You are on page 1of 2

Με τον όρο κώφωση αναφερόμαστε σε μια πολύ σοβαρή αισθητηριακή ανεπάρκεια, η

οποία εκδηλώνεται είτε ως απλή διαταραχή είτε ως ολική ανικανότητα ακοής. Το κωφό
άτομο αντιμετωπίζει δυσκολίες στην καθημερινή πρόσληψη ακουστικών ερεθισμάτων από
το περιβάλλον του. Αν η κώφωση παρουσιάζεται ήδη με την γέννηση του παιδιού ή πρίν
μάθει να μιλάει ονομάζεται προγλωσσική ακουστική ανεπάρκεια ενώ αν εμφανιστεί
αργότερα ονομάζεται μεταγλωσσική ακουστική ανεπάρκεια ή κώφωση.

Και οι δυο καταστάσεις κώφωσης έχουν προτερήματα και μειονεκτήματα για το κωφό
άτομο. Τα άτομα που γεννιούνται κωφά μαθαίνουν από μικρή ηλικία τη νοηματική και
χτίζουν τη ζωή τους με βάση αυτή τους την κατάσταση. Δεν μπορούν όμως να
επικοινωνήσουν λεκτικά παρα μόνο με τεχνολογική υποστήριξη όπως είναι το κοχλιακό
εμφύτευμα. Από την άλλη μεριά τα άτομα με μεταγλωσσική κώφωση, ανάλογα και με την
ηλικία εκδήλωσης της ανεπάρκειάς τους έχουν ήδη κατακτήσει τις βασικές δεξιότητες σε
μικρό ή μεγαλύτερο επίπεδο και δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη νέα
πραγματικότητα. Είναι ίσως μεγαλύτερο το ψυχολογικό φορτίο αποδοχής της κατάστασης
του. Ωστόσο, μπορούν πιο εύκολα να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση και να
κοινωνικοποιηθούν.

Αναλόγως το αν η κώφωση είναι προγλωσσική ή μεταγλωσσική απαιτείται διαφορετική


εκπαιδευτική παρέμβαση. Στην πρώτη περίπτωση, η εκπαιδευτική στρατηγική θα πρέπει να
βασίζεται αρχικά στην ανάπτυξη ή βελτίωση των επικοινωνιακών του δεξιοτήτων. Μπορεί
να προωθήσει την εκμάθηση και στους υπόλοιπους μαθητές της τάξης του για ευκολότερη
αμφίδρομη επικοινωνία. Αντιθέτως, αυτό που χρειάζονται τα παιδιά με μεταγλωσσική
ακουστική ανεπάρκεια είναι ενθάρρυνση για επικοινωνία και μάθηση, εμπλουτισμό
λεξιλογίου, χρήση λεξικού για τις άγνωστες λέξεις αλλά και για να καταγράφει τις
καινούριες που μαθαίνει, φιλαναγνωσία.

Και στις δυο περιπτώσεις επιβάλλεται να τροποποιηθεί και η τάξη όπου θα λαμβάνει χώρα
η μάθηση. Οι μαθητές θα πρέπει να κάθονται σε διάταξη Π και να μην μιλάνε πολύ
γρήγορα ώστε το κωφό παιδί να βλέπει τα πρόσωπα τους και να μπορεί να διαβάζει τα
χείλη τους. Η τάξη θα πρέπει να είναι φωτεινή και το μάθημα εμπλουτισμένο με εποπτικό
υλικό. Ακόμη, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να ενθαρρύνει όλους τους μαθητές για
επικοινωνία και έκφραση, να μιλάει καθαρά χωρίς να καλύπτει το πρόσωπό του κάνοντας
ανοιχτές ερωτήσεις και όχι εκείνες που απαντώνται μονολεκτικά ή με κατάφαση ή άρνηση.

Βιβλιογραφία

Heward, W. (2011). Παιδιά με ειδικές ανάγκες: Μια εισαγωγή στην ειδική εκπαίδευση.
Αθήνα: Τόπος

Λαμπροπούλου Β., Χατζηκακού Κ., Βλάχου Γ. (2003). Η ένταξη και η συμμετοχή των κωφών
και βαρήκοων μαθητών σε σχολεία με ακούοντες μαθητές – Οδηγίες για τους
εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πανεπιστήμιο Πατρών,
Π.Τ.Δ.Ε., Μονάδα Αγωγής Κωφών. Πάτρα.

Πρακτικά  του  Ελληνικού  Ινστιτούτου  Εφαρμοσμένης  Παιδαγωγικής  και  Εκπαίδευσης 


(ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα: «Σχολείο Ίσο για Παιδιά Άνισα», Αθήνα,
4‐ 6 Μαΐου 2007
Στασινός, Δ. (2020). (αναθεωρημένη έκδοση). Η Ειδική Συμπεριληπτική Εκπαίδευση 2027. Η
ελκηστική εκδίπλωση της στο νέο ψηφιακό σχολείο με ψηφιακούς πρωταθλητές. Αθήνα:
Παπαζήση.

You might also like