Professional Documents
Culture Documents
Εισαγωγή-προοργάνωση
ΘΕΜΑ 5ο: Νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες και στρατηγικές παρέμβασης στο νέο-
ψηφιακό-συμπεριληπτικό σχολείο
2. Θεματική ύλη
(βλ. σσ. 122-130 του βασικού εγχειριδίου) και αντίστοιχα στην αναθεωρημένη έκδοσή του
(2016)
α) Προσαρμογή της διδασκαλίας στις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες του παιδιού με νοητική
υστέρηση/νοητικές δυσκολίες. Η προσαρμογή αυτή μπορεί να εξειδικεύεται σε μια ευέλικτη
προσπάθεια του εκπαιδευτικού για τροποποίηση (υφιστάμενων) διδακτικών μεθόδων, παροχή
δομημένης διδασκαλίας, εξατομικευμένο διδακτικό προγραμματισμό, χρήση εναλλακτικών ή
συνδυαστικών διδακτικών προσεγγίσεων, αξιοποίηση των δυνατοτήτων της νέας τεχνολογίας,
δημιουργία θετικού-φιλικού κλίματος στο σχολείο, κ.τ.λ.
β) Φοίτηση στο γενικό σχολείο της γειτονιάς (συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση) με την
προϋπόθεση ότι το εν λόγω σχολείο θα έχει την απαραίτητη υποδομή σε ανθρώπινο επιστημονικό
δυναμικό, καθώς και τα κατάλληλα διδακτικά μέσα και τον εξοπλισμό ή και να παρέχει τις
απαραίτητες υλικοτεχνικές διευκολύνσεις. Η έμφαση του διδακτικού έργου στο εν λόγω σχολείο
στο οποίο φοιτά το παιδί με νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες θα (πρέπει να) είναι η
απόκτηση βασικών δεξιοτήτων για τη βελτίωση της καθημερινής του ζωής δηλαδή των
δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης, κοινωνικοποίησης, επικοινωνίας και γραμματισμού στο βαθμό
που το επιτρέπει η (χαμηλή) νοητική τους στάθμη.
γ) Ψυχολογική στήριξη των παιδιών αυτών και ιδιαίτερα εκείνων με σοβαρά νοητικά ελλείμματα.
δ) Συμβουλευτική καθοδήγηση των γονιών τους σε συναφή θέματα έτσι ώστε μέσα από τη
συνεργασία τους να διασφαλίζεται, κατά περίπτωση, η αποτελεσματικότητα των
ακολουθούμενων στρατηγικών παρεμβάσεων στο σχολείο.
Ο εκπαιδευτικός της τάξης στο συνηθισμένο (ψηφιακό) σχολείο της νέας εποχής με
συμπεριληπτική κουλτούρα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ορισμένες βασικές αρχές στην
αντιμετώπιση παιδιών με νοητική υστέρηση που φοιτούν σε αυτό. Οι αρχές αυτές είναι:
Παρακάτω γίνεται λόγος για το περιεχόμενο των προγραμμάτων και τις στρατηγικές διδασκαλίας
που πρέπει να ακολουθούνται στην εκπαίδευση των παιδιών αυτών με βάση την ομάδα στην οποία
ανήκουν και ιδιαίτερα εκείνων που ανήκουν στις δυο πρώτες ομάδες ταξινόμησης και φοιτούν
στο συνηθισμένο σχολείο.
Η εκπαίδευση των παιδιών με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση αρχίζει (ή πρέπει να) αρχίζει
νωρίς στην προσχολική τους ηλικία (δηλαδή σε τάξεις του νηπιαγωγείου). Η έμφαση στην
ανάπτυξη προγραμμάτων αυτής της ηλικίας ποικίλλει από παιδί σε παιδί. Μεγαλύτερη βαρύτητα
δίνεται σε αυτά στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων ετοιμότητας (readiness skills) του παιδιού 1. Τούτο
γιατί μια τέτοια άσκηση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την προαγωγή της σχολικής μάθησης
στη σχολική του φοίτηση αργότερα. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απόκτηση παρόμοιων
δεξιοτήτων επιδιώκεται και στα κανονικά παιδιά στην περίοδο αυτή. Ωστόσο, το παιδί με ελαφρά
ή ήπια νοητική υστέρηση ξεκινά (ή πρέπει να ξεκινά) από κατώτερα επίπεδα άσκησής του στις
δεξιότητες αυτές και μπορεί να χρειάζεται, αντί για ένα όπως συνήθως συμβαίνει με το κανονικό
νήπιο, δυο ή και τρία έτη για την απόκτησή τους. Η εκπαίδευση του παιδιού με ελαφρά ή ήπια
νοητική υστέρηση στην προσχολική ηλικία δίνει επίσης την ευκαιρία στους γονείς του να
αρχίσουν να συνεργάζονται με το σχολείο προς όφελος του ιδίου.
Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου η έμφαση του προγράμματος εξακολουθεί να είναι
στην απόκτηση των δεξιοτήτων ετοιμότητας του παιδιού με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση 2.
Τούτο γιατί η επιβραδυνόμενη νοητική του ανάπτυξη επιβάλλει το αρχικό πρόγραμμα των πρώτων
τάξεων του δημοτικού σχολείου να είναι, κατά κάποιο τρόπο, προέκταση εκείνου της προσχολικής
ηλικίας. Ωστόσο, στο εν λόγω πρόγραμμα προσδίδεται έμφαση και στη γλωσσική ανάπτυξη και
το σχηματισμό εννοιών εκ μέρους του παιδιού. Με άλλα λόγια, αρχίζουν να καλλιεργούνται οι
βασικές δεξιότητες της γλώσσας (ανάγνωση, γραφή, ορθογραφία) και της αριθμητικής (δεξιότητες
γραμματισμού). Παράλληλα το παιδί με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση ασκείται και σε
συμπεριφορές κοινωνικά αποδεκτές δηλαδή προσδίδεται βαρύτητα στην κοινωνική του μάθηση
(απόκτηση δεξιοτήτων κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας) με την εφαρμογή κατάλληλων
αναλυτικών προγραμμάτων.
Στις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου το παιδί με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση 3
αποκαλύπτει περισσότερο τα συναφή ελλείμματά του γιατί εμπλέκεται με μαθησιακές διαδικασίες
1
Οι δεξιότητες ετοιμότητας αφορούν στην ικανότητα του παιδιού να επιδιώκει να ακούει το δάσκαλο, να διακρίνει
τα ακουστικά από τα οπτικά ερεθίσματα, να ακολουθεί οδηγίες, να αναπτύσσει τη γλώσσα, να έχει συν τονισμό των
λεπτών και αδρών κινήσεων (π.χ. να μπορεί να κρατάει το μολύβι να κόβει με το ψαλίδι, κ.τ.λ.), να αναπτύσσει
δεξιότητες αυτο-εξυπηρέτησης (π.χ. να δένει τα παπούτσια του, να κουμπώνει και να ξεκουμπώνει το παλτό του, να
ανοίγει και να κλείνει το φερμουάρ της τσάντας του ή της ζακέτας του, να χρησιμοποιεί την τουαλέτα κ.τ.λ.), να
αλληλεπιδρά στην ομάδα με συνομηλίκους του, κ.ά.
2
Η χρονολογική ηλικία του παιδιού αυτού κυμαίνεται μεταξύ 6-10 χρόνων και η νοητική του ηλικία υπολείπεται
σχεδόν κατά το ήμισυ δηλαδή είναι μεταξύ 4-6 χρόνων.
3
Η χρονολογική του ηλικία κυμαίνεται περίπου στο διάστημα 9-12 χρόνων ενώ η νοητική του ηλικία
που απαιτούν ανώτερες εννοιολογικές προσεγγίσεις τις οποίες ο ίδιος αδυνατεί να
παρακολουθήσει. Οι δυσκολίες του αυτές αρχίζουν να γίνονται πλέον ορατές και εμφανείς πράγμα
που διευκολύνει την έγκαιρη διάγνωσή του. Ωστόσο, όσο η ηλικία του μεγαλώνει, τα διαφέροντά
του μετατοπίζονται από τις δεξιότητες ετοιμότητας σε ακαδημαϊκά (σχολικά) θέματα. Ωστόσο, οι
δραστηριότητες του παιδιού αυτού στον τομέα άσκησης των δεξιοτήτων ετοιμότητας
εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα αλλά θεωρούνται λιγότερο
σημαντικές σε σύγκριση με τα ακαδημαϊκά θέματα που κυριαρχούν στα σχολικά δρώμενα.
