You are on page 1of 22

Τμήμα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης

EDUG-523: ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ


ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
(Ακροατήριο 12)

ΘΕΜΑ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ


ΤΟΥ ΤΑΤ ΤΕΣΤ

Σπουδάστρια: Σαλτερή Γεωργία


U171N0780

Υπεύθυνος καθηγητής: Δρ. Μάριος Κωνσταντίνου

Διδάσκουσα: Κα. Αναστασίου Άντρη

Χειμερινό εξάμηνο: 2017

0
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. ΠΕΡΙΛΗΨΗ....................................................................................................2

2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.....................................................................................................2

3.THEMATIC APPERCEPTION TEST (TAT)................................................3

3.1. Ιστορική αναδρομή.............................................................................3

3.2. Τι είναι το Τεστ ΤΑΤ............................................................................4

3.3. Δομή του Τεστ ΤΑΤ............................................................................5

3.4. Διαδικασία Χορήγησης.......................................................................6

4. ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΑΤ TEΣT......................................8

4.1. Εγκυρότητα.........................................................................................9

4.2. Αξιοπιστία...........................................................................................10

5. ΈΡΕΥΝΕΣ ΠΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΟ ΤΕΣΤ ΤΑΤ.......................................11

6. ΚΡΙΤΙΚΕΣ.......................................................................................................14

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ...............................................................................................16

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................................................................17

1
1. ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η συγκεκριμένη εργασία πραγματεύεται την αξιολόγηση ενός διαδεδομένου

ψυχομετρικού τεστ. Συγκεκριμένα αφορά το Thematic Apperception Test

(ΤΑΤ), που συνιστά διαγνωστική μέθοδο για την εξέταση της

προσωπικότητας του ανθρώπου. Με την εργασία αυτή σκοπός είναι να γίνει

σαφής η μορφή του τεστ, ο σκοπός χορήγησής του, οι ψυχομετρικές του

ιδιότητές αλλά και να καταδειχθεί η θέση που κατέχει ως επιστημονικό

εργαλείο μέσα από έρευνες που έχουν γίνει και από κριτικές που έχει δεχθεί.

2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η αξιολόγηση των εξωτερικευμένων προβλημάτων και γενικότερα της

προσωπικότητας ενός ανθρώπου μπορεί να γίνει με τη χρήση προβολικών

τεστ. Με την αξιοποίηση αυτών των γίνονται εναργέστερες οι διάφορες

πλευρές της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, οι προβληματισμοί, ο τύπος

των σχέσεών του, οι άμυνές του και η εικόνα του εαυτού του, εφόσον έρχονται

στην επιφάνεια ασυνείδητα στοιχεία της προσωπικότητάς του (Μπήτρου,

2008). Τα πιο διαδεδομένα είναι το Hand Test, το Thematic Apperception

Test, το Rosenweig Picture Frustration Study, το Σχέδιο του Ανθρώπου και το

Fairy Tale Test.

Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι συνιστούν μια αδόμητη διαδικασία με

ασαφές ερέθισμα , που δίνει τη δυνατότητα απεριόριστων απαντήσεων. Έτσι,

προβάλλονται οι σκέψεις, οι αγωνίες και οι ανάγκες του ατόμου

(Κουλάκογλου, 2012). Εκτός από αυτό, σύμφωνα με την Κουλάκογλου

(2012), άλλο ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό είναι ότι τα οικεία τεστ

συνιστούν καλυμμένες διαδικασίες , αφού ο εξεταζόμενος δεν ξέρει πολύ καλά

2
το σκοπό της εξέτασης, αλλά ούτε και τον τρόπο αξιολόγησης των

απαντήσεών του. Επιπλέον, η έρευνα που γίνεται μέσω αυτών των τεστ

μελετά σφαιρικά, ως σύνολο την προσωπικότητα του ατόμου και έτσι

επιτυγχάνεται μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση αυτής(Κουλάκογλου, 2012).

Από τη δεκαετία του '30 μέχρι το 1950 η εφαρμογή των προβολικών τεστ

ήταν ευρύτατα διαδεδομένη και η χρήση τους εντάθηκε ξανά κατά τις δύο

τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οπότε και άρχισαν να εξελίσσονται.

Μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να γίνεται συνεχής και ενδελεχής έρευνα για τη

βελτιστοποίηση των προβολικών μέσων (Dana, 1993).

3.Thematic Apperception Test (TAT)

3.1. Ιστορική αναδρομή

Το Τεστ Θεματικής Αντίληψης (Thematic Apperception Test), γνωστό

και ως ΤΑΤ, κατατάσσεται στην κατηγορία των προβολικών ψυχομετρικών

δοκιμασιών και είναι ανάμεσα στις προβολικές μεθόδους που έχουν

χρησιμοποιηθεί και ερευνηθεί περισσότερο. Εφαρμόζεται αποκλειστικά από

κλινικούς ψυχολόγους με την απαιτουμένη κατάρτιση. Μάλιστα, αξιοποιείται

σε αντίστοιχο ποσοστό με το Rorschach στην κλινική αξιολόγηση παιδιών και

εφήβων στην Αμερική (Watkins et al., 1995).

Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1935 από τον αμερικανό ψυχολόγο Henry Murray

και την ψυχαναλύτρια Christiana Morgan, στην κλινική του Πανεπιστημίου

Harvard. Στη συνέχεια ο Murray συνεργάστηκε για δύο χρόνια, με τον

ψυχίατρο, ψυχολόγο και ψυχαναλυτή, Leopold Bellak, δίνοντάς του την

ευκαιρία να γνωρίσει σε βάθος το ΤΑΤ. Ο τελευταίος το αξιοποίησε πολύ στη

3
δουλειά του, και κατά συνέπεια το 1954 εξέδωσε ένα βιβλίο όπου

θεσμοθέτησε ένα σύστημα ερμηνείας του ΤΑΤ, το οποίο είναι το ευρύτερα

αποδεκτό έως σήμερα (Χαριτοπούλου, 2014). Ακόμη, ο Bellak, μαζί με τη

σύζυγό του Sonya Sorel Bellak κατασκεύασαν και άλλα τεστ αξιολόγησης

προσωπικότητας, όπως το Children’s Apperception Test (CAT) , το Children’s

Apperception Test – Supplement (CAT-S) το 1949, το Children’s

Apperception Test-Human Figures (CAT-H) το 1965, και το Senior

Apperception Test (SAT) το 1973, το οποίο ανανεώθηκε το 1996.

3.2. Τι είναι το Τεστ ΤΑΤ

Το τεστ ΤΑΤ συγκαταλέγεται στην κατηγορία των προβολικών δοκιμασιών

και συνιστά μια μέθοδο που εξετάζει τον προσωπικότητα του ατόμου

συνολικά και ερευνά πτυχές όπως τη φαντασία, τη γνωστική ικανότητα, το

νοητικό επίπεδο, τις συναισθηματικές αντιδράσεις, τα κίνητρα, τις φοβίες κ.α.

και ανιχνεύει τυχόν ψυχολογικές δυσλειτουργίες (Morgan, 2002).

Είναι ένα τεστ που απευθύνεται σε ευρύ ηλικιακό φάσμα. Μπορεί να

αξιοποιηθεί σε ηλικίες από 6 ετών έως και ενήλικες (Κουλάκογλου, 2012),

ωστόσο πλέον δε χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε παιδιά, εφόσον έχει

δημιουργηθεί το CAT, η έκδοση που απευθύνεται κατεξοχήν σε παιδιά.

Στόχος του είναι, εγείροντας τη φαντασία των εξεταζόμενων μέσω

ουδέτερων ερεθισμάτων (Murray,1943), να αξιολογηθούν οι ανάγκες του

ανθρώπου και να ερμηνευτούν οι εξωτερικές πιέσεις που ασκεί σ' αυτόν το

περιβάλλον (Κουλάκογλου, 2012). Η θεωρία σχετικά με την αξιολόγηση των

αναγκών του ανθρώπου, που προήλθε από τον Murray, στηριζόταν στην

πεποίθηση ότι οι ανάγκες είναι η κινητήριος δύναμη που ενεργοποιεί τη

4
σκέψη, την αντίληψη, τη δράση και που διαμορφώνει τη γενικότερη

συμπεριφορά του ανθρώπου, ενώ η έρευνα για τις πιέσεις που ασκεί το

περιβάλλον έχει να κάνει με τον τρόπο που επιδρά αυτό στον άνθρωπο

(Κουλάκογλου, 2012).

Συγκεκριμένα, ο Murray δημιούργησε ένα σύστημα βαθμολόγησης του ΤΑΤ

που μετρούσε 36 ανάγκες και διαφορετικές πλευρές πίεσης, όπως φαίνονται

μέσα από την ιστορία την οποία παίρνει οδηγία να αφηγηθεί ο εξεταζόμενος

(Κουλάκογλου, 2012).

3.3 Δομή του τεστ ΤΑΤ

Αναφορικά με τη δομή του τεστ, αποτελείται από 31 κάρτες ασπρόμαυρων

εικόνων με ασαφές περιεχόμενο. Κάποιες εικόνες απεικονίζουν άνδρες, άλλες

γυναίκες, άλλες και άνδρες και γυναίκες, ενώ σε άλλες εικόνες το φύλο δεν

είναι ξεκάθαρο. Επίσης, άλλες εικόνες δείχνουν ενήλικες, παιδιά και άλλες δεν

περιλαμβάνουν καθόλου ανθρώπινες μορφές. Σύμφωνα με τους Schacter,

Gilbert και Wegner (2011), πολλές εικόνες το τεστ απεικονίζουν ακόμη και

θεματικά σύνολα, π.χ. αποτυχία, επιτυχία, ζήλια, επιθετικότητα,

σεξουαλικότητα κ.λπ.

Μεταξύ των καρτών αυτών υπάρχει και μια λευκή, η οποία χρησιμοποιείται

από τον εξεταστή για να κάνει τον εξεταζόμενο να σκεφτεί και μια σκηνή αλλά

και μια ιστορία που να σχετίζεται με τη φανταστική σκηνή. Πλάι σε κάθε εικόνα

είναι γραμμένα κάποια γράμματα τα οποία υποδεικνύουν στον ψυχολόγο σε

ποιους θα ήταν πιο κατάλληλο να χορηγηθεί κάθε φορά η κάθε εικόνα. Τα

γράμματα αυτά είναι «Μ» για άνδρες (male) και «F» για γυναίκες (female),

5
«Β» για αγόρια (boys) και «G» για κορίτσια (girls) και «BM» για αγόρια/άνδρες

και «FG» για κορίτσια/γυναίκες.

