You are on page 1of 19

«Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση»

BΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 2Η
«Μέθοδοι Ανίχνευσης Αναπτυξιακών Διαταραχών»
ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 2Η
«Κλινική Συνέντευξη - Ερωτηματολόγια»

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ © 2019-2020


ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................................ 2

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΚΛΙΝΙΚΟ ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΟ ................................................................................ 4

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ .................................................................................................................... 6

ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ................................................................................................ 7

ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ........................................................................................................................ 8

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ .............................................................. 13

ADHD-IV (Du Paul, 1995) ............................................................................................................... 16

ΣΥΝΟΨΗ/ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ .......................................................................... 17

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ............................................................................................................................... 18

1
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Εισαγωγή
Στην παρούσα εβδομαδιαία συνεδρία παρουσιάζονται δύο από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους
ανίχνευσης προβλημάτων συμπεριφοράς σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας και
εφήβους: η κλινική συνέντευξη και τα ερωτηματολόγια για γονείς και εκπαιδευτικούς. Κατ’
αρχήν αναλύονται δύο βασικά ζητήματα που αφορούν στη σχέση του παιδιού με τον/την
κλινικό παιδοψυχολόγο: η πρώτη επίσκεψη και η εχεμύθεια.

Ως προς τη συνέντευξη, παρουσιάζονται τα βασικά είδη της (δομημένη και η ημι-δομημένη)


καθώς και οι δυσκολίες που είναι πιθανό να ανακύψουν σε αυτήν. Σχετικά με τα
ερωτηματολόγια, περιγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά τους, ο τρόπος χορήγησής τους
καθώς και οι περιορισμοί και τα προβλήματα που είναι πιθανό να ανακύψουν κατά τη
χορήγησή τους, ενώ εξετάζονται επίσης η εγκυρότητα και η αξιοπιστία τους. Πιο συγκεκριμένα
παρουσιάζονται τα ακόλουθα ερωτηματολόγια για γονείς και εκπαιδευτικούς: Λίστα Ελέγχου
Παιδικής Συμπεριφοράς, Ερωτηματολόγιο Δυνατοτήτων και Αδυναμιών, το ADHD-IV, το
Ερωτηματολόγιο Καταγραφής Παιδικής Κατάθλιψης και το Τροποποιημένο Ερωτηματολόγιο
για τον Αυτισμό σε Νήπια.

Σκοπός:

Να αποσαφηνιστούν ζητήματα που σχετίζονται με:

• Την πληροφόρηση που πρέπει να έχει ένα παιδί κατά την πρώτη επίσκεψη στον/ην κλινικό
παιδοψυχολόγο
• Τους όρους και τις προϋποθέσεις της εχεμύθειας
• Τις διαφορές μεταξύ ανιχνευτικών και διαγνωστικών εργαλείων
• Τα χαρακτηριστικά, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της δομημένης και της
ημιδομημένης κλινικής συνέντευξης.
• Τη διαδικασία της δομημένης και ημι-δομημένης κλινικής συνέντευξης καθώς και τους
περιορισμούς και τα προβλήματα που είναι πιθανό να ανακύψουν.
• Τα χαρακτηριστικά, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των πιο διαδεδομένων
ερωτηματολογίων για την ανίχνευση προβλημάτων συμπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους.
• Τη διαδικασία χορήγησης των πιο διαδεδομένων ερωτηματολογίων για την ανίχνευση
προβλημάτων συμπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους.

2
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα:

Με τη λήξη της συνεδρίας οι επιμορφούμενοι/ες να έχουν βασικές γνώσεις για τα ακόλουθα


ζητήματα:

• η πληροφόρηση που πρέπει να έχει ένα παιδί κατά την πρώτη επίσκεψη στον/ην κλινικό
παιδοψυχολόγο
• οι όροι και οι προϋποθέσεις της εχεμύθειας
• τα χαρακτηριστικά, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της δομημένης και της ημιδομημένης
κλινικής συνέντευξης.
• η διαδικασία της δομημένης και ημι-δομημένης κλινικής συνέντευξης καθώς και οι
περιορισμοί και τα προβλήματα που είναι πιθανό να ανακύψουν.
• τα χαρακτηριστικά, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία των πιο διαδεδομένων
ερωτηματολογίων για την ανίχνευση προβλημάτων συμπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους.
• η διαδικασία χορήγησης των πιο διαδεδομένων ερωτηματολογίων για την ανίχνευση
προβλημάτων συμπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους.

Έννοιες κλειδιά: ανίχνευση αναπτυξιακών διαταραχών, δομημένη και ημιδομημένη κλινική


συνέντευξη, ερωτηματολόγια

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

3
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η πρώτη επίσκεψη στον κλινικό παιδοψυχολόγο


Συχνά οι γονείς δυσκολεύονται να εξηγήσουν στο παιδί τους σχετικά με την επίσκεψη στον
ειδικό. Ωστόσο, οι εξηγήσεις που θα δώσουν οι γονείς πριν την πρώτη επίσκεψη είναι πολύ
σημαντικές, γιατί αποτελούν μία ισχυρή ένδειξη της φύσης της σχέσης γονέων – παιδιού, ενώ
είναι πιθανό να επηρεάσουν και την πρώτη επαφή του παιδιού με τον ειδικό. Πολλοί γονείς
είτε παραπλανούν το παιδί τους είτε δεν το προετοιμάζουν καν για τη συνάντηση. Στις
περιπτώσεις αυτές στην αρχή της πρώτης συνάντησης τόσο οι γονείς όσο και το παιδί μπορεί
να αισθάνονται έντονη αμηχανία. Προκειμένου να εδραιώσουν σχέση εμπιστοσύνης με το
παιδί τους, οι γονείς πρέπει να του εξηγούν με ειλικρίνεια τους λόγους επίσκεψης στον ειδικό
π.χ. «Ανησυχούμε γιατί [πολύ συχνά καυγαδίζεις με τα άλλα παιδιά στο σχολείο] και έτσι θέλουμε
να επισκεφθούμε έναν ειδικό, ο οποίος δε χρησιμοποιεί βελόνες, αλλά βοηθά τα παιδιά μιλώντας
και παίζοντας μαζί τους». Άλλωστε πρέπει να επισημανθεί ότι πολλά παιδιά αναγνωρίζουν τις
δυσκολίες τους και επιθυμούν την αντιμετώπισή τους.

