You are on page 1of 43

ΤΟΠΑΛΙΔΗΣ ΙΟΡΔΑΝΗΣ

Απόφοιτος ΕΑΠ στον Ελληνικό Πολιτισμό (Σχολή Ανθρωπιστικών


Επιστημών).

ΚΥΠΡΟΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
(1960 – 1974).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Προλεγόμενα……………………………………………………………σ.2
2. Μακάριος και Κύπρος……………………………………………….. σ.3
3. Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου και μετέπειτα απόπειρα
αναθεώρησης του συντάγματος…………………………………… σ.4
4. Σύγκρουση μεταξύ των κοινοτήτων………………………………. σ.8
5. Πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Σχέδιο Μπολ – Άτσεσον……………. σ.10
6. Η προσπάθεια ισορροπίας του Μακάριου μεταξύ αντίρροπων
δυνάμεων. Το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η εσωτερική κατάσταση
της Κύπρου……………………………………………………………..σ.13
7. Επιβολή δικτατορίας στην Ελλάδα και οι πρώτες συνέπειες για
την Κύπρο……………………………………………………………....σ.17
8. Κυπριακές (πολιτικές και μη) παρατάξεις, ανώμαλη κατάσταση
και οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο……………………………....σ.19
9. Προσπάθεια επιβολής της χούντας με βάση τη θεωρία του
«Εθνικού Κέντρου». Σύγκρουση χούντας και Μακάριου……....σ.23
10. Η κατάσταση εκτραχύνεται ακόμη περισσότερο……………….σ.29
11. Θάνατος του Γρίβα, πραξικόπημα και εισβολή…………………σ.30
12. Το περίφημο εμπάργκο των ΗΠΑ έναντι της χούντας και η
κατάσταση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο λόγος
αντικειμενικής αδυναμίας επέμβασης στην Κύπρο…………….σ.34
13. Σχέσεις ΗΠΑ –Χούντας………………………………………………σ.37
14. Επίλογος……………………………………………………………….σ.39
15. Βιβλιογραφία…………………………………………………………..σ.41

1
1. Προλεγόμενα

Αν κάποιος θέλει να αντιληφθεί τι ακριβώς οδήγησε στην τραγωδία της


Κύπρου, έχει ένα επίπονο και επίμοχθο έργο μπροστά του. Ισχύουν δυο
αντιφατικές καταστάσεις. Η βιβλιογραφία για το κυπριακό ζήτημα, για το πώς
ξεκίνησε έως σήμερα, είναι ογκωδέστατη. Οι πληροφορίες είναι άπειρες.
Μολαταύτα πάρα πολλές πλευρές του ζητήματος παραμένουν σκοτεινές όσο
δεν ανοίγουν κάποια από τα αρχεία των υπηρεσιών εμπλεκομένων χωρών,
μολονότι πολλά συνάγονται από τον συνδυασμό της παρεχόμενης και
διαθέσιμης πληροφορίας που διακινείται. Επίσης ενώ υπάρχουν πολλές
αξιόπιστες πηγές για το ζήτημα, πάρα πολλοί καταφεύγουν σε αμφιβόλου
ποιότητας ισχυρισμούς και πηγές για τα ζητήματα, ενστερνίζονται μυθεύματα
ή αποδέχονται εκδοχές οι οποίες ικανοποιούν την ιδεολογία ή την ψυχή τους.
Πολλοί μιλούν για «προδοσίες», «μιάσματα» και «εφιάλτες» (όχι ότι αυτές
οι καταστάσεις ή τέτοια πρόσωπα δεν υπήρξαν), φορτίζοντας
ιδεολογικοπολιτικά υπέρ το δέον ένα ιστορικό (και εθνικό) ζήτημα το οποίο
είναι ανοιχτό από την αυγή της ανεξαρτησίας της Κύπρου και χαίνει ως
κακοφορμισμένη πληγή από το 1974 έως σήμερα.
Με αυτό το πόνημα δεν γίνεται προσπάθεια ούτε να «λυθεί το Κυπριακό»,
ούτε υπάρχει η φιλοδοξία να δοθούν οριστικές απαντήσεις, αλλά ούτε να
προσκομιστεί κάθε λεπτομέρεια, σε εξαντλητικό βαθμό, για το ζήτημα. Έγινε
προσπάθεια να φωτιστούν από συγκεκριμένες πλευρές και οπτικές τα
γεγονότα για να γίνει κατανοητή πρωτίστως από τον γράφοντα η πορεία προς
τη διχοτόμηση της Κύπρου το 1974, αλλά και να κατανοηθούν μερικά βασικά
γεγονότα.
Έγινε χρήση μιας σταγόνας από τον Ωκεανό πηγών και έργων για το
θέμα, με γνώμονα τόσο την νηφάλια στάση των δημιουργών τους, όσο και του
κύρους και της εγνωσμένης αξίας τους. Επιπλέον έγινε προσπάθεια ώστε η
μικρή βιβλιογραφία που αξιοποιήθηκε, να είναι του 21ου αιώνα, δίχως αυτό να
σημαίνει ότι υποτιμούμε τις παλαιότερες πηγές. Κάθε άλλο!

2
2. Μακάριος και Κύπρος

Ας ξεκινήσουμε όμως από τον Μακάριο για να ξεδιπλώσουμε σιγά σιγά το


νήμα της ιστορίας.
Ο Μακάριος Γ΄ (1913 – 1977) , κατά κόσμο Μιχάλης Μούσκος ήταν
ιερωμένος ο οποίος ηγήθηκε τόσο της κυπριακής εκκλησία όσο και ως
πολιτικός ηγέτης της Κύπρου, έως τον θάνατό του. Υπήρξε εκ των
πρωτεργατών της Κυπριακής ανεξαρτησίας και ήταν παρών σε όλες τις
ιστορικές στιγμές της Μεγαλονήσου, θετικές και αρνητικές, κρατώντας
ουσιαστικά το τιμόνι της χώρας από την ανεξαρτησία έως τον θάνατό του
(1959 – 1977).
Από πολύ νωρίς εργάστηκε για την Ένωση (της οποίας ήταν σκληρός
υποστηρικτής την εποχή εκείνη) της Κύπρου με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Ως
επικεφαλής του Γραφείου Εθναρχίας επόπτευσε δημοψήφισμα το οποίο
διενεργήθηκε με συλλογή υπογραφών στις 15 Ιανουαρίου 1950 και έβγαλε
αποτέλεσμα υπέρ της Ένωσης σε ποσοστό 95,7%. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη
δεν το αποδέχθηκε. Στο μεταξύ ο Μακάριος στις 18 Σεπτεμβρίου του 1950
εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και de facto ηγέτης της ελληνοκυπριακής
κοινότητας. Αν κάποιους ξενίζει το γεγονός ότι ένας ιερωμένος μπορούσε να
είναι και ο πολιτικός ηγέτης ενός λαού, καλύτερα θα ήταν λίγο να κοιτάξουν
την ίδια την ιστορία. Ο θρησκευτικός και συνάμα πολιτικός ηγέτης των
Ρωμιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν από το 1453 ο Πατριάρχης και
οι υφιστάμενοι αξιωματούχοι της εκκλησίας. Διοικούσαν το «μιλλέτ» τους και
ρύθμιζαν τόσο την κοινωνική, όσο και πλευρές της οικονομικής ζωής του,
αλλά είχαν και σαφείς δικαστικές εξουσίες. Το ίδιο συνέβαινε και στην Κύπρο.
Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος επονομαζόταν «Εθνάρχης» και εκτός από
πνευματικός ηγέτης λειτουργούσε ως εκπρόσωπος, προστάτης και
υπερασπιστής του λαού του. Οι Βρετανοί παρότι προσπάθησαν να πλήξουν
τον θεσμό, δεν το κατάφεραν ποτέ πλήρως (Beaton, 2020). Ας
προχωρήσουμε όμως.
Το 1951 η κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου αρνήθηκε την απαίτηση του
Μακάριου για εγγραφή του Κυπριακού στη Γ. Σ. του ΟΗΕ. Ο Μακάριος σε
συνεννοήσεις με τον Γρίβα και τον Λοϊζίδη συναποφάσισαν για μελλοντικά
βήματα και ανταρτοπόλεμο. Το 1952 μεταβαίνει στις ΗΠΑ και υπέβαλε
3
υπόμνημα στην Επιτροπή μη Αυτοκυβερνωμένων Εδαφών του ΟΗΕ για το
δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού Λαού.
Το 1954 ο Παπάγος πείστηκε ότι το ζήτημα έπρεπε να πάει στον ΟΗΕ. Στις
22 Αυγούστου, παρά τις αντιδράσεις της Βρετανίας, ζήτησε να μπει το
Κυπριακό στην ημερήσια διάταξη της Γ.Σ. του ΟΗΕ. Η προσφυγή
απορρίφθηκε στις 17 Δεκεμβρίου από την Ολομέλεια. Με 50 ψήφους και 8
αποχές, αποφασίστηκε τη μη περαιτέρω εξέταση του θέματος
(Βαρδιάμπασης, 2008). Ο Μακάριος πεπεισμένος ότι το ζήτημα, έπειτα και
από τις αρνήσεις της Βρετανίας, δεν μπορεί να λυθεί ειρηνικά, δίνει
συγκατάθεση και ο Γρίβας ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα με τον ΕΟΚΑ. Το 1955
ξεκινούν συνομιλίες με τη Βρετανία και αποτυγχάνουν. Ο Μακάριος
συλλαμβάνεται από τους Άγγλους κι εξορίζεται στις Σεϋχέλλες. Μεταβαίνει
στην Αθήνα το 1957 και το 1959 με μεγάλη δυσκολία δέχεται τις Συνθήκες –
Ζυρίχης Λονδίνου, που απέκλειαν ένωση με άλλο κράτος ή διχοτόμηση
(Βαρδιάμπασης, 2008).

3. Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου και μετέπειτα απόπειρα


αναθεώρησης του συντάγματος.

Οι Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου αναγνώριζαν εκτεταμένα δικαιώματα


αρνησικυρίας της τουρκοκυπριακής μειονότητας πάνω στα πιο σπουδαία
ζητήματα διακυβέρνησης, αλλά και ότι η ανεξαρτησία της Μεγαλονήσου ήταν
υπό την εγγύηση της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ευθύς
εξαρχής έγινε αντιληπτό ότι η μειοψηφία μπορούσε μέσω βέτο να αρνείται τη
δυνατότητα στο συντριπτικά πλειοψηφούν Ελληνοκυπριακό στοιχείο να
κυβερνά (Ριζάς, 2008 & 2016). (περίπου 80% του πληθυσμού). Τα πράγματα
ίσως να ήταν διαφορετικά αν η αποαποικιοποίηση της Κύπρου γινόταν στα
πλαίσια του ΟΗΕ και όχι κατόπιν τριμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ
Ελλάδας, Μ. Βρετανίας και Τουρκίας. Η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ήδη
όταν το ζήτημα έφτασε στον ΟΗΕ. Όμως εκ του ασφαλούς, σε παγιωμένες
πια καταστάσεις, δεν έχει μεγάλο νόημα η κριτική πια (Λιάκουρας, 2008).
Εκ των υστέρων θεωρείται από κάποιους λάθος του Μακάριου η απόφασή
(με την οποία συμφωνούσαν οι Ελληνοκύπριοι) να προχωρήσει σε προτάσεις
13 σημείων αναθεώρησης του Συντάγματος την 30η Νοεμβρίου 1963, όπως
4
αυτό είχε καθοριστεί από τις προαναφερόμενες συμφωνίες. Το λάθος κρίνεται
ως τέτοιο σήμερα, με την απόσταση που μας χωρίζει από τα γεγονότα και με
την ευχέρεια του να έχουμε έναν μεγάλο αριθμό δεδομένων διαθέσιμο.
Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε τα δεδομένα ενταγμένα στην εποχή
τους. Πρέπει να αντιληφθούμε τα εξής: ο Μακάριος έδωσε μεγάλη σημασία
στη γνώμη της Βρετανίας για το θέμα. Πριν όμως εξηγήσουμε τι εννοούμε, θα
πρέπει να λάβουμε υπόψη μερικά δεδομένα συνοπτικά. Είναι αποδεκτό τόσο
η Κύπρος, όσο και η Ελλάδα ουσιαστικά σύρθηκαν στην υπογραφή των
συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου (Υφαντής, 2019), δεδομένου ότι οποιαδήποτε
άλλη λύση εκείνη τη στιγμή δεν θα έβρισκε σύμφωνες Βρετανία και Τουρκία.
Επιπρόσθετα θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι ειδικά η Ελλάδα ήθελε να κλείσει
το θέμα με κάποιον τρόπο. Από την απόρριψη της κυπριακής αυτοδιάθεσης,
τόσο ο Παπάγος, όσο και ο Καραμανλής είχαν εγκλωβιστεί ατελέσφορα στην
άσκηση εξωτερικής πολιτικής με στόχο την Ένωση, δεδομένου ότι το ζήτημα
είχε αφενός διεθνοποιηθεί και αφετέρου υπήρχε ένοπλη σύγκρουση
(Στεφανίδης, 2008).
Για τον κυπριακό (αλλά και τον ελληνικό) εθνικισμό, ο οποίος εκφραζόταν
μέσω Μακαρίου κυρίως (ενώ ο άλλος πόλος ήταν ο Γρίβας), η κολοβή
ανεξαρτησία ήταν ένα σκαλοπάτι γα την πολυπόθητη ένωση. Ο διεθνής
παράγων βέβαια, αλλά και οι εγγυήτριες δυνάμεις ήταν απολύτως
ευχαριστημένες με τις συνθήκες. Αντιθέτως, εκτός των Ελληνοκυπρίων και οι
Τουρκοκύπριοι επίσης ήσαν απρόθυμοι να λειτουργήσουν το νέο κράτος.
Έτσι προκύπτει και ο χαρακτηρισμός του καθηγητή Στέφανου Ξύδη ότι η
Κύπρος ήταν μια «απρόθυμη πολιτεία» (Στεφανίδης 2008). Οι ελληνοκύπριοι
επιθυμούσαν έστω και μακροπρόθεσμα ένωση με την Ελλάδα, ενώ οι
τουρκοκύπριοι διχοτόμηση.
Για τους ανωτέρω λόγους ο Μακάριος προχώρησε, βεβιασμένα όπως
φαίνεται εκ των υστέρων (ήταν όμως;), σε μια πρόταση αναθεώρησης 13
σημείων του Συντάγματος και κατάργηση των εγγυήσεων, προσπαθώντας να
αποτυπώσει εντός του νέου κράτους, την πληθυσμιακή σύνθεση η οποία
ασφαλώς ευνοούσε το συντριπτικά πλειοψηφούν ελληνικό στοιχείο,
εξαλείφοντας τα δικαιώματα αρνησικυρίας που είχαν εξασφαλίσει οι
τουρκοκύπριοι με τις συνθήκες, αλλά και να απαλλάξει την Κύπρο από τον
εναγκαλισμό των εγγυητριών δυνάμεων. Στην αναθεώρηση αυτή αντιτάχθηκε
5
αρχικά η Αθήνα, έπειτα όμως συναίνεσε μέσω του Σοφοκλή Βενιζέλου
(υπουργός εξωτερικών). Η Άγκυρα, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε. Αξίζει να
σημειωθεί ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν απάντησε επίσημα. Απάντησε
όμως μέσω του πρέσβη της Τουρκίας στη Λευκωσία, ο οποίος προσπάθησε
να επιδώσει έγγραφο εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων, Το έγγραφο αυτό
επεστράφη ως απαράδεκτο.
Ο Μακάριος πίστεψε ότι ενδεχομένως θα αρκούσε να αποσπάσει τη
συγκατάθεση της Βρετανίας. Το Υπουργείο Κοινοπολιτειακών Σχέσεων υπό
τον Ντάνκαν Σάνκτις υπέδειξε στη Λευκωσία ότι θα έπρεπε να συνεννοηθεί με
τον Ύπατο Αρμοστή σερ Άρθουρ Κλαρκ για το ζήτημα. Το Φόρειν Όφις όμως
κατανοούσε ότι η Άγκυρα δεν επρόκειτο να συναινέσει στην υπονόμευση της
ισχυρής θέσης που είχε καταλάβει με τις συνθήκες του 1959. Μολαταύτα, το
Υπουργείο Κοινοπολιτειακών Σχέσεων ενθάρρυνε την πρωτοβουλία του
Μακάριου, περιορίζοντας όμως σημαντικά το περιεχόμενο της αναθεώρησης.
Μέσω του Αρμοστή λοιπόν αναλάμβανε τις συνεννοήσεις με τη Λευκωσία,
ενώ το Φόρειν Όφις με την Άγκυρα. Η Άγκυρα κατέστησε σαφές ότι δεν θα
δεχόταν αναθεώρηση, αλλά τρόπους εφαρμογής του υπάρχοντος
Συντάγματος. Το Υπουργείο Κοινοπολιτειακών Σχέσεων δεν τήρησε με
ακρίβεια τη θέση αυτή. Αντιθέτως ο σερ Άρθουρ Κλαρκ ενθάρρυνε τον
Μακάριο να προχωρήσει στη ριζική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και να
περιοριστεί μόνο σε λεκτικό εξωραϊσμό του εγγράφου. Ο Αρμοστής
αιφνιδιάστηκε από τη βίαιη απόρριψη των προτάσεων από την Τουρκία,
φορτώνοντας τη αποτυχία στο Φόρειν Όφις, το οποίο απέδιδε την τουρκική
αντίδραση στις ίδιες τις προτάσεις.
Η διφορούμενη στάση της Βρετανίας, δεν οφείλεται σε δόλο όπως έχει
ειπωθεί παλαιότερα, διότι κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προκύπτει από τα
αρχεία. Ούτε ο Αρμοστής υπερέβη τα ζητούμενα από το Υπουργείο του.
Σήμερα αναγνωρίζεται ότι η βρετανική πολιτική χαρακτηριζόταν από έλλειψη
συνοχής σε διαμόρφωση και εκτέλεση, τόσο λόγω του γραφειοκρατικού
δυϊσμού που προαναφέραμε, όσο και της αποδυνάμωσης της βρετανικής
ισχύος. Το Λονδίνο συρόταν σε καταστάσεις και δεν τις διαμόρφωνε πια
(Ριζάς, 2008). Άλλωστε με την πράξη αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της
Κυπριακής Δημοκρατίας είχε ουσιαστικά αποκτήσει αυτό που επιθυμούσε: τις
βάσεις και τις εγκαταστάσεις της.
6
Έτσι παρότι είναι αξιοσημείωτο ότι οι ΗΠΑ διαμόρφωναν την πολιτική στην
περιοχή (και ήσαν αρνητικές στην περίπτωση της Αναθεώρησης), στη
Λευκωσία κυριαρχούσε η παρωχημένη αντίληψη της Βρετανίας ως μεγάλης
δύναμης, η οποία προερχόταν από την πρόσφατη μνήμη του αποικιακού
παρελθόντος της, αλλά και με τον συνεχή καθορισμό των ελληνικών εθνικών
υποθέσεων από τον 19ο αι. έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1940, όπως
και από τη συμμετοχή της Κύπρου στην Κοινοπολιτεία. Αυτό δημιούργησε μια
εσφαλμένη βάση παραδοχών. Το μόνο που έκανε η βρετανική πολιτική ήταν
να επισπεύσει τις εξελίξεις, με τον τρόπο που ήδη είδαμε (Ριζάς, 2008).
Ήταν όμως τόσο λανθασμένη η στάση του Μακάριου; Υπάρχει η άποψη ότι
η κίνησή του ήταν βεβιασμένη επειδή οι συνθήκες δεν ήσαν οι κατάλληλες
λόγω και της πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την
υποτιθέμενη λάθος αντίληψη περί της ισχύος της Βρετανίας (Χρυσάνθου
2006). Υποστηρίζεται μάλιστα ότι και ο ίδιος ο Μακάριος μέχρι το 1962
θεωρούσε πρόωρη κάθε κουβέντα για αναθεώρηση των Συμφωνιών Ζυρίχης
– Λονδίνου μέσω συνταγματικής αναθεώρησης και ότι αναγκάστηκε λόγω της
στάσης των Τουρκοκυπρίων οι οποίοι εξοπλίζονταν και δημιουργούσαν
προβλήματα στη λειτουργία του κράτους. Ο Μακάριος αντιμετώπιζε επίσης
προβλήματα από τη στάση του Γρίβα και της παλιάς Δεξιάς που τον
επέκριναν για την αποδοχή των συμφωνιών. Οι μετέπειτα εξελίξεις τον
δικαίωσαν κατά πολλούς μελετητές, διότι αφενός μεν δεν αναμενόταν να
επιστρέψει σύντομα η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, αφετέρου δε η
όποια συνεννόηση με την τουρκοκυπριακή πλευρά ήταν μάταιη και θα
αρκούσε μια αφορμή για να ξεκινήσουν μαζί με τους Τούρκους τον σχεδιασμό
για διχοτόμηση.

