You are on page 1of 9

ΣΧΟΛΗ

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΞ’ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΕΙΔΙΚΗ


ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»

ΕΞΑΜΗΝΟ: ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ 2019

EDUG-521: Ειδική Εκπαίδευση Έρευνες και Σύγχρονες Τάσεις

(Ακροατήριο 03)

Θέμα:

«Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του παιδιού με ειδικές εκπαιδευτικές


ανάγκες στο συμπεριληπτικό σχολείο της νέας εποχής είναι συνάρτηση,
μεταξύ άλλων, της ποιότητας του κλινικού του προφίλ για την
απεικόνιση του οποίου οι συναφείς παρατηρήσεις του εκπαιδευτικού στη
σχολική τάξη θεωρούνται σημαντικές και πρέπει να προσμετρούνται από
τον θεσμικό διαγνωστικό φορέα.»

Διδάσκων καθηγητής: Δημήτριος Ζησιμόπουλος

Φοιτήτρια: Παπαδάκη Μαγδαληνή (U194N0324)

Αθήνα,12/11/2019

1
Περιεχόμενα

Εισαγωγή............................................................................................................... 3

Συμπερίληψη..........................................................................................................4

Αξιολόγηση εκπαιδευτικών αναγκών/


Διαγνωστικοίφορείς.................................................................................. 5

Κλινικό προφίλ.............................................................................................5

Ο ρόλος του
εκπαιδευτικού..................................................................................................... 6

Πρόγραμμα παρέμβασης.................................................................................. 7

Συμπέρασμα...................................................................................................... 8

Βιβλιογραφία....................................................................................................... 9

2
Εισαγωγή

Στην ειδική αγωγή δεν είναι εύκολο να δοθεί ένα απλός ορισμός, ο καθένας
μπορεί να τον εκλάβει με διαφορετικούς και πολλούς και τρόπους. Τούτο εξαρτάται
από τον ιδιαίτερο σκοπό, στον οποίο αποσκοπεί η κάθε προσέγγιση εννιολογικά.
Μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί ως μία νομοθετική ρύθμιση για τους γονείς των
παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες , να οριστεί ως προς τη διοικητική της
έκφανση εννοώντας ότι είναι κομμάτι της εκπαιδευτικής και οικονομικής πολιτικής
μιας χώρας ή να λάβουμε υπόψιν την κοινωνιολογική ή πολιτική της πτυχή, εφόσον
μέσα από εκείνη δημιουργήθηκαν κινήματα όπως είναι η Διακήρυξη των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Στασινός,2016). Ο όρος ειδική αγωγή χρησιμοποιείται σε
ορισμένες χώρες, ενναλακτικά με τον όρο <<μαθησιακές δυσκολίες>> ή <<παιδιά
με ειδικές ανάγκες>>(Ζώνιου-Σιδέρη, 2011)
Σε άλλες χώρες όπως και στην Ελλάδα στα παιδιά με ειδικές ανάγκες
περιλαμβάνονται εκτός από τα παιδιά με κάποια αναπηρία και τα παιδιά με
γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες (πχ ανάρμοστη συμπεριφορά
λόγω κακοποίησης). Επίσης παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες είναι και
αυτά που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες και ταλέντα ανεπτυγμένα
σε βαθμό ο οποίος δεν συνάδει με την ηλικία τους, είναι δηλαδή μεγαλύτερης
ηλικίας (Νόμος υπ αρ.3699/2008)
Οι στόχοι της ειδικής αγωγής όπως αναφέρονται στο Νόμο 1566/85, άρθρο 32
είναι: α)η αποτελεσματική και ολόπλευρη ανάπτυξη και αξιοποίηση των ικανοτήτων
και δυνατοτήτων των παιδιών με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες, β) η
ενσωμάτωση τους στην παραγωγική διαδικασία, γ) η αποδοχή τους από την
κοινωνία σύνολο (Ζώνιου-Σιδέρη, 2011).
Έχει δύο ρόλους, διδακτικό που είναι κατάλληλη διδασκαλία που στοχεύει στις
εκπαιδευτικές ανάγκες του παιδιού και παρεμβατικό. Ο παρεμβατικός ρόλος της
ειδικής εκπαίδευσης έχει τρεις μορφές, την πρόληψη (ίσως έχει καλύτερα
αποτελέσματα όταν εφαρμόζεται νωρίς στην ηλικία του παιδιού), θεραπεία (δίνει
έμφαση στην πραγματικότητα του προβλήματος) και την αντιστάθμιση (στοχεύει
στη διδασκαλία βασικών δεξιοτήτων των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες)
(Στασινός,2016).
Είναι σημαντικό για να μπορέσει ένα παιδί με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες
να ενσωματωθεί ομαλά στο τυπικό σχολείο, να υπάρξει η σωστή και