Κείμενο Αναφοράς
«Το παιδί που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα προσπαθεί διαρκώς να λύσει το πρόβλημά του και
όχι να το επιτείνει. Μπορεί οι τρόποι που μεταχειρίζεται να είναι σκληροί και οι αντιλήψεις του
για το πρόβλημά του εσφαλμένες. Ωστόσο, ο ειδικός πρέπει να αναζητήσει με υπομονή και
προσοχή τι συμβαίνει στο παιδί, προκειμένου να μπορέσει να το βοηθήσει ουσιαστικά » George
Senn

Σε αντίθεση με τους ενήλικες, που συνήθως αναζητούν οι ίδιοι τη βοήθεια του ειδικού, τα
παιδιά και οι έφηβοι δεν απευθύνονται οι ίδιοι σε ειδικό, αλλά συνήθως παραπέμπονται από
τους γονείς τους, εξαιτίας των επιπτώσεων της προβληματικής συμπεριφοράς που εκδηλώνουν
στο οικογενειακό ή το σχολικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά
ή οι έφηβοι μπορεί να μην κατανοούν το λόγο για τον οποίο πρέπει να επισκεφθούν κάποιον
ειδικό και έτσι συχνά τον αντιμετωπίζουν με φόβο ή εκδηλώνουν αντίσταση στη συνεργασία
μαζί του. Επιπλέον, το παιδί μπορεί να έχει μία διαταραγμένη αντίληψη για τον εαυτό του, η
οποία να επηρεάζει γενικά την κοινωνική του λειτουργικότητα. Συνεπώς ο βασικός στόχος του
ειδικού κατά την πρώτη επίσκεψη είναι να κινητοποιήσει το παιδί να συνεργαστεί με τη θέλησή
του, τόσο κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης όσο και κατά τη θεραπευτική διαδικασία
αργότερα. Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, είναι ο θεραπευτής να
μεταβιβάσει στο παιδί λεκτικά και κυρίως μη λεκτικά το μήνυμα ότι στο συγκεκριμένο

4
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

τουλάχιστον πλαίσιο είναι αποδεκτό άνευ όρων και ανεξάρτητα από τις δυσκολίες του. Επίσης,
ο ειδικός θα πρέπει να αποφεύγει τυποποιημένες ερωτήσεις, όπως «Πόσο χρονών είσαι;», «Σε
ποιο σχολείο πηγαίνεις;» «Σε ποια τάξη πηγαίνεις;», ερωτήσεις οι οποίες μπορούν να
απαντηθούν μονολεκτικά, όπως «Είσαι καλή μαθήτρια;» ή ερωτήσεις οι οποίες παραπέμπουν
στο κυρίαρχο πρόβλημα του παιδιού, όπως η ερώτηση «Έχεις φίλους;» σε ένα παιδί το οποίο
έχει παραπεμφθεί για προβλήματα στις κοινωνικές του σχέσεις. Αντίθετα, ο ειδικός πρέπει να
θέτει ερωτήματα τα οποία δίνουν τη δυνατότητα για εκτεταμένες απαντήσεις από τις οποίες
μπορούν να αντληθούν πολλές πληροφορίες. Επιπλέον, ο ειδικός θα πρέπει να συζητά με το
παιδί ζητήματα, τα οποία άπτονται του δικού του ενδιαφέροντος, ώστε το ίδιο να μπορεί να
συμμετάσχει με άνεση και αλλά και να συνδυάζει τη συζήτηση με το παιχνίδι, ιδιαίτερα με τα
μικρότερα παιδιά.

Ορισμένες φορές η πρώτη προσπάθεια του ειδικού να οδηγήσει το παιδί στην αίθουσα της
συνεδρίας, μπορεί να προκαλέσει άγχος αποχωρισμού. Το επίπεδο του άγχους καθώς και ο
τρόπος με τον οποίο το παιδί το αντιμετωπίζει, αποκαλύπτουν πολλά τόσο για τη σχέση του
παιδιού με τους γονείς του όσο και για τη δομή της προσωπικότητάς του. Οι πληροφορίες αυτές
μπορούν να αξιοποιηθούν κατά την αξιολόγηση. Όπως σημειώνει ο Dodds (1987) η
αξιολόγηση δεν αρχίζει στο δωμάτιο που πραγματοποιείται η συνεδρία, αλλά από την πρώτη
στιγμή που ο ψυχολόγος θα παρατηρήσει το παιδί και τους γονείς του. Αν το παιδί αρνείται
επίμονα να ακολουθήσει τον ειδικό, τότε αυτός μπορεί να επιτρέψει και στη μητέρα να
παραβρίσκεται στην αίθουσα της συνεδρίας, ζητώντας της, ωστόσο, ευγενικά να παραμείνει
σιωπηλή, ώστε να επιτρέψει στο παιδί και τον ειδικό να αλληλεπιδράσουν ελεύθερα. Επιπλέον,
στην πρώτη συνάντηση, συνίσταται στον ειδικό να αποκαλύψει στο παιδί ό,τι γνωρίζει για το
πρόβλημά του, δεδομένου ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις το ίδιο το παιδί είναι σε θέση αναφέρει
αυθόρμητα το πρόβλημα που οδήγησε τους γονείς του να το παραπέμψουν στον ειδικό. Η
πρακτική αυτή έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα: Κατ΄ αρχήν περιορίζει τη συναισθηματική
ένταση που προκαλεί η καθυστέρηση της συζήτησης ψυχολογικά σημαντικών. Επιπλέον, ο
ειδικός προβάλλει το πρότυπο της ανοιχτής επικοινωνίας στη σχέση του με το παιδί.

Συνεπώς, η πρώτη κλινική συνέντευξη μπορεί να είναι πολύ σημαντική, όχι μόνο για τη
συλλογή πληροφοριών αλλά και για τη διαμόρφωση του απαραίτητο κλίματος συνεργασίας
ανάμεσα στον ειδικό, το παιδί, την οικογένεια, αλλά και άλλα πρόσωπα του οικείου
περιβάλλοντος.

5
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ζητήματα εχεμύθειας
Η εχεμύθεια αποτελεί ένα από τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα του παιδιού και ο ειδικός έχει
την απόλυτη ευθύνη για τη διαφύλαξη του δικαιώματος αυτού. Η έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί
να υπονομεύσει τη σχέση του παιδιού με τον ειδικό. Ωστόσο, η εχεμύθεια είναι ένα πολύ
περίπλοκο ζήτημα με πολλές παραμέτρους και σοβαρά διλήμματα.

