You are on page 1of 6

Εβδομάδα 1η

ΘΕΜΑ 1ο :

Ορολογία, Ορισμοί, Ταξινόμηση ομάδων Νοητικής Υστέρησης

Εισαγωγή-προοργάνωση

1. Σκοποί και αναμενόμενα αποτελέσματα

Επιδιώκεται ο φοιτητής (-τρια):

• Να εξοικειωθεί με την ορολογία και τους ορισμούς της νοητικής υστέρησης καθώς και με
τις ομάδες ταξινόμησης παιδιών με βάση το βαθμό σοβαρότητας της εν λόγω διαταραχής.
• Να κατανοήσει την επιστημονικά τεκμηριωμένη αρχή ότι η διαταραχή της νοητικής
υστέρησης δεν έχει στατικό χαρακτήρα αλλά εξελικτικό με την έννοια ότι μπορεί να
επιδέχεται βελτίωση σε ορισμένους τομείς και στα όρια των δυνατοτήτων που υπαγορεύει
η καθεμία περίπτωση.
• Να αντιληφθεί πως η νοητική υστέρηση είναι μια σοβαρή διαταραχή του ατόμου η οποία
συνυφαίνεται με περιορισμούς ταυτόχρονα στη νοητική ανάπτυξη και την κοινωνική του
προσαρμογή και ότι οι περιορισμοί αυτοί (πρέπει να) συνυπάρχουν στην αναπτυξιακή του
περίοδο η οποία εκτείνεται- με βάση τα νέα ερευνητικά δεδομένα- ως την ηλικία των 18
χρόνων του.
• Να είναι σε θέση να διακρίνει τις ομάδες παιδιών με βάση το βαθμό σοβαρότητας της
νοητικής τους υστέρησης και της κοινωνικής τους προσαρμογής.

2. Θεματική ύλη

Η θεματική ύλη αναφέρεται σε τρία επιμέρους θέματα νοητικής υστέρησης ως ακολούθως:


(βλ. σσ.:88-95 του βασικού συγγράμματος)

• Ορολογία
• Ορισμοί
• Ταξινόμηση ομάδων

2.1. Ορολογία

Η νοητική υστέρηση είναι μια σύνθετη παθολογική κατάσταση του ατόμου για την περιγραφή
της οποίας διατυπώθηκαν κατά καιρούς θεμελιώδεις απόψεις εκ μέρους των ειδικών. Αναφέρεται
για παράδειγμα η ακόλουθη θέση:

«Νοητική Υστέρηση δεν είναι κάτι που έχεις, όπως είναι τα μπλε μάτια ή μια ασθενική καρδιά. Ούτε είναι
κάτι που είσαι, όπως κοντός ή λεπτός. Δεν είναι μια ιατρική διαταραχή…Ούτε μια ψυχική ασθένεια. Η
νοητική υστέρηση αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη κατάσταση λειτουργίας (ή σε έναν άλλο τρόπο ζωής
και έκφρασης- η προσθήκη δική μας)».
(Luckasson et al., 1992, σ. 9) 1

Παρόμοιες θέσεις παρουσιάζουν μια μετεξέλιξη στο χρόνο. Νωρίς στα 1800, η κατάσταση αυτή
αναγνωρίστηκε ως ένα πρόβλημα το οποίο συνδέεται με μια ανεπαρκή ή σημαντικά περιορισμένη
νοητική λειτουργικότητα του ατόμου η οποία επιφέρει ορισμένους περιορισμούς στην προσωπική
και κοινωνική του ανάπτυξη. Ο όρος νοητική υστέρηση χρησιμοποιείται για να αναγνωρίσει μια
ανεπαρκή λειτουργικότητα του ατόμου η οποία είναι ορατή και μεταφράζεται σε αποτυχία του να
επιδείξει μια κατάλληλη για την ηλικία του νοητική και κοινωνική συμπεριφορά. Οι δυο βασικοί
περιορισμοί του φαινομένου αυτού στην αναπτυξιακή περίοδο του παιδιού είναι οι εξής:

• Περιορισμοί στη νόηση


• Περιορισμοί στην προσαρμοστική συμπεριφορά

(Βλ. βασικό εγχειρίδιο: σσ. 95-98)