3
αποτελεσματική αντιμετώπιση από τους εκπαιδευτικούς και τους θεσμικούς
διαγνωστικούς φορείς.

Συμπερίληψη
Η συμπερίληψη πρωτοεμφανίστηκε στην αρχή περίπου της δεκαετίας του '90 ως
ένα νέο κίνημα. Τα τελευταία χρόνια ο ορισμός της συμπερίληψης έχει δοθεί με
πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Υποστηρίζει κυρίως τις ίσες ευκαιρίες, για την
ανάπτυξη και αξιοποίηση των δυνατοτήτων, ικανοτήτων και ταλέντων όλων των
παιδιών ανεξαιρέτως, το οποίο αποτελεί συνεχής δοκιμασία για τον εκπαιδευτικό.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο εκπαιδευτικός μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα πρέπει θα
προσαρμοστεί και να ‘’αλλάξει’’ την εκπαιδευτική διαδικασία και τον τρόπο που
εφαρμόζει το αναλυτικό πρόγραμμα, με σκοπό να απευθύνεται στις ιδιαίτερες
ανάγκες του κάθε μαθητή για να έχει την καλύτερη δυνατή επίδοση. (Στασινός, 2016)
Στη συνδιάσκεψη της UNESCO το 1994, στη Σαλαμάνκα, εμφανίζεται ο όρος της
συμπερίληψης, και θα ζητηθεί από τις χώρες να δώσουν προτεραιότητα σε αυτή την
εκπαιδευτική κατεύθυνση. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διακήρυξη:
<<Κατευθυντήρια αρχή αυτού του πλαισίου αποτελεί η υποχρέωση των σχολείων να
υποδέχονται όλα τα παιδιά ανεξαρτήτως των φυσικών, νοητικών, κοινωνικών,
συναισθηματικών, γλωσσικών και άλλων δυνατοτήτων τους. Θα πρέπει να
συμπεριλάβουν ανάπηρα, υπερευφυή, παιδιά από απομακρυσμένους ή νομαδικούς
πληθυσμούς, που προέρχονται από γλωσσικές, εθνικές ή πολιτισμικές μειονότητες,
όπως επίσης και άλλων παραμελημένων περιθωριακών ομάδων>> (Διακήρυξη της
Σαλαμάνκα:6) ,(Ζώνιου-Σιδέρη, 2011).
Με την παραπάνω διακήρυξη, ανοίγει ο δρόμος για τη συμπεριληπτική
εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει την ισότιμη πρόσβαση όλων των παιδιών σε όλη τη
σχολική ζωή, την εξάλειψη του αποκλεισμού και των διακρίσεων και την συμμετοχή
όλων των παιδιών στη μαθησιακή και εκπαιδευτική διαδικασία αποσκοπώντας στη
καλύτερη ανάπτυξη των κοινωνικών και μαθησιακών και τους δεξιοτήτων και
ικανοτήτων (Μπερμπερίδη , 2016). Η Ελλάδα βαδίζοντας στα χνάρια της
διακήρυξης της Σαλαμάνκα ψήφισε το 2000 τον νόμο 2817 για την “Εκπαίδευση των
ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες…” και το 2008 τον νόμο 3699 “Ειδική
αγωγή και εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες”. Ο
νόμος αυτός ορίζει ότι κάθε μαθητής μπορεί και πρέπει να φοιτήσει στο κανονικό
σχολείο ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που μπορεί να έχει, υποστηριζόμενο από το