Δεδομένου ότι το παιδί παραπέμπεται στον ειδικό από τους γονείς του και οι γονείς είναι
υπεύθυνοι για την πληρωμή της αμοιβής, θα πρέπει να ενημερώνονται τόσο για την αξιολόγηση
όσο και για την πρόοδο ή τις τυχόν δυσκολίες που σημειώνονται κατά τη διάρκεια της
εφαρμογής του προγράμματος αντιμετώπισης. Επιπλέον, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με
τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του παιδιού καθώς και τις τεχνικές που εφαρμόζονται στο
πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας πρέπει να δίνονται στους γονείς αλλά και τους
εκπαιδευτικούς, προκειμένου να μπορούν και εκείνοι να συμμετάσχουν, ώστε να διευρυνθεί το
θεραπευτικό πλαίσιο. Το αξίωμα «ο θεραπευτής πρέπει να προστατεύει την εχεμύθεια με
οποιοδήποτε τίμημα» έχει επίσης σοβαρούς περιορισμούς, κυρίως στις περιπτώσεις που η ζωή
του παιδιού τίθεται σε κίνδυνο (π.χ. απειλή αυτοκτονίας, χρήση ουσιών) ή σε περιπτώσεις
παιδικής κακοποίησης ή παραμέλησης στις περιπτώσεις αυτές ο ειδικός πρέπει να ενημερώσει
το παιδί για τους περιορισμούς της εχεμύθειας.

Ωστόσο, η ενημέρωση των γονέων για το περιεχόμενο της συνεδρίας με το παιδί θα πρέπει να
γίνεται με διακριτικό τρόπο και σε κάθε περίπτωση ο ειδικός να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο
οι γονείς αξιοποιούν τις πληροφορίες που τους παρέχει. Επιπλέον, το ζήτημα της εχεμύθειας ο
ειδικός επιβάλλεται να το διαχειρίζεται διαφορετικά ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Τα
μικρά παιδιά εξαρτώνται περισσότερο από τους γονείς τους, ενώ οι έφηβοι αναζητούν
περισσότερη ανεξαρτησία και ο ειδικός θα πρέπει να τους βοηθά να την κατακτήσουν. Σε κάθε
περίπτωση ο ειδικός, πριν αποκαλύψει το περιεχόμενο της συνεδρίας θα πρέπει να
προετοιμάσει το παιδί. Πολλοί γονείς ασκούν πίεση στο παιδί να αποκαλύψει το περιεχόμενο
της συζήτησής του με τον ειδικό είτε λόγω απλής περιέργειας είτε λόγω υπερπροστατευτισμού
και ανασφάλειας είτε λόγω ενός αισθήματος απώλειας ελέγχου στη ζωή του παιδιού. Ο ειδικός
δε θα πρέπει να συμβουλεύει το παιδί ενάντια στο να δίνει πληροφορίες στους γονείς του για
το περιεχόμενο της συνεδρίας, γιατί στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό να το φέρει σε
αντιπαράθεση με αυτούς. Αντίθετα, θα πρέπει να βοηθήσει το παιδί να κατανοήσει την ανάγκη
των γονέων του να γνωρίζουν τα προβλήματά του. Από την άλλη πλευρά, αν οι γονείς
αναφέρουν στον ειδικό ένα σημαντικό γεγονός, ο ειδικός θα πρέπει να το αποκαλύψει στο παιδί
και να το αφήσει να αποφασίσει αν επιθυμεί το ίδιο να το συζητήσουν ή όχι. Επίσης πρέπει να

6
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

τονιστεί ότι πριν ο ειδικός αποκαλύψει οποιεσδήποτε πληροφορίες για τα προβλήματα του
παιδιού σε οποιονδήποτε άλλο, θα πρέπει να λάβει την άδεια των γονέων.

Η ειλικρίνεια και η διακριτικότητα ανάμεσα στο παιδί και στο θεραπευτή είναι ουσιαστικής
σημασίας, ώστε το παιδί να αισθανθεί ασφάλεια και εμπιστοσύνη και να συνεργαστεί στη
θεραπευτική διαδικασία.

Κείμενο Αναφοράς
Παρακάτω αναφέρονται βασικές αρχές του Kώδικα Δεοντολογίας της Αμερικανικής Ψυχολογικής
Εταιρίας (APA, 2010).
Α. Προσφορά υπηρεσιών και όχι κακομεταχείριση του/ης πελάτη/ισσας.
Β. Αφοσίωση και υπευθυνότητα (εδραίωση σχέσεων εμπιστοσύνης που διέπονται από τις
επαγγελματικές και επιστημονικές ευθύνες προς την κοινωνία και διατήρηση των προδιαγραφών
επαγγελματισμού).
Γ. Ακεραιότητα (προαγωγή της ακρίβειας, της εντιμότητας και της εμπιστοσύνης).
Δ. Δίκαιη κρίση (αμεροληψία, αποφυγή προκαταλήψεων και ενέργειες εντός του πλαισίου της
δικαιοδοσίας).
Ε. Σεβασμός των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου (σεβασμός στο δικαίωμα της
εχεμύθειας, της ιδιωτικότητας, του αυτοκαθορισμού καθώς και των διαφορών που προκύπτουν από
το πολιτισμικό πλαίσιο, το ίδιο το άτομο και το φύλο).

Ανιχνευτικά και διαγνωστικά εργαλεία


Στη συνέχεια της παρούσας Εβδομαδιαίας Συνεδρίας αλλά και στις ακόλουθες Εβδομαδιαίες
Συνεδρίες της παρούσας Διδακτικής Ενότητας θα παρουσιαστούν ορισμένα εργαλεία και
μέθοδοι συλλογής πληροφοριών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάγνωση). Από αυτά άλλα
είναι ανιχνευτικά και άλλα διαγνωστικά. Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τις
διαφορές μεταξύ ανιχνευτικών και διαγνωστικών εργαλείων.

7
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Πίνακας 1: Διαφορές μεταξύ ανιχνευτικών και διαγνωστικών εργαλείων.

ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ


Στόχος Ο εντοπισμός ενδείξεων μίας Η επιβεβαίωση της ύπαρξης ή απουσίας της
διαταραχής κυρίως σε άτομα υψηλού διαταραχής.
κινδύνου.
Πληθυσμός Άτομα που δεν παρουσιάζουν Άτομα που εκδηλώνουν τα συμπτώματα ή
συμπτώματα διαταραχής, είναι υψηλού άτομα στα οποία εντοπίστηκαν ενδείξεις
κινδύνου ή υπάρχει υποψία διαταραχής. διαταραχής με ανιχνευτικό εργαλείο.
Όριο θετικού Προσδιορίζεται ώστε το εργαλείο να Προσδιορίζεται έτσι ώστε το αποτέλεσμα
αποτελέσματος είναι ευαίσθητο και να εντοπίζει σωστά να είναι ακριβές κυρίως ως προς τη
τις περιπτώσεις των παιδιών με πιθανή διαπίστωση ότι ορισμένα παιδιά δεν έχουν
διαταραχή. τη διαταραχή.
Σημασία Καταδεικνύει την υποψία μίας Το αποτέλεσμα παρέχει μία σαφή
θετικού διαταραχής (συχνά σε συνδυασμό με διάγνωση.
αποτελέσματος άλλους παράγοντες κινδύνου), η οποία
απαιτεί επιβεβαίωση.
Κόστος Οικονομικό. Μπορούν να αξιολογηθεί Υψηλότερο κόστος, το οποίο όμως
μεγάλος αριθμός ατόμων, ώστε να δικαιολογείται εφόσον με τη χορήγηση των
προσδιοριστούν οι περιπτώσεις που εργαλείων αυτών θα διαπιστωθεί οριστικά
πιθανόν εκδηλώνουν κάποια διαταραχή. η ύπαρξη ή όχι μίας διαταραχής.

