικος Μάνιος, εκπαιδευτικός και ιδρυτής του πρώτου σχολείου της Β. κ.ά. Τέλος, από τη Β. κατάγονταν
οι οικογένειες του πεζογράφου Δημήτριου Βικέλα και του νομομαθούς Κωνσταντίνου Ρακτιβάν.
Βέροιας, Βυζαντινό Μουσείο. Μουσείο στη Βέροια της Ημαθίας, ένα από τα αρτιότερα και ομορφότερα μουσεία της χώρας,
το οποίο εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2002 σε ένα υποδειγματικά αναστηλωμένο κτίριο, γνωστό ως μύλος του Μάρκου.
Πρόκειται για έναν αλευρόμυλο του οποίου η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1911 και λειτουργούσε έως τη δεκαετία του 1960.
Το 1981 το κτίριο καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από φωτιά και άρχισε να χτίζεται στην αρχική του μορφή το 1985. Σκοπός
της ανέγερσης του μουσείου ήταν η διαφύλαξη και η προβολή, με τον πιο εμπεριστατωμένο τρόπο, του καλλιτεχνικού πλούτου
που παρήγαγε η Βέροια, μία από τις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας με πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως
μαρτυρούν τα σημαντικότατα μνημεία που σώζονται και προσελκύουν πλήθος επισκεπτών κάθε χρόνο.
Στο ισόγειο του μουσείου, μέσα από φωτογραφίες, επεξηγηματικά κείμενα και προβολές βίντεο, παρέχονται πληροφορίες για
την εντυπωσιακή αποκατάσταση του κτιρίου. Στον πρώτο όροφο λειτουργεί η έκθεση με τον τίτλο Βέροια, μια περιφέρεια της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας και εκεί παρουσιάζονται οι πολύπλευρες σχέσεις –μία εκ των οποίων ήταν η καλλιτεχνική επιρροή–
της Βέροιας με την Κωνσταντινούπολη και τις άλλες σημαντικές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας εκείνη την εποχή, όπως η
Θεσσαλονίκη και η Καστοριά. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται φορητές εικόνες, τμήματα βημοθύρων, νομίσματα, εφυαλωμένα
κεραμικά, επιτύμβιες πλάκες, ψηφιδωτά και εκκλησιαστικά είδη. Από τις εικόνες χρήζουν προσοχής η Παναγιά Γλυκοφιλούσα
(14ος αι.) από τοπικό εργαστήριο, η Παναγία Οδηγήτρια (13ος αι.) και τα Εισόδια της Θεοτόκου (β’ μισό 16ου αι.).
Αξιομνημόνευτο είναι και το επιστύλιο δωδεκαόρτου των αρχών του 15ου αι. Τη συλλογή συμπληρώνουν τμήματα
αποτοιχισμένων αγιογραφιών, όπως αυτό που προέρχεται από τον κατεδαφισμένο ναό της Αγίας Βαρβάρας του 17ου αι.
Εντύπωση προκαλεί και ένα αποκολλημένο ψηφιδωτό δάπεδο με πλούσιο διάκοσμο που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της
αίθουσας.
Βέροιας, δήμος. Δήμος (47.411 κάτ.) και έδρα του νομού Ημαθίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις κοινότητες Γεωργιανών, Καστανέας, Κάτω Βερμίου, Κουμαριάς,
Ράχης και Τριποτάμου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τους συνοικισμούς Αγία Βαρβάρα, Άμμος, Ασώματα και
Προφήτης Ηλίας της πρώην κοινότητας Αγίας Βαρβάρας, οι οποίοι αποσπάστηκαν από αυτήν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η
Βέροια.
Βέροιας, Νάουσας και Καμπανίας, Ιερά Μητρόπολη. Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος, με έδρα τη Βέροια. Στη
δικαιοδοσία της υπάγονται 108 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί (2002). Για την αρτιότερη και
πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωσή της, διακρίνεται σε 12 αρχιερατικές περιφέρειες: Βέροιας, Περιχώρων Βέροιας,
Νάουσας, Αλεξάνδρειας, Καμπανίας (με έδρα τη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης), Μελίκης, Πλατέος, Ειρηνουπόλεως (Αγγελοχώρι),
Αντιγονιδών (Καβάσιλα), Αποστόλου Παύλου (Μακροχώρι), Βεργίνας και Δοβρά (Άγιος Γεώργιος). Στην περιφέρειά της
λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βέροιας και Παναγίας Δοβρά (12ος αι.) και τα γυναικεία Τιμίου
Προδρόμου Νάουσας, Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσας (17ος αι.) και Αγίας Κυριακής (στον οικισμό Λουτρός). Στα πλαίσια της
πνευματικής διακονίας λειτουργούν εννέα ενοριακά κέντρα νεότητας, κατασκηνώσεις, υπηρεσίες ασθενών και στρατού,
βιβλιοπωλείο, βιβλιοθήκη, σχολή βυζαντινής μουσικής στη Βέροια, στούντιο ηχογραφήσεων, μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης,
ιστορικό αρχείο της μητρόπολης, ενώ εκδίδεται και το διμηνιαίο περιοδικό Παύλειος Λόγος. Στον τομέα της φιλανθρωπικής
διακονίας, εκτός των φιλόπτωχων ταμείων, λειτουργούν και δύο γηροκομεία, στη Βέροια και στη Νάουσα. Τοπικοί άγιοι:
Απόστολος Παύλος (ιδρυτής της Εκκλησίας της Βέροιας), όσιος Αντώνιος ο νέος (πολιούχος Βέροιας), όσιος Θεοφάνης
(πολιούχος Νάουσας), άγιοι νεομάρτυρες Αθανάσιος και Ιωάννης οι Κουλακιώτες (πολιούχοι Χαλάστρας), ιερομάρτυρας
Αρσένιος (επίσκοπος Βέροιας), όσιος Νικόδημος ο Βεροιεύς, οσιομάρτυρας Τιμόθεος ο Βεροιεύς κ.ά.
Βερόκιο, Αντρέα ντελ- (Andrea del Verrocchio, Φλωρεντία 1435 – Βενετία 1488). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού
γλύπτη και ζωγράφου Αντρέα ντε Μικέλε ντι Φρανσέσκο ντι Τσιόνι (Andrea de Michele di Francesco di Cioni). Ο Β., που
θεωρείται από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, υπήρξε μαθητής του Τζουλιάνο Βερόκιο (από τον οποίο
υιοθέτησε επίσης το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο) και ίσως του ζωγράφου Αλέσιο Μπαλντοβινέτι.
Παρουσίασε από την αρχή της σταδιοδρομίας του δείγματα της γλυπτικής του ιδιοφυΐας όπως μαρτυρούν, εκτός των άλλων
έργων του, το πρωτότυπο μνημείο του Ιωάννη και του Πέτρου των Μεδίκων στο ιεροφυλάκιο της εκκλησίας του Αγίου
Λαυρεντίου στη Φλωρεντία (1472), ο Δαβίδ (Εθνικό Μουσείο Φλωρεντίας, πριν από το 1476), η περίφημη Απιστία του Θωμά
(εκκλησία Ορσανμικέλε, 1476-82) και η Κυρία με την ανθοδέσμη (περ. 1480) με τις λεπτές τονικές διαβαθμίσεις του σφουμάτο
που είχαν άλλοτε οδηγήσει στην υπόθεση ότι ο Β. είχε επηρεαστεί πολύ πρόωρα από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Έργο
κεφαλαιώδους σημασίας είναι το χάλκινο άγαλμα του έφιππου κοντοτιέρου Μπαρτολομέο Κολεόνι στην πλατεία των Αγίων
Ιωάννη και Παύλου στη Βενετία. Η κατασκευή του άρχισε το 1479 και θεωρείται, μετά τον Γκαταμελάτα του Ντονατέλο, η
σημαντικότερη αναγεννησιακή δημιουργία έφιππου μνημείου. Ο Β. εργάστηκε σε αυτό έως τον θάνατό του χωρίς να προλάβει
να το ολοκληρώσει. Η χύτευσή του και η βάση του έγιναν αργότερα από τον Αλεσάντρο Λεοπάρντι και τοποθετήθηκε στην
οριστική του θέση το 1496.
Άλλα γλυπτά του Β. είναι το μάλλον νεανικό έργο του Ανάσταση (Εθνικό Μουσείο Φλωρεντίας), το Παιδί με το δελφίνι στο
Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας (περ. 1480), το μνημείο Φορτεγκουέρι στη μητρόπολη της Πιστόια (1476-88), κατά μεγάλο
μέρος έργο βοηθών του, και η αργυρή Αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (1477-80), για την Αγία Τράπεζα του
βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας, που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο της Μητρόπολης.
Η ζωγραφική του παραγωγή είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα. Το τελευταίο γνωστό έργο του, το πολύπτυχο της Αγίας Τράπεζας
της μητρόπολης της Πιστόια (τελείωσε το 1480), εκτελέστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον Λορέντζο ντι Κρέντι, ενώ η
περίφημη Βάπτιση του Ιησού (Πινακοθήκη Ουφίτσι, περ. 1470) οφείλει ένα μέρος της φήμης της στη συνεργασία του νεαρού
Λεονάρντο ντα Βίντσι που ζωγράφισε τον άγγελο σε πλάγια όψη και το τοπίο του βάθους.
Βερολίνα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1896. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 14,2, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
10,83. Διεθνώς ονομάζεται Βerolina 422.
Βερολίνο (Βerlin). Πόλη (3.388.434 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Γερμανίας, καθώς και του ομώνυμου κρατιδίου που
ταυτίζεται με τα όρια της πόλης (889 τ. χλμ.). Από τις πιο ιστορικές πόλεις της Ευρώπης και πολιτιστική μητρόπολη, το Β. βίωσε
περισσότερο από κάθε άλλη πόλη τις δραματικές συνέπειες των πολέμων του 20ού αι. και του ψυχροπολεμικού κλίματος που
ακολούθησε. Πρωτεύουσα της Γερμανίας ορίστηκε από το 1990 (ήταν ξανά από το 1871 έως το 1945), μετά την ένωση των δύο
Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και Δυτικού.
Το Β. είναι χτισμένο στο κέντρο της εκτεταμένης γερμανικής πεδιάδας, κοντά στη συμβολή των ποταμών Σπρέε και Χάβελ. Από
τα αξιοθέατα της πόλης, όπως αυτή προέβαλε μετά την ενοποίηση του 1990, ξεχωρίζουν σήμερα το σύγχρονο Συνεδριακό
Μέγαρο, ο Πύργος του Σαρλότενμπουργκ (κομψό οικοδόμημα ρυθμού μπαρόκ του 17ου αι. που στεγάζει την Εθνική
Πινακοθήκη και το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών), το Συναυλιακό Μέγαρο, το ανακαινισμένο κτίριο της γερμανικής βουλής
(Ράιχσταγκ), ο Ζωολογικός Κήπος, η Στήλη της Νίκης, η περίφημη Πύλη του Βρανδεμβούργου, κατασκευασμένη από τον
Λάνγκχανς κατ’ απομίμηση του Παρθενώνα, η Κρατική Όπερα, το Δημαρχιακό Μέγαρο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, με πολλές
αιγυπτιακές και πτολεμαϊκές αρχαιότητες, η Νέα Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο της Περγάμου, στο οποίο βρίσκονται
συγκεντρωμένα πολλά γλυπτά της Περγάμου, το μουσείο Ντάλεμ, που περιλαμβάνει πλούσια πινακοθήκη με εθνογραφικές και
αρχαιολογικές συλλογές, καθώς και το Εβραϊκό Μουσείο που εγκαινιάστηκε το 2001 με ιδιαίτερη επισημότητα.
Το Β. έχει επίσης ονομαστά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων το πανεπιστήμιο Χούμπολντ και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του
Β.
Εξάλλου, η προσπάθεια για ανάδειξη της πόλης σε πανευρωπαϊκό εναλλακτικό νεανικό κέντρο αποδεικνύεται από την ετήσια
διοργάνωση του Φεστιβάλ της Αγάπης (Love Parade), που συγκεντρώνει κάθε καλοκαίρι εκατομμύρια νέους, φίλους της
χορευτικής μουσικής.
Ιστορία. Αρχικός πυρήνας της πόλης ήταν δύο οικισμοί, ο Κελν, πάνω σε μια νησίδα του ποταμού Σπρέε, και το Β., που ήταν
χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού. Τον 15ο αι. το Β., που ήδη έβλεπε την εμπορική του σημασία να εδραιώνεται,
προσχώρησε στη Χανσεατική Ένωση και ορίστηκε έδρα των εκλεκτόρων του Βρανδεμβούργου. Συνδέθηκε έτσι με τους
Χοεντσόλερν και ακολούθησε την άνοδό τους. Τον 17ο αι. ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος συνένωσε τους δύο αρχικούς οικισμούς,
περικλείοντάς τους μέσα σε κοινά τείχη. Το 1701 η πόλη ορίστηκε πρωτεύουσα του βασιλείου της Πρωσίας. Στην περίοδο αυτή
το Β. έγινε μεγάλο ποτάμιο λιμάνι, που επικοινωνούσε εύκολα με τη Βόρεια θάλασσα. Στους δύο πρώτους οικοδομικούς
πυρήνες προστέθηκαν πολυάριθμοι άλλοι, αλλά μόνο τον 19ο αι., με την ανάπτυξη της βιομηχανίας (ηλεκτροτεχνία, χημική,
μηχανήματα ακριβείας κλπ.), η πόλη αναδείχτηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Ευρώπης. Η μεγάλη αυτή ανάπτυξη
είχε αντίκτυπο σε όλους τους τομείς: κέντρο της επανάστασης του 1848, το Β. έγινε το 1871 πρωτεύουσα της ενωμένης
Γερμανικής αυτοκρατορίας και είδε τον πληθυσμό του να αυξάνει, από 200.000 στις αρχές του 19ου αι. σχεδόν στα 3.000.000
στο τέλος του.
Στις αρχές του 20ού αι., με την απορρόφηση νέων συνοικιών που πλήθαιναν διαρκώς, δημιουργήθηκε το Μείζον Β., ένα
μητροπολιτικό πολεοδομικό συγκρότημα που αποτέλεσε τη βάση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής ολόκληρης
της Γερμανίας. Πρωτεύουσα της βραχύβιας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και επίκεντρο της δράσης των σοσιαλιστών και των
σπαρτακιστών κομουνιστών, τη δεκαετία του 1920 γνώρισε σοβαρή οικονομική κρίση. Μετά την επικράτηση των ναζιστών, ο
Χίτλερ θέλησε να οικοδομήσει στο Β. την πόλη των ονείρων του και έτσι η πόλη γνώρισε νέα άνθηση, φιλοξενώντας τους
Ολυμπιακούς αγώνες του 1936.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου το Β. έγινε πεδίο σφοδρών οδομαχιών στην τελική φάση των συγκρούσεων μεταξύ
σοβιετικών και γερμανικών στρατευμάτων, που κατέληξαν στη νίκη των πρώτων και στην κατάρρευση του ναζισμού (22
Απριλίου – 2 Μαΐου 1945). Οι βομβαρδισμοί που προηγήθηκαν και επακολούθησαν, κατέστρεψαν περισσότερο από το 50% της
πόλης (περ. 50.000 κτίρια) και ο πληθυσμός της υπέστη σημαντική μείωση. Μετά την οριστική ήττα των Γερμανών, η
συνθηκολόγηση των οποίων υπογράφηκε στις 8 Μαΐου 1945 στο ίδιο το Β., η πόλη χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες επικυριαρχίας
των νικητών Συμμάχων (σοβιετική, αμερικανική, γαλλική και αγγλική) υπό κοινή διοίκηση, ακολουθώντας τη διχοτόμηση
ολόκληρης της Γερμανίας σε Ανατολική (Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας) και Δυτική (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της
Γερμανίας). Σκοπός των Συμμάχων ήταν να αποτρέψουν την ανοικοδόμηση ενός ενιαίου μεγάλου Β., που θα μπορούσε να
αποτελέσει ξανά στο μέλλον πρωτεύουσα ενός ενωμένου και επικίνδυνου γι’ αυτούς γερμανικού κράτους. Δεν άργησαν όμως να
ανακύψουν ασυμφωνίες μεταξύ τους. Το 1948 οι Σοβιετικοί αποχώρησαν μονομερώς από την κοινή διοίκηση και ανέλαβαν τον
πλήρη έλεγχο του τμήματος που ονομάστηκε Ανατολικό Β. (404 τ. χλμ.), το οποίο όρισαν και πρωτεύουσα της Λαϊκής
Δημοκρατίας της Γερμανίας. Οι Δυτικοί αντέδρασαν και προχώρησαν στην ενοποίηση των τριών ζωνών επιρροής τους και στη
δημιουργία του ενιαίου Δυτικού Β. (479 τ. χλμ.), αν και ανακήρυξαν πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας τη Βόνη. Οι
Σοβιετικοί απάντησαν το 1948 με αποκλεισμό του δυτικού τομέα της πόλης και τότε οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν τον
περίφημο ανεφοδιασμό από αέρος, που οδήγησε σε κλιμάκωση της αντίθεσης και αποτέλεσε έκτοτε μόνιμο σημείο τριβής της
ψυχροπολεμικής περιόδου (βλ. λ. Βερολίνου, αποκλεισμός). Τον Μάιο του 1949 οι Σοβιετικοί διέκοψαν τον αποκλεισμό του
Δυτικού Β. και οι Αμερικανοί σταμάτησαν τον εφοδιασμό λίγους μήνες αργότερα. Οι τριβές όμως δεν σταμάτησαν, καθώς οι
Σοβιετικοί επέμεναν στην απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τον δυτικό τομέα της πόλης, που αποτελούσε θύλακα
(επίσημα κρατίδιο και ανεπίσημα ντε φάκτο πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας) στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας. Το
1961, για να παρεμποδιστεί η φυγή Ανατολικογερμανών προς το Δυτικό Β., ορθώθηκε από τους Σοβιετικούς ένα τεράστιο τείχος
στα όρια των δύο τομέων (βλ. λ. Βερολίνου, Τείχος), το οποίο τις επόμενες δεκαετίες έμελλε να συμβολίσει τη διαίρεση
ολόκληρης της Ευρώπης αλλά και των δύο πόλων του Ψυχρού Πολέμου (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ).
Την περίοδο της διχοτόμησης ο δυτικός τομέας ανοικοδομήθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του στη βάση της προηγούμενης
πολεοδομικής του κατασκευής, ενώ ενισχύθηκε από γενναίες χρηματοδοτήσεις των δυτικών κρατών. Αντίθετα, ο ανατολικός
τομέας ανοικοδομήθηκε κατά μεγάλο μέρος σύμφωνα με νέο σχέδιο. Τη δεκαετία του 1980 το Δυτικό Β. άρχισε να αποκτά ξανά
την παλιά του αίγλη και εξελίχθηκε σε κορυφαίο πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 η κυβέρνηση της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ψήφισε την άρση των περιορισμών
επικοινωνίας με την Ομοσπονδιακή (Δυτική) Γερμανία και χιλιάδες διαδηλωτές, μαζί με στρατιώτες, γκρέμισαν με τα χέρια τους
το τείχος. Μετά την ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών, στις 3 Οκτωβρίου 1990, το Β. έγινε ξανά πρωτεύουσα της
Γερμανίας. Αρχικά, ορισμένες δυτικές κυβερνήσεις εξέφρασαν αντιρρήσεις, αλλά τελικά υιοθετήθηκε μια συμβιβαστική λύση,
που προέβλεπε σταδιακή μεταφορά των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους, από την προηγούμενη πρωτεύουσα Βόνη στη νέα,
σε ένα διάστημα 12 ετών από το 1991 (ως δοκιμαστική περίοδος). Πράγματι, το νέο επιβλητικό κτίριο της καγκελαρίας, που
στεγάζει τη σημερινή γερμανική βουλή, αποπερατώθηκε το 2001.
Τη δεκαετία του 1990 το Β. γνώρισε ξανά περίοδο άνθησης. Μετά την αρχική περίοδο της ενοποίησης, που συνοδεύτηκε από
κύματα εισροής Ανατολικογερμανών αλλά και οικονομικών μεταναστών από όλες τις χώρες του πρώην ανατολικού
συνασπισμού, η πόλη βρήκε τους ρυθμούς της. Κάποια αρχικά κρούσματα ξενοφοβίας έδωσαν τη θέση τους σε μια πολιτιστική
άνθηση. Το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Β., που γιόρτασε με μεγαλοπρέπεια τα 50 χρόνια του το 2000, τα μουσεία, οι σχολές
και τα πανεπιστήμια έγιναν πανευρωπαϊκός πόλος έλξης.
Βερολίνου, αποκλεισμός. Έτσι ονομάστηκε ο αποκλεισμός από ξηράς που επέβαλαν οι Σοβιετικοί την περίοδο 1948-49 στον
δυτικό τομέα του Βερολίνου, ως απάντηση στην υιοθέτηση του νέου γερμανικού μάρκου (της Δυτικής Γερμανίας) ως επίσημου
νομίσματος από το κρατίδιο του Δυτικού Βερολίνου και σε μια προσπάθεια να αναγκάσουν τους Δυτικούς σε συνολική
αποχώρηση από το Βερολίνο. Στον αποκλεισμό αυτόν, δεδομένου ότι το Δυτικό Βερολίνο βρισκόταν μέσα στο έδαφος της
Ανατολικής Γερμανίας, οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί απάντησαν με συντονισμένη δράση μεταφοράς προμηθειών στα 2
εκατομμύρια κατοίκων του Δυτικού Βερολίνου, με αεροπλάνα. Στο διάστημα μιας ολόκληρης τριετίας, από τις 26 Ιουνίου 1948,
οπότε άρχισε ο αποκλεισμός, έως τις 12 Μαΐου 1949 που σταμάτησε, έστησαν μια αερογέφυρα και πραγματοποίησαν συνολικά
περίπου 300.000 πτήσεις, που μετέφεραν πάνω από 2 εκατ. τόνους προμηθειών (κυρίως τρόφιμα και καύσιμα). Ο αποκλεισμός
ήταν η απαρχή μιας σειράς συνεχών τριβών μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, που είχαν
ως αφορμή το καθεστώς του Βερολίνου και οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην ανέγερση του περιβόητου τείχους (βλ. λ. Βερολίνου,
Τείχος).
Βερολίνου, διάσκεψη. Διάσκεψη που συγκλήθηκε στο Βερολίνο της Γερμανίας, μεταξύ 1884 και 1885, με τη συμμετοχή
ευρωπαϊκών ηγεμονιών, των ΗΠΑ και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελάριου Βίσμαρκ.
Σκοπός της διάσκεψης ήταν ο καθορισμός της εδαφικής επικυριαρχίας στη δυτική Αφρική. Οι κυριότερες αποφάσεις της
διάσκεψης, που καθόρισαν τα αποικιακά καθεστώτα έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν η αναγνώριση της επικυριαρχίας της
Μεγάλης Βρετανίας στα νότια του Νίγηρα και του Βελγίου στο Κονγκό, αποφάσεις που άφησαν δυσαρεστημένους τους
Γάλλους και τους Πορτογάλους και τις αντίστοιχες αξιώσεις τους στο Κονγκό.
Βερολίνου, συνέδριο. Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο της Γερμανίας, μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του 1878,
με τη συμμετοχή της Ιταλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ρωσίας και της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελάριου Βίσμαρκ. Σκοπός του συνεδρίου ήταν η αναθεώρηση
της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που είχαν επιβάλει οι Ρώσοι στους Τούρκους μετά τη μεγάλη τους νίκη, και η αναδιανομή
εδαφών στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι σπουδαιότερες αποφάσεις του συνεδρίου υπήρξαν: η ίδρυση μικρής αυτόνομης
Βουλγαρίας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, η αυτονόμηση της Ανατολικής Ρωμυλίας που θα αποτελούσε ξεχωριστή
επαρχία με χριστιανό διοικητή, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας, καθώς και η
στρατιωτική κατάληψη και ανάληψη της διοίκησης της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία.
Οι αποφάσεις του συνεδρίου αποτέλεσαν διπλωματική ήττα της Ρωσίας, που έχασε τους καρπούς των στρατιωτικών της νικών
σε βάρος της Τουρκίας, ενώ δυσαρεστημένοι έμειναν τόσο οι Τούρκοι, που έχαναν έτσι σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη τους,
όσο και οι λαοί της Βαλκανικής, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Σε ό,τι αφορά το ελληνικό ενδιαφέρον,
επαναπροσδιορίστηκαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, αποδόθηκε η Κύπρος στη Μεγάλη Βρετανία και αποφασίστηκε η
παραχώρηση αυτοδιοίκησης, με σύνταγμα και αυτονομία, στην Κρήτη. Τελικά, αρκετές αποφάσεις του συνεδρίου αποδείχτηκε
ότι δεν ήταν βιώσιμες.
Βερολίνου, Τείχος. Διαχωριστικό τείχος (ύψος 4 μ., συνολικό μήκος 45 χλμ.) μεταξύ των δύο τομέων του Βερολίνου, Δυτικού
και Ανατολικού, που υπήρχε στην πόλη από το 1961 έως το 1989.
Μετά τη διχοτόμηση του Βερολίνου (1948), που ακολούθησε τη στρατιωτική κατοχή της πόλης από τους Συμμάχους και τη
μονομερή απόφαση των Σοβιετικών να αποχωρήσουν από την κοινή συμμαχική διοίκηση (βλ. λ. Βερολίνο, Ιστορία), πολλοί
κάτοικοι του ανατολικού τομέα, που βρισκόταν υπό σοβιετική κατοχή, μετανάστευσαν στον δυτικό. Αυτό το παραθυράκι εξόδου
προς τη Δύση αποτελούσε μόνιμο βραχνά για την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του
1950. Έτσι, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν και να σταματήσουν τη διαρροή πληθυσμού, οι Ανατολικογερμανοί ύψωσαν
ξαφνικά, τη νύχτα της 13ης Αυγούστου 1961, ένα τείχος πάνω στα όρια των δύο τομέων, το οποίο διαχώρισε οριστικά τους δύο
τομείς και δεν επέτρεπε πλέον την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης της Ανατολικής
Γερμανίας που ακολούθησε την αιφνιδιαστική ανέγερση του τείχους, ανέφερε ότι αυτό έγινε, για να παρεμποδιστεί τυχόν
προέλαση των «φασιστικών δυνάμεων» στον ανατολικό τομέα. Όμως, οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου έβλεπαν πλέον
χαντάκια, ηλεκτροφόρα σύρματα και πάνοπλους στρατιώτες να τους εμποδίζουν να έρθουν σε επαφή με τους άλλοτε γείτονές
τους (καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίστηκαν στη μέση συνοικίες αλλά και οικογένειες). Έως την κατάρρευσή του, το
1989, στο Τείχος του Αίσχους (όπως ονομάστηκε) έχασαν τη ζωή τους περίπου 70 άτομα, που προσπάθησαν να διαφύγουν από
το Ανατολικό προς το Δυτικό Βερολίνο. Στις 9 Νοεμβρίου 1989, εξελίχθηκαν ιστορικές σκηνές όταν δυτικοί και ανατολικοί
Βερολινέζοι γκρέμιζαν ακόμα και με τα χέρια τους τα υπολείμματα του τείχους.
Βερόνα (Verona). Πόλη (256.110 κάτ. το 2002) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.097 τ.
χλμ., 838.221 κάτ. το 2002), στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Βένετο. Εκτείνεται εκατέρωθεν του ποταμού Αδίγη, στο σημείο
ακριβώς που ο ποταμός βγαίνοντας από τις στενές ορεινές κοιλάδες εκβάλλει στην πεδιάδα, σχηματίζοντας μια σειρά από
μαιάνδρους. Η θέση της, κοντά στις νότιες παραφυάδες των Λεσίνι, είναι στρατηγική καθώς βρίσκεται στην έξοδο προς την
πεδιάδα της διαλπικής οδού του Μπρένερο. Ο κεντρικός πυρήνας της διατηρεί το τετράπλευρο σχέδιο της ρωμαϊκής πόλης. Το
ιστορικό κέντρο, το οποίο βρίσκεται στη μικρή χερσόνησο που περικλείεται από τον μαίανδρο του Αδίγη και περιβάλλεται από
τείχη, διευρύνθηκε την εποχή των Ντέλα Σκάλα. Δέκα γέφυρες βρίσκονται στον Αδίγη, τέσσερις από τις οποίες χρονολογούνται
από τον 16ο αι.
Η Β. είναι σπουδαίο εμπορικό κέντρο, έδρα μεταποιητικών βιομηχανιών των γεωργικών προϊόντων, οινοποιητικών
συγκροτημάτων, εκδοτικών οίκων και βιομηχανιών μεταλλομηχανουργίας και υφαντουργίας. Από το ένδοξο παρελθόν της
διατηρούνται ακόμα πολλά μνημεία, όπως η Αρένα, ρωμαϊκό αμφιθέατρο του 1ου αι. χωρητικότητας 20.000 θεατών, και το
ρωμαϊκό θέατρο. Αξιοσημείωτοι είναι επίσης οι ναοί του Αγίου Ζήνωνα, του Σαν Φέρμο Ματζόρε, του Σαν Τζιόρτζιο ιν
Μπράιντα και η μητρόπολη. Από τα νεότερα κοσμικά οικοδομήματα ξεχωρίζουν το ανάκτορο Μαλφάτι (έργο του Σαμικέλι), το
Καστελβέκιο (14ος αι.), οι τάφοι των Ντέλα Σκάλα και η Στοά του Συμβουλίου. Πολύ υποβλητική είναι η πλατεία της
Λαχαναγοράς, η πιο γραφική της πόλης, που υπήρξε αρχαία ρωμαϊκή αγορά. Χαρακτηριστικό της αίγλης της κατά το παρελθόν
είναι το γεγονός ότι αυτήν επέλεξε ο Σαίξπηρ ως φόντο του περίφημου έργου του, Ρωμαίος και Ιουλιέτα.
Ιστορία. Αρχαιότατη πόλη, η Β. έμεινε πάντα πιστή στη Ρώμη. Υπό την αυστριακή κυριαρχία, μετατράπηκε σε ένα οχυρωμένο
στρατόπεδο, που προστατευόταν από δύο σειρές φρουρίων, και έγινε η κυριότερη πόλη του περιώνυμου Τετραπλεύρου.
Εμπλουτίστηκε με καινούργια και επιβλητικά δημόσια κτίρια, ενώ πολυάριθμες αστικές και βιομηχανικές συνοικίες απλώθηκαν
προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξέγερσή της, το 1797, εναντίον των στρατευμάτων του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, έδωσε στον
τελευταίο το πρόσχημα να καταλάβει το Βένετο και να θέσει έτσι τέρμα στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Στην πόλη
προκλήθηκαν αρκετές ζημιές κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
βερονάλ (Ιατρ.). Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος, παραγώγου του βαρβιτουρικού οξέος. Συνίσταται από
βαρβιτάλη (διαιθυλοβαρβιτουρικό οξύ) και έχει τη μορφή σκόνης ή λευκών κρυστάλλων που είναι διαλυτοί στο ζεστό νερό, στο
οινόπνευμα, στον αιθέρα και στην ακετόνη. Χορηγείται ως καταπραϋντικό, πάντοτε σύμφωνα με ιατρικές οδηγίες.
Βερονέζε, Πάολο (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο
Κάλιαρι (Paolo Caliari). Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη γενέτειρά του, αλλά δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν ο
πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του, Γκαμπριέλε Κάλιαρι, ή αν μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζοβάνι Καρότο ή του
Αντόνιο Μπαντίλε. Το βέβαιο όμως είναι ότι ο κατοπινός εκφραστής του βενετσιάνικου νατουραλιστικού κλασικισμού άρχισε
τη σταδιοδρομία του ως μανιεριστής, όπως αποδεικνύουν το πολύπτυχο Μπεβιλάκουα-Λάτζιζε (1548, Καστελβέκιο, Βερόνα)
και Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου, έργο το οποίο εκτελέστηκε σε συνεργασία με τους Μπρουζαζόρτσι, Φαρινάτι και
Μπατίστα ντελ Μόρο, για τον καθεδρικό ναό της Μάντοβα (1552, σήμερα Μουσείο Καλών Τεχνών Καέν, Γαλλία).
Το 1553, όταν διακόσμησε τις τρεις αίθουσες του Συμβουλίου των Δέκα στο ανάκτορο των δόγηδων στη Βενετία, είχε ήδη
απομακρυνθεί από τον αρχικό μανιερισμό του και τοποθέτησε τις μορφές στο γαλάζιο βάθος του ουρανού, ενώ παράλληλα
χρησιμοποίησε μεγάλες μάζες χρώματος και πινελιές καθαρά διαχωρισμένες και εκτυφλωτικά φωτεινές (Ο Δίας κεραυνοβολεί
τα πάθη). Αργότερα, τόσο στα μικρά λατρευτικά έργα του όσο και στις μεγάλες θρησκευτικές συνθέσεις, μεταχειριζόταν
συμπληρωματικούς τόνους σε αντιθετική παράθεση, πλουτίζοντας την έκφρασή του και φτάνοντας βαθμιαία στην ωριμότητα.
Αρκεί να αναφερθεί το εικονογραφικό σύνολο του Αγίου Σεβαστιανού στη Βενετία (ιεροφυλάκιο, 1555· εκκλησία, 1556·
γυναικωνίτης των καλογραιών, 1557), όπου οι συμπτυγμένες μορφές, με τολμηρές προοπτικές βραχύνσεις, κινούνται ελεύθερες
στον καθαρό και ανέφελο χώρο και προσφέρονται στη χαρά του φωτός. Γαλήνιες επίσης και κομψές είναι και οι σύγχρονες
προσωπογραφίες του, εμπνευσμένες ασφαλώς από τη δροσιά της άμεσης επαφής με το μοντέλο. Της ίδιας περίπου τεχνοτροπίας
είναι το Δείπνο στην Εμμαούς (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι) και το Δείπνο στο σπίτι του Σίμωνα (Σαβαουδική Πινακοθήκη,
Τορίνο). Το θέμα του δείπνου, που ο Β. επανέλαβε και αργότερα, του χρησίμευσε ως πρόφαση για να παρουσιάσει μια μεγάλη
ποικιλία ενδυμασιών κάτω από επιβλητικές κιονοστοιχίες, σε παλάτια εμπνευσμένα από τα αρχιτεκτονήματα του Σαμικέλε, του
Παλάντιο και του Σανσοβίνο. Έτσι, φιλοτέχνησε ακόμα δύο πίνακες με τίτλο Δείπνο στο σπίτι του Φαρισαίου (1570, ο ένας
στην Πινακοθήκη Μπρέρα του Μιλάνου και ο άλλος στο Μουσείο του Λούβρου), το Δείπνο του Γρηγορίου του Μεγάλου (1572,
Μόντε Μπέρικο, Βιτσέντσα), το Δείπνο στο σπίτι του Λευί (1573, Ακαδημία Βενετίας).
Η ποιητική χάρη του Β. έγκειται στο κρυστάλλινο και διαφανές χρώμα του· με αυτό προσέφερε μια αισθητική και οπτική
απόλαυση, ακόμα και όταν απεικόνισε θέματα όπως τον Γάμο στην Κανά (1562, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι) με
μεγαλοπρέπεια ύφους αλλά και με έναν τόνο κοσμικής επίδειξης. Αυτή η επίδειξη ενόχλησε τις εκκλησιαστικές αρχές και το
1573, με το πρόσχημα ότι ζωγράφισε έναν μαύρο δούλο πολύ κοντά στη μορφή του Χριστού στο Δείπνο στο σπίτι του Λευί, τον
παρέπεμψαν στην Ιερά Εξέταση. Παρά την καταδίκη του (κατόρθωσε πάντως να την αποφύγει, χωρίς μάλιστα να διορθώσει τον
πίνακα), το εργαστήριό του κατακλύστηκε από παραγγελίες, σε βαθμό που αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια μαθητών του και
του αδελφού του Μπενεντέτο για την κατασκευή λιγότερο σημαντικών πινάκων. Αργότερα, η συνεργασία του για κάποιες
παραγγελίες με τον γιο του Καρλέτο, ζωγράφο μέτριων δυνατοτήτων, ζημίωσε πολύ την ποιότητα των έργων.
Ίσως μετά από ένα ταξίδι του στη Ρώμη, το 1560, ο Β. ανέλαβε τη ζωγραφική διακόσμηση της έπαυλης Μπάρμπαρο στο Μάζερ,
κοντά στη Βενετία. Κτίσμα του Παλάντιο, στην κορυφή ενός λόφου, η έπαυλη ανελισσόταν σε διάφορα επίπεδα, για να
εναρμονιστεί η κατασκευή με τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους. Σε αυτήν ακριβώς την κίνηση των επιπέδων αντιστοιχεί
και ο ρυθμός των προοπτικών σκηνογραφιών του Β., οι οποίες με τους ζωγραφισμένους ανοιχτούς χώρους των καθαρών
ουρανών δημιουργούν στο εσωτερικό του κτιρίου την ψευδαίσθηση της υπαίθρου. Η υπόλοιπη διακόσμηση, έργο του αδελφού
του, Μπενεντέτο, ήταν προσαρμοσμένη στην περίπλοκη αρχιτεκτονική σύλληψη και τόνιζε τη μεγάλη ευμάρεια της οικογένειας
Μπάρμπαρο. Είναι αξιοθαύμαστο πώς ο Β. κατόρθωσε να συνδυάσει τον απατηλό ανοιχτό χώρο, γεμάτο μυθολογικές μορφές
και κλασικά θέματα (Αίθουσα του Ολύμπου) με σκηνές της καθημερινής ζωής της οικογένειας (Η αρχόντισσα Μπάρμπαρο με
την παραμάνα της, Τα παιδιά με τον σκύλο και τη μαϊμού) ή, ακόμα, πώς κατόρθωσε να περάσει στις επιτηδευμένες
οφθαλμαπάτες – όπως εκείνη με το κορίτσι που προβάλλει από μια μισάνοιχτη πόρτα και μοιάζει να βαδίζει προς τον θεατή.
Ενώ τα έργα της εκκλησίας του Σαν Τζιμινιάνο της Βενετίας (1558-61) και τα τρία πολύπτυχα για την εκκλησία του Σαν
Μπενεντέτο Πο ακολουθούν ακόμα αυτή την τεχνοτροπία, η έκφραση του Β. έγινε βαθμιαία οξύτερη και οι προοπτικές
βραχύνσεις απέκτησαν, ίσως και υπό την επίδραση του Τιντορέτο, μεγαλύτερη ένταση. Ο κύκλος των πινάκων του 1572 για την
οικογένεια Κουτσίνα (σήμερα στο Μουσείο της Δρέσδης) και τα Δείπνα της ίδιας περιόδου είναι επιβλητικά παραδείγματα
αυτού του τρόπου σύνθεσης, όπου οι φωτεινές επιφάνειες εναλλάσσονται ρυθμικά με τους ψυχρούς τόνους των ουρανών και οι
σκληρές λάμψεις του φωτός συνδυάζονται με τους χαμηλούς τόνους του δειλινού. Οι ίδιοι τόνοι, σχεδόν νυχτερινοί,
χαρακτηρίζουν και μια ολόκληρη σειρά από μικρούς πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν από τον ζωγράφο τη δεκαετία του 1570 (Ο
Χριστός ανεβαίνει στον Γολγοθά, Μουσείο του Λούβρου· Άρης και Αφροδίτη, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), καθώς
και έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως η Προσκύνηση των Μάγων (Άγιος Σιλβέστρος, Βενετία) και το πολύπτυχο της Σάντα
Κορόνα (Βιτσέντσα). Αλλά στις Τέσσερις αλληγορικές μορφές (συλλογή Φρικ, Νέα Υόρκη και Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο)
και στα φατνώματα της οροφής του ανακτόρου των δόγηδων, ζωγραφισμένα μεταξύ 1576 και 1577, επανέρχονται η λαμπρότητα
και η χαρά του χρώματος. Έργο της ίδιας περιόδου είναι και η περίφημη Αρπαγή της Ευρώπης. Στη συνέχεια, αυτή η χαρά του
φωτός φαίνεται να υποχωρεί και να δίνει τη θέση της σε συνθετικές παραλλαγές και σε πειραματισμούς με χαμηλές χρωματικές
κλίμακες που προαναγγέλλουν τη μουσικότητα και τη λεπτότητα των μεγάλων συνθέσεών του για την εκκλησία Σαν Νικολό
ντέι Φράρι και των μεμονωμένων μορφών του (Μαγδαληνή, 1583, Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη· Ιουδίθ, Μουσείο Βιέννης).
Από τη μανιεριστική του παιδεία, ο Β. διδάχτηκε τη σπουδαιότητα του σχεδίου, γι’ αυτό και σχεδίαζε συνεχώς. Ο 16ος αι.
αγαπούσε τα γρήγορα σχεδιάσματα, κυρίως με μελάνι, ενίοτε ελαφρώς χρωματισμένα, με εύκαμπτη και ρευστή γραμμή που
διατρέχει με χάρη το χαρτί. Σε αυτά τα σχέδια ο Β. δοκίμασε με την απρόοπτη και γρήγορη γραμμή του τη στάση και την κίνηση
των μορφών και καθόρισε με τις φωτοσκιάσεις τις χρωματικές αξίες, ώστε να μπορούν να μεταγραφούν στον οριστικό πίνακα.
Αυτά αντανακλούν και όλα τα προτερήματά του που του επέτρεψαν, αν και ξεκίνησε από τον μανιερισμό, να διαμορφώσει μια
κλασική, φωτεινή ποιητική έκφραση και να προχωρήσει από τους λαμπρούς χώρους της νεότητάς του στους παθητικούς,
δειλινούς τόνους της ωριμότητας.
βερόνικα (Veronica). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη
ποωδών φυτών, τα οποία φύονται κυρίως στις βόρειες εύκρατες χώρες. Πολλά από αυτά φυτρώνουν μέσα στους ερεικώνες, σε
βοσκότοπους και σε δάση, άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, ενώ πολλά είδη αποτελούν ενοχλητικά ζιζάνια, κυρίως σε
κήπους και χορτοτάπητες. Τα φύλλα ορισμένων ειδών τρώγονται ως σαλατικό και άλλα χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς
σκοπούς.
Είναι τριχωτά φυτά, συχνά με κατακείμενους βλαστούς, και ωοειδή, οδοντωτά φύλλα με αντίθετη διάταξη. Τα άνθη τους είναι
μικρά, ασύμμετρα, λευκά, κυανά ή βιολετί, μονήρη ή κατά βότρεις. Ο καρπός τους είναι κάψα. Στην ελληνική χλωρίδα
περιλαμβάνονται 28 είδη, τα κυριότερα από τα οποία περιγράφονται παρακάτω.
Η Veronica officinalis είναι πολυετής πόα με πυκνό τρίχωμα και μικρά ανοιχτοκυανά άνθη. Τα φύλλα της χρησιμοποιούνται ως
αφέψημα, αντί για τσάι, γι’ αυτό και είναι γνωστή με την κοινή ονομασία τσάι της Ελβετίας. Φύεται σε δάση και βοσκότοπους
της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας, και κυρίως της Θεσσαλίας. Πολλαπλασιάζεται και αναπτύσσεται εύκολα με σπέρματα και
παραφυάδες.
Η Veronica persica, πολύ διαδεδομένο ζιζάνιο, έχει λεπτούς βλαστούς και κυανόλευκα άνθη, με σταθερό κάλυκα και
τετραπέταλη στεφάνη που πέφτει εύκολα. Άλλα ενοχλητικά ζιζάνια με ευρεία εξάπλωση και στη χώρα μας είναι τα είδη
Veronica agrestis και Veronica arvensis.
Η Veronica chamaedrys έχει άνθη μεγαλύτερα από τα προηγούμενα είδη και πιο κυανά. Φυτρώνει σε λιβάδια, σε δάση και κατά
μήκος των δρόμων, σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η Veronica thessalica φύεται σε αλπικούς βράχους των βουνών της Θεσσαλίας
(όπως υποδηλώνει και η ονομασία της) και της Αχαΐας. Η Veronica cymbalaria, κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας, φυτρώνει
σε τοίχους, βράχους και ερείπια, ενώ η Veronica anagallis-aquatica φύεται σε υγρές τοποθεσίες και τρώγεται ως σαλατικό.
Τέλος, γνωστό διακοσμητικό είδος είναι η Veronica speciosa.
Βερόνικα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1906. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 16,4, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
11,2. Διεθνώς ονομάζεται Veronica 612.
Βερουέι, Άλμπερτ (Albert Verwey, Άμστερνταμ 1865 – Νόρντβικ αν Ζέε 1937). Ολλανδός ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και
πανεπιστημιακός. Ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα συνεργαζόμενος με τις κυριότερες λογοτεχνικές εκδόσεις της εποχής του.
Από τους βασικούς συντάκτες του Νέου Οδηγού, από το 1885 έως το 1890, ίδρυσε το 1894 μαζί με τον Βαν Ντέισελ τη
Διμηνιαία Επιθεώρηση, λογοτεχνικό έντυπο που το 1902 μετονομάστηκε Εικοστός Αιώνας. Το 1905 ίδρυσε το έντυπο Κίνημα
(το οποίο διηύθυνε έως το 1919) και προσέλκυσε γύρω από αυτό μια σημαντική ομάδα νέων ποιητών. Την περίοδο 1924-35
δίδαξε ολλανδική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν.
Το ποιητικό του έργο, συγκεντρωμένο σε είκοσι τόμους, διαπνέεται από μια ατομικιστική και αριστοκρατική χροιά.
Ασχολήθηκε επίσης με την ιστορία και τη φιλοσοφία, ενώ ως κριτικός έμεινε σταθερά προσκολλημένος στην παράδοση. Από τα
πολυάριθμα έργα του ξεχωρίζουν: Η ζωή του Ποτζιέτερ (1903), Χάινρικ Λόρενς Σπίγκελ (1919) και διάφορες μελέτες.
Βερούλη, Άννα (Καβάλα 1957 – ). Αθλήτρια του στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην
αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια.
Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο τοπικό σωματείο ΟΚΑ Καβάλας. Ειδικεύτηκε στον ακοντισμό και αργότερα άρχισε
να γυμνάζεται με τον Βασίλη Κοκκόλη. Στο διάστημα 1973-82 κατέρριψε έξι φορές το πανελλήνιο ρεκόρ ακοντισμού (για
τελευταία φορά το 1982, με επίδοση 70,02 μ.), ενώ έχουν μείνει ιστορικές οι κόντρες της με την άλλη μεγάλη πρωταθλήτρια του
αγωνίσματος, Σοφία Σακοράφα, σε μια εποχή που ο γυναικείος ελληνικός αθλητισμός δεν είχε την πολυτέλεια να διαθέτει ούτε
καν μία μεγάλη αθλήτρια σε κάθε αγώνισμα του στίβου. Το 1982 ήταν το έτος-σταθμός για την καριέρα της, καθώς κέρδισε το
χρυσό μετάλλιο στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες ανοιχτού στίβου που έγιναν στο νεόδμητο τότε Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας,
μπροστά σε σχεδόν 80.000 θεατές και εκατομμύρια τηλεθεατές. Το ατομικό της ρεκόρ ήταν 72,70 (1984), ενώ στην καριέρα της
κέρδισε μετάλλια σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις (Πανελλήνιοι, Βαλκανικοί, Μεσογειακοί και Πανευρωπαϊκοί αγώνες,
Παγκόσμιο πρωτάθλημα), εκτός από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Μετά την αποχώρησή της από τους στίβους, συνέχισε να
προσφέρει από διοικητικές θέσεις του ελληνικού αθλητισμού.
Βερούσης, Ανδρέας. Το πραγματικό όνομα του αρματολού Ανδρούτσου, πατέρα του κορυφαίου αγωνιστή του 1821, Οδυσσέα
Ανδρούτσου. Βλ. λ. Ανδρούτσος, Ανδρέας.
Βερούσης, Μουτζανάς. Αγωνιστής του 1821 (αναφέρεται και ως Καπετάν Βερούσης). Καταγόταν από το Τρίκερι του
Πηλίου. Η οικογένειά του ωστόσο καταγόταν από τη Λοκρίδα και ο ίδιος ήταν εξάδελφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τον Μάιο
του 1821 κέρδισε μια μάχη στο Ξηροχώρι Ευβοίας καταλαμβάνοντάς το. Στη συνέχεια οργάνωσε σώμα επαναστατών και
ανακηρύχτηκε αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων στην Εύβοια. Δύο προσπάθειές του για επίθεση κατά της Χαλκίδας δεν
καρποφόρησαν, γι’ αυτό και του αφαιρέθηκε η αρχηγία και ανατέθηκε στον Αγγελή Γοβγίνα.
Βέρριος Φλάκκος, Μάρκος (Marcus Verrius Flaccus, 1ος αι. π.Χ.). Λατίνος γραμματικός και δάσκαλος. Ήταν απελεύθερος
του αυτοκράτορα Αυγούστου, ο οποίος τον διόρισε παιδαγωγό για τους εγγονούς του. Έγραψε πολλά βιβλία αρχαιολογικού
περιεχομένου, αλλά έγινε γνωστός για τη μεγάλη του εγκυκλοπαίδεια De Verborum Significatu (Περί της σημασίας των
λέξεων), που ασχολείται αλφαβητικά όχι μόνο με τη λατινική γλώσσα αλλά και γενικά με τη ρωμαϊκή μυθολογία. Σύνοψη του
έργου διασώθηκε από τον Σέξτο Πομπήιο Φέστο (2ος αι. μ.Χ.). Ο Σουητώνιος δίνει βιογραφικά στοιχεία για τον Β., ο οποίος
συνήθιζε να προκηρύσσει διαγωνισμούς δίνοντας βιβλία για βραβεία.
Βερσαλίες (Versailles). Πόλη (85.726 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ιβελίν, στο γεωγραφικό
διαμέρισμα Ιλ-ντε-Φρανς (βλ. λ.), περίπου 11 χλμ. ΝΔ του Παρισιού.
Πρόκειται για ένα αστικό κέντρο σε διαρκή ανάπτυξη, αλλά το όνομα της πόλης είναι κατεξοχήν συνδεδεμένο με τα ανάκτορα
που είχαν χτίσει εκεί οι βασιλιάδες της Γαλλίας τον 17ο και 18ο αι. και στα οποία η πόλη οφείλει, αν όχι την ύπαρξη της –αφού
προϋπήρξε της οικοδόμησης του πύργου του Λουδοβίκου ΙΓ’–, τουλάχιστον τη μεγάλη της ανάπτυξη και τη σπουδαιότητα που
απέκτησε στην ιστορία της Γαλλίας και της Ευρώπης. Η πόλη απλώθηκε στα Α του ανακτόρου, πέρα από το οποίο εκτείνονται
τα πάρκα και οι περίφημοι κήποι. Από το Πεδίο του Άρεως, τρεις μεγάλες αρτηρίες κατευθύνονται σε σχήμα βεντάλιας και
χωρίζουν την πόλη σε τομείς με διακεκριμένο περίγραμμα. Μια σειρά από δρόμοι συμπληρώνουν τη ρυμοτομία της.
Ιστορία. Οι Β. υπήρξαν το λαμπρότερο δημιούργημα της μοναρχίας και συμβολίζουν την εποχή όπου η Γαλλία ακτινοβολούσε
με τη λάμψη της σε όλη την Ευρώπη, η οποία με τη σειρά της την θαύμαζε σαν ένα ανυπέρβλητο πρότυπο. Οι Β. στην
πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα ταπεινό χωριό γεωργών συγκεντρωμένο γύρω από έναν παλιό πύργο που ανήκε στον
Αλμπέρ ντε Γκοντί, όταν ο Λουδοβίκος ΙΓ’ έχτισε εκεί το 1624 ένα μικρό κυνηγετικό περίπτερο. Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ (ο Βασιλιάς-
Ήλιος) επεξέτεινε την αρχική οικοδομή και σε διαδοχικά στάδια, χάρη στη βοήθεια αρχιτεκτόνων με πνευματική καλλιέργεια
και με αρκετά διαφορετικές αντιλήψεις, μεταμόρφωσε ουσιαστικά το έργο του προκατόχου του σε επιβλητικό ανάκτορο που
έγινε ο τόπος διαμονής του ίδιου και των διαδόχων του έως τη Γαλλική επανάσταση.
Ο ιστορικός ρόλος των ανακτόρων δεν τελείωσε όμως με τα χρόνια της Επανάστασης. Το 1871 ο βασιλιάς Γουλιέλμος της
Πρωσίας στέφθηκε εκεί αυτοκράτορας της Γερμανίας και στην ίδια αίθουσα, στις 28 Ιουνίου 1919, υπογράφηκε η ομώνυμη
συνθήκη τερματισμού του Α’ Παγκοσμίου πολέμου (βλ. λ. Βερσαλιών, συνθήκη ειρήνης).
Το ανάκτορο των Βερσαλιών. Μετά από παραγγελία του Λουδοβίκου ΙΔ’, ο αρχιτέκτονας Λε Βο άρχισε την κατασκευή του
μεγαλειώδους συγκροτήματος κτιρίων και κήπων, η πραγματοποίηση των οποίων συνεχίστηκε από τον Ζιλ-Αρντουέν Μανσάρ
και τέλειωσε από τον Γκαμπριέλ, επί της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ’. Το ανάκτορο, που από το 1682 αποτέλεσε μόνιμη
διαμονή της Αυλής, καταστράφηκε και απογυμνώθηκε από μεγάλο μέρος των θησαυρών του κατά τη Γαλλική επανάσταση.
Αναστηλώθηκε από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αι. και καθιερώθηκε ως μουσείο της δόξας της Γαλλίας, το 1837, από
τον Λουδοβίκο Φίλιππο, ο οποίος συγκέντρωσε εκεί όλα τα έργα τέχνης με ιστορικό ενδιαφέρον που προέρχονταν από τις
αποθήκες και τις βασιλικές διαμονές.
Το μεγαλειώδες συγκρότημα των βασιλικών διαμερισμάτων, μαζί με τον πλούτο των ιστορικών αιθουσών του, γοητεύει τον
επισκέπτη.
Το κομψό παρεκκλήσι, μαζί με τα βασιλικά διαμερίσματα, είναι το πιο ενδιαφέρον τμήμα του εσωτερικού του πύργου. Τα
σαλόνια διαδέχονται το ένα το άλλο και συναγωνίζονται σε λαμπρότητα, που κορυφώνεται με την αίθουσα του Θρόνου. Το
διασημότερο σημείο του ανακτόρου, ωστόσο, είναι η λεγόμενη αίθουσα των κατόπτρων, που αποτελεί το πιο μεγαλειώδες
μνημείο που χτίστηκε ποτέ για τη δόξα ενός μονάρχη. Η κρεβατοκάμαρα του Λουδοβίκου ΙΔ’, με τις πολύτιμες χρυσές
διακοσμήσεις, βρίσκεται στο κέντρο του ανακτόρου, με το περίφημο μπαλκόνι όπου εμφανίστηκε η Μαρία Αντουανέτα το 1789.
Σε αυτή την αίθουσα γινόταν η τελετή της ένδυσης του βασιλιά και εκεί πέθανε ο Λουδοβίκος ΙΔ’, την 1η Σεπτεμβρίου 1715,
παρουσία των αυλικών του. Ακολουθούν τα διαμερίσματα της βασίλισσας, τα οικογενειακά διαμερίσματα των Λουδοβίκων ΙΕ’
και ΙΣΤ’, καθώς και το γραφείο του Λουδοβίκου ΙΕ’.
Βερσαλιών, συνθήκες. Στις Βερσαλίες της Γαλλίας υπογράφηκαν, από τον 18ο έως τις αρχές του 20ού αι., διάφορες συνθήκες
μεταξύ των κρατών της Ευρώπης, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ασφαλώς η συνθήκη του 1919, για τον τερματισμό του
Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τη διαμόρφωση του διεθνούς μεταπολεμικού σκηνικού, το οποίο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο
έως την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (βλ. λ. Βερσαλιών, συνθήκη ειρήνης). Από τις υπόλοιπες, οι κυριότερες συνθήκες
ήταν οι παρακάτω:
1. Συνθήκη συμμαχίας, που υπογράφηκε την 1η Μαΐου 1756, ανάμεσα στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΕ’ και στην
αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία, σε απάντηση της αγγλοπρωσικής προσέγγισης που είχε προηγηθεί (συνθήκη
Αγγλίας-Πρωσίας του Γουέστμινστερ, τον Ιανουάριο του 1756). Η συνθήκη περιλάμβανε συμφωνία ουδετερότητας (η Μαρία
Θηρεσία θα παρέμενε ουδέτερη στην ήδη υφιστάμενη αγγλογαλλική σύρραξη, ενώ ο Λουδοβίκος δεν θα έθιγε τις κτήσεις των
Αψβούργων), συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός των συμμάχων και μυστικό σύμφωνο
αμοιβαίας προστασίας των κτήσεων των συμμάχων από επιθετικές ενέργειες συμμάχου της Αγγλίας.
2. Συνθήκη συμμαχίας, που υπογράφηκε τον Μάιο του 1757, ανάμεσα στην Αυστρία και στη Γαλλία. Αποτελούσε ανανέωση και
συμπλήρωση της συνθήκης του προηγούμενου έτους (1.). Με τη συμφωνία αυτή η Γαλλία αναλάμβανε την υποχρέωση να
επέμβει στη Γερμανία εναντίον της Πρωσίας, με αντάλλαγμα την παραχώρηση από την Αυστρία προς τη Γαλλία ορισμένων
πόλεων των Κάτω Χωρών.
3. Συνθήκη ειρήνης, που υπογράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία τερματίστηκαν οι πόλεμοι της Αμερικανικής
Ανεξαρτησίας. Η Αγγλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία των πρώην αποικιών της στην Αμερική (ΗΠΑ), ενώ η Γαλλία
προσαρτούσε τη Σενεγάλη και η Ισπανία τη Φλόριντα και τη Μινόρκα.
4. Συνθήκη ειρήνης, που υπογράφηκε το 1871, με την οποία τερματίστηκε ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870. Η ηττημένη
Γαλλία ανέλαβε να παραχωρήσει στη Γερμανία τις επαρχίες της Αλσατίας και της Λορένης και να καταβάλει στον νικητή
πολεμική αποζημίωση ύψους πέντε δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων.
Βερσαλιών, συνθήκη ειρήνης. Συνθήκη ειρήνης για τον τερματισμό του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, που υπογράφηκε στο
ανάκτορο των Βερσαλιών, στη Γαλλία, στις 28 Ιουνίου 1919.
Με τη συνθήκη αυτή τερματίστηκε η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των Συμμάχων (Αντάντ) και της Γερμανίας και, σε
συνδυασμό με τις άλλες τέσσερις συνθήκες που αφορούσαν τις κυριότερες συμμάχους της Γερμανίας στον πόλεμο (συνθήκη
των Σεβρών για την Τουρκία, του Νεϊγί για τη Βουλγαρία, του Τριανόν για την Ουγγαρία και του Αγίου Γερμανού για την
Αυστρία), έλαβε τέλος ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Τη συνθήκη αυτή επέβαλαν οι νικητές χωρίς καμία διαπραγμάτευση και έτσι
αποτέλεσε την έκφραση του πνεύματος εκδίκησης –που η σκληρότητα του πολέμου το είχε εκτραχύνει– και ιδιαίτερα την
έκφραση των επιδιώξεων του γαλλικού εθνικισμού. Οι νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις εκπροσωπήθηκαν από τον Ντέιβιντ Λόιντ
Τζορτζ (Μεγάλη Βρετανία), τον Ζορζ Κλεμανσό (Γαλλία), τον Γούντροου Γουίλσον (ΗΠΑ) και τον Βιτόριο Εμανουέλε
Ορλάντο (Ιταλία). Οι πιο αυστηροί όροι, που αφορούσαν τις επανορθώσεις οι οποίες είχαν οριστεί στο αστρονομικό ποσό των
226 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων, έγιναν αργότερα ηπιότεροι. Η υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει αποζημιώσεις για
τις καταστροφές που προκάλεσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις απέρρεε από το άρθρο 231 της συνθήκης, με το οποίο η Γερμανία
αναγνώριζε την ευθύνη της για την έκρηξη της τεράστιας σύγκρουσης. Η Γερμανία έχασε συνολικά 75.000 τ. χλμ. εδάφους
(Αλσατία, Λορένη, πολωνική Πρωσία κ.ά.), με συνολικό πληθυσμό περίπου 7.000.000 κατ., καθώς και όλες τις αποικίες της.
Μερικές από αυτές εκχωρήθηκαν σε κράτη της Αντάντ ή σε συμμάχους τους, με τη μορφή των εντολών της Κοινωνίας των
Εθνών, της οποίας ο καταστατικός χάρτης περιελήφθη στο πρώτο τμήμα της συνθήκης. Όλοι οι ποταμοί της Γερμανίας
διεθνοποιήθηκαν.
Η συνθήκη περιείχε επίσης και στρατιωτικούς όρους: μείωση του γερμανικού στρατού σε 100.000 άντρες και του πολεμικού
στόλου σε 108.000 τόνους· παράδοση του υπόλοιπου στόλου στη Μεγάλη Βρετανία (ο γερμανικός στόλος όμως αυτοβυθίστηκε
στον κόλπο του Σκάπα Φλόου)· μόνιμη αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας και κατοχή της από τις δυνάμεις της Αντάντ για 15
χρόνια, ως εγγύηση της εκτέλεσης των όρων της συνθήκης και της πληρωμής των επανορθώσεων· τέλος, απαγόρευση
προσάρτησης της Αυστρίας χωρίς τη συγκατάθεση του συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών (όρος που καταστρατηγήθηκε το
1938, με το περιβόητο Άνσλους).
Παρά τους σκληρότατους όρους της, η συνθήκη δεν έθιξε σε βάθος τη γερμανική ισχύ και αυτό είχε κυρίως τις αιτίες του τόσο
στην ιδεολογική ασάφεια που διέκρινε τον Αμερικανό πρόεδρο Γουίλσον, όσο και στους αγγλικούς υπολογισμούς για την
ύπαρξη ενός αντίβαρου στην ηπειρωτική ηγεμονία της Γαλλίας στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, οι όροι της συνθήκης
τροφοδότησαν μια βίαιη γερμανική εθνικιστική προπαγάνδα, από την οποία προέκυψε αργότερα ο εθνικοσοσιαλισμός.
Βέρτζιν (αγγλ. Virgin Islands). Νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, στο αρχιπέλαγος των Αντιλλών, που τελεί
υπό βρετανική και αμερικανική διοίκηση. Βλ. λ. Παρθένες νήσοι, Αμερικανικές· Παρθένες νήσοι, Βρετανικές.
Βερτίσκος. Βουνό (1.103 μ.) της Κεντρικής Μακεδονίας. Το βουνό διασχίζει το βορειοανατολικό άκρο του νομού
Θεσσαλονίκης, σχηματίζει τις κορυφές Λαχανάς (687 μ.), Δύο Δέντρα (592 μ.), Φλαμούρι (744 μ.), Ξεροπήγαδο (631 μ.) και
απολήγει στη γραμμή που συνδέει τους οικισμούς Μαυρούδα-Χουμνικό, μετά την οποία αρχίζει το όρος Κερδύλιο.
Ο Β., μαζί με τα Κρούσια και το Μαυροβούνι προς τα Β και το Κερδύλιο προς τα Ν, σχηματίζουν οροσειρά που εκτείνεται από
τον Βόρα έως τον Στρυμονικό κόλπο και κλείνει προς ΝΔ την πεδιάδα των Σερρών. Το βουνό, που εκτείνεται συνολικά σε
μήκος περίπου 25 χλμ., διαθέτει κρυσταλλικά πετρώματα και έχει λιγοστά υδάτινα ρεύματα. Μεγάλες περιοχές του καλύπτονται
από δάση, ιδίως στην ανατολική πλευρά, ενώ στις παρυφές του υπάρχουν από Β προς Ν οι οικισμοί Λαχανάς, Ξυλόπολη,
Νικόπολη, Όσσα, Κρυονέρι, Αυγή και Σοχός (όλοι στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης) κ.ά.
Βερτίσκος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 389 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές του
ομώνυμου βουνού, στην πρώην επαρχία Λαγκαδά, 47 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Βερτίσκου.
Βερτίσκου, δήμος. Νέος δήμος (2.788 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βερτίσκου, Εξαλόφου, Λοφίσκου και Όσσης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου
ορίστηκε ο οικισμός Όσσα.
Βερτόπια. Κορυφή (1.490 μ.) του Πάικου όρους. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του, στα όρια των νόμων Πέλλης και Κιλκίς και Α
του οικισμού Θεοδωράκι.
Βερτούμνος (Vertumnus). Αρχαία ρωμαϊκή θεότητα (αναφέρεται και ως Βερτούνος). Ετρουσκικής προέλευσης, ήταν ο θεός
των εναλλαγών ανάμεσα στις εποχές του έτους και ιδίως της έλευσης του φθινοπώρου. Η γυναίκα του ονομαζόταν Πομόνα (=
Οπώρα). Οι Ρωμαίοι πίστευαν πως ο Β. μπορούσε να μεταμορφώνεται, όπως οι εποχές του έτους, και ακόμα ότι επιστατούσε
στον τρύγο και στη συγκομιδή των φρούτων. Στην τέχνη απεικονίζεται μάλιστα με τη μορφή αγρότη, που κρατά στα χέρια του
κλαδευτήρι και καρπούς. Άγαλμά του υπήρχε στο Βίκους Τούσκους (Vicus Tuscus) της Ρώμης, όπου οι εμπορευόμενοι έκαναν
συχνά προσφορές. Αφιερώματα της εποχής των αυτοκρατορικών χρόνων έχουν βρεθεί στην Ανκόνα, στο Κανούσιο κ.α.
Βερτόφ, Τζίγκα (Dziga Vertov, Μπιαλιστόκ, Πολωνία 1896 – Μόσχα 1954). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνοεβραϊκής
καταγωγής Σοβιετικού σκηνοθέτη, μοντέρ και θεωρητικού του κινηματογράφου Ντένις Αρκαντίεβιτς Κάουφμαν (Dennis
Arkadievitch Kaufman, της γνωστής οικογένειας βιβλιοπωλών). Θεωρείται από τους κορυφαίους της σοβιετικής πρωτοπορίας
στον κινηματογράφο. Τα νεότερα αδέλφια του, Μίκαελ και Μπόρις, ασχολήθηκαν επίσης με τον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης
και εικονολήπτης, αντίστοιχα.
Ο Β. σπούδασε μουσική και νευρολογία, πειραματιζόμενος στο εργαστήριό του με τις τεχνικές του μοντάζ που ο ίδιος
επινοούσε. Το 1922 συγκρότησε μια ομάδα από κινηματογραφιστές, την οποία ονόμασε Κινογκλάτς (= κινηματογραφικό μάτι).
Οι κινηματογραφιστές αυτοί ασχολήθηκαν με το ντοκιμαντέρ και έγιναν γνωστοί ως Κινόκι, τόσο από την ονομασία της ομάδας
όσο και από τα κινηματογραφικά χρονικά που προέβαλαν στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής διακυβέρνησης (1923-25), τα οποία
είχαν τον γενικό τίτλο Kino-Pravda (= κινηματογραφική αλήθεια)· σε αυτό το διάστημα προβλήθηκαν συνολικά 23 από αυτά τα
χρονικά. Σε αντίθεση με τις ταινίες πλοκής, οι Κινόκι υποστήριζαν τη στενή επαφή με την πραγματικότητα, που την
καταλαμβάνει εξ απροόπτου ο φακός. Συγκεκριμένα, ο Β. κινηματογραφούσε πρόσωπα καθημερινών ανθρώπων εν αγνοία τους,
τα οποία κατόπιν επεξεργαζόταν στο μοντάζ. Ο Β. υπήρξε από τους πρωτοπόρους πειραματιστές της Έβδομης Τέχνης και η
κορυφαία του ταινία ήταν Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή. Άλλες ταινίες του: Η ζωή στο απρόοπτο, Τρία
τραγούδια για τον Λένιν, Σοβιέτ προχωρείτε κ.ά.
Βερύκιος, Μιχαήλ. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πήρε μέρος στις
επιχειρήσεις της Πελοποννήσου, στην πολιορκία του Μεσολογγίου κ.α.
βέρυξ (Beryx). Γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των βερυκιδών. Το χρώμα τους είναι έντονο κόκκινο ή χρυσαφί. Στη
ράχη φέρουν πτερύγιο με τέσσερις σκληρές ακτίνες. Το είδος Beryx decadactylus ζει σε μεγάλα βάθη, κυρίως στις θερμές
τροπικές θάλασσες του Ατλαντικού. Έχει πολύ μεγάλα μάτια, μεγάλο λοξό στόμα και ωραίο έντονο κόκκινο χρώμα· ενίοτε
αλιεύεται και πωλείται ως ψάρι ενυδρείου.
Βέρφελ, Φραντς (Franz Werfel, Πράγα 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1945). Γερμανός λογοτέχνης και δραματουργός,
εβραϊκής καταγωγής. Συνεργάτης του εκδοτικού οίκου Κουρτ Βολφ της Λειψίας, συνετέλεσε, εκτός των άλλων, στην έκδοση
της σειράς εξπρεσιονιστικών κειμένων Η ημέρα της κρίσης – Νέα ποιήματα. Ποιητής με μεγάλη ευαισθησία, εμφορούμενος από
το μυστικιστικό πνεύμα του εξπρεσιονισμού, εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Ο φίλος του κόσμου (1911), Είμαστε (1913) και,
μετά τον πόλεμο στον οποίο έλαβε μέρος ως ανταποκριτής στη Βιέννη, Ο ένας τον άλλον (1915) και Η ημέρα της κρίσης (1919).
Αφού εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, δημοσίευσε τα μυθιστορήματα Βαρβάρα ή η Ευλάβεια (1929), Βέρντι, το ρομάντζο της
όπερας (1924), Οι σαράντα μέρες του Μουσά Νταγ (1933).
Η μεγάλη θεατρική παραγωγή του Β. ξεκίνησε με τις Τρωάδες (1916), έργο εμπνευσμένο από τον Ευριπίδη, πέρασε από ένα
μυστικιστικών τάσεων θέατρο, όχι πάντα με σκηνική επιτυχία –Είδωλο (1921), Τραγούδι του αιγόκερου (1922)– για να φτάσει
σε δράματα με μεγαλύτερη πνοή και χωρίς ποιητικούς εξπρεσιονισμούς, όπως το Χουαρέζ και Μαξιμιλιανός (1925), Ο Παύλος
μεταξύ των Εβραίων (1926) και Το μονοπάτι της υπόσχεσης (1937)· το τελευταίο ήταν εμπνευσμένο από την τραγωδία των
Εβραίων και ανέβηκε στην Αμερική, σε μουσική του Κουρτ Βάιλ. Το 1938 μετανάστευσε με τη σύζυγό του Άλμα Μάλερ, χήρα
του γνωστού μουσικοσυνθέτη, πρώτα στη Γαλλία και μετά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί έγραψε Το τραγούδι της Μπερναντέτ
(1941) και την αποκαλούμενη «κωμωδία μιας τραγωδίας», με τίτλο Ο Γιακομπόφσκι και ο συνταγματάρχης (1914), από το
οποίο είναι εμπνευσμένο το θέμα της κινηματογραφικής ταινίας Εγώ και ο συνταγματάρχης. Τέλος, έγραψε το ουτοπιστικό Ο
πλανήτης των ανθρώπων του μέλλοντος (1946), που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.
Βερχάρεν, Εμίλ (Emile Verhaeren, Σεν Αμάν, Αμβέρσα 1855 – Ρουέν 1916). Βέλγος ποιητής και δραματουργός.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1883 ως συμβολιστής, με ποιήματα που τα διέκρινε μια αντίθεση –χαρακτηριστικά φλαμανδική–
μυστικισμού και ρεαλισμού. Σε διαδοχικές συλλογές με τον γενικό τίτλο Οι πόλεις πλοκάμια (1895), εμπνεύστηκε από το
πανόραμα του μοντέρνου βιομηχανικού πολιτισμού και από την προοπτική μιας απολύτρωσης των εργαζομένων. Η ίδια ορμή,
που θυμίζει τον Αμερικανό Γουόλτ Γουίτμαν, χαρακτηρίζει επίσης και ένα από τα δράματά του, με τίτλο Οι αυγές (1898), που
το σκηνοθέτησε ο Μέγερχολντ το 1920.
Βερχόφεν, Πολ (Paul Verhoeven, Άμστερνταμ 1938 – ). Ολλανδός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε μαθηματικά
και φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ για το ολλανδικό βασιλικό
ναυτικό και την τηλεόραση. Το 1971 γύρισε την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας, με τίτλο Business is Business, αλλά δεν
κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματα κοινού και κριτικών παρά μόνο με τον Τέταρτο άνθρωπο (1979). Αργότερα μετακόμισε
στην Αμερική οπότε και συνεργάστηκε στο Χόλιγουντ με μεγάλα εμπορικά ονόματα, όπως τη Σάρον Στόουν και τον Μάικλ
Ντάγκλας στο φιλμ Βασικό ένστικτο που σημείωσε εισπρακτικό ρεκόρ και δημιούργησε αίσθηση λόγω των προκλητικών
σκηνών του. Άλλες ταινίες του: Soldier of Orange (1977), Ρόμποκοπ (1987), Ολική επαναφορά (1990) κ.ά.
Βερώνη, Αικατερίνη (Κωνσταντινούπολη 1867 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία
σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της, Θεμιστοκλή, Δημήτριο και
Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, στη σκηνή του θερινού θεάτρου Απόλλων, μαζί με τον θίασο του
Δημοσθένη Αλεξιάδη, παίζοντας τον ρόλο της Αδριανής Καρδοβίλης, ηρωίδας του μυθιστορήματος Ο περιπλανώμενος
Ιουδαίος. Η εμφάνισή της αυτή, που προκάλεσε τα επαινετικότατα σχόλια του Δημήτρη Καμπούρογλου στη Νέα Εφημερίδα,
την έκανε γνωστή στο ευρύτερο κοινό της Αθήνας και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία της θεατρικής της σταδιοδρομίας.
Στη συνέχεια, η Β. επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και το 1889 συγκρότησε θίασο, με τον οποίο εμφανίστηκε στη Σμύρνη.
Πραγματοποίησε έπειτα μεγάλη περιοδεία και το 1892 ξαναήρθε στην Ελλάδα και εμφανίστηκε αρχικά στην Πάτρα και μετά
στην Αθήνα. Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Γεννάδης εγκατέλειψε τον διπλωματικό κλάδο και έγινε ηθοποιός και σύζυγός της.
Συγκρότησαν μαζί θιάσους και πραγματοποίησαν επιτυχείς περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το καλλιτεχνικό ζευγάρι
συνεργάστηκε για λίγο διάστημα και με το Βασιλικό Θέατρο (το μετέπειτα Εθνικό). Ο Γεννάδης συνέχισε τότε την πολιτική του
σταδιοδρομία και διετέλεσε για μερικά χρόνια διοικητής της Μυτιλήνης. Πήγε έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου η σύζυγός
του πραγματοποίησε αρκετές έκτακτες εμφανίσεις. Η τελευταία εμφάνιση της ηθοποιού έγινε το 1934 στη Μυτιλήνη με τη
Φαύστα του Δημήτριου Βερναρδάκη. Το όνομά της συνδέθηκε με μια περίφημη διαμάχη της με την επίσης αξιόλογη ηθοποιό
Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, που οφειλόταν σε καθαρά ανταγωνιστικούς επαγγελματικούς λόγους.
Βεσάλιος, Ανδρέας (Andreas Vesalius, Βρυξέλλες 1514 – Ζάκυνθος 1564). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του
Φλαμανδού ανατόμου και θεμελιωτή της σύγχρονης ανατομίας Βεσάλιους (το οποίο επίσης είναι λατινικό ψευδώνυμο, ενώ
αγνοείται το πραγματικό του όνομα). Σπούδασε ιατρική στο Μονπελιέ και το Παρίσι και για ένα διάστημα δίδαξε ανατομία στην
Πάντοβα. Το 1543 δημοσίευσε το έργο του Η κατασκευή του ανθρώπινου σώματος (De humani corporis fabrica), που αποτέλεσε
τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης ανατομίας. Το έργο, που συνοδευόταν από εξαίρετες ξυλογραφίες του μαθητή του Τιτσιάνο,
Γιαν Βαν Κάλκαρ, βασιζόταν σε προσωπικές παρατηρήσεις του Β. και έβαζε τέρμα στην αυθεντία του Γαληνού, η οποία είχε
διαρκέσει επί 1.300 χρόνια στηριζόμενη όμως κυρίως σε ανατομές ζώων. Η δημοσίευση του έργου προκάλεσε σφοδρές
αντιδράσεις από μέρους της Εκκλησίας και ο Β., απογοητευμένος, αφού έκαψε ένα μέρος από τα χειρόγραφά του, πήγε στην
Ισπανία όπου διορίστηκε γιατρός της Αυλής του Καρόλου Ε’ (1544). Εξαιρετικά ταραγμένα ήταν και τα τελευταία χρόνια της
ζωής του. Σύμφωνα με μία λαϊκή παράδοση, όταν τον κάλεσαν να κάνει μια αυτοψία στο πτώμα ενός ασθενούς που μόλις είχε
πεθάνει, οι παριστάμενοι παρατήρησαν τη στιγμή που ανοίχτηκε το πτώμα, πως η καρδιά του έπαλλε ακόμη. Οι συγγενείς του
νεκρού κατηγόρησαν τον Β. για φόνο και κατόρθωσαν να παραπεμφθεί στην Ιερά Εξέταση, που τον καταδίκασε σε θάνατο στην
πυρά. Όμως, ο αυτοκράτορας Φίλιππος Β’ κατάφερε να μετατρέψει την ποινή του σε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Στο ταξίδι
της επιστροφής, το πλοίο που τον μετέφερε ναυάγησε έξω από τη Ζάκυνθο. Τα κύματα έβγαλαν τον Β. στο νησί, όπου,
άρρωστος ήδη, πέθανε εξαντλημένος από τις κακουχίες. Βλ. λ. ανατομία.
Βέσελ, Γιόχαν Χέρμαν (Johan Herman Wessel, Γιόνσρουντ 1742 – Κοπεγχάγη 1785). Δανός ποιητής και θεατρικός
συγγραφέας, νορβηγικής καταγωγής. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή κωμικών έργων, όπως το Αγάπη δίχως κάλτσες, που
εκδόθηκε το 1772 και παρουσιάστηκε στο θέατρο το 1773 με μουσική του Σκαλαμπρίνι. Επρόκειτο για παρωδία της τραγωδίας
Ζαρίνη του Νόρνταλ Μπριν, αλλά και γενικότερα των αισθηματικής υπόθεσης τραγωδιών, και συνετέλεσε αποφασιστικά στην
ανανέωση του δανέζικου θεάτρου. Από τα ποιητικά του έργα ξεχωρίζουν: Σφαγή των σκύλων, Άρχοντας και φούρναρης και
Ευγενής. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα τον διεκδικούν οι λογοτεχνίες και των δύο κρατών (Δανίας και Νορβηγίας).
Βέσιζα. Κορυφή (1.207 μ.) της Ζήριας (Κυλλήνης) στη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Βρίσκεται στις ανατολικές απολήξεις
του όρους, στο κέντρο του νομού Κορινθίας, ΝΔ του οικισμού Κρυονέρι.
Βεσίνι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 930 μ., 55 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παΐων. Έχει ανακηρυχθεί
παραδοσιακός οικισμός.
Βεσκουκαίικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 92 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις
παρυφές της πεδιάδας, στην πρώην επαρχία Πατρών, 29 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης.
Βέσος, Τάργεϊ (Tarjei Vesaas, Βίνγιε 1897 – 1970). Νορβηγός λογοτέχνης. Σε νεανική ηλικία έκανε μακρινά ταξίδια στο
εξωτερικό και το 1923 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της Νορβηγίας με το μυθιστόρημα Παιδιά ανθρώπινων
υπάρξεων. Συγγραφέας πολυάριθμων διηγημάτων και μυθιστορημάτων, γραμμένα κυρίως στη νεονορβηγική (γλώσσα που
προήλθε από πολλές διαλέκτους), σε ύφος βραχυλογικό αλλά συγχρόνως πλούσιο σε συμβολικές εικόνες, ο Β. υπήρξε
ευαίσθητος παρατηρητής της ψυχοσύνθεσης του σύγχρονου ανθρώπου. Μεταξύ των έργων του, που τον τοποθετούν ανάμεσα
στους μεγαλύτερους συγγραφείς της σύγχρονης Νορβηγίας, άξια μνείας είναι τα: Μαύρα άλογα (1928), Η καμπάνα πάνω στον
λόφο (1929), Αγρύπνια (1931), Το σπίτι στο σκοτάδι (1945), Οι άνεμοι (1949), Το σύνθημα (1950), καθώς και οι ποιητικές
συλλογές Οι πηγές (1946) και Καλό ταξίδι (1949).
Ονομάστηκαν έτσι τα δημόσια ανακουφιστήρια, από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό, που είχε επιβάλει φόρο στα
ιδρύματα αυτά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Λένε μάλιστα πως όταν ο γιος του Τίτος τον έψεξε επειδή μάζευε
εισοδήματα από μια τόσο βρομερή πηγή, ο Βεσπασιανός τού έβαλε ένα νόμισμα κάτω από τη μύτη, για να πεισθεί πως καμιά
οσμή δεν πρόδιδε την προέλευση του νομίσματος
Βεσπασιανός (Titus Flavius Vespasianus, Σαβίνη 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69-79 μ.Χ.). Καταγόταν
από ταπεινή οικογένεια της Σαβίνης. Διακρίθηκε ως χιλίαρχος στη Θράκη, έγινε ταμίας στην Κρήτη και στην Κυρηναϊκή και το
39 εξελέγη πραίτορας. Επί αυτοκρατορίας του Κλαύδιου, τοποθετήθηκε ύπαρχος στη Γερμανία και στη Βρετανία. Κυρίευσε
πολλές πόλεις και τέλεσε θρίαμβο κατά την επιστροφή του. Το 66 συνόδευσε στην Ελλάδα τον Νέρωνα, ο οποίος λίγο έλειψε να
τον σκοτώσει όταν αποκοιμήθηκε την ώρα που ο αυτοκράτορας, με φύλλα δάφνης στο κεφάλι, έψαλλε μπροστά στο πλήθος.
Κατόπιν, ο Β. κατέστειλε την ιουδαϊκή επανάσταση και, μετά την αυτοκτονία του Νέρωνα και τη σφαγή του Γάλβα από τους
πραιτοριανούς, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον έπαρχο Αλεξανδρείας. Αφήνοντας τον γιο του Τίτο έξω από την
πολιορκημένη Ιερουσαλήμ, έσπευσε στη Ρώμη, όπου ο εμφύλιος πόλεμος κατέληξε σε νίκη του. Το 70 μπήκε πανηγυρικά στη
Ρώμη και η Σύγκλητος τον αναγνώρισε αυτοκράτορα.
Όλη του η προσπάθεια, στα δέκα χρόνια της συνεχούς κυβερνητικής του δραστηριότητας, αφιερώθηκε κυρίως στην ειρήνευση
των κατεστραμμένων από τους εμφύλιους πολέμους περιοχών και στην ανασυγκρότηση της διοίκησης της αυτοκρατορίας. Λιτός
ο ίδιος, κυβέρνησε τη χώρα σταθερά και χωρίς σπατάλες, εξασφάλισε τα σύνορα του κράτους, κατέστειλε τη μεγάλη
επανάσταση των Γαλατών και το 70 ο γιος και συμβασιλιάς του Τίτος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, πυρπολώντας την μαζί με τους
ναούς της και φέρνοντας στη Ρώμη 100.000 αιχμαλώτους. Συνετός και διορατικός, εμπνεύστηκε από το έργο του Αυγούστου,
αναδιοργανώνοντας τον στρατό, επεκτείνοντας τις ρωμαϊκές κτήσεις στη Βρετανία (την οποία είχε καταλάβει ο στρατηγός
Αγρικόλας), πραγματοποιώντας ένα μεγαλειώδες οικοδομικό πρόγραμμα στη Ρώμη (Κολοσσαίο, Φόρουμ και Ναός της Ειρήνης
κ.ά.) και αφήνοντας την αυτοκρατορία σε πλήρη ειρήνη, που της επέτρεψε να κλείσει ξανά τον ναό του Ιανού. Ο Β. έκανε την
Ελλάδα, τη Ρόδο, την Παμφυλία και τη Βρετανία επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους. Επίσης, κατάργησε τους πραιτοριανούς, που
ήταν η αιτία των εμφυλίων πολέμων.
Σύμφωνα με την παράδοση, πριν πεθάνει ζήτησε να τον κρατήσουν όρθιο, γιατί –όπως δήλωσε– ο αυτοκράτορας πρέπει να
πεθαίνει όρθιος. Με τον Β. άρχισε η δυναστεία των Φλαβίων, συνεχιστές της οποίας ήταν ο Τίτος και ο Δομιτιανός, τους
οποίους ο ίδιος είχε ορίσει διαδόχους του και συνάρχοντες.
βέσπερος (Vesperus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη, ιθαγενή
της νότιας Ευρώπης και της Αφρικής. Είναι έντομα μετρίου μεγέθους, με έντονο φυλετικό διμορφισμό· τα θηλυκά άτομα είναι
μεγαλύτερα από τα αρσενικά, έχουν ατροφικά φτερά και διογκωμένη κοιλιά. Οι προνύμφες τους τρέφονται με τις ρίζες
καλλιεργούμενων φυτών, όπως το αμπέλι, προκαλώντας σημαντικές καταστροφές. Γνωστότερο ευρωπαϊκό είδος είναι το
Vesperus xila που ζει στη Γαλλία και στην Ιταλία.
βεσπερτιλιονίδες (vespertilionidae). Οικογένεια χειρόπτερων θηλαστικών της τάξης των μικροχειροπτέρων. Πρόκειται για τη
μεγαλύτερη οικογένεια νυχτερίδων, με περίπου 40 γένη και πάνω από 300 είδη, ιθαγενή των εύκρατων και τροπικών χωρών. Το
μέγεθός τους ποικίλλει ανάλογα με το είδος και το χρώμα τους είναι συνήθως μαύρο ή καφέ. Χαρακτηρίζονται από την έλλειψη
δερματικής πτυχής στη μύτη, τα μεγάλα τους αφτιά, τα μικρά και πλατιά φτερά τους και τη μακριά και λεπτή ουρά που κλείνεται
μέσα σε μια μηριαία δερματική πτυχή. Είναι νυχτόβια και εντομοφάγα ζώα και πολλά είδη πέφτουν σε χειμερία νάρκη, για να
αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφής. Ζευγαρώνουν συνήθως το φθινόπωρο, αλλά τα θηλυκά ορισμένων ειδών αναβάλλουν τον
τοκετό μέχρι την άνοιξη ή το καλοκαίρι, που υπάρχει αφθονότερη τροφή· αυτό επιτυγχάνεται με αποθήκευση του σπέρματος
στη μήτρα και πραγματοποίηση της γονιμοποίησης αργότερα ή με καθυστέρηση της εμφύτευσης ή της ανάπτυξης του εμβρύου.
Τα πιο αντιπροσωπευτικά γένη της οικογένειας είναι τα Myotis, Atalapha, Lasiurus, Nyctalus, Pipistrellus, Plecotus και
Eptesicus. Βλ. λ. ατάλαφη.
βεσπίδες (vespidae). Οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία σφήκες. Βλ. λ. σφήκες.
Βεσπούτσι, Αμέρικο (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος και εξερευνητής, στον
οποίο οφείλεται η ονομασία της αμερικανικής ηπείρου.
Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ
Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο υποκατάστημα που είχε ανοίξει στη Σεβίλη. Έτσι, ο Β. είχε την
ευκαιρία να συμμετάσχει στον εφοδιασμό και στην προετοιμασία της τρίτης εξερευνητικής αποστολής του Χριστόφορου
Κολόμβου προς τη νέα ήπειρο (Αμερική). Όταν έγινε γνωστό πως τα εδάφη που πρόσφατα είχαν ανακαλυφθεί προεκτείνονταν
και νοτιότερα των 10° βόρειου πλάτους, η Ισπανία ανέθεσε στον Αλόνσο ντε Οχέδα (1470-1515) να επιχειρήσει την εξερεύνησή
τους. Ο Β. συμμετείχε σε αυτή την ερευνητική αποστολή· στις 18 Μαΐου 1499 οι δύο θαλασσοπόροι αναχώρησαν από το Κάδιξ
με τέσσερα πλοία, διέσχισαν τον Ατλαντικό και έφτασαν στις ακτές της σημερινής Γαλλικής Γουιάνας, όπου έγινε κατανομή του
εξερευνητικού έργου.
Ο Οχέδα έφτασε στον κόλπο Παρία και στο νησί Μαργαρίτα και έπλευσε έως την Ισπανιόλα (Αϊτή), ενώ ο Β. έπλευσε κατά
μήκος των ακτών της σημερινής Βραζιλίας και ανακάλυψε τις εκβολές του Αμαζονίου, του οποίου διέπλευσε ορισμένο τμήμα.
Στη συνέχεια εξακολούθησε να πλέει κατά μήκος της βραζιλιάνικης ακτής και, όταν προσέγγισε το νότιο τμήμα του ακρωτηρίου
Σάο Ρόκε, επέστρεψε. Έφτασε μέχρι τη Βενεζουέλα, ενώ πλέοντας πάντα κατά μήκος των ακτών της, ανακάλυψε τα νησιά
Αρούμπα και Μπονέρ. Αργότερα, προχώρησε προς τα εδάφη της σημερινής βορειοανατολικής Κολομβίας, έως τις εκβολές του
ποταμού Μαγκνταλένα. Τελικά, συναντήθηκε με τον Οχέδα στην Ισπανιόλα και πήραν μαζί τον δρόμο της επιστροφής στην
Ισπανία, όπου έφτασαν τον Ιούνιο του 1500. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Β. βεβαιώθηκε πως τα εδάφη που
πρόσφατα είχαν ανακαλυφθεί προεκτείνονταν στα Ν και παρουσίαζαν ενδιαφέρον για την Πορτογαλία, σύμφωνα με τη συνθήκη
του Τορντεσίλιας (1494), που είχε κατανείμει τις ζώνες επιρροής μεταξύ Ισπανίας και Πορτογαλίας. Αποδέχθηκε έτσι την
αποστολή που του ανέθεσε ο βασιλιάς της Πορτογαλίας να συνεχίσει τις εξερευνήσεις για λογαριασμό της χώρας του. Ξεκίνησε
στις 13 Μαΐου 1501, έφτασε στο ακρωτήριο Σάο Ρόκε και από εκεί εξερεύνησε όλα τα ανατολικά παράλια της σύγχρονης
Βραζιλίας, σχεδόν έως το ύψος του πορθμού του Μαγγελάνου· επέστρεψε στη Λισαβόνα στις 22 Ιουλίου 1502.
Ο Β. υπήρξε ο πρώτος που διαισθάνθηκε, έπειτα από τα ταξίδια του, πως βρισκόταν όχι σε ένα τμήμα της Ασίας, όπως είχε
πιστέψει ο Χριστόφορος Κολόμβος, αλλά σε μια ξεχωριστή ήπειρο, άγνωστη μέχρι το ταξίδι του Κολόμβου το 1492. Αυτός
ονόμασε τα συγκεκριμένα εδάφη Νέο Κόσμο, αποδίδοντάς τους έναν όρο που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως ο
Βαρθολομαίος Κολόμβος. Το πρώτο όνομα του Β. (ιταλ. Αμερίγκο, λατ. Αμέρικους) δόθηκε στη νέα ήπειρο και επικράτησε,
ενώ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1507, σε κάποιους χάρτες που σχεδίασε ο Γερμανός κοσμογράφος και χαρτογράφος
Μάρτιν Βαλντζεεμίλερ.
Βέσσα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 251 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 26
χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας του νησιού, Α του όρμου Ελατάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων. Από τη Β., που
έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός, καταγόταν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Ε’.
Βεσσαραβία (διεθν. Bessarabia). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντροανατολικής Ευρώπης, διαμοιρασμένη σήμερα
μεταξύ των ανεξάρτητων δημοκρατιών της Μολδαβίας (όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα της) και της Ουκρανίας. Η
περιοχή ορίζεται στα Ν από τον Δούναβη, στα ΝΑ από τον Εύξεινο Πόντο, στα Δ από τον Προύθο και στα Α και Β από τον
Δνείστερο.
Ακραία περιοχή του παλαιού ρωσικού υψιπέδου, αρδεύεται επαρκώς από τους πολυάριθμους παραπόταμους του Προύθου και
του Δνείστερου και καλύπτεται από πλούσια σε οργανικές ουσίες μαύρα χώματα (προσχωματικές αποθέσεις) που την κάνουν
γονιμότατη και ευνοούν την ανάπτυξη της γεωργίας (δημητριακά, φρούτα, αμπέλια, καπνά, ζαχαρότευτλα, καλλιέργειες
χορτονομής). Σημαντική είναι και η κτηνοτροφία, ιδιαίτερα των βοοειδών. Μικρή είναι ακόμα η βιομηχανική ανάπτυξη, αν και
υπάρχουν εργοστάσια τροφίμων, χημικών και πετρελαιοχημικών προϊόντων και μερικά υφαντουργεία.
Οι σημαντικότερες πόλεις της Β. είναι το Κισινάου και το Τιράσπολ, και οι δύο στο έδαφος της Μολδαβίας. Η πρώτη είναι η
πρωτεύουσα της Μολδαβίας (βλ. λ. Κισινάου)· η δεύτερη είναι χτισμένη στις όχθες του Δνείστερου, σε απόσταση 65 χλμ. από
το Κισινάου, και είναι σημαντικό εμπορικό κέντρο αγροτικών προϊόντων με βιομηχανίες τροφίμων και καπνών. Τα
σπουδαιότερα αστικά κέντρα του ουκρανικού τμήματος της Β. είναι το Ισμαήλ (Izmayil, 82.000 κάτ. το 2002), παλιό τουρκικό
λιμάνι στον Δούναβη και σήμερα εμπορικό λιμάνι, το Μπιέλγκοροντ-Δνιστρόφσκι (Bilhorod-Dnistrovskyy, 52.000 κάτ. το
2002), παλαιά ελληνική αποικία, αργότερα γενοβέζικη (15ος αι.) και σήμερα αγροτικό εμπορικό κέντρο στις εκβολές του
Δνείστερου.
Ιστορία. Η ονομασία της περιοχής στους νεότερους χρόνους οφείλεται σε μια τοπική δυναστεία (Basarab) που ηγεμόνευσε στην
περιοχή από τον 14ο αι. Στην αρχαιότητα, αποτελούσε τμήμα της Δακίας και των λαών που ονομάζονταν από τους Έλληνες
Γέτες και Δακοί. Η Β. βρέθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την εποχή
που την κατέκτησαν οι Ρώσοι και την προσάρτησαν στην αυτοκρατορία τους, το 1812. Το 1918 οι κάτοικοι της Β.,
εφαρμόζοντας την αρχή της αυτοδιάθεσης που είχε τότε θεσπιστεί, αποφάσισαν την ένωσή τους με τη Ρουμανία. Η Σοβιετική
Ένωση, όμως, αρνήθηκε αργότερα να αναγνωρίσει το γεγονός· έτσι, στο σύμφωνο με τη ναζιστική Γερμανία που υπέγραψε το
1939 κατάφερε να της αναγνωριστούν δικαιώματα επί της Β. Τον Ιούνιο του 1940 ζήτησε τελεσιγραφικά από τη Ρουμανία την
άμεση εκχώρηση της περιοχής και το πέτυχε. Το καλοκαίρι του 1941 η Ρουμανία, αφού προηγουμένως συμμάχησε με τη
Γερμανία, ανάκτησε τη Β., η οποία όμως μετά τον πόλεμο παραχωρήθηκε ξανά στην ΕΣΣΔ, με τη συνθήκη ειρήνης τον
Φεβρουάριο του 1947. Έκτοτε αποτέλεσε τμήμα της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μολδαβίας, στο πλαίσιο της
ΕΣΣΔ. Από το 1991, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, διαμοιράστηκε μεταξύ των δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, της Μολδαβίας και
της Ουκρανίας, με βάση τα ιστορικά τους σύνορα.
Βεσσοί. Αρχαίος θρακικός λαός, πιο γνωστός με την ονομασία Βησσοί. Βλ. λ. Βησσοί.
Βέστα (Vesta). Αρχαία ρωμαϊκή θεότητα, αντίστοιχη της αρχαιοελληνικής Εστίας. Βλ. λ. Εστία.
Βέστα (Αστρον.). Βλ. λ. Εστία (Αστρον.).
Βεστάλια (Vestalia). Αρχαία ρωμαϊκή γιορτή προς τιμήν της θεάς Βέστα, της Εστίας των Ρωμαίων, που γινόταν στις 9 Ιουνίου.
Εκείνη την ημέρα, οι παντρεμένες γυναίκες (ματρόνες) έφερναν τις προσφορές τους στον ναό της θεάς στη Ρώμη. Για
περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. Εστία· Εστιάδες.
Βέστεϊκ, Σίμον (Simon Vestdijk, Χάρλινγκεν 1898 – Ουτρέχτη 1971). Ολλανδός πεζογράφος. Αφού πήρε το πτυχίο της
ιατρικής στο Άμστερνταμ (1927), έκανε ένα ταξίδι στις Ινδίες, ως γιατρός πλοίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη
λογοτεχνία. Από τους πιο παραγωγικούς και πολύμορφους συγγραφείς της χώρας του, έδωσε τον καλύτερο εαυτό του στην
αφηγηματική πεζογραφία. Κυριότερα έργα του: Γυρισμός στην Ίνα Ντόμεν (1934), Έλζε Μπαΐλερ, Γερμανίδα υπηρέτρια (1935),
Η κάθοδος του κυρίου Βίσερ στην Κόλαση (1936), Άγιος Σεβαστιανός (1938), Ο χάλκινος κήπος (1950), Το ποτήρι της αγάπης
(1957). Όλα τα έργα του βασίζονται στην ψυχολογική ανάλυση των προσώπων. Από τα ιστορικού περιεχομένου έργα του
ξεχωρίζουν τα: Η πέμπτη σφραγίδα (1937), Η πτώση του Πιλάτου (1938), Το νησί του ρούμι (1940) και Ο υπηρέτης και οι
ζωντανοί (1949).
Βεστερόους (Vasteras). Πόλη της Σουηδίας (128.764 κάτ. το 2002), πρωτεύουσα της κομητείας Βέστμανλαντ (Vastmenland,
6.603 τ. χλμ., 258.971 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης Μέλαρεν σε μια κοιλάδα. Διατηρεί το
χρώμα παλιάς πόλης, στην οποία προστίθενται με αρμονία οι νεότερες οικοδομές. Τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της είναι ο
γοτθικός καθεδρικός ναός (13ος αι.), χτισμένος πάνω στα ερείπια μιας ρομανικής εκκλησίας, και το κάστρο (14ος αι.), που
αναστηλώθηκε μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά το 1736. Τα μεταλλεία σιδήρου που βρίσκονται κοντά στην πόλη
μετέτρεψαν τον αρχικό μικρό οικισμό σε πολύ σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 1000 μ.Χ., αρχικά με την ονομασία Άρος, ενώ μετονομάστηκε αργότερα σε Βέστρα Άρος.
Από το 1220 εμφανίζεται ως επιστημονική και καλλιτεχνική έδρα της ευρύτερης περιοχής, πλούσια σε εκκλησίες και
μοναστήρια. Στο τέλος του Μεσαίωνα ήταν σημαντικό κέντρο εξαγωγής σιδήρου από το μεταλλείο του Μπεργκσλάγκεν. Στην
πόλη συνήλθαν σημαντικές διεθνείς Δίαιτες, ανάμεσα στις οποίες και εκείνη του 1527, κατά την οποία αποφασίστηκε η
εισαγωγή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης στη Σουηδία, καθώς και η Δίαιτα του 1544, οπότε αναγνωρίστηκε η
κληρονομικότητα του σουηδικού θρόνου στον οίκο των Βάζα.
Βεστρί. Βλ. λ. Βεστρίς.
Βεστρίς (Vestris). Επώνυμο ιταλικής οικογένειας χορευτών, από τη Φλωρεντία, τα μέλη της οποίας κατά τον 18o αι.
εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία (στη γαλλική βιβλιογραφία αναφέρονται ως Βεστρί).
1. Γκαετάν (Gaetano Apolline Baldassare, Φλωρεντία 1729 – Παρίσι 1808). Υπήρξε ο διασημότερος χορευτής της οικογένειας.
Μπήκε στην Όπερα του Παρισιού το 1748, με τη μεσολάβηση της αδελφής του Τερέζας. Εκεί δέσποσε, σχεδόν χωρίς διακοπή,
για περισσότερο από τριάντα χρόνια, χάρη στην εξαιρετική του τεχνική και στην αφάνταστη ζωτικότητά του, σε σημείο που τον
αποκάλεσαν θεό του χορού. Ιστορική έχει μείνει η καυχησιολογία του: «Τρεις είναι οι μεγάλοι άντρες της Ευρώπης: ο Βολτέρος,
ο βασιλιάς της Πρωσίας κι εγώ!» Υπήρξε πρώτος χορευτής και διευθυντής της σχολής χορού, αλλά αρκετά μέτριος χορογράφος.
2. Ογκίστ (Auguste, Παρίσι 1760 – 1842). Γιος και μαθητής του Γκαετάνο (1.), έγινε με τη σειρά του ο πιο επιτυχημένος
ερμηνευτής της εποχής του. Ήταν άφταστος σε ρόλους δεξιοτεχνίας και, όπως ο πατέρας του, δοκίμασε τη χορογραφία με μέτρια
αποτελέσματα. Αποσύρθηκε από την Όπερα το 1816, ύστερα από εντονότατη –αν και όχι συνεχή– δράση 44 ετών.
3. Ογκίστ-Αρμάν (Auguste-Armand). Γιος του Ογκίστ (2.), μεγάλωσε στο Παρίσι, αλλά εργάστηκε κυρίως στο Λονδίνο ως
χορογράφος, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την ηθοποιό Λουτσία Ελίζαμπεθ Μπαρτολότσι, μετέπειτα Βεστρίς (βλ. λ.).
4. Τερέζα (Teresa, Φλωρεντία 1726 – 1808). Μεγαλύτερη αδελφή του Γκαετάνο (1.), τον ακολούθησε στο Παρίσι και του άνοιξε
τον δρόμο της καταξίωσης. Η ίδια, ωστόσο, υπήρξε χορεύτρια μικρότερου βεληνεκούς από τον αδελφό της.
Βεστρίς, Λουτσία Ελίζαμπεθ (Lucia Elisabeth Vestris, Λονδίνο 1797 – 1856). Αγγλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια της
όπερας. Ιταλικής καταγωγής (το πατρικό της επώνυμο ήταν Μπαρτολότσι), παντρεύτηκε αρχικά τον επίσης ιταλικής καταγωγής
Γάλλο χορογράφο Ογκίστ-Αρμάν Βεστρίς (από τον οποίο κράτησε το επώνυμο) και, σε δεύτερο γάμο, τον Τσαρλς Τζέιμς
Μάθιους, με τον οποίο εμφανίστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, στο διάστημα 1839-42. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της
στο Λονδίνο, κάνοντας την εμφάνισή της στην ιταλική όπερα. Αργότερα πέρασε, με την ίδια επιτυχία, στις φαρσοκωμωδίες της
αγγλικής όπερας. Υπήρξε λαμπρή και γοητευτική τραγουδίστρια και διέπρεψε σε ανδρικούς ρόλους.
Βεστφαλία (γερμ. Westfalen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Γερμανίας, που εκτείνεται ανάμεσα στους
ποταμούς Ρήνο και Βέζερ. Το 1949 η Β. αποτέλεσε διοικητική περιφέρεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και
από το 1990, μετά την ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών, αποτελεί τμήμα του ομόσπονδου κρατιδίου της Βόρειας
Ρηνανίας-Βεστφαλίας (βλ. λ.).
Ιστορία. Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκε αρχικά ο δυτικός κλάδος της γερμανικής φυλής των Σαξόνων (Βεστφαλίων). Η Β.
ανήκε στο δουκάτο της Σαξονίας και μετά την πτώση του Ερρίκου του Λέοντα (1180) διασπάστηκε σε διάφορα φέουδα
(δουκάτο της Β., επισκοπές του Μίνστερ, του Όσναμπρουκ, του Πάντερμπον, του Μίντεν κ.ά.), χωρίς ωστόσο να χάσει τα
εθνογραφικά της γνωρίσματα. Το 1807 ο Ναπολέων Α’ ίδρυσε το βασίλειο της Β. με πρωτεύουσα την Κάσελ, ενώ το 1815 η Β.
έγινε επαρχία της Πρωσίας με πρωτεύουσα το Μίνστερ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (1945) η περιοχή αυτή πέρασε στην
κατοχή των Άγγλων.
Βεστφαλίας, συνθήκη. Συνθήκη που συνομολογήθηκε το 1648, μεταξύ της Σουηδίας και της Γαλλίας από τη μία πλευρά και
της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών από την άλλη, για τον τερματισμό του
Τριακονταετούς πολέμου. Ουσιαστικά, η συνθήκη αυτή σηματοδότησε το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και παρείχε
τα ψήγματα της δημιουργίας των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών.
Βεστφαλία (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 10 Μαρτίου 1920. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 15,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
11,4. Διεθνώς ονομάζεται Westphalia 930.
Βετ, Κρίστιαν Ρούντολφ ντε-. Νοτιοαφρικανός πολιτικός. Βλ. λ. Ντε Βετ, Κρίστιαν Ρούντολφ.
βέτα (Beta). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 12 είδη, τα οποία φύονται
στη μεσογειακή Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Είναι σαρκώδή και χυμώδη, ποώδη φυτά, με ωοειδή ή
ρομβοειδή φύλλα, συνήθως παράρριζα, και πράσινα ή κόκκινα άνθη. Τα φυτά αυτά καλλιεργούνται ως λαχανικά ενώ
χρησιμοποιούνται επίσης για ζωοτροφές καθώς και στη βιομηχανία. Τα σπουδαιότερα είδη, τα οποία συναντώνται αυτοφυή και
στην Ελλάδα είναι τα: Beta nana, Beta macrocarpa, Beta maritima (κοινώς, αγριοσέσκουλο) και Beta vulgaris· οι
καλλιεργούμενες ποικιλίες του τελευταίου είδους είναι πολλές και περιλαμβάνουν τα σέσκουλα και τα διάφορα τεύτλα. Βλ. λ.
τεύτλα.
Βεταίικα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 50 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παναχαϊκού, στην
πρώην επαρχία Πατρών, 53 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λεοντίου.
βεταΐνη (Χημ.). Οργανική ένωση, η οποία παράγεται από το αμινοξύ γλυκίνη, με αντικατάσταση των τριών ατόμων υδρογόνου
της αμινικής ομάδας της με τρία μεθύλια· ο χημικός της τύπος είναι: (CΗ 3)3–Ν+–CΗ2–CΟΟ–. Στη β. η αμμωνιακή ομάδα αντιδρά
με το καρβοξύλιο του ίδιου μορίου και σχηματίζεται έτσι ένα εσωτερικό άλας.
Η β. ανακαλύφθηκε στον χυμό του τεύτλου (Beta vulgaris) και βρίσκεται επίσης σε πολλά άλλα φυτά. Χρησιμοποιείται ως δότης
μεθυλίων κατά τη βιοσύνθεση της μεθειονίνης, στα ζωικά και μικροβιακά κύτταρα. Διάφορα παράγωγά της χρησιμοποιούνται
σε φαρμακευτικά σκευάσματα, κυρίως για τη θεραπεία γαστρεντερικών διαταραχών.
Με την ονομασία β. χαρακτηρίζονται στην οργανική χημεία όλα τα εσωτερικά άλατα των βάσεων του αμμωνίου. Είναι στερεές
ουσίες με υψηλό σημείο τήξης και χρησιμοποιούνται για να καταστήσουν διαλυτές στο νερό μερικές οργανικές ουσίες. Ανάλογα
με τη θέση της αμινικής ομάδας, σε σχέση με το καρβοξύλιο, οι β. διακρίνονται σε α, β και γ, από τις οποίες οι πρώτες είναι οι
πιο σταθερές.
Βέτερν (Vattern). Λίμνη (1.912 τ. χλμ.) της Σουηδίας, στο κεντρικό τμήμα της χώρας. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση
λίμνη της Σουηδίας και μία από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 88 μ. πάνω από την επιφάνεια της
θάλασσας, το μεγαλύτερο όμως βάθος της είναι 119 μ., γι’ αυτό το κρυπτοβύθισμά της είναι 31 μ. Το μέγιστο μήκος της είναι
130 χλμ.
Οι όχθες της είναι κυρίως βραχώδεις και σκεπασμένες με δάση και κατά τόπους παρουσιάζουν μεγάλο διαμελισμό. Στο βόρειο
τμήμα της υπάρχουν πολλά μικρά νησιά, ενώ στο νότιο βρίσκεται το μεγάλο νησί Βίζινγκσιε. Από τη Β. τροφοδοτείται ο
ποταμός Μουτάλα, που ξεκινά από την ομώνυμη πόλη και εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα, καθώς και η διώρυγα που τη συνδέει
με τη λίμνη Βένερν. Η Β., όπως και οι ποταμοί Μουτάλα και Γκέτα και οι λίμνες Βένερν, Μπορ και άλλες μικρότερες, αποτελεί
τμήμα ενός σημαντικού υδάτινου συστήματος, της Διώρυγας Γκέτα, που λειτουργεί από το 1832, συνδέει τον Κατεγάτη με τη
Βαλτική και έχει μήκος 386 χλμ., από τα οποία τα 88 είναι διώρυγες, με 58 φράγματα.
Βετική Κορδιλιέρα (ισπαν. Cordillera Betica). Οροσειρά (μέγιστο υψόμ. 3.487 μ.) που εκτείνεται κατά μήκος του νότιου
άκρου της Ιβηρικής χερσονήσου, από τις ακτές του Ατλαντικού ωκεανού έως τη Μούρθια, και της οποίας μπορούν να
θεωρηθούν παραφυάδες τα ανάγλυφα του Ριφ στην Αφρική και των Βαλεαρίδων στη Μεσόγειο. Η μεγαλύτερη έξαρσή της, το
Θέρο ντε Μουλαθέν (3.487 μ.) στη Σιέρα Νεβάδα, είναι και η ψηλότερη κορυφή της Ισπανίας. Λόγω της γειτνίασης με τη
θάλασσα, η νότια πλευρά κατεβαίνει απότομα προς τη Μεσόγειο, ενώ προς τα Β χαμηλώνει απαλότερα, καταλήγοντας σε ένα
βύθισμα που το διασχίζει ο Χενίλ. Πέρα από το βαθύπεδο αυτό, υψώνεται η λεγόμενη Υποβετική οροσειρά, που κορυφώνεται
στο όρος Λα Σάγκρα (2.383 μ.) και εκτείνεται για αρκετό διάστημα παράλληλα προς τον Γκουανταλκιβίρ, στον οποίο συρρέουν
οι ποταμοί της βόρειας πλευράς (Γκουανταλιμάρ, Γκουαντιάνα Μενόρ, Γκουανταχόθ).
Γεωλογικά, θεωρείται νεαρή οροσειρά, μια και σχηματίστηκε στην τριτογενή περίοδο, κατά τη διάρκεια των ορεογενετικών
κινήσεων που οδήγησαν και στη δημιουργία των Άλπεων. Διατηρεί εμφανή σημεία παρουσίας παγετώνων της τεταρτογενής
περιόδου, ιδιαίτερα στη δυτική πλευρά της Σιέρα Νεβάδα, με μορενικές αποθέσεις και κυκλικές λίμνες παγετωνικής ανόρυξης.
Το κλίμα εξαρτάται από το υψόμετρο και τον προσανατολισμό των πλαγιών. Οι βροχοπτώσεις, πολύ αραιές στο ανατολικό
τμήμα, γίνονται αφθονότερες στο δυτικό, που υπόκειται στην επίδραση των ατλαντικών χαμηλών πιέσεων. Ο χειμώνας είναι
πολύ ήπιος στην παράκτια ζώνη και ψυχρότερος στο εσωτερικό. Οι κορυφές της Σιέρα Νεβάδα είναι σκεπασμένες με χιόνια για
ένα μεγάλο διάστημα του έτους.
Η χλωρίδα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις υψομετρικές διαφορές. Στις χαμηλές πλαγιές κυριαρχεί η μεσογειακή
βλάστηση, με ελιές και καστανιές. Σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μ. υπάρχουν δάση από βαλανιδιές και στη συνέχεια δάση
κωνοφόρων. Τέλος, στις στενές ζώνες που βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 3.000 μ. η βλάστηση περιορίζεται σε βρύα και
λειχήνες.
Βέτιν (Wettin). Γερμανική ηγεμονική οικογένεια που, κατά την παράδοση, καταγόταν από τον Βίτεκιντ. Ο Κόνραντ ο Μέγας
(εξελλ. Κοράδος, ο οποίος πέθανε το 1157), κόμης του Β., τοποθεσία κοντά στο Χάλε, έλαβε από τον αυτοκράτορα Λοθάριο Β’
το μαργραβάτο του Μάισεν (στη σημερινή Σαξονία της Γερμανίας). Ο ανιψιός του Ερρίκος (πέθανε το 1288) κατέκτησε ύστερα
τη Θουριγκία, που έμεινε στην οικογένεια παρά τις απόπειρες των αυτοκρατόρων Αδόλφου του Νασάου και Αλβέρτου των
Αψβούργων να την αποσπάσουν. Το σπουδαιότερο απόκτημα όμως ήταν το εκλεκτοράτο της Σαξονίας, που το παραχώρησε ο
Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου το 1423 στον Φρειδερίκο Α’ τον Φιλοπόλεμο. Μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου Β’ του
Πράου (1464) περιήλθαν στον πρωτότοκο Ερνέστο (πέθανε το 1486) το εκλεκτοράτο και η βόρεια Θουριγκία, ενώ ο
δευτερότοκος Αλβέρτος (πέθανε το 1500) πήρε το Μάισεν και τη νότια Θουριγκία. Απόγονοι του Ερνέστου ήταν ο εκλέκτορας
Φρειδερίκος Γ’ ο Σοφός (πέθανε το 1525), προστάτης του Λούθηρου, και ο Ιωάννης Φρειδερίκος Α’ ο Μεγάθυμος (πέθανε το
1554), ηγέτης των προτεσταντών της Γερμανίας, που μετά την ήττα του το 1547 στο Μίλμπεργκ από τον Κάρολο Ε’, έχασε τη
Σαξονία, η οποία παραχωρήθηκε στον Μαυρίκιο, του Αλβερτινού κλάδου. Από τις υπόλοιπες κτήσεις, ορισμένες από τις οποίες
ανταλλάχθηκαν με άλλες και μοιράστηκαν και ξαναμοιράστηκαν μεταξύ των απογόνων, προήλθαν οι κλάδοι του
Άλντερμπουργκ (που έσβησε το 1672) και της Βαυαρίας, που το 1640, μετά τον θάνατο του δούκα Βερνάρδου, περίφημου
προτεστάντη στρατηγού, συμμάχου του Γουσταύου Αδόλφου της Σουηδίας, μοιράστηκε από τους τρεις αδελφούς στους
κλάδους της Βαϊμάρης (που λάμπρυνε ο Κάρολος Αύγουστος, 1748-1828, προστάτης του Γκέτε και του Σίλερ, και ονομάστηκε
αρχιδούκας από το συνέδριο της Βιέννης), της Γκότα (που ύστερα από αλλεπάλληλες διανομές είχε ως αποτέλεσμα να
δημιουργηθούν το 1826 τα δουκάτα της Σαξονίας-Μάινιγκεν, της Σαξονίας-Άλντερμπουργκ και της Σαξονίας-Κόμπουργκ-
Γκότα) και του Άιζεναχ (που έσβησε το 1644). Όλα αυτά τα κρατίδια, τυπικά του άλλοτε τεμαχισμού της Γερμανίας,
διατηρήθηκαν έως την κατάρρευση της Γερμανικής αυτοκρατορίας το 1918. Ο Κάρολος Ε’ έδωσε στον Αλβερτινό κλάδο τον
τίτλο των εκλεκτόρων για χάρη του ανιψιού του, Αλβέρτου Μαυρικίου (πέθανε το 1553), ο οποίος προσχώρησε στον
προτεσταντισμό. Το 1656, όταν πέθανε ο Ιωάννης Γεώργιος Α’, ο οποίος την εποχή του Τριακονταετούς πολέμου πολεμούσε
άλλοτε υπέρ των καθολικών και άλλοτε υπέρ των προτεσταντών, ο κορμός αυτός χωρίστηκε σε τρεις κλάδους, από τους οποίους
οι τρεις δευτερότοκοι έσβησαν τον επόμενο αιώνα. Από τον πρωτότοκο κλάδο άξιοι να αναφερθούν είναι ο Φρειδερίκος
Αύγουστος Α’ ο Ισχυρός, που προσχώρησε στον καθολικισμό για να μπορέσει να εξασφαλίσει τον θρόνο της Πολωνίας (1733-
63), ο Μαυρίκιος (που πέθανε το 1750), στρατάρχης της Γαλλίας, και ο Φρειδερίκος Αύγουστος Γ’ (1763-1827), πιστός
σύμμαχος του Ναπολέοντα Α’, που έγινε βασιλιάς της Σαξονίας (1806) και μέγας δούκας της Βαρσοβίας (1807-14). Το συνέδριο
όμως της Βιέννης (1815) αφαίρεσε από τον τελευταίο μεγάλο μέρος από τα κράτη του, που το παραχώρησε στην Πρωσία. Και ο
κλάδος όμως αυτός, ο οποίος είχε χάσει τη σπουδαιότητά του το 1866, βασίλεψε έως τη γερμανική επανάσταση του 1918.
βέτο (λατ. veto = απαγορεύω). Το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Β. αποκαλείται επίσης η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα
ανθρώπων ή σε μια υπηρεσία να δέχεται ή να αποκρούει τελεσίδικα τις αποφάσεις των άλλων.
Στο αστικό δίκαιο, το β. ενός κρατικού οργάνου στην απόφαση άλλου οργάνου δεν επιτρέπει στην απόφαση αυτή να λάβει
νόμιμη ισχύ.
Στο διεθνές δίκαιο, β. είναι η καθιερωμένη από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ αρχή της ομοφωνίας των μεγάλων δυνάμεων
(ΗΠΑ, Ρωσίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Κίνας), για την ψήφιση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας εκτός από
τις αποφάσεις που αναφέρονται σε ζητήματα διαδικασίας. Το 1950 αποφασίστηκε ότι, όσες φορές το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν
μπορεί να πάρει αποφάσεις για περιπτώσεις απειλής κατά της ειρήνης από έλλειψη ομοφωνίας των πέντε μόνιμων μελών του, να
μπορεί να παίρνει σχετικές αποφάσεις η γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Β. επίσης προβλέπεται και από τον καταστατικό χάρτη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με θεμελιώδεις αποφάσεις της (προσχώρηση μελών κλπ.).
Ο όρος β. χρησιμοποιήθηκε σε διεθνή κλίμακα από τους περασμένους αιώνες. Β. προβλεπόταν από το πολιτικό σύνταγμα του
17ου αι. έως το 1791 και βασιζόταν στην αρχή της ισότητας μεταξύ των ευγενών μελών της βουλής. Στην Αγγλία είχε και έχει
δικαίωμα β. ο βασιλιάς. Στη Γαλλία, στον 18ο αι. οι Γάλλοι ονόμαζαν τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’ και τη Μαρία Αντουανέτα «Κύριος
και Κυρία Β.», από το δικαίωμα αρνησικυρίας που τους παραχώρησε το σύνταγμα του 1791. Δικαίωμα β. έχουν σήμερα οι
κυβερνήτες των πολιτειών των ΗΠΑ, εκτός της Μασαχουσέτης. Δικαίωμα β. έχει επίσης και ο πρόεδρος των ΗΠΑ για τις
πράξεις του αμερικανικού Κογκρέσου. Τέλος, β. είχε και ο αυτοκράτορας των Φράγκων στον Μεσαίωνα σχετικά με την εκλογή
του πάπα, αλλά το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε το 1804.
βετούλη (Betula). Γένος φυτών της οικογένειας των βετουλιδών. Πρόκειται για δέντρα, γνωστά με την κοινή ονομασία σημύδα.
Βλ. λ. σημύδα.
Βετουλόνια. Αρχαία πόλη της Ιταλίας. Σπουδαίο κέντρο της ετρουσκικής δωδεκάπολης, ήταν χτισμένη στα ΒΔ του Γκροσέτο,
έξω από τη Ρώμη, στην κατεύθυνση προς τη Φλωρεντία. Η ιστορία της πόλης, όπου σύμφωνα με την παράδοση διαμορφώθηκαν
ή από την οποία προέρχονται οι αρχές της ρωμαϊκής πολιτικής διοίκησης, είναι σχετικά ασαφής. Το μόνο επιβεβαιωμένα γνωστό
γεγονός είναι ότι η παρακμή της σημειώθηκε τον 3ο αι. π.Χ., την εποχή δηλαδή που κατέλαβαν τον χώρο οι Ρωμαίοι και
κατασκευάστηκε η Αυρηλία οδός. Από το μακρινό παρελθόν της πόλης έχουν διατηρηθεί ίχνη οχυρωματικού περιβόλου και οι
απέραντες νεκροπόλεις (8ος-7ος αι. π.Χ.) που περιλαμβάνουν τάφους διαφόρων τύπων και ενίοτε ολόκληρα μνημεία, όπως είναι
ο τύμβος της Πιετρέρα. Τα ταφικά κτερίσματα, πλουσιότερα από όλων των άλλων πόλεων της νότιας Ετρουρίας, μαρτυρούν την
ύπαρξη στενών εμπορικών σχέσεων με την Αίγυπτο.
Βετράνο, Λέον (Leon Vetrano, ; – 1206). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο
πειρατής Γαφόρης στα νησιά και στα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό
αντιναύαρχο Στεριόνη εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα (1199), όπου κυρίευσε το φρούριο του Παλαβίου και τοποθέτησε φρουρά
Γενουατών. Με ορμητήριο το φρούριο αυτό άρχισε να λεηλατεί τις παραλιακές περιοχές της Πελοποννήσου, ιδίως τη Μεθώνη
και την Κορώνη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Η δράση του Β. έγινε αφορμή να σκληρύνει τη στάση του ο
αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ απέναντι στους Γενουάτες της Κωνσταντινούπολης και να πάρει μια σειρά αυστηρών μέτρων
εναντίον τους. Αν και τον Οκτώβριο του 1202 η Γένοβα, στα πλαίσια μιας νέας σύμβασης με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα,
δέχτηκε να αποκηρύξει τον Β., ωστόσο ο τελευταίος συνέχισε να πραγματοποιεί τις πειρατικές του επιδρομές και να απειλεί τα
παράλια της Πελοποννήσου και του Αιγαίου. Τελικά ο Β. πολιορκήθηκε στην Κέρκυρα το 1206 από τις δυνάμεις των Βενετών
Ρενιέρου Δάνδολου και Ρογήρου Πρεμαρίντ και, αφού αιχμαλωτίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.
Βεύη. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, στον ποταμό Βεύο. Μνημονεύεται στα ιστορικά του πολέμου των Ρωμαίων με τον
Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη.
Βεύη. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 688 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται ΒΔ της λίμνης των Πετρών, 22 χλμ. ΝΔ της
Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίτης. Κοντά στον οικισμό υπάρχουν τα λείψανα δύο αρχαίων οικισμών καθώς
και ο ναός του Αγίου Νικολάου, του 16ου αι.
Ιστορία. Ο οικισμός απελευθερώθηκε από την τουρκική κατοχή στις 19 Οκτωβρίου 1912. Στις 21 Οκτωβρίου υπέκυψε στους
Τούρκους, αλλά στις 7 Νοεμβρίου επανακτήθηκε από τους Έλληνες. Στις 19 Αυγούστου 1916 η περιοχή κατελήφθη από τους
Βούλγαρους και στις 19 Σεπτεμβρίου ανακατελήφθη από τους Συμμάχους.
βεχαϊσμός (Θρησκ.). Βλ. λ. μπαχαϊσμός.
Βηθανία. Παλαιότερη ονομασία του σημερινού οικισμού του Ισραήλ Ελ Αζαρίε (= χωριό του Λαζάρου, κατά αραβική
παραφθορά). Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους των Ελαιών και σε απόσταση 3,2 χλμ. από την Ιερουσαλήμ. Το τοπωνύμιο
είναι συνδεδεμένο με περιστατικά της Καινής Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα, από τη Β. κατάγονταν, σύμφωνα με την παράδοση
των Ευαγγελίων, η Μάρθα, η Μαρία και ο αδελφός τους Λάζαρος, ενώ εκεί τοποθετείται και η ανάσταση του Λαζάρου (απ’
όπου και η νεότερη ονομασία). Η Β. ήταν επίσης ο αγαπημένος τόπος διαμονής του Ιησού Χριστού και από αυτήν αναχώρησε
για τη θριαμβευτική του είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Στη Β. σώζεται έως σήμερα τάφος, που η παράδοση τον θεωρεί του Λαζάρου,
καθώς και ερείπια, που λέγεται ότι είναι του σπιτιού του.
Εκτός από τη Β. αυτή, αναφέρεται και η πέραν του Ιορδάνου, όπου βάφτιζε ο Ιωάννης. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη.
Βηθλεέμ (αραβ. Bayt Lahm). Πόλη (28.132 κάτ. το 2003) της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη ποταμού. Είναι χτισμένη στις
βόρειες πλαγιές των ορέων της Ιουδαίας, σε υψόμετρο 685 μ., 8 χλμ. ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Η πόλη βρίσκεται υπό
αμφισβητούμενη κατοχή του ισραηλινού στρατού μετά το 1967 και αποτελεί αντικείμενο διεκδικήσεων μεταξύ του Ισραήλ, της
Ιορδανίας και της Παλαιστίνης. Αποτελείται από δύο ξεχωριστούς οικοδομικούς πυρήνες που έχουν αναπτυχθεί πάνω σε δύο
λόφους: στον δυτικό βρίσκεται η αρχαιότερη συνοικία, ενώ στον ανατολικό η εκκλησία της Γέννησης και τα μοναστήρια. Στα
περίχωρα της πόλης βρίσκεται μια μεγάλη στέρνα σκαμμένη στον βράχο, το λεγόμενο πηγάδι του Δαβίδ.
Ιστορία. Βιβλικό κέντρο ποιμένων και γεωργών, η ιστορία της Β. συνδέεται στην Παλαιά Διαθήκη με την ιστορία του Δαβίδ, ο
οποίος σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε εκεί. Η Β. αντιπροσωπεύει έναν από τους ιερούς τόπους του χριστιανισμού,
επειδή, κατά τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκά, εκεί γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός. Κείμενα του 2ου αι. μ.Χ. αναφέρουν ως
τόπο γέννησής του ένα σπήλαιο που βρίσκεται κοντά στην πόλη της Β., εκεί όπου η αγία Ελένη και ο Μέγας Κωνσταντίνος
έχτισαν την εκκλησία της Γέννησης του Χριστού, μεγαλοπρεπή βασιλική, από την οποία σώζονται μόνο τα θεμέλια· η σημερινή
βασιλική είναι της εποχής του Ιουστινιανού.
Η Β. κατά τον Μεσαίωνα κατακτήθηκε από τους Άραβες, αλλά το 1099 ελευθερώθηκε από τους Σταυροφόρους του
Γοδεφρείδου ντε Μπουγιόν. Το 1110 έγινε έδρα επισκοπής, αλλά μερικά χρόνια αργότερα (1187) την ανακατέλαβαν οι
μουσουλμάνοι με αρχηγό τους τον Σάλαχ ελ Ντιν (ο Σαλαδίνος των Βυζαντινών ιστορικών). Ωστόσο, σύμφωνα με τους όρους
της ανακωχής της Γιάφας του 1229, οι μουσουλμάνοι επέτρεψαν στους χριστιανούς να επιστρέψουν σε αυτήν. Για αιώνες, η Β.
υπήρξε θέατρο αναταραχών. Αφού πέρασε για ένα διάστημα στην κυριαρχία των Τούρκων, κυριεύτηκε από τους Άγγλους
(1918) και, μετά τη διανομή της Παλαιστίνης μεταξύ Αράβων και Εβραίων, αποτέλεσε από το 1949 τμήμα της Ιορδανίας. Τον
Ιούνιο του 1967 την κατέλαβαν οι Ισραηλινοί μαζί με την υπόλοιπη δυτική Ιορδανία. Τον Μάιο του 2002 η πόλη βομβαρδίστηκε
από τις ισραηλινές δυνάμεις, στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εναντίον των Παλαιστινίων.
Βηθλεέμ, μονή. Γυναικείο μοναστήρι στο Κορωπί της Αττικής, αφιερωμένο στο Γενέσιον του Κυρίου. Ιδρύθηκε το 1970 και
εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Βηθσαβεέ. Βιβλικό πρόσωπο (αναφέρεται και ως Βηρσαβεέ). Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ήταν μητέρα του Σολομώντα,
σύζυγος του Δαβίδ και πρώην σύζυγος του Ουρία. Ο Δαβίδ, τον καιρό του πολέμου εναντίον των Αμανιτών, επωφελήθηκε από
την απουσία του Ουρία και αποπλάνησε τη Β. Για το αμάρτημά του αυτό ελέγχθηκε αυστηρά από τον προφήτη Νάθα και
τιμωρήθηκε. Η Β. κατόρθωσε με την παρέμβασή της να εξασφαλίσει τη διαδοχή του Δαβίδ από τον γιο της Σολομώντα.
Βήιοι. Αρχαία πόλη των Ετρούσκων, 15 χλμ. ΒΔ της Ρώμης. Υπάρχουν ίχνη οικισμών του πολιτισμού της Βιλανόβα, από την
εποχή του σιδήρου. Αργότερα παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της μεταξύ 6ου και 5ου αι.
π.Χ. Η δύναμη που είχε αποκτήσει η πόλη οδήγησε σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τη Ρώμη.
Φυσικό όριο και αμυντική γραμμή της περιοχής των Β. αποτελούσε ο ποταμός Κρεμέρα και ένας από τους παραποτάμους του,
ενώ μια μερικώς τεχνητή τάφρος προστάτευε την ακρόπολη. Ύστερα από τον 5ο αι. π.Χ., εξαιτίας των πολέμων εναντίον της
Ρώμης, η ακρόπολη οχυρώθηκε με τείχος. Τελικά, το 396 π.Χ. ο Κάμιλος κατόρθωσε να την κυριεύσει. Από τότε άρχισε και η
παρακμή της πόλης ως αστικού κέντρου. Διατηρήθηκε όμως ως κέντρο γεωργικής καλλιέργειας της γύρω περιοχής. Στα χρόνια
του Αυγούστου έγινε αυτόνομη, αλλά μετά τον 4ο αι. μ.Χ. παράκμασε και εγκαταλείφθηκε από τον πληθυσμό της.
Στις ανασκαφές που έχουν γίνει στην περιοχή, το καλύτερα διατηρημένο οικοδόμημα και το πιο γνωστό είναι ο ναός του
Πορτονάτσιο, που είχε ήδη ερειπωθεί από τον 4ο αι. π.Χ., ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Από αυτό τον ναό προέρχονται
κάποια περίφημα γλυπτά, σπουδαιότατα για τη γνώση της ετρουσκικής τέχνης: ο Απόλλων των Βηίων, ο Ηρακλής και η
Κερυνίτις έλαφος, ο Ερμής, και ίσως και μια Λητώ με τον Απόλλωνα βρέφος, που αποδίδονται στη σχολή του Βούλκα. Στη
ρωμαϊκή περίοδο χτίστηκαν στους Β. διάφορα κτίρια, θέρμες, ναοί και αγορά.
Βηλαράς, Ιωάννης (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού
ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα
έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός του Βελή πασά (τον οποίο ακολούθησε στην Πελοπόννησο και στη Θεσσαλία) και κατόπιν του
πατέρα του, Αλή πασά. Φωτισμένη προσωπικότητα, με πολυμάθεια και ποικίλα ενδιαφέροντα εκτός της ιατρικής, υπήρξε
προοδευτικός, ορθολογιστής (υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού), δημοτικιστής και πατριώτης. Έγραφε στίχους
με μεγάλη ευκολία και εργάστηκε για την πνευματική αναγέννηση του έθνους με όλες του τις δυνάμεις: έγραψε διδακτικά
κείμενα και επιστολές, γλωσσικά δοκίμια και άλλες διατριβές, ενώ μετέφρασε κλασικά αρχαιοελληνικά κείμενα στη δημοτική.
Τα έργα του κυκλοφορούσαν κυρίως χειρόγραφα. Ο ίδιος τύπωσε μόνο ένα μικρό βιβλίο, με τίτλο Η Ρομέηκη γλόσα (Κέρκυρα,
1814), όπου εξέθεσε τις γλωσσικές και ορθογραφικές του ιδέες και συγχρόνως τις εφάρμοσε σε μερικά ποιήματα και σε δύο
μεταφράσεις κλασικών. Ο δημοτικισμός του ήταν χωρίς συμβιβασμούς και το ορθογραφικό του σύστημα χαρακτηρίστηκε πολύ
ριζοσπαστικό, όχι μόνο για την εποχή του αλλά ακόμα και για σήμερα. Κατάργησε την ιστορική ορθογραφία και πρότεινε τη
φωνητική. Από τα ποιήματά του, σπουδαιότερα είναι τα: Ύμνος στον έρωτα, Άνοιξη, Μελίσσι, Πουλάκι και οι μεταφράσεις του
στον Κρίτωνα του Πλάτωνα και στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη. Μετά τον θάνατό του δημοσιεύτηκαν διάφορα ποιήματά του,
ερωτικά και σατιρικά, έμμετροι μύθοι, η έξοχη μετάφραση της ψευδο-ομηρικής Βατραχομυομαχίας (ίσως το καλύτερο έργο
του), διάφορα γλωσσικά πεζογραφήματα, όπως Ο λογιώτατος ταξιδιώτης, Ο λογιώτατος ή ο Κολοκυθούλης, επιστολές κ.ά.
Ο δημοτικισμός του Β., ορθόδοξος, συνεπής και ασυμβίβαστος, και προπάντων η καινοτομία του για ορθογραφική απλοποίηση
είναι τα φωτεινότερα σημεία της πνευματικής του παρουσίας. Τα γλωσσικά του επιτεύγματα, χωρίς να είναι τέλεια, γενικά είναι
αξιόλογα, μένουν όμως πάντοτε προδρομικές προσπάθειες, άξιες για κάθε εκτίμηση. Οι λέξεις δεν είναι πάντοτε κομψές, είναι
όμως πολύ ζωντανές και παραστατικές και η φράση του στρογγυλή και καθαρή· ο λόγος του χαρακτηρίζεται από σαφήνεια,
καθαρότητα και πληρότητα.
Ο Β. ήταν λυρικός (αρκαδικός) και σατιρικός ποιητής. Έζησε μακριά από την Κωνσταντινούπολη και τις ηγεμονικές Αυλές,
βρέθηκε κοντά στον λαό και επεδίωξε τον φωτισμό του. Αυτό φαίνεται και στην ποίησή του, που διέπεται από φυσιολατρία και
παλμό ζωής. Προσπάθησε να συνταιριάξει την αμέριμνη ερωτική ποίηση των Φαναριωτών με την τεχνοτροπία του δημοτικού
τραγουδιού. Έτσι, τα ερωτικά ποιήματά του απείχαν από την επιφάνεια (Χριστόπουλος) και την κομψή εκζήτηση (Φαναριώτες)
και προχωρούσαν σε κάποιο βάθος. Οι δεκαπεντασύλλαβες στροφές της Βατραχομυομαχίας έχουν ευλυγισία και μελωδία και
μοιάζουν με το κρητικό δίστιχο. Τα σατιρικά του χαρακτηρίζονται από ευτράπελη αθυροστομία, είναι ενίοτε περιπαικτικά,
πάντοτε όμως έξυπνα και με κέφι. Στους μύθους του μιμείται συνήθως τον Αίσωπο και τον Λα Φοντέν και έχει σκοπό την
ηθικολογία: ο λόγιος του διαφωτισμού άλλοτε διδάσκει και άλλοτε μαστιγώνει τον λαό που θέλει να φωτίσει.
βήλον (λατ. velum = παραπέτασμα, αυλαία). Το παραπέτασμα που κλείνει την Ωραία Πύλη, στη χριστιανική εκκλησία. Η λέξη
χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς και αναφερόταν τόσο στα β. της εκκλησίας όσο και στα αντίστοιχα του θεάτρου. Έχει
επίσης και την έννοια της σημαίας ή του σήματος. Οι Βυζαντινοί διέκριναν οκτώ τάξεις αξιωματικών που έφεραν το ίδιο β. Το β.
υψωνόταν και στον Ιππόδρομο μόλις άρχιζαν οι αρματοδρομίες. Συνεκδοχικά, το μικρό οίκημα ή πύργος που υπήρχε στο
εσωτερικό του Ιπποδρόμου ονομαζόταν β. Αναφέρονται επίσης και οι λεγόμενοι κριταί του β. που ασκούσαν αστυνομικά
καθήκοντα στον Ιππόδρομο και έλεγχαν την ακριβή τήρηση των κανονισμών των αγώνων από τους νικητές.
Βήλος. Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του φοινικιού θεού Βάαλ (βλ. λ. Βάαλ).
Το ίδιο όνομα απέδωσαν επίσης οι αρχαίοι σε έναν βασιλιά των Ασσυρίων, καθώς και σε διάφορα μυθολογικά πρόσωπα: στον
πατέρα της Διδούς, στον πατέρα του Δαναού, σε συγγενή του ιδρυτή της λυδικής δυναστείας των Ηρακλειδών, στον ιδρυτή του
βαβυλωνιακού κράτους, στον γιο του Ποσειδώνα και της Λιβύης και σε ινδική θεότητα.
βήμα (Εκκλ.). Βλ. λ. άβατο.
Βήμα, Το. Ημερήσια αθηναϊκή πρωινή πολιτική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1922 από τον Δημήτριο Λαμπράκη, με τον τίτλο
Ελεύθερο Βήμα. Από το 1944 η έκδοσή της συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε η εφημερίδα έγινε
κυριακάτικη, με τίτλο Το Βήμα της Κυριακής. Τον Μάρτιο του 1999 επανακυκλοφόρησε ως καθημερινή εφημερίδα.
Βηρίνη (5ος αι. μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Λέοντα Α’ του Θρακός (457-474). Λίγο πριν πεθάνει ο Λέων
Α’, όρισε διάδοχό του τον εγγονό του, Λέοντα Β’. Ωστόσο ο ανήλικος αυτοκράτορας πέθανε το ίδιο έτος και η Β. συνέβαλε
στην ανακήρυξη του Ζήνωνα ως αυτοκράτορα (474-475 και 476-491), ο οποίος ήταν σύζυγος της κόρης της, Αριάδνης. Στη
συνέχεια, τάχθηκε με το μέρος του Ίλλου, αρχηγού επαναστατών κατά του Ζήνωνα, και ανέδειξε αυτοκράτορα τον αδελφό της
Βασιλίσκο, αναγκάζοντας τον νόμιμο αυτοκράτορα να καταφύγει στην πατρίδα του Ισαυρία. Σύντομα όμως εξοργίστηκε και με
τον αδελφό της, γιατί σκότωσε τον εραστή της Πατρίκιο, και στράφηκε πάλι υπέρ των Ισαύρων. Ο Ζήνων επέστρεψε τότε στον
θρόνο του, αλλά για λόγους ασφαλείας έσπευσε να την εξορίσει.
Βήρος, Λεύκιος. Βλ. λ. Λεύκιος Βήρος.
Βήρος, Μάρκος Άννιος (Marcus Annius Verus, β’ μισό 1ου – α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος, ισπανικής
καταγωγής. Γιος πραιτοριανού, έγινε πατρίκιος από τον Βεσπασιανό και τον Τίτο (73-74 μ.Χ.) και τιμήθηκε επανειλημμένα με
το αξίωμα του υπάτου. Από τη γυναίκα του Πουπίλια Φαυστίνα απέκτησε τρία παιδιά, ανάμεσά τους τη Γαλερία Φαυστίνα,,
σύζυγο του Αντωνίνου Πίου, και τον Άννιο Βήρο, πατέρα του Μάρκου Αυρήλιου. Ο μελλοντικός αυτοκράτορας υιοθετήθηκε,
μετά τον θάνατο του πατέρα του, από τον παππού του Βήρο και ανατράφηκε στο σπίτι του.
Βηρσαβεέ. Βλ. λ. Βηθσαβεέ.
βηρύλλιο. Χημικό στοιχείο με σύμβολο Βe, το οποίο ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα
των αλκαλικών γαιών (αναφέρεται και ως γλουκίνιο). Έχει ατομικό αριθμό 4, ατομική μάζα 9,0122 και 1 σταθερό ισότοπο. Αν
και είναι πολύ ελαφρύ και διαδεδομένο στοιχείο, αποτελεί μόλις το 0,005% του γήινου φλοιού. Στη φύση βρίσκεται σε μικρές
ποσότητες σε πολλά ορυκτά· το πιο σημαντικό από αυτά είναι το διπλό πυριτικό άλας του β. και του αργιλίου (Βe 3Αl2Si6Ο18),
που ονομάζεται βήρυλλος και εμφανίζεται υπό τη μορφή διάφορων ποικιλιών –όπως το σμαράγδι και η ακουαμαρίνα– γνωστές
από την αρχαιότητα.
Το β. ανακαλύφθηκε το 1798, από τον Γάλλο χημικό Λουί Νικολά Βοκλέν με τη μορφή του οξειδίου του (ΒeΟ). Σε μεταλλική
μορφή το απομόνωσαν, ταυτόχρονα το 1828, ο Βέλερ στη Γερμανία και ο Μπισί στη Γαλλία, με αναγωγή του χλωριούχου β.
(ΒeCl2) με μεταλλικό κάλιο. Σήμερα το β. παράγεται από τη βήρυλλο, με κατάλληλη επεξεργασία. Σε μεταλλική μορφή
παρασκευάζεται με διάφορες μεθόδους, όπως με ηλεκτρόλυση του χλωριούχου β. στους 730-820°C, με αναγωγή του
φθοριούχου β., σε υψηλή θερμοκρασία κ.ά. Το β. είναι αργυρόχρωμο, σκληρό, ελαφρύ και ελατό μέταλλο, κρυσταλλικής
μορφής με σημείο τήξης περίπου στους 1280°C. Οξειδώνεται με δυσκολία και γι’ αυτό οι επιφάνειές του είναι ανθεκτικές στις
ατμοσφαιρική έκθεση. Είναι γνωστά μερικά άλατα και ορισμένα ενδιαφέροντα οργανικά παράγωγα του β., με διάφορες χρήσεις,
όπως στην κεραμική, στην ανάλυση και στην οργανική σύνθεση. Το μεταλλικό β. χρησιμοποιείται σε ελαφρά κράματα με άλλα
μέταλλα, των οποίων αυξάνει τη σκληρότητα και βελτιώνει τις ιδιότητες. Εφαρμόζεται επίσης στην πυρηνική τεχνολογία, επειδή
είναι ανθεκτικό στην οξείδωση, στη διάβρωση και στη θέρμανση· μία από τις κυριότερες χρήσεις του είναι ως επιβραδυντής των
νετρονίων στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Το β. είναι το μοναδικό ελαφρύ μέταλλο (ειδικό βάρος 1,84) με υψηλό σημείο
τήξης και για τις ιδιότητές του αυτές απέκτησε πρωταρχική σημασία στη διαστημική και πυραυλική βιομηχανία. Τα άλατα του
β. είναι τοξικά και ερεθιστικά των αναπνευστικών οδών.
Βήρυλλος (α’ μισό 3ου αι. μ.Χ.). Χριστιανός θεολόγος, επίσκοπος Βόστρων και Αραβίας. Τα συγγράμματα και οι επιστολές
του δεν διασώθηκαν. Ο Β. υποστήριζε ότι ο Υιός του Θεού δεν υπήρχε πριν από την ενσάρκωση. Τελικά όμως, έπειτα από
ανταλλαγή απόψεων με τον Ωριγένη, αναθεώρησε τις απόψεις του και ευθυγραμμίστηκε με εκείνες της ορθοδοξίας.
Βηρυτός (αραβ. Beirut ή Bayrut). Πόλη (1.185.300 κάτ. το 2004, κατ’ εκτίμηση) και πρωτεύουσα του Λιβάνου, καθώς και της
ομώνυμης μητροπολιτικής διοικητικής περιφέρειας (18 τ. χλμ.). Είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της χώρας, στις ακτές της
ανατολικής Μεσογείου, στους πρόποδες των αντερεισμάτων της οροσειράς του Λιβάνου. Στη βόρεια πλευρά του αντερείσματος
βρίσκονται οι παλιές συνοικίες και νότια οι πιο πρόσφατες. Έχει όψη σύγχρονης και κομψής πόλης, αρκετά δυτικοποιημένης,
κοσμοπολίτικου χαρακτήρα, με πληθυσμό πολύ ετερογενή τόσο ως προς την εθνικότητα όσο και ως προς τη θρησκεία.
Η θέση της πόλης στο σταυροδρόμι σπουδαίων οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών και η ύπαρξη ελεύθερης λιμενικής ζώνης
(που δημιουργήθηκε το 1923) κατέστησαν τη Β. μεγάλο εμπορικό κέντρο. Από το λιμάνι της, το μεγαλύτερο της χώρας,
εξάγονται κυρίως γεωργικά προϊόντα και εισάγονται μηχανές και διάφορες συσκευές, πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες. Η Β.,
που είναι επίσης βιομηχανικό κέντρο της χώρας και ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα της Εγγύς Ανατολής, διαθέτει
διεθνές αεροδρόμιο (Χαλντέ) και συνδέεται με τη Δαμασκό καθώς και με πολλές άλλες πόλεις της Μέσης Ανατολής. Ο ρόλος
αυτός βέβαια και η μορφή της άλλαξαν ριζικά με τις καταστροφές που υπέστη κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1975-76 και τις
συγκρούσεις που επακολούθησαν μέχρι το 1991. Η πόλη σταδιακά προσπαθεί να ανακτήσει την παλιά της αίγλη.
Αποτελεί επίσης το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της χώρας και είναι έδρα τεσσάρων πανεπιστημίων (καθολικού,
προτεσταντικού, ισλαμικού και ενός αμερικανικού). Σπουδαία μνημεία είναι το τζαμί που είχε χτιστεί πάνω στο ναό του Αγίου
Ιωάννου του Βαπτιστή και ο μαρωνιτικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου. Διαθέτει ακόμα Ακαδημία Καλών Τεχνών,
βιβλιοθήκες και ένα ενδιαφέρον Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ιστορία. Πολύ λίγα είναι γνωστά για την ιστορία της Β. πριν γίνει ρωμαϊκή αποικία με την ονομασία Julia Augusta Felix
Berytus. Τον 6ο αι. μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, αλλά ανοικοδομήθηκε και υπό την ισλαμική κυριαρχία αποτέλεσε το
επίνειο της Δαμασκού. Μέχρι τον 7ο αι. ήταν φημισμένη για τη νομική σχολή της, στην οποία δίδαξαν σημαντικοί
νομοδιδάσκαλοι όπως οι Ανατόλιος, Δωρόθεος, Θαλλέλαιος, Τριβωνιανός κ.ά. Μετά την κατάκτησή της από τους
Σταυροφόρους, κατά τα τέλη του 11ου αι., υπήρξε σημαντικό κέντρο ανταλλαγών με τη Δύση. Παράκμασε όμως σταδιακά, μετά
την κατάκτησή της από τους Τούρκους, το 1516. Τρεις αιώνες αργότερα (1861) έγινε αυτόνομη επαρχία, διοικητικά ανεξάρτητη
από τον Λίβανο, και αναπτύχθηκε σημαντικά το λιμάνι της. Το 1918 κατελήφθη από τους Γάλλους, έπειτα από δύο χρόνια
(1920) ορίστηκε πρωτεύουσα του Λιβάνου, που τότε τελούσε υπό γαλλική εντολή, και από το 1946 πρωτεύουσα της
Δημοκρατίας του Λιβάνου. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής ονομάστηκε μάλιστα το Παρίσι της Μέσης Ανατολής, για τα
μνημεία της, και προσέλκυε χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο, μέχρι το 1975, οπότε άρχισαν οι ένοπλες συρράξεις στη χώρα.
Βηρωσσός (3ος αι. π.Χ.). Βαβυλώνιος ιερέας του θεού Βάαλ και ελληνιστής ιστορικός. Ο Β. έγραψε στα ελληνικά την ιστορία
της πατρίδας του με τίτλο Βαβυλωνιακά, έργο αφιερωμένο στον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Α’ τον Σωτήρα. Το έργο, εκτός από
τις μυθικές παραδόσεις και τις ιστορικές πληροφορίες, αναφέρεται και στις φιλοσοφικές και αστρονομικές γνώσεις των
Βαβυλωνίων. Από το σύγγραμμα αυτό, που χρησίμευσε ως πηγή σε μεταγενέστερους ιστορικούς, διασώθηκαν μόνο μερικά
αποσπάσματα.
Βήσα. Αρχαίος δήμος της Αττικής. Ανήκε στην Αντιοχίδα φυλή και τοποθετείται στην περιοχή της Λαυρεωτικής, στα αρχαία
μεταλλεία, Α της Αναβύσσου.
Βησάς. Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα του γέλιου και του καλλωπισμού, γνωστή από τον 15ο αι. π.Χ. Στην Άβυδο των Θηβών
υπήρχε μαντείο του κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τον απεικόνιζαν νάνο, με ζωώδες πρόσωπο και χαίτη, με δορά πάνθηρα και
φτερά στο κεφάλι και τον παρίσταναν να πηδάει ή να κυμβαλίζει.
Βησιγότθοι. Αρχαίος γερμανικός λαός, ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους των Γότθων. Αρχική κοιτίδα τους ήταν η περιοχή
στα Δ του Δνείστερου ποταμού και γι’ αυτό ονομάστηκαν Β. δηλαδή Γότθοι της Δύσης, κατ’ αντιδιαστολή προς τους
Οστρογότθους, τους Γότθους της Ανατολής.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας συγκρούστηκε μαζί τους στην Τρανσυλβανία το 213 μ.Χ., αλλά το 239 οι Β. πέρασαν
τον Δούναβη, νίκησαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες, έφτασαν στη Μαρκιανούπολη και, αφού ρήμαξαν την περιοχή έως τον Εύξεινο
Πόντο, αποσύρθηκαν πίσω από τον Δούναβη, έναντι χρηματικής αποζημίωσης. Μετά από δέκα χρόνια, με ηγεμόνα τους τον
Κνίβα, έφτασαν έως τη βόρεια Θράκη, κατέλαβαν τη Φιλιππούπολη και νίκησαν τους Ρωμαίους, σε μια μάχη όπου σκοτώθηκαν
ο αυτοκράτορας Δέκιος και ο γιος του. Ο αυτοκράτορας Γάλλος αναγκάστηκε να τους καταβάλει ετήσιο φόρο. Όταν κατέλαβαν
την Κριμαία και λεηλάτησαν τις ακτές της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, ο αυτοκράτορας Κλαύδιος Β’ κατόρθωσε να τους
νικήσει επανειλημμένα (γι’ αυτό ονομάστηκε Γοτθικός) και ο Αυρηλιανός τούς παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της Δακίας.
Το 322 τους αναχαίτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., οι Β. εξασφάλισαν την άδεια από τον αυτοκράτορα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντίου)
Βαλέντιο να εγκατασταθούν στη Μοισία, ως φόρου υποτελείς, προκειμένου να διαφύγουν από τους επερχόμενους Ούννους.
Σύντομα όμως επαναστάτησαν, εξαιτίας της βαριάς φορολογίας, και υπό την ηγεσία του Φριτίγερνου πραγματοποίησαν
επιδρομή εναντίον της Θράκης. Στη μάχη της Αδριανούπολης, μεταξύ των Β. και του βυζαντινού στρατού σκοτώθηκε ο ίδιος ο
Βαλέντιος (378). Ο Θεοδόσιος ο Μέγας ακολούθησε συμβιβαστική πολιτική· αφού σύναψε ειρήνη μαζί τους, τους δέχτηκε στο
κράτος ως συμμάχους, ενώ εκείνοι ασπάστηκαν τον χριστιανισμό (αν και ακολούθησαν τη διδασκαλία του Αρείου). Μετά τον
θάνατό του, οι Β., με αρχηγό τον Αλάριχο, έκαναν επιδρομές στη Βαλκανική και έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο, λεηλατώντας
και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Στις αρχές του 5ου αι. εισέβαλαν στην Ιταλία και λεηλάτησαν τη Ρώμη (410).
Ο διάδοχος του Αλάριχου, Αταούλφος, οδήγησε τους Β. στη Γαλατία και στην Ισπανία όπου, αφού νίκησαν άλλους βόρειους
λαούς, δημιούργησαν ένα μεγάλο ιβηρογαλατικό βασίλειο, με πρωτεύουσα την Τουλούζ, που διατηρήθηκε από το 419 έως το
507.
Στις αρχές του 6ου αι. οι Β. δέχτηκαν την επίθεση των Φράγκων, υπό τον Κλόβις, και των Βουργουνδών. Αφού νικήθηκαν στη
μάχη του Βουγέ (507), έχασαν την Τουλούζ και όλα τα γαλατικά εδάφη και περιορίστηκαν στα ισπανικά, όπου το κράτος τους
επέζησε για δύο ακόμα αιώνες (507-711) με πρωτεύουσα το Τολέδο. Μετά την απώλεια των γαλατικών εδαφών, το βησιγοτθικό
κράτος της Ισπανίας κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί και να αντιμετωπίσει τον πόλεμο της ανακατάκτησης του Ιουστινιανού στα
μέσα του 6ου αι. Το 589 εγκατέλειψαν τον αρειανισμό και ασπάστηκαν το καθολικό δόγμα, αλλά το γεγονός αυτό αποτέλεσε
αιτία εσωτερικών συγκρούσεων, που ευνόησαν τη μεγαλύτερη διάσπαση του βασιλείου, το οποίο τελικά αποτέλεσε λεία των
Αράβων (711).
Οι Β. αποσύρθηκαν στην περιοχή Αστούριας και άρχισαν αμέσως την αντεπίθεση. Αρκετά πολιτισμένοι ήδη, διατήρησαν έως τα
μέσα του 7ου αι. τη ρωμαϊκή νομοθεσία (Breviarium Alaricianum, 507) και το εθιμικό τους δίκαιο. Αργότερα, η νομοθεσία
ενοποιήθηκε στο Liber judicorum. Το καθολικό περιβάλλον, με κέντρο τη Σεβίλη, υπήρξε εστία μελετών από την οποία προήλθε
και ο περίφημος λόγιος, επίσκοπος Σεβίλης και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, Ισίδωρος.
Βήσσα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 197 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της Ερμούπολης.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας του νομού Κυκλάδων.
Βήσσανη. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ., 426 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Πωγωνίου, Α του Δελβινακίου και 55 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Δελβινακίου.
Βησσαρίων (Τραπεζούντα 1403 – Ραβένα 1472). Βυζαντινός θεολόγος, μητροπολίτης Νικαίας, καρδινάλιος και διάσημος
ουμανιστής των χρόνων της Αναγέννησης. Το 1413 εστάλη για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα σπούδασε στη
σχολή του Γεωργίου Πλήθωνα (Γεμιστού) στον Μιστρά. Η μαθητεία του κοντά στον Πλήθωνα του ενέπνευσε ισόβιο πάθος για
την πλατωνική φιλοσοφία και τον έπεισε για την ανάγκη αναθεώρησης της πολιτικής και κοινωνικής διάρθρωσης του
Βυζαντίου. Μια σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων που υπέδειξε στους δεσπότες Θεόδωρο και Κωνσταντίνο Παλαιολόγο
εκτιμήθηκαν μεν ως σοφά, αλλά δεν έγιναν δεκτά. Το 1437, ήδη μητροπολίτης Νικαίας, ο Β. ταξίδεψε μαζί με τον αυτοκράτορα,
τον πατριάρχη και πλήθος ιεραρχών για τη σύνοδο της Φεράρα-Φλωρεντίας, όπου θα διαπραγματεύονταν την ένωση της
Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Κατά τις συζητήσεις εκείνες, ο Β. υποστήριξε συμβιβαστικές θέσεις και υπέγραψε τελικά
την απόφαση της ένωσης των Εκκλησιών. Για τη στάση του αυτή τιμήθηκε από τον πάπα με τον τίτλο του καρδιναλίου (1439)
και αργότερα (1463) με το αξίωμα του καθολικού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ενώ είχε προταθεί δύο φορές (1455, 1471)
για το αξίωμα του πάπα. Του είχε επίσης παραχωρηθεί ανάκτορο στη Ρώμη, το οποίο σύντομα αναδείχτηκε σε ένα από τα
κυριότερα κέντρα συνάντησης των σπουδαιότερων εκπροσώπων της ιταλικής Αναγέννησης. Εκεί κατέφευγαν Έλληνες λόγιοι,
πρόσφυγες από το Βυζάντιο, τους οποίους ο Β. υποστήριζε οικονομικά και συχνά τους χρησιμοποιούσε ως μεταφραστές
κλασικών κειμένων στα λατινικά και ως αντιγραφείς χειρογράφων. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης εργάστηκε
εντατικά για την κινητοποίηση των Ευρωπαίων ηγεμόνων σε σταυροφορία κατά των Τούρκων.
Για την προσωπικότητα του Β. έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις. Στη Δύση τιμήθηκε ως ο κυριότερος εισηγητής της
άλλοτε καταδικασμένης από την Εκκλησία πλατωνικής φιλοσοφίας και γενικά ως ένας από τους κορυφαίους ουμανιστές του
καιρού του. Στην ορθόδοξη Ανατολή, όμως, επικρίθηκε για την αποστασία του στον καθολικισμό και χαρακτηρίστηκε ως
«κοπέλλιν» του πάπα και «αργυρώνητος προδότης». Ο Β. έγραψε πολλά θεολογικά και φιλοσοφικά έργα, καθώς και άλλα,
ποικίλου περιεχομένου. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν διάφορες θεολογικές πραγματείες με τις οποίες προσπάθησε να
αποδείξει ότι δεν υπάρχουν δογματικά εμπόδια στην ένωση των δύο Εκκλησιών. Το κυριότερο από τα φιλοσοφικά έργα του
επιγράφεται Έλεγχοι των κατά Πλάτωνος βλασφημιών. Έγραψε επίσης πολλούς λόγους και επιστολές προς ηγεμόνες, λογίους
και κληρικούς.
Βησσαρίων (Μεγάλη Πόρτα, Θεσσαλία 1490 – 1540). Επίσκοπος Λαρίσης (1520-40) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Νεότατος ακολούθησε μοναχική ζωή και αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Δομενίκου και Ελασσόνας από τον
αρχιεπίσκοπο Μάρκο. Μετά τον θάνατο του τελευταίου εξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης (1520). Τότε ίδρυσε τη μονή Δουσίκου
(1522) στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική δράση. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Σεπτεμβρίου. Βλ. λ.
Δουσίκου, μονή.
Βησσαρίων ο εκ Ραψάνης (Ραψάνη 1735 – ;). Λόγιος μοναχός. Φοίτησε στη σχολή Μουρούτζη στα Ιωάννινα, όπου δίδασκε
ο Ευγένιος Βούλγαρις. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθηνιάδα Σχολή και έπειτα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε
ελληνικά στα παιδιά του μεγάλου λογοθέτη Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός. Έγραψε
πολλά αναιρετικά κείμενα θρησκευτικών παρεκκλίσεων, καθώς και επιστολή γνωστή με τον τίτλο Περί του πώς δει
αρχιερατεύειν.
Βησσοί. Αρχαίος λαός της Θράκης (αναφέρονται και ως Βεσσοί). Οι Β. ήταν πολεμικός λαός, γνωστός κυρίως για τις ληστρικές
επιδόσεις του. Όταν ο Ξέρξης πέρασε από τη Θράκη υποχρέωσε όλες τις θρακικές φυλές να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία
του, αλλά οι Β. αρνήθηκαν και ο Ηρόδοτος τους αναφέρει ως παράδειγμα λαού που δεν υποτάχτηκε ποτέ σε κατακτητή.
Αναφέρεται ότι διατηρούσαν μαντείο του Διόνυσου, στο οποίο θυσίασε και ο Μέγας Αλέξανδρος το 335 π.Χ. Τους υπέταξαν
τελικά οι Ρωμαίοι μετά από πολύχρονους αγώνες (72 π.Χ.). Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. ο επίσκοπος Νικήτας τους προσηλύτισε
στον χριστιανισμό.
Βήσσος (; – 330 π.Χ.). Πέρσης σατράπης της Βακτριανής. Πολέμησε στα Γαυγάμηλα εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου (331
π.Χ.) επικεφαλής Βάκτρων, Σογδιανών και Ινδών. Αφού βοήθησε τον Δαρείο να συγκροτήσει νέο στρατό για την άμυνα στις
Κασπίες Πύλες, συνωμότησε κατόπιν με άλλους σατράπες για τη δολοφονία του. Πήγε στα Βάκτρα, ανακήρυξε τον εαυτό του
βασιλιά, παίρνοντας το όνομα Αρταξέρξης Δ’, και άρχισε να οργανώνει τον στρατό του. Οι συνένοχοί του όμως τον
εγκατέλειψαν και συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Πτολεμαίο. Δικάστηκε από περσικό δικαστήριο με εντολή του Μεγάλου
Αλεξάνδρου για την προδοσία του προς τον Δαρείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και σταυρώθηκε.
βήτα (Βοτ.). Βλ. λ. βέτα.
βήτα (Γλωσσ.). Βλ. λ. Β, β.
βήτα διάσπαση (Φυσ.). Ένας από τους δύο πιο συνηθισμένους τρόπους διάσπασης ενός μη σταθερού πυρήνα. Ο άλλος είναι η
άλφα διάσπαση (βλ. λ. άλφα διάσπαση). Η β.δ. συνεπάγεται την αυθόρμητη μεταστοιχείωση ενός πυρήνα σε έναν από τους
ισοβαρείς γειτονικούς του με ταυτόχρονη εκπομπή ενός ηλεκτρονίου ή ποζιτρονίου. Ο νέος πυρήνας που δημιουργείται έχει
πάντα τον ίδιο μαζικό αριθμό με τον αρχικό, αλλά διαφέρει στον ατομικό αριθμό κατά μία μονάδα. Αν κατά τη β.δ. εκπέμπεται
ένα ηλεκτρόνιο, τότε ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα αυξάνεται κατά ένα, ενώ ελαττώνεται κατά ένα αν εκπέμπεται
ποζιτρόνιο. Το φαινόμενο κατά το οποίο ένας πυρήνας εκπέμπει ηλεκτρόνιο, που ως γνωστόν δεν διαθέτει, εξηγείται από το
γεγονός του μετασχηματισμού ενός νετρονίου σε ένα πρωτόνιο, ένα ηλεκτρόνιο και ένα αντινετρίνο. Το ηλεκτρόνιο ή
ποζιτρόνιο με μεγάλη ενέργεια που εκπέμπεται από τον πυρήνα ενός ραδιοϊσοτόπου κατά τη διάρκεια της β.δ. ονομάζεται βήτα
σωμάτιο.
βήτατρο (Φυσ.). Τύπος επιταχυντή επαγωγής, κατάλληλος να προσδίδει υψηλές ενέργειες στα ηλεκτρόνια, τα οποία
επιταχύνονται ώσπου να φτάσουν ταχύτητες που πλησιάζουν αρκετά την ταχύτητα του φωτός, παρόμοιες με τις ταχύτητες των
ηλεκτρονίων που εκπέμπονται στη φύση από τις ουσίες που παρουσιάζουν ακτινοβολία βήτα. Την ιδέα του β. πρότεινε αρχικά ο
Σουηδός μηχανικός Βιντερόε το 1925. Η πρώτη πραγματοποίηση οφείλεται στον Αμερικανό Ντόναλντ Κερστ (1939), ενώ ο
συμπατριώτης του Έρνεστ Λόρενς ήταν ο πρώτος που κατάφερε να εφαρμόσει την πολλαπλή επιτάχυνση.
Η βασική ιδέα είναι η δημιουργία ηλεκτρικού πεδίου από μεταβαλλόμενη μαγνητική ροή, με τη βοήθεια του οποίου
επιτυγχάνεται η επιτάχυνση των ηλεκτρονίων. Το β. αποτελείται από έναν ισχυρό ηλεκτρομαγνήτη, μέσα στο διάκενο του
οποίου τοποθετείται ένα σωληνωτό δοχείο με μορφή δακτυλίου. Μέσα σε αυτό υπάρχει υψηλό κενό, με σκοπό να δεχθεί τα
σωματίδια που θα επιταχυνθούν. Στην περιφέρεια του δακτυλίου τοποθετούνται μικροί ηλεκτρομαγνήτες οι οποίοι
εξασφαλίζουν την κυκλική τροχιά των ηλεκτρονίων. Είναι γνωστό ότι η μεταβολή ενός μαγνητικού πεδίου παράγει ηλεκτρικό
ρεύμα, δηλαδή μια κίνηση ηλεκτρικών φορτίων. Στην περίπτωση του β., τα ηλεκτρόνια που εισάγονται στον θάλαμο, τίθενται σε
κίνηση υπό την επήρεια ενός μεταβλητού μαγνητικού πεδίου. Αυτό δημιουργείται από τον αρχικό ηλεκτρομαγνήτη που
τροφοδοτείται με εναλλασσόμενο ρεύμα.
Το μαγνητικό αυτό πεδίο έχει υπολογιστεί έτσι ώστε να συγκρατεί τα ηλεκτρόνια σε κυκλική τροχιά και συγχρόνως να τα
επιταχύνει μέσα σε χρόνο ίσο με το ένα τέταρτο της περιόδου του εναλλασσόμενου ρεύματος του ηλεκτρομαγνήτη. Μέσα σε
αυτό το χρονικό διάστημα η τιμή της έντασης του ρεύματος αυξάνεται, με συνέπεια την αύξηση της μαγνητικής επαγωγής. Με
την κατάλληλη διαμόρφωση των πόλων του ηλεκτρομαγνήτη, η μεταβολή της ροής του μαγνητικού πεδίου παράγει στο κέντρο
ένα ηλεκτρικό πεδίο σταθερής φοράς για την επιτάχυνση των ηλεκτρονίων, και στην περιφέρεια τις αναγκαίες ηλεκτρεγερτικές
δυνάμεις για τη διατήρηση των ηλεκτρονίων στις τροχιές τους.
Τα ηλεκτρόνια αποκτούν όλο και μεγαλύτερη ενέργεια μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος του ενός τετάρτου της περιόδου, οπότε
και εξέρχονται του δακτυλίου με τη βοήθεια ειδικής διάταξης. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνονται (στους νεότερους τύπους)
δέσμες ηλεκτρονίων με ενέργεια ίση προς μερικές εκατοντάδες ΜeV (εκατομμύρια ηλεκτρονιοβόλτ). Το β. του πανεπιστημίου
της Ουρμπάνα (Ιλινόις, ΗΠΑ) φτάνει ενέργειες 300 ΜeV. Για υψηλότερες ενέργειες, οι απώλειες από ακτινοβολία είναι τόσο
ισχυρές, οπότε χρησιμοποιείται το σύγχροτρο (βλ. λ.). Η αρχή λειτουργίας του β. δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σωματίδια
βαρύτερα από τα ηλεκτρόνια (π.χ. πρωτόνια), για την επιτάχυνση των οποίων είναι αναγκαία η χρήση ενός ηλεκτρικού πεδίου
εκτός του μαγνητικού (βλ. λ. κύκλοτρο).
Τα ηλεκτρόνια, που επιταχύνονται κατάλληλα στον θάλαμο, κατευθύνονται γενικά προς στόχους από βολφράμιο, οι οποίοι
παράγουν ακτίνες Χ πολύ μικρού κύματος και συνεπώς αρκετά διεισδυτικές στους τελικούς στόχους τους. Τα β. έχουν επιτρέψει
ενδιαφέρουσες έρευνες στους τομείς της πυρηνικής φυσικής, της ιατρικής, της βιολογίας καθώς και στη μελέτη της
κρυσταλλικής δομής. Σε κοινή χρήση είναι τα β. των 30-40 ΜeV. Οι ακτίνες Χ που εκπέμπονται από αυτά τα β.
χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία για τον έλεγχο, μέσω ραδιογραφιών, μεγάλων διατομών χάλυβα ή άλλων ουσιών και στην
ιατρική για τη θεραπεία των όγκων.
βήχας (Ιατρ.). Αντανακλαστικό που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, αρχικά με τη γλωττίδα κλειστή, η οποία στη συνέχεια ανοίγει
απότομα. Ο β. αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό
του β. προκαλείται συνήθως από ερεθίσματα που δρουν στον βλεννογόνο του λάρυγγα ή άλλων περιοχών του αναπνευστικού
συστήματος. Τα ερεθίσματα αυτά φτάνουν στο κέντρο του β., που βρίσκεται στον προμήκη μυελό, και το διεγείρουν με
αποτέλεσμα να εκπέμπει κινητικά ερεθίσματα προς τους μυς της γλωττίδας και της αναπνοής. Ο β. αποτελεί συνήθως σύμπτωμα
πάθησης του αναπνευστικού συστήματος, ενδέχεται όμως να παρουσιαστεί και σε παθήσεις των αφτιών, της καρδιάς, του
στομάχου, της μήτρας κ.ά.· μπορεί να είναι παραγωγικός (υγρός) ή ξηρός, ανάλογα με το εάν συνοδεύεται ή όχι από αποβολή
εκκριμάτων (απόχρεμψη). Εάν συνυπάρχει στένωση του λάρυγγα, ο β. αποκτά χαρακτήρα υλακώδη, πλήθος όμως παραγόντων
προσδίδουν στον β. την ποικιλία των χαρακτηριστικών του. Ιδιαίτερα επίμονος β. μπορεί να προκαλέσει από εμετό μέχρι και
κάταγμα πλευρών.
Τα φάρμακα που δρουν κατά του β. ονομάζονται αντιβηχικά· τα πιο σημαντικά από αυτά είναι η κωδεΐνη και μερικά παράγωγά
της. Τα αντιβηχικά πρέπει να χρησιμοποιούνται με περίσκεψη, καθώς ενδέχεται να καταστείλουν την αποβολή ουσιών ή
εκκρίσεων, η κατακράτηση των οποίων μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.
βία (Κοινων.-Ψυχολ.). Από κοινωνιολογικής πλευράς, β. χαρακτηρίζεται η καταναγκαστική επιβολή ορισμένης κατάστασης ή
συμπεριφοράς, στις σχέσεις μεταξύ ατόμων-ομάδων και ομάδων ή ατόμων μεταξύ τους. Η β. ως κοινωνικό φαινόμενο
συνυπήρχε πάντοτε με τον άνθρωπο, αν και αποκτούσε ποικίλες μορφές και εκδηλωνόταν με διαφορετική ένταση. Τα αίτια της
β. είναι πολλά. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως στον βαθμό που ο άνθρωπος, ως έμβιο ον, είναι εκτεθειμένος στα ένστικτα της
αυτοσυντήρησης και της αναπαραγωγής, αντιμέτωπος με τη φύση την οποία είναι υποχρεωμένος να δαμάσει για να επιβιώσει,
είναι ήδη επιρρεπής, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, στην άσκηση τουλάχιστον της φυσικής β.
Για τα αίτια της κοινωνικής β. έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν σε δύο ευρείες
(αλληλοσυμπληρούμενες) κατηγορίες: (α) τα αίτια της κοινωνικής β. είναι κυρίως οικονομικά (υλιστική ερμηνεία)· (β) τα αίτια
της κοινωνικής β. ανάγονται κυρίως στον χώρο των απωθημένων επιθυμιών και των επιθετικών ενστίκτων (ψυχαναλυτική
ερμηνεία).
Η υλιστική ερμηνεία, ο κυριότερος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο Καρλ Μαρξ, εξηγεί την κοινωνική β. ως προϊόν των
κοινωνικών (ταξικών) συγκρούσεων. Ως πρωταρχική πηγή των τελευταίων ορίζει την επιθυμία των κυρίαρχων τάξεων να
καρπούνται το κοινωνικό προϊόν, εκμεταλλευόμενες οικονομικά τις ασθενέστερες τάξεις. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η ίδια
η β. που κρατά την κοινωνία υπόδουλη στα χέρια μικρού αριθμού εκμεταλλευτών είναι εκείνη η οποία –αν ασκηθεί από την
πλευρά των εκμεταλλευομένων– μπορεί να την απελευθερώσει. Έτσι, η β. καθίσταται ένα αναγκαίο κακό. Ωστόσο, η κοινωνική
β. θα εξαλειφθεί ή θα περιοριστεί ουσιαστικά με την εξάλειψη των αιτιών που την προκαλούν, δηλαδή με την εξάλειψη της
ταξικής κοινωνίας και του καθεστώτος της οικονομικής εκμετάλλευσης πάνω στο οποίο αυτή η κοινωνία στηρίζεται.
Αντίθετα προς τους αισιόδοξους υπολογισμούς για την εξάλειψη της κοινωνικής β. που εκθέτει η υλιστική ερμηνεία, η
ψυχαναλυτική ερμηνεία, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Σίγκμουντ Φρόιντ, ξεκινώντας από την άποψή του για το σύμφυτο των
επιθετικών ενστίκτων (ένστικτα θανάτου) στον άνθρωπο αφενός, και για τον πολιτισμό «ως πηγή δυστυχίας» αφετέρου, εξαιτίας
των απωθήσεων που επιβάλλει στον άνθρωπο, καταλήγει στο συμπέρασμα της αδυναμίας της εξάλειψης της β. στις ανθρώπινες
σχέσεις. Το μόνο που μπορεί –κατά την άποψη αυτή– να αμβλύνει σε μικρό βαθμό την κοινωνική ένταση της β. είναι η
διαδικασία της εξιδανίκευσης των κοινωνικών στόχων και λειτουργιών καθώς και η κατανόηση –μέσω της ψυχανάλυσης– του
βίαιου υποστρώματος της ανθρώπινης φύσης.
Εκτός από την υλιστική και την ψυχαναλυτική ερμηνεία, θα πρέπει να αναφερθεί και μία άλλη ερμηνεία που αποδίδει τη β. σε
μεταφυσικά αίτια και συγκεκριμένα στην κατοχή του ανθρώπου από τις δαιμονικές δυνάμεις του κακού. Η θεολογική αυτή
ερμηνεία επιτάσσει συνήθως (όπως πρεσβεύει ο χριστιανισμός ή ο βουδισμός), την αποχή από κάθε πράξη β. που σκοπεύει στην
ανταπόδοση –και τελικά τη διαιώνιση– του κακού και της έχθρας ανάμεσα στους ανθρώπους.
βία (Νομ.). Στις δικαιοπραξίες, η δήλωση βούλησης που γίνεται υπό άσκηση σωματικής β. θεωρείται ανύπαρκτη και δεν
επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Διαφορετικής φύσης είναι η λεγόμενη ανωτέρα β., όπως η κήρυξη πολέμου, οι γενικές απεργίες,
οι σεισμοί, οι πλημμύρες κλπ., που συνιστούν γεγονότα εξαιρετικά και απρόβλεπτα, ακόμη και από τον πλέον προνοητικό και
επιμελή άνθρωπο. Γεγονότα ανωτέρας β. έχουν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του οφειλέτη από κάθε ευθύνη σε περίπτωση μη
εκπλήρωσης ή μη έγκαιρης εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων.
Στο ποινικό δίκαιο, η χρήση σωματικής β. ή απειλής ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης για να εξαναγκαστεί κάποιος να
πράξει, να παραλείψει ή να ανεχτεί κάτι για το οποίο δεν έχει καμία υποχρέωση, είναι παράνομη και αποτελεί έγκλημα που
στρέφεται εναντίον της προσωπικής ελευθερίας του υφισταμένου τον καταναγκασμό, και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών. Σωματική β., επίσης, θεωρείται και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με
υπνωτικά ή ναρκωτικά ή ανάλογα μέσα.
Βία. Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της δύναμης και της επιβολής. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, η Β.
ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στυγός. Μαζί με τη μητέρα και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη),
βοήθησε τον Δία στον πόλεμο με τους Τιτάνες και από τότε έμενε μαζί τους κοντά στον υπέρτατο θεό, έτοιμη να εκτελέσει τις
διαταγές του. Στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, συμπαραστάθηκε μαζί με τον Κράτο στην πρόσδεση του Προμηθέα στον
Καύκασο από τον Ήφαιστο.
Από πολύ παλιά η Β. και η Ανάγκη λατρεύονταν στον Ακροκόρινθο ως ξεχωριστές θεότητες. Στην πόλη της Πισιδίας Άδαδα,
λατρευόταν μαζί με την Ανάγκη και τον Απόλλωνα Δεσπότη. Αργότερα, οι δύο αυτές θεότητες ταυτίστηκαν, όπως φαίνεται και
από την παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Θεμιστοκλής, όταν πήγε στην Άνδρο για να ζητήσει την υλική ενίσχυση των
κατοίκων της, τους είπε ότι μαζί του έφερε και δύο μεγάλες θεότητες, την Πειθώ και την Ανάγκη, κατά τον Ηρόδοτο, ή την
Πειθώ και τη Β., κατά τον Πλούταρχο.
Βία. Ακρωτήριο της Ρήνειας, στο βόρειο ακραίο σημείο του νησιού.
βιάγκρα (σανσκρ. Viagra = τίγρης). Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος για την αποκατάσταση ή την
ενίσχυση της στύσης του πέους. Το β. παρασκευάστηκε από την αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Pfizer και διατέθηκε
πρώτα στην αμερικανική αγορά, τον Μάρτιο του 1998, όπου έγινε ανάρπαστο· σε διάστημα ενός έτους γράφτηκαν 3,5 εκατ.
συνταγές σε ασφαλισμένους που ήθελαν να το αποκτήσουν. Μετά την εμπορική επιτυχία του, προωθήθηκε και στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, με ανάλογη επιτυχία.
βίαιη προσαγωγή (Νομ.). Η δυνατότητα, που προβλέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και απαιτεί είτε ένταλμα του
εισαγγελέα ή του ανακριτή είτε απόφαση του δικαστηρίου, να εξαναγκαστεί μάρτυρας ή πραγματογνώμονας να προσέλθει στην
ανάκριση ή στο ακροατήριο κατά τη διεξαγωγή δίκης, στην οποία έχει κληθεί κατά τον νόμιμο τρόπο και αρνείται να προσέλθει.
βιαιοπραγία (Νομ.). Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής
βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά,
μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε ποινικό αδίκημα αυτοτελές (σωματική βλάβη, παράνομη κατακράτηση, έργω εξύβριση), άλλοτε
αποτελεί στοιχείο συνθετότερου αδικήματος, για παράδειγμα προσβολή ξένου κράτους και του αρχηγού του, στάση
κρατουμένων (διατάραξη κοινής ειρήνης) και μια σειρά από άλλες περιπτώσεις.
Βιάν, Μπορίς (Boris Vian, Βιλ ντ’ Αβρέ, Παρίσι 1920 – 1959). Γάλλος πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός
και μουσικός. Ο Β. επηρεάστηκε σημαντικά από τη νέα μεταπολεμική αμερικανική λογοτεχνία και τον υπερρεαλισμό, αν και η
γραφή του ήταν πιο μηδενιστική. Ξεκίνησε να σπουδάσει μηχανικός, αλλά σύντομα στράφηκε στη λογοτεχνία και το 1944
δημοσίευσε τα πρώτα του βιβλία με διάφορα ψευδώνυμα: Μπιζόν Ραβί (αναγραμματισμός του ονοματεπώνυμού του), Ουγκό
Ασμπισόν και Βέρνον Σάλιβαν. Το τελευταίο του άρεσε ιδιαίτερα. Στην αρχή έπεισε τη γαλλική λογοτεχνική κοινότητα για την
αμερικανική καταγωγή του, μια και οι ήρωες και ο κόσμος του θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν ξεπηδήσει από τις αμερικανικές
μεγαλουπόλεις: αποξένωση, αλκοόλ (ουίσκι), πόρνες και μια γλώσσα που έβριθε από χυδαιότητες, διάνθιζαν τις σελίδες του·
όσο για τους τίτλους, ήταν εξίσου προκλητικοί: Θα φτύσω στους τάφους σας (J’irai cracher sur vos tombes, 1946). Το 1947,
πάλι ως Σάλιβαν, κυκλοφόρησε το Όλα τα πτώματα έχουν το ίδιο χρώμα (Les morts ont tous la meme peau). Άνθρωπος
δραστήριος, συνδέθηκε φιλικά με τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, συνέχισε να προκαλεί με τα πεζά, τα
ποιήματα και τα θεατρικά του (πολλά από τα βιβλία του διασκευάστηκαν για το θέατρο, ενώ έγραψε και έργα αποκλειστικά γι’
αυτό), ενώ έπαιξε και σε κινηματογραφικές ταινίες. Οι αρχές δεν στάθηκαν μαζί του πάντα καλές. Τα βιβλία του σταματούσαν
συχνά στην πόρτα της λογοκρισίας και ο ίδιος πέρασε από δίκες για προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Ο Β. ήταν επίσης μουσικός· αγαπούσε την τζαζ και έπαιζε τρομπέτα. Αργότερα, έγραψε μουσικές κωμωδίες και ασχολήθηκε
επίσης με τα πρώτα βήματα του ροκ-εν-ρολ. Ποιήματα δημοσίευσε λίγα, αλλά Οι θάλασσες της Κίνας είναι από τα πιο δυνατά
δείγματα της γαλλικής ποίησης του 20ού αι. Πέθανε όπως οι ήρωές του, αμφιλεγόμενος, σε ηλικία 39 ετών από καρδιακή
προσβολή, την ώρα μάλιστα που παρακολουθούσε μια ιδιωτική προβολή της κινηματογραφικής εκδοχής του Θα φτύσω στους
τάφους σας, την οποία δεν είχε εγκρίνει. Δύο χρόνια πριν είχε παρουσιάσει το αριστούργημά του Οι οικοδόμοι της
αυτοκρατορίας (Les Batisseurs d’Empire).
Βιανγκτσάν. Βλ. λ. Βιεντάνε.
Βίαννα. Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια νέα από την Κρήτη που ξεκίνησε, εξαιτίας της ξηρασίας,
για να βρει νέα πατρίδα και αποβιβάστηκε με άλλους συμπατριώτες της σε ελώδεις θέσεις που υπέδειξε το μαντείο κοντά στον
ποταμό Ροδανό (Ρον) της Γαλλίας. Εκεί όμως έπεσε σε κάποιο χάσμα της γης και εξαφανίστηκε. Η νέα αποικία ονομάστηκε από
αυτήν Βίεννα, ενώ σήμερα ονομάζεται Βιέν (βλ. λ.).
Βίαννος. Αρχαία πόλη της Κρήτης, ερείπια της οποίας βρίσκονται σήμερα στον οικισμό Κάτω Βιάννος. Η ονομασία της
προέρχεται από τον μυθικό Βίεννο, έναν από τους Κουρήτες. Ήταν αυτόνομη πόλη και βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα από τον 4ο
έως τον 1ο αι. π.Χ. Το 183 π.Χ. συμμάχησε με τον βασιλιά Ευμένη Β’ της Περγάμου.
Βιάννου, δήμος. Νέος δήμος (6.477 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Αγίου Βασιλείου, Αμιρά, Άνω Βιάννου, Αφρατίου, Βαχού, Εμπάρου, Καλαμίου, Κάτω Βιάννου,
Κάτω Σύμης, Κεφαλοβρυσίου, Μάρθας, Μιλλιαράδων, Ξενιάκου, Πεύκου, Συκολόγου και Χόνδρου, οι οποίες καταργήθηκαν.
Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Άνω Βιάννος.
Βιάννου, επαρχία. Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (165 τ. χλμ.) του νομού Ηρακλείου, με έδρα τον οικισμό Πεύκος.
Βιαντίδες. Ηγεμονικός οίκος του Άργους, οι πληροφορίες για τον οποίο προέρχονται στο σύνολό τους από τη μυθολογική
παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν, τα μέλη του οίκου κατάγονταν από τον Βία (βλ. λ. Βίας. Όνομα μυθολογικών προσώπων, 1.). Οι
δύο γνωστότεροι Β. ήταν ο Άδραστος και ο Πρώναξ (βλ. αντίστοιχα λήμματα), γιοι και διάδοχοι του ηγεμόνα του Άργους
Ταλαού, απογόνου του Βία. Οι Αναξαγορίδες και οι Μελαμποδίδες, τα άλλα δύο βασιλικά γένη του Άργους, στράφηκαν
εναντίον τους, ερίζοντας για την ηγεμονία. Έδιωξαν τον Άδραστο και σκότωσαν τον Πρώνακτα.
Βιάνωρ. Μυθολογικό πρόσωπο. Κένταυρος που σκοτώθηκε με ραβδί από τον Θησέα στη μάχη μεταξύ Λαπιθών και
Κενταύρων.
Βιάνωρ. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Πισιδία όπου και μαρτύρησε μαζί με τον Σιλουανό την
εποχή του Σεβηριανού, ηγεμόνα της Ευφρατησίας. Η μνήμη τους τιμάται στις 10 Ιουλίου.
Βιαράδικα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 19 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς.
Βίας. Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Αμυθάονα και της Αγλαΐας (ή Ειδομένης), αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Έπειτα από διάφορες περιπέτειες
νυμφεύτηκε την Πηρώ, κόρη του βασιλιά της Πύλου Νηλέα ή μία κόρη του βασιλιά του Άργους και έγινε γενάρχης των
Βιαντιδών. Μαζί της απέκτησε τον Ταλαό. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Μελάμπους προσέφερε βοήθεια στον βασιλιά του
Άργους Αναξαγόρα, ο οποίος ως αντάλλαγμα παραχώρησε στα δύο αδέλφια τα δύο τρίτα του βασιλείου του.
2. Ένας από τους αρχηγούς των Πυλαίων, που πολέμησαν με τον Νέστορα στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας.
3. Ένας από τους γιους του Πριάμου, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο.
4. Βασιλιάς των Μεγάρω. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, σκοτώθηκε από τον ανιψιό του, Πύλα.
5. Πατέρας της Αναξιβίας.
Βίας. Εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφόρησε στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου το 1946, από τον Χρ. Κυριακίδη. Το 1950 έγινε
μηνιαίο και η έδρα του μεταφέρθηκε επίσης στην Αλεξάνδρεια, έως την αναστολή της έκδοσής του, το 1959. Δημοσίευε κυρίως
λογοτεχνικά κείμενα.
Βίας ο Πριηνεύς (Πριήνη, περ. 620 – 540 π.Χ.). Ένας από τους Επτά σοφούς της αρχαιότητας. Σύμφωνα με αρχαίες
μαρτυρίες, ισχυριζόταν πως η καταγωγή του ήταν από το γένος του μυθικού βασιλιά Κάδμου. Διάσημος για τη δικαιοσύνη του,
τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του και αναγνωρίστηκε από τους μεταγενέστερους, ακόμα και από τον κατά κανόνα αρνητή
της παράδοσης Ηράκλειτο, ο οποίος είπε γι’ αυτόν: «Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας, ο γιος του Τευτάμου, που είναι ανώτερος
από τους άλλους». Ένα ποιητικό έργο που του αποδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος (Περί Ιωνίας, τίνα μάλιστ’ αν τρόπον
ευδαιμονοίη) πρέπει να είναι νόθο: η άμεση παρατήρηση και έκφραση, όχι η συστηματική συγγραφή, αποτελούσε άλλωστε το
γενικό χαρακτηριστικό και των Επτά σοφών.
Η διδασκαλία του περιέχεται σε αποφθέγματα, όπου εκφράζεται η πικρή πείρα του παρατηρητή της ζωής. Από αυτά που
διασώθηκαν, ξεχωρίζουν: «[τους ανθρώπους] φιλείν ως μισήσοντας· τους γαρ πλείστους είναι κακούς» (= να αγαπά κανείς τους
ανθρώπους έχοντας υπόψη πως μπορεί να τον μισήσουν· γιατί οι περισσότεροι είναι κακοί)· «Μήτε ευήθης ίσθι, μήτε
κακοήθης» (= να μην είσαι ούτε αφελής, αλλά ούτε κακός)· «πένης ων πλουσίους μη επιτίμα, ην μη μέγα ωφελής» (= όταν είσαι
φτωχός, μην κατηγορείς τους πλουσίους, εκτός αν με την κατηγορία σου πρόκειται να προκύψει μεγάλο όφελος)· «πείσας λαβέ,
μη βιασάμενος» (= να παίρνεις κάτι με την πειθώ, και όχι με τη βία)· «ανάξιον άνδρα μη επαίνει διά πλούτον» (= μην επαινείς
τον ανάξιο άνθρωπο για τα πλούτη του)· «έξεις έργω μνήμην, καιρώ ευλάβειαν, τρόπω γενναιότητα, πόνω εγκράτειαν, φόβω
ευσέβειαν, πλούτω φιλίαν, λόγω πειθώ, σιγή κόσμον, γνώμη δικαιοσύνην, τόλμη ανδρείαν, πράξει δυναστείαν, δόξη ηγεμονίαν,
φύσει ευγένειαν» (= η ανάμνησή σου θα μείνει με τα καλά έργα, θα αποκτήσεις ευλάβεια με τον καιρό, γενναιότητα με την
άσκηση, εγκράτεια με κόπο, ευσέβεια με τον φόβο, φιλία με την καλή διάθεση του πλούτου, πειθώ με τη λογική, εκτίμηση με τη
σιωπή, δικαιοσύνη με την ορθή κρίση, ανδρεία με την τόλμη, κυριαρχία στους άλλους με τη δραστηριότητά σου, αυθεντία με
την καλή φήμη σου, ευγένεια με την καλή σου φύση).
βιασμός (Νομ.). Έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, που τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα σε βαθμό κακουργήματος.
Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και
άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα κατά γυναίκας, γιατί ο νομοθέτης αναφέρεται σε εξώγαμη συνουσία, έχει μάλιστα
ερμηνευτεί ότι αναφέρεται σε εκείνη τη συνουσία που η επιστήμη θεωρεί φυσιολογική (κατά φύση). Η χρησιμοποίηση των ίδιων
μέσων για τον εξαναγκασμό σε άλλες ασελγείς πράξεις, εκτός από τη συνουσία, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η παρά
φύση ασέλγεια τιμωρούνται επίσης ως κακούργημα, με μικρότερη όμως ποινή και χαρακτηρίζονται ως εξαναγκασμός σε
ασέλγεια. Βλ. λ. αποπλάνηση· ασέλγεια.
Βιβάκουλος, Μάρκος Φούριος (Marcus Furius Bibaculus, Κρεμόνα 103 – 10; π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Έγραψε δηκτικούς
ιάμβους και επικά ποιήματα, που εξυμνούσαν τα κατορθώματα του Ιουλίου Καίσαρα στον Ρήνο. Όταν ο Καίσαρας άρχισε να
εκδηλώνει μοναρχικές τάσεις, ωστόσο, ο Β. έγινε σφοδρός επικριτής του.
Βιβάλντι, Αντόνιο (Antonio Vivaldi, Βενετία 1678 – Βιέννη 1741). Ιταλός μουσικοσυνθέτης. Διδάχτηκε τα πρώτα μουσικά
μαθήματα από τον πατέρα του, που ήταν βιολιστής, και συμπλήρωσε τις σπουδές του δίπλα τον Τζοβάνι Λεγκρέντσι. Κατά
καιρούς κατέλαβε πολλές μουσικές θέσεις: διευθυντής χορωδίας και έπειτα δάσκαλος βιολιού στο Νοσοκομείο του Ελέους στη
Βενετία, διευθυντής εκκλησιαστικής χορωδίας στο Μιλάνο, στη Ρώμη, στη Βενετία και στη Φεράρα.
Στην ιστορία της μουσικής, η σπουδαιότητα του Β. οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στην περίπτωση του κοντσέρτο γκρόσο
περιόρισε τη μέχρι τότε καταφανή αντίθεση μεταξύ σολιστικών μερών (concertino) και μερών με συμμετοχή ολόκληρης της
ορχήστρας (tutti), δημιουργώντας έτσι μια ηχητική δομή, που, χάρη και σε κάποια μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, στάθηκε
αποφασιστικός παράγοντας για την κατοπινή εξέλιξη της συμφωνικής μορφής και γενικότερα της λεγόμενης φόρμα-σονάτα. Η
σημασία του Β. έγκειται επίσης και στο ότι ξεπέρασε τους ακαδημαϊκούς και συχνά περιορισμένους ορίζοντες του Κορέλι,
εγκαινιάζοντας μια τεχνική σύνθεσης θαυμαστής ισορροπίας και με ανεξάντλητες πάντα δυνατότητες, χωρίς καμία επιτήδευση·
δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μία από τις γνωστότερες συνθέσεις του έχει τον τίτλο Η δοκιμασία της αρμονίας και της
επινόησης.
Χαρακτηριστικό ακόμη της τέχνης του Β. είναι η ιδιαίτερη φροντίδα που κατέβαλε στο πλάσιμο των τριών μερών από τα οποία
συνήθως αποτελούνται τα κοντσέρτα του και τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται χάρη σε μια ομοιογενή εσωτερική διαλεκτική.
Τα τελικά μέρη (finale), που ακολουθούν συνήθως τα ενδιάμεσα σε αργό ρυθμό (adagio), αποκτούν μια ιδιαίτερη αξία και, χάρη
στην κατασκευή και στην ενορχήστρωσή τους, δημιουργούν ένα θαυμαστό αντίστοιχο του αρχικού μέρους σε γοργό ρυθμό
(allegro). Τέλος, τα ενδιάμεσα μέρη σε αργό ρυθμό (adagio), αν και γραμμένα με θαυμαστή μελωδική απλότητα, διαπνέονται
από εξαιρετική εκφραστική ευγένεια, που μαρτυρεί μια σπάνια μουσική φλέβα.
Μεταξύ των πολυάριθμων συγχρόνων του συνθετών που αντιλήφθηκαν τη σπουδαιότητά του συγκαταλέγεται και ο Μπαχ, ο
οποίος μετέγραψε πολλά από τα κοντσέρτα του Β. Η μουσική παραγωγή του Β. ήταν τεράστια. Περιλαμβάνει περίπου σαράντα
όπερες, πολλά ορατόρια και προπάντων έναν πολύ μεγάλο αριθμό κοντσέρτων, με ποικίλους συνδυασμούς οργάνων σολίστ
(concertino) για βιολί, βιόλα, βιόλα ντ’ αμόρε και πολλά άλλα όργανα. Το δημοφιλέστερο από όλα τα έργα του είναι ασφαλώς
Οι τέσσερις εποχές.
Βιβάλντι, Ουγκολίνο και Γκουίντο (Ugolino και Guido Vivaldi, β’ μισό 13ου αι.). Ιταλοί αδελφοί θαλασσοπόροι. Με
αφετηρία τη Γένοβα, τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν το 1291 με το πλοίο τους και πέρασαν το Γιβραλτάρ, με σκοπό να περιπλεύσουν
την Αφρική και να φτάσουν στις Ινδίες. Έφτασαν κοντά στις Κανάριους νήσους, όπου το πλοίο τους βυθίστηκε έπειτα από
καταιγίδα και οι ίδιοι συνελήφθησαν από τους ιθαγενείς. Οι πληροφορίες πάντως γι’ αυτούς είναι αλληλοσυγκρουόμενες, γιατί
άλλοι υποστηρίζουν ότι έφτασαν μέχρι τον Ινδικό ωκεανό και άλλοι μέχρι τις ακτές της Σενεγάλης.
Βιβάρι. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 288 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στον μυχό του
κόλπου του Τολού, στη βόρεια ακτή του φυσικού λιμανιού Δρέπανου, 8 χλμ. ΝΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Ασίνης.
Βιβαρίνι, Αλβίζε (Alvise Vivarini, Μουράνο 1446; – 1503;). Ιταλός ζωγράφος. Γιος του ομοτέχνου και δασκάλου του Αντόνιο
Βιβαρίνι (βλ. λ.), μαθήτευσε στο εργαστήριο του πατέρα του, ωστόσο επηρεάστηκε κυρίως από τον θείο του Μπαρτολομέο
Βιβαρίνι (βλ. λ.), αλλά και από τον Τζαμπελίνο (Τζοβάνι Μπελίνι), παρά την αντίθετη ζωγραφική θέση του. Υπήρξε γενικά από
τους εξέχοντες Βενετσιάνους οπαδούς του Αντονέλο ντα Μεσίνα, ανέπτυξε όμως και ένα προσωπικό ύφος που διακρίνεται για
την έντονη πλαστικότητα, τους οξείς φωτισμούς και τα ζωηρά χρώματα. Φιλοτέχνησε σημαντικό αριθμό έργων και άσκησε
έντονη επιρροή στους μεταγενέστερους ζωγράφους.
Βιβαρίνι, Αντόνιο (Antonio Vivarini, Μουράνο, περ. 1415 – 1480;). Ιταλός ζωγράφος. Η παρουσία του είναι επιβεβαιωμένη
από το 1440, χρονολογία του ενυπόγραφου πολυπτύχου του για την εκκλησία του Παρέντσο. Στα έργα του υπάρχουν οι
επιδράσεις των υστερογοτθικών αντιλήψεων του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο, του Πιζανέλο, του Τζαμπόνο και του Γιακομπέλο, με
τον αναγεννησιακό χώρο και τον κλασικιστικό τόνο της τέχνης του Μαζολίνο, του Πάολο Ουτσέλο και του Φιλίπο Λίπι. Από το
1443 συνεργάστηκε με τον γαμπρό του Τζοβάνι ντ’ Αλεμάνια και το 1448 ανέλαβε με τον Μαντένια τη διακόσμηση του
παρεκκλησίου Οβετάρι στον ναό των Ερημιτών στην Πάντοβα.
Βιβαρίνι, Μπαρτολομέο (Bartolomeo Vivarini, Μουράνο 1432; – 1499;). Ιταλός ζωγράφος. Αδελφός και μαθητής του
Αντόνιο Βιβαρίνι (βλ. λ.), έγινε συνεργάτης του από το 1450, μετά τον θάνατο του Τζοβάνι ντ’ Αλεμάνια. Η ισχυρή πλαστική
διατύπωση της ζωγραφικής του μαρτυρεί ότι επηρεάστηκε από τον Μαντένια και το περιβάλλον της Πάντοβα. Τα δύο αδέλφια
συνυπέγραψαν το πολύπτυχο της Τσερτόζα της Μπολόνια (1450), το τρίπτυχο Κανιόλα (1452, Γκατσάντα) και το πολύπτυχο
του Άρμπε. Το έργο του Β., παρά την άμεση έμπνευση και τη χάρη του, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο του αδελφού του,
υστερεί σε εκφραστική δύναμη, η τελευταία μάλιστα παραγωγή του φτάνει σχεδόν σε βιοτεχνικό επίπεδο.
Βιβεκανάντα (Vivekananda, 1863 – 1902). Ινδός μυστικιστής και διανοητής, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν
Ναρεντρανάθ Ναθ Ντάτα (Narendranath Νath Datta). Διαπαιδαγωγημένος με την ινδική και ευρωπαϊκή σκέψη, ο Β.
προσχώρησε, όχι χωρίς δυσκολίες και αντιρρήσεις, στη μυστικιστική αντίληψη του Ραμακρίσνα και έγινε ο κυριότερος και πιο
πιστός οπαδός του, προβάλλοντας το δόγμα του δασκάλου με τα ταξίδια του στην Αμερική (Κοινοβούλιο των Θρησκειών, 1893)
και στην Ευρώπη και με την οργάνωση της Αποστολής Ραμακρίσνα. Πιστεύοντας βαθιά στην ανάγκη μιας παγκόσμιας και
ορθολογικής θρησκείας, όπως αντιπροσωπεύεται από την ύψιστη εμπειρία του ινδουισμού, ο Β. θεωρούσε σκοπό των ανθρώπων
τη συνείδηση της απανταχού θεϊκής παρουσίας. Οποιοδήποτε μέσο διδασκαλίας (η υπεροχή του γιόγκα δεν αποκλείει την
εγκυρότητα των άλλων μεθόδων) είναι ένα εξαιρετικό μέσο για την επίτευξη μιας καθολικής συνείδησης, στην οποία
συμβάλλουν η εργασία και η δράση, θεωρούμενες ως εκδηλώσεις αγάπης (κάρμα γιόγκα). Ακολουθώντας τις θεμελιώδεις αρχές
της Βεδάντα, τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία της ηθικής, αξιώνοντας την εξομοίωση όλων των ανθρώπων σε μια νέα σύνθεση με
την παραδοσιακή σκέψη.
βιβερίδες (viverridae). Οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών. Περιλαμβάνει περίπου 20 γένη και περισσότερα από 30 είδη,
ιθαγενή της Ασίας, της Αφρικής και της νότιας Ευρώπης. Τα θηλαστικά αυτά είναι μετρίου μεγέθους και μοιάζουν με γάτες.
Έχουν επίμηκες σώμα, μήκους 30 εκ. μέχρι 1 μ. χωρίς την ουρά, μικρό κεφάλι με μικρά αιχμηρά αφτιά, κοντά πόδια και πολύ
μακριά, θυσανωτή ουρά. Το τρίχωμά τους είναι πυκνό, συνήθως κίτρινο ή γκριζωπό, με σκούρες κηλίδες ή λωρίδες. Η
οδοντοστοιχία τους αποτελείται από 12 κοπτήρες, 4 κυνόδοντες, 12-16 προγομφίους και 4-8 γομφίους. Τα πόδια τους έχουν
πέντε –και, σπανιότερα, τέσσερα– δάχτυλα, εφοδιασμένα με μερικώς συσταλτά νύχια.
Τα ζώα της οικογένειας, προσαρμοσμένα στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα, είναι συνήθως νυχτόβια και δραστήρια, με
ιδιαίτερα ανεπτυγμένες αισθήσεις. Η τροφή τους αποτελείται κυρίως από μικρά σπονδυλωτά και διάφορα ασπόνδυλα, ενώ
ορισμένα είδη τρέφονται και με φυτικές ουσίες. Τα περισσότερα από αυτά ζουν μοναχικά ή σε ζευγάρια. Η αναπαραγωγή τους
γίνεται σε οποιαδήποτε εποχή του έτους, ενώ μόνο τα είδη που είναι διαδεδομένα στις βόρειες περιοχές αναπαράγονται κατά
τους θερινούς μήνες. Σε κάθε τοκετό γεννιούνται 2-6 μικρά, με την ανατροφή των οποίων ασχολείται αποκλειστικά το θηλυκό.
Στην οικογένεια αυτή ανήκουν γνωστά θηλαστικά, όπως οι μοσχογαλές (βλ. λ. μοσχογαλή) και οι μαγκούστες (βλ. λ.
μαγκούστα). Οι β. διαιρούνται σε διάφορες υποοικογένειες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι αυτές των βιβερινών, με τα γένη
Viverra, Viverricula, Civettictis κ.ά., των ημιγαλινών με τα γένη Hemigalus και Cynogale, των παραδοξουρινών με τα γένη
Paradoxurus και Arctictis, των ερπηστινών, με γνωστότερο το γένος Herpestes, κ.ά.
Βιβιάνι, Βιντσέντσο (Vincenzo Viviani, Φλωρεντία 1622 – 1703). Ιταλός μαθηματικός. Μαθητής του Γαλιλαίου, έμεινε μαζί
του έως τον θάνατό του και βοήθησε τον μεγάλο δάσκαλο του στις εργασίες του, ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο της ζωής
του. Υπήρξε φίλος του Τοριτσέλι και μελέτησε τα μαθηματικά με την καθοδήγησή του, δεν τον ακολούθησε όμως στον δρόμο
του προς τις νέες τότε αναλυτικές θεωρίες (γεωμετρία των απειροστών). Ο Β. έμεινε προσκολλημένος στις μεθόδους των
αρχαίων Ελλήνων. Σε αυτόν οφείλεται η ανακατασκευή του 5ου βιβλίου πάνω στις κωνικές τομές του Απολλώνιου του
Περγαίου από την αραβική του μετάφραση.
Βιβλία. Ονομασία μιας στενής παράκτιας λωρίδας της Ανατολικής Μακεδονίας, κατά την αρχαιότητα. Εκτεινόταν στο
νοτιοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Καβάλας, κοντά στον οικισμό της Νέας Περάμου. Φημιζόταν για το εκλεκτό κρασί
της, τον βίβλινον οίνον. Ονομαζόταν και Βιβλινή Χώρα.
βιβλία, λογιστικά. Βλ. λ. λογιστικά βιβλία.
βιβλία, σπάνια. Βλ. λ. βιβλιοφιλία.
βιβλία των ζώων. Βλ. λ. ζώων, βιβλία.
βιβλική ζώνη (Βοτ.). Βλ. λ. βίβλος.
βιβλίο. Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν
έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία.
Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο μεγαλύτερη των 5.000 ετών και αποτελεί κατά μεγάλο μέρος ιστορία του χειρόγραφου β.
Για τις πρώτες χιλιετίες οι ειδήσεις είναι λίγες και ασαφείς: το β. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ανατολή, παραμένει όμως
άγνωστος ο ακριβής τόπος και χρόνος. Πιθανώς να εμφανίστηκε συγχρόνως σε πολλά μέρη, όπου μια συγκροτημένη πλέον
κοινωνία είχε φτάσει με τον πολιτισμό στην ανάγκη να καταστήσει γραπτές τις νομικές διατάξεις, τις θρησκευτικές αντιλήψεις ή
κείμενα δημοσίου ενδιαφέροντος. Το χρησιμοποιούμενο υλικό ήταν διαφορετικό, ανάλογα με τις εποχές και τις περιοχές· στην
αρχή το υλικό που μπορούσε να βρεθεί ευκολότερα ήταν φοινικόφυλλα ή φλοιοί δέντρων, πινάκια από άργιλο ή από ξύλο,
ταινίες από μεταξωτό ή λινό ύφασμα ή από περγαμηνή, δέρμα ή χαρτί.
Η παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα β. γράφτηκαν πάνω σε φλοιό δέντρου, πρέπει να είναι αρκετά παλαιά, αφού οι
δύο ισοδύναμοι όροι βίβλος (ή βύβλος = το φυτό πάπυρος) στην ελληνική και liber (φλοιός δέντρου) στη λατινική έχουν περίπου
την ίδια σημασία. Το β. όμως μπήκε στην ιστορία περίπου το 3000 π.Χ., με τη μορφή κυλινδρικού φύλλου από πάπυρο. Την
εποχή εκείνη η επεξεργασία του παπύρου στην Αίγυπτο είχε ήδη φτάσει πολύ γρήγορα σε σημαντικό επίπεδο: ελαφριά και
λεπτή, αλλά αρκετά ανθεκτική, η γραφική αυτή ύλη φαίνεται ότι προσφερόταν αρκετά καλά στο σχήμα του ελληνικού
κυλίνδρου, του volumen (λατ. volvere = τυλίγω) των Ρωμαίων, γι’ αυτό και κατέληξε να υιοθετηθεί στην Ελλάδα και στη Ρώμη.
Την ίδια εποχή κατά την οποία στην κοιλάδα του Νείλου τα φύλλα παπύρου γίνονταν το κύριο υλικό που χρησιμοποιούσαν για
τη γραφή και καθόριζαν το σχήμα του β., στην Ανατολή ένας άλλος πολιτισμός είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης: ήταν ο
κινεζικός πολιτισμός, ο οποίος την 3η χιλιετία φαίνεται πως είχε ήδη μια λογοτεχνική παραγωγή. Σύμφωνα με την παράδοση,
και στην Κίνα επίσης χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη φλοιό δέντρου. Κατά την παράδοση πάντοτε, αυτό οφείλεται σε μια
διαταγή του αυτοκράτορα Σι Χουάνγκ-τι, ο οποίος το 213 π.Χ. έκαψε όλα τα β. που ήταν αντίθετα με τις ενέργειές του. Φαίνεται
ότι από την εποχή εκείνη άρχισε να χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη το μετάξι. Άλλα μεγάλα κέντρα πολιτισμού ήταν η Συρία
και η Χαλδαία. Πλουσιότατες βιβλιοθήκες, αποτελούμενες από πινάκια από άργιλο, χαραγμένα με τους χαρακτηριστικούς
σφηνοειδείς χαρακτήρες, έφτασαν άθικτα μέχρι τις μέρες μας. Παράδειγμα αποτελεί η συλλογή στη Νινευί του βασιλιά
Ασουρμπανιμπάλ (εξελλ. Σαρδανάπαλου, 7ος αι. π.Χ.), η οποία αριθμεί 22.000 πινάκια. Στο μεταξύ, ο πάπυρος διαδόθηκε ως
γραφική ύλη σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Στην Ελλάδα ο πάπυρος έγινε γνωστός τον 7ο αι. π.Χ. και εξακολούθησε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 5ο αι., όταν οι
εξαγωγικοί φόροι και οι δαπάνες μεταφοράς αύξησαν υπερβολικά την τιμή του. Παρουσίαζε άλλωστε πολλά μειονεκτήματα:
αρκετά εύθραυστος και ευαίσθητος στην υγρασία και στη φωτιά, επέτρεπε τη γραφή μόνο από τη μία όψη του και γι’ αυτό
χρειάζονταν πολλοί κύλινδροι για ένα και μόνο κείμενο. Έτσι, κατέληξαν σε ένα υλικό που χρησιμοποιούσαν από
αμνημόνευτους χρόνους στις μεσογειακές χώρες: το δέρμα ζώου. Η κατεργασία του τελειοποιήθηκε στην Πέργαμο, γι’ αυτό και
το υλικό απέκτησε την ονομασία περγαμηνή. Αρχικά το νέο υλικό χρησιμοποιήθηκε με τη μορφή κυλίνδρου, αλλά πολύ
γρήγορα κόπηκε σε φύλλα, που ενωμένα σε τετράδια αποτέλεσαν το β. με τη μορφή του κώδικα, ο οποίος παρουσιάζει και
ευκολία στο άνοιγμα, στο κλείσιμο και στο ξεφύλλισμα. Με τον κώδικα, η μορφή του β., η οποία ουσιαστικά θα παρέμενε
αναλλοίωτη έως την εποχή μας, είχε επιτέλους βρεθεί. Η περγαμηνή αντικατέστησε από τον 4ο αι. τον πάπυρο, ο οποίος
εξακολούθησε να χρησιμοποιείται έως τον 11ο αι. μ.Χ. μόνο στα έγγραφα των καγκελαριών και, ενίοτε, στα διπλώματα.
Στη Ρώμη, την εποχή του Κικέρωνα και του Κάτουλλου, οι κώδικες χρησιμοποιούνταν ακόμα αντί των επιχρισμένων με κερί
πινακίων, των οποίων είχαν αποκτήσει το σχήμα, δηλαδή ως β. λογαριασμών και διαχείρισης, ενώ η χρησιμοποίησή τους για
λογοτεχνικά κείμενα ήταν ακόμα ελάχιστα διαδεδομένη στους χρόνους του Μαρτιάλιου. Κατά τους τελευταίους όμως αιώνες
της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο κώδικας κέρδισε έδαφος και η ιστορία του β. στην Ευρώπη συνδέθηκε με αυτήν του κώδικα από
περγαμηνή. Ο πάπυρος, τα επιχρισμένα με κερί πινάκια και οι κύλινδροι από περγαμηνή επιζούσαν, αλλά για χρήση ξένη προς
τη χρήση του β.
Το β. με τη μορφή κώδικα επέζησε για δέκα αιώνες: ήταν χαρακτηριστικό του χριστιανικού πολιτισμού και αποτέλεσε το κύριο
όργανο της καρολίγγειας αναγέννησης. Με την παρόρμηση των μεγάλων ιδρυτών των θρησκευτικών ταγμάτων της Δύσης, και
ιδιαίτερα του αγίου Βενέδικτου, ο μοναχοί επιδόθηκαν στην αντιγραφή β. Από την Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία έως την
Ιταλία και την Ισπανία και τις όχθες του Ρήνου, οι ιερωμένοι αντιγραφείς ασχολήθηκαν στα εργαστήριά τους (scriptoria) με την
αντιγραφή, την εικονογράφηση με μινιατούρες, τη βιβλιοθέτηση των καλύτερων έργων κλασικών συγγραφέων ή των Πατέρων
της Εκκλησίας. Επιζητήθηκε επίσης η βιομηχανοποίηση της τεχνικής με την κατανομή της αντιγραφικής εργασίας σε ομάδες
αντιγραφέων και με την τυποποίηση της γραφής, έτσι ώστε να γίνεται ελάχιστα αντιληπτή η διαφορά μεταξύ αντιγραφέων. Έως
τον 12ο αι. το β., προϊόν σχεδόν αποκλειστικά των αβαείων και των μοναστηριών, πλουσιότερο σε κοσμήματα, μινιατούρες και
χρυσές διακοσμήσεις, αποτελούσε συχνά ένα πολύτιμο αντικείμενο, που δεν προοριζόταν για ευρεία κυκλοφορία και διάδοση
των γνώσεων. Με την εμφάνιση των πανεπιστημίων, άλλαξαν και οι κατευθύνσεις· η διάδοση της πνευματικής καλλιέργειας
παρακινούσε τη μελέτη, η λατινική πνευματική παραγωγή έπαψε να είναι η μοναδική, γιατί προέβαλαν η μία μετά την άλλη οι
εθνικές λογοτεχνίες. Εμφανίστηκαν έτσι εργαστήρια β. διευθυνόμενα από λαϊκούς, όχι πια στα μοναστήρια αλλά στις πόλεις,
χωρίς να υπολογιστούν οι περιπλανώμενοι αντιγραφείς, οι οποίοι γύριζαν στα χωριά και στους πύργους προσφέροντας τις
υπηρεσίες τους, όπως οι γελωτοποιοί και οι τροβαδούροι.
Το υπερβολικό κόστος της περγαμηνής, που παρουσίασε αμέσως ένα μεγάλο εμπόδιο στη διάδοση της πνευματικής
καλλιέργειας, ξεπεράστηκε με την εισαγωγή μιας νέας γραφικής ύλης, του χαρτιού, που έφτασε στην Ιταλία από τη Σικελία,
όπου το είχαν εισαγάγει οι Άραβες. Πιο ελαφρύ και εύχρηστο από την περγαμηνή, το χαρτί –μολονότι είχε τεράστια συμβολή
στη διάδοση του β. στο ευρύ κοινό– δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία των κωδίκων και των χειρόγραφων β., συνέβαλε
όμως στην ανακάλυψη της τυπογραφίας, με την οποία η εργασία των αντιγραφέων πέρασε στους τυπογράφους. Η τυπογραφία
έκανε τα πρώτα της βήματα με τα β. ξυλογραφιών, τα οποία αποτελούνταν από ξυλογραφίες συνοδευόμενες με μύθους· η
μεγάλη ανάπτυξή της όμως σημειώθηκε με το σκάλισμα κινητών στοιχείων (βλ. λ. τυπογραφία). Η νέα τέχνη διαδόθηκε αρκετά
γρήγορα· στη διάρκεια του 15ου αι. σε περισσότερες από εκατό πόλεις της Ευρώπης εγκαταστάθηκαν τυπογραφικά εργαστήρια.
Η Ιταλία, που ήταν η πρώτη χώρα η οποία φιλοξένησε Γερμανούς τυπογράφους (1465), κράτησε τα πρωτεία της νέας τέχνης
ολόκληρο αυτό τον αιώνα. Τα β. της πρώτης περιόδου της τυπογραφίας μιμήθηκαν στην εξωτερική τους εμφάνιση τους κώδικες
και είχαν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα σε όλες τις χώρες· ονομάστηκαν αργότερα incunabula (αρχέτυπα) επειδή είναι τα
προϊόντα μιας τέχνης ακόμα στα σπάργανα (λατ. incunabula = σπάργανα), δηλαδή στην αυγή της μελλοντικής εξέλιξης που ήταν
ανυπολόγιστης σημασίας.
Στην Ιταλία, μέσα στο κλίμα του ουμανιστικού πολιτισμού και της Αναγέννησης, τυπογράφοι και λόγιοι ασχολήθηκαν με την
εκλογή και τη διόρθωση των κειμένων καθώς και με την έκδοση β. σε βολικό σχήμα και με αρκετά ποικίλο περιεχόμενο: κοντά
στην κλασική λογοτεχνία κυκλοφόρησε και λαϊκή, κοντά στις ιατρικές πραγματείες οι νομικές, μαζί με τα εικονογραφημένα
χρονικά τα λειτουργικά β. Στις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα, η Ιταλία, με τους Μανούτιους, τους Πούντα, τους
Τζολίτο, τον Μαρκολίνο, τον Βλάντο και πολλούς άλλους τυπογράφους, εκδότες και λογίους, εξακολούθησε να διατηρεί τα
πρωτεία σε ολόκληρη την Ευρώπη, μολονότι άλλοι διάσημοι τυπογράφοι συναγωνίζονταν τους Ιταλούς: στη Γαλλία οι Ετιέν·
στη Βασιλεία ο Γιόχαν Φρόμπεν, διάσημος από την έκδοση των έργων του Λούθηρου και της Αγίας Γραφής στα γερμανικά·
στην Ολλανδία ο Κριστόφ Πλαντέν, ο οποίος στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες εξέδιδε οποιοδήποτε β. αναφερόταν στη
λογοτεχνική και θρησκευτική κίνηση της εποχής και κατακτούσε τις ισπανικές αγορές.
Κατά τη διάρκεια του 16ου αι., το β. έχασε σταδιακά τα γνωρίσματα εκείνα που το έκαναν να αποτελεί μίμηση του κώδικα και
απέκτησε μια φυσιογνωμία που επρόκειτο να μείνει εντελώς δική του: εμφανίστηκε η προμετωπίδα και η αρίθμηση των
σελίδων, εξαφανίστηκαν τα incipit και explicit και τα άλλα στοιχεία που προέρχονταν από τα χειρόγραφα, υιοθετήθηκαν στις
εικονογραφήσεις οι χαλκογραφίες αντί των ξυλογραφιών ως πιο κατάλληλες για τα εκλαϊκευτικά και επιστημονικά κείμενα που
άρχιζαν να διαδίδονται με τη γενική αφύπνιση των πολιτιστικών ενδιαφερόντων. Τέλος, με τα κλασικά και ουμανιστικά κείμενα
συμβάδιζε και η σύγχρονη παραγωγή, πλούσια και ποικίλη: θέατρο, αρχιτεκτονική, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, περιγραφές
κυνηγιού, β. για κεντήματα και ξιφομαχίες, αλλά κυρίως επιστημονικά θέματα (ιατρική, χειρουργική, βοτανική κλπ.). Τον 17ο
αι. παρουσιάστηκε μια σχετική κάμψη της τυπογραφικής τέχνης, ιδιαίτερα στην Ιταλία: διακοσμημένη και αρκετά εμφανίσιμη η
προμετωπίδα, λιγότερο φροντισμένο όμως το κείμενο, την εμφάνιση του οποίου επιδείνωναν το χαρτί και τα κακής ποιότητας
μελάνια. Όσο για το περιεχόμενο, θριάμβευε το β. επικαιρότητας με την πιο απαξιωτική σημασία της λέξης: πολεμικοί λίβελοι,
δουλικά δημοσιεύματα που εξυμνούσαν τους εφήμερους ισχυρούς, φυλλάδια για τους πιστούς, κατηχητικά, αλμανάκ, λαϊκή
λογοτεχνία, λιμπρέτα για την όπερα. Μέσα στη γενική αθλιότητα του περιεχομένου και της τυπογραφικής τέχνης, ξεχώριζαν οι
εικονογραφήσεις, συχνά αρκετά ωραίες, φιλοτεχνημένες από ικανούς καλλιτέχνες. Η ίδια παρακμή σημειώθηκε επίσης στη
γαλλική, στην αγγλική και στη γερμανική παραγωγή· μόνο στην Ολλανδία, με τον φημισμένο οίκο των Ελζεβίρ, εκδίδονταν
άψογα β. μικρού σχήματος, τυπωμένα με ωραιότατα στοιχεία και με περιεχόμενο αρκετά ποικίλο και ενδιαφέρον. Τον 18ο αι.
σημειώθηκε παντού μια αναγέννηση του πνευματικού πολιτισμού και της καλαισθησίας· παρουσιάστηκε μια αντίδραση στο
μπαρόκ και μια τάση προς την απλότητα, στην οποία ήδη διαφαινόταν η σκιά του νεοκλασικισμού. Εξαφανίστηκαν οι
εντυπωσιακές προμετωπίδες με τις διακοσμήσεις και τις ξυλογραφίες, ο ρόλος της τυπογραφίας ξανάγινε πρωταρχικός και η
διακόσμηση έγινε ελαφρύτερη και εναρμονίστηκε με το κείμενο. Η Ιταλία κέρδισε και πάλι ευρωπαϊκή φήμη με τυπογραφικά
καταστήματα όπως του Σεμιναρίου ή της Βόλπι στην Πάντοβα ή της Ρεμοντίνι στο Μπασάνο. Η Βενετία έγινε ονομαστή για την
έκδοση σύγχρονων έργων και για τις εικονογραφήσεις από διάσημους καλλιτέχνες.
Μεγάλη μορφή της τυπογραφίας, ο Τζαμπατίστα Μποντόνι παρουσίασε θαυμάσια και τεχνικώς άρτια β., μολονότι όχι ιδιαίτερα
φροντισμένα σε ό,τι αφορά το κείμενο. Στη Γαλλία οι Ντιντό (εξελλ. Διδότοι) ανέπτυξαν ένα ανθηρότατο εμπόριο β. και στις
εκδόσεις τους οφείλεται η διάδοση του β. σε κάθε κοινωνικό επίπεδο, με την επιδίωξή τους να εκλαϊκεύσουν τον κλασικό
πνευματικό πολιτισμό. Τον ίδιο αιώνα σημειώθηκε αξιόλογη εκδοτική αναγέννηση στην Αγγλία, καθώς και η δημιουργία νέων
εκδοτικών κέντρων στη Ρωσία (Μόσχα, Κίεβο και κυρίως Αγία Πετρούπολη), με πρωτοβουλία του ίδιου του Μεγάλου Πέτρου.
Στο μεταξύ, στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική, το τυπωμένο β. –που εισήγαγαν οι Ιησουίτες τον 16ο αι.– άρχισε να
παρουσιάζεται τεχνικά τελειοποιημένο και με ποικίλο περιεχόμενο: εκτός από τα θρησκευτικά β., εκδίδονταν και πολιτικά έργα,
αλμανάκ και νομικά κείμενα.
Στη διάρκεια του 19ου αι., οι τεχνικές πρόοδοι, που επήλθαν με ταχύτατους ρυθμούς, συνετέλεσαν στο να αποκτήσουν τα β. την
ολοένα αυξανόμενη κυκλοφορία, τη μεγάλη ποικιλία και το χαμηλό κόστος που τα χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα. Στην Ιταλία
σημείωσε πρόοδο η εκλαϊκευτική φιλολογία συνηθισμένης αλλά ζωντανής επικαιρότητας, όχι πολύ σημαντική από την άποψη
της τυπογραφικής τέχνης, σημαντικότατη όμως από την άποψη των ιδεών και των θεμάτων που προμήνυαν την εθνική
αναγέννηση της χώρας: πατριωτικά και σατιρικά φυλλάδια, επιβλητικές συλλογές κλασικών κ.ά. Στη Γαλλία, όπου η
Επανάσταση είχε προκαλέσει την παρακμή του β. προς μεγάλο όφελος του καθημερινού Τύπου, τον 19ο αι. σημειώθηκε
επιστροφή στα μεγάλα μνημειώδη έργα, στα ρομαντικά εικονογραφημένα έργα και οπωσδήποτε μια γενική άνοδος της
καλλιτεχνικής τυπογραφίας. Η άνοδος αυτή ήταν αρκετά λιγότερο αισθητή στη Γερμανία. Στην Αγγλία, αντίθετα, αναπτυσσόταν
ένα φαινόμενο τυποποίησης, το οποίο, αν και απέβαινε σε βάρος των προόδων της τυπογραφικής τέχνης, αποτελούσε μεγάλο
πλεονέκτημα για τη διάδοση του πνευματικού πολιτισμού.
Τον 20ό αι., η τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη έδωσε μεγάλη ώθηση στην παραγωγή του β., που εμφανίστηκε να καταλαμβάνει
σταδιακά μεγαλύτερο χώρο και παρουσίασε μερικά σπουδαία χαρακτηριστικά: πριν απ’ όλα, τη θεαματική αύξηση
εκλαϊκευτικών εκδόσεων με χαμηλό κόστος και μεγάλο τιράζ που πραγματοποίησαν αληθινή επανάσταση του β., αγκαλιάζοντας
ολοένα και ευρύτερα στρώματα αναγνωστών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα βιβλία της σειράς Penguin books στην
Αγγλία, η πρώτη έκδοση των οποίων ανάγεται στο 1930, τα Pocket books στην Αμερική, που κυκλοφορούν σε εκατομμύρια
αντίτυπα από το 1939, τα Livres de Poche και η σειρά Que sais-je στη Γαλλία. Στην Ιταλία, διάφοροι εκδοτικοί οίκοι
κυκλοφόρησαν σειρές εκλαϊκευτικών έργων. Στη διάδοση του β. συνέβαλε, κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, το σύστημα
των δόσεων και η επιτυχία των β. που εκδίδονταν σε φυλλάδια και πωλούνταν στα περίπτερα.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εκδοτικής παραγωγής του 20ού αι. ήταν η ζήτηση των λεγόμενων β.-δώρων, καθώς και
των β. τέχνης, που διακρίνονται για την κομψότητα της τυπογραφικής τους εμφάνισης και για την τελειότητα των
αναπαραγωγών και της φωτογραφίας τους. Μεταξύ των δύο αυτών ακραίων πόλων αναφέρουμε –στο επιστημονικό πεδίο– την
πρόοδο που σημείωσαν τα εξειδικευμένα β., από τα οποία χαίρουν μεγάλης εκτίμησης οι σειρές των αγγλοσαξονικών εκδόσεων,
από τότε που η αγγλική θεωρείται διεθνής γλώσσα των επιστημόνων. Τέλος, σε κάθε χώρα πολλαπλασιάστηκαν οι εκδόσεις των
κλασικών συγγραφέων, είτε στο πρωτότυπο είτε σε φροντισμένες μεταφράσεις.
Το ελληνικό βιβλίο. Περίπου από τα ίδια στάδια εξέλιξης πέρασε και το ελληνικό β. στη νεότερη εποχή. Με τη μορφή του
χειρόγραφου κώδικα είχε πολύ μεγαλύτερη κυκλοφορία στον χώρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας απ’ όση γνώρισε κατά την
αντίστοιχη περίοδο στη Δύση, όπου οι βαρβαρικές επιδρομές (3ος-6ος αι. μ.Χ.) κατέστρεψαν τα μεγάλα αστικά κέντρα και
στάθηκαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη του πολιτισμού για αρκετούς αιώνες. Από περγαμηνή μέχρι τον 13ο αι., και στη συνέχεια
από χαρτί, το β. ήταν σε ευρύτατη χρήση στα σχολεία του Βυζαντίου, στην Εκκλησία, στη διοίκηση και στα μοναστήρια. Η τιμή
–ιδίως του περγαμηνού β.– ήταν σχετικά υψηλή: για παράδειγμα, ο Αρέθας, τον 10ο αι. χρειάστηκε να πληρώσει ένα υψηλό
ποσό για να αποκτήσει μια καλή έκδοση του Ευκλείδη.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης η κυκλοφορία του β. ακολούθησε, όπως ήταν φυσικό, τη γενική πτώση της
πολιτιστικής στάθμης στον ελληνικό χώρο. Όμως, την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου μετέφεραν στη Δύση οι
πολυάριθμοι Έλληνες πρόσφυγες λόγιοι, που χωρίς να χάσουν τη συνείδηση της καταγωγής τους εντάχτηκαν στο κίνημα της
Αναγέννησης που μεσουρανούσε τα χρόνια εκείνα στην Ιταλία. Έτσι, λίγο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, εμφανίστηκε
και το πρώτο ελληνικό έντυπο β.: η Γραμματική του Κωνσταντίνου Λάσκαρη που εκδόθηκε το 1476 στο Μιλάνο από τον
Κρητικό Δημήτριο Δαμιλά. Μέχρι τα τέλη του 15ου αι. ακολούθησαν άλλες 26 εκδόσεις ελληνικών β., μεταξύ των οποίων
αξίζει να μνημονευτούν η πρώτη έκδοση των ομηρικών επών από τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη (Φλωρεντία, 1488) και η
εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση Μέγα Ετυμολογικόν (Βενετία, 1499) της εταιρείας των Νικολάου Βλαστού και Ζαχαρία
Καλλέργη. Από τα τέλη του 15ου έως τα τέλη του 17ου αι. τα ελληνικά β. τυπώνονταν σχεδόν αποκλειστικά στη Βενετία από
τον περίφημο Ιταλό τυπογράφο Άλδο Μανούτιο και τους διαδόχους του, που οι εκδόσεις τους είναι γνωστές ως Αλδινικές, από
τους επίσης Ιταλούς τυπογράφους Σάμπιο, Ζανέτι, Σπινέλι, Πινέλι, Βόρτολι, και ιδίως από τα τυπογραφεία των Ηπειρωτών
Γλυκύδων (17ος-18ος αι.), του Σάρου (17ος-18ος αι.) και των Θεοδοσίου (18ος-αρχές 19ου αι.). Από τα τέλη του 17ου αι.
πλήθυναν οι εκδόσεις ελληνικών β. και σε άλλες πόλεις που βρίσκονταν σε στενότερη επαφή με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό
(Ιάσιο, Βουκουρέστι, Τιργόβιστο Βλαχίας, Βιέννη, Μοσχόπολη Ηπείρου κ.ά.). Έτσι, από το 1476 έως το 1800 εκδόθηκαν
περίπου 2.500 ελληνικά β. (χωρίς να υπολογίζονται οι επανεκδόσεις). Ο αριθμός των αντιτύπων ήταν σχετικά μικρός: 1.000
αντίτυπα κατά μέσο όρο. Εδώ, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το μικρό ποσοστό των εγγράμματων αλλά και το γεγονός ότι
μέχρι τις αρχές του 19ου αι. το χειρόγραφο β. εξακολουθούσε να είναι σε μεγάλη χρήση σε ολόκληρη την ελληνική Ανατολή.
Από άποψη εμφάνισης, το ελληνικό β. ακολούθησε τη γενική εξέλιξη των β. που τυπώνονταν στην Ιταλία: μεγάλη εξάρτηση από
το στιλ των χειρογράφων αρχικά, βαρυφορτωμένο με χαλκογραφίες και στολίδια αργότερα, πιο λιτό στην εμφάνιση κατά τον
18ο αι. Όσο για το περιεχόμενό τους, το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών β. που κυκλοφόρησαν πριν από το 1800 ήταν
θρησκευτικά (διδαχές, δογματικές πραγματείες, κείμενα Βυζαντινών θεολόγων), και κυρίως λειτουργικά (Ευαγγέλια, Ψαλτήρια,
Μηναία κλπ.). Τη δεύτερη σε ποσοστό ομάδα αντιπροσώπευαν οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, γραμματικές, λεξικά και
ανθολογίες κειμένων, που προορίζονταν κυρίως για σχολική χρήση. Δεν έλειπαν όμως και τα β. που απευθύνονταν στον μέσο
αναγνώστη (λαϊκές χρονογραφίες, δημώδη βυζαντινά και νεότερα ποιήματα, έργα του κρητικού θεάτρου κ.ά.). Τον 18ο αι.
αυξήθηκαν οι εκδόσεις φιλοσοφικών έργων, εγχειριδίων φυσικής, αστρονομίας και γεωγραφίας, πρωτότυπες ή μεταφρασμένες
από άλλες γλώσσες.
Από τις αρχές του 19ου αι., και ιδίως μετά την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο αριθμός και η
ποικιλία των εκδιδόμενων β. αυξήθηκε σημαντικά. Ιδρύθηκαν τυπογραφεία σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις: Αθήνα,
Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Ναύπλιο, Ερμούπολη, Κέρκυρα, Πάτρα κλπ. Το ποσοστό των θρησκευτικών β. μειώθηκε, ενώ
διαβάζονταν πολύ έργα που αναφέρονταν στον αγώνα της Ανεξαρτησίας, πολιτικά δοκίμια, λίβελοι και λαϊκά αναγνώσματα
μεταφρασμένα από άλλες γλώσσες. Με την επίδραση του νεοκλασικισμού και αργότερα του ρομαντισμού, τα β. κοσμούνταν με
ανάλογες παραστάσεις και πλούσια εικονογράφηση με ωραίες χαλκογραφίες. Η ποιότητα του χαρτιού επίσης βελτιώθηκε, η
τυπογραφική επιμέλεια ήταν ικανοποιητική και η τιμή του β. γινόταν όλο και πιο προσιτή στον μέσο αναγνώστη.
Από τις αρχές του 20ού αι. και ιδιαίτερα μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, το ελληνικό β. έφτασε σε επίπεδα ευρωπαϊκά, αν όχι
από πλευράς τιράζ, πάντως από την άποψη της εμφάνισης και του περιεχομένου. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και ιδίως
μετά τη μεταπολίτευση (1974), η ζήτηση του β. μεγαλώνει συνεχώς. Αξιόλογη είναι η επιτυχία που σημείωσαν, χάρη στη
χαμηλή τιμή και στην καλή τους εμφάνιση, οι τυποποιημένες εκδόσεις σε μεγάλες σειρές, που και προπολεμικά είχαν σημαντική
κυκλοφορία.
Ηλεκτρονικό βιβλίο (αγγλ. e-book). Η πρόκληση, σε ό,τι αφορά τον χώρο του β. για τον 21ο αι., αφορά το λεγόμενο
ηλεκτρονικό β. Όπως σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την πληροφορία, έτσι και στον χώρο του β. η επίδραση της
τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια του 20ού αι. υπήρξε καταλυτική. Πέρα από την εκβιομηχάνιση του εκδοτικού κλάδου (ένα
ζήτημα που αφορά κυρίως τον εκδοτικό χώρο) και την παγκοσμιοποίηση των εκδόσεων, μέσα από μεγάλους πολυεθνικούς
ομίλους που επωφελούνται από την καθιέρωση της αγγλικής σε επίσημη παγκόσμια γλώσσα, καθιστώντας πολλές φορές
αχρείαστες τις μεταφράσεις, ιδιαίτερα σε επιστημονικά εγχειρίδια, μια σημαντική πρόκληση αποτέλεσε η εισαγωγή του
ηλεκτρονικού β. ως μέσου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το παραδοσιακό, έντυπο β. Πρώτα τα CD-RΟΜ και στη
συνέχεια αυτόνομες συσκευές (e-book readers) ειδικά για την ανάγνωση β. σε οθόνη υπολογιστή, αλλά και το Ίντερνετ, με την
απειρία των πληροφοριών και την ευκολία διανομής που προσέφερε, έδωσαν την εντύπωση ότι η γνωστή μορφή του β. θα
αποτελούσε σύντομα παρελθόν. Παρά τις αισιόδοξες όμως προβλέψεις, η πορεία του ηλεκτρονικού β. δεν ανταποκρίθηκε,
τουλάχιστον μέχρι στιγμής, στις προσδοκίες των εμπνευστών του. Τα πλεονεκτήματα βέβαια είναι πολλά: οικολογικής φύσης
(περιορισμός στη χρήση χαρτιού και άρα στην υλοτομία), οικονομικής φύσης (το άυλο προϊόν είναι φτηνότερο από το υλικό)
και, τέλος, καθαρά πνευματικής φύσης (το πνευματικό έργο μεταβιβάζεται ευκολότερα, χωρίς πολλούς μεσάζοντες). Όμως, οι
δυσχέρειες χρήσης, η σύνδεση του πολιτισμού μας με το β. ως υλικό αγαθό με σημασία μεγαλύτερη από αυτήν της μίας χρήσης,
αλλά και ζητήματα κατοχύρωσης των πνευματικών δικαιωμάτων, έχουν καθυστερήσει τη διάδοσή του. Πάντως, στις 13
Μαρτίου 2000, 400.000 άνθρωποι, χρήστες του Ίντερνετ, προσπάθησαν συγχρόνως να κατεβάσουν στον υπολογιστή τους το β.
του συγγραφέα Στίβεν Κινγκ, Riding the Bullet, την πρώτη μέρα της δοκιμαστικής κυκλοφορίας του στο Ίντερνετ. Το εγχείρημά
τους δεν ακολούθησαν πάρα πολλοί τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Βιβλίο των νεκρών. Αρχαία αιγυπτιακή συλλογή κειμένων νεκρικού τύπου, τα οποία από την αρχή του Νέου Βασιλείου
(1580-1320 π.Χ.) αντιγράφονταν σε πάπυρο με πλούσια εικονογράφηση και συνόδευαν τον νεκρό στον τάφο. Προέρχεται, με
πολλές παραλλαγές, από τα Κείμενα των Πυραμίδων (Αρχαίο Βασίλειο, 2500-2250 π.Χ.) και από τα Κείμενα των Σαρκοφάγων
(Μέσο Βασίλειο, περ. 2060-1980 π.Χ.). Ο τίτλος του στην αιγυπτιακή γλώσσα είναι Τύπος της εξόδου κατά την ημέρα και
διαιρείται σε κεφάλαια με ύμνους, προσευχές και μαγικούς-τελετουργικούς τύπους. Μερικά από αυτά έχουν σκοπό να
αποτρέψουν κινδύνους και ταλαιπωρίες των νεκρών στο υπερπέραν, ενώ άλλα περιλαμβάνουν ηθικές έννοιες και συμβουλές.
Ένα τέτοιο κεφάλαιο είναι αυτό της αρνητικής εξομολόγησης (125), κατά το οποίο ο νεκρός αρνείται μπροστά στον Όσιρη που
τον κρίνει (ψυχοστασία) ότι διέπραξε στη ζωή τα αμαρτήματα που του καταλογίζει.
βιβλιογραφία. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη νεότερη εποχή –στην ελληνική αρχαιότητα ήταν άλλη η
σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν-Σαρλ (1608-1670) και ακόμα και σήμερα ακόμα δεν έχει μια
ευρέως παραδεκτή σημασία. Συχνά χρησιμοποιήθηκε με τις πιο διαφορετικές έννοιες και συσχετίστηκε με τη βιβλιοθηκονομία,
η οποία όμως αφορά την οργάνωση των βιβλιοθηκών και τη συντήρηση του υλικού τους, ή με τη βιβλιολογία, η οποία αφορά τη
μελέτη του βιβλίου και την εξωτερική του πλευρά. Τον 18ο αι., και κατά ένα μέρος και τον επόμενο, η β. σήμαινε την επιστήμη
του βιβλίου, εξεταζόμενου από κάθε άποψη, από το βιβλιεμπόριο μέχρι την ιστορία του βιβλίου, από την ιστορία των
βιβλιοθηκών μέχρι τους κανονισμούς τους κλπ.
Σήμερα, ο όρος β. χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει δύο διαφορετικές έννοιες. Η πρώτη αφορά κυρίως βιβλία
επιστημονικού χαρακτήρα, στο τέλος των οποίων οι συγγραφείς είθισται να παραθέτουν τις πηγές απ’ όπου έχουν αντλήσει
πληροφορίες ή αυτούσια αποσπάσματα· με αυτή την έννοια ο όρος έχει περάσει γενικότερα σε μελέτες, διδακτορικές διατριβές,
εργασίες κλπ., όπου θεωρείται απαραίτητη η παράθεση των πηγών για την τεκμηρίωση μιας άποψης ή ενός συμπεράσματος.
Η δεύτερη έννοια του όρου αφορά καταλόγους τυπωμένων έργων, οι οποίοι συντάσσονται σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες
και για επιστημονικούς ή πρακτικούς σκοπούς· αποβλέπει δηλαδή η β. να δώσει γρήγορα και όσο γίνεται πιο εξαντλητικά,
πληροφορίες για τις πηγές που πρέπει κανείς να συμβουλευτεί προκειμένου να εμβαθύνει στη γνώση οποιουδήποτε θέματος. Οι
πρώτες πραγματικές β. εμφανίστηκαν μαζί με την τυπογραφία, όταν έγινε δυνατός ο καθορισμός των στοιχείων της έκδοσης
ενός έργου. Σήμερα, σε κάθε χώρα υπάρχουν βιβλιογραφικά ινστιτούτα, η δραστηριότητα των οποίων συντονίζεται από το
Διεθνές Ινστιτούτο Β. που ιδρύθηκε στις Βρυξέλλες το 1895. Οι β. μπορεί να είναι διαφόρων ειδών, ανάλογα με το περιεχόμενο
των κειμένων: υπάρχουν γενικές β. (ή διεθνείς), όταν τα κείμενα είναι ποικίλης προέλευσης και από κάθε γλώσσα· εθνικές, όταν
τα κείμενα είναι μόνο ενός έθνους ή γραμμένα μόνο σε μία γλώσσα. Τόσο οι γενικές όσο και οι εθνικές μπορούν να αφορούν
ιδιαίτερα μία εποχή ή ένα ορισμένο θέμα ή συγκεκριμένους συγγραφείς. Όταν περιλαμβάνουν κείμενα που αναφέρονται μόνο σε
μία επιστήμη ή σε ένα θέμα, λέγονται ειδικές. Οι β. μπορούν εξάλλου να διακριθούν σε αναδρομικές και τρέχουσες (ή
περιοδικές).
Για τα ελληνικά βιβλία κάθε είδους, έχουμε τις εξής εθνικές β.: τη μνημειώδη Ελληνική Βιβλιογραφία του Γάλλου ελληνιστή
Εμίλ Λεγκράν (19ος αι.), στην οποία καταγράφονται σε 11 τόμους οι τίτλοι όλων των ελληνικών βιβλίων που εκδόθηκαν από το
1471 έως το 1790 (περ. 3.400 τίτλοι με τις επανεκδόσεις). Ανάλογο έργο είναι η τρίτομη Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863
(1939-57) των Δημητρίου Γκίνη και Βαλέριου Μέξα, όπου καταγράφονται περίπου 11.000 τίτλοι. Και στις δύο αυτές ελληνικές
β. έχουν γίνει προσθήκες. Πρέπει να αναφερθεί επίσης η τρίτομη Ελληνική Βιβλιογραφία του Νικολάου Πολίτη για τα έτη 1907-
20 και η Βιβλιογραφία των Ελληνικών Βιβλιογραφιών 1791-1947 (1961) του Γ. Φουσάρα. Από το 1945, η ελληνική β.
καλύπτεται με το γενικό, πλήρες και αναλυτικό Bulletin Analytique de Bibliographie Hellenique που εκδίδει κάθε χρόνο το
Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
βιβλιοδεσία. Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού
τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινότητα, ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται
και για να υποδηλώσει μόνο το εξωτερικό κάλυμμα του βιβλίου.
Από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ήταν διαδεδομένη πρακτική να προστατεύεται το χειρόγραφο, το οποίο
τύλιγαν σε ρολό και το τοποθετούσαν σε μια θήκη από ξύλο ή από πολύτιμο μέταλλο. Τον 6ο αι. μ.Χ., το βιβλίο, που πλέον είχε
τη μορφή κώδικα, ήταν πλούσια διακοσμημένο. Δύο αιώνες αργότερα, στο σμάλτο, στα μέταλλα και στο φίλντισι προστέθηκαν
κοσμήματα και εγκολλήσεις πολυτίμων λίθων. Όταν κατά τον Μεσαίωνα εγκαταλείφθηκε η βυζαντινή επιδεικτική πολυτέλεια,
οι β. ήταν απλές, μοναστηριακού τύπου, ενώ με τις Σταυροφορίες επικράτησαν τα δεσίματα με μαροκινό δέρμα, με χαρακτική
και χρυσή διακόσμηση, κατά τη συνήθεια των Κορανίων και των αραβικών χειρογράφων. Στην ουμανιστική περίοδο είχε
μεγάλη διάδοση στην Ιταλία ένας τύπος κομψής β. με επένδυση από πολύτιμο ύφασμα ή με περγαμηνή με μικρογραφίες. Στο
μεταξύ, η χρήση του χαρτονιού αντικατέστησε σταδιακά το ξύλο και η καινοτομία αυτή γενικεύτηκε με την εξάπλωση της
τυπογραφίας. Ήδη, στα τέλη του 15ου αι., το βιβλίο έπαψε να αποτελεί αντικείμενο ιερού σεβασμού: μικρού σχήματος πλέον,
έγινε ελαφρύ και εύχρηστο. Ανυπέρβλητα πρότυπα κομψότητας παραμένουν οι αλδινικές β. Στα μέσα του 16ου αι., τα πρωτεία
της βιβλιοδετικής τέχνης περιήλθαν στη Γαλλία, χάρη στους Τομά Μαϊέ και Ζαν Γκρολιέ, οι οποίοι δημιούργησαν β.
εμπνευσμένες από τη βενετσιάνικη τέχνη. Ο διασημότερος βιβλιοδέτης του 17ου αι. ήταν ο Λε Γκασκόν, ενώ μετά από έναν
αιώνα απέκτησαν μεγάλη φήμη ο Παντλού και οι Ντερόμ. Σχεδόν ξεχασμένη στην περίοδο της Γερμανικής αυτοκρατορίας, η
τέχνη της β. επανεμφανίστηκε –σε ρομαντικό στιλ αυτή τη φορά– με τους Ντιντό (Διδότοι). Στην Αγγλία η τέχνη της β., που
προήλθε από την Ιταλία, έκανε αρκετά αργά αισθητή την πρωτοτυπία της: μόνο μετά τα μέσα του 18ου αι. εμφανίστηκαν οι
περίφημες β. σε μαροκινό δέρμα ανοιχτού λαδί χρώματος του Ρότζερ Πέιν. Τον 19ο αι. ο Τσαρλς Λιούις παρουσίασε επίσης
μιας αξιόλογη εργασία. Στην Ιταλία ιδρύθηκε το 1865 ο οίκος Τζανίνι. Τον 20ό αι., τα πρωτεία επανήλθαν στη γαλλική σχολή,
με τον Πιερ Λεγκρέν, καθώς για πρώτη φορά ο καλλιτέχνης εμπνεόταν μοντέλα που την εκτέλεσή τους εμπιστευόταν στους
τεχνικούς. Ο Λεγκρέν υπήρξε δημιουργός του μοντέρνου στιλ, που με τον Πολ Μπονέ συνέχισε τη μεγάλη παράδοση του 16ου
και 17ου αι.
