You are on page 1of 27

«Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση»

BΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 1Η
«Ψυχοπαθολογία Βρέφους, Παιδιού και Εφήβου»
ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 2Η
«Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος»

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ © 2019-2020


Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Περιεχόμενα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ................................................................................................................................. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................................ 2

ΤΙΤΛΟΣ (ΥΠΟ)ΕΝΟΤΗΤΑΣ (ΕΦ’ ΟΣΟΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ
ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ) ...................................................................................... ERROR! BOOKMARK NOT DEFINED.

ΤΙΤΛΟΣ (ΥΠΟ)ΕΝΟΤΗΤΑΣ .......................................................................... ERROR! BOOKMARK NOT DEFINED.

ΣΥΝΟΨΗ/ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ .......................................................................... 25

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ............................................................................................................................... 26

1
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Εισαγωγή
H επίσημη ονομασία του αυτισμού από το 2013 είναι Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ).
Παρόλο που έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μελέτη των χαρακτηριστικών της
διαταραχής, παρατηρούνται συχνά διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων, οι οποίες επηρεάζουν
τη διάγνωση και κατ’ επέκταση την αντιμετώπιση της. Μία τέτοιου είδους έντονη διαφωνία
ανέκυψε, όταν άλλαξε η ταξινόμηση της διαταραχής στο DSM5 (APA, 2013) σε σχέση με το
DSM-IV (APA, 2000). Οι διαφωνίες αυτές οφείλονται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι τα άτομα
με αυτιστικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν πολύ μεγάλες διαφορές ως προς τις δυνατότητες
και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στους τομείς της λεκτικής και μη-λεκτικής
επικοινωνίας, της συμπεριφοράς και των γνωστικών ικανοτήτων. Συνεπώς, η αποσαφήνιση
των όρων που σχετίζονται με τον αυτισμό δεν έχει μόνον επιστημολογική αξία, αλλά επηρεάζει
και τη διαδικασία εντοπισμού και διάγνωση της διαταραχής, εφόσον κάθε όρος αναφέρεται σε
ένα συγκεκριμένο σύνολο δυνατοτήτων και αδυναμιών του ατόμου και ουσιαστικά αποδίδει
τη διάγνωση. Η διάγνωση με τη σειρά της παρέχει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για το
σχεδιασμό του προγράμματος αντιμετώπισης.

Σκοπός

Η παρούσα εβδομαδιαία συνεδρία έχει τους ακόλουθους στόχους:


- να αποσαφηνίσει τα κριτήρια διάκρισης επιμέρους ομάδων ατόμων με αυτιστικά
χαρακτηριστικά, ανάλογα με την ποιότητα, την έκταση και την ένταση των συμπτωμάτων.
- να αποσαφηνίσει τα κριτήρια που διαφοροποιούν τις ομάδες αυτές από ομάδες με άλλες
διαταραχές (διαφοροδιάγνωση).
- να συζητήσει θέματα που αφορούν στη συχνότητα, την αιτιοπαθογένεια και τις μεθόδους
αντιμετώπισης της ΔΑΦ.

2
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα

Να κατέχουν οι επιμορφούμενοι/ες βασικές γνώσεις σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα:


• τη διάκριση των όρων Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές (ΔΑΔ) και Διαταραχή
Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ)
• τις αλλαγές στα κριτήρια διάγνωσης των ατόμων με αυτιστικά χαρακτηριστικά από το
DSM-IV στο DSM5
• τις διαφορές ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ
• τη συχνότητα εμφάνισης της ΔΑΦ
• την αιτιοπαθογένεια της ΔΑΦ
• τις μεθόδους αντιμετώπισης της ΔΑΦ

Έννοιες κλειδιά: Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές, Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος,


σύνδρομο Asperger, σύνδρομο Rett, αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας, θεωρία του νου,
θεωρία διυποκειμενικότητας

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

3
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σύντομη ιστορική αναδρομή


Συμπτώματα του αυτισμού έχουν περιγραφεί πολύ πριν προσδιοριστεί ως ανεξάρτητη
διαταραχή. Στο έργο TableTalk (1566), όπου ο Mathesius μεταφέρει τα λόγια του δασκάλου
του MartinLuther, ένα δωδεκάχρονο αγόρι με αυτιστικά χαρακτηριστικά περιγράφεται ως μία
«άψυχη σάρκα κυριευμένη από το διάβολο». Μία άλλη περίπτωση αυτισμού αναφέρεται στα
πρακτικά μίας δίκης το 1747. Πρόκειται για τον HughBlair, του οποίου ο αδελφός κατόρθωσε
να ακυρώσει το γάμο του και να του πάρει την περιουσία. Αυτιστικά στοιχεία παρουσίαζε και
το Άγριο Αγόρι της Aveyron, το οποίο ανακαλύφθηκε σε ένα δάσος το 1798.

Ο όρος αυτισμός επινοήθηκε από τον Ελβετό ψυχίατρο EugenBleuler το 1910 για να
περιγράψει συμπτώματα παιδικής σχιζοφρένειας. Προέρχεται από τη λέξη αυτός (=εαυτός) και
την κατάληξη –ισμός που δηλώνει κατεύθυνση προς. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά
με την έννοια που τον γνωρίζουμε σήμερα το 1938 από τον HansAsperger του Πανεπιστημίου
της Βιέννης. Ο Asperger μελετούσε ένα είδος αυτισμού, το οποίο όμως αναγνωρίστηκε ως
ξεχωριστή διαταραχή μόλις το 1981. Το 1943 ο LeoKanner χρησιμοποίησε για πρώτη φορά
τον όρο πρώιμος βρεφικός αυτισμός αναφερόμενος σε 11 περιπτώσεις παιδιών τα οποία
παρουσίαζαν παρόμοια συμπτώματα, όπως «αυτιστική μοναξιά» και «εμμονή με τα ίδια
αντικείμενα». Οι συμπεριφορές αυτές θεωρούνται ακόμη και σήμερα πυρηνικά συμπτώματα
του αυτισμού. Ωστόσο, δε μας είναι γνωστό αν ο Kanner και ο Asperger εργάζονταν
ανεξάρτητα ή αντάλλασσαν απόψεις για τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά τους. Για μία
εικοσαετία περίπου ο όρος αυτισμός χρησιμοποιούταν ως ταυτόσημος της βρεφικής
σχιζοφρένειας και μόλις το 1960 προσδιορίστηκε ως ανεξάρτητη διαταραχή, διαφορετική από
τη νοητική υστέρηση και τη σχιζοφρένεια.

Διάκριση των όρων Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές και


Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος

Παρόλο που έχει σημειωθεί πολύ σημαντική πρόοδος στη μελέτη των χαρακτηριστικών του
αυτισμού, παρατηρούνται συχνά διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων, οι οποίες επηρεάζουν τη
διάγνωση και κατ’ επέκταση την αντιμετώπιση της διαταραχής. Μία τέτοιου είδους έντονη
διαφωνία ανέκυψε, όταν άλλαξε η ταξινόμηση της διαταραχής στο DSM5 (APA, 2013) σε
σχέση με το DSM-IV (APA, 2000). Οι διαφωνίες αυτές οφείλονται μεταξύ άλλων στο γεγονός
ότι τα άτομα με αυτιστικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν πολύ μεγάλες διαφορές ως προς τις
δυνατότητες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στους τομείς της λεκτικής και μη-
λεκτικής επικοινωνίας, της συμπεριφοράς και των γνωστικών ικανοτήτων. Συνεπώς, η

4
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

αποσαφήνιση των όρων που σχετίζονται με τον αυτισμό δεν έχει μόνον επιστημολογική αξία,
αλλά επηρεάζει και τη διαδικασία της διάγνωσης, εφόσον κάθε όρος αναφέρεται σε ένα
συγκεκριμένο σύνολο δυνατοτήτων και αδυναμιών του ατόμου και ουσιαστικά αποδίδει τη
διάγνωση. Η διάγνωση με τη σειρά της παρέχει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για το
σχεδιασμό του προγράμματος αντιμετώπισης.

Ο όρος Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές (ΔΑΔ) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη


δεκαετία του ’80 για να περιγράψει ένα σύνολο διαταραχών που έχουν νευρολογικά αίτια,
έναρξη στην παιδική ηλικία και χαρακτηρίζονται από προβλήματα στην κοινωνική
αλληλεπίδραση, τη δημιουργική δραστηριότητα και τις δεξιότητες λεκτικής και μη λεκτικής
επικοινωνίας αλλά και στερεοτυπίες. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι διαταραχές που
περιλαμβάνονται στην κατηγορία ΔΑΔ σύμφωνα με το DSM-IVκαι το ICD-10.

Πίνακας 1: Οι ΔΑΔ σύμφωνα με το DSM-IVκαι το ICD-10.

ΔΙΑΧΥΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΑΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

DSM-IV ICD-10
Αυτιστική διαταραχή Παιδικός αυτισμός
Διαταραχή Rett Σύνδρομο Rett
Αποδιοργανωτική διαταραχή της παιδικής Αποδιοργανωτική διαταραχή της παιδικής
ηλικίας
ηλικίας
Διαταραχή Asperger Σύνδρομο Asperger
Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή Άτυπος αυτισμός
που δεν προσδιορίζεται διαφορετικά
Άλλες Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές
Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές μη
προσδιορισμένες
Διαταραχή υπεραντίδρασης συνδυασμένη με
νοητική υστέρηση και στερεοτυπικές κινήσεις

Η αυτιστική διαταραχή και η διαταραχή Asperger (όροι του DSM-IV) ταξινομούνται στην
ευρύτερη κατηγορία Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ).