7
4. Σύγκρουση μεταξύ των κοινοτήτων

Ένα αιματηρό επεισόδιο στη Λευκωσία με θύματα τουρκοκύπριους την 21η


Δεκεμβρίου 1963, έδωσε το έναυσμα για συγκρούσεις και αιματοχυσία μεταξύ
ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Τις συγκρούσεις δεν τις επεδίωξαν οι
ηγεσίες των δυο κοινοτήτων κατά μια άποψη (Χρυσάνθου 2006), αλλά πλέον
ήταν αργά. Στρατός αστυνομία και παραστρατιωτικές ομάδες (όπως του Νίκου
Σαμψών) έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και οι Τουρκοκύπριοι
κατέφυγαν σε θύλακες υπό τον έλεγχο των τουρκικών δυνάμεων.
Στις 30 Δεκεμβρίου υπογράφηκε κατάπαυση του πυρός αλλά δεν τηρήθηκε.
Ήταν τότε που οι Βρετανοί χάραξαν την «Πράσινη Γραμμή» για να
διαχωρίσουν τους αντιμαχόμενους. Όμως οι τουρκοκύπριοι μαζί με τη
ΤΟΥΡΔΥΚ επιχειρούσαν να επεκτείνουν τις υπό έλεγχο περιοχές τους.
Ανευρέθηκαν έγγραφα μετά την αποχώρηση των τουρκοκυπρίων από τα
κυβερνητικά και νομοθετικά όργανα, από τα οποία αποδεικνυόταν το γεγονός
ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία εξυπηρετούσε τη στρατηγική της Άγκυρας, η
οποία προετοίμαζε το έδαφος για εισβολή.
Ο Μακάριος συνειδητοποίησε ότι επί του παρόντος ήταν άσκοπο να
προσπαθήσει να έρθει σε συνδιαλλαγή. Ο τέως αντιπρόεδρος Κιουτσούκ
δήλωσε «Πρόεδρος του Τουρκοκυπριακού Κράτους». Ο δρόμος για τον
Μακάριο ήταν να αποτρέψει τους σχεδιασμούς της Τουρκίας. Πάντως η
διφορούμενη στάση του Μακάριου με αναφορές στην ένωση, φαίνεται να
υποβάθμιζε την όποια προσπάθεια για συμβίωση με τους τουρκοκύπριους. Ο
Μακάριος υποστηρίζεται ότι συμπαρασύρθηκε στη λογική της σύγκρουσης
(Χρυσάνθου, 2006).
Στην Ελλάδα υπήρχε πολιτική κρίση, ενώ είχαν ξεκινήσει διπλωματικές
προσπάθειες για την αποφυγή της επαπειλούμενης τουρκικής εισβολής.
Ζητήθηκε η παρέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, η οποία με διακοίνωση
δήλωνε ότι σε περίπτωση τουρκικής εισβολής δεν θα παρέμενε αμέτοχη, αλλά
και σε οποιαδήποτε ξένη παρέμβαση. Η ισορροπία ήταν λεπτή γιατί είχε
προηγηθεί η πυραυλική κρίση στην Κούβα.
Στις 15 Ιανουαρίου 1964 έγινε πενταμερής διάσκεψη στο Λονδίνο μεταξύ
των δύο κοινοτήτων της Κύπρου και των τριών εγγυητριών δυνάμεων.
Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι πρότειναν τη διχοτομική λύση του διαχωρισμού
8
των δυο κοινοτήτων με μετακινήσεις πληθυσμών. Ο Μακάριος απέρριψε την
επέμβαση του ΝΑΤΟ για ειρήνευση, επιδιώκοντας τη διατήρηση του
Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ, έχοντας την ελπίδα ότι οι αρχές του
Οργανισμού θα εφαρμόζονταν και για την Κύπρο.
Οι Τούρκοι είχαν προετοιμάσει και εκτελέσει την πρώτη πράξη της
διχοτόμησης, έχοντας πετύχει de facto τον ακρωτηριασμό της Κυπριακής
δημοκρατίας και τον διαχωρισμό εδαφών μέσω της Πράσινης Γραμμής και
μέσω των αιματηρών συγκρούσεων. Η αντίδραση του Μακάριου ήταν ένα
άνοιγμα στη Μόσχα, προσπαθώντας να αντιτάξει το «αντίπαλον δέος» της
Δύσης, εκμεταλλευόμενος την ισορροπία του Ψυχρού Πολέμου. Ταυτόχρονα
προσπάθησε να ενισχύσει την άμυνα της Μεγαλονήσου. Πράγματι τον
επόμενο μήνα επέστρεψε στην Κύπρο ο Γ. Γρίβας για να αναλάβει την ηγεσία
της Εθνικής Φρουράς που οργάνωνε η κυπριακή κυβέρνηση, ενώ τον Απρίλιο
του ίδιου έτους ο Γ. Παπανδρέου συμφώνησε με τον Μακάριο για την
αποστολή μιας ελληνικής μεραρχίας, η οποία κατέφθασε μυστικά στην
Κύπρο.
Νωρίτερα, στις 4 Μαρτίου, ο ΟΗΕ με το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου
Ασφαλείας αποφάσισε να στείλει ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο για την
ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Το ψήφισμα αυτό ήταν καθοριστικό γιατί εξασφάλιζε την
ακεραιότητα του κράτους, αφού σε αυτό προσέκρουσε η τουρκική επιδίωξη
για τη διάλυσή του, την αναγνώριση της κυπριακής κυβέρνησης ακόμη και
μετά την αποχώρηση των τουρκοκυπρίων από τα όργανά της και κατά
συνέπεια την αναγνώριση της κυπριακής κρατικής υπόστασης. Η στρατηγική
του Μακάριου για πολιτικές συμμαχίες με τους Αδέσμευτους (Αίγυπτος,
Γιουγκοσλαβία) και η αναζήτηση στήριξης από τη Μόσχα ήταν επιτυχημένες
εκείνη τη χρονική περίοδο (Χρυσάνθου 2006). Τα διακοινοτικά επεισόδια
συνεχίζονταν βέβαια, ενώ λίγο καιρό αργότερα κατέφθασε η ειρηνευτική
δύναμη του ΟΗΕ μαζί με την ελπίδα αποφυγής της τουρκικής εισβολής και
έλευσης της ειρήνης.

9
5. Πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Σχέδιο Μπολ – Άτσεσον.

Η αμερικανική κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη ότι η ισορροπία και η συνοχή


στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ κινδύνευε από την κρίση αφού
οδηγούσε δυο μέλη του σε αντιπαράθεση, ανέλαβε διπλωματική
πρωτοβουλία. Ο υφυπουργός εξωτερικών Τζορτζ Μπολ, κατάρτισε σχέδιο
επίλυσης του Κυπριακού με τους επιτελείς του. Το σχέδιο προέβλεπε ένωση
της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά και παραχώρηση επί μισθώσει εδάφους της
Καρπασίας (περίπου το 5% επί του συνολικού εδάφους) στην Τουρκία για να
φτιάξει στρατιωτική βάση. Στο μεταξύ η Τουρκία προχώρησε σε νέες απειλές
για εισβολή. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον απέτρεψε την εξέλιξη με
επιστολή (5 Ιουνίου 1964) στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού,
στην οποία τόνιζε τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας για το ΝΑΤΟ και το
ενδεχόμενο αντίδρασης της ΕΣΣΔ. Το «αντίπαλον δέος» που χρησιμοποιούσε
ο Μακάριος έπιασε όπως ήδη είπαμε τόπο (Χρυσάνθου, 2006).
Τον Ιούλιο του 1964 στη Γενεύη πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του
ΟΗΕ διάσκεψη για το Κυπριακό, με αντικείμενο το σχέδιο που είχε καταρτίσει
ο Μπολ, μέσω του μεσολαβητή Ντιν Άτσεσον. Το σχέδιο έμεινε στην ιστορία
ως σχέδιο Άτσεσον. Μοχλός για να γίνει αποδεκτή μια φόρμουλα για
συμφωνία, ήταν πάντα η απειλή εισβολής της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο. Η
Κύπρος είχε στον ΟΗΕ τη στήριξη της ΕΣΣΔ. Ο Μακάριος διαφωνούσε έντονα
με το σχέδιο και το ανακοίνωσε στον Γ. Παπανδρέου. Στη διάρκεια των
διαπραγματεύσεων η Εθνική Φρουρά κατόπιν διαταγής του Γεώργιου Γρίβα
επιτέθηκε στον τουρκοκυπριακό θύλακα, στο χωριό Κόκκινα. Κατά πολλούς
αμφιλεγόμενη και αψυχολόγητη κίνηση. Την 7η Αυγούστου η τουρκική
αεροπορία απάντησε βομβαρδίζοντας με ναπάλμ κοινότητες της Τηλλυρίας
και οι τουρκικές δυνάμεις επέκτειναν τις θέσεις τους στον τουρκοκυπριακό
θύλακα. Οι δυο ενέργειες στοίχισαν σε αίμα και νεκρούς.
Τα σχέδια της Τουρκίας όπως είπαμε ήδη, σε εκείνη τη φάση αποτράπηκαν
λόγω παρέμβασης των ΗΠΑ αλλά και της ΕΣΣΔ, από την οποία ζητήθηκε
στρατιωτική βοήθεια εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης. Ο Ίδιος ο Νικήτα
Χρουστσόφ κάλεσε την Τουρκία να τερματίσει τις επιθετικές ενέργειες. Εν
μέσω διαβουλεύσεων στη Γενεύη, ο Γ. Παπανδρέου μέσω του υπ. Άμυνας
Γαρουφαλιά εισηγήθηκε, με τη συμφωνία του βασιλιά Κωνσταντίνου, να
10
ανακηρύξουν μονομερώς την ένωση με την Ελλάδα μέσω των κοινοβουλίων
των δυο χωρών. Ο Μακάριος έθεσε δύσκολους όρους. Γνωρίζοντας ότι πίσω
από την πρόταση ήταν οι Αμερικανοί, ζήτησε να μην υπάρξουν εδαφικά
ανταλλάγματα στην Τουρκία, αλλά και την κατάργηση των βρετανικών
βάσεων. Ο Παπανδρέου μετά από παλινδρομήσεις απέρριψε το σχέδιο
Άτσεσον στις 22 Αυγούστου 1964. Αυτό όμως είναι η επίσημη εκδοχή. Όπως
θα δούμε παρακάτω, σύμφωνα με τα έγγραφα και την αλληλογραφία τα
πράγματα ίσως έγιναν αλλιώς.
Ο Γ. Παπανδρέου χρέωνε την αποτυχία στον Μακάριο, αφού έλεγε ότι
«δεν αρνείσαι μια πολυκατοικία επειδή σου ζητάνε τη σοφίτα και μάλιστα με
ενοίκιο». Αυτό ειπώθηκε γιατί μια από τις προτάσεις του σχεδίου Άτσεσον
ήταν να μισθώσει η Τουρκία έδαφος στην Καρπασία για να εγκαταστήσει
βάσεις (Χρυσάνθου 2006). Ο Μακάριος όμως γνώριζε ότι με την αποδοχή
ύπαρξης τουρκικών στρατιωτικών βάσεων στο νησί, η Κύπρος θα ήταν έρμαιο
της Άγκυρας, η οποία με αφορμή κάποιο επεισόδιο θα μπορούσε να
καταλάβει κυπριακά εδάφη, να μεταφέρει τους Τουρκοκύπριους και να
προχωρήσει στην διχοτόμηση, την οποία ποτέ δεν εγκατέλειψε ως επιδίωξη.
Καταλάβαινε ότι το ζητούμενο για την Αμερική δεν ήταν η Κύπρος άμεσα,
αλλά η διατήρηση της ισορροπίας και της ηρεμίας στην περιοχή. Αν αυτό
επίτασσε να βρίσκεται η Τουρκία μέσα στη Μεγαλόνησο, αυτό θα γινόταν. Μη
θέλοντας λοιπόν να φανεί ανθενωτικός, έβαλε σκληρούς όρους για την ένωση,
οι οποίοι αν γίνονταν δεκτοί είχε καλώς, ειδάλλως θα έπρεπε να βρεθεί άλλη
λύση. Κατηγορήθηκε για την διφορούμενη στάση του. Υπήρχε όμως
περίπτωση η Τουρκία να δεχθεί ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ακόμη και
με ανταλλάγματα σαν τα ανωτέρω; Σύμφωνα με απόψεις αυτό δεν ήταν
δυνατόν.
Στην πραγματικότητα το σχέδιο Μπολ - Άτσεσον στην ουσία του ήταν
διχοτομικό. Η Αθήνα ουσιαστικά είχε εγκαταλείψει το ζήτημα της ένωσης από
το 1957 τουλάχιστον και κάτι τέτοιο αποτυπώθηκε στις συμφωνίες Ζυρίχης
Λονδίνου το 1959, όταν πίεζε τον Μακάριο να τις αποδεχθεί. Από το 1964 και
μετά όποια αναφορά στην ένωση ήταν ουσιαστικά βήμα για τον διαμελισμό
της Κύπρου. Οι Αμερικανοί από εκείνη τη χρονιά και έπειτα μιλούσαν για
«διπλή ένωση» (Ευρυβιάδης 2002) και είναι σαφές το τι εννοούσαν. Όμως η
ελληνική διπλωματία το εκλάμβανε ως προσφορά για ένωση. Δεν είναι τυχαίο
11
ότι ο ίδιος ο Γρίβας, ως ο πλέον ενωτικός, απέρριπτε το σχέδιο Άτσεσον ως
διχοτομικό. Το ίδιο και ο υπέρ της ένωσης τύπος της Κύπρου, καθώς και η
εφημερίδα Εστία της Αθήνας.
Ο Γρίβας άλλαξε στάση και θεώρησε το σχέδιο ενωτικό, όταν ήρθε σε
συνδιαλλαγή με τον υφυπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Τζόρτζ Μπολ για
πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου. Το δήλωσε καθαρά το 1970, όταν
προετοίμαζε την οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, λίγο πριν πάει εκ νέου στην Κύπρο. Ο
προαναφερόμενος ενωτικός Τύπος άλλαξε και αυτός στάση.
Σύμφωνα με ισχυρισμούς, οι οποίοι βασίζονται στα αρχεία και τις
επιστολές, η τελική φόρμα του σχεδίου Άτσεσον έγινε εν τέλει αποδεκτή από
την Ελληνική πλευρά με επιστολή προς τον Ντιν Άτσεσον την 22α Αυγούστου
1964, ενώ η τουρκική πλευρά απέρριψε τελικά το σχέδιο την 28η Αυγούστου
1964 μέσω επιστολής προς τον Άτσεσον από τον Τούρκο υπουργό
εξωτερικών Erkin (Ευρυβιάδης 2002). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η
γεμάτη αντιφάσεις και παλινδρομήσεις πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης
τότε (Φάκελος Κύπρου, 2018), είναι δυνατόν να δυσκολεύει ακόμη και σήμερα
τον μελετητή να καταλήξει ως προς τον στόχο και τις επιδιώξεις της, δίχως
αυτό να σημαίνει κακή πρόθεση. Πάντως ακόμη και σήμερα επιβιώνει ο μύθος
της «χαμένης ευκαιρίας» του σχεδίου Άτσεσον (Ευρυβιάδης 2002 & 2007).
Γιατί όμως αφού το σχέδιο Άτσεσον προωθούσε στην πραγματικότητα τη
διχοτόμηση, μια τουρκική επιδίωξη, η Τουρκία δεν δέχθηκε την τελική φόρμα
του σχεδίου;
Η απάντηση είναι απλή. Μολονότι η τελική φόρμουλα προέβλεπε ότι το 5%
του εδάφους της Κύπρου στην περιοχή της Καρπασίας θα παραχωρούνταν
υπό μίσθωση για τη δημιουργία τουρκικών βάσεων (Χρυσάνθου 2006),
υπήρχαν προγενέστερες μορφές σχεδίων από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο
(με ένα από τα σχέδια) σε απάντηση των απαιτήσεων των Τούρκων για
αυτόνομες περιοχές στη Μεγαλόνησο και ανταλλαγή των πληθυσμών,
παραχωρούσε ένα τμήμα της Κύπρου μεγαλύτερο από το 7% του εδάφους
που η Τουρκία κατέλαβε στην πρώτη φάση της εισβολής το 1974 (Αττίλας 1).
Ο Μπολ προωθούσε άλλωστε διχοτόμηση και το είχε δηλώσει. Είναι γεγονός
ότι το σχέδιο Άτσεσον είχε προέλθει από την πρόταση του Γ. Παπανδρέου για
Ένωση, αλλά ο Μπολ με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον
αρχικά κατέστρωσαν σχέδιο διαμοιρασμού του νησιού μεταξύ Ελλάδας και
12
Τουρκίας. Ουσιαστικά δηλαδή επρόκειτο για καθαρή διχοτόμηση ( O’ Malley
2008 & Ευρυβιάδης 2002) . Η τελική φόρμουλα δεν ήταν προφανώς το ίδιο
καλή και η Τουρκία την απέρριψε, διότι επιθυμούσε άμεση κυριαρχία
(Φάκελος Κύπρου 2018). Αν εδώ προστεθεί και το στοιχείο που λέει ότι μια
από τις προτάσεις ήταν και η αλλαγή κυριαρχίας στο Καστελόριζο, πρόταση
που λέγεται ότι ίσως να αποδεχόταν ο Γ. Παπανδρέου με αντάλλαγμα τη
Μεγαλόνησο (Beaton, 2020), γίνεται περισσότερο αντιληπτή η στάση της
Τουρκίας.
Με τα δεδομένα που γνωρίζουμε τώρα, το σχέδιο ίσως και να
εξυπηρετούσε επαρκώς την Τουρκία, η οποία θα έβαζε πόδι στην Κύπρο με
πολύ πιο ισχυρές δυνάμεις από αυτές της ΤΟΥΡΔΥΚ, άμεσα και ουσιαστικά
μόνιμα, παρά την τυπική προσωρινότητα της εκμίσθωσης εδάφους για μια
πεντηκονταετία. Ο Μακάριος, είπαμε ήδη, ότι ίσως το προέβλεπε και φοβόταν
ότι αυτό σήμαινε επίσης διχοτόμηση μετά από οποιαδήποτε αφορμή. Γι’ αυτό
και έδειξε μια αρνητική στάση στα σχέδια που εκπορεύονταν από το ΝΑΤΟ,
δηλαδή τις ΗΠΑ. Όμως υπήρχαν προφανώς και άλλοι λόγοι.