4
κατάλληλο ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό. Ανάλογα με ην περίπτωση δηλαδή θα
μπορεί να φοιτά, σε κανονική τάξη, σε κανονική τάξη με παράλληλη στήριξη, σε
τμήμα ένταξης , σε ειδικό σχολείο ή σε παραρτήματα σχολείων που βρίσκονται σε
νοσοκομεία, κέντρα αποκατάστασης ή με κατ’ οίκων διδασκαλία. (Στασινός,2016)
Τη διάγνωση και την αξιολόγηση των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες
αναλαμβάνουν διάφοροι θεσμικοί φορείς που τα κατατάσσουν ανάλογα με την
περίπτωση στην κατάλληλη σχολική μονάδα.

Αξιολόγηση εκπαιδευτικών αναγκών/ Διαγνωστικοί φορείς


Οι θεσμικοί διαγνωστικοί φορείς που λειτουργούν στη χώρα μας για αξιολόγηση
των παιδιών με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ικανότητες είναι τα Κέντρα Εκπαιδευτικής
και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.), τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ)
και η Ειδική Διαγνωστική Επιτροπή Αξιολόγησης (ΕΔΕΑ).
Οι αρμοδιότητες αυτών είναι η αξιολόγηση και διάγνωση των παιδιών με ειδικές
εκπαιδευτικές ανάγκες με τα σωστά ψυχομετρικά εργαλεία και τη υποβολή έκθεσης
διάγνωσης και αξιολόγισης όσων αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και τις
ανάγκες τις οποίες έχουν. Η διαδικασία της αξιολόγησης γίνεται από ειδική
επιστημονική ομάδα, που αποτελείται από ειδικό εκπαιδευτικό, έναν παιδοψυχίατρο,
παιδίατρο ή αναπτυξιολόγο , κοινωνικό λειτουργό, εργοθεραπευτή και
λογοθεραπευτή. (Κυπριωτάκη, Κορνηλάκη & Μανωλίτσης, 2010)

Κλινικό προφίλ

Το κλινικό προφίλ του παιδιού απαρτίζεται από τα χαρακτηριστικά και τις


συμπεριφορές που παρουσιάζει απέναντι στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, σε σχέση
με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Είναι σημαντικό να αναλυθεί το συγκεκριμένο
προφίλ ώστε να σχεδιαστεί ένα εξειδικευμένο, στην κάθε περίπτωση, πρόγραμμα
παρέμβασης για να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

5
Η αξιολόγηση που βγάζει η επιστημονική ομάδα για το παιδί με ιδιαίτερες
εκπαιδευτικές ανάγκες, αποτελεί το κλινικό προφίλ του παιδιού.. Τα εργαλεία που
χρησιμοποιούν οι εκάστοτε φορείς για να δημιουργήσουν την κλινική εικόνα του
παιδιού, είναι νοομετρικά τεστ, η παρατήρηση, οι κλίμακες προσαρμοστικής
συμπεριφοράς και οι συνέντευξη που περιλαμβάνει και επικοινωνία με τους γονείς
και τους εκπαιδευτικούς. (Στασινός,2016)
Η όλη αυτή η διαδικασία έχει κάποια σημαντικά μειονεκτήματα που ίσως
επηρεάσουν την διάγνωση. Κάποια από αυτά είναι ότι η αξιολόγηση γίνεται σε χώρο
εκτός σχολείου, σε συγκεκριμένο χρόνο και σε καθορισμένο πλαίσιο. Οι επιδόσεις
του παιδιού καθορίζονται με συγκεκριμένα τεστ το οποίο λαμβάνει χώρα σε
συγκεκριμένο χώρο (εκτός του συνηθισμένου χώρου του παιδιού),σε συγκεκριμένο
χρόνο και διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από το κλίμα που υπάρχει μέσα σε μία απλή
τάξη. (Στασινός,2016)
Σημαντικό ρόλο παίζει και το άγχος και η ψυχολογία του παιδιού που αλλάζει μέσα
σε ένα πιεσμένο περιβάλλον και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το αποτέλεσμα.
(Κυπριωτάκη, Κορνηλάκη & Μανωλίτσης, 2010). Γι αυτό το λόγο θα πρέπει η
αξιολόγηση να γίνεται σε συνεργασία με το δάσκαλο της τάξης του παιδιού.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού

Ο εκπαιδευτικός της τάξης του παιδιού είναι ο πρώτος ο οποίος θα διακρίνει


πιθανές μαθησιακές δυσκολίες που θα έχει το παιδί. Έχοντας την υποψία ότι μπορεί
το παιδί να έχει κάποια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα ή δυσκολία συλλέγει
πληροφορίες και πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού και έρχεται σε
συνεννόηση με τη διεύθυνση του σχολείου ώστε να κάνει μία προσπάθεια πρώτης
παρέμβασης όπως για παράδειγμα να προσαρμόσει το πρόγραμμα του στα δεδομένα
που πιστεύει ότι θα είναι αποδοτικά για το παιδί. Αν αυτό δεν αρκεί επικοινωνεί με
σχολικό σύμβουλο ο οποίος θα προτείνει κάποια άλλη παρέμβαση. Σε περίπτωση που
ούτε τούτο δεν φέρει αποτέλεσμα παραπέμπει το μαθητή σε κάποιο διαγνωστικό
φορέα. (Στασινός,2016)
Μετά τη διάγνωση του παιδιού ο ρόλος του εκπαιδευτικού συνεχίζεται και θα
πρέπει να δημιουργήσει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα ανάλογα με αυτά που
προτείνει η έκθεση του διαγνωστικού φορέα. Για να δημιουργηθεί το συγκεκριμένο

6
πρόγραμμα είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψιν το κλινικό προφίλ του παιδιού και
οι ιδιαίτερες ανάγκες του τα οποία περιγράφονται στην έκθεση. (Στασινός,2016)
Οι εμπειρίες και οι γνώσεις των εκπαιδευτικών είναι πολύ σημαντικά δεδομένα
για να μπορέσει να εφαρμοστεί η συμπερίληψη στο σχολείο. Αυτό συμβαίνει γιατί
έτσι διαμορφώνεται η εικόνα του ανθρώπου για τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες, πως δηλαδή αντιδρά και κινείται στον κοινωνικό περιβάλλον. Οι
αντιδράσεις των εκπαιδευτικών παίζουν σημαντικό και καταλυτικό ρόλο στη
συμπεριλιπτική διαδικασία, εφόσον έχουν σχέση με την αξιολόγηση , την εκτίμηση,
και τον τρόπο που διδάσκονται τα παιδιά με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ικανότητες.
(Κουντουριώτου & Δημακοπούλου, 2014).

Πρόγραμμα παρέμβασης
Το κατάλληλο πρόγραμμα παρέμβασης φτιάχνεται και εκτελείται ανάλογα με
την αξιολόγηση του παιδιού , ανάλογα με το προφίλ και τις ανάγκες που έχει και
εφαρμόζεται από τον εκπαιδευτικό την γενικής τάξης ή από τον ειδικό εκπαιδευτικό,
με σκοπό να αντιμετωπιστούν επαρκώς οι δυσκολίες του παιδιού. Το συγκεκριμένο
πρόγραμμα δεν θα πρέπει να είναι πανάκια για όλα τα παιδιά αλλά θα πρέπει να
διαφοροποιείται ακόμα και αν για παράδειγμα δυο παιδιά έχουν την ίδια δυσκολία
(πχ δυσλεξία). Πρέπει να επικεντρώνεται στο βαθμό δυσκολίας και ειδικές
ικανότητες του κάθε παιδιού γιατί δεν θα έχει αποτέλεσμα. (Στασινός,2016)