5
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Η έννοια του φάσματος


Ο όρος φάσμα προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες και χρησιμοποιείται για να περιγράψει το
φαινόμενο κατά το οποίο διαφορετικές διαταραχές παρουσιάζουν τα ίδια πυρηνικά
χαρακτηριστικά, τα οποία εκδηλώνονται με πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς και βαθμούς
σοβαρότητας. Στα κατηγορικά συστήματα ταξινόμησης τέτοιου είδους διαταραχές θεωρούνται
διακριτές, παρόλο που συνήθως παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα συννοσηρότητας. Ο όρος φάσμα
υποδηλώνει την αδυναμία των κατηγορικών συστημάτων ταξινόμησης να ερμηνεύσουν τα
φαινόμενα συννοσηρότητας και αντιπροσωπεύει τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης
των αναπτυξιακών διαταραχών. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση οι διαταραχές με κοινή
συμπτωματολογία μπορούν να ταξινομηθούν σε μία διάσταση ανάλογα με την ένταση και την
έκταση των συμπτωμάτων.

Η ταξινόμηση ορισμένων διαταραχών σε μία διάσταση προτάθηκε για πρώτη φορά από τον
Ernst Kretschmer το 1921 για τη σχιζοφρένεια και για τις διαταραχές συναισθήματος και
υποστηρίχθηκε από τον Eugen Bleuler το 1922.Ο όρος φάσμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη
φορά στην Ψυχιατρική το 1968 σε σχέση πάλι με τη σχιζοφρένεια. Στη σύγχρονη Αναπτυξιακή
Ψυχοπαθολογία η χρήση του όρου επεκτείνεται και ορισμένοι μελετητές χρησιμοποιούν
μάλιστα και τον όρο φάσμα της ΔΕΠ-Υ (ADHD spectrum) (Faraoneetal., 2006).

Στο DSM5 χρησιμοποιείται ο όρος Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), για να περιγράψει
μία κατηγορία η οποία ενσωματώνει διαταραχές που στο DSM-IV ήταν διακριτές, όπως η
Αυτιστική Διαταραχή (Αυτισμός), η Διαταραχή Asperger, και η Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή
μη προσδιοριζόμενη διαφορετικά. Η τροποποίηση αυτή είναι αποτέλεσμα ερευνών οι οποίες
καταδεικνύουν ότι οι διαταραχές αυτές στην πραγματικότητα αποτελούν μία και μόνη συνθήκη
με διαφορετικά επίπεδα στη σοβαρότητας των συμπτωμάτων.

Σε σχέση με τον αυτισμό ο όρος φάσμα χρησιμοποιείται με διάφορες ερμηνείες. Παρόλο που
το DSM5 δε λαμβάνει υπόψη του τέτοιου είδους διαφορές, είναι σημαντικό να
αποσαφηνιστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί τόσο η έρευνα όσο και η κλινική πρακτική.
Ο όρος φάσμα μπορεί να αναφέρεται σε ένα από τα ακόλουθα:
1. Τα πυρηνικά χαρακτηριστικά του αυτισμού που εμφανίζονται στον κλινικό πληθυσμό
μπορούν να αποτυπωθούν σε μία διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι ανάμεσα στα άτομα που
εκδηλώνουν αυτιστικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται διαφορές ως προς τη
σοβαρότητα και την εκδήλωση των συμπτωμάτων.

6
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

2. Η εκδήλωση των αυτιστικών χαρακτηριστικών παρουσιάζει συνέχεια από το γενικό


στον κλινικό πληθυσμό. Αυτή η ερμηνεία του φάσματος απαιτεί τον προσδιορισμό
αυτιστικών χαρακτηριστικών, τα οποία μπορεί να εκδηλωθούν σε όλον τον πληθυσμό.
Τα αυτιστικά χαρακτηριστικά συνίστανται σε μεμονωμένες συμπεριφορές οι οποίες
όταν συνδυαστούν διαμορφώνουν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM και του ICD. Η
συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζεται από το εύρημα ότι η βαθμολόγηση σε
ερωτηματολόγια εντοπισμού αυτιστικών χαρακτηριστικών (π.χ. η Ποσοτική Λίστα για
τον Αυτισμό στα Νήπια ή η Δοκιμασία για το Αυτιστικό Φάσμα στα Παιδιά) κατανέμεται
σε ένα συνεχές. Τα αυτιστικά χαρακτηριστικά υφίστανται ως γενετική προδιάθεση στο
γενικό πληθυσμό, ενώ η ακραία εκδήλωσή τους συνιστά τη διαταραχή. Ορισμένα
ερωτηματολόγια, όπως η Κλίμακα Κοινωνικής Ανταπόκρισης ή ο Δείκτης Αυτιστικού
Φάσματος περιλαμβάνουν ερωτήσεις που αντιστοιχούν σε αυτιστικά χαρακτηριστικά,
τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα κριτήρια του DSM(π.χ. «αναστατώνεται σε
περιστάσεις όπου συμβαίνουν πολλά γεγονότα» ή «πολλές φορές προσέχει λεπτομέρειες
που σε άλλους περνούν απαρατήρητες»). Η βαθμολογία στις ερωτήσεις αυτές
κατανέμεται επίσης σε ένα συνεχές.
3. Ο όρος αυτισμοί είναι χρήσιμος, εφόσον αντανακλά τη σημαντική ετερογένεια που
παρατηρείται στο αυτιστικό φάσμα. Το DSM5 δε δίνει έμφαση στο διαχωρισμό υπο-
ομάδων, αλλά δίνει έμφαση στα κοινά χαρακτηριστικά τους, ενώ οι ατομικές διαφορές
εντοπίζονται σε συγκεκριμένα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά. Μολονότι φαίνεται
πως η αξιοπιστία της διάγνωσης μπορεί να βελτιωθεί με τη χρήση του ευρύτερου όρου
ΔΑΦ (σε σύγκριση με τον προσδιορισμό υπο-ομάδων που προτείνει τοDSM-IV),
προκειμένου να κατανοηθεί το βιολογικό υπόστρωμα των αυτισμών είναι απαραίτητο
να προσδιοριστούν οι διαφορές ανάμεσα στις υπο-ομάδες.

Σύμφωνα με το DSM-5 (APA, 2013), η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) είναι μία
νευροαναπτυξιακή διαταραχή, η οποία παρουσιάζεται με επίμονα ελλείμματα στην κοινωνική
επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς και με περιορισμένες,
επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες (APA, 2013). Η ΔΑΦ
είναι μία κληρονομική (Sandin et al., 2014), μακροχρόνια διαταραχή (Ozonoff, Goodlin-Jones
& Solomon, 2005) που επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να επικοινωνεί και να σχετίζεται
με τους άλλους (Elsabbagh et al., 2012). Όπως ορίζει η ετυμολογία της λέξης αυτισμός, η οποία
προέρχεται από τη λέξη «εαυτός», το άτομο κλείνεται στον εαυτό του και αδιαφορεί για τον
κοινωνικό περίγυρο (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006). Η ΔΑΦ έχει έναρξη στην πρώιμη

7
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

παιδική ηλικία και προκαλεί ελλείμματα σε ποικίλους τομείς της ζωής του ατόμου, όπως την
προσωπική, την κοινωνική, την ακαδημαϊκή και την επαγγελματική.

Πιο συγκεκριμένα, τα διαγνωστικά κριτήρια που θέτει πλέον η Αμερικανική Ψυχιατρική


Εταιρία (APA, 2013) είναι τα ακόλουθα:

Α. Επίμονα ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση σε


πληθώρα πλαισίων, τα οποία δεν οφείλονται σε αναπτυξιακή καθυστέρηση, και
εκδηλώνονται στον παρόντα χρόνο ή στο παρελθόν με τα ακόλουθα:
1. Ελλείμματα στην κοινωνική και συναισθηματική αμοιβαιότητα, που κυμαίνονται από
δυσκολία στην κοινωνική προσέγγιση και αποτυχία αμοιβαιότητας στον διάλογο, μέχρι
περιορισμένο μοίρασμα ενδιαφερόντων, συγκινήσεων και συναισθημάτων, έως και
αποτυχία έναρξης ή ανταπόκρισης σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
2. Ελλείμματα στη μη λεκτική επικοινωνιακή συμπεριφορά που χρησιμοποιείται κατά την
κοινωνική αλληλεπίδραση, τα οποία κυμαίνονται από ελλιπή απαρτίωση της λεκτικής
και μη λεκτικής επικοινωνίας, έως διαταραγμένη βλεμματική επαφή και γλώσσα
σώματος ή ελλείμματα στην κατανόηση και χρήση χειρονομιών, μέχρι παντελή
απουσία εκφράσεων προσώπου και μη λεκτικής επικοινωνίας.
3. Ελλείμματα στην ανάπτυξη, διατήρηση και κατανόηση των σχέσεων, που κυμαίνονται
από δυσκολίες προσαρμογής της συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες κοινωνικές
απαιτήσεις, έως δυσκολία στο μοίρασμα φανταστικού παιχνιδιού και δημιουργίας
φίλων, μέχρι και απουσία ενδιαφέροντος για άλλους ανθρώπους.
Β. Περιορισμένες επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες:
1. Στερεοτυπικές ή επαναλαμβανόμενες κινήσεις, χρήση αντικειμένων ή λόγου.
2. Επιμονή στην ομοιότητα, άκαμπτη εμμονή σε ρουτίνες, ή τελετουργικά μοτίβα
λεκτικών και μη λεκτικών συμπεριφορών.
3. Εξαιρετικά περιορισμένα, σταθεροποιημένα ενδιαφέροντα, μη φυσιολογικά σε ένταση
και εστίαση.
4. Υπερ- ή υπο-αντίδραση σε αισθητηριακά ερεθίσματα ή ασυνήθιστα ενδιαφέροντα σε
αισθητηριακές πτυχές του περιβάλλοντος.

Γ. Τα συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο (αν και
μπορεί να μην εκδηλωθούν πλήρως μέχρι οι κοινωνικές απαιτήσεις να υπερβούν τις
περιορισμένες ικανότητες του ατόμου ή μπορεί να μεταμφιεστούν από μαθημένες
στρατηγικές στη μετέπειτα ζωή).