Η εισδοχή του παιδιού με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση σε σχολείο της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης επιφέρει μεγαλύτερες αλλαγές στο πρόγραμμα. ΄Ετσι, η άσκηση του παιδιού στην
απόκτηση των δεξιοτήτων ετοιμότητας περιορίζεται ακόμη περισσότερο και η έμφαση του
προγράμματος βρίσκεται πλέον σε δραστηριότητες που προωθούν την απόκτηση βασικών
δεξιοτήτων (ανάγνωση, γραφή και αριθμητική), την επαγγελματική κατάρτιση και την κοινωνική
αγωγή του παιδιού. Με άλλα λόγια, η έμφαση σε παρόμοιες δραστηριότητες βρίσκεται στην
απόκτηση κοινωνικών και επαγγελματικών δεξιοτήτων. Το πρόγραμμα του σχολείου αποσκοπεί
στην προετοιμασία του παιδιού να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής αλλά
και της ενδεχόμενης (πρακτικής) απασχόλησής του σε εργασιακό χώρο. Συντονίζονται για το
σκοπό αυτό δραστηριότητες του σχολείου και επαγγελματικές εμπειρίες του παιδιού με την
τοποθέτησή του σε εργασιακούς χώρους της κοινότητας στο πλαίσιο εφαρμογής προγραμμάτων
εργασίας και φοίτησής του στο σχολείο ταυτόχρονα (work-study programmes). Ο απώτερος
σκοπός παρόμοιων προγραμμάτων είναι περισσότερο η επαγγελματική κατάρτιση του παιδιού
και λιγότερο η συνέχιση της φοίτησής του στο σχολείο. Τούτο επιτυγχάνεται σταδιακά δίνοντας
την ευκαιρία στο παιδί να εξοικειωθεί με τη φύση διαφόρων απασχολήσεων (vocational
exploration), να αξιολογήσει τις δεξιότητες που απαιτούνται σε κάθε απασχόληση και να κάνει
τις επιλογές του (vocational evaluation), να ασκηθεί στο επάγγελμα της επιλογής του (vocational
training) και να επιτύχει την επαγγελματική του αποκατάσταση συνήθως με το σχήμα της
επίβλεψης αποφοιτώντας από το σχολείο (vocational placement). Το τελικό στάδιο αυτής πορείας
του παιδιού είναι η συμβουλευτική του στήριξη εφόσον αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εργασιακή
του απασχόληση και ενδεχομένως η παραπέρα επαγγελματική του κατάρτιση ή η
επανατοποθέτησή του στην αγορά εργασίας.
Τα προγράμματα για την εκπαίδευση παιδιών με μέτρια νοητική υστέρηση, λόγω της φύσης και
της σοβαρότητας των (νοητικών) τους ελλειμμάτων που διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο
(συγκροτούν μια ετερογενή ομάδα), έχουν λιγότερο ακαδημαϊκό προσανατολισμό, σε σύγκριση
με την ομάδα παιδιών με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση που αναφέραμε προηγούμενα. Η
έμφασή τους βρίσκεται στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων εκείνων του παιδιού με μέτρια νοητική
υστέρηση που θα το καταστήσουν ικανό να λειτουργεί στο κοινωνικό του περιβάλλον. Τα
περισσότερα προγράμματα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό καλλιεργούν βασικές
δεξιότητες που αξιοποιεί το ίδιο το παιδί για τον εαυτό του όπως της αυτοεξυπηρέτησης, της
επικοινωνίας, των προσωπικών-κοινωνικών του υποχρεώσεων, αντιληπτικού-κινητικού
χαρακτήρα, της ακαδημαϊκής-σχολικής του ενασχόλησης (εκμάθηση ανάγνωσης, γραφής και
αριθμητικής) και της επαγγελματικής του προοπτικής.
Οι δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης (self-help skills) αναφέρονται στην ικανότητα του παιδιού με
μέτρια νοητική υστέρηση να ανταποκρίνεται στις καθημερινές του ανάγκες (όπως είναι η ένδυση,
Η ομάδα των παιδιών με βαριά ή πολύ βαριά νοητική υστέρηση ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας
του ΄70 δεν συμπεριλαμβανόταν στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό των αναπτυγμένων χωρών
του κόσμου. Τούτο πιθανόν να οφειλόταν σε λόγους όπως το πολύ περιορισμένο ή χαμηλό εύρος
των νοητικών τους δυνατοτήτων, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού ή και η απουσία
κατάλληλων προγραμμάτων και ειδικών μέσων και εξοπλισμών για την εκπαίδευση παρόμοιων
περιπτώσεων. Πέραν των πιθανών αυτών λόγων, η προσωπική μας άποψη είναι πως ως εκείνη την
εποχή τα άτομα αυτά από ψυχολογική σκοπιά θεωρούνταν στατικά στην προοπτική ανάπτυξής
τους και επομένως δεν τίθεται θέμα εκπαίδευσής τους. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τα παιδιά αυτής
της ομάδας να είναι εξ ολοκλήρου αποκλεισμένα από τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών
του κόσμου. Από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ΄80, η όλη οπτική και στάση άλλαξε προς
τη σωστή-θετική κατεύθυνση. Τα δεδομένα ερευνών και η κλινική παρατήρηση στο χώρο αυτό
έδειξαν ότι τα εν λόγω άτομα δεν είναι στατικά αλλά εξελικτικά και επομένως έχουν περιθώρια
ανάπτυξης στο βαθμό που επιτρέπει η ιδιομορφία και οι περιορισμοί της κάθε περίπτωσης.