Επισήμανση

Απαιτείται ο/η ειδικός να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που
λαμβάνουν από τα ανιχνευτικά έναντι των διαγνωστικών εργαλείων.

Κλινική συνέντευξη
Η κλινική συνέντευξη εξακολουθεί να είναι διεθνώς η πιο διαδεδομένη διαδικασία
αξιολόγησης γονέων και παιδιών. Το είδος και η ερμηνεία των πληροφοριών που συλλέγονται
κατά την κλινική συνέντευξη εξαρτώνται από το θεωρητικό προσανατολισμό του ειδικού, το
ύφος, τις προσδοκίες αλλά και τους στόχους του. Η συνέντευξη επιτρέπει στον ειδικό να
συλλέγει πληροφορίες με έναν ευέλικτο τρόπο, οι οποίες συνδυάζονται με τα αποτελέσματα
των αξιολογήσεων που προέρχονται από άλλες μεθόδους, όπως οι παρατηρήσεις ή οι
σταθμισμένες δοκιμασίες. Το είδος των συνεντεύξεων ποικίλει ανάλογα με τον τρόπο που
διατυπώνονται οι ερωτήσεις αλλά και με τον τρόπο που καταγράφονται οι απαντήσεις. Τα
βασικά είδη της κλινικής συνέντευξης είναι η μη δομημένη, η ημιδομημένη και η δομημένη.

8
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Μη δομημένη κλινική συνέντευξη


Κατά τη μη δομημένη κλινική συνέντευξη που έχει τη μορφή συζήτησης, ο/η κλινικός
παιδοψυχολόγος επιδιώκει να αποκτήσει μία καλύτερη εικόνα για τους λόγους που οδήγησαν
στην παραπομπή του παιδιού αλλά και για τη φύση και τη σοβαρότητα του προβλήματος.
Ειδικότερα, επιχειρεί να διαπιστώσει αν η συμπεριφορά του παιδιού που το οδήγησε στον
ειδικό είναι αναμενόμενη για το συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο (π.χ. ένα νήπιο που λέει
συνεχώς «όχι» ή ένας «επαναστάτης» έφηβος) ή όντως χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Ημιδομημένη κλινική συνέντευξη


Η ημιδομημένη κλινική συνέντευξη χαρακτηρίζεται από σχετική ευελιξία και μοιάζει με μία
απλή συζήτηση. Ωστόσο, ο/η ειδικός έχει υπόψη του ορισμένες πληροφορίες που επιθυμεί να
συλλέξει και ενθαρρύνει το γονέα ή το παιδί να αναπτύξει τις σκέψεις και τα συναισθήματά
του με τρόπο που συνηθίζει στην καθημερινή του ζωή, ώστε να προκύψει μία όσο το δυνατόν
πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, πέρα από τις λεκτικές
πληροφορίες, ο ειδικός προσλαμβάνει και πολλές πληροφορίες από τη μη λεκτική
συμπεριφορά του παιδιού ή του γονέα.

Πολλοί κλινικοί ψυχολόγοι αναπτύσσουν το δικό τους τρόπο προσέγγισης κατά τη διάρκεια
συνεντεύξεων με παιδιά και εφήβους, προκειμένου να διαπιστώσουν αν τα ίδια κατανοούν τις
δυσκολίες τους. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων χρησιμοποιούνται
παιχνίδια ή άλλο ανάλογο υλικό, ώστε τα παιδιά να αισθανθούν πιο άνετα. Στις περιπτώσεις
των πολύ μικρών παιδιών κρίνεται πιο κατάλληλο να συμμετέχουν και οι γονείς σε ένα παιχνίδι
ή μία δραστηριότητα, εφόσον τα μικρότερα παιδιά εκφράζονται καλύτερα, όταν είναι παρόν
ένας γονέας τουλάχιστον, παρά όταν είναι μόνα με έναν ξένο. Στις περιπτώσεις αυτές η
συνεργασία μπορεί να ξεκινήσει με μία ζωγραφική. Επιπλέον, τα πολύ μικρά παιδιά καθώς και
τα παιδιά με νοητική αναπηρία μπορούν να δώσουν μόνο γενικές πληροφορίες για τα
συναισθήματα ή τη συμπεριφορά τους.

Γενικά, κατά τη συνέντευξη η προσέγγιση πρέπει να είναι φιλική προς το παιδί και να
προσαρμόζεται με το αναπτυξιακό του επίπεδο, τη φύση του προβλήματος και τον στόχο της
συνέντευξης. Γενικός στόχος των συνεντεύξεων με παιδιά είναι να συγκεντρωθούν
πληροφορίες σχετικά με τις αντιλήψεις του παιδιού για τον εαυτό του και τους άλλους καθώς
επίσης και το πώς το παιδί αντιδρά σε μία κοινωνική συνθήκη με έναν ενήλικα. Οι απόψεις των
παιδιών για τις συνθήκες οι οποίες τα οδήγησαν στον ειδικό, οι προσδοκίες τους για βελτίωση

9
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

και η κατανόηση των όρων συνεργασίας είναι κρίσιμα τόσο για τη διάγνωση όσο και για τη
διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού προγράμματος αντιμετώπισης. Επιπλέον, ιδιαίτερα
σημαντική είναι η ερμηνεία των παιδιών για σημαντικά γεγονότα της ζωής τους, όπως το
διαζύγιο των γονέων ή η βία στην οικογένεια. Οι αντιλήψεις των παιδιών για τους γονείς, τα
αδέλφια, τους δασκάλους και τους συνομηλίκους τους επηρεάζουν τις αντιδράσεις τους
απέναντι στα πρόσωπα αυτά και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εμπλοκή των
προσώπων αυτών στη θεραπευτική διαδικασία.