Τεχνική. Η β. περιλαμβάνει όλες τις εργασίες με τις οποίες από το τυπογραφικό φύλλο δημιουργείται το ολοκληρωμένο βιβλίο,
σελιδοποιημένο, δεμένο, με ή χωρίς κουβερτούρα κλπ. Οι βασικές εργασίες είναι: κοπή, δίπλωμα, άπλωμα των τυπογραφικών,
σύνθεση, έλεγχος, ράψιμο, κόλλημα, τοποθέτηση της τέλας, ξαναπέρασμα με κόλλα, ξάκρισμα, στρογγύλεμα, κατασκευή
λουκιών, πέρασμα του καλύμματος, πρεσάρισμα, κατασκευή εξωτερικού λουκιού και τύλιγμα σε κουβερτούρα.
Εξετάζοντας κάθε εργασία ξεχωριστά, πρέπει να αναφέρουμε ότι, ανάλογα με τον τύπο της β. και την αξία του βιβλίου, μερικές
από τις εργασίες μπορούν να παραλειφθούν ή να εκτελεστούν με διαφορετική τεχνική και υλικά από αυτά που περιγράφονται.
Ένας τύπος οικονομικής β. είναι η χαρτόδεση. Στην περίπτωση αυτή το κάλυμμα δεν είναι από χαρτόνι ντυμένο με ύφασμα ή
άλλο υλικό, αλλά αποτελείται από ένα λεπτό χαρτόνι που κολλιέται απευθείας στη ράχη του βιβλίου και το οποίο δεν έχει
εσώφυλλα. Σε μερικές περιπτώσεις, το ράψιμο των τυπογραφικών φύλλων γίνεται με απλό κόλλημα και ονομάζεται ράψιμο με
κόλλα. Υπάρχουν επίσης τύποι οικονομικού δεσίματος.
Η β., που μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες είχε χαρακτήρα καθαρά χειροποίητης εργασίας και απασχολούσε μικρές βιοτεχνίες,
σήμερα χρησιμοποιεί σύνθετα και ταχύτατα μηχανήματα, που έχουν τη δυνατότητα να εκτελούν όλες τις κύριες εργασίες με
μεγάλη ταχύτητα. Στα καλύτερα εξοπλισμένα εργοστάσια β., όλη η εργασία, από τη διαλογή των τυπογραφικών μέχρι το
ολοκληρωμένο βιβλίο, γίνεται χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση, με παραγωγή μερικών χιλιάδων τόμων την ώρα.
βιβλιοθήκη. Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση
των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία,
αλλά και –καταχρηστικά– το έπιπλο όπου αποθηκεύονται τα βιβλία.
Σήμερα, στις μεγαλύτερες β. υπάρχουν κατά κανόνα δύο τμήματα: το ένα, με τους διάφορους κώδικες και χειρόγραφα,
προορίζεται για τη συντήρηση της γνώσης· το άλλο αποσκοπεί στη διάδοση του πνευματικού πολιτισμού σε όλα τα επίπεδα:
στον τύπο αυτόν ανήκουν οι εθνικές β. και γενικά οι β. των μεγάλων πολιτιστικών ιδρυμάτων. Αποκλειστικά προορισμένες για
τη διάδοση της γνώσης είναι αντίθετα οι λαϊκές β. (κοινοτικές, εργοστασιακές, σχολικές, περιοδεύουσες κλπ.). Εξάλλου, σχεδόν
όλες οι β. παρέχουν στη διάθεση των αναγνωστών τα σώματα των καθημερινών εφημερίδων και των περιοδικών (β. περιοδικών
εκδόσεων) και οι πιο εκσυγχρονισμένες, εκτός από βιβλία, διαθέτουν ιδιαίτερα τμήματα για την ακρόαση δίσκων, τη μελέτη
μικροφίλμ και γενικά ειδικού υλικού. Τα τελευταία χρόνια, οι β. παρέχουν υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας όπως CD-RΟΜ και
σύνδεση με το Ίντερνετ.
Ιστορία. Οι αρχαιότερες γνωστές β. συγκροτήθηκαν από τους πολιτισμούς της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Χετταίοι,
Ασσυροβαβυλώνιοι, Εβραίοι και Αιγύπτιοι είχαν συγκεντρώσει σε αυτές έγγραφα, θρησκευτικά, νομικά, ακόμα και λογοτεχνικά
κείμενα. Αν όμως από τις χεττιτικές ή τις ασσυροβαβυλωνιακές β. έφτασαν έως εμάς ολόκληρες συλλογές κειμένων –πολλές
χιλιάδες πινακίων από άργιλο με εγχάρακτους σφηνοειδείς χαρακτήρες, ηλικίας ίσως 4.000 ετών– ελάχιστα αποσπάσματα
διασώθηκαν από τα έργα που είχαν συγκεντρωθεί στις β. της αρχαίας Αιγύπτου, λόγω της περιορισμένης ανθεκτικότητας του
παπύρου. Για τον ίδιο λόγο, το μεγαλύτερο μέρος των κλασικών κειμένων που διασώθηκαν μέχρι σήμερα είναι μεταγενέστερα
από την ανακάλυψη της περγαμηνής, μολονότι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η ύπαρξη β. είναι βεβαιωμένη ιστορικά. Ενώ ο
ανατολικός πνευματικός πολιτισμός είχε ως θεματοφύλακες τα μέλη του ιερατείου, ο ελληνικός, ο οποίος είχε χαρακτήρα
ουσιωδώς μη θρησκευτικό, συγκέντρωνε τα μεγαλύτερης αξίας έργα στις σχολές των φιλοσόφων και πρώτος ο Αριστοτέλης
συγκέντρωσε και κατέταξε οργανικά την παραγωγή βιβλίων της εποχής του. Σύμφωνα με την παράδοση, η συλλογή του
μοιράστηκε αργότερα στις δύο κυριότερες β. της εποχής (Αλεξάνδρειας και Περγάμου), που και οι δύο αποτελούσαν
σημαντικότατα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού. Την περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης, όμως, οι β. αυτές καταστράφηκαν
από πυρκαγιές και διαρπαγές και κατέληξαν να πλουτίσουν τις πρώτες ρωμαϊκές β., οι οποίες κατά κύριο λόγο ήταν καρπός
λεηλασιών. Στη Ρώμη, ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα να δημιουργήσει μια δημόσια β. ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος
έδωσε τη σχετική εντολή στον Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα. Μετά τον θάνατό του, υιοθέτησε το σχέδιο και το έθεσε σε εφαρμογή
ο Ασίνιος Πολλίων, ο οποίος εγκατέστησε μια δημόσια β. στο αίθριο του ναού της Ελευθερίας στον Αβεντίνο λόφο. Με τη
διάδοση του πολιτισμού έγινε ολοένα και πιο αισθητή η ανάγκη της δημιουργίας νέων δημόσιων συλλογών, ελληνικών ή
λατινικών· στην περίοδο της αυτοκρατορίας υπήρχαν στη Ρώμη 28 δημόσιες β., από τις οποίες η μεγαλύτερη ήταν η Ουλπία
(Ulpia) στην αγορά του Τραϊανού.
Ενώ στην Ανατολή αποκτούσε με τον καιρό μεγάλη σπουδαιότητα η β. της Κωνσταντινούπολης, στα ρωμαιοβαρβαρικά
βασίλεια, που δημιουργήθηκαν με την κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το ύστατο καταφύγιο του πολιτισμού
αποτελούσαν τα κοινόβια, όπου οι μοναχοί συγκέντρωναν τα κείμενα που χρειάζονταν για τη λατρεία και τη μελέτη. Κοντά στη
μοναστηριακή β. υπήρχε το scriptorium, εκδοτικό εργαστήριο, με τη δραστηριότητα του οποίου συνδέεται η ιστορία των
μεσαιωνικών β. (αρκεί να αναφερθεί η β. του Μοντεκασίνο) οι οποίες εμφανίζονται πλουσιότερες εκεί όπου ήταν πιο εντατική η
δραστηριότητα των μοναχών αντιγραφέων. Τον 6ο αι. ο Ιρλανδός μοναχός Κολουμβανός ίδρυσε στο Μπόμπιο της Ιταλίας, σε
μια τοποθεσία που του είχαν παραχωρήσει οι Λογγοβάρδοι, ένα από τα πιο ονομαστά μοναστήρια του κόσμου· ο κατάλογος της
πλουσιότατης β. διατηρείται ακόμα στην Αμβροσιανή Β. του Μιλάνου. Από τις πολύτιμες συλλογές κωδίκων που φυλάσσονταν
σε αυτά και σε πολλά άλλα μοναστήρια, μικρό μέρος σώζεται, ύστερα από τόσους πολέμους. Σχεδόν ανάλογο ξεκίνημα και
ιστορία είχαν τους αιώνες εκείνους οι μεσαιωνικές β. σε ολόκληρη την Ευρώπη. Συχνές ήταν επίσης και οι ανταλλαγές βιβλίων,
μελετητών και αντιγραφέων. Μετά το 1000 μ.Χ., παράλληλα με τις μοναστηριακές ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν στα πρώτα
πανεπιστήμια και άλλες β., με συγγράμματα κυρίως νομικά αλλά και θετικών επιστημών, οι οποίες αποκτούσαν ολοένα
μεγαλύτερη σπουδαιότητα, είτε διότι βρίσκονταν υπό την προστασία των ηγεμονικών Αυλών είτε επειδή ανταποκρίνονταν στον
νέο τύπο πνευματικής καλλιέργειας, που διαρκώς κέρδιζε έδαφος. Ο ουμανισμός, ο οποίος ενίσχυσε την πρόοδο της
εκλαΐκευσης, προκάλεσε την παρακμή της β. μοναστηριακού χαρακτήρα· οι πρώτες ουμανιστικές β. μπορούν πράγματι να
θεωρηθούν πυρήνες των σύγχρονων β.
Εμφανίστηκαν, η μία μετά την άλλη, η β. των Σφόρτσα στην Παβία, των Μαλατέστα στην Τσεζένα, των Έστε στη Φεράρα, η β.
Ουρμπινάτε του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο, των Γκοντζάγκα στη Μάντοβα, η Λαυρεντιανή της Φλωρεντίας, η Αραγκονέζε
της Νάπολης και η Μαρκιανή της Βενετίας. Στη Ρώμη ιδρύθηκε στο μεταξύ η Β. του Βατικανού. Κατά την περίοδο της
Αναγέννησης, όμως, το κοινό των β. το αποτελούσε ακόμα ένας αρκετά περιορισμένος αριθμός μελετητών· μόνο με την
ανακάλυψη της τυπογραφίας έγινε η μετάβαση στη β. σύγχρονου τύπου, στην οποία το βιβλίο αποτελεί ουσιαστικά εργαλείο
κοινής χρήσης. Η παραγωγή των έντυπων έργων προκάλεσε αύξηση του βιβλιακού θησαυρού και ευνόησε την ανάπτυξη των β.
Το 1609 ο καρδινάλιος Φεντερίκο Μπορομέο άνοιξε στο κοινό τις πύλες της Αμβροσιανής β. την οποία ίδρυσε ο ίδιος. Στη
Ρώμη, το 1614, δόθηκε στη δημόσια χρήση η Αγγελική Β., την οποία ακολούθησαν το 1670 η Αλεσαντρίνα, που ίδρυσε ο πάπας
Αλέξανδρος Η’ και το 1698 η Καζανατιανή που δημιουργήθηκε με ένα σημαντικό κληροδότημα του καρδιναλίου Καζανάτε.
Της ίδιας περιόδου είναι και η Βοδληιανή της Οξφόρδης και η Πανεπιστημιακή του Κέιμπριτζ στην Αγγλία, καθώς και η β.
Μαζαρίνου στο Παρίσι. Τον 17ο αι., ιδρύθηκε επίσης η Εθνική β. του Βερολίνου, την οποία πλούτισε αργότερα ο Φρειδερίκος
Β’ ο Μέγας και αριθμεί σήμερα 2.000.000 έντυπα και 60.000 χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων μέγιστης αξίας είναι τα μουσικά
αυτόγραφα των Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Το 1712, ο Φίλιππος Ε’ ίδρυσε την Εθνική Β. της Μαδρίτης, ονομαστή ισπανική
β., πλούσια σε χειρόγραφα και παλαιά έντυπα. Περίπου στα μέσα του 18ου αι. ιδρύθηκε στο Λονδίνο η β. του Βρετανικού
Μουσείου.
Στα τέλη του 18ου αι., μετά τη Γαλλική επανάσταση, μεγάλη ώθηση δόθηκε στην οργάνωση των εθνικών β. που αποτέλεσαν τη
βάση ενός περισσότερο ενιαίου εθνικού πολιτισμού. Εξαιρετική ανάπτυξη σημείωσε στη Γαλλία η παλαιά β. των βασιλιάδων, η
οποία ιδρύθηκε τον 14ο αι., αναδιοργανώθηκε την ίδια περίοδο ως Εθνική Β. του Παρισιού και περιλαμβάνει 12.000.000 έντυπα
και 130.000 χειρόγραφα. Μάλιστα, το 1998 ανοικοδομήθηκε ένα νέο κτίριο για τη στέγασή της. Ήδη από το 1537 έγινε
υποχρεωτική, με διάταγμα, η παραχώρηση δύο αντιτύπων από κάθε εκδιδόμενο βιβλίο στη β.
Το 1789, έτος του πρώτου Κογκρέσου των ΗΠΑ, ιδρύθηκε η Αμερικανική Εθνική Βιβλιοθήκη ή Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με
έδρα την Ουάσινγκτον. Δύο φορές πυρπολήθηκε και δύο φορές ανοικοδομήθηκε. Σήμερα περιλαμβάνει συνολικά 115.000.000
αντικείμενα (17 εκατ. τόμους, 4 εκατ. χάρτες και 50 εκατ. χειρόγραφα) και είναι η περισσότερο εξοπλισμένη και ονομαστή για
τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών της. Επίσης, διατηρεί ηλεκτρονική (online) βάση δεδομένων, με 12 εκατ. αντικείμενα.
Στη Ρωσία, εκτός από την κρατική με 16.000.000 βιβλία και περιοδικά, υπάρχει η Εθνική Β., ουσιαστικά σύγχρονου τύπου, και
η β. Σαλτικόφ Στρεντρίν της Αγίας Πετρούπολης, η οποία αντιπροσωπεύει τη ρωσική φιλολογία όλων των εποχών. Στην Κίνα, η
πρώτη δημόσια β. άνοιξε το 1905. Σήμερα, η πιο σημαντική κινεζική β. είναι η Εθνική του Πεκίνου, η οποία περιλαμβάνει
περισσότερους από 2.000.000 τόμους. Στην Ιταλία, η διαίρεση της χώρας σε κρατίδια είχε ευνοήσει τη δημιουργία πολλών και
σημαντικών β. στις κυριότερες πόλεις-πρωτεύουσες. Οι σημαντικότερες σήμερα είναι της Φλωρεντίας, η οποία ιδρύθηκε το
1747, και της Ρώμης.
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις κυριότερες από τις προαναφερθείσες β., ο αναγνώστης παραπέμπεται στα
αντίστοιχα λήμματα με τις τοπικές (π.χ. Βατικανού, Αποστολική Βιβλιοθήκη) ή καθιερωμένες ονομασίες τους (π.χ.
Αμβροσιανή· Μαρκιανή· Μαζαρίνου· Κογκρέσου κλπ.).
Ελληνικές βιβλιοθήκες. Η πρώτη σημαντική συλλογή βιβλίων που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι αυτή του Αριστοτέλη, αν και
σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες ο τύραννος Πολυκράτης της Σάμου είχε συλλέξει βιβλία, ενώ η παράδοση απέδιδε την ίδρυση
δημόσιας βιβλιοθήκης στην Αθήνα στον Πεισίστρατο. Λέγεται ακόμα πως και ο Ευριπίδης είχε μια συλλογή βιβλίων.
Ωστόσο, η συγκρότηση συστηματικών β. ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους. Η μεγαλύτερη από τις β. της αρχαιότητας ήταν
αυτή της Αλεξάνδρειας (βλ. λ. Αλεξάνδρειας, Βιβλιοθήκη). Οι βασιλιάδες της Περγάμου είχαν επίσης σχηματίσει μια μεγάλη
βιβλιοθήκη, που λέγεται ότι περιείχε 200.000 τόμους και αργότερα παραχωρήθηκε από τον Μάρκο Αντώνιο στην Κλεοπάτρα.
Ο Αντίοχος ο Μέγας είχε επίσης συγκροτήσει β. στην Αντιόχεια, την οποία επιστατούσε ο ποιητής Ευφορίων. Υπάρχουν
ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες τον 1ο αι. π.Χ. τα γυμνάσια των Αθηνών διέθεταν και β. Ο Κικέρων κι ο Παυσανίας
επισκέφθηκαν τη β. του γυμνασίου που ήταν γνωστό ως Πτολεμαίον. Αναφέρονται, τέλος, οι β. του βασιλιά της Μακεδονίας
Περσέα, του Κύπριου Νικοκράτη, του άρχοντα Ευκλείδη κ.ά. Αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε β. στη
σημερινή Αρχαία Αγορά των Αθηνών, που ήταν πολυτελέστατα διακοσμημένη και είχε μεγάλο πλούτο βιβλίων (βλ. λ.
Αδριανού, Βιβλιοθήκη). Σημαντική β. υπήρχε και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, η οποία όμως καταστράφηκε.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η πνευματική κίνηση συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η β. που ίδρυσε ο Ιουλιανός
περιείχε 120.000 τόμους, πριν καταστραφεί από πυρκαγιά το 476. Αργότερα, αξιόλογες συλλογές χειρόγραφων βιβλίων
καταρτίζονταν στο πανεπιστήμιο και στα σχολεία του Βυζαντίου, στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και προπάντων στα
μεγάλα μοναστικά κέντρα (Άγιον Όρος, Πάτμος, Σινά, μονές Στουδίου και Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη κλπ.). Σημαντικές
ήταν και οι ιδιωτικές β. διαφόρων λογίων, όπως ο Φώτιος, ο Αρέθας, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ο Ευστάθιος
Θεσσαλονίκης κ.ά. Οι περισσότερες από τις β. αυτές καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν κατά την Άλωση της Πόλης από τους
Φράγκους το 1204 και από τους Τούρκους το 1453. Έτσι, οι μόνες αξιόλογες β. που περισώθηκαν ήταν οι μοναστηριακές (Αγίου
Όρους, Μετεώρων, Πάτμου κλπ.). Κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, οι β. αυτές εξακολούθησαν να εμπλουτίζονται με νέα
χειρόγραφα, που αντέγραφαν οι εγγράμματοι μοναχοί, με κληροδοτήματα και με αγορές έντυπων βιβλίων, κυρίως θρησκευτικού
περιεχομένου. Όμως, ο ρυθμός της διαρροής και της καταστροφής των βιβλίων –ιδίως των χειρογράφων– ήταν πολύ
μεγαλύτερος του ρυθμού των προσκτήσεων. Οι πυρκαγιές ιδίως, συχνότατες στα παλαιά μοναστήρια, οι πειρατικές επιδρομές, οι
πολεμικές αναστατώσεις, η υγρασία, τα τρωκτικά και η αδιαφορία πολλών μοναχών ήταν οι κυριότερες αιτίες καταστροφής
χιλιάδων χειρογράφων. Εξάλλου, μεγάλο μέρος του υλικού των μοναστηριακών β., το πολυτιμότερο ασφαλώς, αγοράστηκε και
μεταφέρθηκε σε ξένες β. από απεσταλμένους των διαφόρων Ευρωπαίων ηγεμόνων και βιβλιόφιλων των χρόνων της
Αναγέννησης.
Από τα μέσα του 18ου αι. άρχισε να εγείρεται κάποιο ενδιαφέρον για τη συντήρηση και τη διασφάλιση των βιβλίων και για την
ίδρυση νέων β., ιδίως στα αστικά κέντρα που δημιουργούνταν εκείνα τα χρόνια. Κατά την περίοδο του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού που ακολούθησε (1770-1821) ιδρύθηκαν οι πρώτες δημόσιες ελληνικές β. (Δημητσάνας, Βυτίνας, Ζακύνθου,
Κερκύρας, Κοζάνης, Τιρνάβου, Ζαγοράς, Μηλιών Πηλίου, Χίου κ.ά.). Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ιδρύθηκαν
δημόσιες ή δημοτικές β. σχεδόν σε όλες τις κύριες πόλεις της Ελλάδας, με βιβλία γενικού περιεχομένου, λογοτεχνικά, ιστορικά
κλπ. Τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα, δημιουργήθηκαν πολλές δημοτικές, αγροτικές, σχολικές και ενοριακές β. Οι μεγάλες
όμως δημόσιες β., εφάμιλλες των ευρωπαϊκών και αμερικανικών, είναι συγκεντρωμένες στην Αθήνα. Εκτός από τις ειδικές
(πανεπιστημιακών σπουδαστηρίων, ξένων αρχαιολογικών σχολών, οργανισμών κλπ.) τρεις είναι οι μεγάλες β. που λειτουργούν
σήμερα στην Αθήνα: η Εθνική (βλ. λ. Εθνική Βιβλιοθήκη), η β. της Βουλής (βλ. λ. Βουλής, Βιβλιοθήκη) και η Γεννάδειος (βλ.
λ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).
Λαϊκές βιβλιοθήκες. Στη σύγχρονη εποχή, η ανάγκη μιας ευρύτερης και ταχύτερης διάδοσης της πνευματικής καλλιέργειας και η
έντονη εκδοτική δραστηριότητα έδωσαν καινούργια ώθηση στη δημιουργία συλλογών βιβλίων.
Ενώ όμως σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν εγκαταλείφθηκε η πατροπαράδοτη λειτουργία των β., που αποσκοπούσε στην
εξυπηρέτηση ενός περιορισμένου κύκλου μελετητών, στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες, ήδη από την
εποχή της Μεταρρύθμισης, εμφανίστηκε μια προσπάθεια των λουθηρανών να εκλαϊκεύσουν τον πνευματικό πολιτισμό. Και σε
αυτή όμως την περίπτωση οι συλλογές βιβλίων –που ανήκαν στην Εκκλησία και όχι σε ολόκληρο τον λαό– δεν αποτελούσαν
ακόμα λαϊκές β., με τη σημερινή σημασία της λέξης.
Η πρώτη β. που οργανώθηκε πραγματικά για τον λαό γεννήθηκε, και όχι συμπτωματικά, στην Αμερική. Ο αγγλοσαξονικός
πολιτισμός, αδιαφορώντας για την ουμανιστική παράδοση που θεωρούσε το βιβλίο πολύτιμο αντικείμενο, προορισμένο για τους
λίγους και εκλεκτούς, διέβλεψε πρώτος την ανάγκη της πνευματικής καλλιέργειας του λαού και βρήκε τον τρόπο να
δημιουργήσει τα αναγκαία μέσα για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Κυρίως στην Αμερική, όπου άνθρωποι από
διάφορες χώρες και με διαφορετική γλώσσα είχαν αποτελέσει μια κοινότητα στην οποία όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή,
χωρίς πολλούς δεσμούς με το παρελθόν και με πολλά προβλήματα πρακτικής φύσης προς λύση, έγινε αισθητή η ανάγκη να
δημιουργηθούν συλλογές βιβλίων που θα ικανοποιούσαν τις πραγματικές ανάγκες.
Αν η ιστορία και η οργάνωση των β. μέσου και υψηλού πνευματικού επιπέδου είναι όμοια σχεδόν σε όλες τις χώρες, στον τομέα
των λαϊκών β. οι διαφορές είναι τεράστιες. Για τους Αγγλοσάξονες, η λαϊκή β. είναι ένας οργανισμός που χρηματοδοτείται από
το δημόσιο ταμείο: ο πολίτης πληρώνει για τη δημιουργία της β. και θέλει να βρει σε αυτή τα βιβλία που του χρειάζονται. Στη
Μεγάλη Βρετανία, όπως και στην Αμερική, τις β. αυτές έχουν αναλάβει οι τοπικές αρχές.
Η ιστορία της λαϊκής β. αρχίζει στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, όπου το 1700 ιδρύθηκε η πρώτη λαϊκή β. και δημοσιεύτηκε ο
αρχαιότερος προστατευτικός νόμος για τις β. Την πρωτοβουλία αυτή ακολούθησαν πολλά ιδρύματα του ίδιου τύπου σε
ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ίδρυσε την Εταιρεία Β. Φιλαδέλφειας (Philadelphia Library
Company), η οποία συγκρότησε την πρώτη λαϊκή β. της Βοστόνης. Το σύστημα που υιοθετήθηκε και το οποίο παραμένει
σεβαστό στο αμερικανικό πνεύμα και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στις αγγλοσαξονικές χώρες συνίστατο στην ελεύθερη
εγγραφή συνδρομητών, που τους έδινε το δικαίωμα της ανάγνωσης των βιβλίων. Είναι το σύστημα των ελεύθερων δημόσιων β.
(αγγλ. free public libraries), ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης, στο οποίο ο όρος β. χαρακτηρίζει το απόθεμα βιβλίων και όχι
τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία.
Στο μεταξύ, και στη Μεγάλη Βρετανία είχαν εμφανιστεί με τον χαρακτήρα περιοδευουσών β. οι πρώτες συλλογές λαϊκού τύπου.
Η παλαιότερη ήταν εκείνη που ίδρυσε ο Άλαν Ράμσεϊ στο Εδιμβούργο της Σκοτίας, το 1725. Τον επόμενο αιώνα, με την
πρωτοβουλία του αιδεσιμότατου Μπίρμπεκ, ιδρύθηκαν σε ευρεία έκταση τα ινστιτούτα μηχανικής (mechanics institutes), είδος
βιομηχανικών σχολών, η καθεμία από τις οποίες έπρεπε να είναι εφοδιασμένη με τη δική της β. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην
ανύψωση του πολιτιστικού επιπέδου των εργατών και έκανε επιτακτικότερο το αίτημα για τη δημιουργία λαϊκών β. για κάθε
κατηγορία. Επιφανείς πολίτες υιοθέτησαν τα αιτήματα αυτά και, έπειτα από διάφορες προσπάθειες και κοινοβουλευτικές
διαμάχες, ψηφίστηκε το 1850 η πρώτη νομοθετική πράξη (Bill Ewart) που ρύθμιζε την υποχρεωτική συγκρότηση και τη χρήση
β. για τον λαό. Ο νόμος ονομάστηκε έτσι από τον Γουίλιαμ Γιούαρτ ο οποίος, μαζί με τον Έντουαρτ Έντουαρντς, υπήρξε ο
κύριος υποστηρικτής του.
Από τότε χρονολογείται η διάδοση των ελεύθερων δημόσιων β. σε ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία. Η πρώτη ιδρύθηκε στο
Μάντσεστερ και εγκαινιάστηκε πανηγυρικά το 1852 με την παρουσία των πιο διακεκριμένων πνευματικών προσωπικοτήτων της
Αγγλίας: ο Ντίκενς και ο Θάκερεϊ εκφώνησαν τους λόγους των εγκαινίων.
Κατά το πρότυπο της ALA (American Library Association), που ιδρύθηκε το 1877 στις ΗΠΑ, συγκροτήθηκε στην Αγγλία η
Library Association και σε αυτούς τους οργανισμούς οφείλονται η συνεχής και σταθερή πρόοδος που σημείωσαν οι λαϊκές β.
τον 20ό αι., η επέκταση και η ίδρυση διαφόρων β., πολιτιστικές πρωτοβουλίες, οι περιοδεύουσες β. (αγγλ. books wagons) καθώς
και το ενδιαφέρον και η οικονομική βοήθεια διαφόρων οργανισμών, όπως τα ιδρύματα Κάρνεγκι και Ροκφέλερ (στο Κάρνεγκι,
για παράδειγμα, οφείλεται το δίκτυο των λαϊκών β. στην ύπαιθρο). Ενώ οι β. του ίδιου αυτού τύπου διαδόθηκαν στην Ισλανδία,
στον Καναδά και στη Νέα Ζηλανδία, στην Ευρώπη η εξέλιξή τους δεν βρήκε ανάλογη απήχηση και κυρίως δεν είχε την ίδια
μορφή. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το Βέλγιο, όπου από τα μέσα του 19ου αι. ιδρύθηκαν λαϊκές β. αγγλοσαξονικού
χαρακτήρα.
Σχολικές και παιδικές βιβλιοθήκες. Οι πρώτες β. αυτής της μορφής δημιουργήθηκαν τον 19ο αι., σχεδόν ταυτόχρονα με τις
λαϊκές β. και, όπως αυτές, εξέφρασαν μια νέα αντίληψη σχετικά με την πνευματική καλλιέργεια και την εκπαίδευση. Η σχολική
β., είτε είναι κεντρική είτε κάθε τάξης χωριστά, έχει μια εντελώς δική της συγκρότηση, γιατί πρέπει να ικανοποιεί τις ανάγκες
της έρευνας και να μπορούν να τη συμβουλεύονται οι μαθητές, αλλά συγχρόνως και να τους παρακινεί να αγαπούν το καλό
βιβλίο και το διάβασμα. Έχοντας κύριο προορισμό να χρησιμεύει ως εποπτικό μέσο διδασκαλίας, η σχολική β. έχει
διαφορετικούς κανονισμούς και συγκρότηση, ανάλογα με τις διάφορες χώρες και τις μεθόδους διδασκαλίας που εφαρμόζονται
σε κάθε σχολείο.
Αντίθετα, η παιδική β. είναι σύγχρονος οργανισμός, αυτόνομος και ειδικευμένος, κυρίως αγγλοσαξονικής έμπνευσης, ο οποίος
σε κατάλληλους χώρους θέτει στη διάθεση των νέων βιβλία που μπορούν να τα πάρουν στο σπίτι ή να τα διαβάζουν εκεί, με τη
βοήθεια εύχρηστων καρτελών και ειδικευμένου προσωπικού. Από τις πρώτες β. για παιδιά πρέπει να αναφερθούν η β. που
ίδρυσε το 1803 ο Κάλεμπ Μπίνιαμ στο Σόλσμπερι και η β. για νέους που ίδρυσε το επόμενο έτος ο Τζέσε Τόρεϊ στο Νιου
Λέμπανον της Νέας Υόρκης.
Σήμερα, το μεγαλύτερο δίκτυο παιδικών β. υπάρχει στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, μολονότι πολυάριθμες τέτοιες β.
υπάρχουν και σε άλλες χώρες, όπως στο Βέλγιο, στη Βραζιλία, στη Γερμανία, στη Σουηδία και στη Ρωσία. Στην περίφημη β. του
Σάο Πάολο, Ο παράδεισος των παιδιών, υπάρχει ακόμα και τμήμα 400 βιβλίων με το σύστημα γραφής Μπράιγ για τα τυφλά
παιδιά. Μπορούν επίσης στη β. αυτή να ακούσουν μουσική, να δώσουν θεατρικές παραστάσεις, να ζωγραφίσουν και να
εκδώσουν δική τους εφημερίδα σε ένα ειδικό, εύχρηστο και σχετικά πλήρες τυπογραφείο.
βιβλιοθηκονομία. Επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο την οργάνωση και τη διοίκηση των βιβλιοθηκών. Ο τομέας της
οργάνωσης περιλαμβάνει την ίδρυση της βιβλιοθήκης, την απόκτηση βιβλίων, την εγγραφή τους στους καταλόγους και την
τοποθέτησή τους στις κατάλληλες θέσεις, ενώ ο τομέας της διοίκησης τη διεύθυνση, την επίβλεψη, τη διευκόλυνση της χρήσης
των βιβλίων και την προφύλαξή τους από τη φθορά ή άλλο κίνδυνο. Για την ίδρυση και την αποδοτική λειτουργία μιας
βιβλιοθήκης είναι απαραίτητη η τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών που ισχύουν για παρόμοια οικοδομήματα και η στενή
συνεργασία μεταξύ αρχιτέκτονα και βιβλιοθηκονόμων, αφού η διάρθρωση των χώρων θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις
λειτουργικές ανάγκες της βιβλιοθήκης. Το ζήτημα της απόκτησης και της συνεχούς ανανέωσης των βιβλίων προϋποθέτει την
ανελλιπή ενημέρωση των αρμόδιων υπαλλήλων με καταλόγους εκδοτών, βιβλιογραφικά δελτία και περιοδικά σχετικά με την
εκδοτική κίνηση η οποία σημειώνεται στον επιστημονικό τομέα (ή τομείς) που καλύπτει η βιβλιοθήκη και τη συστηματική
καταγραφή και παραγγελία των βιβλίων εκείνων που κρίνονται απαραίτητα για τον εμπλουτισμό της. Αναφορικά με την
ευκολότερη εύρεση και χρήση των βιβλίων, είναι αναγκαία η διατήρηση επακριβών καταλόγων που να περιέχουν το σύνολο του
βιβλιακού υλικού και με μια κατάταξη που να επιτρέπει τη γρήγορη και ολοκληρωμένη χρησιμοποίησή του. Γενικά, οι τρόποι
καταλογογράφησης που έχουν υιοθετήσει οι σύγχρονες μεγάλες βιβλιοθήκες είναι τρεις: ο γενικός αλφαβητικός, σύμφωνα με
τον οποίο η σύνταξη του καταλόγου πραγματοποιείται με την αναγραφή κατ’ αλφαβητική σειρά του ονόματος των συγγραφέων
ή, αν πρόκειται για εφημερίδες και περιοδικά, με την αλφαβητική πάλι αναγραφή του πρώτου ουσιαστικού του τίτλου· ο
συστηματικός ή επιστημονικός, σύμφωνα με τον οποίο η καταλογογράφηση γίνεται με βάση την ταξινόμηση των βιβλίων σε
διάφορους κλάδους του επιστητού· και, τέλος, ο λημματογραφικός, σύμφωνα με τον οποίο ο κατάλογος καταρτίζεται με βάση
λέξεις που χαρακτηρίζουν το θέμα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, λόγω της τεράστιας ετήσιας εκδοτικής παραγωγής,
χρησιμοποιούνται πλέον κριτήρια ταξινόμησης ανά επιστημονικό τομέα ή κλάδο του επιστητού, έτσι ώστε να είναι ευκολότερο
για τον βιβλιοθηκονόμο (και κυρίως αυτόν), τον μελετητή ή τον απλό αναγνώστη να πραγματοποιήσει την αναζήτησή του.
Βιβλιολάθας (αρχ. βιβλίον + λάθας = αυτός που δεν θυμάται τα βιβλία που έχει συγγράψει). Σκωπτική προσωνυμία του
γραμματικού Δίδυμου του Αλεξανδρέα, στον οποίο αποδιδόταν η συγγραφή 3.500 έργων, τους τίτλους των οποίων –όπως είναι
εύλογο– δεν θυμόταν. Βλ. λ. Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς.
βιβλιολογία. Η μελέτη του βιβλίου αναφορικά με την κατασκευή, τη σύνθεσή του κλπ. Μολονότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε
κατά καιρούς για να υποδηλώσει τη βιβλιογραφία, είναι δυνατή η διάκριση πολλών υποδιαιρέσεων –μεταξύ των οποίων η ίδια η
βιβλιογραφία– οι οποίες αποτελούν τη β. Έχουμε έτσι τη βιβλιογραφία, η οποία ασχολείται με την κατάρτιση καταλόγων
εκδόσεων· τη βιβλιοθηκονομία, η οποία αφορά την τεχνική του εξοπλισμού και της λειτουργίας των βιβλιοθηκών· τη
βιβλιοθηκογραφία, που ασχολείται με την εξωτερική εξέταση των βιβλιοθηκών στις ιστορικές τους λεπτομέρειες· και, τέλος, την
καθαυτό β., η οποία μελετά το βιβλίο σε ό,τι αφορά την κατασκευή και την εξωτερική του εμφάνιση. Από τον 18ο αι., η
θεωρητική μελέτη της β. στους διάφορους κλάδους της περιέλαβε ευρύτατες έρευνες και διατυπώσεις θεωριών και εξακολουθεί
να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο πολιτισμό.
βιβλιοσυλλέκτες. Βλ. λ. βιβλιοφιλία.
βιβλιοφιλία. Όρος που υποδηλώνει την αγάπη για το βιβλίο. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του
Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών.
Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14ο αι. και υπήρξε πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε φιλόβιβλον
(philobiblon) την πραγματεία του για τη β. –την αρχαιότερη γνωστή πραγματεία στο αντικείμενο αυτό– και φιλόβιβλοι
(philobibli) ονομάζονταν, όπως και στην κλασική αρχαιότητα, οι βιβλιόφιλοι μέχρι την τελευταία περίοδο του 18ου αι., οπότε
ξανάρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος β. Αν και η λέξη είναι νεότερη, η αγάπη όμως για το βιβλίο και η επιθυμία της απόκτησης
και της διατήρησής του είναι τόσο παλιές όσο και το ίδιο το βιβλίο.
Γραμμένο πάνω σε πινάκια από άργιλο ή σε μεταξωτό ύφασμα, σε πάπυρο ή σε περγαμηνή, το βιβλίο θεωρήθηκε πολύτιμο ή και
ιερό από τους πολιτισμένους λαούς της αρχαιότητας, όπως ιερή και θεϊκής καταγωγής θεωρήθηκε συχνά και η γραφή. Το γραπτό
όμως κείμενο, ο «θησαυρός των φαρμάκων της ψυχής», όπως το χαρακτηρίζει η επιγραφή που ένας φαραώ της αρχαίας
Αιγύπτου διέταξε να τοποθετήσουν στην είσοδο της βιβλιοθήκης του, ήταν ένα προνόμιο αποκλειστικά των βασιλέων, ενίοτε δε
και της κάστας του ιερατείου. Στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη, η διάδοση του πνευματικού πολιτισμού, η χρησιμοποίηση της
περγαμηνής, η εργασία των αντιγραφέων και η ανάπτυξη του εμπορίου του βιβλίου, διεύρυναν τις δυνατότητες της αναζήτησης
και της συλλογής βιβλίων· βιβλιόφιλοι ήταν οι μορφωμένοι, οι φιλόσοφοι και συχνά οι πολιτικοί άνδρες.
Με τον ουμανισμό και την Αναγέννηση, το φαινόμενο έγινε καθολικό και απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Οι ουμανιστές
αναζητούσαν κυρίως τα βιβλία για το περιεχόμενό τους και οι ηγεμόνες δαπανούσαν θησαυρούς για να αποκτήσουν ωραίους
κώδικες με μικρογραφίες και πολύτιμες βιβλιοδεσίες. Η εφεύρεση της τυπογραφίας οδήγησε σε μια νέα μορφή β. Αν και είναι
αλήθεια ότι ο κώδικας αποτελεί μοναδικό κομμάτι, ενώ κάθε τυπωμένο βιβλίο υπάρχει πάντοτε σε μεγάλο αριθμό όμοιων
αντιτύπων, είναι επίσης αλήθεια ότι η β., με τη σημερινή σημασία του όρου, γεννιέται κυρίως με την τυπογραφία, λόγω της
τεράστιας διάδοσης της πνευματικής καλλιέργειας, η οποία δημιουργεί διαρκώς μεγαλύτερες κατηγορίες αναγνωστών.
Αντικείμενο της β. έγινε τότε η αναζήτηση του σπάνιου βιβλίου, της πολύτιμης έκδοσης των αντιτύπων που τυπώθηκαν από
τους διάσημους τυπογράφους (Άλδος Μανούτιος, Ετιέν, Βασκοζάν, Πλαντέν) και τα οποία με την πάροδο του χρόνου αποκτούν
προφανώς ολοένα μεγαλύτερη αξία, ή ακόμα βιβλίων που κυκλοφόρησαν σε ειδικές εκδόσεις πολυτελείας από τα εργαστήρια
των Ελζεβίρ, Ντιντό (Διδότου), Μποντόνι κ.ά.
Τα ιστορικά γεγονότα συνετέλεσαν συχνά στο να καταστεί σπάνιο ένα έργο που αρχικά δεν ήταν. Έτσι, την περίοδο των
θρησκευτικών πολέμων, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και οι διώξεις οδήγησαν στην καταστροφή έργων που έγιναν περιζήτητα
με την εξαφάνιση των αντιτύπων. Για παράδειγμα, το έργο Χριστιανισμού αποκατάσταση του Μιγκουέλ Σερβέτ, που είχε
εκδοθεί παράνομα το 1553 και κάηκε δημόσια λίγο πριν από την καταδίκη σε θάνατο του συγγραφέα, υπέστη τέτοιες
καταστροφές που μόνο τρία αντίτυπά του σώζονται: ένα στη Βιέννη, ένα στο Εδιμβούργο και ένα, με κηλίδες –σύμφωνα με την
παράδοση– από το αίμα του μάρτυρα, στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Το ίδιο συνέβη και με το βιβλίο Η ελεύθερη
Αμερική (1782;) του Βιτόριο Αλφιέρι, το οποίο καταστράφηκε ή εξαφανίστηκε στη Γαλλική επανάσταση και σήμερα υπάρχει
μόνο σε δύο αντίτυπα. Από τον 16ο έως τον 18ο αι., πολλοί διάσημοι βιβλιόφιλοι προσέφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον
πολιτισμό, συμβάλλοντας με τις υπομονετικές αναζητήσεις τους στον σχηματισμό πολύτιμων συλλογών: οι Γκρολιέ και ο σερ
Ρόμπερτ Κότον τον 16ο αι., ο Σενιέ, ο καρδινάλιος Μαζαρέν και ο Κολμπέρ τον 17ο αι.· και αργότερα ο Λοσάζ, ο Τριγκό, ο
δούκας Ντι Λαβαλιέρ, ο πρίγκιπας του Έσλινγκ καθώς και ο Μαλιαμπέκι, ο Τσένο κ.ά.
Η Γαλλική επανάσταση, με την κατάργηση των μοναστηριών, ήταν αυτή που συνέβαλε ώστε να κυκλοφορήσουν στο εμπόριο οι
μεγάλες μοναστηριακές συλλογές, που αμέσως έγιναν στόχος των βιβλιόφιλων· οι μεγάλες όμως δημόσιες βιβλιοθήκες, που από
καιρό είχαν αρχίσει να συγκροτούνται και μεγάλωναν σε βάρος των ιδιωτικών συλλογών, φρόντισαν από την πλευρά τους να
συγκεντρώσουν ό,τι καλύτερο προσέφερε η αγορά του βιβλίου. Άρχισε η εποχή των μεγάλων δημοπρασιών, στις οποίες τα
σπάνια βιβλία έφταναν μερικές φορές σε μυθώδεις τιμές. Για την εξυπηρέτηση και τη βοήθεια των βιβλιόφιλων εκδόθηκαν τα
πρώτα σημαντικά έργα β.: το 1790, στο Παρίσι, οι Ντικλό και Καγιό εξέδωσαν το Βιβλιογραφικό, ιστορικό και κριτικό λεξικό
των σπάνιων βιβλίων, επιχειρώντας για πρώτη φορά μια ταξινόμηση των έργων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόλογα·
έπειτα από μερικά χρόνια, το 1810, εκδόθηκε το Εγχειρίδιο του βιβλιοπώλη και του βιβλιόφιλου του βιβλιογράφου Μπρινέ, η
«βίβλος» των βιβλιόφιλων όλου του κόσμου· μολονότι οι τιμές που αναφέρονται σε αυτό δεν αντιστοιχούν πια στις σημερινές,
είτε εξαιτίας της διαφορετικής αξίας του νομίσματος είτε επειδή πολλά από τα βιβλία που καταχώρησε ο Μπρινέ –που τώρα
μόνο στις βιβλιοθήκες μπορεί να τα βρει κανείς– είναι ουσιαστικά χωρίς αξία, το Εγχειρίδιο θεωρείται θεμελιώδες έργο.
Ένα βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί σπάνιο είτε ως προς την έκδοση είτε ως προς το περιεχόμενό του. Ως προς την έκδοση,
είναι πραγματικά σπάνιες και συνεπώς αρκετά μεγάλης αξίας οι εκδόσεις του 15ου αι., οι πρώτες εκδόσεις, οι εκδόσεις των
διασημότερων τυπογράφων, οι εκδόσεις σε περγαμηνή ή σε ειδικό χαρτί με εικονογραφήσεις διάσημων ζωγράφων και, τέλος, τα
αντίτυπα με σημειώσεις στο περιθώριο, γραμμένες από τους συγγραφείς ή από διάσημες προσωπικότητες. Ως προς το
περιεχόμενο, τα βιβλία που θεωρούνται σπάνια έχουν ταξινομηθεί από τους βιβλιόφιλους σε διάφορες κατηγορίες. Οι πιο
χαρακτηριστικές από αυτές είναι αρχικά κάποια έργα γραμμένα σε γλώσσες όχι πολύ προσιτές. Για παράδειγμα η Νιπόνο
Γιέζους, η χριστιανική διδασκαλία σε ιαπωνική γλώσσα, εκδόθηκε το 1592 στο Τόκιο από Ιησουίτες ιεραποστόλους και μόνο
ένα αντίτυπό της είναι γνωστό· γι’ αυτό η αξία της είναι ανυπολόγιστη. Επίσης, είναι γνωστές κάποιες ιστορίες διαφόρων τόπων,
έργα αρχαίας γεωγραφίας, αρχαίοι άτλαντες, αρχαίοι οδηγοί, περιγραφές ταξιδιών κ.ά. Ανυπολόγιστης αξίας είναι βιβλία όπως
οι Επιστολές από τα νησιά που ανακαλύφθηκαν τελευταία σε τέσσερα ταξίδια του Αμέρικο Βεσπούτσι (περ. 1565), που μόνο 5 ή
6 αντίγραφά του είναι γνωστά. Πολύ σπάνια είναι και τα βιβλία που αναφέρονται στην ιστορία των πρώτων αμερικανικών
αποικιών, όπως για παράδειγμα το Βιβλίο όλων των νόμων και προνομίων για τους κατοίκους της Μασαχουσέτης (1648).
Αδύνατο είναι να βρεθούν σήμερα έργα όπως το περίφημο Τα θαυμάσια της πόλης της Ρώμης, παλαιά έργα μαθηματικών,
αστρονομίας, αστρολογίας, αλχημείας, χειρουργικής, ιδιαίτερα αν είναι εικονογραφημένα. Απίστευτα μεγάλης αξίας είναι, για
παράδειγμα, το De arithmetica opusculum του Καλάντρι, η αρχαιότερη πραγματεία αριθμητικής που έχει γραφτεί στην ιταλική
γλώσσα (1491).
Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται παλιές εφημερίδες και αλμανάκ. Περιζήτητες και αρκετά ακριβές είναι οι έντυπες
αγγελίες, οι επιστολές, οι περιγραφές μαχών ή γεγονότων, που σε ολόκληρο τον 16ο αι. υποκαθιστούσαν τις εφημερίδες· το ίδιο
και οι χιουμοριστικές, σατιρικές, πολιτικές εφημερίδες –ιδιαίτερα της Γαλλικής επανάστασης και του Ριζορτζιμέντο– και επίσης
όλες γενικά οι παράνομες εφημερίδες. Από τα αλμανάκ, σπάνιος είναι ο τόμος του 1808 του Αλμανάκ της Γκότα, την έκδοση
του οποίου είχε σταματήσει προσωπικά ο Ναπολέων. Επίσης, κάποια βιβλία λαϊκής λογοτεχνίας, θρησκευτικοί μύθοι και
ιστορίες ιπποτών, σε μερικές δημοπρασίες έφτασαν σε υψηλότατες τιμές.
Επιπλέον, υπάρχουν βιβλία που περιγράφουν διάφορα παιχνίδια, γιορτές, αγώνες σε πανηγύρια, ξιφομαχίες, κυνήγι με γεράκια
κλπ.
Τέλος, είναι γνωστά κάποια βιβλία μαγειρικής, κοστουμιών, μόδας, κεντημάτων κλπ., βιβλία με αινίγματα, ευφυολογήματα,
σάτιρες, βιβλία για σύγχρονα γεγονότα και πρόσωπα που καλύπτονται με συμβατικά ονόματα· μεταξύ των τελευταίων, μεγάλης
αξίας –μολονότι είναι από τα νεότερα– είναι η Hypercalipseos-Ipercalisse του Ούγκο Φόσκολο.
Οι πρώτοι σύλλογοι βιβλιόφιλων εμφανίστηκαν στην Αγγλία και αργότερα συγκροτήθηκαν παντού, τον 19ο αι., αξιόλογες
ενώσεις, στις οποίες οφείλονται ωραιότατες εκδόσεις, που συνέβαλαν στη διάδοση της αγάπης για το βιβλίο και στην
εκλαΐκευση λογοτεχνικών και επιστημονικών γνώσεων. Σήμερα, η β. μπορεί να θεωρηθεί πραγματική επιστήμη, μολονότι το
εμπόριο των σπάνιων βιβλίων περιορίστηκε στους παλαιοπώλες.
Βιβλίς. Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Μιλήτου, γιου του Απόλλωνα, και της Κυάνης,
κόρης του βασιλιά της Καρίας ή του Μαιάνδρου. Ερωτεύτηκε σφοδρά τον αδελφό της Καύνο, ο οποίος, για να την αποφύγει,
πήγε στην Καρία και ίδρυσε την ομώνυμη πόλη. Από την απελπισία της, η Β. κρεμάστηκε από μια βαλανιδιά ή μεταμορφώθηκε
σε Αμαδρυάδα. Από τα δάκρυά της έρεε μια πηγή που ονομάστηκε αργότερα Βιβλίδος Δάκρυα. Από τη Β. ονομάστηκαν πόλεις
στην Καρία, στη Φοινίκη και στη Μήλο.
Βίβλος. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 7 χλμ. ΝΑ της Χώρας
Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
βίβλος (Βοτ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς των φυτών (αναφέρεται και ως βιβλική ζώνη). Πρόκειται για τον εσωτερικό
δευτερογενή φλοιό ο οποίος βρίσκεται μεταξύ του νεότερου φελλογονίου (εξωτερικά) και του αγγειώδους καμβίου (εσωτερικά).
Η β. διαχωρίζεται από το ξύλο με το αγγειώδες κάμβιο, το οποίο παράγει προς τα μέσα ξύλο και προς τα έξω β. Αποτελείται από
δευτερογενές φλοίωμα, το οποίο συνίσταται από δύο επιμέρους κυτταρικά συστήματα, το αξονικό και το ακτινωτό. Το αξονικό
μεταφέρει τα θρεπτικά διαλύματα κατά μήκος του άξονα του βλαστού και ανάλογα με το φυτό αποτελείται από ηθμοσωλήνες,
συνοδά κύτταρα, ηθμώδη κύτταρα, σκληρεγχυματικές ίνες και φλοιοπαρέγχυμα. Το ακτινωτό σύστημα αποτελείται
αποκλειστικά από παρεγχυματικά κύτταρα που εξυπηρετούν στην αποταμίευση θρεπτικών διαλυμάτων. Γενικά, σχηματίζει
φυλλοειδή στρώματα, με λιγότερο ή περισσότερο κανονική διάταξη, το ένα επάνω στο άλλο, όπως τα φύλλα ενός βιβλίου, απ’
όπου και προήλθε η ονομασία β.
Η β. διακρίνεται επιπλέον σε λειτουργικό και μη λειτουργικό δευτερογενές φλοίωμα. Το λειτουργικό είναι το νεότερο, βρίσκεται
δίπλα στο αγγειώδες κάμβιο και εκτελεί την αξονική μεταφορά, ενώ το μη λειτουργικό είναι παλαιότερο και βρίσκεται στην
περιφέρεια της β. Το μη λειτουργικό δευτερογενές φλοίωμα δεν είναι νεκρός ιστός· νεκρώνονται μόνο τα ηθμώδη στοιχεία του,
ενώ τα παρεγχυματικά κύτταρα παραμένουν ζωντανά και λειτουργούν ως αποταμιευτικά κύτταρα για πολλά χρόνια.
Βίβλος (Εκκλ.). Ο όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες για την Αγία Γραφή. Βλ. λ. Αγία Γραφή.
Βίβλος, Χρυσή. Βλ. λ. Χρυσή Βίβλος.
Βίβουλος, Μάρκος Καλπούρνιος (Marcus Calpurnius Bibulus, ; – 48 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Εξελέγη ύπατος μαζί με τον
Ιούλιο Καίσαρα, παραιτήθηκε όμως λίγο αργότερα, αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του. Πέθανε την
περίοδο της σύγκρουσης του Καίσαρα με τον Πομπήιο, στην οποία είχε ταχθεί στο πλευρό του δεύτερου, ως ναύαρχος του
στόλου του.
βιβούρνο (Viburnum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καπριφολιιδών. Είναι αειθαλείς ή φυλλοβόλοι θάμνοι,
σπανίως μικρά δέντρα, ιθαγενείς των εύκρατων και υποτροπικών περιοχών της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας.
Πρόκειται για ανθεκτικά φυτά, τα οποία καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά, τόσο για τις διακοσμητικές, σφαιρικές ή
σκιαδόμορφες ταξιανθίες και ταξικαρπίες τους, όσο και για το ζωηρό και πυκνό φύλλωμά τους. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο,
μοσχεύματα ή παραφυάδες και ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη.
Ένα από τα κυριότερα είδη είναι το Viburnum lantana, φυλλοβόλος θάμνος της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης, γνωστός
και με την κοινή ονομασία κληματσίδα. Έχει ακέραια, πριονωτά, χνουδωτά φύλλα και μικρά λευκά άνθη, κατά πυκνές
κυματοειδείς ταξιανθίες· ο καρπός του είναι ωοειδής, ερυθρή δρύπη, η οποία γίνεται μελανωπή καθώς ωριμάζει.
Το είδος Viburnum tinus είναι μεγάλος αειθαλής θάμνος, αυτοφυής της μεσογειακής Ευρώπης· στην Ελλάδα είναι γνωστό με
την κοινή ονομασία άγρια δάφνη. Έχει ακέραια, γυαλιστερά φύλλα ποικίλων σχημάτων, λευκά άνθη με ρόδινες αποχρώσεις και
βαθυγάλανους καρπούς. Καλλιεργείται ευρύτατα ως καλλωπιστικό, είτε για ομαδική φύτευση (ψαλιδιζόμενες μπορντούρες,
ελεύθερες συστάδες) είτε μόνο του.
Το είδος Viburnum opulus είναι φυλλοβόλος θάμνος των υγρών δασών της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας. Έχει λοβωτά, πλατιά
φύλλα και φέρει σκιαδόμορφες ταξιανθίες, τα κεντρικά άνθη των οποίων είναι κίτρινα, γόνιμα και τα περιφερειακά άγονα, με
στεφάνη πιο πλατιά και λευκή. Ο καρπός του είναι ερυθρωπή, εδώδιμη δρύπη. Η ποικιλία roseum ή sterile του τελευταίου είδους
έχει μεγάλες, λευκές, σφαιρικές ταξιανθίες, οι οποίες αποτελούνται από ισομεγέθη, άγονα άνθη και καλλιεργείται ευρύτατα για
διακόσμηση των κήπων.
Για καλλωπιστικούς σκοπούς καλλιεργούνται επίσης τα είδη Viburnum odoratissimum, ιθαγενές της Ινδίας και της Ιαπωνίας, με
γυαλιστερά, καταπράσινα φύλλα και λευκά εύοσμα άνθη· Viburnum alnifolium της Βόρειας Αμερικής, με ωοειδή, πριονωτά
φύλλα και εύοσμα άνθη κατά κορύμβους κ.ά.
Βίγγλα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 82 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, στις
ανατολικές πλαγιές του βουνού Παντοκράτορας, προς την ακτή του βόρειου στενού της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον
δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας.
Βιγγλατούρι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 99 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού,
στις νοτιοανατολικές πλαγιές του βουνού Παντοκράτορας, προς τη νότια είσοδο του βόρειου στενού της Κέρκυρας. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας.
Βιγιάρ, Εντουάρ (Jean Eduard Vuillard, Κισό 1868 – Λα Μπολ 1940). Γάλλος ζωγράφος. Το 1888 άρχισε να παρακολουθεί
μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τον απώθησε ο συντηρητισμός του ιμπρεσιονισμού και συνέχισε τις σπουδές του
στην Ακαδημία Ζιλιάν. Συμμετείχε στην ομάδα Ναμπί (Nabis), τα κυριότερα μέλη της οποίας ήταν ο Β., ο Πιερ Μπονάρ, ο
Ξαβιέ Ρουσέλ, ο Μορίς Ντενί κ.ά., οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην επικρατούσα άποψη του ιμπρεσιονισμού και ακολούθησαν το
μετα-ιμπρεσιονιστικό ρεύμα.
Η κύρια θεματολογία του είναι γυναικείες μορφές σε εσωτερικούς χώρους (συνήθιζε να χρησιμοποιεί ως μοντέλα τη μητέρα και
την αδελφή του), ενώ παράλληλα ζωγράφιζε τα πορτρέτα επιφανών γαλλικών οικογενειών. Ενώ το βασικό θέμα στους πίνακες
του Β. είναι οι ανθρώπινες μορφές, μέσα από την έντονη προσήλωσή του στην ίδια την επιφάνεια του πίνακα διαφαίνονται
χαρακτηριστικά της αφηρημένης τέχνης του 20ού αι.
Βιγίλιος (Vigilius, Ρώμη ; – Συρακούσες 555 μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (537-555). Με ενέργειές του καθαιρέθηκε ο πάπας
Σιλβέριος από τον βυζαντινό στρατηγό Βελισάριο. Ανακηρύχθηκε πάπας με την εύνοια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, σε μια
εποχή που οι Βυζαντινοί είχαν ισχυρό λόγο στα πράγματα της Ρώμης. Ο Β. στη διάρκεια της θητείας του παρουσίασε
αντιφατικές απόψεις σχετικά με το φλέγον τότε για τη χριστιανική Εκκλησία θέμα του μονοφυσιτισμού. Ο Β. υποστήριξε πότε
τη μία και πότε την άλλη θέση. Ωστόσο, η σκληρή κριτική που του επιφύλαξαν οι αμέσως μεταγενέστεροι κριτικοί ίσως να
οφείλεται σε πολιτικά κριτήρια, καθώς ο Β. αναζήτησε τις συμμαχίες του κυρίως στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού
κράτους (Βυζάντιο) και στο αυτοκρατορικό ζεύγος Ιουστινιανού και Θεοδώρας.
Βιγιόν, Φρανσουά (Francois Villon, Παρίσι 1431; – 1463 ή 1489). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή Φρανσουά ντε
Μονκορμπιέ (Francois de Montcorbier) ή, κατ’ άλλους, Φρανσουά ντε Λοζ (Francois des Loges), το οποίο υιοθέτησε από
ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλο και προστάτη του, Γκιγιόμ ντε Βιγιόν.
Μετά τα εφηβικά του χρόνια επιδόθηκε σε μια άσωτη ζωή. Το 1455 σε μια φιλονικία του, ίσως ευρισκόμενος σε άμυνα,
σκότωσε άθελά του έναν παπά και αναγκάστηκε να φύγει από το Παρίσι. Σύντομα όμως επέστρεψε, αφού κατάφερε να του
δοθεί βασιλική χάρη. Ύστερα από μήνυση μιας ερωμένης του, υπέστη την ταπεινωτική ποινή της μαστίγωσης και κατέφυγε τότε
στο Ανζέ, όπου μάλλον είχε συγγενείς. Ισχυρίστηκε αργότερα ότι εγκατέλειψε το Παρίσι για να ξεφύγει από έναν έρωτα χωρίς
ελπίδα. Επανεμφανίστηκε στις όχθες του Σηκουάνα και έγινε ο αρχηγός μιας συμμορίας, τα μέλη της οποίας ζούσαν από
εκβιασμούς και απάτες. Καταδικάστηκε για κλοπή, αλλά η ποινή της φυλάκισής του μετατράπηκε σε εκτόπιση χάρη σε ένα
λυρικό ποίημα που έγραψε με την ευκαιρία της γέννησης μιας πριγκίπισσας. Στο Μπλουά τον υποστήριξε ο δούκας της
Ορλεάνης, αλλά η προστασία αυτή δεν μπόρεσε να τον σώσει από τη φυλακή για καινούργια παραπτώματα. Έτσι το 1461, με
κατηγορία μάλλον του επισκόπου της Ορλεάνης για ανοσιότητα, πέρασε όλο το καλοκαίρι στις φυλακές Μενγκ-σιρ-Λουάρ.
Όταν αφέθηκε ελεύθερος με αμνηστία, επέστρεψε στο Παρίσι και έγραψε τη Διαθήκη. Το 1462 φυλακίστηκε ξανά με την
κατηγορία του φόνου και μαζί με μερικούς συνενόχους του καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκείνη την περίοδο έγραψε την περίφημη
Μπαλάντα των κρεμασμένων (Ballade des Pendus), εμπνευσμένη προφανώς από την τύχη που περίμενε πλέον τον ίδιο. Και
αυτή τη φορά, όμως, κατάφερε να γλιτώσει με δέκα χρόνια εξορία. Το αριστούργημα του Β. είναι η Μεγάλη Διαθήκη (1461),
της οποίας είχε προηγηθεί το 1456 το Κληροδότημα, γνωστό και ως Μικρή Διαθήκη. Στη Μεγάλη Διαθήκη ο ποιητής αφηγείται
τα γεγονότα της γεμάτης περιπέτειες ζωής του, θυμάται τους έρωτές του, μορφές φίλων και εχθρών. Το έργο είναι γραμμένο σε
στροφές και οκτασύλλαβους και στο σύνολό του ξεπερνά τους 2.000 στίχους. Στη Διαθήκη παρεμβάλλει μπαλάντες και ροντό,
μαζί με σαράντα άλλα λυρικά ποιήματα που έγραψε σε διάφορες περιστάσεις.
Ο Β. είναι ο πρώτος πραγματικά μεγάλος σύγχρονος ποιητής της Γαλλίας. Στα έργα του, γραμμένα συχνά στη ζαργκόν και στη
ζομπελέν (αργκό του υποκόσμου της εποχής), εναλλάσσονται τρόποι και τόνοι διάφοροι και πολλές φορές αντιφατικοί, η θλίψη
και ο σαρκασμός, η συγκίνηση και το κωμικό στοιχείο. Κανείς άλλος Γάλλος πριν από τον Ραμπελέ δεν μπορεί να παραβληθεί
με τον Β. σε δύναμη και πλούτο έκφρασης. Η αναγνώρισή του ήλθε μόλις τον 19ο αι.
βιγιότα (Μουσ.). Πολυφωνική σύνθεση, συνήθως τετράφωνη, εύκολης αντιστικτικής κατασκευής και άνετη στην εκτέλεση. Με
επιδράσεις χορευτικών ρυθμών, δέχτηκε λαϊκά στοιχεία παρεκκλίνοντας όμως από τη βιλανέλα. Διαδόθηκε ιδιαίτερα στη βόρεια
Ιταλία. Από πολλούς μελετητές θεωρήθηκε προάγγελος της άνθησης του μαδριγαλίου. Ωστόσο, στις διάφορες εκφραστικές
αποχρώσεις, που γίνονται κάθε φορά εντονότερες ανάλογα με την τοπική τους προέλευση, η β. αποκαλύπτει –με τις αναλογίες
στις ποιητικές και στις μουσικές εικόνες– μια κοινή αρχή, που έως τώρα δεν στάθηκε δυνατόν να διαπιστωθεί με συγκεκριμένα
στοιχεία, εξαιτίας της έλλειψης πηγών. Δείγματα β. περιλαμβάνονται στις πολυφωνικές μουσικές ανθολογίες που τυπώθηκαν
από τον Οταβιάνο Πετρούτσι (15ος-16ος αι.), τον πρώτο μουσικό εκδότη που χρησιμοποίησε για το τύπωμα κινητά στοιχεία.
Βίγκελαντ, Άντολφ Γκούσταφ (Adolf Gustav Vigeland, Μάνταλ 1869 – Όσλο 1943). Νορβηγός γλύπτης. Σπούδασε
γλυπτική στο Όσλο και στην Κοπεγχάγη. Το πρώτο του έργο ήταν ανάγλυφο εμπνευσμένο από την Ιλιάδα. Στα τριακόσια έργα
που δημιούργησε, εξαιρετική θέση κατέχουν η Κόλαση και οι προτομές του Ίψεν και του Χάμσον. Το αριστούργημά του όμως
είναι η γλυπτή σύνθεση σιντριβανιού στο Όσλο, έργο πολύ μεγάλο σε όγκο, αλλά και σε πνοή.
Βιγκλάφια. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 196 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χερσονήσου
του Έλους, στο εσωτερικό του όρμου της Νεάπολης, στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, 149 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών.
Βιγκλοστάσι. Ακρωτήριο της Σύρου. Βρίσκεται στο νότιο ακραίο σημείο του νησιού. Ονομάζεται και Βελοστάσι.
Βίγκμαν, Μέρι (Mary Wigman, Ανόβερο 1886 – Βερολίνο 1973). Γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Ήταν μαθήτρια του
Ρούντολφ Λάμπαν φον Βάραλια και αργότερα ίδρυσε στη Δρέσδη (1920) μια περίφημη σχολή χορού. Υπήρξε από τις
σημαντικότερες εκπροσώπους του ελεύθερου χορού. Στις χορογραφικές της αντιλήψεις εμπνεύστηκε από το έργο του δασκάλου
της. Αντιλαμβανόταν τον χορό ως καθαρή έκφραση, που την πραγματοποιούσε με μια πλαστική και υποβλητική εντύπωση
έντασης και χαλάρωσης, θαυμάσια εκφρασμένη, χάρη στις ξεχωριστές ερμηνευτικές της ικανότητες. Μεταξύ του πλήθους των
χορογραφιών της, ξεχωρίζει εκείνη για τα Κάρμινα Μπουράνα (1955) του Ορφ και για την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του
Στραβίνσκι, στο Φεστιβάλ του Βερολίνου του 1957.
Βίγκνερ, Γιουτζίν Πολ (Eugene Paul Wigner, Βουδαπέστη 1902 – Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϊ 1995). Αμερικανός φυσικός,
ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε αρχικά στη Βουδαπέστη και ύστερα στο Βερολίνο. Το 1938 έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο
του Πρίνστον των ΗΠΑ. Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1937, διατύπωσε τη θεωρία του περί ατομικού πυρήνα, στην οποία
παραδεχόταν την ύπαρξη δυνάμεων ανταλλαγής, με βραχεία ακτίνα δράσης, ανεξάρτητων από τα ηλεκτρικά φορτία και από τα
σπιν. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, για τη συμβολή του στη θεωρία του ατομικού πυρήνα και των
στοιχειωδών σωματίων και ιδιαίτερα για την ανακάλυψη και την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών της συμμετρίας.
Το 1939 ο Β. υπήρξε μεταξύ αυτών που προώθησαν τις έρευνες για την κατασκευή της ατομικής βόμβας και η συμβολή του
ήταν σημαντική και επιτυχής. Στο πλαίσιο των μελετών του για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες παρατήρησε ότι οι ακτινοβολίες
δίνουν την ενέργειά τους, κατά τη δίοδό τους μέσα από στερεά, όχι μόνο σε ιονισμούς και σε διεγέρσεις ατόμων και μορίων
αλλά και σε διαταράξεις των ατόμων από τις θέσεις ισορροπίας τους. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε φαινόμενο Β. και υπήρξε
αποκαλυπτικό σε ό,τι αφορά τον γραφίτη των πυρηνικών αντιδραστήρων, στον οποίο παρατηρούνται ιδιαίτερα σημαντικές
παραμορφώσεις.
Βίγκνερ, δυνάμεις (Πυρ. Φυσ.). Ένας από τους τέσσερις τύπους των δυνάμεων ανταλλαγής, με τις οποίες τα νουκλεόνια
συγκρατούνται μέσα στον πυρήνα. Συνήθως η κυματική συνάρτηση Ψ του συστήματος δύο νουκλεονίων διαχωρίζεται σε δύο
κυματοσυναρτήσεις, την πρώτη που εκφράζει τη συνάρτηση του χώρου και τη δεύτερη που εκφράζει τη συνάρτηση του σπιν. Οι
δυνάμεις αυτές έλαβαν την ονομασία τους από τον φυσικό Γιουτζίν Πολ Βίγκνερ (βλ. λ.).
Βίγκο (Vigo). Πόλη (280.186 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, στην επαρχία Ποντεβέδρα, στην αυτόνομη περιοχή της Γαλικίας.
Αποτελεί το σημαντικότερο ισπανικό κέντρο αλιείας στον Ατλαντικό ωκεανό. Η σύγχρονη πόλη, με μοντέρνο πολεοδομικό
σχέδιο, έχει αναπτυχθεί γύρω από το παλιό ιστορικό κέντρο της. Το 1585 και το 1589 δέχτηκε επίθεση από τον Άγγλο πειρατή
και θαλασσοπόρο Φράνσις Ντρέικ, ενώ το 1702 στο λιμάνι της ναυάγησε ολλανδο-βρετανικός στόλος με θησαυρούς από τον
Νέο Κόσμο.
Βιγκό, Ζαν (Jean Vigo, Παρίσι 1905 – 1934). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος του διάσημου αναρχικού Μιγκέλ
Αλμερέιδα (βλ. λ.· πραγματικό όνομα Εζέν Βιγκό), επηρεάστηκε από τα τραγικά περιστατικά της παιδικής ηλικίας του –ο
πατέρας του πέθανε στη φυλακή το 1917 με την κατηγορία της προδοσίας– και τα θλιβερά χρόνια της εφηβείας στο κολέγιο, τα
οποία δημιούργησαν στον νεαρό Β. μια πικρή και επιθετική διάθεση που βρήκε την έκφρασή της στην πρώτη του κιόλας ταινία
Σχετικά με τη Νίκαια (Propos de Nice, 1930). Σε αυτό το έργο, ο Β., που έπασχε ήδη από φυματίωση, κινηματογραφώντας
αληθινά επεισόδια της καθημερινής ζωής, χωρίς να το γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές τους και συναρμολογώντας τις εικόνες σε
τολμηρούς συνδυασμούς, γκρέμιζε, όχι χωρίς κάποια αφελή υπερβολή, τον τουριστικό μύθο της Νίκαιας και της Κυανής Ακτής.
Στην επόμενη ταινία του, με τίτλο Διαγωγή μηδέν (Zero de Conduite, 1933), βασισμένη στις αναμνήσεις της εφηβείας, η
αναρχική διάθεση διαμαρτυρίας του Β. έχει στόχο τη ζωή του κολεγίου: η εικόνα που παρουσιάζει είναι τόσο ασεβής και
τραγελαφική, ώστε η προβολή της στη Γαλλία απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία και η ταινία κατάφερε να προβληθεί μόλις το
1945. Αμέσως μετά (1934) ο Β. σκηνοθέτησε το τελευταίο του φιλμ (πέθανε από σηψαιμία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου): μια
ερωτική ιστορία που εξελίσσεται πάνω σε μια ποταμοσχεδία. Η ταινία του Αταλάντη (L’Atalante) υπέστη σημαντικές αλλαγές
από τον παραγωγό και προβλήθηκε με διαφορετικό τίτλο: Η μαούνα που περνά. Λίγα χρόνια αργότερα, με φροντίδα της
Γαλλικής Ταινιοθήκης, βγήκε μια κόπια πιο πιστή στο πρωτότυπο, ενώ προβλήθηκε στην αρχική μορφή της μόλις το 1989. Στη
μεταπολεμική περίοδο οι κριτικοί όλων των χωρών αναγνώρισαν τη σημαντική αξία του έργου του Β.
Βιγκότσκι, Λεβ Σεμιόνοβιτς (Lev Semyonovich Vygotsky, Λευκορωσία 1896 – Μόσχα 1934). Λευκορώσος ψυχολόγος.
Σπούδασε νομικά και φιλολογία, αλλά από το 1917 εξάσκησε το επάγγελμα του ψυχολόγου και υπήρξε ένας από τους
σημαντικότερους ψυχολόγους της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της
Μόσχας και στο ινστιτούτο ψυχολογίας της ίδιας πόλης. Ήταν σύγχρονος της σχολής των συμπεριφοριστών (Ιβάν Παβλόφ και
Τζον Γουότσον), όπως επίσης του νεότερου κινήματος της μορφολογικής ψυχολογίας (Βερτχάιμερ, Κέλερ, Κόφκα, Λέβιν κ.ά.).
Πίστευε ότι και οι δύο σχολές απέτυχαν να αναπτύξουν μια ολοκληρωμένη περιγραφή ή εξήγηση των βασικότερων
ψυχολογικών λειτουργιών με έναν επιστημονικά αποδεκτό τρόπο. Κατά τον Β. η μελέτη της ανθρώπινης νόησης δεν πρέπει να
περιορίζεται στην απλή καταγραφή και εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, βασιζόμενη στη διάκριση του ανθρώπινου
είδους από τα ζώα. Το έργο του περιλαμβάνει μια συστηματική και έξυπνη ανάλυση της μοντέρνας ψυχολογίας. Ο Β. θεωρούσε
ότι ο κύριος παράγοντας για την ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού είναι η κοινωνική του ανάπτυξη και κυρίως η γλωσσική του
ανάπτυξη. Πραγματοποίησε επίσης μελέτες στην ψυχοπαθολογία. Το σημαντικότερο βιβλίο του είναι το Σκέψη και γλώσσα.
Πέθανε από φυματίωση το 1934.
Βίγλα. Ονομασία πέντε οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 20 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Κυνουρίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεωνιδίου.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 405 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, ανάμεσα στις
λιμνοθάλασσες Ροδιά και Λογαρού, 16 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμβρακικού.
3. Οικισμός (40 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού του νομού Ευβοίας.
4. Οικισμός (34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας.
5. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.550 μ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρεσπών.
Βίγλα. Ονομασία ακρωτηρίων ελλαδικού χώρου.
1. Ακρωτήριο της Εύβοιας, στη βορειοανατολική ακτή του όρμου των Πεταλιών, στη νότια Εύβοια. Βρίσκεται σε απόσταση
περίπου 2 ναυτικών μιλίων της βραχονησίδας Ακιό, στον μυχό της οποίας βρίσκεται ο όρμος του Ανημποριού.
2. Ακρωτήριο της Τήνου, πιο γνωστό ως Βίγλια (βλ. λ.).
3. Ακρωτήριο της Φολεγάνδρου, στο βόρειο ακραίο σημείο του νησιού. Ονομάζεται επίσης Καστέλλι ή Καστέλλος.
Βίγλα. Ονομασία βουνοκορφών του ελλαδικού χώρου.
1. Βουνό (616 μ.) στη Σύμη των Δωδεκανήσων.
2. Κορυφή (1.392 μ.) του όρους Βέρνου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του, στο δυτικό τμήμα του νομού Φλωρίνης, πάνω από τη
διάβαση του Πισοδερίου.
3. Κορυφή (1.318 μ.) της ανατολικής Πελοποννήσου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού Αρκαδίας, Ν του οικισμού
Άνω Δολιανά.
4. Κορυφή (1.100 μ.) της Δυτικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Καστοριάς, πάνω από την πόλη
και τη λίμνη της Καστοριάς.
5. Κορυφή (1.433 μ.) της Σάμου, στο όρος Κερκετεύς.
6. Κορυφή (711 μ.) της οροσειράς της Σητείας στην Κρήτη που βρίσκεται στον νομό Λασιθίου.
7. Κορυφή (1.247 μ.) του Πάρνωνα. Βρίσκεται στο μέσο του, στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Αρκαδίας, Β του οικισμού
Κοσμάς.
Βίγλα. Μηνιαίο φιλολογικό και καλλιτεχνικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στο Μεσολόγγι από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο
του 1923, με ιδρυτή και διευθυντή τον Μπάμπη Χρέλια και αρχισυντάκτη τον Γεράσιμο Κασόλα. Η βραχύβια αυτή έκδοση
δημοσίευσε κείμενα των Παλαμά, Μαλακάση, Χρηστοβασίλη, Πορφύρα, Ουράνη, Παναγιωτόπουλου, Άγρα, Λαπαθιώτη,
Βουτυρά κ.ά. Στο ίδιο έντυπο παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά στα γράμματα, ο Έλληνας ποιητής, εβραϊκής καταγωγής, Γιοσέφ
Ελιγιά.
Βιγλί. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 25 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά
στον δήμο Ερίσου του νομού Κεφαλληνίας.
Βιγλί. Ακρωτήριο της Ρόδου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της ανατολικής ακτής του νησιού.
Βίγλια. Ακρωτήριο της Τήνου. Βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή του νησιού. Ονομάζεται και Βίγλα.
Βίγντιτς (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1925. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 16,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
12,4. Διεθνώς ονομάζεται Vigdis 1053.
Βιδαβιώτης (β’ μισό 18ου αι.). Αρματολός από τη Σιγδίτσα της Παρνασσίδας. Πήρε μέρος στην επανάσταση του Ορλόφ
(1770). Φιλοδοξώντας να γίνει δερβέναγας, προσχώρησε στους Τούρκους των Σαλώνων, από τους οποίους όμως τελικά
δολοφονήθηκε.
Βιδιάκι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 207 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Ηλείας, στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής Λιπινικός, 135 χλμ. ΒΔ
της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοντοβαζαίνης.
Βιδίνιο. Ελληνική ονομασία της βουλγαρικής πόλης Βίντιν. Βλ. λ. Βίντιν.
βίδρα (Ζωολ.). Κοινή ονομασία υδρόβιων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών, τα οποία είναι γνωστά στην ελληνική
βιβλιογραφία και με την ονομασία ενυδρίδα. Είναι ευλύγιστο ζώο με λεπτό, υδροδυναμικό σώμα, το οποίο μπορεί να φτάσει σε
μήκος το 1,5 μ. και σε βάρος τα 15 κιλά και απολήγει σε δυνατή ουρά, λεπτότερη στην άκρη, μήκους περίπου 50 εκ. Το κεφάλι
της είναι πεπλατυσμένο και φέρει σκληρά μουστάκια, μικρά μάτια και μικρά αφτιά, τα οποία κλείνουν, όπως και τα ρουθούνια,
όταν κολυμπά κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Τα πόδια της είναι κοντά, με πέντε δάχτυλα, ενωμένα κατά τα τρία τέταρτα με νηκτική μεμβράνη και νύχια μονίμως
προτεταμένα. Η οδοντοστοιχία της περιλαμβάνει 36 δόντια. Η β. περπατά γρήγορα στο έδαφος, αλλά προτιμά να μετακινείται
στο νερό. Κολυμπά με ευκολία χρησιμοποιώντας τα πόδια της σαν κουπιά και την ουρά σαν πηδάλιο. Το σώμα της φέρει
πλούσια γούνα από πυκνό και αδιάβροχο τρίχωμα, που θεωρείται εξαιρετικής ποιότητας και είναι γνωστή ως γούνα λουτρ. β. Η
β. έχει παχύ στρώμα λίπους κάτω από το δέρμα της, το οποίο και διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του σώματός της ακόμα και
όταν παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στα παγωμένα νερά.
Έχει νυχτόβιες συνήθειες και αναζητά ψάρια, καρκινοειδή, αμφίβια, μικρά θηλαστικά και άλλα υδρόβια ζώα, με τα οποία
τρέφεται. Την ημέρα ζει σε στοές σκαμμένες στις όχθες των λιμνών και των ποταμών· από εκεί ξεκινούν δύο υπόγειοι
διάδρομοι, από τους οποίους ο ένας έχει έξοδο μέσα στο νερό και ο άλλος στην επιφάνεια του εδάφους. Το θηλυκό, μετά από
εγκυμοσύνη εννέα εβδομάδων, γεννά 2-5 νεογνά. Οι β. είναι έξυπνα, χαριτωμένα και πολύ παιχνιδιάρικα ζώα.
Οι κοινές β. ανήκουν στο γένος Lutra, με γνωστότερο το είδος Lutra lutra, που συναντάται στα γλυκά νερά της Ευρώπης, της
Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το σώμα του έχει μήκος 60-80 εκ., η ουρά 35-50 εκ. και καλύπτεται από καφέ τρίχωμα, πιο
ανοιχτόχρωμο στην κάτω επιφάνεια. Στην Ελλάδα ζει στις λίμνες και στους ποταμούς της ηπειρωτικής χώρας.
Στη βόρεια Αμερική ζει το είδος Lutra canadensis, ενώ στους ποταμούς των τροπικών περιοχών της Νότιας Αμερικής
συναντάται το είδος Pteronura brasiliensis, σπάνιο είδος το οποίο φτάνει σε μήκος τα 2 μ. και θηρεύεται για τη γούνα του. Στη
νοτιοανατολική Ασία και στα μεγάλα νησιά της Ινδονησίας ζει η μικρότερη από όλες τις β., Amblonyx cinerea, η οποία
χαρακτηρίζεται και από την απουσία νυχιών. Στις ακτές του βόρειου Ειρηνικού υπήρχαν παλαιότερα πολυάριθμες β. του
μοναδικού θαλάσσιου είδους Enhydra lutris. Το είδος αυτό έχει μήκος περίπου 1,2 μ., μικρή ουρά και φέρει πλούσια,
καστανοκόκκινη γούνα, την πιο ακριβή από όλες τις γούνες λουτρ. Εξαιτίας της αμείλικτης καταδίωξης που υπέστη, κινδύνευσε
με εξαφάνιση στις αρχές του 20ου αι. και σήμερα αποτελεί προστατευόμενο είδος.
Βιέιγ, Πολ (Paul Vieille, Παρίσι 1854 – 1934). Γάλλος μηχανικός. Ανακάλυψε τα εκρηκτικά κύματα και μελέτησε τα
εκρηκτικά φαινόμενα. Τελειοποίησε τη μανομετρική βόμβα και το 1884 ανακάλυψε την άκαπνη πυρίτιδα. Το 1904 έγινε μέλος
της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών.
Βιέιρα, Αντόνιο (Antonio Vieira, Λισαβόνα 1608 – Σαλβαδόρ, Βραζιλία 1697). Πορτογάλος Ιησουίτης ιεραπόστολος,
διπλωμάτης, συγγραφέας και ρήτορας. Το 1614 εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Μπαΐα της Βραζιλίας και κατατάχτηκε
σε ηλικία 15 ετών στο τάγμα των Ιησουιτών. Το 1641 επέστρεψε στην Πορτογαλία, όπου απέκτησε την εύνοια του βασιλιά
Ιωάννη Δ’, ο οποίος τον έστειλε σε διπλωματικές αποστολές στο Παρίσι, στη Χάγη, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Το 1652
ξαναγύρισε στη Βραζιλία, αλλά ήρθε σε ρήξη με τους αριστοκράτες γαιοκτήμονες γιατί υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των
αυτοχθόνων. Τελικά αναγκάστηκε να φύγει το 1661 και να ξαναγυρίσει στην Πορτογαλία, όπου αντιμετώπισε την Ιερά Εξέταση,
η οποία τον καταδίκασε σε φυλάκιση για τις αντιλαϊκές πεποιθήσεις του. Όταν αποφυλακίστηκε, κατέφυγε στη Ρώμη και από το
1669 έως το 1675 εργάστηκε για την περίθαλψη των Πορτογάλων Εβραίων που καταδιώκονταν. Η ρητορική του δεινότητα
εντυπωσίασε τον πάπα Κλήμη Ι’, με την υποστήριξη του οποίου γύρισε στη Βραζιλία και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής
του. Από το συγγραφικό του έργο, ιδιαίτερα αξιόλογα είναι τα Κηρύγματα (15 τόμοι, 1679-1748). Το 1951 δημοσιεύτηκε και
στην Πορτογαλία μια επιλογή έργων του.
Βιέκες (Vieques). Νησί (132 τ. χλμ., 9.106 κάτ. το 2000) της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, το οποίο υπάγεται
πολιτικά στο Πουέρτο Ρίκο. Απέχει 14,5 χλμ. από τις ανατολικές ακτές του Πουέρτο Ρίκο. Το Β. αποικίστηκε στο α’ μισό του
19ου αι. και προσαρτήθηκε στο Πουέρτο Ρίκο το 1854.
Πρωτεύουσα και σημαντικότερο αστικό κέντρο του νησιού είναι η Ισαμπέλ Σεγκούντα ή Β., που βρίσκεται στη βόρεια ακτή.
Αποτελεί δημοφιλές τουριστικό θέρετρο, ωστόσο οι ναυτικές βάσεις των ΗΠΑ στο έδαφός του έχουν προκαλέσει τις
αντιδράσεις των Πορτορικανών. Το 2001 η αμερικανική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διακόψει όλες τις στρατιωτικές ατα φυσικά,
χημικά κυ και 13ου αι. Είχε πέντε χορδές, ικανές να δημιουργούν ήχους που εκτείνονταν σε δυόμισι οκτάβες. Μερικοί θεωρούν
πως η β. προέρχεται από το organistrum, είδος μεγάλου λαούτου, χαρακτηριστικού των πλανόδιων μουσικών, που το έπαιζαν
τρίβοντας τις χορδές με έναν μηχανισμό όμοιο με μικρή μανιβέλα, και το οποίο γνώρισε μια νέα άνθηση στη Γαλλία τον 18ο αι.
Βιέν (Vienne). Πόλη (29.975 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, στον νομό Ιζέρ, στο γεωγραφικό διαμέρισμα
Ροδανού-Άλπεων. Είναι χτισμένη στις όχθες του Ροδανού, 25 χλμ. Ν της Λιόν. Η Β. είναι βιομηχανικό κέντρο και παράγει
μάλλινα είδη, χαρτί, υποδήματα και υφαντουργικές μηχανές. Στην περιοχή καλλιεργούνται δημητριακά και κτηνοτροφές.
Ιστορία. Η αρχαία πόλη, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από Κρήτες αποίκους και απέκτησε την ονομασία της από τη
μυθική Βίαννα (βλ. λ.). Βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο, στην όχθη του Ροδανού. Πρωτεύουσα των Αλλοβρόγων στη
Ναρβωνική Γαλατία, έγινε αποικία της Ρώμης μετά τον Αύγουστο. Το θέατρο και ο ναός της θεάς Κυβέλης (1ος αι.) θεωρούνται
υπολείμματα αυτής της ελληνικής αποικίας. Η ακρόπολή της χτίστηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Αργότερα η Β. έγινε ρωμαϊκή
αποικία και η ακμή της τοποθετείται στην εποχή της αυτοκρατορίας της Γαλατίας (3ος αι. μ.Χ.). Τον 4ο αι. έγινε μητρόπολη της
επαρχίας και έδρα επισκοπής. Το 1562 πέρασε στην κυριαρχία των Ουγενότων (Γάλλοι Διαμαρτυρόμενοι).
Στην αγορά σώζεται ναός της ρωμαϊκής εποχής, καλά διατηρημένος σήμερα, αφιερωμένος στον Αύγουστο και στη Λιβία
(μήκους 28 μέτρων, πλάτους 15 μ. και ύψους 17 μ.). Κοντά στον ναό υπάρχουν θέρμες που ονομάζονται παλάτια των καναλιών.
Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου (10ος αι.), που είναι σήμερα μουσείο, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του είδους
στη Γαλλία.
Βιέν, Ζοζέφ Μαρί (Joseph Marie Vien, Μονπελιέ 1716 – Παρίσι 1809). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του
ζωγράφου Νατουάρ στο Παρίσι και το 1745 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το μεγάλο βραβείο της Ρώμης για τον πίνακά του
Η πανούκλα στα χρόνια του βασιλιά Δαβίδ. Το 1864 επισκέφτηκε τη Ρώμη, όπου μελέτησε τα αρχαία ανάγλυφα, τα ελληνικά
και ρωμαϊκά αγάλματα· έκτοτε ακολούθησε τον κλασικό ρυθμό. Όταν ο Βοναπάρτης έγινε αυτοκράτορας, του απέδωσε πολλές
τιμές. Διορίστηκε γερουσιαστής και τιμήθηκε με τον τίτλο του κόμη της αυτοκρατορίας. Τα γνωστά έργα του είναι 180 και
βρίσκονται σε διάφορα μουσεία της Γαλλίας και πολλά στο Λούβρο· μερικά από τα πιο αξιόλογα είναι Ο άγιος Γερμανός
(Μουσείο του Λούβρου), Η επιβίβαση της Μάρθας στο πλοίο και Δαίδαλος και Ίκαρος.
Βιέννη (Wien). Πόλη (1.550.123 το 2001) και πρωτεύουσα της Αυστρίας, καθώς και έδρα του ομώνυμου ομόσπονδου
κρατιδίου. Η Β. είναι χτισμένη σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μεταξύ του Δούναβη στα Α και των
δασωδών υψωμάτων του Βίνερβαλντ (του περίφημου Δάσους της Β.) στα Δ. Εκτείνεται κατά μήκος της αρχαιότατης Οδού του
Ήλεκτρου, που από την Ακουιληία, μέσω της διόδου Ζέμερινγκ, έφτανε στις εκβολές του Βιστούλα στη Βαλτική. Την κεντρική
Β. διασχίζει από τα Δ προς τα Α ο ποταμός Βιν, που εκβάλλει από τα δεξιά στο Ντόναου Κανάλ (διώρυγα του Δούναβη), τον
αρχαίο ρου του Δούναβη. Μεταξύ του Ντόναου Κανάλ και του σημερινού Δούναβη υπάρχει ένα χαμηλό νησί, στο οποίο
βρίσκονται οι συνοικίες Μπριγκίτεναου και Λέοπολντστατ καθώς και το εθνικό πάρκο Πράτερ.
Η Β. βρίσκεται στο σημείο όπου συγκλίνουν σπουδαίες οδικές αρτηρίες, αυτοκινητόδρομοι, σιδηροδρομικοί, ποτάμιοι και
εναέριοι κόμβοι. Αποτελεί σημαντικό εμπορικό κέντρο με βιομηχανίες τροφίμων (αλευροβιομηχανία, βιομηχανία ζυμαρικών,
ελαιουργία, οινοποιία, ποτοποιία, ζυθοποιία, αλλαντοποιία κλπ.), υφασμάτων, χημικών προϊόντων, μεταλλουργίας και ειδών
μόδας. Αυτοί οι παραγωγικοί κλάδοι έχουν ως επί το πλείστον τα εργοστάσιά τους γύρω από την πόλη, ενώ στις πιο κεντρικές
ζώνες είναι εγκατεστημένες εκδοτικές επιχειρήσεις, τυπογραφεία, λιθογραφεία και εργαστήρια παραγωγής γυαλικών,
πορσελάνης, κοσμημάτων και δερμάτινων ειδών. Από το 1979 η πόλη είναι μία από τις έδρες του ΟΗΕ. Στο Διεθνές Κέντρο της
Β. εδρεύουν ο Διεθνής Οργανισμός για την Ατομική Ενέργεια και ο Οργανισμός για την Οικονομική Ανάπτυξη. Επίσης
αποτελεί έδρα και του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών).
Η Β. διαθέτει μεγάλο αριθμό μνημείων, θρησκευτικών και κοσμικών, που μαρτυρούν το λαμπρό παρελθόν της και τα οποία της
προσδίδουν μια μνημειακή και μεγαλόπρεπη εμφάνιση, ιδιαίτερα γύρω από το Ρινγκ, όπου βρίσκονται τα κυριότερα δημόσια
κτίρια. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν το κοινοβούλιο, αρχαιοελληνικής τεχνοτροπίας (1883), το δημοτικό
θέατρο (1888), το δημαρχείο, νεογοτθικού ρυθμού, που χτίστηκε την ίδια εποχή, η Βοτιβκίρχε, εκκλησία νεογοτθικού ρυθμού
(1619-82), το περίφημο κτίριο της Φιλαρμονικής της Β., η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ (13ος αι.), το ανάκτορο του
Χόρμπουργκ ή Μπουργκ, η Ισπανική Αυλική Σχολή Ιππασίας, οι εκκλησίες της Αγίας Ελισάβετ (14ος αι.), των Ελασσόνων
Αδελφών (16ος αι.), του Αγίου Καρόλου Βορομέου, ρυθμού μπαρόκ (1716-37), το ανάκτορο Σένμπρουν, που απέκτησε τη
σημερινή του μορφή τον 17ο και 18ο αι., το ανάκτορο Λίχτενσταϊν (1702-12), το ανάκτορο Μπελβεντέρε (18ος αι.) και ο
καθεδρικός ναός του Αγίου Στεφάνου που χτίστηκε από τον 12ο έως τον 15ο αι.
Η Β. διαθέτει επίσης πολλά σπουδαία μουσεία, μεταξύ των οποίων το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, το μουσείο Φυσικής
Ιστορίας, που βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο στο εξωτερικό Ρινγκ, ανάμεσα στους κήπους του Χόφμπουργκ και του
Εκθεσιακού Μεγάρου, το Αυστριακό Μουσείο Τεχνών και Βιομηχανίας, ο Θησαυρός του Χόφμπουργκ, οι συλλογές του Νόιε
Χόφμπουργκ, η Εθνική Βιβλιοθήκη, η πινακοθήκη Χάρλαχ, το Μουσείο Αυστριακής Τέχνης Μπαρόκ, το μουσείο Αυστριακής
Μεσαιωνικής Τέχνης, η πινακοθήκη Αυστριακής Τέχνης του 19ου και 20ού αι., το μουσείο του Στρατού, το Εθνολογικό μουσείο
και διάφορα άλλα που παρουσιάζουν αξιόλογο καλλιτεχνικό, ιστορικό και επιστημονικό ενδιαφέρον.
Ιστορία. Στη θέση της σημερινής Β. υπήρχε πιθανώς στους αρχαίους χρόνους κελτικός οικισμός. Κατά τον 1ο αι. μ.Χ. στη θέση
της βρισκόταν η ρωμαϊκή Βιντόμπονα, σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο στα βορειοδυτικά σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,
όπου το 180 πέθανε ο Μάρκος Αυρήλιος. Την εποχή της καρολίγγειας δυναστείας έπαιξε σπουδαίο ρόλο και ήταν γνωστή τότε
(9ος αι.) με την ονομασία Βενία που τροποποιήθηκε αργότερα σε Β. Η πόλη αναπτύχθηκε σημαντικά κατά την εποχή των
πρώτων Σταυροφοριών.
Στα τέλη του 12ου αι., γύρω από την πόλη χτίστηκε νέο τείχος, το διάγραμμα του οποίου αντιστοιχούσε στη σημερινή κυκλική
ανάπτυξη του Ρινγκ, της μακριάς σειράς δεντροφυτεμένων δρόμων που περιβάλλει τον παλαιότερο πυρήνα της Β. Αρχικά
κυριεύτηκε από τον Οδόακρο (Οτοκάρ), βασιλιά της Βοημίας, αλλά το 1273 απελευθερώθηκε από τον Ροδόλφο των
Αψβούργων και πέντε χρόνια αργότερα, ο γιος του τελευταίου, Αλβέρτος Α’, στέφθηκε στη Β. δούκας της Αυστρίας. Πολύ
σύντομα η Β. εξελίχτηκε σε μεγάλο πολιτικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο. Το 1365 ιδρύθηκε από τον δούκα Ροδόλφο
Δ’ το πανεπιστήμιο, που είναι το πιο αρχαίο γερμανόφωνο πανεπιστήμιο μετά το πανεπιστήμιο της Πράγας. Το 1485, ύστερα
από μακρά πολιορκία, κυριεύτηκε από τον βασιλιά της Ουγγαρίας Ματθία Κορβίνο, τον ίδιο όμως χρόνο περιήλθε στον
Μαξιμιλιανό των Αψβούργων, γιο του Φρειδερίκου Γ’. Κατά τον 16ο και 17ο αι. η Β. αποτέλεσε το τελευταίο προπύργιο της
χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων μουσουλμάνων που είχαν φτάσει μέχρι εκεί.
Η οριστική απομάκρυνση της τουρκικής απειλής, από το 1684 και ύστερα, σήμανε την απαρχή ενός μεγάλου οικοδομικού
οργασμού και από τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι. η πόλη άρχισε να αποκτά την τυπική εκείνη μορφή μπαρόκ και
νεοκλασικισμού, μνημειακή και μεγαλόπρεπη, που τη χαρακτηρίζει. Η θέση της ως πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας των
Αψβούργων και λίκνου των καλών τεχνών την κατέστησε κέντρο μεγάλης έλξης και διάδοσης του πνευματικού και υλικού
πολιτισμού στην κεντρική Ευρώπη, η οποία δέχτηκε βαθιά επίδραση.
Η Β. διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στην ιστορία της Ευρώπης και κατά τους χρόνους του Ναπολέοντα κυριεύτηκε από τους
Γάλλους, από τις 13 Νοεμβρίου 1805 έως τις 13 Ιανουαρίου 1806, ενώ από την 1η Μαΐου έως τις 19 Νοεμβρίου 1809 ήταν ο
αγαπημένος τόπος διαμονής του Ναπολέοντα, που κατοικούσε στον ανάκτορο του Σένμπρουν. Στην πόλη συνήλθε το 1814-15
και το ιστορικό συνέδριο της Β. (βλ. λ. Βιέννης, συνέδριο).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φραγκίσκου Ιωσήφ (1848-1916), η Β. υπέστη ριζική μεταμόρφωση, κατά την οποία
ελήφθησαν υπόψη οι μεταβαλλόμενες συγκοινωνιακές ανάγκες και το ότι η πρωτεύουσα της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας
έπρεπε να βρίσκεται στο ύψος της μεγάλης φήμης που είχε φτάσει στο πολιτικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και καλλιτεχνικό
πεδίο. Από το 1857 κατεδαφίστηκε το αρχαίο τείχος, που άφησε έτσι θέση για τη δημιουργία των μεγάλων δεντροστοιχιών του
Ρινγκ (δακτύλιος), το οποίο καλύπτει την εξάγωνη σχεδόν δομή του πιο αρχαίου πυρήνα της πόλης.
Βιέννης, συνέδριο. Συνέδριο των ευρωπαϊκών ηγεμονιών που συγκλήθηκε στη Βιέννη της Αυστρίας, από τις 19 Σεπτεμβρίου
1814 έως τις 9 Ιουνίου 1815. Η σύγκλησή του είχε οριστεί στη συνθήκη ειρήνης του Παρισιού (30 Μαΐου 1814). Στο συνέδριο
μετείχαν οι μονάρχες της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Βαυαρίας, ο καγκελάριος Μέτερνιχ ως αντιπρόσωπος της Αυστρίας, ο
Νέσελροντ της Ρωσίας, ο λόρδος Κάσλρι της Αγγλίας, ο κόμης Χάρντεμπεργκ της Πρωσίας και ο κόμης Ταλεϊράνδος της
Γαλλίας. Επίσης παρευρίσκονταν και πολλοί αντιπρόσωποι διαφόρων ηγεμονικών οίκων της Γερμανίας και της Ελβετίας.
Σκοποί του συνεδρίου ήταν η ανακαίνιση του πολιτικού συστήματος των διαφόρων κρατών με βάση την αρχή της πολιτικής
ισορροπίας και η ρύθμιση των εσωτερικών ζητημάτων της Γερμανίας. Σύμφωνα με πρόταση του Ταλεϊράνδου, ορίστηκε γενική
επιτροπή, τα μέλη της οποίας αντιπροσώπευαν τις τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις (Πρωσία, Αυστρία, Ρωσία και Αγγλία), καθώς
επίσης τα κράτη της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Σουηδίας και της ηττημένης Γαλλίας. Η επιτροπή αυτή διακήρυξε ότι
επρόκειτο να ασχοληθεί με τα ζητήματα εκείνα που «ήταν ώριμα να επιλυθούν» και συμφώνησε να διατηρηθεί το καθεστώς που
είχε επιβάλει η Γαλλία στις διάφορες γερμανικές χώρες. Επίσης αποφάσισε την κατάλυση της αυτονομίας των διαφόρων μικρών
ηγεμονιών και την υποταγή τους στην εξουσία των ισχυρότερων ηγεμόνων, ενώ οι μικρές ή αυτοκρατορικές πόλεις, εκτός από
τη Φρανκφούρτη, τη Βρέμη, το Αμβούργο και το Λίμπεκ, θα έπρεπε να προσαρτηθούν στα γειτονικά τους κράτη. Σοβαρές
διαφωνίες ανέκυψαν κατά τη συζήτηση εδαφικών διεκδικήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως με αφορμή το πολωνικό
ζήτημα που χώρισε τους συνέδρους σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η ένταση μάλιστα που δημιουργήθηκε πήρε τέτοιες
διαστάσεις ώστε μόλις και μετά βίας αποφεύχθηκε η έκρηξη νέου πολέμου μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων, που ήταν
αδύνατον να συμβιβάσουν τις αξιώσεις τους παρά τις συνεχείς διαβουλεύσεις των εκπροσώπων τους. Ειδικότερα, η Πρωσία
δεχόταν να παραχωρήσει τις κτήσεις της στην Πολωνία με τον όρο να επεκτείνει την κυριαρχία της σε ολόκληρη τη Σαξονία· ο
τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α’ ζητούσε να προσαρτήσει ολόκληρο το δουκάτο της Βαρσοβίας και να ιδρύσει ανεξάρτητο
πολωνικό βασίλειο, υποτελές στη Ρωσία· σε ό,τι αφορά την Αυστρία και την Αγγλία, αυτές αντέκρουσαν τις αξιώσεις που
προέβαλαν οι δύο προηγούμενες χώρες και ενθάρρυναν, με την έντεχνη μεσολάβηση του Ταλεϊράνδου, τους εκπροσώπους των
μικρότερων γερμανικών κρατών να αντιταχθούν στις θέσεις του Μέτερνιχ και του τσάρου. Τελικά, στις 3 Ιανουαρίου 1815
συνομολογήθηκε μυστική συνθήκη μεταξύ της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας, που προέβλεπε τη στρατιωτική επίλυση
του πολωνικού ζητήματος και τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας κατά της Ρωσίας και της Πρωσίας. Συνέπεια της συνθήκης αυτής
ήταν ο μετριασμός των απαιτήσεων που είχαν διατυπώσει οι δύο τελευταίες χώρες και η υπογραφή τριών ξεχωριστών
συμφωνιών, μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας, Ρωσίας και Πρωσίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας, που όριζαν τον διαμελισμό της
Πολωνίας και προέβλεπαν την ανακήρυξη της Κρακοβίας σε ελεύθερη πόλη με την εγγύηση των συμβαλλόμενων δυνάμεων.
Την προσέγγιση αυτή επέσπευσε και η επανεμφάνιση του Ναπολέοντα στο πολιτικό προσκήνιο, ο οποίος είχε δραπετεύσει τον
Μάρτιο του ίδιου χρόνου από την Έλβα, όπου ήταν εξόριστος. Τα μέλη του συνεδρίου, αντιδρώντας αποφασιστικά στις εξελίξεις
αυτές, κήρυξαν άκυρη τη συνθήκη του Φοντενεμπλό της 11ης Απριλίου 1814, χαρακτήρισαν τον Ναπολέοντα κοινό εχθρό της
Ευρώπης και διασαλευτή της ειρήνης των λαών της και ανέλαβαν την υποχρέωση συγκρότησης στρατιωτικής δύναμης 150.000
ανδρών, τα έξοδα της οποίας θα κάλυπτε η Αγγλία. Στο πλαίσιο των αντιδράσεων αυτών ελήφθησαν και πολλές αποφάσεις που
αφορούσαν την τελική ρύθμιση του εδαφικού ζητήματος και την κατανομή της εξουσίας με βάση τον νέο συσχετισμό δυνάμεων
που είχε διαμορφωθεί. Πιο συγκεκριμένα, στην Αγγλία κατακυρωνόταν η Μάλτα, μεγάλες εκτάσεις της Γουιάνας (σημερινό
Σουρινάμ) και πολλά νησιά της Καραϊβικής που ήταν κτήσεις της Γαλλίας. Διατηρούσε στην κατοχή της το νησί της
Ελγολάνδης και αναλάμβανε την προστασία των Ιόνιων νησιών. Η Δανία παραχωρούσε την κυριαρχία της Πομερανίας στην
Πρωσία, με αντάλλαγμα την προσάρτηση στην ηγεμονία της του Λουξεμβούργου. Η Ελβετία αναγνωριζόταν ως ομόσπονδο
κράτος και ανακτούσε τις επαρχίες του Βαλέ, της Γενεύης και του Νεσατέλ. Αποφασιζόταν η ένωση του Βελγίου με την
Ολλανδία που αποτέλεσαν το βασίλειο των Κάτω Χωρών, με το οποίο ενώθηκε και το Μέγα Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Η
Αυστρία αποκτούσε τη Λομβαρδία και τη Βενετία μαζί με τις περιοχές της Ιστρίας και της Δαλματίας και προσαρτούσε ξανά το
Τιρόλο, το Φόραρλμπεργκ, το Σάλτσμπουργκ και τη Γαλικία. Αναφορικά τέλος με τη διευθέτηση των ζητημάτων των
γερμανικών κρατιδίων, αποφασίστηκε η σύσταση ειδικής «εδαφικής επιτροπής» με έργο τον καθορισμό των νέων συνόρων και
την αντιμετώπιση των εδαφικών διαφορών. Στο πλαίσιο των αποφάσεων αυτών θα πρέπει να μνημονευθούν και όσες
αφορούσαν θέματα γενικότερης σημασίας, όπως ήταν η πράξη για την ομοσπονδιακή οργάνωση της Γερμανίας, η δήλωση των
Δυνάμεων για την κατάργηση του εμπορίου των μαύρων, οι κανονισμοί για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ποταμών κ.ά.
Βιεντιάνε (Vientiane). Πόλη (534.000 κάτ. το 1999) και πρωτεύουσα του Λάος, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας του
κράτους. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Μεκόνγκ. Αποτελεί σπουδαίο εμπορικό κέντρο και διαθέτει ποτάμιο
λιμάνι και αεροδρόμιο. Έχει την όψη σύγχρονης πόλης με μεγάλα μοντέρνα κτίρια που στεγάζουν τράπεζες, κυβερνητικά
μέγαρα, δημόσιες υπηρεσίες, τα οποία υψώνονται κατά μήκος των κεντρικών δρόμων. Τα τελευταία χρόνια απέκτησε πολλές
βιομηχανίες και μηχανουργεία. Η Β. φημίζεται επίσης για τα αναρίθμητα κανάλια της, ενώ ανάμεσα στα μνημεία της
ξεχωρίζουν το Βατ Φρα Κέο (16ος αι.), το Θατ Λουάνγκ (1566), η βουδιστική λειψανοθήκη, η αίθουσα λατρείας και η κομψή
βιβλιοθήκη του Βατ Σισακέτ (19ος αι.).
Ιστορία. Η πόλη (η ιστορική ονομασία της οποίας είναι Βιανγκτσάν ή Βιένγκ Τσαν) ιδρύθηκε το 1560. Χάρη στην κεντρική
θέση της αντικατέστησε την πρώην πρωτεύουσα Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Το 1700 το βασίλειο του Λάος χωρίστηκε στο βασίλειο
της Βιένγκ Τσαν και στο βασίλειο του Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Οι αδιάκοποι πόλεμοι ανάμεσα στα δύο κράτη είχαν ως
αποτέλεσμα την εξασθένησή τους και την υποταγή τους στο Σιάμ (1778). Το 1827 ο βασιλιάς Ανού θέλησε να απαλλαγεί από
την κυριαρχία αυτή, χωρίς όμως επιτυχία. Η Β. καταστράφηκε και ερημώθηκε από τους κατοίκους της. Αργότερα, το 1893, όταν
η χώρα αποτέλεσε γαλλικό προτεκτοράτο έγινε διοικητική πρωτεύουσα του Λάος (1899), γεγονός το οποίο συνετέλεσε στη
μεγάλη της ανάπτυξη.
Βιέτ, Φρανσουά (Francois Viete, 1540 – 1603). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε νομικά και διετέλεσε
μυστικοσύμβουλος των βασιλιάδων Ερρίκου Γ’ και Ερρίκου Δ’. Ο Β. θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς της
εποχής του. Διατύπωσε τους κανόνες εξαγωγής των ριζών και συνέβαλε αποφασιστικά στην οριστική διαμόρφωση των βασικών
θεωρημάτων της τριγωνομετρίας και της άλγεβρας. Στο έργο του Εισαγωγή στην τέχνη της μαθηματικής ανάλυσης (In artem
analyticam isagoge, 1591) πρότεινε την εισαγωγή των γραμμάτων του αλφαβήτου για τον συμβολισμό των άγνωστων
δεδομένων του προβλήματος, εξασφαλίζοντας έτσι την αναγωγή των λύσεων ομοειδών προβλημάτων σε έναν γενικό τύπο. Ο Β.
κατέδειξε τις σχέσεις μεταξύ των συντελεστών και των ριζών ενός πολυώνυμου, κατόρθωσε να επιλύσει αριθμητική εξίσωση
45ου βαθμού δίνοντας και τις 23 θετικές ρίζες που επιδεχόταν και αποκάλυψε τη στενή αμοιβαιότητα άλγεβρας και γεωμετρίας.
Ο Β. ασχολήθηκε επίσης με τη συστηματοποίηση και την τελειοποίηση των αστρονομικών μεθόδων μελέτης που εφαρμόζονταν
στην εποχή του και επιχείρησε τη διόρθωση του γρηγοριανού ημερολογίου προτείνοντας στον καρδινάλιο Αλντομπραντίνι, το
1600, τη χρήση ενός άλλου, ορθότερου κατά τη γνώμη του ημερολογίου.
Βιετάμπ, Ανρί (Henri Francois Joseph Vieuxtemps, Βερβιέ, Λιέγη 1820 – Μουσταφά, Αλγέρι 1881). Βέλγος μουσικοσυνθέτης
και βιολονίστας. Ταλέντο με πρόωρη καλλιτεχνική ανάπτυξη (έπαιζε βιολί στα έξι του χρόνια), το 1828 είχε κιόλας επιβληθεί ως
άριστος δεξιοτέχνης. Σε ηλικία 26 ετών, ύστερα από πολυάριθμες θριαμβευτικές περιοδείες στην Ευρώπη και στην Αμερική,
διορίστηκε στην έδρα του βιολιού του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης και πρώτο βιολί στην αυτοκρατορική ορχήστρα της ίδιας
πόλης. Γύρισε στην πατρίδα του και ύστερα από διάφορα άλλα ταξίδια άρχισε πάλι τη σταδιοδρομία του ως σολίστ –που είχε
διακόψει το 1873, εξαιτίας μιας παράλυσης του αριστερού του χεριού– ενώ εξακολουθούσε να διατηρεί την έδρα του βιολιού
στο Ωδείο των Βρυξελλών, όπου δίδασκε από το 1871. Οι συνθέσεις του αντανακλούσαν πιστά τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες.
Ρομαντικής ιδιοσυγκρασίας, πέτυχε να αναμείξει τολμηρές εμπειρίες τεχνικής με μια μουσική γλώσσα αρκετά πρωτότυπη, που
πάντα τη χαρακτήριζε η αίσθηση της ισορροπίας. Μεταξύ των πολυάριθμων έργων του ξεχωρίζουν έξι κοντσέρτα για βιολί και
ορχήστρα, η Φαντασία-Καπρίτσιο έργο 11, η Φαντασία απασιονάτα έργο 35 και οι Σπουδές.
Βιετκόνγκ (Viet Cong). Ο στρατός των Βιετναμέζων κομουνιστών στο Νότιο Βιετνάμ, την περίοδο της διχοτόμησης της χώρας
(1954-75). Ο όρος αποδόθηκε αρχικά για τις δυνάμεις των κομουνιστών που παρέμειναν στα εδάφη του Νότιου Βιετνάμ, μετά
τη λήξη του πολέμου της Ινδοκίνας κατά των Γάλλων αποικιοκρατών (1954), ενώ οι υπόλοιποι είχαν αποσυρθεί στο Βόρειο
Βιετνάμ, σύμφωνα με τη σχετική συνθήκη της Γενεύης. Οι δυνάμεις αυτές ξεκίνησαν τον ανταρτοπόλεμο στο έδαφος του
Νότιου Βιετνάμ, για την πτώση του καθεστώτος του Ντιέμ, ο οποίος γενικεύτηκε κατόπιν στον γνωστό Πόλεμο του Βιετνάμ. Ο
στρατός των Β. πολέμησε σκληρά τόσο στο εσωτερικό όσο και κατά των Αμερικανών, επιτυγχάνοντας το 1975 την επικράτηση
των προσκείμενων στο Βόρειο Βιετνάμ δυνάμεων και την ενοποίηση της χώρας. Βλ. λ. Βιετνάμ (Ιστορία).
Βιετνάμ (βιετναμ. Viet Nam, διεθν. Vietnam)

Επίσημη ονομασία: Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ


Προηγούμενη ονομασία: Βόρειο Βιετνάμ (Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ) & Νότιο Βιετνάμ (Δημοκρατία του Βιετνάμ)
Έκταση: 331.114 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 82.689.518 κάτ. (2004)
Πρωτεύουσα: Ανόι

Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ στα Α και στα Ν
βρέχεται από τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ
και στην υπόλοιπη ακτογραμμή από την Κινεζική Θάλασσα.
Πολιτικά στοιχεία
Τα σύνορα του κράτους του Β. διαμορφώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και παγιώθηκαν μετά τη λήξη του πολυετούς
πολέμου (πρώτα εμφύλιου και μετά αμυντικού κατά των ΗΠΑ) το 1975, στην περιοχή εκείνη της νοτιοανατολικής Ασίας που
αποτελούσε παλαιότερα τις ιστορικές κινεζικές επαρχίες Ανάμ, Τονκίν και Κοχινκίνας, που οι λαοί τους βαθμιαία διαμόρφωσαν
αυτόνομη εθνική συνείδηση κατά τον 19ο αι. Έπειτα από μια εικοσαετή περίοδο διαίρεσης του κράτους σε Βόρειο και Νότιο Β.,
το 1976 ενοποιήθηκε στα παραδοσιακά σύνορά του, δίπλα στην Καμπότζη, στο Λάος και στην Κίνα. Με τις εν λόγω χώρες
υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων (καθώς επίσης και με την Ταϊβάν, τη Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και το
Μπρουνέι, στον θαλάσσιο χώρο).
Διοικητική διαίρεση. Η χώρα διαιρείται σε 8 διαμερίσματα, τα οποία περιλαμβάνουν 58 επαρχίες (tinh) και 3 δήμους (thu do),
που εξαρτώνται από την κεντρική διοίκηση. Ακολουθούν οι επαρχίες και οι δήμοι ανά γεωγραφικό διαμέρισμα και σε
παρένθεση αναγράφεται η πρωτεύουσα, μόνο εάν είναι διαφορετική από την ονομασία της επαρχίας ή του δήμου (αλλιώς,
υπονοείται ότι είναι η ίδια), καθώς και ο πληθυσμός τους, σύμφωνα με στοιχεία του 1999.
Στο Βορειοανατολικό διαμέρισμα της χώρας περιλαμβάνονται οι επαρχίες Βινχ Φουκ (Vinh Phuc, Βινχ Γεν, 1.091.973), Γεν
Μπάι (Yen Bai, 679.700), Θάι Νγκουγιέν (Thai Nguyen, 1.046.163), Κάο Μπανγκ (Cao Bang, 490.700), Κουάνγκ Νινχ (Quang
Ninh, Χονγκ Γκάι, 1.004.461), Λανγκ Σον (Lang Son, 704.643), Λάο Κάι (Lao Cai, 594.637), Μπακ Τζιάνγκ (Bac Giang,
1.492.191), Μπακ Καν (Bac Kan, 275.250), Μπακ Νινχ (Bac Ninh, 941.389), Τουγιέν Κουάνγκ (Tuyen Quang, 675.110), Φου
Θο (Phu Tho, Βιέτ Τρι, 1.261.500) και Χα Τζιάνγκ (Ha Giang, 602.700).
Στο Βορειοδυτικό διαμέρισμα περιλαμβάνονται οι επαρχίες Λάι Τσάου (Lai Chau, 588.666), Σον Λα (Son La, 881.383) και Χόα
Μπινχ (Hoa Binh, 757.637).
Στο διαμέρισμα του Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού περιλαμβάνονται οι επαρχίες Θάι Μπινχ (Thai Binh, 1.785.600), Ναμ Ντινχ
(Nam Dinh, 1.888.400), Νινχ Μπινχ (Ninh Binh, 884.080), Χα Ναμ (Ha Nam, Φου Λι, 791.618), Χάι Ντουόνγκ (Hai Duong,
1.649.779), Χα Τάι (Ha Tay, Χα Ντονγκ, 2.386.770), Χουνγκ Γεν (Hung Yen, 1.068.705) και οι δήμοι των πόλεων Ανόι (Ha
Noi, 2.672.122) και Χαϊφόνγκ (Hai Phong, 1.672.992).
Στο διαμέρισμα της Βορειοκεντρικής ακτής περιλαμβάνονται οι επαρχίες Θανχ Χόα (Thanh Hoa, 3.467.609), Θούα Θιέν-Χουέ
(Thua Thien-Hue, Χουέ, 1.045.134), Κουάνγκ Μπινχ (Quang Binh, Ντονγκ Χόι, 793.863), Κουάνγκ Τρι (Quang Tri, Ντονγκ
Χα, 573.331), Νγκιε Αν (Nghe An, Βινχ, 2.858.265) και Χα Τινχ (Ha Tinh, 1.269.013).
Στο διαμέρισμα της Νοτιοκεντρικής ακτής περιλαμβάνονται οι επαρχίες Κουάνγκ Ναμ (Quang Nam, Χόι Αν, 1.372.424),
Κουάνγκ Νγκάι (Quang Ngai, 1.190.006), Κχανχ Χόα (Khanh Hoa, Νχα Τρανγκ, 1.031.262), Μπινχ Ντινχ (Binh Dinh, Κούι
Νχον, 1.461.046), Ντα Νανγκ ή Ντανάνγκ (Da Nang, Ντα Νανγκ, 684.131) και Φου Γεν (Phu Yen, Τούι Χόα, 786.972).
Στο διαμέρισμα των Κεντρικών Υψιπέδων περιλαμβάνονται οι επαρχίες Κον Τουμ (Kon Tum, 314.042), Ντακ Λακ (Dac Lak,
Μπουόν Με Θουότ, 1.776.331) και Τζιά Λάι (Gia Lai, Πλεϊκού, 971.920).
Στο Βορειοανατολικό διαμέρισμα του Νότιου Β. περιλαμβάνονται οι επαρχίες Λαμ Ντονγκ (Lam Dong, Ντα Λατ, 996.219),
Μπα Ρία – Βουνγκ Τάου (Ba Ria – Vung Tau, Βουνγκ Τάου, 800.568), Μπινχ Θουάν (Binh Thuan, Φαν Θιέτ, 1.047.040), Μπινχ
Ντουόνγκ (Binh Duong, Θου Ντάου Μοτ, 716.427), Μπινχ Φουόκ (Binh Phuoc, Ντονγκ Ξοάι, 653.644), Νινχ Θουάν (Ninh
Thuan, Φαν Ρανγκ – Θαπ Τσαμ, 503.048), Ντονγκ Νάι (Dong Nai, Μπιεν Χόα, 1.989.541), Τάι Νινχ (Tay Ninh, 965.240) και ο
δήμος της πόλης Χο Τσι Μινχ (Thanh Pho Ho Chi Minh, 5.037.155).
Τέλος, στο διαμέρισμα του Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ περιλαμβάνονται οι επαρχίες Αν Τζιάνγκ (An Giang, Λονγκ Ξουγιέν,
2.049.039), Βινχ Λονγκ (Vinh Long, 1.010.486), Κα Μάου (Ca Mau, 1.117.829), Καν Θο (Can Tho, 1.811.100), Κιέν Τζιάνγκ
(Kien Giang, Ρατς Τζία, 1.494.433), Λονγκ Αν (Long An, Ταν Αν, 1.306.202), Μπακ Λιέου (Bac Lieu, 736.325), Μπεν Τρε
(Ben Tre, 1.296.914), Ντονγκ Θαπ (Dong Thap, Σα Ντεκ, 1.564.977), Σοκ Τρανγκ (Soc Trang, 1.173.820), Τιέν Τζιάνγκ (Tien
Giang, Μι Θο, 1.605.147) και Τρα Βινχ (Tra Vinh, 965.712).
Κάθε επαρχία υποδιαιρείται διοικητικά σε κοινότητες. Σε όλα τα επίπεδα λειτουργεί ένα λαϊκό συμβούλιο, στην αρμοδιότητα
του οποίου υπάγεται ο καθορισμός των στόχων και των σχεδίων που αφορούν την ανάπτυξη της τοπικής παραγωγής καθώς και
η υπόδειξη των μελών που απαρτίζουν τις διοικητικές επιτροπές. Οι επιτροπές αυτές είναι τα εκτελεστικά όργανα των λαϊκών
συμβουλίων και συγχρόνως τα τοπικά διοικητικά όργανα. Ως εκτελεστικά όργανα έχουν το καθήκον να συγκαλούν τακτικά τα
λαϊκά συμβούλια, να προπαρασκευάζουν τα θέματα που θα τους υποβάλουν και να εκτελούν τις αποφάσεις τους. Ως διοικητικά
όργανα, εξάλλου, εξασφαλίζουν την τοπική αυτοδιοίκηση καθώς και την εκτέλεση των αποφάσεων άλλων, ανώτερων
διοικητικών οργάνων.
Πολίτευμα, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Η Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Β. προήλθε από την επανένωση του Βόρειου
και του Νότιου Β., που πραγματοποιήθηκε ντε φάκτο αμέσως μετά την είσοδο των επαναστατικών δυνάμεων στη Σαϊγκόν (30
Απριλίου 1975) και ανακηρύχθηκε επίσημα στις 2 Ιουλίου 1976, στην έδρα της εθνοσυνέλευσης. Το ενωμένο Β., ωσότου
ψηφιστεί το νέο σύνταγμα (1992), είχε υιοθετήσει προσωρινά το σύνταγμα του 1959 της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βόρειου Β.
Σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1992, πολίτευμα του κράτους είναι η λαϊκή δημοκρατία (σοσιαλισμός) και κυρίαρχο ρόλο έχει
το Κομουνιστικό Κόμμα, ως συντονιστής των πολιτικών κομμάτων, των εργατικών ενώσεων και των κοινωνικών οργανώσεων.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνοσυνέλευση (498 έδρες), η οποία είναι αρμόδια και για την εκλογή του προέδρου και
του αντιπροέδρου της δημοκρατίας, για τον διορισμό του πρωθυπουργού και των άλλων αξιωματούχων. Οι βουλευτές
εκλέγονται απευθείας από τον λαό για μία πενταετία. Η ψηφοφορία είναι καθολική και δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι
συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους. Στις περιόδους που μεσολαβούν μεταξύ των συνόδων της βουλής, οι εξουσίες της
ασκούνται από μια διαρκή επιτροπή, η οποία βρίσκεται σε άμεση επαφή και συνεργασία με τα ανώτατα εκτελεστικά και
δικαστικά όργανα. Κατά τις περιόδους λειτουργίας της, η εθνοσυνέλευση έχει το δικαίωμα να συγκροτεί διάφορες ειδικές
επιτροπές για την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων και την προώθηση λύσεων. Η κυβέρνηση, η οποία αποτελείται από τον
πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους υπευθύνους των διαφόρων κλάδων της διοικητικής ιεραρχίας, ασκεί την εκτελεστική
εξουσία και είναι υπόλογη στην εθνοσυνέλευση ή στη διαρκή επιτροπή.
Στις διεθνείς σχέσεις, το κράτος εκπροσωπείται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, ο οποίος εκδίδει τους νόμους και τα
διατάγματα σύμφωνα με τις αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ή της διαρκούς επιτροπής, διορίζει και παύει τα μέλη της
κυβέρνησης καθώς και τα μέλη του συμβουλίου άμυνας. Πρώτος πρόεδρος της δημοκρατίας, μετά την ενοποίηση του Β., είχε
εκλεγεί τον Ιούλιο του 1976 ο Τον Ντουκ Θανγκ, που ήταν τότε ήδη πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β. Το 1992 τη θέση
αυτή έλαβε ο Λε Ντουκ Αν και το 1997 ο Τραν Ντουκ Λουόνγκ.
Κόμματα και κυβέρνηση. Το Κομουνιστικό Κόμμα είναι το μοναδικό που δραστηριοποιείται στη χώρα, έχοντας πλήρεις
εξουσίες, μέσω της γενικής γραμματείας και τον πρόσφατα συσταθέντος (1998) πολιτικού γραφείου του κόμματος, τα οποία
στην ουσία ελέγχουν όλες τις εξουσίες. Γενικός γραμματέας του κόμματος είναι ο Νονγκ Ντουκ Μανχ, που αντικατέστησε τον
Απρίλιο του 2001 τον Λε Κχα Φιέ. Στις εκλογές του 1997 το Κομουνιστικό Κόμμα έλαβε το 92% των ψήφων, ενώ 8% έλαβαν
υποψήφιοι που είχαν την έγκριση του κόμματος, και πρωθυπουργός εξελέγη ο Φαν Βαν Κχάι. Στις εκλογές του 2002, για πρώτη
φορά κατόρθωσαν να εκλεγούν ανεξάρτητοι υποψήφιοι, αν και το Κομουνιστικό Κόμμα είχε και πάλι τον απόλυτο έλεγχο.
Δικαιοσύνη. Το Β. έχει υιοθετήσει ένα νομικό σύστημα εμπνευσμένο από τα αντίστοιχα των σοσιαλιστικών κρατών του
προηγούμενου αιώνα και φιλτραρισμένο με το γαλλικό αστικό δίκαιο. Τα δικαστικά όργανα του Β. είναι τα λαϊκά δικαστήρια, τα
οποία υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Λαϊκού Δικαστηρίου (υπεύθυνο ενώπιον της εθνοσυνέλευσης ή του λαϊκού
οργάνου ελέγχου). Τα λαϊκά δικαστήρια είναι ανεξάρτητα στην άσκηση των καθηκόντων τους και οι συνεδριάσεις τους είναι
δημόσιες. Οι επίτροποι του λαού ελέγχουν την τήρηση των νόμων εκ μέρους των κυβερνητικών οργάνων και παρακολουθούν
τόσο τους κρατικούς λειτουργούς όσο και τους πολίτες, ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή και ομοιόμορφη εφαρμογή των νόμων
και η νομιμότητα κάθε ενέργειας. Ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου διορίζεται από την εθνοσυνέλευση ύστερα από
πρόταση του προέδρου της δημοκρατίας και η θητεία του είναι πενταετής. Από το 1993 δημιουργήθηκαν και οικονομικά
(διοικητικά) δικαστήρια για την αντιμετώπιση επιχειρηματικών διαφορών.
Θρησκεία. Η θρησκευτική ελευθερία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Η πλειονότητα του πληθυσμού ασπάζεται τον
βουδισμό, ενώ υπάρχουν και 4,5 εκατ. ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί. Μέρος του πληθυσμού ακολουθεί τοπικά βουδιστικά
δόγματα (Κάο Ντάι, Χόα Χάο), τον κομφουκιανισμό, αλλά και τον ισλαμισμό.
Γλώσσα και εθνότητες. Το Β. είναι εθνικά συμπαγής χώρα, με τους Βιετναμέζους να αποτελούν σχεδόν το 90% του πληθυσμού.
Υπάρχουν μειονότητες Κινέζων, Ταϊλανδών, Καμποτζιανών, Χμερ και κάποιων νομαδικών φυλών. Επίσημη γλώσσα είναι η
βιετναμέζικη. Οι μειονότητες μιλούν κινεζικά, χμερ και τοπικές γλώσσες (της μουνδοπολυνησιακής και της σινοθιβετιανής
οικογένειας γλωσσών), ενώ αρκετοί στις πόλεις μιλούν γαλλικά και αγγλικά.
Εκπαίδευση. Σχεδόν για έναν αιώνα, μέχρι την ανεξαρτησία του Β., η αποικιακή κυριαρχία ανέκοψε την εξέλιξη της χώρας,
προκαλώντας σημαντική επιβράδυνση στην πολιτιστική της ανάπτυξη. Έτσι, παρουσιάστηκε το φαινόμενο ανά 1.000 οικισμούς
να αντιστοιχούν μόλις δέκα δημοτικά σχολεία, τα περισσότερα εκ των οποίων προσέφεραν μόνο τις στοιχειώδεις γνώσεις. Το
95% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι. Η διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής στις πλατιές μάζες του Βόρειου Β. υπήρξε μία
από τις πρωταρχικές επιδιώξεις του καθεστώτος της Σαϊγκόν (νυν Χο Τσι Μινχ), που εγκαινίασε από το 1945 μια εκστρατεία
εναντίον του αναλφαβητισμού.
Σήμερα η βασική εκπαίδευση ξεκινά από την ηλικία των έξι ετών, είναι πενταετής και υποχρεωτική. Το ίδιο ισχύει και για τη
μέση εκπαίδευση, που διαρκεί 7 χρόνια και χωρίζεται σε δύο κύκλους, έναν τετραετή και έναν τριετή. Όσοι θέλουν μπορούν να
συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ανώτατα ιδρύματα. Υπάρχουν 104 ιδρύματα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, στα οποία
φοιτούν περισσότεροι από 120.000 σπουδαστές. Από το 1989 επιτρέπεται η δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων ανώτερης
εκπαίδευσης. Αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας ήταν να περιοριστεί ο αναλφαβητισμός στο 6% (2003).
Άμυνα. Καθώς το Β. βρίσκεται συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση τα τελευταία 100 χρόνια, πρώτα με τον πόλεμο κατά των
Γάλλων αποικιοκρατών, στη συνέχεια με τον εμφύλιο, κατόπιν με τον Πόλεμο του Β. (1963-75), μετά με την Καμπότζη και το
Λάος και, τα τελευταία χρόνια, με τις συνεχείς εντάσεις με τις γείτονες Κίνα, Καμπότζη και Λάος, η άμυνα του κράτους
αναδεικνύεται σε σημαντικό παράγοντα της δημόσιας ζωής. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε η απόφαση (2001) για την εισαγωγή και
των γυναικών στον τακτικό στρατό. Η θητεία είναι υποχρεωτική για όσους συμπληρώνουν το 17ο έτος της ηλικίας τους. Οι
ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούν περίπου 500.000 άτομα και στα τρία σώματα και οι αμυντικές δαπάνες ανέρχονται στο
ποσό των 650 εκατ. δολ. ΗΠΑ (περ. 2,5% του ΑΕΠ). Οπλισμός από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και λάφυρα 25ετίας από
τον αμερικανικό στρατό, συνιστούν τον υλικό εξοπλισμό του στρατού, που αντιμετωπίζει πλέον προβλήματα αναζήτησης
συμμάχων στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεδομένης της κακής σχέσης με
την Κίνα.
Κοινωνική πρόνοια. Στη χώρα υπάρχει εθνικό σύστημα ασφάλειας και δικαίωμα σε αυτό έχουν όλοι οι εργαζόμενοι. Παρά τις
προόδους στο υγειονομικό σύστημα, εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα με τις χιλιάδες τερατογενέσεις που οφείλονται στις
επιδράσεις των χημικών (ειδικότερα του Agent Orange) που χρησιμοποίησαν ανεξέλεγκτα οι Αμερικανοί στη διάρκεια του
Πολέμου του Β. Πρόσφατα, μετά την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, οι ΗΠΑ ανέλαβαν να
χρηματοδοτήσουν έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Γεωλογική ιστορία. Από γεωλογικής πλευράς, το βιετναμέζικο έδαφος συνδέεται με την αρχέγονη κρυσταλλοπαγή ινδοκινεζική
μάζα. Ισχυρά ισοπεδωμένοι κατά τον παλαιοζωικό αιώνα, οι αρχικοί αυτοί σχηματισμοί ανυψώθηκαν σε άκαμπτα
συγκροτήματα (χορστ), τροποποιημένα στη συνέχεια από τη διάβρωση των νερών της έκπλυσης και χαραγμένα από κοιλάδες.
Κατά τον μεσοζωικό αιώνα όλη η περιοχή υπέστη θαλάσσια επίκλυση, κατά τη διάρκεια της οποίας μεγάλα ιζηματογενή
στρώματα, προπάντων κατά την ιουρασική και την κρητιδική περίοδο, κάλυψαν εκ νέου τις έντονα διαβρωμένες και
ισοπεδωμένες επιφάνειες της παλαιοζωικής μάζας. Τα στρώματα αυτά, που ανυψώθηκαν στη συνέχεια, διατηρούν την αρχική
άκαμπτη και κυρίως οριζόντια μετατόπιση, που κινήθηκε μόνο τοπικά από ελαφρές πτυχώσεις και από περιορισμένα ρήγματα,
από τα οποία αναδύθηκαν μαγματικά υλικά. Το φαινόμενο αυτό υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένο στις νότιες περιοχές, που
καλύπτονται ευρύτατα από βασαλτικά στρώματα. Στις μετέπειτα γεωλογικές εποχές, στο σημερινό έδαφος του Β. δεν έλαβε
χώρα κάποιο άλλο σπουδαίο ορεογενετικό φαινόμενο, αν και η περιοχή υπέστη περιθωριακά τη συρρίκνωση της τριτογενούς
περιόδου, προπάντων στον βορρά. Μεταγενέστερη είναι η δημιουργία, λόγω της εναπόθεσης ποτάμιων προσχώσεων, των
μεγάλων πεδιάδων (Τονκίν και Κοχινκίνα) και των μικρών παράκτιων παρυφών. Με μέσο βάθος από 25 μέχρι 50 χλμ., οι
προσχώσεις αποτελούν στο σύνολό τους στοιχείο συνέχειας ανάμεσα στις δύο πεδιάδες των Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού και
του Μεκόνγκ. Οι ακτές είναι χαμηλές, σχεδόν επίπεδες, και κατακερματισμένες σε νησιωτικούς σχηματισμούς. Ολόγυρα η
πεδιάδα περιβάλλεται από ανάγλυφα που αποτελούνται από αρχαιοζωικούς βράχους, οι οποίοι υπέστησαν μεταβολές κατά τον
παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα. Οι βιετναμέζικες ακτές, πάντως, βρίσκονται ακόμα σε φάση σχηματισμού: η σειρά των
παράκτιων νησίδων απομονώνει λιμνοθάλασσες που καλύπτονται προοδευτικά από ποτάμιες φερτές ύλες.
Γεωμορφολογία. Το Β. εκτείνεται στις ανατολικές παρυφές της χερσονήσου της Ινδοκίνας, σε αντιστοιχία με την ανατολική
πλευρά της Αναμιτικής οροσειράς, περιλαμβάνοντας στα Β το Τονκίν, μια ενιαία γεωγραφική περιοχή που αντιστοιχεί στην
κάτω λεκάνη του Ερυθρού Ποταμού και στο κέντρο της προσχωσιγενούς πεδιάδας του Ανόι. Στα Ν η χώρα περιλαμβάνει την
περιοχή του Δέλτα του Μεκόνγκ, που αντιστοιχεί στην Κοχινκίνα. Πρόκειται εν γένει για ένα έδαφος με επίμηκες σχήμα,
μήκους περίπου 1.700 χλμ., που καταλαμβάνεται κυρίως από υψίπεδα, τα οποία στα Β και στα Ν χαμηλώνουν σε αντιστοιχία με
τις προσχωσιγενείς λεκάνες.
Ο σχηματισμός των παράκτιων πεδιάδων, που κρασπεδώνουν τα ανάγλυφα κατά μήκος της Νότιας Κινεζικής θάλασσας,
συνδέεται με τη μορφολογική εξέλιξη της παράκτιας λωρίδας. Αρχικά, οι ακτές ήταν κατακερματισμένες και διακόπτονταν από
πολυάριθμους μυχούς και απόκρημνα ακρωτήρια που ξεκινούσαν από την Αναμιτική οροσειρά. Η θάλασσα τις τροποποίησε, σε
μια πρώτη φάση, αποσπώντας μικρά και μεγάλα βραχώδη νησιά, όπως εκείνα του κόλπου της Αλόνγκ. Ύστερα, η ακτή άρχισε
να εξελίσσεται προς τις σημερινές μορφές, εξαιτίας αρχικά των ποταμών που δημιούργησε το Δέλτα του Τονκίν και κατόπιν του
Μεκόνγκ, στον οποίο οφείλεται η πεδιάδα της Κοχινκίνας. Στη συνέχεια, άρχισε να εκδηλώνεται μια αργή ανάδυση των
προσχωσιγενών στρωμάτων που είχαν εναποτεθεί εκεί, μέχρι ένα ύψος λίγο μεγαλύτερο από τη στάθμη της θάλασσας. Ένα
ιδιαίτερο φαινόμενο της παράκτιας μορφολογίας συνδέεται με ένα θαλάσσιο ρεύμα που προέρχεται από τον βορρά, το οποίο
άρχισε να παρασύρει τις φερτές ύλες προς τον νότο, παρά την παρουσία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ενός άλλου ρεύματος
με αντίθετη κατεύθυνση, προκαλώντας τη δημιουργία θινών και παράκτιων νησίδων που στηρίζονται στα βραχώδη ακρωτήρια.
Οι δύο μεγάλες προσχωσιγενείς λεκάνες, που αποτελούν τις μοναδικές πεδινές ζώνες με αξιόλογη έκταση, παρουσιάζουν με τη
σειρά τους μια μορφολογική διαφορά: το Τονκίν είναι ομοιόμορφα πεδινό σε όλη του την έκταση, ενώ η Κοχινκίνα διακόπτεται
στις παρυφές από γρανιτικές ράχες ύψους περίπου 1.000 μ.
Υδρογραφία. Το έδαφος της χώρας αποστραγγίζεται από πολυάριθμους ποταμούς, που έχουν χαράξει τις επιφανειακές
ιζηματογενείς επικαλύψεις με βαθιές κοιλάδες και χαράδρες. Πρόκειται γενικά για ποταμούς με βραχύ ρου, οι οποίοι με τις
άφθονες φερτές ύλες τους εξακολουθούν να διευρύνουν τις ζώνες των Δέλτα τους. Στα Β και στα Ν η χώρα διαρρέεται από
διάφορους ποταμούς που καταλήγουν στους δύο μεγάλους, τον Ερυθρό Ποταμό (Σονγκ Χονγκ) και τον Μεκόνγκ. Ο Ερυθρός
Ποταμός πηγάζει από το κινεζικό υψίπεδο του Γιουνάν, ρέει αρχικά ανάμεσα σε ψηλά βουνά και καταλήγει στον κόλπο του
Τονκίν. Έχει συνολικό μήκος 1.200 χλμ., από τα οποία λιγότερα από 500 βρίσκονται στο έδαφος του Β. Οι δύο μεγάλοι
παραπόταμοί του είναι ο Διαυγής Ποταμός (Σονγκ Λο) στα Β, ο οποίος αποτελείται από τη συμβολή του Λο και του Γκαμ, και ο
Μαύρος Ποταμός (Σονγκ Ντα) στα Ν.
Όλοι οι ποταμοί της λεκάνης απορροής του Τονκίν τροφοδοτούνται αποκλειστικά από τις βροχές και παρουσιάζουν
αξιοσημείωτες εποχιακές διαφορές ανάμεσα στις ελάχιστες και μέγιστες παροχές· ο Ερυθρός Ποταμός, τη στιγμή της εισόδου
του στο τονκινικό βαθύπεδο, έχει παροχή περίπου 700 κ.μ. το δευτερόλεπτο κατά την περίοδο των βροχών. Πολύ πιο ήρεμη
είναι, αντίθετα, η ροή των υδάτων του Μεκόνγκ, που ρυθμίζεται από πολλά τέλματα και κοιλότητες στο ακραίο τμήμα του ρου
του. Η σχετική ηρεμία του ποταμού αυτού διευκόλυνε επίσης την κατασκευή πολυάριθμων πλωτών και αρδευτικών καναλιών
στη ζώνη του Δέλτα. Τα κανάλια αυτά διασχίζουν, μαζί με τους δευτερεύοντες ποτάμιους βραχίονες, την Κάτω Κοχινκίνα, ενώ
αποτελούν επίσης συγκοινωνιακές αρτηρίες και απαραίτητο παράγοντα για την καλλιέργεια του ρυζιού.
Κλίμα. Το Β., που βρίσκεται στα Ν του Τροπικού του Καρκίνου, έχει κλίμα θερμό, αλλά εισχωρεί επίσης στην περιοχή των
μουσώνων και παρουσιάζει ποικίλες κλιματικές συνθήκες στα διάφορα τμήματά του, που επηρεάζονται τοπικά και από τα
ανάγλυφα. Το σπουδαιότερο μετεωρολογικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια του έτους είναι η αντιστροφή των μουσώνων. Τον
Ιανουάριο, μια παροχή υψηλών πιέσεων εγκαθίσταται στην κεντρική Ασία, ενώ στα ΝΑ, σε αντιστοιχία με την αυστραλιανή
ηπειρωτική μάζα, δημιουργείται μια παροχή χαμηλών πιέσεων. Προκύπτουν έτσι κινήσεις μαζών αέρα από τις βόρειες
αντικυκλωνικές ζώνες προς τις νότιες κυκλωνικές ζώνες: είναι οι χειμερινοί μουσώνες, ένας παγωμένος και ξηρός αρκτικός
άνεμος, που γίνεται προοδευτικά θερμότερος στα νότια πλάτη. Η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται τότε γύρω στους 17°C. Τον
Ιούλιο, οι βαρομετρικές συνθήκες αντιστρέφονται και ο άνεμος ακολουθεί μια διεύθυνση κυρίως Ν-Β: πρόκειται για τους
θερινούς μουσώνες, θερμούς και υγρούς, που προκαλούν ισχυρές βροχοπτώσεις· τους μήνες αυτούς, η θερμοκρασία κυμαίνεται
κατά μέσο όρο στους 29°C.
Στη γενική κατανομή των βροχών σε όλο το βιετναμέζικο έδαφος επιδρούν ύστερα οι τυφώνες. Αυτοί δημιουργούνται στον
ωκεανό και, κινούμενοι από Α προς Δ, καλύπτουν με μεγάλη ισχύ όλη την ανατολική παράκτια λωρίδα. Κατά την περίοδο
Ιουνίου-Ιουλίου οι τυφώνες πλήττουν το βόρειο Β., τον Αύγουστο τις κεντρικές ζώνες και τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο
εκδηλώνονται στο νότιο Β., φτάνοντας το φθινόπωρο έναν μέγιστο όψιμο βροχομετρικό δείκτη.
Χλωρίδα. Σε σχέση με το κλίμα, το Β. στο σύνολό του αποτελείται από πυκνό δάσος αειθαλών ή από τροπικό δάσος
φυλλοβόλων. Πάνω από τα 1.300 μ. εμφανίζονται τα κωνοφόρα. Στις πεδινές ζώνες, εκτός από το μπαμπού, αφθονούν διάφοροι
τύποι φοίνικα και τροπικών φυτών, με παχύ και ψηλό κορμό. Στα ανάγλυφα είναι διαδεδομένα ο παλίσανδρος και το μουν (ένα
είδος εβένου).
Διάρθρωση των περιοχών. Το βόρειο τμήμα της χώρας καταλαμβάνεται από ανάγλυφα, στον σχηματισμό των οποίων
συνετέλεσε η ορεογένεση της τριτογενούς περιόδου. Τα ανάγλυφα αυτά παρουσιάζονται γενικά ως επίμηκες παραπέτασμα και
διακόπτονται από βαθύτερα, που έχουν διεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ. Στα Δ του Ερυθρού Ποταμού, παράλληλα ορεινά
συστήματα υψώνονται μέχρι τα 3.000 μ., ενώνονται με τα ανάγλυφα του άνω Λάος και, προς Ν, με την Αναμιτική οροσειρά.
Στα Δ του ποταμού βρίσκονται τα υψίπεδα του Σονγκ Λα, που σχηματίστηκαν από ασβεστολιθικές στρωματοποιήσεις του
παλαιοζωικού αιώνα. Στα Α διαδέχονται το ένα το άλλο ασβεστολιθικά υψίπεδα με σχιστολιθικές κορυφές. Όλα αυτά τα
υψίπεδα έχουν υποστεί γενική καρστική εξέλιξη (κυρτές, στρογγυλωπές μορφές) και χαράσσονται σήμερα από βαθιές χαράδρες.
Το τμήμα του εδάφους που βρίσκεται απέναντι από τον κόλπο του Τονκίν, παρουσιάζει ασβεστολιθικούς σχηματισμούς που
σπάνια ξεπερνούν τα 1.000 μ., αλλά οι οποίοι φτάνουν μέχρι την ακτή και συνεχίζουν κατά μήκος μιας υποβρύχιας ράχης, για να
αναδυθούν πάλι κατ’ αντιστοιχία του κινεζικού νησιού Χαϊνάν. Η περιοχή αυτή είναι εξαιρετικά γραφική, ιδιαίτερα εκεί όπου τα
βουνά, τα οποία διαβρώθηκαν από τους ανέμους και τα νερά, αναδύονται από τη θάλασσα κοντά στην ακτή, σχηματίζοντας
περίπου 1.200 μεγάλα και μικρά νησιά.
Όμως, η σπουδαιότερη περιοχή του Τονκίν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την πυκνότητα, είναι η μεγάλη ζώνη του Δέλτα του
Ερυθρού Ποταμού, που περιλαμβάνει μια περιοχή περίπου 15.000 τ. χλμ., σε συνεχή επέκταση προς τη θάλασσα λόγω των
τεράστιων ποσοτήτων φερτών υλών (υπολογίζονται σε 80 εκατ. κ.μ. τον χρόνο). Η πόλη Ανόι, που σήμερα απέχει από τη
θάλασσα πάνω από 100 χλμ., πριν από τέσσερις αιώνες ήταν παραθαλάσσιο κέντρο. Στις παρυφές του βαθυπέδου του Δέλτα
παρατηρούνται κάθε τόσο ασβεστολιθικές προεξοχές: είναι τα τελευταία ορατά υπολείμματα των κορυφών, που σε μακρινές
γεωλογικές εποχές υψώνονταν στην κοιλάδα, πριν αυτή κατακλυστεί τελείως από τις προσχώσεις. Τα βραχώδη αυτά νησιά, που
δεν πλήττονται από τις καταστρεπτικές προσχώσεις στις οποίες υπόκειται η πεδιάδα, είναι τα φυσικά καταφύγια του ανθρώπου.
Στα Δ το Τονκίν συνδέεται άμεσα με την ορεινή ράχη του Ανάμ, όπου βρίσκονται οι πιο ψηλές κορυφές της χώρας: η Φαν Σι
Παν (3.143 μ.) και η Φου Λουόνγκ (2.985 μ.). Μερικά περάσματα δημιουργούνται ανάμεσα στα ορεινά ανάγλυφα, από τα οποία
το πιο γνωστό είναι το πέρασμα του Κάο Μπανγκ. Προς τα Ν οι κορυφογραμμές τείνουν να χαμηλώσουν μέχρι τη λεγόμενη
Πύλη του Ανάμ (Χοάνχ Σον), ένα πέρασμα που βρίσκεται σε υψόμετρο μόλις 120 μ., πάνω από το οποίο αρχίζουν η μεγάλη
καμπύλη της Αναμιτικής οροσειράς και το κεντρικό Β. Οι κορυφογραμμές, ακανόνιστες και ρωμαλέες, ακολουθούν γενικά μια
πορεία παράλληλη προς την ακτή, αλλά, ενώ στα Β είναι αρκετά καθορισμένες και αντιστοιχούν στον υδροκρίτη ανάμεσα στους
παραποτάμους του Μεκόνγκ και τους ποταμούς που εκβάλλουν στη Νότια Κινεζική θάλασσα, στα Ν του Ατουάτ (2.500 μ.)
πολλαπλασιάζονται, χωρίζοντας ποτάμιες κοιλάδες ανοικτές προς τα Ν ή απομονώνουν λεκάνες ανάμεσα σε βουνά που δύσκολα
επικοινωνούν μεταξύ τους και με την ακτή. Επικρατούν οι ασβεστολιθικές επιφάνειες στα Β, οι γρανιτικές στο κέντρο και οι
βασαλτικές στα Ν· οι τελευταίες λαμβάνουν κυρίως πεδινές μορφές. Οι ποταμοί είναι πολυάριθμοι. Σχεδόν ξηροί κατά την
εποχή της ξηρασίας, γεμίζουν κατά τη διάρκεια των βροχών και λόγω των απότομων κλίσεων γίνονται ορμητικοί και εξαιρετικά
επικίνδυνοι. Η μόνιμη ανθρώπινη εγκατάσταση στις παράκτιες πεδιάδες του Ανάμ χρονολογείται από πολύ παλιά, ενώ σήμερα
εκεί βρίσκονται αστικά κέντρα μεγάλης σπουδαιότητας, όπως η Χουέ και η Ντα Νανγκ.
Προς τα Ν, η Αναμιτική οροσειρά χαμηλώνει βαθμιαία και αναπτύσσεται σε μικρότερες οροσειρές και υψίπεδα (τα Μόι), ώσπου
εξαφανίζεται κάτω από το απέραντο στρώμα προσχώσεων που σχηματίζουν τη μεγάλη πεδιάδα της Κοχινκίνας, η οποία
αποτελεί την καρδιά του κεντρικού Β. Όλη η Κοχινκίνα διαρρέεται επί 220 χλμ. από τον Μεκόνγκ, ο οποίος, πριν εισχωρήσει,
διαιρείται σε δύο κύριους βραχίονες: τον Τιέν Τζιάνγκ (Εμπρόσθιος Ποταμός) και τον Χάου Τζιάνγκ (Οπίσθιος Ποταμός), οι
οποίοι χωρίζονται σε πολυάριθμους άλλους μικρότερους ποτάμιους βραχίονες. Εντούτοις, είναι σπάνιες οι πλημμύρες του
Δέλτα, χάρη στη διέξοδο που βρίσκει βορειότερα ο Μεκόνγκ στον Τόνλε Σαπ. Η ετήσια πλημμύρα, που φτάνει στο μέγιστο
σημείο τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, είναι βαθμιαία· τα νερά καλύπτουν την πεδιάδα με ένα ρηχό στρώμα, χωρίς να
διακόπτουν τον κύκλο των καλλιεργειών. Ωστόσο, πολλές φορές τα φυσικά φράγματα απομονώνουν εκτεταμένες περιοχές που
παραμένουν ελώδεις τον υπόλοιπο χρόνο, όπως η Πεδιάδα των Βούρλων, στα Δ της Χο Τσι Μινχ. Αλλού ο ποταμός ρέει αργά
σχηματίζοντας μαιάνδρους, ανάμεσα σε εύφορες κόκκινες λατεριτικές γαίες στα Β και σε φαιές αργιλώδεις γαίες στην υπόλοιπη
περιοχή. Άλλοι ποταμοί ρέουν ανατολικότερα και ενώνονται λίγα χιλιόμετρα πριν από τη θάλασσα σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο
δέλτα αποτελούμενο από τον Σαϊγκόν, τον Σονγκ Μπε και τον Ντονγκ Νάι, στην αρχή του οποίου βρίσκεται το συγκρότημα
Σαϊγκόν-Τσολόν.
Σε όλη αυτή τη χαμηλή περιοχή επικρατεί το μουσωνικό κλίμα με σταθερές θερμοκρασίες, γύρω στους 25-26°C. Το αρχικό
ελώδες δάσος, που κάποτε κάλυπτε όλη την Κοχινκίνα, και η αρχαία πλουσιότατη πανίδα έχουν εξαφανιστεί εξαιτίας της
προοδευτικής επέκτασης των καλλιεργειών. Παραμένουν μερικές περιορισμένες δασώδεις λωρίδες στα φυτικά φράγματα και
ορισμένες παράκτιες ζώνες μαγκρόβιων σχηματισμών, κατακλυσμένες από αλμυρά νερά, στις εκβολές του Ντονγκ Νάι και του
Σαϊγκόν, στις εκβολές του Μεκόνγκ και στη χερσόνησο Κα Μάου.
Πληθυσμός
Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Η οικιστική κοιτίδα του σημερινού Β. βρίσκεται στη γόνιμη
και πολυάνθρωπη πεδιάδα του Τονκίν, την οποία ζωογονεί ο Ερυθρός Ποταμός. Ουσιαστικά πρόκειται για μια περιοχή που
εισχωρεί γεωφυσικά στην Κίνα σε ένα οριακό σημείο της, το οποίο χαρακτηρίζεται από το ίδιο το όνομα των ανθρώπων που το
κατοικούν, των Βιέτ· η ονομασία προέρχεται από την κινεζική λέξη Γιε, με την οποία στην αρχαία Κίνα χαρακτήριζαν γενικά
τους βάρβαρους λαούς των γειτονικών χωρών. Η επαφή τους με την Κίνα και τον πολιτισμό της διαμόρφωσε τους κατοίκους του
Τονκίν σε ένα έθνος πιο ανεπτυγμένο, αρκετά διαφορετικό και, οπωσδήποτε, πιο καλά οργανωμένο από τα υπόλοιπα έθνη της
Ινδοκίνας. Ένα από τα φεουδαρχικά βασίλεια που ιδρύθηκαν τον 19ο αι. (βασίλειο των Νγκουγιέν) επεκτάθηκε Ν και κατάφερε
να προσαρτήσει ολόκληρη τη ζώνη της ακτής, που βρίσκεται στο χείλος της Αναμιτικής οροσειράς, μέχρι το Δέλτα του ποταμού
Μεκόνγκ. Έτσι γεννήθηκε το Β., στο οποίο συγχωνεύτηκαν η αρχική χώρα των Βιέτ και το Ανάμ. Η νέα χώρα ήταν ενιαία και
με εξ ολοκλήρου βιετναμέζικο χαρακτήρα, ο οποίος είχε προκύψει από τις έντονες διεργασίες των προηγούμενων αιώνων. Το
ενιαίο της χώρας υπαγορευόταν ακόμα και από κατεξοχήν φυσικούς παράγοντες, ιδίως από το τείχος των Αναμιτικών βουνών,
που την απέκοπταν και τη χώριζαν από την υπόλοιπη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Γεωγραφικά, ωστόσο, η ίδια χώρα θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί διπολική, αφού οι δύο πιο σημαντικές και πυκνοκατοικημένες ζώνες της βρίσκονται στις κοιλάδες των δύο
μεγάλων ποταμών της, του Ερυθρού Ποταμού (περιοχή του Τονκίν ή Μπάκμπο) και του Μεκόνγκ (περιοχή Κοχινκίνας ή
Νάμπο). Ο βαθμός της εξέλιξης των Βιετναμέζων και η αφύπνιση της εθνικής τους συνείδησης σε σύγκριση με τους υπόλοιπους
λαούς της Ινδοκίνας εξηγεί και την εντελώς διαφορετική σχέση που δημιουργήθηκε στο Β. ανάμεσα στους ντόπιους και στους
αποικιοκράτες καθώς και τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα των αγώνων που ακολούθησαν αργότερα εναντίον των Γάλλων και που
οδήγησαν, το 1954, στην επικύρωση της ανεξαρτησίας της πρώην αποικίας με τις συμφωνίες της Γενεύης.
Από την άποψη του συνολικού πληθυσμού του, το Β. είναι η πιο πυκνοκατοικημένη από τις χώρες της χερσονήσου της
Ινδοκίνας. Η πολιτική διαίρεση του εδάφους του σε δύο κράτη είχε χωρίσει έναν λαό βασικά ομοιογενή από εθνική και
πολιτιστική άποψη, με διαφορές (τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο τμήμα) μόνο σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά των
ανθρώπων που ζουν στις πεδιάδες, σε σχέση με εκείνους που ζουν στα υψίπεδα. Οι κοιλάδες των ποταμών, εξαιρετικά
πυκνοκατοικημένες παρά το υγρό και ζεστό κλίμα τους, συγκεντρώνουν Βιετναμέζους και Κινέζους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν
εκεί μάλλον πρόσφατα. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι είναι οι Τσαμ, που σχεδόν τείνουν να εκλείψουν σήμερα, οι οποίοι στα τέλη του
2ου αι. μ.Χ. ζούσαν κυρίως στο κεντρικό Β., διατηρώντας τον ινδονησιακό πολιτισμό της αρχικής καταγωγής τους· από τον 15ο
αι. οι Βιετναμέζοι κατάφεραν να τους αφομοιώσουν.
Οι Βιετναμέζοι είναι ένας λαός στον οποίο είναι εμφανείς οι παλιές κινεζικές και μογγολικές επιδράσεις. Ο εποικισμός της
χώρας, πάντως, ξεκίνησε από τον βορρά: πρώτα από το Τονκίν, που υπήρξε ο αρχαιότερος τόπος μόνιμης εγκατάστασης και
στον οποίο οι Βιετναμέζοι ανέπτυξαν για πρώτη φορά την καλλιεργητική τεχνική των ορυζώνων, για να κατέβουν έπειτα
προοδευτικά προς τα κάτω, Ν, ακολουθώντας τις παράκτιες κοιλάδες των ποταμών μέχρι την Κοχινκίνα, δίχως όμως ποτέ να
κατακτήσουν τις ορεινές ζώνες του εσωτερικού της χώρας. Σήμερα, το βιετναμέζικο στοιχείο καλύπτει το 87% του συνολικού
πληθυσμού.
Πανάρχαια είναι στο Β. η κινεζική παρουσία, συνδεδεμένη με τη μακραίωνη υποταγή της χώρας στην αυτοκρατορική Κίνα.
Ειδικά στην Κοχινκίνα, κατά τον 17ο αι. ο κινεζικός εποικισμός συνοδεύτηκε από τον βιετναμέζικο. Ένα μεγάλο
μεταναστευτικό κύμα προερχόμενο από την Κίνα σημειώθηκε στις αρχές του 19ου αι., την εποχή της ευρωπαϊκής διείσδυσης,
οπότε άρχισε και η διαφοροποίηση της οικονομίας στη νοτιοανατολική Ασία. Σήμερα, οι Κινέζοι που ζουν στο Β. αποτελούν το
3% του συνολικού πληθυσμού και είναι εγκατεστημένοι κυρίως στον Νότο. Ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού τους
αποτελούσε ανέκαθεν πρόβλημα, επειδή στις νότιες περιοχές του Β. ίσχυε στο θέμα της ιθαγένειας το jus soli, σύμφωνα με το
οποίο τα παιδιά των Κινέζων, εφόσον είχαν γεννηθεί σε βιετναμέζικο έδαφος, θεωρούνταν από κάθε άποψη Βιετναμέζοι πολίτες.
Στα οροπέδια και στα βουνά ζουν τελείως διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες· στα Β, στις ψηλές κοιλάδες του Ερυθρού Ποταμού
και των παραποτάμων του ζουν οι Τάι, σε ένα υψόμετρο ανάμεσα στα 300 και στα 800 μ. ζουν οι Μαν, και από τα 900 μέχρι τα
1.800 μ. κατοικούν οι Μέο, που εγκαταστάθηκαν πολύ αργότερα σε αυτές τις περιοχές, προερχόμενοι από τα βουνά της
νοτιοανατολικής Κίνας. Τέλος, υπάρχουν και οι Λόλο του ορεινού Τονκίν, που είναι ημινομάδες, ενώ τα υψίπεδα του κεντρικού
Β. καταλαμβάνονται από τους Μόι.
Δημογραφική ανάπτυξη και κατανομή του πληθυσμού. Σήμερα, ο συνολικός πληθυσμός του Β. ξεπερνά τα 80 εκατ., έχοντας
σχεδόν τετραπλασιαστεί από το 1941, οπότε η χώρα αριθμούσε περίπου 22 εκατ. κατ. Υπολογίζεται ότι από το 1951 (25 εκατ.
κάτ.) ο δείκτης ετήσιας αύξησης του πληθυσμού ήταν 2,5-3%, ενώ την πενταετία 1985-90 ήταν 2,3%, για να πέσει το 2000 στο
1,45%. Σχεδόν όλος αυτός ο πληθυσμός βρίσκεται συγκεντρωμένος στο 1/4 της συνολικής εδαφικής επιφάνειας του Β., στις
κοιλάδες του Δέλτα των ποταμών, όπου και πραγματοποιείται η καλλιέργεια του ρυζιού.
Η μέση πυκνότητα στη χώρα είναι 249,7 κάτ. ανά τ. χλμ. Ωστόσο, ο δείκτης της πληθυσμιακής πυκνότητας ξεπερνά τους 1.000
κατ. ανά τ. χλμ. στην περιοχή του Τονκίν, ενώ στον νότο, όπου η εκμετάλλευση της γης άρχισε αρκετά αργότερα, οι δείκτες
πυκνότητας είναι χαμηλότεροι. Όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν την Κοχινκίνα, που τότε ήταν πολύ αραιοκατοικημένη, επεδίωξαν να
αναπτύξουν μια κοινωνία κυρίως αστική, με εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, οι οποίες απέσπασαν πολλούς νέους
από τις παραδοσιακές αγροτικές εργασίες. Το προσδόκιμο ζωής στη χώρα είναι 67,8 χρόνια για τους άντρες και 73 για τις
γυναίκες (2004).
Οικισμοί της υπαίθρου. Η κατασκευή μιας τυπικής βιετναμέζικης αγροτικής κατοικίας γίνεται με ξύλο, μπαμπού και κάνναβη.
Σημαντικότερο τμήμα θεωρείται η σκεπή, που εξασφαλίζει προστασία από τον ήλιο και τη βροχή και στηρίζεται σε μια γερή
ξυλοκατασκευή. Οι τοίχοι του σπιτιού, αντίθετα, κατασκευάζονται με λιγότερη επιμέλεια και συνήθως συνιστούν κινητά
χωρίσματα, ανοιχτά στο επάνω μέρος, για να διευκολύνουν τον εξαερισμό των χώρων. Γενικά, το σπίτι δεν αντιμετωπίζεται
παρά μόνο ως ένα προσωρινό καταφύγιο, γιατί οι Βιετναμέζοι προτιμούν να ζουν στην ύπαιθρο ή στη βεράντα τους, η οποία,
όπως και οι αποθήκες, βλέπει προς μια κεντρική αυλή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, εξάλλου, δεν έχουν συνήθως καθόλου ανοίγματα ή
παράθυρα. Η πιο διαδεδομένη μορφή οικισμού στο Β. είναι το χωριό, που αποτελείται από τόσους οικισμούς όσες και οι πατριές
της μικρής κοινότητας. Οι πατριές αυτές είναι η βάση της κοινωνικής δομής του χωριού και είναι ουσιαστικά αυτόνομες. Στην
εσωτερική ιεραρχία, το δικαίωμα της αρχηγίας αναγνωρίζεται στην ισχυρότερη πατριά, με τη μεγαλύτερη επιρροή, η οποία
αποφασίζει για τις υποθέσεις της κοινότητας. Ενδιαφέρον είναι ότι η μορφή αυτή κοινωνικής οργάνωσης διατηρήθηκε, κατά
κανόνα, και μετά την επικράτηση του σοσιαλιστικού καθεστώτος.
Πόλεις. Πριν από την αποικιοκρατική περίοδο, η αστική ζωή στη χώρα ήταν πολύ περιορισμένη. Τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα
ήταν το Ανόι και η Χουέ, πόλεις τυπικά κινεζικές, οι οποίες, εκτός του ότι αποτελούσαν τους πυρήνες της πολιτικής και
στρατιωτικής εξουσίας, ήταν και τα μοναδικά κέντρα στο οποία συγκεντρωνόταν ολόκληρη η πολιτική δραστηριότητα του Β.
Φυσικά, οι πόλεις ήταν συγχρόνως διοικητικά και εμπορικά κέντρα (αν και όλη η εμπορική κίνηση βρισκόταν στα χέρια των
Κινέζων κατοίκων τους), από την άποψη όμως της πυκνότητας του πληθυσμού υστερούσαν σημαντικά σε σύγκριση με τα
μεγάλα αγροτικά κέντρα. Ωστόσο, η έλευση των Δυτικών προκάλεσε σημαντικές αλλαγές: ο τρόπος ζωής των Ευρωπαίων, αλλά
και η ανάγκη να διατηρήσουν επαφή με την πατρίδα τους, οδήγησε σε σχηματισμό νέων και πιο εξελιγμένων αστικών κέντρων,
που για ευνόητους κλιματικούς και οικονομικούς λόγους αναπτύχθηκαν κυρίως κατά μήκος των ακτών. Η φυσική μορφολογία
της αναμιτικής ακτής (κεντρικό Β.), που εξαιτίας της έλλειψης ενδοχώρας ήταν ελάχιστα ευνοϊκή για την ανέγερση πόλεων,
δημιούργησε τότε ένα είδος αστικής αποκέντρωσης, ωθώντας τα μεγάλα κέντρα προς βορρά και προς νότο στις κοιλάδες του
Δέλτα των δύο κύριων ποταμών (Μεκόνγκ και Ερυθρός Ποταμός). Κατά τη διάρκεια της πολιτικής διαίρεσης του Β. σε δύο
τμήματα, σημειώθηκε ακόμα μία φάση της στροφής των ανθρώπων προς τις πόλεις. Ιδίως στο Νότιο Β. απέκτησε τις διαστάσεις
μιας κυριολεκτικά παροξυσμικής αστυφιλίας, με μαζικές μετακινήσεις των χωρικών προς τα αστικά κέντρα, που εξασφάλιζαν
μεγαλύτερη σιγουριά, αφού βρίσκονταν κοντά στις αμερικανικές βάσεις. Αντίθετα, στο Βόρειο Β., η ισορροπία ανάμεσα στην
ύπαιθρο και στις πόλεις διατηρήθηκε ικανοποιητικά, παρά την τοπική συγκέντρωση της μεγάλης βιομηχανίας σε ορισμένες
περιοχές. Η σημερινή κατάσταση, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Τα σημαντικότερα
αστικά κέντρα της χώρας είναι η πρωτεύουσα Ανόι, η Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν), η Χαϊφόνγκ και η Ντα Νανγκ (για
περισσότερες λεπτομέρειες βλ. αντίστοιχα λήμματα).
Οικονομία
Το Β. είναι χώρα αγροτική. Η παραδοσιακή αγροτική οικονομία της, όπως και όλης της Ινδοκίνας, στηρίζεται στην καλλιέργεια
του ρυζιού, η οποία όμως παρουσιάζει διαφοροποιήσεις στις βόρειες και τις νότιες περιοχές, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Τονκίν και
στην Κοχινκίνα. Η καλλιέργεια του ρυζιού αποτελεί την κύρια γεωργική δραστηριότητα του βιετναμέζικου πληθυσμού, ιδίως
στις κοιλάδες, όπου ευνοείται από την άφθονη ύπαρξη νερού και στις οποίες συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος των
κατοίκων. Οι περισσότερες καλλιέργειες γίνονται στο Δέλτα των δύο μεγάλων ποταμών, του Ερυθρού και του Μεκόνγκ.
Στις αρχές του 19ου αι., αν και η οικονομία του Β. εμφανιζόταν ισορροπημένη, η κοινωνική διάρθρωση της χώρας ήταν
δυσμενέστατη για τους αγρότες. Οι χωρικοί ζούσαν σε γενική ένδεια και προκειμένου να αντεπεξέλθουν ήταν υποχρεωμένοι να
καταφεύγουν στους τοκογλύφους. Δίπλα στην πολυπληθή τάξη των χωρικών, που ήταν υποχείρια των κρατικών λειτουργών
(μανδαρίνων) και των μεγαλοκτηματιών, υπήρχε και η τάξη των χειροτεχνών που συνήθως ζούσαν συγκεντρωμένοι σε δικά τους
χωριά, ειδικευμένα κατά παράδοση στην κατασκευή ορισμένων προϊόντων (χωριά κανατάδων, υφαντουργών, μαστόρων που
κατασκεύαζαν τα πλοιάρια σαμπάν ή ομπρέλες ηλίου). Η ανθηρή αυτή χειροτεχνία, ωστόσο, δεν έβρισκε διέξοδο σε ανάλογο
εσωτερικό εμπόριο λόγω της βαριάς φορολογίας και των διαφόρων κρατικών μονοπωλίων. Από την άποψη του εξωτερικού
εμπορίου, ο κυριότερος εισαγωγέας και εξαγωγέας στις συναλλαγές με το Β. ήταν η Κίνα· οι εμπορικές συναλλαγές με τις άλλες
χώρες της Ασίας ήταν ελάχιστες και με τις ευρωπαϊκές χώρες σχεδόν ανύπαρκτες.
Με την επικράτηση της ευρωπαϊκής αποικιακής κυριαρχίας άρχισε να εφαρμόζεται το σύστημα της καλλιέργειας μεγάλων
φυτειών, αναπτύχθηκαν οι επικοινωνίες και άνοιξαν για το Β. οι δρόμοι του διεθνούς εμπορίου. Επίσης διαδόθηκαν οι
καλλιέργειες της εβέας (του δέντρου από το οποίο συλλέγεται το καουτσούκ), του καφέ και του τσαγιού· παράλληλα,
αναπτύχθηκε η αλιεία, ενώ η βιομηχανική δραστηριότητα συνέβαλε στον σχηματισμό μιας εργατικής τάξης, που έμελλε
αργότερα να παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο στο Βόρειο Β. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η εξάπλωση των φυτειών στα
αναμιτικά οροπέδια προκάλεσε την προοδευτική αποψίλωση των δασών, ενώ οι νέοι δρόμοι που κατασκευάστηκαν
χρησίμευσαν τελικά περισσότερο στην άσκηση αυστηρού στρατιωτικού ελέγχου επί της χώρας παρά στην οικονομική της
ανάπτυξη. Επιπλέον, η νέα κατάσταση δημιούργησε μια νέα τάξη μανδαρίνων, άμεσα συνδεδεμένη με τα ξένα συμφέροντα.
Καθώς οι πόρτες του Β. άνοιγαν στις εισαγωγές, η εγχώρια χειροτεχνία υπέστη σημαντική κρίση· το αντιστάθμισμα που
προσέφερε η δημιουργία νέων βιομηχανιών που στηρίζονταν σε ξένες χρηματοδοτικές ομάδες, ήταν συγκριτικά περιορισμένο.
Ένα από τα πιο θλιβερά χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου ήταν η διάδοση του εμπορίου του οπίου, που είχε ως αποτέλεσμα
την αύξηση της συστηματικής χρήσης του, κυρίως στις μεγάλες πόλεις.
Η ανάπτυξη μιας ενιαίας αρμονικής οικονομίας απαίτησε μια αρκετά μακροχρόνια και δύσκολη διαδικασία. Η ενοποίηση του
Βόρειου και του Νότιου Β. στον πολιτικό τομέα δεν συνοδεύτηκε αμέσως από ανάλογες ενοποιήσεις στον κοινωνικό και στον
οικονομικό τομέα. Στη βορειοβιετναμέζικη οικονομία υπάρχει πολύ μεγαλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ της υπαίθρου και των
πόλεων. Η οικονομική διάρθρωση, που κληροδότησε στο τμήμα αυτό της χώρας η αποικιοκρατία, άλλαξε ριζικά. Η
μεταρρύθμιση αυτή χρειάστηκε βέβαια να ξεκινήσει σχεδόν από το μηδέν και ένας από τους λόγους ήταν και το γεγονός ότι
κατά την αποχώρησή τους οι Γάλλοι πήραν μαζί τους ή κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του βιομηχανικού και λιμενικού
εξοπλισμού. Η κυβέρνηση έθεσε τότε δύο βασικούς στόχους: αγροτική μεταρρύθμιση σε εθνική βάση και δημιουργία ενός
δυναμικού βιομηχανικού τομέα, βασισμένου στις αξιόλογες εγχώριες πρώτες ύλες. Τον πρώτο καιρό το κράτος απέφυγε να
προβεί σε απαλλοτριώσεις ευρείας κλίμακας που θα στερούσαν όλους τους κτηματίες από τη γη τους· μέτρα πιο ριζικά
ελήφθησαν μόνο από το 1953 και μετά, με τη δήμευση των γαιών που ήταν ήδη επιταγμένες· και πάλι όμως η κυβέρνηση
σεβάστηκε την ιδιοκτησία του μέσου χωρικού, αν και το μέτρο βρήκε αρκετά πρόσφορο έδαφος ανάμεσα στις αγροτικές μάζες,
συνηθισμένες από αιώνες σε διάφορες μορφές κοινοκτημοσύνης. Η κολεκτιβοποίηση ολοκληρώθηκε το 1955-56, όχι όμως
χωρίς αντιδράσεις ή χωρίς σφάλματα, ο αντίκτυπος των οποίων ήταν σε μερικές περιπτώσεις σημαντικός. Το επόμενο βήμα προς
τον σοσιαλισμό υπήρξε η αρχή μιας συνεταιριστικής κίνησης σε τεράστια κλίμακα (1958), που το 1975 περιλάμβανε το 92,5%
των αγροτικών οικογενειών. Το 1972 ιδρύθηκαν 500 πρότυποι συνεταιρισμοί, που εφάρμοσαν μια εντελώς νέα αγροτική
τεχνολογία και εξασφάλισαν, σχετικά με το παρελθόν, πολύ αξιόλογες αποδόσεις. Η προτεραιότητα που δόθηκε στη γεωργία
μελετήθηκε σε συσχετισμό με τη βιομηχανική ανάπτυξη· ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, που
ενισχύθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια της Κίνας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια, στον βιομηχανικό τομέα η όλη
προσπάθεια διακόπηκε ή ανακόπηκε πολλές φορές, εξαιτίας των βομβαρδισμών και των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων. Το
πρώτο πενταετές σχέδιο ολοκληρώθηκε το 1965· το διαδέχτηκαν ορισμένα διετή προγράμματα έκτακτης ανάγκης, όπως το
διετές πρόγραμμα ανοικοδόμησης μετά τους βομβαρδισμούς, που αναγγέλθηκε το 1974. Αργότερα άρχισε η εφαρμογή του
δεύτερου πενταετούς σχεδίου (1976-80), όπου το μεγαλύτερο βάρος δόθηκε στην εκβιομηχάνιση, στις επικοινωνίες και στην
ενίσχυση ορισμένων νέων οικονομικών τομέων σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένου και του Νότιου Β., με την τεχνική
και οικονομική βοήθεια τόσο των σοσιαλιστικών όσο και των δυτικών κρατών. Στην προγραμματισμένη βορειοβιετναμέζικη
οικονομία, αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισαν ο κρατικός και ο κολεκτιβιστικός τομέας, ενώ ο ιδιωτικός ήταν σχεδόν
αμελητέος.
Από την άλλη πλευρά, η λειτουργία της νοτιοβιετναμέζικης οικονομίας, που βέβαια δεν ήταν ιδιαίτερα ανθηρή ούτε όμως και
εξαρθρωμένη, εμποδίστηκε για πολλά χρόνια από τους πολέμους, που οπωσδήποτε απορύθμισαν τους μηχανισμούς της.
Πρόκειται για μια οικονομία κατά 60% αγροτική, που στηριζόταν κυρίως στις εξαιρετικά παραγωγικές ζώνες του Δέλτα του
Μεκόνγκ, οι οποίες υπέστησαν βαριά πλήγματα από τον πόλεμο. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν στην
οργάνωση και διάρθρωση της παραγωγής δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο σταδιακά. Στο Νότιο Β., η
μετάβαση από ένα, έστω sui generis, είδος καπιταλισμού στον σοσιαλισμό ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα και προκάλεσε
αναστάτωση τόσο στο παραγωγικό όσο και στο πολιτιστικό και ιδεολογικό κατεστημένο. Βεβαίως και η οικονομία του Νότιου
Β. επλήγη σκληρά, τόσο από τον πόλεμο όσο και από την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων, που είχε οικονομικό και
κοινωνικό αντίκτυπο. Οι πολεμικές επιχειρήσεις οδήγησαν στην εξαφάνιση ή στον μαρασμό ολόκληρων χωριών, στην
καταστροφή απέραντων αγροτικών και δασικών εκτάσεων (από τους βομβαρδισμούς ή τη χρήση χημικών ουσιών, οι οποίες
κατέστρεφαν το φύλλωμα των φυτών), αλλά και σε μια γενικότερη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας ολόκληρων
περιοχών, εξαιτίας της ανασφάλειας που επικρατούσε εκεί στα χρόνια του πολέμου. Παρά τα τεράστια ποσά της αμερικανικής
οικονομικής βοήθειας, η διάβρωση και η έλλειψη οργάνωσης που υπήρχε στη χώρα είχε ως αποτέλεσμα αυτά να χρησιμεύσουν
ουσιαστικά μόνο για τη διατήρηση κάποιας ισορροπίας στο ισοζύγιο των πληρωμών και για τη δημιουργία (κοντά στις
αμερικανικές βάσεις και στις κυριότερες πόλεις) μιας εντελώς τεχνητής ευημερίας, βασισμένης στην υπερτροφική ανάπτυξη
ενός παρασιτικού μεσολαβητικού τομέα. Στο βιομηχανικό πεδίο, παρατηρήθηκε κάποια αναπτυξιακή δραστηριότητα, ποτέ όμως
η παραγωγικότητα δεν έφτασε σε υψηλά επίπεδα, αν και ορισμένα έργα υποδομής που πραγματοποιήθηκαν από τους
Αμερικανούς –λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι– εξαντλώντας πια τον πολεμικό προορισμό τους, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν
σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Από το 1986 η κυβέρνηση του Β. εφάρμοσε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ανοίγματος προς τις δυτικές χώρες, επιτρέποντας
τον ανταγωνισμό, τις διεθνείς επενδύσεις και, έστω και με κρατικό παρεμβατισμό, την οικονομία της αγοράς. Αυτό είχε θετικά
αποτελέσματα σε όλους τους οικονομικούς δείκτες της χώρας, χωρίς να μεταβάλει την ουσία του πολιτεύματος και της
κοινωνικής διάρθρωσης. Όμως, η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1997 σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ασία επηρέασε
αναμφίβολα και το Β., το οποίο επέλεξε μια πιο σκληρή κρατική παρεμβατική πολιτική στην οικονομία, θεωρώντας την κρίση
απότοκο των δεινών της καπιταλιστικής οικονομίας και περιορίζοντας τα ανοίγματα στην οικονομία. Το 2003 το ΑΕΠ του Β.
ανήλθε σε 203.900 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, ενώ η μέση κατά κεφαλήν ετήσια αγοραστική δύναμη σε 2.500 δολ.
Σε ό,τι αφορά την εμπορική δραστηριότητα της χώρας, η οποία δοκιμάστηκε από τους συνεχείς πολέμους και κυρίως από το
εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ κατά τον Πόλεμο του Β., μετά το 1994 και την επίσημη λήξη του εμπάργκο άρχισε μια
μεγαλύτερη εμπορική συνεργασία με τα δυτικά κράτη. Εκτός από τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, σημαντικές αγορές για
τα προϊόντα του Β. είναι η Γαλλία και η Γερμανία. Το εμπορικό ισοζύγιο ανέρχεται σε 1.000 εκατ. δολ. ΗΠΑ (2000), με
συνολικό κύκλο 15.000 εκατ. δολ. ΗΠΑ.
Γεωργία και δασικός πλούτος. Η καλλιέργεια του ρυζιού είναι παραδοσιακά διαδεδομένη, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού,
στην περιοχή του Τονκίν. Οι ορυζώνες είναι τριών ειδών: εκείνοι που έχουν αρκετά ψηλά φυτάρια, τα οποία ποτίζονται μόνο
από τις καλοκαιρινές βροχές και αποδίδουν ανάμεσα στον Οκτώβριο και στον Νοέμβριο μια πλούσια συγκομιδή πολύ καλής
ποιότητας· ένα δεύτερο είδος ρυζιού είναι εκείνο που έχει χαμηλό φυτάριο και δεν καλλιεργείται ποτέ το καλοκαίρι· η ποικιλία
αυτή είναι χειμερινή, στέκει μόνιμα κάτω από το νερό που κατακλύζει το χωράφι και δίνει και αυτή μόνο μία συγκομιδή κατ’
έτος, ανάμεσα στον Μάιο και στον Ιούνιο, κατώτερης όμως ποιότητας· τέλος, υπάρχουν και οι ποτιστικοί ορυζώνες, που
καλλιεργούνται οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, είναι οι πιο διαδεδομένοι και αποδίδουν δύο συγκομιδές τον χρόνο.
Το μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών εργασιών γίνεται χειρωνακτικά· η γη οργώνεται με το άροτρο και εκχερσώνεται με την
τσάπα, οι σβώλοι μεταφέρονται από τον ίδιο τον χωρικό στις άκρες του χωραφιού και στοιβάζονται, σχηματίζοντας αναχώματα·
οι σωροί αυτοί από χώμα παραμένουν μέχρι να τους στεγνώσει ο ήλιος, και μετά τεμαχίζονται, σκάβονται για να ξεσβωλιάσουν
και απλώνονται κυματιστά, για να σχηματίσουν την καινούργια γη, που θα οργωθεί για τη σπορά. Όλη αυτή η διαδικασία, που
έχει σκοπό να αερίσει βαθιά και καλά το λασπερό έδαφος του ορυζώνα, απαιτεί περίπου 150 μέρες δουλειάς για κάθε στρέμμα.
Επιπλέον, εκτός από την καλλιέργεια του ρυζιού, ο χωρικός παίρνει από τη γη βολβούς, γλυκοπατάτες, φασόλια, σόγια και
καπνά.
Στη διάρκεια της αποικιοκρατίας διαδόθηκαν σε όλες τις ορεινές περιοχές του Β. και οι καλλιέργειες της εβέας (του δέντρου που
δίνει το ελαστικό κόμμι ή καουτσούκ), του τσαγιού και του καφέ. Σήμερα, οι φυτείες εβέας είναι εκείνες που κυριολεκτικά
καθορίζουν τη γεωργική οικονομία στο νότιο τμήμα της χώρας. Οι φυτείες αυτές βρίσκονται στα πλησιέστερα προς τις κοιλάδες
υψίπεδα, που έχουν κλίμα υγρό και θερμό. Η παραγωγή καουτσούκ το 2001 έφτασε τους 320.000 τόνους (έναντι 65.000 το
1991).
Από το 1958 άρχισε να εξαπλώνεται ως σύστημα ο γεωργικός συνεταιρισμός, σε σοσιαλιστική ή ημισοσιαλιστική βάση, με
στόχο τη βελτίωση των μεθόδων της εργασίας, και κυρίως του ποτίσματος, τη διάδοση της χρήσης λιπασμάτων και τη βελτίωση
της παραγωγής με την επιλογή καλύτερων γεωργικών ποικιλιών. Γενικά, η γεωργική παραγωγή του Β., σε σύγκριση με τον μέσο
όρο του 1955 (συνολικά στο Βόρειο και Νότιο Β.), εμφανίζεται αυξημένη σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα στη ρυζοκαλλιέργεια,
που από το 1975 έχει παρουσιάσει αύξηση 100% (22,3 εκατ. τόνους το 1993 και 31,1 εκατ. τόνους το 2001).
Ο νότος έχει επίσης αξιόλογο δασικό πλούτο που, παρά τις φοβερές καταστροφές του χημικού πολέμου, παραμένει ζωτικό
κεφάλαιο για τη χώρα. Σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά στοιχεία, τα δάση καλύπτουν το 29% της εδαφικής έκτασης. Το πιο
διαδεδομένο φυτό –που χρησιμοποιείται και ως πρώτη ύλη σε πολλά αντικείμενα– είναι το μπαμπού: κατασκευάζονται με αυτό
σπίτια και βάρκες, χαρτί και πολλά είδη εργαλείων. Τα φυτά που ακολουθούν αμέσως μετά σε σπουδαιότητα, είναι τα τροπικά
δέντρα με σκληρό ξύλο, ενώ το δέντρο που δίνει το ξύλο τικ έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Κτηνοτροφία και αλιεία. Αξιόλογη είναι στον τομέα της κτηνοτροφίας η αύξηση που σημειώθηκε στον αριθμό βοοειδών, με
δεδομένο τον ελάχιστο αριθμό των στεγνών λιβαδιών που είναι κατάλληλα για βοσκή. Ανεπτυγμένοι, αντίθετα, είναι οι τομείς
της ορνιθοτροφίας και της χοιροτροφίας (ειδικά η παραγωγή χοιρινού, χάρη στην επέκταση της κολεκτιβιστικής χοιροτροφίας,
διπλασιάστηκε από το 1955).
Σε ό,τι αφορά τον τομέα της αλιείας, χάρη στη μορφολογία των ακτών, το ψάρεμα στη θάλασσα είχε στο Β. πολύ σπουδαιότερο
ρόλο απ’ ό,τι το αντίστοιχο στα ποτάμια. Τα προϊόντα της αλιείας καταναλώνονται κυρίως από τους ίδιους τους ψαράδες, τα
τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται ανάπτυξη της εμπορικής αλιείας· αρκετά από τα αλιεύματα χρησιμοποιούνται και για την
παρασκευή του νουόκ-μαμ, καρυκεύματος πολύ διαδεδομένου στη βιετναμέζικη κουζίνα, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε ο τομέας
της συσκευασίας γαρίδων σε κονσέρβες. Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η πατροπαράδοτη οργάνωση της αλιείας, ιδίως στον
νότο, όπου την αλιευτική επιχείρηση χρηματοδοτούσαν άλλοτε τα αφεντικά (Θο), αγοράζοντας τις βάρκες και τα ξάρτια, και την
εμπιστεύονταν στον πεπειραμένο αρχιψαρά τους (Θο-φου), που ήξερε καλά τα μυστικά της θάλασσας και διάλεγε ο ίδιος το
πλήρωμα, για το οποίο ήταν και υπεύθυνος. Το 1997 η συνολική αλιευτική παραγωγή έφτασε τους 1.550.000 τόνους έναντι
800.000 τόνων το 1972.
Βιομηχανία, ορυκτός πλούτος και ενέργεια. Μετά από έξι χρόνια βομβαρδισμών που άφησαν βαθιά τραύματα στη
βορειοβιετναμέζικη βιομηχανία, η ενοποιημένη χώρα προχώρησε σε μια σειρά μέτρων και προγραμμάτων για την ανοικοδόμηση
και τη συγκέντρωση των εργοστασίων σε ορισμένα βιομηχανικά κέντρα, έτσι ώστε να καταργηθεί η μεγάλη βιομηχανική
αποκέντρωση και η διασπορά των μονάδων σε διάφορες περιοχές, που είχε προκριθεί στη διάρκεια του πολέμου για λόγους
ασφαλείας. Μερικά εργοστάσια παρέμειναν στην ύπαιθρο, προσελκύοντας την εγκατάσταση εργατών, γεγονός που ανακούφισε
δημογραφικά τις παράκτιες πεδιάδες με τον υπερβολικά πυκνό πληθυσμό. Δυσκολότερη περιοχή, από την άποψη της
ανασυγκρότησης, ήταν η ζώνη που εκτείνεται εκατέρωθεν της παλαιάς διαχωριστικής γραμμής του 17ου παραλλήλου, όπου ο
πόλεμος επισώρευσε τις μεγαλύτερες καταστροφές.
Η κυριότερη συγκέντρωση βιομηχανικών εγκαταστάσεων παρατηρείται στο τρίγωνο Ανόι – Χαϊφόνγκ – Ναμ Ντινχ, στο βόρειο
τμήμα της χώρας. Αυτό οφείλεται και στην ύπαρξη αρκετού εργατικού δυναμικού, αλλά και στην ανθηρή μεταλλευτική
δραστηριότητα της περιοχής.
Το Β. έχει αξιόλογο ορυκτό πλούτο. Η απόδοση των ανθρακωρυχείων του (Κουάνγκ Γεν, Χονγκ Γκάι) έχει πολλαπλασιαστεί
από το 1955. Ο άνθρακας προορίζεται και για εξαγωγή, κυρίως όμως χρησιμοποιείται στις διάφορες θερμοηλεκτρικές μονάδες,
ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας φτάνει τις 23.000 εκατ. κιλοβατώρες (1999). Εκτός από τον άνθρακα, σημαντική είναι
και η παραγωγή φωσφάτων στο Λάο Κάι, με τα οποία τροφοδοτούνται οι χημικές βιομηχανίες του Ανόι, του Χονγκ Γκάι, του
Βιέτ Τρι, της Θανχ Χόα και του Βινχ. Σημαντικά είναι τα κοιτάσματα σιδήρου στις περιοχές Θάι Νγκουγιέν και Τουγιέν
Κουάνγκ του κεντρικού Τονκίν, που τροφοδοτούν τις μεταλλουργίες μεταξύ Ανόι και Χαϊφόνγκ. Τόσο η μεταλλουργία όσο και
η κλωστοϋφαντουργία, συγκεντρώνονται κυρίως γύρω από την πρωτεύουσα και από το λιμάνι της Χαϊφόνγκ (με μεγαλύτερο
κλωστοϋφαντουργικό κέντρο τη Ναμ Ντινχ).
Ανεπτυγμένοι είναι και οι τομείς της βιομηχανίας τροφίμων (ρύζι, ψάρια), οικοδομικών υλικών, τσιμέντου, χαρτιού, γεωργικών
μηχανημάτων, ποδηλάτων κ.ά.
Στο νότιο τμήμα της χώρας οι βιομηχανίες βρίσκονται κοντά στις μεγάλες πόλεις, και κυρίως στα περίχωρα της Χο Τσι Μινχ.
Υπάρχουν αρκετά εργοστάσια μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, υφασμάτων, χημικές βιομηχανίες, μονάδες παραγωγής
μηχανημάτων, υαλικών και ειδών κεραμικής. Οι πηγές ορυκτού πλούτου είναι μάλλον ασήμαντες: περιορίζονται σε άνθρακα,
αλάτι και φωσφάτα. Στο Μπονγκ Μιέου υπάρχει και ένα χρυσωρυχείο, τα υπόλοιπα όμως μέταλλα λείπουν εντελώς.
Κατασκευάστηκαν επίσης νέοι υδροηλεκτρικοί σταθμοί (ιδιαίτερα σημαντικό είναι το φράγμα Ντα Νιμ), καθώς και
θερμοηλεκτρικοί.
Συγκοινωνίες και μεταφορές. Η παρουσία των όγκων της Αναμιτικής οροσειράς στις βόρειες περιοχές του Β. έκανε πάντοτε
τους ανθρώπους να προτιμούν στις μετακινήσεις τους προς τα Ν είτε τους δρόμους που ακολουθούσαν την ακτή είτε το ταξίδι με
πλοίο. Τελευταία, κατά μήκος των ακτών υπάρχει και σιδηροδρομική γραμμή. Το κέντρο του συγκοινωνιακού δικτύου υπήρξε
ανέκαθεν το πυκνοκατοικημένο λεκανοπέδιο του Ανόι, λόγω της επίπεδης μορφολογίας του, των πλωτών ποταμών και,
αργότερα, λόγω της βιομηχανικής του ανάπτυξης. Βέβαια, ο πόλεμος προξένησε τεράστιες καταστροφές στο δίκτυο αυτό· οι
δρόμοι όμως έχουν ανακατασκευαστεί και το οδικό δίκτυο φτάνει τα 93.300 χλμ., το σιδηροδρομικό δίκτυο τα 3.142 χλμ. και το
εσωτερικό υδάτινο δίκτυο τα 6.000 χλμ. Στον τομέα των θαλάσσιων συγκοινωνιών, η Χαϊφόνγκ παραμένει πάντα το μεγαλύτερο
λιμάνι ολόκληρης της χώρας, για λόγους καθαρά στρατηγικούς όμως τα τελευταία αυτά χρόνια ενισχύθηκαν και αναπτύχθηκαν
ορισμένα μικρότερα λιμάνια, όπως το Χονγκ Γκάι και το Μπεν Θούι. Επίσης, η Χο Τσι Μινχ διαθέτει σύγχρονο λιμάνι και
αεροδρόμιο (Ταν Σον Νχατ), διεκδικώντας μία από τις πρώτες θέσεις στο συγκοινωνιακό δίκτυο της νοτιοανατολικής Ασίας.
Στις αεροσυγκοινωνίες, τέλος, τον σημαντικότερο ρόλο παίζει το αεροδρόμιο του Ανόι (Νόι Μπάι), ενώ μικρότεροι αερολιμένες
υπάρχουν στο Βινχ, στο Ντονγκ Χόι και στο Ντιεν Μπιεν Φου.
Νόμισμα και τράπεζες. Επίσημη νομισματική μονάδα του κράτους είναι το ντονγκ, που υποδιαιρείται σε 10 χάο και 100 ξου (1
ευρώ = περ. 19.300 ντονγκ το 2004). Το επίσημο εκδοτικό ίδρυμα είναι η κρατική τράπεζα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β.
(Βιετμπάνκ), ενώ παράλληλα η Βιετκομπάνκ είναι η μόνη εξουσιοδοτημένη να διενεργεί τραπεζικές εργασίες σε ξένες αγορές
και να ρυθμίζει τις εξωτερικές πληρωμές της χώρας.
Ιστορία
Η κινεζική κυριαρχία. Βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας του Β. υπήρξαν αφενός μεν η βαθμιαία επέκταση των πληθυσμών,
που σήμερα αποτελούν την πλειοψηφία της χώρας και προέρχονται από τη μεσημβρινή Κίνα, προς τα Ν και προς το εσωτερικό,
και αφετέρου η υποχώρηση των προϋπαρχουσών αυτοχθόνων φυλών, που συγγενεύουν εθνικά με τις υπόλοιπες φυλές της
χερσονήσου της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας, προς τα βουνά και τα δάση. Από εκείνους τους λαούς προέρχονταν πιθανότατα οι
πρωτόγονοι άνθρωποι που δημιούργησαν τον παλαιολιθικό πολιτισμό του Χόα Μπινχ, τον μεσολιθικό πολιτισμό του Μπακ Σον
στο Βόρειο Β. και, τέλος, τον πολιτισμό του Ντονγκ Σον, επίσης στο Βόρειο Β., που ξεκίνησε να αναπτύσσεται κατά τον 5ο αι.
π.Χ., χωρίς ωστόσο να αποφύγει την τεχνολογική και κοινωνική επίδραση της Κίνας.
Η αφομοίωση κινεζικών κοινωνικών συστημάτων, της ιδεολογίας του κομφουκιανισμού που υιοθετήθηκε και επίσημα, αλλά
προπάντων των κινεζικών τεχνολογικών μεθόδων στους τομείς της γεωργίας και της μεταλλουργίας, έγινε πολύ πιο έντονα
αισθητή μετά το 111 π.Χ., όταν οι Κινέζοι κατέκτησαν τα εδάφη του Βόρειου Β., τα οποία διατήρησαν στην κατοχή τους για μια
ολόκληρη χιλιετία. Φυσικά, όπως και στην ίδια την Κίνα, έτσι και στο Β. παρατηρήθηκε κατά περιόδους το φαινόμενο των
αγροτικών επαναστάσεων. Στην εσωτερική αυτή ένταση που δημιουργούσε ο ξεσηκωμός των χωρικών, θα πρέπει να
προστεθούν κατά τη μακραίωνη αυτή περίοδο και αρκετά αντικινεζικά επεισόδια, τα οποία συνήθως συμπίπτουν με τις εποχές
παρακμής της Κίνας.
Η κατάκτηση της αυτονομίας. Η κρίση που ξέσπασε στην Κίνα και οδήγησε στην κατάλυση της δυναστείας Τ’ανγκ (907), η
παράλληλη διαμόρφωση στους κόλπους της βιετναμέζικης αριστοκρατίας –στην οποία στηριζόταν το κινεζικό καθεστώς–
διασπαστικών τάσεων καθώς και η οξύτατη κοινωνική ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε αυτή την αριστοκρατική τάξη
και στους Βιετναμέζους χωρικούς προκάλεσαν τον 10ο αι. το τέλος της κινεζικής εξουσίας στο Β. Το νέο κράτος, ανεξάρτητο
από το 939, συγκλονίστηκε σχεδόν για έναν αιώνα από τις συνεχείς εναλλαγές ηγεμόνων, ενώ παράλληλα δεν έλειψαν οι
απόπειρες από την πλευρά της Κίνας να αποκαταστήσει την κυριαρχία της στο Β. Η ταραγμένη αυτή περίοδος τερματίστηκε
μόλις το έτος 1010, με την εγκαθίδρυση μιας ισχυρής και σταθερής δυναστείας, αυτής των Λι, η οποία παρέμεινε στην εξουσία
μέχρι το 1225. Στους Λι οφείλεται μια διαδικασία κοινωνικής, διοικητικής, στρατιωτικής και δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης,
που προοδευτικά μετέτρεψε το Β. σε φεουδαρχική μοναρχία με ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία ανέλαβε και τον ρόλο του
θεματοφύλακα των εθνικών πολιτιστικών αξιών.
Ανάμεσα στο 1075 και στο 1077 οι Κινέζοι αποπειράθηκαν να ανακτήσουν τον έλεγχο του Β., κατατροπώθηκαν όμως σε μια
μάχη κοντά στην πρωτεύουσα Θανγκ Λονγκ (το σημερινό Ανόι). Οπωσδήποτε, πολύ πιο αποφασιστική για τη μετέπειτα
ιστορική εξέλιξη του Β. στάθηκε η προώθηση των Λι προς τα Ν· εξαπολύοντας το 1044 και το 1068 επιθέσεις εναντίον της
φυλής των Τσαμ, κατάφεραν να την καταστήσουν φόρου υποτελή. Μεταξύ 12ου και 13ου αι., ωστόσο, μια σειρά
μηχανορραφιών στον στενό κύκλο της άρχουσας τάξης υπήρξε αφορμή σοβαρότατης κρίσης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η
άνοδος στην εξουσία, το 1225, μιας νέας δυναστείας, των Τραν. Στα χρόνια της δυναστείας των Τραν σημειώθηκε η ιστορικά
σημαντικότερη καθολική βιετναμέζικη αντίσταση όλης της μεσαιωνικής περιόδου κατά της επιβολής μιας νέας ξενικής
κυριαρχίας· έτσι, όταν οι Μογγόλοι –κύριοι ήδη της Κίνας– επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το Β. ως πέρασμα που θα τους
επέτρεπε να φτάσουν στις θάλασσες του νότου, οι Βιετναμέζοι πολέμησαν σκληρά και τους νίκησαν, για πρώτη φορά το 1257
και πάλι το 1284, για να τους απωθήσουν οριστικά στη φονικότατη μάχη του 1287. Η παρακμή των Τραν συμπίπτει με τη
δεύτερη πεντηκονταετία του 14ου αι. Ο τελευταίος άρχοντας της δυναστείας αυτής εκθρονίστηκε από τον αυλικό σύμβουλο Λε
Κουί Λι, που το 1400 θεμελίωσε τη νέα δυναστεία των Χο, η οποία διατήρησε την εξουσία μέχρι το 1407, ενώ η προσπάθειά της
να πραγματοποιήσει μια σειρά αγροτικών μεταρρυθμίσεων απέτυχε, υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο τη θέση του χωρικού
που οδήγησε στην εξαθλίωση την πλειονότητα του πληθυσμού. Στο μεταξύ, οι εσωτερικές έριδες ευνόησαν μια νέα κινεζική
επιδρομή, που έφερε το τέλος της σύντομης δυναστείας των Χο (1407), παράλληλα με την προσωρινή αναβίωση της κινεζικής
κυριαρχίας στο Β. Αυτή τη φορά, η κινεζική καταπίεση υπήρξε τόσο μεγάλη, ακόμα και στον εθνικό και πολιτιστικό τομέα,
ώστε γρήγορα προκάλεσε το ξέσπασμα της επανάστασης των χωρικών. Κύρια μορφή στον αντικινεζικό αγώνα αναδείχτηκε ο Λε
Λόι, ο μεγάλος εθνικός ήρωας της ιστορίας του Β. Ο αγώνας αυτός, που τερματίστηκε το 1427 με τη μάχη του Τσι Λανγκ, δεν
ήταν σημαντικός μονάχα γιατί απάλλαξε το Β. από τον ζυγό της Κίνας, αλλά κυρίως γιατί σφυρηλάτησε τη βιετναμέζικη εθνική
συνείδηση.
Η δυναστεία των Λε και η διάσπαση της ενότητας. Ο θρίαμβος της αντικινεζικής αντίστασης, ωστόσο, δεν έμελλε να
μετουσιώσει τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές που επιθυμούσαν οι μάζες. Το 1428 ο ήρωας Λε Λόι εγκαθίδρυσε πράγματι μια νέα
δυναστεία, η οποία όμως δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υιοθετήσει και να τελειοποιήσει τους θεσμούς και τα συστήματα των
Τραν. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά διεύρυνε τα σύνορα της χώρας. Για να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορα του Β., ο ηγεμόνας
δεν δίστασε να δεχτεί –στο πλαίσιο μιας συνετής αλλά και καιροσκοπικής συνάμα πολιτικής– μια κάπως αόριστη σχέση
φορολογικής υποτέλειας απέναντι στην Κίνα. Στη συνέχεια υπέταξε, μεταξύ 1431 και 1432, τους λαούς Τάι και Μουόνγκ στο
Βόρειο Β., ενώ ο λαμπρότερος ηγεμόνας της δυναστείας των Λε, ο Λε Θανχ Τον (που βασίλεψε μεταξύ 1460 και 1497),
επεξέτεινε την επικράτειά του κατατροπώνοντας το 1470 τους Τσαμ, οι οποίοι έχασαν όλα τα εδάφη που αποτελούν σήμερα το
κεντρικό Β. και, υποτελείς πια, αναγκάστηκαν να περιοριστούν αποκλειστικά στις νότιες περιοχές.
Μετά τον θάνατο του Λε Θανχ Τον η δυναστεία των Λε παράκμασε γρήγορα και, το 1527, ένα σημαντικό πρόσωπο της
βιετναμέζικης υπαλληλικής γραφειοκρατίας, ο Μακ Ντανγκ Ντουνγκ, απέσπασε την εξουσία από τον ηγεμόνα των Λε,
εγκαθιδρύοντας ο ίδιος με την οικογένειά του μια νέα δυναστεία. Γρήγορα όμως εκδηλώθηκαν αντιδράσεις· ενάντια στην
παράνομη αυτή εξουσία οργανώθηκε μια κίνηση υπέρ της νόμιμης εκθρονισμένης δυναστείας των Λε, με επικεφαλής τις δύο
μεγαλύτερες οικογένειες της βιετναμέζικης αριστοκρατίας, τους Νγκουγιέν και τους Τρινχ. Έπειτα από μακρόχρονους αγώνες
και μηχανορραφίες, το 1592 οι Λε ανέκτησαν και πάλι τον θρόνο τους και εγκαταστάθηκαν επίσημα στην πρωτεύουσα Ανόι.
Τυπικά, οι Λε βασίλεψαν εκεί έως το 1788· ουσιαστικά, όμως, η βασιλική εξουσία είχε περάσει στα χέρια των Τρινχ, που είχαν
και τον απόλυτο έλεγχο τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής ζωής της χώρας.
Η αποκατάσταση της δυναστείας των Λε δεν έφερε στο Β. ούτε την ειρήνη ούτε τη γαλήνη. Και αυτό διότι οι πραγματικοί
κύριοι της εξουσίας, οι Τρινχ, κυβερνούσαν μονάχα στον βορρά, ενώ ολόκληρη η κεντρική και νότια ζώνη των ακτών
βρισκόταν στην κατοχή μιας άλλης μεγάλης οικογένειας, των Νγκουγιέν. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του 17ου αι., η σκληρή
διαμάχη ανάμεσα στις δύο αυτές ισχυρές φεουδαρχικές οικογένειες στοίχισε τεράστιες καταστροφές στον τόπο. Μετά το 1672,
όμως, οι Τρινχ παραιτήθηκαν από τις διεκδικήσεις τους· η οικογένεια των Νγκουγιέν, από την πλευρά της, πραγματικά κυρίαρχη
και ανεξάρτητη στον νότο από το 1620 και έπειτα, επωφελήθηκε από τη σύναψη της ειρήνης για να προωθηθεί ακόμα πιο νότια.
Το 1697 στέρησε οριστικά από τον λαό των Τσάμπα την τελευταία εδαφική βάση του βασιλείου τους, ενώ μετέτρεψε σταδιακά
σε προτεκτοράτο της και την Καμπότζη, την οποία σταδιακά απογύμνωσε από όλη την εδαφική ζώνη που βρίσκεται στα Α της
Σαϊγκόν. Τέλος, μέσα στα πρώτα πενήντα χρόνια του 18ου αι., ακόμα και η ακρότατη μεσημβρινή περιοχή της χερσονήσου είχε
περιέλθει στην εξουσία των Νγκουγιέν. Η διαίρεση του Β. σε Βόρειο και Νότιο είχε συντελεστεί. Στη διάρκεια αυτής της
περιόδου διαίρεσης, άρχισε σταδιακά και η διείσδυση των ξένων, των Ευρωπαίων συγκεκριμένα, που είχαν συμφέροντα στη
νησιωτική ζώνη της νοτιοανατολικής Ασίας. Οι Ολλανδοί πήραν το μέρος των Τρινχ. Όσο για τους Νγκουγιέν, είχαν ήδη από τα
μέσα του 17ου αι. επαφές και σχέσεις με τους Γάλλους και τους Πορτογάλους, οι οποίοι συνδύαζαν εκεί τις εμπορικές και
ιεραποστολικές τους δραστηριότητες.
Η επανάσταση των Τάι Σον και η αποκατάσταση των Νγκουγιέν. Στο πρώτο μισό του 18ου αι., πολλαπλασιάστηκαν οι
εξεγέρσεις των χωρικών στον βορρά με αρχηγούς, το 1739 τον Νγκουγιέν Κου και τον Νγκουγιέν Τουγιέν, τον επόμενο χρόνο
τον Νγκουγιέν Ντανχ Φουόνγκ, και την περίοδο 1743-52 τον Νγκουγιέν Χούου Κάου. Από όλες αυτές τις εξεγέρσεις
σημαντικότερη υπήρξε ωστόσο η λεγόμενη επανάσταση των Τάι Σον, με επικεφαλής τους αδελφούς Νγκουγιέν Βαν Χουέ,
Νγκουγιέν Βαν Νχακ και Νγκουγιέν Βαν Λου, η οποία συγκλόνισε συθέμελα την κοινωνικοπολιτική δομή του τόπου.
Ξεκινώντας το 1771 από τις εσωτερικές περιοχές του μεσημβρινού Β., το κίνημα πλαισιώθηκε πολύ σύντομα από όλους αυτούς
που ήταν δυσαρεστημένοι με το καθεστώς των Νγκουγιέν, το οποίο ήδη βρισκόταν σε αποσύνθεση. Τότε ξέσπασε μια
πραγματική επανάσταση από τους χωρικούς.
Η εξέγερση συνάντησε πρόσφορο έδαφος σε ολόκληρη τη χώρα, με αποτέλεσμα να καταφέρουν οι Τάι Σον μέσα στο 1783 να
κατακτήσουν ουσιαστικά τις κεντρικές και νότιες περιοχές, ενώ η δυναστεία των Νγκουγιέν κατέφευγε στο Σιάμ (νυν
Ταϊλάνδη), προσπαθώντας να προκαλέσει εισβολή των Σιαμέζων στο Β. και συγχρόνως να κερδίσει την υποστήριξη των
Γάλλων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1786, οι Τάι Σον έκαμψαν και την ισχύ των Τρινχ. Αρχικά οι επαναστάτες –όπως και πριν
από αυτούς οι Τρινχ– δέχτηκαν να διατηρήσουν την εικονική εξουσία της δυναστείας των Λε, αλλά πολύ γρήγορα οι τελευταίοι
ήρθαν σε ρήξη μαζί τους και στράφηκαν για βοήθεια στην Κίνα, ζητώντας να εισβάλει στη χώρα ένας κινεζικός στρατός από
200.000 άντρες. Ο αρχηγός των Τάι Σον, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του αυτοκράτορα ολόκληρης της χώρας (1788), κατάφερε
όχι μόνο να αφυπνίσει τη δύσκολη εκείνη στιγμή το εθνικό αίσθημα των συμπατριωτών του αλλά και να τους συγκεντρώσει
ενωμένους γύρω του και να νικήσει. Αποκρούοντας ύστερα από σκληρούς αγώνες τόσο την κινεζική εισβολή στον βορρά όσο
και την επίθεση του Σιάμ στον νότο, αποκατέστησε για πρώτη φορά από το 1620 την ενότητα στο Β.
Στο κοινωνικό πεδίο, δεν άργησαν ωστόσο να φανούν τα προβλήματα και οι αντιθέσεις που θα υπονόμευαν τη θέση των Τάι
Σον: το κύμα της αγροτικής επανάστασης που σάρωσε τη χώρα δεν μπόρεσε να μετουσιωθεί σε μια πρόσφορη πολιτική
αγροτικών μεταρρυθμίσεων· απεναντίας μάλιστα, τα καταναγκαστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν για να ανακάμψει η οικονομία,
επιβάρυναν πολύ περισσότερο τους φτωχούς χωρικούς παρά τους μεγαλοκτηματίες. Με τον καιρό, το κίνημα των Τάι Σον έχασε
τη λαϊκή υποστήριξη καθώς και έναν από τους σημαντικότερους ηγέτες του, οπότε υπέκυψε σταδιακά στις δυνάμεις της
μεσημβρινής δυναστείας των Νγκουγιέν. Οι τελευταίοι, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Νγκουγιέν Ανχ, κατάφεραν, ύστερα από μια
σκληρή εκστρατεία (1801-2), να θέσουν οριστικά τέρμα στην εξουσία των Τάι Σον.
Κυρίαρχος πια ολόκληρης της χώρας (που τότε απέκτησε και τη σημερινή της ονομασία, Β.), ο Νγκουγιέν Ανχ βασίλεψε μέχρι
το 1820 με τον τίτλο Γκια Λονγκ, αφού προηγουμένως, το 1803, είχε κατορθώσει να αναγνωριστεί η πατρίδα του από την Κίνα
ως χώρα φόρου υποτελής. Το νέο αυτό βασίλειο –η πρωτεύουσα του οποίου μεταφέρθηκε στην πόλη Χουέ– είχε κύρια
χαρακτηριστικά την υπερβολική ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, με χαρακτήρα έντονα γραφειοκρατικό, αυταρχικό και
συγκεντρωτικό, τον σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην τάξη των χωρικών και στην κλειστή κάστα των λίγων ατόμων που
κυβερνούσαν, καθώς και την εισαγωγή μιας σειράς διοικητικών και φορολογικών μέτρων αρκετά σκληρών, με στόχο τον έλεγχο
των αγροτικών πληθυσμών.
Τελικά, ο άκαμπτος συντηρητισμός της δυναστείας των Νγκουγιέν και το εσωτερικό κοινωνικό χάσμα, που διαρκώς μεγάλωνε,
εξασθένισαν τη χώρα σε τέτοιο βαθμό, ώστε την κατέστησαν σχεδόν ανίσχυρη. Στα μέσα του 19ου αι. οι διάφορες
μικροενοχλήσεις καθώς και οι προσπάθειες της Γαλλίας για οικονομική και θρησκευτική διείσδυση στο Β. εξελίχθηκαν
σταδιακά σε μια ανοιχτή ένοπλη επίθεση εναντίον της ανεξαρτησίας της χώρας.
Η εξάπλωση της γαλλικής αποικιοκρατίας. Η κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ’ αναγκάστηκε να ξεκινήσει την επίθεση κατά του
Β., υποκύπτοντας στις πιέσεις των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, που, αποβλέποντας στην Άπω Ανατολή, χρειάζονταν
μια σταθερή βάση αποκλειστικά υπό τον έλεγχό τους. Γαλλικές ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις επιτέθηκαν και κατέλαβαν –
κατά ένα μέρος το 1862 και ολοκληρωτικά το 1867– τις περιοχές εκείνες του νότιου τμήματος της χώρας που με την ονομασία
Κοχινκίνα μετατράπηκαν αργότερα σε αποικίες της Γαλλίας.
Η κατάληψη της Κοχινκίνας, όμως, δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα· η περιοχή που κυρίως συγκέντρωνε το γαλλικό ενδιαφέρον
ήταν η κοιλάδα του Ερυθρού Ποταμού. Η επέκταση στην περιοχή εκείνη, που οι Γάλλοι ονόμασαν Τονκίν, άρχισε την περίοδο
1872-73 από ομάδες Γάλλων εξερευνητών και τυχοδιωκτών, οι οποίες ενεργούσαν εν ονόματι ιδιωτικών συμφερόντων αλλά
σύντομα κέρδισαν την υποστήριξη του γαλλικού κράτους, το οποίο με ανοιχτή παρέμβασή του επέβαλε το 1874 στην
αυτοκρατορική Αυλή του Β. μια νέα συνθήκη, που άνοιγε την κοιλάδα του Ερυθρού Ποταμού στο γαλλικό εμπόριο.
Μια σειρά μεταγενέστερων πολεμικών επιχειρήσεων, οι οποίες ευνοήθηκαν και από την κρίση που περνούσε η δυναστεία της
χώρας, ολοκλήρωσε μεταξύ του 1882 και του 1884 την υποταγή του βιετναμέζικου κράτους, επιβάλλοντας το γαλλικό
προτεκτοράτο και στις κεντρικές περιοχές, με την ονομασία Ανάμ. Χωρισμένο έτσι σε τρεις διαφορετικές περιφέρειες, το παλιό
Β., του οποίου οι γαλλικές αρχές αμφισβητούσαν την ιστορική ενότητα και την εθνική συνέχεια, συμπεριλήφθηκε από το 1887
στην Ένωση της Ινδοκίνας μαζί με δύο άλλα κράτη, ολωσδιόλου ετερογενή τόσο από ιστορική όσο και από εθνική άποψη: την
Καμπότζη, που είχε γίνει προτεκτοράτο το 1863 –αν και οι ηγεμόνες της είχαν πάντα πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αυτονομίας
απ’ ό,τι οι ηγεμόνες του Β.– και το Λάος, που έγινε οριστικά προτεκτοράτο το 1893.
Πάνω από την ηγεσία αυτών των χωρών και έχοντας όλες τις εξουσίες, ο Γάλλος κυβερνήτης –που πρωτοδιορίστηκε το 1887–
υπαγόρευε ουσιαστικά την πολιτική και χάραζε την οικονομική γραμμή ολόκληρης της γαλλικής Ινδοκίνας. Τον πρώτο καιρό
δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη διάρθρωση όλων των υπηρεσιών γύρω από την κεντρική εξουσία, στη στρατιωτική και
αστυνομική οργάνωση της χώρας καθώς και στην κατασκευή δρόμων, γεφυρών, καναλιών, τη διάνοιξη οδών μέσω της ζούγκλας
που έως τότε ήταν τελείως αδιάβατη, και στον προσωπικό και υγειονομικό έλεγχο των πολιτών. Στον οικονομικό τομέα,
προτεραιότητα αποτέλεσε η φορολογική αξιοποίηση των νέων γαλλικών εδαφών και, παράλληλα, η εμπορική εκμετάλλευση των
εξαγωγικών προοπτικών που δημιουργούσαν το ρύζι της Κοχινκίνας και τα άλλα εγχώρια προϊόντα. Η άμεση και συστηματική
εκμετάλλευση της παραγωγής μεταλλευτικών προϊόντων και τσιμέντου άρχισε αρκετά αργότερα, μετά το τέλος του Α’
Παγκοσμίου πολέμου, με καθεστώς μονοπωλίου από γαλλικές εταιρείες. Περίπου την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν σε
ευρύτατη κλίμακα απαλλοτριώσεις κοινοτικών γαιών, για να δημιουργηθούν στα εδάφη αυτά γαλλικές φυτείες (κυρίως
καουτσούκ και ρυζιού), ενώ παράλληλα στρατολογήθηκαν με τη βία, για να καλύψουν τις ανάγκες των φυτειών και των
ορυχείων, εργάτες που δεν είχαν το δικαίωμα να διακόπτουν την εργασιακή τους σχέση προς τον εργοδότη και των οποίων οι
συνθήκες ζωής και δουλειάς ήταν πολύ σκληρές.
Τα αντιαποικιακά κινήματα. Αυτοί οι κοινωνικοί παράγοντες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των
προϋποθέσεων και του χαρακτήρα που θα είχε ο μακροχρόνιος και λυσσαλέος αγώνας των Βιετναμέζων κατά της
αποικιοκρατίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου παρατηρήθηκαν ορισμένες επαναστατικές κινήσεις
που καταπνίγηκαν χωρίς δυσκολία, ξεπήδησε από τους κόλπους της μικροαστικής τάξης το εθνικιστικό επαναστατικό κίνημα,
εκπρόσωπος του οποίου ήταν, από το 1927 και έπειτα, το Εθνικιστικό Κόμμα, με αρχηγούς τον Νγκουγιέν Θάι Χοκ, τον Ξου
Νου και τον Φο Ντουκ Τσινχ. Η ηγεσία του κόμματος αποφάσισε να επιχειρήσει ένα στρατιωτικό κίνημα, η πρώτη σπίθα του
οποίου άναψε στη φρουρά του Γεν Μπάι, στον Ερυθρό Ποταμό, σημειώνοντας και την πρώτη επιτυχία των εθνικιστών
στασιαστών με την κατάληψη της φρουράς (1930-31). Η γαλλική αντίδραση ήταν κεραυνοβόλος. Εκδηλώθηκε με τέτοια
δυσαναλογία στρατιωτικών δυνάμεων σε σχέση με τους εθνικιστές, ώστε όχι μόνο εξουδετέρωσε κάθε επαναστατική απόπειρα
αλλά κυριολεκτικά εξάρθρωσε τον επαναστατικό μηχανισμό, καταδικάζοντας πολλά στελέχη του σε θάνατο και στέλνοντας
πολυάριθμους στασιαστές στα καταναγκαστικά έργα.
Εν τω μεταξύ, στις 6 Ιανουαρίου του 1930 είχε συσταθεί και το Κομουνιστικό Κόμμα της Ινδοκίνας, στους κόλπους του οποίου
είχαν συνενωθεί διάφορα κινήματα της αριστεράς. Εξαρχής, ο σπουδαιότερος ηγέτης του κόμματος υπήρξε ο Νγκουγιέν Τατ
Θανχ, γνωστός αργότερα με το ψευδώνυμο Χο Τσι Μινχ. Η δραστηριότητα των κομουνιστών κατά τη δεκαετία του 1930 δεν
συνάντησε λιγότερες δυσκολίες στο πλαίσιο του αντιαποικιακού αγώνα της Ινδοκίνας. Μια σειρά απεργιών στα εργοστάσια,
στις αρχές του 1930, που τη διαδέχτηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς μια πραγματική αγροτική επανάσταση
στο κεντρικό Β. –περιοχή Νγκιε Αν– είχε ως αποτέλεσμα τη σύσταση τοπικών σοβιέτ ανάλογων με αυτά που υπήρχαν τότε στην
Κίνα, ενώ τους επόμενους μήνες το επίκεντρο του αγροτικού αγώνα μετατοπίστηκε στην Κοχινκίνα. Σε όλα αυτά έθεσε τέλος η
σκληρή και μαζική επέμβαση της γαλλικής αεροπορίας.
Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και οι επιπτώσεις του στην Ινδοκίνα. Η παγκόσμια σύρραξη, και ιδιαίτερα η παράδοση της Γαλλίας
τον Ιούνιο του 1940 στους Γερμανούς, άλλαξαν την κατάσταση ριζικά: ύστερα από συμφωνία με τη γαλλική κυβέρνηση του
Βισί, τον έλεγχο της Ινδοκίνας ανέλαβαν οι Ιάπωνες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 1941 προχώρησαν σε στρατιωτική
κατάληψη της χώρας. Η στροφή που έκανε τότε το Κομουνιστικό Κόμμα και ο Χο Τσι Μινχ υλοποιήθηκε στη σύσταση (Μάιος
1941) του Ενιαίου Δημοκρατικού Αγωνιστικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Βιετνάμ, γνωστό με την ονομασία Βιέτ
Μινχ. Με βάση ένα πρόγραμμα προοδευτικής πολιτικοκοινωνικής δημοκρατίας και με σύνθημα τον αγώνα ενάντια στη γαλλική
αποικιοκρατία και στον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό, οι Βιετμίνχ ξεκίνησαν μια συστηματική προπαγανδιστική εκστρατεία στον
πληθυσμό, προσπαθώντας να πείσουν τον λαό ότι οι κοινωνικοί αγώνες έπρεπε να ταυτιστούν με τον αντιαποικιακό αγώνα στο
πλαίσιο του παγκόσμιου πολέμου. Ανάμεσα στο 1943 και στο 1944 κατόρθωσαν να δημιουργήσουν στα βουνά του Τονκίν και
κοντά στα σύνορα της Κίνας μια ελεύθερη ζώνη ελεγχόμενη από τους δικούς τους ένοπλους αντάρτες και να εξασφαλίσουν
ακόμα και τη συνεργασία της Εθνικιστικής Κίνας και των ΗΠΑ στον αντι-ιαπωνικό τους ανταρτοπόλεμο.
Η γένεση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Όταν την άνοιξη του 1945 οι Ιάπωνες κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν δυναμικά κάθε
γαλλική ισχύ στην Ινδοκίνα, δοκιμάζοντας μάλιστα πειραματικά να συνεργαστούν και με τον αυτοκράτορα του Ανάμ, τον Μπάο
Ντάι, η προώθηση των ιαπωνικών θέσεων σε ολόκληρη την ανατολική Ασία είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις που ουσιαστικά οι
Βιετμίνχ είχαν απομείνει η μόνη αξιόλογη λαϊκή δύναμη στη χώρα. Έτσι, μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας τον
Αύγουστο του 1945 και τον αφοπλισμό των στρατευμάτων της στην Ινδοκίνα, ολόκληρη η χώρα περιήλθε στις 19 Αυγούστου
στην εξουσία των Βιετμίνχ. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 ανακηρύχθηκε στο Ανόι, που είχε ξαναγίνει πρωτεύουσα της χώρας, η
Λαϊκή Δημοκρατία του Β. με πρόεδρο τον Χο Τσι Μινχ και με μια κυβέρνηση συνασπισμού, που περιλάμβανε από κομουνιστές
μέχρι εθνικιστές, ακόμα και τον τέως αυτοκράτορα Μπάο Ντάι.
Η κατάσταση, οπωσδήποτε, δεν ήταν καθόλου εύκολη για το νεοσύστατο κράτος, αφού πάνω του βάρυνε η απειλή της
αποκατάστασης της γαλλικής αποικιακής κυριαρχίας. Για ένα ολόκληρο έτος, ο Χο Τσι Μινχ κέρδιζε χρόνο διεξάγοντας με τη
Γαλλία διαπραγματεύσεις, που όλοι ήλπιζαν πως θα οδηγούσαν στην αναγνώριση του νέου κράτους και στην παραχώρηση εκ
μέρους των Γάλλων ανεξαρτησίας ή τουλάχιστον αυτονομίας. Όμως, τα εμπόδια που προέβαλαν οι ομάδες των αποίκων και οι
γαλλικές διοικητικές αρχές στην Ινδοκίνα, το γεγονός ότι η Γαλλία είχε επανακτήσει τον στρατιωτικό έλεγχο του Νότιου Β. (που
είχε καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις) και είχε εγκαθιδρύσει και πάλι στο τμήμα εκείνο της χώρας την αποικιακή της
εξουσία, αλλά και η ίδια η άστατη εσωτερική πολιτική κατάσταση της Γαλλίας, τορπίλισαν τελικά τις προοπτικές ενός οριστικού
συμβιβασμού, έτσι ώστε στα τέλη του 1946 το Παρίσι αποφάσισε μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επέμβαση στο Β.
Ο πόλεμος με τη Γαλλία και οι συμφωνίες της Γενεύης. Μολονότι το επαναστατικό βιετναμέζικο κίνημα βρισκόταν εκείνη την
εποχή σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, πολιτικά απομονωμένο λόγω της οξύτητας στην οποία είχαν φτάσει οι σχέσεις του με την
Κίνα, οι γαλλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή μια σκληρή και εκτεταμένη αντίσταση από την πλευρά των
ανταρτών, όχι μονάχα στις πόλεις, αλλά κυρίως στις περιοχές του εσωτερικού της χώρας, τόσο στον βορρά όσο και στον νότο.
Το αποτέλεσμα ήταν να μην καταφέρουν να εξασφαλίσουν με τις πολεμικές επιχειρήσεις τους, που κάλυψαν την περίοδο 1946-
50, μόνιμες και οριστικές στρατιωτικές επιτυχίες έναντι των ανταρτών. Αλλά ούτε και η προσπάθειά τους, που άρχισε από το
1948 και υποστηρίχθηκε και από τις ΗΠΑ, να αποκαταστήσουν στην εξουσία τον αυτοκράτορα Μπάο Ντάι και να εγγυηθούν
κάποια περιθώρια αυτονομίας στην κυβέρνησή του, σημείωσε οποιαδήποτε πολιτική επιτυχία. Τελικά, η επικράτηση της
επανάστασης στην Κίνα και η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949 μετέβαλαν τις αντικειμενικές συνθήκες υπό
τις οποίες ήταν υποχρεωμένη να ενεργεί η κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ, η οποία το 1950 αναγνωρίστηκε από τη Σοβιετική
Ένωση, την Κίνα και τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, εξασφαλίζοντας από αυτές υποστήριξη και βοήθεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν άρχισε να παρατηρείται μια βαθμιαία στροφή στην εξέλιξη του πολέμου, που αργά αλλά σταθερά
έκλινε υπέρ των δυνάμεων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β. Ο εκτεταμένος ανταρτοπόλεμος των οικονομικά ζωτικών περιοχών
του Δέλτα των ποταμών συνδυάστηκε με τη δημιουργία μιας σταθερής εδαφικής ζώνης, η οποία τελούσε υπό τον έλεγχο ενός
οργανωμένου κρατικού μηχανισμού. Βαθμηδόν, η εδαφική αυτή ζώνη επεκτάθηκε από την περιοχή της κινεζικής μεθορίου,
όπου περιοριζόταν το 1950, στα όρια του Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού (1951), στις βορειοδυτικές περιοχές (1952), ωσότου,
κατά την χρονική περίοδο 1953-54, η κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ κατόρθωσε να θέσει σταθερά υπό τον έλεγχό της όλες τις
εκτάσεις του εσωτερικού της χώρας, ενώ παράλληλα μαινόταν ένας συστηματικός ανταρτοπόλεμος σχεδόν σε όλες τις πεδινές
ζώνες. Το γαλλικό στοιχείο δεν έλεγχε πλέον παρά τις πόλεις και –στη διάρκεια της ημέρας μόνο– ορισμένες κοιλάδες. Υπό τις
συνθήκες αυτές, η μάχη για την κατάληψη του Ντιεν Μπιεν Φου, του οχυρού που η Γαλλία είχε εγκαταστήσει σε μια
στρατηγικά νευραλγική ζώνη του βορειοδυτικού Β. το φθινόπωρο του 1953, απέκτησε ιδιαίτερα αποφασιστική σημασία. Στην
απρόσμενα ισχυρή επίθεση των δυνάμεων του Χο Τσι Μινχ, το Ντιεν Μπιεν Φου έπεσε τελικά στις 7 Μαΐου του 1954,
σημειώνοντας το τέλος του πολέμου της Ινδοκίνας και τον τερματισμό της γαλλικής κυριαρχίας.
Οι διαπραγματεύσεις που θα καθόριζαν στο εξής τη μοίρα του Β. μεταφέρθηκαν στη Γενεύη. Στη διεθνή διάσκεψη που
πραγματοποιήθηκε εκεί από τις 26 Απριλίου μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1954 μετείχαν η Γαλλία, η Λαϊκή Δημοκρατία του Β., τα
τρία κράτη της Γαλλικής Ένωσης (δηλαδή το Νότιο Β., η Καμπότζη και το Λάος), η Σοβιετική Ένωση, η Λαϊκή Κίνα, η Μεγάλη
Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι συμφωνίες στις οποίες κατέληξε η διάσκεψη προέβλεπαν την κατάπαυση
του πυρός και την απόσυρση των στρατευμάτων των δύο εμπόλεμων χωρών, της Γαλλίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β.,
στα Ν και στα Β του 17ου παραλλήλου, αντίστοιχα· αυτό το γεγονός προκάλεσε και τη διαίρεση της χώρας σε Βόρειο και Νότιο
Β. Διευκρινίστηκε πάντως ότι «σε καμία περίπτωση» ο 17ος παράλληλος δεν μπορούσε να θεωρηθεί «μεθοριακή γραμμή» και
ότι μέσα σε δύο χρόνια θα προκηρύσσονταν γενικές εκλογές υπό τον έλεγχο διεθνούς επιτροπής, για να καθοριστεί η ενοποίηση
και το καθεστώς του Β.
Η λύση αυτή προκάλεσε από την αρχή τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ. Οι αντιρρήσεις των Αμερικανών σχετίζονταν με το γεγονός
ότι η θεμελίωση της παγκόσμιας δύναμής τους είχε ως προαπαιτούμενο τον έλεγχο μιας στρατηγικής περιοχής στη
νοτιοανατολική Ασία, ως αντίβαρο στην εξάπλωση των Σοβιετικών και των Κινέζων· η μοναδική περιοχή που απέμενε πλέον,
για να την εντάξουν στη δική τους σφαίρα στρατιωτικο-οικονομικής επιρροής, ήταν το Νότιο Β. Έτσι, στην πραγματικότητα, η
διαχωριστική γραμμή του 17ου παραλλήλου κατέληξε σε πολιτική διαίρεση, με τον σχηματισμό δύο χωριστών κρατών. Την
επομένη των συμφωνιών της Γενεύης, τη διακυβέρνηση του Νότιου Β. ανέλαβε ο Νγκο Ντινχ Ντιέμ, ένας αριστοκράτης με
σπουδές στην Αμερική, επικεφαλής ήδη της κυβέρνησης της Σαϊγκόν κατά την τελική φάση της διάσκεψης της Γενεύης. Σε
αυτόν αποφάσισαν να στηρίξουν οι ΗΠΑ την επίτευξη των πολιτικών σχεδίων τους, υποστηρίζοντας το καθεστώς του. Στις 26
Οκτωβρίου 1955, ύστερα από δημοψήφισμα, ο Ντιέμ, αφού εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Μπάο Ντάι, έγινε αρχηγός του
κράτους, το οποίο και ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Το σύνταγμα που ψηφίστηκε στις 7 Ιουλίου 1956 εγκαθίδρυσε στο Νότιο Β.
ένα καθαρά απολυταρχικό καθεστώς, που είχε την αμέριστη στρατιωτική και οικονομική συμπαράσταση των ΗΠΑ. Όσο για τον
Ντιέμ, ως πρόεδρος της Δημοκρατίας του Β., φρόντισε σε ανταπόδοση να οργανώσει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε ο 17ος
παράλληλος να μεταβληθεί όχι απλώς σε μεθόριο αλλά σε ένα πραγματικό σιδηρούν παραπέτασμα ανάμεσα στον βορρά και
στον νότο της χώρας.
Τα δύο Βιετνάμ. Εν όψει αυτών των εξελίξεων στο Νότιο Β., εξαιτίας των οποίων είχαν καταρρεύσει τόσο οι ελπίδες για
ενοποίηση όσο και η προοπτική των εκλογών του 1956, η κυβέρνηση του Ανόι προσπαθούσε να αντιδράσει επικαλούμενη τις
συμφωνίες της Γενεύης και ζητώντας την υποστήριξη του ανατολικού συνασπισμού. Αλλά ο παραμερισμός των συμφωνιών
αυτών και το ναυάγιο των γενικών εκλογών (που όλοι οι παρατηρητές πίστευαν ότι θα εξασφάλιζαν στον Χο Τσι Μινχ ευρύτατη
πλειοψηφία), αφού εντάσσονταν πλέον στα γενικότερα στρατηγικά σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, δεν ήταν
δυνατόν να ξεπεραστούν με διπλωματικές πρωτοβουλίες. Στο μεταξύ, το Βόρειο Β. έπρεπε να κοιτάξει και την οικονομία του. Η
κυβέρνηση του Ανόι αφιερώθηκε στην προσπάθεια αυτή από το 1954 έως το 1960, αρχικά εφαρμόζοντας μια ριζική αγροτική
μεταρρύθμιση και στη συνέχεια κατασκευάζοντας μερικές μεγάλες βιομηχανίες, βασισμένες στα πρότυπα των πρώτων
σοβιετικών οικονομικών σχεδίων, προσαρμοσμένες όμως και διαρθρωμένες σύμφωνα με τις ανάγκες μιας χώρας μικρής και
υπανάπτυκτης μέσα στην τροπική ζούγκλα.
Αλλά και στο Νότιο Β., κατά τα 3-4 πρώτα χρόνια μετά τις συμφωνίες της Γενεύης, η κατάσταση στις αστικές περιοχές έμοιαζε
να οδηγείται σε κάποια σταθερότητα, παρά τις δυσκολίες που ο Ντιέμ αντιμετώπιζε εξαιτίας της πολιτικής του απομόνωσης
μέσα στην ίδια του τη χώρα και παρά το δραματικό έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο σχεδόν κατά τα δύο τρίτα έπρεπε
να καλύπτεται από αμερικανική οικονομική βοήθεια.
Οι αγροτικοί αγώνες στο Νότιο Βιετνάμ και η κατάρρευση του καθεστώτος Ντιέμ. Πριν από το 1954, η βιετναμέζικη ύπαιθρος
δεν ήταν μόνο το θέατρο του ανταρτοπολέμου κατά της Γαλλίας, αλλά και αυτή που στο μεγαλύτερο μέρος της είχε περιέλθει
στον μόνιμο έλεγχο των ανταρτών του Χο Τσι Μινχ. Τα γεγονότα αυτά είχαν επιφέρει σημαντικές μεταβολές στην αγροτική
κοινωνία. Πολλοί από τους ιδιοκτήτες γης είχαν φύγει εγκαταλείποντας τα χωράφια τους ή είχαν εκδιωχθεί με τη βία· μετά την
αποχώρηση των γαιοκτημόνων, η γη είχε διανεμηθεί ανάμεσα στους χωρικούς και ο ανταρτοπόλεμος στα μέρη εκείνα είχε
σφυρηλατήσει ιδιαίτερους δεσμούς ανάμεσα στους φτωχούς χωρικούς και στους αντάρτες. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε
πολλά προβλήματα στον Ντιέμ.
Για να επεκτείνει τον έλεγχό του στην ύπαιθρο, ο Ντιέμ ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει σε μια ένοπλη αποκατάσταση της
παλαιάς κοινωνικής τάξης. Εν όψει αυτών των μέτρων βίας και της απειλής ότι θα έχαναν ξανά εκείνα τα εδάφη που τα
διεκδικούσαν αιώνες ολόκληρους και τα οποία είχαν επιτέλους αποκτήσει στη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα κατά των
Γάλλων, οι χωρικοί σήκωσαν και αυτοί τα όπλα. Η εκτεταμένη αγροτική αντίσταση εντάθηκε ακόμα περισσότερο, όταν η
κυβέρνηση Ντιέμ αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια μαζική μεταφορά αγροτικών πληθυσμών στα λεγόμενα στρατηγικά
χωριά, που θα μπορούσαν να ελέγχονται άμεσα από την εξουσία της Σαϊγκόν και από την αστυνομία, ώστε να καταλυθεί η
στενή συνεργασία μεταξύ των χωρικών και των ανταρτών. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, υπήρξε καταστρεπτική για το καθεστώς
του Ντιέμ, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ευνοούσε μόνο έναν περιορισμένο κύκλο προσώπων. Την ένταση επέτεινε η
κινητοποίηση των διαφόρων θρησκευτικών οργανώσεων, που εκπροσωπούσαν τις μεγάλες βουδιστικές μάζες της χώρας και οι
οποίες διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τον αγροτικό κόσμο. Οι οργανώσεις αυτές αντιδρούσαν στη διείσδυση των
χριστιανικών ιεραποστολών που ευνοούσε ο Ντιέμ και στη συγκρότηση μιας νέας ιερατικής κάστας, από καθολικούς.
Τα θεμέλια του οικοδομήματος που είχε δημιουργηθεί στη Σαϊγκόν το 1954 κλυδωνίζονταν. Κατά τα τέλη του 1960, οι
αντιστασιακές δυνάμεις ίδρυσαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο ανέλαβε να κατευθύνει τόσο τον ένοπλο όσο και
τον πολιτικό αγώνα στο Νότιο Β., έως ότου αποκτήσει η Σαϊγκόν μια κυβέρνηση συνασπισμού αποφασισμένη να λύσει τα
αγροτικά κοινωνικά προβλήματα και να διακόψει κάθε δεσμό με τις ΗΠΑ.
Μέσα στα δύο επόμενα χρόνια, η κατάσταση επιδεινώθηκε για το καθεστώς του Ντιέμ, ενώ σε ολόκληρες περιοχές που
ελέγχονταν από τους αντάρτες η εξουσία της Σαϊγκόν είχε γίνει σκιώδης. Οι βουδιστές, με τις δημόσιες αυτοπυρπολήσεις τους,
προκαλούσαν εξεγέρσεις. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί της Σαϊγκόν έβλεπαν το αδιέξοδο. Ένα πραξικόπημα που θα ανέτρεπε τον
Ντιέμ ήταν η μόνη λύση, την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες ευνοούσαν. Το πραξικόπημα έγινε πράγματι την 1η Νοεμβρίου
1963· ο Ντιέμ και ο αδελφός του Νου δολοφονήθηκαν, ενώ όσα μέλη της οικογένειας Νγκο είχαν οποιεσδήποτε θέσεις και
επιρροή απομακρύνθηκαν. Ωστόσο, από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών σχεδόν τίποτα δεν έγινε μετά το πραξικόπημα –
ίσως και επειδή, εν τω μεταξύ, μεσολάβησε η δολοφονία του προέδρου Κένεντι– για να αναθεωρηθεί ουσιαστικά η πολιτική που
αφορούσε το Νότιο Β. Ούτε οι συμφωνίες της Γενεύης εφαρμόστηκαν ούτε οι μάχες στην ύπαιθρο σταμάτησαν ούτε νέες λύσεις
μελετήθηκαν. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση του Λίντον Τζόνσον ήταν αντίθετη σε κάθε πρόταση για διαπραγματεύσεις, είτε
απευθείας με το Απελευθερωτικό Μέτωπο είτε στο πλαίσιο μιας επανάληψης της διάσκεψης της Γενεύης.
Αποτέλεσμα της τακτικής αυτής ήταν, στους μήνες που ακολούθησαν την πτώση του Ντιέμ, να συγκλονιστεί κατ’ επανάληψη το
Νότιο Β. από τραγικές κρίσεις, που διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα πολυάριθμα πραξικοπήματα που πραγματοποιήθηκαν στη
Σαϊγκόν ανάμεσα στον Νοέμβριο του 1963 και στις αρχές του 1965, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στη διεξαγωγή του πολέμου. Το
Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενισχυμένο από τη βοήθεια και τις προμήθειες υλικού που έθετε στη διάθεσή του το Βόρειο Β.,
κέρδιζε κάθε μέρα έδαφος, επεκτείνοντας τον έλεγχό του όλο και σε περισσότερες περιοχές, στις οποίες οι αντάρτες ήταν στην
ουσία η μόνη αρχή που ασκούσε εξουσία. Ήδη από το 1963, αλλά με ρυθμό όλο και πιο έντονο στη διάρκεια του 1964, το
Μέτωπο είχε αρχίσει να στρέφει άμεσα τις επιθέσεις του και στις αμερικανικές βάσεις του νότου, που αποτελούσαν και τους
πραγματικούς επιτελικούς πυρήνες οι οποίοι κατηύθυναν τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Βιετκόνγκ.
Ο πόλεμος περνά τον 17ο παράλληλο. Το καλοκαίρι του 1964 η επιδείνωση της πολιτικής και στρατιωτικής κρίσης στους
κόλπους του καθεστώτος της Σαϊγκόν έδειξε ολοκάθαρα πως η διατήρηση του Νότιου Β. στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ θα
μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μια άμεση και χρονικά απεριόριστη επέμβαση αμερικανικών δυνάμεων ξηράς, απαραίτητων για
την αντιμετώπιση ενός καθημερινού ανταρτοπολέμου, ευέλικτου και ήδη γερά εδραιωμένου. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον,
ωστόσο, είχε την ελπίδα ότι μια σειρά βομβαρδισμών στις πόλεις του Βόρειου Β. θα δημιουργούσε τόσο ισχυρές πιέσεις στην
κυβέρνηση του Ανόι ώστε θα ανάγκαζε τον Χο Τσι Μινχ να ασκήσει την επιρροή του στους αντάρτες του νότου, πείθοντάς τους
να σταματήσουν τον πόλεμο.
Τον Φεβρουάριο του 1965 η αμερικανική κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να αρχίσει τις αεροπορικές επιθέσεις στον βορρά,
κατευθύνοντας αρχικά τους βομβαρδισμούς στις ζώνες που ήταν ακριβώς πάνω από τον 17ο παράλληλο και κατόπιν
επεκτείνοντάς τους βαθμηδόν –με μια τακτική που ονομάστηκε κλιμάκωση– σε ολόκληρη την εδαφική επικράτεια του Βόρειου
Β., με μοναδική εξαίρεση το κέντρο του Ανόι, χωρίς όμως να κάνει καμιά διάκριση στους υπόλοιπους στόχους, που
περιλάμβαναν ακόμα και σχολικές ή υγειονομικές εγκαταστάσεις, καθώς και προχώματα ποταμών. Ακριβώς για να διαψεύσουν
τις αμερικανικές ελπίδες ότι το αντάλλαγμα για τη λήξη των βομβαρδισμών στο Βόρειο Β. θα ήταν ο τερματισμός του
ανταρτοπολέμου στον νότο, η κυβέρνηση του Ανόι και το Απελευθερωτικό Μέτωπο του νότου προσδιόρισαν με κοινή τους
ανακοίνωση –την άνοιξη του 1965– τα «σημεία για μια δίκαιη λύση του βιετναμέζικου προβλήματος»: αποχώρηση από το Β.
όλων των αμερικανικών δυνάμεων, τερματισμός οποιασδήποτε ξένης ανάμειξης στα εσωτερικά της χώρας, αναγνώριση στους
Βιετναμέζους του δικαιώματος να αποφασίσουν ελεύθερα οι ίδιοι για την τύχη τους, με την υποχρέωση από μέρους τους να
αναβάλουν για αρκετό διάστημα την ένωση των δύο τμημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο ήταν διατυπωμένα τα σημεία αυτά
ξεκαθάριζε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο ανταρτοπόλεμος στο Νότιο Β. θα σταματούσε μόνο όταν θα έπαυε να υπάρχει εκεί
οποιαδήποτε αμερικανική παρουσία και όταν θα σχηματιζόταν στη Σαϊγκόν μια κυβέρνηση συνασπισμού, που θα περιλάμβανε
στους κόλπους της όλες τις νοτιοβιετναμέζικες πολιτικές δυνάμεις και, φυσικά, και το Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Η προσπάθεια να αποφευχθεί (με τους βομβαρδισμούς στον βορρά) η αποστολή χερσαίων αμερικανικών δυνάμεων στο Β.,
αποδείχτηκε αποτυχημένη ήδη από το καλοκαίρι του 1965, όταν, με τη ραγδαία κατάρρευση του νοτιοβιετναμέζικου στρατού,
έγινε φανερό πως ακόμα και ο έλεγχος στις αμερικανικές βάσεις, αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα, δεν ήταν πια καθόλου
σίγουρος. Για να αναχαιτιστούν οι αντάρτες, ο Τζόνσον αναγκάστηκε να στείλει εσπευσμένα –το φθινόπωρο του 1965– ένα
επικουρικό στρατιωτικό σώμα. Ακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα κύμα διαμαρτυριών, που ολοένα διογκωνόταν. Και
ενώ η κατάσταση αυτή είχε λάβει πια αρκετά μεγάλες διαστάσεις, το 1968, μια σειρά επιθετικών ενεργειών των ανταρτών, που
έγιναν γνωστές με τον χαρακτηρισμό επίθεση του Τετ, ερχόταν να αποδείξει πόσο ευάλωτη ήταν η αμερικανική πλευρά στο
Νότιο Β., πόσο ανίσχυρη εμφανιζόταν η κυβέρνηση της Σαϊγκόν και πόσο εκτεταμένος πια ήταν ο έλεγχος των ανταρτών στα
εδάφη του Νοτίου Β. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αυξανόμενων ηθικών πιέσεων στις ΗΠΑ και δυσφορίας σε ολόκληρο τον δυτικό
κόσμο, σε έναν λόγο του στις 31 Μαρτίου –στον οποίο ανήγγειλε ότι αποσύρεται από τον προεκλογικό αγώνα που είχε τότε ήδη
αρχίσει– ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωνε την απόφαση της κυβέρνησής του να περιορίσει την έκταση των βομβαρδισμών του
Βορείου Β. και να προτείνει στο Ανόι την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων.
Το Βόρειο Β. δέχτηκε πράγματι να προσέλθει στο τραπέζι των συνομιλιών, που άρχισαν στο Παρίσι την άνοιξη του 1968, «με
σκοπό να επιτύχει την ολοκληρωτική και χωρίς όρους κατάπαυση των βομβαρδισμών στον βορρά, έτσι ώστε να διεξαγάγει –
μόνο όμως μετά την εκπλήρωση του όρου αυτού και χωρίς ανάλογο αντάλλαγμα στον νότο– διαπραγματεύσεις για μια
γενικότερη ρύθμιση του βιετναμέζικου προβλήματος». Την 1η Νοεμβρίου ο πρόεδρος Τζόνσον δεχόταν τον όρο του Β. και
διέκοπτε τους βομβαρδισμούς. Από τη στιγμή εκείνη, ο πόλεμος, χωρίς να μειωθεί καθόλου σε ένταση στο στρατιωτικό πεδίο,
μεταφέρθηκε απλώς και στο διπλωματικό.
Η βιετναμοποίηση του πολέμου και η επανένωση των δύο Βιετνάμ. Μια νέα φάση του πολέμου άρχισε την άνοιξη του 1969,
οπότε ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Νίξον εγκαινίασε μια πολιτική επαφών με τις μεγάλες κομουνιστικές δυνάμεις, ξεκίνησε
μυστικές διαπραγματεύσεις στο Παρίσι για να εξασφαλίσει ανακωχή και ταυτόχρονα αποφάσισε τη λεγόμενη βιετναμοποίηση
του πολέμου, δηλαδή τη σταδιακή αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από τη χώρα, έτσι ώστε η ευθύνη του πολέμου να
μείνει πια στους Νοτιοβιετναμέζους, στους οποίους ωστόσο παραχώρησε την υποστήριξη της αμερικανικής αεροπορίας και του
πυροβολικού. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο ηγέτης του Βόρειου Β., Χο Τσι Μινχ (βλ. λ.).
Η ηγεσία του Βορείου Β. και η προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση του Νοτίου Β. (που είχε συγκροτηθεί το 1969) βρέθηκαν
σε δύσκολη θέση, το Νότιο Β. διέτρεξε τον κίνδυνο της πολιτικής απομόνωσης και αντιμετώπισε το ενδεχόμενο να
εξαναγκαστεί –ίσως και από τις πιέσεις των ίδιων του των συμμάχων– να θέσει τέρμα στον πόλεμο, χωρίς να έχει προηγουμένως
επιτύχει καμιά αποφασιστική εγγύηση για μια μελλοντική ένωση. Η προοπτική μιας ακρωτηριασμένης νίκης, όπως του 1954 –
της εποχής των συμφωνιών της Γενεύης– ανάγκασε τελικά το Ανόι να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες. Ο πόλεμος συνεχίστηκε.