Παρά το γεγονός, πως ο Murray θεωρεί ιδανική τη χρήση 20 καρτών σε μια

εξέταση, οι περισσότεροι εξεταστές χρησιμοποιούν 8 - 12 κάρτες που

θεωρούν κατάλληλες για την κάθε περίπτωση, δηλαδή με βάση το ιστορικό,

την κατάσταση, το πρόβλημα, το φύλο, την ηλικία ή ακόμα και τις απαντήσεις

του εξεταζόμενου (Cramer, 2004).

Εντούτοις, το σωστότερο θα ήταν να υπάρχει ποικιλία καρτών, ούτως ώστε

ο εξεταστής να μπορεί να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα για τον

εξεταζόμενο και να μην επικεντρώνεται μόνο στον εντοπισμό ενός

συγκεκριμένου προβλήματός του.

3.4. Διαδικασία χορήγησης

Το τεστ ΤΑΤ το γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος ως τεχνική ερμηνείας

εικόνων, καθώς μετέρχεται μια σειρά από ασαφείς εικόνες , για τις οποίες ο

συμμετέχον καλείται να σκεφτεί και να γράψει μια φανταστική ιστορία. Το

κεντρικό θέμα της ιστορίας που φαντάζεται ο εξεταζόμενος αντιπροσωπεύει

συνήθως τον προβληματισμό του για κάποιο θέμα και αυτός ο

προβληματισμός εκφράζεται συνήθως σε περισσότερες από μία ιστορίες,

όμως εκτός από τη συχνότητα εμφάνισής του γίνεται εύκολα αντιληπτός και

από τη συναισθηματική φόρτιση ή το διαφορετικό ύφος του εξεταζόμενου (

Anzieu,& Chabert, 1961/1987).

Επιπλέον, σύμφωνα με θεωρίες του Murray το πρωταγωνιστικό πρόσωπο

της ιστορίας είναι το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο μέσα από τις ιστορίες του

6
εκφράζει προσωπικές σκέψεις, συναισθήματα, αγωνίες, επιθυμίες, κίνητρα

κ.α., ενώ ταυτόχρονα φαίνονται τυχόν συγκρούσεις που αντιμετωπίζει καθώς

και οι τρόποι που χρησιμοποιεί για να αντεπεξέλθει σε αυτές.

Για την εξέταση ο χρόνος είναι πολύ συγκεκριμένος, δηλαδή περίπου 50

λεπτά ανά 10 εικόνες. Κατά τη διάρκειά της στο δωμάτιο βρίσκεται μόνο ο

εξεταστής και ο εξεταζόμενος που κάθονται κοντά, εφόσον πρόκειται για

ατομική διαδικασία (Murray,1943). Στο διάστημα της εξέτασης, ο εξεταστής

παρατηρεί τη συμπεριφορά του εξεταζόμενου και αν κριθεί απαραίτητο

ηχογραφεί τη συνέντευξη ώστε οι διάλογοι και οι τονικές διαφοροποιήσεις να

αναλυθούν εξονυχιστικά (Murray,1943).

Επιπλέον, για τη χορήγηση του τεστ παρέχονται οδηγίες, που ωστόσο

πολύ συχνά διαφοροποιούνται από τον εξεταστή, ανάλογα την περίπτωση,

δηλαδή ανάλογα την ηλικία, το γνωστικό επίπεδο κ.λπ. Σε περιπτώσεις

μάλιστα που ο εξεταζόμενος, συναντάει δυσκολία να ανταποκριθεί γενικότερα

στο τεστ παρουσιάζονται μόνο οι βασικές εικόνες (Bellak,& Abrams, 1997).

Κάποιες βασικές οδηγίες κατά τη χορήγηση του τεστ είναι οι εξής:

 Τι γίνεται στην εικόνα

 Ποια είναι τα δρώντα πρόσωπα

 Τι οδήγησε στο συμβάν

 Τι σκέφτονται και νιώθουν οι χαρακτήρες

 Ποια είναι η έκβαση της ιστορίας

Με τη μέθοδο αυτή γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτούν διαπροσωπικές

σχέσεις του εξεταζόμενου, η δυναμική των σχέσεων αυτών και τα ενδεχόμενα

7
προβλήματα μέσα σε αυτές (Jenkins, 2008). Γενικότερα πάντως, κύρια

υπόθεση είναι ότι οι εικόνες στο τεστ ΤΑΤ συμβολίζουν περιπτώσεις που

έχουν να κάνουν με συγκρούσεις και βέβαια η πλειοψηφία των εικόνων

αναφέρεται στη διάσταση ανάμεσα στα δύο φύλα και μεταξύ των γενεών

(Κουλάκογλου, 2012).