8
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Δ. Τα συμπτώματα να προκαλούν κλινικά ελλείμματα στην κοινωνική, επαγγελματική ή άλλη


σημαντική περιοχή της τρέχουσας λειτουργικότητας του ατόμου.
Ε. Τα συμπτώματα να μην επεξηγούνται καλύτερα από νοητική αναπηρία (Αναπτυξιακή
Διαταραχή της Νόησης) ή από γενικευμένη αναπτυξιακή καθυστέρηση. Αναφορικά με την
ηλικία έναρξης της διαταραχής, το DSM-IV-TR απαιτούσε τα συμπτώματα να ξεκινούν
πριν την ηλικία των τριών ετών (APA, 2000), ενώ το DSM-5 διευκρινίζει ότι τα
συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο, χωρίς να
προσδιορίζει συγκεκριμένη ηλικία (APA, 2013). Συνολικά, οι προαναφερθείσες αλλαγές
στόχο είχαν να διευκολύνουν τη διαγνωστική διαδικασία και να προσαρμόσουν το
διαγνωστικό εγχειρίδιο σε ότι απαντάται στην κλινική πράξη.

Τέλος, το DSM-5 ορίζει τρείς υποκατηγορίες βαρύτητας με βάση το επίπεδο λειτουργικότητας


του ατόμου. Το επίπεδο 1 χαρακτηρίζεται από δυσκολίες οι οποίες χρήζουν «Ανάγκης
υποστήριξης», στο επίπεδο 2 οι δυσκολίες είναι αξιοσημείωτες, επομένως απαιτείται «Ανάγκη
ενισχυμένης υποστήριξης», ενώ στο επίπεδο 3 υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες στην
κοινωνικοποίηση και την ευελιξία, οι οποίες καθιστούν αδήριτη την «Ανάγκη ιδιαίτερα
ενισχυμένης υποστήριξης». Κάθε διάγνωση μπορεί να συνοδευτεί και από επιμέρους
προσδιοριστές (specifiers), οι οποίοι παρέχουν πιο πλήρη εικόνα για τις δυσκολίες και τις
ικανότητες του κάθε ατόμου, αναφέροντας, παραδείγματος χάριν, αν η διαταραχή συνοδεύεται
από νοητική αναπηρία, γλωσσική αναπηρία ή κάποια άλλη ιατρική κατάσταση. Στον Πίνακα
1 παρουσιάζονται αναλυτικότερα τα επίπεδα λειτουργικότητας της ΔΑΦ σύμφωνα με το DSM
5.

9
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Πίνακας 1: Επίπεδα σοβαρότητας της ΔΑΦ.

Επίπεδο Επικοινωνία Περιορισμένες και


σοβαρότητας επαναλαμβανόμενες
συμπεριφορές
3 Τα σοβαρά ελλείμματα στη λεκτική και μη Η ανελαστικότητα της συμπεριφοράς, η
Ανάγκη πολύ λεκτική επικοινωνία προκαλούν με τη σειρά εξαιρετική δυσκολία αντιμετώπισης
σημαντικής τους σοβαρά προβλήματα στη λειτουργικότητα, των αλλαγών και οι περιορισμένες
υποστήριξης πολύ περιορισμένες πρωτοβουλίες για επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές
κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και ελάχιστη δυσχεραίνουν σημαντικά τη
ανταπόκριση στις προσπάθειες των άλλων για λειτουργικότητα του ατόμου σε όλους
επικοινωνία. Παράδειγμα η περίπτωση του τους τομείς της ζωής.
ατόμου που μπορεί να χρησιμοποιεί μόνο λίγες
κατανοητές λέξεις, το οποίο σπάνια
αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για μία
αλληλεπίδραση και όταν το κάνει ο τρόπος είναι
ασυνήθιστος και ο στόχος αποκλειστικά η
κάλυψη προσωπικών αναγκών. Επιπλέον,
ανταποκρίνεται μόνο σε πολύ άμεσες
προσπάθειες των άλλων να επικοινωνήσουν
μαζί του.

2 Σημαντικές αδυναμίες στη λεκτική και μη Η ανελαστικότητα της συμπεριφοράς, η


Ανάγκη λεκτική επικοινωνία, οι οποίες είναι εμφανείς δυσκολία στη διαχείριση των
σημαντικής ακόμη και όταν υπάρχει υποστήριξη. μεταβολών και οι στερεοτυπίες είναι
υποστήριξης Περιορισμένες πρωτοβουλίες για κοινωνική τόσο συχνές που γίνονται εμφανείς
αλληλεπίδραση και μειωμένη ή ακατάλληλη ακόμη και σε έναν απλό παρατηρητή,
ανταπόκριση στις προσπάθειες των άλλων για ενώ επηρεάζουν τη λειτουργικότητα
επικοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η του ατόμου σε πολλά πλαίσια. Η
περίπτωση ατόμου, οι αλληλεπιδράσεις ανάγκη αλλαγής εστίασης της προσοχής
περιορίζονται στα αυστηρά συγκεκριμένα ή της δραστηριότητας δυσκολεύει το
ενδιαφέροντά του, ενώ οι μη λεκτικές του άτομο και του προκαλεί άγχος.
εκφράσεις είναι παράδοξες.
1 Σοβαρά ελλείμματα στην επικοινωνία, όταν δεν Ανελαστικότητα της συμπεριφοράς, η
Ανάγκη υπάρχει κατάλληλη υποστήριξη. Δυσκολία στην οποία συχνά επηρεάζει τη
υποστήριξης ανάληψη πρωτοβουλίας για κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου σε ένα ή
αλληλεπίδραση και ακατάλληλη ανταπόκριση περισσότερα πλαίσια. Το άτομο
στις προσπάθειες επικοινωνίας των άλλων. αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εναλλαγή
Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον για κοινωνικές δραστηριοτήτων, ενώ τα προβλήματα
αλληλεπιδράσεις είναι περιορισμένο. στην οργάνωση και τον σχεδιασμό
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι περιπτώσεις παρεμποδίζουν την ανεξάρτητη
ατόμων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν διαβίωση.
σωστά αρθρωμένο λόγο με ορθή σύνταξη, αλλά
δεν μπορούν να διατηρήσουν διάλογο με τους
άλλους, ενώ συνήθως επιχειρούν να κάνουν
φίλους με παράδοξους τρόπους και συχνά
αποτυγχάνουν.

10
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Το σύνδρομο Asperger
Μολονότι το DSM-5 δεν αναγνωρίζει πλέον το σύνδρομο Asperger ως μία ανεξάρτητη
διαταραχή, ορισμένοι επιστήμονες διατυπώνουν έντονες διαφωνίες σχετικά με το ζήτημα αυτό.
Οι McPortland και συνεργάτες (2012) διαπίστωσαν ότι το 60% περίπου των ατόμων που
διαγιγνώσκονται με ΔΑΦ με βάση το DSM5, όντως ανταποκρίνονται στα συγκεκριμένα
κριτήρια αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο για το 40%. Μάλιστα αυτή η διαφοροποίηση ισχύει
κυρίως για άτομα με ηπιότερα γνωστικά ελλείμματα. Ομοίως, οι Mattila και συνεργάτες (2012)
πραγματοποίησαν μία επιδημιολογική μελέτη στην οποία συνέκριναν τα κριτήρια του DSM-
IV-TR με τα κριτήρια του DSM5 και διαπίστωσαν ότι τα τελευταία ήταν λιγότερο αξιόπιστα
στη διάγνωση της ΔΑΦ και ιδιαίτερα των παιδιών με σύνδρομο Asperger και υψηλά
λειτουργικό αυτισμό. Επιπλέον οι Tsai και Ghaziuddin (2014) σε μία μετα-ανάλυση σχετικών
ερευνών διαπίστωσαν ότι στο 76% αυτών βρέθηκαν σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές
διαφορές μεταξύ του συνδρόμου Asperger και της Αυτιστικής Διαταραχής καθώς και της
Διάχυτης Αναπτυξιακής Διαταραχής μη προσδιορισμένης διαφορετικά. Με βάση τα ευρήματα
αυτά οι συγγραφείς συμπέραναν ότι ανεξάρτητα από τα κριτήρια που προτείνει το DSM5 η
έρευνα αλλά και η κλινική πράξη καταδεικνύουν σημαντικές διαφοροποιήσεις των επιμέρους
διαταραχών που εντάσσονται στο αυτιστικό φάσμα.

Κείμενο Αναφοράς1
«Η ανακοίνωση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας ότι το DSM-5 αναθεωρεί τα κριτήρια διάγνωσης του
αυτισμού προκάλεσε πανικό σε πολλούς – ίσως γιατί δεν αρέσκονται στις αλλαγές. Ωστόσο, μετά την έκδοση του
DSM5 ελπίζω ο θόρυβος να κοπάσει. Ήμουν από εκείνους που προέβαλαν ενστάσεις για τη διαγραφή του όρου
σύνδρομο Asperger (ΣΑ), αλλά αν τελικά εξετάσει κανείς το ζήτημα ψύχραιμα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζει με
φόβο τον ορισμό του αυτισμού που προτείνει το DSM-5 αλλά να τον αποδεχθεί. Ένας από τους φόβους που
διατυπώνονται είναι ότι πολλά άτομα που με βάση το DSM-IV θα λάμβαναν διάγνωση αυτισμού, μπορεί να μην
πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5 και έτσι να χάσουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις υπηρεσίες
υποστήριξης. Θεωρώ όμως ότι η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στην
ανακούφιση αυτού του φόβου ελέγχοντας πόσοι άνθρωποι αναζητούν σχετική βοήθεια μέσω διαδικτύου. Αν ο
αριθμός αυτός αυξάνει, τότε είναι προφανές ότι το DSM-5 χρειάζεται βελτιώσεις, χωρίς κάτι τέτοιο να υπονομεύει
τα θετικά του χαρακτηριστικά. Απλά σημαίνει ότι απαιτούνται περισσότερα δεδομένα, προκειμένου να
διατυπωθούν ακριβέστερα διαγνωστικά κριτήρια. Τα δεδομένα αυτά όμως θα συγκεντρωθούν μετά την
κυκλοφορία της πρώτης έκδοσης.