Τον Μάιο του 1972, ύστερα από μεγάλη επίθεση των δυνάμεων του Βορείου Β., στη διάρκεια της οποίας κατελήφθη η πόλη
Κουάνγκ Τρι, ο Νίξον έδωσε εντολή να επαναληφθούν οι αεροπορικές επιδρομές στον βορρά. Φυσικά, οι μυστικές συνομιλίες
στο Παρίσι διακόπηκαν.
Στο μεταξύ, στον νότο, τα στρατεύματα του στρατηγού Γκιάπ και οι δυνάμεις των Βιετκόνγκ απλώθηκαν παντού, ενώ στον
τακτικό πόλεμο και στον ανταρτοπόλεμο προστέθηκαν και οι τοπικές εξεγέρσεις. Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς τα πράγματα
έδειξαν ότι η κατάσταση θα κρινόταν κατά τρόπο τραγικό για τις ΗΠΑ, η κομουνιστική επίθεση όμως έχασε την ορμή της και
τον Σεπτέμβριο τα αμερικανικά στρατεύματα ανακατέλαβαν την Κουάνγκ Τρι. Έτσι, τον Οκτώβριο, οι επαφές που είχαν αρχίσει
από τον Ιούλιο ανάμεσα στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και στον πληρεξούσιο του Βορείου Β. Λε
Ντουκ Θο, κατέληξαν σε κάποια συμφωνία. Η κυβέρνηση του Ανόι εμφανίστηκε διατεθειμένη να δεχτεί κατάπαυση του πυρός
και να απελευθερώσει τους Αμερικανούς αιχμαλώτους πολέμου, με αντάλλαγμα την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων
των ΗΠΑ από το Νότιο Β., ενώ παράλληλα δέχτηκε να καθοριστεί το πολιτικό μέλλον αυτού του τμήματος της χώρας μετά τη
λήξη των εχθροπραξιών, χωρίς δική της ανάμειξη, αποκλειστικά μεταξύ της κυβέρνησης της Σαϊγκόν και των Βιετκόνγκ. Η
συμφωνία υπογράφηκε τελικά, ύστερα από πολλές αναβολές, τον Ιανουάριο του 1973.
Στο Νότιο Β., παρά την αμερικανική στρατιωτική αποχώρηση, ο πόλεμος συνεχίστηκε. Στην ουσία, η ανακωχή δεν ήταν παρά
ένας τρόπος για να κερδηθεί χρόνος, χωρίς να γίνεται λόγος για τις βορειοβιετναμέζικες μεραρχίες που υπήρχαν εκεί τη στιγμή
της επίσημης διακοπής των εχθροπραξιών. Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν, από την υπογραφή της ανακωχής έως τον
τερματισμό του πολέμου, το Ανόι και η Σαϊγκόν εξέδωσαν εκατοντάδες καταγγελίες για εκατέρωθεν παραβίαση των όρων της
ανακωχής. Στο μεταξύ, όμως, ο Γκιάπ επωφελήθηκε για να ενισχύσει την επιθετική ικανότητα των στρατευμάτων του και, στις
10 Μαρτίου 1975, χτύπησε την οχυρή θέση Μπουόν Με Θουότ, στα κεντρικά υψίπεδα του Β. Ύστερα από αυτή την ενέργεια,
εντελώς ανεξήγητα, ο Νοτιοβιετναμέζος πρόεδρος Θιέου διέταξε την υποχώρηση των δυνάμεών του από τις βόρειες περιοχές
της χώρας, υπογράφοντας έτσι την καταδίκη ενός καθεστώτος, που είχε κυριολεκτικά εξαντλήσει όλα τα τεχνάσματα για να
επιβιώσει.
Στις 21 Απριλίου 1975, αφού οι δυνάμεις του Βορείου Β. είχαν πια καταλάβει την Ξουάν Λοκ, κερδίζοντας έτσι την τελευταία
μεγάλη μάχη του πολέμου, ο πρόεδρος Θιέου παραιτήθηκε. Λίγες μέρες αργότερα (30 Απριλίου) κατακτήθηκε η Σαϊγκόν. Το
νέο Β., που η επανένωσή του ανακηρύχθηκε επίσημα στις 2 Ιουλίου 1976, επισφραγίζοντας έτσι και ντε γιούρε μια κατάσταση η
οποία είχε επιβληθεί ντε φάκτο με τα όπλα, είχε στο εξής να αντιμετωπίσει πολυάριθμα και σοβαρά προβλήματα. Πρώτο
ανάμεσα σε αυτά ήταν το πρόβλημα της ανοικοδόμησης της χώρας που είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές στα τριάντα και
πλέον χρόνια πολέμου. Εξίσου επιτακτικό ήταν το ζήτημα της εξυγίανσης της οικονομίας και της καταπολέμησης του
πληθωρισμού, που μάστιζε τον νότο. Προπάντων, όμως, το νέο καθεστώς χρειαζόταν να κατευνάσει τα πνεύματα και να
συμφιλιώσει ψυχικά τους παλαιότερους εχθρούς.
Έναν μήνα μετά την πτώση της Σαϊγκόν, τον Μάιο του 1975, το νέο καθεστώς είχε τον πλήρη έλεγχο του Νότιου Β. Μολονότι
το Νότιο Β. υπό την ηγεσία της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης παρέμενε ξεχωριστή οντότητα από τη Λαϊκή
Δημοκρατία του Β., ο ουσιαστικός έλεγχος ολόκληρης της χώρας περιήλθε στο Ανόι.
Η πορεία προς την ανοικοδόμηση. Στις 2 Ιουλίου του 1976 το Β. ενώθηκε και επίσημα, ως Σοσιαλιστική Δημοκρατία, και η
Σαϊγκόν μετονομάστηκε σε Πόλη Χο Τσι Μινχ. Στη νέα κυβέρνηση κυριαρχούσαν τα μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης της
Λαϊκής Δημοκρατίας, δηλαδή του βορρά, αλλά περιλαμβάνονταν και ορισμένες προσωπικότητες της Προσωρινής
Επαναστατικής Κυβέρνησης του νότου. Τον Δεκέμβριο ο Λε Ντουάν ορίστηκε γενικός γραμματέας του Κομουνιστικού
Κόμματος. Ο πρόεδρος Τον Ντουκ Θανγκ πέθανε τον Μάρτιο του 1980 και νέος πρόεδρος ορίστηκε ο Τρουόνγκ Τσινχ τον
Ιούλιο του 1981, αλλά η πραγματική εξουσία παρέμεινε στον Λε Ντουάν.
Τον Ιούνιο του 1986 σημειώθηκαν κυβερνητικές αλλαγές. Τον Ιούλιο ο Λε Ντουάν πέθανε και τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του
κόμματος ο Τρουόνγκ Τσινχ. Στο 6ο συνέδριο του κόμματος επήλθαν σημαντικές αλλαγές. Οι τρεις σημαντικότεροι ηγέτες της
χώρας, δηλαδή ο Τρουόνγκ Τσινχ, ο Φαμ Βαν Ντονγκ και ο Λε Ντουγκ Θο, ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από το Πολιτικό
Γραφείο, λόγω προχωρημένης ηλικίας. Το συνέδριο όρισε τον Νγκουγιέν Βαν Λινχ γενικό γραμματέα του κόμματος. Τον
επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε μεγάλος κυβερνητικός ανασχηματισμός και αρκετοί υπουργοί απομακρύνθηκαν. Στις εκλογές
για την εθνοσυνέλευση, υπήρξαν –για πρώτη φορά– περισσότεροι υποψήφιοι από τους 496 που υπέδειξε το κόμμα· η νέα βουλή,
στην πρώτη της σύνοδο, εξέλεξε πρόεδρο τον Βο Τσι Κονγκ και πρωθυπουργό τον Φαμ Χουνγκ. Ο τελευταίος, παρά το γεγονός
ότι ήταν βετεράνος του πολέμου, υποστήριξε το πρόγραμμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο με τίτλο ανανέωση είχε
ξεκινήσει ο Νγκουγιέν Βαν Λινχ. Τα νέα μέτρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος έγιναν πιο συγκεκριμένα με την
απελευθέρωση μερικών χιλιάδων κρατουμένων κατά την επέτειο της ανεξαρτησίας, ενώ τον Φεβρουάριο του 1988, για να
τιμηθεί η Πρωτοχρονιά, αφέθηκαν ελεύθεροι χίλιοι πολιτικοί κρατούμενοι. Τον Μάρτιο ο Φαμ Χουνγκ πέθανε και τον
διαδέχτηκε ο Βο Βαν Κιέτ. Στις αρχές του 1988, η γραφειοκρατική αντιμετώπιση της έλλειψης τροφίμων οδήγησε σε λιμό τον
βορρά και το γεγονός αυτό προκάλεσε μια πρωτοφανή κίνηση από αρκετά μέλη της εθνοσυνέλευσης, τα οποία ζήτησαν την
παραίτηση του υπουργού Γεωργίας. Λίγο αργότερα, μέλη της εθνοσυνέλευσης πρότειναν διαφορετικό υποψήφιο για τη θέση του
πρωθυπουργού, ο οποίος δεν εξελέγη, αλλά συγκέντρωσε το απροσδόκητα σημαντικό ποσοστό του 36% των ψήφων. Ο Ντο
Μουόι εξελέγη στη θέση του πρωθυπουργού και δεσμεύτηκε και αυτός για προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Η μεγάλη
δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση οδήγησε στην απομάκρυνση εκατοντάδων στελεχών από κυβερνητικές θέσεις και
το Β., στην προσπάθειά του να βελτιώσει τις διεθνείς του σχέσεις, τροποποίησε το σύνταγμα, απαλείφοντας τις προσβλητικές
αναφορές στις ΗΠΑ, στην Κίνα, στη Γαλλία και στην Ιαπωνία.
Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του 1989, έλαβαν για πρώτη φορά μέρος και υποψήφιοι που δεν ήταν μέλη του
ΚΚ. Ωστόσο, η εθνοσυνέλευση υιοθέτησε νέα αυστηρή νομοθεσία για τα ζητήματα του Τύπου, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν
διεθνείς διαμαρτυρίες. Το 1990 η κυβέρνηση απομάκρυνε χιλιάδες αξιωματικούς στην προσπάθειά της να εξαλείψει τη
διαφθορά. Τον Δεκέμβριο η κεντρική επιτροπή του κόμματος πρότεινε ένα νέο πρόγραμμα με το οποίο επιβεβαιωνόταν η
δέσμευση στον σοσιαλισμό, αλλά ταυτόχρονα ενισχυόταν η διαδικασία οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Λίγο αργότερα, το
συνέδριο του κόμματος ενέκρινε τις νέες αυτές θέσεις. Το συνέδριο εξέλεξε τον Ντο Μουόι ως γενικό γραμματέα, ενώ υπήρξαν
σημαντικές αλλαγές σε όλα τα ανώτατα κλιμάκια του κόμματος και του κράτους. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών ο Βο Βαν
Κιέτ αντικατέστησε τον Ντο Μουόι στη θέση του πρωθυπουργού.
Τον Δεκέμβριο του 1991 υιοθετήθηκε νέο σύνταγμα, το οποίο, όπως και το προηγούμενο, τόνιζε τον κεντρικό ρόλο του
Κομουνιστικού Κόμματος, επιβεβαίωνε τη δέσμευση στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα διασφάλιζε την
προστασία των ξένων επενδύσεων και επέτρεπε τις επενδύσεις των Βιετναμέζων στο εξωτερικό. Τον Ιούλιο του 1992, στις
εκλογές για την εθνοσυνέλευση, υπήρξαν πάλι περισσότεροι υποψήφιοι από τις θέσεις, αλλά εξελέγησαν μόνο όσοι ήταν μέλη
του κόμματος ή του Πατριωτικού Μετώπου, δηλαδή της μαζικής οργάνωσης του κόμματος. Ο Βο Βαν Κιέτ ορίστηκε
πρωθυπουργός και δήλωσε ότι το σημαντικότερο πρόβλημα της νέας κυβέρνησης είναι η αντιμετώπιση της διαφθοράς. Κατά τη
διάρκεια του 1993, η κυβέρνηση ενέμενε στην πορεία προς την οικονομία της αγοράς και την ενθάρρυνση των ξένων
επενδύσεων, κάτι το οποίο δεν συνοδευόταν όμως από πολιτική φιλελευθεροποίηση. Οι πολιτικές διώξεις και οι συλλήψεις
πολιτικών αντιπάλων συνεχίστηκαν και σε αυτή την περίοδο. Τον Ιούνιο του 1994 η εθνοσυνέλευση υιοθέτησε νέα νομοθεσία,
σύμφωνα με την οποία αναγνωριζόταν το δικαίωμα της απεργίας, εφόσον όμως δεν προσέβαλλε την κοινωνική ζωή. Στη
διάρκεια του 1994 σημειώθηκαν πάντως ορισμένες απεργίες στο Β. Ο Ντο Μουόι επιβεβαίωσε την πολιτική ανοιχτών θυρών
του Β., ώστε να προσελκυστούν τα ξένα κεφάλαια.
Ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν από τον Πόλεμο του Β. ήταν αυτό των προσφύγων που είχαν καταφύγει σε πολλές
ασιατικές χώρες τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά από αυτόν. Το 1979 περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι
εγκατέλειψαν το Β. και αργότερα η κυβέρνηση του Β. συμφώνησε με τον ΟΗΕ για την οργάνωση των νόμιμων αναχωρήσεων,
με αποτέλεσμα, μέχρι τα τέλη του 1988, περισσότεροι από 140.000 άνθρωποι να εγκαταλείψουν τη χώρα με αυτό τον τρόπο.
Ωστόσο, η αυξανόμενη αδιαφορία των δυτικών χωρών να προσφέρουν ευκαιρίες εγκατάστασης στους πρόσφυγες ανάγκασε τις
ασιατικές χώρες να λάβουν μέτρα και να πάψουν να δέχονται τους πρόσφυγες από το Β. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία
προχώρησαν στην εκδίωξη ή στον ακούσιο επαναπατρισμό πολλών προσφύγων, με αποτέλεσμα να υπάρξουν διεθνείς
επικρίσεις. Μέχρι τα τέλη του 1995, ωστόσο, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τον ΟΗΕ, περισσότεροι από 20.000 Βιετναμέζοι
επέστρεψαν από το Χονγκ Κονγκ, στο πλαίσιο ενός προγράμματος εθελοντικού επαναπατρισμού.
Στα μέσα του 1996, το Κομουνιστικό Κόμμα του Β. πραγματοποίησε το 8ο συνέδριό του, ανανεώνοντας την ηγεσία του, αλλά
επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία των τριών ισχυρών ανδρών του καθεστώτος. Ο βετεράνος του πολέμου Ντο Μουόι, 79 ετών,
επανεξελέγη γενικός γραμματέας του κόμματος, ενώ στο Πολιτικό Γραφείο εξελέγησαν επίσης ο πρόεδρος Λε Ντου Ανχ, 75
ετών, και ο πρωθυπουργός Βο Βαν Κιέτ, 73 ετών. Η νέα ηγεσία του Β. εμφανιζόταν αποφασισμένη να συνεχίσει τις
μεταρρυθμίσεις, χωρίς να παραμελήσει όμως την αμυντική θωράκιση της χώρας και ασφαλώς χωρίς να παραχωρήσει καμία
ελευθερία σε άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Η οικονομική κρίση στη νοτιοανατολική Ασία το 1997 είχε ως αποτέλεσμα διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος του Β., οι
οποίες συνοδεύτηκαν από πολιτικές αλλαγές. Τον Δεκέμβριο του 1997 εξελέγη γενικός γραμματέας του ΚΚ ο Λε Χα Φιε,
σαφώς πιο συντηρητικών κατευθύνσεων, με σκοπό να ασκήσει μια πιο παρεμβατική πολιτική με ανακοπή των μέτρων
οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Τον Απρίλιο του 2001 ο Φιε αντικαταστάθηκε από τον Νονγκ Ντουκ Μανχ. Τον ίδιο χρόνο
πέθαναν δύο ιστορικές μορφές του Νότιου Β., ο τελευταίος πρόεδρος Ντουόνγκ Βαν Μινχ και ο προκάτοχός του Βαν Θιέου.
Η εισβολή στην Καμπότζη και οι τριβές με τις άλλες χώρες. Οι σχέσεις του Β. με τη γειτονική Καμπότζη αποτέλεσαν ένα ακόμη
σημείο έντασης στη νοτιοανατολική Ασία, αλλά και αφορμή για έναν από τους πιο πρόσφατους πολέμους που σημειώθηκαν σε
αυτή την περιοχή. Το 1977 οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν και τον Δεκέμβριο του επόμενου χρόνου το Β. εισέβαλε
στην Καμπότζη, υποστηρίζοντας τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες στο καθεστώς των Ερυθρών Χμερ. Τον Ιανουάριο του 1979
ανατράπηκε η κυβέρνηση του Πολ Ποτ και εγκαταστάθηκε φιλοβιετναμέζικο καθεστώς στην Καμπότζη. Τον επόμενο μήνα η
Κίνα εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του Β., ως αντίποινα για την επέμβαση αυτή. Οι συνομιλίες ειρήνης δεν έφεραν αποτέλεσμα
και το 1984 η Κίνα και το Β. συγκρούστηκαν και πάλι, ενώ η κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για παραβιάσεις των συνόρων
και βομβαρδισμούς. Οι συνοριακές συγκρούσεις δεν έλειψαν και τα επόμενα χρόνια.
Τον Μάρτιο του 1984 το Β. συμφώνησε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Καμπότζη. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Β.
απέρριψε το σχέδιο ειρήνης που πρότειναν οι ηγέτες της αντίστασης στην Καμπότζη το 1986. Αργότερα, η μεγάλη ανάγκη της
δυτικής βοήθειας και οι ισχυρές πιέσεις από την πρώην Σοβιετική Ένωση οδήγησαν το Β. να ανακοινώσει, τον Μάιο του 1988,
την απόσυρση 50.000 στρατιωτών από την Καμπότζη. Τον επόμενο χρόνο η κυβέρνηση του Β. και το καθεστώς του Χενγκ
Σαμρίν στην Καμπότζη δήλωσαν ότι οι δυνάμεις του Β. θα αποσύρονταν έως τον Σεπτέμβριο, υπό τον όρο ότι θα σταματούσε η
παροχή στρατιωτικής βοήθειας και στις τρεις άλλες παρατάξεις της Καμπότζης. Η Κίνα ανταποκρίθηκε έμμεσα στο αίτημα αυτό
και το Β. απέσυρε τις δυνάμεις του στα τέλη του 1989. Τον Σεπτέμβριο του 1990, σε μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Β. και
Κίνας, οι Βιετναμέζοι υιοθέτησαν τη συμφωνία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την επίλυση της σύγκρουσης στην
Καμπότζη. Τον Οκτώβριο του 1991 το Β. υπέγραψε τη συμφωνία ειρήνης, με την οποία εγκαθιδρύθηκε στην Καμπότζη ένα
Ανώτατο Εθνικό Συμβούλιο, στο οποίο μετείχαν και οι τέσσερις παρατάξεις με αποστολή τη διεξαγωγή εκλογών υπό την
εποπτεία του ΟΗΕ.
Οι σχέσεις του Β. με τη Ρωσία και την Κίνα ακολούθησαν τις διακυμάνσεις της διένεξης ανάμεσα στη Μόσχα και στο Πεκίνο,
με αποτέλεσμα το Β. να εμπλακεί τα τελευταία χρόνια σε μια σκληρή αντιπαράθεση με την Κίνα. Στη διάρκεια του Πολέμου του
Β., και οι δύο τότε μεγάλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού βοήθησαν το Β. να αντιμετωπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά
την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η νέα ρωσική κυβέρνηση διακήρυξε ότι θα διατηρούσε στενές οικονομικές σχέσεις με
το Β. και οι Βιετναμέζοι επέτρεψαν στα ρωσικά σκάφη να χρησιμοποιούν τη ναυτική βάση του Καμ Ρανχ στο Β. Οι σχέσεις με
την Κίνα ήταν επεισοδιακές και η μεγάλη ένταση σημειώθηκε την περίοδο της εισβολής του Β. στην Καμπότζη. Μετά τη
συμφωνία ειρήνης η βιετναμέζικη ηγεσία επισκέφθηκε το Πεκίνο, οδηγώντας στην αποκατάσταση της ομαλότητας στις σχέσεις
των δύο χωρών. Τον Νοέμβριο του 1992 ο Κινέζος πρωθυπουργός επισκέφθηκε το Β., ενώ τον επόμενο χρόνο οι δύο χώρες
υπέγραψαν συμφωνία με την οποία δεσμεύτηκαν να αποφεύγουν τη χρήση της βίας στις διαφορές τους. Ωστόσο, ένταση
σημειώθηκε και πάλι ανάμεσά τους το 1994 και στις αρχές του 1995, καθώς και οι δύο χώρες διεκδίκησαν την κυριαρχία των
νησιών Σπράτλι, όπου υπάρχουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου.
Σταδιακή υπήρξε και η βελτίωση των σχέσεων του Β. με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με τις χώρες της Ένωσης
της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Το Β. θέλησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 1984, αλλά οι ΗΠΑ έθεταν ως όρο τη
διευκρίνιση της τύχης των αγνοουμένων τους στον Πόλεμο του Β. και την επανεγκατάσταση μερικών χιλιάδων Βιετναμέζων
στις ΗΠΑ. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε πρόοδος και στους δύο τομείς, οι ΗΠΑ χαλάρωσαν το οικονομικό εμπάργκο που
είχαν επιβάλει στο Β. και τελικά ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον αποφάσισε την πλήρη άρση του εμπάργκο το 1994. Τον επόμενο
χρόνο, οι ΗΠΑ και το Β. αποκατέστησαν πλήρως τις σχέσεις τους, ενώ τον Μάιο του 1997 αντάλλαξαν πρεσβευτές, για πρώτη
φορά μετά την πτώση του Νότιου Β. Τον ίδιο χρόνο επισκέφθηκε το Β. η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ.
Τρία χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2000, ο Μπιλ Κλίντον έγινε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που πραγματοποιούσε
επίσημη επίσκεψη στο Β., μετά τον πόλεμο, υποδεικνύοντας την οριστική εξάλειψη της ψυχρότητας και την εγκαινίαση μιας
νέας περιόδου σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Οι σχέσεις των δύο χωρών στον οικονομικό τομέα μπορεί να αναπτύσσονται,
αλλά παραμένουν έντονες οι μνήμες από τον σκληρό πόλεμο, στον οποίο έχασαν τη ζωή τους 58.000 Αμερικανοί και
περισσότεροι από τρία εκατομμύρια Βιετναμέζοι.
Λογοτεχνία
Η λογοτεχνική παραγωγή του Β., ανάλογα με τη διάρθρωση, τους προσανατολισμούς και την καταγωγή της, μπορεί να διαιρεθεί
σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες: στη λαϊκή λογοτεχνία, στη λογοτεχνία σε κινεζική γλώσσα, στη σινοβιετναμέζικη
(εκφρασμένη δηλαδή στη γλώσσα του τόπου, γραμμένη όμως με κινεζικούς χαρακτήρες), γνωστή με τον όρο τσου-νομ, και
τέλος στη φιλολογική παραγωγή επίσης σε βιετναμέζικη γλώσσα, μεταγραμμένη όμως σε λατινικό αλφάβητο, γνωστή ως κουόκ-
νγκου.
Το μεγαλύτερο μέρος της βιετναμέζικης λογοτεχνίας που γράφτηκε στα κινεζικά –στην επίσημη δηλαδή γλώσσα της Αυλής και
της διοίκησης μέχρι τον 14ο αι.– περιοριζόταν ως πνευματική προσφορά, όπως ήταν φυσικό, μόνο στους γραφειοκράτες και σε
μια μικρή τάξη καλλιεργημένων ανθρώπων. Η επίδραση της κινεζικής κουλτούρας, που έδινε πρωταρχική σημασία στην
ιστορία, στην πολιτική και στο κράτος, γίνεται εδώ εμφανής από την πληθώρα των ιστορικών κειμένων και των χρονικών.
Ονομαστά κείμενα στον τομέα αυτό είναι τα Ντάι Βιέτ σου (Ιστορικές αναμνήσεις του Ντάι Βιέτ) που γράφτηκαν το 1272, το
έργο Βιέτ σου λουόκ (Σύνθεση της ιστορίας της χώρας των Βιέτ) που ανάγεται στα τέλη του 14ου αι., καθώς και μια πλήρης
συλλογή χρονικών του 19ου αι., με χαρακτήρα ανθολογίας, γνωστή ως Κουόνγκ Μουκ. Πολυάριθμα εξάλλου, στα ίχνη της
κινεζικής παράδοσης, είναι τα γεωγραφικά έργα καθώς και τα κείμενα που περιέχουν περιγραφές της χώρας, τα ιατρικά κείμενα
και οι νομικοί κώδικες. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ένα φιλολογικό είδος, που μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στην
ποίηση και στην πεζογραφία, μια μορφή ρυθμικής πρόζας, με ύψιστο συγκινησιακό και ηθικό χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα
το πατριωτικό προσκλητήριο του Τραν Χουνγκ Ντάο προς τον λαό και τον στρατό να αγωνιστεί μέχρι θανάτου ενάντια στους
Μογγόλους επιδρομείς (τέλη 13ου αι.), καθώς και η προκήρυξη του στρατηγού Νγκουγιέν Τράι προς όλους τους κατοίκους της
χώρας, να γιορτάσουν την αποτίναξη του κινεζικού ζυγού στις αρχές του 15ου αι.
Τελείως διαφορετική είναι η σινοβιετναμέζικη λογοτεχνία, η τσου-νομ, που αποτελεί μεταγραφή της βιετναμέζικης γλώσσας σε
κινεζικούς χαρακτήρες. Ούτε αυτή υπήρξε μια λογοτεχνία κατεξοχήν λαϊκή, μόνο που η μεταγραμμένη βιετναμέζικη γλώσσα
είναι πιο απλή και πλησιέστερη στην καθομιλουμένη· αυτό συνέβη επειδή, για να εκφραστεί κανείς στην τσου-νομ, θα έπρεπε
οπωσδήποτε να γνωρίζει την κάθε άλλο παρά απλή κινεζική γραφή. Εντούτοις, πιο κοντά προς τον λαό, τουλάχιστον προφορικά,
η ανεπίσημη αυτή γλώσσα είναι εκείνη που χρησιμοποιήθηκε ως εκφραστικό μέσο στις αφηγήσεις, σε απλούστερα και
αυθόρμητα κείμενα καθώς και στα έργα εκείνα που βρίσκουν απήχηση στο αίσθημα και στην προτίμηση του λαού ή αποτελούν
ένα είδος αντικομφορμιστικής διαμαρτυρίας. Αξίζει να αναφερθεί εδώ η μεγάλη συλλογή 300 και πλέον ποιημάτων νομ, που
δημοσιεύτηκε από την Ακαδημία της Αυλής στα τέλη του 15ου αι., όταν βασίλευε ο Λε Θανχ Τον, στην οποία καθρεφτίζεται ο
λυρικός πλούτος της βιετναμέζικης λαϊκής γλώσσας, μιας γλώσσας γεμάτης ζωντάνια.
Αξιόλογη συμβολή στην ποίηση νομ αποτελεί και το έργο του Τρανγκ Τρινχ (16ος αι.), ο οποίος στη συλλογή του Ποιήματα των
άσπρων σύννεφων επεξεργάστηκε εκ νέου και με ιδιαίτερη ευαισθησία τα θέματα της κινεζικής ποίησης των Σουνγκ. Ειδικά
όμως μετά τον 18ο αι., η δημώδης ποιητική φόρμα έγινε πιο εκλεπτυσμένη, ενώ παράλληλα έγινε πολύ πιο έντονη σε αίσθημα
και εκφραστικό περιεχόμενο, χάρη στο έργο δύο ποιητριών: η πρώτη, η Ντοάν Θι Ντιέμ, ξαναέγραψε στη δημοτική ένα μεγάλο
ποίημα του συγχρόνου της Ντανγκ Τραν Κον, του οποίου το πρωτότυπο κείμενο ήταν στα κινεζικά· η δεύτερη, η Χο Ξουάν
Χουόνγκ, υιοθέτησε μια γλώσσα πολύ ρεαλιστική, που θυμίζει τις λαϊκές μπαλάντες. Οπωσδήποτε όμως η πλουσιότερη και πιο
σημαντική παραγωγή στον τομέα της λογοτεχνίας νομ, είναι εκείνη που βρίσκει την έκφρασή της στα διάφορα ποιητικά
ρομάντζα, τα συνδεδεμένα κατά κάποιον τρόπο με τη λαϊκή παράδοση του κινεζικού ρομάντζου, γεννημένα όμως από μια
εντελώς ιδιόρρυθμη και πρωτότυπη φλέβα έμπνευσης με κατεξοχήν βιετναμέζικο χαρακτήρα. Το δημοφιλέστερο, που οι
Βιετναμέζοι έχουν σχεδόν αποστηθίσει, είναι το Κιμ Βαν Κιέου γραμμένο από τον Νγκουγιέν Ντου (τέλη 18ου – αρχές 19ου
αι.), το οποίο μετέφερε αργότερα (1923) στον κινηματογράφο ο Γάλλος Ε.Α. Φαμεσόν.
Η γαλλική κυριαρχία επέφερε στη βιετναμέζικη φιλολογία ριζικές αλλαγές. Μια πρώτη σημαντική αλλαγή ήταν η καθιέρωση ως
μοναδικής επίσημης γλώσσας, από την αρχή του 20ού αι., της λεγόμενης κουόκ-νγκου, που αποτελούσε μεταγραφή της
βιετναμέζικης γλώσσας σε λατινικούς χαρακτήρες. Η γλωσσική αυτή μεταρρύθμιση δεν είχε μόνο τεράστια λογοτεχνική και
πνευματική σημασία, αλλά και πολιτική. Χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους ως όργανο διάδοσης της γαλλικής επιρροής, με
την ελπίδα να ναρκώσει τις εθνικές παραδόσεις και το εθνικό αίσθημα, με την εκούσια ή ακούσια συνεργασία των πνευματικών
ανθρώπων της χώρας. Παράλληλα αποθαρρύνονταν οι ντόπιοι να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν κινεζικά, έτσι ώστε να
ανακοπεί η μεγάλη κυκλοφορία επαναστατικών κινεζικών εντύπων, που έφταναν στο Β. από την Κίνα. Στην πραγματικότητα
όμως, καθώς η βασισμένη στο λατινικό αλφάβητο κουόκ-νγκου ήταν πολύ πιο εύκολη από την κινεζική γραφή, διαδραμάτισε
τον αντίθετο ακριβώς ρόλο: γρήγορα αποτέλεσε το όργανο διάδοσης και εκλαΐκευσης της επαναστατικής προπαγάνδας και μετά
το 1945 το κύριο όπλο της μεγάλης και συστηματικής εκστρατείας για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, που θα στήριζε
στο Β. την ανανεωτική δραστηριότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας.
Ανάμεσα στους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους της δεκαετίας 1930-40, ιδιαίτερα αξιόλογοι υπήρξαν οι Βου Τρονγκ
Φουνγκ, Νγκο Τατ Το και Ναμ Κάο. Μετά το 1945, εξάλλου, σημειώθηκε άνθηση της αντιστασιακής λογοτεχνίας, που
χρησιμοποίησε ως πολιτικό όπλο κυρίως την ποίηση – εκφραστική μορφή που βρίσκει ευκολότερη διάδοση στις μεγάλες μάζες.
Διακεκριμένος εκπρόσωπος της ποίησης αυτής υπήρξε ο Το Χούου, τον οποίο ακολούθησαν ο Του Μο, ποιητής με σατιρική
φλέβα, και ο Τρονγκ Λου, ο οποίος συνέχισε με νέες φόρμες την παράδοση του τομέα της αισθηματικής ελεγείας. Τέλος, από τα
ονόματα των μυθιστοριογράφων που η προσφορά τους είναι σημαντική μετά το 1945, ξεχωρίζουν αυτά των Νγκουγιέν Ντινχ Θι,
Βο Χούι Ταμ, Νγκουγιέν Βαν Μπονγκ και Νγκουγιέν Κάι.
Λαϊκή λογοτεχνία. Η λαϊκή φιλολογική κληρονομιά του Β., που επί αιώνες ήταν μόνο προφορική, πέρασε στον γραπτό λόγο
ύστερα από μια μακρότατη περίοδο εξάπλωσης και εξέλιξης, χωρίς όμως συγκεκριμένες ημερομηνίες και αναφορές. Αυτή είναι
ίσως η πιο στενά συνδεδεμένη λογοτεχνική έκφραση –σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη– με την ντόπια λαϊκή παράδοση. Στο
μεγαλύτερο μέρος της, η λαϊκή αυτή λογοτεχνία αποτελείται από μυθικές μπαλάντες γεμάτες περιπέτειες, ηθικοπλαστικούς
μύθους, τραγούδια εμπνευσμένα από τον έρωτα ή, πιο συχνά, αφιερωμένα στους αγρότες, αλλά και στις διαμαρτυρίες των
χωρικών, που μοχθούν στους ορυζώνες και στρέφουν τα παράπονά τους ενάντια στον γραφειοκράτη ή στον αφέντη. Ένα άλλο
ρεύμα της λαϊκής αυτής παραδοσιακής τέχνης βρίσκει την έκφρασή του σε κοσμογονικούς μύθους και αφηγήσεις μαγικού-
θρησκευτικού χαρακτήρα. Ο λαϊκός αυθορμητισμός ήταν ανύπαρκτος στις άλλες μορφές τέχνης, είτε διότι χαλιναγωγήθηκε υπό
την κινεζική επίδραση είτε γιατί καταπνίγηκε σκόπιμα από την ιθύνουσα κομφουκιανική τάξη· έτσι απογυμνώθηκε από το
μαγικό του στοιχείο, που είχε απήχηση στις αγροτικές μάζες.
Τέχνη
Λόγω της παραδοσιακής, και μάλιστα με βαθιές ιστορικές ρίζες στον χρόνο, διαίρεσης του Β. σε ένα βόρειο τμήμα που δέχτηκε
τις κινεζικές επιδράσεις και σε ένα τμήμα νότιο που δέχτηκε τις ινδικές, η βιετναμέζικη τέχνη δεν συνθέτει ένα ενιαίο σύνολο.
Στον βορρά, οι διάφορες εκφραστικές μορφές της τέχνης έχουν έναν χειροτεχνικό χαρακτήρα πλούσιο σε δυνατότητες, που
παραπέμπει ωστόσο στην επαρχιακή κινεζική τέχνη. Στον νότο, αντίθετα, κυριαρχεί η αυλική τέχνη του βασιλείου των Τσαμ,
που έχει διαφορετικό κύρος και συμβαδίζει με την κουλτούρα της γειτονικής αυτοκρατορίας Μον-Χμερ της Καμπότζης.
Από την προϊστορία έως την περίοδο της Ντάι Λα. Όλοι οι πολιτισμοί που άνθησαν στην Ινδοκίνα πέντε χιλιετίες πριν από τη
γέννηση του Χριστού έχουν αποκτήσει την ονομασία τους από το Β. Πράγματι, από το Τονκίν διαδόθηκαν και στην υπόλοιπη
χερσόνησο τόσο ο παλαιολιθικός πολιτισμός του Χόα Μπινχ, που προηγήθηκε, όσο και ο μεσολιθικός πολιτισμός του Μπακ
Σον. Ακόμα, το βόρειο Β. υπήρξε λίκνο του μεγάλου πολιτισμού του Χαλκού, γνωστού ως Ντονγκ Σον, που άρχισε να
αναπτύσσεται περίπου το 500 π.Χ. και άνθησε στη διάρκεια της βασιλείας του Αν Ντουόνγκ Βουόνγκ (258-207 π.Χ.). Η
ονομασία του τελευταίου αυτού πολιτισμού οφείλεται στο αναμιτικό χωριό Ντονγκ Σον, στα όρια του Τονκίν, 170 χλμ. Ν του
Ανόι, όπου οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν ανάμεσα στο 1924 και στο 1935 έφεραν στο φως πολλά έργα
τέχνης. Σπουδαιότερα από αυτά ήταν τα μεγάλα ορειχάλκινα ταμπούρλα με τις δύο λαβές, λεπτότατα σκαλισμένα (όπως αυτά
του Μουσείου του Ανόι, που βρέθηκαν στο Νγκοκ Λου και στο Χοάνγκ Χα) με στιλιζαρισμένες φιγούρες ή αφηρημένα
σχήματα, σύμβολα της κοινωνίας του Ντονγκ Σον, που όλες οι μεγάλες και σημαντικές στιγμές της (αγροτικές λατρείες,
νεκρώσιμες τελετές, λατρείες συνδεδεμένες με τη θάλασσα) ξετυλίγονται υπό τους εξιλαστήριους ήχους τυμπάνων.
Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. χρονολογείται η έναρξη της κινεζικής κυριαρχίας, που διήρκεσε περισσότερα από χίλια χρόνια, μέχρι
το 939 μ.Χ. και η οποία επηρέασε βαθιά όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της χώρας, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από
δείγματα δευτερευόντων τομέων (είδη κεραμικής, πορσελάνες, υφάσματα). Από τα μνημεία, τα μόνα που απέμειναν ήταν οι
τάφοι της περιόδου των Χαν (25-220 μ.Χ.) και σπανιότερα των Τ’ανγκ, που μιμούνται κινεζικά πρότυπα.
Μια πιο πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία, με έντονο τοπικό χαρακτήρα, εμφανίστηκε ανάμεσα στα τέλη του 8ου και στις
αρχές του 11ου αι., όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Ντάι Λα, ακριβώς στην περιοχή που χτίστηκε αργότερα το Ανόι.
Εκεί παρατηρείται μια αρχιτεκτονική, κυρίως θρησκευτική, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας είναι η στούπα (βουδιστικό
μνημείο σε σχήμα ημισφαιρικού τύμβου)· ο πυργίσκος της, η έντονα καμπυλωτή στέγη και οι ανασηκωμένες γωνίες της
θυμίζουν την κινεζική παγόδα. Από μια τέτοια στούπα-παγόδα (και συγκεκριμένα αυτή του Βαν Φουκ, που βρίσκεται στη Φατ
Τιτς της περιοχής του Μπακ Νινχ) προέρχονται μερικά τμήματα διακοσμητικών συνθέσεων, λαξευμένων στην πέτρα ή
δουλεμένων πάνω σε ψημένο πηλό, όπου οι επιδράσεις της τέχνης Τ’ανγκ υπερτερούν σε σύγκριση με τα χαρακτηριστικά της
τέχνης Τσαμ ή με τις ινδικές επιρροές.
Οι δυναστείες Λι, Τραν και Λε. Την περίοδο 1010-1225, οπότε βρισκόταν στην εξουσία η δυναστεία των Λι, η βιετναμέζικη
τέχνη έφτασε στο απόγειό της: στους κήπους της νέας πρωτεύουσας, Θανγκ Λονγκ, υψώθηκαν περίπλοκες στην κατασκευή τους
παγόδες, οι οποίες, μολονότι δεν σώζονται σήμερα, περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στα αρχαία ιστορικά κείμενα, όπως για
παράδειγμα η στούπα Εύνοια του Ουρανού, με τα δώδεκα πατώματα και τη χάλκινη στέγη, που είχε θεωρηθεί ένα από τα
αρχιτεκτονικά θαύματα του Β. Στο Ανόι, εξάλλου, υπάρχει ακόμα η μικρή και κομψή παγόδα Τσούα Μοτ Κοτ, που
ανατινάχθηκε από τους Γάλλους το 1956, αλλά ανακατασκευάστηκε αργότερα. Η ονομασία της σημαίνει παγόδα της μοναδικής
κολόνας, χτίστηκε στο α’ μισό του 11ου αι. και υψώνεται στην κορυφή ενός πέτρινου κίονα, που ξεπροβάλλει μέσα από τα
ακίνητα νερά ενός έλους. Ένα άλλο μνημείο της ίδιας περιόδου στο Ανόι, που φέρει τη σφραγίδα της κομφουκιανής
αρχιτεκτονικής, είναι το Βαν Μιέου (Ναός της Λογοτεχνίας): αποτελείται από έναν μεγάλο περίβολο με πολλές πύλες, που
περικλείει πλήθος περιποιημένων κήπων και δρόμων, στο κέντρο των οποίων υψώνεται ο ναός-θυσιαστήριο, με τη μεγάλη στέγη
του, ανασηκωμένη στις γωνίες και στηριζόμενη πάνω σε ξύλινες κολόνες βαμμένες με κόκκινη λάκα.
Οι μογγολικές επιδρομές και οι εσωτερικές έριδες προκάλεσαν μια καλλιτεχνική κάμψη μετά το 1220. Την εποχή της
δυναστείας των Τραν (1225-1400) και των Λε (1428-1788), οπότε το Β. αφάνισε το βασίλειο των Τσάμπα δίχως να αφομοιώσει
τον μεγάλο πολιτισμό τους, παρατηρείται ότι και αυτή ακόμα η σχετική πρωτοτυπία της τέχνης Ντάι Λα (που είχε επιβιώσει υπό
τους Λι, βρίσκοντας την αισθητική της δικαίωση σε έναν μετριασμό των κινεζικών και ινδικών πολιτιστικών επιδράσεων)
υποχώρησε σταδιακά για να παραχωρήσει τη θέση της σε μια δουλική μίμηση της κινεζικής τεχνοτροπίας Γιουάν και Μινγκ. Η
διακόσμηση Ντάι Λα εμφανίζεται επιβλητικότερη στα οικοδομήματα της δυναστείας των Τραν, οι αρχιτέκτονες της οποίας
υπήρξαν απαράμιλλοι στην οχυρωματική τέχνη, όπως μαρτυρούν οι τέσσερις κολοσσιαίες πύλες του φρουρίου των Χο στην Τάι
Ντο (περιοχή Θανχ Χόα στο βόρειο Ανάμ).
Η τέχνη της εποχής των Λε στις πόλεις που ορίστηκαν διαδοχικά πρωτεύουσες –δηλαδή στο Ανόι, στη Λαμ Σον (Θανχ Χόα) και
στη Χόα Λου (Νινχ Μπινχ)– αντικατοπτρίζεται στα λείψανα του ανακτόρου του Ανόι, από το οποίο σώζεται η πέτρινη σκάλα με
τα τρία κεφαλόσκαλα καθώς και τα σκαλισμένα με δράκοντες παραπετάσματα (1428-33)· καθρεφτίζεται ακόμα στους
βασιλικούς τάφους της Λαμ Σον, όπου διατηρούνται οι αναπαραστάσεις ανθρώπων και ζώων, φιλοτεχνημένες κατά μήκος του
λεγόμενου μονοπατιού του πνεύματος –σε απομίμηση της τεχνοτροπίας Μινγκ–, καθώς και οι ογκώδεις στήλες με τα επιτύμβια
επιγράμματα· τέλος, αντανακλάται στη βαριά διακόσμηση των λίθινων ναών της Χόα Λου, αλλά και στις ωραίες παγόδες του
Τονκίν. Από τις παγόδες αυτές, που τις χαρακτηρίζει ένα ιερό (τσούα) με καμπυλωτή στέγη, η οποία χαμηλώνει σχεδόν μέχρι το
έδαφος, η πιο φημισμένη είναι η παγόδα Μπουτ Θαπ (γνωστή και ως Νινχ Φουκ) στο Μπακ Νινχ, που ανοικοδομήθηκε πάνω σε
ένα αρχαίο ιερό τον 17ο αι. Μέσα σε όλο αυτό το έντονα επηρεασμένο από την κινεζική νοοτροπία αρχιτεκτονικό πλαίσιο, η
μοναδική αυθεντική βιετναμέζικη αρχιτεκτονική έκφραση είναι το ντινχ, το οικοδόμημα δηλαδή της κοινότητας του χωριού.
Αυτός είναι ένας χώρος προορισμένος για συναθροίσεις και για θυσίες στο πνεύμα που προστατεύει το χωριό. Η κατασκευή του
ακολουθεί τον τύπο του οικοδομήματος της εποχής Ντονγκ Σον που στηρίζεται σε πασσάλους και κοσμείται από πλούσια
σκαλισμένα επιστύλια, όπως στις παγόδες.
Η σινοποίηση του Β. εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά το 1600, ιδιαίτερα όταν η δυναστεία των Νγκουγιέν της Χουέ, στο
Ανάμ, κυρίαρχη στον νότο και με αυτοκρατορικούς τίτλους από το 1533, κατόρθωσε με τη γαλλική βοήθεια να ενώσει όλη τη
χώρα υπό το σκήπτρο του Γκια Λονγκ (αρχές 19ου αι.). Οι Νγκουγιέν εγκατέστησαν την πρωτεύουσα στη Χουέ, όπου
αναπτύχθηκε –για λόγους πολιτικού γοήτρου– μια τέχνη που ακολουθούσε τα σινικά αυτοκρατορικά πρότυπα, όπως άλλωστε
μαρτυρούν τα αυτοκρατορικά χτίσματα της Χουέ και της γειτονικής της Μπάο Κουόκ: παγόδες, τάφοι, ανάκτορα κ.ά. Οι τάφοι
αποτελούνται από μια είσοδο με αγάλματα εκατέρωθεν του ανοίγματος, από ένα ιερό καθώς και από τον χώρο της ταφής, όλα
αυτά κάτω από έναν γήλοφο τριγυρισμένο από έναν υδάτινο δακτύλιο. Το ανάκτορο της Χουέ αποτελείται από διαδοχικούς
περιβόλους, μέχρι τον εσώτατο πυρήνα του, όπου και βρίσκεται η αίθουσα του θρόνου, ενώ η τεράστια πύλη του, η Νγκο Μον
(58 μ. μήκος, 27,5 μ. πλάτος και 17 μ. ύψος), με το Μπελβεντέρε των Πέντε Φοινίκων (1833) –που η βάση της είναι
κατασκευασμένη από βιολετιά πέτρα και το στέγαστρο από επιχρυσωμένο ξύλο και στιλβωμένα κεραμίδια– αποτελεί μία από τις
μεγαλοπρεπέστερες δημιουργίες της περιόδου αυτής, είναι όμως καθαρά κινεζικής νοοτροπίας.
Ο ινδοπρεπής πολιτισμός του νότου. Την ίδια περίοδο που το βόρειο τμήμα του Β. δεχόταν τις επιρροές της Κίνας, στον νότο, η
πρώτη ιστορικά εξακριβωμένη δυναστεία, αυτή των Φουνάν (1ος-6ος αι. μ.Χ.), με επίκεντρο την Κοχινκίνα –ανάμεσα στο
Μπασάκ και στον κόλπο του Σιάμ– ανέπτυσσε μια δική της τέχνη, που μαρτυρούσε έντονα χαρακτηριστικά της ινδικής
κουλτούρας. Δυστυχώς, τα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα που υπάρχουν δεν μπορούν να αποκαλύψουν σε όλο το εύρος της
την εικόνα του μυθικού πλούτου των Φουνάν, που έστελναν κομψοτεχνήματα από κοράλλι και ελεφαντόδοντο μέχρι την Κίνα
και εισήγαγαν από τις Ινδίες κοσμήματα, περιδέραια και σκαλιστούς πολύτιμους λίθους. Οι ίδιοι είχαν καταφέρει παράλληλα να
αξιοποιήσουν περίφημα την ενδοχώρα τους, αποδίδοντας τα ελώδη εδάφη της στην καλλιέργεια ή στην εμπορική ναυσιπλοΐα,
χάρη σε ένα ανεπτυγμένο δίκτυο καναλιών, που τους κόμβους στο πυκνό πλέγμα του αποτελούσαν μεγάλες πασσαλόπηκτες
πολιτείες, οι οποίες ξεπρόβαλλαν μέσα από τις λιμνοθάλασσες. Αρχαίες γραπτές μαρτυρίες κάνουν λόγο για παλάτια
κατασκευασμένα από πολύτιμα ξύλα και στολισμένα με θαυμαστά έπιπλα και σκεύη, χάλκινα αγάλματα και επιχρυσωμένα
κοσμήματα. Αυτό το κάλλος εντοπίζεται στα κομψά αντίγραφα ινδικών κοσμημάτων (χρυσά σκουλαρίκια, φιλιγκράν), που
βρέθηκαν στο Οκ Έο (το οποίο θεωρείται ότι υπήρξε το κυριότερο λιμάνι των Φουνάν) πλάι σε αυθεντικά ινδικά κοσμήματα.
Εξαιρετικά είναι επίσης τα αγάλματα που παριστάνουν ορειχάλκινους Βούδες σε όρθια στάση, τεχνοτροπίας γκούπτα, οι οποίοι
βρέθηκαν στην Πεδιάδα των Βούρλων και στο Οκ Έο. Τέλος, η ίδια τέχνη αντικατοπτρίζεται και στα νομίσματα από κασσίτερο
με τις ανάγλυφες παραστάσεις που αποδίδουν άλλοτε τον βασιλιά του βουνού καθισμένο στον θρόνο του, και άλλοτε πάλι
λατρευτικές σκηνές ή σύμβολα των θεών Σίβα και Βισνού· τα τελευταία αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες της διάδοσης στη
χώρα του ινδουισμού και του βουδισμού.
Αργότερα, την εποχή που στον νότο το βασίλειο των Φουνάν άρχισε να παρακμάζει (5ος αι.), εξαιτίας της μεταφοράς της
πρωτεύουσας στη νότια Καμπότζη (Πνομ Ντα), ένα άλλο βασίλειο, εκείνο των Τσάμπα, με αφετηρία το Ανάμ κατευθύνθηκε
προς τον νότο και εγκαταστάθηκε στα εδάφη όπου κατοικούσαν στο παρελθόν οι Φουνάν. Το βασίλειο αυτό, που ο πολιτισμός
του διαποτίστηκε από την κουλτούρα Ντονγκ Σον, αλλά και από νεότερες ινδικές επιρροές, διήρκεσε για πολλά χρόνια,
μολονότι δεχόταν διαρκείς επιθέσεις από τους Χμερ της Καμπότζης, τους Μογγόλους και τους Βιετναμέζους. Τελικά, το 1470,
κατακτήθηκε οριστικά από τους τελευταίους, οι οποίοι ήδη από το 1225 είχαν αρχίσει την περίφημη πορεία τους προς τον νότο,
αφανίζοντας τη χώρα των Τσαμ και εποικίζοντας οι ίδιοι την Κοχινκίνα.
Η τέχνη των Τσαμ, αν και χαρακτηρίζεται από μια συγχώνευση της τοπικής κουλτούρας με κινεζικά και ινδικά στοιχεία, με
κυρίαρχα τα τελευταία, έχει ωστόσο μια έντονη πρωτοτυπία. Τα πρώτα της δείγματα ανάγονται στον 7ο-8ο αι. και συναντώνται
κυρίως στη διακοσμητική γλυπτική –ινδικής τεχνοτροπίας γκούπτα– που κοσμεί το αέτωμα και το υπόβαθρο ενός από τους
πύργους του Μι Σον. Κατά τα μέσα του 8ου αι., εξάλλου, στο ιερό του Χόα Λάι, στο σχετικά μικρότερο ιερό του Πο Νταμ
καθώς και σε πύργους της ίδιας περιοχής, αποτυπώνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των Τσαμ: τα ιερά
χτίζονται ως μεμονωμένοι πύργοι, με τετράγωνη βάση, στεφανωμένοι από πυραμιδοειδείς σκεπές σε πολλά επίπεδα· κοσμούνται
από προσόψεις πλούσια σκαλισμένες με φυτικά θέματα και από πόρτες και παράθυρα –αληθινά ή ψεύτικα– τα οποία
πλαισιώνουν διακοσμητικά τόξα.
Στο τελευταίο τέταρτο του 9ου αι., με τη νέα δυναστεία που ιδρύθηκε από τον ένθερμο βουδιστή Ιντραβαρμάν Β’ στην
πρωτεύουσα του βασιλείου των Τσαμ, Ιντραπούρα (860-986), κοντά στην Ντα Νανγκ, αναφαίνεται το νέο βουδιστικό κέντρο
του Ντονγκ Ντουόνγκ και γίνεται αντιμέτωπο του παλαιού ινδουιστικού κέντρου του Μι Σον. Το ιερό του, αν και διατηρεί τα
βασικά δομικά χαρακτηριστικά του Χο Λάι, προδίδει ωστόσο μια υποχώρηση της ινδικής επιρροής, με παράλληλη
υπογραμμισμένη προβολή αυτόχθονων διακοσμητικών στοιχείων, όπου κυριαρχούν τα φυτικά μοτίβα. Το Ντονγκ Ντουόνγκ, με
τα αγάλματα και τα ανάγλυφά του (ιδίως σκωληκοειδείς έλικες), σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τη γλυπτική, που φέρει τη
σφραγίδα της τέχνης Τσαμ, παρά τις κάποιες επιδράσεις της Ιάβας. Οι παραστάτες στις πόρτες, τα αγάλματα των θεών, που
περιβάλλονται από ιερείς-ακολούθους και από φανταστικά ζώα, σήμερα φυλάσσονται κυρίως στο Μουσείο Γκιμέ του Παρισιού
και στο Μουσείο Τσαμ στην Ντα Ναγκ· ανάμεσα στα εκθέματα αυτών των μουσείων ξεχωρίζουν: μια βουδιστική θεότητα με
ψηλή κωνική κόμμωση, περιβεβλημένη με στενό ένδυμα (Μουσείο Γκιμέ)· μια αναπαράσταση του Σίβα σε καθιστή στάση, που
φέρει κάλυμμα κεφαλής με πλούσια διακόσμηση (Μουσείο Τσαμ)· μια άλλη θεότητα, τοποθετημένη πάνω σε ψηλό βάθρο
(Μουσείο Ρίτμπεργκ, Ζυρίχη)· ένας όρθιος Σίβα (Μουσείο Τσαμ). Όλα αυτά τα αγάλματα έχουν κοινά τα έντονα
χαρακτηριστικά της εγχώριας γλυπτικής Τσαμ: βαρύ και αυστηρό πρόσωπο, έντονα υψωμένο τόξο φρυδιών, μάτια με μεγάλους
στρογγυλούς βολβούς που προεξέχουν, πεπλατυσμένη μύτη, μεγάλα αφτιά (τύπου Χμερ) και σαρκώδη χείλη. Ωστόσο, παρά τα
έντονα χαρακτηριστικά τους, τα αγάλματα αυτά δεν έχουν στατική αυστηρότητα, ούτε αντικρίζουν πάντα κατά μέτωπο τον
θεατή με ακαμψία, αλλά διαθέτουν μια ανανεωμένη ευκινησία και έναν διαρκή δυναμισμό στις φόρμες τους, στοιχεία ακριβώς
που συνιστούν και την ιδιαίτερη γοητεία του γλυπτικού τους ύφους.
Η τέχνη τσαμ έφτασε στο ύψιστο σημείο της καλλιτεχνικής της εκλέπτυνσης τον 10ο αι., στους ναούς-ιερά του Μι Σον. Παρότι
η τάση της διακοσμητικής υπερβολής εξακολούθησε να υπάρχει, χαρακτηριζόταν πλέον από κάποιο μέτρο και από μεγαλύτερη
αρμονία· στους πύργους, οι κίονες διπλασιάζονται και το αρχιτεκτονικό σύνολο, με τη σωστή αναπροσαρμογή των διαστάσεων,
ανακαλύπτει μια νέα, περισσότερο αρμονική ισορροπία. Στη γλυπτική χρησιμοποιήθηκαν επίσης πιο απαλές φόρμες,
προσχωρώντας σε μια περισσότερο εκλεπτυσμένη απόδοση διαφόρων ρεαλιστικών στοιχείων.
Από την παρακμή έως τις μέρες μας. Η περίοδος αυτή της εκλέπτυνσης, που αποκλίνει από τον κλασικισμό, σταδιακά
εκφυλίστηκε, οδηγώντας προς την καλλιτεχνική παρακμή, που οπωσδήποτε ενισχύθηκε και από τις πολιτικές εξελίξεις. Για
παράδειγμα, η κατασκευή των ιερών του Πο Νάγκαρ και του Νχα Τρανγκ δεν ακολουθεί τους παλαιότερους κανόνες αρμονίας
αναφορικά με τις αναλογίες. Η μεταφορά της Αυλής των Τσαμ στη Βιτζάγια (Μπινχ Ντινχ), που έγινε το έτος 1000, επιτάχυνε
τη διαδικασία αυτής της παρακμής. Τα αρχιτεκτονήματα απέκτησαν βαρύτερη δομή (ιδίως οι στέγες), τα διακοσμητικά τόξα
γίνονταν πιο αιχμηρά –παραπέμποντας στην αιχμή ακοντίου– οι αρμοί των κτισμάτων έχασαν την αναλογική αρμονία τους, ενώ
οι γλυπτές μορφές έτειναν προς την ακαμψία. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν, από τον 11ο έως τον 13ο αι., τα μνημεία της
νέας πρωτεύουσας, της Μπινχ Ντινχ, καθώς και της ευρύτερης περιοχής της, ενώ ξεπροβάλλουν όλο και εντονότερα οι επιρροές
από την Καμπότζη, που ενισχύθηκαν και με την κυριαρχία των Χμερ (12ος αι.). Παραδείγματα αποτελούν το Μπιν Λαμ, η Θουά
Θιέν και οι χρυσοί, αργυροί και ορειχάλκινοι πύργοι. Ένα ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο παρακμής εκφράζει ο ναός του Πο
(14ος αι.) Κλαούνγκ Γκαράι και αργότερα, στη βιετναμέζικη πλέον περίοδο, ο ναός Πο Ρόμε (17ος αι.).
Στις δεκαετίες της αποικιοκρατίας, η γαλλική εγκατάσταση στο Β. είχε τεράστιο αντίκτυπο στην τέχνη της χώρας, η οποία
επηρεάστηκε ουσιαστικά από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Γαλλίας. Αν και πολλές από τις επιδράσεις αυτές περιορίστηκαν σε
ένα επίπεδο κυρίως ακαδημαϊκό, απολήγοντας στην πράξη μάλλον σε μιμήσεις χωρίς σπουδαία εκφραστική αξία, καταβλήθηκαν
ωστόσο και πάρα πολλές προσπάθειες εκλεκτικού συνδυασμού των νέων τάσεων με παραδοσιακές φόρμες και μορφές τεχνικής
(όπως η λάκα, η ακουαρέλα και το μελάνι), που συζεύχθηκαν έτσι με τα στοιχεία τα οποία χαρακτήριζαν την τότε μοντέρνα
γαλλική ζωγραφική. Μεταγενέστερες μαρτυρίες αυτού του κλίματος έδωσε η εφήμερη καλλιτεχνική παρουσία του Β. σε δύο
από τις Μπιενάλε της Βενετίας (1954 και 1956), όπου δύο ζωγράφοι της Σαϊγκόν παρουσίασαν έργα σε μετάξι και λάκα,
προσπαθώντας να δώσουν μια σύγχρονη παραλλαγή της πατροπαράδοτης τέχνης, που καλλιεργούσαν άλλοτε οι γραφίστες της
χώρας τους.
Τέλος, στην πιο πρόσφατη εποχή, ουσιαστικά η τέχνη στρατεύτηκε: στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Γάλλων πρώτα, και
εναντίον των Αμερικανών έπειτα, η τέχνη προσδέθηκε άμεσα στο άρμα της πολιτικής σκοπιμότητας, αντλώντας την εκφραστική
της έμπνευση είτε από τη γερμανική εξπρεσιονιστική χαρακτική είτε από τον κινεζικό σοσιαλιστικό ρεαλισμό, του οποίου
υιοθέτησε την τεχνική.
Θέατρο
Όπως και το κινεζικό θέατρο, με το οποίο συνδέεται άμεσα, έτσι και το παραδοσιακό βιετναμέζικο θέατρο, σχεδόν σε όλες τις
μορφές του, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μουσική και χορευτική (με ακροβατικά στοιχεία) παράδοση του τόπου. Το
κλασικό θέατρο (γνωστό ως Χατ Τουόνγκ) ακολουθεί τα κινεζικά πρότυπα· ο μοναδικός χώρος στον οποίο βρίσκει την έκφρασή
της εδώ η ιδιόρρυθμη βιετναμέζικη έμπνευση είναι το θεματικό περιεχόμενο των έργων, που κατά παράδοση διαφέρει από το
αντίστοιχο της Κίνας. Πολύ μεγαλύτερη πρωτοτυπία, αλλά και δημοτικότητα, διαθέτει ως θεατρικό είδος το σατιρικό θέατρο,
που ονομάζεται Χατ Τσέο: την παράσταση και σε αυτό συνθέτουν διάφορα αποσπάσματα που αποδίδονται με τραγούδι,
παντομίμα, απαγγελία ή μόνο με μουσική. Το περιεχόμενο, εμπνευσμένο από την καθημερινή ζωή ή μεστό σε κοινωνική σάτιρα,
αποτελεί ορισμένες φορές μια ολοζώντανη λαϊκή θεατρική μεταγραφή ηρωικών γεγονότων ή ιστορικών επεισοδίων, που το
διαφοροποιεί ξεκάθαρα από τις κλασικές φόρμες του κινεζικού θεάτρου και ενισχύει την υπόθεση ότι το Χατ Τσέο έλκει την
καταγωγή του από τις λαϊκές παραδόσεις του βιετναμέζικου χωριού. Οι παραδόσεις αυτές υπήρχαν πριν από την κινεζική
κυριαρχία και διατηρήθηκαν ζωντανές σε όλο το μακραίωνο διάστημα, κατά το οποίο οι ανώτερες τάξεις, σε αντίθεση με τον
λαό, διαβρώθηκαν ολότελα από τις κινεζικές επιδράσεις.
Κοντά σε αυτά τα δύο παραδοσιακά είδη θεάτρου, τον περασμένο αιώνα εμφανίστηκαν και άλλες θεατρικές φόρμες υπό την
επιρροή των μεταβολών που συντελέστηκαν την ίδια εποχή και στο θέατρο της Κίνας. Το σπουδαιότερο νέο θεατρικό είδος, το
λεγόμενο Ανανεωμένο Θέατρο (Χατ Κάι Λουόνγκ), γεννήθηκε το 1916 και χαρακτηρίζεται από συνοδεία μουσικής και από τη
διαίρεσή του σε πράξεις και σκηνές, πάνω στα πρότυπα του δυτικού θεάτρου, η επίδραση του οποίου είναι άλλωστε εμφανής και
στον τρόπο της θεατρικής απαγγελίας, των σκηνικών και της χορογραφίας. Το Ανανεωμένο Θέατρο, απελευθερωμένο από τα
παραδοσιακά θεατρικά σχήματα, εισήγαγε νέα θεατρικά θέματα, σύμφωνα συνήθως με τις απαιτήσεις της πολιτικής, του κοινού
ή των συγγραφέων. Τέλος, από το 1920 και μετά, αναπτύχθηκε και στο Β. το θέατρο πρόζας, δυτικού τύπου, που ξεκίνησε να
ανεβάζει κλασικά ή μοντέρνα γαλλικά έργα –ιδίως πριν από το 1945– αλλά και έργα ενός νέου βιετναμέζικου ρεπερτορίου,
εμπνευσμένα ή βαθιά επηρεασμένα από τον αγώνα κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας και από το σύγχρονο πολιτικό κινεζικό
θέατρο.
Τα τελευταία χρόνια, οι κομουνιστές του Β. είδαν στο θέατρο ένα εξαίρετο πολιτικό και προπαγανδιστικό όργανο. Έτσι,
δημιούργησαν νέες μορφές πολιτικού θεάτρου, που αναπαριστούν σκηνές της επικαιρότητας, χρησιμεύοντας ως πλαίσιο
πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής συνθηματολογίας.
Κινηματογράφος
Στην πρώην γαλλική Ινδοκίνα οι πρώτες κινηματογραφικές αίθουσες ιδρύθηκαν το 1910. Η πρώτη ταινία γυρίστηκε στο Ανόι το
1923 από την κινηματογραφική εταιρεία IFAC (Indochine Films et Cinemas) με τίτλο Κιμ Βαν Κιέου· το έργο ήταν μεταφορά
του ομώνυμου δημοφιλούς μυθιστορήματος του Νγκουγιέν Ντου με θέμα έναν τοπικό θρύλο και σκηνοθετήθηκε από έναν
Γάλλο, τον Ε.Α. Φαμεσόν. Στα επόμενα χρόνια, η παραγωγή ήταν σποραδική από ξένους, κυρίως Κινέζους, κινηματογραφιστές.
Οι πρώτες αμιγώς βιετναμέζικες παραγωγές είχαν θέμα τους πολιτικά επίκαιρα και ρεπορτάζ γύρω από διάφορες μάχες, που
γυρίζονταν το 1946 από τους Βιετμίνχ, όταν άρχισε ο πόλεμος κατά των Γάλλων. Μετά τη δημιουργία μιας εθνικής
κινηματογραφίας, που θεσμοθέτησε το 1953 ο Χο Τσι Μινχ, άρχισε η παραγωγή ταινιών-ντοκιμαντέρ, που η προβολή τους
γινόταν σε ανοιχτούς χώρους ή σε υπόγεια καταφύγια. Η πρώτη ταινία μυθοπλασίας γυρίστηκε το 1959 (Ζούμε στις όχθες του
ίδιου ποταμού) και αναφέρεται στη διαίρεση της χώρας στον 17ο παράλληλο. Ενώ στον νότο τα φιλοαμερικανικά καθεστώτα
γύριζαν ταινίες αντικομουνιστικής προπαγάνδας, στον βορρά η ετήσια παραγωγή έφτασε τις πέντε με έξι ταινίες μεγάλου
μήκους.
Μετά την ανεξαρτησία και την επανένωση της χώρας το 1975, η παραγωγή (βασικά στα στούντιο του Ανόι και της Πόλης Χο
Τσι Μινχ) τόσο σε ταινίες μυθοπλασίας όσο και σε ντοκιμαντέρ και κινούμενα σχέδια αυξήθηκε σημαντικά. Από τις πιο
σημαντικές ταινίες των μεταπολεμικών χρόνων αναφέρονται οι εξής: Το κορίτσι του Μπάι Σάο (1962) των Φαμ και Ναμ, Ο
βασιλίσκος (1962) των Νγκουγιέν Βαν Θονγκ και Τραν Βου, Το κορίτσι του Ανόι (1974), Ρημαγμένη γη (1979) του Χονγκ Σεν,
λυρική ταινία σχετική με τον πόλεμο και την καταστροφή, και Η περιοχή των κυκλώνων (1980) του Χονγκ Σεν, κριτική πάνω
στα προβλήματα της κολεκτιβοποίησης. Αναφέρεται ακόμη η γαλλικής παραγωγής ταινία, Το άρωμα της πράσινης παπάγιας
(1993), του Βιετναμέζου Τραν Αν Χουνγκ, που δίνει μια άλλη εικόνα της καθημερινής ζωής, με τις διάφορες κοινωνικές αδικίες
της, στη Σαϊγκόν της δεκαετίας του 1950.
Μουσική
Παρά το γεγονός ότι μορφολογικά ανήκει σε ένα είδος μουσικής χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιοχής της Ινδοκίνας, η
μουσική του Β. προσφέρει πάντως τις πιο εύγλωττες μαρτυρίες στενής συγγένειας με την παραδοσιακή μουσική της Κίνας. Τα
βόρεια διαμερίσματα του Β. χρησιμοποιούν τους μουσικούς εκφραστικούς τρόπους των νότιων περιφερειών της Κίνας, ενώ
ακόμα και οι παραλιακές πόλεις –σε μικρότερο βαθμό– προδίδουν μια σινική μελωδική επίδραση. Τα μουσικά όργανα που
κυριαρχούν στον βορρά και κατά μήκος των ακτών έλκουν την καταγωγή τους από την Κίνα, ενώ η μουσική κλίμακα που
χρησιμοποιείται είναι το πεντάφθογγο σινικό σύστημα. Οι μελωδίες είναι και αυτές, κατά το μεγαλύτερο μέρος, άμεσα ή έμμεσα
επηρεασμένες από τις κινεζικές. Ωστόσο, επιβιώνουν ακόμα στοιχεία μιας αρχαιότερης ινδικής παρουσίας· έτσι, αν η λεγόμενη
κλίμακα Μπακ είναι αναμφισβήτητα σινική, η κλίμακα Ναμ έχει πολλά ινδικά μουσικά χαρακτηριστικά. Βέβαια η κλίμακα
Μπακ κυριαρχεί στις βόρειες περιοχές του Β., δεν είναι όμως άγνωστη και στον νότο· αντίθετα, η κλίμακα Ναμ είναι
διαδεδομένη αποκλειστικά στις νότιες περιφέρειες.
Σε ορισμένες τελετουργικές εκδηλώσεις, ο ιθαγενής αρχαϊκός μουσικός χαρακτήρας είναι πιο εμφανής· έτσι, για παράδειγμα, η
μουσική που συνοδεύει τις νεκρώσιμες τελετές ελάχιστα έχει δεχτεί τη σινική επίδραση. Μερικά από τα τελετουργικά μουσικά
κομμάτια αυτού του είδους, μάλιστα, συγγενεύουν με τη μουσική τεχνοτροπία των πρωτόγονων φυλετικών ομάδων, οι οποίες
κατοικούν στη βιετναμέζικη ενδοχώρα, κατά μήκος της οροσειράς που χωρίζει το Β. από το Λάος. Οι πρωτο-ινδοκινεζικές αυτές
κοινότητες, όπως ακριβώς και οι αντίστοιχες της Ταϊλάνδης, έχουν να επιδείξουν –ιδίως στις πιο απομονωμένες περιοχές–
μελωδικά εκφραστικά χαρακτηριστικά που, κατά κάποιον τρόπο, υποδηλώνουν μελανησιακές καταβολές: η συλλογή μουσικών
δειγμάτων από τους πρωτο-Ινδοκινέζους του Β. και του Λάος (που όλοι τους, όπως και οι ιθαγενείς της Ταϊλάνδης, ανήκουν
στην οικογένεια των Χμερ), απέδειξε ότι η μουσική τους συγγενεύει όχι μόνο με τη μουσική της Μελανησίας και της Ωκεανίας,
αλλά ακόμα και με τη μουσική ορισμένων αρχαϊκών ομάδων της αφρικανικής ηπείρου. Σε αυτό το αρχαϊκό μουσικό φόντο
μελανησιακού χαρακτήρα έβαλε πρώτα τη σφραγίδα της η ινδική επιρροή –αισθητή σήμερα κυρίως στον νότο– και αργότερα,
πολύ πιο έντονα και καθοριστικά, η κινεζική επιρροή, που κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα στον βορρά.
Οι τρεις αυτές διαφορετικές μουσικές (μελανησιακή, ινδική, σινική), παρά τις ιδιομορφίες τους, σμίγοντας στο πέρασμα των
αιώνων, έδωσαν μια σειρά από νέα, ζωντανά μουσικά προϊόντα, που αποτελούν σήμερα τη μουσική κληρονομιά του Β.
Έθιμα και παραδόσεις
Ο χαρακτήρας και η θρησκευτικότητα του βιετναμέζικου λαού. Βασικό ρόλο στην ανάπτυξη του βιετναμέζικου πολιτισμού –όσο
και αν αυτός επηρεάστηκε από τους κοινωνικούς θεσμούς της Κίνας– διαδραμάτισαν οι διάφορες μορφές θρησκευτικής
λατρείας του τόπου, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ψυχοκρατικές και οι οποίες βασίζονται σε μια πανάρχαια προφορική
παράδοση. Η θρησκευτική συμπεριφορά του Βιετναμέζου εμπνέεται και κυριαρχείται από ένα αίσθημα δέους απέναντι στις
φυσικές δυνάμεις, τις οποίες αντιμετωπίζει και εξευμενίζει με ξόρκια, προσφορές και μαγικές τελετές. Οι ποικίλες λατρείες
έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, γιατί αφορούν αυστηρά τοπικές θεότητες, με αποτέλεσμα η βιετναμέζικη θρησκεία να
αποτελεί στο σύνολό της ένα γεωγραφικό μωσαϊκό. Κάθε περιοχή, πράγματι, διατηρεί το δικό της ξεχωριστό λατρευτικό τυπικό·
υπάρχουν λατρείες συνδεδεμένες με συγκεκριμένες τοποθεσίες ή πράγματα (βράχοι με ιδιόμορφα σχήματα ή πανάρχαια δέντρα),
λατρείες αφιερωμένες στην τίγρη ή σε άλλα ζώα (σε περίπτωση που το χωριό βρίσκεται κοντά στο δάσος), λατρείες
συνδεδεμένες με τη θάλασσα (στα ψαροχώρια), με τοπικούς ήρωες ή λαϊκούς προστάτες, λατρευτικές τελετές για τις ψυχές των
νεκρών κ.ά. Από την παραδοσιακή αυτή θρησκευτική ζωή δεν λείπει ολότελα και κάποια ανώτερη πνευματικότητα, η οποία
εκφράζεται στη λατρεία του Ουρανού, αν και η μορφή αυτή ανώτερης θρησκευτικής αντίληψης στο πέρασμα του χρόνου
αλλοιώθηκε από τις διάφορες ξενόφερτες επιδράσεις και, κυρίως, από την κινεζική επίδραση. Η φιλοσοφία και η ηθική του
κομφουκιανισμού, όπως και του ταοϊσμού, αφήνουν έντονα ίχνη. Ίσως όμως τον σημαντικότερο ρόλο εδώ να είχε ο βουδισμός,
που η διείσδυσή του στάθηκε πολύ βαθιά.
Το ντινχ και η κοινωνική ζωή. Οι οικογένειες των Βιετναμέζων συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς εδαφικούς, διοικητικούς και
οικονομικούς, που βρίσκουν την παραδοσιακή έκφρασή τους στο ντινχ (ένα κοινό σπίτι), το οποίο συχνά έχει έναν ρόλο
ανάλογο με εκείνον που έχει σε μας η πλατεία του χωριού, αν και κατέχει πολύ πιο σημαντική θέση στη ζωή του βιετναμέζικου
λαού, ακόμα και σήμερα. Η ροπή των Βιετναμέζων προς τις διάφορες μορφές συνεταιρισμού ή κολεκτιβισμού οδήγησε, εδώ και
πολλούς αιώνες ήδη, στον σχηματισμό των λανγκ, εδαφικών εκτάσεων βασισμένων στον θεσμό της κοινοκτημοσύνης. Τα λανγκ
ήταν τεράστια δημόσια κτήματα, ιδιοκτησία της κοινότητας, τα οποία ενοικιάζονταν και τα εισοδήματά τους χρησίμευαν για την
εκτέλεση δημόσιων και κοινωφελών έργων. Η μεταβίβαση των γαιών αυτών απαγορευόταν. Περιλάμβαναν επίσης ορυζώνες και
στεγνά χωράφια, κατάλληλα για άλλες καλλιέργειες. Έδρα για οποιαδήποτε συζήτηση αφορούσε τη διαχείριση των λανγκ ή τον
τρόπο διάθεσής του κοινωνικού εισοδήματος που προερχόταν από αυτά, ήταν το κοινό σπίτι, το ντινχ. Το σύστημα των λανγκ
και των ντινχ αποτέλεσε στις μέρες μας τη βάση για τη σοσιαλιστική οργάνωση της γεωργίας· ειδικά το ντινχ έχει αποκτήσει
μεγαλύτερη σημασία σε ό,τι αφορά την τοπική πολιτική και τις κοινωνικές δομές.
Η κλίση των Βιετναμέζων προς τον σχηματισμό ενώσεων αγκαλιάζει και πολλές άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Τελευταία,
άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και οι διάφορες γυναικείες οργανώσεις, καθώς η γυναίκα του Β. άρχισε να αποκτά μια
φυσιογνωμία πιο αυτόνομη και ανεξάρτητη στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής.
Τα έθιμα του γάμου. Παλαιότερα, τα ζευγάρια στο Β. παντρεύονταν σε πάρα πολύ νεαρή ηλικία, συχνά μάλιστα συνέβαινε οι
μελλόνυμφοι να μη γνωρίζονται καθόλου, αφού οι αυστηροί οικογενειακοί κανόνες του Κώδικα του Γκια Λονγκ επέβαλαν στις
γυναίκες απόλυτη απομόνωση μέχρι την ημέρα του γάμου τους. Ακόμα και η ίδια η τελετή του γάμου περιοριζόταν πολλές
φορές στο ελάχιστο από πλευράς τυπικού, δηλαδή αρκούσε μια συμφωνία ανάμεσα στους γονείς του γαμπρού και της νύφης, η
οποία επικυρωνόταν επίσημα με την ανταλλαγή δώρων· από τη στιγμή εκείνη, χωρίς καμία άλλη διαδικασία, οι δύο νέοι
θεωρούνταν αντρόγυνο και ο σύζυγος έπαιρνε στο σπίτι του τη νύφη, η οποία αποτελούσε ένα είδος προσωπικής ιδιοκτησίας
του. Σήμερα βέβαια, κυρίως στις πόλεις, ο γάμος τελείται κατά τον δυτικό τρόπο, παρουσία των θρησκευτικών ή των πολιτικών
αρχών. Σταδιακά, μάλιστα, αυτή η συνήθεια διαδίδεται και στα χωριά, εις βάρος των παλιών εθίμων, που τείνουν να
εξαφανιστούν.
Πάρα πολλές, ωστόσο, είναι οι γαμήλιες παραδόσεις και τα έθιμα ανάμεσα στις διάφορες εθνικές μειονότητες του Β. Οι φυλές
που διατηρούν ακόμα τον θεσμό της πολυγαμίας είναι πολύ λίγες, περιορισμένες στις μάλλον απρόσιτες βορειοδυτικές περιοχές.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η πρώτη σύζυγος έχει τεράστιο κύρος σε σύγκριση με τις επόμενες, που στην πραγματικότητα δεν
θεωρούνται παρά απλές παλλακίδες. Αυτές οι δευτέρου βαθμού σύζυγοι, παραδείγματος χάριν, δεν έχουν σε καμία περίπτωση
δικαίωμα να συνοδεύσουν δημοσίως τον άντρα τους ούτε τους επιτρέπεται να καθίσουν μαζί του στο τραπέζι.
Μοναδική είναι μια παλιά συνήθεια, που εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα σε μερικές από τις φυλές Κα, που ζουν στους ορεινούς
όγκους της Αναμιτικής οροσειράς και θεωρούνται από τους πρωτόγονους πληθυσμούς του Β.: αφού οι γονείς επιλέξουν τους
δύο νέους που θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, το έθιμο απαιτεί να λερωθεί η νύφη με τον χειρότερο τρόπο. Συνήθως της
φορούν τα πιο κουρελιασμένα ρούχα που υπάρχουν στο σπίτι, της μουντζουρώνουν το πρόσωπο με κάρβουνο και την κυλούν
στη λάσπη. Στη συνέχεια οδηγείται από τα αδέλφια και τις αδελφές της μπροστά στο σπίτι του γαμπρού, ο οποίος, μόλις την
αντικρίζει, της εκφράζει τον θαυμασμό του για την ομορφιά της και της υπόσχεται αιώνια αγάπη.
Η μεγάλη γιορτή του Τετ. Η βιετναμέζικη Πρωτοχρονιά, όπως και η κινεζική, τοποθετείται περίπου στο μέσον της χρονικής
απόστασης μεταξύ χειμερινού ηλιοστασίου και εαρινής ισημερίας, ανάμεσα δηλαδή στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου
και στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου. Η έναρξη του ηλιακού έτους έχει μικρή σημασία για τον Βιετναμέζο χωρικό, σε
αντίθεση με την έναρξη του σεληνιακού έτους που αποτελεί το σύμβολο του βαθύτατου δεσμού του ανθρώπου με τη φύση: το
Τετ (Πρωτοχρονιά), που υποδηλώνει το ξύπνημα της φύσης, συμβολίζει συνάμα και την αρχή μιας νέας ζωής, την ανανέωση
των ελπίδων. Η άμεση αυτή σύνδεση της Πρωτοχρονιάς με τη φύση δίνει στο Τετ και τον χαρακτήρα κυρίως της αγροτικής
γιορτής· και καθώς στο Β. οι χωρικοί αποτελούν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, φυσικό είναι το Τετ να θεωρείται η
σπουδαιότερη γιορτή ολόκληρου του χρόνου.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις αρχίζουν επτά ημέρες πριν από τον νέο χρόνο, τη στιγμή δηλαδή που, σύμφωνα με την παράδοση, το
ιερό πνεύμα της οικογενειακής εστίας, το Τάο-κουάν, εγκαταλείπει το σπίτι για να πάει στον ουρανό, κοντά στον αυτοκράτορα
της Γκιάντα, στον οποίο κάνει ένα είδος αναφοράς για τη συμπεριφορά των μελών της οικογένειας που είχε υπό την προστασία
του στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε. Το Τάο-κουάν είναι μια θεότητα η οποία απαρτίζεται από τρεις προσωπικότητες
ενωμένες σε μία: οι τρεις πλίθρες της πυροστιάς του σπιτιού, που χρησιμεύουν για να ακουμπά ο χωρικός τις χύτρες του,
συμβολίζουν ακριβώς την τρισυπόστατη ιδιότητα του πνεύματος αυτού, που αποτελείται από δύο άντρες και μία γυναίκα. Με
την έναρξη της γιορτής προσφέρονται διάφορα δώρα στους προγόνους, ως εξευμενισμός στο Τάο-κουάν, για να παραβλέψει
μερικά παραστρατήματα και να παρουσιάσει μια ευνοϊκή αναφορά στον ουρανό.
Εκείνες τις ημέρες είθισται να αγοράζουν ρούχα, εκλεκτά φαγητά, δώρα, ιερές εικόνες, φυλαχτά, τα περίφημα φυτά κουάτ με τα
κόκκινα φρούτα, λουλούδια καθώς και τεράστιες ποσότητες πυροτεχνημάτων. Σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς συγκεντρώνονται γύρω από το τζάκι όλοι οι συγγενείς, ακόμα και εκείνοι που κατοικούν μακριά· οι γυναίκες
ετοιμάζουν για την περίσταση ειδικά φαγητά και γλυκίσματα.
Στην ύπαιθρο, οι προετοιμασίες για το Τετ κορυφώνονται με το στήσιμο, στη μέση της πλατείας του χωριού –μπροστά στο
ντινχ– του πατροπαράδοτου κάι-νέου· πρόκειται για ένα μεγάλο καλάμι μπαμπού, ύψους πέντε ή έξι μέτρων, καθαρισμένο από
κλαριά και φύλλα, εκτός από την κορυφή, όπου του αφήνουν μια πράσινη πυκνή τούφα. Στο σημείο αυτό τοποθετούν ένα
στεφάνι από μπαμπού, από το οποίο αναρτώνται ψαράκια, καμπανούλες και κανχ (αγαλματάκια από ψημένο πηλό σε σχήμα
νυχτερίδας). Πάνω από το καλαμένιο στεφάνι κρεμούν διάφορα αναθηματικά αντικείμενα, καθώς και ένα στεφάνι από αγκάθια.
Όταν νυχτώσει, ανάβουν στην κορυφή του μπαμπού μια λαμπάδα. Το κάι-νέου φωτίζει έτσι και δείχνει τον δρόμο στα πνεύματα,
που θα έρθουν με τον νέο χρόνο στα σπίτια των συγγενών τους, ενώ συγχρόνως ξορκίζει και τρομάζει (με το αγκάθινο στεφάνι
και τα καμπανάκια του) τα πνεύματα του κακού. Τη βραδιά της παραμονής συγκεντρώνονται όλοι στα σπίτια τους και ο αρχηγός
κάθε οικογένειας ανάβει λιβάνι πάνω στον μικρό βωμό των προγόνων και αποθέτει σε ένα ράφι μερικά ποτηράκια με
οινοπνευματώδες ποτό φτιαγμένο από ρύζι, μερικές κούπες τσάι, ένα βάζο με λουλούδια και μια κούπα με καθαρό νερό. Εκείνη
τη νύχτα πρέπει να περιμένουν όλοι άγρυπνοι μέχρι έλθει ο νέος χρόνος. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, ο αρχηγός της οικογένειας
αρχίζει να λέει τις πατροπαράδοτες προσευχές, με τα χέρια ενωμένα και το κεφάλι σκυμμένο μπροστά, ενώ αμέσως μετά,
εκρήγνυνται τα πυροτεχνήματα, που συνηθίζονται σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις στο Β.
Τα χαρακτηριστικά του βιετναμέζικου σπιτιού. Σήμερα, το παραδοσιακό βιετναμέζικο σπίτι δεν υπάρχει παρά μόνο στις
αγροτικές περιοχές. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα κατασκευών από ξύλο μπαμπού, που κλείνουν τις τρεις από τις τέσσερις
πλευρές μιας μεγάλης αυλής, η ανοιχτή πλευρά της οποίας χρησιμεύει ως πέρασμα για τα κάρα και τους ανθρώπους. Στους
χώρους των δύο πλευρών στεγάζονται ο στάβλος, το κοτέτσι, η σιταποθήκη και διάφορα κελάρια, ενώ στο κτίσμα του βάθους
της αυλής βρίσκεται το σπίτι. Στα φτωχικά σπίτια και οι τρεις χώροι (σιταποθήκη, στάβλος και κατοικία) συγκεντρώνονται στην
ίδια στέγη και χωρίζονται απλώς με παραπετάσματα από μπαμπού. Το παραδοσιακό σπίτι του Β. κατασκευάζεται πάνω στο
χώμα, ακόμα και στις ζώνες του Δέλτα του Τονκίν: την εποχή που τα νερά πλημμυρίζουν, το Δέλτα αφήνει αναρίθμητους
μικρούς αμμώδεις λοφίσκους που δεν καλύπτονται από το νερό, πάνω στους οποίους χτίζονται τα σπίτια και τα χωριά. Οι στέγες
των σπιτιών είναι από μπαμπού, ενίοτε και από ρυζόψαθα. Το δάπεδο, συνήθως από μπαμπού και αυτό, κατασκευάζεται σε
ορισμένες περιπτώσεις και από τούβλα.
Επιπλέον τα παράθυρα των σπιτιών συνήθως τοποθετούνται κατά τέτοιον τρόπο έτσι ώστε να βλέπουν μονάχα στην εσωτερική
αυλή· το σπίτι περιβάλλεται από έναν ψηλό φράχτη ή από πασσάλους, στην εξοχή, και στις πόλεις από μια πέτρινη μάντρα ή
έναν τοίχο από τούβλα. Φυσικά, τα τελευταία χρόνια, που στις πόλεις έχουν αρχίσει να υψώνονται μοντέρνα οικοδομικά
συγκροτήματα, η παλαιά αυτή συνήθεια τείνει να εξαλειφθεί.
Τέλος, στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της χώρας (ανάμεσα στους ορεσίβιους της φυλής Γιάο, στα ΒΔ, και της φυλής Μόι
του Ανάμ), τα σπίτια χτίζονται ακόμα πάνω σε πασσάλους, για προστασία από τις τίγρεις. Πρόκειται συνήθως για ορθογώνια
κτίσματα από μπαμπού, οι χώροι των οποίων διατάσσονται κατά μήκος ενός κεντρικού διαδρόμου, ενώ η στέγη τους
κατασκευάζεται από ξερά χόρτα, αναμεμειγμένα με κοπριά βουβάλου και λάσπη.
Βιζάρι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 88 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Αμαρίου, 41 χλμ. ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουρητών. Πριν από το 1940 η
γραφή του οικισμού ήταν Βυζάρι.
Βίζελ, Τόρστεν (Torsten Wiesel, Ουψάλα, Σουηδία 1924 – ). Σουηδός ψυχίατρος και νευροβιολόγος. Σπούδασε ιατρική στη
Σουηδία και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική. Εκεί άρχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του, τις οποίες συνέχισε στο πανεπιστήμιο
Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ, όπου συνάντησε το 1968 τον Ν. Χάμπελ. Συνεργάστηκαν επί 20 χρόνια στην έρευνα των ικανοτήτων
αντίληψης στα κύτταρα των κεντρικών οπτικών οδών. Ο Β. δίδαξε ως καθηγητής στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Ροκφέλερ,
όπου συνέχισε τις μελέτες του στον πρωτογενή οπτικό φλοιό. Το 1994 ανακηρύχτηκε πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας
Επιστημόνων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Για το έργο του τιμήθηκε με βραβεία και επιστημονικούς τίτλους, με
αποκορύφωμα τη βράβευσή του το 1981, από κοινού με τον συνεργάτη του Ν. Χάμπελ, με το Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής
για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με το οπτικό σύστημα.
Όταν άρχισαν τις μελέτες τους, η γνώση σχετικά με τη λειτουργική οργάνωση του εγκεφαλικού φλοιού ήταν αποσπασματική. Τα
συμπεράσματα των δύο ερευνητών ήταν τα εξής: η ανάλυση του κωδικοποιημένου μηνύματος του αμφιβληστροειδούς από τον
οπτικό φλοιό διενεργείται από συγκεκριμένα κύτταρα που διαβάζουν τα απλά γράμματα στο μήνυμα και τα απανθίζουν σε
συλλαβές, οι οποίες ακολούθως διαβάζονται από άλλα κύτταρα που απανθίζουν τις συλλαβές σε λέξεις, οι οποίες τελικά
διαβάζονται από άλλα κύτταρα σχηματίζοντας προτάσεις που αποστέλλονται σε ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου, όπου πηγάζει η
οπτική εντύπωση και αποθηκεύεται η μνήμη της εικόνας. Οι δύο επιστήμονες έδειξαν επίσης ότι η ικανότητα του οπτικού
φλοιού να ερμηνεύει τον κωδικό του ερεθίσματος στον αμφιβληστροειδή αναπτύσσεται άμεσα μετά τη γέννηση. Προϋπόθεση
γι’ αυτό αποτελεί η έκθεση του ματιού σε οπτικά ερεθίσματα (όχι μόνο φως, αλλά συγκεκριμένες εικόνες με περίγραμμα). Αν οι
οπτικές εντυπώσεις στα πρώτα στάδια της ζωής είναι ασαφείς ή διαστρεβλωμένες (όπως μετά από διαταραχή στον οπτικό φακό),
αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη ελάττωση της ικανότητας του εγκεφάλου να αναλύσει οπτικές εντυπώσεις.
Βιζέλιους, Σάμιουελ (Samuel Wiselius, 1769 – 1845). Ολλανδός ποιητής και πολιτικός. Σπούδασε νομικά και για μικρό
χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Γρήγορα όμως επιδόθηκε στο εμπόριο. Κατά τη Γαλλική επανάσταση
αναμείχθηκε στην πολιτική και διορίστηκε μέλος της επιτροπής των αποικιακών υποθέσεων. Απολύθηκε από τη θέση του το
1802 και ασχολήθηκε και πάλι με το εμπόριο. Η πολιτική όμως παρέμεινε το πάθος του και το 1814 διορίστηκε διευθυντής της
αστυνομίας του Άμστερνταμ. Στα λογοτεχνικά του έργα φαίνεται καθαρά η επίδραση των Ελλήνων κλασικών. Οι τραγωδίες του
Πολύδωρος και Ίων είναι άλλωστε της τεχνοτροπίας του Ευριπίδη. Τα έργα του συγκεντρώθηκαν σε πέντε τόμους.
βιζόν (Ζωολ.). Κοινή ονομασία σαρκοφάγων θηλαστικών του γένους Mustela, της οικογένειας των μουστελιδών, αλλά και της
πολύτιμης γούνας τους· τόσο τα ζώα όσο και η γούνα αναφέρονται επίσης με τη ρωσικής προέλευσης ονομασία μινκ. Με την
ονομασία β. είναι κυρίως γνωστά δύο είδη του γένους: το ευρωπαϊκό είδος Mustela lutreola και το αμερικανικό είδος Mustela
vison. Η μεγάλη ζήτηση της λείας και μαλακής γούνας τους τα κατέστησε πολύτιμα είδη, το οποίο εκτρέφονται επιμελώς για
εμπορικούς σκοπούς.
Πρόκειται για νυκτόβια, ημιυδρόβια ζώα, με λεπτό σώμα, πλατύ κεφάλι με μικρά στρογγυλά αφτιά, θυσανωτή ουρά και κοντά
πόδια· τα δάχτυλά τους είναι μερικώς ενωμένα με νηκτική μεμβράνη. Το σώμα τους καλύπτεται από παχιά, στιλπνή, μαλακή
γούνα, σκούρου καστανού χρώματος, η οποία φέρει συχνά λευκές κηλίδες στο κάτω μέρος. Τα αρσενικά άτομα είναι κατά
κανόνα μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Η μόνωση του δέρματός τους γίνεται με τη βοήθεια του αέρα που εγκλωβίζεται ανάμεσα
στο τρίχωμα, καθώς δεν διαθέτουν άφθονο υποδόριο λίπος. Είναι μοναχικά ζώα και ζουν σε περιοχές που βρίσκονται κοντά σε
γλυκά νερά, όπως σε δασώδεις όχθες ποταμών ή λιμνών, όπου σκάβουν ή εγκαθίστανται σε εγκαταλειμμένες υπόγειες φωλιές.
Τρέφονται με μικρόσωμα υδρόβια και χερσαία ζώα, τα οποία συλλαμβάνουν κολυμπώντας ή κυνηγώντας, κατά προτίμηση τις
νυχτερινές ώρες. Τα θηλυκά γεννούν κατά το τέλος της άνοιξης 1-8 μικρά, μετά από κύηση 45-70 ημερών.
Η Mustela vison ζει σε όλη τη Βόρεια Αμερική, εκτός από τις νοτιοδυτικές ΗΠΑ. Έχει μήκος περίπου 30-50 εκ., από τα οποία
περίπου 20 εκ. αντιστοιχούν στην ουρά, και το βάρος της φτάνει τα 1,6 κιλά. Η Mustela lutreola (που αναφέρεται και με την
κοινή ονομασία λουτρεόλη), μικρότερη σε μέγεθος από το αμερικανικό είδος, με χαρακτηριστικό λευκό σημάδι στα άνω χείλος,
είναι διαδεδομένη κυρίως στη Φιλανδία, στην Πολωνία και στο μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας. Στενά συγγενικό είναι το είδος
Mustela sibirica, της ανατολικής Ασίας. Το είδος που εκτρέφεται για τη γούνα του στην Αμερική, στην Ευρώπη και στην Ασία
είναι το αμερικανικό Mustela vison· η διαφυγή ατόμων από τις φάρμες στο φυσικό περιβάλλον απείλησε με εκτοπισμό το είδος
Mustela lutreola, διαταράσσοντας την οικολογική ισορροπία.
Τα άγρια β. έχουν συνήθως καστανό σκούρο τρίχωμα στο επάνω μέρος του σώματος και ανοιχτότερο στο κάτω. Με την
κατάλληλη επιλογή μεταλλάξεων και με διασταυρώσεις προκύπτουν φυλές με χρώμα γούνας σε διάφορους τόνους του καστανού
και του γκρίζου, οι οποίες είναι περιζήτητες.
Βιζουκίδης, Περικλής (Κωνσταντινούπολη 1879 – 1956). Νομικός και πανεπιστημιακός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη
αλλά καταγόταν από την Ήπειρο. Φοίτησε στα γερμανικά πανεπιστήμια της Ιένα, του Μονάχου και του Βερολίνου, ενώ στο
τελευταίο αναγορεύτηκε διδάκτορας. Διετέλεσε καθηγητής του αστικού δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
(1928). Ο Β. ερεύνησε την εξέλιξη του δικαίου από τα αρχαία χρόνια και τα περισσότερα έργα του αποτελούν καρπό των
ερευνών του αυτών. Από αυτά, τα πιο αξιόλογα είναι: Οθωμανικόν Σύνταγμα (1909), Το νομοθετικόν πρόβλημα (1932), Η επί
το Ρωμαϊκό Δίκαιον ελληνική επίδρασις (1940).
Βιζύη (τουρκ. Vize). Κωμόπολη (10.600 κάτ. το 2000) της Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη, στην επαρχία Κιρκλάρελι.
Βρίσκεται στον δρόμο που οδηγεί από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και απέχει 40 χλμ. από το πλησιέστερο
λιμάνι του Εύξεινου Πόντου.
Ιστορία. Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα, η Β. κατά την αρχαιότητα ήταν «ακρόπολις των βασιλέων της Θράκης». Σε
προχριστιανικές επιγραφές αναφέρεται ως Ulpia Bire και Iulia Bire, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο υπαγόταν στη θρακική
επαρχία της Ευρώπης και αποτελούσε έδρα αρχιεπισκόπου. Η Β., που αναφέρεται και ως Βίζα, υπήρξε γενέτειρα του μεγάλου
λογοτέχνη μας Γεώργιου Βιζυηνού.
Βιζυηνός, Γεώργιος (Βιζύη Ανατολικής Θράκης [σημερινή Βίζε Τουρκίας] 1849 – Αθήνα 1896). Ποιητής, πεζογράφος και
λόγιος. Γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια και έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση
στο χωριό του με πολλές διακοπές. Από νωρίς έζησε πολλές περιπέτειες: σε ηλικία 10 ετών ήταν μαθητευόμενος ράφτης στην
Πόλη, ενώ ύστερα έγινε προστατευόμενος ενός πλούσιου έμπορου στην Κύπρο. Στα 19 του έγινε καλογεροπαίδι για έναν χρόνο,
κατόπιν προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β’, 23 ετών ήταν ιεροσπουδαστής στη Χάλκη (όπου το 1873
δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια), τον επόμενο χρόνο τελειόφοιτος γυμνασίου στην
Αθήνα, ύστερα για έναν χρόνο φοιτητής φιλολογίας και, κατόπιν (1875-78) σπουδαστής φιλολογίας και φιλοσοφίας στη
Γερμανία (με υποτροφία του Γεωργίου Ζαρίφη). Εκεί σπούδασε κοντά σε διάσημους καθηγητές, όπως ο Λότσε, ο Βουντ, ο
Τσέλερ κ.ά. Η διαμονή του στο εξωτερικό συνεχίστηκε, με διακοπές, μέχρι το 1884. Το 1881 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα
στη Γερμανία, το 1882 έμεινε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Δημήτριο Βικέλα, τη Ζιλιέτ Αντάμ κ.ά. και το 1883 βρέθηκε
στο Λονδίνο, όπου σχετίστηκε με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη και δημοσίευσε τα υπάρχοντα ποιήματά του με τον
τίτλο Ατθίδες Αύραι. Το 1884 πέθανε ο προστάτης του Ζαρίφης και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου κατόρθωσε
τελικά να διοριστεί καθηγητής γυμνασίου, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Στο μεταξύ είχε γίνει γνωστός ως λαμπρός
διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος και έχει γράψει σχολικά βιβλία ψυχολογίας και λογικής. Τα ποιήματά του βραβεύτηκαν
δύο φορές σε πανεπιστημιακούς διαγωνισμούς και τα διηγήματά του δημοσιεύονταν στο εγκυρότερο περιοδικό, την Εστία. Το
1885 εξελέγη υφηγητής της φιλοσοφίας με το έργο του Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Αλλά δεν πρόλαβε να γίνει
καθηγητής, καθώς το 1892 εκδήλωσε ανίατη πνευματική νόσο και κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο, όπου νοσηλεύτηκε έως τον
θάνατό του, μερικά χρόνια αργότερα.
Τα έργα του Β. αντανακλούν μια ευαίσθητη ψυχή, γεμάτη νοσταλγία, λυρική διάθεση, αβρή μελαγχολία, τρυφερότητα και πόνο.
Νοσταλγεί, όπως ο Παπαδιαμάντης, τα παιδικά του χρόνια, τη μητέρα του, το φτωχικό του σπίτι, το χωριό του Βιζύη, τη Θράκη
γενικά, την Πόλη των θρύλων. Η ποίησή του αντλεί τα θέματά της από αυτή τη νοσταλγική παρηγοριά. Αλλού
αυτοβιογραφείται, αλλού ηθογραφεί τις λαϊκές παραδόσεις του τόπου του (με παραλογές, μπαλάντες, «βαλλίσματα», όπως τα
αποκαλούσε ο ίδιος), αλλού εκφράζει την πίστη του στη Μεγάλη Ιδέα και άλλοτε πάλι εκφράζεται με δροσερά παιδικά
ποιήματα. Ακόμα και σήμερα οι στίχοι του προκαλούν έντονη συγκίνηση.
Η συμβολή του πρέπει όμως να εκτιμηθεί με τα μέτρα της εποχής του. Ενώ ξεκίνησε από τη φαναριώτικη ποίηση της Πόλης (ο
Ηλίας Τανταλίδης ήταν δάσκαλος και προστάτης του) και βρήκε τον στόμφο και τη ρητορεία των Φαναριωτών να κυριαρχούν
στην Αθήνα (Θ. Ορφανίδης, Παράσχος, Αλέξανδρος Ραγκαβής, Άγγελος Βλάχος, πανεπιστημιακός διαγωνισμός), ο ίδιος έδειξε
τη γνήσια ευαισθησία του με νέο τρόπο: στροφή προς τη λαϊκή παράδοση με την επίδραση του μεγάλου Νικόλαου Πολίτη,
στίχος λιτός, απλός, δροσερός, ειλικρινής, απλούστερη καθαρεύουσα και ύστερα στροφή προς τη δημοτική. Αλλά η επίδραση
που δέχτηκε από τη γενιά του 1880 δεν ολοκληρώθηκε (το ίδιο που έγινε με τον Α. Προβελέγγιο, τον Γ. Στρατήγη και άλλους
ποιητές και πεζογράφους).
Αν με την ποίησή του έμεινε στο μεταίχμιο, μεταξύ της παλαιάς και της νέας Αθηναϊκής Σχολής, με τα διηγήματά του, στα
οποία δέχτηκε την ευεργετική επίδραση του Βικέλα (Λουκής Λάρας, Παπα-Νάρκισσος κ.ά.) έγινε ο πατέρας του ελληνικού
διηγήματος. Οι παιδικές του αναμνήσεις του έδωσαν θέματα για ηθογραφίες και η γνωριμία του με την ψυχολογία, με το
ρεαλιστικό και ψυχολογικό μυθιστόρημα της σύγχρονής του Ευρώπης και με το έργο του Ίψεν τον ώθησε και τον βοήθησε να
γράψει ηθογραφικά διηγήματα με ψυχογραφική δύναμη. Βέβαια, και σε αυτά τα έργα είναι έντονο το βιωματικό στοιχείο. Αλλά
εκτός από την αφηγηματική τέχνη, κατείχε και τη δύναμη να παρατηρεί τους ανθρώπους με σιγουριά, να τους ερευνά βαθύτερα,
να σκιαγραφεί τους χαρακτήρες τους και να τους ψυχαναλύει με έξοχο τρόπο. Εδώ δεν υπάρχουν πρωτόλεια· έγραφε με
ασφάλεια, όπως ένας ώριμος τεχνίτης. Η καθαρεύουσά του είναι δουλεμένη και ζωντανή, ενώ οι διάλογοι είναι γραμμένοι στη
δημοτική. Ωστόσο, ενώ τον συγκίνησε η δημοτική (απόδειξη αποτελεί το χαριτωμένο αφήγημά του, Διατί η μηλιά δεν έγινε
μηλέα) δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τον γλωσσικό διχασμό. Οπωσδήποτε τα διηγήματά του Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος
ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και, κυρίως, το καλύτερό
του Μοσκώβ Σελήμ θεωρούνται σημαντικότατα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σημαντικά επίσης είναι τα δοκίμιά του για
τον Πλωτίνο, τον Ίψεν, τις μπαλάντες κ.ά.
Βιθυνία. Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, η οποία σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην
Τουρκία. Εκτεινόταν μεταξύ του Εύξεινου Πόντου (Μαύρη Θάλασσα), του Βοσπόρου και της Προποντίδας (Θάλασσα του
Μαρμαρά) στα Β, της Παφλαγονίας στα Α, της Μυσίας στα Δ και της Φρυγίας στα Ν. Μορφολογικά αποτελείται από
παράλληλες οροσειρές με κατεύθυνση Α προς Δ, κυριότερη από τις οποίες είναι ο Βιθυνικός Όλυμπος, που τον διασχίζει
εγκάρσια η κοιλάδα του Σαγγαρίου. Οι βροχοπτώσεις είναι άφθονες και οι πλαγιές των βουνών καλύπτονται από δάση και
βοσκότοπους. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία (σιτάρι, καλαμπόκι, ελιές, καπνός, ζαχαρότευτλα και
ξηροί καρποί).
Ιστορία. Οι πανάρχαιοι κάτοικοι της Β. ήταν οι Χετταίοι, τους οποίους εκτόπισαν αργότερα οι Φρύγες και οι Μυσοί. Τους
τελευταίους αυτούς διαδέχτηκαν οι Έλληνες άποικοι, κυρίως από τα Μέγαρα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα παράλια και
ίδρυσαν πόλεις, όπως η Χαλκηδών, η Νικομήδεια, η Κίος, ο Αστακός κ.ά. Στο εσωτερικό ήταν εγκατεστημένοι Τρώες και
Βιθυνοί, τους οποίους όμως αργότερα εκτόπισαν οι Μυσοί και οι Τεύκτροι. Από τις πόλεις του εσωτερικού σπουδαιότερες ήταν
η Νίκαια, η Προύσα και το Βιθύνιον, αποικία των Μαντινέων.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Β. αρχικά περιλαμβανόταν στη λυδική αυτοκρατορία και αργότερα, επί Κύρου, πέρασε στους
Πέρσες μέχρι την κατάληψή της από τον Μέγα Αλέξανδρο. Το 71 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι και αποτέλεσε ρωμαϊκή
επαρχία. Εκεί αυτοκτόνησε ο Αννίβας, ο οποίος μετά την ήττα στη Ζάμα είχε καταφύγει στην Αυλή του Βιθυνού βασιλιά
Προυσία.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους λεηλατήθηκε από τους Γότθους και υπέστη μεγάλες καταστροφές από τις επιδρομές των
Αράβων, των Λατίνων Σταυροφόρων, των Σελτζούκων και των Τούρκων. Όταν κυριεύτηκε η Κωνσταντινούπολη από τους
Λατίνους, στη Νίκαια εγκαταστάθηκε η πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας. Στην ίδια πόλη είχε συνέλθει το 325 μ.Χ. η
Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Η Προύσα, εξάλλου, διετέλεσε πρωτεύουσα των Τούρκων, όταν αυτοί κατέλαβαν τη Β. Στη
Χαλκηδόνα επίσης συνήλθε η ομώνυμη εκκλησιαστική σύνοδος το 450 π.Χ. Επειδή βρισκόταν σε θέση στρατηγική και κοντά
στα στενά των Δαρδανελίων, η Β. υπήρξε κατά καιρούς θέατρο πολλών πολέμων.
Ο πληθυσμός της την εποχή της τουρκοκρατίας ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος ελληνικός, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
όμως εξέλειψε το ελληνικό στοιχείο.
Βιθύνιον. Αρχαία πόλη της Βιθυνίας, αποικία των Μαντινέων, γνωστή για τις ιαματικές πηγές της. Ο Κλαύδιος τη μετονόμασε
σε Κλαυδιούπολη και ο Αδριανός σε Αδριανή. Η πόλη ήταν γενέτειρα του ευνοούμενου του Αδριανού, Αντίνοου, γι’ αυτό και ο
Ρωμαίος αυτοκράτορας της παραχώρησε πολλά προνόμια. Στη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδόσιου Β’ έγινε πρωτεύουσα της
επαρχίας Ονωριάδας. Σήμερα, στην ίδια θέση βρίσκεται η τουρκική πόλη Μπολού.
βικάριος (λατ. vicarius). Τίτλος του έπαρχου καθεμίας από 12 περιφέρειες στις οποίες διαίρεσε το ρωμαϊκό κράτος ο
Διοκλητιανός. Ο τίτλος διατηρήθηκε σε χρήση και στη συνέχεια, κυρίως όμως από την εκκλησιαστική εξουσία της Ρώμης, για
τους τοποτηρητές της.
Βικάτος, Σπυρίδων (Αργοστόλι 1878 – Αθήνα 1960). Ζωγράφος και πανεπιστημιακός. Μαθήτευσε στο Σχολείο των Τεχνών
της Αθήνας, όπως ονομαζόταν τότε η Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους της ζωγραφικής τον Σπυρίδωνα Προσαλέντη και τον
Νικηφόρο Λύτρα και της γλυπτικής τον Γεώργιο Βρούτο. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου, στα
εργαστήρια του Γκύζη και του Λεφτς. Το 1905 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1909 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών
Τεχνών, όπου δίδαξε επί 31 χρόνια, έως το 1940.
Η έκταση της γόνιμης δραστηριότητας του Β. καλύπτει όλη την πρώτη πεντηκονταετία του 20ού αι. Εξαιρετικά εργατικός,
δημιούργησε περίπου 1.500 ελαιογραφίες και άπειρα σχέδια. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει θρησκευτικές συνθέσεις, νεκρές
φύσεις, προσωπογραφίες, αλλά ελάχιστα τοπία, γιατί τα προβλήματα του ατμοσφαιρικού φωτός δεν ενδιέφεραν την εικαστική
γραφή του. Ο Β. ζωγράφιζε στο εργαστήριο με τεχνητό φως, πλάθοντας ταχύτατα με τον χρωστήρα, με τη σπάτουλα, ακόμα και
με τα δάχτυλα, σχεδόν σαν γλύπτης, τη μάζα του χρώματος και τονίζοντας τους όγκους με ισχυρούς φωτισμούς. Τα έργα του,
παρά την εκφραστικότητά τους, δεν παρουσιάζουν λεπτομερειακή επεξεργασία. Τον απασχολούσε η αποτύπωση όχι του
τελειωμένου φυσικού σχήματος, αλλά της δραματικής εκείνης στιγμής της καλλιτεχνικής δημιουργίας όταν η έμπνευση του
ζωγράφου, δουλεύοντας άμεσα τη χρωματική ύλη, ανασύρει έξαφνα από την άμορφή της υπόσταση την έμψυχη μορφή. Αυτό το
μεταίχμιο ζωής και θανάτου εξηγεί και την προτίμησή του για τα κεφάλια των γερόντων και γι’ αυτό τον λόγο χρησιμοποιούσε
κατά κανόνα βαριά, γαιώδη χρώματα, έντονες φωτοσκιάσεις, αδρές φόρμες χωρίς περιγράμματα, φόντα ακαθόριστα και
βαθύχρωμα. Η μεταφορά του κέντρου βάρους του από την αντικειμενική πραγματικότητα στην ατομική δημιουργία και η άμεση
μεταβίβαση της ενεργειακής δύναμης από τον καλλιτέχνη στο έργο, μολονότι διατυπώνονται από τον Β. κατά τρόπο
αναπαραστατικό, προαναγγέλλουν ορισμένες τάσεις της σύγχρονης άμορφης τέχνης.
Το 1937 ο Β. τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1951 εξελέγη επίτιμο μέλος της Ακαδημίας του
Μονάχου. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου (προσωπογραφία του
ηθοποιού Μαδρά) και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Βικέλας, Δημήτρης (Σύρος 1835 – Κηφισιά 1908). Πεζογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αστική οικογένεια με πνευματική
παράδοση και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο, στο Ναύπλιο, στην Κωνσταντινούπόλη και στην Οδησσό. Κατόπιν
εγκαταστάθηκε για 20 χρόνια στο Λονδίνο (από το 1852), όπου ασχολήθηκε κυρίως με το εμπόριο, αλλά παράλληλα και με τα
γράμματα. Ύστερα έζησε για χρόνια στο Παρίσι. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου
επέδειξε έντονη κοινωνική δράση. Σε όλη του τη ζωή έλαβε μέρος στην πνευματική κίνηση της χώρας.
Ο Β. υπήρξε πολύγλωσσος και πολυγραφότατος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε την Εσθήρ του Ρακίνα και δημοσίευσε την
πρώτη, μέτριας αξίας, ποιητική συλλογή του, ενώ το 1862 εξέδωσε νέα ποιητική συλλογή. Σε ώριμη ηλικία έγραψε αφηγηματικά
έργα –Λουκής Λάρας (1879), Διηγήματα (1887)– ιστορικο-φιλολογικές μελέτες, περιηγήσεις (Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν,
Περί Σκωτίας) και απομνημονεύματα: Διαλέξεις και αναμνήσεις (1893), Η ζωή μου (1908). Επίσης, μετέφρασε έξι έργα του
Σαίξπηρ –αρκετά καλά για την εποχή του–, παραμύθια του Άντερσεν κ.ά.
Σημαντική υπήρξε η εθνική και κοινωνική του δράση. Το 1894, από το Παρίσι όπου ζούσε, συνετέλεσε στην αναβίωση των
Ολυμπιακών αγώνων και κατάφερε να γίνουν οι πρώτοι αγώνες το 1896 στην Αθήνα. Κατόπιν ίδρυσε τον Σύλλογο προς
Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, στον οποίο και αφιερώθηκε έως τον θάνατό του, τον Οίκο των Τυφλών, σκοπευτική και εργατική
σχολή· επίσης οργάνωσε το πρώτο Εκπαιδευτικό Συνέδριο το 1904 κ.ά.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία ο Β. κατέχει σημαντική θέση κυρίως με τον Λουκή Λάρα και τα Διηγήματά του. Περίπου το 1880
άρχισε η διαμόρφωση της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια τάση για δημιουργική ανανέωση
της λογοτεχνίας υπό την επίδραση της δυτικής Ευρώπης –ρεαλισμός, νατουραλισμός– και τη λαογραφική παρώθηση του
Νικολάου Πολίτη. Το λογοτεχνικό έργο του Β. βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο αυτό: μεταξύ της παλαιάς και της νέας
Αθηναϊκής σχολής, τότε δηλαδή που συντελείται η μετάβαση από το ιστορικό μυθιστόρημα με τη σύνθετη πλοκή και το ηρωικό
ήθος στο ηθογραφικό διήγημα με την αφήγηση της καθημερινής ζωής. Ο Λουκής Λάρας είναι πραγματική ιστορία, βιογραφία
ενός ηλικιωμένου που γλίτωσε από την καταστροφή της Χίου το 1822. Από την αφήγηση των περιπετειών του λείπει το ηρωικό
στοιχείο, υπάρχει όμως απλότητα, αισιοδοξία και ανθρωπιά, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν την τάση για αλλαγή της τότε εποχής,
αλλά και τον Β. ως άνθρωπο. Με το ίδιο ύφος είναι γραμμένα και τα διηγήματά του. Ηθογραφεί σε αυτά τη νεοελληνική
επαρχιακή ζωή, με απλότητα, ειλικρίνεια και χάρη, αλλά και με μια διδακτική τάση. Ο μύθος, οι ήρωες, η γλώσσα είναι πάντοτε
απλά. Όπως όλη του η προσωπικότητα, έτσι και οι γλωσσικές αντιλήψεις του Β. ήταν μετριοπαθείς. Μολονότι έγραφε στην
καθαρεύουσα δεν προχωρούσε σε ακρότητες. Έτσι, η γλώσσα του δεν έχει ιδιαίτερο χρώμα, όπως άλλωστε και η περιγραφή και
το ύφος του, τα οποία είναι άτονα· διαθέτουν όμως ευγένεια και ισορροπία. Οπωσδήποτε τα διηγήματά του (από τα οποία
ξεχωρίζουν Ο Παπα-Νάρκισσος, Ο Φίλιππος Μάρθας, Η άσχημη αδελφή) άνοιξαν τον δρόμο στο ηθογραφικό διήγημα και
άσκησαν μεγάλη επίδραση στους νεότερους, ιδίως στον Γεώργιο Βιζυηνό, που ευθύς μετά τον Β. συνδύασε το ηθογραφικό με το
ψυχογραφικό διήγημα.
Βικέντιος (β’ μισό 3ου αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Ισπανία
και ήταν επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας. Μαρτύρησε κατά τους διωγμούς του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μαξιμιανού στη
Βαλένθια. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Ιανουαρίου.
Βικέντιος (Βασίλειος Μαλαματένιος, Αθήνα 1954 – ). Επίσκοπος Απαμείας (1998-). Φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή
Ιεροσολύμων και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ. Το 1972 εκάρη μοναχός στη μονή Οσίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στη Νέα
Υόρκη. Το 1997, αφού εγκατέλειψε τη σχισματική κοινότητα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογιτών) στην
οποία είχε ενταχθεί, έγινε δεκτός στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία με «συνοδική διαγνώμη» του οικουμενικού θρόνου. Το 1998
εξελέγη παμψηφεί από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου επίσκοπος Απαμείας, με καθήκοντα βοηθού
επισκόπου, διορίστηκε δε αναπληρωτής ηγούμενος της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής μονής Οσίας Ειρήνης της
Χρυσοβαλάντου στη Νέα Υόρκη (Αστόρια).
Βικέντιος του Παύλου (Vincent de Paul, Γκασκονί 1581 – 1660). Γάλλος ιερωμένος, άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας.
Μορφώθηκε σε μοναστήρι Φραγκισκανών και αργότερα φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ. Το 1600 χειροτονήθηκε
ιερέας. Σύμφωνα με μία παράδοση, σε ένα ταξίδι του από τη Ναρμπόν στη Μασσαλία, αιχμαλωτίστηκε από Βερβερίνους
πειρατές, που τον πούλησαν στην Τύνιδα σε έναν αλχημιστή (1605). Έπειτα από δύο χρόνια δραπέτευσε και έφτασε στη Ρώμη,
όπου ο εκπρόσωπος του πάπα τού ανέθεσε διπλωματική αποστολή στην Αυλή του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας. Διετέλεσε επίσης
εφημέριος του Κλινί και παιδαγωγός των παιδιών του Φιλίππου Εμμανουήλ του Γκοντί, διοικητή των κάτεργων.
Από την εποχή αυτή ο Β. αφοσιώθηκε στην περίθαλψη των φτωχών. Το 1617 ίδρυσε για τον σκοπό αυτό την πρώτη αδελφότητα
και δύο χρόνια αργότερα έγινε πνευματικός λειτουργός των κάτεργων. Το 1625 συγκρότησε την εταιρεία των ιερέων που είχαν
αποστολή τους την παροχή βοήθειας στους αγρότες, η οποία ονομάστηκε αργότερα Λαζαριστές. Οι ανεξάντλητες αγαθοεργίες
του και η ευλάβειά του τον ανέδειξαν σε κορυφαία χριστιανική φυσιογνωμία της δυτικής Ευρώπης. Το 1937 το Βατικανό τον
ανακήρυξε άγιο και προστάτη των αγαθοεργών οργανώσεων. Η μνήμη του τιμάται από τη Δυτ. Εκκλησία στις 19 Ιουλίου.
Βίκερς, Έντουαρντ (Edward Vickers, 1804 – 1897). Άγγλος βιομήχανος και μεταλλουργός. Το 1828 ίδρυσε μαζί με τον
πεθερό του Τζορτζ Νέιλορ μια βιομηχανία χάλυβα για την κατασκευή εργαλείων που μετονομάστηκε το 1867 σε Βίκερς
(Vickers Sons and Co.) και το 1888 στη γνωστή βιομηχανία όπλων Vickers-Armstrong, που παρήγαγε διάφορα οπλικά
συστήματα, ιδιαίτερα στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Βίκι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 99 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια, στις βόρειες πλαγιές του Πελιναίου
όρους, 44 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρδαμύλων του νομού Χίου.
Στον οικισμό σώζονται λείψανα μεσαιωνικής οχυρώσεως και η εκκλησία της Κοιμήσεως Θεοτόκου, δίκλιτη θολοσκέπαστη
βασιλική με ξυλόγλυπτο τέμπλο.
βικία (Vicia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 150 είδη μονοετών ή
πολυετών ποωδών φυτών, με ευρεία εξάπλωση κυρίως στις βόρειες, εύκρατες χώρες και στις παραμεσόγειες περιοχές. Τα φυτά
αυτά φτάνουν σε ύψος το 1,5 μ., έχουν χνουδωτούς αναρριχητικούς ή έρποντες βλαστούς και σύνθετα πτεροειδή φύλλα, με
προμήκη ή ελλειπτικά φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων, τα φύλλα καταλήγουν συνήθως σε έλικα. Φέρουν διγενή,
ψυχόμορφα άνθη, ποικίλων χρωμάτων (λευκά, ρόδινα, κόκκινα ή κίτρινα) τα οποία φύονται μονήρη ή κατά μασχαλιαίους
βότρεις. Ο καρπός είναι επιμήκης, πεπλατυσμένος χέδρωπας με ωοειδή σπέρματα.
Ορισμένα είδη, όπως ο κοινός βίκος (Vicia sativα), καλλιεργούνται ευρέως ως κτηνοτροφικά φυτά (βλ. λ. βίκος). Μερικά
καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και άλλα για τους εδώδιμους καρπούς τους, με πιο σημαντικό το είδος Vicia faba, τη γνωστή
κουκιά (βλ. λ.). Στην Ελλάδα, εκτός από τον βίκο και την κουκιά, συναντώνται αυτοφυή πολυάριθμα είδη σε καλλιεργημένους ή
και σε υπό αγρανάπαυση αγρούς, σε φράχτες και σε θαμνότοπους. Ορισμένα από τα γνωστότερα είδη είναι τα: Vicia cracca,
Vicia hybrida, Vicia villosa, Vicia angustifolia, γνωστά με διάφορες κοινές ονομασίες όπως αγριοκουκιά, αγριόβικος,
αγριοκαβαλαριά.
Βίκινγκς (Vikings). Οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών που, ως θαλασσοπόροι, πολεμιστές, πειρατές και έμποροι,
εξορμούσαν στις θάλασσες και στις ακτές της βόρειας Ευρώπης από τον 7ο έως τον 11ο αι., φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία, τη
Γροιλανδία και το Λαμπραντόρ. Οι λαοί που είχαν εγκατασταθεί από τον 1ο αι. μ.Χ. στη Νορβηγία, στη Σουηδία και στη Δανία
εξελίχθηκαν σε κοινωνίες με αγροτικό χαρακτήρα και έντονη κλίση στο εμπόριο. Τα όρια όμως ανάμεσα στο εμπόριο και στην
πειρατεία ήταν ασαφή και το ένα κατέληγε εύκολα στο άλλο. Η μεταπήδηση αυτή ευνοήθηκε από τη δεξιοτεχνία των Β. στη
ναυπηγική και από τη συγκρότηση της κοινωνίας τους, όπου η κυρίαρχη τάξη των πολεμιστών διατηρούσε τις παλαιές ηρωικές
παραδόσεις και συνήθειες, στις σκόρπιες κοινότητες σε όλη την έκταση της Σκανδιναβίας. Ο δοξασμένος θάνατος στη μάχη
αποτελούσε βασικό στοιχείο της νοοτροπίας των Β., όπως προκύπτει από τον νορμανδικό θρύλο του επιλεγόμενου Έρικ του
Ερυθρού και από το πάνθεον του Θορ και του Βουτίν. Στις κοινωνίες τους ίσχυε ο θεσμός της πολυγαμίας και ένας από τους
λόγους που ώθησε τους Β. στα υπερπόντια ταξίδια τους ήταν ασφαλώς και η αύξηση του πληθυσμού· κυρίως όμως τα κίνητρα
ήταν η δίψα τους για περιπέτεια, η εξερεύνηση νέων χωρών, το εμπόριο και η αρπαγή. Οι Β. ανέπτυξαν αξιόλογες εμπορικές
σχέσεις, μέσω της Ρωσίας, με το Βυζάντιο και τον μουσουλμανικό κόσμο. Τα κράτη όμως αυτά, με την καλά οργανωμένη
άμυνα, ανέκοψαν τις επεκτατικές τάσεις των Β. προς τα εδάφη τους. Η γεωγραφική τους θέση τούς εξώθησε να στραφούν προς
τις θάλασσες και έτσι προς τα τέλη του 8ου αι. οι βλέψεις τους άρχισαν να εστιάζονται προς τη Δύση, με συνδυασμένες ναυτικές
στρατιωτικές εξορμήσεις.
Το Αγγλοσαξονικό Χρονικό αναφέρει ότι η πρώτη τους επιδρομή στη Βρετανία έγινε το 787. Η επιδρομή επαναλήφθηκε το 793
και από τότε οι παράκτιες κοινότητες δοκίμαζαν όλο και πιο συχνά τα ορμητικά τους κύματα: δημιούργησαν ένα βασίλειο στο
Δουβλίνο και το 865 αποβιβάστηκε στην Αγγλία η Μεγάλη Στρατιά, με πρόθεση την ολοκληρωτική κατάκτηση και
εγκατάσταση των Β. στη χώρα. Αναχαιτίστηκαν όμως από τον Αλφρέδο και τους διαδόχους του. Το 890 κατέπλευσαν στα
βρετανικά νησιά, κατέλαβαν τα νησιά Σέτλαντ, Ορκάδες και Εβρίδες. Οι επιδρομές αυτές κατέληξαν στη δημιουργία του
Αγγλοδανέζικου βασιλείου του Κνουτ και των δύο γιων του (1016-42).
Οι Β. της Νορβηγίας ακολουθούσαν συνήθως την πορεία προς τα Β, φτάνοντας τελικά στην Ιρλανδία. Αργότερα, κατά τον 10ο
αι. προωθήθηκαν προς την Ισλανδία, ύστερα στη Γροιλανδία και από εκεί, γύρω στο 1000, εξερεύνησαν τη Βίνλαντ (σημερινή
χερσόνησος του Λαμπραντόρ στον Καναδά) και τις ακτές της Βόρειας Αμερικής.
Οι Β. της Δανίας διάλεξαν τον δρόμο της Μάγχης, που κατέληγε και αυτός στην Ιρλανδία, και κύριος στόχος τους ήταν οι
βόρειες ακτές της ευρωπαϊκής ηπείρου. Στα μέσα του 9ου αι. εγκαταστάθηκαν σε νησιωτικές βάσεις, διέπλευσαν τους ποταμούς
της Γαλλίας και εισχώρησαν βαθιά στην αυτοκρατορία του Καρλομάγνου. Το ίδιο το Παρίσι πολιορκήθηκε επανειλημμένα,
φαίνεται όμως ότι οι Β. ηρέμησαν όταν ο Ρόλο ανακηρύχτηκε δούκας της Νορμανδίας σε αντάλλαγμα της νομιμοφροσύνης του
προς τον Φράγκο βασιλιά.
Οι Β. απέδειξαν ότι είχαν μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα, χωρίς να χάσουν τον πολεμοχαρή χαρακτήρα τους. Έτσι,
κατόρθωσαν τον 11ο αι. να επεκταθούν στην Αγγλία και στη Σικελία. Άλλοι Β. επιτέθηκαν στις γαλλικές ακτές του Ατλαντικού,
πέρασαν με τους στόλους τους στη Μεσόγειο και για ένα χρονικό διάστημα διατήρησαν μια βάση στον ποταμό Ροδανό.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα που αφορούν τους Β. είναι άφθονα. Ανακαλύφθηκαν αρκετά από τα πλοία τους (ντράκαρ, σνέκαρ)
και η κατασκευή τους αποδεικνύει ότι μπορούσαν να πλέουν αντίθετα στον άνεμο, προχωρώντας ασφαλώς με κουπιά. Τα πρώτα
τους πλοία ήταν μικρά, μέχρι τον 10ο και 11ο αι. Τα μικρότερα, με το στενότερο στερεό σκαρί, χρησιμοποιήθηκαν για τα
ταξίδια στον ωκεανό, ενώ τα μεγάλα και φαρδιά για μεταναστεύσεις και μεταφορές σε ρηχά νερά. Το πολεμικό πνεύμα της
κοινωνίας και η πειρατεία που ασκούσαν οι Β. διαπιστώνεται από το πλήθος των θησαυρών που βρέθηκαν ακόμα και στη Ρωσία
και στα βαλτικά κράτη, και από τους υπέροχους καταυλισμούς τους, όπως είναι αυτοί των Τρέλεμποργκ, Φίρκατ και
Άγκερσμποργκ στη Δανία. Οι καταυλισμοί αυτοί ανήκουν στις μεταγενέστερες περιόδους και δεν έχουν σχέση με την εκλεκτή
μειονότητα των πολεμιστών που πραγματοποίησαν τις πρώτες φάσεις των κατακτήσεων. Οι διακοσμήσεις των Β. εμφανίζουν το
χαρακτηριστικό πάθος των Γερμανών για τα πολύπλοκα γραμμικά σχεδιάσματα με ενσωματωμένες κεφαλές ζώων. Το
αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την εποχή των Β. αυξήθηκε μετά την ανακάλυψη πολλών ρουνικών επιγραφών, που βρέθηκαν
κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Σουηδίας, όπου γίνονται συστηματικές ανασκαφές από ειδικούς επιστήμονες.
Βίκο, Τζοβάνι Μπατίστα (Τζαμπατίστα) (Giovanni Battista ή Giambattista Vico, Νάπολη 1668 – 1744). Ιταλός φιλόσοφος,
νομικός, ιστορικός και πανεπιστημιακός, από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ιστορικής σκέψης.
Όταν με την επέμβαση της Αγίας Έδρας, το 1693, σκηνοθετήθηκε μια δίκη για αθεϊσμό κατά της προοδευτικής νεολαίας της
Νάπολης, ο Β. αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη και να εγκατασταθεί στη Βατόλα, στην περιοχή του Τσιλέντο. Στα εννέα
χρόνια της παραμονής του εκεί (1686-95) επιδόθηκε σε διάφορες μελέτες, οπότε διαμορφώθηκε η φιλοσοφική του σκέψη,
αποκτώντας αυτονομία και πρωτοτυπία, ενώ ωρίμασε η κριτική στάση του απέναντι στον καρτεσιανισμό. Μετά την επιστροφή
του στη Νάπολη, το 1695, αναγκάστηκε να ζει παραδίδοντας κατ’ οίκον μαθήματα έως το 1699, οπότε έγινε καθηγητής στην
έδρα της ρητορικής στο πανεπιστήμιο της πόλης. Με τη διδασκαλία του ο Β. επέκρινε το παιδαγωγικό σύστημα της εποχής, για
το οποίο είχε τη γνώμη ότι οδηγούσε στον ακρωτηριασμό της φαντασίας των σπουδαστών με το αποκλειστικά ορθολογικό
πρόγραμμά του. Η πολεμική του περιλάμβανε επίσης την υπεράσπιση της ποίησης και τη διερεύνηση των λειτουργιών που
προηγούνται ή ακολουθούν τον καρτεσιανό λόγο (raison) ως όργανο της γνώσης. Στο πρώτο του έργο, που εκδόθηκε το 1710 με
τον τίτλο Περί της αρχαιότατης σοφίας των Ιταλών, όπως συνάγεται από τις αρχές της λατινικής γλώσσας, ο Β. αντιπαραθέτει
στην πρόσφατη για την εποχή του καρτεσιανή επιστήμη μια πανάρχαια επιστήμη των πρώτων κατοίκων της ιταλικής
χερσονήσου, κατάλοιπα της οποίας βρίσκονται στη λατινική γλωσσική δομή και στο λατινικό λεξιλόγιο. Πρόκειται για την
τυπική βικιανή θέση, κατά την οποία η γλώσσα αποτελεί ιστορική μαρτυρία για αρχαιότατες εποχές. Η ιδέα όμως αυτή μιας
πανάρχαιας σοφίας, ως συνόλου μεταφυσικών και ορθολογικών γνώσεων, μαρτυρεί την επιβίωση, στη σκέψη του συγγραφέα,
ορθολογικών στοιχείων.
Όμως, από το 1710 έως το 1725, οπότε εκδόθηκε το βιβλίο του Αρχές μιας νέας επιστήμης σχετικής με τη φύση των εθνών, ο Β.
αναθεώρησε ριζικά τους προσανατολισμούς του. Σύμφωνα με τη Νέα Επιστήμη (αναθεωρημένες εκδόσεις της οποίας
δημοσιεύτηκαν το 1730 και το 1744) υπάρχει μια κοινή καταγωγή των εθνών, λόγω της οποίας όλες οι απαρχές των πολιτισμών
χαρακτηρίζονται από την υπεροχή της φαντασίας και των αισθήσεων απέναντι στους ορθολογικούς προσανατολισμούς και
κατευθύνσεις. Όχι μόνο η καταγωγή της γλώσσας δεν είναι καθόλου μεταφυσική, αλλά γενικά η μεταφυσική, ως αξίωση γνώσης
μιας πραγματικότητας, φυσικής ή όχι, της οποίας ο άνθρωπος δεν είναι δημιουργός, αντιπροσωπεύει μια αιώνια ανικανοποίητη
προσπάθεια. Μόνο η ιστορία, ως σύνολο γεγονότων που απορρέουν από την ενσυνείδητη δραστηριότητα των ανθρώπων,
αποτελεί κάτι το οποίο ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίσει. Ο Β. απέρριψε προπάντων την υποκειμενική σημασία του
καρτεσιανού cogito (= σκέπτομαι), υποστηρίζοντας ότι η ιδέα των αποδεικτικών αληθειών, αν τη δεχτούμε ως καθολική αρχή
της γνώσης, οδηγεί από το ένα μέρος στη συστηματική κριτική κάθε παράδοσης και από το άλλο μέρος στην καθαρά
επιστημονική και νατουραλιστική ερμηνεία τόσο της φύσης όσο και του ανθρώπινου κόσμου, δηλαδή της ιστορίας. Ο Β.
αντέτεινε ότι το cogito είναι βεβαιότητα και αυτεπίγνωση, αλλά όχι και επιστημονική αρχή: είναι απλή ένδειξη για την ύπαρξη
ενός σκεπτόμενου υποκειμένου, αλλά δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την αιτία αυτής της ύπαρξης. Η αληθινή γνώση, αντίθετα,
δεν είναι νοητή παρά μόνο ως γνώση των αισθητών. Έχει λοιπόν αντικειμενική αξία, όταν εφαρμόζεται σε εκείνο που έχει
πρώτα συντελεστεί και σε αυτό που αποτελεί πραγματικότητα.
Ο Β. συνήγαγε από αυτήν την αρχή συνέπειες μεγάλης σημασίας. Πρώτα από όλα, δεν αναγνώριζε στη φυσική την υπεροχή που
η εποχή του, γεμάτη από αγωνιώδεις προσδοκίες, της είχε αναγνωρίσει, γιατί διαπίστωνε ότι η φυσική βρίσκεται σε αδυναμία να
γνωρίσει την αληθινή φύση των πραγμάτων, δημιουργός των οποίων είναι ο Θεός, ο οποίος είναι και ο μόνος που διαθέτει αυτή
τη γνώση, ενώ στον άνθρωπο ανήκει μάλλον η εμπειρική γνώση γενικών μεγεθών. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι τη θέση της
φυσικής έπαιρνε –στη σκέψη του Β.– η δημιουργία μιας νέας αυθεντικής επιστήμης, της ιστορίας, που γνωρίζει την
πραγματικότητα που απορρέει από τον άνθρωπο και η οποία απαρτίζεται από αισθήματα, πάθη, πράξεις και σκέψεις των
ανθρώπων. Αυτή η πραγματικότητα, που ο καρτεσιανισμός θα τη θεωρούσε ανορθολογική και μη επιστημονική, εμφανίζεται
κατά τον Β. στην ιστορία των εθνών ως συγκεκριμένη εξέλιξη της ζωής της ανθρωπότητας, η οποία, από τις αρχικά
ακατέργαστες και παθητικές μορφές, αναδύεται με αμείλικτη αναγκαιότητα σε ανώτερες σφαίρες συνειδητής γνώσης και ορθού
λόγου. Ο Β. διατύπωσε τη θεωρία των νοητικών λειτουργιών (αίσθηση, φαντασία, αντίληψη, κρίση), στις οποίες αντιστοιχούσαν
οι ιστορικές περίοδοι ή εποχές της ζωής του κόσμου. Παρουσιάζεται έτσι η ιδέα του κύκλου: αίσθηση, φαντασία και λόγος
αντιπροσωπεύουν μια διαδικασία, η οποία αφού τελειώσει ανανεώνεται με τη νέα πτώση στη βαρβαρότητα και την έναρξη μιας
νέας διαδρομής. Πέρα όμως από τις αναντίρρητες δυσχέρειες που παρουσιάζει η νατουραλιστική –και αυτή τη φορά– δομή της
θεωρίας των κύκλων και ανακυκλήσεων, η φιλοσοφία του Β. διέλυε τον μεγάλο μύθο του Διαφωτισμού για την ύπαρξη μιας
μονόδρομης φυσικής τάξης πραγμάτων, ως ιδεατού προτύπου για κάθε μελλοντική προσπάθεια. Ο Β. υπογράμμιζε την επίπονη,
κατά βαθμίδες, κίνηση της ιστορίας και επιβεβαίωνε την ανάγκη της αποδοχής της ως σύνολο, περιλαμβανομένων και των
στιγμών που φαίνεται να αντιφάσκουν στις απαιτήσεις του ορθού λόγου. Με αυτές τις αντιλήψεις του ο Β. ερχόταν σε αντίθεση
προς την αισθητική νοησιαρχία του 18ου αι., στην οποία αντέτασσε μια πρωτότυπη, ήδη ρομαντική, κατανόηση των μεγάλων
ποιητικών έργων (Ομήρου, Δάντη), των οποίων γινόταν ο ερμηνευτής.
βίκος (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Vicia sativa της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για μονοετή ή διετή
χνουδωτή πόα, με έρποντα ή αναρριχώμενο βλαστό, που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει σύνθετα πτεροειδή φύλλα, από 5-7 ζεύγη
επιμήκων φυλλαρίων και ερυθροϊώδη άνθη τα οποία φύονται ανά 1-2. Ο καρπός του είναι επιμήκης, πεπλατυσμένος, χνουδωτός
χέδρωπας, μήκους 4-6 εκ., με χοντρά, καστανόχρωμα σπέρματα.
Είναι φυτό αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα, γνωστό από την αρχαιότητα. Καλλιεργείται σε πολλές χώρες ως κτηνοτροφικό, για την
παραγωγή χλωρού χόρτου, σανού και καρπού. Με κατάλληλη επιλογή και διασταυρώσεις έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες
ποικιλίες, που διακρίνονται σε φθινοπωρινές (σπορά από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο) και ανοιξιάτικες (σπορά τους μήνες
Μάρτιο-Απρίλιο). Για την παραγωγή χόρτου θερίζεται όταν βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, ενώ για την παραγωγή σανού λίγο πριν
ωριμάσουν οι καρποί. Καλλιεργείται επίσης για χλωρή λίπανση, ως αζωτολόγο φυτό, προσφέροντας στα εδάφη χημική και
φυσική βελτίωση. Στην Ελλάδα, σπέρνεται πρώιμο το φθινόπωρο και παραχώνεται με όργωμα νωρίς την άνοιξη.
Με την ονομασία αυτή αναφέρονται ενίοτε όλα τα είδη του γένους Vicia (βλ. λ. βικία).
Βίκος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 38 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στο
δυτικό Ζαγόρι, κοντά στην έξοδο του ομώνυμου φαραγγιού, στα αριστερά του ποταμού Βοϊδομάτη. Υπάγεται διοικητικά στον
δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Ο Β., που έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός, πριν το 1955 ονομαζόταν Βετσικό ή Βιτσικό.
Βίκου, φαράγγι. Φαράγγι (μήκος περ. 12 χλμ.) της Ηπείρου. Πρόκειται για μια άγρια και απότομη, σεισμογενή και
διαβρωσιγενή χαράδρα στη Βόρεια Πίνδο, στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, μεταξύ των ορέων Τύμφης στα ΒΑ και
Στούρου στα ΝΔ. Αρχίζει από το κεντρικό Ζαγόρι, κοντά στον οικισμό Βίτσα και καταλήγει κοντά στο Πάπιγκο του δυτικού
Ζαγορίου. Το φαράγγι, που έχει βάθος 500-1.000 μ. και μέσο πλάτος 10 μ., διαρρέει ο παραπόταμος του Αώου, Βοϊδομάτης.
Τα πετρώματα της κοίτης ανάγονται στον μεσοζωικό αιώνα, ενώ τα πλευρικά ιζηματογενή και της κορυφής στον καινοζωικό. Σε
πολλά σημεία υπάρχουν άφθονα πλατάνια και, ψηλότερα, πεύκα και έλατα. Χαρακτηριστική επίσης είναι η ποικιλία των
ιαματικών φυτών της περιοχής, τα οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι εμπειρικοί γιατροί του Ζαγορίου, οι γνωστοί
βικογιατροί. Η πανίδα επίσης είναι αρκετά πλούσια: περιλαμβάνει αλεπούδες, λύκους, αετούς και, σε μικρότερους αριθμούς,
αγριόχοιρους και αρκούδες· άλλοτε αφθονούσαν και οι αίγαγροι. Στο βάθος του φαραγγιού ρέει ο ποταμός Βοϊδομάτης, ενώ
σχεδόν στο μέσο σχηματίζεται ένα άλλο μικρότερο φαράγγι, ο Μέγας Λάκκος, που αρχίζει σχεδόν από την κορυφή της Τύμφης.
Επίσης, κοντά στο Μονοδέντρι, σε απότομη και επιβλητική πλαγιά, βρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Στους
χρόνους της τουρκοκρατίας το φαράγγι χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ως κρησφύγετο.
Βίκου-Αώου, εθνικός δρυμός. Περιοχή (33.000 στρέμματα) της Ηπείρου, στη Βόρεια Πίνδο, στο βόρειο τμήμα του νομού
Ιωαννίνων. Περιλαμβάνει το φαράγγι του Βίκου (βλ. λ.) στην κοιλάδα του ποταμού Αώου, μια ζώνη στο Δυτικό Ζαγόρι, στην
περιοχή των οικισμών Πάπιγκο και Μικρό Πάπιγκο, και μεγάλο μέρος του όρους Τύμφη. Ο δρυμός χαρακτηρίζεται για την
άγρια χλωρίδα και πανίδα του. Ιδιαίτερα η χλωρίδα του περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη, λόγω της κλιματικής ποικιλίας που
παρουσιάζει η περιοχή, καθώς εκτείνεται από τις όχθες των ποταμών (μέσο υψόμ. 550 μ.) μέχρι την κορυφογραμμή της Τύμφης
(σχεδόν 2.500 μ.), δηλαδή από τα παραποτάμια δάση μέχρι την αλπική και κεντροευρωπαϊκή χλωρίδα. Η πανίδα του δρυμού
περιλαμβάνει επίσης μια μεγάλη ποικιλία από αρπακτικά (αετούς, γύπες), μικρά ζώα (λαγούς, σκίουρους και αγριόγατους) αλλά
και σπάνια θηλαστικά (αρκούδες, λύκους, ζαρκάδια) κ.ά.
βικούνια (Ζωολ.). Κοινή ονομασία των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών του είδους Lama vicugna, της οικογένειας των καμηλιδών.
Πρόκειται για το μικρότερο άγριο είδος λάμα, με ύψος στο ακρώμιο περίπου 75 εκ., μακρύ λαιμό και μακριά λεπτά πόδια. Τα
σώμα του καλύπτεται από πολύ λεπτό και απαλό τρίχωμα, κιτρινοκόκκινο στη ράχη και στα πλευρά και λευκό στην κάτω
επιφάνεια. Η β. ζει στο Περού και στη Βολιβία, όπου συναντάται κατά κοπάδια στα ψηλά οροπέδια των Άνδεων (Αλτιπλάνος).
Από τα χρόνια του πολιτισμού των Ίνκας ακόμα, οι άνθρωποι κυνηγούσαν εντατικά τη β. για το τρίχωμά της, που προσφέρει
εξαίρετο μαλλί. Αυτή η πρακτική, που εντάθηκε με την άφιξη των Ευρωπαίων αποίκων, απείλησε το είδος με κίνδυνο
εξαφάνισης και για τον λόγο αυτόν θεωρείται σήμερα προστατευόμενο ζώο και το κυνήγι του υπόκειται σε αυστηρούς
περιορισμούς.
Βικρέι, Γουίλιαμ (William Vickrey, Βικτόρια 1914 – 1996). Καναδός οικονομολόγος και μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά
στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, από το οποίο αποφοίτησε το 1935, και έπειτα από δύο χρόνια έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στα
οικονομικά από το πανεπιστήμιο Κολούμπια. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου σχεδίασε τον φόρο κληρονομιάς για το
Πόρτο Ρίκο, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με αρκετά έργα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η ορθολογική κοστολόγηση
των δημόσιων παροχών, επικεντρώνοντας το έργο του στην ηλεκτρική ενέργεια. Το 1950 συμμετείχε στην επιτροπή
αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος της Ιαπωνίας. Παράλληλα δίδαξε οικονομετρία σε αρκετά πανεπιστήμια. Το 1992
εξελέγη πρόεδρος της Ένωσης Αμερικανών Οικονομολόγων. Το 1996 τιμήθηκε, μαζί με τον Βρετανό Τζον Μίρλις, με το
βραβείο Νόμπελ, για τη συμβολή του στην οικονομική θεωρία των κινήτρων βάσει ασύμμετρης πληροφόρησης.
Βίκτορ. Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. Βλ. αντίστοιχα λήμματα Βίκτωρ.
βικτόρια (Victoria). Γένος δικοτυλήδονων υδρόβιων φυτών της οικογένειας των νυμφαιιδών. Πρόκειται για πολυετείς,
γιγαντιαίες, πόες, οι οποίες αναπτύσσονται στους τροπικούς ποταμούς της Νότιας Αμερικής. Έχουν σαρκώδες, κυλινδρικό
ρίζωμα, το οποίο σφηνώνεται μέσα στη λάσπη των ποταμών σαν άγκυρα. Τα τεράστια επιπλέοντα φύλλα τους, με διάμετρο
περίπου 2 μ., έχουν την κάτω επιφάνεια αγκαθωτή και τα χείλη ανορθωμένα, έτσι ώστε δίνουν τη μορφή ταψιού. Η επάνω
επιφάνεια των φύλλων είναι λεία, πράσινη, γεμάτη από μικρές κοιλότητες που αντιστοιχούν στους πόρους των στομάτων. Τα
φύλλα επιπλέουν στο νερό χάρη στο αερέγχυμα και τους αεροφόρους σωλήνες που καλύπτουν την κάτω επιφάνειά τους.
Μπορούν να συγκρατήσουν, χωρίς να βουλιάζουν, βάρος αρκετών κιλών. Τα μεγάλα, επίσης επιπλέοντα άνθη τους, με διάμετρο
40-50 εκ., έχουν κόκκινο χρώμα και μοιάζουν με τα άνθη του κοινού νούφαρου (γένος Nymphaea).
Ο καρπός είναι πρασινωπή, αγκαθωτή ράγα, στο μέγεθος του κίτρου, ενώ τα σπέρματα είναι περίπου σαν τα μπιζέλια. Η β.,
χάρη στην πρωτοτυπία που της χαρίζει η μεγαλοπρεπής της εμφάνιση, καλλιεργείται σε λίμνες και σε κατάλληλα θερμοκήπια,
στους μεγάλους βοτανικούς κήπους της Ευρώπης. Στο γένος ανήκουν δύο είδη, Victoria regia ή Victoria amazonica και Victoria
cruziana, μεταξύ των οποίων δημιουργούνται ποικίλα υβρίδια.
Βικτόρια (Victoria). Αρχαία ρωμαϊκή θεότητα, αντίστοιχη της αρχαιοελληνικής Νίκης. Βλ. λ. Νίκη.
Βικτόρια (Aurelia Pia Felix Victoria, ; – 278 μ.Χ.). Ρωμαία αξιωματούχος, γαλατικής καταγωγής. Πολέμησε επικεφαλής
στρατευμάτων τον νόμιμο αυτοκράτορα της Ρώμης Γαλλιηνό, πολλοί στρατηγοί του οποίου είχαν επαναστατήσει. Η Β. αξίωσε
από τον αδελφό της, τύραννο της Γαλατίας Πόστουμο, να υιοθετήσει τον γιο της Βικτωρίνο και να τον αναγνωρίσει συμβασιλέα.
Μετά τον φόνο του γιου της, αναγόρευσε αυτοκράτορα τον εγγονό της Λεύκιο και όταν τον έσφαξαν και αυτόν, τον Μάριο και
τον Τέτρικο. Η Β. επονομάστηκε Μητέρα του Στρατού και αργότερα Σεμίραμις της Ρώμης.
Βικτόρια (Alexandrina Victoria, Λονδίνο 1819 – 1901). Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και
Βόρειας Ιρλανδίας (1837-1901) και αυτοκράτειρα των Ινδιών (1876-1901). Ήταν κόρη του Εδουάρδου, δούκα του Κεντ,
τέταρτου γιου του Γεωργίου Γ’ και της Βικτορίας Μαρίας Λουίζας, κόρης του δούκα του Σαξ-Κόμπουργκ-Ζάαλφελντ. Το 1840
παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Αλβέρτο του Σαξ-Κόμπουργκ-Γκότα και έμεινε χήρα το 1861.
Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 18 ετών, όταν πέθανε ο θείος της Γουλιέλμος Δ’ και, χάρη στη σοβαρότητα του χαρακτήρα
της, το αίσθημα της ευθύνης και την αφοσίωσή της στη χώρα, εξύψωσε το γόητρο της μοναρχίας (που είχε κλονιστεί από τα
σκάνδαλα της εποχής του Γεωργίου Δ’) στη μεγαλύτερή του λαμπρότητα, σε σημείο ώστε η Β. θεωρήθηκε το σύμβολο των
επιτευγμάτων της Αγγλίας στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα και των πεπρωμένων της αυτοκρατορίας. Στα πολιτικά
ζητήματα συμπαθούσε τους συντηρητικούς, μεταξύ των οποίων εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Ντισραέλι, που τον ονόμασε λόρδο του
Μπίκονσφιλντ σε αντάλλαγμα του τίτλου της αυτοκράτειρας των Ινδιών που εκείνος της εξασφάλισε. Διαφωνούσε με τον
ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό του Γλάδστωνα (Γκλάντστοουν), μολονότι δεχόταν το κυβερνητικό έργο του ίδιου, εφόσον αυτό
είχε την έγκριση της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου. Η περίοδος της βασιλείας της Β., που χαρακτηρίστηκε από το όνομά της
βικτοριανή εποχή, συνέπεσε με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Μεγάλης Βρετανίας σε όλους τους τομείς: πολιτικό, κοινωνικό,
τεχνικό και επιστημονικό, αποικιακό, οικονομικό, πνευματικό, ακόμα και στους τομείς της ενδυμασίας και του τρόπου ζωής (βλ.
λ. βικτοριανός ρυθμός). Από τους γάμους των εννιά παιδιών της, προέκυψαν συνδέσεις και με κατοπινά μέλη βασιλικών
οικογενειών της Ελλάδας.
Ακριβώς λόγω της μέγιστης επέκτασης της Βρετανικής αυτοκρατορίας στη διάρκεια της βασιλείας της, το όνομά της δόθηκε
τότε τιμητικά σε μια σειρά από τοπωνύμια (πόλεις, νησιά, λίμνες κλπ.) χωρών που τότε βρίσκονταν υπό βρετανική επικυριαρχία.
Βικτόρια (Victoria). Ομόσπονδη πολιτεία (227.420 τ. χλμ., 4.644.950 κάτ. το 2001) της Αυστραλίας, με πρωτεύουσα τη
Μελβούρνη. Εκτείνεται στο νοτιοανατολικό άκρο της ηπείρου και αποτελεί τη μικρότερη πολιτεία της χώρας σε έκταση, μετά
την Τασμανία, και την πιο πυκνοκατοικημένη. Βρέχεται στα ΝΔ από τον Ινδικό ωκεανό και στα ΝΑ από τον Ειρηνικό. Οι ακτές
της, έντονα διαμορφωμένες, παρουσιάζουν δύο ιδιαίτερα εκτεταμένες προεξοχές: τα ακρωτήρια Ότγουεϊ και Γουίλσον, που
περικλείουν μια ευρύτατη κόλπωση, στον μυχό της οποίας, στον κόλπο Πορτ Φίλιπ, είναι χτισμένη η πρωτεύουσα Μελβούρνη
(βλ. λ.), το σημαντικότερο λιμάνι της πολιτείας. Μετά την παράκτια επίπεδη ζώνη ακολουθεί μια συμπαγής οροσειρά, το
τελευταίο προς τα Ν τμήμα της λεγόμενης Διαχωριστικής Οροσειράς, που το ύψος των κορυφών της κυμαίνεται από 1.000 έως
2.000 μ. Ύστερα το έδαφος αρχίζει να χαμηλώνει ομαλά, καταλήγοντας σε μια ευρεία πεδιάδα πλούσια σε νερά, η οποία
συνεχίζεται με κλίση προς τον ποταμό Μάρεϊ.
Η περιοχή, άλλοτε πλούσια σε φυσικά δάση και λόχμες, καλλιεργείται τώρα αρδευόμενη από άφθονα νερά ή χρησιμοποιείται για
βοσκές και για την κτηνοτροφία βοοειδών και προβάτων. Τα κυριότερα αποθέματα του υπεδάφους αποτελούνται από
κοιτάσματα χρυσού, λιγνίτη και βωξίτη. Η βιομηχανία, συγκεντρωμένη κατά κύριο λόγο γύρω από τη Μελβούρνη,
αναπτύσσεται όλο και περισσότερο στους τομείς της επεξεργασίας μαλλιού, της κονσερβοποίησης κρεάτων, αλλά κυρίως της
κατασκευής αυτοκινήτων και αγροτικών μηχανών.
Ένα πυκνό σιδηροδρομικό δίκτυο διακλαδίζεται ακτινοειδώς από την πρωτεύουσα συνδέοντάς την με τις πρωτεύουσες των
γειτονικών πολιτειών καθώς και με τις σημαντικότερες πόλεις της Β., όπως είναι το Τζίλονγκ, βιομηχανικό κέντρο και λιμάνι με
αρκετή κίνηση, το Μπάλαρατ, το Μπέντιγκο και άλλες μικρότερες.
Στη Μελβούρνη, εξάλλου, βρίσκεται και ο κύριος όγκος του ελληνισμού της Αυστραλίας, των Ελλήνων δηλαδή που
μετανάστευσαν στις αρχές του περασμένου αιώνα στη μακρινή ήπειρο.
Βικτόρια (Victoria). Πόλη (176.400 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Βρετανική Κολομβία.
Βρίσκεται στο νησί Βανκούβερ, κοντά στη δυτική ακτή του Καναδά στον Ειρηνικό ωκεανό, και είναι η μεγαλύτερη πόλη του
νησιού και το κυριότερο λιμάνι του, με μεγάλη εμπορική κίνηση. Είναι επίσης σημαντικός τουριστικός προορισμός για τους
Βορειοαμερικανούς, χάρη στο ήπιο κλίμα της.
Το κτίριο της Βουλής, η κατοικία Χέλμκεν και ο πύργος Γκρεγκντάροχ είναι τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης που φιλοξενεί
πανεπιστήμια και ενδιαφέροντα μουσεία. Η βιομηχανική δραστηριότητα αναπτύχθηκε στους τομείς κατασκευής πλοίων,
μηχανουργίας, τροφίμων, ξύλου και ενδυμάτων. Προικισμένη με ένα θαυμάσιο φυσικό λιμάνι, που εκμεταλλεύεται τους
κολπίσκους Βικτόρια και Εσκουίμαλτ, και συνδεδεμένη με ατμοπλοϊκή συγκοινωνία με τις πόλεις Βανκούβερ και Σιάτλ (ΗΠΑ),
διαθέτει επίσης διεθνές αεροδρόμιο (Σίντνεϊ).
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 1843 ως λιμάνι της Εταιρείας του Κόλπου του Χάντσον και ήταν ένα απλό χωριό ψαράδων μέχρι
το 1871, οπότε επελέγη ως πρωτεύουσα της πολιτείας, κυρίως χάρη στην εύκολη επικοινωνία τόσο με το εσωτερικό όσο και με
τις παραθαλάσσιες χώρες.
Βικτόρια (Victoria). Ονομασία διαφόρων πόλεων.
1. Πόλη (1.035.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Χονγκ Κονγκ (βλ. λ.).
2. Πόλη (24.701 κάτ. το 1997) και πρωτεύουσα των Σεϋχέλλων (βλ. λ.).
3. Πόλη (63.400 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της πολιτείας Τέξας.
Βικτόρια (Victoria Nyanza). Λιμναία λεκάνη (69.490 τ. χλμ.) της κεντροανατολικής Αφρικής, η μεγαλύτερη σε μέγεθος της
Αφρικής και δεύτερη στον κόσμο, μετά την αντίστοιχη της Βόρειας Αμερικής (αν εξαιρέσουμε την Κασπία θάλασσα). Αποτελεί
φυσικό σύνορο μεταξύ Ουγκάντας, Κένυας και Τανζανίας, μεταξύ των οποίων μοιράζεται πολιτικά.
Βρίσκεται στα υψίπεδα της πρώην αγγλικής αποικίας της Ανατολικής Αφρικής (από τους Βρετανούς άλλωστε έλαβε την
ονομασία αυτή), ανάμεσα στους δύο σπουδαιότερους κλάδους στους οποίους χωρίζεται στην περιοχή αυτή η Μεγάλη Ρηξιγενής
Κοιλάδα (Great Rift Valley). Η μέση στάθμη των υδάτων της βρίσκεται σε υψόμετρο 1.130 μ. και το μεγαλύτερο βάθος της που
διαπιστώθηκε μέχρι σήμερα δεν ξεπερνά τα 80 μ. Η λίμνη έχει σχήμα σχεδόν τετράγωνο, με όχθες ψηλές και χωρίς μεγάλο
διαμελισμό στα Δ, χαμηλές και διαμελισμένες στα Β και Ν, και ιδιαίτερα στα Α, όπου σχηματίζονται οι κόλποι Καβιρόντο στην
Κένυα και Σπικ στην Τανζανία.
Στη λίμνη βρίσκονται πολλά νησιά, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι τα Ουκερέουε, Ουκάρα, Ρουμπόντο, Μαϊσομέ και Κομέ
που ανήκουν στην Τανζανία και το σύμπλεγμα των νησιών Σεσέ που ανήκει στην Ουγκάντα. Η λίμνη δέχεται τα νερά διαφόρων
ποταμών, όπως του Μάρα, του Οράγγη, του Σιμίγιου και του Νζόια, που κατεβαίνουν από τα ανατολικά υψίπεδα, και του
Καγκέρα, του μεγαλύτερου απ’ όλους, ο οποίος θεωρείται βασικός τροφοδότης με νερό του Νείλου.
Οι όχθες της λίμνης είναι πυκνοκατοικημένες. Τακτικές ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες συνδέουν τις κυριότερες πόλεις που
βρίσκονται στις όχθες της, όπως την Κισούμου στην Κένυα, τη Μουσόμα, τη Μουάνζα (αφετηρία της σιδηροδρομικής γραμμής
για το Νταρ ες Σαλάμ) και την Μπουκόμπα στην Τανζανία, την Έντεμπε, το Πορτ Μπελ και την Τζίντζα (οι τελευταίες
συνδέονται σιδηροδρομικώς με τη Μομπάσα) στην Ουγκάντα.
Βικτόρια (Victoria Island). Νησί (217.290 τ. χλμ.) στον Αρκτικό (Βόρειο Παγωμένο) ωκεανό, το οποίο πολιτικά ανήκει στον
Καναδά και, πιο συγκεκριμένα, στο Καναδικό Αρκτικό αρχιπέλαγος. Το ένα τμήμα του υπάγεται διοικητικά στα Βορειοδυτικά
Εδάφη και το άλλο στο ομοσπονδιακό έδαφος Νουναβούτ. Αποτελεί έδρα μετεωρολογικών σταθμών και εξερευνήθηκε τη
δεκαετία του 1830 από Βρετανούς εξερευνητές.
Βικτόρια. Καταρράκτες της νότιας Αφρικής, στον ποταμό Ζαμβέζη. Βλ. λ. Βικτορίας, καταρράκτες.
Βικτόρια, Τομά Λουί ντε- (Tomas Luis de Victoria, Άβιλα 1548 – Μαδρίτη 1611). Ισπανός μουσικοσυνθέτης. Μετά τον
πρώτο κύκλο σπουδών στην πατρίδα του, συμπλήρωσε τη μουσική του εκπαίδευση στη Ρώμη (πιθανότατα κοντά στον
Παλεστρίνα), όπου διορίστηκε διευθυντής της εκκλησιαστικής χορωδίας στη Σάντα Μαρία ντι Μονσεράτο, ύστερα στο
Γερμανικό Κολέγιο (όπου νωρίτερα ήταν μέλος της χορωδίας) και, τέλος, στον Άγιο Απολλινάριο. Μετά την επιστροφή του
στην Ισπανία, το 1586, διορίστηκε εφημέριος και οργανίστας της βασιλικής Αυλής στη Μαδρίτη, από την αυτοκράτειρα Μαρία
των Αψβούργων, θέση την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του.
Η μουσική του, με έντονα συγκινησιακό και εκφραστικό χαρακτήρα, καθορίζεται από τη συνάντηση μελωδιών ελαφριάς
ισπανικής απόχρωσης και αρμονίας, που αποτελούσε την υψηλότερη έκφραση του μουσικού πολιτισμού της εποχής του. Η
προσωπικότητά του, που θεωρείται από τις πιο αξιόλογες του ισπανικού μουσικού πολιτισμού, προβάλλει, μαζί με εκείνες του
Παλεστρίνα και του Ορλάντο ντι Λάσο. Η δραματικότητα του έργου του τού εξασφαλίζει μια ξεχωριστή θέση στο ισπανικό
πνευματικό πάνθεο της εποχής του. Η έκδοση του έργου του, που την επιμελήθηκε ο Φελίπε Πεντρέλι, δημοσιεύτηκε μεταξύ
1902 και 1913 στους ακόλουθους οχτώ τόμους: Μοτέτα, Α’ βιβλίο των Λειτουργιών, Μαγκνίφικατ και Κάντικουμ Σιμεόνις, Β’
βιβλίο των Λειτουργιών, Ύμνοι και ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας, Γ’ βιβλίο των Λειτουργιών, Ρεσπονσόρια, ψαλμοί,
αντίφωνα και Βιβλιογραφική μελέτη και μουσικό συμπλήρωμα.
Βικτορία. Όνομα ιστορικών προσώπων και τοπωνύμιο. Βλ. αντίστοιχα λήμματα Βικτόρια.
βικτοριανός ρυθμός. Καλλιτεχνικό ρεύμα του 19ου αι. στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την
ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο κατά την οποία επικράτησε (1835-85), η οποία συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας
(1837-1901) της Βικτορίας της Μεγάλης Βρετανίας. Ο ρυθμός αυτός, που αναπτύχθηκε κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες,
χαρακτηρίζεται όχι τόσο από κάποιο ενιαίο ύφος όσο από την τάση του να συνδυάζει ποικίλες μορφές καλλιτεχνικών περιόδων
του παρελθόντος με την παράλληλη συσσώρευση πλήθους διακοσμητικών μοτίβων. Μέσα στο πνεύμα του σύγχρονου
ρομαντικού κινήματος, η πρώιμη βικτοριανή περίοδος χρησιμοποίησε κυματοειδείς αψίδες και τύμπανα που έλκυαν την
καταγωγή τους στη γοτθική εποχή. Στην περίοδο 1840-50, αναπτύχθηκε ένα πιο καμπυλόγραμμο ύφος με ιδιαίτερη προτίμηση
στα σπειροειδή ποικίλματα και στις καμπύλες στα μέλη των καθισμάτων, στοιχεία που θύμιζαν έντονα το γαλλικό ροκοκό.
Σταδιακά, οι μορφές γίνονταν ολοένα πιο βαριές, χρησιμοποιώντας στοιχεία της όψιμης Αναγέννησης και του μπαρόκ.
Χαρακτηριστικό της τελευταίας περιόδου ήταν η χρήση διακοσμητικών σχεδίων (ενισχυμένη από τις προόδους της βιομηχανίας)
και η άμετρη συσσώρευση συλλογών παλαιών κομψοτεχνημάτων και κειμηλίων.
Βικτορίας, καταρράκτες (Victoria Falls). Καταρράκτες του ποταμού Ζαμβέζη της νότιας Αφρικής, που θεωρούνται από τους
μεγαλύτερους του κόσμου. Το πλάτος τους είναι 1.600 μ. και τα νερά τους πέφτουν από ύψος 120 μ. σε ένα στενό φαράγγι με
μαυροπράσινες πέτρες, πλάτους 130 μ. και βάθους 108 μ. Από την πτώση των νερών σχηματίζονται εντυπωσιακοί πίδακες. Οι
αυτόχθονες ονομάζουν τους καταρράκτες αυτούς Μόζι όα Τούνια (= καπνός που βροντά) ή Σεόνγκο (= ουράνιο τόξο). Ο όγκος
των νερών κατά περιόδους παρουσιάζει έντονες μεταβολές και κατά μέσο όρο είναι 1.400 κ.μ./δευτ. Οι καταρράκτες
ανακαλύφθηκαν το 1855 από τον εξερευνητή Ντέιβιντ Λίβινγκστον, ο οποίος τους έδωσε το όνομα της τότε βασίλισσας της
Αγγλίας.
Βίκτωρ. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Μάρτυρας (1ος αι.). Ρωμαίος στρατηλάτης, γιος της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας, ο οποίος μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα.
Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου και στις 20 Μαρτίου.
2. Μάρτυρας (2ος αι.). Μαρτύρησε στην Ιταλία την εποχή του Αντωνίνου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Νοεμβρίου.
3. Μάρτυρας (β’ μισό 3ου αι.). Μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού, μαζί με τον άγιο Γεώργιο και με άλλους χριστιανούς.
Η μνήμη τους τιμάται στις 20 Απριλίου.
Βίκτωρ (Victor). Όνομα τριών παπών και δύο αντιπάπων της Ρώμης.
1. Βίκτωρ Α’ (; – 199 μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (189;-199). Επέβαλε σε όλες τις Εκκλησίες να εορτάζουν το Πάσχα την Κυριακή,
όπως όριζε το ρωμαϊκό έθιμο, και αφόρισε τις ασιατικές Εκκλησίες που επέμειναν να το εορτάζουν τη 14η μέρα της σελήνης του
Μαρτίου. Τελικά, με την παρέμβαση του αγίου Ειρηναίου των Λουγδούνων, πείστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του αυτή.
Αγιοποιήθηκε από τη Δυτ. Καθολική Εκκλησία.
2. Βίκτωρ Β’ (Gebhard, Βαυαρία 1018; – Αρέτσο, Ιταλία 1057). Πάπας της Ρώμης (1055-57). Διετέλεσε επίσκοπος του Άιχστετ
από το 1044 έως το 1054. Ήταν συγγενής του Ερρίκου Γ’ και του Λέοντα Θ’, τον οποίο διαδέχθηκε στον παπικό θρόνο.
Καταπολέμησε τη σιμωνία και τη διαφθορά του κλήρου. Ως εκπρόσωπος του Ερρίκου Γ’ στην Ιταλία ανέθεσε μετά τον θάνατο
του τελευταίου την αντιβασιλεία στην αυτοκράτειρα Αγνή και εξασφάλισε την υπακοή των ηγεμόνων στο πρόσωπο του νεαρού
Ερρίκου Δ’.
3. Βίκτωρ Γ’ (Daufar, 1026; – Ρώμη 1087). Πάπας της Ρώμης (1086-87). Προερχόταν από τον δουκικό οίκο του Μπενεβέντο και
έγινε διαδοχικά αβάς του Μοντεκασίνο (1057), παπικός λεγάτος στην Κωνσταντινούπολη (1058), καρδινάλιος (1059) και,
τελικά, πάπας το 1086, παρά τις επανειλημμένες αντιρρήσεις του. Επειδή όμως ο παπικός θρόνος χήρευε επί ένα έτος, οι
καρδινάλιοι ουσιαστικά τον υποχρέωσαν να αποδεχθεί την ενθρόνιση, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της παποσύνης του ο ίδιος
προτιμούσε τη διαμονή στο Μοντεκασίνο. Τάχθηκε υπέρ της σταυροφορίας κατά των Αράβων της Αφρικής και θεωρείται γι’
αυτό ο εμπνευστής των Σταυροφοριών του Μεσαίωνα. Ασθενικής κράσης, πέθανε χωρίς ουσιαστικά να έχει οποιαδήποτε επαφή
με το ποίμνιό του. Το 1887 ανακηρύχτηκε όσιος από τον Λέοντα ΙΓ’.
4. Βίκτωρ (Δ’) (Gregory Conti, 12ος αι.). Αντικανονικός πάπας (αντίπαπας) της Ρώμης (1138). Εξελέγη στη θέση του
Ανάκλητου Β’ και τελικά αναγνώρισε ως πάπα τον Ινοκέντιο Β’, τερματίζοντας έτσι το αποκαλούμενο Ανακλήτειο σχίσμα.
5. Βίκτωρ (Δ’) (Octavius, ; – Λούκα, Ιταλία 1164). Αντικανονικός πάπας (αντίπαπας) της Ρώμης (1159-64). Εξελέγη από μια
μειοψηφία καρδιναλίων, αποβλέποντας στην υποστήριξη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα, ο οποίος όμως απέφυγε
να πάρει ανοιχτή θέση εναντίον του Αλεξάνδρου Γ’, ο οποίος ήταν και ο νόμιμα εκλεγμένος. Οι επίσκοποι των περισσότερων
ευρωπαϊκών κρατών δεν τον αναγνώρισαν, αλλά η κακοδοξία συνεχίστηκε, λόγω της στάσης του Γερμανού αυτοκράτορα, και
μετά τον θάνατό του, καθώς διάδοχός του ορίστηκε ο Πασχάλιος Γ’, ο οποίος επίσης θεωρείται αντίπαπας.
Βίκτωρ (17ος αι.). Κρητικός ιερέας και αγιογράφος. Από τα έργα του Β., ο οποίος εργάστηκε κυρίως στη Ζάκυνθο, μερικά είναι
βυζαντινής τεχνοτροπίας, άλλα όμως είναι επηρεασμένα από την ιταλική τέχνη. Θεωρείται πιθανό ότι σπούδασε στη Βενετία και
ότι ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Δαμασκηνού. Έργα του υπάρχουν στη Ζάκυνθο, στο μοναστήρι του Φιλοσόφου στη
Γορτυνία και στην Αθήνα (Βυζαντινό Μουσείο).
Βίκτωρ Αμεδαίος (Vittorio Amedeo). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων της Σαβοΐας, της Σικελίας και της Σαρδηνίας.
1. Βίκτωρ Αμεδαίος Α’ (1587 – 1637). Δούκας της Σαβοΐας (1630-37). Διαδέχθηκε τον πατέρα του Κάρολο Εμμανουήλ Α’. Στη
διάρκεια της ηγεμονίας του, συμμετείχε στον πόλεμο μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας για τη διαδοχή της Μάντοβα και με τη
συνθήκη της Ρατισβόνης (1630) περιήλθε στην εξουσία του το Τορίνο. Το 1631 και το 1632, με τις συνθήκες του Τσεράσκο και
του Μιραφιόρι αντίστοιχα, έχασε τη Μάντοβα και τη Μονφεράτη και παραχώρησε στη Γαλλία το Πινιερόλ, παίρνοντας ως
αντάλλαγμα την Άλμπα. Το 1632 συγκρούστηκε με τη Βενετία και το 1635 αγωνίστηκε ως αρχιστράτηγος των γαλλικών
στρατευμάτων κατά των δυνάμεων της Ισπανίας στην Ιταλία, τις οποίες νίκησε διαδοχικά στη Βρέμη, στο Τορναβέντο και στο
Μοντμπαλτόνε.
2. Βίκτωρ Αμεδαίος Β’ (1666 – 1732). Δούκας της Σαβοΐας (1675-1713), βασιλιάς της Σικελίας (1713-20) και της Σαρδηνίας
(1720-30). Νυμφεύτηκε το 1684 την Άννα της Ορλεάνης, ανιψιά του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας, αλλά το 1690 στράφηκε
εναντίον του, προσχωρώντας στον συνασπισμό του Άουγκσμπουργκ. Πολέμησε επίσης εναντίον των Ισπανών με τους οποίους
υπέγραψε τη συνθήκη του Ρίσβικ (1698). Το 1713, με τη συνθήκη ειρήνης της Ουτρέχτης, εξασφάλισε το στέμμα του βασιλείου
της Σικελίας, καθώς και εδαφικές επεκτάσεις στη Λομβαρδία και τον τίτλο του βασιλιά. Το 1720, ωστόσο, υπό την πίεση του
Φίλιππου Ε’ της Ισπανίας, αντάλλαξε το βασίλειο της Σικελίας με αυτό της Σαρδηνίας. Ήταν προστάτης των γραμμάτων και
ασχολήθηκε με την κοινωνική οργάνωση του βασιλείου του. Δέκα χρόνια αργότερα (1730) παραιτήθηκε για χάρη του γιου του
Καρόλου Εμμανουήλ Γ’.
3. Βίκτωρ Αμεδαίος Γ’ (1726 – 1796). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1773-96). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Κάρολο
Εμμανουήλ Γ’, φρόντισε για την αναδιοργάνωση του στρατού του κατά το πρωσικό πρότυπο και ίδρυσε την ακαδημία του
Τορίνο. Αντιμετώπισε εχθρικά τη Γαλλική επανάσταση και εξαιτίας της πολιτικής του αυτής έχασε τη Σαβοΐα και τη Νίκαια και
υποχρεώθηκε, μετά τις ήττες του στο Ντέγκο, στο Λοάνο και στο Μοντενότε Μοτόβι, να υπογράψει τη συνθήκη του Παρισιού
με την οποία παραχωρούσε στη Γαλλία τη Σαβοΐα, τη Νίκαια και το Κόνι και το Τορτόνε του Πεδεμοντίου.
Βίκτωρ Αυρήλιος. Βλ. λ. Αυρήλιος, Βίκτωρ.
Βίκτωρ Εμμανουήλ (Vittorio Emmanuelle). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων του βασιλείου της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας.
1. Βίκτωρ Εμμανουήλ Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802-14) και δούκας της Σαβοΐας (1814-21). Ήταν συγγενής
του Λουδοβίκου ΙΗ’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου Γ’, και ένας από τους κυριότερους εχθρούς της
Γαλλικής επανάστασης. Μετά την κατάλυση του οίκου της Σαβοΐας το 1799 από το γαλλικό Διευθυντήριο, κατέφυγε μαζί με τον
αδελφό του στη Σαρδηνία, όπου το 1802 αναγορεύτηκε βασιλιάς και κυβέρνησε με επιτυχία για δώδεκα χρόνια το νησί. Το
1814, μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την αποκατάσταση των προνομίων του από το συνέδριο της Βιέννης (1814),
επέστρεψε στο Τορίνο και ξανάγινε κύριος των παλαιών του κτήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονταν το Πεδεμόντιο και ένα
τμήμα της Σαβοΐας. Την περίοδο της βασιλείας του διοίκησε με απολυταρχικό τρόπο και πολέμησε φανατικά τις θεσμικές
μεταρρυθμίσεις της Γαλλικής επανάστασης. Ανανέωσε τα προνόμια των ευγενών και του κλήρου, περιόρισε τις συνταγματικές
ελευθερίες και επέβαλε ένα τόσο συγκεντρωτικό καθεστώς εξουσίας που προκάλεσε τη μαχητική αντίδραση του Εθνικού
Κόμματος (Ιανουάριος 1821), το οποίο διεκδίκησε τη φιλελευθεροποίηση του συντάγματος, σύμφωνα με το προηγούμενο της
Ισπανίας, της Νάπολης και της Πορτογαλίας. Ο βασιλιάς, για να μην ενδώσει στο αίτημα αυτό, παραχώρησε την εξουσία στον
μικρότερο αδελφό του Κάρολο τον Φιλικό και αποσύρθηκε κοντά στον γαμπρό του, δούκα της Μοντένα.
2. Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ (1820 – 1878). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1849-61) και πρώτος βασιλιάς της ενωμένης Ιταλίας (1861-
78). Υπήρξε μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του 19ου αι. και ένας από τους πιο ικανούς βασιλιάδες της Σαρδηνίας. Ήταν
πρωτότοκος γιος του βασιλιά της Σαρδηνίας Καρόλου Αλβέρτου και της Μαρίας Θηρεσίας και μαθήτευσε σε σχολή Ιησουιτών,
όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Το 1848 πήρε μέρος στον πόλεμο κατά της Αυστρίας ως διοικητής ταξιαρχίας της
Σαβοΐας, όπου και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του, και το 1849 αγωνίστηκε με απαράμιλλη ανδρεία στη μάχη της Νοβάρα κατά
των Αυστριακών, οι οποίοι ωστόσο νίκησαν τα στρατεύματα του πατέρα του και τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί. Ο γιος του,
που τον διαδέχτηκε στον θρόνο, παρότι υπέγραψε μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με την Αυστρία (6 Αυγούστου 1849),
κατόρθωσε χάρη στην πολιτική του ιδιοφυΐα και στις εξαιρετικές οργανωτικές του ικανότητες να αποκαταστήσει το γόητρο του
κράτους του και να εδραιώσει, με τη συνεργασία του επίσης αξιόλογου πολιτικού κόμη Καβούρ, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του
πρωθυπουργού, την οικονομική του ισχύ.
Την περίοδο της ηγεμονίας του, κατόρθωσε να ενώσει τα ιταλικά κρατίδια (Σαρδηνία, Σικελία, Τοσκάνη, Ρομανία, Πάρμα και
Μοντένα) και να συμβάλει έτσι στην πραγμάτωση του εθνικού ονείρου των Ιταλών, που ήταν η απόσειση του αυστριακού ζυγού
και η ίδρυση ενός ενιαίου αυτόνομου κράτους. Συγκεκριμένα, μετά το συνέδριο του Παρισιού (Μάρτιος 1856), όπου σε
συνεργασία με τον Καβούρ επεδίωξε την ψήφιση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων για τις κατεχόμενες από τους Αυστριακούς
ιταλικές επαρχίες, και διαβλέποντας τον κίνδυνο του πολέμου με την Αυστρία, άρχισε να προετοιμάζεται πυρετωδώς για την
αναπόφευκτη στρατιωτική αναμέτρηση συγκροτώντας ισχυρές δυνάμεις και εξασφαλίζοντας με έντεχνες διπλωματικές ενέργειες
την υποστήριξη της Γαλλίας. Στην έκκλησή του για εθνική συσπείρωση, η Τοσκάνη, η Πάρμα, η Μοντένα, η Μπολόνια και η
Ρομανία απάντησαν με ενθουσιασμό και τον αναγνώρισαν ως αδιαφιλονίκητο ηγέτη τους. Οι νικηφόρες μάχες που ακολούθησαν
(ιδίως του Σολφερίνο, το 1859), η εκστρατεία του Γκαριμπάλντι στο βασίλειο των Δύο Σικελιών και η ήττα των παπικών
στρατευμάτων έδωσαν στον Β.Ε. ολόκληρη την Ιταλία, εκτός από τη Ρώμη και τη Βενετία, και έθεσαν τα θεμέλια για την
ενότητά της. Στη διάρκεια του Αυστροπρωσικού πολέμου, ο βασιλιάς έσπευσε να συμμαχήσει με τους Πρώσους και κατάφερε
να επωφεληθεί και να προσαρτήσει στη χώρα του και τη Βενετία, οι κάτοικοι της οποίας του επιφύλαξαν υποδοχή ήρωα (7
Νοεμβρίου 1864). Το 1865 ανακήρυξε τη Φλωρεντία έδρα του ιταλικού βασιλείου, από το οποίο έμενε εκτός μόνο η παπική
έδρα, η Ρώμη.
Έτσι, για την ολοκλήρωση του έργου της ενοποίησης της Ιταλίας δεν απέμενε παρά μόνο η κατάληψη της Ρώμης, που και αυτή
δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα. Μετά τις πρώτες αποτυχίες των Γάλλων στον πόλεμο κατά της Πρωσίας το 1870 και την
ταπεινωτική για τους Γάλλους συνθηκολόγηση του Σεντάν, ο Β.Ε. βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει από τον πάπα να αφήσει
ελεύθερα τα στρατεύματά του να προελάσουν και να καταλάβουν θέσεις απαραίτητες για την προστασία της Αγίας Έδρας και
την κατοχύρωση της τάξης. Η άρνηση του πάπα να αποδεχτεί το αίτημα αυτό προσέφερε στον Ιταλό βασιλιά την αφορμή που
ήθελε για να διατάξει τον στρατηγό του Καντόρνα να περάσει τα σύνορα και να επιτεθεί κατά των παπικών Ζουάβων. Στις 20
Σεπτεμβρίου 1870 τα ιταλικά στρατεύματα μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη καταλύοντας οριστικά την παπική εξουσία και
περιορίζοντας τον Πίο Θ’ στο Βατικανό. Η Ρώμη ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα του ενωμένου ιταλικού βασιλείου και ο Β.Ε.
ανέλαβε, απερίσπαστος πια από τους συνεχείς πολέμους, το έργο της διοργάνωσης και της προστασίας του μεγάλου
νεοσύστατου κράτους του.
Μετά τον θάνατό του και σε εκδήλωση τιμής προς το πρόσωπό του, η ιταλική βουλή και η γερουσία ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα
Σακόνι την κατασκευή του μεγαλοπρεπέστατου μνημείου της ιταλικής ανεξαρτησίας, που αποτέλεσε ένα από τα καλλιτεχνικά
αριστουργήματα του 19ου αι. σε ολόκληρο τον κόσμο.
3. Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ (Νάπολη 1869 – Αλεξάνδρεια 1947). Βασιλιάς της Ιταλίας (1900-46), αυτοκράτορας της Αιθιοπίας
(1936-43) και βασιλιάς της Αλβανίας (1939-43). Γιος του βασιλιά Ουμβέρτου Α’ και της Μαργαρίτας της Σαβοΐας,
ενθρονίστηκε μετά τη δολοφονία του πατέρα του από έναν αναρχικό στη Μόντα και συνέχισε την πολιτική του. Διακρίθηκε για
τις εξαιρετικές στρατιωτικές και διοικητικές του ικανότητες και ως βασιλιάς επέδειξε σεβασμό στις συνταγματικές ελευθερίες
του λαού του.
Πολέμησε κατά της Τουρκίας στη Λιβύη (1911-12) και τάχθηκε στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ εναντίον της
Αυστροουγγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτυγχάνοντας μετά την ήττα των Κεντρικών αυτοκρατοριών να
απελευθερώσει και να προσαρτήσει το Τρεντίνο και τη Βενέτσια Τζούλια, που κατείχαν ακόμα οι Αυστριακοί.
Για να θέσει τέρμα στον αδελφοκτόνο πόλεμο που γέμιζε με αίμα τους δρόμους και τις πλατείες της Ιταλίας, από τις συνεχείς
συγκρούσεις μεταξύ των σοσιαλιστών και κομουνιστών από το ένα μέρος και των φασιστών από το άλλο, στις 29 Οκτωβρίου
1922 εμπιστεύτηκε την κυβέρνηση του κράτους στον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος του εξασφάλισε με τον ιταλοαιθιοπικό
πόλεμο (1935-36) το στέμμα του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, και με την κατοπινή εισβολή στην Αλβανία (Απρίλιος 1939) το
στέμμα και του βασιλείου εκείνου. Αποδέχτηκε έτσι σιωπηρά το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, αν και ο ίδιος
περιορίστηκε στα αυστηρώς συνταγματικά του καθήκοντα και ήταν μόνο κατ’ όνομα βασιλιάς. Νικημένος και υπό τις πιέσεις
του Μουσολίνι, επικύρωσε την κήρυξη πολέμου εναντίον της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας (1940) στο πλευρό της
χιτλερικής Γερμανίας, αλλά και τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας (Οκτώβριος 1940). Ωστόσο, έχοντας δείξει από τις αρχές του
20ού αι. τη συμπάθειά του προς το αγγλογαλλικό μέτωπο, η έκβαση του πολέμου του έδωσε την ευκαιρία να παύσει τον
Μουσολίνι το 1943 (διατάσσοντας παράλληλα τη σύλληψή του) και να διορίσει πρωθυπουργό τον Πιέτρο Μπαντόλιο, όταν
πλέον η πλάστιγγα είχε γείρει κατά του δικτάτορα. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, κήρυξε ανακωχή με τους Συμμάχους, η οποία είχε
υπογραφεί πέντε ημέρες νωρίτερα. Οι Γερμανοί πέρασαν τότε στην αντεπίθεση, καταλαμβάνοντας τα οχυρά και τις στρατιωτικές
και πολιτικές διοικήσεις όλων των περιοχών, από την Καμπανία έως τις Άλπεις. Για να αποφύγει τη σύλληψή του από τους
Γερμανούς, κατέφυγε με την οικογένειά του στο Μπρίντιζι. Ωστόσο, είχε γίνει πλέον αντιπαθής στον ιταλικό λαό, από την 20ετή
σύνδεσή του με το φασιστικό καθεστώς, και υποχρεώθηκε σε παραίτηση υπέρ του γιου του, Ουμβέρτου Β’, τον Μάιο του 1946.
Η φυγή του σήμανε το τέλος της μοναρχίας στην Ιταλία, που επικυρώθηκε από τον λαό με το πολιτειακό δημοψήφισμα της 2ας
Ιουνίου 1946, έντεκα μέρες μετά το οποίο ο Ουμβέρτος εγκατέλειψε τη χώρα και κατέφυγε στην Πορτογαλία. Ο ίδιος ο Β.Ε.
πέθανε αυτοεξόριστος στην Αίγυπτο.
Βίκτωρ Φλάβιος (Victor Flavius, ; – 389 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (383-389). Συμβασίλευε με τον πατέρα του Μάξιμο,
σφετεριστή του θρόνου, από το 383. Μετά τη θανάτωση του πατέρα του από τον Θεοδόσιο, κατατροπώθηκε από τον στρατηγό
Αργοβάστη και θανατώθηκε το 389.
Βικτώρια. Όνομα ιστορικών προσώπων. Βλ. αντίστοιχα λήμματα Βικτόρια.
Βικτωρία. Όνομα ιστορικών προσώπων και τοπωνύμιο. Βλ. αντίστοιχα λήμματα Βικτόρια.
Βικτωρίνη. Βλ. λ. Βικτόρια (Ρωμαία αξιωματούχος).
Βικτωρίνος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Μάρτυρας. Καταγόταν από την Κόρινθο και μαρτύρησε στα χρόνια του Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται στις 31
Ιανουαρίου.
2. Μάρτυρας. Θανατώθηκε με αποκεφαλισμό μαζί με τους Διόδωρο, Κλαύδιο, Νικηφόρο, Παππία και Σεραπίωνα. Η μνήμη του
τιμάται στις 5 Απριλίου.
Βικτωρίνος (Victorinus, ; – 304; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διετέλεσε
επίσκοπος στο Πετάβιο της Πανονίας. Από κείμενα συγχρόνων του γνωρίζουμε ότι έγραψε σχόλια στη Βίβλο. Συγκαταλέγεται
στους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της δυτικής Ευρώπης. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η
μνήμη του τιμάται στις 2 Νοεμβρίου.
Βικτωρίνος (Marcus Piavonius Victorinus, ; – 270 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (268-270). Ήταν γαλατικής καταγωγής και
ανακηρύχτηκε συμβασιλέας από τον Πόστουμο το 268, χάρη στη μεσολάβηση της μητέρας του Βικτορίας. Μετά τον θάνατο του
τελευταίου κυβέρνησε μόνος του το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. Ακόλαστος και βίαιος, θανατώθηκε από τη φρουρά της Μπολόνια.
βίλα. Βλ. λ. έπαυλη.
Βίλα, Πάντσο (Francisco Pancho Villa, Γκράντε ή Σαν Χουάν Ντελ Ρίο, Μεξικό 1877 – Παράλ 1923). Ψευδώνυμο του
Μεξικανού πολιτικού και επαναστάτη Ντοροτέο Αράνγκο (η ορθότερη προφορά είναι Βίγια). Δεν υπάρχουν ασφαλείς
πληροφορίες ούτε για τον ακριβή τόπο ούτε για το έτος γέννησής του (άλλοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε το 1878 ή το 1879).
Έγινε φυγόδικος σε ηλικία 16 ετών, αφού πρώτα σκότωσε έναν κτηματία που κακοποίησε σεξουαλικά την αδελφή του και έτσι
αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του σε Β., προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη. Σε ηλικία 20 ετών εργάστηκε σε ορυχεία
στην Τσιουάουα, ενώ παράλληλα πουλούσε κλεμμένα πουλερικά στο Παράλ. Το 1899 ενεπλάκη σε ληστεία τράπεζας μετά
φόνου. Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. εξαπλώθηκε η φήμη του ως λαϊκού ήρωα στο Μεξικό, ο οποίος εύκολα ξεγλιστρούσε
από τη σκληρή και βίαιη αστυνομία του Πορφιριάτο· την περίοδο εκείνη πρόεδρος στο Μεξικό ήταν ο δικτάτορας Πορφίριο
Ντίαζ, από το όνομα του οποίου προήλθε και το παρωνύμιο της αστυνομίας, μια και εφάρμοζε πολύ σκληρή διακυβέρνηση.
Ο Β. αποφάσισε να εγκαταλείψει την παρανομία για να περάσει στον επαναστατικό αγώνα, προσχωρώντας το 1910 στην
επανάσταση του Φρανσίσκο Μαδέρο. Χαρισματική προσωπικότητα, στρατολόγησε χιλιάδες νέους επαναστάτες, ανάμεσα στους
οποίους περιλαμβάνονταν και Βορειοαμερικανοί οι οποίοι δημιούργησαν τον Βόρειο Τομέα του επαναστατικού στρατού. Μετά
τη σύντομη επικράτηση του Μαδέρο και τη δολοφονία του, ο Β. δραστηριοποιήθηκε και πάλι, ως διοικητής του Βόρειου Τομέα,
την περίοδο 1913-14, ενάντια στη νέα δικτατορία του Βικτοριάνο Ουέρτα. Οι δυνάμεις του ήταν εγκατεστημένες στην
Τσιουάουα, αφού κατάφεραν πρώτα να εκδιώξουν τους κτηματίες και να καταλάβουν την περιοχή του βόρειου Μεξικού. Ο Β.
διοικούσε με μεσαιωνικές μεθόδους, εκδίδοντας δικά του χαρτονομίσματα και απειλώντας με την ποινή του θανάτου όσους δεν
τα δέχονταν. Μια διαμάχη ανάμεσα στους ηγέτες της επανάστασης έφερε τον Β. αντιμέτωπο με τους Ομπρεγκόν και Καράνσα.
Τον τελευταίο υποστήριξαν οι ΗΠΑ για πρόεδρο του Μεξικού μετά την πτώση της δικτατορίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες μίας από
τις χήρες του, ο Β. παντρεύτηκε 26 φορές. Το 1923 δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους.
Βίλα Λόμπος, Έιτορ (Heitor Villa Lobos, Ρίο ντε Τζανέιρο 1887 – 1959). Βραζιλιάνος μουσικοσυνθέτης και πιανίστας.
Διδάχτηκε τα πρώτα μαθήματα μουσικής στο σπίτι του, συνέχισε τη μελέτη του ως αυτοδίδακτος και συμπλήρωσε τις σπουδές
του με τον Φρανσίσκο Μπράγκα, γνωστό Βραζιλιανό συνθέτη, δάσκαλο και διευθυντή ορχήστρας, μαθητή του Μασενέ. Τον
προσέλκυσε η λαϊκή μουσική της πατρίδας του, γι’ αυτό πήγε και στο εσωτερικό της χώρας, που είναι πλουσιότερο σε
φολκλορικά στοιχεία. Άρχισε τη δράση του ως συνθέτης στο Παρίσι, όπου έμεινε από το 1922 έως το 1926. Επέστρεψε στην
πατρίδα του, διάσημος πια, και αφοσιώθηκε με ενθουσιασμό στην αναγέννηση της μουσικής παιδείας. Διορίστηκε μουσικός
επόπτης στο Ρίο και τόνισε την ανάγκη να δημιουργηθούν περισσότερες χορωδίες στη χώρα.
Συνθέτης από τους πιο αξιόλογους της Νότιας Αμερικής, ο Β.Λ. διακρίθηκε για τον ενθουσιώδη και θετικό τρόπο με τον οποίο
χρησιμοποίησε το φολκλορικό στοιχείο σε κάθε είδος σύνθεσής του. Μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν πολλά μελοδράματα, 18
μπαλέτα, η συλλογή των εμπνευσμένων από τον Μπαχ ορχηστρικών συνθέσεών του, με τίτλο Bachianas Brasileiras (που έγραψε
μεταξύ 1930 και 1945), συμφωνικά ποιήματα, συμφωνίες, κοντσέρτα και κομμάτια για φωνή, όπως και για μουσική δωματίου.
Βίλαερτ, Άντριαν (Adrian Willaert, Μπριζ 1490 – Βενετία 1562). Φλαμανδός συνθέτης. Το 1516 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία
και έζησε στη Ρώμη και στη Φεράρα, ενώ αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στην Αυλή του βασιλιά της Βοημίας και
Ουγγαρίας Λουδοβίκου Β’. Το 1527 διορίστηκε διευθυντής της χορωδίας του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, όπου ίδρυσε μια
περίφημη σχολή σύνθεσης –αργότερα γνωστή ως Σχολή της Βενετίας– με ιδιαίτερη αίγλη, μια και ανήκαν σε αυτή μουσικοί
όπως ο Αντρέα Γκαμπριέλι και ο Τζοζέφο Τζαρλίνο. Στον μεγάλο καλλιτεχνικό οργασμό, που τον τροφοδοτούσαν οι Φλαμανδοί
συνθέτες, ο Β. διακρίθηκε ιδιαίτερα συνθέτοντας κομμάτια για διπλή χορωδία με παρεμβολή δύο εκκλησιαστικών οργάνων και
ερευνώντας νέους εκφραστικούς τρόπους που τους πραγματοποίησε καταφεύγοντας στον χρωματισμό. Έγραψε πέντε
Λειτουργίες (1536), δύο βιβλία με Μοτέτα (1539 και 1561), τραγούδια villanesche (1545) και μαδριγάλια, από τα οποία μια
συλλογή έχει τον τίτλο Musica nuova (1559).
Βιλαέτης. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Πύργο Ηλείας.
1. Ιωάννης. Προεστός του Πύργου. Μαζί με άλλους προύχοντες είχε φυλακιστεί από τους Τούρκους όταν άρχισε η Επανάσταση.
Όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τρίπολη, τον βρήκαν άρρωστο από τις στερήσεις. Λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης, ο Β.
πέθανε.
2. Κωνσταντίνος. Γιος του Ιωάννη (1.), πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης ως αξιωματικός και το 1823 έγινε
χιλίαρχος. Υπό τις διαταγές του Αναγνωσταρά πολέμησε στην Πάτρα και στη Μεσσηνία.
3. Λύσανδρος. Γιος του Κωνσταντίνου (2.), εξελέγη πληρεξούσιος του Πύργου στις εθνοσυνελεύσεις αλλά πολέμησε και στο
Κατάκολο και στον Πύργο.
4. Νικόλαος. Αδελφός του Ιωάννη (1.) και του Χαράλαμπου (5.). Μετά τον θάνατο του Χαράλαμπου, πήρε μέρος στην
πολιορκία του Λάλα με ένα σώμα από Πυργιώτες. Αργότερα εξελέγη βουλευτής στις εθνοσυνελεύσεις.
5. Χαράλαμπος (1788 – 1821). Το 1806 υπηρέτησε στη Ζάκυνθο με τον βαθμό του λοχαγού κοντά στον Κολοκοτρώνη. Ήταν
περήφανος, φρόνιμος και γενναίος, αλλά και πολύ εύθικτος, γι’ αυτό εύκολα καλούσε σε μονομαχία. Με ένα σώμα 150
Πελοποννήσιων πέρασε από τη Ζάκυνθο στην Κυλλήνη και αμέσως αναγνωρίστηκε αρχηγός των αρματωμένων Ελλήνων της
Ηλείας. Η περιοχή αυτή αντιμετώπιζε τους σκληρούς Λαλαίους Τουρκαλβανούς. Οι Λαλαίοι έκαναν μεγάλες επιθέσεις,
εισέβαλαν δύο φορές στον Πύργο και έφτασαν μέχρι την Αγουλινίτσα. Ο Β. ίδρυσε στρατόπεδο στο χωριό Στρέφι από
Πυργιώτες, Ζακυνθινούς και Αρκάδες. Λίγους από αυτούς τους έβαλε προφυλακή στο χωριό Λατζόι. Τον Μάιο, 1.000 Λαλαίοι
εισέβαλαν στο χωριό. Ο Β. όρμησε με εκατό άνδρες οπότε ξέσπασε σκληρή μάχη, στην οποία βρήκε τον θάνατο μαζί με όλους
τους συναγωνιστές του. Οι Λαλαίοι έκοψαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε ένα καμάκι και το περιέφεραν θριαμβευτικά στον
Λάλα.
βιλαέτι. Την εποχή της τουρκοκρατίας, β. ονομαζόταν η επαρχία. Ο βαλής, όπως λεγόταν ο διοικητής του β., είχε μεγάλες
δικαιοδοσίες. Στην πρωτεύουσα των β. έδρευε γενικό συμβούλιο, που συνεδρίαζε μία φορά τον χρόνο επί σαράντα ημέρες.
Οποιαδήποτε απόπειρα να περιοριστεί η έκταση των β. και να διαμοιραστεί σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες απέτυχε.
Βιλακάρδα. Ακρωτήριο της Αμοργού. Βρίσκεται στο βόρειο ακραίο σημείο του νησιού. Ονομάζεται και Λιμενάρι.
Βιλαμόβιτς Μέλεντορφ, Ούλριχ φον- (Ulrich von Wilamowitz Mollendorf, Μάρκοβιτς, Πόζναν 1848 – Σαρλότενμπουργκ,
Βερολίνο 1931). Γερμανός φιλόλογος και πανεπιστημιακός.
Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Γκρέφσβαλντ (1876), του Γκέτινγκεν (1883) και του Βερολίνου (1897), υπήρξε ένας από τους
μεγάλους μελετητές της κλασικής φιλολογίας. Δεν υπήρξε τομέας της φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας στον οποίο να μην
άφησε τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας και της μεθόδου του, που απέβλεπε σε μια καθολική και ιστορική κατανόηση της
αρχαιότητας. Μακριά από κάθε κλασικιστική προκατάληψη, ο Β. ερεύνησε κάθε εποχή ξεχωριστά, στην ατομικότητά της,
αναζητώντας στην καθεμία το ουσιαστικό κριτήριο για την αξιολόγησή της. Ο όγκος της συγγραφικής εργασίας του είναι
τεράστιος και διακρίνεται σε διάφορους τομείς. Από τις μελέτες του για την αρχαία τραγωδία ξεχωρίζουν οι: Ευριπίδη Ηρακλής
(1889), Ελληνικές τραγωδίες μεταφρασμένες (1899) και Τραγωδίες του Αισχύλου (1914)· για την ιστορία της φιλολογίας το
έργο Ιστορία της Φιλολογίας (1921)· για την ελληνική μετρική το έργο Ελληνική στιχουργία (1921)· για την κριτική ιστορία των
κειμένων τα έργα Ιστορία των κειμένων των Ελλήνων λυρικών (1900) και Ιστορία των κειμένων των Ελλήνων βουκολικών
(1906)· για την ελληνική γλώσσα το έργο Ασιανισμός και Ελληνισμός (1900)· για την ελληνική θρησκεία το Πίστη των
Ελλήνων (1931-32). Εξάλλου, οι ομηρικές αναλύσεις του, Ομηρικές έρευνες (1884), Ιλιάδα και Όμηρος (1916) και Η επιστροφή
του Οδυσσέα (1927), αποτέλεσαν σημαντικά βήματα κατανόησης του ομηρικού ζητήματος, γιατί προχωρώντας πέρα από τη
ρομαντική αντίληψη μιας συλλογικής δημιουργίας, είχαν στόχο την ανακάλυψη ξεχωριστών ποιητών των επών.
Ο Β. εξέδωσε επίσης κείμενα που ανακαλύφθηκαν σε παπύρους, από την Αθηναίων Πολιτεία (1903) του Αριστοτέλη, από έργο
του Τιμοθέου, καθώς και αποσπάσματα του Καλλίμαχου. Ενδιαφέρουσα είναι και η αυτοβιογραφία του, με τίτλο Αναμνήσεις
1848-1914, η οποία εκδόθηκε το 1928.
Βιλανδρέδο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 81 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 34 χλμ. ΝΔ του Ρεθύμνου. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Λαππαίων.
βιλανέλα (Μουσ.). Πολυφωνική σύνθεση που αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ιδιαίτερα κατά τον 16ο και 17ο αι. (ονομάζεται και
βιλανέσκα). Η σύντομη έκταση, η εκφραστική της απλότητα και το πλάσιμό της, που βρίσκεται μακριά από τον πολύπλοκο
αντιστικτικό χαρακτήρα που έχει το μαδριγάλι, είναι στοιχεία που εξασφάλισαν στη β. τη δημοτικότητα που χαρακτηρίζει τα
τραγούδια. Η β. συχνά χρησιμοποίησε ναπολιτάνικα ποιητικά κείμενα. Σε αυτήν, η ερωτική απόχρωση είναι επικρατέστερη από
εκείνη της παρωδίας. Μεταξύ των πολλών μουσικών που έγραψαν β. ήταν ο Ορλάντο ντι Λάσο, ο Άντριαν Βίλαερτ, ο Λούκα
Μαρέντσιο και ο Οράτιο Βέκι.
βιλανέσκα. Βλ. λ. βιλανέλα.
Βιλανόβα, πολιτισμός (Villanova). Συμβατική ονομασία πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην Ιταλία, την περίοδο ανάμεσα
στην εποχή του Χαλκού και στην εποχή του Σιδήρου. Το 1853 ο Τζοβάνι Γκοτζαντίνι ανακάλυψε στον οικισμό Βιλανόβα, κοντά
στην πόλη Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, έναν μικρό τάφο, ο οποίος με την κατασκευή και τα ιδιόμορφα ευρήματά του
χαρακτήρισε μια ολόκληρη πολιτιστική περίοδο της αρχαίας Ετρουρίας. Ο πολιτισμός αυτός, στην πρώτη φάση της εποχής του
Σιδήρου (900-750 π.Χ.), διαδόθηκε σε διάφορες περιοχές, όπως στην Εμίλια, στη Ρομάνια, στην Τοσκάνη, στο Λάτιο και σε ένα
τμήμα της Καμπανίας. Εικάζεται ότι ξεκίνησε από διάφορους οικισμούς σε αυτές τις περιοχές, στην τελευταία φάση της εποχής
του Χαλκού. Κοιτίδα του φαίνεται πως υπήρξε η νότια Ετρουρία, το σημερινό Άνω Λάτιο, όπου σημειώθηκε η πρώτη σπουδαία
περίοδός του (πρωτοβιλανοβιακή) και για τον λόγο αυτό πολλοί επιστήμονες θεωρούν τους κατοίκους της Β. προγόνους των
Ετρούσκων. Τότε περίπου διαμορφώθηκαν οι οικισμοί που αργότερα εξελίχτηκαν στις μεγάλες ετρουσκικές πόλεις, όπως η
Φελσίνα (Μπολόνια), η Ποπουλονία, η Βετουλόνια, το Βούλτσι, η Ταρκουίνια (Ταρκινία), το Τσερβέτερι κ.ά.
Ο πολιτισμός είναι γνωστός κυρίως από τα ταφικά αντικείμενα που βρέθηκαν σε πελώριες νεκροπόλεις με αμέτρητους τάφους.
Οι νεκροί συνήθως καίγονταν, ιδίως στις παλαιότερες φάσεις του πολιτισμού, υπήρχαν όμως κέντρα όπου ίσχυε μέχρι το τέλος η
απλή ταφή. Το ταφικό αγγείο, που καλύπτεται με ένα πινάκιο ή –στους τάφους των πολεμιστών– με χάλκινο κράνος, είχε μέσα
μαζί με τη σποδό του νεκρού και προσωπικά στολίδια που τοποθετούνταν ως δώρα. Στους απλούς τάφους τοποθετούσαν
ολόγυρα στον νεκρό πολλά διακοσμητικά αγγεία και όπλα. Αξιοσημείωτη υπήρξε επίσης η παραγωγή αντικειμένων
χαλκοπλαστικής, όπως περικεφαλαίες, σπαθιά, ασπίδες, αιχμές από λόγχες, αγγεία με διακόσμηση, γυναικείες μεταλλικές ζώνες,
πόρπες κ.ά.
Βίλαντ, Κρίστοφ Μάρτιν (Christoph Martin Wieland, Ομπρχολτσχάιμ, Μπίμπεραχ 1733 – Βαϊμάρη 1813). Γερμανός
λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο Τίμπινγκεν και το 1751 έγραψε το διδακτικού περιεχομένου μικρό ποίημά του Η φύση των
πραγμάτων (Die Natur der Digne). Στην Ελβετία, όπου παρέμεινε από το 1754 έως το 1760, έγραψε συναισθηματικούς και
ευλαβικούς στίχους: Συμπάθειες (Sympathien, 1755), Συναισθήματα ενός Χριστιανού (Empfindungen eines Christen, 1756).
Όταν γύρισε στο Μπίμπεραχ, στη θέση του σφραγιδοφύλακα, οξύνθηκε μέσα του η βαθιά διάσταση ανάμεσα στα συναισθήματα
ευλάβειας και στις ιδέες του Διαφωτισμού, προς τις οποίες ένιωθε πάντα ιδιαίτερη έλξη. Μόνο το 1765, μετά το μυθιστόρημά
του Οι περιπέτειες του Δον Σίλβιο της Ροζάλβας ή Η νίκη της φύσης επί της φαντασίας (1764) και τα Κωμικά διηγήματα (1765),
ο Β. έδωσε οριστική μορφή στα εκφραστικά του μέσα και στην κομψότητα του ύφους του. Με το μυθιστόρημά του Αγάθων
(Agathon, 1767), αν και γραμμένο σε στιλ ροκοκό, ο Β. εξέφρασε ένα ανθρωπιστικό ιδανικό, που δεν έμεινε χωρίς αντίλαλο στις
πιο υψηλές φωνές της κλασικής λογοτεχνίας. Το 1769 έγινε καθηγητής του πανεπιστημίου της Ερφούρτης, όπου έγραψε το
μυθιστόρημα Ο χρυσός καθρέφτης (1772). Στη Βαϊμάρη ίδρυσε τον λογοτεχνικό όμιλο Γερμανός Ερμής (Deutscher Merkur,
1773-1810), όπου συνεργάστηκαν επιφανείς προσωπικότητες των γραμμάτων και ο οποίος αποτέλεσε βήμα ακόμα και
πολιτικών αγώνων. Ο Β. ήταν φίλος του Γκέτε και βοήθησε πολύ στο να αποκτήσει βαθιές ρίζες ο κλασικισμός στη Βαϊμάρη.
Με τον Όμπερον (Oberon, 1780), ο Β. έδωσε τον καλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό καρπό της ιδιότυπης και πολυσύνθετης
τέχνης του. Περίφημες είναι οι μεταφράσεις του στον Σαίξπηρ, με 22 δράματα από το 1762 έως το 1766.
Βίλαντ, Χάινριχ Ότο (Heinrich Otto Wieland, Πφόρτσχαϊμ 1877 – Μόναχο 1957). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός.
Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1901 στο Μόναχο και στη συνέχεια άρχισε να διδάσκει χημεία σε διάφορα πανεπιστήμια
και κολέγια της πόλης, ενώ παράλληλα συνέχιζε το ερευνητικό του έργο. Πραγματοποίησε έρευνες σε διάφορους τομείς της
οργανικής χημείας και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αντιδράσεις των ακόρεστων οργανικών ενώσεων και για τις
οξυγονούχες ενώσεις του αζώτου. Οι εργασίες του επί των υδραζινών οδήγησαν στην ανακάλυψη των ελεύθερων ριζών που
περιέχουν δισθενές και τετρασθενές άζωτο και διακρίνονται από τις χαρακτηριστικές δέσμες του φάσματος. Μελέτησε επίσης
τον μηχανισμό νίτρωσης και αλογόνωσης του βενζολίου, τη συμπεριφορά των χολικών οξέων, τη δομή μερικών αλκαλοειδών
και των χρωμάτων, ενώ ασχολήθηκε σε μεγάλο βαθμό με τη χημεία ενώσεων φυσικής προέλευσης. Ιδιαίτερης σημασίας για τη
διασαφήνιση πολλών βιολογικών αντιδράσεων είναι η αναγνώριση της αφυδρογόνωσης ως κύριου μηχανισμού οξείδωσης στα
ζωντανά κύτταρα. Για τις αξιόλογες έρευνές του επί των χολικών οξέων, ο Β. τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χημείας το 1927.
Βιλάρ ντε Ονκούρ (Villard de Honnecourt, 1225 – 1250). Γάλλος αρχιτέκτονας. Σε αυτόν αποδίδεται ο χορός του καθεδρικού
ναού του Καμπρέ. Είναι γνωστός κυρίως για το Βιβλίο σχεδίασης, ένα από τα πρώτα μεσαιωνικά συγγράμματα τέχνης, που μαζί
με το έργο του Αλβέρτου του Μεγάλου ανασκεύασαν τις μέχρι τότε αντιλήψεις για την αξία της τέχνης και της έδωσαν τη θέση
του πνευματικού γεγονότος. Στα πολυάριθμα ταξίδια του στη Γαλλία, στην Ελβετία, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία διέδωσε
τον γαλλικό γοτθικό ρυθμό και έκανε πολλά σχέδια γεωμετρικά, αρχιτεκτονικά, ανθρώπινων μορφών και ζώων. Ανέπτυξε τη
θεωρία ότι το σχέδιο ενός αρχιτεκτονήματος και διακόσμησης πρέπει να βασίζεται σε πρότυπα και μέτρα ιδεολογικά και
πρακτικά. Με τον τρόπο αυτό συνέδεσε την καλλιτεχνική δημιουργία με τη φιλοσοφική (θεολογική) σκέψη, αλλά και με τη
χρησιμότητα του έργου και συμπεριέλαβε την εργασία του αρχιτέκτονα και του διακοσμητή στην ευρύτερη έννοια των
ελεύθερων τεχνών, τη μετέθεσε δηλαδή πέρα από τα στενά όρια της απλής χειροτεχνίας.
Βιλάρ, Ζαν (Jean Vilar, Σετ 1912 – 1970). Γάλλος σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Μαθητής και συνεργάτης του
Ντιλέν, ο Β. εμφανίστηκε αρχικά ως ηθοποιός και μόνο αργότερα επιδόθηκε στη σκηνοθεσία (1943). Το 1944 επιβλήθηκε
οριστικά ως σκηνοθέτης. Το 1947 εγκαινίασε το Φεστιβάλ της Αβινιόν, του οποίου υπήρξε ο κυριότερος εμψυχωτής. Η εμπειρία
αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στη δημοτικότητά του, αλλά κυρίως στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής του
προσωπικότητας. Στο καταπληκτικό και ανέπαφο από τον χρόνο φυσικό σκηνικό της Αβινιόν, ο Β. εμπνεύστηκε παραστάσεις
που η υποβλητικότητά τους βασιζόταν κυρίως στο κείμενο και στην ερμηνεία. Έτσι γεννήθηκαν μερικές από τις πιο σπουδαίες
δημιουργίες του Β., ο οποίος βρήκε στο πρόσωπο του Ζεράρ Φιλίπ τον νέο μεγάλο ηθοποιό της γαλλικής σκηνής. Όταν το 1951
έπρεπε να προταθεί ένας διευθυντής του νέου γαλλικού κρατικού θεάτρου –του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου– επελέγη ο Β. Η
πραγματοποίηση του προγράμματος που ανήγγειλε το νέο αυτό ίδρυμα, για να δημιουργήσει μια θεατρική οργάνωση με
χαρακτήρα πραγματικά λαϊκό, ήταν φοβερά πολύπλοκη. Η εξοικείωση του κοινού με τα πιο διαφορετικά θεατρικά είδη
κατορθώθηκε χάρη στην έξυπνη επιλογή των έργων, που ήταν σχεδόν όλα κλασικά, ανεβασμένα με απλότητα και ερμηνευτική
σαφήνεια. Μερικές σπάνιες εξαιρέσεις αφορούσαν σύγχρονα έργα μεγάλης κοινωνικής και πολιτιστικής σπουδαιότητας. Το
1963 ο Β. εγκατέλειψε τη διεύθυνση του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου, που το ανέλαβε τότε ένας από τους καλύτερους συνεργάτες
του, ο Ζορζ Ουιλσόν. Σε αντιδιαστολή με τα επιτεύγματά του ως σκηνοθέτη, η προσφορά του ως ηθοποιού ήταν αρκετά πιο
περιορισμένη.
Βιλαρδουίνος. Βλ. λ. Βιλεαρδουίνος.
βιλβεργία (Billbergia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βρομελιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 60 είδη
πολυετών ποωδών φυτών, ιθαγενή κυρίως των τροπικών χωρών της Αμερικής· πολλά από αυτά αναπτύσσονται ως επίφυτα
πάνω σε άλλα φυτά. Φέρουν λίγα φύλλα, πλατιά, λογχοειδή και σκληρά, τα οποία σχηματίζουν ροζέτα και μεγάλα άνθη,
διατεταγμένα κατά στάχυ· το χρώμα των ανθών ποικίλλει από λευκό μέχρι βιολετί, ενώ περιβάλλονται από έντονα
χρωματισμένα βράκτια. Μερικά είδη του γένους αυτού, όπως το Billbergia amoena καλλιεργούνται ως διακοσμητικά.
Βιλεαρδουίνος (Villehardouin). Εξελληνισμένο επώνυμο των Γάλλων πριγκίπων, ηγεμόνων της Πελοποννήσου, Βιλαρντουέν
(Villehardouin), επί φραγκοκρατίας (σε πηγές αναφέρονται και ως Βιλαρδουίνος).
1. Γοδεφρείδος (Geoffroi de Villehardouin, Τρουά 1160; – Μακεδονία 1213;). Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και στρατιωτικός.
Στρατάρχης της Καμπανίας, έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις με τους Βενετούς για τη μεταφορά του στρατού που
προοριζόταν για την Δ’ Σταυροφορία και ύστερα στην ίδια την εκστρατεία (1202-4) που τελείωσε με την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης. Του παραχωρήθηκε ένα φέουδο στη Μακεδονία και το 1207 έγραψε το χρονικό της επιχείρησης με πολύ
ζωηρά χρώματα. Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (De la conquete de Constantinople) είναι ένα από τα πιο ζωντανά έργα
της ιστοριογραφικής φιλολογίας του Μεσαίωνα.
2. Γοδεφρείδος Α’ (Geoffroi Ι de Villehardouin, ; – 1218). Πρίγκιπας της Αχαΐας (1210-18), ανιψιός του Γοδεφρείδου (1.). Μετά
την Δ’ Σταυροφορία ανέλαβε να οργανώσει, μαζί με τον συμπατριώτη και φίλο του Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ, την κατάκτηση της
Πελοποννήσου. Το 1205 ο Σαμπλίτ αυτοανακηρύχθηκε πρίγκιπας της Αχαΐας και το 1210 ο Β. τον διαδέχτηκε ως ηγεμόνας του
πριγκιπάτου και συνέχισε μόνος την κατακτητική του δράση, επεκτείνοντας τη φραγκική ηγεμονία στην Πελοπόννησο. Η
περιοχή της Πελοποννήσου που κατακτήθηκε από τους Γάλλους οργανώθηκε σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα: χωρίστηκε
σε 12 βαρονίες και μεταφυτεύτηκαν εκεί οι συνήθειες της γαλλικής φεουδαρχικής κοινωνίας. Πρωτεύουσα της ηγεμονίας
ανακηρύχθηκε ο Μιστράς.
3. Γοδεφρείδος Β’ (Geoffroi ΙΙ de Villehardouin, ; – 1245). Πρίγκιπας της Αχαΐας (1218-45), γιος του Γοδεφρείδου Α’ (2.). Την
εποχή της ηγεμονίας του, η Αυλή του πριγκιπάτου φημιζόταν για τη λαμπρότητα και την κομψότητά της. Ο πάπας Ονώριος Γ’
γράφει χαρακτηριστικά το 1224, σε γράμμα του που απευθύνει στη Γαλλία, πως στην Ανατολή «έχει δημιουργηθεί σχεδόν μια
Νέα Γαλλία» («...quasi Νova Francia creata est»).
4. Γουλιέλμος (Gillaume de Villehardouin, ; – 1278). Πρίγκιπας της Αχαΐας (1245-78). Τυχοδιωκτικός αλλά ριψοκίνδυνος,
δραστήριος και φιλοπόλεμος, πραγματοποίησε μια σειρά από επιχειρήσεις. Κατέλαβε τη Μονεμβασιά, ύστερα από τρία χρόνια
ηρωικής αντίστασης του φρουρίου και, αφού ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Λακωνίας, έχτισε τα κάστρα της Μάνης, του
Λεύκτρου και του Μιστρά (1249). Έλαβε μέρος στη μάχη της Πελαγονίας (1259), στο πλευρό του πεθερού του, δεσπότη της
Ηπείρου Μιχαήλ Β’, εναντίον του αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγου, όπου αιχμαλωτίστηκε. Για να πετύχει την
απελευθέρωσή του αναγκάστηκε να παραδώσει στον Μιχαήλ Παλαιολόγο, που στο μεταξύ είχε ανακαταλάβει την
Κωνσταντινούπολη, τα κάστρα της Μονεμβασιάς, της Μάνης και του Μιστρά (1262), γεγονός εξαιρετικά σπουδαίο, γιατί έτσι ο
αυτοκράτορας αποκτούσε ορμητήρια για την ανακατάληψη της Πελοποννήσου. Μετά τον θάνατό του, μια και δεν άφησε
άρρενες απογόνους, η γαλλική ηγεμονία της Πελοποννήσου παράκμασε.
Βιλελμίνη (Wilhelmina, 1880 – 1962). Βασίλισσα της Ολλανδίας (1890-1948). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα της
Γουλιέλμο Γ’. Το 1901 παντρεύτηκε τον δούκα Ερρίκο του Μεκλεμβούργου-Σβέριν, από τον οποίο απέκτησε τη διάδοχο
Τζουλιάνα. Το 1948 παραιτήθηκε υπέρ της κόρης της από τον θρόνο. Η Β. εναντιώθηκε στους Γερμανούς κατακτητές της χώρας
της (1940-45) και –αυτοεξόριστη στο Λονδίνο– εργάστηκε για τον κοινό συμμαχικό αγώνα κατά του Άξονα.
Βίλια. Ένα από τα έντεκα χωριά του Σουλίου. Τα Β., μαζί με άλλα έξι χωριά, αποτελούσαν το Επταχώρι, το οποίο κατέλαβε ο
Αλή πασάς ως βάση για την πολιορκία του Σουλίου. Μια νύχτα όμως του 1803, τετρακόσιοι Σουλιώτες γκρέμισαν τους πύργους
και τα οχυρωματικά έργα του πασά και σκότωσαν πεντακόσιους Αλβανούς, που ήταν εκεί στρατοπεδευμένοι.
Βίλια. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 1.955 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις νότιες
πλαγιές του Κιθαιρώνα, στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος, 56 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της
νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Στα Β. γεννήθηκε η ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 19 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις
νοτιοανατολικές ακτές της κορυφής Μεγαλοβούνι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού. Κοντά στον οικισμό βρισκόταν η
αρχαία πόλη Φενεός.
Βιλιαρίκα (Villarrica). Πόλη (55.000 κάτ. το 2002) της Παραγουάης, πρωτεύουσα του διαμερίσματος Γκουαϊρά. Είναι χτισμένη
στους πρόποδες της Kορδιλιέρας δε Kααγκουασού. Ανθηρή αγορά γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, διαθέτει επίσης
βιομηχανίες στους τομείς των τροφίμων, της υφαντουργίας, της χημικής βιομηχανίας και της επεξεργασίας ξύλου.
Βιλιβίνα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 104 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Παναχαϊκού
όρους, στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων, 75 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων.
Βιλιέ ντε Λ’Ιλ-Αντάμ, Φιλίπ Ογκίστ Ματιάς, κόμης του- (Philippe Auguste Mathias, comte de Villiers de L’Isle-Adam,
Σεν Μπριέ, Βρετάνη 1838 – Παρίσι 1889). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και
πρωτοεμφανίστηκε με τους παρνασσιακούς ποιητές. Ευαίσθητος στις βαγκνερικές θεωρίες, στις εσωτερικές αναζητήσεις και
στην αποκρυφολογία, διακρίθηκε αργότερα, σε ένα κλίμα συμβολισμού, με έργα υποβλητικά, όπου οι έμμονες ιδέες, το όνειρο
και η ανάγκη του απόλυτου συμπλέκονται σε μια παράξενη ειρωνεία. Κυριότερα από τα έργα του: Σκληρές διηγήσεις (Contes
Cruels, 1883), Η μελλοντική Εύα (L’Eve future, 1886), Τριμπιλά Μπονομέ (1887) κ.ά.
Βιλιτζέλμο (Wiligelmo, 12ος αι.). Ιταλός γλύπτης. Η αναγραφή του ονόματός του στην αναμνηστική πλάκα της θεμελίωσης
της μητρόπολης της Μοντένα είναι η μόνη μαρτυρία που υπάρχει γι’ αυτόν. Του αποδίδονται οι μορφές του Ηλία και του Ενώχ
στα άκρα της επιγραφής της πλάκας, τα τέσσερα ανάγλυφα με ιστορίες από τη Γένεση, οι μορφές των προφητών στις
παραστάδες του κεντρικού θυρώματος, ορισμένα κιονόκρανα και δύο κηροστάτες στον ίδιο ναό. Η απρόοπτη παρουσία του Β.
αφήνει σχεδόν ανεξήγητη την ολοκληρωμένη έκφρασή του. Ασφαλώς του ήταν άγνωστη η οθωνική γλυπτική, γιατί τίποτα το
αυλικό δεν υπάρχει στην τέχνη του, δεν αποκλείεται όμως να είχε υποστεί την επίδραση της επαρχιακής ρωμαϊκής τέχνης και,
όπως φανερώνει η λεπτομέρεια της σπειροειδούς κατάληξης των πτυχών των ενδυμάτων, γνώριζε τη σύγχρονη γλυπτική της
Ακουιτανίας. Η τέχνη του είχε μεγάλη απήχηση. Καθαρά προσωπικός είναι ο τρόπος με τον οποίο απέδωσε τις μορφές με
πλατιές επιφάνειες και ο αργός ρυθμός της κατανομής των όγκων που δίνουν στην αφήγηση την εσωτερικότητα και τον
υποδειγματικό επικό τόνο της.
Βιλίων, δήμος. Δήμος (3.215 κάτ.) της νομαρχίας Δυτικής Αττικής, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, με τους οικισμούς Βίλια, Αγία Παρασκευή, Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Νεκτάριος,
Αιγόσθενα, Άνω Αλεποχώριο, Βένιζα, Κάτω Αλεποχώριο, Κρύο Πηγάδι, Λούμπα, Μύτικας, Προφήτης Ηλίας και Ψάθα. Έδρα
του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Βίλια.
Βίλλια. Οικισμός (40 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φολόης.
Βίλμαν, Ότο (Otto Willmann, 1839 – 1920). Γερμανός παιδαγωγός και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής στο
πανεπιστήμιο της Πράγας και ασχολήθηκε παράλληλα με φιλοσοφικές μελέτες. Έγραψε πολλά έργα στα οποία εκθέτει τις
φιλοσοφικές και παιδαγωγικές αντιλήψεις του. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι: Διδακτική, Ο Αριστοτέλης ως παιδαγωγός, Η
ιστορία της ιδεοκρατίας και Η εισαγωγή στην ιστορία της μεταφυσικής.
Βίλνα. Ρωσική, παλαιότερη ονομασία της πόλης και πρωτεύουσας της Λιθουανίας, Βίλνιους. Βλ. λ. Βίλνιους.
Βιλνέβ, Ζιλ (Gilles Villeneuves, Κεμπέκ 1950 – Ίμολα, Ιταλία 1982). Καναδός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Η
πρώτη του παρουσία στη Φόρμουλα 1 έγινε το 1977, με την ομάδα της Ρενό, στην πίστα του Σιλβερστόουν. Το 1978, ο Έντσο
Φεράρι τον ενέταξε στην ομάδα του. Το 1979 κέρδισε το πρώτο Γκραν Πρι, μία από τις συνολικά έξι νίκες της σύντομης
σταδιοδρομίας του, ενώ τερμάτισε δεύτερος στην τελική κατάταξη. Ο Νίκι Λάουντα τον είχε χαρακτηρίσει ως τον πιο τρελό
οδηγό της Φόρμουλα 1, αλλά παράλληλα και τον πιο ευαίσθητο. Σκοτώθηκε στον αγώνα της Ίμολα, το 1982. Παρά το γεγονός
ότι η καριέρα του διακόπηκε βίαια πολύ σύντομα, κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς οδηγούς αγωνιστικού
αυτοκινήτου όλων των εποχών.
Ο γιος του, Ζακ, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του με επιτυχία.
Βιλνέβ, Πιερ ντε- (Pierre de Villeneuve, 1763 – 1806). Γάλλος στρατιωτικός. Υποναύαρχος από το 1793, διασώθηκε με δύο
δίκροτα και δύο φρεγάτες από την καταστροφή του Αμπουκίρ (1798). Εκτιμώντας τις ικανότητές του, ο Ναπολέοντας τον
προβίβασε σε αντιναύαρχο και του ανέθεσε, το 1805, να παρασύρει τον αγγλικό στόλο στις Αντίλλες της Αμερικής, ώστε
απερίσπαστος ο γαλλικός στρατός να αποβιβαστεί στην Αγγλία. Το όλο σχέδιο ατύχησε με κατάληξη την καταστροφή του
Τραφάλγκαρ και την αιχμαλωσία του Β. Το 1806, ο Β. απελευθερώθηκε, αυτοκτόνησε όμως λίγο αργότερα στη Ρεν για να μην
αντικρίσει την οργή του Ναπολέοντα, που τον θεωρούσε υπεύθυνο της καταστροφής.
Βίλνιους (λιθουαν. Vilnius, ρωσ. Vilna, πολων. Wilnο). Πόλη (542.287 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Είναι
χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βίλιγια, σε μια αμφιθεατρική θέση μέσα σε δασώδεις λόφους. Το παλιό τμήμα της πόλης
είναι χτισμένο στο λόφο Κασλ, ενώ το νεότερο κατά μήκος του ποταμού Νέρις. Αποτελεί εμπορικό κέντρο (ξυλεία και αγροτικά
προϊόντα) και βιομηχανικό (βιομηχανίες κατασκευής μηχανών, ηλεκτρομηχανικές, χημικές, υφαντουργικές, κατεργασίας
δέρματος, τροφίμων και ξυλείας).
Η θέση της –μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ευρώπης– την έκανε στόχο πολλών κατακτητών αλλά και πολλών πολιτιστικών
επιδράσεων. Υπάρχουν δεκάδες εκκλησίες αλλά και τζαμιά και συναγωγές. Από τις χριστιανικές εκκλησίες, ξεχωρίζουν αυτές
του Αγίου Φραγκίσκου και του Αγίου Νικολάου (15ος αι.), οι εκκλησίες της Αγίας Άννας και του Αγίου Βερνάρδου (αμφότερες
γοτθικού ρυθμού), του Αγίου Μιχαήλ (αναγεννησιακού ρυθμού), και η νεοκλασικού ρυθμού μητρόπολη. Οι επιδράσεις της
βυζαντινής, γερμανικής, λατινικής και γοτθικής αρχιτεκτονικής είναι εμφανείς σε πολλά από τα κτίρια της παλιάς πόλης.
Σημαντικότερο μνημείο της είναι ο ναός του Αγίου Στανισλάου (1387), ο οποίος καταστράφηκε τρεις φορές αλλά
ανοικοδομήθηκε. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το παλιό Πανεπιστήμιο, που ιδρύθηκε από τους Ιησουίτες το 1579 ως
Ακαδημία του τάγματος, αλλά αργότερα μετατράπηκε σε πανεπιστήμιο. Άλλα κτίρια που παρουσιάζουν ενδιαφέρον είναι η
Ακαδημία Επιστημών, η Βιβλιοθήκη και ο βοτανικός κήπος. Πνευματικό κέντρο, πέρα από το πανεπιστήμιο, διαθέτει επίσης
σχολές παιδαγωγικής, καλλιτεχνικά ιδρύματα και ωδείο.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε τον 10ο αι. σε μια περιοχή κατοικημένη από Λευκορώσους. Το 1323 ορίστηκε πρωτεύουσα του
μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας, γεγονός που συνέβαλε στην άνθησή της ως σημαντικού εμπορικού κέντρου. Καταστράφηκε
από τους Τεύτονες Ιππότες το 1377, αλλά δέκα χρόνια αργότερα ορίστηκε επισκοπική έδρα και γνώρισε περίοδο μεγάλης
ευημερίας έως τον 16ο αι. Κατά τη διάρκεια του ρωσοπολωνικού πολέμου υπέστη σοβαρές καταστροφές και το 1795, με την
προσάρτηση του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας στη Ρωσία, έγινε πρωτεύουσα ρωσικού κυβερνείου. Στη συνέχεια, διάφορες
επιδημίες ανάγκασαν τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν και η ανάπτυξη της περιορίστηκε σημαντικά.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου την πόλη κατέλαβαν οι Γερμανοί, οι οποίοι την κατείχαν από το 1918 έως το 1920,
ύστερα πέρασε στους Πολωνούς, στους Ρώσους, στους Λιθουανούς και τελικά κατελήφθη από τα εθελοντικά πολωνικά
στρατεύματα του στρατηγού Ζελιγκόφσκι. Το 1939 πέρασε στην κατοχή των Ρώσων και τον επόμενο χρόνο προσαρτήθηκε στην
ΕΣΣΔ, ακολουθώντας την τύχη όλης της χώρας. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κατελήφθη και πάλι από τους Γερμανούς, οι
οποίοι εξολόθρευσαν όλο τον εβραϊκής καταγωγής πληθυσμό. Μετά τη λήξη του πολέμου, η πόλη, όπως και όλη η περιοχή της
Βαλτικής χερσονήσου, πέρασε στη Σοβιετική Ένωση και μετά τη διάλυσή της, ορίστηκε πρωτεύουσα του νέου κράτους της
Λιθουανίας.
Βιλστέτερ, Ρίχαρντ (Richard Willstatter, Καρλσρούη, Γερμανία 1872 – Λοκάρνο, Ελβετία 1942). Γερμανός χημικός και
πανεπιστημιακός. Σπούδασε χημεία στο Μόναχο, με καθηγητή τον Άντολφ φον Μπέγερ, και αργότερα δίδαξε στα πανεπιστήμια
της Ζυρίχης και του Βερολίνου, ενώ διετέλεσε διευθυντής στο Ινστιτούτο Κάιζερ Γουλιέλμου του Βερολίνου. Το 1916
διαδέχτηκε τον καθηγητή του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου παρέμεινε έως το 1935, οπότε υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει την έδρα του, εξαιτίας των ναζιστικών νόμων, και να καταφύγει στην Ελβετία. Εκεί συνέχισε τις έρευνες που είχε
αρχίσει στο Μόναχο και κατέληξε σε τόσο σημαντικά συμπεράσματα, ώστε να θεωρείται πλέον ένας από τους μεγαλύτερους
χημικούς του 20ού αι. Οι εργασίες του στα αλκαλοειδή τον οδήγησαν το 1898 στη σύνθεση διαφόρων υπνωτικών και
ναρκωτικών ουσιών, μεταξύ των οποίων της κοκαΐνης (την παρασκεύασε συνθετικά το 1902) και της τροπίνης. Μελέτησε την
απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα από τα φυτά, εξήγησε τη φωτοσυνθετική λειτουργία της χλωροφύλλης, τη σύνθεσή της
και τη δομική αναλογία της με την αίμη που περιέχεται στην αιμοσφαιρίνη του αίματος. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη δομή και
τον μηχανισμό της αντίδρασης των ενζύμων, για τη δομή των ανθοκυανών, για τη σακχαροποίηση του ξύλου και για τη σύνθεση
της βεταΐνης, της λεκιθίνης και άλλων ουσιών. Το 1915 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χημείας.
Βιλχελμσχάφεν (Wilhelmshaven). Πόλη (84.994 το 2002) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι αξιόλογη
βιομηχανική και λιμενική πόλη της γερμανικής Φρισίας, στη διέξοδο του μυχού του Γιάντε, με ιστορικά μνημεία και μεγάλα
πνευματικά ιδρύματα, όπως το Heimat, το μουσείο Kiistenmuseum και το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για έρευνες επί της θαλάσσιας
βιολογίας.
Βίμαν, Καρλ (Carl Wieman, Όρεγκον, ΗΠΑ 1951 – ). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Έλαβε το διδακτορικό του
δίπλωμα στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ το 1987 και αναγορεύτηκε διδάκτορας επιστημών στο πανεπιστήμιο του Σικάγο το 1997.
Το 1987 έγινε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Έχει τιμηθεί με αρκετές διακρίσεις στις ΗΠΑ και σε άλλες
χώρες για το επιστημονικό του έργο. Το 2001 μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ φυσικής, μαζί με τους Έρικ Κόρνελ και
Βόλφγκανγκ Κέτερλε, για το επίτευγμα της συμπύκνωσης κατά Μποζε-Αϊνστάιν στα αραιά αέρια των αλκαλικών ατόμων και
για τις πρώτες θεμελιώδεις μελέτες των ιδιοτήτων των συμπυκνωμάτων. Σε ένα συμπύκνωμα Μπόζε όλα τα άτομα
περιγράφονται από την ίδια κβαντική κυματοσυνάρτηση, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται πολλές ασυνήθιστες ιδιότητες. Το
μήκος κύματος de Broglie των ατόμων είναι συγκρίσιμο με το μέσο διατομικό διάστημα (τη μέση απόσταση μεταξύ των
ατόμων), με αποτέλεσμα όλα τα άτομα να συμπυκνώνονται στην ίδια κβαντική κατάσταση. Η συμπύκνωση προβλέφθηκε
αρχικά θεωρητικά από τον Ινδό φυσικό Μπόζε το 1924, ενώ ο Αϊνστάιν την επεξέτεινε σε έναν ειδικό τύπο ατόμου. Το 1995 οι
τρεις επιστήμονες επιβεβαίωσαν πειραματικά τη θεωρία των Μπόζε και Αϊνστάιν, με άτομα νατρίου και ρουβιδίου σε
θερμοκρασία 20 nk (νανοκέλβιν) πάνω από το απόλυτο μηδέν. Ο όρος συμπύκνωση επελέγη δεδομένου ότι αυτή η διαδικασία
είναι παρόμοια με αυτήν του σχηματισμού σταγόνων υγρού από αέριο.
Βιμίγ, Ζαν Πιερ (Jean Pierre Wimille, Παρίσι 1908 – Μπουένος Άιρες 1949). Γάλλος οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου.
Κέρδισε την πρώτη νίκη του στο Γκραν Πρι του Οράν (1932), αλλά επιβλήθηκε με την επιτυχία του στο Γκραν Πρι της Γαλλίας
(1936) και με τις δύο νίκες του στον περίφημο αγώνα 24 ωρών του Λε Μαν, μαζί με τον Μπενουά το 1937 και τον Βεϊρόν το
1939. Μετά τον πόλεμο εξακολούθησε να πρωταγωνιστεί: το 1946 στην Ντιζόν και τον επόμενο χρόνο στο Γκραν Πρι της
Ευρώπης. Το 1948 ήρθε πρώτος στο Ροζάριο, στην Τεμποράντα και στους αγώνες της Γαλλίας και της Ιταλίας. Σκοτώθηκε το
1949 στο Μπουένος Άιρες, στις δοκιμές της Τεμποράντα, σε μια εποχή που ακόμα το άστρο του μεσουρανούσε.
Βίμπο Βαλεντία (Vibo Valentia). Πόλη (33.957 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ομώνυμη επαρχία της Καλαβρίας. Βρίσκεται
στη θέση του αρχαίου Ιππόνιου (βλ. λ.) και αποτελεί σπουδαίο εμπορικό και αγροτικό κέντρο. Στην περιοχή ευδοκιμούν
αμπέλια, ελιές και οπωροφόρα δέντρα.
Η πόλη καταστράφηκε κατά μεγάλο μέρος στον σεισμό του 1905, αλλά ξαναχτίστηκε σε πεδινότερη τοποθεσία. Από το αρχαίο
Ιππόνιο σώζονται τείχη του 6ου και του 5ου αι. π.Χ. καθώς και ερείπια τεσσάρων ναών. Στην πόλη δεσπόζει φρούριο χτισμένο
στην τοποθεσία της αρχαίας ελληνικής ακρόπολης. Το φρούριο χτίστηκε από τον Ρογήρο τον Νορμανδό και τον Φρειδερίκο Β’.
Από τα νεότερα κτίσματα αξιόλογη είναι η βασιλική του πολιούχου Αγίου Λεολούκα και ένας βυζαντινός ναός του 9ου αι. Στην
πόλη υπάρχει επίσης μουσείο με έργα τέχνης του 17ου και του 18ου αι. Αρχαιολογικές συλλογές στεγάζονται εξάλλου σε δύο
μεσαιωνικά ανάκτορα.
Βίμποργκ (Vyborg). Πόλη (79.224 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Ρωσίας, στη διοικητική περιοχή της Αγίας Πετρούπολης.
Βρίσκεται στον ομώνυμο κόλπο της Βαλτικής θάλασσας. Στην πόλη, που διαθέτει λιμάνι και αποτελεί σημαντικό
σιδηροδρομικό κόμβο, υπάρχουν βιομηχανίες ηλεκτρικών εργαλείων, οικοδομικών υλικών και τροφίμων, αεροπορική τεχνική
σχολή, μέση υγειονομική σχολή και αξιόλογο εθνογραφικό μουσείο.
Ιστορία. Στην περιοχή του σημερινού Β., οι κάτοικοι του Νόβγκοροντ είχαν ιδρύσει τον 12ο αι. έναν οικισμό που αργότερα,
μετά την κατάκτηση της δυτικής Καρελίας από τους Σουηδούς, αναπτύχθηκε σε πόλη. Το 1710, ο Πέτρος Α’ κυρίευσε με έφοδο
το Β., που με τη συνθήκη ειρήνης του Νιστάντ, το 1721, κατακυρώθηκε στη Ρωσία. Μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σαϊμά
το 1856, που ένωσε το λεκανοπέδιο της ομώνυμης λίμνης με τον κόλπο του Β., η πόλη αναδείχτηκε σε σπουδαίο οικονομικό
κέντρο της Βαλτικής. Την περίοδο 1918-40, το Β. ανήκε στη Φιλανδία (με την ονομασία Βιιπούρι), αλλά με τη συνθήκη ειρήνης
της 12ης Μαρτίου 1940 ανάμεσα στη Φιλανδία και στην πρώην ΕΣΣΔ παραχωρήθηκε στη δεύτερη. Στη διάρκεια του Β’
Παγκοσμίου πολέμου κυριεύτηκε από τα γερμανοφιλανδικά στρατεύματα (30 Αυγούστου 1941), αλλά πέρασε ξανά στη
Σοβιετική Ένωση στις 20 Ιουνίου 1944 και κατακυρώθηκε σε αυτήν με τη συνθήκη μεταξύ ΕΣΣΔ και Φιλανδίας το 1947.
βιμπράφωνο (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο. Αποτελείται από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα που πάλλονται όταν χτυπηθούν
με ειδικές μπαγκέτες. Τα ελάσματα είναι τοποθετημένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν μια πλήρη χρωματική
κλίμακα. Κάτω από το καθένα βρίσκονται ισάριθμοι μεταλλικοί σωλήνες και μέσα σε αυτούς μια μικρή έλικα, που
περιστρέφεται χάρη σε έναν ειδικό ηλεκτρικό μηχανισμό. Καθώς η έλικα περιστρέφεται, δίνει στις παλμικές κινήσεις των
ελασμάτων έναν ήχο πολύ χαρακτηριστικό. Προκειμένου να παραχθούν συγχορδίες με περισσότερους φθόγγους, ο εκτελεστής
μπορεί να χτυπά τα ελάσματα με περισσότερες μπαγκέτες (μέχρι έξι, δηλαδή τρεις σε κάθε χέρι). Το β. εισήχθη στη σύγχρονη
συμφωνική ορχήστρα (αναφέρουμε ενδεικτικά τη Λειτουργία για την Ειρήνη του Αλφρέντο Καζέλα και τα Τραγούδια της
αιχμαλωσίας του Λουίτζι Νταλαπίκολα), αλλά μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε σε συνθέσεις πρωτοποριακής μουσικής και κυρίως
στην τζαζ.
Βιν, Βίλχελμ (Wilhelm Wien, Γκάφκεν, Πρωσία 1864 – Μόναχο 1928). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε
στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν, της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου και δίδαξε διαδοχικά σε διάφορα γερμανικά
πανεπιστήμια. Οι έρευνές του κατέληξαν στη διατύπωση του πρώτου νόμου που φέρει το όνομά του και δίνει την κατανομή της
ενέργειας στο φάσμα εκπομπής του μέλανος σώματος, σε συνάρτηση με την απόλυτη θερμοκρασία και τη συχνότητα της
ακτινοβολίας. Ο νόμος αυτός αποτελεί μερική περίπτωση του νόμου του Πλανκ για την ακτινοβολία του μέλανος σώματος. Ο
δεύτερος νόμος του Β. καθορίζει ότι το μέγιστο της εκπομπής για ορισμένο μήκος λ μεταθέτει σε μικρότερες τιμές του λ, όταν
αυξάνει η απόλυτη θερμοκρασία του μέλανος σώματος που εκπέμπει την ακτινοβολία (δηλαδή, όσο υψηλότερη είναι η
θερμοκρασία της πηγής ακτινοβολίας τόσο η ακτινοβολία είναι πλουσιότερη σε υπεριώδεις ακτινοβολίες). Στον Β. οφείλονται
επίσης σημαντικές έρευνες για τις διαυλικές ακτίνες. Απέδειξε πράγματι ότι οι ακτίνες αυτές αποτελούνται από ιόντα με θετικό
ηλεκτρικό φορτίο παρατηρώντας τις αποκλίσεις τους εξαιτίας της δράσης ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων. Το 1911 τιμήθηκε
με το βραβείο Νόμπελ φυσικής.
Βινάλια (Vinalia). Αρχαία γιορτή του κρασιού στη Ρώμη. Τα Β. Ρούστικα εορτάζονταν στις 19 Αυγούστου, με θυσίες αρνιών
και δοκιμή του καινούργιου κρασιού, ενώ τα Β. Πρίορα στις 23 Απριλίου, με διανομή του κρασιού της παλαιάς σοδειάς προς
τιμήν του Δία.
Βίνε, Ρόμπερτ (Robert Wiene, Δρέσδη 1881; – Παρίσι 1938). Γερμανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Γόνος καλλιτεχνικής οικογένειας, ασχολήθηκε αρχικά με το θέατρο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης και στη συνέχεια με τον
κινηματογράφο, από το 1914. Η σημαντικότερη ταινία του ήταν Το εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι (1919) που θεωρήθηκε
το αριστούργημα του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου. Στην καλλιτεχνική αξία της ταινίας συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό το
μοντάζ του Καρλ Μάγερ, η ερμηνεία του πρωταγωνιστή Κόνραντ Φάιτ καθώς και οι υπέροχες σκηνογραφίες. Ακολουθώντας
την εξπρεσιονιστική ποιητική στις επόμενες ταινίες του, Ρασκόλνικοφ (1923) και INRΙ (1924), ο Β. προσπάθησε να επαναλάβει
την επιτυχία του Καλιγκάρι, χωρίς να το κατορθώσει.
Βίνερ, Ότο (Otto Wiener, Καρλσρούη 1862 – Λειψία 1927). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής
στα πανεπιστήμια του Άαχεν και του Γκίσεν και το 1899 διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικής της Λειψίας. Ασχολήθηκε κυρίως
με έρευνες οπτικής. Παρήγαγε, με ιδιαίτερη επιμέλεια και πειραματική ακρίβεια, στάσιμα φωτεινά κύματα, υποχρεώνοντας ένα
μονοχρωματικό φως να ανακλαστεί κάθετα επάνω σε μια γυάλινη πλάκα, κοντά στην οποία τοποθέτησε, σε μικρή γωνία με την
επιφάνεια του κατόπτρου, ένα μικρό γυαλί σκεπασμένο με χλωριούχο άργυρο. Όταν εμφάνισε το λεπτό στρώμα του χλωριούχου
αργύρου, παρουσιάστηκαν κροσσοί που απέδειξαν ότι στα στάσιμα κύματα υπήρχαν κοιλίες και δέσμες. Το πείραμα αυτό
υπήρξε θεμελιώδες, γιατί επέτρεψε να εδραιωθεί η άποψη ότι τα κυριότερα κυματικά φαινόμενα παράγονται (σύμφωνα με τον
νόμο Μάξγουελ) από τις ταλαντώσεις του ανύσματος του ηλεκτρικού πεδίου ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος.
Βίνερ, Νόρμπερτ (Norbert Wiener, Μισούρι, ΗΠΑ 1894 – Στοκχόλμη 1964). Αμερικανός μαθηματικός και πανεπιστημιακός,
ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο του Άγιερ σε ηλικία 11 ετών και στα 18 του ολοκλήρωσε το
διδακτορικό του στο Χάρβαρντ, στη φιλοσοφία των μαθηματικών, με καθηγητές τον Χάντινγκτον στο Χάρβαρντ, τους Χάρντι
και Ράσελ στο Κέιμπριτζ και τους Χίλμπερτ και Λαντάου στο Γκέτινγκεν. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ξεκίνησε το
διδακτικό έργο του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Οι πρώτες εργασίες του στο ΜΙΤ τον οδήγησαν στην
εξέταση της κίνησης Μπράουν, ενώ οι μελέτες του το 1921 στο συγκεκριμένο θέμα είναι αξιοσημείωτες. Βασιζόμενος στο έργο
του για την κίνηση Μπράουν, επεκτάθηκε στη θεωρία πιθανοτήτων και άρχισε να μελετά γενικότερους τύπους αρμονικής
ανάλυσης από τις κλασικές σειρές και τα ολοκληρώματα Φουριέ για να οδηγηθεί στη συνέχεια σε γενικότερες στοχαστικές
διαδικασίες. Αργότερα ασχολήθηκε με τους μετασχηματισμούς Φουριέ, για τους οποίους έγραψε δύο βιβλία: Τα ολοκληρώματα
Φουριέ και οι σημαντικότερες εφαρμογές τους (1933) και Οι μετασχηματισμοί Φουριέ (1934). Ο Β. πίστευε ότι δεν πρέπει να
αντιμετωπίζονται τα μαθηματικά αποκομμένα από την κοινωνία και ανάμεσα στα ενδιαφέροντά του ήταν επίσης η θεωρία
επικοινωνιών, η κυβερνητική (σε αυτόν οφείλεται ο όρος) και η κβαντική θεωρία. Είναι ο θεμελιωτής της κυβερνητικής και το
πιο γνωστό και σημαντικό βιβλίο του είναι το Κυβερνητική ή Έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές (1948). Μέσα
από το έργο του κατόρθωσε να κάνει ευρύτερα γνωστούς τους όρους της θεωρίας των επικοινωνιών.