Κατά την πρώτη συνέντευξη οι γονείς δίνουν πληροφορίες για το παιδί, τους ίδιους και τη
μεταξύ τους σχέση, τη σχέση με το παιδί τους αλλά και τις συνθήκες ζωής στην οικογένεια.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η πρώτη συνέντευξη οδηγεί σε μία συζήτηση η οποία
επικεντρώνεται στο πρόβλημα που αποτελεί και την αιτία παραπομπής του παιδιού και δεν
αφορά στη συνολική εικόνα του παιδιού, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του. Ωστόσο, σε
ορισμένες περιπτώσεις είναι απαραίτητο να γίνεται μία γενικότερη συζήτηση, καθώς το
πρόβλημα του παιδιού μπορεί να αφορά ποικίλες διαστάσεις και πλαίσια ή το παιδί να έχει
πολλαπλά προβλήματα. Η διαδικασία αυτή δίνει στον κλινικό μία πρώτη εντύπωση για τη
σχέση ανάμεσα στην αιτία παραπομπής και τα διάφορα συστήματα και υποσυστήματα που
απαρτίζουν το κοινωνικό πλαίσιο του παιδιού π.χ. οικογένεια, ομάδα συνομηλίκων, σχολείο,
πολιτισμικό πλαίσιο. Επιπλέον, η κλινική συνέντευξη με τους γονείς έχει διττό στόχο: να
συλλέξει πληροφορίες για τις ανησυχίες τις προσδοκίες και τους στόχους τους, αλλά και να
αξιολογήσει τις αντιλήψεις και τα συναισθήματά τους για τα προβλήματα του παιδιού. Από τις
πληροφορίες αυτές μπορούν να διαμορφωθούν αρχικές υποθέσεις σχετικά με τους πιθανούς
παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην προβληματική συμπεριφορά του παιδιού.

Οι περισσότερες συνεντεύξεις με γονείς και παιδιά δεν είναι δομημένες. Αυτό σημαίνει ότι
κάθε ειδικός διατυπώνει τις δικές του ερωτήσεις ανάλογα με το θεωρητικό υπόβαθρο και τις
γνώσεις του για το πρόβλημα του παιδιού με έναν άτυπο και ευέλικτο τρόπο. Οι ημιδομημένες
κλινικές συνεντεύξεις παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το πρόβλημα του παιδιού.
Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν είναι σταθμισμένες μπορεί να σημαίνει ότι έχουν μικρή αξιοπιστία,
ενώ η συλλογή πληροφοριών χαρακτηρίζεται από έντονο υποκειμενικό στοιχείο.

ΟΡΙΣΜΟΣ 1
ΣΤΑΘΜΙΣΗ: Η διαδικασία κατά την οποία ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται στην Ψυχολογία
προσαρμόζεται με βάση το πολιτιστικό, ψυχολογικό και γλωσσικό πλαίσιο του πληθυσμού που
πρόκειται να αξιολογηθεί. Μέσω της διαδικασίας αυτής καθορίζονται επιπλέον οι νόρμες που
προσδιορίζουν την αναμενόμενη επίδοση.

10
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Δομημένες κλινικές συνεντεύξεις

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό συχνά οι ειδικοί χρησιμοποιούν δομημένες


συνεντεύξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν συγκεκριμένες ερωτήσεις που είναι σχεδιασμένες έτσι
ώστε να συλλέγονται πληροφορίες με ένα σχετικά σταθερό τρόπο, ανεξάρτητα από το
πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί τη συνέντευξη. Οι δομημένες συνεντεύξεις διακρίνονται σε
διάφορα είδη. Ορισμένες δομημένες συνεντεύξεις είναι γενικές και καλύπτουν μεγάλο εύρος
προβλημάτων. Μέσω τέτοιου είδους συνεντεύξεων ο κλινικός παιδοψυχολόγος έχει τη
δυνατότητα να αποκλείσει κάποιες διαταραχές ή να διαπιστώσει αν το παιδί πληροί τα κριτήρια
για τη διάγνωση άλλων διαταραχών.

Κείμενο Αναφοράς
Παράδειγμα δομημένης συνέντευξης γενικού θέματος:
- Τι ακριβώς κάνει το παιδί σας που σας ενοχλεί;
- Πώς αντιδράτε;
- Τι κάνει το παιδί σας μετά;
- Αν εξακολουθήσει το πρόβλημα τι κάνετε;
- Ποια είναι συνήθως η κατάληξη;
- Πόσο συχνά παρατηρούνται προβλήματα στη συγκεκριμένη συνθήκη;
- Πώς αισθάνεστε για τα προβλήματα αυτά;
- Σε μία κλίμακα από 0 (=καθόλου) έως 9 (=πολύ σοβαρό) αξιολογήστε πόσο σοβαρό είναι το
πρόβλημα για εσάς.

Ένα άλλο είδος δομημένης κλινικής συνέντευξης είναι οι δομημένες διαγνωστικές


συνεντεύξεις, οι οποίες συνήθως βασίζονται στα διαγνωστικά κριτήρια του DSM και είναι
σχεδιασμένες, ώστε να αποκαλύπτουν αν υπάρχει διαταραχή με βάση τα κριτήρια αυτά. Ως εκ
τούτου βασίζονται σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, συγκεκριμένες διαδικασίες χορήγησης και
αξιολόγησης. Όπως κάθε δομημένη συνέντευξη ξεκινά με μία πυρηνική ερώτηση. Αν ο
ερωτώμενος απαντήσει καταφατικά, ακολουθούν ερωτήσεις για τη συχνότητα, τη σοβαρότητα
και την ένταση του προβλήματος. Αυτού του είδους οι συνεντεύξεις έχουν ορισμένα σημαντικά
πλεονεκτήματα: (α) δίνουν τη δυνατότητα συλλογής πληροφοριών για τη διάρκεια και την
αναπτυξιακή πορεία του προβλήματος, τη σειρά εμφάνισης συγκεκριμένων συμπεριφορών
καθώς και το βαθμό των συναφών ελλειμμάτων, (β) μπορούν να χρησιμοποιηθούν με παιδιά
και γονείς επιτρέποντας τη σύγκριση πληροφοριών και (γ) παρουσιάζουν υψηλή αξιοπιστία σε
σύγκριση με τις ημιδομημένες συνεντεύξεις. Ωστόσο, παρατηρούνται και ορισμένα
μειονεκτήματα: (α) είναι χρονοβόρες σε σύγκριση με τα ερωτηματολόγια και (β) εξαρτώνται

11
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

από τα κριτήρια του DSM, γεγονός το οποίο δημιουργεί προβλήματα, ιδιαίτερα σε σχέση με
τις διαγνωστικές κατηγορίες που δεν έχουν προσδιοριστεί επαρκώς.