Επιπλέον, ανησυχία μπορεί να προκαλείται από το γεγονός ότι όταν οι ενδείξεις της συμπεριφοράς ενός ατόμου
(το οποίο με βάση το DSM-IV είχε λάβει διάγνωση διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής μη προσδιοριζόμενης
διαφορετικά) δεν επαρκούν, ώστε να πληρείται το κριτήριο «περιορισμένες και επαναλαμβανόμενες

1
Ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά από τη συγγραφέα του κειμένου.

11
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

συμπεριφορές, ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες», είναι πιθανό με βάση το DSM5 να λάβει διάγνωση Διαταραχή
της Επικοινωνίας. Ωστόσο, υπάρχουν πολύ λιγότερες υπηρεσίες υποστήριξης για τη διαταραχή αυτή σε σύγκριση
με την σαφέστερα προσδιορισμένη συναφή κατηγορία Αυτισμός. Όμως η ακόλουθη σημείωση που
περιλαμβάνεται στο DSM5 διαφυλάττει από τον κίνδυνο αυτό: «τα άτομα που με βάση το DSM-IV είχαν λάβει
διάγνωση Αυτιστική Διαταραχή, Διαταραχής Asperger’s ή Διάχυτης Αναπτυξιακής Διαταραχή μη προσδιοριζόμενης
διαφορετικά, [διατηρούν τη διάγνωση αυτή και] δε λαμβάνουν διάγνωση ΔΑΦ»…….

Αλλαγές καλωσορίσατε!
Ποια λοιπόν είναι τα θετικά χαρακτηριστικά του DSM5;
➢ Κατ’ αρχήν ομαδοποιεί όλα τα ελλείμματα στην κοινωνικότητα και την επικοινωνία σε μία κατηγορία ή
διάσταση. Πρόκειται για μία διόρθωση που θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και 25 χρόνια. Το DSM-IV
ταξινομεί τα ελλείμματα στους δύο αυτούς τομείς σε ξεχωριστές κατηγορίες, αλλά η επικοινωνία
προϋποθέτει την κοινωνικότητα, ενώ η κοινωνικότητα έχει εξ ορισμού επικοινωνιακό χαρακτήρα.
Επιπλέον, τόσο η κοινωνικότητα όσο και η επικοινωνία προϋποθέτουν θεωρία του νου – δηλαδή την
ικανότητα κατανόησης των σκέψεων και των συναισθημάτων του άλλου. Συνεπώς, το DSM5 καταργεί
μία διάκριση άνευ νοήματος.
➢ Δεύτερον, με τον προσδιορισμό επιπέδων σοβαρότητας στην εκδήλωση των συμπτωμάτων του
αυτισμού, δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης του επιπέδου λειτουργικότητας του ατόμου. Παρόλο που
η κλίμακα του DSM5 περιλαμβάνει μόνον 3 βαθμούς, είναι δυνατό να εντοπιστούν ατομικές διαφορές.
➢ Τρίτον, η χρήση «προσδιοριστικών χαρακτηριστικών», όπως «με ή χωρίς νοητική αναπηρία» ή «με ή
χωρίς ελλείμματα στη γλωσσική ανάπτυξη» παρέχει τη δυνατότητα για περαιτέρω περιγραφή των
ατομικών διαφορών, τουλάχιστον ως προς τις δύο αυτές ικανότητες. Δεδομένου ότι οι ικανότητες αυτές
μπορούν να αποτελέσουν ισχυρούς προγνωστικούς δείκτες της μετέπειτα συμπεριφοράς, το DSM5
φαίνεται τελικά ότι συνδυάζει την παλαιά σοφία με τη σύγχρονη διαγνωστική πρακτική.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην πραγματικότητα η πολυαγαπημένη κατηγορία Συνδρόμο Asperger (η οποία
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο DSM-IV ύστερα από 50 χρόνια αναμονής) στην πραγματικότητα δεν
καταργείται, εφόσον εξακολουθεί να περιγράφει μία υπο-ομάδα ατόμων, τα οποία δεν παρουσιάζουν δυσκολίες
στα δύο προσδιοριστικά χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν (στην Ευρώπη, όπου χρησιμοποιείται το ICD-10,
εξακολουθεί να υφίσταται ο όρος Σύνδρομο Asperger, τουλάχιστον μέχρι το ICD-11 ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο
με το DSM5).

Ορισμένα άτομα με ΣΑ μπορεί εύλογα να αισθάνονται ότι απειλούνται από την κατάργηση της συγκεκριμένης
κατηγορίας στο DSM5, η οποία περιγράφει τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, στην πράξη η κατηγορία Σύνδρομο
Asperger δεν έχει χάσει καθόλου τη σημασία της. Αντίθετα, η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία ίσως χρειάζεται
να επεκτείνει τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της, ώστε να διευρυνθεί συμπεριλαμβάνοντας πληροφορίες που
προέρχονται από το αναπτυξιακό ιστορικό (π.χ η ηλικία εκφοράς των πρώτων λέξεων ή προτάσεων). Έτσι όλα τα
χαρακτηριστικά της κατηγορίας σύνδρομο Asperger θα αποτελούν πλέον μέρος της νέας κατηγορίας ΔΑΦ» (S.
Baron – Cohen, May 2013, www.sfari.org).

12
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Αιτιοπαθογένεια της ΔΑΦ


Η ΔΑΦ είναι μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή. Αυτό σημαίνει ότι προκαλείται από
διαταραχές στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Ωστόσο, οι μελέτες για την
αιτιοπαθογένεια της ΔΑΦ αφορούν διαφορετικά επίπεδα: το γενετικό, το νευροανατομικό και
το κοινωνικο – γνωστικό.

Παρόλο που οι γνώσεις μας για τους πιθανούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στη ΔΑΦ έχουν
αυξηθεί δραματικά, τα αίτια δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί με σαφήνεια. Στο γενετικό
επίπεδο, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η ΔΑΦ προκαλείται από γενετικές ανωμαλίες. Η
κληρονομικότητα της ΔΑΦ στους μονοζυγώτες διδύμους κυμαίνεται από 60 – 90% (αντίθετα
η κληρονομικότητα στους διζυγωτικούς διδύμους είναι μόλις 5%), ενώ ο κίνδυνος εμφάνισης
αυτιστικών χαρακτηριστικών στα αδέλφια των παιδιών με ΔΑΦ είναι περίπου 3 – 6%, δηλαδή
50 έως 100 φορές μεγαλύτερος από τον κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής στον γενικό
πληθυσμό. Επιπλέον, η ΔΑΦ παρουσιάζει υψηλή συννοσηρότητα με γενετικά σύνδρομα, όπως
το σύνδρομο Angelman, το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Rett και το σύνδρομο εύθραυστου
Χ.

Στο νευροχημικό επίπεδο φαίνεται ότι τα άτομα με ΔΑΦ παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένα
επίπεδα σεροτονίνης σε σύγκριση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Η σεροτονίνη είναι
νευροδιαβιβαστής υπεύθυνος για τη διάθεση.
Στο νευροανατομικό επίπεδο (Εικόνα 1), τα
άτομα με ΔΑΦ παρουσιάζουν αυξημένο όγκο
εγκεφάλου που πιθανότατα συνδέεται με την
τους ταχείς ρυθμούς αύξησης του εγκεφάλου
Μεσολόβιο κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης, αλλά
Ενώνει τα
ημισφαίρια
μειωμένο όγκο μεσολοβίου2. Επιπλέον,
απεικονιστικές μελέτες καταδεικνύουν πολύ
Παρεγκεφαλίδα
Συντονισμός περιορισμένη ή και μηδενική δραστηριότητα
κινήσεων
της αμυγδαλής σε άτομα με αυτισμό κατά τη
διάρκεια γνωστικών κοινωνικών έργων με αντισταθμιστική δραστηριότητα μερών του
εγκεφάλου που τυπικά συνδέονται περισσότερο με την επεξεργασία πληροφοριών για
αντικείμενα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1, τα άτομα με
ΔΑΦ παρουσιάζουν νευροανατομικές ανωμαλίες σε πολλές και διαφορετικές περιοχές του
εγκεφάλου, με κυρίαρχες τις βλάβες στο μεταιχμιακό σύστημα.

2
Το μεσολόβιο είναι πυκνή δέσμη νευραξόνων , η οποία συνδέει το αριστερό και το δεξιό ημισφαίριο.

13
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Επισήμανση

Ορισμένοι ερευνητές υποστήριξαν ότι η ΔΑΦ είναι πιθανό να οφείλονται στο τριπλό παιδιατρικό
εμβόλιο για ιλαρά, παρωτίτιδα και ερυθρά ή σε μία χημική ένωση του υδραργύρου η οποία
χρησιμοποιείται ως συντηρητικό για τα παιδικά εμβόλια. Ωστόσο, μία πρόσφατη έκθεση που
δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο Ιατρικής και παραθέτει τα αποτελέσματα της ανασκόπησης 19
σχετικών μελετών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ εμβολίων και
αυτισμού (Wilmshurst, 2017).

Οι βασικές κοινωνικο-γνωστικές θεωρίες που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη ΔΑΦ είναι η


θεωρία της Επιτελικής Λειτουργικότητας (Frith & Happé, 1994), η θεωρία της Ασθενούς
Κεντρικής Συνοχής (Frith, 1989) και η Θεωρία του Νου (Baron-Cohen, Leslie & Frith, 1985).

