You are on page 1of 5

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ)

χαρακτηρίζεται από πρωτογενή συμπτώματα όπως δυσκολία διατήρησης της


προσοχής, υπερβολικά επίπεδα υπερκινητικότητας και παρορμητική συμπεριφορά.
Eπιπρόσθετα , Η ΔΕΠΥ συχνά ταξινομείται στην ευρύτερη κατηγορία παιδιών που
αντιμετωπίζουν μαθησιακές προκλήσεις ή/και συμπεριφορικά-συναισθηματικά
προβλήματα. Επιπλέον , αυτή η έννοια αφορά τα ελλείμματα επικέντρωσης της
προσοχής του παιδιού προς συγκεκριμένες δραστηριότητες και ερεθίσματα, που
συνοδεύονται απο την εκδήλωση άσκοπων κινήσεων που εμποδίζουν τη πρόσληψη
αισθητηριακών ερεθισμάτων (Στασινός , 2020). Τα συμπτώματα της διαταραχής
έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική λειτουργικότητα του παιδιού τόσο στο
οικογενειακό όσο και στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Όπως αναφέρεται στο
Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-IV), η διαταραχή
ταξινομείται σε τρεις διαφορετικούς τύπους, οι οποίοι σχετίζονται με την
διαφοροποίηση των συμπτωμάτων και μια σειρά από άλλα διακριτικά
χαρακτηριστικά. Αυτοί οι τύποι είναι : 1) κυρίαρχος τύπος της ελλειμματικής
προσοχής 2) κυρίαρχος τύπος της υπερκινητικότητας - παρορμητικότητας 3)
συνδυαστικός τύπος της ελλειμματικής προσοχής και της υπερκινητικότητας.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η ανάδειξη της πρώτης κατηγορίας σε σχέση με
τις προκλήσεις του παιδιού στην ανάγνωση. Επίσης, είναι πιθανό τα άτομα με ΔΕΠ-Υ
να παρουσιάσουν συννοσηρότητα, οδηγώντας σε αυξημένες προκλήσεις για το
πάσχον άτομο.
Μία από τις επιζήμιες συνέπειες της ΔΕΠΥ, όπως αναφέρεται και στην εκφώνηση του
αποσπάσματος , είναι η τάση για υιοθέτηση μιας επιφανειακής προσέγγισης προς την
πληροφορία αντί για την εις βάθος ανάλυση της , οδηγώντας έτσι σε πολυάριθμες
προκλήσεις εντός του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Καταρχάς, οι μαθητές με ΔΕΠΥ
έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό συνήθως την σύντομη διάρκεια της προσοχής τους
και τη δυσκολία στη διατήρησή της , καθώς και την επικέντρωση στις λεπτομέρειες.
Επιπλέον , η επιφανειακή προσέγγιση της πληροφορίας μπορεί να προέρχεται από
δυσκολία του μαθητή να συγκεντρώσει την προσοχή του λόγω θορύβων αλλά και από
την άρνηση του ιδίου να μελετήσει εργασίες που, όπως αναφέρει ο Στασινός (2020)
απαιτούν σταθερή νοητική προσπάθεια. Επιπρόσθετα , οι μαθητές αυτοί ενδέχεται να
αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον τομέα της οργάνωσης και του σχεδιασμού των
εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων . Η έλλειψη δομημένης προσέγγισης μπορεί να
οδηγήσει σε επιφανειακή κατανόηση, καθώς οι μαθητές δυσκολεύονται να
δημιουργήσουν συνολική εικόνα ή να αναγνωρίσουν τα συνδυαστικά μέρη ενός
θέματος. Σημαντικός παράγοντας είναι και ο ρόλος της υπερ-κινητικότητας, η οποία
εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με την διαταραχή της ελλειμματικής προσοχής και
μπορεί να δυσκολεύει τη συγκέντρωση και να επιτείνει την τάση για επιφανειακή
επεξεργασία της πληροφορίας . Έτσι, αυτοί οι μαθητές μπορεί να αντιμετωπίσουν
προκλήσεις όταν προσπαθούν να εξερευνήσουν σε βάθος ένα θέμα ως αποτέλεσμα
των παραπάνω συμπτωμάτων. Συνεπώς, γίνετε κατανοητό πως οι μαθητές με ΔΕΠΥ
λόγω των παραπάνω συμπτωμάτων χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να επιτύχουν
το παραπάνω ζήτημα. Συνεπώς , μια σημαντική πτυχή αυτής της δυσκολίας έγκειται