6. Η προσπάθεια ισορροπίας του Μακάριου μεταξύ αντίρροπων


δυνάμεων. Το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η εσωτερική κατάσταση
της Κύπρου.

Ο Μακάριος με βάση τη θέση της Κύπρου ως νεοανεξάρτητο κράτος που


έπρεπε να απαλλαγεί από τα μεταποικιακά δεσμά, πίστευε ότι τουλάχιστον
για εκείνη την περίοδο ήταν προς το συμφέρον της Μεγαλονήσου να έχει μια
θέση ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου. Η Κύπρος λοιπόν
εντάχθηκε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων και σύναψε συμμαχίες με χώρες
όπως η Αίγυπτος και η Γιουγκοσλαβία. Ο Μακάριος μάλιστα δήλωνε ότι το
νησί δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στον βομβαρδισμό αραβικών χωρών,
οι οποίες βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Ισραήλ.
Ο Μακάριος προσπαθούσε να βάλει την Κύπρο στον δρόμο της εθνικής
κυριαρχίας, της πολιτικής ανεξαρτησίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Όπως
είδαμε χρησιμοποίησε το «αντίπαλο δέος» ζητώντας στήριξη από την ΕΣΣΔ.
Δίχως να εγκαταλείψει την προοπτική της αυτοδιάθεσης που θα οδηγούσε
στην ένωση, αντιλαμβανόταν ότι η σωτηρία της Κύπρου περνούσε μέσα από
13
τη διασφάλιση της κρατικής της υπόστασης. Απέτρεψε εκείνη τη χρονική
περίοδο τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επαπειλούμενη
τουρκική εισβολή.
Το πρόβλημα με την πολιτική του ήταν οι παλινδρομήσεις. Ο Μακάριος δεν
μπορούσε να αρνηθεί το όραμα της ένωσης, διότι θα έπρεπε να αρνηθεί τις
πεποιθήσεις, το παρελθόν και τον εαυτό του (Χρυσάνθου 2006). Μολαταύτα
γνώριζε ότι η επιβίωση της Κύπρου ήταν συναρτώμενη από τη διατήρηση της
κυπριακής πολιτικής ανεξαρτησίας. Στην παρούσα στιγμή όμως δεν
μπορούσε να το πει ανοικτά και για τον λόγο που αναφέραμε, αλλά και γιατί
κατηγορήθηκε από ενωτικούς ως «επίορκος της ένωσης». Ίσως θα έπρεπε να
είναι πιο σαφής. Ήταν όμως δύσκολο. Οι πιέσεις για ένωση
πραγματοποιήθηκαν με τον τρόπο που αναφέραμε (πρόταση του Γ.
Παπανδρέου για μονομερή ανακήρυξη της ένωσης από τα δυο κοινοβούλια,
αλλά και με το σχέδιο Άτσεσον) και ο Μακάριος έπρεπε να ισορροπήσει.
Γνώριζε ότι η ειρηνική συνύπαρξη με το τουρκοκυπριακό στοιχείο ήταν
απαιτούμενη συνθήκη. Η ενωτική παράταξη (μέσω και του Γρίβα) πίεζε. Οι
δυνάμεις που στήριζαν τον Μακάριο (όλο το πολιτικό φάσμα, από τη δεξιά
έως την αριστερά) στήριξαν αυτή την πολιτική διγλωσσία. Πάντως χάρη σε
αυτήν την πολιτική και σε αυτές τις στρατηγικές επιλογές οφείλεται το ότι η
Άγκυρα, παρότι υλοποίησε ένα μέρος των στόχων της, εκείνη τη χρονική
στιγμή απέτυχε να ολοκληρώσει το σχέδιό της. Επιπρόσθετα κατάφερε με τις
επιλογές της να σπρώξει σε αυτοαπομόνωση τους Τουρκοκύπριους και να
αφήσει στα χέρια των Ελληνοκυπρίων όλο το κράτος.
Ο Μακάριος πάντως προσπάθησε να βάλει τάξη και στα εσωτερικά της
Κύπρου. Η κατάσταση παρέμενε χαώδης. Στις 2/12/1964 κατήγγειλε δημόσια
την ύπαρξη και τη δράση παρακρατικών οργανώσεων. Η δράση τους
μπορούσε να οδηγήσει την Κύπρο σε περιπέτειες. Νωρίτερα είχε ιδρύσει την
Εθνική Φρουρά και σε συνεργασία με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ο οποίος
ήταν υπουργός εξωτερικών και υπουργός άμυνας, θα προσπαθούσε να
αντιμετωπίσει το ζήτημα. Ο Γιωρκάτζης όμως ήταν ταυτόχρονα αρχηγός της
Εθνικής Οργάνωσης Κύπρου, στην οποία συμμετείχαν οι Τάσσος
Παπαδόπουλος και Γλαύκος Κληρίδης. Με το σχέδιο «Ακρίτας» (ήταν και
ψευδώνυμο του ίδιου του Γιωρκάτζη), η Οργάνωση έκανε λόγο για την
αντιμετώπιση της «τουρκικής ανταρσίας». Αποτελεί αντικείμενο της ιστορικής
14
έρευνας το αν ο Μακάριος γνώριζε για την Οργάνωση ή αν και πόσο
εμπλεκόταν (Χρυσάνθου 2006). Στο μεταξύ η TΜΤ (Τουρκική Οργάνωση
Αντίστασης) δολοφόνησε στελέχη της αριστεράς, ανεξάρτητα από την
εθνοτική τους καταγωγή, για να φιμώσει τις φωνές της ειρηνικής συνύπαρξης.
Εκτός όμως από τον τουρκοκυπριακό εθνικισμό, ενδυναμώθηκε και ο
ελληνοκυπριακός. Ο Μακάριος ήταν προφανώς το κόκκινο πανί για τους
ενωτικούς. Οι ανησυχίες για τον ίδιο τον Μακάριο εντάθηκαν όταν υπήρξε η
καταγγελία για απομάκρυνσή του μέσω πραξικοπήματος. Η καταγγελία είχε
γίνει από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η κατάσταση θεωρήθηκε κρίσιμη. Εδώ
αξίζει να αναφέρουμε ότι η Αμερική ευνοούσε την ανατροπή του Μακάριου
από τον ελληνικό στρατό και την επιβολή του αναφερθέντος σχεδίου. Ο Γ.
Παπανδρέου όμως ακολούθησε μετριοπαθή στάση, εκτιμώντας ότι μια τέτοια
σύγκρουση θα είχε αβέβαιο αποτέλεσμα και επιπτώσεις στην εσωτερική
πολιτική κατάσταση, αλλά και έναντι της Τουρκίας, της οποίας η αντίδραση
δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί (Ριζάς & Στεφανίδης 2003). Ο Γ.
Παπανδρέου δηλαδή είχε αναλογιστεί πιθανές συνέπειες που το μετέπειτα
χουντικό καθεστώς παρέβλεψε συστηματικά.
Ο Μακάριος λοιπόν ήταν στόχος για τις ΗΠΑ και κατά συνέπεια και για το
ΝΑΤΟ, διότι όπως είδαμε είχε λόγους να μη θέλει λύση νατοϊκής έμπνευσης,
αλλά και για τις σχέσεις του με τους Αδέσμευτους. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία
έβλεπαν την Κύπρο ως αβύθιστο αεροπλανοφόρο αλλά και ως
τηλεπικοινωνιακό κόμβο με σταθμούς παρακολούθησης λόγω της γειτνίασής
της με περιοχές όπως η Διώρυγα του Σουέζ, και τα πετρέλαια της Μέσης
Ανατολής και οι ενέργειές τους αποσκοπούσαν στο να διατηρηθούν οι
στρατιωτικές τους βάσεις. Άρα οι δυνάμεις αυτές επιθυμούσαν να διατηρεί τον
έλεγχο στην περιοχή το ΝΑΤΟ και να διασφαλιστεί ότι, λόγω της στρατηγικής
επιλογής του Μακάριου να προσεγγίσει τους Αδέσμευτούς, δεν επρόκειτο η
Μεγαλόνησος να μεταβληθεί σε «Κούβα της Μεσογείου». Το ΝΑΤΟ λοιπόν
υπέθαλπε την επιθετική πολιτική της Άγκυρας και γι’ αυτό θεωρείται ως ο
ηθικός αυτουργός για τα κυπριακά δεινά.
Για τους ανωτέρω όμως λόγους υπάρχει φυσικά και μια διαφορετική
ανάγνωση: ότι η απόπειρα ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων πόλων, με την
επιλογή της πολιτικής ευθυγράμμισης με το Τρίτο Κόσμο (Αδέσμευτοι) και με
τη χρήση του «αντιπάλου δέους» της ΕΣΣΔ από τον Μακάριο, ήταν μια
15
ατυχής πολιτική, η οποία δεν «διάβαζε» σωστά, ή πιο απλά ερμήνευσε
λανθασμένα και δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την κατάσταση του
διεθνούς συστήματος. Η διεθνής κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως πολωμένη. Καθ’
όλη τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης, μέχρι και την εισβολή του 1974,
υπήρχαν διεθνή γεγονότα που το καταδείκνυαν (κρίση του Βερολίνου, της
Κούβας, εμπλοκή ΗΠΑ στο Βιετνάμ και δυο αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι) και γι’
αυτό ΗΠΑ και Βρετανία δεν επιθυμούσαν να ρισκάρουν στην Κύπρο (ειδικά οι
ΗΠΑ μετά την «απώλεια» της Κούβας), ποντάροντας στο «μαξιλάρι» που
είχαν στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, δηλαδή την Τουρκία. Όμως και η
Σοβιετική Ένωση στην πραγματικότητα δεν θα ρίσκαρε την εμπλοκή της σε
μια περιοχή, η οποία θεωρούνταν ότι ανήκε στη σφαίρα επιρροής του
αντιπάλου (Κουσκουβέλης 2013).
Αυτή η πρόθεση της ΕΣΣΔ φάνηκε ξεκάθαρα στις αρχές της δεκαετίας του
70, όταν η ένταση του Ψυχρού Πολέμου μπήκε σε ύφεση. Τότε ενδεχομένως
φάνηκε ότι ήταν λάθος, που ο Μακάριος δεν αντελήφθη έγκαιρα, για ένα μικρό
κράτος να μην έχει πάρει ξεκάθαρη θέση αφενός, αλλά και να ποντάρει σε
πιθανή στρατιωτική στήριξη από κάποια δύναμη που δεν είχε διάθεση να τη
δώσει. Με λίγα λόγια δεν ήταν λάθος του Μακάριου η μαχητικότητα υπέρ της
κυπριακής ανεξαρτησίας κατά πάντων, αλλά η αντιφατική πολιτική που δεν
έδινε σιγουριά στο δυτικό μπλοκ και εν προκειμένω στις ΗΠΑ και στη
Βρετανία, ότι δεν είχε (και δεν την είχε) την πρόθεση να προσχωρήσει στο
ανατολικό μπλοκ (Κουσκουβέλης 2013).
Κατά τα λοιπά, λόγω της κατάστασης το 1965 ο ΟΗΕ διόρισε ειδικό
μεσολαβητή (Γκάλο Πλάζα), ο οποίος απεφάνθη ότι μόνο με τις πρόνοιες του
καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ θα μπορούσε να βρεθεί λύση. Ο Γκάλο Πλάζα
τόνισε ότι η όποια λύση θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της
πλειοψηφίας του κυπριακού λαού, ενώ την ίδια ώρα θα έπρεπε να διασφαλίζει
τα δικαιώματα τόσο της πλειοψηφίας, όσο και της μειοψηφίας. Ο Πλάζα
απέρριπτε ταυτόχρονα τον διαχωρισμό των κοινοτήτων και πρότεινε τρόπους
για τη διασφάλιση των Τουρκοκυπρίων. Η μεσολάβηση του Πλάζα ναυάγησε
λόγω της τουρκικής αρνητικής στάσης και οι τουρκοκύπριοι παρέμειναν
κλεισμένοι στους διάσπαρτους θύλακες που δημιούργησαν.

16
7. Επιβολή δικτατορίας στην Ελλάδα και οι πρώτες συνέπειες για
την Κύπρο.