Βίνια ντελ Μαρ (Vina del Mar). Πόλη (286.931 κάτ. το 2002) της Χιλής, στην επαρχία Βαλπαραΐσο, τμήμα του πολεοδομικού
συγκροτήματος της πόλης Βαλπαραΐσο. Χτισμένη στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού, 7 χλμ. ΒΑ του Βαλπαραΐσο, είναι ένα
όμορφο προάστιο με πάρκα, δεντροφυτεμένες λεωφόρους, επαύλεις και ξενοδοχεία. Χάρη στο ήπιο κλίμα της, είναι από τις πιο
πολυσύχναστες και φημισμένες λουτροπόλεις της χώρας και διαθέτει πολλά μέσα ψυχαγωγίας. Ανθηρό πολιτιστικό κέντρο,
διαθέτει επίσης ιδρύματα ερευνών και μουσεία με μεγάλο ενδιαφέρον. Η βιομηχανία έχει ιδιαίτερη ανάπτυξη στους τομείς των
χημικών προϊόντων, των τροφίμων και της υφαντουργίας. Βλ. λ. Βαλπαραΐσο.
Βίνιανη. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 7 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Ταυρωπού, 41 χλμ. ΒΔ
του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βίνιανης.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 167 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, μεταξύ των
ορέων Παρνασσού και Γκιώνας, στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος, Β της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Αμφίσσης.
Βίνιανης, δήμος. Νέος δήμος (1.436 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Αγίου Δημητρίου, Βίνιανης, Δάφνης, Κερασοχωρίου, Μαυρομμάτας και Χρύσως, οι οποίες
καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κερασοχώρι.
βινιέτα (Τυπογρ.). Τυπογραφικό ή χαρακτικό κόσμημα στην αρχή ή στο τέλος κεφαλαίου. Βλ. λ. εικονογράφηση.
Βινιό, Βενσάν ντι- (Vincent du Vigneaud, Σικάγο, Ιλινόις 1901 – 1978). Αμερικανός βιοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο
του Ιλινόις, από το οποίο αποφοίτησε το 1924. Τον επόμενο χρόνο εργάστηκε ως βοηθός βιοχημείας στο γενικό νοσοκομείο της
Φιλαδέλφεια ενώ συγχρόνως προσχώρησε στο προσωπικό της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. Το 1927
απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Ρότσεστερ και, ως υπότροφος του Εθνικού
Συμβουλίου Έρευνας, εργάστηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου
του Εδιμβούργου και στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Λονδίνου. Όταν επέστρεψε στην Αμερική, συμμετείχε στο
προσωπικό του πανεπιστημίου του Ιλινόις, τέθηκε επικεφαλής του τμήματος βιοχημείας στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου
Τζορτζ Ουάσινγκτον (1932), ενώ το 1938, η ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Κορνέλ τού προσέφερε τη θέση του επικεφαλής
του τμήματος βιοχημείας.
Ο Β. έδωσε πολυάριθμες διαλέξεις σε πανεπιστήμια της Αμερικής και της Αγγλίας· οι διαλέξεις του στο πανεπιστήμιο Κορνέλ
εκδόθηκαν το 1952 με τον τίτλο Α Trail of Research in Sulphur Chemistry and Metabolism and Related Fields.
Οι έρευνές του Β. αφορούν κυρίως τη μελέτη μορίων που περιέχουν θείο και έχουν βιοχημική σημασία για τον οργανισμό· το
ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε αρχικά στη μελέτη της ινσουλίνης, ενώ αργότερα ασχολήθηκε με δύο ορμόνες της
νευροϋπόφυσης, την οξυτοκίνη και τη βασοπρεσίνη. Το 1933 διαπίστωσε την ύπαρξη υψηλών ποσοστών θείου σε εκχυλίσματα
νευροϋποφύσεως και τα συσχέτισε με τη φυσιολογική ενεργότητα των ορμονών του αδένα. Κατάφερε να απομονώσει τις
ορμόνες σε καθαρή μορφή και διαπίστωσε ότι πρόκειται για πολυπεπτίδια που περιέχουν θείο, ενσωματωμένο στο αμινοξύ
κυστεΐνη. Αφού διαλεύκανε την ακριβή τους δομή κατόρθωσε να συνθέσει εργαστηριακά την οξυτοκίνη και μάλιστα σε
βιολογικά ενεργή μορφή. Για την εργασία του αυτή, ο Β. βραβεύτηκε με το Νόμπελ χημείας το 1955. Άλλες μελέτες του
αφορούν τον ενδιάμεσο μεταβολισμό, την τρανσμεθυλίωση και τον μεταβολισμό μονοκαρβονικών συστατικών, τη σύνθεση της
πενικιλίνης και της βιοτίνης κ.ά.
Για την προσφορά του στην επιστημονική κοινότητα, εκτός από το βραβείο Νόμπελ τιμήθηκε με πολλά άλλα βραβεία, μετάλλια
και τιμητικά διδακτορικά διπλώματα. Η Βασιλική Εταιρία του Εδιμβούργου, η Χημική Εταιρία και το Βασιλικό Ινστιτούτο του
Λονδίνου, απέδωσαν στον Β. τιμητικές υποτροφίες, ενώ εξελέγη μέλος πολλών επιστημονικών ακαδημιών με σημαντικότερες το
συμβούλιο διαχείρισης του ινστιτούτου Ροκεφέλερ και το Εθνικό Ινστιτούτο Αρθρίτιδας και Μεταβολικών Ασθενειών των
ΗΠΑ.
Βινιόλα, Τζιάκομο ντα- (Giacomo da Vignola, Βινιόλα 1507 – Ρώμη 1573). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού
αρχιτέκτονα Τζιάκομο Μπαρότσι (Giacomo Barozzi). Ο Β. υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος του μανιερισμού της Ρώμης και
συνεχιστής του έργου του Μιχαήλ Άγγελου στη βασιλική του Αγίου Πέτρου. Είναι γνωστός όχι μόνο για τις κατασκευές του
αλλά και για τις δύο πραγματείες του, Κανόνες των πέντε αρχιτεκτονικών ρυθμών (Βενετία, 1562) και Οι δύο κανόνες της
πρακτικής προοπτικής (δημοσιεύτηκε το 1583, μετά τον θάνατό του), που περιέχουν τις θεωρητικές θέσεις της ύστερης
Αναγέννησης και χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα για τη διδασκαλία στις σχολές της αρχιτεκτονικής. Ο Β. υποστηρίζει ότι στην
πράξη η επιτυχία ενός κτιρίου δεν εξαρτάται μόνο από τους κανόνες αλλά και από τη συνθετική ελευθερία του αρχιτέκτονα. Τις
αντιλήψεις αυτές εφάρμοσε, μετά την επιστροφή του από την Αυλή του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας όπου είχε εργαστεί (1541-
43), σχεδόν σε όλα τα κτίρια των πρώτων χρόνων της σταδιοδρομίας του και των μελετών του με τον Σεμπαστιάνο Σέρλιο, στη
στοά των Μπάνκι (1543) και στο γοτθικού ρυθμού σχέδιο της πρόσοψης του καθεδρικού ναού της Μπολόνια. Το 1540, ο Β.
ονομάστηκε γραμματέας της Βιτρουβιανής Ακαδημίας και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Από την επαφή του με τα αρχαία μνημεία
απέκτησε μια αυστηρότερη κλασικιστική αντίληψη του χώρου, φανερή σε ορισμένα τμήματα της έπαυλης του πάπα Ιουλίου Γ’
(1550) και στον κυκλικό ναΐσκο του Αγίου Ανδρέα στη Φλαμίνια της Ρώμης (1554). Από το 1559 έως το 1564 έχτισε την
έπαυλη Φαρνέζε στην Καπραρόλα, όπου κατόρθωσε με πρωτότυπες λύσεις να εναρμονίσει τις ωραίες αναλογίες του
οικοδομήματος με το παλαιότερο οχυρό του Σαναγκάλο, επάνω στο οποίο το τοποθέτησε. Δημιούργησε επίσης το σχέδιο του
μονόκλιτου –με παρεκκλίνουσα πλευρά – ναού του Ιησού στη Ρώμη (το έργο άρχισε το 1568 και ολοκληρώθηκε από τον
Τζιάκομο ντε λα Πόρτα) που αποτέλεσε το πρότυπο του σχήματος των εκκλησιών της Αντιμεταρρύθμισης.
βίνκα (Vinca). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών. Περιλαμβάνει πολυετή ποώδη φυτά, ιθαγενή της
Ευρώπης, της δυτικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Έχουν έρποντες άγονους και όρθιους ανθοφόρους βλαστούς, οι οποίοι
περιέχουν γαλακτώδη χυμό, και ωοειδή, γυαλιστερά, ακέραια φύλλα με αντίθετη διάταξη. Τα άνθη τους είναι μονήρη, διγενή, με
χοανοειδή στεφάνη έντονου κυανοϊώδους χρώματος· σπανιότερα είναι λευκά, μπλε ή ανοιχτοπορφυρά.
Το είδος Vinca minor, γνωστό με την κοινή ονομασία αγριολίδα, είναι αειθαλής πόα η οποία ευδοκιμεί σε σκιερούς, θαμνώδεις
ή δενδρώδεις, δροσερούς τόπους της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Είναι καλλωπιστικό φυτό, πλούσιο σε δεψικές
ουσίες, γι’ αυτό και το χρησιμοποιούσαν άλλοτε στη βυρσοδεψία και στη φαρμακευτική· θεωρείται επίσης και καλό
αιμοστατικό. Τα σπέρματά του σπάνια ωριμάζουν, γι’ αυτό πολλαπλασιάζεται κυρίως με μοσχεύματα. Στην Ελλάδα
συναντώνται και άλλα είδη β., αυτοφυή ή καλλιεργούμενα.
Βίνκελμαν, Γιόχαν Γιόακιμ (Johann Joachim Winckelmann, Στένταλ, Πρωσία 1717 – Τεργέστη 1768). Γερμανός
αρχαιολόγος και αισθητικός, ιδρυτής της αρχαιολογίας ως επιστήμης και ο μεγαλύτερος θεωρητικός του νεοκλασικισμού. Με το
κριτήριο και τις γνώσεις του, κατόρθωσε, χωρίς να έχει υπόψη του αρκετά ελληνικά έργα, να αξιολογήσει την προσφορά των
αρχαίων Ελλήνων στην τέχνη και να εκτιμήσει τη συμβολή της στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής τέχνης και γενικότερα του
πολιτισμού των μεταγενέστερων χρόνων. Σπούδασε θεολογία και αρχαία φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Χάλε, καθώς επίσης
μαθηματικά και ιατρική στην Ιένα. Το 1741 διορίστηκε βιβλιοθηκάριος του κόμη Μπίναου στη Δρέσδη, όπου μελέτησε σε
βάθος τον πολιτισμό της αρχαιότητας και έγραψε, το 1755, τις Παρατηρήσεις στη μίμηση των ελληνικών έργων. Τον ίδιο χρόνο
εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και το 1763 έγινε έφορος αρχαιοτήτων. Εκεί γνώρισε διάφορους αξιωματούχους της Καθολικής
Εκκλησίας και με τη βοήθειά τους κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση και να μελετήσει τα έργα της αρχαιότητας που υπήρχαν
στη συλλογή Άλμπανι του Βατικανού, του Καπιτωλίου κ.ά. Καρπός της διαμονής του στην Ιταλία είναι τα βιβλία που έγραψε,
εμπνευσμένα από τις άμεσες παρατηρήσεις του. Με τον περίφημο Απόλλωνα του Μπελβεντέρε εγκαινίασε τη σειρά των
Περιγραφών του.
Οι προσπάθειές του γύρω από τη μελέτη της αρχαίας τέχνης, γεμάτες έμπνευση, γνώση και ευαισθησία, οργανώθηκαν και
βρήκαν την έκφρασή τους στο μεγάλο και σπουδαίο έργο του Ιστορία της τέχνης της αρχαιότητας (1764). Το σημαντικό αυτό
βιβλίο, που άνοιξε τον δρόμο στη γέννηση και στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης επιστήμης, της αρχαιολογίας, ξεκίνησε από τη
συστηματική μελέτη της εξέλιξης που παρουσιάζουν οι καλλιτεχνικοί ρυθμοί και τα έργα τέχνης. Ο Β. απέδωσε μεγάλη
σημασία, όχι στα περιγραφικά στοιχεία ή στις βιογραφικές λεπτομέρειες, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά στις βαθύτερες
αισθητικές και πνευματικές αξίες που περικλείει η αρχαία ελληνική τέχνη. Ύστερα από αυτό το θεμελιώδες βιβλίο, έγραψε τα
Αρχαία ανέκδοτα μνημεία (1767) ως συμπλήρωμα και ολοκλήρωση της Ιστορίας του. Σημαντική είναι η μελέτη του,
Πραγματεία προκαταρκτική του σχεδίου και του ωραίου, όπου ανέπτυσσε τις αισθητικές θεωρίες του. Το 1760 δημοσίευσε στα
γαλλικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή σφραγιδόλιθων με τον τίτλο Περιγραφή των σφραγιδόλιθων του βαρόνου φον
Στος.
Ο Β. κατέχει επίσης αξιοσημείωτη θέση στην ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας με τα εμπνευσμένα κείμενά του, ως
δημιουργός ύφους αλλά και επιστημονικής γλώσσας στην αισθητική κριτική. Δολοφονήθηκε στην Τεργέστη από κακοποιό σε
ένα ξενοδοχείο της πόλης. Η επέτειος των γενεθλίων του (9 Δεκεμβρίου) γιορτάζεται επίσημα κάθε χρόνο σε όλα τα γερμανικά
αρχαιολογικά ινστιτούτα του κόσμου.
Βίνσεν, ουλίτιδα (Ιατρ.). Επώδυνη βακτηριακή λοίμωξη των ούλων, που συνήθως συνδέεται με παραμελημένη υγιεινή του
στόματος, κάπνισμα και κακή διατροφή. Συνοδεύεται από κακοσμία και αιμορραγία των ούλων με σχηματισμό αποστημάτων
κυρίως ανάμεσα στα δόντια. Είναι επίσης γνωστή ως στόμα των χαρακωμάτων, επειδή παρουσιάστηκε σε στρατιώτες κατά τη
διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.
Βίνσεντ, Τζιν (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του
Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ-εν-ρολ, με ένα και μόνο
τραγούδι του, το «Be-Bop-A-Lula», κατάφερε να κερδίσει την αιωνιότητα. Σε μια εποχή που η δισκογραφική βιομηχανία
αναζητούσε τον νέο Έλβις Πρίσλεϊ, το 1956, ο Β. βγήκε από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν με σπασμένο πόδι μετά από
ατύχημα με μοτοσικλέτα και, παντρεμένος ήδη με μια 15χρονη, αγόρασε για λίγα δολάρια από έναν άλλο νοσηλευόμενο τα
δικαιώματα του τραγουδιού που θα τον έκανε γρήγορα διάσημο. Η επιτυχία του ήταν τεράστια και ο θρύλος θέλει ακόμα και τη
μητέρα του Πρίσλεϊ να αναγνωρίζει στην ερμηνεία του Β. τον γιο της. Πάντως, μετά από την επιτυχία αυτή, τα επόμενα
τραγούδια του Β. δεν είχαν ανάλογη πορεία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Β. ήταν πιο δημοφιλής στη Μεγάλη Βρετανία, όπου αποφάσισε να κάνει συχνές περιοδείες
με τον φίλο του, επίσης ανερχόμενο αστέρα του ροκ-εν-ρολ, Έντι Κόχραν. Τον Απρίλιο του 1960, καθ’ οδόν προς μια κοινή
συναυλία τους, έπεσαν θύματα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος· ο Κόχραν σκοτώθηκε και ο Β. τραυματίστηκε βαριά.
Απαρηγόρητος για τον θάνατο του φίλου του, εθίστηκε ακόμα περισσότερο στο ποτό και σταδιακά εξαφανίστηκε από το
προσκήνιο. Το 1970 επέστρεψε στη μουσική, πάλι στη Μεγάλη Βρετανία, κυκλοφορώντας τον δίσκο I’m Back and I’m Proud. Η
επιστροφή του όμως δεν κράτησε πολύ. Λίγους μήνες μετά, πέθανε σε νοσοκομείο της Καλιφόρνια, από έλκος στομάχου, σε
ηλικία 36 ετών. Το 1998 εντάχθηκε στο Rock & Roll Hall of Fame.
Βιντάλ, Γκορ (Gore Eugene Luther Vidal, ΗΠΑ 1925 – ). Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος. Έχει στο ενεργητικό
του μεγάλο αριθμό βιβλίων, αρχικά νουβέλες και αργότερα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά μυθιστορήματα καθώς και σενάρια
για την τηλεόραση. Ο ίδιος προοιώνισε το τέλος της νουβέλας, εξαιτίας της καταλυτικής δύναμης της τηλεόρασης και του
κινηματογράφου. Το 1946 έγραψε το πρώτο βιβλίο του. Το 1960 συμμετείχε ως υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές με το
κόμμα των Δημοκρατικών υπό την ηγεσία του Τζον Κένεντι, χωρίς όμως να καταφέρει να εκλεγεί. Θεωρείται ένας από τους
πλέον εμβριθείς σύγχρονους Αμερικανούς πολιτικούς αναλυτές.
Βιντάλ, Ζορζ Φερνάν Ιζιντόρ (Georges Fernand Isidore Widal, 1862 – 1929). Γάλλος γιατρός, πανεπιστημιακός και
ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής της εσωτερικής παθολογίας, μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Ιατρικής (1908) και της
Ακαδημίας Επιστημών (1913). Το 1896 επινόησε την ομώνυμη οροαντίδραση για τη διάγνωση του τυφοειδούς πυρετού. Ήταν ο
πρώτος που εισήγαγε τον εμβολιασμό του ανθρώπου με εμβόλιο κατά του τύφου και του παράτυφου.
αντίδραση Βιντάλ. Ορολογική αντίδραση που προτάθηκε το 1896 από τον Β. για τη διάγνωση του τύφου και του παράτυφου.
Βασίζεται στο γεγονός ότι ο ορός του αίματος των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από τυφοειδή πυρετό παράγει ειδικά
αντισώματα (συγκολλητίνες), που έχουν την ικανότητα να προκαλούν συγκόλληση των υπεύθυνων για την ασθένεια μικροβίων.
Η αντίδραση θεωρείται θετική, όταν ο ορός του ανθρώπου προκαλεί συγκόλληση στο προϊόν της καλλιέργειας του παθογόνου
μικροβίου.
Βιντάλ ντε λα Μπλας, Πολ (Paul Vidal de la Blache, 1845 – 1918). Γάλλος γεωγράφος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε
ιστορία και γεωγραφία στο Παρίσι και αργότερα διετέλεσε καθηγητής της γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης.
Θεωρείται ιδρυτής της νεότερης γαλλικής σχολής γεωγραφίας, η οποία ήταν η πρώτη που εισήγαγε το πολιτιστικό στοιχείο στη
γεωγραφική μελέτη. Κύριο χαρακτηριστικό της σχολής αυτής είναι η αντίθεσή της με τον κλασικό φυσικό ή περιβαλλοντικό
ντετερμινισμό, δηλαδή με την άποψη ότι το φυσικό περιβάλλον παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στις σχέσεις ανθρώπου και χώρου και
ότι ο άνθρωπος λίγο έως πολύ αναγκάζεται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του.
Στο έργο του Τρόποι ζωής (Genre de Vie, 1899) ο Β. διατύπωσε την άποψη ότι δύο διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες έχουν τη
δυνατότητα να αναπτύξουν διαφορετικό τρόπο ζωής ακόμα και αν ζουν στο ίδιο φυσικό περιβάλλον, γιατί διαφέρουν στα
πολιτισμικά τους στοιχεία, άρα και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον χώρο και λειτουργούν μέσα σε αυτόν. Κατά
τον Β., το σύνολο των παραδόσεων, των θεσμών, των διαθέσεων, συνεπώς και των επιδιώξεων μιας κοινωνίας, διαφοροποιεί τη
συμπεριφορά των μελών της από της συμπεριφορά μιας άλλης ομάδας που ζει στο ίδιο ή σε παρόμοιο περιβάλλον και της
επιτρέπει να αναπτύξει διαφορετικές δυνατότητες προσαρμογής. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στη διαμόρφωση της θεωρίας του
ποσιμπιλισμού, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη γεωγραφία του 20ού αι. και, προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δεδομένα της
ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, εξακολουθεί να την επηρεάζει. Ο Β. ίδρυσε το περιοδικό Γεωγραφικά Χρονικά και
προετοίμασε την έκδοση μιας πολύτομης Παγκόσμιας Γεωγραφίας που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.
Βίνταους, Άντολφ (Adolf Windaus, Βερολίνο 1876 – Γκέτινγκεν 1959). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε
ιατρική στο Βερολίνο και στο Φράιμπουργκ, αλλά αργότερα στράφηκε προς τη χημεία. Το 1915 διορίστηκε καθηγητής χημείας
στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στο οποίο αργότερα διετέλεσε διευθυντής έως το 1944. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τη
μελέτη των στερολών ζωικής και φυτικής προέλευσης. Με τη συνεργασία και άλλων ερευνητών, όπως ο Βίλαντ, προσδιόρισε
τον τύπο της δομής της χοληστερόλης. Απέδειξε ότι η εργοστερόλη, όταν υποβληθεί σε υπεριώδεις ακτινοβολίες, δίνει τη
βιταμίνη D· με τον τρόπο αυτό προσδιόρισε τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των στερολών και των βιταμινών. Για τις εργασίες
του στο πεδίο αυτό τιμήθηκε το 1928 με το βραβείο Νόμπελ χημείας.
Βίντελμπαντ, Βίλχελμ (Wilhelm Windelband, Πότσνταμ 1848 – Χαϊδελβέργη 1915). Γερμανός φιλόσοφος και
πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής σε διάφορα γερμανικά πανεπιστήμια. Ως ιστορικός της φιλοσοφίας, ο Β. δημοσίευσε τα
έργα Ιστορία της νεότερης φιλοσοφίας (1878-80) και Ιστορία της φιλοσοφίας (1890). Ο Β. αντιπροσωπεύει, μαζί με τον
Χάινριχτ Ρίκερτ και τον Χόφντινγκ, στη μετά το 1870 περίοδο της γερμανικής σκέψης, το φιλοσοφικό εκείνο ρεύμα που
ονομάστηκε φιλοσοφία των αξιών και αποτέλεσε αντίδραση στον θετικισμό.
βίντεο (video). Σύστημα μαγνητικής εγγραφής εικόνων και ήχων για την τηλεοπτική αναπαραγωγή τους. Το β. ξεκίνησε
ουσιαστικά ως μια ηλεκτρονική συσκευή εγγραφής τηλεοπτικών προγραμμάτων και μετέπειτα αποκωδικοποίησής τους σε
σύνδεση με μια τηλεοπτική συσκευή. Η βάση της λειτουργίας του β. στηρίζεται στη μετατροπή των φωτεινών σημάτων της
εικόνας σε ηλεκτρικά σήματα και στη συνέχεια αυτών σε μαγνητικό πεδίο, που τελικώς επεξεργάζεται το μαγνητικό υλικό της
ταινίας. Στην περίοδο 1970-80 το β. αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα μέσα οικιακής ψυχαγωγίας με μεγάλη διάδοση σε
ολόκληρο τον κόσμο. Ως αναλογικό μέσο (σύστημα VHS), όμως, από τη δεκαετία του 1990 και την έλευση του ψηφιακού
τρόπου αποθήκευσης των εικόνων, άρχισε σταδιακά να χάνει έδαφος, με αποτέλεσμα σήμερα ένα μεγάλο μέρος των συσκευών
β. να έχει αντικατασταθεί από το DVD.
Μια βιντεοκάμερα διαθέτει επιπλέον ένα οπτικό σύστημα φακών που επιτρέπει την άμεση εγγραφή των εικόνων σε
μαγνητοταινία, αλλά και την άμεση αναπαραγωγή τους. Επειδή όμως σχετίζεται άμεσα με όλα τα προηγούμενα, στις μέρες μας,
το μαγνητικό υλικό της τείνει να αντικατασταθεί ολοκληρωτικά με ψηφιακό και οι βιντεοκάμερες αυτής της γενιάς θεωρούνται
ήδη λιγότερο λειτουργικές.
Στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πρώτη η εταιρεία IBM το 1981 έθεσε τον εν λόγω όρο προκειμένου να εισαγάγει μια σειρά
από περιφερειακές συνδέσεις και τεχνικές αναπαραγωγής κινούμενων ή και στατικών εικόνων. Ακριβώς εκεί στηρίχθηκε μια
ολόκληρη αγορά που διαρκώς ανανεώνεται, δημιουργώντας παράλληλα και μια σειρά από σύγχρονες εφαρμογές, όπως τα
γραφικά των ηλεκτρονικών υπολογιστών (computer graphics), και βεβαίως τον σχεδιασμό μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών
(computer animation). Σύντομα, με τον όρο β. επικράτησε να προσδιορίζεται κάθε δράση αλλά και περιφερειακή σύνδεση σε
όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που είναι σχετική με την εικόνα, για να διαχωρίζεται σαφώς από τον όρο audio που αφορά τον
ήχο.
βιντεοκλίπ (video clip). Σύντομη και περιεκτική κινηματογραφική σύνθεση, προορισμένη να συνοδεύσει με εντυπωσιακή
εικόνα ένα μουσικό κομμάτι. Έλκει την αισθητική του από την τέχνη της διαφήμισης, αφού χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για
την προώθηση ενός μουσικού προϊόντος. Το β. έκανε την εμφάνισή του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και θεωρείται
η μόνη ίσως αυθεντική και πρωτότυπη μορφή έκφρασης, που δημιούργησε η τηλεόραση εκείνης της εποχής.
βιντεοπαιχνίδι (video game). Ηλεκτρονικό παιχνίδι που συνήθως βασίζεται σε μικροεπεξεργαστή και το οποίο παίζεται με την
εμφάνιση εικόνων σε οθόνη. Ο παίκτης καθοδηγεί τη δράση μέσω μιας συσκευής ελέγχου, συνήθως με πλήκτρα ή μοχλό. Το
πρώτο β., με τίτλο Spacewar, αναπτύχθηκε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (MIT) το 1961, από τον τότε σπουδαστή
Στιβ Ράσελ, αλλά η ουσιαστική διάδοσή τους άρχισε τη δεκαετία του 1970, όταν τα β. εξαπλώθηκαν και στην οικιακή
διασκέδαση. Πρωτοπόρος σε αυτόν τον τομέα ήταν η αμερικανική εταιρεία Atari, που κυριάρχησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας
του 1980, οπότε τη σκυτάλη πήραν ιαπωνικές εταιρείες όπως η Nintendo και η Sega. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ηγετικό
ρόλο στον χώρο των β. διεκδίκησε η επίσης ιαπωνική Sony με το PlayStation, ενώ το 2000 έκανε την είσοδό της στον χώρο και
η Microsoft. Η τεχνολογική εξέλιξη των β. είναι πλέον ραγδαία, και η δημοτικότητά τους τεράστια, ενώ υπάρχουν διάφορα είδη
β., όπως εξομοιώσεις αθλητικών παιχνιδιών, πολεμικά παιχνίδια και παιχνίδια περιπέτειας. Η βιομηχανία των β. συγκαταλέγεται
ανάμεσα στις μεγαλύτερες της οικιακής ψυχαγωγίας, ενώ συχνά ήρωες β. μεταφέρονται σε κινηματογραφικές ταινίες και βιβλία
(π.χ. Λάρα Κροφτ κλπ.). Ανάμεσα στα πιο γνωστά β. όλων των εποχών είναι το Pac-Man, το Donkey Kong, το Asteroids, το
Space Invaders, το Tetris, αλλά και πιο σύγχρονα όπως τα Tomb Raider, Resident Evil και Final Fantasy.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παραγωγή β., καθώς το κόστος δημιουργίας είναι πάρα πολύ ψηλό, και με ανάλογες απαιτήσεις
τεχνογνωσίας αιχμής, υπάρχουν όμως χιλιάδες φίλοι τους. Μια νομοθεσία που κατατέθηκε το καλοκαίρι του 2002 προκάλεσε
παρεξηγήσεις σχετικά με τη νομιμότητα χρήσης τους, η οποία πάντως είναι εξασφαλισμένη σε όλα τα κράτη του δυτικού
κόσμου.
βιντεοτέξ (videotext). Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής
καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες
πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία των συνδρομητών με το δίκτυο μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε μέσω προσωπικών
υπολογιστών είτε μέσω της τηλεόρασης με την προσθήκη κατάλληλου προσαρμογέα (μόντεμ). Στο β. οι χρήστες μπορούν όχι
μόνο να αντλούν αλλά και να στέλνουν πληροφορίες. Τα πρώτα δίκτυα σχεδιάστηκαν στη Μεγάλη Βρετανία στα μέσα της
δεκαετίας του 1960, αλλά η λειτουργία τους για το ευρύ κοινό άρχισε στο β’ μισό της δεκαετίας του 1970. Η λήψη και η
οργάνωση των πληροφοριών γίνονται σε σελίδες οθόνης, όπου –σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές– κάθε σελίδα έχει 24
γραμμές και κάθε γραμμή 40 χαρακτήρες. Ανήκει στα νέα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ). Μπορεί να αξιοποιηθεί είτε ως
υπηρεσία γενικών πληροφοριών είτε και για εξειδικευμένα θέματα. Διαφέρει από το τελετέξ (teletext) καθώς το β. παρέχει τη
δυνατότητα στον χρήστη να επικοινωνεί με τον αποστολέα (πομπό) και να υποβάλει ερωτήσεις κλπ. (αμφίδρομη σχέση πομπού
και δέκτη). Στην Ελλάδα, το πρώτο β. δημιουργήθηκε το 1989 με την ονομασία Κάπα-Tel. Το γενικό πρόγραμμά του ήταν
94.000 σελίδες με ειδήσεις, ανασκόπηση του Τύπου, οικονομικές πληροφορίες, σχόλια για χρηματιστήρια, πληροφορίες για
δρομολόγια, ψυχαγωγία κ.ά. Το 1992 το Κάπα-Tel συνδέθηκε με δεκάδες ξένες τράπεζες πληροφοριών και ενίσχυσε έτσι τις
δυνατότητές του. Η διάδοση του Ίντερνετ κατά τα επόμενα χρόνια περιόρισε σημαντικά τη χρήση και την εμπορική του
εκμετάλλευση. Χρησιμοποιείται πλέον κυρίως για υπηρεσίες χρηματιστηρίου.
Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ (Christian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876). Δανός ποιητής. Τα πρώτα του
ποιήματα, που τον ανέδειξαν μεταξύ των εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες
από το ύφος του Λόρδου Βύρωνα. Στην πραγματικότητα, η ποίηση του Β. αποτελεί μεταβατικό στάδιο μεταξύ της ρομαντικής
γενιάς και των εκλεκτικών ποιητών των μέσων του αιώνα. Το αριστούργημά του, Η φυγή της ελαφίνας (1855), εμπνευσμένο από
το Μαζέπα του Βύρωνα και την Κυρία της λίμνης του Σκοτ, είναι ένα έμμετρο μυθιστόρημα που διαβάστηκε πολύ στην εποχή
του και στο οποίο συναντώνται όλες οι τάσεις της δεύτερης και τρίτης περιόδου του ρομαντισμού: η αγάπη για το εξωτικό, ο
μεσαιωνισμός και ο εθνικιστικός ενθουσιασμός.
Βίντζι Δασκαλειού. Οικισμός (60 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας
Ανατολικής Αττικής.
Βίντιν (Vidin). Πόλη (57.614 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Βουλγαρίας, έδρα της ομώνυμης περιφέρειας. Χτισμένη στις
όχθες του Δούναβη, η πόλη έχει ποτάμια επικοινωνία με τη Ρουμανία και τη Σερβία (και από εκεί με την Ουγγαρία, την Τσεχία
και την Αυστρία), ενώ συνδέεται σιδηροδρομικώς με το εσωτερικό της χώρας.
Ιστορία. Ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους, από τους οποίους ονομάστηκε Βονονία. Από την εποχή εκείνη αναφέρεται επίσης ως
Βιδίνιο, Βενδωνίς, Βερνικάμιο, Ουιμεινάκιο και Βινινάκιο. Ήταν οχυρή πόλη και στους βυζαντινούς χρόνους αποτελούσε την
έδρα του έξαρχου της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Το 1002 κυριεύτηκε από τον στρατό του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου και τα
τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου Α’ Κομνηνού χρησίμευσε προσωρινά ως καταφύγιο των Κομάνων, εναντίον των
οποίων είχε εκστρατεύσει ο αυτοκράτορας. Το 1443 και το 1595 δέχτηκε τις επιδρομές των Τούρκων, που την κατέλαβαν
οριστικά το 1690. Από το 1798 έως το 1807 αποτέλεσε την έδρα του ισχυρότατου Τούρκου πασά Πασβάνογλου, ο οποίος
κατόρθωσε να επωφεληθεί της δυσαρέσκειας που είχε προκαλέσει στους γενίτσαρους το μεταρρυθμιστικό έργο του σουλτάνου
Σελίμ Γ’ και να κηρύξει την αυτονομία του από το κράτος της Κωνσταντινούπολης· εξανάγκασε, μάλιστα, τον Σελίμ, που είχε
προσπαθήσει μάταια με αλλεπάλληλες εκστρατείες να συντρίψει τις δυνάμεις του Πασβάνογλου, να τον αναγνωρίσει πασά του
Β. Το 1811 η πόλη κυριεύτηκε από τους Ρώσους, οι οποίοι την εκκένωσαν μετά την υπογραφή της συνθήκης του
Βουκουρεστίου, στις 16 Μαΐου 1812. Το 1853, με την έκρηξη του νέου Ρωσοτουρκικού πολέμου, έγινε και πάλι εστία νέων
πολεμικών συγκρούσεων. Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βερολίνου, το 1878, εκχωρήθηκε στη Βουλγαρία, αφού
προηγουμένως κατεδαφίστηκαν οι οχυρώσεις της. Στη διάρκεια του Σερβοβουλγαρικού πολέμου (1885) πολιορκήθηκε από τους
Σέρβους, χωρίς όμως αποτέλεσμα, και στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο (1913) οι Σέρβοι απέκλεισαν τους δρόμους που οδηγούσαν
στην πόλη. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του ανταρτοπολέμου.
Βίντορ, Κινγκ (King Vidor, Γκάλβεστον, Τέξας 1894 – 1982). Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του
κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ως κομπάρσος και βοηθός οπερατέρ και γύρισε την πρώτη του ταινία το 1919. Είχε
επιτυχημένη καριέρα τόσο στον βωβό όσο και στον ομιλούντα κινηματογράφο, χάρη στο ταλέντο του και την τάση του να
ασχολείται με όλα τα είδη. Θεωρείται χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Ενδεικτικές ταινίες του:
Σκηνές του δρόμου (1931), Στέλλα Ντάλας (1937), Μονομαχία στον ήλιο (1946), Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαβά (1959)
κ.ά.
Βίντουκιντ. Βλ. λ. Βίτεκιντ.
Βιντσάιντ, Μπέρνχαρντ (Bernhard Windscheid, Ντίσελντορφ 1817 – Λειψία 1892). Γερμανός νομικός και πανεπιστημιακός.
Έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη Βόνη, το 1847, κατέλαβε το ίδιο έτος την έδρα επίσης του ρωμαϊκού δικαίου
στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, και κατόπιν στα πανεπιστήμια του Γκράιφσβαλντ (1852), του Μονάχου (1857), της
Χαϊδελβέργης (1871) και τέλος της Λειψίας, όπου δίδαξε από το 1874 έως τον θάνατό του. Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της
γερμανικής ιστορικής σχολής του δικαίου, ο Β. είναι συγγραφέας του θεμελιώδους έργου Πραγματεία του δικαίου των
Πανδεκτών (1862-70) που άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση στη γερμανική νομοθεσία και στη μελέτη του ρωμαϊκού δικαίου στη
Γερμανία και σε άλλες χώρες, ειδικά στην Ελλάδα όπου έγιναν τμηματικές μεταφράσεις του έργου του Β. (Γενικές αρχές, Ν.
Δημαράς, 1882· Κληρονομικό και Οικογενειακό δίκαιο, Κ. Πολυγένης) καθώς και μετάφραση του όλου συστήματος από τον Α.
Αργυρό (1901-3).
Βίντσι, Λεονάρντο ντα-. Βλ. λ. Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Βίντχουκ. Πόλη και πρωτεύουσα της Ναμίμπια. Βλ. λ. Γουίντχουκ.
βινύλιο (Χημ.). Μονοσθενής οργανική ρίζα, η οποία προέρχεται από το αιθυλένιο και έχει χημικό τύπο CΗ 2=CΗ-. Οι οργανικές
ενώσεις που περιέχουν τη ρίζα του β. είναι γνωστές ως βινυλικές ή βινυλοπαράγωγα· πολλές από αυτές, όπως το βινυλοχλωρίδιο
(CΗ2=CΗ-Cl), βρίσκουν ποικίλες εφαρμογές, ιδιαίτερα στην παρασκευή βινυλικών πολυμερών με τεράστια βιομηχανική
σημασία. Το σημαντικότερο από αυτά τα πολυμερή είναι το πολυβινυλοχλωρίδιο ή PVC, είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται
ευρύτατα στη βιομηχανία και αναφέρεται συχνά με τη γενική ονομασία β.
Ο όρος β. συνδέθηκε με την εξέλιξη της δισκογραφικής βιομηχανίας, και ευρύτερα με την οικιακή αναπαραγωγή της μουσικής,
καθώς από το PVC κατασκευάζονταν οι δίσκοι (33 και 45 στροφών) που αντικατέστησαν τη δεκαετία του 1950 τους δίσκους
γραμμοφώνου. Μέχρι την εμφάνιση πρώτα της κασέτας και μετά του ψηφιακού δίσκου (cd) στη μουσική βιομηχανία, το β. ήταν
το μοναδικό μέσο αναπαραγωγής της ηχογραφημένης μουσικής και βασικός παράγοντας διάδοσής της. Σήμερα εξακολουθούν
να κατασκευάζονται, σε περιορισμένα αντίτυπα συνήθως, δίσκοι β. για αναπαραγωγή σε πικάπ, αλλά με την επικράτηση των
ψηφιακών μέσων, στον 21ο αι. τείνουν να αποκτήσουν κυρίως συλλεκτική αξία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πλέον εργοστάσια
κατασκευής δίσκων β. και ένα από τα τελευταία της Ευρώπης βρίσκεται στην Τσεχία.
Βίξελ, Γιόχαν Γκούσταβ Κνουτ (Johann Gustav Knut Wicksell, Στοκχόλμη 1851 – Στογκζούντ 1926). Σουηδός
οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λουντ από το 1900 έως το 1926, ο Β. συνέβαλε
αποφασιστικά στην εξέλιξη της οικονομικής επιστήμης, εισάγοντας μέσω της έννοιας της νομισματικής ισορροπίας, τη
νομισματική θεωρία στη γενική θεωρία των οικονομικών φαινομένων. Κατά τον Β., η νομισματική ισορροπία, δηλαδή η
σταθερότητα των τιμών, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν εξισώνονται από το ένα μέρος η προσφορά και η ζήτηση των
καταναλωτικών αγαθών και από το άλλο οι επενδύσεις και η αποταμίευση. Ο καθοριστικός παράγοντας της ισορροπίας αυτής,
σύμφωνα με τον Β., έγκειται στην εξίσωση μεταξύ του πραγματικού επιτοκίου που ισχύει στην αγορά και του φυσικού
επιτοκίου, δηλαδή της χρηματικής απόδοσης που οι επιχειρηματίες ελπίζουν να αντλήσουν από τα κεφάλαια που δανείστηκαν. Η
ισορροπία αυτή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτόματα, αντίθετα μάλιστα οι υπάρχουσες διαφορές θα έτειναν να
επιδεινωθούν δημιουργώντας σωρευτικές διαδικασίες οπισθοδρόμησης (όταν το πραγματικό επιτόκιο υπερβαίνει το φυσικό) και
επέκτασης (όταν το πραγματικό επιτόκιο είναι κατώτερο από το φυσικό), διαδικασίες που μόνο η πιστωτική πολιτική των
τραπεζών θα μπορούσε να διορθώσει. Η επίδραση του Β., ελάχιστη όσο ζούσε, έγινε αισθητή κατά τρόπο καθοριστικό μετά το
1930. Από τα σημαντικότερα έργα του Β. είναι: Έρευνες για τη θεωρία της οικονομίας (1896), Νομισματικός τόκος και τιμή των
αγαθών (1898) και Μαθήματα πολιτικής οικονομίας (1901-6).
Βιό, Τέοφιλ ντε- (Theophile de Viau, Κλαράκ, Αζάν 1590 – Παρίσι 1626). Γάλλος ποιητής. Προερχόμενος από προτεσταντική
οικογένεια, υπέστη επανειλημμένες διώξεις κατηγορούμενος για ακολασίες και αναγκάστηκε να μείνει πολλές φορές στην
εξορία. Πέθανε πιθανώς από κατάθλιψη, αφού είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο, και αργότερα κάηκε μόνο εικονικά, με την
κατηγορία του αθεϊσμού. Τα ποιήματά του αντανακλούν ένα φυσιολατρικό αίσθημα, αρκετά σπάνιο στον αιώνα του. Έγραψε
επίσης μια σπουδαία τραγωδία: Πύραμος και Θίσβη (1621).
βιοαισθητήρων, τεχνολογία (Βιολ.). Βλ. λ. βιοτεχνολογία (Οι τεχνολογίες).
βιοανάδραση (biofeedback). Μέθοδος εκμάθησης της αύξησης της ικανότητας ελέγχου των βιολογικών αντιδράσεων ενός
ανθρώπου, όπως είναι η πίεση του αίματος, η ένταση των μυών και η καρδιακή λειτουργία. Ειδικά όργανα χρησιμοποιούνται για
τη μέτρηση των αντιδράσεων αυτών και κατόπιν προσδιορίζονται οι τιμές που πρέπει να προσπαθήσει να επιτύχει ο ασθενής,
χωρίς μηχανική βοήθεια. Η β. χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο των αντανακλαστικών και την κυκλοφορία του αίματος,
ιδίως σε περιπτώσεις κεφαλαλγίας, μερικής παραλυσίας και άγχους.
βιοαποικοδόμηση (Βιολ.). Διαδικασία βαθμιαίας ανοργανοποίησης της οργανικής ύλης, η οποία γίνεται με τη βοήθεια
διαφόρων οργανισμών του οικοσυστήματος, των λεγόμενων αποικοδομητών. Οι οργανισμοί αυτοί είναι συνήθως
μικροοργανισμοί (βακτήρια και μύκητες) οι οποίοι εξασφαλίζουν ενέργεια διασπώντας διαδοχικά τις οργανικές ενώσεις που
περιέχονται στη νεκρή οργανική ύλη· αποικοδομούν δηλαδή τους νεκρούς οργανισμούς, τα νεκρά μέρη (φύλλα, καρποί) και τα
απορρίμματά τους (ούρα, κόπρανα). Τα τελικά προϊόντα της β. είναι ανόργανες ενώσεις του άνθρακα, του φωσφόρου, του θείου
κλπ., που προσλαμβάνονται στη συνέχεια από τους παραγωγούς του οικοσυστήματος, μετατρέπονται σε οργανικές, κυρίως με τη
διαδικασία της φωτοσύνθεσης, και εισέρχονται πάλι στην τροφική αλυσίδα. Με τη β. εξασφαλίζεται η κυκλική ροή της ύλης
μέσα στο οικοσύστημα και καθίσταται δυνατή η συνέχιση της ζωής.
βιοαστροναυτική (Αστροναυτ.). Κλάδος της αστροναυτικής, που εξετάζει τις συνθήκες του διαστήματος, τη διαφορά τους από
εκείνες της επιφάνειας της Γης και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσαν να επιζήσουν στο διάστημα ζωντανοί
οργανισμοί, και κυρίως ο άνθρωπος. Βλ. λ. αστροναυτική.
βιογένεση (Βιολ.). Επιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από κάποιον άλλον (ή
άλλους), προϋπάρχοντα ζωντανό οργανισμό. Η αρχή της β., «omne vivum ex vivo» (= κάθε ζωντανό από ζωντανό),
διατυπώθηκε από τον Γερμανό εμβρυολόγο Όσκαρ Χέρτβιγκ (1849-1922) και είναι αντίθετη προς τη θεωρία της αβιογένεσης ή
αυτόματης γένεσης και τις απόψεις του Αριστοτέλη. Η θεωρία της β. δέχεται ότι η ζωή πρωτοεμφανίστηκε στη Γη με τη
διαδικασία της αβιογένεσης (βλ. λ.), αλλά θεωρείται ότι έκτοτε είναι αδύνατη η σύγχρονη αβιογένεση και η ζωή διαιωνίζεται
μέσω της β. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί προκειμένου να αποκτήσουν απογόνους συνιστούν την
αναπαραγωγή (βλ. λ.).
Οι αβιογενετικές θεωρίες ή θεωρίες της αυτόματης γένεσης ήταν πολύ διαδεδομένες κατά τον 17ο αι. Οι Ιταλοί Φραντσέσκο
Ρέντι (1626-1697) και Λάτζαρο Σπαλαντσάνι (1729-1799) διατύπωσαν πρώτοι επιφυλάξεις και έδειξαν με πειράματα ότι ήταν
λανθασμένες. Ο Άγγλος φυσιοδίφης Τόμας Χάξλεϊ (1825-1895) υποστήριξε στο βιβλίο του Εγχειρίδιο ανατομίας των
ασπόνδυλων ζώων, ότι δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι υπάρχει ή υπήρξε ποτέ αβιογένεση από τότε που εμφανίστηκε η ζωή στον
πλανήτη μας.
Το 1861 ο Λουί Παστέρ διαπίστωσε ότι σε αποστειρωμένο ζωμό κρέατος δεν αναπτύσσονται μικροοργανισμοί και απέδειξε
οριστικά ότι είναι αδύνατη η αβιογένεση στις συνηθισμένες συνθήκες της ζωής, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότητα
αβιογένεσης σε περασμένες γεωλογικές εποχές, όταν επικρατούσαν τελείως διαφορετικές συνθήκες. Πολλοί σύγχρονοι
επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η εμφάνιση της ζωής είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, η οποία άρχισε στη Γη σε πολύ
απομακρυσμένες γεωλογικές εποχές. Τα πειράματα για τη δημιουργία ζωής στα εργαστήρια από την ανόργανη ύλη συνεχίζονται
με εντατικό ρυθμό.
βιογενετικός νόμος (Βιολ.). Νόμος της βιολογίας, σύμφωνα με τον όποιο η εμβρυϊκή ανάπτυξη κάθε οργανισμού (οντογένεση)
είναι μια γρήγορη επανάληψη (ανακεφαλαίωση) των πιο σημαντικών σταδίων της εξέλιξης του είδους (φυλογένεση). Από το
1793, ο Καρλ Φρίντριχ Κιλμέγιερ είχε υποστηρίξει ότι ένας οργανισμός, κατά την εμβρυϊκή του εξέλιξη, περνά με τη σειρά όλα
τα στάδια της εξέλιξης των προγονικών μορφών του. Ωστόσο, μόνο ο Δαρβίνος μπόρεσε να δώσει μια συνεπή επιστημονική
εξήγηση των φαινομένων αυτών. Το 1864, ο Γερμανός εμβρυολόγος Φαμπιόλα Μίλερ ενίσχυσε τη θεωρία αυτή και, μετά από
δύο χρόνια, ο Ερνστ Χάινριχ Χέκελ διατύπωσε την αρχή (νόμος Χέκελ-Μίλερ), στο έργο του, Βιογενετικός νόμος: Η
οντογένεση ανακεφαλαιώνει τη φυλογένεση. Σύμφωνα με τον Χέκελ η ανάπτυξη του εμβρύου ενός οργανισμού περνά μέσα από
στάδια τα οποία αναπαριστώνται από ώριμα άτομα πιο πρωτόγονων ειδών. Το ζυγωτό του ανθρώπου, για παράδειγμα,
αναπαριστάται από το ενήλικο στάδιο των πρωτίστων, το στάδιο του βλαστιδίου από τις αποικιακές μορφές των πρωτίστων, ενώ
το στάδιο του εμβρύου που εμφανίζει βραγχιακές σχισμές, από ένα ενήλικο ψάρι. Η ορθότητα και η ισχύς του νόμου
αμφισβητήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα.
βιογεωγραφία (Βιολ.). Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη γεωγραφική εξάπλωση των ζωντανών οργανισμών·
διακρίνεται στη ζωογεωγραφία και στη φυτογεωγραφία. Η β. δεν επιδιώκει απλώς να γνωρίσει και να ομαδοποιήσει τα διάφορα
είδη στις ιδιαίτερες περιοχές τους, αλλά αναζητά και εξηγεί τα αίτια της εξάπλωσής τους, εξετάζοντας την πορεία των διαφόρων
ομάδων οργανισμών, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση και την εξέλιξη των γεωγραφικών περιοχών όπου ζουν. Βλ. λ.
ζωογεωγραφία· φυτογεωγραφία.
βιογεωχημικοί κύκλοι (Βιολ.). Οι διεργασίες ανακύκλωσης των χημικών στοιχείων στη φύση, οι οποίες περιλαμβάνουν
βιολογικά, γεωλογικά και χημικά φαινόμενα· ονομάζονται επίσης κύκλοι της ύλης. Αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των
οικοσυστημάτων και συνεπώς για την επιβίωση των οργανισμών είναι η εισαγωγή ενέργειας και η ύπαρξη των χημικών
στοιχείων, με τα οποία οι οργανισμοί συνθέτουν τις απαραίτητες γι’ αυτούς οργανικές ενώσεις. Ενώ όμως η βιόσφαιρα
εφοδιάζεται συνεχώς με ενέργεια από τον ήλιο, οι ποσότητες των χημικών στοιχείων που διαθέτει είναι πεπερασμένες και δεν
αναπληρώνονται, καθώς ο πλανήτης, με την εξαίρεση των μετεωριτών, δεν έχει εισροές σε χημικά στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν
είναι απαραίτητη η ύπαρξη διεργασιών με τις οποίες τα χημικά στοιχεία που έχουν ενσωματωθεί στους οργανισμούς
επιστρέφουν στο περιβάλλον τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής των οργανισμών όσο και μετά τον θάνατό· προκειμένου τα
στοιχεία αυτά να χρησιμοποιηθούν εκ νέου από άλλους οργανισμούς, είναι αναγκαία η διαδικασία της βιοαποικοδόμησης (βλ.
λ.). Η κυκλοφορία, ωστόσο, των στοιχείων, δε γίνεται αποκλειστικά διαμέσου των τροφικών αλυσίδων, αλλά περιέχει και
στάδια χημικών αντιδράσεων και γεωλογικών διεργασιών, στο αβιοτικό περιβάλλον, γι’ αυτό και οι κύκλοι ονομάζονται β.κ.·
για τα περισσότερα στοιχεία η αβιοτική φάση έχει μεγαλύτερη σημασία επειδή διαρκεί πολύ περισσότερο από τη βιοτική αλλά
και επειδή καθορίζει τη διαθεσιμότητά τους προς τους οργανισμούς.
Από τα 92 φυσικώς υπάρχοντα χημικά στοιχεία, λιγότερα από τα μισά χρησιμοποιούνται από τους οργανισμούς. Αυτά, με
κριτήριο την ποσότητα με την οποία είναι αναγκαία στους οργανισμούς, διακρίνονται σε κύρια, μακροθρεπτικά και
μικροθρεπτικά. Στα κύρια στοιχεία, δηλαδή αυτά που είναι απολύτως αναγκαία και βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στους
ζωντανούς οργανισμούς, περιλαμβάνονται ο άνθρακας, το οξυγόνο και το υδρογόνο, τα οποία συνολικά αποτελούν περίπου το
95% κ. β. της έμβιας ύλης. Στα μακροθρεπτικά στοιχεία περιλαμβάνονται το άζωτο, το θείο, ο φώσφορος, το κάλιο, το νάτριο,
το ασβέστιο και το χλώριο, τα οποία γενικά χρειάζονται σε πολύ μικρότερες ποσότητες από τα προηγούμενα.
Τα μικροθρεπτικά στοιχεία (αλλιώς, ιχνοστοιχεία ή ολιγοστοιχεία), στα οποία περιλαμβάνονται το μαγνήσιο, το βόριο, το ιώδιο,
το κοβάλτιο, ο χαλκός, το μαγγάνιο, ο ψευδάργυρος κ.ά., αν και χρειάζονται σε ελάχιστες ποσότητες, είναι απολύτως
απαραίτητα για τις λειτουργίες των οργανισμών και συνιστούν περίπου το 0,01% της έμβιας ύλης.
Κάθε μακροθρεπτικό και μικροθρεπτικό χημικό στοιχείο ακολουθεί έναν καθορισμένο γι’ αυτό β.κ. Όλοι οι β.κ. περιλαμβάνουν
μια δεξαμενή αποθήκευσης του ανακυκλούμενου στοιχείου και μια διαδικασία ανταλλαγής του, μεταξύ των βιοτικών και των
αβιοτικών παραγόντων των οικοσυστημάτων. Οι κύκλοι των οποίων η δεξαμενή είναι η ατμόσφαιρα (κύκλος άνθρακα,
οξυγόνου, αζώτου) χαρακτηρίζονται αέριοι, ενώ οι κύκλοι των οποίων η δεξαμενή είναι ο φλοιός της Γης (κύκλος φωσφόρου,
θείου) χαρακτηρίζονται ιζηματογενείς. Ειδικά ο κύκλος του θείου περιλαμβάνει εκτός από την ιζηματογενή και αέρια φάση. Οι
αέριοι κύκλοι τείνουν να είναι πιο ολοκληρωμένοι από τους ιζηματογενείς, με την έννοια ότι έχουν την ικανότητα να
αυτορρυθμίζονται γρηγορότερα από τους δεύτερους. Αν, για παράδειγμα, σε μια περιοχή οι αυξημένες βιομηχανικές καύσεις
προκαλέσουν αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, η διασπορά του αερίου με τον άνεμο και
η αυξημένη πρόσληψή του από τα φυτά, για τις ανάγκες της φωτοσύνθεσης, τείνουν να επαναφέρουν τη συγκέντρωση στα
φυσιολογικά επίπεδα. Αντιθέτως, διαταραχές που γίνονται σε ιζηματογενείς κύκλους αντισταθμίζονται με πολύ μικρότερη
ταχύτητα, καθώς οι μεταβολές στον φλοιό της Γης, όπως διάβρωση και αποσάθρωση, εκτυλίσσονται πολύ πιο αργά από τις
μεταβολές στην ατμόσφαιρα. Στους ιζηματογενείς κύκλους, γενικώς, όταν ένα χημικό στοιχείο προστίθεται στη δεξαμενή
αποθήκευσης με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που επιστρέφει στη δεξαμενή ανταλλαγής, υπάρχει κίνδυνος να πάψει να
είναι διαθέσιμο στους οργανισμούς και τα οικοσυστήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανεξάρτητα πάντως από το πόσο αργά
ή γρήγορα μπορούν να αποκαθίστανται οι διαταραχές στους κύκλους, η ικανότητα αυτορρύθμισής τους δεν είναι απεριόριστη.
Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε πολλές από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στους β.κ. προκαλούν σημαντικές οικολογικές διαταραχές.
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τους επιμέρους κύκλους, ο αναγνώστης παραπέμπεται στα αντίστοιχα λήμματα (π.χ.
αζώτου, κύκλος· άνθρακας κ.ο.κ.).
βιογραφία (Λογοτ.). Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία
αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των
πολύπλευρων δεσμών του με το κοινωνικό και ευρύτερα ιστορικό περιβάλλον της εποχής του. Οι β. έχουν συνήθως αντικείμενο
μελέτης τη ζωή ανθρώπων που διακρίθηκαν στον συγκεκριμένο κύκλο δραστηριότητάς τους και η προσωπική τους περιπέτεια
συνυφάνθηκε με μια γενικότερη κοινωνική σημασία.
Στην ελληνική αρχαιότητα, η συγγραφή βιβλίων με βιογραφικό περιεχόμενο άνθησε την εποχή των διαδόχων του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, οπότε εμφανίστηκε μια πλειάδα επιφανών ιστορικών όπως ο Δικαίαρχος, ο Αριστοξένης ο Ταραντίνος, ο Φανίας, ο
Ιδομενέας ο Λαμψακηνός, ο Θεόπομπος ο Χίος, ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης κ.ά., που επιδόθηκαν στη σκιαγράφηση της ζωής
διαφόρων ιστορικών προσώπων. Κυρίως όμως η β. μορφοποιήθηκε ως φιλολογικό είδος με υποδειγματικό τρόπο από τον
Πλούταρχο, ο οποίος με τους Παράλληλους βίους (οι αρχαίοι ονόμαζαν τις β. βίους) απέδειξε τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο
που μπορεί να παίξει στη βαθύτερη κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας η βιογραφική εξέταση της ζωής των ατόμων
εκείνων που τη σημάδεψαν, όταν ο βιογράφος τους διαθέτει ψυχογραφική ικανότητα και ανεπτυγμένη ιστορική αίσθηση. Στους
χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ξεχώρισαν ως βιογράφοι ο Κορνήλιος Νέπος, που έγραψε μια σειρά βιογραφικών
ιστοριών με θέμα τη δράση και το έργο μιας σειράς επιφανών ανδρών, ο Σουητώνιος, που πραγματεύτηκε στο βιβλίο του Βίοι
των Καισάρων τη ζωή διαφόρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων και ο Κορνήλιος Τάκιτος (2ος αι. μ.Χ.), ο οποίος έγραψε μία από τις
καλύτερες β. της λατινικής φιλολογίας, που αναφερόταν στον πεθερό του και είχε τον τίτλο Για τη ζωή και τον χαρακτήρα του
Γναίου Ιουλίου Αγρικόλα.
Κατά τους μετακλασικούς χρόνους στην Ευρώπη, τα βιβλία βιογραφικού περιεχομένου αφορούσαν αρχικά τη ζωή των αγίων και
των διαφόρων ηγεμόνων. Οι ιστορικοί του Μεσαίωνα, όπως ο Τζέφρι Μόνμαουθ, ο Μάθιου Πάρις κ.ά., εντόπισαν το
ενδιαφέρον τους στην περιγραφή των ανθρώπινων ατελειών και ικανοτήτων, υποτιμώντας, έως έναν βαθμό, τον παράγοντα της
αντικειμενικότητας στις ιστορικές τους καταγραφές.
Με μια αυστηρότερη τυπολογική έννοια, η β. άρχισε να αναπτύσσεται τον 16ο αι. Μεταξύ των αντιπροσωπευτικότερων
βιογραφικών έργων που γράφτηκαν τον αιώνα εκείνο ήταν η Ζωή του Ριχάρδου Γ’ (1513;) του Κάρντιναλ Μόρτον, που
αποδόθηκε εσφαλμένα στον Τόμας Μορ, Η ζωή του Moρ (1535;) του Ρόπερ και Η ζωή του Γουόλσεϊ (1554-57) του Κάβεντις.
Στα αξιόλογα δείγματα της βιογραφικής φιλολογίας του 17ου αι. ανήκουν Η ζωή του Ερρίκου Η’ (1621) του Μπέικον, οι Βίοι
(1640-78) του Γουόλτον και τα Βιογραφικά Σημειώματα του Όμπρεϊ, που άρχισε να τα συντάσσει τη δεκαετία του 1660. Στο
τελευταίο συναντάμε για πρώτη φορά τη γνήσια ανθρώπινη φωνή του συγγραφέα να σχολιάζει με μια κρυφή αυταρέσκεια και σε
έναν ευτράπελο τόνο τους ερωτικούς δεσμούς και τους αταίριαστους γάμους των ανθρώπων που διάλεξε να βιογραφήσει. Η
αρτίωση όμως της νεότερης μορφής της βιογραφικής εξιστόρησης πραγματοποιήθηκε τον 18ο αι. με το βιβλίο Βίοι Ποιητών
(1779-81), του Σάμουελ Τζόνσον, ο οποίος υπερασπίστηκε την αυτάρκεια του φιλολογικού αυτού είδους και υποστήριξε ότι
αποτελεί τη μόνη εκφραστική μορφή που προσιδιάζει για την αποτύπωση της αλήθειας. Δικαιολογημένα συνεπώς ο θεμελιωτής
της ευρωπαϊκής βιογραφικής παράδοσης αποτέλεσε το θέμα της πασίγνωστης β. του Τζέιμς Μπόσγουελ, Η ζωή του Σάμουελ
Τζόνσον (1791), που άσκησε καταλυτική επίδραση στους σημαντικότερους βιογράφους του 19ου αι. Τον αιώνα αυτό η β.
συνέχισε να εξελίσσεται (Η ζωή του Σκοτ του Λόκχαρτ, Η ζωή του Μπλέικ του Γκίλχριστ, Η ιστορία του Φρειδερίκου του
Μεγάλου του Καρλάιλ, η Απολογία της δικής του ζωής του καρδινάλιου Νιούμαν, που θεωρείται από πολλούς το σπουδαιότερο
βιογραφικό έργο του 19ου αι. κ.ά.) και μάλιστα άρχισε να γίνεται αισθητή η επίδρασή της στη δομή του μυθιστορηματικού
λόγου. Το Πρελούδιο του Γουέρντζγουερθ, τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, της Μπροντέ κ.ά. φανερώνουν τις πολλαπλές
συνάφειες και τους εσωτερικούς δεσμούς ανάμεσα στην εμπειρική βιογραφική πραγματικότητα και στη δημιουργική φαντασία
κατά τη διάρκεια της ρομαντικής περιόδου. Η διαδικασία της σύγκλισης και τελικά της όσμωσης των δύο αυτών τύπων
αφηγηματικής απεικόνισης κορυφώθηκε στα τέλη του αιώνα με την έκδοση μιας σειράς λογοτεχνικών β., όπως Πατέρας και
Γιος του Γκος ή βιογραφικών μυθιστορημάτων όπως Ο δρόμος κάθε σάρκας του Μπάτλερ.
Στον 20ό αι., οι βιογράφοι έδωσαν περισσότερη έμφαση στην αντικειμενική διαχείριση του υλικού τους και ενδιαφέρονταν
κυρίως για την ιχνηλάτηση των ψυχολογικών γνωρισμάτων των βιογραφούμενων προσώπων. Χαρακτηριστικά δείγματα της
τάσης αυτής είναι οι Διάσημοι Βικτοριανοί του Λίντον Στράτσεϊ, Η ζωή του Μαρκ Τουέν του Άλμπερτ Πέιν, Ο Γουίτμαν του
Καρλ Βαν Ντόρεν κ.ά. Πρόσφατα παρουσιάζεται ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τη δυνατότητα μιας αποτελεσματικής σύνθεσης
της μυθιστορηματικής και βιογραφικής αφηγηματικής τεχνικής. Οι παραδοσιακές διακρίσεις ανάμεσα στη β., στην προσωπική
ιστορία (ημερολόγιο – εξομολόγηση) και στο μυθιστόρημα (ιδιαίτερα αυτό που είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο), τείνουν να
αμβλυνθούν (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο του Τρούμαν Καπότε Εν ψυχρώ), ενώ από την άλλη μεριά η
διάκριση ανάμεσα στον αυτοβιογραφικό λόγο και στο μυθιστόρημα έχει στην ουσία εξαλειφθεί. Για την αυτοβιογραφία, βλ. λ.
αυτοβιογραφία· απομνημονεύματα.
βιογραφικό σημείωμα. Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα
συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για ειδικό λόγο (π.χ. για να τον προσλάβει σε συγκεκριμένη εργασία). Το β.σ. δεν έχει
καθορισμένο τύπο, απαιτείται όμως να περιέχει βασικές κατηγορίες πληροφοριών: βασικά στοιχεία ταυτότητας (όνομα,
επώνυμο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση)· πληροφορίες για το μορφωτικό επίπεδο (τίτλοι σπουδών, σεμινάρια, γλώσσες,
γνώση υπολογιστών κλπ.)· προϋπηρεσία (προηγούμενοι εργοδότες και είδη εργασιών). Ευνόητο είναι ότι η σωστή,
ορθογραφημένη και καλαίσθητη εμφάνιση του β.σ. προδιαθέτει ευνοϊκά εκείνον στον οποίο απευθύνεται.
βιοέλεγχος (Βιολ.). Βλ. λ. βιολογικός έλεγχος.
βιοηθική. Διεπιστημονικός κλάδος, ο οποίος αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. και ασχολείται με την
κατανόηση και την αντιμετώπιση των ηθικών και νομικών προβλημάτων που αφορούν τις βιολογικές και ιατρικές επιστήμες·
πρόκειται ουσιαστικά για μια σειρά ηθικών ζητημάτων που ανακύπτουν από τη χρήση των αποτελεσμάτων των επιστημών
αυτών στη ζωή του ανθρώπου. Τα κυριότερα από αυτά είναι η ευθανασία, η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση, τα
ανθρώπινα μοσχεύματα και, πιο πρόσφατα, η γενετική τροποποίηση των οργανισμών και η κλωνοποίηση. Οι ειδικοί της β.
παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με τα θέματα αυτά, κυρίως κατά την κατάρτιση και ανανέωση του νομικού
πλαισίου κάθε χώρας σε τέτοια ζητήματα.
Η β. συνδέεται άρρηκτα με επιστήμες όπως η γενετική, η βιοτεχνολογία, η ιατρική, η νομική, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία και
η θεολογία. Ειδικότερα με τις προόδους της βιοτεχνολογίας και της γενετικής, ο ρόλος της β. έχει καταστεί σημαντικότατος,
καθώς συχνά πλέον ανακύπτουν ερωτήματα για τις επιπτώσεις των ερευνών και της εφαρμογής των αποτελεσμάτων τους. Η β.
καλείται να αποσαφηνίσει τα κριτήρια με τα οποία οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι εφαρμογές τους μπορούν να θεωρηθούν
ηθικές και ορθές ή ανήθικες, εσφαλμένες και κατά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
βιοηλεκτρισμός (Βιολ.). Ασθενή ηλεκτρικά ρεύματα τα οποία παράγονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών κατά τις
βιολογικές λειτουργίες. Τα βιοηλεκτρικά φαινόμενα στα ζωντανά κύτταρα οφείλονται σε διαφορές συγκέντρωσης ιόντων στις
δύο πλευρές της κυτταρικής τους μεμβράνης. Η έντασή τους εξαρτάται από τη λειτουργική κατάσταση των ιστών, επομένως η
μελέτη των μεταβολών τους μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες τόσο στη μελέτη της φυσιολογίας τους, όσο και στη
διάγνωση παθολογικών καταστάσεων. Ενδεικτικά, το ερεθισματαγωγό σύστημα της καρδιάς ξεκινά από τον φλεβόκομβο που
αποτελείται από μια ομάδα ειδικών κυττάρων και βρίσκεται στο τοίχωμα του δεξιού κόλπου. Από τον φλεβόκομβο, τα
βιοηλεκτρικά ερεθίσματα μεταφέρονται στον κολποκοιλιακό κόμβο, από εκεί στις κοιλίες με το δεμάτιο του ΗΙS και τέλος σε
όλο το μυοκάρδιο. Το γνωστό όργανο που λέγεται ηλεκτροκαρδιογράφος έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει αυτά τα
βιοηλεκτρικά ερεθίσματα, να τα ενισχύει και να τα καταγράφει στο λεγόμενο ηλεκτροκαρδιογράφημα που δίνει μια εικόνα της
λειτουργίας της καρδιάς. Ανάλογη διαγνωστική αξία έχουν τα βιοηλεκτρικά φαινόμενα του νευρικού συστήματος.
Βίοι Αγίων (Εκκλ.). Βλ. λ. Συναξάρι.
Βίοι Παράλληλοι. Σειρά ιστορικοβιογραφικών μονογραφιών του Πλούταρχου (βλ. λ.), ιστορικού συγγραφέα από τη
Χαιρώνεια της Βοιωτίας, που γράφτηκαν στα τέλη του 1ου και στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για 22 ζεύγη βιογραφιών,
καθένα από τα οποία περιλαμβάνει και συγκρίνει έναν επιφανή Έλληνα και έναν Ρωμαίο. Τα πρόσωπα αυτά είναι τα εξής:
Θησέας και Ρωμύλος, Λυκούργος και Νουμάς, Σόλων και Ποπλικόλας, Θεμιστοκλής και Κάμιλλος, Περικλής και Φάβιος
Μάξιμος, Αλκιβιάδης και Κοριολανός, Τιμολέων και Παύλος Αιμίλιος, Πελοπίδας και Μάρκελλος, Αριστείδης και Κάτων ο
πρεσβύτερος, Φιλοποίμην και Κόιντος Φλαμινίνος, Πύρρος και Μάριος, Λύσανδρος και Σύλλας, Κίμων και Λούκουλλος, Νικίας
και Κράσσος, Ευμένης και Σερτώριος, Αγησίλαος και Πομπήιος, Αλέξανδρος και Ιούλιος Καίσαρ, Φωκίων και Κάτων ο
νεότερος, Άγις και Κλεομένης, Τιβέριος και Γάιος Γράκχος, Δημοσθένης και Κικέρων, Δημήτριος ο Πολιορκητής και Αντώνιος,
Δίων και Βρούτος.
Μεμονωμένες σώζονται επίσης οι βιογραφίες του Αράτου, του Γάλβα, του Όθωνος, τους Αρταξέρξη του Μνήμονος. Χάθηκαν
τα αντίστοιχα έργα για τον Λεωνίδα, τον Επαμεινώνδα, τον Αριστομένη, τον Σκιπίωνα και ορισμένους Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Σημαντικές είναι οι συγκρίσεις των βιογραφουμένων στο τέλος κάθε ζεύγους βίων.
βιοκλιματολογία (Βιολ.). Επιστημονικός κλάδος που μελετά την επίδραση των κλιματικών συνθηκών στους ζωντανούς
οργανισμούς. Οι επιδράσεις αυτές, με τις οποίος πρώτος ασχολήθηκε ο Ιπποκράτης περίπου το 400 π.Χ., είναι είτε άμεσες είτε
έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και τη συμπεριφορά τους. Οι
σχέσεις αυτές μπορεί να είναι αμφίδρομες, γιατί και οι ζωντανοί οργανισμοί είναι δυνατόν να επηρεάζουν με την παρουσία και
τις δραστηριότητές τους τις τιμές των κλιματικών παραγόντων μιας περιοχής.
Επιδράσεις του κλίματος στα φυτά. Το κλίμα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη σύνθεση της χλωρίδας, δηλαδή την αφθονία και την
ποικιλία των φυτικών ειδών μιας περιοχής, όπως επίσης και το είδος της φυτοκάλυψης, δηλαδή τη μορφή κάλυψης της
επιφάνειας της Γης από τα φυτά (δάση, λιβάδια, έρημοι κλπ.). Η επίδρασή του μπορεί να επηρεαστεί αποφασιστικά σε τοπικό
επίπεδο από τις εδαφικές ιδιομορφίες μιας περιοχής, όπως, για παράδειγμα, από τη διαπερατότητα του εδάφους της στο νερό. Γι’
αυτό τον λόγο διακρίνονται τρία είδη κλίματος, ανάλογα με την έκταση της υπό μελέτη περιοχής. Το μακροκλίμα αφορά
συνήθως μια μεγάλη περιοχή της Γης και, όπως είναι φυσικό, μπορεί να υποστεί μεγάλες τοπικές διαφοροποιήσεις. Επομένως,
παίζει μικρότερο ρόλο στην επιμέρους γεωγραφική κατανομή των φυτών. Το τοποκλίμα ή μεσοκλίμα αφορά μια μικρότερη
περιοχή (για παράδειγμα, ένα οροπέδιο ή την πλαγιά ενός βουνού) και επηρεάζει περισσότερο τα φυτά. Το μικροκλίμα ή κλίμα
του ελαχίστου χώρου, δηλαδή οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη, πολύ μικρής έκτασης περιοχή, έχει
ακόμα πιο έντονη επίδραση στη χλωρίδα και στη βλάστηση. Οι κυριότεροι επιμέρους κλιματικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη
γεωγραφική κατανομή και τη λειτουργία των φυτών είναι η θερμότητα, το φως, η υγρασία και ο άνεμος. Ενδεικτικά, στις
περιοχές στις οποίες οι βροχές είναι λίγες επικρατούν φυτά τα οποία έχουν αναπτύξει ποικίλες προσαρμογές για την
εξοικονόμηση νερού (βλ. λ. ξηρόφυτα).
Επιδράσεις του κλίματος στα ζώα. Ανάλογες με εκείνες που παρατηρούνται στα φυτά είναι και οι επιδράσεις του κλίματος στα
ζώα. Το κλίμα επηρεάζει και έμμεσα τη σύνθεση της πανίδας, καθορίζοντας τη μορφή της βλάστησης. Όλα τα ζώα προτιμούν τις
άριστες γι’ αυτά τιμές των κλιματικών παραγόντων, άλλα όμως από αυτά παρουσιάζουν μεγάλα όρια αντοχής στις μεταβολές
τους και άλλα όχι. Ενδεικτικά, οι θερμοκρασίες στις οποίες επιβιώνει ένα ζώο χωρίζονται σε κατηγορίες: άριστη θερμοκρασία
για έναν οργανισμό είναι εκείνη στην οποία εκτελεί με τον καλύτερο τρόπο τις λειτουργίες του, ενώ στη θερμοκρασία αντοχής
(μέγιστη και ελάχιστη) επιβιώνει μεν, αλλά δεν είναι σε θέση να τραφεί κανονικά και να αναπαραχθεί. Σε ενδιάμεσες
θερμοκρασίες μεταξύ της ελάχιστης και μέγιστης θερμοκρασίας αντοχής, εκτός της άριστης, ο οργανισμός επιβιώνει άνετα,
τροποποιώντας ίσως ορισμένες λειτουργίες· σε θερμοκρασίες, τέλος, έξω από το εύρος αντοχής, ο οργανισμός πεθαίνει. Πολλά
ζώα, σε αντίθεση με τα φυτά, έχουν τη δυνατότητα μετακίνησης, σε απόκριση προς τις κλιματικές συνθήκες· οι μεταναστεύσεις
διαφόρων ειδών γίνονται ακριβώς με σκοπό την αναζήτηση των καλύτερων δυνατών συνθηκών επιβίωσης ανάλογα με την
εποχή του έτους (βλ. λ. αποδημητικοί οργανισμοί).
Επιδράσεις του κλίματος στον άνθρωπο. Το κλίμα επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη γεωγραφική κατανομή και τις
δραστηριότητες των ανθρώπων, τόσο άμεσα (επιλογή των καλύτερων δυνατών κλιματικών συνθηκών) όσο και έμμεσα, μέσω
της επίδρασής του στη χλωρίδα και στην πανίδα μιας περιοχής. Εντούτοις, η επίδρασή του είναι μικρότερη από εκείνη που ασκεί
στους άλλους οργανισμούς, γιατί χάρη στη νοημοσύνη τους και στην τεχνολογία που αναπτύσσουν, οι άνθρωποι έχουν την
ικανότητα να δημιουργούν ευνοϊκά μικροκλίματα σχεδόν σε οποιαδήποτε περιοχή της επιφάνειας της Γης. Έτσι, η γεωγραφική
κατανομή τους δεν συμπίπτει πάντα με τη γεωγραφική κατανομή των βέλτιστων κλιματικών συνθηκών. Θα πρέπει να ληφθεί
υπόψη και το γεγονός ότι η κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων εμπλέκει και κοινωνικούς παράγοντες στην επιλογή του τόπου
διαμονής, κατά συνέπεια και στη γεωγραφική τους κατανομή.
βιοκοινότητα (Οικολ.). Το σύνολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο, για το ίδιο χρονικό διάστημα
και στο σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αναπτύσσουν μεταξύ τους (αναφέρεται και ως βιοκοινωνία). Οι σχέσεις
μεταξύ των οργανισμών μπορεί να είναι τροφικές, ανταγωνιστικές, συνεργασίας, παρασιτισμού, συμβίωσης κλπ. Η β. είναι
δηλαδή κάτι παραπάνω από απλή συνάθροιση των πληθυσμών των ειδών, καθώς περιλαμβάνει και τις αλληλεπιδράσεις τους.
Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης η β. αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από αυτήν του πληθυσμού, δηλαδή από το σύνολο των
οργανισμών ενός συγκεκριμένου είδους. Ταυτόχρονα έχει στενότερη έννοια από το οικοσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τόσο
τη β. όσο και τους αβιοτικούς παράγοντες (χημικά συστατικά, μορφή εδάφους κλπ.) του περιβάλλοντος, με τους οποίους
βρίσκονται επίσης σε συνεχή αλληλεπίδραση. Σε ένα δάσος κωνοφόρων, για παράδειγμα, ζουν πολλά είδη ζώων και φυτών που
αποτελούν τη β. του δάσους, η οποία σε συνδυασμό με το αβιοτικό περιβάλλον αποτελεί το οικοσύστημα αυτού του δάσους.
Με κριτήριο τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν για την εξασφάλιση ενέργειας, οι οργανισμοί κάθε β. διακρίνονται σε
αυτότροφους ή παραγωγούς και σε ετερότροφους, δηλαδή τους καταναλωτές διαφόρων τάξεων και τους αποικοδομητές.
Η β. μπορεί να οριστεί σε διάφορες κλίμακες ή επίπεδα, ανάλογα με το μέγεθος του βιότοπου που ορίζει κάθε φορά ο μελετητής·
για παράδειγμα, το σύνολο των οργανισμών σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να θεωρηθεί μια β., όπως μπορεί να θεωρηθεί και η
μικροχλωρίδα του εντέρου του ανθρώπου. Η δυνατότητα ανεύρεσης ευκρινών ορίων ανάμεσα στις β., στον χώρο, εξαρτάται από
τον τρόπο μεταβολής των περιβαλλοντικών συνθηκών· αν, για παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες μεταβάλλονται
ασυνεχώς, τότε συνήθως διαφορετικές ομάδες ειδών αντικαθιστούν η μία την άλλη στον χώρο, ενώ αν η μεταβολή είναι
προοδευτική και συνεχής, η διαδοχή των οργανισμών γίνεται κατ’ ανάλογο τρόπο. Η σύνθεση μιας β. αλλάζει, όμως, και με το
πέρασμα του χρόνου· οι μεταβολές αυτές μπορεί να είναι εποχιακές, ή μη εποχιακές χρονοβόρες αλλαγές, που αποτελούν τη
διαδοχή (βλ. λ. οικολογική διαδοχή).
Ο απλούστερος τρόπος για να χαρακτηριστεί μια β., είναι να προσδιοριστεί η ποικιλότητα της, δηλαδή να καταγραφούν οι
διαφορετικές ταξινομικές μονάδες που υπάρχουν σε αυτήν, καθώς και η αφθονία του κάθε είδους· για τον σκοπό αυτόν
χρησιμοποιούνται διάφορες μαθηματικές εξισώσεις που ονομάζονται δείκτες ποικιλότητας.
βιοκοινωνία (Οικολ.). Βλ. λ. βιοκοινότητα.
βιοκυβερνητική (Βιολ.). Η εφαρμογή της κυβερνητικής σε διάφορους τομείς μελέτης των ζωντανών οργανισμών, δηλαδή στις
βιολογικές επιστήμες. Περιλαμβάνει τη θεωρία της μνήμης και μάθησης, την έννοια της επικοινωνίας ως στατιστικού
προβλήματος μετάδοσης των μηνυμάτων, τη θεωρία της μελέτης των πιθανών συνεπειών σε στατιστικό επίπεδο (απώλεια ή
λάθος μετάδοση μηνύματος) και τη μελέτη των αναδραστικών (feedback) μηχανισμών οι οποίοι επιτρέπουν στο υπό μελέτη
σύστημα να αξιοποιεί καλύτερα την πληροφορία και να τη χρησιμοποιεί για τη βελτίωση της αποδοτικότητάς του. Η β. βρίσκει
εφαρμογές σε όλους τους τομείς της σύγχρονης βιολογίας (κυτταρική βιολογία, γενετική, εξέλιξη, οικολογία κλπ.).
βιόλα (Viola). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βιολιδών· περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, μεταξύ των οποίων
πολυάριθμα καλλιεργούμενα φυτά, γνωστά με τις κοινές ονομασίες βιολέτες ή μενεξέδες και πανσέδες. Βλ. λ. βιολέτα· πανσές.
βιόλα (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές, που κουρδίζονται κατά πέμπτες (Ντο, Σολ, Ρε, Λα) και
ηχούν μία οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό
μηχανισμό και τεχνική με αυτό. Ο ήχος της είναι βαθύς, αλλά διαπεραστικός και πλούσιος σε παλμικές δονήσεις.
Αν και η καταγωγή της ανάγεται στον 13ο αι., μεταξύ 16ου και 17ου αι. ονόμαζαν β. όλα τα όργανα της οικογένειας των
εγχόρδων. Οι β. διακρίνονταν τότε σε δύο είδη: στις β. ντα μπράτσο (viole da bracchio), που έμοιαζαν πιο πολύ με το βιολί, και
στις β. ντα γκάμπα (viole da gambα) που, ανάλογα με την έκταση και τον τρόπο που κουρδίζονταν, περιλάμβαναν από τη μια
μεριά τις οξύφωνες, υψίφωνες, μεσόφωνες, βαρύτονες και βαθύφωνες β. και από την άλλη έναν νόθο τύπο οργάνου, που
βρισκόταν μεταξύ βαθύφωνου και οξύφωνου. Η μεσόφωνος του νόθου αυτού τύπου είναι η β. ντ’ αμόρε (viola d’ amore) με 5
έως 7 χορδές, που στηρίζονται πάνω σε καβαλάρη, και 7-14 συμπαθητικές χορδές, κουρδισμένες σε ταυτοφωνία με τις
αντίστοιχες κύριες, με τις οποίες και συνηχούν, όπως συνηθίζεται να λέγεται, εκ συμπαθείας.
Μερικοί θεωρούν τη β. ντ’ αμόρε όργανο αγγλικής επινόησης των μέσων του 17ου αι., χωρίς όμως να υπάρχουν και ανάλογα
όργανα εκείνης της εποχής. Άλλοι πάλι τη θεωρούν ιταλικής επινόησης και ως απόδειξη φέρουν το γεγονός ότι το 1720 ένας
Ολλανδός δεξιοτέχνης έπαιξε πάνω σε μια β. ντ’ αμόρε με επτά χορδές, βενετικής κατασκευής. Σε κάθε περίπτωση, Ιταλοί ήταν
οι πρώτοι αξιόλογοι κατασκευαστές και δεξιοτέχνες, μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ο διάσημος, τον 18ο αι., βιολιστής
Ατίλιο Αριόστι (1666-1740) που, μεταξύ άλλων, έγραψε και μια συλλογή από τέσσερα μαθήματα και κομμάτια για β. ντ’ αμόρε
(1728). Αργότερα μεταχειρίστηκε β. ντ’ αμόρε και ο Μάγερμπερ, στην πρώτη πράξη του μελοδράματός του Οι Ουγενότοι
(1836). Η σύγχρονη β., αντίθετα με το βιολί, δεν βρήκε μεγάλη απήχηση ως όργανο δεξιοτεχνίας και η φιλολογία της είναι
μάλλον περιορισμένη. Ενδεικτικά αναφέρουμε το συμφωνικό ποίημα του Μπερλιόζ Ο Χάρολντ στην Ιταλία, αφιερωμένο στον
Παγκανίνι, που ωστόσο δεν το έπαιξε ποτέ, και τις συνθέσεις του Χίντεμιτ με συνοδεία πιάνου ή ορχήστρας.
Βιόλα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1926. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 15,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
12,3. Διεθνώς ονομάζεται Viola 1076.
βιόλα ντ’ αμόρε (Μουσ.). Βλ. λ. βιόλα.
Βιολέ-λε-Ντικ, Εζέν Εμανουέλ (Eugene Emmanuel Viollet-le-Duc, Παρίσι 1814 – Λοζάνη 1879). Γάλλος αρχιτέκτονας και
αρχαιολόγος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους του νεογοτθικού πνεύματος στην αρχιτεκτονική. Γιος φανατικού
βιβλιόφιλου, αισθάνθηκε από τη νεανική του ηλικία ιδιαίτερη κλίση προς τη μελέτη της μεσαιωνικής αρχαιολογίας και
αφιερώθηκε στις αποκαταστάσεις των μεσαιωνικών αστικών, θρησκευτικών και στρατιωτικών μνημείων της Γαλλίας.
Εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο στην Παναγία των Παρισίων, στη Σεν Σαπέλ, στον Σεν Ζερμέν λ’ Οζερουά, στον Σεν Σεβρέν, σε
πολυάριθμες εκκλησίες του Βεζλέ, του Πουασί, του Σεμίρ, στο μοναστήρι του Σεν Ντενί, στους καθεδρικούς ναούς της Αμιέν
και της Σανς. Σήμερα, οι θεωρητικές θέσεις πάνω στις οποίες στήριξε τις επισκευές και τις αποκαταστάσεις του δεν είναι γενικά
αποδεκτές, γιατί ξεκινούν από την επικίνδυνη πεποίθηση ότι είναι δυνατόν, με αρχαιολογικά δεδομένα και αναγωγές, να
ανακατασκευαστούν τμήματα αρχαίων κτιρίων εντελώς κατεστραμμένα ή ότι μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν κομμάτια
φθαρμένα από τον χρόνο, με καινούργια. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι ήταν ο πρώτος που πρόσεξε τα μέχρι τότε
περιφρονημένα μεσαιωνικά μνημεία και φρόντισε για τη συντήρησή τους. Χαρακτηριστικό δείγμα των κριτηρίων
αποκατάστασης του Β. είναι οι αναστηλώσεις των μεσαιωνικών στρατιωτικών οχυρώσεων της πόλης Καρκασόν (έγιναν το
1853), για τις οποίες υπάρχει η ενδιαφέρουσα τεκμηρίωση της σειράς των σχεδίων του. Ο Β. διατύπωσε με σαφήνεια τις
αντιλήψεις του στις παραδόσεις του μαθήματος της αισθητικής και της ιστορίας της τέχνης στην παρισινή Σχολή Καλών Τεχνών
(1863-64), σε διατριβές για τη στρατιωτική αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα (1854) και για το γαλλικό έπιπλο από την εποχή του
Καρλομάγνου έως την Αναγέννηση (1855) και, τέλος, στο δεκάτομο Λεξικό της γαλλικής αρχιτεκτονικής από τον 11o έως τον
16o αιώνα (1855-68). Τα συγγράμματα αυτά μαρτυρούν μια ορθολογιστική αντίληψη της αρχιτεκτονικής που προαναγγέλλει
κατά κάποιον τρόπο την αρχιτεκτονική του 20ού αι., από τον Γκαουντί έως τον Σάλιβαν, τον Πιερέ και τον Λε Κορμπιζιέ. Το
κτίριο είναι για τον Β. ένα σύνολο μέσα στο οποίο κάθε στοιχείο, για να είναι ωραίο, πρέπει να είναι λειτουργικό. Πρώτος αυτός,
προχωρώντας πολύ μακρύτερα από την εποχή του, οραματίστηκε επίσης μια δυναμική αρχιτεκτονική με τη χρήση ελατών
οικοδομικών υλικών.
βιολέτα (Βοτ.). Κοινή ονομασία πολλών ειδών και ποικιλιών του γένους Viola, της οικογένειας των βιολιδών (δικοτυλήδονα)·
ονομάζεται επίσης μενεξές. Με την ονομασία β. είναι επίσης γνωστά στην Ελλάδα τα είδη Matthiola incana και Cheiranthus
cheiri της οικογένειας των σταυρανθών, ενώ το είδος Malcolmia maritima είναι γνωστό ως αγριοβιολέτα (βλ. λ. ματθιόλα·
μαλκόλμια· χείρανθος).
Οι β. του γένους Viola είναι μονοετή ή πολυετή ποώδη φυτά, συνήθως χωρίς βλαστό, με απλά, παράρριζα, καρδιοειδή φύλλα·
στα είδη με βλαστό τα φύλλα είναι τοποθετημένα κατ’ εναλλαγή. Τα άνθη τους, ανάλογα με την ποικιλία, μπορεί να είναι μοβ,
κόκκινα, μπλε, ροζ, φούξια ή άσπρα και φύονται μονήρη, πάνω σε μακρείς μίσχους, οι οποίοι φέρουν ένα ζεύγος βρακτίων·
έχουν ζυγόμορφη στεφάνη με πέντε άνισα πέταλα, από τα οποία το κατώτερο έχει διογκωμένη βάση.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως διετείς β., είτε ερασιτεχνικά είτε για την παραγωγή και το εμπόριο ανθών. Σπέρνονται τον
Σεπτέμβριο και μεταφυτεύονται στο παρτέρι ή στο έτοιμο χωράφι τον Οκτώβριο, για να ανθίσουν την άνοιξη του επόμενου
χρόνου. Οι β. καλλιεργούνται και στο θερμοκήπιο, για την παραγωγή ανθών εκτός εποχής. Υπάρχουν ποικιλίες με μονά ή διπλά
άνθη. Οι πρώτες δίνουν τα σπέρματα και οι δεύτερες το άνθος με την καλλωπιστική και εμπορική αξία. Για να εξασφαλιστεί
προκαταβολικά η παραγωγή, για παράδειγμα μόνο διπλών ανθών, διαλέγονται τα νεαρά φυτά για τη μεταφύτευση, με βάση
ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά: οι κοτυληδόνες των φυτών που θα δώσουν διπλά άνθη είναι ωχροπράσινες, ενώ αυτών που
θα δώσουν μονά, πράσινες σκούρες. Στους κήπους οι β. φυτεύονται σε μεγάλα μονόχρωμα παρτέρια μέσα στη χλόη. Φυτεύονται
επίσης σε ζαρντινιέρες και σε γλάστρες. Στο βάζο διατηρούνται γύρω στις δύο εβδομάδες. Για να ευδοκιμήσουν απαιτούν
ασβεστούχα, καλά αποστραγγισμένα εδάφη και ηλιόλουστες θέσεις. Το γνωστότερο καλλιεργούμενο είδος είναι η Viola odorata
(κοινώς γλυκιά β.), με πολλές ποικιλίες, η οποία συναντάται και αυτοφυής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Η ελληνική χλωρίδα
περιλαμβάνει διάφορα άλλα είδη, τα οποία φύονται συνήθως σε βραχώδεις ορεινές περιοχές, όπως η Viola alba, η Viola poetica
κ.ά.
Εκτός από την καλλωπιστική τους αξία, οι β. χρησιμοποιούνται επίσης ως τροφή. Τα άνθη και τα φύλλα τους είναι εδώδιμα και
είτε καταναλώνονται νωπά, σε σαλάτες, είτε χρησιμοποιούνται για την παρασκευή σιροπιών, γλυκών και καραμελών, για τον
αρωματισμό ποτών κ.ά.· χρησιμοποιούνται, επίσης στην αρωματοποιία αλλά και στη λαϊκή ιατρική, από την αρχαιότητα. Στην
αρχαία Ελλάδα η β. συμβόλιζε την αγάπη και τη γονιμότητα.
Βιολέτα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 15,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
12,9. Διεθνώς ονομάζεται Violetta 557.
Βιολής. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα.
1. Δημήτριος (ή Λιολής). Αγωνίστηκε ως αξιωματικός στην ξηρά και στη θάλασσα. Υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος
Μέντωρ και στη ναυαρχίδα του Κόχραν (1827).
2. Ιωάννης. Ιερέας, πήρε μέρος στην πολιορκία της Αθήνας, στον αποκλεισμό της Εύβοιας κ.α.
βιολί (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές, που κουρδίζονται κατά πέμπτες (Σολ, Ρε, Λα, Μι). Η
προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται από το αραβικό ρεμπάμπ, που
έγινε γνωστό στην Ευρώπη μετά την αραβική εισβολή στην Ισπανία το 711 μ.Χ. Η σημερινή του ονομασία απαντά για πρώτη
φορά στη Γαλλία το 1577, όταν ο βιολονίστας και χορογράφος Μπαλτατζαρόνι αναφέρεται ότι πήγε στο Τορίνο με «μια ομάδα
από βιολονίστες» (γαλλ. bande de violons). Ωστόσο, πατρίδα του β. είναι η Ιταλία. Τα πρώτα αυθεντικά όργανα του είδους είναι
ιταλικής κατασκευής, καθώς ιταλικές ήταν και οι οικογένειες οργανοποιών (μεταξύ των οποίων οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και
Στραντιβάριους), που κατάφεραν να κατασκευάσουν όργανα ανυπέρβλητης τελειότητας.
Όργανο δεξιοτεχνίας με πλούσια ηχοχρώματα και μεγάλη τονική έκταση, το β. γνώρισε πάντα εξαιρετική δόξα, είτε
χρησιμοποιήθηκε ως όργανο-σολίστ είτε ως όργανο ορχήστρας, όπου μάλιστα ο αριθμός των β. ξεπερνά κατά πολύ τον αριθμό
όλων των άλλων οργάνων. Είναι αδύνατον να αναφέρει κανείς όλα τα έργα για β. που γράφτηκαν από τον Μπαχ και ύστερα.
Ωστόσο, ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα δύο Κοντσέρτα, σε Λα μείζονα και Μι ελάσσονα του
Μπαχ, το Κοντσέρτο σε Ρε μείζονα του Μπετόβεν, καθώς και τα Κοντσέρτα των Μότσαρτ, Μέντελσον, Μπραμς, Τσαϊκόφσκι,
Μπάρτοκ κ.ά. Λαμπρές δεξιοτεχνικές παρτιτούρες για β. έγραψαν ο Μορίς Ραβέλ και ο Κάρολ Σιμανόφσκι. Τέλος, διάσημοι
δεξιοτέχνες, από τον Τζουζέπε Ταρτίνι έως τον Νταβίντ Όιστραχ, συνετέλεσαν ώστε σε κάθε εποχή ο ανυπέρβλητος ήχος του β.
να διαδίδεται όλο και περισσότερο.
Το β. είναι ένα από τα ελάχιστα όργανα με παρουσία σε εθνικές μουσικές χωρών τόσο απομακρυσμένων μεταξύ τους: από τη
Ρωσία και τις Σκανδιναβικές χώρες έως τη νότια Ευρώπη και την Αμερική. Σε καθεμία έχει διαφορετικό ρόλο και σημασία. Στη
χώρα μας, το β. συνδέθηκε και με τη λαϊκή (δημοτική) μουσική διαφόρων περιοχών, κυρίως όμως των νησιών του Αιγαίου
(νησιώτικα) και των περιοχών όπου διέμεναν οι Τσιγγάνοι, στη μουσική των οποίων έχει πρωταρχικό ρόλο. Στην Αμερική πάλι,
συνδέθηκε με τη μουσική κάντρι, της αγροτικής επικράτειας, όπου μάλιστα το όργανο ονομάζεται διαφορετικά (fiddle). Μια
γλωσσική παρεξήγηση οδήγησε εξάλλου στη σύγχυση μεταξύ βιολιστή και βιολονίστα, καθώς στη χώρα μας η βιόλα ήταν
όργανο αποκομμένο από τη λαϊκή μουσική και οι οργανοπαίκτες του β. μονοπώλησαν τον όρο βιολιστής.
βιολί της θάλασσας (Ιχθλ.). Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των ρινοβατιδών. Βλ. λ. ρινοβατίδες.
Βιολί Χαράκι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 661 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου
Φωκά.
βιολογία. Η επιστήμη που εξετάζει και διερευνά το φαινόμενο της ζωής. Η β. ασχολείται με το σύνολο των ζωντανών
οργανισμών και μελετά σε βάθος όλα τα επίπεδα οργάνωσης της ζωντανής ύλης και τους νόμους που τα διέπουν. Ο όρος β.
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 18ο αι., αλλά τα βιολογικά προβλήματα αποτελούσαν ήδη από αιώνες αντικείμενο
συζητήσεων.
Κλάδοι της επιστήμης. Η β. είναι μια αχανής επιστήμη, η οποία εξελίσσεται συνεχώς. Η τεράστια ποικιλομορφία των ζωντανών
οργανισμών, σε συνδυασμό με την ποικιλία των ερωτημάτων που ανακύπτουν από τη μελέτη τους και των διαφορετικών τρόπων
προσέγγισής των ερωτημάτων αυτών, έχουν οδηγήσει στη διαίρεση του πολυδιάστατου και ευρύτατου γνωστικού αντικειμένου
της β. σε πολλούς επιμέρους επιστημονικούς κλάδους.
Ανάλογα με το αν οι οργανισμοί που μελετώνται ανήκουν στο ζωικό ή στο φυτικό βασίλειο, η β. χωρίζεται αντίστοιχα στους
βασικούς κλάδους της ζωολογίας (βλ. λ.) και της βοτανικής (βλ. λ.), ενώ ο κλάδος της β. που ασχολείται με τους
μικροοργανισμούς αποτελεί τη μικροβιολογία (βλ. λ.). Καθεμία από τις επιστήμες αυτές περιλαμβάνει τη μορφολογία, την
ανατομία, τη φυσιολογία, την ταξινόμηση, τη γενετική, την οικολογία και την παθολογία των οργανισμών. Οι βασικοί κλάδοι
μπορούν να διακριθούν περαιτέρω σε επιμέρους εξειδικευμένα αντικείμενα, ανάλογα με τον τύπο των υπό μελέτη οργανισμών·
η μικροβιολογία, για παράδειγμα, χωρίζεται σε ιολογία, βακτηριολογία κ.ά.
Η β. περιλαμβάνει πλέον πολυάριθμους κλάδους, καθένας από τους οποίους μελετά τη ζωή σε διαφορετικό επίπεδο οργάνωσης
της ύλης, από τα μόρια και τα κύτταρα μέχρι ολόκληρα οικοσυστήματα (οικολογία). Οι κλάδοι αυτοί, μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγονται η βιοχημεία, η μοριακή β., η κυτταρική β., η ιστολογία, η γενετική, η ανοσοβιολογία και η εμβρυολογία,
μπορούν να θεωρηθούν ως ξεχωριστές βιολογικές επιστήμες· ωστόσο, τα όριά τους είναι ασαφή και τα γνωστικά τους
αντικείμενα συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις να αλληλεπικαλύπτονται και να αλληλοσυμπληρώνονται. Η οικολογία (βλ. λ.)
αποτελεί έναν ιδιαίτερα σύνθετο και ευρύ κλάδο της β., ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη της αλληλεπίδρασης των ζωντανών
οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους. Η ηθολογία, η οποία συγχέεται από ορισμένους επιστήμονες με την
οικολογία, μελετά τις συνήθειες και τη συμπεριφορά των ζώων. Η επιστήμη της εξέλιξης (βλ. λ.) αποτελεί επίσης έναν από τους
σημαντικότερους βιολογικούς κλάδους, ο οποίος εξετάζει ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα της β., την προέλευση και την
εξέλιξη των οργανισμών. Η παλαιοντολογία (βλ. λ.) μελετά τους οργανισμούς που έχουν εκλείψει και συμβάλλει με τα δεδομένα
της στην ανάπτυξη της εξελικτικής β.
Τα φαινόμενα της ζωής πρέπει να εξετάζονται από όλες τις σκοπιές (βιολογική, φυσική, χημική), έτσι ώστε κάθε νέα ανακάλυψη
να προέρχεται από μια σύνθεση περισσότερων μελετών από διαφορετικές κατευθύνσεις, οι οποίες συγκλίνουν στο ίδιο σημείο.
Η β. χρησιμοποιεί πολύ συχνά στοιχεία από άλλες επιστήμες όπως η χημεία, η φυσική, τα μαθηματικά, η γεωλογία και η
πληροφορική· η βιοστατιστική, για παράδειγμα, επιχειρεί την επίλυση διαφόρων βιολογικών προβλημάτων, με τη βοήθεια των
μαθηματικών.
Η βιοχημεία (βλ. λ.) και η βιοφυσική (βλ. λ.) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της συνεργασίας της β. με άλλες θετικές
επιστήμες, προς σχηματισμό νέων επιστημονικών κλάδων με ιδιαίτερη αξία. Σημαντική ώθηση στις βιολογικές μελέτες έδωσε η
τεράστια ανάπτυξη της τεχνολογίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι και ο συνεχώς εξελισσόμενος κλάδος της βιοπληροφορικής.
Μαζί με τους καθαρά θεωρητικούς κλάδους της β., πρέπει να αναφερθούν οι κλάδοι της εφαρμοσμένης β., με ιδιαίτερη πρακτική
σημασία για τον άνθρωπο, όπως η εφαρμοσμένη οικολογία, η βιοτεχνολογία, η γεωπονία, η δασοκομία, η ιχθυολογία κ.ά. Τέλος,
η β. του ανθρώπου περιλαμβάνει διάφορες προσεγγίσεις, όπως είναι η βιολογική ανθρωπολογία, η ανθρωπομετρία, η γενετική
ανθρώπου, η βιοκοινωνιολογία καθώς και το σύνολο των ιατρικών επιστημών.
Ιστορία. Οι πρώτες ερμηνείες του φαινόμενου της ζωής ανάγονται στις παλαιότερες φιλοσοφικές αντιλήψεις, των οποίων
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος. Κατά τον Θαλή τον Μιλήσιο (7ος αι. π.Χ.) η βασική αρχή της ζωής ήταν το νερό· είναι
χαρακτηριστικό το σχετικό σχόλιο του Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριζε ότι η σκέψη του Θαλή ξεκινούσε από την παρατήρηση
που είχε κάνει σχετικά με τη γεωργία, ότι δηλαδή όπου υπάρχει νερό υπάρχει ζωή και όπου αυτό λείπει κυριαρχεί ο θάνατος.
Κατά τη σχολή του Ιπποκράτη (5ος-4ος αι. π.Χ.), η αρχή της ζωής ήταν το πνεύμα, το οποίο ενυπήρχε στα τέσσερα στοιχεία που
σχηματίζουν το σώμα: αέρας, νερό, γη και φωτιά. Οι καλύτερα συστηματοποιημένες βιολογικές γνώσεις αποδίδονται στον
Αριστοτέλη, ο οποίος εντάσσοντας στις στέρεες βάσεις της φιλοσοφικής του σκέψης προσεκτικές και βαθιές παρατηρήσεις, σε
φυτά και κυρίως σε ζώα, οι οποίες ασφαλώς συνοδεύονταν από ανατομικές μελέτες με χαρακτήρα αυτοψίας, κατάφερε να κάνει
βοτανικές και ζωολογικές ταξινομήσεις με μορφολογικά κριτήρια που ακόμα και σήμερα είναι μέχρι ένα σημείο αξιοπρόσεκτα.
Θαυμάσια είναι η φυσική του κλίμακα, όπου ξεκινώντας από τα κατώτερα ζώα φτάνει στον άνθρωπο διαμέσου των μαλακίων,
των αρθροπόδων, των καρκινοειδών, των ερπετών και των θηλαστικών. Ο μαθητής του Αριστοτέλη, Θεόφραστος, μελέτησε
συστηματικά τα φυτά και θεωρείται ο πατέρας της επιστήμης της βοτανικής.
Γύρω στο 500 π.Χ., ο Αλκμέων ο Κροτωνιάτης έκανε ανατομία διαφόρων ζώων και έδωσε περιγραφή του οπτικού νεύρου και
της ευσταχιανής σάλπιγγας. Όλα όμως τα βιολογικά συγγράμματα της εποχής πριν από τον 4ο αι. π.Χ. είτε χάθηκαν ολωσδιόλου
είτε διασώθηκαν μικρά αποσπάσματά τους. Πάντως, τα συγγράμματα του Αριστοτέλη και του μαθητή του Θεόφραστου
περιέχουν όλες τις βιολογικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Από τα βιολογικά έργα του Αριστοτέλη σώθηκαν τα τέσσερα
σπουδαιότερα: Περί ψυχής, Περί τα ζώα ιστορίαι, Περί ζώων γενέσεως και Περί ζώων μορίων. Ο Αριστοτέλης αναφέρει γύρω
στα 500 ζώα και παραπέμπει τον αναγνώστη σε διαγράμματα (που δεν διασώθηκαν). Οι παρατηρήσεις του για τις συνήθειες των
ψαριών και των μελισσών, για την ανάπτυξη του εμβρύου της όρνιθας κλπ., είναι σημαντικές. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε πως
η φύση προχωρεί από τα άψυχα αντικείμενα στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα και από τα ζώα στον άνθρωπο (σπέρματα θεωρίας
εξέλιξης). Ο Θεόφραστος αναφέρει τους τρόπους πολλαπλασιασμού των φυτών. Πίστευε στην αυτόματη γένεση και διέκρινε τα
φυτά σε μονοκοτυλήδονα και δικοτυλήδονα. Ιδρυτής της ανατομίας (βλ. λ.) θεωρείται ο Ηρόφιλος, γιατί είναι ο πρώτος που
άρχισε να ανατέμνει το ανθρώπινο σώμα και να συγκρίνει την κατασκευή του με την κατασκευή των ζώων. Πολλά μέρη του
εγκεφάλου έχουν ακόμη και σήμερα τα ονόματα που τους έδωσε ο Ηρόφιλος. Έκανε διάκριση ανάμεσα σε φλέβες και αρτηρίες,
και βρήκε τρόπο να μετράει τον σφυγμό. Την ίδια εποχή, δηλαδή στο τέλος του 4ου αι., ο Ερασίστρατος περιέγραψε τις
καρδιακές βαλβίδες και τον εγκέφαλο. Τη βοτανική επηρέασαν περισσότερο τα έργα του Διοσκορίδη, που υπηρέτησε ως γιατρός
στον στρατό του Νέρωνα (1ος αι. μ.Χ.). Πολλά από τα ονόματα φυτών που αυτός έδωσε χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.
Η ρωμαϊκή σκέψη στη μακρόχρονη πορεία της επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ελληνική σκέψη και κανείς Λατίνος δεν
έφτασε σε βιολογικές αντιλήψεις τόσο πλατιές όπως εκείνες του Ιπποκράτη και του Αριστοτέλη. Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ο
Λουκρήτιος Κάρος (99-55 π.Χ.) για το ενδιαφέρον του σχετικά με τα προβλήματα της ζωής και ο Σεκούνδος Πλίνιος (23-76
μ.Χ.) για το έργο του Φυσική ιστορία. Το ιπποκράτειο σύστημα συνεχίστηκε και κατά ένα μέρος τροποποιήθηκε από τη
φιλοσοφική διδασκαλία του Γαληνού (2ος αι. μ.Χ.), μεγάλου γιατρού, ο οποίος παρατήρησε και πειραματίστηκε με μεγαλοφυΐα
και καθαρότητα σκέψης· προικισμένος με εξαιρετικά αναλυτική σκέψη, επιχείρησε να οργανώσει την εμπειρία του σε ένα
τελολογικό (a priori) σύστημα κι έφτασε έτσι πολύ συχνά στη διατύπωση λανθασμένων αρχών. Ο Γαληνός, επίσης, υποστήριζε
ότι το πνεύμα είναι η ουσία της ζωής, αλλά διέκρινε τρεις κατηγορίες του: το πνεύμα της ψυχής, το πνεύμα της ζωής και το
φυσικό πνεύμα, τα οποία δίνουν τις διαφορετικές λειτουργίες του σώματος. Στους επόμενους αιώνες το ενδιαφέρον για τα
προβλήματα της β. μειώθηκε μαζί με όλες τις άλλες επιστημονικές δραστηριότητες. Το αριστοτελικό σύστημα εξακολούθησε να
θεωρείται έγκυρο και δεν παρουσίασε εξέλιξη, ούτε με την προσεκτική μελέτη στην οποία το υπέβαλε ο αραβικός πνευματικός
πολιτισμός. Στο ιατρικό πεδίο κυριάρχησαν οι αντιλήψεις του Γαληνού.
Με την Αναγέννηση επανήλθαν στο προσκήνιο η παρατήρηση και η μελέτη της φύσης και εμφανίστηκε μια κριτική
επανεκτίμηση της αρχικής σκέψης του Αριστοτέλη· έλειπε όμως ακόμα το ενδιαφέρον για το πείραμα, το οποίο είχε ήδη
χρησιμοποιήσει με επιτυχία ο Γαληνός, αλλά οι μεσαιωνικές απριοριστικές αντιλήψεις είχαν προκαλέσει την εγκατάλειψή του.
Τον 16ο αι., συνεπώς, σχεδόν όλη η β. αντιπροσωπευόταν από μορφολογικές μελέτες. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μελέτησε την
ανατομία των ζώων και του ανθρώπου, πραγματοποιώντας και συγκριτικές ανατομικές μελέτες, αναγνώρισε την επιστημονική
αξία των απολιθωμάτων, αλλά εξακολουθούσε ακόμα να υποστηρίζει την αναλογία μεταξύ του ανθρώπινου σώματος και του
εξωτερικού κόσμου, θεωρώντας το ανάμειξη αέρα, νερού, γης και φωτιάς. Χάρη στις μελέτες του, αλλά και στις αντίστοιχες του
Βεσάλιου και του Γκαμπριέλε Φαλόπια, η ανθρώπινη ανατομία απομακρύνθηκε οριστικά από τις αντιλήψεις του Γαληνού. Την
ίδια εποχή ο Έντουαρντ Γουότον μελέτησε τα έντομα και ταξινόμησε τα μέχρι τότε γνωστά ζώα, για πρώτη φορά μετά τον
Αριστοτέλη. Ο Κόνραντ φον Γκέσνερ δημοσίευσε μια συλλογή παρατηρήσεων σε διάφορα είδη ζώων, καταχωρημένα κατ’
αλφαβητική σειρά, ενώ ο Ουλίσε Αλντροβάντι δημοσίευσε τους περίφημους τόμους του για τα έντομα και τα πτηνά. Παράλληλα
με την ανάπτυξη της ζωολογίας, τέθηκαν οι βάσεις της συστηματικής βοτανικής, από τον Αντρέα Σεζαλπίνο, ο οποίος στο έργο
του Περί φυτών προσπάθησε να πραγματοποιήσει μια ταξινόμηση των φυτών ανάλογα με τα όργανα της καρποφορίας τους,
δηλαδή με βιολογικό κριτήριο.
Στον επόμενο αιώνα, μια νέα επιστημονική μέθοδος συμπλήρωσε το σύνολο των μορφολογικών δεδομένων. Ο Γαλιλαίος
πρότεινε την πειραματική μέθοδο και απέδειξε την αξία της. Παρά τη σφοδρή αντίδραση που συνάντησαν οι ιδέες του, ο κόσμος
του πνεύματος, ώριμος ήδη για να τον καταλάβει, δέχτηκε τη μέθοδό του και από τότε άρχισε η νέα βιολογική επιστήμη. Ο ίδιος
ο Γαλιλαίος ενδιαφέρθηκε για ορισμένα προβλήματα των ζωντανών οργανισμών· διατύπωσε μία αρχή σχετικά με τα όρια του
μεγέθους των ζώων και των φυτών κατά τους νόμους της μηχανικής και έκανε παρατηρήσεις σχετικά με τη μηχανική της
κατασκευής των οστών. Τον 17ο αι. είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί οι πρώτες Ακαδημίες και έτσι δημιουργήθηκαν μεγαλύτερες
επαφές μεταξύ των μελετητών. Οι ανανεωμένες φιλοσοφικές αντιλήψεις άνοιξαν τον δρόμο για νέες θεωρητικές κατευθύνσεις
και οι επιστημονικές ανακαλύψεις επηρέασαν με τη σειρά τους τις μεταφυσικές μελέτες. Από την πειραματική μέθοδο
γεννήθηκαν δύο μεγάλα ρεύματα, τα οποία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις βιολογικές επιστήμες και ιδιαίτερα την ιατρική: η
ιατρομηχανική και η ιατροχημεία. Η πρώτη προσπάθησε να εξηγήσει τα φυσιολογικά φαινόμενα με τους νόμους της μηχανικής·
υπέρμαχοι της ιατρομηχανικής υπήρξαν ο Αλφόνσο Μπορέλι και άλλοι επιστήμονες. Κατά την ιατροχημεία, κάθε ασθένεια
οφείλεται σε χημική ανισορροπία του οργανισμού και πρέπει να θεραπεύεται με χημικές ουσίες. Ιδρυτής της ιατροχημείας
θεωρείται ο Σίλβιους, μολονότι πολλές ιδέες σχετικά με το θέμα είχαν ήδη διατυπωθεί στο έργο του Παράκελσου και του Γιαν
Μπατίστ Βαν Χέλμοντ.
Οι πρώτες βάσεις της επιστημονικής εμβρυολογίας αναπτύχθηκαν με τον Τζιρόλαμο Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε, ο οποίος
περιέγραψε τα έμβρυα των θηλαστικών και των πτηνών, και τον Γουίλιαμ Χάρβεϊ, ο οποίος διατύπωσε την αρχή «omne vivum
ex ονο» (= κάθε ζωντανό από το ωάριο) και έθεσε τις βάσεις για τη θεωρία της επιγένεσης (βλ. λ.). Ο Χάρβεϊ περιέγραψε
πρώτος με λεπτομέρεια το κυκλοφορικό σύστημα και ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε την επιστημονική μέθοδο για την επίλυση
των βιολογικών προβλημάτων. Την ίδια περίοδο παρουσιάστηκαν οι πρώτες προσπάθειες της πειραματικής εμβρυολογίας.
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν την β. αφορά την προέλευση της ζωής. Από τον Αριστοτέλη μέχρι τα
μέσα του 17ου αι., η επικρατούσα θεωρία ήταν αυτή της αβιογένεσης (βλ. λ. αβιογένεση ή αυτόματη γένεση). Ο Φραντσέσκο
Ρέντι, εκτός από τις μελέτες του σχετικά με τα παράσιτα των ζώων, για τις οποίες θεωρείται ο θεμελιωτής της παρασιτολογίας,
πραγματοποίησε το 1668 τα πρώτα πειράματα που άρχισαν να αναιρούν την αρχή της αυτόματης γένεσης. Ανάλογα πειράματα
πραγματοποίησε ο Λάτζαρο Σπαλαντσάνι και το 1861 ο Λουί Παστέρ απέδειξε οριστικά ότι είναι αδύνατη η αβιογένεση στις
συνηθισμένες συνθήκες της ζωής. Έκτοτε θεωρείται ότι η ζωή διαιωνίζεται μέσω της βιογένεσης (βλ. λ.)· η βασική αρχή της
βιογένεσης, «omne vivum ex vivo» (= κάθε ζωντανό από ζωντανό) διατυπώθηκε από τον Γερμανό εμβρυολόγο Όσκαρ
Χέρτβιγκ, χωρίς όμως να αποκλείει την αβιογένεση σε περασμένες γεωλογικές εποχές. Πολλοί επιστήμονες άρχισαν να
αναζητούν τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Γη και τη μακροχρόνια διαδικασία με την οποία προέκυψε η ζωή. Αργότερα,
κατά τις αρχές του 20ού αι., ο Ρώσος βιοχημικός Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Οπάριν και, ανεξάρτητα, ο Αμερικανός Τζον Σκοτ
Χαλντέιν διατύπωσαν υποθέσεις σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Γη κατά το μακρινό παρελθόν (υπόθεση
Οπάριν-Χαλντέιν) και αναπαριστώντας τις πειραματικά στο εργαστήριο, πέτυχαν τη δημιουργία βιολογικών μορίων από
ανόργανη ύλη.
Ο 17ος αι. ήταν, επίσης, ο αιώνας του μικροσκοπίου, η χρήση του οποίου έφερε επανάσταση στον χώρο της παρατήρησης και
αποκάλυψε στους επιστήμονες έναν εκπληκτικό μικρόκοσμο τον οποίο αγνοούσαν έως τότε. Με το όργανο αυτό ο Μαρτσέλο
Μαλπίγκι έκανε θεμελιώδεις ανακαλύψεις, όπως η ύπαρξη των ερυθρών αιμοσφαιρίων και η διαπίστωση ότι το κύτταρο είναι η
βασική μονάδα κάθε οργανισμού. Ο Μαλπίγκι ανανέωσε επίσης τη βοτανική με τη μελέτη της μικροσκοπικής ανατομίας των
φυτών και αποσαφήνισε ορισμένες αναλογίες μεταξύ των ζωικών και φυτικών οργανισμών. Μαζί με τον Μαλπίγκι αξίζει να
αναφερθεί και ο Άντονι Βαν Λέβενχουκ, ο οποίος κατασκεύασε μικροσκόπια με απλούς φακούς υψηλής ποιότητας και
πραγματοποίησε εκτεταμένες μικροσκοπικές μελέτες· η συμβολή του στη μικροβιολογία ήταν καθοριστική, καθώς ανακάλυψε
τα βακτήρια και τα πρωτόζωα, ενώ παρατήρησε πρώτος τα σπερματοζωάρια, το 1678. Μεταξύ των μεγάλων επιστημόνων που
χρησιμοποίησαν το μικροσκόπιο για τις έρευνές τους συμπεριλαμβάνεται και ο Ρόμπερτ Χουκ, ο οποίος κατασκεύασε ένα από
τα πρώτα ανακλαστικά μικροσκόπια και έκανε υποδειγματικές για την εποχή του παρατηρήσεις, διαπιστώνοντας μεταξύ άλλων
την κυτταρική δομή διάφορων φυτικών ιστών, όπως ο φελλός.
Τον 18ο αι. είχε ήδη συσσωρευτεί σημαντικός όγκος επιστημονικών γνώσεων και οι μελετητές, υπό την επίδραση των νέων
φιλοσοφικών ιδεών, προσπαθούσαν να διατυπώσουν γενικές θεωρίες. Κυρίως αναπτύχθηκε η διαμάχη μεταξύ δύο ρευμάτων,
της μηχανοκρατίας και της ζωτικοκρατίας ή βιταλισμού. Οι οπαδοί της πρώτης υποστήριζαν ότι όλα τα βιολογικά φαινόμενα
μπορούν να εξηγηθούν με τους νόμους της μηχανικής, ενώ οι βιταλιστές δέχονταν την ύπαρξη ειδικών ζωικών δυνάμεων και
υποστήριζαν ότι τα φαινόμενα της ζωής δεν μπορούν να αναχθούν σε χημικά ή φυσικά. Βιταλιστική ήταν η βιολογική θεωρία
του Αριστοτέλη και μηχανοκρατική πολλών επιστημόνων της Αναγέννησης. Σημαντική ήταν και η διαμάχη στον τομέα της
εμβρυολογίας, μεταξύ των υποστηρικτών της θεωρίας της επιγένεσης, όπως ο Κάσπαρ Φρίντριχ Βολφ και των υποστηρικτών
του προσχηματισμού (βλ. λ. προσχηματισμού, θεωρία), όπως ο Σαρλ Μπονέ, με την επικράτηση της πρώτης.
Συγχρόνως με τις συζητήσεις προχωρούσαν και οι έρευνες και οι ανακαλύψεις. Ο Μπονέ ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη των
εντόμων, ενώ ο Βολφ ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την εμβρυολογία. Ο Φελίτσε Φοντάνα ανακάλυψε στο μεταξύ τον
κυτταρικό πυρήνα και ο φυσιολόγος Άλμπρεχτ φον Χάλερ συγκέντρωσε και κατέγραψε όλες τις μέχρι τότε γνώσεις της
φυσιολογίας και απέδειξε την ερεθιστικότητα των ιστών, θεωρία την οποία είχε διατυπώσει νωρίτερα ο Φράνσις Γκλίσον (1677),
διαπιστώνοντας τις σχέσεις μεταξύ περιβάλλοντος, ερεθίσματος και ζωντανού οργανισμού.
Καθοριστική ήταν η συμβολή του Σουηδού φυσιοδίφη Λινναίου, ο οποίος πραγματοποίησε μια μεγάλη ταξινόμηση των
ζωντανών οργανισμών και έθεσε τους κανόνες ονοματολογίας των ειδών· ανέλυσε την έννοια του είδους, για το οποίο στην
αρχή υποστήριξε ότι είναι μοναδικό και αμετάβλητο, αλλά αργότερα αναγνώρισε τη δυνατότητα κοινής προέλευσης για όλα τα
είδη που ανήκουν στο ίδιο γένος.
Οι νεότερες εξελίξεις. Από την Αναγέννηση έως τον 18ο αι. είχαν θεμελιωθεί πολλοί βιολογικοί κλάδοι: εμβρυολογία,
παρασιτολογία, βοτανική, ζωολογία, φυσιολογία κλπ. Συγχρόνως, και η φυσική είχε σημειώσει τεράστιες προόδους με τους
νόμους της οπτικής και της δυναμικής των υγρών και των αερίων. Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι. ανακαλύφθηκε ο
ηλεκτρισμός και διάφοροι χημικοί, όπως ο Αντουάν Λοράν Λαβουαζιέ, απέδειξαν το ταυτόσημο μεταξύ αναπνοής και
οξείδωσης. Ο 19ος αι. μπόρεσε έτσι να προχωρήσει γρηγορότερα στις επιστημονικές κατακτήσεις και στη διατύπωση ολοένα
ευρύτερων νόμων.
Ο Καρλ Ερνστ φον Μπερ, ο πατέρας της σύγχρονης εμβρυολογίας, παρατήρησε για πρώτη φορά το 1827 τα ωάρια των
θηλαστικών και ο Ρούντολφ Άλμπερτ φον Κέλικερ απέδειξε την κυτταρική καταγωγή των σπερματοζωαρίων και τον
πραγματικό τους ρόλο και συνέγραψε το πρώτο δοκίμιο εμβρυολογίας.
Οι βιολόγοι Τέοντορ Σβαν και Ματίας Σλάιντεν διατύπωσαν, το 1838, την κυτταρική θεωρία, σύμφωνα με την οποία κάθε
ζωντανός οργανισμός, ζωικός ή φυτικός, αποτελείται από κύτταρα, καθένα από τα οποία αποτελεί τη βασική μονάδα της ζωής.
Την ίδια περίοδο άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες βιοχημικές έννοιες. Η σύνθεση της ουρίας στο εργαστήριο από ανόργανα
υλικά, το 1828, από τον Φρίντριχ Βέλερ, και η επαλήθευση της αρχής της διατήρησης της ενέργειας και στους ζωντανούς
οργανισμούς από τον Χέρμαν Λούντβιχ φον Χέλμχολτς, έδειξαν να ανατρέπουν μια για πάντα τη βιταλιστική θεωρία. Μια άλλη
κριτική της θεωρίας αυτής ήταν η διατύπωση της εξελικτικής θεωρίας από τον Δαρβίνο, η οποία έφερε επανάσταση στην
επιστήμη της εξέλιξης.
Στην εμβρυολογία, η δαρβινιστική προσέγγιση υποστηρίχθηκε από τον Ερνστ Χάινριχ Χέκελ, ο οποίος διατύπωσε τον
βιογενετικό νόμο (βλ. λ. βιογενετικός νόμος). Η μηχανιστική θεωρία, υπό την επίδραση και των θετικιστικών θεωριών που
άρχισαν τότε να εμφανίζονται, αποκτούσε συνεχώς περισσότερους υποστηρικτές, αλλά από υπερβολική εμμονή στη θεωρία
ήταν υποχρεωμένη συχνά να υποστηρίζει μη παραδεκτές θέσεις, όπως εκείνη της αυτόματης γένεσης, την οποία οι μελέτες του
Παστέρ είχαν αποδείξει τελεσίδικα εσφαλμένη. Οι πειραματικές μελέτες και η διατύπωση συχνά αντικρουόμενων θεωριών στην
εμβρυολογία συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του 18ου αι., από σημαντικούς επιστήμονες όπως ο Βίλχελμ Ρου, ο Χανς Ντρις
κ.ά. Στο διάστημα αυτό, συντελέστηκε επίσης σημαντική πρόοδος στον τομέα της βοτανικής.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. έγιναν ποικίλες συζητήσεις και μελέτες σχετικά με τη δομή των κυττάρων·
πραγματοποιήθηκαν μεγάλες ανακαλύψεις, τόσο κυτταρολογικές όσο και σε σχέση με τη φυσιολογία του ανθρώπου. Το 1869
ανακαλύφθηκαν στον πυρήνα των κυττάρων τα νουκλεϊκά οξέα, και συγκεκριμένα το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ (DNA), από τον
Φρίντριχ Μίσερ· η ανακάλυψη αυτή αποτέλεσε την αφετηρία για την επιστήμη της μοριακής β. Ο Γουόλτερ Φλέμινγκ
παρατήρησε τα χρωμοσώματα και ανακάλυψε τη μίτωση, ο Έντουαρντ Βαν Μπένεντεν ανακάλυψε τη μείωση, ενώ οι Όσκαρ
Χέρτβιγκ και Χέρμαν Φολ μελέτησαν τη γονιμοποίηση. Ο Καμίλο Γκόλτζι ανακάλυψε τα δικτυοσώματα, χαρακτηριστικά
κυτταρικά οργανίδια, τα οποία συγκροτούν ομάδες στο κύτταρο, γνωστές σε όλο τον κόσμο με το όνομά του (σύμπλεγμα ή
συσκευή Γκόλτζι)· η ύπαρξή τους επιβεβαιώθηκε και με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
Στα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη η μικροβιολογία, με τον Λουί Παστέρ
στη Γαλλία και τον Ρόμπερτ Κοχ στη Γερμανία. Την ίδια περίοδο ανακαλύφθηκαν και οι ιοί και έκτοτε πολλοί ερευνητές
άρχισαν να τους μελετούν διεξοδικά, προκειμένου να φτάσουν στην πλήρη κατανόηση των φαινομένων της ζωής. Σημαντική
πρόοδος συντελέστηκε επίσης στη βιοχημεία και στην ανοσολογία με τον Καρλ Λαντστάινερ, Αμερικανό φυσιολόγο, οι μελέτες
του οποίου οδήγησαν στην ανακάλυψη των ομάδων αίματος· έγιναν, επομένως, δυνατές οι μεταγγίσεις αίματος ως μέθοδοι
θεραπείας στην ιατρική. Ο κλάδος της κυτταρικής β., αντιθέτως, αντιμετώπισε πρόσκαιρη κρίση, εξαιτίας των νέων ιδεών, οι
οποίες χαρακτήριζαν πολλές μικροσκοπικές μορφολογικές παρατηρήσεις ως ψευδή τεχνάσματα των τεχνικών προετοιμασίας
των υλικών. Την ίδια περίοδο, και κυρίως από τις μελέτες και τα πειράματα του Γκρέγκορ Μέντελ σχετικά με την
κληρονομικότητα, αναπτύχθηκε ένας νέος κλάδος της β., η γενετική, η οποία προόδευσε ταχύτατα κατά τις πρώτες δεκαετίες του
20ού αι. Ο Τόμας Χαντ Μόργκαν, Αμερικανός γενετιστής, απέδειξε ότι στους ζωντανούς οργανισμούς, οι χαρακτήρες
κληρονομούνται από τη μία γενιά στην άλλη, μέσω των γονιδίων που εδράζονται στα χρωμοσώματα, επιβεβαιώνοντας τους
νόμους του Μέντελ. Ο Αουγκούστ Βάισμαν είχε ήδη εισαγάγει τον όρο του γεννητικού πλάσματος, αναφερόμενος στο υλικό του
σώματος που κληρονομείται· η μελέτη της κατασκευής και της συμπεριφοράς των γεννητικών κυττάρων και ιδιαίτερα του
πυρήνα τους, οδήγησε τον Βάισμαν στη διαπίστωση ότι αυτός ακριβώς ήταν ο φορέας των κληρονομικών ιδιοτήτων και ότι οι
επίκτητοι χαρακτήρες δεν κληρονομούνται. Ένας άλλος Αμερικανός γενετιστής, ο Χέρμαν Τζόζεφ Μάλερ, απέδειξε ότι οι
ακτίνες Χ μπορούν να προκαλέσουν απότομες αλλαγές στους γενετικούς χαρακτήρες, αναφερόμενος στις μεταλλάξεις των
γονιδίων.
Τον 20ό αι., η β. επωφελήθηκε από νέες τεχνικές και μεθόδους έρευνας, όπως οι ιστοκαλλιέργειες, η κρυσταλλογραφία, η
χρωματογραφία, η υιοθέτηση του στατιστικού υπολογισμού για τη βιομετρία και η τελειοποίηση των παλαιοντολογικών
μεθόδων, όπως η ραδιοχρονολόγηση. Η χρήση των ραδιενεργών ισοτόπων μετά το 1945 εμπλούτισε τις βιολογικές γνώσεις σε
ό,τι αφορά την πορεία των βιοχημικών αντιδράσεων και των ανοσοποιητικών διαδικασιών.
Σε όλους τους τομείς αναγνωρίστηκε πλέον η κυρίαρχη επίδραση της βιοχημείας και στο μοριακό επίπεδο η β. έλαβε τη
μεγαλύτερή της ώθηση με τις έρευνες σχετικά με τη δομή και τις λειτουργίες των ουσιωδών για τη ζωή μεγαλομοριακών
ουσιών, δηλαδή των πρωτεϊνών και των νουκλεϊκών οξέων. Με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και των
κρυσταλλογραφικών μεθόδων, προχώρησαν σε βάθος οι γνώσεις της υπερμικροσκοπικής δομής της ζωντανής ύλης· άρχισε να
κατανοείται πλήρως η δομή των κυττάρων και, μαζί με αυτήν, η δομή του πυρήνα, ο οποίος περιέχει το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ
(DNA), ενωμένο με πρωτεΐνες.
Το 1953, ο Αμερικανός Τζέιμς Γουότσον και ο Άγγλος Φράνσις Κρικ, περιέγραψαν με ακρίβεια τη δομή του μορίου του DNA
(διπλή έλικα), βασισμένοι σε αποτελέσματα κρυσταλλογραφίας ακτίνων Χ· η ανακάλυψη αυτή, που τους απέφερε το βραβείο
Νόμπελ χημείας, αποτέλεσε μία από τις σπουδαιότερες προόδους στη μοριακή β. Το ενδιαφέρον για τα νουκλεϊκά οξέα
συνεχίστηκε αμείωτο· άρχισε σταδιακά να προσδιορίζεται ο σημαντικός τους ρόλος ως συστατικά των γονιδίων, στη διατήρηση
και μεταβίβαση των κληρονομικών χαρακτήρων και στον έλεγχο των μεταβολικών διεργασιών του κυτταροπλάσματος.
Αποδείχτηκε ότι το μόριο του DNA δρα κατά κάποιον τρόπο ως καλούπι-πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο οικοδομούνται οι
πρωτεΐνες του κυττάρου· όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για την ανάπτυξη των κυττάρων και κατά συνέπεια για την
εκδήλωση του φαινομένου της ζωής, περιέχονται στο μόριό του με τη μορφή ενός κώδικα, ο οποίος ονομάστηκε γενετικός. Η
φύση του γενετικού κώδικα διαλευκάνθηκε το 1966, επιτρέποντας την εξήγηση των νόμων της κληρονομικότητας σε χημική
βάση.
Έκτοτε η μοριακή β. και η γενετική έχουν προχωρήσει σε τεράστιας σημασίας ανακαλύψεις και επιτεύγματα. Ο άνθρωπος
κατόρθωσε να επέμβει στο γενετικό υλικό των ζωντανών οργανισμών, τροποποιώντας το ανάλογα με τη θέλησή του. Με τη
βοήθεια των μεθόδων της γενετικής μηχανικής είναι δυνατή η γενετική τροποποίηση βακτηρίων αλλά και ανώτερων φυτικών
και ζωικών οργανισμών, προς όφελος του ανθρώπου αλλά και η τροποποίηση του ίδιου του ανθρώπινου γονιδιώματος για τη
θεραπεία διάφορων ασθενειών με γενετική βάση.
Οι προσπάθειες κλωνοποίησης πολυκύτταρων οργανισμών οδήγησαν στην πρώτη κλωνοποίηση θηλαστικού, το 1996, με την
οποία δημιουργήθηκε το περίφημο θηλυκό πρόβατο, η Ντόλι, η οποία πάντως απεβίωσε λίγα χρόνια αργότερα.
Σταθμός στην ιστορία της μοριακής β. θεωρείται η ολοκλήρωση της αποκωδικοποίησης του ανθρώπινου γονιδιώματος, το 2001,
δηλαδή η αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα στο DNA του ανθρώπου.
Οι επιστημονικές έρευνες και ανακαλύψεις συνεχίζονται με ταχείς ρυθμούς σε όλους τους τομείς των βιολογικών επιστημών· η
μελέτη της κυτταρικής διαφοροποίησης και των ανοσοβιολογικών αντιδράσεων, η εξέλιξη των ειδών, τα προβλήματα της
αποβολής των μοσχευμάτων, οι έρευνες για τον καρκίνο σε μοριακό επίπεδο, η αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών όπως το έιτζ,
είναι μερικά από τα πολυάριθμα προβλήματα που απασχολούν τους βιολόγους.
βιολογία, κυτταρική. Βλ. λ. κυτταρική βιολογία.
βιολογία, μοριακή. Βλ. λ. μοριακή βιολογία.
βιολογικά όπλα. Βλ. λ. βιολογικός πόλεμος.
βιολογικές κινήσεις (Βιολ.). Οι κινήσεις των ζωντανών οργανισμών. Όλοι οι οργανισμοί εκδηλώνουν κίνηση κάποιας μορφής,
είτε στο εσωτερικό τους κατά τις διάφορες λειτουργίες και την ανάπτυξή τους (μεταφορά ουσιών, μετανάστευση κυττάρων κ.ά.),
είτε στο σύνολό τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφή, να αποφύγουν τους εχθρούς τους, να αναπαραχθούν, να
επικοινωνήσουν, να αναζητήσουν ευνοϊκότερες συνθήκες διαβίωσης. Τα ερεθίσματα είτε προέρχονται από το περιβάλλον, όπως
το φως, η θερμοκρασία, η υγρασία, η βαρύτητα, η παρουσία άλλων οργανισμών, είτε οφείλονται σε ενδογενείς αιτίες. Ορισμένοι
οργανισμοί κινούνται παθητικά με τη βοήθεια του μέσου που τους περιβάλλει (αέρας, νερό), ενώ άλλοι ενεργητικά· τα
περισσότερα ζώα καταναλώνουν ένα σημαντικό ποσό της ενέργειας που παίρνουν με την τροφή, για να κινηθούν.
Οι κινήσεις που προκαλούν μετακίνηση της σχετικής θέσης του οργανισμού ως προς το περιβάλλον, χωρίζονται κυρίως σε τρεις
κατηγορίες: αμοιβαδοειδής κίνηση, κίνηση με μαστίγια ή βλεφαρίδες και κίνηση με μυς.
Ο όρος αμοιβαδοειδής κίνηση, χαρακτηρίζει τον τρόπο μετακίνησης σε ορισμένα πρωτόζωα, όπως η αμοιβάδα, αλλά και σε
διάφορα κύτταρα μεταζώων, όπως τα φαγοκύτταρα και τα λευκοκύτταρα. Επιτυγχάνεται με ροή του κυτταροπλάσματος προς
μία κατεύθυνση, η οποία οδηγεί στον σχηματισμό των ψευδοποδίων (βλ. λ. αμοιβαδοειδής κίνηση). Άλλα πρωτόζωα κινούνται
με συστολή και διαστολή ειδικών πρωτεϊνών που εντοπίζονται στο κυτταρόπλασμά τους. Πολλά βακτήρια, τα βλεφαριδοφόρα
πρωτόζωα, όπως το Paramecium, καθώς και κύτταρα διαφόρων ιστών, όπως τα επιθηλιακά, φέρουν πολυάριθμες νηματοειδείς
προεξοχές μικρού μήκους, τις βλεφαρίδες (βλ. λ.). Παρόμοιες κατασκευές με μεγαλύτερο μήκος είναι και τα μαστίγια (βλ. λ.
μαστίγιο), τα οποία συναντώνται σε ορισμένα βακτήρια, σε πρωτόζωα καθώς και σε κύτταρα που ανήκουν σε πολυκύτταρους
οργανισμούς, όπως τα σπερματοζωάρια. Οι κινήσεις των βλεφαρίδων και των μαστιγίων οδηγούν στη δημιουργία ρεύματος στο
υγρό μέσο, με αποτέλεσμα είτε την προώθηση του ίδιου του κυττάρου μέσα στο υγρό μέσο (σπερματοζωάρια), είτε τη
μετακίνηση του υγρού μέσου και των περιεχομένων του (σωματιδίων ή άλλων κυττάρων) στην επιφάνεια του κυττάρου
(επιθηλιακά κύτταρα).
Στα ανώτερα ζώα, οι κινήσεις πραγματοποιούνται με τη βοήθεια εξειδικευμένων οργάνων, των μυών. Κάθε μυς αποτελείται από
συσταλτά, επιμήκη κύτταρα, τις μυϊκές ίνες, οι οποίες διακρίνονται σε γραμμωτές, λείες και καρδιακές. Στο εσωτερικό των
μυϊκών ινών εντοπίζονται οργανωμένες δομές από νημάτια των πρωτεϊνών ακτίνη και μυοσίνη. Η ολίσθηση των νηματίων της
ακτίνης πάνω στα νημάτια της μυοσίνης οδηγεί στη συστολή και στη διαστολή των μυϊκών ινών και κατά συνέπεια των
αντίστοιχων μυών. Οι γραμμωτοί ή σκελετικοί μύες συνδέονται με διάφορα οστά του σκελετού και τα κινούν κατά τη λειτουργία
τους. Οι κινήσεις των ζώων είναι το αποτέλεσμα της συστολής και της διαστολής διαφόρων μυών υπό τον έλεγχο και τον
συντονισμό του νευρικού συστήματος (βλ. λ. μύες).
Σε αντίθεση με τα ζώα, τα φυτά δεν έχουν γενικά τη δυνατότητα μετακίνησης. Σε διάφορα φυτικά τμήματα των ανώτερων
φυτών παρατηρούνται αργές κινήσεις, μικρότερης έκτασης, οι οποίες διακρίνονται σε τροπισμούς και ναστίες και είναι συνήθως
αποκρίσεις σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Βλ. λ. τροπισμός· ναστία.
βιολογική συσσώρευση (Βιολ.). Βλ. λ. βιοσυμπύκνωση.
βιολογικό ρολόι (Βιολ.). Βλ. λ. βιορυθμοί.
βιολογικός έλεγχος (Βιολ.). Ο έλεγχος των επιβλαβών οργανισμών μέσω διαταραχής της οικολογικής τους κατάστασης, όπως
για παράδειγμα με τη χρήση οργανισμών που τους προσβάλλουν παρασιτικά ή αποτελούν τους φυσικούς τους θηρευτές, και όχι
με τη χρήση χημικών ουσιών, όπως είναι τα ζιζανιοκτόνα και τα εντομοκτόνα· εξ ορισμού, ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει την
ανθρώπινη παρέμβαση (ονομάζεται επίσης βιοέλεγχος). Κατά καιρούς, έχουν χρησιμοποιηθεί διάφοροι ορισμοί για τον β.έ., οι
κυριότεροι από τους οποίους είναι: η χρήση βιολογικών παραγόντων, οι οποίοι –άμεσα ή έμμεσα– είναι ικανοί να ελέγξουν
επιβλαβείς οργανισμούς (Χάρι Σκοτ Σμιθ, 1911)· η εσκεμμένη χρήση των φυσικών εχθρών ενός επιβλαβούς οργανισμού,
προκειμένου να μειωθούν οι πληθυσμοί του σε σημείο που να μην αποτελούν πλέον πρόβλημα (Άλαν Γουότσον, 1991)· η
προγραμματισμένη χρήση ζωντανών οργανισμών, με σκοπό να μειώσουν την αναπαραγωγική ικανότητα ή την επίδραση των
επιβλαβών οργανισμών (Πολ Κουίμπι, 1995)· η χρήση παρασίτων, θηρευτών, παθογόνων ή ανταγωνιστικών πληθυσμών για να
καταστείλουν τον πληθυσμό ενός επιβλαβούς οργανισμού, καθιστώντας τον λιγότερο ζημιογόνο (Ρόι Βαν Ντρις και Τομ
Μπέλοους, 1996). Όλοι οι ορισμοί που αναφέρθηκαν έχουν την έννοια του ελέγχου των πληθυσμών των επιβλαβών οργανισμών
και όχι της εξαφάνισής τους.
Ο άνθρωπος, κατά τα πρότυπα της φύσης, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει οργανισμούς που να παρεμβάλλονται στην οικολογική
πυραμίδα κατά τρόπο τέτοιον ώστε να βοηθούν άλλους ωφέλιμους οργανισμούς ή να εκδιώκουν άχρηστους και επιβλαβείς. Σε
ορισμένες περιοχές, για παράδειγμα, επιβάλλεται η τοποθέτηση ψαριών στις τεχνητές λίμνες που κατασκευάζονται στα εξοχικά
σπίτια. Ο λόγος είναι ότι τα ψάρια τρέφονται με τα αβγά ή τις προνύμφες των κουνουπιών που πολλαπλασιάζονται στο νερό, με
αποτέλεσμα ο πληθυσμός των κουνουπιών να παραμένει σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα· θα μπορούσαν, για τον ίδιο
λόγο, να χρησιμοποιηθούν και βάτραχοι.
Φυσιολογικά, σε ένα οικοσύστημα υπάρχουν ρυθμιστικοί παράγοντες που περιορίζουν την υπέρμετρη αύξηση των οργανισμών,
μια διαδικασία που είναι γνωστή ως φυσικός έλεγχος. Ο φυσικός έλεγχος συνίσταται σε δύο κύριους παράγοντες: τους
αβιοτικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες και τους βιοτικούς παράγοντες, που περιλαμβάνουν τους φυσικούς εχθρούς του
οργανισμού. Ο φυσικός έλεγχος αποτυγχάνει να ελέγξει την αύξηση των οργανισμών, όταν οι φυσικοί εχθροί των οργανισμών
σε ένα ενδιαίτημα εξαφανίζονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα ή όταν επιβλαβείς οργανισμοί εισάγονται σε νέα
ενδιαιτήματα χωρίς να συνοδεύονται από τους φυσικούς τους εχθρούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή στην
Ελλάδα της μεξικανικής προέλευσης φραγκοσυκιάς, για την κατασκευή φυσικών φρακτών, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη
αύξηση του φυτού σε ορισμένες περιοχές και τη μετατροπή του σε ενοχλητικό ζιζάνιο. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στο
γεγονός ότι το έντομο που περιορίζει τους πληθυσμούς του φυτού στο Μεξικό, απουσιάζει από την Ελλάδα. Ο άνθρωπος έχει
βρει τον τρόπο να επαναφέρει την οικολογική ισορροπία σε ένα ενδιαίτημα –η οποία ως επί το πλείστον διαταράσσεται από τη
δική του δράση– επανεισάγοντας τους φυσικούς εχθρούς των επιβλαβών οργανισμών, διαδικασία που χαρακτηρίζεται ως β.έ.
Οι λόγοι που ώθησαν στην εφαρμογή του β.ε. έχουν σχέση με τα προβλήματα που διαπιστώθηκε ότι προκύπτουν, τόσο για το
οικοσύστημα όσο και για τον άνθρωπο ειδικότερα, με τη χρήση χημικών εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων. Υπάρχουν διάφοροι
τρόποι β.ε., όπως ο έλεγχος μέσω διατήρησης, ο κλασικός, ο νεοκλασικός, ο αυξητικός κ.ά. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται
προσπάθεια διατήρησης σε μια περιοχή των ήδη υπαρχόντων φυσικών εχθρών ενός επιβλαβούς οργανισμού, με κατάλληλους
χειρισμούς του ενδιαιτήματος. Στην περίπτωση του αυξητικού β.ε. πραγματοποιείται αύξηση των ιθαγενών αυτών παραγόντων,
προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στον έλεγχο ιθαγενών ή εξωτικών επιβλαβών οργανισμών. Ο κλασικός β.έ. εφαρμόζεται στην
περίπτωση που ένας εξωτικός οργανισμός, προερχόμενος από άλλες χώρες ή ηπείρους, δημιουργεί προβλήματα σε μια περιοχή·
περιλαμβάνει τη χρήση παραγόντων β.ε., οι οποίοι εισάγονται από τον χώρο προέλευσης του επιβλαβούς οργανισμού. Ο
κλασικός β.έ., επομένως, τείνει να αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ του επιβλαβούς οργανισμού και των φυσικών του
εχθρών σε μια νέα περιοχή. Στον νεοκλασικό β.έ. γίνεται χρήση εξωτικών παραγόντων για τον έλεγχο ενός ιθαγενούς
επιβλαβούς οργανισμού.
Οι οργανισμοί που εισάγονται ως παράγοντες ελέγχου μπορεί να είναι φυσικά υπάρχοντες ή γενετικά τροποποιημένοι.
Προκειμένου ένας παράγοντας να είναι αποτελεσματικός στον β.έ. θα πρέπει να εμφανίζει εξειδίκευση ως προς τον ξενιστή του,
δηλαδή να μην προσβάλει άλλους οργανισμούς που δεν αποτελούν στόχους του β.ε. Οι παράγοντες β.ε. μπορούν να δράσουν
είτε άμεσα, σκοτώνοντας τον επιβλαβή οργανισμό, είτε έμμεσα, εξασθενώντας τον δηλαδή ώστε να μην μπορεί να αναπαραχθεί
με φυσιολογικό ρυθμό. Ορισμένα επιθυμητά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν οι παράγοντες β.ε. είναι τα εξής: ικανότητα να
εντοπίζουν τον ξενιστή-στόχο, εξειδίκευση ως προς τον ξενιστή (επιβλαβής οργανισμός), υψηλό ρυθμό αναπαραγωγής, μικρό
κύκλο ζωής, ικανότητα προσαρμογής στα ενδιαιτήματα του ξενιστή και, τέλος, ικανότητα διατήρησής του μετά τη μείωση των
πληθυσμών του ξενιστή.
Προτού απελευθερωθεί στη φύση ένας παράγοντας β.ε., απαιτείται προηγούμενη άδεια από την αντίστοιχη κυβέρνηση.
Εν συντομία, η διαδικασία που ακολουθείται στον β.έ. είναι η εξής: αρχικά καθορίζεται αν ο επιβλαβής οργανισμός είναι
κατάλληλος για β.έ., εφόσον η μέθοδος αυτή δεν αρμόζει σε όλους τους οργανισμούς. Επιλέγονται στη συνέχεια οι
καταλληλότεροι και πιο αποτελεσματικοί φυσικοί εχθροί του ως παράγοντες β.ε. και εκτελούνται δοκιμασίες ασφαλείας
προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο ενδεχόμενος παράγοντας β.ε. θα επιτεθεί μόνο στον επιβλαβή οργανισμό-στόχο και ότι δεν
θα αποτελέσει και ο ίδιος επιβλαβή οργανισμό, επιτιθέμενος και σε άλλους μη επιβλαβείς οργανισμούς. Αναπτύσσονται
κατάλληλες τεχνικές ώστε ο παράγοντας να αναπτυχθεί σε επαρκή ποσότητα, αν τελικά εγκριθεί για τον β.ε. Όταν επέλθει η
έγκριση, ακολουθούν μελέτες πεδίου και η εγκαθίδρυση του παράγοντα β.ε. στο περιβάλλον και, τέλος, εκτιμάται η
αποτελεσματικότητά του στον έλεγχο του επιβλαβούς οργανισμού.
Τα παράσιτα και οι θηρευτές έχουν χαρακτηριστεί στη γεωργία ως παράγοντες β.ε. από πολύ παλιά. Η χρήση θηρευτών έχει
καταγραφεί για πρώτη φορά στην αρχαία Κίνα, όπου οι καλλιεργητές των εσπεριδοειδών χρησιμοποιούσαν μυρμήγκια-θηρευτές
του είδους Oecephylla smaragdina για να ελέγξουν τα ζιζάνια των σοδειών τους. Η χρήση παρασίτων αναφέρεται για πρώτη
φορά το 1602 όταν ένα υμενόπτερο, το Apanteles glomeratus, χρησιμοποιήθηκε για να ελέγξει την κοινή πεταλούδα του
λάχανου (Pieris rapae). Έκτοτε διάφορες κατηγορίες οργανισμών έχουν χρησιμοποιηθεί ως παράγοντες βιοελέγχου, όπως
βακτήρια, μύκητες, έντομα και άλλα. Ιδιαίτερα διαδεδομένο στη γεωργία, για την καταπολέμηση βλαβερών εντόμων, είναι το
βακτήριο Bacillus thurigiensis (βλ. λ. βάκιλος). Με την ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής είναι δυνατή η γενετική τροποποίηση
διάφορων ωφέλιμων οργανισμών, με στόχο τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους ως παράγοντες βιοελέγχου.
βιολογικός καθαρισμός. Βλ. λ. ρύπανση.
βιολογικός κύκλος (Βιολ.). Ο κύκλος ζωής ενός οργανισμού, ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των μορφών που παίρνει κατά
τη διάρκεια της ζωής και της αναπαραγωγής του. Το απλούστερο παράδειγμα β.κ. είναι αυτό που προσφέρουν απλοί
μονοκύτταροι οργανισμοί, όπως είναι τα βακτήρια: ο οργανισμός αυξάνεται και στη συνέχεια δίνει με απλή διαίρεση δύο
πανομοιότυπα άτομα· τα άτομα αυτά, φτάνοντας στο μεγαλύτερο σημείο αύξησης, διαιρούνται εκ νέου με τη σειρά τους κ.ο.κ. Η
διάρκεια του κύκλου αυτού μπορεί να είναι πολύ σύντομη και να κλείσει μέσα σε είκοσι λεπτά.
Οι β.κ. οργανισμών, η αναπαραγωγή των οποίων περιλαμβάνει τόσο αγενή όσο και εγγενή στάδια, όπως ορισμένα φύκη,
βρυόφυτα κ.ά. μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο β.κ. παρασιτικών οργανισμών, ο
οποίος μπορεί να περιλαμβάνει πλήθος διαδοχικών διαφορετικών μορφών, τροφικών ή αναπαραγωγικών, με τις οποίες
εμφανίζεται ο οργανισμός· οι μορφές αυτές μπορεί να αντιστοιχούν σε διαφορετικό ξενιστή, όταν ο οργανισμός προσβάλλει
περισσότερους από έναν ξενιστές κατά την διάρκεια της ζωής του.
βιολογικός πόλεμος. Η στρατιωτική χρήση μικροοργανισμών, με σκοπό την εξουδετέρωση ή τον αφανισμό πληθυσμών στη
διάρκεια πολεμικής αναμέτρησης. Τα πρώτα ψήγματα β.π. είχαν εμφανιστεί την περίοδο κατάκτησης της Αμερικής, με τη χρήση
ιών κατά των ιθαγενών της ηπείρου. Το 1925, στη Διάσκεψη της Γενεύης, απαγορεύτηκε η χρήση των αποκαλούμενων
βιολογικών όπλων, χωρίς όμως αυτό να ανακόψει τις έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση. Το 1972 υπογράφηκε συμφωνία
ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την οποία αργότερα προσυπέγραψαν άλλα 140 κράτη-μέλη του ΟΗΕ, για
την καταστροφή όλων των αποθεμάτων βιολογικών όπλων και την απαγόρευση ανάπτυξής τους στο μέλλον, ακόμα και στην
περίπτωση αμυντικής χρήσης τους (αντίδοτα). Τα τελευταία χρόνια έχουν κατηγορηθεί οργανώσεις ή και κράτη ολόκληρα για
ανάπτυξη βιολογικών όπλων (Ιράκ), ενώ η περιβόητη υπόθεση της αποστολής φακέλων μέσω ταχυδρομείου με τον βάκιλο του
άνθρακα στις ΗΠΑ θεωρήθηκε μορφή β.π.
βιολογικός ρυθμός (Βιολ.). Βλ. λ. βιορυθμός.
βιολοντσέλο (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο (αναφέρεται και ως τσέλο). Έχει τέσσερις χορδές, που κουρδίζονται
κατά πέμπτες (Ντο, Σολ, Ρε, Λα). Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά
μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις και άργησε να επιβληθεί
ως όργανο δεξιοτεχνίας. Η ανάπτυξή του άρχισε στην Ιταλία κατά τον 17ο αι. Τον 18ο αι. εμφανίστηκε ο πρώτος μεγάλος
δεξιοτέχνης του οργάνου, ο Ναπολιτάνος Φραντσέσκο Αλμπόρεα (1691-1770). Με τον Μπενεντέτο Μαρτσέλο και τον Μπαχ
(είναι γνωστές οι Σουίτες του Μπαχ για σόλο β.) το όργανο αυτό άρχισε να επιβάλλεται, ενώ ο Μποκερίνι υπήρξε εκείνος που
κατάλαβε τις κρυμμένες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το β. έλαβε ξεχωριστή θέση στην
ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα, όπως για
παράδειγμα στην αρχή του τελευταίου μέρους της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Το β. έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως
βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων, που είναι μία από τις πιο ολοκληρωμένες μορφές σε ολόκληρη την ιστορία της
μουσικής. Από τον Χάιντν έως τον Μπραμς, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, το β.
σιγά-σιγά απελευθερώθηκε από τον ρόλο του ως αρμονικού και μόνο στηρίγματος και, σε ίση μοίρα με τα υπόλοιπα όργανα,
δημιούργησε ένα τέλειο ακουστικό αμάλγαμα με εξαίσια μελωδικά στοιχεία. Από τα κοντσέρτα για β. αναφέρουμε αυτά των
Μποκερίνι, Χάιντν, Σούμαν, Ντβόρζακ, Σεν-Σανς κλπ. Ανάμεσα στις σονάτες για β., οι πιο αξιόλογες είναι του Μπετόβεν, του
Μπραμς, του Σοπέν, του Φορέ και του Χίντεμιτ.
βιομάζα (Βιολ.). Η μάζα των ζωντανών ατόμων ενός φυτικού ή ζωικού είδους που βρίσκονται σε έναν βιότοπο, ανά μονάδα
επιφάνειας εδάφους ή όγκου νερού. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των
οργανισμών και από την έκταση της περιοχής μελέτης· δεν είναι πρακτικό να μετρηθεί η μάζα εντόμων ανά τετραγωνικό ή
κυβικό χιλιόμετρο ούτε ελεφάντων ανά τετραγωνικό μέτρο. Η β. μπορεί να αναφέρεται στη συνολική μάζα του ζωντανού υλικού
σε μια δεδομένη περιοχή, συγκεκριμένης έκτασης και για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Η μέτρηση της β. των μικροοργανισμών είναι εξίσου σημαντική με αυτήν των υπόλοιπων οργανισμούς της τροφικής αλυσίδας,
αφού συμμετέχουν κι αυτοί στη ροή ύλης και ενέργειας. Είναι όμως δύσκολη λόγω του μικρού τους μεγέθους, γι’ αυτό
ορισμένες φορές υπολογίζεται έμμεσα, με μέτρηση του καταναλισκόμενου οξυγόνου ή του παραγόμενου διοξειδίου σε ένα
δείγμα ή με εκχύλιση της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ΑΤΡ) από δείγματα εδάφους. Η μέτρηση της β. του φυτοπλαγκτού μπορεί
να πραγματοποιηθεί με μέτρηση του συνολικού ποσού της χλωροφύλλης σε καθορισμένη ποσότητα νερού. Πολλοί οικολόγοι
εκφράζουν τη β. σε σχέση με ένα στοιχείο, για παράδειγμα β. άνθρακα, αζώτου, φωσφόρου κ.ά.
Η β. ενός οικοσυστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας, άμεσα ή έμμεσα, γι’ αυτό ορισμένες φορές
εκφράζεται σε θερμίδες (ενέργεια β.). Το παραγόμενο φυτικό υλικό μπορεί, για παράδειγμα, να αποτελέσει φτηνή καύσιμη ύλη
(άμεσα), ή υπόστρωμα για την ανάπτυξη μικροοργανισμών (παραγωγή αλκοόλης με ζύμωση γεωργικών υλικών, όπως το
ζαχαροκάλαμο).
μέθοδος βιομάζας. Μέθοδος με την οποία μετράται η καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα ενός οικοσυστήματος.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικοσυστήματα ξηράς και είναι πιο εύκολη όταν αφορά ετήσια φυτά τα οποία ολοκληρώνουν τον
κύκλο της ζωής τους μέσα σε έναν μόνο χρόνο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε δάση, σε αυτά όμως υπάρχει η δυσκολία ότι
τα δέντρα που τα αποτελούν έχουν διαφορετική ηλικία, άρα και διαφορετικούς ρυθμούς παραγωγής οργανικής ύλης. Επιπλέον,
στα δάση πρέπει να συνυπολογίζονται η παραγωγή ύλης που γίνεται κάτω από το έδαφος, δηλαδή στις ρίζες, οι απώλειες από
την πτώση των φύλλων και η κατανάλωση από τη βοσκή των φυτοφάγων ζώων. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου σε δάση,
αρχικά υπολογίζεται ο αριθμός των δέντρων σε συγκεκριμένη μονάδα επιφάνειας, στη συνέχεια υπολογίζεται η παραγωγικότητα
κάθε μέρους των φυτών (κορμού, κλάδων, φύλλων) στο ύψος του στήθους, δηλαδή σε ύψος 1,5 μ. πάνω από την επιφάνεια του
εδάφους σε αυτή τη μονάδα επιφάνειας και, τέλος, με μια σειρά πολύπλοκων υπολογισμών, εκτιμάται η συνολική
παραγωγικότητα στο σύνολο της δασικής έκτασης. Είναι επίσης δυνατόν να υπολογιστεί η β. σε μονάδες ενέργειας, με
υπολογισμό του ενεργειακού ισοδύναμου του ξηρού βάρους που μετρήθηκε, με τη βοήθεια θερμιδόμετρου. Για να γίνει αυτό σε
έναν θάλαμο που περιβάλλεται από υδατόλουτρο με γνωστή ποσότητα νερού, διοχετεύεται οξυγόνο υπό πίεση και καίγεται
πλήρως ένα δείγμα, οπότε η ενέργεια που απελευθερώθηκε μπορεί να υπολογιστεί από τη μεταβολή της θερμοκρασίας του
ύδατος του υδατόλουτρου.
βιομετεωρολογία. Επιστημονικός κλάδος της μετεωρολογίας και της οικολογίας, ο οποίος εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις
μεταξύ των μετεωρολογικών συνθηκών και των βιολογικών διεργασιών. Τα τελευταία χρόνια, με τις αλλαγές που έχουν υποστεί
οι κλιματικοί παράγοντες, με την επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας, η β. έλαβε μεγάλη ανάπτυξη. Μία από τις
σημαντικότερες εφαρμογές της β. είναι στη γεωργία, όπου γίνεται προσπάθεια σχεδιασμού και οργάνωσης των γεωργικών
δραστηριοτήτων με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, σε σχέση με τους κλιματικούς παράγοντες.
Άλλοι ενδιαφέροντες κλάδοι της β. είναι η κλιματοπαθολογία και η κλιματοθεραπεία. Ο πρώτος ερευνά τις επιδράσεις στην
υγεία του ανθρώπου, των διαφόρων τύπων κλιμάτων ή και τεχνητών κλιμάτων σε κλειστούς χώρους και ο δεύτερος τη
μετατροπή, για θεραπευτικούς σκοπούς, των παραγόντων της ατμόσφαιρας (χημική σύνθεση, ακτινοβολίες, ραδιενέργεια κλπ.).
βιομετρία (Βιολ.). Επιστημονικός κλάδος της βιολογίας, που μελετά ποσοτικά και κυρίως στατιστικά τα βιολογικά φαινόμενα.
Μολονότι η σημερινή βάση της β. προέρχεται ουσιαστικά από τις εργασίες του Φράνσις Γκάλτον και του Γκρέγκορ Μέντελ,
ιδρυτές της μπορούν να θεωρηθούν ο Ιταλός Σαντόριο Σαντόρι ντα Καποντίστρια (1561-1636), ο οποίος με τις μελέτες του
σχετικά με τον μεταβολισμό εισήγαγε τη μέτρηση των σχετικών φαινομένων στο ξεχωριστό άτομο, και ο Άγγλος Τζον Γκραντ
(1620-1674), πολιτικός ο οποίος άρχισε τις πρώτες έρευνες για τα αίτια του θανάτου, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά
στατιστικές μεθόδους.
Ο όρος β. χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της βιομετρικής, δηλαδή της στατιστικής μελέτης της κληρονομικότητας και
της εξέλιξης. Για μερικούς ερευνητές, τέλος, η β. είναι συνώνυμος όρος της ανθρωπομετρίας (βλ. λ.).
βιομηχανία. Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Ειδικότερα στην
οικονομική γλώσσα, με τον όρο β. δηλώνεται η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των
ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη χρησιμοποίηση κεφαλαίου και εργασίας. Με την έννοια αυτή η β. περιλαμβάνει μόνο τις
κατηγορίες επιχειρήσεων που ασχολούνται με την επεξεργασία πρώτων υλών ή ημικατεργασμένων (β. μεταποίησης) ή ακόμα τη
συγκέντρωση και συναρμολόγηση διαφόρων υλικών για την κατασκευή σύνθετων μονάδων (β. κατασκευών). Η εφαρμογή όμως
τυπικών βιομηχανικών μεθόδων εργασίας σε άλλες δραστηριότητες είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της αρχικής έννοιας και
σήμερα γίνεται γενικά λόγος για β. των μεταφορών, εξορυκτική, ξενοδοχειακή, τουριστική, μουσική, κινηματογραφική κλπ.
Οικονομία. Δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά της β. και να διακριθεί από άλλες παραγωγικές
δραστηριότητες, επειδή ακριβώς περιλαμβάνει μια πολύ μεγάλη ποικιλία επιχειρήσεων που κλιμακώνονται από το μικρό
εργαστήριο βιοτεχνικού ή οικογενειακού χαρακτήρα έως τα μεγάλα συγκροτήματα που απασχολούν χιλιάδες εργατών και
χρησιμοποιούν τεράστια κεφάλαια. Είναι λοιπόν πολλαπλές οι χρησιμοποιούμενες παραγωγικές διαδικασίες· διαφορετική είναι
επίσης η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και μεταξύ παγίου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου, όπως είναι διαφορετικό και
το σύστημα διαχείρισης και κατανομής των επιχειρηματικών κερδών, η μορφή της ιδιοκτησίας και η φορολογική μεταχείριση.
Κατά συνέπεια, για να αποφευχθούν αυθαίρετοι ή ανακριβείς ορισμοί, είναι προτιμότερο να περιοριστούμε στη διακρίβωση
μερικών από τις πιο κοινές εκδηλώσεις της βιομηχανικής δραστηριότητας, οι οποίες, και αν ακόμη δεν είναι απόλυτα
ειδικευμένες σε αυτό το αντικείμενο, επιτρέπουν πάντως να περιγραφεί κατά προσέγγιση το εξωτερικό του περίγραμμα. Κύρια
χαρακτηριστικά της β. είναι η χρήση μηχανών, η χρήση πηγών ενέργειας, η συμμετοχή πολλών ατόμων στην παραγωγική
διαδικασία, ο καταμερισμός της εργασίας και η εφαρμογή επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων που σήμερα βρίσκονται σε
υψηλά επίπεδα.
Στη βάση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας βρίσκεται η χρήση τριών συντελεστών: της ανθρώπινης εργασίας, του κεφαλαίου
και του εδάφους, με την έννοια –σε ό,τι αφορά το τελευταίο– της ικανότητας της φύσης να παράγει πλούτο. Με την επέμβαση
του επιχειρηματία, οι τρεις αυτοί συντελεστές οργανώνονται σε ιδιαίτερες μορφές και, σε σχέση με την υπεροχή του ενός από
τους συντελεστές απέναντι στους άλλους κατά τους διάφορους παραγωγικούς συνδυασμούς, δημιουργούνται τα ποικίλα είδη
οικονομικής δραστηριότητας. Εκεί όπου η δύναμη της φύσης αποτελεί το πρωτεύον στοιχείο έχουμε τις αγροτικές και
μεταλλευτικές δραστηριότητες, που αποκαλούνται επίσης πρωτογενείς, ενώ εκεί όπου η συμβολή της εργασίας και του
κεφαλαίου είναι θεμελιώδης, έχουμε τις λεγόμενες δευτερογενείς δραστηριότητες καθώς και τις εμπορικές δραστηριότητες που
ονομάζονται τριτογενείς. Όταν ο παραγωγικός συνδυασμός πραγματοποιείται αποκλειστικά στο επίπεδο των πρωτογενών
δραστηριοτήτων, ανακύπτουν σχεδόν παντού πρωτόγονες οικονομικές μορφές που δεν ξεπερνούν τα όρια της απλής επιβίωσης,
επειδή η παραγωγική ικανότητα της φύσης, στο μέτρο που μπορεί να δραστηριοποιηθεί, δεν είναι δεκτική ουσιαστικής
διεύρυνσης πέρα από ορισμένα όρια. Η αύξηση ωστόσο του πληθυσμού και η ανάπτυξη της διαδικασίας κεφαλαιοποίησης
επιβάλλουν τη χρησιμοποίηση, κατά την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών περίπου σταθερών, ενός αυξανόμενου
αριθμού συντελεστών, με αποτέλεσμα να μειωθεί αργά ή γρήγορα η ειδική απόδοση του καθενός (νόμος της φθίνουσας
απόδοσης). Κατά συνέπεια, όταν θα έχει πια πετύχει στις πρωτογενείς δραστηριότητες ο οικονομικός συνδυασμός των τριών
συντελεστών της παραγωγής, είναι σκόπιμο το πλεόνασμα εργατικών χεριών και κεφαλαίων να διοχετευτεί προς άλλα είδη
δραστηριότητας, στα οποία είναι λιγότερο αισθητή η επίδραση του στατικού συντελεστή που ρυθμίζει την παραγωγική
ανάπτυξη. Ένα τέτοιο είδος δραστηριότητας είναι ακριβώς η β., στην οποία η συμβολή του εδάφους είναι μηδαμινή ή αμελητέα:
διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει στις πρωτογενείς δραστηριότητες, η β. έχει θεωρητικά έναν ανεξάντλητο δυναμισμό και μπορεί
να απορροφά, με τη βοήθεια αναπροσαρμογών της διάρθρωσής της, οποιαδήποτε ποσότητα εργασίας ή κεφαλαίου.
Από οικονομική άποψη, η β. αποτελεί συνεπώς την πραγματοποίηση ενός πιο αποδοτικού συνδυασμού των συντελεστών της
παραγωγής, χάρη στην εφαρμογή πλήρους και ορθολογικής χρησιμοποίησης των διαθέσιμων ανθρώπινων και φυσικών πηγών.
Οπωσδήποτε όμως, η β. δεν προβάλλει ως υποκατάστατο των πρωτογενών δραστηριοτήτων: αντίθετα, μεταξύ των δύο μορφών
παραγωγής υπάρχουν πολύ στενές σχέσεις και η ανάπτυξη της καθεμίας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο της άλλης. Στο
επιχειρηματικό επίπεδο η γεωργία και ο μεταλλευτικός τομέας παρέχουν στη β. τις πρώτες ύλες που θα χρησιμοποιήσει κατά τις
διάφορες μεταποιητικές εργασίες και δέχονται τις μηχανές και τα λιπάσματα, ενώ σε ατομικό επίπεδο γίνεται μια ανταλλαγή
μεταξύ αγαθών διατροφής και βιομηχανικών αγαθών, ανταλλαγή που επιτρέπει σε κάθε εργαζόμενο, ανεξάρτητα από τον τομέα
στον οποίο προσφέρει την εργασία του, να απολαμβάνει τα ευεργετήματα του καταμερισμού της εργασίας. Η β. εμφανίζεται
ιστορικά ως δραστηριότητα που έρχεται μετά τη γεωργία, και αναπτύσσεται όταν, στην οικονομία της απλής συντήρησης, η
παραγωγή της γης αρχίζει να ξεπερνά τις ατομικές ανάγκες των καλλιεργητών. Τότε και μόνο γίνεται δυνατόν να αφαιρεθεί από
την άμεση κατανάλωση ένα μέρος του προϊόντος και να μεταβληθεί σε αναγκαίο κεφάλαιο για τη συντήρηση των εργατών οι
οποίοι χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των εγκαταστάσεων και στον μετασχηματισμό των προϊόντων της β.
Ιστορία. Αρκετούς αιώνες πριν από την εμφάνιση του χριστιανισμού, η παραγωγή προϊόντων χειροτεχνίας, όπως είναι τα όπλα,
τα στολίδια και τα αγγεία, είχε φτάσει σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τις παραδοσιακές αγροτικές
δραστηριότητες, προκαλώντας την εμφάνιση εντατικών ανταλλαγών και τροποποιώντας βαθύτατα την οικονομική διάρθρωση
των προηγμένων πολιτισμών. Κατά την κλασική αρχαιότητα, πόλεις όπως η Μίλητος, η Κόρινθος, η Αίγινα, η Έφεσος, η
Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και η Ρώμη, ήταν σπουδαία παραγωγικά κέντρα, στα οποία η βιομηχανική δραστηριότητα
έπαιζε σημαντικό ρόλο. Αλλά η σπανιότητα του κεφαλαίου που χρησιμοποιούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα, ο βιοτεχνικός
χαρακτήρας της παραγωγής, η συχνή προσφυγή στην εργασία των δούλων, δεν μας επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε τα
εργαστήρια της αρχαίας εποχής ως πρόδρομους των βιομηχανικών επιχειρήσεων του νεότερου κόσμου. Εξίσου αδύνατον είναι
να βρεθούν ουσιαστικές αναλογίες μεταξύ της νεότερης β. και των βιοτεχνικών εργασιών του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης,
περιορισμένες στα στενά όρια του συστήματος των συντεχνιών και των προνομίων και χωρίς την ελευθερία εκλογής και
πρωτοβουλίας, η οποία αργότερα επρόκειτο να αποτελέσει την προϋπόθεση της μεγαλειώδους παραγωγικής ανάπτυξης.
Η Βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία. Για β. με τη σύγχρονη έννοια του όρου, μπορεί να γίνεται λόγος μόνο από τον 18ο αι.
και ύστερα, όταν δημιουργήθηκαν στην Αγγλία εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες, που διεύρυναν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης
των πλουτοπαραγωγικών πηγών και άνοιξαν τον δρόμο προς την ανάπτυξη της παραγωγής. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν για
να συντελεστεί αυτός ο γιγαντιαίος μετασχηματισμός της βρετανικής οικονομίας, ο οποίος, εξαιτίας του ριζικά ανανεωτικού
χαρακτήρα του, ονομάστηκε Βιομηχανική επανάσταση. Η αγγλική επανάσταση του 1688, εξασφαλίζοντας στους πολίτες μια
οικονομική και πολιτική ελευθερία, άγνωστη στο μεγαλύτερο μέρος των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, είχε δημιουργήσει
ευνοϊκό έδαφος για τη γέννηση νέων πρωτοβουλιών, σε σχέση με τις οποίες δεν ήταν ξένη άλλωστε η θρησκευτική επίδραση,
αφού η πουριτανική συνείδηση έτεινε να ταυτίσει την υλική επιτυχία με τη θεία επιδοκιμασία και αποτελούσε γι’ αυτό τον λόγο
ένα ισχυρό κίνητρο για δράση. Η αγγλική χρηματαγορά –που από τα τέλη του 17ου αι. είχε βρει την τάξη και τη σταθερότητά
της με την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας και του ιδρύματος του Παγιοποιημένου Δημόσιου Χρέους– μπορούσε να θέσει στη
διάθεση των πιο τολμηρών και ευφυών επιχειρηματιών τεράστια ποσά ρευστού κεφαλαίου. Υπήρχαν άλλωστε άφθονες πρώτες
ύλες διαθέσιμες: μαλλί, κάρβουνο και σίδερο αφθονούσαν στο εσωτερικό· άλλες βασικές ύλες (π.χ. το βαμβάκι) έρχονταν από
τις αποικίες. Ο μεγάλος αγγλικός εμπορικός στόλος μπορούσε να εξασφαλίσει αποτελεσματικά τις προμήθειες πρώτων υλών
από τα αποικιακά εδάφη και τη μεταφορά των εξαγόμενων βιομηχανικών αγαθών στην ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ ο ισχυρός
πολεμικός στόλος αποτελούσε εγγύηση για την ασφάλεια αυτών των ανταλλαγών και τη συνεχή διεξαγωγή τους.
Αν είναι αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν δημιουργήσει τους αναγκαίους όρους για μια βαθιά μεταβολή της
οικονομικής διάρθρωσης της Αγγλίας, την αποφασιστική ώθηση προς την ανάπτυξη έδωσε κυρίως η βαθμιαία αύξηση της
ζήτησης βιομηχανικών αγαθών, την οποία κατόρθωνε να ικανοποιήσει η προσφορά – αναγκαστικά περιορισμένη λόγω της
ανεπαρκούς οργάνωσης, των υποτυπωδών εργαλείων και της έλλειψης ικανοποιητικών πηγών ενέργειας. Χρειαζόταν λοιπόν να
μεταβληθεί κατά τρόπο ριζοσπαστικό η οργανωτική διάρθρωση της β. και να εισαχθούν νέες διαδικασίες, που θα επέτρεπαν την
προοδευτική αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους.
Η μεταβολή της παραγωγικής διάρθρωσης έγινε βαθμιαία. Από το οικιακό σύστημα, στο οποίο η παραγωγή ήταν
κατακερματισμένη σε πλήθος μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, καθεμία από τις οποίες αποκτούσε την πρώτη ύλη και την
επεξεργαζόταν ανάλογα με τα διαδοχικά στάδια της παραγωγής (π.χ. στην περίπτωση του μαλλιού: κατασκευή κλωστής,
ύφανση, βαφή) έως ότου κατασκευάσει το τελικό προϊόν, πέρασε σε μια πιο εξελιγμένη φάση, κατά την οποία τον κίνδυνο της
επιχείρησης αναλάμβανε ένας επιχειρηματίας, ο οποίος καταμέριζε τις φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας μεταξύ διαφόρων
κατασκευαστών που εργάζονταν στα σπίτια τους και πληρώνονταν κατ’ αποκοπή, και τέλος, στο τελικό στάδιο, δηλαδή στο
σύστημα του εργοστασίου, κατά το οποίο οι διάφορες φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας ήταν ενωμένες στο ίδιο μέρος υπό
την άμεση εποπτεία του επιχειρηματία. Η εξέλιξη αυτή δεν θα ήταν πάντως δυνατόν να αποδώσει τόσο μεγάλους καρπούς και σε
μερικές περιπτώσεις δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εισαγωγή νέων τεχνικών μεθόδων. Παρακινούμενη από διάφορες ευνοϊκές
περιστάσεις (όπως η ιδιαίτερη δεξιοτεχνία των Άγγλων να εφαρμόζουν τις επιστημονικές γνώσεις σε πρακτικούς σκοπούς και η
προστασία που προσέφερε η βρετανική νομοθεσία στις εφευρέσεις), η δραστηριότητα απέβλεπε στη βελτίωση της απόδοσης των
υπαρχόντων εργαλείων και στη δημιουργία νέων, υπήρξε δε πραγματικά εντατική και γόνιμη σε αποτελέσματα που επηρέασαν
την ανάπτυξη της β.
Οι πρώτοι νεωτερισμοί εφαρμόστηκαν στην υφαντουργία. Η ιπτάμενη σαΐτα, μια εφεύρεση του Τζον Κέι (1733), βελτίωσε την
απόδοση των εργαλείων σε τέτοιον βαθμό, ώστε ένας μόνο υφαντουργός αρκούσε για να θέσει σε λειτουργία έναν αργαλειό,
αντί για δύο εργάτες που χρειάζονταν προηγουμένως. Το 1764, ο υφαντουργός Τζέιμς Χιγκρέιβς ανακάλυψε μια μηχανή
κλωστικής (γνωστή ως jenny). Μεταγενέστερες πρόοδοι στην τεχνική της νηματουργίας πραγματοποιήθηκαν με τη μηχανή που
λειτουργούσε με νερό (waterframe), για την οποία ο Ρίτσαρντ Άρκραϊτ πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1769, με τη διαλείπουσα
υφαντική μηχανή (spinning mule), που εφεύρε ο Σάμουελ Κρόμπτον το 1799. Ο μηχανικός αργαλειός, για τον οποίο πήρε
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ο Έντμουντ Κάρτραϊτ το 1785 (βελτιώθηκε στα πρώτα χρόνια του 19ου αι.), αντικατέστησε βαθμιαία τον
χειροκίνητο αργαλειό και κατέστησε δυνατή μια σημαντική μείωση του κόστους, αφού δύο μηχανικοί αργαλειοί (που μπορούσε
να τους χειριστεί ένα παιδί) παρήγαγαν ποσότητα υφάσματος τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη που μπορούσε να επιτευχθεί
από έναν χειροκίνητο αργαλειό κινούμενο από έναν ενήλικο.
Αποφασιστικές πρόοδοι πραγματοποιούνταν στο μεταξύ και στον τομέα της σιδηρουργίας. Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου
αι. είχε δοκιμαστεί στο χύσιμο του σιδήρου η χρήση του ορυκτού κάρβουνου και του κοκ, στη θέση του ξυλοκάρβουνου που
άρχιζε να σπανίζει. Αξιοσημείωτες βελτιώσεις έγιναν επίσης στις υψικαμίνους. Περίπου το 1785 καθιερώθηκε στη σιδηρουργική
β. η μέθοδος της κάθαρσης του χυτοσιδήρου (puddlage), που επέτρεπε να παραχθεί από τον χυτοσίδηρο σίδηρος εξαιρετικής
ποιότητας. Την ίδια εποχή η υποκατάσταση των σφυριών με κυλίνδρους κατά τις εργασίες της σφυρηλάτησης επέτρεψε να
δίνεται στον σίδηρο η επιθυμητή μορφή με τη βοήθεια μιας απλής και γρήγορης διαδικασίας.
Στο μεταξύ, εμφανίστηκε το πρόβλημα της ενέργειας. Η μυϊκή δύναμη του ανθρώπου και των ζώων δεν επαρκούσε για τη
λειτουργία του μεγαλύτερου μέρους των μηχανών αυτών. Εξάλλου, η χρησιμοποίηση της υδραυλικής ενέργειας παρουσίαζε
τεράστια μειονεκτήματα (ανωμαλίες που οφείλονται στον πάγο και στην ξηρασία, έλλειψη κινητικότητας κλπ.) και δεν θα είχε
ποτέ επιτρέψει τη συνεχή ανάπτυξη των βιομηχανικών μηχανών που χαρακτηρίζει τη νεότερη οικονομία. Η ατμομηχανή του
Τζέιμς Βατ (1769), καρπός των προσπαθειών που κράτησαν πάνω από μισό αιώνα και μελετών πολυάριθμων επιστημόνων και
τεχνικών, προσέφερε την πρώτη αληθινά πρακτική λύση στο πρόβλημα της κινητήριας δύναμης και αποτέλεσε έναν από τους
πιο σημαντικούς σταθμούς της μεγάλης διαδικασίας μετασχηματισμού της β., ανοίγοντας τον δρόμο στο τεράστιο ενεργειακό
δυναμικό της σύγχρονης εποχής. Οι πρώτες ατμομηχανές λειτουργούσαν με ευθύγραμμη κίνηση και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκαν
μόνο για την κίνηση των αντλιών στα ορυχεία. Διαδοχικές βελτιώσεις επέτρεψαν να επιτευχθεί μια περιστροφική κίνηση και η
ατμομηχανή μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί για να λειτουργήσουν οι μηχανές των εργοστασίων. Στις αρχές του 19ου αι.
λειτουργούσαν στην Αγγλία 289 ατμομηχανές του Βατ και οι περισσότερες από αυτές χρησιμοποιούνταν για την άντληση του
νερού στα ορυχεία. Δέκα χρόνια αργότερα έφτασαν τις 5.000 και η χρήση τους είχε πλέον διαδοθεί στη σιδηρουργική και στην
υφαντουργική β.
Υπήρχαν πλέον –έστω και αν η μεταβολή, τουλάχιστον από ποσοτική άποψη, υπήρξε περισσότερο αργή και βαθμιαία απ’ όσο
πιστεύεται γενικά– οι βασικές αρχές της σύγχρονης β.: διαθέσιμα ενεργειακής δύναμης που παραγόταν με τεχνικά μέσα και η
οποία μπορούσε να αυξηθεί απεριόριστα, καταμερισμός και εξειδίκευση της εργασίας, συγκέντρωση των εργατών και των
παραγωγικών εργασιών σε κατάλληλα εξοπλισμένα κτίρια εφοδιασμένα με μηχανές, ενιαίος έλεγχος της παραγωγής.
Η επέκταση της εκβιομηχάνισης. Οι κοινωνικές μεταβολές που προκάλεσε η Βιομηχανική επανάσταση υπήρξαν τεράστιες. Το
κεφάλαιο έγινε παράγοντας απόλυτα κυριαρχικός στην παραγωγή και η απόσταση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας μεγάλωσε
καταπληκτικά. Μάζες αγροτών και βιοτεχνών συνέρευσαν στη νέα μεγάλη τάξη των εξαρτημένων μισθωτών, υποκείμενες σε
συνεχή αστάθεια απασχόλησης. Τα προάστια μεταμορφώθηκαν σε βιομηχανικά συγκροτήματα. Από το άλλο μέρος, άνοιξαν
εξαιρετικές προοπτικές προόδου, τις οποίες η αγροτική και η βιοτεχνική οικονομία του παρελθόντος δεν θα είχαν κατορθώσει
ποτέ να εξασφαλίσουν.
Από τη Μεγάλη Βρετανία, η Βιομηχανική επανάσταση μεταφέρθηκε στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η Γαλλία και το
Βέλγιο ακολούθησαν με διαφορά μερικών δεκαετιών το αγγλικό παράδειγμα, αφιερώνοντας τις προσπάθειές τους στην
εκμετάλλευση των δικών τους φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και χρησιμοποιώντας τους τεχνικούς νεωτερισμούς, που
ολοένα πολλαπλασιάζονταν. Στη Γερμανία, η μεταβολή της οικονομικής διάρθρωσης –την οποία εμπόδιζαν η διατήρηση του
συντεχνιακού συστήματος και η πολιτική διαίρεση της χώρας– πραγματοποιήθηκε αργότερα, αλλά ήταν εξαιρετικά γρήγορη,
επειδή η διαδικασία εκβιομηχάνισης μπόρεσε να επωφεληθεί από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές και οργανωτικές κατακτήσεις των
άλλων χωρών, χωρίς να εμποδίζεται από την ύπαρξη απαρχαιωμένων στη χορεία των εκβιομηχανισμένων κρατών οι Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής, ένα κράτος το οποίο, διαθέτοντας τεράστιους φυσικούς πόρους και διακατεχόμενο από το ζωηρό και
επιχειρηματικό πνεύμα των νέων εθνών, πολύ γρήγορα κατέλαβε εξέχουσα θέση στην παγκόσμια σκηνή. Αργότερα, η Ρωσία και
η Ιαπωνία πραγματοποίησαν με τη σειρά τους βιομηχανοποίηση της οικονομίας τους· στην πρώτη, η διαδικασία αυτή συνέπεσε
με την καθεστωτική αλλαγή και τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ για την επίτευξή της υιοθετήθηκε μια πολιτική
καθολικού προγραμματισμού, κατευθυνόμενη στην κινητοποίηση όλων των οικονομικών πόρων της χώρας. Στην Ιαπωνία, η
εκβιομηχάνιση πραγματοποιήθηκε χάρη στο μεγάλο δυναμικό εργασίας σε χαμηλό κόστος και τις προοπτικές που
προσφέρονταν από τις μεγάλες αγορές της Ασίας.
Και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Ολλανδία και η Σουηδία, προχώρησαν κατά τον μεσοπόλεμο και μετά τον Β’ Παγκόσμιο
πόλεμο στον δρόμο της εκβιομηχάνισης. Σιγά-σιγά, ο ρυθμός της βιομηχανικής προόδου κατέκτησε λίγο ή πολύ τις
περισσότερες χώρες του κόσμου, με τελευταίες τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, οι οποίες ανέκτησαν τις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες την ανεξαρτησία τους. Ακόμα και στην αυγή του 21ου αι. συντελούνται πολλές χώρες μεταβολές
διαρθρωτικού χαρακτήρα, τροποποιώντας σημαντικά τις τεχνικοοικονομικές προϋποθέσεις της διεθνούς ισορροπίας.
Η βιομηχανία στην Ελλάδα. Η Ελλάδα παρέμεινε στο στάδιο της οικιακής οικονομίας και απομονωμένη από τον υπόλοιπο
κόσμο ολόκληρη την περίοδο της τουρκοκρατίας. Μετά την απελευθέρωση, άρχισε νέα εποχή για την οικονομία,
αποκαταστάθηκε η επικοινωνία με το εξωτερικό και δημιουργήθηκαν νέες ανάγκες, που προκάλεσαν την αναπροσαρμογή και
την άνθηση της βιοτεχνίας και αργότερα την ίδρυση των πρώτων βιομηχανικών εργοστασίων. Η ανάπτυξη όμως της β.
συναντούσε πολλές δυσχέρειες, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν η έλλειψη κατάλληλων και ειδικευμένων επιχειρηματιών
και εργατών, η έλλειψη κεφαλαίων και καλής καύσιμης ύλης.
Η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα άρχισε πραγματικά μετά το 1923, υπό την πίεση της μεγάλης αύξησης του πληθυσμού, λόγω της
Μικρασιατικής Καταστροφής και της εισροής ενός και πλέον εκατομμυρίων ανθρώπων που ήρθαν ως πρόσφυγες από την
Τουρκία, καθώς και χάρη στη μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία που εξασφάλισε το νέο δασμολόγιο.
Τα χρόνια όμως που πέρασαν από την εποχή εκείνη δεν διακρίνονται για την ομοιογένειά τους, επειδή επέδρασαν στο διάστημα
αυτό πολλοί παράγοντες, όπως η διεθνής οικονομική κρίση (1929), ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, η περίοδος εσωτερικής
ανωμαλίας και οικονομικής αστάθειας που την ακολούθησαν κ.ά. Έτσι, η ταχύτερη εκβιομηχάνιση συντελέστηκε κατά τη
χρονική περίοδο 1955-65. Στην εποχή αυτή αναπτύχθηκε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις εγχώριες πηγές
(υδατοπτώσεις, λιγνίτες) αλλά και από εισαγόμενες (πετρέλαιο), και με τη βοήθειά της δημιουργήθηκαν μεγάλες βιομηχανικές
μονάδες αξιοποίησης εγχώριων πρώτων υλών (αλουμινίου, νικελίου) και άλλες για την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής
αγοράς και για εξαγωγές (υφαντικές, τροφίμων, καπνού, χημικές, τσιμέντου, χαρτιού, πετρελαίου, ηλεκτρικών μηχανών και
συσκευών, ναυπηγεία κλπ.). Η εκβιομηχάνιση, που συνεχίστηκε και αργότερα, πρέπει ακόμα να αποδοθεί στις ευνοϊκές
επιδράσεις από τις μεταβολές που σημειώθηκαν στις ξένες οικονομίες και κατέστησαν δυνατή την παροχή μεγάλης ξένης
βοήθειας και την εισροή κεφαλαίων, στην ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην προωθητική επίδραση πάνω
στην παραγωγή που ασκεί η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και η αύξηση των απαιτήσεων των καταναλωτών. Στο οικονομικά
ενοποιημένο ευρωπαϊκό περιβάλλον της εποχής του ευρώ, η θέση της β. της Ελλάδας προσδιορίζεται πλέον από τις ευρωπαϊκές
ανάγκες και ανάγεται σε ένα σαφώς ευρύτερο πλαίσιο.
Ειδικότερα, η σύνδεση με την ΕΟΚ (1962) ενέτεινε την εξωστρέφεια της ελληνικής β. και την εξέθεσε στο διεθνή ανταγωνισμό,
χωρίς απώλεια του δυναμισμού της μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τη δεκαετία του 1980 επλήγη από τη διεθνή
κρίση, οδηγήθηκε σε συρρίκνωση και αναδιάρθρωση και, με την πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ (1981), δέχτηκε νέες
πιέσεις στην ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητά της. Την περίοδο 1980-88 το συνολικό προϊόν της β. αυξανόταν με μέσο ετήσιο
ρυθμό 0,3%, ενώ την περίοδο 1990-94 μειώθηκε κατά 5%.
Η βιομηχανική παραγωγή είναι συγκεντρωμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους νομούς Αττικής, Βοιωτίας και
Θεσσαλονίκης, όπου λειτουργούν οι 3.500 β. Οι κυριότεροι κλάδοι της είναι τα είδη διατροφής και καπνού, η χημική β., τα
μεταλλικά προϊόντα και η τσιμεντοβιομηχανία. Η απασχόληση στον κλάδο το 2001 ήταν περίπου 555.000 άτομα, ενώ στο τέλος
του 2002 είχε μειωθεί σε 531.500 άτομα, αποτελώντας περίπου το 14% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Σύμφωνα με
στοιχεία του 2000, ο αριθμός καταστημάτων στη β. (απασχόληση άνω των 10 ατόμων) ήταν 5.016, με απασχόληση ανά
κατάστημα κατά μέσο όρο 47 άτομα. Από αυτά, τα 992 ήταν β. τροφίμων και ποτών, τα 543 ειδών ένδυσης, τα 486 κατασκευής
προϊόντων από μη μεταλλικά ορυκτά, τα 368 κλωστοϋφαντουργικών ειδών κ.ά.
Η σύγχρονη βιομηχανία. Κατά τον 20ό αι., η δημογραφική άνοδος, το άνοιγμα νέων αγορών, η ανάπτυξη των μεταφορών και
των συγκοινωνιών, οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι ανάγκες που απέρρευσαν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους
επέτρεψαν παντού στη β. να επεκταθεί ακόμα περισσότερο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, σύμφωνα με έναν άγνωστο κατά
το παρελθόν ρυθμό. Η πρόοδος αυτή επέφερε την εισαγωγή νέων αρχών και προσανατολισμών στη σύγχρονη β. τροποποιώντας
και επιτείνοντας μερικά από τα χαρακτηριστικά της. Στη σύγχρονη β. είναι, για παράδειγμα, πολύ συνηθισμένος ο διαχωρισμός
μεταξύ της ιδιοκτησίας της επιχείρησης (που επεκτάθηκε με το σύστημα των μετοχών, οι οποίες διανέμονται σε χιλιάδες και
ενίοτε εκατομμύρια πρόσωπα) και της διεύθυνσής της, η οποία έχει ανατεθεί σε συμβούλια ή σε πληρεξούσιους διευθυντές που
μόνο κατά ένα μέρος μπορούν να αντικαταστήσουν την τυπική φυσιογνωμία του επιχειρηματία. Το σύστημα των μετόχων
κατέστησε με τη σειρά του δυνατή την υποστήριξη της επεκτατικής τάσης της β. προς τις βέλτιστες διαστάσεις, επιτρέποντας
την ίδρυση τεράστιων επιχειρήσεων και ευνοώντας τις διαδικασίες οριζόντιας και κάθετης συγκέντρωσης, δηλαδή της
συγκέντρωσης επιχειρήσεων που παράγουν τα ίδια αγαθά ή απασχολούνται με διάφορες φάσεις της κατασκευής του ίδιου
προϊόντος, αντίστοιχα. Εξάλλου, η σύγχρονη β. έχει επεκτείνει κατά πολύ την εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνικής σε
διάφορες δραστηριότητές της, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Θεωρούμενη ως σύνολο γνώσεων που αντλούνται από τα πεδία των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας, της οικονομίας, της
κοινωνιολογίας και του δικαίου· η τεχνική αποτελεί το στοιχείο που ζωογονεί όλες τις βιομηχανικές δραστηριότητες, αν και
είναι φανερό ότι οι εφαρμογές της δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό τον τομέα της οικονομικής δράσης. Οι τεχνικο-επιστημονικές
γνώσεις χρησιμοποιούνται για την αξιοποίηση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων των βασικών υλών, για την εκμετάλλευση
των ενεργειακών πηγών, για την εισαγωγή μηχανών που υποκαθιστούν ποιοτικά και ποσοτικά την ανθρώπινη εργασία, για τον
προσδιορισμό των χρόνων και των τρόπων εργασίας, για την πάλη κατά της σπατάλης κλπ. Άλλωστε, η σύγχρονη β. προσπαθεί
όλο και περισσότερο να εμπιστευτεί σε τεχνικούς και νέους τομείς της δραστηριότητάς της: με διερευνήσεις της αγοράς,
ανάλυση των οικονομικών διακυμάνσεων και προβλέψεις για τη ζήτηση αγαθών στο μέλλον επιζητείται να προκαθοριστούν οι
ανάγκες των καταναλωτών για να προετοιμαστούν τα κατάλληλα παραγωγικά μέσα. Με τη βοήθεια διαφημιστικών εξορμήσεων
διευρύνεται η κατανάλωση ορισμένων προϊόντων ή δημιουργούνται ακόμα και νέες προτιμήσεις και νέες ανάγκες μεταξύ του
κοινού. Επίσης, η οικονομικο-διοικητική διεύθυνση των βιομηχανικών επιχειρήσεων επωφελείται ευρύτατα από τη συμβολή των
τεχνικών για τον προγραμματισμό της παραγωγής, τη διάθεση των αποθεμάτων και τον έλεγχο των δικτύων διανομής. Τέλος, η
τεχνική χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στις ανθρώπινες σχέσεις μέσα στην επιχείρηση, για τη στρατολόγηση προσωπικού
μεταξύ ατόμων που κατέχουν τα αναγκαία ψυχοτεχνικά εφόδια, για τις διάφορες φάσεις της κατασκευής και για τη δημιουργία
γύρω από τον εργαζόμενο συνθηκών περιβάλλοντος ευνοϊκών για την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών ικανοτήτων του
καθενός.
Με τις εφευρέσεις στον τομέα της κυβερνητικής, οι εφαρμογές της τεχνικής στη β. μπήκαν σε μια νέα φάση, προορισμένη να
προσλάβει ενδιαφέρουσες εξελίξεις, τη φάση του αυτοματισμού. Οι διαδικασίες αυτοματισμού, οι οποίες εφαρμόστηκαν για
πρώτη φορά στα εργοστάσια της Ford, στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ, συνίστανται στην ολοκλήρωση και στη μηχανοποίηση
ορισμένων εργασιών, με σκοπό να εξασφαλιστεί μια παραγωγή συνεχούς ροής. Αυτή πραγματοποιείται με τη χρησιμοποίηση
μηχανημάτων, όπως είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, που είναι ικανοί να καταγράψουν, να κατατάξουν και να επεξεργαστούν
μια μεγάλη ποσότητα πληροφοριών και να εκτελέσουν, με βάση αυτή την εργασία, ιδιαίτερες πράξεις υπολογισμού μέσα από
πολύπλοκες διαδικασίες και αντιδράσεις.
Εξετάζοντας τη βιομηχανική δραστηριότητα από διάφορες απόψεις είναι δυνατόν να προβούμε σε μερικές υποδιαιρέσεις και
ταξινομήσεις. Με βάση την καταβαλλόμενη δραστηριότητα, διακρίνουμε β. απόκτησης αγαθών που αποβλέπουν στην
κατάκτηση φυσικών πόρων (β. εξόρυξης), β. μετασχηματισμού, που αποβλέπουν στην επαύξηση της ωφελιμότητας των πρώτων
υλών με την ενσωμάτωση σε αυτές ποσοτήτων εργασίας και κεφαλαίου (σιδηρουργική, ετοίμων ενδυμάτων, χημική), β. των
υπηρεσιών, που αποβλέπουν στην παροχή υπηρεσιών (μεταφορών, ξενοδοχειακή, τουριστική, μουσική, κινηματογραφική). Σε
ό,τι αφορά τον οικονομικό προορισμό των παραγόμενων αγαθών, η β. υποδιαιρείται σε βαριά και ελαφρά ή σε β. παραγωγής
κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών. Δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών·
πάντως, σε γενικές γραμμές, η πρώτη προσφέρει αγαθά προορισμένα να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία στην εκτέλεση άλλων
παραγωγικών διαδικασιών (εξορυκτική, σιδηρουργική, μεταλλουργική, χημική και κατασκευής μηχανών), ενώ η δεύτερη
παράγει αγαθά άμεσης κατανάλωσης (διατροφής, υφαντουργική, αυτοκινήτου κλπ.). Ως προς τις διαστάσεις, η β. υποδιαιρείται
σε μικρή, μέση και μεγάλη, ενώ σε ό,τι αφορά το σύστημα διαχείρισης και ιδιοκτησίας σε ιδιωτική, δημόσια και μεικτή.
Δεν είναι απλή ιστορική σύμπτωση ότι σήμερα οι χώρες με το υψηλότερο εθνικό εισόδημα είναι ακριβώς οι βιομηχανικές
(ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Ιαπωνία κλπ.). Η δυνατότητα της β. να επεκτείνει απεριόριστα την παραγωγή της και η
σπουδαιότητα που ενέχει σε αυτή τη δραστηριότητα η ανθρώπινη εργασία, επέτρεψαν, μέσω ενός ευρύτατου δικτύου διεθνών
ανταλλαγών, και σε αυτές ακόμα τις μικρές χώρες που στερούνται πρώτων υλών και είναι πυκνοκατοικημένες, να φτάσουν σε
υψηλά επίπεδα ευημερίας. Ο υπερπληθυσμός, που αποτελεί στις αναπτυσσόμενες χώρες μία από τις κυριότερες αιτίες
οικονομικής οπισθοδρόμησης, είναι, αντίθετα, στις βιομηχανικές χώρες το πρωταρχικό κίνητρο για πρόοδο. Έχοντας ακριβώς
επίγνωση αυτής της πραγματικότητας, οι αναπτυσσόμενες χώρες επιζητούν σήμερα να επιλύσουν τα μόνιμα γι’ αυτές
προβλήματα φτώχειας και οικονομικού μαρασμού, προσφεύγοντας σε προγράμματα ανάπτυξης θεμελιωμένα κατά πρώτο λόγο
στην εκβιομηχάνιση.
βιομηχανία αυτοκινήτων. Βλ. λ. αυτοκινητοβιομηχανία.
βιομηχανικά αέρια. Βλ. λ. αέρια, βιομηχανικά.
βιομηχανική ανάλυση. Βλ. λ. ανάλυση τεχνική και βιομηχανική.
βιομηχανική αρχιτεκτονική (Αρχιτ.). Κλάδος της αρχιτεκτονικής που ασχολείται με τον σχεδιασμό βιομηχανικών μονάδων
και εργοστασίων. Με τη Βιομηχανική επανάσταση, οι αντιλήψεις για τον τόπο της εργασίας άλλαξαν εντελώς. Οι επιχειρήσεις
απέκτησαν πολύπλοκα ακριβά μηχανήματα, συγκεντρώνοντάς τα σε έναν ορισμένο χώρο στον οποίο εργαζόταν και το
προσωπικό. Έτσι, δημιουργήθηκε το εργοστάσιο, ένα πρακτικό και απλό υπόστεγο στην αρχή, που με τον καιρό εξελίχθηκε σε
πολύπλοκο συγκρότημα, δημιούργησε έναν νέο τύπο αρχιτεκτονικού χώρου, εισχώρησε στις αστικές περιοχές και στο τοπίο,
καταλήγοντας σε πρόβλημα από τα πιο αγχώδη της πολεοδομίας, συναρτημένο απόλυτα και με το γενικότερο στεγαστικό.
Για την κατασκευή των εργοστασίων χρησιμοποιήθηκαν νέες τεχνικές και νέα υλικά. Οι σιδερένιοι σκελετοί και το οπλισμένο
σκυρόδεμα επέτρεψαν τη δημιουργία συνεχώς μεγαλύτερων και λειτουργικότερων χώρων, αλλά η μορφολογική διατύπωσή τους
συνάντησε πολλές δυσκολίες. Έγινε αρχικά προσπάθεια να προσαρμοστούν οι νέοι τρόποι της οικοδομικής στις παραδοσιακές
αρχιτεκτονικές μορφές, με συνέπεια να γίνεται μια απλή κάλυψη των μεταλλικών σκελετών με περιβλήματα οποιουδήποτε
γνωστού ρυθμού (βιομηχανία σοκολάτας στο Νουαζιέλ-σιρ-Μαρν στη Γαλλία, 1871-72, του Ζιλ Σολνιέ). Μετά τα πρώτα
νεοκλασικά εργοστάσια (καπνεργοστάσιο της Ρώμης, 1859-62, του Αντόνιο Σάρτι) η εμφάνιση του ιστορικού εκλεκτικισμού
του 19ου αι. ανέκοψε την εξέλιξη της β.α. και εμπόδισε τους σχεδιαστές των εργοστασίων να εμπνευστούν από τα εξαιρετικά
απλά και λειτουργικά κτίρια των μεγάλων διεθνών εκθέσεων, όπως το Crystal Palace της έκθεσης του Λονδίνου (1851), του
Τζόζεφ Πάξτον.
Ο πρώτος συντονισμός συγχρονισμένης κατασκευής και μορφής βιομηχανικού κτιρίου έγινε στις αρχές του 20ού αι. στη
Γερμανία, όταν ο Πέτερ Μπέρενς δημιούργησε το εργοστάσιο στροβίλων της AEG στο Βερολίνο (1908-9) και ο Βάλτερ
Γκρόπιους με τον Άντολφ Μάγερ σχεδίασαν το εργοστάσιο Φάγκους στο Άλφελντ αν-ντερ-Λάινε (1911) και παρουσίασαν στην
Έκθεση της Κολονίας του 1914 το πρώτο ορθολογιστικό πρότυπο εργοστασίου. Οι εκπρόσωποι της ορθολογιστικής
αρχιτεκτονικής ανέπτυξαν επίσης το θέμα και από την πολεοδομική άποψη, χωρίς να διστάσουν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και
την ουτοπιστική τοποθέτηση του Τονί Γκαρνιέ. Από αυτούς πηγάζει ολόκληρη σχεδόν η β.α. του 20ού αι. με μερικές εξαιρέσεις,
όπως το εξπρεσιονιστικό πιλοποιείο στο Λουκενβάλντε (1920) του Έρικ Μέντελσον.
Σήμερα, η β.α. είναι διεθνής έκφραση και χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για την πραγματοποίηση τεράστιου αριθμού νέων
συγκροτημάτων. Βλ. λ. αρχιτεκτονική.
Βιομηχανική επανάσταση. Βλ. λ. βιομηχανία (Ιστορία).
βιομηχανική κατασκοπεία. Η αθέμιτη και συνήθως παράνομη συλλογή πληροφοριών για τη λειτουργία και τις
δραστηριότητες μιας επιχείρησης, που αποσκοπεί σε ιδιοτελή σκοπό (κυρίως στην ενημέρωση μιας ανταγωνιστικής
επιχείρησης). Τα μέσα για την άσκησή της είναι πολλά και ποικίλα και συχνά προϋποθέτουν ότι ο πληροφοριοδότης εργάζεται ή
έχει πρόσβαση στην κατασκοπευόμενη επιχείρηση. Ακραία μέσα άσκησης της β.κ. είναι η υποκλοπή τηλεφωνημάτων, η
παράνομη φωτογράφηση ή μαγνητοφώνηση, η δόλια παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου (σε συνεργασία με ανθρώπους που
εργάζονται στο τραπεζικό σύστημα), η έκνομη είσοδος σε συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και η υποκλοπή της
ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, η άμεση παρακολούθηση προσώπων κλπ.
Βιομηχανικό Επιμελητήριο. Βλ. λ. επιμελητήρια.
βιομηχανικό μορφολογικό σχέδιο. Η τεχνική της διαμόρφωσης του σχήματος ενός προϊόντος μαζικής παραγωγής, ώστε να
έχει καλαίσθητη εμφάνιση. Το σχέδιο καθορίζει σήμερα το σχήμα ενός αμαξώματος, ενός αεροπλάνου, ενός αντικειμένου
οικιακής χρήσης ή ενός διακόπτη. Χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή πλοίων, σιδηροδρόμων, ενίοτε δε ολόκληρων
βιομηχανικών συγκροτημάτων ή προκατασκευασμένων κατοικιών. Ο σχεδιαστής είναι λοιπόν ένας μορφολόγος, ο οποίος
συνεργάζεται και με ειδικούς άλλων κλάδων για τη δημιουργία του σχήματος ενός προϊόντος.
Η βιομηχανική μορφολογία αναπτύχθηκε μετά τη Βιομηχανική επανάσταση, όταν άρχισαν να παράγονται σε μεγάλες ποσότητες
είδη που μέχρι τότε κατασκευάζονταν από τη βιοτεχνία, αν και το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ λειτουργικότητας και
αισθητικής του αντικειμένου είχε τεθεί από την εποχή των Άγγλων εμπειρικών και του Καντ. Το 1832 ο Ρόμπερτ Πιλ
υποστήριξε στην αγγλική Βουλή των Κοινοτήτων την ανάγκη να ενισχύσει το κράτος τις σπουδές του σχεδίου που ήταν χρήσιμο
στις βιομηχανίες. Πραγματικός βιομηχανικός μορφολόγος σχεδιαστής ήταν ο Λιούις Ντέι (1845-1910). Αλλά και ο Βίκτορ
Χόρτα (1861-1947) μελέτησε από το 1903 το πρόβλημα της προσαρμογής της μορφής στην οργανικότητα και στις νέες
μεθόδους της κατασκευής. Στη Γερμανία, το 1907, ο Χέρμαν Μουτέζιους προέβη στην ίδρυση των Γερμανικών Εργαστηρίων
(Deutsche Werkstatten) και μετά το 1909 ο Πέτερ Μπέρενς οργάνωσε την εργασία της σχεδίασης των προϊόντων της AEG
δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στη γραμμή τους (λάμπες κ.ά.). Το 1918 εμφανίστηκε το κόκκινο και μπλε κάθισμα του Γκέριτ
Ρίτβελντ με την πρωτότυπη αντίληψη του χώρου, ενώ το κάθισμα από σωληνωτό χάλυβα του Μαρσέλ Μπρόουερ
κατασκευάστηκε το 1922. Ο Βάλτερ Γκρόπιους σχεδίασε τα πρώτα μεταλλικά έπιπλα και, αντίθετα από τον Γουίλιαμ Μόρις,
που θεώρησε τη μηχανή υπεύθυνη για την πτώση της καλαίσθητης εμφάνισης των αντικειμένων, δέχτηκε την καινούργια
πραγματικότητα και φρόντισε (κυρίως με το κίνημα του Μπαουχάους) να εκπαιδεύσει νέους καλλιτέχνες για να εργαστούν στην
παραγωγή του βιομηχανικού αντικειμένου.
Στις ΗΠΑ, το ενδιαφέρον για την αισθητική του προϊόντος παρουσιάστηκε στον μεσοπόλεμο. Τότε δημιουργήθηκαν τα μεγάλα
εργαστήρια των καλλιτεχνικών συμβούλων και αναδείχτηκαν σπουδαίοι μορφολόγοι σχεδιαστές: ο Γουόλτερ Τιγκ και ο Χένρι
Ντρέιφους (τηλέφωνα, θερμόμετρα, πυροσβεστήρες, το αεροπλάνο Σουπερκονστελέισιον G, 1951). Στην Ευρώπη, ο Μίες Βαν
ντερ Ρόε σχεδίαζε την ίδια εποχή μεταλλικά καθίσματα (1926 ο τύπος MR, 1928 ο τύπος Βαρκελώνη) και ο Άλβαρ Άαλτο
παρουσίαζε (1929, σανατόριο του Παΐμιο) κυρτά ξύλινα καθίσματα μαζικής παραγωγής. Το αυτοκίνητο Άντλερ (1931)
σχεδιάστηκε από τον Βάλτερ Γκρόπιους, ο οποίος την ίδια περίοδο πραγματοποίησε και χειρολαβές από νίκελ. Στις Ηνωμένες
Πολιτείες υπήρχε ήδη το 1932 μια επαγγελματική οργάνωση βιομηχανικού σχεδίου. Στα χρόνια του ναζισμού πολλοί Γερμανοί
αρχιτέκτονες και μορφολόγοι σχεδιαστές εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και προώθησαν τις ήδη υπάρχουσες
πρωτοβουλίες ή δημιούργησαν νέες. Και η ιαπωνική βιομηχανία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, επηρεασμένη από το
αμερικανικό πνεύμα της αισθητικής διαμόρφωσης του προϊόντος απέκτησε τους δικούς της βιομηχανικούς σχεδιαστές.
Για τη σαφήνεια και την απλότητα της γραμμής τους είναι γνωστά τα έργα των Φιλανδών Τάπιο Βιρκάλα (μαχαιροπίρουνα από
ξύλο και μέταλλο), Άλβαρ Άαλτο (αντικείμενα από κυρτωμένο ξύλο ή πλαστική ύλη) και Έρικ Χέρλοου (μαγειρικά σκεύη από
σμαλτωμένο χυτοσίδηρο), του Σουηδού Σβεν Πάλμκβιστ (γυαλικά και κεραμικά), καθώς και τα ατσάλινα αντικείμενα των
συμπατριωτών του Φόλκε Άρστρομ, Αν Γκίλγκρεν και Σίγκουρντ Πέρσον. Από την Αγγλία ξεχώρισαν οι ατμομηχανές του
Μίσα Μπλακ και τα ηλεκτρικά οικιακά είδη του Ρόι Πέρκινς. Στη Γερμανία εργάστηκαν για τις βιομηχανίες ο Χανς Γκούγκελοτ
(ραδιοφωνικές συσκευές), ο Ούγκο Ποτ (μαχαιροπίρουνα) και ο Μαξ Μπιλ (ρολόγια). Από τις γνωστότερες γαλλικές
υλοποιήσεις είναι τα μαγειρικά σκεύη του Λε Κορμπιζιέ και το αυτοκίνητο (1956) Σιτροέν DS 19 του Μπερτόνε. Σημαντικές
δημιουργίες του 20ού αι. υπήρξαν επίσης το βασικό κάθισμα (1946) του Αμερικανού Τσαρλς Ιμς, από ξύλο και μέταλλο, η
πολυθρόνα μήτρα (1948) του Σααρίνεν, το αεριωθούμενο Ντάγκλας Χ-3 κ.ά.
Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης Σύρου. Βλ. λ. Ερμούπολης, Βιομηχανικό Μουσείο.
βιομηχανικός μελανισμός (Βιολ.). Φαινόμενο που παρατηρήθηκε στα μέσα του 19ου αι. κοντά σε κέντρα βιομηχανικής
ρύπανσης στην Αγγλία. Πριν από την ανάπτυξη της βιομηχανίας, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και οι κορμοί των δέντρων ήταν
σκεπασμένοι από ανοιχτόχρωμες λειχήνες που αφθονούν σε υγρά περιβάλλοντα με καθαρή ατμόσφαιρα. Η πεταλούδα Biston
betularia συναντάται σε δύο διακριτές μορφές χρώματος, σκουρόχρωμη και ανοιχτόχρωμη. Αρχικά, οι πληθυσμοί της
ανοιχτόχρωμης μορφής υπερτερούσαν, επειδή ο χρωματισμός τους ευνοούσε το καμουφλάρισμά τους στους κορμούς των
δέντρων και είχαν, επομένως, μεγαλύτερες πιθανότητες να αποφύγουν τα πουλιά, των οποίων αποτελούσαν τη λεία. Ο
πληθυσμός των σκουρόχρωμων πεταλούδων από το 1% του συνόλου, αυξήθηκε σε ποσοστό έως 90% κατά τον 19ο αι. Η αιτία
γι’ αυτή την αλλαγή ήταν ότι η εκβιομηχάνιση προκάλεσε εκτεταμένη περιβαλλοντική μόλυνση, με αποτέλεσμα η αυξημένη
αιθάλη στην ατμόσφαιρα να καλύψει τους κορμούς των δέντρων· αυτό έφερε σε μειονεκτική θέση τις ανοιχτόχρωμες
πεταλούδες και τις σκουρόχρωμες σε πλεονεκτική, με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού τους. Μετά την εφαρμογή
αντιρρυπαντικής νομοθεσίας και την ανάκαμψη του περιβάλλοντος, η κατάσταση αντιστράφηκε: ο πληθυσμός των
ανοιχτόχρωμων πεταλούδων απέκτησε και πάλι το πλεονέκτημα και επιβίωσε καλύτερα.
Το φαινόμενο του β.μ. θεωρείται ένα καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η φυσική επιλογή ευνοεί την επικράτηση των
επιτυχημένων, για ένα δεδομένο περιβάλλον, χαρακτηριστικών και τον αποκλεισμό άλλων λιγότερο επιτυχημένων.
βιονική (Τεχνολ.). Εφαρμοσμένος επιστημονικός κλάδος που χρησιμοποιεί τα συμπεράσματα της βιολογίας με σκοπό την
εφαρμογή των βιολογικών αρχών στη μελέτη και στον σχεδιασμό μηχανικών, κυρίως ηλεκτρονικών συστημάτων. Οι
τεχνολογικές εφαρμογές της β., βασίζονται στην απομίμηση των βιολογικών μηχανισμών και προτύπων, η αξία των οποίων
έγκειται στο ότι έχουν δοκιμαστεί και επιλεγεί από τη φύση κατά τη διάρκεια της εξέλιξης. Ο άνθρωπος στράφηκε στη φύση για
να αντλήσει από αυτή χρήσιμες πληροφορίες σε όλους τους τομείς και για ποικίλες διαφορετικές εφαρμογές. Οι πρώτες του
απόπειρες να πετάξει, για παράδειγμα, είχαν ως πρότυπο τον μηχανισμό πτήσης των πουλιών. Στο πεδίο της απόκτησης
πληροφοριών από το περιβάλλον, μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα οι μελέτες που αφορούν το μάτι του βατράχου, το οποίο
διαθέτει κόρη μεγάλης διακριτικής επιλογής σε ό,τι αφορά την πληροφόρηση. Τα κύτταρα του ματιού του αναλύουν ό,τι
βλέπουν, επιλέγουν τις παραστάσεις και στέλνουν στον εγκέφαλο μόνο τα σήματα που αναφέρονται σε αντικείμενα ενός
ορισμένου σχήματος, μιας συγκεκριμένης χρωματικής έντασης και τα οποία βρίσκονται σε κίνηση· αντικείμενα δηλαδή, που γι’
αυτά τους τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μπορούν να αντιπροσωπεύουν τροφή ή κίνδυνο. Η τεχνολογία μπορεί να ξεκινήσει
από μια τέτοια μελέτη για να επιχειρήσει να κατασκευάσει ένα ανάλογο πρότυπο πληροφοριακού μηχανισμού ταχύτατου και με
ικανότητα επιλογής. Άλλοι κλάδοι της β. ασχολούνται με την προσαρμοστικότητα και τις αλληλεπιδράσεις των ζωντανών
οργανισμών με το περιβάλλον, με τις διαδικασίες βιολογικής ρύθμισης, με τη μεταβίβαση των σημάτων κ.ά.
Ο όρος β. αναφέρεται επίσης, με μια στενότερη έννοια, στην αντικατάσταση οργάνων του σώματος ή στην ενίσχυση της
λειτουργίας τους από συσκευές, οι οποίες μιμούνται με ακρίβεια τη φυσιολογική λειτουργία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί το τεχνητό εμφύτευμα του κοχλία, με το οποίο αποκαθιστάται πλήρως η ακοή σε κωφά άτομα.
βιονομία (Βιολ.). Κλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και τις σχέσεις
τους με το περιβάλλον. Σήμερα, ωστόσο, η λέξη β. έχει αντικατασταθεί από τον όρο οικολογία. Βλ. λ. οικολογία.
βιοποικιλότητα (Βιολ.). Η ύπαρξη ποικιλίας σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης της ζωής, όπως γονίδια, άτομα, φύλα, κλάσεις,
τάξεις, γένη, βιοκοινότητες, οικοσυστήματα κ.ά.
Ο αριθμός των διαφορετικών ειδών που υπάρχουν στη Γη υπολογίζεται από 3 έως 30 εκατομμύρια, από τα οποία 2,5
εκατομμύρια έχουν αναγνωριστεί και ταξινομηθεί. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται 900.000 είδη εντόμων, 41.000 είδη
σπονδυλωτών και 250.000 είδη φυτών. Τα υπόλοιπα είναι ασπόνδυλα, μύκητες, φύκη, πρωτόζωα και βακτήρια. Η μεγάλη
απόκλιση στον υπολογισμό του συνολικού αριθμού διαφορετικών ειδών που υπάρχουν οφείλεται στο ότι πολλά οικοσυστήματα,
όπως αυτά των τροπικών δασών, των πόλων, των ωκεανών, περιέχουν ενδιαιτήματα που είναι ουσιαστικά ανεξερεύνητα. Σε
αυτά πιστεύεται ότι φιλοξενείται ένας μεγάλος αριθμός από διαφορετικά είδη μικροοργανισμών, τα περισσότερα από τα οποία
είναι βακτήρια. Ειδικά για τα βακτήρια εκτιμάται ότι από το σύνολο των διαφορετικών ειδών που υπάρχουν μόνο το 1-10% είναι
γνωστό· η δυσκολία στην καταγραφή τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο γεγονός ότι δεν διακρίνονται με γυμνό μάτι.
Η διατήρηση της β. είναι υψίστης σπουδαιότητας για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Σε κάθε οικοσύστημα υπάρχει
ισορροπία μεταξύ του αριθμού των διαφορετικών οργανισμών που έχει, με τους φυσικούς πόρους που διαθέτει. Όσο μεγαλύτερη
είναι η ποικιλία των οργανισμών ενός οικοσυστήματος τόσο ικανότερο είναι αυτό να ανθίσταται σε εξωτερικές επιδράσεις που
απειλούν την ισορροπία του, καθώς με την αύξηση του αριθμού των διαφορετικών μορφών αυξάνουν και οι πιθανότητες για την
εμφάνιση εσωτερικών ρυθμίσεων που αντισταθμίζουν τις επιζήμιες μεταβολές. Μια απότομη αλλαγή στο κλίμα, για παράδειγμα,
θα αφάνιζε όλους τους οργανισμούς ενός οικοσυστήματος αν είχαν τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά. Η β. αποτελεί επίσης
την κινητήριο δύναμη της εξέλιξης των οργανισμών.
Το 1992, η διάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στην οποία μετείχαν
περισσότερα από 150 έθνη, διαπίστωσε τις εκτεταμένες καταστροφές που είχαν συντελεστεί στη διάρκεια του 20ού αι. στη β.
λόγω της αστικοποίησης, της αποψίλωσης των δασών και της ρύπανσης. Με ψήφισμα μάλιστα το οποίο εξέδωσε, κάλεσε τις
βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες να παράσχουν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στις αναπτυσσόμενες χώρες προκειμένου
να διαχειριστούν το περιβάλλον τους και να προστατεύσουν τις άγριες μορφές ζωής, αξιοποιώντας τις στην απομόνωση γονιδίων
και την παραγωγή χημικών και φαρμάκων με τις μεθόδους της βιοτεχνολογίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα, παρά τη μικρή γεωγραφική έκτασή της, έχει πλουσιότατη β. Η β. αυτή, που οφείλεται στη
γεωγραφική διαμόρφωση, τη γεωλογική ιστορία και τις κλιματολογικές συνθήκες, περιλαμβάνει 50 είδη ερπετών και 430 είδη
πτηνών, από τα 90 και 450 αντίστοιχα που ζουν στον ευρωπαϊκό χώρο, δεκάδες χιλιάδες είδη εντόμων, 503 είδη ιχθύων, 79 είδη
θηλαστικών και πλούσια χλωρίδα (κατατάσσεται δεύτερη σε ποικιλία ειδών, μετά τη χλωρίδα της Ιβηρικής χερσονήσου) με
περισσότερα από 700 ενδημικά φυτά.
βιοπολυμερή (Βιολ.). Βλ. λ. απομόνωση βιοπολυμερών.
βιορυθμοί (Βιολ.). Τα φαινόμενα κατά τα οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες ή η συμπεριφορά των ζωντανών οργανισμών
παρουσιάζουν περιοδικότητα κατά την εμφάνισή τους. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί των οργανισμών, οι οποίοι ελέγχουν την
περιοδικότητα αυτή, αναφέρονται με την ονομασία βιολογικό ρολόι· πρόκειται δηλαδή για τους φυσιολογικούς ή κυτταρικούς
μηχανισμούς με τους οποίους οι οργανισμοί μετρούν τον χρόνο. Οι β. εξασφαλίζουν την προσαρμογή (συγχρονισμό) ορισμένων
ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές των περιβαλλοντικών παραγόντων (φως,
θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με τον τρόπο αυτό οι οργανισμοί καταφέρνουν να εκμεταλλεύονται
καλύτερα τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στον χώρο και στον χρόνο και να εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους. Το βιολογικό
ρολόι έχει γενετική βάση και κληρονομείται· σε πολλές περιπτώσεις, έχει αποδειχτεί πειραματικά ότι συνεχίζει να λειτουργεί
ακόμα και χωρίς την επίδραση του περιβαλλοντικού παράγοντα. Για παράδειγμα, οι κινήσεις των φύλλων των φυτών κατά τη
διάρκεια της ημέρας συνεχίζονταν με την ίδια περιοδικότητα (περίπου 24 ωρών), ακόμα και όταν τα φυτά βρίσκονταν στο
εργαστήριο σε συνεχές σκοτάδι.
Η παρουσία περιοδικών φαινομένων περιγράφηκε για πρώτη φορά στα φυτά κατά το 18ο αι., αλλά το γεγονός ότι οι β.
εμφανίζονται σε όλες τις ομάδες των οργανισμών διαπιστώθηκε από τους επιστήμονες κατά τη δεκαετία του 1960.
Οι β. μπορούν να χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με την περίοδο που διαρκούν τα φαινόμενα. Οι β. που αφορούν
μεταβολές κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, αναφέρονται ως κιρκαδικοί ή κιρκαδιανοί (circadian < λατ. circa + diem =
περίπου μία ημέρα) ή ημερήσιοι ρυθμοί. Στην κατηγορία αυτή ανήκει, για παράδειγμα, η ημερήσια κατανομή των
δραστηριοτήτων των οργανισμών (αναζήτηση τροφής, ζευγάρωμα, κίνηση, ύπνος κ.ά.), στην οποία οφείλεται και ο
χαρακτηρισμός τους ως ημερόβιων ή νυχτόβιων. Ημερήσια περιοδικότητα παρουσιάζουν και οι κινήσεις πολλών πλαγκτονικών
φυτών, τα οποία τη νύχτα μετακινούνται προς τον βυθό και την ημέρα ανέρχονται σε μικρότερα βάθη για να φωτοσυνθέσουν. Η
μετακίνηση αυτή εξαρτάται ως προς την έκτασή της και από τη θερμοκρασία. Οι περιοδικές κινήσεις των φύλλων ή των ανθών
των φυτών κατά τη διάρκεια της ημέρας έχουν μελετηθεί εκτεταμένα και αναφέρονται ως φωτοπεριοδισμοί. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ημερήσιοι ρυθμοί στους ανθρώπους, με πιο εμφανή τον εγκεφαλικό κύκλο ύπνου-αϋπνίας και
άλλους, όπως η μεταβολή της θερμοκρασίας του σώματος, των επιπέδων των ορμονών, του καρδιακού ρυθμού, του μεταβολικού
ρυθμού κ.ά. Η δυσκολία προσαρμογής του ατόμου κατά την μετακίνηση σε μακρινές αποστάσεις με εμφανή διαφορά ώρας,
γνωστό ως τζετ λαγκ (jet lag), οφείλεται στον αποσυντονισμό του βιολογικού ρολογιού, το οποίο αναπροσαρμόζεται στις νέες
συνθήκες.
Οι β. που αφορούν προσαρμογή στον σεληνιακό κύκλο και στις παλίρροιες επηρεάζουν ιδιαίτερα τις δραστηριότητες των
οργανισμών που ζουν στην παλιρροιακή ζώνη, γιατί σε αυτή μεταβάλλονται έντονα παράγοντες όπως η υγρασία, η
θερμοκρασία, ο φωτισμός, η αλατότητα κλπ.
Στη διάρκεια ενός έτους, οι β. σχετίζονται με την εναλλαγή των εποχών, όπως συμβαίνει με την άνθιση και τον σχηματισμό
σπερμάτων στα φυτά των εύκρατων περιοχών. Χαρακτηριστικές δραστηριότητες με ετήσια προσαρμογή είναι επίσης η
μετανάστευση των αποδημητικών πτηνών, το ζευγάρωμα των θηλαστικών, η διάπαυση των εντόμων κ.ά.
Μια ευρύτατα διαδεδομένη, αλλά όχι επιστημονικά θεμελιωμένη άποψη, που εμφανίζεται συχνά σε περιοδικά έντυπα μεγάλης
κυκλοφορίας, είναι ότι οι δραστηριότητες των ανθρώπων καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από ανάλογους β., οι οποίοι
επηρεάζουν τη σωματική, την ψυχική και την πνευματική κατάστασή τους. Η άποψη αυτή αναφέρεται ως θεωρία των β.,
σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από έναν σωματικό κύκλο 23 ημερών, έναν ψυχικό κύκλο 28 ημερών και
έναν πνευματικό κύκλο 33 ημερών. Αρκεί επομένως να γνωρίζει κανείς τον συνολικό αριθμό των ημερών της ζωής του για να
ανακαλύψει τη φάση στην οποία βρίσκεται, διαιρώντας τον αριθμό αυτό με 23, 28 και 33. Το υπόλοιπο παρουσιάζει την
παρούσα κατάσταση του αντίστοιχου κύκλου.
βίος, έντιμος (Νομ.). Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται
υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη.
βιοσυμπύκνωση (Βιολ.). Βαθμιαία συσσώρευση μη βιοδιασπώμενων, συνήθως τεχνητών τοξικών ενώσεων, στους ιστούς των
οργανισμών, κυρίως των καταναλωτών, ενός οικοσυστήματος· αναφέρεται και ως βιολογική συσσώρευση.
Οι ουσίες αυτές, όπως ορισμένα εντομοκτόνα (DDT) και φυτοφάρμακα, δεν αναγνωρίζονται από τα ένζυμα των ζωντανών
οργανισμών και επομένως δεν αποικοδομούνται. Δεσμεύονται αρχικά από τους παραγωγούς του οικοσυστήματος και μέσα από
τις τροφικές αλυσίδες περνούν στους φυτοφάγους και στους σαρκοφάγους καταναλωτές, από τους οποίους απεκκρίνονται
ελάχιστα ή καθόλου. Σε κάθε τροφικό επίπεδο η συγκέντρωση των ουσιών αυτών αυξάνει γεωμετρικά, με αποτέλεσμα να
συσσωρεύονται στους ιστούς των καταναλωτών των ανώτερων επιπέδων, επηρεάζοντας τις διάφορες λειτουργίες τους με
δυσμενείς συνέπειες για τη ζωή και την αναπαραγωγή τους.
βιόσφαιρα (Βιολ.). Το τμήμα της Γης που καταλαμβάνεται από ζωντανούς οργανισμούς. Περιλαμβάνει τα επιφανειακά
στρώματα του φλοιού της Γης, δηλαδή από την επιφάνεια του εδάφους έως λίγα μέτρα βάθος, τα υδάτινα περιβάλλοντα, από την
επιφάνεια του νερού έως 7.000 μ. βάθος στους ωκεανούς, και την ατμόσφαιρα, από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι τη
στρατόσφαιρα.
βιοτεχνία. Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η
παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους
πρωτόγονους λαούς, η β. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία προϊόντων, τρόπων εκτέλεσης και ποιοτήτων, αλλά και οργάνωση των
ομοτέχνων σε ομάδες ή οικογένειες που μεταβιβάζουν κληρονομικά από πατέρα σε γιο το επάγγελμα και τα μυστικά του.
Ως κοινωνικό φαινόμενο, η β. διακρίνεται από την οικοτεχνία, που έχει την έννοια της δημιουργίας αντικειμένων για
αποκλειστικά οικιακή χρήση (εκτός αν τα προϊόντα της φτάσουν σε υψηλή ποιότητα, όπως πολλές φορές συμβαίνει με τα
υφαντά και τα κεντήματα). Διακρίνεται ακόμα από τη βιομηχανία, όπου χρησιμοποιούνται μηχανήματα παραγωγής σε μεγάλες
ποσότητες και η ατομική συμβολή καταργείται ή περιορίζεται στην επεξεργασία αντικειμένων πολυτελείας.
Από την πλευρά της αξιολόγησης, ο διαχωρισμός μεταξύ βιοτέχνη και καλλιτέχνη είναι σχετικά πρόσφατος. Χρονολογείται από
την Αναγέννηση, όταν η ζωγραφική και η γλυπτική, οι οποίες στον Μεσαίωνα κατατάσσονταν στη β., θεωρήθηκαν ανώτερες
τέχνες από τις άλλες και δημιουργήθηκε μια ταξική ιεραρχία ακόμα και μέσα στις ίδιες τις συντεχνίες των βιοτεχνών. Κατά τον
17ο αι., η ευρεία διάδοση των βιβλίων-υποδειγμάτων για τα σκαλίσματα και τις διακοσμήσεις μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την
απόσταση μεταξύ του σχεδιαστή του υποδείγματος και του εκτελεστή του σχεδίου. Περιορισμένη έτσι η β. στην απλή εφαρμογή
έτοιμων προτύπων παράκμασε βαθμιαία, με μόνες εξαιρέσεις τη χρυσοχοΐα και την επιπλοποιία.
Από ιστορική άποψη, επικρατεί σήμερα η γνώμη ότι βιοτεχνικές ειδικεύσεις παρατηρούνταν από τα πανάρχαια χρόνια. Τα
σύμβολα και τα σχήματα στα αρχαϊκά ζωγραφικά έργα της Γαλλίας και της περιοχής της Κανταβρίας προϋποθέτουν κάποια
εξελικτική πολιτιστική πορεία, αλλά και αυτή η εκτέλεσή τους αποκαλύπτει μια συνέχεια ρυθμολογικών παραδόσεων. Το
γεγονός ότι εμφανίζονται συνήθως σε ιερούς τόπους αποδεικνύει ότι και σε αυτή τη μακρινή περίοδο υπήρχε στενός σύνδεσμος
μεταξύ β. και λατρείας, όπως συνέβαινε και στη μεταγενέστερη τέχνη της Εγγύς Ανατολής. Στη νεολιθική εποχή, λόγοι
πρακτικοί επέβαλαν μια κατανομή στην εργασία για την παραγωγή αντικειμένων κοινής χρήσης. Τότε, την κατασκευή των
αγγείων και των άλλων οικιακών ειδών αναλάμβαναν οι γυναίκες, ενώ τις αιχμές των βελών και γενικά τα όπλα κατασκεύαζαν
οι άντρες.
Η οργάνωση εδραίων κοινοτήτων με γεωργική οικονομία έδωσε ώθηση στη β. και συνέβαλε στην τελειοποίηση των προϊόντων
της και στην αντίστοιχη ανάπτυξη των πρώτων συναλλαγών του ανταλλακτικού εμπορίου. Ορισμένες δυσκολότερες τέχνες,
λιγότερο διαδεδομένες και φυσικά περιζήτητες (όπως η οικοδομική και η μεταλλοτεχνία), ασκούνταν από οικογένειες που
κρατούσαν μυστική την τεχνική του επαγγέλματος και προσέφεραν την εργασία τους έξω από τα όρια της περιοχής προέλευσής
τους, καταλήγοντας ενίοτε στην κατάσταση των νομάδων (όπως στην Κίνα). Η μεταγενέστερη ανάπτυξη κέντρων όπου η
ανάγκη εργασίας κάθε είδους ήταν αδιάκοπη (μεγάλα ιερά, βασιλικά ανάκτορα, πόλεις) ευνόησε τη μόνιμη εγκατάσταση
τεχνιτών σε έναν τόπο και μάλιστα τη συγκέντρωσή τους σε ορισμένες οδούς και συνοικίες, όπως και τη συνεργασία πολλών
ειδικοτήτων στο ίδιο έργο με την καθοδήγηση ενός αρχιτεχνίτη. Η εξάπλωση του εμπορίου έδωσε την ευκαιρία σε πολλές
περιοχές να ειδικευτούν στην κατασκευή ενός ορισμένου προϊόντος. Έτσι, η Κόρινθος και η Σάμος έγιναν ξακουστές για τα
αγγεία τους, η Σάμος και η Αίγινα για τα χρυσά αντικείμενα, η Μίλητος για τα υφάσματα και τα χαλιά. Μολονότι μερικοί
εξαίρετοι τεχνίτες απέκτησαν μεγάλη φήμη και κοινωνική εκτίμηση, γενικά η κοινωνική θέση τους κατά την αρχαιότητα ήταν
πολύ ταπεινή. Πολλοί ανήκαν στην τάξη των δούλων, σε ορισμένα μάλιστα κέντρα –ακόμα και αν δεν ήταν δούλοι– δεν είχαν το
δικαίωμα του πολίτη. Τα συμφέροντά τους κηδεμονεύονταν από κοινότητες, διοικούμενες από μια αιρετή ιεραρχία, η οποία ήταν
υποχρεωμένη να εκτελεί τα απαραίτητα θρησκευτικά καθήκοντα και να μεριμνά για τις ανάγκες των βιοτεχνών. Στους
τελευταίους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους η νομική θέση των βιοτεχνών βελτιώθηκε, έως του σημείου που μπορούσαν
να φτάσουν στο αξίωμα του ιππέα. Η σχετική νομοθεσία έγινε ακριβέστερη, επέβαλε αναγκαστικό χρόνο μαθητείας και
παραχώρησε φορολογικές απαλλαγές.
Όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκε ένα σύστημα δεσμευτικό για τις
σημαντικότερες β. απαγορεύοντας τη μετακίνηση των τεχνιτών και επιβάλλοντας τη συνέχιση του επαγγέλματος στο
οικογενειακό περιβάλλον. Με την πάροδο του χρόνου, εκτός από τα σινάφια των τεχνιτών, απέκτησαν μεγάλη σπουδαιότητα τα
αυτοκρατορικά εργαστήρια που είχαν την αποκλειστικότητα της παραγωγής ορισμένων ειδών και έστελναν τους τεχνίτες τους
σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας για να διαδώσουν τα καλλιτεχνικά ιδεώδη της πρωτεύουσας. Έτσι, ο ναός του Αγίου
Βιταλίου στη Ραβένα χτίστηκε και διακοσμήθηκε με τη συμβολή Βυζαντινών αρχιτεκτόνων και ψηφιδογράφων και μερικά
πλαστικά στοιχεία του (κιονόκρανα και κίονες) κατασκευάστηκαν είτε στην ίδια την Κωνσταντινούπολη είτε σε κάποιο άλλο
καλλιτεχνικό κέντρο. Στα τέλη του Μεσαίωνα, με τη βαθμιαία διάσπαση της πολιτικής ενότητας, την ελάττωση του πληθυσμού
των πόλεων και τον αντίστοιχο περιορισμό της οικονομίας και του κύκλου του εμπορίου, δεν απέμειναν άλλα πολιτιστικά
κέντρα βιοτεχνικής παραγωγής από τα μοναστήρια και τα στενά αυλικά περιβάλλοντα. Οι β. οργανώνονταν κατά ειδικότητα σε
κλειστές συντεχνίες, οι οποίες ασκούσαν αυστηρότατο έλεγχο στους τεχνίτες και στην παραγωγή. Αργότερα, οι κοινοτικοί
θεσμοί αφιέρωσαν πολλά άρθρα στις β. Ορισμένες εγκαταστάσεις απομακρύνθηκαν σε περιφερειακές ζώνες, ώστε να μην
ενοχλεί τους κατοίκους ο θόρυβος ή ο καπνός (όπως τα υαλουργεία). Δημιουργήθηκαν μικρά οικογενειακά ή μεγάλα εργαστήρια
και ρυθμίζονταν προσεκτικά τόσο ο χρόνος της μαθητείας όσο και οι σχέσεις μεταξύ του μάστορα και του εργάτη. Η ίδια
οργάνωση στα αυτοκρατορικά εργαστήρια είχε το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να συντονίζει και να ρυθμίζει την παραγωγή των
διαφόρων επαγγελματικών δραστηριοτήτων αναθέτοντας την επίβλεψη και τον έλεγχο σε μια άριστα καταρτισμένη
καλλιτεχνική διεύθυνση. Ακολούθησαν τα εργοτάξια των μεγάλων καθεδρικών ναών, στα οποία οικοδόμοι, ξυλουργοί, γλύπτες,
ζωγράφοι, χρυσοχόοι, υαλουργοί συνεργάζονταν με την καθοδήγηση ενός πρωτομάστορα και υπό τον έλεγχο μιας επιτροπής
από προεστούς και φυσικά τον επίσκοπο.
Εξαιρετικά πλούσια υπήρξε η συντεχνία των οικοδόμων. Η οικονομική της ευημερία τής επέτρεψε να αποκτήσει δικά της
παρεκκλήσια και έδρες συγκέντρωσης των μελών (στοές). Ο γοτθικός αρχιτεκτονικός ρυθμός, με τις ιδιαίτερες κατασκευαστικές
δυσκολίες του (πανύψηλοι θόλοι και πύργοι των εκκλησιών, ελαφριά τοιχοδομία με τεράστια ανοίγματα παραθύρων), απαιτούσε
ειδικές τεχνικές γνώσεις και οδήγησε τη συντεχνία να απαιτεί από τα μέλη της απόλυτη μυστικότητα γύρω από τους τρόπους της
οικοδομικής των ναών. Αυτές οι στοές όπου συγκεντρώνονταν οι κτίστες των γοτθικών μητροπόλεων αποτέλεσαν τον αρχικό
πυρήνα του τεκτονισμού, ο οποίος ξεκίνησε από το κλειστό επαγγελματικό περιβάλλον για να εξελιχθεί αργότερα σε μεγάλη
μυστική οργάνωση.
Επαγγελματικά μυστικά είχαν όμως και οι υαλουργοί, οι ζωγράφοι, οι μεταλλουργοί, σχεδόν όλοι οι τεχνίτες, τα οποία
μεταβίβαζαν ο ένας στον άλλο με εγχειρίδια ή σημειωματάρια. Μερικά από αυτά, σε μεταγενέστερα δυστυχώς αντίγραφα, έχουν
σωθεί μέχρι σήμερα. Η συνήθεια των κυριότερων αρχιτεκτόνων, των γλυπτών και από τον 14ο αι. των ζωγράφων να
υπογράφουν τα έργα τους, μαρτυρεί τη μεγάλη φήμη τους και την εκτίμηση των συγχρόνων τους. Ξακουστοί είναι επίσης και
μερικοί δημιουργοί έργων μικροτεχνίας όπως ο χρυσοχόος Νικολά ντε Βερντέν.
Στην Ανατολή η κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική από την ευρωπαϊκή Δύση. Και εκεί άνθησε μια β. υψηλής ποιότητας,
συνδεδεμένη με την Αυλή ή με τα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα, χωρισμένη σε κατηγορίες, οργανωμένες όμως κατά τρόπο
ουσιαστικά ομοιόμορφο, ώστε να μπορούν να περιφρουρούν τα νομικά τους δικαιώματα και τα εμπορικά συμφέροντά τους.
Στην Κίνα, ωστόσο, αντίθετα από τη μεσαιωνική Ευρώπη, η ζωγραφική εκτιμήθηκε σχεδόν όσο και η ποίηση, ενώ η γλυπτική
θεωρήθηκε λιγότερο ευγενής τέχνη. Στον ισλαμικό κόσμο η θέση των τεχνιτών ήταν μάλλον υποβαθμισμένη.
Με την επίδραση του ουμανισμού και των πραγματειών για την αρχαιότητα και με την επικράτηση των αντιλήψεων ότι οι
μεγάλοι κλασικοί καλλιτέχνες είχαν τεράστια φήμη και πλούτο, ορισμένες κατηγορίες τεχνιτών άρχισαν να αποσχίζονται από τις
άλλες και να διεκδικούν διαφορετική μεταχείριση και αναγνώριση. Οι κατηγορίες αυτές αντιπροσωπεύουν τις αποκαλούμενες
τέχνες του σχεδίου (ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, χρυσοχοΐα κ.ά.) και συζητούσαν ακόμα και μεταξύ τους την τυχόν
υψηλότερη αξιολόγηση της μίας ή της άλλης. Αλλά ο διαχωρισμός μεταξύ τεχνιτών και καλλιτεχνών πραγματοποιήθηκε
ουσιαστικά μόνο μετά την ίδρυση των Ακαδημιών, που είχαν καθορισμένο πνευματικό, διδακτικό και θρησκευτικό
προσανατολισμό και στις οποίες μόνο ορισμένες κατηγορίες γίνονταν δεκτές. Παράλληλα όμως και η β., πιεζόμενη από
οικονομικές δυσκολίες, άλλαξε προοδευτικά κατεύθυνση και έτεινε να οργανωθεί κατά τρόπο ημιβιομηχανικό. Η οικονομία των
μεγάλων πόλεων και η ανάπτυξη των ανταλλαγών ευνόησε σε σημαντικό βαθμό τη δραστηριότητα μερικών εργαστηρίων και
δημιούργησε σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματικές βιομηχανίες, όπως τα υαλουργεία του Μουράνο και τα μεγάλα
υφαντουργεία της Λιόν, ενώ η ανακάλυψη της τυπογραφίας αντικατέστησε την αργή εργασία της μικρογραφίας με την
ξυλογραφία και τη χαλκογραφία.
Μολονότι οι βιομηχανίες ανέθεταν σε καλλιτέχνες τη δημιουργία των σχεδίων για τα χαλιά του τοίχου, τα κοσμήματα, τα
έπιπλα, τα υαλικά και τα υφάσματα, η πραγματική ενότητα σύλληψης και εκτέλεσης είχε χαθεί και διατηρήθηκε μόνο στα
αυλικά περιβάλλοντα που προσπαθούσαν να σταματήσουν την παρακμή της β. εισάγοντας ακόμα και νέες βιοτεχνικές μορφές
(την τεχνική της λιθογλυφίας στη Φλωρεντία, της ταπητουργικής στο Παρίσι, της κεραμικής σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη από τις
αρχές του 18ου αι.). Αλλά και οι Ακαδημίες, στην προστατευτική τους πολιτική έναντι των β., έθεταν όρο απαράβατο εισαγωγής
των υποψήφιων σπουδαστών την προηγούμενη μαθητεία τους σε βιοτεχνικά εργαστήρια, και επενέβαιναν συχνά κατά τρόπο
θετικό παρέχοντας στους βιοτέχνες τη δυνατότητα της σπουδής του γυμνού και των αρχαίων αγαλμάτων. Στη Γερμανία, από τον
18ο αι., κοντά στα κρατικά βιοτεχνικά εργαστήρια άρχισαν να ιδρύονται αντίστοιχες σχολές τεχνών και επαγγελμάτων όπου
εκπαιδεύονταν συχνά περισσότεροι από χίλιοι μαθητευόμενοι. Σε αυτές τις σχολές έγιναν για πρώτη φορά αποδεκτές οι
απαιτήσεις της βιομηχανοποίησης και εκεί συμφιλιώθηκαν η επιθυμία της υψηλής ποιότητας του προϊόντος με την ανάγκη της
ευρείας παραγωγής.
Η κρίση της β. έγινε πολύ σοβαρή στα πρώτα πενήντα χρόνια του 19ου αι., πρώτα στη Γαλλία και στην Αγγλία και ύστερα στην
υπόλοιπη Ευρώπη, όταν η αλματώδης ανάπτυξη της βιομηχανίας περιόρισε σε απομονωμένες περιοχές τις άλλοτε ανθηρές β.
των πόλεων και απορρόφησε τους ειδικευμένους τεχνίτες. Τότε, οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ήρθαν σε αντίθεση με τις
Ακαδημίες και τοποθέτησαν τη διδασκαλία σε νέες βάσεις. Σε αυτές τις σχολές οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος η
οργάνωση των Διεθνών Εκθέσεων (η πρώτη έγινε στο Λονδίνο το 1851) και η ανάπτυξη των μουσείων που είναι αφιερωμένα
στη συλλογή, στην τεκμηρίωση και στη μελέτη των προϊόντων της αρχαίας β., όπως το Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου στο
Λονδίνο, το μουσείο των Διακοσμητικών Τεχνών στο Παρίσι και, σε περιορισμένη κλίμακα, το Καλλιτεχνικό Βιομηχανικό
Μουσείο της Ρώμης. Τον 19ο αι., το πρόγραμμα προστασίας της β. ανέλαβε κυρίως ο διδακτικός τομέας με την επαγγελματική
προπαρασκευή τεχνιτών. Προς τα τέλη του αιώνα, αντέδρασαν στη μαζική παραγωγή και στη συνεχή κατάπτωση της αισθητικής
του προϊόντος ο Άγγλος Γουίλιαμ Μόρις και η κίνηση Τεχνών και Επαγγελμάτων (Arts and Crafts movement). Με την ελπίδα
ότι θα επανέφεραν την υψηλή ποιότητα των προϊόντων, κήρυξαν την επιστροφή των καλλιτεχνών στην κατάσταση του
μεσαιωνικού βιοτέχνη. Αλλά μια τέτοια παραγωγή, που απέκλειε τελείως τη χρήση της μηχανής και τους νέους απλοποιημένους
ρυθμούς, δεν θα είχε ουσιαστικά τη δυνατότητα, ιδίως για το υψηλό κόστος των προϊόντων της, να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό.
Αργότερα, μια ομάδα αρχιτεκτόνων –ο Χένρι Βαν ντε Βέλντε, ο Ότο Βάγκνερ, ο Άντολφ Λόος και ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ–
αντιμετώπισαν το πρόβλημα με τρόπο θετικό, ενδιαφέρθηκαν για τη διακοσμητική και τις βιομηχανικές τέχνες και αντιτάχθηκαν
τόσο στο πολύπλοκο στόλισμα των αντικειμένων, που τον 19ο αι. είχε αναχθεί σε αυτούσια καλλιτεχνική αξία, όσο και στη
βάναυση έκφραση της μαζικής παραγωγής. Αυτοί κατόρθωσαν να κατασκευάσουν αντικείμενα σειράς, αλλά υψηλής αισθητικής
στάθμης και ταυτόχρονα λειτουργικά και φτηνά, κατάλληλα για το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Η ίδια αρχή ισχύει ακόμα και
σήμερα στο βιομηχανικό μορφολογικό σχέδιο, αλλά και ο ρυθμός λίμπερτι στηρίζει την επιμονή του στη μεγάλη ρυθμολογική
επεξεργασία της μικροτεχνίας, στην αρχή της λειτουργικότητας και της καλαισθησίας.
