You are on page 1of 4

Η Αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία ή σύνδρομο του αδέξιου χεριού, επηρεάζει τόσο

τον φωνολογικό τομέα όσο και την ανάγνωση (Γκαράβελα, 2020). Η δυσπραξία,
όντας εγκεφαλική δυσλειτουργία νευροβιολογικής φύσης, εμφανίζεται πρώιμα στα
παιδιά επηρεάζοντας την δυνατότητα αυτορρύθμισης και καθορισμού των μυϊκών
κινήσεων. Επιπλέον, ενώ το νοητικό πηλίκο μένει ανεπηρέαστο, επηρεάζει τόσο την
αδρή/λεπτή κινητικότητα όσο και τις γλωσσικές δεξιότητες και τον συντονισμό της
ομιλίας (Dewey & Wilson, 2001).
H αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία (ΑΛΔ) αποτελεί είδος δυσπραξίας που
αφορά τον κινητικό έλεγχο του λεκτικού συστήματος, δημιουργώντας στα άτομα μη
ακριβή ελλειμματικό συντονισμό (Καραπέτσας, 2013).
Οι Velleman και Strand (1994) υποστήριξαν ότι τα παιδιά με ΑΛΔ
παρουσιάζουν δυσκολίες στην ιεράρχηση των φωνημάτων σε συλλαβές, με
αποτέλεσμα να παρουσιάζονται οργανωτικά προβλήματα στα διάφορα γλωσσικά
επίπεδα της γλώσσας, από μορφήματα σε λέξεις και έπειτα φράσεις. Οι διαταραχές
του λόγου αναστέλλουν τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την απόκτηση
και την εξέλιξη της γνώσης στο εκπαιδευτικό πλαίσιο (Αστέρη, 2017). Με την
έγκαιρη διάγνωση δίνεται η ευκαιρία πρώιμης παρέμβασης που είναι σημαντική,
τόσο για την μετέπειτα σχολική επίδοση όσο και για την ψυχολογία του παιδιού.
Μετά την ηλικία των οχτώ ετών η δυνατότητα υπέρβασης των δυσκολιών μειώνεται
(Μουζάκη, 2009).
Με αυτή τη διαταραχή διαγνώστηκε και η μαθήτρια ΔΡ της Β’ Δημοτικού, 9
ετών αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην αποκωδικοποίηση αλλά και στο φωνολογικό
τομέα, με αντικαταστάσεις φωνηέντων, απλοποίηση συμπλεγμάτων και
χειλικοποιήσεις των οδοντικών. Σύμφωνα με το βίντεο η ΔΡ διαβάζει αργά και η
ομιλία της είναι δυσκατάληπτη. Δυσκολεύεται στα συμφωνικά συμπλέγματα, τονίζει
τις ψευδολέξεις με αστάθεια, προσθέτει ή παραλείπει φωνήματα. Επιπλέον, η
μειωμένη καταληπτότητα της ομιλίας σε συνδυασμό με την ηλικία πιθανότατα να
προκαλεί ματαίωση στις κοινωνικές συναναστροφές της και να δημιουργεί
δυσάρεστα συναισθήματα.
Με βάση τα παραπάνω ο ετήσιος μακροπρόθεσμος στόχος που θα έθετα στο
εξατομικευμένο πρόγραμμα θα αφορούσε την απόκτηση ευχέρειας στο φωνολογικό
τομέα. Οι δύο βραχυπρόθεσμοι στόχοι 4 – 5 μηνών, θα αποτελούσαν:

1
1. Η εξοικείωση φωνολογικής διάκρισης των /θ/-/ð/ τα οποία αντικαθιστά με
/f/-/v/, σε λέξεις υψηλής συχνότητας με ασκήσεις ακουστικής διάκρισης.
2. Η εξάσκηση με επανάληψη συλλαβών απλής μορφής σύμφωνο – φωνήεν
χωρίς αντικαταστάσεις και απαλοιφές.

2
Βιβλιογραφικές αναφορές

Αστέρη, Θ. (2017). Εφαρμογή του Εξατομικευμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος

(ΕΕΠ) μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο

πλαίσιο της ενταξιακής εκπαίδευσης. Στο: Μ. Γελαστοπούλου & Α. Γ.

Μουταβελής (Επιμ.), Εκπαιδευτικό υλικό για την παράλληλη στήριξη και την

ένταξη μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο

σχολείο (σελ. 99-120). Αθήνα: Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής

(http://iep.edu.gr/images/IEP/EPISTIMONIKI_YPIRESIA/Epist_Monades/

A_Kyklos/Proshol_Agogi_nea/2019/ekp_yliko_mathiton_me_anapiria.pdf)

Γκαράβελα, Μ. (2020). Αναπτυξιακή Λεκτική Δυσπραξία: Σύγκριση δεδομένων

παιδιών με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος με παιδιά τυπικής ανάπτυξης

ηλικίας 5-6 ετών (Διπλωματική Εργασία). Πανεπιστήμιο Μακεδονίας,

Θεσσαλονίκη.

Dewey, D., & Wilson, B. N. (2001). Developmental Coordination Disorder. What is

it?. Physical & occupational therapy in pediatrics, 20(2-3), 5-

27. doi:10.1080/j006v20n02_02

Καραπέτσας, Β. Α. (2013). Σύγχρονα θέματα Νευρογλωσσολογίας, Γλώσσα και

Παθολογία του Λόγου. Αξιολόγηση – Διάγνωση – Αποκατάσταση. Βόλος:

Εκδόσεις Εργαστηρίου Νευροψυχολογίας.

Μουζάκη, Α. (2009). Μαθησιακές δυσκολίες στην ανάγνωση: Σύγχρονες

προσεγγίσεις πρόληψης και παρέμβασης. Στο Η. Κουρκούτας & J. P.

Chartier, (2009). (Επιμ.) Παιδιά και έφηβοι με ψυχοκοινωνικές και

μαθησιακές διαταραχές: Στρατηγικές παρέμβασης (σσ. 407-428). Αθήνα:

Τόπος.

3
Velleman, S. L. and Strand, E. 1994. Developmental verbal dyspraxia, in J. E.

Bernthal & N. W. Bankson (Εds), Child phonology: characteristics,

assessment, and intervention with special populations, (pp. 110-139) New

York: Thieme Medical Publishers.

You might also like