Το 1967 η ελληνική πολιτική κρίση που σοβούσε ήδη αρκετά χρόνια,


κλιμακώθηκε με την επιβολή της δικτατορίας. Για τη διεθνή απομόνωση του
καθεστώτος αλλά και τα στήριξη από τις ΗΠΑ θα μιλήσουμε παρακάτω. Στην
Κύπρο οι ενωτικοί είδαν ευνοϊκά την εξέλιξη, λόγω της ρητορικής της χούντας.
Το ζήτημα είναι ότι η χούντα χρειαζόταν μια επιτυχία για να εδραιωθεί στη
συνείδηση του λαού. Έξι μήνες λοιπόν μετά την κατάληψη της εξουσίας
προκάλεσε συνάντηση ανωτάτου επιπέδου των κυβερνήσεων Ελλάδας και
Τουρκίας οι οποίες έλαβαν χώρα την 9η και 10 Σεπτεμβρίου 1967 στην
Κεσσάνη και την Αλεξανδρούπολη. Η συνάντηση έγινε δίχως ατζέντα, χωρίς
στοιχειώδη προετοιμασία, με ακαθόριστο σκοπό και, κυρίως, ερήμην της
κυπριακής ηγεσίας, της οποίας δεν ζητήθηκε η συγκατάθεση και η έγκριση.
Επίσης η συνάντηση έγινε παρά τις αντιρρήσεις των ελληνικών διπλωματικών
υπηρεσιών (Φάκελος Κύπρου, 2018). Αφέλεια και άγνοια του κυπριακού
ζητήματος μαζί με μια θολή αντίληψη της πραγματικότητας οδήγησαν την
ελληνική αντιπροσωπία (με τύποις επικεφαλής τον «πρωθυπουργό» Κόλλια
και ουσιαστικό επικεφαλής τον Παπαδόπουλο) σε φιάσκο.
Επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας ήταν ο Ντεμιρέλ. Η ελληνική
αντιπροσωπία ισχυρίστηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ του χουντικού
υπουργού εξωτερικών, ναυάρχου ε. α. Ιωάννη Τούμπα και του ομολόγου του
Τσακλαγιαγκίλ, βάσει της οποίας θα έπρεπε η Τουρκία να αποδεχθεί ένωση
της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι ανταλλαγμάτων (πχ στρατιωτική βάση,
όπως στο Σχέδιο Άτσεσον). Οι Τούρκοι αντιπρότειναν διχοτομικές λύσεις και
οι συνομιλίες κατέρρευσαν. Ο τότε πρέσβης της Αμερικής Στερνς χαρακτήρισε
τη χουντική απόφαση για τη συνάντηση «παράφρονα και επιπόλαιη ενέργεια»
(Φάκελος Κύπρου, 2018). Η συνάντηση έληξε άδοξα και η χούντα βρέθηκε σε
δύσκολη θέση λόγω της διπλωματικής γκάφας που διέπραξε (Χρυσάνθου
2006).

17
Μετά την πανωλεθρία στις διμερείς διαπραγματεύσεις με την Τουρκία η
χούντα αποφάσισε να επιδείξει πολιτική πυγμής στην Κύπρο. Πράγματι η
Εθνική Φρουρά υπό τον στρατηγό Γρίβα πραγματοποίησε τον Νοέμβριο του
1967 εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με αποκορύφωμα την επίθεση στο χωριό
Κοφίνου, όπου με υπερβολική χρήση βίας σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και
ένας Ελληνοκύπριος. Η Τουρκία απείλησε με μονομερή επέμβαση και
πόλεμο. Για άλλη μια φορά αυτό ματαιώθηκε με επέμβαση των ΗΠΑ αλλά με
μεγάλο τίμημα για την Ελλάδα και τη Μεγαλόνησο. Με προτροπή του Σάιρους
Βάνς, ειδικού απεσταλμένου του Λίντον Τζόνσον, η Χούντα επιχειρώντας να
κατευνάσει την Τουρκία, έσπρωξε τη χώρα σε μια ακόμη δεινή διπλωματική
ήττα: υποχωρώντας άτακτα, απέσυρε την ελληνική μεραρχία που είχε στείλει
το 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου, δίχως όμως να επιδιώξει και να
εξασφαλίσει τουρκικές εγγυήσεις ή υποσχέσεις για τον σεβασμό της
κυπριακής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου. Η
συγκεκριμένη ενέργεια χαρακτηρίστηκε από την Ερευνητική Επιτροπή της
Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου ως «πράξη εθνικής
ντροπής» (Φάκελος Κύπρου 2018 & Χρυσάνθου 2006).
Αποδυνάμωσε πλήρως την άμυνα της Μεγαλονήσου, κίνηση που θα
αποδεικνυόταν ολέθρια όπως θα δούμε παρακάτω, αφού η Αθήνα στερήθηκε
των όποιων θεωρητικών στρατιωτικών πλεονεκτημάτων είχε στο νησί και
ενταφίασε φυσικά κάθε επιδίωξη για πιθανή ένωση οριστικά (Ριζάς 2006 &
Υφαντής 2018). Για να αντιληφθούμε το γεγονός, θα πρέπει να πούμε εδώ τι
πίστευαν οι ίδιοι οι Αμερικανοί για τις δυνατότητες των ελληνικών δυνάμεων
στην Κύπρο, με την παρουσία της Μεραρχίας. Παρότι πίστευαν ότι στη Θράκη
και στο ανατολικό Αιγαίο η Τουρκία σε περίπτωση σύρραξης θα ήταν σε
πλεονεκτική θέση, στην Κύπρο θα είχε μόνο αεροπορική υπεροχή, η οποία
όμως δεν θα μπορούσε να γύρει την πλάστιγγα υπέρ της. Το 1967 η Τουρκία
δεν διέθετε δυνατότητες διεξαγωγής και υποστήριξης μείζονος αποβατικής και
αεραποβατικής επιχείρησης κατά της Κύπρου (Χουρχούλης 2016). Εκτός
λοιπόν της σαφούς αποδυνάμωσης της αμυντικής ικανότητας της Κύπρου,
δόθηκε συν τοις άλλοις επαρκής χρόνος στην Άγκυρα να ενδυναμώσει το
δυναμικό της τόσο υλικά, όσο και ηθικά αλλά και να αναβαθμίσει τους, τρόπον
τινά, διοικητικούς θεσμούς των Τουρκοκυπρίων τα επόμενα επτά έτη
(Φάκελος Κύπρου 2018).
18
Οι ελληνικές δυνάμεις, παρότι δεν θα μπορούσαν να υπολογίσουν σε
ενισχύσεις από την Ελλάδα, υπερείχαν ποσοτικά και ποιοτικά τόσο της
ΤΟΥΡΔΥΚ, όσο και των ένοπλων τουρκοκυπρίων. Τα επόμενα επτά χρόνια
αυτή η κατάσταση άλλαξε ριζικά υπέρ τη Τουρκίας, τόσο στην Κύπρο, όσο και
πέριξ του θαλάσσιού και εναέριου χώρου της, με χρονικό σημείο καμπής,
όπως ήδη είπαμε, την άτακτη χουντική υποχώρηση μετά το διπλωματικό
φιάσκο των συναντήσεων του Έβρου και την απόσυρση της ελληνικής
μεραρχίας, παρότι η τελευταία ήταν αμέτοχη στην αιματοχυσία στην Κοφίνου
(Χουρχούλης 2016). Η ικανοποίηση των απαιτήσεων της Τουρκίας, καθ’
υπόδειξη της αμερικανικής κυβέρνησης, κατέδειξε επίσης για όσους το
καταλάβαιναν ότι η Αθήνα δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί την Κύπρο
(Στεφανίδης 2008). Η συμπεριφορά της χούντας σε αυτό το πεδίο, έδειχνε
ξεκάθαρα, όπως είπαμε ήδη, τις σχέσεις εξάρτησης που είχε με τις ΗΠΑ, οι
οποίες ενδιαφέρονταν μόνο για την ηρεμία στην περιοχή, ανεξάρτητα από το
τι θα συνέβαινε και υπέρ ποίου, καθώς και την εξασφάλιση της θέσης και της
ακεραιότητας του ΝΑΤΟ.

8. Κυπριακές (πολιτικές και μη) παρατάξεις, ανώμαλη κατάσταση


και οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο.

Την ίδια χρονική περίοδο, η Κύπρος ήταν χωρισμένη σε δυο βασικές


ιδεολογικοπολιτικές παρατάξεις. Η μία προέκρινε την επιλογή της αδέσμευτης
πολιτικής και ανεξαρτησίας της κυπριακής κρατικής οντότητας. Το πολιτικό
φάσμα που υποστήριξε αυτή τη στρατηγική επιλογή και τάχθηκε στο πλευρό
του Μακάριου ήταν ευρύτατο: περιελάμβανε την κομμουνιστική αριστερά και
το ΑΚΕΛ, την Κεντροαριστερά, την Κεντροδεξιά και τη Δεξιά, καθώς και
στελέχη της ΕΟΚΑ με εθνοκεντρική ιδεολογία, τα οποία όμως θεωρούσαν τον
στόχο της ένωσης επικίνδυνο και ανέφικτο.
Η άλλη παράταξη ήταν οι απομείνασες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες
παρέμεναν με φανατισμό προσκολλημένες στον στόχο της ένωσης και της
ενσωμάτωσης της Κύπρου στη Μητέρα Πατρίδα, δίχως υπολογισμό των
πιθανών κινδύνων ή των θυσιών. Αυτές οι δυνάμεις προέρχονταν από την
ΕΟΚΑ κυρίως, δεν είχαν ενιαία και συγκροτημένη πολιτική για τον τρόπο
19
επίτευξης του στόχου της ένωσης και απέρριπταν την αναγνώριση της
πραγματικότητας και των συνθηκών που είχαν δημιουργηθεί με την ίδρυση
του κυπριακού κράτους. Πραγματικός ηγέτης αυτής της πλευράς ήταν ο Γ.
Γρίβας.
Η ανώμαλη κατάσταση που υπήρχε από το 1963 είχε οδηγήσει
αναμφισβήτητα σε δημοκρατικό έλλειμμα. Οι αναβολές των προεδρικών και
βουλευτικών εκλογών ήταν συνεχείς. Δίχως δημοκρατική νομιμοποίηση καμιά
παράταξη δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι εκπροσωπούσε με την πολιτική και
την κατεύθυνσή της την πραγματική επιδίωξη του κυπριακού λαού. Οι
προεδρικές εκλογές προκηρύχθηκαν για τον Φεβρουάριο του 1968. Ένα μήνα
νωρίτερα ο Μακάριος, πραγματοποιώντας ουσιαστικά την προγραμματική του
διακήρυξη, για πρώτη φορά παραδέχθηκε ότι ο στόχος της ένωσης (το
ευκταίον) δεν συμπίπτει με το «εφικτόν», προκειμένου να λυθεί το αδιέξοδο.
Στις εκλογές υποψήφιοι ήταν ο ίδιος και από την ενωτική παράταξη ο
ψυχίατρος Τάκης Ευδόκας. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό: ο Μακάριος
επανεξελέγη με ποσοστό 95,45% ενώ ο Τάκης Ευδόκας έλαβε μόλις 3,7%
των ψήφων. Το πρώτο βήμα για την κάλυψη των δημοκρατικών ελλειμμάτων
είχε γίνει. Το επόμενο ήταν η διαμόρφωση πολιτικών σχηματισμών και
κομμάτων, διότι το μόνο οργανωμένο κόμμα που υπήρχε ήταν το ΑΚΕΛ.
Δημιουργήθηκαν λοιπόν πολιτικοί σχηματισμοί, μερικοί εκ των οποίων
επιβιώνουν ως σήμερα, σε όλο το πολιτικό φάσμα, στη πλειοψηφία τους
φιλομακαριακοί και σε κάποιες περιπτώσεις διχασμένοι μεταξύ
φιλομακαριακών και ενωτικών (περίπτωση Ενιαίου Κόμματος με ιδρυτές τον
Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και τον Τάσσο Παπαδόπουλο).
Η πολιτική του «εφικτού» ξεκίνησε με την προσπάθεια του Μακάριου να
επαναπροσεγγίσει την τουρκοκυπριακή πλευρά, υλοποιώντας μέτρα «καλής
θέλησης» τα οποία περιλάμβαναν: Αμνηστία για όσους συμμετείχαν στην
«τουρκανταρσία». Οικονομικά κίνητρα για να εγκαταλειφθούν οι θύλακες.
Κατάργηση των περιορισμών και των σημείων ελέγχου που υπήρχαν μετά τις
συγκρούσεις του 1963 -1964 και ελεύθερη διακίνηση. Η τουρκοκυπριακή
ηγεσία δεν ανταποκρίθηκε. Συνέχισε να απαγορεύει στους Ελληνοκύπριους
την είσοδο στους θύλακες, οι οποίοι τελούσαν υπό την τρομοκρατία της TMT
και παρέμεινε προσκολλημένη στην πολιτική της διχοτόμησης. Σε τέτοιο κλίμα

20
ξεκίνησαν οι διακοινοτικές συνομιλίες για το Κυπριακό, τον Ιούνιο του 1968
(Χρυσάνθου 2006).
Η πολιτική του «εφικτού» που εφάρμοζε ο Μακάριος, επέσυρε την μήνιν
της ενωτικής παράταξης. Ένα μήνα μετά τις εκλογές η οργάνωση «Εθνικό
Μέτωπο» ξεκίνησε έναν κύκλο τρομοκρατικών επιθέσεων που συνοψιζόταν
σε απόπειρες δολοφονίας (επιτυχημένες και αποτυχημένες) πολιτικών και
κομματικών στελεχών, αστυνομικών, δημοσιογράφων κλπ. Παράλληλα
προχώρησε σε βομβιστικές επιθέσεις και σε κλοπές στρατιωτικού υλικού και
εκρηκτικών. Το Εθνικό Μέτωπο κηρύχθηκε παράνομο με πρωτοβουλία του
Γλαύκου Κληρίδη, ο οποίος ήταν πρόεδρος της κυπριακής Βουλής. Εκκλήσεις
του Μακάριου για να παύσει η παράνομη δράση δεν εισακούστηκαν. Η
αστυνομία απέτυχε παταγωδώς να εξαρθρώσει την οργάνωση. Έπρεπε να
σημειωθεί, την 8η Μαρτίου του 1970, απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου (το
ελικόπτερο που μετέφερε τον Μακάριο στον Μαχαιρά για το ετήσιο
μνημόσυνο του Γρηγόρη Αυξεντίου) για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για
το τέλος της οργάνωσης. Πριν συμβεί αυτό, άγνωστοι δολοφόνησαν τον τέως
υπουργό Εσωτερικών Πολυκαρπο Γιωρκάρζη. Ο Γιωρκάτζης είχε αποπεμφθεί
επειδή είχε εμπλοκή στη χορήγηση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων στον
Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο.
Φήμες ήθελαν τον Γεωρκάτζη εμπλεκόμενο στην απόπειρα κατά του
Μακάριου. Ο ίδιος είχε όμως δηλώσει την πρόθεσή του να αποκαλύψει ποιοι
αξιωματικοί της χούντας εμπλέκονταν. Δεν πρόλαβε διότι δολοφονήθηκε από
αγνώστους, με ενδείξεις εμπλοκής της χούντας. Η υπόθεση δεν
διαλευκάνθηκε ποτέ.
Ο Μακάριος επίσης δεν αποδέχθηκε την αξιοπιστία εγγράφων που του
παρέδωσε ο συνεργάτης του Γιωρκάτζη Κυριάκος Πατατάκος, τα οποία
καταδείκνυαν την πρόθεση χουντικών αξιωματικών για διενέργεια
πραξικοπήματος τον Μάιο. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν αυτό το έκανε επειδή
όντως τα έγγραφα ήταν πλαστά ή για να μη δώσει αφορμή αντίδρασης στο
καθεστώς της Αθήνας. Σε αυτό το κλίμα εξαρθρώθηκε το Εθνικό Μέτωπο και
φυλακίστηκαν 21 άτομα. Αποδείχθηκε ότι η οργάνωση ήταν ένα
συνονθύλευμα εχθρών του Μακάριου και φανατικών της ένωσης. Φάνηκε
επίσης η στήριξη χουντικών αξιωματικών (Χρυσάνθου 2006).

21
Στις 5 Ιουλίου του 1970 διενεργήθηκαν μόλις οι δεύτερες βουλευτικές
εκλογές τα τελευταία 10 χρόνια, λόγω συνεχών αναβολών που επέβαλε η
συνεχής έκρυθμη κατάσταση. Η κυριαρχία του Μακάριου και της
φιλομακαριακής παράταξης ήταν απόλυτη: Τα τέσσερα κόμματα που
στοιχίζονταν με τον Μακάριο (ΑΚΕΛ, Ενιαίον Κόμμα, ΕΔΕΚ, Προοδευτική
Παράταξη) απέσπασαν τη συντριπτική πλειοψηφία και το σύνολο των εδρών
πλην δυο που κατέλαβαν ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Το Δημοκρατικόν Εθνικόν
Κόμμα του Τάκη Ευδόκα, δεν εξέλεξε βουλευτές. Ουσιαστικά καταδείχθηκε με
τον πιο εμφατικό τρόπο ότι οι υπέρμαχοι της Ένωσης δεν είχαν καθόλου
ερείσματα στον κυπριακό λαό. Με αυτό δεν εννοείται φυσικά ότι η προοπτική
της ένωσης δεν ήταν το ζητούμενο για τον λαό, ούτε ότι όλοι οι υπέρμαχοι της
ένωσης ήταν ξένο σώμα. Λόγου χάρη ο Γρίβας ήταν ένα πρόσωπο αγαπητό.
Ένας ήρωας στα μάτια, όχι μόνο των Ελληνοκυπρίων, αλλά γενικότερα των
Ελλήνων.
Προφανώς ο τρόπος άσκησης της πολιτικής τους όμως, η οποία ήταν
πολεμική και εχθρική στα όρια του μίσους έναντι ενός λαοπρόβλητου ηγέτη
όπως ήταν ο Μακάριος, τον οποίο ακολουθούσε και εμπιστευόταν ο λαός
ανεξάρτητα από πολιτική – κομματική απόχρωση, ήταν μάλλον κάτι που
απωθούσε. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που μας μεταφέρει ο
καθηγητής Μάριος Ευρυβιάδης. Μας μεταφέρει τη μαρτυρία του Ευστάθιου
Λαγάκου, πρέσβη τότε της χούντας στην Κύπρο, ο οποίος προσπαθώντας να
πείσει τον πρόεδρο της ΕΣΕΑ (Επιτροπή Συντονισμού Ενωτικού Αγώνα) και
πρώην ανώτατο δικαστή Κύπρου Γεώργιο Βασιλειάδη για το ανεδαφικό της
ένωης, μας διηγείται τα εξής:
«Στο σημείο αυτό ο συνομιλητής μου έχασε εντελώς την
ψυχραιμία του και έξαλλος φώναξε με πάθος αυτά τα
φοβερά και ασυνάρτητα λόγια: “Να φύγει αυτός (ο
Μακάριος) κι εγώ ας βλέπω πίσω από τα σίδερα της
φυλακής να καίγεται η Λευκωσία” Η φράση αυτή, γεμάτη
μίσος και εμπάθεια, που χαράχτηκε στη μνήμη μου, ήταν το
απότομο τέλος ενός διαλόγου χωρίς νόημα. Και την ώρα
που αποχωρούσε από το γραφείο μου ο πρώην ανώτατος
δικαστής της Κύπρου, σκεφτόμουν με λύπη και κατήφεια:

22
“Ώστε αυτό είναι! Να φύγει ο Μακάριος. Και η ένωση;”»
(Ευρυβιάδης 2002).

