Professional Documents
Culture Documents
Θεματική Ενότητα 3η
ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Για μια εκτενέστερη ενημέρωση σε θέματα ακουστικής ανεπάρκειας βλ. βασικό εγχειρίδιο του
μαθήματος (Δ Στασινός (2013). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020….Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση,
Κεφ. Τέταρτο σσ. 163-183).
• Να ενημερωθεί για το περιεχόμενο της έννοιας ακουστική απώλεια ή κώφωση και για τις
προεκτάσεις που αυτή έχει στη σχολική μάθηση και την κοινωνική ζωή του παιδιού με
παρόμοια ανεπάρκεια.
• Να γνωρίσει τα χαρακτηριστικά γλωσσικής συμπεριφοράς του παιδιού αυτού και να
εξοικειωθεί με τις διδακτικές μεθόδους που μπορεί να εφαρμόσει στο συνηθισμένο
σχολείο για τη βελτίωση και την ψυχική ενδυνάμωση του εν λόγω παιδιού.
Πολλά από τα παιδιά αυτά που φοιτούν στις σχολικές τάξεις έχουν σε κάποιο βαθμό
υπολειμματική ακουστική ικανότητα (residual hearing) η οποία με κάποιο τρόπο θα μπορούσε να
αξιοποιηθεί σε προγράμματα άσκησης της ακουστικής τους ικανότητας.
Η περιγραφή της ακουστικής ανεπάρκειας, πέρα από το βαθμό σοβαρότητας που αναφέραμε
παραπάνω, μπορεί να γίνει και στη βάση του χρόνου ή της ηλικίας στην οποία αυτή σημειώθηκε.
Με άλλα λόγια, ενδιαφέρει στο προκείμενο αν η ακουστική απώλεια είναι συγγενής (congenital)
δηλαδή αν είναι παρούσα κατά τη γέννηση ή λίγο μετά τη γέννηση του παιδιού ή συνέβη αργότερα
στη ζωή του (adventitious). Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για προγλωσσική ακουστική
ανεπάρκεια ή κώφωση (prelingual deafness) και στη δεύτερη για μεταγλωσσική ακουστική
ανεπάρκεια ή κώφωση (postlingual deafness).
1
Berg, F.S.(1986). Characteristics of the target population. Στο F.S.Berg,J.C.Blair, S.H. Viehweg & A. Wilson-
Vlotman, Educational audiology for the hard of hearing child (σσ. 1-24). Οrlando, FlL.L: Grune & Straton.
Μερικά παιδιά έρχονται στη ζωή με ελλιπή ή παραμορφωμένη την ακουστική δίοδο επικοινωνίας
τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στον τύπο αυτό της ακουστικής απώλειας δεν υπάρχει πρόβλημα με το
υπόλοιπο ακουστικό σύστημα του ατόμου το οποίο παραμένει γενικά ανέπαφο. Τούτο σημαίνει
πως η αγώγιμη ακουστική απώλεια μπορεί συχνά να διορθωθεί με χειρουργική επέμβαση ή με την
εφαρμογή κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η χρήση ακουστικών
μέσων είναι συνήθως ενδεδειγμένη και ευεργετική.
Η ακουστική ανεπάρκεια μπορεί να είναι παρούσα στο ένα αυτί (μονομερής) (unilateral) ή να
απαντά και στα δυο αυτιά (διμερής) (bilateral). H πλειοψηφία των παιδιών που παρακολουθούν
ειδικά προγράμματα για παρόμοιες περιπτώσεις έχουν διμερείς ακουστικές απώλειες με
ενδεχόμενη διαφοροποίηση του βαθμού σοβαρότητας μεταξύ των δύο διόδων επικοινωνίας
(δηλαδή μεταξύ των δυο αυτιών).
3.2.3. Διάγνωση-αξιολόγηση
Είναι πλέον παραδεκτό ότι η πρώιμη διάγνωση της ακουστικής ανεπάρκειας ενός παιδιού είναι
πολύ χρήσιμη γιατί του δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσει ένα κατάλληλο πρόγραμμα για την
ανάπτυξη των γλωσσικών και επικοινωνιακών του δεξιοτήτων.
Οι ακοολόγοι διαθέτουν σήμερα έξυπνα μέσα και τεχνικές με τις οποίες μπορούν να διαγνώσουν
και να περιγράψουν με ακρίβεια διάφορες μορφές ακουστικής απώλειας του ατόμου. Τα
περισσότερα μέσα και τεχνικές στον τομέα αυτό είναι συνδεδεμένα με ακριβή προϊόντα της νέας
τεχνολογίας.
Τα παιδιά που αδυνατούν να ακούνε ήχους σε ένα ή πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο έντασης ή
οξύτητας ταξινομούνται ως άτομα με κώφωση. Τα υπόλοιπα θεωρούνται ότι ανήκουν στις
περιπτώσεις με δυσκολίες ή απώλεια ακοής.