Από την άλλη πλευρά ο Bellak πρότεινε το κεντρικό ζήτημα να χωριστεί σε

πέντε επίπεδα, τα οποία είναι το περιγραφικό, το ερμηνευτικό, το

διαγνωστικό, το συμβολικό και το αναλυτικό (Κουλάκογλου, 2012), ενώ οι

Shentoub και Debray (1970) πρότειναν να αναλύονται οι ιστορίες με βάση το

φανερό και το κρυμμένο περιεχόμενο.

4. ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΑΤ TEΣT

Καθοριστικής σημασίας σε ένα ψυχομετρικό τεστ για να θεωρηθεί επαρκές

και να χρησιμοποιηθεί ως επιστημονικό μέσο αξιολόγησης είναι η ύπαρξη δύο

βασικών στοιχείων, της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας.

Όταν γίνεται λόγος για εγκυρότητα εννοείται το κατά πόσο ένα τεστ

υπολογίζει αυτό για το οποίο κατασκευάστηκε. Από την άλλη πλευρά, η

αξιοπιστία αφορά το κατά πόσο ένα τεστ μετράει με ακρίβεια, αυτό για το

οποίο κατασκευάστηκε να μετρά αν επαναχορηγηθεί και σε μεταγενέστερο

χρόνο.

Τα προβολικά Τεστ είναι αρκετά δημοφιλή, εντούτοις λίγες έρευνες έχουν

γίνει για την εξέταση της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας τους (Steven, &

Ackerman et al, 2001) και μάλιστα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, ιδίως

όσον αφορά τις ψυχομετρικές τους ιδιότητες με τις απόψεις που ακούγονται

8
να είναι αντικρουόμενες. Έτσι και για το τεστ ΤΑΤ η εγκυρότητα και η

αξιοπιστία τελούν υπό αμφισβήτηση (Cramer, 1999).

4.1. Εγκυρότητα

Αναφορικά με την εγκυρότητα του τεστ ΤΑΤ οι απόψεις είναι

αντικρουόμενες. Γενικά υποστηρίζεται ότι η εγκυρότητα είναι σχετικά χαμηλή

(Lilienfeld, Wood, & Garb, 2000). Όμως, φαίνεται ότι οι μεταβλητές της

αιτιώδους συνάφειας και πολυπλοκότητας σχετίζονται πολύ μεταξύ τους.

Εξίσου ισχυρές συσχετίσεις παρουσιάζουν οι μεταβλητές της επιθετικότητας

και των συναισθηματικών μεταβολών (Steven, & Ackerman, et al., 2001).

Επίσης, το εν λόγω τεστ έχει δεχτεί επικρίσεις ιδίως όσον αφορά την

εγκυρότητα της εννοιολογικής κατασκευής. Αυτό συμβαίνει, διότι τα στοιχεία

της προσωπικότητας που αξιολογούνται στο ΤΑΤ δεν εντοπίζονται πάντα

στον καθημερινό τρόπο συμπεριφοράς του ανθρώπου (Κουλάκογλου, 2012).

Παραδείγματος χάριν, η σχέση ανάμεσα στην επιθετικότητα που

παρουσιάζεται στο ΤΑΤ και στη φανερή επιθετική συμπεριφορά είναι πιο

πολύπλοκη υπόθεση, καθώς εξαρτάται και από άλλα στοιχεία της

προσωπικότητας, πχ. το άγχος ή το φόβο των κυρώσεων (Harrison, 1965).

Άλλη μελέτη έχει αποδείξει επίσης τη χαμηλή εγκυρότητα του τεστ, εφόσον

έδειξε ότι οι εξεταστές, όταν βασίζονται αποκλειστικά στα αποτελέσματα του

ΤΑΤ, καταλήγουν σε τυχαία αξιολόγηση των εξεταζόμενων, σε ποσοστό

περίπου 50%, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε ότι η αξιολόγηση των

ερωτηθέντων ήταν κατά 88% ορθή όταν βασιζόταν στα δεδομένα του τεστ

MMPI. Μάλιστα, στις περιπτώσεις που με το MMPI αξιοποιήθηκε παράλληλα

9
και το ΤΑΤ η ακρίβεια περιορίστηκε από το 88% στο 80% (Wildman, &

Wildman,1975).

Σημαντικό ρόλο τέλος, διαδραματίζει και ο εξεταστής, δηλαδή η

προσωπικότητά του και ο τρόπος που δίνει τις οδηγίες, πράγματα που

μπορούν να επιδράσουν στα αποτελέσματα. Η διαφοροποίηση στις οδηγίες

αλλά και το διαφορετικό υπόβαθρο και οι εμπειρίες του εξεταστή μπορούν να

οδηγήσουν σε διαφορετικές απαντήσεις αλλά και σε διαφορετική ερμηνεία και

αξιολόγηση των αποτελεσμάτων (Κουλάκογλου, 2012).

4.2. Αξιοπιστία

Η αξιοπιστία των μεταβλητών του είναι ένα στοιχείο που επίσης

αμφισβητείται στο τεστ ΤΑΤ. Η εσωτερική συνέπεια, δηλαδή η συσχέτιση των

ερωτήσεων, βασικό στοιχείο της αξιοπιστίας, βρίσκεται πολλές φορές σε

χαμηλό επίπεδο και μάλιστα πολλοί συγγραφείς έχουν δηλώσει πως τα μέτρα

εσωτερικής συνοχής δεν ισχύουν για το ΤΑΤ.

Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά ψυχομετρικά τεστ, τα οποία έχουν πιο

σταθερή δομή και χαρακτηρίζονται από εσωτερική συνοχή με αποτέλεσμα να

οδηγούν πιο συχνά σε συγκεκριμένες απαντήσεις, οι κάρτες του ΤΑΤ

αντιπροσωπεύουν οι καθεμιά ξεχωριστά διαφορετικές καταστάσεις και

οδηγούν σε απαντήσεις με εντελώς διαφορετική θεματολογία (Cramer,1999).

Είναι αμφίβολο το κατά πόσο είναι σωστό ποικίλα ψυχολογικά θέματα να

αξιολογούνται με βάση εικόνες.

Σε αυτό το σημείο ο Lilienfeld με τους συναδέλφους του (2000) εξέφρασαν

την αντίθεσή τους σχετικά με την καταγραφή των απαντήσεων προκειμένου

10
να γίνει η αξιολόγηση, εφόσον και η αξιοπιστία μεταξύ των κριτών, δηλαδή το

κατά πόσο οι διαφορετικοί εξεταστές αξιολογούν το ίδιο, και η αξιοπιστία

δοκιμής- επανεξέτασης, δηλαδή το κατά πόσο τα άτομα λαμβάνουν την ίδια

αξιολόγηση σε μεταγενέστερη επαναχορήγηση του τεστ, αλλάζουν πολύ

συχνά στις μεθόδους βαθμολόγησης (Murstein,1963).

Από την πλευρά του ο Murray ισχυρίστηκε ότι οι απαντήσεις που δίνονται στο

οικείο τεστ σχετίζονται σημαντικά με εσωτερικές καταστάσεις, γι' αυτόν τον λόγο

δεν μπορεί να αναμένεται υψηλή αξιοπιστία δοκιμής- επανεξέτασης (Lilienfeld,

Wood, & Garb, 2000). Επιπλέον, οι Gruber και Kreuzpointner (2013) εισήγαγαν

μια νέα μέθοδο για τη μέτρηση της εσωτερικής συνοχής αξιοποιώντας

κατηγορίες αντί για εικόνες και με μια μαθηματική απόδειξη, κατάφεραν να

δείξουν ότι η δική τους μέθοδος ταιριάζει περισσότερο με τις δομικές αρχές του

ΤΑΤ, κάτι που απέδειξε και πόρισμα του τεστ Cronbach alpha (Gruber,&

Kreuzpointner, 2013).

Για να θεωρείται λοιπόν το ΤΑΤ αξιόπιστο θα πρέπει να μετράει όλους τους

ερωτηθέντες με τον ίδιο τρόπο για όλες τις έννοιες και να βρει αυτές τις διαφορές

(Hibbard, Mitchell, & Porcerelli, 2001).

5. ΈΡΕΥΝΕΣ ΠΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΟ ΤΕΣΤ ΤΑΤ

Η αποτελεσματική χρήση του τεστ ΤΑΤ στη σημερινή εποχή το έχει κάνει να

αποτελεί βασικό εργαλείο αξιολόγησης σε πολλές έρευνες.

Μια έρευνα αφορά την εργασία των Pollak και Gilligan (1982) για το πώς

αντιλαμβάνονται τη βία οι άντρες και πώς οι γυναίκες. Προσπάθησαν να

ερευνήσουν τις διαφορές που ενδεχομένως να υπήρχαν στον τρόπο που

11
αντιλαμβάνονται τη βία και τον κίνδυνο, αλλά και στον τρόπο που ερμηνεύουν

τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τη σχέση με τον εαυτό τους (Pollak, &

Gilligan, 1982). Όσον αφορά το πρώτο μέρος της έρευνας διαπίστωσαν πως

τα δύο φύλα αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο τον κίνδυνο και πως στις

ιστορίες των ανδρών η βία σχετίζεται με τον φόβο της οικειότητας, ενώ στις

ιστορίες των γυναικών φάνηκε πως η βία σχετίζεται με τον φόβο της

επιτυχίας.

Επιπλέον, οι άντρες έχουν μεγαλύτερη τάση στη βία, αφού το 21% από

αυτούς που ρωτήθηκαν σε συγκεκριμένη εικόνα έπλαθαν ιστορίες που

περιείχαν βίαιες σκηνές, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνονται και τον κίνδυνο

διαφορετικά από τις γυναίκες, αφού οι ίδιοι έβλεπαν επικίνδυνη κατάσταση

όπου υπήρχαν πολλά άτομα που έρχονταν σε σωματική επαφή, ενώ οι

γυναίκες, εντόπιζαν κίνδυνο όταν έβλεπαν στην εικόνα κάποιο άτομο

απομονωμένο. Ένα. λοιπόν, τέτοιο λεπτό ζήτημα, όπως είναι αυτό της βίας

αξιολογείται με τον καλύτερο τρόπο με ένα προβολικό τεστ, καθώς ο

εξεταστής μπορεί να αποσπάσει ευκολότερα ειλικρινείς απαντήσεις.