Ο Λαγάκος τα γράφει αυτά στη μαρτυρία του Κυπριακό, 1950 - 1974 Μία
ενδοσκόπηση (Μαζί με τους Μενέλαο Αλεξανδράκη και Βύρωνα
Θεοδωρόπουλο το 1987, για την Ελληνική Ευρωεκδοτική). δίχως να
κατονομάζει τον Βασιλειάδη, αλλά αναφέρει ρητά την ιδιότητά του όπως
βλέπουμε (Ευρυβιάδης 2002).
Όμως γίνεται αντιληπτό και κάτι ακόμη: ότι η συντριπτική ετυμηγορία της
ψήφου δημιούργησε μειονεκτικές καταστάσεις για το δημοκρατικό πολιτικό
σύστημα. Λόγου χάρη ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εκτονώνονται οι
πολιτικές διενέξεις εντός των δημοκρατικών θεσμών, όπως γίνεται σε κάθε
προηγμένο κοινοβουλευτικό σύστημα. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί δικαιολογία
για όσους ενωτικούς προχώρησαν σε μεθόδους εκτροπής και τρομοκρατίας,
διότι όποιος διαφωνούσε για την αλλαγή πολιτικής του Μακάριου το 1968
(αυτής του «εφικτού, έναντι του «ευκταίου»), θα μπορούσε να διεξαγάγει
πολιτικό αγώνα για την ανατροπή της (Χρυσάνθου 2006). Όμως δυστυχώς
για την κοινωνικοπολιτική ζωή της Κύπρου, η μαρτυρία του Λαγάκου που
μεταφέρει ο Μάριος Ευρυβιάδης, όπως είδαμε ανωτέρω, είναι ενδεικτική της
κατάστασης και της τροπής που έλαβαν τα πράγματα.

9. Προσπάθεια επιβολής της χούντας με βάση τη θεωρία του


«Εθνικού Κέντρου». Σύγκρουση χούντας και Μακάριου.

Στις 3-4 Ιουνίου 1971, στην σύνοδο υπουργών εξωτερικών χωρών – μελών
του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα, πάρθηκαν αποφάσεις οι οποίες ήταν ευνοϊκές στον
παραμερισμό του Μακάριου (Χρυσάνθου 2006). Την ώρα που ο Μακάριος
επισκεπτόταν τη Μόσχα, οι υπουργοί εξωτερικών της Ελλάδας Χριστιανός
Ξανθόπουλος - Παλαμάς και της Τουρκίας Οσμάν Ολτσάι, συμφώνησαν με
ΝΑΤΟϊκές παροτρύνσεις να λύσουν το Κυπριακό στο πνεύμα του σχεδίου
Μπολ – Άτσεσον με βάση την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι
εδαφικών παραχωρήσεων στην Τουρκία (όπως είδαμε ποσοστό επί του
κυπριακού εδάφους και ίσως και έδαφος εκτός Κύπρου). Είναι γεγονός ότι
23
υπήρχε αμερικανική δυσαρέσκεια έναντι του Μακάριου, δυσαρέσκεια που
εκφραζόταν από τον Χένρι Κίσιντζερ. Η χούντα πλήρως ευθυγραμμισμένη με
τις ΗΠΑ, δεσμεύτηκε να λύσει το κυπριακό, δεχόμενη μάλιστα και τις
υποδείξεις της Τουρκίας, η οποία συνέστησε στον Παπαδόπουλο να παρέμβει
γιατί ο Μακάριος «παρακούει» (24/07/1971) (Χρυσάνθου 2006). Η Χούντα
υπέδειξε στον Μακάριο υποχωρητικότητα στις συνομιλίες με τους
τουρκοκύπριους, οι οποίες κρατούσαν από το 1968. Ο Μακάριος αρνήθηκε.
Τότε ο Παπαδόπουλος με επιστολή του (18/07/1971) απείλησε ότι θα πάρει
«πικρά μέτρα», εφόσον ο Μακάριος δεν αναγνώριζε το δικαίωμα της Αθήνας
ως «εθνικού κέντρου» να αποφασίζει για εθνικά θέματα, μέρος των οποίων
ήταν και το Κυπριακό. Ο Μακάριος απάντησε σε δημόσια ομιλία του στις 20
Ιουλίου 1971. Γιατί όμως ο Μακάριος δεν ευθυγραμμιζόταν με τη χούντα; Γιατί
δεν συναινούσε στην ύπαρξη ενός εθνικού κέντρου;
Έχουν διατυπωθεί πολλές εξηγήσεις: κάποιοι μίλησαν για προσωπικές
φιλοδοξίες του Μακάριου. Όμως ο Μακάριος ήταν ήδη αδιαμφισβήτητος
ηγέτης του λαού του. Άλλοι μίλησαν για λάθος εκτίμηση του Μακάριου, ο
οποίος ήθελε να κρατήσει ισορροπία μεταξύ των δυο ψυχροπολεμικών
συνασπισμών (πράγμα που εν μέρει ισχύει όπως είδαμε) κλπ. Υπάρχει και
μια εξήγηση η οποία βασίζεται στο γενικότερο πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο
της εποχής: οι σχέσεις χούντας και Μακάριου ήταν ευθύς εξαρχής σε ένταση.
Υπήρχε μια επίφαση εγκαρδιότητας αλλά πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι ως
το 1973 ο Μακάριος είχε επιβιώσει από οργανωμένες δολοφονικές απόπειρες
για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία εμπλοκής της Χούντας, αλλά και ο ίδιος ο
Παπαδόπουλος είχε επιζήσει βομβιστικής επίθεσης που εκτέλεσε το 1968 ο
Αλέκος Παναγούλης, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και μη ελεγχόμενοι
φιλομακαριακοί υποστηρικτές. Πέραν τούτων δεν πρέπει να παραβλέπουμε
ότι η Ελλάδα στερείτο δημοκρατικού βίου, οι δημοκρατικές διαδικασίες είχαν
ανασταλεί και δεν λειτουργούσε το κοινοβούλιο. Την ίδια ώρα ο Μακάριος
κέρδιζε σαρωτικά όσες εκλογές διενεργήθηκαν με συντριπτικά ποσοστά μεν,
δημοκρατικά δε. Ως τελευταίο οχυρό δημοκρατικής ελευθερίας (με
προβλήματα το δίχως άλλο) του ελληνόφωνου κόσμου, Η Κύπρος και οι
πλείστοι των Ελληνοκυπρίων δεν είχαν διάθεση ένωσης με το χουντικό
καθεστώς (Beaton 2020).

24
Η χούντα λοιπόν αποφάσισε τον παραμερισμό του Μακάριου με
οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Στις 31 Αυγούστου του 1971 ο Γρίβας, ο οποίος
ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Αθήνα, έφυγε κρυφά για την Κύπρο για
να αναλάβει δράση. Στην Αθήνα όλο αυτό το διάστημα της παραμονής του
υπήρξε επικριτικός με τις κινήσεις του Μακάριου. Στελέχη της χούντας
γνώριζαν όμως και τις προθέσεις και τις κινήσεις του. Φυσικά η παρουσία του
Γρίβα στην Κύπρο όξυνε έτι περαιτέρω το ήδη φορτισμένο πολιτικό κλίμα. Ο
αντιπολιτευόμενος τύπος κλιμάκωσε τις επιθέσεις του εναντίον του Μακάριου.
Ο αντιμακαριακός τύπος όμως είχε μια ιδιαιτερότητα: ήταν δυσανάλογα
μεγάλος σε σχέση με την ανταπόκρισή του στο κοινό. Ο ίδιος ο Μακάριος στις
6 Απριλίου του 1974 κατήγγειλε ότι αυτός ο τύπος είχε την οικονομική στήριξη
της ελληνικής χούντας για να επιτελεί το έργο του αλλά και για να επιβιώνει
(Χρυσάνθου 2006). Ο Μακάριος όμως ήταν πολιτικά πανίσχυρος και
παλλαϊκά αποδεκτός. Επομένως εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον για τους
ενωτικούς και για τον Γρίβα να τον αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μέσω
πολιτικών μέσων. Επέλεξαν λοιπόν τον δρόμο της εκτροπής. Πλέον η φυσική
εξόντωση ή η πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου έγινε ο στόχος των
αντιπάλων του, σε πλήρη σύμπλευση με τη χούντα όπως είδαμε ανωτέρω.
Για του λόγου το ασφαλές, στην προκήρυξη, ιδρυτική (ουσιαστικά) διακήρυξη,
της ΕΟΚΑ Β΄, την 28η Οκτωβρίου 1971, γινόταν λόγος για σύμπλευση με τη
«Μητέρα Πατρίδα», με σκοπό την ένωση (Χρυσάνθου 2006). Την επομένη ο
Μακάριος επιβεβαίωσε εκ νέου την «πίστη στους εθνικούς στόχους», όμως
προειδοποίησε για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η τρομοκρατική δράση.
Στις 20 Νοεμβρίου του 1971, δημιουργήθηκε για πολιτική κάλυψη της
οργάνωσης, η ΕΣΕΑ (Επιτροπή Συντονισμού Ενωτικού Αγώνα) με πρόεδρο
τον Γεώργιο Βασιλάκη, πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου όπως
έχουμε ήδη πει. Ταυτόχρονα ο φιλογριβικός και φιλοχουντικός τύπος ενέτεινε
την εκστρατεία του εναντίον του Μακάριου.
Η αντιπαράθεση με τη χούντα κορυφώθηκε με το ζήτημα του
τσεχοσλοβακικού οπλισμού. Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ο Μακάριος είχε
φροντίσει να προμηθευτεί φορτία όπλων από την Τσεχοσλοβακία για
λογαριασμό της αστυνομίας ήδη από το 1966 (Χρυσοστόμου 2017). Εδώ θα
κάνουμε μια παρένθεση για να μιλήσουμε για κάτι που θεωρούμε ότι
υπερτονίζεται λανθασμένα σχετικά με τις σχέσεις Μακαρίου και ΗΠΑ. Η
25
τελευταία παραλαβή τσεχοσλοβακικού οπλισμού αφορούσε 1000 αυτόματα
τυφέκια M58 (Vz58) τα οποία προορίζονταν για τον εξοπλισμό
πολιτοφυλακών, ενώ το Εφεδρικό Σώμα, το οποίο προερχόταν από τα
σπλάχνα της κυπριακής αστυνομίας και θα δρούσε ως αντίβαρο στον ΕΟΚΑ
Β΄, είχε ήδη εξοπλιστεί. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ο διαρκής φόβος του
Μακάριου ήταν ο έλεγχος της Εθνικής Φρουράς από την Αθήνα. Αν η ΕΦ
κατά ένα ποσοστό ήταν πάντα ελεγχόμενη από την Αθήνα και μέσω του Γρίβα
που είχε υπάρξει επικεφαλής της έως τα γεγονότα στην Κοφίνου, επί χούντας
αυτός ο έλεγχος ήταν απόλυτος, αφού 650 Έλληνες αξιωματικοί παρέμειναν
στη διοίκηση της ΕΦ μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας (Ριζάς
2006), πράγμα που δημιουργούσε μια επισφάλεια για τον Μακάριο, αλλά και
για την κυβερνησιμότητα της Κύπρου. Αυτό καταδείχθηκε εμφατικότατα με τη
συμμετοχή της ΕΦ στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, μαζί με την
ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄.
Γυρνάμε λοιπόν στον τσεχοσλοβακικό οπλισμό. Έχει ειπωθεί ότι η ενέργεια
αυτή του Μακάριου εξόργισε τις ΗΠΑ, οι οποίες πήραν με αυτή την αφορμή
τις αποφάσεις τους. Αυτό είναι αναληθές. Αφενός μεν η Κύπρος δεν ανήκε
στο ΝΑΤΟ αλλά στη συμμαχία των Αδέσμευτων, επομένως δεν είχε
δεσμεύσεις έναντι των ΗΠΑ για την προμήθεια οπλισμού, αφετέρου δε ο
οπλισμός ήταν μικρής ποσότητας για τα δεδομένα που φοβόντουσαν οι ΗΠΑ.
Είναι γεγονός ότι συζητήθηκε ως θέμα, αλλά δεν ήταν τόσο βαρύνουσας
σημασίας, όσο για τη χούντα όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα. Πάντως για
να είμαστε δίκαιοι, δημιούργησε βαθύ ρήγμα μεταξύ Μακάριου και Αθήνας,
παραμονές του πραξικοπήματος του 1967.
Υπήρξε όμως πολύ πιο σοβαρό περιστατικό, με διεθνείς προεκτάσεις, με
την απόπειρα προμήθειας ρωσικών πυραύλων το 1965. Στις 11 Ιανουάριου
αυτού του έτους παρελήφθησαν οι βάσεις τους, αλλά ποτέ οι κεφαλές. Μετά
την προειδοποίηση του τότε υπουργού άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ
Μακναμάρα ότι η χώρα του δεν επρόκειτο να αποδεχτεί «μια νέα Κούβα στη
Μεσόγειο», οι πύραυλοι παραχωρήθηκαν έναντι ανταλλαγμάτων στην
Αίγυπτο (Χρυσοστόμου 2017). Ήταν ακόμη ένας διπλωματικός ελιγμός του
Μακάριου στην τακτική ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Το αν η
τακτική ήταν επιτυχημένη ή όχι και το αν είχε σοβαρά λάθη, το αναλύσαμε
ήδη.
26
Ο Μακάριος λοιπόν έφερε τον εν λόγω οπλισμό για να εξοπλίσει το
Εφεδρικό Σώμα που είχε δημιουργηθεί νόμιμα με απόσπαση αστυνομικών
από την κυπριακή αστυνομία. Ας πούμε εδώ, ότι η τελευταία παρτίδα που
προαναφέραμε παραλήφθηκε παραμονές του πραξικοπήματος το 1974 και
επρόκειτο να διατεθεί με το σχέδιο αποτροπής πραξικοπήματος ΑΣΠΙΣ, το
οποίο προέβλεπε και τη διανομή οπλισμού σε πολίτες. Το σχέδιο αυτό δεν
εφαρμόστηκε ποτέ.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1972 η χούντα επέδωσε διακοίνωση στον Μακάριο με
την οποία απαιτούσε την παράδοση των όπλων στις δυνάμεις του ΟΗΕ, την
υπακοή της Λευκωσίας στο «εθνικό κέντρο» και την απόσυρση του Μακάριου
από την εξουσία. Η διακοίνωση απορρίφθηκε. Ταυτοχρόνως η Τουρκία
άρχισε να κάνει λόγο για «επεμβατικά δικαιώματα» στην Κύπρο.
Τον ίδιο μήνα αποτράπηκε το σχέδιο της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ με την
ονομασία Σφενδόνη. Το οποίο είχε σκοπό την ανατροπή του Μακάριου και
την επιβολή του Γρίβα στην προεδρία της δημοκρατίας. Το σχέδιο
αποκαλύφθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας και υπήρξε φιλομακαριακή λαϊκή
κινητοποίηση στην Αρχιεπισκοπη με χιλιάδες κόσμο, ενώ την ίδια στιγμή ο
Γλαύκος Κληρίδης επέδωσε στην αμερικανική πρεσβεία διάβημα εκ μέρους
του Μακαρίου. Οι ΗΠΑ φοβούμενες και την αντίδραση της Σοβιετικής
Ένωσης, μεσολάβησαν στη χούντα και ματαιώθηκε το εγχείρημα. Εν ολίγοις
τα διπλωματικά διαβήματα, οι ενέργειες των αρχών και η λαϊκή αντίδραση
απέτρεψαν την επιχείρηση. Τη ίδια τύχη είχε και η επιχείρηση εκκλησιαστικού
πραξικοπήματος που απετράπη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις
αντιδράσεις των πολιτών. Ειπώθηκε ότι η Κύπρος ταλανιζόταν από «εμφύλιο
σπαραγμό». Στην πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα και η συντριπτική
πλειοψηφία συντάσσονταν με τον νόμιμα εκλεγμένο Μακάριο, ενώ μια
παράταξη δίχως σημαντικά λαϊκά ερείσματα ή νόμιμη πολιτική ισχύ,
προσπαθούσε να επιβληθεί και να καταλάβει την εξουσία αντιδημοκρατικά και
με μεθόδους εκτροπής.
Στις 26 Μαρτίου 1972 ο Γρίβας έθεσε στον Μακάριου πάνω κάτω τους
όρους της χούντας και των τριών μητροπολιτών που είχαν αποπειραθεί να
τον ανατρέψουν από το εκκλησιαστικό αξίωμά του. Ο Μακάριος στις 4 Μαΐου
απάντησε αρνητικά και συγκεκριμένα εξέφρασε τη θέση ότι η ανάληψη της
προεδρίας από άτομο που θα προωθήσει την ένωση με την Ελλάδα, δεν ήταν
27
ενδεδειγμένη διότι απαιτούσε σθεναρή υποστήριξη από την Ελλάδα, ειδάλλως
θα οδηγούσε σε διχοτόμηση και διπλή ένωση. Η διπλή ένωση επομένως ήταν
που σύμφωνα με τον Μακάριο έπρεπε να αποφευχθεί και αποτελούσε
στοιχείο του αρχικού πυρήνα του σχεδίου Μπολ – Άτσεσον. Η χούντα στο
μεταξύ ακολουθούσε αντιφατική πολιτική. Στήριζε την ενωτική παράταξη,
κατηγορούσε τον Μακάριο ως ανθενωτικό, όμως η ίδια συνδιαλεγόταν με την
Τουρκία για νατοϊκή λύση στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή ο Μακάριος
προσπαθούσε να αφαιρέσει και τα προσχήματα της χούντας. Είχε παραδώσει
τσεχοσλοβακικά όπλα στον ΟΗΕ και ανακοίνωσε ανασχηματισμό. Ο Γρίβας
απάντησε με τελεσίγραφο εξαγγέλλοντας την τρομοκρατική δράση της ΕΟΚΑ
Β΄, η οποία στα τέλη του 1972 γνώρισε έξαρση με σωρεία παράνομων
ενεργειών.
Σε όλα αυτά ο Μακάριος απαντούσε με πολιτικούς χειρισμούς. Μέσα στο
κλίμα τρομοκρατίας που απασχολούσε και την κοινή γνώμη, απένειμε χάρη σε
άτομα που είχαν αποπειραθεί να τον δολοφονήσουν το 1970 και υπέγραψε
στις 19 Δεκεμβρίου 1972 τη συμφωνία σύνδεσης Κύπρου – ΕΟΚ στην
προσπάθεια να εντάξει την Κύπρο σε ευρύτερους πολιτικούς και οικονομικούς
σχηματισμούς. Αρχές του 1973 η ΕΟΚΑ Β΄ ενέτεινε τη δράση της με
βομβιστικές επιθέσεις και κλοπές οπλισμού από την κυπριακή αστυνομία.
Αυτά τα γεγονότα καθώς και υποκινούμενες αντιδράσεις (μαθητικές
διαδηλώσεις και επιθέσεις του φιλογριβικού τύπου), ώθησαν τον Μακάριο να
χαρακτηρίσει τον Γρίβα ως πηγή πολιτικής ανωμαλίας και να προκηρύξει
εκλογές διότι έληγε η θητεία του.
Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 18 Φεβρουαρίου 1973. Την παραμονή
της λήξης της προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιοτήτων, η ΕΟΚΑ Β΄
επιτέθηκε σε αστυνομικούς σταθμούς και πραγματοποίησε συνολικά 19
ενέργειες, προσπαθώντας να αποτρέψει την πολιτική του Μακαρίου μέσω της
νομιμοποίησής της από τη λαϊκή ετυμηγορία. Επίσης γνωρίζοντας ότι η νίκη
ήταν σίγουρη για τον Μακάριο, η χούντα, ο Γρίβας και η ΕΟΚΑ Β΄ δεν
κατέβασαν υποψήφιο. Η επανεκλογή του Μακάριου χαιρετίστηκε από πλήθος
κόσμου έξω από την Αρχιεπισκοπή. Εκεί ο Μακάριος χαρακτήρισε την ΕΟΚΑ
Β΄ ως «νεκροθάφτες της ένωσης» και προειδοποίησε ότι η δράση της
προμήνυε δεινά για τον τόπο. Ταυτοχρόνως για να καθησυχάσει τους
ενωτικούς, διακήρυξε ότι ο διακαής πόθος του είναι η ένωση. Επρόκειτο για
28
δηλώσεις εσωτερικής κατανάλωσης, οι οποίες όμως δεν ευνοούσαν τις
συνομιλίες για το κυπριακό. Ταυτόχρονα ο Ραούφ Ντενκτάς έχοντας επιβληθεί
στην τουρκοκυπριακή πλευρά, είχε αποτρέψει τον ηγέτη της αντιπολίτευσης
Μπερμπέρογλου από τη διεκδίκηση των εκλογών. Η διγλωσσία του
Μακάριου, έριξε δυστυχώς νερό στον μύλο της εθνικιστικής τουρκοκυπριακής
ηγεσίας.