στο περιορισμένο χρονικό πλαίσιο που έχουν στη διάθεση τους οι μαθητές , το οποίο
εμποδίζει την ικανότητά τους να αναλύσουν εις βάθος ένα θέμα μιας. Σε αυτό το
σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί πως και η συμπεριφορά του εκπαιδευτικού και
ο τρόπος με τον οποίο δομεί το περιβάλλον της τάξης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά
τα συμπτώματα της εν λόγω διαταραχής (Στασινός , 2020). Επομένως, αυτή η
παρατήρηση υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο του σχολικού περιβάλλοντος και τη
σημασία της αποτελεσματικής διαχείρισης του χρόνου και της καλλιέργειας
προσαρμοστικών στρατηγικών που θα βοηθήσουν στη προσέγγιση του θέματος σε
βάθος.
Για να βελτιωθούν οι παραπάνω συμπεριφορές, είναι ουσιώδους σημασίας ,η
υιοθέτηση ειδικών εκπαιδευτικών στρατηγικών. Η δημιουργία δομημένων
περιβαλλόντων μάθησης όπως, καλή οργάνωση της τάξης με ελκυστικούς πίνακες
όπου θα είναι αναρτημένοι οι «κανόνες καλής συμπεριφοράς» (συμπεριφοριστική
θεραπεία), καθώς και πίνακες με το πρόγραμμά της ημέρας, η τοποθέτηση του
θρανίου του παιδιού με ΔΕΠ-Υ μπροστά από την έδρα προκειμένου να μην
αποσπάται η προσοχή του τόσο εύκολα από τους συμμαθητές του ,αποτελούν
στρατηγικές που πιθανόν να επιφέρουν θετικά αποτελέσματα. Επίσης, ο σχεδιασμός
αυστηρά δομημένων δραστηριοτήτων κοντά στα ενδιαφέροντα του παιδιού που
ενισχύουν την προσοχή του και διεξάγονται σε εξατομικευμένους χρόνους και βάσεις
σύμφωνα με τις ανάγκες των παιδιών είναι καίριες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις
(Στασινός, 2020). Παράλληλα, η χρήση σχημάτων, οπτικών και ακουστικών
βοηθημάτων, όπως γραφικές αναπαραστάσεις και σχεδιαγράμματα, φωνητικές
οδηγίες μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση των μαθητών και να ενθαρρύνει μια πιο
βαθιά προσέγγιση της πληροφορίας. Επιπλέον, όταν τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να
επιλέξουν τα ίδια τις εργασίες τους , ενισχύεται η αποτελεσματικότητά τους.
Ταυτόχρονα, η ολοκλήρωση των σχολικών εργασιών θα πρέπει να προσεγγίζεται με
αργό ρυθμό και σε εξατομικευμένη βάση.
Ακόμα η πρόληψη παρόμοιων συμπεριφορών έχει αποδειχθεί πως έχει ιδιαίτερα
θετικά αποτελέσματα στην διαχείριση της διαταραχής από την πρώιμη κιόλας ηλικία
με εντατική και συστηματική προσπάθεια. Συνδυαστικά με τις παραπάνω
στρατηγικές, η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής θα μπορούσε να φανεί βοηθητική,
φυσικά με την σύμφωνη γνώμη ψυχιάτρου και δεδομένου ότι το υπάρχει έλεγχος και
κρίνεται απαραίτητο. Επιπλέον , η συνεργασία εκπαιδευτικών, γονέων και ειδικών
μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα. Συνολικά, η πρώιμη ανίχνευση και διάγνωση
της συμπεριφοράς αυτών των μαθητών σε θέματα όχι μόνο μάθησης αλλά και σε
συμπεριφοριστικά- συναισθηματικά προβλήματα αναδεικνύει τη σημασία της
διαμόρφωσης εξατομικευμένων εκπαιδευτικών προσεγγίσεων που λαμβάνουν υπόψη
τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες τους, προκειμένου να ενισχυθεί η ποιότητα της
μάθησής τους.
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) επηρεάζει τις
περισσότερες περιπτώσεις την μαθησιακή και την συμπεριφοριστική εικόνα των
παιδιών. Αφορά σε ελλείμματα επικέντρωσης της προσοχής του παιδιού σε
συγκεκριμένες δραστηριότητες και ερεθίσματα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να εκδηλώνει
άσκοπες κινήσεις που παρεμποδίζουν περισσότερο την πρόσληψη αισθητηριακών
ερεθισμάτων (Στασινός, 2020).

Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερικινητικότητας λοιπόν αποτελεί μία


διαταραχή, η οποία μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή σε αρκετά μεγάλο βαθμό, καθώς είναι
δυνατόν να εμφανιστεί μεμονωμένα, αλλά και όχι μόνο. Σαφέστερα, η διαταραχή
ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας μπορεί να εκδηλωθεί και σε συνδυασμό με
κάποια άλλη διαταραχή. Ωστόσο, η παρουσία της επιφέρει αρνητικές συνέπειες, καθώς
όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία την αποτελούν, συμπεριλαμβάνοντας
μέσα σε αυτά την επιφανειακή προσέγγιση και όχι την προσέγγιση σε βάθος, όπως
αναφέρεται κα στο απόσπασμα της εκφώνησης, ασκούν σημαντικά αρνητική επίδραση
στην προσωπικότητα των παιδιών αυτών, γεγονός που έχεις ως αποτέλεσμα να
εμποδίζουν σημαντικά τόσο τη συμμετοχή τους μέσα στην τάξη, όσο και την
αλληλεπίδρασή τους με τα υπόλοιπα παιδιά.

Η παρατήρηση ότι οι μαθητές με διαταραχές ελλειμματικής προσοχής τείνουν να


προσεγγίζουν την πληροφορία σε επιφανειακό επίπεδο αντί για βάθος αντικατοπτρίζει
τη σημασία της διαχείρισης του χρόνου και της ανάπτυξης προσαρμοστικών
στρατηγικών. Οι μαθητές αυτοί, λόγω της περιορισμένης τους ικανότητας να διατηρούν
την προσοχή τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μπορεί να βρίσκουν δύσκολο να
εμβαθύνουν σε ένα θέμα. Καταρχάς, οι μαθητές με διαταραχές ελλειμματικής προσοχής
έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό συνήθως την σύντομη διάρκεια της προσοχής τους και τη
δυσκολία στη διατήρησή της. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμένο χρόνο
αφοσίωσης σε μια δεδομένη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Συνεπώς, η επιφανειακή
προσέγγιση της πληροφορίας μπορεί να προέρχεται από δυσκολία του μαθητή να
συγκεντρώσει την προσοχή του λόγω θορύβων αλλά και από την άρνηση του ιδίου να
μελετήσει εργασίες που, όπως αναφέρει ο Στασινός (2020) απαιτούν σταθερή νοητική
προσπάθεια . Επιπλέον, οι μαθητές αυτοί ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον
τομέα της οργάνωσης και του σχεδιασμού των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων . Η
έλλειψη δομημένης προσέγγισης μπορεί να οδηγήσει σε επιφανειακή κατανόηση, καθώς
οι μαθητές δυσκολεύονται να δημιουργήσουν συνολική εικόνα ή να αναγνωρίσουν τα
συνδυαστικά μέρη ενός θέματος. Σημαντικός παράγοντας είναι και ο ρόλος της υπερ-
κινητικότητας, η οποία εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με την διαταραχή της
ελλειμματικής προσοχής και μπορεί να δυσκολεύει τη συγκέντρωση και να επιτείνει την
τάση για επιφανειακή επεξεργασία της πληροφορίας .Βέβαια σε αυτό το σημείο είναι
σημαντικό να αναφερθεί πως και η συμπεριφορά του εκπαιδευτικού και ο τρόπος με τον
οποίο δομεί το περιβάλλον της τάξης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα συμπτώματα της
εν λόγω διαταραχής (Στασινός , 2020) είναι πιθανό ο τρόπος με τον οποίο ο
εκπαιδευτικός δομεί το περιβάλλον της τάξης και τις δραστηριότητες να δημιουργήσουν
προδιάθεση για εκδήλωση ΔΕΠ-Υ.