Με αυτές τις αντιλήψεις ανανέωσαν και οι επαγγελματικές σχολές τον διδακτικό προγραμματισμό τους και έφτασαν στο σημείο
να συνδεθούν κατευθείαν με τη βιομηχανία. Υπόδειγμα σοφής και εξελιγμένης μεθοδολογίας ήταν στη Γερμανία η σχολή
τεχνών και επαγγελμάτων Μπαουχάους που λειτούργησε από το 1919 έως το 1929 με διευθυντή τον Βάλτερ Γκρόπιους. Η
θεωρία του ήταν ότι «η συνειδητή επιστροφή στο παλιό βιοτεχνικό σύστημα θα ήταν σφάλμα παραδοσιακού αταβισμού.
Σήμερα, β. και βιομηχανία τείνουν σε μια συνεχώς αυξανόμενη προσέγγιση, θα πρέπει μάλιστα προοδευτικά να ταυτιστούν, να
αποτελέσουν μια νέα παραγωγική ενότητα και να αποδώσουν στο κάθε άτομο την αίσθηση της συμμετοχής του στο σύνολο».
Στην πράξη, το πρόγραμμα αυτό είναι εφαρμόσιμο μόνο όπου η αισθητική αξία του αντικειμένου εξαρτάται από τη
μορφολογική μελέτη του, όπως στην περίπτωση των επίπλων, των υφασμάτων και κατά ένα μέρος των κεραμικών ειδών. Σε
πολλές άλλες περιπτώσεις, η αξία του εξαρτάται απόλυτα από την κατασκευή του, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη στη λαϊκή τέχνη
εκπληκτικών χειροτεχνημάτων πραγματοποιημένων με πανάρχαιες τεχνικές, αλλά εξαιρετικά λογικές και σοφές. Αυτά μόνο τα
προϊόντα μπορούν πια να χαρακτηριστούν βιοτεχνικά.
Δεν είναι δυνατόν να μη διαπιστωθεί η συνεχής παρακμή και η βαθμιαία εξαφάνιση της β., μολονότι όλα τα πολιτιστικά
κινήματα και ένας νέος προσανατολισμός των προτιμήσεων του κοινού τείνουν να δώσουν και πάλι αξία στα προϊόντα της. Το
βιοτεχνικό είδος, με την υψηλή τιμή του και την έλλειψη κατάλληλης εμπορικής οργάνωσης, δεν μπορεί εύκολα να
συναγωνιστεί το βιομηχανικό, γιατί δεν έχει ζήτηση παρά σε ορισμένους κύκλους, όπου η οικονομική ευχέρεια συνδυάζεται με
ειδικές και πιο εκλεπτυσμένες καλαισθητικές απαιτήσεις.
βιοτεχνολογία (Βιολ.). Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι ζωντανοί οργανισμοί και οι διεργασίες τους,
ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου.
Με βάση τον γενικό αυτό ορισμό, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον άνθρωπο εδώ και αιώνες ή χιλιετίες, όπως η
χρησιμοποίηση των μυκήτων για την παρασκευή ψωμιού και μπίρας στην αρχαία Αίγυπτο, η παραγωγή κρασιού και
γαλακτοκομικών προϊόντων στη Σουμερία, στην αρχαία Αίγυπτο και στην Κίνα μεταξύ του 4ου και του 2ου αι. π.Χ. και πολλές
άλλες περιπτώσεις. Στη σύγχρονη όμως εκδοχή της αποτελεί συνδυασμό πρωτοποριακών τεχνολογιών με τις οποίες καθίσταται
δυνατή η προσχεδιασμένη γενετική τροποποίηση οργανισμών και κυττάρων και η αναπαραγωγή τους σε κλίμακα που επιτρέπει
τη χρήση των ίδιων ή των προϊόντων τους για ερευνητικούς, βιομηχανικούς και άλλους σκοπούς.
Οι τεχνολογίες. Την ανάπτυξη της βασικής βιολογικής έρευνας, ακολούθησε η εμφάνιση ενός συνόλου εργαστηριακών τεχνικών
και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Οι τεχνολογίες αυτές, οι οποίες μπορεί να αξιοποιούν στοιχεία από διάφορους επιστημονικούς
κλάδους, εξυπηρετούν με τη σειρά τους τη βασική έρευνα, επιτρέποντας στους επιστήμονες μια εξαιρετικά βαθιά κατανόηση
του σχεδιασμού και της λειτουργίας των ζωντανών οργανισμών. Ταυτόχρονα, παρέχουν στους τεχνολόγους τα εργαλεία για την
πραγματοποίηση εντυπωσιακών εμπορικών και βιομηχανικών εφαρμογών. Μεταξύ των τεχνολογιών που περιλαμβάνονται στη
β. συγκαταλέγονται οι τεχνολογίες του ανασυνδυασμένου DNA, της παραγωγής μονοκλωνικών αντισωμάτων, της δημιουργίας
κυτταροκαλλιεργειών και ιστοκαλλιεργειών, των βιοαισθητήρων, η κλωνοποίηση κ.ά. Παρακάτω περιγράφονται εν συντομία οι
κυριότερες, ενώ για την κλωνοποίηση ο αναγνώστης παραπέμπεται στο αντίστοιχο λήμμα.
Τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA. Με την τεχνολογία αυτή επιτυγχάνεται η γενετική τροποποίηση οργανισμών και
κυττάρων, ώστε να εκδηλώσουν νέες, επιθυμητές από τον άνθρωπο, γενετικές ιδιότητες. Στη διαδικασία αυτή, το τμήμα του
γενετικού υλικού που ελέγχει μια επιθυμητή γενετική ιδιότητα, αποκόπτεται από το DNA ενός κυττάρου-δότη με τη βοήθεια
ειδικών ενζύμων (περιοριστικές ενδονουκλεάσες) και στη συνέχεια μεταφέρεται, μέσω ενός φορέα κλωνοποίησης (συνήθως ιός
ή πλασμίδιο) σε ένα κύτταρο ή οργανισμό-δέκτη που μπορεί να ανήκει σε διαφορετικό είδος από τον δότη. Με τον τρόπο αυτόν
ο παραλήπτης του ξένου γενετικού υλικού τροποποιείται γενετικά και, παράλληλα με τις δικές του γενετικές ιδιότητες,
εκδηλώνει και τη γενετική ιδιότητα του δότη. Ο ανασυνδυασμός γενετικών υλικών διαφορετικής προέλευσης, όσο και αν
θεωρείται καινοφανής μέθοδος, αποτελεί μια παμπάλαια πρακτική των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Όλη η ποικιλία των
διαθέσιμων καλλιεργούμενων φυτών και οικόσιτων ζώων είναι αποτέλεσμα μεταβολής της γενετικής σύστασης που υπέστησαν
τα αρχικά είδη, μέσα από μια μακραίωνη πορεία επιλεκτικών διασταυρώσεων. Στις διασταυρώσεις αυτές ο άνθρωπος πάντα
επέλεγε μεταξύ των υποψήφιων γονέων μιας διασταύρωσης εκείνους που τα χαρακτηριστικά τους πίστευε ότι άξιζε να
διαδοθούν στους απογόνους τους.
Η διαφορά της μεθόδου των επιλεκτικών διασταυρώσεων με την τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA έγκειται στο ότι με την
πρώτη μεταφέρονται σειρές γονιδίων άγνωστης λειτουργικότητας, ενώ με τη δεύτερη ο οργανισμός-δέκτης δέχεται ένα γονίδιο
γνωστής λειτουργικότητας. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται η πιθανότητα να παραχθούν απόγονοι με ανεπιθύμητες γενετικές
ιδιότητες και ταυτόχρονα κερδίζεται χρόνος που θα καταναλωνόταν σε αλλεπάλληλες διασταυρώσεις. Η τεχνολογία
ανασυνδυασμένου DNA, μαζί με άλλες τεχνικές επέμβασης στο γενετικό υλικό, συναποτελούν τη γενετική μηχανική.
Τεχνολογία βιοαισθητήρων. Προϊόν του συνδυασμού των γνώσεων της μοριακής βιολογίας και της μικροηλεκτρονικής είναι η
κατασκευή των βιοαισθητήρων, δηλαδή μικροσυσκευών με τις οποίες είναι δυνατή η ανίχνευση χημικών ουσιών σε ελάχιστες
συγκεντρώσεις. Ένας βιοαισθητήρας αποτελείται από ένα βιολογικό στοιχείο (κύτταρο ή μόριο, όπως για παράδειγμα ένα
αντίσωμα) που έχει συνδεθεί με ένα ηλεκτρονικό στοιχείο, έναν μικροσκοπικό μεταγωγέα. Όταν μεταβάλλεται η συγκέντρωση
της ουσίας, το βιολογικό στοιχείο εκδηλώνει μια αντίδραση η οποία, μεταβιβαζόμενη στον μεταγωγέα, προκαλεί την παραγωγή
ενός ψηφιακού ηλεκτρονικού σήματος. Όσο μεγαλύτερη είναι η μεταβολή της συγκέντρωσης της ουσίας τόσο μεγαλύτερη είναι
και η ένταση του σήματος που παράγεται.
Τεχνολογία κυτταροκαλλιεργειών και ιστοκαλλιεργειών. Είναι η τεχνολογία που επιτρέπει την ανάπτυξη κυττάρων και ιστών
έξω από το σώμα των ζωντανών οργανισμών, σε κατάλληλο θρεπτικό υπόστρωμα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η καλλιέργεια των
εμβρυϊκών στελεχικών κυττάρων (αγγλ. stem cells) που, επειδή έχουν τη δυνατότητα να διαφοροποιούνται σχεδόν σε όλες τις
κατηγορίες κυττάρων του οργανισμού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντικατάσταση κατεστραμμένων κυττάρων και
ιστών.
Τεχνολογία παραγωγής μονοκλωνικών αντισωμάτων. Τα αντισώματα, οι εξειδικευμένες ανοσοπρωτεΐνες που εξουδετερώνουν
μικροβιακούς εισβολείς, παράγονται από μια ειδική κατηγορία κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, τα Β-λεμφοκύτταρα.
Τα κύτταρα αυτά, μετά την ενεργοποίησή τους από τα αντιγόνα, δηλαδή τις ξένες ως προς τη βιοχημική ιδιοσυστασία του
οργανισμού ουσίες που υπάρχουν στην επιφάνεια των μικροοργανισμών, παράγουν και εκκρίνουν ένα καθορισμένο είδος
αντισώματος που είναι ικανό να αναγνωρίζει και να συνδέεται με το αντιγόνο που προκάλεσε την παραγωγή του. Μέχρι
πρότινος, η παραγωγή αντισωμάτων δεν ήταν δυνατή έξω από το σώμα των ζωντανών οργανισμών, διότι τα Β-λεμφοκύτταρα
δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν σε κυτταρικές καλλιέργειες. Με την τεχνολογία όμως μονοκλωνικών αντισωμάτων έχει
γίνει δυνατή η καλλιέργεια Β-λεμφοκυττάρων και συνεπώς η παραγωγή αντισωμάτων έξω από το σώμα των ζωντανών
οργανισμών (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. μονοκλωνικά αντισώματα).
Οι εφαρμογές. Η β. μπορεί να θεωρηθεί ένας ευρύς κλάδος της εφαρμοσμένης βιολογίας. Οι εφαρμογές της απλώνονται σε ένα
μεγάλο φάσμα επιστημών και δραστηριοτήτων, όπως η ιατρική, η φαρμακευτική, η διαχείριση του περιβάλλοντος, η
πληροφορική, η βιομηχανία παραγωγής τροφίμων, η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μεταλλουργία κ.ά. Ο αριθμός των ήδη
διαθέσιμων προϊόντων και υπηρεσιών αντιπροσωπεύει μόλις ένα μικρό μέρος από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που
δοκιμάζονται στα εργαστήρια μοριακής βιολογίας, πριν εγκριθεί η παραγωγή και η παροχή τους σε μαζική κλίμακα.
Γεωργία. Η ενσωμάτωση ξένου γενετικού υλικού στους φυτικούς οργανισμούς (διαγονιδιακά φυτά) έχει επιτρέψει τη δημιουργία
ποικιλιών με ευνοϊκότερες ιδιότητες για τον άνθρωπο. Οι πρώτες επιτυχημένες απόπειρες γενετικού μετασχηματισμού φυτών με
τις μεθόδους της β. έγιναν το 1983, ενώ το 1987 έγινε δυνατή η καλλιέργεια σε αγροκτήματα των στελεχών που είχαν προκύψει.
Κατά την πιο διαδεδομένη μέθοδο μεταφοράς ξένου γενετικού υλικού στα φυτά, χρησιμοποιείται το πλασμίδιο του βακτηρίου
Agrobacterium tumefaciens, ένα πλασμίδιο που επάγει τη δημιουργία όγκων στα φυτά τα οποία έχουν μολυνθεί από το
βακτήριο. Στη μέθοδο αυτή, αφού το πλασμίδιο απομονωθεί από τα βακτήρια και τα ογκογόνα γονίδιά του απενεργοποιηθούν,
γίνεται ενσωμάτωση ενός γονιδίου που εκδηλώνει μια επιθυμητή ιδιότητα. Στη συνέχεια, το τροποποιημένο πλέον πλασμίδιο
εισάγεται σε φυτικά κύτταρα και, όπως είναι φυσικό, τους μεταφέρει το γονίδιο που έχει ενσωματωθεί στο γονιδίωμά του. Έτσι,
τα φυτικά κύτταρα, αλλά και τα φυτά που αναπτύσσονται από αυτά, μαζί με τα δικά τους γονίδια, εκδηλώνουν και το ξένο
γονίδιο. Μια εντυπωσιακή εφαρμογή αυτής της μεθόδου οδήγησε στην παραγωγή φυτών με ενδογενή δυνατότητα
καταπολέμησης των εντόμων που τα απειλούν. Στα φυτά αυτά, με όχημα το πλασμίδιο του Agrobacterium tumefaciens,
μεταφέρθηκε το γονίδιο ενός άλλου βακτηρίου (Bacillus thurigiensis) που καθορίζει την παραγωγή μιας τοξίνης, η οποία είναι
80.000 φορές δραστικότερη από τα χημικά εντομοκτόνα. Έτσι, τα φυτά που αναπτύχθηκαν ήταν ικανά να παράγουν την τοξίνη
και να αμύνονται έναντι των εντόμων. Η γενετική τροποποίηση φυτών με τη μέθοδο που αναφέρθηκε έχει οδηγήσει στην
παραγωγή ποικιλιών με βελτιωμένες αποδόσεις, μειωμένο κόστος παραγωγής, αυξημένη ανθεκτικότητα στα παράσιτα, στα
ζιζανιοκτόνα και στις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, και ικανών για παραγωγή προϊόντων με αυξημένη θρεπτική αξία.
Κτηνοτροφία. Η δημιουργία γενετικώς μετασχηματισμένων βοοειδών, προβάτων και αιγών που φέρουν γονίδια ξένης
προέλευσης γίνεται με διάφορες μεθόδους, μεταξύ των οποίων είναι και η μικροέγχυση. Κατά τη μέθοδο αυτή, το DNA ενός
συγκεκριμένου γονιδίου από κάποιον οργανισμό ενσωματώνεται στον πυρήνα ενός γονιμοποιημένου ωαρίου άλλου οργανισμού.
Το τροποποιημένο ωάριο στη συνέχεια εμφυτεύεται στη μήτρα μιας θετής μητέρας και αφήνεται να αναπτυχθεί σε έμβρυο. Το
ζώο που θα γεννηθεί, όπως είναι φυσικό, φέρει το εισαγόμενο γονίδιο και εκδηλώνει την ιδιότητα που προσδιορίζεται από αυτό.
Με τη μέθοδο που αναφέρθηκε, καθώς και με άλλες, έχουν δημιουργηθεί διαγονιδιακά ζώα που παράγουν πρωτεΐνες
ανθρώπινης προέλευσης ή χρησιμοποιούνται στην έρευνα για τη διάγνωση και τη θεραπεία παθήσεων του ανθρώπου.
Βιομηχανία. Η ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι μικροοργανισμοί, η μεταβολική τους ευελιξία και αποδοτικότητα
(μπορούν να αναπτύσσονται στις πιο διαφορετικές συνθήκες και να παράγουν ποικίλα προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες),
αξιοποιούνται σε ένα πλήθος βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Η βιομηχανία παραγωγής τροφίμων χρησιμοποιεί τις ζυμώσεις για
την παραγωγή κρασιού, μπίρας (αλκοολική ζύμωση) και γαλακτοκομικών προϊόντων (γαλακτική ζύμωση). Η βιομηχανία
παραγωγής απορρυπαντικών συνθέτει με μεθόδους β. ένζυμα που είναι αποτελεσματικά στη διάσπαση των λεκέδων από λίπη
και πρωτεΐνες, ενώ η μεταλλουργία αξιοποιεί τις μεταβολικές αντιδράσεις των μικροβίων προκειμένου να εξαγάγει μέταλλα
όπως ο χαλκός, το κοβάλτιο, ο μόλυβδος, από μεταλλεύματα χαμηλής περιεκτικότητας.
Διαχείριση του περιβάλλοντος. Η β. έχει αναπτύξει μικροοργανισμούς που είναι ικανοί να διασπούν και να αδρανοποιούν
επικίνδυνα παραπροϊόντα της βιομηχανίας, αστικά λύματα, πετρελαιοκηλίδες, ή να τα μετατρέπουν σε προϊόντα που μπορούν να
γίνουν αντικείμενο επόμενων χρήσεων. Η πρώτη απόφαση νομικής κατοχύρωσης μικροοργανισμού που είχε δημιουργηθεί με
μεθόδους β., ελήφθη το 1980 από το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ. Η απόφαση αυτή αναγνώριζε στην εταιρεία πετρελαιοειδών
ΕΧΧΟΝ το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης ενός βακτηρίου που είναι ικανό να διασπά το πετρέλαιο.
Ιατρική. Οι εφαρμογές της β. στην ιατρική αποσκοπούν στην επίτευξη των βασικών στόχων της διάγνωσης, της θεραπείας και
της πρόληψης των ασθενειών. Τα μονοκλωνικά αντισώματα ανιχνεύουν στα σωματικά υγρά ουσίες ή μικροοργανισμούς που
διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς και μεταβολές στη συγκέντρωση συγκεκριμένων
μεταβολικών προϊόντων με τις οποίες εντοπίζεται μια νόσος, αρκετά πριν από την εκδήλωσή της. Στα μονοκλωνικά αντισώματα
στηρίζονται επίσης πολλές από τις ελπίδες για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Ήδη, μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν την
ικανότητα να αναγνωρίζουν και να συνδέονται με καρκινικά κύτταρα εξοπλίζονται με ειδικά αντικαρκινικά φάρμακα και
εισάγονται δοκιμαστικά στο σώμα καρκινοπαθών. Καθώς τα αντισώματα αυτά μπορούν να ξεχωρίζουν τα καρκινικά από τα υγιή
κύτταρα, διοχετεύουν τα αντικαρκινικά φάρμακα μόνο στα καρκινικά κύτταρα. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι δυσάρεστες
επιπτώσεις της χημειοθεραπείας, με την οποία δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ υγιών και καρκινικών κυττάρων και
αυξάνουν οι πιθανότητες αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νόσου.
Μεταξύ των εφαρμογών της β. στην ιατρική περιλαμβάνεται και η γονιδιακή θεραπεία, με την οποία επιδιώκεται η εισαγωγή στο
ανθρώπινο σώμα γονιδίων (φυσιολογικών ή γενετικώς τροποποιημένων), ώστε να αντιμετωπιστούν γενετικές ανωμαλίες και
χρόνια νοσήματα. Η πρώτη εφαρμογή της γονιδιακής θεραπείας στον άνθρωπο ήταν στην αποκατάσταση της έλλειψης του
ενζύμου απαμινάση της αδενοσίνης (ΑDΑ) που είναι απαραίτητο για τη ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα
παιδιά τα οποία είναι ομόζυγα για το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο του φυσιολογικού γονιδίου που καθορίζει την παραγωγή του
ενζύμου είναι ανίκανα να παραγάγουν το ένζυμο. Έτσι, ακόμη κι αν επιβιώσουν, υποφέρουν από ανεπάρκεια του
ανοσοποιητικού συστήματος που γίνεται αιτία χρόνιων μολύνσεων και αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης παιδικού καρκίνου.
Στη θεραπευτική μέθοδο που ακολουθήθηκε, το 1990, αφαιρέθηκαν κύτταρα από τον μυελό των οστών ενός πάσχοντος
κοριτσιού και με όχημα έναν ιό μεταφέρθηκε σε αυτά το φυσιολογικό αλληλόμορφο του γονιδίου. Τα τροποποιημένα γενετικώς
κύτταρα επανατοποθετήθηκαν στον μυελό της μικρής και έχοντας πλέον αποκτήσει το φυσιολογικό γονίδιο, έγιναν ικανά για
την παραγωγή του ενζύμου. Φυσικά, η θεραπεία αυτή, αν και δεν αποκαθιστά ριζικά την υγεία του ασθενούς, καθώς στο
γονιδίωμα των περισσότερων κυττάρων του εξακολουθεί να υπάρχει το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο, και απαιτεί την περιοδική
επανάληψή της, καθώς τα εισαγόμενα τροποποιημένα κύτταρα έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια ζωής, προσφέρει στον
ασθενή σημαντική ανακούφιση και του επιτρέπει να ζήσει φυσιολογικά. Αντίστοιχες μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί για τη θεραπεία
διαφόρων ασθενειών, όπως η κυστική ίνωση, η νόσος του Αλτσχάιμερ κ.ά.
Φαρμακευτική. Χάρη στην τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA έχουν απομονωθεί και κλωνοποιηθεί περισσότερα από 300
ανθρώπινα γονίδια που καθορίζουν την παραγωγή φαρμακευτικών πρωτεϊνών. Ήδη πολλές από τις φαρμακευτικές πρωτεΐνες
που διατίθενται στο εμπόριο, όπως η ινσουλίνη, η αυξητική ορμόνη και οι ιντερφερόνες, είναι προϊόντα της β. Το πρώτο βήμα
στην παραγωγή τους είναι η απομόνωση του ανθρώπινου γονιδίου που τις καθορίζει και η εισαγωγή του στο γενετικό υλικό
βακτηρίων. Τα γενετικώς τροποποιημένα βακτήρια κλωνοποιούνται και στη συνέχεια τοποθετούνται στον βιοαντιδραστήρα, μια
συσκευή που επιτρέπει την αποδοτική για ερευνητικούς ή βιομηχανικούς σκοπούς καλλιέργεια μικροοργανισμών. Ανάμεσα στα
προϊόντα του μεταβολισμού των βακτηρίων που παράγονται στον βιοαντιδραστήρα περιλαμβάνεται και η φαρμακευτική
πρωτεΐνη του ενδιαφέροντός μας, που έχει πανομοιότυπη σύσταση με την ανθρώπινη. Παραγωγή φαρμακευτικών πρωτεϊνών
έχει γίνει επίσης και με τη χρήση διαγονιδιακών ζώων, δηλαδή ζώων στο γενετικό υλικό των οποίων ενσωματώθηκε το
ανθρώπινο γονίδιο που καθορίζει τη σύνθεση μιας συγκεκριμένης πρωτεΐνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παραγωγή της
α1 αντιθρυψίνης, της πρωτεΐνης που χρησιμοποιείται στη θεραπεία του εμφυσήματος. Η πρωτεΐνη αυτή, που φυσιολογικά
παράγεται στο ήπαρ του ανθρώπου, με τη μέθοδο που εφαρμόστηκε παράγεται από τους μαστικούς αδένες προβάτου και
απομονώνεται από το γάλα του.
Με τη χρήση μεθόδων β. παράγονται ήδη εμβόλια και αντιβιοτικά τα οποία, σε σχέση με τα παραδοσιακά, είναι
αποτελεσματικότερα, έχουν λιγότερες παρενέργειες, κοστίζουν φτηνότερα και παρασκευάζονται σε αρκετά μικρότερο χρονικό
διάστημα.
Οι προοπτικές και τα όρια της βιοτεχνολογίας. Οι πρόοδοι της β. στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του 20ού αι., σε
συνδυασμό με τις κατακτήσεις της μοριακής βιολογίας και την ολοκλήρωση του προγράμματος ανάλυσης του ανθρώπινου
γονιδιώματος, σκιαγραφούν τις μεγάλες δυνατότητες στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που θα αποτελέσουν τις
μελλοντικές λύσεις σε κρίσιμα σύγχρονα προβλήματα.
Η παραγωγή οργανισμών που λειτουργούν ως βιολογικοί ανιχνευτές τοξικών ουσιών ή έχουν την ικανότητα να τις απορροφούν
και να τις αποθηκεύουν, θα συμβάλλει στην προσπάθεια για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η δημιουργία οργανισμών που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται σε δυσμενείς συνθήκες (π.χ. φυτά σε άνυδρα
περιβάλλοντα ή σε εδάφη φτωχά σε θρεπτικά συστατικά) και να είναι αποδοτικοί, μπορεί να αυξήσει τη ζωική και φυτική
παραγωγή στον πλανήτη, και ιδιαίτερα στις χώρες που αντιμετωπίζουν επισιτιστικό πρόβλημα. Ταυτόχρονα, ο εμπλουτισμός
των τροφίμων με χρήσιμα θρεπτικά συστατικά και βιταμίνες θα τα καταστήσει υγιεινότερα και θα περιορίσει νοσήματα που
σχετίζονται με τον τρόπο διατροφής.
Η επέκταση της γονιδιακής θεραπείας στην αντιμετώπιση και άλλων νοσημάτων με την αντικατάσταση μεταλλαγμένων
γονιδίων, η παραγωγή νέων φαρμακευτικών πρωτεϊνών από διαγονιδιακά ζώα, η παραγωγή ζωικών ιστών και οργάνων που
μπορούν να αντικαταστήσουν φθαρμένα τμήματα του ανθρώπινου οργανισμού, η εξατομίκευση της θεραπείας ανάλογα με τη
γενετική σύσταση του πάσχοντος, η κλωνοποίηση στελεχικών κυττάρων ώστε να παραχθούν όργανα και ιστοί που δεν
απορρίπτονται στις μεταμοσχεύσεις και πολλές άλλες βιοϊατρικές εφαρμογές θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των
ιατρικών υπηρεσιών στον τομέα της διάγνωσης, της πρόληψης και της θεραπείας και συνακόλουθα θα αυξήσουν τον μέσο όρο
και την ποιότητα ζωής του ανθρώπου.
Παράλληλα όμως με αυτές τις προσδοκίες, η ίδια η ανάπτυξη της β. θέτει απαρασάλευτα όρια ώστε η έρευνα να οδηγεί σε
επωφελείς εφαρμογές. Η απόφαση για το αν τα σύγχρονα ερευνητικά προγράμματα που διενεργούνται στο πλαίσιο της β. θα
αποτελέσουν μελλοντικές εφαρμογές δεν πρέπει να υποβληθεί μόνο από τη δυναμική της έρευνας ούτε φυσικά μόνο από τις
ανάγκες της αγοράς, που μπορεί να αξιοποιεί γρήγορα και αποτελεσματικά τις νέες ιδέες και ανακαλύψεις. Πρωτίστως τα
βιοτεχνολογικά προϊόντα και οι υπηρεσίες, πριν από την εξαγωγή τους από το εργαστήριο, πρέπει να ελέγχονται πολλαπλά, ώστε
να διασφαλίζουν την υγεία του χρήστη, την ισορροπία του περιβάλλοντος και βέβαια να χρησιμοποιούνται με τρόπο που δεν
θίγει τη γενετική ιδιαιτερότητα του ανθρώπου και την εμπιστευτικότητα στα γενετικά δεδομένα του ατόμου.
Βιότι, Τζοβάνι Μπατίστα (Giovanni Battista Viotti, Φοντανέτο, Βερτσέλι 1755 – Λονδίνο 1824). Ιταλός μουσικοσυνθέτης
και βιολονίστας. Σπούδασε βιολί και έγινε μέλος της βασιλικής ορχήστρας του Τορίνο, θέση που αργότερα εγκατέλειψε για να
ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του σολίστ. Ταξίδεψε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Γερμανία,
όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη σύνθεση, διορίστηκε στο Παρίσι διευθυντής της Όπερας και του Theatre des Italiens (Θέατρο
των Ιταλών). Ο Β., που οι σύγχρονοί του τον θαύμαζαν για την καταπληκτική του τεχνική, αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον
οποίο τραγουδούσε και ερμήνευε με το βιολί του μουσικά κομμάτια, άσκησε τεράστια επίδραση στη σχολή βιολιού της εποχής
του. Από την πλούσια δεξιοτεχνική του εργασία πήραν πολύτιμα διδάγματα για τις τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες που
προσφέρει το βιολί όλοι οι κορυφαίοι συνθέτες της εποχής του. Σπουδαία για τη διαμόρφωση της φόρμας, τη διάρθρωση και τη
δυναμική τους είναι τα κοντσέρτα του (έγραψε 27 για βιολί και 2 για πιάνο), στα οποία κυρίως βασίζεται η καλλιτεχνική
παραγωγή του, που περιλαμβάνει ακόμα, εκτός από τα ντουέτα για δύο βιολιά –αξιόλογα κυρίως σε ό,τι αφορά την τεχνική του
βιολιού– δύο συμφωνίες κοντσερτάντε, ντιβερτιμέντα, σερενάτες, κουαρτέτα, τρίο, σονάτες και πολλά έργα για σόλο πιάνο.
βιοτικό δυναμικό (Οικολ.). Ο ρυθμός αύξησης ενός πληθυσμού οργανισμών. Βλ. λ. πληθυσμός.
βιοτικοί παράγοντες (Βιολ.). Όρος που αναφέρεται στο σύνολο των ζωντανών οργανισμών ενός οικοσυστήματος καθώς και
στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Βλ. λ. βιοκοινότητα.
βιοτίτης (Ορυκτ.). Ορυκτό του μονοκλινικού συστήματος, σε φυλλώδεις εξαγωνικούς ή ρομβοεδρικούς κρυστάλλους, της
ομάδας των μαρμαρυγιών. Το χρώμα του ποικίλλει από βαθύ καστανό έως βαθύ μαύρο, γι’ αυτό και λέγεται μαύρη μίκα. Είναι
συνηθισμένο συστατικό εκρηξιγενών και κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων.
βιότοπος (Οικολ.). Ο προσδιορισμός μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον και ομοιογενείς συνθήκες, στην οποία ζουν ένα
ή περισσότερα είδη οργανισμών. Η έννοια του β. ορίζεται ποικιλοτρόπως από τους διάφορους επιστήμονες· άλλοι ταυτίζουν τον
β. με το ενδιαίτημα, ενώ άλλοι το θεωρούν στοιχειώδη βασική μονάδα του ενδιαιτήματος.
Ο β. εξασφαλίζει την κάλυψη των περισσότερων αναγκών των οργανισμών που ζουν σε αυτόν και συνήθως φιλοξενεί
περισσότερα από ένα διαφορετικά είδη, φυτικά και/ή ζωικά. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που καθορίζουν την ταυτότητα του
β., είναι το κλίμα, το είδος και η σύσταση του εδάφους, το είδος της βλάστησης κ.ά. Η ζωή των ζώων είναι στενά συνδεδεμένη
με τον φυτικό κόσμο ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος· τα φυτοφάγα ζώα εξαρτώνται ενεργειακά από τα φυτά αλλά με τη
σειρά τους αποτελούν τροφή για τα σαρκοφάγα και έτσι η εξάρτηση γίνεται περισσότερο σύνθετη, καθώς δημιουργούνται
τροφικές αλυσίδες και τροφικά πλέγματα. Εξάλλου, οι κλιματικοί παράγοντες της περιοχής, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, το
φως, η ηλιοφάνεια ή ο φυσικοχημικός χαρακτήρας του εδάφους, είναι καθοριστικοί για τη ζωή των φυτών και των ζώων, άλλοι
ευνοώντας και άλλοι εμποδίζοντας την ανάπτυξή τους. Η ανάπτυξη των υδρόβιων οργανισμών είναι εξαρτημένη κυρίως από το
φως, την ποσότητα και την ποιότητα των διαλυμένων αλάτων στο νερό και από τη θερμοκρασία του.
Ο αριθμός των διαφορετικών β. που υπάρχουν στον πλανήτη είναι τεράστιος και μεταβάλλεται με τον χρόνο. Μερικοί β. είναι
απλοί, όπως ο αρκτικός πάγος, άλλοι είναι περισσότερο σύνθετοι όπως ένα δάσος, μια συστάδα θάμνων κ.ά. Στις περιπτώσεις
που το μέγεθος του β. είναι πολύ μικρό, όπως η περιοχή κάτω από μια πέτρα στην οποία ζει ένα συγκεκριμένο είδος εντόμων,
χρησιμοποιείται ο όρος μικροβιότοπος.
βιοφθορά. Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει γενικά τη φθοροποιό δράση των ζωντανών οργανισμών σε διάφορα
υλικά. Η β. είναι υπεύθυνη για την πρόκληση εκτεταμένων βλαβών σε σημαντικές ανθρώπινες κατασκευές. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα β. αποτελεί η καταστροφή σημαντικών μνημείων, ζωγραφικών πινάκων κ.ά. από μικροοργανισμούς, όπως οι
μύκητες.
βιοφόρμιο (Χημ.). Χημική ένωση που παρασκευάζεται από τη χλωριοξυκινολίνη με ιωδίωση σε αλκαλικό διάλυμα. Είναι
άοσμη και άγευστη τεφροκίτρινη σκόνη, σχεδόν αδιάλυτη στο νερό, δυσδιάλυτη στα συνηθισμένα διαλυτικά μέσα και σχετικά
ευδιάλυτη στον θερμό οξικό εστέρα και στο οξικό οξύ. Κατά τον βρασμό της με αραιό υδροχλωρικό οξύ διαλύεται σιγά-σιγά και
δίνει οσμή ιωδίου. Έχει ισχυρές αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ως αντικαταστάτης του ιωδοφορμίου με τη μορφή
σκόνης ή γαλακτώματος μαζί με γλυκερίνη. Το β. λέγεται και ιωδοχλωριοξυκινολίνη.
βιοφυσική (Βιολ.). Η επιστήμη που ασχολείται με την εφαρμογή των αρχών και των μεθόδων της φυσικής στις βιολογικές
έρευνες. Τα βιολογικά φαινόμενα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ή η συνισταμένη πολυάριθμων φυσικών και χημικών
φαινομένων, γι’ αυτό για την πλήρη κατανόησή τους επιβάλλεται η μελέτη τους από φυσικοχημική σκοπιά.
Ο φυσιολόγος και μαθηματικός Αλφόνσο Μπορέλι (1608-1679), μαθητής του Γαλιλαίου, υπήρξε από τους πρώτους
βιοφυσικούς, εφαρμόζοντας τους νόμους της μηχανικής στη μελέτη της κίνησης των ζώων. Ενδιαφέρουσες βιοφυσικές έρευνες
υπήρξαν και αυτές του Λουίτζι Γκαλβάνι για τον ζωικό ηλεκτρισμό και του Χέλμχολτς για τον μηχανισμό πρόσληψης των
ηχητικών ερεθισμάτων στο αφτί. Πολυάριθμοι κλάδοι της φυσικής εφαρμόζονται στο βιολογικό πεδίο: η θερμολογία στη μελέτη
του έργου των μυών, η υδροδυναμική στη μελέτη της κυκλοφορίας του αίματος, η οπτική στην όραση, ο ηλεκτρισμός στη
μετάδοση των νευρικών ερεθισμάτων κλπ.
Η σύγχρονη β. ενδιαφέρεται κυρίως για τα φυσικά και φυσικοχημικά φαινόμενα τα οποία συμβαίνουν στο κυτταρικό,
υποκυτταρικό και μοριακό πεδίο, και ιδιαίτερα στην περιοχή της μοριακής βιολογίας, όπου η συνεργασία μεταξύ βιολόγων και
φυσικών είναι η πιο αποδοτική. Η μοριακή β. μελετά τη δομή, τις αλληλεπιδράσεις, τις φυσικοχημικές ιδιότητες και τον τρόπο
με τον οποίο σχηματίζονται και μεταβάλλονται στο χρόνο τα βιολογικά ενεργά μόρια, κυρίως τα μακρομόρια, όπως οι πρωτεΐνες
και τα νουκλεϊκά οξέα. Τα προβλήματα της φυσικής που υπεισέρχονται σε αυτές τις μελέτες είναι πράγματι πολυάριθμα, όπως οι
δυνάμεις που κρατούν ενωμένα τα δομικά στοιχεία (μονομερή) των μακρομορίων, οι μεταβολές ενέργειας που συμβαίνουν κατά
τον σχηματισμό τους και πολλά άλλα.
Η κυτταρική β. ασχολείται με τη δομή και τη λειτουργικότητα κυττάρων, ιστών και οργάνων, και ιδιαίτερα με τη μελέτη της
φυσικής των βιολογικών μεμβρανών και τη βιοενεργητική.
Ένας θεωρητικός κλάδος της β. είναι η β. των πολύπλοκων συστημάτων, που ασχολείται κυρίως με τη δημιουργία μαθηματικών
μοντέλων βιολογικών διαδικασιών, όπως μοντέλων ανάπτυξης και διαφοροποίησης.
Τεράστια ανάπτυξη έχει σημειωθεί και στον κλάδο της β. που ονομάζεται ραδιοβιολογία και η οποία ασχολείται με τα
αποτελέσματα των ιονιζουσών ακτινοβολιών επί των οργανισμών και στη χρησιμοποίηση των ραδιοϊσοτόπων στη βιολογική
έρευνα.
Η προσφορά της φυσικής στη βιολογία υπήρξε καθοριστική, ιδιαίτερα με την προσφορά νέων οργάνων και μεθόδων, όπως το
ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, η αναλυτική υπερφυγόκεντρος, η φασματοσκοπία και η κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ, τεχνική
ιδιαίτερα αποδοτική για τη διαλεύκανση της ατομικής στερεοχημικής διάταξης που παρουσιάζουν οι κρύσταλλοι, τα σάκχαρα,
τα αμινοξέα και οι πρωτεΐνες.
βιοφωτισμός. Η παραγωγή φωτός με βιοχημικές διαδικασίες, από ειδικά κύτταρα ορισμένων οργανισμών. Η χρησιμότητά του
δεν είναι πάντα εύκολο να ερμηνευτεί, οι επιστήμονες όμως υποθέτουν ότι σχετίζεται με την αναγνώριση των εκπροσώπων ενός
είδους και την προσέλκυση θηραμάτων. Το φαινόμενο είναι συνηθισμένο στους θαλάσσιους οργανισμούς οι οποίοι ζουν σε
μεγάλα βάθη καθώς και σε διάφορα πρωτόζωα, βακτήρια και έντομα, όπως η πυγολαμπίδα. Βλ. λ. αβυσσική πανίδα.
βιοχημεία (Βιολ.). Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη όλων των χημικών ουσιών που βρίσκονται στους
ζωντανούς οργανισμούς και τη διερεύνηση των χημικών διεργασιών που πραγματοποιούνται σε αυτούς. Περιλαμβάνει την
ταυτοποίηση και την ποσοτική εκτίμηση των χημικών συστατικών του κυττάρου και τη μελέτη της δομής τους. Τις τελευταίες
δεκαετίες το ενδιαφέρον έχει στραφεί στις μεγαλομοριακές ενώσεις με κυριότερο σκοπό της περιγραφικής β. τη διαλεύκανση
της δομής των πρωτεϊνών και των νουκλεϊκών οξέων. Η απλή, ωστόσο, περιγραφή των χημικών ουσιών δεν αρκεί για τη μελέτη
του φαινομένου της ζωής· είναι απαραίτητος ο καθορισμός του φυσιολογικού τους ρόλου αλλά και η διερεύνηση των χημικών
μεταβολών που επιτελούνται συνεχώς στο κύτταρο, δηλαδή του μεταβολισμού. Η μελέτη των μεταβολικών διεργασιών, των
αντιδράσεων δηλαδή της σύνθεσης, της μετατροπής και της αποικοδόμησης των θρεπτικών ουσιών στα κύτταρα για την
παραγωγή ενέργειας, αποτελεί αντικείμενο της δυναμικής β. Άλλο σημαντικό κομμάτι της β. είναι η μελέτη της χημικής
ρύθμισης των βιοχημικών αντιδράσεων, η οποία επιτυγχάνεται είτε με ορισμένα προϊόντα του μεταβολισμού είτε με ειδικές
ουσίες, τις ορμόνες. Οι βασικές εκδηλώσεις της ζωής, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της έκφρασης των γενετικών πληροφοριών
στα κύτταρα, ανάγονται σε βιοχημικές διεργασίες και αναλύονται με βιοχημικές μεθόδους· σήμερα το πεδίο αυτό ονομάζεται
μοριακή βιολογία (βλ. λ. μοριακή βιολογία). Η β. σχετίζεται στενά με τη φυσιολογία και τη φαρμακολογία· πολλές ασθένειες
αντιμετωπίζονται πλέον ως μεταβολικές διαταραχές ή βιοχημικές ανωμαλίες, ενώ όλα τα φάρμακα ως χημικές ουσίες που
επιδρούν στις βιοχημικές αντιδράσεις.
Η χημική μεθοδολογία, την οποία χρησιμοποιούν οι βιοχημικοί για την επίλυση των βιοχημικών προβλημάτων, συμπληρώνεται
με άλλες επιστημονικές μεθόδους, στην ανάπτυξη των οποίων συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η βιοφυσική (βλ. λ.). Η απομόνωση
και ο ποσοτικός προσδιορισμός χημικών ουσιών σε ελάχιστες ποσότητες αλλά και η διαλεύκανση της δομής τους έγιναν εφικτά
με τη χρήση μεθόδων όπως η φωτομετρία, η χρωματογραφία, η υπερφυγοκέντρηση, η ηλεκτροφόρηση, η κρυσταλλογραφία
ακτίνων Χ, η φασματοσκοπία μάζας, ο πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός (NMR) κ.ά.
Ιστορία. Κατά τον 15ο και 16ο αι., διατυπώθηκαν ορισμένες φυσικοχημικές ερμηνείες των βιολογικών φαινομένων, μεταξύ των
οποίων η άποψη του Παράκελσου, ότι ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από χημικές ουσίες σε ισορροπία, καθώς και
διάφορες άλλες μηχανιστικές θεωρίες της εποχής του. Μόνο στα τέλη του 18ου αι. εδραιώθηκαν οι πρώτες επιστημονικές
γνώσεις και οι αρχές που έδωσαν υπόσταση στη β. Ο Καρλ Βίλχελμ Σέελε διαχώρισε και μελέτησε μεγάλο αριθμό οργανικών
οξέων και άλλων ενώσεων από φυσικές πηγές, όπως τη γλυκερίνη από το ελαιόλαδο, το κιτρικό οξύ από τον χυμό των λεμονιών
κ.ά., ενώ ο Ιλέρ Ρουέλ ανακάλυψε, το 1773, την ουρία στα ανθρώπινα ούρα. Ο Λάτζαρο Σπαλαντσάνι, μεταξύ των πολυάριθμων
πειραμάτων που πραγματοποίησε, απέδειξε ότι η πέψη είναι στην πραγματικότητα μια χημική διεργασία. Ο Αντουάν Λοράν
Λαβουαζιέ κατέδειξε ότι η αναπνοή των ζωντανών οργανισμών είναι ένα φαινόμενο καύσης, δηλαδή οξείδωσης· την ίδια
περίοδο ο Τζόζεφ Πρίστλεϊ και ο Γιαν Ίνγκενχαους διαπίστωσαν ότι τα φυτά καταναλώνουν διοξείδιο του άνθρακα και
ελευθερώνουν οξυγόνο, δείχνοντας ότι η φωτοσύνθεση είναι αντίδραση αντίστροφη της αναπνοής. Η αρχή ότι πολλοί χημικοί
και φυσικοί νόμοι ισχύουν και στα βιολογικά φαινόμενα καθιερώθηκε κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. και αρκετοί μελετητές
αφοσιώθηκαν στην έρευνα των συσχετισμών μεταξύ των νέων επιστημονικών κατακτήσεων και του κόσμου των ζωντανών
οργανισμών. Η νέα επιστήμη ονομάστηκε, αρχικά, βιολογική χημεία.
Θεμελιώδεις σταθμοί στη β. θεωρούνται η σύνθεση της ουρίας, το 1828, από τον Φρίντριχ Βέλερ, και η επέκταση στα βιολογικά
φαινόμενα του γενικού νόμου της διατήρησης της ενέργειας, που διατύπωσε ο Χέρμαν Λούντβιχ φον Χέλμχολτς, το 1847. Η
σύνθεση της ουρίας από μια ανόργανη ένωση (κυανικό αμμώνιο) απέδειξε εσφαλμένη την άποψη ότι οι οργανικές ενώσεις
μπορούν να συντεθούν μόνο από ζωντανούς οργανισμούς και έδωσε ώθηση σε εκτεταμένη σειρά ερευνών, που μας έφεραν
κοντά στην αναγνώριση και στη σύνθεση πολυάριθμων ουσιών του ζωικού και του φυτικού κόσμου. Ο νόμος της διατήρησης
της ενέργειας του Χέλμχολτς είχε ως συνέπεια την επέκταση των φυσικοχημικών τεχνικών μεθόδων στις μελέτες των οργανικών
φαινομένων. Στο πεδίο της ιατρικής, η φυσιολογία, σε αντίθεση με την παθολογική ανατομία, αποδέχτηκε πρώτη τις νέες ιδέες
και μεθόδους.
Μόλις κατά το 1850 η β. άρχισε να θεωρείται αυτόνομος κλάδος της επιστήμης και αυτό πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο που
διηύθυνε ο Γιούστους φον Λίμπιγκ. Σε αυτό τον μεγάλο χημικό οφείλεται η ανάλυση και η σύνθεση πολλών οργανικών
ενώσεων, η ανακάλυψη του χλωροφορμίου, της μυρμηκικής αλδεΰδης και η τεράστιας σημασίας απόδειξη ότι τα φυτά
τρέφονται με απλές ανόργανες ενώσεις, όπως το διοξείδιο του άνθρακα και τα αμμωνιακά παράγωγα. Η τελευταία αυτή
ανακάλυψη εγκαινίασε τη χρήση ανόργανων λιπασμάτων στη γεωργία, επακόλουθο της οποίας ήταν οι πρώτες βιομηχανικές
εφαρμογές της νέας επιστήμης. Την ίδια περίοδο άλλοι μελετητές τελειοποίησαν τις έρευνες και αποπειράθηκαν τις πρώτες
ποσοτικές αναλύσεις. Εξακριβώθηκαν οι γενικές αντιδράσεις των λευκωμάτων (Γιόχαν Χέλερ το 1844, Ογκίστ Μιλόν το 1849),
των χολικών οξέων (Μαξ φον Πετενκόφερ, 1844), των σακχάρων (Χέρμαν φον Φέλινγκ, 1848) και παράλληλα, στο θεωρητικό
πεδίο, προέκυψαν οι έννοιες του ισοζυγίου και του μεταβολισμού. Το ισοζύγιο του αζώτου διευκρινίστηκε από τον Καρλ φον
Βόιτ, το 1857· ο ίδιος επιστήμονας, μαζί με τον Πετενκόφερ, διατύπωσε την έννοια της θερμίδας, ενδιαφέρθηκε για τα
προβλήματα του μεταβολισμού και υπέδειξε ότι η κύρια έδρα των βιολογικών αντιδράσεων είναι το κύτταρο και όχι το αίμα,
όπως πίστευαν μέχρι τότε. Η τεχνική του Ρόμπερτ Βίλχελμ φον Μπούνσεν για τη φασματική ανάλυση και τις αναλύσεις των
αερίων έδωσε τη δυνατότητα για τις πρώτες έρευνες στα αέρια του αίματος, ενώ ο Έντουαρντ Πφλίγκερ κατόρθωσε να
προσδιορίσει τον συντελεστή της αναπνοής. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. τα κέντρα έρευνας αυξήθηκαν, δημιουργήθηκαν οι
μεγάλες σχολές και επιτεύχθηκαν τεράστιες πρόοδοι, ιδιαίτερα στο πεδίο του μεταβολισμού. Το 1861 ο Λουί Παστέρ έκανε τη
διάκριση μεταξύ αερόβιας και αναερόβιας αναπνοής και μελέτησε τις ζυμώσεις, προτείνοντας ότι πρόκειται για χημικές
διεργασίες που πραγματοποιούνται από μικροοργανισμούς· τον ίδιο χρόνο ο Κλοντ Μπερνάρ ανακάλυψε τη γλυκογενετική
λειτουργία του ήπατος, ενώ ο Γουίλαρντ Γκιμπς ασχολήθηκε με προβλήματα θερμοδυναμικής στο βιολογικό πεδίο. Οι έρευνες
συνεχίστηκαν σε διάφορους τομείς με σημαντική επιτυχία: ο Βίλχελμ Κίνε εμβάθυνε στη φυσιολογία των μυών και των νεύρων,
μελέτησε την αιμοσφαιρίνη και απομόνωσε τη θρυψίνη (1876), ενώ εισήγαγε τον όρο ένζυμα (1878). Παράλληλα, μελετήθηκαν
συστηματικά τα φαινόμενα της ζύμωσης από τον Τράουμπε Μόριτς και τον Έντβαρντ Μπούχνερ· ο τελευταίος απέδειξε ότι τα
εκχυλίσματα ζύμης δρουν και χωρίς την παρουσία ζωντανών κυττάρων και ότι η διαδικασία της ζύμωσης οφείλεται σε
καθορισμένες χημικές ουσίες. Ο Έμιλ Φίσερ άρχισε τις έρευνές του στους υδατάνθρακες, στις πουρίνες και στις πρωτεΐνες,
ανέλυσε τη χημική δομή τους και κατόρθωσε έτσι, εκτός των άλλων, να αποδείξει τη δυνατότητα της σύνθεσής τους in vitro.
Στον τομέα της φυσιολογίας, οι φυσικοχημικές αρχές άρχισαν να διαδίδονται ακόμα και στην παθολογία: οι μελέτες του Τόμας
Άντισον επί των επινεφριδίων και οι νευροενδοκρινολογικές μελέτες του Έντουαρντ Μπράουν-Σεκάρ αντιπροσωπεύουν τις
πρώτες εφαρμογές της β. στην παθολογική φυσιολογία. Ως άμεσο αποτέλεσμα των βιοχημικών κατακτήσεων αναπτύχθηκε και η
πειραματική φαρμακολογία.
Στις αρχές του 20ού αι. οι βιολόγοι υποχρεώθηκαν να επεκτείνουν τις έρευνες που είχαν ήδη αρχίσει, με κύριο στόχο τις
πρωτεΐνες, οι οποίες έπρεπε να εξεταστούν σε βάθος, λόγω της σημασίας που έχουν στις περισσότερες βιολογικές διεργασίες
(ανοσολογικές, αναπνευστικές, ωσμωτικές, μεταβολικές κλπ.). Συγχρόνως, ενισχύθηκε η έννοια του ενδογενούς μεταβολισμού,
ο οποίος συνδέεται με τη διατήρηση σταθερού εσωτερικού περιβάλλοντος μέσω μιας δυναμικής ισορροπίας· ο οργανισμός
μπορεί να θεωρηθεί ένα σύστημα που παραμένει σε ισορροπία χάρη σε έναν συνεχή εσωτερικό ανασχηματισμό, ο οποίος
αποτελεί την ομοιόσταση. Την ίδια εποχή εδραιώθηκαν επίσης μερικές βασικές έννοιες της σύγχρονης φυσιολογίας.
Ο Φρέντερικ Χόπκινς διαπίστωσε ότι μερικοί οργανισμοί δεν είναι σε θέση να συνθέσουν ορισμένες ουσίες απαραίτητες για τη
ζωή τους, φτάνοντας έτσι στην έννοια της βιταμίνης, όρο που χρησιμοποίησε ο Καζιμίρ Φουνκ, μεταξύ 1910-13, μελετώντας τις
ουσίες που ήταν ικανές να προλάβουν τη νόσο μπέρι-μπέρι. Το 1901 επιτεύχθηκε η αναγνώριση και η απομόνωση της πρώτης
ορμόνης, της αδρεναλίνης από τον Γιοκίσι Τουκαμίνε. Η μελέτη των βιταμινών και των ορμονών έλαβε έκτοτε μεγάλη
ανάπτυξη, καθιερώνοντας τις ως δύο αυτόνομους κλάδους της β.
Η πρόοδος που πραγματοποιήθηκε τον 20ό αι. στις βιοχημικές έρευνες ήταν ταχύτατη και σε τόσο ποικίλους τομείς, ώστε είναι
δύσκολο να καθοριστούν και αυτοί ακόμα οι ουσιαστικοί σταθμοί. Η επίδραση της β. στις άλλες βιολογικές ή καθαρά
φυσικοχημικές επιστήμες αφορά την ανάπτυξη και την υιοθέτηση τεχνικών, οι οποίες εκτός από την επίλυση βιοχημικών
προβλημάτων συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανόργανης χημείας, της φυσικής, της φαρμακολογίας και εφαρμόστηκαν στη
βιομηχανική τεχνική πολλών κλάδων. Μερικές από αυτές είναι οι μέθοδοι μικροχημικής ανάλυσης ουσιών του αίματος, που
μελέτησε και εφάρμοσε ο Κρίστιαν Μπανγκ, η τελειοποίηση της υπερφυγοκέντρου από τον Τέοντορ Σβέντμπεργκ μετά το 1920,
η εισαγωγή της ηλεκτροφόρησης στη μελέτη των πρωτεϊνών από τον Άρνε Τιζέλιους μεταξύ 1930-40 και οι βιολογικές
αναλυτικές δοκιμασίες, οι οποίες αποδείχτηκαν πολλές φορές πιο ευαίσθητες από τις χημικές. Μετά το 1935 εφαρμόστηκε η
ιχνηθέτηση διάφορων χημικών ενώσεων με ραδιενεργά ισότοπα, τεχνική που πραγματοποίησε μία από τις μεγαλύτερες
επιδιώξεις της β., δηλαδή τη δυνατότητα παρακολούθησης ενός στοιχείου, ελεύθερου ή ενωμένου με μια ουσία, κατά τη
διάρκεια της διαδρομής του στον οργανισμό. Οι εφαρμογές των ραδιοϊσοτόπων επεκτάθηκαν κυρίως στις έρευνες των διαφόρων
μεταβολικών διαδικασιών, συμβάλλοντας στην αναθεώρηση ή στην επιβεβαίωση των γνώσεων που είχαν αποκτηθεί έως τότε,
επιτρέποντας τη μελέτη πολλών αντιδράσεων στο εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος και άλλων οργανισμών και
αποδεικνύοντας ότι μπορεί να συντεθούν πολύπλοκες μεγαλομοριακές ενώσεις από πολύ απλές ουσίες.
Οι σημαντικότερες κατευθύνσεις της βιοχημικής έρευνας περιστράφηκαν κατόπιν γύρω από την ανοσοχημεία, τη χημεία των
νουκλεϊκών οξέων, τη δομή των ορμονών ως ρυθμιστών του μεταβολισμού, τα ένζυμα κ.ά. Οι ενεργειακές μετατροπές στο
εσωτερικό των οργανισμών και οι ανταλλαγές ενέργειας με το περιβάλλον, αποτέλεσαν σημαντικό πεδίο των βιοχημικών
ερευνών. Οι διαδικασίες μετατροπής της χημικής ενέργειας που λαμβάνεται με την τροφή, η οποία αποτελεί τη μοναδική πηγή
ενέργειας για όλους τους ετερότροφους οργανισμούς, μελετήθηκαν διεξοδικά· διαλευκάνθηκαν με τον τρόπο αυτόν οι χημικές
αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τις αναπνευστικές διαδικασίες, δηλαδή κατά την οξειδωτική διάσπαση των τροφών, και
επιβεβαιώθηκε ότι οι βασικοί τρόποι ανταλλαγής ενέργειας είναι όμοιοι για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Σημαντική στον
τομέα αυτό ήταν η συμβολή του Χανς Άντολφ Κρεμπς, ο οποίος ανακάλυψε, το 1940, τον ομώνυμο βιοχημικό κύκλο. Η μελέτη
των ενεργειακών μεταβολών στους φυτικούς οργανισμούς, περιλαμβάνει και την άμεση μετατροπή της ηλιακής ενέργειας σε
χημική, κατά τις φωτοσυνθετικές διαδικασίες. Η βασική αντίδραση της φωτοσύνθεσης ήταν γνωστή από πολύ νωρίς, όπως
προαναφέρθηκε· όμως, η διεξοδική μελέτη των αντιδράσεων που λαμβάνουν χώρα για τη μετατροπή του διοξειδίου του
άνθρακα σε γλυκόζη έγινε αργότερα. Ο Μέλβιν Κάλβιν πρότεινε το 1950 το πρώτο σχήμα για τον κύκλο του άνθρακα κατά τη
φωτοσύνθεση, ο οποίος ονομάστηκε κύκλος του Κάλβιν. Αργότερα, Αμερικανοί επιστήμονες, με επικεφαλής τον Ντάνιελ
Άρνον, του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, πέτυχαν την παραγωγή ενέργειας (ΑΤΡ) μέσω των φωτεινών σταδίων της
φωτοσύνθεσης, έξω από το ζωντανό φυτικό κύτταρο, η οποία πραγματοποιήθηκε με απομόνωση και φωτισμό των
χλωροπλαστών.
Το ενδιαφέρον για τα νουκλεϊκά οξέα, τα οποία ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά το 1869 στους κυτταρικούς πυρήνες, υπήρξε η
αρχή της επιστήμης της μοριακής βιολογίας. Το 1944 αποδείχτηκε πειραματικά ότι το γενετικό υλικό είναι το DNA και
σταδιακά διαλευκάνθηκε ο φυσιολογικός του ρόλος, ως φορέα της γενετικής πληροφορίας για τη σύνθεση των πρωτεϊνών και τη
μετάδοση των κληρονομικών χαρακτήρων σε όλους τους οργανισμούς, από τους ιούς μέχρι τον άνθρωπο. Το 1953, οι Τζέιμς
Γουότσον και Φράνσις Κρικ περιέγραψαν τη διπλή έλικα του DNA, ανακάλυψη για την οποία τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ
χημείας, ενώ αργότερα (1966) έγινε γνωστή η φύση του γενετικού κώδικα.
Η ανοσοχημεία, τα θεμέλια της οποίας έθεσε ο Πάουλ Έρλιχ στα τέλη του 19ου αι., προτείνοντας την πρωτεϊνική φύση των
αντισωμάτων, προσπάθησε να ερμηνεύσει με βιοχημικό τρόπο τη γένεση και τον μηχανισμό των φαινομένων της ανοσίας και
γενικά της αντίδρασης του οργανισμού σε κάθε ξένη ουσία.
Την πολύπλευρη ανάπτυξη της β. ακολούθησαν οι πρακτικές εφαρμογές των νέων γνώσεων, πραγματικές κατακτήσεις της β. για
τη γενική πρόοδο της ανθρωπότητας. Σχεδόν όλες οι γνωστές ορμόνες και βιταμίνες απομονώθηκαν και συντέθηκαν έτσι ώστε
να είναι δυνατή η χρήση τους στη διάγνωση και στη θεραπεία ποικίλων ασθενειών. Με τις μελέτες πάνω στην οξεοβασική
ισορροπία έγιναν σημαντικές πρόοδοι στη θεραπεία του σοκ, διάφορων παθήσεων των ενδοκρινών αδένων, των νεφρών και του
ήπατος. Η μελέτη των βακτηρίων και των μυκήτων έδωσε σημαντικές θεραπευτικές κατευθύνσεις και θεμελιώδεις κατακτήσεις
στη φαρμακολογία, όπως ήταν η ανακάλυψη των αντιβιοτικών. Με τη βοήθεια ποικίλων βιοχημικών αντιδράσεων
διαμορφώθηκαν μέθοδοι εργαστηριακής διάγνωσης πολλών νόσων (κλινική χημεία) και η παθολογική ανατομία ολοκληρώθηκε,
ξεπερνώντας τις καθαρά μορφολογικές μελέτες και υιοθετώντας την έννοια της βιοχημικής βλάβης των ιστών.
Το 2001 σημειώθηκε το μεγαλύτερο επίτευγμα με την αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα (αλληλουχία των αζωτούχων
βάσεων στο DNA) του ανθρώπου. Οι τελευταίες πρόοδοι μας επιτρέπουν να αναφέρουμε ότι όλες οι βιολογικές επιστήμες
αναπτύσσονται πλέον με μια βιοχημική κατεύθυνση.
Στη βιομηχανία, η σύγχρονη β. προσέφερε ουσιαστικές μεθόδους για την παραγωγή προϊόντων ευρείας χρήσης με βιοχημικές
διαδικασίες (αλκοόλη, ακετόνη) ή βασικές ιδέες για την παραγωγή νέων ουσιών· από τον πολυμερισμό μερικών οργανικών
ενώσεων, για παράδειγμα, προέκυψε το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων πλαστικών υλών.
βιοχημικό ίζημα (Γεωλ.). Ίζημα το οποίο σχηματίζεται σε κάποια λεκάνη της Γης με τη συμμετοχή ζωντανών οργανισμών.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, για παράδειγμα, οι ασβεστόλιθοι, ένα πέτρωμα που σχηματίζεται από το ανθρακικό ασβέστιο
που περιέχουν τα κελύφη των νεκρών θαλάσσιων οργανισμών. Οι ασβεστόλιθοι σχηματίζονται στον πυθμένα θαλάσσιων
λεκανών και ανεβαίνουν στην επιφάνεια της Γης με τις πτυχώσεις που προκαλούνται από ισχυρές πλευρικές δυνάμεις.
Εκτεταμένες μάζες ασβεστόλιθων βρίσκονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και η προέλευσή τους γίνεται φανερή από τα όστρακα
που περιέχουν.
βιοψία (Ιατρ.). Η λήψη μικρών κομματιών ιστών από ζωντανούς οργανισμούς για διαγνωστική ιστολογική εξέταση. Η λήψη
αυτή γίνεται κατόπιν χειρουργικής τομής του υπό εξέταση ιστού ή με παρακέντηση και αναρρόφηση. Η επιλογή της μεθόδου
εξαρτάται από τη φύση της βλάβης και τη θέση του υπό εξέταση οργάνου· το δείγμα, αφού υποβληθεί σε κατάλληλη ιστολογική
προετοιμασία, εξετάζεται στο μικροσκόπιο.
Η επέκταση της β. ως διαγνωστικής μεθόδου σε όλα τα όργανα του ανθρώπινου σώματος είχε σημαντική συμβολή στην
προσέγγιση πολλών ασθενειών· παράλληλα οδήγησε στην αναθεώρηση ξεπερασμένων απόψεων της παθολογικής ανατομικής,
που μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες βασιζόταν στα δεδομένα υλικού που προερχόταν από νεκροψίες. Η β. προσφέρει τη
δυνατότητα παρακολούθησης μιας παθολογικής εξεργασίας στον ζωντανό οργανισμό κατά την εξέλιξή της, ενώ αντίθετα η
μικροσκοπική εξέταση υλικού από νεκροτομή παρέχει συνήθως πληροφορίες για την τελική της έκβαση σε νεκρούς ιστούς. Η
δυνατότητα διεξαγωγής ταχείας β., ενώ ο ασθενής εξακολουθεί να είναι στο χειρουργικό τραπέζι, δίνει τη δυνατότητα λήψης
αποφάσεων κατά τη διάρκεια της επέμβασης, αποφεύγοντας έτσι τη χρονοτριβή (ανεπιθύμητη ιδιαίτερα σε περίπτωση
κακοήθους νεοπλάσματος) και την ταλαιπωρία του ασθενούς με μια δεύτερη επέμβαση.
Βιρανεπισκοπή. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 114 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, προς
την ακτή, στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου, 15 χλμ. Α του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαδίου.
Βίρας, Γιαννάκης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Κρινόφυτα Καλαβρύτων. Λίγες μέρες πριν από την έκρηξη της
Επανάστασης, μπήκε στην ομάδα του Σωτήρη Παπαδέα και σκότωσε δύο έμπιστους του Αρναούτογλου των Καλαβρύτων, οι
οποίοι κατευθύνονταν στην Τρίπολη με γράμματα του Τούρκου διοικητή.
Βιρβίλης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Αναγνώστης. Καταγόταν από τη Σαλαμίνα. Όταν σκοτώθηκε ο αρχηγός των Σαλαμινίων Γεώργιος Γκλύτσης στην έφοδο των
Ελλήνων κατά της Ακρόπολης, ο Β. ανέλαβε την αρχηγία του σώματος σε συνεργασία με τον Ιωάννη Βιένα.
2. Δημήτριος. Καπετάνιος από το Ξηροχώρι της Εύβοιας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε αρκετές φορές.
Πέθανε μετά την Επανάσταση με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη της Φάλαγγας.
Βιργίλιος (Publius Vergilius Maro, Πιέτολε 70 – Μπρίντιζι 19 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών
χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου αφοσιώθηκε στην ποίηση
και στη φιλοσοφία· συνδέθηκε φιλικά με τον Πολλίωνα Γάιο Ασίνιο και τον Κορνήλιο Γάλλο και γνωρίστηκε με τον Παρθένιο
από τη Νίκαια, εκπρόσωπο του ελληνιστικού πνεύματος και των λεγόμενων νέων ποιητών (poetae novi). Στη Νάπολη, στη
σχολή του Σείρωνα, επιδόθηκε στη μελέτη της φιλοσοφίας του Επίκουρου. Σε ηλικία 25 ετών γύρισε στην πατρίδα του, όπου
είδε να του απαλλοτριώνουν το κτήμα του μαζί με άλλα της περιοχής, τα οποία δημεύτηκαν για να δοθούν στους πολεμιστές της
μάχης των Φιλίππων. Από τους βιογράφους του γνωρίζουμε ότι, χάρη στην επέμβαση των φίλων του και ιδιαίτερα του Ασίνιου,
κατόρθωσε να του επιστραφεί το κτήμα. Η προσωπική αυτή περιπέτεια, η αντίθεση μεταξύ της γαλήνης της αγροτικής ζωής και
του πολυτάραχου των πολιτικών αγώνων, η συνάντηση του επικούρειου ιδεώδους με την ηρεμία της υπαίθρου καθώς και η
λογοτεχνική εμπειρία που απέκτησε από τα Ειδύλλια του Θεόκριτου, του ενέπνευσαν τα Βουκολικά ή Εκλογές, δέκα βιβλία σε
εξάμετρους στίχους γραμμένα μεταξύ 41 και 39 π.Χ. Τα θέματα είναι ποικίλα. Εκτός από αυτοβιογραφικά στοιχεία (βιβλία Ι και
ΙΧ), περιλαμβάνουν τη νυκτωδία ενός πλούσιου ποιμένα, του Κορύδωνα, προς τον νεαρό Άλεξι (ΙΙ), τη φιλονικία δύο νεαρών
τραγουδιστών (ΙΙΙ), τους αγώνες των ποιμένων σε μια εξιδανικευμένη αρκαδική ατμόσφαιρα (VΙΙ), τον θάνατο και τη
μεταμόρφωση του Δάφνιδα όπου θα μπορούσε να πει κανείς ότι προβάλλει αχνά η αποθέωση του Ιουλίου Καίσαρα (V), το
κοσμολογικό άσμα του Σειληνού (VΙ), την έξαρση μιας νέας ειρήνης και την έλευση ενός νέου αιώνα (saeculum) με τη γέννηση
ενός μυστηριώδους βρέφους (ΙV), που είναι ίσως ο γιος του Ασίνιου, κάτι το οποίο αργότερα, κατά τον Μεσαίωνα, ερμηνεύτηκε
ως προαναγγελία του ερχομού του Χριστού, την αποστροφή του Δάμωνα για την απιστία της συζύγου του (VΗ), την απελπισία
του Κορνήλιου Γάλλου για την προδοσία της γυναίκας του (Χ). Η αγνότητα της βουκολικής έμπνευσης και η καθαρότητα της
έκφρασης του περιεχομένου, που προκαλούν με τη μελωδικότητα και τη μελαγχολία των στίχων μια οξεία αίσθηση των
αντιφάσεων της ζωής, είναι τα συστατικά στοιχεία της πρώτης αυτής προσπάθειας του Β.
Ο Β. αφιέρωσε στον Μαικήνα τα Γεωργικά, ποίημα σε 4 βιβλία, γραμμένο σε εξάμετρους στίχους, όπου υπενθυμίζει ότι τον
προέτρεψε σε αυτό ο ίδιος ο Μαικήνας. Οι αρχαίοι βιογράφοι είχαν εκφράσει την αβάσιμη άποψη ότι ο ισχυρός φίλος του
ποιητή τού είχε επιβάλει χωρίς περιστροφές το θέμα, επειδή έβλεπε το έργο αυτό ως ένα αποτελεσματικό μέσο για την
πραγματοποίηση της αγροτικής μεταρρύθμισης που είχε εξαγγελθεί από τον Οκταβιανό. Στα Γεωργικά, που η συγγραφή τους
διήρκεσε από το 37 έως το 31 π.Χ., ο Β. μιμήθηκε οπωσδήποτε αρχαιότερα έργα, όπως το Έργα και Ημέραι του Ησίοδου, αν και
ο αληθινός τους πρόδρομος, τόσο από την άποψη της μορφής του ποιήματος, που είναι διδακτικό, όσο και από την κοσμολογική
πνοή που το διαπνέει, είναι το Περί φύσης (De rerum natura) του Λουκρήτιου, μαζί με στοιχεία πυθαγόρεια και στωικά, αλλά
επίσης και της παραδοσιακής ρωμαϊκής και ιταλικής θρησκείας. Τα τέσσερα βιβλία πραγματεύονται την καλλιέργεια των
δημητριακών, τη δενδροκομία και αμπελουργία, την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Στο κύριο θέμα του πρώτου βιβλίου, ο
μύθος των εποχών του Ησίοδου συνδέεται με τη νοσταλγία του Χρυσού αιώνα και με την εξύμνηση της εργασίας ως μέσου
απολύτρωσης. Το δεύτερο έχει στιγμές υψηλού λυρισμού στα συγκινητικά εγκώμια που απευθύνονται στην άνοιξη και στην
Ιταλία. Στο τρίτο βιβλίο, το όραμα του ορεινού τοπίου ταράζεται από την εικόνα του ερωτικού μένους που συνεπαίρνει
ανθρώπους και ζώα. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του λοιμού που κάποτε, στην περίοδο του Νωρικού, προσέβαλε κάθε
είδος ζώου. Στο τέταρτο βιβλίο, η μελισσοκομία θεωρείται ελαφριά δουλειά σε σχέση με τον σκληρό μόχθο στα χωράφια και
γίνονται οξύτατες παρατηρήσεις για τη φιλόπονη ζωή των εντόμων από τα οποία παράγεται το μέλι. Το εγκώμιο του Κορνήλιου
Γάλλου, με το οποίο, κατά τον Σέρβιο, τελείωνε το ποίημα, αντικαταστάθηκε από τον μύθο του Αρισταίου, στον οποίο ο Β.
παρενέβαλε τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Το 29 π.Χ., στην Ατέλλα, ο Β. και ο Μαικήνας διάβασαν το έργο στον
Αύγουστο, ο οποίος ανέθεσε στον Β. να υμνήσει σε ένα ηρωικό έπος την ιστορία και τους άθλους του γένους του. Χάρη σε αυτή
την προτροπή γεννήθηκε η Αινειάδα (Aeneis), που αποτελείται από δώδεκα βιβλία. Σύμφωνα με τον Δονάτο, ο ποιητής έκανε
ένα προσχέδιο σε πεζό και μετά, χωρίς καμιά σειρά, μετέτρεψε διάφορα επεισόδια σε στίχους. Για λογοτεχνικά πρότυπα
χρησιμοποίησε τον Νέβιο και τον Ένιο, ανατρέχοντας έως τον Όμηρο (για περισσότερες λεπτομέρειες, σχετικά με αυτό το
κορυφαίο έργο του, βλ. λ. Αινειάς).
Το 19 π.Χ. ο Β. θέλησε να ταξιδέψει στην Ελλάδα και στην Ασία για να επαληθεύσει μερικές λεπτομέρειες του έπους. Στην
επιστροφή από το ταξίδι του στην Ανατολή που πραγματοποίησε με τον Αύγουστο, αρρώστησε, πέθανε στο Μπρίντιζι και
ενταφιάστηκε στη Νάπολη. Ο Αύγουστος δεν σεβάστηκε την τελευταία επιθυμία του ποιητή που ζήτησε από τους φίλους του να
καταστρέψουν την Αινειάδα και διέταξε τον Βάριο Ρούφο να τη δημοσιεύσει χωρίς μετατροπές ή συμπληρώματα. Η Αινειάδα
θεωρείται το πιο σημαντικό έργο της λατινικής γραμματείας.
Η δόξα του Β. έφτασε στην αποκορύφωσή της κατά τον Μεσαίωνα, όταν θεωρήθηκε μάγος, δάσκαλος κάθε σοφίας και
προφήτης του χριστιανισμού. Στη νεανική ηλικία του Β. αναφέρονται ορισμένα ποιητικά έργα, περιλαμβανόμενα στο λεγόμενο
Βιργιλιακό παράρτημα (Appendix Vergiliana), αλλά η πατρότητα ορισμένων αμφισβητείται. Μερικά, όπως το Ciris (Ερωδιός)
και το Culex (Κουνούπι), είναι αλεξανδρίζοντα ποιήματα. Στο Catalepton παρατηρούνται νεωτεριστικές επιδράσεις, ειδικά από
τον Κάτουλλο. Γενικά, ο Β. αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές σε παγκόσμια κλίμακα και μεταφράστηκε σε
πολλές γλώσσες.
Βιργινία (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1857. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 13,5, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
9,24. Διεθνώς ονομάζεται Virginia 50.
Βιργίνιος (Virginius, 1ος αι. π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Έζησε στη Ρώμη την περίοδο του Αυγούστου. Έγραψε μίμους και
κωμωδίες, με καυστικό πνεύμα και κομψό ύφος.
Βιργίνιος Αύλος (Virginius Aulus, 5ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, δήμαρχος της Ρώμης (462-452 π.Χ.). Έγινε γνωστός για
τους αγώνες του εναντίον του γιου του Κιγκινάτου Καίσου Κοΐντιου, που αντιδρούσε στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του.
Βιργιωμένο. Κορυφή (1.414 μ.) της ανατολικής Κρήτης. Βρίσκεται στις δυτικές προεκτάσεις του όρους Δίκτη, στο ανατολικό
άκρο του νομού Ηρακλείου.
Βίρεν, Λάσε (Lasse Viren, Φιλανδία 1949 – ). Φιλανδός αθλητής του στίβου. Κέρδισε τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια,
δύο στο Μόναχο το 1972 και δύο στο Μόντρεαλ το 1976, στους αγώνες δρόμου αντοχής 5.000 και 10.000 μ. Το 1972, στον
αγώνα των 10.000 μ. κατόρθωσε να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, το οποίο είχε διατηρηθεί έως τότε επί επτά χρόνια.
Κατέκτησε επίσης το αργυρό μετάλλιο στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες του 1974. Στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας, το
1980, τερμάτισε μόλις πέμπτος, στον αγώνα των 10.000 μ. Ήταν οπαδός της σκληρής προπόνησης στην ύπαιθρο και ένας από
τους αθλητές που κατόρθωσε να μείνει στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων.
Βιρίαθος (Viriatus, ; – 139 π.Χ.). Λουσιτανός ηγέτης αντιρωμαϊκής εξέγερσης. Ο Β. συγκρότησε στράτευμα με
αποφασισμένους ομοεθνείς του και κήρυξε τον πόλεμο κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Λουσιτανία (σημερινή Πορτογαλία)
και στην Ισπανία. Νίκησε, κυρίως με ανταρτοπόλεμο, τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις και πρότεινε ειρήνη στους Ρωμαίους,
οι οποίοι και τη δέχτηκαν. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ρωμαίοι υποχρεώνονταν να αναγνωρίσουν απόλυτη ανεξαρτησία στις βόρειες
επαρχίες της Ισπανίας. Αλλά οι Ρωμαίοι ξανάρχισαν τις εχθροπραξίες και ο Β. πάλι τους νίκησε. Γενναιόδωρα τους πρότεινε νέα
ειρήνη. Όταν όμως οι απεσταλμένοι του έφτασαν στο ρωμαϊκό στρατόπεδο για τις διαπραγματεύσεις, οι Ρωμαίοι τούς
δωροδόκησαν και τους έπεισαν να δολοφονήσουν τον ηγέτη τους.
Βιρκάλα, Τάπιο (Tapio Wirkala, Ελσίνκι 1905 – 1985). Φιλανδός ζωγράφος. Συνεργάστηκε με τις τοπικές βιομηχανίες
κεραμικής και υαλουργίας και κυρίως με το υαλουργείο της Ιιτάλα που σημείωσε αλματώδη εξέλιξη τα μεταπολεμικά χρόνια
χάρη στην προσωπικότητα του Νίμαν. Ενώ στην αρχή ο Β. επηρεάστηκε από τη γεωμετρική καθαρότητα της σουηδικής
παραγωγής, αργότερα πλησίασε τις αισθητικές θέσεις του Νίμαν και άντλησε την έμπνευσή του από τη φύση, όπως μαρτυρούν
τα σχήματα και τα υλικά του. Η μεγάλη ποικιλία στηρίζεται στην εκφραστική αξία του υλικού και διακρίνεται για την
ασυμμετρία των μορφών και τις εναλλασσόμενες διαφανείς και διάφεγγες ραβδώσεις, για τις ελαφρές εγχάρακτες διακοσμήσεις
ή τα σκληρά αιχμηρά σκαλίσματα.
Βιρμανία (Burma). Παλαιότερη ονομασία του κράτους της νοτιοανατολικής Ασίας, Μυανμάρ (βλ. λ.).
Βιρμανοί. Λαός της νοτιομογγολικής φυλής, η κοιτίδα του οποίου βρίσκεται στα νοτιοανατολικά υψίπεδα του Θιβέτ. Κατά τον
7ο αι. οι Β., ακολουθώντας τον ποταμό Ιραουάντι, κατέβηκαν στη χώρα που κατοικούν σήμερα και ήρθαν σε επαφή με τον
ινδικό πολιτισμό, από τον οποίο αφομοίωσαν πολλά στοιχεία καθώς και τη βουδιστική θρησκεία. Αποτελούν περίπου το 75%
του πληθυσμού του σημερινού κράτους Μυανμάρ (βλ. λ.).
Βιρός. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.018 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νησιού, 6 χλμ. ΝΔ
της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχιλλείων του νομού Κερκύρας. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός
οικισμός.
Βιρούνγκα (Virunga). Ορεινή ηφαιστειογενής περιοχή της κεντρικής Αφρικής, στα σύνορα μεταξύ Ουγκάντα, Λαϊκής
Δημοκρατίας του Κονγκό και Ρουάντα. Το ανατολικό της τμήμα, που αποτελείται από έξι σβησμένα ηφαίστεια, φτάνει σε ύψος
τα 4.660 μ. και το δυτικό της περιλαμβάνει δύο ενεργά ηφαίστεια, το Νιιραγκόνγκο και το Νιαμλαγκίρα. Ο ορεινός αυτός όγκος
θεωρείται ότι προκάλεσε τον σχηματισμό της λίμνης Κίβου και την αλλαγή της ροής του ποταμού Ρουζίζι.
Βιρτάνεν, Αρτούρι Ίλμαρι (Artturi Ilmari Virtanen, Ελσίνκι 1895 – 1973). Φιλανδός βιοχημικός. Απέκτησε το διδακτορικό
του δίπλωμα στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι το 1919 και παρακολούθησε διάφορα τμήματα ειδίκευσης σε πανεπιστήμια της
Ευρώπης. Διετέλεσε καθηγητής χημείας (από το 1924) και αργότερα (1939) βιοχημείας στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, ενώ το
1931 διορίστηκε καθηγητής βιοχημείας στο Φινλανδικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ελσίνκι και έγινε διευθυντής του
Βιοχημικού Ερευνητικού Ινστιτούτου. Αφοσιώθηκε σε μελέτες γεωργικής χημείας και χημείας τροφίμων, με ιδιαίτερη επιμέλεια
στα ενζυμικά συστήματα των μικροοργανισμών και στα φαινόμενα ζύμωσης. Εκτός από την επεξεργασία διαφόρων μεθόδων για
τη συντήρηση των τροφίμων, χωρίς να μειώνονται οι θρεπτικές ιδιότητές τους, ο Β. ενδιαφέρθηκε για τις ζυμώσεις που
προκαλούνται στα φυτικά τρόφιμα, σε χλωρή κατάσταση· μελέτησε και εισήγαγε διάφορες μεθόδους συντήρησής της πλούσιας
σε άζωτο χορτονομής. Για τις εργασίες του αυτές τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χημείας το 1945. Ο Β. ασχολήθηκε επίσης με
τα αζωτοδεσμευτικά βακτήρια, με τις χημικές ουσίες που περιέχουν τα ανωτέρα φυτά, με τη βελτίωση της ποιότητας των
γαλακτοκομικών προϊόντων κ.ά.
Βιρτζίνια (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.078.515 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, που εκτείνεται στο νοτιοανατολικό τμήμα
της χώρας. Βρέχεται στα Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει στα ΒΑ με την
πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη περιφέρεια Κολούμπια (πρωτεύουσα Ουάσινγκτον), ΒΔ με τη Δυτική Βιρτζίνια, Δ με την
πολιτεία Κεντάκι, ΝΔ με την πολιτεία Τενεσί και Ν με την πολιτεία Βόρεια Καρολίνα. Πρωτεύουσα είναι το Ρίτσμοντ, χτισμένο
στην όχθη του ποταμού Τζέιμς, στο σημείο όπου ο ποταμός ξεπερνά τη λεγόμενη Γραμμή των Καταρρακτών (Fall Line).
Ο κόλπος Τσέζαπικ χωρίζει τη Β. σε δύο μέρη, αποκόπτοντας ένα μικρό τμήμα από τον κύριο κορμό της πολιτείας, που
σχηματίζει τη χερσόνησο Ντελμάρβα, η οποία είναι μοιρασμένη μεταξύ των πολιτειών Β., Ντέλαγουερ και Μέριλαντ. Στα Δ του
κόλπου το έδαφος προεκτείνεται προς τη θάλασσα και σχηματίζει χαμηλή ακτή με ποταμόκολπους των Πότομακ, Ραπαχάνοκ,
Γιορκ και Τζέιμς. Την παράκτια πεδιάδα διαδέχονται τα κρυσταλλοπαγή οροπέδια Πίντμοντ, που κατεβαίνουν προς την πεδιάδα
κατά βαθμίδες, τις οποίες οι ποταμοί πρέπει να ξεπεράσουν σχηματίζοντας έτσι τη Γραμμή των Καταρρακτών. Στο εσωτερικό το
Πίντμοντ ορίζεται από την αλυσίδα των Κυανών Ορέων (Blue Mountains), πέρα από την οποία εκτείνονται, σε κατεύθυνση ΒΑ-
ΝΔ, οι μεγάλες και ομαλές κοιλάδες που εναλλάσσονται με τις μακρές οροσειρές της κοιλάδας των Μεγάλων Απαλαχίων.
Σύνορα της μεγάλης αυτής πεδινής έκτασης αποτελούν προς τα Δ τα Αλεγκάνια Όρη, ψηλή παρυφή του Οροπεδίου των
Απαλαχίων, που ένα μικρό τμήμα τους βρίσκεται στο έδαφος της Β. Εκτός από τους ποταμούς που αναφέρθηκαν παραπάνω,
άλλοι σημαντικοί ποταμοί είναι ο Απομάτοξ και ο Στόντον, που εκβάλλουν στον Ατλαντικό, ο Κανάουα και ο Χόλστον που
συμβάλλουν στον Μισισιπή μέσω των ποταμών Οχάιο και Τενεσί. Το κλίμα είναι υποτροπικού τύπου, με ζεστά καλοκαίρια και
ήπιους χειμώνες. Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 1.300 χιλιοστά στο νοτιοδυτικό τμήμα και 1.000 χιλιοστά στο βόρειο.
Η Β. είναι κυρίως γεωργική πολιτεία (δημητριακά, κηπευτικά, φρούτα, αραχίδες, βαμβάκι), αλλά έχει και σημαντικά
ανεπτυγμένη κτηνοτροφία (βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα) και αξιόλογο δασικό πλούτο. Από το υπέδαφος εξάγονται ορυκτή
άσφαλτος, μόλυβδος, ψευδάργυρος και τιτάνιο. Η βιομηχανία είναι κυρίως στραμμένη στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών
(καπνοβιομηχανία, υφαντουργία, χαρτοποιία, κονσερβοποιία και βιομηχανίες τροφίμων και χημικών προϊόντων). Είναι εξάλλου
γνωστές σε όλο τον κόσμο οι φερώνυμες της πολιτείας ποικιλίες καπνού. Η πόλη Χάμπτον αποτελεί κέντρο αεροναυτικών
ερευνών, ενώ τα τελευταία χρόνια στο βόρειο τμήμα της πολιτείας έχουν αναπτυχθεί πολυάριθμες εταιρείες υπολογιστών.
Εκτός από την πρωτεύουσα, άλλες σημαντικές πόλεις είναι η Βιρτζίνια Μπιτς, η μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας και παραλιακό
τουριστικό θέρετρο στον Ατλαντικό, το Νόρφολκ (βλ. λ.), το Τσέζαπικ, το Νιούπορτ Νιους, το Χάμπτον, η Αλεξάντρια, το
Πόρτσμουθ, το Άρλινγκτον, το Πίτερσμπεργκ και το Ρόουνοκ.
Ιστορία. Οι πρώτοι άποικοι έφτασαν στη Β. το 1607. Το 1612 άρχισε εκεί η καλλιέργεια του καπνού και το 1619 μεταφέρθηκαν
οι πρώτοι δούλοι από την Αφρική. Το 1624 έγινε αποικία με έκταση μεγαλύτερη από τη σημερινή. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο
στον απελευθερωτικό πόλεμο κατά της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1861 αποσχίστηκε από την Ένωση και έγινε το κυριότερο
πολεμικό θέατρο κατά τον εμφύλιο πόλεμο (το Ρίτσμοντ ήταν πρωτεύουσα των νότιων Πολιτειών), αλλά το 1863 έχασε μερικές
κομητείες, πιστές στους Βόρειους, οι οποίες αποτέλεσαν τη νέα πολιτεία της Δυτικής Β. (βλ. λ. Δυτική Βιρτζίνια).
Βιρτζίνια, Δυτική. Ομόσπονδη πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Δυτική Βιρτζίνια.
Βίρτους (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 13,8, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
8,96. Διεθνώς ονομάζεται Virtus 494.
Βίρτσμπουργκ (Wurzburg). Πόλη (129.915 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας
(βλ. λ.). Η πόλη είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μάιν, στην εκτεταμένη κυματοειδή περιοχή που ορίζεται Δ από τα
υψώματα του Σπέσαρτ και του Όντενβαλντ, Α από τα υψώματα του Στίγκερβαλντ και Ν από τη Φρανκενχέε. Είναι σημαντικό
βιομηχανικό (βιομηχανίες ηλεκτρονικών, τροφίμων, χημικών προϊόντων και υφασμάτων), εμπορικό και λιμενικό κέντρο επί του
Μάιν. Είναι επίσης μία από τις ωραιότερες πόλεις της Γερμανίας, με μνημεία ρομανικού, γοτθικού και μπαρόκ ρυθμού.
Ιστορία. Η Β. εμφανίστηκε στην ιστορία κατά τα πρώτα χρόνια του 8ου αι. μ.Χ., σύμφωνα με ένα έγγραφο που την αναφέρει με
την ονομασία Costellum Virtebuch. Το 742 έγινε έδρα επισκοπής και από τότε η ιστορία της είναι συνδεδεμένη με την ιστορία
των επισκόπων της, οι οποίοι, όταν απέκτησαν ηγεμονικά δικαιώματα τον 12ο αι., έπαιξαν σπουδαιότατο ρόλο στη ζωή της
Γερμανίας έως την εποχή του Ναπολέοντα, όταν το κράτος τους έγινε κοσμικό. Η πόλη υπήρξε επίσης πνευματικό κέντρο,
ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του πανεπιστημίου της το 1582. Το 1806 ο Ναπολέων την όρισε πρωτεύουσα μεγάλου δουκάτου και
μετά το συνέδριο της Βιέννης (1815) περιήλθε στο βασίλειο της Βαυαρίας. Μεταξύ των μνημείων της ξεχωρίζουν το πριγκιπικό
ανάκτορο (Residenz) του 18ου αι. με μια ωραία τοιχογραφία του Τιέπολο, ο καθεδρικός ναός (Dom), ρομανικός, αλλά
ξαναχτισμένος τον 18ο αι., η ακρόπολη Μαρίενμπεργκ, το πανεπιστήμιο (16ος αι.), ο γοτθικός ναός της Παναγίας
(Marienkapelle) και οι ρομανογοτθικού ρυθμού ναοί του Αγίου Πέτρου (Peterskirche), του Αγίου Βουρκάρδου (Sankt Burkard)
και η Νοϊμινστερκίρχε (Neumunsterkirche).
Βίρχοβ, Ρούντολφ (Rudolf Virchow, Πομερανία 1821 – Βερολίνο 1902). Γερμανός παθολόγος. Με τις θεωρίες του μετέβαλε
πολλές δογματικές απόψεις του 19ου αι. Υποστήριξε την κυτταρική θεωρία, διακηρύσσοντας ότι η ασθένεια δεν εμφανίζεται
στους ιστούς ή στα όργανα· η έδρα κάθε νόσου βρίσκεται πάντα στα κύτταρα του οργανισμού και τα παθολογικά φαινόμενα δεν
είναι παρά η έκφραση της κυτταρικής αντίδρασης. Εκτός από τις πολυπληθείς και ουσιώδεις μελέτες παθολογικής ανατομίας,
σημαντικές είναι οι έρευνές του σε προϊστορικά, εθνολογικά και ανθρωπολογικά θέματα.
Βισακχαντάτα. Ινδός δραματουργός και ποιητής. Η ακριβής χρονολογία της γέννησης και του θανάτου του είναι άγνωστη.
Έγραψε το θεατρικό έργο Ο φύλακας της βασιλικής σφραγίδας, ένα από τα γνωστότερα κείμενα του σανσκριτικού θεάτρου. Το
περιεχόμενο του έργου είναι πατριωτικό και εκφράζει την ανάγκη της ενότητας των Ινδών για την αντιμετώπιση των εχθρών
τους. Στο έργο δεν συναντάται πιστή αναφορά στα γεγονότα του παρελθόντος, υπάρχει όμως μια ορθή ερμηνεία των ηθών και
των εθίμων της εποχής.
Βισαλούδα. Κορυφή (1.112 μ.) του βουνού Όθρυς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του βουνού, στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού
Μαγνησίας, Β του οικισμού Μύλοι.
Βισάλτες. Προελληνικός λαός που κατοικούσε στην ανατολική Μακεδονία και στη Χαλκιδική, στην περιοχή της Βισαλτίας
(βλ. λ.). Προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και αρκετά αργά συγχωνεύτηκαν με τους Χαλκιδείς και Ερετριείς αποίκους που είχαν
έρθει από την Εύβοια και με άλλους από την Άνδρο και την Κόρινθο. Επώνυμος του λαού τους θεωρείτο ο μυθικός βασιλιάς
Βισάλτης, γιος του Ήλιου και της Γης.
Βισαλτία. Αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα. Αποτελούσε βασίλειο με τη γειτονική
Κρηστωνία. Τα όριά του –ασαφή έως έναν βαθμό– τοποθετούνται μεταξύ του όρους Βερτίσκος στα Δ, του ποταμού Στρυμόνα
και της λίμνης Κεκινίτις στα Α, του Στρυμονικού κόλπου προς Ν και της αρχαίας Σιντικής προς Β. Οι σημαντικότερες πόλεις
ήταν οι Άργιλος, Άρωλος, Βέργη, Ευπορία, Κερδύλιον, Ορέσκεια, Τράγιλος και η πρωτεύουσα Βισαλτία. Όταν ο Ξέρξης
εισέβαλε στην Ελλάδα, ο βασιλιάς της Β. δεν δέχτηκε να τον ακολουθήσει και κατέφυγε στη Ροδόπη. Επειδή όμως οι έξι γιοι
του εκστράτευσαν με τον Ξέρξη, κατά την επιστροφή τους τούς τιμώρησε με τύφλωση. Μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.),
η Β. κυριεύτηκε από τον Αλέξανδρο Α’ της Μακεδονίας, ο οποίος την ένωσε με την Μυγδονία. Ο Περικλής έστειλε εκεί 1.000
Αθηναίους που εξελλήνισαν τους κατοίκους.
Βισαλτίας, δήμος. Νέος δήμος (8.599 κάτ.) του νομού Σερρών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Αμπέλων, Βέργης, Δημητριτσίου, Λυγαριάς, Νικοκλείας, Σησαμίας και
Τριανταφυλλιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Δημητρίτσι.
Βισαλτίας, επαρχία. Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (758 τ. χλμ.) του νομού Σερρών, με πρωτεύουσα τη Νιγρίτα.
Βισβάρα. Βραχονησίδα στον Αμβρακικό κόλπο, στη συστάδα Κορακονήσια. Ονομάζεται και Βουσνάρα.
Βισβίζη, Δόμνα (Αίνος 1784 – Πειραιάς 1850). Αγωνίστρια του 1821. Σύζυγος του Αντώνιου Χατζή Βισβίζη, τον οποίο
παντρεύτηκε το 1808, μυήθηκε η ίδια στη Φιλική Εταιρεία. Ακολούθησε τον σύζυγό της στις πολεμικές επιχειρήσεις και, μετά
τον θάνατό του, τον διαδέχτηκε στη διοίκηση του πλοίου του. Ο Δημήτριος Υψηλάντης την αποκαλούσε «ευγενεστάτην και
γενναιοτάτην». Όταν το σκάφος της αχρηστεύτηκε, το παραχώρησε στην κυβέρνηση, για να το μετατρέψει σε πυρπολικό. Με το
σκάφος αυτό ο Πιπίνος έκαψε τουρκική φρεγάτα (1824). Μετά την απελευθέρωση, γνώρισε δύσκολες στιγμές οικονομικής
ανέχειας. Ζούσε στη Μύκονο μέχρι το 1832, αλλά έπειτα ακολούθησε τον γιο της Δημήτριο-Θεμιστοκλή στη Σύρο έως το 1845
και μετά στον Πειραιά, όπου και πέθανε.
Βισβίζης, Αντώνιος Χατζής. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τον Αίνο της Θράκης. Ήταν πλοίαρχος και εφοπλιστής
πριν από την Επανάσταση και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στην οποία διέθεσε σημαντικά ποσά. Όταν τον Μάιο του 1821
ψαριανά πλοία με τον Γιαννίτση βομβάρδισαν το τουρκικό φρούριο του Αίνου, ο Β. τα ακολούθησε με το πλοίο του, το μπρίκι
Καλομοίρα, και την οικογένειά του. Το πλοίο του Β. φιλοξένησε αργότερα τον αρχηγό του αγώνα της Μακεδονίας Εμμανουήλ
Παπά, που πέθανε επάνω σε αυτό από συγκοπή. Στο ίδιο πλοίο, το 1822, είχε την έδρα του ο Άρειος Πάγος. Οι αρεοπαγίτες, που
βρίσκονταν σε ρήξη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, πρότειναν στον Β. να τον σκοτώσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε, πέθανε όμως
ξαφνικά μετά από τέσσερις μήνες, χωρίς ποτέ να εξακριβωθούν τα αίτια του θανάτου του.
Βισέντε, Ζιλ (Gil Vicente, 1470; – 1536;). Πορτογάλος δραματικός ποιητής. Ασφαλείς πληροφορίες για τη ζωή του δεν
υπάρχουν. Τα έργα του εξέδωσε το 1562 ο γιος του Λουδοβίκος, ο εκκλησιαστικός έλεγχος όμως (η Ιερά Εξέταση είχε εισαχθεί
στην Πορτογαλία το 1536) περιέκοψε αρκετά σημεία, λόγω του μεταρρυθμιστικού πνεύματος που τα ενέπνεε. Τα έργα (autos)
του Β. αποτελούνται κυρίως από αλληγορικούς πίνακες, που χρησιμεύουν ως πρόφαση για την απεικόνιση ποικίλων κοινωνικών
τύπων, ασύνδετων μεταξύ τους. Τα έργα αυτά δεν έχουν μόνο φιλολογική σημασία (μερικά θεωρούνται απαρχή της
πορτογαλικής λογοτεχνικής φάρσας), αλλά παράλληλα υπάρχει σε αυτά μια ρεαλιστική απεικόνιση της πορτογαλικής κοινωνίας
των πρώτων δεκαετιών του 16ου αι.
Βισί (Vichy). Πόλη (26.528 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γαλλίας, στον νομό Αλιέ. Βρίσκεται στην περιοχή Λιμάν
Μπουρμπονέζ, στο σημείο όπου συμβάλλουν οι ποταμοί Αλιέ και Σισόν. Είναι γνωστή για τις ιαματικές της πηγές και έχει
βιομηχανίες εμφιάλωσης, φαρμακευτικών προϊόντων και καλλυντικών, ελαφριάς μεταλλουργίας κ.ά. Το Β. ήταν γνωστό για τα
ιαματικά του νερά από τους ρωμαϊκούς χρόνους, γνώρισε όμως την ακμή του την εποχή του Ναπολέοντα Γ’, οπότε ιδρύθηκε
(1853) η εταιρεία εκμετάλλευσης των θερμοπηγών. Οι θεραπευτικές τους ιδιότητες για ηπατικές, στομαχικές, νεφρικές
ασθένειες κ.ά. συντελούν στη συγκέντρωση πολυάριθμων αρρώστων και καθιστούν το Β. από τις σημαντικότερες λουτροπόλεις
της Ευρώπης.
Ιστορία. Το Β. αποτέλεσε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο την έδρα της εκτελεστικής εξουσίας της Γαλλίας (Ιούλιος 1940 –
Αύγουστος 1944). Συγκεκριμένα, στις 10 Ιουλίου 1940, ο στρατάρχης Πετέν εξελέγη από τη γαλλική εθνοσυνέλευση –παρά την
αντίδραση ορισμένων μελών της (ομάδα των 80)– πρόεδρος της κυβέρνησης με ευρύτατες εκτελεστικές και νομοθετικές
εξουσίες. Ο Πετέν ακολούθησε προδοτική πολιτική στη διάρκεια του πολέμου και ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με τις αποφάσεις
του χιτλερικού καθεστώτος. Στο όνομα της «νέας τάξης πραγμάτων», εγκαθίδρυσε τον θεσμό των έκτακτων στρατοδικείων που
έστειλαν στη φυλακή ή καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο πολλούς αξιωματικούς και οπλίτες της Ελεύθερης Γαλλίας,
επιβάλλοντας έτσι ένα κλίμα αστυνόμευσης και τρομοκρατίας. Μεταξύ των φιλογερμανικών μέτρων που πήρε η κυβέρνηση του
Β., ήταν η συγκρότηση της Λεγεώνας των Γάλλων Εθελοντών κατά του μπολσεβικισμού και η ίδρυση άλλης μαχητικής μονάδας
που τέθηκε υπό την υπηρεσία του γερμανικού στρατού, η προσφορά εργατικών χεριών στη Γερμανία και η ενίσχυση των
γερμανικών δυνάμεων στο έργο της αστυνόμευσης των αγωνιζόμενων κατά του Άξονα Γάλλων πατριωτών. Η κυβέρνηση των
δοσίλογων του Β. διαλύθηκε με την προσέγγιση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Γαλλία.
Βισιμπάντε (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 26 Αυγούστου 1911. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση
αντίθεσή του είναι περίπου 16,0, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα
είχε μέγεθος 11,1. Διεθνώς ονομάζεται Wisibada 717.
Βισιόλι, Αρτέμ (Σαμάρα 1889 – 1939). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου πεζογράφου Νικολάι Ιβάνοβιτς Κότσκουροφ. Στα
μυθιστορήματα και στα διηγήματά του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα Πύρινα ποτάμια (1924), Πατρική γη (1926) και
προπάντων Η Ρωσία στο αίμα (1929-32), έδωσε μια εξαιρετικά ζωντανή εικόνα πηγαίου αυθορμητισμού σε μια πρόζα που,
μολονότι εκφράστηκε με τους πειραματισμούς μιας τεχνοτροπίας νέας και πολυφωνικής, θυμίζει το ύφος των Μπιέλι και
Πιλνιάκ.
Βισκαΐα (Vizcaya). Επαρχία (2.217 τ. χλμ., 1.122.637 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Χώρας των
Βάσκων (βλ. λ., Βάσκων, Χώρα), που εκτείνεται στις ακτές του Βισκαϊκού κόλπου. Πρωτεύουσα είναι η πόλη Μπιλμπάο, που
αποτελεί σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο.
Η Β. είναι ορεινή περιοχή, που διασχίζεται από στενές βαθιές κοιλάδες με κατάληξη στη θάλασσα. Το κλίμα της είναι υγρό και
στο εσωτερικό της θερμότερο και πιο ξηρό, γι’ αυτό και καλλιεργούνται εκεί αμπέλια, μηλιές, λαχανικά και σιτηρά. Έχει επίσης
βιομηχανίες σιδήρου, χάλυβα, ελαστικών αυτοκινήτων και εργαλειομηχανών. Εξάγει σιδηρομεταλλεύματα, είναι κέντρο αλιείας
βακαλάου και διαθέτει ναυπηγεία.
Ιστορία. Το 1379 η Β. ενσωματώθηκε με την Καστίλη, αλλά διατήρησε μερικά προνόμια, όπως την απαλλαγή από ορισμένες
φορολογίες και το δικαίωμα να συγκαλεί επαρχιακή συνέλευση. Τα δικαιώματα αυτά, που είχαν ανασταλεί στα χρόνια της
δικτατορίας του Φράνκο, διευρύνθηκαν μετά τον θάνατό του και την πτώση του καθεστώτος του και επικυρώθηκαν με
δημοψήφισμα το 1980. Σημαντικός όμως αριθμός κατοίκων της Β. αποβλέπει στην πλήρη ανεξαρτησία της περιοχής.
Βισκαϊκός κόλπος (Golfo de Vizcaya). Κόλπωση που σχηματίζει ο Ατλαντικός ωκεανός μεταξύ της βόρειας ακτής της
Ισπανίας και της δυτικής ακτής της Γαλλίας. Οι δύο πλευρές του, που συναντώνται σχεδόν σε ορθή γωνία, έχουν
χαρακτηριστικά ριζικά αντίθετα· η γαλλική, ευθύγραμμη, σχηματίζεται από μεγάλες εκτάσεις θινών, που οφείλονται στις
εκτεταμένες προσχώσεις των ποταμών των Πυρηναίων και είναι κατάσπαρτη από παραλιακούς βάλτους· η ισπανική, που
βρίσκεται κάτω από τα Καντάβρια όρη, διακόπτεται από πολλούς κόλπους και ακρωτήρια. Η ναυσιπλοΐα στα νερά του κόλπου
είναι μερικές φορές δύσκολη, εξαιτίας των επικίνδυνων ρευμάτων και των δυνατών ανέμων. Οι Γάλλοι τον αποκαλούν κόλπο
της Γασκονίας (γαλλ. Golfe de Gascogne).
βισκόζη (Χημ.). Κολλοειδές διάλυμα κυτταρίνης, το οποίο σχηματίζεται με κατεργασία της αλκαλικής κυτταρίνης (κυτταρίνη
σε υδάτινο διάλυμα καυστικού νατρίου) με διθειούχο άνθρακα. Η β. είναι ιξώδες διάλυμα, με πυκνότητα 1,12 gr/cm 3. Έχει
ανοιχτό πορτοκαλί χρώμα και, αν υπάρχουν προσμείξεις, καστανό προς πράσινο. Κύρια πηγή της β. είναι η κυτταρίνη που
παράγεται από το ξύλο. Χρησιμεύει στην παραγωγή τεχνητών μεταξωτών ινών (rayon), μεμβρανών (σελοφάν), συνθετικών
καλυμμάτων κ.ά.
Βισκόντι (Visconti). Ηγεμονική οικογένεια του Μιλάνου, που κυριάρχησε στην πόλη από το 1277 έως το 1447. Ανήκαν στην
παράταξη των Γιβελίνων και υποστήριξαν την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στους αγώνες της εναντίον του παπισμού. Η
οικογένεια ανέδειξε πολλά ικανά μέλη και στην ακμή της κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλη τη βόρεια Ιταλία. Από τα μέλη της
σημαντικότεροι ήταν:
1. Τζαν Γκαλεάτσο (Gian Galeazo, 1351; – 1400). Κυβερνήτης του Μιλάνου (1385-1400). Υπήρξε ικανός ηγεμόνας τόσο στο
εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Επεξέτεινε την κυριαρχία του Μιλάνου στις γειτονικές πόλεις Βερόνα, Πάντοβα, Σιένα,
Λούκα και Περούτζια. Σε πρωτοβουλίες του οφείλεται η ανέγερση του καθεδρικού ναού του Μιλάνου, καθώς επίσης η
κατασκευή πολλών κοινωφελών έργων (γεφυρών, βιβλιοθηκών) και μοναστηριών. Ο Γκαλεάτσο υπήρξε ο πρώτος Β., που έφερε
(1395) τον τίτλο του Δούκα του Μιλάνου.
2. Τζιοβάνι (Giovanni, 1290; – 1354). Αρχιεπίσκοπος και κύριος της πόλης. Συνέβαλε στην εδραίωση της ισχύος της οικογένειάς
του. Υπήρξε φίλος του Πετράρχη και προσάρτησε στο κράτος του την Μπολόνια και τη Γένοβα.
Βισκόντι, Λουί (Louis Tullius Joachim Visconti, Ρώμη 1791 – Παρίσι 1853). Γάλλος αρχιτέκτονας, ιταλικής καταγωγής.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι, διετέλεσε επιθεωρητής των δημοτικών κτιρίων της γαλλικής πρωτεύουσας (1822) και το
1825 αρχιτέκτονας της μεγάλης βιβλιοθήκης της πόλης. Στον Β. οφείλονται πολλά δημόσια έργα του Παρισιού, ανάμεσα στα
οποία περιλαμβάνονται η κρήνη της πλατείας Λουβουά, η κρήνη του Μολιέρου, η κρήνη της πλατείας του Αγίου Σουλπικίου και
ο τάφος του Ναπολέοντα στο Μέγαρο των Απομάχων.
Βισκόντι, Λουκίνο (Luchino Visconti de Modrone, Μιλάνο 1906 – Ρώμη 1976). Ιταλός σκηνοθέτης του θεάτρου και του
κινηματογράφου. Άρχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία το 1936 σε θίασο του Μιλάνου. Ύστερα από μερικά χρόνια αφιερωμένα
αποκλειστικά στον κινηματογράφο, ξανάρχισε το 1945 τη θεατρική του δραστηριότητα γνωρίζοντας στο ιταλικό κοινό τους
ξένους συγγραφείς της εποχής (Κοκτό, Χέμινγουεϊ, Σαρτρ κ.ά.) με εξαιρετικές παραστάσεις λεπτού γούστου, που έτειναν
διαδοχικά σε έναν κοινωνικό νεορεαλισμό, σε εξεζητημένες κομψότητες αυλικού στιλ, στη βεριστική ανάλυση και στη
ρεαλιστική σύνθεση. Ο Β. υπήρξε για το ιταλικό θέατρο ο πρώτος αληθινός σκηνοθέτης με τη σύγχρονη σημασία του όρου. Σε
ένα θέατρο στηριγμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στον πρωταγωνιστή ή στο όνομα γνωστών ηθοποιών, ο Β. με την προσωπικότητα,
τη μόρφωση και τα καλλιτεχνικά του εφόδια, αντιπαρέθεσε μια ισχυρή μορφή σκηνοθέτη, μια σοβαρή οργανωτική ικανότητα,
μια βαθιά και λεπτή ευαισθησία, που του επέτρεψαν να φέρει την ιταλική σκηνή σε ένα επίπεδο διεθνούς πρωτοπορίας.
Στον κινηματογράφο, ο Β. απέκτησε τις πρώτες εμπειρίες του στη Γαλλία πλάι στον Ζαν Ρενουάρ, του οποίου υπήρξε βοηθός το
1936. Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, γύρισε μια σειρά από ταινίες που τον έκαναν διάσημο. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν Ο
Ρόκο και τ’ αδέλφια του (1960) και Θάνατος στη Βενετία (Morte a Venezia, 1971), για την οποία τιμήθηκε την ίδια χρονιά με το
βραβείο του φεστιβάλ των Κανών.
Βισλικένους, Γιοχάνες (Johannes Wislicenus, Κλάιν-Άιχστατ 1835 – Λειψία 1902). Γερμανός φυσικός. Ο Β. ολοκλήρωσε τον
πρώτο κύκλο των σπουδών του στη Θουριγκία και το 1853 πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθώντας τον αδελφό του, θύμα
των θρησκευτικών αντιθέσεων. Όταν επέστρεψε στην Ευρώπη, έγινε καθηγητής της χημείας στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης
(1865), του Βίρτσμπουργκ (1872) και αργότερα της Λειψίας, όπου παρέμεινε έως τον θάνατό του. Οι έρευνές του πλούτισαν το
πεδίο της οργανικής χημείας. Μελέτησε το ακετοξικό οξύ και τα παράγωγά του, από τη συμπύκνωση με αλδεΰδες και κετόνες,
επεξεργάστηκε μια συνθετική μέθοδο παρουσία μεταλλικού νατρίου και επιβεβαίωσε τη δυνατότητα παραγωγής κυκλικών
ενώσεων, εκμεταλλευόμενος τη μεθυλενική ομάδα που περιέχεται στο μόριο αυτού του οξέος. Οι έρευνές του στο γαλακτικό
οξύ κατέληξαν στην ανακάλυψη δύο ουσιών που έχουν την ίδια χημική σύνταξη, αλλά διαφορετικές φυσικές ιδιότητες. Ο Β.
πιστοποίησε, πριν γίνει γνωστή η θεωρία του Βαν’τ Χοφ και του Λε Μπελ, ότι η συμπεριφορά μερικών οργανικών ενώσεων
μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν ληφθεί υπόψη μια διαφορετική διάταξη των ατόμων τους στον χώρο. Μελετώντας τη θεωρία του
Λίμπερμαν, γύρω από την ικανότητα του φωτός να προκαλέσει μοριακές μεταθέσεις σε πολλές οργανικές ενώσεις, καθόρισε την
ισομέρεια cis-trans του μηλεϊνικού και φουμαρικού οξέος, εδραίωσε τη δυνατότητα της μετάβασης από τη μία μορφή στην άλλη
και βεβαίωσε ότι τα δύο ισομερή διέφεραν σε μερικές χημικές ιδιότητες. Ο Β. συνέγραψε μία ενδιαφέρουσα επιτομή οργανικής
χημείας με τον τίτλο Die raumliche Anordnung der Atome in organischen Molekulen.
Βίσμαρκ, αρχιπέλαγος (Bismarck Archipelago). Νησιωτικό σύμπλεγμα (49.730 τ. χλμ.) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού,
που υπάγεται πολιτικά στο κράτος Παπούα Νέα Γουινέα. Περιλαμβάνεται μεταξύ του Ισημερινού και νότιου γεωγραφικού
πλάτους 7° και μεταξύ 145° και 155° ανατολικού μήκους. Το αρχιπέλαγος αποτελείται περίπου από διακόσια νησιά και
σκοπέλους. Το μεγαλύτερο νησί, η Νέα Βρετανία (πρώην Νέα Πομερανία, 36.519 τ. χλμ.), εκτείνεται σε βορειοανατολική και
νοτιοδυτική κατεύθυνση, ακολουθούμενο ΒΑ από τη Νέα Ιρλανδία (πρώην Νέο Μεκλεμβούργο, 8.651 τ. χλμ.). Το αρχιπέλαγος
συνεχίζεται στα ΒΔ με το νησί Λαβονγκάι ή Νέο Ανόβερο (1.191 τ. χλμ.) και τα Νησιά του Ναυαρχείου (Admiralty Islands,
2.072 τ. χλμ.) σχηματίζοντας ένα τεράστιο ημικύκλιο ανοιχτό στα Δ.
Τα νησιά του αρχιπελάγους σχηματίστηκαν από τριτογενείς πτυχώσεις των νησιωτικών Ινδιών και παρουσιάζουν ακόμα και
σήμερα σημαντική ηφαιστειακή δράση. Έχουν δάση κυρίως με ισημερινή βλάστηση και κλίμα θερμό και υγρό. Ο πληθυσμός,
που ανήκει στη μελανησιακή εθνογλωσσική οικογένεια, ζει από τη γεωργία (κοκκοφοίνικες, καπόκ, κόπρα, καουτσούκ, κακάο,
καφές), την αλιεία και τη χειροτεχνία. Σπουδαιότερο αστικό κέντρο είναι η Ραμπάουλ (16.000 κάτ.) στο νησί Νέα Βρετανία.
Ιστορία. Το αρχιπέλαγος εξερευνήθηκε για πρώτη φορά τον 18ο αι. Το κατέλαβαν οι Γερμανοί το 1884 (στους οποίους οφείλει
και την ονομασία του) και έμεινε υπό την κυριαρχία τους έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε κατελήφθη από τα αυστραλιανά
στρατεύματα ως έδαφος υπό εντολή της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά την ιαπωνική κατοχή, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο,
παραχωρήθηκε πάλι ως έδαφος υπό κηδεμονία στην Αυστραλία. Τέλος, το 1973, ακολούθησε την Παπούα Νέα Γουινέα, που
έγινε ανεξάρτητο κράτος, χωρίζοντας το έδαφος της Νέας Γουινέας στα δύο.
Βίσμαρκ, Ότο φον- (Otto von Bismarck-Schonhausen, Σενχάουζεν 1815 – Φρίντριχσρου 1898). Γερμανός πολιτικός,
πρωθυπουργός της Πρωσίας (1862-71) και της Γερμανικής αυτοκρατορίας (1871-90).
Απόγονος των Πρώσων Γιούνκερ, βουλευτής στη συντακτική συνέλευση του 1848, ήταν ενάντιος των φιλελευθέρων,
αντιπαραθέτοντας στην πολιτική τους το πρόγραμμα σχηματισμού ενός μεγάλου εθνικού γερμανικού κράτους υπό την αιγίδα
του βασιλιά της Πρωσίας. Όταν στις 18 Σεπτεμβρίου 1862 έγινε πρωθυπουργός, φρόντισε να εξασφαλίσει την εύνοια της
Ρωσίας και της Γαλλίας και το 1864 κατόρθωσε να παρασύρει την Αυστρία σε κοινό πόλεμο εναντίον της Δανίας, από την οποία
απέσπασε το Σλέσβιχ-Χολστάιν. Όπως το είχε υπολογίσει ο Β., η διοίκηση των κατακτημένων εδαφών έδωσε το πρόσχημα για
να γίνει ο πόλεμος του 1866 εναντίον της Αυστρίας, σε συμμαχία με την Ιταλία. Η Αυστρία, μετά την ήττα της, αναγκάστηκε να
αποσυρθεί από τη Γερμανική Ομοσπονδία, επιτρέποντας έτσι να σχηματιστεί η Γερμανική Ομοσπονδία του Βορρά, υπό την
ηγεμονία της Πρωσίας, με την οποία συνδέθηκαν με υποχρεώσεις –στρατιωτικές και φορολογικές– η Βαυαρία, η Βυρτεμβέργη,
το Μπάντεν και το μεγάλο δουκάτο του Έσεν. Το 1870, με έναν πόλεμο που έντεχνα προκάλεσε, ο Β. επέσπευσε την
κατάρρευση της δεύτερης Γαλλικής αυτοκρατορίας και με τη συνθήκη της Φρανκφούρτης (Μάιος 1871) απέσπασε από τη
Γαλλία την Αλσατία και τη Λορένη. Ενώ διαρκούσαν ακόμα οι εχθροπραξίες, οι Γερμανοί ηγεμόνες συγκεντρώθηκαν στα
ανάκτορα των Βερσαλιών και ανακήρυξαν τη Γερμανική Ομοσπονδιακή αυτοκρατορία προσφέροντας το στέμμα στον
Γουλιέλμο Α’ της Πρωσίας.
Καγκελάριος της αυτοκρατορίας ονομάστηκε ο Β., ο οποίος μετέβαλε τη Γερμανία σε άξονα ενός συστήματος συμμαχιών που
επεδίωκε την απομόνωση της Γαλλίας. Και η Ιταλία επίσης συντάχτηκε με αυτή τη συμμαχία, συμμετέχοντας με τη Γερμανία
και την Αυστρία στην Τριπλή Συμμαχία (1882). Στην εσωτερική πολιτική, ο Β. ενέτεινε τον εκγερμανισμό των ανατολικών
πολωνικών εδαφών και αγωνίστηκε (χωρίς μεγάλη επιτυχία) εναντίον των καθολικών (Kulturkampf) και των σοσιαλιστών που,
κατά τη γνώμη του, υπέσκαπταν το κύρος του κράτους. Ύστερα από την άνοδο στον θρόνο του Γουλιέλμου Β’, κενόδοξου και
μανιακού, ο σιδηρούς καγκελάριος, όπως αποκλήθηκε, έπεσε σε δυσμένεια. Το 1890 ο Β. παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο
Φρίντριχσρου, ασκώντας συχνά περιφρονητική κριτική κατά της διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων.
βισμούθιο (Χημ.). Χημικό στοιχείο με σύμβολο Βi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό
αριθμό 83 και ατομική μάζα 208,98. Το β. συναντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε αυτοφυές, σε
φλέβες διαφόρων μεταλλευμάτων, είτε με τη μορφή ορυκτών του, όπως ο βισμουθινίτης (Βi 2S3). Από το ορυκτό αυτό μπορούμε
να πάρουμε β. με όπτηση και διαδοχική αναγωγή με άνθρακα και σίδηρο. Το αυτοφυές β., λόγω του χαμηλού σημείου τήξεως
του, λαμβάνεται εύκολα από τα μεταλλεύματά του με θέρμανση, οπότε ρευστοποιείται. Το μεγαλύτερο μέρος του μετάλλου
λαμβάνεται βιομηχανικά ως παραπροϊόν της επεξεργασίας των μεταλλευμάτων του μολύβδου, του χαλκού, του αργύρου, του
κασσίτερου κ.ά.
Το β. είναι γκριζόλευκο, λαμπερό, σκληρό και εύθρυπτο μέταλλο, με σημείο τήξης 271°C, σημείο ζέσης 1559°C και ειδικό
βάρος 9,8. Είναι κακός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού και ισχυρό διαμαγνητικό υλικό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
του είναι ότι έχει μεγαλύτερη πυκνότητα σε υγρή κατάσταση απ’ ό,τι σε στερεή. Στην κανονική θερμοκρασία δεν αλλοιώνεται
από τον ξηρό αέρα· σε υψηλή θερμοκρασία καίγεται προς οξείδιο του β. (Βi 2Ο3). Από χημική άποψη συμπεριφέρεται συνήθως
ως τρισθενές μέταλλο, σπανιότερα ως πεντασθενές. Είναι γνωστά πολυάριθμα άλατα του β., τα οποία υδρολύονται εύκολα·
ορισμένα από αυτά δίνουν, σε ουδέτερο διάλυμα, βασικές ενώσεις που περιέχουν τη ρίζα του βισμουθυλίου (ΒiΟ).
Η κύρια χρήση του μεταλλικού β. είναι στην παρασκευή εύτηκτων κραμάτων, όπως τα κράματα Γουντ και Ρόζε, τα οποία
βρίσκουν εφαρμογή σε ηλεκτρικές λυχνίες, σε όργανα μέτρησης της θερμοκρασίας, σε συστήματα ανίχνευσης της φωτιάς κλπ.
Το μεταλλικό β. βρήκε ευρεία εφαρμογή στην πυρηνική βιομηχανία λόγω της ειδικής ιδιότητάς του να συγκρατεί τις ακτίνες
γάμμα, αφήνοντας ωστόσο να περνούν σχεδόν ολικά τα νετρόνια. Χρησιμοποιείται, έτσι, για θυρίδες στους πυρηνικούς
αντιδραστήρες και ως φίλτρο στις νετρονικές δέσμες. Μία άλλη εφαρμογή σε αυτό τον τομέα οφείλεται στην ιδιότητα του β. σε
κατάσταση τήξης, να διαλύει το ουράνιο· για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιείται σε καύσιμα, στους αντιδραστήρες LMFR (Liquid
Metal Fuel Reactor).
Αξιοσημείωτες είναι οι φαρμακευτικές χρήσεις του β. και των αλάτων του, ορισμένα από τα οποία περιέχονται στην επίσημη
φαρμακοποιία. Διάφορα ανόργανα, όπως το υπονιτρικό, ή οργανικά άλατα του β., όπως το υποκιτρικό και το υποσαλικυλικό,
χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των γαστρεντερικών παθήσεων. Τα παράγωγα αυτά λαμβάνονται από το στόμα, κατά της
διάρροιας, όπου η αποτελεσματικότητά τους οφείλεται στις στυπτικές τους ιδιότητες και στην εξουδετέρωση του υδρόθειου, που
έχουν ως αποτέλεσμα την ελάττωση των περισταλτικών κινήσεων του εντέρου· χρησιμοποιούνται, επίσης, κατά του έλκους, για
την τοπική αντισηπτική τους δράση. Στην ιατρική, το β. χρησιμοποιείται ως αντισυφιλιδικό, γιατί εμφανίζει ισχυρή δράση κατά
των σπειροχαιτών της σύφιλης, ιδίως κατά το δεύτερο και τρίτο στάδιο της νόσου. Διάφορα άλλα άλατα του β.,
χρησιμοποιούνται σε επιπαστικές πούδρες για τη θεραπεία ραγάδων, πληγών και εγκαυμάτων. Η οξεία δηλητηρίαση από β.
εκδηλώνεται με έντονη δυσεντερία, σοβαρή νεφρική βλάβη και καρδιοκυκλοφορική ανεπάρκεια.
Βισνού. Ινδική θεότητα που, κατά τις Βέδες, συμβολίζει την ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια
σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα) ή η
αρχή που συντηρεί τη ζωή στην ινδική τριάδα Τριμούρτι ή ακόμα γιατί θεωρείται ο παγκόσμιος σωτήρας, που από εποχή σε
εποχή κατεβαίνει στη Γη σε μια γενικά ηρωική ενσάρκωση (αβατάρ) για να σώσει θεούς και ανθρώπους από τους δαίμονες και
τις σκοτεινές δυνάμεις. Είναι γνωστές 12 έως 18 τέτοιες ενσαρκώσεις, μεταξύ των οποίων σπουδαιότερες είναι του Ράμα, του
Κρίσνα και η μελλοντική του Κάλκιν, που θα αποκαταστήσει στη Γη τον Χρυσό Αιώνα.
Στο θείο πρόσωπο του Β. συγκεντρώνονται πολυάριθμες αρχαίες θεότητες ηλιακού τύπου, όπως ο ίδιος ο Β., ο Κρίσνα, ο
Ναραγιάνα, ο Βασουντέβα, ο δραβιδικός Βιτόμπα κ.ά., συχνά με έντονα ερωτικά χαρακτηριστικά. Το στοιχείο της ερωτικής
αφοσίωσης (μπάκτι) διαποτίζει κατά συνέπεια τις θεολογίες και τα εμπνευσμένα από τη λατρεία του Β. φιλοσοφικά συστήματα,
που δημιούργησαν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του ινδικού μυστικισμού και της ινδικής ποίησης. Οι κυριότερες βισνουικές
αιρέσεις, με έντονη μυστικοφιλοσοφική απόχρωση, είναι η Βαγαβάτα, η Παντσαράτρα, η Μάβδα και η Σριβαϊσνάβα,
εμπνευσμένες από τη Βεδάντα, για τις οποίες ο Β. ή ο Κρίσνα είναι η ενεργός αρχή του σύμπαντος (Βράχμαν) που δημιουργεί,
συντηρεί και απορροφά πάλι τον κόσμο με τη σάκτι του Σρι Λάκσμι ή Ράντα μέσα από σειρά υποστάσεων (βιούχα). Η θεολογία
και οι μύθοι του Β. περιλαμβάνονται στις Πουράνα και στις Σαμχίτα. Το έργο που περιέχει αυθεντική τη διδασκαλία μπάκτι-
γιόγκα του βισνουισμού είναι η Μπαγκαβάτ Γκίτα. Από αυτήν επίσης έχουν προέλθει και νεότερες αιρέσεις, όπως οι Καμπίρ-
πάντι και κυρίως οι Σιχ. Μαζί με τον Σίβα και τις αντίστοιχες σάκτι, ο Β. είναι η πιο χαρακτηριστική θεότητα του σύγχρονου
ινδουισμού.
βίσονας (Bison). Γένος αρτιοδάκτυλων μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών. Παλαιότερα, οι β. ήταν πολύ
διαδεδομένοι στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Όμως, το εντατικό κυνήγι κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, για το κρέας
και για το δέρμα τους, τους έχει περιορίσει σε μικρές ομάδες προστατευμένες σε ζωολογικούς κήπους και πάρκα.
Ο β. είναι από τα πιο ογκώδη χερσόβια θηλαστικά, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι ταχύτατο και ευκίνητο· έχει μήκος 3-3,50 μ. μαζί
με την ουρά, ύψος στο ακρώμιο σχεδόν 2 μ. και το βάρος του μπορεί να ξεπεράσει τα 900 κιλά. Έχει κυρτό μέτωπο και φέρει
στο κεφάλι δύο στρογγυλά κέρατα, μεγαλύτερα στο αρσενικό, τα οποία εκφύονται από τις πλευρές του μετωπικού οστού και
κάμπτονται τοξοειδώς προς τα πάνω. Το σώμα του καλύπτεται με σκούρο καφέ τρίχωμα, μακρύ και πλούσιο στο κεφάλι και
στον λαιμό· στα αρσενικά σχηματίζει χαίτη ενώ από την κάτω σιαγόνα κρέμεται μακρύ και πυκνό τρίχωμα σαν γενειάδα. Ο β.
από τον λαιμό έως σχεδόν τη μέση της ράχης του έχει ένα χαρακτηριστικό κύρτωμα. Οι β. είναι φυτοφάγα ζώα και ζουν σε
αγέλες οι οποίες μετακινούνται ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της τροφής. Τα θηλυκά, γεννούν κάθε χρόνο ένα νεογνό, έπειτα
από κύηση 9 μηνών.
Ο ευρωπαϊκός β., Bison bonasus, κάποτε άφθονος στα δάση της δυτικής Ευρώπης, συναντάται πλέον σε μικρούς αριθμούς,
κυρίως σε ζωολογικούς κήπους και προστατευμένες περιοχές. Οι λιγοστές άγριες αγέλες β. που είχαν απομείνει στα δάση της
Μπιαλοβιέσκα, στην Πολωνία, αποδεκατίστηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στην προσπάθεια συντήρησης του είδους στην
Ευρώπη, δημιουργήθηκαν υβρίδια, διασταυρώνοντας τον Bison bonasus με τον αμερικανικό β.
Ο αμερικανικός β., Bison bison, γνωστός και ως αγριοβούβαλος, μπούφαλο ή μπάφαλο, έχει μικρότερες διαστάσεις και πιο
κοντά πόδια από τον ευρωπαϊκό, φαίνεται όμως ογκωδέστερος, εξαιτίας του μεγαλύτερου κυρτώματος της ράχης του· το
τρίχωμά του είναι αφθονότερο και μακρύτερο. Κατά το 19ο αι. οι πληθυσμοί του κυριαρχούσαν στα λιβάδια της Βόρειας
Αμερικής, από τον Καναδά μέχρι το Μεξικό. Οι β. αποτελούσαν την σημαντικότερη πηγή τροφής και ένδυσης για τους
αυτόχθονες, η ζωή και οι παραδόσεις των οποίων συνδέονταν στενά με τα ζώα αυτά. Το εντατικό κυνήγι που ακολούθησε από
τους άποικους, οδήγησε το είδος σχεδόν σε εξαφάνιση. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, από τους 60 εκατ. β. που υπολογίζεται ότι υπήρχαν
κατά την άφιξη των Ευρωπαίων, το 1900 είχαν απομείνει λίγες εκατοντάδες· μια διαδεδομένη συνήθεια των αποίκων τον 19ο αι.
ήταν να σκοτώνουν τους β. στη διάρκεια των μετακινήσεών τους με τα τρένα, ως σπορ. Το 1905 δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ,
κρατικός φορέας, με σκοπό την προστασία και συντήρηση του είδους.
Βισπιάνσκι, Στανισλάβ (Stanislaw Wyspiaski, Κρακοβία 1869 – 1907). Πολωνός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης,
ζωγράφος και σκηνογράφος. Ενώ ήταν ακόμα φοιτητής πραγματοποίησε μια σειρά από ταξίδια στις κυριότερες ευρωπαϊκές
πόλεις, όπου ήρθε σε επαφή με τις πιο ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις του σύγχρονου πνεύματος. Γιος γλύπτη, έτρεφε μεγάλη αγάπη
για τη ζωγραφική, στην οποία και αφοσιώθηκε, δίνοντας δείγματα αξιοσημείωτης χρωματικής ευαισθησίας. Με το θέατρο
ασχολήθηκε ως σκηνογράφος στην αρχή και αργότερα ως σκηνοθέτης, αποκαλύπτοντας με τους πρώτους ακόμα
πειραματισμούς του μια πρωτότυπη αντίληψη του θέματος, που το ανέβασε σε ένα επίπεδο ομοιογενούς χρήσης στοιχείων
ζωγραφικής, γλυπτικής και σκηνογραφίας. Ως προς τη σκηνική ερμηνεία, ο Β. ενδιαφέρθηκε πολύ περισσότερο για την
αρμονική κίνηση του συνόλου παρά για την εκφραστική πρωτοτυπία του κάθε ηθοποιού χωριστά. Σπάνια υποβλητικότητα
παρουσίασαν μερικές περίφημες σκηνοθεσίες του, στις οποίες χρησιμοποίησε τολμηρότατες τεχνικές καινοτομίες. Ο Β. έγραψε
επίσης 19 θεατρικά έργα ηθικού, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου, με κλασικά και σύγχρονα θέματα. Οπαδός ενός νέου
μνημειακού, εθνικού θεατρικού είδους, άντλησε με απληστία από τη λαϊκή κληρονομιά των μύθων, της ιστορίας και της
λαογραφίας της Πολωνίας και πέτυχε να δημιουργήσει πλούσια και ζωντανά έργα.
Βίστα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 11 Αυγούστου 1928. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του
είναι περίπου 16,3, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
13,1.
Βισταγή. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 239 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις
βορειοδυτικές πλαγιές της Ίδης, στην πρώην επαρχία Αμαρίου, 38 χλμ. ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Συβρίτου.
βιστερία (Wisteria). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου δέκα είδη ξυλωδών,
αναρριχητικών φυτών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ισχυρούς, συστραμμένους βλαστούς
και σύνθετα πτεροειδή φύλλα με 7-19 ωοειδή, οξύληκτα φυλλάρια. Φέρουν ψυχόμορφα άνθη, κυανά, μοβ, ροδαλά ή λευκά,
διατεταγμένα σε επάκριους κρεμαστούς βότρεις. Η αντοχή, η ευρωστία και η εντυπωσιακή ανθοφορία ορισμένων ειδών τα
καθιστούν περιζήτητα καλλωπιστικά φυτά· καλλιεργούνται στους κήπους, σε πέργολες, τοίχους, κάγκελα περιφράξεων, σπάλες
κλπ. Ένα από τα πιο γνωστά καλλιεργούμενα είδη είναι η Wisteria sinensis, ιθαγενής της Κίνας, η οποία είναι γνωστή με την
κοινή ονομασία γλυτσίνα. Οι βλαστοί της είναι ιδιαίτερα ευλύγιστοι και μπορούν να φτάσουν σε μεγάλο ύψος, 20-25 μ.
Καλλιεργείται σε γόνιμα υγρά εδάφη και πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπέρματα ή καταβολάδες. Στην πρώτη περίπτωση, τα νέα
φυτά που φυτρώνουν, δεν διατηρούν τα χαρακτηριστικά του μητρικού, γι’ αυτό και χρειάζεται εμβολιασμός. Άλλα
καλλωπιστικά είδη είναι η Wisteria floribunda, ιθαγενής της Ιαπωνίας, με μεγαλύτερα φύλλα και εύοσμα άνθη και τα
βορειοαμερικανικά είδη Wisteria frutescans και Wisteria macrostachya. Βίστονες. Αρχαίος θρακικός λαός, που κατοικούσε στη
Βιστονία, κοντά στα Άβδηρα. Ο λαός αυτός ήταν συγγενής προς τους Ηδωνούς, τους Κίκονες και τους Οδόμαντες. Ήταν
φιλοπόλεμοι και φημίζονταν για την αγριότητά τους. Λάτρευαν ως πολεμικές θεότητες τον Άρη, την Αθηνά και την Ενυώ. Κατά
τη μυθολογία, ο βασιλιάς τους Διομήδης έτρεφε ανθρωποφάγα άλογα.
Βιστονίας, όρμος. Ανοιχτός όρμος της Θράκης (ονομάζεται και Πόρτο Λάγο). Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή το νομού
Ξάνθης, στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Ροδόπης, με ακραία όρια τα ακρωτήρια Μπαλούστρα Δ και Φανάρι Α, στον νομό
Ροδόπης. Έχει άνοιγμα εισόδου 7 ναυτικά μίλια και οι ακτές του είναι χαμηλές και με προσχώσεις. Ο μυχός του κλείνεται από
μια προσχωματκή γλώσσα, πίσω από την οποία σχηματίζεται η λίμνη Βιστονίδα (βλ. λ.) που επικοινωνεί με τον όρμο με ένα
στενό και αβαθές στόμιο. Πριν σχηματιστεί η προσχωματική γλώσσα, η σημερινή λίμνη Βιστονίδα ήταν ο μυχός του όρμου.
Βιστονίδα. Λίμνη (45 τ. χλμ.) της Θράκης. Εκτείνεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Ξάνθης και στο νοτιοδυτικό άκρο
του νομού Ροδόπης, Τροφοδοτείται από το νερό του ποταμού της Ξάνθης, Κόμψατου. Έχει μέγιστο μήκος 11 χλμ., μέγιστο
πλάτος 8 χλμ. και το βάθος της φτάνει τα 2,5 μ.
Η Β. έλαβε τη μορφή λίμνης, όταν οι ύλες που μεταφέρουν οι ποταμοί που εκβάλλουν εκεί και τα θαλάσσια ρεύματα που τις
μετακινούν, δημιούργησαν τον λαιμό που την κλείνει από τη θάλασσα. Πριν δημιουργηθεί ο λαιμός, η Β. αποτελούσε το
εσωτερικό του όρμου της Βιστονίας, που ανοίγεται μπροστά της. Από μία άποψη δεν θα πρέπει να θεωρείται λίμνη, αλλά
λιμνοθάλασσα, αφού επικοινωνεί με τη θάλασσα, παρουσιάζοντας και ένα μοναδικό στην Ελλάδα φαινόμενο. Δηλαδή, στο
βόρειο τμήμα της δέχεται εισροές από τους ποταμούς Κόσυνθο, Κομψάτο και Τραύο και έτσι τα νερά είναι γλυκά, ενώ στο νότιο
τμήμα δέχεται το θαλασσινό νερό της λιμνοθάλασσας οπότε το νερό είναι υφάλμυρο.
Η περιοχή της αποτελεί αναγνωρισμένο υδροβιότοπο. Χαρακτηρίζεται από καλαμώνες, αρμυρίκια καθώς και έλη αρμυρού και
γλυκού νερού, θίνες και από δύο πευκοδάση στο ένα από τα οποία φιλοξενείται μια μεγάλη αποικία ερωδιών. Στα νερά της
αλιεύονται μεγάλες ποσότητες ψαριών (κυπρίνοι, κέφαλοι κ.ά.) που ξεπερνούν τους 400 τόνους ετησίως. Στις όχθες της Β.
βρίσκονται οι περιοχές των οικισμών Γλυκονέρι, Νέα Καλλίστη, Σάλπη, Διαλαμπή, Κοπτερό, Αμαξάδες, Κουτσό, Νέα Κεσσάνη
και Λάγος.
Μεγάλη απειλή για τη λίμνη συνιστά η ρύπανση από τα αστικά λύματα και τα βιομηχανικά απόβλητα από την Ξάνθη. Στις μέρες
μας λειτουργεί βιολογικός καθαρισμός και τα επεξεργασμένα απόβλητα καταλήγουν στη θάλασσα παρακάμπτοντας τη λίμνη.
Εξακολουθεί όμως να υπάρχει ο κίνδυνος ρύπανσης από τα λιπάσματα των χωραφιών.
Βιστούλας (πολων. Wisa, γερμ. Weichsel). Ποταμός (1.387 χλμ.) της Πολωνίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα (κόλπος
του Ντάντσιχ ή Γκντανσκ). Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πολωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους
της κεντρικής Ευρώπης. Πηγάζει από το ορεινό συγκρότημα των Γιαμπλούνκα, στη βόρεια πλαγιά των δυτικών Μπεσκίντι
(νότια Πολωνία) και διασχίζει την Πολωνία από Ν προς Β. Στο πρώτο τμήμα της διαδρομής του κατευθύνεται προς τα Β-ΒΔ
περνώντας από τη μικρή πόλη Σκοτσόφ και ύστερα στρίβει απότομα προς τα ΒΑ. Μεταξύ Όσβιτσιμ (γερμ. Άουσβιτς) και
Κρακοβίας ρέει μέσα στον πλατύ, γεμάτο λόφους και ελαφρές πτυχώσεις διάδρομο που ανοίγεται μεταξύ του Ιούρα της
Κρακοβίας στα Β και των δυτικών Μπεσκίντι στα Ν, δεχόμενος διάφορους παραποτάμους –κυριότεροι από τους οποίους είναι ο
Σόλα και ο Σκάβα– από τα δεξιά. Μετά την Κρακοβία περνάει από μια εκτεταμένη ημιπεδινή περιοχή, κλεισμένη ανάμεσα στα
όρη του Αγίου Σταυρού στα Β και στα προκαρπαθικά ανάγλυφα στα Ν, απ’ όπου κατεβαίνουν ο Νίντα από αριστερά και ο
Ράμπα, ο Ντουνάγετς και ο Βισουόκα από δεξιά. Στη συνέχεια, αφού δεχτεί τα νερά του Σαν (395 χλμ.), ο οποίος τροφοδοτείται
από τον Βισλόκ και τον Τάνεφ, ο Β. κατευθύνεται προς τα Ν, δέχεται τα νερά του Καμιένα από αριστερά και συνεχίζει έως το
Ντέμπλιν όπου, αφού ενωθεί με τον ερχόμενο από τα δεξιά Βιέπρζ (Βίπερ, 310 χλμ.), αλλάζει και πάλι κατεύθυνση προς τα Β-Δ
μέχρι πέρα από τη Βαρσοβία, αφού δεχτεί από αριστερά τον Ρόντομκα και τον Πιλίτσα. Σε απόσταση 40 χλμ. από τη Βαρσοβία
ο Β. δέχεται από δεξιά τον Μπουγκ, τον μεγαλύτερο παραπόταμό του, ο οποίος πηγάζει από το έδαφος της Ουκρανίας, αποτελεί
σε αρκετό διάστημα τη συνοριακή γραμμή μεταξύ της Πολωνίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας και διοχετεύει στον Β. τα
νερά του Νάρεβ. Από το σημείο της συμβολής του με τον Μπουγκ μέχρι το Βίσογκροντ στα Α κατεβαίνει διαρρέοντας ένα
τμήμα μιας από τις μεγάλες αρχέγονες ποτάμιες κοιλάδες (Urstromtaler), που σχηματίστηκαν στο νότιο κράσπεδο του μεγάλου
σκανδιναβικού παγετώνα κατά τις φάσεις που επακολούθησαν μετά την εξαφάνισή του. Προχωρώντας χαμηλότερα
κατευθύνεται προς τα ΒΔ περνώντας από τις πόλεις Πουότσκ, Βουοτσουάβεκ και Τόρουν, και αφού δεχτεί τον Μπρντα, κοντά
στο Μπίντγκοστς, στρίβει απότομα προς τα ΒΑ και συνεχίζει σε αυτή την κατεύθυνση έως τις εκβολές του, στον κόλπο του
Ντάντσιχ (Γκντανσκ), όπου εκβάλλει αφού περάσει προηγουμένως από το Γκρούντζιαντζ, το Μάλμποργκ, το Τσεφ, το
Γκντανσκ και το Νόβι Πορτ. Στο σημείο αυτό διακλαδώνεται σε πολλούς βραχίονες, μεταξύ των οποίων ο Μάρτβα Βίσουα
(Νεκρός Β.) στα Δ και ο Νόγκατ στα Α. Το δέλτα που σχηματίζει στο σημείο αυτό έχει έκταση 16.000 τ. χλμ. και καλύπτεται
κατά ένα μέρος από βάλτους.
Ο Β., που συνδέεται με τους παραπόταμούς του, με τον Όντερ, τον Νιέμεν και τον Δνείπερο, αποτελεί υδάτινη συγκοινωνιακή
αρτηρία μεγάλης οικονομικής σημασίας και είναι πλωτός από τις εκβολές του έως τη συμβολή του με τον Σαν στις περιόδους
που κατεβαίνει η στάθμη του και έως την Κρακοβία στις περιόδους που ανεβαίνει. Η ναυσιπλοΐα συχνά εμποδίζεται από
βράχους που προβάλλουν στην επιφάνεια.
Βίστωνας. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 88 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, ΒΑ του
ακρωτηρίου Αγγελοκάστρου, 30 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαιοκαστριτών του νομού
Κερκύρας.
Βιστωνίδος, δήμος. Νέος δήμος (10.261 κάτ.) του νομού Ξάνθης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται
από τις πρώην κοινότητες Γενισέας, Διομηδείας, Κουτσού, Μαγικού, Πηγαδίων, Πολυσίτου, Σελήνου και Σουνίου, οι οποίες
καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Γενισέα.
Βιστωνίτης, Αναστάσιος (Κομοτηνή 1952 – ). Μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στη
Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται. Έχει γράψει ποιήματα, δοκίμια, κριτικές μελέτες και έχει μεταφράσει ξένους ποιητές, κυρίως
Αμερικανούς. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1972 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής του, με
τον τίτλο Μετοικεσία. Το 1984 εκδόθηκε και δεύτερη συλλογή του, με τον τίτλο Καταγωγή. Το έργο του έχει υπαρξιακή και
μεταφυσική υφή, είναι δε επηρεασμένο από την ποίηση των Έζρα Πάουντ, Γιώργου Σεφέρη και Γιώργου Θέμελη.
Βίσχαους, Έρικ (Εric Wieschaus, Σάουθμπεντ, Ιντιάνα 1947 – ). Αμερικανός βιολόγος και εμβρυολόγος. Σπούδασε στο
πανεπιστήμιο της Ιντιανάπολις, στο Γέιλ και στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης στην Ελβετία. Ασχολήθηκε με τον διαχωρισμό
εμβρύων και τεχνικές ιστοκαλλιέργειας. Χρησιμοποίησε μεθόδους σήμανσης κλώνων που προέρχονται από μεμονωμένα
κύτταρα και επιχείρησε τη δημιουργία μωσαϊκών ωοθηκών (με ποικιλία γενετικού υλικού). Στη Ζυρίχη συνάντησε την Κριστάνε
Νίσλαϊν-Βόλαρντ με την οποία συνεργάστηκε από το 1978 στο εργαστήριο μοριακής βιολογίας της Χαϊδελβέργης σε πειράματα
συνδυασμένης μετάλλαξης. Το 1981 ανακηρύχτηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο
Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής μαζί με τη συνεργάτιδά του Νίσλαϊν-Βόλαρντ για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τον
γενετικό έλεγχο της πρώιμης εμβρυϊκής ανάπτυξης. Χρησιμοποίησαν ως πειραματόζωο τη φρουτόμυγα Drosophila
melanogaster, καθώς οι αρχές που ισχύουν σε αυτήν εφαρμόζονται και σε ανώτερους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου και
του ανθρώπου. Οι δύο ερευνητές ταυτοποίησαν και ταξινόμησαν μικρό αριθμό γονιδίων, που έχουν θεμελιώδη σημασία στον
καθορισμό του πλάνου ανάπτυξης του σώματος, και πιο συγκεκριμένα στον σχηματισμό του άξονα και των τμημάτων του
σώματος και στην εξειδίκευση των μεμονωμένων τμημάτων σε διαφορετικά όργανα. Είναι πιθανό ότι οι μεταλλάξεις σε τόσο
σημαντικά γονίδια είναι υπεύθυνες για αρκετές από τις αυτόματες εκτρώσεις και τις συγγενείς ανωμαλίες αγνώστου αιτιολογίας
που εμφανίζονται στον άνθρωπο. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως μεγάλες δόσεις βιταμίνης Α κατά τα αρχικά στάδια της
εγκυμοσύνης, διαταράσσουν επίσης τα γονίδια αυτά και προκαλούν σοβαρές συγγενείς ανωμαλίες.
Βιτ, Γιαν ντε- (Jan de Witt, Ντόρντρεχτ 1625 – Χάγη 1672). Ολλανδός πολιτικός. Ήταν εκπρόσωπος του αριστοκρατικού
κόμματος και υπέρμαχος της αυτονομίας των κρατών των Ηνωμένων Επαρχιών. Έγινε πρωθυπουργός το 1653 και διαδοχικά το
1658, το 1663 και το 1668. Κατάφερε να αποκαταστήσει την ειρήνη με την Αγγλία, που είχε διακοπεί μετά την έκδοση από την
τελευταία του νόμου περί ναυσιπλοΐας (1651), ο οποίος έθιγε τα συμφέροντα της Ολλανδίας. Σε αυτό, ο Β. είχε υποκινηθεί από
την ασταθή οικονομική κατάσταση και επειδή ήξερε ότι και ο Κρόμγουελ είχε ανάγκη να εμποδίσει την επικράτηση στις
Ηνωμένες Επαρχίες του Λαϊκού Κόμματος, επικεφαλής του οποίου ήταν ο πρίγκιπας της Οράγγης, ανιψιός του Καρόλου Α’ της
Αγγλίας. Ο Β. κατόρθωσε να εξυγιάνει τον κρατικό προϋπολογισμό, να επεκτείνει την ολλανδική κυριαρχία στις Ινδίες και να
καταργήσει το αξίωμα του κυβερνήτη του κράτους (stadtholder), που το θεωρούσε επικίνδυνο για τη σταθερότητα της
δημοκρατίας. Μετά την παλινόρθωση του οίκου των Στιούαρτ στην Αγγλία, ξανάρχισαν οι αγγλοολλανδικές εχθροπραξίες
(1665-67), που είχαν ως συνέπεια να παραχωρήσει ο Β. το Νέο Άμστερνταμ (σημερινή Νέα Υόρκη των ΗΠΑ) στους Άγγλους,
με αντάλλαγμα την τροποποίηση του νόμου περί ναυσιπλοΐας υπέρ των Ολλανδών. Το 1668 κατόρθωσε να συγκροτήσει μια
τριπλή συμμαχία (Άγγλων, Σουηδών και Ολλανδών) κατά του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας, ο οποίος είχε σκοπό να καταλάβει
το Βέλγιο. Η συμμαχία πέτυχε τον σκοπό για τον οποίο είχε ιδρυθεί, αλλά το 1672 οι Γάλλοι εισέβαλαν στην Ολλανδία, αφού
την απομόνωσαν διπλωματικά. Το Λαϊκό Κόμμα επωφελήθηκε από την κατάσταση αυτή και κατηγόρησε για έλλειψη
προνοητικότητας τον Β., συνέλαβε τον αδελφό του Κορνέλιους (1623-1672), που ήταν πιστός συνεργάτης του, και εξέλεξε
κυβερνήτη τον Γουλιέλμο της Οράγγης. Ο Β. παραιτήθηκε τότε και λίγες μέρες αργότερα και αυτός και ο αδελφός του
σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας οχλοκρατικής συγκέντρωσης. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της χώρας του
και ο φόνος του χαρακτηρίστηκε επονείδιστη πράξη.
Βίταλα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 631 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, προς τον όρμο
της Κύμης, στην πρώην επαρχία Καρυστίας, 89 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύμης του νομού
Ευβοίας.
Βιταλάδες. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 475 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται 38 χλμ. ΝΑ της πρωτεύουσας του νησιού.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκιμμαίων του νομού Κερκύρας.
Βιτάλε ντα Μπολόνια (Vitale da Bologna, Μπολόνια 1309 – 1361). Ιταλός ζωγράφος· είναι γνωστός επίσης ως Βιτάλε ντέλε
Μαντόνε ή Βιτάλε ντέλι Έκουι και ταυτίζεται, κατά τη γνώμη μερικών ιστορικών, με τον Βιτάλε ντι Άιμο ντε Καβάλι.
Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1330, όταν ανέλαβε την εκτέλεση των νωπογραφιών του παρεκκλησίου Οντοφρέντι που έχουν
καταστραφεί. Το παλαιότερο σωζόμενο έργο του, ίσως του 1340, είναι ο Μυστικός Δείπνος της Τράπεζας του Αγίου
Φραγκίσκου (Εθνική Πινακοθήκη, Μπολόνια). Σε αυτή τη νωπογραφία, όπως και στους εικονογραφικούς κύκλους του
ευκτήριου και της εκκλησίας της Αγίας Απολλωνίας στη Μετζαράτα, ο Β. εκδήλωσε με τον εξπρεσιονιστικό χρωματισμό του
και την απλή, άμεση και σχεδόν λαϊκή διήγηση το ζωηρό γοτθικό πνεύμα του. Στο χρονικό διάστημα 1343-49, το γοτθικό ύφος
του κορυφώθηκε με την επιδίωξη κάποιας επισημότητας στη σύνθεση και στους χρωματικούς τονισμούς. Στην περίοδο αυτή
ανήκουν η Μαντόνα ντέι Ντέντι (Μουσείο Ντάβια-Μπαρτζελίνι, Μπολόνια), η Μαντόνα Λεπροζέτι, η Μαντόνα ντέι Μπατούτι
(Πινακοθήκη Βατικανού), ενώ η Εστεμμένη του Μπούντριο είναι κάπως μεταγενέστερη. Πολλοί ιστορικοί της τέχνης
υποστηρίζουν ότι το 1349 ο Β., πηγαίνοντας στο Ούντινε, είδε τις νωπογραφίες του Τζιότο στο παρεκκλήσιο των Σκροβέντι
στην Πάντοβα. Ίσως σε αυτή την επίδραση οφείλεται το περισσότερο φωτεινό χρώμα και η αρμονικότερη σύνθεση των
νωπογραφιών της μητρόπολης του Ούντινε (1349-50) και των άλλων μεταγενέστερων έργων του, όπως το πολύπτυχο της
εκκλησίας του Σωτήρα στην Μπολόνια (1353) και η Προσκύνηση του Εδιμβούργου. Έργα του Β. είναι ασφαλώς τα ωραιότερα
τμήματα των νωπογραφιών της αψίδας στη μονή της Πομπόζα (1351) και ορισμένες ιστορίες από τον βίο του αγίου Ευσταθίου,
η Σταύρωση Τίσεν και οι νωπογραφίες της εκκλησίας Σάντα Μαρία ντέι Σέρβι στην Μπολόνια.
Βιτάλης, Γεώργιος (Υστέρνια Τήνου 1840 – Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1901). Γλύπτης. Εξάδελφος των γλυπτών Φυτάλη,
εγκαταστάθηκε νεότατος στην Αθήνα και μαθήτευσε στο εργαστήριό τους ασκούμενος κυρίως στη μαρμαρογλυφία, ενώ
παράλληλα σπούδαζε στο πολυτεχνείο με καθηγητή τον Ιωάννη Κόσο. Από το 1862 έως το 1867 συνέχισε την εκπαίδευσή του
στο Μόναχο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε και εργάστηκε αρχικά στη Σύρο, αργότερα για μεγάλο διάστημα στην
Αθήνα και τελικά στην Αλεξάνδρεια, όπου και πέθανε.
Ο Β. ανήκει στη γενιά των Ελλήνων γλυπτών που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της διακόσμησης των δημόσιων χώρων με
επίσημους ανδριάντες, στο περιβάλλον των νεοκλασικών κτιρίων της εποχής. Γι’ αυτό τον λόγο στράφηκαν προς τους
νεοκλασικούς Ευρωπαίους γλύπτες, από τους οποίους άντλησαν τις ρητορικές στάσεις, την πλούσια πτυχολογία και γενικά την
εξιδανίκευση των μορφών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιούργησε ο Β. το προσωπικό του ύφος, χαρακτηριστικό για την
απλοποιημένη απόδοση των σχημάτων και των όγκων που, παρά τη σχετική ακαμψία τους, προαναγγέλλουν τις μεταγενέστερες
λύσεις των Ελλήνων γλυπτών στα προβλήματα της ανδριαντοποιίας. Κυριότερο έργο του θεωρείται ο ανδριάντας του
Γλάδστωνα στον κήπο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για την κατασκευή του, ο καλλιτέχνης ταξίδεψε στην Αγγλία και μελέτησε
από κοντά το μοντέλο του. Από τα γνωστότερα έργα του είναι επίσης το άγαλμα του Κανάρη στη Σύρο, του Λόρδου Βύρωνα
στο Μεσολόγγι και του Γεωργίου Αβέρωφ στην Αλεξάνδρεια.
Βιτάλι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 44 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, εσωτερικά του
ομώνυμου όρμου, 46 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων.
Βιταλιανός (Vitalianus, ; – 672 μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (657-672). Διαδέχτηκε τον Ευγένιο Α’. Με τη βοήθεια του
πανέξυπνου μοναχού Θεόδωρου, τον οποίο είχε τοποθετήσει επικεφαλής της αρχιεπισκοπής του Καντέρμπουρι, κατόρθωσε να
επιβάλει τη λατινική λειτουργία στην αγγλοσαξονική Εκκλησία. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου
Κώνστα Β’, τον οποίο και επισκέφθηκε. Κατά την παράδοση, στα χρόνια του καθιερώθηκε η χρήση εκκλησιαστικού οργάνου
στη διάρκεια της λατινικής λειτουργίας.
Βιταλιανός (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι.). Βυζαντινός στρατηγός από τη Μοισία της Θράκης. Γότθος στην καταγωγή, ήταν
συγγενής του περίφημου θεολόγου Λεόντιου Βυζάντιου του Ιεροσολυμίτη. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α’, πήρε
μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Περσών στη Μεσοποταμία, μετά το τέλος της οποίας διορίστηκε αρχηγός των
μισθοφορικών στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης. Το 514, με την πρόφαση ότι ήθελε να υπερασπίσει τη σύνοδο της
Χαλκηδόνας, επαναστάτησε, επικεφαλής κυρίως Ούννων, εναντίον του Αναστάσιου Α’. Ο αυτοκράτορας έστειλε στρατό
εναντίον του. Οι στασιαστές, αφού νίκησαν διαδοχικά τους Βυζαντινούς στρατηγούς Υπάτιο και Κύριλλο, κατέλαβαν τη
Σωζόπολη και άλλες πόλεις κοντά στον Εύξεινο Πόντο και απειλούσαν με τον στόλο τους την Κωνσταντινούπολη. Το 515 ο
στρατηγός του Αναστάσιου Μαρίνος πυρπόλησε τον στόλο του Β. και τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την πολιορκία και να
φύγει. Στα χρόνια του Ιουστινιανού ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επειδή θεωρήθηκε ύποπτος νέας συνωμοσίας,
θανατώθηκε.
βιτάλιο (Χημ.). Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα
στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και στην οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην
κατασκευή πτερυγίων για στροβιλοαντιδραστήρες και, με τη μορφή ελασμάτων, στην κατασκευή των θαλάμων καύσης των
αεροστροβίλων, εξαιτίας της μεγάλης αντοχής του στις υψηλές θερμοκρασίες.
Βιτάλιος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο όσιος. Είναι πιθανώς ο ασκητής της μονής του αβά Σερίδη, που αναφέρεται από τους βιογράφους του Ιωάννη του
Ελεήμονα. Πουλούσε εργόχειρά του στην Αλεξάνδρεια, για να βοηθήσει οικονομικά μια πόρνη που πίστευε ότι θα την έπειθε να
μετανοήσει. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Ιανουαρίου.
2. Επίσκοπος στη Ραβένα (Μιλάνο ; – Ραβένα 62 μ.Χ.). Μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα, όταν πήγε με τη γυναίκα του, τη
Βαλερία, για να ενισχύσει ηθικά τον Ουρσουκίνο στο μαρτύριό του. Είναι ο πολιούχος άγιος στη Ραβένα. Η Ανατ. Ορθόδοξη
Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 23 Ιουλίου και η Δυτική στις 28 Απριλίου.
Βιτάλιος (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και
γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν
και περιείχε θέσεις του απολλιναρισμού, ήταν έτσι συντεταγμένη που και ο ίδιος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ξεγελάστηκε
και τον αναγνώρισε ως ορθόδοξο. Αργότερα προσχώρησε φανερά στον απολλιναρισμό και χειροτονήθηκε από τον Απολλινάριο
επίσκοπος της αίρεσης στην Αντιόχεια.
Βιτάλιος (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Υπηρέτησε την εποχή του Ιουστινιανού. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης
εκστρατείας εναντίον των Γότθων της Ιταλίας, πήρε μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Δαλματία και στη βόρεια Ιταλία,
όπου, αφού κατέλαβε τη δεξιά όχθη του Πάδου και έκοψε τις συγκοινωνίες των Γότθων, βοήθησε αποφασιστικά τον στρατηγό
Βελισάριο, που πολιορκούσε τη Ραβένα. Παρέμεινε στην Ιταλία και μετά την επιστροφή του Βελισάριου στην
Κωνσταντινούπολη. Οι Γότθοι, εξαιτίας της ανικανότητας του νέου Βυζαντινού αρχιστράτηγου Αλέξανδρου του Ψαλίδιου,
επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με αρκετές επιτυχίες. Ο Β. προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει, αλλά νικήθηκε στη μάχη του
Ταρβήσιου και με πολλές απώλειες υποχώρησε στη Ραβένα. Αργότερα, αφού μάταια αποπειράθηκε να καταλάβει τη Βερόνα,
γύρισε στο Βυζάντιο. Στην Ιταλία ξαναπήγε με τον Βελισάριο και στη διάρκεια των νέων αυτών πολέμων κατέλαβε τη Βονωνία.
Βιταλίου, κόλπος. Κόλπος της Άνδρου, που απλώνεται σε όλη τη βορειοανατολική ακτή της, μεταξύ του ακρωτηρίου της
Γριάς ΝΑ και Καμπάνου ΒΑ. Είναι ανοιχτός προς ΒΑ, με άνοιγμα 10 ναυτικά μίλια και μέγιστη είσδυση 3 ναυτικά μίλια. Το
ακρωτήριο Αρτεμίδι τον χωρίζει σε δύο τμήματα: τον όρμο Βιτάλι προς Ν και τον όρμο Μικρογιάλι προς Β.
βιταλισμός (Φιλοσ.). Σύνολο φιλοσοφικών θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες τα βιολογικά φαινόμενα δεν εξαρτώνται από τις
φυσικοχημικές διαδικασίες, αλλά οφείλονται σε μια ζωτική δύναμη (λατ. νis vitalis), η οποία ξεφεύγει από την επιστημονική
ανάλυση και την εργαστηριακή έρευνα (μια ελληνική απόδοση του όρου, η οποία όμως δεν επικράτησε, ήταν ζωτικοκρατία). Η
φιλοσοφία του β. συνδέεται έτσι με τις αντιλήψεις του ανιμισμού, της τελολογίας και της θεωρίας της εξέλιξης στη βιολογία.
Βιταλιστικές θέσεις υποστηρίχτηκαν επανειλημμένα κατά τον 18ο και 19ο αι., δέχτηκαν όμως σημαντικό πλήγμα όταν ο Κλοντ
Μπερνάρ απέδειξε στο περίφημο έργο του Εισαγωγή στη μελέτη της πειραματικής ιατρικής (1865) ότι και στη βιολογία δεν
μπορούμε να έχουμε καμιά άλλη λογική φιλοδοξία εκτός από τον καθορισμό των άμεσων αιτιών των φαινομένων. Η άποψη,
ωστόσο, του Μπερνάρ δεν παρεμπόδισε την εμφάνιση των νεοβιταλιστικών θεωριών (Μπερξόν, Ντρις κ.ά.), που συμβάδιζαν
είτε με την παρακμή της θετικιστικής σκέψης είτε με την ίδια την αντικειμενική δυσκολία να προσδιοριστούν πάνω σε
επιστημονική βάση όλοι οι κρίκοι, μέσω των οποίων πραγματοποιείται στη φύση το πέρασμα από τα ανόργανα στα οργανικά
φαινόμενα. Στο τελευταίο αυτό πεδίο, οι πιο πρόσφατες επιστημονικές και θεωρητικές κατακτήσεις τείνουν να επιφέρουν και
την οριστική ανασκευή των θεωριών του β.
βιταμίνες (Βιοχ.). Ομάδα ενεργών οργανικών ενώσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία
του οργανισμού σε πολύ μικρές –συνήθως κάτω των 10 mg την ημέρα- ποσότητες, ενώ η έλλειψη αυτών οδηγεί σε διαταραχές ή
στερητικές νόσους. Ο οργανισμός αυτός καθαυτός είναι ανίκανος να τις συνθέσει, παρά μόνο από άμεσους προδρόμους, οι
οποίοι ονομάζονται προβιταμίνες. Οι ανώτεροι οργανισμοί φαίνεται να έχουν χάσει την ικανότητα να συνθέτουν τις β. πιθανώς
λόγω μεταλλάξεων, εφόσον οι κατώτεροι οργανισμοί και τα φυτά είναι σε θέση να τις συνθέτουν. Παντελής ή μερική στέρηση
μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί χαρακτηριστικές διαταραχές, οι οποίες αναφέρονται ως αβιταμίνωση ή
υποβιταμίνωση και οι οποίες υποχωρούν ταχύτατα με την πρόσληψη των β. που λείπουν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι
το δέρμα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην έλλειψη των διαφόρων β. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρούνται διαταραχές του
οργανισμού εξαιτίας πολύ μεγάλων δόσεων β. (υπερβιταμινώσεις).
Η ονομασία β. (λατ. vita + amine = αμίνες της ζωής) οφείλεται στον Πολωνοαμερικανό βιοχημικό Καζιμίρ Φουνκ, ο οποίος τις
ονόμασε έτσι πιστεύοντας λανθασμένα ότι όλες περιείχαν (όπως η β. Β 1) αμινική ομάδα. Οι β. ονομάζονται με γράμματα του
λατινικού αλφάβητου (Α, Β, C, D, Ε και Κ, ενώ μερικές φορές έχουν αρίθμηση, π.χ. Β 1, Β2, Β6, Β12), αλλά σήμερα που είναι
γνωστή η χημική τους σύνθεση, πολλές από αυτές έχουν ονομασίες σχετικές με αυτή. Εξάλλου, διάφορα οργανικά οξέα έχουν
τις ιδιότητες των β., ενώ άλλες ουσίες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε β. από τον ζωικό οργανισμό που τις προσλαμβάνει·
αυτές οι ουσίες λέγονται προβιταμίνες. Εκτός αυτών, μελέτες αποκάλυψαν τις ιδιότητες πολυάριθμων βιοχημικών παραγόντων
που θεωρούνται πιθανές β., ή πάντως παραγόντων παρόμοιων προς τις β. και ουσιών που είναι αντίθετες στη δράση των β. και
γι’ αυτό ονομάστηκαν αντιβιταμίνες. Ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται θεραπευτικά κατά των
θρομβώσεων. Συχνότατα, οι β. παρεμβαίνουν, ως συστατικά συνενζύμων, σε πολλά ενζυμικά συστήματα και με την παρουσία
τους διευκολύνουν διάφορες ενδιάμεσες φάσεις του μεταβολισμού των ζώων και του ανθρώπου, δηλαδή έχουν καταλυτικό
ρόλο. Γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα συνενζυματικού τύπου, μερικές β. χρησιμοποιούνται στη θεραπεία παθολογικών
καταστάσεων που οφείλονται σε διαταραχές του μεταβολισμού ή δυστροφίες (ηπατοπάθειες, νευρίτιδες, ελαττωμένη άμυνα
κατά των λοιμώξεων).
Οι β. χωρίζονται βασικά σε δύο ομάδες: στις λιποδιαλυτές και στις υδατοδιαλυτές. Οι πρώτες, όπως υποδηλώνει και η ονομασία
τους, είναι β. διαλυτές στα λίπη και οι κυριότερες από αυτές είναι η Α, η D, η Ε, η Κ και διάφορα ακόρεστα λιπαρά οξέα. Οι
υδατοδιαλυτές είναι β. διαλυτές στο νερό και κυριότερες από αυτές είναι το σύμπλεγμα Β και το ασκορβικό οξύ ή β. C.
βιταμίνη Α. Από χημική άποψη ανήκει στα ισοπρενοειδή λιπίδια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για δύο πολύ συγγενείς
ουσίες, οι οποίες έχουν την ίδια φυσιολογική δράση: η β. Α1 (αλλιώς, ρετινόλη ή αξηροφθόλη), η οποία μπορεί να εστεροποιηθεί
και να αποθηκευτεί στη μορφή αυτή, και η β. Α2 (αλλιώς, 3-δεϋδρο-ρετινόλη)· και οι δύο β. Α μπορούν να αφυδρογωνόνται
προς τις αντίστοιχες αλδεΰδες, οι οποίες είναι συστατικά της ροδοψίνης. Εκτός από τις μορφές αυτές, δραστικό είναι επίσης και
το αντίστοιχο οξύ, το ρετινικό οξύ, που πιθανώς να είναι και η κύρια δραστική μορφή της β., αν και δεν μπορεί να εκπληρώσει
τη λειτουργία της β. Α στην όραση. Η β. Α θεωρείται από παλιά αυξητική β., γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να έχει και
άλλους λειτουργικούς ρόλους στον οργανισμό.
Ενώ οι β. Α βρίσκονται μόνο σε ουσίες ζωικής προέλευσης (γάλα, βούτυρο, συκώτι διαφόρων ψαριών), οι προβιταμίνες Α ή
καροτένια α, β, γ είναι πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο και ειδικότερα στα καρότα, στο μαρούλι, στο σπανάκι κ.ά. υπό
τη μορφή κίτρινων χρωστικών. Η έλλειψη της β. Α προκαλεί ατροφία των επιθηλιακών κυττάρων, υπερπλασία των βασικών
κυττάρων και παθολογικά αυξημένη κερατινοποίηση, καταστάσεις οι οποίες γίνονται εμφανείς πολύ γρήγορα στο μάτι ως
ξηροφθαλμία. Η αβιταμίνωση προκαλεί επίσης αναστολή της ανάπτυξης των οστών και των δοντιών και ελαττωμένη αντίσταση
του οργανισμού στις λοιμώξεις, καθώς επίσης ξηροδερμία και σοβαρές βλάβες στο οπτικό σύστημα (εκτός από την
ξηροφθαλμία), όπως κερατομαλακία και ημεραλωπία. Υπερβολική ποσότητα β. Α ή καροτένιων προκαλούν υπερβιταμίνωση Α,
η οποία εκδηλώνεται με ανορεξία, απίσχνανση, ίλιγγο, αδυναμία και κίτρινη χρώση του δέρματος (καροτενικός ίκτερος). Οι
ημερήσιες ανάγκες σε β. Α είναι 1,5-2mg.
βιταμίνη D. Ονομάζεται επίσης καλσιφερόλη ή αντιραχιτική β. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι περισσότερες από μία οι
ουσίες που έχουν αντιραχιτική δράση· οι πιο σημαντικές είναι η εργοκαλσιφερόλη ή β. D 2, η οποία δεν υπάρχει στη φύση και
παράγεται από την προβιταμίνη εργοστερίνη με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, και η χοληκαλσιφερόλη ή β. D 3, η
οποία είναι και ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος των β. D· η β. αυτή παράγεται με την επίδραση ακτινοβολίας από την 7-
δεϋδροχοληστερίνη και βρίσκεται σε σχετική αφθονία στο συκώτι μερικών ψαριών. Στο δέρμα του ανθρώπου συναντάται επίσης
η προβιταμίνη 7-δεϋδροχοληστερίνη, που είναι ενδιάμεσο προϊόν της βιοσύνθεσης της χοληστερίνης και η οποία μετατρέπεται
σε β. D3 υπό την επίδραση της υπεριώδης ακτινοβολίας του ηλιακού φωτός. Η ενεργός μορφή της β. είναι το προϊόν της
υδροξυλίωσης, η 1,25-διυδρο-καλσιφερόλη, η οποία δρα ρυθμιστικά με τρόπο όμοιο με των ορμονών και γι’ αυτό κατατάσσεται
συχνά στην κατηγορία των ορμονών. Τα πρόδρομα της β. D, τέλος, μπορούν να συντεθούν στον οργανισμό.
Η αβιταμίνωση λόγω έλλειψης της β. D προκαλεί στα παιδιά ραχίτιδα λόγω διαταραχής του μεταβολισμού του ασβεστίου και
του φωσφόρου, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση τόσο της ενδοχονδρικής όσο και της περιοστικής οστέωσης, με αποτέλεσμα τα
οστά να γίνονται μαλακά, ευλύγιστα και να υφίστανται χαρακτηριστικές παραμορφώσεις. Η χορήγηση β. D 3 αποκαθιστά τον
φυσιολογικό μηχανισμό μεταβολισμού του φωσφόρου και η ραχίτιδα υποχωρεί. Στη φύση, η β. D βρίσκεται κυρίως στο συκώτι
μερικών ψαριών, όπως του ονίσκου, απ’ όπου βγαίνει το μουρουνόλαδο. Στη θεραπευτική αγωγή της ραχίτιδας προτιμούνται
σήμερα, αντί του ηπατελαίου του ονίσκου, ειδικά σκευάσματα καθαρής β. D. Η ανεξέλεγκτη χορήγηση της β. D προκαλεί
διαταραχές του μεταβολισμού ασβεστίου-φωσφόρου με αποτέλεσμα βαριές παθολογικές καταστάσεις (υπερβιταμίνωση D). Οι
ημερήσιες ανάγκες σε β. D είναι 0,02 mg.
βιταμίνη Ε. Οι διάφορες ουσίες με δράση β. Ε προέρχονται χημικά από την τοκοφερόλη και διακρίνονται με τα γράμματα του
ελληνικού αλφαβήτου α, β, γ, δ, ε, ζ και η (ονομάζονται επίσης τοκοφερόλες). Η πιο σημαντική είναι η α τοκοφερόλη. Η
αβιταμίνωση Ε προκαλεί στείρωση τόσο στον άντρα όσο και στη γυναίκα, καθώς και βλάβες άλλων ιστών, ιδιαίτερα του
νευρικού και του μυϊκού. Η Ε χορηγείται θεραπευτικά σε περιπτώσεις επανειλημμένων αποβολών και μυϊκής δυστροφίας με
ευνοϊκά αποτελέσματα. Στον άνθρωπο, πραγματική αβιταμίνωση Ε είναι πολύ δύσκολο να εμφανιστεί λόγω της μεγάλης
διάδοσης της β. στο φυτικό βασίλειο.
Η βιολογική δράση της β. Ε είναι αρκετά πολύπλοκη· πάντως είναι βέβαιο ότι αποτελεί βασικό συστατικό του ενζυμικού
συστήματος κυτόχρωμα-C-αναγωγάση, με δράση στον μεταβολισμό των νουκλεϊκών οξέων· επίσης, μπορεί να οξειδώνεται
εύκολα, γι’ αυτό και δρα ως αντιοξειδωτικό και προστατεύει τη β. Α, τα καροτένια και τα ακόρεστα λιπαρά οξέα. Στον
ανθρώπινο οργανισμό, εναποθηκεύεται στα επινεφρίδια, στην υπόφυση, στον πλακούντα, στους μυς και στα λίπη.
Υπερβιταμίνωση Ε δεν είναι δυνατόν να προκληθεί. Οι β. Ε αφθονούν στο φυτικό βασίλειο και ιδιαίτερα στο φύτρο του
σιταριού και στο μαρούλι. Λιγότερο διαδεδομένες είναι στα φρούτα και στο ζωικό βασίλειο. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον
άνθρωπο φαίνεται ότι είναι περίπου 20 mg.
βιταμίνη Κ. Βιταμινικό σύμπλεγμα, το οποίο περιλαμβάνει μια ομάδα παραγώγων της μεθυλοναφθοκινόνης (αναφέρεται επίσης
ως μενακινόνη ή αντιαιμορραγική β.). Είναι γνωστές η β. Κ1 (ή φυλλοκινόνη στα φυτά, όπου αποτελεί στοιχείο του
φωτοσυστήματος Ι), η β. Κ2 (ή φαρνοκινόνη στους μικροοργανισμούς) και η β. Κ3 (ή μεναδιόνη, η οποία είναι συνθετικής
προέλευσης). Σε ό,τι αφορά τη δράση της, πιστεύεται ότι η β. Κ αποτελεί προσθετική ομάδα ενζύμου απαραίτητου για τη
σύνθεση στο συκώτι της προθρομβίνης και των παραγόντων πήξης του αίματος VΙΙ, ΙΧ και Χ. Η έλλειψη β. Κ αναστέλλει τη
σύνθεση αυτών των παραγόντων με αποτέλεσμα τη διαταραχή της πηκτικότητας του αίματος και συμπτώματα όπως η αυξημένη
τάση για μελάνιασμα και αιμορραγίες. Η αβιταμίνωση αυτή, ωστόσο, παρατηρείται πολύ σπάνια και συμβαίνει μόνο όταν η β.
αυτή δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον εντερικό σωλήνα ή μετά από παρατεταμένη θεραπεία με αντιβιοτικά. Πηγές β. Κ για
τον άνθρωπο είναι τα φύλλα των φυτών (σπανάκι, λάχανο και άλλα λαχανικά) και η μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου, η οποία
συνθέτει σε ικανές ποσότητες αυτό το βιταμινικό σύμπλεγμα. Φαινόμενα υπερβιταμίνωσης δύσκολα παρατηρούνται στον
ενήλικο, γιατί απαιτούνται τεράστιες δόσεις, ενώ ευκολότερα συναντώνται στα νεογνά, ιδίως εάν είναι πρόωρα. Οι ημερήσιες
ανάγκες για τη β. αυτή είναι 1 mg.
βιταμίνη Q. Η συγκεκριμένη β. (αλλιώς, ουβικινόνη ή συνένζυμο Q) δεν θεωρείται από όλους τους επιστήμονες β., επειδή
συντίθεται από τον οργανισμό. Συμμετέχει ως οξειδοαναγωγικό σύστημα στην αναπνευστική αλυσίδα. Το σύμπλεγμα της β. Q
περιλαμβάνει διάφορες μορφές. Η αβιταμίνωση Q οδηγεί σε μειωμένη πήξη του αίματος, καθώς και σε μια κληρονομική
αιμορραγική διαταραχή.
βιταμίνη F. Πρόκειται για β. η οποία αποτελείται από τρία ακόρεστα λιπαρά οξέα: το λινελαϊκό, το λινολενικό και το
αραχιδονικό· τα δύο τελευταία μπορούν να συντεθούν από το λινελαϊκό οξύ, αν υπάρχει επαρκής ποσότητά του στον οργανισμό,
γεγονός που το καθιστά και το πιο σημαντικό. Η β. F (που αποκαλείται και με την περίφραση απαραίτητα λιπαρά οξέα)
συμβάλλει στην αποικοδόμηση των κορεσμένων λιπαρών οξέων –εφόσον υπάρχει μια ισορροπημένη αναλογία μεταξύ τους–
βοηθώντας επομένως στη μείωση του βάρους, ενώ είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία του δέρματος και των βλεννογόνων
μεμβρανών. Οι περισσότεροι ξηροί καρποί αποτελούν καλή πηγή β. F, η οποία απορροφάται από τον οργανισμό όταν
προσλαμβάνεται μαζί με τη β. Ε. Η αβιταμίνωση λόγω έλλειψης β. F προκαλεί μια ποικιλία συμπτωμάτων, όπως μείωση της
αύξησης του οργανισμού και μια σειρά από δερματοπάθειες, όπως εκζέματα, ακμή κ.α. Η τοξικότητα λόγω υπερβολικής λήψης
της β. F μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένο μεταβολισμό και σε μη φυσιολογική αύξηση βάρους. Η β. F πρέπει να αποτελεί το 1-
2% των συνολικών θερμίδων που λαμβάνονται με τη δίαιτα.
Σύμπλεγμα Β. Έτσι αποκαλείται μια ομάδα ουσιών που χημικά διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, αλλά μοιάζουν από βιολογική
άποψη. Οι περισσότερες από τις β. του συμπλέγματος Β έχουν ταυτοποιηθεί ως συνένζυμα, ενώ όλες φαίνεται να είναι
απαραίτητες στη διευκόλυνση των μεταβολικών διαδικασιών όλων των ζωικών οργανισμών. Στο σύμπλεγμα Β ανήκουν οι
βιταμίνες Β1, Β2, Β5 (πιο γνωστή ως παντοθενικό οξύ), Β6, Β12, Β3 ή ΡΡ (ή νικοτιναμίδη), το παρα-αμινο-βενζοϊκό οξύ (ή PABA),
το φυλλικό οξύ, η βιοτίνη, η χολίνη και η ινοσιτόλη.
Βιταμίνη B1. Η β. Β1 (γνωστή και ως θειαμίνη ή ανευρίνη ή αντι-μπέρι-μπέρι) με τη μορφή της διφωσφορικής θειαμίνης
συναντάται ως συνένζυμο της οξειδωτικής αποκαρβοξυλάσης των 2-οξοοξέων, κυρίως του πυροσταφυλικού και του 2-
οξογλουταρικού, συμμετέχοντας στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων και των λιπών. Επιπλέον, είναι το
συνένζυμο της αποκαρβοξυλάσης του πυροσταφυλικού που συμμετέχει στην αλκοολική ζύμωση, καθώς και το συνένζυμο της
τρανσκετολάσης. Είναι απαραίτητη για την φυσιολογική ανάπτυξη, τη σωστή καρδιακή λειτουργία, τη λειτουργία του νευρικού
συστήματος και των μυών, την όρεξη και την πέψη.
Η έλλειψη της β. Β1, αν και σήμερα παρατηρείται σπάνια, προκαλεί στον άνθρωπο σοβαρές διαταραχές του πεπτικού
συστήματος (ανορεξία, γαστρεντερίτιδα), του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα, νευραλγίες) και της καρδιάς, και οδηγεί
συνήθως σε μια ασθένεια που είναι γνωστή με την ονομασία μπέρι-μπέρι και η οποία αποτελεί την πρώτη αβιταμίνωση που
χαρακτηρίστηκε· πιο συγκεκριμένα, ο Ιάπωνας επιστήμονας Τακάκι συσχέτισε την ασθένεια αυτή με την μονόπλευρη διατροφή
των Ασιατών με ρύζι. Η ασθένεια αυτή είναι διαδεδομένη ακόμη και σήμερα στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολικής Ασίας
και εκδηλώνεται με συμπτώματα στο νευρικό σύστημα και διαταραχές της καρδιακής λειτουργίας· δηλαδή, τα συμπτώματα
εκδηλώνονται πρώτα σε ιστούς που μεταβολίζουν πολύ το πυροσταφυλικό και το γαλακτικό οξύ. Με την έγκαιρη χορήγηση της
β. Β1, ωστόσο, οι βλάβες που προαναφέρθηκαν εξαφανίζονται γρήγορα. Άλλα συμπτώματα από την έλλειψη της β. Β 1 είναι η
δυσκοιλιότητα, το οίδημα, οι δυσκολίες στη μνήμη, κ.α. Στις δυτικές χώρες, εμφανίζεται μερικές φορές έλλειψη της β. Β 1 σε
χρόνιους αλκοολικούς (σύνδρομο Wernicke-Korsakoff). Η β. Β1 είναι γενικά μη τοξική σε μεγάλες ποσότητες.
Η σύνθεση της β. Β1 από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου καλύπτει μικρό μόνο μέρος των αναγκών του οργανισμού, γι’
αυτό είναι απαραίτητη η συνεχής πρόσληψή της μέσω των τροφών που την περιέχουν. Οι πιο πλούσιες σε β. Β 1 τροφές είναι τα
δημητριακά και η ζυθοζύμη (μαγιά της μπίρας). Η ημερήσια ανάγκη για τον άνθρωπο σε β. Β 1 είναι περίπου 1,1-1,5 mg.
Βιταμίνη B2. Ονομάζεται επίσης ριβοφλαβίνη ή λακτοφλαβίνη. Στα κύτταρα, δεν υπάρχει ελεύθερη ριβοφλαβίνη, αλλά
συναντάται μόνο δεσμευμένη με τη μορφή φωσφορικού εστέρα (που αποκαλείται φλαβινο-μονο-νουκλεοτίδιο ή FMN) ή
ενωμένη με αδενυλικό οξύ (φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο ή FAD), το συνένζυμο των κίτρινων αναπνευστικών ενζύμων.
Αυτές οι φλαβοπρωτεΐνες, στις οποίες η ριβοφλαβίνη αντιπροσωπεύει την προσθετική ομάδα, έχουν βασικό ρόλο στις
οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις του κυττάρου, ως φορείς υδρογόνου. Στον ανθρώπινο οργανισμό, η β. Β 2 εισάγεται με τις τροφές
και, για να είναι ενεργή, ενώνεται με το φωσφορικό οξύ και την αδενοσίνη μέσω ενζυμικών συστημάτων. Βρίσκεται σε όλα τα
φυτικά και ζωικά κύτταρα, ενώ μικρή ποσότητα παράγεται από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου. Σε πειραματόζωα, η
έλλειψη β. Β2 προκαλεί αναστολή της αύξησης και δερματικά προβλήματα. Στον άνθρωπο, μια πραγματική αβιταμίνωση Β 2
είναι σχεδόν αδύνατον να συναντηθεί· πάντως με τον όρο αριβοφλαβίνωση εννοείται ένα σύνδρομο από πολυάριθμα
συμπτώματα, μεταξύ των οποίων κυριότερα είναι η δερματίτιδα και οι φλεγμονή στην περιοχή του στόματος. Η λήψη μεγάλων
ποσοτήτων β. Β2 οδηγεί απλώς στην απέκκρισή της από τα ούρα.
Οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο σε φυσιολογικές συνθήκες είναι περίπου 1,8-2 mg, ενώ για τη γυναίκα κατά την περίοδο
της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας ανέρχονται στα 2,5-3 mg.
Βιταμίνη Β3 ή PP. Ονομάζεται επίσης νικοτινικό οξύ ή νιασίνη ή αντιπελλαγρικός παράγοντας. Από χημική άποψη πρόκειται για
απλό παράγωγο της πυριδίνης. Το αμίδιο του νικοτινικού οξέος ή νιασιναμίδιο μπορεί να συντεθεί από την τρυπτοφάνη, αν και
με χαμηλή απόδοση, εφόσον χρειάζονται 60 mg τρυπτοφάνης για να παραχθεί 1 mg νικοτιναμιδίου. Το νικοτινικό οξύ
συμμετέχει ως συνένζυμο στις οξειδοαναγαγωγικές αντιδράσεις και γι’ αυτό διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό
των πρωτεϊνών, των λιπών και των υδατανθράκων. Συγκεκριμένα, αποτελεί συστατικό της δομής των πυριδινο-νουκλεοτιδίων,
τα οποία δρουν ως αφυδρογονάσες· τα νουκλεοτίδια αυτά είναι το συνένζυμο Ι ή διφωσφοπυριδινο-νουκλεοτίδιο (DΡΝ) και το
συνένζυμο ΙΙ ή τριφωσφοπυριδινο-νουκλεοτίδιο (ΤΡΝ).
Η ΡΡ βρίσκεται άφθονη στις τροφές ζωικής προέλευσης, λίγο στις φυτικές και απουσιάζει από ορισμένες, όπως οι πατάτες, το
λάδι, τα άλευρα αραβοσίτου και σίκαλης και το λαρδί. Η αβιταμίνωση ΡΡ προκαλεί στον άνθρωπο τη νόσο πελλάγρα (από την
οποία και η ονομασία PP < pellagra preventing), η οποία χαρακτηρίζεται από φωτοευαισθησία του δέρματος και φλεγμονή των
βλεννογόνων μεμβρανών (βλ. λ. πελλάγρα). Για τις ημερήσιες ανάγκες ενός φυσιολογικού ανθρώπου υπολογίζεται ότι
απαιτούνται περίπου 12-18 mg της ΡΡ, ενώ η θεραπευτική αντιπελλαγρική δόση είναι σημαντικά υψηλότερη: 100-500 mg την
ημέρα.
Βιταμίνη Β8 ή Β9 ή φυλλικό οξύ. Αποτελεί παράγωγο της πτερίνης με γλουταμινικό οξύ (αποκαλείται επίσης
πτεροϋλογλουταμινικό οξύ ή β. M). Στον άνθρωπο, η βιοχημική δραστηριότητά του σχετίζεται με την αναπαραγωγή και την
ωρίμανση των κυττάρων του μυελού των οστών. Η χορήγηση φυλλικού οξέους έχει ευνοϊκά αποτελέσματα σε παθολογικές
καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από μεγαλοκυτταρική αναιμία του τύπου που συναντάται στη στεατόρροια, στην κακοήθη
αναιμία και στη μεγαλοβλαστική αναιμία της κύησης και της παιδικής ηλικίας. Ο μηχανισμός δράσης του φυλλικού οξέους είναι
συνενζυματικού τύπου και έχει σχέση με τον μεταβολισμό των μονανθρακικών ομάδων. Η ανηγμένη μορφή του φυλλικού
οξέος, η τετραϋδροβιοπτερίνη, χρησιμεύει ως δότης υδρογόνου σε μερικές αντιδράσεις υδροξυλίωσης.
Το φυλλικό οξύ προσλαμβάνεται μέσω των φυτικών και ζωικών τροφών και ένα μέρος του είναι προϊόν σύνθεσης της
μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου· μάλιστα, η β. αυτή αρχικά ανακαλύφθηκε ως αυξητική ορμόνη των μικροοργανισμών. Η
έλλειψη φυλλικού οξέος αποτελεί την πιο συχνή περίπτωση αβιταμίνωσης στον άνθρωπο και αυτό συμβαίνει επειδή οι ζωικές
τροφές είναι φτωχές σε φυλλικό οξύ –με εξαίρεση το συκώτι– ενώ οι φυτικές τροφές που είναι πλούσιες σε αυτήν τη β. δεν
περιλαμβάνονται σε επαρκή ποσότητα στη δίαιτά μας. Η αβιταμίνωση λόγω έλλειψης φυλλικού οξέος μπορεί να προκαλέσει
μειωμένη αύξηση του οργανισμού, φλεγμονές της γλώσσας, ουλίτιδα, ανορεξία, κ.α., ενώ σε βιοχημικό επίπεδο επηρεάζει
κυρίως τη σύνθεση των νουκλεϊκών οξέων, επειδή παρεμποδίζεται η σύνθεση της πουρίνης· η αντίστοιχη κλινική εικόνα είναι η
μεγαλοβλαστική αναιμία και η θρομβοπενία. Διάφοροι ανταγωνιστές του φυλλικού οξέος, δηλαδή ουσιών που αναστέλλουν τη
σύνθεση των πουρινών, χρησιμοποιούνται στις λευχαιμίες, ώστε να αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των λευκοκυττάρων.
Τέλος, το φυλλικό οξύ έχει περιγραφεί ότι μειώνει τον κίνδυνο ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα κατά τη γέννηση. Οι ημερήσιες
ανάγκες για τον άνθρωπο είναι 1-2 mg.
Βιταμίνη Β5 ή παντοθενικό οξύ. Το παράγωγο του παντοθενικού οξέος, η παντεθεΐνη, είναι γνωστό στη βιοχημεία και ως
συνένζυμο Α και εξυπηρετεί ως φορέας ακυλ-ομάδων σε ενζυμικές αντιδράσεις, οι οποίες εμπλέκονται στην οξείδωση του
πυροσταφυλικού οξέος και των λιπαρών οξέων· συμμετέχει, επίσης, στη σύνθεση των λιπαρών οξέων, καθώς και άλλων
βιολογικών ακετυλιώσεων. Η ουσία αυτή αποτελεί αυξητικό παράγοντα για ορισμένους μικροοργανισμούς, ενώ εμπλέκεται και
στη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα. Με τη μορφή του συνενζύμου Α, επίσης, εμπλέκεται στη
λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων.
Στον άνθρωπο παρατηρείται σπάνια αβιταμίνωση παντοθενικού οξέος, επειδή η β. αυτή παράγεται συνθετικά από τη μικροβιακή
χλωρίδα του εντέρου και η διάδοσή του τόσο στο φυτικό όσο και στο ζωικό βασίλειο είναι τεράστια (στη λέξη πάντοθεν
οφείλεται άλλωστε και η ονομασία του). Έλλειψη παντοθενικού οξέος μπορεί να παρατηρηθεί ωστόσο σε αλκοολικούς, με
συμπτώματα τον μειωμένο μεταβολισμό των υδατανθράκων και των λιπών. Δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές παρενέργειες από
την υπερβολική λήψη του παντοθενικού οξέος. Συνιστάται η σταθερή πρόσληψη περίπου 10-25 mg της β. αυτής ημερησίως.
Βιταμίνη B6. Η β. αυτή συναντάται σε τρεις κύριες μορφές: την πυριδοξίνη, την πυριδοξάλη και την πυριδοξαμίνη. Επιτελεί μια
ποικιλία λειτουργιών στον οργανισμό· για παράδειγμα, είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία περισσοτέρων από 100
ενζύμων που εμπλέκονται στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών και, μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η λήψη των πρωτεϊνών, τόσο
μεγαλύτερες είναι οι απαιτήσεις σε β. Β6. Είναι απαραίτητη στη λειτουργία του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήματος
και χρειάζεται για τη μετατροπή της τρυπτοφάνης σε νιασίνη. Η Β6 χρειάζεται, επίσης, για τη σύνθεση της αιμοσφαιρίνης, με
αποτέλεσμα η έλλειψή της να οδηγεί σε μια μορφή αναιμίας που είναι παρόμοια με τη σιδηροπενική αναιμία.
Η αβιταμίνωση λόγω έλλειψης της β. Β6 είναι σπάνια και δεν χαρακτηρίζεται από τυπική νοσολογική εικόνα: στον άνθρωπο
έχουν παρατηρηθεί σπασμοί, που οφείλονται πιθανώς σε διαταραχές του μεταβολισμού του γλουταμινικού οξέος, δερματίτιδες,
κατάθλιψη, σύγχυση κ.α. Υψηλές δόσεις υδραζιδίου του νικοτινικού οξέος, ενός χημειοθεραπευτικού φαρμάκου εναντίον της
φυματίωσης, μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα έλλειψης της β. Β 6, με κυριότερα συμπτώματα φλεγμονές του δέρματος και
των βλεννογόνων, ωστόσο η χορήγηση Β6 εξαφανίζει γρήγορα τα συμπτώματα. Μεγάλες δόσεις β. Β 6 μπορεί να προκαλέσουν
νευρολογικές διαταραχές.
Η β. Β6 είναι πολύ διαδεδομένη στο φυτικό και στο ζωικό βασίλειο. Οι ημερήσιες ανάγκες αυτής της β. για τον ενήλικο
υπολογίζονται περίπου σε 2 mg.
Βιταμίνη B12. Πρόκειται για β. η οποία περιέχει κοβάλτιο (γι’ αυτό ονομάζεται επίσης και κοβαλαμίνη). Συντίθεται
αποκλειστικά από βακτήρια και βρίσκεται κυρίως στο κρέας, στα αβγά και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Στα κύτταρα,
εμφανίζεται αποκλειστικά με τη μορφή του συνενζύμου αδενοσυλοκοβαλαμίνη ή μεθυλοκοβαλαμίνη, η μορφή όμως με την
οποία συνήθως απομονώνεται είναι η κυανοκοβαλαμίνη. Υπάρχουν πολλά παράγωγα της β. Β 12, τα οποία διαφέρουν ως προς
την ομάδα που είναι συνδεδεμένη με το κοβάλτιο (π.χ. υδροξυκοβαλαμίνη, χλωροκοβαλαμίνη κ.ά.).
Η β. Β12 είναι απαραίτητη για τη σύνθεση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, την ομοιόσταση του νευρικού συστήματος και για τη
σωστή ανάπτυξη των παιδιών. Η έλλειψή της μπορεί να προκαλέσει αναιμία, καθώς και νευροπάθεια, συμπεριλαμβανομένου
του εκφυλισμού των νευρικών ινών. Είναι επίσης απαραίτητη για τη γρήγορη σύνθεση του DNA κατά την κυτταρική διαίρεση·
αυτός είναι και ο λόγος που σε περίπτωση έλλειψης της β. Β 12, η σύνθεση του DNA διακόπτεται και παράγονται μη φυσιολογικά
κύτταρα που ονομάζονται μεγαλοβλάστες. Στον άνθρωπο, είναι δύσκολο να παρατηρηθεί καθαρή μορφή αβιταμίνωσης λόγω
έλλειψης Β12· συνήθως συνοδεύεται με έλλειψη φυλλικού οξέος και άλλων παραγόντων. Βέβαιο είναι ότι η χορήγηση της Β 12
αποτελεί την πιο αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή κατά της κακοήθους αναιμίας και άλλων παθολογικών καταστάσεων που
χαρακτηρίζονται από μεγαλοκυτταρική αναιμία· ακόμη και πολύ μικρές ποσότητες –της τάξης των μg– μπορούν να
θεραπεύσουν την κακοήθη αναιμία, η οποία χαρακτηρίζεται από ισχυρή μείωση του αριθμού των ερυθροκυττάρων, ως
αποτέλεσμα διαταραχής της ωρίμανσης των ερυθροκυττάρων. Η κακοήθης αναιμία εκδηλώνεται όχι μόνο ως αποτέλεσμα
έλλειψης της β. Β12 από τη διατροφή, αλλά και εξαιτίας διαταραχής στην απορρόφησή της· και αυτό συμβαίνει επειδή η β. αυτή
μπορεί να απορροφηθεί από τον οργανισμό μόνο όταν υπάρχει ο λεγόμενος ενδογενής παράγοντας, που φυσιολογικά παράγεται
στον βλεννογόνο του εντέρου. Πρόκειται για μια γλυκοπρωτεΐνη που περιέχει νευραμινικό οξύ και ενώνεται με τη β. Β 12,
σχηματίζοντας ένα σύμπλεγμα που απορροφάται από το έντερο. Μερικές ακόμη δράσεις της β. Β 12 είναι γνωστές: για μερικά
βακτήρια αποτελεί απαραίτητο παράγοντα αύξησης, είναι πανομοιότυπη με τον ζωικό πρωτεϊνικό παράγοντα, ο οποίος στις
ζωικές πηγές πρωτεΐνης έχει βρεθεί ως συνοδός των πρωτεϊνών, με αποτέλεσμα η αποκλειστική διατροφή πολλών ζώων με
φυτικές πρωτεΐνες να οδηγεί στην ανεπαρκή ανάπτυξή τους και στην αυξημένη θνησιμότητα των απογόνων τους. Παράλληλα, η
έλλειψη της β. Β12 μπορεί να οδηγήσει σε απομυελίνωση των μεγάλων νευρικών ινών του νωτιαίου μυελού, με αποτέλεσμα να
παρατηρούνται σοβαρές νευρικές βλάβες που μπορεί να καταλήξουν σε παραλύσεις. Διαγνωστική σημασία για την έλλειψη της
β. Β12 έχει η εμφάνιση μεθυλομηλονικού οξέος στα ούρα, η μετατροπή του οποίου σε ηλεκτρικό οξύ εξαρτάται επίσης από τη
Β12. Η β. αυτή έχει χαμηλή τοξικότητα και η πρόσληψη υψηλών ποσοτήτων δεν είναι επικίνδυνη. Η Β 12 μπορεί να αποταμιεύεται
σε μικρά ποσά (2-5 mg) στον οργανισμό και, κυρίως, στο συκώτι. Οι ημερήσιες ανάγκες γι’ αυτήν τη β. είναι περίπου 5 μg.
Βιταμίνη Β7 ή Η ή βιοτίνη. Είναι μέλος του συμπλέγματος Β και η βιοχημική της δράση είναι συνενζυματικού τύπου· με τη
μορφή αυτή δρα στον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπών, καθώς και στη σύνθεση των νουκλεϊκών
οξέων. Βοηθάει στον έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα των διαβητικών. Αν σε διάφορους ζωικούς οργανισμούς (μεταξύ
των οποίων και ο άνθρωπος) χορηγηθεί για μακρύ χρονικό διάστημα διαιτολόγιο πλούσιο σε ωμό ασπράδι αβγού, προκαλούνται
συμπτώματα αβιταμίνωσης της βιοτίνης, με χαρακτηριστικές δερματικές βλάβες και πτώση τριχών· αυτό συμβαίνει επειδή στο
ασπράδι του αβγού υπάρχει μια γλυκοπρωτεΐνη, η αβιδίνη, η οποία ενώνεται στερεά με τη βιοτίνη, παρεμποδίζοντας την
απορρόφησή της στον εντερικό σωλήνα. Η βιοτίνη προστατεύει τον οργανισμό από αυτές τις αλλοιώσεις και ονομάστηκε επίσης
Η από το αρχικό της γερμανικής λέξης Haut (= δέρμα). Η λήψη της σε μεγάλες ποσότητες δεν προκαλεί τοξικότητα.
Η β. Η είναι διαδεδομένη στα τρόφιμα φυτικής και ζωικής προέλευσης. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο, υπολογίζονται
ότι είναι της τάξης των 30-100 μg.
Βιταμίνη Β10 ή H1. Η ένωση αυτή συναντάται σε πολλές τροφές ως συμπαράγοντας του συμπλέγματος της β. Β· αναφέρεται
επίσης με την ονομασία παρα-αμινο-βενζοϊκό οξύ (ΡΑΒΑ). Δεν πληροί τον αυστηρό ορισμό των β., ωστόσο έχει βρεθεί ότι σε
πειραματόζωα αυξάνει τη γαλουχία και το βάρος νεοσσών, των οποίων η δίαιτα ήταν φτωχή σε φυλλικό οξύ, ενώ αποκαθιστά το
φυσιολογικό χρώμα του τριχώματος του μαύρου ποντικού, το οποίο έχει γίνει λευκό μετά από δίαιτα από την οποία απουσιάζει
το ΡΑΒΑ. Το ΡΑΒΑ αποτελεί β. για πολλά είδη βακτηρίων (βακτηριακή β. Η1), αλλά συνήθως όχι για τον άνθρωπο ή άλλα
μεγάλα ζώα· παρότι δεν θεωρείται β., έχει μερικές ενδιαφέρουσες χρήσεις, για παράδειγμα ως αντιοξειδωτικός παράγοντας.
Πάντως, η κύρια βιολογική λειτουργία του ΡΑΒΑ είναι η συμμετοχή του στον σχηματισμό του φυλλικού οξέος, του οποίου
αποτελεί συστατικό. Η λήψη μεγάλης ποσότητας δεν προκαλεί σημαντικά προβλήματα, με πιο χαρακτηριστικές παρενέργειες τη
διάρροια και τη ναυτία.
ινοσίτης. Ο ινοσίτης είναι ένας παράγοντας απαραίτητος για την αύξηση διαφόρων ζώων, συμπεριλαμβανομένου του επίμυος
(ονομάζεται αλλιώς μυοϊνοσίτης ή μεσοϊνοσίτης ή ινοσιτόλη). Από χημική άποψη πρόκειται για εξαϋδροξυ-κυκλοεξάνιο. Στον
άνθρωπο είναι άγνωστη η αβιταμίνωση από ινοσίτη και έτσι δεν είναι γνωστές οι ημερήσιες ανάγκες. Σε πειραματόζωα, ωστόσο,
ο ινοσίτης δρα ως λιποτρόπος παράγοντας, ελαττώνοντας την εναπόθεση λίπους στο ήπαρ σε περιπτώσεις κακής διατροφής.
Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι επιταχύνει τη θεραπεία των πληγών.
χολίνη. Ο χαρακτηρισμός της χολίνης ως β. –υπό την αυστηρή έννοια του όρου– δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους ερευνητές,
επειδή η ουσία αυτή μπορεί να συντεθεί από τον οργανισμό. Η σημασία της, ωστόσο, στη διατροφή είναι αναμφισβήτητη· είναι
γεγονός ότι η έλλειψή της προκαλεί σε πειραματόζωα μια παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από λιπώδη διήθηση του
συκωτιού, εκφυλιστικές αλλοιώσεις του νεφρού, καθυστέρηση της ανάπτυξης κ.ά. Η συμπτωματολογία αυτή υποχωρεί εύκολα
μετά τη χορήγηση χολίνης ή άλλων ουσιών ικανών να δράσουν ως δότες μεθυλικών ομάδων (-CΗ 3), όπως η μεθειονίνη και η
βεταΐνη. Στον άνθρωπο, η χολίνη βοηθάει στη μετάδοση των νευρικών παλμών στον εγκέφαλο, στη χρησιμοποίηση των λιπών
και στη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας των νεφρών και της ουροδόχου κύστης. Ανήκει στα φωσφολιπίδια και μπορεί
να συντεθεί από την αλληλεπίδραση της β. Β12 και του φολικού οξέος με τη μεθειονίνη. Η χολίνη, όταν συνδυάζεται με το
φωσφορικό οξύ και τα λιπαρά οξέα στο συκώτι, σχηματίζει τη λεκιθίνη.
Βιταμίνη C. Η β. αυτή είναι προϊόν μεταβολισμού των υδατανθράκων (αναφέρεται και ως L-ασκορβικό οξύ). Ανήκει στα
βιολογικά οξειδοαναγωγικά συστήματα, όπου δρα ως μεταφορέας υδρογόνου, και μπορεί να μετατραπεί αντιστρεπτά σε
δεϋδροασκορβικό οξύ. Η β. C βοηθάει στην καλή κατάσταση του συνδετικού ιστού και συγκεκριμένα εμπλέκεται στη σύνθεση
του κολλαγόνου, μιας πρωτεΐνης η οποία προσδίδει τη δομή των οστών, του χόνδρου, των μυών και των αιμοφόρων αγγείων.
Πρόκειται για αντιοξειδωτική ουσία, δεσμεύει δηλαδή ελεύθερες ρίζες που μπορεί να προκαλέσουν ζημιά στα κύτταρα· οι
ελεύθερες ρίζες είναι, μάλιστα, ένας από τους παράγοντες που έχουν προσδιοριστεί ως υπεύθυνοι για τις εκφυλιστικές αλλαγές
που παρατηρούνται κατά την γήρανση. Επιπλέον, προάγει τη θεραπεία των τραυμάτων και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Τέλος, η β. C συνεισφέρει σε μια ποικιλία άλλων βιοχημικών λειτουργιών, όπως είναι η βιοσύνθεση του αμινοξέος καρνιτίνη και
των κατεχολαμινών που ρυθμίζουν το νευρικό σύστημα, η απορρόφηση του σιδήρου και η αποικοδόμηση της ισταμίνης, του
φλεγμονώδους παράγοντα πολλών αλλεργικών αντιδράσεων. Πολλή συζήτηση έχει γίνει για τον ρόλο της β. C στην πρόληψη
του καρκίνου και των καρδιακών παθήσεων, καθώς και στην πρόληψη του κοινού κρυολογήματος, αν και τα στοιχεία είναι
αμφιλεγόμενα.
Η β. C είναι πολύ διαδεδομένη στο φυτικό και στο ζωικό βασίλειο. Η έλλειψή της προκαλεί σκορβούτο, μια από καιρό γνωστή
αβιταμίνωση, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία ασκορβικό οξύ· η αβιταμίνωση αυτή ήταν κατά το παρελθόν χαρακτηριστική
των ναυτικών και τα σημαντικότερα συμπτώματά της είναι βλάβες στα τριχοειδή και αιμορραγίες, φλεγμονές των ούλων
(ουλίτιδες) και δόντια που κουνιούνται. Πάντως, στις μέρες μας, η έλλειψη της β. C είναι σπάνια· μάλιστα, πολλά αναψυκτικά
περιέχουν συνθετικό ασκορβικό οξύ για τη βελτίωση της γεύσης τους. Γενικά, η λήψη μεγάλης ποσότητας β. C δεν προκαλεί
τοξικότητα, επειδή είναι υδατοδιαλυτή ουσία και αποβάλλεται τακτικά από τον οργανισμό, γι’ αυτό και δεν προκαλεί
υπερβιταμίνωση, αν και έχουν περιγραφεί ορισμένες παθολογικές καταστάσεις που αποδίδονται σε μεγάλες θεραπευτικές
δόσεις. Οι πιο κοινές εκδηλώσεις τοξικότητας της β. C είναι οι πέτρες στα νεφρά και, σε σπάνιες περιπτώσεις, η αναιμία, επειδή
η β. C εμπλέκεται στην απορρόφηση της β. Β12.
Δεν έχουν όλοι οι ζωικοί οργανισμοί ανάγκη πρόσληψης β. C· πολλά ζώα είναι σε θέση να την παράγουν βιοσυνθετικά. Ο
άνθρωπος, ωστόσο, όπως και ο πίθηκος και τα ινδικά χοιρίδια, έχει απόλυτη ανάγκη να παίρνει καθημερινά με την τροφή του τη
β. C, η οποία επειδή δεν είναι λιποδιαλυτή ουσία, δεν μπορεί να αποθηκευτεί για επόμενη χρήση. Η ημερήσια ανάγκη σε β. C
είναι 60 mg.
Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ (Ludwig Josef Johann Wittgenstein, Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951). Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε
δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια πήγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ
Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στη φιλοσοφία. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του εργάστηκε ως
δάσκαλος για ένα διάστημα. Στο μεταξύ επεξεργαζόταν τις φιλοσοφικές του θεωρίες και αποκτούσε επαφή με ορισμένους
εκπροσώπους του αποκαλούμενου Κύκλου της Βιέννης. Το 1929 επέστρεψε στο Κέιμπριτζ και το 1939 διαδέχτηκε τον Μουρ
στην πανεπιστημιακή έδρα του. Εγκατέλειψε τη διδασκαλία το 1947 και δημοσίευσε ελάχιστα.
Ο Β. επεξεργάστηκε θεωρητικά με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα του λογικού εμπειρισμού: ο
άνθρωπος είτε γνωρίζει γεγονότα επαληθευμένα με τις αισθήσεις είτε εκτελεί λογικά εγχειρήματα. Η θεωρητική διατύπωση
αυτής της θέσης, που γίνεται στο Tractatus, ξεκινά από την πραγματιστική φιλοσοφία του Μουρ και τη λογική του Ράσελ. Όπως
ο Μουρ, έτσι και ο Β. υποστήριξε ότι ο κόσμος είναι συγκροτημένος από μια πολλαπλότητα αντικειμενικών γεγονότων,
ανεξάρτητων μεταξύ τους, τα οποία ονόμαζε «ατομικά γεγονότα». Επίσης, ακολουθώντας τον Ράσελ, διατύπωσε τη θέση ότι
ορισμένες από τις προτάσεις που συνιστούν τη γλώσσα έχουν μεταξύ των συστατικών τους «ονόματα», τα οποία αντιστοιχούν
στα «αντικείμενα» που αποτελούν τα ατομικά γεγονότα. Αυτές οι προτάσεις είναι λογικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας
και η αλήθεια ή το ψεύδος τους μπορούν να διαπιστωθούν με άμεση σύγκριση μέσω της εμπειρίας των αισθήσεων. Οι
προτάσεις, των οποίων η αλήθεια και το ψεύδος δεν μπορεί να καθοριστούν με την άμεση παραβολή με τα γεγονότα, μπορούν
να χαρακτηριστούν αληθινές ή ψευδείς ανάλογα με τη λογική τους εγκυρότητα. Αντίθετα όμως από τον Ράσελ, ο Β. δεν
τοποθετούσε τη λογική εγκυρότητα στο γεγονός ότι η λογική αφορά οντότητες που αυτή η ίδια δημιουργεί. Αντίθετα, η λογική
ασχολείται πάντα με προτάσεις οι οποίες μπορούν να αναφέρονται σε γεγονότα της εμπειρίας. Η λογική όμως εξηγεί τους
τρόπους με τους οποίους οι προτάσεις μπορούν να συνδέονται μεταξύ τους, χωρίς να λέει τίποτα για τα γεγονότα που εκφράζουν
οι προτάσεις αυτές. Η λογική εγκυρότητα συνίσταται επομένως στον ταυτολογικό χαρακτήρα της λογικής. Όλες οι προτάσεις
που είτε δεν εκφράζουν γεγονότα (όπως οι προτάσεις των φυσικών επιστημών) είτε δεν είναι ταυτολογικές (όπως των
μαθηματικών) δεν έχουν νόημα. Η φιλοσοφία δεν έχει νόημα, αλλά είναι απλώς μια δραστηριότητα η οποία πρέπει να
απομακρύνει όλες τις προτάσεις που δεν έχουν νόημα, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της ίδιας. Παραμερίζονται ακόμα και οι
προτάσεις της ηθικής και γενικά εκείνες που υποδηλώνουν αξίες. Ο άνθρωπος πρέπει να αφήνει να μιλούν τα γεγονότα. Γι’
αυτόν τον ίδιο και για τα προβλήματά του πρέπει να σιωπά.
Η ίδια στάση της αποδοχής των γεγονότων ενέπνευσε τον Β. και στη δεύτερη φάση της φιλοσοφίας του, την οποία ανέπτυξε με
τη διδασκαλία του στο Κέιμπριτζ και εξέθεσε στα γραπτά που άφησε. Σε αυτή τη φάση, όμως, το αξίωμα της μοναδικότητας της
γλώσσας κατέπεσε. Η πολλαπλότητα των γεγονότων εκφράζεται με πολλαπλά λεξιλόγια που δεν μπορούν να περιοριστούν και
να πλαισιωθούν σε ένα και μοναδικό λογικό γλωσσικό σύστημα. Κάθε τύπος γλώσσας (η γλώσσα των μαθηματικών, των
προβλέψεων κλπ.) αποτελεί ένα παιχνίδι, δηλαδή μια δραστηριότητα σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, που αντικειμενικά δεν
έχουν καμία δικαίωση. Η φιλοσοφία διατείνεται ότι φτάνει σε διασαφηνίσεις και ερμηνείες οριστικές, παραβιάζοντας τον
κανόνα της αλληλεξάρτησης των παιχνιδιών. Είναι μια αρρώστια από την οποία ο άνθρωπος μολύνεται πάντα και από την οποία
πρέπει πάντα να θεραπεύεται. Αυτή η θεραπευτική μέθοδος της φιλοσοφίας συνίσταται στο να αποδειχτεί ότι οι φιλοσοφικές
ερμηνείες γεννιούνται από παραβιάσεις των γλωσσικών κανόνων που ισχύουν σε κάθε παιχνίδι χωριστά: η παραδοχή των
γεγονότων μετατράπηκε σε παραδοχή των συνήθων χρήσεων του λεξιλογίου.
Βίτε, Σεργκέι Γιούλιεβιτς (Sergei Yulyevich Witte, Τιφλίδα 1849 – Αγία Πετρούπολη 1915). Ρώσος πολιτικός. Μετά τις
σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Οδησσού τοποθετήθηκε στην υπηρεσία σιδηροδρόμων της χώρας, στην οποία έγινε
διευθυντής. Η επιτυχημένη δραστηριότητά του τον έκανε γνωστό και τον οδήγησε στη θέση του υπουργού Οικονομικών το
1893. Με την ιδιότητα αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρωτοφανή σε ρυθμούς ανάπτυξη της ρωσικής βιομηχανίας.
Ταυτόχρονα, ο Β. προώθησε την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου και άρχισε τις ενέργειες που προώθησαν την κατασκευή
του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Στο ίδιο διάστημα προσπάθησε να προσελκύσει ξένα κεφάλαια στη Ρωσία, δημιούργησε
κρατικό μονοπώλιο οινοπνεύματος και καθιέρωσε τη ρήτρα χρυσού. Οι ενέργειες αυτές βελτίωσαν σημαντικά το παραγωγικό
υπόβαθρο της χώρας, προκάλεσαν όμως πολλά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, γιατί οι αρχαϊκές κοινωνικές και
πολιτικές δομές της Ρωσίας δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τις αντιφάσεις που εμπεριείχε μια τόσο γρήγορη, αλλά
μονόπλευρη ανάπτυξη. Στην πράξη μάλιστα επιβάρυναν την ήδη δύσκολη θέση των φτωχών αγροτών, οι οποίοι τότε
αντιπροσώπευαν τα 97 από τα 125 εκατ. του πληθυσμού της χώρας. Οι έντονες λαϊκές αντιδράσεις προκάλεσαν τον περιορισμό
των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων του, αν και το 1903 τοποθετήθηκε πρόεδρος της επιτροπής υπουργών. Ο Β. προέβλεψε τη
μεγάλη εξέγερση του 1905 και προσπάθησε να την αποφύγει με διάφορα μέτρα (υπόμνημα του Οκτωβρίου του 1905 προς τον
τσάρο) χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ήταν επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας διαπραγματεύσεων για την ειρήνευση με
την Ιαπωνία, που διεξήχθησαν στις ΗΠΑ, και πέτυχε απόλυτα τους στόχους του, χάρη και στη βοήθεια των Αμερικανών, που
έβλεπαν με καχυποψία την ιαπωνική ενίσχυση στον Ειρηνικό. Το 1905 έγινε ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός της χώρας,
υποχρεώθηκε όμως σε παραίτηση στις 2 Μαΐου 1906, ύστερα από την αποτυχία του να πείσει τον τσάρο για την ανάγκη μέτρων
εκτόνωσης της λαϊκής αντίδρασης. Παρέμεινε ουσιαστικά αδρανές μέλος του κρατικού συμβουλίου και πρόεδρος της επιτροπής
οικονομικών μέχρι τον θάνατό του.
Βίτεκιντ (Wittekind, ; – 807). Ευγενής από τη Βεστφαλία, ηγέτης της αντίστασης των Σαξόνων εναντίον των κατακτητικών
πολέμων του Καρλομάγνου· αναφέρεται και ως Βίντουκιντ (Widukind). Η σπουδαιότερη πράξη του ήταν η εξόντωση ισχυρού
στρατού που είχε σταλεί από τον Καρλομάγνο για να καταλάβει τις εκτεταμένες ζώνες της Σαξονίας, τις οποίες θεώρησε έτοιμες
να παραδοθούν, καθώς είχε δεχτεί δηλώσεις υποταγής από πολλούς Σάξονες, τους οποίους είχε συγκαλέσει στις πηγές του Λίπε
(μάχη του όρους Σούνταλ, 782). Η νίκη του Β. αναζωπύρωσε τον πόλεμο σε εθνική κλίμακα για άλλα τρία χρόνια. Εξαντλημένοι
από τη στρατιωτική δύναμη του Καρλομάγνου, οι Σάξονες παραδόθηκαν τελικά. Και ο ίδιος ο Β. παραδόθηκε στον
Καρλομάγνο, ο οποίος τον υποχρέωσε να βαφτιστεί χριστιανός (785). Τίποτα βέβαιο δεν είναι από εκεί και πέρα γνωστό για τον
Σάξονα ηγεμόνα, που αποτέλεσε ηρωική μορφή στους μετέπειτα θρύλους και στον οποίο διάφοροι γενεαλόγοι του 18ου αι.
απέδωσαν την καταγωγή μερικών ηγεμονικών οικογενειών της Ευρώπης (του οίκου της Σαβοΐας, των Βετίνων κ.ά.).
Βιτέλλιος, Αύλος (Aulus Vitellius, Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα,
του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 έγινε ύπατος και
τον επόμενο χρόνο στάλθηκε ως ανθύπατος στην Αφρική. Υπήρξε φιλοχρήματος και ακόλαστος, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες.
Μετά τον θάνατο του Νέρωνα, ο αυτοκράτορας Σέρβιος Σουλπίκιος τον διόρισε διοικητή των ρωμαϊκών λεγεώνων στη
Γερμανία. Οι λεγεωνάριοι τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα το 69 και, έπειτα από τη δολοφονία του Γάλβα και την αυτοκτονία του
διαδόχου του, Όθωνα, επέστρεψε θριαμβευτικά στη Ρώμη τον Ιούνιο του ίδιου έτους, όπου ανακηρύχτηκε και μέγας αρχιερέας
(pontifex maximus). Στο μεταξύ, όμως, τα στρατεύματα της Ανατολής είχαν ανακηρύξει αυτοκράτορα τον Βεσπασιανό και
βάδιζαν προς τη Ρώμη. Ο Β., που εγκαταλείφθηκε από τα στρατεύματά του, θανατώθηκε και το πτώμα του ρίχτηκε στον Τίβερη.
Βίτελο (Witelo, Σιλεσία, περ. 1230 – 1300). Πολωνός φιλόσοφος και φυσικομαθηματικός. Μελέτησε στο Παρίσι όλους τους
επιστημονικούς της εποχής του και από το 1260 έως το 1270 έζησε στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάντοβα, όπου
παρακολούθησε τη σχολή κανονικού δικαίου, και ύστερα στο Βιτέρμπο, όπου συναντήθηκε στην παπική Αυλή με τον
Γουλιέλμο του Μοερμπέκε, έναν διάσημο ελληνιστή στον οποίο ο Β. αφιέρωσε το μεγαλύτερό του έργο, την Προοπτική. Στο
κείμενο αυτό, στο οποίο αναφέρθηκε αργότερα ο Κέπλερ, ο Β. κατέφυγε σε ελληνικές και αραβικές μαρτυρίες (θεωρήματα του
Ευκλείδη, κωνικές τομές του Απολλώνιου), για να ξεπεράσει τις ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις της εποχής σχετικά με τις
«δυνάμεις της ψυχής» και στήριξε τη θεωρία της γνώσης του Θεού όχι στην άμεση εποπτεία αλλά στη λογική και στην εμπειρία.
Βίτελσμπαχ (Wittelsbach). Βασιλικός οίκος της Βαυαρίας, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1180 έως το 1918. Οι Β. πήραν
το όνομά τους από ένα φρούριο κοντά στο Άουγκσμπουργκ. Η αρχή του οίκου ανάγεται στον 10ο αι. Το 1120 ο αυτοκράτορας
Ερρίκος Ε’ παραχώρησε στον οίκο Β. ως φέουδο το Παλατινάτο, ενώ το 1180 ο Μπαρμπαρόσα τού παραχώρησε τη Βαυαρία και
τον δουκικό τίτλο. Οι κτήσεις των Β., που τεμαχίστηκαν εξαιτίας διαδοχικών κληρονομιών, συγκεντρώθηκαν εκ νέου το 1329,
ύστερα από τη συμφωνία της Παβίας, υπό τους Β. της Βαυαρίας και τους Β. του Παλατινάτου. Ο κλάδος των Β. της Βαυαρίας
συνεχίστηκε έως το 1777 με τελευταίο αντιπρόσωπο τον Μαξιμιλιανό Γ’ Ιωσήφ, ενώ εκείνος του Παλατινάτου το 1777, επί
Καρόλου Θεοδώρου, κληρονόμησε και τη Βαυαρία. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, οι κτήσεις των Β. ενώθηκαν από τον
Μαξιμιλιανό Δ’ Ιωσήφ του κλάδου του Τσβαϊμπρίκεν (1799), που το 1805 έλαβε από τον Ναπολέοντα τον τίτλο του βασιλιά. Οι
Β. έχασαν τον θρόνο το 1918. Από τον οίκο των Β. προερχόταν ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, Όθων.
Βίτενμπεργκ (Wittenberg). Πόλη (47.860 κάτ. το 2002) της ανατολικής Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο Σαξονίας-Άνχαλτ.
Μικρή πόλη, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Έλβα, έχει κάποιες βιομηχανικές δραστηριότητες. Ωστόσο, το κυριότερο
ενδιαφέρον της πόλης είναι ιστορικό, καθώς σε αυτήν ανέπτυξε τη δράση του ο κορυφαίος Γερμανός εκπρόσωπος της
θρησκευτικής Μεταρρύθμισης στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία, ο Λούθηρος. Εκεί, στην Εκκλησία του Κάστρου (που έχει
ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ), ο Λούθηρος θυροκόλλησε το 1517 τις
περίφημες θέσεις που οδήγησαν κατόπιν σε σχίσμα στους κόλπους της Δυτ. Εκκλησίας. Η πόλη διέθετε ένα από τα αρχαιότερα
πανεπιστήμια της Ευρώπης (1502), το οποίο όμως κατά τον 19ο συγχωνεύτηκε στο αντίστοιχο της γειτονικής πόλης Χάλε.
Βιτέρμπο (Viterbo). Πόλη (59.354 κάτ. το 2002) της κεντρικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.612 τ. χλμ.,
291.153 κάτ. το 2002), στο διαμέρισμα του Λατίου. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Τσιμίνο. Πόλη παλαιά,
ετρουσκικής προέλευσης, υπήρξε για ένα διάστημα (12ος αι.) παπική έδρα. Το παλαιό της κέντρο, με χαρακτηριστικό τριγωνικό
σχέδιο, περιβάλλεται ακόμα από τείχη με μεγάλες ωραίες πύλες και διατηρεί την αυστηρή και επίσημη όψη των μεσαιωνικών
πόλεων. Πολλές ωραίες εκκλησίες το στολίζουν, μεταξύ των οποίων ο καθεδρικός ναός του Αγίου Λαυρεντίου, όπου βρίσκονται
οι τάφοι πολλών παπών. Έξω από τα τείχη έχει εξαπλωθεί η νέα πόλη, στην οποία έχουν αναπτυχθεί αρκετές βιομηχανίες που
συνδέονται κυρίως με την κτηνοτροφία και την αγροτική παραγωγή.
Η επαρχία Β. περιλαμβάνει δύο ομάδες ηφαιστείων: των Βολσίνι με τη λίμνη Μπολσένα και των Τσιμίνι με τη λίμνη Βίκο. Η
οικονομία της είναι κυρίως αγροτική και καλλιεργούνται ελιές, αμπέλια και δημητριακά.
Βιτζέτζος. Ακρωτήριο της Φολεγάνδρου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό ακραίο σημείο του νησιού.
Βίτι, Μάριο (Mario Vitti, Κωνσταντινούπολη 1926 – ). Ιταλός νεοελληνιστής φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Νέος
εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και σπούδασε. Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Ινστιτούτο Universitation
Orientale της Νάπολης (1957-68), μελετώντας ιδιαίτερα θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το 1968 διορίστηκε τακτικός
καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Παλέρμο. Παρέδωσε μαθήματα ως επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο ΙΙ της Σορβόνης
(1982-83) και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (έδρα της νεότερης ελληνικής φιλολογίας, 1975-76). Σημαντική
θεωρείται η προσφορά του Β. στην ανακάλυψη, μελέτη και δημοσίευση άγνωστων έργων Ελλήνων δημιουργών, όπως είναι το
δράμα Ευγένα του Θεόδωρου Μοντσελέζε, ένας διάλογος του Νικολάου Σοφιανού (πρόκειται για το πιο παλαιό κείμενο του
νεοελληνικού θεάτρου), καθώς και κείμενα, κυρίως αλληλογραφίας, του Ανδρέα Κάλβου. Σημαντική είναι η προσφορά του στον
τομέα της μετάφρασης έργων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στα ιταλικά. Άλλα έργα του: Canta cleftici (Το κλέφτικο
τραγούδι, 1955), Poesia greca del novecento (1957, κριτική ανθολογία) κ.ά.
Βίτινγκ, Γκεόργκ (Georg Witting, Βερολίνο 1897 – 1987). Γερμανός χημικός. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το
πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και δίδαξε σε διάφορες σχολές, ώσπου το 1937 διορίστηκε βοηθός καθηγητής στο πανεπιστήμιο
του Φράιμπουργκ. Το 1944 ονομάστηκε καθηγητής στο ινστιτούτο χημείας του Τίμπινγκεν αφού προηγουμένως είχε αρνηθεί
αντίστοιχη θέση στο Φράιμπουργκ, ενώ αργότερα ανέλαβε έδρα και στη Χαϊδελβέργη.
Ξεκίνησε το έργο του στον τομέα της στερεοχημείας, το 1930, και συνέχισε με πλούσια βασική έρευνα στον τομέα της
οργανικής χημείας. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις για το επιστημονικό του έργο, σε όλο τον κόσμο, όπως από τα πανεπιστήμια
του Τίμπινγκεν, του Ελσίνκι και της Ζυρίχης, καθώς και από τις ενώσεις χημικών της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της
Αγγλίας, του Περού και της Αργεντινής. Το 1979 μοιράστηκε, με τον Βρετανό Χέρμπερτ Μπράουν, το βραβείο Νόμπελ χημείας
για την εργασία τους στη χρήση ενώσεων που περιείχαν βόριο και φώσφορο, σε σημαντικά αντιδραστήρια οργανικών
συνθέσεων.
Βίτολη. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 336 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 39 χλμ. Δ
της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού.
Βιτόνε, Μπερνάρντο (Bernardo Vittone, Τορίνο 1702; – 1770). Ιταλός αρχιτέκτονας. Υπήρξε ίσως ο πιο τυπικός εκπρόσωπος
του νεογκουαρινικού ροκοκό, με γόνιμη επίδραση στην ιταλική αρχιτεκτονική της εποχής του. Το στιλ του χαρακτηρίζεται από
μια βαθιά αίσθηση των αναλογιών και είναι πλούσιο σε στατικά και προοπτικά ευρήματα, που δίνουν μια νέα χάρη στις
καμπυλόγραμμες κατατομές. Από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι οι εκκλησίες του Φολίτσο Καβανέζε (1741-48), της
Σάντα Κιάρα του Μπρα (1742) και της Σάντα Μαρία ντι Πιάτσα στο Τορίνο (1745). Έγραψε επίσης πραγματείες για την
αρχιτεκτονική και εξέδωσε την Αστική Αρχιτεκτονική του Γκουαρίνι (1737).
Βιτόρια, Φρανθίσκο ντε- (Francisco de Vitoria, 1486 – 1546). Ισπανός δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος. Ανανέωσε τη
σχολαστική θεολογία του 16ου αι. στη χώρα του. Θεωρείται από πολλούς ο πατέρας του διεθνούς δικαίου, γιατί μελέτησε τις
νομικές σχέσεις που υποχρεώνουν τα κράτη στην τήρηση διεθνών κανονισμών. Ο Β. προηγήθηκε χρονικά του Γκρότιους, ο
οποίος σε πολλά σημεία στηρίχτηκε στη διδασκαλία του Β.
Βιτορίνι, Έλιο (Elio Vittorini, Συρακούσες 1908 – Μιλάνο 1966). Ιταλός λογοτέχνης. Ουσιαστικά αυτοδίδακτος, έκανε την
πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα στη Φλωρεντία, στους λογοτεχνικούς κύκλους του περιοδικού Solaria. Ο προβληματισμός
του για τη μοίρα του ανθρώπου και το ύφος, καθώς και οι μεταφράσεις Αμερικανών συγγραφέων (Φόκνερ, Χέμινγουεϊ,
Σαρογιάν) αποτέλεσαν θεμελιώδη εμπειρία για το μελλοντικό του έργο ως πεζογράφου και αξιομνημόνευτο μάθημα για τις
μελλοντικές γενιές. Το 1939 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου έζησε έως τον θάνατό του ως συντάκτης εκδοτικών οίκων και
διευθυντής πολυάριθμων εκδόσεων. Αμέσως μετά τον πόλεμο, ανέλαβε τη διεύθυνση της λογοτεχνικής επιθεώρησης Il
politecnico, που ανακίνησε προβλήματα μεγάλης πολιτικής και φιλολογικής σημασίας και προκάλεσε γόνιμες διαμάχες μεταξύ
των διανοουμένων. Ήδη στα διηγήματά του της συλλογής Μικρή αστική τάξη (Piccola borghesia, 1931), ο Β. έφτασε κάποτε σε
αποτελέσματα ολοκληρωμένα στον τομέα της ρεαλιστικο-ψυχολογικής παράδοσης. Στο Ταξίδι στη Σαρδηνία και προπάντων
στο Κόκκινο γαρίφαλο (1932-33), που αναφέρεται στη ζωή ενός ανήσυχου εφήβου κατά την περίοδο επικράτησης του
φασισμού, ο Β. επιχείρησε νέους πειραματισμούς. Το αριστούργημά του όμως είναι οι Συζητήσεις στη Σικελία (1941),
ημερολόγιο ενός ταξιδιού επιστροφής στη γενέτειρά του, που είναι συγχρόνως μια επιστροφή στην αρχέγονη αθωότητα και στην
ανακάλυψη των πραγματικών λόγων της ζωής. Πρόκειται για ένα συμβολικό και λυρικό μυθιστόρημα, δοσμένο όμως με
ρωμαλέο ρεαλισμό, γραμμένο σε ένα ύφος ζωηρό και δηκτικό, όπου το μάθημα των Αμερικανών συγγραφέων φαίνεται να
αφομοιώνεται τελικά με έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Άνθρωποι και όχι (1945), ένα από τα
καλύτερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά έργα της Ιταλίας.
Βιτορίνο ντα Φέλτρε (Vittorino da Feltre, Φέλτρε 1378 – Μάντοβα 1446). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού παιδαγωγού
και ουμανιστή Βιτορίνο Ραμπολντίνι (Vittorino Ramboldini). Καθηγητής της ρητορικής στην Πάντοβα το 1421, παραιτήθηκε
μετά από έναν χρόνο, για να ιδρύσει στη Βενετία σχολείο για νεαρούς αριστοκράτες. Το 1423 ίδρυσε στη Μάντοβα το
χαρούμενο σχολείο για τα παιδιά του Τζανφραντσέσκο Α’ Γκοντσάγκα, στο οποίο αργότερα έγιναν δεκτοί και άλλοι μαθητές,
Ιταλοί και ξένοι, διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Ήταν το πρώτο σχολείο που λειτουργούσε σύμφωνα με τα ιδεώδη του
ουμανισμού και απέβλεπε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ο Β. οργάνωσε τη σχολή στη βάση των αρχών της ισότητας,
του σεβασμού της ατομικότητας, της συντροφικότητας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε
τα εξής μαθήματα: γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, μαθηματικά, αστρονομία και μουσική. Τα αρχαία ελληνικά δίδασκαν οι
Έλληνες λόγιοι Γεώργιος Τραπεζούντιος και Θεόδωρος Γαζής. Γίνονταν επίσης ασκήσεις ξιφασκίας, αγώνες δρόμου, ιππασία
και διάφορες αθλοπαιδιές. Τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν πάντοτε προσαρμοσμένα στα λογοτεχνικά και επιστημονικά
επιτεύγματα της εποχής. Η σχολή του Β. ήταν ο σημαντικότερος καρπός της ιταλικής Αναγέννησης στον τομέα της
παιδαγωγικής. Κρατικοί και στρατιωτικοί ηγέτες, παιδαγωγοί, ουμανιστές, από τους διασημότερους της εποχής, υπήρξαν
μαθητές του χαρούμενου σχολείου. Ο Β. δεν άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο, εκτός από τη μικρή πραγματεία Περί
ορθογραφίας.
Βιτόριο Αμεντέο. Όνομα Ιταλών ηγεμόνων. Βλ. λ. Βίκτωρ Αμεδαίος.
Βιτόριο Βένετο (Vittorio Veneto). Πόλη (29.184 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Ιταλίας, στην επαρχία του Τρεβίζο,
χτισμένη στους πρόποδες των Άλπεων.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, στην πόλη αυτή οι Ιταλοί αντιμετώπισαν τις ενωμένες αυστρογερμανικές δυνάμεις,
στη μάχη που έμεινε στην ιστορία ως μάχη της πεδιάδας της Βενετίας. Η μάχη άρχισε στις 24 Οκτωβρίου και τελείωσε στις 10
Νοεμβρίου του 1917, με νίκη των Αυστρογερμανών. Οι συνέπειες της ήττας των Ιταλών ήταν καταστρεπτικές για τη χώρα τους.
Αιχμαλωτίστηκαν 330.000 στρατιώτες, ενώ οι ιταλικές δυνάμεις έχασαν επίσης 3.000 πυροβόλα καθώς και άφθονο πολεμικό
υλικό.
Βιτόριο Εμανουέλε. Όνομα Ιταλών ηγεμόνων. Βλ. λ. Βίκτωρ Εμμανουήλ.
Βιτουμάς. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 199 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις βορειοανατολικές απολήξεις του
όρους Κόζιακα, στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, 26 χλμ. ΒΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμπάκας.
βιτουμένια (Γεωλ.). Όρος που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι (λατ. bitumen) για διάφορους τύπους φυσικών ορυκτών
υδρογονανθράκων. Σήμερα, εξαιτίας των πολυάριθμων βιομηχανικών εφαρμογών τους, υπάρχει συχνά η τάση να περιορίζεται η
έννοιά τους σε εκείνα τα μείγματα των υδρογονανθράκων που βρίσκονται στη φύση σε στερεή ή ημιστερεή κατάσταση και τα
οποία προέρχονται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτών ελαίων. Χαρακτηρίζονται από το ότι διαλύονται, κατά 99%,
μέσα σε τετραχλωριούχο άνθρακα. Τα β. βρίσκονται είτε συμπυκνωμένα, σε κατάσταση σχεδόν καθαρή και σε ποσότητες λίγο
έως πολύ μεγάλες, είτε ως ουσίες που έχουν διαποτίσει τα πορώδη πετρώματα και τις ρωγμές των ασβεστόλιθων. Έτσι γίνεται
μια βαθμιαία μετάβαση από τα β. που περιέχουν ορυκτές ουσίες, σε πετρώματα διαποτισμένα περισσότερο ή λιγότερο από β.,
που λέγονται ασφαλτούχα. Στις διάφορες μορφές τους, τα β. είναι ουσίες πολύ διαδεδομένες. Βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα μέρη
της Γης και σε όλη τη σειρά των γεωλογικών εποχών, από τον αρχαϊκό έως τον καινοζωικό αιώνα.
βιτριόλι. Κοινή ονομασία του θειικού οξέος (Η2SΟ4). Στο παρελθόν ονομάζονταν β. όλα τα θειικά άλατα· για παράδειγμα, β.
της αργίλου ονομαζόταν το θειικό αργίλιο (κοινώς στυπτηρία, βλ. λ.), γαλάζιο β. ο θειικός χαλκός, λευκό β. ο θειικός
ψευδάργυρος, πράσινο ή σιδηρούχο β. ο θειικός σίδηρος, και τέλος λάδι του β. το πυκνό θειικό οξύ. Βλ. λ. θειικό οξύ.
βιτρό (γαλλ. vitreau). Βλ. λ. υαλογράφημα.
Βιτρούβιος (Marcus Vitruvius Pollio, β’ μισό 1ου αι. π.Χ.). Λατίνος συγγραφέας. Ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία είναι γνωστά
για τον Β. Διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις ακόμα και για το όνομά του, την εποχή που έζησε, την πατρότητα του έργου του De
αrchitectura (Περί αρχιτεκτονικής) και για τη χρονολογία της συγγραφής του. Σήμερα, η επικρατέστερη αντίληψη είναι ότι ήταν
σύγχρονος του Αυγούστου και ότι το έργο του πρέπει να έχει γραφτεί περίπου το 27 π.Χ. Κυρίως αμφισβητήθηκε η γνησιότητα
της περίφημης περικοπής στην οποία περιγράφεται η βασιλική του Φάνουμ Φορτούνε, στο 5ο βιβλίο της Αρχιτεκτονικής. Το
έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί μια μεγάλη σύνθεση των οικοδομικών θεωριών του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου,
που έγινε με μια οργανική εκλογή από τις εμπειρίες διάφορων προγενέστερων καλλιτεχνών και με σκοπό τη σκιαγράφηση ενός
νέου αισθητικού συστήματος. Σημαντική είναι και η καθαυτό λεξικογραφική πλευρά του έργου του Β., ο οποίος μας άφησε μια
σειρά τεχνικών όρων, ελληνικών και λατινικών. Το ύφος του είναι ακατάστατο, στρυφνό και δυσνόητο.
Το De αrchitectura χωρίζεται σε 10 βιβλία, από τα οποία τα πρώτα επτά αναφέρονται στο κυρίως θέμα, ενώ τα τρία τελευταία
πραγματεύονται θέματα υδραυλικής, γεωμετρίας και αστρονομίας, κατασκευής μηχανών πολεμικής ή ειρηνικής χρήσης. Στο
πρώτο βιβλίο, γενικού περιεχομένου, περιγράφεται η μορφή του αρχιτέκτονα και τα όρια της αρχιτεκτονικής ως επιστήμης. Στο
δεύτερο βιβλίο υπάρχει μια συνοπτική ιστορία της αρχιτεκτονικής και στη συνέχεια η πραγματεία γίνεται σιγά-σιγά περισσότερο
αναλυτική και τεχνική. Οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί περιγράφονται στο πέμπτο βιβλίο, τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια στο έκτο, οι
τελικές εργασίες και οι διακοσμήσεις της οικοδομής στο έβδομο. Η πραγματεία του Β. χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από όλους
τους συγγραφείς αρχιτεκτονικών πραγματειών της Αναγέννησης, οι οποίοι άντλησαν από αυτήν γνώσεις και αρχιτεκτονικές
αντιλήψεις και συχνά υιοθέτησαν σχεδιαγράμματα και κριτήριά της.
Βιτς, Κόνραντ (Conrad Witz, Ρότβαϊλ, περ. 1400 – Βασιλεία 1445;). Γερμανός ζωγράφος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες και
ενδείξεις για το πώς δέχτηκε τη γαλλοβουργουνδική επίδραση που χαρακτηρίζει το ύφος του, το οποίο πάντως ήταν ιδιαίτερα
προσωπικό, γιατί δεν έγινε δυνατόν να εξακριβωθεί αν ο Χανς, ο πατέρας του, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ζωγράφο Χανς Βιτς
της Κωνσταντίας, ο οποίος μεταξύ 1424 και 1426 εργαζόταν με τον Βαν Άικ στην Αυλή του Φίλιππου του Αγαθού. Από το 1434
φέρεται ότι ανήκε στη συντεχνία των ζωγράφων της Βασιλείας. Οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε μαζί με τον Νικόλα Ρους σε
μια εκκλησία της πόλης έχουν χαθεί, και έτσι από την πρώτη περίοδο της εργασίας του μένουν σκόρπια σε διάφορα μουσεία (της
Βασιλείας, του Βερολίνου, της Ντιζόν) 13 από τα 16 κομμάτια που αποτελούσαν τη διακόσμηση του βωμού Καθρέφτης της
Σωτηρίας, που φιλοτέχνησε περίπου το 1435. Από ένα πολύπτυχο, ζωγραφισμένο περίπου το 1440, σώζονται στη Βασιλεία τρεις
πίνακες (Η συνάντηση της Χρυσής Πύλης, Άγιος Χριστόφορος και Άγιος Γαβριήλ), ένας στη Νυρεμβέργη (Ευαγγελισμός) και
δύο στο Στρασβούργο. Από το σημαντικότερο έργο του, τον βωμό του Αγίου Πέτρου (με υπογραφή και χρονολογία 1444),
σώζονται στο μουσείο της Γενεύης οι πίνακες Προσκύνηση των Μάγων, Θαυματουργός αλιεία, Απελευθέρωση του Αγίου
Πέτρου και Εμφάνιση της Παναγίας στον καρδινάλιο Μις.
Εντελώς ιδιότυπος είναι ο ρεαλισμός που χαρακτηρίζει συνήθως την τέχνη του Β. Γιατί, αν στην περίπτωση της Θαυματουργού
αλιείας η σκηνή παρουσιάζει τη λίμνη της Γενεύης (αναγνωρίζεται αμέσως η πόλη που καθρεφτίζεται σε αυτήν και η οποία
ελάχιστα διαφέρει από τη σημερινή) σε άλλους πίνακές του, που παρουσιάζουν υπερβολική απλοποίηση στη σύνθεση, τα
χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος είτε περιορίζονται στο ελάχιστο είτε δεν υπάρχουν καθόλου, έτσι που το φως
δημιουργεί γύρω σε πρόσωπα που δίνονται με πολύ έντονα χρώματα (σχεδόν μια μεταφορά στη ζωγραφική των γλυπτών του
Σλούτερ) μια διάφανη ατμόσφαιρα.
Βίτσα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 137 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στο Κεντρικό
Ζαγόρι, στην είσοδο του φαραγγιού του Βίκου, στις νοτιοανατολικές κλιτύς της κορυφής Στούρος, 37 χλμ. ΒΑ της πόλης των
Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Στον οικισμό γεννήθηκαν ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού
και συνεργάτης του Ορλόφ, Εμμανουήλ Σάρρος (1730), ο φιλόλογος, εκπαιδευτικός, λεξικογράφος Γεώργιος Ζηκίδης (1852), ο
γεωπόνος Σπυρίδων Χασιώτης (1864) και ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Δημήτριος Σάρρος (1869).
Αρχαιολογία. Στον οικισμό έχει βρεθεί νεκροταφείο των γεωμετρικών, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Από το 1965 έχουν
ερευνηθεί πολλοί τάφοι, που προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για τη γνώση της ιστορίας του τόπου και γενικότερα της Ηπείρου.
Σχεδόν ταυτόχρονα ανασκάφηκε και ο συνοικισμός στον οποίο ανήκε το νεκροταφείο. Στην περιοχή βρέθηκαν ευρήματα
κορινθιακής βιοτεχνίας.
Βιτσάρης, Ιωάννης (Αθήνα 1843 – 1892). Γλύπτης. Όπως και πολλοί άλλοι ομότεχνοί του, πήρε τα πρώτα μαθήματα
μαρμαρογλυφίας στο εργαστήριο των αδελφών Φυτάλη στην Αθήνα. Από το 1860 έως το 1864 σπούδασε στο Σχολείο των
Τεχνών του Πολυτεχνείου (όπως ονομαζόταν τότε η Σχολή Καλών Τεχνών), με καθηγητή τον Ιωάννη Κόσο και από το 1864 έως
το 1870 στο Μόναχο, όπου επανειλημμένα διακρίθηκε· έλαβε μάλιστα και πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό της Ακαδημίας με το
έργο Ο Οδυσσέας αναγνωρίζεται από την Ευρύκλεια. Το 1871 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε το εργαστήριό του.
Τα κυριότερα γλυπτά του Β. κοσμούν ταφικά μνημεία. Στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας υπάρχουν το μνημείο Παυλόπουλου με
την προτομή του νεκρού τοποθετημένη σε ψηλή στήλη και το άγαλμα της Δικαιοσύνης στη βάση της, ο Άγγελος ή το Πενθούν
Πνεύμα στον τάφο της οικογένειας Ι. Κουμέλη, η Κοιμωμένη στον τάφο της Ευρυδίκης Δεληγιάννη (1883), το ανάγλυφο
μνημείο της Σοφίας Χέλμη (1884), το μνημείο του Ι. Βούρου (1885) κ.ά. Στον τάφο της οικογένειας Στουπάθη, στο νεκροταφείο
της Ζακύνθου, βρίσκεται επίσης ένας Άγγελος. Εκτός από τα ταφικά μνημεία ο Β. δημιούργησε αρκετές προτομές, αγάλματα και
συνθέσεις.
Η γλυπτική του συνάντησε συχνά ισχυρή αντίδραση από τη σύγχρονή του κριτική. Το έργο του, Ο Αράπης Χρήστος, απεικόνιση
ενός Αιθίοπα, αλήτη της Αθήνας, θεωρήθηκε απαράδεκτο ως θέμα τέχνης από τους νεοκλασικούς τεχνοκριτικούς της εποχής
του. Ο Β., εγκαταλείποντας τα αρχαϊκά πρότυπα και την τάση της γλυπτικής να προβάλλεται προς τα έξω, έστρεψε προοδευτικά
την κατεύθυνση των γλυπτών του από την επιφάνεια προς το βάθος. Έτσι, ενώ η Δικαιοσύνη του μνημείου Παυλόπουλου, με
την ανεμιζόμενη πτυχολογία και το ανυψωμένο χέρι της, επεκτείνεται έξω από τα περιγραμματικά της όρια, ο διπλωμένος
Άγγελος του τάφου Κουμέλη με το τοξωτό σχήμα του απαλού γυμνού του σώματος κάμπτεται προς ένα συνθετικό κέντρο και,
τέλος, η Κοιμωμένη του μνημείου Δεληγιάννη κατορθώνει, μόνο με τον σφιχτό πλασμό της, να συγκεντρώσει την έκφραση στον
απλό οριζόντιο εσωτερικό της άξονα. Αυτή η πορεία, από την κίνηση της ζωής στη θλίψη και στη σιωπή του θανάτου,
εκδηλώνει την προσωπικότητα του Β. και τη συμβολή του στην ελληνική ρομαντική γλυπτική του 19ου αι. Από τα άλλα έργα
του, πιο γνωστά είναι ο Εκατόγχειρ, που καταστράφηκε μαζί με το σπίτι της οδού Ερμού όπου ήταν εντοιχισμένος, και η Εστία,
ένα τζάκι κατασκευασμένο σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Μούση και βραβευμένο στο Παρίσι το 1900.
Βιτσεντίνο, Νικόλα (Nicola Vicentino, Βενετία 1511 – Ρώμη 1572). Ιταλός μουσικοσυνθέτης. Αφού συμπλήρωσε τις
μουσικές του σπουδές στη Βενετία, έζησε στο περιβάλλον της αυλής των Έστε και αφιερώθηκε στη μουσική θεωρία και
σύνθεση. Εγκαταστάθηκε αργότερα στη Ρώμη, όπου υποστήριξε με θέρμη, περίπου το 1551, την ανάγκη μιας μεγαλύτερης
εκφραστικής ελευθερίας στη μουσική. Έγραψε το αξιόλογο θεωρητικό έργο Η παλαιά μουσική, όπως διαμορφώνεται στη
σύγχρονη τεχνική (1555) και ασχολήθηκε με την κατασκευή δύο μουσικών οργάνων, του αρχιτσέμπαλου, με 6 πληκτροφόρα
(tastiere), και ενός ανάλογου με αυτό, του αρχιοργάνου. Ως συνθέτης είναι γνωστός από τα βιβλία του με μαδριγάλια (σώζονται
το πρώτο και το τέταρτο) που, ξεκινώντας από το ύφος του Βίλαερτ, του δασκάλου του, ακολουθούν τη χρωματική του διάθεση,
προαναγγέλλοντας τα χαρακτηριστικά της τεχνικής του Τζεζουάλντο ντα Βενόζα.