10. Η κατάσταση εκτραχύνεται ακόμη περισσότερο.

Προς το παρόν η χούντα είχε υποχωρήσει λόγω των αμερικανικών


επιφυλάξεων από τις συνέπειες μιας πιθανής αντίδρασης της Σοβιετικής
Ένωσης. Έως τον Νοέμβριο του 1973 η κατάσταση στην Κύπρο θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, δίχως να
διαφαίνεται κάποια προοπτική λύσης (Ριζάς 2006). Την ίδια περίοδο η
κατάσταση μεταξύ αντιμακαριακών, ΕΟΚΑ Β΄ και φιλομακαριακών,
εκτραχύνθηκε ακόμη περισσότερο σε όλα τα επίπεδα. Εκτός από επιθέσεις σε
αστυνομικούς σταθμούς και κλοπές όπλων, η ΕΟΚΑ Β΄ πραγματοποιούσε
βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες. Ο Μακάριος εκείνη την περίοδο (από
τις 13 Απριλίου έως και τις 5 Ιουλίου 1973), επικράτησε οριστικά και έναντι
των αντιπάλων του εντός της Εκκλησίας.
Το καλοκαίρι του 1973 η ΕΟΚΑ Β΄ ξεκίνησε να εφαρμόζει το σχέδιο
Γρόνθος. Μέλη της ανατίναξαν το αρχηγείο της αστυνομίας στη Λεμεσό (27
Ιουλίου 1973) και την επόμενη μέρα προχώρησαν σε βομβιστικές επιθέσεις
εναντίον υπουργών. Την ίδια μέρα αποπειράθηκαν να απαγάγουν τον
υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Ιωαννίδη, δίχως επιτυχία, αλλά τα κατάφεραν
με τον υπουργό Δικαιοσύνης Χρίστο Βάκη (28 Ιουλίου 1973). Ο Γρίβας έθεσε
όρους για την απελευθέρωση του υπουργού, την παραίτηση του Μακάριου
από το ένα εκ των δύο αξιωμάτων του, την προκήρυξη προεδρικών εκλογών,
την αμνήστευση των στελεχών της ΕΟΚΑ Β΄ κλπ. Οι όροι απορρίφθηκαν και ο
Μακάριος κατηγόρησε τον Γρίβα ότι σχεδίαζε τη φυσική του εξόντωση. Η
επιβεβαίωση του τελευταίου ισχυρισμού ήρθε όταν άνδρες του Εφεδρικού
Σώματος ανακάλυψαν στις 4 Αυγούστου 1973 πέντε κρυμμένα πολυβολεία
στον δρόμο Λευκωσίας – Τροόδους αποκαλύπτοντας σχέδιο δολοφονίας του
Μακάριου κατά τη μετάβασή του στη θερινή του κατοικία. Λίγες ημέρες
29
αργότερα συνελήφθη ο Σταύρος Σταύρου – Σύρος, υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β΄
και ο Σταύρος Σπουργίτης, γραμματέας του Συλλόγου Αγωνιστών Πόλης και
Επαρχίας Λεμεσού. Βρέθηκε οπλισμός, εκρηκτικές ύλες και πολλά έγγραφα,
τα οποία αποκάλυπταν σχέδιο πραξικοπήματος με την επωνυμία Απόλλων
καθώς και σχέδια για τη δολοφονία του ίδιου του Μακάριου, υποστηρικτών
του κλπ.
Ο Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε αποπειραθεί να φιλελευθεροποιήσει το
καθεστώς στην Ελλάδα, θορυβήθηκε και ζήτησε από τον Γρίβα να τερματίσει
τη δράση της οργάνωσής του και να τη διαλύσει (24 Αυγούστου 1973). Ο
Χρίστος Βάκης αφέθηκε ελεύθερος. Ο Γρίβας όμως δεν διέλυσε την ΕΟΚΑ Β΄.
Δεν είχε πλέον καλές σχέσεις με τον Παπαδόπουλο και άλλωστε είχε στραφεί
ήδη στον Ιωαννίδη, ο οποίος ήταν προ των πυλών της ηγεσίας του
καθεστώτος. Αντιθέτως κλιμάκωσε την τρομοκρατική δράση. Στις 7
Οκτωβρίου η ΕΟΚΑ Β΄ αποπειράθηκε α δολοφονήσει εκ νέου τον Μακάριο με
τοποθέτηση βόμβας σε δρόμο από τον οποίο θα περνούσε.
Μία εβδομάδα μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου της 17ης Νοεμβρίου
1973, ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης πράγματι ανέλαβε το καθεστώς,
ανατρέποντας τον Παπαδόπουλο. Ο Γρίβας αποκατέστησε τις επαφές του με
τη χούντα και η οργάνωσή του προχώρησε σε δολοφονίες εναντίον
μακαριακών πολιτών. Ακολούθησαν πράξεις αντεκδίκησης από μακαριακές
ομάδες.
Ο ίδιος ο Μακάριος περιορίστηκε στο να καταδικάζει φραστικά τις ενέργειες
από τους υποστηρικτές του, αλλά δεν πήρε άλλα αποτρεπτικά μέτρα. Το
σχέδιο ΑΣΠΙΣ που προαναφέραμε, προέβλεπε την εκπαίδευση 1000 πολιτών
ως δύναμη πολιτοφυλακής, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ίσως ο λόγος να
ήταν ότι υπήρχε ο φόβος να ξεφύγει η κατάσταση και να κλιμακωθούν οι
ένοπλες συγκρούσεις, πράγμα που θα ωθούσε τη χούντα και την Τουρκία σε
επέμβαση στο νησί (Χρυσάνθου 2006).

11. Θάνατος του Γρίβα, πραξικόπημα και εισβολή.

Όταν ο Γεώργιος Γρίβας πέθανε ξαφνικά στις 27 Ιανουαρίου 1974. Το


υπουργικό συμβούλιο κήρυξε τριήμερο πένθος και ο Μακάριος εξήρε τη
συμβολή του στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Επιπλέον προσφέρθηκε
30
αμνηστία στα στελέχη της ΕΟΚΑ Β΄. Αναπτερώθηκαν οι ελπίδες ότι θα
έμπαινε τέλος στην ανωμαλία. Την ΕΟΚΑ Β΄ ανέλαβε ο ταγματάρχης
Γεώργιος Καρούσος, ο οποίος προέκρινε τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα
και την εκπλήρωση των στόχων με πολιτικά μέσα. Παρενέβη ο Ιωαννίδης
υποσχόμενος οικονομική στήριξη της οργάνωσης και ο Καρούσος
παραμερίστηκε. Την ηγεσία ανέλαβαν οι Λευτέρης Παπαδόπουλος και Κίκης
Κωνσταντίνου, ενώ αργότερα ο πρώτος μόνος του. Ο Μακάριος κατήγγειλε τη
διοχέτευση μεγάλων χρηματικών ποσών στην ΕΟΚΑ Β΄ και στον
αντιπολιτευόμενο τύπο και τη δράση Ελλαδιτών αξιωματικών, ενώ η
οργάνωση επαναδραστηριοποιήθηκε προχωρώντας σε νέο κύκλο βίας, με
κλοπές όπλων και δολοφονίες. Από τις 25 Απριλίου 1974 κηρύχθηκε ως
παράνομη οργάνωση και οι δυνάμεις ασφαλείας πέτυχαν καίρια πλήγματα
εναντίον της. Ο αρχηγός της διέφυγε της σύλληψης τελευταία στιγμή, αλλά
άφησε πίσω του έγγραφα που βοήθησαν τις αρχές στην εξάρθρωση των
ενόπλων ομάδων της. Κύκλοι της χούντας από την άλλη προέτρεπαν τη
συνέχιση της δράσης της, ενώ ο Μακάριος προχωρούσε στην αποδυνάμωση
της χούντας εντός της Εθνικής Φρουράς.
Στις 19 Ιουνίου 1974 έγιναν λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον των πράξεων της
ΕΟΚΑ Β΄ και στις 22 Ιουνίου 1974 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αποκάλυψε
τα έγγραφα της οργάνωσης που αποδείκνυαν ότι ζώντος του Γρίβα υπήρχαν
σχέδια για πραξικόπημα, τα οποία ενισχύονταν οικονομικά από την Αθήνα.
Οι προσπάθειες του Μακάριου για αποψίλωση της ΕΦ από τα χουντικά
στελέχη δεν πέρασε απαρατήρητη. Στις 2 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος έστειλε
επιστολή στον Φαίδωνα Γκιζίκη, ο οποίος εκτελούσε χρέη «προέδρου της
δημοκρατίας», με την οποία ζητούσε την ανάκληση των Ελλαδιτών
αξιωματικών, κατηγορώντας τους για ανάμειξη στην ίδρυση και δράση της
ΕΟΚΑ Β΄.
Την ίδια μέρα σε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν τα στελέχη της χούντας,
Δημήτριος Ιωαννίδης, Γρηγόριος Μπονάνος, Παύλος Παπαδάκης, Μιχαήλ
Γεωργίτσης και Κωνσταντίνος Κομπόκης αποφασίστηκε η διενέργεια
πραξικοπήματος για τις 15 Ιουνίου 1974. Όπερ και εγένετο. Ο Ιωαννίδης με
βάση μαρτυρίες, θεωρούσε ότι το πραξικόπημα είχε τις ευλογίες των ΗΠΑ, μια
και κάτι τέτοιο κατάλαβε μέσω των σχέσεων που είχε με τη CIA (Χρυσάνθου
2006). Στις 8.20 πμ, η ΕΦ μαζί με στελέχη της ΕΟΚΑ Β΄ (η οποία ήταν βέβαια
31
στα πρόθυρα της διάλυσης) και αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ, έπληξαν το
προεδρικό μέγαρο και άλλα σημεία στρατηγικού ενδιαφέροντος και κατέλαβαν
την εξουσία καταπνίγοντας στο τέλος κάθε αντίσταση και επιβάλλοντας ως
πρόεδρο – ανδρείκελο τον Νίκο Σαμψών, ο οποίος ήταν διαβόητος για τις
ωμότητες που είχε διαπράξει κατά των τουρκοκυπρίων. Ο Μακάριος, που τις
προηγούμενες ημέρες είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις όπως αυτή του
Ευάγγελου Αβέρωφ (Χρυσάνθου 2006), διέφυγε αρχικά στην Πάφο, όπου
μίλησε στον κυπριακό λαό από ραδιοφωνικό σταθμό και έπειτα με τη βοήθεια
των Βρετανών μετέβη στη Μάλτα και στις 17 Ιουλίου στο Λονδίνο.
Ας σημειωθεί εδώ ότι παραμονές του πραξικοπήματος οι διακοινοτικές
συνομιλίες μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς είχαν για πρώτη φορά αρχίσει να
αποδίδουν καρπούς. Η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε αρχίσει να αποδέχεται
τα περισσότερα από τα 13 σημεία της τροποποίησης του συντάγματος που
είχε προωθήσει ο Μακάριο το 1963. Για πολλούς αυτό αποδεικνύει ότι η
ανατροπή του Μακάριου δεν είχε σχέση τόσο με την κατηγορία ότι ήταν
«ανθενωτικός», όσο η κατάληψη της εξουσίας. Άλλωστε αυτό το είδαμε πιο
πάνω με τη μαρτυρία του Έλληνα πρέσβη. Ίσως όμως και να ήταν
παραπειστική στάση μια και τα σχέδια της Τουρκίας για εισβολή είχαν
καταστροφή και αναμενόταν η αφορμή, η οποία εντέλει δόθηκε.
Ο Ιωαννίδης μαρτυρείται πως είχε διαβεβαιώσεις από την αμερικανική
πλευρά ότι δεν επρόκειτο να εμπλακεί η Τουρκία. Αν ήταν από υπέρμετρη
αφέλεια ή αν απλώς εκτελούσε εντολές προς διευκόλυνση των σχεδίων του
Κίσιντζερ για ειρήνευση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ο οποίος δρούσε
ανεξέλεγκτα μια και ουσιαστικά η προεδρική εξουσία είχε αποδυναμωθεί λόγω
του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, είναι ένα θέμα ακόμη και σήμερα ανοιχτό.
Πάντως στοιχεία και μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι ο Ιωαννίδης είχε
προειδοποιηθεί για τις συνέπειες από τον Τζόζεφ Σίσκο, υφυπουργό του
Κίσιντζερ για ζητήματα της Μέσης Ανατολής, μέσω του πρεσβευτή των ΗΠΑ
Χένρυ Τάσκα, αλλά αγνόησε την προειδοποίηση (Βενιζέλος – Ιγνατίου 2002).
Την ίδια στιγμή ο ίδιος ο Κίσιντζερ προέκρινε την πολιτική «μη ανάμειξης»
στις υποθέσεις άλλων κρατών, ανάβοντας έτσι το πράσινο φως στον Αττίλα ο
οποίος πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1974 με πρόσχημα το
δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας, ως εγγυήτριας δύναμης με βάση τη
συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου (1959). Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Χιλιάδες
32
σκοτώθηκαν, πάνω από 150.000 Ελληνοκύπριοι προσφυγοποιήθηκαν, η
χούντα κατέρρευσε, το 36,2% του κυπριακού εδάφους πέρασε έως τις 14
Αυγούστου του 1974, με τον δεύτερο Αττίλα, στην κατοχή της Τουρκίας και
μέσα από το αίμα και το χάος που ήταν το αποτέλεσμα των αυθαιρεσιών, των
αβελτηριών και των μη οφειλόμενων ενεργειών της χούντας, όλο το χρονικό
διάστημα της επταετίας, αλλά και του διχασμού των ελληνοκυπρίων, άνοιξε ο
δρόμος για την επιστροφή της Ελλάδας στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και
στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί μια λεπτομέρεια. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
συχνά κατηγορείται για προδοσία επειδή δεν έκανε υποτίθεται κάτι
περισσότερο για την καταστροφή που υπέστη η Κύπρος, ειδικά για να
αποτρέψει τον Αττίλα 2 στις 14 Αυγούστου του 1974, όταν δεν απέδωσαν οι
ειρηνευτικές συνομιλίες στη Γενεύη. Όμως αυτό δεν ευσταθεί. Ας μη
λησμονούμε ότι ο Καραμανλής ανέλαβε ενώ το βασικό γεγονός είχε ήδη
συντελεσθεί (τετελεσμένα γεγονότα). Η δομή, η οργάνωση και η δυνατότητα
των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν
ευνοούσαν τέτοιου είδους επεμβάσεις και άλλωστε μην ξεχνάμε ότι ήδη
τελούσαν υπό διάλυση. Η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων παρέμενε η
χουντική και δεν υπήρχε χρόνος ούτε για αναδιοργάνωση, ούτε για
αντικαταστάσεις, ενώ μεταφορά δυνάμεων ήταν και είχε αποδειχθεί με την
αποτυχημένη επιστράτευση, αδύνατη. Η δε περίφημη φράση «Η Κύπρος
κείται μακράν» παραμένει αμφισβητούμενη, αν και υπάρχουν κάποιες
μαρτυρίες επ’ αυτού που πρέπει να ελεγχθούν, δίχως όμως να έχει τη
βαρύτητα που της αποδίδουν κάποιοι κύκλοι. Η αλήθεια και η ουσία είναι ότι
για την τότε δυνατότητα των ενόπλων δυνάμεων ήταν αδύνατη οποιαδήποτε
ενέργεια, ενώ υπήρχε και φόβος για την ευπάθεια των νησιών του βορείου
Αιγαίου και της Δωδεκανήσου σε πιθανή κλιμάκωση των τουρκικών εχθρικών
ενεργειών (Ριζάς 2009 & 2015).