Παράλληλα, στην περίοδο αυτή αλλά και αργότερα αναπτύχθηκαν κινήματα από κοινωνικούς και
πολιτισμικούς φορείς, διοργανώθηκαν forum και καταρτίστηκαν νομοθεσίες στα προηγμένα
κράτη Ανατολής και Δύσης που κατοχύρωναν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα το
δικαίωμα του παιδιού με ειδικές ανάγκες στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας.
Λόγω του περιορισμένου επιπέδου νοητικής λειτουργίας των ατόμων αυτών, η εκπαίδευσή τους
στοχεύει αποκλειστικά στην ανάπτυξη των πλέον βασικών δεξιοτήτων της καθημερινής ζωής που
αφορούν στη διασφάλιση ποιότητας στην επιβίωση και την αυτοεξυπηρέτησή τους. Τα
προγράμματα αυτής της κλίμακας ποικίλλουν από ηλικία σε ηλικία του παιδιού δηλαδή οι στόχοι
τους διαφοροποιούνται στην προσχολική ηλικία, τη σχολική περίοδο και την ενήλικη ζωή.
Συγκεκριμένα, στην προσχολική ηλικία του παιδιού που εξετάζουμε η έμφασή των συναφών
προγραμμάτων βρίσκεται στην προώθηση της αισθησιοκινητικής, φυσικής και γλωσσικής του
ανάπτυξης, την φροντίδα του εαυτού και τη διαπροσωπική του σχέση. Κατά τη σχολική περίοδο,
το ενδιαφέρον των ειδικών επικεντρώνεται συστηματικά στην αισθησιοκινητική και γλωσσική
ανάπτυξη, τη φυσική κινητικότητα και το συντονισμό των κινήσεων, τη φροντίδα του εαυτού και
την κοινωνική συμπεριφορά του παιδιού με βαριά νοητική υστέρηση. Στην ηλικία του ενηλίκου,
η έμφαση των προγραμμάτων επικεντρώνεται στην παραπέρα προώθηση των αισθησιοκινητικών
δεξιοτήτων, την προωθημένη ανάπτυξη του λόγου και της γλώσσας, την ενίσχυση της φροντίδας
του εαυτού του ενήλικα με βαριά νοητική υστέρηση και τη συμμετοχή του σε επιβλεπόμενες
δραστηριότητες προγραμμάτων απασχόλησης.
(βλ. σσ. 130-132 του βασικού εγχειριδίου) και αντίστοιχα στην αναθεωρημένη έκδοσή του
(2016)
4
Aπό πολύ παλιά, η κοινωνιολόγος Jane Mercer (1973) διατύπωσε στις ΗΠΑ την άποψη ότι το κοινωνικό σύστημα
με τις προσδοκίες του είναι εκείνο που καθορίζει κατά πόσο ένα άτομο λογίζεται με (νοητική) υστέρηση ή μη. Βλ.
Mercer, J. (1973). Labelling the mentally retarded. California (USA): University of California Press.
modification). Η μέθοδος αυτή προσδίδει έμφαση στην κοινωνική διάσταση μιας στοχευμένης
συμπεριφοράς (π.χ. απόκτηση δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης,
ενίσχυση της γλωσσικής έκφρασης κ.τ.λ.) και καταφεύγει στην ειδική ανάλυση των
επιδιωκόμενων κάθε φορά στόχων (specific task analysis). Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου
εδράζεται στην παροχή θετικών κινήτρων με την άμεση και σταθερή επιβράβευση των θετικών
αντιδράσεων του παιδιού αλλά και με τη χρήση πρακτικών επίπληξης (αρνητικά κίνητρα) σε μη
αναμενόμενες ή επικίνδυνες συμπεριφορές του. Στο πλαίσιο εφαρμογής της μεθόδου αυτής
χρησιμοποιείται επίσης η εγγενής μιμητική ικανότητα του παιδιού για την απόκτηση άλλων
βασικών δεξιοτήτων στην καθημερινή του ζωή. Περισσότερα για την εν λόγω μέθοδο εκτίθενται
στο βασικό εγχειρίδιο του μαθήματος καθώς και στην αναθεωρημένη έκδοσή του (2016).