Η μονάδα μέτρησης της ακουστικής ευαισθησίας ή οξύτητας είναι σε decibels (dB). Η διαβάθμιση
0 dB (ακοομετρικό μηδέν) 2 σημαίνει πως το άτομο με ομαλή ακοή μπορεί να ακούσει τον πλέον
αδύνατο ή εξασθενημένο ήχο. Επομένως, η διαδοχική αύξηση των dB στην κλίμακα μέτρησης
δείχνει και τον αντίστοιχο βαθμό (μέγεθος) ακουστικής απώλειας του ατόμου.
΄Εχουν προταθεί διάφορες μέθοδοι ταξινόμησης της ακουστικής οξύτητας ή ευαισθησίας του
ατόμου. Η πλέον γνωστή είναι αυτή του Davis (1970) 3 που παρουσιάζει ομοιότητες με άλλες
συναφείς και είναι γενικά αποδεκτή. Σύμφωνα με τον Davis, τα επίπεδα ακουστικής απώλειας στα
άτομα με ομαλή ακοή είναι στην κλίμακα dB μεταξύ 0-25. Η ταξινόμηση των ατόμων με
δυσκολίες ακοής εκτείνεται σε μια συνέχεια που φτάνει ως τα 90/93 dB ακουστικής απώλειας.
Μετά από αυτό το επίπεδο ταξινόμησης, δηλαδή στην κλίμακα 90/93 dΒ ακουστικής απώλειας
και άνω γίνεται πλέον λόγος για άτομα με κώφωση.
Οι βαθμοί ακουστικής απώλειας ενός ατόμου κυμαίνονται συνήθως στην ακόλουθη κλίμακα:
Πρέπει να σημειωθεί ότι δυο παιδιά με παρόμοιες επιδόσεις σε ένα τεστ μέτρησης της ακουστικής
τους οξύτητας δεν έχουν με ακρίβεια τον ίδιο βαθμό ακουστικής ευαισθησίας. Με άλλα λόγια,
όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα τεστ νοημοσύνης, ένα ακοομετρικό τεστ δεν προσδιορίζει την
ακριβή εικόνα του παιδιού που μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό ενός προγράμματος το οποίο
θα ανταποκρίνεται στις εκπαιδευτικές του ανάγκες στο χώρο αυτό.
Για την ελαφρά ακουστική απώλεια δε γίνεται ιδιαίτερος λόγος γιατί δε δημιουργεί ιδιαίτερες
δυσκολίες στην επικοινωνία του παιδιού. Μπορεί επομένως να αντιμετωπίζεται με ευχέρεια από
τον εκπαιδευτικό έχοντας κατάλληλη ακαδημαϊκή κατάρτιση, καθοδήγηση από ειδικούς αλλά και
κάποια κλινική εμπειρία στο εν λόγω αντικείμενο.
2
Το ακοομετρικό μηδέν αποδίδεται στην αγγλική με τον όρο Zero Hearing Threshold Level (HTL).
3
Davis, H. (1970).Abnormal hearing and deafness. Στο H. Davis & S.R.Silverman (Eds.), Hearing and deafness (3rd
ed.). New York: Hot, Rinehart and Winston.
Το παιδί με ήπια ακουστική απώλεια μπορεί να συμμετέχει σε μια συζήτηση και να κατανοεί με
μικρή δυσκολία τα λεγόμενα όντας ανάμεσα στους συνομιλητές του.
Το παιδί με μέτρια ακουστική απώλεια μπορεί να ακούει (και να κατανοεί) μια συζήτηση αν αυτή
διεξάγεται φωναχτά και είναι ευκρινής.
Το παιδί με σοβαρή ακουστική απώλεια μπορεί να ακούει φωνές εφόσον αυτές είναι πολύ δυνατές
και πολύ κοντά στο αυτί του (δηλαδή σε απόσταση 1 ποδιού ή λιγότερο). Χρησιμοποιεί
οπωσδήποτε ακουστικά χωρίς αυτό να σημαίνει πως ικανοποιείται πλήρως.
3.2.4. Συχνότητα
Οι εκτιμήσεις της συχνότητας του ακουστικής ανεπάρκειας σε άτομα ποικίλλουν κατά πολύ από
χώρα σε χώρα αλλά και από μελετητή σε μελετητή. Τούτο οφείλεται σε διάφορους λόγους όπως:
• Οι διαφοροποιήσεις των ειδικών στα κριτήρια που έλαβαν υπόψη για τον ορισμό της
ακουστικής ανεπάρκειας
• Η φύση των σχολικών πληθυσμών που μελετήθηκαν
• Η ακρίβεια των τεστ που χορηγήθηκαν για τη μέτρηση της ακουστικής οξύτητας
Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού παρουσιάζουν ακουστική
ανεπάρκεια σοβαρή έως βαριά. Σε ό,τι αφορά στον παιδικό πληθυσμό, ο Stein (1988) εκτιμά ότι
σε ένα ποσοστό μικρότερο του 2% τα παιδιά από τη γέννησή τους ως την ηλικία των 14 χρόνων
μπορεί να παρουσιάζουν ακουστική ανεπάρκεια.
3.2.5. Αιτιολογία
Πρέπει να σημειωθεί πως, παρόλο που έχουν αναγνωριστεί εκατοντάδες λόγοι που μπορεί να
προκαλούν ακουστική ανεπάρκεια, για το 30% περίπου των συναφών περιπτώσεων τα ακριβή
αίτια παραμένουν άγνωστα (Moores, 1987) 4.