Οι επιτελική λειτουργικότητα είναι ένα ενιαίο σύνολο γνωστικών λειτουργιών στις οποίες
περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός, ο συλλογισμός, η μνήμη εργασίας, ο έλεγχος των παρορμήσεων,
η αναστολή, η γνωστική ευελιξία, η έναρξη και παρακολούθηση μίας δράσης, η επίλυση
προβλημάτων, η ικανότητα διατήρησης της προσοχής και η ικανότητα καινοτόμων δράσεων.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, βασική αιτία της ΔΑΦ είναι τα ελλείμματα στην επιτελική
λειτουργικότητα. Η προσέγγιση αυτή ερμηνεύει ορισμένα χαρακτηριστικά της ΔΑΦ, όπως η
δυσκολία προσαρμογής σε νέες συνθήκες, η άκαμπτη συμπεριφορά και η ακατάλληλη
απόκριση στις κοινωνικές περιστάσεις (Pellicano, 2012). Ωστόσο, αδυνατεί να εξηγήσει άλλα
χαρακτηριστικά συμπτώματα της ΔΑΦ.

Επίσης, σύμφωνα με τη θεωρία της Κεντρικής Συνοχής τα ΤΑ παιδιά παρουσιάζουν μία φυσική
τάση για συνοχή και επεξεργάζονται τα ερεθίσματα στο σύνολό τους. Η κεντρική συνοχή
αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την ικανότητα του ατόμου να επεξεργάζεται τις εισερχόμενες
πληροφορίες ανάλογα με το πλαίσιο, με σκοπό τη νοηματοδότησή τους, αγνοώντας ασήμαντες
λεπτομέρειες (Happé, 2003). Αντίθετα, τα παιδιά με ΔΑΦ έχουν την τάση να επικεντρώνονται
στα επιμέρους στοιχεία παρά στο σύνολο, σε συνδυασμό με μία αδυναμία ενσωμάτωσης της
πληροφορίας στο πλαίσιό της και συνεκδοχικά δυσκολία στην ερμηνεία του νοήματος μίας
κατάστασης (Frith, 1989/1999· Frith & Happé, 1994).

Η Θεωρία του Νου (Theory of Mind) αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να κατανοεί ότι
οι άλλοι έχουν πεποιθήσεις, επιθυμίες, σκέψεις, και συναισθήματα που μπορεί να διαφέρουν
από τα δικά τους (Baron Cohen et al., 1985). Η δυσκολία στην αναγνώριση και κατανόηση των
σκέψεων των άλλων αποτελεί βασικό έλλειμμα των ατόμων με ΔΑΦ. Ωστόσο, η Θεωρία του
Νου παρόλο που παρέχει μία ερμηνεία για τις δυσκολίες των ατόμων με ΔΑΦ στην

14
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

επικοινωνία, δεν εξηγεί άλλα πυρηνικά ελλείμματα της διαταραχής, όπως τις στερεοτυπικές
και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Επιπλέον, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της
Θεωρίας του Νου στα παιδιά αυτή εμφανίζεται και διαμορφώνεται περίπου στα 3.5 έτη, ενώ
βασίζεται στη γλώσσα. Όμως, οι έρευνες που βασίζονται στη θεωρία της Διυποκειμενικότητας
που θα αναλυθεί παρακάτω, υποστηρίζουν ότι η ικανότητα αναγνώρισης της σκέψης και των
συναισθημάτων των άλλων εμφανίζεται ήδη από την ηλικία των 9 μηνών και αποτελεί
προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλώσσας.

Επισήμανση

Η Θεωρία του Νου αναφέρεται ουσιαστικά σε μία ικανότητα ή μία διεργασία των παιδιών και όχι σε
ένα θεωρητικό κατασκεύασμα που επιχειρεί να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη ικανότητα ή διεργασία.

Θεωρία Διυποκειμενικότητας – Πρώιμη διάγνωση ΔΑΦ


Τη θεωρία της διυποκειμενικότητας ανέπτυξε ο Colwyn Trevarthen (1982, 1990, 1994).
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι δυναμικές διαδικασίες αλληλοκατανόησης προθέσεων,
εμπειριών και συναισθημάτων ανάμεσα σε συνειδητά ενεργητικούς επικοινωνιακούς
συντρόφους βασίζονται σε έμφυτα κίνητρα συνεργασίας. Τα βρέφη είναι ικανά να συμμετέχουν
σε τέτοιου είδους διαδικασίες από την αρχή της ζωής, μολονότι η διαφοροποίηση της
διυποκειμενικότητας στο χρόνο οδηγεί σε αλλαγές στην επικοινωνία που παρατηρούνται κατά
τα πρώτα χρόνια της ζωής. Τα βρέφη ήδη από τη γέννησή τους εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τις
εκφράσεις των άλλων, ενώ σε ηλικία 2 μηνών είναι ευαισθητοποιημένα στο αμοιβαίο μοίρασμα
συγκινήσεων και διαφοροποιούν την ομαλή από τη διαταραγμένη επικοινωνία. Σε ηλικία 6
μηνών τα βρέφη είναι σε θέση να διαχειρίζονται καλύτερα τις συναισθηματικές καταστάσεις
και αρχίζουν να ανταποκρίνονται στις προσκλήσεις σε παιχνίδια. Ωστόσο, μέχρι την ηλικία
των 9 μηνών τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους μόνο από τη δική
τους προοπτική. Από την ηλικία αυτή και μετά όμως είναι ικανά να αντιλαμβάνονται τις
αλληλεπιδράσεις και από την προοπτική του επικοινωνιακού συντρόφου. Ειδικότερα, στην
ηλικία των 9 μηνών τα βρέφη εκδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για τις συναισθηματικές
αντιδράσεις των άλλων που αφορούν αντικείμενα ή πρόσωπα του περιβάλλοντος τους,
ανταποκρίνονται σε εντολές και απαγορεύσεις και εναρμονίζουν τις προθέσεις και τα
ενδιαφέροντα τους με τις προθέσεις και τα ενδιαφέροντα του επικοινωνιακού συντρόφου κατά
την εξερεύνηση ή τη χρήση αντικειμένων. Σε αυτήν την ηλικία αναπτύσσεται η ικανότητα των
βρεφών να κατευθύνουν την προσοχή του άλλου προς ένα αντικείμενο του δικού τους
ενδιαφέροντος, αλλά και να παρακολουθούν το ενδιαφέρον του άλλου προς ένα αντικείμενο,

15
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

ενώ είναι σε θέση να κατανοούν τα συναισθήματα, τα ενδιαφέροντα και τις προθέσεις των
άλλων σε σχέση με τα αντικείμενα και να συμμετέχουν εμπρόθετα σε συνεργατικές
δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, οι συγκεκριμένες συμπεριφορές δεν έχουν απλά ως στόχο να
προσελκύσουν την προσοχή προς τον εαυτό, αλλά να μοιραστούν με τον άλλο ενδιαφέροντα
σχετικά με το περιβάλλον.

Ως εκ τούτου με βάση τη θεωρία της διυποκειμενικότητας ήδη από τον πρώτο χρόνο της
ζωής ορισμένες συμπεριφορές αποτελούν ενδείξεις ότι το άτομο θα αναπτύξει αργότερα
ΔΑΦ.

Πρώιμες ενδείξεις ΔΑΦ


Η έρευνα για τις πρώιμες ενδείξεις της ΔΑΦ βασίζεται σε αναδρομικές αναφορές των γονέων
ή μαγνητοσκοπήσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι ίδιοι οι γονείς αλλά και σε προδρομικές
μελέτες με αδέρφια παιδιών που έχουν ήδη λάβει διάγνωση ΔΑΦ και θεωρούνται ομάδα
υψηλού κινδύνου.

Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με τη μέθοδο της αναδρομικής ανάλυσης


μαγνητοσκοπήσεων αποκαλύπτουν ότι παιδιά που αργότερα διαγνώστηκαν με ΔΑΦ
παρουσίαζαν ενδείξεις άτυπης ανάπτυξης ήδη από τον πρώτο χρόνο της ζωής (Trevarthen &
Daniel, 2005). Εντούτοις, σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση της ΔΑΦ γίνεται συνήθως
μεταξύ τριών και πέντε ετών, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα πλεονεκτήματα της πρώιμης
παρέμβασης, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού (Dawson,
2008). Είναι αξιοσημείωτο ότι περίπου το 50% των γονέων ανιχνεύει συμπεριφορές και
εκφράζει ανησυχία για την ανάπτυξη του παιδιού ήδη από τον πρώτο χρόνο ζωής του, δηλαδή
πολύ πριν ληφθεί η επίσημη διάγνωση. Μάλιστα, η εμπειρία ανατροφής ενός μεγαλύτερου
αδερφού τυπικής ανάπτυξης ή ακόμα περισσότερο άτυπης ανάπτυξης δημιουργεί πιο έντονες
ανησυχίες για το νεότερο παιδί, ακόμα κι αν τα συμπτώματά του είναι ηπιότερα. Γι’ αυτόν τον
λόγο τονίζεται ότι στην περίπτωση που οι γονείς εκφράζουν κάποια ανησυχία, θα πρέπει ο/η
παιδίατρος ή όποιος/α άλλη επαγγελματίας έρχεται σε επαφή με το παιδί, να τους καθοδηγούν
σε ειδικούς επαγγελματίες υγείας για πρώιμη διάγνωση.