7
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας από όλα τα που αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι ο
εκπαιδευτικός και οι θεσμικοί διαγνωστικοί φορείς παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη
διάγνωση και στην βοήθεια ενός παιδιού με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες καθώς και
στην προώθηση της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης.
Ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που πρώτος θα διακρίνει κάποια σημάδια στις
δυσκολίες και στη συμπεριφορά κάποιου παιδιού και ανάλογα με τις γνώσεις και την
εμπειρία του θα παρατηρήσει το συγκεκριμένο παιδί, ώστε να το βοηθήσει και το να
παραπέμψει στον κατάλληλο φορέα για εξέταση και με τη συμβολή του να
δημιουργήσει το εξειδικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης.
Οι πληροφορίες τις οποίες θα διακρίνει από τη παρατήρηση του αλλά και από την
προσπάθεια παρέμβασης/βοήθειας θα πρέπει να τις καταγράψει και να τις αναφέρει,
όταν του ζητηθεί, στους θεσμικούς διαγνωστικούς φορείς ( ΚΕΣΥ) έτσι ώστε να
βοηθήσει το έργο τους ώστε να έχουν μία σφαιρική εικόνα για το συγκεκριμένο παιδί.
Με αυτόν τον τρόπο το πρόγραμμα διδασκαλίας που θα σχεδιαστεί για το παιδί, θα
είναι πιο αποτελεσματικό αφού θα είναι βασισμένο στις πραγματικές του ανάγκες.
Βασικός άξονας της παρέμβασης θα πρέπει να είναι η συμπεριληπτική
εκπαίδευση και η θετική στάση του εκπαιδευτικού απέναντί της, κατανοώντας ότι
είναι απαραίτητο εφόσον υπάρχει στην τάξη ένα παιδί με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές
ανάγκες, να προσαρμοστεί το πρόγραμμα της τάξης και του αναλυτικού
προγράμματος σε συνεργασία, με τον ειδικό εκπαιδευτικό. Πρέπει να διαχωρίζει τη
μία περίπτωση από την άλλη, έτσι ώστε το μάθημα να προσαρμόζεται στις ειδικές
ανάγκες ή ικανότητες του κάθε παιδιού χωρίς όμως να νιώθει περιθωριοποίηση ή
στιγματισμό.
Η συμπερίληψη ξεκίνησε δειλά να εφαρμόζεται στη χώρα μας με θετικές
προοπτικές όπως αποδεικνύεται όμως πολλή σημαντική είναι η επιμόρφωση των
εκπαιδευτικών στο θέμα της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης ώστε η συγκεκριμένη
αυτή διαδικασία να έχει τα δυνατά επιθυμητά αποτελέσματα.
Τέλος θα πρέπει όλοι σε μία κοινωνία, από τους θεσμικούς φορείς μέχρι τους
εκπαιδευτικούς τους γονείς και τους συμμαθητές να υπάρξει μία ευαισθητοποίηση για
το διαφορετικό, ώστε η διαδικασία της συμπερίληψης να έχει ουσιαστική σημασία.

8
Βιβλιογραφία

 Ζώνιου-Σιδέρη Αθηνά (2011). Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους. Μια ψυχοπαιδαγωγική


προσέγγιση της ένταξης. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο
 Κουντουριώτου, Π & Δημακοπούλου, Μ. (2014, Μάιος). Στάσεις εκπαιδευτικών
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης απέναντι στην παιδαγωγική της συνεκπαίδευσης. Ερευνητική
μελέτη . Νέος Παιδαγωγός, σ. 116/314
 Κυπριωτάκη, Μ. Α., Κορνηλάκη, Α.Ν. & Μανωλίτσης, Γ. (2010). Πρώιμη Παρέμβαση.
Διεπιστημονική Θεώρηση. Αθήνα: Πεδίο.
 Μπερμπερίδη, Π. (2016). Ένα σχολείο χωρίς περιορισμούς. Το μοντέλο της πλήρους
συμπερίληψης ως μέσο κοινωνικής ενσωμάτωσης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
 Ν.3699/2008. Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με εκπαιδευτικές
ανάγκες. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ΦΕΚ 199/Α/2-10-2008.
 Στασινός, Δ. Π. (2016). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020 plus. Για μια Συμπεριληπτική ή Ολική
Εκπαίδευση στο Νέο-Ψηφιακό Σχολείο με Ψηφιακούς Πρωταθλητές. Αθήνα: Εκδόσεις
Παπαζήση.(αναθεωρημένη έκδοση)

You might also like