33
12. Το περίφημο εμπάργκο των ΗΠΑ έναντι της χούντας και η
κατάσταση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο λόγος
αντικειμενικής αδυναμίας επέμβασης στην Κύπρο.

Οι απολογητές της χούντας ισχυρίζονται ότι η αποδυνάμωση των ελληνικών


ενόπλων δυνάμεων οφειλόταν στο αμερικανικό εμπάργο όπλων. Ήταν όμως
έτσι;
Είναι γεγονός ότι στη χώρα, λόγω της χούντας, επεβλήθη μερικό εμπάργκο,
το οποίο αφορούσε, υποτίθεται, βαρέα όπλα. Αυτό στην πραγματικότητα
αφορούσε τη χορήγηση της αμερικανικής βοήθειας (Χουρχούλης 2016). Είναι
βέβαια γεγονός ότι μειώθηκε και η χορήγηση βοήθειας από τη Δυτική
Γερμανία. Η τελευταία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ χορηγούσε οπλισμό τόσο στην
Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία σε αναλογία 3:5. Μολαταύτα η Δ. Γερμανία
συνέχισε να χορηγεί, έστω μειωμένη, στρατιωτική βοήθεια, ενώ και το
υποτιθέμενο εμπάργκο βαρέως οπλισμού από τις ΗΠΑ τελικά περιορίστηκε
σε ελαφριά οπλικά συστήματα (Σαρρής 2019), ανταλλακτικά και αναλώσιμα.
Την ίδια στιγμή, κυρίως από το 1970 και μετά, η χώρα έχοντας διατηρήσει εν
πολλοίς τις διμερείς της σχέσεις με άλλες χώρες, όπως πχ με τη Γαλλία,
διαπραγματευόταν την αγορά οπλικών συστημάτων και από αλλού μια και
ήταν πλέον σε θέση να διαθέτει σκληρό συνάλλαγμα για τις πληρωμές (Ριζάς
2006).
Επομένως τα ανταλλακτικά και αναλώσιμα που έλειψαν και έφεραν σε
μεγάλη δυσκολία το στράτευμα, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα (Γ΄ΣΣ), με την
άρση του εμπάργκο από το 1970 και μετά (και με όσα προαναφέρθηκαν) ήταν
εφικτή η αναβάθμιση του στρατεύματος τόσο σε οπλισμό, όσο και σε υλικά
αλλά και σε εκπαίδευση. Ταυτόχρονα υπεγράφησαν συμφωνίες προμήθειας
αμυντικού υλικού με Γερμανία, Γαλλία και κυρίως ΗΠΑ (Χουρχούλης 2016).
Αφού όμως η επανάληψη της αποστολής αμερικανικής βοήθειας και η
αγορά αμυντικού υλικού είχε αρχίσει θεωρητικά να αναβαθμίζει τις ελληνικές
ένοπλες δυνάμεις, γιατί αυτές βρέθηκαν σε κατάσταση απολύτου αδυναμίας
και ουσιαστικά έχασαν έναν πόλεμο δίχως να μπορέσουν να τον διεξαγάγουν;
Η απάντηση βρίσκεται αν μελετήσουμε προσεκτικά τα στοιχεία. Από το 1967
σταδιακά οι ένοπλες δυνάμεις αποστερήθηκαν των υπηρεσιών ικανών και
έμπειρων στελεχών τα οποία αποστρατεύτηκαν, αποτάχθηκαν, εκδιώχθηκαν
34
ή και κυνηγήθηκαν επειδή δεν ανήκαν στους υποστηρικτές του καθεστώτος
και με πολλά άλλα προσχήματα. Ουσιαστικά διαταράχθηκε για λόγους
διατήρησης του καθεστώτος η ιεραρχία και η πειθαρχία (Χουρχούλης 2016),
αλλά και μετά από αποτυχημένα κινήματα κατά τις χούντας (πχ αποτυχημένο
αντικίνημα του Κωνσταντίνου το 1967 και το αποτυχημένο κίνημα του
ναυτικού το 1973). Ο στρατός ξηράς, ειδικά και κυρίως, προσανατολίστηκε
στο να στηρίζει το καθεστώς με στελέχη – πραιτοριανούς, τα οποία
επενέβαιναν σε κάθε τομέα της διοίκησης και της εξουσίας. Αξιοσημείωτο είναι
ότι οι ένοπλες δυνάμεις έχοντας την εύνοια του καθεστώτος, είχαν αποκτήσει
φοβερά προνόμια (προνόμια όπως άτοκα δάνεια, σπίτια, αυτοκίνητα,
διακοπές, εκπτώσεις στην απόκτηση αγαθών κλπ, κατάλοιπα των οποίων
διατηρούνται ως σήμερα) (Βερέμης – Κολιόπουλος 2013). Εκείνη την εποχή
ήταν που η ΕΣΑ, έγινε κράτος εν κράτει, αντί να ασχολείται με τα καθήκοντα
αστυνόμευσης του στρατεύματος και αξιοποιήθηκε ως ένας ιδιότυπος φορέας
επιβολής του καθεστώτος παντού και πάντα, με επικεφαλής φυσικά τον
άνθρωπο του Παπαδόπουλου τον γνωστό Ιωαννίδη. Τον Ιωαννίδη ο
Παπαδόπουλος τον υποτιμούσε συστηματικά και έτσι αιφνιδιάστηκε όταν
αυτός τον ανέτρεψε.
Οι αριθμοί επίσης είναι συντριπτικοί: παρότι υποτίθεται ότι υπήρχε
εμπάργκο, το Υπουργείο Αμύνης απορροφούσε έως το 1969 το 49,8% του
συνόλου των δαπανών της κυβέρνησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χούντα το
ίδιο διάστημα μείωσε τις δαπάνες της παιδείας, στην οποία υποτίθεται ότι
στηριζόταν για την στήριξη του «ελληνοχριστιανικού ιδεώδους» από το 15%
που το παρέλαβε, στο 13,1% το 1969. Μεταξύ 1967 και 1970 οι στρατιωτικές
δαπάνες κυμαίνονταν κατά μ.ο. στο 4,8% του ΑΕΠ ενώ ο νατοϊκός μέσος
όρος ήταν 3.5%. Ταυτόχρονα η Δημόσια Τάξη αύξησε τις δαπάνες της κατά
40% μεταξύ 1966 και 1968 (Βερέμης – Κολιόπουλος 2013). Που πήγαιναν
λοιπόν τα χρήματα; Η μερίδα του λέοντος πήγαινε στον Στρατό Ξηράς. Τα
άλλα όπλα (τα λεγόμενα «αριστοκρατικά»: αεροπορία και ναυτικό) δεν
συμμετείχαν στο πραξικόπημα και σχεδόν έμειναν εκτός εξοπλισμών, με
εξαίρεση τη συμφωνία για τα αεροσκάφη F4. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι τα
στελέχη των δυο αυτών όπλων σχεδόν δεν αγγίχθηκαν από το καθεστώς
(Χουρχούλης 2016).

35
Όμως οι δαπάνες αυτές λίγο ωφέλησαν το αξιόμαχο του στρατεύματος.
Μάλλον το έβλαψαν. Εύνοια, προνόμια, υλικά και σύγχρονος οπλισμός
πήγαιναν σε «αξιόπιστες» μονάδες οι οποίες συγκεντρώθηκαν στην ευρύτερη
περιοχή των Αθηνών. Επιπρόσθετα οι στρατιωτικοί έφτιαξαν συνταγματικό
κείμενο το 1968 και το έθεσαν σε δημοψήφισμα. Εννοείται πως εγκρίθηκε με
ποσοστό 92%. Αυτό προέβλεπε ένα νομοθετικό σώμα αδύναμο, δίχως
ουσιαστικό λόγο, έναν πρωθυπουργό πανίσχυρο (ο οποίος έδινε λόγο μόνο
στον βασιλιά, αλλά βασιλιάς πλέον δεν υπήρχε. Όμως και να υπήρχε, του είχε
αφαιρεθεί κάθε πρότερη δυνατότητα και εξουσία στο στράτευμα), και δεν
προέβλεπε πολιτικά δικαιώματα.
Το «σύνταγμα» όμως προέβλεπε και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων του
Υπουργείου Αμύνης στην ηγεσία των ΕΔ μεταξύ των οποίων
συμπεριλαμβάνονταν προαγωγές, αποστρατείες, διορισμοί κλπ. Επίσης
άλλαζε τον χαρακτήρα των ΕΔ, αφού τις καθιστούσε ρητά (το είπαμε
παραπάνω) τον φρουρό «της ακεραιότητας της υφιστάμενης πολιτικής και
κοινωνικής τάξης» (Βερέμης – Κολιόπουλος 2013). Επιπρόσθετα η
κατάσταση είχε κλονίσει, όπως είπαμε ανωτέρω, τη στρατιωτική ιεραρχία,
αφού πχ καθεστωτικοί κατώτεροι αξιωματικοί έχοντας καταστεί ανεξέλεγκτοι,
δεν υπάκουαν σε εντολές ανωτέρων ή/και ανωτάτων αξιωματικών που δεν
είχαν εμπλακεί με το καθεστώς.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ελληνικές ΕΔ δεν ήταν σε καμιά
περίπτωση προσανατολισμένες για πόλεμο έναντι αντιπάλων οι οποίοι δεν
αφορούσαν τον λεγόμενο «Από Βορρά Κίνδυνο». Οι Έλληνες ιθύνοντες
διατηρούσαν το αμυντικό δόγμα σταθερό από τα τέλη της δεκαετίας του 1940
σε μια στρατηγική «προωθημένης εθνικής άμυνας», ουσιαστικά για να
καλυφθεί η Β. Ελλάδα από κομμουνιστική βουλγαρική επίθεση. Αυτός ο
προσανατολισμός διατηρήθηκε απαρέγκλιτα από τη χούντα αν και άφηνε τη
χώρα εντελώς ακάλυπτη από πιθανές πολεμικές επιχειρήσεις και εχθρικές
ενέργειες στο Αιγαίο και στον εναέριο χώρο, με το πρόσχημα της συμμαχίας
του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστική η περίπτωση των τουρκικών παραβιάσεων, κατά
την ελληνοτουρκική κρίση του 1967, στον Έβρο και στο ανατολικό Αιγαίο. Σε
πολλές περιπτώσεις οι ανενόχλητες διεισδύσεις ήσαν βαθιές όπως πχ σε μια
τουλάχιστον περίπτωση τουρκικά μαχητικά έφτασαν ως τη νότια Εύβοια
(Χουρχούλης 2016 & Βερέμης – Κολιόπουλος 2013).
36
Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι το αμερικανικό εμπάργκο στη
χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας δεν ήταν ο κύριος παράγων που έγερνε την
πλάστιγγα κατά του αξιόμαχου των ΕΔ, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις ήσαν
πρόσκαιρες, αλλά όλοι όσοι αναφέραμε. Ο Λίντον Τζόνσον επέβαλε το
εμπάργκο για να κατευνάσει τη φιλελεύθερη πτέρυγα των Δημοκρατικών,
όμως από την επόμενη στιγμή ξεκίνησαν οι ενέργειες για την άρση του. Το
1968, επί προεδρίας Νίξον, το εμπάργκο τείνει προς χαλάρωση και αίρεται
τελείως το 1970 (Ριζάς 2006). Στο κάδρο πρέπει να βάλουμε, ειδικά για τις
ελληνικές ΕΔ στην Κύπρο, το αδιέξοδο στο οποίο έπεσε η Χούντα το 1967 και
για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω και αφορούσε της απόσυρσης της ελληνικής
μεραρχίας από τις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ. Όμως κάποιοι ισχυρίζονται ότι όσα
έγιναν οφείλονταν στις κακές σχέσεις των αμερικανών με τη χούντα. Τα
δεδομένα όμως δεν τους δικαιώνουν.

1. Σχέσεις ΗΠΑ –Χούντας

Υπάρχει μια άποψη η οποία διακινείται μεταξύ ειδικών και μη ειδικών: ο


Παπαδόπουλος δεν ήταν αρεστός στις ηγεσίες των ΗΠΑ. Ξεκινώντας λοιπόν
από αυτή την διατυπωθείσα άποψη, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αν
ίσχυε, ουδόλως επηρέασε τις ΗΠΑ στην άσκηση της πολιτικής της. Η
διπλωματία δεν στηρίζεται στο αν ο συνομιλητής σου είναι ή όχι της αρεσκείας
σου. Πώς τεκμαίρεται αυτό;
Είπαμε ήδη ότι για την ικανοποίηση μερίδας των δημοκρατικών, επεβλήθη
κατά την προεδρία του Λίντον Τζόνσον εμπάργκο στην αμερικανική
στρατιωτική βοήθεια. Το εμπάργκο όμως δεν τηρήθηκε πλήρως και είχε αρθεί
οριστικά, επί Νίξον, το 1970. Θεωρείται επίσης ότι οι ΗΠΑ από το 1967 και
πέρα, έβλεπαν με συμπάθεια το δικτατορικό καθεστώς παρότι διαφαινόταν ότι
προσπάθησαν να κρατήσουν κάποιες αποστάσεις (Κωστής 2018). Αξίζει
βέβαια να σημειωθεί ότι η θέση της χώρας γενικά είχε πληγεί διεθνώς σε
σημαντικό βαθμό, αφού το καθεστώς δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει πλήρη
διεθνή νομιμοποίηση, αν και οι περισσότερες εκ των δυτικών χωρών
ουδέποτε διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα. Αντιθέτως οι
σοσιαλιστικές χώρες αναγνώρισαν εξ αρχής το καθεστώς. (Κωστής 2018).