Οι συμπεριφορές που κυρίως προκαλούν ανησυχία αφορούν κυρίως στη μίμηση και στη δείξη,
η οποία στα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά εμφανίζεται προς το τέλος του πρώτου χρόνου.
Πρώιμες ενδείξεις μπορούν να παρατηρηθούν και σε σχέση με την αλληλεπίδραση, τον δεσμό
και την κοινωνική προσοχή. Ερευνητικά δεδομένα έχουν δείξει ότι παιδιά με αυτιστικά

16
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

χαρακτηριστικά έχουν δυσκολία επικέντρωσης στην ανθρώπινη φωνή και στην επεξεργασία
χαρακτηριστικών του ανθρώπινου προσώπου. Επίσης, παρουσιάζουν μειωμένη ανταπόκριση
στην επίκληση του ονόματός τους ήδη από την ηλικία των 12 μηνών, ενώ πληθώρα ερευνών
έχει αποδείξει πως η φτωχή βλεμματική επαφή είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια
της ΔΑΦ στα μικρά παιδιά

Μία άλλη καθοριστικής σημασίας ικανότητα που πλήττεται στη ΔΑΦ αφορά στον
αλληλοσυντονισμό της προσοχής. Ο αλληλοσυντονισμός της προσοχής αναφέρεται στην
επικοινωνία του βρέφους και του προσώπου που το φροντίζει για ένα θέμα του άμεσου
περιβάλλοντος. Όπως αναφέρθηκε, στην τυπική ανάπτυξη, η ικανότητα αυτή εμφανίζεται
περίπου στην ηλικία των 12 μηνών και περιλαμβάνει δεξιότητες όπως το μοίρασμα, η
ακολουθία και η κατεύθυνση της προσοχής του άλλου συντρόφου. Πρώιμα ελλείμματα στον
αλληλοσυντονισμό της προσοχής μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολίες και σε άλλους τομείς της
ανάπτυξης, όπως η ανάπτυξη της ικανότητας συμβολισμού και της γλώσσας. Σχετικές έρευνες
εξέτασαν την έναρξη του αλληλοσυντονισμού της προσοχής μετρώντας τις εναλλαγές του
βλέμματος του παιδιού, τις φωνοποιήσεις και τις χειρονομίες. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως
αν και οι προαναφερόμενες συμπεριφορές εμφανίζονταν σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά,
απουσίαζαν στα μισά σχεδόν από τα παιδιά με ΔΑΦ, με εξαίρεση την εναλλαγή του βλέμματος
που χρησιμοποιούνταν από το 86% των παιδιών με ΔΑΦ. Ωστόσο, παρόμοια προβλήματα
εκδηλώνονται και σε άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, όπως η νοητική αναπηρία, με
αποτέλεσμα η πρώιμη διάκριση των δύο διαταραχών να καθίσταται δύσκολη. Επιπλέον, οι
αναφορές των γονέων μπορεί να είναι ευάλωτες στην προκατάληψη ανάκλησης (recall bias) ή
στη μετέπειτα γνώση της διάγνωσης του παιδιού που ενδέχεται να επιδρά στην ανάκληση.
Μεθοδολογικά, πρέπει να επισημανθεί επίσης, πως ένα μεγάλο ποσοστό αυτού του τύπου
ερευνών χρησιμοποιούν κλειστού τύπου ερωτήσεις για τη συλλογή των δεδομένων, οι οποίες
περιορίζουν τους γονείς στην ελεύθερη έκφραση των ανησυχιών τους.

Ένας άλλος πολλά υποσχόμενος τρόπος διερεύνησης της πρώιμης ανάπτυξης στα παιδιά με
ΔΑΦ είναι οι προδρομικές έρευνες σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Στις έρευνες αυτές
συμμετέχουν μικρότερα αδέλφια παιδιών που έχουν διαγνωστεί με ΔΑΦ, με βάση το δεδομένο
των υψηλών ποσοστών κληρονομικότητας της διαταραχής. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι
ορισμένα από τα παιδιά αυτά παρόλο που σε μεγαλύτερη ηλικία δε διαγνώστηκαν με ΔΑΦ,
παρουσίασαν άλλες αναπτυξιακές δυσκολίες όπως Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής –
Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) ή καθυστέρηση στην ανάπτυξη της γλώσσας και ιδιαίτερα στον

17
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

πραγματολογικό τομέα. Επιπλέον, τα αδέρφια που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην απόκτηση


βασικών δεξιοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο χρόνο βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο
για εκδήλωση ΔΑΦ. Κλινικές παρατηρήσεις έδειξαν ότι περίπου το ένα τρίτο από αυτά τα
παιδιά εκδήλωσε αυτιστικά συμπτώματα, όπως δυσκολίες στην επικοινωνία ή περιορισμένες
επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, οι οποίες παρατηρούνται συχνά στα μέλη της οικογένειας
ατόμων με ΔΑΦ. Επίσης, οι Schwichtenberg και συνεργάτες (2013) παρατήρησαν ελαφρώς
αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και επιθετικότητας σε παιδιά ηλικίας 3 ετών υψηλού
κινδύνου που δεν είχαν διάγνωση ΔΑΦ.

Οι προδρομικές μελέτες στα αδέρφια υψηλού κινδύνου προσφέρουν μοναδική ευκαιρία


μελέτης των πρώιμων δεικτών της ΔΑΦ, μέσα από την εκ των υστέρων σύγκριση τριών
ομάδων βρεφών: αδέρφια υψηλού κινδύνου τα οποία αργότερα αναπτύσσουν ΔΑΦ, αδέρφια
υψηλού κινδύνου που δεν αναπτύσσουν ΔΑΦ και βρέφη χαμηλού κινδύνου που έχουν ΤΑ
αδέρφια μόνο και δεν αναπτύσσουν ΔΑΦ. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία να
παρακολουθούνται άμεσα οι συμπεριφορές των παιδιών υπό ελεγχόμενες συνθήκες (κάτι που
είναι δύσκολο να επιτευχθεί σε αναδρομικές μελέτες ανάλυσης μαγνητοσκοπήσεων) και να
αποφεύγονται οι προκαταλήψεις ανάκλησης που συχνά συνοδεύουν τις γονεϊκές αναφορές.
Επιπρόσθετα, επιτρέποντας την παρατήρηση της συμπεριφοράς με τυποποιημένο τρόπο, οι
προδρομικές μελέτες προσφέρουν ευκαιρίες συλλογής συμπεριφορικών, νευροφυσιολογικών
και/ή ηλεκτροφυσιολογικών δεδομένων. Χρησιμοποιώντας αυτές τις μεθόδους, οι ερευνητές
έχουν εντοπίσει μοτίβα στην εξέλιξη της συμπεριφοράς γύρω στο τέλος του πρώτου έτους
ζωής, που μπορεί να θεωρηθούν πρώιμοι δείκτες κινδύνου για ΔΑΦ, όπως είναι η μικρότερη
ανταπόκριση στην επίκληση του ονόματος του βρέφους, ο μειωμένος αλληλοσυντονισμός
προσοχής, οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και κινήσεις του σώματος, καθώς και η άτυπη
χρήση των αντικειμένων.

Οι Zwaigenbaum και συνεργάτες (2005) ήταν από τους πρώτους που διενέργησαν έρευνα σε
παιδιά υψηλού κινδύνου, αποδεικνύοντας πως τα παιδιά με μεγαλύτερα αδέρφια με ΔΑΦ έχουν
διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις ομάδες χαμηλού κινδύνου (αδέρφια παιδιών χωρίς
διάγνωση ΔΑΦ) σε έναν αριθμό συμπεριφορών, όπως η οπτική προσοχή και η παθητικότητα.
Σε πιο πρόσφατη έρευνα, η Zwaigenbaum (2010) επιβεβαίωσε τα αρχικά αυτά ευρήματα και
προσέθεσε ως πρώιμα σημάδια ΔΑΦ τις δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τη
γνωστική ανάπτυξη. Επιπροσθέτως, άλλες έρευνες ανέφεραν πως η πλειονότητα των βρεφών
που αργότερα διαγνώσθηκαν με ΔΑΦ είχαν περιορισμένη βλεμματική επαφή στην ηλικία των

18
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

δύο ετών και δεν ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του ονόματός τους, συμπεριφορά που
συμπεριλαμβάνεται ως δείκτης ΔΑΦ σε όλα τα διαγνωστικά εργαλεία αξιολόγησης. Σε
πρόσφατη προδρομική μελέτη των Miller και συνεργατών (2017) αναφέρεται ότι τα βρέφη που
αργότερα ανέπτυξαν ΔΑΦ σημείωναν αποτυχία ανταπόκρισης στην επίκληση του ονόματός
τους ήδη από την ηλικία των 9 μηνών, νωρίτερα δηλαδή από ό,τι είχαν καταγράψει άλλες
προδρομικές μελέτες. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί πως πρόκειται για μία συμπεριφορά που
είναι πιθανό να παρουσιάζει μειωμένη εκδήλωση, αλλά δεν απουσιάζει πλήρως από το
συμπεριφορικό ρεπερτόριο των παιδιών με ΔΑΦ. Κλινικοί ψυχολόγοι αξιολόγησαν μέσα από
μαγνητοσκοπήσεις τη συμπεριφορά παιδιών με ΔΑΦ, με γλωσσική καθυστέρηση και ΤΑ,
επισημαίνοντας πως αν και η ομάδα των παιδιών με ΔΑΦ ανταποκρινόταν σημαντικά λιγότερο
από τις άλλες ομάδες, όλα τα παιδιά με ΔΑΦ είχαν ανταποκριθεί στην επίκληση του ονόματός
τους τουλάχιστον μία φορά.