Για την κλινική περιγραφή της νοητικής υστέρησης, έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς διάφοροι
όροι που χαρακτηρίζονται για το αρνητικό τους πρόσημο όπως «ιδιώτης» 2 (idiot) ή ιδιωτεία
(idiocy), ανόητος/αδύναμος (imbecile), μωρός/αμβλύνους (moron), κ.τ.λ. Η Αμερικανική Εταιρεία
για τη Νοητική Υστέρηση (American Association on Mental Retardation-AAMR) αποφάσισε
τελευταία να καταργήσει τον όρο Νοητική Υστέρηση και να τον αντικαταστήσει με τον όρο
Νοητικές Δυσκολίες (Mental Disabilities-MD) (Schalock et al., 2007). Τούτο είχε ως συνέπεια τη
μετονομασία του φορέα αυτού σε Αμερικανική Εταιρεία για τις Νοητικές και Αναπτυξιακές
Δυσκολίες (American Association on Intellectual and Developmental Disabilities-AAIDD). Η
οικεία εταιρεία ιδρύθηκε στα 1876 και έχει ως βασικό στόχο την προώθηση της κατανόησης από
το ευρύτερο κοινό του περιεχομένου της νοητικής υστέρησης και τη βελτίωσή της στην
καθημερινή κουλτούρα.

2.2. Ορισμοί

Η νοητική υστέρηση είναι μια έννοια που απασχόλησε διαχρονικά τους μελετητές διαφόρων
επιστημών (ανθρωπιστικές επιστήμες, επιστήμες υγείας-ιατρική, κ.τ.λ.). Η διεπιστημονική της
προσέγγιση είχε ως αποτέλεσμα να διατυπωθούν διάφοροι ορισμοί λαμβάνοντας υπόψη ποικίλα
κριτήρια όπως βιολογικά ή ιατρικά, παιδαγωγικά, ψυχολογικά, οικολογικά, κ.τ.λ. Ο ορισμός της
νοητικής υστέρησης όπως αυτός διατυπώθηκε στα 1959 και αναθεωρήθηκε κατά κάποιον τρόπο
στα 1961 από την ομόλογη Αμερικανική Εταιρεία (American Association on Mental Retardation-
AAMR) έχει ως εξής:

« Η νοητική υστέρηση αναφέρεται στην κάτω του μέσου όρου γενική νοητική λειτουργικότητα (του ατόμου) η
οποία έχει την απαρχή της στην αναπτυξιακή περίοδο και συνυφαίνεται με ανεπάρκεια στην προσαρμοστική
συμπεριφορά» (Heber, 1961, σ. 3).

1
Οι αναφορές στη συναφή βιβλιογραφία βρίσκονται στο βασικό εγχειρίδιο του μαθήματος που συστήνεται ως
βοήθημα για προετοιμασία στις εξετάσεις.
2
Πρόκειται για ελληνική λέξη που κατά κυριολεξία αναφέρεται «στο άτομο το οποίο δεν διαθέτει δημόσιο γραφείο»
και κατ΄ επέκταση στο άτομο με σοβαρά ελλείμματα στη γνωστική λειτουργία και την κοινωνική του δραστηριότητα
(MacMillan, 1982).
Ο οικείος ορισμός γνώρισε στη συνέχεια σημαντικές αλλαγές από την εν λόγω εταιρεία που
αποτυπώνονται στο παρακάτω κείμενο:

« Η νοητική υστέρηση αναφέρεται στη σημαντικά κάτω του μέσου όρου γενική νοητική λειτουργικότητα (του
ατόμου) που έχει ως αποτέλεσμα ή συνυφαίνεται με ελλείμματα στην προσαρμοστική συμπεριφορά και
εκδηλώνεται στη διάρκεια της αναπτυξιακής περιόδου» (Grossman, 1983, σ. 11).

Η εν λόγω εταιρεία με την προαναφερθείσα νέα της επωνυμία (Αμερικανική Εταιρεία για τις
Νοητικές και Αναπτυξιακές Δυσκολίες) βελτίωσε στα 1992 ακόμη περισσότερο τη διατύπωση του
οικείου ορισμού με αποτέλεσμα τούτος να καταστεί πλέον σαφής, λεπτομερής και λειτουργικός.
Η νέος ορισμός έχει ως ακολούθως:

«Νοητική υστέρηση είναι μια δυσκολία που χαρακτηρίζεται από σημαντικούς περιορισμούς στη νοητική
λειτουργικότητα και στην προσαρμοστική συμπεριφορά όπως αυτοί εκφράζονται στις αντιληπτικές,
κοινωνικές και πρακτικές δεξιότητες. Αυτή η δυσκολία εκδηλώνεται πριν από την ηλικία των 18 χρόνων»
(δηλαδή εμφανίζεται στην αναπτυξιακή περίοδο του ατόμου: η συμπλήρωση δική μας ). (Luckasson et al.,
1992, σ. 8)