Ένα ακόμη θετικό στοιχείο των δομημένων συνεντεύξεων είναι ότι μπορούν να
πραγματοποιηθούν μέσω υπολογιστή, τον οποίο τα παιδιά βρίσκουν διασκεδαστικό και συχνά
λιγότερο απειλητικό σε σύγκριση με την κατά πρόσωπο αλληλεπίδραση. Παρόλο που γενικά
οι δομημένες συνεντεύξεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη αξιοπιστία σε σύγκριση με τις
μη-δομημένες συνεντεύξεις, η αξιοπιστία των δομημένων συνεντεύξεων μπορεί να
υπονομευθεί, όταν η συνέντευξη πραγματοποιείται με έναν αυστηρό τρόπο, οπότε το παιδί ή ο
έφηβος συνήθως δεν απαντά αυθόρμητα και δε δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες στον
κλινικό. Οι δομημένες συνεντεύξεις δε συνίστανται για παιδιά μικρότερα των 10 ετών, κυρίως
όταν ο ειδικός θέλει να αντλήσει πληροφορίες για την εσωτερική τους κατάσταση. Επιπλέον,
οι δομημένες συνεντεύξεις με τους γονείς είναι πιο αξιόπιστες σε σύγκριση με τις δομημένες
συνεντεύξεις για παιδιά.

Κείμενο Αναφοράς
Παράδειγμα δομημένης συνέντευξης γενικού θέματος:
1. «Έχεις φίλους;» Αν η απάντηση είναι ΟΧΙ, ο ειδικός ρωτά «Είχες φίλους το προηγούμενο
διάστημα;»
2. «Έχεις συγγενείς στην ηλικία σου με τους οποίους θα ήθελες να κάνεις παρέα;»
3. «Το τελευταίο διάστημα αισθάνεσαι συχνά νευρικότητα ή αμηχανία όταν είσαι με άτομα τα οποία
δε γνωρίζεις καλά;» Αν η απάντηση είναι ΝΑΙ, ο ειδικός ρωτά «Αισθάνεσαι το ίδιο με άτομα της
ηλικίας σου;»
4. «Το τελευταίο διάστημα αισθάνεσαι συχνά νευρικότητα ή αμηχανία, όταν είσαι με συνομηλίκους
σου π.χ. σε ένα πάρτι;»
5. «Το τελευταίο διάστημα αισθάνεσαι συχνά νευρικότητα, όταν πρέπει να κάνεις κάτι μπροστά σε
άλλα άτομα;»
6. «Είπες ότι αισθάνεσαι νευρικότητα, όταν είναι μπροστά άλλα άτομα, συνομήλικοί σου ή όταν
κάνεις κάτι μπροστά στους άλλους. Θα ήθελα τώρα να σου κάνω περισσότερες ερωτήσεις γι’ αυτό.
Αισθάνεσαι νευρικότητα, γιατί σκέφτεσαι ότι μπορεί να γίνεις ρεζίλι;»
7. «Το τελευταίο διάστημα φοβάσαι ότι οι άλλοι θα καταλάβουν ότι αισθάνεσαι νευρικότητα, όταν
είσαι μαζί τους;»

12
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ερωτηματολόγια ανίχνευσης προβλημάτων συμπεριφοράς1


Τα περισσότερα ερωτηματολόγια ανίχνευσης προβλημάτων συμπεριφοράς βασίζονται στα
συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης. Τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης υιοθετούν
μία προσέγγιση «από κάτω προς τα επάνω». Αυτό σημαίνει ότι κατ’ αρχήν το παιδί
αξιολογείται ως προς ορισμένες διαστάσεις που αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικά της
συμπεριφοράς και κατόπιν οι διαστάσεις αυτές ενοποιούνται σε κλίμακες, οι οποίες ανιχνεύουν
την ύπαρξη ή όχι ψυχοπαθολογίας αλλά και άλλους τομείς λειτουργικότητας.

Τα ερωτηματολόγια ανίχνευσης προβλημάτων συμπεριφοράς διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:


Αυτά που αφορούν ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων και αυτά που εστιάζουν σε ένα πρόβλημα
(π.χ. ΔΕΠ-Υ). Συμπληρώνονται από γονείς, εκπαιδευτικούς και σε ορισμένες περιπτώσεις και
από παιδιά δημοτικού σχολείου και εφήβους. Οι ερωτώμενοι καλούνται να αξιολογήσουν την
παρουσία ή την απουσία μίας συμπεριφοράς, τη συχνότητα εμφάνισης ή την έντασή της. Τα
ερωτηματολόγια αυτά είναι σταθμισμένα και έτσι η βαθμολογία ενός παιδιού είναι δυνατό να
συγκριθεί με μία ομάδα αναφοράς της ίδιας ηλικίας και του ίδιου φύλου και να διαπιστωθεί ο
βαθμός απόκλισης. Η διαδικασία χορήγησης και η βαθμολόγηση των ερωτηματολογίων είναι
σχετικά απλή και οικονομική και δεν απαιτεί εξειδικευμένη εκπαίδευση. Επιπλέον, αυτού του
είδους τα ερωτηματολόγια ποσοτικοποιούν ποιοτικές διαστάσεις της συμπεριφοράς και δίνουν
τη δυνατότητα συλλογής πολύτιμων πληροφοριών για συμπεριφορές οι οποίες εμφανίζονται
σπάνια και δεν αποκαλύπτονται κατά τη συνέντευξη αλλά και για τις αντιλήψεις των γονέων
και των εκπαιδευτικών για τη συμπεριφορά του παιδιού. Τα πρόσωπα που απαντούν τα
ερωτηματολόγια για το ίδιο παιδί μπορεί να έχουν διαφορετική άποψη για τις δυνατότητες και
τις αδυναμίες του, εφόσον αλληλεπιδρούν με το παιδί σε διαφορετικά περιβάλλοντα και
διαφορετικές συνθήκες. Επιπλέον, έχει προταθεί ότι η ανάλυση και η ερμηνεία των
πληροφοριών από διαφορετικές πηγές μπορεί να βασιστεί στο Μοντέλο του πλαισίου για τη
μεροληψία στις αιτιακές αποδόσεις (Attribution Bias Context Model). To μοντέλο αυτό
βασίζεται στην κοινωνιογνωστική θεωρία σχετικά με το φαινόμενο δράστη – παρατηρητή
(Jones & Nisbett, 1972).

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι άνθρωποι παρουσιάζουν την τάση να αποδίδουν τα αίτια της
αρνητικής συμπεριφοράς των άλλων στη φύση τους (εσωτερικοί παράγοντες/προδιάθεση),

1
Στην παρούσα Διδακτική Ενότητα παρουσιάζονται ενδεικτικά ερωτηματολόγια και εργαλεία τα οποία είναι
σταθμισμένα και χρησιμοποιούνται ευρέως στον ελληνικό πληθυσμό. Σε καμία περίπτωση ο κατάλογος δεν
είναι εξαντλητικός.