Βίτσι. Κορυφή (1.218 μ.) του Βέρνου. Είναι η ψηλότερη κορυφή του βουνού και βρίσκεται στο νότιο τμήμα του, στα όρια των
νομών Φλωρίνης και Καστοριάς, ΒΔ του οικισμού Νυμφαίο. Η ονομασία χρησιμοποιείται συχνά για ολόκληρο τον ορεινό όγκο.
Βλ. λ. Βέρνο.
Βιτσιλιάς. Ακρωτήριο της Πάτμου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό ακραίο σημείο του νησιού. Ονομάζεται και Ηλίας.
Βιτσώρης, Δημήτριος (Θεσσαλονίκη 1902 – Αθήνα 1945). Ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, χωρίς
όμως να συνεχίσει τις σπουδές του, γιατί ήρθε σε σύγκρουση με το σύστημα της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Ταξίδεψε πολύ στη
δυτική Ευρώπη, όπου μελέτησε τα ζωγραφικά ρεύματα της εποχής του. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μικρός
Παρισινός, δημοσιεύοντας διάφορα σκίτσα του. Το 1927 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα και ασχολήθηκε κυρίως με
τοπιογραφίες και προσωπογραφίες. Εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη συγγραφή αισθητικών μελετών και έγραψε
τα βιβλία Τέχνη και εποχή, Έρευνα και διδασκαλία, Προβλήματα δημόσιας αισθητικής κ.ά.
Βίτων. Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο ένας από τους δύο γιους της Κυδίππης, ιέρειας της Ήρας· ο
άλλος λεγόταν Κλέοβις. Ο Σόλων, όταν ρωτήθηκε από τον Κροίσο, τους χαρακτήρισε ως τους πιο ευτυχισμένους θνητούς μετά
τον Τέλλο τον Αθηναίο, γιατί δέθηκαν στον ζυγό και έσυραν την άμαξα όπου καθόταν η μητέρα τους για να την μεταφέρουν
εγκαίρως στο Ηραίο (μεταξύ Άργους και Μυκηνών), όπου ήταν ιέρεια, την ημέρα της γιορτής της θεάς. Η μητέρα παρακάλεσε
την Ήρα να δώσει στους γιους της την πιο μεγάλη ευτυχία που μπορεί να ελπίσει ο άνθρωπος, και οι δύο νέοι κοιμήθηκαν στο
ιερό και δεν ξύπνησαν πια. Έτσι η θεά έδειξε πως είναι προτιμότερο για τον άνθρωπο να πεθάνει ένδοξα παρά να ζει άδοξα.
Βίτων ο τακτικός (α’ μισό 2ου αι. π.Χ.). Στρατιωτικός συγγραφέας που έγραψε το Περί κατασκευών πολεμικών οργάνων και
καταπελτών, το οποίο σώθηκε σε επιτομή.
Βίχερτ, Ερνστ (Ernst Wiechert, Φόρστχαους Κλάινορτ, Πρωσία 1887 – Ίρικον, Ελβετία 1950). Γερμανός συγγραφέας. Από τα
πρώτα μυθιστορήματά του παρουσιάζεται ο μελαγχολικός και εσωστρεφής χαρακτήρας του με έντονη θρησκευτική συνείδηση.
Με τα έργα του Το δάσος (1922) και Ο λύκος των νεκρών (1924), ο Β. αποκάλυψε τα κύρια στοιχεία της αφηγηματικής του
τέχνης, τον λυρισμό της πρόζας του και τη νοσταλγική προσήλωσή του στην αγνότητα της φύσης, η οποία παρουσιάζεται ακόμα
πιο έντονη στα έργα του Το φλάουτο του Πάνα (1930) και Ποιμενική νουβέλα (1935). Από τα πολλά μυθιστορήματα της πιο
γόνιμης συγγραφικής του περιόδου, που όλα είναι διαποτισμένα με το πνεύμα της εγκαρτέρησης και της ταπεινής απλότητας,
αξιομνημόνευτα είναι τα Δάση και άνθρωποι (1936) και Η απλή ζωή (1939). Υπέστη διώξεις από το ναζιστικό καθεστώς και
οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, απ’ όπου βγήκε με κλονισμένη τη σωματική και πνευματική του
υγεία και παρέμεινε υπό παρακολούθηση έως το 1945 στο Μόναχο. Το 1948 εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Οι εμπειρίες των
διωγμών αντανακλώνται στο έργο του Το δάσος των νεκρών (1945) και με μικρότερη δύναμη στο Χωρίς όνομα (1950), έργο
στο οποίο ο Β. επανέρχεται στο ιδεώδες του, της εγκαρτέρησης και της απομάκρυνσης από τα εγκόσμια.
Βίων. Διμηνιαίο περιοδικό σύγγραμμα που εκδόθηκε το 1878 στη Σμύρνη από τους Σ. Σολομωνίδη και Γ. Υπερίδη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την τουρκική λογοκρισία, στο περιοδικό καταχωρήθηκαν μελέτες με εθνικό περιεχόμενο και
ποιήματα εμπνευσμένα από σφαγές Ελλήνων και Τούρκων. Η έκδοση του περιοδικού διακόπηκε τον Ιούλιο του 1879.
Βίων ο Αβδηρίτης (4ος αι. π.Χ.). Μαθηματικός από τα Άβδηρα, συγγενής του φιλόσοφου Δημόκριτου. Υποστήριξε πως
υπάρχουν στη Γη τόποι όπου η ημέρα διαρκεί έξι μήνες και η νύχτα άλλο τόσο, γεγονός που μαρτυρά ότι γνώριζε τη
σφαιρικότητα της Γης.
Βίων ο Βορυσθενίτης (3ος αι. π.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος από τη Βορυσθενίδα. Δούλος αρχικά, ορίστηκε από τον κύριό του
κληρονόμος της περιουσίας του. Ήρθε στην Αθήνα από τη Χαλκίδα και υπήρξε μαθητής του Θεόφραστου και του Θεόδωρου
του Άθεου, αλλά προσχώρησε τελικά στην κυνική φιλοσοφία. Ο Β. δίδαξε έναν ηδονιστικό κυνισμό και θεωρείται πρόδρομος
του Λουκιανού. Σώζονται μόνο αποσπάσματα από το έργο του.
Βίων ο Μιλήσιος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γλύπτης. Ήταν γιος του Διόδωρου και μετά την καταστροφή της Μιλήτου
(495-494) από τους Πέρσες, εργάστηκε για τους Δεινομενίδες στις Συρακούσες. Στους Δελφούς βρέθηκε μια βάση με υπογραφή
από το αφιέρωμα του Γέλωνα για τη νίκη της Ιμέρας (480), την οποία αποτελούσαν μία Νίκη και ένας χρυσός τρίποδας.
Έναν άλλο Β., επίσης γλύπτη, Κλαζομένιο ή Χίο, αναφέρει ο σύγχρονός του Ιππώναξ.
Βίων ο Σμυρναίος (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ποιητής από τη Σμύρνη. Έζησε πιθανώς στη Σικελία, όπου και πέθανε από
δηλητήριο. Σώζονται 17 αποσπάσματα από τα Βουκολικά του και από τον Επιτάφιο του Αδώνιδος, στον οποίο μιμήθηκε τον
Θεόκριτο, αλλά η έμπνευσή του είναι διαφορετική και το πάθος και ο πλούσιος συναισθηματισμός που τον χρωματίζουν δίνουν
στον Επιτάφιο μια αναμφισβήτητη ποιητική αξία. Στον Β. αποδίδεται επίσης και το απόσπασμα από το ονομαζόμενο
Eπιθαλάμιο του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, από αβέβαιη χειρόγραφη πηγή.
βλάβη (Νομ.). Η κατά παράβαση του νόμου ή συμβατικής υποχρέωσης πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι
μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος, που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε
από τη μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης (συμβατική ευθύνη) απέναντι στον παθόντα είτε από μια συμπεριφορά που
παραβιάζει τον νομικό κανόνα ακόμα και όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερος συμβατικός δεσμός μεταξύ εκείνου που προξένησε τη β.
και του προσώπου σε βάρος του οποίου έγινε η β. (εξωσυμβατική ευθύνη).
Η β. μπορεί να είναι περιουσιακή ή μη περιουσιακή· στα παλαιότερα δίκαια η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης είχε
αναγνωριστεί μόνο στις περιπτώσεις περιουσιακής β. Το σύγχρονο δίκαιο και ιδιαίτερα ο ελληνικός Αστικός Κώδικας
προβλέπουν την επανόρθωση κάθε ζημίας, ιδιαίτερα όπου υπάρχει αδικοπραξία. Ειδικότερα, προβλέπεται καταβολή
αποζημίωσης στην περίπτωση θανάτωσης προσώπου (νοσηλεία, έξοδα κηδείας, διατροφή κλπ.), β. του σώματος ή της υγείας. Η
αποζημίωση περιλαμβάνει όχι μόνο τη ζημία που προκλήθηκε άμεσα αλλά και το διαφυγόν κέρδος· για παράδειγμα, στην
περίπτωση β. του σώματος ή της υγείας περιλαμβάνεται και ό,τι ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον,
εξαιτίας αύξησης των δαπανών του. Στην περίπτωση της θανάτωσης ή της σωματικής β., δικαίωμα αποζημίωσης έχουν και τα
τρίτα πρόσωπα, τα οποία, εξαιτίας της μεσολάβησης της αδικοπραξίας, πρόκειται να στερηθούν στο μέλλον τις υπηρεσίες που
τους προσέφερε εκείνος που έπαθε. Επιπλέον, ανεξάρτητα από την οφειλόμενη αποζημίωση, η αδικοπραξία μπορεί να
συνεπάγεται, κατά την κρίση κάθε φορά του δικαστηρίου, και την υποχρέωση καταβολής «ικανοποιήσεως λόγω ηθικής β.» σε
εκείνον που υπέστη ζημιά.
Η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης βαρύνει κατ’ αρχήν εκείνον που προκάλεσε τη ζημία, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις κατά
τις οποίες η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που προκάλεσε τη ζημία (έλλειψη συνείδησης, ανήλικοι κάτω των 14 ετών ή
κωφάλαλοι που ενεργούν χωρίς διάκριση), αλλά επιφυλάσσεται στο δικαστήριο η ευχέρεια να επιδικάσει αποζημίωση και στις
περιπτώσεις αυτές εκτιμώντας την κατάσταση των μερών. Προβλέπονται εξάλλου περιπτώσεις κατά τις οποίες αναγνωρίζεται η
ευθύνη προσώπου, το οποίο δεν προξένησε το ίδιο τη ζημία. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του κυρίου ή του λεγόμενου
προστήσαντος, οι οποίοι ευθύνονται για τις πράξεις του υπηρέτη ή εκείνου που ενεργεί ως βοηθός για την εκπλήρωση της
παροχής, όπως επίσης και οι περιπτώσεις του προσώπου που ασκεί την εποπτεία ανηλίκου ή ατόμου σε δικαστική
συμπαράσταση (εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε κανονικά την εποπτεία), του κατόχου ζώου ή του κυρίου ακινήτου που
προξένησαν ζημία σε τρίτους ή σε πράγματα τρίτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αστικός Κώδικας μνημονεύει ρητώς την
υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στις περιπτώσεις προσβολής των χρηστών ηθών, των δυσφημιστικών για την υπόληψη
ενός προσώπου διαδόσεων, της προσβολής της τιμής μιας γυναίκας όχι μόνο με τη διάπραξη αξιόποινης πράξης, αλλά και με
άλλα μέσα ή ενέργειες.
Για την απόδειξη της β. παρέχονται όλα τα αποδεικτικά μέσα της πολιτικής δικονομίας, ενώ εξάλλου ο Αστικός Κώδικας δίνει
κατευθυντήριες γραμμές για την αντικειμενική εκτίμηση της β. Οι σχετικές απαιτήσεις, που προέρχονται από την τέλεση
αδικοπραξίας, παραγράφονται έπειτα από πέντε χρόνια από τότε που εκείνος που ζημιώθηκε πληροφορήθηκε τη ζημία και το
πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να την επανορθώσει, αλλιώς μετά παρέλευση εικοσαετίας.
Βλαβιανός. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Αμοργό.
1. Γεώργιος. Εκατόνταρχος, ο οποίος προσέφερε πολλές υπηρεσίες στην προπαρασκευή της Επανάστασης. Έπεσε ως
ιερολοχίτης στο Δραγατσάνι.
2. Ιωάννης. Χιλίαρχος που πήρε μέρος σε πολλές μάχες και διακρίθηκε για την αυταπάρνησή του.
Βλάγκαδα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 29 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στις κλιτύς των
Τζουμέρκων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγνάντων.
Βλαδιβοστόκ (Vladivostok). Πόλη (594.701 κάτ. το 2002) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ρωσίας, πρωτεύουσα του Εδάφους
Πριμόρσκι. Η πόλη είναι χτισμένη στη σιβηρική χερσόνησο Μουράβιεφ-Αμούρσκι, που προωθείται στον κόλπο του Μεγάλου
Πέτρου, μεταξύ των χερσονήσων του Αμούρ και του Χρυσού Κέρατος, στο ανατολικό όριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Εκεί
είναι και το τέρμα του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου, που φτάνει στην πόλη από το βιομηχανικό κέντρο του Ουσουρίσκ (πρώην
Βοροσίλοφ).
Το Β. είναι ο σημαντικότερος ρωσικός ναύσταθμος και το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της χώρας στον Ειρηνικό, ανοιχτό στο
εμπόριο όλες τις εποχές του έτους, αφού μένει ελεύθερο από πάγους. Από το λιμάνι αυτό ξεκινούν οι γραμμές ναυσιπλοΐας που
συνδέουν το Β. με τα λιμάνια του νησιού Σαχαλίνη, της Καμτσάτκα και της Οχοτσκικής Θάλασσας. Η πόλη είναι επίσης
βιομηχανικό κέντρο (με ναυπηγεία, κονσερβοποιεία, βιομηχανίες ξύλου κ.ά.), αλλά και μορφωτικό, με πολυτεχνείο, ίδρυμα
ωκεανογραφικών και ιχθυολογικών ερευνών του Ειρηνικού, καθώς και ναυτική ακαδημία.
Ιστορία. Η πρώτη εγκατάσταση των Ρώσων στην περιοχή ανάγεται στο 1860, όταν δημιούργησαν εκεί ένα στρατιωτικό
προκεχωρημένο φυλάκιο. Το Β. συγκροτήθηκε σε πόλη το 1880 και από τότε αναπτύχθηκε σύντομα, αρχικά ως αλιευτικό λιμάνι
και αργότερα ως εμπορικό κέντρο, κυρίως μετά την κατασκευή του Υπερσιβηρικού το 1890. Στα τέλη του 19ου αι. αριθμούσε
30.000 κατοίκους, κυρίως Κινέζους και Κορεάτες. Η ανάπτυξή του υπήρξε ραγδαία μετά το 1905, όταν οι Ρώσοι έχασαν το
Πορτ Άρθουρ και αποφάσισαν τη διεύρυνση του λιμανιού για να μπορεί να ναυλοχεί ο ρωσικός στόλος του Ειρηνικού, ενώ
συγχρόνως άρχισε η εγκατάσταση πολλών βιομηχανιών. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το λιμάνι σταμάτησε να εξυπηρετεί
εμπορικά πλοία δυτικών χωρών, αλλά από το 1990 ανέκτησε τη διεθνή εμπορική του σημασία, ως πύλη προς την ηπειρωτική
Ρωσία.
Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ (Theodore Vladimirescu, Μεχωνδίσιο Μικρής Βλαχίας [σημερινή Ρουμανία] 1780 – 1821).
Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως
αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή του τη δράση, τιμήθηκε από τον Κ. Υψηλάντη με το παράσημο του Αγίου
Βλαδίμηρου. Από το παράσημο αυτό πήρε και το επώνυμό του. Το 1812 διορίστηκε στρατιωτικός έπαρχος στην ιδιαίτερη
πατρίδα του. Είχε φιλία με τον Γεωργάκη Ολύμπιο, που υπηρετούσε στη Βλαχία. Όταν οι αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας
αποφάσισαν πως η Επανάσταση έπρεπε να εξαπλωθεί σε όλη τη Βαλκανική, ανέθεσαν στον Ολύμπιο να τον κατηχήσει. Ο Β.
ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό και πρότεινε μάλιστα να αρχίσει η Επανάσταση από τη Μολδοβλαχία και όχι από την
Πελοπόννησο. Όταν όμως κηρύχτηκε η Επανάσταση και την αποδοκίμασε ο τσάρος, ο Β., που δύο μήνες πριν είχε ξεσηκώσει τη
Βλαχία, φοβήθηκε τις συνέπειες και άλλαξε τακτική. Με τον φίλο του Ολύμπιο –για να κερδίσουν χρόνο– είχαν συμφωνήσει να
παρουσιάσει ο Β. ως αίτια του κινήματός του την κακοδιοίκηση των Φαναριωτών ηγεμόνων που έστελνε η Πύλη και να
αποκρύψει την αντίθεσή του προς τον σουλτάνο. Ουσιαστικά, όμως, ο Β. χρησιμοποίησε την πρόφαση αυτή για να ελαφρύνει τη
θέση του, διαχωρίζοντας τις ευθύνες του από τους συμμάχους του Έλληνες. Όταν τα τουρκικά στρατεύματα μπήκαν στη Βλαχία,
ο Β. ήρθε σε επαφή με τους Τούρκους, που του ζήτησαν απτά δείγματα της νομιμοφροσύνης του: τα κεφάλια του Υψηλάντη και
του Γεωργάκη Ολύμπιου ή την απομόνωσή τους στη Βλαχία. Στη δεύτερη περίπτωση έπρεπε να αποκλειστεί η υποχώρηση του
Υψηλάντη και ο Β. με το σώμα του πήγε για τον σκοπό αυτό στο Πιτέστι. Ο Ολύμπιος τον κάλεσε τότε να συναντηθούν και
τελικά τον μετέπεισε. Επειδή όμως πολλές δολοφονίες οπλαρχηγών παρέμειναν ανεξήγητες και είχαν προκαλέσει μεγάλη
αγανάκτηση, πολλοί θεώρησαν ότι ήταν έργο του Β. Οι υποψίες αυτές και οι επαφές του με τους Τούρκους, ανάγκασαν τους
υπαρχηγούς του, Μακεδόνσκι και Χατζή Πρόδα, να αποφασίσουν σε συμβούλιο να γράψουν στον Ολύμπιο. Ο Ολύμπιος, με
λίγους δικούς του ιππείς και πεζούς, έφτασε στο στρατόπεδο τον Μάιο του 1821, όπου και ρώτησε τους συνεργάτες του αν
θέλουν τέτοιο αρχηγό. Οι περισσότεροι φώναξαν πως δεν τον θέλουν. Ο Β. ζήτησε τότε να οδηγηθεί στον Υψηλάντη, στον
οποίο και απολογήθηκε, επιρρίπτοντας τις ευθύνες του σε άλλους. Ο Υψηλάντης τον παρέδωσε στους Καραβία, Ορφανό και Κ.
Καραβελλόπουλο. Τα μεσάνυχτα της 22ας Μαΐου 1821 τον σκότωσαν σε ενέδρα δύο στρατιώτες.
Αυτή πάντως είναι η παλαιότερη εκδοχή για τη στάση του Β. Σήμερα οι Ρουμάνοι τον θεωρούν εθνικό τους ήρωα. Νεότερες
έρευνες απέδειξαν ότι τα τεκμήρια που έφτασαν στα χέρια του Υψηλάντη ήταν πλαστά, προϊόν συκοφαντικών επιδιώξεων των
αυστριακών αρχών. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία ότι η αυστριακή κυβέρνηση προσπαθούσε να διαλύσει τον επαναστατικό
στρατό με κάθε μέσο. Μετά τη δολοφονία του Β. ένα μέρος του στρατιωτικού σώματος ενώθηκε με τους άντρες του Υψηλάντη
και του Ολύμπιου, ενώ οι άλλοι άντρες του σώματος σκόρπισαν.
Βλαδίμηρος (Vladimir). Όνομα δύο Ρώσων ηγεμόνων.
1. Βλαδίμηρος Α’, ο Άγιος ή Μέγας (956 – 1015). Μέγας δούκας του Κιέβου (978-1015), άγιος και ισαπόστολος της Ρωσικής
Εκκλησίας. Γιος του Σβιατοσλάβου Α’ και της Μαλούσας, οικονόμου της μητέρας του, πριγκίπισσας Όλγας, κατόρθωσε να
καταλάβει το δουκάτο του Κιέβου το 978. Κατά τον Ρώσο χρονογράφο Νέστορα, στα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του ο Β. ήταν
ακόλαστος με τέσσερις νόμιμες συζύγους και 800 παλλακίδες. Οι νεότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Β. ασπάστηκε τον
χριστιανισμό (989) για να περιφρουρήσει τα οικονομικά συμφέροντα της ηγεμονίας του, που είχε αναπτύξει σημαντικές
εμπορικές σχέσεις με το Βυζάντιο. Ο γάμος του, εξάλλου, με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα πιστοποιεί το γεγονός. Το
παράδειγμά του μιμήθηκαν πολλές χιλιάδες Ουκρανοί και Ρώσοι κάθε κοινωνικής τάξης και έτσι ο χριστιανισμός του ορθόδοξου
δόγματος διαδόθηκε στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Μετά τον προσηλυτισμό του στον χριστιανισμό, ο Β. έζησε λιτή ζωή και
αφοσιώθηκε στη διάδοση της νέας θρησκείας και στην προώθηση της παιδείας. Ταυτόχρονα, διεύρυνε τα όρια της ηγεμονίας και
έχτισε οχυρό στον Δνείπερο, για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των Πετσενέγων. Στο Κίεβο υπάρχει ναός βυζαντινού ρυθμού,
που τιμάται στη μνήμη του (15 Ιουλίου).
2. Βλαδίμηρος Β’, ο Μονομάχος (1053 – 1125). Μέγας δούκας του Κιέβου (1113-25). Ο Β. ήταν γιος Ελληνίδας πριγκίπισσας,
πιθανώς από την οικογένεια των Μονομάχων. Εκστράτευσε πολλές φορές εναντίον γειτονικών λαών και κατόρθωσε να εκδιώξει
από τα εδάφη του τους Τούρκους. Οι Ρώσοι χρονογράφοι τον αναφέρουν ως λαμπρό στρατηγό, υποδειγματικό κυβερνήτη,
μεγάλο φιλάνθρωπο και υποστηρικτή της Εκκλησίας και των γραμμάτων. Εξάλλου, το σύγγραμμά του Διδασκαλία θεωρείται
σημαντικό κείμενο της ρωσικής φιλολογίας. Στα χρόνια της ηγεμονίας του, το Κίεβο έφτασε στο αποκορύφωμα της πολιτικής
και πολιτιστικής του ακμής. Μετά τον θάνατό του, όμως, το κέντρο της πολιτικής ζωής μετατοπίστηκε από το Κίεβο στη
βορειοανατολική Ρωσία.
Βλαδίσλαος ή Βλαδισλάβος. Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. Βλ. λ. Λαδίσλαος.
βλακεία (Νομ.). Ο αναχρονιστικός και ασαφής αυτός όρος για μια μορφή διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ενδιαφέρει
ωστόσο το ποινικό δίκαιο, γιατί η ύπαρξή της μπορεί να θεμελιώσει έλλειψη ικανότητας του ατόμου για καταλογισμό
αξιόποινων πράξεων. Ακόμη, ο Ποινικός Κώδικας ορίζει ότι είναι δυνατό να μην εξετασθεί ο βλάκας κατά τη διάρκεια
ανάκρισης ή ενώπιον του δικαστηρίου.
Βλαμένκ, Μορίς ντε- (Maurice de Vlaminck, Παρίσι 1876 – Ρουέγ-λα-Γκαντελιέρ 1958). Γάλλος ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, ο
Β. γνώρισε το 1900 στο Σατού τον Αντρέ Ντερέν και μοιράστηκε μαζί του το εργαστήριό του. Η προτίμηση για το καθαρό
χρώμα που εκδηλώνεται και στους δύο ζωγράφους εκφράζεται στον Β. με τόνους ιδιαίτερα βίαιους, αποτέλεσμα κυρίως της
εντύπωσης που δέχτηκε από την έκθεση έργων του Βαν Γκογκ, που έγινε το 1901 στο Παρίσι, στην γκαλερί του Μπερνχάιμ του
νεότερου. Με αυτή την ευκαιρία ο Β. γνώρισε, μέσω του Ντερέν, τον Ματίς και ήρθε σε επαφή με την ομάδα των μελλοντικών
φοβιστών (fauves). Μαζί τους εξέθεσε έργα του στο Φθινοπωρινό Σαλόν το 1905 και στο Σαλόν των Ανεξαρτήτων το 1906,
όπου έγιναν γνωστά τα κοινά μοτίβα της ομάδας. Οι πίνακες του Β. αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από έναν τραχύ τόνο
στο σχέδιο και στο χρώμα, όπως για παράδειγμα Τα κόκκινα δέντρα (1906, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Παρίσι), που δεν
υποτάσσεται σε άλλον νόμο εκτός από αυτόν της ακραίας εκφραστικής αμεσότητας. Από το 1907, αναζητώντας μια μέθοδο
οργάνωσης και σύνθεσης του υλικού του, ο Β. στράφηκε προς τον Σεζάν, του οποίου είχε δει μια αναδρομική έκθεση εκείνης
της χρονιάς στο Φθινοπωρινό Σαλόν και ζωγράφισε τους πίνακες Πιάτο με φρούτα και μπλε βάζο (1907, συλλογή Μαξ
Καγκάνοβιτς, Παρίσι), Το σπίτι με το παραπέτο (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Παρίσι), στους οποίους, παρά την έκδηλη
ογκομετρική και ισορροπιστική τους τάση, διακρίνονται οι βίαιες χρωματικές σχέσεις, η δημιουργική ορμή και το πάθος της
εμπειρίας του φοβισμού. Με τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο μάλλον έλαβε τέλος η πιο δημιουργική περίοδος του Β., καθώς έκτοτε
τα τοπία και οι νεκρές φύσεις του περιέπεσαν σε κατώτερο επίπεδο.
Βλάμη, Εύα (Πειραιάς 1920 – Αθήνα 1974). Πεζογράφος και ποιήτρια. Καταγόταν από το Γαλαξίδι και έκανε την πρώτη
εμφάνισή της στα γράμματα το 1947 με το λυρικό χρονικό Γαλαξείδι. Ακολούθησε το θαλασσινό μυθιστόρημα Σκελετόβραχος
(1950), που τιμήθηκε με το λογοτεχνικό Βραβείο των Δώδεκα. Άλλα έργα της: Τα όνειρα της Αγγέλικας (1958) και Στον
αργαλειό του φεγγαριού (1963).
Βλάμης, Δρόσος. Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Ήταν εμποροπλοίαρχος από το Γαλαξίδι και όταν άρχισε η Επανάσταση,
πήρε μέρος με Κεφαλονίτες και Γαλαξιδιώτες στον αποκλεισμό των κόλπων της Πάργας και της Ναυπάκτου. Όταν τον
Σεπτέμβριο του 1821 καταστράφηκε το Γαλαξίδι, ο Β. έχασε το σκάφος του, το οποίο οι Τούρκοι μετέφεραν στην
Κωνσταντινούπολη.
Βλανδίνα. Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίου, μαζί με τους Άτταλο,
Ματούρο και Σάκτο. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου.
Βλαντ (Vlad, Σιγκισοάρα 1431; – 1476). Ρουμάνος ηγεμόνας της Βλαχίας. Αντιτάχθηκε στην πολιτική υπεροχή των Βογιάρων
και υποστήριξε τους εμπόρους και τους μικροϊδιοκτήτες γης, μερικοί από τους οποίους ανήλθαν στην τάξη των ευγενών. Ήταν
διαβόητος για τη σκληρότητά του προς τους αντιπάλους του, τους οποίους συνήθως παλούκωνε. Αντιστάθηκε στην τουρκική
επέκταση, ύστερα όμως από την ήττα του (1462) κοντά στο Τιργοβίσκ, διέφυγε στην Τρανσυλβανία, όπου κρατήθηκε
αιχμάλωτος για μια δεκαετία από τον Ούγγρο βασιλιά Ματθία Α’. Το 1476 ανέκτησε τον θρόνο του με τη βοήθεια του ηγεμόνα
της Μολδαβίας, σκοτώθηκε όμως λίγο αργότερα σε μια σύγκρουση με τους Τούρκους.
Το προσωνύμιο του Β. ήταν Δράκουλας (Dracula), που στα ρουμανικά σημαίνει γιος του διαβόλου, μια και Διάβολος (Drac)
ήταν το προσωνύμιο του πατέρα του, πρίγκιπα Β. Αυτό το προσωνύμιο έμελλε να περάσει αλλοιωμένο στη σύγχρονη δυτική
λογοτεχνική ιστορία και να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, χάρη στον συγγραφέα Μπραμ Στόκερ που έχτισε την πλοκή ενός
μυθιστορήματός του γύρω από αυτό. Το βιβλίο Δράκουλας (1897) δεν είχε καμία σχέση με την πραγματική ιστορία του Β., τον
οποίο οι Ρουμάνοι θεωρούν εθνικό ήρωά τους, αλλά ήταν αρκετό για να συνδεθεί η Τρανσυλβανία με τους βρικόλακες, και
μάλιστα με συχνές αναφορές στη λαϊκή φιλολογία και κουλτούρα (κινηματογραφικές ταινίες του Πολάνσκι, του Κοπόλα κ.ά.).
Βλαντής. Επώνυμο οικογένειας λογίων του 19ου αι.
1. Ανδρέας (Λευκάδα 1813 – 1885). Νομομαθής και φιλόλογος, γιος του Σπυρίδωνα (βλ. 2.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη
Λευκάδα και το 1835 αποφοίτησε από τη νομική σχολή της Ιονίου Ακαδημίας. Παράλληλα, ο Β. παρακολούθησε στην Κέρκυρα
τα ιδιωτικά μαθήματα του ποιητή Ανδρέα Κάλβου και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Σιένα της Ιταλίας. Όταν γύρισε
στα Επτάνησα υπηρέτησε ως υπάλληλος της Γερουσίας και από το 1850 έως το 1856 γραμματέας της Ιονίου Βουλής. Το 1862
διορίστηκε πρόεδρος πρωτοδικών στην Ιθάκη, αλλά αρνήθηκε τον διορισμό για λόγους υγείας. Μετά την Ένωση,
αντιπροσώπευσε τη Λευκάδα ως πληρεξούσιός της στην Εθνοσυνέλευση του 1864.
2. Σπυρίδων (Βενετία 1765 – 1830). Λόγιος, με καταγωγή από τα Κύθηρα, τελευταίος διευθυντής του Φλαγγινιανού
Φροντιστηρίου της Ρώμης. Σπούδασε στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του ανέλαβε τη
διεύθυνσή του έως το 1797. Ο Β. έγραφε σε καθαρεύουσα, ενώ υπήρξε ευσυνείδητος εκδότης αρχαίων κειμένων και διορθωτής
τους στο τυπογραφείο των Γλυκέων. Ασχολήθηκε και με μεταφράσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες σε έργα του Γκολντόνι
και του Βοκάκιου. Στις μεταφράσεις του συγκαταλέγονται και οι Μεταμορφώσεις του Οβιδίου και οι Βιογραφίες του Κορνήλιου
Νέπωτος. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτα όμως είναι το Λεξικόν της Γραικικής τε και Ιταλικής (Βενετία, 1806) και το Γεωγραφικό
Λεξικό (Βενετία, 1815).
3. Σπυρίδων (Λευκάδα 1855 – 1938). Νομομαθής και ιστορικός, γιος του Ανδρέα (βλ. 1.). Φοίτησε στη Ζωσιμαία σχολή στα
Ιωάννινα και μετά πήγε στην Πίζα, όπου σπούδασε νομικά και ανακηρύχθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της ιταλικής πόλης.
Το 1882 γύρισε στη Λευκάδα και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Παράλληλα, διορίστηκε επίτιμος πρόξενος της Ιταλίας
(1883) και, αργότερα, της Γαλλίας (1914). Το 1910 εξελέγη βουλευτής. Ο Β. ασχολήθηκε με την ιστορία και έγραψε αρκετές
μελέτες. Μεταξύ των έργων του, τα σπουδαιότερα είναι: Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς και Οι
Γάλλοι εν Λευκάδι.
Βλαντί, Μαρίνα (Marina Vlady, Κλισί 1938 – ). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Μαρίνα ντε Πολιακόφ-
Μπαϊντάροφ (Marina Catharina de Poliakoff-Baidaroff). Ξεκίνησε την καριέρα της στον κινηματογράφο ως παιδί-θαύμα και στη
διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ήταν ήδη μεγάλη σταρ. Εμφανίστηκε σε περισσότερες από 60 ταινίες, ενώ το 1963 κέρδισε το
βραβείο ερμηνείας του φεστιβάλ Κανών, για την προκλητική ταινία του Μάρκο Φερέρι, Η κρεβατοκάμαρα του επισκόπου.
Συνεργάστηκε με Έλληνες σκηνοθέτες όπως τον Νίκο Κούνδουρο και τη Μαρία Ηλιού. Κυριότερες ταινίες της: Το τρίγωνο των
Βερμούδων, Μπορντέλο, Αλεξάνδρεια. Οι αδελφές της, Ελέν Βελιέ και Οντίν Βερσουά, είναι επίσης ηθοποιοί.
Βλαντιβοστόκ. Βλ. λ. Βλαδιβοστόκ.
Βλαντιμίρ. Όνομα Ρώσων ηγεμόνων. Βλ. λ. Βλαδίμηρος.
Βλαντοί. Συστάδα βραχονησίδων στις Κυκλάδες. Βρίσκεται κοντά στην νότια ακτή της Τήνου, στο κανάλι Τσικνιά.
Βλασαίικα. Ονομασία δύο οικισμών της Πελοποννήσου.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 111 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στην
ακτή του Σαρωνικού κόλπου, στον όρμο Αλμυρής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρωνικού.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 39 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Μεσσηνιακής
χερσονήσου, στην πρώην επαρχία Πυλίας, Β της Φοινικούντα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιπείας.
Βλάσης. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Άργος.
1. Θεοδωράκης. Φιλικός, που αντέδρασε στο σχέδιο της άμεσης εξέγερσης, στη συνέλευση της Βοστίτσας (Ιανουάριος 1821).
Πήρε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση και το 1822 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης.
2. Ιωάννης. Πριν από το 1821 ήταν εγκατεστημένος στη Σμύρνη. Με την έκρηξη της Επανάστασης, βοήθησε οικονομικά τον
Αγώνα.
3. Ιωάννης. Γιος του Θεοδωράκη. Σπούδασε ιατρική στην Πάντοβα της Ιταλίας. Διετέλεσε βουλευτής και δήμαρχος Άργους έως
το 1861.
4. Χρηστάκης. Γιος του Θεοδωράκη. Προεστός στο Άργος, μυήθηκε και αυτός στη Φιλική Εταιρεία. Ήταν πληρεξούσιος στις
εθνοσυνελεύσεις του 1823 και του 1826, μέλος της Προσωρινής Διοίκησης του 1823, έπαρχος Ναυπλίου το 1823, δήμαρχος
Άργους το 1834, μέλος της Εθνοσυνέλευσης του 1843 και γερουσιαστής.
Βλάσης. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 173 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Πυλίας, 36 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας και ΒΑ της Πύλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουφράδων.
Βλάσι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 214 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις δυτικές
κλιτύς της οροσειράς Νότιας Πίνδου-Αγράφων, ανάμεσα στις κορυφές Βουτσικάκι και Σχιζοκάραβο, 60 χλμ. Δ της πόλης της
Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αθαμανών.
Βλάσιος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Κτηνοτρόφος από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Πέθανε έπειτα από βασανιστήρια και η μνήμη του τιμάται στις 3
Φεβρουαρίου.
2. Επίσκοπος Σεβάστειας. Έζησε μέσα σε ένα σπήλαιο και μαρτύρησε στα χρόνια του Λικινίου (308-324). Η μνήμη του τιμάται
στις 11 Φεβρουαρίου.
Βλασόπουλος. Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, με καταγωγή από την Ιθάκη.
1. Ιωάννης (Ιθάκη ; – Ναύπλιο 1836). Έμαθε ξένες γλώσσες και μετέβη στη Ρωσία σε νεαρή ηλικία. Τελείωσε τη στρατιωτική
σχολή της Μόσχας και κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό, όπου έφτασε στον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1798 βρισκόταν με
άδεια στην Ιθάκη, όταν ο Αλή πασάς, που είχε καταλάβει την Πρέβεζα, ετοιμαζόταν να καταλάβει και τη Λευκάδα. Ο Β. πήγε
στον Αλή πασά ως δήθεν απεσταλμένος του Ρώσου ναυάρχου και τον προειδοποίησε να μην επιχειρήσει απόβαση στη Λευκάδα,
γιατί αλλιώς ο ρωσικός στρατός θα προέλαυνε στην Ήπειρο. Ο Αλή πασάς δεν τόλμησε τότε να καταλάβει τη Λευκάδα και έτσι
το νησί σώθηκε. Οι Ρώσοι ενέκριναν την ενέργειά του και σε ανταμοιβή των υπηρεσιών του τον έκαναν συνταγματάρχη και
πολιτικό διοικητή της Πάργας. Το 1816 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ρωσίας στην Πάτρα. Αργότερα κατηχήθηκε στη
Φιλική Εταιρεία και προσέφερε πολλές υπηρεσίες στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης. Λέγεται μάλιστα ότι αυτός έπεισε
τον Αλή πασά να έλθει σε ρήξη με τον σουλτάνο, με την υπόσχεση πως θα τον βοηθούσε η Ρωσία και ότι ο ίδιος επίσης έπεισε
και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να προσχωρήσει στον Αγώνα. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ο Β. πήγε στη Ρωσία. Το 1830
επέστρεψε στην Πάτρα, ως πρόξενος της Ρωσίας.
2. Κωνσταντίνος. Γιος του Ιωάννη. Το 1821, ενώ ήταν υποπρόξενος της Ρωσίας στην Πύλο, οι Τούρκοι τον κακοποίησαν με την
κατηγορία ότι διευκόλυνε την απόβαση του Κολοκοτρώνη στη Μάνη. Το 1827 διορίστηκε εκπρόσωπος της Ρωσίας στη Σύρο.
Βλασσάδα. Οικισμός (38 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα.
Βλασσόπουλος, Στυλιανός (Κέρκυρα 1748 – 1822). Λόγιος. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν από την οικογένεια
Βούλγαρη. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και ανακηρύχτηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Άσκησε το επάγγελμα
του δικηγόρου στην Κέρκυρα. Έγραψε διάφορα επιστημονικά έργα με το ψευδώνυμο Βλάσσιος Κολόννας, κυρίως στην ιταλική.
Από τα έργα του το κυριότερο είναι η Υπεράσπιση της Ελληνικής Εκκλησίας (La Difesa della Chiesa Greca, 1800). Διετέλεσε
επίσης συντάκτης των κερκυραϊκών περιοδικών Gazetta Urbana (1802-3) και Mercurio Litterario (1805-8).
Βλαστάρις, Ματθαίος (α’ μισό 14ου αι.). Βυζαντινός νομοκανονολόγος. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα,
παρά μόνο ότι έζησε στο Άγιον Όρος και στη Θεσσαλονίκη. Το 1335 φαίνεται πάντως ότι ήταν ήδη ώριμος συγγραφέας, αφού
είναι γνωστό ότι τον χρόνο αυτό έγραψε στη Θεσσαλονίκη το Σύνταγμα κανόνων, που είναι το κυριότερο έργο του. Στο έργο
του αυτό ο Β. κωδικοποίησε και κατέταξε αλφαβητικά ολόκληρη τη βυζαντινή εκκλησιαστική νομοθεσία. Το Σύνταγμα του Β.
υιοθετήθηκε αμέσως και τέθηκε σε πρακτική χρήση. Μεταφράστηκε επίσης στα σερβικά και αποτέλεσε μία από τις κύριες πηγές
του νομικού κώδικα του κράλη (ηγεμόνα) της Σερβίας Στεφάνου Δουσάν (1349). Τον 16ο αι. μεταφράστηκε στα βουλγαρικά και
τον 17ο στα ρωσικά, επηρεάζοντας για πολλά χρόνια τη νομική παράδοση των χωρών αυτών.
Βλάστη. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.180 μ., 645 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Εορδαίας, 52 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κοζάνης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας.
Κοντά στον οικισμό υπάρχουν ίχνη αρχαίου μεταλλείου. Στη Β., εξάλλου, γεννήθηκε ο εθνολόγος, πανεπιστημιακός και
ακαδημαϊκός Αντώνιος Κεραμόπουλλος (βλ. λ.).
Βλάστης, κοινότητα. Κοινότητα (645 κάτ.) του νομού Κοζάνης που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό.
βλάστηση (Βοτ.). Η διαδικασία φυτρώματος των σπερμάτων, δηλαδή η πορεία κατά την οποία το έμβρυο ενός φυτού, με
αλληλουχία μορφογενετικών γεγονότων, αναπτύσσεται και μετατρέπεται σε νεαρό φυτό (αρτίβλαστο). Ο όρος β.
χρησιμοποιείται και για την ανάπτυξη των σπορίων των προκαρυωτικών οργανισμών, των μυκήτων κλπ. Σύμφωνα με τους
φυσιολόγους φυτών, η β. ενός σπέρματος περιορίζεται στο διάστημα που αρχίζει με την ενυδάτωση του σπέρματος και την
κινητοποίηση των αποταμιευτικών ουσιών του και ολοκληρώνεται με την έξοδο του ριζιδίου. Κατά τη β. το αρτίβλαστο
παραλαμβάνει τα θρεπτικά συστατικά από τους αποταμιευτικούς σχηματισμούς του σπέρματος. Η β. πραγματοποιείται όταν στο
περιβάλλον του σπέρματος επικρατούν κατάλληλες συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας, φωτισμού και συγκέντρωσης οξυγόνου.
Τα περισσότερα σπέρματα, όμως, δεν βλαστάνουν αμέσως μετά το σχηματισμό τους, ακόμα και αν ικανοποιούνται όλες οι
παραπάνω συνθήκες· το φαινόμενο αυτό είναι πολύ διαδεδομένο και ονομάζεται λήθαργος (βλ. λ.).
Γενικότερα, ο όρος αναφέρεται επίσης στη διαδικασία ανάπτυξης των διαφόρων φυτικών οργάνων, κατά τις διάφορες βλαστικές
περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση (βλαστοί), την ανθοφορία (άνθη) και την καρποφορία (καρποί). Κάθε κύκλος β. συνδέεται
φυσιολογικά με την οργανική λειτουργία του φυτού, σε συνδυασμό με το περιβάλλον στο οποίο ζει και έχει έναν ορισμένο και
σταθερό ρυθμό. Υπάρχουν δηλαδή φυτά που η βλαστική δραστηριότητά τους ολοκληρώνεται στο βραχύ διάστημα μερικών
μηνών ή ενός έτους (ετήσια φυτά) ή σε δύο έτη (διετή) ή πραγματοποιείται συνεχώς, εναλλασσόμενη με τακτικά διαστήματα
λήθαργου (πολυετή).
βλάστηση (Οικολ.). Το σύνολο των φυτών τα οποία ζουν σε μια ορισμένη περιοχή ή η μορφή με την οποία τα φυτά καλύπτουν
το έδαφος μιας περιοχής σχηματίζοντας χαρακτηριστικούς τύπους οικοσυστημάτων. Η συνύπαρξη διαφόρων φυτικών ειδών στη
β. ενός συγκεκριμένου χώρου δεν είναι τυχαία, αλλά αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας επιλογής την οποία επηρέασαν τόσο
οι εξωτερικοί παράγοντες (κλίμα, γεωμορφολογία κ.ά.) όσο και ο ανταγωνισμός μεταξύ των διάφορων φυτικών ειδών. Οι
μορφές της β. που αναπτύσσονται στην επιφάνεια της Γης μπορούν να μελετηθούν με διάφορους τρόπους και σύμφωνα με
ποικίλα συστήματα κατάταξης.
Η βασική μονάδα για τη διάκριση των διάφορων τύπων β. είναι η φυτοκοινωνία. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη σύνθεση
φυτών που εμφανίζεται σε ανάλογα περιβάλλοντα και έχει πάντα παρόμοια εμφάνιση (π.χ. δάσος οξιάς). Τα είδη που την
αποτελούν είναι χαρακτηριστικά γι’ αυτήν και έχουν αποκτήσει την ικανότητα να συμβιώνουν ύστερα από αιώνες φυσικής
επιλογής. Ανάλογα με τις συνθήκες, ορισμένα είδη ευνοούνται και επικρατούν, ενώ κοντά τους επιβιώνουν και άλλα, με
μικρότερη, αλλά μόνιμη συμμετοχή. Σε ένα τροπικό δάσος, για παράδειγμα, επικρατούν τα μεγάλα ξυλώδη φυτά, αλλά
υπάρχουν και χιλιάδες άλλα που φυτρώνουν στη σκιά τους ή στο έδαφος ή στηρίζονται πάνω τους. Ωστόσο, δεν μπορούν να
καθοριστούν όρια όσον αφορά την επιτρεπτή ποικιλία στη σύνθεση των ειδών, στην εμφάνισή της ή στο ενδιαίτημα, αποδεκτά
από όλους τους ερευνητές. Για τον λόγο αυτόν είναι ευκολότερη και πιο πρακτική η υιοθέτηση της γενικότερης έννοιας της
διάπλασης. Η διάπλαση αναφέρεται σε ένα σύνολο φυτοκοινωνιών και έχει σαφή φυσιογνωμικό χαρακτήρα, με παρόμοια δομή
και οργάνωση, όπου κι αν συναντάται (βλ. λ. διάπλαση). Οι όροι δάσος και λιβάδι, για παράδειγμα, είναι είδη διαπλάσεων και
μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οποιαδήποτε περιοχή της Γης, ακόμα και αν αναφέρονται σε δάση ή λιβάδια τα οποία
διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς τα είδη των φυτών που τα αποτελούν. Αυτός ο σχετικά απλός τρόπος περιγραφής της β.
διευκολύνει τη συνεννόηση μεταξύ επιστημόνων που δεν διαθέτουν ειδικευμένες γνώσεις συστηματικής βοτανικής, όπως οι
γεωγράφοι. Με τον καιρό μάλιστα απέκτησε και οικολογική διάσταση, γιατί η ποικιλία των φυτών που μπορούν να ζήσουν σε
μια περιοχή και ο τρόπος της ανάπτυξής τους εξαρτώνται από τις τοπικές κλιματικές, εδαφικές και ευρύτερες οικολογικές
συνθήκες. Χαρακτηριστικές διαπλάσεις είναι το δάσος, η θαμνώδης β., το λιβάδι, η τούνδρα κ.ά. Πολλές από αυτές μπορούν να
χωριστούν σε επιμέρους κατηγορίες, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της μορφής και των ειδών που την αποτελούν (δάση τροπικά
βροχερά, εύκρατα φυλλοβόλα, κωνοφόρων κλπ. ή εύκρατα ποολίβαδα, σαβάνες, στέπες, πάμπας κλπ.).
βλαστικός δίσκος (Βιολ.). Μικρή υπόλευκη περιοχή του αβγού των πτηνών, η οποία βρίσκεται επάνω σε ένα στρώμα λευκής
λεκίθου, τον λεγόμενο πυρήνα του Pander. Αποτελείται από τον πυρήνα και το ενεργό κυτταρόπλασμα, δηλαδή το
κυτταρόπλασμα που δεν σχετίζεται με τη λέκιθο. Μετά τη γονιμοποίηση του αβγού, ο β.δ. μετασχηματίζεται με δισκοειδή
κυτταρική διαίρεση (αυλάκωση) σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που αποχωρίζεται από την υποκείμενη λέκιθο με την
υποβλαστική κοιλότητα. Ο β.δ. αναφέρεται και ως βλαστοδίσκος.
βλαστογένεση (Βιολ.). Τύπος αγενούς αναπαραγωγής των οργανισμών, με σχηματισμό εκβλαστημάτων στον μητρικό
οργανισμό. Βλ. λ. εκβλάστηση.
βλαστοδίσκος (Βιολ.). Βλ. λ. βλαστικός δίσκος.
βλαστοειδή (Ζωολ.). Ομοταξία ασπονδύλων του φύλου των εχινοδέρμων, τα οποία έχουν εκλείψει. Το σώμα τους, ή αλλιώς
κάλυκας, είχε μορφή αχλαδιού, αβγού ή σφαίρας και εμφάνιζε τέλεια πεντακτινωτή συμμετρία. Ο σκελετός του κάλυκα
περιλάμβανε 13 πλάκες ανθρακικού ασβεστίου στερεά συνδεδεμένες μεταξύ τους, τοποθετημένες σε τρεις σειρές. Το ζώο
στηριζόταν στον πυθμένα της θάλασσας με έναν μακρύ κυλινδρικό ή ατρακτοειδή ποδίσκο (μίσχο), ο οποίος ξεκινούσε από τρία
βασικά πλακίδια της ραχιαίας επιφάνειας του κάλυκα και αποτελείτο από δισκοειδείς πλάκες, στοιβαγμένες η μία πάνω στην
άλλη. Στο εσωτερικό του σώματος υπήρχαν δεσμίδες μικρών σωλήνων, οι υδροσπείρες, που αποτελούσαν το χαρακτηριστικό
αναπνευστικό όργανο των β. Στο κέντρο της άνω επιφάνειας του κάλυκα βρισκόταν το στόμα, από το οποίο ξεκινούσαν πέντε
περιφερειακά τόξα.
Τα β. έζησαν αποκλειστικά κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Εμφανίστηκαν στην ορδοβίκιο περίοδο, έφτασαν στη μεγαλύτερη
ανάπτυξή τους κατά την κατώτερη λιθανθρακοφόρο, άρχισαν να υποχωρούν στην ανώτερη λιθανθρακοφόρο και στην πέρμιο
περίοδο αντιπροσωπεύονταν με ελάχιστα είδη, ώσπου εξαφανίστηκαν. Απολιθώματά τους βρέθηκαν κυρίως στην Ινδία και στην
Αμερική, σπανιότερα δε και στην Ευρώπη· στο λεκανοπέδιο του Μισισιπή βρίσκονται δείγματα σε άριστη κατάσταση
απολίθωσης. Ένα από τα γνωστότερα και πιο διαδεδομένα γένη β. είναι το Pentremites.
βλαστομυκητίαση (Κτηνιατρ.). Χρόνια ασθένεια του δέρματος και των εσωτερικών οργάνων των ζώων. Προκαλείται από τον
μικροσκοπικό ζυμομύκητα Blastomyces dermatitidis. Ο μικροοργανισμός αυτός βρίσκεται κυρίως στο έδαφος και συνήθως
προσβάλλει τους σκύλους, αλλά ενίοτε αποτελεί και απειλή για τους ανθρώπους. Ο βλαστομύκητας αποβάλλεται με τα πτύελα
και τα ούρα των άρρωστων ζώων, καθώς επίσης και με τον ιδρώτα τους, όταν έχει προσβληθεί το δέρμα. Όπως διαπιστώθηκε, η
μόλυνση μεταδίδεται από δερματικές βλάβες ή από τις αναπνευστικές οδούς. Επειδή η θεραπεία της β. είναι προβληματική, τα
προσβεβλημένα με αυτήν ζώα θανατώνονται για να αποτραπεί η μετάδοσή της και στους ανθρώπους.
βλαστός (Βοτ.). Βλ. λ. κορμός.
Βλαστός. Επώνυμο Κρητικών λογίων, κατά τους χρόνους της ενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
1. Αντώνιος (1572 – 1600). Φιλόλογος και νομικός. Υπήρξε μία από τις επιφανέστερες επιστημονικές φυσιογνωμίες της εποχής
του.
2. Αριστείδης (19ος αι.). Θεατρικός συγγραφέας από τα Σφακιά. Έγραψε, μεταξύ άλλων, την κωμωδία Από γαμπρός
συμπέθερος (Αθήνα, 1884).
3. Γεώργιος (17ος αι.). Λόγιος. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι ελάχιστες,
χαρακτηρίζεται όμως ως ένας από τους πιο αξιόλογους Έλληνες λογίους της εποχής του.
4. Μελέτιος (β’ μισό 16ου – α’ μισό 17ου αι.). Ιεροκήρυκας και επιγραμματοποιός, που έζησε κυρίως στον Χάνδακα (σημερινό
Ηράκλειο). Δίδαξε στο τοπικό μετόχι της μονής Σινά και μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο Κύριλλος Λούκαρις. Ο Β.
διατηρούσε αλληλογραφία με τον Μελέτιο Πηγά και τον Μάξιμο Μαργούνιο.
5. Μιχαήλ (17ος αι.). Λόγιος. Από τα κείμενά του σώθηκαν μόνο μερικές επιστολές.
6. Νικόλαος. Εκδότης, τυπογράφος και καλλιγράφος από το Ρέθυμνο. Βλ. λ. Βλαστός, Νικόλαος.
7. Παύλος (19ος αι.). Λαογράφος από το Ρέθυμνο. Βλ. λ. Βλαστός, Παύλος.
Βλαστός. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Άνδρο. Προσέφερε όλη την περιουσία του στον Αγώνα. Οπλαρχηγός σώματος συμπατριωτών
του, τους οποίους συντηρούσε ο ίδιος, πολέμησε στη Χίο, στην Κάρυστο, στην Ακρόπολη της Αθήνας και σε άλλες
επιχειρήσεις.
2. Εμμανουήλ (1798 – 1823). Καταγόταν από την Κρήτη. Εργαζόταν ως δάσκαλος στη Χίο, αλλά μετά τη σφαγή στο νησί
(1822) πήγε στο Άργος, όπου πολέμησε κατά των Τούρκων. Πήρε επίσης μέρος στην άλωση του Παλαμηδίου. Κατόπιν, πήγε
στην Κρήτη όπου έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και σκοτώθηκε πολεμώντας στο Μονοφάτσι.
3. Ευστάθιος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Συμμετείχε ως πλοίαρχος σε επιχειρήσεις της Αττικής και της Πελοποννήσου.
4. Ιωάννης. Καταγόταν από την Κρήτη και είναι πιο γνωστός ως Τζοάνος (βλ. λ.).
5. Μιχαήλ. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Όταν εκδηλώθηκε η Επανάσταση, κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πήρε
μέρος σε πολλές επιχειρήσεις.
Βλαστός, Αλέξανδρος (Χίος 1816 – Λιβόρνο, Ιταλία 1844). Γιατρός. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους
διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη Βιέννη και άσκησε το επάγγελμά του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου
παρέμεινε έως τον θάνατό του. Έγραψε πολλές επιστημονικές μελέτες, καθώς και τα Χιακά, και μετέφρασε πολλά ξένα ιατρικά
συγγράμματα.
Βλαστός, Ιωάννης (β’ μισό 16ου – α’ μισό 17ου αι.). Αγιογράφος και ιερέας. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν μαθητής του
Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή και, αργότερα, βοηθός του. Τον ακολούθησε μάλιστα στη Βενετία, όπου ιχνογράφησε ψηφιδωτά
στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Έλαβε μάλιστα το παρωνύμιο Μπουνιαλέτος, επειδή μιμήθηκε τη ζωγραφική
τεχνοτροπία του δασκάλου του.
Βλαστός, Ιωάννης (Ρέθυμνο 1842 – 1907). Εθνικός αγωνιστής και πολιτικός. Πήρε μέρος στην Κρητική επανάσταση του
1856, ενώ διετέλεσε αντιπρόσωπος της ιδιαίτερης πατρίδας του στη Χαλέπα. Μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας έγινε
βουλευτής του Αμαρίου.
Βλαστός, Νικόλαος (β’ μισό 15ου αι.). Εκδότης, τυπογράφος και καλλιγράφος από το Ρέθυμνο, πρωτοπόρος της ελληνικής
τυπογραφίας. Ο Β. πήγε στη Βενετία όπου, μεταξύ 1480 και 1500, εργάστηκε ως καλλιγράφος συνεταιρικά με τον λόγιο
συμπατριώτη του Ζαχαρία Καλλέργη, με τον οποίο πραγματοποίησαν και τυπογραφικές εργασίες. Αποβλέποντας στη βελτίωση
των εκδόσεων, κατασκεύασαν νέους τύπους στοιχείων. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1498, ο Β. υπέβαλε στην Ενετική Γερουσία αίτηση
κατοχύρωσης της ευρεσιτεχνίας του, που αφορούσε τη χάραξη ελληνικών στοιχείων με τόνους. Στο τυπογραφείο του οφείλεται
η πρώτη αξιόλογη έκδοση βιβλίου της ελληνικής τυπογραφίας, με τον τίτλο Μέγα Ετυμολογικόν. Μερικές ξυλογραφίες στο
εξώφυλλό του τυπώθηκαν σε συγκεκριμένο αριθμό αντιτύπων με αληθινό χρυσάφι. Δύο αντίτυπα της έκδοσης αυτής βρίσκονται
στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Βλαστός, Παύλος (Ρέθυμνο 1836 – ;). Κρητικός λαογράφος. Ήταν καθηγητής βυζαντινής μουσικής και με την ιδιότητά του
αυτή συνέλαβε την ιδέα της συλλογής των δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης. Ασχολήθηκε αργότερα με το εμπόριο και
διετέλεσε επίσης βουλευτής Αμαρίου. Ο Β. συγκέντρωσε άφθονο λαογραφικό υλικό και έγραψε πλήθος λαογραφικών μελετών,
που δημοσιεύτηκαν κυρίως στις τοπικές εφημερίδες της Κρήτης. Σε ιδιαίτερο τόμο τύπωσε τον Γάμο εν Κρήτη, λαογραφική
μελέτη με αναφορά σε ιστορικά στοιχεία.
Βλαστός, Πέτρος (Καλκούτα, Ινδία 1879 – Λίβερπουλ, Αγγλία 1941). Λογοτέχνης. Καταγόταν από τη Χίο, ενώ έζησε κυρίως
στην Αγγλία. Γνωστός ως Έρμονας, από τις στήλες της πρώτης περιόδου του περιοδικού Νουμάς (1903-8), διακρίθηκε στους
γλωσσικούς αγώνες ως μαχητικός δημοτικιστής. Μερικά από τα πρώτα του έργα ήταν: Της ζωής (1904), Η Αργώ (1905), Στον
ίσκιο της συκιάς (1908), Φυσική (μετάφραση, 1912) και η συλλογή ταξιδιωτικών εντυπώσεων και μελετών με τον τίτλο Κριτικά
ταξίδια (1917). Σε μερικά από αυτά, και προπάντων στη μελέτη με τον τίτλο Φυλή, φαίνεται θερμός θιασώτης των φιλοσοφικών
ιδεών του Νίτσε. Από τα τελευταία έργα του αξιομνημόνευτο είναι το πρωτότυπο και χρήσιμο λεξικό Συνώνυμα και συγγενικά
(1931).
Βλαστός, Σήφης (Ρέθυμνο ; – 1454). Αγωνιστής της Κρητικής επανάστασης κατά των Ενετών. Υπήρξε οργανωτής και ηγέτης
της κρητικής συνωμοσίας, η οποία με επίκεντρο το Ρέθυμνο στράφηκε το 1453-54 εναντίον των Ενετών. Ένα από τα
σημαντικότερα κίνητρα της συνωμοσίας υπήρξε η αντίδραση των Κρητικών εναντίον των ενωτικών τάσεων μερίδας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες υποστήριζε η Βενετία. Το κίνημα καταπνίγηκε ύστερα από προδοσία και ο Β. εκτελέστηκε
από τους Βενετούς.
βλασφημία (Νομ.). Η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που
γίνεται δημόσια. Σκοπός του νόμου είναι να προστατεύσει τον εξωτερικό σεβασμό του θρησκευτικού συναισθήματος,
ανεξάρτητα από τις εσωτερικές πεποιθήσεις του ατόμου. Όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει τον Θεό ή την Ανατολική
Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Βλατανέοι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.180 μ., 14 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων.
βλατίδες (blattidae). Οικογένεια δικτυόπτερων εντόμων, που περιλαμβάνει διάφορα είδη γνωστά με την κοινή ονομασία
κατσαρίδα. Βλ. λ. κατσαρίδα.
Βλάτος. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 131 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στις
βορειοανατολικές κλιτύς της κορυφής Κουτρούλης, στην πρώην επαρχία Κισσάμου, 54 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου.
Βλαττάδων, μονή. Ιστορικό μοναστήρι της Θεσσαλονίκης, χτισμένο στο παλαιό βόρειο τμήμα της πόλης, κοντά στο τείχος του
Επταπυργίου (αναφέρεται και ως μονή Βλατταίων). Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αι. από τους Κρητικής καταγωγής αδελφούς
Μάρκο και Δωρόθεο Βλαττή, ο δεύτερος από τους οποίους διετέλεσε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1371-79). Κατά την
τουρκοκρατία η μονή ευημερούσε, χάρη στα πολυάριθμα μετόχια που κατείχε μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Από την
αρχή άλλωστε οι σουλτάνοι έδειξαν εύνοια προς τη μονή και εξέδωσαν αλλεπάλληλα φιρμάνια, που επικύρωναν τα προνόμιά
της. Η εύνοια αυτή εξηγείται, σύμφωνα με πληροφορία του 16ου αι., από το γεγονός ότι κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης
(1430) οι μοναχοί της μονής υπέδειξαν στους Τούρκους έναν αποτελεσματικό τρόπο εκπόρθησης της πόλης. Στο ιερό και σε ένα
παρεκκλήσι της μονής διασώθηκαν τοιχογραφίες της εποχής των Παλαιολόγων. Από τον 19ο αι. είναι μετόχι της μονής των
Ιβήρων του Αγίου Όρους και εξαρτάται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η μονή κατείχε περίπου εκατό χειρόγραφους κώδικες, από τους οποίους αρκετοί ήταν πολύ παλιοί σε περγαμηνή, καθώς και
αρχείο με πολλά ελληνικά και τουρκικά έγγραφα (15ου αι. και εξής). Στην πυρκαγιά του 1870 κάηκε μέρος της βιβλιοθήκης του
μοναστηριού. Σήμερα σώζεται συλλογή χειρόγραφων κωδίκων, περίπου 425 παλαίτυπες (16ου-19ου αι.) και δύο αρχέτυπες
εκδόσεις. Από το 1968, σε νέες κτιριακές εγκαταστάσεις κοντά στο μοναστήρι, εδρεύει το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών
Μελετών.
Βλατταίων, μονή. Βλ. λ. Βλαττάδων, μονή.
Βλάχα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.100 μ., 31 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθηκών.
Βλαχάβα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 305 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις
νοτιοδυτικές κλιτύς των Αντιχασίων, στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, 38 χλμ. ΒΔ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Καλαμπάκας.
Βλαχάβας. Επώνυμο οικογένειας αρματολών και εθνικών αγωνιστών, της προεπαναστατικής περιόδου, από τη Βλαχάβα
Καλαμπάκας.
1. Θανάσης (Βλαχάβα 1700; – 1780). Γενάρχης της οικογένειας των Βλαχαβαίων, ήταν καπετάνιος των αρματολών στα Χασιά
σχεδόν επί 50 χρόνια. Σε ηλικία 76 ετών πήγε στα Ιεροσόλυμα πεζός μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του.
2. Θεοδωράκης (περ. 1770 – Καστράκι 1807). Γιος του Θανάση (1.). Το 1807, όταν προδόθηκε το κίνημα που ετοίμαζαν οι
κλεφταρματολοί κατά του Αλή πασά από τον αρματολό του Μετσόβου Ντεληγιάννη, ο Μουχτάρ πασάς, γιος του Αλή πασά,
πέρασε στη Θεσσαλία με 15.000 Αρβανίτες. Ο Β. βρέθηκε με 150 άντρες στο Καστράκι της Καλαμπάκας. Οι λίγοι αυτοί
Έλληνες πολέμησαν ώσπου τους εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά (φυσέκια). Τότε θέλησαν να ανοίξουν δρόμο διαφυγής με τα
σπαθιά τους και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι. Μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν ήταν και ο Β.
3. Θύμιος ή Παπαθύμιος (Σμόλιανη Τρικάλων, περ. 1760 – 1808). Ιερέας, γιος του Θανάση (1.). Όταν πέθανε ο πατέρας του, τον
διαδέχτηκε στο αρματολίκι των Χασιών και έγινε καπετάνιος όλης της περιοχής. Το 1807, όταν οι Έλληνες, παρακινούμενοι από
τους Ρώσους, αποφάσισαν να στασιάσουν κατά του Αλή πασά, οι καπεταναίοι της Θεσσαλίας όρισαν αρχηγό τους τον
Παπαθύμιο. Ετοίμασαν σχέδιο με το οποίο ο Ευθύμιος Στουρνάρης θα καταλάμβανε τα στενά στους Καλαρύτες και ο
Ντεληγιάννης τα στενά του Μετσόβου. Ο Ντεληγιάννης όμως πρόδωσε και ειδοποίησε τον Αλή πασά για τα σχέδια των
Ελλήνων. Η Θεσσαλία πλημμύρισε τότε από Τουρκαλβανούς, με αρχηγό τον Μουχτάρ πασά. Επακολούθησε φονική
σύγκρουση. Ο Β. έφτασε στον τόπο της μάχης όταν είχε πια συντελεστεί το κακό και είχε σκοτωθεί ο αδελφός του Θεοδωράκης
και οι άντρες του. Πήρε τότε 200 άντρες και πήγε στον Όλυμπο και από εκεί στη Σκιάθο και στη Σκόπελο. Στα νησιά αυτά
συνάντησε άλλους οπλαρχηγούς και συγκρότησαν στόλο από εβδομήντα πλοία. Το 1808 οι Τούρκοι συνέλαβαν με δόλο τον Β.
και τον οδήγησαν στον Αλή πασά, ο οποίος διέταξε τους δήμιους του να του σπάσουν τα κόκαλα και να τον κομματιάσουν στα
τέσσερα. Κρέμασαν μάλιστα από ένα κομμάτι σε τέσσερα σημεία των Ιωαννίνων για να τρομοκρατηθούν οι Έλληνες κάτοικοι.
Βλαχαίικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 50 κάτ.) της Τροιζήνας Αργολίδας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της
Τροιζήνας, στη βόρεια πλευρά του στενού της Ύδρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροιζήνος της νομαρχίας Πειραιώς.
Βλαχάκης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τη Βόνιτσα Αιτωλοακαρνανίας.
1. Γεώργιος. Πολέμησε σε μάχες της Δυτικής Στερεάς.
2. Νικόλαος. Έγινε χιλίαρχος και σκοτώθηκε το 1827 σε μάχη της Αττικής, πολεμώντας με αρχηγό τον Καραϊσκάκη.
Βλαχάκης, Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Μεσσηνία και ήταν ιερέας. Πολέμησε οδηγώντας σώμα από
συμπατριώτες του και προσέφερε επίσης οικονομική βοήθεια στον Αγώνα.
Βλαχάκης, Αντώνιος (Μεσσηνία 1874 – Οσνίτσανη 1906). Μακεδονομάχος. Υπηρέτησε στον Μακεδονικό αγώνα ως
ανθυπολοχαγός πεζικού με το ψευδώνυμο Νάκης Λίτσα, και αγωνίστηκε από το 1905 κατά των Βουλγάρων. Έπεσε σε μάχη με
τους Τούρκους.
Βλαχάμπεης, Στέργιος (β’ μισό 19ου – α’ μισό 20ού αι.). Σερραίος εθνικός αγωνιστής. Αγωνίστηκε ως καπετάνιος εναντίον
των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Βλαχαρμάτας (18ος αι.). Αρματολός από το Μαυρολιθάρι Παρνασσίδας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες γύρω στο 1750 και σε
μία από αυτές τραυματίστηκε. Αργότερα, κατέφυγε σε μοναστήρι για να προφυλαχτεί από τους Τούρκους, αλλά προδόθηκε και
οι Τούρκοι τον σκότωσαν.
Βλαχάτα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 578 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στο εσωτερικό
του κόλπου Λουδρά, 17 χλμ. ΝΑ του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λειβαθούς του νομού Κεφαλληνίας.
Βλαχάτανο. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 64 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στα Ν της
μονής Βελά, στην πρώην επαρχία Δωδώνης, 31 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων, μεταξύ Κασιδιάρη και Μιτσικελίου.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εκάλης.
Βλαχάτικα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 73 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, προς
την ακτή του βόρειου στενού της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσσωπαίων του νομού Κερκύρας. Έχει
ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Βλαχέρνα. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 568 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις
βόρειες πλαγιές του Μαίναλου, στην πρώην επαρχία Μαντινείας, 33 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Λεβιδίου. Ο οικισμός πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς το 1941.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 270 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 8 χλμ. ΒΑ της
Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βλαχέρνας. Κατά μία άποψη εκεί τάφηκαν ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ και τα
δύο παιδιά του.
Βλαχέρνας, δήμος. Νέος δήμος (3.329 κάτ.) του νομού Άρτης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από
τις πρώην κοινότητες Βλαχέρνης, Γραμμενίτσης, Γριμπόβου και Κορφοβουνίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου
ορίστηκε ο οικισμός Γραμμενίτσα.
Βλαχέρνες. Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της
Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί
χρονογράφοι μνημονεύουν πολλές εκκλησίες σε διάφορα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ήταν αφιερωμένες με το
όνομα αυτό στη Θεοτόκο.
Στην Ελλάδα τέτοιες εκκλησίες υπάρχουν κοντά στη μεσαιωνική πόλη της Γλαρέντζας στην Ηλεία (βλ. λ. Βλαχερνών, μονή),
κοντά στην πόλη της Άρτας, κοντά στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς, κοντά στην Καλαμάτα και στη Χίο. Το όνομα Β. συνδέθηκε
κυρίως με τη λατρεία της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη και αναφερόταν στην περίφημη εκκλησία και μονή της Θεοτόκου
των Β., στο Παλάτι των Β. και σε ολόκληρη την ομώνυμη συνοικία της Πόλης, όπου βρίσκονταν η μονή και τα παλάτια. Η
περιοχή αυτή περιβαλλόταν από το λεγόμενο τείχος των Β. και σήμερα είναι γνωστή με το τουρκικό όνομα Αϊβάν Σεράι (=
υψηλό παλάτι). Βλ. λ. Βλαχέρνες (Συνοικία της Κωνσταντινούπολης).
Βλαχέρνες. Συνοικία της Κωνσταντινούπολης, κατά τη βυζαντινή περίοδο. Στις Β. είχε καθιερωθεί ένας κύκλος εορτών προς
τιμήν της Θεοτόκου, που διακρίνονταν για την επισημότητα και την τελετουργική τους μεγαλοπρέπεια. Σε ανάμνηση της
μεταφοράς του ιερού ενδύματος της Παναγίας από τα Ιεροσόλυμα στη θέση Β. της Κωνσταντινούπολης, την εποχή του Λέοντα
Α’ είχε οριστεί να εορτάζονται στις 2 Ιουλίου τα Καταθέσια. Στις 31 του ίδιου μήνα γινόταν η εορτή των Εγκαινίων σε
ανάμνηση των «Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του εν Βλαχέρναις, ένθα απόκειται η
Αγία Σορός». Με ιδιαίτερη όμως λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια εορταζόταν στις 2 Φεβρουαρίου η τελετή της Υπαπαντής, στην
οποία συμμετείχε ολόκληρη η πόλη με επικεφαλής τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Εξίσου επιβλητική ήταν και η τελετή
που γινόταν την παραμονή της εορτής της Ορθοδοξίας (την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής), οπότε συγκεντρώνονταν οι
μοναχοί όλων των μονών της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων στις Β. και, αφού περνούσαν τη νύχτα με προσευχές κα
παρακλήσεις, το πρωί της Κυριακής, μετά την τέλεση της καθιερωμένης λειτουργίας, κατευθύνονταν σχηματίζοντας μια
τεράστια λιτανεία στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπου περίμενε ο αυτοκράτορας μαζί με τους αυλικούς του. Κάθε Παρασκευή
πάλι, σύμφωνα με παλιό έθιμο που η προέλευσή του αναγόταν στα τέλη του 6ου αι., όταν στο Βυζάντιο βασίλευε ο Μαυρίκιος,
τελούσαν μια άλλη μεγάλη λιτανεία, την ονομαζόμενη Πρεσβεία. Την ίδια μέρα, μετά τον Εσπερινό, γινόταν και κατανυκτική
ολονυκτία, που λεγόταν η παννυχίς των Β. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ρωμανός ο Μελωδός εμπνεύστηκε τον περίφημο ύμνο
του, «η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει», μετά την τέλεση μιας παρόμοιας ολονυχτίας και ότι ο Ακάθιστος Ύμνος
ήταν συνυφασμένος με τη λατρεία της Θεοτόκου των Β.
Τα ιερά των Β. όπου λατρευόταν η Παναγία ήταν το Αγίασμα ή Λούσμα, που είχε ιδρύσει ο Λέων Α’, ο ναός της Αγίας Σορού
και η Μεγάλη Εκκλησία των Β., που είχε οικοδομηθεί την εποχή του Ιουστινιανού. Το πρώτο ιερό χωριζόταν σε τρία μέρη: στον
προθάλαμο, στο κυρίως Αγίασμα ή Κύλυμβο, μια αίθουσα σκεπασμένη με έναν εξωτερικό τρούλο που στο κέντρο της είχε
δεξαμενή γεμάτη με αγίασμα, και στο δωμάτιο της Παναγίας, όπου υπήρχε εικόνα της η οποία την έδειχνε να προσφέρει στους
πιστούς το άγιο νερό. Η εκκλησία της Αγίας Σορού είχε χτιστεί την εποχή του Λέοντα Α’ και υψωνόταν μεταξύ του Αγιάσματος
και της εκκλησίας των Β., ιερά με τα οποία επικοινωνούσε. Η εκκλησία αυτή ήταν αρκετά μεγάλη και είχε κυκλικό σχήμα
(σφαιροειδής ναός). Εξαιτίας του πλήθους των προσκυνητών που την επισκέπτονταν για τη θεωρούμενη θαυματουργή της
δύναμη, δημιουργήθηκε η ανάγκη να οικοδομηθεί μια άλλη μεγαλύτερη, ικανή να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες του λαού.
Αυτή ήταν η Μεγάλη Εκκλησία των Β., το γνωστότερο και μεγαλύτερο ιερό της περιοχής, που ίδρυσε ο αυτοκράτορας
Ιουστινιανός. Ο ναός ήταν βασιλική με δύο ευρείες κόγχες στις πλάγιες πλευρές του, που του προσέδιδαν το σχήμα του
σταυρού. Αργότερα, σύμφωνα με σχετική μαρτυρία του Θεοφάνη, ο Ιουστίνος Β’ προσέθεσε στην εκκλησία της Θεοτόκου των
Β. δύο αψίδες στη βόρεια και στην ανατολική της πλευρά, με αποτέλεσμα να λάβει το κτίσμα ένα σαφώς σταυροειδές σχήμα. Η
εκκλησία ξεχώριζε για την πολυτέλεια της διακόσμησής της και για τον πλούτο των λατρευτικών της αντικειμένων. Οι κολόνες
ήταν από πράσινο ίασπη, τα κιονόκρανα διακρίνονταν για τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο είχαν λαξευτεί, οι τοίχοι είχαν
πολύχρωμη επένδυση και ήταν διακοσμημένοι με λαμπρές ψηφιδωτές παραστάσεις, που είχαν ως θέμα τους διάφορες σκηνές
από τον ευαγγελικό κύκλο. Ο άμβωνας ήταν ασημένιος και στο πλούσιο σε εικόνες εικονοστάσιο υπήρχαν γλυπτές επίχρυσες
παραστάσεις. Η ομορφιά και η μεγαλοπρέπεια του ναού, σε συνδυασμό με τη θεωρούμενη θαυματουργή του δύναμη, είχαν
συμβάλει στην εξάπλωση της φήμης του πέρα από την Κωνσταντινούπολη, σε όλο τον βυζαντινό κόσμο, και τον είχαν
μεταβάλει σε καθολικό κέντρο λατρείας των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Η εκκλησία των Β. καταστράφηκε από πυρκαγιά το
1606, αλλά ξαναχτίστηκε με την ίδια μεγαλοπρέπεια και συνέχισε να λειτουργεί σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Η τοποθεσία των Β. ήταν γνωστή επίσης και για το μεγάλο συγκρότημα των παλατιών που ορθώνονταν στη γωνιώδη προέκταση
της μικρής τριγωνικής χερσονήσου, όπου ήταν χτισμένη η πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Εκεί βρίσκονταν το Βυζαντινό Παλάτι,
επίκεντρο της πολιτικής ζωής του τόπου, η Αγία Σοφία, ο Ιππόδρομος και πλήθος από άλλα δημόσια οικοδομήματα.
Σήμερα, στο νότιο μέρος των Β. σώζονται τα απομεινάρια του βυζαντινού παλατιού που προφανώς ανήκε στον Κωνσταντίνο τον
Πορφυρογέννητο. Οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι τα παλάτια αυτά είχαν ανεγερθεί την περίοδο της δυναστείας των
Κομνηνών και υπήρξαν η καρδιά της εκκλησιαστικής και πολιτικής ζωής της αυτοκρατορίας. Το πρώτο παλάτι είχε ιδρυθεί από
τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081-1118) και ονομαζόταν παλάτιον των Β. Δίπλα του, ο Μανουήλ Κομνηνός φρόντισε να ανεγερθεί
μια επιβλητική για τη μεγαλοπρέπειά της αίθουσα υποδοχής, που διακοσμήθηκε με μια ολόκληρη σειρά ψηφιδωτών, που
αντλούσαν τα θέματά τους από τα πολεμικά κατορθώματα του βασιλιά. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ξένων περιηγητών, τα
ανάκτορα που είχε ιδρύσει ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν αληθινά μνημεία τέχνης και κάλλους. Οπωσδήποτε, η παρακάτω
παρατήρηση του Ιουδαίου περιηγητή Βενιαμίν, που έζησε τον 12ο αι., μεταφέρει –παρά τον υπερβολικό της τόνο– με ενάργεια,
τη συγκίνηση και τον θαυμασμό που προκαλούσαν στους επισκέπτες της εποχής τα περίλαμπρα αυτά οικοδομήματα: «Στο
παλάτι αυτό στέλνονται οι ετήσιοι φόροι σε χρυσό και πολύτιμα υφάσματα και γεμίζουν τους πύργους του. Όσο για την
ομορφιά, τον πλούτο και την κατασκευή, το παλάτι τούτο ξεπερνάει όλα τα παλάτια της οικουμένης».
Σήμερα, από το συγκρότημα αυτό των πολυτελών οικημάτων διασώζεται μόνο το Παλάτιον του Κωνσταντίνου, που είναι
γνωστό ως Τεκφούρ-Σεράι και ο πύργος που χτίστηκε με εντολή του Ισαάκιου Β’ ως «έρυμα και υπέρεισμα» των ανακτόρων.
Βλαχερνών, μονή. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηλείας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. Ο χρόνος ίδρυσης
του μοναστηριού είναι άγνωστος, πάντως συμπεραίνεται ότι δεν είναι παλαιότερο του 9ου αι. Κατά τη διάρκεια της
φραγκοκρατίας είχε περιέλθει στους Λατίνους μοναχούς και μόλις κατά τον 17ο αι., ίσως μετά το 1628, το επανέκτησαν οι
ορθόδοξοι. Υπέστη κατά καιρούς καταστροφές από τους διάφορους επιδρομείς (Τούρκους και Αλβανούς), ενώ κατά τη διάρκεια
της Ελληνικής Επανάστασης πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ. Το καθολικό του μοναστηριού είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική·
διαιρείται σε εξωνάρθηκα, εσωνάρθηκα ή πρόναο και στον κυρίως ναό. Το ανατολικό τμήμα της εκκλησίας ήταν χτισμένο
προγενέστερα (τέλη 12ου με αρχές 13ου αι.)· αργότερα οι Φράγκοι τροποποίησαν το αρχικό σχέδιο και έκαναν προσθήκες.
Εξωτερικά έχει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και εσωτερικά τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα μέσα του 18ου αι.
Διαθέτει βιβλιοθήκη όπου φυλάσσονται πατριαρχικά σιγίλια και άλλα έγγραφα, καθώς και έντυπα βιβλία. Μεταξύ των
κειμηλίων περιλαμβάνονται ευαγγέλια, ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, άμφια, λειψανοθήκες κ.ά.
Βλαχερωνίτισσα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ., 145 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, 20 χλμ. Δ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατανιάς.
Βλάχηδες. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 8 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 19 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην πρώην επαρχία
Μιραμπέλλου, ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου.
Βλαχία (Walachia). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (76.581 τ. χλμ.) της κεντροανατολικής Ευρώπης, η οποία σήμερα αποτελεί
τμήμα της Ρουμανίας, εκτεινόμενη στο νότιο τμήμα της χώρας. Συνορεύει στα Δ με τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, στα Α
με την περιοχή της Δοβρουτσάς (σήμερα στο έδαφος της Ρουμανίας), στα ΒΑ με τη Μολδαβία, στα Β με την Τρανσυλβανία
(Ρουμανία) και στα ΒΔ με την ιστορική γεωγραφική περιοχή του Βανάτο.
Η Β. χωρίζεται στα δύο από τον ρου του ποταμού Ολτ: στη Μικρή Β. ή Ολτενία (Δ) και στη Μεγάλη Β. ή Μουντενία (Α). Στο
έδαφός της βρίσκονται τέσσερις επαρχίες της χώρας (Ολτενία, Αργκές, Πλοέστι και Βουκουρέστι) και τμήματα από τις επαρχίες
Γαλατσίου και Δοβρουτσάς. Η Β. είναι ορεινή στο βόρειο τμήμα που εκτείνεται προς τις νότιες εξωτερικές πλαγιές των
Τρανσυλβανικών Άλπεων, λοφώδης στον βορειοκεντρικό τομέα και πεδινή στο κέντρο και στο νότιο τμήμα. Κυριότερος
ποταμός είναι ο Δούναβης, ο οποίος όμως διασχίζει τις παρυφές της Β.
Η οικονομία της στηρίζεται στη γεωργία (δημητριακά, ζαχαρότευτλα, πατάτες, κηπευτικά, σταφύλια), στην εξαγωγή
πετρελαίου, στην κτηνοτροφία (βοοειδή και αιγοπρόβατα), στην ποτάμια αλιεία, κυρίως όμως στη βιομηχανία (τροφίμων,
χημικών προϊόντων, υφαντουργίας και μεταλλουργίας) που είναι συγκεντρωμένη στις μεγαλύτερες πόλεις, ιδιαίτερα στο
Βουκουρέστι (βλ. λ.) και στην πετρελαιοπαραγωγό ζώνη, και αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα ανάπτυξης ολόκληρης της
χώρας. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι το Πλοέστι, η Κραϊόβα και η Βράιλα (βλ. αντίστοιχα λήμματα).
Ιστορικά, η Β. έχει ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, από την περίοδο που ηγεμόνες της υπήρξαν Φαναριώτες (1711-1822), την
περίοδο της προπαρασκευής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Βλαχιά. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 140 μ., 210 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή του νησιού, ΝΔ του
ακρωτηρίου Σαρακήνικου, 26 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας, στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου, στα παράλια του Αιγαίου. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Κηρέως του νομού Ευβοίας.
Βλαχιανά. Οικισμός (8 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραχωρίου.
Βλαχίδα. Ακρωτήριο της Αντιμήλου. Βρίσκεται στο νότιο ακραίο σημείο της.
Βλάχικος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 40 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, προς
τα όρια με τον νομό Ευρυτανίας, στις βορειοανατολικές κλιτύς της κορυφής Κοκκάλια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Σπερχειάδος.
Βλαχιώτη. Κορυφή (1.588 μ.) των ορέων του Βάλτου, στο βόρειο τμήμα της οροσειράς, στα όρια των νομών
Αιτωλοακαρνανίας και Άρτης.
Βλαχιώτης. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 2.373 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, 48 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης, σε μια εύφορη περιοχή στις εκβολές του Ευρώτα. Αποτελεί έδρα
του δήμου Έλους.
Βλαχοβούνι. Κορυφή (1.672 μ.) των Βαρδουσίων. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις της οροσειράς, στο δυτικό άκρο του
νομού Φωκίδος, ΝΔ του οικισμού Πενταγιοί.
Βλαχογιάννης, Γιάννης (Ναύπακτος 1867 – Αθήνα 1945). Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Από την κοινή ονομασία της
γενέτειράς του (Έπαχτος), υιοθέτησε το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης. Η μητέρα του είχε σουλιώτικη καταγωγή· η
προμάμμη του, Λαμπρογκιώναινα, ανήκε σε γνωστή οικογένεια του Σουλίου και έζησε τους διωγμούς του Αλή πασά και τη
μεγάλη πολιορκία του Μεσολογγίου. Η καταγωγή αυτή επηρέασε τη ζωή και το έργο του Β., ως ακάματου ερευνητή ιστορικών
αρχείων, ειδικά του 1821, ως ποιητή και πεζογράφου με γνήσιο λαϊκό ύφος και έντονη ηθογραφική διάθεση και ως πνευματικού
ανθρώπου της γενιάς του 1880 με πίστη στον ελληνικό λαό και στη γλώσσα του. Το πάθος του Β. για το 1821 τον οδήγησε στη
συγκέντρωση ενός επιβλητικού σε όγκο αρχειακού υλικού, το οποίο είναι σήμερα γνωστό με την ονομασία Ιστορικά Αρχεία του
Γιάννη Βλαχογιάννη. Για τη διαφύλαξή τους ο Ελευθέριος Βενιζέλος ίδρυσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα οποία διηύθυνε
από το 1914 έως το 1936 ο ίδιος ο Β.
Τα ιστορικά και αρχειακά έργα που εξέδωσε είναι: Αθηναϊκόν Αρχείον (1901), η βιογραφία του Γεώργιου Καραϊσκάκη από τον
Δημήτριο Αινιάν (1903), τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη (1907), το Χιακόν Αρχείον (1910-24), τα
Απομνημονεύματα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου του Σπυρομήλιου (1926) και τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του
Κασομούλη (1940). Έγραψε επίσης ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά και ιδιαίτερα στο δικό του, Τα
Προπύλαια (1900-8), καθώς και διηγήματα: Ιστορίες του Γιάννη Επαχτίτη (1893), Ο Πετεινός (1914), Γύρος της Ανέμης (1923),
Λόγοι και αντίλογοι (1923), Μεγάλα χρόνια (1930), Τα παληκάρια τα παλιά (1931).
Βλαχογιάννης, Νικόλαος (; – 1891). Αγωνιστής του 1821. Στις 22 Οκτωβρίου 1891, η Νέα Εφημερίς έγραψε για τον Β.: «Την
13η Οκτωβρίου απεβίωσεν εν Μαχαλά ο ταγματάρχης του Πεζικού και πρωταγωνιστής της Ελληνικής Επαναστάσεως Νικ.
Βλαχογιάννης, ή Κοντός. Ο αείμνηστος γέρων μετέσχε και διεκρίθη εις πλείστας μάχας του ιερού αγώνος».
Βλαχογιάννι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 908 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις
ανατολικές απολήξεις των Αντιχασίων, στην πρώην επαρχία Ελασσόνος, 41 χλμ. ΒΔ της Λάρισας, κοντά στα όρια με τον νομό
Τρικάλων και μέσα στην εύφορη κοιλάδα του ποταμού Τιταρησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς.
Βλαχογιωργάκης (τέλη 18ου – α’ μισό 19ου αι.). Αρματολός της Δυτικής Στερεάς. Πολέμησε εναντίον του Αλή πασά, αλλά
τελικά αναγκάστηκε να καταφύγει στα Επτάνησα.
Βλαχοθανάσης, Μήτρος (; – 1771). Αρματολός από τη Βουνιχώρα Παρνασσίδας. Πρωτοπαλίκαρό του είχε τον Ανδρέα
Ανδρούτσο, πατέρα του κορυφαίου αγωνιστή Οδυσσέα. Μαζί τρομοκρατούσαν τους Αλβανούς της Στερεάς Ελλάδας, οι οποίοι
αποσύρονταν όταν οι δύο αυτοί αρματολοί εμφανίζονταν με τους άντρες τους στα χωριά. Ο Β. φημιζόταν για την ομορφιά του, η
οποία έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Κατά την επανάσταση του Ορλόφ, ο Β. ξεσήκωσε την Παρνασσίδα. Πήρε
μέρος σε πολλές μάχες και όταν γέρασε και η φήμη του Ανδρούτσου είχε διαδοθεί στη Στερεά, τάχθηκε, με πολλή προθυμία, ως
απλός μαχητής στο σώμα του. Ο Β. σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στη Ναύπακτο. Οι Τούρκοι μετέφεραν το κεφάλι του στην
Άμφισσα, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό.
Βλαχοθόδωρος (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αρματολός από το Βλαχολίβαδο της Ελασσόνας. Ήταν έμπιστος του Αλή πασά,
ο οποίος τον διόρισε στη θέση του Νικοτσάρα. Ο Β. ήταν δουλικά φιλότουρκος και κατηγορήθηκε πως το 1808 πρόδωσε, μαζί
με τον Ντεληγιάννη του Μετσόβου, το σχέδιο της επανάστασης του Βλαχάβα.
Βλάχοι. Οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής χερσονήσου, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του
Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά
εκρομανίστηκαν, όπως έγινε και με τους Ιλλυριούς της Αλβανίας. Όταν, στις αρχές του 7ου αι., εγκαταστάθηκαν στη Μοισία
του Αίμου πρώτα τα σλαβικά φύλα των Επτά γενεών και αργότερα (680) οι Βούλγαροι, οι αρχαίοι αυτοί Θράκες στην
πλειονότητά τους εκσλαβίστηκαν, γλωσσικά και εθνικά. Πολλοί λατινόφωνοι από αυτούς κατέφυγαν στα δυσπρόσιτα βουνά της
Βαλκανικής, όπου συνήθισαν στη ζωή των νομάδων κτηνοτρόφων· τον 9ο ή –πιθανότατα– τον 10ο αι. ένα μέρος από αυτούς
που κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην ορεινή βόρεια Ελλάδα, κυρίως γύρω από την Πίνδο (Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία,
μέχρι και τον Όλυμπο), έγιναν γνωστοί ως Β. (και Κουτσόβλαχοι) και η περιοχή αυτή αναφέρεται από τον 12ο αι. ως Μεγάλη
Βλαχία στα διάφορα χρονικά της εποχής.
Οι Β. της Βαλκανικής διαμόρφωσαν εθνικό τύπο διαφορετικό από τους ομόγλωσσούς τους Ρουμάνους. Αρχίζουν να
αναφέρονται στις βυζαντινές πηγές από τον 11ο αι. (Στρατηγικόν Κεκαυμένου): ο Εφραίμ ονομάζει τον Αίμο «Βλάχων
παροικίαν» και ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει (13ος αι.) «τους κατά τον Αίμον όρος βαρβάρους, οι Μοισοί πρότερον
ωνομάζοντο νυνί δε Βλαχοί κικλήσονται». Η πιο σημαντική ιστορική προβολή των μεσαιωνικών Β. του Αίμου –του τότε
βυζαντινού Θέματος της Παρίστριας– έγινε στα τέλη του 12ου αι., όταν μαζί με τους Κουμάνους, υπό την ηγεσία των ομοεθνών
τους αδελφών Ασάν, παρέσυραν σε εξέγερση τους Βουλγάρους το 1185 εναντίον του βυζαντινού κράτους και έτσι έγιναν οι
θεμελιωτές του δεύτερου βουλγαρικού κράτους. Μόλις ανασυστήθηκε η Βουλγαρία ύστερα από μακρόχρονη υποταγή της στο
Βυζάντιο (1018-85), πρώτος της τσάρος ανακηρύχτηκε ο Β. Πέτρος Ασάν· είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο αργότερα ο γνωστός
Βούλγαρος τσάρος Καλογιάννης προσαγορεύει συχνά τον εαυτό του με τον τίτλο: «imperator totius Bulgariae et Vlachiae».
Οι Β. της ελληνικής Πίνδου απέδειξαν στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, και περισσότερο στην τουρκοκρατία, ότι είχαν
σφυρηλατήσει τον ίδιο εθνικό χαρακτήρα με τους συντοπίτες τους Έλληνες. Στους εθνικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων,
διακρίθηκαν ονομαστές βλάχικες οικογένειες αρματολών και κλεφτών και αργότερα εθνικών ευεργετών. Μια αποτυχημένη
απόπειρα δημιουργίας διάστασης με το ελληνικό στοιχείο και αναζωπύρωσης του δήθεν ρουμανικού εθνισμού των Β. έκανε ο
Μουσολίνι, την περίοδο της Κατοχής (1941-44), με την ανακήρυξη της περιοχής της Πίνδου σε Πριγκιπάτο της Πίνδου. Για την
αναμφισβήτητη ελληνικότητα των Β. –των Γραικοβλάχων, όπως τους αποκαλούσε– αναφέρθηκε πολύ θερμά ο αγωνιστής του
1821, Νικόλαος Κασομούλης: «Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον καταγόμενοι από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και
Θεσσαλίας, επειδή όμως εγειτνιάζοντο και περιεστοιχούντο από ελληνικάς χώρας και Αρματολούς Έλληνας... αν και απλοί και
αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την
ανεξαρτησία [των], πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι, εάν και είχαν και ούτοι ιδιαίτερα
τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους [Έλληνας] κατοίκους, διαφέροντες [όμως] καθόλου από τους
Αρβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με Γραικούς, ωθούντο από εν αίσθημα
φιλελεύθερον, το [ίδιον το] οποίον κεντούσεν και τους Έλληνας κατοίκους» (Στρατιωτικά Ενθυμήματα της Επαναστάσεως των
Ελλήνων του 1821-1833, τόμος α’ 6104).
Βλαχοκερασιά. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 683 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις
νότιες κλιτύς της κορυφής Αγριοκερασιάς, στην πρώην επαρχία Μαντινείας, 22 χλμ. Ν της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον
δήμο Σκυρίτιδας. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Ιστορία. Στις 10 Απριλίου 1821 οι Τούρκοι επιτέθηκαν και διέλυσαν τους Έλληνες που ήταν οχυρωμένοι στον οικισμό, ο οποίος
αναφέρεται και ως Βλαχοκερασέα.
Βλαχοκερασιώτης, Μιχάλης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βλαχοκερασιά Μαντινείας. Πήρε μέρος σε πολλές
μάχες ως καπετάνιος, καθώς και στην πολιορκία της Τρίπολης. Το 1822 βρισκόταν στα Δερβένια του Ισθμού μαζί με τους Γ.
Σέκερη και Ρήγα Παλαμήδη. Σκοτώθηκε κατά την εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο.
Βλαχόλακκα. Κορυφή (1.564 μ.) του Παρνασσού. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του βουνού, στο βορειοδυτικό άκρο
του νομού Βοιωτίας, Β της Αράχοβας.
Βλαχομάνδρα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 137 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο
του νομού, αριστερά του ποταμού Εύηνου, στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, 67 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου.
Βλαχομιχάλης. Αγωνιστής του 1821. Αρματολός από τον Όλυμπο, πήρε μέρος στην επανάσταση της Μακεδονίας, γέρος
πλέον, μαζί με τους δύο γιους του, Θανάση και Κωνσταντίνο. Όταν το 1822 ο Αβδούλ Αμπούδ συνέτριψε τον αγώνα των
Μακεδόνων, ο Β. μαζί με τους γιους του κατέβηκαν στην Πελοπόννησο, όπου συνετέλεσαν στην καταστροφή του Δράμαλη στα
Κλένια της Κορινθίας. Αργότερα, και μέχρι το τέλος του Αγώνα, πολέμησαν στην Εύβοια και στην Ανατολική Στερεά.
Βλαχοπουλάτικα. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 93 κάτ.) των Παξών. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Παξών του νομού Κερκύρας. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Βλαχοπουλέικα. Οικισμός (32 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρανιδίου.
Βλαχόπουλο. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 1.346 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Πύλου, στις
νότιες απολήξεις του όρους Αιγάλεω, στην πρώην επαρχία Πυλίας, 38 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Παπαφλέσσα.
Βλαχόπουλος. Επώνυμο διαφόρων αγωνιστών του 1821.
1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Ύδρα. Επικεφαλής σώματος τριάντα στρατιωτών, πολέμησε και στην ξηρά και στη θάλασσα.
2. Δήμος. Καταγόταν από την Υπάτη. Ήταν αρματολός και τον σκότωσαν οι Κοντογιανναίοι από αντιζηλία.
3. Πάνος (; – Αιτωλικό 1852). Καταγόταν από την Ήπειρο. Πολέμησε σε μάχες της Δυτικής Στερεάς (Καρπενήσι, Κομπότι,
Πέτα, Βόνιτσα και Μεσολόγγι). Το 1825 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε και δικαστής
(1831).
Βλαχόπουλος. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από τη Νικόπολη της Ηπείρου.
1. Αλεξάκης. Βλ. λ. Βλαχόπουλος, Αλεξάκης.
2. Δημήτριος. Κατέφυγε στα Επτάνησα μαζί με τα αδέλφια του και εκεί έγινε Φιλικός. Αργότερα, πολέμησε ως καπετάνιος.
Όταν ο αδελφός του Αλεξάκης έγινε υπουργός, πήρε τον βαθμό του υποχιλίαρχου. Το 1826 πήρε μέρος στην άμυνα του
Αιτωλικού.
3. Κωνσταντίνος. Ήταν Φιλικός και πολέμησε μαζί με τα αδέλφια του. Όταν ο αδελφός του Αλεξάκης έγινε υπουργός
Στρατιωτικών, ο ίδιος ονομάστηκε χιλίαρχος. Με την υποστήριξη του Μαυροκορδάτου έγινε αρχηγός της περιοχής του Βλοχού.
Ως μέλος του δικαστηρίου στη δίκη του Καραϊσκάκη, υπέγραψε την καταδικαστική απόφαση. Έγινε στρατηγός (1825) και
πέθανε μετά την Επανάσταση. Τον κατέταξαν στους αξιωματικούς Β’ τάξης.
Βλαχόπουλος, Αλεξάκης (Νικόπολη Ηπείρου 1787 – 1865). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός της μετεπαναστατικής
περιόδου, Καταγόταν από οικογένεια αρματολών της Νικόπολης. Ο Β. και οι μικρότεροι αδελφοί του, Κωνσταντίνος και
Δημήτριος, έμαθαν τα πρώτα γράμματα στα Ιωάννινα και υπηρέτησαν στην Αυλή του Αλή πασά. Το 1806 έφυγαν από την πόλη
και έγιναν αρματολοί. Από τη Στερεά πήγαν στα Επτάνησα και υπηρέτησαν στα τοπικά ελληνικά σώματα. Ο Β., που ήταν
αξιωματικός, και τα τρία αδέλφια του μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Όταν πήγε στην Πρέβεζα με αποστολή της Εταιρείας, τον
πρόδωσαν στον Αλή πασά, ο οποίος τον κάλεσε και, χωρίς να τον συλλάβει, θέλησε να τον παραπλανήσει ότι ήταν και εκείνος
Φιλικός. Σε μια δεύτερη αποστολή στην Κωνσταντινούπολη για υποθέσεις της Φιλικής Εταιρείας, ο Β. κινδύνευσε και πάλι γιατί
τον πρόδωσαν και δεν άργησαν να τον συλλάβουν. Κατάφερε όμως να ειδοποιήσει τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, που τον έσωσε
με διαμεσολάβησή του στον Άγγλο πρεσβευτή στα Επτάνησα. Στη συνέχεια, ο Β. πολέμησε στη Δυτική Στερεά και ύστερα από
πολυήμερες μάχες κατέλαβε το Αγρίνιο και αργότερα το Ζαπάντι. Το 1824, έχοντας τον βαθμό του στρατηγού, ήταν μέλος του
συμβουλίου που δίκασε τον Καραϊσκάκη για προδοσία. Με την προσκόλλησή του στον Μαυροκορδάτο έγινε επιθεωρητής και
υπουργός. Μετά την απελευθέρωση έγινε υπουργός των Στρατιωτικών και των Ναυτικών. Το 1854 πήρε μέρος στο κίνημα για
την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Το 1864 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α’. Πέθανε με τον βαθμό του
αντιστρατήγου.
Βλαχοπούλου, Ρένα (Κέρκυρα 1920 – 2004). Ηθοποιός. Η πιο αγαπημένη Κερκυραία του εγχώριου κινηματογράφου και του
θεάτρου ήταν ήδη επαγγελματίας τραγουδίστρια όταν εμφανίστηκε στον κινηματογράφο, που την καθιέρωσε ως την εκρηκτική
και γεμάτη διάθεση για ζωή Ρένα της διπλανής πόρτας.
Σπούδασε μουσική στο ωδείο της πόλης της και έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο έργο Μικρή χωριατοπούλα (1940).
Ακολούθησαν διαρκείς εμφανίσεις με μουσικούς θιάσους, ώσπου την κέρδισε στον κινηματογράφο η κωμωδία και στο θέατρο η
επιθεώρηση. Το 1956 ήταν κιόλας πρωταγωνίστρια με τις Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες, ενώ έπαιξε συνολικά σε περισσότερες
από 25 ταινίες: Χαρτοπαίχτρα, Παριζιάνα, Μια ελληνίδα στο χαρέμι, Μερικοί το προτιμούν κρύο κ.ά.
Βλαχόρραπτης. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 101 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, κοντά
στα όρια με τον νομό Ηλείας, 72 χλμ. Δ της Τρίπολης και Ν της Δημητσάνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνος.
Από τον οικισμό, που έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός, κατάγεται η οικογένεια Αγγελόπουλου, της Χαλυβουργικής (βλ. λ.
Αγγελόπουλος, Άγγελος· Αγγελόπουλος, Παναγιώτης).
βλάχος (Ιχθλ.). Κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων του γένους Polyprion της οικογένειας των σερανιδών. Χαρακτηριστικός
αντιπρόσωπος, με ευρεία εξάπλωση στις εύκρατες θάλασσες, είναι το είδος Polyprion αmericanum ή Polyprion cernium,
μεγαλόσωμο ψάρι που μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 2 μ. Το σώμα του είναι ωοειδές, με χρωματισμό που ποικίλλει, από
γκριζόφαιο μέχρι καστανό, ανοιχτότερο στην κοιλιά. Έχει μεγάλο κεφάλι με μεγάλα μάτια, το οποίο καταλήγει σε κοντό ρύγχος
με ευρύ και λοξό στόμα. Τα σαγόνια του (το κάτω είναι μεγαλύτερο από το επάνω και προεξέχει) φέρουν λεπτά δόντια, τα οποία
υπάρχουν επίσης στο ρινικό οστό, στον ουρανίσκο και στη γλώσσα. Τα βραγχικά επικαλύμματα είναι οδοντωτά και ακανθώδη
και διασχίζονται από μια ανώμαλη οστεώδη απόφυση. Το ραχιαίο πτερύγιο είναι επίμηκες και ενιαίο, όπου ξεχωρίζουν οι 11
αγκαθωτές ακτίνες του πρόσθιου τμήματος και ακολουθούν οι 12 ακτίνες του οπίσθιου, με σαρκώδη βάση. Το εδρικό πτερύγιο,
όμοιο προς το μαλακό οπίσθιο τμήμα του ραχιαίου, έχει τις τρεις πρώτες αγκαθωτές ακτίνες προεξέχουσες. Το ουραίο πτερύγιο
είναι πλατύ με στρογγυλεμένη άκρη· η βάση των αζύγων πτερυγίων, όπως και των θωρακικών, φέρει λέπια.
Ο β. ζει μοναχικά σε μεγάλα βάθη με ανώμαλους βυθούς, μέσα σε βραχώδεις σχισμές, σε σπηλιές και σε ναυάγια. Τρέφεται με
μαλάκια, καρκινοειδή και μικρά ψάρια. Τα νεαρά άτομα, ωστόσο, ακολουθούν κατά ομάδες διάφορα επιπλέοντα αντικείμενα,
όπου αναζητούν τροφή. Είναι γνωστός στη Μεσόγειο και εκτιμάται για το νόστιμο κρέας του. Συχνά συγχέεται με τον ροφό, που
ανήκει στην ίδια οικογένεια.
Βλάχος. Βραχονησίδα στον Αμβρακικό κόλπο. Βρίσκεται στη συστάδα Κορακονήσια.
Βλάχος. Κορυφή (1.108 μ.) της Πεντέλης. Είναι η ψηλότερη του όρους και βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του. Προς την
ανατολική κορυφή της έχει επισημανθεί η θέση όπου βρισκόταν το άγαλμα της Αθηνάς, το οποίο αναφέρει ο Παυσανίας.
Ονομάζεται επίσης και Περγάρι.
Βλάχος. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα.
1. Αναστάσιος. Διατηρούσε σώμα με δικά του έξοδα. Πήρε μέρος στις μάχες γύρω από την Ακρόπολη της Αθήνας και,
αργότερα, κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο σώμα του Φαβιέρου. Το 1826 ανέλαβε το ταμείο των Αρμοστών των νησιών του
Αιγαίου.
2. Ιωάννης (; – Αθήνα 1824). Προύχοντας της Αθήνας. Πήγε στο Μενίδι το 1821, όπου είχε οργανωθεί επαναστατικό
στρατόπεδο. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά των Τούρκων της Αθήνας τον Απρίλιο του 1821. Ήταν εύφορος των Στρατιωτικών
στην τοπική διοίκηση που οργάνωσε ο Άρειος Πάγος (1821). Αργότερα διετέλεσε πληρεξούσιος της Αθήνας στις
Εθνοσυνελεύσεις. Πέθανε στην Αθήνα πριν από την απελευθέρωση.
Βλάχος. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Άρτα.
1. Κώστας (Άρτα 1798 – 1841). Πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, της Κορίνθου και του Ναυπλίου, καθώς και στη μάχη
του Πέτα. Το 1825 πολέμησε στην Κάρυστο, στο Χαϊδάρι και στη Θήβα, ενώ το 1826 πήρε μέρος στην εκστρατεία της Χίου
όπου και τραυματίστηκε (1828).
2. Σταύρος (1802 – 1864). Πήρε μέρος στον Αγώνα με την ιδιότητα του στρατιωτικού αλλά και του πολιτικού. Το 1826
κλείστηκε στην Ακρόπολη και προσέφερε χρήματα για την άμυνά της. Μετά την Επανάσταση εξελέγη πέντε φορές βουλευτής.
Το 1852 διορίστηκε υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας.
Βλάχος, Άγγελος (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα
(1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861-63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό
μηχανισμό, υπηρέτησε ως πρεσβευτής και υπήρξε διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου (του μετέπειτα Εθνικού) στο στάδιο της
προπαρασκευής του (1898-1901). Στην τελευταία αυτή θέση επανήλθε το 1906, μετά τον θάνατο του Θων, και παρέμεινε έως τη
διακοπή της λειτουργίας του θεάτρου. Η συγγραφική του δραστηριότητα υπήρξε πολυμερής και ογκώδης· περιλαμβάνει
ποιητικές και ιστορικοφιλολογικές πραγματείες, θεατρικά έργα, καθώς επίσης πλούσιο και ποικίλο μεταφραστικό έργο. Από τη
θεατρική του παραγωγή ξεχωρίζει η κωμωδία Η κόρη του παντοπώλου (1866). Γιος του ήταν ο δημοσιογράφος και εκδότης
Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και εγγονή του η εκδότρια Ελένη Βλάχου (βλ. λ.).
Βλάχος, Άγγελος (Μανσούρα Αιγύπτου 1915 – Αθήνα 2003). Διπλωμάτης, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη
νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως διπλωμάτης. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών, αρχικά
ως ακόλουθος (1935-46) και στη συνέχεια ως υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη (1946-48), πρώτος γραμματέας στην
Άγκυρα (1948-50) και στη Ρώμη (1950-54), γενικός πρόξενος στα Ιεροσόλυμα (1954-56) και στην Κύπρο (1956-59), μόνιμος
αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ (1959-64), γενικός διευθυντής μορφωτικών υποθέσεων, πρέσβης στη Μόσχα (1968-72) και γενικός
γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών (1974-75)· την περίοδο 1975-76 ήταν γενικός διευθυντής της ΕΡΤ. Διετέλεσε επίσης
υφυπουργός (1963) και υπουργός Προεδρίας (1974).
Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ενώ υπήρξε και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έργα του: Μνήμα της γριάς
(1945), Ο κύριός μου Αλκιβιάδης (1952), Ώρες ζωής (1957), Ένας Φιλέλλην για το ’21 (1962), Μεροληψίες Θουκυδίδη (1972),
Ξέρξης, χαρτιά προσωπικά (1978), Οδοιπόροι για τα Σούσα (1976), Δέκα χρόνια Κυπριακού (1979), Μια φορά και έναν καιρό
ένας διπλωμάτης (1985-89, 6 τόμοι), Πρωθύστερα (1990), Η σκιά του βασιλέως (1991). Τέλος, πλούσιο υπήρξε και το
δοκιμιακό και μεταφραστικό έργο του, στο οποίο περιλαμβάνονται μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων (Θουκυδίδης,
Ηρόδοτος, Αισχύλος, Αριστοτέλης κ.ά.).
Βλάχος, Γεράσιμος (Κρήτη 1607 – 1685). Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1672-85), φιλόσοφος και θεολόγος. Μετά τις
εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη πήγε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Το 1652 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου
διετέλεσε εφημέριος και ιεροκήρυκας του Αγίου Γεωργίου του Σκαλωτού και διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο της τοπικής
ελληνικής κοινότητας. Από το 1661 έως το 1670 μόνασε στο μοναστήρι της Θεοτόκου στην Κέρκυρα και χειροτονήθηκε
ηγούμενός του. Το 1672 εξελέγη μητροπολίτης Φιλαδελφείας στη Βενετία. Ο Β. έγραψε πολλά συγγράμματα, φιλολογικά,
φιλοσοφικά και θεολογικά, τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν ανέκδοτα. Σπουδαίο έργο του είναι ο Θησαυρός
εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος (Βενετία, 1659), αφιερωμένο στον δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδο Β’, με το οποίο
καθιερώθηκε ως ο πρώτος Νεοέλληνας λεξικογράφος. Το λεξικό περιέχει την ερμηνεία λέξεων στις εξής γλώσσες: αρχαία και
νέα ελληνική, λατινική και ιταλική. Άλλο έργο του είναι η Αρμονία οριστική των όντων κατά τους των Ελλήνων σοφούς
(Βενετία, 1661). Τα ανέκδοτα έργα του βρίσκονται κυρίως στη βιβλιοθήκη του μετοχιού του Πανάγιου Τάφου στην
Κωνσταντινούπολη.
Βλάχος, Γεώργιος (Αθήνα 1886 – 1951). Δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος του λογογράφου Άγγελου Βλάχου (βλ. λ.),
ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διαδέχτηκε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη ως εκδότης και διευθυντής
του δεκαπενθήμερου περιοδικού Παναθήναια (1900-13) και το 1919 ίδρυσε την εφημερίδα Καθημερινή, την οποία διηύθυνε έως
τον θάνατό του και την ανέδειξε σε μία από τις εγκυρότερες ελληνικές εφημερίδες. Από τις στήλες της διακρίθηκε ως
αρθρογράφος για το κομψό προσωπικό ύφος του και τη μαχητική του διάθεση. Η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία τον
απομάκρυνε από τη λογοτεχνία, στην οποία είχε παρουσιαστεί με θεατρικά έργα, όπως Τα κόκκινα γάντια κ.ά. Εξακολούθησε
όμως πάντα να ενδιαφέρεται για το θέατρο και, όπως και ο πατέρας του, διετέλεσε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του
Εθνικού Θεάτρου. Μετά τον θάνατό του τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της εφημερίδας η κόρη του Ελένη Βλάχου (βλ. λ.).
Βλάχος, Γεώργιος (Αθήνα 1913 – ). Νομικός, πολιτικός επιστήμονας, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη
νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Γαλλίας. Το 1946
αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου των Παρισίων. Σταδιοδρόμησε ως ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών της
Γαλλίας (1947-64 και 1968-74) και ως τακτικός καθηγητής στην έδρα της πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Το
1983 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ από το 1980 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Ηθικών και
Πολιτικών Επιστημών της Γαλλίας. Έργα του: Το Σύνταγμα της Ελλάδος (1954-55), Πολιτική (α’ τόμος, 1977), Κοινωνιολογία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου (1976), Εισαγωγή στην Ιστορία της πολιτικής σκέψεως (1976), Πολιτική Ψυχολογία (1976) κ.ά.
Βλάχος, Θεόδωρος (Κεφαλονιά ; – 1849). Εθνικός αγωνιστής. Ηγήθηκε εξέγερσης κατά της αγγλικής κατοχής στο νησί του,
τον Αύγουστο του 1849, αλλά απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.
Βλάχος, Νικόλαος (Σαντορίνη 1893 – Αθήνα 1956). Ιστορικός και πανεπιστημιακός. Καθηγητής της νεότερης ελληνικής
ιστορίας, από το 1937 στο Πάντειο πανεπιστήμιο και από το 1939 στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,
ασχολήθηκε σε πολλές μελέτες του με προβλήματα φιλοσοφίας και μεθοδολογίας της ιστορίας. Το κυριότερο σύγγραμμά του,
καθαυτό ιστορικό έργο, είναι η Ιστορία των κρατών της χερσονήσου του Αίμου 1908-1914 (α’ τόμος, 1954). Ο επόμενος τόμος
δεν ολοκληρώθηκε, λόγω του θανάτου του.
Βλάχου, Ελένη (Αθήνα 1911 – 1995). Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας
καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον
θάνατό της. Στη διάρκεια της θητείας της στην εφημερίδα, δημιούργησε επίσης τα περιοδικά Εκλογή και Εικόνες και την
εφημερίδα Μεσημβρινή, την οποία διηύθυνε από το 1961 έως το 1967. Επίσης, ίδρυσε την εκδοτική εταιρεία Γαλαξίας.
Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-74) αρνήθηκε να συνεχίσει την έκδοση των εφημερίδων της και γι’ αυτό υπέστη διώξεις.
Διέφυγε στο εξωτερικό όπου συνέχισε την εκδοτική δραστηριότητά της. Τον Αύγουστο του 1968 εξέδωσε ένα μηνιαίο
αγγλόφωνο περιοδικό, με τίτλο Hellenic Review (Ελληνική Επιθεώρηση). Μερικούς μήνες αργότερα, αναγκάστηκε να διακόψει
την έκδοση γιατί ο σύζυγός της, ο Κωνσταντίνος Λούνδρας, που είχε μείνει στην Αθήνα, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο
στρατοδικείο. Για ένα διάστημα εργάστηκε στην εφημερίδα Κυριακάτικοι Τάιμς (Sunday Times) του Λονδίνου. Το 1969
κυκλοφόρησε το βιβλίο House Arrest (Κατ’ οίκον κράτηση). Το 1971 κυκλοφόρησε ένα δεύτερο βιβλίο στο Λονδίνο, πάλι στα
αγγλικά: Free Greek Voices (Ελεύθερες ελληνικές φωνές). Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το αγγλόφωνο περιοδικό Doric News
(Δωρικά Νέα), που η έκδοσή του κράτησε έως τις αρχές του 1974. Με την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα και
επανέκδωσε την Καθημερινή. Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές (1974) εξελέγη βουλευτής Επικρατείας με το ψηφοδέλτιο
της Νέας Δημοκρατίας. Διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, αντιπρόεδρος του
Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, πρόεδρος της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου και αντιπρόεδρος της Ελληνικής
Φωτογραφικής Εταιρείας. Το Βρετανικό Ινστιτούτο Δημοσιογράφων της απένειμε χρυσό μετάλλιο για τις υπηρεσίες της στην
ελευθεροτυπία. Μια ατυχής για την ίδια στιγμή υπήρξε η επιλογή της να εκχωρήσει το πλειοψηφικό μετοχικό πακέτο της
εφημερίδας και των εκδοτικών της δραστηριοτήτων στον επιχειρηματία Γεώργιο Κοσκωτά, σε μια εποχή οικονομικών
δυσκολιών της εφημερίδας. Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου Κοσκωτά δεν δίστασε να
υπερασπιστεί με σπάνια γενναιοφροσύνη την επιλογή της, λέγοντας «μου φάνηκε καλός άνθρωπος· ποτέ άλλωστε δεν ρωτήσαμε
κάποιον επιχειρηματία πού βρήκε τα χρήματά του». Η εφημερίδα στη συνέχεια μεταβιβάστηκε σε άλλους επιχειρηματίες.
Η Β. παρέμεινε για αρκετές δεκαετίες μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής δημοσιογραφίας και είχε
εξασφαλίσει την εκτίμηση συναδέλφων από όλο το φάσμα της πολιτικής, αν και δεν έκρυψε ποτέ την προτίμησή της στη
συντηρητική παράταξη (Ελληνικός Συναγερμός, EPE και Νέα Δημοκρατία, διαδοχικά). Υπήρξε άριστη επαγγελματίας και τα
γραπτά της μπορούν να χρησιμεύσουν ακόμα ως υποδείγματα δημοσιογραφικού λόγου.
Βλαχοχώρι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 5 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις
ανατολικές κλιτύς του Ταΰγετου, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, 12 χλμ. Δ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Μιστρά.
Βλαχοχώρια. Κατά την τουρκοκρατία, την ονομασία αυτή έφερε ένα συγκρότημα χωριών της επαρχίας Παρνασσίδος της
Φωκίδας: Βάριανη, Γραβιά, Αγόριανη, Μπράλλο, Παλιοχώρι, Σουβάλα κ.ά. Ο Πανουργιάς στρατολόγησε από τα χωριά αυτά
400 άντρες μόλις άρχισε ο Αγώνας. Το 1824, ένα τουρκικό σώμα οδήγησε στα Β. τριακόσιες ελληνικές οικογένειες, που είχαν
αιχμαλωτιστεί στην Υπάτη. Οι οπλαρχηγοί Κοντογιάννης, Σκαλτσάς και Σαφάκας επιτέθηκαν στους Τούρκους και
απελευθέρωσαν τις ελληνικές οικογένειες.
Βλεμμύδης, Νικηφόρος (Κωνσταντινούπολη 1197 – Ημάθια, Έφεσος 1272). Θεολόγος και φιλόσοφος. Πρόσφυγας μετά την
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Β. μεγάλωσε και σπούδασε στην Προύσα αρχικά και μετά στη
Νίκαια της Βιθυνίας. Μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Θεόδωρος
Λάσκαρης. Του ανατέθηκαν διάφορες διπλωματικές και εκκλησιαστικές αποστολές, κατά τις οποίες επέδειξε σοφία αλλά και
μετριοπάθεια. Δεν δέχτηκε όμως τα πολιτικά και εκκλησιαστικά αξιώματα που του προσφέρθηκαν. Το 1235 αποσύρθηκε σε μια
μονή στο όρος Λάτρος. Αργότερα ίδρυσε δικό του μοναστήρι, στο οποίο έζησε τα τελευταία του χρόνια. Ο Β. άφησε δύο
αυτοβιογραφίες, που αποτελούν σπουδαία ιστορική πηγή για την εποχή του. Έγραψε επίσης ένα έργο αλχημείας, με τίτλο Περί
Χρυσοποιίας, δύο εγχειρίδια γεωγραφίας και μια Επιτομή Λογικής και Φυσικής, όπου προσπάθησε να εναρμονίσει τη
χριστιανική διδασκαλία με την αριστοτελική φιλοσοφία.
Β-λεμφοκύτταρα. Βλ. λ. λεμφοκύτταρα.
βλεννιίδες (blenniidae). Οικογένεια ιχθύων της τάξης των περκομόρφων. Περιλαμβάνει πολλά είδη τα οποία είναι περισσότερο
γνωστά με την κοινή ονομασία σαλιάρες. Βλ. λ. σαλιάρα.
βλέννα, τραχηλική (Ιατρ.). Έκκριση που παράγεται από τον τράχηλο της μήτρας, ορατή όταν πραγματοποιείται μια
γυναικολογική εξέταση γύρω στη 14η μέρα του μηνιαίου κύκλου. Υφίσταται περιοδικές αλλαγές στη χημική σύσταση και στη
μορφή της κατά τη διάρκεια του ωοθηκικού κύκλου κάτω από την επίδραση των ορμονών. Κατά την εγκυμοσύνη η βλέννα αυτή
γίνεται άφθονη και πηχτή ως βύσμα, σφραγίζοντας έτσι τον τραχηλικό σωλήνα για να αποτραπεί μετάδοση μόλυνσης στο
κύημα. Όταν δεν υπάρχει ωορρηξία, διαπιστώνονται χαρακτηριστικές αλλοιώσεις. Η εξέταση χρησιμεύει για τη διάγνωση της
λειτουργικής κατάστασης των ωοθηκών και γίνεται με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα, που εισάγεται στην τραχηλική
κοιλότητα της μήτρας. Συνήθως συνδυάζεται με τεστ Huhner, κατά το οποίο εκτιμάται η δυνατότητα των σπερματοζωαρίων του
συζύγου να διασχίσουν τη βλέννα, προϋπόθεση απαραίτητη για φυσική αναπαραγωγή.
βλεννογόνος (Ανατ.). Η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων και των σωληνωδών δομών,
που επικοινωνούν με το εξωτερικό του σώματος. Β. έχουν για παράδειγμα οι δομές του αναπνευστικού, του πεπτικού και του
ουρογεννητικού συστήματος. Ο β. αποτελείται από μια επιφανειακή στιβάδα επιθηλιακού ιστού, που ακουμπά σε μια βασική
μεμβράνη και από ένα υπόστρωμα συνδετικού ιστού, το χόριον, στην πλούσια αγγείωση του οποίου οφείλεται το ερυθρό χρώμα
των β. Στο επιθήλιο βρίσκονται σχεδόν πάντα αδένες, που στην πλειονότητά τους εκκρίνουν βλέννα. Σε μερικούς β. το έκκριμα
αυτό προέρχεται από ειδικά κύτταρα, τα οποία ονομάζονται κυπελλοειδή και παρομοιάζονται με μονοκυττάριους αδένες. Το
χαρακτηριστικό αυτό έκκριμα έδωσε την ονομασία στις αντίστοιχες μεμβράνες. Σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. στο στομάχι και
στο έντερο), στην επιθηλιακή στιβάδα βρίσκονται διάφοροι αδένες που εκκρίνουν ειδικούς χυμούς, συνήθως πλούσιους σε
ένζυμα. Με την ονομασία ψευδοβλεννογόνοι αποκαλούνται επιφανειακές στιβάδες ορισμένων ανατομικών περιοχών, όπως για
παράδειγμα τα χείλη, τα ιστολογικά χαρακτηριστικά των οποίων είναι ενδιάμεσα μεταξύ β. και δέρματος.
βλεννόρροια (Ιατρ.). Αποκλειστικά σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (παλαιότερα αποκαλούμενο αφροδίσιο), που οφείλεται
στον γονόκοκκο του Νάισερ (Neisseria gonorrhoeae). Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά
από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2-5 μέρες, και θεραπεύεται, εφόσον διαγνωστεί έγκαιρα, σε διάστημα λίγων
εβδομάδων. Τα συμπτώματα της πάθησης αυτής είναι αρχικά ένα αίσθημα γαργαλισμού στην ουρήθρα, τσούξιμο κατά την
ούρηση, συχνουρία, έντονη υπεραιμία της βαλάνου στους άνδρες και εμφάνιση μικρής ποσότητας γλοιώδους υγρού στην είσοδο
της ουρήθρας. Μετά την παρέλευση τριών ημερών τα συμπτώματα αυτά εντείνονται και συνοδεύονται από γενικότερες
διαταραχές: το έκκριμα της ουρήθρας γίνεται άφθονο και πυώδες, οι στύσεις είναι επώδυνες, η γενική κατάσταση επιδεινώνεται
και παρουσιάζεται πυρετός και ανορεξία. Χαρακτηριστικό στοιχείο της συμπτωματολογίας της β. είναι ότι, μετά την πάροδο
περίπου τριών εβδομάδων, τα συμπτώματα αυτά αμβλύνονται και ύστερα από 5-8 εβδομάδες η ροή του πύου σταματά. Στην
οξεία της μορφή η β. εντοπίζεται συνήθως στην μπροστινή ουρήθρα και εφόσον δεν ακολουθηθεί έγκαιρα η κατάλληλη
θεραπευτική αγωγή, η μόλυνση απλώνεται και στο πίσω μέρος της ουρήθρας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που η β.
αφεθεί χωρίς θεραπεία ή θεραπευτεί ατελώς, μετατρέπεται σε χρόνια με ιδιαίτερα σοβαρές επιπλοκές. Εκτός από τον κίνδυνο της
αναζωπύρωσης της μολυσματικής εστίας και της επανεμφάνισης της οξείας μορφής, είναι πιθανή η πρόκληση μιας σειράς
βαρύτατων παθήσεων, όπως η ορχίτιδα, η προστατίτιδα, η σαλπιγγίτιδα, η κυστίτιδα, η πυελονεφρίτιδα, η ενδοκαρδίτιδα, η
περιτονίτιδα, η αρθρίτιδα, η οφθαλμία, η στείρωση, η αγκύλωση κ.ά. Η θεραπεία της β. ποικίλλει ανάλογα με τη μορφή και το
στάδιο της λοίμωξης και βασίζεται στη χορήγηση αντιβιοτικών φαρμάκων.
Βλέσσας, Γεώργιος (Σμύρνη 1910 – ). Εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά
τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Σε ηλικία μόλις 18 ετών εξέδωσε το περιοδικό Ελληνόπουλο και στη συνέχεια τον
Παιδικό Κόσμο (1930) και το Θέατρο του Παιδικού Κόσμου (1933), όλα με ηθικοπλαστικό και ελληνολατρικό χαρακτήρα.
Έγραψε δεκάδες βιβλία: διηγήματα, μυθιστορήματα, ευθυμογραφήματα, θεατρικά και μεταφράσεις διαφόρων γαλλικών
παιδικών μυθιστορημάτων.
βλεφαρίδες (Βιολ.). Λεπτές νηματοειδείς κυτταροπλασματικές προεκβολές των κυττάρων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την
ικανότητα να κινούνται ρυθμικά. Έχουν την ίδια κατασκευή με τα μαστίγια των ευκαρυωτικών οργανισμών, μόνο που είναι
βραχύτερες και πολυάριθμες· το μήκος τους είναι 5-15 μικρόμετρα και η διάμετρός τους 0,1-0,6 μικρόμετρα. Οι β. αποτελούν
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων, των οποίων μπορεί να καλύπτουν ολόκληρη την εξωτερική
επιφάνεια ή να περιορίζονται σε συγκεκριμένες θέσεις, όπως γύρω από το στόμα. Η ικανότητα της κίνησης των β. εξασφαλίζει
τη μετακίνηση του κυττάρου σε υγρό περιβάλλον ή την πρόσληψη της τροφής. Σε ορισμένα πρωτόζωα αντί για απλές β.,
υπάρχουν σύνθετα βλεφαριδικά οργανίδια όπως: κυματοειδείς μεμβράνες από σειρές συγκολλημένων β,. που σχηματίζουν ένα
είδος φύλλου· μεμβρανίδια, τα οποία προέρχονται από πολλές βραχείες σειρές β., οι οποίες συνενώνονται σχηματίζοντας μια
πλάκα· θυσάνους από δέσμες β. Οι προνύμφες των περισσότερων κοιλεντερωτών και σπόγγων έχουν βλεφαριδωτό επικάλυμμα.
Στα σπονδυλωτά και στον άνθρωπο, μόνο μερικά ειδικευμένα κύτταρα έχουν β., όπως το επιθήλιο των αναπνευστικών οδών, για
την απομάκρυνση ανεπιθύμητων σωματιδίων καθώς και το επιθήλιο των σπερματαγωγών, των σαλπίγγων και της μήτρας για
την προώθηση του σπέρματος.
βλεφαριδοφόρα (Ζωολ.). Υποσυνομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων. Όλα τα β. χαρακτηρίζονται από την παρουσία
βλεφαρίδων ή βλεφαριδωτών συσκευών, μόνιμα ή σε κάποιο στάδιο του κύκλου ζωής τους. Ανακαλύφθηκαν από τον Ολλανδό
Άντονι Βαν Λέβενχουκ, στα τέλη του 17ου αι. Στο παρελθόν ονομάζονταν και εγχυματικά επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα
στα εγχύματα των φυτών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ομάδα πρωτόζωων, με περίπου 6.000 διαδεδομένα είδη, από τα οποία τα
περισσότερα ζουν ελεύθερα στα γλυκά νερά, στο υγρό έδαφος ή στη θάλασσα και κάποια παρασιτούν, εσωτερικά ή εξωτερικά,
σε σπονδυλωτά ή ασπόνδυλα ζώα.
Στην εξωτερική επιφάνεια του σώματός τους φέρουν κινούμενες βλεφαρίδες, χρήσιμες για τη μετακίνησή τους στο υγρό
περιβάλλον αλλά και για την πρόσληψη της τροφής. Η βλεφαρίδωση διαφέρει από είδος σε είδος και μπορεί να διακριθεί σε
σωματική, η οποία παρατηρείται στην επιφάνεια του σώματος, ολοκληρωτικά ή σε ορισμένα τμήματα, και σε στοματική, η
οποία περιορίζεται στην στοματική περιοχή.
Κάτω από την εξωτερική μεμβράνη, η οποία αποτελεί συνέχεια με τη μεμβράνη που περιβάλλει τις βλεφαρίδες, το σώμα τους
καλύπτεται από μια κυτταροπλασματική στιβάδα, περίπλοκης κατασκευής με διάφορα οργανίδια. Η στιβάδα αυτή περιλαμβάνει
πολυάριθμες πεπλατυσμένες κύστεις, οι οποίες συμβάλλουν στη σταθερότητα της μεμβράνης. Μεταξύ των κύστεων
σχηματίζεται το σύστημα των βλεφαρίδων, που αποτελείται από τα βασικά κοκκία ή κινητοσώματα, από τα οποία ξεκινούν οι
βλεφαρίδες και συνδέονται μεταξύ τους με επιμήκη ινίδια, τους κινητοδεσμούς. Τα κινητικά συστήματα χαρακτηρίζουν όλα τα
β. και χρησιμεύουν για τον συντονισμό της δόνησης των βλεφαρίδων. Κάτω από τις κύστεις υπάρχουν, σε ορισμένα β.,
φιαλόμορφα οργανίδια τα οποία ονομάζονται τριχοκύστεις· σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τριχοκύστεις μπορούν να
προβάλλονται προς το εξωτερικό περιβάλλον, είτε για να συγκρατούν σαν άγκυρες τον οργανισμό, είτε για την άμυνά τους, είτε
τη σύλληψη της τροφής.
Τα β. κινούνται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα από όλα τα πρωτόζωα, με τη συγχρονισμένη δόνηση των βλεφαρίδων· η κίνηση
αυτή είναι σπειροειδής, ενώ συγχρόνως υπάρχει μια περιστροφή κατά μήκος του επιμήκους άξονα του σώματος. Ανάλογα με
την ομάδα εμφανίζονται διάφορες παραλλαγές.
Φέρουν τυπικά ένα καλά διαμορφωμένο κυτταρικό στόμα, το κυτταρόστομα, το οποίο ακολουθείται από έναν διάδρομο, που
εκτείνεται μέσα στο ενδόπλασμα και ονομάζεται κυτταροφάρυγγας. Στα περισσότερα είδη, πριν από το κυτταρόστομα υπάρχει
ένας θάλαμος (διάδρομος ή βαθύ αυλάκι), με απλές βλεφαρίδες που οδηγούν την τροφή στο στόμα. Στα ανώτερα β. ο
προστόμιος αυτός θάλαμος σχηματίζει μια τυπική στοματική κοιλότητα με σύνθετα βλεφαριδικά οργανίδια, η οποία ονομάζεται
περίστομα. Στο βάθος του κυτταροφάρυγγα σχηματίζονται τα πεπτικά κενοτόπια, ειδικοί χώροι, διάσπαρτοι σε όλη την έκταση
του κυτταροπλάσματος, στους οποίους συντελείται η πέψη. Τα άχρηστα άπεπτα υλικά αποβάλλονται από το κύτταρο μέσω ενός
ανοίγματος, της κυτταροπυγής ή κυτοπρωκτού.
Η ωσμωτική ρύθμιση στα β. γίνεται μέσω ενός ή περισσότερων σφυγμωδών κενοτοπίων, τα οποία λειτουργούν αποβάλλοντας
την περίσσεια νερού, πίσω στο περιβάλλον.
Μέσα στο κυτταρόπλασμα υπάρχουν δύο τύποι πυρήνων: ο μακροπυρήνας, πολυπλοειδής πυρήνας, απαραίτητος για τη ρύθμιση
του μεταβολισμού και τον γενετικό έλεγχο του φαινότυπου και ένας ή περισσότεροι διπλοειδείς μικροπυρήνες, οι οποίοι είναι
υπεύθυνοι για την αναπαραγωγή.
Η αναπαραγωγή τους διακρίνεται σε μονογονική, με επιμήκη διχοτόμηση ή σπανιότερα με εσωτερική εκβλάστηση, και σε
αμφιγονική, με παροδική σύζευξη. Κατά την παροδική σύζευξη, δύο ώριμα άτομα του ίδιου είδους ενώνονται με τη στοματική
περιοχή και έρχεται σε επαφή το κυτταρόπλασμά τους. Κατά τη διάρκεια της επαφής συντελείται αναδιοργάνωση και ανταλλαγή
πυρηνικού υλικού· οι μακροπυρήνες διαλύονται και η ανταλλαγή των γενετικών πληροφοριών πραγματοποιείται με τη
συμμετοχή των μικροπυρήνων.
Τα β. διαιρούνται σε δύο τάξεις: στα ολότριχα και στα σπειρότριχα. Βλ. λ. ολότριχα· σπειρότριχα.
βλεφαριδωτά (Ζωολ.). Τάξη πρωτόζωων, η μοναδική της υποσυνομοταξίας των βλεφαριδοφόρων. Βλ. λ. βλεφαριδοφόρα.
βλεφαρίτιδα (Ιατρ.). Φλεγμονή των βλεφάρων, συχνότερα στο ελεύθερο χείλος τους, στο σημείο που φυτρώνουν οι
βλεφαρίδες. Διακρίνονται διάφορες μορφές β. (πιτυριδώδης, εξελκωτική κ.ά.), που γενικά αντιμετωπίζονται με επιτυχία με
χλιαρές κομπρέσες βορικού οξέος 5% καθώς και με οφθαλμικές αλοιφές αντιβιοτικών και κορτιζόνης.
βλήμα (Στρατ.). Κάθε αντικείμενο που εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή
του, λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος έχει επεκταθεί σήμερα και αφορά τους πυραύλους και
τα κατευθυνόμενα β. Ανάλογα με το μέγεθος, το μέσο και τη μέθοδο εκτόξευσης και τη φύση του στόχου, τα β. χαρακτηρίζονται
ως βολίδες, βόμβες, βομβίδες, β. πυροβολικού, β. όλμων, πύραυλοι και βαλλιστικά β.
Η βολίδα, γνωστή ως σφαίρα πιστολιού, περιστρόφου, τουφεκιού, οπλοπολυβόλου, πολυβόλου, ή ακόμα και πυροβόλου μικρού
διαμετρήματος, έχει σχήμα κυλίνδρου με ωοειδή ή κωνική κατάληξη στο μπροστινό μέρος. Αυτή που χρησιμοποιείται σήμερα
αποτελείται από τον πυρήνα και το χάλκινο περίβλημα και έχει συνήθως διάμετρο μεγαλύτερη κατά ένα χιλιοστό της ίντσας από
τις ραβδώσεις της κάνης του όπλου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ανάλογη πίεση στο πυθμένιό της αλλά και η κατάλληλη
προσαρμογή στις ραβδώσεις, οι οποίες της δίνουν την περιστροφική γύρω από τον άξονά της κίνηση, απαραίτητη για να κινείται
σε όλη την τροχιά της με την κεφαλή της εμπρός. Ανάλογα με τη σύσταση του πυρήνα τους, οι βολίδες είναι διατρητικές,
εμπρηστικές, εκρηκτικές και τροχιοδεικτικές.
Οι βόμβες είναι β. με ισχυρή εκρηκτική γόμωση, που δημιουργούν εκρηκτικό κύμα μεγάλης ακτίνας και καταστρεπτικής
ικανότητας. Διαφέρουν από τα β. πυροβολικού στο οπίσθιο τμήμα τους που είναι πολύ λεπτότερο και εφοδιασμένο με πτερύγια,
τα οποία εξασφαλίζουν την αναγκαία περιστροφική κίνηση και ισορροπία κατά την πτώση.
Οι βομβίδες (χειροβομβίδες όσες εκτοξεύονται με το χέρι και οπλοβομβίδες όσες εκτοξεύονται με όπλο, συνήθως τουφέκι) είναι
μικρές βόμβες, με τη διαφορά ότι εκρήγνυνται όπως και αν προσκρούσουν. Η γόμωση είναι συνήθως 6-10% του βάρους τους
και οι πυροσωλήνες κρουσιφλεγείς ή με επιβράδυνση. Διακρίνονται σε εκρηκτικές (αμυντικές ή επιθετικές), καπνογόνους,
σηματοδοσίας (έγχρωμου καπνού), εμπρηστικές και ειδικής γόμωσης, όπως οι ρηκτικές (γόμωση 2,5-6%), που
χρησιμοποιούνται εναντίον στόχων ελαφρώς θωρακισμένων, οι δακρυγόνες και οι βομβίδες ποικίλων άλλων χημικών ουσιών.
Τα β. πυροβολικού είναι διασκευασμένα εσωτερικά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον οποιουδήποτε στόχου.
Αποτελούνται από ένα χαλύβδινο, σχεδόν τελείως κυλινδρικό σώμα, το οποίο γεμίζει με εκρηκτική ύλη και καταλήγει εμπρός
στην ωοειδή ή κωνική κεφαλή, όπου προσαρμόζεται σε ειδικό φρεάτιο ο πυροσωλήνας και πίσω στο πυθμένιο, το οποίο αν και
μπορεί να γίνει χυτό, είναι κοχλιωμένο στον κύλινδρο. Εξωτερικά και στο κατώτερο μέρος του είναι εφοδιασμένο με δακτυλίους
(έναν έως τρεις) από μαλακό μέταλλο, συνήθως χαλκό, οι οποίοι αποτελούν τη ζώνη σφήνωσης και προορίζονται να
σφηνώνονται στις ραβδώσεις του σωλήνα του πυροβόλου για την αναγκαία περιστροφική γύρω από τον άξονά του κίνηση του
β., ενώ για να εμποδίζονται οι ταλαντώσεις του κατά τη διαδρομή του στον σωλήνα, στο επάνω μέρος υπάρχει η ζώνη
ερείσματος (ένα κυκλικό ελαφρύ εξόγκωμα). Τα β. είναι στενότερα στη βάση τους, για να διευκολύνεται η εκροή των αερωδών
μορίων, που εμποδίζουν την προχωρητική κίνησή τους. Για να βελτιωθούν οι αεροδυναμικές ιδιότητες, τα διατρητικά β.
εφοδιάζονται με μια ελαφριά ψευδοκεφαλή, ενώ για την αύξηση της διατρητικότητας η κεφαλή ενισχύεται με χαλύβδινο
κάλυμμα. Βασικά β. πυροβολικού είναι τα εκρηκτικά, εφοδιασμένα με σωλήνα ακαριαίο, εγκαιροφλεγή, προσέγγισης ή με
επιβράδυνση, τα οποία δρουν με θραύσματα, στα οποία κατατέμνεται το περίβλημά τους ή η γόμωσή τους (βολιδοφόρα β.).
Χρησιμοποιούνται εναντίον προσωπικού ακάλυπτου ή σχεδόν ακάλυπτου. Εναντίον ανθεκτικών στόχων χρησιμοποιούνται
βαρύτερα β. και κυρίως τα ρηκτικά, που διαθέτουν τον πυροσωλήνα τους (με επιβράδυνση) στο πυθμένιο. Εξέλιξη των
ρηκτικών αποτελούν τα διατρητικά β. (κυρίως αντιαρματικά), που επενεργούν στον θώρακα είτε με μηχανική δύναμη (υπερταχύ
συμπαγές β.) είτε με τη θραυσματοποίηση του κορμού τους μέσα στον στόχο μετά τη διάτρησή του (διατρητικά θώρακα) είτε με
υψηλή πίεση αερίων (κοίλης γόμωσης, όπως τα β. των πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως και οι αντιαρματικοί πύραυλοι,
γνωστοί ως μπαζούκα). Άλλη κατηγορία β. πυροβολικού είναι τα β. ειδικής χρήσης, τα οποία περιέχουν διάφορες ουσίες,
ανάλογα με τον προορισμό τους και επιπλέον μικρή ποσότητα εκρηκτικής γόμωσης, η οποία προκαλεί τη διάρρηξη του
περιβλήματος και απελευθερώνεται έτσι η ειδική ουσία του β. (καπνογόνα, εμπρηστικά, φωτιστικά, χημικών ουσιών και αερίων,
με αποτελέσματα ασφυκτικά, τοξικά, καυστικά κ.ά.). Τα β. του αντιαεροπορικού πυροβολικού εφοδιάζονται πλέον με
πυροσωλήνα προσέγγισης (ραδιοπυροσωλήνας), που προκαλεί την έκρηξη στην κατάλληλη απόσταση από τον στόχο. Πολλά β.,
ιδίως του αντιαεροπορικού και αντιαρματικού πυροβολικού, είναι εφοδιασμένα με ιδιαίτερη συσκευή, που αποτελείται από ένα
διαμέρισμα στο πυθμένιο, γεμάτο από μείγμα ισχυρά φωτιστικό. Όταν το β. εκτοξευτεί, το μείγμα αναφλέγεται και επιτρέπει την
παρακολούθηση της τροχιάς, πράγμα που διευκολύνει στη συνέχεια τη διόρθωση της βολής.
Τα β. όλμων έχουν τη μορφή των βομβών, με πυροσωλήνες κρουσιφλεγείς ή με επιβράδυνση. Στην ουρά του β., που είναι
χαρακτηριστικά λεπτότερη από αυτήν της βόμβας ή των β. πυροβολικού, τοποθετούνται το ειδικό προωθητικό φυσίγγιο και τα
πτερύγια, που δίνουν την περιστροφική κίνηση στο β. και στα οποία προσαρμόζονται συμπληρωματικά προωθητικά γεμίσματα.
Διακρίνονται σε εκρηκτικά, εμπρηστικά, καπνογόνα και φωτιστικά.
Άλλες κατηγορίες β. είναι οι πύραυλοι (αυτοπροωθούμενα, μη κατευθυνόμενα β., κοινώς ρουκέτες), τα βαλλιστικά β.
(πυραυλικά κατευθυνόμενα β. μικρής ή μεσαίας ακτίνας, των οποίων η τροχιά ή η γραμμή πτήσης είναι δυνατόν να
μεταβληθούν από εξωτερικό ή εσωτερικό μηχανισμό) και τα διηπειρωτικά βαλλιστικά β. (βλ. λ. βαλλιστικά βλήματα).
Ιστορία. Η σημαντική εξέλιξη των β. άρχισε πριν από περίπου δύο αιώνες. Πράγματι, μέχρι τις αρχές του 19ου αι.
χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά σφαιρικές μεταλλικές οβίδες, όμοιες στο εξωτερικό σχήμα με εκείνες –λίθινες,
ορειχάλκινες ή σιδηρές– που εκτοξεύονταν κατά τα μέσα του 14ου αι. Τον 15ο αι. κατασκευάστηκαν τα εκρηκτικά β., τα οποία
βελτιώθηκαν στα τέλη του 18ου αι., με την ανακάλυψη των βολιδοφόρων β. (σράπνελ), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη
φορά το 1808. Ιδιαίτερα στη βολή κατά πλοίων χρησιμοποιήθηκαν ημισφαιρικά β., ενωμένα ανά δύο με αλυσίδες, για την
καταστροφή των εξαρτίων και της ιστιοφορίας των πλοίων. Όμως, ουσιώδης πρόοδος σημειώθηκε μόνο κατά τα μέσα του 19ου
αι., οπότε υιοθετήθηκαν οι ραβδώσεις στο κοίλο της κάνης των τουφεκιών και του σωλήνα των πυροβόλων, οι οποίες επέτρεψαν
τη χρήση των κυλινδροειδών β., τα οποία παρουσίαζαν, ως προς τα σφαιρικά, σημαντικά πλεονεκτήματα: καταλληλότερο σχήμα
για τη διείσδυση στον αέρα, μεγαλύτερο βάρος, μεγαλύτερος χώρος για την εκρηκτική γόμωση. Στην αρχή το β. είχε
σταθεροποιητικά πτερύγια, τα οποία εισχωρούσαν στα αυλάκια των ραβδώσεων. Λίγο μετά το 1870 η υιοθέτηση της ζώνης
σφήνωσης εμπόδισε τη μερική διαφυγή των αερίων της γόμωσης εκτόξευσης κατά μήκος της περιφερειακής επιφάνειας των β.
και συνεπώς επέτρεψε την καλύτερη εκμετάλλευση των ραβδώσεων. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο εμφανίστηκαν οι βόμβες, οι
βομβίδες και τα β. όλμων, τα οποία τελειοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο
πόλεμο, παράλληλα προς την εξέλιξη των μέσων και των υλικών της γόμωσης, τα β. βελτιώνονταν συνεχώς από κάθε άποψη,
ενώ νέοι τύποι ανακαλύφθηκαν, που επηρέασαν ακόμα και τη στρατηγική του πολέμου. Βλ. λ. βλητική.
βλήματα, αντιβαλλιστικά. Βλ. λ. αντιβαλλιστικά βλήματα.
βλήματα, βαλλιστικά. Βλ. λ. βαλλιστικά βλήματα.
Βλησίδης, Θρασύβουλος (Νάξος 1886 – 1964). Βιολόγος, φυσιοδίφης και πανεπιστημιακός. Υπήρξε εισηγητής της
διδασκαλίας της βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος καθηγητής της σχετικής έδρας από το 1939 έως το 1956.
Ίδρυσε το εργαστήριο γενικής βιολογίας. Άφησε ημιτελές σύγγραμμα με τον τίτλο Κβο βάντις χόμο; όπου επιχειρούσε να
αποδείξει τα καταστρεπτικά για τον ανθρώπινο οργανισμό αποτελέσματα της διάσπασης του ατόμου. Έργα του: Ανατομική του
ξύλου (1921), Α’ Ανατομική (1923), Γενική Βιολογία (1925), Ανθρωπολογία (1927), Κομμουνισμός, δαρβινισμός και ηθικός
νόμος (1934), Η κληρονομικότης των φυσικών και ψυχικών ιδιοτήτων (1937), Ο άνθρωπος, ο κόσμος, ο θεός (1958).
Βλησιδιά. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 42 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού,
κοντά στα όρια με τον νομό Λακωνίας, στις ανατολικές κλιτύς της κορυφής Κορομηλιάς του Πάρνωνα, στην πρώην επαρχία
Κυνουρίας, 130 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεωνιδίου.
βλητική (Φυσ.). Κλάδος της εφαρμοσμένης φυσικής που μελετά την εκτόξευση και την κίνηση των σωμάτων στον χώρο,
καθώς και τα αποτελέσματα της εισχώρησης και της έκρηξής τους στον στόχο. Τα σώματα αυτά μπορεί να είναι βλήματα
πυροβόλων όπλων, βόμβες αεροσκαφών και βαλλιστικά βλήματα. Η β. διαιρείται γενικά σε δύο κύριους κλάδους: την
εσωτερική β. και την εξωτερική β. Μια μεταγενέστερη υποδιαίρεση είναι και η τερματική β., που εξετάζει τα φαινόμενα κατά
την πρόσκρουση του βλήματος στον στόχο. Η εσωτερική β. μελετά τη φάση της αρχικής ώθησης του βλήματος που επιτελείται
μέσα στον σωλήνα ενός πυροβόλου ή σε ένα βαλλιστικό βλήμα, από την εκτόνωση των προωθητικών αερίων του προωθητικού
μείγματος. Στον υπολογισμό της γόμωσης των πυροβόλων όπλων γενικά (που είναι αντικείμενο της εσωτερικής β.) μετριέται
κυρίως η ισχύς των εκρηκτικών υλών, η κατανομή της πίεσης στο κοίλο του πυροβόλου και οι επιταχύνσεις στις οποίες πρέπει
να υποβληθεί το βλήμα μέσα στο κοίλο, ώστε κατά την έξοδό του να έχει αποκτήσει την απαιτούμενη ταχύτητα. Στην
περίπτωση των αυτοπροωθούμενων βλημάτων, η μελέτη της ώσης γίνεται με βάση τους νόμους της δυναμικής των ρευστών, η
οποία εφαρμόζεται στο ρεύμα των αερίων, όταν εξέρχεται από το ακροφύσιο και προκαλεί, με βάση τη διατήρηση της ορμής,
την κίνηση της συσκευής.
Η εξωτερική β. μελετά την ελεύθερη κίνηση των βλημάτων και των βομβών, όπως επίσης και την ελεγχόμενη κίνηση των
βαλλιστικών βλημάτων, με σκοπό να προμηθεύσει για τα διάφορα βεληνεκή και τις γωνίες ύψωσης τα κατάλληλα αριθμητικά
δεδομένα και τον αναγκαίο έλεγχο για την επίτευξη του στόχου. Εκτός από τη δύναμη της βαρύτητας και την αντίσταση που
προβάλλει ο αέρας στη συσκευή, τα αριθμητικά δεδομένα για την εκτόξευση βλημάτων και τη ρίψη βομβών, όπως και για τον
έλεγχο των βαλλιστικών βλημάτων, εξαρτώνται και από τις εκτροπές που προκαλούνται από τον άνεμο, τη σχετική κίνηση των
στόχων, τη διεύθυνση πτήσης, την περιστροφή του εκτοξευμένου σώματος και από τις κινήσεις των θέσεων βολής, εφόσον αυτή
δεν είναι σταθερή. Σε μεγάλα βεληνεκή και υπό μεγάλες γωνίες ύψωσης έχουν αισθητή επίδραση και άλλοι παράγοντες, όπως η
καμπυλότητα και η περιστροφή της Γης. Η εξωτερική β. υπολογίζει τα αριθμητικά δεδομένα για ορισμένες τυπικές περιπτώσεις,
τα οποία συγκεντρώνονται στους πίνακες βολής και χρησιμοποιούνται στα όργανα σκόπευσης, είτε με σύνθετους υπολογισμούς,
που ξεκινούν από απλοποιημένες υποθέσεις και ακολούθως λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα στοιχεία που διαταράσσουν την
τροχιά, είτε με πειραματικές επαληθεύσεις στα πεδία βολής.
Η τερματική β. εξετάζει τα αποτελέσματα της έκρηξης του βλήματος, της βόμβας ή του πυραύλου στον στόχο. Ενώ με τις
κλασικές εκρηκτικές γομώσεις τα αποτελέσματα εξαρτώνται κυρίως από το εκρηκτικό κύμα και τη διασπορά θραυσμάτων του
σώματος που εκτοξεύεται, όταν χρησιμοποιούνται ατομικές γομώσεις εμφανίζονται επίσης έντονες θερμικές και πυρηνικές
ακτινοβολίες. Όσο για τη στιγμή της έκρηξης, αυτή μπορεί να γίνει κατά την κρούση ή μετά τη διάτρηση του περιβλήματος του
στόχου, οπότε χρησιμοποιούνται πυροσωλήνες και μηχανισμοί επιβράδυνσης.
Βλητικός Σταθμός. Οικισμός (96 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καισαριανής της νομαρχίας
Αθηνών.
Βλιζιανά. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 325 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού,
στις ανατολικές πλαγιές των Ακαρνανικών ορέων, στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, 64 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου.
Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστακού.
Βλιθιάς. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 40 κάτ.) του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, δεξιά
του ποταμού Κακοδικιανού, στην πρώην επαρχία Σελίνου, 67 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Πελεκάνου.
Βλίλαντ (Vlieland). Νησί (36 τ. χλμ., περ. 1.000 κάτ.) της Βόρειας θάλασσας που ανήκει στα δυτικά Φρισικά νησιά (Ολλανδία,
επαρχία Φρισίας). Χωρίζεται από την Ολλανδία με τον πορθμό Βαντενζέε και είναι επίμηκες νησί με πολλές αμμώδεις παραλίες.
Κύριο κέντρο του είναι το Όοστ Βλίλαντ στα βορειοανατολικά παράλια. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη ζωοτεχνία και την
αλιεία.
βλίτο (Βοτ.). Κοινή ονομασία διάφορων ειδών δικοτυλήδονων φυτών του γένους Amaranthus της οικογένειας των
αμαραντιδών. Βλ. λ. αμάραντος.
Βλιτοτσούμαρο. Κορυφή (1.907 μ.) της Οίτης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της, ΝΔ του νομού Φθιώτιδος και ΒΔ του
οικισμού Νεοχώρι.
Βλιχάδια. Πεδινός οικισμός (υψόμ 10 μ., 44 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου.
Βλόγγος. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 54 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Δ της
Δημητσάνας, στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, 79 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δημητσάνης. Έχει
ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Βλόρε. Η τοπική ονομασία της αλβανικής πόλης Αυλώνας. Βλ. λ. Αυλώνας.
Βλόσιος, Γάιος (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος, από την Κύμη της Καμπανίας. Υπήρξε φίλος του Τιβέριου
Γράκχου και μαθητής του Αντίπατρου του Ταρσέα. Κατά την παράδοση, ο Β. επηρέασε τον δήμαρχο Τιβέριο Γράκχο να
επιχειρήσει την εφαρμογή του νόμου που απαγόρευε να έχει κανείς περισσότερα από 500 πλέθρα δημόσιας γης. Η δράση του Β.
ως φιλοσόφου είναι άγνωστη και οι μοναδικές πληροφορίες που υπάρχουν είναι για τη φιλία του με τον Τιβέριο και για τις
περιπέτειές του μετά τον θάνατο του Τιβέριου, όταν συνελήφθη μαζί με άλλους οπαδούς του μεταρρυθμιστικού σχεδίου (132
π.Χ.) και προσήχθη σε δίκη. Στην ανάκριση, ο Β. είπε ότι εκτελούσε εντολές του δήμαρχου Τιβέριου και έπρεπε να υπακούσει.
Επειδή όμως με την απάντησή του δεν μπορούσε να του αποδοθεί μομφή για πράξεις που έκανε μετά από διαταγή του άρχοντα,
ο φίλος των υπάτων Λάιος τον ρώτησε αν θα υπάκουε στον Τιβέριο και σε περίπτωση που του ζητούσε να κάψει το Καπιτώλιο.
Ο Β. απάντησε τότε πως ο Τιβέριος ήταν φρόνιμος στη σκέψη άντρας και δεν θα μπορούσε να διατάξει μια τέτοια ενέργεια. Ο
Λάιος επέμεινε ζητώντας σαφή απάντηση. Τότε ο Β. αποκρίθηκε πως θα έκαιγε το Καπιτώλιο, γιατί αν το διέταζε ο Τιβέριος, θα
το έκανε για το συμφέρον της πολιτείας. Μετά από τη δήλωσή του αυτή φυλακίστηκε, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να
αναζητήσει άσυλο στην Ασία, κοντά στον Αριστόνικο. Όταν όμως ο Αριστόνικος νικήθηκε από τους Ρωμαίους, ο Β.
φοβούμενος μήπως πέσει στα χέρια τους, αυτοκτόνησε.
Βλοχός. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ., 699 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται προς το βορειοανατολικό άκρο του νομού,
αριστερά του ποταμού Ενιπέα, 27χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμά.
Αρχαιολογία. Στο ύψωμα Στρογγυλοβούνι που βρίσκεται κοντά στον οικισμό βρέθηκαν σημαντικά λείψανα κυκλώπειων τειχών
που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους. Εικάζεται ότι εκεί βρισκόταν αρχαία πόλη, το ομηρικό
Αστέριον που αργότερα ονομάστηκε Πειρασία.
Βλυχά. Όρμος της Ρόδου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της, μεταξύ των ακρωτηρίων Χαράκι Β και Αγίου Αιμιλιανού Ν.
Ονομάζεται και Βίγλικα.
Βλυχάδα. Ονομασία τριών οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 694 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, προς τη βόρεια ακτή
του κόλπου Ελευσίνας, 33 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαρέων.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 40 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. Έως το 1971
ονομαζόταν Κάτω Βλυχάδα.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 23 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρδαμύλων του νομού Χίου.
Βλυχάδας, σπήλαιο. Λιμναίο σπήλαιο της Λακωνίας, στην περιοχή του Διρού. Οι διάδρομοί του φτάνουν σε μήκος τα 300 μ.
Βλ. λ. Διρού, σπήλαια.
Βλυχάδια. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 36 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου.
Βλυχάτα. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 85 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της χερσονήσου της Παλικής,
8 χλμ. ΒΔ του Ληξουρίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας.
Βλυχιά. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 46 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Τεμένους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείου.
Βλυχό. Φυσικό κλειστό λιμάνι της Λευκάδας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της ανατολικής ακτής του νησιού. Σχηματίζεται Ν
του οικισμού Νυδρί, μεταξύ της κύριας ακτής του νησιού και μιας απόφυσης που δημιουργεί μια μικρή χερσόνησο και προχωρεί
από Ν προς Β σε μήκος περίπου 3 χλμ. απολήγοντας στο ακρωτήριο Αγία Κυριακή. Η είσοδός του έχει πλάτος περ. 200 μ. και
μήκος περ. 1.300 μ., το κύριο τμήμα του έχει πλάτος περ. 900 μ. και μήκος περ. 1.800 μ., έως το νότιο τμήμα της δυτικής ακτής
του, όπου βρίσκεται ο οικισμός Βλυχό. Τέλος, στην είσοδό του βρίσκονται οι νησίδες Μαδουρή και Σπάρτη και ΝΔ ο Σκορπιός
και το Σκορπίδι.
Βλυχό. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 434 κάτ.) του νομού Λευκάδος. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού, στο
εσωτερικό του φερώνυμου μικρού φυσικού λιμανιού, 20 χλμ. Ν της πόλης της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Ελομένου.
Βλυχό. Βραχονησίδα κοντά στη βόρεια ακτή της Ύδρας. Βρίσκεται ΝΔ του λιμανιού της Ύδρας.
Βλυχός. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 28 κάτ.) της Ύδρας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της βόρειας ακτής του νησιού,
απέναντι από τη βραχονησίδα Βλυχό. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ύδρας της νομαρχίας Πειραιώς.
Βο (γαλλ. Vaud, γερμ. Waadt). Καντόνι (3.211 τ. χλμ., 640.657 κάτ. το 2000) της Ελβετίας, με πρωτεύουσα τη Λοζάνη (βλ. λ.).
Το καντόνι, η γερμανική ονομασία του οποίου είναι Βάαντ, εκτείνεται στο δυτικό τμήμα της χώρας, στη λίμνη της Γενεύης
(λίμνη Λεμάν). Ένα μεγάλο μέρος των συνόρων του (στα Δ και Ν) ορίζεται από τη μεθόριο της χώρας με τη Γαλλία, ενώ
συνορεύει επίσης (Α) με τα ελβετικά καντόνια Νεσατέλ, Φράιμπουργκ, Βέρνης και Γενεύης. Ο πληθυσμός είναι κατά το
μεγαλύτερο μέρος γαλλόφωνος και ασπάζεται τον προτεσταντισμό.
Το καντόνι εκτείνεται μεταξύ των όρων Ιούρα στα Δ και Βερναίων Άλπεων στα Α, και στο ελβετικό υψίπεδο, του οποίου
καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό τμήμα. Κυριότεροι ποταμοί είναι ο Τιελ και ο Μπρι, που εκβάλλουν ο πρώτος στη λίμνη Νεσατέλ
και ο δεύτερος στη λίμνη Μορά. Η οικονομία βασίζεται στην κτηνοτροφία (βοοειδή και χοίροι), στη γεωργία (σιτηρά, πατάτες,
κηπευτικά, φρούτα, κτηνοτροφές), στον τουρισμό και στη βιομηχανία (τροφίμων, μεταλλουργίας, ξυλείας και οργάνων
ακριβείας).
Κυριότερη πόλη είναι η πρωτεύουσα Λοζάνη, ενώ οι άλλες είναι κυρίως κέντρα θερινής ή χειμερινής διαμονής. Μεταξύ αυτών
είναι οι Νιόν, Μορζ, Βεβέ, Μοντρέ, Λιγκλ, Λισέν, Ιβερντόν, Σεν Κρουά και Βαλόρμπ. Το Β. αποτέλεσε τμήμα της Ελβετικής
Ομοσπονδίας το 1803.
βοαγός. Στην αρχαία Σπάρτη, έτσι ονομαζόταν ο αρχηγός των παιδικών ομάδων. Η νομοθεσία του Λυκούργου, στην αγωγή του
πολίτη, υποχρέωνε τα παιδιά να κατατάσσονται από το έβδομο έτος της ηλικίας τους σε ομάδες που ονομάζονταν βούαι. Εκτός
από τη στρατολογία έφηβου αρχηγού, σε κάθε ομάδα παιδιών οριζόταν και ένας υπαρχηγός της ομάδας, το πιο φρόνιμο και
ανδρείο παιδί.
Βοάγριος. Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, του υδάτινου ρεύματος Πλατανιάς της Ανατολικής Στερεάς. Βλ. λ. Πλατανιάς.
βόας (Boa). Γένος φιδιών της οικογένειας των βοϊδών, αλλά και κοινή ονομασία διαφόρων άλλων μελών της οικογένειας.
Πρόκειται για μη δηλητηριώδη φίδια, ποικίλων μεγεθών, με πρωτόγονα ανατομικά χαρακτηριστικά: έχουν συνήθως δύο
πνεύμονες και σκελετικά υπολείμματα των κάτω άκρων. Τρέφονται με πτηνά και μικρά θηλαστικά, τα οποία πνίγουν
συσφίγγοντάς τα με το σώμα τους, και στη συνέχεια τα καταπίνουν ολόκληρα, χάρη στη μεγάλη διασταλτικότητα του στόματός
τους. Είναι συνήθως νυχτόβια φίδια· ορισμένα, μάλιστα, είδη διαθέτουν στο ρύγχος ειδικά θερμοευαίσθητα όργανα για τον
εντοπισμό της λείας τους στο σκοτάδι.
Ο γνωστότερος β. είναι το είδος Boa constrictor (κοινώς, σφιγκτήρας), τον οποίο μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι κατατάσσουν ως
ιδιαίτερο γένος (γένος Constrictor). Είναι μεγαλόσωμο φίδι, μήκους 2-4 μ., μικρότερο όμως από το ανακόντα (Eunectes) και τον
πύθωνα (Python), της ίδιας οικογένειας. Ζει στα υγρά υποτροπικά δάση, από την Αργεντινή έως το Μεξικό. Το χρώμα του
ποικίλλει, από καστανοκίτρινο έως ερυθρογκριζωπό στη ράχη, με διαμήκεις λωρίδες και σκούρες καστανές κηλίδες. Τον
κυνηγούν πάρα πολύ οι ιθαγενείς, οι οποίοι εμπορεύονται το δέρμα του και τρώνε το κρέας του.
Το είδος Boa canina (αλλιώς, Corallus caninus) είναι δενδρόβιο φίδι της τροπικής Αμερικής. Το σώμα του φτάνει σε μήκος τα 2
μ. και έχει έντονο πράσινο χρώμα με λευκές ραβδώσεις. Ζει τυλιγμένος στα κλαδιά των δέντρων και συλλαμβάνει πουλιά με τα
μεγάλα ισχυρά δόντια του.
Ιδιαίτερα διαδεδομένοι στη Νότια Αμερική είναι οι β. του γένους Epicrates και ιδιαίτερα το είδος Epicrates cenchriα, με διάφορα
υποείδη. Είναι ημιδενδρόβια φίδια, το σώμα των οποίων καλύπτεται από φολίδες που δημιουργούν έντονους ιριδισμούς.
Το είδος Charina bottae ζει στις βορειοδυτικές ΗΠΑ, μέσα σε κοιλότητες του εδάφους. Το σώμα του, μήκους περίπου 50 εκ.,
έχει καφέ-πράσινο γυαλιστερό σώμα που θυμίζει λάστιχο και αμβλύ κεφάλι και ουρά που δίνει την εντύπωση φιδιού με δύο
κεφάλια. Διάφορα υποείδη του είδους Lichanura trivirgata συναντώνται σε βραχώδεις ερημικές περιοχές, από την Καλιφόρνια
και την Αριζόνα των ΗΠΑ έως το Μεξικό. Έχουν μάτια με ελλειπτικές κόρες, το σώμα τους φτάνει σε μήκος το 1 μ. και φέρουν
τρεις χαρακτηριστικές καφετί ρίγες κατά μήκος της ράχης τους.
Τα είδη του γένους Eryx είναι εξαπλωμένα από την Ινδία και την κεντρική Ασία μέχρι τη βόρεια Αφρική και τη νοτιοανατολική
Ευρώπη. Είναι σκαπτικά φίδια τα οποία φτιάχνουν τις φωλιές τους κάτω από την άμμο ή το έδαφος ξηρών περιοχών. Στην
Ελλάδα ζει το είδος Eryx jaculus, γνωστός και ως ερημόφιδο.
Στη Μαδαγασκάρη και στα νησιά του Ειρηνικού, ζουν διάφορα άλλα είδη των βοϊδών, γνωστά επίσης ως β.
Βοβενάργκ, Λικ ντε Κλαπιέ ντε- (Markiz Luc de Clapiers de Vauvenargues, Εξ-αν-Προβάνς 1715 – Παρίσι 1747). Γάλλος
συγγραφέας. Πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στον στρατό. Όταν εγκατέλειψε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία
(1743), προσπάθησε ανεπιτυχώς να γίνει διπλωμάτης. Απογοητευμένος από τον τομέα αυτό, αφιερώθηκε στα γράμματα,
ενθαρρυμένος από την εκτίμηση και τη φιλία του Βολτέρου. Το έργο του Σκέψεις και Γνωμικά, που εκδόθηκε το 1746 και
εμπλουτίστηκε με πολλές προσθήκες μετά τον θάνατό του, είναι εμπνευσμένο από μια απαισιόδοξη παραδοχή της ζωής και των
φυσικών παθών (ο Β. ήταν ντεϊστής)· αυτό του δίνει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Γάλλους μοραλιστές με την πικρή και
δηκτική διάθεση, από τον Λα Ροσφουκό μέχρι τον Σαμφόρ.
Βοβολίνης, Κωνσταντίνος (1913 – 1970). Δημοσιογράφος, εκδότης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά, αλλά ασχολήθηκε από
νωρίς με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Πειραιώς, ενώ διετέλεσε γενικός γραμματέας του Δήμου Πειραιώς (1938-41) και της
Βουλής (1925-53). Τον Μάιο του 1941 ίδρυσε, μαζί με τον Λ. Πηνιάτογλου και τον Ι. Μήλιο, την αντιστασιακή οργάνωση
Ελληνικόν Αίμα. Η οργάνωση κυκλοφορούσε την ομώνυμη μυστική εφημερίδα (1942-44), που εκδιδόταν και μετά την
απελευθέρωση (1945-48). Έγραψε πολλά έργα, μερικά από τα οποία βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών και, μαζί με τον
αδελφό του Σπύρο, το Μέγα ελληνικόν βιογραφικόν λεξικόν. Σπουδαιότερα έργα του: Μυστικαί εκδόσεις (1945), Το Χρονικόν
του Παρνασσού (1951, εύφημος μνεία της Ακαδημίας Αθηνών), Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας (1952, έπαινος της
Ακαδημίας Αθηνών), Το Εθνικόν Θέατρον (1955), Η άλλη έκφρασις της μεγάλης Ιδέας (1959).
Βοβούσα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 179 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στο
Ανατολικό Ζαγόρι, στις δυτικές κλιτύς της κορυφής Αβγό της Βόρειας Πίνδου, στα δεξιά του ποταμού Αώου, 77 χλμ. ΒΑ της
πόλης των Ιωαννίνων. Αποτελεί έδρα της κοινότητας Βοβούσης.
Στις 3 Νοεμβρίου 1949 ο οικισμός κατελήφθη από τον ιταλικό στρατό αλλά την επόμενη μέρα ανακατελήφθη από τον ελληνικό
στρατό.
Βοβούσης, κοινότητα. Κοινότητα (179 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό.
Βογατσικό. Κορυφή (1.361 μ.) του βουνού Ασκί, στη Δυτική Μακεδονία. Βρίσκεται νοτιοανατολικό άκρο του νομού
Καστοριάς, πάνω από τον ομώνυμο οικισμό.
Βογατσικό. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 793 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού,
κοντά στον Αλιάκμονα, στις κλιτύς της ομώνυμης κορυφής του Ασκίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ίωνος Δραγούμη.
Ιστορία. Το Β. είχε αξιόλογα εκπαιδευτήρια στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ενώ στον Μακεδονικό Αγώνα υπήρξε δραστήριο
εθνικό κέντρο. Από τον οικισμό κατάγεται η ιστορική οικογένεια Δραγούμη.
Βόγδανος. Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από τη Ζάκυνθο.
1. Ελευθέριος (Ζάκυνθος ; – Πέτρα Βοιωτίας 1829). Ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε διοριστεί
υποπρόξενος της Αγγλίας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Όταν άρχισε το επαναστατικό κίνημα στη Μολδοβλαχία,
πολέμησε στις γραμμές του Ιερού Λόχου ως αξιωματικός. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821) και,
μετά την καταστροφή, πήγε στην Τεργέστη. Κατέβηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη στην Ελλάδα και συνέχισε να πολεμά.
Σκοτώθηκε στη μάχη της Πέτρας (12 Σεπτεμβρίου 1829).
2. Ιωάννης (Ζάκυνθος ; – Πέτρα Βοιωτίας 1829). Κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Κατέβηκε και
αυτός στην Ελλάδα και σκοτώθηκε, όπως ο αδελφός του, στη μάχη της Πέτρας.
βογιάροι. Ανώτερη φεουδαρχική τάξη της ρωσικής κοινωνίας, από τον 10ο έως τις αρχές του 18ου αι. Η λέξη ετυμολογείται
είτε από τις ρωσικές λέξεις μπόι (= πολεμιστής) ή μπόλιι (= μεγάλος) είτε, κατ’ άλλους, από τις τουρκικές λέξεις μποϊλού (=
μεγάλος, υψηλός) ή μπαγιάρ (= μεγιστάνας, πλούσιος). Οι β. διαμορφώθηκαν ως τάξη περίπου τον 10ο αι. Στην κοινωνική
ιεραρχία βρίσκονταν αμέσως μετά την τάξη των ηγεμόνων και ένα μέρος τους υπηρετούσε στην ακολουθία των πριγκίπων.
Απολάμβαναν πολλά προνόμια και κατείχαν ανώτατες στρατιωτικές θέσεις και διοικητικά αξιώματα. Στην περίοδο ανάμεσα
στον 12ο και στον 15ο αι., οι β. ενισχύθηκαν σημαντικά, αλλά από τον 15ο αι., με την εμφάνιση των τάσεων ενοποίησης και
καθιέρωσης συγκεντρωτικού συστήματος του ρωσικού κράτους, η δύναμή τους άρχισε να παρακμάζει. Οι ιδιοκτησίες τους
περιορίστηκαν και τους αφαιρέθηκαν σημαντικά πολιτικά προνόμια. Αποφασιστικό ήταν το χτύπημα που έδωσε στην τάξη των
β. ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός (16ος αι.). Η αποσύνθεση της τάξης τους ολοκληρώθηκε στα χρόνια του τσάρου Πέτρου του
Μεγάλου, όταν οι β. άρχισαν να συγχωνεύονται σταδιακά με την τάξη των ευγενών.
Ο τίτλος του β. επικράτησε και στη γειτονική Ρουμανία, όπου οι β. αποτελούσαν ιδιαίτερη τάξη γαιοκτημόνων ευγενών, από
τους οποίους εκλεγόταν ορισμένες φορές και ο ηγεμόνας.
Στη Βουλγαρία, οι β. διακρίνονταν σε μεγάλους και μικρούς και το συμβούλιό τους ασκούσε μεγάλη επιρροή στην εξουσία των
τσάρων. Γενικά, πάντως, οι β. υπήρξαν φορείς αντιδραστικών ιδεών.
Βογιατζής, Βασίλειος (Επανομή Θεσσαλονίκης 1900 – Θεσσαλονίκη 1970). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός.
Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εργάστηκε
αρχικά ως υπάλληλος στο ΙΚΑ Θεσσαλονίκης. Αργότερα εξελέγη υφηγητής στην έδρα της πολιτικής οικονομίας και καθηγητής
στην ίδια έδρα, στη σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών της Θεσσαλονίκης (1956). Εξελέγη επίσης βουλευτής
Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 1946.
Έργα του: Ελεύθερος ανταγωνισμός και ιδιωτική πρωτοβουλία (1948), Θεωρία και έννοια της κοινωνικής πολιτικής (1949),
Προβλήματα τινά της θεωρητικής οικονομίας τιθέμενα υπό της κοινωνικής πολιτικής (1949), Λαός χωρίς χώρο (1946), Η
σημασία του ανθρωπίνου παράγοντος διά την οικονομικήν ανάπτυξιν (1970) κ.ά.
Βογιατζής, Ιερώνυμος (Δημητσάνα 1824 – 1897). Λόγιος κληρικός. Μαθήτευσε στην περίφημη σχολή της Δημητσάνας. Ο Β.
ήταν ο πρώτος Γορτύνιος που επιδόθηκε σε αρχαιολογικές έρευνες στην Αρκαδία και με δικά του έξοδα έκανε ανασκαφές.
Ίδρυσε το αρχαιολογικό μουσείο που στεγάζεται στη Σχολή Δημητσάνας, τον πυρήνα του οποίου αποτελούν τα ευρήματα των
ανασκαφών του. Έχει γράψει πολλές μελέτες για την ιστορία της Αρκαδίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, καταχωρημένες σε
περιοδικά της εποχής.
Βογιατζίδης, Ιωάννης (Άνδρος 1878 – 1961). Ιστορικός και πανεπιστημιακός. Καθηγητής της ιστορίας στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας από το 1914 και διευθυντής του
περιοδικού Αθηνά από το 1923, ο Β. υπήρξε πολυγραφότατος.
Έργα του: Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά (2 τόμοι, 1912-24), Αμοργός, ιστορικαί έρευναι περί της νήσου (1918), Κίμωλος,
ιστορικαί έρευναι περί της νήσου (1923), Η αρχή και η εξέλιξις της Μεγάλης Ιδέας (Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος, 1923), Οι
Έλληνες καθολικοί (Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος, 1924), Ιστορικαί Μελέται (1933) κ.ά.
Βογιατζόγλου, Δημήτριος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κρήτη. Νέος ακόμα, πήγε στην Κωνσταντινούπολη,
όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και πλούτισε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 περιόδευσε στη Χίο,
στη Σμύρνη και στην Έφεσο, παρακινώντας τους Κρητικούς να πάνε στο νησί τους για να προετοιμάσουν την Επανάσταση. Για
την επιτυχία του σκοπού αυτού προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά και πολεμοφόδια, ναύλωσε πλοία και μισθοδότησε
στρατιώτες. Ο ίδιος συμμετείχε σε διάφορες αποστολές. Το 1825, όταν κυριεύτηκε η Γραμβούσα, πήγε ως πληρεξούσιος του
νησιού του στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και το 1827 πήρε μέρος στη μάχη του Φραγκοκάστελλου. Το 1830, μετά την
αποτυχία των επιδιώξεών του για την απελευθέρωση της Κρήτης, κατέφυγε στην ηπειρωτική Ελλάδα ως πρόσφυγας.
Βογιατζόγλου, Στέλλα (Θεσσαλονίκη 1950 – ). Λογοτέχνης. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε το 1980 με το βιβλίο
της Το μαγγανοπήγαδο. Επιδόθηκε κυρίως στην πεζογραφία, με τα έργα της Σκόνη κόλλησε στα αυτιά μας (1983), Το
τσιφτετέλι (1983), Η συγκάτοικος (1987), Ο Φαίδων ήμουν εγώ (1991) κ.ά. Έχει γράψει επίσης βιβλία παιδικής λογοτεχνίας. Τα
έργα της χαρακτηρίζονται από πλούσιο αφηγηματικό στοιχείο.
Βόγιος. Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τα Ψαρά.
1. Γεώργιος. Πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, ως αξιωματικός, ενώ υπηρέτησε επίσης και στο μπρίκι του Γ. Αποστόλη. Μετά
την απελευθέρωση του δόθηκε ο βαθμός του υποπλοίαρχου.
2. Ιωάννης. Υπηρέτησε στον Αγώνα ως υπαξιωματικός και αξιωματικός στο πλοίο του Νικ. Χατζή-Αλεξανδρή (1821-27). Μετά
την Επανάσταση έλαβε τον βαθμό του υποπλοίαρχου.
3. Κωνσταντίνος. Ζούσε στη Σύρο και πολέμησε στην ξηρά και στη θάλασσα. Αγωνίστηκε με τον Κανάρη στο Κάστρο του
Ελλήσποντου, στο Άγιον Όρος και στη Λέσβο. Υπηρέτησε και στο μπρίκι του Γ. Αποστόλη ως αξιωματικός.
4. Νικόλαος. Σκοτώθηκε στην καταστροφή των Ψαρών το 1824.
5. Παναγιώτης. Το 1821, με εντολή του πρόξενου της Ύδρας Ι. Κλάδου πήγε από την Ύδρα στην Κόρινθο για να ξεσηκώσει
τους κατοίκους της, καθώς και τους Μεγαρίτες, και να τους πείσει να πολιορκήσουν την Ακρόπολη της Αθήνας.
Βογιούσα. Βλ. λ. Αώος.
Βόγκτια (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1937. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 16,3, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
10,45. Διεθνώς ονομάζεται Vogtia 1439.
Βόγλης. Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τα Δερβενοχώρια Αττικοβοιωτίας. Όταν ο Νικηταράς κατέβαινε από τη Ρούμελη στην
Πελοπόννησο, ενώθηκε με τον στρατό του και χτύπησαν τη φρουρά που άφησε ο Δράμαλης στα Μεγάλα Δερβένια με αρχηγό
τον Μουσταφά Τσολάκη. Σκότωσαν και τους 500 στρατιώτες του Μουσταφά και τους απέσπασαν 6 κανόνια.
2. Κώτσος. Καταγόταν από τη Θήβα. Πήρε μέρος ως οπλαρχηγός σε πολλές μάχες (Καπανδρίτι, Άμφισσα και Κάρυστο). Μετά
την Επανάσταση κατατάχθηκε στους αξιωματικούς Δ’ τάξης.
3. Λάζαρος. Καταγόταν από την Ύδρα. Πρόκριτος και πλοιοκτήτης, παραχώρησε για τις επιχειρήσεις της Επανάστασης δύο
σκάφη του. Διετέλεσε μέλος της πενταμελούς δικαστικής επιτροπής.
Βόγλης, Γιάννης (Αθήνα 1937 – ). Ηθοποιός. Έχοντας εμπειρία θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης, έγινε γνωστός
περισσότερο χάρη στους ρόλους σκληρών που υποδύθηκε. Σπούδασε στη δραματική σχολή Πέλου Κατσέλη και το 1960
πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Η άνοδος του Αρτούρο Ούι. Συνέχισε με έργα όπως Η Μικρή μας πόλη, Μήδεια και
Ορέστεια, ενώ εμφανίστηκε σε περισσότερες από 30 ταινίες στην Ελλάδα, από το 1962 μέχρι το πρόσφατο Beautiful people
(2001) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, καθώς και σε μερικές στο εξωτερικό. Από τη φιλμογραφία του ξεχωρίζουν: Το χώμα
βάφτηκε κόκκινο, Κορίτσια στον ήλιο, Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους κ.ά.
Βογόμιλοι. Οπαδοί χριστιανικής αίρεσης, η οποία εμφανίστηκε στη Βουλγαρία τον 10ο αι. και έλαβε την ονομασία της από τον
εμπνευστή της, ιερέα Βογομίλ. Οι ρίζες της, όπως και άλλων χριστιανικών αιρέσεων, θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν στον
μανιχαϊσμό της Περσίας, αν και η μεταξύ τους σχέση δεν είναι σαφής και πολλοί ερευνητές αρνούνται την άποψη αυτή. Ο
βογομιλισμός είναι αίρεση διαρχική. Σύμφωνα με αυτήν, ο Θεός είχε δύο γιους, τον Σαταναήλ και τον Μιχαήλ, από τους
οποίους ο πρώτος επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του, έγινε το πνεύμα του Κακού και δημιούργησε μέρος του σύμπαντος.
Το τελετουργικό των Β. ήταν αρκετά απλό: δεν δέχονταν την ιεροσύνη, απέφευγαν την επαφή με τον κόσμο, τον γάμο, την
κρεοφαγία και το κρασί και κήρυτταν ανυπακοή στις αρχές. Η κίνηση των Β. απέκτησε οπαδούς στο Βυζάντιο, στη Σερβία και
στη Βοσνία. Από τον 13ο αι. άρχισε να χάνει τη σημασία της και τον 15ο αι. είχε εκλείψει εντελώς· άφησε όμως αξιόλογη
επίδραση σε μερικές θρησκευτικο-κοινωνικές κινήσεις της δυτικής Ευρώπης, όπως στην αίρεση των Καθαρών.
Βογορίδης, Αθανάσιος (Βουλγαρία 1785 – Παρίσι 1826). Γιατρός και ελληνιστής. Ήταν φίλος του Αδαμάντιου Κοραή και
συνεργάτης του περιοδικού Λόγιος Ερμής. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο Παρίσι, όπου και πέθανε.
Βογορίδης, Στέφανος (Τίρνοβο, Βουλγαρία 1773 – 1859). Πρώτος ηγεμόνας της Σάμου (1834-50), με το καθεστώς
αυτονομίας του νησιού, στα πλαίσια επικυριαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αφού μαθήτευσε στην ελληνική σχολή του
Βουκουρεστίου, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τη μεσολάβηση του ηγεμόνα της Βλαχίας Καρατζά έγινε διερμηνέας
του Χοσρέφ πασά. Αργότερα, με τη βοήθεια του ισχυρού Τούρκου αξιωματούχου Κεχαγιά Ιμπραήμ, διορίστηκε τοποτηρητής
του ηγεμόνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη και το 1820, αφού επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, μπήκε στην
υπηρεσία της Υψηλής Πύλης. Το 1830 διορίστηκε από τον γαμπρό του και ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Στούρτζα
διπλωματικός του αντιπρόσωπος στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1832, με την ανακήρυξη της Σάμου σε αυτόνομη ηγεμονία,
διορίστηκε από τον σουλτάνο διοικητής του νησιού. Ο Β. παρέμεινε στο αξίωμα αυτό έως το 1850, αλλά στο μεγαλύτερο
διάστημα άσκησε τα καθήκοντά του από την Κωνσταντινούπολη. Τα χρόνια αυτά η Σάμος έγινε έρμαιο των συμφερόντων των
τοπικών αρχόντων, που ήταν οι αντιπρόσωποι του ηγεμόνα και καμία προσπάθεια δεν καταβλήθηκε για τη βελτίωση της
δημόσιας οργάνωσης του τόπου. Πολλοί Σάμιοι που τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν και να εκφράσουν δημόσια τα παράπονά
τους κλείνονταν στις φυλακές του νησιού ή της Κωνσταντινούπολης και οι περιουσίες τους δημεύονταν. Η κατάσταση αυτή
ανάγκασε τους κατοίκους να πάρουν τα όπλα και να συγκρουστούν με τις τουρκικές δυνάμεις που είχαν φτάσει στο νησί για να
καταστείλουν την εξέγερση. Τελικά, υπό την πίεση των γεγονότων, ο Β. υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του.
Βόγος (β’ μισό 1ου αι. π.Χ.). Βασιλιάς της αρχαίας Μαυριτανίας, που συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Βόκχο Β’. Βλ. λ.
Βόκχος (2.).
Βόδας. Ποταμός της Κεντρικής Μακεδονίας, πιο γνωστός ως Εδεσσαίος. Βλ. λ. Εδεσσαίος.
Βόδας, Μιχαήλ. Όνομα με το οποίο ήταν επίσης γνωστός ο Φαναριώτης αξιωματούχος και Φιλικός, Μιχαήλ Σούτσος (βλ. λ.).
βόδι (Ζωολ.). Μεγαλόσωμο μηρυκαστικό κατοικίδιο ζώο, το οποίο ανήκει στην υποοικογένεια βοείνες της οικογένειας των
βοοειδών· β. ονομάζεται, επίσης, με την στενότερη έννοια, το αρσενικό ζώο που ευνουχίστηκε σε νεαρή ηλικία για να γίνει
καταλληλότερο για πάχυνση και εργασία. Το αρσενικό ονομάζεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα και το νεαρό μοσχάρι.
Γενικά, η υποοικογένεια των βοεινών περιλαμβάνει ζώα μεγάλου μεγέθους και ψηλού αναστήματος, με πλατύ κεφάλι και
δυνατά κυλινδρικά κέρατα, χρήσιμα στην άμυνά τους. Ο λαιμός τους είναι κοντός και βρίσκεται πιο ψηλά από τη ράχη· η ουρά
καταλήγει σε τριχωτή φούντα. Είναι φυτοφάγα ζώα με όλα τα τυπικά γνωρίσματα των μηρυκαστικών σε ό,τι αφορά την
οδοντοστοιχία και το πεπτικό τους σύστημα.
Υπάρχουν δύο κύρια είδη κατοικίδιων β., το Bos taurus (βλ. λ. αγελάδα), ευρωπαϊκής καταγωγής, και το Bos indicus, το οποίο
κατάγεται από την Ινδία και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ζεμπού (βλ. λ.). Τα εξημερωμένα β. προέρχονται από άγρια
είδη τα οποία έχουν εκλείψει, με επικρατέστερο το είδος Bos primigenius, κοινώς άουροχς (βλ. λ.). Τα β. εκτρέφονται για να
προσφέρουν εργασία και προϊόντα, όπως το κρέας, το γάλα, το δέρμα, τα κόκαλα κλπ. Ανάλογα με το αν εκτρέφονται για το
κρέας, το γάλα ή την εργασία τους, γίνεται η επιλογή της κατάλληλης φυλής και επιδιώκεται η ανάπτυξή της κατά τον
αποδοτικότερο τρόπο. Όπου αφθονούν ο ορεινοί βοσκότοποι, όπως στην Ελβετία και στις ορεινές περιοχές της Ιταλίας και
άλλων ευρωπαϊκών χωρών, επικρατούν ο φυλές για γάλα, ενώ στις πεδιάδες υπερέχουν οι φυλές για κρέας και εργασία.
Οι κυριότερες ασθένειες των β. είναι η επιζωοτική άφθα (μολυσματική των βλεννογόνων), ο άνθρακας, η πνευμονία, η
βρογχίτιδα, η πανώλης των βοεινών κ.ά.
Εκτός από τα κοινά κατοικίδια β., το γένος Bos περιλαμβάνει διάφορα άλλα είδη β., άγρια ή ημιεξημερωμένα, όπως το Bos
gaurus (βλ. λ. γκαούρ), το Bos grunniens (βλ. λ. γιακ) κ.ά.
Οικονομία. Η εκτροφή των β. εξαρτάται κατά κανόνα από τις εκτάσεις που προσφέρονται για βοσκή, συναντώνται όμως συχνά
ακόμα και σε περιοχές όπου η γεωργία χρησιμοποιεί νέες μεθόδους, κυρίως για τη μεγάλη ικανότητα εργασίας και τη φυσική
λίπανση που επιτελούν. Η εκτροφή παρουσιάζεται εκτεταμένη στις αραιοκατοικημένες ζώνες και όπου το κλίμα είναι ξηρό, και
εντατική στις εύφορες, υγρές και συχνά πυκνοκατοικημένες ζώνες, όπως στην Ολλανδία, στη Δανία κ.α., όπου η γεωργία
παραχωρεί τη θέση της στην εκτροφή β. που θεωρείται πιο επικερδής. Ο αριθμός των β. στον κόσμο αυξάνεται συνεχώς και
αυτό οφείλεται όχι μόνο στην ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση του κρέατος αλλά και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία
συμβάλλει στη διευκόλυνση των μεταφορών και στην αύξηση των ψυκτικών εγκαταστάσεων, που επιτρέπουν την
αποτελεσματική ανταλλαγή των προϊόντων της εκτροφής.
Από τις κυριότερες εξαγωγικές χώρες βοδινού κρέατος είναι η Αργεντινή, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Δανία, η
Ουρουγουάη, η Ιρλανδία και ο Καναδάς. Μεταξύ των μεγαλύτερων εισαγωγέων είναι η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η
Γερμανία, η Ελβετία και η Γαλλία. Όπως φαίνεται καθαρά από τα στοιχεία αυτά, οι εξαγωγές των κρεάτων των β., όπως ακόμα
και των άλλων προϊόντων της εκτροφής τους, γίνονται από χώρες με πυκνότερο πληθυσμό, οι οποίες παρουσιάζουν ένα
υψηλότερο βιοτικό και οικονομικό επίπεδο και επομένως καλύτερες συνθήκες διατροφής.
Πάντως, τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε μια αναστάτωση στην αγορά των β., μετά τις αποκαλύψεις για τη μετάδοση της
ασθένειας της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας από τις αγελάδες στον άνθρωπο, γεγονός που είχε ευρύτερη επίπτωση στην
κατανάλωση βοδινού κρέατος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Βόδι. Τοπωνύμιο της νησιωτικής χώρας.
1. Ακρωτήριο της Ρόδου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, στο ανατολικό ακραίο σημείο του και στο βόρειο
όριο του όρμου των Καλυθίων. Ονομάζεται και Βούδι.
2. Ακατοίκητη νησίδα των Κυκλάδων. Βλ. λ. Βους.
Βοδίνι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 21 κάτ.) του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος.
βοδισάτβα (σανσκρ. bodhisattva = φωτισμένη ύπαρξη). Οποιοδήποτε άτομο, σύμφωνα με τη βουδιστική παράδοση της
Μαχαγιάνα, έχει φτάσει μέχρι τη νιρβάνα, όπως ο Βούδας, αλλά το οποίο δεν απέκτησε την ιδιότητα του Βούδα διότι θέλησε να
μείνει μεταξύ των ανθρώπων και να τους βοηθήσει να πετύχουν την υπέρτατη απελευθέρωση. Οι κυριότεροι β., θεοποιημένοι
από τη λαϊκή λατρεία, είναι ο Μαϊτρέγια, ο Βούδας που θα έλθει στα μελλοντικά χρόνια, ο Αβαλοκιτεσβάρα, θεός της ιατρικής
και προστάτης του Θιβέτ, ο Μαντζούσρι, προσωποποίηση της θείας σοφίας και ο Βατζραπάνι, που διαλύει με τον κεραυνό τα
σκοτάδια της άγνοιας του αγαθού νόμου.
Βοδληιανή Βιβλιοθήκη (αγγλ. Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η
δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του
Γκλόστερ παραχώρησε με δωρεά τα βιβλία του στην Οξφόρδη. Ο πρώτος πυρήνας, που τον αποτελούσε η βιβλιοθήκη του
επισκόπου Κόμπαμ, χρονολογείται από τον 14ο αι. Η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, όμως, οφείλει την ονομασία
της στον σερ Τόμας Μπόντλεϊ, ο οποίος, ύστερα από μια αξιόλογη διπλωματική σταδιοδρομία, αφιέρωσε όλη τη δραστηριότητά
του στην ανασυγκρότηση της βιβλιοθήκης του δούκα Χάμφρεϊ, που είχε καταστραφεί το 1550 από την Επιτροπή
Μεταρρύθμισης, την οποία είχε στείλει ο Εδουάρδος ΣΤ’ με σκοπό να κάνει εκκαθάριση των παπικών βιβλίων. Τότε, όλα τα
περιεχόμενα της βιβλιοθήκης, μέχρι και τα ράφια και οι σκαλωσιές, είτε κάηκαν είτε πουλήθηκαν. Άνθρωπος δραστήριος,
επίμονος και προικισμένος με ιδιοφυΐα, ο Μπόντλεϊ ανοικοδόμησε το κτίριο και ξαναγέμισε τα νέα ράφια με τα βιβλία που του
έστελνε ο φίλος του Τζον Μπιλ, τον οποίο είχε στείλει σε περιοδεία ο ίδιος σε όλες τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης. Πλουτισμένη
με 2.500 τόμους, η βιβλιοθήκη άνοιξε για το κοινό τον Νοέμβριο του 1602 και εξακολούθησε να εμπλουτίζεται με μεγάλα
κληροδοτήματα. Μεταξύ των πρώτων δωρητών ήταν ο Γουόλτερ Ρόλι, ο Φράνσις Μπέικον, ο σερ Ρόμπερτ Κότον και ο
βασιλιάς Ιάκωβος Α’. Κατά τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο, μολονότι στην Οξφόρδη είχε στρατωνιστεί ο βασιλικός στρατός, η
Β.Β. δεν υπέστη καμία ζημιά. Αντίθετα, ο Κρόμγουελ της δώρισε ελληνικά χειρόγραφα από την περίφημη συλλογή Μπαρότσι.
Κατά τον 18ο αι., απέκτησε αξιόλογα χειρόγραφα, επιστολές και έγγραφα και τον επόμενο αιώνα ο αριθμός των τόμων
αυξήθηκε σημαντικά.
Σήμερα, έχοντας στην κατοχή της περίπου 6 εκατομμύρια τόμους και δεκάδες χιλιάδες χειρόγραφα, η βιβλιοθήκη είναι στην
υπηρεσία του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο οποίο έχει ανατεθεί και η διοίκησή της και, εκτός από την καθαυτό Β.Β.,
περιλαμβάνει επίσης την Επιστημονική Βιβλιοθήκη Ράντκλιφ, δωρεά του περίφημου γιατρού Ράντκλιφ, τη Β.Β. του Ινδικού
Ιδρύματος και τη Β.Β. του Ρόουντς Χάουζ, που συγκεντρώνει έργα σχετικά με την ιστορία και τη φιλολογία των αγγλόφωνων
περιοχών και των βρετανικών κτήσεων. Μεταξύ των θησαυρών της Β.Β. είναι και η συλλογή έργων για τον Σαίξπηρ, η δεύτερη
στον κόσμο σε σπουδαιότητα και αξία, καθώς και τα χειρόγραφα των ταξιδιών του Μάρκο Πόλο που συνέταξε ο ίδιος κατά τη
διάρκεια του εγκλεισμού του σε φυλακή της Γένοβα. Επίσης, σήμερα η Β.Β. έχει και τον ρόλο της δικής μας Εθνικής
Βιβλιοθήκης, δηλαδή συγκεντρώνει όλες τις εκδόσεις από τη Μεγάλη Βρετανία, υποχρεώνοντας τους εκδότες να στέλνουν από
ένα αντίτυπο οποιασδήποτε έκδοσής τους.
βοεβόδας (σλαβ. voi + voditi = στρατός + οδηγώ). Στρατιωτικός διοικητής επαρχίας, στην ανατολική Ευρώπη και στην
Οθωμανική αυτοκρατορία. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, τον τίτλο του β., που αντιστοιχούσε προς αυτόν του δούκα ή του
πρίγκιπα, έφεραν οι άρχοντες της Τρανσυλβανίας. Αργότερα, έτσι αποκαλούνταν οι διοικητές της Μολδαβίας και της Βλαχίας.
Στην Πολωνία, β. ονομάζονταν οι διοικητές των επαρχιών, ενώ στη Σερβία οι ευγενείς γαιοκτήμονες. Ο τίτλος αυτός υπήρχε και
στο Μαυροβούνιο, όπου δινόταν στους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού. Οι Τούρκοι ονόμαζαν β. αρχικά τους ηγεμόνες
που διόριζε η Υψηλή Πύλη στη Μολδαβία και στη Βλαχία και αργότερα όλους τους διοικητές των επαρχιών της Ευρώπης,
καθώς και τους τοποτηρητές και αντιπροσώπους των τιτλούχων διοικητών.
Βοζελά, Κλοντ Φαβρ ντε- (Claude Favre de Vaugelas, 1585 – 1650). Γάλλος λεξικογράφος. Μέλος της Ακαδημίας από τον
πρώτο χρόνο της ίδρυσής της, εργάστηκε με ζήλο για τη σύνταξη του λεξικού της. Έγραψε τις Παρατηρήσεις για τη γαλλική
γλώσσα (1647), που θεωρούνται συμπλήρωμα του λεξικού.
Βοζίκη, Πανώρια. Αγωνίστρια του 1821. Καταγόταν από τη Μάνη. Όταν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ αποβιβάστηκαν στην
Τσίμοβα για να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Μάνης, το καλοκαίρι του 1826, η Β. έσωσε τον γέρο πατέρα της που τον είχαν
πιάσει στο χωράφι του δύο Αιγύπτιοι και προσπαθούσαν να τον δέσουν. Εκείνη όρμησε με το δρεπάνι της και έκοψε το λαρύγγι
του ενός. Με τη βοήθεια του πατέρα της, σκότωσε και τον άλλον.
Βοζίκης, Χαράλαμπος (Άγιος Πέτρος Κυνουρίας 1862 – 1937). Δικηγόρος και πολιτικός. Διετέλεσε διοικητής των νησιών
του Ανατολικού Αιγαίου (1912), υπουργός Παιδείας (1915), διοικητής Θράκης (1920), υπουργός Δικαιοσύνης (1921) και
πρόεδρος της Βουλής (1933). Ως βουλευτής Αρκαδίας και αργότερα Αθήνας, πολιτεύτηκε στις τάξεις των κομμάτων του
Θεόδωρου Δηλιγιάννη και του Αλέξανδρου Ζαΐμη.
Βόζνιακ, Στιβ (Steven Wozniak, Καλιφόρνια 1950 – ). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός και επιχειρηματίας. Μεγάλωσε
στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Σίλικον Βάλεϊ, έδρα της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν
κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο, ενώ το 1971 μια δεύτερη απόρριψη, αυτή τη
φορά από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, τον οδήγησε στην εταιρεία Hewlett-Packard, ενώ γνωρίστηκε παράλληλα με τον
Στιβ Τζομπς, με τον οποίο τους συνέδεε κοινό ενδιαφέρον για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Το 1975 ο Β. κατασκεύασε τον
πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο γκαράζ του σπιτιού του, τον οποίο βάφτισε Apple από κοινού με τον
Τζομπς, ο οποίος ανέλαβε την προώθησή του. Το 1977 ίδρυσαν μαζί την εταιρεία Apple Computer Inc., η οποία μέσα σε
σύντομο χρονικό διάστημα έγινε από τις κορυφαίες εταιρείες ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το 1981 ένα αεροπορικό ατύχημα με
ιδιωτικό αεροσκάφος τον καθήλωσε για μεγάλο διάστημα και του προκάλεσε προσωρινή απώλεια μνήμης, γεγονός που τον
ώθησε σε νέες αναζητήσεις και δραστηριότητες, όπως η διοργάνωση εναλλακτικών φεστιβάλ μουσικής και τεχνολογίας. Το
1982 αποφοίτησε τελικά από το πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια με τα πτυχία ηλεκτρολόγου μηχανικού και επιστήμονα
ηλεκτρονικών υπολογιστών, ενώ παράλληλα σταδιακά εγκατέλειπε την Apple, για να δημιουργήσει μια νέα δική του εταιρεία,
μικρής εμβέλειας. Το 1985 βραβεύτηκε με το Εθνικό Βραβείο Τεχνολογίας των ΗΠΑ από τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ
Ρέιγκαν.
Βοηδρομιών. Αρχαίος μήνας του ιωνικού ημερολογίου, αντίστοιχος περίπου στο σημερινό χρονικό διάστημα μεταξύ 15
Αυγούστου και 15 Σεπτεμβρίου. Αρχικά, κατείχε την τρίτη και κατόπιν την πρώτη θέση του αθηναϊκού ημερολογιακού έτους,
ανάμεσα στους μήνες Μεταγειτνιώνα και Πυανεψιώνα. Την έβδομη μέρα του μήνα εορτάζονταν τα Βοηδρόμια, προς τιμήν του
Απόλλωνα Βοηδρόμιου, ως συμπαραστάτη (αρχ. απαρέμαφτο βοηδρομείν = σπεύδω να βοηθήσω τρέχοντας μετά βοής) της
πόλης.
βοηθείας, παράλειψη (Νομ.). Το άρθρο 288 παρ. 2 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) χαρακτηρίζει ως «παράλειψη
οφειλομένης βοηθείας» τη μη παροχή συνδρομής σε περιπτώσεις δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης και την
τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι και έξι μηνών. Ως προϋπόθεση του αξιόποινου ο Π.Κ. θέτει να έχει ζητηθεί η βοήθεια αυτή και ο
δράστης να την έχει αρνηθεί χωρίς να μπορεί να προβάλει ως αιτία της άρνησής του ότι, αν ενεργούσε, θα έθετε σε ουσιώδη
κίνδυνο τον ίδιο τον εαυτό του. Σε άλλους ποινικούς κώδικες ή νόμους (Γαλλίας, Ιταλίας κλπ.), η προϋπόθεση αυτή δεν
απαιτείται όταν ένα πρόσωπο βρεθεί αναίσθητο, τραυματισμένο ή διατρέχει άλλο κίνδυνο. Η διεύρυνση αυτή του κοινωνικού
καθήκοντος αποβλέπει στην αντιμετώπιση των διαφόρων ατυχημάτων που προκαλούνται από τις σύγχρονες τεχνικές εξελίξεις
και κυρίως από τα αυτοκίνητα.
Βοήθιος (Anicius Manlius Torquatus Severinus Boethius, Ρώμη 480 – 524 μ.Χ.). Ρωμαίος συγγραφέας, φιλόσοφος και
πολιτικός. Καταγόταν από το γένος των Ανικίων. Αφού συμπλήρωσε στην Αθήνα τις σπουδές του, επέστρεψε στη γενέτειρά του
Ρώμη, όπου η Σύγκλητος του ανέθεσε να προσφωνήσει τον βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο, ο οποίος είχε μπει στην
πόλη. Ο Θεοδώριχος τον συμπάθησε και τον διόρισε σύμβουλό του. Έγινε ύπατος το 510, αλλά επειδή υπερασπίστηκε τον
συγκλητικό Αλβίνο, που κατηγορήθηκε ότι επιχειρούσε να εξεγείρει τους Ιταλούς κατά των Γότθων, ο Θεοδώριχος τον
υποψιάστηκε, διέταξε να φυλακιστεί μαζί με τον πεθερό του και να δημευτούν οι περιουσίες τους και αργότερα τους θανάτωσε
με φριχτά βασανιστήρια (524).
Ο Β. ήταν χριστιανός και άφησε πολλά δοκίμια για το χριστιανικό δόγμα. Μετέφρασε συγγράμματα του Αριστοτέλη στα
λατινικά και έγραψε στη φυλακή το έργο Consolatio Philosophiae (Παρηγορία της Φιλοσοφίας), που αποτελείται από πέντε
βιβλία σε πεζό και έμμετρο λόγο. Οι στίχοι σχηματίζουν 33 σύντομα ποιήματα, σε 13 διαφορετικά μέτρα. Αν και μάλλον
φιλοσοφικό παρά θρησκευτικό, το έργο είναι επηρεασμένο από τη χριστιανική θρησκεία και άσκησε μεγάλη επιρροή.
Μεταφράστηκε από τον βασιλιά Αλφρέδο της Αγγλίας, τον Τσόσερ και τη βασίλισσα Ελισάβετ και αναφέρεται συχνά από τον
Δάντη. Στα ελληνικά μεταφράστηκε τον 14ο αι. από τον μοναχό Μάξιμο Πλανούδη. Ένα άλλο σημαντικό έργο του είναι το De
Musica (Περί μουσικής), μια πραγματεία για την αρχαιοελληνική μουσική που άσκησε βαθιά επίδραση στη δυτική μουσική των
επόμενων αιώνων.
Βόηθος. Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του
Πλίνιου, εργάστηκε στην Αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο κατασκευαστής ενός
αγάλματος του Αντίοχου της Συρίας. Μεταξύ των σπουδαιότερων έργων του είναι το σύμπλεγμα Παις πνίγων χήνα, που
διακρίνεται για την πλαστική του δύναμη, τη χάρη και την ακρίβεια στην απόδοση των μορφών και στη λεπτότητα της κίνησης·
το επίχρυσο άγαλμα του Καθημένου παιδός που βρίσκεται στο Ηραίο της Ολυμπίας· και το χάλκινο άγαλμα του Ερμή, που
φέρει στο κεφάλι ταινία εξαιρετικής φυσικότητας. Ο Β. ασχολήθηκε επίσης και με τη χαρακτική και, όπως αναφέρει ο
Παυσανίας, χαρακτικά του έργα κοσμούσαν τον ναό της Λινδίας Αθηνάς στη Ρόδο, όπου Δανοί αρχαιολόγοι βρήκαν βάση
αγάλματος με επιγραφή που ανέφερε ότι ο Β. ήταν αυτός που την είχε αφιερώσει.
2. Ανδριαντοποιός (2ος αι. π.Χ.). Είναι γνωστός από επιγραφή σε βάση ανδριάντα του επιμελητή Επίγονου, που κατασκεύασε με
τη συνεργασία κάποιου ομότεχνού του Θεοδοσίου.
3. Γλύπτης (2ος; αι. π.Χ.). Κατασκευαστής θαυμάσιου σφραγιδόγλυφου, που παριστάνει τον Φιλοκτήτη να δροσίζει την πληγή
του. Ορισμένοι θεωρούν το έργο αυτό απομίμηση γνωστού χαρακτικού του συνώνυμου γλύπτη (1.).
4. Στωικός φιλόσοφος από τη Σιδώνα (2ος αι. π.Χ.). Έγραψε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, τις πραγματείες Περί
ειμαρμένης, Περί φύσεως κ.ά. Η φιλοσοφία του απέκλινε από τη διδασκαλία των Στωικών αναφορικά με τη θεωρία της γνώσης
και την ουσία του θεού, την οποία ταύτιζε με τη σφαίρα των απλανών.
5. Περιπατητικός φιλόσοφος από τη Σιδώνα (1ος αι. π.Χ.). Μαθήτευσε κοντά στον Ανδρόνικο τον Ρόδιο. Ακολουθώντας το
παράδειγμα του τελευταίου, επιδόθηκε στην ερμηνεία των αριστοτελικών έργων και έγραψε πλήθος υπομνημάτων: Κατηγορίες,
Φυσικήν ακρόασιν, Αναλυτικά πρότερα κ.ά.
6. Επιγραμματοποιός από την Ταρσό (1ος αι. π.Χ.). Υπήρξε προστατευόμενος του Αντωνίου, τον οποίο ύμνησε μετά τη μεγάλη
του νίκη στους Φιλίππους. Αργότερα εξορίστηκε μαζί με τους οπαδούς του από τον Αύγουστο. Επίγραμμά του που στρέφεται
εναντίον του μίμου Πυλάδη σώζεται στην Ανθολογία.
7. Επικούρειος φιλόσοφος και γεωμέτρης (1ος; αι. μ.Χ.). Η μοναδική αναφορά που υπάρχει γι’ αυτόν είναι από τον Πλούταρχο.
8. Λεξικογράφος (2ος αι. μ.Χ.). Έγραψε, όπως μας πληροφορεί ο Φώτιος, Συναγωγή λέξεων πλατωνικών, για την οποία
χρησιμοποίησε και τον Πάμφιλο.
9. Περιπατητικός φιλόσοφος από την Πτολεμαΐδα (2ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε φιλοσοφία στην Αθήνα.
Βοήλας, Βάρδας (10ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε τα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (920-944).
Συνωμότησε εναντίον του αυτοκράτορα, αλλά ο τακτικός στρατός κατόρθωσε να τον συλλάβει μαζί με τους συνεργάτες του.
Τους υπόλοιπους συνωμότες τους τύφλωσαν, ενώ ο Β. υποχρεώθηκε σε εγκλεισμό σε μοναστήρι.
Βοημία (τσέχ. Cechy, γερμ. Βohmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (52.060 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, παλαιότερα
ανεξάρτητο βασίλειο, το οποίο σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική
άποψη, η περιοχή παρουσιάζεται ως μια μεγάλη λεκάνη με κυματοειδή επιφάνεια και σχεδόν τετράγωνο σχήμα, που
περιβάλλεται και από τις τέσσερις πλευρές από ορεινούς όγκους: ΒΑ τα Σουδητικά Όρη, τα Όρη των Γιγάντων και τα Όρη της
Λουσατίας, ΒΔ τα Μεταλλοφόρα Όρη ή Ερτσγκεμπίργκε, ΝΔ τον Βοημικό Δρυμό, συνδεδεμένο μέσω του ορεογραφικού
κόμβου του Φιχτελγκεμπίργκε (όρη Φίχτελ), και ΝΑ τα κυματοειδή υψώματα της Μοραβίας. Η περιοχή διαρρέεται από τον
Έλβα, που πηγάζει από τα Όρη των Γιγάντων και, αφού σχηματίσει ένα ευρύ τόξο προς τα Ν, βγαίνει από το βοημικό
τετράπλευρο, ανοίγοντας δρόμο μέσα από τα Μεταλλοφόρα Όρη και τα Όρη της Λουσατίας. Μεγαλύτερος παραπόταμός του
είναι ο Μολδάβας. Πολιτικά, η περιοχή της Β. συνορεύει με την Αυστρία στα ΝΑ, τη Γερμανία στα Δ και ΒΔ, την Πολωνία στα
Β και ΒΑ και την τσεχική περιοχή της Μοραβίας στα Α.
Οι κάτοικοι της Β. είναι στην πλειονότητά τους Τσέχοι και ασχολούνται με τη γεωργία (δημητριακά, πατάτες, ζαχαρότευτλα και
κηπευτικά), την κτηνοτροφία, την εκμετάλλευση των δασών και του ορυκτού πλούτου (άνθρακας, σίδηρο, ουράνιο, χαλκός και
μόλυβδος) και με τη βιομηχανία (μεταλλουργία, χαρτοποιία, υφαντουργία, κεραμική και ζυθοποιία). Σπουδαιότερη πόλη είναι η
Πράγα, πρωτεύουσα της Τσεχίας. Άλλες πόλεις είναι οι Πίλσεν, Λίμπερετς, Ούστι ναντ Λάμπεμ, Τσεσκέ Μπουντεγιόβιτσε,
Χραντέτς Κράλοβε, Πάρνουμπιτσε και Κάρλοβι Βάρι.
Ιστορία. Οι Βόιοι ή Βοιοί (βλ. λ.), κελτική φυλή που κατοικούσε αρχικά στη χώρα και από τους οποίους ονομάστηκε η περιοχή
(λατ. Boiohaemia), υποτάχτηκαν κατά τον 6ο αι. στον σλαβικό λαό των Τσέχοβε (Τσέχοι), οι οποίοι υπό την ηγεσία του βασιλιά
Σάμο ίδρυσαν τον επόμενο αιώνα ένα μεγάλο κράτος, που γρήγορα όμως υποχρεώθηκε να πολεμήσει κατά της Αγίας Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας (εκστρατείες Καρλομάγνου και Λουδοβίκου Γερμανικού) και τελικά υπέστη την εισβολή των Ούγγρων. Έτσι, η
Μεγάλη Μοραβία, όπως λεγόταν το σλαβικό κράτος –γιατί περιλάμβανε τότε, εκτός από τη Β., τη Μοραβία, τη νότια Πολωνία
και τμήμα της αρχαίας επαρχίας της Πανονίας– περιορίστηκε μόνο στη Β., στην πρωτεύουσα της οποίας, την Πράγα, είχε
εγκατασταθεί στο μεταξύ η δυναστεία των Πρζέμισλ (8ος αι.), χάρη στην οποία οι Βοημοί προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό
από τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο (από το 863). Την εποχή του Βολεσλάου Α’ (μέσα 10ου αι.), το δουκάτο της Β.
αποτελούσε τον ισχυρότερο κρατικό πυρήνα στην κεντρική Ευρώπη. Το 1158 ο Λαδίσλαος Β’ αναγνωρίστηκε βασιλιάς και το
1212 ο Ότοκαρ (Οδόακρος) Β’ αναγνωρίστηκε επίσημα από την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη Χρυσή Βούλα (γνωστή και
ως σικελική) που εξέδωσε ο Φρειδερίκος Β’ της Σουηβίας.
Το μεγάλο αυτό φεουδαρχικό κράτος, που είχε πλέον συνενωθεί με τη Στυρία και την Καρινθία (σημερινά ομόσπονδα κρατίδια
της Αυστρίας), είχε θλιβερή κατάληξη, όταν ήρθε σε σύγκρουση με την αυτοκρατορία και ιδιαίτερα με τα εδαφικά συμφέροντα
των Αψβούργων. Μάταια ο Ότοκαρ Β’, ο Βεγκέσλαος Β’ και ο Βεγκέσλαος Γ’ (ο τελευταίος των Πρζέμισλ) προσπάθησαν να
αντισταθούν στη δημιουργία από τους Αψβούργους μιας κεντροευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, που προϋπέθετε συνένωση στο
στέμμα της Β. του στέμματος της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Το 1310 ο θρόνος περιήλθε στη δυναστεία του Λουξεμβούργου και την εποχή του Καρόλου Δ’ (ο Κάρολος Α’ της Αγίας
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) η Β. έφτασε στο μεγαλύτερο σημείο της ακμής της. Ο Κάρολος εξέδωσε το 1356 τη Χρυσή Βούλα,
που επικύρωνε την αυτονομία της Β., στα εσωτερικά της οποίας δεν θα επενέβαινε η αυτοκρατορία, και ταυτόχρονα ο βασιλιάς
της Β. αναγνωριζόταν ως ένας από τους επτά αυτοκρατορικούς εκλέκτορες. Μετά τον θάνατο του Καρόλου, όμως, η κατάσταση
άλλαξε. Η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Γιαν Χους και η άνοδος του βοημικού εθνικισμού που βρισκόταν σε σφοδρή
αντίθεση με την αδιαλλαξία των ρωμαιοκαθολικών και τον βαθμιαίο εκγερμανισμό της χώρας, είχαν ως αποτέλεσμα τους
αποκαλούμενους Ουσιτικούς πολέμους (1419-36), που τερματίστηκαν –τυπικά μόνο– με τα Άρθρα της Πράγας, τα οποία
καθόριζαν την επάνοδο της Β. στους κόλπους της Εκκλησίας της Ρώμης.
Ο Φερδινάνδος της Αυστρίας (1526) συνένωσε τη χώρα με τις αψβουργικές κτήσεις, αλλά, όπως και οι προκάτοχοί του, ούτε
αυτός ούτε οι διάδοχοί του προσπάθησαν να εξαλείψουν τα αίτια του αντιγερμανικού αγώνα. Έτσι, το 1618, ξέσπασε η
περίφημη εξέγερση, κατά την οποία οι αγανακτισμένοι Βοημοί προτεστάντες πέταξαν από το παράθυρο τους απεσταλμένους του
αυτοκράτορα και η οποία έμεινε στην ιστορία ως Εκπαραθύρωση της Πράγας, αποτελώντας την αφορμή του τρομακτικού
Τριακονταετούς πολέμου. Οι Βοημοί νικήθηκαν στο Λευκό Όρος (1620) και ο αυτοκράτορας επέβαλε αιματηρά αντίποινα
αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό, ενώ ταυτόχρονα ξανάρχισε με μεγαλύτερη βιαιότητα ο εκγερμανισμός της χώρας, ιδίως την
εποχή του Ιωσήφ Β’ (1780-90).
Η πνευματική και πολιτική κίνηση στη Β., που δεν έπαψε άλλωστε ποτέ να υπάρχει, παρά τις αντιξοότητες, έλαβε νέα ορμή με
την ώθηση του Διαφωτισμού και των αρχών της Γαλλικής επανάστασης και σημείωσε την πρώτη αξιόλογη εκδήλωση στο
σλαβικό συνέδριο της Πράγας (1848), που οι επιδιώξεις του καταπνίγηκαν για άλλη μία φορά από την Αυστρία με τα όπλα.
Μόνο το 1918, με την κατάρρευση των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η Β. ανέκτησε την ανεξαρτησία της μέσα στη νέα
δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η οποία είκοσι χρόνια αργότερα (1939) διαμελίστηκε από τη ναζιστική Γερμανία. Η Β. και η
Μοραβία συνενώθηκαν τότε στο ομώνυμο γερμανικό προτεκτοράτο, με τη διοίκηση ενός Reichsprotector. Μετά τον Β’
Παγκόσμιο πόλεμο, η Β. επανήλθε στο προηγούμενο καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας, αυτή τη φορά υπό τη σοβιετική επιρροή
και αφού εκκαθαρίστηκε από τον γερμανικό πληθυσμό της· τότε διαμελίστηκε σε εννέα επαρχίες, οι οποίες το 1960 μειώθηκαν
σε πέντε. Το 1993, με την ειρηνική αυτοδιάλυση της Τσεχοσλοβακίας, η Β. περιήλθε στη Δημοκρατία της Τσεχίας, αλλά δεν
αποτελεί πλέον ενιαία επαρχία (όπως άλλωστε και η Μοραβία και η Σιλεσία που συναποτελούν τις παραδοσιακές επαρχίες της
Τσεχίας). Παραμένει όμως, και λόγω της Πράγας, το κέντρο της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας.
Εξάλλου, από την ονομασία της Β. προήλθε και ο όρος μποέμ που καθιερώθηκε τον 19ο αι. για να περιγράψει τους ανέμελους
καλλιτέχνες.
Βοημικός Δρυμός (τσέχ. Esky Les, γερμ. Bohmerwald). Ορεινή αλυσίδα της κεντρικής Ευρώπης. Εκτείνεται σε μήκος
περίπου 250 χλμ., με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ, μεταξύ του νοτιοανατολικού τμήματος της Γερμανίας και της Τσεχίας. Ο Β.Δ., ο
οποίος αποτελεί το μορφολογικό στοιχείο που χωρίζει το Σουηβοβαυαρικό υψίπεδο της Βοημίας στα ΒΑ, διακρίνεται συνήθως
στον Κάτω Β.Δ., που είναι το βόρειο τμήμα (τσέχ. Javor) και στον Άνω Β.Δ., που είναι το νότιο τμήμα (τσέχ. Sumava). Το
τελευταίο αυτό αποτελείται από διάφορους ορεινούς όγκους, μεταξύ των οποίων οι σπουδαιότεροι είναι ο Βαυαρικός Δρυμός
(γερμ. Βayerischer Wald) ή Πρόσθιος στα ΝΔ και ο Οπίσθιος Δρυμός στα ΒΑ. Η ορεινή αυτή αλυσίδα, αρκετά πλούσια σε
μαρτυρίες για την παγετωνική δράση της τεταρτογενούς περιόδου, χαρακτηρίζεται από ανάγλυφα γενικά αρκετά απαλού
σχήματος και φτάνει στο ψηλότερο σημείο στο Γκρόσερ Άρμπερ (1.456 μ.) της Βαυαρίας. Μολονότι υπάρχουν βοσκότοποι, το
μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας στις πλαγιές της οροσειράς καλύπτεται από δάση κωνοφόρων. Η εκμετάλλευση του δασικού
αυτού πλούτου αποτελεί σημαντικό πλουτοπαραγωγικό κλάδο.
Βοημούνδος (Bohemond). Εξελληνισμένο όνομα Φράγκων ηγεμόνων της Αντιόχειας και κομητών της Τρίπολης της Συρίας.
1. Βοημούνδος Α’ (1050 – 1111). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1098-1104) και ένας από τους επικεφαλής της Α’ Σταυροφορίας.
Πρωτότοκος γιος του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας, μετά τον θάνατό του (1085) ήρθε σε ρήξη
με τον αδελφό του Ρογήρο Α’ Μπόρσα, που είχε προτιμηθεί από τον Ροβέρτο και είχε κληρονομήσει τα δουκάτα της Απουλίας
και της Καλαβρίας. Ο Ρογήρος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και παραχώρησε στον Β. το νότιο τμήμα της πατρικής
κληρονομιάς. Το 1095, επικεφαλής 1.000 ιππέων και 20.000 πεζών συμμετείχε στην Α’ Σταυροφορία και κατέλαβε με έφοδο
την Αντιόχεια (1099), ύστερα από μυστικές συνεννοήσεις με μερικούς από τους πολιορκημένους. Την κατάκτηση αυτή
αμφισβήτησε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Α’, αλλά ο Β. χάρη στην επιδεξιότητά του κατόρθωσε να παραμείνει κύριος
της Αντιόχειας. Το 1104 ανέθεσε την κυβέρνηση του κράτους του στον ανιψιό του Ταγκρέδο και πήγε στη Δύση, όπου με τη
βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Α’ οργάνωσε ισχυρό στρατό. Πέρασε μετά στην Ήπειρο (1107) και πολιόρκησε το
Δυρράχιο, χωρίς όμως να κατορθώσει να το καταλάβει. Μετά από επέμβαση του Αλέξιου Α’ αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει
(1108) και μετά πήγε στην Ιταλία όπου άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο κατά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά πέθανε
από μελαγχολία στις αρχές του 1111.
2. Βοημούνδος Β’ (1109 – 1130). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1126-30). Ήταν γιος του Β. Α’ και της Κωνστάντσας, κόρης του
Φιλίππου Α’ της Γαλλίας. Μέχρι το 1126 έμενε στην Απουλία, ενώ κυβερνούσε την Αντιόχεια ο Ταγκρέδος και, όταν αυτός
πέθανε, ο ανιψιός του, Ρογήρος του Σαλέρνο. Ο Β. ανέλαβε την εξουσία όταν ενηλικιώθηκε, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, πολύ
νέος ακόμα, σκοτώθηκε σε μάχη με τον σουλτάνο του Χαλεπίου Ζεγκή.
3. Βοημούνδος Γ’ ο Τραυλός (1145 – 1201). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1163-1201). Ήταν γιος του πρίγκιπα Ραϊμόνδου Α’ του
Πουατιέ και της Κωνσταντίας, κόρης του Β. Β’. Το 1163 διαδέχτηκε τη μητέρα του στην ηγεμονία της Αντιόχειας και το 1164
ανέλαβε προσωρινά την αρχή στο βασίλειο των Ιεροσολύμων κατά την εκστρατεία του Αμαλάριχου στην Αίγυπτο. Το ίδιο έτος
νικήθηκε από τους μουσουλμάνους και αιχμαλωτίστηκε, ελευθερώθηκε όμως από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ που
πλήρωσε τα σχετικά λύτρα. Το 1180 αφορίστηκε από τη Δυτική Εκκλησία γιατί εγκατέλειψε τη δεύτερη σύζυγό του για χάρη
μιας άλλης γυναίκας.
4. Βοημούνδος Δ’ ο Μονόφθαλμος (1187 – 1233). Ηγεμόνας της Αντιόχειας και κόμης της Τρίπολης (1201-33). Δευτερότοκος
γιος του Β. Γ’, μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την εξουσία στην Αντιόχεια, αλλά ο νόμιμος διάδοχος Ρουπίνος, γιος
του πρωτότοκου αδελφού του Ραϊμόνδου, με την υποστήριξη του Λέοντα της Αρμενίας κατόρθωσε να καταλάβει την Αντιόχεια.
Ο Β., με τη βοήθεια των Ναϊτών και κυρίως των Ελλήνων κατοίκων της Αντιόχειας, στους οποίους είχε επιτρέψει την εκλογή
πατριάρχη, κατόρθωσε να ανακτήσει το βασίλειό του και να το διατηρήσει έως τον θάνατό του.
5. Βοημούνδος Ε’ (1198; – 1251). Ηγεμόνας της Αντιόχειας και κόμης της Τρίπολης (1233-51). Δευτερότοκος γιος του Β. Δ’ και
της Πλακεντίας ντε Ζιμπλέ. Παντρεύτηκε την Αλίκη, χήρα του βασιλιά της Κύπρου Ούγο Α’ και ανέπτυξε στενές επαφές μεταξύ
των ηγεμονιών της Αντιόχειας και της Τρίπολης και της Κύπρου.
6. Βοημούνδος ΣΤ’ ο Ωραίος (1235; – 1275). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1251-68) και κόμης της Τρίπολης (1251-75). Ήταν γιος
του Β. Ε’ και της Λουκιάνας, ανιψιάς του πάπα Ινοκέντιου Γ’. Διατήρησε την επαφή της Κύπρου με την Αντιόχεια και την
Τρίπολη και αναγνώρισε τον Ούγο Β’, γιο της αδελφής του και του Ερρίκου Α’ της Κύπρου, ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ.
Συμμάχησε με τους Μογγόλους στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει τις επιδρομές των Αιγυπτίων, αλλά το 1268 η Αντιόχεια
κυριεύτηκε από τον σουλτάνο της Αιγύπτου Βαϊμάρ και από τότε περιορίστηκε στην Τρίπολη της Συρίας, έως τον θάνατό του.
7. Βοημούνδος Ζ’ (1255; – 1287). Κόμης της Τρίπολης (1275-87). Γιος του Β. ΣΤ’ και της Σίβυλλας της Αρμενίας. Διαδέχτηκε
τον πατέρα του στην κομητεία της Τρίπολης και ήρθε σε ρήξη με τους Ναΐτες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Λίγο πριν από
τον θάνατό του έχασε τη Λαοδίκεια, που την κατέλαβε ο σουλτάνος της Αιγύπτου. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του άκληρου Β.,
οι Αιγύπτιοι κατέλαβαν την Τρίπολη και τερματίστηκε οριστικά η ηγεμονία της Αντιόχειας και της Τρίπολης.
Βοθίκι. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 74 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού,
στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, 42 χλμ. ΝΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου.
βοθριοκεφαλίαση (Ιατρ.). Βλ. λ. βοθριοκέφαλος.
βοθριοκέφαλος (Bothriocephalus). Γένος κεστωδών πλατυελμίνθων σκωλήκων της οικογένειας των βοθριοκεφαλιδών, αλλά
και γενική ονομασία άλλων μελών της οικογένειας. Έχουν τη μορφή επίπεδης ταινίας μεγάλου μήκους, η οποία διαιρείται σε
πολυάριθμες προγλωττίδες. Ο τυπικός β., που ζει ως παράσιτο στο έντερο του ανθρώπου, της γάτας, του σκύλου και άλλων
θηλαστικών, ανήκει στο γένος Diphyllobothrium. Η προσκόλληση στα εντερικά τοιχώματά γίνεται με δύο επιμήκεις πλευρικές
σχισμές της σκωληκοκεφαλής, τα λεγόμενα βοθρία, αντί των μυζητήρων της κοινής ταινίας. Ο βιολογικός κύκλος των β., είναι
περίπλοκος και περιλαμβάνει, εκτός από τον κύριο ξενιστή (θηλαστικό), δύο ενδιάμεσους ξενιστές.
Καθώς το σκουλήκι αναπτύσσεται μέσα στο έντερο, οι τελευταίες προγλωττίδες, που είναι οι παλαιότερες και περιέχουν ώριμα
αβγά, αποσπώνται και αποβάλλονται στο περιβάλλον με τα κόπρανα του ξενιστή. Όταν βρεθούν στο κατάλληλο περιβάλλον,
δηλαδή σε ποτάμια και λίμνες, όπου μεταφέρονται από τα νερά της βροχής ή μέσω του αποχετευτικού συστήματος, τα αβγά
εκκολάπτονται. Η βλεφαριδωτή προνύμφη που προκύπτει, κολυμπά ελεύθερη και καταβροχθίζεται από ένα μικρό καρκινοειδές
κωπήποδο του γλυκού νερού, οπότε χάνει τις βλεφαρίδες. Το κωπήποδο αυτό τρώγεται από μερικά ψάρια των γλυκών νερών,
όπως ο λούτσος και ο σολομός. Εκεί η προνύμφη μετασχηματίζεται και παραμένει εγκυστωμένη στους ιστούς του ψαριού έως
ότου αυτό φαγωθεί από τον άνθρωπο, ο οποίος είναι και ο κύριος ξενιστής. Τότε το σκουλήκι βγαίνει από την κύστη του,
προσκολλάται στα εντερικά τοιχώματα και αρχίζει να σχηματίζει τις προγλωττίδες με την ταινιοειδή μορφή τους. Το παράσιτο
προκαλεί πολλές ενοχλήσεις, που αναφέρονται ως βοθριοκεφαλίαση και εκδηλώνονται κυρίως με ναυτία, εμετό, διάρροια και,
σε πιο επίμονες περιπτώσεις, με έντονη αναιμία. Για τη θεραπεία χορηγούνται ανθελμινθικά φάρμακα.
βοθρόδενδρο (Bothrodendron). Γένος πτεριδοφύτων της οικογένειας των βοθροδενδριδών, το οποίο έχει εκλείψει. Τα διάφορα
είδη του έφταναν σε ύψος τα 30 μ. Ο κορμός τους στερεωνόταν με τέσσερις οριζόντιες ρίζες σε σταυροειδή διάταξη και
σκεπαζόταν από ρομβοειδείς, ωοειδείς ουλές φύλλων, που έφεραν από ένα γλωσσίδιο. Τα φυτά αυτά κάλυπταν τις ελώδεις
περιοχές κατά την ανώτερη λιθανθρακοφόρο περίοδο.
Βοθύνοι. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 185 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, 4 χλμ. ΝΔ
της πόλης της Καλύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνιων του νομού Δωδεκανήσου. Έχει ανακηρυχθεί
παραδοσιακός οικισμός.
Βόθων. Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 207 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Αττικής, ΒΑ της
λίμνης του Μαραθώνα, 37 χλμ. ΒΑ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαραθώνος της νομαρχίας Ανατολικής
Αττικής.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 605 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 5 χλμ. ΝΑ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται
διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός.
Βοιαί. Αρχαία πόλη της Λακωνίας. Βρισκόταν στον μυχό του Βοιατικού κόλπου (σημερινός όρμος Βάτικα), στη θέση της
σημερινής Νεάπολης, στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Λακωνίας. Την πόλη αυτή, κατά την παράδοση, έχτισε ο Ηρακλείδης
Βοιός, με υπόδειξη της θεάς Άρτεμης, και συγκέντρωσε εκεί τους κατοίκους τριών αρχαιότερων πόλεων: της Ήτιδας, της
Αφροδισιάδας και της Σίδης. Σύμφωνα με κάποιον χρησμό, ο Βοιός οδηγήθηκε στην τοποθεσία όπου χτίστηκαν οι Β. από λαγό
που του έστειλε η θεά και ο οποίος κρύφτηκε μετά σε μια μυρτιά. Για τον λόγο αυτόν, η μυρτιά ήταν ιερό φυτό για την πόλη.
Στις Β., εκτός από την Άρτεμη, τιμούσαν και τον Απόλλωνα, του οποίου ναός υπήρχε στην αγορά της πόλης, καθώς και τον
Ασκληπιό, τον Σέραπη και την Ίσιδα. Η πόλη γνώρισε καταστροφές από τον Αθηναίο Τολμίδη (456 π.Χ.) και τον Φίλιππο Γ’
(219 π.Χ.). Αργότερα όμως, ως μέλος του κοινού των Ελευθερολακώνων, γνώρισε μεγάλη ακμή. Από την αρχαία πόλη έχουν
έρθει στο φως κολόνες, αγάλματα, τμήματα τειχών και νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων με παραστάσεις της Άρτεμης,
του Ασκληπιού, της Ίσιδας και του Ποσειδώνα. Επίσης, βρέθηκαν τάφοι της ίδιας εποχής, λαξευμένοι στους βράχους.
Βοιατικός κόλπος. Ονομασία κατά την αρχαιότητα του σημερινού όρμου της Νεαπόλεως. Βλ. λ. Νεαπόλεως, όρμος.
Βοίβη. Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων.
1. Πόλη της Μαγνησίας, στη νοτιοανατολική όχθη της Βοιβηίδας λίμνης (η οποία έλαβε την ονομασία της από την πόλη).
Θεμελιωτής της Β. ήταν ο μυθικός Βοίβος. Ο Στράβων αναφέρει ότι, όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έχτισε τη Δημητριάδα,
συγκέντρωσε στη νέα πόλη τους κατοίκους των γύρω χωριών, μεταξύ των οποίων και εκείνους της Β. Ερείπια της πόλης
βρέθηκαν κοντά στη λίμνη Κάρλα και στα Κανάλια.
2. Πόλη της Κρήτης, ΝΔ της Γόρτυνας, πιθανώς αποικία της θεσσαλικής Β. (1.).
Βοιβηίς. Λίμνη της Μαγνησίας, γνωστή κυρίως ως Κάρλα. Βλ. λ. Κάρλα.
Βοϊβοντίνα (Vojvodina). Αυτόνομη περιοχή (21.506 τ. χλμ., 2.031.992 κάτ. το 2002) της Ομοσπονδίας Σερβίας-
Μαυροβουνίου. Περιλαμβάνει την κοιλάδα του Δούναβη Ποντουνάβλιε, τμήματα της Σιρμίας και της Μπαράνια και τις
περιφέρειες Μπάτσκα και Βανάτο. Πρόκειται για μεγάλο και εύφορο λεκανοπέδιο, το οποίο μετά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις
του 1919 και του 1945 χωρίστηκε σε κλήρους και διαμοιράστηκε μεταξύ των γεωργικών συνεταιρισμών και των ακτημόνων
γεωργών. Περισσότερο διαδεδομένες είναι οι καλλιέργειες του σιταριού και του καλαμποκιού, ενώ στις πόλεις της περιοχής
αυτής υπάρχουν πολλές βιομηχανίες τροφίμων. Πρωτεύουσα της Β. είναι το Νόβι Σαντ, ενώ άλλα σημαντικά αστικά κέντρα
είναι η Σουμπότιτσα, το Σόμπορ και το Πάνεβο. Ο πληθυσμός αποτελείται κυρίως από Σέρβους, αλλά οι σημαντικές μειονότητες
Ούγγρων (κυρίως), Κροατών, Σλοβάκων και Ρουμάνων έχουν θέσει συχνά τα τελευταία χρόνια ζήτημα ανεξαρτησίας της Β.
Ιστορία. Η περιοχή της Β. ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στα βασίλεια της Ουγγαρίας και της Κροατίας μέχρι τον 16ο αι., οπότε την
κατέλαβαν οι Τούρκοι, μαζί με τα υπόλοιπα εδάφη της Βαλκανικής. Το 1669, με τη συνθήκη του Πασάροβιτς, η Β. περιήλθε
ξανά στους Ούγγρους. Με τη δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας, από τη συνθήκη του Τριανόν (1920), η Β. πέρασε στο νέο κράτος
και ακολούθησε τη μοίρα όλων των περιοχών της Γιουγκοσλαβίας κατά τον 20ό αι. Συγκεκριμένα, μετά τη λήξη του Β’
Παγκοσμίου πολέμου της παραχωρήθηκε αυτονομία, ενώ με τα νέα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας, απέσπασε και εδάφη που
ανήκαν μέχρι τότε στην Ουγγαρία και την Κροατία. Το 1974 ο Τίτο παραχώρησε αυτονομία στη Β., όπως και στο
Κοσσυφοπέδιο, μέσα στα πλαίσια της ομόσπονδης Σερβίας, για να αμβλύνει τις διενέξεις με τους μειονοτικούς πληθυσμούς.
Μετά τα τραγικά γεγονότα της δεκαετίας του 1990 και τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, η ουγγρική μειονότητα άσκησε
πιέσεις για ανεξαρτησία, αλλά οι ιδιαιτερότητες της περιοχής δεν οδήγησαν σε κλιμάκωση της έντασης, όπως συνέβη σε άλλες
περιοχές της ευρύτερης πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Βοϊδάς. Κορυφή (1.926 μ.) του όρους Παναχαϊκό (βλ. λ.).
Βόιδι. Τοπωνύμιο της νησιωτικής χώρας.
1. Ακατοίκητη νησίδα των Κυκλάδων. Βλ. λ. Βους.
2. Βραχονησίδα του Ιονίου. Βρίσκεται κοντά στο μέσο της ανατολικής ακτής της Ζακύνθου, Β του ακρωτηρίου Κρυονέρι. Οι
Ιταλοί την αποκαλούν Τρέντα Νόβε.
Βοϊδοκοιλιά. Μικρός, σχεδόν κυκλικός όρμος, στη νοτιοδυτική ακτή της Πελοποννήσου, Β του όρμου του Ναυαρίνου, στο
βόρειο άκρο της χερσονήσου Κορυφάσιον, στην εξωτερική ακτή της λιμνοθάλασσας Διβάρι ή Νταλιάνη. Κοντά στην ακτή του
έχουν αποκαλυφθεί τύμβος και γύρω του οικισμοί που χρονολογούνται γύρω στο 2600-2000 π.Χ. και τάφοι με πλούσια
ευρήματα. Η περιοχή είχε κατοικηθεί από το 3000 π.Χ. και γνώρισε ακμή μεταξύ 2500-2100 π.Χ.
Βοϊδολίβαδο. Κορυφή (1.543 μ.) της οροσειράς Αγράφων-Νότιας Πίνδου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ευρυτανίας,
Δ του οικισμού Νεράιδα.
Βοϊδομάτης. Ποταμός (περ. 15 χλμ.) της Ηπείρου (ονομάζεται και ποτάμι του Βίκου). Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού
Ιωαννίνων και είναι ο αριστερός παραπόταμος του Αώου. Πηγάζει από τις νότιες πλαγιές της Τύμφης (ή Γκαμήλας), στο Ζαγόρι,
ρέει ΒΔ μέσα στο φαράγγι του Βίκου, που αυτός έχει ανοίξει μεταξύ του κύριου όγκου της Τύμφης ΒΑ και του Στούρου ΝΔ, και
λίγο μετά τον οικισμό Βίκο στρέφεται ΝΔ, σύντομα πάλι ΒΔ και στο ύψος του οικισμού Άγιος Μηνάς βγαίνει από το φαράγγι.
Από το σημείο αυτό ρέει με βόρεια κατεύθυνση στο δυτικό όρια του υψιπέδου της Κόνιτσας και Ν του οικισμού. Μαζί
συμβάλλει από αριστερά στον Αώο. Στη ροή του ο Β. περνάει από τις περιοχές των οικισμών Βραδετό, Άγιος Μηνάς, Μικρό
Πάπιγκο, Βίκος, Άγιος Μηνάς, Γεροπλάτανος κ.ά.
Βόιζι, Τσαρλς Φράνσις Άνσλι (Charles Francis Annesley Voysey, Χέσλερ 1857 – Γουίντσεστερ 1941). Άγγλος αρχιτέκτονας
και διακοσμητής. Ωρίμασε στο περιβάλλον του κινήματος Τέχνες και Επαγγέλματα (Αrts and Crafts) και του Γουίλιαμ Μόρις
και δεν άργησε να εξελιχτεί σε μία από τις πιο πρωτότυπες και έγκυρες φυσιογνωμίες της νεότερης βρετανικής αρχιτεκτονικής.
Ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την κατασκευή κομψών κατοικιών και επαύλεων, ιδίως στο Λονδίνο, μελετώντας κάποτε
και την εσωτερική τους διακόσμηση. Έκανε και σχέδια για πολύτιμα κοσμήματα.
Βοΐλας, Δημήτριος. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κορώνη Μεσσηνίας. Ο πατέρας του Βασίλειος πήρε μέρος στο
κίνημα του Ορλόφ το 1770 και, μετά την αποτυχία του, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο. Ο Β., όταν
μεγάλωσε, πήγε στις παραδουνάβιες ελληνικές ηγεμονίες και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και
πήρε μέρος στην επανάσταση του Υψηλάντη, όπου τραυματίστηκε κοντά στο Γαλάτσι. Μετά την αποτυχία του κινήματος
κατέβηκε στην Πελοπόννησο, όπου πολέμησε. Τραυματίστηκε στην πολιορκία της Κορώνης. Όταν η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε
κυβερνήτη της Ελλάδας τον Καποδίστρια, ο Β., που ήταν πληρεξούσιος της Κορώνης, ανέλαβε να μεταφέρει το επικυρωμένο
αντίγραφο του ψηφίσματος και το προσκλητήριο γράμμα στον Βιάρο Καποδίστρια, στην Κέρκυρα, για να το στείλει στον
αδελφό του. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, κατατάχτηκε στους αξιωματικούς Ε’ τάξης.
βοϊμερία (Βoehmeria). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ουρτικιδών. Περιλαμβάνει πολυετείς πόες, θάμνους ή
μικρά δέντρα, ιθαγενή των τροπικών περιοχών, με πολύμορφα φύλλα, διατεταγμένα αντίθετα ή κατ’ εναλλαγή. Τα άνθη τους
σχηματίζουν μασχαλιαίες ταξιανθίες και ο καρπός είναι πλατύ αχαίνιο. Στο γένος ανήκουν φυτά χρήσιμα για τις κλωστικές τους
ίνες, γνωστές με την κοινή ονομασία ραμία, καθώς και για τις φαρμακευτικές ή καλλωπιστικές τους ιδιότητες.
Από τα περίπου 100 είδη του γένους, η Βoehmeria nivea, ιθαγενής της ανατολικής Ασίας, με ωοειδή-καρδιοειδή και πριονωτά
φύλλα, είναι το περισσότερο διαδεδομένο κλωστικό είδος και καλλιεργείται για την παραγωγή κλωστικών ινών εξαιρετικής
ποιότητας. Ίνες κατώτερης ποιότητας δίνουν τα είδη Βoehmeria macrophylla και Βoehmeria platyphylla, τα οποία
καλλιεργούνται και ως καλλωπιστικά.
Οι ίνες, που αποχωρίζονται από τον βλαστό με αποφλοίωση, σχηματίζουν ταινίες περισσότερο ή λιγότερο πλατιές. Οι ταινίες
αποτελούνται από παράλληλες ίνες ενωμένες μεταξύ τους με ανθεκτική κομμεορρητίνη. Ο αποχωρισμός γίνεται με χημικά μέσα
και τότε οι ίνες μπορούν να λευκανθούν και να κλωστούν. Η ποιότητά τους εξαρτάται κυρίως από το μήκος των βλαστών. Η
κατεργασμένη ίνα της β. και ιδιαίτερα η ανώτερης ποιότητας θεωρείται εφάμιλλη με τις κλωστικές ίνες του λιναριού, της
κάνναβης και του βαμβακιού, από τις οποίες υπερέχει σε λεπτότητα και αντοχή. Με αυτές κατασκευάζονται υφάσματα
εξαιρετικής ποιότητας, όπως βελούδα, στόφες επίπλων κλπ., όμοια σε στιλπνότητα και απαλότητα με τα μεταξωτά.
Ένα από τα πιο γνωστά διακοσμητικά είδη είναι η Βoehmeria cylindrica, ιθαγενής των ΗΠΑ, με αργυρόχρωμα μεγάλα φύλλα με
αντίθετη διάταξη, που μοιάζουν με της τσουκνίδας και μικρά άνθη που σχηματίζουν στενούς και μακρείς ίουλους. Τα φύλλα
ορισμένων ειδών β., όπως του Βoehmeria caudata χρησιμοποιούνται στη λαϊκή θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος ως
εφιδρωτικά ή ακόμα και τοπικά, για τη θεραπεία των αιμορροΐδων.
Βοϊνέσκος, Γεώργιος. Αγωνιστής του 1821. Υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη, τον ακολούθησε το 1821 στην
επαναστατημένη Ελλάδα, όπου και πολέμησε σε πολλές μάχες. Μετά την απελευθέρωση, τον ενέταξαν στην Γ’ τάξη των
αξιωματικών. Το 1841 διορίστηκε πρόξενος της Ελλάδας στο Ιάσιο, όπου υπηρέτησε τον ελληνισμό με εράνους για τη
Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, για το πανεπιστήμιο κ.ά. Μετά τον θάνατο του Κωλέττη (1847) τον υποσκέλισαν οι αντίπαλοί του,
αλλά αργότερα πήρε τη θέση του γενικού πρόξενου της Ελλάδας στο Βουκουρέστι.
Βόινοβιτς, Ίβο (Ivo Vojnovic, Ντουμπρόβνικ 1857 – Βελιγράδι 1929). Κροάτης συγγραφέας. Υπήρξε διευθυντής του Εθνικού
Θεάτρου του Ζάγκρεμπ και πρόξενος (1919-22) της νεοσύστατης τότε Γιουγκοσλαβίας στη Νίκαια της Γαλλίας. Ευαίσθητος
στις επιδράσεις των σύγχρονων λογοτεχνικών ρευμάτων της Ευρώπης, από τον συμβολισμό έως τον ρεαλισμό, ο Β. προσπάθησε
με το έργο του να επιτύχει τον συγκερασμό της σερβικής και της κροατικής λογοτεχνίας. Γόνιμος δραματουργός, έγραψε μεταξύ
άλλων την Τριλογία της Ραγούζας (1902), που είναι το αριστούργημά του, και την Κυρία με το ηλιοτρόπιο (1912). Έγραψε
επίσης στίχους και πολλά διηγήματα.
Βόιο. Οροσειρά (μέγιστο υψόμ. 1.850 μ., Παλιοκρίμνι) της Δυτικής Μακεδονίας, ανάμεσα στους νομούς Κοζάνης και
Καστοριάς. Η υψηλότερη κορυφή της βρίσκεται στο νότιο τμήμα της, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της εκτείνεται στα όρια του
νομού Καστοριάς. Τμήμα της Βόρειας Πίνδου προς Α, ξεκινά από την κοιλάδα του Αλιάκμονα, προχωρεί με νοτιοανατολική
κατεύθυνση στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Καστοριάς, παράλληλα προς τον κύριο κορμό της Βόρειας Πίνδου, από την οποία
τη χωρίζει το βύθισμα στο οποίο ρέει ο Σαραντάπορος, συνεχίζεται στα όρια των νομών Καστοριάς και Γρεβενών και απολήγει
περίπου στη γραμμή που συνδέει τους οικισμούς Επταχώρι προς Δ και Πεντάλοφος προς Α. Από Β προς Ν σχηματίζει τις
κορυφές Άσπρη Πέτρα (1.528 μ.), Πύργος (1.758 μ.), Παλιοκρίμνι και Κορυφές (1.345 μ.).
Τα πετρώματα της οροσειράς, το μήκος της οποίας είναι περίπου 25 χλμ., είναι κυρίως κρυσταλλικά, ενώ σχηματίζονται μικρά
υδάτινα ρεύματα στις πλαγιές της που καταλήγουν κυρίως στον Σαραντάπορο και στον Αλιάκμονα. Το μεγαλύτερο μέρος του Β.
καλύπτεται από δάση και στις ανατολικές παρυφές του από Β προς Ν υπάρχουν οι οικισμοί Πεύκος, Κοτύλη, Λάγκα, Δραγασιά,
Ζώνη, Πολυκάστανο, Δάφνη κ.ά.