4
Moores, D.F.(1987). Educating the deaf: Psychology, principles, and practices (3rd ed.). Boston: Houghton Mifflin.
• Εξωγενή
• Ενδογενή
Τα εξωγενή αίτια συνυφαίνονται με παράγοντες που βρίσκονται έξω από το σώμα του ανθρώπου
όπως κάποια νόσος, τοξικότητα, βλάβη, κ.τ.λ. Οι παράγοντες αυτοί μειώνουν την ακουστική
ικανότητα του ατόμου να προσλαμβάνει και να μετατρέπει ήχους σε κατανοητά μηνύματα. Τα
ενδογενή αίτια ακουστικής ανεπάρκειας έχουν γονιδιακή καταβολή και κληρονομούνται από τους
γονείς.
Σύμφωνα με τον Brown (1986), 5τα κυρίαρχα αίτια ακουστικής ανεπάρκειας είναι τα εξής:
• Ερυθρά μητέρας
• Κληρονομικότητα
• Πρώιμος τοκετός και περίπλοκη (προβληματική) εγκυμοσύνη
• Μηνιγγίτιδα
3.2.6. Συννοσηρότητα
5
Brown, S.C. (1986). Etiological trends, characteristics, and distributions. Στο A.N.Schildroth & M.A.Karchmer
(Eds.). Deaf children in America (σσ. 33-54). San Diego: College-Hill.
Για παράδειγμα, ο Vygotsky (1962) 6 υπέθεσε ότι η πρώιμη ομιλία του παιδιού εσωτερικοποιείται
(καθίσταται δηλαδή εσωτερική ομιλία) και η εσωτερική ομιλία εξισώνεται με τη γνωστική του
σκέψη. Αυτό σημαίνει πως η νοητική ανάπτυξη ενός ατόμου ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με
τη γλωσσική του ανάπτυξη και επομένως ένα παιδί με απώλεια ακοής θα μπορούσε επίσης να έχει
ανεπαρκή γνωστική ικανότητα. Υπάρχουν ωστόσο και αντίθετες απόψεις ότι δηλαδή η σκέψη
αναπτύσσεται χωρίς να επηρεάζεται από τη γλώσσα. Ο αναγνώστης οφείλει επομένως να
λαμβάνει υπόψη του και τις δυο διιστάμενες απόψεις σχετικά με το θέμα.
Η σχολική επίδοση επίσης παιδιών με κώφωση ή απώλεια ακοής ποικίλλει από περίπτωση σε
περίπτωση. Η περιοχή που επηρεάζεται περισσότερο από την κώφωση ή την απώλεια ακοής είναι
η απόκτηση των βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης οι οποίες αποτελούν άλλωστε και την πλέον
σημαντική όψη της σχολικής επίδοσης του παιδιού.
Η αντιμετώπιση του παιδιού με ακουστική ανεπάρκεια στο σχολείο δεν συνιστά εύκολο
εγχείρημα. Το ζητούμενο στην περιοχή αυτή είναι η ανάπτυξη και η προαγωγή των
επικοινωνιακών δεξιοτήτων του παιδιού με ακουστική απώλεια οποιουδήποτε (σοβαρού) βαθμού
και αν είναι αυτή. Τούτο επιτυγχάνεται με την εφαρμογή κατάλληλων εκπαιδευτικών
προγραμμάτων στο σχολείο και τη χρήση αποτελεσματικών τεχνικών για την αντιμετώπιση της
ακουστικής απώλειας του παιδιού. Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουν διατυπωθεί διάφορες θέσεις
και έχουν εφαρμοστεί ποικίλες τεχνικές ιδιαίτερα για παιδιά με κώφωση. Η διιστάμενες απόψεις
των εμπλεκόμενων αναφέρονται στο επίμαχο ερώτημα κατά πόσο τα παιδιά με κώφωση μπορούν
να εκφραστούν με λόγο και να κατανοούν την ομιλία των άλλων μέσα από την παρατήρηση του
προσώπου (φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά) του ομιλητή (ανάγνωση της ομιλίας-speechreading).
Μια τέτοια δραστηριότητα περιλαμβάνει και τη χειλεανάγνωση (lipsreading).
Ορισμένοι (ειδικοί) παιδαγωγοί επιμένουν στη χρήση μιας καθαρής προφορικής μεθόδου με την
οποία το παιδί με ακουστική απώλεια μπορεί να αναπτύξει τις αναγκαίες επικοινωνιακές
δεξιότητες ομιλίας και γλώσσας. Μια τέτοια προσέγγιση αφήνει στο περιθώριο τη χρήση της
νοηματικής γλώσσας (sign language) και τη χρήση της γλώσσας του σώματος (χειρονομίες,
εκφράσεις-συσπάσεις του προσώπου, κ.τ.λ) που είναι άλλωστε χρήσιμες στην κουλτούρα του
εφήμερου.
6
Vygotsky, L.S. (1962). Thought and language. New York: Willey.