Τα τελευταία χρόνια το εν λόγω τεστ χρησιμοποιείται και για την κλινική

αξιολόγηση των ηλικιωμένων. Όπως αναφέρει και ο Verdon (2011), το ΤΑΤ

δίνει στους ηλικιωμένους την ευκαιρία να εξωτερικεύσουν τις ανάγκες τους, τις

οποίες και αδυνατούν να εκφράσουν με λόγια σε άμεσο διάλογο με τον

ψυχολόγο. Από τη στιγμή, κιόλας που οι ηλικιωμένοι έχουν πολλά και ποικίλα

βιώματα, π.χ. απώλεια, κ.λπ. τα προβολικά τεστ θα μπορούσαν να κάνουν

τέτοια δυσάρεστα θέματα όπως η απώλεια να εξωτερικευθούν και να

αξιολογηθούν πιο αποτελεσματικά (Verdon, 2011). Ωστόσο, αμφισβητείται το

κατά πόσον το ΤΑΤ αντιπροσωπεύει την ομάδα των ηλικιωμένων, εφόσον

12
στις κάρτες δεν παρουσιάζονται ηλικιωμένοι, γι' αυτό το λόγο λοιπόν έχουν

κατασκευαστεί τα «Gerontological Apperception Test» (GAT) από τους Wolk

και Wolk (1971) και το Senior Apperception Technique (SAT) (Verdon 2011).

Σε έρευνά του ο Verdon (2011) εξέτασε με το ΤΑΤ ηλικιωμένους, και

δείχνοντάς τους μια συγκεκριμένη φωτογραφία διαπίστωσε ότι όλοι μέσα από

τις ιστορίες τους περιέγραφαν την έννοια της απώλειας, άλλοι λιγότερο και

άλλοι περισσότερο δραματικά. Εξάγεται, επομένως το συμπέρασμα πως

μέσω του τεστ ΤΑΤ μπορούν να ληφθούν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με

τον ψυχισμό και των ηλικιωμένων. Οι ερευνητές λοιπόν εγκρίνουν το TAT ως

επιστημονική μέθοδο και θεωρούν πως μπορεί να ερμηνευτεί σε βάθος η

έννοια της απώλειας και κατά συνέπεια να αποκομισθούν πολλά και

σημαντικά οφέλη κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των ηλικιωμένων (Verdon

2011).

Τέλος, το ΤΑΤ τεστ έχει αξιοποιηθεί και για τη σκιαγράφηση των

συμπεριφορών που αναπτύσσουν οι γονείς παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές

ανάγκες. Με τη χρήση του τεστ διαπιστώθηκε πως ο πατέρας και η μητέρα

έχουν διαφορετική αντίληψη για το παιδί τους. Ο πατέρας αγωνιά κυρίως για

τις δυσκολίες που θα επιφέρει η αναπηρία του παιδιού του στο μέλλον, αλλά η

μητέρα επικεντρώνεται κυρίως στο παρόν και στις τρέχουσες ανάγκες του

παιδιού (Seligman & Darling, 1997. Lamb & Laumann-Billings, 1997).

Είναι όμως αρκετά συνηθισμένο να συναντάται διάσταση απόψεων μεταξύ

των γονέων. Οι πατέρες δηλαδή κατά κόρον σκιαγραφούν αρνητικά το παιδί

με ειδικές ανάγκες και δεν έχουν πολλές απαιτήσεις από αυτό (Magil-Evans,

Darrah, Pain, Adkins & Kratochvil, 2001), ενώ οι μητέρες αντιμετωπίζουν με

13
μεγαλύτερη αισιοδοξία και θετικότητα το πρόβλημα και προσπαθούν να

δώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ερεθίσματα στο παιδί για να βελτιωθεί.

6. ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Πολλές αρνητικές κριτικές έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για τα προβολικά

τεστ, ιδίως όσον αφορά τις ψυχομετρικές τους ιδιότητες. Για τους ίδιους

λόγους και το τεστ ΤΑΤ έχει δεχτεί και εξακολουθεί να δέχεται πληθώρα

επικρίσεων (Lilienfeld, Wood, & Garb, 2000).

Η βασικότερη επίκριση αφορά την επιστημονική αξία του ΤΑΤ.

Αμφισβητείται, δηλαδή, η αξία του ως επιστημονικό εργαλείο εφόσον

αμφισβητείται και η εγκυρότητα και η αξιοπιστία του. Κατά πρώτον, μια

σημαντική κριτική αφορά την εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής. Τα

εξεταζόμενα άτομα στηριζόμενα στις εικόνες εκφράζουν έντονα μια

συμπεριφορά, η οποία δεν ίσως διακρίνεται γενικότερα στην καθημερινότητά

τους και αυτό συμβαίνει γιατί στο τεστ ΤΑΤ οι απαντήσεις των ερωτηθέντων

εκφράζουν πολλές φορές περισσότερο τις επιθυμίες τους παρά την

πραγματική συμπεριφορά τους.