37
Η διπλωματική και διεθνής αποδυνάμωση όμως της χώρας διαφάνηκε από
την αναγκαστική αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης
τον Δεκέμβριο του 1969 (αναμενόταν η αποβολή της χώρας) λόγω των
καταγγελιών για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και με τη
διακοπή της συμφωνίας σύνδεσης με την τότε ΕΟΚ, εκτός από τη μείωση
δασμολογίου εισαγωγών από τις χώρες της Κοινότητας, πράγμα που φυσικά
συνέφερε τις τελευταίες (Κωστής 2018, Ριζάς 2006).
Όμως η θέση της χώρας στο ΝΑΤΟ δεν κινδύνευε και αυτό χάρη στις ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ απέτρεψαν τις σκανδιναβικές χώρες από το να θέσουν θέμα
αποβολής για την Ελλάδα, όπως είχαν πράξει για το Συμβούλιο της
Ευρώπης. Μολαταύτα οι σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη εξελίσσονταν με
βραδύ ρυθμό και σε αυτό έφταιγε και η ουσιαστική απουσία στίγματος στις
διμερείς σχέσεις, μια και το κύριο που ενδιέφερε το καθεστώς ήταν να υπάρχει
κάποιο είδος «ρεαλιστικής ανοχής» προς αυτό (Ριζάς 2006).
Στο μεταξύ η εξάρτηση σε όλα τα επίπεδα από τις ΗΠΑ ενισχύθηκε πολύ
περισσότερο από όσο ήταν επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή και
Γεωργίου Παπανδρέου. Η διοίκηση Νίξον προσέφερε αμέριστη
συμπαράσταση στην Ελλάδα ως προς την υπόθεση του Συμβουλίου της
Ευρώπης και νομιμοποίηση του καθεστώτος με αλλεπάλληλες επισκέψεις
σημαντικών αξιωματούχων (Άγκνιου, Λάιρντ, Στανς). Οι συνταγματάρχες
ικανοποιούσαν σχεδόν κάθε ανάγκη των ΗΠΑ, κρατώντας ανοιχτά λιμάνια για
τον Έκτο Στόλο ενώ οι Βάσεις παρέμειναν επίσης ανοικτές και ο ελληνικός
εναέριος χώρος είχε τεθεί στη διάθεση των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια μεγάλων
κρίσεων στη Μέση Ανατολή, όπως ο πόλεμος τον Ιούνιο του 1967, η κρίση
στην Ιορδανία το 1970 και τον πόλεμου του Οκτωβρίου 1973 (πόλεμος του
Γιομ Κιπούρ).
Η θέση της Ελλάδας στην περιοχή είχε αξιολογηθεί ως σημαντική από τις
ΗΠΑ για τον ευρύτερο σχεδιασμό της δικής στης στρατηγικής, αν και όχι από
τις πιο σημαντικές (Υφαντής 2018). Φυσικά η εσωτερική κατάσταση ήταν ένα
ζήτημα που οι ΗΠΑ παρέβλεπαν. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι υπήρχε
αλόγιστη διασπάθιση δημόσιου χρήματος, η οποία σε πάρα πολλές
περιπτώσεις αφορούσε σκανδαλώδεις συμβάσεις με αμερικανικές
επιχειρήσεις, όπως πχ αυτή που υπογράφηκε με τον εργολάβο Ρόμπερτ
Μακντόναλντ για την κατασκευή της Εγνατίας Οδού. Ο εν λόγω ανάδοχος του
38
έργου αποχώρησε μετά από λίγους μήνες, χρεώνοντας το ελληνικό Δημόσιο
με 1,5 δισ. δραχμές. Φυσικά όπως είναι γνωστό το έργο ουδέποτε έγινε εκείνη
την εποχή (Σαρρής 2019).
Η άποψη ότι οι συνταγματάρχες έκαναν ό,τι τους έλεγαν οι ΗΠΑ
στοιχειοθετείται, κατά πολλούς ξεκάθαρα, και στο ζήτημα της αποχώρησης
της ελληνικής μεραρχίας από τη Μεγαλόνησο. Οι ΗΠΑ από τη μεριά τους δεν
ήθελαν, όπως είδαμε ανωτέρω, με κανέναν τρόπο την όποια απομόνωση ή
αποξένωση του στρατιωτικού καθεστώτος. Άλλωστε οι σχέσεις με τα ανώτερα
στελέχη της χούντας χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1940 και από την
εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, αλλά και μετά. Υπάρχει η μαρτυρία ότι μετά τη
σύσταση της CIA (1947), μέσω της οικονομικής βοήθειας και της οικονομικής
υποστήριξης, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εγκαταστάθηκαν με κάθε
τρόπο στη χώρα και απέκτησαν δεσμούς εντός ελληνικών μυστικών
υπηρεσιών και του Ελληνικού Στρατού.
Τόσο ο Παπαδόπουλος, όσο και ο Ιωαννίδης είχαν πολύ στενή σχέση με
τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και η CIA θεωρούσε μεγάλο πλεονέκτημα
να ηγείται της χώρας πρόσωπο με το οποίο είχε τόσο καλές σχέσεις.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Παπαδόπουλος είχε δουλέψει για τη CIA, αλλά και
ότι γενικά «η ηγεσία της χούντας είχε προέλθει από την ελληνική CIA
(Πελώνη 2007). Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι ο Παπαδόπουλος είχε
αποκτήσει διευθυντική θέση στην ΚΥΠ (1959 -1964) μετά τη λήξη της
δυσμενούς μεταθέσεώς του στο Κιλκίς, έπειτα από την αποκάλυψη της
συνωμοτικής του ομάδας (ΕΕΝΑ) το 1957 (Καλλιβρετάκης, 2010). Επίσης
πρέπει να πούμε ότι από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA φαίνεται
καθαρά ότι στις ΗΠΑ γνώριζαν ότι προετοιμαζόταν πραξικόπημα (Σαρρής
2019). Παρότι όμως η χώρα είχε τη στήριξη των ΗΠΑ, η γενικώς περίεργη
θέση της στο διεθνές στερέωμα θα είχε συνέπειες, όπως είδαμε, ειδικότερα σε
σχέση με την υπόθεση της Κύπρου, αλλά κα σε σχέση με την τύχη της ίδιας
της Χούντας, λόγω και της εσωτερικής πολιτικής σκηνής της Υπερδύναμης.

2. Επίλογος

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η τραγωδία της Κύπρου είναι μια κατάληξη του
κυπριακού ζητήματος, όπως αυτό εξελισσόταν μέσα στις δεκαετίες.
39
Αδιαμφισβήτητο επίσης είναι το γεγονός ότι είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς
συσσώρευσης λαθών συγκεκριμένων προσώπων, ηγετών, εφαρμοσμένων
πολιτικών και επιδιώξεων οι οποίες ποικίλουν από τις προσωπικές επιδιώξεις,
έως τις ευρύτερες και μεγαλύτερες επιδιώξεις των περιφερειακών, αλλά και
των παγκόσμιων δυνάμεων της εποχής. Εκείνο που γίνεται αντιληπτό από
την αναδρομή μας, είναι ότι ο βαθμός παρέμβασης στα εσωτερικά της
Κύπρου μεγάλωσε στη διάρκεια της χουντικής επταετίας. Ο δημοκρατικά
εκλεγμένος ηγέτης, αλλά και οι δημοκρατικά εκλεγμένοι θεσμοί του κυπριακού
κράτους δεν ήσαν σεβαστοί με κανέναν τρόπο.
Η χούντα προσπάθησε συστηματικά και με κλιμακούμενη ένταση να
επιβάλει τόσο την πολιτική της, όσο και την αντίληψή της περί καθεστώτος και
διακυβέρνησης στην Κύπρο, ακολουθώντας μια στρεβλή εκδοχή της θεωρίας
περί «ενός εθνικού κέντρου» και χρησιμοποιώντας ως όργανα επιβολής της
πολιτικής της παρακρατικές και παραστρατιωτικές μεθόδους και οργανώσεις,
εκμεταλλευόμενη το εθνικό φρόνημα ή όραμα συγκεκριμένων ανθρώπων.
Ταυτόχρονα χρησιμοποίησε την ελληνική στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας
στην Κύπρο, ως εργαλείο παρεμβατικότητας. Η ΕΛΔΥΚ υπήρχε βάσει των
συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και εργαλειοποιήθηκε για την επιβολή της
πολιτικής της και εν τέλει για την ανατροπή του εκλεγμένου ηγέτη της
Μεγαλονήσου σε συνεργασία με την Εθνική Φρουρά η οποία είχε αλωθεί από
στελέχη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, δίνοντας την καλύτερη αφορμή
που θα μπορούσε να έχει η Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της, αλλά
και στις ΗΠΑ να κλείσουν ένα ζήτημα τριβής για το ίδιο το ΝΑΤΟ στην
περιοχή.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις διπλωματικές γκάφες που ήδη αναλύσαμε,
την εσκεμμένη αποδυνάμωση της ΕΛΔΥΚ, κατόπιν παραίνεσης των ΗΠΑ και
την εγκληματική άρνηση προσπάθειας προσαρμογής των ενόπλων δυνάμεων
στις νέες διαμορφούμενες ανάγκες του γεωπολιτικού χώρου διαμόρφωσαν μια
πολύ ασταθή πραγματικότητα.
Αυτή η πραγματικότητα σε συνδυασμό με την αντιφατική στάση της έναντι
της Τουρκίας και των απαιτήσεων των ΗΠΑ, όπως είδαμε στην αναδρομή
μας, οδήγησε σε μια τραγωδία για τον ελληνισμό, τις συνέπειες της οποίας
βλέπουμε έως σήμερα. Η εξαγωγή της ανώμαλης κατάστασης της Ελλάδας
στην Κύπρο είχε πάρα πολύ ακριβό τίμημα.
40
Κομοτηνή 08/08/2020

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαρδιάμπασης, 2008: Βαρδιάμπασης, Νίκος, «Μακάριος Γ΄», στο
Κύπρος. Η Οδύσσεια της Ανεξαρτησίας (συλλογικό), Χ. Κ. Τεγόπουλος
Α.Ε. Εκδόσεις Α.Ε. (Ελευθεροτυπία) 2008.
Beaton, 2020: Beaton, Roderick, Ελλάδα. Βιογραφία Ενός Σύγχρονου
Έθνους, (μτφ Μενέλαος Αστερίου), Εκδόσεις Πατάκη 2020, Αθήνα.
Βενιζέλος – Ιγνατίου 2002: Βενιζέλος, Κώστας – Ιγνατλιου, Μιχάλης, Τα
Μυστικά Αρχεία του Κίσιντζερ, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα
2002.
Βερέμης – Κολιόπουλος 2013: Βερέμης, Μ. Θάνος – Κολιόπουλος, Σ.
Ιωάννης, Νεότερη Ελλάδα. Μια Ιστορία από το 1821, (μτφ Διονύσης
Χουρχούλης), Εκδόσεις Πατάκη 2013, Αθήνα.
Ευρυβιάδης, 2002: Ευρυβιάδης, Μάριος, «Εισαγωγή», στο Τα Μυστικά
Αρχεία του Κίσιντζερ (Κώστας Βενιζέλος – Μιχάλης Ιγνατίου),
Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2002.
Ευρυβιάδης, 2007: Ευρυβιάδης, Μάριος, «Ιδεοληπτικές Επιβιώσεις της
Επταετίας», στο 21η Απριλίου 1967 – 2007, 40 Χρόνια από το
Πραξικόπημα της Χούντας (Αριστοτελία Πελώνη κείμενα - έρευνα), ΤΑ
ΝΕΑ, Αθήνα 2007.
Καλλιβρετάκης, 2010: Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας, «Οι γνωστοί
“άγνωστοι” απριλιανοί συνωμότες» στο Έξι στιγμές του 20ου αιώνα
(Ηλίας Νικολακόπουλος – Βασίλης Παναγιωτόπουλος επιμ.), Η
στρατιωτική δικτατορία 1967 – 1974 (Βασίλης Καραμανωλάκης επιμ.),
ΤΑ ΝΕΑ, Ιστορία, 2010.
Κουσκουβέλης, 2013: Κουσκουβέλης, Ι. Ηλίας, «Στρατηγική μικρών
κρατών στο διεθνές σύστημα: η περίπτωση της Κύπρου» στο Το
Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον

41
κόσμο (Πέτρος Παπαπολυβίου, Άγγελος Μ. Συρίγος, Ευάνθης
Χατζηβασιλείου επιμ.), Εκδόσεις Πατάκη, 2013 Αθήνα.
Κωστής, 2018: Κωστής, Κώστας, «Τα κακομαθημένα παιδιά της
Ιστορίας», Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος – 21ος
αιώνας, Εκδόσεις Πατάκη, 2018 Αθήνα.
Λιάκουρας 2008: Λιάκουρας, Πέτρος, «Η Συνταγματική Διάρθρωση»,
στο Κύπρος. Η Οδύσσεια της Ανεξαρτησίας (συλλογικό), Χ. Κ.
Τεγόπουλος Α.Ε. Εκδόσεις Α.Ε. (Ελευθεροτυπία) 2008.
O’ Malley 2008: O’ Malley, Brendan, «Αμερικανοβρετανικός
Ανταγωνισμός» (μτφ Έρση Βατού), στο Κύπρος. Η Οδύσσεια της
Ανεξαρτησίας (συλλογικό), Χ. Κ. Τεγόπουλος Α.Ε. Εκδόσεις Α.Ε.
(Ελευθεροτυπία) 2008.
Πελώνη, 2007: Πελώνη, Αριστοτελία (επιμ.), «Οι Σχέσεις των
Αμερικανών και της CIA με τη Χούντα» στο 21η Απριλίου 1967 – 2007,
40 Χρόνια από το Πραξικόπημα της Χούντας (Αριστοτελία Πελώνη
κείμενα, έρευνα), ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2007.
Ριζάς, 2006: Ριζάς, Σητήρης, «1967 – 1964 Εξωτερική Πολιτική» στο
Ιστορία των Ελλήνων τ.17. Η Σύγχρονη Ελλάδα 1944 – 1974 (Νίκος
Βαρδιάμπασης επιμ.) Εκδόσεις Δομή, 2006.
Ριζάς 2008: Ριζάς, Σωτήρης, «Ο Βρετανικός Παράγοντας» στο
Κύπρος. Η Οδύσσεια της Ανεξαρτησίας (συλλογικό), Χ. Κ. Τεγόπουλος
Α.Ε. Εκδόσεις Α.Ε. (Ελευθεροτυπία) 2008.
Ριζάς, 2009: Ριζάς, Σωτήρης, Μεγάλοι Έλληνες: Κωνσταντίνος
Καραμανλής (Θάνος Βερέμης επιμ.), ΣΚΑΪ Βιβλίο 2009.
Ριζάς, 2015: Ριζάς, Σωτήρης, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Καθημερινές
Εκδόσεις Α.Ε., 2015.
Ριζάς, 2016: Ριζάς, Σωτήρης, Το σχέδιο Άτσεσον για το Κυπριακό στο
https://www.kathimerini.gr/870314/article/epikairothta/kosmos/to-sxedio-
atseson-gia-to-kypriako [ανάκτηση 05/08/2020], Η Καθημερινή, 2016.
Ριζάς & Στεφανίδης, 2003: Ριζάς, Σωτήρης – Στεφανίδης, Ιωάννης, «Το
Κυπριακό Ζήτημα, ο Αγώνας για Ένωση, Η Ανεξαρτησία, Η Τουρκική
Εισβολή» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770 – 2000. 9ος Τόμος
νικητές και Ηττημένοι. 1949 – 1974 Νέοι ελληνικοί προσανατολισμοί:

42
ανασυγκρότηση και ανάπτυξη (Σχεδιασμός, δ/νση έκδοσης Βασίλης
Παναγιωτόπουλος), Ελληνικά Γράμματα – ΤΑ ΝΕΑ 2003, Αθήνα.
Σαρρής, 2019: Σαρρής, Γεώργιος, 21η Απριλίου: Άγνωστοι Φάκελοι της
CIA για τη Χούντα – Χρέη και Σκάνδαλα, στο
https://www.ethnos.gr/ellada/34363_21i-aprilioy-agnostoi-fakeloi-tis-cia-gia-
ti-hoynta-hrei-kai-skandala , Έθνος 2019 [Ανάκτηση 05/08/2020].
Στεφανίδης, 2008: Στεφανίδης, Δ. Ιωάννης, «Οι Σχέσεις με τις
Ελληνικές Κυβερνήσεις», στο Κύπρος. Η Οδύσσεια της Ανεξαρτησίας
(συλλογικό), Χ. Κ. Τεγόπουλος Α.Ε. Εκδόσεις Α.Ε. (Ελευθεροτυπία)
2008.
Υφαντής, 2019: Υφαντής, Κώστας, «Εξάρτηση και Δικτατορία: Η
Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και το Κυπριακό, 1967 – 1974», στο Η
δικτατορία των Συνταγματαρχών, Ανατομία μιας Επταετίας (Σπ.
Βλαχόπουλος, Δημ. Καιρίδης, Αντ. Κλάψης επίμ.), Εκδόσεις Πατάκη
2019, Αθήνα.
Φάκελος Κύπρου, 2008: Φάκελος Κύπρου, Τα πορίσματα, Τόμος Α΄
Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα – Λευκωσία 2018 [Διαθέσιμο στο
https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/fakelos_kyproy_tomos_1/i
ndex.html - Ανάκτηση 05/08/2020].
Χουρχούλης 2016: Χουρχούλης, Διονύσης, «Το Ζήτημα των
Στρατιωτικών Δυνατοτήτων της Ελλάδας 1967 – 1974: Εσωτερικές και
Διεθνείς Διαστάσεις» στο Πρακτικά συνεδρίου: Η δικτατορία των
συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, Αθήνα 20 – 22
Νοεμβρίου 2014 (Παύλος Σούρλας επιμ.), Ιδρυμα της Βουλής των
Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2016.
Χρυσάνθου, 2006: Χρυσάνθου, Χρύσανθος «1960 – 1974: Το εκκρεμές
της ένωσης/διχοτόμησης», στο Ιστορία των Ελλήνων, Κύπρος, Νεότερη
Κύπρος (τ.19) (Νίκος Βαρδιάμπασης επιμ.), Εκδόσεις Δομή 2006.
Χρυσοστόμου, 2017: Χρυσοστόμου, Άγγελος Τσεχοσλοβακικά όπλα
στην Κύπρο,
https://www.kathimerini.gr/901206/article/epikairothta/kosmos/tsexoslovakika
-opla-sthn-kypro [Ανάκτηση: 05/08/2020].

43

You might also like