13
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

αλλά να αποδίδουν τη δική τους αρνητική συμπεριφορά σε εξωτερικές επιδράσεις. Το


φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα έντονα σε ανταγωνιστικές και όχι σε συλλογικές
κοινωνίες.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι διαφορές μεταξύ των οικείων του παιδιού και των
εκπαιδευτικών στις απαντήσεις τους δεν είναι απαραίτητα αρνητικές, γιατί τελικά δίνουν
πληροφορίες στον ειδικό για το εύρος των προβλημάτων του παιδιού αλλά και για τις συνθήκες
οι οποίες επιτείνουν ή περιορίζουν τις προβληματικές συμπεριφορές καθώς και για τις
προσδοκίες των σημαντικών προσώπων του περιβάλλοντος του παιδιού.

Παρόλη τη σπουδαιότητά τους, πρέπει να τονιστεί ότι τα ερωτηματολόγια ανίχνευσης


προβλημάτων συμπεριφοράς είναι χρήσιμα για την ανίχνευση και όχι για τη διάγνωση των
προβλημάτων συμπεριφοράς. Επιπλέον, η συμπλήρωσή τους μπορεί να επηρεάζεται από τις
υποκειμενικές κρίσεις, την ερμηνεία συγκεκριμένων προτάσεων, τη σύγκριση του παιδιού που
αξιολογείται με άλλα παιδιά αλλά και τον αντίκτυπο πρόσφατων επεισοδίων.

Λίστα Ελέγχου Παιδικής Συμπεριφοράς (Child Behaviour Checklist-CBCL) (Achenbach)

Η Λίστα Ελέγχου Παιδικής Συμπεριφοράς (ΛΕΠΣ) αποτελείται από δύο ερωτηματολόγια: το


ένα αφορά σε παιδιά 1.5 – 5 ετών και το άλλο σε παιδιά και εφήβους 6 – 18 ετών. Το εργαλείο
αυτό άρχισε να κατασκευάζεται από τον Thomas Achenbach και την ερευνητική του ομάδα
στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και από τότε αναθεωρήθηκε πολλές φορές. Αποτελείται από
100 ερωτήσεις οι οποίες ομαδοποιούνται σε κλίμακες που αντιστοιχούν σε μορφές
προβληματικής συμπεριφοράς. Οι ερωτήσεις του ΛΕΠΣ 1.5-5 ομαδοποιούνται στις κλίμακες
συναισθηματικά προβλήματα, άγχος/κατάθλιψη, σωματικές ενοχλήσεις, απόσυρση,
προβλήματα ύπνου, προβλήματα προσοχής και επιθετικότητα. Οι ερωτήσεις του ΛΕΠΣ 6 – 18
ομαδοποιούνται στις κλίμακες απόσυρση, σωματικές ενοχλήσεις, άγχος/κατάθλιψη, κοινωνικά
προβλήματα, προβλήματα σκέψης, προβλήματα προσοχής, παρεκλίνουσα συμπεριφορά και
επιθετική συμπεριφορά. Οι επιμέρους κλίμακες του ερωτηματολογίου ομαδοποιούνται σε δύο
ευρύτερες κατηγορίες τις εσωτερικευμένες και τις εξωτερικευμένες διαταραχές. Συνεπώς, στο
συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο υπολογίζεται μία βαθμολογία για κάθε κλίμακα, μία
βαθμολογία για τις γενικές κατηγορίες και μία συνολική βαθμολογία. Επιπλέον, το
ερωτηματολόγιο για παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους περιλαμβάνει ερωτήσεις σχετικές με
τις σχολικές επιδόσεις, τη συμμετοχή σε εξωσχολικές δραστηριότητες και την κοινωνικότητα.
Οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί καλούνται να σημειώσουν αν η συμπεριφορά που περιγράφεται

14
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

σε κάθε ερώτηση ‘δεν ταιριάζει καθόλου) (0 βαθμοί), ‘ταιριάζει κάπως ή μερικές φορές’ (1
βαθμός) ή ‘ταιριάζει πολύ ή πάρα πολύ συχνά’ (2 βαθμοί). Από τη βαθμολόγηση στις υπο-
κλίμακες προκύπτει το προφίλ του παιδιού, το οποίο παρέχει στον κλινικό μία γενική εικόνα
για το είδος και το βαθμό των προβλημάτων συμπεριφοράς του. Η αξιοπιστία επανεξέτασης
μετά από διάστημα 4 εβδομάδων κυμάνθηκε από 0.80 – 0.90, ενώ η εγκυρότητα του
ερωτηματολογίου κυμαίνεται από 0.71 – 0.87.

ΟΡΙΣΜΟΣ 2&3
Εγκυρότητα: Ο βαθμός στον οποίο ένα εργαλείο επιτυγχάνει τον σκοπό για τον οποίο
κατασκευάστηκε. Με άλλα λόγια αν μετρά το χαρακτηριστικό το οποίο κατασκευάστηκε να μετρά.
Αξιοπιστία: Η συμφωνία μεταξύ δύο διαφορετικών μετρήσεων με το ίδιο εργαλείο.

Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από τα ερωτηματολόγια τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα
προβλημάτων υπάρχουν και ορισμένα ερωτηματολόγια τα οποία επικεντρώνονται σε
συγκεκριμένες διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, η ΔΕΠ-Υ ή οι ΔΑΦ. Τα εργαλεία αυτά
παρέχουν στον ψυχολόγο λεπτομερέστερες πληροφορίες για συγκεκριμένα προβλήματα, τα
οποία έχουν εντοπιστεί είτε μέσω της κλινικής συνέντευξης είτε μέσω των γενικών
ερωτηματολογίων.

Ερωτηματολόγιο Καταγραφής Παιδικής Κατάθλιψης (Children’s Depression Inventory,


CDI) (Kovacs, 1991)

http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/12325#page/224/mode/2up

Περιλαμβάνει 27 προτάσεις οι οποίες αξιολογούν ένα ευρύ φάσμα καταθλιπτικών


συμπτωμάτων και μπορεί να συμπληρωθεί από παιδιά μεγαλύτερα των 7 ετών, εφήβους, γονείς
ή εκπαιδευτικούς. Οι ερωτήσεις αυτές ομαδοποιούνται στις ακόλουθες υπο-κλίμακες: Αρνητική
διάθεση: η υποκλίμακα αυτή αναφέρεται στα συναισθήματα θλίψης, κλάμα, ανησυχία ότι
μπορεί να συμβεί κάτι κακό, ενόχληση από καταστάσεις ή αδυναμία λήψης αποφάσεων.
Διαπροσωπικά προβλήματα: αναφέρεται στις δυσκολίες στην αλληλεπίδραση με άλλα άτομα,
την κοινωνική απομόνωση, το μειωμένο αίσθημα αναποτελεσματικότητας, τη χαμηλή αυτό-
εκτίμηση καθώς και τη σχολική επίδοση. Ανηδονία: αναφέρεται στο μειωμένο βίωμα
ικανοποίησης. Τα άτομα που λαμβάνουν υψηλή βαθμολογία σε αυτήν την υπο-κλίμακα είναι
πιθανό να βιώνουν απώλεια ενέργειας καθώς και προβλήματα στον ύπνο και την όρεξη.
Αρνητική αυτό-αντίληψη: αναφέρεται στη χαμηλή αυτοεκτίμηση και την αρνητική εικόνα

15
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

εαυτού. Οι ερωτώμενοι καλούνται να σημειώσουν σε μία 4βάθμια κλίμακα τύπου Likert πόσο
συχνά παρατηρούν τη συμπεριφορά που περιγράφεται στην κάθε ερώτηση. Η αξιοπιστία
επανεξέτασης μετά από διάστημα 4 εβδομάδων κυμάνθηκε από 0.72 - 0.85.