Επίσης, προδρομικές μελέτες καταδεικνύουν ότι τα βρέφη υψηλού κινδύνου (14 μηνών)
πραγματοποιούσαν λιγότερες μη λεκτικές χειρονομίες ζήτησης, πήραν την πρωτοβουλία για
λιγότερες μη λεκτικές συμπεριφορές αλληλοσυντονισμού της προσοχής, ενώ δεν εκδήλωναν
αρκετά συχνά θετικό συναίσθημα. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες δυσκολεύτηκαν
να εναρμονίσουν το συναίσθημα τους με το συναίσθημα του βρέφους. Βρέθηκε, επίσης, ότι τα
παιδιά αυτά αναστατώνονταν λιγότερο κατά τη διάρκεια του πειράματος του ανέκφραστου
προσώπου. Ωστόσο, άλλες έρευνες έχουν δείξει πως τα παιδιά υψηλού κινδύνου για ΔΑΦ
ανταποκρίνονται με παρόμοιο τρόπο με τα ΤΑ στην συνθήκη του ανέκφραστου προσώπου
(Nadel et al., 2000). Σε μεταγενέστερες προδρομικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που
είχαν διαγνωστεί με ΔΑΦ σε ηλικία 36 μηνών, είχαν εμφανίσει σε ηλικία 12 μηνών χαμηλότερα
ποσοστά, τόσο αλληλοσυντονισμού της προσοχής όσο και συμπεριφορών ζήτησης,
αποτέλεσμα που συμφωνεί με τα προηγούμενα ευρήματα. Ωστόσο, σε ηλικία έξι μηνών, τα
παιδιά αυτά είχαν την ίδια πιθανότητα να κατευθύνουν το βλέμμα, τα χαμόγελα και τις
φωνοποιήσεις τους προς τη μητέρα τους όπως και η ομάδα ελέγχου. Πιο πρόσφατα, άλλοι
μελετητές μαγνητοσκόπησαν επεισόδια ελεύθερου παιχνιδιού μεταξύ γονέων και παιδιών
ηλικίας 6 έως 15 μηνών σε εργαστηριακό περιβάλλον. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα βρέφη
υψηλού κινδύνου ήταν λιγότερο ενεργητικά από τα χαμηλού κινδύνου βρέφη στην ομάδα
ελέγχου, ενώ οι γονείς τους ανταποκρίνονταν λιγότερο και ήταν πιο κατευθυντικοί
(χρησιμοποιούσαν περισσότερο την αφή για να προκαλέσουν την προσοχή των παιδιών τους
και μεγαλύτερες χρονικά συμπεριφορές διέγερσης). Αν ληφθούν υπόψη τα παραπάνω, μπορεί
να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι η εκδήλωση αμοιβαιότητας, το θετικό συναίσθημα του

19
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

βρέφους και η προσοχή του βρέφους στον γονέα, στους 12 μήνες (αλλά όχι στους έξι μήνες),
προέβλεπαν την έκβαση της ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών.

Όπως και με άλλες διαταραχές που καθορίζονται από τη συμπεριφορά, είναι γνωστό ότι
υπάρχουν αλλαγές στην ατομική πορεία έκφρασης της διαταραχής με την πάροδο του χρόνου,
ιδιαίτερα κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Σε μερικά παιδιά τα συμπτώματα μπορεί να
ατονίσουν, ενώ σε άλλα μπορεί να επιδεινωθούν. Μελέτες σε αδέρφια υψηλού κινδύνου
παρουσιάζουν ευρήματα σχετικά με τη σταθερότητα της διάγνωσης από την ηλικία των 3 ετών
έως τη μέση παιδική ηλικία. Πιο συγκεκριμένα, οι Brian και συνεργάτες (2015) διαπίστωσαν
ότι 1 στα 18 παιδιά, που ταξινομήθηκαν ως ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών, δεν πληρούσε πλέον τα
κριτήρια στη μέση παιδική ηλικία (9 έτη) και 6 παιδιά υψηλού κινδύνου από τα 49 που δε
θεωρήθηκαν ότι πληρούν τα κριτήρια για ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών, αργότερα διαγνώστηκαν με
ΔΑΦ. Παρόμοιο μοτίβο εμφανίστηκε και στην πρόσφατη έρευνα των Shephard και
συνεργατών (2017), όπου 3 από τα 13 παιδιά που θεώρησαν ότι ανταποκρίνονται στα
διαγνωστικά κριτήρια της ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών, δεν έλαβαν τη διάγνωση της ΔΑΦ στη μέση
παιδική ηλικία· και 5 από τα 29 παιδιά που δε θεωρήθηκε ότι είχαν τα κριτήρια ΔΑΦ στα 3
τους έτη, τα πληρούσαν σε ηλικία 7 ετών. Το τελευταίο μοτίβο είναι σύμφωνο με το σκεπτικό
που αναφέρεται στο DSM-5, δηλαδή ότι σε ορισμένα παιδιά με ΔΑΦ, τα συμπτώματα μπορεί
να γίνουν εμφανή μέχρι οι απαιτήσεις να ξεπεράσουν την ικανότητά τους (APA, 2013). Οι
ερευνητές κατέγραψαν, επίσης, στην ομάδα υψηλού κινδύνου χωρίς ΔΑΦ, αυξημένη
επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, χαμηλότερη λειτουργικότητα και περισσότερο άγχος
αποχωρισμού σε σχέση με την ομάδα χαμηλού κινδύνου.

Ένας από τους βασικούς παράγοντες που περιπλέκουν τους διαγνωστικούς προβληματισμούς
στα πολύ μικρά παιδιά με ΔΑΦ είναι η έντονη φαινοτυπική ετερογένεια της έκφρασης του
συνδρόμου. Σε άλλες μελέτες χρησιμοποιήθηκε ένας αλγόριθμος ταξινόμησης και
παλινδρόμησης σε 30 ερωτήσεις του ADOS που χορηγήθηκε σε παιδιά 18 μηνών. Η μελέτη
εντόπισε δύο συνδυασμούς χαρακτηριστικών ως ιδιαιτέρως προγνωστικών της ΔΑΦ: (1)
φτωχή βλεμματική επαφή, σε συνδυασμό με λίγες επικοινωνιακές χειρονομίες και
περιορισμένη χρήση της χειρονομίας της προσφοράς αντικειμένων με σκοπό το μοίρασμα, και
(2) άθικτη βλεμματική επαφή, σε συνδυασμό με αναδυόμενες επαναλαμβανόμενες
συμπεριφορές και περιορισμένη χρήση της χειρονομίας της προσφοράς αντικειμένων με σκοπό
το μοίρασμα. Τα αδέλφια υψηλού κινδύνου που έδειξαν κάποιον από τους δύο συνδυασμούς
ήταν 3 φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν με ΔΑΦ. Μάλιστα, τα παιδιά που παρουσίασαν τον

20
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

πρώτο συνδυασμό είχαν μεγαλύτερες αναπτυξιακές καθυστερήσεις, σε σύγκριση με εκείνα που


εμφάνισαν τον δεύτερο συνδυασμό.

ΟΡΙΣΜΟΣ 1: Το ADOS (Autism Diagnostic Observation Schedule – Second Edition (ADOS – 2) (Lord
et al., 2012) είναι ένα ημιδομημένο και σταθμισμένο εργαλείο αξιολόγησης των επιπέδων
λειτουργικότητας της ΔΑΦ.

Έλλειμμα στα κοινωνικά ερεθίσματα μπορεί να παρατηρηθεί, επίσης, κατά τους πρώτους έξι
μήνες ζωής, αλλά συνήθως παραβλέπεται λόγω της επικέντρωσης της προσοχής που
επιδεικνύουν τα παιδιά που αργότερα θα διαγνωστούν με ΔΑΦ προς τα αντικείμενα. Ωστόσο,
έχει καταδειχθεί επίσης ότι τα παιδιά στο φάσμα του αυτισμού παρουσιάζουν άτυπη
οπτικοκινητική εξερεύνηση των αντικειμένων και μειωμένη ευελιξία στην αποδέσμευση από
ένα αντικείμενο και μετατόπιση της προσοχής τους (Ozonoff et al., 2008).

Διαφορές ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ


Με βάση τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IVκαι του ICD-10,η ΔΕΠ-Υ και η ΔΑΦ έχουν
ελάχιστα κοινά σημεία. Στο DSM-IV η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ αποκλείει εξορισμού τη
διάγνωση της ΔΑΦ και το αντίστροφο, ενώ τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ σε άτομα με ΔΑΦ
θεωρείται ότι αποτελούν μέρος του αυτισμού. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ερευνητικά και
κλινικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι δύο αυτές διαταραχές παρουσιάζουν υψηλή
συννοσηρότητα και πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι το 20 –
50% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ πληροί τα κριτήρια και για τη διάγνωση ΔΑΦ, ενώ το 30 – 80%
των παιδιών με ΔΑΦ πληροί τα κριτήρια και για διάγνωση ΔΕΠ-Υ. Ένας από τους παράγοντες
που ερμηνεύουν τη διακύμανση στα ποσοστά συννοσηρότητας είναι και η προέλευση του
δείγματος. Όπως είναι αναμενόμενο, τα ποσοστά συννοσηρότητας στα κλινικά δείγματα είναι
υψηλότερα σε σύγκριση με τα ποσοστά συννοσηρότητας στα κοινοτικά δείγματα. Στα κοινά
χαρακτηριστικά των δύο διαταραχών καταγράφονται η ελλειμματική προσοχή, η
υπερδραστηριότητα, τα ελλείμματα στις κοινωνικές δεξιότητες και την ενσυναίσθηση, τα
προβλήματα στη συμπεριφορά, τη γλωσσική ανάπτυξη και τη μη λεκτική επικοινωνία, η
δυσκολία στη σύναψη φιλικών σχέσεων, η ευερεθιστότητα, τα προβλήματα ύπνου, τα
ελλείμματα στις επιτελικές λειτουργίες και τη ΘτΝ καθώς και οι δυσκολίες στην κινητικότητα
και την αντίληψη.