Από την ανάγνωση του παραπάνω ορισμού προκύπτει ότι τρία είναι τα βασικά κριτήρια τα οποία
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη διάγνωση της νοητικής υστέρησης. Αυτά είναι:

α. Το κριτήριο της ηλικίας το οποίο συνδέεται με την αναπτυξιακή περίοδο του παιδιού δηλαδή η
νοητική υστέρηση εκδηλώνεται πριν από την ηλικία των 18 χρόνων.
β. Το κριτήριο του περιορισμού στη νοητική(γνωστική) λειτουργικότητα ταυτίζεται με την επίδοση
του παιδιού η οποία βρίσκεται περίπου δυο ή περισσότερες τυπικές αποκλίσεις κάτω του μέσου
όρου σε μια σταθμισμένη κλίμακα νοημοσύνης.
γ. Το κριτήριο του περιορισμού στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων προσαρμογής αναφέρεται στην
επίδοση του παιδιού που βρίσκεται τουλάχιστον δυο τυπικές αποκλίσεις κάτω του μέσου όρου σε
μια σταθμισμένη κλίμακα μέτρησης των αντιληπτικών, κοινωνικών ή πρακτικών του δεξιοτήτων.
{Βλ. βασικό εγχειρίδιο: σσ.: 89-90) και αντίστοιχα στην αναθεωρημένη έκδοσή του (2016)}.

2.3. Ταξινόμηση ομάδων με νοητική υστέρηση

Το στοιχείο της μεταβλητότητας που διέπει το φάσμα των ικανοτήτων του παιδιού με νοητική
υστέρηση οδήγησε την Αμερικανική Εταιρεία για τις Νοητικές και Αναπτυξιακές Δυσκολίες να
διακρίνει επιμέρους ομάδες ατόμων με νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες ή να διαμορφώσει
επίπεδα νοητικής υστέρησης/νοητικών δυσκολιών με βάση το βαθμό σοβαρότητας της νοητικής
τους ανεπάρκειας. Τα επίπεδα νοητικής υστέρησης/νοητικών δυσκολιών, σύμφωνα με το
Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-IV-TR) της Αμερικανικής
Ψυχιατρικής Εταιρείας (2000) και τη Διεθνή Ταξινόμηση των Νόσων (ICD-9-CM) είναι τα εξής:

• Η ελαφρά/ήπια νοητική υστέρηση (mild),


• Η μέτρια νοητική υστέρηση (moderate),
• Η βαριά νοητική υστέρηση (severe),
• Η βαθιά (profound)ή πολύ βαριά νοητική υστέρηση

Ο καθορισμός των επιπέδων νοητικής υστέρησης/νοητικών δυσκολιών που εκτείνεται σε μια