ADHD-IV (Du Paul, 1995)

Το ερωτηματολόγιο αυτό περιλαμβάνει 18 ερωτήσεις και παρέχει πληροφορίες για παιδιά και
εφήβους από 5 – 18 ετών. Οι ερωτήσεις αντιπροσωπεύουν τα κριτήρια διάγνωσης της ΔΕΠ-Υ
του DSM-IV (DSM-IV; APA, 1994). Το εργαλείο εκδίδεται με δύο μορφές εκ των οποίων η
μία αφορά στη συμπεριφορά του παιδιού στο σπίτι και συμπληρώνεται κυρίως από γονείς, ενώ
η άλλη αφορά τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο και συμπληρώνεται κυρίως από
εκπαιδευτικούς. Συνίσταται σε δύο υποκλίμακες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τους δύο
υποτύπους της ΔΕΠ-Υ που περιγράφονται στο DSM-IV: την υπο-κλίμακα της απροσεξίας, η
οποία περιλαμβάνει 9 ερωτήσεις και την υποκλίμακα της υπερκινητικότητας-
παρορμητικότητας, η οποία περιλαμβάνει επίσης 9 ερωτήσεις. Σύμφωνα με τους δημιουργούς
του, στόχος του εργαλείου είναι να συγκεντρωθούν δεδομένα από γονείς και εκπαιδευτικούς
για τη συχνότητα του κάθε συμπτώματος της ΔΕΠ-Υ που περιγράφεται στο DSM-IV (DuPaul
et al., 1998). Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί καλούνται να σημειώσουν σε μία 4-βάθμια κλίμακα
τύπου Likert πόσο συχνά παρατηρούν τη συμπεριφορά που περιγράφεται σε κάθε ερώτηση
(0_ποτέ ή σπάνια – 3 πολύ συχνά). Η βαθμολόγηση γίνεται ανά κλίμακα αλλά και συνολικά.
Οι ερωτήσεις που περιγράφουν συμπεριφορές, οι οποίες δεν έχουν παρατηρηθεί από τα άτομα
που συμπληρώνουν το ερωτηματολόγιο δεν περιλαμβάνονται στη βαθμολόγηση. Η διαδικασία
αυτή μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της συμπεριφοράς και ως εκ τούτου οι συγγραφείς
προτείνουν ότι στις περιπτώσεις που διαγράφονται περισσότερες από 3 ερωτήσεις τα
αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με πολύ προσοχή. Η στάθμιση του εργαλείου στα
ελληνικά πραγματοποιήθηκε από τους Καλαντζή – Αζίζι, Α., Αγγελή, Κ., & Ευσταθίου, Γ.
(2006). Στάθμιση στην ελληνική γλώσσα της ADHD Rating Scale – IV για γονείς και
εκπαιδευτικούς. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Η αξιοπιστία επανεξέτασης μετά από διάστημα
4 εβδομάδων κυμάνθηκε από 0.88 – 0.90 για το ερωτηματολόγιο των εκπαιδευτικών και από
0.78 – 0.85 για το ερωτηματολόγιο των γονέων. Η εγκυρότητα του ερωτηματολογίου
παρουσιάζει μεγάλο εύρος και κυμαίνεται από 0.29 – 0.88.

16
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Οι δύο εκδοχές του ΛΕΠΣ καθώς και το ερωτηματολόγιο Du Paul για τη ΔΕΠ-Υ δίνονται ως παράλληλα
κείμενα και είναι πολύ χρήσιμο να μελετηθούν, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι γενικές
πληροφορίες που δίνονται στο ΒΚΜ.

Σύνοψη/Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου Συνεδρίας


Στην παρούσα εβδομαδιαία συνεδρία αναλύθηκαν κατ’ αρχήν ζητήματα που σχετίζονται με
την πρώτη επίσκεψη του παιδιού στον ειδικό καθώς το ζήτημα της εχεμύθειας των συνεδριών
με τον κλινικό παιδοψυχολόγο. Ακολούθως έγινε διάκριση μεταξύ των ανιχνευτικών και
διαγνωστικών μεθόδων και εργαλείων για τις αναπτυξιακές διαταραχές και παρουσιάζονται
δύο από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους ανίχνευσης προβλημάτων συμπεριφοράς σε παιδιά
προσχολικής και σχολικής ηλικίας και εφήβους: η κλινική συνέντευξη και τα ερωτηματολόγια
για γονείς και εκπαιδευτικούς. Ως προς τη συνέντευξη, παρουσιάστηκαν τα βασικά είδη της
συνέντευξης καθώς και οι δυσκολίες που είναι πιθανό να ανακύψουν σε αυτήν. Σχετικά με τα
ερωτηματολόγια, περιεγράφηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά τους, ο τρόπος χορήγησής τους
καθώς και οι περιορισμοί και τα προβλήματα που είναι πιθανό να ανακύψουν κατά τη
χορήγησή τους, ενώ εξετάζονται επίσης η εγκυρότητα και η αξιοπιστία τους. Πιο συγκεκριμένα
παρουσιάζονται τα ακόλουθα ερωτηματολόγια για γονείς και εκπαιδευτικούς: Λίστα Ελέγχου
Παιδικής Συμπεριφοράς, Ερωτηματολόγιο Δυνατοτήτων και Αδυναμιών, το ADHD-IV, το
Ερωτηματολόγιο Καταγραφής Παιδικής Κατάθλιψης και το Τροποποιημένο Ερωτηματολόγιο
για τον Αυτισμό σε Νήπια.

17
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΙΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Βιβλιογραφία
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Wenar, C. & Kerig , P.K. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Aπό τη βρεφική ηλικία στην εφηβεία.
Μτφρ/Επιμ. Δ. Μαρκουλής & Ε. Γεωργάκα. Αθήνα: Gutenberg.

Wilmshurst, L. (2009). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Gutenberg

18

You might also like