Άλλη μια αδυναμία που έχουν εντοπίσει οι επικριτές του τεστ αφορά την

αξιοπιστία επανεξέτασης. Καθώς, οι ανάγκες και η ψυχολογική και

συναισθηματική κατάσταση του εξεταζόμενου αλλάζουν κατά διαστήματα είναι

δύσκολο σε περίπτωση επαναχορήγησης του τεστ να επιτευχθούν τα ίδια

αποτελέσματα.

Επίσης, κάποιοι επικριτές του ΤΑΤ θεωρούν το περιεχόμενο των καρτών

του ΤΑΤ είναι ξεπερασμένο, με αποτέλεσμα να μην παρέχει τα κατάλληλα

14
ερεθίσματα στον εξεταζόμενο (Holmstrom, Silber, & Karp,1990). Σε άλλες

πάλι περιπτώσεις ο εξεταζόμενος δυσκολεύεται να ταυτιστεί με άτομα που

αντιθέτου φύλου που μπορεί να απεικονίζουν οι κάρτες (Gruber, 2017), με

αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στη δοκιμασία και έτσι να μην

μπορεί να εξαχθεί σωστό συμπέρασμα από τον εξεταστή.

Άλλη μια κριτική αφορά την υποκειμενικότητα στην αξιολόγηση και την

ερμηνεία των απαντήσεων. Γενικά, τα προβολικά τεστ επηρεάζονται αρκετά

από εξωγενείς παράγοντες, όπως το υπόβαθρο του εξεταστή αλλά και τις

οδηγίες που παρέχονται. Έτσι, η αξιολόγηση στο ΤΑΤ θα μπορούσε να

θεωρηθεί αναξιόπιστη, καθώς δεν υφίστανται κλίμακες βαθμολόγησης και ο

ίδιος ο εξεταστής πρέπει να αποφανθεί για την έννοια που ερευνά, ενώ η

μέτρηση και η αξιολόγηση επηρεάζονται σημαντικά από τις εμπειρίες και την

προσωπικότητά του. Στην υποκειμενικότητα όμως αυτή οδηγεί η ανεπάρκεια

τυπικών δεδομένων στα προβολικά τεστ γενικότερα (Κουλάκογλου, 2012).

Στον αντίποδα, θετικές κριτικές κάνουν λόγο για μια μορφή εξέτασης που

διαφέρει από τις κλασικές μεθόδους. Πρόκειται για μια διαδικασία

ενδιαφέρουσα, πολλές φορές διασκεδαστική αλλά και ευέλικτη, καθώς το

άτομο διαθέτει ελευθερία στον τρόπο που απαντάει (Κουλάκογλου, 2012),

ενώ ο ψυχολόγος έχει την ευχέρεια να απορρίψει εικόνες που θεωρεί

ακατάλληλες και να αξιοποιεί κάθε φορά αυτές που ταιριάζουν στην

περίπτωση και που θα του παρέχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα,

το άτομο από τη στιγμή που αισθάνεται πιο άνετα συνήθως απαντάει με

μεγαλύτερη ειλικρίνεια από ότι σε ένα ερωτηματολόγιο προσωπικότητας

(Κουλάκογλου, 2012).

15
Σύμφωνα με τον Holt (1999), το ΤΑΤ αποτελεί μια σύνθετη και ιδιαίτερη

μέθοδο αξιολόγησης της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων και δεν πρέπει να

υπόκειται στους τυπικούς κανόνες αξιολόγησης της εγκυρότητας και

αξιοπιστίας του, άποψη που υποστηρίζουν γενικότερα και οι θιασώτες του

οικείου τεστ.

Οι απόψεις, επομένως, για την αξία του ΤΑΤ τεστ διίστανται, γεγονός που

οφείλεται κυρίως στο ζήτημα της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας του.

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Εξάγεται, επομένως, το συμπέρασμα πως παρά τις αρνητικές κριτικές που

έχουν ειπωθεί για το τεστ ΤΑΤ και παρά την υποκειμενικότητα που

χαρακτηρίζει τη βαθμολόγηση των κλιμάκων του, το οικείο τεστ

χρησιμοποιείται σε πολλές έρευνες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι αποτελεί

μια μέθοδο ευέλικτη και ευχάριστη για τον εξεταζόμενο που μπορεί να

προσαρμοστεί στις εκάστοτε συνθήκες, παρέχοντας ταυτόχρονα το επιθυμητό

αποτέλεσμα. Επίσης, συνιστά έναν αποτελεσματικό τρόπο που μπορεί να

παρέχει πληροφορίες για εκφάνσεις τις ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης σε βαθμό

που άλλα τεστ δεν μπορούν. Αυτός είναι και ο λόγος που εξακολουθεί να

χρησιμοποιείται ευρέως σε επιστημονικές έρευνες και που έχει αποτελέσει τη

βάση για την κατασκευή άλλων τεστ για όλες τις ηλικιακές ομάδες (Verdon,

2011). Για όλους αυτούς τους λόγους η αξία του ΤΑΤ τεστ είναι μεγάλη και

δικαιούται μια θέση ανάμεσα στα βασικά εργαλεία αξιολόγησης.