Βοιοί ή Βόιοι (Boii). Αρχαίος λαός, κελτικής καταγωγής, που εισέβαλε στην Ιταλία τον 5ο αι. π.Χ. και εγκαταστάθηκε μεταξύ
των Απενίνων ορέων και του Πάδου, όπου ίδρυσε ισχυρό κράτος με πρωτεύουσα τη Βονονία. Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την
κεντρική και νότια Ιταλία και στράφηκαν βορειότερα για να ιδρύσουν αποικίες στην Αδριατική, οι Β. συμμάχησαν με τις
γαλατικές φυλές και αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους. Νικήθηκαν όμως και αναγκάστηκαν να δεχτούν την ίδρυση ρωμαϊκών
αποικιών στη χώρα τους: την Κρεμόνα και την Πλακεντία. Κατά την εισβολή του Αννίβα στην Ιταλία, συντάχτηκαν μαζί του και
πολέμησαν στη μάχη κοντά στον Τρεβία. Όταν ο Αννίβας αναχώρησε, νικήθηκαν από τον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα και, για
να μην υποταχθούν, εγκατέλειψαν τη χώρα τους και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Βοημίας, η οποία ονομάστηκε έτσι από
αυτούς. Κατά τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. οι Β. εξολοθρεύτηκαν από τους Γέτες. Η χώρα τους υπέστη πανωλεθρία και έμεινε
έκτοτε στην ιστορία η φράση Βοιών ερημία (λατ. deserta Boiorum). Αργότερα, ένα μέρος των κατοίκων εγκαταστάθηκε στη
Βινδελικία (Βαυαρία), που πιθανότατα και αυτή οφείλει την ονομασία της στους Β. Τον 2ο αι. μ.Χ. οι Β. πήραν μέρος στην
επιδρομή των Γαλατών στη Μακεδονία και στη Θράκη και κάτοικοι των Β. εγκαταστάθηκαν μαζί με τους Γαλάτες στη Γαλατία
της Μικράς Ασίας, όπου και αναφέρεται εκεί φυλή με το όνομα Τολιστοβώγιοι.
Βοΐου, επαρχία. Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.026 τ. χλμ.) του νομού Κοζάνης, με πρωτεύουσα τη Σιάτιστα.
Βόιτ, Γιον (Jon Voight, Νέα Υόρκη 1938 – ). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Ξεκίνησε πρώτα από
το θέατρο, με τη Μελωδία της Ευτυχίας (1961) στο Μπρόντγουεϊ. Έκτοτε εμφανιζόταν διαρκώς στο θέατρο, στην τηλεόραση
και στον κινηματογράφο, όπου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το φιλμ Ο καουμπόι του μεσονυχτίου στα τέλη της ίδιας
δεκαετίας. Είναι πατέρας της επίσης ηθοποιού Αντζελίνα Ζολί, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στην ταινία Tomb Raider
(2001). Κυριότερες ταινίες του: Το τρένο της μεγάλης φυγής, Κωδικός φάκελος Οντέσα, Ο ατρόμητος Φρανκ, Επικίνδυνη
αποστολή.
Βοιώ. Ποιήτρια από τους Δελφούς, σύζυγος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ακταίου. Ήταν ιέρεια στον ναό του Απόλλωνα
στους Δελφούς. Από τους ύμνους της προς τον θεό, ελάχιστους στίχους διέσωσε ο Παυσανίας. Πολλοί θεωρούν τη Β. ποιήτρια
του έπους Ορνιθογονία.
Βοιών, δήμος. Δήμος (7.820 κάτ.) του νομού Λακωνίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από
τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις κοινότητες Αγίου Γεωργίου, Αγίου Νικολάου Βοιών, Αγίων Αποστόλων, Άνω
Καστανέας, Βελανιδίων, Ελίκας, Κάμπου, Καστανέας Επιδαύρου Λιμηράς, Λαχίου, Μεσοχωρίου και Παντανάσσης, οι οποίες
καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νεάπολη Βοιών.
βοιωτάρχης. Αιρετός στρατιωτικός και πολιτικός αρχηγός, κατά την αρχαιότητα, σε καθεμία από τις βοιωτικές πόλεις που
μετείχαν στο Κοινό των Βοιωτών (Βοιωτική ομοσπονδία, με επικεφαλής τη Θήβα). Τους β. εξέλεγαν οι εκκλησίες του δήμου
των βοιωτικών πόλεων για θητεία ενός έτους, ενώ τυχόν κατακράτηση της αρχής αυτής πέρα από το έτος επέσυρε θανατική
καταδίκη. Ο β. φρόντιζε για τη στρατιωτική προετοιμασία της πόλης.
Εκτός από τη Θήβα, στο Κοινό μετείχαν οι πόλεις Ορχομενός, Λεβάδεια, Κορώνεια, Αλίαρτος, Κώπες, Ανθηδών, Τανάγρα,
Θεσπιές και έως το 510 π.Χ. οι Πλαταιές. Οι β. συνέρχονταν στο ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς. Ο αριθμός τους κυμαινόταν από 13
(424 π.Χ.) έως 7 (371 π.Χ.). Το Κοινό των Βοιωτών καταλύθηκε το 171 π.Χ., ανασυστήθηκε και καταλύθηκε οριστικά το 146
π.Χ., κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας. Βλ. λ. Βοιωτία (Ιστορία).
Βοιωτία. Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, τα όρια της οποίας σχεδόν συμπίπτουν με τον
σημερινό ομώνυμο νομό (βλ. λ. Βοιωτίας, νομός), ενώ ένα μικρό τμήμα της στην ανατολική ακτή περιλαμβάνεται στον νομό
Ευβοίας (βλ. λ.).
Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια περιοχή όπου συνάπτονται δύο ιζηματογενείς ζώνες, η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας στο
νοτιοδυτικό τμήμα της και η ζώνη ανατολικής Ελλάδας (αλλιώς, υποπελαγωνική) στο ανατολικό και βορειοανατολικό υπόλοιπο
τμήμα της. Οι δύο αυτές ζώνες αποτελούν ενιαίο οικοδόμημα, που διαφέρει λίγο ως προς τον τεκτονικό προσανατολισμό των
οροσειρών. Η Β., όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, πτυχώθηκε με την επίδραση των αλπικών πτυχώσεων, μετά τις οποίες
επακολούθησαν διαρρήξεις μεγάλης έκτασης για την αποκατάσταση της ισορροπίας που είχε διαταραχτεί. Αποτέλεσμα των
διαταράξεων αυτών ήταν ο σχηματισμός μεγάλων ταφροειδών βυθισμάτων κατά μήκος ενός άξονα με διεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ,
όπου σήμερα ρέει ο ποταμός Βοιωτικός Κηφισός. Χαρακτηριστικές ταφροειδείς κοιλάδες είναι οι πεδιάδες της Χαιρώνειας, της
Κωπαΐδας, της Θήβας και άλλες μικρότερες. Η ζώνη αυτή των διαρρήξεων αποτελεί τη λεγόμενη ρηξιγενή ζώνη Β.
Τα πετρώματα που δομούν την περιοχή της Β. δεν διαφέρουν από άποψη φάσης, αν και ανήκουν σε δύο ιζηματογενείς ζώνες,
αλλά μόνο κατά τον πετρολογικό χαρακτήρα. Είναι κυρίως ασβεστόλιθοι μεσοζωικής ηλικίας και ηωκαινικός φλύσχης στη ζώνη
Παρνασσού-Γκιώνας, και τριαδικοί ασβεστόλιθοι, ιουρασικοί ασβεστόλιθοι του λιασίου, κερατόλιθοι, αργιλικοί σχιστόλιθοι με
παρεμβολές εκχύτων υπερβασικών και βασικών εκρηξιγενών σχηματισμών, γάββρων, διαβασών κλπ. του δογγέριου και του
μάλμιου, κρητιδικοί ασβεστόλιθοι με ρουδιστές και φλύσχες στη ζώνη ανατολικής Ελλάδας. Πάνω από αυτά συναντώνται κατά
τόπους νεογενή ιζήματα και τεταρτογενείς προσχωματικές αποθέσεις.
Ιστορία. Η Β. είναι περιοχή με πανάρχαιο πολιτισμό. Εκτός από τις μαρτυρίες διαφόρων μύθων, η ανασκαφική έρευνα έχει
δείξει –και εξακολουθεί να φέρνει στο φως όλο και περισσότερα στοιχεία– ότι στον χώρο αυτόν άνθησαν για πολλούς αιώνες,
από τη νεολιθική ακόμα περίοδο, συνοικισμοί με αξιόλογο πολιτισμό, όπως ο Ορχομενός, η Χαιρώνεια, η Εύτρησις, η Ελάτεια,
η Θήβα, η περιοχή γύρω από την Κωπαΐδα κ.ά. Το εύφορο έδαφός της προσέλκυσε από νωρίς κατοίκους και η αρχαία παράδοση
αναφέρει ένα πλήθος λαών που την κατοίκησαν. Από αυτούς σπουδαιότεροι ήταν οι Πελασγοί, οι Μινύες, οι Λέλεγες, οι
Σπαρτοί, οι Καδμείοι κ.ά. Μερικοί από αυτούς φαίνεται ότι έφτασαν στη Β. από τη Θεσσαλία. Όχι μόνο οι μύθοι αλλά και οι
θρησκευτικές λατρείες, με κοινά επίθετα των θεών, πιστοποιούν τη μεταφορά πολιτιστικών στοιχείων αλλά και ολόκληρων
πληθυσμών από τη Θεσσαλία στη Β. Στο ίδιο ασφαλές συμπέρασμα οδηγούν και ορισμένα τοπωνύμια, κοινά και στις δύο
περιοχές. Ακόμα, τα πολιτιστικά στοιχεία της νεολιθικής περιόδου στη Β. παρουσιάζουν αναλογίες με τα σύγχρονά τους
θεσσαλικά.
Οι πανάρχαιες ονομασίες της Β. είναι Αονία και Ωγυγία. Η περιοχή ονομάστηκε Β. από τον Βοιωτό, γιο του Ιτώνου και της
νύμφης Μελανίππης, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση που απέδιδε σε επώνυμους ήρωες όλα τα τοπωνύμια.
Πιστευόταν ακόμα ότι στον χώρο της Β. γεννήθηκαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος και ότι το βουνό Ελικώνας ήταν η κατοικία των
Μουσών και του Απόλλωνα. Ο μύθος αναφέρει επίσης ότι στον Κάδμο, τον οικιστή των Θηβών, ο ίδιος ο Δίας έδωσε γυναίκα
του την Αρμονία –κόρη του Άρη και της Αφροδίτης– και στον γάμο τους, στην Καδμεία, την ακρόπολη των Θηβών, μαζεύτηκαν
όλοι οι θεοί. Είναι μοναδικός για την αρχαιότητα ο συνδυασμός της Β. με τον Κάδμο, που ήρθε κατά την παράδοση από τη
Φοινίκη φέρνοντας τα Καδμήια γράμματα (το φοινικικό αλφάβητο). Πράγματι, οι ανασκαφές του μυκηναϊκού ανακτόρου των
Θηβών έφεραν στο φως μεγάλους ψευδόστομους αμφορείς, που είχαν πάνω τους χαρακτήρες της γραμμικής γραφής Β, μια
ανακάλυψη που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Οι ανασκαφές του ίδιου ανακτόρου μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο απέδειξαν την
έκταση των εμπορικών συναλλαγών της Θήβας με τα μεγάλα κέντρα του ανατολικού πολιτισμού (Συρία, Μεσοποταμία κ.ά.). Η
μυκηναϊκή περίοδος στη Θήβα και στον Ορχομενό, στον Γλα και στην Τανάγρα, είναι φανερό πως υπήρξε εποχή ευμάρειας και
λαμπρότητας, όπως αποδεικνύουν πολλά ευρήματα (οι περίφημες σαρκοφάγοι της Τανάγρας κ.ά.). Στα ομηρικά έπη
υπογραμμίζεται η συμβολή της Β. στον Τρωικό πόλεμο, με πενήντα πλοία, που το καθένα τους είχε 120 άνδρες.
Η Β. υπήρξε γενέτειρα του ποιητή Ησίοδου (από την Άσκρη), όπως επίσης και του Πινδάρου (από τη Θήβα), ενός ποιητή
μοναδικού στην αρχαιότητα, που ύμνησε την ομορφιά και τα αθλητικά επιτεύγματα των αρχοντικών νέων.
Η Β. ήταν χωρισμένη κατά την αρχαιότητα σε μικρά βασίλεια, μεταξύ των οποίων υπήρχε ένα είδος πολιτικο-θρησκευτικής
ένωσης, που ήταν γνωστή ως Κοινό των Βοιωτών. Οι αρχηγοί του Κοινού ονομάζονταν βοιωτάρχες (βλ. λ. βοιωτάρχης).
Κυριότερες πόλεις της Β. κατά την αρχαιότητα ήταν η Θήβα, ο Ορχομενός, οι Πλαταιές, οι Θεσπιές, η Τανάγρα, η Ανθηδόνα, η
Λάρυμνα, η Αλίαρτος, η Κορώνεια και η Λεβάδεια. Στη μεγάλη περιπέτεια των Περσικών πολέμων, μερικές βοιωτικές πόλεις
μήδισαν, ενώ αντίθετη στάση κράτησαν οι κάτοικοι των Πλαταιών, των Θεσπιών και της Αλιάρτου. Όταν μετά τους Περσικούς
πολέμους η Αθήνα άρχισε να αποκτά τεράστια δύναμη, οι Σπαρτιάτες θέλησαν να υποστηρίξουν τη Θήβα ως αντίπαλο δέος
απέναντι στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, το 456 π.Χ., μετά τη μάχη στα Οινόφυτα, κυριάρχησαν στη Β. –αν και όχι στην ίδια
τη Θήβα– και υποχρέωσαν τις πόλεις να εγκαθιδρύσουν δημοκρατικό πολίτευμα. Η κατάσταση αυτή κράτησε μόλις 10 χρόνια,
έως το 447/6, όταν οι Θηβαίοι ολιγαρχικοί νίκησαν τους Αθηναίους στην Κορώνεια. Η συμμαχία της Θήβας με τους
Λακεδαιμονίους κράτησε τους Βοιωτούς στο πελοποννησιακό στρατόπεδο, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, πλην των
Πλαταιέων και των Θεσπιέων.
Η θηβαϊκή ηγεμονία διατηρήθηκε μέχρι το 387 π.Χ., όταν συμφωνήθηκε η Ανταλκίδειος ειρήνη. Από το 379, με την ηγεσία δύο
σπουδαίων στρατηγών, του Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα, η Β. ενισχύθηκε προσωρινά και κάποια στιγμή έδειξε ότι θα
κυριαρχούσε πολιτικά σε όλη την Ελλάδα. Με την εμφάνιση όμως του μακεδονικού κράτους, τα ηγετικά οράματα των Θηβαίων
διαλύθηκαν και το 338 π.Χ. η πόλη τους καταστράφηκε από τον Φίλιππο. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο
Μακεδόνας στρατηγός Κάσσανδρος συνέστησε πάλι το Κοινό, που διατηρήθηκε, αν και με υποτυπώδη πλέον σημασία, μέχρι τη
ρωμαϊκή κατάκτηση. Μετά από αυτή την περίοδο, η Β. περιήλθε σε παρακμή. Κατά τον Μεσαίωνα, η ιστορική μοίρα της
συνδέθηκε αρχικά με τη Θήβα και αργότερα με τη Λιβαδειά.
Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση του 1821, στο έδαφος της Β. δραστηριοποιήθηκαν για ένα διάστημα ο Αθανάσιος Διάκος και ο
Οδυσσέας Ανδρούτσος. Οι πόλεις της Β. λεηλατήθηκαν συχνά από τους Τούρκους και τον Σεπτέμβριο του 1829 δόθηκε στην
Πέτρα η τελευταία μάχη του αγώνα υπό την ηγεσία του Δημήτριου Υψηλάντη. Η Β. ήταν από τις πρώτες περιοχές που
εντάχθηκαν στο νέο ελληνικό κράτος και αρχικά αποτέλεσε κοινό διοικητικό διαμέρισμα με την Αττική (νομός Αττικοβοιωτίας),
μια και αρχικά είχε σημαντικότερα αστικά κέντρα από την Αττική. Το 1943 αποτέλεσε ωστόσο ξεχωριστό νομό (βλ. λ.
Βοιωτίας, νομός).
Τέχνη. Η τέχνη που αναπτύχθηκε στη Β. κατά τους ιστορικούς χρόνους, χωρίς να παρουσιάζει ισχυρή πρωτοτυπία ή νέες
μορφές, είναι γενικά αξιοπρόσεκτη. Έχουν βρεθεί αρκετά αντιπροσωπευτικά δείγματα έργων της γεωμετρικής περιόδου. Η
αρχαϊκή βοιωτική τέχνη χαρακτηρίζεται από μια εμμονή στη λεπτομέρεια, δείχνοντας στενή προσκόλληση στη φύση και στα
στοιχεία της, γνώρισμα της καλλιτεχνικής έκφρασης ενός πληθυσμού βασικά αγροτικού. Αξιοσημείωτη δημιουργία σημειώθηκε
στον τομέα της πλαστικής (αγάλματα κούρων) και πολλά έργα ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές στο ιερό του Απόλλωνα στο
Πτώον. Τα καλύτερα δείγματα του είδους βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και άλλα στο μουσείο της Θήβας.
Παράλληλα με τη δημιουργία στη γλυπτική, που ήταν επηρεασμένη από τα καλλιτεχνικά ρεύματα των Κυκλάδων,
παρατηρήθηκε δραστηριότητα στην κεραμική, με αγγεία, πήλινα ειδώλια και συμπλέγματα, τα οποία βρέθηκαν στους αρχαϊκούς
τάφους. Ούτε η περίοδος που είναι γνωστή ως ανατολίζουσα ούτε τα μελανόμορφα αγγεία ξεχωρίζουν για την ποιότητά τους. Η
Β. παρακολούθησε από μακριά την αττική δημιουργία και προσαρμόστηκε με βραδύτητα στα ευρύτερα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Η ανασκαφική έρευνα στα νεκροταφεία της αρχαίας Μυκαλησσού (στη σημερινή Ριτσώνα) έχει αποδώσει αφθονία αγγείων.
Χαρακτηριστική επίσης είναι η σειρά των κεραμικών έργων που προέρχεται από ανασκαφές στο ιερό των Καβείρων, κοντά στη
Θήβα.
Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη γλυπτών στη Β. κατά την κλασική περίοδο. Σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται από τις
αρχαίες πηγές, όταν στον 5ο αι. π.Χ. οι Βοιωτοί θέλησαν να κοσμήσουν ιερά, κυρίως της Αρείας Αθηνάς, κάλεσαν από την
Αττική τον Φειδία και τον Πολύγνωτο. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι προς τα τέλη του 5ου αι. και κατά τον 4ο αι.
λειτουργούσε στη Θήβα σχολή ζωγραφικής (Αριστείδης ο Θηβαίος Α’ και Β’) και ένα ιδιότυπο εργαστήριο που φιλοτεχνούσε
επιτύμβιες στήλες από σκληρό μαύρο τιτανόλιθο. Οι Αθηναίοι αναφέρονταν με κάποια ειρωνεία στην τέχνη των Βοιωτών,
επειδή δεν έβρισκαν σε αυτήν την αττική χάρη και πνευματικότητα.
Η χριστιανική τέχνη της περιοχής δεν είναι επαρκώς γνωστή. Ξεχωρίζει όμως η δημιουργία, στη βυζαντινή περίοδο, μιας σειράς
γλυπτών, που προέρχονται από εκκλησίες της Θήβας και φυλάσσονται στο μουσείο της πόλης, και στην αρχιτεκτονική αποτελεί
θαυμάσιο δείγμα ο ναός της Παναγίας στον Ορχομενό, από τα παλαιότερα μεταβυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα.
Βοιωτίας, νομός. Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό
Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του
Ευρίπου, το οποίο αποτελεί προέκταση της οικιστικής περιοχής της Χαλκίδας) και βρέχεται από τον Ευβοϊκό κόλπο, ΝΑ
συνορεύει με τον νομό Αττικής και Ν βρέχεται από τον Κορινθιακό κόλπο. Ο νομός, πρωτεύουσα του οποίου είναι η Λιβαδειά,
ιδρύθηκε το 1943.
Διοικητική διαίρεση. Με την παλαιότερη διοικητική διαίρεση (έως το 1997), ο νομός περιλάμβανε τις επαρχίες Λιβαδειάς και
Θηβών καθώς και μια σειρά από δήμους και κοινότητες. Μετά τη διοικητική ανασυγκρότηση με το σχέδιο Καποδίστριας,
χωρίζεται πλέον διοικητικά σε 18 δήμους (Λεβαδέων, Ακραιφνίας, Αλιάρτου, Αραχόβης, Βαγιών, Δαυλείας, Δερβενοχωρίων,
Διστόμου, Θεσπιέων, Θηβαίων, Θίσβης, Κορωνείας, Οινοφύτων, Ορχομενού, Πλαταιών, Σχηματαρίου, Τανάγρας και
Χαιρωνείας) και δύο κοινότητες (Αντικύρας και Κυριακίου).
Τα κυριότερα αστικά κέντρα του νομού είναι η Λιβαδειά (20.061 κάτ., επίσημη ονομασία Λεβάδεια, κατά την αρχαία ονομασία
της πόλης), που είναι πρωτεύουσα του νομού και του δήμου Λεβαδέων, και η Θήβα (21.211 κάτ., επίσημη ονομασία Θήβαι),
καθώς και οι κωμοπόλεις Αλίαρτος, Αράχοβα, Βάγια, Δαύλεια, Δήλεσι, Δίστομο, Θεσπιές, Οινόφυτα, Ορχομενός και
Σχηματάρι.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Ο νομός αποτελείται ουσιαστικά από δύο λεκανοπέδια, εύφορα χάρη στα πολλά νερά τους, που
περιβάλλονται από τα όρη Παρνασσός (το ψηλότερο της Στερεάς Ελλάδας, 2.457 μ.), Ελικώνας (με κυριότερες κορυφές τις
Κολιέδες 1.487 μ., τη Μεγάλη Λούτσα 1.549 μ., την Παλιοβούνα 1.748 μ. και τη Μοτσάρα 1.526 μ.), Κιθαιρώνας (Προφήτης
Ηλίας, 1.409 μ.), Πάστρα (1.016 μ.), Μεσσάπιο (1.021 μ.), Πτώο (726 μ.) και τα όρη της Λοκρίδας (Χλωμό, 1.081 μ.). Το δυτικό
λεκανοπέδιο, το οποίο αποτελούσε παλαιότερα την επαρχία Λιβαδειάς, είναι στο μεγαλύτερο τμήμα του κλειστό, χωρίς διέξοδο
στη θάλασσα. Διαρρέεται από τον ποταμό Βοιωτικό Κηφισό, που μαζί με διάφορους χείμαρρους σχημάτιζε άλλοτε τη λίμνη
Κωπαΐδα, η οποία αποξηράνθηκε το 1931. Σήμερα δέχεται όλα τα επιφανειακά και πηγαία νερά και καταλήγει, μέσω της
τεχνητής σήραγγας Καρδίτσας, στη λίμνη Υλίκη. Τα νερά της Υλίκης, καθώς και της γειτονικής της Παραλίμνης, ενισχύουν τη
λίμνη Μαραθώνα, ενώ άλλα αποχετεύονται στον Ευβοϊκό από καταβόθρες. Το ανατολικό λεκανοπέδιο, που αποτελούσε
παλαιότερα την επαρχία Θηβών, διαρρέεται από τον Ασωπό ποταμό. Άλλοι ποταμοί του νομού είναι ο Λιβαδόστρας (πηγές στον
Κιθαιρώνα, εκβολές στον ομώνυμο όρμο του Κορινθιακού) και οι παραπόταμοι του Κηφισού, Μέλας (πηγές στο Πτώο και στα
όρη Λοκρίδας), Χάραδρος, Πλατανιάς και Μόρνος. Στις ακτές του Κορινθιακού σχηματίζονται οι όρμοι Αντίκυρας, Ζάλτσας,
Σαράντη, Βαθύ, Δόμβραινα και Λιβαδόστρα και τα ακρωτήρια Μούντα, Μαύρος Κάβος, Αγιά, Τράχηλος, Παναγία και Πούντα,
ενώ στα ανοιχτά βρίσκονται τα μικρά νησιά Δασκαλειό, Άμπελος, Αλατονήσι, Βρόμα, Ταμπούρλο, Φονιάς, Γρομπολούρα,
Κουβέλιο και Μακρόνησος. Στις ακτές του Ευβοϊκού κόλπου σχηματίζονται ο όρμος Σκροπονερίου, τα ακρωτήρια Γάτζα,
Ταμέρα, Γάιδαρος και τα μικρά νησιά Γάτζα και Κτυπονήσι. Νοτιότερα βρίσκονται τα στενά του Ευρίπου (40 μ. από την
Ευβοϊκή ακτή) και το στενό της Αυλίδας. Το κλίμα αποκλίνει προς το ηπειρωτικό, με ψυχρούς χειμώνες, ιδίως στο βορειοδυτικό
τμήμα του νομού, και θερμά καλοκαίρια, με μέση θερμοκρασία 18°C, μικρές βροχοπτώσεις στα ΝΑ και μεγαλύτερες
βορειότερα. Επικρατούν οι βόρειοι άνεμοι, αλλά συχνά εμφανίζεται ο θερμός καθοδικός άνεμος (λίβας, τοπικά μέγας).
Οικονομία. Ο νομός είναι από τις πλουσιότερες αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, αφενός μεν επειδή έχει σημαντικό ποσοστό
πεδινών καλλιεργούμενων εκτάσεων (κυρίως τις πεδιάδες της Κωπαΐδας και της Θήβας) που αρδεύονται σε αρκετά μεγάλη
αναλογία και αφετέρου επειδή βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα, που είναι το μεγαλύτερο καταναλωτικό
κέντρο της χώρας. Έτσι, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις γίνονται ολοένα πιο εντατικές, αυξάνουν οι καλλιέργειες λαχανικών και
κηπευτικών και αναπτύσσεται η ζωοκομία. Στην ανάπτυξη της γεωργίας και στην αύξηση του εισοδήματος των κατοίκων
συνέβαλε και η διανομή στους καλλιεργητές της πεδιάδας της Κωπαΐδας, αφού το κράτος την απαλλοτρίωσε από την αγγλική
εταιρεία που την εκμεταλλευόταν.
Σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νομού διαδραματίζει η παραγωγή του βαμβακιού, των σιτηρών (περισσότερο από το μισό
είναι σκληρό σιτάρι), του κριθαριού, του αραβοσίτου, του ελαιόλαδου κ.ά. Η μεγάλη γεωργική παραγωγή του νομού, η μικρή
απόστασή του από την πρωτεύουσα, με την οποία συνδέεται οδικώς και σιδηροδρομικώς, καθώς και η ύπαρξη μεγάλων
κοιτασμάτων βωξίτη, ευνόησαν τη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής κατά τα τελευταία χρόνια. Τα σημαντικότερα
κοιτάσματα βωξίτη στην Ελλάδα υπάρχουν στον νομό, καθώς και στους γειτονικούς σε αυτόν νομούς Φωκίδος και Φθιώτιδος
(Παρνασσός, Ελικών, ζώνη Δεσφίνας, Διστόμου, Αντίκυρας κ.α.). Άλλα μεταλλεύματα είναι τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα
της περιοχής Μαρμέικο και Νέο Κόκκινο Β. και τα χρωμιούχα σιδηρομεταλλεύματα της περιοχής Λούτσι, κοντά στον οικισμό
Παύλος. Εκτός από το αλουμίνιο, αξιόλογες είναι οι βιομηχανίες των κλάδων ειδών διατροφής, υφαντικών, τσιμέντου καθώς και
βιομηχανίες διαφόρων άλλων κλάδων που εγκαταστάθηκαν κοντά στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας.
Για την ιστορία της περιοχής, βλ. λ. Βοιωτία (Ιστορία).
Βοιωτικός Κηφισός. Ποταμός της Βοιωτίας. Βλ. λ. Κηφισός.
Βοιωτός. Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ιτώνου και της νύμφης Μελανίππης, εγγονός του Αμφικτύονα. Σύμφωνα με άλλη
εκδοχή, ο Β. ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης, εγγονός του Κρόνου και του Αιόλου και αδελφός του Αιόλου του
νεότερου. Έχτισε πόλη για να τιμήσει τη μητέρα του στη χώρα που ονομάστηκε από αυτόν Βοιωτία.
Βοιωτός (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής από την Πάρο. Άκμασε την εποχή του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας. Έγραψε παρωδίες και
διακρινόταν για τα αντιαθηναϊκά του αισθήματα.
Βοιωτών, Κοινό. Ένωση των βοιωτικών πόλεων κατά την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, εξήντα χρόνια μετά την
πτώση της Τροίας, οι Θεσσαλοί που κατοίκησαν τη Βοιωτία αποτέλεσαν όλοι μαζί μία συμπολιτεία από 14 πόλεις με την
ονομασία Βοιωτικό Kοινόν, όπου τον ηγετικό ρόλο είχε η Θήβα. Ιστορικές έρευνες τοποθετούν τη σύσταση του Κοινού τον 7ο
αι. π.Χ. Οι πόλεις ήταν υποχρεωμένες, με αναλογία κατοίκων, να συνεισφέρουν στρατό και χρήματα στο Κοινό. Κάθε πόλη είχε
δικό της δήμο, βουλή και άρχοντα, που προέδρευε και εκτελούσε επίσης ιερατικά καθήκοντα. Κάθε πόλη έστελνε εξάλλου στο
Κοινό αντιπρόσωπό της, που ονομαζόταν βοιωτάρχης (βλ. λ.). Το Κοινό καταργήθηκε από τους Ρωμαίους το 171 π.Χ.,
αναβίωσε για λίγο, αλλά καταργήθηκε οριστικά το 146 π.Χ., μετά την καταστροφή της Κορίνθου. Βλ. λ. Βοιωτία (Ιστορία).
Βοκάκιος (Παρίσι 1313 – Τσερτάλντο, Ιταλία 1375). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή και ουμανιστή
Τζιοβάνι Μποκάτσιο (Giovanni Boccaccio). Γιος ενός Ιταλού τραπεζίτη και, κατά την παράδοση, μιας ευγενούς Παριζιάνας,
έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Φλωρεντία και σε ηλικία 12 ετών εγκαταστάθηκε στη Νάπολη σκοπεύοντας να εκπαιδευτεί στο
εμπόριο. Εκεί συνάντησε και ερωτεύτηκε τη Μαρία ντ’ Ακουίνο (τη Φιαμέτα των έργων του), νόθα κόρη του βασιλιά Ροβέρτου.
Ο Β. εγκατέλειψε το εμπόριο και τις νομικές σπουδές, για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Στη Νάπολη έγραψε τα πρώτα του
έργα: ένα σύντομο ποίημα με τίτλο Το κυνήγι της Άρτεμης, τον Φιλόστρατο, που έχει θέμα τους έρωτες της Χρυσηίδας και του
Τρωίλου, και τον Φιλόκαλο, όπου μετέφερε τον μεσαιωνικό μύθο του Φλώριου και της Πλατζιαφλώρας. Το 1340 επέστρεψε στη
Φλωρεντία, όπου και παρέμεινε σχεδόν έως τον θάνατό του. Δίδαξε λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της πόλης και οι πολυάριθμες
αποστολές που του ανέθεταν οι συμπολίτες του αποτέλεσαν αφορμή ώστε να πραγματοποιεί συχνά ταξίδια σε όλη την Ιταλία.
Τα μόνα αξιοσημείωτα γεγονότα της ζωής του ήταν η φιλία του με τον Πετράρχη και η θρησκευτική κρίση που πέρασε το 1362,
όταν μία προφητεία τού ανήγγειλε τον επικείμενο θάνατό του και την αιώνια καταδίκη, αν δεν εγκατέλειπε την τέχνη. Ο Β.
αισθάνθηκε μεγάλη ταραχή και μόνο η σταθερή και φωτισμένη επέμβαση του Πετράρχη τον εμπόδισε να κάψει όλα του τα έργα.
Ο Β. έγραψε το ειδυλλιακό παραμύθι Το Νυμφαίο του Αμέτο, το αλληγορικό ποίημα Ερωτικό όραμα (1342), το ψυχολογικό και
αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Φαμιέτα, σε επιστολική μορφή, και Το Νυμφαίο του Φιέζολε, ειδύλλιο σε στίχους, όπου
διαπλέκονται επιδέξια τα μυθολογικά θέματα με λαϊκά στοιχεία, προτού αρχίσει να γράφει το σπουδαιότερο έργο του,
Δεκαήμερο (Decameron, 1348-53), ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Β. σχεδιάζει σε αυτό το έργο
έναν συναρπαστικό πίνακα των ηθών της εποχής. Πρόκειται για εκατό διηγήματα που αφηγείται σε δέκα μέρες μια παρέα
νεαρών, οι οποίοι, για να γλιτώσουν από την πανώλη του 1348, βρίσκουν καταφύγιο σε μια έπαυλη στην εξοχή. Η
λεπτομερειακή περιγραφή των φρικαλεοτήτων της αρρώστιας έρχεται σε αντίθεση με τη συμπεριφορά αυτών των νέων
ανθρώπων, που, επειδή βλέπουν τις τρομερές συνέπειες της θεομηνίας, ξέρουν ότι η ζωή είναι σύντομη και είναι αποφασισμένοι
να χαρούν όλες τις απολαύσεις της. Ο Β. υιοθετεί μια αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή, την αντίληψη που διαμόρφωσε η
εμπορική αστική τάξη, η οποία από τον προηγούμενο αιώνα είχε σπάσει τον κύκλο της φεουδαρχικής οικονομίας, ανέτρεψε τις
οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, ακόμα και τα θρησκευτικά δόγματα, και έτσι έγινε προάγγελος της Αναγέννησης. Πιστεύει
στη δύναμη της ανθρώπινης λογικής, που έθρεψε μια πολύπλευρη και χωρίς προκαταλήψεις εμπειρία· πιστεύει επίσης στον
άνθρωπο και στη δύναμή του, όταν ισορροπεί τα πάθη του. Ο κόσμος του αληθινού πάθους είναι για τον Β. ο κόσμος του έρωτα,
τον οποίο αντιλαμβάνεται ως ένα αίσθημα γήινο και ανθρώπινο όπου η αισθησιακή απόλαυση είναι στενά συνδεδεμένη με την
αισθητική και διανοητική ερμηνεία του αγαπημένου προσώπου. Ο Β. έγραψε ακόμα και πραγματείες στα λατινικά: Περί της
γενεαλογίας των θεών, Βουκολικό άσμα και Διάσημες γυναίκες. Έγραψε επίσης κείμενα σε λαϊκή γλώσσα: Το μαστίγιο, έναν
βίαιο λίβελο κατά των γυναικών, και τα σημαντικά Η ζωή του Δάντη και Σχόλιο στη Θεία Κωμωδία. Μετά τη θρησκευτική
κρίση που βίωσε, αφοσιώθηκε σε έρευνες ελληνικών και λατινικών κειμένων και έτσι συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός κύκλου
ουμανιστών στη Φλωρεντία. Το 1374, συγκινημένος από τον θάνατο του Πετράρχη και εξοργισμένος από τις επικρίσεις των
εκκλησιαστικών λογίων κατά των σχολίων του για τον Δάντη, εγκατέλειψε τη Φλωρεντία για να εγκατασταθεί στο Τσερτάλντο,
όπου και πέθανε ύστερα από λίγο.
Βοκαριά. Οικισμός (13 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου.
Βοκλέν, Λουί Νικολά (Louis Nicolas Vauquelin, Σεντ Αντρέ ντ’ Ιμπερτό 1763 – Παρίσι 1829). Γάλλος χημικός. Διετέλεσε
αρχικά βοηθός και συνεργάτης του Φουρκρουά, τον οποίο διαδέχτηκε, το 1809, στη θέση του καθηγητή της χημείας ιατρική
σχολή του Παρισιού. Αναγνωρίστηκε στη Γαλλία και στο εξωτερικό χάρη στις προσεκτικές και λεπτομερείς εργασίες του στον
χημικό και μεταλλειολογικό τομέα· το όνομά του συνδέεται με 376 επιστημονικές ανακοινώσεις, από το 1790 μέχρι το 1833.
Ανακάλυψε το καμφορικό και το κινικό οξύ και, σε συνεργασία με τον Ρομπικέ, απομόνωσε την ασπαραγίνη (το πρώτο αμινοξύ
που ανακαλύφτηκε). Στον Β. οφείλεται η ανακάλυψη του χρωμίου (1797) και του οξειδίου του βηρυλλίου (1798), από το οποίο
ο Βέλερ και ο Μπισί, απομόνωσαν το στοιχείο, το 1828. Συνέβαλε επίσης σημαντικά στην ποιοτική και ποσοτική χημική
ανάλυση, τελειοποιώντας μεθόδους και συσκευές. Ο Β. ίδρυσε σχολή χημείας, από την οποία αποφοίτησαν οι εξαίρετοι
μελετητές Κρεμβέλ, Τενάρ κ.ά.
Βόκοβιτς, Νίκος (Κωνσταντινούπολη 1917 – ). Ηθοποιός του θεάτρου και λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα,
όπου σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός στο Ελεύθερο Θέατρο, ενώ κατά το
χρονικό διάστημα 1959-67 εργάστηκε στο Εθνικό Θέατρο με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Βοκάς. Διετέλεσε γραμματέας της
δραματικής σχολής του Εθνικού (1967-82), μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Έγραψε ποιήματα, θεατρικά, διηγήματα και μυθιστορήματα.
Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές Μουσικοί προάγγελοι (1937), Το τραγούδι του αγνώστου (1949),
Ηλιόβολα και πικραμένα (1963), Εκείνοι που έφυγαν (1980), Αναβίωση (1988), Πολυσήμαντα (1991), Θρήνοι και οράματα
(1999), Μορφές αγαπημένες (2000) κ.ά.· τα θεατρικά Το κοριτσάκι που δεν γελούσε (1988), Εμείς και ο γείτονας (1999), Χωρίς
αντάλλαγμα (1999)· καθώς και τα πεζά Επιβίωση (1988, διηγήματα) και Η αποκατάσταση (1992, μυθιστόρημα). Θεατρικά του ή
διασκευές τους έχουν παιχτεί σε διάφορες σκηνές, ενώ κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Έχει τιμηθεί από τις
Δελφικές Αμφικτιονίες, την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών κ.ά.
Βόκοβιτς, Στέλιος (Κωνσταντινούπολη 1912 – 1990). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού
Θεάτρου, στην Αθήνα, στη σκηνή του οποίου πρωτοπαρουσιάστηκε το 1937, ερμηνεύοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Άμλετ
του Σαίξπηρ. Το 1966 διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, όπου ερμήνευσε με εξαίρετη επιτυχία και άλλους
σαιξπηρικούς ρόλους. Συνεργάστηκε επίσης με ιδιωτικούς θιάσους. Για τη μεγάλη προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με τον
Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’.
Βόκχος. Όνομα δύο βασιλιάδων της αρχαίας Μαυριτανίας.
1. Βόκχος Α’ (β’ μισό 2ου αι. π.Χ.). Ήταν πεθερός του Ιουγούρθα, μαζί με τον οποίο πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων και
νικήθηκε δύο φορές από αυτούς. Το 106 π.Χ., παρέδωσε τον Ιουγούρθα στον Σύλλα και έγινε σύμμαχος των Ρωμαίων,
παίρνοντας σε αντάλλαγμα τη Δυτική Νουμιδία.
2. Βόκχος Α’ (; – 33 π.Χ.). Βασιλιάς της Μαυριτανίας (49-33 π.Χ.). Συμβασίλευσε με τον αδελφό του Βόγο. Πολέμησε μαζί του
εναντίον του Πομπήιου και υπέρ του Καίσαρα, που τον αναγνώρισε βασιλιά. Αργότερα, ο Βόγος τάχθηκε με τον Αντώνιο, και
σκοτώθηκε μετά την ήττα του, ενώ ο Β. τάχθηκε με τον Οκτάβιο και –χάρη στην υποστήριξη του μετέπειτα Ρωμαίου
αυτοκράτορα– βασίλευσε μόνος του έως τον θάνατό του.
Βόλακας. Ακρωτήριο της Καρπάθου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού.
Βολακιάς. Κορυφή (2.117 μ.) των Λευκών Ορέων της δυτικής Κρήτης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο της οροσειράς, στο μέσο
του νομού Χανίων, στη δυτική πλευρά του φαραγγιού της Σαμαριάς.
Βολαξιά. Συστάδα μικρών βραχονησίδων κοντά στο δυτικό άκρο της Κρήτης, στον όρμο Λιβάδι. Ονομάζεται και Κουρσάροι.
Βολανάκης, Κωνσταντίνος (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της
ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου
με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως ζωγράφος της Αυλής της Βιέννης, ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και το 1884 επέστρεψε
στην Αθήνα. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών (νυν Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αλλά δεν
άργησε να διακόψει τη διδακτική σταδιοδρομία του και αποσύρθηκε στον Πειραιά, όπου έμεινε έως τον θάνατό του,
σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας το λιμάνι και τις ακτές.
Ο Β. δεν ασχολήθηκε με τα ηθογραφικά ή τα μυθολογικά θέματα, που συνηθίζονταν στο σύγχρονό του καλλιτεχνικό
περιβάλλον, ούτε με την προσωπογραφία, αλλά έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ύπαιθρο και κυρίως στη θαλασσογραφία. Τα
ταξίδια του στην Τεργέστη και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου τού έδωσαν την ευκαιρία να μελετήσει τα παλιά σκαριά των
καραβιών και να δημιουργήσει με αυτά μεγάλες και πολύπλοκες συνθέσεις ιστορικών ναυμαχιών, όπως Η ναυμαχία της Λίσσας
(1868), που αγοράστηκε από το αυστριακό κράτος, Η ναυμαχία της Σαλαμίνας (Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αθήνα), Η
πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (Διοικητήριο Ναυστάθμου, Πειραιάς), Η έξοδος του Άρεως από το
λιμάνι του Ναυαρίνου (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα) κ.ά. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική σκηνών της υπαίθρου. Από
τα κορυφαία έργα του στον τομέα αυτό είναι το Πανηγύρι στο Μόναχο (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα). Το έργο, εκτελεσμένο το
1876, τον ίδιο χρόνο δηλαδή με το Moulin de la Galette του Ρενουάρ, θεωρείται για το εικονογραφικό θέμα, τη διάταξη, την
ελευθερία και τη χρωματική του απόδοση έργο πρωτοποριακό για την εποχή του. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Β.
ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την ύπαιθρο και απέδωσε τη γραφικότητα του ελληνικού χωριού σε πίνακες που χωρίζονται
συνήθως σε δύο τμήματα, με την παρεμβολή ενός κεντρικού δρόμου, όπως έκαναν και πολλοί Γάλλοι τοπιογράφοι του 19ου αι.
Με τα ζεστά του χρώματα και με το γρήγορο και σίγουρο σχέδιό του, ανέδειξε τη λάμψη και την ποιητική αξία που αποκτούν
ακόμα και τα πιο ταπεινά αντικείμενα κάτω από το ελληνικό φως. Στη σειρά αυτή ανήκουν τα έργα Χωριό στο Πήλιο, Η
εκσκαφή του Ισθμού της Κορίνθου και πολλά άλλα. Στα θαλασσινά τοπία του των πειραϊκών ακτών το γραφικό αυτό στοιχείο
υποχωρεί, οι ορίζοντες χαμηλώνουν και ο ουρανός δημιουργεί με τη θάλασσα μια κυρίαρχη ενότητα μέσα στην
οποία ζουν και κινούνται, σε μικρογραφικές πια διαστάσεις, οι άνθρωποι και τα πράγματα (Βάρκες στην ακρογιαλιά, συλλογή
Αφεντούλη). Ο Β., ξεκινώντας από τα θριαμβευτικά θέματα των ιστορικών ναυμαχιών που ύμνησε με μια χρωματική
επισημότητα, με μια λεία τεχνική και με το λεπτό αλλά συγκρατημένο σχέδιό του, προχώρησε στις γρήγορες πινελιές και στους
καθαρούς και διαχωρισμένους τόνους των σκηνών της υπαίθρου, για να καταλήξει στην απέριττη ποίηση των απαλών αρμονιών
και στους γαλάζιους, γκρίζους και ροζ τόνους των θαλασσινών τοπίων της ώριμης εποχής του.
Βολανάκης, Μίνως (Αθήνα 1925 – 1999). Σκηνοθέτης και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε θέατρο κοντά στον
Κάρολο Κουν, στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης, όπου και μετέφρασε έργα κυρίως του αμερικανικού ρεπερτορίου,
όπως Η ζωή με τον πατέρα και Η μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάιλντερ. Μέχρι το 1960 σπούδασε στην Αγγλία και στις
ΗΠΑ, όπου έκανε τα πρώτα του βήματα στον χώρο της σκηνοθεσίας ανεβάζοντας, μεταξύ άλλων, τραγωδίες και κωμωδίες με
δικές του μεταφράσεις στα αγγλικά. Η πρώτη του σκηνοθεσία στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου
Ελλάδος (ΚΘΒΕ) με το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό, που υπήρξε μάλιστα και η πρώτη ελληνική
παρουσίαση του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα. Παράλληλα, συνεργάστηκε με ιδιωτικούς θιάσους, όπως ήταν ο θίασος Βεργή
που ανέβασε το έργο Μπαλκόνι του Ζαν Ζενέ, ο θίασος Λαμπέτη, όπου ανέβασε το έργο Βυσσινόκηπος του Τσέχοφ κ.ά.
Ωστόσο, το όνομά του παραμένει αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το ΚΘΒΕ, αφού δύο φορές, τις περιόδους 1975-78 και 1987-88,
υπήρξε καλλιτεχνικός του διευθυντής. Η πρώτη από αυτές τις περιόδους θεωρείται μάλιστα και η χρυσή εποχή του ΚΘΒΕ, με
πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα και με πολύ σημαντικές παραστάσεις, όπως Ο Πουντίλα και ο δούλος του ο Μάτι του
Μπρεχτ, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον κεντρικό ρόλο, Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού, Μήδεια του
Ευριπίδη με τη Μελίνα Μερκούρη κ.ά. Στον Β. ανήκει εξάλλου η ιδέα για τις Γιορτές των Βράχων (Νταμάρια), μικρά δηλαδή
φεστιβάλ που θα διαδραματίζονταν σε φυσικούς χώρους (νταμάρια, ορυχεία κ.ά.). Η έναρξή τους τοποθετείται χρονικά το 1982,
χρονιά που ο Β. ανέβασε τον Οιδίποδα Τύραννο με τον Νίκο Κούρκουλο.
Βολάρ, Αμπρουάζ (Ambroise Vollard, Μασκαρένιας 1867; – Παρίσι 1939). Γάλλος έμπορος έργων τέχνης, εκδότης και
συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μετά τις νομικές σπουδές του εργάστηκε στο κατάστημα έργων τέχνης Union
Artistique (Καλλιτεχνική Ένωση) του Αλφόνς Ντιμά. Γύρω στο 1893 ίδρυσε δικό του κατάστημα στην οδό Λαφίτ του Παρισιού,
που πολύ γρήγορα επεκτάθηκε και το 1895 μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερους χώρους. Εκεί ο Β. φιλοξένησε πολλούς πρωτοπόρους
ζωγράφους της εποχής του, υποστηρίζοντας και προστατεύοντας με μεγάλη κατανόηση καλλιτέχνες που, ενώ στην αρχή δεν
ευνοήθηκαν από τις κριτικές, κατέκτησαν αργότερα τις υψηλότερες θέσεις στη διεθνή ζωγραφική. Το 1895, ο Β. οργάνωσε την
πρώτη έκθεση του Σεζάν με 150 πίνακες. Η εκδήλωση αυτή προκάλεσε τέτοια εντύπωση ώστε πολύ γρήγορα το κατάστημα της
οδού Λαφίτ εξελίχθηκε σε ένα από τα λαμπρότερα καλλιτεχνικά κέντρα του Παρισιού. Οι πιο ενδιαφέρουσες από τις
πολυάριθμες εκθέσεις του Β. ήταν η δεύτερη αναδρομική του Σεζάν το 1898, η έκθεση των Ναμπί το 1899, η πρώτη έκθεση του
Πικάσο το 1900 και η πρώτη έκθεση του Ματίς το 1904. Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου το κατάστημα έκλεισε,
για να επαναλειτουργήσει το 1919 με την έκθεση δύο χάλκινων γλυπτών του Ρενουάρ, ενώ παράλληλα ο Β. επιμελήθηκε την
έκδοση δύο λευκωμάτων με λιθογραφίες του ίδιου καλλιτέχνη. Ως εκδότης, ο Β. παρουσίασε εικονογραφημένα βιβλία με έργα
των κυριότερων ζωγράφων της εποχής του. Δημοσίευσε επίσης το 1937, σε ύφος αυτοβιογραφίας, ένα βιβλίο
απομνημονευμάτων με τίτλο Αναμνήσεις ενός εμπόρου πινάκων, γοητευτικό τεκμήριο της ζωής και του καλλιτεχνικού κόσμου
του Παρισιού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι.
βολαστονίτης (Ορυκτ.). Πυριτικό ορυκτό του ασβεστίου (Ca3Si3Ο9). Παρότι μικροσκοπικά εμφανίζεται σε κρυστάλλους του
μονοκλινούς συστήματος, η έρευνα με ακτίνες Χ απέδειξε ότι κρυσταλλώνεται στο τρικλινές. Συνήθως είναι λευκός, με υαλώδη
όψη, ή υποπράσινος. Τήκεται δύσκολα και μεταβάλλεται σε ημιδιαφανή ύαλο. Σχηματίζεται στην επαφή εκρηξιγενών και
ασβεστολιθικών πετρωμάτων.
Βόλβη. Λίμνη (76 τ. χλμ.) της Κεντρικής Μακεδονίας, η δεύτερη σε έκταση της χώρας (ονομάζεται και Μπεσίκια). Βρίσκεται
στο ανατολικό άκρο του νομού Θεσσαλονίκης, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη,
Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα νερά της γειτονικής της
λίμνης Κορώνειας (Λαγκαδά). Το σχήμα της είναι επίμηκες (μέγιστο πλάτος 6,8 χλμ., μέγιστο μήκος 22 χλμ.) και το μεγαλύτερο
βάθος της φτάνει τα 22,3 μ. Η επιφάνειά της βρίσκεται 38 μ. ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα πλεονάζοντα νερά
της αποχετεύονται με τεχνητή τάφρο στον Ρηχίο ποταμό των στενών της Ρεντίνας και από εκεί στον κόλπο του Ορφανού.
Παράλληλα προς τη νότια όχθη της και σε όλο το μήκος της περνά η εθνική οδός Θεσσαλονίκης-Καβάλας. Στην ίδια όχθη
βρίσκονται τα λουτρά Βόλβης (δύο αλκαλικές θειοπηγές).
Η Β. με τη λίμνη Αγίου Βασιλείου (αλλιώς, Κορώνεια ή λίμνη του Λαγκαδά) καλύπτουν τα βαθύτερα σημεία της κοιλάδας της
Μυγδονίας και αποτελούν έναν ενιαίο υγρότοπο (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. λ. Αγίου Βασιλείου, λίμνη). Η ύπαρξη των
δύο λιμνών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το κλίμα της κοιλάδας. Η παραγωγή καλλιεργούμενων φυτών και η εκτροφή ζώων στην
κοιλάδα εξαρτάται έως κάποιον βαθμό από την διατήρηση της έκτασης και της ποιότητας των δύο λιμναίων οικοσυστημάτων.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η περιοχή της Β. είναι από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει στην Ελλάδα όπου
εκτρέφονται ακόμη λίγα βουβάλια.
Βόλβης, βουνά. Βουνολοφώδης περιοχή (υψόμ. 695 μ.) στο δυτικό άκρο του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι απόληξη του
Κερδυλίου όρους, εκτείνεται με κατεύθυνση Δ προς Α, παράλληλα προς την ομώνυμη λίμνη (βλ. λ. Βόλβη) και έχει μήκος
περίπου 10 χλμ. Τα πετρώματά της είναι κυρίως κρυσταλλικά, έχει αρκετά νερά, καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη από δάσος και
στις παρυφές της υπάρχουν από Δ προς Α οι οικισμοί Βαϊοχώρι, Μεγάλη και Μικρή Βόλβη, Ρεντίνα στα Ν και Ανοιξιά,
Ξηροπόταμος, Στεφανινά, Αρέθουσα προς Β.
βολβοκώδη (volvocales). Τάξη χλωροφυκών με χαρακτηριστικό αντιπρόσωπο το γένος Volvox. Βλ. λ. βόλβοξ.
βόλβοξ (Volvox). Γένος αποικιακών χλωροφυκών των γλυκών νερών, της οικογένειας των βολβοκιδών, της τάξης των
βολβοκωδών· ορισμένοι ζωολόγοι κατατάσσουν το β. στα φυτομαστιγοφόρα πρωτόζωα. Πρόκειται για μονοκύτταρους
πράσινους οργανισμούς, οι οποίοι σχηματίζουν αποικίες σφαιρικού ή ωοειδούς σχήματος, διαμέτρου 0,1-0,7 χιλιοστών. Τα
κύτταρα της αποικίας, τα οποία κυμαίνονται από 500 μέχρι 60.000, διατάσσονται στην περιφέρεια μιας κοίλης σφαίρας, η οποία
περιβάλλεται από ζελατινώδες περίβλημα. Όλα τα κύτταρα μιας νεαρής αποικίας είναι μορφολογικά όμοια, αλλά καθώς
ωριμάζει η αποικία αρχίζουν να διαφοροποιούνται σε σωματικά, τα οποία φέρουν από δύο μαστίγια και εξυπηρετούν την κίνηση
και τη διατροφή, και σε γεννητικά, που είναι υπεύθυνα για την αναπαραγωγή. Σε ορισμένα είδη τα κύτταρα συνδέονται μεταξύ
τους με καλά ανεπτυγμένες κυτταροπλασματικές γέφυρες, χάρη στις οποίες το β. μπορεί να θεωρηθεί ότι μοιάζει περισσότερο με
πολυκύτταρο οργανισμό, παρά με αποικία.
Το β. σχηματίζει είτε αφυλετικές αποικίες, οι οποίες αναπαράγονται αγενώς, είτε φυλετικές –ερμαφρόδιτες ή γονοχωριστικές–,
που αναπαράγονται εγγενώς. Οι αφυλετικές αποικίες αποτελούνται από σωματικά μαστιγοφόρα κύτταρα και από μια μικρή
ομάδα γεννητικών κυττάρων χωρίς μαστίγια (γονίδια), τα οποία βρίσκονται στο οπίσθιο τμήμα της αποικίας· καθένα από τα
γονίδια μπορεί να υποστεί κατάτμηση και να σχηματίσει μια θυγατρική αποικία, στο εσωτερικό της μητρικής. Στις αποικίες
αυτές, τα άκρα των κυττάρων που φέρουν τα μαστίγια κατευθύνονται προς το εσωτερικό της κοίλης σφαίρας· στη συνέχεια η
αποικία αναστρέφεται μέσω μιας τρύπας της σφαίρας και οι θυγατρικές αποικίες διαφεύγουν προς το εξωτερικό περιβάλλον,
θραύοντας τα τοιχώματα της μητρικής αποικίας. Οι φυλετικές αποικίες περιέχουν, εκτός από σωματικά κύτταρα, ένα ακίνητο
ωάριο ή πολλά κινητά αρσενικά σπερματόζωα, ή και τα δύο, στο οπίσθιο άκρο τους. Η γονιμοποίηση πραγματοποιείται νωρίς
την άνοιξη, το ζυγωτό εγκυστώνεται και μετά την καταστροφή της μητρικής αποικίας βυθίζεται μέχρι τον πυθμένα, όπου μπορεί
να παραμείνει αρκετούς μήνες, ώσπου να εξελιχθεί σε νέα αποικία.
Τα β. βρίσκονται ελεύθερα σε τέλματα γλυκών νερών, σε όλο τον κόσμο, όπου ζουν φωτοσυνθέτοντας.
βολβός (Βοτ.). Μεταμορφωμένος φυλλοφόρος υπόγειος βλαστός, με αποταμιευτικό ρόλο. Αποτελείται από έναν υποτυπώδη,
κοντό, δισκοειδή βλαστικό άξονα, από τη βάση του οποίου εκφύονται πολλά μεγάλα, σαρκώδη, αποχρωματισμένα φύλλα, τα
οποία διατάσσονται γύρω του σε πολλές στιβάδες έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή
διάταξη. Τα μεταμορφωμένα αυτά φύλλα που ονομάζονται χιτώνες, αποτελούν το κυρίως σώμα του β. και αποταμιεύουν στη
βάση τους νερό και σάκχαρα. Η βάση των β., φέρει επιγενείς ρίζες. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον βλαστητικό άξονα
υπάρχει ο ακραίος οφθαλμός που, καθώς αναπτύσσεται, δίνει τον υπέργειο βλαστό και τα φύλλα του φυτού. Στο τέλος της
βλαστητικής περιόδου, το υπέργειο τμήμα νεκρώνεται και το φυτό διαχειμάζει με τον υπόγειο β. Οι β. έχουν την ικανότητα να
διατηρούνται για πολύ καιρό σε κατάσταση χειμερινού λήθαργου.
Τα πολυετή ποώδη φυτά, τα οποία διαθέτουν β., ονομάζονται βολβόρριζα ή γεώφυτα. Βολβόρριζα είναι σχεδόν όλα τα μέλη της
οικογένειας των λιλιιδών, όπως το κρεμμύδι, το σκόρδο, το πράσο, ο υάκινθος, ο κρίνος και η τουλίπα, και των αμαρυλλιδών,
όπως ο νάρκισσος και ο γάλανθος, καθώς και διάφορα άλλα φυτά. Ορισμένοι β., όπως του σκόρδου και του κρεμμυδιού, είναι
εδώδιμοι.
βολβοφθαλμίδια. Βλ. λ. γονοφθαλμίδια.
Βόλγας (Volga). Ποταμός (3.531 χλμ.) της ευρωπαϊκής Ρωσίας, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος
ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα
υψώματα του Βαλντάι και διασχίζει διάφορες φραγματογενείς λίμνες, μεταξύ των οποίων τις Στερτς, Πένο και Βόλγκο.
Χαμηλώνει στα Ν μέχρι το Ρζεφ, όπου γίνεται πλωτός, τρέπεται ύστερα προς τα δεξιά, αφού δεχτεί από αριστερά τον ποταμό
Τβέρτσα και από τα δεξιά τον Λάμα, περνώντας από το Τβερ (πρώην Καλίνιν), το Κίμρι, το Καλιάζιν και το Ούγκλιτς, ώσπου
εκβάλλει στην τεχνητή λίμνη του Ριμπίνσκ, που δημιουργήθηκε κοντά στην πόλη αυτή με ένα φράγμα πάνω στον ποταμό. Αφού
δεχτεί τα νερά μερικών ποταμών που εκβάλλουν στη λίμνη του Ριμπίνσκ, όπως ο Μαλόγκα και ο Σουντά, στρέφεται προς τα ΝΑ
περνώντας από τις πόλεις Ριμπίνσκ, Γιαροσλάβλ, Κοστρομά, Κινέσμα, Γκεραντιέτς και Νίζνι Νόβγκοροντ (πρώην Γκόρκι),
αφού δεχτεί από αριστερά τους ποταμούς Κοστρομά και Ούντζε και από δεξιά τον Ακά. Στο Γκεραντιέτς, ο Β. ανακόπτεται από
άλλο μεγάλο φράγμα. Μετά την ένωσή του στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ με τον Ακά, ο Β. κατεβαίνει προς τα Α μέχρι το
Καζάν, περνώντας από το Τσεμποκσάρι και δεχόμενος από αριστερά τον Βετλούγκα και από δεξιά τον Σούρα. Από το Νίζνι
Νόβγκοροντ μέχρι το Βόλγκογκραντ ο ποταμός ρέει στην ανατολική παρυφή μιας περιοχής υψωμάτων, που από αυτόν έχει
πάρει την ονομασία Υψώματα του Β. Στο Καζάν ο ποταμός στρέφεται προς τα Ν, αρχικά με μια απόκλιση προς τα ΝΔ μέχρι το
Βόλγκογκραντ, μέχρι την εκβολή του στην Κασπία θάλασσα. Πιο κάτω από το Καζάν ο Β. δέχεται από αριστερά τον Κάμα και
τον Σαμάρα και διασχίζει τις πόλεις Σιμπίρσκ (πρώην Ουλιάνοφσκ), Τολιάτι, Σαμάρα (πρώην Κουίμπισεφ), Σίζραν,
Μπαλάκοβο, Σαράτοφ, Καμίσιν (από το σημείο εκείνο και κάτω δεν δέχεται πια κανέναν άλλο παραπόταμο) και Βόλγκογκραντ.
Εκεί ο ποταμός βρίσκεται ήδη σε περιοχή χαμηλότερη από την επιφάνεια της θάλασσας. Διακλαδώνεται σε δύο μεγάλους
βραχίονες: στον κυρίως Β. δεξιά και στον Αχτούμπα αριστερά, που με τους διάφορους βραχίονές τους απλώνονται σε μια
μεγάλη προσχωσιγενή πεδιάδα μέχρι την Κασπία, όπου ο Β. εκβάλλει με πολλά παρακλάδια που διασχίζουν την εκτεταμένη
περιοχή του δέλτα (6.500 τ. χλμ.). Στην αριστερή όχθη του μεγαλύτερου βραχίονά του, στο κέντρο του δέλτα, είναι χτισμένη η
πόλη Αστραχάν, μία από τις σημαντικότερες της περιοχής.
Λόγω της σταθερότητας της παροχής του και της ελάχιστης κλίσης της κοίτης του, ο Β. έχει τεράστια σημασία για την
εσωτερική ναυσιπλοΐα, που εμποδίζεται από τους πάγους μόνο για 75 μέρες στα Ν (συνήθως από τα μέσα Δεκεμβρίου έως το
τέλος Φεβρουαρίου) και για 160 μέρες στα Β (συνήθως από το τέλος Νοεμβρίου έως το τέλος Απριλίου). Πολυάριθμοι
παραπόταμοι και αρκετές πλατιές διώρυγες συνδέουν άμεσα τον Β. με όλους τους κυριότερους ποταμούς του ευρωπαϊκού
τμήματος της Ρωσίας και μέσω αυτών με τη Λευκή θάλασσα, τη λίμνη Ονέγκα, τη Βαλτική, την Αζοφική και τη Μαύρη
θάλασσα (μέσω του κάτω ρου του Ντον). Εκτός των άλλων, τα νερά του Β. προσφέρουν και μια σημαντική ενεργειακή πηγή στη
Ρωσία, καθώς έχουν κατασκευαστεί αρκετά υδροηλεκτρικά εργοστάσια κατά μήκος του ποταμού.
Βόλγκογκραντ (Volgograd). Πόλη (1.011.417 κάτ. το 2002) της νοτιοδυτικής Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας.
Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του κάτω ρου του ποταμού Βόλγα, στη συμβολή διαφόρων οδικών αρτηριών και σιδηροδρομικών
γραμμών από τη Μόσχα, το Ραστόφ, το Νοβοροσίσκ, το Αστραχάν και το ανθρακοφόρο λεκανοπέδιο του Ντονιέτς (Ντομπάς).
Η πόλη καταλαμβάνει, κατά μήκος της όχθης του Βόλγα, έκταση σχεδόν 50 χλμ., περιλαμβάνει διάφορα βιομηχανικά κέντρα και
εξυπηρετείται από αστικές γραμμές και από μεγάλο σιδηροδρομικό δίκτυο. Στα δυτικά του Βόλγα μια σειρά υψωμάτων που,
εκτείνοντας τα αντερείσματά τους έως την αντίθετη πλευρά του ποταμού, διαιρούν την πόλη σε διαμερίσματα, είτε με την έννοια
των μεσημβρινών είτε των παραλλήλων.
Η πόλη έχει διάφορες σχολές, από τις οποίες κυριότερες είναι η ιατρική, η γεωργική, η παιδαγωγική και η σχολή μηχανικών.
Εκτός από τη μεγάλη σπουδαιότητά του ως συγκοινωνιακού κόμβου, το Β. παρουσιάζει και αξιοσημείωτο βιομηχανικό
ενδιαφέρον, με πάρα πολλές βαριές βιομηχανίες. Πολλές από αυτές συνδέθηκαν στο παρελθόν με την οικονομική πολιτική της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως τα εργοστάσια τρακτέρ, τα οποία παρήγαγαν τα πρώτα δείγματα στη Ρωσία το 1930. Άλλα
πάλι ενισχύθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν, όπως τα χαλυβουργεία που είχαν ιδρυθεί το 1897. Υπάρχουν επίσης εργοστάσια
κατασκευής μηχανών και συσκευών, σιδηροδρομικού υλικού, μηχανημάτων γεωτρήσεων για πετρέλαια, ρουλεμάν, μεγάλα
διυλιστήρια πετρελαίου, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες τροφίμων, ξυλείας και ναυπηγεία. Ο γιγαντιαίος υδροηλεκτρικός
σταθμός στον Βόλγα προμηθεύει ενέργεια σε πολυάριθμα γεωργικά αγροκτήματα. Μεγάλος οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος,
η πόλη απόχτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα με την κατασκευή της διώρυγας Βόλγα-Ντον.
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 1589 με την ονομασία Τσαρίτσιν. Τον 17ο αι. πέρασε στην κατοχή των Κοζάκων και αποτέλεσε
οχυρό στρατηγικό κέντρο για την προστασία του εμπορικού δρόμου από το Αστραχάν και τον νότιο Καύκασο προς τη Μόσχα.
Εξελίχτηκε αργότερα σε εμπορικό κέντρο, στην κυριότερη οδό που ενώνει το λεκανοπέδιο του Βόλγα με το λεκανοπέδιο του
Ντον. Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 αποτέλεσε θέατρο συγκρούσεων μεταξύ των μπολσεβίκων και των
μενσεβίκων, αλλά τελικά πέρασε στους πρώτους, αρχηγός των οποίων ήταν ο Στάλιν, γι’ αυτό και ονομάστηκε προς τιμήν του
Στάλινγκραντ (= Πόλη του Στάλιν) το 1925. Το 1961 με τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του Χρουστσόφ, μετονομάστηκε Β.
Πρωτεύουσα κυβερνείου από το 1919 έως το 1928, αναπτύχθηκε βιομηχανικά με την εφαρμογή των σοβιετικών πενταετών
σχεδίων και έγινε ένα από τα μεγάλα κέντρα μηχανολογικού εξοπλισμού.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε θέατρο αιματηρών μαχών, πολιορκήθηκε για μεγάλο διάστημα από τους Γερμανούς και
τελικά καταστράφηκε τελείως. Η αντίσταση όμως των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ υπήρξε ένας από τους αποφασιστικούς
παράγοντες της εκστρατείας στην πρώην ΕΣΣΔ και η παράδοση της γερμανικής στρατιάς του φον Πάουλους θεωρείται η αρχή
της οριστικής υποχώρησης του γερμανικού στρατού. Μια και τα γερμανικά στρατεύματα είχαν δημιουργήσει προγεφύρωμα
κοντά στη μεγάλη καμπή του Ντον (Αύγουστος 1942), η πόλη είχε αποκτήσει μεγάλη στρατηγική σημασία. Η κατάληψή της θα
επέτρεπε στη Γερμανία να ελέγχει τη μεγαλύτερη υδάτινη οδό ανεφοδιασμού της χώρας, τον Βόλγα, τη δημιουργία βάσης για τις
επιχειρήσεις στον Καύκασο και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την κύκλωση της Μόσχας. Η επίθεση άρχισε στις 23
Αυγούστου και στα μέσα του Σεπτεμβρίου, παρά τις προσπάθειες του στρατηγού Τιμοσένκο να σταματήσει την έκτη γερμανική
στρατιά, το Στάλινγκραντ ήταν περικυκλωμένο. Οι Σοβιετικοί, που κατάφεραν πάντοτε να κρατούν τις θέσεις τους στον Βόλγα,
έκαναν την αντεπίθεση: στις 23 Νοεμβρίου κύκλωσαν τη γερμανική στρατιά, τον Ιανουάριο του 1943 εξαπέλυσαν την
αποφασιστική επίθεση για την ανακατάληψη της πόλης και στις 2 Φεβρουαρίου ανάγκασαν τους Γερμανούς να παραδοθούν.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η πόλη ανοικοδομήθηκε τάχιστα· το 1950 είχε φτάσει τον προπολεμικό πληθυσμό της και κατά
τα επόμενα χρόνια τον ξεπέρασε. Από 56.000 κατ. το 1897 έφτασε τους 445.000 κατ. στη δεκαετία του 1930, ανήλθε σε 817.647
κατ. το 1970 και σήμερα έχει ξεπεράσει τους 1.000.000 κατ.
βόλεϊμπολ (volleyball· αγγλ. net-ball). Ομαδικό άθλημα, κατά το οποίο αγωνίζονται δύο ομάδες, με έξι παίκτες η καθεμία (στα
ελληνικά ονομάζεται πετοσφαίριση). Οι ομάδες για να κερδίσουν πόντο πρέπει να πετάξουν την μπάλα από την άλλη πλευρά
του φιλέ, έτσι ώστε αυτή να πέσει στο αντίπαλο γήπεδο αγγίζοντας το έδαφος ή αναγκάζοντας τους παίκτες της άλλης ομάδας να
κάνουν φάουλ. Η μπάλα δεν επιτρέπεται να καθυστερεί σε χέρια, να σπρώχνεται ή να είναι πιαστή, αλλά πρέπει να την χτυπούν
ή να την αγγίζουν με το ένα ή με τα δύο χέρια. Επίσης, απαγορεύεται ένας παίκτης να πατήσει στο αντίπαλο γήπεδο, να περάσει
δηλαδή παίζοντας τη διαχωριστική γραμμή.
Οι ομάδες αγωνίζονται σε ένα ορθογώνιο γήπεδο, διαστάσεων 18 χ 9 μ., ελεύθερο από κάθε εμπόδιο σε ύψος τουλάχιστον 7 μ.,
που ορίζεται από άσπρες γραμμές χαραγμένες στο έδαφος και διαιρείται από μία κεντρική γραμμή πάνω από την οποία είναι
τοποθετημένο το δίχτυ (φιλέ), μήκους 10 μ. και πλάτους 90 εκ. Η μπάλα είναι δερμάτινη, σφαιρική με περίμετρο 65-68 εκ. και
βάρος 250-300 γρ. Το παιχνίδι αρχίζει με ένα χτύπημα της μπάλας προς το αντίπαλο γήπεδο. Ο παίκτης, τη στιγμή που θα
σερβίρει, πατά έξω από τον χώρο της ομάδας του, μέσα σε ένα ειδικό τετράγωνο σημειωμένο στο έδαφος στη δεξιά γωνία του
γηπέδου. Πόντος πραγματοποιείται όταν η ομάδα που αμύνεται δεν ξαναστείλει πίσω την μπάλα ύστερα από δύο πάσες ή όταν
ένας παίκτης χτυπά διαδοχικά δύο φορές την μπάλα ή όταν την αγγίζει με ένα μέρος του σώματός του από τη μέση και κάτω ή,
τέλος, όταν η μπάλα χτυπήσει στο έδαφος της αντίπαλης ομάδας. Νικά η ομάδα που κερδίζει τις περισσότερες παρτίδες (σετ)
από τις καθορισμένες που αποτελούν συνολικά τον αγώνα.
Το β. άρχισε να καλλιεργείται στην Ελλάδα από τους συλλόγους της Αθήνας το 1922, με πρώτο τον Πανιώνιο Γυμναστικό
Σύλλογο, ενώ παράλληλα συμπεριλήφθηκε και στο πρόγραμμα των αθλητικών εκδηλώσεων του στρατού. Σημαντική μορφή του
αθλήματος στην Ελλάδα θεωρείται ο γυμναστής και διευθυντής του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου, Αναστάσιος
Λευκαδίτης, ο οποίος συνέβαλε στην εδραίωσή του. Το πρώτο πρωτάθλημα ανδρών πραγματοποιήθηκε το 1925 στην Αθήνα με
νικητή τον Πανιώνιο και το αντίστοιχο των γυναικών το 1926 στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο Πανελλήνιο πρωτάθλημα διεξήχθη
το 1936, όπου πρωταθλητής αναδείχθηκε ο Πανελλήνιος. Το 1968 καθιερώθηκαν τα εθνικά πρωταθλήματα σε μορφή τουρνουά.
Ο νικητής του πρώτου πρωταθλήματος ήταν ο Ολυμπιακός. Το 1970, ιδρύθηκε η Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης
(ΕΟΠΕ), καθώς και η Α’ εθνική κατηγορία ανδρών. Στις γυναίκες, το πρώτο Πανελλήνιο πρωτάθλημα έγινε το 1971 στη
Θεσσαλονίκη. Ο Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός μονοπωλούν τους τίτλους στο εθνικό πρωτάθλημα ανδρών, με τον Ολυμπιακό
να έχει κατακτήσει 21 πρωταθλήματα και τον Παναθηναϊκό 12· από ένα πρωτάθλημα έχουν κατακτήσει ο Άρης το 1997 και ο
Ηρακλής το 2002. Παίκτες που ξεχώρισαν στην ιστορία του ελληνικού β. είναι οι Γκιούρδας, Χατζηαντωνίου, Ντράκοβιτς,
Τριανταφυλλίδης, Πολύζος, Καζάζης, Λάιος και παλαιότερα οι Γεωργαντής, Προσαλίκας, Μπεργελές κ.ά.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι αξιοσημείωτη η πρόοδος του αθλήματος και η βελτίωση της παρουσίας των εθνικών ομάδων
αλλά και των σωματείων σε διεθνές επίπεδο. Το 1987 η εθνική ανδρών κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό
Πρωτάθλημα και το 1994 την έκτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Σημαντική παρουσία έχει τα τελευταία χρόνια και στο
World League. Σε επίπεδο συλλόγων το 1992 ο Ολυμπιακός ήρθε δεύτερος στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και το 1996
κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων.
Σημαντική ανάπτυξη γνωρίζει στη χώρα μας και το μπιτς βόλεϊ, που παίζεται στην άμμο με ομάδες των δύο ατόμων και το οποίο
έχει συμπεριληφθεί στα ολυμπιακά αγωνίσματα.
Βολέσλαος (Boleslav). Όνομα πέντε ηγεμόνων της Πολωνίας (αναφέρονται και ως Βολεσλαύος).
1. Βολέσλαος Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992-1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000-25). Γιος του δούκα της
Πολωνίας Μιέσκο Α’, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού κατόρθωσε πρώτα να παραμερίσει
τους αδελφούς του και να γίνει ο μοναδικός κύριος του δουκάτου. Ο Β. επεξέτεινε τα όρια της πατρικής επικράτειας με την
προσάρτηση της Σιλεσίας και την κατάκτηση της Λουσατίας και του Μάισεν το 1002. Το κράτος του έτσι έφτανε στα Δ μέχρι
τον Έλβα και τον Σάαλ, και στα Α μέχρι τη λεγόμενη πύλη του Κιέβου, που είχε ο ίδιος ανεγείρει ως ορόσημο. Τον τίτλο του
βασιλιά απένειμε στον Πολωνό ηγεμόνα ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Όθων Γ’ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην
Πολωνία. Ο Όθων, ενθουσιασμένος από τη θερμή φιλοξενία που του επιφύλαξε ο Β. και αναγνωρίζοντας τις εξαιρετικές
διοικητικές και στρατιωτικές του ικανότητες, τον ανακήρυξε βασιλιά της Πολωνίας στο τέλος ενός λαμπρού γεύματος που είχε
παρατεθεί προς τιμήν του.
2. Βολέσλαος Β’, ο Τολμηρός (1039; – 1081). Δούκας (1058-76) και βασιλιάς της Πολωνίας (1076-79). Ήταν γιος του Καζιμίρ
Α’. Κατόρθωσε να ανακαταλάβει το Κίεβο, ύστερα από πολύχρονη πολιορκία και να καθυποτάξει τους Πομερανούς. Ήταν
σκληρός και βάναυσος ηγεμόνας· έφτασε στο σημείο να σκοτώσει ο ίδιος τον άγιο Στανίσλαο, επίσκοπο της Κρακοβίας, μέσα
στον μητροπολιτικό ναό, με αποτέλεσμα να εξεγείρει τους υπηκόους του εναντίον του και να εκθρονιστεί τελικά το 1079.
Πέθανε εξόριστος στην Ουγγαρία δύο χρόνια αργότερα.
3. Βολέσλαος Γ’, ο Λοξόστομος (1085 – 1138). Δούκας της Πολωνίας (1102-38). Ήταν γιος του Λαδίσλαου Ερμάνου και,
ακολουθώντας την εντολή του, έσπευσε να μοιραστεί την εξουσία με τον αδελφό του, Ζμπίγκνιου, ο οποίος όμως επαναστάτησε
εναντίον του. Ο Β. βγήκε νικητής από τη σύγκρουση αυτή και, με την ελπίδα ότι μια επιεικής στάση απέναντι στον αδελφό του
θα τον έκανε να εγκαταλείψει την έχθρα που έτρεφε εναντίον του, του απένειμε χάρη. Μολαταύτα, ο αδελφός του ανανέωσε με
την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε τον αγώνα κατά του Β., ο οποίος πέτυχε να καταστείλει και αυτή τη φορά την ανταρσία και
να καταδικάσει σε θάνατο τον υποκινητή της. Ο Β. διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ερρίκου Δ’ της Γερμανίας, των
Ούγγρων και των Πομερανών, αλλά τελικά υπέκυψε στον αυτοκράτορα της Γερμανίας Λοθάριο Β’ (1134). Λίγο πριν πεθάνει,
μοίρασε την επικράτειά του στους τέσσερις γιους του (το βασίλειο της Πολωνίας ήταν ήδη διαιρεμένο σε δουκάτα όταν ανέλαβε
την αρχή).
4. Βολέσλαος Δ’, ο Ουλόθριξ (; – 1173). Δούκας της Πολωνίας (1143-73). Γιος του Β. Γ’ και διάδοχος του μεγαλύτερου
αδελφού του Λαδίσλαου, που καθαιρέθηκε. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει την εξουσία της χώρας στα χέρια του και
αντιμετώπισε με επιτυχία τη νέα απόπειρα του αδελφού του και αργότερα των γιων του να τον εκθρονίσουν.
5. Βολέσλαος Ε’, ο Αγνός (1213 – 1279). Δούκας της Πολωνίας (1220-79). Ήταν γιος του Λέτσκου του Λευκού και ανέλαβε την
ηγεμονία σε ηλικία επτά ετών, έχοντας ως επίτροπο τον δούκα της Σιλεσίας Ερρίκο τον Πωγωνάτο. Το 1259 εισέβαλαν στην
Πολωνία οι Τάταροι, αλλά αυτός, αντί να οργανώσει την άμυνα της χώρας του, κατέφυγε στην Ουγγαρία, απ’ όπου επέστρεψε
όταν ο Ερρίκος της Βρεσλαβίας κατάφερε να τους εκδιώξει, οργανώνοντας εναντίον τους μεγάλη σταυροφορία. Δεν διέθετε
διοικητικές ικανότητες και την περίοδο της ηγεμονίας του ήρθε σε σύγκρουση με την Εκκλησία και τους ευγενείς, οι οποίοι
είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του, με αφορμή την ανικανότητά του.
Βολέσλαος (Boleslav). Όνομα τριών ηγεμόνων της Βοημίας (αναφέρονται και ως Βολεσλαύος).
1. Βολέσλαος Α’, ο Σκληρός (; – 967). Δούκας της Βοημίας (929-967). Ανήκε στον οίκο των Πρζέμισλ και ήταν γιος του
Βρατισλάβου και της Δαχομίρας. Προκάλεσε τη δολοφονία του αδελφού του Βεγκέσλαου και έγινε ο ίδιος ηγεμόνας της
Βοημίας. Κατόρθωσε να περιορίσει την εξουσία των φεουδαρχών, που καταπίεζαν τον λαό, αλλά δεν μπόρεσε να διατηρήσει
την αυτονομία του από τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Α’, ο οποίος τον εξανάγκασε να πληρώνει φόρο και να του στέλνει
στρατιωτική δύναμη ως βοήθεια σε περίπτωση πολέμου. Ο Β. αγωνίστηκε με επιτυχία κατά των Μαγυάρων και έπαιξε
σημαντικό ρόλο στη νίκη των ενωμένων γερμανικών και βοημικών δυνάμεων στο Άουγκσμπουργκ το 955. Στην περίοδο της
ηγεμονίας του προσαρτήθηκε στο κράτος του η Μοραβία, η δυτική Γαλικία και μέρος της Σιλεσίας.
2. Βολέσλαος Β’, ο Ευσεβής (; – 999). Δούκας της Βοημίας (967-999). Γιος και διάδοχος του Β. Α’. Αναγκάστηκε να
αναγνωρίσει τη γερμανική επικυριαρχία της Βοημίας και αγωνίστηκε κατά των ειδωλολατρών του κράτους του. Η ήττα τους
αποτέλεσε την αφετηρία για την πραγμάτωση των σχεδίων του Β. σχετικά με τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών προβλημάτων
(που είχαν ανακύψει από τη σύγκρουση των χριστιανών και ειδωλολατρών υπηκόων του). Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας
πέτυχε να ιδρύσει την επισκοπή της Πράγας, γεγονός που είχε αποφασιστική σημασία για τον εκχριστιανισμό της χώρας του.
3. Βολέσλαος Γ’, ο Ερυθρός (; – 1031). Δούκας της Βοημίας (999-1002). Ήταν γιος του Β. Β’ και 14ος δούκας της Βοημίας.
Εξαιτίας της διοικητικής του ανικανότητας και του εκδικητικού του χαρακτήρα, έγινε μισητός στον λαό που ξεσηκώθηκε
εναντίον του, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη Βοημία. Το 1003 επιχείρησε να αναλάβει και πάλι την εξουσία και άρχισε
άγριο διωγμό κατά των ευγενών που είχαν πρωτοστατήσει στον αγώνα για την απομάκρυνσή του από τη χώρα. Τελικά όμως
συνελήφθη αιχμάλωτος από τον βασιλιά της Πολωνίας Βολέσλαο τον Ανδρείο και, αφού τυφλώθηκε, φυλακίστηκε στην
Πολωνία, όπου και πέθανε.
βολέτος (Boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών, της τάξης των αγαρικωδών. Το γένος
σχηματίζει σαρκώδη, λεία, πιο σπάνια τραχιά, καρποσώματα μεγάλου μεγέθους. Τα καρποσώματα αυτά εμφανίζουν την τυπική
μορφή των μανιταριών, με στύπο και ομπρελόμορφο πίλο, με τη διαφορά ότι η κάτω επιφάνεια του πίλου δεν φέρει ελάσματα,
αλλά είναι διάστικτη από πολυάριθμους στρογγυλούς ή ακανόνιστους πόρους. Οι πόροι αυτοί είναι τα στόμια των σωληνίσκων,
το εσωτερικό των οποίων επενδύεται με το σποριοπαραγωγό στρώμα, το υμένιο. Σχεδόν όλα τα μανιτάρια του γένους β. είναι
εδώδιμα, εκτός από μερικά είδη που έχουν πικρή ή ξινή γεύση και ορισμένα δηλητηριώδη.
Το πιο κοινά είδη είναι ο Boletus edulis, ο οποίος έχει διάφορες ποικιλίες με ωχροκίτρινο πίλο ο οποίος έχει χαρακτηριστική
καστανοκόκκινη απόχρωση στο κέντρο, και ο Boletus aereus με σκούρο καστανό πίλο· είναι από τα γευστικότερα εδώδιμα
μανιτάρια και προσφέρονται σε νωπή ή ξηρή μορφή στην αγορά. Αναπτύσσονται συχνά σε δάση καστανιάς, φουντουκιάς, οξιάς
ή βαλανιδιάς, δέντρα με τα οποία σχηματίζουν μυκόρριζες. Η Ελβετία εξάγει μεγάλες ποσότητες από τα μανιτάρια αυτά, που
αφθονούν στα δάση της. Άλλα εδώδιμα, διαδεδομένα είδη είναι ο Boletus scaber, ο οποίος αναπτύσσεται σε δάση κωνοφόρων,
και ο Boletus badius, που συναντάται κυρίως σε δάση βαλανιδιάς και σε ερεικώνες.
Μεταξύ των β. υπάρχουν διάφορα είδη, όπως ο Boletus erythropus τα οποία προκαλούν πεπτικές διαταραχές. Τα μανιτάρια αυτά
χαρακτηρίζονται, συνήθως, από καστανόμαυρο πίλο με κοκκινωπούς πόρους, και κιτρινωπή σάρκα, η οποία γίνεται
κυανοπράσινη όταν κοπεί το μανιτάρι. Η ιδιότητα οφείλεται σε μια άχρωμη κινόνη του μανιταριού, η οποία όταν εκτεθεί στον
αέρα, οξειδώνεται προς κυανή χρωστική. Δηλητηριώδες είναι το είδος Boletus satanas, με γκριζοκάστανο πίλο, κατακόκκινους
πόρους, κοντόχοντρο στύπο, κόκκινο δικτυωτό στην κορυφή και σάρκα που αλλάζει χρώμα.
βόλεϋ. Βλ. λ. βόλεϊμπολ.
βολή (Στρατ.). Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση
των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου
διακρίνονται διάφορα είδη β. (για παράδειγμα, β. επιφανείας, αντιαεροπορική κ.ά.). Το γενικό πρόβλημα της β. συνίσταται στον
καθορισμό της κατάλληλης τροχιάς για να προσβληθεί επιτυχώς ένας στόχος. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία κάθε β.
περιλαμβάνονται στους πίνακες β. Αυτοί συντάσσονται για τους διάφορους τύπους βλημάτων και γομώσεων, που
χρησιμοποιούνται από πυροβόλα, όλμους κλπ. και για ιδανικές μετεωρολογικές συνθήκες, ενώ για τα φορητά όπλα δεν
χρησιμοποιούνται πίνακες β. Οι πίνακες, σε συνάρτηση με την απόσταση του στόχου και τη θέση του όπλου, δίνουν τα διάφορα
στοιχεία (γωνία β., φυσική εκτροπή, διάρκεια τροχιάς, γέμισμα) που χαρακτηρίζουν κάθε τροχιά. Τελικά πρέπει να δοθεί στο
όπλο η κατάλληλη κλίση (γωνία β.) και να μετατοπιστεί ο σωλήνας κατά διεύθυνση τέτοια ώστε να έχουν μεταφερθεί σε αυτό τα
στοιχεία των πινάκων β. που αναφέρονται στην επιθυμητή τροχιά, η οποία επιτυγχάνεται με το κατάλληλο γέμισμα. Έστω και αν
τα προηγούμενα στοιχεία αναφέρονται στις σχετικές θέσεις του όπλου και του στόχου, τα οποία θεωρούνται ακίνητα, και
εκτιμώνται κατάλληλα για τις μετεωρολογικές συνθήκες της στιγμής (πυκνότητα αέρα, διεύθυνση και ταχύτητα ανέμου), δεν
είναι δυνατόν να πετύχουν τον στόχο όλες οι διαδοχικές β., εξαιτίας τυχαίων παραγόντων, που δεν μπορούν να υπολογιστούν
από πριν, όπως για παράδειγμα μικρές διαφορές στο βάρος των γομώσεων εκτόξευσης και των βλημάτων του ίδιου τύπου. Έτσι,
αν ρίξουμε πολλές β. με ίδια στοιχεία β., θα λάβουμε τροχιές ελαφρώς διαφορετικές, που το σύνολό τους σχηματίζει τον
λεγόμενο κώνο διασποράς. Οι τομές αυτής της δέσμης με ένα επίπεδο λέγονται εικόνες συγκέντρωσης β. Συνήθως έχουμε την
οριζόντια εικόνα συγκέντρωσης β. και την κατακόρυφη, οι οποίες λαμβάνονται αντίστοιχα αν θεωρήσουμε ότι ο κώνος τέμνεται
στο σημείο του στόχου από ένα οριζόντιο επίπεδο και ένα κατακόρυφο, κάθετο προς το επίπεδο β. Η πρώτη εικόνα
συγκέντρωσης έχει σχήμα που πλησιάζει πολύ προς το ελλειπτικό με τον μεγάλο άξονα στη διεύθυνση της β., ενώ η δεύτερη
εικόνα δεν είναι πολύ επιμήκης.
Αν το κέντρο της εικόνας συγκέντρωσης (κέντρο διασποράς), το οποίο βρίσκουμε αν ρίξουμε ταυτόχρονα πολλά βλήματα,
δηλαδή μια ομοβροντία, ή αν ρίξουμε διαδοχικά βλήματα από το ίδιο πυροβόλο, συμπίπτει με τον στόχο, η β. ονομάζεται
κεντρωμένη. Αν αυτό δεν συμβαίνει, πρέπει να διορθώσουμε τη β., είτε κατά διεύθυνση είτε κατά ύψος. Η διόρθωση της β.
γίνεται με διάφορες μεθόδους, με συνηθέστερη τη μέθοδο του δίκρανου, κατά την οποία ο στόχος παρεμβάλλεται μεταξύ
μακρινών και κοντινών β., ώστε με διαδοχικές διορθώσεις να πετύχουμε την πτώση του βλήματος στο κέντρο του στόχου. Έτσι
προσδιορίζουμε την ακριβή τροχιά και αρχίζει η δραστική β., η οποία εκτελείται με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό από τη β.
επισήμανσης και έχει σκοπό την καταστροφή του στόχου. Στο πυροβολικό ξηράς, πριν από τη βλητική προετοιμασία της β.
γίνεται η τοπογραφική προετοιμασία. Χρησιμοποιώντας έναν χάρτη σε μεγάλη κλίμακα και οπτικά όργανα, προσδιορίζουμε τις
σχετικές θέσεις των πυροβόλων, του στόχου, των απατηλών στόχων κλπ. και παίρνουμε τα στοιχεία, τα οποία, με την επιτυχή
βοήθεια των πινάκων β., θα επιτρέψουν την εκτέλεση της σκόπευσης των όπλων. Από τακτικής πλευράς, η β. μπορεί να είναι
παρενόχλησης, κάλυψης (υποστήριξης φίλιων επιθέσεων), άμυνας (απομακρυσμένη, κοντινή, ανάσχεσης), καταστροφής,
εξουδετέρωσης, επισήμανσης κ.ά. σε ό,τι βέβαια αφορά β. πυροβολικού και όλμων, με διάκριση αντιαρματικής ή
αντιαεροπορικής β. των αντίστοιχων πυροβόλων. Η β. του ναυτικού πυροβολικού, εκτός από τις σημαντικές δυσχέρειες
σκόπευσης που εμφανίζονται όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη, παρουσιάζει ιδιαίτερες περιπλοκές που οφείλονται στη σχετική
κίνηση των αντίπαλων μονάδων. Πρέπει λοιπόν να προσδιορίζονται συνεχώς, με κατάλληλα μηχανήματα, η πορεία και η
ταχύτητα του στόχου, για να είναι δυνατόν να προβλεφθεί η θέση του κατά τη στιγμή που θα βληθεί. Έτσι, τα στοιχεία που θα
δοθούν στα πυροβόλα πρέπει να αναφέρουν όχι μόνο τις μετεωρολογικές συνθήκες που ισχύουν τη στιγμή της β. αλλά ιδιαίτερα
και την κίνηση της μονάδας που βάλλει καθώς και την υπολογισμένη μετακίνηση του στόχου κατά τη διάρκεια της τροχιάς του
βλήματος. Ένα άλλο χαρακτηριστικό μειονέκτημα της κατά θάλασσα β. έγκειται στη δυσχέρεια να υπολογιστούν με ακρίβεια τα
αποτελέσματα των βλημάτων επί του στόχου στις μεγάλες αποστάσεις. Με τη χρήση του ραντάρ, με το οποίο είναι δυνατόν να
λαμβάνουμε συνεχώς τη θέση και την απόσταση του στόχου ακόμα και σε συνθήκες κακής ορατότητας, και με τις τεχνολογικές
τελειοποιήσεις που έγιναν κατά την πραγματοποίηση των κέντρων β. και κατά τη ρύθμιση της σκόπευσης των πυροβόλων,
μειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες η δυσχέρεια αυτή, η οποία περιόριζε αρκετά την αποδοτικότητα της κατά θάλασσα β. σε
μεγάλες αποστάσεις. Από τις τεχνικές αυτές προόδους επωφελήθηκε και η αντιαεροπορική β., είτε από το έδαφος είτε από
πλοία. Παρά τη χρήση των πυροσωλήνων προσέγγισης, η μεγάλη ταχύτητα του στόχου και η κίνησή του σε έναν χώρο τριών
διαστάσεων αποτελούν ακόμα πολύ σημαντικές δυσχέρειες. Όπως είναι φανερό, για την αντιαεροπορική β., όπως και στη β. του
ναυτικού πυροβολικού, απαιτούνται πυροβόλα ικανά να δίνουν στα βλήματα μεγάλες αρχικές ταχύτητες και να πραγματοποιούν
ρυθμό β. ιδιαίτερα ταχύ. Το ίδιο συμβαίνει και με την αντιαρματική β., γι’ αυτό η μορφή της τροχιάς των αντίστοιχων
πυροβόλων είναι ευθυτενής (μικρές γωνίες β., μεγάλα γεμίσματα, μεγάλη αρχική ταχύτητα, μεγαλύτερη ακρίβεια) όπως και των
φορητών όπλων, ενώ τα πυροβόλα, τα οβιδοβόλα και οι όλμοι του στρατού ξηράς χαρακτηρίζονται ως όπλα καμπύλης τροχιάς
(γωνία πτώσης άνω των 30°).
Βολιβία (Βolivia)
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Βολιβίας
Έκταση: 1.098.581 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 8.724.156 κάτ. (2004)
Πρωτεύουσα: Σούκρε και Λα Πας

Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή, στα ΝΑ με την
Παραγουάη και στα Ν με την Αργεντινή.
Πολιτικά στοιχεία
Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη θάλασσα. Τα σύνορά της
δεν περιλαμβάνουν μια ενιαία περιοχή και, υπό την έννοια αυτή, λαμβάνοντας προπάντων υπόψη την απομόνωσή της, λίγα άλλα
κράτη της Νότιας Αμερικής ορίστηκαν τόσο τεχνητά. Η γεωγραφική και ιστορική καρδιά της χώρας βρίσκεται στις Άνδεις,
μεταξύ της Σούκρε, της παλαιάς αποικιακής πρωτεύουσας, της Ποτοσί και της Λα Πας. Τα σύνορα καθορίστηκαν ύστερα από
μακροχρόνιους πολέμους με τις γειτονικές χώρες, που χαρακτήρισαν τη βολιβιανή ιστορία. Εκτός από την περιοχή του
Αμαζονίου, προς τη Βραζιλία, όπου οι ποταμοί, ως οδοί προσπέλασης, αποτελούν φυσικά και συχνά κατ’ ανάγκη τις συνοριακές
γραμμές, σε λίγες περιπτώσεις τα σύνορα αυτά ακολουθούν φυσικές γραμμές.
Διοικητική διαίρεση. Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 9 διαμερίσματα (σε παρένθεση η πρωτεύουσα και ο πληθυσμοί τους το
2001): Ελ Μπένι (Εl Βeni, Τρινιδάδ, 362.521), Κοτσαμπάμπα (Cochabamba, Κοτσαμπάμπα, 1.455.711), Λα Πας (La Ρaz, Λα
Πας, 2.350.466), Ορούρο (Οruro, Ορούρο, 391.870), Πάντο (Ρando, Κομπίγια, 52.525), Ποτοσί (Ρotosi, Ποτοσί, 709.013),
Σάντα Κρους (Santa Cruz, Σάντα Κρους δε λα Σιέρα, 2.029.471), Ταρίγια (Τarijia, Ταρίγια, 391.226) και Τσουκισάκα
(Chucuisaca, Σούκρε, 531.522).
Πολίτευμα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Πολίτευμα της Β., η οποία είναι ανεξάρτητη από το 1825, είναι η προεδρική
δημοκρατία. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1947, που τροποποιήθηκε αρκετές φορές έκτοτε, ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που
εκλέγεται μαζί με τον αντιπρόεδρο με άμεση καθολική ψηφοφορία για τέσσερα χρόνια, ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Τη
νομοθετική εξουσία ασκεί το Εθνικό Κογκρέσο, που αποτελείται από δύο σώματα, τη Γερουσία (27 μέλη, 3 από κάθε
διαμέρισμα) και τη Βουλή (130 μέλη), τα μέλη των οποίων εκλέγονται για μία πενταετία. Τη διοίκηση στις επαρχίες ασκούν οι
έπαρχοι, οι οποίοι βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από τον πρόεδρο της χώρας, ενώ στις μεγάλες πόλεις εκλέγονται τοπικά
συμβούλια με αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με εκείνες των επαρχιών.
Κόμματα και κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1997 τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο συνασπισμός των τριών λαοφιλέστερων
κομμάτων, της Επαναστατικής Αριστεράς, της Εθνικής Δημοκρατικής Κίνησης και της Πολιτικής Αλληλεγγύης. Τα μεγάλα
κόμματα που υπάρχουν στη Β. είναι συνολικά 10. Την προεδρία της Β. ασκεί από το 2003 ο Κάρλος Ντιέγκο Μέσα.
Δικαιοσύνη. Το Ανώτατο Δικαστήριο εδρεύει στη Σούκρε και διαιρείται σε τέσσερα τμήματα, δύο αστικά και δύο ποινικά, από
τρεις δικαστές το καθένα. Οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου (13 μέλη) εκλέγονται για μια δεκαετία και ελέγχονται από το
Κογκρέσο. Σε κάθε διαμέρισμα υπάρχει περιφερειακό δικαστήριο· υπάρχουν επίσης πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια
δικαστήρια και ειρηνοδικεία στις μικρότερες τοποθεσίες.
Θρησκεία. Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού (95%) πρεσβεύει το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, ενώ το υπόλοιπο 5% του
πληθυσμού είναι προτεστάντες.
Γλώσσα και εθνότητες. Η επίσημη γλώσσα της Β. είναι η ισπανική, ενώ ως επίσημες έχουν αναγνωριστεί και οι γλώσσες των
αυτοχθόνων Κέτσουα (Quechua) και Αϊμαρά (Aymara). Οι αυτόχθονες Αμερικανοί αποτελούν το 55% του συνολικού
πληθυσμού (Κέτσουα 30% και Αϊμαρά 25%) και το υπόλοιπο 45% απαρτίζεται από τους μιγάδες (Μestizo, 30%), οι οποίοι
προέρχονται από τη μείξη του λευκού πληθυσμού και των αυτοχθόνων, και τους λευκούς (15%).
Εκπαίδευση. Η διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης είναι 8ετής, υποχρεωτική και δωρεάν. Το 18,5% του κρατικού
προϋπολογισμού του 1994 διατέθηκε για την παιδεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί ο αναλφαβητισμός, κυρίως στις αγροτικές
περιοχές όπου ζουν οι αυτόχθονες. Το 2003 οι αναλφάβητοι ανέρχονταν στο 12,8% του συνολικού πληθυσμού. Η μέση
εκπαίδευση διαρκεί 4 χρόνια. Στη Β. λειτουργούν 8 κρατικά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων και ένα από τα αρχαιότερα της
αμερικανικής ηπείρου, το πανεπιστήμιο του Αγίου Φραγκίσκου Ξαβιέ που ιδρύθηκε το 1624, καθώς και 2 ιδιωτικά.
Άμυνα. Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί ένα έτος. Το 2001 οι ένοπλες δυνάμεις αριθμούσαν μόνιμο
προσωπικό 31.500 ατόμων (25.000 στον στρατό ξηράς, 3.000 αεροπορία και 3.500 στο ναυτικό).
Κοινωνική πρόνοια. Η πρόνοια είναι αρκετά υποβαθμισμένη, λόγω της οικονομικής κατάστασης της Β. Η βρεφική θνησιμότητα
είναι από τις πιο υψηλές στη Νότια Αμερική και σύμφωνα με στοιχεία του 2002 το ποσοστό της αντιστοιχεί σε 58 θανάτους ανά
1.000 γεννήσεις. Η ιατρική περίθαλψη και τα νοσοκομεία είναι σχεδόν ανύπαρκτα στις αγροτικές περιοχές και το σύστημα
υγείας που έχει εισαχθεί από το 1995 χαρακτηρίζεται από αρκετές αδυναμίες.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Γεωμορφολογία. Το βολιβιανό έδαφος (που περιλαμβάνεται μεταξύ Τροπικού του Αιγόκερω και 10° νότιου γεωγραφικού
πλάτους) εκτείνεται περίπου κατά το ένα τρίτο στο κεντρικό τμήμα των Άνδεων και κατά το υπόλοιπο στις ευρείες πεδεμόντιες
επιφάνειες και στα υψώματα που χωρίζουν τις λεκάνες του Αμαζονίου και του Παραγουάη. Χωρίς διεξόδους στη θάλασσα,
ανάμεσα σε ψηλά βουνά και υγρά και προσχωσιγενή βαθύπεδα, παρουσιάζει συνεπώς μεγάλη περιβαλλοντική ποικιλία, εξαιτίας
κυρίως των υψομετρικών διαφορών και των ισχυρών κλιματικών αντιθέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο τμήματα της
χώρας.
Το ανδικό τμήμα αποτελείται βασικά από δύο ορεινά συγκροτήματα που αντιστοιχούν στην Κεντρική Κορδιλιέρα (Κορδιλιέρα
Σεντράλ) και στην Ανατολική Κορδιλιέρα (Κορδιλιέρα Οριεντάλ), που φτάνει στο μεγαλύτερο ύψος στην Κορδιλιέρα Ρεάλ,
πάνω από τη λίμνη Τιτικάκα. Οι κορδιλιέρες αυτές κρασπεδώνουν ένα εκτεταμένο υψίπεδο (το Αλτιπλάνο), μια μεγάλη μάζα
δηλαδή που διασχίζεται από χαμηλές περιοχές οι οποίες σχηματίζουν τη λεκάνη Τιτικάκα και εκτεταμένες σαλάρες (λείψανα
αρχαίων λιμνών που έχουν μετατραπεί σε τέλματα).
Οι ανατολικές πλαγιές των Άνδεων ορίζουν τη Β. των λιάνος, περιοχή που διαρρέεται από ποταμούς οι οποίοι κατεβαίνουν από
την κορδιλιέρα και είναι πολύ διαφορετική από το περιβάλλον των Άνδεων (με το οποίο συνδέεται μέσω εκτεταμένων
κοιλάδων) στη μορφολογία, στο κλίμα, στη ζωική και φυτική ζωή, καθώς και από ανθρωπολογική άποψη. Η πρωτοτυπία των
βολιβιανών Άνδεων είναι συνδεδεμένη με την παρουσία των άγονων υψιπέδων (αλτιπλάνος), που εκτείνονται από τα βόρεια στα
νότια, από τη λίμνη Τιτικάκα μέχρι τα σύνορα με την Αργεντινή, σε συνολικό μήκος περίπου 800 χλμ., και ορίζονται από την
Δυτική Κορδιλιέρα (Κορδιλιέρα Οσιντεντάλ), ηφαιστειακή και άγονη, και από την Ανατολική Κορδιλιέρα, που δέχεται
περισσότερες βροχοπτώσεις. Στα Δ, κατά μήκος της μεθορίου με τη Χιλή, μια σειρά από μεγάλα ηφαίστεια (ανάμεσα στα οποία
το Σαχάμα, 6.544 μ.) υψώνουν τις κορυφές τους πάνω από εκτεταμένα λαβικά υψίπεδα και ψηλές κόγχες· μερικά από τα
ηφαίστεια αυτά είναι ακόμα ενεργά. Στα Α, αντίθετα, η Ανατολική Κορδιλιέρα διαγράφει έναν αγκώνα, παίρνοντας, στα Ν του
17ου παραλλήλου, διεύθυνση προς τα Ν. Στο πλάτος της, που κυμαίνεται από 100 μέχρι 150 χλμ., περιλαμβάνει διάφορα δομικά
και ορεογραφικά στοιχεία· από τα περουβιανά σύνορα διαδέχονται η μία την άλλη: η Κορδιλιέρα δε Απολομπάμπα, το
ψηλότερο σημείο της οποίας ξεπερνά τα 6.000 μ. και όπου εκτεταμένοι παγετώνες υπάρχουν πάνω από τα 5.000 μ., ενώ τη
διασχίζουν βαθιές κοιλάδες από τα 2.000 μέχρι τα 3.000 μ.· η Κορδιλιέρα Ρεάλ, που υψώνει τις μεγάλες της κορυφές, την
Ιλιαμπού (6.421 μ.) και την Ιλιμάνι (6.462 μ.), κοντά στη Λα Πας και γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα· η Κορδιλιέρα δε Κίμσα
Κρους και δε Κοτσαμπάμπα, λιγότερο ψηλές και συνεπώς χωρίς παγετώνες.
Οι βαθιές κοιλάδες της Ανατολικής Κορδιλιέρας, όπως και οι λεκάνες που βρίσκονται σε μέρος προφυλαγμένο από τους υγρούς
ανέμους, καλύπτονται από μια στέπα με ακανθώδη φυτά στα ψηλά τμήματα (βάλιες), ενώ στις γιούνγκας, πιο χαμηλά, βρίσκεται
ένα δασικό περιβάλλον, πιο πλούσιο στις ανατολικές πλαγιές, που καλύπτονται από ένα δάσος ψηλών βουνών με πυκνό
υποδάσος από φτέρες και μπαμπού, στο οποίο δεσπόζουν μερικά ψηλά δέντρα με θολωτό φύλλωμα. Οι χαμηλές περιοχές του
ανατολικού τμήματος της Β. χαρακτηρίζονται από δύο βασικούς τύπους μορφολογίας: προσχωσιγενείς πεδιάδες και βραχώδη
οροπέδια. Τα τελευταία αυτά, που βρίσκονται στο ακραίο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και είναι γενικά γνωστά ως
οροπέδια Τσικίτος και Βελάσκο, αποτελούν ένα τμήμα της βραζιλιάνικης ασπίδας· τα πανάρχαια πετρώματα του προκάμβριου
αιώνα που αποτελούν τον σκελετό τους παρουσιάζουν εκτεταμένες διαβρωμένες επιφάνειες· ψαμμιτικά στρώματα, που
ακουμπούν ανώμαλα στην αρχαία μάζα, καθιστούν πιο τραχύ το ανάγλυφο, στο οποίο αναδύεται η Σερανία δε Σαντιάγο (1.425
μ.).
Οι προσχωσιγενείς πεδιάδες του Μπένι και του Μαμορέ, μαζί με τις πιο περιορισμένες του Τσάκο, καταλαμβάνουν μια
εκτεταμένη ζώνη καθίζησης ανάμεσα στη βραζιλιάνικη ασπίδα και στις οροσειρές των Άνδεων. Η λεκάνη αυτή καλύφθηκε από
φερτές ύλες, που μετατοπίστηκαν ελαφρώς από αντικλινικούς θόλους και συγκλινικές κόγχες, γεγονός που διευκόλυνε τη
συγκέντρωση, κοντά στις Άνδεις, κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου. Η επιφάνεια των πεδιάδων αυτών είναι
διάσπαρτη από χαλικώδεις και αμμώδεις προσχώσεις που προέρχονται από τις γειτονικές Άνδεις. Ένα τμήμα των άμμων αυτών
σχηματίζει τη σειρά των θινών που εκτείνεται κάτω από τη Σάντα Κρους, στα όρια των Μπανιάδος ντελ Ισοσόχ, ενός
εκτεταμένου βαθυπέδου γεμάτου με άργιλο και λάσπη.
Υδρογραφία. Το βασικό χαρακτηριστικό του βολιβιανού υδρογραφικού δικτύου είναι η παρουσία, στα υψίπεδα των Άνδεων,
μιας σειράς από κλειστές λεκάνες, τα νερά των οποίων δεν καταλήγουν στη θάλασσα, αλλά χάνονται στις σαλάρες ή
εξατμίζονται. Στον ενδορροϊσμό αυτό, συνδεδεμένο τόσο με τις κλιματικές όσο και με τις μορφολογικές συνθήκες, αντιτίθεται
στα βαθύπεδα μια υδρογραφία καθαρά εξωρροϊκή, με ποταμούς που ρέουν γενικά από τα Ν στα Β και οι οποίοι εκβάλλουν λίγο
ή πολύ άμεσα στον Μαδέιρα και συνεπώς στον Αμαζόνιο. Τροφοδοτούμενοι από τις βροχές της υγρής ανατολικής πλευράς, οι
ποταμοί αυτοί είναι πλωτοί για μεγάλο τμήμα του ρου τους, αμέσως κάτω από τους καταρράκτες που βρίσκονται στη βάση των
Άνδεων (καταρράκτες Εσπεράνσα και Γκουαχαρά-Μιρίμ). Μόνο το νοτιοκεντρικό τμήμα της Β. διαρρέεται από ποταμούς, όπως
ο Πιλκομάγιο, που εκβάλλουν στον Παραγουάη. Ενδορροϊκές ζώνες, τέλος, δεν λείπουν και στα ανατολικά βαθύπεδα, όπως
συμβαίνει στην περίπτωση του βαθυπέδου Γου Τσάκο.
Ο μοναδικός αμαζονικός ποταμός που πηγάζει από το εσωτερικό του ανδικού υψιπέδου είναι ο Λα Πας, που διαρρέει την
ομώνυμη πόλη. Κατέρχεται από μια βαθιά κοιλάδα που διασχίζει την Κορδιλιέρα Ρεάλ και θεωρείται ο κυριότερος πηγαίος
βραχίονας του Μπένι. Ο τελευταίος αυτός δέχεται από τα αριστερά, στο τελευταίο τμήμα του ρου του, τον Ρίο Μάδρε δε Δίος
και τον Ρίο Όρτον και γίνεται έτσι ένας από τους σπουδαιότερους παραπόταμους του Μαδέιρα. Οι άλλοι μεγάλοι παραπόταμοι
του Μαδέιρα είναι ο Μαμορέ, που ρέει αποκλειστικά σε βολιβιανό έδαφος, και ο Γκουαπορέ, που πηγάζει από το Μάτο Γκρόσο
και για μεγάλο τμήμα του ρου του αποτελεί την πολιτική μεθόριο μεταξύ Β. και Βραζιλίας. Ο Μαμορέ, ο πιο μεγάλος σε μήκος
και σπουδαιότερος ποταμός της χώρας, πηγάζει με την ονομασία Ρίο Γκράντε από τις δυτικές πλαγιές της αλυσίδας
Κοτσαμπάμπα (Ανατολική Κορδιλιέρα).
Η μεγαλύτερη από τις κλειστές λεκάνες των ανδικών υψιπέδων είναι το βαθύπεδο που περιλαμβάνει τις λίμνες Τιτικάκα και
Ποοπό. Η Τιτικάκα, που μόνο κατά ένα μέρος ανήκει σε βολιβιανό έδαφος, αποτελεί το λείψανο μιας πιο εκτεταμένης λεκάνης,
ένα είδος εσωτερικής θάλασσας που πριν από την τεταρτογενή περίοδο καταλάμβανε ένα μεγάλο τμήμα του υψιπέδου. Σήμερα
δέχεται τα νερά πολυάριθμων χειμάρρων, τόσο από τη βολιβιανή όσο και από την περουβιανή πλευρά, και πηγάζει από αυτήν
μονάχα ο Ντεσαγκουαδέρο (πλωτός για μεγάλο τμήμα) που τη συνδέει με τη δεύτερη μεγάλη λίμνη της περιοχής, την Ποοπό. Η
λίμνη αυτή έχει επιφάνεια 2.800 τ. χλμ., βρίσκεται 150 μ. πιο χαμηλά από την Τιτικάκα και –εξαιτίας της ισχυρής εξάτμισης την
οποία υφίσταται– έχει πολύ υψηλή αλμυρότητα, περίπου 16‰.
Κλίμα. Όπως όλες οι άλλες ανδικές χώρες που βρίσκονται στο εσωτερικό της διακεκαυμένης ζώνης, έτσι και η Β. παρουσιάζει
κλιματικές συνθήκες που επηρεάζονται πολύ από το υψόμετρο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το τμήμα των Άνδεων. Συνεπώς, η
αστρονομική θέση είναι καθοριστική μονάχα για τα ανατολικά βαθύπεδα. Το δυτικό κράσπεδο των Άνδεων, ιδιαίτερα, βρίσκεται
σταθερά υπό την επίδραση των μαζών ψυχρού και ξηρού αέρα που προέρχονται από τον αντικυκλώνα του νότιου Ειρηνικού.
Προς τον Ισημερινό ο αέρας αυτός θερμαίνεται προοδευτικά και έτσι, απομακρυνόμενος από το σημείο κορεσμού, τείνει να
απορροφήσει περισσότερη υγρασία, προκαλώντας στα εδάφη που διασχίζει συνθήκες ξηρασίας. Η Ανατολική Κορδιλιέρα,
αντίθετα, και ιδιαίτερα η Κορδιλιέρα Ρεάλ, υπόκειται στην επίδραση των νοτιοανατολικών αληγών ανέμων, που οδηγούν τις
υγρές και θερμές μάζες αέρα κατά μήκος των ανδικών πλαγιών, χωρίς να επηρεάζουν παρά ελάχιστα τις περιοχές των
βαθυπέδων, τα οποία έχουν κλίμα με δύο εποχές, συνδεδεμένο με τις μετατοπίσεις της λωρίδας των μεσοτροπικών συγκλίσεων
και με τις κυκλωνικές επιδράσεις του Ατλαντικού. Αποτέλεσμα είναι, γενικά, μια αξιοσημείωτη κλιματική αντίθεση ανάμεσα
στην ανδική περιοχή και στις ανατολικές πεδιάδες: βροχερές, θερμές και υγρές οι τελευταίες αυτές, φτωχή σε βροχοπτώσεις και
επηρεασμένη από το υψόμετρο η πρώτη. Αλλά και ανάμεσα στα χαμηλά και ψηλά επίπεδα της ανδικής περιοχής οι κλιματικές
συνθήκες ποικίλλουν αισθητά: από τις τροπικές και υγρές των κοιλάδων, των γιούνγκας, περνάμε σε ένα ορεινό κλίμα, με μέσες
ετήσιες θερμοκρασίες 10-15°C και με μέγιστες τιμές βροχοπτώσεων από 200 μέχρι 800 χιλιοστά τον χρόνο, που αυξάνουν με
την ελάττωση των γεωγραφικών πλατών, από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο. Στις πιο ψηλές ορεινές ζώνες οι βροχοπτώσεις
αποκτούν χιονώδη χαρακτήρα· εκεί κυριαρχούν οι τιέρας ελάδας, στις οποίες παρατηρείται παγετωνική δράση (πάνω από τα
5.000 μ.).
Διαφορετικό είναι επίσης το κλίμα των βαθυπέδων, σε σχέση με την έκθεση και το υψόμετρο. Στο ισημερινό κλίμα, πιο σωστά
αμαζονικό, του βορειότερου τμήματος υπεισέρχεται προοδευτικά, προς Ν, ένα υποτροπικό κλίμα· στα οροπέδια της Τσικίτος και
στο Τσάκο η ποσότητα των βροχοπτώσεων ελαττώνεται προοδευτικά, εξαιτίας της αύξησης της τροπικότητας και του
προοδευτικού περιορισμού της βροχερής εποχής.
Χλωρίδα και πανίδα. Η φυτική επικάλυψη του βολιβιανού εδάφους επηρεάζεται αξιοσημείωτα από τις κλιματικές συνθήκες,
προπάντων από τη διαφορετική κατανομή των βροχών και την προοδευτική μείωσή τους προς Ν και προς ΝΔ.
Στις βόρειες και ανατολικές περιοχές βασιλεύει το ισημερινό δάσος, πάντοτε οργιαστικό και πλούσιο σε είδη, το οποίο,
αλλάζοντας βαθμιαία όψη, ανεβαίνει επίσης τις κοιλάδες της ανατολικής πλαγιάς των Άνδεων. Στις τελευταίες αυτές, μεταξύ
500 και 1.800 μ., η βλάστηση αποκτά την όψη πλούσιου τροπικού δάσους. Στο υψίπεδο, έξω από τις ζώνες που γειτονεύουν με
τις μεγάλες λίμνες, οι οποίες μετριάζουν τη δριμύτητα του κλίματος, δεσπόζει η πούνα, πραγματική στέπα που αποτελείται
κυρίως από αγρωστώδη όπως το φυτό άλφα (στίπα).
Τα κάμπος είναι φυτικοί συνδυασμοί όμοιοι με τη σαβάνα, εκτεταμένες εκτάσεις που καλύπτονται από ψηλές πόες, ανάμεσα
στις οποίες ξεχωρίζουν σποραδικές συστάδες με ψηλό κορμό· η σχέση μεταξύ ποώδους βλάστησης και δέντρων διαφέρει από
τόπο σε τόπο, έτσι που ξεχωρίζουν τα κάμπος λίμπιος, στα οποία τα δενδρώδη είδη λείπουν τελείως, και τα κάμπος σεράδος, στα
οποία τα δέντρα δεσπόζουν ώσπου σχηματίζουν πυκνά δάση.
Και η πανίδα όμως κατανέμεται σε δύο βασικά διαφορετικά διαμερίσματα. Το πρώτο αντιπροσωπεύεται από το υψίπεδο,
σχετικά φτωχό σε είδη και άτομα. Τα πιο τυπικά ζώα είναι τα ιθαγενή της οικογένειας των καμηλιδών, δηλαδή το λάμα και το
αλπακά, που εκτρέφονται επίσης κατά μεγάλους αριθμούς. Αρκετά διαφορετική και περισσότερο πλούσια είναι, αντίθετα, η
πανίδα των ανατολικών πεδιάδων, όπου συναντώνται πολυάριθμα αμφίβια, ερπετά και πουλιά, καθώς και θηλαστικά, ανάμεσα
στα οποία ξεχωρίζουν ιαγουάροι, πέκαρι, σκαντζόχοιροι και μυρμηκοφάγοι.
Πληθυσμός
Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Τα βολιβιανά υψίπεδα ήταν κατοικημένα από τα πανάρχαια
χρόνια· υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που χρονολογούνται πριν από 10.000 χρόνια. Αλλά και στις μετέπειτα εποχές
ήταν πάντοτε πυκνοκατοικημένα· εκεί ήταν εγκατεστημένες ανθρώπινες ομάδες από τις οποίες προέρχονται οι Αϊμαρά και οι
Κέτσουα, οι αυτόχθονες που σήμερα αποτελούν την πλειονότητα του βολιβιανού πληθυσμού. Οι πρώτοι είναι συγκεντρωμένοι
κυρίως γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα και στις πιο βόρειες κοιλάδες της Ανατολικής Κορδιλιέρας· οι δεύτεροι ζουν και αυτοί
γύρω από τους αρχικούς τους οικισμούς, στις ζώνες της Κοτσαμπάμπα, της Σούκρε και της Ποτοσί.
Από τις αρχές του 14ου αι. η Β. αποτέλεσε μέρος της αυτοκρατορίας των Ίνκας, η μυθική προέλευση της οποίας συνδέεται με το
νησί του Ήλιου, βολιβιανό νησάκι στη λίμνη Τιτικάκα. Στην εποχή των Ίνκας οφείλεται η εδαφική οργάνωση που, όπως και στο
Περού, παρέμεινε κατά ένα μέρος στη βάση της σημερινής γεωγραφικής διάταξης των υψιπέδων.
Έξι χρόνια μετά την έλευσή τους στην Τούμπες, στην περουβιανή ακτή, οι Ισπανοί κατακτητές έφτασαν στη Β. και το 1538
θεμελιώθηκε η Σούκρε. Η ανακάλυψη και η εντατική εκμετάλλευση των ορυχείων αργύρου του Σέρο Ρίκο, πάνω από την
Ποτοσί, έδωσε μεγάλη οικονομική σπουδαιότητα στα ανδικά υψίπεδα στο πλαίσιο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Το 1563
ιδρύθηκε η αουντιένσια (διοικητικό κέντρο) του Άνω Περού (ή Τσάρκας), συνδεδεμένη με την Αντιβασιλεία της Λίμα, η οποία
κάλυπτε περίπου το έδαφος της σημερινής Β. Το Άνω Περού διασχιζόταν τότε από τον δρόμο των καραβανιών που ένωνε το Ρίο
ντε λα Πλάτα με τη Λίμα. Ο έλεγχος της Ισπανίας στην περιοχή δεν εμπόδισε την έκρηξη της αντιφεουδαρχικής εξέγερσης τον
18ο αι. Γι’ αυτό, στην αουντιένσια του Άνω Περού οι κρεολικές αποικίες παρέμειναν αριθμητικά περιορισμένες και δεν υπήρχε,
όπως στην Κολομβία ή στο Μεξικό, εγκατάσταση Ισπανών χωρικών. Σε αυτό οφείλεται ο μικρός αριθμός πληθυσμού
ευρωπαϊκής προέλευσης στη Β. και ο περιορισμένος αριθμός των μιγάδων, που έχουν περισσότερο κοινωνική σημασία παρά
βιολογική.
Η Β. είναι η λατινοαμερικανική χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού αυτοχθόνων· το ποσοστό αυτό φτάνει πράγματι το
55% του συνόλου, ενώ οι μιγάδες ανέρχονται στο 30%. Οι κρεολοί και οι Ευρωπαίοι αντιπροσωπεύουν το 15% του πληθυσμού.
Δεν λείπουν και μειονότητες μαύρων, ενώ στις δασικές ζώνες της ανατολικής Β. ζουν σχεδόν άγνωστες ακόμα ανθρώπινες
ομάδες· στο Τσάκο, για παράδειγμα, υπάρχουν νομαδικές ομάδες, όπως οι Τσαρότο και οι Γκουαϊκουρού· στην ίδια περιοχή
πραγματοποιήθηκαν, σε πρόσφατη εποχή, μεταναστεύσεις ομάδων Γκουαρανί.
Χαρακτηριστικό του βολιβιανού εθνικού πλαισίου, όμως, παραμένει ο σχετικά μικρός αριθμός του ευρωπαϊκού στοιχείου. Αυτό
οφείλεται στις φυσικές δυσκολίες της χώρας: μακριά από την ακτή, ψηλή στο πιο πυκνοκατοικημένο της τμήμα και πάντοτε με
χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, αν εξαιρεθεί η εποχή των μεγάλων εξορυκτικών επιτυχιών των περασμένων αιώνων. Στη Β.,
επίσης, δεν παρατηρήθηκαν στα νεότερα χρόνια τα μεγάλα εκείνα μεταναστευτικά ρεύματα (προπάντων Ιταλών και Γερμανών)
που χαρακτήρισαν άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής.
Δημογραφική ανάπτυξη και κατανομή του πληθυσμού. Ο δείκτης αύξησης του πληθυσμού της Β., σύμφωνα με εκτιμήσεις του
2004, είναι 1,56%. Το ποσοστό θνησιμότητας έχει περιοριστεί αρκετά, αλλά και οι γεννήσεις παρουσίαζαν μέχρι το 1970 τιμές
από τις πιο χαμηλές της Λατινικής Αμερικής, κατώτερες του 20‰ τον χρόνο, γι’ αυτό και το ποσοστό αύξησης είναι πολύ μικρό.
Οι επιδημίες, σπάνιες στο υψίπεδο, είναι αρκετά διαδεδομένες στα Α, όπου εξακολουθεί να είναι υψηλή η θνησιμότητα όσων
μεταναστεύουν εκεί από τις Άνδεις. Το 2004 το προσδόκιμο ζωής ήταν 62,5 χρόνια για τους άντρες και 67,8 για τις γυναίκες.
Οι αυτόχθονες είναι συγκεντρωμένοι προπάντων στις Άνδεις, όπου οι οικισμοί φτάνουν σε υψόμετρο μέχρι τα 4.000 μ.·
υπολογίζεται ότι το 90% των Βολιβιανών κατοικούν πάνω από τα 3.000 μ. Οι πληθυσμοί αυτοί είναι προσαρμοσμένοι στην
αραιή ατμόσφαιρα των μεγάλων υψομέτρων, όπου δεν αναπτύσσονται μικροοργανισμοί· ο θωρακικός κλωβός τους είναι
ανεπτυγμένος, η καρδιά δυνατή, τα ερυθρά αιμοσφαίρια περισσότερα, αλλά παρατηρείται και απουσία ορισμένων αντισωμάτων
που επιτρέπουν μεγαλύτερη αντοχή στις επιθέσεις των μικροοργανισμών, γι’ αυτό και τα άτομα γίνονται ευαίσθητα όταν
κατεβαίνουν στις χαμηλές, ζεστές και υγρές ζώνες.
Το 2004 η μέση πυκνότητα υπολογιζόταν στους 7,9 κάτ. ανά τ. χλμ. Οι μεγαλύτερες πυκνότητες αγροτικού πληθυσμού
παρατηρούνται στα βόρεια των Άνδεων, γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα, όπου τα χωριά βρίσκονται στο κέντρο εδαφών
διαιρεμένων σε μικρά και πολυάριθμα τμήματα· εκεί, τα χωράφια με πατάτες και ολιούκος (ανδικός βολβός), με κριθάρι και
κινόα εναλλάσσονται με εδάφη σε αγρανάπαυση τα οποία χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι για τα ζώα. Στα απέραντα και
ερημικά υψίπεδα του νότου ο πληθυσμός είναι πολύ αραιός· μερικοί βοσκοί οδηγούν στις πεδιάδες αυτές –που πλήττονται από
τον άνεμο και όπου συχνά συναντώνται αλμυρά εδάφη– κοπάδια από λάμα και αλπακά. Αντίθετα, στη σχετικά ξηρή λεκάνη του
Κοτσαμπάμπα, καθώς και στην κοιλάδα όπου ιδρύθηκε η Σούκρε, οι κλιματικές συνθήκες ευνόησαν την εγκατάσταση των
κρεολών. Οι λόφοι και οι πεδιάδες που βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών αποτελούν τα καλύτερα αξιοποιημένα τμήματα
στην απέραντη ανατολική Β.
Τα προγράμματα γεωργικού εποικισμού και εκμετάλλευσης του πετρελαίου κοντά στα σύνορα με την Αργεντινή και την
Ουρουγουάη συνέβαλαν στην κατοίκησή τους. Γύρω στη Σάντα Κρους, πόλη που ιδρύθηκε στα τέλη του 16ου αι., εκτείνονται
σήμερα φυτείες ζαχαροκάλαμου. Όμως, η απόσταση των καταναλωτικών αγορών εμποδίζει την ανάπτυξη των πεδιάδων αυτών·
έτσι, για παράδειγμα, οι συγκοινωνίες της Τρινιδάδ, πρωτεύουσας της Ελ Μπένι, πραγματοποιούνται ακόμα αεροπορικώς. Η
πυκνότητα του πληθυσμού στις πεδινές περιοχές παραμένει συνεπώς χαμηλή, με τιμές κατώτερες, ιδιαίτερα στα Β, του 1 κατ.
ανά τ. χλμ.
Πόλεις. Η αστυφιλία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη χώρα· το 57,7% του πληθυσμού ζει στα αστικά κέντρα και η επέκτασή
τους, αν εξαιρεθούν η Λα Πας, η Σάντα Κρους και μερικά άλλα, υπήρξε σχετικά περιορισμένη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η
δημογραφική αύξηση του πληθυσμού, ωστόσο, δείχνει την ύπαρξη κάποιου μεταναστευτικού ρεύματος προς τις πόλεις, αν και
όχι τόσο σημαντικού όπως σε άλλες λατινοαμερικανικές χώρες.
Το φαινόμενο της δημιουργίας πόλεων έχει πολύ παλαιά προέλευση και την εποχή της αποικιοκρατίας θεμελιώθηκαν κέντρα
μεγάλης σπουδαιότητας· η περίπτωση της Ποτοσί, πόλης μεταλλείων, υπήρξε μάλιστα μοναδική στην πολεοδομική ανάπτυξη
της Λατινικής Αμερικής. Με την εκμετάλλευση των ορυκτών είναι συνδεδεμένη η προέλευση και άλλων πόλεων, όπως η
Ορούρο και η Σούκρε, η πιο παλαιά αποικιακή πόλη της Β., η οποία αργότερα έπαιξε τον προνομιούχο ρόλο της έδρας της
αουντιένσια. Οι βολιβιανές πόλεις βρίσκονται σχεδόν όλες στα υψίπεδα και αυτό δικαιολογείται φυσικά από την υψηλή
πυκνότητα της περιοχής των Άνδεων, στην οποία εκτελούν τις λειτουργίες τους σε εξάρτηση από τις τοπικές μορφολογικές
συνθήκες. Ιδιαίτερο ρόλο έχει η Κοτσαμπάμπα, πόλη που έχει αναπτυχθεί σε μια πυκνοκατοικημένη γιούνγκα της Ανατολικής
Κορδιλιέρας, αλλά στα πρόσφατα χρόνια αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο μια γέφυρα ανάμεσα στην ανατολή και στα υψίπεδα.
Με τη σειρά της η Λα Πας, πόλη μικρής σημασίας κατά το παρελθόν, ανέλαβε περιφερειακό –σε σχέση με την
πυκνοκατοικημένη ζώνη κοντά στη λίμνη Τιτικάκα– και εθνικό ρόλο ύστερα από την παρακμή της Ποτοσί και της Σούκρε.
Με αργό ρυθμό προχωρεί η αστική ανάπτυξη της ανατολής, και αυτό για φανερούς λόγους που συνδέονται με τις συνθήκες της
απέραντης περιοχής, που είναι ακόμα ελάχιστα κατοικημένη. Η Σάντα Κρους είναι, όπως και στο παρελθόν, η κορυφή της
πεδεμόντιας διαμόρφωσης, και σήμερα της εκτεταμένης λωρίδας που διασχίζεται από τη σιδηροδρομική γραμμή για τη
Βραζιλία.
Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας είναι η επίσημη πρωτεύουσα του κράτους Σούκρε, η διοικητική πρωτεύουσα Λα
Πας, η Ποτοσί, η Σάντα Κρους δε λα Σιέρα, που είναι και η πολυπληθέστερη πόλη της χώρας, και η Κοτσαμπάμπα (για
περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. αντίστοιχα λήμματα πόλεων).
Οικονομία
Η πολιτική αστάθεια στη χώρα δημιούργησε αρκετά προβλήματα και στον οικονομικό τομέα. Η Β. είναι από τα φτωχά κράτη
της Λατινικής Αμερικής και οι προοπτικές είναι δύσκολες, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί κοιτάσματα πετρελαίου και
φυσικού αερίου. Παράλληλα, έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο στην οικονομία που προσανατολίζεται στις αγορές ύστερα από
μαζικές ιδιωτικοποιήσεις του εθνικού αερομεταφορέα, της εταιρείας πετρελαίου, των τηλεπικοινωνιών, των σιδηροδρόμων και
της επιχείρησης ηλεκτρισμού. Το 2003 το ΑΕΠ της χώρας ανήλθε στα 20.800 εκατ. δολ. ΗΠΑ, ενώ η μέση κατά κεφαλήν
ετήσια αγοραστική δύναμη στα 2.400 δολ. ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός για πολλά χρόνια ήταν υψηλός (το 1993 έφτασε 33,3%), αλλά
το 2001 περιορίστηκε στο 2%. Το επίσημο ποσοστό ανεργία που αναφέρθηκε το 1997 ήταν 11,4%, αλλά πρέπει να είναι πολύ
υψηλότερη. Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 40% του ενεργού πληθυσμού, ενώ η υλοτομία αποτελεί μία από τις πιο
αποδοτικές δραστηριότητες αυτού του τομέα. Ο τουρισμός, προς το παρόν ελάχιστα ανεπτυγμένος, βασίζεται σε μερικά
θαυμάσια τοπία της λίμνης Τιτικάκα, σε περίφημους ναούς και στις πιο ψηλές χιονοδρομικές πίστες του κόσμου (στις Άνδεις).
Γεωργία και δασικός πλούτος. Η γεωργία είναι πολύ φτωχή και εφαρμόζεται σε μικρή εδαφική επιφάνεια. Οι γεωργικές
μεταβολές αφορούν κυρίως τις πεδιάδες προς το Τσάκο και τη λεκάνη του Αμαζονίου, ενώ στις παλαιές γεωργικές ζώνες του
υψιπέδου οι μέθοδοι καλλιέργειας παραμένουν αμετάβλητες εδώ και αιώνες. Ο πληθυσμός των Άνδεων είναι προσκολλημένος
στο περιβάλλον του, παρότι δεν είναι φιλικό. Ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τρέφεται από την πατάτα,
που μπορεί να καλλιεργηθεί σε υψόμετρα που ξεπερνούν τα 4.000 μ. και την οποία οι αυτόχθονες διατηρούν, κατεψυγμένη και
αφυδατωμένη, για πολύ καιρό. Το κριθάρι και η κινόα (ένα φυτό που μοιάζει με το κεχρί) είναι δύο δημητριακά που
προσαρμόζονται στα πιο φτωχά και άγονα εδάφη του υψιπέδου και είναι ανθεκτικά ακόμα και στους ψυχρούς ανέμους των πιο
εκτεθειμένων περιοχών. Το καλαμπόκι, αντίθετα, έχει υψομετρικά όρια αισθητά πιο χαμηλά και οι καλύτερες καλλιέργειες είναι
εκείνες των χαμηλών, απάνεμων κοιλάδων· καταναλώνεται αλεσμένο ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή ενός αλκοολούχου
ποτού (τσίτσα) που είναι πολύ διαδεδομένο ανάμεσα στους χωρικούς. Καλλιεργούνται επίσης σιτάρι, μανιόκα, γλυκοπατάτες και
ρύζι. Οι εμπορικές καλλιέργειες προέρχονται από μερικές κοιλάδες ανοιχτές προς τον ωκεανό ή από τις φυτείες των ανατολικών
βαθυπέδων. Το σπουδαιότερο προϊόν είναι ο καφές, που καλλιεργείται σε μικρά αγροκτήματα στο διαμέρισμα της
Κοτσαμπάμπα και είναι ονομαστός για το άρωμά του· πιο μικρή είναι η παραγωγή κακάο, σόγιας και καπνού. Σημαντική είναι η
πρόοδος που παρατηρείται στις καλλιέργειες του βαμβακιού και του ζαχαροκάλαμου στο διαμέρισμα της Σάντα Κρους, όπου
υπάρχουν επίσης περιοχές αφιερωμένες σε τροπικά φρούτα και εσπεριδοειδή.
Κτηνοτροφία και αλιεία. Η κτηνοτροφία σταδιακά εκσυγχρονίζεται· στο υψίπεδο, όπου στο παρελθόν εκτρέφονταν μονάχα τα
λάμα, σήμερα είναι ευρύτατα διαδεδομένα τα αιγοπρόβατα, από τα οποία οι αυτόχθονες παίρνουν το μαλλί που υφαίνουν με το
χέρι. Το μεγαλύτερο μέρος των προβάτων εκτρέφεται στην πούνα, τη φτωχή στέπα των υψιπέδων. Τα βοοειδή εκτρέφονται στις
κοιλάδες των Άνδεων, αλλά γενικά δεν είναι από καλές φυλές και η παραγωγή γάλακτος και κρέατος είναι αρκετά περιορισμένη.
Στα βορειοανατολικά βαθύπεδα επεκτείνεται η κτηνοτροφία ιθαγενών βοοειδών διασταυρωμένων με ζεμπού και τα
αποτελέσματα φαίνονται αρκετά ευοίωνα. Από όλη τη βολιβιανή κτηνοτροφία έχουν σπουδαιότητα για το εμπόριο με το
εξωτερικό μονάχα τα αλπακά, που προσφέρουν εξαιρετικά πολύτιμο και περιζήτητο μαλλί, οι βικούνιες και τα τσιντσιλά για τις
γούνες τους. Η αλιεία είναι περιορισμένη στις εσωτερικές λίμνες, ιδιαίτερα στην Τιτικάκα, στα νερά της οποίας οι ψαράδες
χρησιμοποιούν χαρακτηριστικά σκάφη φτιαγμένα με καλάμια τοτόρα.
Βιομηχανία, ορυκτός πλούτος και ενέργεια. Στον τριτογενή τομέα απασχολείται το 13% του ενεργού πληθυσμού. Ο τομέας των
υπηρεσιών απασχολεί πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, όχι όμως σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Η ενέργεια προέρχεται από θερμοδυναμικούς σταθμούς (34%), κυρίως όμως από υδροηλεκτρικούς. Υπάρχουν σχέδια για την
κατασκευή ενός αγωγού που θα συνδέσει τη χώρα με τη Βραζιλία (φυσικό αέριο, πετρέλαιο) και σχέδια περαιτέρω αξιοποίησης
των υδάτινων πόρων της χώρας.
Η Β. είναι παραδοσιακά γνωστή ως χώρα ορυκτών· οι Ισπανοί ήταν εκείνοι που άρχισαν την εξορυκτική δραστηριότητα,
δίνοντας στο έδαφος έναν οικονομικό προσανατολισμό που έχει συνεχιστεί μέχρι σήμερα. Μετά την περίοδο του αργύρου, που
εξορυσσόταν από το ορυχείο της Ποτοσί κατά τη διάρκεια της ισπανικής αποικιοκρατίας, άρχισε η περίοδος του κασσίτερου,
που αντιπροσωπεύει το κυριότερο προϊόν εξαγωγής. Η εξόρυξη του μετάλλου άρχισε σε μεγάλη κλίμακα μόνο στις αρχές του
20ού αι. Ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία η βολιβιανή κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει την παραγωγή, το
1952 εθνικοποίησε τα ορυχεία που ενώθηκαν σε έναν κρατικό οργανισμό, τον CΟΜΙΒΟL (Corporaciόn Minera de Bolivia), που
αντιμετώπισε όμως πολυάριθμα προβλήματα χωρίς ποτέ να φτάσει επίπεδα υψηλής αποδοτικότητας, εξαιτίας του υψηλού
κόστους και της δυσκολίας μεταφοράς σε λιμάνια. Στη δεκαετία του 1960 η αύξηση των διεθνών τιμών του κασσίτερου
επέτρεψε στη Β. να αποκτήσει κεφάλαια τα οποία επένδυσε στον εξορυκτικό τομέα για την κατασκευή συγκροτημάτων που
μεταποιούν το ορυκτό πριν από την εξαγωγή. Κατά τη διάρκεια του πενταετούς αναπτυξιακού σχεδίου, αξιοσημείωτη ήταν η
κατασκευή των χυτηρίων της Βίντο, για την επεξεργασία μεγάλου μέρους του βολιβιανού κασσίτερου. Επίσης, σημαντική ήταν
η κατασκευή χαλυβουργείων κοντά στο μεγάλο κοίτασμα σιδήρου της Ελ Μουτούν, σε συνεργασία με τη Βραζιλία, η επιρροή
της οποίας στη βολιβιανή οικονομία αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.
Άλλα μέταλλα εξορύσσονται κυρίως ως υποπροϊόντα των ορυχείων κασσίτερου, όπως στην περίπτωση του αργύρου· σημαντικά
είναι τα κοιτάσματα βισμούθιου, ενώ υπάρχουν επίσης χρυσός, μόλυβδος, ψευδάργυρος, αντιμόνιο και βολφράμιο. Ολοένα και
πιο σημαντικός γίνεται ο ρόλος των υδρογονανθράκων, μετά τις πρόσφατες ανακαλύψεις κοιτασμάτων στην περιοχή του
Αμαζονίου. Το 1969 εθνικοποιήθηκε η Bolivian Gulf Oil Company και ολόκληρος ο τομέας του πετρελαίου περιήλθε στο
κράτος, που τον διαχειριζόταν μέχρι το 1993 μέσω της YPFB (Yacimientos Petroliferos Fiscales Bolivianos).
Χαμηλή είναι η βιομηχανική ανάπτυξη, εξαιτίας της έλλειψης δομών· εκτός από τα διυλιστήρια και τα συγκροτήματα για την
αρχική επεξεργασία των ορυκτών, υπάρχουν βιομηχανίες για την παραγωγή απαραίτητων καταναλωτικών αγαθών, ενώ η
οικοτεχνία, ιδιαίτερα στα υψίπεδα, διατηρεί αξιοσημείωτη σπουδαιότητα για την παραγωγή επίπλων και εργαλείων.
Συγκοινωνίες και μεταφορές. Το οδικό δίκτυο της χώρας καλύπτει 53.790 χλμ., εκ των οποίων μόνο τα 3.496 είναι
ασφαλτοστρωμένα. Οι εσωτερικές συγκοινωνίες εκτελούνται με δυσκολία, εξαιτίας της τραχιάς μορφολογίας του εδάφους·
πολλά χωριά επικοινωνούν μεταξύ τους με δρόμους όπου περνούν μονάχα υποζύγια. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την
οικονομική ανάπτυξη είναι η έλλειψη διεξόδου στη θάλασσα· ακριβώς για να εξασφαλίσει μια διέξοδο προς τον Ειρηνικό, η Β.
πολέμησε εναντίον της Χιλής και του Περού, αλλά ηττήθηκε. Παρά τις προσφορές της ίδιας της Χιλής και του Περού για έναν
διάδρομο στη θάλασσα, το αντιστάθμισμα κρίθηκε πολύ δαπανηρό και προς το παρόν η κυβέρνηση προτιμά να συνάπτει
συμφωνίες με την Παραγουάη και την Αργεντινή για πρόσβαση στον Ρίο ντε λα Πλάτα και την παραχώρηση μιας ελεύθερης
ζώνης στο λιμάνι Ροσάριο. Τα σιδηροδρομικά δίκτυα της χώρας είναι δύο και καλύπτουν 3.519 χλμ.: το ανδικό, που συνδέει τη
Λα Πας με τα λιμάνια του Ειρηνικού και τη βόρεια Αργεντινή, και εκείνο του Τσάκο. Τα δύο μεγαλύτερα αεροδρόμια
βρίσκονται στη Λα Πας (El Alto International) και στη Σάντα Κρους (Viru Viru).
Νόμισμα και τράπεζες. Επίσημη νομισματική μονάδα του κράτους είναι το μπολιβιάνο, που διαιρείται σε 100 σεντάβος (1 ευρώ
= περ. 9,6 μπολιβιάνο το 2004). Δικαίωμα έκδοσης του νομίσματος έχει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας (Βanco Central de
Βolivia). Λειτουργούν ακόμα δεκάδες κρατικές τράπεζες, οι οποίες επενδύουν σε μικρές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη
γεωργία και τα ορυχεία, καθώς επίσης αρκετές ιδιωτικές και ξένες τράπεζες.
Ιστορία
Από την αυτοκρατορία των Ίνκας στην ισπανική αποικιοκρατία. Πανάρχαια έδρα του λεγόμενου πολιτισμού της Τιαουανάκο, η
σημερινή Β. αποτέλεσε τμήμα, ως μεθοριακή περιοχή, της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Περίπου στα μέσα του 16ου αι. το έδαφος
κατακτήθηκε από τους Ισπανούς, που είχαν ήδη εγκατασταθεί στο Περού και στη λεκάνη του Ρίο ντε λα Πλάτα και, αφού
συμπεριλήφθηκε στην Αντιβασιλεία του Περού, ονομάστηκε Τσάρκας ή Άνω Περού. Το Άνω Περού, που κυβερνήθηκε ως
επαρχία, έμεινε στην αφάνεια έως το β’ μισό του 18ου αι., όταν βρέθηκε αναμεμειγμένο σε ένα γεγονός που συγκλόνισε όλη την
ισπανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία. Εκεί γεννήθηκε ένας απευθείας απόγονος του Τουπάκ Αμάρου, αυτοκράτορα των
Ίνκας ο οποίος είχε εκτελεστεί το 1571 ύστερα από διαταγή του Ισπανού αντιβασιλιά Φρανθίσκο δε Τολέδο. Ο νέος Ίνκα,
βαφτισμένος από τους Ιησουίτες, Χοσέ Γκαμπριέλ Κοντορκάνκι, προτίμησε να υιοθετήσει το όνομα Τουπάκ Αμάρου Β’ και το
1780 οδήγησε τον λαό του, που είχε σκλαβωθεί από τους Ισπανούς, σε εξέγερση, σε μια αιματηρή και καταδικασμένη
προσπάθεια απελευθέρωσης.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Όταν ξέσπασε το κίνημα για ανεξαρτησία σε όλες τις ισπανικές αποικίες της Αμερικής, το Άνω
Περού –που από το 1776 είχε ενσωματωθεί στην Αντιβασιλεία του Ρίο ντε λα Πλάτα (Αργεντινή)– τάχθηκε με το μέρος των
πατριωτών που πολεμούσαν εναντίον των Ισπανών. Με τον τρόπο αυτό αντιτάχθηκε όχι μόνο στον αποικιακό ζυγό αλλά και
στις βλέψεις της Αργεντινής για προσάρτηση. Ωστόσο, η ανακήρυξη της Β. σε ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοκρατία
συντελέστηκε πολύ αργότερα· το 1825 ο Σιμόν Μπολίβαρ απελευθέρωσε το Άνω Περού και συναίνεσε στην ανεξαρτησία του,
οπότε η περιοχή μετονομάστηκε προς τιμήν του σε Β. (Μπολίβια). Ο Αντόνιο Χοσέ δε Σούκρε, τοποτηρητής του Μπολίβαρ,
θέσπισε το 1826 σύνταγμα και ανέλαβε την πρώτη προεδρία της κυβέρνησης, το 1828. Το ίδιο έτος, όμως, ανατράπηκε από μια
στρατιωτική συνωμοσία, ενώ ελλόχευε ο κίνδυνος επικείμενης περουβιανής εισβολής, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αγκουστίν
Γκαμάρα. Αργότερα, ο Βολιβιανός Αντρές Σάντα Κρους εκμεταλλεύτηκε τις πολιτικές αναταραχές, κατόρθωσε να επικρατήσει
των ανταγωνιστών του και επέβαλε στη χώρα δικτατορία (1829-39). Το 1831 εισήγαγε νέο σύνταγμα, ολιγαρχικής και
αυταρχικής μορφής. Έπειτα από πέντε χρόνια (1836) δημιούργησε την Περουβιανο-Βολιβιανή Συνομοσπονδία και απέκτησε τον
τίτλο του προστάτη. Η κατάσταση αυτή άρχισε να δημιουργεί ανησυχίες στις γειτονικές δημοκρατίες της Χιλής και της
Αργεντινής, που αποφάσισαν από κοινού να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Συνομοσπονδίας. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε το
1839 στη Γιουνγκάι, οπότε ο Σάντα Κρους ηττήθηκε και η Συνομοσπονδία διαλύθηκε. Το Περού και η Β. επανήλθαν στο
προηγούμενο καθεστώς τους.
Η πτώση του Σάντα Κρους εγκαινίασε μια περίοδο αγώνων μεταξύ των καουντίγιος (δικτατόρων), ανάμεσα στους οποίους
ξεχώρισαν ο Χοσέ Μπαλιβιάν, που η δικτατορία του διήρκεσε από το 1841 έως το 1847, και ο στρατηγός Μανουέλ Ισιντόρο
Μπελσού, που παρέμεινε στην εξουσία από το 1849 έως το 1855. Στη συνέχεια, οι αγώνες ξανάρχισαν και διήρκεσαν, άγριοι και
αιματηροί, έως το 1864, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο στρατηγός Μαριάνο Μελγκαρέχο ο οποίος, σε συνεχή αναζήτηση
κεφαλαίων για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα τεράστια προσωπικά του έξοδα, διαπραγματεύτηκε με εταιρείες της Χιλής και
της Βραζιλίας την παραχώρηση σε αυτές των δικαιωμάτων που είχε η Β. τόσο στη ζώνη της Άκρε όσο και στην εκμετάλλευση
των νιτρικών αλάτων στη ζώνη της Ατακάμα. Ο Μελγκαρέχο ανατράπηκε το 1871 από ένα προνουνσιαμιέντο (στρατιωτική
στάση), που ωστόσο δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει την τάξη. Το 1876 κατέλαβε την εξουσία ο Ιλαριόν Ντάσα, που,
συμμαχώντας με το Περού, οδήγησε τη χώρα στην καταστρεπτική σύγκρουση με τη Χιλή. Ο πόλεμος αυτός, που ονομάστηκε
Πόλεμος του Ειρηνικού, διήρκεσε από το 1879 έως το 1883 και τερματίστηκε για τη Β. με την απώλεια της παράκτιας επαρχίας
Ατακάμα και του λιμανιού της Αντοφαγκάστα. Με τον τρόπο αυτό, η χώρα αποστερήθηκε τη μοναδική διέξοδό της προς τη
θάλασσα, καθώς και τα πολύτιμα κοιτάσματα νιτρικών αλάτων που βρίσκονταν κοντά στα παράλια. Η στρατιωτική ήττα
ενίσχυσε τις εσωτερικές αναταραχές και τουλάχιστον για τρεις πενταετίες ξεσπούσαν διαρκώς εξεγέρσεις. Τέλος, το 1899,
φάνηκε να έρχεται η ειρήνη, με την ανάληψη της προεδρίας της δημοκρατίας από τον φιλελεύθερο Χοσέ Μανουέλ Παντότσε.
Ο 20ός αιώνας των πραξικοπημάτων. Το σχετικά ήρεμο κλίμα, που εγκαινιάστηκε από τον Παντότσε και συνεχίστηκε για
μερικές δεκαετίες από τους διαδόχους του, επέτρεψε κάποια ενίσχυση των οικονομικών δραστηριοτήτων στις αρχές του 20ού αι.
Η πολιτική αυτή ευνόησε τη μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων, τα οποία στράφηκαν, όπως ήταν φυσικό, στην εκμετάλλευση του
ορυκτού πλούτου. Ωστόσο, δεν συγκεντρώθηκαν πια στον άργυρο, αλλά στα αποθέματα των νέων ορυκτών που στο μεταξύ
είχαν ανακαλυφθεί: στον κασσίτερο, στο βολφράμιο και στους υδρογονάνθρακες. Ο κασσίτερος, ιδιαίτερα, προκάλεσε μεγάλο
ενδιαφέρον, λόγω της αυξανόμενης ζήτησης που παρουσίαζε στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, σχηματίστηκε σταδιακά μια νέα
ολιγαρχία, εκείνη της εκμετάλλευσης του κασσίτερου. Η δημιουργία της ολιγαρχίας αυτής οφείλεται εν μέρει στην πρωτοβουλία
ενός επιχειρηματία από την Κοτσαμπάμπα, του Σιμόν Πατίνιο, ο οποίος χάρη στον κασσίτερο εξελίχθηκε σε λίγα χρόνια σε έναν
από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Στο μεταξύ, παράλληλα με την εταιρεία του Πατίνιο, είχαν αρχίσει να
λειτουργούν άλλες δύο εταιρείες: η Αραμάγιο, με βολιβιανά και βρετανικά κεφάλαια, και η Χόχσιλντ, με ελβετικά κεφάλαια. Οι
τρεις αυτές εταιρείες σχημάτιζαν τον αποκαλούμενο μεγάλο τρίποδα της βολιβιανής οικονομίας. Η Β. εξελίχθηκε σε μία από τις
σπουδαιότερες παραγωγούς κασσίτερου του κόσμου, αλλά οι κυβερνήσεις της έχασαν την πολιτική αυτονομία τους και
κατέληξαν απλά όργανα στα χέρια των εταιρειών του κασσίτερου και των ξένων συμμάχων τους. Λόγω της κατάστασης αυτής,
τα οφέλη που αποκόμισε η χώρα κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο με την πώληση των πρώτων υλών δεν την βοήθησαν να
ξεπεράσει την ύφεση του 1929. Αντίθετα, το 1932 η Β. αναμείχθηκε σε έναν άλλο πόλεμο, τον λεγόμενο Πόλεμο του Τσάκο
εναντίον της Παραγουάης, την έκρηξη του οποίου δεν προκάλεσαν εθνικοί λόγοι, αλλά συμφέροντα και αντιζηλίες διεθνών
εταιρειών πετρελαίου. Μόνο το 1938, ύστερα από διαιτησία, υπεγράφη συμφωνία που ευνοούσε την Παραγουάη.
Τα δεινά του πολέμου αυτού είχαν βαθιά και αλγεινή επίδραση στους Βολιβιανούς πολεμιστές, οι οποίοι επιστρέφοντας από το
μέτωπο κράτησαν αμέσως μια στάση διαμαρτυρίας απέναντι στην ιθύνουσα ολιγαρχία, ενώ παράλληλα ξέσπασαν διάφορα
επαναστατικά κινήματα. Στην περίοδο αυτή, πράγματι, ιδρύθηκε το Κόμμα της Επαναστατικής Αριστεράς (ΡΙR), μαρξιστικής
έμπνευσης, και το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα (MNR), εθνικοσοσιαλιστικών τάσεων, που μετά τον τερματισμό των
εχθροπραξιών με την Παραγουάη υποκίνησαν εξέγερση και απομάκρυναν από την κυβέρνηση τους παλιούς ιθύνοντες. Από το
1936 έως το 1938 η Β. είχε δύο καθεστώτα προσανατολισμένα στην αριστερά, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Δαβίδ Τόρο
και του συνταγματάρχη Χερμάν Μπους. Εγκαινιάστηκαν φορολογικές μεταρρυθμίσεις, το 1937 εθνικοποιήθηκε η Standard Oil
Company και ο Μπους θέσπισε δημοκρατικό σύνταγμα, το οποίο ωστόσο δεν τέθηκε σε ισχύ, καθώς στις 23 Αυγούστου 1939 ο
εμπνευστής του βρέθηκε νεκρός από σφαίρα. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία και η εξουσία επέστρεψε στα χέρια της
συντηρητικής ολιγαρχίας. Το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα ανέλαβε δράση και το 1943, ύστερα από μια πολλοστή
εξέγερση, κατέλαβε πάλι την εξουσία· αρχηγός του κράτους έγινε ο στρατηγός Γκουαλμπέρτο Βιγιαροέλ, ενώ ο ηγέτης του
κόμματος, Βίκτορ Πας Εστενσόρο, έμεινε στο παρασκήνιο καθοδηγώντας πολιτικά τη νέα κυβέρνηση. Όμως, η προσπάθεια να
ξαναρχίσει η μεταρρυθμιστική γραμμή του Τόρο και του Μπους απέτυχε, εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης των συντηρητικών.
Ήταν τέτοια η δυσαρέσκεια του λαού που οι αντίπαλοι του ΜΝR, τον Ιούλιο του 1946, μπόρεσαν εύκολα να τροφοδοτήσουν μια
εξέγερση· εξαγριωμένοι διαδηλωτές άρπαξαν στην κυριολεξία τον Βιγιαροέλ από το προεδρικό μέγαρο και τον κρέμασαν. Η
συντηρητική δεξιά ανέλαβε και πάλι την εξουσία. Ωστόσο, το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα είχε ριζώσει· οι προεδρικές
εκλογές του 1951, αν και διεξήχθησαν με έναν νόμο που απαγόρευε την ψήφο στους αυτόχθονες και σε άλλα μέλη της
βολιβιανής κοινωνίας, ανέδειξαν νικητή τον Πας Εστενσόρο. Οι στρατιωτικοί και η ολιγαρχία επενέβησαν για άλλη μια φορά,
ακύρωσαν τα εκλογικά αποτελέσματα και ανάγκασαν τον Πας Εστενσόρο να καταφύγει στην εξορία. Τον Απρίλιο του 1952 το
MNR άρχισε ξανά τον αγώνα και με τη βοήθεια αυτοχθόνων εθνοφρουρών κατέλαβε την εξουσία, ενώ ο Πας Εστενσόρο
ανακηρύχθηκε πρόεδρος της δημοκρατίας. Αυτή τη φορά, το καθεστώς εδραιώθηκε και ήταν έτσι σε θέση, κατά τα έτη 1952 και
1953, να εισαγάγει τρεις βασικές μεταρρυθμίσεις: την εθνικοποίηση του κασσίτερου (δηλαδή των τριών μεγάλων εταιρειών,
Πατίνιο, Αραμάγιο και Χόχσιλντ), την παραχώρηση ψήφου στους αυτόχθονες και την αγροτική μεταρρύθμιση. Το 1956, όταν
τον Πας Εστενσόρο διαδέχθηκε στην προεδρία ο Ερνάν Σίλες Σουάσο, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ρήγματα. Ακόμα και
το καθεστώς του ΜΝR τήρησε μετριοπαθή στάση, ανακαλώντας τους προοδευτικούς νόμους. Σταδιακά η κατάσταση
επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του Πας Εστενσόρο στην προεδρία το 1964. Στις 4 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου οι
ένοπλες δυνάμεις έκαναν πραξικόπημα, ο Πας Εστενσόρο ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ρενέ Μπαριέντος
Ορτούνιο. Η στροφή στα δεξιά είχε πραγματοποιηθεί. Τότε δημιουργήθηκαν στη Β. εστίες ανταρτοπόλεμου και ένας
εθνικοαπελευθερωτικός στρατός υπό την ηγεσία του περίφημου Αργεντινού επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (βλ. λ.). Ο
Μπαριέντος κινητοποίησε τα στρατεύματά του, τα οποία στις 7 Οκτωβρίου 1967 κατόρθωσαν να τον συλλάβουν· σε λίγες μέρες
αναγγέλθηκε ο θάνατος του Τσε. Ο Μπαριέντος πέθανε με τη σειρά του τον Απρίλιο του 1969, θύμα ενός μυστηριώδους
αεροπορικού δυστυχήματος. Τον αντικατέστησε ο αντιπρόεδρος Αδόλφο Σίλες Σαλίνας, αλλά λίγους μήνες μετά ο στρατηγός
Αλφρέδο Οβάντο Καντία ανέτρεψε τον Σαλίνας και ανέλαβε την προεδρία της δημοκρατίας, μετακινώντας αποφασιστικά προς
τα δεξιά τον άξονα της κυβερνητικής πολιτικής. Τον Οκτώβριο του 1970, οι προοδευτικοί, βοηθούμενοι από αξιωματικούς
συμπαθούντες προς το ΜΝR, έκαναν πραξικόπημα και ανέθεσαν την προεδρία στον στρατηγό Χουάν Χοσέ Τόρες, που ονόμασε
το καθεστώς του επαναστατικό και σοσιαλιστικό. Και αυτή η πρωτοβουλία όμως τερματίστηκε λίγους μήνες μετά, καθώς τον
Αύγουστο του 1971 ο Τόρες ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ούγκο Μπάνσερ Σουάρες. Τα διαδοχικά
πραξικοπήματα, που έφεραν στην εξουσία τους στρατηγούς Χουάν Περέδα (Ιούλιος-Νοέμβριος 1978) και Δαβίδ Παδίλια
(Νοέμβριος 1978), δεν έφεραν καμιά αλλαγή στη βολιβιανή πολιτική.
Τον Νοέμβριο του 1979 εκδηλώθηκε ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα και ο συνταγματάρχης Αλμπέρτο Νατούς
αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της χώρας. Η εξουσία του όμως δεν διήρκεσε πολύ, καθώς στις 17 Νοεμβρίου το Κογκρέσο
εξέλεξε την πρώτη γυναίκα πρόεδρο της Β., την Λίντια Γκουέιλερ. Στις προεδρικές εκλογές του 1980 κανείς από τους δύο
επικρατέστερους υποψηφίους –Σίλες Σουάσο και Πας Εστενσόρο– δεν απέσπασε μια καθαρή νίκη, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο να
εκδηλωθεί άλλο ένα πραξικόπημα, το 189ο στα 154 χρόνια της ανεξαρτησίας της Β. Επικεφαλής της νέας χούντας ήταν ο
στρατηγός Λουίς Γκαρσία Μέσα, που παραιτήθηκε έναν χρόνο αργότερα για να τον διαδεχτεί ο στρατηγός Κέλσο Τορέλιο Βίλα.
Η οικονομική κρίση, η διαφθορά του καθεστώτος και η εργατική αναταραχή υποχρέωσαν τους στρατιωτικούς να παραχωρήσουν
το 1982 την εξουσία στον Σίλες Σουάσο. Ο τελευταίος, ως πρόεδρος της Β., εφάρμοσε αυστηρά μέτρα δημοσιονομικής
λιτότητας για να ενισχύσει την οικονομία της χώρας, προκαλώντας όμως νέα αναταραχή. Τις βουλευτικές εκλογές του 1985
κέρδισε η αντιπολίτευση και η προεδρία της χώρας ανατέθηκε στον Πας Εστενσόρο. Στις προεδρικές εκλογές του 1989 κανείς
υποψήφιος δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, με αποτέλεσμα το Κογκρέσο να αναθέσει την προεδρία της χώρας στον Τζέιμ Πας
Ζαμόρα. Ο νέος πρόεδρος επιχείρησε να εξαλείψει την παραγωγή και το εμπόριο κοκαΐνης κλιμακώνοντας τις συγκρούσεις με
τους εμπόρους ναρκωτικών.
Σύμφωνα με την παράδοση πλέον, στις προεδρικές εκλογές του 1993 δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία κανείς εκ των δύο
βασικών υποψηφίων – ο Γκονζάλο Σάντσες δε Λοσάδα του MNR και ο Ούγκο Μπάνζερ, που υποστηρίχθηκε από το ΑDΝ και
το ΜΙR. Ο Μπάνζερ απέσυρε τελικά την υποψηφιότητά του και πρόεδρος ορκίστηκε ο Γκονζάλο Σάντσες δε Λοσάδα τον
Αύγουστο του 1993. Ο Μπάνζερ, από την πλευρά του, εξήγγειλε μέτρα για την οικονομική ενίσχυση των αγροτικών περιοχών,
μεταξύ των οποίων και 100.000 νέες θέσεις εργασίας για τους μικρούς γαιοκτήμονες. Τον χειμώνα του 2000 η Β. υπήρξε θύμα
καταστροφικών βροχοπτώσεων, οι οποίες άφησαν εκατοντάδες οικογένειες αστέγων και η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση
έκτακτης ανάγκης. Τον Αύγουστο του 2001 ο Μπάνζερ παραιτήθηκε από το αξίωμα του προέδρου και τον διαδέχθηκε ο
αντιπρόεδρος Χόρχε Κιρόγκα Ραμίρες του κόμματος ADN. Στις προεδρικές εκλογές, που διεξήχθησαν τον Μάιο του επόμενου
χρόνου, για άλλη μία φορά κανένας υποψήφιος δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Στις επαναληπτικές
εκλογές αναδείχθηκε νικητής ο πρώην πρόεδρος Σάντσες δε Λοσάδα, ενώ αντιπρόεδρος ορίστηκε ο Κάρλος Μέσα. Λίγο
αργότερα, με αφορμή τα φορολογικά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση, ξέσπασαν έντονες διαμαρτυρίες που οδήγησαν σε λαϊκή
εξέγερση και αλλεπάλληλες αιματηρές συγκρούσεις με τον στρατό, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Το 2003 το
σχέδιο της κυβέρνησης για την εξαγωγή φυσικού αερίου στις ΗΠΑ μέσω της Χιλής πυροδότησε νέες πολύνεκρες συγκρούσεις
ανάμεσα σε διαδηλωτές και στον στρατό που είχαν ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Λοσάδα. Στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου
χρόνου την προεδρία ανέλαβε ο πρώην αντιπρόεδρος Κάρλος Μέσα, ο οποίος, εκτός των άλλων, δημιούργησε ένα νέο
υπουργείο, αρμόδιο για τα ζητήματα των ιθαγενών.
Λογοτεχνία
Στην περιοχή που σήμερα ορίζεται ως Δημοκρατία της Β. κατοικούσαν από την αρχαιότητα οι ιθαγενείς Κόλα, για τον
πολιτισμό των οποίων ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά. Αργότερα, κατά τον 15ο αι. οι Ίνκας, κατά τη διάρκεια της επέκτασης
της ισχυρής τους αυτοκρατορίας, υπέταξαν τον 15ο αι. τους ιθαγενείς που μιλούσαν τη γλώσσα αϊμαρά, οι απόγονοι των οποίων
είναι ακόμα πολυπληθείς στις βολιβιανές Άνδεις. Τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου αυτής έγιναν γνωστά στην Ευρώπη από
τους χρονογράφους, που δίνουν πολλές μαρτυρίες για τα έθιμα, τις γλώσσες και την ιστορία των ιθαγενών. Το πιο ενδιαφέρον
ιστορικό έργο της εποχής της αποικιοκρατίας ήταν χωρίς αμφιβολία τα Χρονικά της αυτοκρατορικής πόλης Ποτοσί (Annales de
la Ville Imperiale de Potosi, 18ος αι.) του Μπαρτολομέ Μαρτίνες Βέλα. Άλλα σπουδαία ντοκουμέντα για τη ζωή των
πληθυσμών αυτών είναι έργα κυρίως Ιησουιτών, οι οποίοι υπήρξαν από τους πρώτους αποίκους της Νότιας Αμερικής. Δεν
λείπουν επίσης οι στιχουργοί, ανέκαθεν πολυάριθμοι στην περιοχή αυτή· ανάμεσά τους αναφέρονται ο Λουίς δε Ριμπέρα,
καταγόμενος από τη Σεβίλη της Ισπανίας, και ο Χουάν Σομπρίνο, από την Ποτοσί.
Οι ποιητές και οι δραματουργοί του ρομαντισμού. Το β’ μισό του 18ου αι. έφερε και στο Άνω Περού (όπως ονομαζόταν το
σημερινό έδαφος της Β.) τις ιδέες του Διαφωτισμού και μαζί με αυτές, τις πρώτες φιλοδοξίες για ανεξαρτησία, που σύντομα
εκφράστηκαν σε ανοιχτές εξεγέρσεις μικρών πυρήνων ιθαγενών, οι οποίες καταπνίγηκαν βίαια από τις ισπανικές αρχές. Μετά
την ανεξαρτησία γεννήθηκε στη χώρα η δημοσιογραφία με την εφημερίδα Εl Τelegrafo (1822). Στη δραστηριότητα αυτή
διακρίθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Μπερνάρντο Μοντεαγκούδο, ο Κασιμίρο Ολανιέτα και οι χρονογράφοι Χοσέ Μανουέλ δε Λόσα
και Μανουέλ Ουρκούλιο.
Στην πραγματικότητα, οι περιπέτειες της χώρας, που γνώρισε κάθε είδους κρίση και κυβερνήθηκε επανειλημμένα από
δικτάτορες, δεν ευνοούσαν σημαντική ανάπτυξη της λογοτεχνίας κατά τον 19ο αι., αν και δεν έλειψαν κάποιοι στιχουργοί, όπως
ο Μανουέλ Κορτές, και μερικά δείγματα ιστορικών διηγημάτων, όπως τα έργα της Χουάνα Μανουέλα Γκορίτι. Ο ρομαντισμός,
ωστόσο, έφτασε και στη Β., όπως στην υπόλοιπη Νότια Αμερική, χωρίς να προσφέρει ιδιαίτερα πρωτότυπα αποτελέσματα.
Τέσσερις είναι οι ποιητές του 19ου αι. που αντιπροσωπεύουν καλύτερα από κάθε άλλον τον βολιβιανό ρομαντισμό· η Μαρία
Χοσέφα Μουχία, που έγραψε τρυφερά ποιήματα, ο Μανουέλ Χοσέ Τοβάρ, ο δημοσιογράφος Ρικάρντο Χοσέ Μπουσταμάντε και
ο Νέστορ Γκαλίντο.
Ένα άλλο αποτέλεσμα του ρομαντισμού στη Β. υπήρξε η γέννηση του θεάτρου (αφού οι παραστάσεις της Ποτοσί, τον 16ο και
17ο αι. είναι γνωστές μόνο από πληροφορίες και, άλλωστε, κατά τα φαινόμενα, υπήρξαν απλώς θεαματικά και σποραδικά
επεισόδια). Εκτός από μερικά μεμονωμένα κείμενα, τρεις ήταν οι κυριότεροι και σχεδόν μοναδικοί δραματουργοί της Β. του
19ου αι.: ο Φέλιξ Ρέγες Ορτίς, συγγραφέας δύο ρομαντικών δραμάτων –Αγάπη και μίσος (Οdio y Αmor, 1859) και Los Lanza
(1875)– και δύο έμμετρων κωμωδιών: Κουτσομπολιά (Chismografίa, 1876) και Πώς προοδεύουν τα παιδιά! (Que progreso de
muchachos!, 1877). Ο Μπενχαμίν Λενς, εκδότης και πεσιμιστής λυρικός ποιητής, έγραψε για το θέατρο έξι έργα, ιστορικά και
ηθογραφικά. Τέλος, ο Νατανιέλ Αγκίρε στράφηκε προς το ρεαλιστικό θέατρο, πάντοτε όμως με επιφανειακή ρομαντική
ευαισθησία. Στο σύνολό της, ωστόσο, η παραγωγή υπήρξε πενιχρή και καθόλου πρωτότυπη, ακόμα και στον τομέα της
δραματικής λογοτεχνίας. Η ταραγμένη ζωή της χώρας και η πολιτιστική απομόνωσή της επηρέασαν αρνητικά και τη
λογοτεχνική ανάπτυξη.
Αργή και ελάχιστα σημαντική υπήρξε επίσης, για τους ίδιους λόγους, και η ανάπτυξη της μυθιστοριογραφίας. Μετά τις
ιστορικές αφηγήσεις της Γκορίτι, που προαναφέρθηκαν, τα μυθιστορήματα κάποιας σπουδαιότητας ήταν τρία όλα κι όλα: Το
νησί (La isla, 1864) του Μανουέλ Καμπαγιέρο, Μυστήρια της καρδιάς (Μisterios del corazon, 1869) του Μαριάνο Ρικάρντο
Τεράσας και Juan de la Rosa του Νατανιέλ Αγκίρε, που διηγείται τον πόλεμο της ανεξαρτησίας μέσω των αναμνήσεων ενός
παιδιού. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η ανάμνηση του παρελθόντος είναι ακόμα πολύ ισχυρή για τους συγγραφείς της
χώρας, παρά τις απαιτήσεις του σκληρού παρόντος. Από τον ρομαντισμό γεννήθηκε και ένα ρεύμα αρκετά σπουδαίων ιστορικών
μελετών. Ανάμεσα στους πολυάριθμους λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με τις μελέτες αυτές ιδιαίτερα αξιόλογος υπήρξε ο
Γκαμπριέλ Ρενέ Μορένο.
Οι ποιητές και οι πεζογράφοι του μοντερνισμού. Στη δημιουργία και στην ανάπτυξη του ανανεωτικού κινήματος που είναι
γνωστό με τον όρο μοντερνισμός, η Β. συνέβαλε με δύο προσωπικότητες πολύ σημαντικές: τον ποιητή και πεζογράφο Ρικάρντο
Χάιμες Φρέιρε και τον Φρανς Ταμάγιο, που έγινε ο εθνικός ηγέτης της νέας σχολής, στρεφόμενος στον ελληνορωμαϊκό
κλασικισμό για τα θέματα και σε σπάνιες λυρικές αλχημείες για τα μέτρα και τη γλώσσα. Τα λυρικά έργα του Ταμάγιο τον
αναδεικνύουν στον πιο γνήσιο ανάμεσα στους ποιητές της χώρας που άκμασαν στο πρώτο μισό του 20ού αι. Σε κατώτερο
επίπεδο, αλλά πάντοτε αξιοσημείωτο, τοποθετούνται άλλοι ποιητές, όπως ο Γκρεγκόριο Ρέινολντς και ο Μανουέλ Μαρία Πίντο.
Αρκετά σπουδαία και πρωτότυπη ήταν η ανάπτυξη της πεζογραφίας, κορυφαίος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο Αλσίντες
Αργκέδας. Οι σχέσεις του με τον μοντερνισμό είναι εμφανείς στα πρώτα του κιόλας μυθιστορήματα, αλλά το έργο Μπρούντζινη
γενιά (Raza de bronce, 1919) έχει χαρακτηριστεί αριστουργηματικό. Το βιβλίο αυτό είχε επίδραση σε όλη τη Λατινική Αμερική
εγκαινιάζοντας το ρεύμα του μυθιστορήματος καταγγελίας. Με το ψυχολογικό μυθιστόρημα είναι συνδεδεμένο το όνομα του
Βάλτερ Καρβαχάς, συγγραφέα του έργου Ανανέωση ή θάνατος (Renovarse ο morir, 1919)· ιδιαίτερα αξιόλογοι είναι επίσης οι
Αμπέλ Αλαρκόν, Αντόλφο Οτέρο και Αουγκούστο Σέσπεντες. Τα βήματα του Αργκέδας ακολούθησαν και άλλοι Βολιβιανοί,
ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Χάιμε Μεντόσα και ο Αρμάντο Τσιρβέτσες.
Οι νέοι ποιητές και η λογοτεχνία διαμαρτυρίας. Ανάμεσα στους ποιητές, ο σημαντικότερος επίγονος των μεγαλύτερων
μοντερνιστών υπήρξε ο Κλαούντιο Πενιαράντα, ακολουθούμενος από τον Χοσέ Εντουάρντο Γκέρα, και από τους πιο νέους ο
Χουάν Καπρίλες, ο Νικολάς Ορτίς Πατσέκο και ο Ραφαέλ Μπαλιβιάν, το έργο του οποίου, Φωτισμένο μονοπάτι (Senda
iluminada, 1924), αποκαλύπτει τις πρώτες επιδράσεις της πρωτοποριακής ποίησης.
Οι γενιές του 20ού αι., παρότι τυπικά απομακρύνθηκαν από τον μοντερνισμό, διατήρησαν ωστόσο τις επιδράσεις του. Μια
πρώτη ομάδα, αρκετά μεγάλη, με επικεφαλής τον Οκτάβιο Καμπέρο Ετσασού, επανέλαβε με νέο πνεύμα τα παλαιά φολκλορικά
θέματα και εκείνα που αναφέρονταν στους αυτόχθονες. Άλλοι, αντίθετα, κινήθηκαν σε πιο ελεύθερους δρόμους και
ακολούθησαν ισπανικά πρότυπα (Λόρκα, Αλμπέρτι) καθώς και ευρωπαϊκά υπερρεαλιστικά, όπως οι Λουίς Μεντισάλ Σάντα
Κρους, Ραούλ Οτέρο Ρέιτσε, Λούσιο Ντίες δε Μεδίνα, Χαβιέρ ντελ Γκρανάδο, οι αδελφοί Βίγια Γκόμες κ.ά.
Ωστόσο, το σύγχρονο λογοτεχνικό πανόραμα της Β. –εξαιτίας της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα καθώς
και του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού– παρουσιάζεται μάλλον πενιχρό. Από τους ποιητές πάντως, θα πρέπει να
αναφερθούν οι Γιολάντα Μπεντρεγκάλ, Χόρχε Σουάρες και, κυρίως, ο Πέδρο Σιμόζε, ο οποίος είναι επίσης μυθιστοριογράφος,
χρονογράφος, κριτικός, μουσικολόγος και σχεδιαστής. Μεταξύ των νεότερων πεζογράφων, που ασχολήθηκαν σχεδόν όλοι με τα
κοινωνικά προβλήματα, τη διαμαρτυρία κατά των αδικιών και την προστασία του αυτόχθονα, διακρίθηκαν ο Ραούλ Μποτέλιο
Γκονσάλβες, ο Μαρσέλο Κιρόγκα Σάντα Κρους και ο Αουγκούστο Σεσπέντες. Συγγραφείς με αξιόλογο ταλέντο είναι επίσης ο
Αντόλφο Κόστα ντου Ρελς, ο Ρομπέρτο Λέιτον, ο Ούγκο Μπλιμ, ο Πορφίριο Ντίας Ματσικάο, ο Αρμάντο Μοντενέγκρο, ο
Ραούλ Τεϊξίδο κ.ά. Ο Ρενάτο Πράδα και ο Χεσούς Ουρσαγκάστι μπορούν να θεωρηθούν ανανεωτές της θεματολογίας. Στο
δοκίμιο, τέλος, διακρίθηκαν ο Φερντινάντο Ντίες δε Μεδίνα και ο Ζεζού Λάρα.
Τέχνη
Από την προκολομβιανή εποχή στην πρώιμη βολιβιανή αποικιακή τέχνη. Η Β. διαθέτει από την προκολομβιανή εποχή
πολυάριθμες και σημαντικές μαρτυρίες, ιδιαίτερα στη ζώνη της λίμνης Τιτικάκα, στην οποία βρίσκεται η Τιαουανάκο, ένα από
τα σπουδαιότερα λατινοαμερικανικά αρχαιολογικά κέντρα. Στην καλλιτεχνική κουλτούρα που δημιούργησε η πόλη αυτή, η
γλυπτική σε πέτρα είναι αρκετά διαδεδομένη και προσφέρει αγάλματα που απεικονίζουν όρθιες ή καθιστές μορφές: αυτά φέρουν
μεγάλα κεφάλια με τονισμένα ζυγωματικά και προεξέχουσες γνάθους, αγάλματα-υποστυλώματα, με χαραγμένες παραστάσεις
και πλάκες διακοσμημένες με γεωμετρικά θέματα. Ενίοτε η διακόσμηση αποτελείται από την ίδια τη χάραξη όπως στα
αγάλματα-υποστυλώματα ή από ανάγλυφα σχέδια στις επίπεδες επιφάνειες. Τα αγάλματα-υποστυλώματα, που φτάνουν και
ξεπερνούν μερικές φορές το ύψος των έξι μέτρων, απεικονίζουν μια ανθρώπινη μορφή με τα μπράτσα ακουμπισμένα στο
στήθος: συνήθως το ένα χέρι κρατά ένα αγγείο και το άλλο ένα τελετουργικό αντικείμενο. Το κεφάλι, τετράγωνο, φέρει μια
διακοσμημένη λωρίδα και ολόκληρη η επιφάνεια καλύπτεται από πυκνή εγχάρακτη διακόσμηση που στα ενδύματα
επαναλαμβάνει τα θέματα που συναντώνται στα υφαντά.
Στην κεραμική διακρίνονται τρεις φάσεις: στην πρώτη, που θεωρείται αρχαϊκή, αποδίδονται αγγεία κατασκευασμένα από βαρύ
υλικό με απλές μορφές, όπως δίχρωμες κοτύλες και μονόχρωμα αγγεία, που έκαιγαν αρώματα, με απλά ιχνογραφήματα. Η
κλασική φάση παρουσιάζει τις ίδιες μορφές, με πιο λεπτό υλικό, καλύτερα επεξεργασμένο και μεγαλύτερη χρωματική ποικιλία
(έχουν βρεθεί μέχρι οκτώ χρώματα σε ορισμένα δείγματα)· η διακόσμηση ζώων, προπάντων πούμα και κόνδορα ή μονάχα των
κεφαλιών τους, χαρακτηρίζεται από την κατατομή του σχεδίου που έχει εκτελεστεί με άσπρο ή μαύρο, ενώ εμφανίζεται ήδη ένας
άλλος τύπος διακόσμησης βασισμένος σε σύμβολα, που έμελλε να κυριαρχήσει στην τελευταία φάση. Η μετακλασική περίοδος
προσφέρει μεγάλη ποικιλία από αγγεία και κοτύλες, που χαρακτηρίζονται από τη διεύρυνση του ανώτερου τμήματος και από τη
διακόσμηση η οποία αποτελείται από αυστηρά γεωμετρικά θέματα. Είναι πιθανό ότι το τελευταίο αυτό στάδιο διήρκεσε για πολύ
καιρό πριν από την κατάκτηση των Ίνκας, τον 15ο αι.
Το στιλ μουντεχάρ βρήκε στη Β. πολύ ευνοϊκό έδαφος από τα τελευταία χρόνια του 16ου αι. Στην Ποτοσί, το σκευοφυλάκιο της
μονής του Αγίου Δομίνικου έχει επιμελημένη σκαλιστή κορυφή, όπως και η ξύλινη στέγη που κοσμείται με αστέρια και άνθη
στον ναό του Αγίου Φραγκίσκου στη Σούκρε. Η οικονομική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της Ποτοσί, που ανακόπηκε την πρώτη
δεκαετία του 17ου αι. από την καταστροφή που προκάλεσε η κατάρρευση του φράγματος της λίμνης Καρικάρι, συνεχίστηκε από
τα μέσα του 20ού αι. με την αρχή του μπαρόκ, το οποίο προαναγγέλλουν ήδη οι πυλώνες των ναών του Αγίου Αυγουστίνου και
της Αγίας Τερέζας.
Αντίθετα με την Ποτοσί, η Σούκρε, η παλαιά Τσουκισάκα, παρουσιάζει κυρίως ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, ως κέντρο του
κλήρου και της γραφειοκρατίας. Το α’ μισό του 17ου αι. χαρακτηρίζεται από κτίρια που θυμίζουν το όψιμο αναγεννησιακό στιλ,
με γοτθικούς θόλους και θολίσκους με φατνώματα, παρότι υπάρχουν και χαρακτηριστικά μουντεχάρ. Στο β’ μισό του αιώνα
ανθεί το μπαρόκ, που θριαμβεύει στους πυλώνες του καθεδρικού ναού. Οι επικαλύψεις του μοναδικού κλίτους και του
οκτάγωνου θόλου του δομινικανικού ναού του Σαν Μιγκέλ παρουσιάζουν μικρά γεωμετρικά στοιχεία μαυριτανικού τύπου,
όμοια με πολύτιμο κέντημα.
Η Β., όπως γενικά όλη η Λατινική Αμερική, οφείλει στην Ευρώπη το στιλ της γλυπτικής και της ζωγραφικής της. Πολλά έργα
ευρωπαϊκής προέλευσης έφτασαν εδώ και συνέβαλαν στη διαμόρφωση των τοπικών καλλιτεχνών.
Η αρχιτεκτονική του 18ου αι. Η Λα Πας, μολονότι είναι χτισμένη σε μεγάλο ύψος, παρουσιάζει ενδιαφέροντα οικοδομήματα· το
μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου είναι το σπουδαιότερο μνημείο της αποικιακής εποχής και ο ναός είναι από τους καλύτερους
της περιόδου στο υψίπεδο. Χαρακτηρίζεται από τρία κεντρικά κλίτη, εγκάρσιο διάδρομο και θόλο, ενώ φέρει θολωτές
επικαλύψεις και στα πλευρικά κλίτη. Η πρόσοψη μοιάζει να είναι καλυμμένη με κέντημα, χάρη στην πλούσια διακόσμηση που
συνενώνει φυτικά και ανθρωπόμορφα θέματα, και καλύπτει και τους ελικοειδείς κίονες με κιονόκρανο που παραπέμπει αμυδρά
στο κορινθιακό. Ο πυλώνας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του ανδικού μπαρόκ.
Μερικά ιδιωτικά οικοδομήματα της Λα Πας παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον χάρη στην παρουσία τριών πάτιο, το πρώτο από
τα οποία προορίζεται για τα τρία κυριότερα δωμάτια· ιδιαίτερη είναι επίσης η σπουδαιότητα που δίνεται στην πρόσοψη του
πρώτου πάτιο, στο οποίο ανοίγει μια μεγάλη πόρτα που οδηγεί μέσω μιας αίθουσας στην ανώτερη στοά. Ο πυλώνας αυτός, που
κοσμείται με το οικογενειακό έμβλημα, γίνεται σπουδαιότερος από τον πυλώνα της ίδιας της πρόσοψης του κτιρίου, όπως στο
σπίτι των μαρκησίων Βιγιαβέρντε ή στο πολυτελές ανάκτορο του Ντίες δε Μεδίνα.
Ο ναός και το παρεκκλήσι του Αγίου Φιλίππου του Νέρι, το σπουδαιότερο αρχιτεκτονικό συγκρότημα της Σούκρε (τέλη 18ου
αι.), είναι επηρεασμένα από το ροκοκό που ήλθε από τη Γαλλία μέσω του Μπουένος Άϊρες.
Θέατρο
Το βολιβιανό θέατρο, τόσο κατά την αποικιοκρατική περίοδο όσο και για μακρύ χρονικό διάστημα μετά την ανεξαρτησία, ήταν
ένα απολύτως περιθωριακό φαινόμενο, επηρεασμένο από τα ισπανικά μοντέλα, ενώ τα θεατρικά έργα που γράφονταν ήταν
θρησκευτικά και ιστορικά δράματα (βλ. ενότητα Λογοτεχνία). Μόνο μετά τη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν πειραματικές
ομάδες που ευνόησαν τη γένεση μιας νέας δραματουργίας, μέσω της οποίας καταβλήθηκε προσπάθεια να συμβάλει το θέατρο
στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και να διαμαρτυρηθεί ταυτοχρόνως για τις άθλιες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που
επικρατούσαν στη χώρα.
Ο γνωστότερος θεατρικός συγγραφέας της Β. είναι ο Αντόλφο Κόστα ντου Ρελς, το έργο του οποίου, Los estandartes del rey
(1956), ανεβάστηκε και σε άλλες χώρες. Δεν υπάρχει, πάντως, ούτε στην πρωτεύουσα ούτε αλλού μια συγκροτημένη θεατρική
δομή και έτσι η θεατρική δραστηριότητα είναι ακόμα σποραδική. Ωστόσο, επειδή η πολιτιστική ζωή της χώρας είναι αρκετά
σημαντική, παρά τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, το μέλλον του βολιβιανού θεάτρου έχει θετικές προοπτικές.
Έθιμα και παραδόσεις
Ο δεσμός του ιθαγενούς με τις αρχαίες παραδόσεις του και ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Στη Β. συνυπάρχουν, χωρίς να έχουν
φτάσει ποτέ στη συγχώνευση, φυλές διαφορετικής προέλευσης και κουλτούρας: ιθαγενείς πληθυσμοί στο υψίπεδο και στις
κορδιλιέρες, πληθυσμοί μιγάδων κυρίως στις ανατολικές κοιλάδες των Άνδεων, πληθυσμοί ισπανικής προέλευσης, πολύ
συντηρητικοί, στη Σούκρε και στη Σάντα Κρους δε λα Σιέρα. Τέλος, στα δάση του Αμαζονίου, που καλύπτουν τον βορρά και
την ανατολή της χώρας, καθώς και στις πεδιάδες του Τσάκο, υπάρχουν φυλές που ζουν στις παρυφές του δυτικού πολιτισμού,
όπως οι Σιριόνο, αποκλειστικά κυνηγοί και ψαράδες. Το ιθαγενές στοιχείο των Άνδεων παραμένει πιστά προσκολλημένο στα
έθιμά του. Ένα γερό νήμα ενώνει την εποχή των Αϊμαρά με εκείνη των Ίνκας και μετά, με την ισπανική κατάκτηση, τις μέρες
της ανεξαρτησίας και τις μέρες μας· και είναι ένα φαινόμενο πολύ παράξενο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι πληθυσμοί δεν είχαν
αναπτύξει τη γραφή. Ωστόσο, η εξήγηση βρίσκεται στη μακραίωνη απομόνωση των Βολιβιανών στα βουνά, στα μεγάλα
υψόμετρα της περιοχής. Το γεωγραφικό στοιχείο κυριαρχεί, ενώ εδώ –περισσότερο από κάθε άλλη χώρα– συνέβαλε άμεσα στη
διαμόρφωση του λαού.
Τα έθιμα και οι παραδόσεις των πληθυσμών των Άνδεων προέρχονται από τα χρονικά και από την ιστορία ενός λαού που,
περισσότερο από κάθε άλλον, τις μετέφερε γνήσιες στη σύγχρονη εποχή, αν και με κάποια παραφθορά, που ωστόσο εξηγείται
από τη βία που γνώρισε η γη αυτή από τη Δύση. Η μυθολογία των ιθαγενών επιζεί, η δύναμή της αναφαίνεται στις ίδιες τις
θρησκευτικές τελετές και είναι υπεύθυνη για το γεγονός ότι ο Βολιβιανός αγνοεί τα σύνορα ανάμεσα στη θρησκεία και τον
ανιμισμό. Στη μυθολογική κορυφή βρίσκεται η Πάτσα-Μάμα, δηλαδή η μητέρα-Γη, γενναιόδωρο σύμβολο της ζωής και της
γονιμότητας. Ο ιθαγενής των Άνδεων αντιλαμβάνεται τον κόσμο κατοικημένο από πνεύματα που επεμβαίνουν σε κάθε ενέργεια
της ζωής του ανθρώπου. Για παράδειγμα, συχνά ικετεύει τα πνεύματα να μην τον βλάψουν, «να μην του κλέψουν την ψυχή». Η
επίκληση αυτή προσαρμόζεται σε κάθε πράξη της ζωής του και ο ιθαγενής την επαναλαμβάνει στο άγαλμα του αγίου-προστάτη,
στα πόδια του καμπαναριού της εκκλησίας, στη λίμνη Τιτικάκα και στα βουνά. Σύμφωνα με τους κατοίκους των Άνδεων, το
ανθρώπινο σώμα φιλοξενεί πάρα πολλές ανεξάρτητες μονάδες, διαφορετικής φύσης, οι οποίες μετά τον θάνατο ακολουθούν
διαφορετικά πεπρωμένα. Η πρώτη από τις μονάδες αυτές είναι το πνευματικό αντίστοιχο του ανθρώπινου σώματος, που μετά
τον θάνατο μεταναστεύει σε μια μακρινή τοποθεσία, ένα είδος γήινου παραδείσου, όπου δεν υπάρχουν λύπες και οι νεκροί
διάγουν μια ζωή που ελάχιστα διαφέρει από εκείνη που είχαν όταν ήταν ζωντανοί, κυνηγώντας, ψαρεύοντας και συλλέγοντας
καρπούς. Ωστόσο η ψυχή, πριν φτάσει στην όαση αυτή ανάπαυσης, πρέπει να πραγματοποιήσει ένα μακρύ ταξίδι που διαρκεί
περίπου έναν χρόνο. Για να τη βοηθήσουν, της παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια: τρόφιμα, ποτά, φύλλα από κόκα, όπλα και
διάφορα αντικείμενα· συχνά θυσιάζεται ένα κατοικίδιο ζώο. Μια δεύτερη ψυχή ενώνει όλα τα καλά και τα κακά στοιχεία της
ανθρώπινης ύπαρξης. Η ψυχή αυτή δεν φεύγει, αλλά παραμένει κοντά στα μέρη όπου έζησε ο νεκρός και, πάντοτε επικίνδυνη,
ενοχλεί τους ζωντανούς. Προκειμένου κάποιος να την αντιμετωπίσει είναι ανάγκη να έχει τα κατάλληλα υλικά, κατά προτίμηση
κάποιο αντικείμενο του νεκρού, και για να την απομακρύνει πρέπει να κάψει ή να πλύνει όλα τα υπάρχοντα του νεκρού, ενώ
παράλληλα πρέπει να εγκαταλειφθούν το σπίτι και οι αγροί του. Χάρη στις προφυλάξεις αυτές, η δεύτερη αυτή ψυχή μαραζώνει
και σταδιακά εξαφανίζεται.
Ο μάγος οφείλει τη δύναμή του σε μια βοηθητική ψυχή ή σε ένα πνεύμα που τον συνοδεύει και το οποίο συχνά, μετά τον θάνατό
του, ενσαρκώνεται σε έναν άλλο μάγο. Σύμφωνα με τις τοπικές δοξασίες, ο αϊνάρα διαθέτει ακόμα άλλες δύο ή τρεις ψυχές, έξι
ή επτά συνολικά, που του προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: εξυπνάδα, θάρρος, ψευτιά. Η υγεία του σώματος εξαρτάται
από μια άλλη ψυχή, διαφορετικής φύσης, ημιζωικής. Η ψυχή αυτή είναι εκείνη που δίνει την ισορροπία στην υγεία. Αν τη χάσει
κάποιος, για παράδειγμα ύστερα από μεγάλο φόβο, εμφανίζονται αμέσως οργανικές διαταραχές. Και η ψυχή αυτή μπορεί να
απαχθεί από έναν εχθρικό μάγο ή από ένα πνεύμα που έχει προσβληθεί. Είναι το σούστο, το κακό του φόβου, που το τρέμουν
τόσο οι ιθαγενείς όσο και οι μιγάδες. Από τις δοξασίες αυτές προέρχεται μια ιδιαίτερη σχέση με τον χριστιανισμό. Στους ναούς
του υψιπέδου λαμβάνουν χώρα παράξενες τελετές. Συμβαίνει, για παράδειγμα, ο ιερέας ενός ναού να συμβουλεύεται τα φύλλα
της κόκας ή να ραντίζει με αίμα τους τοίχους της εκκλησίας, το καμπαναριό ή το ιερό. Ο ιθαγενής των Άνδεων θεωρείται καλός
καθολικός και δεν δέχεται τροποποιήσεις του τελετουργικού του. Τετρακόσια χρόνια συμβίωσης με τον ισπανικό
ρωμαιοκαθολικισμό αρχικά, και τον τοπικό στη συνέχεια, δεν μετέβαλαν την πίστη του. Ο χριστιανισμός δεν του αφαίρεσε
τίποτα και του δίδαξε ελάχιστα, αλλά σε αντιστάθμισμα του εμπλούτισε τη μαγική του κληρονομιά. Το σύνολο των ισπανικών
εικόνων δημιούργησε τα υπόλοιπα: ο Σαντιάγο (Σαν Χαΐμε) έγινε ο θεός της αντίστασης· ο άγιος Πέτρος (Σαν Πέδρο), ο θεός
της λίμνης· η Παναγία ταυτίστηκε με την Πάτσα-Μάμα, τη θεά της Γης. Κάθε άγαλμα αγίου έγινε διαφορετικός θεός, με
αποτέλεσμα να μην ταυτίζεται ο άγιος Αυγουστίνος (Σαν Αγκουστίν) ενός χωριού, όπου απεικονίζεται με μεγάλα γένια, με τον
μικρό άγιο Αυγουστίνο ενός γειτονικού χωριού, ο οποίος έχει λιγότερα γένια και μαλλιά.
Οι ζωή και η θρησκεία των κατοίκων των Άνδεων χαρακτηρίζεται από ανιμιστικά και χριστιανικά στοιχεία, όπου η μορφή του
Χριστού απουσιάζει. Δηλαδή υπάρχουν πολυάριθμα αγάλματα του Χριστού που τα λατρεύουν, όπως του Χριστού με το
ακάνθινο στεφάνι ή του Εσταυρωμένου, αλλά για τους αυτόχθονες αντιπροσωπεύουν εικόνες ανεξάρτητες μεταξύ τους και
επίσης ανεξάρτητες με το πρόσωπο του Χριστού.
Η ζωή στις κοινότητες. Οι ιθαγενείς χωρικοί παραμένουν προσκολλημένοι στην κοινότητα, παλαιά μορφή αγροτικής οργάνωσης
που χρονολογείται από την εποχή πριν από τους Ίνκας, η οποία επέζησε σε όλα τα πολιτικά καθεστώτα που διαδέχτηκαν το ένα
το άλλο στις Άνδεις: αυτοκρατορία των Ίνκας, ισπανική αποικιακή διοίκηση, ανεξαρτησία και δημοκρατία. Η κοινότητα (αΐγιου)
ή το χωριό διαιρείται σε δύο τμήματα, ένα ισχυρό και ένα ασθενές, που σχηματίζουν ενδογαμικές κάστες ευκρινώς
διαχωρισμένες, οι οποίες όμως συντηρούν στην κορυφή κοινή διοίκηση. Κάθε τμήμα εκλέγει κάθε χρόνο έναν ορισμένο αριθμό
αξιωματούχων που αποτελούν το κοινοτικό συμβούλιο. Η ιδιοκτησία του εδάφους ανήκει στην κοινότητα, αλλά όταν ο ιθαγενής
φτάσει σε μια ορισμένη ηλικία παίρνει ένα τμήμα εδάφους, όμοιο με των άλλων, και αρχίζει να καταλαμβάνει τις πρώτες
δημόσιες θέσεις για να φτάσει βαθμιαία μέχρι το ανώτατο αξίωμα του αρχηγού του δικού του αΐγιου. Οι θέσεις αυτές αυξάνουν
σε σπουδαιότητα και γίνονται πιο σοβαρές, αλλά σε περίπτωση ανάγκης ζητείται η βοήθεια άλλων μελών της ομάδας, τόσο
υλική για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών όσο και οικονομική.
Η καθημερινότητα των αυτοχθόνων χαρακτηρίζεται από τις πολυάριθμες γιορτές των αγίων-προστατών κάθε χωριού, τις γιορτές
των κοινοτήτων των ορυχείων, τις περίφημες ντιαμπλάδας, και τις γιορτές που έχουν σχέση με γεωργικές τελετουργίες και
μαγικές τελετές. Η γιορτή του τοπικού αγίου-προστάτη είναι το μεγαλύτερο γεγονός για τα χωριά και τις κοινότητες. Κατά τη
διάρκεια όλου του χρόνου, κατάλληλα επιλεγμένοι αξιωματούχοι, δάσκαλοι χορού, τελετάρχες και άλλοι, προετοιμάζουν τη
γιορτή, η πολυτέλεια της οποίας πρέπει να ξεπεράσει εκείνη των γειτονικών ομάδων. Τις παραμονές της γιορτής, οι καλεσμένοι
συγκεντρώνονται από κάθε σημείο. Μπροστά στον ναό ένα μεγάλο μάλλινο ύφασμα καλύπτεται από όλα τα πλούτη της
κοινότητας. Σύμφωνα με την παράδοση ο κάθε πιστός τοποθετεί σε αυτό ασημένιες καρφίτσες με μεγάλη κεφαλή, αγγεία,
ασημένια πιάτα και τα παλιά ισπανικά νομίσματα που διατηρούνται ευλαβικά στο κοινοτικό θησαυροφυλάκιο. Οι καμπάνες
χτυπούν συνεχώς, ενώ ο οξύς ήχος της κένα (φλογέρα από καλάμι), τα χτυπήματα του τύμπανου και ο ήχος των αυλών του
Πανός ακούγονται ασταμάτητα όλη τη νύχτα. Οι χορευτές εκτελούν στην πλατεία αργούς κύκλους, σταματώντας στις γωνίες για
να κάνουν στροφή γύρω από τον εαυτό τους. Τη στιγμή της λειτουργίας οι χοροί σταματούν και όλοι οι χορευτές, που είναι
ντυμένοι με λαμπρές ενδυμασίες, ακολουθούν τη λιτανεία, κατά την οποία οι πιστοί ρίχνουν χαρτοπόλεμο στον λειτουργό.
Ύστερα ξαναρχίζει ο χορός που διαρκεί ώσπου ο οργανωτής της γιορτής να αρχίσει να μοιράζει ποτά και κόκα. Η γιορτή μπορεί
μερικές φορές να διαρκέσει ακόμα και μία ολόκληρη εβδομάδα. Οι πιο παλαιοί χοροί, συνοδευόμενοι από την κένα ή το σίκους
(αυλός του Πανός), χρονολογούνται από την εποχή πριν από τους Ίνκας. Απομιμούνται το κυνήγι της βικούνιας, του ναντού
(στρουθοκαμήλου των Άνδεων), του κόνδορα και άλλων ζώων. Οι χορευτές, που φορούν δέρματα ζώων, ακολουθούνται από
τους κυνηγούς που κραδαίνουν σφεντόνες ή λάσο το οποίο κινούν σαν να επρόκειτο να συλλάβουν κάποιο θήραμα.
Φεστιβάλ. Ανάμεσα στα φολκλορικά φεστιβάλ της Β., ιδιαίτερα δημοφιλές είναι εκείνο της Βίρχεν Καντελαρία στην
Κοπακαμπάνα, στην Τιτικάκα (στις 2 Φεβρουαρίου και ιδιαίτερα στις 5 Αυγούστου), με συγκέντρωση χιλιάδων ιθαγενών του
Περού και της Β., καθώς και οι γιορτές του Καρναβαλιού της Λα Πας και ακόμα περισσότερο της Ορούρο (η περίφημη
Ντιαμπλάδα).
Ο ελληνισμός στη Βολιβία
Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, το 1996 ζούσαν στη χώρα περίπου 100 Έλληνες.
Βολιβιάνα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Μαρτίου 1911. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 12,5, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
8,32. Διεθνώς ονομάζεται Boliviana 712.
βολίδα, βυθομετρική. Βλ. λ. βυθομετρική βολίδα.
βολίδα, διαστημική (Αστροναυτ.). Βλ. λ. διαστημικές βολίδες.
Βολίμες. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 644 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, στις
βόρειες πλαγιές του όρους Βραχίωνας, 32 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ζακύνθου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ελατίων.
Βόλιμος. Ακρωτήριο στη νότια ακτή του Αμβρακικού κόλπου (ονομάζεται και Βολύμι). Βρίσκεται στον νομό
Αιτωλοακαρνανίας, στο ανατολικό όριο του όρμου της Αγίας Παρασκευής και στο δυτικό όριο του όρμου της Ρούγας.
Βολιναίος. Υδάτινο ρεύμα του νομού Αχαΐας, στο ανατολικό τμήμα του. Σχηματίζεται στις βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού
όρους και καταλήγει στον Κορινθιακό κόλπο, κοντά στον οικισμό Αραχοβίτικα.
Βολιός. Βραχονησίδα του Ιονίου πελάγους, μεταξύ της βορειοδυτικής ακτής της Ακαρνανίας και της βόρειας ακτής της
Λευκάδας, στον μυχό του όρμου του Δρέπανου, στη νότια είσοδο της διώρυγας της Λευκάδας.
Βολισσός. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 417 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα, 41 χλμ. ΒΔ της
πρωτεύουσας του νησιού. Αποτελεί έδρα του δήμου Αμανής του νομού Χίου.
Ο οικισμός, που έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός, είναι χτισμένος στους πρόποδες ενός λόφου, στην κορυφή του οποίου υπάρχει
κάστρο της εποχής των Γενουατών. Η παράδοση, που θεωρεί τη Χίο πατρίδα του Ομήρου, τοποθετεί εκεί την γέννησή του. Μια
άλλη τοπική παράδοση αναφέρει ότι εκεί εγκαταστάθηκε, μετά την τύφλωσή του, ο περίφημος στρατηγός του Βυζαντίου,
Βελισάριος. Κατά τον Μεσαίωνα, ήταν κεφαλοχώρι με έντονο τοπικό χρώμα. Σώζονται ερείπια παλαιού φρουρίου, που μάλλον
χτίστηκε από τους Γενοβέζους.
Η περιοχή προσφέρεται για το κυνήγι κ.ά. Έχουν ακόμη βρεθεί κοιτάσματα θειούχου αντιμονίου και ιαματική πηγή (Αγία
Μαρκέλλα). Από την τοποθεσία Λιμνιά, που είναι ψαροχώρι, διεξάγεται με μικρά πλοιάρια, σε τακτικά διαστήματα, η
συγκοινωνία με τα απέναντι Ψαρά.
Βολκ, Φρέντερικ (Frederick Valk, Αμβούργο 1895 – Λονδίνο 1956). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Έφυγε από την πατρίδα
του εγκαταλείποντας τον στρατό στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ειδικεύτηκε κυρίως σε σαιξπηρικούς ρόλους, που
τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους θεατρικούς ηθοποιούς. Με την άνοδο του ναζισμού κατέφυγε στην
Πράγα, πήρε την τσέχικη υπηκοότητα και έπαιξε Σάιλοκ, Οθέλλο, Βασιλιά Ληρ και Μάκβεθ. Στις αμέσως επόμενες δεκαετίες
έγινε ο άνθρωπος που το όνομά του συνδέθηκε περισσότερο με το κλασικό ρεπερτόριο αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές στην
εποχή του. Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1956 στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια παραστάσεων που σκόπευε να μεταφέρει και στο
Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης.
Βολκάκιος Σεδίγιτος (Volcacius Sedigitus, 2ος αι. π.Χ.). Λατίνος συγγραφέας. Έγραψε το διδακτικό ποίημα De poetis, που
αποτελεί ένα είδος φιλολογικής κριτικής για τους ποιητές της Ρώμης. Ο Β. κατατάσσει ως πρώτο ποιητή τον Στάτιο, δεύτερο τον
Πλαύτο και τρίτο τον Νέβιο.
Βολκανάλια (Volcanalia). Αρχαία ρωμαϊκή γιορτή, προς τιμήν του Ηφαίστου (λατ. Volcanus). Εορταζόταν στις 23 Αυγούστου
και σκοπός της ήταν η προστασία της συγκομιδής από τη φωτιά, ενώ επικρατούσε το έθιμο να ρίχνονται στη φωτιά ζωντανά
ψάρια από τον Τίβερη, ως υποκατάστατα θύματα, αντί γι’ ανθρωποθυσίες. Βλ. λ. Ήφαιστος.
Βολκάνους (Volcanus). Αρχαία ρωμαϊκή θεότητα, αντίστοιχη προς τον αρχαιοελληνικό Ήφαιστο του Δωδεκάθεου. Βλ. λ.
Ήφαιστος.
Βόλκερ, Γίρι (Jiri Wolker, Πρόστεγιοβ, Μοραβία 1900 – 1924). Τσέχος ποιητής. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του λεγόμενου
προλεταριακού ρεύματος εμφανίστηκε στην Τσεχία τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η
σπουδαιότερη έκφραση της σύντομης (πέθανε μόλις 24 ετών) αλλά έντονης ποιητικής του παραγωγής αποτελείται από τις
συλλογές Ο φιλοξενούμενος (1921) και Δύσκολη ώρα (1922). Έγραψε επίσης τρία μονόπρακτα δράματα (Το νοσοκομείο, Ο
τάφος και Η μεγαλύτερη θυσία), που κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο το 1923.
Βολνέ, Κονσταντέν Φρανσουά ντε Σασμπίφ, κόμης του- (Constantin Francois de Chassebuf, comte de Volney, 1757 –
1820). Γάλλος συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά αργότερα ασχολήθηκε με φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες. Κατά
την περίοδο 1782-87 πήγε στην Αίγυπτο και τη Συρία όπου έμαθε την αραβική γλώσσα. Λίγο πριν από τη Γαλλική επανάσταση
επισκέφθηκε και την Αμερική. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, αν και επιδοκίμασε την επανάσταση, έπεσε στη δυσμένεια του
Ροβεσπιέρου και φυλακίστηκε. Ήταν γνωστός του Ναπολέοντα, από την Κορσική, και θερμός υποστηρικτής του. Όταν όμως ο
Ναπολέων ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, τον κατηγόρησε ότι παραβίασε τις αρχές της επανάστασης και αναθεώρησε τη στάση
απέναντί του. Ο Β. έγραψε πολλά έργα με πνεύμα έντονα επαναστατικό αλλά και θρησκευτικό. Από αυτά τα σπουδαιότερα
είναι: Τα ερείπια ή Σκέψεις και επαναστάσεις των επικρατειών, Ο φυσικός νόμος ή κατήχηση του πολίτη, Οι χρονολογίες του
Ηροδότου και οι Νέες έρευνες για την αρχαία ιστορία.
βολοκόπος. Γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται μετά το όργωμα, για να θρυμματιστούν οι βόλοι, να ισοπεδωθεί το έδαφος
και να ξεριζωθούν τα ζιζάνια, σε βάθος 7-10 εκ. Ύστερα από πολυήμερες βροχές, χρησιμοποιείται για τον θρυμματισμό του
σκληρού επιστρώματος, που σχηματίζεται στην επιφάνεια, ειδικά στα αργιλώδη εδάφη. Ο β., που λέγεται και σβάρνα,
χρησιμοποιείται επίσης την άνοιξη, για το ελαφρύ παράχωμα της βάσης του στελέχους του φυτού.
βολόμετρο (Φυσ.). Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συνολικής ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής
ενέργειας μιας πηγής. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως
από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγγανίνη) καλυμμένο από αιθάλη, προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας. Οι μεταβολές
αυτές της θερμοκρασίας μπορούν να μετρηθούν εμμέσως από τις μεταβολές της ηλεκτρικής αντίστασης του ελάσματος, όταν
αυτό τοποθετηθεί σε έναν κλάδο μιας γέφυρας Γουίνστον ή από τις μεταβολές της ηλεκτρικής αντίστασης ενός άλλου
μεταλλικού ελάσματος που θερμαίνεται από το πρώτο. Η μεταβολή της θερμοκρασίας του ελάσματος του β. μπορεί ακόμα να
μετρηθεί (με γαλβανόμετρο) από τη μεταβολή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος που παράγεται από ένα θερμοηλεκτρικό
ζεύγος, οι συναρμογές του οποίου είναι τοποθετημένες μπροστά στο έλασμα.
Το όργανο αυτό, που το επινόησε περίπου το 1880-81 ο Αμερικανός φυσικός και αστρονόμος Σάμουελ Πίρποντ Λάνγκλεϊ, είναι
ευαίσθητο σε μεταβολές θερμοκρασίας μέχρι της τάξης του δεκάκις χιλιοστού του βαθμού Κελσίου. Το β. επέτρεψε την
ανακάλυψη της αόρατης περιοχής του φάσματος πέρα από το ερυθρό χρώμα, που ονομάστηκε αργότερα υπέρυθρο.
Στην τεχνική της ηλεκτρονικής, το β. χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των ηλεκτρικών ρευμάτων (ακόμα και σε
ραδιοσυχνότητες) χαμηλής έντασης. Το ρεύμα, του οποίου πρόκειται να μετρηθεί η ένταση, υποχρεώνεται να περάσει από δύο
λεπτότατα σύρματα βολφραμίου, που συνδέονται παράλληλα σε έναν κλάδο μιας γέφυρας Γουίνστον. Η μέτρηση της μεταβολής
της ηλεκτρικής αντίστασης, εξαιτίας της μεταβολής της θερμοκρασίας των συρμάτων (φαινόμενο Τζάουλ), δίνει εμμέσως τη
μεταβολή της έντασης του ρεύματος. Ιδιαίτερα χρήσιμο είναι και στην αστρονομία, για τη μελέτη της σύνθεσης των αστρικών
φασμάτων. Μια σχετική αστρονομική παράμετρος είναι το λεγόμενο βολομετρικό μέγεθος το οποίο παρέχει ένα μέτρο της
συνολικής εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από ένα αστέρι η οποία λαμβάνεται ανά μονάδα επιφανείας έξω από την ατμόσφαιρας
της Γης.
Τέλος, το β. χρησιμοποιείται και ως όργανο μέτρησης θερμοκρασιών στους ηλεκτρικούς φούρνους, που φτάνουν πάνω από
1.100°C, όπως οι φούρνοι των κεραμικών προϊόντων.
Βολονάκης, Μιχαήλ (Σύμη 1875 – Αθήνα 1950). Ιστορικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στην Αγγλία και, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε στη δημόσια εκπαίδευση. Διετέλεσε
γυμνασιάρχης στο Αίγιο και στην Αθήνα, διευθυντής του Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας, διευθυντής ανώτατης
εκπαίδευσης, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας (1912-17) και πρόεδρος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.
Το 1925 πήρε μέρος στις συζητήσεις για τη σύναψη της συνθήκης των Βερσαλιών ως μέλος της δωδεκανησιακής
αντιπροσωπείας. Το 1925 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έως το 1938 και ομότιμος
καθηγητής έως τον θάνατό του.
Σπουδαιότερα έργα του: Συμβολαί εις την ιστορίαν της νεωτέρας Ελλάδος (1925) και Ιστορία και πολιτισμός της Δωδεκανήσου
(1939). Το ιστορικό έργο του είναι χαρακτηριστικό του θερμού πατριωτισμού του.
βολονταρισμός (Φιλοσ.). Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες
λειτουργίες, όπως η νόηση· αναφέρεται και ως βολουνταρισμός, ενώ ταυτόσημος είναι ο όρος βουλησιαρχία. Αφορά τους τομείς
της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.
Ο μεταφυσικός β. ανάγεται στη διδασκαλία του αγίου Αυγουστίνου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Θεός είναι η απόλυτη βούληση και
ότι από αυτόν εκπορεύονται η ύπαρξη, η νόηση και η βούληση του ανθρώπου (η τελευταία έχει και το προβάδισμα έναντι των
δύο προηγουμένων). Τον 13ο αι. ο Ντανς Σκότους υποστήριξε την υπεροχή της θεϊκής βούλησης έναντι της αναγκαιότητας, την
οποία προέκρινε ο ελληνοαραβικός κόσμος, καθώς και ότι η ανθρώπινη βούληση είναι ανώτερη λειτουργία από τη νόηση, αφού
αυτή αποτελεί τη βάση μιας ηθικής της ελευθερίας.
Ο ψυχολογικός β., κύριος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Βίλχελμ Βουντ, κατά τις αρχές του 20ού αι., υποστηρίζει ότι η
βούληση (ορμές, τάσεις, επιθυμίες) του ανθρώπου αποτελεί την ουσία της ύπαρξής του και κατευθύνει τις πράξεις και
γενικότερα τη ζωή του.
Ο ηθικός β. υποστηρίζει ότι κριτήριο για όλα τα ηθικά προβλήματα είναι η βούληση. Κατά τον Σοπενχάουερ, η βούληση είναι
μια δύναμη που υπάρχει πέρα από το σώμα, τις αισθήσεις και το λογικό του ανθρώπου. Η δύναμη της βούλησης (η οποία δεν
αφορά μόνο τα ανθρώπινα όντα, αλλά εξαπλώνεται παντού στο σύμπαν και αφορά ακόμη και την ανόργανη ύλη) είναι μια ορμή
τυφλή (μοναδική επιδίωξή της είναι να υπάρχει), απεριόριστη (η δράση της δεν εξαντλείται στο πράγμα του οποίου αποτελεί την
ουσία) και ακατάπαυστη (δεν σταματά ποτέ και πουθενά). Επομένως, η δύναμη της βούλησης, και όχι ο λόγος, είναι το
πρωταρχικό στοιχείο στον άνθρωπο. Ο Νίτσε μίλησε σχετικά με τη βούληση για δύναμη, η οποία είναι μια σταθερή τάση που
έχει κάθε ον να επικρατήσει πάνω σε κάποιο άλλο. Στη βούληση για δύναμη ο Νίτσε έδωσε και μια άλλη διάσταση, αυτή της
βούλησης για δημιουργία: είναι δηλαδή η βούληση για δύναμη η αρχή της δημιουργίας του κόσμου. Τέλος, κατά τον Φίχτε, η
άπειρη ηθική βούληση του σύμπαντος, δηλαδή ο Θεός, είναι το απόλυτο Ένα, το οποίο αποκτά συνείδηση του εαυτού του με τη
διαίρεση και μετάθεσή του στα ατομικά Εγώ. Έτσι τα ατομικά εγώ ενυπάρχουν στον Θεό, από τον οποίο πηγάζουν.
Βόλος. Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη στον
μυχό του Παγασητικού κόλπου, η πόλη –μαζί με το πολεοδομικό συγκρότημα– είναι η έκτη μεγαλύτερη της χώρας σε πληθυσμό
μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης, των Πατρών, του Ηρακλείου και της Λάρισας.
Ο Β. είναι μία από τις ωραιότερες πόλεις της Ελλάδας χάρη στην εξαίρετη ρυμοτομία του, στη θαυμάσια παραλία του και,
προπάντων, στο φυσικό του περιβάλλον, που το συγκροτούν τα γύρω υψώματα του Πηλίου, με τα οπωροφόρα δέντρα σε όλες
τις αποχρώσεις του πράσινου, και οι δαντελωτές ακτές με τις υπέροχες αμμουδιές και τη γαλάζια θάλασσα του Παγασητικού.
Παρουσιάζει επίσης ζωηρή πνευματική κίνηση και είναι έδρα της μητρόπολης Δημητριάδος.
Ο Β. ανέκαθεν είχε βιομηχανική παράδοση και η κίνηση στο λιμάνι του έως το 1940 ήταν σημαντική. Με την ανάπτυξη όμως
των οδικών μεταφορών, οι οποίες περιόρισαν τον ρόλο της πόλης ως επίνειου της Θεσσαλίας, τη μεταπολεμική τάση
συγκέντρωσης της βιομηχανίας στην περιοχή Αττικής, που επέφερε τον μαρασμό των παλιών βιομηχανιών της πόλης, και τη
σκληρή δοκιμασία των σεισμών (ιδίως του 1955), η εμπορική και βιομηχανική κίνηση περιορίστηκε σημαντικά και μόνο στα
τελευταία χρόνια, χάρη στον τουρισμό και ορισμένα μέτρα, σημειώθηκε αισθητή πρόοδος στην οικονομική ανάπτυξη του Β.
Στο πολεοδομικό συγκρότημα του Β. είναι συγκεντρωμένο περίπου το 60% του πληθυσμού του νομού Μαγνησίας και πάνω από
το 80% της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας του. Το βιομηχανικό κέντρο Β. είναι από τις σημαντικότερες βιομηχανικές περιοχές
της Ελλάδας, κυρίως στους κλάδους ειδών διατροφής (αλευροποιίας, ζυμαρικών κλπ.), ποτών, επεξεργασίας καπνού, υφαντικών,
ενδυμάτων, τσιμέντου, μεταλλικών ειδών, μηχανών και συσκευών κλπ.
Στην πόλη υπάρχει αξιόλογο αρχαιολογικό μουσείο (βλ. λ. Βόλου, Αθανασάκειο Μουσείο), ενώ εκεί εδρεύει επίσης η Εταιρεία
Θεσσαλικών Ερευνών, που ιδρύθηκε το 1971 και εκδίδει το Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών και τα Θεσσαλικά. Η εταιρεία
διαθέτει πλούσια συλλογή εγγράφων, που αναφέρονται στην ιστορία της Θεσσαλίας. Εξάλλου, ο Β. είναι η έδρα του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Συνδέεται με την εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ενώ η σιδηροδρομική γραμμή προς τη Λάρισα
και τη δυτική Θεσσαλία (Καλαμπάκα) συνδέει την πόλη με το εσωτερικό.
Ιστορία. Ο Β. δημιουργήθηκε το 1823 στη θέση ενός προϋπάρχοντος μικρού τουρκικού οικισμού, κοντά σε ένα τουρκικό
φρούριο που ονομαζόταν φρούριο Γόλου (με παραφθορά του οποίου προέκυψε η ονομασία). Αρχικό τμήμα της πόλης ήταν η
συνοικία που σήμερα ονομάζεται από τους κατοίκους της Παλιά Μαγαζιά ή απλώς Τα Παλιά, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε η
συνοικία Νέα Μαγαζιά, κάπως πιο μακριά από τις ακτές. Οι Τούρκοι, που δεν συμφωνούσαν καθόλου με τη συγκέντρωση
Ελλήνων σε αυτό τον οχυρωμένο χώρο, προσπάθησαν να απομακρύνουν τους πρώτους κατοίκους, αλλά τα πλεονεκτήματα του
νέου οικισμού ήταν τόσο πολλά, που οι προσπάθειές τους δεν είχαν αποτέλεσμα.
Ο Β. μετατράπηκε σε μεγάλο οικιστικό και βιομηχανικό κέντρο μόνο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και η ανάπτυξή
του είναι συνδεδεμένη τόσο με την περιοχή του Πηλίου, στα χωριά του οποίου υπήρχε ανεπτυγμένη οικοτεχνία, βιοτεχνία και
βιομηχανία δερμάτων, υφασμάτων, μεταξιού και ξύλου, όσο και κυρίως με τη Θεσσαλία, της οποίας είναι και το επίνειο. Το
1928 αριθμούσε 42.000 κατ. (σχεδόν διπλάσιους από τη Λάρισα εκείνης της εποχής), οι οποίοι το 1961 είχαν ξεπεράσει τις
81.000. Αξιόλογη ήταν η αύξηση κατά την επόμενη δεκαετία (88.000 ή ποσοστό 8,7%), αλλά η έκρηξη επήλθε μεταξύ 1971 και
1981, οπότε οι κάτοικοι του πολεοδομικού συγκροτήματος ξεπέρασαν τους 107.000 (περιλαμβανομένων των γειτονικών
οικισμών και της Νέας Ιωνίας).
Βόλος (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τη Μένδη της Αιγύπτου. Ήταν οπαδός του Πυθαγόρα και του Δημόκριτου. Έγραψε
τα Θαυμάσια και τα Φυσικά Δυναμερά, καθώς και άλλα έργα, που έδειχναν τη συμπάθειά του προς τον ανατολικό αποκρυφισμό
και προσπαθούσαν να τον συνδυάσουν με το ελληνικό πνεύμα.
Βολόσιν, Μαξιμίλιαν Αλεξάντροβιτς (Maksimilian Aleksandrovich Voloshin, Κίεβο 1877 – Κοκτεμπέλ, Κριμαία 1932).
Ρώσος ποιητής. Πρωτοεμφανίστηκε το 1910 με επιρροές από τους συμβολιστές. Στο Παρίσι, όπου έζησε για πολλά χρόνια,
ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική, αποκαλύπτοντας ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Ποιητής ευγενικός και πρωτότυπος, έμπειρος
μεταφραστής από τα γαλλικά, άφησε πολυάριθμες συνθέσεις με λυρική πνοή και θέματα ιστορικά και φιλοσοφικά. Μεταξύ των
συλλογών ποιημάτων του ξεχωρίζουν Ο χρόνος της φωτιάς (1916) και Οι κωφάλαλοι δαίμονες, αξιόλογα έργα για την εποχή
τους.
Βόλου, Αθανασάκειο Μουσείο. Αρχαιολογικό μουσείο του Βόλου, το οποίο ανεγέρθηκε την περίοδο 1907-9 με δωρεά του
ευεργέτη Αλέξη Αθανασάκη, που καταγόταν από την Πορταριά Πηλίου, για να στεγάσει τις γραπτές επιτύμβιες στήλες που
είχαν ανακαλυφθεί το 1906 στο νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, τις σημερινές Νέες Παγασές.
Σήμερα, η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών από ολόκληρη τη Θεσσαλία τα οποία
χρονολογούνται από τους προϊστορικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Τα αρχαιότερα εκθέματα της συλλογής προέρχονται κυρίως από τους νεολιθικούς οικισμούς στο Σέσκλο και το Διμήνι, καθώς
και από λιγότερο γνωστές θέσεις (Τζάνη μαγούλα, Οτζάκι μαγούλα, Τσαγγλί και Πρόδρομο). Πρόκειται για αντιπροσωπευτικά
είδη της ανθρώπινης δραστηριότητας όπως η παραγωγή τροφής, υλικά δόμησης και οργάνωσης του χώρου, εργαλεία, σκεύη,
ειδώλια και κοσμήματα. Εξίσου αξιόλογη και πλούσια είναι και η συλλογή αγγείων της γεωμετρικής εποχής, το μεγαλύτερο
μέρος της οποίας προέρχεται από ανασκαφές ενός θολωτού τάφου της αρχαίας Ιωλκού.
Από τη συλλογή αγγείων των ιστορικών χρόνων ξεχωρίζει ένας μεγάλος μελανόμορφος κρατήρας που φέρει παράσταση
συμπλοκής πολεμιστών γύρω από τη σορό ενός στρατιώτη. Το αγγείο αυτό βρέθηκε στην ανατολική άκρη των Φαρσάλων·
χρονολογείται περίπου στα 530 π.Χ. και πιστεύεται ότι προέρχεται από το εργαστήριο του περίφημου αγγειογράφου Εξηκία.
Σημαντικά ευρήματα θεωρούνται και οι δύο χάλκινες υδρίες του 6ου και του 4ου αι. π.Χ. Η λαβή της μίας αποτελείται από
χάλκινο αγαλμάτιο νέου που έχει στα πόδια του ένα κριάρι, ενώ η άλλη φέρει ανάγλυφη διακόσμηση με θέμα την απαγωγή της
Ωρείθυιας από τον Βορέα. Τα σπουδαιότερα ευρήματα του μουσείου είναι οι επιτύμβιες στήλες του νεκροταφείου της
Δημητριάδας οι οποίες είναι ζωγραφιστές και όχι ανάγλυφες όπως ήταν η παράδοση την εποχή που κατασκευάστηκαν (3ος αι.
π.Χ.)· πρόκειται για μοναδικά ευρήματα, πολύτιμα για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής μιας και δεν έχουν σωθεί
δείγματα των μνημειακών έργων ζωγραφικής που αναφέρονται σε γραπτές πηγές. Φέρουν παραστάσεις με έντονα χρώματα,
φιλοτεχνημένες με την εγκαυστική μέθοδο η οποία αργότερα, τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κυριάρχησε στα πορτρέτα του
Φαγιούμ και στις φορητές εικόνες.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η Στήλη της Ηδίστης, η Στήλη του Αριστοκλέους, ο οποίος διαβάζει έναν κύλινδρο που κρατάει
ανοιχτό μπροστά του ένα παιδί, η Στήλη της Βερενίκης με απεικόνιση νεκρικού συμποσίου, η Στήλη της Αφροδεισίας, η οποία
διακρίνεται για τη ζωηρότητα των χρωμάτων και, τέλος, η Στήλη της Ευφράντας, που φέρει παράσταση αξιοπρόσεχτη για τη
δεξιοτεχνική απόδοση των πτυχώσεων των ενδυμάτων της.
Σε μια ξεχωριστή αίθουσα του μουσείου εκτίθενται τάφοι της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου οι οποίοι παρουσιάζονται
όπως ακριβώς βρέθηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής, δηλαδή μαζί με τον σκελετό και τα αφιερώματα στον νεκρό.
Στην τελευταία αίθουσα του μουσείου φιλοξενούνται πήλινα ειδώλια καθώς και μικρά και μεγάλα αγάλματα του 6ου και 5ου αι.
π.Χ. Μαζί με αυτά υπάρχουν χάλκινα αφιερώματα από το ιερό της Αθηνάς στη θέση Φίλια Καρδίτσας.
Βόλου, δήμος. Δήμος (82.439 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει
την πόλη του Βόλου,
Βόλου, δίαυλος. Η είσοδος του Παγασητικού κόλπου, ανάμεσα στα ακρωτήρια Κλιμό Δ και Καβούλια ή Τρικέρι Α.
Βόλου, επαρχία. Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.422 τ. χλμ.) του νομού Μαγνησίας, με πρωτεύουσα τον Βόλο. Στην
πρώην επαρχία περιλαμβανόταν η περιοχή του Πηλίου, με όλο το βόρειο τμήμα του νομού.
Βόλου, κόλπος. Ο μυχός του Παγασητικού κόλπου, στον οποίο είναι χτισμένη η πόλη του Βόλου. Βλ. λ. Παγασητικός κόλπος.
Βολουδάκης. Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τα Σφακιά της Κρήτης.
1. Ανδρουλιός (ή Βολονδαντρουλής). Έδρασε στην Επανάσταση του 1770 και συνυπέγραψε με τον Δασκαλογιάννη συνθήκη με
τον τότε βεζίρη της Κρήτης.
2. Κώστας (ή Κωσταράς). Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και πολέμησε έως το 1830. Έδρασε επίσης στην επανάσταση
του 1866 ως οπλαρχηγός. Διετέλεσε προσωρινός πρόεδρος της Επαναστατικής συνέλευσης που συγκροτήθηκε το 1896.
3. Πωλιός. Πολέμησε το 1821. Διετέλεσε μέλος της διοικητικής επιτροπής των Σφακιών έως το 1830. Σκοτώθηκε στην
επανάσταση του Χαιρέτη (1841).
Βολούμπιλις (Volubilis). Αρχαία ρωμαϊκή πόλη της βόρειας Αφρικής, στην επικράτεια του σημερινού Μαρόκου. Γνώρισε
μεγάλη ανάπτυξη κατά τη ρωμαϊκή εποχή και αποτέλεσε σημαντικό πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της ύστερης
αρχαιότητας. Η Β. ονομάστηκε ομφαλός του ρωμαϊκού Μαρόκου και έφτασε στο απόγειό της υπό την αφρικανική δυναστεία
των Σεβήρων: προς τιμήν του Σεπτίμιου Σεβήρου ανεγέρθηκε ένα ναΰδριο στο Φόρουμ, ενώ στον Καρακάλλα και στη μητέρα
του Ιουλία Δόμνα είναι αφιερωμένη μια αψίδα θριάμβου με κιονοστοιχία και μεταλλικές διακοσμήσεις (217 μ.Χ.). Επίσης, στην
εποχή των Σεβήρων ανάγεται η τρίκλιτη βασιλική και τα συνδεόμενα με αυτήν κτίρια που χρησίμευαν για δημοτικό δικαστήριο,
καθώς και η επέκταση του τείχους. Ο Μακρίνος, στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του των 15 μηνών, πρόλαβε να
αφιερώσει το Καπιτώλιο. Υπό τον Βαλεριανό και τον Γαλλιηνό, τον Κλαύδιο Β’ και τον Αυρηλιανό η πόλη αφιέρωνε στους
αυτοκράτορες και στις αυτοκράτειρες μνημεία ως απόδειξη της ευμάρειας και της πίστης της προς αυτούς.
Οι Ρωμαίοι, που διατήρησαν τον προϋπάρχοντα οικισμό, βελτίωσαν το οδικό δίκτυο της πόλης ακολουθώντας στις νέες
συνοικίες τη συνηθισμένη γεωμετρική χάραξη και λαμβάνοντας υπόψη την κλίση του εδάφους. Η θέση του υδραγωγείου, η
παρουσία του ανακτόρου και άλλα στοιχεία εξανάγκασαν στην αλλαγή της πορείας των κεντρικών οδικών αξόνων (decumenus
maximus), ενώ η πλατεία της Αψίδας του Θριάμβου, το Φόρουμ και άλλες πλατείες φαίνεται ότι βρίσκονταν κοντά σε
περιστύλια. Η βασιλική έχει σχεδιαστεί στα πρότυπα της βασιλικής του Τραϊανού στη Ρώμη, δηλαδή με αψίδες στις στενές
πλευρές του ορθογώνιου. Επίσης, έχουν ανακαλυφθεί δύο μεγάλες εγκαταστάσεις δημόσιων θερμών λουτρών, τέσσερις
μικρότερες και τρεις που στεγάζονταν σε οικίες. Επιβλητικό για το μέγεθος και το σύνθετο του σχεδίου του είναι το ανάκτορο
του Γορδιανού (ίσως ήδη βασιλική διαμονή και αργότερα του επιτρόπου). Ανάμεσα στις πιο αξιόλογες κατοικίες, που έχουν
αποκτήσει τις σημερινές τους ονομασίες από τα θέματα των μωσαϊκών ή από τα αγάλματα ή από άλλα στοιχεία που έχουν
βρεθεί σε αυτές, συγκαταλέγονται οι οικίες του Ορφέα, του Σκύλου, του Εφήβου, των Κιόνων, του Ιππέα, των Άθλων του
Ηρακλή και του Μωσαϊκού της Αφροδίτης. Όλες έχουν το σχέδιο της τυπικής ρωμαϊκής οικίας, κέντρο της οποίας είναι το
αίθριο, με μεγάλο περιστύλιο. Η τελευταία συνοικία που ήρθε στο φως από τις ανασκαφές, κατοικημένη από την αριστοκρατία
της αρχαίας πόλης, αποκάλυψε μεγάλα σπίτια και φαρδείς δρόμους. Στα σπίτια αυτά συχνά προηγούνταν στοές με καταστήματα
δίπλα στην είσοδο, και υπήρχαν συνήθως δύο πόρτες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα βιομηχανικά και εμπορικά οικήματα
(ελαιουργεία, φούρνοι, καταστήματα).
Ανάμεσα στα έργα τέχνης βρέθηκαν μαρμάρινα αγάλματα ελληνιστικού τύπου: μία Αφροδίτη, ένας Βάκχος, ένας Μεθυσμένος
Σειληνός, ένας Φαύνος οινοχόος και άλλα γλυπτά με μυθολογικό θέμα και κυρίως ένα ωραίο ανδρικό κεφάλι σημιτικού τύπου.
Όμως, ασυνήθιστα για την Αφρική είναι τα ορειχάλκινα ευρήματα: μια προτομή με διάδημα ελληνιστικής εποχής, ο
στεφανωμένος με κισσό έφηβος, μια προτομή του Κάτωνος του Νεότερου, ένα ωραίο άγαλμα σκύλου και διάφορα μικρά
ορειχάλκινα αντικείμενα υψηλής ποιότητας.
βολουνταρισμός (Φιλοσ.). Βλ. λ. βολονταρισμός.
Βολς (Wols, Βερολίνο 1913 – Παρίσι 1951). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ζωγράφου Βόλφγκανγκ Σούλτσε
(Wolfgang Schulze). Σπούδασε στη σχολή Μπαουχάους με τον Μίες Βαν ντερ Ρόε και τον Μόχολι-Νάγκι. Το 1933
εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το 1936 έως το 1940 ασχολήθηκε με τη φωτογραφία. Άρχισε να σχεδιάζει στα πρώτα χρόνια
του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ βρισκόταν έγκλειστος σε ένα στρατόπεδο στη Γαλλία. Το 1942 κατέφυγε στη μη κατεχόμενη
Γαλλία (Κασί και Ντιελφίτ) και από το 1945 άρχισε να εκθέτει την εργασία του, σπάνια όμως, επειδή τη θεωρούσε πολύ
ερμητική. Ο Β. είναι ένας από τους πρωτοπόρους της άμορφης τέχνης. Με τα αρχέτυπα, βιομορφικά, κονδυλώδη σχήματά του,
συχνά όμοια με κομμάτια ύλης απλωμένα στο κενό, κατασκευασμένα με ένα πολύπλοκο σύστημα λεπτότατων γραμμών και με
απαλούς χρωματικούς τόνους, προσπαθούσε να εκφράσει το άγχος της μοναχικής του ύπαρξης. Εκτός από τη συγγένειά του με
τον υπερρεαλισμό του Μιρό, του Αρπ και του Ερνστ, διακρίνεται στον Β. και κάποια επαφή με τον Κλέε, με τον οποίο είχαν
κοινό και το πάθος για το βιολί.
Το έργο του φανερώνει τη χαρακτηριστική φύση ενός σύγχρονου οραματιστή, εντελώς απομονωμένου από την κοινωνία, ώστε
να θεωρεί προνομιακή κατάσταση την προσφυγή στην ονειροπόληση και να επικαλείται, σε ορισμένους στίχους του, μια Γη
χωρίς ανθρώπους, με μόνους κατοίκους «καμιά καμηλοπάρδαλη, καμιά σαύρα και μικρές ψείρες στους θάμνους και χωρίς
καθόλου την ανάγκη της σκέψης». Θεωρούσε ότι ήταν σύμφωνα με τον ψυχικό του κόσμο τα κείμενα του Λάο Τσε και του
Κομφούκιου, και εικονογράφησε έργα του Κάφκα, του Ντε Σολιέ, του Πολάν, του Αρτό, του Σαρτρ κ.ά.
Βόλσκοι. Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Βλ. λ. Ουόλσκοι.
βολτ (Ηλεκτρ.). Μονάδα ηλεκτρικού δυναμικού με σύμβολο V. Ονομάστηκε β. προς τιμήν του Ιταλού επιστήμονα Αλεσάντρο
Βόλτα. Το β. ορίζεται ως το δυναμικό σε κάποιο σημείο ενός ηλεκτρικού πεδίου, απ’ όπου όταν μεταφερθεί ένα φορτίο ενός
κουλόμπ στο άπειρο, λόγω του πεδίου, παράγεται έργο ενός τζάουλ.
Βόλτα. Ποταμός (1.500 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Διαρρέει τα κράτη Μπουρκίνα Φάσο (πρώην Άνω Βόλτα), Ακτή του
Ελεφαντοστού και, κυρίως, την Γκάνα.
Σχηματίζεται στη βορειοκεντρική Γκάνα από τη συμβολή των δύο μεγαλύτερων κλάδων του, του Μαύρου Β. και του Λευκού
Β., και προχωρεί σε απόσταση περίπου 480 χλμ. (συνολικό μήκος 1.500 χλμ., αν ληφθεί υπόψη και ο ρους του μεγαλύτερου
κλάδου που τον σχηματίζει) προς τα Ν χωρίζοντας το άλλοτε βρετανικό έδαφος της Χρυσής Ακτής από το άλλοτε καθαρά
βρετανικό έδαφος της Τογκολάνδης, που τώρα αποτελούν το κράτος της Γκάνα, και εκβάλλει στον κόλπο της Γουινέας, όπου
σχηματίζει ένα εκτεταμένο δέλτα Δ της Κέτα. Ο Μαύρος Β. διαρρέει το δυτικό τμήμα της Μπουρκίνα Φάσο και συνεχίζοντας
διαγράφει την πολιτική μεθόριο μεταξύ Γκάνα και Μπουρκίνα Φάσο πρώτα και ύστερα της Γκάνα και της Ακτής του
Ελεφαντοστού, στρέφει Α και περνώντας το υψίπεδο της Ασάντι ενώνεται με τον Λευκό Β. Ο τελευταίος διαρρέει το κεντρικό
τμήμα της Μπουρκίνα Φάσο και το βόρειο της Γκάνα, όπου δέχεται τα νερά των ποταμών Ερυθρού Β., Σισίλι και Νάσια. Οι
κυριότεροι παραπόταμοι του Β. είναι ο Ότι από αριστερά και οι Σένε και Άφραμ από δεξιά. Ο ποταμός, που οι όχθες του
καλύπτονται σε μεγάλο μέρος από δάση, είναι πλωτός σε μήκος μόνο 80 χλμ. από τις εκβολές του, που τις φράσσουν
εκτεταμένες ιζηματογενείς προσχώσεις.
Β. ονομάζεται επίσης και η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη του κόσμου (8.480 τ. χλμ.), που βρίσκεται στην Γκάνα και
δημιουργήθηκε με το φράγμα του Ακοσόμπο. Πριν γίνει το επιβλητικό αυτό έργο, τα νερά του ποταμού Β., που εμφάνιζε άνοδο
της στάθμης του ακόμη και κατά 20 μ., προκαλούσαν μεγάλες πλημμύρες και καταστροφές.
Βόλτα, Αλεσάντρο (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827). Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών (έφερε τον
τίτλο του κόμη) και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και
ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος.
Υπήρξε ουσιαστικά πρωτοπόρος στην μελέτη των ηλεκτρικών φαινομένων. Ήδη το 1774 ήταν καθηγητής φυσικής στη σχολή
ανώτερων σπουδών του Κόμο. Έναν χρόνο αργότερα κατασκεύασε το ηλεκτροφόρο, πρωτότυπο της ηλεκτροστατικής
επαγωγικής μηχανής, και ήταν ο πρώτος που απομόνωσε το μεθάνιο, το βασικό συστατικό του φυσικού αερίου. Μελετώντας τα
εύφλεκτα αέρια, ο Β. επινόησε μια απλή πειραματική συσκευή που ονομάστηκε πιστόλι του Β. ή ηλεκτρικό πιστόλι. Με το
όργανο αυτό προκαλούσε την έκρηξη ενός αερίου με ηλεκτρικό σπινθήρα. Το πείραμα, που είχε σκοπό να αποδείξει απλώς τα
χημικά αποτελέσματα του ηλεκτρικού σπινθήρα, απέκτησε μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον, γιατί υπέδειξε τη μέθοδο ένωσης του
καύσιμου μείγματος στους κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Ο Β. απέκτησε μεγάλη φήμη από τις εργασίες του και το 1779 ονομάστηκε καθηγητής της φυσικής στο πανεπιστήμιο της
Παβίας, όπου αργότερα πειραματίστηκε στο λεγόμενο φαινόμενο επαφής (που έλαβε επίσης το όνομά του) και κατασκεύασε την
πρώτη ηλεκτρική στήλη, έναν προάγγελο της γνωστής μας μπαταρίας (βλ. λ. ηλεκτρική στήλη). Επινόησε επίσης το
ηλεκτροσκόπιο με πυκνωτή, για να καταστήσει εμφανή τα ασθενή δυναμικά που εμφανίζονται στα ζεύγη χαλκού-ψευδαργύρου.
Διάσημος σε όλη την Ευρώπη, ως ο μεγαλύτερος φυσικός της εποχής του, ο Β. τιμήθηκε με υψηλές διακρίσεις και έγινε μέλος
πολλών Ακαδημιών· ο Ναπολέων τον ονόμασε γερουσιαστή του βασιλείου της Ιταλίας και τον κάλεσε στο Παρίσι για να
παραλάβει το χρυσό μετάλλιο του Ινστιτούτου της Γαλλίας, όπου ο Β. επέδειξε στον Βοναπάρτη τη στήλη του.
Οι εργασίες του Β. απέκτησαν τεράστια σημασία, γιατί η εφεύρεση της ηλεκτρικής (βολταϊκής) στήλης που παρέχει ένα σταθερό
ρεύμα φορτίων, άνοιξε τον δρόμο στην πρακτική εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι προηγούμενες
ηλεκτροστατικές έρευνες δεν κατόρθωσαν να φτάσουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Με την ηλεκτροστατική επαγωγή μπορούσαν να
συσσωρευτούν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικών φορτίων σε ένα σώμα, αλλά η εκφόρτισή τους –παρότι έφερνε συχνά
εντυπωσιακά αποτελέσματα– ήταν βραχύτατης διάρκειας. Η ανακάλυψη του φαινομένου επαφής επέτρεψε τη συνεχή δίοδο
ηλεκτρικών φορτίων μέσω ενός αγωγού. Αν και οι πρώτες παρατηρήσεις έγιναν από τον ανατόμο Λουίτζι Γκαλβάνι, η σωστή
ερμηνεία του φαινομένου, που συνίσταται στην εμφάνιση διαφοράς δυναμικού στο σημείο επαφής δύο μετάλλων, οφείλεται
στην επιστημονική διάνοια του Β. Αποτέλεσμα της ερμηνείας αυτής υπήρξε η επιτυχής κατασκευή της στήλης, δηλαδή ενός
μέσου παραγωγής του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος. Στην εφεύρεση της στήλης θεμελιώδης υπήρξε η παρατήρηση της
ανάγκης να παρεμβληθεί μεταξύ των διμεταλλικών ζευγών ένας ηλεκτρολύτης (τον οποίο ο Β. ονόμασε αγωγό δεύτερου είδους).
Χωρίς αυτόν, η διαφορά δυναμικού μεταξύ των δύο μετάλλων εκμηδενίζεται μόλις κλείσει το κύκλωμα. Η δυνατότητα
παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος επέτρεψε την ηλεκτρόλυση και την ανακάλυψη της μαγνητικής δράσης του ηλεκτρικού
ρεύματος, που άνοιξαν τον δρόμο για τις μεγάλες εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Έτσι, το όνομα του Β. είναι συνδεδεμένο με μία
από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις που οδήγησαν στη σύγχρονη τεχνική και επιστημονική πρόοδο. Ο Β. μελέτησε επίσης και τη
διαστολή των αερίων υπό σταθερή πίεση σε συνάρτηση με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Απέδειξε ότι ο συντελεστής
διαστολής του αέρα είναι σταθερός όταν μεταβληθεί κατά έναν βαθμό η θερμοκρασία (νόμος των Β.-Γκέι Λουσάκ).
βολταϊκή στήλη (Ηλεκτρ.). Βλ. λ. ηλεκτρική στήλη.
βολταϊκό τόξο (Ηλεκτρ.). Βλ. λ. τόξο, ηλεκτρικό.
Βολταίρος. Βλ. λ. Βολτέρος.
βολτάμετρο (Ηλεκτρ.). Όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση της ποσότητας του ηλεκτρικού φορτίου με τη μέτρηση της μάζας του
υλικού που ελευθερώνεται στα ηλεκτρόδια κατά την ηλεκτρόλυση. Τη δυνατότητα αυτής της μέτρησης δίνει ο νόμος του
Φαραντέι, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται να διέλθει ποσότητα φορτίου ίση με 96.458 Cb (1 Coulomb = 1 Joule/Volt) για να
εκφορτιστεί ένα γραμμοϊσοδύναμο θετικών ιόντων στην κάθοδο και ένα γραμμοϊσοδύναμο αρνητικών ιόντων στην άνοδο, κατά
την ηλεκτρόλυση. Ένα τυπικό β. αποτελείται από ένα ηλεκτρόδιο (δοχείο πλατίνας) που περιέχει υδατικό διάλυμα 20-40%
νιτρικού αργύρου και από έναν δίσκο ή ράβδο καθαρού αργύρου που παίζει τον ρόλο θετικού ηλεκτροδίου (άνοδος) κατά την
ηλεκτρόλυση. Αν τα προϊόντα της ηλεκτρόλυσης είναι αέρια, τότε και τα δύο ηλεκτρόδια καλύπτονται από ογκομετρικούς
σωλήνες και η ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου που περνά από το β. προσδιορίζεται με ογκομέτρηση των αερίων που
ελευθερώνονται. Το β. λέγεται και κουλομβόμετρο.
Βολτέρα (Volterra). Πόλη (11.264 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην επαρχία Πίζα της Τοσκάνης. Είναι χτισμένη σε έναν λόφο
ανάμεσα στους ποταμούς Τσετσίνα και Έρα. Η Β. ήταν μία από τις πόλεις που ανήκαν στη Δωδεκάπολη των Ετρούσκων, η
οποία γνώρισε την ισχυρή πίεση της Ρώμης και έγινε αργότερα μία από τις κοινότητές της. Κατά τον Μεσαίωνα η Β.
παρουσίασε αξιοσημείωτη άνθηση, έως το 1361, οπότε την κατέλαβε η Φλωρεντία. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν σπουδαία
νεκρόπολη, πλούσια σε ταφικά αγγεία από αλάβαστρο ή πωρόλιθο. Πολλά από αυτά έχουν ανάγλυφες παραστάσεις από την
ελληνική ή την ετρουσκική μυθολογία και χρονολογούνται από τον 3ο αι. π.Χ. έως την εποχή του Αυγούστου. Διατηρούνται
επιβλητικά ερείπια, σε έκταση 7 χλμ. από το αρχαίο τείχος, που έχει το περίφημο ετρουσκικό τόξο. Η Β. είναι επίσης γνωστή για
τα αξιόλογα μεσαιωνικά της μνημεία.
Βολτέρα, Βίτο (Vito Volterra, Ανκόνα 1860 – Ρώμη 1940). Ιταλός μαθηματικός. Η ιδιοφυής δραστηριότητά του αναπτύχθηκε
στις πιο ποικίλες περιοχές: από τη μηχανική (κληρονομικά φαινόμενα) στη μαθηματική ανάλυση (ολοκληρωτικές και
ολοκληρωτικο-διαφορικές εξισώσεις), από την οπτική των μέσων διπλής διάθλασης στις εφαρμογές των μαθηματικών σε
βιολογικά και οικονομικά φαινόμενα. Το όνομα του Β. είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένο με τη θεμελίωση της θεωρίας των
συναρτησοειδών (γενική ανάλυση). Ο Β. υπήρξε μέλος πολλών ακαδημιών και δίδαξε στα πανεπιστήμια της Πίζα, του Τορίνο
και, από το 1900, της Ρώμης. Το 1931 παραιτήθηκε από τη θέση του για να μη δώσει τον όρκο πίστης που ζήτησε ο φασισμός
από όσους παρέμειναν στις θέσεις τους.