διακύμανση από ελαφρά/ήπια έως και βαθιά γίνεται με βάση τις επιδόσεις του ατόμου σε
χορηγούμενες σταθμισμένες κλίμακες νοημοσύνης. Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του
διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου που προαναφέρθηκε (η τελευταία έκδοσή του από την
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία κυκλοφόρησε στην αγγλική το 2013), περίπου το 80% με 85%
του συνόλου των περιπτώσεων με νοητική υστέρηση εμπίπτει στην πρώτη ομάδα ταξινόμησης
δηλαδή σε εκείνη με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση. Στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων που εμπίπτουν στην ομάδα αυτή η αιτιολογία, όπως θα αναφερθεί παρακάτω,
παραμένει άγνωστη. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει περιπτώσεις ατόμων με νοητική
υστέρηση/νοητικές δυσκολίες που διαφέρουν κατά πολύ από τις υπόλοιπες τρεις. Οι τελευταίες
είναι άλλωστε και οι πλέον βαριές ομάδες ταξινόμησης σε επίπεδο λειτουργικότητας αλλά και
άλλων ποιοτικών στοιχείων της συμπεριφοράς του παιδιού με παρόμοια διαταραχή. Η
εκατοστιαία αντιπροσώπευση του πληθυσμού ατόμων με νοητική υστέρηση σε αυτές τις τρεις
τελευταίες ομάδες ταξινόμησής της, σύμφωνα με το οικείο διαγνωστικό εγχειρίδιο, είναι: μέτρια
(10%), βαριά (3% - 4%) και βαθιά (1%-2%). Η αντιπροσώπευση αυτή δείχνει με σαφήνεια, όπως
προαναφέρθηκε, πως η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων με νοητική υστέρηση εμπίπτει στην
πρώτη ομάδα ταξινόμηση δηλαδή με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση. Είναι άλλωστε αυτά τα
παιδιά που συνήθως έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στο συνηθισμένο σχολείο με βάση την αρχή
της συμπεριληπτικής ή ολικής εκπαίδευσης (inclusive education).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι δυο πρώτες ομάδες ταξινόμησης των ατόμων με νοητική
υστέρηση δηλαδή η ελαφρά ή ήπια και η μέτρια νοητική υστέρηση αντιστοιχούν στην παλαιότερη
ταξινόμησή τους σε εκπαιδεύσιμα και ασκήσιμα που απαντάται στα πρώτα επιστημονικά
συγγράμματα μελετητών της Ειδικής Εκπαίδευσης στις ΗΠΑ. Η ταξινόμηση αυτή βασίζεται στην
ικανότητα του παιδιού με νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες για (περιορισμένη) μάθηση ή
στον τύπο του σχολείου στο οποίο αυτό παραπέμπεται για φοίτηση (σχολική τοποθέτηση). Για
παράδειγμα, ο Kirk, ο οποίος υπήρξε καθηγητής Ειδικής Εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια της
Arizona και του Illinois (ΗΠΑ) και από τους πρωτοπόρους μελετητές της περιοχής αυτής σε
διεθνή κλίμακα, σε ομώνυμο σύγγραμμά του αναφέρεται σε θέματα νοητικής υστέρησης
χρησιμοποιώντας τη φράση «άτομα με χαμηλή νοημοσύνη» (low intelligence). Στο εν λόγω
σύγγραμμα ο ίδιος προτείνει την ταξινόμησή τους σε τέσσερις ομάδες:

1) Σε αυτά που έχουν χαμηλή ικανότητα μάθησης (slow learners: IQ 80-90).


2) Σε όσα μπορούν να εκπαιδεύονται ως ένα βαθμό-τα εκπαιδεύσιμα (educable mentally retarded:
IQ 50-55 έως 75-79).
3) Σε εκείνα που μπορούν να ασκούνται σε ορισμένες τέχνες-τα ασκήσιμα (trainable mentally
retarded: IQ 30-35 έως 50-55).
4) Σε αυτά που έχουν ολοκληρωτική εξάρτηση ή είναι με βαθιά νοητική υστέρηση (totally
dependent ή profoundly mentally retarded: IQ κάτω του 25-30) (Kirk, 1972).

Σήμερα, τα τέσσερα επίπεδα νοητικής υστέρησης, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό


Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-IV-TR) 3 της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας
(2000), αντιστοιχούν στους εξής δείκτες νοημοσύνης (IQ) με πλέον συντηρητικές οροφές:
3
΄Ηδη έχει έκδοθεί, όπως προαναφέρθηκε, από την εν λόγω Εταιρεία (2013) το σύγγραμμα DSM-5ΤΜ.
Eλαφρά /ήπια (IQ: 50-55 έως 70 περίπου)
Mέτρια (IQ: 35-40 έως 50-55)
Bαριά (IQ: 20-25 έως 35-40)
Bαθιά (IQ: κάτω του 20-25)

Πρέπει να σημειωθεί ότι με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές που επήλθαν σταδιακά σε
θέματα διαμόρφωσης πολιτικής και πρακτικών της Ειδικής Εκπαίδευσης η λογική της
ταξινόμησης των ατόμων με νοητική υστέρηση στη μια ή την άλλη ομάδα με βάση το δείκτη
νοημοσύνης (IQ) απέκτησε λιγότερο επιστημονικό αλλά και πρακτικό ενδιαφέρον. ΄Αλλωστε
είναι παραδεκτό πως οι κλίμακες νοημοσύνης έχουν πλεονεκτήματα αλλά ταυτόχρονα και
μειονεκτήματα. Προς αυτή την κατεύθυνση μελετητές του φαινομένου έχουν διατυπώσει
ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις.
Η έμφαση επομένως στη διαπραγμάτευση οικείων θεμάτων μετατίθεται πλέον από τη συνήθη
πρακτική ταξινόμησης των ατόμων με νοητική υστέρηση στη βάση του δείκτη νοημοσύνης σε μια
νέα φιλοσοφία γύρω από συναφή θέματα προσδίδουσα προτεραιότητα στην προσπάθεια για μια
πλήρη λειτουργική περιγραφή των εκπαιδευτικών αναγκών (ενδοατομική αξιολόγηση και
περιγραφή) και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αυτών των ατόμων (Handen & Gilchrist, 2006a).