Για να βελτιωθούν οι παραπάνω συμπεριφορές, είναι ουσιώδους σημασίας ,η υιοθέτηση


ειδικών εκπαιδευτικών στρατηγικών. Η δημιουργία δομημένων περιβαλλόντων μάθησης
όπως, καλή οργάνωση της τάξης με ελκυστικούς πίνακες όπου θα είναι αναρτημένοι οι
«κανόνες καλής συμπεριφοράς» (συμπεριφοριστική θεραπεία), καθώς και πίνακες με το
πρόγραμμά της ημέρας, η τοποθέτηση του θρανίου του παιδιού με ΔΕΠ-Υ μπροστά από
την έδρα προκειμένου να μην αποσπάται η προσοχή του τόσο εύκολα από τους
συμμαθητές του ,αποτελούν στρατηγικές που πιθανόν να επιφέρουν θετικά
αποτελέσματα. Επίσης, ο σχεδιασμός αυστηρά δομημένων δραστηριοτήτων κοντά στα
ενδιαφέροντα του παιδιού που ενισχύουν την προσοχή του και διεξάγονται σε
εξατομικευμένους χρόνους και βάσεις σύμφωνα με τις ανάγκες των παιδιών είναι
καίριες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις (Στασινός, 2020). Παράλληλα, η χρήση σχημάτων,
οπτικών και ακουστικών βοηθημάτων, όπως γραφικές αναπαραστάσεις και
σχεδιαγράμματα, φωνητικές οδηγίες μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση των μαθητών
και να ενθαρρύνει μια πιο βαθιά προσέγγιση της πληροφορίας. Επίσης, η επιλογή των
εργασιών από το ίδιο το παιδί αυξάνει την αποτελεσματικότητά του σε αυτή ενώ
παράλληλα η εκτέλεση των σχολικών εργασιών θα πρέπει να γίνετε με αργό ρυθμό σε
εξατομικευμένη βάση.

Ακόμα η πρόληψη παρόμοιων συμπεριφορών έχει αποδειχθεί πως έχει ιδιαίτερα θετικά
αποτελέσματα στην διαχείριση της διαταραχής από την πρώιμη κιόλας ηλικία με εντατική
και συστηματική προσπάθεια. Συνδυαστικά με τις παραπάνω στρατηγικές, η χορήγηση
φαρμακευτικής αγωγής θα μπορούσε να φανεί βοηθητική, φυσικά με την σύμφωνη
γνώμη ψυχιάτρου και δεδομένου ότι το υπάρχει έλεγχος και κρίνεται
απαραίτητο. Επιπλέον , η συνεργασία εκπαιδευτικών, γονέων και ειδικών μπορεί να
φέρει θετικά αποτελέσματα. Συνολικά, η πρώιμη ανίχνευση και διάγνωση της
συμπεριφοράς αυτών των μαθητών σε θέματα όχι μόνο μάθησης αλλά και σε
συμπεριφοριστικά- συναισθηματικά προβλήματα αναδεικνύει τη σημασία της
διαμόρφωσης εξατομικευμένων εκπαιδευτικών προσεγγίσεων που λαμβάνουν υπόψη τις
ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες τους, προκειμένου να ενισχυθεί η ποιότητα της μάθησής
τους.

You might also like