Εξαιτίας των ελλειμμάτων στην προσοχή και τις κοινωνικές δεξιότητες που παρατηρούνται και
στις δύο διαταραχές, πολλές φορές σημαντικό ποσοστό παιδιών με ΔΑΦ λαμβάνει εσφαλμένα

21
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

τη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερεί η ορθή διάγνωση
της ΔΑΦ και αντίστοιχα η κατάρτιση ενός αποτελεσματικού προγράμματος αντιμετώπισης

Παρόλες όμως τις ομοιότητες, η ΔΕΠ-Υ και η ΔΑΦ παρουσιάζουν και σημαντικές διαφορές,
οι οποίες αιτιολογούν τη διαφορική διάγνωση μεταξύ των δύο διαταραχών. Μία θεμελιώδης
διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα προβλήματα στην κοινωνική αλληλεπίδραση που
παρατηρούνται στις ΔΑΦ οφείλονται σε ελλιπές κίνητρο, ενώ τα αντίστοιχα προβλήματα που
παρατηρούνται στη ΔΕΠ-Υ είναι αποτέλεσμα των πρωτογενών συμπτωμάτων της διαταραχής.
Επιπλέον, στις ΔΑΦ εκδηλώνονται περισσότερες στερεοτυπίες και προβλήματα στη
συναισθηματική ανταπόκριση και τη βλεμματική επαφή καθώς και υπερευαισθησία στα
αισθητηριακά ερεθίσματα, ενώ στη ΔΕΠ-Υ παρατηρούνται υψηλότερα επίπεδα κινητικής
δραστηριότητας. Ακόμη, οι δύο διαταραχές παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα
των προβλημάτων της προσοχής. Τα περισσότερα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύονται να
διατηρήσουν την προσοχή τους εστιασμένη στις μονότονες δραστηριότητες ή τις
δραστηριότητες που απαιτούν παρατεταμένη διανοητική προσπάθεια. Αντίθετα, τα παιδιά με
ΔΑΦ υπερ-εστιάζουν την προσοχή τους σε δραστηριότητες που τα ενδιαφέρουν και μπορούν
να περάσουν ώρες φτιάχνοντας ένα παζλ ή διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο πολλές φορές. Τέλος,
αξίζει να σημειωθεί ότι στις ΔΑΦ εκδηλώνονται συχνά τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ, ενώ το
αντίθετο είναι πιο σπάνιο.

Συχνότητα της ΔΑΦ


Οι εκτιμήσεις για τη συχνότητα της ΔΑΦ παρουσιάζουν πολύ μεγάλη διακύμανση. Ειδικότερα
τα ποσοστά της αυτιστικής διαταραχής φαίνεται ότι κυμαίνονται από 0.05 – 4.5/1.000, ενώ η
αναλογία αυτιστικής διαταραχής και διαταραχής Asperger είναι περίπου 5 : 1. Με άλλα λόγια,
φαίνεται ότι η συχνότητα της διαταραχής Asperger είναι περίπου 1/1.000. Η διάγνωση ΔΑΦ
είναι 5 φορές πιο συχνή στα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν
μέχρι τώρα δημοσιευμένες επιδημιολογικές έρευνες. Ωστόσο, με βάση αυτά τα δεδομένα,
υπολογίζεται πως πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 4.000 έως 5.000 παιδιά και ενήλικα άτομα
με αυτιστική διαταραχή και 20.000 έως 30.000 άτομα με αυτιστικά χαρακτηριστικά. Είναι
αξιοσημείωτο ότι τα ποσοστά εμφάνισης της ΔΑΦ πενταπλασιάστηκαν στη δεκαετία του ‘90.
Μάλιστα σύμφωνα με έρευνες των τελευταίων 5 ετών 1 στα 100 παιδιά παρουσιάζει κάποια
αυτιστικά χαρακτηριστικά. Φαίνεται ότι η αύξηση των καταγεγραμμένων περιστατικών ΔΑΦ
αντανακλά εν μέρει τη βελτίωση των διαγνωστικών κριτηρίων, η οποία με τη σειρά της είχε ως
αποτέλεσμα την αναγνώριση περισσότερων ατόμων με αυτιστικά χαρακτηριστικά αλλά υψηλή
λειτουργικότητα. Η πιο πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα, που διεξήχθη από το Κέντρο Ελέγχου

22
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Πρόληψης Ασθενειών (Center for Disease Control and Prevention [CDC]) σε πληθυσμό
οχτάχρονων παιδιών σε έντεκα περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, αναφέρει ότι 1
στα 59 παιδιά (1,69%) διαγιγνώσκονται πλέον με ΔΑΦ (Baio et al., 2018). Ωστόσο, αντίστοιχη
έρευνα που έλαβε χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπολογίζοντας τα ετήσια ποσοστά διάγνωσης
ΔΑΦ σε παιδιά ηλικίας 8 ετών από το 2004 έως το 2010, βρήκε πολύ χαμηλότερη συχνότητα
διάγνωσης στον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου, 1 στα 250 παιδιά (0,4%) για την ίδια
χρονική περίοδο (Taylor, Jick & MacLaughlin, 2013).

Οι ερευνητές θεωρούν ότι οι παράγοντες αύξησης του ποσοστού των παιδιών με διάγνωση
ΔΑΦ είναι ποικίλοι: διευρυμένα διαγνωστικά κριτήρια, αναθεώρηση των συστημάτων
ταξινόμησης, καλύτερη ενημέρωση των ειδικών για τη συμπτωματολογία της διαταραζής, η
οποία οδηγεί σε βελτιωμένη αναγνώριση των περιστατικών, μικρή ηλικία διάγνωσης και το
φαινόμενο της διαγνωστικής υποκατάστασης (diagnostic substitution), δηλαδή της
ενσωμάτωσης περιπτώσεων που παλαιότερα κατηγοριοποιούνταν διαφορετικά στη διάγνωση
της ΔΑΦ.

Θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΑΦ


Στα πλαίσια της προσπάθειας βελτίωσης της λειτουργικότητας των ατόμων με ΔΑΦ, έχουν
αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι αντιμετώπισης. Ορισμένοι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις
βασίζονται στις αρχές της ψυχανάλυσης (http://www.toperivolaki.gr). Ωστόσο, σύμφωνα με
σχετικές μελέτες, τα προγράμματα αντιμετώπισης που έχουν πιο άμεσα αποτελέσματα είναι
αυτά που ακολουθούν τις αρχές της γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας (οι αρχές αυτές
και η εφαρμογή τους σε διάφορες διαταραχές, όπως οι ΔΑΦ θα αναλυθούν στη Διδακτική
Ενότητα 8). Επιπλέον, έχουν διαμορφωθεί εκπαιδευτικές μέθοδοι και συστήματα με κύριο
στόχο ειδικά τη βελτίωση των επικοινωνιακών ικανοτήτων των παιδιών με ΔΑΦ. Μερικά από
τα πιο διαδεδομένα συστήματα αυτού του είδους είναι τα ακόλουθα:
Α) Σύστημα Επικοινωνίας μέσω Ανταλλαγής Εικόνων (Picture-
ExchangeCommunicationSystem – PECS) (http://www.pecs-greece.com).

B) Θεραπεία και
ΕκπαίδευσητωνΑυτιστικώνΠαιδιώνκαιτωνΠαιδιώνμεΑδυναμίεςστηνΕπικοινωνία
(TreatmentandEducationofAutisticandRelatedCommunicationHandicappedChildren –
TEACCH) (TEACCH).

23
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Γ) Σύστημα ΜΑΚΑΤΟΝ (http://www.makaton.org "Ίδρυμα για το παιδί Παμμακάριστος" τηλ.


2294091206 και για τη Βόρεια Ελλάδα τηλ. 2310534475).

Για τη μουσικοθεραπεία στη ΔΑΦ να μελετηθεί το ακόλουθο κείμενο:


http://langcogdev.blogspot.com/2011/05/blog-post_23.html

Την τελευταία δεκαετία έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα ο κλάδος της Κοινωνικής Επικουρικής
Ρομποτικής, ο οποίος συμβάλει ιδιαίτερα στην έρευνα αλλά και την αντιμετώπιση
προβλημάτων ΔΑΦ.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΟΜΠΟΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

24
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σύνοψη/Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου Συνεδρίας

Στην παρούσα εβδομαδιαία συνεδρία συζητήθηκαν ζητήματα που αφορούν στη διάγνωση, τη
συχνότητα, την αιτιοπαθογένεια αλλά και την αντιμετώπιση της Διαταραχης Αυτιστικού
Φάσματος. Παρόλο που το DSM5 καταργεί τις υπο-ομάδες στο πλαίσιο της ΔΑΦ,
υποστηρίζεται ότι η αναγκαιότητα της διατήρησή τους προκύπτει από κλινικά και ερευνητικά
δεδομένα, ενώ με τη σειρά της είναι απαραίτητη για τη διάγνωση, τη θεραπευτική
αντιμετώπιση αλλά και την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη της ΔΑΦ.

25
Χριστίνα Φ. Παπαηλιού, Καθηγήτρια papailiou@rhodes.aegean.gr
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Βιβλιογραφία
Γενά, Α. (2002). Αυτισμός και διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές. Αξιολόγηση, διάγνωση,
αντιμετώπιση. Αθήνα.

Collia-Faherty, C. (1999). Κατανόηση του αυτισμού. Στο C. Collia-Faherty, B.Παπαγεωργίου


& Ν.Παπαδοπούλου (επιμ.), Αυτισμός: Ένας ύμνος στην επικοινωνία (σελ. 15-65). Αθήνα:
Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων.

Collia-Faherty, C. (2003). Αυτισμός, Τι σημαίνει για μένα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Καλύβα, Ε. (2005). Αυτισμός. Εκπαιδευτικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις. Αθήνα:


Παπαζήσης.

Παπαγεωργίου, Β. (2012). Η συνύπαρξη της ΔΕΠ-Υ και των Διαταραχών Αυτιστικού


Φάσματος (ΔΑΦ). Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (επίμ.), Διαταραχή Ελλειμματικής
Προσοχής – Υπερκινητικότητα: Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεραπευτική αντιμετώπιση (σσ.
135-159). Αθήνα: Gutenberg.

26

You might also like