Βολτέρος (Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε
Βολτέρ (Francois Marie Arouet de Voltaire). Ο Β. υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός
μαχητής του λόγου, έγραψε θεατρικά έργα, ιστορικές μελέτες, φιλοσοφικά και επιστημονικά εκλαϊκευμένα έργα και απέκτησε
μεγάλη φήμη όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Γεννημένος στο Παρίσι στις 21 Νοεμβρίου 1694, ο Β. έζησε πλούσια εφηβικά χρόνια. Ο πατέρας του, συμβολαιογράφος από
τους γνωστότερους στο Παρίσι, τον έστειλε στο σχολείο των Ιησουιτών και κατόπιν προσπάθησε, μάταια, να τον πείσει να
σπουδάσει νομικά. Λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια άρχισε να γράφει τις πρώτες του σάτιρες, ήδη διαποτισμένες από ένα πνεύμα
ελεύθερο και καυστικό. Το 1718 δημοσίευσε και παρουσίασε με επιτυχία την πρώτη του τραγωδία, τον Οιδίποδα (Oedipe) και
πέντε χρόνια αργότερα το πρώτο του ποίημα La ligue, που αργότερα πήρε τον τίτλο Henriade.
Οι σχέσεις του με την Αυλή ταλαντεύονταν από μια ζωηρή συμπάθεια έως συνεχείς απειλές σύλληψης. Δύο φορές φυλακίστηκε
στη Βαστίλη, τη δεύτερη φορά γιατί τόλμησε να προκαλέσει σε μονομαχία έναν ευγενή. Αναγκασμένος πολλές φορές να
αυτοεξοριστεί για να γλιτώσει από το μένος των γαλλικών αρχών, αλλά και από τη γενική εχθρότητα όλων των θρησκευτικών
κύκλων (των Ιησουιτών, των οποίων υπήρξε μαθητής, και των ιανσενιστών), κατόρθωνε πάντα με τη βοήθεια ισχυρών φίλων να
προκαλεί την ακύρωση των μέτρων που στρέφονταν εναντίον του. Από το 1726 έως το 1729 έμεινε στην Αγγλία, όπου μελέτησε
σε βάθος τη φιλοσοφική σκέψη του Λοκ, του Νεύτωνα και των ντεϊστών. Από το 1750 έως το 1753 φιλοξενήθηκε από τον
Φρειδερίκο Β’ της Πρωσίας. Μετά το 1755 έζησε κυρίως στην Ελβετία, σε έναν οικισμό στα περίχωρα της Γενεύης.
Η διαφωτισμένη Αγγλία του άνοιξε νέους πολιτιστικούς ορίζοντες: η λογική αντιμέτωπη στους δεσποτισμούς και στη
θρησκευτική πρόληψη, το κράτος στην υπηρεσία του πολίτη και όχι ο πολίτης στην υπηρεσία του κράτους. Τα σαιξπηρικά
θέματα ανανέωσαν το πάθος του για την τραγωδία: έγραψε τον Βρούτο (Brutus), τον Θάνατο του Καίσαρα (La mort de Cesar)
και την περίφημη Ζαρά (Zaire). Το 1733 στο Λονδίνο, δημοσιεύτηκαν οι Φιλοσοφικές επιστολές ή Επιστολές για τους Άγγλους
(Lettres philosophiques ou Lettres sur les Anglais, 1734) που είναι το πρώτο θεμελιώδες κείμενο του γαλλικού διαφωτισμού.
Καταδιωγμένος από τη γαλλική μοναρχία, αποσύρθηκε για να εργαστεί στο Σιρέ, στον πύργο του μαρκήσιου Ντι Σατελέ. Εκεί,
εκτός από πολλά φιλοσοφικά έργα, τραγωδίες και τα πρώτα λήμματα του Φιλοσοφικού Λεξικού (Dictionnaire philosophique),
έγραψε, σχεδόν για διασκέδαση, το βλάσφημο ποίημα Η Παρθένος της Ορλεάνης (La Pucelle d’Orleans), άγρια σάτιρα της Ζαν
ντ’ Αρκ. Από το 1755 έζησε στην Ελβετία, όπου έγραψε τα σημαντικότερα έργα του: την Πραγματεία της ανεξιθρησκίας (Traite
de la tolerance), και τα λήμματα για την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό. Στο μεταξύ, το σύντομο πολιτικό του μυθιστόρημα Ο
αγαθούλης (Candide) γινόταν δημοφιλέστατο σε όλη την Ευρώπη.
Η ζωή επιφύλαξε στον Β. μια τελευταία απρόοπτη εξέλιξη: όταν ταξίδεψε στο Παρίσι το 1778, αν και η πολεμική γύρω από τα
έργα του κάθε άλλο παρά είχε καταλαγιάσει, γνώρισε την αποθέωση. Όταν πέθανε, στις 30 Μαΐου του ίδιου χρόνου, η Εκκλησία
αντιτάχτηκε στην ταφή του επειδή ήταν αφορισμένος. Τότε ο ανιψιός του έβαλε το πτώμα του σε μια άμαξα και κάνοντάς τον να
φαίνεται απλώς κοιμισμένος τον έθαψε έξω από το Παρίσι. Μερικά χρόνια αργότερα το λείψανό του τοποθετήθηκε με κάθε
επισημότητα στο Πάνθεον.
Τα κυριότερα έργα του, φιλοσοφικοεπιστημονικού περιεχομένου, ήταν δύο: Φιλοσοφικές επιστολές ή Επιστολές για τους
Άγγλους (1734) και Στοιχεία της φιλοσοφίας του Νεύτωνα (1738). Από τα έργα του με σαφέστερα πολεμικό και λογοτεχνικό
χαρακτήρα, τα κυριότερα ήταν τα Ο αγαθούλης (Kavτίντ) ή η αισιοδοξία (1759), η Πραγματεία για την ανεξιθρησκία (1763) και
το Φιλοσοφικό λεξικό (1764), αλλά και δύο σημαντικά ιστορικά μελετήματα, Ο αιώνας του Λουδοβίκου ΙΔ’ (1735-39) και το
Δοκίμιο για τα ήθη και το πνεύμα των εθνών, μέρη του οποίου δημοσιεύτηκαν το 1745 και το 1750, αλλά εκδόθηκε
ολοκληρωμένο μόνο το 1758 στη Χάγη και στο Βερολίνο.
Ο Β. άντλησε τα βασικά στοιχεία της κοσμοθεωρίας του από τους Άγγλους εμπειριστές και ντεϊστές. Προώθησε όμως τη σκέψη
τους μέχρι τις έσχατες συνέπειές της, κάνοντάς την να χάσει τον μετριοπαθή χαρακτήρα που είχε στη φιλοσοφία του Λοκ και
του Νεύτωνα. Με την προσέγγισή του αυτή στην αγγλική σκέψη, ο Β. υιοθέτησε μια στάση καθαρά πολεμική εναντίον του
καρτεσιανισμού, τόσο στον τομέα της φυσικής όσο και γενικότερα της φιλοσοφίας, ανοίγοντας μέτωπο και με όλους τους
καρτεσιανούς (τον Μάλεμπρανς, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς). Αφού αποδέχτηκε την ύπαρξη του Θεού ως δημιουργού του
κόσμου (επειδή τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν), ο Β. όχι μόνο αρνήθηκε να καθορίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις
ιδιότητες του Θεού, αλλά και να δεχτεί οποιαδήποτε επέμβασή του στις υποθέσεις των ανθρώπων. Ο Θεός απλώς δημιούργησε
τον φυσικό κόσμο. Το καλό και το κακό δεν είναι θεϊκές επιταγές, αλλά κατηγορήματα αυτού που είναι ωφέλιμο ή επιβλαβές
στην κοινωνία. Η αποδοχή του ωφελιμιστικού κριτηρίου ως μοναδικού κριτηρίου του ηθικού βίου επέτρεψε στον Β. να
υποστηρίξει ότι αυτός ο βίος δεν ενδιαφέρει καθόλου τον Θεό. Αντιθέτως, είναι προς το συμφέρον των ανθρώπων να
συμπεριφέρονται έτσι ώστε να γίνει δυνατή η κοινωνική ζωή. Και ούτε αυτό τους επιβάλλει να θυσιάσουν τα πάθη τους, τα
οποία είναι απαραίτητα, όπως το αίμα που κυλά στις φλέβες τους. Σε ό,τι αφορά την πνευματική ζωή του ανθρώπου, ο Β.
υποστήριξε, μαζί με τον Λοκ, ότι αρχίζει από τις αισθήσεις και αναπτύσσεται με τη διατήρηση και τη συνεργασία τους. Οι
πνευματικές δραστηριότητες του ανθρώπου δεν επιτρέπουν να παραδεχτούμε την ύπαρξη μιας άυλης ουσίας που λέγεται ψυχή.
Κανείς δεν μπορεί πράγματι να πει τι είναι ψυχή. Και η διάσταση των απόψεων γύρω από αυτό το θέμα είναι πολύ εύγλωττη και
επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση.
Η ίδια εμπειρική διαδικασία διαμόρφωσε και την αντίληψη για την ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, αλλά μέσα σε
αρκετά στενά όρια. Η ελευθερία μας είναι αδύναμη και περιορισμένη· δεν είναι απόλυτη. Εμείς όμως την ενισχύουμε
μαθαίνοντας να σκεπτόμαστε. Όποιες όμως και αν είναι οι προσπάθειες που κάνουμε, δεν μπορούμε ποτέ να κυριαρχήσουμε με
τη λογική μας σε όλες τις επιθυμίες. Στο όνομα αυτής της εμπειρικής αντίληψης, που δεν της λείπουν και τα στοιχεία του
σκεπτικισμού, ο Β. καταπολέμησε δραστήρια όλες τις δογματικές θρησκείες και το μισαλλόδοξο πνεύμα τους. Η πλάνη και η
άγνοια είναι οι μόνες αιτίες των δεινών μας. Η πρόληψη και ο φανατισμός φέρνουν την καταστροφή, γιατί εξαντλούν όλες τις
πηγές του λόγου.
Με τον λεπτό σαρκασμό του, τον επιδέξιο παραλληλισμό μεταξύ της θρησκευτικής ελευθερίας των Άγγλων και της έλλειψης
κάθε ελευθερίας στη Γαλλία, ο Β. έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης λαϊκής και φιλελεύθερης
συνείδησης. Στο πολιτικό επίπεδο, η κριτική του στράφηκε κυρίως κατά των φεουδαρχικών υπολειμμάτων της κοινωνίας και
γενικά κατά της παράδοσης. Παρά το γεγονός ότι αποδέχτηκε τον ιστορικό ρόλο του μοναρχικού καθεστώτος, ο Β. θεώρησε τον
εαυτό του ουσιαστικά δημοκράτη και αποκάλεσε την πολιτική του σκέψη δημοκρατική φιλοσοφία, ο υψηλότερος σκοπός της
οποίας είναι ο απόλυτος και ριζικός εκδημοκρατισμός της κρατικής εξουσίας. Πολύ σημαντική είναι η θέση του Β. και στην
ιστοριογραφία. Και αυτός, όπως και ο Μακιαβέλι, πλησίασε την ιστορία με ένα πρόγραμμα πολιτικής μεταρρύθμισης.
Καθήκοντα της πολιτικής εξουσίας, υποστήριξε, πρέπει να είναι η ανύψωση του επιπέδου ζωής του πληθυσμού και η ευημερία
της χώρας με μια ορθολογιστική διακυβέρνηση. Η εξάλειψη όλων των εμποδίων που είχαν κάνει τη Γαλλία να μείνει πίσω από
την Αγγλία ήταν ο κύριος σκοπός του ιστοριογραφικού έργου του Β. Με την έννοια αυτή μπορεί να θεωρηθεί έργο ενός
χαρακτηριστικού εκπροσώπου της ανερχόμενης γαλλικής αστικής τάξης, της τρίτης παραγωγικής τάξης, που επρόκειτο
αργότερα, στην Επανάσταση, να αναλάβει την εξουσία. Ο Β. ωστόσο ήταν πολύ ευαίσθητος στις απαιτήσεις του πνεύματος, για
να μπορεί να νιώθει πλήρη άνεση μέσα σε ένα κράτος εμπόρων. Μια κυβέρνηση που δεν μεριμνούσε για την τέχνη και τις
επιστήμες δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον Β. Το βιβλίο του Ο αιώνας του Λουδοβίκου ΙΔ’, στην αρχική του μορφή,
φαίνεται να είχε σκοπό να αντιπαραθέσει το ενδιαφέρον του βασιλιά Ήλιου υπέρ των γραμμάτων και των τεχνών ΜΕ την
εχθρική στάση που τηρούσε η κυβέρνηση του Λουδοβίκου ΙΕ’ κατά των ποιητών και καλλιτεχνών της εποχής του. Αντίθετα,
στο Δοκίμιο για τα ήθη, που είναι από τα μεταγενέστερα γραπτά του, ο τόνος μετατοπίζεται· καταδικάζει με σκληρά λόγια τη
συνήθεια να κρίνονται οι άνθρωποι και οι εποχές με κριτήριο την καλλιτεχνική τους παραγωγικότητα.
Το πολιτικό ιδεώδες που έρχεται τελευταία να διαμορφώσει το ιστορικό έργο του Β. είναι ο συνετός φωτισμένος δεσποτισμός
που έχει ως πρότυπό του αριστοκρατικά κράτη, όπως η Ολλανδία και η Αγγλία. Τα καθήκον της κυβέρνησης πρέπει να είναι
πρωτίστως η εξασφάλιση της ησυχίας και της ασφάλειας, η τακτοποίηση των οικονομικών, η απονομή δικαιοσύνης κλπ. Κατά
δεύτερο λόγο, καθήκον της κυβέρνησης είναι να φροντίζει για τις τέχνες και τις επιστήμες, καθήκον όμως λιγότερο σημαντικό
σε σχέση με το πρώτο. Με αυτές τις αντιλήψεις για το κράτος ενισχύεται και η ιδέα της ανεξιθρησκίας, την οποία ο Β. θεωρούσε
σημαντικό μέσο για την αποφυγή διαμάχης μεταξύ των Εκκλησιών, και επομένως των εσωτερικών ταραχών που μπορούν να
προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στην υλική ευημερία και στον πολιτισμό ζωής μιας χώρας.
βολτόμετρο (Ηλεκτρ.). Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός
αγωγού. Τα όργανα αυτά βαθμονομούνται σε σύγκριση με τις ενδείξεις που δίνει το απόλυτο ηλεκτρόμετρο, το οποίο φτάνει
στον υπολογισμό της διαφοράς δυναμικού που υπάρχει μεταξύ δύο πλακών με τη μέτρηση μέσω ενός ζυγού της μεταξύ τους
ελκτικής δύναμης. Η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο σημείων μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί με τη μέτρηση του ηλεκτρικού
ρεύματος που κυκλοφορεί μέσα από ένα κύκλωμα πολύ υψηλής αντίστασης, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο αυτών
σημείων.
Το β. συνεχούς ρεύματος είναι ένα γαλβανόμετρο, στο οποίο έχει συνδεθεί μια πολύ υψηλή αντίσταση, της τάξης του ΜΩ, έτσι
ώστε από το πηνίο του γαλβανόμετρου να διέρχεται ρεύμα ασθενούς έντασης· το ιδανικό β. θεωρείται πως χαρακτηρίζεται από
άπειρη αντίσταση, έτσι που η σύνδεσή του μεταξύ δυο σημείων ενός κυκλώματος να μην επηρεάζει κανένα ρεύμα. Από τη
μέτρηση του ρεύματος αυτού και με την εφαρμογή του νόμου του Ωμ προκύπτει η τιμή της διαφοράς δυναμικού. Το β. είναι
βαθμονομημένο κατευθείαν σε βολτ και πρέπει να συνδεθεί σε παράλληλη διάταξη. Η ίδια μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και
στο θερμικό αμπερόμετρο τόσο για συνεχές όσο και για εναλλασσόμενο ρεύμα. Με την ταυτόχρονη χρήση ενός β. και ενός
αμπερόμετρου (βλ. λ.) είναι δυνατόν να υπολογιστεί η τιμή ενός αντιστάτη καθώς και η ισχύς που αυτός καταναλώνει.
Τα ηλεκτρονικά β. αποτελούνται από ένα κοινό κύκλωμα για τη λειτουργία μιας τριόδου με μια υψηλή αντίσταση συνδεδεμένη
στο κύκλωμα ανόδου. Με τις συνθήκες αυτές, ακόμα και πολύ μικρές μεταβολές του δυναμικού της εσχάρας προκαλούν
αισθητές μεταβολές της έντασης του ρεύματος στο κύκλωμα ανόδου. Είναι έτσι δυνατόν να καταγραφούν ασθενέστατες
μεταβολές δυναμικού· τα συνήθη β. μπορούν να μετρήσουν διαφορά δυναμικού με ακρίβεια της τάξης του ενός μV.
Βόλτος. Επώνυμο οικογένειας εθνικών ευεργετών από τη Ζαγορά του Πηλίου, που δραστηριοποιήθηκαν στο εμπόριο
βαμβακιού κατά τον 19ο αι. στην Αίγυπτο.
1. Αλέξανδρος (; – Ζαγορά 1928). Άφησε σημαντικά κληροδοτήματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ζαγορά, μεταξύ των οποίων
και τη μεγάλη βιβλιοθήκη του Δημ. Σακελλαρίδη.
2. Ηρακλής (; – 1920). Κληροδότησε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να μετεκπαιδεύονται
Έλληνες σπουδαστές στο εξωτερικό. Άφησε επίσης 150.000 χρυσά φράγκα για τη βράβευση εκείνου που θα επινοήσει φάρμακο
κατά του καρκίνου, καθώς και πολλά κληροδοτήματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ζαγορά και σε ελληνικά ιδρύματα και
κοινότητες στην Αίγυπτο.
3. Μαρία. Συγγραφέας, κόρη του Παναγιώτη (4.), και σύζυγος του Αλέκου Φωτιάδη. Με το ψευδώνυμο Άργα Πηλεία
δημοσίευσε έναν τόμο με πεζοτράγουδα (1918) και με το πατρικό της όνομα το μυθιστόρημα Λεβαντισμοί (1921).
4. Παναγιώτης. Άφησε κληροδοτήματα στη Ζαγορά, στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και στην ελληνική κοινότητα της ίδιας
πόλης.
Βολφ, Γιούλιους (Julius Wolf, 1834 – 1910). Γερμανός λογοτέχνης. Σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Βερολίνο. Το
1896 ίδρυσε περιοδικό με τον τίτλο Harzzeitung. Κατά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό και
παρασημοφορήθηκε. Μετά τον πόλεμο, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Τα πιο αξιόλογα έργα
του είναι Η καταστροφή (1892), Στο πεδίο των μαχών, Ο άγριος κυνηγός (1877), Τανχόιζερ (1880), Ο κόμης ληστής (1884) και
ο Δημόσιος θησαυρός.
Βολφ, Γιούλιους (Julius Wolf, 1836 – 1908). Γερμανός χειρουργός. Το 1884 έγινε έκτακτος καθηγητής και το 1890
διευθυντής της νεοϊδρυθείσας πανεπιστημιακής ορθοπεδικής κλινικής του Βερολίνου. Έγραψε πολλά έργα χειρουργικής, από τα
οποία τα σπουδαιότερα είναι: Περί του νόμου της μεταμόρφωσης των οστών, Περί εσωτερικής κατασκευής των οστών, Περί
τροφικών διαταραχών των πρωτοπαθών αρθροπαθειών και Η εξαίρεση του θυρεοειδούς αδένα και του λάρυγγα.
Βολφ, Γιούλους (Julus Wolf, 1862 – 1937). Ελβετός οικονομολόγος. Αρχικά διορίστηκε καθηγητής στη Ζυρίχη και αργότερα
δίδαξε οικονομολογία στο πανεπιστήμιο του Γκραϊφσβάλντ. Έγραψε πολλά έργα, τα οποία αναφέρονται στη διεθνή
σοσιαλιστική πολιτική, στις οικονομικές κρίσεις, στη μεταρρύθμιση του συστήματος των χρηματιστηρίων και στην ανεργία.
Βολφ, Κάσπαρ Φρίντριχ (Caspar Friedrich Wolff, Βερολίνο 1733 – Αγία Πετρούπολη 1794). Γερμανός βιολόγος, ανατόμος
και φυσιολόγος. Πραγματοποίησε πλήθος πειραμάτων εμβρυϊκής και μετεμβρυϊκής ανάπτυξης και θεωρείται ένας από τους
θεμελιωτές της σύγχρονης εμβρυολογίας. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο Χάλε (1753-59). Το 1759 δημοσίευσε μια διατριβή
(Theoria gemerationis), στην οποία ανέπτυξε τη θεωρία της επιγένεσης (βλ. λ.). Μελέτησε τα άνθη διάφορων φυτών και
διαπίστωσε πως πρόκειται για διαφοροποιημένα φύλλα, θέτοντας τις βάσεις για τη θεωρία της μεταμόρφωσης των φυτικών
οργάνων. Το 1767 εγκατέλειψε τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, όπου παρουσίασε μια εργασία για τον
σχηματισμό του εντέρου της όρνιθας. Αφιερώθηκε επίσης σε ανατομικές έρευνες του μυοκαρδίου και του συνδετικού ιστού. Ο
Β. ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη των τερατογενέσεων και μελέτες του αυτές συγκεντρώθηκαν στο Ανατομικό Εργαστήριο
των Παραδόξων, ίδρυμα που λειτουργούσε τότε στην Αγία Πετρούπολη. Ωστόσο, ο αιφνίδιος θάνατός του δεν του επέτρεψε να
ολοκληρώσει το επιστημονικό του έργο.
Βολφ, Κρίστιαν φον- (Christian von Wolff, Μπρεσλάου [σημερινό Βρότσλαβ Πολωνίας] 1679 – Χάλε 1754). Γερμανός
φιλόσοφος. Ο Β. κυριάρχησε στην επιστημονική σκέψη της Γερμανίας του 18ου αι. Η θεωρία του αντιπροσωπεύει τη βάση του
εθνικισμού, που χαρακτηρίζει τον Γερμανικό Διαφωτισμό (Aufklarung).
Καθηγητής των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Χάλε, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη φιλοσοφία. Το 1723 ο
Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α’ τον απέλυσε από τη θέση του, ύστερα από πιέσεις που δέχτηκε από τους ορθόδοξους θεολόγους,
εχθρούς του Β. Τον ανακάλεσε όμως ο Φρειδερίκος Β’ το 1741 και δίδαξε στο Χάλε έως τον θάνατό του. Η διάδοση των έργων
του οφείλεται στο γεγονός ότι, εκτός από τα λατινικά, έγραψε στα γερμανικά, και σε αυτόν έχει τις ρίζες του ένα μεγάλο μέρος
από τη φιλοσοφική ορολογία της γερμανικής γλώσσας. Τα έργα του στα γερμανικά έχουν όλα τον τίτλο Λογικές σκέψεις (1712-
23). Έγραψε, μεταξύ άλλων, στα λατινικά τα έργα Ορθολογική φιλοσοφία ή Λογική (1718), Πρώτη φιλοσοφία ή Οντολογία
(1728). Θεωρήθηκε συνεχιστής του Λάιμπνιτς· και πράγματι, ο Β. τελειοποίησε και συμπλήρωσε το σύστημα μεθοδολογικών
στοιχείων της σκέψης του Γερμανού φιλοσόφου. Ο Λάιμπνιτς είχε υποστηρίξει ότι η αρχή της ταυτότητας ισχύει για τις λογικές
αλήθειες και η αρχή του αποχρώντος λόγου για τις αντικειμενικές αλήθειες, ενώ για τον Β. η πραγματικότητα πρέπει να
εξετάζεται τόσο από την άποψη του λόγου όσο και από την άποψη των αισθήσεων. Η πραγματικότητα αυτή μπορεί να γίνει
γνωστή μέσω λογικών τύπων αλλά και μέσω της εμπειρίας. Η γνώση μέσω των εννοιών έχει βέβαια την υπεροχή, αλλά και οι
δύο τύποι γνώσης ισχύουν, επειδή κάθε βεβαιότητα ανάγεται στην αρχή της αντίφασης, που εγγυάται τόσο τις γνώσεις μέσω των
εννοιών όσο και τις εμπειρικές. Οι λογικές αρχές έχουν καθολικό κύρος, συνεπώς ισχύουν και στο πεδίο της εμπειρίας, της
θεολογίας και της ηθικής.
Με βάση την αρχή του αποχρώντος λόγου μπορεί να φτάσει κανείς στην απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Άλλη λογική αρχή
είναι η εντελέχεια, στην οποία τείνουν όλα τα όντα και η οποία είναι ο νόμος της φύσης που ρυθμίζει το σύμπαν. Η αρχή αυτή
βρίσκεται στα βάθη της ηθικής, η οποία επιτάσσει καθετί που την ευνοεί και απαγορεύει καθετί που τη μειώνει. Από αυτό
απορρέει η ενότητα ηθικής και γνώσης, που μόνη της μπορεί να μας υποδείξει εκείνο που πραγματικά είναι χρήσιμο στην
επίτευξη της τελειότητας.
Βολφ, Μαξ (Max Wolf, Χαϊδελβέργη 1869 – 1932). Γερμανός αστρονόμος. Ίδρυσε και διηύθυνε το αστεροσκοπείο της
Χαϊδελβέργης. Επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην παρατήρηση και στη μελέτη του ουρανού και είναι ο πρώτος που
χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην αναζήτηση των αστεροειδών και των μικρών νεφελωμάτων. Για τον σκοπό αυτόν
εφάρμοσε τη μέθοδο της έκθεσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, της φωτογραφικής πλάκας στο φως των αμυδρών ουράνιων
σωμάτων, με τη χρήση ειδικού μηχανισμού (αστροστάτης), ο οποίος μετέδιδε στο τηλεσκόπιο μια συνεχή και ομοιόμορφη
κίνηση, συγχρονισμένη με την κίνηση του ουράνιου θόλου. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατόν να φωτογραφηθούν ουράνια
σώματα με εξαιρετικά αμυδρή φωτεινότητα. Στις φωτογραφίες αυτές οι απλανείς αστέρες φαίνονται σαν μικρά φωτεινά σημεία,
ενώ οι αστεροειδείς σαν λεπτές φωτεινές γραμμές. Έτσι επισημάνθηκαν αστέρες μέχρι 15ου μεγέθους.
Βολφ, Μπέρναρντ Όσκαρ Λούντβιχ (Bernard Oscar Ludwig Wolf, 1799 – 1851). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική,
ιστορία και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Το 1826 διορίστηκε καθηγητής των νεότερων γλωσσών του
πανεπιστημίου της Βαϊμάρης και το 1832 της λογοτεχνίας σε εκείνο της Ιένα. Δημοσίευσε ανθολογίες Γερμανών ποιητών και
έγραψε τα έργα Εικόνες και τραγούδια (1840), Όνειρα και αφροί (1844) και Μικρές λύπες της ανθρώπινης ζωής (1846).
Βολφ, Ούγκο (Hugo Wolf, Βίντισγκρατς, Στυρία 1860 – Βιέννη 1903). Αυστριακός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του
στο ωδείο της Βιέννης και είχε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Βάγκνερ, η επίδραση του οποίου τον έκανε να απομακρυνθεί από
το παραδοσιακό περιβάλλον και να προκαλέσει την εχθρότητα των ισχυρών μουσικών κύκλων, που είχαν επικεφαλής τον
Μπραμς και τον Χάνσλικ. Ωστόσο, επιβλήθηκε νωρίς ως συνθέτης Lieder, αν και τα έργα του διακόπτονταν συχνά από
διανοητικές κρίσεις, οι οποίες τελικά τον οδήγησαν στον θάνατο. Φύση ρομαντική και εσωστρεφής, ο Β. εκφράστηκε κυρίως με
τα 250 τραγούδια του που επιβάλλονται με την αρμονική τους επεξεργασία και με μια ανάπτυξη που επιδιώκει κυρίως την
αποκάλυψη της αξίας του κειμένου. Η μελωδία του, ακόμα και όταν είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, αναπτύσσεται με τέτοια άνεση
και φυσικότητα που τον αναδεικνύει σε έναν από τους κλασικούς συνθέτες του γερμανοαυστριακού Lied. Η καλλιτεχνική
παραγωγή του Β. ολοκληρώθηκε με το κωμικό μελόδραμα Der Corregidor (1896), με σκηνική μουσική, συμφωνικές συνθέσεις,
ένα κουαρτέτο και πολλές σελίδες χορωδιακής μουσικής.
Βολφ, Ρούντολφ (Rudolph Wolf, 1816 – 1893). Ελβετός αστρονόμος και πανεπιστημιακός. Δίδαξε μαθηματικά και φυσική
στη Βέρνη (1839-55) και το 1847 διορίστηκε διευθυντής του αστεροσκοπείου της Βέρνης· επίσης δίδαξε αστρονομία στο
πανεπιστήμιο της πόλης. Το 1855 ανέλαβε διευθυντής του αστεροσκοπείου της Ζυρίχης και αργότερα καθηγητής μαθηματικών
και αστρονομίας στο πανεπιστήμιο της πόλης. Έγραψε μαθηματικά και αστρονομικά συγγράμματα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με
έρευνες σχετικά με την περιοδικότητα των ηλιακών κηλίδων. Αξιόλογο θεωρείται το έργο του Ποικίλα περί αστρονομίας. Το
βιβλίο του Ιστορία της αστρονομίας θεωρείται εξάλλου κλασικό στο είδος του.
Βολφ, Τέοντορ (Theodor Wolf, 1868 – 1943). Γερμανός δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Από το 1906 ήταν
αρχισυντάκτης ημερήσιας εφημερίδας του Βερολίνου. Έργα του: Η καταστροφή (1892), Αμαρτωλοί (1893), Δεν το γνωρίζει
κανένας (1894, θεατρικό), Το σιωπηλό νησί (1898, θεατρικό) και Η βασίλισσα (1898, θεατρικό).
Βολφ, Φρίντριχ Άουγκουστ (Friedrich August Wolf, 1759 – 1824). Γερμανός ελληνιστής φιλόλογος και πανεπιστημιακός.
Σπούδασε φιλολογία στο Γκέτινγκεν. Το 1777 εξέδωσε μια μελέτη του για τα ομηρικά έπη, στην οποία αναφέρθηκε επικριτικά ο
συμπατριώτης του ποιητής Χάινε. Το 1782, ένα νέο έργο του, η έκδοση του πλατωνικού Συμποσίου με σχόλια και πολυσέλιδη
εισαγωγή, εδραίωσε την επιστημονική φήμη του και, έναν χρόνο μετά, διορίστηκε καθηγητής της φιλοσοφίας και της
παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο του Χάλε. Το 1789 εξέδωσε σχολιασμένο τον λόγο του Δημοσθένη Προς Λεπτίνην και το 1795
δημοσίευσε την περίφημη μελέτη Προλεγόμενα εις τον Όμηρον, που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στους μελετητές των ομηρικών
επών. Στο έργο αυτό ο Β. ισχυρίστηκε ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είναι έργα ενός ποιητή, αλλά πολλών ομηρικών
ραψωδών (ομηρικό ζήτημα). Έκανε και άλλες κριτικές εκδόσεις αρχαιοελληνικών κειμένων, με κυριότερες τη Θεογονία του
Ησίοδου (1783), τα Άπαντα του Λουκιανού (1791), τις Αχαρνής του Αριστοφάνη (1812) κ.ά. Μετέφρασε επίσης στα λατινικά
τον Κρίτωνα του Πλάτωνα.
Ο Β. υπήρξε κορυφαίος φιλόλογος. Πίστευε ότι η κλασική φιλολογία δεν είναι απλή μελέτη των τύπων μιας γλώσσας, αλλά «η
γνώση της ανθρώπινης φύσης, όπως εμφανίζεται στα αρχαία κείμενα».
Βολφ-Φεράρι, Ερμάνο (Ermanno Wolf-Ferrari, Βενετία 1876 – 1948). Ιταλός μουσικοσυνθέτης, γερμανικής καταγωγής. Από
Γερμανό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα, ο Β.-Φ. σπούδασε στο Μόναχο (1893-95) και επέστρεψε στην Ιταλία, όπου άρχισε τη
σταδιοδρομία του ως συνθέτης με το ορατόριο La Sulamita και το μελόδραμα Η Σταχτοπούτα (1900). Έγραψε αρκετά
μελοδράματα, στα οποία μέσα από μια εκλεπτυσμένη αρμονία προβάλλει η μελοδραματική του φλέβα με την κομψότητα και τη
φρεσκάδα της. Ο Β.-Φ. έγραψε επίσης επιτυχημένα συμφωνικά έργα, όπως και σελίδες φωνητικής μουσικής και μουσικής
δωματίου, που είχαν μεγάλη επιτυχία.
Βόλφερ, Άλφρεντ (Alfred Wolfer, 1854 – 1931). Ελβετός αστρονόμος. Σπούδασε στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1871-75) και
εργάστηκε αρχικά ως βοηθός στο αστεροσκοπείο της ίδιας πόλης. Διετέλεσε επιμελητής στο πανεπιστήμιό της και, αργότερα,
καθηγητής της αστρονομίας. Το 1894 έγινε διευθυντής του αστεροσκοπείου της Ζυρίχης. Οι έρευνές του αναφέρονται κυρίως
στις ηλιακές κηλίδες.
Βολφιάνα (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 29 Αυγούστου 1916. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή
του είναι περίπου 16,2, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος
13,2. Διεθνώς ονομάζεται Wolfiana 827.
Βόλφραμ φον Έσενμπαχ (Wolfram von Eschenbach, Έσενμπαχ 1170 – 1220). Γερμανός ποιητής. Ο Β. θεωρείται ο
μεγαλύτερος ποιητής της μεσαιωνικής Γερμανίας. Η φήμη του οφείλεται κυρίως στο ποίημά του Πάρσιφαλ (Parzival), περίπου
12.000 στίχων σε 16 ωδές. Πρώτη πηγή της έμπνευσης του υπήρξε το έργο Perceval του Κρετιέν ντε Τρουά (στο κεντρικό θέμα
του οποίου ο Β. δίνει εσωτερικό βάθος) καθώς και μια μυθολογία του ποιητή Κιό από την Προβηγκία, τον οποίο αναφέρει ο Β.
αλλά είναι άγνωστος σήμερα. Η ιστορία του έργου παρουσιάζει τους αγώνες του ανθρώπου στην αναζήτηση μιας ψυχικής
ανωτερότητας μέσα στα πλαίσια του ιδεώδους της ιπποτικής ζωής. Το ποίημα είναι το πρώτο μυθιστόρημα πλοκής (γερμ.
Entwicklungsroman) της γερμανικής λογοτεχνίας. Ο νεαρός Πάρσιφαλ, διψασμένος για περιπέτειες, φτάνει στην Αυλή του
βασιλιά Αρθούρου, αλλά ύστερα από πολλές δοκιμασίες τον φέρνουν στον σωστό δρόμο μόνο οι διδαχές του ερημίτη θείου του
Τρεβριτσέντ, που τον συμβούλευσε να ζητήσει βοήθεια από τον βασιλιά Αμφόρτα, ο οποίος του παραχώρησε το βασίλειο του
Γκράαλ. Στον κεντρικό ήρωα αντιπαρατίθεται η φυσιογνωμία του Γκάβαν, ιππότη του Αρθούρου, με τις περιπέτειες και τους
έρωτές του. Ένα πλήθος άλλων προσώπων υπάρχουν ακόμα στο ποίημα, το οποίο είναι επίσης ένας μεγάλος και πολυσύνθετος
πίνακας της ιπποτικής ζωής. Στο Βίλεχαλμ –που έμεινε ημιτελές–, γραμμένο με πρότυπο το γαλλικό Μάχη των Αλισκανών, ο Β.
εξυμνεί τη νίκη του Γουλιέλμου της Οράγγης εναντίον των Σαρακηνών, ενώ η ηρωίδα του αποσπασματικού Τιτουρέλ είναι ένα
πρόσωπο του Πάρσιφαλ, η Σιγκούν, απόγονος του Τιτουρέλ, πρώτου βασιλιά του Γκράαλ. Ο Β. είναι επίσης ο συγγραφέας των
Τραγουδιών της ημέρας, στα οποία η πιστή αφοσίωση των ερωτευμένων (η ερωτική πίστη είναι ένα μόνιμο στοιχείο σε όλο το
έργο του Β.) αντέχει σε όλους τους πειρασμούς.
βολφράμιο. Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των
στοιχείων μετάπτωσης, έχει ατομικό αριθμό 74 και ατομική μάζα 183,85· αναφέρεται και ως τουνγκστένιο.
Συναντάται σε διάφορα ορυκτά, όπως ο σεελίτης και ο βολφραμίτης, τα οποία συνοδεύονται συνήθως από μεταλλεύματα
κασσίτερου. Η ύπαρξή του πιστοποιήθηκε από τον Καρλ Βίλχελμ Σέελε στον σεελίτη το 1781 και το στοιχείο απομονώθηκε δύο
χρόνια αργότερα από τους αδελφούς Ντ’ Ελχουγιάρ.
Είναι γκριζόλευκο, σκληρό μέταλλο, υψηλού ειδικού βάρους (19,3), με μεγάλη αντοχή στην θέρμανση και υψηλή αγωγιμότητα·
έχει το υψηλότερο σημείο τήξης από όλα τα μέταλλα (3.410°C), τη χαμηλότερη τάση ατμών και βράζει περίπου στους 5.900°C.
Το β., σε συνηθισμένη θερμοκρασία, είναι ανθεκτικό στο νερό, στο οξυγόνο του αέρα, στα οξέα και στα υδατικά διαλύματα των
καυστικών αλκαλίων· αντίθετα, προσβάλλεται από το φθόριο ή από διάλυμα πυκνού νιτρικού και υδροφθορικού οξέος·
προσβάλλεται, επίσης, από το χλώριο, αλλά μόνο σε κατάσταση ερυθροπύρωσης.
Το β. παρασκευάζεται βιομηχανικά με κατάλληλη επεξεργασία των μεταλλευμάτων του· συνήθως προκύπτει στη μορφή του
τριοξειδίου του (WΟ3), από το οποίο λαμβάνεται σε καθαρή κατάσταση με αναγωγή του WΟ 3 με υδρογόνο, σε υψηλή
θερμοκρασία.
Από τις ενώσεις του β., το τριοξείδιο WΟ3 προκύπτει με θέρμανση του β. ή διάφορων ενώσεών του, στον αέρα· είναι υποκίτρινη
σκόνη η οποία διαλύεται στα αλκάλια σχηματίζοντας τα βολφραμικά άλατα. Τα αλκαλικά βολφραμικά άλατα, αν υποστούν
επεξεργασία με αναγωγικά μέσα, δίνουν τους μπρούντζους τουνγκστενίου, με απόχρωση κυανή, πορφυρή ή χρυσοκίτρινη,
ανάλογα με τη σύσταση, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως βερνικοχρώματα. Τα βολφραμικά άλατα του ασβεστίου, του βαρίου και
του μαγνησίου χρησιμοποιούνται ως φωσφορίζουσες ουσίες. Το β. εφαρμόζεται στην κατασκευή σκληρότατων κραμάτων,
ανθεκτικών στη θέρμανση και στη διάβρωση με καλή θερμική αγωγιμότητα και ποικίλες κατασκευαστικές εφαρμογές, όπως για
παράδειγμα σε διάφορους χάλυβες κατάλληλους για εργαλεία με αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες. Σημαντικά είναι τα κράματα
του β. με κοβάλτιο και χρώμιο, γνωστά με την ονομασία stellite, τα οποία σχηματίζουν ανθεκτικά αδιάβροχα υλικά. Το
μεταλλικό β., επειδή αντέχει σε θερμοκρασία περίπου 2.500°C χωρίς να εξαχνώνεται, χρησιμοποιείται για την κατασκευή
σπειρωμάτων σε ηλεκτρικές λυχνίες.
Βολωνία. Παλαιότερη εξελληνισμένη ονομασία της ιταλικής πόλης Μπολόνια (βλ. λ.).
Βολωνίνης, Φρειδερίκος (Αθήνα 1902 – 1970). Βιολιστής. Σπούδασε βιολί και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών και στο Εθνικό
Ωδείο Παρισιού. Για πολλά χρόνια υπήρξε έξαρχος βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Συνέπραξε ως σολίστ με ξένες
ορχήστρες και έδωσε πολλές συναυλίες σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής.
βόμβα. Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με
εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με
ωρολογιακό μηχανισμό είτε μετά από κρούση είτε κατόπιν εξωτερικής επίδρασης. Υπό τη γενική αυτή έννοια β. θεωρούνται και
οι νάρκες και οι βομβίδες. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των β. είναι η μικρή ταχύτητα βολής, το μικρό βάρος του υλικού
γόμωσης σε σχέση με το συνολικό βάρος και η ανυπαρξία περιστροφικής κίνησης για τον επιμήκη άξονά της. Στις περιπτώσεις
που είναι απαραίτητο (βολή από αεροσκάφος), η τροχιά της β. σταθεροποιείται με καθοδηγητικά πτερύγια κατάλληλα
προσαρμοσμένα πάνω σε αυτή. Στις συνήθεις β., δηλαδή σε αυτές που δεν λειτουργούν με πυρηνικές αντιδράσεις, η έκρηξη
είναι αποτέλεσμα μοριακών χημικών αντιδράσεων. Κατασκευάζονται σε μεγάλο αριθμό και σε ποικιλία τύπων, με βάρος που
κυμαίνεται από λίγες εκατοντάδες γραμμάρια έως μερικούς τόνους. Έχουμε έτσι τις μικρές χειροβομβίδες, οι οποίες με την
κατάλληλη διάταξη μπορούν να εκτοξευτούν ακόμα και από ένα όπλο (οπλοβομβίδες), τις προτοποθετούμενες β. ή νάρκες
(ξηράς και θάλασσας), τα βλήματα όλμων διαφόρων τύπων, τις β. πτώσης, που ρίχνονται από αεροπλάνα, τις β. βυθού κ.ά.
Από τη β. πτώσης επινοήθηκε, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η β.-πύραυλος ή ρουκέτα. Το βλήμα αυτό φέρει έναν
προωθητήρα αντίδρασης, ο οποίος αυξάνει την ταχύτητα και συνεπώς την ενέργεια κρούσης, μειώνει τη διάρκεια της τροχιάς
και αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας. Έχουμε έτσι, με πολύ μικρότερο σφάλμα, τα αποτελέσματα που επιδιώκουμε με τη βολή
κρούσης. Ανάλογα με την ενέργεια και τα αποτελέσματά τους, οι β. μπορούν να διακριθούν σε εκρηκτικές, με ελαφρύ
περίβλημα και επιφανειακή έκρηξη στον στόχο· διατρητικές, που χρησιμοποιούνται εναντίον προστατευτικών μέσων και
οχυρών γιατί διατρυπούν το οχύρωμα και η έκρηξή τους γίνεται πέρα από αυτό· επίσης, με κοίλη γόμωση, που με την έκρηξή
τους διατρυπούν τη θωρακισμένη επιφάνεια του στόχου, ενώ η παραβολοειδής κοιλότητα της γόμωσης δημιουργεί μια
ταυτόχρονη υπέρθεση εκρηκτικών κυμάτων, τα οποία, καθώς συγκεντρώνονται στο πρόσθιο μέρος, λιώνουν το μέταλλο,
διατρυπούν τον στόχο και εισχωρούν· εμπρηστικές, με γόμωση από εύφλεκτες ουσίες (ναπάλμ, λευκός φώσφορος, θερμίτης
κλπ.)· δακρυγόνες, ασφυξιογόνες κλπ., με πολεμικές χημικές ουσίες που προορίζονται εναντίον ζώντων οργανισμών· μη
καταποντιζόμενες, οι οποίες ρίπτονται από αεροπλάνα ή πλοία (με πυροβόλα ή αφήνονται να ολισθήσουν) και εκρήγνυνται σε
ένα καθορισμένο βάθος (με σύστημα υπολογισμένης υδροστατικής πίεσης) ή σε μικρή απόσταση από τον στόχο, χάρη σε ένα
ηλεκτρομαγνητικό σύστημα ή εξ επαφής.
βόμβα, ατομική. Βλ. λ. ατομική βόμβα.
βόμβα, ηφαιστειακή. Βλ. λ. ηφαιστειακές βόμβες.
βόμβα, πυρηνική. Βλ. λ. πυρηνικά όπλα.
βόμβα Μολότοφ. Βλ. λ. Μολότοφ, βόμβα ή κοκτέιλ.
βόμβα υδρογόνου. Βλ. λ. υδρογονοβόμβα.
Βομβάη (Bombay ή Mumbai). Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου
Μαχαράστρα (βλ. λ.). Η Β., που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της δυτικής παράκτιας λωρίδας του Ντεκάν, εκτείνεται στο
ομώνυμο νησί και στο νησί Σαλσέτ, που ενώνονται τεχνητά μεταξύ τους και με τη στεριά.
Ο αρχικός πυρήνας της πόλης, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα, κοντά στο ακρωτήριο Μαλαμπάρ, διευρύνθηκε προς τα Β, όπου
σχημάτισε ένα καινούργιο κέντρο, τυπικά ινδικό (οικοδομήματα σε στιλ λίμπερτι, μπαρόκ και αγγλοϊνδικά), το βορειότερο
τμήμα του οποίου περιλαμβάνει τη βιομηχανική συνοικία (Παρέλ και Νταντάρ) με τα τεράστια κτίρια των βιομηχανικών
συγκροτημάτων. Κατά τη διάρκεια της μετέπειτα επέκτασής της προς τα ΒΔ και ΒΑ, η πόλη ενσωμάτωσε την Μπάντρα, την
Κούρλα, την Τάνα και την Καλιάν. Στα Α, κατά μήκος του ομώνυμου κόλπου, εκτείνεται σε μήκος περίπου 10 χλμ. το λιμάνι, το
σημαντικότερο της Ινδίας και, μαζί με εκείνα της Καλκούτας και της Μαδράς, ένα από τα σπουδαιότερα σε εμπορική κίνηση.
Στα Ν, στις συνοικίες Φορτ και Κολάμπα, βρίσκονται τα δημόσια κτίρια και το κέντρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στα
Δ, κατά μήκος του κόλπου Μπακ Μπέι και του ακρωτηρίου Μαλαμπάρ, βρίσκονται οι αριστοκρατικές συνοικίες και οι επαύλεις,
καθώς και ο περίφημος Πύργος της Σιωπής, στον οποίο οι Πάρσοι εγκατέλειπαν παλαιότερα τα πτώματα των νεκρών για να τα
κατασπαράξουν οι γύπες.
Η δημογραφική και οικονομική πρόοδος της μητρόπολης είναι συνδεδεμένη προπάντων με τη δραστηριότητα του μεγάλου
λιμανιού της. Σήμερα, η εμπορική διακίνηση που διεξάγεται προπάντων με τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας,
συνίσταται στην εισαγωγή πρώτων υλών και στην εξαγωγή βαμβακιού, ξυλείας και βιοτεχνικών προϊόντων. Κοντά στο λιμάνι
αναπτύχθηκε μια αξιόλογη βιομηχανική ζώνη, η οποία περιλαμβάνει συγκροτήματα υφαντουργίας, μεταλλομηχανουργίας,
εργοστάσια χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων και εργοστάσια ηλεκτρικών συσκευών. Πολύ ανεπτυγμένη είναι επίσης και
η κινηματογραφική βιομηχανία, γνωστή με την ονομασία Μπόλιγουντ (απομίμηση του Χόλιγουντ). Στην πόλη, που
εξυπηρετείται από το αεροδρόμιο της Σάντα Κρουζ, το μεγαλύτερο της χώρας, συγκλίνουν μερικές από τις κυριότερες
σιδηροδρομικές γραμμές της Ινδίας.
Εκτός από μεγάλο οικονομικό κέντρο, σπουδαίος οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και διεθνής αερολιμένας, η Β. αποτελεί
επίσης και πνευματικό κέντρο με αξιόλογα μουσεία (όπως το μουσείο φυσικής ιστορίας Πρίγκιπας της Ουαλίας, το μουσείο
Βικτορίας και Αλβέρτου), ένα πανεπιστήμιο (ιδρύθηκε το 1857) και τεχνικά και επιστημονικά ιδρύματα εξειδικευμένης έρευνας.
Ιστορία. Η πόλη χτίστηκε τον 13ο αι. πάνω σε επτά νησάκια κατοικημένα από ψαράδες και το 1348 κατακτήθηκε από τους
μουσουλμάνους του Γκουτζαράτ. Το 1534 ο σουλτάνος του Γκουτζαράτ πούλησε τη Β. στους Πορτογάλους και το 1661 η
ινφάντα Αικατερίνη της Μπραγκάντσα την πήρε προίκα, όταν παντρεύτηκε τον Κάρολο Β’ της Αγγλίας, ο οποίος λίγο αργότερα
(1668) την παραχώρησε στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Η σπουδαιότητα της Β. διαφάνηκε γρήγορα, προπάντων όταν
εγκαταστάθηκαν εκεί τα πρώτα υφαντουργεία και άρχισε να αξιοποιείται το λιμάνι. Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των
Ινδιών (1947), η πόλη έγινε πρωτεύουσα του ομώνυμου κρατιδίου, ενώ μετά τη διαίρεσή του (1960) στα κρατίδια Γκουτζαράτ
και Μαχαράστρα αποτέλεσε πρωτεύουσα του δεύτερου.
βομβάρδα. Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά τα τέλη του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν
από σίδερο ή, σπανιότερα, από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης
διαμέτρου, που δεχόταν την οβίδα, καθώς και από ένα οπίσθιο μέρος, ονομαζόμενο πυροβόλο, με μεγαλύτερο μήκος και
μικρότερη διάμετρο, όπου υπήρχε η γόμωση για τη βολή. Η χρήση της β. εγκαταλείφθηκε σταδιακά κατά το β’ μισό του 16ου
αι., καθώς τελειοποιήθηκε το πυροβολικό και ο τύπος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε πια έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον
οποίο με τον ίδιο όρο εννοούσαν έναν τύπο εμπροσθογεμούς πυροβόλου οικονομικής κατασκευής και απλής λειτουργίας. Το
πυροβόλο αυτό είχε λείο κοίλο κάνης, το διαμέτρημά του άλλαζε ανάλογα με τους τύπους των οβίδων και εκτόξευε με πολύ
καμπύλη τροχιά και σε μικρή απόσταση μια βόμβα, η οποία με τη σημαντική εκρηκτική γόμωσή της μπορούσε να καταστρέψει
θέσεις ελαφρών όπλων, να πλήξει χαρακώματα και να ανοίξει μεγάλες τρύπες στα συρματοπλέγματα. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο
πόλεμο, οι αποστολές της β. δόθηκαν στο βομβοβόλο, όπλο όμοιο με το προηγούμενο.
βομβαρδισμός (Στρατ.). Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη
βομβών από αεροπλάνα.
Ο όρος δήλωνε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την
κάμψη του ηθικού του αντιπάλου, πριν εξαπολυθεί η τελική έφοδος από το πεζικό. Με την εξέλιξη των τεχνικών μέσων, ο β.
αναπτύχθηκε κατά διάφορους τρόπους, ακόμα και ανεξάρτητα από τη δράση του πεζικού.
Ο αεροπορικός β. εφαρμόστηκε ευρύτατα κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (β. μικρού ή μεγάλου ύψους, μαζικός, κάθετης
εφόρμησης, τακτικός, στρατηγικός) σε σημείο που υποκατέστησε σε πολλές περιπτώσεις το πυροβολικό σε αποστολές που
ανήκαν άλλοτε σε αυτό. Κατά τις επιθετικές επιχειρήσεις του πολέμου 1939-45, η δράση του πεζικού, που ακολουθούσε τις
μάζες των θωρακισμένων, υποστηριζόταν άμεσα, εκτός από το πυροβολικό, και από καταδιωκτικά-βομβαρδιστικά αεροπλάνα.
Κατά τις συνδυασμένες αποβατικές επιχειρήσεις, οι μαζικοί β. από πλοία και κυρίως από αεροπλάνα ορμώμενα από
αεροπλανοφόρα ή από βάσεις ξηράς κατέβαλαν οχυρές παράκτιες αμυντικές τοποθεσίες και επέτρεψαν στα αποβατικά μέσα να
προσεγγίσουν την ακτή και να αποβιβάσουν τα στρατεύματα. Στις αποβάσεις στις ακτές της Μεσογείου, της Νορμανδίας και
στα νησιά του Ειρηνικού προηγήθηκαν πάντοτε σφοδροί β. από τη θάλασσα και τον αέρα, οι οποίοι εξουδετέρωσαν τα πάντα,
εκτός από λίγες, καλά οχυρωμένες θέσεις.
Ένας ιδιαίτερος τύπος αεροναυτικού β. είναι ο ανθυποβρυχιακός. Βλ. λ. ανθυποβρυχιακό.
βομβαρδισμός (Φυσ.). Η δράση ισχυρών επιταχυνόμενων ατομικών σωματιδίων επί ορισμένων ουσιών, η οποία έχει ως
αποτέλεσμα φαινόμενα φωταύγειας ή εκπομπή ιδιαίτερων ακτινοβολιών.
βομβαρδιστικό. Τύπος αεροσκάφους της πολεμικής αεροπορίας για τη διενέργεια βομβαρδισμών. Βλ. λ. αεροναυτική.
βομβοβόλα. Όπλα ή συσκευές διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι
στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό
στο κατώτερο άκρο, με διαμέτρημα περίπου 80 χιλιοστών, στηριζόμενο σε έναν τρίποδα, ο οποίος είχε κάτω πλάκες στήριξης.
Με αυτόν τον απλό και οικονομικό τύπο β. εκτελούσαν βολές με πολύ καμπύλη τροχιά, κατάλληλες για την προσβολή
καλυμμένων θέσεων. Το βεληνεκές του δεν υπερέβαινε τα 1.000 μ. Η βόμβα εκτοξευόταν συνήθως από την έκρηξη μιας
γόμωσης που υπήρχε στο κατώτερο μέρος του βλήματος κατά τη σύγκρουσή της με έναν επικρουστήρα στο βάθος του όπλου.
Σήμερα ο όρος β. δεν χρησιμοποιείται και τα όπλα αυτά λέγονται όλμοι (βλ. λ. όλμος).
Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα από αυτόν κατασκευάστηκαν β. διαφόρων διαμετρημάτων, από 60 έως 120 χιλιοστά. Σε
μερικούς τύπους, το βεληνεκές αυξήθηκε μέχρι τα 4.000-5.000 μ., αλλά διατηρήθηκαν το πρακτικό σύστημα εμπροσθογέμισης
με τη σχετική διαδικασία βολής και η λεία κοίλη κάνη.
Στο πολεμικό ναυτικό, ονομάζουν β. τις διάφορες συσκευές, σταθερές ή φορητές, που χρησιμοποιούνται για την εκτόξευση
βομβών εναντίον υποβρυχίων σε κατάδυση. Εγκαταστάσεις με πολλά όπλα αυτού του τύπου δίνουν τη δυνατότητα εκτόξευσης
βομβών με ταχύ ρυθμό, χωρίς την ανάγκη γεμίσματος.
Στην πολεμική αεροπορία χρησιμοποιούνται β. για τη μεταφορά και την εκτόξευση βομβών μεγάλου και μέσου διαμετρήματος·
αποτελούνται από άρπαγες που τις ανοίγει ο σκοπευτής με διάφορα συστήματα τηλεχειρισμού. Για τις βόμβες μικρού βάρους
και όγκου χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν σωληνωτά δοχεία με θυρίδα στον πυθμένα, την οποία άνοιγε ο σκοπευτής την
κατάλληλη στιγμή και απελευθέρωνε τη βόμβα.
Βομβοκού. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 120 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του
νομού, στις νότιες κλιτύς των ορέων της Ναυπακτίας, 56 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Ναυπάκτου. Κοντά στον οικισμό βρίσκεται κοντά στη μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
βόμβος (Bombus). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για άγριες μέλισσες, διαδεδομένες στην
Ευρώπη, στην Ασία και σε όλη την Αμερική. Στην Ελλάδα τα έντομα αυτά είναι γνωστά με την κοινή ονομασία μπάμπουρες.
Μοιάζουν στις συνήθειες και στη μορφή με τις κοινές μέλισσες, αλλά είναι μεγαλύτεροι και μπορεί να ξεπεράσουν σε μήκος τα
22 χιλιοστά. Ζουν σε κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα, πολλά αρσενικά και πάρα πολλές εργάτριες. Έχουν χοντρό
τριχωτό σώμα, με θώρακα και κοιλιά ποικιλότροπα χρωματισμένα, με στίγματα και λευκές, κίτρινες, μαύρες και κόκκινες
ταινίες, ανάλογα με το είδος.
Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο Bombus terrestris, ο οποίος προτιμά να κατασκευάζει τη φωλιά του σε καλλιεργημένο
έδαφος και εκμεταλλεύεται συχνά τις στοές που έχουν ανοίξει οι ποντικοί και οι τυφλοπόντικες ή διάφορες φυσικές κοιλότητες.
Οι β. είναι χρήσιμα έντομα, γιατί μεταφέρουν από άνθος σε άνθος τη γύρη του τριφυλλιού και άλλων φυτικών ζωοτροφών,
πραγματοποιώντας την επικονίασή τους.
βόμβυκας (Bombyx). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των βομβυκιδών, με μοναδικό αντιπρόσωπο το είδος
Bombyx mori· η προνύμφη του είναι γνωστή με την κοινή ονομασία μεταξοσκώληκας. Βλ. λ. μεταξοσκώληκας.
βόμβυκας (Εντομ.). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών λεπιδόπτερων εντόμων, οι προνύμφες των οποίων είναι βλαβερές για τη
γεωργία· τα κυριότερα από αυτά ανήκουν στην οικογένεια των λασιοκαμπιδών. Βλ. λ. λασιοκαμπίδες.
βομβυκίλα (Bombycilla). Γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας των βομβυκιλιδών. Περιλαμβάνει πτηνά μέτριου
μεγέθους, τα οποία ζουν σε ανοιχτές περιοχές και ξέφωτα των δασών των βόρειων ψυχρών χωρών. Αριθμεί τρία είδη, τα
Bombycilla garrulus, Bombycilla cedrorum και Bombycilla japonica.
Τα πουλιά αυτά έχουν μαλακό φτέρωμα και φέρουν στο κεφάλι κοκκινωπό λοφίο, το οποίο ανασηκώνεται όταν εξάπτονται. Το
φτέρωμά τους έχει γκριζοκάστανο χρώμα στο σώμα, κιτρινωπό στο στήθος και στην κοιλιά και μαύρο στον λαιμό και γύρω από
τα μάτια· το άκρο της ουράς είναι κίτρινο, ενώ οι φτερούγες τους έχουν χαρακτηριστικές κόκκινες κηλίδες. Οι β. ζουν κατά
ομάδες, εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής. Τρώνε άφθονα φρούτα, τόσο λαίμαργα που ορισμένες φορές δυσκολεύονται
να πετάξουν, καθώς επίσης και έντομα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Επειδή αγαπούν πολύ τα σταφύλια, λέγονται και αμπελίδες.
Το είδος Bombycilla garrulus ζει στις βόρειες χώρες της Ευρώπης και στη Σιβηρία· τον χειμώνα μεταναστεύει νοτιότερα
φτάνοντας μέχρι και την Ελλάδα. Έχει μήκος σώματος περίπου 20 εκ. και κοντή ουρά. Το πουλί αυτό παράγει ένα
χαρακτηριστικό τρεμουλιαστό κελάηδημα. Έχει νόστιμο κρέας, γι’ αυτό και αποτελεί περιζήτητο θήραμα· δεν φοβάται τον
άνθρωπο, γεγονός που εξηγεί την αδρανή συμπεριφορά του, όταν το πλησιάζουν για να το πιάσουν.
Το είδος Bombycilla cedrorum, λίγο μικρότερο από το προηγούμενο, συναντάται στη Βόρεια Αμερική, κυρίως στον Καναδά και
στις βόρειες ΗΠΑ, απ’ όπου μεταναστεύει νοτιότερα τον χειμώνα. Το είδος Bombycilla japonica ζει αποκλειστικά στην
ανατολική Ασία.
βομβυκιλίδες (bombycillidae). Οικογένεια ωδικών πτηνών της τάξης των στρουθιομόρφων, με χαρακτηριστικότερο
αντιπρόσωπο το γένος Bombycilla. Βλ. λ. βομβυκίλα.
Βομπάν, Σεμπαστιάν λε Πρεστρ (Sebastian le Prestre Vauban, Σεν-Λεζέ-ντε-Φουρσερέ 1633 – Παρίσι 1707). Γάλλος
στρατιωτικός. Υπηρετώντας στο τμήμα οχυρωματικών έργων, πήρε μέρος στον πόλεμο των ενωμένων αγγλογαλλικών δυνάμεων
κατά της Ισπανίας στη Φλάνδρα και διηύθυνε διάφορες πολιορκίες κατά τον επόμενο πόλεμο, τον επονομαζόμενο της
μεταβίβασης των δικαιωμάτων. Το 1677 διορίστηκε γενικός επόπτης οχυρωματικών έργων και ανέλαβε την εκτέλεση μεγάλου
αριθμού οχυρώσεων για την προστασία κυρίως των ανατολικών συνόρων της Γαλλίας. Εκτός από το σώμα μηχανικού του
στρατού, το οποίο εκσυγχρόνισε εισάγοντας νέες ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις στον σχηματισμό των διαφόρων οχυρωματικών
έργων, μονίμων και εκστρατείας, κατά το τέλος της ζωής του ο Β. ασχολήθηκε και με οικονομικά θέματα, ιδιαίτερα με τα
φορολογικά. Για τις εξαιρετικές τεχνικές του ικανότητες και τις σπουδαίες υπηρεσίες που προσέφερε στη χώρα του, και κατά
τον πόλεμο και κατά την ειρηνική περίοδο, ο Β. έγινε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών και το 1703 ονομάστηκε
στρατάρχης της Γαλλίας.
Βον, Βίκτορ Κλάρενς (Victor Clarence Vaughan, Μάουντ Έρι, Ράντολφ, Μισούρι 1851 – Ρίτσμοντ 1929). Αμερικανός
φαρμακολόγος και παθολόγος. Δίδαξε φυσιολογία και χημική παθολογία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου έγινε καθηγητής
στην έδρα της υγιεινής και της χημικής φυσιολογίας. Τα πιο σημαντικά συγγράμματά του είναι: Φυσιολογική χημεία (1896) και
Μόλυνση και ανοσία (1915).
Βον, Σάρα (Sarah Lois Vaughan, Νιου Τζέρσεϊ 1924 – 1990). Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Συγκαταλέγεται στις
σημαντικότερες ερμηνεύτριες της τζαζ, μαζί με την Έλα Φιτζέραλντ και την Μπίλι Χόλιντεϊ. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της
έπειτα από μια επιτυχημένη συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό θεατρικών ταλέντων και την περίοδο 1944-45 εμφανιζόταν με ένα
από τα πιο διάσημα ονόματα της τζαζ εκείνη την εποχή, τον Ερλ Χάινς. Συνεργάστηκε για λίγα χρόνια με τον Μπράιαν Εκστάιν
και αργότερα ηχογράφησε πάρα πολλά τραγούδια με τους πιο διάσημους τζαζ μουσικούς. Η φωνή της ήταν αρκετά πλούσια, ενώ
σε πολλές ερμηνείες της αναδεικνύεται η μεγάλη κλίμακα των φωνητικών της ικανοτήτων.
Βον, Στίβι Ρέι (Stevie Ray Vaughan, Ντάλας, Τέξας 1954 – 1990). Αμερικανός κιθαρίστας, τραγουδιστής και τραγουδοποιός.
Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λευκούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Β. θεωρήθηκε, όχι άδικα, το πιο αδικοχαμένο ταλέντο
της γενιάς του. Μεγάλωσε στον αμερικανικό Νότο, έχοντας τον μεγαλύτερο αδελφό του Τζίμι (επαγγελματίας μουσικός και
αυτός) ως πρότυπο. Με μια μοναδική τεχνική κατάρτιση και μελέτη των αμερικανικών μπλουζ και του Τζίμι Χέντριξ, ο Β.
καθιερώθηκε γρήγορα και το 1982 τον ανακάλυψε ο Ντέιβιντ Μπόουι στο φεστιβάλ του Μοντρέ, στην Ελβετία, και τον κάλεσε
να παίξει κιθάρα στον δίσκο του, Let’s Dance. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Μια σειρά επιτυχημένοι
δίσκοι, με το τρίο των Double Τrouble (Texas Flood, Couldn’t Stand the Weather, In Step), στους οποίους αναδεικνύεται η
απαράμιλλη ερμηνεία του στα μπλουζ (κιθάρα, φωνή, ενορχηστρώσεις και συνθέσεις), τον έφερε στο απόγειο της επιτυχίας. Ο
πρόωρος θάνατός του, σε αεροπορικό δυστύχημα μετά από πτώση ελικοπτέρου, θεωρήθηκε μεγάλη απώλεια, ακόμα και από
μπλουζίστες που τον είχαν επηρεάσει, όπως ο Άλμπερτ Κινγκ, που έγραψε ένα κομμάτι προς τιμήν του (Remembering Stevie), ο
Μπι Μπι Κινγκ, ο Ρόμπερτ Κρέι, ο Μπάντι Γκάι και ο Έρικ Κλάπτον. Πριν και μετά τον θάνατό του, ο Β. είχε τιμηθεί πολλές
φορές (Γκράμι, βραβεία κορυφαίου κιθαρίστα κ.ά.) για την ερμηνεία του.
Βον Γουίλιαμς, Ραλφ (Ralph Vaughan Williams, Ντον Άμπνεϊ, Γκλόστερσαϊρ 1872 – Λονδίνο 1958). Βρετανός
μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Βερολίνο με τον Μαξ Μπρουχ και στο Παρίσι
με τον Μορίς Ραβέλ. Ήταν οργανίστας στην εκκλησία του Σάουθ Λάμπεθ τα τελευταία χρόνια του 19ου αι. και συγχρόνως
πραγματοποίησε σειρά διαλέξεων στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη λαϊκή μουσική, γι’ αυτό και
αποσυρόταν για καιρό στην εξοχή, στο Κινγκς Λιν του Νόρφοκ, όπου ο εκλεκτικισμός του χανόταν μέσα στον λαϊκό και
βουκολικό χαρακτήρα που αποκτούσαν τα έργα του. Το 1902 έγραψε τη Βουκολική Σουίτα και ακολούθησαν οι 3 Ραψωδίες του
Νόρφοκ (1906) και η Ποιμενική Συμφωνία (1922). Το μελόδραμα Ούγος ο τσοπάνης (1924) είναι βασισμένο σε λαϊκά θέματα.
Ακολούθησαν οι όπερες Ο σερ Τζον ερωτευμένος (1929), βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ Οι εύθυμες χήρες του Γουίντσορ,
και Η πορεία του προσκυνητή (1951) από το ομώνυμο βιβλίο του Μπάνιαν. Πλούσια είναι η παραγωγή του και στον τομέα της
μουσικής δωματίου, όπως και σε εκείνον της φωνητικής μουσικής.
Βοναπάρτη, Μαρία (Maria Bonaparte, 1882 – 1962). Πριγκίπισσα της Ελλάδας. Υπήρξε σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της
Ελλάδας και κόρη του πρίγκιπα Ρολάνδου Βοναπάρτη· η ίδια, αν και μέλος βασιλικής οικογένειας, έγινε πιο γνωστή ως
ψυχαναλύτρια και συγγραφέας. Υπήρξε μαθήτρια του Φρόιντ και συνεχίστρια του έργου του. Ιδρυτικό μέλος της Γαλλικής
Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, αλλά και της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Ομάδας (μαζί με τον
Ανδρέα Εμπειρίκο κ.ά.), συνέβαλε στη διάδοση των ιδεών του Φρόιντ, τον οποίο μάλιστα βοήθησε προσωπικά στη διάρκεια των
ναζιστικών διωγμών, ενώ παρουσίασε και σημαντικό πρωτότυπο ερευνητικό έργο. Στον κύκλο των εργασιών της ξεχωριστή
θέση κατέχει η μελέτη της ζωής και του έργου του Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Βοναπάρτης (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής (πιθανώς από τη
Λομβαρδία), ένας κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16ο αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε
διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ (βλ. λ.), ο οποίος το 1796 άλλαξε τη γραφή του ονόματος από Buonaparte σε
Bonaparte. Κυριότεροι εκπρόσωποι της οικογένειας υπήρξαν οι παρακάτω:
1. Ελίζα (Αιάκειο 1777 – Τεργέστη 1820). Πριγκίπισσα του Πιομπίνο και της Λούκα, μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, αδελφή
του Ναπολέοντα Α’. Παντρεύτηκε, παρά τη θέληση του αδελφού της, τον Φελίξ Βατσιόκι. Από τις τρεις αδελφές, αυτή έμοιαζε
περισσότερο στον Ναπολέοντα, με την ενεργητικότητα και το πάθος της για δράση. Απέκτησε δύο παιδιά, τη Ναπολεόνη Ελίζα
(1806-1869) και τον Κάρολο Ιερώνυμο (1810-1830).
2. Κάρλο (Αιάκειο 1746 – Μονπελιέ 1785). Ήταν δικηγόρος, πατέρας του Ναπολέοντα Α’. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στην
Πίζα, αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της Κορσικής, αλλά προσχώρησε έπειτα στην πολιτική της γαλλικής κυβέρνησης.
3. Καρολίνα Μαρία (Αιάκειο 1782 – Φλωρεντία 1839). Υπήρξε μεγάλη δούκισσα της Κλεβ και του Μπεργκ, αδελφή του
Ναπολέοντα Α’. Παντρεύτηκε τον Ζοακίμ Μιρά και, υπερβολικά φιλόδοξη καθώς ήταν, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο και
στη δράση του συζύγου της. Χήρα το 1815, διέμεινε κυρίως στην Αυστρία και πέθανε στη Φλωρεντία. Είχε τέσσερα παιδιά, τον
Ναπολέοντα, τη Λετίτσια, τον Λουκιανό και τη Λουίζα.
4. Λουκιανός (Αιάκειο 1775 – Βιτέρμπο, Ιταλία 1840). Πρίγκιπας του Κανίνο, αδελφός του Ναπολέοντα Α’. Πρόεδρος του
Συμβουλίου των Πεντακοσίων (1798), έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο πραξικόπημα της 18ης Μπριμέρ, γλιτώνοντας την
τελευταία στιγμή από σοβαρή ήττα τον Ναπολέοντα. Υπουργός Εσωτερικών (1799), πρεσβευτής στην Ισπανία (1800) και
αργότερα μέλος της νομοθετικής επιτροπής, ερχόταν συχνά σε διαφωνία με τον αδελφό του και επεδείκνυε πάντοτε πνεύμα
ανεξαρτησίας και ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Όταν εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1804, δεν συμφιλιώθηκε με τον
Ναπολέοντα παρά μόνο στη διάρκεια των Εκατό Ημερών. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο κόρες από τη Χριστίνα
Μπουαγέ ντε Σεν Μαξιμέν, τη Σαρλότ (1796-1865) και τη Χριστίνα Αιγύπτα (1798-1847). Από την Αλεξαντρίν ντε Μπλεσάν,
χήρα του τραπεζίτη Ζουμπερτόν, απέκτησε εννέα παιδιά, τον Κάρολο Λουκιανό Ζιλ Λοράν (1803-1857), δεύτερο πρίγκιπα του
Κανίνο και του Λουζινιάνο, διάσημο φυσιοδίφη και σύζυγο της Ζηναΐδας, τη Λετίτσια (1804-1871), σύζυγο του Ιρλανδού Τόμας
Γουάιζ, την Ιωάννα (1806-1828), τον Παύλο Μαρία (1809-1827), τον Λουδοβίκο Λουκιανό (1813-1891), χημικό ορυκτολόγο
και γλωσσολόγο, τον Πέτρο Ναπολέοντα (1815-1881), δολοφόνο του δημοσιογράφου Βικτόρ Νουάρ το 1870, τον Αντουάν
(1816-1877), την Αλεξαντρίν Μαρί (1818-1874) και την Κονστάνς (1823-1876), που έγινε μοναχή στη Ρώμη.
5. Μαρία. Πριγκίπισσα της Ελλάδας. Βλ. λ. Βοναπάρτη, Μαρία.
6. Μαρία Λετίτσια Ραμολίνο (Αιάκειο 1750 – Ρώμη 1836). Υπήρξε σύζυγος του Κάρλο (1.) και μητέρα του Ναπολέοντα Α’.
Παντρεύτηκε τον Κάρλο το 1764 και αρχικά συμμετείχε μαζί με τον σύζυγό της στους αγώνες για την ανεξαρτησία της
Κορσικής, στο πλευρό του αρχηγού των Κορσικανών Πάολι εναντίον των Γάλλων. Μετά την άνοδο του γιου της στον θρόνο της
Γαλλίας, απέκτησε τον τίτλο της «δέσποινας μητέρας», αλλά εξακολούθησε να ζει χωρίς πολυτέλεια. Μετά την κατάρρευση της
αυτοκρατορίας, αποτραβηγμένη στη Ρώμη υπό την προστασία του πάπα Πίου Ζ’, έζησε με παραδειγματική αξιοπρέπεια. Παρά
τις ενίοτε βίαιες συγκρούσεις, ήταν το μόνο πρόσωπο της οικογένειας που ο Ναπολέων σεβόταν και φοβόταν. Από τον γάμο της
με τον Κάρλο γεννήθηκαν δεκατρία παιδιά, από τα οποία έζησαν μόνο τα οκτώ: ο Ιωσήφ, βασιλιάς της Νάπολης και έπειτα
βασιλιάς της Ισπανίας, ο Ναπολέων, αυτοκράτορας της Γαλλίας, ο Λουκιανός, η Ελίζα, ο Λουδοβίκος, βασιλιάς της Ολλανδίας,
η Παυλίνα, η Καρολίνα και ο Ιερώνυμος, βασιλιάς της Βεστφαλίας.
7. Μαρία Παυλίνα Καρολίνα (Αιάκειο 1780 – Φλωρεντία 1825). Αδελφή του Ναπολέοντα Α’. Περισσότερο γνωστή με το όνομα
Παυλίνα Β. ήταν μια γυναίκα πολύ όμορφη και με άστατη ερωτική ζωή. Το 1797 παντρεύτηκε τον στρατηγό Λεκλέρκ, αλλά
έμεινε χήρα και παντρεύτηκε ξανά με τον πρίγκιπα Κάμιλο Μποργκέζε (1803). Η έλλειψη σεβασμού προς την αυτοκράτειρα
Μαρία Λουίζα στάθηκε αιτία να απομακρυνθεί από την Αυλή το 1810. Πολύ αφοσιωμένη στον Ναπολέοντα, ακολούθησε τον
αδελφό της στην εξορία του, στο νησί Έλβα (1814). Το 1815 αποσύρθηκε στη Ρώμη, όπου παρενέβαινε ακόμα υπέρ του
Ναπολέοντα.
8. Πολ. Βλ. λ. Βοναπάρτης, Παύλος.
Βοναπάρτης, Παύλος (Paul Bonaparte, Ρώμη 1806 – Ναύπλιο 1826). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλέλληνα και
αγωνιστή του 1821 Πολ Μποναπάρ. Γιος του Λουκιανού Βοναπάρτη, αδελφού του Μεγάλου Ναπολέοντα, μετέβη στην
επαναστατημένη Ελλάδα σε ηλικία 20 ετών για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα. Πέθανε σε ένα μοιραίο
δυστύχημα· βρισκόταν στη φρεγάτα Ελλάς και περιεργαζόταν το πιστόλι του, όταν αυτό ξαφνικά εκπυρσοκρότησε και τον
σκότωσε.
Βονασέρα, Ιωσηφίνα (Σικελία 1838 – Αθήνα 1927). Ηθοποιός και τραγωδός. Κόρη μουσικού, εγκαταστάθηκε το 1848 στην
Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Βονασέρα. Έπαιξε το 1862 για πρώτη φορά στο θέατρο Μπούκουρα με μεγάλη
επιτυχία τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο έργο του Ουγκό. Από τότε και για μισό αιώνα παρέμεινε μία από τις κυριότερες
πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου και περιόδευσε σε πολλά ελληνικά κέντρα του εξωτερικού. Στενός συνεργάτης της
στάθηκε πάντα ο Δημοσθένης Αλεξιάδης. Το κοινό της εποχής την είχε περιβάλει με μεγάλο θαυμασμό για τις ερμηνείες της
στους ρόλους της Αντιγόνης, της Νόρμας, της λαίδης Μάκβεθ, της Λουίζας Μίλερ, της κυρά Φροσύνης στο έργο του
Βερναρδάκη κ.ά.
Βονασέρας, Ευτύχιος (1866 – 1928). Ηθοποιός του θεάτρου. Γιος της ηθοποιού Ιωσηφίνας Βονασέρα (βλ. λ.), διακρίθηκε
πολύ νωρίς στο θέατρο παίζοντας πρώτους ρόλους δίπλα στην Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, στη Μαρίκα Κοτοπούλη και στην
Κυβέλη. Παρά την επιτυχία του, διέκοψε για τρία χρόνια την εργασία του για να ακολουθήσει θεατρικές σπουδές στη Γαλλία και
στην Ιταλία. Όταν επέστρεψε, ίδρυσε δικό του θίασο και ανέβασε με επιτυχία έργα των Όσκαρ Γουάιλντ, Δουμά κ.ά. Αργότερα
εγκατέλειψε τη σκηνή και μετανάστευσε στην Αμερική, όπου ίδρυσε δραματική σχολή για τους απόδημους Έλληνες και
εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τον τίτλο Σαράντα χρόνια θεάτρου.
βόνασος (Ζωολ.). Κοινή ονομασία θηλαστικών του είδους Bison bonasus. Βλ. λ. βίσονας.
Βονδιόλης, Πέτρος (Κέρκυρα 1768 – 1808). Γιατρός και λόγιος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και σε
ηλικία 22 ετών εξελέγη μέλος της τοπικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών. Εργάστηκε ως γιατρός σε διάφορες ιταλικές
πόλεις και στην Κωνσταντινούπολη. Όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα, ο Β. γύρισε στο νησί και έγινε στρατιωτικός
γιατρός. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Μπολόνια, όπου διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πόλης· μετά τον θάνατό του
ανεγέρθηκε αναμνηστικό μνημείο προς τιμήν του. Ο Β. έγραψε διάφορα ιατρικά συγγράμματα και ποιήματα.
Βόνη (Bonn). Πόλη (306.016 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Χτισμένη στις όχθης του Ρήνου, η πόλη αποτελεί σημαντικό κόμβο ποτάμιων και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών. Υπήρξε
πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας από το 1945 έως την ενοποίηση (1990) και στη συνέχεια διοικητικό κέντρο και έδρα της
κυβέρνησης της ενωμένης Γερμανίας μέχρι τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, το
Βερολίνο. Η επιλογή της ως πρωτεύουσας της Δυτικής Γερμανίας (1949-90) ευνόησε σημαντικά την οικονομική της ανάπτυξη
και την πολεοδομική της εξάπλωση. Οι συνοικίες της, που είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου
πολέμου, ανασυγκροτήθηκαν γρήγορα και επεκτάθηκαν μέχρι το Μπαντ Γκόντεσμπουργκ στο οποίο δεσπόζει το
Γκόντεσμπουργκ, ένας ερειπωμένος σήμερα μεσαιωνικός πύργος, και στις πόλεις Μπόιελ, Κενιγκσβίντερ και Μπαντ Χόνεφ
κατά μήκος της άλλης όχθης του Ρήνου, με τις οποίες η Β. αποτελεί σήμερα σχεδόν ενιαίο πυκνοκατοικημένο αστικό κέντρο.
Από τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία της είναι η μητρόπολη, ρομανογοτθικού ρυθμού (11ος-13ος αι.), το δημαρχιακό μέγαρο
ρυθμού ροκοκό, το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Μπετόβεν, το ανάκτορο των εκλεκτόρων ρυθμού μπαρόκ (σήμερα στεγάζει
πανεπιστήμιο), καθώς και η σύγχρονη συνοικία με το παλαιό μέγαρο της ομοσπονδιακής βουλής. Αξιόλογο ενδιαφέρον
παρουσιάζει το μουσείο του Ρήνου, που στεγάζει πλούσιες συλλογές, προϊστορικές, ρωμαϊκές και μεσαιωνικές, καθώς και τα
σύγχρονα (εγκαινιάστηκαν το 1992) μουσείο Τεχνών και Ομοσπονδιακό Εκθεσιακό και Καλλιτεχνικό Κέντρο.
Ιστορία. Η Β. ιδρύθηκε από τον Δρούσο το 10 π.Χ., για να στρατοπεδεύσουν εκεί οι στρατιές του, και ονομάστηκε Bonna ή
Castra Bonnensia. Από τότε βρέθηκε κάτω από διάφορες κυριαρχίες, έως ότου έγινε επισκοπική έδρα το 1273. Προσαρτήθηκε
στη Γαλλία το 1801 και έπειτα από 13 χρόνια (1814) στην Πρωσία. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Β. περιήλθε στην κατοχή
των Άγγλων πρώτα και των Γάλλων ύστερα, που την εγκατέλειψαν το 1926. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο συνήλθε εκεί η
συντακτική συνέλευση που επικύρωσε το καταστατικό της Γερμανίας, της οποίας η Β. ήταν η πρωτεύουσα μέχρι την ενοποίηση.
Βόνη. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 601 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Πεδιάδος, 28 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου και ΝΔ του Καστελιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Θραψανού.
Βόνιτσα. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.840 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στις ακτές του Αμβρακικού
κόλπου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανακτορίου.
Ιστορία. Η Β. πιθανολογείται ότι κατοικήθηκε τον 4ο αι. μ.Χ., μετά την ερήμωση της Νικόπολης. Τον 13ο αι. πέρασε στο
δεσποτάτο της Ηπείρου, το 1362 περιήλθε στην δυναστεία των Τόκκων, το 1479 την κατέλαβε ο πασάς της Αυλώνας, ενώ από
το 1684 πέρασε στην κατοχή των Βενετών. Το 1797, με τη συνθήκη του Καμποφόρμιο, η Β. ανήκε στους Γάλλους και το 1798
την κατέλαβαν χωρίς μάχη οι δυνάμεις του Αλή πασά, ενώ πέρασε στην κατοχή των Τούρκων το 1800, έπειτα από συνεχείς
διεκδικήσεις. Η Β. απελευθερώθηκε τελικά το 1832, μαζί με την υπόλοιπη Ακαρνανία. Μέχρι τη διοικητική ανασυγκρότηση της
χώρας με το σχέδιο Καποδίστριας αποτελούσε έδρα της επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου.
Στις 4 Οκτωβρίου 1862 σημειώθηκε αντιδυναστική εξέγερση υπό τον Θεόδωρο Γρίβα, εναντίον του Όθωνα, η οποία ωστόσο
απέτυχε.
Βόνιτσας και Ξηρομέρου, επαρχία. Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.435 τ. χλμ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, με
πρωτεύουσα τη Βόνιτσα.
Βόνιτσας όρμος. Όρμος στη νότια ακτή του Αμβρακικού κόλπου, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται μεταξύ του
ακρωτηρίου Παναγιάς στα Δ και Γελάδας στα Α. Έχει άνοιγμα εισόδου 2,8 ναυτικά μίλια και είσδυση 2 ναυτικά μίλια. Στον
μυχό του βρίσκεται η κωμόπολη Βόνιτσα. Κοντά του βρίσκεται η βραχονησίδα Κουκουνίτσα.
Βονιφάτιος. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν δούλος της Αγλαΐδας, κόρης του Ακάκιου, ανθύπατου της Ρώμης
την εποχή του Διοκλητιανού. Ο Β. ήταν μέθυσος και έκανε έκλυτη ζωή, συμπαθούσε όμως τους χριστιανούς και, όταν πέθαιναν
με μαρτυρικό θάνατο, φρόντιζε για την ταφή τους. Για το γεγονός αυτό, οι αρχές τον θεώρησαν ύποπτο και τον αποκεφάλισαν.
Η μνήμη του τιμάται στις 19 Δεκεμβρίου.
Βονιφάτιος (Boniface, Ντεβονσάιρ, Αγγλία 675; – 754;). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ο επιλεγόμενος Απόστολος της
Γερμανίας. Ο Β. (το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Γουίνφριντ) σπούδασε στη μονή του Νέρσλινγκ της Αγγλίας και από το
716 άρχισε την ιεραποστολική του δραστηριότητα στη Γερμανία (Φρισία, Θουριγκία, Έσεν). Το 722 χειροτονήθηκε επίσκοπος
και το 731 αρχιεπίσκοπος, με έδρα από το 745 τη Μαγεντία. Βοήθησε, από κοινού με τον πάπα και τους βασιλιάδες
Καρλομάγνο και Πεπίνο, στην ανασυγκρότηση της φραγκικής Εκκλησίας. Από το 753 ανέλαβε δεύτερη ιεραποστολική
περιοδεία στη Φρισία, όπου σφαγιάστηκε από τους ειδωλολάτρες, μαζί με 53 συντρόφους του. Από τα έργα του σώζονται οι
Επιστολές και οι Λόγοι.
Βονιφάτιος (Bonifacius). Όνομα οχτώ παπών και ενός αντίπαπα της Ρώμης.
1. Βονιφάτιος Α’ (; – Ρώμη 422). Πάπας της Ρώμης (418-422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου
Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι
επίσκοποι. Πιο συγκεκριμένα, μετά τον θάνατο του επισκόπου Ρώμης Ζώσιμου (418), διεκδικητές του θρόνου ήταν ο
αρχιδιάκονος Ευλάλιος, ο οποίος με βάση την προτεραιότητα θα έπρεπε να προτιμηθεί για τη θέση αυτή, και ο Β., ο οποίος
συγκέντρωνε σε προτίμηση την πλειοψηφία του κλήρου και των λαϊκών. Το ζήτημα της διαδοχής απασχόλησε τελικά τον ίδιο
τον αυτοκράτορα Ονώριο που αποφάσισε με διάταγμα την αναγνώριση του Β. ως επισκόπου Ρώμης και έδωσε την έγκρισή του
στην πρόταση του τελευταίου να κατοχυρωθεί το δικαίωμα του λαού και του κλήρου να εκλέγουν, σε ανάλογες περιπτώσεις
αμφισβήτησης του επισκοπικού αξιώματος, τον υποψήφιο της προτίμησής τους. Ανακηρύχθηκε άγιος από τη Δυτ. Καθολική
Εκκλησία.
2. Βονιφάτιος Β’ (; – Ρώμη 532). Πάπας της Ρώμης (530-532). Γερμανικής καταγωγής, εξελέγη πάπας από μια ομάδα κληρικών
που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των Γότθων στους κόλπους της Εκκλησίας. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση της
μερίδας εκείνης που αντιπροσώπευε τον γηγενή ρωμαϊκό πληθυσμό και η οποία έσπευσε να αναγορεύσει πάπα τον Διόσκορο,
προκαλώντας έτσι ζήτημα διαδοχής. Ο θάνατος όμως του Διόσκορου (530) επέτρεψε στον Β. να κατοχυρώσει τη θέση του στο
παπικό αξίωμα και να επιχειρήσει να εξασφαλίσει και για το μέλλον την κατοχή του παπικού θρόνου από γοτθικής καταγωγής
κληρικό, συγκαλώντας ειδικά για το θέμα αυτό σύνοδο στον Άγιο Πέτρο. Η ενέργεια αυτή ξεσήκωσε τις αντιδράσεις της
αντιγοτθικής παράταξης που με νέα σύνοδο ακύρωσε τις αποφάσεις της προηγούμενης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο διορισμός
του διακόνου Βιργιλίου ως διαδόχου του Β., και επαναβεβαίωσε το δικαίωμα του κλήρου και του λαού να εκλέγει με την ψήφο
του τον νέο πάπα.
3. Βονιφάτιος Γ’ (Ρώμη ; – 607). Πάπας της Ρώμης (607). Διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιπρόσωπος
(αποκρισάριος) του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου στον αυτοκράτορα Φωκά στην Κωνσταντινούπολη. Αξιοποιώντας επιτήδεια
τη φιλία του με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, πέτυχε την έκδοση διατάγματος από αυτόν, σύμφωνα με το οποίο μόνο ο
επίσκοπος Ρώμης είχε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο οικουμενικός και όχι, όπως συνέβαινε παλαιότερα, οι πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως. Ο Β. Γ’ αντιμετώπισε δραστικά το μόνιμο πρόβλημα της αμφισβήτησης του παπικού αξιώματος, με την
επιβολή της ποινής του αναθεματισμού σε όποιον θα αποτολμούσε να ανακινήσει θέμα διαδοχής ενόσω ο εκάστοτε επίσκοπος
βρισκόταν εν ζωή και με την έκδοση διατάγματος που όριζε ότι η κοινή συνέλευση του κλήρου και του λαού για την εκλογή
νέου πάπα θα έπρεπε να πραγματοποιείται τρεις μέρες μετά την ταφή του νεκρού επισκόπου.
4. Βονιφάτιος Δ’ (; – 615). Πάπας της Ρώμης (608-615). Διαδέχτηκε στον παπικό θρόνο τον Β. Γ’ και κατάφερε να αποσπάσει
την έγκριση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Φωκά για τη μετατροπή του πάνθεου της Ρώμης σε χριστιανική εκκλησία. Στην
εκκλησία αυτή μεταφέρθηκαν τα οστά πολυάριθμων αγίων (σύμφωνα με την παράδοση λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για τον
σκοπό αυτό 18 αμάξια) και η μεγαλοπρεπής γιορτή που έγινε στα εγκαίνιά της καθιερώθηκε να λέγεται γιορτή των αγίων
Πάντων και να τελείται κάθε χρόνο.
5. Βονιφάτιος E’ (Νάπολη ; – 625). Πάπας της Ρώμης (619-625). Θεωρείται από τους πιο πράους επικεφαλής της ρωμαϊκής
Εκκλησίας και στη διάρκεια της παποσύνης του περιορίστηκε στην ενίσχυση του ποιμνίου του, αν και αντάλλαξε επιστολές με
τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Αγγλίας και με ορισμένες ηγεμόνες των βρετανικών νησιών, ζητώντας τους αφοσίωση
στην Εκκλησία της Ρώμης.
6. Βονιφάτιος ΣΤ’ (Ρώμη ; – 896). Πάπας της Ρώμης (896). Παρέμεινε στον παπικό θρόνο μόλις για 15 μέρες.
7. Βονιφάτιος Ζ’ (; – 985). Αντικανονικός πάπας (αντίπαπας) της Ρώμης (974). Έναν μήνα μετά την εκλογή του αντιμετώπισε
την κατηγορία της οργάνωσης της δολοφονίας του προκατόχου του και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον
πανίσχυρο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, όπου παρέμεινε έως τον θάνατο του αντικαταστάτη και αντιπάλου του Βενέδικτου
Ζ’. Με αφορμή το γεγονός αυτό βρήκε την ευκαιρία να γυρίσει στη Ρώμη (983) με την πρόθεση να διεκδικήσει τον παπικό
θρόνο. Ήδη όμως ο Όθων Β’ είχε σπεύσει να διορίσει διάδοχο του Βενέδικτου τον επίσκοπο της Παβίας και προσωπικό
γραμματέα του Πέτρο, ματαιώνοντας έτσι τα σχέδια του Β. Ο τελευταίος, παρά τη δυσάρεστη τροπή που πήρε η κατάσταση γι’
αυτόν, δεν εγκατέλειψε τις φιλόδοξες επιδιώξεις του και περίμενε κταλληλότερο χρόνο δράσης. Πράγματι, μετά από λίγους
μήνες ο Όθων Β’ πέθανε και στη Ρώμη ξέσπασε στασιαστικό κίνημα που είχε ως αποτέλεσμα τη φυλάκιση του πάπα Ιωάννη ΙΔ’
(έτσι είχε στο μεταξύ μετονομαστεί ο προστατευόμενος του Όθωνα, Πέτρος) και τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του
Κρεσκέντιου, ο οποίος εγκατέστησε στον παπικό θρόνο τον φίλο του Β. Ο θάνατος όμως του Ιωάννη ΙΔ’ στη φυλακή από
δηλητηρίαση έδωσε στους εχθρούς του Β. την αφορμή να τον ενοχοποιήσουν και να στρέψουν τον λαό εναντίον του. Ο πάπας
συνελήφθη από τον εξεγερμένο όχλο και, αφού διαπομπεύτηκε, θανατώθηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα.
8. Βονιφάτιος Η’ (Benedetto Gaetano, Ανάνι 1235; – Ρώμη 1303). Πάπας της Ρώμης (1294-1303). Επιφανής Ιταλός νομικός,
ανέλαβε να αποκαταστήσει το κύρος και την υπεροχή του παπικού θρόνου στον χριστιανικό κόσμο. Με τη βούλα Clericis laicos
(1296) απαγόρευσε στους ηγεμόνες να εισπράττουν φόρους από τους εκκλησιαστικούς και έτσι άρχισε η σύγκρουσή του με τον
βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Δ’ τον Ωραίο (1285-1314). Αφού κατέβαλε την αντίσταση των Κολόνα στη Ρώμη (1297) και
ύστερα κήρυξε και ευλόγησε το πρώτο ιωβηλαίο (άφεση αμαρτιών) για το οποίο είχαν προστρέξει 20.000 προσκυνητές στη
Ρώμη, επανέλαβε την πολεμική εναντίον του Φιλίππου Δ’ με μια δεύτερη βούλα (Ausculta fili, 1301) με την οποία τον καλούσε
να τηρήσει την πρώτη, και με μια τρίτη, πιο επίσημη (Unam sanctam, 1302), η οποία επικύρωνε τα παπικά πρωτεία. Ο Φίλιππος
όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά προσέφυγε στη Συνέλευση των Τάξεων (1302), η οποία αναγνώρισε ότι ο βασιλιάς μόνο από τον
Θεό είναι κατώτερος. Ο Β. αφόρισε τότε τον Φιλίππο. Σε λίγο, όμως, απεσταλμένοι του Φίλιππου επιτέθηκαν εναντίον του Β.
μέσα στο ίδιο του το ανάκτορό του, στο Ανάνι, και τον αιχμαλώτισαν (7 Σεπτεμβρίου 1303). Τον υπερασπίστηκε όμως ο λαός
και έτσι κατόρθωσε να επιστρέψει στη Ρώμη, όπου πέθανε ύστερα από έναν μήνα. Μετά τον Β. Η’, ο παπισμός μπήκε σε
περίοδο κρίσης για να καταλήξει τελικά να υποταγεί στον Φίλιππο Δ’ με την εκλογή του Κλήμεντος Ε’ (1305), του πρώτου πάπα
της λεγόμενης περιόδου εξορίας της Αβινιόν.
9. Βονιφάτιος Θ’ (Piero Tomacelli, Ρώμη 1345 – Ρώμη 1404). Πάπας της Ρώμης (1389-1404). Καταγόταν από τη Νάπολη και
πριν γίνει πάπας είχε χρηματίσει πρωτονοτάριος, καρδινάλιος διάκονος και καρδινάλιος ιερέας. Διαδέχτηκε στον παπικό θρόνο
τον Ουρβανό ΣΤ’ και έγινε γρήγορα διαβόητος για τη φιλοχρηματία του και την αισχροκέρδειά του. Τάχθηκε με το μέρος του
βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαου στον αγώνα του κατά του Λουδοβίκου της Ανδηγαυίας και προσπάθησε, χωρίς όμως
επιτυχία, να περιστείλει τη δύναμη της οικογένειας των Βισκόντι του Μιλάνου. Παρά το γεγονός ότι αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τον παπικό θρόνο δύο φορές, κατάφερε τελικά να παραμείνει σε αυτόν, αντιμετωπίζοντας διαρκώς τις καταγγελίες
για σιμωνία που διατυπώνονταν κυρίως από τους κληρικούς της αντιρωμαϊκής μερίδας.
Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (1154 – 1207). Αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Β., γιος του Γουλιέλμου Β’, ήταν
προικισμένος με εξαιρετικές πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες και διακρινόταν για την αγάπη του προς τις καλές τέχνες,
σύμφωνα με τις μαρτυρίες των βιογράφων του. Το 1201, με εντολή του ετοιμοθάνατου Θεοβάλδου Γ’, εξελέγη αρχηγός της Δ’
Σταυροφορίας και μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1204) έγινε ηγεμόνας της Κρήτης και των περιοχών που
βρίσκονταν ανατολικά του Βοσπόρου. Θεωρώντας το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης κληρονομιά του αδελφού του
Ιωάννη, δεν άργησε να στραφεί κατά του Βαλδουίνου της Φλάνδρας, ο οποίος τελικά δέχτηκε να παραιτηθεί από τις αξιώσεις
του, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κρήτης σε αυτόν. Έτσι, ο Β., χάρη στην πολιτική του επιτηδειότητα, κατόρθωσε να
μπει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη και να συνεχίσει κατόπιν τη νικηφόρα πορεία του στην υπόλοιπη Ελλάδα,
εξουδετερώνοντας την αντίσταση που προέβαλε στις Θερμοπύλες ο Λέων Σγουρός και κυριεύοντας διαδοχικά τη Θήβα, την
Αθήνα και την Εύβοια. Ενώ όμως είχε φτάσει στο Ναύπλιο και είχε ήδη αρχίσει την πολιορκία του, πληροφορήθηκε ότι οι
Βούλγαροι απειλούσαν το βασίλειό του, γεγονός που τον ανάγκασε να αποχωρήσει και να σπεύσει σε βοήθεια της
Θεσσαλονίκης. Πράγματι, κατόρθωσε να προλάβει τον κίνδυνο και να λύσει την πολιορκία της πόλης, αλλά δεν πέτυχε να
ανακαταλάβει τις Σέρρες και να εκμηδενίσει τον εχθρό που συνέχισε τις επιδρομές του στη Θεσσαλία λεηλατώντας και
καταστρέφοντας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τη σύλληψη του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνου από τους
Βουλγάρους και πλέον οι ελπίδες των Λατίνων συγκεντρώθηκαν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ηρωικού και ισχυρού Β.
Αυτός, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του αγώνα κατά των Βουλγάρων, επέβαλε στον θρόνο τον κόμη Ερρίκο (20 Αυγούστου
1206) και του έδωσε για σύζυγο την κόρη του Αγνή, με σκοπό την εξασφάλιση της ενότητας των λατινικών δυνάμεων.
Πράγματι, αποτέλεσμα της επιδέξιας αυτής πολιτικής ήταν η νίκη του Ερρίκου στην Αδριανούπολη και η ανακατάληψη της
Δράμας και των Σερρών από τον Β. Τον Ιούλιο του 1207, όμως, και ενώ ο Λατίνος ηγεμόνας επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη από
τα Κύψελα της Θράκης, όπου είχε συναντήσει τον αυτοκράτορα Ερρίκο, δέχτηκε κοντά στη Μοσυνόπολη την αιφνιδιαστική
επίθεση των Βουλγάρων και, παρά τη γενναία αντίστασή του, ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Τη βασιλεία της Θεσσαλονίκης ανέλαβε
ο γιος του Δημήτριος με την επιτροπεία της μητέρας του Μαργαρίτας, επειδή αυτός ήταν ανήλικος.
βοντβίλ (γαλλ. vaudeville < voix de ville = φωνές της πόλης ή vau de Vire = πεδιάδα του Βιρ). Γαλλικό θεατρικό είδος που
προέρχεται από το ομώνυμο είδος τραγουδιών λαϊκής έμπνευσης· τον όρο χρησιμοποίησε ο Ροvσάρ περίπου από το 1570, αλλά
προϋπήρχε από τον 15ο αι. και αποδίδεται στον λαϊκό ποιητή Ολιβιέ Μπασελέν.
Τον 18ο αι. ο όρος δήλωνε ένα θεατρικό έργο το οποίο, ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά πρότυπα, σατίριζε τα ήθη. Σε αυτού
του είδους το θέαμα ακούγονταν και μελωδίες λαϊκής έμπνευσης. Ο ίδιος ο Μότσαρτ χαρακτήρισε β. το μελόδραμά του
Απαγωγή από το Σεράι. Ο Σκριμπ, που έγραψε λιμπρέτα μελοδραμάτων για πολλούς συνθέτες, καλλιέργησε ιδιαίτερα αυτό το
είδος κωμωδίας, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πρώτες εκδηλώσεις της μουσικής κωμικής όπερας. Τον 19ο αι. β. σήμαινε
μια σπινθηροβόλα κωμωδία στην οποία διέπρεψε ο Φεϊντό.
Στα τέλη του 19ου αι., το β. πέρασε στις ΗΠΑ και εξελίχθηκε σε δημοφιλέστατο είδος του λαϊκού θεάτρου, καθώς συνδύαζε
μουσική, χορό, μαγικά, ακροβατικά και χιουμοριστικά σκετς. Από το 1881 που ανέβηκε η πρώτη παράσταση β. στη Νέα Υόρκη
και για μια 50ετία το είδος γνώρισε μεγάλη ακμή στις ΗΠΑ, μέχρι το 1932, οπότε έκλεισε και το τελευταίο θέατρο, καθώς ο
κινηματογράφος είχε ήδη αντικαταστήσει το β. στις προτιμήσεις των Αμερικανών θεατών.
Βόντελ, Γιόοστ βαν ντεν- (Joost van den Vondel, Κολονία 1587 – Άμστερνταμ 1679). Ολλανδός ποιητής και θεατρικός
συγγραφέας. Ολόκληρη η πνευματική πορεία του ήταν η αργή αλλά αδιάκοπη ωρίμανση μιας διάνοιας που, δοκιμασμένη από
αλλεπάλληλες οικογενειακές συμφορές και χωρίς μια σταθερή αρχή πίστης, απομακρύνθηκε από την αυστηρή ηθική του
καλβινισμού για να βρει ένα ασφαλές καταφύγιο στον καθολικό δογματισμό που ανταποκρινόταν περισσότερο στη δική του
θερμή και αισθηματική φύση. Το έργο του αποτελεί πιστή έκφραση της θρησκευτικής εξέλιξης της σκέψης του. Ειδικά η
θεατρική του παραγωγή κυριαρχείται από μια σταθερή βιβλική έμπνευση, που όμως δεν αποξενώνεται ποτέ από μια
καθορισμένη ιστορική πραγματικότητα. Στην πρώτη περίοδο της ζωής του, δηλαδή πριν από τη μεταστροφή του (1641), ανήκει
το Gysbreght van Aemstel (1637), το πιο δημοφιλές έργο του που διαμορφώθηκε σε ένα είδος εθνικού έπους. Αφού βρήκε την
πνευματική του γαλήνη, ο Β. έγραψε τα καλύτερά του έργα, μεταξύ των οποίων αξίζει να σημειωθεί ο Εωσφόρος (1654), το
γνωστότερο και το καλύτερο θεατρικό του έργο, που παίζεται ακόμα και σήμερα. Μελέτησε την αρχαία γραμματεία και έγραψε
32 τραγωδίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν Ο Παλαμήδης, η Μαρία Στιούαρτ και Οι ηρωίδες της θρησκείας. Στο
Άμστερνταμ υπάρχει ανδριάντας του, που ανεγέρθηκε το 1850. Ο Β. ήταν επίσης καλός μεταφραστής και πολλά από τα έργα του
είναι επηρεασμένα από εκείνα που έχει μεταφράσει (Σενέκας, Ευριπίδης, Τάσο κ.ά.).
Βονωνία (λατ. Bononia). Αρχαία ονομασία της ιταλικής πόλης Μπολόνια. Βλ. λ. Μπολόνια.
βοοειδή (bovidae). Οικογένεια αρτιοδάκτυλων μηρυκαστικών θηλαστικών. Περιλαμβάνει πολλά οικόσιτα ζώα μεγάλου
μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, όπως το βόδι, η κατσίκα και το πρόβατο και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος,
ο βίσονας, η αντιλόπη, η γαζέλα κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της Γης και σε ποικίλα περιβάλλοντα, από την αρκτική τούνδρα
μέχρι τα τροπικά δάση, με μεγαλύτερη αφθονία στα τροπικά και υποτροπικά λιβάδια και στη σαβάνες· όπου δεν υπάρχουν
ιθαγενή είδη, όπως στη Νότια Αμερική και στην Αυστραλία, υπάρχουν είδη τα οποία εισήγαγαν οι άνθρωποι από διάφορες
χώρες.
Το μέγεθός τους ποικίλει σημαντικά, ανάλογα με το είδος· ορισμένα β., όπως η γαζέλα, είναι μικρόσωμα, λεπτοκαμωμένα με
μακριά λεπτά πόδια, ενώ άλλα, όπως το βουβάλι, είναι ογκώδη και γεροδεμένα. Από τα διακριτικά χαρακτηριστικά τους
ξεχωρίζουν τα κοίλα, αδιακλάδωτα κέρατα, τα οποία εκφύονται από τις προεξοχές του μετωπικού οστού και περιβάλλονται από
ένα μόνιμο κάλυμμα από κερατίνη, επιδερμικής προέλευσης. Το αντίθετο συμβαίνει στους ελαφίδες που φέρουν διακλαδισμένα
κέρατα από οστέινη ουσία. Για τον λόγο αυτό τα β. λέγονται και κοιλόκερα ή ζώα με μόνιμα κέρατα. Η οδοντοστοιχία τους είναι
ελλιπής, αφού δεν υπάρχουν οι κυνόδοντες και οι επάνω κοπτήρες, ενώ οι γομφίοι και προγόμφιοι φέρουν στην επιφάνειά τους
λοφοειδείς προεξοχές για τον τεμαχισμό της τροφής.
Η οικογένεια των β. χωρίζεται σε διάφορες υποοικογένειες, ανάλογα με το σύστημα κατάταξης, μεταξύ των οποίων οι: βοείνες
(βόδια), καπρίνες (πρόβατα και κατσίκες), αντιλοπίνες (αντιλόπη), ιπποτραγίνες (μεγάλες αντιλόπες), κεφαλοφίνες κ.ά.
βοραγινίδες (boraginaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει 100 γένη με 2.000
είδη των τροπικών και εύκρατων χωρών. Είναι ποώδη, θαμνώδη ή δενδρώδη φυτά, τα φύλλα και οι βλαστοί των οποίων
καλύπτονται συχνά από σκληρές τρίχες. Έχουν απλά, ακέραια, άμμισχα φύλλα και διγενή, πενταμερή άνθη, διατεταγμένα κατά
ταξιανθίες βόστρυχους. Τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος Borago (βλ. λ. βόραγο). Άλλα γνωστά γένη της
οικογένειας είναι τα Cordia, Heliotropium, Anchusa, Lithospermum, Alkanna, Myosotis κ.ά. Βλ. λ. άγχουσα· αλκάνα·
ηλιοτρόπιο· κορδία· λιθόσπερμο· μυοσωτίδα.
βόραγο (Borago). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Πρόκειται για μονοετή ή πολυετή ποώδη
φυτά, ιθαγενή των παραμεσογειακών περιοχών. Περισσότερο διαδεδομένο είναι το είδος Borago officinalis, κοινό σε όλη την
Ελλάδα, σε καλλιεργημένους ή όχι αγρούς ή κατά μήκος των δρόμων, γνωστό κυρίως με τις κοινές ονομασίες μπουράντζα,
μπουρατσίνο, βορατσίνο και αρμπέτο. Έχει πολύκλαδο, αδρότριχο, τραχύ βλαστό ύψους 30-50 εκ., με μεγάλα, στενόμακρα,
τραχιά και τριχωτά φύλλα. Τα άνθη του είναι διγενή, μελιτογόνα και πενταμερή, με συμπέταλη, αστεροειδή στεφάνη, ζωηρού
γαλάζιου ή μοβ χρώματος. Ο καρπός κατά την ωρίμανση διασπάται σε τέσσερα μονόσπερμα καρπίδια (κάρυα). Τα νεαρά φύλλα
του έχουν γεύση αγγουριού και τρώγονται ως σαλατικό, ενώ αποξηραμένα χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα. Το φυτό είναι
γνωστό για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες και το αφέψημα των νωπών φύλλων ή των ανθών του χρησιμοποιείται στη λαϊκή
θεραπευτική ως μαλακτικό, καρδιοτονωτικό, εφιδρωτικό και διουρητικό.
Από τα υπόλοιπα είδη, που δεν συναντώνται στην Ελλάδα, γνωστό είναι το Borago pygmaea της αλπικής ζώνης της Κορσικής,
που καλλιεργείται για τα ωραία μπλε άνθη του.
βοράνια (Χημ.). Γενική ονομασία των ενώσεων του βορίου με το υδρογόνο, καθώς και διάφορων παραγώγων τους
(αποκαλούνται και υδρίδια του βορίου). Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη
είναι υγρά και όσο αυξάνονται τα άτομα του β. γίνονται στερεά. Είναι ενώσεις με δυσάρεστη οσμή, τοξικές, πολύ εύφλεκτες, και
διασπώνται εύκολα υπό την επίδραση ύδατος και θερμότητας. Οι τύποι δομής τους έχουν συζητηθεί πολύ και τελικά κρίθηκε
αναγκαία η παραδοχή της παρουσίας στο μόριό τους ενός χημικού δεσμού ειδικού τύπου, που ονομάζεται δεσμός με ένα
ηλεκτρόνιο. Τα πιο απλά β. παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά το 1912 από τον Πολωνό χημικό Άλφρεντ Στοκ (1876-1946) με
εξαιρετικά πολύπλοκες τεχνικές. Πολύ αργότερα εφαρμόστηκαν πιο ικανοποιητικές μέθοδοι, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν
αλογονούχα παράγωγα του βορίου και αλκαλικών υδριδίων. Τα β. είναι ιδιαίτερα δραστικές ουσίες, με ισχυρές αναγωγικές
ικανότητες· αντιδρούν έντονα με τον αέρα, ορισμένες φορές με εκρηκτικό τρόπο. Χρησιμοποιούνται ως αντιδραστήρια σε
διάφορες οργανικές συνθέσεις για τη δραστικότητά τους. Εξαιρετικό ενδιαφέρον προκαλεί σήμερα η δυνατότητα χρήσης των β.
ως προωθητικών υψηλής ενεργειακής ισχύος, ιδιαίτερα των πυραύλων.
Βόρας. Βουνό (2.524 μ.) της Μακεδονίας, το τρίτο σε ύψος της χώρας· είναι γνωστό και με την τουρκική ονομασία τουθ,
Καϊμακτσαλάν. Εκτείνεται κατά μήκος της μεθορίου μεταξύ Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της
Μακεδονίας. Αρχίζει από τα πρώτα υψώματα της πεδιάδας της Φλώρινας και φτάνει μέχρι τον Αξιό ποταμό, στην περιοχή
Γευγελής-Ειδομένης. Κυριότερες κορυφές του από τα ΝΔ στα ΒΑ είναι ο Λιλιάκος (1.192 μ.), η Πιπερίτσα (1.996 μ.), ο
Οσμανάκος (1.963 μ.), ο Προφήτης Ηλίας (2.524 μ.), ο Κόζιακας (1.817 μ.), το Πίνοβο (2.154 μ.) και η Τζένα (2.182 μ.). Το
ελληνικό τμήμα του όρους εκτείνεται κυρίως στον νομό Πέλλης και, σε μικρότερη έκταση, στον νομό Φλωρίνης. Συνδέεται Δ με
τα όρη Βαρνούς και Βέρνο (Βίτσι) μέσω της κορυφογραμμής Μάλα Ρέκα, Ν με το Βέρμιο μέσω των στενών Εδέσσης, ΒΑ με το
Μαριάνσκα Πλάνινα και ΝΑ με το όρος Πάικο, μέσω της κορυφογραμμής Σκρα. Διαχωρίζει τα νερά της μέσης και της άνω
κοιλάδας του Εριγώνα ποταμού στα Β και του υψιπέδου Αλμωπίας, του Βόδα ποταμού και της λίμνης Βεγορίτιδας στα Ν. Έχει
πολλά πυκνά δάση και είναι εξαιρετικά δύσβατο όρος. Τα πετρώματά του είναι κρυσταλλικά και διαρρέεται από τα υδάτινα
ρεύματα Γκολέμα, Κοζιάκα, Ξεροπόταμου και Τοπλίτσα. Ο κύριος όγκος του δεν αφήνει καμία διάβαση για τροχοφόρα προς
την ΠΓΔΜ (στις καταπτώσεις προς τον Αξιό υπάρχουν οι διαβάσεις της Ούμας και της Ειδομένης), αλλά μόνο δύσκολα
περάσματα στους αυχένες. Ακριβώς λόγω της φυσικής αμυντικής οχυρωματικής θέσης του χρησιμοποιήθηκε από τους
Γερμανοβουλγάρους ως τοποθεσία άμυνας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (Μακεδονικό μέτωπο), εναντίον της οποίας
σημειώθηκαν συμμαχικές και ελληνικές επιθετικές επιχειρήσεις. Στο ίδιο όρος, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, έγιναν σκληρές
μάχες μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και των ανταρτικών δυνάμεων στα χρόνια του Εμφυλίου. Στο Β. υπάρχουν πολλά και
πυκνά δάση βελονοφόρων και κυρίως οξιές και βαλανιδιές.
βόρασος (Borassus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των φοινικιδών. Οι φοίνικες, αυτοί, που φτάνουν σε ύψος
τα 20 μ., είναι ιθαγενείς των τροπικών χωρών της Αφρικής και της Ινδίας. Το γένος περιλαμβάνει διάφορα είδη, με γνωστότερα
τα Borassus flabellifer, που καλλιεργείται σε πολλές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, και Borassus aethiopium, αφρικανικό
είδος, γνωστό και ως φοίνικας της Παλμίρα.
Το ξύλο του κορμού του Borassus flabellifer είναι πολύ σκληρό και ανθεκτικό στο αλμυρό νερό. Από αυτό κατασκευάζονται
κυρίως δοκοί, ενώ από τον γλυκό χυμό του εξάγεται ένα είδος ζάχαρης. Τα πλατιά ριπιδοειδή φύλλα του β. χρησιμοποιούνται
στη στέγαση των σπιτιών των ιθαγενών, καθώς και στην κατασκευή ψάθας. Τα νεαρά σπέρματα είναι εδώδιμα και όταν
αλέθονται δίνουν αλεύρι καλής ποιότητας.
Βοργία, Λουκρητία (Ρώμη 1480 – Φλωρεντία 1519). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της Ιταλίδας ευγενούς Λουκρέτσια
Μποργκία (Lucrezia Borgia). Διαβόητη για την ανήθικη συμπεριφορά της, κατηγορήθηκε, ίσως και άδικα, για αιμομειξία,
μοιχεία και φόνο με δηλητήριο. Υπήρξε σύζυγος πρώτα του Τζοβάνι Σφόρτσα (1492), ύστερα του Αλφόνσο ντι Μπισέλιε
(1498), νόθου γιου του βασιλιά της Νάπολης, και τέλος του Αλφόνσο ντ’ Έστε, δούκα της Φεράρα, στην Αυλή του οποίου
έλαμψε με την ομορφιά και τη μόρφωσή της. Προστάτευσε, όπως και ο πατέρας της πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’, τα γράμματα και
τις τέχνες.
Βοργίας (ισπαν. Borja, ιταλ. Borgia). Επώνυμο ισπανικής οικογένειας από τη Χατίβα (Βαλένθια) που μετανάστευσε στην
Ιταλία στις αρχές του 15ου αι. και απέκτησε μεγάλη φήμη, όταν δύο από τα μέλη της ανέβηκαν στον παπικό θρόνο: ο Κάλλιστος
Γ’ (1455-58) και ο Αλέξανδρος ΣΤ’ (1492-1503). Ο τελευταίος έγινε πάπας με την εύνοια του Ασκάνιου Σφόρτσα και του
Λουδοβίκου του Μαυριτανού και κυβέρνησε στην αρχή με κύρος και δικαιοσύνη, παρά τη σκανδαλώδη ιδιωτική του ζωή. Πολύ
γρήγορα όμως ενέδωσε σε έναν άκρατο δεσποτισμό και νεποτισμό, παραχωρώντας φέουδα στους γιους του Τζοβάνι και Γιοφρέ,
ονομάζοντας καρδινάλιους έξι συγγενείς του και ανακηρύσσοντας επίσκοπο τον γιο του Καίσαρα σε ηλικία μόλις 16 ετών.
Πέθανε απροσδόκητα το 1503, ενώ ο γιος του Καίσαρας ήταν βαριά άρρωστος. Τα δύο αυτά γεγονότα, που ήρθαν μαζί,
σήμαναν τη ραγδαία κατάρρευση της ισχύος της οικογένειας. Από τα παιδιά του Αλεξάνδρου ΣΤ’ και της Βανότσα Κατάνεϊ
απέκτησαν μεγάλη φήμη ο Καίσαρας και η Λουκρητία. Βλ. λ. Βοργίας, Καίσαρας· Βοργία, Λουκρητία.
Βοργίας, Καίσαρας (Ρώμη 1475 – Βιάνα 1507). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ευγενούς Τσεζάρε Μποργκία
(Cesare Borgia). Δούκας του Βαλαντινουά, παραιτήθηκε από το αξίωμα του καρδινάλιου για να πραγματοποιήσει με
μεγαλύτερη ευχέρεια το όνειρό του να δημιουργήσει ένα βασίλειο της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας. Ωμός και αδίστακτος,
αλλά με ικανότητες και πνευματική ευστροφία, δημιούργησε για τον σκοπό αυτό, μεταξύ 1499 και 1501, μια απέραντη κτήση
στη Ρομανία και το 1502 άρχισε να διεισδύει στην κεντρική Ιταλία θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη Φλωρεντία. Ο θάνατος όμως
του πατέρα του, η δική του αρρώστια και η εκλογή ως πάπα του Τζουλιάνο ντέλα Ρόβερε, άσπονδου εχθρού της οικογένειας,
ματαίωσαν τα σχέδιά του, ενώ το κράτος που ίδρυσε στη Ρομανία διαλύθηκε από τα χτυπήματα των Βενετών. Ο ίδιος έπεσε στα
χέρια του εχθρού του, Κονσάλβο ντι Κόρντομπα, ο οποίος τον έστειλε στην Ισπανία, όπου σκοτώθηκε σε μια μάχη το 1507.
Βορδίγαλα. Αρχαία ονομασία της γαλλικής πόλης Μπορντό. Ήταν ακμαίο εμπορικό κέντρο επί Ρωμαίων και τον 4ο αι. έγινε
πρωτεύουσα της Ακουιτανίας και εκπαιδευτικό κέντρο της Γαλατίας. Βλ. λ. Μπορντό.
βορδιγάλιος πολτός (Χημ.). Μείγμα διάλυσης σε νερό θειικού χαλκού και ασβεστίου που χρησιμοποιείται ως
αντικρυπτογαμικό στη γεωργία. Παρασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1882 στο Μπορντό (αρχ.
Βορδίγαλα) της Γαλλίας, απ’ όπου πήρε και την ονομασία του. Ανάλογα με τη σχέση βάρους του θειικού χαλκού προς τον
ασβέστη, οι β.π. διακρίνονται σε όξινους, ουδέτερους και αλκαλικούς. Με αύξηση της πυκνότητάς τους καθίστανται
αποτελεσματικότεροι εναντίον ορισμένων παθογόνων μυκήτων. Συχνά τους προσθέτουν ειδικά συστατικά, τα οποία αυξάνουν
την ιδιότητά τους να προσκολλώνται επάνω στα φύλλα.
Βορδόνια. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 112 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις βορειοανατολικές χαμηλές
πλαγιές του Ταΰγετου, στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος, ΒΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελλάνας.
Κοντά στη Β., που ήταν η πατρίδα του συνεργάτη του Μακρυγιάννη, Παναγιώτη Ζωγράφου, υπάρχουν ερείπια φραγκικού
κάστρου.
Βορεάδες. Ζεύγος μυθολογικών προσώπων. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, την ονομασία αυτή έφεραν τα αδέλφια
Ζήτης και Κάλαϊς, γιοι του Βορέα και της Ωρειθυίας. Γεννήθηκαν στη Θράκη, έλαβαν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και
ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Έλαβαν επίσης μέρος στους αγώνες που τελέστηκαν μετά το θάνατο του Πελία, και
νίκησαν σε μία ιπποδρομία. Σκοτώθηκαν στην Τήνο από τον Ηρακλή, επειδή αρνήθηκαν να τον συμπεριλάβουν στο ταξίδι της
επιστροφής της Αργούς. Στην αρχαία τέχνη, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς απεικονίζονται με μακριά μαλλιά και γενειάδα και φτερά στα
πόδια, φορώντας κοντό χιτώνα και ψηλά υποδήματα. Μερικές φορές κρατούν ξίφη και δόρατα. Βλ. λ. Βορέας· Αργοναύτες.
Βορεάδης, Γεώργιος (1890 – 1966). Γεωλόγος και ορυκτολόγος. Καθηγητής της κοιτασματολογίας και της εφαρμοσμένης
γεωλογίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, διετέλεσε επίσης καθηγητής της ορυκτολογίας και της γεωλογίας στην Ανωτάτη
Γεωπονική Σχολή της Αθήνας (1949-60). Επιπλέον, ήταν πρόεδρος του ΔΣ του Ινστιτούτου Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους
και ιδρυτής και πρόεδρος της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας (1950-58). Έγραψε πολλά έργα της ειδικότητάς του, τα
κυριότερα από τα οποία είναι: Τα μεταλλικά ύδατα της Ελλάδος από γεωλογικής σκοπιάς (1957), Κοιτασματολογία (1960) και
Αι εμφανίσεις κοιτασμάτων καολίνου εις την περιοχήν Κοντάρου - Τριών Πηγαδιών Μήλου (1943, βραβείο Ακαδημίας
Αθηνών).
Βορέας. Αρχαιοελληνική θεότητα. Ο Β. ήταν η προσωποποίηση του ανέμου Βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως
γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και αδελφός του Νότου, του Εύρου και του Ζέφυρου, από τους ο οποίους ο Β.
ήταν ο ισχυρότερος. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και τους ποταμούς της, όπως συνάγεται και από τα επίθετά
του (Στρυμόνιος, Θρηίκιος, Θρήιξ κ.ά.). Εκεί κατοικούσε και οδήγησε σε ένα σπήλαιο την παρθένα Ωρείθυια, κόρη του βασιλιά
των Αθηνών Ερεχθέα, όταν την άρπαξε βίαια από τον Ιλισό. Θεωρείται πατέρας του Ζήτη και του Καλάιδος (βλ. λ. Βορεάδες),
της Κλεοπάτρας και της Χιόνης, καθώς επίσης του Βούτου, του Λυκούργου και του Αίμου.
Κατά τον Όμηρο, μόνο ο Αίολος μπορούσε να τον κατευνάσει και να τον εξεγείρει, ενώ σε παλαιότερες παραδόσεις ο Β.
εμφανίζεται ως ορμητικός ίππος με τον οποίο η Ερινύς γεννούσε πυρίπνοα άλογα. Συχνά παρουσιάζεται με δύο πρόσωπα:
ήρεμος και άγριος, ευμενής και δυσμενής άνεμος. Οι Αθηναίοι είχαν καθιερώσει από την εποχή των Μηδικών τους Βορεασμούς
(βλ. λ.), γιορτή προς τιμήν του Β., σε ανάμνηση της καταστροφής του περσικού στόλου από δυνατό βοριά, στη Σηπιάδα.
Βορέας, Θεόφιλος (Μαρούσι 1873 – Αθήνα 1954). Φιλόσοφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής της
συστηματικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1912-39 και 1946-49), ιδρυτής του ψυχολογικού εργαστηρίου του
πανεπιστημίου (1920) και ακαδημαϊκός (1926).
Στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών του απόψεων επηρεάστηκε από τον Γερμανό δάσκαλό του, Βίλχελμ Βουντ (βλ. λ.). Ήταν
εκλεκτικός, με κύρια γνωρίσματά του έναν ακαδημαϊκό συμβιβασμό μεταξύ όλων των αντιτιθέμενων θεωριών, την κριτική
στάση απέναντι στις ακραίες θέσεις και την τοποθέτησή του στο μέσο με συγκερασμό των κατά τη γνώμη του θετικών
στοιχείων. Με την τάση του αυτή δεν υπήρξε σαφής ο φιλοσοφικός του προσανατολισμός, στάθηκε όμως καλός ακαδημαϊκός
δάσκαλος με τη νηφαλιότητα και τη σαφήνεια του στοχασμού του, το μοναδικό ύφος που έδωσε στη χρήση της καθαρεύουσας
και τη σωστή του μέθοδο στην έκθεση των φιλοσοφικών θεωριών. Τα ακόλουθα από τα έργα του, τα οποία έλαβαν τον γενικό
τίτλο Ακαδημεικά, θεωρούνται κλασικά της νεοελληνικής φιλοσοφίας: Λογική (1932), Ψυχολογία (1933), Εισαγωγή εις την
φιλοσοφίαν μετά θεωρίας της γνώσεως (1935) και Ηθική (εκδόθηκε μετά τον θάνατό του). Ο Β. καλλιέργησε και τον ποιητικό
λόγο, κυρίως ως μεταφραστής μεγάλων εκπροσώπων της παγκόσμιας (Ρυθμοί Αθανάτων, 3 τόμοι) και της αρχαίας ελληνικής
ποίησης (Πίνδαρος).
Βορεασμοί. Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Βορέα (βλ. λ.). Καθιερώθηκε μετά τους Περσικούς πολέμους, από
ευγνωμοσύνη των Αθηναίων προς τον άνεμο αυτό, επειδή κατέστρεψε τον στόλο του Ξέρξη κοντά στον Άθω, έπειτα από δέηση
που υπέδειξε το Μαντείο των Δελφών. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι ίδρυσαν και ναό του Βορέα κοντά στον Ιλισό, στο μέρος
όπου, κατά τη μυθολογία, είχε γίνει η αρπαγή της Ωρείθυιας (Ηρόδοτος, Ζ’ 189).
Βόρεια Αμερική. Βλ. λ. Αμερική.
Βόρεια Άσπρα. Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου, κοντά στους Λειψούς.
Βόρεια Αφρική. Βλ. λ. Μάγρεμπ.
Βόρεια Βόρνεο. Αποικιακή ονομασία του σημερινού εδάφους της Μαλαισίας, Σαμπάχ. Βλ. λ. Σαμπάχ.
Βόρεια Βραβάντη (ολλανδ. Noord-Brabant). Διοικητική περιφέρεια (5.081 τ. χλμ., 2.397.168 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας. Το
έδαφος, σχηματισμένο κατά μεγάλο μέρος από αδύνατα χώματα, που καλύπτονται συχνά από ερείκες, δεν είναι πολύ εύφορο.
Αντίθετα, ανεπτυγμένη είναι η βιομηχανία (μηχανών, ηλεκτρικών συσκευών, χημικών προϊόντων και κυρίως υφασμάτων), η
οποία ευνόησε τη συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις. Πρωτεύουσα είναι η Χερτόγκενμπος, αρχαία πόλη στη συμβολή
των ποταμών Άα και Ντόμελ και της διώρυγας Ζέιντ-Βίλεμσβααρτ, σημαντικό λιμενικό κέντρο και έδρα εργοστασίων
ηλεκτρικών μηχανών και ναυπηγείων.
Μεγαλύτερη όμως οικονομική σπουδαιότητα παρουσιάζουν οι πόλεις Τίλμπουργκ, μεγάλο κέντρο μάλλινων υφασμάτων στη
διώρυγα Βιλελμίνης, Αϊντχόβεν, με εργοστάσια ηλεκτρικών ειδών (έδρα της Philips), και Μπρέντα, με εργοστάσια μηχανών και
τροφίμων, περίφημη για τα μνημεία της, μεταξύ των οποίων είναι το φρούριο, έδρα της Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, και
ο γοτθικός ναός Γκρόοτε Κερκ. Αξιομνημόνευτες είναι επίσης η Χέλμοντ στη διώρυγα Ζέιντ-Βίλεμσβααρτ, με μεγάλα
εργοστάσια υφαντουργίας, και η Ρόζεντααλ, σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος κοντά στα βελγικά σύνορα.
Βόρεια Γη. Αρκτικό αρχιπέλαγος, που πολιτικά ανήκει στη Ρωσία. Βλ. λ. Σεβέρναγια Ζεμλιά.
Βόρεια Ελλάδα. Συμβατική ονομασία για τα βορειότερα εδάφη της χώρας, με την οποία εννοούνται κυρίως οι ιστορικές
γεωγραφικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Παλαιότερα μάλιστα υπήρχε και υπουργείο αρμόδιο για τις
συγκεκριμένες περιφέρειες (σημερινές περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας
και Θράκης), το οποίο σε πιο πρόσφατες εποχές μετονομάστηκε Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Βόρεια Ήπειρος. Συμβατική ονομασία για το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο παρέμεινε έξω από τα σύνορα του
ελληνικού κράτους μετά την προσάρτηση της ηπείρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία και το οποίο στη συνέχεια και μέχρι
σήμερα αποτελεί το νότιο τμήμα της Αλβανίας. Βλ. λ. Αλβανία,
Βόρεια θάλασσα (γαλλ. Mer du Nord, γερμ. Nordsee, αγγλ. North Sea). Θαλάσσιο τμήμα (575.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού
ωκεανού, στη βορειοανατολική του προέκταση. Ορίζεται από τη νησιωτική συστάδα Σέτλαντ στα Β, τις ακτές της Γαλλίας, του
Βελγίου, της Ολλανδίας και της Γερμανίας στα Ν, τις ακτές της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας στα Α και τις ακτές της
Μεγάλης Βρετανίας στα Δ. Συγκοινωνεί με τη Βαλτική θάλασσα μέσω του στενού του Σκαγεράκη (που αποτελεί τμήμα της
θάλασσας) και του Κατεγάτη (Βαλτική θάλασσα), με τη Μάγχη μέσω της διόδου του Καλέ (ή, αλλιώς, στενό του Ντόβερ), με
τον ανοιχτό Ατλαντικό στα Β μέσω των θαλάσσιων βραχιόνων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις ακτές της Σκοτίας και στις
Ορκάδες (Πέντλαντ Φερθ), ανάμεσα στις Ορκάδες και στις Σέτλαντ και ανάμεσα στις τελευταίες αυτές και στις νορβηγικές
ακτές.
Η θάλασσα έχει μέσο βάθος 100 μ., με σημεία 145 μ., 235 μ. και 274 μ. στις πιο βαθιές τάφρους. Σε άλλα σημεία, ιδιαίτερα στις
πολυάριθμες υφαλοκρηπίδες, το βάθος περιορίζεται σημαντικά (13 μ. στην Ντόγκερ Μπανκ). Η αλμυρότητα των νερών της
ποικίλλει από 32‰ κοντά στις ακτές μέχρι 35‰ στο κεντρικό τμήμα και διατηρείται σταθερή ακόμα και στα μεγάλα βάθη. Η
θερμοκρασία των νερών στην επιφάνεια παρουσιάζει άνοδο από ΒΔ προς ΝΑ, είναι σταθερή έως ένα ορισμένο βάθος, αλλάζει
απότομα σε ένα στενό επίπεδο και ύστερα γίνεται ομοιογενής έως τον βυθό.
Η παραλιακή γραμμή είναι μάλλον χαμηλή στα Ν, πιο ανυψωμένη στα Β, στη Σκοτία και στη Νορβηγία. Σε ορισμένα σημεία
προστατεύεται από φυσικές ζώνες άμμου ή τεχνητά φράγματα που χρησιμεύουν για την προστασία από την ορμή των κυμάτων
κατά τις θύελλες, όταν ο άνεμος υψώνει τη στάθμη της θάλασσας, προκαλώντας καταστρεπτικές πλημμύρες. Ο βυθός της
θάλασσας, που παρουσιάζει φαινόμενα κατακρήμνισης, σκεπάζεται από άμμο και ψαμμόλιθους διαφόρων διαστάσεων και ιλύ
στα βαθύτερα σημεία. Οι κυριότεροι ποταμοί που εκβάλλουν στη Β.θ. είναι ο Ρήνος, ο Βέζερ, ο Έλβας και ο Τάμεσης.
Τα νερά της είναι πλουσιότατα σε πλαγκτόν καθώς και σε ποσότητα και ποικιλία αλιευμάτων (ρέγκες, σκουμπριά, βακαλάοι,
γλώσσες, ρόμβοι). Σημαντικότερα αλιευτικά κέντρα είναι οι πόλεις Χαλ, Γκρίμσμπι, Αμπερντίν και Γιάρμουθ στη Μεγάλη
Βρετανία, Μπρεμερχάφεν και Κουξχάφεν στη Γερμανία. Τα κυριότερα εμπορικά λιμάνια είναι το Λονδίνο, το Νιούκαστλ και το
Εδιμβούργο (Μεγάλη Βρετανία), το Ρότερνταμ (Ολλανδία), η Αμβέρσα (Βέλγιο), η Βρέμη και το Αμβούργο (Γερμανία) και το
Όσλο (Νορβηγία).
Η ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου στη Β.θ., το 1970, έδωσε νέα ανάπτυξη στην περιοχή, αλλά και έναν λόγο διαμάχης για
την εκμετάλλευσή τους, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, στη Δανία, στη Νορβηγία, στην Ολλανδία και στη Γερμανία.
Βόρεια Ιρλανδία (Northern Ireland). Περιοχή (14.147 τ. χλμ., 1.685.267 κάτ. το 2001) του Ηνωμένου Βασιλείου, με
πρωτεύουσα το Μπέλφαστ. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου της Ιρλανδίας και αποτελείται από τις έξι εκ των
εννέα κομητειών της ιστορικής επαρχίας Όλστερ· συχνά μάλιστα αποκαλείται Όλστερ. Το λιμάνι του Μπέλφαστ είναι η
σημαντικότερη πόλη και μεγάλο εμπορικό, πνευματικό και βιομηχανικό κέντρο. Η δεύτερη μεγάλη πόλη είναι το Λοντοντέρι,
γνωστό και ως Ντέρι, που βρίσκεται κοντά στα βορειοδυτικά σύνορα με το Ντόνεγκαλ. Βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο.
Βόρεια Καρολίνα (Νorth Carolina). Πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, με πρωτεύουσα την πόλη
Ράλι (βλ. λ.). Εκτείνεται στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και συνορεύει με τις ομόσπονδες πολιτείες Βιρτζίνια στα Β,
Νότια Καρολίνα και Γεωργία (Τζόρτζια) στα Ν, Τενεσί στα Δ, ενώ στα Α βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.
Το δυτικό τμήμα της διασχίζεται από το πιο ψηλό και δύσβατο τμήμα της οροσειράς των Απαλαχίων, που φτάνουν στο όρος
Μίτσελ σε ύψος 2.037 μ. Στα Α το ανάγλυφο χαμηλώνει στο Πίντμοντ, εκτεταμένο υψίπεδο που κατεβαίνει με μια ομαλή
αναβαθμίδα, το Φολ Λάιν, στην πεδιάδα. Οι ακτές σχηματίζουν πολλούς και βαθείς κόλπους, μεταξύ των οποίων οι Άλμπιμαρλ
Σάουντ και Πάμπλικο Σάουντ, που σε πολλά σημεία περιβάλλονται από αμμώδεις ζώνες.
Πολυάριθμα υδάτινα ρεύματα κατεβαίνουν από τα Απαλάχια. Τα κυριότερα είναι: ο Ταρ και ο Νιουζ, που εκβάλλουν στο
Πάμπλικο Σάουντ· οι Ρόανοκ και Τσόουαν, που καταλήγουν στο Άλμπιμαρλ Σάουντ· ο Κέιπ Φίαρ Ρίβερ που εκβάλλει κοντά στο
ομώνυμο ακρωτήριο· ο Κατάουμπα που διασχίζει μια σειρά λιμνών και ύστερα εκβάλλει στον Γουότερι, στη Νότια Καρολίνα. Η
χώρα είναι κυρίως γεωργική (βαμβάκι, καπνός, αραχίδες, δημητριακά) και κτηνοτροφική. Η οικονομία της στηρίζεται επίσης και
σε μερικές βιομηχανίες, μεταξύ των οποίων η υφαντουργία (βαμβάκι και τεχνητές ίνες), η επεξεργασία καπνού, η επιπλοποιία και
η εξόρυξη και επεξεργασία ορισμένων ορυκτών (μαρμαρυγίες, καολίνης, μάρμαρα κλπ.).
Εκτός από την πρωτεύουσα Ράλι, άλλες σημαντικές πόλεις είναι η Άσβιλ, παραθεριστικό κέντρο και βρίσκεται κοντά στο όρος
Μίτσελ· η Μπέρλινγκτον που διαθέτει σημαντικά βαμβακουργεία· η Σάρλοτ, έδρα ακμαίας υφαντουργίας και μεγαλύτερο
εμπορικό κέντρο της πολιτείας· η Ντάραμ που αποδίδει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής τσιγάρων των ΗΠΑ· το Γκρίνσμπορο,
όπου υπάρχουν πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα· το Χάι Πόιντ, όπου είναι συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος της βιομηχανίας
επιπλοποιίας της πολιτείας· το Γουίνστον-Σάλεμ, με σημαντικά μηχανουργικά συγκροτήματα· το Γουίλμινγκτον, κύριο λιμάνι
της πολιτείας, κοντά στο Κέιπ Φίαρ· η Φάγιετβιλ, που πήρε την ονομασία της από τον ιδρυτή της, τον Γάλλο στρατηγό
Λαφαγιέτ· η Γκαστόνια, υφαντουργικό κέντρο κοντά στη Σάρλοτ· και το Ρόκι Μάουντ, μεγάλη αγορά γεωργικών προϊόντων.
Έως το 1729, τα εδάφη της σημερινής πολιτείας αποτελούσαν μαζί με αυτά της σημερινής Νότιας Καρολίνας ενιαίο αποικιακό
έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, ως Καρολίνα, ονομασία προς τιμήν του βασιλιά Καρόλου Α’ της Αγγλίας, προσχώρησε στην
Ένωση το 1789.
Βόρεια Κορέα. Βλ. λ. Κορέα, Βόρεια.
Βόρεια Ντακότα (North Dakota). Πολιτεία (183.123 τ. χλμ., 642.200 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, με πρωτεύουσα την πόλη
Μπίσμαρκ (55.532 κάτ. το 2000). Εκτείνεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας (μεσοδυτικές πολιτείες) και συνορεύει στα Β
με τις καναδικές επαρχίες Σασκάτσιουαν και Μανιτόμπα, στα Δ με την πολιτεία Μοντάνα, στα Ν με την πολιτεία Νότια
Ντακότα και στα Α με την πολιτεία Μινεσότα· όλα τα σύνορα είναι συμβατικά, εκτός από το ανατολικό, που χαράσσεται από
τον ρου του Ερυθρού Ποταμού (Ρεντ Ρίβερ). Η ονομασία της πολιτείας οφείλεται στη φυλή ιθαγενών Αμερικανών, Σιου, οι
οποίοι είναι γνωστοί και ως Ντακότα. Στον πληθυσμό της πολιτείας συμπεριλαμβάνονται γύρω στους 25.000 αυτόχθονες –
σύμφωνα πάντως με παλαιότερα δεδομένα απογραφών (1990)– οι οποίοι ζουν σε ειδικές περιοχές, που έχουν εκχωρηθεί σε
αυτούς από το κράτος (reservations).
Το έδαφος της περιοχής αποτελείται από μια προσχωσιγενή πεδιάδα, που ενώ στην αρχή ήταν βαθύτατα διαβρωμένη από τα
ρεύματα των ποταμών, στη συνέχεια διαμορφώθηκε υπό την εντατική επίδραση των παγετώνων. Ένα πυκνό υδρογραφικό
δίκτυο, που σχηματίζεται από τον ποταμό Μισούρι και τους παραπόταμούς του (Λιτλ Μισούρι, Τζέιμς Ρίβερ), διαρρέει την
πολιτεία, που είναι επίσης πλούσια σε λιμναίες λεκάνες, είτε φυσικές –όπως η λίμνη Ντέβιλς, τα νερά της οποίας είναι αλμυρά–
είτε τεχνητές, όπως η Γκάρισον και η Όουκ.
Η Β.Ν., που θεωρείται το γεωγραφικό κέντρο της Βόρειας Αμερικής, έχει ηπειρωτικό κλίμα, με ισχυρές ετήσιες θερμικές
διακυμάνσεις (στη Μπίσμαρκ η θερμοκρασία προσεγγίζει τους –15°C τον Ιανουάριο και +30°C τον Αύγουστο) και αρκετά
αραιές βροχοπτώσεις, με ελάχιστα βροχομετρικά ύψη στο δυτικό τμήμα.
Η ποσότητα και η κατανομή των βροχών επηρεάζουν σημαντικά την οικονομία της πολιτείας, οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές
πηγές της οποίας είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η εύφορη και καλά αρδευόμενη πεδιάδα του Ρεντ Ρίβερ επιτρέπει την
εντατική καλλιέργεια φρούτων, κηπευτικών, ζαχαρότευτλων, κριθαριού, βρόμης και σιταριού· το δυτικό υψίπεδο, αντίθετα,
καταλαμβάνεται σε μεγάλο μέρος από βοσκότοπους, με συνέπεια τη διάδοση της κτηνοτροφίας βοοειδών και προβάτων. Από το
υπέδαφος εξορύσσονται κυρίως πετρέλαιο, λιγνίτης και βεντονίτης, ενώ στους ορυκτούς πόρους της περιοχής συγκαταλέγονται
επίσης φυσικό αέριο, άργιλος και ασβέστης.
Ο βιομηχανικός τομέας της πολιτείας περιλαμβάνει παραγωγή μηχανημάτων, τυποποιημένων τροφίμων, εκτυπωτικών και
εκδοτικών μηχανημάτων, καθώς και εγκαταστάσεις διύλισης πετρελαίου. Μολονότι η διαδικασία εκβιομηχάνισης της περιοχής
συντελέστηκε με ταχύτατους ρυθμούς, η Β.Ν. είναι η πολιτεία με τη μικρότερη βιομηχανική παραγωγή· αξιόλογη ώθηση στην
εκβιομηχάνιση θα μπορούσε να προέλθει από την εκμετάλλευση του υδροηλεκτρικού δυναμικού του Μισούρι, τα νερά του
οποίου χρησιμοποιούνται κατά ένα μέρος για αρδευτικούς σκοπούς, από το Missuri Valley Authority. Στις αρχές της δεκαετίας
του 1990, σημαντικό κεφάλαιο για την οικονομική ανάπτυξη της πολιτείας αποτέλεσε ο τουρισμός. Τον Απρίλιο του 1997, η
οικονομία της περιοχής υπέστη σημαντικό πλήγμα, εξαιτίας της πλημμύρας του Ρεντ Ρίβερ, που προκάλεσε την καταστροφή
πολλών αστικών κέντρων της πολιτείας, μεταξύ των οποίων της Φάργκο και του Γκραντ Φορκς.
Ανάμεσα στα σημαντικά αστικά κέντρα της Β.Ν. συγκαταλέγονται, εκτός από την πρωτεύουσα Μπίσμαρκ, η Φάργκο (90.599
κάτ. το 2000), χτισμένη στον ποταμό Ρεντ Ρίβερ, σιδηροδρομικός κόμβος στη γραμμή του Βόρειου Ειρηνικού και αξιόλογο
εμπορικό κέντρο με διάφορες βιομηχανίες μηχανών· η Γκραντ Φορκς (49.321 κάτ. το 2000), γεωργική αγορά στη δεξιά όχθη
του Ρεντ Ρίβερ· η Μίνοτ (36.567 κάτ. το 2000), στον ποταμό Σούρις, μεταλλευτικό (λιγνίτης) και βιομηχανικό κέντρο, με
εργοστάσια γαλακτοκομικών προϊόντων και αλευρόμυλους και η Ντίκινσον (16.010 κάτ. το 2000).
Μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εθνικός δρυμός Θίοντορ Ρούζβελτ, που εκτείνεται κατά μήκος του Λιτλ Μισούρι,
200 χλμ. Δ της Μπίσμαρκ, ενώ ανάμεσα στα αξιοθέατα της περιοχής περιλαμβάνονται αρκετά στρατιωτικά φρούρια που
οικοδομήθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αι., όπως ο Τάφος του Καθιστού Ταύρου (του ομώνυμου περίφημου αρχηγού της
φυλής των Σιου), το Πάρκο Αβραάμ Λίνκολν, καθώς επίσης και τα δύο μουσεία –ιστορικού και ζωολογικού ενδιαφέροντος– της
πολιτείας. Στη Β.Ν. εδρεύουν και πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το πολιτειακό Πανεπιστήμιο (1883), στο Γκραντ Φορκς,
το κολέγιο Τζειμστάουν (1883), το Πανεπιστήμιο της Μίνοτ (1913) κ.ά.
Ιστορία. Η περιοχή εξερευνήθηκε για πρώτη φορά από τον Πιερ ντε λα Βεραντρί, περίπου το 1738. Το 1861 συστάθηκε το
Έδαφος της Ντακότα, στο οποίο ανήκε η Βόρεια και Νότια Ντακότα, το Γουαϊόμινγκ και η Μοντάνα, με πρωτεύουσα αρχικά τη
Γιάνκτον και έπειτα την Μπίσμαρκ. Το 1889 ιδρύθηκαν οι δύο ομόσπονδες πολιτείες, της Βόρειας και της Νότιας Ντακότα,
εξέλιξη που οφειλόταν στη σημαντική αύξηση του πληθυσμού, αφού η ολοκλήρωση του σιδηροδρομικού δικτύου της περιοχής
(1870) έφερε πολλούς αποίκους από τις ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς επίσης Γερμανούς και Νορβηγούς μετανάστες.
Βόρεια Οσέτια – Αλανία (Severnaya Osetyia Alaniya). Αυτόνομη δημοκρατία (8.000 τ. χλμ., 710.275 κάτ. το 2002) της
Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην Ομόσπονδη Περιφέρεια του Νότου, με πρωτεύουσα το Βλαδικαφκάζ. Η δημοκρατία ιδρύθηκε τον
Δεκέμβριο του 1936, στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίζοντας την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Οσετίας σε βόρεια
(Ρωσία) και νότια (Γεωργία). Η δημοκρατία βρίσκεται στον βόρειο Καύκασο και κατοικείται από Οσέτες, Ρώσους και
Ινγκούσους. Έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία μηχανοκατασκευών και επεξεργασίας μετάλλων. Αξιόλογη είναι και η δασική της
βιομηχανία, ενώ στη γεωργία επικρατεί η καλλιέργεια δημητριακών. Στη δημοκρατία υπάρχουν αξιόλογα εκπαιδευτήρια και
ινστιτούτα αγροτικής οικονομίας, ιατρικής και ορυκτολογίας. Ανάλογο είναι και το πολιτιστικό της επίπεδο, με ικανοποιητικό
αριθμό μουσείων, αιθουσών θεαμάτων και βιβλιοθηκών.
Το 1992, η δημοκρατία της υπέγραψε και αυτή το σύμφωνο διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, η διάλυση της αντίστοιχης
επαρχίας του νότου (Νότια Οσετία) και η απορρόφησή της από τη Γεωργία προκάλεσαν κάποιες εθνικιστικές τριβές στα εδάφη
των δύο περιοχών, οι οποίες πάντως εκτονώθηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Βόρεια Πίνδος. Βλ. λ. Πίνδος.
Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία (Nordrhein-Westfalen). Ομόσπονδο κρατίδιο (34.068 τ. χλμ., 18.052.092 κάτ. το 2002) της
Γερμανίας, με πρωτεύουσα το Ντίσελντορφ. Συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο, ενώ τα υπόλοιπα όρια του είναι με
τα ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια της Κάτω Σαξονίας (Β και ΒΑ), του Έσεν (ΝΑ) και της Ρηνανίας-Παλατινάτου (Ν).
Το κρατίδιο δεν παρουσιάζει μορφολογική ενότητα, καθώς περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του Ρηνανικού Σχιστολιθικού Όγκου
στα ΝΔ που χαρακτηρίζεται από έντονα ανάγλυφα, και μεγάλο τμήμα του Τευτοβούργιου Δρυμού, δηλαδή μια επιμήκη λοφώδη
ράχη που από τα ανάγλυφα των γερμανικών Μεσαίων Ορέων (Μιτελγκεμπίργκε) κατευθύνεται προς ΒΔ έχοντας στα Α και Β
την περιοχή της Βεστφαλίας. Η τελευταία βρίσκεται ανάμεσα στα Μεσαία Όρη, στην ορεινή περιοχή της Ζάουερλαντ και στον
Ρηνανικό Σχιστολιθικό Όγκο στα Ν και περιλαμβάνει τις λεκάνες του Λίπε και του Ρουρ, δεξιών παραποτάμων του Ρήνου, και
τη λεκάνη του Μίνστερ. Μεταξύ Ζάουερλαντ στα ΒΑ και των ανατολικών και βόρειων αντίστοιχα παραφυάδων του Χόες Φεν
και του Άιφελ στα ΝΔ, ανοίγεται η λεκάνη της Κολονίας, η οποία διαρρέεται από Ν προς Β από τον Ρήνο. Πρόκειται για δύο
μεγάλες πεδινές εκτάσεις, που φέρουν την ενιαία ονομασία Ρηνανοβεστφαλική πεδιάδα, με ευρύτατο άνοιγμα προς το βαθύπεδο
της Ολλανδίας και της βόρειας Γερμανίας. Τον Ιανουάριο του 2004 εγκαινιάστηκε το νέο εθνικό πάρκο της Γερμανίας, Άιφελ,
που βρίσκεται στα Ν του ομόσπονδου κρατιδίου και καλύπτει μια έκταση 10.700 εκταρίων.
Οι κυριότεροι ποταμοί του ομόσπονδου κρατιδίου είναι ο Ρήνος, ο Εμς και ο Βέζερ, που ρέουν με κατεύθυνση από Ν προς Β.
Άλλοι σημαντικοί ποταμοί είναι ο Μόσας, ο Βούπερ και ο Λίπε. Το κλίμα είναι ημιηπειρωτικό με δροσερά καλοκαίρια, χειμώνες
αρκετά ψυχρούς και βροχοπτώσεις άφθονες, ιδιαίτερα στα ανάγλυφα.
Η οικονομία στηρίζεται βασικά στην εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους και στη βιομηχανική και εμπορική
δραστηριότητα· η τελευταία αυτή, εκτός από την αφθονία πρώτων υλών και από μια μεγάλη καταναλωτική αγορά, ευνοείται
επίσης από την πυκνότητα οδικού, σιδηροδρομικού και πλωτού δικτύου (πλωτοί ποταμοί και διώρυγες). Η γεωργία (δημητριακά,
πατάτες, κηπευτικά, φρούτα και ζαχαρότευτλα) και η κτηνοτροφία βοοειδών και χοίρων διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο,
αλλά κάθε άλλο παρά αμελητέο στο πλαίσιο της οικονομίας της περιοχής. Το υπέδαφος είναι πλουσιότατο σε γαιάνθρακες
(λεκανοπέδια του Ρουρ και του Άαχεν), λιγνίτη και, σε μικρότερο βαθμό, σίδηρο (Ζίγκεν, Ντόρτμουντ, Χάτινγκεν), μόλυβδο,
ψευδάργυρο και άλλα ορυκτά. Η βιομηχανία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στους τομείς της σιδηρουργίας, της μεταλλουργίας,
της μηχανουργίας, της υφαντουργίας και των χημικών προϊόντων.
Κυριότερες πόλεις, εκτός από την πρωτεύουσα Ντίσελντορφ, είναι οι: Άαχεν, Μπόχουμ, Βόνη (μέχρι την ενοποίηση της
Γερμανίας ήταν η πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), Κολονία, Ντόρτμουντ, Ντούισμπουργκ, Έσεν,
Κρέφελντ, Μίνστερ και Βούπερταλ (βλ. αντίστοιχα λήμματα).
Άλλα αξιόλογα αστικά κέντρα είναι η Σόλινγκεν, χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Βούπερ, που τη χωρίζει από το
Ρεμσάιντ, πόλη γνωστή για την παραγωγή των μαχαιριών της· το Μπίλεφελντ και το Πάντερμπορν, στη βορειοανατολική
Βεστφαλία· το Ομπερχάουζεν, το Γκελσενκίρχεν, το Μιλχάιμ και το Χάγκεν, όλα σημαντικά μεταλλειολογικά ή βιομηχανικά
κέντρα στην ανθρακοσιδηροφόρα λεκάνη του Ρουρ ή στις άμεσα γειτονικές περιοχές· το Λεβερκούζεν, μεγάλο βιομηχανικό
κέντρο (Βayer), στον Ρήνο, λίγο βορειότερα της Κολονίας· το Νόις, το Ράιτ και το Μενχενγκλάντμπαχ.
Βόρειας Κυνουρίας, δήμος. Δήμος (12.825 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και
αποτελείται από τον πρώην δήμο Άστρους καθώς και τις κοινότητες Αγίας Σοφίας, Αγίου Ανδρέου, Αγίου Γεωργίου, Αγίου
Πέτρου, Βερβένων, Δολιανών, Ελάτου, Καράτουλα, Καστανίτσης, Καστρίου, Κορακοβουνίου, Κουτρούφων, Μελιγούς,
Μεσορράχης, Νέας Χώρας, Ξηροπηγάδου, Παραλίου Άστρους, Περδικόβρυσης, Πλατάνας, Πλατάνου, Πραστού, Σιταίνης,
Στόλου, Χαράδρου και Ωργιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Άστρος.
Βόρειες Μαριάνες (Northern Marianas Islands). Νησιωτικό σύμπλεγμα (447 τ. χλμ., 69.221 κάτ. το 2000) του Ειρηνικού
ωκεανού, που πολιτικά αποτελεί εξαρτημένο έδαφος (τυπικά, κοινοπολιτεία) των ΗΠΑ, με πρωτεύουσα την πόλη Σαϊπάν
(Saipan, 62.392 κάτ.). Βρίσκεται Α των Φιλιππίνων και Ν της Ιαπωνίας και αποτελείται από 16 μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους
Μαριάνες (βλ. λ.) και άλλα μικρότερα ακατοίκητα, κυρίως ατόλες. Τα πιο σημαντικά νησιά είναι η Σαϊπάν, η Ρότα και το Τινιάν.
Πολιτικά στοιχεία. Το σημερινό καθεστώς της κοινοπολιτείας τέθηκε σε ισχύ το 1986 και έδινε στα νησιά μεγαλύτερη
αυτοδιοίκηση, σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς του 1947. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1978, η νομοθετική εξουσία
ασκείται από τη Γερουσία, η οποία αποτελείται από 9 μέλη τετραετούς θητείας, και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που
απαρτίζεται από 18 μέλη διετούς θητείας· και τα δύο σώματα εκλέγονται από τους μόνιμους κατοίκους. Την εκτελεστική
εξουσία ασκεί ο κυβερνήτης, ο οποίος εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια· στις εκλογές που έγιναν τον Ιανουάριο του 2002
κυβερνήτης αναδείχτηκε ο Χουάν Μπαμπαούτα. Τα σημαντικότερα κόμματα της κοινοπολιτείας είναι το Δημοκρατικό Κόμμα
και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Η δικαστική εξουσία ασκείται από το ανώτατο δικαστήριο της
κοινοπολιτείας. Η πλειονότητα του πληθυσμού ακολουθεί το δόγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ωστόσο έχουν επιβιώσει
διάφορες παραδοσιακές λατρείες. Η επίσημη γλώσσα των νησιών είναι η αγγλική. Παρ’ όλα αυτά, το 86% του πληθυσμού
χρησιμοποιεί την τοπική τσαμόρο καθώς και άλλες διαλέκτους.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Στα Β της Γκουάμ βρίσκεται το Ρότα, βραχώδες νησί, κατοικημένο από τους γηγενείς Τσαμόρο.
Ακολουθεί το Τινιάν, στο οποίο ανευρίσκονται πάρα πολλοί προϊστορικοί στύλοι (latte stones). Μια θαλάσσια λωρίδα χωρίζει το
Τινιάν από τη Σαϊπάν, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα του αρχιπελάγους. Η επιφάνεια των νησιών, τα οποία είναι
ηφαιστειογενούς προέλευσης, παρουσιάζει διαβαθμίσεις· αλλού είναι επίπεδη, ενώ άλλες εκτάσεις είναι διάσπαρτες από χαμηλά
ηφαιστειακά ανάγλυφα. Το νησί Σαϊπάν είναι μάλλον ορεινό, με υψηλότερο σημείο την κορυφή του Τοποτσάου που φτάνει τα
466 μ.
Το κλίμα, το οποίο μετριάζεται από τον ωκεανό και τους ανέμους, είναι τροπικό με μέση ετήσια θερμοκρασία 27°C. Άφθονες
είναι οι βροχοπτώσεις με μέση ετήσια τιμή τα 3.000 χιλιοστά. Η αρχική βλάστηση του νησιού έχει εν μέρει τροποποιηθεί από τη
διάδοση νέων φυτών, ειδικά κατά την περίοδο της ιαπωνικής διοίκησης· ιδιαίτερα διαδεδομένοι είναι οι κοκκοφοίνικες. Η
πανίδα είναι σχετικά πλούσια· εκτός από το μοναδικό θηλαστικό, τη νυχτερίδα, ζουν σαμιαμίδια αλλά και πλήθος πτηνών και
ερπετών.
Πληθυσμός. Αρχικά ο πληθυσμός της κοινοπολιτείας απαρτιζόταν από τους Τσαμόρο, φυλή η οποία προερχόταν από τη
Μελανησία, την Πολυνησία και την Ινδονησία. Σήμερα οι κάτοικοι αποτελούν μια διασταύρωση Ισπανών, Φιλιππινέζων,
Ιαπώνων, Άγγλων και Σκοτσέζων, που έφτασαν στο νησί στη διάρκεια της ισπανικής, της γερμανικής, της ιαπωνικής και της
αμερικανικής κατοχής. Το προσδόκιμο ζωής στην κοινοπολιτεία ανέρχεται στα 75,9 χρόνια (79,3 για τις γυναίκες και 72,8 για
τους άνδρες), ενώ η μέση πληθυσμιακή πυκνότητα το 2000 υπολογίστηκε σε 154,8 κατ. ανά τ. χλμ. Οι κάτοικοι των νησιών
είναι υπήκοοι των ΗΠΑ, αλλά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στις προεδρικές εκλογές της χώρας.
Οικονομία. Η οικονομία των νησιών στηρίζεται στον τομέα των υπηρεσιών, κυρίως στον τουρισμό, ο οποίος παρουσιάζει
διαρκή ανάπτυξη. Η γεωργία είναι περιορισμένη και περιλαμβάνει φρούτα και λαχανικά. Ανεπτυγμένη είναι η βιομηχανία
ενδυμάτων, τα οποία αποτελούν το κύριο εξαγωγικό προϊόν της κοινοπολιτείας. Η διάδοση των φυτειών οφείλεται στους
Γερμανούς, πήρε δε σημαντική ώθηση και από τους Ιάπωνες που εισήγαγαν το ζαχαροκάλαμο, τον ανανά, το ρύζι κ.ά. Οι
οικονομικές δραστηριότητες είναι σήμερα στραμμένες προς την αλιεία και την καλλιέργεια του κοκκοφοίνικα. Εξάγονται ψάρια,
κόπρα και φωσφάτα (από το νησί Ρότα).
Το πιο πυκνοκατοικημένο νησί είναι η Σαϊπάν, όπου οι Ιάπωνες διέδωσαν την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου και εισήγαγαν
καινούργιες μηχανές, αυτοκίνητα, ηλεκτρικές γεννήτριες κ.ά. Επίσημο νόμισμα των νησιών είναι το δολάριο των ΗΠΑ.
Ιστορία. Τα νησιά ανακαλύφθηκαν το 1521 από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Μαγγελάνο, ο οποίος τα ονόμασε Νησιά των
Ληστών (Ladrones) και μετονομάστηκαν Μαριάνες με την έλευση Ισπανών Ιησουιτών το 1668. Το 1899 παραχωρήθηκαν στη
Γερμανία, εκτός από την Γκουάμ (βλ. λ.), ενώ με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου οι Β.Μ. τέθηκαν υπό τον ιαπωνικό
έλεγχο. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου κατελήφθησαν από τις ΗΠΑ και το 1947 αποτέλεσαν τμήμα του υπό
κηδεμονία εδάφους των Νήσων του Ειρηνικού (Trust Territory of the Pacific Islands) για λογαριασμό των Ηνωμένων Εθνών. Το
1975 οι κάτοικοι των νησιών αποφάσισαν, με δημοψήφισμα, να αποτελέσουν κοινοπολιτεία των ΗΠΑ και το 1978 τα νησιά
ορίστηκαν αυτοδιοικούμενα υπό αμερικανική στρατιωτική προστασία. Το 1986 ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν
ανακήρυξε τις Β.Μ. κοινοπολιτεία των ΗΠΑ και τους κατοίκους πολίτες της χώρας και έπειτα από τέσσερα χρόνια (1990) το
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έδωσε τέλος στο καθεστώς κηδεμονίας των Β.Μ. που είχε εκχωρηθεί στις ΗΠΑ.
Βόρειες Σποράδες. Ονομασία που έχει διατηρηθεί από την αρχαιότητα και χαρακτηρίζει τη νησιωτική συστάδα του δυτικού
Αιγαίου, Α των ακτών της Μαγνησίας και ΒΑ των ακτών της βόρειας Εύβοιας, που σήμερα αναφέρεται απλώς Σποράδες. Τα
νησιά έφεραν αυτή την ονομασία (ή, εναλλακτικά, Θεσσαλικές Σποράδες), σε αντιδιαστολή προς τις Θρακικές (Θάσος,
Σαμοθράκη, Τένεδος κλπ.), τις Ανατολικές (νησιά κοντά στις μικρασιατικές ακτές) και τις Νότιες Σποράδες (Δωδεκάνησος). Βλ.
λ. Σποράδες.
Βορεινό. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 175 μ., 871 κάτ.) του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της πεδιάδας, στην
πρώην επαρχία Αλμωπίας, 42 χλμ. Β της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας.
Βόρειο. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 155 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις
νότιες κλιτύς του Καλαθίου όρους, στην πρώην επαρχία Καλαμών, ΒΑ του οικισμού Καρδαμύλη. Υπάγεται διοικητικά στον
δήμο Αβίας.
Βόρειο. Ακρωτήριο της Ανάφης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Ονομάζεται και Δρέπανο ή Δράπανο.
Βόρειο Αιγαίο. Διοικητική περιφέρεια (3.836 τ. χλμ., 206.121 κάτ.) της χώρας, που περιλαμβάνει τους νησιωτικούς νομούς
Λέσβου, Χίου και Σάμου. Οι νομοί αυτοί ανήκουν στο ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα του Αιγαίου, αποτελούν όμως χωριστή
περιφέρεια, γιατί τα νησιά που τους αποτελούν έχουν πολύ διαφορετικά φυσικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, άρα και
διαφορετικές ανάγκες προγραμματισμού από τα νησιά των νομών Κυκλάδων και Δωδεκανήσου που αποτελούν την περιφέρεια
Νότιου Αιγαίου. Τα κατοικημένα νησιά της περιφέρειας είναι η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Λήμνος, η Ικαρία, ο Άγιος
Ευστράτιος, οι Φούρνοι, οι Οινούσσες και τα Ψαρά.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Η ενιαία περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος μιας νησιωτικής περιοχής είναι πρακτικά
αδύνατη, επομένως είναι αναγκαία η καταγραφή των κύριων χαρακτηριστικών κάθε νησιού χωριστά. Συνολικά, πάντως, το
έδαφος της περιφέρειας είναι κατά 34,23% ορεινό, κατά 33,81% ημιορεινό και κατά 31,96% πεδινό. Οι αντίστοιχες αναλογίες
στους επιμέρους νομούς είναι: στον νομό Λέσβου 15,4%, 39,6% και 46%, στον νομό Σάμου 78,4%, 15% και 6,6% και στον
νομό Χίου 41,1%, 36,2% και 22,7%. Είναι επομένως αισθητές οι διαφορές μορφολογίας μεταξύ των νησιών, και ιδιαίτερα του
νομού Σάμου, ο οποίος στο σύνολό του (μαζί με την Ικαρία) είναι πολύ ορεινός.
Παρά τη σχετικά μεγάλη έκτασή τους, τα νησιά δεν διαθέτουν αξιόλογα υδάτινα ρεύματα και η αποχέτευση των υδάτων τους
γίνεται με χείμαρρους εποχιακής ροής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την καταστροφή των δασών εξαιτίας των πυρκαγιών
σε ορισμένα από αυτά (π.χ. Σάμος), κρύβει πολλούς κινδύνους σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων. Οι κίνδυνοι αυτοί
επιβεβαιώθηκαν κατά τον βαρύ χειμώνα των ετών 2002-3, που έπληξε τα νησιά του Αιγαίου με ισχυρότατες καταιγίδες.
Κλίμα. Τα νησιά του Β.Α. είναι πιο ευνοημένα από τις Κυκλάδες από την άποψη των βροχών, αφού συνήθως το ύψος των
βροχοπτώσεων ξεπερνά τα 600 χιλιοστά ανά έτος και όχι σπάνια τα 800 χιλιοστά. Η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται από
17,5 έως 18,5°C και το ετήσιο εύρος της (διαφορά μεγίστου-ελαχίστου) είναι κάπως μεγαλύτερο από εκείνο που σημειώνεται
στο Νότιο Αιγαίο. Στη Σάμο, για παράδειγμα, η μέγιστη θερμοκρασία μπορεί να ξεπεράσει τους 40°C και η ελάχιστη να πέσει
κάτω από τους 0°C, κάτι μάλλον σπάνιο στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες. Στο νησί αυτό οι ημέρες βροχής είναι σχετικά
λίγες (60 έως 90), αλλά το ύψος βροχής ξεπερνά συχνά τα 800 χιλιοστά τον χρόνο. Χαρακτηριστικό του κλίματος της περιοχής
είναι και οι εποχιακοί πολύ ισχυροί βόρειοι άνεμοι που προκαλούν προβλήματα στις συγκοινωνίες.
Πληθυσμός. Η πληθυσμιακή πυκνότητα στην περιφέρεια ήταν 53,73 κάτ. ανά τ. χλμ., το 2001, τιμή μάλλον ικανοποιητική για
νησιωτική περιοχή, αλλά πολύ χαμηλότερη από εκείνη περασμένων εποχών. Το ίδιο έτος, ο πληθυσμός των δύο αστικών
κέντρων της (Μυτιλήνη, Χίος) έφθανε τους 67.310 κατ., άρα η αστικοποίηση του πληθυσμού της πλησίαζε το 33%.
Φαινομενικά, η τιμή αυτή είναι χαμηλή, ακόμα και για την Ελλάδα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί αρκετά υψηλή αν ληφθεί υπόψη η
σημαντική γεωγραφική διασπορά του εδάφους και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η περιφέρεια στη συγκράτηση των κατοίκων
της.
Για όσο διάστημα ο τρόπος ζωής των Ελλήνων βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή, τα νησιά κατάφεραν να διατηρήσουν
μεγάλο πληθυσμό (επί τουρκοκρατίας, πριν από τη μεγάλη σφαγή, η Χίος αριθμούσε περισσότερους από 100.000 κατ.).
Αργότερα, οι συνθήκες ζωής άλλαξαν και τα νησιά δεν προσέφεραν ισχυρά κίνητρα παραμονής στους κατοίκους τους. Έτσι, το
μεταναστευτικό κύμα μεταξύ 1950-74 έπληξε ιδιαίτερα τους νησιωτικούς νομούς. Τα νησιά της περιφέρειας δεν κατάφεραν ποτέ
μέχρι σήμερα να ξεπεράσουν την πληθυσμιακή αιμορραγία που υπέστησαν. Μάλιστα, οι απώλειές τους συνεχίστηκαν και κατά
την επόμενη δεκαετία, ενώ μεταξύ 1981-91 ο πληθυσμός τους ουσιαστικά παρέμεινε σταθερός. Μικρή βελτίωση παρουσιάστηκε
μεταξύ 1991-2001, η οποία όμως περιλαμβάνει και τους οικονομικούς μετανάστες.
Το 1951 οι τρεις νομοί της περιφέρειας είχαν 280.786 κατ., οι οποίοι το 1961 μειώθηκαν σε 254.495 (μείωση 9%), εξαιτίας της
μετανάστευσης. Τις μεγαλύτερες απώλειες κατά τη δεκαετία αυτή παρουσίασε ο νομός Σάμου (12,9%). Το 1971, και ενώ η
μετανάστευση συνεχιζόταν, ο πληθυσμός των τριών νομών μειώθηκε και πάλι σε 210.459 κατ., δηλαδή κατά 17%. Ο νομός
Σάμου είχε και πάλι τις περισσότερες απώλειες (19,8%). Κατά την επόμενη δεκαετία το μεταναστευτικό κύμα σταμάτησε, όχι
όμως και οι απώλειες αυτής της περιφέρειας. Ο πληθυσμός των νησιών μειώθηκε και πάλι σε 195.004 κατ. έως το 1981 (μείωση
7%)· τις μεγαλύτερες απώλειες αυτή τη δεκαετία τις είχε ο νομός Λέσβου. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ 1951-1981 η συνολική
μείωση του πληθυσμού της περιφέρειας ήταν περίπου 29%. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μικρή αύξηση που παρατηρήθηκε στη
συνέχεια (199.231 κατ. το 1991 και 206.121 το 2001) δεν ήταν αρκετή για να επαναφέρει τον πληθυσμό αυτών των νησιών ούτε
καν στο επίπεδο του 1971.
Οικονομία. Το 1991, ο ενεργός πληθυσμός της περιφέρειας απασχολείτο κατά 25,2% στον πρωτογενή τομέα, κατά 17,5% στον
δευτερογενή και κατά 57,3% στον τριτογενή. Η σχετικά υψηλή αναλογία του πρωτογενούς τομέα στη διάρθρωση της
απασχόλησης εξηγείται από τη σημαντική έκταση των νησιών της περιφέρειας. Λόγω του μεγέθους τους, τα νησιά της
περιφέρειας διαθέτουν καλλιεργήσιμα εδάφη, γι’ αυτό και στο εισόδημα των κατοίκων τους (που είναι από τα χαμηλότερα στην
Ευρώπη) συμμετέχει ένας αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο ανεπτυγμένος πρωτογενής τομέας (γεωργία, κτηνοτροφία,
αλιεία). Κοινό χαρακτηριστικό τους θα μπορούσε να θεωρηθεί και η περιορισμένη, σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας,
τουριστική ανάπτυξη, παρά την παρουσία πολύ σημαντικών φυσικών πόρων που θα μπορούσαν να προσελκύσουν πολυάριθμους
επισκέπτες. Εξάλλου, τα νησιά δεν είναι κατάλληλος χώρος για την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα της παραγωγής, δηλαδή
της βιομηχανίας που προσφέρει θέσεις εργασίας, ενώ από τη φύση τους αντιμετωπίζουν αρκετά προβλήματα στην παροχή
ακόμα και των πιο βασικών υπηρεσιών (περίθαλψη, εκπαίδευση κλπ.).
Από οικονομική άποψη, η περιφέρεια του Β.Α. είναι μία από τις πιο φτωχές της Ενωμένης Ευρώπης και η ανάπτυξή της
εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται. Ενδεικτικά, το 1986 το κατά
κεφαλήν ΑΕΠ της περιφέρειας ήταν ίσο με το 44% του κοινοτικού μέσου όρου, ενώ δέκα χρόνια αργότερα (1996) μόλις και
μετά βίας είχε ξεπεράσει το 51,7%. Το 1991, ο πρωτογενής τομέας συμμετείχε κατά 16% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, ο
δευτερογενής κατά 23% και ο τριτογενής κατά 61%.
Προβλήματα. Στην παρούσα κατάστασή της η περιφέρεια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία από τις φτωχότερες αγροτικές
περιφέρειες της Ευρώπης. Ενδεικτικά, το 1991 το Πρότυπο Αγοραστικής Δύναμης (ΠΑΔ) της περιφέρειας ήταν ίσο με 36, με
βάση το 100 ως μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, τα νησιά αυτά έχουν πολλά περιθώρια τουριστικής ανάπτυξης, υπό
την προϋπόθεση ότι οι σχετικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα οδηγήσουν σε εγκατάλειψη του ήδη αξιόλογου
πρωτογενούς τομέα. Με βάση τα παραπάνω, οι κύριοι αναπτυξιακοί στόχοι της περιφέρειας είναι: (α) η βελτίωση των δικτύων
μεταφορών και συγκοινωνιών (οδικό δίκτυο, λιμάνια, αεροδρόμια)· (β) η συγκράτηση του πληθυσμού με την ανάπτυξη της
τουριστικής υποδομής και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής· (γ) η διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα
με ταυτόχρονη διευκόλυνση των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων που έχουν ζήτηση στο εξωτερικό.
Τα νησιά του Β.Α. είναι, κατά μέσο όρο, αρκετά μεγαλύτερα από εκείνα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου, και τα
καλλιεργήσιμα εδάφη τους (1.147.424 στρέμματα το 1991) πολύ περισσότερα και κατάλληλα για την παραγωγή προϊόντων που
βρίσκουν πρόθυμους αγοραστές στις ευρωπαϊκές αγορές. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο πρωτογενής τομέας όχι μόνο δεν μπορεί
να εγκαταλειφθεί, αλλά αντίθετα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι
αναπτυξιακές προσπάθειες στρέφονται κυρίως προς τη βελτίωση των μεταφορών (βελτιώσεις λιμένων, αεροδρομίων κλπ.) με
στόχο τη διευκόλυνση των εξαγωγών. Από την άλλη πλευρά, η αγροτική παραγωγή έχει συγκεκριμένα όρια και είναι πολύ
δύσκολο να προσφέρει μόνιμες και ικανοποιητικές λύσεις στην απασχόληση της πλειονότητας των κατοίκων. Περιορισμούς
θέτουν επίσης οι κανόνες που καθορίζουν την αγροτική παραγωγή στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μικρή έκταση
ορισμένων νησιών που έχουν ήδη μικρό πληθυσμό και κινδυνεύουν να ερημωθούν σταδιακά.
Στα νησιά του Β.Α. η κλασική βιομηχανία δεν έχει πολλές δυνατότητες, γιατί ούτε ο πληθυσμός ούτε η απόσταση από τα κέντρα
κατανάλωσης το επιτρέπουν. Ωστόσο, η αξιόλογη αγροτική παραγωγή ευνοεί την ανάπτυξη μικρών και μεσαίων μονάδων
τυποποίησης που θα μπορούσαν να προσφέρουν αρκετές θέσεις εργασίας.
Η σχετική αδυναμία του πρωτογενούς και του τριτογενούς τομέα της παραγωγής μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την ανάπτυξη
εναλλακτικών τομέων απασχόλησης, όπως ο τουρισμός. Η περιφέρεια Β.Α. βρίσκεται σε πολύ χαμηλό σημείο από την άποψη
της υποδομής και της διαφήμισης και μακριά από τις πολύ μεγάλες δυνατότητές της, παρότι έχει σημειώσει σημαντικές
προόδους τα τελευταία χρόνια. Το 1994, για παράδειγμα, τους τρεις νομούς της περιφέρειας επισκέφθηκαν 1.506.320 τουρίστες,
από τους οποίους οι 1.188.264 ήταν αλλοδαποί και οι 318.056 ημεδαποί. Η πληρότητα, όμως, των ξενοδοχειακών μονάδων δεν
ξεπέρασε το 59%, με μέγιστο 73% στον νομό Σάμου και ελάχιστο 42% στον νομό Χίου. Οι πόλοι τουριστικής έλξης είναι πάρα
πολλοί στα νησιά του Β.Α. (φυσικό περιβάλλον, μουσεία, κάστρα κ.ά.) και οι αριθμοί αυτοί μπορούν να βελτιωθούν σε μεγάλο
βαθμό. Μεγάλη σημασία για τη συγκράτηση του πληθυσμού έχει επίσης η βελτίωση των συνθηκών ζωής, καθώς ένας από τους
κύριους λόγους της πληθυσμιακής αιμορραγίας που υφίστανται οι νησιωτικές περιοχές είναι η ανεπαρκής ανάπτυξη των
υπηρεσιών. Το 1991, για παράδειγμα, σε ολόκληρη την περιφέρεια υπήρχαν μόνο 280 γιατροί (αυξήθηκαν σε 429 ως το 1996),
δηλαδή πολύ λίγοι σε σχέση με τον πληθυσμό της. Αντίθετα, η αναλογία των δασκάλων και των καθηγητών ήταν πολύ
μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ελλάδας, γιατί η μείωση των γεννήσεων και η γεωγραφική διασπορά των νησιών δεν
επέτρεπαν τη συνένωση των σχολείων σε μεγαλύτερες μονάδες. Δείγμα του δημογραφικού προβλήματος αποτελεί ο αριθμός
των μαθητών της περιφέρειας. Ενδεικτικά, το 1991 υπήρχαν 25.934 μαθητές που φοιτούσαν σε 313 σχολεία όλων των βαθμίδων.
Το 1996, ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί σε 24.787 και των σχολείων σε 299. Στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός των
μαθητών είχε μειωθεί πολύ περισσότερο, γιατί στο ίδιο διάστημα οι μαθητές των λυκείων είχαν αυξηθεί κατά 52%, ενώ οι
μαθητές των δημοτικών σχολείων και των γυμνασίων (που είναι πολύ περισσότεροι) είχαν μειωθεί κατά 15%.
Βόρειο Βιετνάμ. Παλαιότερο κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, που προέκυψε μετά τη μεταπολεμική διαίρεση του Βιετνάμ
σε βόρειο και νότιο τμήμα. Το καθεστώς αυτό, που αμφισβητήθηκε από τους Βιετναμέζους και οδήγησε σε συνεχείς πολεμικές
συγκρούσεις (κατά της γαλλικής κυριαρχίας, εμφύλιος και, τέλος, κατά της αμερικανικής επέμβασης) έλαβε τέλος το 1975 με
την ενοποίηση της χώρας και την εκδίωξη όλων των ξένων στρατευμάτων. Βλ. λ. Βιετνάμ (Ιστορία).
βόρειο ημισφαίριο. Βλ. λ. ημισφαίριο.
Βόρειο Πόδι. Βραχονησίδα της συστάδας Πόδι, κοντά στο βόρειο άκρο της Σκύρου. Ονομάζεται και Σοφράνο Πόδι.
Βόρειο Στενό Κέρκυρας. Θαλάσσιο στενό στο Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται μεταξύ των βορειοανατολικών ακτών της Κέρκυρας,
από το ακρωτήριο Κεφάλι Β έως το ακρωτήριο Στύλος Ν, και των απέναντι αλβανικών ακτών. Έχει μήκος 4 ναυτικά μίλια.
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες. Βλ. λ. κορδιλιέρα.
Βορειοατλαντικό Σύμφωνο. Βλ. λ. ΝΑΤΟ.
Βορειοδυτικά Εδάφη (Northwest Territories). Ομόσπονδο έδαφος (1.299.070 τ. χλμ., 37.360 κάτ. το 2001) του Καναδά, με
πρωτεύουσα το Γελοουνάιφ. Εκτείνεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας και συνορεύει στα Α με το ομόσπονδο έδαφος
Νουναβούτ, στα Ν με τις επαρχίες Σασκάτσιουαν, Αλμπέρτα και Βρετανική Κολομβία και στα Δ με το ομόσπονδο έδαφος
Γιούκον. Στα Β βρέχεται από τη θάλασσα Μποφόρ.
Η περιοχή σχηματίζεται από ένα ηπειρωτικό και ένα νησιωτικό τμήμα. Το πρώτο εκτείνεται σε μήκος μεταξύ των εδαφών του
Γιούκον στα Δ και του Κόλπου Χάντσον στα Α και σε πλάτος μεταξύ 60° βόρειου πλάτους στα Ν και του Βόρειου Παγωμένου
ωκεανού στα Β. Το δεύτερο περιλαμβάνει τα νησιά του Καναδικού Αρκτικού αρχιπελάγους (Βόρειος Παγωμένος ωκεανός) και
όλα τα νησιά που βρίσκονται στο στενό Χάντσον και στους κόλπους Ανγκάβα, Χάντσον και Τζέιμς.
Η περιοχή είναι ορεινή στο νοτιοδυτικό της τμήμα, που το διασχίζουν τα όρη Μακένζι (περιφερειακή αλυσίδα των Βραχωδών
Ορέων), καθώς και στα νησιά Μπάφιν, Έλσμιρ και Άξελ-Χάιμπεργκ (Καναδικό Αρκτικό αρχιπέλαγος). Αλλού πάλι είναι σχεδόν
πεδινή, με υψόμετρα κάτω από τα 500 μ. Κατά την τεταρτογενή περίοδο ήταν καλυμμένη από πάγους· και σήμερα όμως
παρατηρούνται σε σημαντική έκταση παγετωνικά φαινόμενα. Οι παγετώνες αποτελούν το χαρακτηριστικό του τοπίου, ιδιαίτερα
στα πιο βόρεια νησιά. Υπάρχουν επίσης πολυάριθμες μικρές και μεγάλες λίμνες, όπως η Μεγάλη Λίμνη των Άρκτων και η
Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων. Άλλο χαρακτηριστικό είναι τα μεγάλα μορενικά στρώματα. Οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές
πηγές είναι το κυνήγι των γουνοφόρων ζώων και η αλιεία. Η περιοχή είναι πλούσια σε ορυκτά (χρυσός, πετρέλαιο, χαλκός,
ουράνιο), αλλά η εκμετάλλευσή τους είναι δύσκολη και δαπανηρή.
Ιστορία. Αν και εικάζεται ότι οι Βίκινγκς είχαν φτάσει στην περιοχή πολύ πριν από τους Δυτικοευρωπαίους αποίκους, ο Χένρι
Χάντσον ήταν αυτός που συνδέθηκε με την ανακάλυψη ενός περάσματος, το 1610, το οποίο έκτοτε έλαβε την ονομασία του
(κόλπος του Χάντσον). Οι Ευρωπαίοι συνάντησαν εκεί ιθαγενείς φυλές ψαράδων και κυνηγών (Inuit και Dene) και αρχικά δεν
ενδιαφέρθηκαν για αποικισμό, λόγω των φυσικών δυσχερειών και του πολικού ψύχους. Το 1870 η κυβέρνηση του Καναδά
αγόρασε τα Β.Ε., μαζί με άλλες περιοχές που αποτελούν σήμερα επαρχίες του Καναδά, όπως η Αλμπέρτα, η Μανιτόμπα, το
Σασκάτσιουαν και το Γιούκον, οι οποίες σταδιακά μέχρι το 1905 αποσχίστηκαν από τα Β.Ε. και αποτέλεσαν αυτόνομες
επαρχίες, καθώς πληρούσαν καλύτερες προϋποθέσεις για δημιουργία οικισμών. Οι ιθαγενείς, που ακόμα και σήμερα αποτελούν
την πλειονότητα του ούτως ή άλλως ελάχιστου πληθυσμού (ένα από τα πιο αραιοκατοικημένα εδάφη του πλανήτη), προέβαλαν
μονίμως αιτήματα ανεξαρτησίας ή αυτονομίας, ακόμα και στα ομοσπονδιακά δικαστήρια του Καναδά. Τελικά, τον Απρίλιο του
1999 δόθηκε μια λύση από την καναδική κυβέρνηση, με τη δημιουργία μιας νέας περιοχής (Νουναβούτ) και τον διαχωρισμό των
συνόρων μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων που κατοικούν σε αυτό το απώτατο βόρειο άκρο της αμερικανικής χερσονήσου.
βόρειοι πολιτισμοί. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η προϊστορία των περιοχών της Σκανδιναβίας και των εδαφών γύρω από
τη Βαλτική θάλασσα, ενός χώρου που ακολούθησε τη δική του, διαφορετική από την υπόλοιπη Ευρώπη, πολιτιστική εξέλιξη. Οι
περιοχές αυτές κατοικήθηκαν μόνο προς τα τέλη της παλαιολιθικής εποχής, όταν στο τέλος της περιόδου των παγετώνων έγινε
δυνατή εκεί η ζωή, αφού αποσύρθηκαν οι πάγοι. Τότε εγκαταστάθηκαν διάφορες φυλές κυνηγών, ακολουθώντας τις κινήσεις
των ταράνδων, που προχωρούσαν όλο και βορειότερα. Ο πολιτισμός αυτός, γνωστός ως πολιτισμός του Μαλεμόζε, είναι
συνέχεια της Μαγδαληνιαίας περιόδου. Στη νεολιθική εποχή τον διαδέχτηκε ο πολιτισμός των Kjokken-moddinger, όπως
ονομάστηκε από τα άφθονα υπολείμματα των οικιακών σκευών από κελύφη θαλασσινών, που ήταν η βασική τροφή των φυλών
αυτών. Οι άνθρωποι της εποχής γνώριζαν ήδη την κεραμική, που διαδόθηκε στις Σκανδιναβικές περιοχές με την έναρξη της
νεολιθικής εποχής, στην 4η χιλιετία π.Χ.
Η πρώτη μεγάλη άνθηση των β.π. σημειώθηκε μόλις γύρω στο 2000 π.Χ., οπότε εμφανίστηκαν οι μεγάλες μνημειακές
κατασκευές, τα μεγαλιθικά μνημεία (ντόλμεν κλπ.) και ταυτόχρονα τα λεπτότατα επεξεργασμένα όπλα από πυριτόλιθο ή
λειασμένη πέτρα. Αξιόλογος επίσης υπήρξε ο πολιτισμός της εποχής του Χαλκού, που είχε στις περιοχές αυτές μεγάλη διάρκεια,
περίπου από το 1800 έως το 500 π.Χ. Από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα της εποχής είναι τα αγγεία, οι πόρπες και άλλα
στολίδια από χαλκό με εγχάρακτη διακόσμηση και σπειροειδή μοτίβα, κυματιστές γραμμές, σχηματοποιημένα ζώα κ.ά. Η εποχή
του Σιδήρου άρχισε στις χώρες αυτές γύρω στο 500 π.Χ. και η προϊστορική περίοδος τελειώνει με τον εκχριστιανισμό των λαών
αυτών, γύρω το 1000 μ.Χ., οπότε η νέα θρησκεία ενέπνευσε την τέχνη τους.
Βόρειος Ευβοϊκός κόλπος. Το βόρειο τμήμα του Ευβοϊκού κόλπου, που σχηματίζεται μεταξύ των βορειοανατολικών ακτών
της Στερεάς και των νοτιοδυτικών ακτών της Εύβοιας. Έχει μια είσοδο που θεωρείται κύρια στο βορειοδυτικό άκρο του, με
άνοιγμα περίπου 2,1 ναυτικά μίλια, μεταξύ των ακρωτηρίων Κνημίδος στα Ν, στη Στερεά, και Λιχάδας στα Β, στην Εύβοια, η
οποία τον συνδέει με τον Μαλιακό κόλπο και με τον δίαυλο των Ωρεών. Η δεύτερη είσοδός του, με άνοιγμα περίπου 350 μ.
βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του και τον συνδέει με τον πορθμό του Ευρίπου, του οποίου είναι επίσης βόρεια είσοδος. Η
ακτή στην πλευρά της Εύβοιας είναι αλίμενη με ανοιχτούς όρμους: της Νέας Αρτάκης, των Πολιτικών, της Λίμνης και των
Γιάλτρων. Επίσης εκεί βρίσκεται ο κόλπος της Αιδηψού, τα ακρωτήρια Γλαρομύτης, Μνήμα, Κάτεργο, Τρυπητή, Γιαννιτσά,
Λιχάδα και οι οικισμοί Νέα Αρτάκη, Λίμνη, Ροβιές, Λουτρά Αιδηψού. Στην ακτή της Στερεάς υπάρχουν βαθύτερες κολπώσεις,
οι όρμοι Σκορπονέρι, Λάρυμνας, Αγίου Κωνσταντίνου, ο κόλπος της Αταλάντης και τα ακρωτήρια Γάιδαρος, Γάτζα, Λάρμες,
Αρκίτσα, Άγιος Κωνσταντίνος. Οι μόνες νησίδες στον κόλπο είναι η Αταλάντη και ο Γάιδαρος στον κόλπο της Αταλάντης και η
συστάδα των Λιχάδων στη βορειοδυτική είσοδο του κόλπου.
Βόρειος Παγωμένος ωκεανός. Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός.
Βόρειος Πόλος. Βλ. λ. πόλοι· Αρκτικές χώρες.
Βόρειος Στέφανος (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, ορατός με γυμνό μάτι, που βρίσκεται μεταξύ των
αστερισμών του Βοώτη, του Όφη και του Ηρακλή και διακρίνεται εύκολα από τη διάταξη των αστέρων του σε ημικύκλιο με
μεγάλη λαμπρότητα. Ο λαμπρότερος από αυτούς ονομάστηκε από τους Αρχαίους Έλληνες Μαργαρίτης και από τους Άραβες
Gemma (= έξοχος). Διεθνώς ονομάζεται Corona Borealis με σύμβολο CrΒ.
Βορείου Αιγαίου, τάφρος. Υποθαλάσσια τάφρος μεταξύ της Χαλκιδικής και των Σποράδων. Έχει μέγιστο βάθος 1.950 μ., Β
της Σκοπέλου, στο φρέαρ του Θερμαϊκού.
Βορειόχωρα. Συνοπτική ονομασία των οικισμών της Χίου, οι οποίοι βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Βορείων και Νοτίων, πόλεμος. Συμβατική ονομασία με την οποία είναι κυρίως γνωστός ο Αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος,
μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865·
αναφέρεται επίσης Χωριστικός πόλεμος (Secession War).
Το 1860, το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της χειραφέτησης των αφρικανών δούλων στις Ηνωμένες Πολιτείες (που είχε
δημιουργήσει σε πολλούς τον φόβο ότι θα είχε αντίκτυπο στην οικονομία των αγροτικών πολιτειών του Νότου) είχε καταλήξει
να περιλάβει και την ίδια την αρχή της ελευθερίας των διαφόρων πολιτειών, μερικές από τις οποίες δεν ήθελαν να παραδεχτούν
ότι το πρόβλημα ήταν αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι αυτό αποτελούσε εσωτερική
υπόθεση της κάθε πολιτείας και γι’ αυτό ήταν αρμοδιότητα της τοπικής νομοθεσίας. Η εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν στην
προεδρία (Νοέμβριος 1860), ο οποίος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στη δουλεία, προκάλεσε έξαψη των πνευμάτων και είχε
ως αποτέλεσμα την περίφημη διακήρυξη των αντιπροσώπων στη Νότια Καρολίνα, κατά την οποία «η υφισταμένη μεταξύ της
Νότιας Καρολίνα και των άλλων πολιτειών ένωση υπό την ονομασία Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κηρύσσεται διά της
παρούσης πράξεως διαλυμένη». Δύο μήνες αργότερα, στο συνέδριο που συνήλθε στο Μοντγκόμερι, οι αντιπρόσωποι των
πολιτειών της Τζόρτζια, της Αλαμπάμα, της Φλόριντα, του Μισισιπή, της Λουιζιάνα και του Τέξας, μαζί με τους αντιπροσώπους
της Νότιας Καρολίνα, αφού ενέκριναν το σύνταγμα των Συνομοσπονδιακών Πολιτειών της Αμερικής (Confederate States of
America), όπως ονομάστηκε η ένωση των Νότιων, εξέλεξαν πρόεδρο τον Τζέφερσον Ντέιβις, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη νέα
πρωτεύουσα Ρίτσμοντ. Με τις επτά ιδρυτικές πολιτείες συντάχθηκαν λίγο αργότερα το Ινδιάνικο Έδαφος, το Αρκάνσας, το
Τενεσί και η Βιρτζίνια, ενώ τέσσερις άλλες πολιτείες (Ντελάγουερ, Μέριλαντ, Κεντάκι και Μισούρι), μολονότι δήλωσαν
αντίθετες στην κατάργηση της δουλείας, δεν προσχώρησαν στη συνομοσπονδία του Νότου. Τον Απρίλιο, οι Νότιοι έριξαν την
πρώτη κανονιά κατά του φρουρίου των Βορείων, Σάμτερ, που δεν είχε παραδοθεί σε αυτούς. Έτσι ξέσπασε ο πόλεμος.
Οι πολιτείες του Νότου, που ο πληθυσμός τους ήταν περίπου 5.500.000 κάτ. τότε, παρέταξαν στο πεδίο της μάχης 600.000
άντρες έναντι 2.750.000 της Ένωσης των Βορείων, με συνολικό πληθυσμό 19.000.000 κατ. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος υπήρξε
μακροχρόνιος και αβέβαιος και οι απώλειες των Βορείων ήταν αρκετά πιο μεγάλες από αυτές των Νοτίων. Αιτία γι’ αυτό ήταν
προπάντων οι μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες των στρατηγών των Νοτίων, μεταξύ των οποίων η πιο εξέχουσα μορφή ήταν ο
Ρόμπερτ Λι, που θεωρείται από μερικούς ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς των νεότερων χρόνων. Ως συνεργάτες είχε
περίφημους στρατιωτικούς ηγέτες, όπως οι Μπορεγκάρντ, Στόνγουολ Τζάκσον, Στιούαρτ, Άλμπερτ και Τζον Τζόνσον, καθώς
και οι δύο Χιλ. Αντίθετα, οι στρατηγοί των Βορείων δεν ήταν τόσο μεγάλοι, ανάμεσά τους όμως ξεχώρισαν ο Τζορτζ Μακ
Κλέλαν, ο Γιουλίσες Γκραντ, ο Γουίλιαμ Σέρμαν, ο Σέρινταν και ο Τόμας.
Έως το 1864, ο πόλεμος παρουσίαζε εναλλασσόμενες φάσεις και οι επιθέσεις του Μακ Κλέλαν προς την κατεύθυνση του
Ρίτσμοντ (μάχη των Επτά Ημερών, 1862) αντισταθμίζονταν από τις επικίνδυνες προελάσεις του Λι εναντίον της Ουάσινγκτον
(δεύτερη μάχη του Μπουλ Ραν και μάχη της Αντιέταμ, 1862). Το 1863, η νίκη του Γκραντ στη Βίκσμπεργκ αποτέλεσε
αντιστάθμισμα της νίκης του Λι στην Τσαντσελόρσβιλ, η χρονιά όμως έκλεισε με μερικές μεγάλες επιτυχίες των Βορείων
(Γκέτισμπεργκ, Τσατανούγκα, Ατλάντα, Σαβάνα) που διαίρεσαν σε δύο μεγάλους κορμούς τους Νότιους. Από τον Μάρτιο του
1864, όταν ο Γκραντ ονομάστηκε ανώτατος διοικητής των δυνάμεων των Βορείων, έως τον Απρίλιο του 1865, μόνο η
στρατηγική μεγαλοφυΐα του Ρόμπερτ Λι μπόρεσε να διατηρήσει έναν πόλεμο που έπρεπε να θεωρηθεί πια χαμένος για τους
Νότιους, ύστερα μάλιστα από τον ναυτικό αποκλεισμό των ακτών του Νότου, που δεν μπορούσε πια να διασπαστεί. Με την
παράδοση του Λι, ύστερα από την πτώση του Ρίτσμοντ και τη σύλληψη, λίγες μέρες αργότερα, του Τζέφερσον Ντέιβις,
τερματίστηκε η απόσχιση των νότιων πολιτειών, τα αίτια της οποίας αποτελούν ακόμα και σήμερα αντικείμενο έρευνας. Βλ. λ.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Ιστορία).
Βοριάς (17ος αι.). Ιερέας από την Κρήτη, που αναφέρεται συχνά σε δημοτικά τραγούδια του νησιού (και ως Παπα-Βοριάς).
Ζούσε στο Ρέθυμνο την περίοδο της άλωσής του από τους Τούρκους (Νοέμβριος 1645). Σύμφωνα με μία τοπική παράδοση, οι
τρεις του κόρες απήχθησαν από τον Χουσεΐν πασά και στάλθηκαν σε χαρέμια. Η μία κόρη του, Ευγενία, έγινε σύζυγος του
σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ και ονομάστηκε μάλιστα βαλιδέ σουλτάνα (βασιλομήτωρ). Ωστόσο, οι ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν το
όνομα της επίσης Ρεθυμνιώτισσας Ευμενίας Βεργίτση ως συζύγου του Μεχμέτ Δ’. Βλ. λ. Βεργίτση, Ευμενία.
Βοριάς. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 73 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, στην πρώην
επαρχία Μονοφατσίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστερουσιών.
Βορίζια. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 610 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές κλιτύς του όρους
Ίδη, στην πρώην επαρχία Καινουργίου, 53 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαρού.
βορικό οξύ (Χημ.). Βλ. λ. βόριο.
Βορινός, Δημήτριος (Κεφαλάδες Αποκορώνου, Κρήτη ; – 1892). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Ο Β.
σκότωσε τον Χασάν Ταπουρατζή, που τρομοκρατούσε τα χωριά της επαρχίας Αποκορώνου, στη μάχη κοντά στο Λούλο. Για το
ανδραγάθημά του αυτό ανακηρύχτηκε οπλαρχηγός των Κυδωνιέων. Πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις στα χρόνια
της Ελληνικής Επανάστασης και, αργότερα, στα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού (1841 και 1858).
βόριο (Χημ.). Χημικό στοιχείο με σύμβολο Β. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 5,
ατομική μάζα 10,8, δύο σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Στη φύση συναντάται κυρίως με τη μορφή του βορικού οξέος ή
διάφορων ορυκτών όπως ο ορυκτός βόρακας· αν και είναι πολύ διαδεδομένο, αντιπροσωπεύει μόλις το 0,001% του γήινου
φλοιού.
Το απομόνωσε για πρώτη φορά ο Ντέιβι το 1808 με ηλεκτρόλυση του βορικού οξέος και σχεδόν ταυτόχρονα ο Γκέι-Λουσάκ και
ο Τενάρ, με επίδραση μεταλλικού καλίου στο βορικό οξύ. Το καθαρό β. παρασκευάζεται βιομηχανικά με διάφορες μεθόδους,
όπως με καταλυτική αναγωγή του βρομιούχου β. (ΒΒr3) με υδρογόνο σε υψηλή θερμοκρασία· με αναγωγή του βορικού ανυδρίτη
(Β2Ο3) με ένα ενεργό μέταλλο, όπως το μαγνήσιο, σε υψηλή θερμοκρασία· επίσης, με ηλεκτρόλυση βορικών αλάτων όπως το
ΚΒF4.
Είναι το μοναδικό αμέταλλο στοιχείο της ομάδας του. Σε ελεύθερη κατάσταση εμφανίζεται είτε σε κρυσταλλική μορφή είτε ως
άμορφο, με μορφή καστανόμαυρης σκόνης. Το κρυσταλλικό β. είναι πολύ σκληρό, εύθρυπτο, μαύρο στερεό με μεταλλική
λάμψη, ενώ τήκεται περίπου στους 2.100°C. Όπως το γερμάνιο και το πυρίτιο, θεωρείται ημιαγωγός· με αύξηση της
θερμοκρασίας, η αντίστασή του στον ηλεκτρισμό ελαττώνεται ταχύτατα. Εμφανίζει μια υψηλή ικανότητα απορρόφησης των
νετρονίων και χρησιμοποιείται σε κράματα με άλλα στοιχεία και ουσίες, ως αποτελεσματικό νετρονικό παραπέτασμα· στις
πυρηνικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιείται γενικά στις ράβδους ελέγχου. Στη συνήθη θερμοκρασία, το β. είναι σταθερό στον
αέρα, αλλά σε υψηλή θερμοκρασία καίγεται με το οξυγόνο για να δώσει βορικό ανυδρίτη· ο ανυδρίτης αυτός προκύπτει και με
αναγωγή του βορικού οξέος. Αντιδρά με το υδρογόνο, σχηματίζοντας μεγάλη ποικιλία ενώσεων, τα βοράνια (βλ. λ.)· σχηματίζει,
επίσης, μεγάλο αριθμό ενώσεων με το άζωτο. Το β. προσβάλλεται από τα αλογόνα, δίνοντας ενώσεις με μεγάλη δραστικότητα.
Από τις ενώσεις του, η πιο ενδιαφέρουσα είναι το βορικό ή ορθοβορικό οξύ (Η 3ΒΟ3), που βρίσκεται σε πολλά φυσικά νερά και
περιέχεται κυρίως στα αεριώδη παράγωγα μερικών ενδογενών εκρήξεων του γήινου φλοιού, όπως οι αναθυμιάσεις βόρακα της
Τοσκάνης (Παρντερέλο). Έχει μορφή λευκών ελασματίων (φυλλιδίων) τα οποία είναι κρυσταλλικά, λιπαρά στην αφή, λίγο
διαλυτά στο κρύο νερό, αλλά διαλυτά στο ζεστό νερό και στην αιθανόλη. Το βορικό οξύ είναι ασθενέστατο οξύ· σχηματίζει
διάφορα άλατα τα οποία ονομάζονται βορικά.
Άλλες ενδιαφέρουσες ενώσεις του β. είναι τα καρβίδια Β 2C2, Β3C, Β4C· το τελευταίο σχηματίζει μαύρους και φωτεινούς
κρυστάλλους, που, επειδή είναι πολύ σκληροί, χρησιμοποιούνται στην κατεργασία των διαμαντιών, ως λειαντικό και ως
ηλεκτρόδιο.
Το β. είναι σημαντικό ιχνοστοιχείο για την ανάπτυξη των φυτικών οργανισμών και υπάρχει σε μεταβλητές ποσότητες σε όλα τα
φυτά. Δεν είναι όμως γνωστή η βιολογική σημασία του στους ζωικούς οργανισμούς. Έχει επίσης πολλές εφαρμογές στη
μεταλλουργία. Το βορικό οξύ χρησιμοποιείται και ως ήπιο απολυμαντικό και, μερικές φορές, στη βιομηχανία τροφίμων ως
αντιζυμωτικό· επίσης, στην κεραμική για την κατασκευή σμάλτων· τέλος, στην υαλουργία για την κατασκευή των
βοριοπυριτικών υάλων, που παρουσιάζουν υψηλή αντοχή στην απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας.
Βορίο. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 16 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην
πρώην επαρχία Σητείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. Έως το 1940 ονομαζόταν Βόρυ.
βορίου, υδρίδια (Χημ.). Βλ. λ. βοράνια.
Βόρις (; – 1015). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρου. Στη διανομή των
κτήσεων του Βλαδίμηρου ο Β. πήρε την περιοχή του Ροστόβ. Ο πρωτότοκος όμως γιος του Βλαδίμηρου Σβιατοπόλι σκότωσε
τον Β. και τον αδελφό του Γλεμπ το 1015, γιατί αντιτασσόταν στη διάδοση του χριστιανισμού στην Ουκρανία που τον
ενίσχυσαν οι Β. και Γλεμπ. Η Ρωσική Εκκλησία ανακήρυξε και τα δύο αδέλφια αγίους.
Βόρις. Όνομα τριών Βουλγάρων ηγεμόνων (αναφέρονται και ως Μπόρις, που είναι η ορθότερη προφορά).
1. Βόρις Α’ (; – 907). Χάνος (ηγεμόνας) των Βουλγάρων (852-889). Αρχικά προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος
της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Κροατίας, δίχως όμως επιτυχία. Υπήρξε διορατικός και δραστήριος ηγεμόνας,
κατανόησε έγκαιρα τη σημασία του χριστιανισμού ως δύναμης κατάλληλης για την προώθηση των εθνικών και μοναρχικών του
σχεδίων και εγκαινίασε τον εκχριστιανισμό της χώρας του, βαπτιζόμενος ο ίδιος χριστιανός και παίρνοντας το όνομα Μιχαήλ
(863) από κάποιον επίσκοπο Ιωσήφ, με ανάδοχο τον ίδιο τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ’. Ο εκχριστιανισμός της
Βουλγαρίας αποτέλεσε αντικείμενο ανταγωνισμού και ερίδων μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τελικά υπερίσχυσε
ο ορθόδοξος κλήρος, αν και ουσιαστικά η Εκκλησία της Βουλγαρίας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από το
οικουμενικό πατριαρχείο. Το 889 ο Β. αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Στην πολιτική ζωή της χώρας του εμφανίστηκε μόνο μία
φορά, το 893, για να συλλάβει και να τιμωρήσει (με τύφλωση) τον γιο του και διάδοχο του θρόνου Βλαδίμηρο, που έκλινε προς
την ειδωλολατρία, και να τον αντικαταστήσει με τον δευτερότοκο γιο του Συμεών. Ο Β. πέθανε στο κελί του το 907.
2. Βόρις Β’ (949 – 979). Τσάρος των Βουλγάρων (969-972). Γιος του τσάρου Πέτρου Α’, αρχικά υπήρξε όμηρος του
αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ στην Κωνσταντινούπολη· επέστρεψε όμως στη Βουλγαρία όταν ο Δαβίδ, γιος του Σισμάν,
προσπάθησε να σφετεριστεί τον θρόνο της χώρας. Ο Β. υπερίσχυσε του Δαβίδ προσωρινά, όμως αργότερα αιχμαλωτίστηκε
(970) από τον ηγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβο, ο οποίος είχε εισβάλει στη Βουλγαρία. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης
Τσιμισκής, ανήσυχος από την εισβολή των Ρώσων, εκστράτευσε εναντίον τους και τους νίκησε, προσαρτώντας παράλληλα τη
Βουλγαρία στο κράτος του. Ο Β. μεταφέρθηκε πάλι στην Κωνσταντινούπολη, όπου ονομάστηκε τιμητικά μάγιστρος της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά τον θάνατο του Τσιμισκή και την επανάσταση των Βουλγάρων, ο Β. δραπέτευσε από την
Κωνσταντινούπολη, φονεύτηκε όμως στον δρόμο από έναν συμπατριώτη του, που λόγω της ενδυμασίας του τον πέρασε για
Έλληνα.
3. Βόρις Γ’ (1894 – 1943). Τσάρος της Βουλγαρίας (1918-43). Ήταν γιος του Φερδινάνδου Α’ και της Μαρίας-Λουίζας, του
οίκου Βουρβόνων-Πάρμα. Καθολικός αρχικά, βαπτίστηκε αργότερα ορθόδοξος, σύμφωνα με τις επιταγές του βουλγαρικού
συντάγματος. Το 1918 διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του. Το 1934 επέβαλε απολυταρχικό καθεστώς, αναστέλλοντας έως
το 1938 την ισχύ του συντάγματος. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, προσανατολίστηκε προς τη Γερμανία, με την οποία
υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας το 1941. Πέθανε το 1943 από καρδιακή προσβολή, ενώ κατά μία άλλη άποψη δολοφονήθηκε από
τους χιτλερικούς.
Βόρις Γκοντουνόφ. Τσάρος της Ρωσίας. Βλ. λ. Γκοντουνόφ, Μπόρις.
Βορμίσκος. Αρχαία πόλη της Μακεδονίας (αναφέρεται και ως Βρομίσκος). Βρισκόταν στη Μυγδονία, κοντά στην πόλη
Αρέθουσα, στη λίμνη της Βόλβης. Μία παράδοση αναφέρει ότι στην πόλη πέθανε ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, όπου
κατασπαράχτηκε από σκυλιά.
Βορμς (Worms). Πόλη (80.625 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Χτισμένη στις όχθες του
Ρήνου, είναι σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο (τρόφιμα, χημικά προϊόντα, υφάσματα), ενώ φημίζεται για τον
ρομανικού ρυθμού καθεδρικό ναό της (12ος-13ος αι.). Από τα άλλα μνημεία της, αξιόλογοι είναι οι ναοί του Αγίου Παύλου, του
Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Μαρτίνου (13ος αι.). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν το Μουσείο Καλών Τεχνών και το Δημοτικό
Μουσείο, με έργα της προϊστορικής, της ρωμαϊκής και της φραγκικής περιόδου.
Ιστορία. Η πόλη ήταν γνωστή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους με την ονομασία Βορβητόμαγος (Borbetomαgus) και κατά τον
Μεσαίωνα ως Βορματία (Vormatia). Απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα στην ιστορία της Ρηνανίας από το 1254, όταν,
συμμαχώντας με τη Μαγεντία (Μάιντς), ίδρυσε την Ομοσπονδία του Ρήνου. Σε αυτή συνήλθαν πολλές αυτοκρατορικές σύνοδοι
(δίαιτες), μεταξύ των οποίων και η δίαιτα του 1521, υπό την προεδρία του Καρόλου Ε’, που εξόρισε τον Λούθηρο από τα
αυτοκρατορικά εδάφη. Η Β. περιέπεσε σε παρακμή μετά το 1600. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου καταστράφηκε
μεγάλο μέρος της, αλλά ανοικοδομήθηκε αμέσως μετά.
Βόρνεο (ινδονησιακά Kalimantan, διεθν. Borneo). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του Νότιου Ειρηνικού
ωκεανού, στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Σούνδης, στη νοτιοανατολική Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο
μεγαλύτερο νησί του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του αρχιπελάγους, μεταξύ
των νησιών Σουμάτρας στα Δ, Ιάβας στα Ν, Κελέβης στα ΝΑ και Φιλιππίνων στα ΒΑ. Στα ΒΔ βρέχεται από τη Νότια Κινεζική
θάλασσα, στα ΒΑ από τη θάλασσα της Σούλου, στα Α από τη θάλασσα της Κελέβης και το στενό της Μακασάρ και στα Ν από
τη θάλασσα της Ιάβας.
Πολιτικά στοιχεία. Το έδαφος της Β. είναι μοιρασμένο ανάμεσα σε τρία κράτη. Στην Ινδονησία ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του
νησιού (περ. 70%), στον νότο, που αποτελεί την περιφέρεια Καλιμάνταν· το βόρειο μέρος είναι μοιρασμένο ανάμεσα στα
κρατίδια Σαμπάχ και Σαραουάκ της Μαλαισίας και στο ανεξάρτητο σουλτανάτο του Μπρουνέι. Αυτό το πολιτικό καθεστώς
είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: του παλαιότερου ελέγχου του νησιού από τους Ολλανδούς και τους Άγγλους και των
γεγονότων που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά τον οποίο η ολλανδική Β. (Καλιμάνταν) προσχώρησε στη
δημοκρατία της Ινδονησίας, ενώ ένα μεγάλο μέρος της βρετανικής Β. (κρατίδια Σαμπάχ και Σαραουάκ) προσχώρησε στην
ομοσπονδία της Μαλαισίας· τέλος, το Μπρουνέι διατήρησε το καθεστώς του αυτόνομου σουλτανάτου υπό προστασία και το
1984 απέκτησε πλήρη ανεξαρτησία.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Η Β. έχει σχήμα μάλλον τριγωνικό. Η έλλειψη μεγάλων αρθρώσεων μαρτυρείται από το μήκος
της περιμέτρου των ακτών (6.420 χλμ.) που είναι ασήμαντη δηλαδή, αν συγκριθεί με την εδαφική έκταση. Κατά μεγάλο μέρος
ορεινό, το νησί έχει έναν σπουδαίο ορεογραφικό κόμβο στα όρη Καπούας, από τα οποία ξεκινούν ακτινοειδώς οι κυριότερες
οροσειρές. Επικρατούν τα κρυσταλλικά, ψαμμιτικά και ασβεστολιθικά πετρώματα, ενώ τα ηφαιστειογενή είναι ελάχιστα
διαδεδομένα. Απουσιάζουν τελείως τα ηφαιστειακά φαινόμενα, που είναι τόσο συχνά στα άλλα νησιά του αρχιπελάγους.
Η έκταση των πεδιάδων είναι αρκετά περιορισμένη, με εξαίρεση τη νοτιοανατολική περιοχή. Έχουν προσχωσιγενή προέλευση
και εκτείνονται κατά μήκος των ποταμών ή στις ράχες των χαμηλών και ελωδών ακτών, που εμποδίζουν τη διείσδυση. Ο
μεγαλύτερος ποταμός της Β. είναι ο Καπούας, που διαρρέει τις κεντροδυτικές περιοχές και εκβάλλει με ένα πλατύ δέλτα στις
δυτικές ακτές. Άλλοι ποταμοί είναι ο Ρατζάνγκ και ο Κάγιαν στο βόρειο τμήμα και οι Μαχακάμ και Μπαρίτο στο νότιο.
Επειδή διατέμνεται από τον Ισημερινό, το νησί έχει κλίμα θερμό και υγρό όλο τον χρόνο, με μέση θερμοκρασία 25-26°C και
ετήσιες βροχοπτώσεις κυμαινόμενες, ανάλογα με τη ζώνη, μεταξύ 2.000-4.000 χιλιοστών.
Τα δάση καταλαμβάνουν τα εννέα δέκατα της έκτασης του νησιού. Από τα σπουδαιότερα δασικά προϊόντα είναι το σάνταλο, το
τικ, ο έβενος, η καμφορά και το μπαμπού. Χαρακτηριστικά είδη πανίδας της Β. είναι ο πίθηκος Nasalis larvatus (κοινώς,
νασικός), ο λεμούριος Tarsius spectrum (κοινώς, τάρσιος), η κόμπρα, ο βόας ο συσφιγκτήρας, ο γίβων και ο ουραγκοτάγκος.
Πληθυσμός. Ο πληθυσμός της Β., που αποτελείται στην πλειονότητά του από Μαλαίους, είναι συγκεντρωμένος στις παράκτιες
περιοχές, κατά μήκος των ποταμών και στις προσχωσιγενείς πεδιάδες. Στο εσωτερικό του νησιού ζουν σε πρωτόγονη κατάσταση
οι Νταγιάκοι, οι οποίοι ασχολούνται με το κυνήγι που γίνεται ακόμα με πρωτόγονα μέσα, το ψάρεμα, τη συλλογή καρπών και
την καλλιέργεια της γης σε μικρή έκταση. Πολυάριθμοι είναι οι Κινέζοι. Άλλες εθνικές ομάδες είναι οι Σούλου και οι
Φιλιππινέζοι.
Κυριότερες πόλεις του νησιού είναι η Μπαντζαρμασίν, αρχαία πρωτεύουσα του ομώνυμου σουλτανάτου, η Ποντιάνακ, αγορά
(καουτσούκ, κόπρα, φοινικέλαιο, ξυλεία) της εύφορης περιοχής του δέλτα του ποταμού Καπούας, η Μπαλικπάπαν, λιμενικό
κέντρο στο στενό της Μακασάρ με διυλιστήρια πετρελαίου, η Σαμαρίντα, μεγάλο εμπορικό και λιμενικό κέντρο επί του ποταμού
Μαχακάμ, σε περιοχή πλούσια σε κάρβουνο και πετρέλαιο, και, τέλος, η Παλανγκαράγια, όλες στο ινδονησιακό έδαφος· στον
βορρά υπάρχουν η Κότα Κιναμπάλου και η Κουσίνγκ (Μαλαισία), καθώς και η Μπαντάρ Σερί Μπεγκαβάν, πρωτεύουσα του
Μπρουνέι.
Οικονομία. Κυριότερη οικονομική δραστηριότητα είναι η γεωργία, αλλά μόνο κατά μήκος των ακτών, όπου καλλιεργούνται
ρύζι, πιπέρι, κοκκοφοίνικες (καρύδες, λάδι και κόπρα) και η Hevea brasiliensis, από την οποία εξάγεται καουτσούκ. Αξιόλογα
προϊόντα του υπεδάφους είναι οι άνθρακες και το πετρέλαιο. Εξάγονται επίσης διαμάντια, χρυσός, ασήμι και σίδηρος.
Για την ιστορία της νήσου, βλ. ενότητα Ιστορία στα λήμματα Ινδονησία· Μαλαισία· Μπρουνέι.
βορνίτης (Ορυκτ.). Θειούχο ορυκτό του χαλκού, με χημικό τύπο Cu5FeS4· αποκαλείται επίσης στικτός χαλκοπυρίτης, καθώς και
ερουβεσκίτης. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, έχει σκούρο χαλκέρυθρο χρώμα, με έντονες, συνήθως πολύχρωμες
αποχρώσεις οξειδίων, σκληρότητα 3 και ειδικό βάρος 4,9-5,3. Σχηματίζεται σε διάφορους τύπους υποθερμικών αποθεμάτων και
αποτελεί σπουδαίο μετάλλευμα του χαλκού. Αποθέματά του βρίσκονται στη Μοντάνα των ΗΠΑ, στο Μεξικό, στη Χιλή, στη
Γερμανία, στα Ουράλια, στον Καύκασο και στη νοτιοδυτική Αφρική. Στην Ελλάδα βρέθηκε στο Λιμογάρδι Λαμίας, στο
Περιβόλι της Πίνδου, στην Κίρκη και στο Σουφλί.
Βορομαία νησιά. Σύμπλεγμα τριών νησιών στη λίμνη Ματζόρε της Ιταλίας. Τα νησιά αυτά είναι η Μπέλα (= Ωραία), η
Μάντρε (= Μητέρα) και η Σουπεριόρε (= Ανώτερη)· θεωρούνται από τις ωραιότερες περιοχές της Ιταλίας.
Βορομαίος (Borromeo). Εξελληνισμένο επώνυμο της οικογένειας Ιταλών κληρικών Μπορομέο.
1. Κάρολος (Αρόνα 1538 – Μιλάνο 1584). Αρχιεπίσκοπος Μιλάνου (1564-84) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας.
Ανιψιός του πάπα Πίου Δ’, έγινε καρδινάλιος το 1560, σε ηλικία 22 ετών, και το 1564 αρχιεπίσκοπος Μιλάνου. Συνετέλεσε στο
αποτέλεσμα της συνόδου του Τριδέντου. Εργάστηκε για την αναμόρφωση του κλήρου, με την ίδρυση ανώτερων σχολών
προκρίνοντας ως παιδαγωγικά μέσα την αυστηρότητα και την πειθαρχία. Υποστήριξε τα μοναχικά τάγματα και βοήθησε στην
εκλογή του πάπα Πίου Ε’. Συνέγραψε επίσης τα θεολογικά έργα Οι Συνοδικές πράξεις, Κηρύγματα και Κατηχήσεις και
επιστολές. Το 1610 ανακηρύχτηκε άγιος της Δυτ. Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται στις 4 Νοεμβρίου.
2. Φρειδερίκος (1564 – 1631). Αρχιεπίσκοπος Μιλάνου (1595-1631), ανιψιός του προηγούμενου. Έγινε καρδινάλιος το 1587 και
το 1595 αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου. Ίδρυσε την Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη και εργάστηκε με αυταπάρνηση για την
αντιμετώπιση επιδημίας πανώλης που εκδηλώθηκε στο Μιλάνο το 1631.
Βορόνεζ (Voronezh). Ποταμός (342 χλμ.) της Ρωσίας. Εκτός από την περιοχή της ομώνυμης πόλης, διαρρέει επίσης τις
περιοχές Ταμπόφ και Λίπετσκ. Σχηματίζεται από τη συμβολή των παραποτάμων του, Πολνόι και του Λεσνόι. Περίπου οχτώ
χιλιόμετρα πιο κάτω από την πόλη Βορόνεζ εκβάλλει από αριστερά στον Ντον. Παγώνει ωστόσο από τον Δεκέμβριο έως τον
Μάρτιο.
Βορόνεζ (Voronezh). Πόλη (848.752 κάτ. το 2002) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται σε υψόμετρο
152 μ., στη δεξιά όχθη του ομώνυμου ποταμού, 465 χλμ. ΝΑ της Μόσχας.
Είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, με εργοστάσια μεταλλουργίας και μηχανών (αεροναυτικού υλικού, μηχανημάτων
ορυχείων), χημικών προϊόντων (ελαστικού και συνθετικών ινών, πλαστικών υλών) και τροφίμων. Έχει επίσης ποτάμιο λιμάνι,
στον ομώνυμο ποταμό, από το οποίο διεξάγεται ζωηρό εξαγωγικό εμπόριο σιτηρών και μηχανών. Η Β. είναι πνευματικό κέντρο,
με πανεπιστήμιο (από το 1918), διάφορες ανώτερες σχολές (γεωργική, μηχανική, παιδαγωγική και ιατρική) και μουσείο τοπικού
ενδιαφέροντος. Στη Β. υπάρχουν σημαντικά μνημεία χριστιανικής αρχιτεκτονικής, με κυριότερα το μοναστήρι του Ακάντοφ
(1620) και τον ναό Ουσπένσκι (Κοίμηση της Θεοτόκου, 1694-1702).
Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ρώσους ως οχυρό της περιοχής των στεπών του Ντον το 1586, η ανάπτυξή της όμως
καθυστέρησε για αιώνες, ακόμα και μετά την ίδρυση ναυπηγείων από τον Μεγάλο Πέτρο (1694) και την έναρξη μεταφοράς
εμπορευμάτων από το ποτάμιο λιμάνι της, έτσι που λίγα χρόνια πριν από τα τέλη του 19ου αι. ο πληθυσμός της μόλις έφτανε τις
85.000. Στις επόμενες δεκαετίες όμως γνώρισε μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση, χάρη κυρίως στην αξιοσημείωτη και γρήγορη
βιομηχανική της ανάπτυξη.
Βορόνσκι, Αλεξάντρ (Alessandr Voronski, Ντομπρίνκα, Ταμπόφ 1884 – 1943). Ρώσος κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας.
Θεωρητικός του μαρξισμού και στρατευμένος κομουνιστής, διηύθυνε από το 1921 έως το 1927 το φιλολογικό περιοδικό
Κρασνάγια και υπήρξε ο εμπνευστής μιας λογοτεχνικής ομάδας με την επωνυμία Η Διάβαση. Υποστηρικτής του Τρότσκι,
υπέστη διωγμό μετά το 1928 και το 1937 συνελήφθη. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, τη θεωρία ότι είναι αδύνατη η ύπαρξη μιας
αποκλειστικά προλεταριακής φιλολογίας και έγραψε αξιόλογες μελέτες και κριτικά δοκίμια, μια συλλογή Φιλολογικών
πορτρέτων, μυθιστορήματα και αυτοβιογραφικά διηγήματα.
Βόρος. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του. Η μνήμη του τιμάται στις 21
Μαΐου.
Βορός. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 49 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού,
στην πρώην επαρχία Πεδιάδος, ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών.
Βοροσίλοφ, Κλίμεντ Γεφρέμοβιτς (Kliment Yefremovich Voroshilov, Βερχνίζ, Ουκρανία 1881 – Μόσχα 1969). Ουκρανός
στρατιωτικός και πολιτικός, ηγετική φυσιογνωμία της Σοβιετικής Ένωσης. Εργάτης αρχικά, έλαβε ενεργό μέρος στην
Οκτωβριανή επανάσταση (1917) και υπήρξε οργανωτής της Τσέκα. Μέλος της κεντρικής επιτροπής του Σοβιετικού
Κομουνιστικού Κόμματος, υπήρξε από το 1934 έως το 1940 επίτροπος Αμύνης. Το 1941, αν και συγκαταλεγόταν μεταξύ των
πιο πιστών οπαδών του Στάλιν, απαλλάχτηκε των καθηκόντων του στη διοίκηση των βορείων στρατιών μετά τις ήττες του.
Διορίστηκε πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ μετά τον θάνατο του Στάλιν και παραιτήθηκε από το αξίωμα αυτό στις 7 Μαΐου
1960.
Βοροσκόπος. Οικισμός (28 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο
Μούδρου του νομού Λέσβου.
Βόροσμαρτι, Μίχαλι (Mihaly Vorosmarty, Πουζτανιέκ 1800 – Πέστη 1855). Ούγγρος ποιητής. Σπούδασε νομικά και
εργάστηκε επί οκτώ χρόνια ως παιδαγωγός, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τις σπουδές του και τη μελέτη των κλασικών. Το 1825
δημοσίευσε το πρώτο έμμετρο επικό δράμα του, σε εξάμετρα, με τίτλο Η φυγή του Ζαλάν (Zalan futasa), όπου εξυμνούνται τα
κατορθώματα του Αρπάντ, του «πορθητή της πατρίδας». Το 1830 έγινε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Η επόμενη δεκαετία
χαρακτηρίζεται από μια έντονη λογοτεχνική δραστηριότητα που εμπνέεται από τα ιδεώδη της εθνικής ανεξαρτησίας και
ακολουθεί τα ίχνη της ρομαντικής ποιητικής σχολής. Είναι σε μεγάλο μέρος αφιερωμένη στο θέατρο (ο σκηνικός μύθος
Κσονγκόρ και Τίντε, του 1831, και άλλα ιστορικά δράματα εξαιρετικής τέχνης), στην αφηγηματική ποίηση (Δύο γειτονικοί
πύργοι, 1832), στη λυρική ποίηση (Έκκληση, 1836, που έγινε αργότερα εθνικός ύμνος). Ο Β. κυριάρχησε στον πνευματικό
κόσμο της Ουγγαρίας και άσκησε σοβαρή επιρροή. Μετά την αποτυχία του πολέμου της ανεξαρτησίας (1849), αποσύρθηκε και
έζησε μοναχικά. Ο γέρο-Τσιγγάνος (1854) μπορεί να θεωρηθεί η σκοτεινή και μελαγχολική πνευματική διαθήκη στο έθνος του.
Βορρέ, Μουσείο. Συλλογή σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λαογραφίας του συλλέκτη και πρώην δημάρχου Παιανίας Ίωνα
Βορρέ, η οποία εκτίθεται σε ένα συγκρότημα παλαιών και νέων κτιρίων με κήπους και αυλές, συνολικής έκτασης 18
στρεμμάτων, στις ανατολικές παρειές του Υμηττού. Η εικαστική συλλογή περιλαμβάνει συνολικά περισσότερα από 1.500 έργα,
κυρίως της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, περίπου 500 σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων και γλυπτών.
Η λαογραφική συλλογή του μουσείου εκτίθεται σε έναν ενοποιημένο χώρο, που περιλαμβάνει τρία αριστοτεχνικά
αναπαλαιωμένα χωριάτικα σπίτια και έναν διαμορφωμένο σε πύργο παλαιό στάβλο. Η ενοποίηση και αναπαλαίωση αυτών των
παραδοσιακών κτισμάτων και η κατασκευή του κτιρίου στέγασης της εικαστικής συλλογής διήρκεσε συνολικά 35 χρόνια και
απαίτησε την αδιάκοπη εργασία του ιδρυτή και τη συνεργασία ντόπιων τεχνιτών. Το αποτέλεσμα δικαιώνει τον χαρακτηρισμό
του ως ένα από τα ομορφότερα ιδιωτικά μουσεία στον κόσμο.
Τα αρχαιότερα εκθέματα της συλλογής είναι τα κτερίσματα από παιδικούς τάφους της περιοχής, μεταξύ των οποίων μια
κουδουνίστρα (πλαταγή) σε σχήμα κόκορα, ένα επιτύμβιο ανάγλυφο νέου αθλητή, μια επιτύμβια μαρμάρινη λουτροφόρος, όλα
του 5ου αι. π.Χ., και μια σειρά μικρών ελληνορωμαϊκών αγγείων.
Στη συλλογή των μεταβυζαντινών εικόνων συγκαταλέγονται έργα του 18ου και 19ου αι., με σλαβικές και βουλγαρικές
επιδράσεις, που προέρχονται από τις παραμεθόριες περιοχές, καθώς επίσης και εικόνες της τεχνοτροπίας που επικράτησε στα
νησιά του Ιονίου.
Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης στα παλαιά κτίρια του μουσείου ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δει επίσης μερικά σπάνια
δείγματα της ελληνικής λαϊκής παραδοσιακής τέχνης. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν ένα ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο βημόθυρο του
18ου αι. από τη Μακεδονία, μια λαϊκή εικόνα των αρχών του ίδιου αιώνα με απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας, μια συλλογή
συριανών πιάτων καθημερινής χρήσης του 18ου αι., έπιπλα κατασκευασμένα από κομμάτια πόρτας, μια συλλογή ιστορικών και
λαϊκών πινάκων και μια συλλογή παραδοσιακών επίπλων· επίσης, ένα μεσαιωνικό εξομολογητήριο και μια σειρά από τηνιακά
υπέρθυρα του 18ου αι. εντοιχισμένα στην εντυπωσιακή κεντρική αίθουσα του πύργου.
Όλη αυτή η έκταση, που περιλαμβάνει τα παλαιά κτίρια και τους θαυμάσιους κήπους με τα 3.500 δέντρα και καλλωπιστικά
φυτά, περικλείεται από έναν τοίχο χτισμένο με την πατροπαράδοτη ελληνική τεχνική της ξερολιθιάς. Οι κήποι του μουσείου δεν
έχουν μείνει ανεκμετάλλευτοι. Σε αυτούς βρίσκονται ένα μικρό καφενείο, διακοσμητικά αγάλματα νεοκλασικών σπιτιών,
μαρμάρινες ανάγλυφες κρήνες –μεταξύ των οποίων και μία από τη βυζαντινή εποχή και δίπλα της μία μαρμάρινη κεφαλή
λιονταριού του 5ου αι. π.Χ.–, ένα στόμιο πηγαδιού τριακοσίων ετών, μεγάλες μαρμάρινες μυλόπετρες σε μια μικρή λίμνη με
νούφαρα, και τρία στόμια δεξαμενών από πατητήρια (πουρλάκια), τα οποία, δικαιολογημένα, ξεγελούν πολλούς επισκέπτες,
καθώς νομίζουν ότι πρόκειται για έργα σύγχρονης γλυπτικής.
Η εικαστική συλλογή του μουσείου στεγάζεται σε ένα κτίριο που περιβάλλεται από μια μεγάλη πλακόστρωτη αυλή, στην οποία
εκτίθενται γλυπτά μεγάλων διαστάσεων. Πρόκειται για ένα κτίριο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη, απόλυτα
εναρμονισμένο με το περιβάλλον, το οποίο ταυτόχρονα ανταποκρίνεται στις πιο σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις. Στις
διαδοχικές αίθουσες, οι οποίες φωτίζονται άπλετα από το φυσικό φως του ήλιου, παρουσιάζονται έργα των μεγαλύτερων
Ελλήνων καλλιτεχνών της μεταπολεμικής εποχής, καθώς επίσης και πολλών ζωγράφων και γλυπτών της εποχής μας.
Ανάμεσα στα έργα που εκτίθενται, ξεχωρίζουν ο Επιτάφιος με κίτρινο φόντο και Κίονες και Αφροδίτη του Δημήτρη Μυταρά, η
Οικογένεια του Διαμαντή Διαμαντόπουλου, ο Έρως του Γιάννη Τσαρούχη, το Ερωτικό του Γιάννη Μόραλη, η Σαντορίνη του
Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, το Τραπέζι του Παναγιώτη Τέτση, τα χαρακτικά Άντζελα Ντέιβις και Διαμαρτυρία του Τάσου
Αλεβίζου, οι Καταδικασμένοι του Παναγιώτη Γράββαλου, η Έκσταση του Παύλου Σάμιου, τα Μηνύματα του Αλέξη Ακριθάκη,
ένα άτιτλο έργο του Φαίδωνα Πατρικαλάκη, ένα έργο με τη μορφή του Μεγάλου Αλέξανδρου σε κεραμικές πλάκες του Πάνου
Βαλσαμάκη και το Γεύμα στην Ερέτρια του Σπύρου Βασιλείου.
Εκτίθενται επίσης πολλά έργα νεότερων ζωγράφων, όπως του Μανόλη Χάρου, του Χρόνη Μπότσογλου, του Γιώργου
Σταθόπουλου, του Γιάννη Κόττη, του Αλέκου Φασιανού, της Σοφίας Καλογεροπούλου, του Μανόλη Πολυμέρη, του Παύλου
Γιοβανόπουλου, του Νίκου Κεσσανλή, του Γιάννη Σπυρόπουλου, της Όπυς Ζούνη και πολλών άλλων.
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι και η συλλογή των γλυπτών, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στον κλειστό χώρο, έργα του
Γιώργου Ζογγολόπουλου, του Γιάννη Γαΐτη, του Γιάννη Κουνέλη, της Χρύσας, του Χρήστου Καπράλου, του Θόδωρου, του
Κώστα Τσόκλη, του Βαγγέλη Μουστάκα, ενώ στον χώρο της αυλής τον Κόκορα του Θεόδωρου Παπαγιάννη, το Καθιστό
κορίτσι της Τίτσας Χρυσοχοΐδου, το Τραγούδι της αγάπης του Γεράσιμου Σκλάβου, τα Σινιάλα του Τάκη, το Ζευγάρι του
Μάριου Λοβέρδου, τον Αετό του Γιώργου Γιαννάκα, τον Αμφορέα της Μπέλλας Ραφτοπούλου, και το Ηλιακό ρολόι του Πάρη
Πρέκα στην είσοδο του μουσείου.
Το Μ.Β., το οποίο έχει δωριθεί στο ελληνικό κράτος, είναι ένας από τους λιγοστούς χώρους στους οποίους μπορεί κανείς να
σχηματίσει μια σχετικά ολοκληρωμένη άποψη για τις κυριότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής εικαστικής δημιουργίας. Στο
μουσείο διοργανώνονται εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις ομάδων ενδιαφερομένων.
Βορρός. Ημιορεινός οικισμός (22 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας.
βορτιτσέλα (Vorticella). Γένος βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων της οικογένειας των βορτιτσελιδών, της τάξης των περιτρίχων. Το
σώμα τους, μήκους περίπου 50 χιλιοστών, έχει σχήμα καμπάνας, με το άνοιγμα προς τα πάνω· το περίστομα περιβάλλεται από
πολυάριθμες βλεφαρίδες. Η β. είναι πολύ κοινό πρωτόζωο στα λιμνάζοντα γλυκά νερά και προσκολλάται πάνω σε φυτά ή σε
άλλα βυθισμένα αντικείμενα με έναν λεπτό και μακρύ μίσχο. Όταν ενοχλείται, κλείνουν τα χείλη της καμπάνας και ο μίσχος
συστέλλεται ταχύτατα προς τον βυθό. Με τις αντιδράσεις αυτές, το ζώο αποφεύγει ενδεχόμενους εχθρούς. Τρέφεται με
μικροσκοπικούς οργανισμούς και οργανικά σωμάτια που αιωρούνται στο νερό, τα οποία συλλαμβάνει και διοχετεύει προς το
κυτταρόστομα, με τις στροβιλοειδείς κινήσεις των βλεφαρίδων. Η συστολή του μίσχου δημιουργεί ρεύμα νερού που διευκολύνει
τη σύλληψη της τροφής.
Βορυσθένης. Αρχαιοελληνική ονομασία του σημερινού ποταμού της Ρωσίας, Δνείπερου. Επίσης, με την ίδια ονομασία
αναφερόταν και ο Ελλήσποντος. Βλ. λ. Δνείπερος.
Βοσάκου, μονή. Ανδρικό μοναστήρι αφιερωμένο στο όνομα του Τίμιου Σταυρού. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ρεθύμνης και
Μυλοποτάμου. Ιδρύθηκε τον 12Ο αι. ή, κατά μια άλλη εκδοχή, τον 14Ο. Το καθολικό του ανακαινίστηκε το 1630 και
ανοικοδομήθηκε το 1885. Το τέμπλο είναι του 1895. Βρίσκεται στον οικισμό Αλόιδες του νομού Ρεθύμνου.
Βόσγια (Vosges). Οροσειρά (μέγιστο υψόμ. 1.424 μ.) της βορειοανατολικής Γαλλίας. Εκτείνεται σε μήκος περίπου 250 χλμ., με
κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ, από τη δίοδο Μπελφόρ στον αυχένα του Σαβέρν, μεταξύ του τριαδικού υψιπέδου της Λορένης στα Δ και
της αλσατικής πεδιάδας στα Α. Τη σημερινή μορφολογική του διάρθρωση οφείλει σε τεκτονική δράση που χρονολογείται από
τα τέλη του μεσοζωικού αιώνα και η οποία ανύψωσε και ανανέωσε την αρχαία πεδινή περιοχή, λείψανο περασμένου ερκύνιου
αναγλύφου. Το νότιο τμήμα έχει υποστεί μεγαλύτερη ανύψωση και η διάβρωση αποκάλυψε κρυσταλλοπαγή πετρώματα, που
στον βορρά μένουν θαμμένα κάτω από τα ψαμμιτικά ιζήματα του περμίου και του τριαδικού. Από αυτό προέρχονται δύο
ξεχωριστές μορφολογικές ενότητες: τα Άνω Β., στα Ν, όπου βρίσκονται οι ψηλότερες κορυφές (Μπαλόν ντε Γκεμπβιλέρ, 1.424
μ.) και τα Κάτω Β., στα Β, με μικρό ανάγλυφο.
Τα Άνω Β. χαρακτηρίζονται από έντονη ανομοιογένεια στις πλαγιές (ελαφρά ανηφορικές στο δυτικό τμήμα, απότομες στο
αλσατικό, που αντιστοιχεί στο επικλινές τμήμα της ρηνανικής τάφρου) και περιλαμβάνουν, στα Ν του Σεν Ντιέ, την καθαυτό
ορεινή περιοχή, διαμορφωμένη από την παγετωνική δράση της τεταρτογενούς περιόδου και σκεπασμένη από πυκνή δασική
βλάστηση (οξιές και κωνοφόρα). Τα Κάτω Β. αποτελούνται από ένα αρενάκιο υψίπεδο, που από τα 1.008 μ. του όρους Ντονόν
χαμηλώνει στα 300-400 μ. στο Σαβέρν, πέρα από το οποίο η λωρίδα του αναγλύφου προεκτείνεται μέχρι τον ορεινό όγκο του
Χαρτ. Ο πληθυσμός της περιοχής είναι αραιός, εκτός του βαθυπέδου που χωρίζει τα βουνά από το υψίπεδο, το οποίο είναι
πυκνοκατοικημένο από αγροτικό πληθυσμό, ασχολούμενο με την κτηνοτροφία (βοοειδών και αιγοπροβάτων) και τη
φρουτοπαραγωγή.
βοσέλαφος (Boselaphus). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών, με μοναδικό αντιπρόσωπο το είδος
Boselaphus tragocamelus. Η αντιλόπη αυτή, γνωστή με την κοινή ονομασία νιλγκάι, είναι ιθαγενής της Ινδίας. Έχει ύψος στο
ακρώμιο περίπου 1,4 μ., μήκος σώματος 1,8-2 μ. και μπορεί να φτάσει σε βάρος τα 240 κιλά. Το τρίχωμά της είναι κοντό,
καστανόξανθο στα θηλυκά και γκριζωπό στα αρσενικά, με λευκές περιοχές στο πρόσωπο, στον λαιμό, στο στήθος, στην κοιλιά
και στο κάτω μέρος των ποδιών· στη ράχη και των δύο φύλων υπάρχει κοντή χαίτη. Τα αρσενικά φέρουν στον λαιμό μια μακριά
τούφα από μαύρες τρίχες και διαθέτουν μαύρα, αιχμηρά, κυρτά κέρατα. Ζουν συνήθως σε μικρές αγέλες, σε ποικίλα
ενδιαιτήματα όπως ανοιχτές πεδιάδες, αραιά δάση ή λοφώδεις περιοχές. Τα θηλυκά γεννούν τις περισσότερες φορές δίδυμα,
ύστερα από κύηση 8-9 μηνών.
βοσκή. Βλ. λ. βοσκότοπος.
Βοσκίνα. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 810 μ., 23 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεωνιδίου.
Βοσκοπούλα. Ποιμενικό ειδύλλιο της κρητικής λογοτεχνίας (ο πλήρης τίτλος του είναι Βοσκοπούλα η εύμορφη). Γράφτηκε
στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου. Ο δημιουργός του είναι άγνωστος, από μερικούς όμως το έργο αποδίδεται στον
Νικόλαο Δριμυτινό, «εξ Αποκορώνου Κρήτης», ο οποίος και το εξέδωσε το 1627, για πρώτη φορά, στη Βενετία.
Αποτελείται από 248 ενδεκασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα ή 496 ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους στίχους, σε γνήσιο γλωσσικό
ιδίωμα της δυτικής Κρήτης. Η υπόθεση αναφέρεται στη συνάντηση και στη δημιουργία κεραυνοβόλου και δυνατού ερωτικού
αισθήματος μεταξύ ενός νεαρού βοσκού και μιας πανέμορφης βοσκοπούλας. Η αγάπη μεταξύ των νέων είναι αμοιβαία και
ανταλλάσσονται όρκοι πίστης και αφοσίωσης. Ο βοσκός όμως αναγκάζεται να λείψει μακριά για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο
από το προβλεπόμενο. Η βοσκοπούλα, μην μπορώντας να αντέξει τον χωρισμό, πεθαίνει. Όταν επιστρέφει ο αγαπημένος της,
μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα από τον απαρηγόρητο πατέρα της και, απαρηγόρητος κι αυτός, τρέχει αμέσως στον τάφο της, όπου,
θρηνώντας την, δίνει την υπόσχεση πως θα μείνει ολομόναχος για να τη θυμάται πάντα, να πονάει συνεχώς και έτσι να πεθαίνει
κάθε μέρα.
Το ειδύλλιο αυτό διακρίνεται για την απλότητα της έκφρασης και την ανθρωπιά του, το δε ερωτικό στοιχείο του είναι αληθινό
και πηγαίο. Διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη, στα Επτάνησα, στη Μήλο, στη Χίο, στη Νάξο και σε άλλες ελληνικές περιοχές.
Ο Διονύσιος Σολωμός αναφέρει το έργο στον Διάλογό του, σημειώνοντας: «…ποίημα, όπου δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζει
και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους». Αν και θεωρείται ότι είναι βασισμένο σε ιταλικό πρότυπο, ο ποιητής γνωρίζει καλά
τη γλώσσα και έχει υποστεί ισχυρές λαϊκές επιδράσεις. Από την αρχική έκδοση του έργου σώζονται μόνο δύο αντίτυπα, το ένα
στην Αγγελική Βιβλιοθήκη της Ρώμης (Αντζέλικα) και το άλλο σε αυτήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
βοσκότοπος. Μικρή ή μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση, με αυτοφυή ποώδη φυτική κάλυψη, η οποία χρησιμοποιείται για την
εκτροφή των οικόσιτων ή νομαδικών φυτοφάγων ζώων· ονομάζεται επίσης και βοσκή.
Οι φυσικοί β. διαμορφώνονται σε περιβάλλοντα με ειδικές συνθήκες (π.χ. μεγάλο υψόμετρο, χαμηλό γεωγραφικό πλάτος κ.ά.),
οι οποίες εμποδίζουν το αυτοφυές χόρτο να αποκτήσει το κατάλληλο ύψος για να μπορεί να θεριστεί (Άλπεις, Απένινα,
Σκανδιναβία, βόρεια ζώνη της Ρωσίας). Επίσης, αναπτύσσονται σε ζώνες όπου οι δυσκολίες της άρδευσης και η έκταση των
εδαφών δεν επιτρέπουν την εκμετάλλευση και τη μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμα χωράφια (ορεινές περιοχές της Ελλάδας,
πάμπας της Νότιας Αμερικής, στέπες της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής, λιβάδια της Αυστραλίας κ.α.). Στις συνθήκες αυτές,
η νομαδική κτηνοτροφία είναι ο μοναδικός τρόπος αξιοποίησης της γης. Η κτηνοτροφία εκμεταλλεύεται επίσης τα χωράφια που
βρίσκονται σε αγρανάπαυση ή τα ορεινά λιβάδια, μετά την πρώτη και μοναδική κοπή του χόρτου, επωφελούμενη από την
ανοιξιάτικη αναβλάστησή του. Ως β. χρησιμοποιούνται επίσης οι ακαλλιέργητες εκτάσεις των ελαιώνων και των άλλων
δενδροκαλλιεργειών.
Βοσκοχώρι. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 169 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις
νότιες κλιτύς του όρους Βερμίου, 25 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου.
Παλαιότερα ονομαζόταν Τσομπανλή.
Bοσκχόντ (Αστροναυτ.). Διαστημικό πρόγραμμα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (ρωσ. Voskhod = αυγή), στα μέσα της
δεκαετίας του 1960, για το οποίο ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά. Εκτοξεύτηκαν στο Διάστημα μόνο δύο διαστημόπλοια αυτού
του τύπου, τα οποία δεν διέφεραν πολύ από τα Βοστόκ (βλ. λ.), εκτός από τις μεγαλύτερες αναλογίες τους. Δεν διέθεταν,
πιθανότατα, προωθητικά συστήματα για χειρισμούς κατά την πτήση. Το Β. 1 επέτρεψε την ταυτόχρονη πτήση τριών
αστροναυτών (12 Οκτωβρίου 1964). Με το Β. 2 σημειώθηκε η πρώτη έξοδος στο Διάστημα (κοσμοναύτες Πάβελ Μπελάγιεφ
και Αλεξέι Λεόνοφ, 18 Μαρτίου 1965). Η πτήση του Β. 2 τερματίστηκε κατά μία περιφορά νωρίτερα απ’ ό,τι είχε
προγραμματιστεί και οι δύο κοσμοναύτες προσγειώθηκαν σε μια ζώνη των Ουραλίων.
Βοσνία. Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου. Βλ. λ. Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Βοσνία-Ερζεγοβίνη (Βosna i Ηercegovina).
Επίσημη ονομασία: Βοσνία και Ερζεγοβίνη
Έκταση: 51.129 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 4.007.608 κάτ. (2004)
Πρωτεύουσα: Σαράγιεβο

Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα Β και Δ με την Κροατία, στα Α με τη Σερβία
και στα Ν με το Μαυροβούνιο.
Πολιτικά στοιχεία
Το κράτος της Β.-Ε., ένα από τα νεότερα της Ευρώπης, που προέκυψε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον εμφύλιο που
ακολούθησε στο έδαφός της, έχει μια ελάχιστη διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα σύνορά της ορίστηκαν μετά τη συμφωνία
του Ντέιτον (1995) μεταξύ των Βοσνίων και των Κροατών, ώστε να εμποδιστεί η δημιουργία μιας Μεγάλης Γιουγκοσλαβίας
από τους Σέρβους μετά τη διάλυση της παλαιάς, ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Τα παράκτια εδάφη της περιορίζονται σε μια στενή
λωρίδα γης 19 χλμ., χωρίς κανένα λιμάνι. Η λωρίδα αυτή χωρίζει την κροατική πόλη Ντουμπρόβνικ από την υπόλοιπη Κροατία,
διακόπτοντας έτσι την εδαφική συνέχεια της Δαλματίας. Αν και τη συνθέτουν δύο ξεχωριστές περιφέρειες (Βοσνία και
Ερζεγοβίνη), αντιμετωπίζεται ως ενιαία πολιτική, διοικητική και κοινωνικο-οικονομική ενότητα από τις αρχές του 16ου αι.
Διοικητική διαίρεση. Η χώρα διαιρείται στη Βοσνιακή-Κροατική ομοσπονδία (51% της έκτασης, 26.076 τ. χλμ., πρωτεύουσα το
Σαράγιεβο) και τη Σερβοβοσνιακή δημοκρατία (49%, 25.053 τ. χλμ., πρωτεύουσα η Μπάνια Λούκα), διαιρέσεις ωστόσο οι
οποίες δεν προσδίδουν χαρακτήρα αυτονομίας των παραπάνω περιοχών και εξαρτώνται άμεσα από την κεντρική διοίκηση του
κράτους.
Πολίτευμα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Το πολίτευμα της Β.-Ε. είναι προεδρική δημοκρατία. Τη νομοθετική εξουσία
ασκεί το κοινοβούλιο το οποίο αποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων (130 μέλη) και τη Βουλή των Κοινοτήτων (110
μέλη). Το προεδρ

You might also like