{βλ. βασικό εγχειρίδιο: σσ.: 90-95) και αντίστοιχα στην αναθεωρημένη έκδοσή του (2016)}.

2.4. Συνύπαρξη της νοητικής υστέρησης/νοητικών δυσκολιών με άλλες διαταραχές- Περίπτωση


συννοσηρότητας

{Βλ. βασικό εγχειρίδιο: σσ.: 98-99) και αντίστοιχα στην αναθεωρημένη έκδοσή του (2016}.

Η νοητική υστέρηση μπορεί να συνυπάρχει με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα γεγονός που


δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την προσαρμοστική συμπεριφορά και την ποιότητα ζωής του
ατόμου. Παρόμοιες διαταραχές που συνοδεύουν τη νοητική υστέρηση απαντούν και στο γενικό
πληθυσμό αλλά σε μικρότερη αναλογία. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία
(American Psychiatric Association, 2000), η αναλογία συνύπαρξης νοητικής υστέρησης/νοητικών
δυσκολιών και ψυχικής νόσου (διαταραχής) μπορεί να είναι 3-4 φορές μεγαλύτερη από εκείνη στο
γενικό πληθυσμό. Τούτο μπορεί να συμβαίνει για διάφορους λόγους όπως νευρολογικοί,
βιολογικοί (γενετικά σύνδρομα), ελλείμματα δεξιοτήτων επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης, το
στίγμα της νοητικής υστέρησης/νοητικών δυσκολιών που οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση,
έλλειμμα δεξιοτήτων για επίλυση προβλημάτων στην καθημερινή ζωή, το ενδεχόμενο στρες στο
εσωτερικό της οικογένειας, κ.ά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιδράσεις παρόμοιων διαταραχών είναι περισσότερο καθοριστικές
στα άτομα με νοητική υστέρηση σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) και τα προβλήματα
επικοινωνίας (αντιδραστική-αντικοινωνική συμπεριφορά) είναι από πλέον κοινά στα άτομα με
νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες (Handen & Gilchrist, 2006a, Hodapp et al. 2006). Σοβαρές
παθολογικές συμπεριφορές που έχουν αναφερθεί ότι μπορεί να συνοδεύουν τη νοητική υστέρηση
είναι διάφορες όπως άγχος, κατάθλιψη, επιθετικότητα, συμπεριφορές εμμονής-καταπίεσης,
σχιζοφρένεια, αυτισμός, στερεοτυπικές συμπεριφορές και συμπεριφορές αυτοκαταστροφής.
Δεδομένα περιορισμένων ερευνών στον τομέα αυτό δείχνουν ότι το είδος των οικείων
ψυχολογικών διαταραχών μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το επίπεδο νοητικής υστέρησης με το
οποίο συνυπάρχουν.
Η ακριβής διάγνωση συνοδών προβλημάτων στην περίπτωση της νοητικής υστέρησης δεν
συνιστά εύκολο εγχείρημα. Και τούτο γιατί πιστεύεται ότι παρόμοια προβλήματα ή διαταραχές
επισκιάζονται από την παρουσία στο άτομο του κυρίου προβλήματος που είναι η νοητική
υστέρηση. Μια άλλη εξήγηση αυτής της δυσκολίας είναι το γεγονός ότι τα ελλείμματα της
νοητικής υστέρησης σε επίπεδο γνωστικό και επικοινωνίας καθιστούν δύσκολη τη διάγνωση
συνοδών προβλημάτων και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ατόμων με σοβαρή ή βαριά νοητική
υστέρηση.
Η συνύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων με τη νοητική υστέρηση επέσυρε τελευταία την
προσοχή μελετητών στον τομέα αυτό γιατί πιθανόν να λειτουργεί ως πρόκληση στον ερευνητή
και τον εκπαιδευτικό. ΄Αλλωστε παρόμοιες καταστάσεις αναμένεται να επηρεάζουν την ποιότητα
ζωής των παιδιών με συναφή προβλήματα, να διαμορφώνουν το πλαίσιο αλληλεπίδρασης μεταξύ
των μελών στο εσωτερικό της οικογένειας, να προκαθορίζουν τον τύπο του σχολείου στο οποίο
αυτά καλούνται να φοιτήσουν (σχολική τοποθέτηση) και γενικότερα να προδιαθέτουν τη στάση
της κοινωνίας απέναντί τους.

You might also like