16
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κουλάκογλου, Κ. (2012). Ψυχομετρία και ψυχολογική αξιολόγηση. 3η Έκδοση

Αναθεωρημένη- Βελτιωμένη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη

Μπήτρου, Λ. (2008). Προβολικά τεστ Rorschach και TAT.

http://www.bitrou.gr

Χαριτοπούλου, Α. (2014). ΤΑΤ- CAT.

https://xaritopoulou.gr

Ackerman S.J., Hilsenroth, M. J., Clemence, A.J., Weatherill, R.,& Fowler,

C. (2001). Convergent Validity of Rorschach and TAT Scales of Object

Relations. JOURNAL OF PERSONALITY ASSESSMENT, 77(2), 295–306.

Anzieu, D., & Chabert, C. (961/1987). Les methodes Projectives. Paris: Puf

Bellak, L., & Abrams D.M. (1997). The Thematic Apperception Test, the

Children's Apperception Test, and the Senior Apperception Technique in

clinical use. Needham Heights, MA, US: Allyn & Bacon.

17
Cramer, P. (2004). Storytelling, narrative, and the Thematic Apperception

Test. New York: Guilford Press.

Cramer, P. (1999). Future directions for the Thematic Apperception Test.

Journal of Personality Assessment, 72, 74-92.

Dana, R.H. (1993). Multicultural Assessment Perspectives for Professional

Psycology. Boston, MA: Allyn and Bacon.

Gruber, N. (2017). "Is the achievement motive gender biased? The validity of

TAT/PSE in women and men". Frontiers in Psychology, 8, 181

Gruber, N., & Kreuzpointner, L. (2013). Measuring the reliability of picture

story exercises like the TAT. PLoS One, 8(11), e79450.

doi:10.1371/journal.pone.0079450

Harrison, P.L. (1965). Thematic apperception methods. In B.B. Wolman (ed.).

Handbook of Clinical Prychology. New York: McGraw-Hill, 562-620.

Hibbard, S., Mitchell, D., & Porcerell, J. (2001). Internal Consistency of the

Object Relations and Social Cognition Scales for the Thematic Apperception

Test. JOURNAL OF PERSONALITY ASSESSMENT, 77 (3), 408–419.

18
Holmstrom, R.W., Silber, D.E., & Karp, S.A. (1990). "Development of the

Apperceptive Personality Test". Journal of Personality Assessment, 54 (1 &

2), 252-264.

Holt, R. R. (1999). Empiricism and the Thematic Apperception Test: Validity is

the payoff. In L. Gieser & M. I. Stein (Eds.), Evocative Images: The Thematic

Apperception Test. Washington, DC: American Psychological Association.

Jenkins, S. R. (2008). Introduction: Why "score" TATs, anyway?. In S. R.

Jenkins & (Eds.). A handbook of clinical scoring systems for the Thematic

Apperception Test. New York, NY: Taylor and Francis Group.

Lamb, M.Ε., & Laumann-Billings, A. (1997). Fathers of children with special

needs. In M. Lamb (Ed), The role of the father in child development (3rd ed.,

pp. 179-190). New York: John Wiley & Sons, Inc.

Lilienfeld, S. O., Wood, J. M., & Garb, H. N. (2000). The scientific status of

projective techniques. Psychological Science in the Public Interest, 1(2), 27-

66.

Magil-Evans, J., Darrah, J., Pain, K., Adkins, R., & Kratochvil, M. (2001). Are

families with adolescents and young adults with cerebral palsy the same as

other families? Developmental Medicine & Child Neurology, 43, 466-472.

19
Morgan W.G..(2002). Origin and History of the Earliest Thematic

Apperception Test Pictures. Journal of Personality Assessment, 79(3), 422–

445.

Murray, H. A. (1943). Thematic Apperception Test: Manual. Cambridge, MA:

Harvard University Press.

Murstein, B. I. (1963). Theory and Research in Projective Techniques

(Emphasizing the TAT). New York, NY: John Wiley & Sons.

Pollak, S., & Gilligan, C. (1982). Images of Violence in Thematic Apperception

Test Stories. Journal of Personality and Social Psychology. 42. (1) pg. 159-

167.

Schacter, D.L., Gilbert, D.T., & Wegner, D.M. (2011) Psychology(loose leaf).

Worth Pub. Print.

Seligman, M., & Darling, B. (1997). Ordinary families, special children (2nd

ed.). New York: The Guilford Press.

20
Shentoub, V., & Debray, R. (1970). Organisation de la personalite de l' enfant

qui presente des difficultes d' expression verbale contribution du T.A.T.

Bulletin de Psychologie, 24, 292, (12-15), 903-908.

Verdon, B.(2011). The Case of Thematic Tests Adapted to Older Adults on

the Importance of Differentiating Latent and Manifest Contents in Projective

Tests. Rorschachiana32, 46–71.

Watkins, C.E., Campbell, V.L., Nieberding, R., & Hallmark, R. (1995).

Contemporary practice of psychological assessment by clinical psychologists.

Professional Psychology: Research and Practice, 26, 54-60.

Wildman, R.W., & Wildman, R.W. II. (1975). An investigation into the

comparative validity of several diagnostic tests and test batteries. Journal of

Clinical Psychology, 31, 455-458

21

You might also like